ουτοπίες (διαμένοντας σε ιδανικούς χωροχρόνους)

Page 1

ουτοπίες διαμένοντας σε ιδανικούς χωροχρόνους



ουτοπίες

διαμένοντας σε ιδανικούς χωροχρόνους Κατερίνα Γκόλια

ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Π.Θ. “Διαμονές” καθ. Κοτιώνης Ζησης


Η ουτοπία είναι μια έννοια που έχει απασχολήσει ανά τους αιώνες όλους τους κλάδους της επιστήμης, της φιλοσοφίας, της πολιτικής και της αρχιτεκτονικής. Κατανοούμε πως πρόκειται για μια θεματική της οποίας οι εκφάνσεις εντοπίζονται τόσο στις περισσότερες γνωστές μας μελέτες και αφηγήσεις όσο και στην καθημερινή ζωή και στη συγκρότηση του υποκειμένου μας. Ακριβώς επειδή το εύρος είναι μεγάλο και είναι αδύνατο να καλυφθεί σε μια περιορισμένη μελέτη, στην παρούσα έρευνα τίθεται το ερώτημα του εντοπισμού της συνθήκης της ουτοπίας μέσα από σχετικά κείμενα και αρχιτεκτονικά εγχειρήματα. Κύριο εργαλείο έρευνας αποτελεί το βιβλίο του Τόμας Μορ, Ουτοπία. Ετυμολογικά, η γέννηση του όρου αποδίδεται στον Άγγλο συγγραφέα Τόμας Μορ, ο οποίος στην προσπάθειά του να περιγράψει την ιδανική κοινωνικοπολιτική δομή, τοπο-θετεί την ύπαρξή της στον ού-τόπο. Το αρνητικό μόριο ού μπροστά από τη λέξη τόπος χρησιμοποιείται για να υποδείξει την αδυναμία ή πιο ρομαντικά τη δυσκολία επίτευξης της ιδανικής και αψεγάδιαστης, από όλες της τις πλευρές, κοινωνίας. Συχνά, λόγω της ευημερίας που υπόσχεται η εμπειρία της Ουτοπίας, της αποδίδεται εναλλακτικά ο όρος ευτοπία ενώ η αντιδιαμετρικώς αντίθετη εμπειρία αποκαλείται δυστοπία. Στο σημείο αυτό να σημειωθεί πως γίνεται αναφορά της υπάρχουσας ορολογίας, ειδικότερα όμως στα πλαίσια του προσωπικού σχολιασμού, η έννοια της ουτοπίας θα διατηρηθεί ατόφια, καθώς το καλούπωμα αυτής μέσα σε θετικούς (ευτοπία) ή αντίστοιχα αρνητικούς (δυστοπία) χαρακτηρισμούς θεωρείται άσκοπο. Η διττή ανάλυση του όρου αλλά και η εξατομικευμένη μετάφρασή του συντελούν τη γοητεία του. Πιο συγκεκριμένα, το ερώτημα που θα επιχειρηθεί να απαντηθεί είναι γιατί η διαμονή σε έναν ουτοπικό τόπο παρουσιάζεται εντελώς ανέφικτη αλλά και γιατί σχεδόν πάντοτε η ιδανική αυτή συνθήκη εικονοποιείται σε αγεωγράφητους προορισμούς. Φαντάζομαι πως τα αίτια των παραπάνω είναι γιατί η πολιτεία αυτή δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα ή εικάζεται πως έχει υπάρξει στο παρελθόν ή σκοπεύει να υπάρξει στο μέλλον. Επομένως, στο αυστηρώς ορισμένο παρόν φαντάζει εξωπραγματική και εκτός χρόνου. Άλλες ουτοπίες που κατά καιρούς έχουν περιγραφεί από στοχαστές θα μπορούσαν να θεωρηθούν η Πολιτεία του Πλάτωνα και η κομμουνιστική κοινωνία που οραματίστηκε ο Καρλ Μαρξ.


