Η νύχτα του ορέστη

Page 1





νύχτα με νύχια και δόντια σαν όλες τις νύχτες. Τις γνώριζε καλά πια. Μια συνήθεια… Και τα φεγγάρια – ποιος γυρίζει να τα κοιτάξει – ενοχλητικά φανάρια που φέγγουν θλιβερά, ανούσια – Καλά είναι να λείπουν. Οι δουλειές είναι για τις σκοτεινές νύχτες, τις αφέγγαρες. Νυχτοπερπατήματα στο σκοτάδι. Γενικά το σκοτάδι του πήγαινε, τον ηρεμούσε. Οι χτύποι της καρδιάς, το κοντανάσαιμα πιο λίγο. Κι η κάποια ώρα του ύπνου, πιο εύκολη κι αυτή. Μέσα στα νυχτερινά στέκια όμως οι προβολείς με Laser, χίλια φεγγάρια και ήλιοι. Το κοφτερό τους φως, λες ένα λεπίδι που γύριζε – κυκλικά γύριζε – αν σε πετύχαινε στα μάτια έπρεπε να τα κλείσεις, μια γρήγορη κίνηση πανικού και άρνησης. Έφευγε ο προβολέας, το σκοτάδι ένα με τους αδέσποτους ήχους, ένας ρυθμός που τριβέλιζε το μυαλό. Αν δεν ήσουν καλά ‘φτιαγμένος’ σε ξετελείωνε με το επίμονο ‘Ντούπ-α, Ντούπ-α, Ντούπα-α’. Σε τρέλαινε. Ύστερα ο προβολέας γύριζε πάλι κατά πάνω σου. Ντούπ-α, Ντούπ-α. Κι εσύ χόρευες αδέσποτος σαν το ρυθμό. Πότε πρόλαβαν και μπήκαν όλ’αυτά στη ζωή του. «Είκοσι έξι χρόνια ζωής, πότε πρόλαβαν τόσα ν’αλλάξουν;», αναρωτιόταν ο Ορέστης. Και τι έγινε; Αυτός μπήκε μέσα τους; Μια φορά, σαν μπεις εκεί δεν ξαναβγαίνεις. Κι ούτε που το σκέπτεσαι! Ούτε το θέλεις. Χορεύεις. «Σφηνάκι το λένε τώρα το τσίπουρο;» Θυμάται, είχε ρωτήσει την πρώτη φορά. Του είχε θυμίσει το μεγάλο μπουκάλι στο πάνω ράφι της κουζίνας, στο σπίτι στο Βόλο. Κάποια φορά αυτός κι ο Βαγγέλης, ο μικρότερος, είχαν βάλει κρυφά από τη μάνα τους τη μεταλλική σκάλα, ανέβηκαν, κατέβασαν το μπουκάλι, το ξεβούλωσαν με τα μικρά τους χέρια κι έβαλαν σ’ένα ποτήρι. «Είναι το τσίπουρο!» «Του μπαμπά! Το φτιάχνει ο θείος Αλέξανδρος. Πρέπει να δοκιμάσουμε!». Ο Ορέστης είχε την ιδέα. Πολλές ιδέες και περιέργειες στη ζωή του. Πολλές δοκιμές για ό,τι καινούργιο. Ο Βαγγέλης μόλις ήπιε μια γουλιά έφτυσε δυνατά κλαίγοντας και βήχοντας. «Με καίει! Καίει πολύ! Νερό!» Έτρεξε στη βρύση. Αυτός πήρε το ποτήρι, το κοίταξε καλά κι ύστερα ψύχραιμα κι αποφασιστικά, παλεύοντας με την καούρα, ήπιε τρεις μεγάλες γουλιές. Ο Βαγγέλης τον κοίταζε με ολάνοιχτο στόμα και μάτια γουρλωτά. «Το μπορείς Μπορείς;» «Μπορώ», είπε σιγοβήχοντας. «Έπρεπε να δοκιμάσω, να δω πως είναι. Μα δε μ’αρέσει». Η μικρή ζαλάδα που ήρθε ύστερα, ήταν κάτι ευχάριστο. Τσίπουρο δεν ξανάπιε. Όμως, αυτά τα μικρά ποτήρια στα νυχτερινά στέκια τα συνήθισε αμέσως. Όλο και πιο πολύ, τα λαχταρούσε, κι από κοντά τα ποτά στο σπίτι… Μέχρι που το πήρε χαμπάρι