ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ/ΠΑΡΑΠΑΤΗΜΑ ΣΤΗ ΧΑΡΑ/ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ/ΠΑΡΑΠΑΤΗΜΑ ΣΤΗ ΧΑΡΑ/ΕΚΔΟΣΕΙΣ
θράκα θράκα
ΠΑΡΑΠΑΤΗΜΑ ΣΤΗ ΧΑΡΑ
ISBN: 978-618-80881-0-8 Σειρά: Πυροβασίες -1© ΕΚΔΟΣΕΙΣ θράκα & Σωτήρης Παστάκας , 2013 πρώτη έκδοση: εκδόσεις Μετρονόμος 2012 δεύτερη έκδοση-ψηφιακή: εκδόσεις Θράκα, Σεπτέμβριος 2013
ΕΚΔΟΣΕΙΣ θράκα Βαρβάκη 4, 41221, Λάρισα http://thraca.gr thracamagazine@gmail.com
ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ
ΠΑΡΑΠΑΤΗΜΑ ΣΤΗ ΧΑΡΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ θράκα
I. Εγώ που δεν τραγούδησα το βαθύ κόκκινο του ρόδου, ούτε τραγούδησα το λυγμό που έχει το βάθος ενός χαμόγελου το προφίλ στα τρία τέταρτα, την κρυμμένη γωνιά στο μυαλό μου, τους κόκκινους λεκέδες στο σεντόνι της θάλασσας όταν το αεράκι σηκώνει μία προς μία τις ρυτίδες του εγκεφάλου μου, μία προς μία τις προσωπικές μου απώλειες-μπερντές που κοκκινίζει μια στιγμή πριν πάρει φωτιά. Το ορατό φως. Τις πέντε αισθήσεις. Τους εκατόν πέντε κατοίκους της Ηρακλειάς. Τα έντεκα μέτρα του σκάφους. Τις αμέτρητες μπύρες. Τα μετρημένα καμπάρι μέσα από τις ανταύγειες τους. Μια βαλίτσα, ένα καπέλο κι ένα διαζύγιο. Άλλο ένα καμπάρι, παρακαλώ. Ένα διαζύγιο και πάμπολλες ομπρέλες. 9
Άλλο ένα καμπάρι, παρακαλώ. Ένα διαζύγιο και πάμπολλες ομπρέλες. Φέρτε μου κι άλλα καμπάρι. Θέλω να βλέπω τη φέτα του μαρτυρίου μου να μεγαλώνει σε αντιστοιχία με τη δική σας τακτοποιημένη απόλαυση. Δώστε μου ένα μεγάλο σαγκουίνι. Μην τραγουδάς, τραγούδησες όσα σου δόθηκαν. Τραγούδησε τα παιδιά που παίζουν ακόμα στις δέκα το βράδυ, μόνον οι φωνές τους ακούγονται στο προαύλιο της Εκκλησίας, Μεγαλοβδόμαδο κι ακόμη πιο μακριά γαυγίσματα αδέσποτων σκύλων. Δεν έχουν τελειώσει ακόμη το παιγνίδι, το δικό μου μόνον τέλειωσε γιατί δεν με παίζουν. Ένα-ένα καλώ τα παιδιά με τα ονόματά τους Ηλία, Αλέξη, Κωστή, Αίγλη κι ούτε ένα να μου γυρίσει πίσω τη φωνή. Αναπάντητα ονόματα ενός που δεν έγινε πατέρας. Δεν τραγούδησα την πατρότητα βεγγαλικό που δεν σκάει το περιεχόμενο στ’ αρχίδια μου τη νύχτα, αποτυχημένος κι άσφαιρος νύχτα χωρίς βεγγαλικά, πυροτέχνημα που δεν έσκασε, 10
και δεν πυρπόλησε σκοτάδια, απλό κόκκινο φωτάκι πορείας. Δεν τραγούδησα την οδήγηση. Ούτε οδήγησα κανέναν κάπου: αποτυχημένος ψυχίατρος αλκοολικός, μόνον ακολούθησα τις σπίθες φωτιάς που έβγαζαν απ’ τα μάτια τους οι φίλες και οι φίλοι-μέγιστη υποχρέωση κι αν δεν την τραγούδησα τη ζωή, να τη σέβομαι να την ακολουθώ, να την προσπερνώ, να την αφήνω να τρέχει ξωπίσω μου, να την αφήνω να τρέχει έμπροσθέν μου. Φώτα πορείας δεν έχει η ζωή πέφτουν στον πιο βαθύ γκρεμό όσοι την πάρουν στο κατόπι. Δεν τραγούδησα τα φώτα πορείας, απ’ τη μικρή στη μεγάλη σκάλα τους προβολείς μου άλλαξα και πάλι δεν βλέπω τους φίλους μου δεν βλέπω κανέναν: ανορεξία, αλκοόλ, κι αϋπνία. Εφιάλτες μόνο βλέπω μπροστά μου: προβλέπω και δεν το ’θελα αυτό το χάρισμα, τρόμαζα και πίεζα να το πνίξω, μάντης κάθε προσωπική μου απώλειας στο μέλλον, όπισθεν δεν έχει η ζωή. Δεν μου δόθηκε να τραγουδήσω το φόβο ούτε την έκβαση 11
της κρίσης, ούτε έγραψα ποτέ μου πως κόκκινο ήταν το αεράκι που σμίλευε ρυτίδες στο σεντόνι της θάλασσας. Δεν είπα πως ήταν κόκκινο το αδηφάγο στόμα μου όταν καθόταν πάνω στο στόμα της. Δεν είπα πως ήταν κόκκινα τα χέρια που αγκάλιαζαν το κορμί της-δεν τα τραγούδησα. Δεν τραγούδησα τα δικά της κόκκινα χέρια, τα κόκκινα χείλη της, τα έμμηνα που έσταζαν απ’ το μουνί της, τα στοπ που άναβαν εδώ κι εκεί στο κορμί της, δεν τραγούδησα τον πορφυρό της έρπητα. Δεν τραγούδησα τις απαγορεύσεις. Μόνον αυτά που εισέπραττα. Τραγούδησα το λυγμό μου που είχε το βάθος ενός χαμόγελου. Τραγούδησα την απροσδόκητη χαρά που κρύβει μέσα της βαθειά κόκκινο άγριο χρώμα, το αίμα που έφτυσα όσο μακριά μπορούσα να δω προς τα πού φυσάει ο άνεμος να καθορίσει την κατεύθυνση τον προσεχή προορισμό μου. Δεν έγραψα για τη χαρά. 12
Δεν μου δόθηκε τελικώς το βαθύ κόκκινο του ρόδου, επειδή ήθελα να γινόμουν ρόδο και δεν σας το μαρτυρούσα, μόνον έβαφα κόκκινα αυγά για να σας ξεγελάω. Έβγαζα κόκκινες φωνές. Κατάπινα κόκκινες φλόγες. Ντυνόμουνα την κόκκινη στολή του κλόουν να σας διασκεδάσω, να πυρπολώ την άχρωμη ζωή μου, αμφιβόλου ρέζους ως και η ομάδα μου: μηδενική μ’ αρνητικό πρόσημο. Λευκές ρίγες, κόκκινες ρίγες Τελικά ως και το αίμα μου δεν θα μπορέσετε να μου χαρίσετε αν παραστεί ανάγκη, να ξέρετε πως θα βιαστώ να σας καληνυχτίσω. Τα παιδιά δεν τέλειωσαν ακόμη το παιγνίδι τους, κόκκινη απριλιάτικη νύχτα κι ας τελειώνει για μένα εδώ το ποίημα.
