Satan is a loser

Page 1

1


2


3


4


…γεννήθηκα πριν 31 χρόνια.Οι ιστόριες του Μπουκόφσκι και του Ζενέ με κράτησαν μακριά από την ολοκληρωτική τρέλλα και διατήρησαν την φλόγα μέσα μου. Δούλεψα σαν ζαχαροπλάστης και σαν οινοχόος. Η καθημερινότητα μεταμορφώνεται όταν την ξαναλλάζω καθισμένος μπροστά στο pc.

5


Είναι ο τρόπος μου να κρατάω το κουκούτσι και να πετάω όσα δεν μ'αρέσουν. Αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο μου. Το πρώτο λέγεται: '' ΜΕΘΥΣΤΕ.Ο έρωτας δεν είναι υπονοούμενο, είναι Αρχή''. Με εκφράζει απόλυτα ένα απόσπασμα από το κείμενο του BERNARD-MARIE KOLTES , '' Η ευτυχία να έχεις γράψει '': Η ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΓΡΑΦΕΙΣ δύσκολα εξηγείται. Είναι κάπως σαν τα ναρκωτικά νομίζω: αρχίζεις κατά τύχη, σου αρέσει και μετά δεν κάνεις δίχως αυτά, μολονότι δεν μπόρεις να πεις εάν πράγματι ευχαριστιέσαι' όπως η ηρωινη: δεν είναι η παρουσία της που σε ικανοποιεί, είναι η απουσία της που σε κάνει να υποφέρεις. Ανδρέας Γιαννόπουλος

6


Ανδρέας Γιαννόπουλος

Satan is a loser ΑΘΗΝΑ

2013

7


Οι ζωγραφιές και η εικαστική επιμέλεια είναι της Έλλης Γρίβα.

8


9


Στην Έλλη,

10


11


12


Η Καταιγίδα έρχεται πριν τις Απαντήσεις .

Μεταφέρει την Ερώτηση.

Ο πληθυντικός περισσεύει +η αγάπη όπου δεν επαρκεί μετατρέπεται σε Κουρδιστό Πορτοκάλι + Σταγόνες, Βροντές , Αστραπές + Αλήθεια .

Μετά, αρχί-ΖΕΙΣ να οικοδομείς το Δικό σου,τρέχοντας με τα φρένα λυτά + τα μάτια βυθισμένα σ' Αυτό που Θέλεις . RIDERS ON THE STORM ή η Ζωή Πριν + Μετά .

Έλλη Γρίβα

13


14


Στην άλλη γραμμή ήταν ο διάβολος κι η πολυλογία του. Τον έβαλα στην αναμονή, να μονολογεί γιατί είχα δεύτερη γραμμή. Την οποία ρούφηξα απ' το ρουθούνι, με το πενηντάρικο που έβγαλα κι απόψε.

«Θα έρθω να σε πάρω μετά την δουλειά, να πάμε να φάμε στο Ciao της Συγγρού». Καθίσαμε δίπλα στην θεατρική ομάδα που εκείνη την εποχή υποκρινόταν στο Δελφινάριο. Δίπλα από τρία τραβέλια. Δύο ζητάδες και μια οικογένεια Ποντίων. Εδώ είμαστε. «Άκου, η κοπέλα σήμερα, έβαλε τα κλάματα. Δεν άντεξε την πίεση. Αυτή δεν είναι μια δουλειά για όλους. Δεν μπορούν να την κάνουν όλοι».

15


Πάρε εμέ. «Άκου. Θα υπογράψεις πλήρη υποταγή. Δεν θα ρωτάς που είναι η καράφα, που είναι ο πάγος. Που είναι τα παλαιωμένα κρασιά. Που είναι διάβολε το ρούμι από το Τρινιδάδ. Δεν θα με ρωτήσεις διάβολε ποτέ τον λόγο, τους λόγους, το γαμημένο γιατί». Όλα αυτά δεν χρειαζόταν να τα πεις. «Άκου. Εκεί που θα πάμε θα πουν. Α! Να. Ο αδερφός του. Μας κουβάλησε τον αδερφό του. Θέλω να με διαψεύσεις». Να τους διαψεύσουμε. «Δεν μ’ ακούς. Η κοπέλα σήμερα φεύγοντας μουρμούρισε κάτι πίσω από τα δόντια. Έχω την αίσθηση πως αναφερόταν στον πατέρα της. Ο καθείς, στην ανάγκη της φυγής, εφευρίσκει την πιο πιστευτή διαβολεμένη δικαιολογία». Τι ώρα ξεκινάμε;

16


«Δεν ακούς. Δεν είσαι στην αρχή. Ξέχνα την υποταγή. Πληρώνω και φεύγουμε. Θα περάσω να σε πάρω στις 4 και μισή. Την ώρα που ο διάβολος φτιάχνει το τσάι του και βουτά το μουστοκούλουρο στην κούπα». Θα είμαι έτοιμος. Άσπρο πουκάμισο. Μαύρο παντελόνι. Μαύρες κάλτσες. Μαύρα παπούτσια. Θα ξυριστώ και θα πλυθώ στις 4.Που όπως κι εσύ λες …,ο διάβολος…! «Μην μιλάς ακόμα για αυτόν. Δεν τον έχεις δει. Δεν τον γνωρίζεις. Φόρα αυτά αλλά θα ελέγξω πρώτα αν έχεις στις τσέπες σου…, ανοιχτήρι». Θα έχω…, αυτό που μου έχεις χαρίσει. Τον καρχαρία. Δεν ανοίγει καλά, αλλά ήταν το πρώτο και μου το χάρισες εσύ. «Σκάσε ρε διάβολε! Κι άκου. Ο διάβολος θέλει ευκολία. Να έχεις ανοιχτήρι μαζί σου…» Θα έχω.

17


«Δύο στυλό». Γιατί; «Σκάσε διάβολε. Αυτό ήταν το πρώτο και το τελευταίο σου Γιατί. Γιατί ίσως χρειαστεί να δανείσεις ένα από τα δύο σε κάποιον. Σε οποιονδήποτε. Να έχεις σημειωματάριο. Πουροκόφτη. Σπίρτα και κεδρόφυλλα». Δύο μήνες μετά…, και μετά από αμέτρητα λαξεύματα, γεύτηκα τον διάβολο στον πικρό καφέ που πίναμε πριν αναλάβουμε υπηρεσία, τον ένιωθα σφίγγοντας την ποδιά μου στα αποδυτήρια, του μιλούσα όταν ο δάσκαλος μου έγνεφε δίνοντας μου πληροφορίες. «Μην έχεις πάρε - δώσε με την υπόλοιπη μπριγκάντα. Αυτοί είναι στάσιμοι. Εμείς ήρθαμε για τα ψιλά». Ο διάολος με άγχωνε μέχρι να τον εμπιστευτώ.

18


Τα τραπέζια κι οι καρέκλες που σερβίραμε το νερό και το κρασί, βρισκόταν στην ταράτσα ενός ψιλοτάβανου νεοκλασικού. Με ξύλινη σκάλα. Στα έγκατα του οποίου βρισκόταν το κελάρι. Η διαδρομή των τριών ορόφων με τις φιάλες στις μασχάλες ήταν μόνο μια βουτιά. Επέστρεφα στο ιερό κι εναπόθετα στο γκιριντόν το πρόσφορο. Με γυρισμένη την πλάτη στο κενό, να μακραίνω τα νύχια μου, να πατάω την ουρά μου και τα κέρατα να παραμερίζουν τις κολλημένες με τζελ τούφες μαλλιών. Με τέσσερις λίστες κρασιών ήδη μοιρασμένες στα τραπέζια να με περιμένουν να πάρω την διαταγή τους. Με τέσσερις φιάλες μπροστά μου να με περιμένουν να τις ανοίξω μία προς μία και να τις σερβίρω στο τραπέζι 18, στο τραπέζι 7, στο τραπέζι 12 και στο τραπέζι 3.

19


Δεν είναι αρκετά για να έρθεις διάβολε; Γιατί δεν έρχεσαι διάβολε; Οι τέσσερις φιάλες που στριμώχνονταν πάνω στο στενό γκιριντόν, έγιναν 7. Κι ο διάβολος είπε. «Κοίτα με! Αυτό, στο τραπέζι 33 δοκιμάζει ο κύριος στην θέση 1. Αυτό, στο τραπέζι 4, δοκιμάζει ο κύριος στην θέση 1. Κι αυτό στο τραπέζι 11, δοκιμάζει ο κύριος στη θέση 1. Με την σειρά που σου τα είπα». Ο διάβολος έγινε προτεραιότητα. Η δική μου. Μπορούσα ανά πάσα στιγμή να πέσω από την ταράτσα. Προτεραιότητα. Προτεραιότητα διάβολε. Όπως εκείνο το βράδυ, με τους κριτές των αστέρων Μισελέν. Που σέρβιρα στο ποτήρι του

20


κυρίου στην θέση 2. Κι αυτός με παίδευε. Μου έκλεβε τον χρόνο. Αργούσε να δοκιμάσει. Και χωρίς την συνένεση του, συνέχισα στην θέση 1. ''Δεν δοκίμασα. Γιατί σέρβιρες ρε διάβολε''; Δεν έχω χρόνο να σας εξηγήσω τον διαβολεμένο λόγο. Εσείς είστε ο κριτής. Απόψε εδώ. Αύριο σε άλλο εστιατόριο. “Δεν δοκίμασα που να σε πάρει ο διάβολος”. Είμαι ο διάβολος. Αυτός που εκπομάτισε το κρασί σας. Αυτός που μύρισε τον φελλό κι αυτός που σέρβιρε μια γουλιά στο ποτήρι του πριν από εσάς. Εσείς είστε ο βασιλιάς κι εγώ ο δοκιμαστής σας. Αν ήταν δηλητήριο θα ήμουν ήδη στο πάτωμα. Δεν περιμένω. Δεν έχω χρόνο να περιμένω τον βασιλιά. Ούτε το κουτσαβάκι αν δεν καταλαβαίνει πως ο εντολέας δεν δοκιμάζει για να επιβεβαιώσει πως το κρασί είναι ποιοτικό, αλλά για να συμφωνήσουμε πως αυτή ήταν η εντολή του.