η μάνα και τα κλείδωσε. «Κατήφορο! Κατήφορο μου παίρνεις!», του είπε την πρώτη φορά που κατάλαβε. Η φωνή της είχε φόβο κι ανησυχία. Σπαραγμό την επόμενη φορά που το ξανάπε. Τώρα ήταν το σπίτι της Αθήνας. Ο Βαγγέλης, το καλό παιδί της οικογένειας είχε μπει στο Πανεπιστήμιο. Σπούδαζε οικονομικά. Αυτός συλλογιζόταν… ίσως αν είχε μείνει στο Βόλο, με τα καλοκαίρια το μισό καιρό στο Μαύρο Λόφο, το Καρανταναλί και στην παραλία του Αλμυρού


τον άλλο μισό… Με την ήσυχη ζωή στην πόλη το χειμώνα. Τα γράμματα του πατέρα από τα μακρινά ταξίδια, το σίγουρο «έμβασμα» κάθε μήνα. Με τη Μαρία… τη Μαρία… Ίσως τότε να μην άλλαζε τίποτα. Η Αθήνα σήμανε αλλαγή. Όλα τα σκόρπισε και τα ξανάφτιαξε μ’έναν άλλο τρόπο. Καταλυτικό. Είκοσι χρονών, μόλις τελείωσε το στρατιωτικό, μάθαινε μια τέχνη. Μηχανικός αυτοκινήτων. Τα γράμματα δεν τάθελε. «Δεν πειράζει», είχε πει ο πατέρας, «θα σου ανοίξω το πιο τέλειο μαγαζί. Μόνο να μάθεις καλά τη τέχνη σου αφού δεν θέλεις να ταξιδεύεις στις θάλασσες σαν εμένα. Και στην Αθήνα είχε καλά συνεργεία για να πας, ύστερα αν θες γυρίζεις στο Βόλο. Να είμαστε κοντά στο παιδί τώρα που σπουδάζει, να μη μας ξεστρατίσει κι είναι κρίμα» Το πήρε λίγο προσωπικά το θέμα, πληγώθηκε, όλα για τον Βαγγέλη; Ήταν και η Μαρία, η μεγάλη αγάπη. Δεκάξι χρόνων αυτός, δεκατέσσερα εκείνη και το δάσος με τις φιστικιές του θείου Αλέξανδρου στο ‘Μαύρο Λόφο’, στο Καρανταναλί όπως το λένε. Ένα καλοκαίρι γεμάτο φως… Οι καρποί έδεναν πάνω από τα κεφάλια τους στέρεοι, καταπράσινοι κι ένα άρωμα βανίλιας σκόρπιο στον αέρα. Το έσκαγαν από την παρέα των άλλων παιδιών – ήταν καμιά δεκαπενταριά που μαζεύονταν εκεί τα καλοκαίρια – και τρύπωναν στα δυο στρέμματα με τις φιστικιές του θείου Αλέξανδρου. Την έσφιγγε στην αγκαλιά του καθώς σουρούπωνε, ένα πέπλο αόρατης μαγείας τους τύλιγε, νόμιζες σε ένα όνειρο, όλα ακίνητα, θαμπά σαν μαγεμένα και τα φιλιά τους άπραγα. Μάθαιναν ο ένας απ’τον άλλον. «Μ’αρέσει εδώ», τούδειχνε η Μαρία τραβώντας το κεφάλι του στο λαιμό της. Ύστερα άπλωνε να τον χαϊδέψει. «Κι εσύ, χάιδεψέ με έτσι κι έτσι». Κι αυτός τρελαινόταν. Η Μαρία ξεσήκωνε μια ειρηνική επανάσταση εντός του. Κι όταν ξεσπούσε σέρνοντας κάθε κόχη του κορμιού του πάνω της, την ήθελε πάλι και πάλι. Το άλλο καλοκαίρι που ολοκλήρωσαν τη σχέση τους, εκεί, στις φιστικιές, είχαν βρει μια γωνιά ίδιο κρεβάτι, μαλακό, μια γουβιαστή κόχη ανάμεσα στα δυο δέντρα, στρωμένη με φύλλα και κλαριά τους έκρυβε κι ένας πυκνόφυλλος θάμνος, μάτι ανθρώπου δεν τους έπιανε εκεί στη