1
2
Γάμα το ίματζ. Έχω και καρδιά.
3
Το βιβλίο “Γάμα το ίματζ, έχω και καρδιά” του Ανδρέα Γιαννόπουλου, κυκλοφορεί ελεύθερο από πνευματικά δικαιώματα.
4
Ανδρέας Γιαννόπουλος
Γάμα το Ίματζ. Έχω και καρδιά.
Αθήνα 2016 5
6
Στην Βερονίκη,
7
8
Εισαγωγή Charles Bukowski "Born into this” Documentary Συνέντευξη για την γερμανική έκδοση του Κοσμοπόλιταν. (1983) Δημοσιογράφος: Ποια ήταν η πρώτη σου γυναίκα; Τσαρλς Μπουκόφσκι: Ήταν εκείνη η πόρνη των 150 κιλών. Δ. : Χριστέ μου! Μπ. : Ήμουν 24 χρονών, όταν πρωτοπήδηξα. Δ. : Αλήθεια; Μπ. : Δεν ήμουν ομορφόπαιδο, δεν είχα λεφτά, ήμουν ένα κοπρόσκυλο. Δ. : Ναι! 24 χρονών; 9
Μπ. : Συγνώμη! Δεν πήγα στον χορό αποφοίτησης και τέτοια. Ήμουν παρίας. Έτσι γνώρισα αυτή την γυναίκα σε ένα μπαρ. Φαινόταν να με συμπαθεί, η πρώτη γυναίκα που με συμπάθησε ποτέ. Ήταν χοντρή, αλλά ήταν γυναίκα. Τι διάολο; Ήμουν μεθυσμένος, κι αυτή ήταν μεθυσμένη. Ήπιαμε την μπύρα μας και ξεκινήσαμε. Και προσπαθούσα και προσπαθούσα, γιατί ήθελα να αποδείξω..., ξέρεις..., πως είμαι άντρας για πρώτη φορά. Πραγματικά προσπάθησα. Και σκέφτηκα, “αν αυτό είναι το σεξ, τότε είναι μια μαλακία. Γι' αυτό το πράγμα συζητούν όλοι στα αποδυτήρια στο σχολείο”; Τελικά δεν ξέρω αν τα κατάφερα. Μάλλον, ναι. Τέλος πάντων, ξυπνάω κι αυτή ροχαλίζει..., βλέποντας αυτό το τεράστιο κήτος να κοιμάται δίπλα μου..., κι έχοντας σπάσει δύο από τα 10
πόδια του κρεβατιού. Ήταν σα να ήμασταν σε λόφο, έτσι όπως είχε πάρει κλίση το κρεβάτι..., και..., μετά..., ξέρεις..., έψαξα στο παντελόνι μου και το πορτοφόλι μου, έλειπε. “Καριόλα, παλιοπουτάνα, μου πήρες το πορτοφόλι”. Μου απάντησε, “όχι, όχι, δεν το πήρα”. “Τσακίσου από εδώ παλιοπουτάνα! Στο μουνί σου το έβαλες; Έχεις τόσο χώρο εκεί”! Ήταν ο καιρός, που είχα μάθει να μιλάω, έτσι. Και καθώς έδενα τα πόδια του κρεβατιού, έπιασα κάτι πάνω στο χαλί..., που ήταν το πορτοφόλι μου. Σκέφτηκα, το κακόμοιρο το κορίτσι. Ένιωσα απαίσια, ξέρεις. Ξέχνα την εικόνα μου, έχω και καρδιά. 11
Μπορεί να μην έλεγε και πολλά, αλλά την αδίκησα. Κι έτρεξα στο μπαρ, που την είχα γνωρίσει..., προφανώς είχε μεταφέρει το γεγονός στον μπάρμαν..., γιατί έφτασα και τον ρώτησα..., “είναι η Μαρί, εδώ”; ..., αυτός μου απάντησε..., “δε μπορούμε να σε σερβίρουμε”.
12
Ποιήματα και Πεζά
13
Ποιήματα. Η ευτυχία να είσαι άσχημος.
Hey you fucking tourist. Shame on you driving by without stopping paying to see my pain.
14
Ζω σε ένα περιβάλλον. που δεν είναι πραγματικό. Πρέπει να ‘μαι πάντα μεθυσμένος. Για να δέσω, τα κορδόνια μου. Έτσι γράφεται η πραγματικότητα μου. Ένα κουνούπι, που κάθεται πάνω στον φίλο μου τον Ντίλαν, ξέρω πως δεν θα τον ρουφήξει γιατί είναι από χαρτί, κι ας έχει αίμα. Ο άλλος ο Τζιμ; Τον βλέπεις; Προσπαθεί να σκοτώσει αυτό το κουνούπι. Είναι βραδιές που παίρνω τα χαρτιά και τα μολύβια μου. και σκαρφαλώνω στο νεροχύτη, 15
σα βολεύομαι, να πιάσω λίγο φως απ΄το φωταγωγό, μακριά από τις φωνές τους. Κι είναι μέρες που δεν κουνιέται φύλλο. Κοιμάμαι γυμνός, σα να ‘μαι μόνος.
16
1. Από την ποίησή μου. 2. Κι εσύ εμένα. 3. Μια μπύρα ακόμα, και σας παίρνω όλους. 4. Ο Ξένος. 5. Καλά είμαστε. 6. Από την <Από - ρ - Ριψη>, στην Ρίψη - Από. 7. 11 κόκκινα τριαντάφυλλα. 8. Εγώ πότε θα σε βλέπω; 9. Κι ήρθε ο τεχνικός, κι είπε..., "Ρε..., ένα σκιάχτρο, μ’ ένα τηλέφωνο στο χέρι". 10. Λυμένα – Άλυτα. 11. Πως να ποντάρεις απ’ τα χαμένα; 12. Γκουέρνικα. 13. Ρε μπαγάσες! 14. Καθ'ειρωνεία και κατά προσομοίωση. 15. Με τις γάζες, μου αρέσεις περισσότερο - γι' αυτό λέω να σε ξανασκοτώσω. 17
16. Χρόνια μετά, μου άρεσαν και τα προκαταρκτικά. 17. Τι μου θυμίζει. 18. Ροκ σημαίνει, μακριά απ'τους γονείς σου. Ροκ, όπως πέτρα που ρίχνεις πίσω σου. 19. Καταστρεμενάκια. 20. Ωχ. 21. Σκάσ΄το. 22. Ειρήνη, θα σε χρησιμοποιήσουν εναντίον μου, γιατί σε θέλω. 23. Έτσι που λες. 24. Άπαξ. 25. Τι ξεχάσαμε, μωρό μου; Τα προφυλακτικά ή την προφύλαξη; 26. Άσ’το να καθίσει, και θα γίνει πετρέλαιο. 27. Ο μικρός τρώει απ’ τον μεγάλο. 28. Δεν πίνω Γκίνες, γι’ αυτό δεν μετράω. 18
29. I’m the Lizard King. I can do Anything 30. Δευτέρα παρουσία OST. 31. Στην Ε. 32. Όταν η μουσική τελειώσει, σβήσε τα φώτα. 33. Φύλακας Άγγελος ο Ποιητής. 34. Ι don't have a drinking problem, except when i can't get a drink. 35. Λιώνοντας μόνος. 36. Αυτό είναι + δεν είναι ένα ακόμα οργισμένο ποιηματάκι. 37. Jack in the box. 38. Στον αφρό. 39. Βόρεια του ανύπαρκτου Βορρά. 40. Αγενής. ( αυτός που μένει μόνος ) 41. Σκέτος. 42. Πουλί χωρίς φτερά. 43. Δεκέμβρης δίχως κρύο. 44. Απόμεινε. 19
45. Bar - bar. 46. Φόρμα στους 180. 47. Αν θες να χτηπήσει το τηλέφωνο, μπες για μπάνιο. 48. Συγνώμη..., μπορείτε να με πληγώσετε γιατί κλεινουμε; 49. Απεταξάμην τον Βάρναλη. 50. Sweet Μery Jane.
Ό,τι έχεις γράψει, το ΄χεις πρώτα πει, κι αν κάτι έχει ξεφύγει, στην πρώτη θα σου βγεί. 20
Πεζά. Και τι πιστεύεις πως ήταν πάντοτε η αγάπη; Λίγο μίσος, παραπάνω.
get your hugs, stay off the drug, be smart, don’ t start
21
1. Taste your taste in. 2. Τζόννι και Μαίρη 3. Losing my GoGo. 4. "Θεό ή θνητό, τιμά κανείς αυτόν που θέλει." 5. The Pet Shop 6. Spanish Caravan / Caravel. 7. Ρέκβιεμ μακριά από απολυτήρια. 8. With no lovin' in our souls and no money in our coats. Angie, Angie. 9. Sticky Fingers 10. Η αυτοκτονία είναι επιλογή.
22
1.
Από την ποίησή μου.
Έξω, οι κριτικοί, οι ακαδημαϊκοί και τα προφεσόρια. Έξω, οι αστυνομικοί, οι στολές - αν δεν είν' για σεξ, οι μαμάδες, οι μπαμπάδες, οι ανοργασμικοί. Έξω, οι νηφάλιοι, οι τακτικοί κι οι μέτριοι. Έξω, οι ξεκαύλωτοι, τα αξύριστα μουνάκια, τα παράσημα. Έξω, οι καλοκαιρινές διακοπές ό,τι δεν μοιράζεται, και το ίσως. Έξω, οι οθόνες, οι κανόνες, οι φόρμες και οι γόμες, μωρό μου. 23
Έξω, οι νοθευμένοι, οι παρατημένοι, οι θρησκόληπτοι, οι αρρωστημένοι. Έξω, τα ατσαλάκωτα ρούχα, τα γυαλισμένα παπούτσια, και εκείνα τα χτενίσματα. Έξω, οι οκνηροί, οι δούλοι, οι προδότες, οι ρουφιάνοι, οι νεκροί, κι αν ξέχασα κανέναν, να πάει να γαμηθεί.
24
2.
Κι εσύ, εμένα.
Ε, καμιά φορά, λέω πως θα αργήσω μετά τη δουλειά. Πως, - κάτι μου ΄τυχε και "γεια χαρά". Καμιά φορά, κλείνω το τηλέφωνο, τα παράθυρα, κι ακόμα κι από μένα φεύγω. Κατεβαίνω κάτω, βρίσκω τη μαϊμού μου...: "Έϊ, δικέ μου, πως πάει"; - Όπως τα βλέπεις. Τίποτα δε μας λείπει, τίποτα δε μας βλάπτει. "Άσε με να ξεκουραστώ λίγο. Μη με 25
ρωτήσεις για πάνω". Ίσως μια μέρα, με καταλάβουν, και να ΄ναι εκεί όταν γυρίσω. Απειλητικά να με κοιτάξουν και να πουν...: - Σα μουσείο, είσαι ρε καριόλη. Σα μουσείο. "Αλλά μην ανησυχείς φιλαράκι. Όπως ο Μπουκόφσκι είχε ένα μπλε πουλί, έτσι κι εγώ έχω εσένα, κι εσύ, εμένα”.
26
3.
Μια μπύρα ακόμα, και σας παίρνω όλους.
Κάποτε, που και που και δηλαδή. Σήμερα – ξες - καταλαβαίνεις. Ε, το 'χουμε πει. Σκέφτομαι, μετρώντας το θάνατο, αναλογιζόμενος τις μέρες και τα έργα μου, τα άδεια παλάτια και τις τρύπιες μου μπότες, πως..., θα τα χάριζα όλα, μπροστά του. Θα ΄λεγα δεν σε αντέχω γιατί έζησα τόσα. 27
Μα πως να του χαρίσω, αφού δεν είν΄δικός μου. Μα πως να του χαρίσω, αφού δεν έχω ζήσει.
28
4. Ο Ξένος. Με γνωρίζω απ΄τη μυρωδιά μου, και μόνο. Ξυπνώ, τραβώντας μια γερή τζούρα απ' τα ρουθούνια, με κολλημένη τη μύτη, στη μασχάλη. Φοράω ακόμα τις παλιές μου - βρωμερές μπότες, που το δέρμα τους - έχει πιει ιδρώτα τόσων χρόνων. Η κάλτσα - είναι κάτι που καθαρίζεται. Εγώ, είμαι κάτι που πλένεται. Μέσα στον κόσμο όμως, που νιώθω μόνος, που είμαι ξένος, επιδεικνύω - με αλήτικο σταυροπόδι, πως μυρίζουν - τα πόδια μου. 29
Καμιά φορά, αφήνω μια απ' τις συνεχόμενες γουλιές μπύρας, να τρέξει από το μούσι στο παντελόνι μου. Παίρνω την μυρωδιά του καυσαερίου, του λεωφορείου, του καπνού, της μπάρας και της χολέρας του δρόμου, πάνω μου και κοιμάμαι με αυτήν, για να γνωριστούμε. Και να μην νιώθω, ξένος, μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Ακουστικός κι οπτικός, ίσως να 'ναι, κάποιος που φέρει ταυτότητα. Μυριστικός, αυτός που όσο περισσότερο λείπει στον εαυτό του, τόσο, 30
τόσες, μέρες μένει άπλυτος. Η κάθαρση έχει καθυστέρηση. Το κοινό φωνάζει: "κι άλλο - κι άλλο - κι άλλο" αντί να ζητά "το ίδιο - το ίδιο - το ίδιο". Δεν θα ρυθμίσω το ξυπνητήρι. Ποιος να μ' αντέξει, αν δεν μπορώ εγώ; Ξένος για τους άλλους, αλλά όχι από μένα. Βρωμάει η τσάντα μου, τα τετράδια μου, σα κάποιου - ξένου και ιδρώνουν οι παλάμες μου. Όπως αγνοώ το αποσμητικό, και κάθε καλλυντικό, έτσι και λούζομαι μια φορά την εβδομάδα. Περιμένω την τρίτη μέρα μετά, να κολλήσουν μες στο λάδι τους στο πλάι, κι έτσι να μείνουν, να βαρύνουν μέχρι την έβδομη. 31
5.
Καλά είμαστε.
Σταμάτησε να έχει αξία, αυτός - αυτή που είσαι. Θα 'χει αξία, αυτό που κάνεις; - Ένα Μάλμπορο μαλακό κι ένα κουτί προφυλακτικά. Πιστεύουμε μόνο τα ασήμαντα. Μήπως, χαμπαριάζει κανείς πως την βγάζει; - Ρομπούστα ή Βραζιλιάνικο χαρμάνι, κύριε; Μετά το δημοψήφισμα κι ίσως, μέχρι και σήμερα, κάποιοι από μας, να πιστεύουμε ακόμα πως είμαστε κερδισμένοι, ε; Κι ας μην ψηφίσαμε. Τα τζιτζίκια ξαπλωμένα. 32
Τα μυρμήγκια στη σειρά. - Πάρτε το ντεκουστασιόν κύριε. Πάρτε το σας λέω. Πρέπει να ποτίσω τα φυτά. Κοιτώ το κενό. Είναι μικρότερο από όσο μου αναλογεί. Ανάβω το τσιγάρο. - Μαλαγουζιά σε ποτήρι. Σε φιάλη. Σε μισοφίαλο. Σε καράφα. Σε κανάτα. Στη γόβα της γκόμενας σου. Μαλαγουζιά στο φούρνο γκρατινέ. Στην κατσαρόλα σιγομαγειρεμένη. Στη χύτρα με τους χυμούς της. Στη γάστρα με τα κοτσάνια. Νιώθω πως ήμασταν έτοιμοι για τα μνημόνια. Δεν έχει αλλάξει τίποτα μέσα σε αυτά τα 5 χρόνια. Ούτε θα αλλάξει στα επόμενα. Ο πόλεμος έχει χαθεί, κι ας νιώθουμε κερδισμένοι. 33
αφού δεν παραταχθήκαμε ποτέ. - Το ξέρει ο μπαμπάς σου, οτι είσαι εδώ; Φουλ πρόγραμμα, 100 ευρώ. Χίλιες φορές, θα προτιμούσα να πεθαίναμε και ρε διάολε να ΄χε κάποια αξία. Αφού, ούτως ή άλλως πηδάμε από τα μπαλκόνια ή την αστράφτουμε με την κυνηγετική. - Το εισιτήριο σας παρακαλώ. Κι ας έκανα εγώ την αρχή. Ο αυτοπυρπολισμός είναι ένα όπλο στα χέρια μας, το οποίο δεν μπορούν να αποκρούσουν. Και δεν προτείνω να καούν οι πιο απελπισμένοι. Πρώτοι. Ούτε οι πιο θαρραλέοι. - Σοκολάτα μόνο. Αφού τα ξέρεις. Έχει ξεραθεί ο τόπος. Αλλά σοκολάτα..., όση 34
θες. Στο κάθε "γκρουπ θέραπυ", έμενα πες..., από 3 έως 4 συνεδρίες. Η γραμματέας, μου ανακοίνωνε την επόμενη εβδομάδα πως ..., - Η ομαδική, πρέπει να καταλάβεις πως, είναι "δουλειά" που έχεις να κάνεις με όλους. Κι όχι να μιλάς συνέχεια, θεωρώντας πως το δικό σου πρόβλημα είναι σημαντικότερο. Κι έφτασε η μέρα που, στην αίθουσα αναμονής βρέθηκα με ακόμα πέντε παιδιά. Να περιμένουν όπως κι εγώ, ένα "γκρουπάκι" να τους δεχτεί. Να μιλήσουν. - Λυπάμαι πάρα πολύ παιδιά. Δεν υπάρχει καμία "ομάδα" για σας. Ξεκινήσαμε να συστηνόμαστε. Θα μπορούσες να πεις πως, κατά ένα 35
γαμημένο λόγο, μοιάζουμε. Κάναμε φασαρία. Χτυπούσε ο ένας την πλάτη του άλλου. "Καλά, είμαστε". - Σίγουρα είστε καλά; Μας 'δωσαν και μια αίθουσα. Ολόκληρη δική μας. Πριν μπούμε αναρωτηθήκαμε ποιος θα μιλά, ποιος θα δίνει το λόγο. "Έχουμε πρόβλημα, εμείς, ε; Δεν το κλείνουμε καθόλου". Και τελικά, αποφασίσαμε να μη μιλά κανείς. Και μέσα στη σιωπή τα λέμε όλα.
36
6. Από την <Από - ρ - Ριψη>, στην Ρίψη - Από. Το να προκαλείς ή ακόμα καλύτερα, το να προσκαλείς τον θάνατο, είναι ένα από τα είδη επικοινωνίας που έχουμε για να εξερευνούμε τις όποιες εμπειρίες μπορούμε να βιώσουμε σε αυτό το πέρασμα. Εννιά φορές στις δέκα, αν το θες στατιστικά, τα ποτήρια θα γεμίσουν στο κάλεσμα Του, και δεν θα ευχηθεί κανείς 37
"στην υγειά μας". Σ' αυτές τις συναντήσεις λοιπόν, μέχρι το τέταρτο πες, πέμπτο ποτήρι θα λες..., "Σε κάλεσα, για να μιλήσω σε κάποιον που δεν είναι από εδώ". Μετά το έκτο..., "Μαλακίες, ξέρεις..., ξέρω πως είσαι δικός μας. Αλλά πες..., είναι καλύτερα εκεί από ότι εδώ; Δεν σου προσφέρω την φιλία μου, δεν σε κερνώ, για να σε εξαγοράσω. Μα αν μεθύσεις πες μου..., Θα έρθεις κι όταν δεν θα ΄ναι για πιοτό; Μπορώ να ανακατευτώ στη δουλειά σου; Πες, ότι βουτάω απ' το μπαλκόνι, ρε αδερφέ Θα τρέξεις....;" 38
7. 11 κόκκινα τριαντάφυλλα. Αδειάζει το δωμάτιο. Η πολυκατοικία. Ο δρόμος. Αδειάζει το πακέτο. "Ωραία..., μια βόλτα μέχρι το περίπτερο είναι καλή ιδέα". Αδειάζουν οι τσέπες. Τα πνευμόνια. Κι έρχεται η στιγμή που, στον καθρέφτη του ασανσέρ, αναγνωρίζεις τον εαυτό σου. "Μπαμπά μην τρέχεις, μπορώ να σκοτωθώ και μόνος. Μπαμπά μην τρέχεις, υπάρχει κι άλλος δρόμος". Η πείνα είναι καταστροφική και βλαβερή 39
για το μυαλό. Ποτέ για το στομάχι. Βέβαια..., το παγωτό είναι στην κατάψυξη. Όμως, όσο υπακούς τον διάολο να λέει..., "Πρώτα το φαΐ σου..., και μετά το γλυκό", ή "Μην το ανοίξεις τώρα..., την Πρωτοχρονιά", ή "15 χιλιάδες και μια...." Τότε, απλά για ό,τι κι αν πεινάσεις στο μέλλον, δε θα ΄χεις την λαχτάρα να χορτάσεις. Ιδέα δε θα ΄χεις. Όπως κι όταν είσαι χορτάτος, ε; Όποια μπύρα κι αν σου φέρουν, θα την πιεις. Όποια κοπέλα σε κοιτάξει, 40
θα κάνεις τον ωραίο. Όποιος, σου χτυπήσει την πόρτα, θα ανοίξεις. Αυτός είναι ένας πολύ ρομαντικός τρόπος, να διατυπώσω την αίσθηση που μου αφήνει η Μαρία, όπως επίσης, κι η ιδανικότερη περιγραφή που θα μπορούσα να δώσω για αυτά που μας συμβαίνουν, ρε. Δεν θυμάμαι πότε, το έγραψα, το γράφω, θα γράψω αυτό το ποίημα. Θυμάμαι πως να φτιάχνω το ποτό της. Πως είναι πριν, και πως μετά το δεύτερο μπουκάλι. Το πρώτο μας μεθύσι. Το δεύτερο. Το όγδοο. 41
8. Εγώ πότε θα σε βλέπω; Από το καστράκι του ο καθένας, βρίζει τον άλλο, δεν τον υπολογίζει. Μέχρι που απαγορεύτηκε, η κυκλοφορία στους δρόμους, στα μπαρ και στο καστράκι του κρύφτηκε ο καθένας. Να συνεχίζει να βρίζει και να μειώνει τον άλλο, ανόνιμα και φανερά. Ξέρεις, μέσα σε ένα καστράκι - μπορούν καμιά φορά αν ακούσεις "σ άγαπώ δικός σου για πάντα " και τέτοια, 42
να χωρέσουν και δύο. Αυτό που επίσης ονομάζουμε "ένα ακόμα βασίλειο στην οικουμένη που αμφότεροι οι αντίπαλοι είναι χαμένοι". Στην αρχή κάποιοι φοβήθηκαν βγαίναν στην οθόνη τους, τρομαγμένοι μα παίρναν κουράγιο, από τους άλλους, ακούγοντας τους να λένε πως, "τόσο καιρό τις ανασφάλειες μου, τις φόρτωνα σε αυτόν. Τι φταίω εγώ κι αν δεν μιλούσε; " " ναι ναι έχεις απόλυτο δίκιο. Ο σιωπών συναινεί - έχουμε πει". Κι από το καστράκι του ακόμα και σήμερα, δέκα χρόνια απ' την τελευταία φορά, που ένιωσε δίπλα του, την ζεστασιά ενός ανθρώπου, δέκα χρόνια από την απαγόρευση 43
δέκα χρόνια στο γκέττο, του αποχωρισμού και της απώλειας ακόμα βρίζουμε εναποθέτουμε ευθύνες στο παρακαταθηκών των δακρύων ακούμε led zeppelin και σπάμε πράγματα. Βγαίνουμε ακόμα στην οθόνη μας να δούμε, τι τιμές έπιασε απόψε, η μετοχή του Τίποτα μας. Ποίος κέρδισε απόψε και ποιον, τον καίνε. Για μένα μην φοβάσαι μωρό μου, είμαι από αυτούς που αφήνουν μηνύματα. Αν με βρουν αύριο νεκρό θα καταλάβουν. Έχω να ξες καινούρια τείχη 44
και περιμένω πολιορκητικούς κριούς να δοκιμάσω τις αντοχές μου. Επαναλαμβάνομαι μια καρδιά έχουμε. Ακόμα και δέκα χρόνια μετά, ποίος θα την καίει;
45
9. Κι ήρθε ο τεχνικός, κι είπε..., "Ρε..., ένα σκιάχτρο, μ’ ένα τηλέφωνο στο χέρι". Θα σου τηλεφωνήσω σε πέντε λεπτά. Όσο χρόνο χρειάζεσαι για να κατουρήσεις να πάρεις μπύρα και χαρτομάντιλα. Θα σε καθησυχάσω. Θα σου πω φιλοσοφικά, πόσο μαλάκας είμαι. Θα γελάσω. Αύριο, πρέπει κι οι δυο να καλέσουμε τον τεχνικό. Δεν γίνεται γαμώ το Χριστό να φτάνουν μόνο τα δάκρυα σου μέχρι εδώ, αλλά όχι ο πόνος μου μέχρι εκεί. 46
Αλλά τι διάολο; Γιατί σκάω; Ούτως ή άλλως, μας προστατεύει η απόσταση, ε; Τι διάολο; Φοράω ακόμα τα ίδια σκισμένα ρούχα. Τι διάολο; Με κάρφωσαν τα ντριν και τα ντρον και δεν ξέρω. Τι διάολο; Τα άχυρα δε λιώνουν. Τι διάολο; Μ' ακούς; Δεν μ΄αρέσει καμία λέξη από όσες λες. Κι ούτε σε καταλαβαίνω.
