Αισθητικη τομοσ α' preview book

Page 1

Antoniou Books ON LINE LIBRARY

Το Παρόν έγγραφο (PDF) είναι μία προεπισκόπηση του βιβλίου και περιέχει τα περιεχόμενα, καθώς επίσης και κάποιες επιλεγμένες σελίδες…

Δημήτρης Αντωνίου PhD(Hon), FRCS,Γενικός Χειρουργός, Ογκολόγος

Για την ΑΓΟΡΑ του βιβλίου, επισκεφθείτε το site

www.antonioubooks.blogspot.gr

Απαγορεύεται η

αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος έργου (πλήρους

έκδοσης) με οποιοδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση, ή άλλη διασκευή, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη και συγγραφέα, σύμφωνα με τον ν. 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (που κυρώθηκε με τον ν. 100/1975).


Αισθητικές θεωρίες Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος έργου με οποιοδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση, ή άλλη διασκευή, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη και συγγραφέα, σύμφωνα με τον ν. 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (που κυρώθηκε με τον Ν. 100/1975).

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ-Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΤΙΚΩΝ ΘΕΩΡΙΩΝ 1η Έκδοση, Ιανουάριος 2014, Αθήνα.

@ 2014 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ- PhD, FRCS, Χειρουργός www.zoidosia.blogspot.com, www.elpida-politeias.gr e-mail: epivetta@otenet.gr

Εκδόσεις «ZOIDOSIA». Δημ. Βώκου 6, Χαλκίδα, Τ.Κ. 34100 τηλ. 22219-62743 ISBN: 978-618-80198-7-4 Κάθε γνήσιο αντίτυπο φέρει την υπογραφή του συγγραφέα.

2


Περιεχόμενα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος του Συγγραφέα………………………….σελ. 9 Αντί Εισαγωγής: L. Wittgenstein: Τι είναι Φιλοσοφία………………………………………………………σελ. 11 ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι - ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ……………………………………………………………………..σελ. 17 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ: Περιεχόμενα της Μεταφυσικής (Kaντιανή Μεταφυσική)………………………………………………….σελ. 29 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ-Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑI Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ (Υλισμός, Εμπειρισμός, Προσωκρατικοί, Ηράκλειτος, Παρμενίδης, Πλατωνικός Ρεαλισμός, Αριστοτελικός Μεταφυσικός Υλισμός, Στωικοί, Επικούρειοι, Νεοπλατωνισμός, Μεσαίωνας κ.α.)……………..σελ. 45 ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 16-17ου αι. μ.Χ. (Φαινομενολογία, Ινστρουμενταλισμός, Κονστρουκτιβισμός, Λογικός Θετικισμός, Πραγματισμός και η Αισθητική)…………………………………………………………σελ. 61 ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΠΕΡΛΟΓΟΥ …………………………………………………………………………….σελ. 87

3


Αισθητικές θεωρίες ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV-ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥΟντολογία, Οντογένεση, Γνωσιολογία…………………..σελ. 93 ΚΕΦΑΛΑΙΟ V-Ο ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΕΡΛΟΓΟΠλατωνική και Αριστοτελική Γνωσιολογία………….σελ. 109 ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI-Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΕΓΩ: ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΩΣ ΑΞΙΕΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ Υπαρξιακή Φιλοσοφία του Fr. Nitzshce, Υπαρξισμός, Η Μεγαλοφυία, Μartin Heidegger………………………..σελ. 143 ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII-Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ Γενικές Απόψεις για την Αισθητική Διαλεκτικός Ιδεαλισμός του Hegel, Η Αισθητική ως Μεταφυσική και Κριτική Μέθοδος………………………σελ. 161 ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII-ΜΟΡΦΕΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ Ιδεαλισμός-Ρεαλισμός, Διαλεκτική, Αναλυτική, Φορμαλιστική, Καντιανή «Κατηγορία», Νομιναλισμός, Αριστοτέλειος Αντικειμενικός Ιδεαλισμός, Ιδεαλισμός του Hegel, Φαινομεναλισμός…………………………………………σελ. 181 ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΕΧΝΗΣ……………………………………………….σελ. 225 ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας και Αισθητικής, όλοι οι μεγάλοι Φιλόσοφοι της Αρχαιότητας, από τους Προσωκρατικούς μέχρι τους Στωικούς, Κυνικούς, Επικούρειους. Η Πλατωνική και Αριστοτελική Φιλοσοφία, Οντολογία, Γνωσιολογία και Αισθητική, Aριστοτέλεια

4


Αισθητικές θεωρίες Γνώρισα ότι η Αισθητική θεωρία είναι η μόνη πνευματική δύναμη που εκπνευματίζει τον αισθητό Κόσμο και τον καθιστά ομοίωση του Θείου, ενώ ταυτόχρονα πραγματώνει μια Ιδεατή Μορφή. Ένοιωσα ότι η Αισθητική είναι η Αριστοτέλεια Μορφή της Φιλοσοφίας, αντιλήφθηκα ότι η Ιστορία των «α-γνωσιολογικών» θεωριών της γνώσης είναι στην πραγματικότητα η εξελικτική ιστορική εκπραγμάτωση των «στιγμών» της Ιδέας του Ωραίου. Χαλκίδα 2013

Δημ. Αντωνίου PhD, FRCS

10


Αισθητικές θεωρίες

Erectheion in Parthenon. Built between 421 and 406 BC. Its architect may have been Mnesicles, dedicated to the legendary Greek hero Erichthonius, Athens.

16


Κεφάλαιο Ι 4) Υπάρχει ενιαίο και πρωταρχικό αίτιο του όλου κόσμου? Θέση: Naϊ, Αντίθεση: Όχι. Όταν ο Kant, προσπάθησε να αποδείξει την Θέση με την ανταπόδειξη της Αντίθεσής του (χρησιμοποιώντας την «εις άτοπον αναγωγής μέθοδο) βρέθηκε σε αδιέξοδο, διότι αποδεικνύονταν αληθείς και η Θέση και η Αντίθεση, καταργώντας έτσι τον Νόμος της «μη-αντίφασης». Έτσι για να διατηρήσει των νόμο «της μη-αντίφασης» και ταυτόχρονα να δώσει διέξοδο κι απαντήσεις στα παραπάνω σοβαρά οντολογικά του ερωτήματα, εισήγαγε την ύπαρξη και μια τρίτης αλήθειας, αυτή της «μη-Α» και (συζευτικά) της «μη-αντι-Α», εισάγοντας με τον τρόπο αυτό την Intuitive Logic, που αποδείχτηκε επαναστατική. Πάνω στην βάση της αναπτύχθηκαν νέα μαθηματικά, η Λογική των 3 βαθμών αληθείας του Ρώσου Φιλοσόφου και Μαθηματικού Vassilief, η Paraconsistent Logic (η Λογική του Υπέρλογου) και η Riemannian και η γεωμετρία των Bolyai-Lobachevsky και τελικά η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας του Einstein πάνω στις γεωμετρίες αυτές. Σε τι συνίσταται η λογική των 3 βαθμών αληθείας της Riemannian και…γεωμετρίας? Το 5ο αξίωμα της Ευκλείδειας Γεωμετρίας ορίζει ότι από ένα σημείο εκτός μια ευθείας, περνά μόνο μια ομο-παράλληλο προς την ευθεία. Το αντίθετο αποτελεί αντίφαση. Στην Riemmanian Γεωμετρίας δεν περνά καμία ευθεία και στην Γεωμετρία των Bolyai Lobachevsky- περνάνε περισσότερες της μίας παράλληλοι!

21


Αισθητικές θεωρίες Η Θεωρία των Πολλαπλών Κόσμων και η Αισθητική Οι Λογικοί Θετικιστές του 20ου αι. (τους οποίους θα γνωρίσουμε καλύτερα παρακάτω) απέρριπταν την Μεταφυσική, υπέρ της Καθαρής Λογικής, η οποία όπως, κατ` αυτούς, είναι αυστηρά posteriori, απορρίπτοντας έτσι με σφοδρότητα την a priori φύση της Λογικής που υποστήριζαν οι Αριστοτέλης και Kant. Οι Θετικιστές ανέπτυξαν μια «θεωρία των πολλαπλών» κόσμων, σύμφωνα με την οποία «κατασκεύασαν» νοητικά μια «απειρία» πιθανών και συμβατών με τον δικό μας κόσμων, όλοι εκ των οποίων μοιράζονται το εκάστοτε εφαρμοζόμενο και συμβατό με τα υπόλοιπα λογικό σύστημα. Οι πιθανοί αυτοί Κόσμοι (κι ο δικός μας) των Θετικιστών είναι απαλλαγμένοι της αιτιοκρατίας, ενώ τα φυσικά φαινόμενα, ως γεγονότα (συμβάντα) πλέον, είναι ανεξάρτητα μεταξύ των χωρίς καμία αιτιώδη συνάφεια, προς πλήρη επιβεβαίωση του Hume και συμβατός και με την Γενική Σχετικότητα. Έτσι καταρρίφθηκε το αιτιοκρατικό οικοδόμημα του Κόσμου μας που διήρκησε από τον Αριστοτέλη (παρόλο τις επιφυλάξεις του για το ίδιο το φυσικό-λογικό αιτιοκρατικό οικοδόμημά του). Καταλήξαμε λοιπόν σε μια πλουραλιστική πραγματικότητα, σε ένα πλουραλιστικό Πλατωνικό ρεαλισμό (pluralistic reality). Μεταξύ των Κόσμων αυτών δεν υπάρχει ουδεμία αιτιώδη συνάφεια (όπως δεν υπάρχει στα καθαρά μαθηματικά), διότι οι Κόσμοι αυτοί είναι καθαρά Μαθηματικοί Κόσμοι, ένας εκ των οποίων είναι φυσικά και ο δικός μας Κόσμος στον οποίο ζούμε. Μεταφέροντας την παραπάνω μαθηματική πλουραλιστική πραγματικότητα στον καθένα από τους δυνατούς Κόσμο, καταλήγουμε ότι σε κάθε φαινόμενο αντιστοιχούν πολλές δυνατές αιτίες, καταλύοντας έτσι το

24


Κεφάλαιο Ι Αριστοτέλειο (και το Καντιανό) σύστημα της απόλυτης αιτιοκρατίας, επαληθεύοντας ταυτόχρονα τον σκεπτικισμό του Hume, αλλά και του ιδίου του Αριστοτέλη!, σχετικά με την αναγκαιότητα της απόλυτης αιτιοκρατίας και του ντετερμινισμού στο Σύμπαν. Μαθηματική Έκφραση της Πλουραλιστικής πραγματικότητας:

H παραπάνω «ταυτότητα» σημαίνει ότι οποιαδήποτε τιμή κι αν δώσουμε στην γωνία θ, το αποτέλεσμα (η τιμή) της συνάρτησης θα είναι πάντα ίσον με 1. Το ίδιο ισχύει και για την Διοφαντική εξίσωση, δηλαδή οποιαδήποτε τιμή κι αν δώσουμε στα x, y , το αποτέλεσμα (η τιμή) της συνάρτησης θα είναι πάντα ίση με ένα, με τον περιορισμό ότι n=2. Οι τιμές θ, x.x όμως μπορεί να είναι φυσικά και συναρτήσεις της μορφής θ= ω(λ), x=g(z), y= φ(k). Εάν συνεπώς δεχτούμε ότι όλοι οι δυνατοί κόσμου της πλουραλιστικής πραγματικότητας του Russell, συμβολίζονται με το 1 (100%), οι τιμές (ή συναρτήσεις) θ και x,y εκφράζουν τις φυσικές μορφές των δυνατών κόσμων, ή τους φυσικούς νόμους που διέπουν τους κόσμους αυτούς, όπως π.χ. οι νόμοι της Κλασικής (Νευτώνειας) Φυσικής, ή της Γενικής Σχετικότητας. Οι πολλαπλοί αυτοί δυνατοί κόσμου, βεβαίως εναρμονίζονται και συνδέονται μεταξύ των, εκτός από την αντίστοιχη συνάρτηση (ταυτότητα, ή διοφαντική εξίσωση) και με τις «μαθηματικές προυποθέσεις» ισχύος των παραπάνω μαθηματικών σχέσεων, ήτοι των: , οι οποίες (μαθηματικές προυποθέσεις) είναι κοινές στους δυνατούς αυτούς κόσμους. Συνεπώς μπορούμε να