φωλιά τους. Το χειμώνα στο Βόλο τα πράγματα ήταν δυσκολότερα. Όμως, μεγάλωναν, ήταν πιο εύκολο για κείνον να πηγαίνει να την βρίσκει, κι ας έμενε έξω απ’την πόλη, ήταν και τ’ατελείωτα τηλεφωνήματα που γεμίζουν τον ανυπόμονο χρόνο. Μέχρι που «προέκυψε» η Αθήνα. «Μόλις τελειώσω κι ανοίξω το μαγαζί παντρευτήκαμε!», της είπε. «Περίμενέ με, το καλοκαίρι θάμαι εδώ, στο βουνό μας, στις φιστικιές μας! Ας είναι παληό, το σπίτι υπάρχει! Κι ο Βόλος για το χειμώνα δεν είναι μακριά! Θάρχομαι!» Η Μαρία έκλαιγε. «Θα με ξεχάσεις! Οι Αθηναίες είναι καπάτσες!» «Δεν υπάρχει πιο μάγισσα από σένα και το ξέρεις!» Μάγισσα πόλη η Αθήνα. Το δεύτερο καλοκαίρι κιόλας ο Ορέστης δεν γύρισε στο Μαύρο Λόφο. Ούτε έμαθε, ούτε θέλησε να μάθει για τη Μαρία. Το δάσος με τις φιστικιές, αυτό το έμαθε, κόπηκε ξύλα γιατί ο θείος Αλέξανδρος άφησε χρόνους ξαφνικά. Ο πατέρας γύρισε από κάποιο ταξίδι χτυπημένος από συμφόρεση. Όλα άλλαζαν μέσα στο σπίτι στην Αθήνα. Μόνον ο Βαγγέλης συνέχιζε απτόητος – παιδί με σωστή ρότα στη ζωή του. Τέλειωνε το Πανεπιστήμιο και




πήγε φαντάρος. Καμάρι της μάνας που τον κανάκευε περήφανη, τόσο πληγωμένη από τον άλλο, τον Ορέστη, που έχανε ολοένα τη ρότα του, μέσα στο πέλαγος ξυλάρμενος πια. Κάθε τόσο άλλαζε δουλειές. Θολογύριζε στο μυαλό του κάτι να κάνει, να στεριώσει πια σ’αυτό το μαγαζί. Ήταν καλός τεχνίτης, μπορούσε να βγάζει μεροκάματο. Όμως δεν περνούσε βδομάδα, άρχιζαν οι αργοπορίες τα πρωινά. Οι ζαλάδες που δεν τον άφηναν στις ώρες της δουλειάς. Οι παρορμήσεις, αυτή η τρελή αγριεμένη θάλασσα που φούσκωνε ξαφνικά να τον πνίξει. Να βρει τρόπο να φύγει, να πάει για τη «δόση» κι ύστερα να παραδοθεί, να βουλιάξει στην ήρεμη απελπισία του. Τ’αφεντικά γρήγορα κουράζονταν μαζί του. «Δεν κάνεις για δουλειά…» «Ο δρόμος σου πολύ κακός παιδί μου…» Γύριζε στο σπίτι, η μάνα καταλάβαινε αμέσως. «Έφυγες πάλι!» Ούτε που της απαντούσε. Ο πατέρας καθισμένος στην αναπηρική πολυθρόνα, στο μπαλκονάκι, του άπλωνε το γερό του χέρι. Και τα μάτια του κοίταζαν ίσια μέσα στα δικά του. τα μάτια του είχαν πάρει μια αφύσικη καστανή παιδικότητα, πράη και πονεμένη. «Γιατί…», σα νάλεγε. «Γιατί…» «Έχεις να μου δώσεις κανά φράγκο;» Δεν ντρεπόταν να τον αντικρίζουν αυτά τα παιδικά μάτια του γέρου και να του λέει «Έχεις;» Το σπίτι είχε πια στεγνώσει να του δίνει. Μια σύνταξη και κάποιο μικροεισόδημα, η μάνα νάχει το νου της στο κουμάντο και στο παιδί, ο Βαγγέλης δεν έχει ακόμα δουλειά, έχει την ανάγκη της. Πως θα γίνει; Τι θα γίνει με σένα;» Όλο και