Σαν δεδομένο λαμβάνεται πως η περιγραφή η ακόμα και η σχηματοποίηση της εκάστοτε ουτοπίας αποτελεί προϊόν μελέτης και υποκειμενικών ερεθισμάτων και πεποιθήσεων του ανάλογου στοχαστή / δημιουργού. Η παραδοχή αυτή συμβάλλει καθοριστικά στην μετέπειτα κατανόηση των διαμορφωμένων και ποικίλλων ουτοπιών. Συναντάμε πολεοδομικές ουτοπίες, κοινωνικές, νομοθετικές, οικονομικές ακόμα και ουτοπίες στη σφαίρα του ασυνείδητου της κάθε προσωπικότητας. Ο κάθε ένας ουτοπιστής διαμορφώνει τη δική του Γη της Επαγγελίας αναλόγως κάθε φορά με τις επιθυμίες του και τα όνειρά του για μια καλύτερη τύχη ή μια ιδανικότερη τροπή των καταστάσεων. Ο Michael Foucault παίρνει ως δεδομένο τη ύπαρξη ουτοπιών εξηγώντας πως αποτελούν θέσεις χωρίς πραγματικό τόπο. Υποστηρίζει πως οι θέσεις αυτές διατηρούν με τον πραγματικό χώρο της κοινωνίας μια γενική σχέση άμεσης ή αντίστροφης αναλογίας. Αποτελούν έκφραση της ίδιας της κοινωνίας σε τελειοποιημένη μορφή ή της ανάποδης πλευράς της κοινωνίας, αλλά σε κάθε περίπτωση, οι ουτοπίες αυτές αποτελούν ουσιαστικά μη πραγματικούς χώρους. Η αδυναμία χωροθέτησής τους δεν στερεί σαφώς το δικαίωμα της ύπαρξης των χώρων αυτών. Το έργο του Gaston Bachelard και των υπόλοιπων φαινομενολόγων έχουν υποδείξει πως η ανθρώπινη ύπαρξη αντιλαμβάνεται τα ερεθίσματα του κόσμου γύρω της και αλληλεπιδρά με αυτόν με βάση τα ερεθίσματα αυτά. Συνεπώς, ο χώρος που μας περιβάλλει αποδεικνύεται εμποτισμένος με χαρακτηριστικά της πρωταρχικής μας αντίληψης, η οποία και πάλι αποτελεί αντικείμενο ατομικής περιουσίας, άρρηκτα συνδεδεμένος με τις προσωπικές ανασφάλειες, επιδιώξεις και όνειρα. Ζούμε σε έναν χώρο εμποτισμένο με χαρακτηριστικά, έναν χώρο ίσως και στοιχειωμένο από την φαντασίωση. Ο χώρος της πρωταρχικής μας αντίληψης, ο χώρος των ονείρων μας, ο χώρος των παθών μας περικλείουν εγγενή χαρακτηριστικά*. Ο Μορ στο ομώνυμο βιβλίο του, Ουτοπία, περιγράφει με εξονυχιστικές λεπτομέρειες την υλική υπόσταση ενός ού-τόπου, χαμένο – τοποθετημένο στον Ατλαντικό Ωκεανό, μέσα από την αφήγηση ενός ταπεινού θαλασσοπόρου. Η Ουτοπία του Μορ είναι ο χώρος της απόλυτης ευημερίας, όπου όλες οι διατάξεις και σχέσεις εφαρμόζονται και λειτουργούν με ακρίβεια. *. Foucault Michel, Περί αλλοτινών χώρων (Ετεροτοπίες), 1967


