Σο άλογο ςτθ Μυκολογία Σαράξιπποσ: ο Δαίμονασ που ενζδρευε ςτουσ Ιπποδρόμουσ
Kάτι που τάραηε πάντα τα άλογα ιταν, όπωσ το λζει και το όνομά του, ο Tαράξιπποσ. Μυκολογικό ον. Κεωρείτο δαιμόνιο τθσ Αρχαίασ Ολυμπίασ και πίςτευαν ότι κατοικοφςε ςε χωμάτινο βωμό προσ τθν ζξοδο του ιπποδρόμου και φόβιηε τα άλογα. Ο Ταράξιπποσ ςφμφωνα με τθν Ελλθνικι Μυκολογία ιταν Δαίμονασ των αρχαίων που ενζδρευε κυρίωσ ςτουσ ιππoδρόμουσ και ειδικά ςτθ ςφενδόνθ αυτϊν, ςτισ καμπζσ, όπου τϋ άρματα ζκαναν ςτροφι. Ρίςτευαν οι αρχαίοι πωσ ςτουσ αγϊνεσ ακριβϊσ ςτθ κρίςιμθ ςτιγμι τθσ ςτροφισ παρουςιαηόταν αιφνίδια ο Ταράξιπποσ, θ εμφάνιςθ του οποίου, αν και αόρατθ ςτουσ αρματοδρόμουσ, προκαλοφςε το τρόμο των αλόγων με ςυνζπεια τθ ςυντριβι των αρμάτων και τον όλεκρο των αγωνιηομζνων... Σφμφωνα με τον Ραυςανία ζνα παράξενο φαινόμενο παρατθρείτε εδϊ : τα άλογα που περνοφςαν από εκεί καταλαμβάνονταν από ζνα είδοσ περίεργου πανικοφ, αφινιαηαν και οι θνίοχοι τραυματίηονταν. Για να τον εξευμενίςουν οι θνίοχοι του προςζφεραν κυςίεσ... Διάφορεσ ιςτορίεσ διατυπϊκθκαν προςπακϊντασ να εξθγιςουν το φαινόμενο ςχετίηοντάσ το με τον αγϊνα ανάμεςα ςτον Οινόμαο και ςτον Ρζλοπα. Κάποιοι υποςτιριηαν ότι υπεφκυνθ για τθν ταραχι των αλόγων ιταν θ ψυχι του Μφρτιλου, ενϊ άλλοι τθ ςυςχζτιηαν με το φάνταςμα του Οινόμαου,ι ενόσ μνθςτιρα με το όνομα Αλκάκοοσ.
1
Ο Ραυςανίασ πάλι αναφζρει και τθν εκδοχι ενόσ Αιγυπτίου, ο οποίοσ δθλϊνει πωσ ο Ρζλοπασ είχε λάβει από τον Αμφίωνα των Κθβϊν ζνα μυςτθριϊδεσ αντικείμενο που είναι γνωςτό ωσ Ταράξιπποσ και κάβοντάσ το είχε καταφζρει να αφθνιάηουν τα άλογα του Οινόμαου και όλα τα άλλα ζκτοτε. Ρολλοί υποςτιριηαν ότι ο Ταράξιπποσ ιταν το πνεφμα του Ωλζνιου ι του Δαμζωνα, που ςκοτϊκθκε ςτο ςθμείο όπου βριςκόταν ο βωμόσ από τον Κτεάτθ, γιο του Άκτορα. Στθν Κόρινκο ο Ταράξιπποσ ταυτιηόταν με τον Γλαφκο, γιο του Σίςυφου, ο οποίοσ ςκοτϊκθκε από τα άλογά του, ςτουσ αγϊνεσ που διοργάνωςε ο Άκαςτοσ για να τιμιςει τθ μνιμθ του πατζρα του, Ρελία. Το φάνταςμα του Γλαφκου, εξακολουκεί να ςτοιχειϊνει τον Λςκμό τθσ Κορίνκου, εκεί όπου ο πατζρασ του Σίςυφοσ δίδαξε για πρϊτθ φορά ςτον Γλαφκο τθν τζχνθ του αρματθλάτθ, και ευφραίνεται τρομάηοντασ τα άλογα ςτουσ αγϊνεσ των Μςκμιων και προκαλϊντασ ζτςι πολλοφσ κανάτουσ.
2
Μυκολογικά Τβρίδια-Παράξενα όντα τθσ Ελλθνικισ Μυκολογίασ http://www.stougiannidis.gr/hypoglossal/32_hybrids.htm
τα άλογα του Διομιδθ Θ όγδοθ εντολι που πιρε ο Θρακλισ από τον Ευρυςκζα ιταν να του φζρει ηωντανά τα άλογα του Διομιδθ. Ο Διομιδθσ ιταν γιοσ του Άρθ και τθσ Κυρινθσ, αδελφόσ του Κφκνου. Βαςίλευε ςτθ Κράκθ ς' ζνα πολεμικό λαό, τουσ Βίςτονεσ. Αυτοί ηοφςαν γφρω από μια λίμνθ που είχε πάρει το όνομά τουσ, τθ Βιςτονίδα λίμνθ.
Ο Διομιδθσ είχε 4 παράξενα κθλυκά άλογα που ιταν πολφ άγρια. Ραράξενα ιταν και τα ονόματά τουσ: Ρόδαργοσ, Λάμπων, Ξάνκοσ, Δεινόσ. Από τα ρουκοφνια τουσ πετοφςαν φωτιά. Δεν ζτρωγαν χόρτα και ςανό όπωσ όλα τα άλλα τα άλογα αλλά ανκρϊπινεσ ςάρκεσ. Πταν ερχόταν κάποιοσ ξζνοσ ςτθ χϊρα τουσ ο Διομιδθσ τον ςκότωνε και τον ζριχνε ςτθ χάλκινθ φάτνθ τουσ. Επειδι τα άλογα αυτά ιταν τόςο άγρια και επικίνδυνα ο Διομιδθσ τα κρατοφςε μζςα ςτο ςτάβλο τουσ δεμζνα με χοντρζσ ςιδερζνιεσ αλυςίδεσ ενϊ γφρω από το ςτάβλο είχε βάλει φρουροφσ με όπλα να τα φυλάνε. Ο Θρακλισ γνωρίηοντασ όλα αυτά μάηεψε τουσ γενναίουσ φίλουσ του, μεταξφ αυτϊν ιταν και ο αγαπθμζνοσ του φίλοσ Άβδθροσ, μπικαν ςε ζνα καράβι με ςκοπό να αντιμετωπίςουν το Διομιδθ και τα φοβερά του άλογα. Ξεκίνθςαν και μετά από κάποιεσ μζρεσ ταξίδι πζραςαν τθ Κάςο και άραξαν ςτθν απζναντι ακτι. Μόλισ πάτθςαν το πόδι τουσ ςτθ ςτεριά πιγαν κατευκείαν ςτουσ ςτάβλουσ του Διομιδθ. Εκεί ο Θρακλισ ςκότωςε τουσ φίλουσ τουσ φρουροφσ και πιρε τα άλογα και τα πιγε κοντά ςτο πλοίο και άφθςαν τον Άβδθρο να τα φυλάει. Στο μεταξφ ο Διομιδθσ πιρε είδθςθ τι είχε γίνει φϊναξε τουσ Βίςτονεσ να πάνε να καταδιϊξουν τον Θρακλι. Ο Θρακλισ με τουσ ςυντρόφουσ του αντιμετϊπιςαν το Διομιδθ και τουσ Βίςτονεσ. Ο 3
Διομιδθσ ςκοτϊκθκε από τον Θρακλι και βλζποντάσ τον οι Βίςτονεσ νεκρό το βάλανε ςτα πόδια. Πταν ο Θρακλισ γφριςε ςτο καράβι τον περίμενε ζνα φρικτό κζαμα. Τα άλογα του Διομιδθ είχαν καταςπαράξει το φίλο του, τον Άβδθρο. Ριρε τα άλογα και τα ζδεςε με αλυςίδεσ και ςτθ ςυνζχεια μάηεψε ό, τι είχε απομείνει από το φίλο του και τον ζκαψε. Δίπλα ςτον τάφο του ίδρυςε τθν πόλθ Άβδθρα και όριςε να γίνονται κάκε χρόνο αγϊνεσ για να τον τιμοφν. Αφοφ τζλειωςαν όλα αυτά μπικε ςτο πλοίο και πιγε τα άλογα ςτον Ευρυςκζα, ο οποίοσ τα άφθςε ελεφκερα. Αυτά περιπλανικθκαν και κάποτε ζφταςαν ςτον Πλυμπο όπου τα ζφαγαν άλλα άγρια κθρία. Άλλθ παραλλαγι του μφκου λζει ότι ο Θρακλισ πιγε μόνοσ του ςτο Διομιδθ και για να πάρει ηωντανζσ τισ φοράδεσ ζκανε το εξισ: ζριξε τον ίδιο το Διομιδθ ςτθ φάτνθ των αλόγων και αφοφ τον ζφαγαν θμζρεψαν και τισ οδιγθςε ηωντανζσ ςτον Ευρυςκζα. Ερμθνεία του μφκου. Θ Κράκθ ιταν τόποσ βοςκισ άγριων αλόγων. Τα εξθμερωμζνα άλογα τθσ Κράκθσ κεωροφνταν τα πιο κατάλλθλα για τον πόλεμο. Ο Διομιδθσ είχε υποχρζωςθ, με εντολι του Ευρυςκζα, να προμθκεφει άλογα όπου υπιρχαν ανάγκεσ. Κάποια ςτιγμι ο Διομιδθσ δεν ιταν εντάξει με τισ υποχρεϊςεισ του και τότε ο Ευρυςκζασ ζςτειλε τον Θρακλι να βάλει τα πράγματα ςε τάξθ.