25


Κεφάλαιο ΙΙ τα αντικείμενα αυτά κατατάσσονται αρχικά εμπειρικά στην συνείδησή μας και τελικά και δια της νοητικής εποπτείας στην επιστημονική μας γνώση, ήτοι τα αντικείμενα γίνονται αντικείμενα της επιστημονικής μας γνώσης δια της διαδικασίας της «επαγωγής» (κι όχι αποκλειστικά νοητικά δια του συλλογισμού, όπως στην Καντιανή γνωσιολογία). Οι Αριστοτελικές κατηγορίες είναι «τα δ αυτά μεν κατ` άλλων κατηγορείται, κατά δεν τούτων άλλα πρότερον ου κατηγορείται» και μελετώνται στην πραγματεία του «Κατηγορίαι». Οι Αριστοτελικές «κατηγορίαι» («έννοιες») είναι ανεξάρτητες του νού (mind-independent) (ρεαλισμός), δηλ. προυπάρχουν του ανθρώπινου νού, ο οποίος απλά τις ανακαλύπτει (και δεν τις κατασκευάζει), είναι a priori αληθείς και αναλυτικές κι ως προς αυτά, είναι εντελώς διάφορες των Καντιανών «κατηγοριών» του νού. Και ποία είναι η σχέση της Αισθητικής και των Αριστοτελικών και Καντιανών «κατηγοριών»? Ότι η Αισθητική είναι η ίδια μια αυτόνομη «κατηγορία» ενόρασης και αισθητηριακής εποπτείας (εμπειρίας) του κόσμου, εκτός κι ανεξάρτητα των Αριστοτελικών και Καντιανών «κατηγοριών». Συνεπώς η Αισθητική δεν υπόκειται στον χωρό-χρονο και την αιτιοκρατία και τους ιδιότητες του εμπειρικού τους κόσμου. Τους είναι ο ορισμός τους Αφηρημένης Τέχνης.

37


Αισθητικές θεωρίες Κοσμολογία: Ο Θεός δεν είναι Ποιητής (άμεσος δημιουργός) του Σύμπαντος Κόσμου, αλλά το Τελικό Αίτιο (το Πρώτο Κινούν) αυτού. Ο Θεός αποτελεί το Τέλος (τελεολογία) και την Εντελέχεια (τελικό σκοπό) της ιδανικής εξέλιξης του Έμβιου-Οργανικού Κόσμου. Ο Θεός βρίσκεται έξω από τον Κόσμο, ενδοσκοπεί και σκέφτεται μόνο τον εαυτό του και δεν επεμβαίνει άμεσα στον Κόσμο. Ο Φυσικός Κόσμος (Σύμπαν) διέπεται από αυτόνομη Φυσική Αιτιοκρατία (η οποία δεν είναι προιόν Θείας Βούλησης), η οποία καθορίζεται από την εγγενή φυσική «φύση» των φυσικών πραγμάτων και από την αρχή της Τελεολογίας και Εντελέχειας της Θεικής Μορφοποίησής του. Το Σύμπαν διέπεται συνεπώς από μια άτεγκτη Φυσική Καθοριστικότητα (ντετερμινισμός) και Σκοπιμότητα, με Τελεολογικό Σχέδιο (εντελέχεια) Θεικής Μορφοποίησής του. Δεν υπάρχει κενό στον Ουρανό, ούτε στην υποσελήνια περιοχή. Οι κινήσεις των πλανητών στον Ουρανό είναι τέλειοι κύκλοι, ενώ στην υποσελήνια περιοχή (γή) είναι ευθύγραμμες, προς τα πάνω και προς τα κάτω. Τα Ουράνια Σώματα, επηρεάζουν την φυσική κατάσταση των επίγειων πραγμάτων και ανθρώπων (Αστρολογική Καθοριστικότητα). Το Αριστοτελικό Σύμπαν είναι Αιώνιο (χωρίς αρχή και τέλος), αλλά Τελεολογικά Δυναμικό (Γίγνεσθαι). Η γνωσιολογία του Αριστοτέλη: Αληθές είναι η Μορφή (διχασμός οντολογίας και γνωσιολογίας του Αριστοτέλη).

50


Αισθητικές θεωρίες Αυτό ήταν το Νεοπλατωνικό φιλοσοφικό κλίμα στην Ύστερη Αναγέννηση της Αντιμεταρρύθμισης και του Προτεσταντισμού τον 16ο αι. και ένδοξοι φορείς του υπήρξαν ο Πολωνός Νικόλαος Κοπέρνικος (1473-1543) (σύγχρονος του Michelangelo 1474-1564), ο Άγγλος Φράνσις Μπέικον (1561-1626), ο Γερμανός Ιωάννης Κέπλερ (1571-1630), ο Ιταλός Γαλιλαίος (1564-1642), αλλά και ο Νεύτων (1643-1727), οι οποίοι εγκαινίασαν την Επιστημονική Επανάσταση της Νεώτερης Επιστήμης, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της οποίας είναι τα παρακάτω: Όλοι οι παραπάνω, με πρωτεργάτη τον Γαλιλαίο, καθήρεσαν τον Αριστοτελικό Σχολαστικισμό στην καρδιά του, απορρίπτοντας την Αυθεντία του Αριστοτέλη ως αναντίρρητης πηγής γνώσης του Κόσμου και μαζί με αυτόν και τις αντίστοιχες θρησκευτικές αρχές της Παπικής Εκκλησίας, διακηρύσσοντας ταυτόχρονα, την πίστη των στον Άνθρωπο και στις δυνατότητές του να γνωρίσει τον Κόσμο μόνος του με τον δικό του Νού, χωρίς να προστρέξει σε Αυθεντίες, φιλοσοφικές, θρησκευτικές και Εκκλησιαστικές. Η Βιβλι(α)κή γνώστη ου Κόσμου απορρίφθηκε και την θέση της πείρε, η παρατήρηση τη φύσης, το πείραμα και η ανθρώπινη λογική.

60


Η Επιστημονική Επανάσταση του 16-17ου αι. μ.Χ. αναπόφευκτη και a priori και δεν έχει σχέση με τις αντίστοιχες «μεταμορφώσεις» των κάτω από τις ψυχολογικές καταστάσεις των παρατηρητών, όπως υποστηρίζουν οι Wittgenstein (theory laden) και οι Kuhn, Fayerabend. Η Φαινομενολογία είναι επίσης εγγενής στην Κοσντρουκτιβιστική Επιστημονική Θεωρία (του Thomas Kuhn) και η αρρήκτως συνδεδεμένη με αυτήν «theory laden theory», σύμφωνα με την οποία ο κόσμος που βλέπουμε είναι το προιόν της παραμόρφωσης της φύσης από τις ιδέες μας, τον πολιτισμό και την ψυχισμό μας. Τέλος συγγενής με την φαινομενολογία των Εμπειρικών και του Κάντ, είναι και αυτή των Λογικών Θετικιστών, οι οποίοι πιστεύουν ότι ο εμπειρικός μας κόσμος είναι «λογικές κατασκευές» (κι όχι «ψυχολογικές κατασκευές»).. Πρωτογενείς και Δευτερογενείς Ιδιότητες των πραγμάτων στον Εμπειρισμό Πρωτογενείς ιδιότητες είναι αυτές εκφράζουν τις εγγενείς και ουσιαστικές πρωτογενείς, «δομικές» ιδιότητες των πραγμάτων, δηλ. των ιδιοτήτων αυτών που επιδέχονται μαθηματικής (ποσοτικής) μέτρησης κι έκφρασης, όπως π.χ. η μάζα, η ταχύτητα, οι γεωμετρικές του διαστάσεις (και κατ` επέκταση και οι χημικές ιδιότητές των) (Γαλιλαίος). Οι πρωτογενείς ιδιότητες των πραγμάτων είναι αντικειμενικές, δηλ. εκφράζουν την αντικειμενική υπόσταση των πραγμάτων, εκφράζουν πως είναι τα πράγματα καθαυτά, ανεξάρτητα του τρόπου προσλήψεώς των από τα ανθρώπινα αισθητήρια (direct realism-empiricism) και καθίστανται επιστημονικά γνωστές a posteriori και ομού, νοητικά και αισθητηριακά.

65


Αισθητικές θεωρίες τελευταίο αντιτίθενται έντονα στην Καντιανή a priori Συνθετική γνώση, πιστεύοντας ότι η επιστημονική γνώση είναι posteriori κι εμπειρική, ενώ τα «φορμαλιστικά» μαθηματικά (όχι τα εφαρμοζόμενα) είναι a priori και αναλυτικά. Ινστρουμενταλισμός (instrumentalism) Ο Ινστρουμενταλισμός είναι μια μορφή του «εμπειρισμού» με την διαφορά ότι θεωρεί ότι οι προτάσεις και οι θεωρίες πρέπει να κρίνονται όχι ως προς το νόημά των ή την αλήθεια ή το ψεύδος των, αλλά ως προς το εάν εξηγούν και προβλέπουν επιτυχώς τα φαινόμενα. Συνεπώς ο Ινστρουμενταλισμός δεν συνιστά μια «οντολογική» άποψη αυτών που εκφράζουν οι προτάσεις και οι θεωρίες, αλλά εκφράζει μια περισσότερο «χρηστική» θεώρηση αυτών. Είναι συνεπώς εμφανής η διαφορά του από τον λογικό θετικισμό του οποίου κριτήριο της επιστημονικής αξίας της πρότασης και θεωρίας είναι η αλήθεια αυτών. Συχνά βέβαια οι ινστρουμενταλιστές-όπως και οι πραγματιστέςέχουν «κατηγορηθεί» ως «σχετικιστές» (relativists), ή ως αντι-ρεαλιστές (anti-realists) (με την προαναφερόμενη έννοια, της «σχετικότητας και υποκειμενικότητας της απλής εμπειρίας), αν και πολλοί ινστρουμενταλιστές- όπως ο Karl Popper- είναι οπαδοί του «αντικειμενικού ρεαλισμού» (objective reality), σε συμφωνία –στο σημείο αυτό- με τους «λογικούς θετικιστές». Η αισθητική μορφή του ινστρουμενταλισμού θα αναλυθεί παρακάτω στο σχετικό κεφάλαιο. Με σύγχρονους όρους, οι επιστημονικές θεωρίες στον Ινστρουμενταλισμό είναι not-assertoric σε θεωρητικές οντότητες και reducible ή irreducible (γλωσσικά) σε

