8 minute read

You May Say... Read

You May Say...READ

SEA VOYAGE

Advertisement

Κείμενο: Μαρία Κάτσιου

Η ΛΕΞΗ BEAT, ΣΑΝ ΚΥΜΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΣΤΑ ΓΡΑΠΤΑ ΤΟΥ HERBERT HUNCKE

Το πρότζεκτ Lesvos Plant Medicine Conference

Center Library, με ιδρυτή τον Jerome Poynton, παρουσίασε σε συνέδριο, που διοργανώθηκε από το ευρωπαϊκό δίκτυο European Beat Studies Network στη Λευκωσία της Κύπρου τον Οκτώβριο του 2019, μια ιστορία του Χέρμπερτ Χάνκι με τίτλο Sea Voyage. Η γραφιστική επιμέλεια της ολιγοσέλιδης αυτής έκδοσης που κυκλοφόρησε σε 100 αριθμημένα αντίτυπα, έγινε από τη Studded Betrayal και σε αυτήν περιλαμβάνεται κι ένα γράμμα του Χάνκι από τη φυλακή σε ελεύθερη μετάφραση από τις Merry Tea(m). Σχετικά με τον Χάνκι, τον έχουν αποκαλέσει «μπαγαμπόντι της Τάιμς Σκουέρ», «τζάνκι», «χίπστερ»,«κλεφτρόνι», αλλά το σίγουρο είναι ότι ενέπνευσε μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών, χαρίζοντας τους τον όρο beat.

Στο βιβλίο «Jack Kerouac - Allen Ginsberg, the Letters», σε επιμέλεια Bill Morgan και David Stanford, ο Τζακ Κέρουακ αναφέρει σε γράμμα προς τον Άλεν στις 2 Νοεμβρίου 1959 ότι στο Sea Voyage, ο Χάνκι δείχνει ότι είναι ένας τέλειος συγγραφέας.

Πρόκειται για μια ιστορία όπου ο Χάνκι διηγείται ένα θαλάσσιο ταξίδι μαζί με τον Φιλ. Από το Νιου Τζέρσεϊ, στη Νέα Υόρκη, μετά ακτή Φλόριντας, Αρούμπα, Παναμά, Κολόν, Μπαλμπόα, για να φτάσουν Χονολουλού. Κι όλα αυτά μεταξύ 1943 και 1944. Ναι, αν σας τύχει και διαβάσετε την ιστορία μπορεί και να ανακαλύψετε πολλές ομοιότητες με την Αρμίδα του Καββαδία.

Στο δε γράμμα, που συμπεριλαμβάνει η συγκεκριμένη έκδοση, αναφέρεται για πρώτη φορά η λέξη «beat». Ο Χάνκι γράφει γράμμα στον Άλεν Γκίνσμπεργκ, το 1946 από τη φυλακή της κομητείας του Μπρονξ όπου βρίσκεται. Μεταξύ άλλων αναφέρει: «Επίσης, φράγκα και τα απολύτως αναγκαία στοιχίζουν μια περιουσία και προσωπικά είμαι εντελώς άφραγκος - άδειος - ταπί - μπητ - εγκλωβισμένος και ρέστος».

Εάν ενδιαφέρεστε για την έκδοση ή για το πρότζεκτ Lesvos Plant Medicine Conference Center Library, μπορείτε να επικοινωνήσετε στο e-mail: jeromepoynton@gmail.com

«I would like you to take pictures of me while you still can» είπε ο Huncke στον David Sands. Chelsea Hotel, Δωμάτιο 828, 17 Ioυνίου 1996. Η φωτογραφία δημοσιεύεται για πρώτη φορά.

1983

Κείμενο: You May Say team

ΧΙΟΥΜΟΡ ΚΑΙ ΑΝΑΙΔΕΙΑ

Διαβάσαμε το πρόσφατο βιβλίο του Χριστόφορου Κάσδαγλη, «1983» (Εκδόσεις Καστανιώτη)

Ένα μυθιστόρημα με πολύ χιούμορ, το οποίο διαβάζεται απνευστί. Ο αφηγητής κριτικάρει, δίχως συστολή, κάθε μορφή εξουσίας. Το κράτος, την αστυνομία, τον πρύτανη, τον διευθυντή της εφημερίδας, τον καπιταλισμό, τις κάθε είδους ιεραρχίες, ακόμα και τις πολιτικές και συνδικαλιστικές, στις οποίες είναι χωμένος ως το λαιμό.

