Παναγιώτης Σιώτος
Το ξεροβόρι Εικονογράφηση Βάσω Γώγου
σταυροδρόμι
αντί για πρόλογο Αυτό που περιγράφεται ήσυχα κι απλά στο διήγημα του Παναγιώτη Σιώτου, ανήκει στην περιοχή της ποίησης. Οι λέξεις φτιάχνουν «με θεία θέληση κι ενός Αγίου τάμα» το μονοπάτι για το βιωμένο μυστήριο, για τον προορισμό εκείνο που δεν μπορεί η λογική να τον προσεγγίσει. Μονάχα αν έχει ζήσει κανείς στον ρεαλισμό, εδώ, στον τρισδιάστατο κόσμο μας, αυτήν την στιγμιαία εκτόξευση στην αρμονία του θείου σύμπαντος, μπορεί να περιγράψει, «ψηλαφητά» έστω, (λέξη του Παπαδιαμάντη), αυτήν την ευωδία την ψυχική που αναδίδει «Το ξεροβόρι». Λίγα πράγματα, ανεκτίμητα όμως. «Τη ταπεινώσει τα υψηλά και τη πτωχεία τα πλούσια». Αρκεί ένα πρεβάζι, ο άνεμος, τα κύματα που σκάνε από κάτω στα βράχια του Αγίου Όρους, ο σκοτεινός ουρανός με τα λαμπερά του άστρα. Και η αγρυπνία των μοναχών μέσα στην εκκλησία της Σκήτης, οι προσευχές και τα ψαλτικά που κρατούν τις αόρατες συχνότητες του πνευματικού κόσμου συντονισμένες στους χτύπους της καρδιάς ενός προσκυνητή που πιστεύει.
5
Στην κορυφή του Άθωνα, στα 2033 μέτρα, δίπλα στο μικρό ξωκλήσι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, αν πιστεύει κανείς βαθιά και αν αγαπάει χωρίς όρια, βρίσκει αυτήν τη νοητή σκάλα που περιγράφει ο Άγιος του διηγήματος. «Από την κορφή του Άθωνα, λοιπόν» μας λέει, «που συνορεύει με την άκρη του ουρανού, ανέβηκα στο πιο κοντινό αστέρι. Κι από εκεί άρχισα να πετώ τα σχοινιά και τα καλούπια μου στα γειτονικά αστέρια και να σκαρφαλώνω, όπως οι ορειβάτες, βράχο βράχο, για ν’ ανεβώ ψηλότερα». Μέχρι ένα σημείο βέβαια – δεν μπορεί η ψυχή ενσαρκωμένη να διανύσει όλη την απόσταση μέχρι το Πνεύμα. Δεν μπορεί και το ξέρει. Όμως μια νύχτα σαν κι αυτή που περιγράφει ο Παναγιώτης Σιώτος, αν είναι τυχερός κανείς, μπορεί να αξιωθεί μια πρόγευση της «ενότητας του σύμπαντος κόσμου» που περιλαμβάνει τα πάντα και όπου όλοι είμαστε ένα, τυλιγμένοι μέσα σε μιαν Αγάπη απέραντη που ξεπερνά τα ανθρώπινα. Άρης Δαβαράκης Αθήνα 9 Απριλίου 2021
Nύχτα
7
Είχε περάσει η ώρα κι εγώ εξακολουθούσα να κοιτάζω ψηλά στον ουρανό, κι έβλεπα τα φωτεινά τ΄ αστέρια. Δεν τα μετρούσα όμως. Θυμάμαι μια παλιά δοξασία στο νησί, έλεγε να μη μετράμε τ’ άστρα. Γιατί άραγε; Οι παλιότεροι έλεγαν ότι τα αστέρια είναι όσοι έχουν φύγει από αυτή τη ζωή και λάμπουν στον ουρανό μέσα από την παρουσία που είχαν εδώ στη γη, αν δηλαδή ήταν καλοί και συνετοί άνθρωποι - μυστηριώ- δες σενάριο, σκεφτόμουν εγώ. Ο άνθρωπος, εκείνα τα χρόνια, χρησιμοποιούσε τον ουρανό για τις δικές του ερμηνείες στα φαινόμενα. Ξαστεριά με κρύο έχουν ταυτιστεί. Ένα άστρο πέφτει, ευκαιρία για μιαν ευχή. Ξαπλωτό φεγγάρι, όρθιος καπετάνιος. Νεράιδες και αγγελούδες που βγαίνουν με την πανσέληνο κάτω από τις στοές. Ιστορίες των ανθρώπων στα χωριά, δοξασίες και παραδόσεις άλλων εποχών.