21


Αν θέλετε μπορώ να πάρω και το κουτάλι και να σας ταΐσω την σούπα σας. Γι αυτό έχω χρόνο. "Μόλις χάσατε το αστέρι Μισελέν". Να αποσύρω τον φελλό, ή θα τον κρατήσετε για να τον βάλετε στον κώλο σας ; …………………………………………………. “Άκου. Με πήρε τηλέφωνο ένας οινοχόος. Ψάχνει αντικαταστάτη. Το εστιατόριο που θα πας είναι το καλύτερο της Αθήνας”. Γιατί με διώχνεις ; Τι δεν έκανα καλά; “Άκου. Αν ήθελα θα σε έδιωχνα απόψε. Να πας ξεκούραστος αύριο. Μπορώ να σερβίρω σε όλο το εστιατόριο μόνος. Χωρίς την βοήθεια κανενός. Το ίδιο κι εσύ. Γι αυτό φεύγεις. Μόνος. Δεν σε διώχνει κανείς”. Ο δεύτερος οινοχόος που με πήρε στην δούλεψή του, ήταν από την πρώτη ματιά 22


γενναιόδωρος. Με ξενάγησε και μου έδεσε τη γραβάτα. Έχω μαζί μου ανοιχτήρι, δύο στυλό με σημειωματάριο, πουροκόφτη, σπίρτα και κεδρόφυλλα. Αλλά δεν ξέρω να δένω γραβάτες. “Δεν χρειάζεται να ξέρεις τίποτα. Βλέπεις την πρώτη μας κράτηση στο τραπέζι…,

7! “Ναι. Στο τραπέζι 7. Είναι ο Λαμπρόπουλος”. Ο εφοπλιστής. «Ναι. Την τελευταία φορά ήπιε ένα Σατώ Λατούρ του '86. Σήμερα θα πιει Ροδανό». Ωραία. «Τι ωραία; Πάρε την λίστα κρασιών και πήγαινε. Απόψε, εγώ είμαι ο βοηθός σου κι εσύ είσαι ο

23


οινοχόος. Είναι το πρώτο σου βράδυ. Πήγαινε και παρουσιάσου». Η εξέλιξη έφερε βραβεία. Πτυχία. Φωτογραφίες σε περιοδικά. Αναγνωρισιμότητα. Έτρεχα για να τα μοιραστώ με το αφεντικό. Λαχανιασμένος κι ευτυχισμένος περίμενα να σπάσω την ευτυχία μου στα δύο, για να πολλαπλασιαστεί μαζί του. Να σου πω, να σου πω…, να σου πω…, γάμα τις καλησπέρες. Σε δύο μήνες από τώρα, θα βρίσκομαι ανάμεσα στους καλύτερους οινοχόους της γενιάς μου. Θα κοντραριστώ με όλον τον κόσμο. Ο διαγωνισμός θα γίνει στο Στάρφορντ. Στην πόλη του Σέξπηρ. Όλος ο κόσμος θα είναι εκεί. Θα δέσω στο μέτωπο την ζώνη του Καράτε Κιντ. Σου μιλάω για τον Γερμανό, τον Αυστραλό, τον Τούρκο και τον Αμερικάνο. Και σου μιλάω για μένα. Θα πάω να σκίσω. Φίλε μου, ο κόσμος μας ανήκει. Σε

24


δύο μήνες θα είμαι εκεί αλλά και σήμερα να διεξάγονταν ο διαγωνισμός θα ήμουν έτοιμος. Θα πάω…, γιατί δεν απαντάς; Γιατί δεν με κοιτάς; Πες κάτι διάβολε….! «Γιατί εσύ κι όχι εγώ»;

25


Πως σου φαίνονται τα κέρατα μου ; Μεγάλωσαν;

Σε κανα μηνάκι κλείνω τα 31 κι όμως, φίλοι και γνωστοί που, συναντώ μετά από καιρό στο πουθενά και στο τίποτα, με ρωτούν. «Ψήλωσες»; Κι ας είμαι δύο μέτρα απ’ τα 18. Το γράφει κι η ταυτότητα. Αγαπητά μου σκατοκαριόλια λοιπόν, δεν σας κοιτώ πιο χαμηλά, απ’ όσο σας θυμάμαι.

26


27


Διαβολάκι Τσέπης , ή : Οι άνθρωποι δεν θέλουν να ξέρουν πως και από τι φτιάχνονται τα λουκάνικα Φρανκφούρτης.

Το πρωινό του Αγιαννιού ανοίξαμε την κάβα και μαζέψαμε το ρόλο του φαξ για να διαβάσουμε τις παραγγελίες. Όση ώρα τα κορίτσια διακοσμούσαν τα δώρα, εγώ κι ο Βασίλης συζητούσαμε για μπάλα πίνοντας καφέ. Φορτώσαμε τα κουτιά και ξεκινήσαμε. Διπλοπαρκάραμε όπου βρίσκαμε , κορνάραμε με το παραμικρό , πηγαίναμε αντίθετα σε μονόδρομο. Και μοιράζαμε τα δέματα. Παίρναμε υπογραφές και καμιά φορά φιλοδώρημα.Μέχρι το απόγευμα όπου ένας καυγάς μας, είχε αποτέλεσμα να σταθμεύσουμε το φορτηγάκι πίσω από τα κτήρια του Βωβού και να στρίψουμε τσιγάρο . - Πτώμα είσαι ε;

28


- Δεν γάμιεται; Πτώμα είμαι αλλά μη δίνεις σημασία . Άκου. Η πρώτη μου δουλειά ήταν σε ζαχαροπλαστείο . Στα 16 . Παράλληλα με τη σχολή . Δηλαδή τα Σαββατοκύριακα και κάποια απογεύματα μέσα στην εβδομάδα . Το εργαστήριο απασχολούσε εβδομήντα πέντε άτομα προσωπικό . Έλληνες, Τούρκους, Αιγυπτίους, έναν Σύριο, δυο Κυπρίους και μερικούς Αφγανούς . - Πόντιο συνάδελφο δεν είχες; - Είχα. Κι έφτιαχνε ταούκ κοκτσού. Πληρωνόταν με το κομμάτι ενώ για μένα η συμφωνία ήταν εφτακόσιες δραχμές η ώρα . Που αργούσαν να εκατοστίσουν για να γίνουν αμοιβή . Έλεγα μια καλημέρα για να την ακούσω μόνος και μέχρι το βράδυ άκουγα μόνο τους άλλους .

«Έ, εσύ μικρέ. Για έλα εδώ . Λοιπόν, τα βλέπεις αυτά . Πάρτα και πήγαινε τα στην αποθήκη …,

29


Ψιτ, έλα εδώ . Τύλιγε τις λουκανικόπιτες γρήγορα». Από την περιφερειακή όραση περίμενα να στρίψει να πάρει τζούρα από το τσιγάρο του για να χώσω ένα λουκάνικο στην τσέπη μου . Το μηχάνημα όμως ξερνούσε χώρις διακοπή τα φύλλα κι όταν έχανα κάποιο από την σειρά ο εργολάβος νευρίαζε. Πήγαινα στην τουαλέτα κι έτρωγα τα ωμά ροζ πλαστικά λουκάνικα . Το απόγευμα το μισό προσωπικό σχολούσε κι ο καριόλης ο σοκολατιέρης άφηνε τα τσιγάρα του, πάνω στην πραλινομηχανή και πήγαινε στον Άγιο Φανούριο. Στα κόκκινα φανάρια. Τα βούτηξα το βράδυ που θα τσέπωνα τον πρώτο μου μισθό . Είχα ειδοποιήσει τον πατέρα μου να μην έρθει να με πάρει όπως με περίμενε κάθε βράδυ. Παντελόνιασα τα λεφτά και τα τσιγάρα και βγήκα στο δρόμο. Κάπνισα δυο

30


τσιγάρα. Ο δρόμος δεν ήταν δυο τσιγάρα. Ήταν τρία χιλιόμετρα σκέψης. Τι θα κάνω με την Μαριάννα ; Τι θα κάνω με τα μαθήματα ; Τι θα κάνω τα λεφτά ; Την επόμενη μέρα αγόρασα το κινητό που είχαν κι οι συμφοιτητές μου . Τι ήταν εβδομήντα χιλιάδες μπροστά στον κόπο μου ; Τίποτα . Όπως και το τσιγάρο . Τότε .

Κατά τις δέκα ο Βασίλης με άφησε στην τελευταία παράδοση. Ανέβηκα την ξύλινη εσωτερική σκάλα του σπιτιού του παραλήπτη και περίμενα να παραδώσω το πακέτο στην υπηρέτρια και να φύγω . Δεν με κρατούσαν τα πόδια μου. Αντί για αυτήν, συνάντησα τον συγγραφέα αυτοπροσώπως . Έκανα σινιάλο στον Βασίλη

31


για καληνύχτα και σέρβιρα δυο ποτήρια ουίσκι από το τρόλεϊ μπαρ . - Θα πεθάνω νεαρέ. Και τα πνευματικά μου δικαιώματα θα πάνε σε αυτή τη μικρή . Αλλά μου έδωσε τόση χαρά τον τελευταίο καιρό . Χαλάλι της κι ας μην αγιάσω. Αλλά τώρα πια που γέρασα, και δεν γράφω, και το μυαλό μου έχει μαλακώσει σκέφτομαι τα πνευματικά δικαιώματα . Γιατί κάποιος θα τα διαχειρίζεται, ενώ εγώ δεν θα υπάρχω .Πως μεταβιβάζονται τα πνευματικά δικαιώματα; Εγώ θέλω να τα πάρω μαζί μου. Σα Φαραώ . - Δεν γνωρίζω τι είναι τα πνευματικά δικαιώματα. Ούτε, τι είναι η διαθήκη. - Δεν αμφιβάλω. Είσαι τόσο νέος για τέτοιες σκοτούρες.