68


Η Επιστημονική Επανάσταση του 16-17ου αι. μ.Χ. εμπειρικά πράγματα. Oi θεωρίες δεν εξηγούν τα φυσικά (όπως στον Ρεαλισμό), αλλά αντίθετα τα περιγράφουν και τα προβλέπουν. Η Διαψευσιμότητα του Karl Popper Επιστημονική είναι μια Θεωρία, όταν μπορεί να διαψευσθεί, αλλά δεν είναι επιστημονική όταν δεν μπορεί να διαψευσθεί, γιατί στην περίπτωση αυτή είναι είτε δόγμα, είτε αστρολογία. Συνεπώς επιστημονική είναι και η διαψεύσιμη θεωρία που τελικά αποδεικνύεται εμπειρικά ως αληθής ή ψευδής, Κονστρουκτιβισμός (constructivism) Ο ρεαλισμός υποστηρίζει στην ύπαρξη και δυνατότητα a priori γνώσης κι ότι οι πραγματικές και αληθείς μαθηματικές θεωρίες είναι «αναλυτικές» (analytic) και «φορμαλιστικές» (formalistic), δηλ. δεν περιέχουν χρήσιμες πληροφορίες για τον υλικό φυσικό μας κόσμο, αλλά μόνο για έναν αυθύπαρκτο υπάρχον αφαιρετικόθεωρητικό κόσμο. Ο εμπειρικός φυσικός κόσμος δεν είναι πηγή της γνώσης αλλά μόνο κριτήριο της αλήθειας των επιστημονικών θεωριών και υποθέσεων. Αλήθειες είναι οι επιστημονικές θεωρίες που αντιστοιχούν, ή εξηγούν ικανοποιητικά τον υπάρχοντα φυσικό κόσμο. Η επιστημονική γνώση είναι αποκλειστικά ένα πνευματικό επίτευγμα το οποίο συνίσταται στο ότι ο γνώστης μπορεί να δώσει λογικά τεκμηριωμένους λόγους που να υποστηρίζουν την αλήθεια, ήτοι την εξήγηση των φυσικών φαινομένων από τις επιστημονικές θεωρίες. Ο ρεαλισμός- εξ ορισμούυποστηρίζει ότι η επιστήμη είναι ενιαία και ιστορικά

69


Αισθητικές θεωρίες κύριο όνομά» της (στο βασικό και στοιχειώδες δηλαδή νοηματικό μέρος της, ήτοι στο σύμβολό της) κι όχι στην μορφή της ως «λογικής κατασκευής» της οποίας της έχει προσδώσει παραμορφωτικά η κοινή μας αντίληψη και γλώσσα. Η κάθε πρόταση-σύμβολο έχει νόημα εάν στηρίζεται στην Λογική (με την Αριστοτέλεια έννοια), στην Μαθηματική, Λογική, ή είναι εμπειρικά επικυρωμένη. Πάντως και η Λογικά και η Μαθηματικά θεμελειωμένη πρόταση είναι κι εμπειρικά επικυρωμένη, διότι και η Αριστοτελική Λογική στηρίζεται στην εμπειρικά επικυρωμένη επαγωγή και τα Μαθηματικά αναφέρονται στα εφαρμοσμένα μαθηματικά στον Θετικιστικό Λογισμό, ο οποίος γεφυρώνει το χάσμα, που κλασικά υπάρχει, μεταξύ της Αριστοτέλειας και της Μαθηματικής (τυπικής) Λογικής. Έτσι όμως δεν έχει –κατά τον Α.J. Ayer- νόημα να συζητάμε και να αποφαινόμαστε για το απόλυτο, τον Θεό, το μηδέν (αναφερόμενος στον Heidegger) διότι κάθε απόφανση περί αυτών δεν μπορεί να είναι ούτε αληθής, ούτε ψευδής, ούτε πιθανή (ενδεχόμενη), ούτε απίθανη, εφόσον αυτή δεν μπορεί να στηριχτεί ούτε σε Λογική, ούτε να επιβεβαιωθεί εμπειρικά, ούτε κάν υπάρχουν πρακτικοί μέθοδοι επαληθεύσεώς της. Για τους ίδιους λόγους ο Ayer, υποστήριζε ότι δεν έχει νόημα να συζητάμε και να αποφαινόμαστε για την Μεταφυσική, την Ηθική και την Αισθητική, διότι και τα τρία αυτό πνευματικά πεδία δεν πληρούν τον απαραίτητο όρο «ύπαρξής» των, δηλαδή την δυνατότητα εμπειρικής των επαλήθευσης. Γι` αυτό δεν μπορεί να επαληθευθούν το αληθές (ύπαρξη), ή του ψευδές (ανυπαρξία) του καλού και κακού αντίστοιχα, του ηθικού κι ανήθικου και τέλος του ωραίου και του άσχημου. Αυτή η αντίληψη δεν είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη ύπαρξης του ωραίου και της Αισθητικής –

82


Αισθητικές θεωρίες το πνεύμα αντίστοιχα, ενώ η Πλατωνική, Αριστοτελική και Καρτεσιανή Οντολογία εκφράζει τον Δυισμό (dualism), σύμφωνα με την οποία ο Κόσμος συνίσταται από δύο ανεξάρτητες και ξένες ως προς την ουσία μεταξύ των ουσίες, του πνεύματος (νούς) και ύλης (σώματος). Περαιτέρω, σύμφωνα με την Δυιστική επίσης Κοσμοθεωρία του Leibnitz η σύσταση (ουσία) αιτία του Κόσμου είναι «πολλαπλές ανεξάρτητες και ξένες ως προς την ουσία (πνεύμα-Θεός) μεταξύ των (υλικές) μονάδες», οι οποίες εναρμονίζονται σε μια αρμονική ενικότητα δια της θεικής «προδιατεταγμένης αρμονίας», ενώ κατά την Δυιστική επίσης Κοσμοθεωρία του Kant, ο Κόσμος είναι δημιούργημα και του Νού -δια των a priori αυτού εποπτειών του χώρου και του χρόνου, αλλά και των a priori «κατηγοριών» τουαλλά και της ύλης δια των «πραγμάτων καθεαυτών» (νούμενα) (Ding an Sich, noumena). H Μεταφυσική της Επιστήμης εξετάζει επίσης και την «φύση» της «ουσίας» του «όντος». Έτσι σύμφωνα με τον μονιστικό υλισμό το «όν» είναι μόνο ύλη-σώμα, σύμφωνα με τον μονιστικό ιδεαλισμό είναι μόνο «πνεύμα», σύμφωνα με την Καρτεσιανή Δυαρχία συνίσταται από ύλη (σώμα) και πνεύμα (νού και ψυχή), ενώ κατά τον Leibnitz το όν συνίσταται από «πολλαπλές ανεξάρτητες και ξένες ως προς την ουσία μεταξύ των μονάδες», οι οποίες εναρμονίζονται σε μια αρμονική ενικότητα δια της Θεικής «προδιατεταγμένης αρμονίας». Τέλος κατά τον Υπαρξισμό, το όν θεωρείται ως «υπαρκτό» μόνο εάν έχει ηθικό περιεχόμενο και εμφορείται από αξίες ζωής (υπαρξιακό άτομο).

88


Αισθητικές θεωρίες

Joseph Csaky, Tête, ca.1920 (front and side view), limestone, 60 cm, Kröller-Müller Museum, Otterlo, Holland.

108


Αισθητικές θεωρίες προς το δικό μας Σύμπαν), αλλά η γνώση αυτή είναι Λογική! Συνεπώς και οι δύο αυτές μορφές των Μεταφυσικών ιδεών είναι περιεχόμενο και του «ελλόγου Λόγου» (της λογικής)! (βλ. και τα επόμενα κεφάλαια περί «λογικού και υπέρλογου» και «Ο Υπαρξισμός είναι Παράλογος»). Πιστεύω ότι ο καλύτερος ορισμός του Μεταφυσικού Υπέρλογου τον έδωσε ο Kant, ο οποίος είπε ότι οι Μεταφυσικές Ιδέες –όπως ο Θεός, η αθανασία της ψυχής, το εγώ, ο κόσμος, το ωραίο- είναι αυτές τις οποίες όταν προσπαθήσει κανείς να τις περιγράψει θετικά με γλωσσικούς εννοιολογικούς όρους της καθημερινότητας και του υπαρκτού φυσικού κόσμου, ή να τις αποδείξει λογικά, πέφτει σε παραλογισμούς και αντινομίες του λόγου (λογικές αντιφάσεις) (Κριτική του Καθαρού Λόγου. Υπάρχει τέλος και μια άλλη μορφή ΜεταφυσικώνΥπέρλογων εννοιών, αυτές που θα χαρακτηρίσω ως Αντιλογικές (Παράλογες) και οι οποίες θεωρούνται ως «ψευδείς» και «μη-υπάρξεις», οι οποίες είναι αυτές που μπορούν να υπάρξουν ταυτόχρονα σε αντιφατικούς Κόσμους, είτε να μην είναι συμβατές με κανέναν από τους δυνατούς Κόσμους, όπως π.χ. το άπειρο και το μηδέν. Οι Αντιλογικές Ιδέες είναι αντιφατικές μεταξύ των και το «Σύμπαν» των είναι μη-Λογικό και μη-Συνεκτικό κάν. Οι Αντιλογικές Ιδέες δεν είναι μέρη του Λόγου. Και ποίος ο ρόλος της Τέχνης σε όλα τα παραπάνω? Μα ο μόνος τρόπος να αποκτήσουμε αισθητή εμπειρία των Υπέρλογων Ιδεών 2ου βαθμού και ιδιαίτερα των Αντιλογικών (Παράλογων) είναι δια της Τέχνης!, η οποία μας κάνει την εμπειρία, την φαντασία και τα συναισθήματα και τελικά την τελείωση και ευτυχία μας, απείρως πλουσιότερα !

128


Αισθητικές θεωρίες

Mower, 1930, by Kazimir Malevich (1879-1935).

142


Αισθητικές θεωρίες άνθρωπος να είναι ελεύθερος να καθορίζει βουλητικά και κυριαρχικά το νόημα της ζωής του, όταν δεν είναι ελεύθερος να αποφασίζει για την ίδια την ύπαρξή του, η οποία «γεννάται» ανεξάρτητα από την βούλησή του. Τέλος κι ανεξάρτητα από τα παραπάνω, οι «ανθρώπινες υπαρξιακές αξίες» ή «το υπαρξιακό νόημα της ζωής», είναι γενικότερα «ηθικές αξίες» κι ανήκουν στην «Ηθική» ουσία του ανθρώπου, η οποία («Ηθική») είχε διαχωριστεί από τον Λόγο από τους Σωκράτη, Πλάτωνα, Πλωτίνο, Επικούρειους, Hume και υπό την επίδραση του τελευταίου, από τον Kant. Οι «ηθικές» πράξεις είναι οι μηαιτιοκρατικές, εξωλογικές, υπέρλογες, εκστατικές, και γι` αυτό υπεράνθρωπες και «θεικές» κινητήριες δυνάμεις των μεγάλων αυτοθυσιαστικών του ανθρώπου πράξεων, προς χάριν άυλων, υπέροχων και υψηλών ανιδιοτελών σκοπών, όπως η θυσία του ανωνύμου για την πίστη ή την πατρίδα του, ενάντια στην Λογική διαφύλαξης της ζωής του. Για τον Wittgenstein κάθε πρόταση για το «νόημα της ζωής» παριστάνει ένα γεγονός που μπορεί να είναι και να μην είναι, γι αυτό δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την αιτία ύπαρξης του κόσμου και του νοήματος της ζωής. Για τον Wittgenstein όμως, το γεγονός αυτό είναι μέσα στα πλαίσια της Μεταφυσικής Αναλυτικής Λογικής του!