13
II. Έλα να σε χαϊδέψω. Μην το σκέφτεσαι. Ο επόμενος σταθμός θα ’ναι η χαρά για μας, γατούλα μου. Έλα κάτσε στα μαύρα μου γόνατα, κατάλευκη εσύ, άκου: ακόμη και τις λίγες λευκές σελίδες της ζωής μου με μαύρη μελάνη τις έγραψα. Εγώ, που δεν τραγούδησα το φως και το γιατί. Γιατί μας τυφλώνει ο ήλιος κάποια στιγμή και κλείνουμε αυτόματα τα μάτια, επιστρέφοντας στο εσωτερικό μας σκοτάδι, τη μοναδική μας πατρίδα. Γιατί πριν βυζάξουμε το πρώτο γάλα το έπιναν η μάνα κι ο πατέρας μας. Μας κληρονόμησαν σκοτάδι μαζί με τον κάμπο. Εγώ που δεν τραγούδησα το πληγωμένο άτι στον απέραντο κάμπο να τρέχει στη χαρά και να ‘χει στο γοφό πορτοκαλί πληγή. Να ‘ναι ο κάμπος κίτρινος 14
και η χαρά το Θέρος. Δεν θέρισα τη χαρά, απέφευγα τα αυτονόητα κι ο κάμπος μικρός στην απεραντοσύνη του, ατέλειωτος αν κουβαλάς μια πληγή στο γοφό σου: κλείνεις τα μάτια σου στο πορτοκαλί. Η κούραση έχει μια γεύση από πορτοκάλι, σου πέφτει το κεφάλι απ’ τη νύστα και τα ξύδια, σαν θερισμένο στάχυ. Εγώ που δεν τραγούδησα τη μακαριότητα του συζυγικού έρωτα, μεθυσμένο άτι στον απέραντο κάμπο, ούτε την ίδια αγκαλιά αυτή την πορτοκαλί πληγή που γιατρεύεται από μόνη της, γατούλα μου, σαν και σένα. Κλείσε τα μάτια σου γατάκι έτσι πάνω στα γόνατά μου, ξεκουράσου. Η κούραση αποδέχεται οτιδήποτε έχει όρια αυστηρά καθορισμένα: τον κάμπο και τον κάματο. Δεν τραγούδησα τον κάμπο αλλά γνωρίζω πως μπορεί 15
να γίνει απέραντος για ένα πληγωμένο άλογο. Δεν τραγούδησα την κόπωση, την επανάληψη, το συζυγικό έρωτα γιατί δεν βαρέθηκα ποτέ στη ζωή μου, είναι οι σελίδες μου μελανές απ’ τις πολλές μουτζούρες και τις ελάχιστες λευκές πάλι με μαύρο μελάνι τις έγραψα. Γιατί είχα μια πορτοκαλί πληγή στο γοφό μου, κουτσό πόδι έσερνα ανέσπερες νύχτες στ’ άστρα της ασφάλτου γι αυτό από τότε μου κρατάω αγκαλιά τον άσπρο μου το γάτο. Μού δόθηκε η χάρη ν’ απαρνηθώ την υψηλή νότα του αυτονόητου, πιστός δίχως πίστη πως ο επόμενος προορισμός θα ήταν η Λευκή Χαρά αγκαλιά με το Μαύρο Χάρο. Ο γάτος μου στα γόνατα κι εγώ ένα δρεπάνι μοναχά του Θέρους. Μην σκέφτεσαι, γατούλα μου, οι πορτοκαλιές σου πατούσες καταλήγουν σε μη-σκέψεις, προωθούνται μακάριες σε μένα που αλόγιστα 16
πέρασα με τα μάτια κλειστά και στη χαρά και στον έρωτα και στην απέραντη θλίψη. Έκλεινα τα μάτια μου κι ο κάμπος γινόταν απέραντος, σκοτεινός σαν την πραγματική μας πατρίδα, την ευτυχία. Ακόμη και στο πένθος έκλεινα σφιχτά τα μάτια μου, γι’ αυτό δεν τραγούδησα το φως και το γιατί. Γιατί δεν βαρέθηκα ποτέ στη ζωή μου κι έκλεινα πάντα τα μάτια όταν ήθελα να γνωρίσω την πραγματική μου πατρίδα: την ώρα της ύστατης ηδονής, την ώρα του απαρηγόρητου πένθους, την ώρα της αλυπίας και του άλγους. Ανάλγητα, αποφασιστικά, αμετάκλητα κλείνω τα μάτια και δεν σκέφτομαι. Δεν σκέφτομαι τον κάμπο και τα όριά του. Δεν σκέφτομαι το φως, τον αέρα, τον προορισμό που μου έταξαν: την ευτυχία. Δεν σκέφτομαι το φως. Δεν σκέφτομαι άσπρα 17
και μαύρα πλακάκια που πρέπει να βάλω τα βήματά μου, κουτσάλογο, σέρνω το ένα πόδι μου πίσω από το άλλο, τη θλίψη πίσω από τη λήθη. Δεν σκέφτομαι τίποτα έτσι όπως σέρνω τα βήματά μου απ’ το άσπρο στο μαύρο πλακάκι του μπάνιου μου, απ’ τα μαύρα πλεμόνια μου στον άσπρο μου γάτο, απ’ τα καμένα χρόνια μου στο λευκό της χιώνος, απ’ τους ζωντανούς στους φίλους που πέθαναν, απ’ τα κορίτσια που μεγάλωσαν δίπλα μου, παράλληλα, πολύχρωμα. Απ’ τα κορίτσια στις μεστές γυναίκες που μ’ αγαπάνε ακόμη, αγαπάνε αυτό που ήτανε κάποτε το μυαλό μου, που ήμουν Εγώ. Τα κορίτσια που παραμένουν εσαεί κορίτσια κι αγαπάν 18
τη μοναδική περιουσία που απέκτησα: μια πορτοκαλένια πληγή.