32


Περίμενε…, σε μισώ, αλλά μήπως έχεις ένα ευρώ;

Περίμενε μέχρι να εισβάλει ο σπιτονοικοκύρης να σε βγάλει από το σπίτι. Περίμενε μέχρι να καπνίζεις μισά - μισά τα τσιγάρα και περίμενε έξω από τον Λουμίδη της γειτονιάς για να ξυπνήσεις από το άρωμα του καφέ. Περίμενε μέχρι το εισιτήριο να γίνει μαύρο από τις επαναλαμβανόμενες επικυρώσεις στο μετρό, στο λεωφορείο, στο τραμ. Περίμενε μέχρι να γράφεις πάνω στα κλεμμένα σουβέρ των μπαρ με κάρβουνο. Περίμενε μέχρι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής να γίνει φάκελος. Δεν είναι αναπτήρας. Δεν είναι Προμηθέας. Είναι το ξύλο που τρίβεις πάνω στο ξύλο. Είναι οι ρόζοι στα χέρια. Είναι η πίστη πως θα ανάψει. Κι ας στάζει ο ιδρώτας στο καρβουνάκι. Οι παύσεις είναι που κρύβουν το Φως. Η ευκολία είναι ο διάβολος. Έφτασες.

33


34


Satan Satan είσαι εδώ;

Η ζωή, μας κάνει πλάκα όπως τα κρυφά τραγούδια των σι-ντι που ακούγαμε πριν απο το 2000. Δεν αναφέρονταν στο εξώφυλλο και χρειαζόταν να περάσει μισή ωρα μετά το τέλος του δίσκου για να ακουστούν . Από το πουθενά και χωρίς προειδοποίηση. Πλάκα!

35


Μην προσπαθείς

Το λευκό είναι ένα ποτό. Το ερυθρό είναι αυτό που λέμε κρασί. Και το ροζέ είναι σα να φιλάς την αδερφή σου στο στόμα.

36


Οι μυς τους λαιμού μου τεντόνονταν τόσο που μπορούσα να σκίσω τη σελίδα στα δύο. Όταν ρουφούσα.

Φαντάσου πως η ζωή είναι ένας κήπος που αποκτάς με την γέννησή σου. Κι ο κήπος αυτός απλώνεται πίσω από το παράθυρό σου. Έξω από την ανοιχτή σου πόρτα. Και πετάς σπόρους γκαζόν. Και φυτρώνει το γρασίδι. Κι όποιος σε επισκέπτεται, ρίχνει και τον σπόρο του. Και με τον καιρό, ο κήπος γίνεται καταπράσινος. Περιποιημένος. Κι αρχίζεις να παίζεις μπάλα με τους φίλους σου. Να κυλιέσαι και να γελάς με την φίλη σου. Να λιάζεσαι τα καλοκαίρια. Και κάποιες ατίθασες μπούκλες ξεχωρίζουν στον πράσινο ορίζονται.

37


Είναι αυτά. Τα πλατιά. Αυτά που πάνω τους κάθονται και κατουράνε τα βατράχια. Κι αναρωτιέσαι πως βρέθηκαν στον κήπο σου. Και τα κόβεις, μια. Ξαναφυτρώνουν. Θα τα ‘φερε ο αέρας λες και τα ξανακόβεις. Ξαναφυτρώνουν. Θα τα ’φεραν οι καλεσμένοι λες και τα ξανακόβεις. Ξαναφυτρώνουν. Τα παρατάς κι ο κήπος ξεραίνεται. Γίνεται καφέ. Άβολος. Μίζερος. Και το μόνο που χορεύει στον αέρα, είναι αυτό το παράξενο πράσινο χόρτο.

38


Τελευταίο ποτό με τον διάβολο

"Ground control to Major Tom" Να επιστρέφεις κουρασμένος αλλά γεμάτος. Να ξαπλώνεις με τα ρούχα. Να ανάβεις ένα τσιγάρο και να το αφήνεις να καίγεται. Τόση ώρα το νερό θα είχε ζεσταθεί. Να ξυρίζεσαι χωρίς αφρό. Με παγωμένο νερό. Για να μην χάσεις την μυρωδιά της από τη μουσούδα. Τα χείλη. Τα μάγουλα. Να έχεις κανα δυο μέρες να κοιμηθείς.

39


Και να φτιάχνεις καφέ. Ο ένας ψήνεται στο μάτι. Κι ο άλλος στο γκαζάκι.

"Major Tom to ground control" Να αναρωτιέσαι αν είναι από την καφεΐνη ή τον στομαχόπονο. Να φτάνεις το ταβάνι με μιαν ανάσα. Να σπας την ίδια χορδή μετά από ένα μήνα. Με τον ίδιο τρόπο. Να κοιτάς το ρολόι κι αυτό να δείχνει την ίδια ώρα. Να βάζεις στο ψυγείο τα γραπτά σου. Να δυναμώνεις την ένταση στη μουσική. Και να μην θυμάσαι τίποτα άλλο εκτός από τα χείλια της.

40


Να τι αποκαλώ έρωτα. Εκεί που όλα σταματούν. Είναι η αφετηρία όσων ξεκινούν.

41


42


Κρύψου.

Ένα από τα πιο σκληρά συναισθήματα που αποκτάς "μεγαλώνοντας", είναι το συμπέρασμα πως ο φίλος σου ο Σάγκι, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα χασικλόμουτρο, σωστός χίπις, που στα τρελά του πιώματα μιλούσε με ένα σκύλο που τον λέγαν Σκούμπι, και μαζί καταβρόχδιζαν πύργους από σάντουιτς. Υ.Γ. Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Ξέρεις..., έκοψα τα στρουμφάκια όταν τα πέτυχα να μοιράζουν "Ριζοσπάστη" έξω από το μετρό, στον πηγαιμό μου για τον Σάγκι. Κι όταν ρώτησα "που είναι ο Σκούμπι", μου είπε απλά πως...,"τον έδιωξα γιατί κολλούσε και ξεχνούσε πως δεν επιτρέπεται να κατουρά στην γλάστρα".

43


Το χρυσάφι κάνει τον παπά, το σκουλαρίκι τον πειρατή.

Τα πτώματα των πειρατών ξεβράζοντας στις αμμουδιές της Καραιβικής. Ο ιερέας δεχόταν να θάψει με τα λόγια της Βίβλου με αντάλαγμα λίγο χρυσό.

Υ.Γ. Μια στολή ή η οποιαδήποτε στολή ειναι ταυτόχρονα και ράσο. Το φακελάκι κάνει τον γιατρό , το παραδάκι τον αστυνομικό , η μαφία τον δικαστή , ο κόμπος της γραβάτας το λαμόγιο.

44


Δεν μου καιγόταν καρφί

Δεν μου καιγόταν καρφί. Ποτέ! Μη το ζυγίσετε. Δεν έχει βάρος το ποτέ. Έχει όγκο. Μετεωρίζεται. Άπιστο. Αλλάζεις τον τονισμό, και γίνεται χρονικό. Αλλά δεν μου καίγετε καρφί ούτε για αυτό. Το έκανα. Είχα θεατές. Περίμεναν να με δουν. Με ή χωρίς συνείδηση. Όλοι μας.

45


Το έργο ήταν δωρεάν. Γι αυτό κανείς δεν παραπονέθηκε για την δυσοδία που έβγαινε από την τουαλέτα. Η γιαγιά η Ματίνα, τράβηξε το καζανάκι και πήγε να συνεχίσει τον καφέ της. Εμείς, τι ήμασταν; Πρωτευουσιάνικα κωλόπαιδα. Με τα τοστ, τις πορτοκαλάδες και τον μπάτμαν μας. Η βρώμα δεν είχε φύγει από την ατμόσφαιρα. Τα βλέμματα στραμμένα πάνω μου. Το κοινό δεν μπορούσε άλλο να περιμένει. Και ξεκίνησα κάπως έτσι…, «Γιαγιά Ματίνα …, γιαγιά Ματίνα…! Γιαγιά Σκατίνα…, γιαγιά Σκατίνα».

46


Το τραγούδι έφτασε στα αυτιά της και κάλεσε τις Αρχές. «Γιώργο, ο εγγονός μου με βρίζει. Αυτός ο μικρός». Ο τιμωρός στάθηκε στην πόρτα και ρώτησε. Τα ξαδέρφια κι ο αδερφός, με κάρφωσαν με τα μάτια όπως δείχνουν οι ψευδομάρτυρες τον συνήθη ύποπτο. Εκείνο το ξύλο ήταν από τα καλύτερα. Τα ισχυρότερα. «Γιατί ρε; Την γιαγιά σου; Πάρε κι αυτή. Πάρε κι αυτή». Ήταν ένας από τους καλύτερους συμπρωταγωνιστές . Χόρευε το χαστούκι. Σαν κουπιά τα χέρια του.

47


Κλωτσούσε επίσης καλά. Και για να αφήσει και τον μηνυτή του ικανοποιημένο, σαν καλός ζογκλέρ, τράβηξε την ζώνη από το παντελόνι του και συνέχισε , να κάνει τον θηριοδαμαστή. Το ξύλο, το άντεχα. Δεν το επεδίωκα. Δεν μου καιγόταν καρφί. Τα σημάδια έφυγαν μετά από ένα μήνα. Με έκρυβαν στο σπίτι. Να μην με δει κανείς και ζηλέψει. Ένα μήνα μακριά από το σχολείο. Την πρώτη δημοτικού. Δεν μου καιγόταν καρφί.

48


Για κάποιους το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο. Και δεν μου καιγόταν καρφί.

49


50


Νοκ νοκ νοκιν ον χελς ντορ.

'Οταν λιγόστευε, κατεβαίναμε μέχρι τα στάρμπαξ της Ομόνοιας, όσο αυτά υπήρχαν εκεί και τηλεφωνούσαμε στον Βασίλη. "Βασίλη κόψε μου τέσσερα για απόψε και πες μου τι ώρα να περάσω". Στις 6 ήμουν στον Βύρωνα. Μου άνοιγε ο ίδιος. Καθόμουν με τα παιδιά. Άλλος είχε έρθει για σοκολάτα απ' το Ιράκ. Άλλος για πρέζα και την βαρούσε εκεί. Κι άλλος για σκόνη όπως κι εγώ. Πίναμε για καμία ωρίτσα ώσπου, να χτυπήσει το κουδούνι του επόμενου ντιλ.