47
10.
Λυμένα – Άλυτα.
Είμαι το καλώδιο του τηλεφώνου Σου. Είμαι τα θραύσματα που ούτε, απόψε. Είμαι τα χάπια που δεν, λειτουργούν. Είμαι στο πριν, στο τώρα Μετά. Μετά, ακούω όλες τις καρδιές μέσα, μου. Είμαι η λύπη, σου. Είμαι κάτι που ξετυλίγεται, και είμαι το συγχωροχάρτι, μας. 48
Είμαι η κουβέντα - η κανονική. Είμαι το γέλιο, σου. Είμαι αυτό που, λες. Είμαι αυτός που, ακούει. Είμαι αυτός με τις πολλές, καρδιές. Κάθε μου όργανο έχει κι από Μία.
49
11.
Πως να ποντάρεις απ’ τα χαμένα;
Η συχρονικότητα, με όποιους φακούς κι αν την δεις, δεν παραμορφώνεται. Σε κοίταξε την στιγμή που κι εσύ γύρισες προς αυτή. Τίποτα παραπάνω. Χαμένοι από χέρι. Κολ. Τα χαμόγελα, τα φιλιά, τα μεθύσια, τα ξενύχτια, κι όσα, αντικαταθλιπτικά, δεν σε φέραν πιο κοντά, της, απ' όσο, 50
έφτασες, όταν έφυγες. Κολ. Όσα πήρε ο χρόνος, χάρισμα του. Φτάνει που, ποτέ, κανείς, κατεργάρης, δεν αποχωρίστηκε τον πάγκο του. Φτάνει που, πάντα, όλη, η αλήθεια, μένει με τις αμφιβολίες. Κι άσε κάτω τους φακούς. Ούτε η αλήθεια παραμορφώνεται. Τίποτα δεν έμαθες; 51
12.
Γκουέρνικα.
Από την μια, θα ΄θελα να αλλάξουν όλα αύριο. Να έχω δύο γλάστρες στο μπαλκόνι. Νόμιμα. Να φτιάχνω το τσάι και το κέικ μου. Να κατεβαίνει κι ο Θεός..., να με ρωτά, " Ωραίο. Εσύ το έφτιαξες"; Και να του απαντώ..., " Όχι δικέ μου. Εσύ το έφτιαξες". Να βλέπω τους δικούς μου, να γιατρεύονται με αυτό. Τα παιδιά μας, να μεγαλώνουν με αυτό. Κι από την άλλη, δεν θα ΄θελα να γεράσω μέχρι να αλλάξουν. Καταλαβαίνεις. 52
Οι γλάστρες να ΄ναι πιο γέρικες κι από μένα. Νόμιμα. Να μου φτιάχνουν άλλοι, το τσάι, το κέικ το τσιγάρο. Και να λέω στα εγγόνια μου, πως, "Στην εποχή μου, ούτε στο τηλέφωνο δεν μιλούσαμε γι΄αυτό. Οι μπάτσοι το ζύγιζαν με την τζιβάνα. Κρυβόμασταν σε καμιά γωνιά. Το πληρώναμε ακριβά". Και να μου λένε..., " Ωραίο πράμα παππού. Σε κάνει και λες τις ίδιες μαλακίες. Ακούς εκεί..., λέει..., δεν μπορούσαν να καπνίσουν ελεύθερα. Τι φοβόσασταν; Τους φόβους τους;" 53
13. Ρε μπαγάσες! Δεν είναι ακόμα μια θεωρία συνωμοσίας. Ούτε, την κρατούν κρυφή. Στέλνουν εκεί πάνω, τα πιο δυνατά μυαλά. Για δύο, πες τρεις μήνες. Δεν έχουν να ανησυχούν για λογαριασμούς, δεν πιάνουν τιμόνι, ..., είναι απλά πειραματόζωα. Τα βιβλία και τα περιοδικά, μας είπαν πως, οι έρευνες στον διεθνή διαστημικό σταθμό, γίνονται για να, εξετάσουμε, κατά πόσο, είναι πιθανή, 54
η ζωή, σε κάποιον κοντινό πλανήτη. Δηλαδή στη Γη. Όπου υπάρχει νερό..., αλλά το χύνουμε. "Χμ..., ας τους βάλουμε να πίνουν τα ούρα τους". Υπάρχει οξυγόνο..., αλλά το βρομίζουμε. "Χμ..., ας τους βάλουμε ένα μετρητή να φοβούνται". Υπάρχει τροφή..., αλλά την αφήνουμε να σαπίζει. "Χμ..., ούτε να καταπιούν, δεν μπορούν". Υπάρχει δουλειά..., αλλά είναι για δούλους. "Χμ..., πέτα τους έξω με τα ματζαφλάρια. Για έναν ωραίο περίπατο. Η εργασία απελευθερώνει". Υπάρχει αγάπη..., αλλά τη βιάζουμε. "Χμ..., να στείλουμε πρώτους τους Αμερικανούς και τους Ρώσους". 55
Υπάρχει έρωτας..., αλλά τον θάβουμε. "Χμ..., δεν πρόκειται να βρουν κανένα Θεό εκεί πάνω". Τα αποτελέσματα είναι γνωστά, εδώ κι αιώνες. Το καθημερινό θέατρο,που παίζεται, πάνω από τα κεφάλια μας, δεκαέξι φορές την ημέρα, είναι μοναχά, μια υπενθύμιση πως, ακόμα κι αν βρήκαμε ένα τόπο για να "ζήσουμε", δεν βρήκαμε ποτέ κανένα τρόπο. Ποιος ανέλαβε ποτέ, την ευθύνη του; Ποιος μοιράστηκε; Ποιος είπε τέλος πάντων, πως τούτο εδώ, κάτω, δεν είναι πείραμα, μωρό μου. 56
14. Καθ' ειρωνεία και κατά προσομοίωση. ..., και τότε, ο Θεός είπε: "Κοίτα τα μαλακισμένα! Τους έδωσα μια κοινή γλώσσα, μόνο λίγες λέξεις να μπορούν να συνυπάρξουν, κι αυτοί βάλθηκαν να με φτάσουν. Ας το αλλάξω. Ας λέει ο καθένας τα δικά του". (Γένεσις, Κεφ. 11) Ο πύργος της Βαβέλ, γκρεμίστηκε από μέσα. ..., και τότε, ο Θεός είπε: "Κοίτα τι μαλάκας, είμαι! Θα 'πρεπε από την πρώτη στιγμή να μην τους εμπιστεύομαι. Ούτε γλώσσα να μην τους δώσω. Να τους άφηνα, να τραυλίζουν τα δικά τους, να μην χρειαζόμουν τον 57
κατακλυσμό". (Do it yourself, Chap. 11) ..., και τότε ο Θεός είπε: "Τίποτα δε τους σταματά! Ο καθένας το ναό του, στο όνομά μου, χωρίς να με ρωτήσει. Ρε Χρήστο..., δεν πετάγεσαι μια κάτω να εισπράξεις"; ( You need two, to make a company, Chap. 11) ..., και τότε, ο Θεός είπε: "Αν πεθάνω γιε μου, μη τους το πεις. Δε θα το πιστέψουν". ( Διαθήκη Reloaded / Το τέλος της Τριλογίας, Κεφ. 11) ..., και τότε, ο Θεός είπε: " Αυτός ο πούστης ο διάολος, δεν θα ζητήσει κανένα δάνειο"; (Παγκόσμιος Άτλας , Λας Βέγκας, Σελ, 47, Ε9) ..., και τότε, ο Θεός είπε: 58
" Γαμιέται αυτή η μοναξιά. Κανείς δε μου δίνει λίγη σημασία". ( Από την απόσταξη, στην κατανάλωση. Κεφ, 11) ..., και τότε, ο Θεός είπε: "Λιώμα! Λιώμα πάλι. Τι χρωστάω"; ( Στο μπαρ του Παύλου, Κεφ. 11) ..., και τότε, ο Θεός είπε: " Ποίος είμαι; Πως με λένε; Που πηγαίνω;" ( Συζητώντας με τον Νίτσε, Κεφ. 11) * Το ποίημα τούτο, είναι καρκινικής γραφής. Διαβάζεται κι αντίστροφα.
59
15. Με τις γάζες, μου αρέσεις περισσότερο γι' αυτό λέω να σε ξανασκοτώσω. Δεν αγγίζουν τους νεκρούς, δεν τους πλησιάζουν, φοβούμενοι. μην τους πάρουν μαζί τους. Καλούν και πληρώνουν τα κοράκια, να κάνουν τη δουλειά κι έναν παπά, να την τελειώσει. Βέβαια, υπήρξε κάποτε μια εποχή, που όχι μονάχα, φόβος δεν υπήρχε, αλλά..., κι οι ταριχευτές, μάζευαν όλο το χαρτί. Ακόμα και δούλος να ήσουν, άφηνες "κάτι" στην άκρη 60
για να να σε μουμιοποιήσουν, όταν έρθει η ώρα. (αυτό δεν έχει χαθεί μες στους αιώνες) Σου έβγαζαν λοιπόν ότι είχες μέσα σου, χωρίς να αλλοιώσουν το παρουσιαστικό σου, με μια τομή όλη κι όλη. σε έπλεναν σε έβαφαν και πήγαιναν για τον επόμενο. Η πίστη πως, η ψυχή ταξιδεύει κι ενδέχεται κάποια μέρα, να επιστρέψει και να μπει στο ίδιο σώμα, ακόμα κι αν αυτό ειν' αδειανό, έδωσε κουράγιο σε πολλούς ματαιόδοξους και τους έκανε ακόμα πιο μοναχικούς. 61
Άφηναν, όπως έλεγαν κάποια πράγματα όπως ήθελαν, για να τα βρουν στην επιστροφή τους και να θυμηθούν. Η ιστορία αναφέρει, πως μόνο οι ωραίοι επέστρεψαν. Άλλοι, μετά από πενήντα χιλιάδες χρόνια -κι άλλοι μετά από εκατό. Χωρίς καρδιά, χωρίς νεφρά, χωρίς μυαλό. Η ψυχούλα τους το λέει, ακόμα. Αφού επέστρεψαν μία, θα επιστρέφουν πάντα. Με διαβατήριο την ομορφιά, μαύρα γυαλιά, και σημάδια απ' τα καρφιά. 62
16. Χρόνια μετά, μου άρεσαν και τα προκαταρκτικά. Δεν είχα διαβάσει και πολλά βιβλία τον καιρό που ξεκίνησα να γράφω. Ήταν φυσικό μου. Πρώτα πλήρωσαν τα κορίτσια της συγνώμης μέσω αλληλογραφίας. Μισή κουτσουρεμένη σελίδα έστελνε αυτή, από το πουθενά, κι εγώ στο δικό μου τίποτα γέμιζα καμιά δεκαριά το λιγότερο. Το γράμμα έφτανε μετά από μια εβδομάδα. Είχα κρατήσει κόπια, αντίγραφο κι αυτό στο χέρι. Και να την ρωτώ στο τηλέφωνο αν της άρεσε το γραπτό. “Γάμα όλα τα άλλα. Ξέρω πως αγαπάς το τραγούδι - αλλά όχι τον τραγουδιστή, μωρό μου.” 63
17. Τι μου θυμίζει. Κάθομαι που λες και τα γράφω μην τα ξεχάσω και μην με ξεχάσουν. Κάνω οτι κάνω κάποτε τα έβαζα όπως ήταν φρεσκογραμμένα στο ψυγείο φρεσκοσφαγμένα μη βρομίσουν γεμίσαμε μύγες και μετά από καμιά εβδομάδα πες τα έβγαζα απ’ το συρτάρι 64
απ’ την τσέπη τα έψαχνα στη τσάντα Βγαίναν και τρέμαν από το ψυγείο τα έτρωγα πίνοντας μπύρα κι έλεγα Forget about the rest Remember, I' m your guest.
65
18. Ροκ σημαίνει, μακριά απ'τους γονείς σου. Ροκ, όπως πέτρα που ρίχνεις πίσω σου. .., όλο λέω, "τελευταίο ποτό" μαζί του κι όλο αλλάζω την πορεία μου και σέρνομαι μέχρι το μπαρ που συχνάζει. Περιμένοντας να τον ακούσω να με ρωτά "πάλι εσύ" ή "πάλι εδώ". Έστω κάτι, γιατί ούτε την φωνή του δε γνωρίζω. Έχει αυτή την αύρα κι αυτή την σιγουριά βαθιά μέσα του, έχει αυτή την ελευθερία κι αυτό το βλέμμα, έχει την μοναξιά, αυτή της γνώσης κι έχει την τόλμη ακόμα και σήμερα να μην κρύβεται απ' τους διώκτες του, να μην χρωστάει τίποτα σε κανέναν. 66
Η συνάντηση που έγινε συνήθεια, είναι η εξομολόγηση στο ιερό μπαρ, με τον διάολο δίπλα μου και τον μπάρμαν να με κοιτά. "Έι, Αντρίκο. Μόνοι μείναμε. Σου βάζω ένα τελευταίο τσικ, και κλείνω να πας κι εσύ σπίτι σου". - Κι ο διάολος, ρε Κεμάλ; Ήρθα να εξομολογηθώ. Δεν τον βλέπεις, ε; Κέρνα με και θα σου πω τι λέει :
67
/ ..., γεννήθηκα στον παράδεισο από εβραίο τραπεζίτη μπαμπά αλλά, τη μάνα μου δεν την γνώρισα. Την δεύτερη κιόλας μέρα βαρέθηκα. Κι ας ήμουν βρέφος, δεν ήθελα κανείς να με αλλάξει. Για να μην μ' αλλάξουν λοιπόν οι φρουτόκρεμες και τα μπιμπερό, είπα να δοκιμάσω μόνος, τους παραισθησιογόνους λωτούς κι ας μην είχα δόντια..., για να μην με αλλάξουν οι άλλοι..., άλλαξα κι άλλαξαν τα πράγματα. Αυτό ισχύει σε όλους τους Χρόνους. Αν το νιώθεις, το λέει η καρδούλα σου, το κάνεις. Σε καμία περίπτωση δεν σκέφτεσαι αν πληγώσεις οποιονδήποτε με την πράξη σου. Πρώτον, γιατί πάντα οι προθέσεις σου είναι προς και για το καλό και δεύτερο γιατί, αν κάποιος όντως πρόκειται να πληγωθεί, τότε αυτός να μην είσαι εσύ. Πριν γεννηθώ σκεφτόμουν πως θα ήταν 68
προτιμότερο για μένα, να με κατεβάσει ο μπαμπάς, σε κάποια μη ανεπτυγμένη ζώνη του πλανήτη Γη, μπας και μοχθήσω, παλέψω και τέλος πάντων χτίσω την ζωή μου, με παιδικά κοινωνικά όνειρα. Με τα δικά μου χέρια. Καταλαβαίνεις; Όσο ο μπαμπάς με έπλαθε, δεν ήξερα τι είναι η σπουδή, ο στρατός , η bmw και το αλκοόλ. Την δεύτερη μέρα λοιπόν, έψησε μια απ’ τις αδερφές μου, δυο καφέδες και τους σέρβιρε στο σύννεφο που συναντηθήκαμε για να τα πούμε: "Δικέ μου" του είπα " νιώθω πως πρέπει να ξανασυστηθούμε. Όλο αυτό, το μεταξύ μας είναι λάθος, και αφού το νιώθω να με πιέζει σε προσκαλώ να βρούμε μια λύση. Δεν γουστάρω που είμαι γιος σου και δεν γουστάρω που αιωρείται σαν δαμόκλειος από πάνω μου η υποχρέωση, να εκτελέσω 69
όλα σου τα σχέδια. Ή τα γαμάμε όλα, και σαν φίλοι από 'δω και πέρα συνεχίζουμε, ή ο καθένας την βολή του, το δρόμο του, τη δουλειά του." Μου ζήτησε χρόνο λέγοντας : " ρε πρωτότοκε, μείνε λίγο και θα συνηθίσεις. Με την συγκατάθεση σου, είσαι εδώ, με την ίδια θα γίνουν τα πράγματα. Το free will, κάποιος το γράψε στον τοίχο με μπογιά, έτσι απλά σαν ειρωνεία. Σαν πλασίμπο. Θα υπογράφουμε μη βιώσιμα μνημόνια κι όσα δεν μπορέσεις να εκτελέσεις, θα τα αναπροσαρμόζουμε. Θα τα ονομάσουμε alternative. Έχω επενδύσει πάνω σου κι εσύ πας να με γαμήσεις; Θα σου μιλήσω σαν πατέρας κι όχι σαν θεός. Δώσε μου δυο μέρες να το σκεφτώ και θα σου απαντήσω". Από τότε έχουμε να τα πούμε.. 70
Από την στεναχώρια του ακόμα γαμάει γεννάει παιδιά κι όσα δις κι αν κατεβάσει στον πλανήτη Γη. την στεναχώρια που του έδωσα, δεν την ξεπλένουν. Δεν ξεπλένεται. Τώρα τελευταία άκουσα κάποιον Μαδούρο που σύρθηκε κι αυτός μέχρι αυτή τη μπάρα, να λέει κάτι για σκυλοτροφές. Πολύ πρέπει να σας αγαπά. Σαν την αγάπη, του δικού μου, του μπαμπά. Σας είπε αυτό που θα απορρίπτατε αμέσως. Αν ήμουν στην θέση σας, δε θ' άκουγα κανέναν παρά μόνο εμένα. 71
Θα ζητούσα ακόμα ένα ποτό, και θα έπιανα την πένα. Ούτε το φαΐ θα με ένοιαζε λοιπόν, αν ήτανε για σκύλους Ούτε αν το είπε ο "πατέρας" ή ένας φίλος. Θα άκουγα μέσα μου. Και θα το έγραφα λέξη προς λέξη. Θα το μουτζούρωνα, θα το ζωγράφιζα, και θα το έκανα. Θα με προστάτευα. Φεύγω. Μην του βάλεις άλλο τσικ..., Κεμάλ..., Καληνύχτα /.
72
Δυο κουβέντες μετά την αποχώρηση και το τσικ.
- ...,κάτσε, κάτσε, κάτσε ένα τελευταίο τσικ θα σου βάλω. Θες υγεία, καύλα ή επανάσταση; - Κοίτα..., επανάσταση θα ήθελα που έχει υγεία και καύλα μέσα της. Αλλά αφού μου προσφέρεις μόνο ένα και με βρίσκεις τόσο μεθυσμένο και χαμένο..., βάλε καύλα..., ξέρω 'γω...; Πίνεται σκέτη;
73
19. Καταστρεμενάκια. Στον τόπο αυτό, ο ήλιος χτυπά στο μάρμαρο και μας τυφλώνει. Η μπύρα μας είναι ζεστή, κι την μουσική, παίζουν γύφτοι. Κοιτώ τις γυμνές φωτογραφίες σου γιατί δεν καταλαβαίνω τι λέμε. Μιλάς για αγάπη "Χανκ, άσε μας, λίγο μόνους". Τα κρουστά των μουσικών και τα πνευστά τους, τα κροταλίσματα των άδειων μπουκαλιών και τα θολά σου μάτια. Ο Πύρρος Δήμας χαμογελά, Μαυροβούνιο, χασίς, Capisce? 74
Παίζω ένα μονό, με τον Μποντιρόγκα, μπάλα του Νικήτα Κλιντ στο ανοιχτό της Σπιναλόγκα. Νησί. Το είπαμε, δεν ήταν. Ήταν η γοργόνα η αδερφή μας. Balcan Exrpess, Τούρκικος καφές, κι αργιλές. Στα μάτια μας δυο κέρματα, ταμπάκο από την Ξάνθη. Καλάζνικοφ για να ανάβουνε τα αίματα. Παγκράτι / Σαράγεβο / Ζάγκρεμπ / Σαλονίκη Οι κοπέλες μας είναι μικροβύζες, τα μπουκάλια μας ανοίγουν μ' αναπτήρες. Κάναμε έκτρωση στις μπόμπες σου, θείε Σαμ, Το αίμα του Φραντζ Φέρντιναντ δεν ήταν από εδώ, αλλά χύθηκε εδώ. Μαζί με το δικό μας που, 75
αν και χρόνια μετά κατάλαβες στα Ελληνικά στα Σλάβικά πως για να σκοτωθούμε δεν θέλουμε βεντέτα. Το κάνουμε καλύτερα μόνοι μας, από ότι μεταξύ μας.