αγρίευε κι επαναστατούσε, έχανε την υπομονή της μαζί του. «Όλο στο χειρότερο πας!» Είχε φτάσει να παίρνει κρυφά πράγματα από το σπίτι, να τα πουλά χωρίς τύψεις. Το καλό ρολόι του πατέρα, η φωτογραφική μηχανή. Τα λίγα χρυσαφικά στο κουτί της μάνας… Στήσανε μια συμμορία. Ο Τάσος, ο Βασίλης, ο Τίτος κι αυτός. Έπρεπε να γίνει κάτι πιο οργανωμένο. Πηγές, να βρίσκονται πηγές για να φέρνουν παρά. Με όποιο τρόπο. Όλο και βούλιαζαν οι αντιρρήσεις κι οι δισταγμοί κι οι φόβοι. Με όποιον τρόπο. Όλα επιτρέπονται! Τα βράδια μαζεύονται στο σπίτι του Τάσο, ενός αχαϊρευτου 30άρη, ένα βρώμικο υπόγειο όπου ζούσε αυτός έρημος και μόνος, διωγμένος απ’όλους τους δικούς του. Στο λερό τραπέζι της κουζίνας, με χαρτί και μολύβι κατάστρωναν τα σχέδιά τους. «Οδός Ιπποκάμπου… αριστερά στην πρώτη πάροδο, το σπίτι χαμηλό, η γριά μέσα μόνη κι έχει γερό κομπόδεμα… Η πίσω πόρτα βλέπει τυφλά σ’ένα ολοσκότεινο κήπο…» Ο Τάσος «γύριζε και μύριζε» όπως λένε, δηλαδή παρακολουθούσε κι έβρισκε κατάλληλα στέκια για «πάτημα». Κι οι δουλειές πήγαιναν καλά. Με το χτυποκάρδι, με την αγωνία τη σχετική όμως δεν θάθελε ποτέ ο Ορέστης να λερώσει με αίμα τα χέρια του, αυτό όχι και τόλεγε και στους άλλους. «Να προσέχουμε. Δείρε, φίμωσε, φοβέρισε, όχι σκοτωμούς». Οι δουλειές άνοιγαν, πλάταιναν. Βλέπεις, τα «χτυπήματα» με την άσπρη σκόνη στη φλέβα όσο περνάει ο καιρός, τάχεις ανάγκη όλο και πιο συχνά, είχαν κι οι τέσσερις φτάσει σ’αυτό το σημείο και το «πράμα» όλο και ακριβότερο. Καθόλου δυσεύρετο. Μα πολύ ακριβό. Κι εσύ θα έκανες τα πάντα για να μη σου λείψει. Στη μικρή επαρχιακή τράπεζα όπου πήγαν πριν από λίγο καιρό, για νάναι κάπως μακριά να μη δίνουν στόχο όλο γύρω στις γειτονιές τους, παραλίγο να θαφτούν! Μπήκαν μέρα μεσημέρι. Ο 


Τάσος τάχε όλα κανονίσει «χρονικά» και το κλεμμένο αυτοκίνητο πριν από δυο βδομάδες με τιν Τίτο έτοιμο στο τιμόνι. Η καραμπίνα με την κομμένη κάνη στον ώμο του Ορέστη. Πέντε σαστισμένοι άνθρωποι μέσα, ο Βασίλης με το όπλο στο χέρι ίδιος αίλουρος, να πηδά στο ταμείο ουρλιάζοντας: «Ληστεία! Τα λεφτά για θα πεθάνετε!» Κι έγιναν τόσο εύκολα και γρήγορα, το σακούλι γέμισε αμέσως, η ταμίας τάδωσε όλα τρέμοντας. Όμως μόλις βγήκαν κι οι τρεις, δυο περαστικοί έβαλαν άγριες φωνές. «Πιάστε τους! Ληστές! Πιάστε τους!» Ο Ορέστης έριξε μια στον αέρα, μπήκαν γρήγορα στο γκρίζο αυτοκίνητο, ο Τίτος ξεκίνησε με μιας. Ο ιδρώτας τους έλουζε λες κι έπαιρναν μέρος σε τρομακτική αστυνομική ταινία. «Βάλε το χέρι σου Παναγιά μου!» σκέφτηκε ο Ορέστης καθώς άκουγε