Ο κάθε διαμένων στην Ουτοπία έχει προκαθορισμένο σκοπό, συμμετέχει ενεργά σε αυτήν και κυρίως έχει υπάρξει για να προσφέρει σε αυτήν, με βάση πάντα τις δυνατότητες και τα εγγενή του χαρίσματα. Κανείς δεν κρίνεται μη χρήσιμος, ενώ όλοι οι κάτοικοι ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας ή πνευματικής κατάρτισης παράγουν έργο. Προκειμένου να επιτευχθεί η συνθήκη αυτή, οι βασικές αρχές που διέπουν την κοινωνία της ουτοπίας είναι η πειθαρχία και ο σεβασμός. Οι νόμοι, θα λέγαμε πως είναι ελάχιστοι, καθώς η δομή της κοινωνίας αυτής βασίζεται στην κοινοκτημοσύνη και την έλλειψη διαφοροποίησης. Συνεπώς, η παρέκκλιση από τις αρχές αυτές φαντάζει αδύνατη στον ουτοπιστή Μορ, μιας και υποστηρίζει πως κάτω από τη συνθήκη της ομοιογένειας και της αυτάρκειας, όλοι ικανοποιούνται με αυτά που διαθέτουν και δεν γίνονται άπληστοι ώστε να ζητούν το έτερο. Η ενδυμασία είναι κοινή για όλους, ακόμα και για τον πρίγκιπα της χώρας, και είναι σχεδιασμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετεί όλες τις εποχές του χρόνου. Όσον αφορά τα πλούτη της χώρας, είναι ανεκτίμητης αξίας και φυλάσσονται ειδικά, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης κυρίως πολέμου, για να καλύψουν τα έξοδα των μισθοφόρων. Οι Ουτοπιανοί δεν πολεμούν ούτε προκαλούν οι ίδιοι κάποιον πόλεμο. Προσλαμβάνουν μισθοφόρους από άλλους τόπους για να υπερασπιστούν την πατρίδα τους σε κατάσταση εισβολής στην ίδια την Ουτοπία ή στις αποικίες της. Οι αποικίες παίζουν σημαντικό ρόλο για την χώρα καθώς πιστεύουν πως είναι σκόπιμο να αποικήσουν σε έναν τόπο ανεκμετάλλευτο από τους ντόπιους, προκειμένου να τον καλλιεργήσουν και να λάβουν από αυτόν, όσα οι εκάστοτε ντόπιοι αγνοούν ή περιφρονούν. Επίσης, μέσα από τις αποικίες, έχουν την ευκαιρία να προάγουν τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν την κοινωνία τους και να τις επικοινωνήσουν με άλλους λαούς. Η καθημερινή τους ζωή θεωρείται απλή για τους δυτικούς, καθώς εργάζονται μόνο έξι ώρες την ημέρα, αφού πιστεύουν πως όταν οι ώρες είναι μειωμένες, η αποδοτικότητα στην εργασία αυξάνεται, ενώ την υπόλοιπη ημέρα είναι υποχρεωμένοι να διαβάζουν ή να εξασκούνται σε κάποια τέχνη, καθώς ο κύριος στόχος της κοινωνίας είναι η προσωπική μόρφωση με απώτερο σκοπό την εξευμένιση ολόκληρης της κοινότητας. . Οι αγροτικοί πληθυσμοί της Ουτοπίας φροντίζουν να την εφοδιάζουν με τα απαραίτητα προϊόντα για να καλυφθεί η ανάγκη σε τροφή όλων των κατοίκων.


Συνήθως τα αποθέματα σε τροφή είναι τόσα ώστε η χώρα έχει την ικανότητα εξαγωγής αυτών. Τα αγαθά βέλτιστης ποιότητας διανέμονται στους αρρώστους προκειμένου να αναρρώσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ενώ εάν δεν υπάρχει προοπτική ανάρρωσης επιθυμούν να τους φροντίζουν και να τους τιμούν με κάθε τρόπο. Πιστεύουν σε διαφόρων ειδών ηδονές, τις οποίες αποκαλούν αληθινές, κάποιες ανήκουν στον νου και κάποιες στο σώμα. Η ηδονή του νού είναι η γνώση και η αλήθεια που αυτή περικλείει. Οι ηδονές του σώματος χωρίζονται σε δύο είδη, σε αυτές που προκαλούν πραγματική ευχαρίστηση στις αισθήσεις και αφορούν είτε την αναπλήρωση των θρεπτικών ουσιών που χρειάζεται ο οργανισμός μέσω της τροφής ή του ποτού, είτε όταν σοφά ικανοποιούμε αυτό που μας πρόσταξε η φύση για τη διαιώνιση του ανθρώπινου γένους. Η μεγαλύτερη των ηδονών όμως εντοπίζεται στην μουσική η οποία προκαλεί συναισθήματα και δυνατές νοητικές εντυπώσεις. Όσον αφορά τη θρησκεία τους, δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο δόγμα το οποίο υπηρετούν, υποστηρίζουν όμως πως για τον κάθε ένα υπάρχει μια οντότητα στην οποία προσεύχονται με ευλάβεια, η οποία διαφέρει από οικογένεια σε οικογένεια. Η βασική αρχή της κοινωνίας σχετικά με τη θρησκεία πάντως, είναι ο σεβασμός προς τη θεότητα την οποία επικαλείται ο διπλανός του. Οι κληρικοί τους θα λέγαμε πως είναι περισσότερο άνθρωποι του πνεύματος, παρά αντιπρόσωποι των θεών τους, γι’ αυτό εξάλλου είναι κοινοί για όλη την πολιτεία. Τέλος, σε περίπτωση ύπαρξης αντιφρονούντων και παραβατών οι τιμωρίες είναι εντελώς εξευτελιστικές ή ακόμα και θανατηφόρες. Παραβάτης θεωρείται ο άπληστος, ο οποίος θα αποπειραθεί να κλέψει, ο μοιχός αλλά και όσοι προβαίνουν σε εναγκαλισμούς πριν από το γάμο. Οι τιμωρία στις παραπάνω περιπτώσεις είναι η δουλεία για τους άντρες και η διαπόμπευση για τις γυναίκες. Οι δούλοι είναι υποχρεωμένοι να καταπιάνονται με τις βαριές δουλειές της πολιτείας και κυκλοφορούν αλυσοδεμένοι με αλυσίδες φτιαγμένες από χρυσό (καθώς οι Ουτοπιανοί αξιολογούν τα μεταλλεύματα ανάλογα με τη χρησιμότητά τους, συνεπώς ο σίδηρος έχει μεγαλύτερη αξία από το χρυσάφι). Όποιος δούλος προσπαθήσει να δραπετεύσει καταδικάζεται σε θάνατο.