* Το ποίημα τούτο, γράφτηκε στο σπίτι της Μίλα, και κάπου εκεί, βρίσκεται και το πρωτότυπο. 76
20.
Ωχ.
Σε κάθε επιστροφή, δυο τετράγωνα από το σπίτι, διαλέγω διαφορετικό δρόμο και προσθέτω, τους δύο πρώτους αριθμούς κάθε πινακίδας αυτοκινήτου που προσπερνώ. Κάθε σύνολο 11, μετρά για ένα βαθμό. Το 11 από μόνο του, μετρά για δύο βαθμούς. Και αν το 11, ακολουθεί σύνολο 11 στην ίδια πινακίδα, προσμετράται κι αυτό ως επιπλέον. Στατιστικά, αν ανέβω απ' την λεωφόρο, θα φτάσω στο σπίτι με 14 βαθμούς. Αν κατέβω απ’ την πλατεία, με 10. 77
Όπως κι αν έχει, ό,τι κι αν γίνει, δεν γυρίζω στο σπίτι με λιγότερους από 11 βαθμούς. Όσο κουρασμένος κι αν είμαι, θα πάρω όλους τους δρόμους ακόμα κι αν μου λείπει μόνο ένα για να συμπληρώσω την ενδεκάδα μου. Κάτι παρόμοιο ισχύει και στο Σουντόκου, που δεν δέχομαι πως είναι μια τρελή συνήθεια που έκρυψε ο Ραμανούτζαν. Σε οποιοδήποτε επίπεδο, σε οποιαδήποτε σελίδα, αν ο τελευταίος αριθμός, που λύνει το παιχνίδι μου, είναι το 8, τότε παίζω ακόμα ένα. Αφήνω το στυλό, κλείνω το σημειωματάριο μετά από καμιά δεκαριά στη σειρά, στατιστικά. 78
Το τελευταίο που έκλεισα, πες με 7 ή με 3, καταλήγει τσαλακωμένο στα σκουπίδια. Έπινα κρασί, κάποια εποχή. Και κάποιοι με πλήρωναν για Αυτό. Να πίνω και μαζί μου να πίνουν κι άλλοι. Οι άλλοι πλήρωναν τα δικά Τους. Έχω όμως καιρό να πιω κρασί. Μαθαίνω όμως τα νέα Του. Το 'χει θάψει η θλίψη, που οι έμπορες, θέλουν τόσο να το κάνουν δικό τους, κι ας τους χαρίζει όλο το χαρτί, ¨δεν τους φτάνει" μου λέει, από τις εξαγωγές, κι ο καθένας γράφει το όνομά Του, σα νέα πόρνη που ήρθε στο χωριό. Κάπου ανάμεσα στην χρονιά και στο όνομα του ιδιοκτήτη Του, μεταφράστηκε στα εγγλέζικα, 79
η Μαλαγουζιά, εκδιδόμενη και με όλα τα χαρτιά. Άλλος Την έγραψε με s, κι άλλος με z. Malagousia / Malagouzia Χύνουν όλοι μέσα Του χωρίς προφυλακτικό. Άλλος με κοντό u, άλλος με μακρύ ou. Malagousia / Malagusia Μπαστάρδεμα. Τιμή η ίδια. Kι εγώ παρηγορώ Σε...,
80
/..., όταν εγώ δακρύζω, κόβοντας κρεμμύδια, ανοίγω την βρύση και την αφήνω να τρέχει. Βάζω τον πιο κοντινό μου, ακόμα κι αν αυτός είναι μεταλλικός, να κάνει το ίδιο. Μου συμπαραστέκομαι, ε; Έχουμε καιρό να τα ΄πουμε, κι αν μας ακούσει η μπύρα από το ψυγείο, θα βγάλει όλο τον αφρό της σα την ανοίξω. Σταμάτα το κλάμα. Καλά! Επειδή ούτε εγώ έχω όρεξη για κλάμα, και μου τελειώσαν τα κρεμμύδια, άκου αυτό. Το χάλι, κοιτιέται στον καθρέφτη και πιστεύει πως είναι το χειρότερο. Βάζει λίγη μάσκαρα, όπως η πουτάνα προσπαθεί να κρυφτεί από την χαρά της μα δεν λέει το όνομά της. 81
Το χάλι, δεν διπλασιάζεται στον καθρέφτη. Ακόμα κι αν το ρωτήσεις, πως σε λένε θα σου πει..., "Εμού του ιδίου" ή " Η χάρη μου". Και δεν είναι από ντροπή γιατί, το χάλι ούτε πιο χάλι γίνεται απ'τα λόγια του, την ταυτότητά του, ούτε βλέπει./ Το χάλι, το Εγώ, το 11, κι Εσύ αγαπημένο μου κρασί - η πινακίδα - το Σουντόκου και - η βρύση, όσες παρηγοριές κι αν σκαρφιστείς, θα μοιάζουν με κρεμμύδι. 8 και πάλι από την αρχή. 82
21.
Σκάσ΄το.
Ο καθένας, μπορεί να φτιάξει αυτό το κουτί. Με χαρτί, με πλαστικό, με ξύλο. Το δικό μου είναι ξύλινο. Άνοιξα και μερικές τρύπες, για να αναπνέουν, και να ξέρουν πότε ξημερώνει, πότε βραδιάζει. Τους πετώ, φλούδες από φρούτα, κι ό,τι δεν τρώγεται. Έχουν λίγο χώμα για Γη, κανά κουκούτσι να ξαποσταίνουν κι αν δεν τους πεις για φυλακή, ποτέ δεν θα το σκεφτούν. Αν δεν τους συμπεριφέρεσαι σα 83
σκουλήκια, πάντα θα νιώθουν χρήσιμοι. Ικανοί. Κάθε τέσσερις μήνες, μαζεύω τα σκατά τους, και τα δίνω στο μπαξέ. Αυτός ο κύκλος λοιπόν, όμορφα μυρίζει. Δεν εξαρτάται κανείς από κανέναν, ούτε ο ένας τρώει ό,τι του πετά ο άλλος. Στον κύκλο αυτό, όλα είμαι μετρημένα. Αυτό το κουτί - ονομάζεται ανοιχτό, αλλά υπάρχει και το κλειστό. Από χαρτόνι. Μια κούτα θα ΄τανε, αλλά από τι, δεν θυμάμαι. Της έκοψα τα φτερά, κι ακόμα ένα Πι από κάθε πλευρά. Την άφησα να καθίσει, κι ήταν τραπέζι με τέσσερα γερά πόδια. Άνοιξα μια τρύπα,στο κέντρο 84
διαμέτρου δέκα εκατοστών πες, δεν ήταν από τα ΙΚΕΑ, και σφήνωσα το "χταπόδι". Έναν χαρτονένιο κύλινδρο δηλαδή, κοντό, όχι ιχθυοπωλικό, με οχτώ τρύπες, που στην κάθε μία κόλλησα, έναν σπιράλ αναπνευστήρα. Δυο αναπνευστήρες περνούν από κάθε πλευρά του τραπεζιού, και ο κύλινδρος κλείνει με αλουμινόχαρτο. Κάθε φορά, που έρχονταν τα παιδιά, στρίβαμε καμιά εικοσαριά τσιγάρα, πες εικοσιπέντε, τρυπούσαμε με μια καρφίτσα, το αλουμινόχαρτο, και τα στηρίζαμε όρθια εκεί, να καίγονται το ένα μετά το άλλο. 85
Ο καθένας το πλοκάμι του, ε; Άλλος στην πολυθρόνα, άλλος στον καναπέ, άλλος στο πάτωμα. Και μιλούσαμε. Αν δεν μας συμπεριφερόσουν ως σοσιαλιστές, δεν θα το σκεφτόμασταν και θα νιώθαμε γεροί. Αν δεν μας μιλούσες για φόρους, Δε θα τους πληρώναμε ποτέ. Το κουτί αυτό, το κλειστό, με τους οχτώ, κι αυτός ο κύκλος που κάθε του σημείο είναι, κι αρχή κι απομόνωση, μυρίζει εξίσου όμορφα. Ήταν μια Κυριακή λοιπόν, καμπάνες πένθιμες, ανοιχτά κουτιά, πεθαμένα λουλούδια, βρώμα, 86
τα σκουλήκια περίμεναν το φαΐ τους, ένας τράγος είπε: "Χώμα ήσουν, και χώμα θα γίνεις". Το θάψανε βαριά και βαθιά. Μπας και κλείσει ο δικός τους, ανύπαρκτος κύκλος. Θα φτιάξω κι ένα ακόμα κουτί, κι ένα δεύτερο, κι ένα τρίτο. Θα φτιάξω όσα μπορώ. Θα τα παρατάξω. Θα παριστάνω τον μάρκετινγκ μάνατζερ του εαυτού μου. Θα βρω χρήση για το καθένα. Τι διάολο; Τα ταπεράκια ήταν μπεστ σέλλερ, τον καιρό που γεννιόμουν. Θα με πείσω πως, εδώ - δεν είναι φυλακή. Ανδρέα. Το φαγητό σου είναι πρώτης ύλης, 87
πρώτης τάξης, και οι φίλοι σου, δεν είναι κουρασμένοι. Μόνο οι μπάρμεν - κουράστηκαν. Θα μου πουλήσω, όλη τη σειρά, θα τα πετάξω σε καμία γωνιά, και δεν θα νοιαστώ, αν είναι πεταμένα λεφτά..., αν νιώθουν χρήσιμα τα γαμημένα. Αν με την αγορά μου, τα φυλάκισα, αν θα μπορώ να φτιάξω κι Άλλα.
88
22.
Ειρήνη, θα σε χρησιμοποιήσουν εναντίον μου, γιατί σε θέλω.
Αύριο θα κλείσω, δύο χρόνια εδώ. Μου έχουν αλλάξει, τέσσερις φορές θάλαμο κι αύριο μετά το μεσημεριανό, θα πρέπει να μαζέψω τα πράγματα μου για την πέμπτη. Τις προηγούμενες φορές, οι συγκρατούμενοι με είχαν διώξει όταν τους είχα ρωτήσει..., "Ποίος πιστεύεις πως είναι ο καλύτερος τρόπος αυτοκτονίας"; Και μου είχαν απαντήσει..., "Πνιγμός", "Πτώση από μεγάλο ύψος", "Αιμορραγία". 89
- Α! Ώστε κι εσύ το έχεις σκεφτεί..., σωστά δικέ μου; απαντούσα και πιανόμασταν στα χέρια μέχρι να έρθουν οι φύλακες να μας ηρεμήσουν με ένεση. Αύριο φεύγω για λόγους φασαρίας. Τον τελευταίο καιρό, τα όνειρά μου, μοιάζουν πέρα για πέρα αληθινά, Μόνο που, στην κορύφωσή τους, ξυπνώ, με την αίσθηση ακόμα ζωντανή και μόλις συνειδητοποιώ πως ο νους, μου κάνει πλάκα, εκνευρίζομαι κι αρχίζω να φωνάζω. Άλλοτε στις 3 μετά τα μεσάνυχτα άλλοτε στις 4. 90
"Όχι! Όχι! Όχι! Δεν μπορεί! Δεν μπορεί πάλι. Που να σε πάρει ο διάολος γαμημένο κεφάλι! Σταμάτα αυτή τη φάρσα. Δεν γίνεται". Κοιτούσα παράλληλα, στο σκοτεινό δωμάτιο να βρω τον πρώτο που ξυπνούσα κι έτρεχα στο κρεβάτι του. - Μαλάκα! Φιλιόμασταν. Ξέρεις..., κανονικά φιλιά, σαν αυτά που δίνουν οι ερωτευμένοι. Που είναι κάπως πιο γρήγορα κι απαλά απ'τα αισθησιακά. Που δεν ξεχωρίζεις - αν είναι η γλώσσα ή τα χείλη της. Ίσα που άνοιγε τα μάτια του..., στήριζε το σκαρί του - στο μαξιλάρι, ρίχνοντας το βάρος στον δεξί αγκώνα και ρωτούσε..., - Με ποια ρε...; - Με την Ειρήνη. - Ποια Ειρήνη; 91
- Έλα ρε. Σου έχω πει για την Ειρήνη. - Α, ναι. Αλλά αυτή δεν είν’ της Εταιρίας; - Ναι. Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Την είχα στην αγκαλιά μου, όπως σε βλέπω και με ακούς, και φιλιόμασταν και..., - Καλά, καλά..., πέσε για ύπνο τώρα. Μακάρι να έβλεπα κι εγώ κανένα τέτοιο. - Μπα, δεν θα με πάρει εύκολα. Δεν μπορώ να το πιστέψω πως ήταν ένα όνειρο. Αύριο λοιπόν φεύγω. Μου 'παν να μαζέψω τα πράγματα μου. Αφού δεν έχω τίποτα θα πάρω αυτά τα όνειρα που όσο λατρεύω να βλέπω άλλο τόσο μισώ να ξυπνώ 92
και να χάνονται. Μου 'παν, πως θα με δει κι ο διευθυντής. Μου ΄παν, πως στον νέο θάλαμο δεν ξέρουν για μένα κι είναι ευκαιρία να κάνω μια νέα αρχή. Μου ΄παν, "Χρειάζεσαι την Ειρήνη". Μου ΄παν, πως αν δεν δημιουργήσω πρόβλημα τους επόμενους δύο μήνες θα μπορώ να έχω μια κυριακάτικη επίσκεψη της. Και τους είπα πως, δεν είναι στο χέρι μου. 93
Πως, "Ακόμα κι αν είχα την υπόσχεσή σας, πως θα έρθει η Ειρήνη οχτώ Κυριακές απ’ αύριο, αμφιβάλλω αν τηρούσα την ηρεμία που ζητάτε".
94
23. Έτσι που λες. Συγγραφέας νομίζω Πιστεύω Και θέλω να είμαι όσο, Πιστεύω και θέλω να είναι, Είσαι, Όποιος, Λέει αυτό που λέει Γράφει Χωρίς προσπάθεια Πρώτα Κί ύστερα όλα τ’ άλλα Όπως είναι Κι όχι ό,τι να ‘ναι. Όπως διάολε στρώνεις Το χαρτί Και 95
Γραπώνεις Το στυλό Και γράφεις Με την έννοια Καρφωμένη Στην καρδιά Κι όχι στο τώρα Που δεν είναι εδώ Καταργείς το εδώ. Γράφω Το τίποτα Τον τελευταίο καιρό Και δίχως χρωστούμενα Θέλω να πω Πως Ένιωσα ένα βάρος Απ’ τα λόγια σας Με κουράσατε. Ειλικρινά ρε καριόλια "Ολο μαυρίλες". Λέτε. 96
Χωρίς να έχετε διαβάσει Δεύτερο Τρίτο Ποίημα μου Σας είπα Στην κουβέντα Στο τηλέφωνο Στην επιστολή Πως "Βγάζω όση μαυρίλα εχω, για να κρατώ τα λουλούδια ανθισμένα μέσα μου παντοτινά. Δεν γίνετε αλλιώς". Θα σας πω κάτι ακόμα. Τώρα που τα παράπονα Γίναν ζητούμενα Ανεκπλήρωτα Και ξεχασμένα Κάτι να λέω για ν’ ακούσω Κάτι ν’ ακούτε για να λέτε 97
Πως ο Ανδρέας πίνει. "Εντάξει". Αλλά δεν έβλαψε κανέναν. Πίνει για να μην βλάψει τον εαυτό του. Αυτο που μ’ αφορά είναι να Το σκάω και στην Ερμού Όπως δεν κατηγορώ Όποιον δεν πίνει μπύρα,ε; Τόσο δεν μπορείς Να με κατηγορείς Πως πίνω γιατί γουστάρω Πιο πολύ Σα δικιά μου σωτηρία Όσο απλό Κι αν ακούγεται Και πίστεψε με Εσύ κρατιέσαι Από Αλλού Εξαρτιέσαι 98
Κι ούτε που Που Που Που ξέρεις Απο που Οπότε Γεια μας Κι αέρα Στα πανιά μας
99
24.
Άπαξ.
Αγαπητές φίλες κι αγαπητοί φίλοι καλησπέρα και καλωσήρθατε σε μια ακόμη εκπομπή του "φάτο μόνος σου". Αποψινός καλεσμένος, ο σεφ Ακάρδιος Αναισθησιάδης. Ακάρδιε, ο λόγος σε σένα. Τα υλικά που θα χρειαστούμε για την συνταγή "Δείπνο για δύο", είναι: Δύο ξερά κρεμμύδια Δύο σκελίδες σκόρδο Διακόσια γραμμάρια γλυκάδια Αλάτι - πιπέρι Και την καρδιά σας Μαγειρικά σκεύη δεν θα χρειαστούν. 100
Ξεκινάμε, βγάζοντας απ’ την κατάψυξη την καρδιά μας. Όπως βλέπετε στην δική μου, έχω γράψει κι ημερομηνία, όπως κάνω σε ό,τι καταψύχω. Κατόπιν, θα την βάλω όπως είναι στον φούρνο μικροκυμάτων, ρυθμίζοντας το πρόγραμμα της αποψυξης. Από μωβ να γίνει κάπως κόκκινη. Συγχρόνως, φουσκώνω μια κούκλα με γυναικεία μορφή, και την τοποθετώ στο τραπέζι που θα σερβίρω. Στρώνω και το τραπέζι. Αφού η καρδιά μου εχει πλέον ξεπαγώσει, μπορώ να περάσω στο στάδιο του ψησίματος. Και πάλι, θα ‘χω σαν οδηγό το χρώμα. Θα την κάψω στην αρχή με γερές δώσεις ακτινοβολίας για να κρατήσει μέσα της, όλα τα ζουμιά, και μετά θα χαμηλώσω για να μαυρίσει ομοιόμορφα. 101
Τα κρεμμύδια, το σκόρδο και τα γλυκάδια, μου ‘χαν μείνει απο την συνταγή "μελάτα αμελέτητα". Κι ούτε σ’αυτήν, θα τα χρησιμοποιήσω. Θα μείνουν για την επόμενη, και θα γίνουν η γέμιση για το "κοκορέτσι, ο τελευταίος πειρασμός". Η καρδιά μου ειναι έτοιμη. Κατάμαυρη, γεμάτη χυμούς κι άνοστη. ..., Ακάρδιε σε ευχαριστούμε πολυ. Φίλες και φιλοι καλη επιτυχία και σε εσάς στο σπίτι.
102
25.
Τι ξεχάσαμε, μωρό μου; Τα προφυλακτικά ή την προφύλαξη;
Επειδή, έπεσε κι έσπασε απ’ την απροσεξία και των δυο, κι αφού σταματήσαμε να γαμάμε τον διάολο και τον Θεό, ας πάρει ο καθένας το δικό του, κι ας πιούμε. Αν έσπαγε απ’ τα χέρια μόνο του ενός,ε; Δεν θα το συζητούσαμε. Δε θα το κολλούσαμε. Γι' αυτό..., Ό,τι σπάει δεν ξανασπάει.
103
26. Άσ’το να καθίσει, και θα γίνει πετρέλαιο. Δέκα φορές μ’ έχει ψάξει μα δεν έχει βρει τίποτα. Αλλά επιμένω. "Εϊ ντόκτορ, δε ρίχνεις μια τελευταία ματιά; Έχουν μείνει κάτι τελευταία φιλετάκια, που, αν βρούμε έστω και λίγο χρυσό, έστω χαλκό, οι καριόλες κάτι θα βρουν να το κάνουν". Την ενδέκατη λοιπόν, "Χμ..., κάτι έχει απομείνει. Θα σου στείλω τα αποτελέσματα μόλις βγουν από το χημείο". Απ΄τη στιγμή που άκουσα αυτό που ήθελα, 104
της τηλεφώνησα και συναντηθήκαμε στο μπαρ. Ήξερε πως, πριν απομείνω κουφάρι, ήμουν θησαυρός. Ήξερα πως, όσο υπήρχαν πολύτιμα μέταλλα μέσα μου, κάτι να αξίζει, κι ας μην γυαλίζει, μπορούσα να το παραχωρώ. Τα αποτελέσματα έφτασαν στα χέρια μου, μετά από μια εβδομάδα. "Δεν βρέθηκε ούτε ίχνος απ' οτιδήποτε χρήσιμο ή εμπορεύσιμο. Λυπάμαι - λάθος. Οπότε καλό θα ήταν να το πάρεις απόφαση. Αντιθέτως, ανιχνεύσαμε τοξικά απόβλητα κι άχτι. Πολύ άχτι. Καταλαβαίνεις. Κι αν θες μια συμβουλή..., κι αφού δεν έμαθες ποτέ άλλο τρόπο..., όπως επίσης που τώρα δεν έχεις πια τίποτα για εξόρυξη..., σκέφτηκα να σου προτείνω να κάνεις το μάρμαρο". 105
27.
Ο μικρός τρώει απ’ τον μεγάλο.