μαρσαρίσματα και κόρνες ξοπίσω. «Παναγιά μου!», ναι, ήθελε και την Παναγιά να βοηθά σε κάτι τέτοια. Αν είναι δυνατόν! Μα άνθρωπος είναι κι αυτός και την ανάγκη της είχε τούτη την ώρα. Και «μάνα μου» και «Παναγιά μου» κάτι φορές. Ησύχασαν γι αρκετό καιρό, να καταλαγιάσουν τα πράγματα, είχε γίνει και κάποιος ντόρος, γράφανε τα φύλλα κι είχαν και το πρόσωπό τους ξεσκέπαστο. Μπορεί κάποιος να τους γνώρισε. «Βλακεία!», είπε ο Βασίλης. «Κάνουμε βλακείες! Άλλη φορά θα φοράμε μαύρα μαντήλια. Και όχι Τράπεζα τώρα! Σπίτια. Ξέρω γω. Θα βγάλουμε λαυράκι» Τα μελέτησε, λέει, πολύ. Μια μικρή μονοκατοικία στο Χαλάνδρι, ο άνδρας ναυτικός και καλός κουβαλητής λείπει, η μάνα μόνη μ’ένα παιδί. «Θα υπολογίσουμε κοντά στη μέρα που έρχεται το ‘έμβασμα’ και πάει και το παίρνει η γυναίκα να περάσει το μήνα. Μην σκοτίζεστε εσείς! Νάστε μόνο ξεκούραστοι, ψύχραιμοι κι ωραίοι!» Όλα κανονίστηκαν, ένα άλλο αυτοκίνητο που είχε «βουτήξει» ο Τάσος βρισκόταν καλά κρυμμένο, σε κάποια ερημιά και τους «περίμενε». Ήταν για τη νύχτα της Παρασκευής. «Για να έχουμε ένα καλό Σαββατοκύριακο με μπόλικο ‘πράμα’ στα χέρια», είπε ο Τάσος. Ο Ορέστης άκουγε με σκυμμένο κεφάλι, όλο και πιο άβουλος γινόταν, λες και το κεφάλι του άδειαζε ολοένα, χάος μέσα γινόταν, λες και το κεφάλι του άδειαζε ολοένα, χάος μέσα του. Χτες είχε σπρώξει άγρια τη μάνα του να φύγει από μπροστά του καθώς του κουνούσε το δάκτυλο μες στη μούρη, οργισμένη. «Δεν σε αντέχουμε πια! Ένα άχρηστο τομάρι εδώ μέσα! Θέλεις να μας πεθάνεις όλους! Τίποτε δεν σέβεσαι και δεν λογαριάζεις…» Η μάνα παραπάτησε, έβαλε ένα κλάμα γοερό, έπεσε χάμω. Αυτός γύρισε να φύγει κι η ματιά του πήρε τον πατέρα του που μ’ανασηκωμένο τρεμάμενο κεφάλι, όσο μπορούσε πάνω απ΄το μαξιλάρι του, έβλεπε με μάτια γεμάτα έκπληκτη παιδικότητα. Έδωσε μια στην πόρτα, βγήκε, έψαξε για τσιγάρο στην τσέπη που το άναψε περπατώντας και παραπατώντας. Κάτι λίγα ψιλά βρίσκονταν στη τσέπη του κι ο έμπορος στο δεξί παγκάκι του πάρκου θα περιμένει τη νύχτα για το χρέος το προχτεσινό. «Μόνο γι αυτή τη φορά», σκέφτηκε θολά. «Πρέπει να βρω δουλειά… στο συνεργείο του κυρ Σάββα με θέλουν, θα με πάρουν αν τους ζητήσω… Να δοκιμάσω για κανένα μήνα. Να γλιτώσω!» Το μόνο που δεν είχε δεχτεί ακόμα ήταν να γίνει πωλητής, «βαποράκι». Αυτό δεν θα το κατάφερνε ποτέ. Κάτι μέσα του σα να αντιδρούσε αποφασιστικά. Τελεσίδικα… Ο Τάσος ήθελε να τον πηγαίνει έξω από το Λύκειο. «Εκεί να δεις τι γίνεται! Θα δεις πόσο εύκολα βρίσκεις τρυφερούδια, πρόθυμα και καλοπληρωτές!»