Οι σχέσεις ομοιομορφίας και προσηλωμένης πειθαρχίας αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για την ύπαρξη της Ουτοπίας. Η ετερότητα μοιάζει ανύπαρκτη έως και απαγορευμένη. Ο ανταγωνισμός, η ατομική καταξίωση, η παρανομία και το άδικο είναι όροι που έχουν κρατηθεί συνειδητά εκτός του σχεδίου της Ουτοπίας. Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει από την ανάγνωση του βιβλίου του Μορ, είναι οι βασικές ελλείψεις στον τόπο που προϋπήρχε της Ουτοπίας του. Επιγραμματικά αναφέρει πως ο ιδρυτής του ιδανικού αυτού τόπου, ο Ουτόπος, κατέλαβε το νησί και εξευμένισε τους λιγοστούς ντόπιους, σχεδιάζοντας το όραμα του από το μηδέν. Η Ουτοπία, λοιπόν,πέρα από χαμένη στον Ατλαντικό Ωκεανό στερείται και ιστορίας αλλά και δημιουργίας. Όπως αναφέρει και ο Σταύρος Σταυρίδης, οι ουτοπίες χαράσσονται με βάση το σχέδιο της ιδανικής πολιτείας χωρίς παρελθόν και ζωή*. Επίσης εντοπίζει ως κύριο χαρακτηριστικό των ουτοπιών την τυπολογική πειθαρχία, την επανάληψη και την απόλυτη αδιαφορία για τις όποιες τοπικές ιδιαιτερότητες (γεωγραφικής ή πολιτιστικής φύσης). Πώς είναι δυνατόν να υφίσταται τόπος χωρίς ιστορία, χωρίς ίχνη ζωής και χρήσης; Υποθέτω πως ο κάθε ουτοπιστής, συμπεριλαμβανομένων και όλων των ανθρώπινων υπάρξεων, τείνει να φαντάζεται την ιδανική για εκείνον συνθήκη, χωρίς όμως να σκέπτεται τρόπους επίτευξης του σκοπού αυτού. Όπότε πιθανώς να μιλάμε για ουτοπίες – φαντασιώσεις με άψογα σχεδιασμένη μορφή και λειτουργία που παραμένουν όμως πάντα φαντασιώσεις στη σφαίρα του ονείρου. Αν ο άνθρωπος ήταν ολότελα στερημένος από την ικανότητα να ονειροπολεί κατ΄ αυτόν τον τρόπο, εάν δεν μπορούσε κάπου κάπου να τρέχει μπροστά και να συλλαμβάνει με τη φαντασία του μια ακέρια και ολοκληρωμένη εικόνα του δημιουργήματος που μόλις αρχίζει να πλάθεται στα χέρια του, τότε δεν μπορώ καθόλου να φανταστώ ποιο κίνητρο θα παρακινούσε τον άνθρωπο να αναλάβει και φέρει σε πέρας εκτεταμένα και επίπονα έργα στον τομέα της τέχνης, της επιστήμης και της πρακτικής ζωής**.