Οι μεγαλόσωμες γάτες, κυνηγούν τη γαζέλα, κι από πίσω τρέχουν, όσο μπορούν, όπως μπορούν, τα δίποδα. Αυτός που πιάνει, δεν είν’ αυτός που τρώει, όσο εμπλέκονται εργαλεία. Στην προκειμένη, τα δίπολα κρατούν ξύλινα ραβδιά, χτυπούν τις γάτες, παίρνουν το φαΐ. Οι μικρόσωμες γάτες, 106
που συρρικνώθηκαν απ' το ξύλο, κοιτούν τα δίποδα, να βγάζουν από τη θάλασσα τη λεία, με το μαγικό ραβδί τους. Αυτός που πιάνει, δεν είναι αυτός που τρώει, όσο εμπλέκονται εργαλεία. Στην προκειμένη, τα δίποδα, ανήμπορα, κοιτούν την κλέφτρα, κι απορούν..., "Ποιος, το ξεκίνησε όλο αυτό";
107
28.
Δεν πίνω Γκίνες, γι’ αυτό δεν μετράω.
Πρέπει να αδειάσει η μνήμη για να δει κανείς - πόσο την έχει. Να διορθώσει οποιαδήποτε βλάβη, διαγράφοντας τα πάντα. (ή όσα μπορεί) Η έκδοση μας, ήταν ανέκαθεν προγραμματισμένη σε αυτόματη λειτουργία. Εμείς, οι εγωιστές δεν θέλαμε να το παραδεχτούμε. Απαγγέλουμε το παραμυθάκι μέχρι το τέταρτο πες, ποτήρι. Καθόμαστε στο σκαμπό του μπαρ, πίνουμε μπύρα. Κι έχουμε ήδη ξεχάσει 108
Και θα ξεχνάμε πάντα Ότι ειναι να ξεχαστεί Η ζωή - ξέρω 'γω, δε μπορεί να περιμένει. Δεν μετριέται - ούτε σε ποτήρια, ούτε με λάθη, πολλώ δε μάλλον με ανακυκλωμένη μνήμη. Και το σύστημα τρέχει πλέον Με μεγαλύτερες ταχύτητες Θυμάται να μην ξεχάσει Και θυμάται πως να το επιβεβαιώνει Να το επαναλαμβάνει Να κάθεσαι Και να ξαναπίνεις.
109
29.
I’m the Lizard King I can do Anything
Ας σταματήσουμε για ένα τουλάχιστον λεπτό, να δώσουμε χρόνο στον διαλογισμό και στον διαολογισμό. Όσο ο πίνων, μεθά κι όσο ο παίζων χάνει, άλλοι τόσοι αστέρες γεννιούνται απ' τα καμώματά τους, τα κατορθώματα τους, στο νεφέλωμα του Ωρίωνα. Σκαν' σα βεγγαλικά δέκα εκατομμύρια αστέρια το δευτερόλεπτο την γουλιά τη τζούρα 110
το φιλί. Κι όταν σβήσουν τα φώτα, μου σφίγγεις τα χέρια και μου λες...: "τι θα γίνω αν χαθείς...," Μη φοβάσαι μωρό μου, πάνω λάμπουν τ' αστέρια, εδώ Κάτω λάμπουμ' εμείς. Να μην φοβάσαι δηλαδή για τα επόμενα πέντε δισεκατομμύρια χρόνια που ο φωτεινότερος αστέρας, αυτού του πλανητικού συστήματος θα ζει. Μήτε μετά να φοβηθείς. Μια ακόμη μελανή οπή, ένα αστρικό πτώμα δίνει βάθος στον καμβά, και σταματά τον χρόνο. Στην κυριολεξία. Οι μελανές οπές ειν 'απροσπέλαστες και βαριές. Ένα ζαράκι τους μόνο, πες Ζυγίζει - δέκα δισεκατομμύρια τόνους. 111
Μην ανοίξεις ακόμα τα μάτια. Προσπάθησε να θυμηθείς. Τα περασμένα πέντε δισεκατομμύρια χρόνια. Ποιοι ήρθαν και πότε φύγαν. Κι αφού σ' αυτό το ποίημα, επικαλούμαστ' αριθμούς, δέκα δισεκατομμύρια είδη έχουν "ζήσει" σ'αυτόν τον πλανήτη. Είδη. όχι πλάσματα. Μέσα σε αυτά λοιπόν, τα χρόνια και τα είδη, ο Homo, ήρθε κι έφυγε δίχως θύμησες επέστρεψε, αμέτρητες φορές. Η τελευταία χρονικά επίσκεψη, είναι αυτή που ζούμε 112
χωρίς με σιγουριά να μπορούμε να πούμε αν κατεβήκαμε πριν από δέκα ή είκοσι χιλιάδες χρόνια, όπως επίσης δεν μπορούμε να ορίσουμε το τέλος αυτής της φουρνιάς όπως δεν μπορούμε να δούμε στη λίστα για ο πότε "πέφτει" η επόμενη. Πέρασμα δεν είναι η ζωή. Πέρασμα είναι ο πλανήτης αυτός που τον ονομάσαμε Γη όπως κι ο προηγούμενος που μας φιλοξένησε κι ο επόμενος που θα πάμε. Και δεν είμαστε κι ούτε θα 'μαστε μόνοι. Δυο ή τρεις φουρνιές πριν, όταν κατοικούσαμε σε άλλο πλανήτη κι είτε τον καταστρέψαμε ή μας κατέστρεψε, πήραμε τα διαστημόπλοια μας να γλυτώσουμε 113
κι επιστρέψαμ' εδώ, Αργά. Γιατί..., άλλον Homo δεν βρήκαμε, παρά, ερπετά, σαύρες και φίδια. Στην αρχή φερθήκαμε φιλικά και μας φέρθηκαν φιλικά. Θυμάσαι; Κι ένα βραδάκι που θα ΄τανε μεγαλομανία κύλισε στο αίμα μας, κι από σπουργίτια θελήσαμε να γίνουμ' αετοί. Βασιλιάδες οι τρελοί, των ηλιθίων. Ζηλεύαμε τα φτερά, ακόμα και του μικροσκοπικού βελοσιράπτορα. Πήραμε τα σκάφη μας ανεβήκαμε ψηλά και ρίξαμε όλο μας τον φθόνο πάνω τους. Και για να εξαγνιστούμε απ’ τις τύψεις 114
λέμε, πως δεν χάθηκαν για πάντα. λες κι η χάση έχει χρόνο. Ένας άη γιώργης σκοτώνει τον τελευταίο δράκο σε μαρτυρίες αρκετά τρελών κι εικόνες που μόνο ο Ιερώνυμος Μπος θα μπορούσε να ζωγραφίσει. Κάποιοι έχουν μείνει εδώ. Πήραν την μορφή μας για να μην τους πάρουμε το κεφάλι. και δεν έχουν χρόνο. Όχι, δεν έχουν. Απλά τους αρέσει - αυτός ο πλανήτης και τίποτε άλλο. Θυμάμαι ένα παιδί μου ΄χε πει πως αυτά τα πέντε δισεκατομμύρια χρόνια έχουν κατέβει 115
καλοί Homo και κακοί Homo κι υπήρχαν κάτι καλοκαίρια που ο Τ - Rex κολυμπούσε μαζί τους στις ακτές της Ζανζιβάρης και κάτι χειμώνες που ο Homo άναβε φωτιά για να ζεσταθούν όλοι μαζί. Άνοιξ' τα μάτια.
116
30. Δευτέρα παρουσία OST. Ξέρω 'γω..., λέγαμε, εμείς που νιώθαμε πως, δεν είμαστε από 'δω, πως, θα ΄ρθει εκείνη η μέρα που, οι δικοί μας, θα έρθουν με τα διαστημόπλοια τους να μας σώσουν από όλη τη βρώμα, τη δυσωδία, την κατάντια. Και ναι, τελικά αυτή η μέρα ήρθε. Θυμάμαι σ' ένα όνειρο να μου λες πως, πιστεύεις στην δευτέρα παρουσία τους, όσο κι εγώ, Θυμάμαι, μου πες θα ΄ρθει ένα πλοίο απ'το διάστημα, που θα μας πάρει μακριά, απ' όλα τ' άσχημα, 117
θυμάμαι, ένας φίλος που 'φυγε νωρίς μας όρκισε, στα πιο μεγάλα μακρινά άστρα να φτάσουμε. Έλεγες, κάπως πιο εικαστικά.ξέρω ΄γω πως, "Περιμένω να 'ρθουν! Εντυπωσιακά, με ένα mothership σα της Μαχαμπαράτα. Και το σκάφος αυτό, να καλύψει με την σκιά του, το ένα τέταρτο της έκτασης του πλανήτη. Να μας βυθίσει στο σκοτάδι, με βάρδιες, για 50 χρόνια. Να έχουμε χρόνο να σκεφτούμε τα λάθη μας. Να μην έρθει με κανέναν τρόπο σε επαφή μαζί μας, όλα αυτά τα σκοτεινά χρόνια. Σκέψου τον Ομπάμα και τον Πούτιν και τον δικό μας και του καθενός τον διοικητή. Μόνο, ανήμπορο και τρελαμένο". 118
Τα γεγονότα όμως δεν έγιναν όπως τα περίμενες. Το διαστημόπλοιο, είχε το μέγεθος ενός ζέπελιν και προσγειώθηκε στην πόλη μας. Ο διοικητής τους, μας είπε: "Μάγκες, τα θαλασσώσατε! Κι η αλήθεια είναι πως, νιώθουμε υπεύθυνοι γιατί, σαν χαρίσαμε τον παράδεισο χωρίς να σας μάθουμε πως να ζείτε αρμονικά μέσα σε αυτόν. Πως τα καταφέραμε έτσι ρε παιδιά; Είχατε τα πάντα, τα παίζατε στα ζάρια για μια στιγμή στο τίποτα. Και ξανά στο πουθενά, με τα ίδια λόγια και με το ίδιο διαβατήριο. Είχατε παραπάνω από όσα σας άξιζαν κι όμως τα θυσιάσατε, ποντάροντας να κερδίσετε κι άλλα. Τώρα όμως επιστρέψαμε, θα σας φορτώσουμε και από την πίσω πόρτα θα 119
μπουν οι άλλοι, όπως κάνουν πάντα οι νοικοκυραίοι." Πολύ κυνήγι. Αλλά τους 'πιάσαν όλους. Όσους 'τρέξαν στα βουνά όσους πήραν τα λαγκάδια κι όσους κρύφτηκαν σε φαράγγια. Τέλος πάντων. Εγώ ήμουν στη δουλειά. Μιλούσα μόνος, έγραφα, μου έδινα παραγγελία την οποία ξέρω ΄γω την εκτελούσα. Γέμιζα κι άδειαζα τασάκια. Άκουγα τον Σοπέν. Κι έκλεινα στην ώρα μου, για μια βόλτα στην Ακρόπολη. Φράγκα δεν έβγαζα γιατί δεν υπήρχε πελατεία. 120
Περίμενα το λεωφορείο στη στάση για εβδομάδες. Έπαιρνα τα τσιγάρα μου απ’ το περίπτερο γράφοντας σ'ένα τετράδιο που είχα για το χρέος μου...: "Ημέρα 23η μετά την εισβολή. Ανδρέας. Βρήκα ανοιχτό το περίπτερό σου και πήρα μια κούτα τσιγάρα. Στο γράφω για να σε συναντήσω και σε ξεπληρώσω. Ημέρα 33η μετά την εισβολή. Ανδρέας πάλι. Ήπια τις μπύρες απ’ το ψυγείο σου, μια μέρα πριν την αναγραφόμενη ημερομηνία λήξης, Ημέρα 39η μετά την εισβολή. Ανδρέας πάλι. Πέρασα για να πάρω τσιγάρα και κανένα sudoku. Θα στο γράψω φίλε, γιατί έχω τρελαθεί.Στη δουλειά, έρχεται για παρέα, ένας από αυτούς τους πράσινους, 121
τους εισβολείς. Ο τυπάς αυτός που λες, δεν τρώει - δεν πίνει - δε γελά αλλά..., λύνει τα sudoku μου σε δευτερόλεπτα," Ημέρα 458η, Φίλε έχεις μείνει από τσιγάρα. Θα ψάξω για άλλο περίπτερο. Και..., όλον αυτό τον καιρό, δεν πλήρωνα γιατί δεν είχα λεφτά. Αλλά τον βερεσέ θα στον ξεχρεώσω και με τόκο αν θες..., ξέρω 'γω..., όταν θα γίνω μεγάλος συγγραφέας". Κ.Ο.Κ. Συνέχιζα να πίνω καφέ μόνος, ν' ανεβαίνω τα βράδια απ' του Φιλοπάππου. Η μπύρα μου βέβαια ήταν ζεστή και τα σκεπάσματα μου κατουρημένα. Έμεινα μόνος. Ήρθαν αυτοί, και μου είπαν: 122
- Φεύγουμε! Θα 'ρθεις; - Ξέρω ‘γω...; Που θα πάμε...; Γιατί να φύγουμε; - Φεύγουμε γιατί ο πλανήτης αυτός θα κατοικηθεί από τους Άλλους, είπαμε. - Οι Πυραμίδες; Όλου του κόσμου, όχι μόνο της Αιγύπτου. - Εμείς τις χτίσαμε. - Ο Παρθενώνας; - Δικά μας σχέδια, όπως και το Στόουνχέτζ, το μαντείο των Δελφών, ο τερρακοτιανός Στρατός. - Η Άνγκορ Βατ..., ξέρω 'γω; - Ναι, ναι, ναι. όπως καταλαβαίνεις. Δικά μας. Όπως και το Τσίτσεν Ίτζα, το μεγάλο τζαμί της Djenne, το Μάτσου Πίτσου, το Ουφίτζι.
123
31. Στην Ε. Η ίδια ζωή - δυο φορές. Να βάζεις σημάδια μην ξανακυλήσεις και πας και σκοντάφτεις και πέφτεις. Στο 'χα γράψει και σε άλλο ποίημα αν θυμάσαι στις επιστολές των ανοιχτών παράθυρων σου 'χα πει σου είχα δηλώσει "μην σκοτεινιάζεις, μην πέφτεις, μην χαλιέσαι. κανείς δεν συγχωρεί. μην τα ξαναλέμε" θυμήσου. αφήνεις το ποτήρι της μπύρας 124
στο περβάζι και λες “μην το ρίξω” και το ρίχνεις το σπας δεν το μαζεύεις λες "τον μαλάκα! ας πρόσεχα" Ντέζα βου - και μαλακίες! τέζα νου - είν το όνομα του φαύλου κύκλου της καταραμένης επανάληψης της αυταπάτης μας εις τους αιώνας των αιώνων αμήν ξέρω ΄γω. Χυμένα όνειρα λερώσανε, την μοναξιά λυτρώσανε σαν σπίθα στην καρδιά μιας μαύρης πεταλούδας. Τώρα πως να στο πω ρε μπέμπα..., μπορεί και να το ξέραμε κι από την αρχή 125
πως ήρθαμε εδώ για να υποφέρουμε να αγαπήσουμε - και να χαθούμε μπορεί κάποτε να το συμφωνήσουμε μπορεί ήδη μπορεί ποτέ μου φτάνει να ξες πως μου λείπει να μην είσαι εδώ, ρε και πως σε σκέφτομαι. Είναι που είμ’ ακόμα το αλουμινόχαρτο από σοκολατάκι τύπου Μότσρτ κι εσύ μπρελόκ κόκκινου τηλεφωνικού θαλάμου. Μ' ακούς;
126
32. Όταν η μουσική τελειώσει, σβήσε τα φώτα.
Ξέρω πως θα 'ρθει και δεν θα 'μαστε όπως είμαστε. Το στόρι αποτελειται από δύο κομμάτια. Το πρώτο, είν’ η φήμη. Που δημιουργεί το πλήθος, η μάζα για κάτι φανταστικό. Και το δεύτερο, είν’ η απλή και συνάμα ατόφια τρέλα. Κι αναφέρομαι στον Ιησού. Στον πρώτο προβληματισμό. έχουμε να κάνουμε με ένα έμψυχο ων, τον Τζίζα τον τρελό Που είναι πιο ροκ από τους άλλους. 127
Κι απλά διαδίδεται από εδώ κι από 'κει πως θα 'ρθει. Και τελικά, όσο κανείς δεν το τολμά εμφανίζεται ο αρχηγός μας, και λέει: «Τζίζας εδώ, μάγκες! Με ζητήσατε κι ήρθα. Lets rock»! Και στον δεύτερο προβληματισμό, έχουμε να κάνουμε με τον απλά περιθωριακό τύπο που το πιοτό, τον έχει διαλύσει κι εμφανίζεται στο μπαρ Παραγγέλνει «Τι νέα Τζίζα»; «Σκατά. Ακόμα κυνηγάω εκείνον τον Ιούδα, για ένα ακόμα φιλί. Τον γουστάρω - τον πούστη». 128
«Μας την έχεις ξαναπεί αυτή την ιστορία. Πέρασε κι ο Πιλάτος, προχθές από 'δω, έβγαζε φωτογραφίες. Μαλάκα, αυτός βγάζει σέφλις στην Ιερουσαλήμ και περίμενες να σε σώσει εναντίον του Βαραβά»; Κάπως έτσι πιστεύω θα γίνει μια μέρα κι εδώ. Όλοι το συζητάμε. Και παντού - πως θα 'ρθουνο τάδε κι ο έτσι Λες μωρέ να το πιστέψουμε καμιά ώρα και τίποτα τσογλάνια μαζευτούν κι αρχίσουν να κάνουν περίεργα πράγματα; Θα 'ναι από την πλαστή απεικόνιση που πρόβαλε ο νους μας. πάνω τους σαν κάδρο και πίσω από τεράστιο παραβάν θλίψεων κι αντιθέσεων, 129
που θα δημιουργήσει το κακό ή θα 'ναι πράξη ενός τρελού; Ο Τζίζας δεν είπε, «ήρθα» είπε «κατέβηκα» Δεν είπε, «φεύγω» είπε «ανεβαίνω και σας περιμένω». Νιώθω πως θα 'ρθει και θα είμαι όπως είναι. Θα μας πάρει και θα μας σηκώσει Ήδη έχει πάρει βάρος από μας Σε λίγο θα γίνει κομμάτι μας Ζυγίζουμε όσο το κινητό μας Σε λίγο θα γίνει κρίκος στο χέρι Δεν προλαβαίνουν να σε θάψουν Και συλλέγουν πληροφορίες Από τις αναζητήσεις σου Στο ίντερνετ Μαλάκα έχεις φύγει Κι ακόμα σε ψάχνουν. 130
33. Φύλακας Άγγελος ο Ποιητής.
Είχα κατέβει μέχρι την πλατφόρμα, ενός από αυτούς τους καινούριους τους σταθμούς του μετρό. Και θα 'πρεπε να περιμένω δέκα λεπτά, μέχρι να 'ρθει ο επόμενος συρμός. Έβγαλα απ’ την τσάντα τετράδιο και στυλό. κι άρχισα να γράφω. Απέναντι μου, στην έτερη αποβάθρα, ένας άλλος εγώ, έγραφε κι αυτός τα δικά του. Κρυμμένος σαν εμένα, άκουσε τον συρμό να πλησιάζει 131
και σηκώθηκε. Πλησίασε στην αποβάθρα. και μου φώναξε «Έι, φιλαράκο! Συνάντησε με στον επόμενο σταθμό. Θα γυρίσω να σε βρω να μου δώσεις μια σελίδα - γιατί μου τελείωσαν και δεν έχω που να γράψω. Μουτζούρωσα κάτι και στο χέρι μου». Και σκέφτομαι πως έπεσα σε τρελάρα. Και πως, ακόμα κι αν δεν κατέβω, αυτός θα με κυνηγά. Τελικά κατέβηκα και τον περίμενα δυο συρμούς αργότερα. Εμφανίστηκε και συμφωνήσαμε πως "καλά είμαστε". Μου έδωσα χαρτί, λέγωντας: «Φίλε, μου συμβαίνει το ίδιο. Μένω από χαρτί αλλά δεν τρελένομαι απ’αυτό. Μαζεύω κανένα πεταμένο φυλλάδιο και γράφω, πίσω από αποδείξεις, 132
λογαριασμούς. Σαν κάτι να έχει ωριμάσει μέσα μου. Παλιά, απλά έπιανα το στυλό και η γραφή μου, έτρεχε. Με κυνηγούσε. Έγραφα πιο γρήγορα απ' ότι σκεφτόμουν κι αγχωτικά - κι όταν έβαζα την τελεία λαχάνιαζα σα σπρίντερ. Και δεν άλλαζα τίποτα από όσα είχα γράψει. Ξες..., διορθώσεις που καμιά φορά δίνουν περισσότερη αξία σε κάθε νόημα. Τώρα όμως, έτσι όπως σε βλέπω μου μοιάζεις. Μπορείς και κάθεσαι και περιμένεις να σου πω να ακούσεις, ενώ κρατάς το χαρτί στα χέρια σου. Και θα μπορούσες να γράφεις. Θα μου την χρωστάς, να θυμάσαι.Αν καμιά φορά ξεμείνω ααν τις πολλές. Να είσαι κι εσύ εκεί για μένα. Να είμαι κι εγώ εκεί για μένα. 133
34. Ι don't have a drinking problem, except when i can't get a drink. Μπορείς να το πεις και φαγητό, όχι μόνο γιατί, τις μέρες, τους μήνες, τα χρόνια αυτές, αυτούς, αυτά, σπάνια τρως κάτι σταθερό. Μήτε γιατί ακόμα κι οι φίλοι μας οι Σουμέριοι, την μπύρα που σα νερό πίνεις, αποκαλούσαν "υγρό ψωμί". Το κρέας, μπορεί σε όποιον αρέσει να βαφτιστεί ψάρι, και σερβίρεται με το δάχτυλο που το κρύβει. Μπορείς επίσης, την τέταρτη - πέμπτη 134
μέρα πες, στη σειρά που σε βρίσκουν νηστικό να πίνεις γουλιές, μια απ΄το ένα μπουκάλι και μια απ΄το άλλο πως, κάποια απ΄αυτές να πεις - μπουκιά. Ο Λιάκος επέστρεψε από τον οδοντίατρο, με διάγνωση αδύναμων ούλων. "Θα σου πέσουν τα δόντια, κακομοίρη. Πρέπει να μασάς". Κάθε πρωί ο φίλος μας λοιπόν, αφού πλυθεί και ξυριστεί, για να τα γυμνάσει, πετά στο νιπτήρα μια τούφα βαμβάκι, και την ποτίζει, πες την βρέχει με καθαρό οινόπνευμα. Βουτά τα κλειδιά, τα χώνει στην τσέπη, και φεύγει για την δουλειά μασώντας σα τσίχλα 135
το αλκοολούχο βαμβάκι, μέχρι να φτάσει, να βγάλει το μπουκάλι απ' το συρτάρι και να βάλει το χαρτί στη μηχανή.