Δεν το μπορούσε, χωρίς να εξετάζει το ‘πως’ και το ‘γιατί’. Δεν το μπορούσε! Χίλιες Τράπεζες και άλλα τόσα σπίτια ναι, κι ελπίδα πως κάποτε θα στεριώσει σε κάποια δουλειά. Τη Πέμπτη έμεινε ήσυχος στο σπίτι. Η μάνα του δεν του μιλούσε, το βλέμμα της γεμάτο περιφρόνηση και πόνο. Του πέταξε ένα πιάτο φαί το μεσημέρι κι αυτός έφαγε σιωπηλά. Ο Βαγγέλης είχε άδεια, ήρθε λάμποντας από νιάτα και φρεσκάδα. «Γειά σου!», είπε κι έσκυψε και τον φίλησε. «Καπνίζεις;», τον ρώτησε. «Όχι αδελφέ μου. Δεν πάει καθόλου με τον αθλητισμό. Κι εγώ είμαι λοκατζής!» «Καλά κάνεις!». Ακούμπησε την παλάμη του πάνω στο ηλιοκαμένο του χέρι. Ο Βαγγέλης δεν είπε τίποτ’άλλο. Όμως του γελούσε και στη μάνα που τσακίστηκε να τον περιποιηθεί, στον πατέρα που με το τρίποδο μεταλλικό μπαστούνι ήρθε κούτσα – κούτσα και σωριάστηκε στην πολυθρόνα απέναντι για να τον βλέπει. «Άλλος ο δικός μου δρόμος, πόσο αλλαξοδρόμησα! Πόσο!», συλλογίζεται ο Ορέστης. Πήγε και ξάπλωσε. Ο Βαγγέλης του χτύπησε. «Φεύγω! Γειά σου αδερφέ!». «Γειά σου;» είπε ξέπνοα από μέσα. Είχε πάρει τρία χάπια, είχε κάπως ‘φτιαχτεί’ κι ήταν ήρεμος και πολύ κουρασμένος. ‘Φτιάχτηκε’ και την Παρασκευή προτού ξεκινήσει. Κάπνισε και μπόλικα τσιγάρα, το ραντεβού τους ήταν για τις 12 το βράδυ στο παραδρομάκι όπου περίμεναν οι τρεις τους μέσα στο κλεμμένο Φορτάκι. Η μάνα όλη μέρα πέρναγε πλάι του. «Εδώ θα είσαι όλη μέρα πάλι;» μουρμούρισε κάποια στιγμή. Σηκώθηκε βαρετά χωρίς να απαντήσει. Ο πατέρας ήταν καθισμένος στην αναπηρική πολυθρόνα του στο μπαλκονάκι. Πήγε κοντά, εκείνος σήκωσε το κεφάλι, τα μάτια του με το παιδικό φως στο καστανό τους βάθος τον έβλεπαν ίσια μέσα στα δικά του. «Τι κάνεις πατέρα;», είπε σιγά κι είχε πολύ καιρό να το πει. Τα γέρικα στεγνά του χείλια άνοιξαν μ’ένα χαμόγελο. Άπλωσε τ’αριστερό του χέρι κι ο γιος του το πήρε με τα δυο του δικά του και τόσφιξε. «Να’σαι καλά!», του είπε. Τη νύχτα φεύγοντας είπε κι ένα «Γεια σου μάνα!». Έτσι, σαν κάτι τρυφερό και παράταιρο από μέσα του που πάσκιζε να βγει, να ξελευτερωθεί και ν’ακουστεί, κι ας κρατούσε την κοντόκανη καλά κρυμμένη μέσα στη μαύρη σακκούλα… Η μάνα κοντοστάθηκε. Είχε φορέσει τη νυχτικιά της, έβγαινε από το λουτρό να πάει για ύπνο. «Γεια σου», είπε σιγά, σαν ξαφνιασμένα κι ύστερα καθώς η πόρτα έκλεινε μαλακά, σήκωσε το χέρι της κι έκανε τρεις φορές πίσω του ένα σταυρό στον αέρα. Τον περίμεναν, να καθίσει πλάι στον Τίτο