51


Ένα πρωινό λοιπόν..., - Τί ώρα να περάσω ; - Ξέχνα το για σήμερα, δεν παίζει τίποτα. Μιλάμε απ' αύριο. - Αυτό που λες δεν παίζει. 'Ακου! Θα πιω έναν ακόμα καφέ θα φάω ακόμα ένα μάφιν και σε μια ώρα θα σε πάρω πίσω. Πρόσεξε τι θα μου πεις. Μισή ώρα χρειάστηκε μόνο ο Βασίλης για να με κανονίσει. "Μέχρι τέσσερα μπορώ απόψε.Τίποτα παραπάνω.Έλα κατά τις 8. Το ντιλ θα γίνει με έναν Τάσο. Θα τον γνωρίσεις . Ίδια τιμή ". Ο Τάσος ήταν τεράστιος. Μεσήλικας αλλά γυμνασμένος σα κτήνος. Κάθισα σε μια πολυθρόνα. Ο οικοδεσπότης αριστερά σε μια κουνιστή καρέκλα κι ο Τάσος δεξιά σε ένα σκαμπώ.

52


Ξεκινήσαμε να τα λέμε κάπως…, -Πως πάει ρε Τάσο ; Κι ο Βασίλης να διακόπτει και να με διορθώνει. - Φίλε αυτός που έχεις δίπλα σου εχει κάνει στην στενή με Παλαιοκώστα και λοιπούς. "Καλό παιδί" Και πίνουμε. Και πίνουμε. Και χτυπάει το κουδούνι. Νοκ νοκ νόκιν. Και δεν ανοίγουμε. Και κοιτάω τον Τάσο. Βουτώ το δάχτυλο μου στο σακουλάκι. Και το γλύφω.

53


Και λέω…, "Γαμάτη ρε Τάσο, 80 δεν εχουμε κανονίσει;" Και σαν έσκυψα για να βγάλω το πορτοφόλι ο Τάσος τράβηξε το μαχαίρι του απο την πλάτη και πετάχτηκε πίσω μου μ' ενα σάλτο. Και μου το έβαλε στον λαιμό . Κι είμαστε όλοι φτιαγμένοι. Και το ατσάλι με παγώνει. Και σκέφτομαι πως εμπλέξα. Και το ατσάλι με πιέζει. Ελέγχει την αναπνοή μου. Κι ο Βασίλης προσπαθεί. Κι ο διάολος ρωτάει…, "Ποιος είσαι εσύ ρε καριόλη που θα δοκιμάσεις πριν πληρώσεις; Στον Τάσο δεν περνάνε αυτά ρε κάθαρμα. Ποιος είσαι ;"

54


Αλλά αφού πέρασε αυτό. Που δεν με πτόησε. Συνέχισα να πηγαίνω. Να ρίχνω την τιμή. Να πίνω μαζί με τα παιδιά. Να κερνάω. Να παίρνω για την Μαρία. Τον Ηλία. Την Βαρβάρα. Και τον Χρήστο. Κι ένα βραδάκι που θα 'τανε. Και θα ήμουν μόνος στο σπίτι. Αποφάσισα και ζήτησα…,

55


-Βασίλη αν βγαίνει μια και για μένα ευχαρίστως να προστεθώ στην παρέα σας -Ναι αλλά εγώ δε σου δίνω. Η πρώτη σου φορά δεν θα είναι ; Δεν διακινδυνεύω να μου πάθεις τίποτα και να έχω να σε τρέχω. Ζητά απο τον Κέρβερο. Αυτός δίνει σε όλους .

Πήγα μέχρι το σαλόνι . Νοκ νοκ νόκιν. Κάθισα σε μια πολυθρόνα. Τα παιδιά έρχονταν κατά πάνω μου. Σα ζόμπι. Δε μπορούσα να αποφασίσω αν γελούν ή αν κλαίνε. Και μ' έφταναν. Και μου 'λεγαν.

56


Και με παρακαλούσαν. "Φύγε! Φύγε οσο προλαβαίνεις και μην επιστρέψεις". Ο Κέρβερος, μου την βάρεσε στο αριστερό. Το χέρι μου άρχισε να καίγεται. Να ψήνεται. Να τρελαίνομαι απ' το κάψιμο. Να το τρίβω. Και να μου υπόσχονται. Πως θα περάσει. Και πέρασε. Κι η αναπνοή μου επιβράδυνε. Μέχρι που σχεδόν κόπηκε. Δεν έβλεπα τίποτα κι έπεσα στο χαλί.

57


Τα μάτια μου άνοιξαν με την πτώση. Κι η αναπνοή μου δυσκολότερη. Βασανιστηκή! Παρακαλούσα για μισή ανάσα. Για λίγο οξυγόνο. Δάκρυζα κοιτώντας τα παιδιά να γελούν να τραγουδούν και να αδιαφορούν για μένα . "Δε μπορεί …,θα με δουν. Κουράγιο θα με δουν και θα με σώσουν. Μια ανάσα θέλω. Μια ανάσα πριν πεθάνω.Πεθαίνω! Γιατί δε με κοιτούν. ";

Δεν θυμάμαι πόση ώρα κράτησε το επεισόδιο. Η ανάσα επανήλθε. Σηκώθηκα στα πόδια μου. Τους κοίταξα όλους στα μάτια "Πέθαινα ρε μαλακισμένα! Πέθαινα! Κι εσείς γελούσατε! Δεν με προσέξατε;"

58


- Σόρυ ρε αδερφέ! Πιστέψαμε πως τρίπαρες καλά και δε θέλαμε να στο χαλάσουμε. Ρωτήσαμε κανά δυο για το πόσο βρισκόσουν εκεί κάτω..., φαινόσουν καλά.

59


60


Κάρτα έχετε ;

Η θεοποίηση απάντων των προσώπων που προβάλουν τα μίντια ,από τους κοινούς θνητούς , συνδέεται με την σκιά πίσω απο το παραβάν που καλύπτει την οποιαδήποτε πλύση εγκεφάλου. Βλέπεις τον ηθοποιό που διαφημίζει αφρό ξυρίσματος να περιμένει να περάσει πεζός το φανάρι δίπλα σου. Και σαν απομακρυνθεί για λίγα βήματα σκουντάς τον δικό σου και του " …,ρε ο έτσι, που παίζει στο ..., δείχνεις …, που γαμάει την θετή του μάνα και καλά ..., με την τέτοια ρε ..." Κανείς δεν θυμάται διευθύνσεις και ονόματα . Αναγνωρίζει όμως το κάτι άλλο από τον ίδιο. Σκέφτεται πως αυτό που παριστάνει στο τελεβίζιο είναι ψέμα, και κατ' επέκταση ειρωνικό προς τους θνητούς και κρατάει μονάχα την εικόνα . Σκέφτεται πως ο θεός δεν γ'ινεται να παει για ψώνια .Δεν χρειάζεται σούπερ

61


μάρκετ .Υπάρχει η αφίσα Του στο κατάστημα . Κί ας διαφημίζει πατατάκια, λάδια τηγανίσματος, δημητριακά και μπισκότα μέχρι και αλκοόλ. Όχι όμως. Δεν χρειάζεται να πάει στην αγορά κι ας διαφημίζει ρούχα κι υποδήματα. Όσο θα γυρνά ανάμεσα μας και δεν θα μας νοιάζει πως τον λένε στα έργα ή στην ταυτότητα τόσο κι Αυτός θα τα γράφει στα αρχίδια Του όλα και θα κυκλοφορεί σα γαμπρός .

62


63


Με λίγο χώμα και λίγο σάλιο

Η ποίηση είναι οι λέξεις που γίναν προτάσεις και τα λόγια που γίνανε στίχος και θυσιάστηκαν στο βωμό της μεγάλης αλήθειας. Οι ποιητές γράφουν εκεί που ο λόγος έχει γεννηθεί από την πράξη. Ποίηση σημαίνει συναίσθημα. Όσα μόνο από συναίσθημα γράφτηκαν. Όσο εσύ κάρφωνες με μανία το συναίσθημα στο φέρετρο, τόσο ο ποιητής αναίστενε αυτό που έλεγες από μέσα σου. Σε ακούει παντού. Κάθε που αναλαμβάνεις βάρδια και μετράς ποσά θα θάψεις και δένεις όπως τη γραβάτα σου σαν θηλιά τα λόγια που σε πνίγουν. Και σ' ακούει κάθε που θάβεις και ρίχνεις αλκοόλ στον πάγο, σαν χώμα στα κηδευμένα συναισθήματα. Που το "ε" δεν έγινε" α". Και το "μα" δεν έγινε "ρε". Το μαύρο δεν έγινε άσπρο. Σκάσε. Σ' ακούει. Πνίχτο. Σ' ακούει. Θαψ' το. Σ' ακούει. Και το γράφει στους τοίχους με σπρέι. Σε χαρτιά που

64


κρέμονται απ'τους τοίχους. Τινάζει απ τις πλάτες του το χώμα και συνεχίζει.

65


«Έχετε καλέσει την Κόλαση. Είστε σε γραμμή προτεραιότητας».

Ίσως να είμαι ένας από τους πιο ντροπαλούς ανθρώπους στη γη. Όμως, ποτέ δεν ντράπηκα στο ταχυδρομείο, κάθε που έστελνα γραπτά μου, από εδώ κι από εκεί. Κάποια παρέδωσα και μόνος. Κάποια χαρτζιλίκωσα να πάνε μόνα τους. Αλλά δεν ντρεπόμουν. «Θα τα διαβάσουν φιλόλογοι, συγγραφείς κι επιμελητές. Κι εγώ δεν έχω τελειώσει ούτε το σχολείο. Τυχεροί».

66


Υ.Γ. Θα πουν…, - Ας τα διαβάσουμε, αφού μπήκε στον κόπο να μας τα στείλει. Να! Έχει πληρώσει και τα ταχυδρομικά τέλη. Υ.Γ. 2 Θα πουν…, -Εξυπνάκια. Σάτυρε. Εγωιστή…! Φωτεινή…! Πάρε τηλέφωνο αυτόν,τον Διάβολο και κανόνισε μια συνάντηση μέσα στον μήνα.