136
35. Λιώνοντας μόνος. Από πάρτη σε πάρτυ ακούς, να λένε πως από του χρόνου, που θα μας τα ΄χουν πάρει όλα, θα μας πουν, πως το πείραμα με τα ποντίκια πέτυχε κι ήρθε η σειρά μας. Τι, κι αν τόσα χρόνια στο κλουβί, ή σε κανά κουκούλι. "παρ΄την μοναξιά μου", δεν είπαμε. Τα βάλαμε κάτω, τα στρώσαμε, και τα ήπιαμε. Γι΄αυτό είπαν πως, όπως τα ποντίκια σταμάτησαν να την πίνουν, σαν τα κλείσαν όλα μαζί, σε κελί με όλα τα κομφόρ, έτσι πρέπει και σε μας σαν έρθει η σειρά μας, να κόψουμε. 137
Άλλος φοβάται την κλινική, και μη του δώσουνε κανά χαρτί. Και κάθεται και πίνει. Άλλος φοβάται πως εκεί, δε θα μπορεί να πίνει. Και κυριλεύει που και που. Κι άλλος απλά τους περιμένει. "Ελάτε" λέει παιδιά. "Για μας το έχω στρίψει. Θυμάστε; Στα καλύτερα, σας είχα πει. Δε σπάει το κουτί. Εδώ θα τα αφήσουμε, όλα". Θα μας μαζέψουν, όπου να ΄ναι. Θα μας μαζέψουν. Ό,τι έχει απομείνει δηλαδή. Το να είσαι με τον άλλο, δύσκολο πράμα. Δεν κοιταζόμαστε, ούτε όταν γαμιόμαστε. Σέρνει ο καθείς την φάκα του. Ουρλιάζοντας και πίνοντας. 138
36. Αυτό είναι + δεν είναι ένα ακόμα οργισμένο ποιηματάκι. Οργή, οργή, οργή! Τι περιμένατε να διαβάσετε; Γιατί δε βλέπετε τίποτα, πιο πέρα από την οργή την οποία μου καταλογίζετε; Ποτέ δε μου άρεσαν, ούτε τα παλάτια, ούτε τα όμορφα τραγουδάκια. Κι άλλοι γράφουν για τον δρόμο. Με τον τρόπο και το ύφος με το στραβό ή το μοιραίο, όπως το βιώνουμε. Με ανοιχτά τα μάτια, και τεντωμένα τα αυτιά. Το τομάρι μας ξεχειλώνει 139
από την πίεση που του ασκεί το Κτήνος μέσα μας. Ακόμα παλεύω, το άγριο θηρίο να βγει με την μορφή μου. Να ακουστεί η κραυγή να αντηχήσει σα μέσα από κελί. Σας μοιάζω σκληρός - αλλά δεν είμαι. Ένα κουνούπι που πάει και κάθεται στο σβέρκο μου, συνθλίβεται το επόμενο δευτερόλεπτο. Καμιά φορά μέσα σ΄αυτά ο γιατρός με παροτρύνει να καπνίσω ακόμα ένα τσιγάρο να δεχτώ πως η αλλαγή δεν έχει ώρα θα χαθεί. κι άλλο παιδί από την ομαδική με ρωτά: "γιατί δεν κάνεις κάτι"; Ανοίγω ακόμα μια μπύρα, και στο πρώτο ρέψιμο, φλέγεται η καούρα μου. 140
Δεν ονειρεύτηκα ποτέ, κανενός είδους κανονική ζωή. Δέκα περνούν από μπροστά μου, τα τρία μένουν και για το ένα γράφω. Μετά την δωδέκατη μπύρα σας δικαιολογώ. Παραμιλώ και κλαίω. "Μου φτάνει που νιώθουν την οργή, κι αν συνεχίσουμε από το ίδιο ποτήρι να πίνουμε ίσως συμφωνήσουμε πως, σε μια παρτίδα μπορεί να παιχτεί η οργή μας να ανοίξουμε τα φύλλα και να γελάσουμε στη χάση". Περισσότερο με ανησυχεί, να ζυγίζω πόσο σπέρμα κουβαλώ. 141
Επιλογή μου ακόμα να ζω πέντε ορόφους πάνω απ’ τη Γη να κρεμιέμαι όποτε γουστάρω, να διατάζω το φούντο κάθε λίγο. Στο ισόγειο δεν θα ΄τανε το ίδιο. Μονάχα, αν ήμουν κομμάτια. Έτσι κι εδώ πάνω. Το ίδιο θα ήταν μόνο αν ήμουν όπως θα ‘πρεπε. με χέρια - πόδια και τα σχετικά. Μα να..., έπεσα από κάτω και δεν έπαθα τίποτα. Τεντώνομαι, σα σκύλος μετά τον ύπνο. Να θρυμματίσω, το Κτήνος της οργής μέσα μου. να ξαναβάλω σα στολή. να εφαρμόσει καλά το δέρμα μου. 142
37.
Jack in the box.
Βλέπω όνειρα πολλά, όποτε και για όσο κι αν πέσω. Κι όπου. Αυτό συμβαίνει στους ποιητές τους δρόμου. Κάποια βράδια, ξυπνώ μέσα σ' αυτά, και τα γράφω. Σε κάποιους εφιάλτες, με το στυλό στο χέρι, γυρνώ σε όλο το δωμάτιο, ψάχνοντας χαρτί, και μετά από κάποια λεπτά, γράφω πάνω στον τοίχο, ή πίσω από φωτογραφίες, ακόμα και πάνω μου. Σε άλλους, 143
ηχογραφώ την ιστορία και ξανακοιμάμαι για να δω κι άλλα. Η επόμενη σκηνή, παίζεται μπροστά στο μπαρ ή περπατώντας στο κέντρο, να διαβάζω ή να διηγούμαι το θέαμα. Αυτό κάτι σημαίνει, για τους ποιητές τους δρόμου. Ξύπνησα απότομα. Κοίταξα το ξυπνητήρι, κι είχα αργήσει. Ντύθηκα όπως να ΄τανε και βγήκα στον κόσμο. Μισός ξένος, μισός απολυμένος. Βρήκα μια θέση πίσω - πίσω. Οι άλλοι δεν κοιτούσαν. Οι συνάδελφοί μου θα ανησυχούσαν. Έγειρα στο παράθυρο και με πήρε ο ύπνος. 144
Στο όνειρο κοιμόμουν κι είχα αργήσει στη δουλειά. Κούμπωνα το μαύρο πουκάμισο, καθώς έτρεχα για να προλάβω το πρώτο της γραμμής. Και κάπου εκεί πετάχτηκα κι είδα, πως μόλις είχα φτάσει. Το όνειρο μέσα σε όνειρο, είναι κάτι που διαδραματίζεται στον ύπνο μου, ξυπνώ τα χαράματα και το γράφω. Είναι μια ηχογράφηση ξεχασμένη, που ακούω μετά από μέρες. Οι είκοσι πρώτες μέρες τις πρέζας, είναι οι καλύτερες. Την εικοστή - πρώτη ο Τζακ, ανάβει τα φώτα και μου φωνάζει: "ετοιμάσου - έχουμε αργήσει". Γυρνώ στο μαξιλάρι διαολοστέλνοντας την τύχη, που με έφερε εδώ. 145
Πρέπει να βγω απ’ την ίδια πόρτα. Να επιστρέψω. Κι ας μη θυμάμαι από που και πως ή αν μπήκα καταλάθος. Για τα γεγονότα κι για όλους τους αστάθμητους παράγοντες που με 'φέραν ως εδώ, να μη θέλω να ελεγχθώ με άλυτα, στα ίδια. Να πέφτω να ξανακοιμάμαι, ή να μη ξυπνώ - πάνω στα χαρτιά μου. Σε διακόσια χρόνια από σήμερα, θα διαβάζουν αναφορές για την κατάντια μας πως, άρρωστη ήταν η γενιά μας περισσότερο από την απάθεια, κι ελάχιστα από την σχιζοφρένεια. Βγες Τζακ. Είμαστε μόνοι. 146
38. Στον αφρό. Τον έναν τον μάζεψαν, σα τον άκουσαν στην πλατεία να τραγουδά για την Ειρήνη, ντυμένος σαν τον Τζον Λέννον, και τον άλλον, μετά από καταγγελίες για προσβολή της δημοσίας αιδούς κι ας τους ομολογούσε πως ήταν ο Διόνυσος. Στα φρενοκομεία, που η περασμένη σειρά παρίστανε τον Ωνάση, τον Σόλων και την Τσόπλιν, και που αντικαταστάθηκε από την νέα, δυστυχώς για την εξέλιξη του ανθρώπου, ακόμα και σήμερα οι "γιατροί" δε μας πιστεύουν, δεν μας πίστεψαν απ' την αρχή και δε θα μας πιστέψουν ποτέ. Μπορούμε να αλλάξουμε τα πάντα, “μα για το Θεο”, όχι αυτό που μας περιέχει. 147
Τα ποιήματά μου, γράφονται τώρα..., διαβάζονται τώρα..., κι όσες σειρές, κι όσες φουρνιές κι αν περάσουν αλλάζουν από μόνα. Είναι η πίστη αυτή απ' την αρχή, η εξακολουθητική - και θα πιστεύω πως είναι γραμμένα για να διαβαστούν και μετά από πολλά χρόνια. Και τότε θα υπάρχει, κάποιος σαν εμένα να τα διαβάσει. Και τότε οι άνθρωποι θα πίνουν, θα πληγώνουν - ο ένας τον άλλο. Και θα 'ναι ευτυχισμένοι, απ' αυτό. Και τότε οστά και σάρκα, αίμα και ψυχή, Μελάνια. Χαρτιά. θα γελούν θα τραγουδούν. 148
Ταξίδι στον χρόνο, ο αφρός στη μπύρα, μου θυμίζει, τι έχει απομείνει, ζωντανό.
149
39.
Βόρεια του ανύπαρκτου Βορρά.
Μόνο με μια ρωσίδα έχω κοιμηθεί. Όλοι οι άλλοι ήταν ρώσοι. Σκυθρωποί, στήσαν το σπιτικό τους σε μια από τις υπόγειες διαβάσεις της Κόκκινης Πλατείας. Με χαρτόκουτα και νύστα - νηστικοί, με τους Άγγλους διαφωτιστές και τους Γάλλους μαζί να περνούν σχεδόν από πάνω τους, να κλωτσούν τα άδεια μπουκάλια τους, να πατούν πάνω στα ποιήματά τους. Ο κομμουνισμός θα είναι πάντα, η επάνω μπάντα. Ο κομουνισμός θα είναι πάντα, 150
αυτός που θα παίζει για μας, χωρίς εμάς. Την φίλη μου τη λεν' Σβετλάνα ή κάπως έτσι. "Φωτεινή", κάπου στα 36. Προτιμούσα να μη μου μεταφράζει τα ποιήματα του Σεργκέι Γεσένιν. Να ανεβοκατεβαίνω το δωμάτιο, μέχρι να αποφασίσω ποια να 'ναι η επόμενη κίνηση μου στο σκάκι. Όταν τελειώνει η βότκα, πίνουμε τσίπουρο. Ακούγοντας τους μουσικούς, να σπρώχνουν βιαστικά και να τρίζουν οι καρέκλες τους, να τα μαζεύουν, να χαθούν, πριν κρυώσουν τα δοξάρια. Για το κάθε βράδυ που αναμένει την ησυχία του, υπάρχει ο Αγγλικός κι ο Γαλλικός διαφωτισμός να ενδώσει. 151
Σε μας πόσο να μένει; Διάβασε το μου, ακόμα μια φορά και θα σου πω τι λέει.
152
40.
Αγενής. ( αυτός που μένει μόνος )
Ο αγενής, αυτός που σε διακόπτει όταν μιλάς, που με το χέρι βάζει πάγο στο ποτό σου και στο σερβίρει χωρίς να συστηθεί, ονομάζεται μπάσταρδος. Κι έτσι να τους λέτε ή μόνο αυτούς. Χαρμάνια είμαστε εμείς..., Μπλενταρισμένοι..., Ανακατεμένοι. Γινόμαστε ηθοποιοί . Ήθος. Μπάσταρδους δε μας λες ακόμα κι αν, μήτε η μάνα μας γνωρίζει με ποιον μας έκανε. 153
Καθαρόαιμες προσδοκίες για προγραμματισμένα όντα..., "τώρα θα κατουρήσεις..., τώρα θα πλυθείς. Εγώ σε παράγγειλα κι Εγώ σε πλήρωσα κι Εγώ σε έφτιαξα κι Εγώ σε συντηρώ. Προσοχή τώρα"! Αδέσποτες συγγένειες, με τους γέρους να μαθαίνουν νέα κόλπα κι εμείς τα δικά τους, βρωμίων προαστίων ο αγώνας, άλλος έφερε χασίς κι άλλος ποιήματα του.
154
41.
Σκέτος.
Πες μου έναν πόθο, που δαμάζεται και δεν θα με ξαναδείς ποτέ στη μπάρα. Νέμεσις θεά του μέτρου και δυνάστη των παθών ποιος, ποτέ σε κέρασε, ποιος τσούγκρισε μαζί σου και πότε ξάπλωσες στο πάτωμα με τον λόξυγγα να μη σ' αφήνει να κοιμηθείς; Δύο δάχτυλα αφρός, στα μάτια μας καπνός και παίρνω από έναν σας σε κάθε γουλιά. Μες στην τόση μέθη, δυσκολεύομαι να κοιτάξω καθαρά μέσα μου. Ακολουθώ μονάχα το ένστικτό μου, που διψά. 155
42. Πουλί χωρίς φτερά. Μια δεύτερη ζωή, ζω. Νήπιο κανονικό. Τα τελευταία δυο χρόνια, κυοφορούμενος όχι εκκολαπτόμενος, στου μπαλκονιού το χείλος, ζητούσα αναβολή για τα 33. Φορούσα το παλτό, περίμενα στη στάση, να ΄ταν άραγε γραφτό; να πάω από αμάξι; Μη γελάς ρε, μαλάκα! Στο μπαρ ακόμα κι απόψε, τα παιδιά θα πουν, "θα μας πεθάνεις, μέχρι να πεθάνεις διάολε"! 156
Κι ο μπάρμαν ο φτωχός, γνέφοντας θα τους βάλει να πιουν. Αντρίκο, ρωτούν στη γειτονιά πότε θα πέσεις. Ο κυρ - Σταμάτης, απάντησε προχθές στον ταχυδρόμο πως, κοιτάς το μπαλκόνι σου, απ’ την πυλωτή, γιατί σου φαίνεται πιο σύντομη η διαδρομή. Σε ακούμε κάθε μέρα να μετράς..., "1 δευτερόλεπτο μέχρι τον τρίτο όροφο πες..., κι άλλο ένα μέχρι εδώ". κι αργότερα από το μπαλκόνι σου..., "είναι πολύ ψιλά..., όχι δεν είναι. Ας καπνίσω ακόμα ένα τσιγάρο". Η μόνη αμφιβολία, απορία..., η μόνη τρέλα που της βουλώνω το στόμα, να μην την ακούω..., με αλκοόλ, χασίς και γέλιο, αν μετά το φούντο είναι καλύτερα. 157
Μην το καθυστερώ. Σημάδι είχα βάλει τα 33. Είπα στον γιατρό πως πέθανα, μα είμαι πάλι εδώ, και μιαν άλλη, πες, πως αφού δεν πέθανα, ξαναγεννήθηκα, κι η αναβολή αυτή, δεν μου κάνει καλό. Έφυγαν αρκετοί φίλοι μου, στην τσέπη τους, έραψα από ένα γράμμα. Ο Άδης να το βρει, να μάθει πως τον ψάχνω. Είναι καλύτερα εκεί; Κρέμομαι ακόμα απ΄το μπαλκόνι, ο χαμένος, δεν έπεσα όταν έπρεπε, θα μείνω πάντα ξένος. Κοιτώ το κενό, παίρνω βαθιάν ανάσα, κόψτε μου τον ομφάλιο λωρό να πεθάνω ήθελα, όχι να ξαναγεννηθώ. 158
43. Δεκέμβρης δίχως κρύο. Δεν πιστεύω πως δε διαβάζουν. Πιστεύω πως δεν έχουν χρόνο. Η ανεπάρκεια δεν φέρει θέληση. Η τέχνη δεν έχει κοινό. Μαθαίνεις ν' ακούς, μεταδίδοντας κυλώντας πάνω σε ράγες από σταθμό σε σταθμό, τα ίδια λόγια. Τα λόγια, τα δικά σου. Δεν πιστεύω πως δεν έχουν χρόνο. Πιστεύω πως έχουν χρήμα. Με ελέγχουν - με εξετάζουν, καλύτερα κι από αφεντικό μου. Δεν κοιτούν τα δόντια του ποιήματος μου. Κοιτούν τα δόντια τα δικά μου. 159
Έχω τύψεις που πέρασα τα 33 κι είμαι ακόμα εδώ. Η πληρότητα του χρόνου, το άδειο πορτοφόλι. Μια σκύλα μάνα κλαίει, μια σκρόφα ξαποσταίνει. Σκύλε, και να γεννιόσουν, σκύλος θα σου 'να..., "μην τον κλαις ρε μάνα". Χοίρε, σήκω το βλέμμα σου αδερφέ..., "την μάνα δεν την παίρνει".
160
44. Απόμεινε. Στα ξενερώματα μαζεύονται τα πολυτιμότερα, ρε. Πάνω στο κύμα, πάμε όπου η φορά μας πάει. Υπάρχει μια διαφορά στα ξημερώματα. Ανάμεσα στο ύψος και στο βάθος. Το περνάμε, μας περνά κι ελάχιστα πριν το τέλος συμφωνούμε. Να μια αξία.
161
45.
Bar - bar.
Ε, εμάς..., μας βρήκαν στο μπαρ. Όλα αυτά. Πως να στο πω; Πες, πως στην πραγματικότητα στην γουλιά του κάθε ποτηριού νιώθαμε το τέλος να ΄ρχεται αλλά δεν σηκωνόμασταν απ' τα σκαμπό. Ο κάθε δικτάτορας όσο μαθαίναμε τα νέα, αφού διέταξε ακόμα και τον εαυτό του τον ίδιο, φόρεσε τα καλά του και πάτησε το κουμπί. Η γυναίκα μου, τρίβεται πάνω μου και ζητά γαμήσι. 162
"Μωρό μου", της απαντώ..., "πάμε στην τουαλέτα, Πάμε όπου δεν έχουμε πάει ποτέ". Ο Αργύρης άργησε απόψε. Κοιτούσε στην οθόνη και τον πήρε να παρακολουθεί σε ζωντανή σύνδεση πόλεις να εξαφανίζονται στάχτη βουνά να γίνονται σκόνη. Οι μισοί μανατζαρέοι κυκλοφορούν ακόμα στα ερείπια - στα χαλάσματα μιλώντας στο κινητό τους. Μ’ άλλα τιναγμένα μυαλά, που σου φτιάχνουν απ’ το πρωί - τον καφέ. Έξω απ’ το μπαρ υπάρχει τρομοκρατία, μωρό μου. Έτσι κι εμείς ανεχόμαστε ακόμα και το ζευγαράκι της Μεγάλης παρασκευής σε όλες τις εκδόσεις όπως σκαν' τα πυρηνικά εργοστάσια 163
ξεχασμένα και πιεσμένα απ’ την εγκατάλειψη των φοβισμένων πες πεθαμένων. Σωτήριο - το μπαρ. Ακόμα κι όταν όλα θα χουν καταστραφεί εμείς θα ‘μαστε ‘δώ όπως και να χει.
164
46. Φόρμα στους 180. Στη δουλειά, με μαστουρώνουν. Για να μη μιλάω..., Οι κουβέντες μας και Τα βλέμματα μας και Άλλη μια μπυρα. Στη δουλειά, με μαστιγώνουν. Για να μη σταματάω να μιλάω..., Δεν μας μένει τίποτα και Απ’ το να πιούμε και Να πιούμε κι αλλο. Να πιούμε οσο μπορουμε.
165
47. Αν θες να χτηπήσει το τηλέφωνο, μπες για μπάνιο. Δημοκρατία δίχως σκλάβους. Ποίηση χωρίς πουτανιά. Ανθός πηχτών σκοταδιών. Της νυχτερίδας το σ'κώτι Batman's liver. Μπάρμαν..., μπύρα!!!
166
48. Συγνώμη..., μπορείτε να με πληγώσετε γιατί κλεινουμε; Καθετί που κλείνει, είτε σε κουτί είτε σε επέτειο, ζητά και μια πληγή για να αναστηθεί. Πίνω μπύρες, όσο σ’ ακούω να μου λες για τις δικές σου. Happy birhtday every second, for etch pain in my brain. Ο μπάρμαν - το μπαρμπούνι. Ο Άσσος - το μπαστούνι. Ο πόνος - το γουρούνι.
167
49. Απεταξάμην τον Βάρναλη. Η κοιλιά μου είναι νύχτες. Μπύρες και..., πόσο έχει σήμερα; Όχι σήμερα - που ξημερώνει. Περίμενε να λύσω το παντελόνι. Το βάλσαμο για την καούρα, είν’ η μπύρα, η παγωμένη. Τα σύννεφα αφρισμένα, τα ποτήρια παρατημένα.
168
50. Sweet Μery Jane. Δίχως την καβλα και το ψώνιο, αυτό που σε τρελαίνει κι αυτό που σ’ αφήνει δεν πρόκειται να πας πουθενά. Παρά θα ψήνεσαι σιωπηλά πάνω στην φλόγα, αυτών που σου συμβαίνουν. Δίχως παφλασμούς, κόχλασμα, εξάτμιση. Σε μας τους ποιητές να ξες, η κάψα μας ειν' να γουστάρουν την περσόνα μας. Όσο γράφουμε αυτό που είμαστε τόσο θα βουτάμε μες στο βρακί, της εκάστοτε που γουστάρει την περφόρμανς μας. 169
Το μουνί σου, είναι αλμυρό. Κάποια απ’ αυτές μπορει να παντρεύτηκαμε, αλλά, τι διαρκεί για πάντα; Φύγαμε για να παίρνουμε από την κάθε μια το καλύτερο της. Με μόνο κοινό παρανομαστή Να πίνουμε μαζί Να μην κοιμόμαστε μαζί Να φιλιόμαστε γιατί Χρειαζόμασταν ωτοασπίδες γι’ αυτά που συναίβεναν στον δρόμο. Να γαμιόμαστε όπως βγει. Αίλουροι ως την πηγή.