ΑΡΙΩΝ Μυκικόσ ίπποσ, γιοσ του Ροςειδϊνα και τθσ Διμθτρασ ι Ερινφασ. Είχε μαφρθ χαίτθ και ιταν ταχφτεροσ κι απ' τον άνεμο. Το ζνα του πόδι ιταν ανκρϊπινο και είχε ανκρϊπινθ φωνι. Σφμφωνα με τον μφκο, θ Κεά Διμθτρα, λυπθμζνθ από τον κάνατο τθσ αγαπθμζνθσ τθσ κόρθσ Ρερςεφόνθσ και κζλοντασ να ξεφφγει από τον ζρωτα του Ροςειδϊνα, μεταμορφϊκθκε ςε φοράδα. Ο Ροςειδϊνασ όμωσ το κατάλαβε και μεταμορφϊκθκε ςε επιβιτορα και ζτςι ηευγάρωςαν. Από τθ ςυνεφρεςθ αυτι γεννικθκε ο Αρίωνασ. Σφμφωνα με άλλθ εκδοχι, ο Αρίωνασ ιταν γιοσ του Ηζφυρου και μιασ Άρπυιασ και ωσ
4
τόποσ γζννθςισ του κεωρείται θ Κζλπουςα τθσ Αρκαδίασ όπου ανατράφθκε από τισ Νθρθίδεσ. Υπάρχει και τρίτθ εκδοχι, όπου αναφζρεται ότι ο Αρίωνασ γεννικθκε ςτθν Αττικι όταν ο Ροςειδϊνασ χτφπθςε το βράχο με τθν τρίαινά του. Τον Αρίωνα ίππο χρθςιμοποίθςε πρϊτοσ ο Ροςειδϊνασ τον οποίο αργότερα δϊρθςε ςτον μυκικό ιρωα τθσ Αλιάρτου τον Κοπρζα. Ο Κοπρζασ με τθ ςειρά του τον δϊρθςε ςτον Θρακλι που τον χρθςιμοποίθςε ςε ιπποδρομίεσ ςτισ Ραγαςςζσ όπου εκεί νίκθςε τον Κφκνο. Άλλθ εκδοχι αναφζρει ότι ο Αρίωνασ ίπποσ ανικε ςτον Αρκάδα Πγκο απ' όπου τον παρζλαβε ο Θρακλισ, όταν πολεμοφςε εναντίων των Θλείων. Τζλοσ από τον Θρακλι τον παρζλαβε ο Άδραςτοσ που χάρισ ςτθ ταχφτθτά του ςϊκθκε κατά τθν εκςτρατεία των Επτά κατά των Κθβϊν φζρνοντάσ τον πίςω ςτθν Ακινα.
Πιγαςοσ Ο Ριγαςοσ ιταν το φτερωτό άλογο τθσ Ελλθνικισ Μυκολογίασ, για τον οποίο, αν και ο Πμθροσ δεν τον αναφζρει, υπάρχουν οι ακόλουκεσ παραδόςεισ:
Ριγαςοσ. Αττικι ερυκρόμορφθ λικυκοσ 480-460 πΧ, Γερμανικι Κρατικι Αρχαιολογικι Συλλογι
1. Πταν ο Ρερςζασ αποκεφάλιςε τθ Μζδουςα, που είχε καταςτιςει ζγκυο ο Ροςειδϊνασ, ξεπιδθςαν από τθ τομι ο Χρυςάωρασ, πατζρασ του Γυριόνθ και ο Ριγαςοσ το φτερωτό άλογο. Κατά μια μαρτυρία, ο Ριγαςοσ γεννικθκε από το αίμα που ζπεςε ςτθ κάλαςςα. Τότε ο Ρερςζασ ιππεφοντασ αυτόν κατάφερε να διαφφγει τθ καταδίωξθ των άλλων δφο γοργόνων, αδελφϊν τθσ Μζδουςασ ι, με τθν πιο ςυνθκιςμζνθ μορφι του μφκου, με τα φτερωτά ςανδάλια του. Ο Ριγαςοσ ιταν ςυνεπϊσ γιοσ του Ροςειδϊνα και τθσ
Μζδουςασ. 2. Κατά τον Θςίοδο το όνομά του οφείλεται ςτισ "Ρθγζσ" του Ωκεανοφ όπου είχε γεννθκεί, ζτςι το όνομα φζρεται να ζχει ςχζςθ με πθγζσ. Ο Ριγαςοσ, φτερωτόσ όπωσ ιταν, ανιλκε ςτον Πλυμπο, ςτθν ζδρα των Ακανάτων και διζμενε ςτθν υπθρεςία του Δία χρθςιμοποιοφμενοσ για τθν μεταφορά των κεραυνϊν από το εργαςτιριο του Θφαίςτου ςτον Πλυμπο. (Κεογονία 281-286, Απολλόδωροσ ΛΛ 3, 4). 3. Σφμφωνα με τθ μυκολογικι παράδοςθ που επικρατοφςε ςτθ Κόρινκο ο Ριγαςοσ ιταν κατϋ εξοχιν Κορινκία κεότθτα, για τον οποίο είχαν κοπεί και νομίςματα με τθ 5
παράςταςι του. Λζγονταν ότι μόλισ ο Ριγαςοσ ξεπιδθςε από τθ Μζδουςα, πζταξε ςτθν Ακροκόρινκο και ξεδίψαςε ςτα νερά τθσ Ρειρινθσ πθγισ εξ οφ και "Ρειρινιοσ πϊλοσ" το από τότε όνομά του. Στθ ςυνζχεια οι παραδόςεισ των Κορινκίων ςυςχετίηουν τον Ριγαςο με τθ παράδοςθ του Βελεροφόντθ και τθσ Χίμαιρασ. 4. Θ ςυςχζτιςθ του Ριγαςου με τισ Μοφςεσ οφείλεται ςτθ ακόλουκθ παράδοςθ: Πταν οι Μοφςεσ διαγωνίηονταν κάποτε ςτο τραγοφδι με τισ κόρεσ του Ριζρου, ςτον ποταμό Ελικϊνα, μόλισ άρχιςαν το τραγοφδι οι Ριζριεσ κόρεσ όλα είχαν ςκοτεινιάςει. Αμζςωσ μετά, όταν ιλκε θ ςειρά των Μουςϊν, όλα φαίνονταν ςαν να ςταμάτθςαν, ο Ουρανόσ, θ Κάλαςςα, τα ποτάμια, για να ακοφςουν τουσ εξαίςιουσ φμνουσ, ο δε Ελικϊνασ άρχιηε να υψϊνει τθ κορυφι του προσ τον ουρανό από χαρα και υπερθφάνεια μζχρι που τον ςταμάτθςε ο φτερωτόσ Ριγαςοσ, με διαταγι του Ροςειδϊνα, λακτίηοντάσ τον με τισ οπλζσ του. Από το λάκτιςμα αυτό γεννικθκε θ πθγι του Ελικϊνα, τθσ οποιασ τα νερά ενζπνεαν τισ Μοφςεσ, θ καλοφμενθ και Λπποκρινθ. 5. Σε μεταγενζςτερουσ μφκουσ ο Ριγαςοσ αναφζρεται και ωσ άλογο τθσ Θοφσ ςτθν οποία τθσ τον πρόςφερε ωσ δϊρο ο Ηεφσ για να ςζρνει το άρμα τθσ. 6. Σε ακόμθ μεταγενζςτερουσ χρόνουσ ο Ριγαςοσ κεωρικθκε ωσ άλογο των Μουςϊν που ιππεφουν οι ποιθτζσ και πετοφν μαηί του ψθλά ςτο καλλιτεχνικό ςτερζωμα. Τελικά οι κεοί πρόςφεραν ςτον Ριγαςο μια αιϊνια κζςθ ςτον ουρανό δθμιουργϊντασ τον Αςτεριςμό του Ριγαςου.
Peter Paul Rubens , Ρερςζασ , Ανδρομζδα και Ριγαςοσ
Ρολλζσ υπιρξαν οι παραςτάςεισ του Ριγαςου κυρίωσ ςε νομίςματα και δακτυλιόλικουσ κατά τουσ Μυκθναϊκοφσ χρόνουσ μζχρι και τουσ τελευταίουσ ωμαϊκοφσ ωσ άλογο με πτζρυγεσ. Εκτόσ από το βάκρο του άρματοσ του Ροςειδϊνα 6
και τθσ Αμφιτρίτθσ, ςτθν Κόρινκο, που από το ςτζρνο και κάτω απεικονίηεται ωσ καλάςςιο κιτοσ.
Ραρναςςόσ, Αφροδίτθ και ϋΑρθσ, Απόλλων και Μοφςεσ, Ερμισ και Ριγαςοσ
Andrea Mantegna
7
Κζνταυροσ Ο Κζνταυροσ είναι πλάςμα τθσ Ελλθνικισ μυκολογίασ, πικανϊσ ωσ ιδεατι απεικόνιςθ των ζντονων καιρικϊν φαινομζνων που ακολουκοφν παρατθρϊντασ τθν ταχφτθτα των νεφϊν. Στθν ιςτορία και τθν τζχνθ οι κζνταυροι απεικονίηονται μεν ανκρωπόμορφοι, με ανκρϊπινο το άνω τμιμα του κορμοφ, και ηωικό (αλογίςιο) το κάτω. Ωσ ιδιοςυγκραςίεσ, όμωσ, φαίνεται πωσ δεν ιταν αρκετά ιςορροπθμζνοι και παρουςιάηονται ωσ είδθ πρωτόγονα που όφειλαν περιςςότερα ςτθ ηωικι φφςθ τουσ παρά ςτθν ανκρϊπινθ κλθρονομιά τουσ. Ο μφκοσ τουσ τοποκετεί ςτθ Κεςςαλία, ςτθν κατεξοχιν μαγικι γθ τθσ ελλθνικισ επικράτειασ με πλοφςια ςτοιχεία μετεωρολογικισ παρατιρθςθσ που ζδιναν ζτςι λαβι για τισ φθμιςμζνεσ μάγιςςεσ, ςτισ οποίεσ κα αφιερϊςουμε μια ξεχωριςτι ςπουδι. Ζτςι θ μυκολογικι παρουςία τουσ ςτθ κεςςαλικι γθ ξεκινά από ζναν γθγενι βαςιλιά των Λαπίκων. Το κζνταυροσ παράγεται από το το ριμα κεντζω (κεντῶ) + αφροσ*=ίπποσ, ςθμαίνει λοιπὀν «αυτόσ που κεντρίηει τα ἀλογα».