67


68


Συνεννοηθήκαμε διάβολε;

Δεν είμαι έκφυλος. Δεν είμαι μισογύνης. Δεν ξέρω τι σημαίνει ο «σεβασμός προς την διαφορετική σεξουαλικότητα». Είναι σα να καλείς μια πουτάνα στο σπίτι και να λες θα πληρώσω μόλις φύγεις. Είναι σα να καλείς ένα φίλο gay στο σπίτι και να λες θα δούμε μπάλα. Το πρώτο πορνοπεριοδικό που έπεσε στα χέρια μου, ήταν σκιτσογραφημένο μαζί με τα συννεφάκια –λόγια του σεναρίου των συμμετεχόντων. Ήμουν πέντε ετών. Το «κάτι σαν κόμικ», μου το έδωσε ο θείος μου. Εκεί είδα τι σημαίνει «τσιμπούκι». Εκεί είδα τι σημαίνει, «χύνω». Εκεί μίσησα την γυναίκα που πεοθηλάζει. Μίσησα την γυναίκα που βιάζεται. Που αποκαλύπτει τα γεννητικά της όργανα. Που συνουσιάζεται με τρείς άνδρες ταυτόχρονα. Εκεί είδα πως ο πρωκτός των γυναικών έχει κι άλλη χρήση. Κι ήμουν μόνο πέντε ετών.

69


Για μένα πάντα, ο οποιοσδήποτε ομοφυλόφιλος δεν θα είναι κάτι μη-φυσικό. Δεν είμαι ρατσιστής ως προς τους τραβεστί. Τραβεστί είναι κι οι παπάδες. Μια εύκολη δουλειά. Δεν μπορώ να πιστέψω πως παθιάζονται με αυτό που κάνουν. Και δεν σκέφτομαι καμία εξαίρεση. Είναι κι αυτό μια επιλογή. Δεν μπορώ να πιστέψω πως ένας παπάς, είναι παπάς γιατί γουστάρει. Απλά επιλεγει ένα καλό σταθερό μηνιάτικο. Όπως ο πόρνος που μεταμφιέζεται σε γυναίκα και «ψωνίζεται», δεν ήθελε να δουλέψει ένα οχτάωρο και να τρώει μακαρόνια δίχως σάλτσα. Είναι επιλογή. Και διατηρούν μεταξύ τους, άριστο αλισβερίσι. - Έλα τώρα! - Άκου. Ο Διάβολος ανέβαινε την Συγγρού από το ύψος του Φιξ και τράκαρε με έναν

70


ροσοφορεμένο. Θα ΄τανε γύρω στις 2 μετά τα μεσάνυχτα. Και του είπε…, "Όλο ευθεία και μην στρίψεις πουθενά. Από αυτή την πλευρά και σε κανά χιλίομετρο θα βρείς, αγοράκια από Βατικανό, Βερσαλλίες και Σιόν, εκπαιδευμένα σε οίκους ανοχής και πρέζας και κέντρα φιλανθρωπιών. Απέναντι αν περάσεις, αδερφοί μουσουλμάνοι, πλασάρουν όσες απέρριψε ο Αβραάμ. Από μαύρους που γίναν μαύρες κι είναι απόγονοι του Μοχάμεντ Άλι και του Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ, μέχρι πανύψηλους μορμόνους,… με συγχωρείς, μορμόνες, με το ίδιο φόρεμα και το τατού στο μπούτι. Κοίτα να περάσεις καλά."

71


Αΐ στο Διάβολο

Δεν βρίζω. Αλλά όταν κρίνω πως η εκάστοτε βρόμικη λέξη ταιριάζει, τότε την προφέρω για τα καλά. Κάθε Παρασκευή μετά το σχολείο, επιβιβαζόμασταν οικογενειακά στο σαράβαλο αυτοκίνητο και κατεβαίναμε στην Αργολίδα. Η πρώτη μας στάση ήταν στο χωριό Μοναστηράκι που ανήκει στον Δήμο των Μυκηνών. Στο χωριό αυτό, ζει ακόμα και σήμερα ο παππούς που έχουμε το ίδιο όνομα κι είναι πατέρας της μητέρας μου. Στο φτωχικό αυτό σπίτι, τα σαββατοκύριακα εκείνα, οι συνδαιτυμόνες πλην της γιαγιάς και του πατέρα μου, αντάλλασαν προτάσεις που η κάθε μία τους είχε αναφορά βλασφημίας προς τα θεία. Όλοι και για ψύλλου πήδημα. Οι «παναγίες» κι οι «χριστοί» πετούσαν και στριφογύριζαν στα αυτιά μου, ακόμα κι όταν ό ένας ζητούσε από τον άλλο να του δώσει ένα

72


ποτήρι νερό ή να φτάσει ένα αντικείμενο που ο ίδιος αδυνατούσε. Το σπίτι ήταν μικρό και σε συνδυασμό με την επίσκεψη της οικογένειας της έτερης κόρης του παππού, αλλά και την επιθυμία του πατέρα μου να μείνουμε στο πατρικό του, επιβιβαζόμασταν ξανά και μετά από είκοσι λεπτά βρισκόμασταν στο χωριό Δαλαμανάρα. Το οποίο βρίσκετε ανάμεσα στο Άργος και στο Ναύπλιο. Το σενάριο άλλαζε προς το αντίθετο. Ο παππούς σοβαρός, απρόσιτος, αυστηρός κι άγριος. Η γιαγιά με ένα λιβάνι στο χέρι. Τις Κυριακές στην εκκλησία. Μετά την εκκλησία να ζητώ συγχώρεση και να φιλώ τα χέρια όλων των συγγενών. Να λέω ευχαριστώ για το γάλα που πίνω και να σκύβω να μαζέψω το ψίχουλο που έπεσε στο πάτωμα. Να ακούω τους καυγάδες του πατέρα μου με τα αδέρφια του για τα κληρονομικά, χωρίς να ξέρω τι σημαίνει «απαλλοτρίωση». Η αντίθεση των δύο πατρικών σπιτιών, επαναλαμβανόταν μέσα

73


στο Σαββατοκύριακο. «Θέλω να δω τους γονείς μου», απαιτούσε η μάνα μου. Ο παππούς ο Ανδρέας με ανέβαζε στο τρακτέρ και με περιέφερε σε όλο το χωριό κορνάροντας. Μόλις επιστρέφαμε στο μαντρί του, έχωνε το βρομόχερο του, μέσα στο εσώρουχο μου κι ήλεγχε πως όλα ήταν στην θέση τους. Αυτό μπόρεσα να το σταματήσω όταν έφτασα στην ηλικία των οχτώ.

74


75


Κόλαση είναι να περιμένεις μια ζωή να ζήσεις.

Δεν είμαι ναρκομανής. Δεν είμαι τοξικομανής. Δεν είμαι εθισμένος. Ήμουν δεκαέξι ετών, όταν κάπνισα για πρώτη φορά κάνναβη. Και η δεύτερη ήταν στα είκοσι τρία. Με την κάνναβη συμβαίνει το εξής…, μου αρέσει. Μου αρέσει να καπνίζω κάνναβη. Δεν είμαι εθισμένος, δεν παριστάνω τον Μόρισον ή τον Μάρλεϋ. Απλά θα μπορούσα να κρυφτώ πάλι πίσω από την πειρούνα μου και να πω…, «Πουτάνα κοινωνία πως με κατάντησες χασικλή» ή «Μου παρέχει μια θεία έμπνευση αυτό το βότανο» ή «Ξέρεις…, μετά από μια κοπιαστική μέρα, αυτό το πράγμα με χαλαρώνει, μου αφαιρεί όλη την κούραση και με κάνει να δω τα πράγματα με άλλο μάτι» ή « Πιστεύω πως είναι ένα φυσικό προϊόν κι ως φυσιολάτρης το καταναλώνω». Ποτέ μα ποτέ δεν έχω πει και δεν

76


θα πω κάτι τέτοιο. Το κάπνισμα φυσικά και δεν είναι ευχάριστο. Μου καίει τον λαιμό, με ενοχλεί στα πνευμόνια. Κάνω κάτι παράνομο. Αφού καπνιστεί, δεν εγγυάται πιο όμορφες ή πιο καλές σκέψεις. Δεν υπόσχεται νεράιδες και ζαχαρωτά. Η πρώτη πάντα σκέψη είναι…, «Είμαι ο πιο αποτυχημένος άνθρωπος του κόσμου». Μετά από αυτήν την σκέψη-παραδοχή, δεν υπάρχει πεπατημένη οδός. Όλα είναι πιθανά κι ελεύθερα. Το κάπνισμα κάνναβης μου αρέσει γιατί μου προσφέρει ζάλη, μέθη, μια κρυψώνα από τον εαυτό μου όταν την χρειάζομαι κι έναν καλό ύπνο. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.

77


Ο καθένας τις δικές του

Ο ένας μου έλεγε…, "Βάλε καμιά φωτογραφία με γραβάτα.Κάν΄το πιο επαγγελματικό". Κι ο άλλος…, "Τι μαλακίες είναι αυτές που δημοσιεύεις; Μπα; Μας έμαθες και τον Λίστ και τον Σοπέν και μας το παίζεις ξύπνιος; Και ποίος είναι τέλος πάντων αυτός ο Μπουκόφσκι που τόσο σου αρέσει" ; Ο Μπουκόφσκι μου γνώρισε την γυναίκα μου. Γνωριστήκαμε εκεί. Μιλήσαμε την "γλώσσα των διαστημοπλοίων". Στο facebook. Με αφορφή τον αγαπημένο μας ποιητή. Δώσαμε ραντεβού στου Μακρυγιάννη. "Πάμε για μπύρες στην Ακρόπολη", είχαμε πει πριν κλείσουμε.

78


Έδεσα τις αρβύλες μου, πέρασα την τσάντα μου στον ώμο και κατηφόρισα προς την κάβα. Όσο η πωλήτρια έχωνε τα μπουκάλια μπύρας σε τσάντες κι έκανε λογαριασμό, εγώ έψαχνα το ανοιχτήρι μου. "Δεν μπορεί. Αυτή είναι η δουλειά μου…, με συγχωρείτε…, έχετε ανοιχτήρια;" Ήταν τόσο όμορφη από κοντά. Φοβόμουν σχεδόν να την κοιτάξω. Κρατούσε επίσης μια τσάντα ίση με την δική μου αλλά φαινόταν δύο φορές πιο βαριά. Στην αρχή της ανηφόρας μάζεψα κουράγιο για να την κοιτάξω και να της πω..., "Δώσε μου την τσάντα σου. Κοίτα έχουμε μακριά ανηφόρα." Αρνήθηκε τρις. Και μου έδωσε το βιβλίο της.

