Το Φτερωτό Φουστάνι
Τ
ο ξέκρινε από μακριά. Ερχόταν κατά τη μεριά του, γρήγορο και λαμπερό σαν φωτεινό σημάδι μέσα στο γκρίζο πρωινό. Ήταν το ίδιο! Πώς το θυμήθηκε! Ένας χρόνος, πρέπει να’ναι κοντά ένας χρόνος! Πέρυσι το καλοκαίρι… Μάης, Ιούνης; Πρωινό πάλι
και πάλι στον ίδιο φαρδύ δρόμο της Καλλιθέας. Πήγαινε για την Τράπεζα; Για το μαγαζί; Όμως στον ίδιο δρόμο, θυμάται, γύρισε το κεφάλι και δίπλα του, σχεδόν τον άγγιξε, το γαλάζιο φουστάνι. Ένα ουρανί φόρεμα ίσιο και συνηθισμένο και μόνον εκείνα τα δυο φτεράκια στους ώμους… Δυο μικρά μυτερά κομμάτια γαλάζιου πανιού. Στ’αλήθεια δυο μικρά φτερά έτοιμα ν’ανοίξουν και να σηκώσουν την αέρινη σιλούετα τ’αψήλου. Βάδιζαν δίπλα – δίπλα για λίγο κι η ματιά του πήγε πιο πάνω απ’τα φτερά και πιο κάτω… Ένα αγγελάκι στη γη σκέφτηκε. Με τα ξανθά μαλλιά χυμένα πλάι στα φτερά, τα μάτια στο χρώμα του φουστανιού να βλέπουν ίσια μπροστά. Το κορμί σβέλτο, σπαθάτο. Τα χέρια ταίριαζαν, θα βοηθούσαν τα φτερά για ν’ανοίξουν, να πετάξουν… Περπατούσαν και την κοίταζε. Αυτή γύρισε κάποια στιγμή. Μα η ματιά της τον ξεπέρασε, σα να μην ήταν κάτι το στέρεο, μια παρουσία δίπλα της. Ξαναγύρισε μπροστά και βάδιζε γρήγορα. Εβίαζε το βήμα του για να την προφταίνει. Το τσαντάκι στον ώμο της πέρα – δώθε, σα να κρατούσε το ρυθμό. Ύστερα είχε τα φτεράκια μπρος του κι έβλεπε τα ξανθά μαλλιά ν’αναδεύονται σε κάθε βήμα. Το αγγελάκι ξεμάκραινε. Αχ! Έπρεπε να της μιλήσω! είχε σκεφτεί. Τόσο γλυκό κορίτσι, έπρεπε να της μιλήσω, να περπατήσουμε μαζί! Την άφησε να φύγει, κόσμος ανάμεσά τους, ρούχα και φουστάνια και καπέλα και μόνο τα φτερά ξεδιάκρινε δυο – τρεις φορές ακόμη. Την έχασε… Και τώρα πάλι πρωινό. Ένας χρόνος και το ίδιο γαλάζιο φόρεμα… Στ’αλήθεια τέτοιο σχέδιο σε φουστάνι δεν είχε ξαναδεί. Πώς να το ξεχάσει; Φόρεμα να ταιριάζει σε αγγέλους. Έφτασε ίσια μπροστά του, την εμπόδισε. Έκανε ένα πλάγιο βήμα να τον αποφύγει και το βλέμμα της πάντα μπροστά, πέρα έβλεπε, λίγο περήφανα σαν ακατάδεχτη. Τον απόφυγε και το βήμα της ούτε που άλλαξε το ρυθμό του. Αλλά τούτη τη φορά άλλαξε εκείνος το δρόμο του. Δεν θα την έχανε! Έκανε μια γρήγορη μεταβολή, ήρθε πίσω της και δεν άφηνε κανένα ρούχο και φουστάνι και καπέλο να μπει ανάμεσά τους. Ταίριαξε το βήμα του στο δικό της.