170
Πεζά. Η αξιοπρέπεια σου, χάνεται, κάθε που μετριέσαι και βρίσκεσαι - λιγότερο λιώμα από τον Άλλο. Η κουβέντα ανοίγει με τράκα. Κοίτα έναν μαλάκα. Μ’ αρέσει να χαζεύω τα φωτισμένα μπουκάλια πίσω από το μπαρ. Λεντ και κεριά. Κι εκείνα στο σκοτάδι. Και τις κάνουλες της μπύρας. Ζήτησε άδεια, για να κολλήσει τη φίρμα του, στην τουαλέτα. Από που μας είπε, πως είναι ; Οι άνθρωποι πρέπει να γεμίζουν τα μπαρ κάθε βράδυ. Αλλιώς κάτι σοβαρό τους συμβαίνει. 171
Μην το κάνεις και πολύ καλά, γιατί θα σε πάρουν για ασφαλίτη. Βιβλιοδεσία είναι η εργασία που δίνεις στον ειδικό, σα μαζέψεις τις σελίδες απ’το πάτωμα, βγάλεις απ΄το συρτάρι, ισιώσεις απ΄την τσέπη και βάλεις στη σειρά. Δεσ΄τε με. Δες τε με. Το “παλιό-” πριν απ΄το “μεθύστακα”, ρε παλιομεθύστακα, είναι πλεονασμός. Κι ακουστικά και συντακτικά και τέλος πάντων η μέθη δεν παλιώνει. Ακόμα και τα σκουπιδιάρικα αφήνουν να πέσει και κάτι κάτω.
172
Όπως κάθομαι στο μπαρ και παραγγέλνω σε ζευγάρια τις μπύρες μου, και δε με ρωτάς αν περιμένω παρέα..., έτσι κι όταν στρίβω το τσιγάρο μου μη με ρωτάς..., “τώρα αυτό θα το καπνίσεις”; Ένα χρόνο μετά, μου διηγήθηκε την κατάθεσή της στον υπαστυνόμο, μήνυση πες..., “Κυρία μου..., που εργάζεται ο σύζηγός σας”; για να απαντήσει..., “πουθενά”. “Και πως ζει...”; Μπλα - μπλα - μπλα..., “Δεν έχω ιδέα. Ίσως να σπρώχνει τίποτα ναρκωτικά”. Σ’ αγαπώ, σημαίνει πως ακόμα και με πράσινο φανάρι, ελέγχω δεξιά κι αριστερά πριν περάσω. 173
Δεν γνωρίζω τι γεύση έχει το τζιν - τόνικ. Στο “δικός μας κι αυτός”, γεννιέται η κλίκα.
174
1. Taste your taste in. Μιλούσαμε με τον Άλεξ, μέχρι να μπει η πρώτη παρέα στο μπαρ, και να ετοιμάσει τα ποτά τους. Όλο το υπόλοιπο βράδυ, σκυμμένος μπροστά στα χαρτιά μου, έπινα το ένα ποτό μετά το άλλο. Ήταν ένα από εκείνα τα βράδια πάνω στη μπάρα, που ο ένας θα μ' έσπρωχνε λέγοντας: "Ρε μαλάκα..., το ποτό που μόλις ήπιες, ήταν δικό μου. Άλεξ..., βάλε μου ένα, κι ένα γι' αυτόν τον καριόλη". Ο άλλος...: "Ρε φίλε..., είμαι καμιά ώρα με εκείνες εκεί τις δύο. Θα τις πάρω για το σπίτι, αλλά δεν τα καταφέρνω μόνος. 175
Προσπάθησα να τις σπάσω, αλλά δεν γινόταν. Μ' ακούς, ρε; Έρχεσαι"; Και πάντα υπήρχε κι ο δικός μου. Άλλοτε φρεσκοξυρισμένος. Άλλοτε με την μεγάλη τσάντα, σα τη δικιά μου. .......................... Σα μείναμε μόνοι με τον Άλεξ και βάλαμε το μπουκάλι στη μέση, σα να ανοίχτηκε. Σα να περίμενε, να μείνουμε οι τρεις μας. - Λοιπόν μαλάκες, έχω ένα πρόβλημα. Όποιος μου βρει λύση, έχει τα ποτά του κερασμένα. Όποιος μου πει έστω και μια γνώμη, μπορώ να κατεβάσω όλα τα μπουκάλια απ’ το μπαρ και να, του τα χαρίσω..., ..., νωρίτερα απόψε, βγήκα με την Έλένα. Την γραμματέα από την σχολή που διδάσκω. 176
Μετά το δεύτερο ποτό, πήγαμε στο σπίτι της. Μου κατέβασε το παντελόνι και με τσιμπούκωσε στα όρθια. "Μωρό μου...", της είπα μετά από πέντε λεπτά, "θα καθίσω στον καναπέ να σε απολαύσω να γδύνεσαι μπροστά μου". Κι έτσι έγινε. Τσόντα κανονική, παιδιά. Άντε, γεια μας! "Γεια μας". Ε, ξεκίνησε να χορεύει και να τα βγάζει, αργά κι αισθησιακά κι εγώ να παίζω τον σαλιωμένο μου πούτσο, μπροστά της. Γονάτισε..., τον πήρε πάλι στο στόμα της και σε δέκα λεπτά τελείωσα. Πάγωσα. Γιατί τα είχε καταπιεί όλα κι άναβε τσιγάρο! Σκεφτόμουν ρε μάγκες..., από την μια πως..., επιτέλους μια γυναίκα να ευχαριστηθώ γαμήσι όπως είναι, 177
κι από την άλλη πως.., δε μου άρεσε που τα κατάπιε από την πρώτη φορά. Τι σας λέω, ε; Γιατί γελάτε ρε μαλάκες; Γούσταρα. Μπορεί να τα μάζεψα και να έφυγα, και μπορεί να το λέω σε εσάς, αλλά όσο με καυλώνει η πράξη της, άλλο τόσο θα ΄θελα λίγη στάχτη στα μάτια. Το ένα αναιρεί το άλλο, ε; Τέλος πάντων. Δεν ξέρω τι να αποφασίσω. Δεν χρειάζεται να πείτε τίποτα. Όλα κερασμένα είναι. Μετά από δέκα λεπτά που κουνούσαμε τα κεφάλια μας, που γελούσαμε και που υψώναμε τα ποτήρια μας, ο δικός μου, είπε:
178
- Ε, εντάξει. Αυτό που με πειράζει περισσότερο είναι πως..., δεν έχωσα την γλώσσα μου στο στόμα της, να φιλιόμαστε όλο το βράδυ. Πως με κοιτάτε έτσι ρε μαλάκες; Εσείς δηλαδή τα καταφέρνετε; Είστε έτοιμοι για όλα; Δε γαμιέστε ρε μαλάκες! Έλα, γεια μας!
179
2. Τζόννι και Μαίρη. Έφαγαν, όλο τους το καλοκαίρι στην Αθήνα, δουλειά - σπίτι - group therapy ταβερνάκι, μέχρι το πρωί, με ό,τι υπήρχε. Έκαναν τόση φασαρία, σαν έπιναν τα πρώτα τους ποτά, μεταδίδοντας φόβο στους θαμώνες, ως απόκρουση κάθε επίθεσης για προσβολή, όταν αργότερα θα έστριβαν και θα έπιναν τα τσιγάρα τους, μπροστά τους. Από το πρώτο βράδυ, κοιμήθηκαν στην παραλία και συνέχισαν να μοιράζονται πιοτό και φιλιά. Και κατά το απογευματάκι που θα΄τανε, κι οι πρώτες παρέες αποχωρούσαν, κι ο ήλιος έπεφτε και το αεράκι δρόσιζε, 180
πηδήχτηκαν σα σκυλιά. Έσκισαν τους ώμους και τα γόνατά τους στο χαλίκι, βουτούσαν στο νερό και η μέθη καλά κρατούσε. Την επόμενη φορά που βρέθηκαν, η Μαίρη ζήτησε προφυλακτικό και ο Τζόννι αρνήθηκε θυμίζοντας πως: "Χθες δεν βάλαμε και τώρα δεν έχω". Εκτός από την προφύλαξη, πόρτα έριξαν και στο ξενοδοχείο. Με το που έκλεινε η ταβέρνα, κινούσαν για το πάρκο και πηδιόντουσαν στο πρώτο παγκάκι. Αρκετό καιρό, αφότου χώρισαν η Μαίρη συνεχίζει να πηγαίνει με την ίδια ομάδα, να συζητά ακόμα για τον Τζόννι και στα γερά μεθύσια της, να πηγαίνει στη δουλειά του, και να τον βρίζει. 181
Να του στέλνει μηνύματα κι αφιερώσεις, να μένει στη ρουτίνα της. Τον ίδιο καιρό, ο Τζόννι οργισμένος από την τόση επιμονή της, ένιωθε πως έπρεπε να δώσει ένα τέλος στην πίεση. Όλη αυτή η τρέλα της, τον είχε κατακλείσει. "Ξέρεις σκύλα..." της απάντησε πάνω σ’ένα γερό μεθύσι..., "πάντα είχα καπότες μαζί μου". Η ίδια είπε πως..., "τώρα..., σ' αγαπώ ακόμα περισσότερο, μπάσταρδε".
182
3. Losing my GoGo.
Πως να προλάβαινα και τι να σχεδιάσω να κάνω στο ρεπό μου, όταν ο σεφ το ανακοίνωνε λίγο πριν το τέλος της βάρδιας; Με τι κουράγιο με τη σειρά μου, να πρότεινα στη δικιά μου, να κάνουμε το ένα ή το άλλο μετά από ένα μήνα με συνεχόμενα δεκαπεντάωρα στη δουλειά. Στα πρώτα τέσσερα πες, επέστρεψα όπως κάθε πρωί στο σπίτι μετά το μπαρ και κοιμόμουν μέχρι τα ξημερώματα της επομένης. Η σχέση μου με την Έλενα εκείνη την εποχή, μπορώ να πω πως είχε περάσει σε ένα επίπεδο που για αμφότερους ήταν νέο. 183
Πως είχαμε μπει σε αυτό, με ραγισμένες καρδιές, με σμπαραλιασμένα μυαλά, δίχως συμφωνίες - υπογραφές ούτε παρελκόμενα - ούτε σχετικά. Υπήρξαν κάποια βράδια, που στο μπαρ με το μπλα - μπλα έφτανε η ώρα να πληρώσω τα ποτά μου και να φύγω με το κορίτσι που φώτιζε την ανημποριά μου. Τηλεφωνούσα στην Έλενα λοιπόν, χωρίς να νοιάζομαι αν κοιμάται ή αν μπορεί λέγοντας...: " Μωρό μου, σε μισή ώρα πρέπει να έχεις φύγει από το σπίτι. Πήγαινε στην αδερφή σου απόψε". Και το αντίθετο. Λάμβανα ένα μήνυμα στο κινητό...: "Μωρό μου, κοιμήσου στου Παύλου απόψε. Θα τον διώξω νωρίς, μην ανησυχείς. Να 'ρθεις το πρωί να πάρεις ποδιά και μπλούζα καθαρή". 184
Κι ήρθε ακόμα ένα μέσα στο καλοκαίρι, που βγήκαμε μαζί κι ήπιαμε μέχρι το πρωί. Κοιμηθήκαμε γυμνοί και φιλιόμασταν κάθε που ο ένας από τους δύο πήγαινε στην τουαλέτα ή μέχρι την κουζίνα για να πάρει παυσίπονο. Και κατά το μεσημεράκι που θα ΄τανε, και που είχα χορτάσει ύπνο, σύρθηκα μέχρι το νιπτήρα να πλυθώ, ακούγοντας ακόμα μια γυναικεία φωνή να έρχεται από το μπαλκόνι μαζί με αυτή της Έλενας. Φορώντας μόνο το μποξεράκι και τα μαύρα γυαλιά μου, έφτασα μπροστά της και κοκκάλωσα. - Ανδρέα; Αυτή είναι η φίλη μου, η Γωγώ..., Πως την καρφώνεις έτσι; Να σου φτιάξω καφέ; - Ε; Ναι. - Έχεις ξυπνήσει με κάβλες μωρό μου; Γωγώ, μην τον παρεξηγήσεις. 185
Ρε μαλάκες..., τι πάθατε; - Έλενα..., απλά φτιάξε αυτόν τον γαμημένο καφέ. - Θες να την γαμήσεις; - Τώρα! - Ωραία..., πάω για τον καφέ κι επιστρέφω να παίξουμε. Γωγώ..., μην τον βλέπεις έτσι σα βλάκα. Και πες του τίποτα - όσο του τρέχουν τα σάλια. Κάθισα στην καρέκλα κι έβγαλα τα γυαλιά μου. Έστριψα το τσιγάρο μου, πήρα δύο τζούρες καλές και το έδωσα στη Γωγώ για να στρίψω το επόμενο. - Γωγώ προτιμώ..., να ΄μαστε κι οι τρεις. Αλλά αν δεν θες την φίλη σου μαζί μας, θα της πω να φύγει. - Δεν είναι αυτό. - Αλλά; 186
- Θα γούσταρα να ΄ταν εδώ και το αγόρι μου. Να ΄μασταν δύο προς δύο. - Κανένα πρόβλημα. Τηλεφώνησε και προσκάλεσέ τον. - Δεν είναι αυτό. - Αλλά; - Δεν έχω αγόρι, αυτό τον καιρό. - Κανένα πρόβλημα. Θα τηλεφωνήσω εγώ σε κάποιο φιλαράκι να ΄ρθει. Γωγώ..., δεν σε χάνω σήμερα. - Όχι, όχι Ανδρέα. Δε μου βγαίνει έτσι. Ας περιμένουμε να το κάνουμε, όταν θα 'ρθει η ώρα. Πέρασαν κανά δυο μήνες, που είχα ξεχάσει εκείνο το μεσημέρι με την Γωγώ, αλλά δεν το είχε ξεχάσει η Έλενα που μου έστειλε μήνυμα στο κινητό...: 187
"Η Γωγώ βρήκε αγόρι. Βγαίνουν καμιά βδομάδα. Απόψε μετά την δουλειά, έλα να μας βρεις στου Κωστή" Ήπιαμε τα ποτά μας και κανονίσαμε την επομένη, Γωγώ και Γιάννης να έρθουν στο σπίτι μας. Με εμάς καθισμένους στον έναν καναπέ και τα παιδιά στον άλλο, να ακούμε την P.J. Harvey να τραγουδά το "Good fortune"..., Γδυθήκαμε κι αρχίσαμε τα στοματικά στο σαλόνι. Συνεχίσαμε στη μια γωνιά του κρεβατιού η Έλενα κι εγώ, και στην άλλη η Γωγώ με τον Γιάννη. Τελειώσαμε, και τα κορίτσια πήγαν να πλυθούν..., έγειρα στο προσκέφαλο κι έστριψα τσιγάρο. 188
Επέστρεψαν κι αφού σκουπίστηκαν καλά, έπεσε η μια πάνω στην άλλη για να κάνουν 69. Χάζευα το κορμί της. Τον τρόπο που την έγλυφε η Έλενα. Πως έπαιζε με τις ρώγες της. Με κάβλωνε ακόμα κι ο τρόπος που με τα μάτια κλειστά δάγκωνε τα χείλη της. Απολάμβανα το θέαμα καπνίζοντας το τσιγάρο μου..., περιμένοντας να σηκωθούν και να αρπάξω την Γωγώ απ’ τη μέση. Έριξαν τα μαλλιά τους πίσω..., μας κοίταξαν, φιλήθηκαν για τελευταία φορά στο στόμα κι η Έλενα έκανε να γείρει προς τον Γιάννη κι η Γωγώ προς εμένα. Πέταξα το τσιγάρο στο τασάκι κι ανασηκώθηκα. Άκουσα τον Γιάννη, να λέει...: 189
- Όπα - όπα κορίτσια..., περιμένετε! Σειρά μας. Εκείνη την στιγμή και σεισμός να γινόταν, θα αδιαφορούσα πολλώ δε μάλλον στα λόγια του Γιάννη. Άπλωσα τα χέρια μου, προς τη Γωγώ, αλλά ο Γιάννης με σταμάτησε πιάνοντας με απ’ το μπράτσο..., - Σειρά μας. - Ποια σειρά μας, ρε μεγάλε...; Τι λες; - Καλά..., αν δεν θες να με γλύψεις κι εσύ..., θα σε γλύψω μόνο εγώ. Πετάχτηκα από το κρεβάτι, βουτώντας σεντόνι και μαξιλάρι..., και βρέθηκα στην πόρτα να τα κρατώ μπροστά από τον πούτσο μου..., να λέω...: " Όλοι έξω, τώρα..., τώρα"! 190
4. "Θεό ή θνητό, τιμά κανείς αυτόν που θέλει." (Ευρ. Ιππόλυτος) Τον χρόνο της σχολικής διδασκαλίας που αρνηθήκαμε, τον γεμίσαμε με μουσική, διάβασμα και γράψιμο. Λεφτά δεν είχαμε, αλλά πηγαίναμε στο δισκοπωλείο και χαζεύαμε το "Pablo Honey". Μέχρι που μαζέψαμε όσα ψιλά, από ‘δώ κι από ‘κεί, και τα ακουμπήσαμε στον πάγκο του δισκοπωλείου. Ο πωλητής με τη σειρά του, μας κοίταξε καχύποπτα και ρώτησε : " Αν τα κλέψατε από παγκάρι, αμφιβάλω αν τα ξοδεύατε για σι - ντι. Αλλά ρε 191
βρωμιάριδες, σας ξέρω καλά, εσάς τους δυο. Κι απορώ..., που θα το ακούσετε; Ούτε κασετόφωνο δεν έχετε". Η συμφωνία ήταν, το σι - ντι, να αλλάζει κάτοχο κάθε εβδομάδα. Στην δική μου σειρά, πήγαινα στα σπίτια των κοπανατζίδων και το άκουγα. Και μετά από ένα χρόνο, απέκτησα αυτό το γαμημένο μαραφέτι που μου έλειπε. Οπότε είχα μόνο μια εβδομάδα για να ανησυχώ. Οι Radiohead ακόμα και σήμερα, μου παίρνουν όλες τις ανησυχίες. Μου δίνουν όλες τις απαντήσεις. Τον χρόνο της μουσικής διδασκαλίας που αρνήθηκα, τον γέμισα με νότες που άκουγα στις συλλαβές. 192
Το οικονομικό, εξακολουθούσε να μην με εμποδίζει να φτάσω στην πηγή. Στην βιβλιοθήκη λοιπόν, κι αφού ήμουν μόνος, άσκησα την ακουστική μου. Διαβάζοντας το οποιοδήποτε γραπτό, άκουγα τον ήχο του κάθε συγγραφέα. Τόσο, που πρώτα άκουσα τον Rodriques, διαβάζοντας, και μετά διάβασα τον Sixto ακούγοντας. Ο Sixto Rodrigues ακόμα και σήμερα, μου παίρνει όλους τους φόβους. Τον περιμένω σε κάθε γωνία. Τον χρόνο της ανθρώπινης επαφή που αρνήθηκα, τον γέμισα με ώρες στη φύση. Και φύση για την πόλη, είναι ο δρόμος, το παγκάκι, το μπαρ. 193
Έχωνα ένα βιβλίο στην τσάντα, κι ανάλογα με τον συγγραφέα έλεγα: " Φραντζ/ Εντγκαρ/ Κώστα/ Έρν/ Σύλβια/ Τσαρλς/ απόψε θα πάμε σε ένα καινούριο μέρος. Σκοτεινό και βρώμικο, όπως σας αρέσει". Και σε αυτή την περίπτωση το οικονομικό δεν ήταν πρόβλημα. Έτσι, ο οποιοσδήποτε μου έπιανε κουβέντα..., έφευγε στο τέλος με τον φίλο που είχα στην τσάντα. Ό,τι υπάρχει στην βιβλιοθήκη μου λοιπόν, είναι κατά μέσο όρο αγορασμένο, τουλάχιστον για τρίτη, πες τέταρτη φορά. Εκτός από το βιβλίο , "70 χρόνια φαγούρα". Το οποίο κουβαλώ, σε κάθε μου ταξίδι. Και στο γραφείο μου, λειτουργεί σαν τοτέμ. 194
Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι ακόμα και σήμερα, είναι ένας πολύ σκληρός καριόλης. "Ένας φίλος". Τον χρόνο που περνώ γράφοντας, δεν τον αρνιέμαι. Μου τον γεμίζουν αυτοί οι τρεις, κι άλλοι τόσοι. Το οικονομικό είναι ένα θέμα που δεν απασχόλησε ποτέ, την συγγραφή. Όσα χρόνια πέρασαν, μέρα τη μέρα, βδομάδα τη βδομάδα, κι όσα θα ΄ρθουν, θα μας βρουν, να μοιραζόμαστε Ό,τι έχουμε. Ό,τι ζούμε. Ό,τι είμαστε. Μόνοι. 195