79


Ήταν το πρώτο βιβλίο που πήρα ποτέ από τον ίδιο τον ποιητή. Από την συνάντηση μας έχω επίσης να θυμάμαι πως ο καθένας ήπιε τις δικές του μπύρες. "Έχω φέρει αρκετές φιάλες ζύθου από Βέλγιο, Τσεχία και Γερμανία, κι είναι όλες παγωμένες. Διάλεξε." Ούτε μια ματιά δεν έριξε. "Πήρα αυτές από το Λιντλ. Αλλά δεν ξέρω πως ανοίγουν". Θυμάμαι πως δεν καταλάβαινα ακριβώς όσα μου έλεγε αλλά ένιωθα πόσο μου άρεσε που βρισκόταν δίπλα μου. Μου άρεσε πάρα πολύ.

80


81


Όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και ο διάβολος.

Θείε Τσαρλς σε σκέφτομαι συχνά. Να πίνεις και να καπνίζεις και να γράφεις όπως κι εγώ. Ένα ολόκληρο βράδυ ασταμάτητα. Με το κρασί και το τσιγάρο σου. Κάπως έτσι κι εγώ. Με μόνες διαφορές την γραφομηχανή με τον υπολογιστή, και το κρασί με την μπύρα. Κι αυτό γιατί. Ο δικός μου ο διαβολεμένος είναι χαλασμένος. Και κάθε που πάω στο ψυγείο για μια ακόμη μπύρα, φοβάμαι πως όταν θα επιστρέψω στην θέση μου, το γραπτό θα έχει χαθεί.

82


Σκέφτομαι πως θα μπορούσες να νιώσεις εσύ. Θείε Τσάρλς λοιπόν, μόλις έχεις βάλει την τελεία σε ένα από τα πιο δυνατά σου ποιήματα και παραδέχεσαι…, "Αυτό ήταν! Αυτό το ποίημα με κάνει να νιώθω καλά. Τώρα μπορώ να σηκωθώ και να πάω μέχρι το ψυγείο. Άντε γιατί μέχρι να το τελειώσω, έπινα την κάθε σταγόνα που έσταζε και μαζευόταν μέχρι τον πάτο του μπουκαλιού. Τώρα μου αξίζουν αρκετές γουλιές παγωμένης μπύρας. Τώρα την αξίζω. Τώρα αξίζω κι αυτό το ποίημα". Καληνύχτα θείε Τσάρλς. Τα γραπτά σου ήταν δυνατότερα κι από την φωτιά. Τίποτα δεν θα μπορούσε να κάψει και να κάνει στάχτη τον πόνο σου.

83


Μπλε Blues

Ούτε το όνομά της δεν θυμάμαι : Είπε, πως έφυγες σαν κυνηγημένος. Εγώ: Εγώ; Ο.Τ.Ο.Τ.Δ.Θ.: Ναι. Μην απορείς. Ε: Απορώ για μένα. Ο.Τ.Ο.Τ.Δ.Θ.: Τι συνέβη; Ε: Ήθελε να μείνει μόνος. Το ότι δεν θα επιστρέψω είναι άλλη ιστορία. Μου παρουσίασε την καινούρια του πένα, συστήνοντας πως, την έστειλε μια γυναίκα από το Παρίσι. Ελληνίδα. Μην κάνεις πως ζηλεύεις. ………………………………………………………..

84


Εγώ : Κι εγώ. Ποιητής: Καινούρια πένα; Ε: Πες το κι έτσι. Π:Δηλαδή; Ε: Να. Πούλησα τον «Κανίβαλο» στο πέρα από το Γιβλαρτάρ και πήρα αυτό το μηχάνημα. Γράφω ακόμα με στυλό. Πλαστικό. Ή με βαμβακερή επικάλυψη γιατί τα χέρια μου ακόμα ιδρώνουν. Η κατάρα του στυλό όμως με κυνηγά ακόμα. Μια τους χάνω μια τους ψάχνω στην τσάντα χωρίς υπομονή. Τσαλακώνω χαρτιά, μέχρι να βρω κάτι που να γράφει. Τα ποιήματα. Ξέρεις. Καταλαβαίνεις. Π: Καταλαβαίνω. Έχω ξεχάσει πως για σε, δε είμαι ποιητής αλλά μεταφραστής.

85


Ε: Μην αλλάζεις κουβέντα. Τέτοιος είσαι. Δεν ήρθαμε εδώ για νέες έννοιες. Ήρθαμε να τους φάμε. Π: Έννοιες, ε; Ε: Μην αλλάζεις κουβέντα! Μόνο μια φορά έψαξα. Σχημάτισα τον αριθμό τηλεφώνου των εκδόσεων Γεωργιάδη και ρώτησα. «Στο χρηματιστήριο σας, πόσο πάει το χαρτί σήμερα; Πόσο πάει το μελάνι σήμερα»; Γι’ αυτό σου λέω. Στυλό δεν είχα και το μηχάνημα χωρίς μπαταρία. Κι όμως έγραψα. Σου έφερα κι ένα ασπρόμαυρο σκανδιναβικό σταυρόλεξο. Από αυτά που σου αρέσουν. ………………………………………………………

Ο.Τ.Ο.Τ.Δ.Θ.: Μπράβο σου. Που τον κανακεύεις. Ε: Άσε με να προσπαθήσω να μεταφράσω τι είπες. Να κάνω

86


τον μεταφραστή για να μη σου λείπει. Είπες…., «Σε ευχαριστώ που μου τον προσέχεις». ……………………………………………………….. Άνοιξε στην σελίδα 76. Πάνω αριστερά μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Μια σινεματζού. Της στόλισε τα μπλε φρύδια με την πένα του. Συνέχισε με δρακουλίστηκα δόντια στο χαμόγελό της. Και τελείωσε στις βλεφαρίδες της. Π: Σ’ αγαπώ. Γυναίκα μου. Σ’ αγαπώ. Όλη η ομορφιά της ΕλλάδΟς είσαι εσύ. Ε: Όπως λέμε Εθνική ΕλλάδΟς ; Π: Που να καταλάβεις. Μόνο εγώ βλέπω πόσο την αγαπώ. Ε: Πες της το.

87


Π: Αγάπη μου δήμευσα όλο μου το πνεύμα για να πας απόψε στον Χατζηγιάννη. Θα σε περιμένω παντού. Σα χάνος. Σα μπούφος. Πορνίδιο. Ε: Τα δόντια σου θα σπάσουν.

88


To much informations

Όπου βρω . Κι όπως το βρω . Ξεχνιέμαι πολλές φορές . Έχω περάσει μια βδομάδα, να τρώω μακαρόνια από την αμνησία και να το καταλαβαίνω με φρικτούς πόνους στα έντερα. Για αυτό βγαίνω και πίνω μόνος . Κι αν τύχει γράφω . Η διαβάζω . Αλλά και στο άλσος μερικές φορές. Ακόμα και στην τουαλέτα .

89


Διάβολος στις λεπτομέρειες

Κοίτα να μην σε δει κανείς . Έχε το νου σου! Να αποφύγεις μάρτυρες. Στοιχεία. Δόλο. Υποψίες. Και κάνε και κανένα μάθημα υποκριτικής .

90


Μετράμε πρόβατα. Όχι λάθη διάβολε! Κανέλλα να βάλω;

Φτιάχνω ριζόγαλο. Εννοώ έχω αϋπνίες . Όταν δεν έχω ύπνο φτιάχνω ριζόγαλο . Μετά θα κάνω λίγες διορθώσεις..

91


92


Χλωμός μου φαίνεσαι! Βγάλε λίγο καπνό από τα αυτιά…! Όχι. Δεν έχω τίποτα. Δεν καρφώνω ούτε σύμφωνο ούτε φωνήεν . Πρέπει να ´ναι πειραγμένο το χαρμάνι. Δεν εξηγείται αλλιώς. Δεν μπορεί, είπα. Και μετά το ξαναείπα.

Και τελικά το έσκισα και το πέταξα. Έφτιαξα ακόμα ένα καφέ,

ήπια μια γουλιά, κι επιβεβαίωσα, πως το πείραξαν το χαρμάνι τα καριόλια...!

93


Μπορείς να μου θυμίσεις το διαβολεμένο όνομα σου; Όταν δεν έχω την ενέργεια για να γράψω . Όταν βυθίζομαι στα βιβλία και βγαίνω με μιαν ανάσα να πιάσω το σωσίβιο μιας λευκής σελίδας. Συνήθως, μου παίρνω συνεντεύξεις . Υποθετικές και μερικές πληρωμένες. "Θα..., το έκανες ποτέ αυτό "; " θα..., πήγαινες ποτέ εκεί "; " σου αρέσει αυτό"; Είναι από εκείνα τα γραπτά που δεν θα διαβάσω μόλις βάλω την τελεία. Θα σηκωθώ απλά και θα μπω στο μπάνιο . Θα επιστρέψω στο τραπέζι και καθώς θα τα διαβάζω, θα νιώθω πως παίρνω πίπα στον εαυτό μου . Σαν να μην έχω λεκάνη για να μπορώ να λυγίσω. Για να με γλύψω. Σαν να μην έχω ιδέα για το τι πήγα να κάνω σε εκείνο το τραπέζι. ( Έχω ένα σφουγγάρι που με ψαλίδι έδωσα το σχήμα μικροφώνου. Στο μπάνιο τραγουδάω Παραβότι. Κι αυτό με παχαίνει )

94


95


Για την λέξη . Μονάχα αυτή την λέξη. Αυτή τη διαβολεμένη λέξη που δεν τολμά να βγει.