Ο Κάσδαγλης πρωτοέγινε γνωστός με το εμβληματικό βιβλίο «Απολύομαι και τρελαίνομαι» (1988), το οποίο αποτελούσε το ημερολόγιο της στρατιωτικής θητείας του. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 συμμετείχε στο αντιαπαγορετικό κίνημα και ήταν ο δημιουργός του πρώτου περιοδικού για την κάνναβη, με τίτλο KannabiStreet.

Στο «1983» ο αφηγητής, Βλαδίμηρος Δημητριάδης, διώχνεται στα είκοσί του χρόνια από το σπίτι και λύνει το πρόβλημα της στέγης, κουρνιάζοντας στην κατάληψη της σχολής του. Παράλληλα, επιχειρεί να λύσει το βιοποριστικό του πρόβλημα, κάνοντας τα πρώτα αβέβαια βήματά του στη δημοσιογραφία.

Ιδού πώς περιγράφει την προσπάθειά του να γράψει ένα από τα πρώτα του ρεπορτάζ: «Πέρασα μια κόλλα στον κύλινδρο της γραφομηχανής και την παρατήρησα με περίσκεψη. Ήταν μια παλιά Ρέμινγκτον, διαπίστωση που μου προκάλεσε ρίγος. Ίδια φίρμα με την ομώνυμη καραμπίνα. Όπως στα γουέστερν. Ωραία φάση, σαν να πυροβολείς με λέξεις, σκέφτηκα. Αν και προσωπικά θα με συγκινούσε πολύ περισσότερο μια επαναληπτική Γουίντσεστερ…».

Ο Δημητριάδης δεν είναι πρωτοεμφανιζόμενος στην ελληνική πεζογραφία. Υπήρξε ήρωας και άλλου βιβλίου του Κάσδαγλη («Σπλιτ!», 2009).

Στα 1983 όμως είναι είκοσι χρονών και το αίμα του βράζει. Ιδού πώς σχολιάζει τις αφετηρίες κάθε κατάληψης, θέμα εξαιρετικά επίκαιρο και σήμερα: «Δεν είναι λοιπόν τα αιτήματα, είναι κάτι άλλο, φευγαλέο. Κάτι που έχει σχέση με τη συγκυρία, με υπόγεια ρεύματα, με τη στιγμή. Με την εφηβεία, με την αδρεναλίνη, με το DNA και τις υπαρξιακές αγωνίες της κάθε γενιάς ή ακόμα και με το είδος των ουσιών που η καθεμιά τους καταναλώνει. Εμείς, για παράδειγμα, καταναλώναμε κυρίως νικοτίνη, νεσκαφέ, ούζο και μπίρα. Ίσως και κάνα μαυράκι – εάν και εφόσον…».

ΟΤΑΝ ΤΟ ΧΑΣΙΣ ΗΤΑΝ ΝΟΜΙΜΟ

Κείμενο: Μενέλαος Αριστόπουλος

Το βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ηρόδοτος προσφέρει μια σειρά από ιστορικά στοιχεία, αρκετά από αυτά δυσεύρετα, σχετικά με την καλλιέργεια του φυτού στη χώρα μας τον περασμένο αιώνα και στα τέλη του 19ου, ενώ διαθέτει και πλούσιο φωτογραφικό υλικό από εφημερίδες της εποχής Ο Γιώργος Σπέης γεννήθηκε το 1950 στην Αθήνα, σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός στην Αμερική και ερασιτεχνικά από το 1976 ασχολήθηκε με τη λαογραφία, ενώ μέσα από το Σωματείο «Εταιρεία Λαογραφικών Μελετών» βοήθησε στη δημιουργία συλλογής αντικειμένων του υλικού βίου, με σκοπό

τη δημιουργία Μουσείου Λαϊκών Τεχνών και Επαγγελμάτων. Επίσης, μελέτες και άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες, περιοδικά και πρακτικά συνεδρίων, εντός και εκτός Ελλάδος. Έχει βραβευθεί με έπαινο από το Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή πληροφοριών και τη συγγραφή του βιβλίου με τον τίτλο «Εγνούσα, Μαρτυρίες και Παραδόσεις του νησιού μας» το 2001, ενώ έχει κυκλοφορήσει 14 βιβλία, ανάμεσά τους και τα: Παραδοσιακές τέχνες και επαγγέλματα (1995), Το λάδι και η ελιά στην Άνδρο (2000) και το Ματιές στην εποχή των ιστιοφόρων, Οινούσσαι 1880-1898 και 1917-1927 (2013).