Λαπίκθσ μάχεται Κζνταυρο, νότια μετϊπθ του Ραρκενϊνα
Στα ελλθνικά ζργα τζχνθσ θ τυπικι απεικόνιςθ των Κενταφρων είναι εκείνθ που τουσ δείχνει να επιτίκενται ςτουσ Λαπίκεσ, εμπλεκόμενοι ςε πράξεισ βιαςμοφ και λεθλαςίασ, όπωσ και ςτθν γαμιλια τελετι του Ρειρίκου. Γενικά, κα μποροφςαμε να ποφμε ότι θ παρουςία τουσ ιταν ςυμβολικι των απεριόριςτων και απρόβλεπτων ιδιοτιτων του φυςικοφ κόςμου, που παρατθροφνται από τθν θλιοφάνεια μζχρι τισ
8
καταιγίδεσ και ςτθν φφεςθ των τελευταίων, εκτόσ ίςωσ από τθν περίπτωςθ του κζνταυρου Χείρωνα. Κατά τον ίδιο τρόπο θ λογοτεχνικι παρουςία τουσ ςτο μφκο είναι ςυχνά ςυμβολικι τθσ πολιτιςμικισ ανάγκθσ να κακιερωκεί -να επανακακιερωκεί μάλλον- θ κυριαρχία ςε αυτό που οι Ζλλθνεσ τθσ αρχαιότθτασ αντιλαμβάνονταν ωσ δικι τουσ ςφαίρα γνϊςθσ και επιρροισ. Οι ελλθνογενείσ ιρωεσ ζπρεπε για να κακιερϊςουν τθν παρουςία του πολιτιςμοφ τουσ ςε ζναν ευρφτερο κόςμο να το μεταδϊςουν επί κατορκωμάτων, δαμάηοντασ μυκικά ι υπερφυςικά πλάςματα, που δεν ιταν τίποτε άλλο από τθν επίδειξθ τθσ γνϊςθσ τουσ επϋ αυτϊν. Ραρόμοια ιταν επίςθσ και άλλα μθ ανκρϊπινα τζρατα όπωσ ιταν θ Σκφλλα, θ Χάρυβδθ, θ Χίμαιρα ι θ Σφίγγα που απεικόνιηαν τθν ιδεατι γνϊςθ τθσ παρατιρθςθσ του ελλθνικοφ πολιτιςμοφ ςτον τότε ευρφτερο κόςμο.
Η πθλιά του Χείρωνα Oι τοπικοί κρφλοι αναφζρουν μζχρι ςιμερα τθν φπαρξθ τθσ ςπθλιάσ του Κζνταυρου Χείρωνα λίγο ζξω από το χωριό Μθλιζσ, ςε μαγευτικι τοποκεςία, κοντά ςτθν μεγάλθ μεταλλικι ςιδθροδρομικι γζφυρα του Ταξιάρχθ (ι γζφυρα Ντε Κίρικο).
Ο Καμθλάρθσ αναφζρει ότι θ ςπθλιά του Κζνταυρου Χείρωνα είναι θ ςπθλιά που βρίςκεται ακριβϊσ ςτθν ρίηα του βράχου που ςιμερα είναι το εξωκλιςςι του Ταξιάρχθ. Θ ςπθλιά αυτι ςιμερα είναι αχρθςιμοποίθτθ, ωσ πρόςφατα όμωσ τθν χρθςιμοποιοφςαν ςαν χϊρο ςταυλιςμοφ ηϊων (προβάτων & κατςικιϊν) και εξωτερικά ςυμπλθρϊνεται με λικόκτιςτο τοίχο για το ςκοπό αυτό. Λζγεται ότι από 9
το εςωτερικό τθσ ςπθλιάσ υπάρχει μονοπάτι που διαπερνά το βουνό και επικοινωνεί με αντίςτοιχθ ςπθλιά ςτθν περιοχι "Μαλάκι" ι μακρφτερα, μζχρι το λόφο τθσ Γορίτςασ ςτα Ανατολικά τθσ πόλθσ του Βόλου.
Κζνταυροι Φολόθσ
Οι Κζνταυροι απεικονίηονται ςαν μυκικά όντα ςτα διαςωκζντα μάρμαρα του δυτικοφ αετϊματοσ του Ναοφ του Δία, τα οποία φυλάςςονται ςτο Μουςείο τθσ Αρχαίασ Ολυμπίασ . Θ φανταςία των αρχαίων Ελλινων τουσ ικελε να ζχουν ςϊμα αλόγου και από τον τράχθλο, και πάνω ςτικοσ, χζρια και κεφάλι ανκρϊπου. Ο Διόδωροσ (Δϋ12) αναφζρει ότι, όταν οι Κζνταυροι νίκθςαν τουσ Λάπικεσ, κατζβθκαν ςτθν Θλεία και κατζλαβαν τθν Φολόθ. Από εκεί λιςτευαν και φόνευαν τουσ διερχομζνουσ και τουσ κατοίκουσ τθσ περιοχισ. Οι κάτοικοι, φοβιςμζνοι και τρομαγμζνοι που πρϊτθ φορά ζβλεπαν από μακριά άλογα, (το πάνω μζροσ των οποίων ιταν ανκρϊπινο) να χάνονται ςτο δάςοσ και ςτα ρζματα, τουσ απεικόνιηαν ςτθ φανταςία τουσ ςαν τζρατα με αλογίςιο ςϊμα.
Ο Φόλοσ Ζνασ από τουσ Κενταφρουσ ιταν και ο Φόλοσ, γιοσ του Σειλθνοφ και τθσ Νφμφθσ Μελίασ και φίλοσ του Θρακλι. Εκ διαδοχισ από τον προπάππου του ιταν φφλακασ του υπερμεγζκουσ πικαριοφ (βαγενιοφ) με το κραςί των μεγαλόςωμων Κενταφρων, το οποίο τουσ είχε προςφζρει ο Διόνυςοσ, με εντολι να το φυλάξουν και να το ανοίξουν μόνο όταν εμφανιςτεί ο Θρακλισ. Σφμφωνα με τουσ μφκουσ που αναφζρει ο ιςπζν, (1963, ς270), το κραςί είχε δοκεί ςτον Φόλο από τον Διόνυςο, ωσ ζνδειξθ ευγνωμοςφνθσ διότι ωσ διαιτθτισ ςτθ διαμάχθ του τελευταίου με τον Θρακλι για τθν κατοχι τθσ Νάξου, ο Φόλοσ αποφάνκθκε υπζρ του.
10
Ο Φόλοσ ζτρωγε κρζατα ωμά όπωσ όλοι οι Κζνταυροι, αλλά για να ευχαριςτιςει τον Θρακλι του προςζφερε ψθτά. Ο Θρακλισ ηιτθςε κραςί, αλλά όταν ο Φόλοσ κυμικθκε τθν επικυμία του Διόνυςου, δίςταςε να ανοίξει το πικάρι φοβοφμενοσ τουσ άλλουσ Κενταφρουσ. Κατόπιν προτροπισ του Θρακλι άνοιξε το βαγζνι με το χιλιόχρονο κραςί και του ζδωςε να πιεί ςε αςθμζνιο κφπελο (τάςι). Θ ευωδιά του παλιοφ δυνατοφ κραςιοφ απλϊκθκε γριγορα ςτισ ρεματιζσ και ςτο δάςοσ. Ο φόβοσ του δεν άργθςε να επαλθκευτεί.
Η ςυμπλοκι και θ Νεφζλθ Τα δζντρα ζτριηαν, κακϊσ οι Κζνταυροι ζφταναν ςτθν ςπθλιά για να το αρπάξουν. Ο Φόλοσ κρφφτθκε από το φόβο του, ενϊ ο Θρακλισ ρίχτθκε ςτθ μάχθ μαηί τουσ, ςτθν προςπάκειά του να αντιμετωπίςει όντα, τα οποία ζχοντασ μθτζρα τθ Κεά Νεφζλθ είχαν ταχφτθτα αλόγου, υπερβολικι δφναμθ διςϊματων κθρίων, ανκρϊπινθ λογικι και εμπειρία. Άλλοι του επιτίκενται ζχοντασ ςαν όπλα μεγάλα ξφλα, άλλοι με μεγάλεσ πζτρεσ, άλλοι με μεγάλεσ λαμπάδεσ από τα καμζνα δζντρα και άλλοι με φοβερά τςεκοφρια. Στθ μάχθ τουσ βοθκοφςε όμωσ και θ Νεφζλθ, ρίχνοντασ καταρρακτϊδθ βροχι για να γλιςτράει ο Θρακλισ, τθ ςτιγμι που οι Κζνταυροι είχαν τζςςερα πόδια. Θ μάχθ ιταν φοβερι. Ο Θρακλισ ζδιωξε αρχικά τον Άγχιο και τον Άγριο, πετϊντασ τουσ δαυλιά που φϊτιηαν τθ ςπθλιά. Με τα φαρμακερά βζλθ που είχε βάψει από το αίμα τθσ Λερναίασ Φδρασ, τουσ ςθμάδευε και τουσ χτφπαγε με το
11
ρόπαλο. Τουσ καταδίωξε μζχρι το ακρωτιριο Μαλζα.
Εξόντωςθ των Κενταφρων Τουσ περιςςότεροσ τουσ εξόντωςε ενϊ οι υπόλοιποι, μαγεμζνοι από τουσ ιχουσ των ςειρινων, πζκαναν από τθν πείνα. Οι υπόλοιποι Κζνταυροι ζφυγαν. Ο Κζνταυροσ Νζςςοσ πιγε ςτο ποταμό Εφθνο, όπου παρενοχλοφςε ερωτικά τθ ςφηυγο του Θρακλι Δθιάνειρα, θ οποία αργότερα ςκοτϊκθκε από αυτόν. Ο Θρακλισ, χωρίσ να το κζλει, ετόξευςε προσ τον Ζλατο και πλιγωςε τον Χείρωνα (φίλο του), ο οποίοσ παραιτικθκε από τθν ακαναςία γιατί οι πόνοι ιταν φρικτοί από το βζλοσ που ιταν ποτιςμζνο από τθ Λερναία Φδρα. Ο Κζνταυροσ Πμαδοσ ζφυγε για τθν Αρκαδία όπου παρενοχλοφςε και αυτόσ τθν αδερφι του Ευρυςκζα Αλκυόνθ. Ζνασ από τουσ Κενταφρουσ τθσ Φολόθσ, ο Ευρυτίονασ γφριςε πίςω ςτθν περιοχι και πιγε ςτθν Ώλενο τθσ Αχαΐασ προκειμζνου να πάρει βίαια πάλι τθν κόρθ του Δεξαμενοφ. Αργότερα ςκοτϊκθκε και αυτόσ από τον Θρακλι. Οι Κζνταυροι διαςκορπιςτικαν από το Μαλζα μζχρι τθν Τυρθνία, όπου άλλοι πζκαναν από τθν πείνα και άλλοι μαγεφτθκαν από το άςμα των ςειρινων. Στθ ςυμπλοκι ςκοτϊκθκαν πολλοί επιφανείσ Κζνταυροι, ο Δάφνισ, ο Αμφίων, ο Πρειοσ, ο Λπποτίων, ο Φρφξοσ, ο Κθρεφσ, ο Αργείοσ, ο Δοφπων, ο Λςοπλισ και ο Μελαγχαίτθσ.