Κατεβήκαμε στο υπόγειο σεμιναριακο χώρο που είχε ανοίξει ο Γιώργος και καθίσαμε στο μπαρ . Μου μίλησε για το περιοδικό και μου είπε πως θα αμοίβομαι με πενήντα ευρώ το άρθρο. Η πρώτη παραγγελία ήρθε . Και κάθησα κι έγραψα . Και γράφτηκε όπως θα ήθελα . Ξέρεις, αυτή είναι η διάφορα του άρθρου απ' το κανονικό γραπτό . Το άρθρο θα το διαβάσουν περισσότερο, άνθρωποι του σιναφιού σου και μερικοί νοικοκυραίοι. Πρέπει να είσαι άμεσος, κατατοπιστηκός, και να κρατάς το ενδιαφέρον με ένα παιχνιδιάρικο τρόπο. Ο οποίος είναι εύκολο να επινοηθεί. Έστελνα εντός προθεσμίας τα άρθρα μου και κάποια φιλόλογος έκανε την επιμέλεια κειμένου. Αγόρασα το περιοδικό απ' το περίπτερο και

96


διάβασα το άρθρο μου ακριβώς όπως το είχα γράψει . Μου έλειπε αρκετά ένα "μαλάκα" ανάμεσα στις προτάσεις κι ένας ήχος σαν αυτόν που παράγει η μπουνιά όταν χτυπάει το τραπέζι. Όπου θεώρησα πως είχα παχύνει το περιθώριο των στενών των λέξεων που εγκλοβίζεται ένα άρθρο, σφίνωσα μερικές εικόνες με μπαρ και μουσική . Τόσο που αμφεβάλλα αν το παραφούσκωσα κι έσκασε , κι αναρωτιόμουν αν έγραφα για αλκοόλ ή μουσική. Έγραψα μερικά άρθρα ακόμα, τσέπωσα μερικά πενηντάρικα και μετά το περιοδικό άλλαξε χέρια. Έγινε ένθετο .

97


Το αυγό

Από την πρώτη εβδομάδα μετακόμισης του, στην Κάτω γειτονιά, εμφανίστηκαν οι παραβιάσεις της «κοινής ησυχίας». Οι πρώτοι σαματάδες που στήθηκαν κάτω από το μπαλκόνι του νέου σπιτιού, ήταν καλοκαιρινοί. Είχε ως αρχή να μην χρησιμοποιεί την δυνατότητα κλιματισμού στον χώρο που έμενε. Όσο μπορούσε. Σκεφτόταν πως αν κοιμόταν, προγραμματίζοντας το μηχάνημα στους 22 βαθμούς, θα ήταν αδύνατο να αντέξει το μεσημέρι της επόμενης στους 40. Όπως και τον χειμώνα. Τρύπωνε κάτω από τις κουβέρτες και κάποια βράδια ίδρωνε. Μπορούσε να αντέξει το κρύο και την ζέστη αλλά όχι την φασαρία μετά τα μεσάνυχτα. Έδινε ελάχιστο χρόνο, στις παρέες και στα ζευγαράκια να αποχαιρετιστούν έξω από τα αμάξια τους.

98


Στον νταβατζή να μαρσάρει για να κατέβει η βίζιτα. Στα μεθυσμένα εικοσάχρονα που αργούσαν να παρκάρουν. Στην γάτα που τα ΄χε πάρει. Για αυτόν, όλοι έπρεπε να τιμωρηθούν. Άνοιγε το ψυγείο. Διάλεγε ένα αυγό. Και το πετούσε πάνω τους. Άλλα έβρισκαν στόχο και…, «Ρε μαλάκα! Κατέβα κάτω ρε! Θα σε γαμήσω ρε. Θα περιμένω μέχρι το πρωί. Δεν βγαίνεις ζωντανός από εκεί μέσα». Άλλα δεν έβρισκαν…, «Τι ήταν αυτό ρε; Για κοίτα…! Μαλάκα αυγό είναι αυτό; Μαλάκα, ναι. Γεννάνε τέτοια ώρα ρε φίλε; Ή το πέταξε κανένας τρελός; Πάμε να φύγουμε μαλάκες».

99


Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, μετρούσε και ξαναμετρούσε…., - Τώρα θα σηκωθώ . Όχι μωρέ θα φύγουν…, τώρα θα σηκωθώ. Η κοπέλα που ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι ρώτησε. - Κατουριέσαι και το σκέφτεσαι ; - Όχι. Στην φασαρία αναφέρομαι. Κάτι πρέπει να κάνω. Είναι τρεις και μισή η ώρα. Δεν μπορούν να μαρσάρουν τις μηχανές τους και να φωνάζουν στο δρόμο. - Καλά. Κοιμήσου τώρα. - Ναι. Έχεις δίκιο. Θα τους πετάξω ένα αυγό και θα έρθω να κοιμηθούμε. - Τι εννοείς όταν λες, πως θα τους πετάξεις ένα αυγό και θα έρθεις να κοιμηθούμε;

100


Βγήκε στο μπαλκόνι για να εξετάσει την απόσταση κι ανάμεσα στην παρέα αναγνώρισε έναν από τους γείτονες του. Δεν το σκέφτηκε. Σημάδεψε κι εκτόξευσε. «Τον γάμησα μάγκες. Τον γάμησα. Θα τον σκοτώσω τον πούστη». Όσο ανέβαινε την σκάλα, τόσο φούντωνε ο θυμός του θύματος. Τόσο πιο πιστευτές ακούγονταν οι απειλές του. Χτύπησε την πόρτα και κοίταξε τον θύτη στα μάτια. - Γιατί ρε φίλε και σε μένα; ‘ντάξει τους άλλους. Το ξέρω. Το καταλαβαίνω. Και δεν σου κρύβω πως αρκετές φορές που ενοχλούν και μένα, εύχομαι πίσω από τον τοίχο που μας χωρίζει, να βγεις να τους διώξεις με τα αυγά σου. Αλλά γιατί σε μένα; Δεν έχεις να πεις τίποτα , ε; - Τι να πω; - Πες κάτι. Κάτι με αυγά.

101


- Όταν το αυγό σπάει από μέσα είναι ζωή. Όταν σπάει από έξω, θάνατος. - Χειρότερο δεν είχες; - Όχι.

102


Losing my religion

Ο προφήτης θα ‘πρεπε να συμπεριφέρεται σαν μπαμπάς κι όχι σαν μπαμπούλας. Να λέει …, " Κόψε τις μαλακίες", …, χωρίς να απειλεί. Να μην εξηγεί . Να μην τρομάζουν τα λόγια του, αλλά ο ήχος της φωνής του.

" Αν δεν αλλάξεις πορεία θα σε πλακώσω. Δεν θα πάμε στο πάρκο. Δεν θα δεις στρουμφάκια". Δουλειά του προφήτη δεν είναι να αποκαλύπτει τα μελλούμενα, ούτε να σε κρατά από το χέρι.

103


Η εμπειρία του είναι αυτή που προλαμβάνει το κακό και να το πνίγει στο νιπτήρα . Δεν το μαρτυρά. Παρόλα αυτά, χασκογελά με την πτώση σου, και γεννά εφταμηνίτικο σαν παρένθετη μητέρα.

- Father? - Yes son! - I want to kill you.

104


Της ώρας

Τα βιβλία που μένουν για καιρό στην βιβλιοθήκη κι ανατρέχεις συχνά σε αυτά, ειναι τα βιβλία του ύφους σου. Αυτό που έψαχνες. Αυτά που σε βρήκαν. Κρατάς σημειώσεις έδω κι εκεί. Μια νιφάδα στάχτης από το τσιγάρο σου πέφτει ανάμεσα στις σελίδες. Καθρέφτης είναι το βιβλίο. Ο αναγνώστης κρεμά, το δικό του φώντο ανάλογα με τις πληγές του. Και σε αυτό το μαύρο με κόκκινο ή σκέτο μωβ, πρόβαλουν τα γράμματα. Τα σημεία στιξης. Κι οι σκηνές ζωντανεύουν. Πάνω στο χαρτί. Χασμουριούντε οι περαστικοί στην βιβλιοθήκη, γιατί δεν διαβάζουν. Καθισμένοι όπως στην στάση του λεωφορείου, με παγωμένο βλέμμα στα διερχόμενα οχήματα. Τσουλάνε τη ματιά τους πέρα δώθε στις γραμμές. Δεν ακούν πως κάνει το "...," Δεν

105


νιώθουν το παραμικρό όταν ο συγγραφέας κλαίει. Με κάτι θαυμαστικά..., Να !

Τα βιβλία δανείζονται σα μολιβένια στρατιωτάκια . Όλα επιστρέφουν σε μας . Το μολιβένιο στρατιωτάκι που σου έπεσε απο το παράθυρο μέσα στο ποτάμι. Δηλαδή το βιβλίο που κολάρανε με πολύχρωμο χαρτί και σου πρόσφεραν ως δώρο. Το στρατιωτάκι φαγώθηκε σε μια χαψιά από ένα γατόψαρο. Το βιβλίο που σου χάρησαν, δε διάβασες αλλά δάνεισες σε μια φίλη. Να έχει κάτι για τον δρόμο. Το κήτος πιάστηκε στα δίχτυα του πατέρα σου και το έδωσε στη μάνα σου να το μαγειρέψει. Η φίλη σου επέστρεψε το δανεικό, μια μέρα στο γραφείο. Η μάνα σου έσφαξε το ψάρι και βρήκε το μολιβένιο στρατιωτάκι .

106


Κι όλα τα βιβλία του κόσμου ειναι ανοιχτά μπροστά σου. Κι ας τα βλέπεις όλα στο μωβ . Είναι δικά σου . Και τίποτα άλλο πιο παντοτινό απ' αυτό που επέστρεψε σε μας .

107


108


Ο Διάβολος έσπασε το πόδι του

Το να ταξιδεύεις ως λαθρεπιβάτης με τον μουτζούρη, σημαίνει, πως περνάς το σακίδιο στην πλάτη και πηδάς στους θάμνους μετά τα καμμένα βούρλα. Σιγουρεύεσαι πως διατηρείς όλα σου τα μέλη σε λειτουργία, τινάζεις από πάνω σου το χώμα κι ακολουθείς το μονοπάτι που βγάζει στην εθνική. Ανάβεις τσιγάρο και κάνεις οτοστόπ. - Αθήνα…! -… - Ευχαριστώ…! Μετά τα πρώτα δέκα λεπτά αμηχανίας, άλλα πέντε λεπτά συστάσεων και κανα δυο με εξυπνάδες ο οδηγός είπε…,

109


- Το πατάω το γαμημένο το γκάζι και θα το σανιδώσω το μπουρδέλο για να προλάβω τη Μπουμπού. - Καλά κάνεις…! - Σε είκοσι λεπτά βγαίνει γαμώ την κηδεία μου και πρέπει να προλάβω. Κρατήσου γιατί θα βρούμε γαμημένες κωλοστροφές μπροστά μας.