ΜΕΓΑ ΛΑΪΚΟ

ΆΣΤΟ ΝΑ ΠΑΕΙ ΝΙΚΟ

Κείμενο: Μενέλαος Αριστόπουλος

Το λαϊκό τραγούδι «είναι πάντα της μόδας» γιατί ο κόσμος χαίρεται να το ακούει. Περίεργο βέβαια, διότι ουσιαστικά παραμένει εξόριστο, όπως εν γένει η ιδέα του όποιου «λαϊκού». Είναι όμως trendy και ως subculture, με τους μυστικούς κώδικές της να τους κατέχουν ειδήμονες δημοσιογράφοι. Έχουμε λοιπόν αυτούς τους μετα-λαϊκούς ψαγμένους «βιωματικούς» αναλυτές του, «τους περιθώριους» γνώστες του, που στο υπόγειο σκυλάδικο σκοντάφτει το σκαρπίνι τους στα πλακάκια και χάνει η ορχήστρα το μέτρο απ’ τα πνιχτά γέλια. Έχουμε και τους βιβλιοθηκονόμους μελετητές του, που απαγγέλλουν σαν την προπαίδεια χρονολογίες γέννησης ερμηνευτών και ετικέτες δισκογραφικών εταιρειών που χάθηκαν οριστικά το ‘50 και το ‘60. Έχουμε απ’ όλα τέλος πάντων, τίποτα δε μας λείπει αν επιθυμούμε να μιλήσουμε για το λαϊκό τραγούδι. Όλο όμως κάτι μας ενοχλεί, αλλά δεν το πιάνει η φάκα.

Τα ποιήματα και τα κείμενα του Νίκου Μητρογιαννόπουλου είναι ιστορίες και σκέψεις κάποιου που «έχει κολλήσει» στο κεφάλι του το ρεφρέν ενός τραγουδιού και τον βασανίζει αφόρητα. Είναι στιγμιότυπα από ζωές που έλαβαν χώρα υπό την επήρεια μιας μελωδίας, που κόλλησε σαν τσίχλα στο παντελόνι. Κάποιες ιστορίες θολές, κάποιες σκοτεινές, κάποιες σαν προάγγελος αυτού που θα συμβεί στην επόμενη σελίδα. Εκεί όμως τρακάρεις άσχημα με ένα άλλο στιγμιότυπο, μια άλλη ιστορία, εκεί υπάρχει η ταλαιπωρία από τον απόηχο ενός άλλου ταξιμιού. Τα συναισθήματα είναι σαν να κρύβονται πίσω από τις γραμμές. Έως ότου αντιληφθείς ότι αδίκως ψάχνεις, είναι τόση ώρα μπροστά σου, σε πρώτο πλάνο, στο πάλκο. Κι εσύ πιάστηκες κορόιδο που βάλθηκες να αναλύεις. Αρκεί να διαβάσεις με τη μέθοδο που ακούς ένα τραγούδι. Δηλαδή χωρίς μέθοδο.

«Ο Νίκος Μητρογιαννόπουλος» όπως λέει ο ίδιος... «ζει και εργάζεται. Όταν δεν συμβαίνει κάτι από τα δύο, γράφει. Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει τα βιβλία “Τσιμέντο να γίνει” (2014) και “Νησάκι, 1984 ταξίμι” (2016). Στην εργογραφία του συμπεριλαμβάνει εξίσου κάποιες νύχτες σε πανηγύρια και σε λαϊκά κέντρα διασκεδάσεως. Τα τελευταία χρόνια ονειρεύεται μαρκίζες με φωτεινές επιγραφές»... Όπως λένε οι άλλοι, είναι εκπαιδευτικός, είναι blogger, έχει δημιουργήσει σειρές ραδιοφωνικών εκπομπών και το μοναδικό στη χώρα “Αρχείο των Ανωνύμων” με ταινιάκια και φωτογραφίες, των οποίων οι δημιουργοί παραμένουν άγνωστοι -έναν θεσμό που διεθνώς κάνει τους ανθρώπους να χαίρονται, να συγκινούνται και να προβληματίζονται, εδώ όμως παραμένει «κάτι περίεργο».