Ίσια στο μεγάλο δρόμο, τι καλά! Όλο την πλησίαζε. Όλο και πιο κοντά. Σε μια στιγμή πήραν και τα ρουθούνια κάποια είδηση. Μια γλυκιά μυρωδιά, σαν γιασεμί, σαν ζουμπούλι, τόσο κοντά της! -Δεσποινίς! είπε. Και ο ήχος, δεν μπορεί, θα’φτασε κι ας προσπερνούσαν τόσοι άνθρωποι και τ’αυτοκίνητα που χαλούσαν τον κόσμο, όπως πάντα. Τι θα της έλεγε; Λίγο αστείο. Σας θυμάμαι από πέρυσι! Δεν ξέχασα ποτέ το γαλάζιο σας φόρεμα… Τι καλά που το φοράτε και φέτος… -Δεσποινίς… γνωριζόμαστε! Αλήθεια σας λέω. Σας γνωρίζω ένα χρόνο! είπε. Και τώρα έβλεπε την κοψιά του προσώπου της απ’το πλάι. Η μύτη μικρή κι ανασηκωτή, η επιδερμίδα άσπρη και τρυφερή, το μικρό ρόδινο αυτί ξεσκέπαστο απ΄τα χρυσαφιά μαλλιά, να δεχτεί τη μιλιά του… -Μην τρέχετε τόσο! Αφήστε μου δυο λεπτά να σας πω πόσο σας θυμάμαι… πόσο θα’θελα να περπατήσω δίπλα σας! Να πάμε να πάρουμε έναν καφέ; Να μιλήσουμε; Δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Μια τέτοια γνωριμία στη σημερινή εποχή… Το βήμα της το ίδιο, το βιαστικό. Ένα απαγορευτικό σήμα. Μια γύρισε το κεφάλι, τον κοίταξε. Τα μάτια πήραν κάποια έκφραση, δεν ήταν πια ένα αόρατο αντικείμενο μπροστά της. Είδε την κοψιά του προσώπου της ολόκληρη, ένα τέλειο, γλυκό πρόσωπο. Ένα μικρό κλάσμα δευτερολέπτου. Τα φτεράκια ανασηκώθηκαν μαζί με τους ώμους. Μια κίνηση αδιαφορίας; Απορίας; Κι αμέσως γύρισε πάλι μπροστά. Μα όχι! Δεν το βαστούσε να τη χάσει τούτη τη φορά! Οι συμπτώσεις είναι σπάνιες, τόσο σπάνιες στη ζωή! σκέφτηκε. -Σας παρακαλώ! Μια στιγμή σας παρακαλώ! Μην περπατάτε τόσο γρήγορα! Μόνο να συστηθούμε, να μιλήσουμε δυο λεπτά! Μη σας χάσω πάλι! Έστριψε το στενό, από κοντά κι εκείνος. Να’ταν το σπίτι της κατά δω; Ήταν και πιο ήσυχα, μπορούσε να τον ακούσει πιο καλά. Να σταματήσει πιο εύκολα. Γύρισε δυο – τρεις φορές, τον κοίταζε, ήταν σίγουρος πως τον παρακολουθούσε. -Το ξέρω, δεν σας αρέσουν ίσως οι γνωριμίες του δρόμου. Μα τι να γίνει που έτσι το’φερε η τύχη να σας συναντήσω; Είναι ρομαντικό και έξω από την εποχή! Μα είναι αλήθεια πέρα για πέρα, μου αρέσετε τόσο και τόσο πολύ θέλω να γνωριστούμε… Σα να λιγόστεψε το βήμα. Τα χέρια, τα φτερά σα να μερέψανε, δεν θέλανε πια να φύγουν, να πετάξουν… Γύριζε, τον έβλεπε χωρίς χαμόγελο, μα τον έβλεπε κι ας προχωρούσε. Είχανε γνωριστεί. Πήρε κουράγιο. 2
-Σας παρακαλώ, είπε πάλι. Γιατί δεν μ’ακούτε; Μια στιγμή να σταματήσετε! Δεν μπορούμε να μιλάμε περπατώντας! Θέλω να σας βλέπω! Τ’αριστερό του χέρι ανεπαίσθητα άγγιξε το δεξί δικό της. Ξάφνου στάθηκε τόσο απότομα, τόσο που το δικό του βήμα την ξεπέρασε για λίγο. Γύρισε γρήγορα, αντικριστά της, της γελούσε πλατιά. Τι όμορφη! Άπλωσε το χέρι του. Σήκωσε δισταχτικά το δικό της εκείνη και της το’σφιξε. Τα μάτια της πάντα σοβαρά, χωρίς χαμόγελο. -Λέγομαι Φώτης Κατρής! της είπε γρήγορα, λαχανιαστά. Επιτέλους, σας γνωρίζω! Τότε το χέρι λευτερώθηκε μαλακά απ’το δικό του. Σηκώθηκε πιο πάνω, αργά και σαν κουρασμένα. Τα φτεράκια ακούνητα, σαν κάτι να πρόσμεναν κι εκείνα. Το δάχτυλο του χεριού της έφτασε στα χείλη της, έμεινε εκεί για μια μικρή στιγμή. Σιωπή. Σαν να’λεγε σιωπή! Ύστερα το δάχτυλο πήγε στο ένα αυτί, στο άλλο αυτάκι της, πάντα σαν κουρασμένα, σαν να τ’αρνιόταν να τα δείξει, μα πάλι έπρεπε να το κάνει, να του δώσει να καταλάβει… Να καταλάβει. Την κοίταζε απορημένος. Τα γαλανά της μάτια είχαν σκοτεινιάσει, δυο μικρά παράθυρα και πίσω τους η νύχτα… Το κεφάλι της κουνήθηκε αργά, μια δεξιά, μια αριστερά, σε μιαν αρνητική κίνηση… Ύστερα ξεκίνησε πάλι το δρόμο της και το βήμα της όλο και πιο γρήγορο, όλο και πιο γρήγορο, σχεδόν άρχισε να τρέχει… Ο άντρας είχε απομείνει να τη βλέπει, μέχρι που τα μικρά φτερά χάθηκαν, χωρίς ν’ανοίξουν να πετάξουν, ούτε στιγμή…
Από το βιβλίο της Τούλας Μπούτου Παράλληλες Γραμμές, Πειραϊκαί Εκδόσεις, 1991
3