148


Κεφάλαιο VI Το Υπέρλογο και Παράλογο ως φανός της Αλήθειας Στον Φαίδρο του Πλάτωνα, η Ψυχή αντικρύζει κατάματα τις Ιδέες και την Μορφή όλων των Ιδεών, ήτοι το Αληθές που ταυτίζεται με το Απόλυτο Ωραίο- δια της ερωτικής υπέρλογης μανίας προς την φανερωμένη αισθητή «εκφανέστατη και εκλαμπρότατη» Ιδέα του Ωραίου, στο σώμα και την ψυχή του ερώμενου. Έτσι, το Υπέρλογο (ερωτική μανία) γίνεται ταυτόχρονα φανός και μέθεξη με το Ωραίο και το Αληθές. Γι αυτό, τα όρια της Αλήθειας δεν περιορίζονται μόνο στα όρια του Λόγου. Η Φιλοσοφία μπορεί να φτάσει στα όρια της σκέψης και να μην φτάσει στα όρια της ουσίας της ζωής κι έτσι να καταλήξει στο πόρισμα, πως πέρα από την αλήθεια της σκέψης, που φαίνεται σαν μονόπλευρη, υπάρχει μια πλατύτερη αλήθεια, που η σκέψη δεν την φτάνει και που εκείνη είναι η ουσία της ζωής. Και τότε συμμαχούν, μαζί με την σκέψη, όλες οι άλογες δυνάμεις και μέσα σ` αυτές και το αισθητικό αίσθημα κι έτσι προχωρά το πνεύμα ενωμένο προς το αποφασιστικό κι έσχατο τέρμα της τελείωσής του. Αλλά μπορεί να μείνει η σκέψη πίσω και να προχωρήσει πιο πέρα το πνεύμα, μονάχα με τις άλογες δυνάμεις, τις ερωτικές, τις θρησκευτικές, τις αισθητικές. Μπορεί τέλος, όλα να λαχανιάσουν στο ανηφόρισμα και μόνο να ανθέξει το αισθητικό αίσθημα. Μπορεί η Φιλοσοφία στο τέρμα να διακηρύξει, πως η ύψιστη αλήθεια δεν είναι εκείνη που σκεπτόμαστε, αλλά εκείνη που μας δίνεται σαν αισθητικό βίωμα. Κατά το λόγο του Schelling, θα πρέπει όλες οι Μεταφυσικές να εκβάλλουν στην Ποίηση (Κ. Τσάτσος).

149


Αισθητικές θεωρίες «ουσία-ιδέα» (essential-substantia), η οποία φυσικά είναι προιόν του Νού (Καθαρού Λόγου) με τις a priori εμπειρίες του χρόνου και του χώρου και τις a priori αρχές και ιδέες. Με την επένδυση αυτή το Ding an sich γίνεται «πραγματικό αντικείμενο» (essentia) αντικείμενο της επιστημονικής γνώσης. Οι αρχαίοι Έλληνες, είχαν την ίδια άποψη με τον Kant, ως προς το «πραγματικό αντικείμενο», αντικείμενο της επιστημονικής γνώσης. Πίστευαν δηλαδή ότι «πραγματικό αντικείμενο» (essentia) είναι το «είδος», η «μορφή», ότι το «πραγματικό αντικείμενο» γίνεται αντικείμενο της επιστημονικής γνώσης μόνο από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του («είδος-ουσία» Τον 19o όμως αιώνα ο Δανός φιλόσοφος Kierkegaard εισήγαγε ένα καινότροπη έννοια της «ύπαρξης», υποστηρίζοντας ότι τον όρο αυτό τον αξίζει μόνο ο άνθρωπος και μάλιστα ο καθένας συγκεκριμένος άνθρωπος κι όχι τα υπόλοιπα όντα υλικά, ή ζωικά, διότι ο άνθρωπος είναι το μόνο όν που έχει συναίσθηση της ύπαρξής του κι έρχεται σε συσχέτιση με τον Θεό. Με τον τρόπο αυτό ο άνθρωπος παύει να είναι απλώς ύλη και παρέχεται σε αυτόν παρέχεται προσωπικός υπαρκτικός χαρακτήρας. Ο Martin Heidegger οικοδομεί την υπαρκτική οντολογία (φιλοσοφία) πάνω στην έννοια «ύπαρξη» που έδωσε ο Kierkegaard.

154


Αισθητικές θεωρίες φθαρτού αισθητού Σύμπαντος στη αυθεντία του αιώνιου και αληθούς των Ιδεών. Η Φιλοσοφία όμως είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα όλων των φυσικών, ψυχολογικών ή ηθικών, κοινωνικών επιστημών, διότι αυτές είναι ειδικές επιστήμες, η κάθε μια εκ των οποίων μελετά ένα μόνο μέρος της Πραγματικότητας. Η Φιλοσοφία είναι η Επιστήμη του Γενικού, η επιστήμη που πραγματώνει τον Σύμπαν τους νόμους όλων των παραπάνω επιμέρους επιστημών, καταξιώνει και πραγματώνει αυτό κατά τις αξίες της, δίδει ενότητα και συστηματικότητα σε όλες τις επιμέρους επιστήμες και προσδίδει την αυθεντία της εγκυρότητας των μεθόδων που χρησιμοποιούν αυτές, αναφέροντες αυτές προς το Απόλυτο Αυθεντικό του Νού, που μόνο αυτή κατέχει ως περιεχόμενό της. Η Φιλοσοφία είναι η «ουσία», η Ιδέα και «μορφή» όλων των επιμέρους επιστημών, οι οποίες συνιστούν τις υποστάσεις της, είναι η Επιστήμη των Επιστημών. Η Ιστορία συνεπώς του Πνεύματος που αναφέραμε παραπάνω, είναι συνώνυμος με την Ιστορία της Φιλοσοφίας, η οποία στην ιστορική της διαλεκτική εξέλιξη προς την ανέφικτη ολοκλήρωσή της στην Απόλυτη Αλήθεια. Τι είναι όμως η διαλεκτική εξέλιξη του Πνεύματος? Είναι η μέθοδος νοητικής εξέλιξης του Πνεύματος την οποία άφησε σαν αιώνιο κληροδότημα θησαυρού στην ανθρωπότητα ο Hegel. Η Αισθητική συνεπώς, θεωρουμένη ως «Μορφή» της Φιλοσοφίας, ταυτίζεται με την Μεταφυσική, με την έννοια ότι κι αυτή (η Αισθητική) είναι μια Μεταφυσική Υπέρλογη Ιδέα του Ωραίου, η οποία «μορφοποιεί» «Υπέρλογα» τον Κόσμο ανάλογα με τον τρόπο που οι «συμβατές με τον υπαρκτό κόσμο μας» Μεταφυσικές Πλατωνικές Ιδέες «μορφοποιούν» «Φιλοσοφικά» τον υπαρκτό κόσμο μας. Η

174


Αισθητικές θεωρίες Η Αισθητική ως κριτική μέθοδος, ταξιθετεί συστηματικά και αναλυτικά τους λογικούς και άρρηκτα με αυτούς και τους υπέρλογους δεοντολογικούς, υπαρξιακούςσυναισθηματικούς (ψυχικούς) «κανόνες» και όρους, με τους οποίους θα προσεγγίσει ο κριτικός ένα έργο τέχνης, προσδοκώντας να ερμηνεύσει τις επιδιώξεις του δημιουργού του και την επίτευξή των τελικά, αλλά και τα δικά του καλαισθητικά φαινόμενα μέσα του που προκαλούνται από την θέαση και αισθητική θεωρία του έργου τέχνης. Απ` όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι η Αισθητική είναι ο λογικός στοχασμός για το υπέρλογο. Γι` αυτό κάθε δημιουργία έργου τέχνης, ή Αισθητικού στοχασμού που δεν στηρίζεται κατ` αρχήν στο «λογικό» δεν θεωρείται ούτε τέχνη, ούτε Αισθητικός στοχασμός. Για τους λόγους αυτούς δεν θεωρώ ως «τέχνη» την «τέχνη των ψυχιατρείων» κι ως «Αισθητικό στοχασμό» αυτόν που στηρίζεται στους υποσυνείδητους αιτιοκρατικούς κανόνες της ψυχολογίας του Freud (ψυχολογία του βάθους).

Two Large Forms, (1966–69), Art Gallery of Ontario, by Henry Moore (1898-1986).

180


Αισθητικές θεωρίες που δεν υπάρχει ως οντότητα στον Πλατωνικό Κόσμο των Ιδεών, όπως συμβαίνει με τις άλλες Ιδέες (σύμφωνα με τον Πλατωνικό ρεαλισμό!), δεν μπορεί δηλαδή να υπάρξει ανεξάρτητη από το φυσικό αντικείμενο έκφανσής της που λέγεται «έργο τέχνης». Ίσως οι παραπάνω σκέψεις ήταν η αιτία που ο Πλάτων στον Φαίδρο του, προικοδότησε την Ιδέα του Ωραίου με την, μοναδική μεταξύ των άλλων Ιδεών, ιδιότητα να μπορεί να «εκφαίνεται» στον Κόσμο, να μπορεί δηλαδή να «φανερώνεται» ως μια αντιληπτή οντότητα στον φυσικό Κόσμο, ως «ωραίο σώμα», το οποίο εδώ έχει την έννοια όχι μόνο του σώματος με αρμονικές συμμετρίες και άλλες φυσικές ομορφιές, αλλά ταυτόχρονα και το σώμα που εκδηλώνεται με «ωραία κι ευγενή ψυχικά χαρίσματα». Η μοναδική –μεταξύ των άλλων Πλατωνικών Ιδεών- αυτή δυνατότητα «φανέρωσης» της Ιδέας του Ωραίου στον φυσικό κόσμο, γίνεται χωρίς να χάσει αυτή τίποτα από την πνευματική της καθαρότητα, σε αντίθεση με όλες τις άλλες Ιδέες, των οποίων η καθαρή πνευματική των ουσία μπορεί μόνο να νοηθεί. Μπορεί τέλος να υποθέσει κανείς ότι η αιτία που δεν καθορίστηκε η λογική περιγραφική φόρμα της Ιδέας του Ωραίου στην μακραίωνη ιστορία της Φιλοσοφίας, είναι το γεγονός ότι η Ιδέα του Ωραίου προορίζονταν να περιβάλλει με την ωραιότητά της όλες τις άλλες Ιδέες, έτσι ώστε η Ιδέα του Ωραίου να είναι η «πνευματική ουσία» που χαρίζει την Ωραιότητα σε όλες τις άλλες Ιδέες, οι οποίες πράγματι είναι Ωραίες (Πλάτων). Εκτός του Πλατωνικού «ωραίου σώματος», η «φανέρωση» της Ιδέας του Ωραίου στον κόσμο μας μπορεί να γίνει μόνο στο έργο τέχνης, το οποίο έτσι μπορεί να απεικονίσει –ιδεαλιστικά στην μεγίστη δυνατή Ωραιότητά της. - την Ιδέα του Ωραίου, αλλά και κάθε άλλη Ιδέα, η οποία επίσης φέρει άρρηκτα συνδεδεμένη μαζί της την Ιδέα

