Pulp

Page 1

1


2


3


4


Ανδρέας Γιαννόπουλος

Pulp

Αθήνα

2015 5


6


Στην Κατερίνα

7


8


Pulp, είναι όλες εκείνες οι στιγμές που νιώθεις πως τα γεγονότα ήρθαν και σε βρήκαν μόνα, μα η αλήθεια είναι πως, εσύ τα προσκάλεσες. 9


Αγαπημένο μου μαύρο, είσαι εδώ. Οι άλλοι σε τιμούν στο πένθος. Εγώ στην αλήθεια.

10


Γιατί μόνο στο φόντο σου εμφανίζονται, οι γραμμές τους καθενός.

11


Ο Δερβίσης

Η ζωή είναι μια σφαίρα, που περιστρέφεται, γύρω από ένα λεπτό στεφάνι. Κι όλο λες θα πέσει, αλλά δεν πέφτει . Κι όλο λες πετάει, μα δεν πετάει.

12


Nothing ever changes Και στις 768 εναπομείναντες αυτόχθονες φυλές του κόσμου, ο αρχηγός διατάζει για το κυνήγι, όσο κι όπου, αυτό υπάρχει. Πρώτα κυνήγησαν κι έφαγαν τα βατράχια στις όχθες των 13


ποταμών και των λιμνών, και σαν αυτά τελείωσαν, ρίχτηκαν στα ερπετοειδή, κατασπαράζοντας τις σαύρες και τα φίδια. Σαν τελείωσαν κι αυτά, ξετρύπωναν λαγούς κι αρουραίους. Όταν θα καταβροχθίσουν και το τελευταίο κουφάρι, τότε και θα αφανιστούν. Θα τους φάει η σκόνη. Κάτι

14


παρόμοιο δεν κάνουν κι οι λευκοί;

15


Μπίζνες

Τω καιρώ εκείνο, ο μαφιόζος έστελνε το τσιράκι του για να εισπράξει το μηνιάτικο από το κατάστημα που εργαζόμουν. Τηρώντας το πρωτόκολλο, παρέδιδα στο τσιράκι, τον φάκελο με τα λεφτά που μου είχε αφήσει το 16


αφεντικό. Όπως και μια μέρα που εμφανίστηκε ο ίδιος ο Δον και το αφεντικό μου είπε…, "Πήγαινε πίσω να κάνεις παραλαβές, αναλαμβάνω εγώ. Ο καθένας στη δουλειά του". Και ξεχρέωσε ο ίδιος. Ο Δον, αφού μέτρησε τη δόση του, μου είπε…, "Έτσι είναι Αντρίκο. Η καλύτερη μπίζνα είναι να είσαι υπάλληλος. 17


Βλέπεις να μου αρέσει να έρχομαι να εισπράξω και να έχω απέναντι μου τέτοια μούτρα σα του αφεντικού σου"; Οι δυο αυτές κουβέντες δεν κάθισαν καλά στα αυτιά του αφεντικού και ξεκίνησε από εκείνη την μέρα να πίνει. Και το 'ριξε έξω το καράβι. Και χρωστούσε από 'δω κι από 'κει. Κι η Τράπεζα ήρθε για διακανονισμό, 18


που μετά τον βάφτισε πλειστηριασμό. Πρώτη, γιατί είχε καταμέτρηση. Κατόπιν εμφανίστηκε ο ρουφιάνος με τις επαγγελματικές του κάρτες ρωτώντας αν…, "ενδιαφέρεται κανείς για δουλειά στο παρόν κατάστημα". Και τελευταίος ο Δον, για να επιθεωρήσει το νέο του απόκτημα. Αυτά τότε. Με τα περίστροφα 19


πιστόλια και τα τσιγκελωτά μουστάκια. Ανοργάνωτα και με μπαμ-μπουμ, και φασαρία. Πλέον νόμιμα. Δηλαδή με τρομοκρατία. Ο Δον ονόμασε την αυτοκρατορία του: Τράπεζα. Ο ρουφιάνος πλιατσικολόγησε ένα μαγαζί γωνία και το είπε: Κράτος. Το αφεντικό ακόμα πίνει κι εγώ ακόμα σερβίρω. 20


Γραμμή υποστήριξης Με όσα ψέματα κι αν με ανακατέψεις, δεν αλλάζω. Όσα χέρια λάσπης κι αν με περάσεις, δεν αλλάζω.

21


Ο εργασιακός χώρος είναι μια κανονική κοινωνία που μοιάζει σαν δυο σταγόνες νερό με την ζωή πέρα από το οχτάωρο. Δεν χρειάζεσαι πτυχία για να επιβιώσεις αλλά καλές σχέσεις με όποιον σε κρατάει από τα αρχίδια. Δεν χρειάζεσαι ηθική και δικαιοσύνη γιατί όλα γίνονται για το αντίθετο. Οι αγράμματοι κι οι 22


ορφανοί βάζουν τους κανόνες στο παιχνίδι κι οι επαΐοντες δεν συμβιβάζονται. Πότε θα το καταλάβετε ρε παιδιά; Η Σαλώμη ζει και βασιλεύει! Παίρνει κεφάλια γιατί, η ίδια είναι καταδικασμένη να έρπεται για μια ζωή.

23


Άκου σκατοκαριόλη και κατουριμενοποδιά φιλητή, μπορεί να έστειλα το "πάταξον μεν, άκουσον δε" στο διάολο για χατίρι σου, αλλά μόλις του τηλεφώνησα και το ρώτησα…, "Που είσαι ρε μαλακισμένο";

24


25


Πιο χυδαίοι κι από τους βουλευτές που έκλεψαν αλλά κυκλοφορούν ελεύθεροι. Πιο αλήτες κι από τους σαράφηδες που περιμένουν να αγοράσουν απελπισιά, είναι οι εργοδότες που δεν άφησαν την ευκαιρία των ημερών να πάει χαμένη.

26


Έχουν τόσα άλλοθι κι εμείς ούτε μια σφαίρα.

27


Πορνογραφία Δεν μπορώ να εξηγήσω τι είναι, μπορώ όμως να την αναγνωρίσω μόλις τη δω.

28


Μύκονος Φορέσαμε τα ακριβά ολοκαίνουρια σκάφανδρά μας, κι αντί να χαζεύουμε τους περαστικούς ροφούς κι αστερίες, με κολλημένα τα πρόσωπά μας στο φινιστρίνι, κάναμε τους κλόουν για να τραβούμε τα βλέμματα απ’ έξω.

29


Σεφ Σας παρακαλώ, κύριε. Μην απογειώσετε άλλο πιάτο. Αφήστε να φάμε κι εμείς κάτι.

30


A feast of friends Χρειάστηκε να φτάσουμε στις αρχές του Αυγούστου, για να γίνουν προσθήκες στην ομάδα κι επιτέλους να πάρουμε μια ανάσα, να ξεκουραστούμε με ένα κουτσό ρεπό ή με πιο ανθρώπινα ωράρια. Αναλάμβανα στις τρεις, μετά το μεσημέρι κι 31


έφευγα λίγα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. Κατέβαινα με τα παιδιά στα πλυντήρια για να αλλάξουμε, εκεί που ο Λευτέρης, μιλούσε μόνος…, για να τα ακούει ο ίδιος. Σε όλους…, που δεν έδιναν την παραμικρή σημασία. Ε, κι εκείνο το βράδυ…, 32


του απάντησα κάπως…, «Ρε Λευτέρη, σταμάτα την κλάψα! Όλοι γνωρίζουμε πως δεν είσαι μπάρμαν. Πως ακόμα και το ουίσκι από το ρούμι δεν μπορείς να αναγνωρίσεις. Κάνε υπομονή ως το τέλος της σεζόν και κλάψε μετά όπου κι όσο θες. Δε σου ζητά κανείς, τίποτα παραπάνω απ’ το να υποκρίνεσαι. Κι όσο το 33


κάνεις καλά, δεν ανησυχεί κανείς. Να ΄ναι καλά κι ο Χάρης που χτυπάει τα κοκτέιλς, αλλιώς θα μας είχαν πάρει με τις πέτρες. Κάτσε δίπλα του, και κλέψε ότι μπορείς. Δύο μηνάκια έχουν μείνει».

Με μια μπύρα στο χέρι, κατεβαίναμε κάθε βράδυ στην παραλία. 34


Χαιρετούσαμε τα γκρουπ των συναδέλφων άλλων ξενοδοχείων, σέρναμε τις ξαπλώστρες ως το γιαλό και κάναμε σινιάλο στο μικρό μπαράκι, για παγωμένες βαρελίσιες μπύρες. Πίναμε. Καπνίζαμε. Βουτούσαμε στη θάλασσα.

35


Γελούσαμε και τραγουδούσαμε. Κι όταν παραδινόμασταν, αφήναμε από ένα «γεια» να φτάσει ως τ’αστέρια και κοιμόμασταν μέχρι να…, μας ξυπνήσουν, με το πρώτο πρωινό φως, οι φίλοι μας οι πακιστανοί, που μάζευαν τα σκουπίδια της νύχτας 36


και τα πετούσαν όπως εμείς τα όνειρά μας και στοίχιζαν τις ξαπλώστρες, καθώς εμείς μετά, μέσα στον ύπνο μας ακόμα, θα προσπαθούσαμε να βρούμε τον δρόμο για το σπίτι. Τα πρώτα βράδια, που στην παρέα προστέθηκε ο Λευτέρης…, 37


ήταν απλά τα πρώτα βράδια που ο κακομοίρης, προσπαθούσε από κάπου να πιαστεί. Παρίστανε τον φίλο, όπως παρίστανε τον μπάρμαν. «Να πεταχτώ να φέρω, τίποτα να φάμε»; «Ρε…; Πως πας γυμνός να κολυμπήσεις»;

38


«Να βάλω να ακούσουμε κανένα τραγουδάκι από το κινητό μου»; «Δε φοβάστε ρε μαλάκες; Στον πλατύ γιαλό άκουσα, πως χθες δέσανε κόσμο. Καλά, αν γυρίσει κι από ΄δω…, θέλω κι εγώ…». «Αυτές οι τέσσερις, να εκεί απέναντι, πρέπει να ‘ναι αμερικανίδες.

39


Ποντάρω στην προφορά τους. Δεν τις βλέπετε, ε;» Κανείς μας, δεν έδινε σημασία. Μέχρι το τελευταίο βράδυ του Λευτέρη στην παρέα, εκεί στον μικρό κόλπο…, «Ανδρέα…, μπορεί για σένα να είμαι ο τελευταίος άνθρωπος στη Γη. Ο χειρότερος ή αχρηστότερος 40


επαγγελματίας κι ο πιο ασταθής συνάδελφος που έχεις συναντήσει ποτέ. Μπορεί επίσης να με κοιτάς απαξιωτικά…, στη δουλειά…, στο δρόμο. Να μου τα χώνεις με το που ξεστομίσω μια κουβέντα παραπάνω. Αλλά άσε με να πιστεύω πως κατά βάθος, είσαι ένα πάρα πολύ καλό παιδί. Κι ίσως…, λέω εγώ τώρα την μαλακία μου…, 41


ε;…, ίσως κάτω από άλλες συνθήκες ή καταστάσεις να είχαμε γίνει φίλοι. Να με εκτιμούσες. Άσε με να το πιστεύω, αυτό. Είσαι ένα πάρα πολύ καλό παιδί, που να πάρει η ευχή».

- Λευτέρη…, πες απλά πως θέλεις να μου πάρεις μια πίπα.

42


Άι Φερ εναντίον Άι Ψις I Pher vs I Ps

Ένας από τους λόγους που έλυσα την ποδιά μου κι εγκατέλειψα την κουζίνα για να βγω να δουλέψω στη σάλα ενός εστιατορίου, ήταν η αέναη μάχη πες…, 43


κόντρα πες…, μεταξύ σερβιτόρων και μαγείρων. - Ρε μάγκες; Το ίδιο αφεντικό, δε μας πληρώνει; - Ναι. Τα κριάρια αποφάνθηκαν πως, δεν έχει σημασία αν μας ταΐζει ο ίδιος βοσκός και πως όλες οι στάνες παράγουν το ίδιο γάλα. 44


Κι όντως. Χτυπιούνται με τα κέρατά τους σε κάθε εστιατόριο και σε όλη τη διάρκεια του οκταώρου. Τρακάρουν με τόση φόρα τα κέρατά τους, πάνω από τα πιάτα, σαν αγάμητα κριάρια. Είναι εκείνες οι στιγμές, που ο οποιοσδήποτε συνάδελφος, είτε φορά ποδιά (προβιά) μάγειρου 45


ή σερβιτόρου, θα σαλτάρει για τα καλά και θα πειραματίζεται με την υπομονή του αντιπάλου του. Η κάθε σκύλα που δεν έγινε αρνάκι, μαλώνει σα το κοκόρι σε ξένο αλώνι. Χωρίς αιτία. Χωρίς λόγο. Αγνοώντας ταυτόχρονα κι αυτόν που δεν φταίει αλλά πληρώνει τη νύφη. 46


Τον καλεσμένο που περιμένει το πιάτο του. - Σου είπα να το πάρεις, ρε; Άσ’ το κάτω ρε γαμημένε. Δεν είναι έτοιμο. Εγώ θα σου πω, πότε να απλώσεις τα κουλά σου πάνω στο πάσο μου. - Μα σου έχω δώσει πάσο, εδώ και είκοσι λεπτά. Με τα τελευταία πέντε, να χασμουριέμαι να σε 47


βλέπω να γαρνίρεις τάχα, όπως σταυροβελονιάζει η θειά μου η στραβή στην Κάτω Παναγίτσα. Τελείωνε μη γαμήσω! - Τι είπες ρε κουβαλητή; Ρε νερουλά, που ούτε τα κορδόνια σου δεν ξέρεις να δένεις. Ακούς εκεί…, να μου κάνεις και υποδείξεις. Δικό μου είναι το πιάτο κι άμα θέλω, το πετάω στα σκουπίδια και φτιάχνω 48


άλλο απ’ την αρχή. Μαλάκα. Βρίσκομαι όλη μέρα πάνω από τις φωτιές, και τους ατμούς, και περιμένω εσένα τον λελέ να έρθεις με το παπιονάκι σου και τα τακουνάκια σου, να με τρέξεις. Ντίλαρε το αδερφέ. Εδώ, κουμάντο κάνω εγώ. Κατάλαβες;

49


Με τα πολλά και τα ‘κεινα, το πιάτο, θα σερβιριστεί στον παραλήπτη του, αλλά δεν θα μαρτυρήσει τον λόγο της καθυστέρησης του. Κι ο I Pher, θα πει στους δικούς του, - Θα τους γαμήσω, όλους εκεί μέσα. Τους λατζερομάγειρες. Τα καθίκια. Τους 50


βρομιάρηδες. Αρρώστησαν φυλακισμένοι ολημερίς, μέσα σε τέσσερις λευκούς τοίχους, κι έννοια σου…, θα στείλω όλες τις παραγγελίες, όλα τα πάσα, μαζί. Θα τους βάλω να το φυσούν μα να μην κρυώνει, ρε. Τώρα θα δουν ποιος είναι ο νερουλάς και ποιος ο πυροσβέστης.

51


Ο I Ps, Θα ανακατέψει το μπισκ, και θα πει στους δικούς του, - Ακούς εκεί. Έλα παππού, να σου δείξω πόσα απίδια χωράει ο σάκος. - Αμπέλια. Που είναι τα αμπέλια. - Ποία αμπέλια ρε Ανδρέα; Πιωμένος είσαι πάλι; Σου ‘φέραν καμιά μπύρα οι I Pher; Ώρες – ώρες πετάς κάτι κουφά ρε 52


αδερφέ, που αν δεν ξέραμε τι μπεκρής είσαι, θα ανησυχούσαμε. Ονειρεύεσαι αμπέλια Αντρίκο και τα μπερδεύεις με αυτά που λέω. - Έχεις δίκιο, μάστορα. Τι θέλω κι ανακατεύομαι; - Τι έλεγα λοιπόν; Α! Για τους μαλάκες. Λοιπόν πέρνα την πεσκανδρίτσα από την σαλαμάνδρα, 53


φέρε το μαντολίνο, βγάλε την μαρίζα απ΄την αγκλέζ και χύς΄την στο σινουά που έχω στην γαϊδούρα,

κι άκου. Όσο

ήμουν ακόμα μαθητούδι, θυμάμαι μια μέρα τον σεφ, να με στέλνει στο αποθηκάκι να βρω σπάγκο για να δέσουμε τη σάλτσα. Έφερα όλα τα σιλό, τα σακιά και τα βαρέλια άνω – κάτω, μα σπάγγος πουθενά. 54


Αργότερα κατάλαβα, πως όλοι τους εκεί μέσα με δούλευαν και με είχαν για χαζό. - Εσένα ρε μάστορα; - Όπως σ΄τα λέω. Κι υποσχέθηκα τότε στον εαυτό μου, να ξυπνήσω, και να μην πιαστώ ποτέ ξανά κι από κανέναν, κορόιδο. Κι έρχεται εδώ μπροστά μου, ο κάθε τρακτερογιεγιές, ο κάθε 55


λινάτσας, ο κάθε τραχανοπλαγιάς, που έμαθε ένα χελόου, ένα μποναπετί, κι ένα θένκιου παραπάνω απο ‘μας, να μου πει τι ρε Ανδρέα; «Φακιού ρε…, φακιού…, μαλάκα. Κι εσύ και τα εγγλέζικά σου». - Πρέπει να τους έχει πειράξει το καθημερινό κόντρα ξύρισμα. Ο ζελές που βάζουν στο κεφάλι πρέπει να ΄χει 56


κολλήσει μέχρι και το μυαλό. Δεν εξηγείται αλλιώς. Τρέχουν τα σάλια τους πάνω απ’ τα τραπέζια, και μόλις σχολάσουν αμολιούνται στα στριπτιτζάδικα. - Κάτσε και θα δεις. Αν νομίζει αυτός, πως μπορεί να με τρέξει μία, εγώ να είσαι σίγουρος πως μπορώ, δέκα. 57


- Τι θα κάνεις; - Κοίτα το χαρτί του εκτυπωτή. Μόλις έστειλε, εφτά πάσα μαζεμένα το κάθαρμα. Θα τα βγάλω όλα, στην ώρα που θα ‘βγαινε το ένα. Πιάστε πόστα παιδιά! Θα τους χορέψω στο ταψί! - Ναι. - Συμφωνείς; - Όχι.

58


- Λιώμα είσαι, ε; Ναι ή όχι; - Όχι, δεν είμαι. Ακόμα. Απλά…, να! Μέχρι να πάει τα μισά, τα υπόλοιπα θα ΄χουν κρυώσει. Και ποίος φταίει να τρώει κρύο πιάτο. - Αυτή δεν είναι δική σου δουλειά.

59


Όλα αυτά κι άλλα πολλά, συνέβαιναν στα εστιατόρια που εργάστηκα τα περασμένα χρόνια. Δε συμμετείχα σε καβγάδες όσες προσβολές κι αν σκαρφίζονταν για να με σκανδαλίσουν οι I pher όσο βρισκόμουν στην κουζίνα και το αντίθετο, όταν παράτησα τους I Ps και βγήκα στη σάλα. 60


Κι ήρθε η μέρα που ανέλαβα την διοίκηση ενός εστιατορίου. Με κανονική γκλίτσα και ταγάρι, να προγγάω το κοπάδι μήπως και βγει το γάλα όπως πρέπει. Λίγο πριν την έναρξη λοιπόν, της θερινής σεζόν, μάζεψα σαν καλός ποιημένας όλα τα παιδιά στη στάνη κι είπα…:

61


- Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα. Βλέπετε την είσοδο προσωπικού; Από το κατώφλι αυτής λοιπόν, και μέσα στο ξενοδοχείο απαγορεύεται το «εγώ», κι επιβάλλεται μόνο το «εμείς». Σας κάνω γνωστό πως, δεν θα ανεχτώ καμιάς φύσης διαμάχη κι αν ποτέ αντιληφθώ πως αντί να κοιτάτε την δουλειά σας, 62


τρώγεστε μεταξύ σας, θα είμαι αμείλικτος. Καλοκαιράκι είναι και θα περάσει. Θα κάνουμε όλοι τα στρουμφάκια για να βγει η δουλειά και μετά ας πάει ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Υπάρχει μια επιδημία, για την οποία συνιστώ την πρόληψη αφού θεραπεία μέχρι σήμερα δεν έχω βρει. Εμφανίζεται ακόμα και 63


μέσα στις καλύτερες οικογένειες και κανιβαλίζει τα μέλη της. Γνωρίζω πως όλα λύνονται, μα προτιμώ να μην φτάσουμε μέχρι εκεί.

Η αρρώστια έκανε την εμφάνισή της, τον δεύτερο κιόλας μήνα. Με την μουρμούρα των I Pher…, 64


«Όσο κι αν μας λες, να κοιτάμε και να κάνουμε την δουλειά μας, τόσο αναθαρρεύουν και μας προκαλούν οι I Ps». Ο Σεφ είπε…: « Κοίτα την ομάδα σου και μην νοιάζεσαι για τα υπόλοιπα. Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Μην πάτε να δημιουργείσετε στην πλάτη μας».

65


Κι όταν το απόστημα έσπασε, δοκίμασα το πύον, κι είπα…: - Πίστευα πως είχα να κάνω με άνδρες. - Άνδρες είμαστε! - Τι σημαίνει άνδρας; - Πως έχω δίκιο και το υπερασπίζομαι. - Καλά – καλά. Κι εγώ κάποτε δεν ήξερα την έννοια αλλά φρόντισαν

66


να μου την μάθουν. Στο πρόγραμμα εκπαίδευσης της προεδρικής φρουράς, που εκτελούσαμε οπλοασκήσεις, έπρεπε να ελέγχουμε την αναπνοή μας, να μετράμε τον χρόνο και να ζυγίζουμε βάρος και δύναμη για να πετύχουμε τον απόλυτο συγχρονισμό. Με στραμμένα πάνω μας, είκοσι ζευγάρια μάτια, σκορπισμένα κι 67


ακροβολισμένα να ψάχνουν έστω και για ένα εκατοστό, έστω για ένα δευτερόλεπτο λάθους. Το οποίο, ήταν τόσο εύκολο να αναγνωριστεί μέσα στο σύνολο, όσο προδίδεται η μύγα μες στο γάλα. Τα λάθη δικαιολογούνται όσο δεν είναι ορφανά. Ο πρώτος υπαίτιος λοιπόν, φώναζε με όση δύναμη είχε…: «έκανα λάθος 68


κύριε εκπαιδευτά». Κι εκεί έλυγε το θέμα και συνεχίζαμε. - Κι αν κάποιος έκανε την πάπια; - Ίσχυε να πίπτει ράβδος. Κανά δυό την πρώτη μέρα, θυσιάστηκαν για να μάθουμε τις επιπτώσεις, βουλώνοντας το στόμα τους και καταπίνοντας το λάθος τους κι έφαγαν 69


τόσο ξύλο που θα το θυμούνται για μια ζωή. - Έλα τώρα! Κι αν κάποιος δεν καταλάβαινε πως ήταν δικό του λάθος; - Αρχίζεις να με κουράζεις με τις ερωτήσεις σου και να με παρασέρνεις σε λεπτομέρειες που πλαταίνουν το θέμα. Θα σου πω όμως πως, από 70


την πρώτη μέρα, μας υπέβαλαν σε τεστ ιδιοφυίας. Που καμία αξία δεν είχε γιατί, κι ο πιο αφελής γνωρίζει τα λάθη του. Ξέρει πότε έχει δίκιο και πότε άδικο και δεν παριστάνει τον Κούγια. - Μην είσαι απόλυτος. Σίγουρα θα υπάρχουν κάπως ή κάπου εξαιρέσεις.

71


- Φυσικά. Κι εκεί, όπως εσύ τώρα για παράδειγμα, επιμένεις να στροβιλιζόμαστε αμφότεροι σε έναν φαύλο κύκλο, ενώ θα μπορούσαμε να είχαμε συμφωνήσει από την αρχή πως, όσο η βλακεία είναι ανίκητη, άλλο τόσο και η μη παραδοχή του λάθους δεν αρμόζει στον άνθρωπο. Και κάπως έτσι γεννιέται το πείσμα 72


με απειλές του ύφους : «τώρα θα σου δείξω εγώ». Γι΄αυτό σας τα λέω. Γιατί όσο κι αν ήλπιζα πως θα καταφέρουμε να περάσουμε το καλοκαιράκι χωρίς μαλακίες, τελικά, μας βρήκε η φαγωμάρα των χαϊλάντερ δεινοσαύρων. - Δεινοσαύρων;

73


- Ναι ρε! Που ξύπνησαν μια μέρα, εκεί που όλα ήταν καλά, κι άρχισαν να τρώνε ο ένας τον άλλο, μέχρι που στο τέλος έμεινε ένας, που πέθανε από την πείνα ο κανίβαλος. Προσπάθησα από την πρώτη μέρα, να μην επιτρέψω σε αυτή τη γάγγραινα να εισχωρήσει εδώ μέσα. Σας ζήτησα να κοιτάτε την δουλειά σας και να 74


βάζετε νερό στο κρασί σας, όταν κι όπου κι όσο χρειάζεται. Όλοι έχουμε και δίκιο κι άδικο. Δεν πληρώνομαι για να κάνω τον Σολομώντα. Υπαλληλάκος είμαι κι εγώ. - Τι προτείνεις να κάνουμε; Τηρώντας το πρωτόκολλο, και δείχνονταν τον ηθικό 75


αυτουργό, είπα στον Σεφ…: - Χώρισες την «ομάδα σου», πίσω από τα τείχη της κουζίνας, ενώ είμαστε όλοι μία ομάδα , και μου ζήτησες να μην ανακατευτώ. Έτσι κι εγώ, χωρίς την άδεια κανενός, κράτηση έκανα στο γηπεδάκι που βρίσκεται ανατολικά των σπιτιών μας κι απόψε το βράδυ έχουμε 76


ραντεβού. Να πάμε να ξεδώσουμε, αφήνοντας κατά μέρους προσωπικές διαφορές και μαλακίες.

Οι μισοί I Pher συμπεριλαμβανομένου κι εμού, δεν είχαν κλωτσήσει πότε μπάλα. Ήρθαν και τα κορίτσια να μας δουν, ρωτώντας…, «πόσο θα 77


κρατήσει όλο αυτό; Θέλουμε να πάμε στην παραλία». Οι I Ps έκαναν κόλπα με την μπάλα για να ζεσταθούν και να μας φοβίσουν ενώ εμείς ξαπλωμένοι στον πλαστικό τάπητα πίναμε τις μπύρες μας και καπνίζαμε τα τσιγάρα μας.

78


Η Στέλλα πέταξε την μπάλα του αγώνα στο γήπεδο κι έβαλε το χρονόμετρο να τρέχει. Πήρα την θέση μου κάτω από τα δοκάρια κι είπα…: «Μαλάκες! Στο δεξί δοκάρι είναι τα μπουκάλια με τις μπύρες μου. Το νου σας, καριόλια, μη μου χύσετε καμία».

79


Το παιχνίδι έληξε με σκορ…: Ι Pher – I Ps : 5 – 2.

Γελάσαμε. Φωνάξαμε. Ιδρώσαμε. Μεθύσαμε. Το γλέντι συνεχίστηκε στην παραλία.

80


Υψώναμε τα μπουκάλια στ’ αστέρια με μια πρόποση να βγαίνει σα κραυγή. «Περαστικό ήταν»!

81


Special Needs Στο εστιατόριο δειπνούσαν τέσσερα ζευγάρια ελλήνων. Οι μισοί αλλοδαποί που φιλοξενούνταν στο ξενοδοχείο, είχαν πάρει από νωρίς τους δρόμους, με σκοπό να γευτούν τοπικό φαγητό στην Πλάκα κι οι άλλοι μισοί είχαν ζητήσει να 82


σερβιριστούν στο δωμάτιο τους. Λίγα λεπτά μετά τις δέκα το βράδυ λοιπόν, ένας φανερά οργισμένος μεσήλικας, εισήλθε στο εστιατόριο με φωνές που έκαναν τα λαμπάκια μου να αναβοσβήνουν. - Μη φωνάζεται κύριε. Ακολουθήστε με στην έξοδο και πείτε μου για το πρόβλημά σας. 83


- Φέρε μου, έναν υπεύθυνο. Τώρα. Έναν υπεύθυνο. -Πείτε μου κύριε, πως μπορώ να σας βοηθήσω. - Είσαι υπεύθυνος; - Τι σημαίνει «υπεύθυνος»; - Ρε μεγάλε, φώναξε έναν υπεύθυνο. Έχω φέρει από το αεροδρόμιο με το ταξί μου, κάποιους πελάτες σας…, 84


- Δεν έχουμε πελάτες κύριε. - Τι έχετε; - Φιλοξενούμενους. - Α! Ούτε σε σας πληρώνουν τα γαμήδια; - Φυσικά και πληρώνουν κύριε. Απλά, όσο έχουμε στρωμένα κρεβάτια, περιμένουμε φιλοξενούμενους. Όπως, κι όσο τα τηγάνια είναι στη φωτιά και τα 85


τραπέζια στρωμένα περιμένουμε καλεσμένους. Είναι η διαφορά στις λέξεις «customer” και “guest”. Καταλαβαίνετε κύριε; - Όχι. Θέλω τα λεφτά μου. Περπατήσαμε μέχρι το ταξί του, για να συναντήσουμε τους Γάλλους και να 86


προσπαθήσω να βγάλω κάποια άκρη. - Τι σου λένε; Πενήντα ευρώ συμφωνήσαμε. Τους έδειχνα την καρτέλα κι αυτοί μου έδιναν σαράντα. (είπε ο ταρίφας) Τα δύο παιδιά της ασφάλειας, κατέφθασαν και πήραν τις αποσκευές.

87


- Συνοδέψτε τους, γρήγορα στη ρεσεψιόν, φροντίστε για φαγητό ή οτιδήποτε άλλο θέλουν και μην επιστρέψετε. (είπα). Εκεί την βραδιά, ένιωσα σαν όλες εκείνες τις φορές που ψοφάω για θεατές. Κι ας μη μ’ άκουγαν στην προκειμένη, πίσω από τα αλεξίσφαιρα τζάμια του εστιατορίου. 88


- Κύριε, όπως βλέπετε, αυτή τη στιγμή παρακολουθούμαστε, είμαστε το θέαμα, όλων όσων είναι στη σάλα. Κι από όσους άφησαν τα πιρούνια και ξεκουράζουν τις μασέλες τους και από τους συναδέλφους μου, που ως «υπεύθυνος», πρέπει να δείχνω το σωστό παράδειγμα. Σας παρακαλώ λοιπόν, να 89


δεχτείτε τα σαράντα ευρώ ως αμοιβή και να ζητήσετε δυο συγνώμες. Μια, για την δυσφήμιση της φιλοξενίας της χώρας μας κι άλλη μια, σε μένα προσωπικά για την αναστάτωση που προκαλέσατε στην βάρδια μου. - Νεαρέ μου είσαι τρελός; - Δεν σας επιτρέπω κύριε να απευθύνεστε με 90


τέτοιου είδους χαρακτηρισμούς προς το πρόσωπό μου. Και για να τελειώνουμε, πάρτε τα χρήματα ή λήγει εδώ. Η πινακίδα στο αεροδρόμιο αναγράφει στην γλώσσα τους, πως η τιμολογιακή πολιτική του συνδικάτου σας, χρεώνει σαράντα ευρώ την μεταφορά στο κέντρο, μέχρι τα μεσάνυχτα. Από τις 12 91


και μετά να ζητάτε πενήντα. Ούτε την ώρα δεν ξέρετε να διαβάζετε; - Τα λεφτά…! Πενήντα ή την αστυνομία. - Άκου ανθρωπάκι. Αν ψήνεσαι τόσο να την καλέσεις, να σου ρίξω και μερικές. Μην κάνουν τόσο κόπο μόνο για δέκα ευρώ, τα παιδιά. Πες ναι, να ξεκινήσω. Άντε γιατί κι οι γροθιές μου έχουνε 92


καιρό να ξεσπάσουν σε πλευρά, σε σαγόνια. Κι ας μην είσαι στα μέτρα μου. Θα σε λιώσω. Άσε που δεν θα ΄ναι κι η πρώτη φορά που θα επισκεφτώ το κρατητήριο με τα καλύτερα μου ρούχα. Βέβαια εσύ, θα χάσεις το μεροκάματο. Ή μήπως δεν σε νοιάζει; - Τα πενήντα.

93


- Ρε με έναν μαλάκα που έμπλεξα απόψε! Δεν καταλαβαίνεις Χριστό απ΄όσα λέω, ε; - Εμένα είπες «μαλάκα»; - Ώπα – ώπα – ώπα. Μη μου το χαλάς τώρα. Κρύψε την οργή σου. Καλά δεν το πάμε μέχρι τώρα; Εγώ φοράω το κουστούμι. Με ποιον νομίζεις πως είναι, όλοι

94


όσοι μας κοιτούν; Μην πιάνεσαι κορόιδο. Τον έβρισα κι άλλο. Που και που χαμογελούσα. Αλλά από το στόμα μου έβγαιναν μόνο βρομιές. Χωρίς να γυρίσω στιγμή να δω το προφίλ του Ανδρέα που καθρεφτιζόταν στη τζαμαρία.

95


Οι μάρτυρες ούτως ή άλλως, έφτιαχναν με το μυαλό τους, το δικό τους σενάριο στο βουβό θέατρο που παιζόταν μπροστά τους. Συνέχισα να τον βρίζω. Να μετρώ την αντοχή της υπομονής του. Δε μπλόφαρα. Δε χρειάζεται να ξέρεις πόκερ για να είσαι σίγουρος πότε ο 96


οποιοσδήποτε έχει τα κότσια να πραγματοποιήσει την απειλή του. Κι αυτός εκεί. Με κάτι γουρλωμένα μάτια. Τον ταρακουνούσα με βρισιές, αλλά δεν επανερχόταν ούτε στο Εδώ, ούτε στο Τώρα. Δεν.

97


This is not a lovesong

- Κάτσε ρε μαλάκα. Κάτσε. Κάτσε, σου λέω. Γουέιτ. - Τι να περιμένω ρε μεγάλε; Κι εσύ όταν πιάνεις κάτι τέτοιες καλές, κερνάς. Δεν είναι

98


ότι στο χρωστώ. Αλλά…, ας πιούμε. - Μάνι – μάνι, έχουμε πιει τέσσερα. Κι ακόμα δεν έχει ξημερώσει. - Θυμάσαι τότε που έπιασε κρίση άσθματος τον Γιάννη και τον τρέχαμε βραδιάτικα στο νοσοκομείο; Πόσο είχαμε πιει εκείνο το βράδυ; Θυμάσαι;

99


- Πώς να ξεχάσω; Και ο Γιαννάκης κόντεψε να μας μείνει. Τον πήγαμε στον παθολόγο. Τον τρελογιατρό! Τον θυμάσαι; - Τον θυμάμαι τον κομπογιαννίτη. Πήγαμε να βοηθήσουμε στα χέρια και στα πόδια τον Γιαννάκη, για να τον σύρουμε στα επείγοντα κι ο γιατρός, φρίκαρε. Μου επιτέθηκε από το 100


πουθενά και κλαίγοντας σαν κοριτσάκι…, να δεις πως τα έλεγε…, «Κύριε έχετε καμιά δουλειά εδώ μέσα; Περάστε έξω αμέσως. Είμαστε από το πρωί εδώ. Κι εμείς εργαζόμενοι είμαστε. Αφήστε μας να κάνουμε την δουλειά μας. Μπουκάρετε όλοι εδώ μέσα σαν τις μύγες. Σουλατσάρετε σα

101


ζητιάνοι. Δεν μπορώ άλλο». Τον θυμάμαι τον μπινέ! Είναι από τους ελάχιστους μπάσταρδους, που έχω έρθει σε αντιπαράθεση χωρίς λόγο. Του είχα απαντήσει τότε, κάπως…, «Τί λες ρε μεγάλε; Από πότε έγινες εργαζόμενος;», για να 102


τον κάνω να ξεδώσει, ρε αδερφέ. Να βγει το «εγώ» του. «Τι λέτε κύριε; Σώζω ζωές εγώ! Στα κρεβάτια μου, ξαπλώνουν ασθενείς που τους προσφέρω μια δεύτερη ζωή». - Χα! Τα θυμάσαι όλα ρε μπαγάσα! - Κι έβαλα την τελεία λέγοντας…, «Ρε! Μας 103


κάνεις πλάκα; Ποιός σε εμπιστεύεται; Κανείς ρε κακομοίρη. Σαν ιερέας είσαι. Υπαλληλάκος. Δεν άλλαξες μέσα στους αιώνες. Δεν είσαι του Ασκληπιού, εσύ. Είσαι του Τζίζα του ροκά. Δουλεύεις σε ένα κτήριο που λέγεται Ευαγγελισμός κι έχει σήμα ένα σταυρό. Κι όλα όσα συσχετίζονται με το συρφετό σου, τον 104


σταυρό έχουν για ταμπέλα. Από εκείνο το παράθυρο, πίσω σου, βλέπω τον τρούλο μιας εκκλησίας κι ήδη από την στιγμή που πάτησα εδώ μέσα το πόδι μου, μέτρησα δεκαεφτά εικονίσματα. Αυτόν πιστεύουν. Ξαπλώνουν στο κρεβάτι σου και σε απατούν. Προσεύχονται σε Αυτόν. Παρακαλάνε τον Τζίζα. Να τους 105


χαρίσει λίγες αναπνοές ακόμη. Ζητιανεύουν ζωή. Μετρούν τους χτύπους της καρδιάς τους. Τρέμουν και ψελλίζουν το Πάτερ Ημών, όσο εσύ μετράς τα χαρτονομίσματα πριν τα χώνεις στην τσέπη σου. Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, καριόλη. Μετά πηγαίνεις πάνω από το τον εκάστοτε ενδιαφερόμενο, 106


κοκορεύεσαι με το άσπρο ράσο σου, κάνεις κάτι ζογκλερικά, ράβεις και πας για τον επόμενο. Κι αυτός σε διαπομπεύει. Βγαίνει στο τελεβίζιο, και λέει πως τον έσωσε η πίστη του, σε Αυτόν. Το χαρτζιλίκι στην τσέπη, είναι για να δεις την επόμενη παράσταση. Κορόιδο».

107


- Θυμάμαι επίσης και τον σαματά με τη τσιγγάνα και τον σεκιουριτά! - Συγχώρεσε με, που σε διακόπτω, αλλά έχεις δει όλους τους σεκιουριτάδες μέσα στα επείγοντα; Φορούν τα αλεξίσφαιρα γιλέκα τους, γιατί ενδέχεται στην βάρδια τους να χρειαστεί, να προστατέψουν τους υπολοίπους από κάποιον 108


πληγωμένο πλην αδίστακτο κακοποιό. Φοβούνται το Τέρας. Μαλάκα! Κι ας υπάρχουν άλλοι δέκα αστυνομικοί πάνω από το κρεβάτι του αφηνιασμένου. Θυμάσαι τον Μιχάλη; - Ναι. Τον μπάτσο δε λες; - Ναι. Θυμάμαι να μου λέει…: «Γουστάρω να αποσπούμε για φύλαξη 109


στον Ευαγγελισμό. Άκου το γιατί. Αυτός ο καριόλης θα μείνει μέσα, κανά τρίμηνο. Πάνω κάτω. Με βάζουν υπηρεσία λοιπόν και ξέρω πως, όχι μόνο θα περάσω ένα οχταωράκι μακριά από το κέντρο με τα μαχαίρια και τις πόρνες, αλλά θα βγάλω και κορίτσια. Καφεδάκι, τσιγαράκι και κινητό τελευταίας τεχνολογίας. 110


Το ‘χουμε ως έθιμο, επιστρέφοντας στο τμήμα, να αναφέρουμε τον αριθμό των κοριτσιών που φάγαμε, δείχνοντας τα δάχτυλα του ή των χεριών μας». Και κατά τα άλλα, φυλάνε το Τέρας. Κι ούτε ένα ευχαριστώ στο Τέρας. - Ακριβώς. Αχαριστία.

111


- Ας επιστρέψουμε στην τσιγγάνα και στον σεκιουριτά. - Ναι. Καπνίζαμε τα τσιγάρα μας κάτω από το περβάζι της εισόδου. Ξυστά περνούσαν τα φορεία. Το κρύο ξύριζε. Κι ο σεκιουριτάς με απλωμένα τα χέρια σαν τον σταυρωμένο Τζίζα, απαγόρευε την είσοδο, στην τσιγγάνα και το βρέφος της, που 112


κουβαλούσε σε μάλλινο μάρσιπο. Επικαλούμενος την γρίπη, (ποια απ’όλες;), που θα μπορούσε να κολλήσει το νεογέννητο παιδί της. Το προστάτευε. Κι εκείνη ήθελε να τρέξει στο Τέρας. Στον άντρα της. Επέμενε κι αρνιόταν να περιμένει ενημέρωση στην θερμαινόμενη αίθουσα για υγιείς συνοδούς. Ήθελε να δει 113


το Τέρας με τα μάτια της. Όταν πια απογοητεύτηκε, έλυσε τον μάλλινο μάρσιπο, και πέταξε το πακέτο σε μια δεσποινίδα που ήταν καθισμένη σε παγκάκι κι έτρεξε να βρει τον άντρα της. Η δεσποινίδα φρίκαρε γιατί, το ζωντανό ήταν τόσο βρώμικο για να αναπαύετε στους ακριβούς λωπούς της. 114


Θυμάσαι τι ακριβώς της είπες; - Ναι…: «Στη θέση σου, ήδη θα το ’χα βάλει στα πόδια». -Κι αυτή τρελάθηκε! - … «Μωρό μου, ούτε η μάνα του αλλά ούτε εσύ το θες. Πέντε χιλιάρικα πάνω - κάτω τα πιάνει». - Το Τέρας να πεθαίνει κι ο απόγονος του, να είναι

115


στην αφετηρία της φυγής. Μόνος. Μπορεί να μην πνίξει φίδια σαν τον Ηρακλή, αλλά θα πιει ξινό γάλα. - Τερατάκι είναι. Ότι θέλει πίνει. Όπου θέλει πάει. - Σωστά. Ας πάρουμε μιαν ανάσα. - Ας πιούμε. ……………………………………… …………… 116


- Πως φτιάχνεσαι τελευταία; - Οδηγώ. Με κάλεσαν μιαν ωραία πρωία σε μια βίλα στα προάστια και μου ανέθεσαν να μαζεύω one by one, τα κολεγιόπαιδα απ’ τα σπίτια τους και να τα συνοδεύω μέχρι το Καπανδρίτι. Ήπια ακριβό σκοτσέζικο ουίσκι κι ανέλαβα την επόμενη μέρα. Τρεις 117


φορές την εβδομάδα. Δρομολόγιο. Ξεφορτώνω κι αμολιέμαι για την πλατεία. Πίνω τα τσιπουράκια μου. Παίζω καμιά παρτίδα και μετά από πέντε ώρες, παίρνουμε τον δρόμο της επιστροφής. Δεκαοχτάχρονα με κόκκινα μάγουλα. Κόκκινα μάτια. Κόκκινα χείλη. Οι πατεράδες αυτών, πληρώνουν για 118


να φοιτούν πάνω σε μεταξωτές καμπύλες. Σαν τις πλαγιές Παρνασσού, που κατεβαίνουν με τις χιονοσανίδες τους. - Οι καλύτερες δασκάλες. - Τέσσερις εκ των οποίων, φιγουράρουν γυμνές στα εξώφυλλα πορνοπεριοδικών που διαφημίζουν τις τσόντες τους. Τα παιδία, δεν 119


παίζει. Τα παιδία, γαμάει ότι βλέπει στο τελεβίζιο. - Ταινίες ερωτικού περιεχομένου, να λες. Τσόντα, ήταν η δική μας, η «πρώτη φορά», αν και δεν συζητάμε ποτέ γι’ αυτό. Κι ο λαχνός έπεσε στην πόρνη- φάλαινα. Κι αναρωτιόμασταν. "Τί να κρατήσουμε από αυτό;"

120


Όχι, τι να μάθουμε. Αλλά τον λόγο να προσπαθήσουμε για αυτό. Μετά από αυτό. - Ποτέ δεν θα μας φτάνει. Γι’ αυτό γυρνάμε στα ίδια βρώμικα στενά. Ρωτάμε…, «αυτό ήταν»; Κι ας το ευχαριστιόμαστε κάποιες φορές.

121


"Προσφέρουν την ώρα, την ευκαιρία, για την οποιαδήποτε ανωμαλία", Κι εμείς αγοράζουμε αυταπάτη. Γνωρίζοντας πως έχει ξαπλώσει με εκατοντάδες σαν εμάς, κι ακούγοντάς την να βογκά, όσο περιμένουμε την σειρά μας. - Και δεν υπάρχει πουθενά πιο πιστή πελατεία. Όλα 122


ανεξαιρέτως τα αρσενικά, επισκέπτονται τα μπουρδέλα και πετούν την ανημποριά τους στο παγκάρι. Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, δεν είπαμε; Όσο πιο μικρός, τόσο πιο πολλά. - Η Ολλανδική πρόνοια, έχει φροντίσει ακόμα και για τους αδύνατους. Αυτούς που γλύτωσαν από τον Λυκούργο, αλλά 123


δεν γλύτωσαν από τον Προκρούστη. Μηχανικά καροτσάκια. Σχεδόν παράλυτοι. Τέρατα. Επιδοτούνται με τριανταέξι επισκέψεις στο πορνείο, ετησίως. - Και γυαλίζει το αλλήθωρο μάτι τους.

124


Σικάγο

Προκαλούσαν; Δεν θα μπορούσες πότε να ισχυριστείς κάτι τέτοιο, γιατί θα σου παραθέσουν τόσα και τόσα παραδείγματα φτωχών, που άλλαξαν την τύχη τους με φράγκα, από την μια μέρα στην άλλη. Είναι το 125


χρήμα διάολος τελικά (;)…, ή απλά ο τρόπος να αποδειχτεί η ποιότητα του καθενός; Στα αρχαία χρόνια, χρησιμοποιούσαν την εξουσία ως κριτή του καλού και του κακού ανθρώπου. Ε, μάλλον στις μέρες μας, μόνο το χρήμα εξουσιάζει για αυτό και ο διάολος δεν έχει καμία συναλλαγή.

126


Αμφότεροι που λες, γιοι αστυνομικών. Πέρασαν στην σχολή Αστυφυλάκων, την περίοδο που το κράτος παρείχε επιπλέον μόρια εισόδου, σε τέκνα αστυνομικών και κατοίκους παραμεθορίου. Μέτριοι μαθητές, αλλά θα μου πεις (;) «πόσο μυαλό χρειάζεται κανείς, για να γίνει μπάτσος»; 127


Στο ίδιο θρανίο στο σχολειό, στο ίδιο και στη σχολή. Στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο μεγαλωμένοι, στο ίδιο κτήριο, αυτό της σχολής ανδρώθηκαν. Θυμάμαι να μου στέλνουν φωτογραφίες, από την πρώτη τους πεζή περιπολία. Μου έστειλαν ακόμα και τον αριθμό του όπλου τους με αφιέρωση…: 128


«Κράτα αυτούς τους αριθμούς. Αυτά τα όπλα θα ξεβρωμίσουν την κοινωνία από ότι την καταδυναστεύει. Θα μαζέψουμε όλους τους κακοποιούς και τρομοκρατία θα γίνουμε εμείς για αυτούς». Υπηρετούσαν στο λεκανοπέδιο κι είχαν νοικιάσει από ένα δυάρι στην Καισαριανή. Τα κορίτσια τους 129


σπούδαζαν μέχρι εκείνες τις μέρες στην πανεπιστημιούπολη. Στις επισκέψεις μου, πήγαινα πάντα με ένα δώρο για το σπίτι. Ένας καλόγερος για να κρεμούν τα πηλήκια τους κι εγώ το καπέλο μου, ή κανά μαχαίρι για την κουζίνα μήπως και μαγειρέψουν ποτέ κάτι και σταματήσουν να με κερνούν με καμένο 130


κρέας από οβελιστήριο της γειτονιάς. Έφευγα την ώρα, που αντικαθιστούσαν το τραπεζομάντιλο με την πράσινη τσόχα και μετέτρεπαν το χάρτινο χρήμα σε πλαστικό. Η αλήθεια είναι πως η περιέργεια μου, με ακολουθούσε μέχρι το σπίτι, αλλά την νανούριζα σκεπτόμενος πως…: 131


«Δεν θα ΄ταν κι η πρώτη φορά που θα έπαιζα πόκερ με πιστόλια κάτω από τα τραπέζι. Αλλά αυτά τα παιδιά δεν τα εμπιστευόμουν». Τις Κυριακές, βιδωνόμασταν στους καναπέδες και παίζαμε στοίχημα. Ούτε τα τασάκια δεν αδειάζαμε. Η μυρωδιά της λακ έφτανε μέχρι το σαλόνι 132


και μετά από πέντε λεπτά ακουγόταν το κουδούνι. Η φρεσκοχτενσισμένη Μαρία, βουτούσε το χέρι στο μπωλ των πλαστικών διακοσμητικών φρούτων ψάχνοντας τα κλειδιά…, «Μωρό…, δε τα βρίσκω τα γαμημένα. Φεύγω

133


γιατί με περιμένει η Εύα». Κάπως έτι κυλούσε η ζωή τους και σιγά – σιγά αραιώσαμε της σναντήσεις. Τους τράκαρα ξανά, μετά από μήνες, στο «υπόγειο» καζίνο του Ισαάκ. Σε μια βραδιά «καρχαριών», με είσοδο στις δύο χιλιάδες.

134


Οι βραδιές αυτές, ξεκινούν ήσυχα γιατί, μέσα στο πρώτο μισάωρο, τα κολεγιόπαιδα έχουν αδειάζει τις τσέπες τους κι έχουν φύγει με την ουρά στα σκέλια. Ακολουθούν οι μεροκαματιάριδες που συνθλίβονται στα τραπέζια των μεγάλων. Η σειρά μου να βρω θέση σε τραπέζι και να 135


παρατάξω τις δύο χιλιάδες μάρκες, είναι κι η ώρα που όλοι οι πρωτοεμφανιζόμενοι φορούν τα διαφημιστικά τους καπελάκια και τα μαύρα γυαλιά. Οι μισοί από αυτούς, είναι πολύ σκληρά καρύδια κι αρκετοί πέφτουν στην παγίδα και τους υποτιμούν. Καταμέτρηση γίνεται λίγο μετά τα μεσάνυχτα. 136


Μετριούνται οι μάρκες όσων έχουν μείνει, κι οι οχτώ με το μεγαλύτερο ποσό, προκρίνονται στον τελικό. Οι υπόλοιποι παραδίδουν τα κέρδη τους κι αποχωρούν Στο τραπέζι του τελικού, συνάντησα και τους δύο φίλους μου. Κι ήρθε το «χέρι» που με πρόσταζε να στριμώξω για τα 137


καλά, όποιον πίστευε πως μπορεί να με αντέξει. Ακολούθησε ο ένας τους. Οι υπόλοιποι έξι «πάσο».΄ Άσσος και βαλές μπαστούνι. Ανοίγει το φλοπ κι εμφανίζεται ακόμα ένας βαλές με δύο άσσους στο τραπέζι. «Τα ρέστα μου», κι άναψα τσιγάρο.

138


Ανοίξαμε τα χαρτιά μας κι είδα να έχει, τον τέταρτο Άσσο με μια Ντάμα. Το ρίβερ έβγαλε δύο ντάμες και μ΄έστειλε και μένα για ποτό. Έφτασαν μέχρι το τέλος. Έπαιξαν μια εικονική παρτίδα για να χάσει ο ένας και πήγαν στο γραφείο του Εβραίου.

139


- Τα λεφτά μας. Να τα μετρήσουμε. - Τριακόσιες χιλιάδες, δεν έχει πάρει κανείς. Σ ε εσάς πουλάκια μου θα δώσω τα μισά. Παίξατε καλά, απόψε. - Όχι! Θέλουμε όσα κερδίσαμε. Και τα τριακόσια. - Μην ξεχνάτε που βρίσκεστε και σε ποίον απευθύνεστε. Έχω να 140


πληρώσω κόσμο για τα αποψινά. Κέτερινγκ, σερβιτόρους, πουτάνες, ρουφιάνους, τσιλιαδόρους και το παραδάκι στον διοικητή σας. - Το καταλαβαίνουμε. Ανέβασε τα λίγο κι εμείς δεν θα σου κλείσουμε την λέσχη στα Πατήσια. - Δεν έχω χρόνο ούτε να γελάσω με τις μαλακίες 141


σας, ούτε όρεξη να σας κάνω άντρες. Γκιόργκι…, δώσε τα λεφτά στα παιδιά και πέταξε τα έξω.

Πήραν τα κορίτσια τους και φύγαν για κρουαζιέρες. Φλερτ με την ανώτερη τάξη. Σινεμά για μισή ώρα και μετά δείπνο με σαμπάνια 142


και βασιλικά καβουροπόδαρα. Μέσα στο πλοίο, γνώρισαν ακόμα έναν έλληνα. Έναν άλφα ή βήτα μηχανικό. Τους πάσαρε ουσίες, καθώς έπαιζαν μπαρμπούτι στην καμπίνα του. Σκέφτονταν πως για να επιστρέψουν στην υπηρεσία τους εμπειρότεροι, θα έπρεπε να δοκιμάσουν για να 143


μάθουν. Και να χαλαρώσουν ακόμα περισσότερο από το άγχος του κεφαλαίου τους που συρρικνωνόταν. Επέστρεψαν μετά από τέσσερις μήνες στην υπηρεσία, μαυρισμένοι από τον ήλιο και με κατεβασμένα τα αυτιά. Στα πρώτα δέκα λεπτά της περιπολίας τους, 144


γράπωσαν σαν τσίτες ένα βαποράκι, χαμηλά στην Πειραιώς και του άδειασαν τις τσέπες. Του έριξαν από μια κλωτσιά κι έτρεξαν στο περιπολικό. Με το οποίο πήγαν μέχρι την Καστέλα, κλειδώθηκαν και πήραν την δόση τους. Κουβέντα δεν αντάλλαξαν. Είχαν αρχίσει να καταλαβαίνουν πως η 145


ζωή τους άλλαζε όλο και περισσότερο αλλά δεν θυμούνταν από πού είχαν μπει και που ήταν η περόνη ασφαλείας. Δεν άργησε να γίνει γνωστό και στην υπηρεσία. Ένα από εκείνα τα μεσημέρια στην Πειραιώς, στο ύψος της στροφής για τα Πετράλωνα που 146


ελλόχευαν σαν ίενες να αρπάξουν λίγο πράμα, συνέλαβαν δύο αφγανούς, κι από τον έναν κατάσχεσαν το πακέτο με τα χαρτονομίσματα κι από τον άλλο το πακέτο με τα σακουλάκια. Ένας Ζητάς σταμάτησε μπροστά τους, και πάρκαρε την μηχανή του

147


με σκοπό να καλύψει το θέαμα. Ένα περιπολικό σταμάτησε στο φανάρι. Είδε τους αφγανούς να τρέχουν, και πίσω τους οι δύο τοξικομανείς αστυνομικοί να προσποιούνται πως τους κυνηγούν. Ο ζητάς γύρισε προς τον οδηγό του περιπολικού, κι είπε…: 148


- Κοίτα τους μαλάκες. Αυτοί ντροπιάζουν το σώμα. Τους ξέφυγαν κι άντε τώρα να τους πιάσουν. Ο οδηγός του περιπολικού άνοιξε την πόρτα και τράβηξε πιστόλι το οποίο πέρασε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο σημαδεύοντας τον Ζητά. - Ψηλά τα χέρια. 149


- Ρε…; Είσαι μαλάκα; - Ψηλά τα χέρια. Ψηλά τα χέρια σου είπα. - Ρε…, ξέρεις σε ποιον μιλάς; Για σύνελθε και μη με σημαδεύεις. Αν δεν ήξερα πως δεν είναι γεμάτο θα φοβόμουν. Κατέβασε το ρε μαλάκα. Μας κοιτούν ρε ηλίθιε. - Ψηλά τα χέρια! - Ρε με έναν μαλάκα που μπλέξαμε! Γραφιάς είσαι 150


ρε μαλάκα; Και σε αμόλησαν; Τράβα να φας κανένα ντόνατς να ηρεμήσεις. Πιες και κανένα καφέ να ξελαμπικάρεις. Ο δρόμος είναι αλλιώς σφραγιδοχτυπητή μου. Αντί να με αφήσεις να πάω να τους πιάσω, που οι συνάδελφοί μας τρέχουν…, πρέπει να ΄χουν φτάσει Ομόνοια όση ώρα τα λέμε…, μου 151


λες «ψηλά τα χέρια» και μαλακίες. Αυτόν τον διάολο θα τον πάρεις από πάνω μου; Δεν έχει σφαίρες ρε μπούμπη! Τι με σημαδεύεις; - Αν ήθελες να τους πιάσεις, θα καβαλούσες την μηχανή, από την πρώτη στιγμή. Ψηλά τα χέρια.

152


Ο Γάντζος κι η Δαγκάνα Κλείστηκα για μια βδομάδα στο σπίτι και δεν απαντούσα ούτε στα τηλεφωνήματα. Έφερνα στο μυαλό μου τις θύμησες της καταστροφής, ακούγοντας τον Λανγκ Λανγκ να παίζει Σοπέν. 153


Μια βδομάδα πριν, αντιμετώπιζα τον Σεργκέι σαν ίσος προς ίσο. Του μάζεψα τέσσερα χιλιάρικα μάρκες. Τα διπλά από όσα είχα καταθέσει πριν πάρω την θέση μου στο τραπέζι. - Τα διπλά ή τίποτα. Τα έπαιξα κι έχασα. Το ίδιο βράδυ εξηγούσα στην παρέα πως, δεν 154


μπορούσα να αρνηθώ. Πως, όπως ο Σεργκέι έχασε στην πρώτη, δικαιούταν μια δεύτερη ευκαιρία για να συμμαζέψει την υπόληψη του. «Το θέμα είναι, τι θα κάνουμε τώρα. Πρέπει σε μια βδομάδα, να ξεπληρώσουμε». - Θα στήσουμε έναν αυτόματο πωλητή έξω 155


από το εστιατόριο του Τάσου. Έχετε δει αυτά τα γυάλινα κουτιά που είναι γεμάτα με αρκουδάκια στα λούνα παρκ και στα μολ; Αυτά με τον γάντζο. Το δικό μας θα είναι ενυδρείο. Θα το γεμίσουμε με αστακούς και θα κρεμάσουμε την ταμπέλα.

156


«Εσείς τον πιάνετε, εμείς τον μαγειρεύουμε για σας, όπως θέλετε». …, δέχεται κέρματα των δύο ευρώ. Το θύμα, θα ξοδέψει τουλάχιστον εφτά προσπάθειες πριν καταφέρει να ρίξει τον αστακό στην τρύπα. Θα σκεφτεί…, «Σωστά υπολόγισα. 14 ευρώ για έναν αστακό, δεν είναι τίποτα». 157


Άλλοι θα δώσουν παραπάνω. Μέχρι και 44 και 60 ευρώ μέχρι να «του δώσουν να καταλάβει». Σε όλους όμως, θα σερβίρουμε κατεψυγμένο αστακό, αγορασμένο προς δύο ευρώ το κομμάτι. Ο ζωντανός που θα μας παραδίδουν να μαγειρέψουμε, θα

158


επιστρέφει κάθε φορά πίσω στο ενυδρείο. Σε ένα μήνα θα έχουμε ξεπληρώσει και θα κάνουμε το τραπέζι στον Σεργκέι με φρέσκους αστακούς.

159


Ταξιδιάρα Ψυχή

Η τελευταία μέρα των γευστικών δοκιμών, ήταν κι η τελευταία μου μέρα στις Βρυξέλλες. Έτσι λοιπόν, μόλις τελειώσαμε, βγάλαμε μερικές ακόμα αναμνηστικές φωτογραφίες με φόντο 160


το γρασίδι του γκολφ με τους καταπράσινους λοφίσκους, κι επιβιβαστήκαμε στο λεωφορείο που θα μας επέστρεφε στο ξενοδοχείο. Εκείνο το απόγευμα, δεν άφησα την κόπωση των προηγούμενων ημερών, να καθίσει στην πλάτη μου και να πονέσει την μέση μου, και πήρα τους δρόμους της παλιάς 161


πόλης με ένα μπουκάλι στο χέρι ψάχνοντας δώρα για τους φίλους μου. Αποφεύγοντας το πέρασμα από την οδό με τα πιλοποιεία και την στοά των βιβλίων. Και σαν συγκέντρωσα και το τελευταίο, πήγα στο αγαπημένο μου μπαρ κι έδειξα την κάνουλα με την φίρμα 162


της αγαπημένης μου μπύρας. Ροσφόρ Ν10, σε ποτήρι του λίτρου. Δίπλα μου, ήρθε, και πήρε την θέση του ο Μανώλο. Ποίος είναι ο Μανώλο. Κρητικός, που παράτησε το μεταπτυχιακό του και τα τελευταία δέκα χρόνια κι αφού έμαθε να μιλά εφτά διαφορετικές γλώσσες, προωθεί τους 163


τουρίστες σε μπαρ κι εστιατόρια. Έχει σχεδόν ξεχάσει τα ελληνικά. Ψελλίζει μονάχα μικρές σπαστές λέξεις προτάσεις μαζί μου, πιστεύοντας πως θα θυμηθεί περισσότερες. - Αύριο, φεύγεις; Με ρώτησε. - Ναι. Αύριο φεύγω, φιλαράκι!

164


- Right. ‘R you OK…; You know…; - I’ m fine. Don’t you worry.

Πως, είχα γνωρίσει τον Μανώλο

Η πρώτη μου επίσκεψη στις Βρυξέλλες, ήταν πριν από τρία χρόνια. Μου είχαν πει να ψάξω

165


για κάποιους πνευστούς σ’ένα συγκεκριμένο σταθμό του μετρό, κι όταν τους βρω, να μείνω να τους ακούω για δέκα λεπτά. Κατόπιν, να πετάξω φιλοδώρημα στις ανοιχτές θήκες των οργάνων τους και να μείνω για άλλα δέκα λεπτά. Να επιστρέψω στη θέση μου, να σιγουρευτώ πως δε με κοιτά κανείς και να 166


δώσω δεύτερο φιλοδώρημα. Που ήταν το σύνθημα πες, που λάμβανε ο σαξοφωνίστας κι άρχιζε να βήχει τάχα. Σταματούσε όλη η μπάντα που λες, κι ο τρομπετίστας πήγαινε στην τουαλέτα όπου και συναντιόμασταν κι ανταλλάζαμε.

167


Μόλις βγήκα από το μετρό, με το πράμα στην τσέπη, ένας τριαντάρης μου επιτέθηκε και πριν το καταλάβω, μου πέρασε χειροπέδες. Με έσπρωξε μέχρι τον τοίχο και με ρωτούσε γιατί το έκανα! Του απαντούσα στα ελληνικά κι αυτός είπε…: - No way. Κι εγώ Έλληνας είμαι. 168


Ένιωθα πως, κάποιος μου κάνει φάρσα. Του ζητούσα να μου βγάλει τις χειροπέδες. Οι περαστικοί μας κοιτούσαν κι αυτός έδειχνε χαρούμενος από την συνάντησή μας. - Ρε μαλάκα, βγάλε μου τις χειροπέδες. Μας κοιτούν. Πάμε να φύγουμε από ‘δω και θα μου πεις ότι θες αλλού. Βγάλτες ρε Πόντιε! 169


- Νόου, νόου, νόου φίλε. Δεν είμαι Πόντιος. Είμαι από την Κρήτη. Η κουβέντα μας, συνεχίστηκε στο μπαρ, όπου μου εξήγησε πόσο επικίνδυνο και ρίσκι, ήταν αυτό που έκανα. Πως, με τόσο φοιτιτόκοσμο να ψωνίζει κάθε μέρα και κάθε ώρα, η βελγική

170


αστυνομία έχει σκορπίσει κάμερες και ρουφιάνους σε κάθε στενό. - Εγώ κάνω αυτή τη δουλειά, δέκα χρόνια. Όχι ακριβώς όπως με είδες, πριν. Συνήθως κάθομαι σε μια γωνία και περιμένω ζευγαράκια ή παρέες, να πασάρω δήθεν εκπτωτικά κουπόνια για μπαρ κι εστιατόρια που 171


συνεργάζομαι. Ποσοστά, you know. Τα τελευταία τρία χρόνια, είπα να βάλω λίγο μυαλό στους τουρίστες που το παίζουν ξύπνοι. Να τους δείξω πως είναι ασφαλέστερο να έρθει σε μένα και να ζητήσει αυτό που ψάχνει, παρά να διακινδυνεύει σε κλειστά δημόσια μέρη με κάμερες και φώτα. 172


Μεταξύ κατεργαρέων υπάρχει φιλότιμο, έτσι δεν λέμε στην πατρίδα; Κι έτσι σκαρφίστηκα αυτό το παιχνίδι. Αγόρασα χειροπέδες και τους δείχνω αυτό που δεν θέλουν να δουν. Το τσάκωμα. Ξέρεις, η δουλειά είχε πέσει. Έπρεπε να βγω για κυνήγι, το οποίο στην αρχή έφερε έχθρες με τους μουσικούς

αλλά, 173


στο κοινόβιο που μένουμε, τα ξεχνάμε όλα με λίγο κονιάκ.

……………………………………… ……………

Κι όπως και τότε, έτσι κι εκείνο το τελευταίο βράδυ, πληρώσαμε τις μπύρες μας στον μπάρμαν και δειπνήσαμε σε ένα φτηνό 174


ανατολίτικο εστιατόριο πριν δώσουμε τα χέρια ανανεώνοντας το ραντεβού για την επόμενη χρονιά. Πέταξα τις σακούλες με τα δώρα πάνω στο κρεβάτι του δωματίου μου, άδειασα μέσα σε μισή ώρα ότι μπουκάλι υπήρχε στο μίνι μπαρ και σήκωσα το ακουστικό του τηλεφώνου. 175


«Μπέργκερ ναι, με πατάτες (;) δεν με νοιάζει, σάλτσα ότι θέλετε ναι, βάλτε και καμιά δροσερή σαλάτα και ψωμί. Και πείτε μου τα γλυκά…, ωραία…, προσθέστε στην παραγγελία μου πέντε απ’ αυτό το πρώτο με την σοκολάτα που είπατε κι άλλα τόσα απ’ αυτό με το γιαούρτι και την καραμέλα. Δέκα 176


μπουκάλια μπύρες ένα μπουκάλι τζέιμσον. Πόσες μπύρες είπα…; Δέκα; Είκοσι καλύτερα. Κάντε τες είκοσι». Έβγαλα την μπερζέρα στο μπαλκόνι που έβλεπε στον κεντρικό δρόμο με τους ουρανοξύστες κι άναψα τσιγάρο. Στα μισά του οποίου, έκανα διάλλειμμα ακούγοντας το χτύπημα στην πόρτα. 177


Τράβηξα το τραπεζάκι με τα ροδάκια μέσα στο δωμάτιο κι έβαλα τις μπύρες στο ψυγείο. Άνοιξα το πρώτο μπουκάλι μαζί με το ουίσκι κι επέστρεψα στη θέση μου, όπου και συνάντησα τέσσερα γνωστά μου πρόσωπα, να κοιτούν το τασάκι με γουρλωμένα μάτια, - Ανδρέα, τι κάνεις εκεί; Τί είναι αυτό; 178


Με ρώτησαν με μια φωνή, οι συνάδελφοι μου οινοχόοι…, ο Πάτρικ από την Ισπανία, ο Μπεν από το Ισραήλ, ο Ρόνυ από την Ιρλανδία κι ο Σβεν από την Σουηδία. - Κοιτάξτε, μάγκες. Είμαι πτώμα. Δέκα μέρες τώρα, μας ξυπνούν από τα χαράματα και μας τρέχουν στις γευσιγνωσίες. Με τα δείπνα και τις μαλακίες 179


των πρώτων βραδιών, δεν έχω προλάβει να ξεκουραστώ. Πρέπει να ‘χω τουλάχιστον πέντε μέρες να κοιμηθώ καλά. Τί με κοιτάτε ρε μαλάκες; Μαζί δεν τα λέμε; Μαζί δεν βγαίνουμε τα βράδια; Ποίος έλειπε εχθές; Ο Φαμπρίτσιο ο Ιταλός. Την Καίτη από την Λιθουανία, την έφερα εδώ χθες βράδυ. Ξέρεις κανείς τι έγινε με την 180


Ιρίνα από την Βουλγαρία; Αυτό που σας απαντώ, είναι πως θέλω να διώξω την κούραση το συντομότερο και με τον πιο ενδεδειγμένο τρόπο. Και τι καλύτερο από το να ακούω την μουσική του δρόμου, πίνοντας την μπύρα και το ουίκσι μου και καπνίζοντας τα τσιγάρα μου.

181


Μου εξήγησαν πως, κι οι ίδιοι ακολουθούσαν το παράδειγμά μου και πως με είχαν ανακαλύψει από την μυρωδιά. Είχαν μαζευτεί στο δωμάτιο του Τόμας του Γερμανού και πίνανε από του Μπρούνο του Πορτογάλου. Με κάλεσαν και φόρτωσα στο τραπεζάκι τα μπουκάλια μου και τους βρήκα χαμογελαστούς 182


κι εύθυμους μέσα στην ομίχλη του καπνού. Συζητούσαμε και πίναμε και στρίβαμε και γελούσαμε. Λέγαμε ιστορίες από την δουλειά μας. Μέχρι που συνδεθήκαμε στο διαδίκτυο από το λάπτοπ του Ζαν από την Γαλλία, κι ένας – ένας μετέθετε την πτήση της επιστροφής κατά μία μέρα. 183


Λίγο πριν το ξημέρωμα κι αφού είχα καλέσει τον Μανώλο στο ξενοδοχείο, κατεβήκαμε στο εστιατόριο για να φάμε από μια ομελέτα πριν..., αφήσουμε τις αποσκευές μας στην υπηρεσία φύλαξης και εξοφλήσουμε στην ρεσεψιόν. Ο Μανώλο πάρκαρε το νοικιασμένο βανάκι μπροστά στην είσοδο 184


και μας κόρναρε για να επιβιβαστούμε. Είχαμε δύο ώρες μέχρι τα σύνορα με την Ολλανδία, κι όλοι μας κοιμηθήκαμε μέχρι να φτάσουμε. Εκεί, δείξαμε τα διαβατήρια μας και παραλάβαμε τις ημερήσιες τουριστικές κάρτες. Μισή ώρα μετά, βρισκόμασταν έξω από το coffee shop. Ο Μανώλο έφυγε για τα κορίτσια 185


λέγοντας μας, πως θα επιστρέψει να μας βρει αργά το βράδυ. Η πωλήτρια πίσω από το μπαρ του coffee shop, μας καλωσόρισε και παρέταξε μια – μια την πραμάτια της, μπροστά μας. Διάφανα ταπεράκια με μικρούς, με μέτριους ή με μεγάλους παπάδες, διαφόρων ποικιλιών. 186


- Αυτό…, αν θέλετε να φτιαχτείτε γρήγορα. Αυτό…, αν θέλετε να νοσταλγήσετε. Αυτό…, αν θέλετε να ξεχάσετε ή να ξεχαστείτε. Αυτό…, παίρνει όλη την κούραση. Αυτό…, γέλιο μέχρι δακρύων. Αυτό…, αν δεν πίνετε και τόσο συχνά. Αυτό…, δίνει έμπνευση. Δεν είχε τελειωμό.

187


Την διέκοψε ο Μόρτεν από την Δανία. - Κοίταξε μας στα μάτια, σκύλα! Κοίτα μας! Σου μοιάζουμε για τίποτα παιδάκια ή τουριστάκια; Δώσε μας το καλύτερο και μάζεψε όλη αυτή την επίδειξη από μπροστά μας. Δώσε μας το καλύτερο, τώρα. - Όπως θέλετε αγαπημένοι μου 188


βρικόλακες. Θα σας δώσω το best seller μας. Δεν είναι από τα ακριβότερα, αλλά αυτό με την μεγαλύτερη ζήτηση. You know…, Kalamata stuff. - Εγγυημένο; Γιατί έχουμε και τον Ανδρέα από την Ελλάδα μαζί μας, που μπορεί να το πιστοποιήσει.

189


Καθίσαμε και στρίψαμε στον πρώτο όροφο. Εκεί που συναντιούνται οι κοπανατζήδες και πίνουν από τεράστια μπονγκ.

190


Με ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια Την Μαρία…, είχα να την δω περίπου τρία χρόνια. Κι αφού είχα εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα κι η δουλειά πήγαινε καλά, αποφάσισα να της γράψω ένα γράμμα.

191


Μου τηλεφώνησε μετά από μια βδομάδα και κανονίσαμε να βρεθούμε σε ένα μπαρ στο Κεφαλάρι. Εκείνη την εποχή, συγκατοικούσα με τον Γιώργο. Και τα βράδια που έλειπα, έμενε στο σπίτι και γαμούσε μια φουσκωτή κούκλα, αντί για την μνηστή του. Η συνάντηση με την Μαρία τελείωσε σε ένα φτηνό ξενοδοχείο κάπου 192


στην Εθνική Οδό. Πριν με αφήσει στη στάση του λεωφορείου με ρώτησε…, «Έχεις κανέναν φίλο που να εμπιστεύεσαι; Γιατί έχω μια κολλητή, γαμήσιμη και πολύ μουνάρα». Το ‘φερα από δω, το ‘φερα από εκεί, και του λέω…,

193


«Γιώργαρε…, πάμε ρε φίλε; Μην τρελαίνεσαι. Όλα μια ιδέα είναι. Ένα τσακ. Σήκω να ετοιμαστούμε». Είχες λίγες ανασφάλειες. Τις αμφιβολίες του. «Μέσα. Αλλά σε παρακαλώ, για να μην πληρώνουμε κι οι δύο ξενοδοχείο, λέω να την καλέσω εδώ. Να μου μαγειρέψεις ένα 194


παστίτσιο με κανελάτο κιμά, να μου δείξεις πώς να ανοίξω το κρασί…, και κανά κερί να πεταχτούμε να πάρουμε, ε;». Μετά από μισή ώρα, τον έπεισα πως…, «Η Μαριάννα, δεν θα έρθει για φαγητό. Είκοσι χρονώ είμαστε, που να πάρει η ευχή. Εδώ δεν είναι Μπέβερλυ Χιλλς. 195


Πεταχτήκαμε μέχρι το σούπερ μάρκετ κι αγοράσαμε ποτά, ξηρούς καρπούς και πάγο. «Λοιπόν, πάω μεγάλε. Όπως είπαμε. Μην με πάρεις κανένα τηλέφωνο. Έχω πάρει και όλα τα φυλλάδια από τα ντελιβεράδικα, για να τα πετάξω όπως θα φεύγω. Καλή τύχη».

196


Ήμουν με την Μαρία στο μπαρ, όταν χτύπησε το τηλέφωνό της. Η Μαριάννα ήταν τρομοκρατημένη. «Έλα να με πάρεις από ‘δω. Είμαι γυμνή στο δρόμο και κλαίω. Είμαι φτηνή. Είμαι τσούλα. Τρέχα σου λέω…, έχω τρελαθεί». Όταν φτάσαμε, αποβιβάστηκα από το 197


αυτοκίνητο της Μαρίας, και πριν κλείσω την πόρτα η Μαριάννα πήδηξε μέσα. Βρήκα τον Γιώργο στο σπίτι να πηδάει την άψυχη Σοφία στα τέσσερα. Άνοιξα το φως και ρώτησα. - Θα πιεις μπύρα; - Θα πιω. Κάθισα στην πολυθρόνα και αυτός απέναντί μου. 198


- Άντε γεια μας. (είπα) - Γεια μας. Πως πέρασες; - Πώς να περάσω ρε φίλε; Αφού τηλεφώνησε η Μαριάννα και το διαλύσαμε. Μου χάλασες την βραδιά. Που να σε πάρει…! - Καλά και μέχρι εκείνη την στιγμή…, τίποτα…; …δεν…; - Για πες εσύ…,

199


- Μια χαρά φιλαράκι και σε ευχαριστώ για αυτή την πάσα. Σου χρωστάω τρεις με αυτήν. Στο θέμα μας. Ε…, άργησε λίγο κι ανησυχούσα. Αλλά ήρθε κι ήταν πολύ όμορφη και σέξι. Ήπιαμε από δύο ποτά, βάλαμε μουσική και πηδηχτήκαμε. - Ωραίος. Κι αυτή γιατί φρίκαρε;

200


- Τι να σου πω ρε αδερφέ; Κάποια μύγα θα την τσίμπησε…, - Θυμήσου σε παρακαλώ…! Προσπάθησε, μπάσταρδε! - Ρε…, όταν τελειώσαμε, ξάπλωσα πίσω κι έπαιρνα τις ανάσες μου. Με αγκάλιασε και με κοίταξε στα μάτια. Ένιωσα τόσο ρομαντικά. 201


Άγγιξε κι ερέθισε τις ευαισθησίες μου. Είχα κάτι αληθινό στα χέρια μου. Καταλαβαίνεις. Κάτι ζεστό. Κάτι ζωντανό. - Α! Οκ! Φρίκαρες κι εσύ…, για συνέχισε. - Δεν σου συνεχίζω. Σου τελειώνω. Συγκινήθηκα τόσο και της είπα…, «Μωρό μου, είχε δίκιο ο Ανδρέας. Ούτε φαΐ 202


ήθελες, ούτε φούσκωμα».

203


Μην σκοτινιάζεις. Μην πέφτεις. Μην χαλιέσαι. Κανείς δε συγχωρεί. Μην τα ξαναλέμε.

204


Να δοκιμάζεις. Να σκίζεις.

205


Ας πιούμε σε αυτό. Η τύχη, είναι για αυτούς που την αρνούνται. Κι η άρνηση, για αυτούς που ερωτεύονται. Κι ο έρωτας, για αυτούς που αδιαφορούν. Κι η αδιαφορία, για αυτούς που παραπονιούνται.

206


Και το παράπονο δένει την τύχη με την άρνηση του έρωτα που αδιαφόρησε.

207


208


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.