που ήταν στο τιμόνι. «Προς Χαλάντρι!», είπε ο Βασίλης και ξεκίνησαν. Πήγαιναν αργά και προσεκτικά μέσα στη δροσερή νύχτα, για να μη δώσουν κανένα στόχο σε κανέναν. «Εύκολη δουλειά!», εξηγούσε ο Βασίλης. «Ο Τίτος στο αυτοκίνητο με τη μηχανή έτοιμη πίσω από το σπίτι, έχει κρυψώνα βολική, δρομάκι έρημο, μόνο για μερικά παρκαρίσματα. Ο Τάσος θα φυλάει μπροστά να σφυρίζει όπως ξέρει αν δει κάτι. Σκύλος δεν υπάρχει. Ο Ορέστης κι εγώ παραβιάζουμε το παράθυρο του λουτρού. Θ’ανέβουμε απ’το δεντράκι που βρίσκεται απ’έξω. Τελείως ανασφάλιστοι οι ηλίθιοι. Μπαίνουμε σιγά σιγά, η κυρία θα κοιμάται καθώς και το μικρό. Προσπαθούμε να μη ξυπνήσει το παιδί, αυτή τη φιμώνουμε, τη δένουμε και απ’τη ντουλάπα της τουαλέτας της ή όπου βάζει τα ‘σέα της’ και θα μας δείξει θέλει δε θέλει, τα παίρνουμε και φεύγουμε από την πόρτα, σαν κύριοι…» Άκουγαν σιωπηλοί, καπνίζοντας. Η κίνηση αραίωνε όσο προχωρούσαν, περασμένη πια η ώρα και η τοποθεσία μακριά από το κέντρο. 


«Και μην ξεχάσετε τα μαύρα μαντήλια!»… Ο Ορέστης έσφιγγε την καραμπίνα. «Όπλα όλα για κάθε ενδεχόμενο» είπε ο Βασίλης. Η νύχτα έχει δόντια, αυτό πια το ξέρουν. Φτάσανε. Ο Τίτος σταμάτησε μαλακά, αθόρυβα, έσβησε τα φώτα. Μια στιγμή σιωπής, κι ύστερα οι άλλοι πετάχτηκαν έξω με μιας. Το σπίτι άσπρο, φάνταζε μέσα στη νύχτα τόσο ήρεμο, χτισμένο με φροντίδα. Γύρω του ο κήπος έστελνε κάποια υποψία από άρωμα νυχτολούλουδου. Ο Τάσος με το χέρι στην τσέπη να σφίγγει το πιστόλι τράβηξε για τη μπροστινή όψη, να φυλάει κοντά στην ξύλινη σκαλισμένη πόρτα. Οι άλλο δυο έφτασαν κάτω από το πίσω παράθυρο. Ο Βασίλης σκαρφάλωσε πρώτος στο πεύκο, μ’ένα εργαλείο που έβγαλε από την τσέπη, έδωσε μια δυο τρεις, το παράθυρο ανεπαίσθητα έτριξε, με το φακό στο χέρι εξαφανίστηκε στο εσωτερικό. Ο Ορέστης τον ακολούθησε, ένιωσε την καρδιά του να χτυπά ακουμπιστά στον κορμό του δέντρου, η καραμπίνα κρεμόταν βαριά στον ώμο. Πέρασε τα δυο πόδια προσεκτικά απ’το στενό παράθυρο και πήδησε μέσα. Το φωτάκι τον περίμενε, προχώρησαν ακροπατώντας με τα λαστιχένια τους παπούτσια… από την ανοιχτή πόρτα του δωματίου, μια ήσυχη ανάσα ανθρώπου που κοιμάται βαθιά. Ο Βασίλης σταμάτησε, έβγαλε μαύρο μαντήλι με το λάστιχο από την τσέπη και το πέρασε κάτω από τα μάτια. Του έγνεψε. Πήρε και ο Ορέστης το δικό του και το πέρασε κι αυτός. Ένιωθε το μυαλό του τόσο ξεκάθαρο. Στάθηκαν πάνω απ’το κεφάλι της κοιμισμένης γυναίκας, ο Βασίλης