19
III. Ένα ταξί παρακαλώ. Ένα ταξί να φύγω. Κοίταξε θα φύγω πάλι. Κοίταξε: ανοίγω τα χέρια μου, διπλώνω τα πόδια μου. Κοίτα με λοιπόν, πετάω; Με πόσα φι να γράψω το φεύγω. Πόσα πι ζητάει το πετάω; Με πόσα σύμφωνα να γράψω τη φυγή μου, με πόσα φωνήεντα τον τελικό προορισμότον εαυτό μου; Ως Έλληνας σκοντάφτω πάντα στο φι και το γάμα. Γλιστράν εύκολα οι βάρβαροι στο άι και το ίο: ένα ταξί, φώναξέ μου, ένα ταξί, να φύγω. Βρέθηκα στη μέση του δρόμου. Όλα τα ταξί ήταν κίτρινα. Ένα κίτρινο ταξί πήρε και μένα και μια κίτρινη αγάπη κρατούσε την καρδιά μου ώσπου ένα χεράκι άφησε το σκοινάκι και την άφησε να πετάξει ψηλά, κίτρινο φευγάτο μπαλόνι παραδομένο στην ταχύτητα μιας κίτρινης πόλης, όπως χάνονται μια για πάντα οι νεόκοπες αγάπες. 20
Ένα ταξί, ένα ταξί παρακαλώ να φύγω στο πι και φι. Κοίτα με, ανοίγω τα χέρια μου, διπλώνω τα πόδια μου, κοίτα με λοιπόν, πετάω; Με πόσα φι να γράψω το φεύγω, πόσα πι ζητάει το πετάω; Έχει το νι, το χι, το ρω και το ταυ μαζί του ο αναχωρητής. Να γράψω τελικά ένα ποίημα μόνο με τα ελληνικά γράμματα που έχουν οι μαθηματικές εξισώσεις, ως γεωμετρικό θεώρημα έργου και βίου: π,τ,ν,ρ,φ,χ,ψ,ω. Με πόσα μι γράφεται το Μαλάκας; Μπορούμε να διαλύσουμε το παρελθόν; Ενεδρεύουν τα σαγόνια του πεπραγμένου στις κλειδώσεις του χρόνου; Κλειδωμένος στα χιλιόμετρα αφή από γυναικεία εσώρουχα και γεύση από ταμπάκο στα κιτρινισμένα μου δάκτυλα, και μια κίτρινη γλώσσα δυο άνθρωποι ήμουνα πριν ξαναγίνω ένας. Δυο άνθρωποι που μοιράζονταν τα ίδια πράγματα, 21
τις ίδιες συνήθειες, τις ίδιες αναμνήσεις, έπιναν νερό απ’ το ίδιο ποτήρι, έχεζαν στην κοινή τουαλέτα στην ίδια πόλη που έκοβε φέτες τα χιλιόμετρα στις διαφορετικές κατευθύνσεις για τη δουλειά, επόμενος σταθμός η Χαρά, next station Joy. Πάντα λαίμαργοι για σεξ κι οι δύο τους στην αργόσυρτη πόλη με τα κίτρινα ταξί, μέσα σ’ αυτή την κίτρινη πόλη όπου υποσχέθηκαν για πάντα και για πάντα έχασαν τη συζυγική αγάπη, το κοινό κρεβάτι, τις ελεγχόμενες πυρκαγιές σαν εκείνες που άναβαν στον κάμπο τον Αύγουστο κι έλαμπε ολόγυρα ο κίτρινος κάμπος μετά το θέρισμα δεμάτια τα πρόσωπα να κρέμονται στα παράθυρα του οτομοτρίς, να θαυμάζουν από νωρίς τις ελεγχόμενες φωτιές που πυρπολούν κάθε τόσο το συζυγικό κρεβάτι, το δρεπάνι που κόβει τη θημωνιά που ξερνάει 22
η θεριζοαλωνιστική, τις κίτρινες μπάλες κατορθωμένης αγάπης, παιδιά, εκτρώσεις και σάβανα εμβρύων, έτσι καθώς τα προσπερνώ με το ταξί κάτω από έναν κίτρινο ουρανό, σεντόνια της συζυγικής ζωής, κατσαρόλια. Πράγματα που δεν μπορώ να τ’ αλλάξω επειδή απλά μόνον και μόνον δεν μπορώ να τα δωκαι να τα ’βλεπα πάλι τίποτα δεν θα άλλαζα θα άλλαζα ταξί λεωφορείο γυναίκα, σκέφτομαι πως πάλι τίποτα δεν θα άλλαζα αν είχα την τύχη να δω, αν δεν με τύφλωνε αυτό το κίτρινο χρώμα, αν δεν ήμουν ένας άνθρωπος πριν ξαναγίνω δύο, αν δεν είχα χάσει μια για πάντα την συζυγική αγάπη μέσα σ’ αυτή την κίτρινη πόλη, εγώ που δεν τραγούδησα τα πολυχρονισμένα ζευγάρια 23
τα δεσμά του γάμου την επανάληψη των εδεσμάτων την παρμεζάνα πάνω στα μακαρόνια, την κίτρινη γεύση του κήπου με πανσέληνο, το κιτρινισμένο καραβόπανο της πολυθρόνας, το ταμπάκο στη λευκή πετσέτα του μπάνιου, το προσήλιο στίγμα απ’ τα σκατά στο απλωμένο σεντόνι, το κατουρημένο σώβρακο πριν μπει για μπουγάδα, το υποκίτρινο που καταλαμβάνει ως συνήθως την επιφάνεια πολυκαιρισμένων φωτογραφιών γάμου, η κίτρινη κορδέλα που δένει τα ζευγάρια στο πάθος τους, μέσα στην ερημιά στημένες θημωνιές ο άντρας κι η γυναίκα σφιχταγκαλιασμένοισ’ ένα ταξί λοιπόν, και η χαρά μια γεύση πόλης στα χείλια μου. 24