190


Κεφάλαιο VIII και την αποδίδει στο έργο τέχνης, είτε ως καλλιτέχνης, είτε ως θεατής (ακροατής). Και στις δύο περιπτώσεις, η Ιδέα αποδίδεται κι «εκφαίνεται» (φανερώνεται εμπειρικά) στο έργο τέχνης, ως αποτέλεσμα της νοητικής αισθητικήςκαλλιτεχνικής πρόθεσης του καλλιτέχνη-δημιουργού, ή του θεατή-ακροατή. O ορισμός του Ωραίου με τον διαλεκτικό, αναλυτικό και φορμαλιστικό Καντιανό τρόπο, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα «ελλόγου στοχασμού του μεταφυσικού και υπέρλογου». Και τούτο διότι, ο Καντιανός ορισμός με τα παραπάνω χαρακτηριστικά του, είναι ένας στοχασμός που στηρίζεται σε ένα «λογικό φορμαλιστικό» σύστημα κανόνων, ενώ ταυτόχρονα η Ιδέα του Ωραίου ως Μεταφυσική οντότητα, ορίζεται αναγκαστικά μόνο αρνητικά διαλεκτικά (εφόσον ο «θετικός» της ορισμός είναι αδύνατος με όρους «γήινης» λογικής και γλώσσας). Έτσι ο Kant πρώτος καθιέρωσε την Αρνητική Διαλεκτική ως έναν «λογικό» τρόπο στοχασμού και γλωσσικής έκφρασης του Μεταφυσικού (Υπέρλογου), όπως είναι η Ιδέα του Ωραίου. Ταυτόχρονα και άρρηκτα συνδεδεμένο με την αρνητική διαλεκτική, ο Kant εισήγαγε τον «φορμαλισμό» (σύστημα λογικών κανόνων) στον στοχασμό και την γλωσσική έκφραση του Μεταφυσικού, στον οποίο (φορμαλισμό) η σημασία δίδεται, όχι στο περιεχόμενο του στοχασμού, αλλά στον ίδιο τον τρόπο (φόρμας) της νοητικής επεξεργασίας και διαλογισμού των δεδομένων (προυποθέσεων) του στοχασμού. Έτσι, στον ορισμό του Ωραίου, το «ωραίο» είναι αποτέλεσμα του «τρόπου, της φόρμας που μιλάμε γι` αυτό» κι όχι του «θετικού» εννοιολογικά περιεχομένου του (το οποίο δεν υπάρχει και δεν ενδιαφέρει τον στοχαστή). Όμως, η Καντιανή Μεταφυσική αυτή Ιδέα του Ωραίου (ή η μεταφυσική «κατηγορία» του ωραίου) καθίσταται «ενδοκόσμια ύπαρξη» μόνο αναφερόμενη (και φανερωμένη)

201


Κεφάλαιο VIII πνευματικά και ψυχικά χαρίσματα του ερωμένου στην ερωτευμένη ψυχή του εραστή. Ο εραστής αρχικά έλκεται από το σωματικό κάλλος του ερωμένου του, το οποίο (σωματικό κάλλος του ερωμένου) καιόμενο από το ερωτικό πάθος για ψυχική ευδαιμονία κι ευτυχία, εκπέμπει την ωραιότητα των ψυχικών του χαρισμάτων ως αισθητή λάμψη και φλόγα. Τα ψυχικά χαρίσματα του ερωμένου ενεργούν ως λυτρωτική και εκστατική μέθεξη της ψυχής και του εραστή και του ερωμένου με τον κόσμο των Ιδεών και με την μοναδική και υπερτάτη Ιδέα των Ιδεών, ήτοι της Αλήθειας, του Αγαθού, του Ωραίου (ταυτότητα νοήματος). Και τούτο επιτυγχάνεται δια του μανιακού και υπέρλογου έρωτα, ο οποίος έτσι γίνεται «φιλόσοφος έρωτας». Το Ωραίο κατά την Πλατωνική και Πλωτινική Αισθητική είναι «η εμπειρική φανέρωση της πνευματικής Ιδέας του Ωραίου» στον αισθητό κόσμο (ως ψυχικές ωραιότητες του ανθρώπου), με την διαφορά ότι στον Πλωτίνο, η Ιδέα του Ωραίου βρίσκεται εξ` ολοκλήρου μέσα στον άνθρωπο κι όχι έξω απ` αυτόν, στον επουράνιο κόσμο των Πλατωνικών Ιδεών. Γι` αυτό –κατά τον Πλωτίνο- η λύτρωση της ψυχής μας βρίσκεται μέσα στον ίδιο μας τον εαυτό. Επειδή η σύλληψη της Ιδέας του Ωραίου δια της «ερωτικής έκστασης» και «παραλογισμού», αποκλείει-εξ` ορισμού-κάθε δυνατότητα έλλογης κατανόησης και εννοιολόγησής της, η Πλατωνική Ιδέα του Ωραίου (ως αποκαλυπτική φανέρωση από τον «εκστατικό φιλόσοφο έρωτα») είναι «α-εννοιολογική» («χωρίς εννοιολογικό περιεχόμενο).

215


Αισθητικές θεωρίες οποία αναφέρονται προς σύγκριση και αισθητική αποτίμηση όλα τα υπόλοιπα (Wittgenstein).

The Parthenon (Greek: Παρθενών) is a temple on the Athenian Acropolis, Greece, dedicated to the maiden goddess Athena (447-438 BC) built by Iktinos and Kallikratis (architects) and Fedias (sculptor).

Νίκη της Σαμοθράκης, 200-190 ΒC, άγνωστος Έλληνας Γλύπτης.

234


Κεφάλαιο IX εκείνη (της προ του Αναξαγόρα εποχής) ήταν μόνο μια παθητική συνείδηση, όχι ο νοών «δημιουργός» του Σύμπαντος Νούς, όπως αρχικά και δειλά προέβαλλαν οι Παρμενίδης και Αναξαγόρας κι αργότερα καταξιώθηκε πλήρως από τους Πλάτωνα, Αριστοτέλη και Υπαρξιστές Φιλοσόφους (Μετά τα Φυσικά, βιβλίο Α`). Όσοι εκ των φυσικών φιλοσόφων πίστευαν σε μια μοναδική, αλλά υλική αρχή του Κόσμου (Θαλής, Αναξίμανδρος, Δημοσθένης, Λεύκιππος), συνιστούν την χορεία των Φυσικών Μονιστών. Όλοι οι παραπάνω φιλόσοφοι –με πρώτο τον Παρμενίδηυποστήριξαν ότι η φύση είναι αιώνια κι αμετάβλητη, δηλαδή ότι η «μεταβολές» (το «γίγνεσθαι») που συμβαίνουν στην φύση είναι μόνο κατ` επίφαση μεταβολές, εφόσον τα υλικά στοιχεία που συνιστούν τον κόσμο μένουν αμετάβλητα μέσα σε αυτές τις μεταβολές και γι` αυτό οι «μεταβολές» δεν είναι η «ουσία» των φαινομένων και του κόσμου, αρνούμενοι έτσι την ύπαρξη φυσικής «γέννησης και φθοράς». Ο πρώτος που υποστήριξε την έννοια της «μεταβολής των πραγμάτων» («τα πάντα ρεί») ως της «ουσίας» του Κόσμου, αλλά και της δυνατότητας «γέννησης και ύπαρξης από το μηδέν» (*) και το αντίθετο (της παντελούς εξαφάνισης της ύλης) ήταν ο Ηράκλειτος, ο οποίος όμως, ταυτόχρονα και λόγω της θεωρίας του ότι «τα πάντα ρεί», απαξίωνε και την υπαρκτική αξία των αισθητών, τα οποία θεωρούσε ως «μεταβλητά» και «φθαρτά», μια αξιολόγηση των αισθητών που θα οδηγήσει τον μαθητή των Ηράκλειων θεωριών Πλάτωνα να εισάγει-εξ` αντιδράσεως- ως ουσία του Κόσμου, τις αιώνιες και αμετάβλητες Ιδέες. (*) όπως αργότερα και η Χριστιανική Θεολογία.

241


Αισθητικές θεωρίες Οι Σωκρατικές «έννοιες» αντιστοιχούν πάντα σε κάτι αισθητό από τις αισθητές αντιλήψεις, είναι posteriori. Οι «έννοιες» αυτές, είναι προιόν επαγωγικής και συνθετικής λειτουργίας του νού του υποκειμένου (*), η οποία προσδίδει ενότητα, αναγκαιότητα, σκοπό και αξία, δηλαδή αιώνιες και παγκόσμιες αξίες στα αισθητά αντικείμενα, φαινόμενα και πράξεις του ανθρώπου ως κοινωνικών φαινομένων. (*) η επαγωγική και παραγωγική γνωστική μέθοδος του Αριστοτέλη είναι διαφορετικές. Με τις Σωκρατικές «έννοιες», εισήχθη η αρχή το αιώνιου και παγκοσμίου Φυσικού Δικαίου, ως θεμελείου της Πολιτείας μόνο μέσα στην οποία ο άνθρωπος μπορεί να ολοκληρωθεί ως πνευματική οντότητα, δηλαδή να ενεργεί το αγαθό. Κάθε τι πρέπει να γίνει κατά την «έννοια» του, η «έννοια» έγινε ηθικός και τελεολογικός σκοπός κάθε πράγματος και πράξης του ανθρώπου. Η «έννοια» είναι ο Λόγος κάθε πράγματος, ο Νόμος (Φυσικό και Θετικό δίκαιο), είναι ο Λόγος της Πολιτείας. Ο Σωκράτης πρόσφερε στο Παγκόσμιο Πνεύμα τον διαχωρισμό του φυσικού και υλικού ανθρώπου, από το κατά Λόγον Νοόν ανθρώπινο υποκείμενο, το οποίο σκέπτεται αντικειμενικά σύμφωνα με τον Νόμο, σύμφωνα με τον Λόγο, απορρίπτοντας έτσι το υποκειμενικά νοόν ανθρώπινο υποκείμενο των Σοφιστών. Ο κατά Λόγον νοών Νούς, δεν απορρίπτει ως παράλογη την ύπαρξη Κενταύρων στον Κόσμο, όχι επειδή δεν μπορούν να υπάρξουν Κένταυροι, αλλά επειδή αντιλαμβάνεται ότι Κένταυροι δεν μπορούν να υπάρξουν στον Κόσμο αυτό, με τη παρούσα αντικειμενική μορφή του. Εισήχθη πλέον στην ανθρώπινη σκέψη η Φιλοσοφία, ως θεωρία κατά λόγον του Κόσμου. O Σωκράτης όμως, παρόλο που διαχώρισε το φυσικό από το Νοητικό μέρος του ανθρώπου, δεν μπόρεσε να

252


Κεφάλαιο IX αλλά και καταστροφική τόσο για τις αρχαίες κρατικές δομές, όσο και για την ανθρώπινη φύση. Το ανέφικτο αυτό μοντέλο επίτευξης της ελευθερίας μόνο δια μέσου του δέους και το φόβου των πολιτών στους φορείς του Λόγου βασιλείς- το οποίου υπήρξε και ο λόγος κατάρρευσης της ελληνικής πόλης κατά τον Hegel- το αντιλήφθηκε ο Πλάτων προς το τέλος της ζωής του, όταν μετέβαλε το μοντέλο της Πολιτείας του, στην Πολιτεία των «Νόμων», όπου πλέον τον Λόγο τον εξέφραζε ο «νόμος», ως η αντικειμενική και συμφωνημένη κοινή γνώμη όλων των πολιτών και για την έκταση και τους περιορισμούς της ατομικής ελευθερίας και υποκειμενικότητας του καθενός ατόμου ξεχωριστά. Με τον τρόπο αυτό, ο «νόμος» απάλλαξε την πόλη από την άλογη κι επικίνδυνη υποκειμενικότητα του ατόμου ως μέλους της εκκλησίας του δήμου και από μια εκκλησία του δήμου έρμαιης στην φαυλότητα των ιδιοτελών συμφερόντων την δημαγωγών, ο «νόμος» απάλλαξε την πόλη από μια επίφαση δημοκρατίας, η οποία χωρίς αυτούς (τους «νόμους») ταυτίζονταν με την «τυραννίδα του λαού» και των κολάκων της (Αριστοτέλης, Πολιτικά, βιβλίο 4ο, κεφ. 4ο). Η ελευθερία δεν επιβάλλεται «εκ των άνω», αλλά «εκ των κάτω», σε πλήρη συμφωνία και με την Δαρβίνειο Θεωρία. Ο Αρχαίος Ελληνικός Κλασικισμός, όπως θα δούμε παρακάτω, αποτέλεσε το πρότυπο και ταυτίστηκε με την Εγελιανή Αισθητική, σύμφωνα με την οποία «ωραίο είναι η κατ` εικόνα απεικόνιση της (κάθε) Ιδέας».