15
Ο δρόμος του Παραδείσου
21
Μέσα στην εκκλησία, φαινόταν ένα φως από αναμμένο κερί, που το διέκοπτε μια ανθρώπινη μορφή στο πέρασμά της. Κι όμως, πώς; Όλοι οι μοναχοί είχαν γυρίσει πια στα κελιά τους. Δεν πήγαινα να δω, έμενα βουβός να κοιτάζω αυτή τη φιγούρα, που περνούσε μπροστά από το κερί και ξεχώριζε πίσω από το θαμπό μισοφωτισμένο παράθυρο.
23
«Η παράδοση αυτή των Τηνιακών, παιδί μου», απάντησε ο γέροντας, «ήταν ο σύνδεσμος των ανθρώπων με τον θάνατο, η συμφιλίωση τους με το άγνωστο. Ήταν η παρηγοριά τους για την απώλεια των αγαπημένων τους. Ένα σκάρφισμα των απλών νησιωτών για να νιώθουν πού βρίσκονται εκείνοι από τους οποίους είχαν χωριστεί. Ήταν η πηγαία πίστη τους που τους έδινε τη βεβαιότητα ότι υπάρχει ζωή και μετά τον θάνατο. Ξέρεις γιατί δεν μπόρεσες ποτέ να πλησιάσεις αυτόν το δρόμο που αναζητάς; Να σου πω και εγώ, με τη σειρά μου, μία ιστορία. Όταν ήμουν νεότερος, κοντά στη δική σου ηλικία, αναρωτιόμουν ποιο άραγες νάναι το κλειδί για να μπορέσω να εννοήσω, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, τον παράδεισο και την κόλαση. Είχα μόλις έρθει στο περιβόλι Της, θυμάμαι. Και μια τέτοια βραδιά σαν την αποψινή, πείσμωσα κι έμεινα ξάγρυπνος όπως κι εσύ, γεμάτος περιέργεια να ανακαλύψω τι κρύβεται πέρα από το μυστηριώδες σύμπαν. Αποκοιμήθηκα, όμως, για λίγο με το γλυκό αεράκι. Και είδα σαν όνειρο πως αποφάσισα ν’ ανεβώ όσο πιο ψηλά μπορούσα, για να δω με τα μάτια μου το άπειρο σύμπαν, ψάχνοντας για το σύνορο ζωής και θανάτου. 29
Είχε κιόλας χαράξει. Μετά από όσα είχε μόλις πει ο γέροντας μοναχός, μείναμε βουβοί να κοιτάμε μια τη θάλασσα και μια τον ουρανό. Το ξεροβόρι φυσούσε ασταμάτητα. Αυτό το βράδυ, η σκέψη μου έμεινε ξάγρυπνη. Δεν μ’ ένοιαζε να κοιμηθώ, είχα μείνει άναυδος από την αρμονία της φύσης όλες αυτές τις στιγμές. Την επόμενη μέρα θα έφευγα, δεν είχα φυσικά λόγους για να παραμείνω, εδώ ανήκουν όσοι βλέπουν κάθε βράδυ τους Αγίους να περπατούν, αυτοί που τους φυσά καθημερινά το ξεροβόρι, αυτοί που κάθε λεπτό ζουν κάτι υπερκόσμιο και ξεχωριστό.
39
Αυτό που περιγράφεται ήσυχα κι’ απλά στο διήγημα του Παναγιώτη Σιώτου, ανήκει στην περιοχή της ποίησης. Οι λέξεις φτιάχνουν «με θεία θέληση κι ενός Αγίου τάμα» το μονοπάτι για το βιωμένο μυστήριο, για τον προορισμό εκείνο που δεν μπορεί η λογική να τον προσεγγίσει. Άρης Δαβαράκης