5. The Pet Shop.
Δεν χρειάζεται να έχεις κατοικίδιο, για να μπεις στο pet shop και ν' αγοράσεις κάτι, ακόμα και για τον εαυτό σου. Πήρα αποστάσεις για αρκετό καιρό από τις έννοιες, αφότου συνάντησα έναν επιπόλαιο μεταφραστή, κι από τις συναντήσεις μας αντιλήφθηκα πως, το να κατουράς σε κάθε γωνία ή να βγάζεις τα νύχια σου σε κάθε απειλή δεν ωφελεί. Κι αυτό του το χρωστώ. Οι έννοιες βέβαια, είναι ακόμα σε κάποια πες, απόσταση, τόση - όση απέχει το λουρί από αυτό που το (ν) (με) κρατά. Κι αυτό γιατί, στο φυτεμένο κάτω από τη γούνα μου τσιπάκι, που έχω για να με 196
επιστρέψουν αν χαθώ, γράφει..., "Γάμα τις έννοιες. Εμείς ήρθαμε για τα ψιλά". Η οποιαδήποτε (μετά -) φράση λοιπόν, ή έννοια, ( παράνοια) μπορεί να σε βάλει να αναρωτηθείς αν τα βλέπω ασπρόμαυρα σε αντίθεση με σένα που τα βλέπεις έγχρωμα. Αν βλέπουμε, όχι αν είμαστε. Κι εμείς, κι η εικόνα. Οι αδέσποτες σκέψεις, όσα κόλπα κι αν τους μάθεις να εκτελούν με το παράγγελμα σου, ποτέ δεν θα ευχαριστηθούν το μπισκοτάκι της επιβράβευσης γιατί, η φύση τις έπλασε να κυνηγούν και να κυνηγιούνται. Η στείρωση αυτών, όπως κι η ξηρή τροφή φέρνουν υπνηλία. 197
Ένα από τα "όνειρα" του σκύλου και της γάτας είναι να βρεθούν σε ένα τόπο με ναρκωτικά, που τίποτα δεν είναι προκαθορισμένο, από κανέναν δεν εξαρτιούνται, δεν χρειάζεται να κουνάνε την ουρά για ελαφρυντικά και τέλος πάντων να μην χρειάζεται να κοιμούνται τόσες ώρες για να αποφύγουν την πραγματικότητα. For a blue coin, wo’t you bring back, all those colors to my dreams. Στο όνειρο αυτό για την Μπιτ, ή για τους Μπιτ, ή Μπιτνικ (κτλ), δεν βρήκα καμία ταμπέλα στην είσοδο να γράφει "απαγορεύονται τα κατοικίδια", "με ή χωρίς συνοδό", "απαγορεύεται το καπνίζειν κατανάλωση άνω των 18". 198
Υπήρχε ένα μόνο σκεύος για ποτό, που πίναμε όλοι. Ένα μόνο σκεύος για ξηρούς καρπούς, που τρώγαμε όλοι. Το "'ολον", κι αφού λύθηκα από τις έννοιες στον ύπνο μου, περιείχε όλους όσους κάλεσα. Κι αυτό γιατί, αυτό...., είναι το μπιτ. Φεύγει από την τζαζ, πάει στο ποίημα και χύνει. Ελάχιστα πριν με ξυπνήσει, κάποιος που βρέθηκε πίσω από την πόρτα, τσούγκρισα το ποτήρι μου με αυτόν που νόμιζα πως ήμουν εγώ. "Ναι", του είπα..., "Πήτερ, κι εμένα δε με εκπαίδευσε κανείς, δε με μάζεψε κανείς, δεν αφήνω σημάδια στο δρόμο κι αν με (σε) ρωτήσουν για μένα (σένα) 199
το μόνο που θα μπορώ να απαντήσω, θα είναι πως..., είμαι (είσαι) κάποιος που δεν γνώρισα ποτέ, κι ό,τι ξέρω γι' αυτόν είναι μερικά ορθογραφικά τα οποία δεν διορθώνονται. Γι' αυτό σου λέω, δώσε μου δυο λεπτά..., να ξυπνήσω, να γαυγίσω στην απροστάτευτη απειλή πίσω απ’ την πόρτα, να καθησυχαστεί ο αφέντης μου..., κι επιστρέφω. Αλλά κι αν φύγεις, θα σε βρω αφού δε σε ξέρω". Γαβ. Εντάξει;
( Για τον Πήτερ Ορλόφσκι ) 200
6. Spanish Caravan / Caravel.
Άφησα και το χαρτί και το στυλό στην άκρη. Το χαρτί…; Το χαρτί ήταν μια σκισμένη σελίδα από το τετράδιο με το πεντάγραμμο, με λίγες κουκίδες πάνω δεξιά και μια ημερομηνία. Το στυλό έφερε την επωνυμία Χόντος Σέντερ. Ποίος τον έφερε εδώ, τον Εβραίο ; Θυμάμαι να κατεβαίνω με τα πόδια ως τα Πετράλωνα, και να κόβω από θησείο για να βγω Μοναστηράκι. Εκεί, στην ελεύθερη αγορά, μπούκαρα μέσα στα στρατιωτικά κι αγόρασα αρβύλες. Τις έδεσα μεταξύ τους και τις πέρασα στον ώμο. Κατευθύνθηκα προς τον ηλεκτρικό και πριν το σταθμό, 201
αγόρασα φράουλες και κεράσια. Μου τρέχανε τα σάλια. Το πλοίο έφυγε μετά από μια βδομάδα. Είχε προφτάσει βλέπεις, κι η βαζελίνη να ποτίσει το δέρμα και να μαλακώσει τις αρβύλες. Είχαν προλάβει και τα γένια να μεγαλώσουν. Μην με πάρουν και για κανέναν μικρό στο πλήρωμα. Όλα ήταν έτοιμα που να πάρει η ευχή. «Έ! Μην βρίζεις. Είναι γρουσουζιά πάνω στο πλοίο. Έτσι το ’χουμε εμείς οι παλιοί ναυτικοί», μου είπε ένας γέρος. «Μα δεν έβρισα» του απάντησα. «Η τιμωρία σου είναι να κάνεις μια ευχή, με μια μόνο λέξη. Αν θες να ‘χουμε καλό ταξίδι». 202
«Όχι πόνος». «Μα αυτές είναι δύο». «Στ ’αρχίδια μου». «Και συνεχίζεις να βρίζεις…» «Όχι. Μόλις σου είπα ένα ποίημα του Γιάννη Αγγελάκα». Ξεκινήσαμε που λες να πάμε στην Ισπανία. Όχι, όχι στο λιμάνι δεν μας έλεγξαν καθόλου…. Ξέρεις τι ακούγαμε; «Δε θα δειπνήσω πια με τη φωνή σου δε θα ζητήσω βάλσαμο απ΄ τα παλιά θα μπω σ' ένα πλοίο και θα ρωτήσω στον άλλο κόσμο αν μοιράζουνε φιλιά» Αυτό. «Μόνο φιλιά παιδιά, σύμφωνοι ; Αυτό μόνο». 203
Βλέπαμε μπάλα κι όταν κόπαζε η φουρτούνα, παίζαμε μπιλιάρδο. Σκοπιές βάλαμε την πρώτη βδομάδα. Μετά βαρεθήκαμε. Γίνανε και τα τσιγάρα πιο πολλά. Άλλο να καπνίζεις μέσα σε ένα διαμέρισμα κι άλλο στον φρέσκο αέρα και στην αλμύρα. Και φτάσαμε στην Ισπανία. «Μόνο φιλιά. Όπως είπαμε». Και τα φιλιά ήταν πολλά. Αμέτρητα. Παθιασμένα. Συζητούσαμε με τις ανάσες μας. Ούτε «γεια… τι κάνεις… είχε κίνηση» και τέτοια, δεν λέγαμε. Σταματούσαμε μια στη χάση, να πιούμε μια γουλιά κόκκινο χύμα κρασί και μια στη φέξη να αλλάξουμε μουσικό πρόγραμμα στον υπολογιστή. Ακούγαμε συνέχεια μουσική. Έπρεπε να την έβλεπες πως το έκανε. 204
Ξεδιπλωνόταν από την αγκαλιά μου, σκαρφάλωνε στην καρέκλα και με ρωτούσε : «Να βάλω Madrugada που σου αρέσουν»; Τόσο με πρόσεχε. Μετά από τόσα βράδια μαζί της, η συζήτηση με την γλώσσα ήρθε για να πάρει τον χρόνο της. Δεν ήταν πως βαρεθήκαμε τα φιλιά. Τα χείλη μας μουδιασμένα για βδομάδες. Αλλά δεν μας ένοιαζε γιατί ήμασταν στη χώρα του φιλιού. Η συζήτηση λοιπόν, μας έκανε να περφορμάρουμε τον εαυτό μας. Καταλαβαίνεις: Ήμασταν ο εαυτός μας και δεν το πιστεύαμε. Ο εαυτός μας αυτός, ολάκερος. Χωρίς περιττές εξηγήσεις. Χωρίς άσκοπες ματιές δεξιά κι αριστερά. Είχα απέναντί μου ότι πιο κοντινό σε θηλυκό Ανδρέα είχα ποτέ συναντήσει. 205
Μπορούσες να κόψεις με το μαχαίρι τον αέρα μας. Τόσο σφιχτά ήμασταν. Και τόσο ωραία. «Ναι, ειλικρινά τον γουστάρω τον Τζιμάκο. Ξέρεις, όλοι οι συνομήλικοι μου, χλευάζουν τα γούστα μου. Αυτοί γίνανε χαρτογιακάδες και δεν ακούν πια Σιδηρόπουλο. Όχι πολιτικά. Δεν το λέω πολιτικά. Απλά θεωρούν πως όλα αυτά είναι εφηβικά και δεν αρμόζουν σε τριαντάχρονο γαϊδούρι… Θέλω να γίνω μεγάλος συγγραφέας. Να το ζήσω. Να έρχονται να μου χτυπήσουν την πόρτα και να μην ανοίγω. Θέλω να γίνω μεγάλος. Αλλά από κάπου πρέπει να ξεκινήσω. Απογοητεύτηκα από τότε που πήρα μια τσάντα με γραπτά μου και πήγα και τα έδωσα στο περιοδικό. Που είχα 206
εκεί μέσα ένα σωρό λεπτά και ίσια γραπτά κι αυτοί διάλεξαν την “Πλατεία Θεάτρου”. Συμφωνώ. Αυτό το κρασί είναι πεντανόστιμο. Και στο λέω εγώ, ε; Πόσο χαίρομαι που επιτέλους μπορώ να αυτοσαρκαστώ με έναν δικό μου άνθρωπο... Ξέρεις κάτι; Η ποίηση μας γνώρισε κι ούτε που την αναφέρουμε. Διάβασα μερικά δικά σου, διάβασες τα δικά μου...».
207
Κάπως έτσι κυλούσαν τα πράγματα. Περίπου η ίδια μουσική και περίπου η ίδια γεύση στο κρασί. Μέχρι που μια μέρα βρήκα από κάτι φίλους χασίσι Μαροκινό. «Έλα ρε που το βρήκατε; Εδώ απαγορεύονται αυτά. Εδώ μας είπαν μόνο φιλιά». «Μην τρελαίνεσαι. Πουθενά δεν είναι με το ζόρι. Free will». Ξεκίνησα να καπνίζω καθημερινά. Ο Κώστας είχε την άκρη. Ο Κώστας έκανε συχνά αυτό το ταξίδι. Δεν έβαζε μυαλό. Είχε γνωστούς. Σαν τον άνθρωπο που χρειάζεσαι σε ένα γκέττο. Αν θες διευκόλυνση πας σ’ αυτόν. Αν θες κάτι παράνομο πάλι σ΄ αυτόν. Ούτε εγώ έβαλα μυαλό. 208
Κάποιος λέει πως δεν έχει νόημα το ταξίδι αλλά ο προορισμός. Κι απέναντί του ο άλλος, προς χάριν του διαλόγου, λέει πως δεν έχει νόημα ο προορισμός αλλά το ταξίδι. Υπήρχε ένταση. Φώναζα. Περπατούσα από άκρη σε άκρη το δωμάτιο. Κι αυτή μόνο να με κοιτά. Να κάνω τον Καίσαρα. Να κάνω τον Κολοκοτρώνη. Τον Λέννον και τον Ωνάση. Κάθισα δίπλα της κι άρχισα να την πείθω πως δεν θα υπάρξει πρόβλημα αν καπνίσω ένα τσιγάρο εκεί μαζί της. Έλεγα πως το είχα καημό, να καπνίσω εκείνη την ώρα. Επέμενα πως θα καπνίσω απλά ένα τσιγάρο και τίποτα παραπάνω. Από τότε έχω να την δω. Γιατί με το που βγήκα από το σπίτι της, με περίμενε η αστυνομία. Μην φανταστείς χειροπέδες και φάρους να αναβοσβήνουν. 209
Με μετέφεραν στο πλοίο, μου έδωσαν τις αρβύλες, και βρήκα ένα κρεβάτι δίπλα απ’ τον Μπάμπη.
210
7.
Ρέκβιεμ μακριά από απολυτήρια.
Όπως μέσα στην κάθε κοινωνία, ζει κι αναπνέει ο μπάτσος με το κλεφτρόνι, τρώει και πίνει τ' αφεντικό με τον σκλάβο, και πηδιέται και φτύνει ο ιερέας με την πόρνη, έτσι και στο στράτευμα, κοιμάται και παραμιλά, ο επιστήμονας δίπλα απ΄τον αγράμματο, πασάρει για δυο φράγκα την υπηρεσία του, ο πλούσιος στον φτωχό, και σε μια παρτίδα παίζεται η ποινή που θα δώσει, ο αξιωματικός στον έφεδρο. 211
Οπότε μέσα σε αυτή την ίδια κοινωνία, που ο καθένας είχε κι από έναν λόγο να βρίσκεται εκεί, συνάντησα τον Μπάμπη μετά την τέταρτη, πες πέμπτη αναβολή του, κάποιος είπε: "καθόταν δυο μήνες κι έφευγε". άλλος είπε; "Ο Μπομπ; Αυτό το σκιάχτρο, αυτό το τομάρι δεν το θέλει ούτε κι ο κόσμος". Κι ο ίδιος, σα τον πέτυχα ένα πρωί στα ίσα του: "Θα το πάρω ρε, το κωλόχαρτο. Έχεις κανά τσιγάρο"; κι εγώ είπα: "Είσαι ωραίος, ρε Μπομπ. Εντάξει είσαι. Θα σε θυμάμαι ρε μαλάκα, γιατί μοιάζουμε. Εννοώ, μην περιμένεις την φάτσα σου. Μονάχα όταν η καμπάνα θα χτυπά, θα λέω πως δεν είν΄ για μένα". 212
Εκείνα τα βράδια που πίναμε τα τσιγάρα μας, ο Μπάμπης σερνόταν απ’ τον έναν λόχο στον άλλο, πίνοντας τις γόπες απ’ τα πεταμένα τσιγάρα μας, και που και που πλησίαζε και ζητούσε: "Μια τζουρίτσα αδερφέ αν περισσεύει, άσε μου στο τέλος. Εγώ δεν πίνω. Αφού με ξέρετε..., έτσι δεν είναι ρε παιδιά"; Άφηνε μ' ένα χαμόγελο να φανούν όσα δόντια, του είχαν απομείνει, και μέσα στη μαστούρα του χορού του, σήκωνε σα κάποιο γαμημένο εφέ, το ψιλό στεγνό χώμα να τον τυλίγει. "Μπομπ - Σκανκ - Μπανγκ, Μπομπ - Σκανκ - Μπανγκ, Μπομπ - Σκανκ - Μπανγκ". 213
Με τον Γιώργο να ρωτά τι να παίξει στην κιθάρα, πριν ζητήσουμε τον "Μπάμπη τον Φλου", και τον Οδυσσέα να διακόπτει με τρομοκρατία το χάσιμο του Μπάμπη, λέγοντας ψιθυριστά: "Μπομπ..., μπάτσοι ρε τρελέ. Κυριλέ, τώρα! Κυριλέ. Σκάσαν' μπάτσοι..., ρε"! Δίχως ν' ανοίξει τα μάτια, δίχως να σταματήσει τον χορό, πάνω απ' τα ακόρντα τον ακούγαμε: "Κυρ' Αστυνόμε μου..., ο Μπομπ ειν' καθαρός. Μπομπ - Σκανκ - Μπανγκ. Να, εδώ με τα παιδιά. Μπομπ..., Σκανκ ήταν παιδιά; Κυριλέ κυρ' Αστυνόμε. Μήπως έχεις κανά τσιγάρο"; 214
Μέχρι κάποιος να λυπηθεί τον φίλο μας, "νταξ' Μπομπ, έφυγαν. Πάρε καμιά ανάσα". Τα χρόνια περνούν, μα η θύμηση του δεν ξεθωριάζει. Η παρέα στη σκοπιά, το ζόρι με το οποίο τον τάιζα. Μια να τον τρελαίνω, πως έρχονται οι δήθεν μπάτσοι, και μια να του δίνω μολύβι να γράψει. Μα εντονότερα, όταν καλούμε να πάω απ' το ένα σημείο στο άλλο! "Κυριλέ", μου λέω. "Αντρίκο..., Κυριλέ σα να 'σαι mess στο τμήμα". 215
Το λέω για να τ' ακούσω. Να το πετάξω. Να χορέψω όπως νιώθω. Να μη με στείλω στο διάολο. Στέκομαι για λίγο στο κατώφλι της εκάστοτε πύλης, τραβώ τον κάβαλο προς τα κάτω, να πάρουν όλα την θέση τους, και μπαίνω με φόρα: "Έι φιλαράκια μου; Πίνετε χωρίς, εμένα; Δεν με περιμένατε"; Σε όσα μπαρ - μπω για πρώτη φορά κανείς δε μου δίνει σημασία. "Αντρέ - Μπύρα - Γκλουκ, Αντρέ - Μπύρα - Γκλουκ". 216
Ψάχνω στην τσάντα μου, χαρτί και στυλό, όσο ο μπάρμαν εγγαστρίμυθα αναφέρει το ποιον μου, "ναι..., ρε μαλάκες. Αυτός είναι. Θα τον έχετε δει και σε άλλα μπαρ. Θα ζητήσει τέσσερις μπύρες, μπορεί να πιει και το ποτό σας. Α! Και κομμένες οι κουβέντες για τους μπάτσους".
217
8. With no lovin' in our soulsand no money in our coats. Angie, Angie. Μέρος της εκπαίδευσης, από την πρώτη μέρα, - όχι - σαν απειλή αλλά σαν προειδοποίηση, ήταν να μάθουμε πως τα αρχικά Π.Φ. μέχρι να απολυθούμε, θα σήμαιναν Πολλή Φυλακή στην θέση της Προεδρικής Φρουράς. Η τρομοκρατία, το ξύλο και τα σχετικά σταματούσαν την σκέψη για οτιδήποτε εκτός προγράμματος, ακόμα κι όταν το σώμα δεν μπορούσε να ακολουθήσει τα παραγγέλματα. Πριν παρουσιαστώ στο κέντρο εκπαίδευσης, είχα υποσχεθεί να δώσω όσα λιγότερα μπορούσα στη θητεία 218
μου, μα τελικά κατέθεσα όσα περισσότερα είχα. Φώναζε ο αξιωματικός από το βήμα του, λίγο πριν λύσουμε τους ζυγούς...: " Τώρα που θα επιστρέψετε στα σπίτια σας, να ρίξετε άφθονο κρύο κι όποιος μπορεί παγωμένο νερό, στα αρχίδια σας. Ακούστε με καλά, μαλακισμένα. Ξέρω πως είστε κουρασμένοι, ξέρω πως με γράφετε στα κρεμασμένα από την ορθοστασία μπαλάκια σας, αλλά..., για να μην έχετε πρόβλημα στο γαμήσι και για να βγάλετε και τις υπόλοιπες μέρες, να κάνετε αυτό που σας λέω. Όποιος έχει γκόμενα και κουράγιο, να την βάλει να του τα γλύψει..., μασάζ με την γλώσσα κανονικό, και μετά να της τον σφυρίξει". 219
Από τις πρώτες υπηρεσίες..., μας επισκέπτονταν τα κορίτσια και τα αγόρια, που ακόμα και σήμερα θεωρούν πως..., κάτω από την φουστανέλα κρύβεται κάτι σκληρό και μακρύ και τέλος πάντων, κάτι που ζητούν να ανακουφίσουν πες, ή να γλεντήσουν αν σου αρέσει κι εσένα, με κάθε τρόπο. Οποιαδήποτε ώρα της μέρας, ακόμα κι αν δεν μπορούσα να δω τη φιγούρα τους λόγω υψομετρικής διαφοράς..., πλησίαζαν στη σκοπιά, άρχιζαν το μπλα μπλα και πετούσαν το ραβασάκι με το τηλέφωνό τους, σε μια από τις φυσιγγιοθήκες. Άλλη..., "Μωρό μου, είμαι η Μαρία. Θα περάσω απέναντι στο πεζοδρόμιο, για να με δεις. Οι φίλοι σου από εδώ που με έχουν πάρει, 220
λένε πως κι οι δυο μου τρύπες είναι ασυνήθιστα σφιχτές, για την ηλικία μου. Δεν σ' έχω ξαναδεί, ή μπορεί να κάνω και λάθος. Μόνο που υποψιάζομαι πως μπορεί να είσαι νέος και θα σε πάρω πρώτη, το μουνάκι μου μουσκεύει. Δίνω μέχρι και πενήντα ευρώ ή ότι άλλο γουστάρεις για να μου πάρεις την κάβλα. Στο χαρτί με το τηλέφωνό μου, θα δεις τρία αστεράκια. Τηλεφώνησε μου κι έρχομαι να σε πάρω με το αμάξι απ' όπου θες". Άλλος..., "Μανάρι μου, εσύ. Γουστάρεις μασαζάκι; Γαμάς αγοράκια; Μένω εδώ απέναντι στο Μέτς, με μια φίλη μου τρανς. Αν σου αρέσουν και τα κροσσάκια, μπορώ να ντυθώ, να βάλω περούκα - να βαφτώ και 221
να μας πάρεις μαζί. Ό,τι θέλει το παλικάρι μας. Πόσο να τον έχεις άραγε; Οι δύο τελευταίοι που μας τηλεφώνησαν, ήταν παθητικοί. Ο πρώτος δεν μας το 'χε πει..., απλά δε του σηκωνόταν κι όταν τον ρωτήσαμε γιατί..., πήγε και στήθηκε στα τέσσερα ο μαλάκας. Ακούς εκεί! Ο άλλος, αφού ήπιε τον καφέ του, δοκίμασε όλα τα γυναικεία εσώρουχα μας και ζήτησε να τον γαμήσουμε. Στο λέω γιατί εμείς δεν είμαστε ενεργητικές. Το όνομά μου στο χαρτάκι, είναι Τσούλια". Άλλοι..., "Καλησπέρα, στον φίλο μας! Είμαστε ο Ηλίας κι η Αλεξία κι είμαστε παντρεμένοι. Άκου φίλε στα γρήγορα..., γιατί έχει κόσμο γύρω και μας κοιτούν. Σου δίνουμε το τηλέφωνο μας 222
και να ξέρεις πως, παίζουμε οι δύο μας αλλά κάνουμε και παρτάκια με φιλικά ζευγάρια. Όλοι ετεροφυλόφιλοι. Δίνουμε και δωράκι". Εκτιμούσα σε κάθε υπηρεσία, όλες αυτές τις επισκέψεις γιατί διάολε, μπορούσα να παραδεχτώ πως μου κρατούσαν "μια κάποια" παρέα κι ο χρόνος κυλούσε πιο γρήγορα. Μέχρι να έρθει ο δεκανέας αλλαγής..., να μας μαζέψει πίσω στο στρατόπεδο..., να μας κρατήσει σε στάση προσοχής..., αδειάζοντας τις φυσιγγιοθήκες μια προς μια..., να μας πει: "Για κοίτα εδώ, ο νέος. Εφτά χαρτάκια στην πρώτη. Όπα ρε μεγάλε; Περνιέσαι για ωραίος; Μαρία, Στέλλα, Φωτεινή..., καλά - καλά, τα κρατάω. Μόνο όταν παλιώσετε θα μπορείτε να τα κρατάτε 223
ή να τα πουλάτε. Για να δω και τον άλλον. Εφτά κι εσύ. Ρε..., οι νέοι είναι ωραίοι. Μας έφτιαξαν". Η δικιά μου παλαίωση, δεν έφερε συναντήσεις με τους επισκέπτες της φρουράς. Πετούσα στο καλάθι των αχρήστων τα χαρτάκια, και ξάπλωνα όπως ήμουν μέχρι την επόμενη υπηρεσία. Ένα από εκείνα τα απογεύματα μέσα στον ύπνο μου, άκουσα από την γωνία του θαλάμου...: "Ρε είναι μαλάκας, ο Γιαννόπουλος. Το παίζει ξύπνιος από την πρώτη μέρα. Ούτε μιλάει, ούτε γαμάει. Αλλά τι να γαμήσει ο καριόλης, και τι να πει; Ο Χαραλάμπους λέει πως, στις εξόδους του πηγαίνει σε βιβλιοθήκες. Παρέα δεν κάνει με κανέναν. Λες και πετάει τα χαρτάκια, για να τα 224
βρίσκουμε και με αυτό..., το κατά κάποιο τρόπο - δώρο - το κατά κάποιο τρόπο κάλεσμα ή επικοινωνία - να γνωριστούμε. Αν και ποντάρω ένα πακέτο τσιγάρα πως, απλά μας έχει όλους γραμμένους. Στόμα δεν έχει ρε μαλάκα, σου λέω. Του ζητάς αφρό να ξυριστείς στο πρωί..., στον πετάει στα μούτρα. Τους λες καλημέρα, μπροστά στον αυτόματο πωλητή καφέ και ξύνει τ' αρχίδια του. Δε σπάει ακόμα κι όταν οι παλιοί, αλλάζουν την στραβή υπηρεσία τους, με την δικιά του. Τον έχουν βρει και του ρίχνουν, όπου τον βρουν". Και μετά από μια εβδομάδα, πάλι μέσα στον ύπνο...: "Κύριε Λοχαγέ, είναι ανάγκη να προσθέσετε και τον Γιαννόπουλο στους 225
αυριανούς εξοδούχους. Η γνωστή παρέα της Αγγελικής, συμφώνησε να τον πάρει μαζί της, μπας και καταλάβουμε τι καπνό φουμάρει". Κι έτσι έγινε. Παρασκευή, με απεργία στα μέσα μαζικής μεταφοράς, με τον Πέτρο, τον Γιάννη, τον Στέφανο, τον Νίκο και τον Μάκη να ρολλάρουμε την 3ης Σεπτεμβρίου για να βγούμε στα Πατήσια. "Άκου εξυπνάκια..., έχω στοιχηματίσει δυο πακέτα τσιγάρα, πως μέχρι να φτάσουμε στης Αγγελικής, θα ΄χεις σπάσει και θα έχεις πει την μαλακία σου. Το μωρό μας, είναι κάβλα. Αν ούτε αυτή, δεν σε κάνει να λαλήσεις - τότε θα σε πάμε σε γιατρό. Συνήθως..., δηλαδή όταν έχει χρόνο, μας παίρνει έναν - έναν. 226
Άλλες που βιάζεται, την παίρνουμε κι οι πέντε μαζί. Μόλις την δεις, θα καταλάβεις. Θα την θες και μόνη και μαζί μας. Έχεις ξανακάνει παρτούζα; Σου αρέσουν; Η πρώτη φορά είναι free. Αλλά αν σου αρέσει και ξανακάνεις την διαδρομή, φρόντισε να κρατάς κανά εικοσάρι μαζί σου". Φτάνοντας στο σπίτι της, κι αφού χτύπησαν το κουδούνι καμιά δεκαριά φορές, περιμέναμε μισή ώρα μέχρι να εμφανιστεί. Ερχόταν από την γωνία της Ηπείρου, κρατώντας από το χέρι δύο παιδιά. "Καλώς τα παιδιά. Αυτός είναι καινούριος; Συγνώμη που άργησα, αλλά λόγω απεργίας ήρθαμε από το σχολείο με τα πόδια. Μέχρι το βραδάκι, δεν περιμένω 227
κανέναν οπότε πάμε πάνω και κάνουμε ό,τι γουστάρετε. Ο φίλος σας...; Τι γουστάρει;" - Γεια σου Αγγελική και χαίρομαι τόσο που σε γνωρίζω. Δεν με ξέρεις, δεν σε ξέρω και δεν θέλω να σας ακολουθήσω. Μέχρι να τελειώσεις με τα παιδιά, να πάρω τα μικρά να πάμε για κανένα παγωτό...; Ρώτησα. "Μην κάνεις καμιά μαλακία, Αγγελική. Ας τα κλειδώσουμε στο δωμάτιο, ας τους βάλουμε στρουμφάκια όπως κάθε φορά. Εγώ, δεν τον εμπιστεύομαι", είπε ο Γιάννης. "Ναι, ναι..., παγωτό", είπαν τα μικρά. 228
"Δώστε μου τις τσάντες σας...", είπε η Αγγελική, "...και να είστε φρόνιμα, ο..., πως σε λένε ρε ψηλέ; ... ούτε το όνομα σου δε μου είπες..., δεν πρέπει να ΄χει και πολλά λεφτά, να τα χαλάσει μαζί σας. Μη ζητήσετε τίποτα παραπάνω από ένα παγωτό". Στο πρώτο περίπτερο, τα παιδιά έτρεξαν κι άνοιξαν τον καταψύκτη. Ο περιπτεράς, μας καλωσόρισε..., "Βρε , βρε καλώς τα! Τι κάνεις Βαγγελάκη; Τι κάνεις Αμαλία; Κοίταξε εμένα..., - Είναι πάνω η Αγγελική; - Ναι. Με πέντε από τη φρουρά. 229
- Κι εσύ τι είσαι; Φύλακας ή μπεϊμπισίτερ; Αδερφή είσαι, ρε; - Πόσο κάνουν τα παγωτά; - Άστα παγωτά. Από τα παιδιά, δεν παίρνω πότε λεφτά. Πάρε κι εσύ ότι θες, γιατί κλείνω αμέσως και πάω στην Αγγελική. Δύο χρόνια μετά, συνάντησα την Αγγελική σε ένα μπαρ. Ο πρώην σύζυγος της, με καλή δουλειά και λεφτά για δικηγόρους, είχε πάρει μαζί του τα παιδιά, στην Ισπανία. - Μου λείπουν, καμιά φορά. Ρωτούσαν τότε, πότε θα ξανάρθει ο κύριος που τους έλεγε ιστορίες για τον Οδυσσέα. Ζήτησα κι από τον Γιάννη, να σου μεταφέρει την πρόσκληση. Εκείνο το απόγευμα, μπορώ 230
να σου πω τώρα που είμαι κάπως μεθυσμένη πως, σε όλους κάτι έμεινε. - Πως αλλιώς..., θα πίναμε απόψε μαζί, μωρό μου; Ξέρεις..., θέλω μερικές μπύρες ακόμα..., εδώ..., μαζί σου. Κι άλλες τόσες να πάρουμε από την 24ωρη κάβα της Καλλάρη, να τις πιούμε στο σπίτι μου. - Σε δυο μέρες θα μου έρθει περίοδος. Μπορώ να μείνω στο σπίτι σου αυτές τις δύο και μόνο να γαμιόμαστε; Τι κάνεις στη ζωή σου; Αν φύγεις για δουλειά, μπορώ να σου καθαρίσω και να σου μαγειρέψω. Τι κάνεις στη ζωή σου ; - Μπορείς να μείνεις όσο θες, μωρό μου. Γράφω. Αυτό κάνω. Και γαμάω. Μην κάνεις τίποτα στο σπίτι..., μην έρθεις σα μαμά..., θέλω να σε γαμήσω. 231
9.
Sticky Fingers.
Τα κλειδιά τα είχαν οι καθαρίστριες. Άνοιγαν, καθάριζαν και παραλάμβαναν προμήθειες. Το αφεντικό, ερχόταν να ελέγξει πως όλα πήγαιναν ρολόι. Κι εγώ εμφανιζόμουν αργοπορημένος, κατά μια ώρα κάθε μέρα. Στο «sticky fingers». Για έναν τσαμπουκά, που άφησε χρέος, ο μόνος τρόπος για να ξεπληρώσω ήταν να δουλέψω πίσω από την μπάρα για ένα μήνα. Όταν ο μήνας πέρασε, ρώτησα. «Αυτό ήταν»; Και μου απήντησε το αφεντικό. «Θα μπορούσε να είναι και χειρότερα» «Γι αυτό ρώτησα…, πόσο χειρότερα είναι να πληρώνομαι κάθε βράδυ»; 232
Δεν το σκέφτηκε καθόλου και ρώτησε σαν σωστός επιχειρηματίας: «Μαζί με τα ποτά που πίνεις»; Δώσαμε τα χέρια. Ένα μήνα μετά, δεν θυμόμουν το ποσό. Ήξερα μόνο πως αμείβομαι, όσο τα αμερικανάκια πίσω από τα κάγκελα. Και χτες, ήταν η τελευταία μέρα στο μπαρ, που ξεπλήρωνα μ' ένα μήνα δουλειά, για δεύτερη φορά. Ένα μήνα πριν, είχα κάνει το «sticky fingers», σπίτι μου. Κοιμόμουν εκεί. Έκανα μπάνιο εκεί κι εξακολουθούσα να αργώ στην βάρδια μου. Τις Τετάρτες, δεν είχαμε τόσο κόσμο κι είχα την συγκατάθεση της πλειοψηφίας, να καπνίσω όσα τσιγάρα θέλω όση ώρα σέρβιρα ποτά. «Κράτα μόνο τα προσχήματα. Σκύψε 233
και στρίψε χωρίς να σε βλέπουν» με συμβούλευαν. Κι έτσι έκανα. Και μια Τετάρτη βράδυ, που ακόμα κι ο Ρόμπερτ με τον Τζέισον έπαιζαν τις κιθάρες τους τόσο βαριεστημένα, σηκώθηκα με το τσιγάρο αναμμένο, και δεν πρόσεξα πως μπροστά μου καθόταν καλεσμένος. Φύσηξα πάνω του όλο τον καπνό και ρούφηξα την δεύτερη τζούρα. Ο καπνός διαλύθηκε και παρατήρησα την μόστρα του. Αδύνατο πρόσωπο, ξυρισμένοι κρόταφοι και μια λωρίδα μαλλιά. Σκουλαρίκι στο αυτί, στη μύτη, στο φρύδι. Χαμογέλασε, όπως το κάνουν οι Γαλλίδες και ρώτησε τον διπλανό του για ποτό. Ο διπλανός του, ήταν ο Τζίμης. Πιστός θαμώνας. Δεν ήθελε κανείς να πλακωθεί μαζί του. Η σωματοδομή του, παρέπεμπε σε παλαιστή του ΄60. 234
Το αδύνατο πρόσωπο, μου μετέφερε την παραγγελία με δύο παρατεταμένα δάχτυλα. Ή έκανε τον χαζό, ή συνέχιζε να προσποιείτε την Γαλλίδα ή είχε καταλάβει πως ήμουν πιωμένος. Δεν τον άκουσα ούτε την δεύτερη φορά, ούτε την τρίτη κι ας γούρλωνε απελπιστικά τα μάτια του. Μου έκανε νόημα να πάω κοντύτερα. Να μου φωνάξει στο αυτί. «Δύο κοσμοπόλιταν, κούκλε» δαγκώνοντας τον λοβό του αυτιού μου. Η πρώτη μου κίνηση, ήταν να πετάξω το μπουκάλι με την μπύρα μου στα κάγκελα, που για λόγους εντυπωσιασμού και περηφάνιας, χώριζαν τα αμερικανάκια από το μπαρ και τους μπαρόβιους. Η μουσική σταμάτησε. 235
Ο Ρόμπερτ είπε: «Επιτέλους…! Πέρασε τόσος καιρός, αλλά θυμήθηκαν πως τα κάγκελα υπάρχουν για να σπάνε τα άδεια μπουκάλια τους. Γέεααα.» Ο Τζέισον είπε: «Έχεις δίκιο Ρόμπυ. Παίζουμε καλά. Αλλά ποίος το πέταξε…»; Εγώ είπα: «Εγώ, ρε μαλάκες». Μαζί είπαν: «Μπράβο. Σου αρέσει που παίζουμε Radiohead καμιά φορά…right»; Εγώ είπα: «Δεν είναι αυτό…. Απλά εδώ δεν είναι American Bar»; Μαζί είπαν: «Φυσικά είναι». 236
«Ξέρετε, μόλις πήρα μια παραγγελία για κοσμοπόλιταν. Εδώ μέσα. Και ναι, θα μπορούσα να εξαντλήσω την ευγένεια μου, εξηγώντας πως δεν σερβίρουμε κοκτέιλς . Αλλά αυτός ο καριόλης που φλερτάρει με τον Τζίμη, μου δάγκωσε το αυτί». Μαζί είπαν: «Μαζί σου, μην φτιάξεις τα κόσμο που σου παρήγγειλαν, αλλά δεν σε αφορά αν φλερτάρουν». Ήμουν έτοιμος να αρπάξω μπουκάλια, και να τα πετάξω προς πάσα κατεύθυνση, αλλά το δεξί μου χέρι σταμάτησε, το δεξί χέρι του Τζίμη. Με τράβηξε έξω από την μπάρα πριν το καταλάβω, και με πέταξε μπροστά στα κάγκελα. Συνέχισε με κλοτσιές. Με σήκωσε και με κράτησε όρθιο, για να με φορτώσει και μερικές γροθιές στα πλευρά. 237
Με άφησε να σωριαστώ ξανά στο πάτωμα κι από πάνω μου ήρθαν τα αμερικανάκια. «Σου άξιζε. Ρατσιστή». Ένιωθα τον πόνο παντού κι γευόμουν το αίμα, όταν άκουσα το αφεντικό να ρωτά: «Πόσο θα σου πάρει να συνέλθεις»; «Μια εβδομάδα». Υπολόγισα. «Κοίτα αυτή την εβδομάδα, να βρεις καμιά μπάντα να 'ρθει να παίξει. Αυτούς θα τους διώξω.» «Θα γίνω καλά σε μια εβδομάδα». «Άκουσες τι σου είπα; Ψάξε να βρεις μπάντα. Ποίος νοιάζεται αν γίνεις καλά, αφού είναι θέμα χρόνου να πλακωθείς ξανά. Εύχομαι μόνο, η επόμενη φορά να είναι μετά από ένα μήνα. Γιατί θα μείνεις να δουλέψεις ένα μήνα για μένα. Κι όταν τελειώσει θα φύγεις. Κατάλαβες»; Ακόμα δεν κατάλαβα. Πως πέρασε κι αυτός ο μήνας. 238
10. Η αυτοκτονία είναι επιλογή. Μου πήρε αρκετά χρόνια, να δεχτώ την άποψη τόσων και τόσων στοχαστών, η οποία διαχωρίζει τον “αυτοκτονικό” από τον "αυτόχειρα". Ακόμα κι ο νομπελίστας Καμύ, προλογίζει τον μύθο του Σίσυφου, δηλώνοντας πως "στην πραγματικότητα, ενα μονάχα φιλοσοφικό πρόβλημα υπάρχει. Η αυτοκτονία". Φιλοσοφικό, οπως τεκμηρίωσε ο Πλατωνας στον Φαίδων, πως "οι ορθά φιλοσοφούντες, μελετούν τον θάνατο τους, τόσο ή εωσότου να μην τον φοβούνται". Επίσης, πως εκτός από μια πράξη - ας δεχτούμε ή υποθέσουμε προς χάριν του φιλοσοφικού ζητήματος - "εν βρασμό ψυχής", είναι κι ένα συναίσθημα ή μια 239
παραδοχή αποτυχίας που βιώνουν εκτός από τον άνθρωπο κι άλλα όντα, θηλαστικά και μη. Λύση, κατά την οποία μπορούμε να παρηγορηθούμε πως τελικά, κι αυτά γνωρίζουν την θνητότητα. Αφήνοντας λοιπόν πίσω τις απόπειρες και λαμβάνοντας υπ’όψιν τις προπαρασκευαστικές σκέψεις ή ζυμώσεις της αυτοκτονίας, συναντώ και γνωρίζω αρκετούς ανθρώπους που νιώθω να βρίσκονται ένα βήμα πριν απ’ αυτήν. Χωρίς να θέλω να εκθέσω κανέναν παρά μόνο τον εαυτού μου, θα αναφέρω μόνο το παράδειγμα του Μπουκόφσκι, κι αυτο γιατι ειναι το πιο κοντινό και συνάμα ακριβέστερο, στο να περιγράψει την ρουτίνα μου, ο οποίος όπως εξομολογήθηκε στο τελευταίο του έργο…, «Δεν υπάρχει γέφυρα που να περάσω και να μην σκεφτώ να πέσω από κάτω».(*1) 240
Επίσης, όλοι γνωρίζουμε για τον θάνατο του Χέμινγουεϊ και του Καρυωτάκη. Αν δεχτούμε, πως ο «αυτοκτονικός» κι ο αυτόχειρας είναι δύο διαφορετικές ψυχικές καταστάσεις και πως η μια δεν θα αντικαταστήσει την άλλη, τότε γιατί δεν δεχόμαστε επίσης πως η ιδέα του «μπαμ και κάτω» δεν συνυπάρχει σε κάθε ανθρώπινο εγκέφαλο; Ο αυτοκτονικός είναι ο σκληροπυρηνικά αυτοκαταστροφικός. Είναι αναγκασμένος να εξαρτάται από ερεθίσματα ή ουσίες. Θέτει τον εαυτό του σε προκλήσεις και σε κίνδυνο. Όμως όσο ατρόμητος και δυνατός δείχνει μπροστά σε μια απεξάρτηση ή σε ένα χωρισμό άλλο τόσο φοβάται στο χείλος του γκρεμού με τα χέρια ανοιχτά. Δεν θα αυτοκτονήσει. Θα τρέφει την μελαγχολία του με νέες περιπέτειες και θα πείθει τον εαυτό του 241
πως…, «μπορώ να τα τινάξω αλλά δεν το κάνω, γιατί θέλω να ζήσω πολλούς θανάτους πριν πεθάνω για τα καλά». Στην αντίπερα όχθη της γαλήνης της ζωής, υπάρχει ο αυτόχειρας. Το είδος αυτής της συγκεκριμένης ανθρώπινης συμπεριφοράς, διαιρείται σε δύο ίσα μέρη. Στο πρώτο χωρούν όλοι όσοι έχουν φίλο την απαισιοδοξία κι απλά δένουν ένα κόμπο στο λαιμό και σπρώχνουν την καρέκλα για να κρεμαστούν, ενώ στο δεύτερο καταχωρούνται όλοι όσοι το αποφάσισαν και το έκαναν πράξη μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Ο αυτοκτονικός ή ας τον αποκαλούμε πιο κομψά, ο αυτοκαταστροφικός, ποτέ δεν θα δεχτεί πως κάνει κακό στην ψυχική και παράλληλα στην σωματική του υγεία. 242
Όπως κανείς τρελός δεν δίνει το χέρι…, « Ανδρέας, χάρηκα…, είμαι τρελός». Συμπτώματα και θεωρίες, υπάρχουν πολλές. Ακόμα και σημάδια από αποτυχημένες αυτοκτονίες. Θεραπείες από ψυχιάτρους κι ακόμα όσο απάνθρωπο κι αν ακούγετε…, προφάσεις ή φυγή. (*2) Πόσοι δεν έχουν αυτοκτονήσει με πρόφαση την αποφυγή εξόφλησης χρέους, ή από κοινωνική κατακραυγή; Σίγουρος, είμαι μόνο στην σκέψη πως η αυτοκτονία είναι ελεύθερη βούληση. Όπως κι αν έχει. Όπως λες, πηγαίνω να φτιάξω ένα καφέ, έτσι φουνταρεις κι από το μπαλκόνι. Από την γέφυρα. 243
Σε πολλά βιβλία, και ποιήματα και κινηματογραφικές ταινίες αναβοσβήνει η ατάκα…, «η ζωή είναι το δύσκολο κομμάτι, η αυτοκτονία το εύκολο». Όσοι το αναπαραγάγουν μάλλον δεν έχουν ακουστά το Αιγαίο Πέλαγος ή δεν έχουν νιώσει την απώλεια στο πετσί τους. Χρησιμοποιούν ακόμα τα καριόλια , την τιμητική λέξη "χαρακίρι", με τόση άνεση. Κι εγώ μένω να παραπονιέμαι στον Αίαντα…, «Γιατί ψηλέ μου γίγαντα έπεσες στην πλεκτάνη τους»; 244
(*1) Τσαρλς Μπουκόφσκι, " Ο Καπετάνιος έχει κόψει αλυσίδα και το πλοίο είναι στα χέρια των ναυτών." I can never drive my car over a bridge without thinking of suicide. I can never look at a lake or an ocean without thinking of suicide (*2) Τη Αγία Φυγή, δεν τη θεωρώ ακόμα και στο παραπάνω παράδειγμα, αποφράδα. Πως θα μπορούσα ενώ, έχω συντάξει κι έχω ζητήσει από φίλους να υπογράψουν, την "συμπληρωματική συνθήκη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων". Στην οποία ζήτουμε, απο όποιον "i hope someday you ‘ll join us", να προσθέσει στα ανθρώπινα δικαιώματα, ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ την "φυγή". 245
246
247