* Σταυρίδης Σταύρος, Οι χώροι της ουτοπίας και η ετεροτοπία: Στο κατώφλι της σχέσης με το διαφορετικό, περ. Ουτοπία, τεύχος 31, Σεπτέμβριος 1998 ** Β.Ι. Λένιν, Τί να κάνουμε, 1902, μτφρ. Π. Αντύπας, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1967, σελ. 209


Ο σκοπός της δημιουργίας της έννοιας λοιπόν, θα λέγαμε πως είναι η εμψύχωση των ατόμων και η αναμονή για μια ευνοϊκότερη συνθήκη που υπόσχεται αιώνια ευημερία και χαρίζει στο άτομο την δυνατότητα της προσπάθειας για την απόλυτη επαφή με το ανικανοποίητο, το μη κεκτημένο. Η ουτοπία βρίθει σχεδιασμού και μελέτης, έχει όμως ουσιαστική έλλειψη πραγματικού τόπου και χρόνου. Το χαρακτηριστικό της αυτό είναι που γεννά την ανάγκη της αναζήτησης και σχηματοποίησης τους. Σχεδιαστικά επιχείρησαν πολλοί αρχιτέκτονες να πειραματιστούν με την έννοια της ιδανικής πόλης, εδώ όμως θα αναφερθούμε στην προσπάθεια των Superstudio . Το σύνολο των έργων που δημιούργησαν ήταν αποτέλεσμα της κριτικής, που είχαν ήδη ασκήσει στον σχεδιασμό, την αρχιτεκτονική και την πόλη. Δημιούργησαν μύθους με ουτοπική μορφή για να περιγράψουν συνειδητά έναν απάνθρωπο κόσμο, μια αντι-ουτοπία. . Στο έργο τους 12 Ιδανικές πόλεις (Twelve Ideal Cities, 1971), στόχος είναι η πρόταση μιας ευρύτερης βελτίωσης των ήδη υπαρχόντων πόλεων απαλλασσόμενες από τις δυσαρμονίες και τα λάθη. Συνοπτικά, η κάθε πόλη παρουσιάζεται ως μια κοινωνία στο μέλλον με τεχνολογίες πιο ανεπτυγμένες από τις σύγχρονες. Οι μηχανές ελέγχουν τη ζωή του ατόμου, ενώ οι πόλεις αυτές φαίνεται να διοικούνται από μια ανώτερη τάξη ή από τις ίδιες τις μηχανές. Σε κάθε περίπτωση όμως τα δημοκρατικά αγαθά είναι ελάχιστα ενώ κάθε αντίρρηση ή αντίδραση είναι μη επιτρεπτή και οδηγεί στην άμεση και αυστηρή συμμόρφωση του εκάστοτε αντιφρονούντα ή ακόμα και στο θάνατο.

2,000 -TON C ITY, 1971, Superstudio


City of Hemispheres, 1971, Superstudio

New York of brains, 1971, Superstudio

Παρόλο που οι δώδεκα αυτές πόλεις χαρακτηρίζονται από τη μη ουτοπική τους διάθεση, παρατηρούνται πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την ιδανική ουτοπία του Μορ. Και στις δύο περιπτώσεις η ομοιογένεια, η ολιγάρκεια, η πειθαρχία και η τιμωρία είναι οι βασικοί άξονες πάνω στους οποίους οικοδομείται η φαντασίωση της αιώνιας ευημερίας. Ο Σταυρίδης σημειώνει πως οι ουτοπικοί στόχοι εκφρασμένοι σε ένα σχέδιο, σε μια μορφή πόλης στην οποία έχουν προβλεφθεί όλες, μα όλες οι λεπτομέρειες, μοιραία εκφράζουν την προοπτική ενός κοινωνικού εξορθολογισμού, ο οποίος δεν είναι παρά ένα πλαίσιο ακύρωσης της δυναμικής της κοινωνικής πράξης. Με άλλα λόγια οι ουτοπίες που προβάλλονται στο μέλλον και μάλιστα με όλες αυτές τις λεπτομέρειες στην περιγραφή τους, λειτουργούν κανονιστικά και επομένως χειραγωγικά*. Ο Michel Foucault ίσως είναι ο μόνος που έφτασε τόσο κοντά στον εντοπισμό της ουτοπίας, δίνοντας της έναν πιο χειροπιαστό, χωρικά και χρονικά, χαρακτήρα. Οι ετεροτοπίες του Foucault έχουν εξ΄ορισμού άμεση σχέση με την έννοια της ουτοπίας, όπως αναλύθηκαν και σχολιάστηκαν ανά τις περιόδους. Ορίζει τις ετεροτοπίες λέγοντας πως υπάρχουν είδη τόπων που βρίσκονται έξω από όλους τους τόπους, ακόμη και εάν είναι εύκολο να προσδιοριστεί η τοποθεσία τους. Επειδή οι τόποι αυτοί είναι τελείως διαφορετικοί από όλες τις άλλες θέσεις τις οποίες αντανακλούν και στις οποίες αναφέρονται, θα τους αποκαλώ σε αντίθεση με τις ουτοπίες, ετεροτοπίες.