IV. Τι βιάζεσαι Παστάκα; Απέτυχες να προσδιορίσεις τι χρώμα έχουν τα συναισθήματα, εφόσον υποθέσουμε την ταχύτητά τους, παράξενο παιγνίδι αλκοολικού Ψυχιάτρου τον στα τέσσερα δεμένο ν’ ατενίζει κενό, να μετρά το χώρο απ’ τους ιμάντες ασφαλείας στο ταβάνι στο πρόσωπο της νοσοκόμας κι από κει στο μούσι του Φρόιντ τεθλασμένες ευθείες γραμμές που ενώνουν το πεδίο αναζητώντας βαλβίδα εκτόνωσης, αφού δεν έμαθες ακόμη με τι ταχύτητα τρέχουν τα συναισθήματα κι η σκέψη σου με πόσα; Μη βιάζεσαι Παστάκα. Δεν βιάζεται το συναίσθημα απ’ το σκοινί στην σπονδυλική στήλη, απ’ τη θηλιά στο λαιμό στην πρώτη γουλιά του ουίσκι, με τι ταχύτητα πίνεις τα ποτά σου Παστάκα; Όταν έχει πανσέληνο, νύχτες χωρίς φεγγάρι όταν έχεις μικρόφωνο πολλών μποφόρ 25
κι ηχεία νηνεμίας, όταν είσαι ξαπλωμένος σε χειρουργικό τραπέζι παραδομένος στη νάρκωση όταν θέλεις να σηκωθείς μικρό ακούνητο δακτυλάκι με τι ταχύτητα τρέχουν τα συναισθήματα κι η σκέψη σου με πόσα; Κάθε τόσο αλλάζουν σε msec γιατί δεν συμπίπτουν στο χρώμα στη μουσική σκάλα οι επτά νότες τα επτά χρώματα κάθε τόσο αλλάζουν θέση μεταξύ τους τελικά, με τι χρώμα τρέχει το μαύρο στον Βαν Γκογκ, με τι ταχύτητα καταναλώνεις τη νύχτα σου Παστάκα; Μάρμαρο το λευκό. Όταν είσαι στο χειρουργικό τραπέζι κι έχεις όλα τα φώτα πάνω σου, κι είναι η σκηνή δικιά σου, δεν έχει σημασία αν εκεί στο βάθος είναι φίλοι είναι γνωστοί άγνωστοι, που σε χειροκροτούνε 26
όλοι μαζί. Βλέπεις τα φλας που σε φωτογραφίζουν, ένα ζευγάρι μάτια πράσινα αυτών που στέκονται όρθιοι γύρω από τη σκηνή, στο χλοερό σκότος, δεν ξέρεις αν σε χειροκροτούν ή σου ξεσκίζουν τα σπλάχνα με νυστέρι. Περίφρακτος κήπος, πράσινες περικοκλάδες, τριφύλλι για τις γυμνές σου πατούσες, κάποια κρύφτηκε πίσω από τις πικροδάφνες σου στέλνει φιλιά, μέχρι να σου χώσει το νυστέρι στο κόκκαλο, μέχρι να σου χώσει ένα πράσινο μήλο στο στόμα, μονοκονδυλιά τα ερωτικά ποιήματα, εκατό τρομάρα σου, το σακατεμένο κορμί που κάποια άφησε όπως πάντα άχτιστο, βορρά στο ριχόσπερμα, τις πορτοκαλιές, τα λευκά και κόκκινα ρόδα, αυτή την τέντα από γλυσίνια 27
το αγιόκλημα, το γιασεμί, τα σπάρτα στο πτυελοδοχείο, αυτή η πράσινη χολή που ξερνάν όσοι αγάπησαν πολύ, τα χάπια και τα σφηνάκια, το ουροδοχείο κάτω απ’ το κρεβάτι τους, το κατσαβίδι κάτω από το στρώμα τους, το δολοφονικό μίσος καλά κρυμμένο ανάμεσα στα σκέλια τους, το ξυρισμένο αιδοίο, τον πράσινο περίβολο για να ρίχνουν τη λάμψη απ’ το ατόφιο μονόπετρο, το επιχρυσωμένο τίποτα να αντανακλάται στη μάντρα, στοά για μουνόχαυλους, σήραγγα για τυφλοπόντικες, δίοδος για κατσαρίδες, κενό, κενό, κενό, στο μυαλό στη ψυχή και στο μυαλό μια τρύπα, Παστάκα. Άνοιξε το στόμα σου σ’ αυτό το πράσινο που αναρριχάται 28
στην μάντρα του τοίχου, στην ποιητική σκηνή του Σαράγεβο, το νυστέρι στο κόκκαλο, το κοτσάνι του μήλου να σου κάτσει στο λαιμό, τραγούδησε πάλι, την ταχύτητα με την οποία αλλάζουν τα συναισθήματα. Τραγούδησε πάλι αυτά τα λίγα που σου προίκισε η ζωή, μπόι, κιλά, ξινά αστεία, δυο πράσινα μάτια, μια αγάπη για το καλοκαίρι, το πράσινο περιτύλιγμα που κρύβει ανύπαρκτη γυναίκα, το χρώμα τραγούδησε του οργασμού που απλόχερα το χάρισες και δεν σε στόμωσε καμία. Το ελάχιστο για να γίνει τραγούδι επιβάλλει να’ ναι μικρό το σπίτι σου, το κρεβατάκι σου μονό μέσα στην πρασινάδα.
29
V. Χάρη δεν έκανα στο μπλε. Δεν μου χαρίστηκε το γαλάζιο στην άκρη των δακτύλων μου να συνεχίζει ουρανό πάνω απ’ το Σαν Φρανσίσκο. Ανάμνηση ψευδή το δεξί μου χέρι να σηκώνω ψηλά, να ψάχνω για ταξί μέσα στη λεωφόρο, να κινδυνεύω απ’ το μπλε παρά απ’ το μαύρο της ασφάλτου. Το χέρι σηκωμένο ψηλά. Πρώτη φορά χάρηκα τον αέρα, τον είδα να γίνεται μπλε, όλος ξαφνικά σε μια στιγμή, εκεί που γύρευα ταξί: «Μην αντιστέκεσαι, παρτάλι» «Μην αντιστέκεσαι». Τη σφαίρα ας ’την να περάσει απ’ το σώμα σου. Μια φορά σε σκοτώνουν, καθίκι, «μην αντιστέκεσαι». Χόρευε σαν το βαρύ μέταλλο της γέφυρας, η ομίχλη βλέπεις είναι πιο βαριά κι από το Γκόλντεν Γκέιτ: στοργικά πέφτει πάνω του και το σκεπάζει. Τα παιδιά χοροπηδάνε στη χαρά, όπου κι αν σηκώσεις το βλέμμα σου, πάνω σε υδρόγειους σφαίρες χορεύουν Αφροδίτες. Ο Γκάντι χορεύει νηστικός στο λιμάνι, 30
ο Χίρσμαν είδε λευκές παρθένες με κεριά να κάνουν βόλτα κάτω απ’ το σπίτι του, καταχείμωνο. Στις 13 Δεκέμβρη γιορτάζουν τη Σάντα Λουτσία οι αόμματοι όλου του κόσμου. «Μην εμπιστεύεσαι αυτά που βλέπεις, κουδούνι», «μην αντιστέκεσαι, λοιπόν, παραδώσου». Παράδωσε το κορμί σου στις σφαίρες, τη ψυχή σου στον εργοδότη σου, τ’ αχαμνά σου στις συμβίες, τη γραφή σου στους κόλακες, τα νύχια σου να ’ναι πιο σκληρά κι απ’ την ομίχλη, έτσι όπως αδράχνει τα μέταλλα της γέφυρας και τη σηκώνει λίγο πιο ψηλά πάντα, απ’ το γαλάζιο. Όσο ψηλά ν’ ανεβείς θα βλέπεις θάλασσα παντού τριγύρω, σήκωσε το ποτήρι σου ψηλά κόντρα στον ήλιο: το πρώτο παγάκι μες στο ούζο γίνεται υποκύανο, το δεύτερο γαλακτερό παίρνει τη φόρμα και το χρώμα που έχουν τα σύννεφα Ιούλιο μήνα, έτσι όπως δεν μπορείς να τα δεις στην ηλικία που έφτασες, τα γεράματα 31
δεν σηκώνουν κεφάλι. Δεν μπορείς να δεις πια τα σύννεφα Παστάκα, μες στο ποτήρι σου μόνο, κατάπιε κουδούνι τα υπολείμματα του πρότερου έντιμου βίου, δώσε και τα εφτά χρώματα στα ποτά σου ρεμάλι, μην αντιστέκεσαι στη γαλάζια διαδοχή των ημερών, στα μπλε κιλοτάκια των κορασίδων στις μπλε νεράιδες που έχουν χτυπήσει τατού στα σφυρά τους. Παραδέξου το μπεκρούλιακα πως μπλε μουνί δεν γάμησες ακόμα, τυλιγμένους στους μπλε καπνούς των άπειρων σιγαρέτων σου, στο υποκύανο που αφήνει πίσω της η σφαίρα. Μην αντιστέκεσαι στο μπλε του ούζου σου, στις μπλε βλεφαρίδες, στο μπλε των windows, στον ουρανό που παρεισφρύει με το τρίτο παγάκι στο ποτήρι του ούζου, μια φορά σε σκότωσε 32
η πρώτη γαλάζια σφαίρα. Δεν κινδυνεύεις από τις επόμενες. Πόσες φορές μπορούν να σε σκοτώσουν, Παστάκα; Θα περπατήσεις ακόμη και νεκρός με άξονα το σώμα. Παραδώσου κουφιοκεφαλάκη, ανίκανε, εγωιστή, πρωτάκι, υπερόπτη που σήκωσες κεφάλι, τσόγλανε επειδή κόπηκες κι έβγαλες λίγο γαλάζιο αίμα, εγωίσταρε, κακομαθημένε, μπεκρούλιακα χασισοπότη μουνάκια, άραξε στη ψάθινη καρέκλα, ρεμάλι μπλε στη βάψαμε, μαζί κι άλλες τέσσερις γι αυτό το καλοκαίρι η μια δίπλα στην άλλη, γύρω απ’ το τσίγκινο θαλασσί τραπεζάκι έχεις τη θάλασσα στο ύψος των ματιών σου, δεν χρειάζεται σακάτη ούτε καν το βλέμμα σου να σηκώσεις, την πιατέλα με τα χόρτα, τα σαυρίδια, έρχονται όπου να ’ναι κι οι σαρδέλες στα κάρβουνα, κάθισε, ξεκουράσου, στη μπλε βαμμένη καρέκλα 33
μην σκέφτεσαι, αφήσου στη μπλε σκιά της συκιάς, πιάσε το καραφάκι δεν έχει υπερατλαντικά ταξίδια για φέτος, γαλάζιες νύχτες πλεγμένες άσπρο μετάξι, ισημερίες, ηλιοστάσια ξέχνατα όλα παρτάλι, κάθισε, αφήσου, παραδώσου κλείσε το τεφτέρι με τα ποιήματα, στέρεψε το μπλε στο μπικ σου, στη φλόγα του πετρογκάζ το σαγανάκι με τις γαρίδες, άπλωσε τις αρίδες σου, κάπνισε τα τσιγάρα σου πιες το ουζάκι σου εδώ στον κήπο κάτω απ’ την πελώρια συκιά τη νύχτα θα αποκοιμηθείς σε γαλανά σεντόνια: γαλάζιο και το μάρμαρο στο μνήμα σου παρτάλι, όπως γίνεται υποκύανο στο ψήσιμο το χταποδάκι, παραδώσου στο υπερμπλέ του τόπου μας και σκύψε το κεφάλι.
34
VI. Το Λιβυκό πέλαγος σαν όλες τις θάλασσες, δεν ξέρει πως το λένε Λιβυκό, δεν ξέρει τ’ όνομά του: μια θάλασσα είναι κι αυτό, μαζί με όλες τις άλλες. Σα τις θάλασσες αλλάζει χρώμα από στιγμή σε στιγμή, άλλοτε καθαρή κι άλλοτε γεμάτη ακαθαρσίες, περιττώματα, από λουλακί το χρώμα της να γίνεται σταχτί, σαν θάλασσα κι αυτή δεν ξέρει το όνομά της. Σαν το αποψινό καράβι, σκουριασμένο σκαρί το «Alekos» με τη φρεσκοβαμμένη μπογιά πάνω στην παλιά λαμαρίνα: «Pacific», «Monte Carlo», ονόματα που αχνοφαίνονται κάτω από το βερνίκι, καράβια που μόλις πιάσουν λιμάνι, τραβάνε για το επόμενο, αλλάζουν όνομα, αλλάζουν φορτίο και πλήρωμα, μια θάλασσα τα υποδέχεται μια θάλασσα τ’ αποχαιρετά, 35
το Λιβυκό δεν γνωρίζει τ’ όνομά του, όπως δεν γνωρίζουν τα καράβια τ’ όνομά τους, όπως δεν γνωρίζει το σώμα αν σε λένε Δήμητρα, Αλέκα, Καλλιόπη. Το Λιβυκό πέλαγος δεν ξέρει τ’ όνομά του. Λουλακί φθαρτής ψυχής ξοδεύει ονόματα πεθαίνει κάθε μέρα. Πολλές φορές μέσα στην ίδια μέρα. Η ψυχούλα μας το ξέρει πόσο λουλακί στραγγίζει κάθε ώρα, κάθε στιγμή: στη νεκροφάνεια του σήμερα ονόματα παλιά αγαπημένα Γαύδος, Χρυσή, Ελαφόνησος, Παλαιοχώρα. Οι θάλασσες αλλάζουν κι αυτές ονόματα. Το Λιβυκό γίνεται θάλασσα των Κυθήρων, Ιόνιο, σαν θάλασσα κι αυτό το χτυπάν βόρειοι ριπαίοι άνεμοι, σφοδροί νότιοι άνεμοι. Αλλάζει ονόματα ο άνεμος, τα κύματα γίνονται ριπές κατά κύματα, τα βουνά στο βυθό σπηλιάδες κάθε μέρα 36
σκοτώνουν τη ψυχούλα μας, άλλοτε Μίνως, Ραδάμανθυς, Σαρπηδών: με κοιτάτε, σας κοιτώ δεν μοιάζω με κανέναν, σαν τη χαρά μοιράζομαι σε χίλια μονοπάτια: καρδιές, πληγές κι ανθισμένα σπλάχνα. Κατάμαυρα τα κύματα απ’ τις στροφές στο οδόστρωμα, έχω τις φλέβες ανοικτές και τρύπιο λάστιχο η χαρά, τ’ αφήνει γρήγορα όλα πίσω της προτού να ντεραπάρει, δεν νοιάζεται για κανέναν. Δεν έχουν όνομα τα γόνατα. Φεύγουν και χάνονται και πίσω δεν γυρνάνε, όπως πίσω δεν γυρνούν η αστραπή, το κύμα, οι ρόγες στο τσαμπί τους, ο Δίας κι η Ευρώπη στην αμμουδιά, του πρώτου έρωτά τους, ο «Δίας» από καθαριστήριο έγινε σουβλατζίδικο, η «Ευρώπη» κομμωτήριο από γραφείο ταξιδίων, αλλάζουν χέρια τα μαγαζιά, ξηλώνουν βιτρίνες 37
κάθε μέρα, ανοίκιαστα παραμένουν για μέρες, σε «Φίλιον» βαφτίζεται το «Dolce», η Βενιζέλου πριν γίνει Βενιζέλου, είναι Μάχης Αναλάτου, Ηλία Ηλιού, το κορμάκι που σπαρταράει απόψε στα χέρια μου έχει τόσα όσα ονόματα, πριν και μετά από μένα, μπορώ να του δώσω, το συναίσθημα αλλάζει πάντα γεύση όταν δαγκώνει δαμάσκηνο πρώτη φορά για φέτος. Το νέο έτος αλλάζει νούμερα. Τα σώματα καρδιές, απ’ το εξήντα εφτά στη Νότιο Αφρική και μέχρι σήμερα, νεφρά, συκώτια. Αλλάζουν χέρι τα λεφτά, όνομα οι δικαιούχοι στα βιβλιάρια καταθέσεων, αλλάζουμε μπρελόκ μάρκα τσιγάρων τις πρωινές μας συνήθειες, αλλάζουμε play list. Αλλάζουμε τρένα, μετρό, λεωφορεία, ενίοτε αναβάτες σε δίκυκλα, ζάντες , ελαστικά 38
στη μηχανή το λάδι. Αλλάζουμε το σαμπουάν, το καθημερινό τυρί στο τραπέζι μας, σερβίτσια, καθιστικά, κουρτίνες. Αλλάζουμε χρώμα μαλλιών, βαφή νυχιών, πολιτικές απόψεις, χόμπι, δουλειές, γυναίκες, γκόμενες, ψυχές πουκάμισα φιδιού, φαρμακευτική αγωγή, όροφο σε πολυκατοικίες, ταβέρνες, μπαρ, εστιατόρια, φίλους και συνοικίες, αυτοκίνητα, τράπεζα καθιστικό, κουρτίνες. Τη λάμπα αλλάζουμε, τέσσερις Ψυχίατροι μαζί, δεκάξι ποιητάρηδες. Αλλάζουν φουστάνια τα κορίτσια σαν να φορούν ψυχούλα τους καινούργια, πέδιλα, παπούτσια, κλαμπ και τραγούδια. Τραγούδησα με πάθος λιγότερο τις μεταμορφώσεις της θνητής ψυχής και θάρρος περισσό την μόνη αθανασία που γνώρισα, εκείνη του σώματος τη μόνη χαρά που μου δόθηκε 39
να τραγουδήσω μες στο αρχόμενο γήρας: την αφθαρσία του πέους.
40
VII. «Να με λες Νίκο» είπε ο μικρός Δημήτρης «Με λένε Θάνο» του είπα, «Μπορείς να με φωνάζεις Φοίβη». Άντρας με βυζιά που φούσκωναν παρελθόντα από σταθμό σε σταθμό καθόμουν ανάποδα, είχα τις πλάτες μου στραμμένες στο μέλλον, όπως καθόμασταν αντικριστά εγώ να βλέπω παρακείμενο κι ο Νίκος άρτι παρελθόντα μέλλοντα, αγρίμια κι αγριμάκια ο παρατατικός κι ο αόριστος, σπήλαια, ορθοπλαγιές, βαθμίδες. Ο ενεστώτας δάση κυπαρισσιού σφένδαμου, πεύκου, πουρναριού κι ο μέλλον παρυδάτιος ανάγλυφος φρύγανα και λιβάδια κι εμείς σαν τα χασμόφυτα π’ ανθίζουν στις σχισμές του μπούστου μου της φούστας μου και στις σχισμές των βράχων δίχως νερό και χώμα, και θρεπτικά στοιχεία σ’ απόκρημνα πρανή 41
έμαθα να στεριώνω. Συρμός γυπαετός που σέρνεται σκαρφαλώνει ίδιος ο ήλιος φωτοδότης θώκος: ο Νίκος έχει το θώκο του κι η Φοίβη το δικό της οριζοντιόκλαδη μορφή κυπαρισσιού, είν’ το ξωκλήσι που σημαδεύει την πορεία μου μες από χαράδρες, βάραθρα, οροπέδια, δολίνες και γκρεμούς. «Πενήντα», λέει ο Νίκος «κορυφές, μέτρησα μέχρι τώρα» Πάνω απ’ τις δυο χιλιάδες μέτρα ανώνυμο ποτάμι φαίνεται και χύνεται, διαμορφώνει διόδους τρώει ότι εμφανιστεί μπροστά του, «Την Άνοιξη, Νίκο, ο Θάνατος βγάζει βυζιά για τα μικρά παιδιά, δροσίζει με το γάλα του φερτό υλικό σαν νεροπρίονο ξυλόσκαλα γίνεται κι ομορφιά, λουλούδι του αγριόροδου πετρομαρούλα στο παιγνίδι τους, έχει παράστημα αγριμιού και ματζουράνας ευωδιά ηχώ από θανάτους άλλων. Πόρτες τα βυζιά μου κι η απόσταση ανάμεσά τους 42
φτάνει δε φτάνει τα δυο μέτρα, πάνω από εκατό μέτρα ύψος το κάθε μου βυζί κι όποιος περάσει αυτές τις Πόρτες παύει πλέον να επικοινωνεί με τον υπόλοιπο κόσμο, βγαίνει στ’ απύθμενα νερά που δεν έχουν καράβια, χάνει το δρόμο το στρατί χάνει το μονοπάτι, χώρος διανυκτέρευσης μες στον αιώνιο δρυμό, Νίκο, σε χρήζω Φουρόγατο μες στα χασμόφυτα, τον έβενο και την πετρομαρούλα. Μικρό παιδί πώς να διαβείς τον έρμο τούτο τόπο, δίχως αλφαβητάρι. Η Άνοιξη Νίκο, ετούτη τη φορά φέρνει την ηχώ του δικού σου θανάτου. Εγώ, στη μεταφέρω, σ’ αυτό το τρένο που δεν έχει πόρτες και δεν κάνει σταθμούς, και τρέχει με τη γρηγοράδα που έχει η χαρά με τα φτερά στα άσπρα της τα χέρια. Με της Χαράς το γρήγορο σε ύψη δυσθεώρητα κι απεγνωσμένες κλίνες 43
φωλιές και παραμάνες, κλέβει το παιδάκι από την κούνια του, το γέρο απ’ το κρεβάτι, με της Χαράς το εξπρές μαζί μου ταξιδεύεις, στην Αδιλύα, εκεί τελειώνουν τα ειδύλλια. Νεαρέ μου Νίκο θα πάρεις το δικό μου όνομα, θα πεθάνεις σαν Φοίβη. Πρόβα, επανάληψη, πρόβα. Σκοινί, θηλιά, καρέκλα. Ένα τεκίλα. Δύο πάγος θρυμματισμένος. Τρία πορτοκάλι. Τέσσερα γρεναδίνη. 1, 2, 3, πρόβα. Πρόβα 1, 2, 3, 4. Πολύφωτο. Νυχτικιά. Ανεμιστήρας. Να φουσκώνει τη βιολετί σου νυχτικιά, καθώς θα κρέμεσαι. Καρέκλα. 1, 2, 3, 4. Θηλιά. Σκοινί. Νυχτικιά. Τράχηλος. Πρόβα. Επανάληψη. Πρόβα. Εδώ, φτάσαμε Νίκο ή Δημήτρη». Η Φοίβη έφτασε στη χώρα της Αδιλύας. 44
Εκεί, που τελειώνει η αγάπη όπως τελειώνει κάποια στιγμή και το ποτό μας. Υπάρχει ένα τέλος για την ποίηση. Ένα τέλος για την ψυχολογία. Την γραφή, την ανάγνωση και τη φιλοσοφία. Υπάρχει ένα τέλος στα μαθηματικά. Ένα τέλος στη φυσική. Στη χημεία, τη γεωγραφία και την αστρονομία. Τελειώνει ο κόσμος. Τελειώνει η προσωπική μας ύπαρξη, σε μια έκρηξη ευδαιμονίας ο θάνατος γίνεται: Χαρά ανεξήγητη. Χαρά ανέλπιδη. Χαρά απόλυτη. Απρόσμενη χαρά. Ανιδιοτελής χαρά. Απέραντη χαρά. Στη χαρά κρέμασα κι εγώ μούσκουλα, κόκκαλα, τένοντες.
45
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΛΗΡΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΙΟΥ ΤΟΞΟΥ Ι. ΚΟΚΚΙΝΟ ΙΙ. ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ ΙΙΙ. ΚΙΤΡΙΝΟ IV. ΠΡΑΣΙΝΟ V. ΜΠΛΕ VI. ΛΟΥΛΑΚΙ VII. ΒΙΟΛΕΤΙ
του ιδίου: Α. Ποίηση: Το αθόρυβο γεγονός , εκδ. Το Δέντρο, 1986 (β’ εκδ. Πλανόδιον, 2001) Η μάθηση της αναπνοής , εκδ. Πλανόδιον, 1990 (β’ εκδ. 1999, γ’ εκδ. 2001) Ο κοινωνός των αποστάσεων , εκδ. Νεφέλη, 1997 (β’ εκδ. Πλανοδιον,2002) Νήσος Χίος , εκδ. Πλανόδιον, 2002 Η μάθηση της αναπνοής…σε τρεις κινήσεις , εκδ. Μελάνι, 2006 Προσευχές για φίλους/Prayers for friends (δίγλωσση έκδοση, με μετάφραση στα αγγλικά του Γιάννη Γκούμα), εκδ. Heteron, Ιούλιος 2007,(β΄εκδ. Δεκέμβριος 2008, γ’ έκδοση διορθωμένη, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2011) Χόρχε, εκδ. Μελάνι, 2008 Νήσος Χίος/The Isle of Chios (δίγλωση έκδωση, με μετάφραση στα αγγλικά του Γιάννη Γκούμα), εκδ. Οδός Πανός, 2009 Όρος Αιγάλεω, εκδ. Ενδυμίων, 2009 Ύποπτος Φυγής/Suspect of escape, Selected Poems 1980-2010 (δίγλωσση έκδοση, με μετάφραση στα αγγλικά του Γιάννη Γκούμα), εκδ. Σαιξπηρικόν, 2010 Χαμένο Κορμί, εκδ. Μελάνι, 2010 σώμαΜΕσώμα, (100 ποιήματα γραμμένα σε SMS), εκδ. Απλές Εκδόσεις, 2011 POST RESTANTE, (με το Βασίλη Λαλιώτη), εκδ. Ενδυμίων, 2011 συσσίτιο, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2012 Παραπάτημα στη Χαρά, σειρά ΠΟΙΕΙΝ#01, εκδ. Μετρονόμος, 2012 σώμαΜΕσώμα (69+69 ποιήματα γραμμένα σε SMS), εκδ. Ακτίς, 2012 Τριλογία (Χαμένο Κορμί-Συσσίτιο-Ροή Ρακής), εκδ. Παρουσία, 2012 Β. Μεταφράσεις: Vittorio Sereni , Ποιήματα, εκδ. το Μικρό Δέντρο, 1981 Sandro Penna , Ποιήματα, εκδ. το Μικρό Δέντρο, 1981 Umberto Saba , Ποιήματα, Πλανόδιον, τευχ.7, 1988 Η Αθήνα του Περικλή με ξεναγό τον Σωκράτη, Τουμπής, 2003 Ταξίδι στην όμορφη χώρα (ανθολογία Ιταλικής ποίησης με το Γιάννη Ν. Παππά), εκδ. Οδός Πανός, 2011 Alfonso Gatto, 24 ποιήματα, Ποιητική, τεύχος 10, χειμώνας 2012 Γ. Δοκίμια: Εγκόλπιο του καλού αναγνώστη, (24 δοκίμια για την ανάγνωση), εκδ. Ενδυμίων, 2010
Η ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΠΑΡΑΠΑΤΗΜΑ ΣΤΗ ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΠΑΣΤΑΚΑ ΣΤΟΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΤΑΘΗ ΙΝΤΖΕ ΣΤΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΘΡΑΚΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ θράκα
ISBN 978-618-80881-0-8
Ο Σωτήρης Παστάκας γεννήθηκε το 1954 στη Λάρισα όπου και ζει. Σπούδασε Ιατρική στη Ρώμη. Για 30 χρόνια εργάσθηκε ως ψυχίατρος στην Αθήνα. Το 2004 ίδρυσε την ηλεκτρονική επιθεώρηση ποιητικής τέχνης ΠΟΙΕΙΝ/ΠΟΙΕΙΝ. Έχει εκδώσει μεταφράσεις ιταλικής ποίησης, δοκίμια και ποιητικές συλλογές.