Ο κάνατοσ του Φόλου Κατόπιν, ο Θρακλισ επανιλκε ςτθ Φολόθ, όπου βρικε το φίλο του Φόλο να πεκαίνει, μιασ και ςτθν προςπάκεια του να κάψει τουσ ςυγγενείσ Κενταφρουσ, επιχείρθςε να περιεργαςτεί ζνα βζλοσ, που προθγουμζνωσ καφμαηε. Αυτό του διζφυγε και τον τραυμάτιςε ςτο μεγάλο δάχτυλο του δεξιοφ ποδιοφ του και ζτςι από το δθλθτιριό του, πζκανε. Τότε λοιπόν, ο Θρακλισ τον ζκαψε μεγαλοπρεπϊσ ςτθν περιοχι που ςκοτϊκθκε και για να τον τιμιςει ζδωςε ςτο δάςοσ και ςτθν περιοχι το όνομα Φολόθ. Ο τάφοσ ςτο Αντρϊνι Θλείασ κοντά ςτθν κζςθ Κροχφίκου λεγεται ότι είναι του Κζνταυρου Φόλου, όπου αναπτφχκθκε θ αξιόλογθ πόλθ τθσ αρχαιότθτασ Λαςιϊν. Κατόπιν, ο ιρωασ ζφυγε να κυνθγιςει τον Ερυμάνκιο Κάπρο.
12
Νζςςοσ Στθν ελλθνικι μυκολογία ο Νζςςοσ ιταν Κζνταυροσ, γιοσ του Λξίωνα και τθσ Νεφζλθσ. Ο Νζςςοσ είχε λάβει μζροσ ςτθν πάλθ του Φόλου με τον Θρακλι. Αφοφ καταδιϊχκθκε από τον ιρωα, ο Νζςςοσ εγκαταςτάκθκε ςτισ όχκεσ του ποταμοφ Ευινου, όπου εργαηόταν ωσ περαματάρθσ, περνϊντασ πεηοφσ διαβάτεσ ςτθν άλλθ πλευρά του ποταμοφ πάνω ςτθν πλάτθ του.
Εκεί, μετά από χρόνια, ςυνάντθςε ο Νζςςοσ για δεφτερθ φορά τον Θρακλι όταν αυτόσ βριςκόταν μαηί με τθ Δθιάνειρα. Ο Θρακλισ πζραςε κολυμπϊντασ το ποτάμι, αλλά εμπιςτεφκθκε τθ Δθιάνειρα να τθν περάςει ο Νζςςοσ. Αλλά ο Νζςςοσ αποπειράκθκε να απαγάγει τθ Δθιάνειρα (ι κατά μία εκδοχι να τθ βιάςει), οπότε ο Θρακλισ τον ςκότωςε τοξεφοντάσ τον με τα δθλθτθριϊδθ βζλθ του (κατά μια εκδοχι χτυπϊντασ τον με το ρόπαλό του). Ρεκαίνοντασ όμωσ ο Νζςςοσ ζδωςε ςτθ Δθιάνειρα ζνα δικεν ερωτικό φίλτρο ανακατεμζνο με το αίμα ι/και το ςπζρμα του, λζγοντάσ τθσ ότι αν ο Θρακλισ ζπαυε ποτζ να τθν αγαπά ζπρεπε να του δϊςει να φορζςει ζνδυμα εμποτιςμζνο με αυτό το υγρό. Αυτό και ζγινε μετά από καιρό, όταν θ Δθιάνειρα κζλθςε να κάνει τον ιρωα να ξεχάςει τθν Λόλθ: απζςτειλε ςτον Θρακλι ζνα χιτϊνα εμποτιςμζνο με το «φίλτρο». Αυτόσ ο «Χιτϊνασ του Νζςςου» υπιρξε το φονικό όργανο που ςκότωςε τον μζγιςτο των Ελλινων μυκικϊν θρϊων, τον Θρακλι, με φρικτοφσ πόνουσ.
13
Ο κάνατοσ του Κενταφρου Νζςςου απεικονίηεται πάνω ςε γνωςτό αγγείο. Σε αυτι τθν αναπαράςταςθ, ο Θρακλισ, κρατϊντασ ξίφοσ, ζχει το ζνα πόδι του πάνω ςτθ ράχθ του Νζςςου και τον αρπάηει από τα μαλλιά, ενϊ ο Κζνταυροσ ικετεφει τον ιρωα για τθ ςωτθρία του. «Θρακλισ και Νζςςοσ»: ζργο του Giambologna (1599), Φλωρεντία.
14
Ιχκυοκζνταυροσ Μυκολογικό τζρασ ςτθν Ελλθνικι μυκολογία που προςομοιάηει με καλάςςιο κζνταυρο ζχοντασ ουρά ιχκφοσ. Δθλαδι με το άνω μζροσ ςϊμα ανκρϊπινο και το κάτω μζροσ, το μιςό ςϊμα ίππου και το άλλο κατάλθξθ ουράσ ιχκφοσ. Οι ιχκυοκζνταυροι εικονίηονται ςε ζργα τζχνθσ τθσ μετακλαςςικισ περιόδου. Από τισ ςωηόμενεσ παραςτάςεισ τουσ θ αρχαιότερθ κεωρείται εκείνθ επί του μεγάλου βωμοφ τθσ Ρεργάμου.
Νθρθίδα φερόμενθ πάνω ςε ιχκυοκζνταυρο (200 π.Χ.) Ωραίεσ παραςτάςεισ ιχκυοκζνταυρου που απαγάγει Νθρθίδα ςυνοδευόμενοσ από δφο Ερωτιδείσ είναι εκείνθ επί ανάγλυφου του Βατικανοφ ωσ και του Εκνικοφ Μουςείου Ακθνϊν κακϊσ και ςε αντίςτοιχο του Μονάχου. Μφκοι ι παραδόςεισ ςχετιηόμενεσ με Λχκυοκζνταυρο δεν υπάρχουν. Συνεπϊσ μζχρι ςιμερα κεωρείται δθμιοφργθμα τθσ καλλιτεχνικισ μόνο μυκοπλαςίασ ωσ ιδεατι τερατόμορφθ απεικόνιςθ του παράκτιου αναδιπλοφμενου κφματοσ, που μετά τθ προςβολι του ςτισ ακτζσ, όταν αποςφρεται τραβάει μζςα ςτθ κάλαςςα ότι βρει και που μπορεί ζτςι να καταςτεί επικίνδυνο για μικρά παιδιά ι θλικιωμζνουσ, όχι όμωσ ςε νζουσ ανκρϊπουσ που χαίρονται να το απολαμβάνουν είτε ςτθ κζα του είτε ακλοφμενοι ςϋ αυτό με «ςζρφινγκ».
15
O ἱππαλεκτρυών (αλογοκόκορασ) είναι ζνασ τφποσ φανταςτικοφ υβριδικοφ πλαςμάτοσ τθσ αρχαίασ ελλθνικισ λαογραφίασ, μιςό άλογο και μιςό-κόκορασ, με κίτρινα φτερά.
Το μπροςτινό μιςό είναι άλογο, το πίςω μιςό κόκορασ, όπωσ θ ουρά και τα πόδια. ΛΡΡΑΛΕΚΤΥΩΝΘ παλαιότερθ απεικόνιςθ χρονολογείται από τον 9ο αιϊνα π.Χ., και το μοτίβο μεγαλϊνει πιο κοινά κατά τον 6ο αιϊνα, κυρίωσ ςτθν αγγειογραφία και μερικζσ φορζσ ςε αγάλματα, όπου ςυχνά εμφανίηεται και με ζναν αναβάτθ. Είναι, επίςθσ, εμφανίηονται ςε μερικά νομίςματα. Λίγα λογοτεχνικά ζργα του 5ου αιϊνα αναφζρουν το κθρίο, αν και οι μφκοι που ςχετίηονται με αυτό δεν είναι γνωςτοί.
άτυροι Οι Σάτυροι ιταν κατϊτερα μυκικά όντα "δαίμoνεσ" τθσ ελλθνικισ μυκολογίασ, (πνεφματα των βουνϊν και των δαςϊν), τουσ οποίουσ θ Ροίθςθ και θ Τζχνθ τουσ απεικόνιηαν από τθ μζςθ και πάνω ςχεδόν ανκρωπόμορφουσ, φαλακροφσ και με μυτερά αυτιά, με πόδια και ουρά τράγου, ςε αντίκεςθ με τουσ Σειλθνοφσ, των οποίων το κάτω μιςό του ςϊματοσ ζμοιαηε με αλόγου. Ιταν, όπωσ και οι Σειλθνοί, υπθρζτεσ και ςφντροφοι του κεοφ Διόνυςου, τον οποίον είχαν μεγαλϊςει από παιδί. Αγαπθμζνθ τουσ αςχολία ιταν το παίξιμο αυλοφ και κικάρασ, ο τρφγοσ και το μεκοκόπθμα, αλλά και το κυνιγι των κοριτςιϊν , που αποτελοφςαν όλα μαηί τθν προςωποποίθςθ τθσ γονιμότθτασ τθσ Φφςθσ. Στα διάφορα ζργα τόςο του λόγου όςο και τθσ τζχνθσ εμφανίηονται κραςείσ, πότεσ, ερωτομανείσ με τισ Νφμφεσ και εξαιρετικά φιλόμουςοι και χορευτζσ. Ρεριζργωσ ο Πμθροσ δεν αναφζρεται ςϋ αυτοφσ. Αντίκετα ο Θςίοδοσ μνθμονεφει αυτοφσ ωσ "γζνοσ των κθφινων", ενϊ τουσ Σειλθνοφσ τουσ αποκαλεί "ουτιδανοφσ" 16
(=άχρθςτουσ) και "αμθχανοζργουσ" (=τεμπζλθδεσ). Άλλοι ποιθτζσ τουσ Σάτυρουσ τουσ αποκαλοφςαν "ςκιρτόποδεσ", επειδι χόρευαν με ςκιρτιματα, ι "γλευκόποτεσ" (=κραςοπότεσ), ι "κεραςτζσ" (από τα κζρατα που ζφεραν), ι αιγίποδεσ (=τραγοπόδαροι). Λδιαίτερα ςτθ δραματικι ποίθςθ οι Σάτυροι αποτελοφν τα κφρια πρόςωπα του ςατυρικοφ δράματοσ εξ ου και θ ονομαςία του. Στο ποιθτικό αυτό είδοσ οι Σάτυροι εμφανίηονται ντυμζνοι με δζρματα τράγων ονομαηόμενοι ζτςι "τράγοι". Στισ διάφορεσ αρχαίεσ παραςτάςεισ εμφανίηονται ςυνθκζςτερα μαηί με τον Διόνυςο και τισ Νφμφεσ, που όμωσ πολφ ςυχνά ςυγχζονται με τουσ Σειλθνοφσ και ίςωσ εξ αυτοφ του λόγου να προςτζκθκαν ςτουσ Σάτυρουσ αυτιά, ουρά, οπλζσ αλόγου και ςκζλια τράγου. Ράντωσ θ ςφγχυςθ αυτι παρατθρείται από τον 4ο αιϊνα π.Χ.. Επικράτθςε όμωσ οι μεν Σάτυροι να απεικονίηονται νζοι, ςε αντίκεςθ με τουσ Σειλθνοφσ που απεικονίηονταν γζροι με αυτιά αλόγου. Το πικανότερο εξ αυτοφ είναι ότι οι Σάτυροι και οι Σειλθνοί δεν ζχουν κοινι προζλευςθ. Φαίνεται όμωσ ότι από τον κεό Ράνα, ςτο χϊρο του οποίου βρίςκονται εγκατεςτθμζνοι, πιραν τθν τραγοπόδαρθ μορφι των κάτω άκρων τουσ. Στθν αγγειογραφία οι ϊριμοι Σειλθνοί φζρονται γενειοφόροι - πωγωνοφόροι, γζροντεσ φαλακροί και προγάςτορεσ (=με μεγάλθ κοιλιά), ςε αντίκεςθ με τουσ Σάτυρουσ που φζρονται ωσ αγζνειοι νζοι ("Σατυρίςκοι"). Τζλοσ ο Ρραξιτζλθσ τουσ παριςτά περιςςότερο εξευγενιςμζνουσ (4οσ αιϊνασ π.Χ.) με πολφ μικρά κζρατα που προδίδουν τθν ιδιότθτά τουσ. Στισ ςφγχρονεσ ελλθνικζσ δθμϊδεισ εκφράςεισ θ αναφορά ςε Σάτυρο χαρακτθρίηει πρόςωπο που επιδιϊκει ανικικεσ ερωτικζσ ςυνευρζςεισ, ι προβαίνει ςε αςελγείσ πράξεισ, (π.χ. εφαψίεσ, επιδειξίεσ, παιδεραςτζσ, κ.λπ.).
ειλθνοί
Οι Σειλθνοί ιταν δαίμονεσ των ρεόντων υδάτων και τθσ ευφορίασ τθσ γθσ, ςφντροφοι του Διόνυςου. Αν και ςυχνά ςυγχζονται με τουσ Σάτυρουσ, ιταν διαφορετικά πλάςματα. Ζμοιαηαν αρκετά με Κζνταυρουσ, ζχοντασ αυτιά, ουρά και οπλζσ αλόγου και κατάγονταν από τθ Κράκθ και τθ Φρυγία. 17
Αρχθγόσ τουσ ιταν ο Σειλθνόσ, που είχε διαπαιδαγωγιςει το κεό Διόνυςο και που χρθςίμευε ςαν μάντθσ ςτουσ ανκρϊπουσ, μόνο όμωσ αφοφ αυτοί τον μεκοφςαν. Οι Σειλθνοί ςυνικωσ διαςκζδαηαν το Διόνυςο παίηοντασ μουςικι και χορεφοντασ με τισ Μαινάδεσ, ενϊ κατά το μφκο είχαν πολεμιςει μαηί με το Διόνυςο εναντίον των Γιγάντων.
18
Μφκοι του Αιςώπου http://el.wikisource.org/wiki/Αιςϊπου_Μφκοι
Σο γζρικο άλογο Ζνα άλογο ςτα νιάτα του πιρε μζροσ ςε πολλοφσ πολζμουσ κακϊσ και ςε ιππικοφσ αγϊνεσ (ιπποδρομίεσ). Είχε μια ζνδοξθ καριζρα. Σαν γζραςε, το πουλιςανε ςε ζναν μυλωνά, και ςτο εξισ θ δουλειά του ιταν να βαδίηει γφρω γφρω γυρίηοντασ τθ μυλόπετρα. Κυμόταν το ζνδοξο παρελκόν του κι ζλεγε: γιά δεσ, εγϊ που τόςο γριγορα ζτρεχα χωρίσ να κουράηομαι, ςε ζνδοξεσ μάχεσ και νικθφόρουσ αγϊνεσ, τϊρα κατάντθςα ςε αυτιν τθν μονότονθ άκλια δουλειά!
Άλογο βόδι ςκυλί και άνκρωποσ Πταν ο Δίασ ζφτιαξε τον κόςμο και τα ηϊα, που κα τον κατοικοφςαν, όριηε, ςτο κακζνα από αυτά, πόςα χρόνια κα ηοφςε. Σ' όλα, όπωσ ςτθ καλαςςινι χελϊνα λόγου χάριν, όριςε να ηει ωσ τριακόςια χρόνια, 19
ςϋ άλλα, ςαν το κοράκι για παράδειγμα, διακόςια, ςτον ελζφαντα εκατόν πενιντα, ςτθ φάλαινα πεντακόςια, ςτισ πεταλοφδεσ τρεισ μζρεσ. Κι επειδι όλα ιταν για πρϊτθ φορά φτιαγμζνα από το Δία και τότε κ' άρχιηαν να ηοφνε, κανζνα τουσ δεν περθφανεφτθκε, οφτε παραπονζκθκε για τα χρόνια που του είχε ορίςει. Αφοφ ζφτιαξε όλα τα ηϊα, ο Δίασ ζφτιαξε και τον άνκρωπο. Σ' αυτόν ζδωςε και κάτι, που δεν είχε δϊςει ςτα άλλα ηϊα. Του ζδωςε το λογικό. -Και πόςα χρόνια ορίηεισ να ηω; ϊτθςε ο άνκρωποσ. -Σαράντα! Του απαντάει ο Δίασ. -Καλά! Λζει ο άνκρωποσ. Αμζςωσ, με το λογικό του, ςκζφτθκε πωσ ςαράντα χρόνια είναι πολφ λίγα, όταν ζνα κοράκι, λόγου χάρθ, ηει τουλάχιςτον εκατό. Δεν είπε όμωσ τίποτα, για να μθν του τα πάρει κι αυτά ο Δίασ. Πταν βγικε ςτθ ηωι ο άνκρωποσ ιταν άνοιξθ, όλα ιτανε όμορφα γφρω του, αλλά, τισ νφχτεσ ζκανε δροςιά και κακϊσ δεν είχε χοντρό δζρμα, όπωσ τα άλλα ηϊα, για να προφυλάςςεται, ςκζφτθκε να φτιάξει. Μάηεψε φφλλα τα ‘ραψε και τα φόρεςε. Αλλά τα φφλλα μαραίνονταν και τρίβονταν. Τότε χρθςιμοποίθςε προβιζσ αγριμιϊν. Ζπειτα είδε πωσ τα πουλιά χτίηανε φωλιά, και ςκζφτθκε κι αυτόσ να φτιάξει μια φωλιά, αλλά να είναι ςκεπαςμζνθ από πάνω, κι όχι ξζςκεπθ, όπωσ οι φωλιζσ των πουλιϊν. Με το λογικό, λοιπόν, που του είχε χαρίςει ο Δίασ, ζφτιαξε ζνα ςπίτι με ςκζπθ, με πόρτα για να μπαινοβγαίνει και με παράκυρα, που του χρθςίμευαν για να βλζπει τι γίνεται ζξω, χωρίσ να αναγκάηεται να βγαίνει από το ςπίτι του. Ρζραςε θ άνοιξθ κι ιρκε το καλοκαίρι με τισ ηζςτεσ του. Τα ηϊα ζτρεχαν να βροφνε κανζνα δζντρο για να ξαπλϊςουν κάτω από τον ίςκιο του. Ο άνκρωποσ, όμωσ, είχε το ςπίτι του, κι ζτςι είχε όςο ίςκιο ικελε. Ιρκε κι ο χειμϊνασ κι άρχιςαν οι βροχζσ, τα κρφα, τα χιόνια. Τα ηϊα ζτρεμαν από το κρφο και ςτριμϊχνονταν το ζνα πλάι ςτο άλλο για να ηεςτακοφν. Ο άνκρωποσ όμωσ κλεινότανε μζςα ςτο ςπίτι του και δεν κρφωνε κακόλου. Ζνα βράδυ, που ζκανε κρφο δυνατό, χτφπθςαν τθν πόρτα του. - Ροιοσ είναι; ϊτθςε από μζςα ο άνκρωποσ. - Είμαι εγϊ, το άλογο, ακοφςτθκε απ' ζξω μια φωνι. Ράρε με μαηί ςου, άνκρωπε, γιατί κρυϊνω κι εγϊ κα ςου δουλεφω για να ςε ξεπλθρϊςω. -Μου χαρίηεισ δζκα χρόνια από τθ ηωι ςου για να ςε πάρω; - Σου χαρίηω! Υποςχζκθκε το άλογο. Κι ο άνκρωποσ το πιρε μζςα ςτο ςπίτι του και το άλογο ηεςτάκθκε κι άρχιςε να του δουλεφει. Το άλλο βράδυ, παρουςιάςτθκε το βόδι. -Ράρε με άνκρωπε, να ηεςτακϊ, κι εγϊ κα ςου δουλεφω! Τον παρακάλεςε. - Σε παίρνω, αν μου χαρίςεισ δζκα χρόνια από τθ ηωι ςου, είπε ο άνκρωποσ. -Μ' όλθ μου τθν καρδιά, απάντθςε το βόδι. Κι ο άνκρωποσ το πιρε μζςα ςτο ςπίτι του και το ‘ςτρωςε ςτθ δουλειά. Το τρίτο βράδυ, ιρκε κι ο ςκφλοσ, τουρτουρίηοντασ. - Ράρε με, άνκρωπε, ςτο ςπίτι ςου κι εγϊ κα ςου δουλεφω, του είπε. - Εςφ για δουλειά δεν κάνεισ, αποκρίκθκε ο άνκρωποσ. Κα ςε πάρω όμωσ για να φυλάσ το ςπίτι μου, όταν κα λείπω, φτάνει να μου χαρίςεισ δζκα χρόνια από τθ ηωι ςου. 20
-Σου τα χαρίηω! Φϊναξε ο ςκφλοσ πρόκυμα. Κι ο άνκρωποσ τον πιρε ςτο ςπίτι του και τον ζβαλε να το φυλάει, κι εκείνοσ το φφλαγε πιςτά. Κι ζτςι ο άνκρωποσ κζρδιςε τριάντα χρόνια. Μόνο που, όταν τελείωςε τα ςαράντα δικά του κι άρχιςε να ηει τα δζκα του αλόγου, άρχιςε να καμαρϊνει ςαν εκείνο. Στο δζκα του βοδιοφ, ζγινε βαρφσ και ςτενοκζφαλοσ κι ικελε να γίνεται πάντα το δικό του. Και, ςτα τελευταία δζκα χρόνια, που είχε πάρει από το ςκφλο, ζγινε γκρινιάρθσ και κφμωνε με το παραμικρό. Γι' αυτό, από τότε, οι άνκρωποι ζχουν τζτοιο χαρακτιρα: είναι γιατί ηοφνε τα χρόνια, του αλόγου, του βοδιοφ και του ςκφλου.
Άλογο και ιπποκόμοσ Ζνασ ιπποκόμοσ (υπθρζτθσ που φρόντιηε άλογα), ξφςτριηε και χτζνιηε το άλογο κακθμερινά, από τθν άλλθ όμωσ ζκλεβε και πουλοφςε το κρικάρι που ιταν να τρϊει το άλογο. Οπότε το άλογο του λζει: τι με χτενίηεισ και με ξυςτρίηεισ κακθμερινά, νομίηεισ ότι ζτςι κα γίνω όμορφο άλογο; Αν πραγματικά κζλεισ να γίνω όμορφο, ςταμάτα να κλζβεισ το κρικάρι μου! Ζτςι κάνουνε και κάποιοι πολιτικοί: ςτολίηουν τουσ ανκρϊπουσ με πολλά ωραία λόγια, αλλά τουσ ςτεροφν από υλικά αγακά.
Άλογο και γάιδαροσ Κάποιοσ χωρικόσ, είχε ζνα άλογο και ζνα γάιδαρο φορτωμζνα με ςακιά από ςτάρι. Το άλογο, πιο δυνατό, προχωροφςε καμαρωτό και με χάρθ. Ξοπίςω του ο μικρότεροσ γάιδαροσ αγκομαχοφςε από το πολφ ηόρι. Κάποια ςτιγμι, μθ μπορϊντασ ο γάιδαροσ, είπε του αλόγου: «Ράρε λίγο από το φορτίο μου, γιατί δεν κ' αντζξω για πολφ.» Το άλογο όμωσ αρνικθκε, και αργότερα ο γάιδαροσ από τον πολφ κόπο ζπεςε και εξζπνευςε. Τότε ο χωρικόσ, ζγδαρε το γαϊδοφρι και το δζρμα του μαηί με το βάροσ του γαϊδάρου τα φόρτωςε ςτο άλογο. Και το άλογο παραπονοφνταν λζγοντασ: «Αχ, τι μου ςυνζβθκε. Είναι μεγάλθ θ κακοτυχία μου. Για να μθ κελιςω να πάρω λίγο από το βάροσ του γαϊδάρου, τϊρα βαςτάηω ακόμα και το δζρμα του.»
Άλογο και ςτρατιώτθσ Ζνασ πολεμιςτισ το άλογο του όςο ιταν καιρόσ πολζμου το καλοτάιηε με κρικάρι και το φρόντιηε με αγάπθ, αφοφ ιταν ο μεγάλοσ βοθκόσ του ςτον πόλεμο. Πταν τζλειωςε ο πόλεμοσ, ζβαλε το άλογο ςε βαριζσ κι άχαρεσ δουλειζσ, ταΐηοντάσ το μόνο άχυρα. Φςτερα φϊναξε πάλι θ ςάλπιγγα, κθρφχκθκε νζοσ πόλεμοσ. Ξανάβαλε το χαλινάρι ο πολεμιςτισ ςτο άλογο, το καβάλλθςε, οπλιςμζνοσ και ο ίδιοσ, και πιγε ςτον πόλεμο. Τϊρα όμωσ το άλογο δεν τα κατάφερνε όπωσ πρϊτα: βάρυνε, δεν μποροφςε να τρζξει, και ςυνεχϊσ ζπεφτε κάτω. Ο πολεμιςτισ γκρίνιαηε: "τι ζχει πάκει το άλογό μου, όλο με ρίχνει κάτω, πϊσ να πολεμιςω με αυτό;" - Το άλογο 21
απάντθςε: αφεντικό, πιγαινε να πολεμάσ μαηί με τουσ πεηοφσ ςτο εξισ. Διότι, από άλογο που ιμουν, εςφ με ζχεισ κάνει γαϊδοφρι! - πϊσ ςε ζχω κάνει γαϊδοφρι; - με το να με βάηεισ ςε χοντρζσ δουλειζσ, με το να με ταΐηεισ μόνο άχυρο, γαϊδοφρι με κατάντθςεσ! Και τϊρα ηθτάσ να γίνω άλογο ξανά; Δεν γίνεται! Οι άνκρωποι ανάλογα με τθ φφςθ τουσ εμπίπτουν ςε μία από τισ 4 κοινωνικζσ τάξεισ: είτε ιερείσ και διανοοφμενοι, είτε ςτρατιωτικοί και διοικθτικοί, είτε παραγωγοί και ζμποροι, είτε εργάτεσ. Ο πολεμιςτισ του μφκου ανικε ςτθν ευγενι τάξθ των ςτρατιωτικϊν. Ακόμθ και ςτον καιρό τθσ ειρινθσ θ τάξθ αυτι πρζπει πάντα να φροντίηει τθν προφφλαξθ τθσ πολιτείασ από κάκε είδουσ κίνδυνο και να είναι ζτοιμθ για πόλεμο. Αν ξεπζςει ςτθν τάξθ των παραγωγϊν, εμπόρων, ι των εργατϊν, είναι δφςκολο ζωσ αδφνατο να ξαναγίνει ετοιμοπόλεμθ.
Λφκοσ και άλογο Ζνασ λφκοσ βαδίηοντασ μζςα από ζνα χωράφι, βρικε ςε κάποιο ςθμείο μπόλικο κρικάρι. Ο ίδιοσ δεν μποροφςε να το φάει, το άφθςε λοιπόν, φςτερα ζτυχε να ςυναντιςει ζνα άλογο, και του λζει: "βρικα ςε ζνα ςθμείο μπόλικο κρικάρι, κα ςου δείξω ποφ είναι, εγϊ δεν το ζφαγα, το άφθςα για ςζνα, γιατί τόςο πολφ ςε αγαπϊ που με ευφραίνει το να ακοφω των ιχο των δοντιϊν ςου κακϊσ μαςάσ το κρικάρι που τόςο ςου αρζςει". Του απαντά το άλογο: "Αν εςφ μποροφςεσ να το φάσ το κρικάρι, κα προτιμοφςεσ να ευχαριςτιςεισ τθν κοιλιά ςου τρϊγοντάσ το παρά να ευχαριςτιςεισ τα αυτιά ςου ακοφγοντάσ με να το μαςάω". Ρολλζσ φορζσ οι άνκρωποι χαρίηουν κάτι παρόλο που κα προτιμοφςαν να το απολαφςουν οι ίδιοι, διότι για κάποιο λόγο δεν μποροφν οι ίδιοι να το απολαφςουν: τότε το χαρίηουν ςε κάποιον που μπορεί να το αξιοποιιςει, γιατί ζτςι ο άλλοσ κα χρωςτά κάποια χάρθ.
Ο γάιδαροσ ποφ μακάριηε το άλογο Ο γάιδαροσ και το άλογο είχαν το ίδιο αφεντικό, αλλά ζκαναν διαφορετικζσ δουλειζσ. Το άλογο απολάμβανε πολλζσ ανζςεισ. Ζτρωγε καλά, του ζκαναν μποφκλεσ όμορφεσ ςτθ χαίτθ οι ιπποκόμοι κι ζπαιρνε το μπάνιο του κακθμερινά. Ο γάιδαροσ μακάριηε το άλογο για όλα αυτά, γιατί αυτόσ κουβαλοφςε ςυνζχεια κι ζλιωνε ςιγά-ςιγά από τα βάρθ. Μια μζρα όμωσ, το αφεντικό καβάλλθςε το άλογο κι ζφυγε για τον πόλεμο. Στθ διάρκεια μιασ μάχθσ, το άλογο πλθγϊκθκε και πζκανε. Πταν ο γάιδαροσ ζμακε τα κακζκαςτα, άρχιςε να μακαρίηει τον εαυτό του και τθ βαριά δουλειά του.
Η ηζμπρα κι ο γάιδαροσ Θ ηζμπρα είδε το γάιδαρο καταφορτωμζνο και κεϊρθςε ντροπι μια τζτοια δουλειά. «Χαρά ςε μζνα» του είπε, «που είμαι ελεφκερθ και κάνω ο,τι κζλω. Δε χρειάηεται να κουράηομαι για να ηιςω, αφοφ βρίςκω τθν τροφι μου ςτα βουνά. Εςζναν όμωσ ςε τρζφει άλλοσ και γι' αντάλλαγμα ςε υποβάλλει ςε τόςουσ κόπουσ και βάςανα». Ράνω ςτθν ϊρα, φάνθκε ζνα λιοντάρι κι επειδι δεν μποροφςε να πλθςιάςει το
22
γάιδαρο, γιατί ιταν δίπλα του το αφεντικό του, ξεμονάχιαςε τθ ηζμπρα, όρμθςε πάνω τθσ και τθν καταβρόχκθςε.
Ο γάιδαροσ και θ ςκιά του Κάποτε, ζνασ ταξιδιϊτθσ νοίκιαςε ζνα γάιδαρο και το αφεντικό του, για να τον βοθκιςουν να διαςχίςει μια ζκταςθ ζρθμθ. Ξεκίνθςαν πολφ πρωί, ο ταξιδιϊτθσ πάνω ςτο γάιδαρο και το αφεντικό του γαϊδάρου δίπλα του, με τα πόδια. Το μεςθμζρι που θ ηζςτθ είχε γίνει αφόρθτθ ζκαναν μια ςτάςθ. Ο ταξιδιϊτθσ κατζβθκε απ’ τον γάιδαρο και κάκιςε να ξεκουραςτεί ςτθ ςκιά του, μια κι εκεί γφρω δεν υπιρχε ίχνοσ βλάςτθςθσ. - Σικω αμζςωσ από ‘κει, φϊναξε το αφεντικό του γαϊδάρου. Αυτι θ κζςθ είναι δικι μου. - Αφοφ ςε πλιρωςα! Είπε ο ταξιδιϊτθσ. - Με πλιρωςεσ για το γάιδαρο κι όχι για τθ ςκιά του. Κι ενϊ οι δφο άντρεσ μαλϊνανε, ο γάιδαροσ, που δεν άντεχε άλλο τισ φωνζσ τουσ, το ’ςκαςε και του άφθςε χωρίσ ςκιά και χωρίσ μζςο να διαςχίςουν τθν ζρθμο.
Σο πουλάρι Ζνασ άνκρωποσ ταξίδευε καβάλα ςτθν γκαςτρωμζνθ φοράδα του. Εκεί που πιγαιναν, το άλογο γζννθςε και το πουλάρι άρχιςε να τουσ ακολουκεί. Πμωσ ο δρόμοσ ιταν πολφσ και κουράςτθκε. Γφριςε τότε κι είπε ςτον καβαλάρθ τθσ μθτζρασ του: «Μπορεί να ςου φαίνομαι μικρό κι αςυνικιςτο ςτα ταξίδια. Μάκε όμωσ πωσ αν μ’ εγκαταλείψεισ ςίγουρα κα πεκάνω, ενϊ αν με ςθκϊςεισ και με πασ ςτο ςπίτι ςου και μ’ ανακρζψεισ, κα μεγαλϊςω και κα ςε ταξιδεφω μια χαρά»
Σο αγριογοφρουνο, τ΄ άλογο κι’ ο κυνθγόσ Ζνα άγριο άλογο, που δεν είχε ποτζ του φορζςει χαλινάρι και δεν το είχε ποτζ καβαλλιςει άνκρωποσ, ζβοςκε ςε ζναν τόπο, όπου ιταν κι ζνα αγριογοφρουνο, το οποίο αγριογοφρουνο χαλνοφςε το χορτάρι, ςυχνά ςκάλιηε και τθ γι χαλνϊντασ τισ ρίηεσ του χορταριοφ, λερϊνοντασ και με χϊμα τα χορτάρια, εκτόσ που κόπριηε με τθν κοπριά και τα οφρα του, κόλωνε και το νερό πίνοντασ. (Κατά άλλθ εκδοχι του μφκου, το άλογο δεν ηοφςε εκεί αλλά ικελε να πάει ςτον καλό τόπο, και εμπόδιο ιταν το αγριογοφρουνο, που αλλοφ αναφζρεται αόριςτα ϊσ "κθρίο"). Σάν βρζκθκε εκεί ζνασ κυνθγόσ, το άλογο ςκζφκθκε να του ηθτιςει τθ βοικεια του για να ςκοτϊςουν το αγριογοφρουνο: εςφ κα πάρεισ το αγριογοφρουνο, το κρζασ, το δζρμα, τουσ χαυλιόδοντζσ του, και εγϊ κα θςυχάςω απο τθν ενόχλθςι του, είπε ςτον κυνθγό. Ο κυνθγόσ απάντθςε: Δεν μπορϊ πεηόσ να κυνθγιςω ζνα τόςο δυνατό αγριογοφρουνο. Κα χρειαςκεί να ςου βάλω μιά ςζλλα για να κακίςω επάνω ςου, κρατϊντασ δφο ακόντια, και να ςου βάλω και ζνα χαλινάρι. - Γιατί χαλινάρι; - Για να ςε οδθγϊ δεξιά, αριςτερά, και να ςε φρενάρω όπου χρειάηεται, εξιγθςε ο κυνθγόσ. - Εντάξει, είπε το άλογο. Τότε ο κυνθγόσ ςζλλωςε, χαλίνωςε και καβάλλθςε το άλογο, ζτςι μπόρεςε με ευκολία να ςκοτϊςει το αγριογοφρουνο, κι ζπειτα πιρε το 23
άλογο ςελλωμζνο και χαλινωμζνο και το ζδεςε ςτο μαντρί του. Το είχε δικό του, υπόδουλο ςτο εξισ, το καβαλλοφςε και το ζβαηε ςτισ δουλειζσ του. Κι ζτςι το άλογο δεν κζρδιςε τίποτε που ςκοτϊκθκε το αγριογοφρουνο, μόνο ζχαςε τθν ελευκερία του.
Σο Λιοντάρι και ο Γάιδαροσ Μια φορά ηοφςε ςτο δάςοσ ζνα γζρικο λιοντάρι που δεν μποροφςε να κυνθγιςει γιατί κουραηόταν εφκολα. Μια μζρα λοιπόν, κακϊσ ιταν ξαπλωμζνο κάτω από ζνα δζντρο και θ κοιλιά του γουργοφριηε από τθν πείνα είδε ζνα γάιδαρο να ζρχεται προσ το μζροσ του γκαρίηοντασ. Τότε, του ιρκε μια ιδζα. Είπε λοιπόν ςτο γάιδαρο: - Καλζ μου γάιδαρε δεν ζχω ακοφςει πιο δυνατι φωνι από τθ δικι ςου. Αν κζλεισ, ίςωσ μπορείσ να με βοθκιςεισ. - Τι μπορϊ να κάνω για εςάσ μεγάλε μου άρχοντα; ρϊτθςε ο γάιδαροσ. - Κζλω όταν βλζπεισ ηϊο να γκαρίηεισ δυνατά για να ζρχονται ςε εμζνα και να τα τρϊω. - Εντάξει, είπε ο γάιδαροσ. Ζτςι και ζγινε. Ο γάιδαροσ γκάριηε, τα ηϊα πιγαιναν προσ το λιοντάρι και εκείνο τα ζτρωγε. Βλζπετε, ιταν πολφ γζρικο για να κυνθγιςει τθν τροφι του. Ο γάιδαροσ καμάρωνε με τα καμϊματά του. Μια μζρα όμωσ μια λεοπάρδαλθ, που περνοφςε από εκεί, πλθςίαςε το γάιδαρο και τον ζφαγε. Ζτςι λοιπόν, ο γάιδαροσ είχε τθν ίδια τφχθ με όλα τα άλλα ηϊα του δάςουσ
Η κατςίκα και ο γάιδαροσ Ρριν από αρκετό καιρό, ζνασ χωρικόσ είχε μια κατςίκα και ζνα γάιδαρο. Επειδι ο χωρικόσ ζδινε περιςςότερθ τροφι ςτο γάιδαρο, θ κατςίκα ηιλεψε. Σκζφτθκε τότε ζνα κόλπο, για να τον βγάλει από τθν μζςθ και να τρϊει αυτι όλο το φαγθτό. Βάηοντασ ςε εφαρμογι το ςχζδιο τθσ, πιγε μια μζρα κοντά ςτον γάιδαρο και του είπε: - Αχ, καθμζνε κυρ Γάιδαρε, ςε λυπάμαι. Πλθ μζρα εργάηεςαι και δεν ςτζκεςαι οφτε ςτιγμι. Τθν μια ςε βλζπω να αλζκεισ ςτον μφλο, τθν άλλθ να κουβαλάσ ξφλα, βάςανο είναι θ ηωι ςου. Δεν κζλεισ κι εςφ να ξεκουραςτείσ λιγάκι; Ο γάιδαροσ ςκζφτθκε για λίγο αυτά που του είπε θ κατςίκα και φςτερα τθν ρϊτθςε με φωνι γεμάτθ παράπονο: - Δίκιο ζχεισ κυρά κατςίκα μου, αλλά τι να κάνω; Το ςχζδιο τθσ κατςίκασ προχωροφςε όπωσ το είχε φανταςτεί. Με φωνι γεμάτθ ςυμπάκεια αποκρίκθκε ςτο γάιδαρο: - Άκου τι κα κάνεισ. Κα καμωκείσ πωσ ςελθνιάςτθκεσ. Κα βγάηεισ αφροφσ από το ςτόμα και κα πζςεισ ςε ζνα βακφ λάκκο. Εκεί κα μπορζςεισ να ξεκουραςτείσ αρκετά. Ο γαϊδαράκοσ τθσ ιςτορίασ μασ, δεν φθμιηόταν ιδιαίτερα για τθν εξυπνάδα του και ζτςι μόλισ άκουςε τθν κατςίκα αποφάςιςε να κάνει πράξθ αυτά που του πρότεινε. Τθν επόμενθ θμζρα, κακϊσ περπατοφςε φορτωμζνοσ, είδε ςτθν άκρθ του δρόμου ζνα πολφ βακφ λάκκο. Αρπάηοντασ τθν ευκαιρία, δίνει ζνα ςάλτο και πθδάει μζςα ςτον λάκκο, που για κακι του τφχθ ςτον πάτο ιταν γεμάτοσ πζτρεσ. Ππωσ ιταν 24
φυςικό, ο ςυμπακισ γάιδαροσ χτφπθςε άςχθμα. Ο χωρικόσ βλζποντασ το ηϊο του χτυπθμζνο, φϊναξε αμζςωσ τον κτθνίατρο, ο οποίοσ του είπε: - Για να γίνει ο γαϊδαράκοσ ςου καλά, κα ςφάξεισ τθν κατςίκα και από το πνευμόνι τθσ κα κάνεισ μια αλοιφι με τθν οποία κα αλείψεισ τισ πλθγζσ του γάιδαρου. Και ζτςι ζγινε. Θ κατςίκα ςφάχτθκε, ενϊ ο γαϊδαράκοσ γιατρεφτθκε και ςυνζχιςε τθν ηωι του. Μάλιςτα, μερικοί λζνε ότι ο χωρικόσ του ζδινε να φάει και τθν μερίδα τθσ κατςίκασ.
γαϊδοφρι με ζνα μουλάρι Ζνα γαϊδοφρι με ζνα μουλάρι βάδιηαν μαηί. Το γαϊδοφρι γκρίνιαηε λζγοντασ "ίςο βάροσ κουβαλάμε κι εγϊ και το μουλάρι. Μα δεν είναι ςωςτό! Γιατί το μουλάρι τρϊει διπλάςια τροφι από ό,τι εγϊ! Κι όμωσ κουβαλάμε ίςα φορτία!". Υςτερότερα όμωσ, το αφεντικό είδε ότι το γαϊδοφρι ηοριηόταν, οπότε πιρε ζνα μζροσ από το φορτίο του και το ζβαλε ςτο μουλάρι. Ριο φςτερα, βλζποντασ ότι ακόμα το γαϊδοφρι ηορίηεται, αφαίρεςε κι άλλο από το φορτίο του γαϊδουριοφ δίνοντάσ το ςτο μουλάρι. Κι ζπειτα ακόμθ μιά φορά το ίδιο, ζτςι πιρε όλο το φορτίο του γαϊδάρου και το ζβαλε ςτο μουλάρι. Λζει τότε το μουλάρι: βλζπεισ που δίκαια εγϊ τρϊω διπλάςια από ςζνα; γιατί βγάηω πολφ περιςςότερθ δουλειά.
Σο Μουλάρι Ζνα μουλάρι ζφαγε κρικάρι και πάχυνε, και τότε άρχιςε να περθφανεφεται: "πατζρασ μου είναι το γριγορο άλογο, κι εγϊ είμαι όμοιοσ με εκείνον, κλθρονόμθςα όλεσ τισ αρετζσ του πατζρα μου". Ιρκε όμωσ μιά περίςταςθ που το μουλάρι ζπρεπε να τρζξει, αλλά δεν μποροφςε. Ζκανε ό,τι μποροφςε, πάςχιςε, λαχάνιαςε, και τότε είπε ςτον εαυτό του: "εντάξει, ςτα ψζματα το ζλεγα. Γαϊδοφρι ιταν ο πατζρασ μου, όχι άλογο. Κι εγϊ δεν πρόκειται ποτζ να τρζξω ςαν άλογο"
Η αμάξι και θ μφγα Σ’ ζναν ανθφορικό εξοχικό δρόμο, ζξι άλογα ζςερναν με κόπο ζνα αμάξι. Τα άλογα ιταν πολφ δυνατά, αλλά ο δρόμοσ ιταν άςχθμοσ, όλο πζτρεσ, ο ιλιοσ του μεςθμεριοφ ιταν πολφ ηεςτόσ και το αμάξι βαρυφορτωμζνο. Βλζποντασ πωσ τα άλογα δυςκολεφονταν να ανζβουν εκείνο τον ανιφορο, όλοι οι επιβάτεσ κατζβθκαν από το αμάξι – κάτι γζροι, μερικζσ γυναίκεσ, ζνασ καλόγεροσ. Τα άλογα τα καθμζνα ξεφθςοφςαν, λαχάνιαηαν και ιταν μοφςκεμα ςτον ιδρϊτα. Εκείνθ τθν ϊρα περνοφςε από κει, πετϊντασ, μια αλογόμυγα και ςκζφτθκε να δϊςει κουράγιο ςτα άλογα. Τςιμπάει το ζνα, τςιμπάει το άλλο, τςίμπθςε και τα ζξι άλογα, που πόνεςαν και τάχυναν το βιμα τουσ. «Ασ δϊςω κουράγιο και ςτον αμαξά», ςκζφτθκε θ μφγα και πιγε και τςίμπθςε και τον αμαξά, που πόνεςε και ςθκϊνοντασ το μαςτίγιό του, χτφπθςε δυνατά τα άλογα, ςαν να ‘φταιγαν εκείνα που τον τςίμπθςε θ αλογόμυγα. Τα άλογα τάχυναν πιο πολφ το βιμα τουσ και θ αλογόμυγα ενκουςιάςτθκε, γιατί πίςτευε πωσ αυτι ζκανε το αμάξι να προχωρεί. 25
«Κανζνασ τουσ δε με βοθκάει!» ζλεγε μζςα τθσ θ αλογόμυγα. Ρραγματικά ο καλόγεροσ ζψελνε ςιγά ζνα τροπάριο, μια γυναίκα ςιγόψελνε μαηί του και οι άλλοι επιβάτεσ νφςταηαν. Τζλοσ το αμάξι ζφταςε ςτθν κορυφι του ανθφορικοφ δρόμου κι εκεί ο αμαξάσ το ςταμάτθςε για να αναςάνουν λίγο τα άλογα, προτοφ πάρουν τον κατιφορο. «Επιτζλουσ! Κα μπορζςω να αναςάνω κι εγϊ» μουρμοφριςε θ αλογόμυγα, που πίςτευε πάντοτε πωσ αυτι είχε ανεβάςει το αμάξι ςτθν κορυφι του λόφου. «Τα άλογα πρζπει να με πλθρϊςουν για τον κόπο μου.» Κι άρχιςε να τα τςιμπάει ζνα ζνα, ρουφϊντασ το αίμα τουσ για … να πλθρωκεί για τον κόπο τθσ. Αυτι θ αλογόμυγα ιταν ςαν εκείνουσ τουσ ανκρϊπουσ που ανακατεφονται ςε ξζνεσ υποκζςεισ και κάνουν το ςπουδαίο, τάχατεσ πωσ βοθκοφν, Και το μόνο που πετυχαίνουν είναι να γίνονται ενοχλθτικοί.
Ο γάιδαροσ κι ο τηίτηικασ Ο γάιδαροσ άκουςε κάποτε το τηίτηικα και κατευχαριςτικθκε. «Μα τι τρωσ κι ζχεισ τόςο γλυκιά φωνι;» τον ρϊτθςε. «Αζρα και δροςιά» απάντθςε εκείνοσ. Τότε ο γάιδαροσ νόμιςε πωσ ζμακε το μεγάλο μυςτικό που κάνει τισ όμορφεσ φωνζσ. Άνοιξε λοιπόν το ςτόμα του, για να χορτάςει τάχα μπόλικο αζρα και δροςιά, κι ζμεινε ζτςι χάςκοντασ, μζχρι που πζκανε από τθν πείνα.
Ο γάιδαροσ και το αλάτι Ιτανε μια φορά ζνασ χωρικόσ που είχε ζνα γάιδαρο και τον χρθςιμοποιοφςε για να κάνει τισ διάφορεσ δουλειζσ του. Επειδι ο γάιδαρόσ του ιταν πολφ χριςιμοσ, τον αγαποφςε και τον περιποιόταν και, πολλζσ φορζσ, του ςυγχωροφςε και τα γαϊδουρινά του πείςματα. Μια μζρα, ο χωρικόσ φόρτωςε κοφίνια με αλάτι το γάιδαρο, και κίνθςε να τα πάει ςτο διπλανό χωριό, όπου κα μποροφςε να τα πουλιςει. Πμωσ, για να φτάςουν ς’ αυτό το χωριό, ζπρεπε να περάςουν ζνα ποτάμι. Κακϊσ λοιπόν το περνοφςαν, ο γάιδαροσ παραπάτθςε και βοφλιαξε μζςα ςτο νερό. Το αλάτι, όμωσ, μόλισ βρζκθκε μζςα ςτο νερό, ζλιωςε κι ζτςι ο γάιδαροσ ςθκϊκθκε πιο αλαφρόσ από μζςα. Ο χωρικόσ ςτενοχωρικθκε πολφ που ζχαςε το αλάτι, αλλά ο γάιδαροσ ιταν πολφ ευχαριςτθμζνοσ. Μια άλλθ μζρα, ο χωρικόσ φόρτωνε ξανά κοφίνια το γάιδαρο, αλλά, αυτι τθ φορά, τα κοφίνια είχαν μζςα ςφουγγάρια. Ο γάιδαροσ νόμιηε πωσ κα μποροφςε να γλιτϊςει και τϊρα από το φορτίο του και ζτςι, τθν ϊρα που περνοφςαν ξανά από το ποτάμι, ζκανε πωσ γλίςτρθςε και βοφλιαξε ξανά μεσ το νερό. Πμωσ τα ςφουγγάρια ιπιαν νερό και βάρυναν, κι ζτςι ο γάιδαροσ δεν μπόρεςε να βγει ςτθν επιφάνεια και πνίγθκε.
26
Ο Γάιδαροσ του Φτωχοφ Μια φορά κι ζνα καιρό, ιταν ζνα άλογο που ζςερνε τθν άμαξα ενόσ άρχοντα που ιταν γεμάτθ με χρυςάφι. Δίπλα του, περπατοφςε ζνασ γάιδαροσ που κουβαλοφςε τα ξφλα ενόσ χωρικοφ. Τότε, το άλογο είπε ςτο γάιδαρο ότι κα ζπρεπε να είναι πολφ δυςτυχιςμζνοσ αλλά εκείνοσ του απάντθςε ότι ιταν πολφ ευχαριςτθμζνοσ με τθ ηωι του γιατί δοφλευε ςκλθρά και είχε όςο άχυρο επικυμοφςε. Το άλογο όμωσ επζμενε ότι ο γάιδαροσ ιταν δυςτυχιςμζνοσ. Σε λίγο, ιρκαν μερικοί λθςτζσ, χτφπθςαν το άλογο και πιραν όλο το χρυςάφι. Το άλογο λυπικθκε για ότι είχε ςυμβεί αλλά ο γάιδαροσ γελοφςε μαηί του. Ζτςι, το άλογο ςτεκόταν εκεί δυςτυχιςμζνο ενϊ ο γάιδαροσ πιγε ςτο ςπιτάκι του ευχαριςτθμζνοσ.
Ο Πονθρόσ Γάιδαροσ Μια φορά κι ζνα καιρό ιταν ζνασ χωρικόσ που είχε ζνα γάιδαρο για να ςζρνει το αμάξι του. Κάκε μζρα ο χωρικόσ κουβαλοφςε πράγματα με το αμάξι του από τθ μια πολιτεία ςτθν άλλθ. Ανάμεςα ςτισ δυο πολιτείεσ υπιρχε ζνα ποτάμι. Μα το γεφφρι που τισ ζνωνε ιταν χτιςμζνο πολφ μακριά και ο γάιδαροσ ζκανε μεγάλο κφκλο για να περάςει απζναντι. Μια μζρα λοιπόν, ενϊ το αφεντικό του κοιμόταν ςτθν άμαξα, ο γάιδαροσ αποφάςιςε να περάςει από το ποτάμι για να κόψει δρόμο. Εκείνθ τθ μζρα κουβαλοφςε αλάτι ςτθν άμαξα και μόλισ μπικε ςτο ποτάμι, το αλάτι διαλφκθκε και θ άμαξα ζγινε πολφ ελαφριά. Ο γάιδαροσ χάρθκε πάρα πολφ. Τθν επόμενθ μζρα ζκανε το ίδιο. Ζλα όμωσ που κουβαλοφςε ςφουγγάρια και αυτά ροφφθξαν το νερό του ποταμοφ και ζγιναν βαριά. Πταν ξφπνθςε ο χωρικόσ, του ζβαλε τισ φωνζσ και τον ξυλοφόρτωςε. Από εκείνθ τθν θμζρα ο γάιδαροσ πιγαινε υπομονετικά ωσ το γεφφρι και από εκεί περνοφςε ςτθν απζναντι όχκθ. Το πάκθμα του είχε γίνει μάκθμα!
Ο γάιδαροσ και θ ςκιά του Κάποτε, ζνασ ταξιδιϊτθσ νοίκιαςε ζνα γάιδαρο και το αφεντικό του, για να τον βοθκιςουν να διαςχίςει μια ζκταςθ ζρθμθ. Ξεκίνθςαν πολφ πρωί, ο ταξιδιϊτθσ πάνω ςτο γάιδαρο και το αφεντικό του γαϊδάρου δίπλα του, με τα πόδια. Το μεςθμζρι που θ ηζςτθ είχε γίνει αφόρθτθ ζκαναν μια ςτάςθ. Ο ταξιδιϊτθσ κατζβθκε απ’ τον γάιδαρο και κάκιςε να ξεκουραςτεί ςτθ ςκιά του, μια κι εκεί γφρω δεν υπιρχε ίχνοσ βλάςτθςθσ. - Σικω αμζςωσ από ‘κει, φϊναξε το αφεντικό του γαϊδάρου. Αυτι θ κζςθ είναι δικι μου. - Αφοφ ςε πλιρωςα! Είπε ο ταξιδιϊτθσ. - Με πλιρωςεσ για το γάιδαρο κι όχι για τθ ςκιά του. Κι ενϊ οι δφο άντρεσ μαλϊνανε, ο γάιδαροσ, που δεν άντεχε άλλο τισ φωνζσ τουσ, το ’ςκαςε και του άφθςε χωρίσ ςκιά και χωρίσ μζςο να διαςχίςουν τθν ζρθμο.
27