*Σταυρίδης Σταύρος, Οι χώροι της ουτοπίας και η ετεροτοπία: Στο κατώφλι της σχέσης με το διαφορετικό, περ. Ουτοπία, τεύχος 31, Σεπτέμβριος 1998


Παραδειγματικά χρησιμοποιεί τον καθρέφτη σαν μια ουτοπία αλλά και ετεροτοπία ταυτόχρονα, αφού μέσα από αυτόν μπορούμε να δούμε έναν χώρο μη πραγματικό, βεβαρημένο πάντα με τις ατομικές μας επιδιώξεις (χαρακτηριστικό της ουτοπίας), ενώ ταυτόχρονα ο καθρέφτης απογυμνωμένος από την αλληγορική του σημασία, υπάρχει στην πραγματικότητα και αντανακλά το είδωλο του εικονιζόμενου. Ο καθρέφτης, γράφει, λειτουργεί σαν μια ετεροτοπία υπό την έννοια ότι καθιστά το μέρος όπου βρίσκομαι τη στιγμή που κοιτάζομαι στο τζάμι ταυτόχρονα, απολύτως πραγματικό, συνδεδεμένο με όλο το χώρο που το περιβάλλει και απολύτως μη πραγματικό, καθώς προκειμένου να γίνει αντιληπτό (το μέρος) είναι υποχρεωμένο να περάσει μέσα από αυτό το εικονικό σημείο που βρίσκεται εκεί. Συμπερασματικά, στην προσπάθεια εντοπισμού και χωροθέτησης της ουτοπίας αλλά και διαμονής σε αυτήν, θα λέγαμε πώς τα παραπάνω είναι μια αλληλένδετη τάξη πραγμάτων. Κάτι ίσως σαν την Ιθάκη που αν δεν την βρείς, την φτιάχνεις, έτσι και η Ουτοπία αποτελεί ατομικό κατασκεύασμα, ξεχωριστό για τον καθένα μας που υποτάσσεται σε ορισμένες στερεοτυπικές αρχές για να υπάρξει. Η φύση του ανθρώπου του υπαγορεύει την ανάγκη της ελπίδας, προκειμένου να μάχεται και να προσπαθεί για το κάτι καλύτερο που δεν έχει έρθει ακόμα. Η καρτερική αυτή αναμονή προβάλλεται στο ουτοπικό μέλλον που μόνο η γραμμικότητα του χρόνου μοιάζει ικανή να μεταδώσει από κρίκο σε κρίκο τη μόλυνση που φέρει το παρόν, τη κατάρα της σύγχρονης κοινωνίας της εκμετάλλευσης. Όσο μακρινό φαντάζει το μέλλον, για να σιγουρευτεί η ετερότητά του, η οποία είναι και η πρωταρχική αρχή της ουτοπίας, πρέπει να κοπούν οι γέφυρες, η αλυσίδα του χρόνου πρέπει να σπάσει. Όμως το άλλο, το απόλυτο έτερο βρίσκεται έξω*.

*Σταυρίδης Σταύρος, Οι χώροι της ουτοπίας και η ετεροτοπία: Στο κατώφλι της σχέσης με το διαφορετικό, περ. Ουτοπία, τεύχος 31, Σεπτέμβριος 1998


Βιβλιογραφία _Τόμας Μορ, Ουτοπία, 1516, μτφρ. Βουτσινός Μ., εκδ. Αργοναύτης _Σάββας Κονταράτος, Ουτοπία και Πολεοδομία, 2014, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, επίτομη έκδοση, Αθήνα, 2015 _Pierre Bourdieu, Η αίσθηση της πρακτικής, 1980, μτφρ. Λελεδάκης Κ., εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2006 _Michel Foucault, Περί αλλοτινών χώρων, Ετεροτοπίες, 1967, Αrchitecture, Mouvement, Continuite, τεύχος 5ο, Οκτώβριος, 1984 _Ιωαννάτου Ευανθία, Κοντιζά Ιακωβίνα, SUPERstudio: η δυστοπία ως κριτική, σπουδαστική διάλεξη, Ε.Μ.Π., Φεβρουάριος, 2013


CONICAL TERRACED CITY, 1971, Superstudio


Ιούνιος, 2017




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.