κράταγε το όπλο ίσια κατά πάνω της. Ο Ορέστης δεν είχε κουνήσει την καραμπίνα από τον ώμο του. Από την πόρτα του διπλανού δωματίου το παιδί αναδεύτηκε, ακούστηκε ο ανασασμός του. «Ευτυχώς», σκέφτηκε ο Ορέστης, «ευτυχώς δεν κοιμάται κοντά της». Ξάφνου η γυναίκα σα να ένιωσε τις απειλητικές σκιές τους στο σκοτάδι. Ο φακός στο χέρι του Βασίλη κοίταζε ίσια κάτω στο πάτωμα όμως εκείνη πετάχτηκε αλαφιασμένη, άπλωσε γοργά το χέρι στο λαμπάκι πλάι της κι άναψε το φως. Τινάχτηκε πάνω με μια πνιγμένη κραυγή. «Σιωπή!», είπε ο Βασίλης με σφυριχτή φωνή. Μια σκοτεινή φοβέρα τη βάραινε. «Σκασμός! Και να μας δείξεις που είναι τα λεφτά σου, γρήγορα, για να μην πάθεις κακό κι εσύ και το παιδί σου» Τα μάτια της νέας γυναίκας ολάνοιχτα, τα μαλλιά της ανάστατα γύρω στο όμορφο πρόσωπό της το κατάχλωμο, με τη φρίκη να το συνταράζει. Ο Ορέστης έπνιξε την κραυγή του, την καταχώνιασε βαθιά μέσα του… «Μαρία! Μαρία μου!...». Άφηνε το Βασίλη να ψάχνει νευρικά, να τα σκορπίζει όλα παντού. «Κουνήσου, τι έπαθες μωρέ;», του είπε σφυριχτά κάποια στιγμή μα αυτός είχε απομείνει ακούνητος, έτοιμος να σωριαστεί… Η χλωμάδα πίσω από το μαύρο μαντήλι, ο ιδρώτας μούσκευε κορμί και πρόσωπο, θάμπωνε τα μάτια. Η Μαρία έδειχνε με χέρι να τρέμει αδιάκοπα τα συρτάρια. «Μη μου κάνετε κακό! Το παιδί μου;» Λυγμοί που προσπαθούσε να κρατήσει την συντάραξαν. «Πάρτε ό,τι θέλετε! Στο μεγάλο συρτάρι όλα μου τα λεφτά… στο μικρό τα κοσμήματά μου. Σας παρακαλώ! Πάρτε τα όλα και φύγετε!» Ο Βασίλης στοίβαζε ό,τι μπορούσε στο σακούλι, ούτε που φρόντιζε πια να σημαδεύει με το πιστόλι μια ακίνδυνη μοναχική γυναίκα, μια μάνα που έτρεμε για το παιδί της. Κι ο άχρηστος ο Ορέστης νάχει μείνει να την κοιτάζει σα χαζός… Στήλη άλατος! «Πάμε!», του πέταξε σαν φτυσιά. «Κουνήσου και πάμε!» Προχώρησε στο διάδρομο για την εξώπορτα. Ο Ορέστης για κλάσματα δευτερολέπτου έμεινε μόνος αντίκρυ της, τα μάτια της τα 


γλυκά τα σκιαγμένα γεμάτα δάκρυα, το στήθος της λεύτερο μέσα στο χαλαρωμένο νυχτικό, αναδευόταν ασταμάτητα… Τα χέρια της δεμένα σε μια ικεσία. «Φύγετε!», είπε πάλι μ’ένα λυγμό. «Το κλειδί στην πόρτα! Φύγετε σας παρακαλώ!» Γύρισε χωρίς μιλιά, έφτασε στο Βασίλη στην πόρτα, γύρισαν το κλειδί και βγήκαν στη δροσερή νύχτα… Τη νύχτα που είχε χάσει τα νύχια και τα δόντια της, είχε γεμίσει μόνο θλίψη κι απελπισία…

Τούλα Μπούτου




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.