Το Μέγα Λαϊκό κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τυφλόμυγα και το εξώφυλλό του στολίζει ένας πίνακας του Κώστα Ριτσώνη. Προτείνεται ανεπιφύλακτα σε όσους δε στοχεύουν να εκπονήσουν διδακτορική διατριβή για το λαϊκό τραγούδι αλλά να τους πάρει ο αέρας του.

ΣΑΝ ΤΟ ΖΑΠΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΤΣΕ; ΟΙ ZAPATISTAS ΚΑΙ ΟΙ ΒΟΛΙΒΙΑΝΟΙ COCALEROS

Κείμενο: Λεωνίδας Οικονομάκης

«Θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο με το μόνο τρόπο που άλλαξε ποτέ, όπως έκαναν ο Ζαπάτα και ο Βίγια», μου αποκρίθηκε η Ινές, μια φίλη προμοτόρα Ζαπατίστα στα βουνά της περιοχής Λος Άλτος στην Τσιάπας όταν τη ρώτησα γιατί οι Ζαπατίστας πήραν τα όπλα ενάντια στην Κυβέρνηση του Μεξικού την πρώτη του Γενάρη του 1994. Πώς και γιατί έφτασαν σε αυτή την απόφαση, σε αυτή την πολιτική στρατηγική, και μέσω ποιών μηχανισμών την άλλάξαν για να περάσουν σε αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως Ζαπατίστικη Αυτονομία; Αυτά τα ερωτήματα με οδήγησαν στην Τσιάπας όταν ξεκινούσα τη διδακτορική μου διατριβή το 2011. Μετά από δύο χρόνια εθνογραφικής παραμονής στο πεδίο, και 8 χρόνια έρευνας συνολικά η οποία περιελάμβανε μελέτη αρχείου άνω των 1000 σελίδων ανέκδοτου εσωτερικού υλικού του EZLΝ αλλά και της μητρικής οργάνωσης αυτού, των FLN για την οποία πολύ λίγα είναι γνωστά, καθώς και συνεντεύξεις με Κομαντάντες και Κομαντάντας και των δύο οργανώσεων, νομίζω οτι έχω τις απαντήσεις μου.

Τα ίδια ερωτήματα με οδήγησαν στην περιοχή Τσαπάρε της Βολιβίας, όπου γεννήθηκαν οι Έξι Συνομοσπονδίες του Τροπικού της Κοτσαμπάμα, η οργάνωση των παραγωγών του φύλλου της κόκας, των κοκαλέρος, η οποία αργότερα θα έφτιαχνε ένα πολιτικό κόμμα, το MAS, και θα έκανε τον ηγέτη της, τον Έβο Μοράλες, τον πρώτο ιθαγενή Πρόεδρο στην ιστορία αυτής εδώ της περίκλειστης χώρας. Πώς και γιατί πέρασαν οι κοκαλέρος από την σχετική τοπική αυτονομία των πρώτων δεκαετιών στην Τσαπάρε, στην ανάγκη δημιουργίας ενός εθνικού κόμματος που θα διεκδικούσε την Κυβέρνηση, και γιατί απέρριψαν τον αντάρτικο δρόμο που είχε ακολουθήσει στην ίδια περιοχή του κόσμου ο Τσε Γκεβάρα κάποτε; Εθνογραφική έρευνα στην Τσαπάρε και συνεντεύξεις με τους πρωταγωνιστές του κινήματος των κοκαλέρος, καθώς και μια απροσδόκητη σύλληψη από την στρατιωτικοποιημένη αστυνομία, τους Λεοπάρδος, που παλιά κυνηγούσε τους κοκαλέρος και αργότερα δούλευε γι’αυτούς, με βοήθησαν να πλησιάσω στις απαντήσεις.

Το βιβλίο αποτελεί μια συγκριτική μελέτη των πολιτικών στρατηγικών δυο όχι και τόσο διαφορετικών κινημάτων ιθαγενών της Λατινικής Αμερικής, και αναμένεται να κυκλοφορήσει τον Απρίλη του 2020 από τις Ακυβέρνητες Πολιτείες, σε μετάφραση/ επιμέλεια των Γιώργου Παπαδημητρίου και Αννίτας Χατζίκου και γραφικά του Ιωάννη Οικονομάκη.

This article is from: