
7 minute read
Φιλιππίνες Tου Φρίξου Δήμου, Πλοιάρχου Ε.Ν
Φιλιππίνες
Του Φρίξου Δήμου | Πλοιάρχου Ε.Ν.
Advertisement
Μπορεί να’ ναι αλήθεια ότι οι Έλληνες, και γιατί όχι κι οι άλλοι Ευρωπαίοι, «ανακαλύψανε» τις Φιλιππίνες απ’ τις… φιλιππινέζες τους. Οι ναυτικοί πάντως, τις γνωρίζανε και πολύ καλά μάλιστα απ’ τα συχνά τους ταξίδια σ’ αυτή την περιοχή. Φορτώνανε κόπρα, ψύχα ινδικής καρύδας, απαραίτητης για την ευρωπαϊκή κι αμερικανική βιομηχανία καλλυντικών. Εμένα μ’ είχαν εντυπωσιάσει απ’ το μάθημα της ναυτικής γεωγραφίας ακόμα, για το πλήθος των νησιών του αρχιπελάγους των Φιλιππίνων, 7.100 περίπου νησιά, και την ξακουστή τάφρο του Μιντανάο, ανατολικά του ομώνυμου νησιού, με βάθος 10.542 μέτρα που είναι και το βαθύτερο σημείο του πλανήτη. Το καράβι μας είχε χρονοναυλωθεί απ’ τους Πρόκτερ εντ Γκάμπλ για ένα ταξίδι. Να φορτώσει σε πέντε λιμάνια των Φιλιππίνων, Τακλόμπαν, Καγκαγιάν, Νασίπ, Ντιπολόγκ και Μπορόγκαν, για εκφόρτωση στο Λονγκ Μπιτς της Καλιφόρνια. Το φορτίο ήταν φυσικά χύμα κόπρα που δεν παρουσίαζε σοβαρά προβλήματα ούτε στη φόρτωση, ούτε στη στοιβασία παρά μόνο στο… ταξίδι. Δημιουργούσε το φορτίο αυτό έντομα, COPRA BAGS, που γέμιζαν όλο το καράβι και μας έκανα το βίο αβίωτο. Στην αρχή τα αντιμετωπίζαμε με διάφορα εντομοκτόνα αλλά τελικά υποκύπταμε στα… μαμούνια και συμβιβαζόμαστε μαζί τους. Στις 6/5/1965 δέσαμε στο Τακλόμπαν, πρώτο λιμάνι φόρτωσης και μετά το ονχάϊρ σερβέι και το στρώσιμο με ψάθες για την προστασία του φορτίου, άρχισε η φόρτωση με τα ηλεκτρικά βίντσια του πλοίου. Η ζέστη ήταν αφόρητη. Ο μόνος «κλιματισμός» που υπήρχε στα καράβια την εποχή εκείνη, εκτός από τους ανεμιστήρες που όταν δεν ήταν χαλασμένοι ανακυκλώνανε τον ζεστό αέρα, ήταν οι… βεντάλιες. Ένα τέτοιο ζεστό απομεσήμερο η γυναίκα μου κι εγώ για να δροσιστούμε χωρίς τα πιο πάνω μοντέρνα μέσα καθόμαστε στη βεράντα, κάτω απ’ τη γέφυρα και παρακαλούσαμε τον καλό Θεό να βγάλει λίγο αεράκι ή να βρέξει ή και να… νυχτώσει για να μη λιώσουμε από τον καύσωνα. Κάποια στιγμή πλησίασε ο Ηλίας, ο ηλεκτρολόγος του πλοίου. Με το δεξί του χέρι κράταγε τον αριστερό του βραχίονα και με ήρεμο τρόπο είπε: «Καπετάνιε με μαχαιρώσανε». Μόνο τότε παρατήρησα ότι η αριστερή του πλευρά ήταν γεμάτη αίματα. Πετάχτηκα σαν ελατήριο απ’ την ψάθινη πολυθρόνα που καθόμουνα και ψηλαφώντας το κάτω μέρος του βραχίονα, εντόπισα την αρτηρία και με πίεση σταμάτησα την αιμορραγία. Η γυναίκα μου εν τω μεταξύ, εθελόντρια αδελφή του Ε.Ε.Σ, χρησιμοποίησε την ζώνη της για αιμοστατικό επίδεσμο. Επειδή δεν υπήρχε κοντά μας κανένας από το πλήρωμα εκείνη τη στιγμή, παρακάλεσα τη σύζυγό μου να ειδοποιήσει τον γραμματικό ή κάποιον άλλο αξιωματικό κι εγώ με τον τραυματία κατεβαίναμε τη σκάλα του ακομοντέισον. Φοβήθηκα όμως προς στιγμή μη χάσει τις αισθήσεις του ο Ηλίας και κουτρουβαλήσουμε κι οι δύο στη σκάλα. Αν και ζήταγα συνέχεια βοήθεια οι στοιβαδόροι κάνανε πως δε βλέπανε. Αργότερα έμαθα ότι ο μαστρο Αλέκος ο πρώτος είχε οχυρωθεί, με την καραμπίνα που πήρε από το τράνζιτο, στο γραφείο μηχανής. Μέχρι να φτάσουμε στον ντόκο ο ηλεκτρολόγος μου αφηγήθηκε ότι ο φόρμαν του νούμερο δύο που έμοιαζε μαστουρωμένος, πιθανώς απ’ το ντόπιο ναρκωτικό που μασούσε, του επιτέθηκε αναίτια με μαχαίρι. Το θύμα, από ένστικτο, προσπάθησε με το αριστερό χέρι να προφυλάξει την καρδιά του και το μαχαίρι τραυμάτισε διαμπερώς τον βραχίονα κι επιπόλαια το αριστερό πλευρό του. Όταν πατήσαμε στον ντόκο μας περίμενε ο δράστης κραδαίνοντας το μαχαίρι του. Υπήρχανε πολλοί εργάτες εκεί καθώς και τρεις οπλισμένοι τελωνειακοί με το τζιπ της υπηρεσίας τους, τους παρακάλεσα να μας προστατέψουν απ’ τον δράστη και να μεταφέρουν τον τραυματία στο νοσοκομείο. Η απάντησή τους ήταν απογοητευτική. Σαν γνήσιοι δημόσιοι υπάλληλοι απαντήσανε ότι είναι αναρμόδιοι για το πρώτο και αδυνατούν να μεταφέρουν τον τραυματία γιατί θα τους λερώσει το αυτοκίνητο μ’ αίματα… Ευτυχώς φάνηκε ο καπταν Σεραφείμ, ο ανθυποπλοίαρχος που τον έστειλα να φέρει ταξί με το οποίο και μεταφέραμε τον Ηλία στο Μπέθανι Χόσπιταλ. Το Τακλόμπαν ήταν μία από τις μεγαλύτερες πόλεις των Φιλιππίνων και θά ‘πρεπε να είχε ένα υποφερτό νοσοκομείο αλλά και είχε τα χάλια του… Χάρη στις φωνές τις δικές μου και τα… λαδώματα του ανθυποπλοίαρχου με τσιγάρα, πέσος κι υποσχέσεις μπήκαμε στο χειρουργείο. Διάφοροι με ή χωρίς μπλούζες εξετάζανε το τραύμα χωρίς να λένε ή να κάνουν τίποτα. Εγώ ζήταγα επίμονα το διευθυντή της κλινικής που τελικά παρουσιάστηκε κι ανέλαβε την επέμβαση. Απογοητεύτηκα όμως όταν τον είδα να πλένει τα χέρια του σ’ ένα μπουγέλο γιατί όπως μας δικαιολογήθηκε είχε χαλάσει η παροχή του νερού στο χειρουργείο. Όταν τελείωσε τον
ρώτησα αν θα δώσει αντιβιοτικά στον ασθενή κι απάντησε ότι δεν χρειάζονται. Βάλανε τον ηλεκτρολόγο σε ένα μονόκλινο δωμάτιο, την προεδρική σουίτα όπως λέγαμε ειρωνικά, κι έστειλα να φωνάξουνε την γυναίκα μου σαν εθελόντρια είχε αρκετή πείρα στη νοσηλεία τραυμάτων και τον υποπλοίαρχο υπεύθυνο για τη θεραπεία του πληρώματος. Κάναμε “ιατρικό”συμβούλιο που μ’ ομόφωνη απόφαση, αλλά και με τη σύμφωνη γνώμη του ασθενή, αποφασίσαμε ότι επειδή το μαχαίρι ήταν σκουριασμένο, το τραύμα μεγάλο και το νερό του χειρουργείου τουλάχιστον ύποπτο να κάνουμε στον ηλεκτρολόγο αντιβίωση αλλά κι αντιτετανικό ορό. Κρυφά φυσικά από το προσωπικό του νοσοκομείου. Έγινε και η σχετική εγγραφή στο ημερολόγιο του πλοίου. Όλα πήγαν κατ’ ευχήν και ο ασθενής ξαναγύρισε στο καράβι και στα βίντσια του. Όταν ο διευθυντής υπέγραφε το εξιτήριο μου είπε με καμάρι ότι ο τραυματίας θεραπεύτηκε χωρίς αντιβιοτικά όπως και το είχε προβλέψει. Στο λιμάνι αυτό θα μέναμε γύρω στις δέκα μέρες. Ο πράκτορας του πλοίου ήταν κι ο φορτωτής του φορτίου, είχε την εταιρεία των στοιβαδόρων αλλ’ ήταν κι εφοπλιστής με δύο-τρία ποσταλάκια. Μας κάλεσε εμένα και τον πρώτο μαζί με τις γυναίκες μας και τον υποπλοίαρχο να πάμε την Κυριακή για μπάνιο και μετά φαί στην ακροθαλασσιά. Δώσαμε ραντεβού στο Λέιτε Μπαρ που ήταν το πιο «κοσμικό» στέκι του λιμανιού. Τη μέρα λειτουργούσε σαν καφετέρια και το βράδυ σαν μπαρ. Μόλις μπήκαμε μέσα το μάτι μας έπεσε σε ένα τεράστιο πίνακα που ήταν ζωγραφισμένος στον απέναντι τοίχο και παρουσίαζε αριστερά την αποβίβαση του Μαγγελάνου στη Σεμπού το 1521 και δεξιά του Μακ Άρθουρ στον κόλπο του Λέιτε το 1944. Σε λίγο πέρασε ο φίλος μας με μία λιμουζίνα ενώ ακολουθούσε ένα τζιπ με την οικογένεια του, τη γυναίκα του και τρία παιδιά και φύγαμε για την εκδρομή μας. Ήταν μια τεράστια αλλά πανέμορφη κι ερημική αμμουδιά μεσ’ στον κόλπο του Λέιτε εκεί που έγινε η ομώνυμη ναυμαχία κι οι Αμερικάνοι νικήσανε τους Γιαπωνέζους. Στην ακτή υπήρχαν ακόμα τανκς, αμφίβια οχήματα, κανόνια κι αποβατικά σκάφη ημικατεστραμμένα απομεινάρια της προ εικοσαετίας ιστορικής απόβασης. Είχαν κατασκευάσει μάλιστα και μνημείο για τους πεσόντες. Εμείς μετά το μπάνιο ζυγώσαμε στην οικογένεια του πράκτορα και παρακολουθούσαμε το ψήσιμο του γουρουνόπουλου. Ενώ το χοιρινό θεωρείται ανθυγιεινή διατροφή για τα τροπικά κλίματα οι ιθαγενείς το προτιμούν απ’ όλα τ’ άλλα κρέατα. Περιμένοντας το ψήσιμο του οβελία είχαμε γίνει στόχος σμήνους μυγών. Περισσότερο όμως από μας τυραννούσανε το μικρό κοριτσάκι του πράκτορα που στο κεφαλάκι του είχε ανοιχτές πληγές πιθανώς από κάποια αρρώστια. Λίγο παρά κάτω ήταν ένα παλιό καταβρώμικο ξύλινο τραπέζι γεμάτο λίγδα και… μύγες. Όταν ο οικοδεσπότης κατάλαβε ότι δυσανασχετούσαμε όλοι κι ιδιαίτερα η καπετάνισσα με τις μύγες έστειλε δύο… «φιλιππινέζες», βλέπετε τις «φιλιππινέζες» τις… χρησιμοποιούσαν πιο μπροστά οι συμπατριώτες απ’ τους Έλληνες, να διώχνουν τις μύγες με κλαδιά μπανανιάς. Η γυναίκα μου κράτησε τη μια για μας και μετάθεσε την άλλη να διώχνει τις μύγες από το κεφάλι του μικρού κοριτσιού. Μόλις ψήθηκε το γουρουνόπουλο ο φίλος μας και το μεγάλο παιδί του το περάσανε από μπροστά μας για να δούμε πόσο ωραία ψημένο ήταν και τ’ ακουμπήσανε στο… μυγοτράπεζο. Με το γεμάτο αποδοκιμασία βλέμμα μας ο αμφιτρύωνας μας μάλλον απόρησε και μας διευκρίνισε πως το τραπέζι αυτό είναι δικό του και πάντοτε, από πολλά χρόνια, εκεί πάνω κόβει το γουρουνόπουλο. Δεν τον ρωτήσαμε βέβαια αν το καθαρίζανε και καμιά φορά ή αφήνανε αυτή την άχαρη εργασία για τις μύγες ή τη βροχή. Τελικά οι μόνες που δε φάγανε γου-

ρουνόπουλο, λέγοντας ότι… νηστεύουνε, ήταν οι δύο σύζυγοι του πλοιάρχου και του μηχανικού. Έφαγα όμως εγώ γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς και την πλήρωσα με μία… δυσεντερία. Επειδή το τελευταίο λιμάνι, το Μπόρογκαν, δεν διέθετε πόσιμο νερό μετά το Ντιπολόγκ αναγκαστήκαμε να προσεγγίσουμε στη Σεμπού. Η ύδρευση, για τριακόσιους τόνους, θα διαρκούσε περίπου 30 ώρες. Έτσι μια και δεν είχαμε δουλειά αρκετοί από το πλήρωμα με πρώτο και καλύτερο τον καπετάνιο θέλαμε να παρακολουθήσουμε… κοκορομαχίες. Ζήτησα λοιπόν πληροφορίες απ’ τον Σέρχιο τον Φιλιππινέζο σουπερκάργκο που προθυμοποιήθηκε να μας συνοδέψει. Όταν φτάσαμε στην αρένα ζήτησε απ’ τον ταμία εισιτήρια για το διάζωμα των επισήμων αλλ’ αυτός δεν συμφωνούσε για όλη την παρέα. Μου έκανε όμως εντύπωση που και οι δύο Φιλιππινέζοι μιλούσανε μεταξύ τους στ’ Αγγλικά και όχι στην γλώσσα τους. Το είπα στο Σέρχιο όπως και να μην επιμένει για τους… επισήμους. Ο σούπερ κάργκο γέλασε και μου είπε ότι επιμένει να πάμε στους επισήμους που φρουρούνται από ιδιωτική αστυνομία αλλιώς θα μας κατακλέψουνε. Επίσης ότι σ’ αυτή τη χώρα ομιλούνται περί τις 70 διαφορετικές διάλεκτοι κι επίσημες γλώσσες είναι τα Αγγλικά, τα Ισπανικά και μία τοπική η Ταγκαλόγκ. Κάτσαμε τελικά με τους επισήμους αλλά το θέαμα, όπως και το περίμενα ήταν από βάρβαρο μέχρι αποκρουστικό. Δένανε στο πόδι του κάθε κόκορα από ένα κοφτερό μαχαιράκι ή ξυραφάκι και στο τέλος ξεψυχούσανε μεσ’ τα αίματα και τα δύο ζωντανά. Οι θεατές στοιχηματίζανε και μ’ ουρλιαχτά παροτρύνανε τα κοκόρια να αλληλοσφαχτούν. Οι σημερινές Φιλιππίνες βέβαια δεν έχουν καμία σχέση με τις μεταπολεμικές της ιστορίας μας. Οι Φιλιππίνες τώρα είναι μία απ’ τις πιο αναπτυσσόμενες, με γοργό ρυθμό, χώρες της Ασίας.