Η Μπουμπού.

Το βαφτιστηκό της είναι Κατερίνα. Η ηλικεία της πανήντα. Τα κιλά της πολλά. Το φόρεμα της τόσο στενό που της χάριζε σωσίβια λύπους ίσα μεταξύ τους και την έκαναν ένα θυμίζει το ανθρωπάκι της Μισελέν. Το καλλιτεχνικό "Μπουμπού", το κουβαλάει από το ένα κέντρο νυχτερινής διασκέδασης στο 'άλλο. 17ο χμ, 23ο χμ, 35χμ, κ.τ.λ

110


Της το χάρισαν οι θαμώνες. Οι νταλικιέριδες. Το ξεκίνησε ο Θωμάς ένα βράδυ. Όπως καθόταν στο πρώτο τραπέζι. Και τα τέλια της κομπανίας δονούνταν. Κι η Κατερίνα αναίβεβε στα τακουνάκια της. Κι ο μετρ έδινε σήμα να περιμένουν δέκα ακόμη λεπτά. Ο Θωμάς λοιπόν τότε, είπε…, "Χτίστε την Μπουμπού…" Ο μετρ πήρε την παραγγελία αμέσως και την μεταβίβασε στα γκαρσόνια. Έξι από αυτά τα παλικάρια, εμφανίστηκαν στην πίστα με μια κούτα φτηνή "σαμπάνια" ο καθένας. Έστησαν τις φιάλες σε μια σειρά κι απάνω της στερέωσαν μια τάβλα.

111


Κατόπιν δεύτερη σειρά φιαλών, τάβλα κ.ο.κ, μέχρι να αδειάσουν οι κούτες. Μέχρι να χτίσουν το τείχος. Ο μαέστρος στο τετράχορδο μπουζούκι, άλλαξε τον ρυθμό σε εννέα όγδοα κι η Κατερίνα πήρε το μικρόφωνο μαζεύοντας παράλληλα το καλώδιο στον καρπό της. Στήθηκε μπροστά από το γυάλινο τείχος κι είπε…, "Καλησπέρα. Θα παρακαλέσω να πάτε πίσω να 'ούμε, γιατί θα γίνει ανατροπή και δεν θέλουμε απώλειες στο μαγαζί. Γειά σου Θωμά κι εσένα και στα ζαρζαβατικά σου και σε όλη την Τρίπολη και σε όλους τους Τριπολιτσώτες". Το τείχος κατεδαφίστηκε με ένα απλό άγγιγμα του τακουνιού της Κατερίνας στην πρώτη αριστερή φιάλη. Γυαλιά, υγρά, αφρός, κομμάτια.

112


"Και δώσε πόνο".

- Πιο σιγά ρε μεγάλε. Θα προλάβουμε. - Άσε ρε μικρέ! Η Μπουμπού βγαίνει από λεπτό σε λεπτό γαμώ το στανιό μου. - Πιο σιγά σου λέω. Το εργαλείο δε θα αντέξει. - Σε δύο λεπτά θα είμαστε εκεί και μη μου μιλάς γιατί δεν ελέγχω τα φρένα. - Τι; Με τα φρένα σπασμένα. Με τα φρένα σπασμένα. Η νταλίκα μπήκε μέσα στο κέντρο νυχτερινής διασκέδασης και πάτησε την Μπουμπού.

113


Οπότε Μπουμπού δεν υπάρχει πια, την πάτησε η νταλίκα.

Για δεύτερη φορά μέσα στο ίδιο βράδυ, μέσα στην ίδια διαδρομή, αναγκάστικα να ελέγξω αν ήμουν αρτιμελής, να σκουπιστώ από σκόνη και θρίψαλα και να κάνω οτοστόπ για να φτάσω στην Αθήνα.

114


…σημειώσεις (μινιαρντίς : πολύ-πολύ μικρά γλυκά,που σερβίρονται στο τέλος για τη χώνευση)

115


Τρυφερή μου μπύροκοιλια που θέλεις χάδια. Απαλές μου τρίχες στο στήθος που φυλακίζετε τα ψίχουλα από το ψωμί.

116


Υπάρχουν φορές που κι εγώ, δεν αντέχω τον ίδιο μου τον εαυτό και λέω :" μαλάκα ! Ηρέμησε! Δεν σε αντέχω"!

117


Τι να σου απαντήσω, ειλικρινά; Τι ; Δεν γνωριζόμαστε, δεν κοιτιόμαστε διάβολε κι όμως σε έχω απέναντι μου και σου απαντώ πως έχω τελείως αντίθετη άποψη. Επειδή δουλεύω από τα 16, ξέρω πως άλλο η δουλειά κι άλλο το χόμπυ. Και για να πληρώνομαι, για να έχω να φάω και να πιω ένα ποτό, εξασκήθηκα τόσο που έχω κόμπλεξ με το λίγο. Με το μέτριο. Αν με καταλαβαίνεις. Κι όσο το έκανα αυτό, δεν έφερνα άγχος στο σπίτι και ζούσα ρομποτικά και καθόμουν κι έγραφα. Είχα χρόνο. Και τον ξόδευα για να γράψω. Αν δεν είχα την δουλειά, την οποιαδήποτε δουλειά, δεν θα μπορούσα να καθίσω και να γράψω. Αυτή είναι η αντίθετη, ή αν θες η κυνική απάντηση ή διατύπωση μου .

118


Το δεξί μου πόδι κάνει μακρύτερο βήμα από το αριστερό. Το δεξί μου μάτι βλέπει. Το αριστερό είναι βοηθητικό. Ακολουθεί. Κι όταν γράφω το αριστερό κρατά το τσιγάρο.

119


Τα ακουστικά είναι κι οτοασπίδες. Κι ας ακούς την winehouse να τραγουδά το "love is a losing game ".

120


Διάβολε σου αρέσω; Ευχαριστώ. Μπορώ να αλλάξω ότι θες από το γραπτό μου. Μπορώ να αλλάξω τα ρούχα μου. Μη σου περάσει από το μυαλό πως θα αλλάξω την παραγγελία μου. "Μια παγωμένη μπύρα".

121


Επόμενη στάση πανεπιστήμιο. Ένα βουνό από λίπος, είναι μπροστά μου. Θέλω να κατέβω. Είναι άλλο το " με συγχωρείτε " κι άλλο το " θα με συγχωρέσετε";

122


Εντάξει θα χωρίσουμε αφού το συμφωνήσαμε διάβολε. Αλλά μην κρύβεσαι πίσω από την πειρούνα σου, και μη μου λες πως μας χωρίζει η κάνναβη. Γιατί τα καλύτερα γαμήσια στα έριξα μαστουρομένος .

123


124


Σχολάσαμε. Δεν έβγαλα το κοστούμι. Πήγαμε σε στριπτιτζάδικο. Μετά από δυο ώρες πήρα την Εύα κι έφυγα. Έπαιξε με τον πούτσο μου κι έχυσα πάνω στο παντελόνι. Την επόμενη. Με ξύπνησε το τηλεφώνημα από την γραμματεία της σχολής . "Τηλεφωνήσαμε για να επιβεβαιώσουμε πως το σεμινάριο με τις αεροσυνοδούς είναι προγραμματισμένο για τις 6 το απόγευμα και θα έρθετε στην ώρα σας ". Φόρεσα το ίδιο κοστούμι. Δεν θυμόμουν τον λεκέ.

125


Τα κορίτσια με κοιτούσαν στην βουβωνική χώρα. Όσα αστεία κι αν έλεγα για να με κοιτάξουν στα μάτια ήσαν μάταια. "Ποιο είναι το πρόβλημα με το Άγιο Όρος ; Ποιο είναι το πρόβλημα με το βλέμμα σας"; Μια λευκή κηλίδα . Μια λευκή σελίδα .

126


127


Έχω μια ελαφρά εντύπωση πως…, κόπωση σχηματίστηκε στα μάτια μου . Λες να είναι ώρα για ύπνο ; Πρέπει να προλάβω να καταγγείλω όνειρο…, διάβολε!

128


Καταλαβαίνω . Όπως κι ό,τι βλέπει ο καθένας . Τρέλα ή όχι . Όπως μας βολεύει.

129


Σε είδα διάβολε στο φανάρι της τρίτης λεωφόρου του υπονόμου. Άκουγες φλαμένκο στο αυτοκίνητο και σου έδωσα δωρεάν εφημερίδα . Σε μια βδομάδα, θα μοιράζω το επόμενο φύλο στο ίδιο φανάρι. Αν τύχει και περάσεις θα σε αναγνωρίσω .

130


Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ. Είναι για εκείνες τις στιγμούλες μόνο. Που θες να φτιάξεις ένα καφέ. Να ουρλιάξεις όσο πιο δυνατά μπορείς . Να καθίσεις στον καναπέ και να τα πεις ακούγοντας αυτή τη μουσική. Δεν είναι για κάθε μέρα. Και δεν θα γίνουμε απλά καλοί. Θα γίνουμε καλύτεροι "κακοί " άνθρωποι .

131


132


Οι γυναίκες που λες , κάθε πρωί , έσταζαν δηλητήριο στον καφέ των συζύγων τους. Αργό φαρμάκι . Αργότερα μαγείρευαν και πρόσθεταν το αντίδοτο στη συνταγή . Όπως καταλαβαίνεις, οποιαδήποτε αργοπορία για χαρτιά, ξενογαμήσι ή μπεκρούλιασμα, έκανε τη νύχτα αυτή μαρτύριο. Με φρικτούς πόνους . Κι υπήρχε κι ο Φαμπρίτσιο, που όσο κι αν του ρίχνε η δικιά του, δεν καταλάβαινε τίποτα.

133


134


135


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.