255


Αισθητικές θεωρίες β) το «παράδειγμα» μπορεί να οριστεί ως το «ιδεωδέστερο φυσικό αντίγραφο της Ιδέας», αυτό που «είναι πλησιέστερο στην αφηρημένη πνευματική της φύση» (εδώ θυμίζω, ότι κατά τον Πλάτωνα, μόνο η Ιδέα του Ωραίου μπορεί να εκφανθεί στον κόσμο μας στην Ιδανική πνευματική της μορφή). γ) το «παράδειγμα» είναι η έκφραση της «Κλασικής Τέχνης», των Ιδανικών Μορφών, της συμμετρίας, αναλογίας, ισομετρίας, του αθώρητου κάλλους κι ομορφιάς. δ) το «παράδειγμα» μπορεί να αντιστοιχηθεί με την Αριστοτελική και με «περιεχόμενο» «Ουσία» (το όντως όν), με την σημασία του «γένους», το οποίο είναι Μορφή+ (συγκεκριμένη) Ύλη. ε) το «παράδειγμα» μπορεί να αντιστοιχηθεί με την Εγελιανή με «περιεχόμενο Ιδέα» της Φιλοσοφίας του. Κατά συνέπεια και το Εγελιανό Ωραίο ως «η κατ` αίσθηση αναπαράσταση της Ιδέας», παραπέμπει σε μια Αισθητική του Κλασική και με «περιεχόμενο» Ωραίου, ή στον «Εξιδανικευμένο Ρεαλισμό» της Βόρειας Αναγέννησης (με την αισθητική σημασία του όρου «Ρεαλισμός»).

Suprematism, Museum of Art, Krasnodar 1916, Malevich (1879-1935).

266


Κεφάλαιο IX (αποσπάσματα από το βιβλίο του Στ. Ράμφου: «Η μεταφυσική του κάλλους, εκδ. Αρμός, Αθήνα, 2003). Ο «υποκειμενισμός» αυτός της Φιλοσοφίας, που εισήχθη από τον θεμελειωτή της λογοκρατίας, εξελίχθηκε μεγαλοφυιώς από τον Πλωτίνο, όπως θα περιγράψουμε παρακάτω, με σημαντικές επιπτώσεις στην αισθητική θεωρία του ωραίου, εάν αναλογισθούμε ότι η Ιδέα του Ωραίου είναι κι αυτή μια Ιδέα, η οποία μπορεί να θεωρηθεί μόνο υποκειμενικά δια της ερωτικής έκστασης του ατόμου. Η εποχή του υποκειμενισμού στην Φιλοσοφία και Αισθητική ετέθη ήδη δειλά και σιωπηρά, αλλά η πλήρης επικράτησή της στην ύστερη αρχαιότητα, θα αποτελέσει και την αιτία κατάρρευσης των Ελληνικών Πόλεων, οι οποίες πολιτικά είχαν θεμελειωθεί πάνω στην «τυραννική» αιωνιότητα, αμεταβλητότητα και αντικειμενικότητα της Ιδέας του Νόμου (πολιτικών συστημάτων), ο οποίος εξέφραζε τον «Πολιτικό-Κοινωνικό Λόγο και Σύστημα», κατά τον Hegel.

Henry Moore (1898-1935): Draped Seated Woman, (1957–58), Hebrew University of Jerusalem.

277


Κεφάλαιο IX αποκρύβουν την αλήθεια. Απέρριπτε επίσης και για τον ίδιο λόγο και την ποίηση (Τίμαιος), ακόμα και τον Όμηρο, αλλά και τις σύγχρονές του τραγωδίες, διότι –κατ` αυτόν-οι τραγωδίες εξάπτουν το άλογο μέρος και τα πάθη του ανθρώπου (Πολιτεία, Ίων, Νόμοι, Μένων, Ευθύδημος, Γοργίας), μια άποψη βέβαια που απέρριψε ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του. Κατά τον Πλάτωνα, ο ποιητής δεν έχει λογική διότι συνθέτει τα ποιήματά του με «ιδιοφυία και έμπνευση και δεν ξέρει καν τι σημαίνουν αυτά που είπε» (Απολογία). Ο Πλάτων απέρριπτε την Ποιητική Τέχνη με την μορφή της τραγωδίας, διότι πίστευε ότι αυτή εξάπτει τα ψυχικά πάθη της ψυχής που ανήκουν στην άλογη σφαίρα της κι έξω από τον έλεγχο του ελλόγου μέρους της, κάτι που δεν συνάδει με την κατά τον Λόγο και την ηθική βίωση του ανθρώπου: «Ο ποιητής το αγανακτητικόν ήθος εγείρει (μιμείται) της ψυχής και τρέφει και ισχυρών ποιών απόλλυσι το λογιστικόν» (10ο βιβλίο της Πολιτείας του). Η ποίηση τότε μόνο έχει υπαρξιακή αξία ως τέχνη, όταν υποστεί την σωτηριακή μεταμόρφωσή της από την συλλογιστική και την λογική, καθισταμένη έτσι πηγή αληθείας. Τότε μόνο ο ποιητής καθίσταται κάτι περισσότερο από ποιητής, γίνεται φιλόσοφος (Φαίδρος, Μένων, Τίμαιος). Η τέχνη για τον Πλάτωνα δεν έχει λόγο ύπαρξης ως διαστρεβλώτρια της αλήθειας και αντιπαιδαγωγική, ενώ αντίθετες απόψεις υποστηρίζει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του. Αντίθετα, από τον Kant μέχρι την σύγχρονη φαινομενολογική αισθητική θεωρία της αφηρημένης ανεικονικής τέχνης, η ουσία της τέχνης είναι ακριβώς η απουσία απ` αυτήν κάθε εννοιολογικούεπιστημονικού περιεχομένου. Σύμφωνη με την παραπάνω – αρχική σε κάθε περίπτωση- αντίληψη του Πλάτωνα για την τέχνη, ως μιας ανθρώπινης ενέργειας χοικής, υλιστικής,

283


Κεφάλαιο IX ριζικά διάφορου στα λοιπά χαρακτηριστικά του με την συνολική αισθητική του Hegel). Τέλος, η φαινομενολογία του Husserl, διατήρησε, με διαφορετικό όμως τρόπο, την υποκειμενικότητα στην βίωση του ωραίου, με τον αποκλεισμό της υλιστικής ηδονής (αλλά όχι του συναισθήματος) ως αισθητικό του στοιχείο. Ταύτιση Κάλλους (Ωραίου) και Αρετής κι Αγαθού Από την ρήση του Πλάτωνα στον Φίληβο, «οι ιδιότητες του μέτρου και της συμμετρίας συνιστούν πάντοτε το κάλλος και την αρετή», προκύπτει η γνωστή ταύτιση της ιδέας του κάλλους (ωραίου) με την ιδέα του καλού και της αρετής, που συναίρονται στην «καλοκαγαθία», την ύψιστη αρετή που πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε άνθρωπο. Η λέξη «καλόν», συννώνυμη του ωραίου, δεν διακρινόταν σαφώς από το «αγαθόν» (ηθικόν, αρετή). Στην εποχή του Πλάτωνα δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί η «αισθητική» θεωρία της τέχνης με την σημερινή της έννοια, σύμφωνα με την οποία, το έργο τέχνης και το από αυτό αναγωγικά στην ψυχή του καλλιτέχνη και του θεατή έκφραση του ωραίου (αισθητικός ιδεαλισμός), υπάρχουν καθεαυτά και μόνο για τον σκοπό αυτό. Αντίθετα, στον νού και την ψυχή του αρχαίου Έλληνα της εποχής του Πλάτωνα, το αισθητηριακό ωραίο στο έργο τέχνης ανήγαγε την ψυχή στο Θείο που ταυτιζόταν με την Απόλυτη Αλήθεια, το Απόλυτο Ωραίο και την Αρετή. Το αισθητηριακό ωραίο (καλόν) στο έργο τέχνης ανήγαγε την ψυχή στην «μέθεξή» της με το πνευματικό αγαθό («καλόν καγαθόν») που ταυτιζόταν με το Ηθικό, με την Αρετή, την Αλήθεια και το Θείο. Το ωραίο είχε μια ηθικο-θρησκευτική έννοια κι όχι αισθητική, ως απλής καλολογίας (ωραιολογίας).

317


Κεφάλαιο IX γ) σε ένα συνδιαστικό των παραπάνω δύο επιπέδων αναφοράς της Ιδέας του Ωραίου, η κατάλληλη τέχνη είναι η Συμβολική, που συνδυάζει την Φόρμα του Συμβόλου και το εξ` αυτής γεννώμενο «νοηματοδοτικό περιεχόμενο».

Blue Nude, 1952 by Henri Matisse (1869-1954). G. Pompidou Centre, Paris.

323


Αισθητικές θεωρίες Η Ιδέα και η Μορφή, είναι οντολογικά ανεξάρτητες κι έξω του Νού, ο οποίος δεν τις δημιουργεί, αλλά τις «νοεί, ανακαλύπτει και θυμάται» (Ρεαλισμός) και τελικά τις «αποδίδει», τις «προβάλει» στα φυσικά αντικείμενα. Η Ψυχή είναι η Μορφή του Σώματος, Σώμα και Ψυχή δεν μπορούν να νοηθούν ως χωριστές νοητές οντότητες. Η άμορφη ύλη είναι «εν δυνάμει όν» και συνεπώς έχει «δυνάμει αξία όντος». Η Μορφή «ενσωματώνεται» στην ύλη (στο αντικείμενο) ως χαρακτηριστικό του γνώρισμα, συστατικό της ουσίας του και ανήκει οντολογικά σε αυτό, αν και πρωτογενώς ανήκει στον Νού (Αντικειμενικός Ιδεαλισμός του Αριστοτέλη), με την παραπάνω έννοια. Η Μορφή «Είναι» στο υλικό της αντικείμενο στην τελειότητά της σε σχέση με την Νοητή της μορφή. Η Πλατωνική Ιδέα αντίθετα, δεν ενώνεται ποτέ με την ύλη, δεν την μορφοποιεί, ούτε την εμψυχώνει, η Ψυχή είναι ξένη ως προς την ουσία της με το Σώμα και βρίσκει την ουσία της (η Ψυχή) μόνο έξω από το Σώμα, ενώ η ύλη είναι «μηόν», χωρίς καμία αξία όντος και χωρίς δυνατότητα τροπής της σε όν. Η Ιδέα όμως (όπως και η Μορφή) αποδίδεται κι εκφωνείται από τον Νού στο αντικείμενο, όχι ως «εξωτερική» αξία, όχι ως επιθετικός προσδιορισμός αυτού, αλλά ως «ουσία» του.

332


Αισθητικές θεωρίες (είναι) μόνο με την άρρηκτη σύζευξή της με την ύλη, την οποία μορφοποιεί κατά τον βαθμό της δεκτικότητάς της στην μορφοποίηση αυτή, ως «ουσία» πλέον (Αριστοτελική διχοστασία οντολογίας και γνωσιολογίας). Η Μορφή τελικά υπάρχει ως Αληθές ως «μορφοποιημένη ύλη», ως Φόρμα. Επομένως κατά τον Αριστοτέλη εάν θέλουμε να Φιλοσοφήσουμε επί της πραγματικότητας –κι όχι επί της Μεταφυσικής- αυτό είναι εφικτό μόνο δια των «ουσιών», ήτοι δια των Φορμών (υλοποιημένες Μορφές). Είναι σημαντικό να τονίσω ότι η Μορφή (ως εννοιολογικό περιεχόμενο) κατακτά το πλήρες εννοιολογικό της περιεχόμενο μόνο ως υλική Φόρμα, διότι η Μορφή δεν μπορεί να υπάρξει στην Κόσμο (και συνεπώς ως Φιλοσοφικό ενέργημα), παρά μόνο με την σύζευξή της στην συγκεκριμένη ύλη και στην συγκεκριμένη Φόρμα, όπως αυτή καθορίζεται από την ιδιαίτερη δεκτικότητας μορφοποίησης της ύλης. Αν και ο Αριστοτέλης δεν περιέγραψε το Ωραίο με τον τρόπο που θα κάνω εγώ αμέσως παρακάτω, θα το τολμήσω ως μια νοητική διεύρυνση της Αριστοτελικής οντολογίας. Εάν λοιπόν θεωρήσουμε την Μορφή του Ωραίου ως κενής υπερβατικού της (υλικού) περιεχομένου, ως νοητικής δηλαδή ουσίας που νοεί μόνον τον εαυτό της (όπως το απόλυτο πνεύμα στην οντολογία του Αριστοτέλη, που θα περιγράψω παρακάτω), συνεπώς ευρισκομένη πέραν της δυνατότητας γνώσεώς της, ο μόνος τρόπος ύπαρξής της είναι ως «ουσία» στον αισθητό κόσμο, δηλαδή ως σύζευξης Μορφής+ ύλης =ουσία, μιας «ουσίας» όμως που είναι μόνο μορφοποιημένη ύλη, αλλά χωρίς εννοιολογικό περιεχόμενο, δηλαδή ως μια «φόρμα». Μόλις περιέγραψα τον Καντιανό ορισμό του Ωραίου, ως εκείνο που υπάρχει «χωρίς έννοια, χωρίς σκοπό, αλλά με σκοπιμότητα»!

370


Κεφάλαιο IX ΙΙ) Η έννοια της Τέχνης στον Αριστοτέλη Η Τέχνη κατά τον Αριστοτέλη δεν είχε την σημερινή έννοια της αισθητής έκφρασης του ωραίου, το οποίο υπάρχει καθεαυτό, δηλαδή χωρίς άλλο σκοπό (μια Καντιανή θεωρία του ωραίου), αλλά η εικαστική, γλυπτική και «αρχιτεκτονική» Τέχνη, όπως την ορίζει στο Ηθικά Νικομάχεια, ταυτίζεται με την «τεχνική» κι ο «καλλιτέχνης» με τον «τεχνίτη» ο οποίος κατασκευάζει πράγματα («τα έργα τέχνης») για χρηστικούς, ή εκπαιδευτικούς και ηδονιστικούς λόγους. Επίσης στο έργο του Αριστοτέλη «περί ρητορικής», η τέχνη της ρητορικής έχει καθαρά χαρακτήρα πειθούς του ακροατηρίου ως προς την αλήθεια, είναι δηλαδή μια «φορμαλιστική» (με σύγχρονη ορολογία) αποκάλυψη της αλήθειας. Τέλος, στο έργο του «περί ποιητικής», ο Αριστοτέλης προτείνει την ποίηση, στην μορφή ιδιαίτερα της τραγωδίας, ως την τέχνη η οποία πλησιάζει περισσότερο με τις σημερινές απόψεις περί της τέχνης, ως έκφανσης του αισθητού ωραίου που υπάρχει καθεαυτό, Ο Αριστοτέλης ορίζει την τραγωδία ως την τέχνη η οποία δια «μιμήσεως πράξεων μεγάλων και τελείων» και με λόγο «ηδύ» προκαλεί στο θεατή, δια της πρόκλησης σε αυτόν «ελέου και φόβου», μια ψυχική καθαρτήριο ηδονή. Εδώ και πάλι ο «ηδύς λόγος» εκφράζει την «φόρμα» με την οποία η τραγωδία θα πετύχει την πλήρη έκφρασή της και θα «διδάξει» τα ηθικά και κοινωνικά της μηνύματα. Όλες τις παραπάνω μορφές «τέχνης» ο Αριστοτέλης τις διαφοροποιεί σαφώς τόσο από την επιστήμη, όσο και από της ηθική (ως του συστήματος ηθικών αρετών, για τους λόγους που θα εκθέσουμε παρακάτω) εκτός ίσως της

371


Αισθητικές θεωρίες Η Καντιανή Τέχνη αντίθετα, μετέχει της Ηθικής, αλλά στερείται οιουδήποτε «σκοπού βούλησης» (ηθικού ή άλλου). Σύμφωνα την Καντιανή Αισθητική : «ωραίο είναι το έργο τέχνης που υπάρχει χωρίς (επιστημονική) έννοια και χωρίς οποιοδήποτε σκοπό (χρηστικό, ηθικό, θρησκευτικό, εκπαιδευτικό)» !. Την ιδιότητα της Τέχνης ως λογικής ανθρώπινης ενέργειας χωρίς επιστημονικό (γνωσιολογικό) και χωρίς ηθικό περιεχόμενο, την εξέφρασε ο Αριστοτέλης και με την αποδοχή του της ρήσης του τραγικού ποιητή Αγάθωνος, σύμφωνα με την οποία «η τέχνη αγαπά την τύχην και η τύχη την τέχνη», την οποία μπορούμε να ερμηνεύσουμε ως εξής: «οι σκοποί, τόσο της Τέχνης όσο και της τύχης, βρίσκονται έξω από τις τελευταίες ως διεργασιών θεωρουμένων. Η Τέχνη και η τύχη διενεργούνται με τελικό σκοπό όχι την ευδαιμονία από την ενάρετη (με αγαθή προαίρεση) και μόνον ενάσκησή των, αλλά (οι σκοποί των) βρίσκονται αντίθετα, έξω από αυτές ως διεργασιών θεωρουμένων και μόνον στα τελικά πράγματα που προέρχονται από αυτές και τα οποία είναι ανεξάρτητα κι άσχετα των διεργασιών των καθεαυτών» (διεργασίες=το «γίγνεσθαι» της τέχνης και τύχης) (περισσότερα βλ. στο τέλος του κεφαλαίου τούτου).

378


Κεφάλαιο IX και «ιδεαλισμού», «ιδεαλιστών», ήτοι «κατασκευαστών νέο-πραγματικότητας», «μιμητών των ιδεών, δια της ενορατικής έμπνευσής των, παρά παθητικών μιμητών των φυσικών πραγμάτων», μια διχοστασία η οποία ίσως περατώθηκε με το τελευταίο κίνημα των «εμπειριστών» στο κίνημα του Impressionismus τον 19ο αιώνα. Είναι εκπληκτικό ότι η Ιδεαλιστική προσωπικότητα του Αριστοτέλη, τόσο στην οντολογία, γνωσιολογία και ηθική, αλλά και στην Τέχνη, μπόλιασε δημιουργικά την παγκόσμια αισθητική σκέψη για χιλιάδες χρόνια με την διχοστασία μεταξύ «αναπαραστατικής» και «ιδεαλιστικής» τέχνης, εκ των οποία η τελευταία άνθισε κι ανθίζει με την μορφή της αφηρημένης και εξπρεσιονιστικής τέχνης, ελευθερώνοντας τον άνθρωπο από τα δεσμά των αισθήσεών του και του πεπερασμένου αισθητού Κόσμου του.

Suprematism, Museum of Art, Krasnodar 1916, by Malevich (1879-1935).

385


Αισθητικές θεωρίες Ποιητική του Αριστοτέλη. Η λέξη «μίμηση» δεν σημαίνει την απλή αναπαραγωγή (αναπαράσταση) των πραγματικών ιστορικών γεγονότων, ή των αισθητηριακών εμπειριών μας, αλλά την ιδεαλιστική, καλλιτεχνική διάπλαση αυτών στην μορφή ενός ρεαλιστικού και καθαρτηρίου μύθου, που γεννήθηκε από την έμπνευση του καλλιτεχνικού πνεύματος, όπως αυτό εκφράζεται με τον Λόγο (διάνοια) αλλά και του επιθυμητικού (ορεκτικού) μέρους της ψυχής του καλλιτέχνη, υποταγμένου όμως στον Λόγο. Και για την …του κειμένου αναφέρω εδώ και την Πλατωνική άποψη για την «μίμηση» (στην ρητορική τέχνη όμως), σύμφωνα με την οποία: «μιμήσεως γαρ ήν, ως έφαμεν, ορθότης, εί το μιμηθέν όσον τε και οίον ήν αποτελοίτο», δηλαδή, η μίμηση είναι καλή εφ όσον απεργάζεται το πρωτότυπο κατά τον υλικό του σχηματισμό και κατά το ποιόν του» (Στέλιος Ράμφος, «Η μεταφυσική του κάλλους»). Αυτός είναι καθαρός Πλατωνικός Αισθητικός Ιδεαλισμός, πλήρης απόρριψη της αναπαραστατικής και παθητικής μίμησης, προς χάριν της «μίμησης της ιδέας», προς χάριν της ιδεαλιστικής δημιουργικής ρητορικής τέχνης και της τέχνης γενικότερα, μια άποψη που συνέχιση και ο Αριστοτέλης όπως ανέφερα και παραπάνω (βλ. και παρακάτω).

392


Κεφάλαιο IX Η Γένεση της Τραγωδίας κατά τον Αριστοτέλη Κατά τον Αριστοτέλη η ποίηση γεννήθηκε κατ αρχήν ως αυτοσχεδίασμα ικανών προς τούτο ανθρώπων που ονομάστηκαν «ποιηταί» από την λέξη «ποιείν», που είναι συνώνυμο του «δράν» (*) και σημαίνει «δημιουργώ ποιήματα», δηλαδή πεζό λόγο με μέτρο (με ρυθμό). Η ποίηση στην αρχαία Ελλάδα, δεν ήταν αναγκαστικά έμμετρη μορφή του λόγου. (*) ο Αριστοτέλης δεν ασπάζεται την γνώμη ότι η λέξη «δράμα» σημαίνει τα «δρώμενα» από «δρώντες», αλλά ταυτίζει την λέξη αυτή με το «ποιείν». Ο Αριστοτέλης δεν αποδέχεται την προέλευση της ποίησης από τις υπερφυσικές δυνάμεις και θεότητες των αρχαικών χρόνων, μένοντας έτσι απόλυτα συνεπής στον ανθρωποκεντρικό του ιδεαλισμό, αλλά την δέχεται (την ποίηση) ως μια φυσική ανθρώπινη ικανότητα. Σύμφωνα επίσης με τον Αριστοτέλη, τόσο η κωμωδία, όσο και η τραγωδία, προέρχονται από τα διθυραμβικά άσματα, τα οποία ήταν αρχαίοι φρυγικοί ύμνοι προς τιμή του Διονύσου, οι οποίοι ψάλλονταν στις φαλλικές εορτές κατά τις οποίες ομάδες μεθυσμένων περιφέρονταν με ομοιώματα τεράστιων φαλλών πειράζοντας τους περαστικούς, όπως γίνεται και σήμερα την Απόκρεω και από το σατυρικό δράμα. Αν και ο Αριστοτέλης δεν το αναφέρει ρητά, νομίζω ότι η τραγωδία ήταν η απόλυτα φυσική «εξέλιξη» της κωμωδίας, διότι στην ουσία η πρώτη είναι το άλλο πρόσωπο της δεύτερης. Ο άνθρωπος υμνώντας τον Διόνυσο ως τον Θεό της χαράς της γονιμότητας και της γέννησης, στην πραγματικότητα μεταμορφώνει σε τραγικό αυτοσαρκασμό την τραγικότητα της συνείδησης της θνητότητάς του. Οι μάσκες γέλιου που φορούσαν οι Διονυσιακά οργιάζοντες κάλυπταν τον πόνο

393


Κεφάλαιο IX ως κατάφαση, ευλογία και αποθέωση της ζωής. «Η τραγωδία δεν έχει σκοπό να διδάσκει την εγκατάλειψη της ζωής, ούτε για να διδάξει την ηθικότητα, ή για να εξαγνίζει τα συναισθήματα». Η τραγωδία – κι η τέχνη – έχει ως σκοπό την καλλιτεχνική-αισθητική-μεταφυσική μεταμόρφωση του κόσμου, «προς δόξαν της ζωής». «Η τέχνη μας παραστέκει για να μην μας συντρίψει η αλήθεια». Κι εδώ έγκειται η μεγάλη «μεταμορφωτική» δύναμη του καλλιτέχνη, ο οποίος διακατεχόμενος από Διονυσιακή μέθη κι έκσταση, την μεταμορφώνει δημιουργικά σε Τέχνη στα πρότυπα της τραγωδίας, δηλ. παρουσιάζοντας τον λυτρωτικά μεταμορφωμένο κόσμο όπως αυτός έχει δημιουργηθεί μέσα του. «Είμαι υπέρ των καλλιτεχνών περισσότερο από κάθε άλλο φιλόσοφο που έχει εμφανισθεί μέχρι τώρα». Το «ωραίο» στην Τέχνη με την έννοια που της δίνει ο Nietzsche, ως απεικόνισης της φοβερής αλήθειας της ζωής, αλλά και ως καλλιτεχνικής λυτρωτικής μεταμόρφωσης του κόσμου, παύει πλέον να είναι η αναπαράσταση της φύσης, η απεικόνιση της καλαισθησίας, της συμμετρίας και των αναλογιών της κλασικής τέχνης, ακόμα και της πρόκλησης συναισθημάτων (ρομαντική τέχνη). Το «ωραίο» της Τέχνης με την έννοια που της δίνει ο Nietzsche, ενσαρκώνεται μέσα από την επίτευξη της πνευματικής μεταμορφωτικής δύναμης της Τέχνης, η Τέχνη γίνεται μέσον κοινωνικού (όχι πολιτικού) προβληματισμού και σκέψεων. Η έννοια αυτή του «ωραίου» περιλαμβάνει και την απεικόνιση από την Τέχνη της ασχήμιας και δυσαρμονίας της ζωής, η αποκάλυψη των οποίων λειτουργεί λυτρωτικά στον άνθρωπο. Η εποχή της

397


Κεφάλαιο IX εκούσια πράξη, για τους Στωικούς, αρετή (ενάρετη ζωή) είναι η καταπολέμηση των αλόγων παθών με το «ηγεμονικόν», μια εσωτερική δύναμη του Λόγου, η οποία οδηγεί με τον τρόπο αυτό τον άνθρωπο στην «αταραξία, απάθεια, αυτάρκεια». Η αρετή, η εξ αυτής ευδαιμονία και πνευματική ηδονή για τους Στωικούς είναι μια «παθητικές ενέργειες», ήτοι δια της αποφυγής των παθών. Οι Επικούρειοι στέκονται στον αντίποδα του ιδεαλισμού των Στωικών, και σύμφωνα με τους οποίους (Επικούρειους) η γνώση δεν είναι η έννοια, η ιδέα, ή η μορφή, αλλά η αντίληψη των αισθητών, θεωρία που πλησιάζει την γνωσιολογία του Hume. Για τους Επικούρειους το ύψιστο αγαθό του ανθρώπου δεν είναι η αρετή, αλλά η ηδονή που ταυτίζεται με την ευδαιμονία η οποία πηγάζει από πολλές σωματικές απολαύσεις. Για τους Επικούρειους η αρετή υπάρχει μόνο ως μέσον για την επίτευξη της ηδονής! Όμως και η Επικούρειος αυτή ευδαιμονία και ηδονή οδηγούν κι αυτές στην αταραξία, διότι επιτυγχάνονται κυρίως με την αποφυγή του αντιθέτου της ηδονής, δηλαδή του πόνου και την αποφυγή της άκρατης πλεονεξίας, του πλούτου, της ικανοποίησης υπέρμετρων, υπερβολικών και πέραν των δυνατοτήτων μας επιθυμιών, οι οποίες πρέπει να είναι φρονίμως αμβλείες ώστε να αποφεύγεται η απογοήτευση και η εξ αυτής ψυχική ταραχή όταν αυτές δεν μπορέσουμε να τις ικανοποιήσουμε. Οι Επικούρειοι ήταν πολύ λιτοδίαιτοι. Βέβαια η ευδαιμονία και ηδονή επιτυγχάνονται και ενεργητικά, με την επιδίωξη σωματικών ηδονών και απολαύσεων, αλλά στο μέτρο που να μην θίγει την αταραξία και γαλήνη της ψυχής μας, ενώ αυτές πρέπει να είναι ήπιες και προσιτές ώστε να αποφεύγεται η ψυχική ταραχή και απογοήτευση όταν αυτές αποδειχτούν ανέφικτες.

409


Κεφάλαιο IX Η εξέλιξη του Στωικού Κόσμου ήταν «κυκλική» (όπως και η Πλατωνική ανθρώπινη εξέλιξη-μετενσάρκωση), ενώ του Αριστοτελικού «γραμμική κι ατελεύτητη». Η τέχνη των Στωικών είναι Ιδεαλιστική (το ωραίο βρίσκεται στο νού) Κλασική τέχνη, του μέτρου, της αρμονίας, της συμμετρίας, της τελειότητας. Η διαφορά Στωικών και Κυνικών Η διαφορά των Στωικών με τους προδρόμους των Κυνικούς (με εκπρόσωπο τον περίφημο Διογένη), έγκειται στην διαφορετική των ερμηνεία της έννοιας του «ζείν κατά φύσιν». Για τους Κυνικούς, το «κατά φύσιν ζείν» σημαίνει το να διάγεις κατά τα «ζωώδη ένστικτά σου», η ικανοποίηση των οποίων-χωρίς όσα έχει προσθέσει στην κοινωνία και ζωή ο πολιτισμός και ο Λόγος, είναι το «κατά φύσιν» για τους Κυνικούς. Για τους τελευταίους το να ζεί ο άνθρωπος όπως τα ζώα και να ικανοποιεί όπως αυτά τα ένστικτά του είναι το «κατά φύσιν ζείν» κάτι που φυσικά οι Στωικοί απορρίπτουν απόλυτα. Κατά τα άλλα και οι Κυνικοί, όπως και οι Στωικοί, συμφωνούν ότι η μόνη αρετή που οδηγεί στην ευδαιμονία του ανθρώπου συνίσταται στην λύτρωσή τους από κάθε «παρά φύσιν ανάγκη» του, ήτοι από κάθε ανέφικτη και πάνω από τις δυνάμεις μας επιθυμία, η ικανοποίηση της οποίας δεν εξαρτάται αποκλειστικά από εμάς και μόνο.

415


Πλωτίνος και Νεοπλατωνισμός Η υποκειμενικότητα της Πλωτινικής Ιδέας (με τον παραπάνω σημασία) προκύπτει όμως κι εξηγείται κι από τον προαναφερόμενο «κατακερματισμό» της Πλατωνικής Ιδέας από τον Πλωτίνο, σε τόσες μορφές όσες και τα φυσικά αντικείμενα στα οποία αυτή εκπραγματώνεται, ή σε τόσες μορφές όσες και οι ανθρώπινες ψυχές (συνειδήσεις) στις οποίες π.χ. η Ιδέα του Ανθρώπου φανερώνεται (υποστασιοποιείται) στον υπαρκτό φυσικό μας κόσμο. Αυτό επιτυγχάνεται με την θεώρηση όλων των ανθρωπίνων ψυχών και συνειδήσεων ως ένα «συνειδησιακό συγκύτιο», στο οποίο η ζωή και η εξάλειψη της κάθε ψυχής και συνείδησης –ως μελών του ζωικού συγκυτίου αυτούσυναρτάται αναγκαία και εκούσια από την ζωή, εξέλιξη και αλληλεπίδραση όλων των υπολοίπων, γεγονός που προσδίδει την ιδιότητα της παγκόσμιας αντικειμενικότητας στην κάθε Ιδέα (και του Ανθρώπου εν προκειμένω). Αυτή η συνεξέλιξη και της Ιδέας Ωραίου μέσα σε ένα παγκόσμιο πνευματικό και πολιτισμικό «συγκύτιο», η οποία προσδίδει στην Ιδέα του Ωραίου την διυποκειμενική αντικειμενικότητά της, αποτέλεσε και το ένα από τα a priori χαρακτηριστικά της Ιδέας του Ωραίου στον περίφημο Καντιανό ορισμό της, σύμφωνα με τον οποίο: «Ωραίο είναι το χωρίς έννοια, χωρίς σκοπό, αλλά με σκοπιμότητα, το οποίο αναγκαστικά αρέσει σε όλους» και για χάρη του οποίου ο Κant εισήγαγε την έννοια της «διυποκειμενικότητας». (βλ. και παραπάνω στο το κεφάλαιο: Η «υποκειμενικότητα» της Φιλοσοφίας και της Ιδέας στον Πλάτωνα).

443


Αισθητικές θεωρίες Υπέρλογου» κι όχι με την «νόηση της Μορφής του Λόγου», όπως θα πρότεινε ένας λογοκράτης φιλόσοφος, που θα ταύτιζε την αισθητική με την φιλοσοφία ως κατά Λόγον θεωρίας. Η Ωραιότητα στην Πλωτινική Μεταφυσική βρίσκεται μέσα στον άνθρωπο κι όχι εκτός αυτού κι εντός του Πλατωνικού Κόσμου των Ιδεών, όπως αντίθετα πρότεινε ο Πλάτων. Το «γνώθι σεαυτόν» για τον Πλωτίνο συνιστά μια προτροπή για αισθητική ευτυχία η οποία βρίσκεται εντός μας. Για τον Πλωτίνο ο άνθρωπος είναι Πηγή του Ωραίου. Ο Πλωτίνος είναι, για τον λόγο αυτόν, ο πρώτος Αισθητικός Υπαρξιστής. Το Πλωτινικό Ωραίο ως ψυχική θέαση του «είδους» και της «Μορφής της Μορφής» (του Ενός) και μάλιστα ως εκστατική ενόραση της «Μορφής του Υπέρλογου», αποξενώνει εντελώς την Ιδέα του Ωραίου από την υλική ομορφιά του έργου τέχνης, όπως η τελευταία είχε κλασικά οριστεί από τους Στωικούς ως αρμονία, αναλογία και συμμετρία, εκφράζουσα έτσι τα ιδανικά της κλασικής τέχνης. Και τούτοι διότι, οι Στωικές αυτές ιδιότητες του Ωραίου είναι ιδιότητες της ύλης κι όχι ιδιότητες του άμορφου κι ανεικονικού πνεύματος, του οποίου η ωραιότητα ενυπάρχει στην άυλη λειτουργική του έκφραση ως «ενεργεία όντος» (Ιδέας), όπως αυτή εκφαίνεται κι εκδηλώνεται ωσάν Πλωτίνεια «νοητή ύλη» («είδοςΜορφή» κατά τον Αριστοτελικό ορισμό του) και ωσάν Ιδέα της Απόλυτης Ωραιότητας. Η Πλωτίνεια Αισθητική είναι ο ανεικονικός εξπρεσιονισμός ! Στο σημείο αυτό θα περιγράψω την έννοια της «εικόνας» στην Πλωτινική Αισθητική, η οποία άλλωστε αποτέλεσε και την θεμελειώδη έννοια της Χριστιανικής εικονολατρίας για τόσους αιώνες.

450


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.