--*fc«—«J^««**-·-
issisi Xç^iiP! ΛΤΙ u u 3iouìIutg;c.
ΤΕΥΧΟΣ
η\ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ
ΕΚΔΟΣΗ
ΑΙΓΙΝΑ. ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΙΟΥΑΙΟΣ 2011
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Τ Ο Υ ς ΣΦΟΥΓΓΑΡΆΔΕς Τ Η Σ ΑΙΓΙΝΑΣ
-
1 AIMSAlt Ä* ΕΦΗΜΕΡΪ2
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ, Ε Ι Ϊ Ι Σ TIIMONIKH ΚΑΙ ΤΕΧΒΟΑΟΓ 1ER, lïMiosesB
* Π 1 Ϊ Τ Ι il
»an»
τηύ Γ. inoLTOAÎAOï ;LOXttliTOt
Λ &
'^^^^^^^^P ^£J?',TB^^MÇIS
Élf^ IIMP^
ΠΡΟΑΓΓΕΛΙΑ. Ατιγγί»*™ tinfcAra»« Î B ^ W Î Ι
«μ&ι infitti. >ä jmftOo^irH îià »' ά^οίίίϊω tir ιί^ΰίίίΤ*ΐ
Η ΑΙΓΙΝΑΙΑ Περιοδική πολιτιστική έκδοση Τεύχος 20 Αίγινα, Ιανουόριος-Ιούλιος 2011 Ιδιοκτήτης - Εκδότης: Αστική μη κερδοσκοπική Εταιρεία «ΗΑιγιναία» Έδρα: Ιωάννου Σακκιώτου 8, Κυψέλη Αιγίνης, 180 10 Αίγινα. ΑΦΜ: 099119847 Διευθυντής: Γεώργιος Ι. Μπόγρης Διαχειριστής: Γιάννης Φ. Πούντος Συντακτική επιτροπή: Κώστας Γαβρόγλου Μαίρη Γαλάνη-Κρητικού Προνόη Θεολογίδου Γιώργος Κουλικούρδης Βασίλης Λυκούρης Γιώργος Μπήτρος Γεώργιος Μπόγρης Δημήτρης Νικολόπουλος Γιάννης Πούντος Δημήτρης Σαραντάκος Ελένη Σταμπόγλη Αχιλλέας Χαλδαιάκης Διόρθωση κειμένων: Προνόη Θεολογίδου Καλλιτεχνική επιμέλεια: Κατερίνα Μποτζάκη
«'Ονομάζεται δε ή έφημερίς αυτή. Η ΑΙΓΙΝΙΑΙΑ, ώς υπό παροικούντων εις Αϊγιναν εκδιδομένη» Παραγωγή: Μποτζάκης Ανδρέας, Γραφικές Τέχνες Τζαβέλλα 10, Αθήνα, τηλ.: 210 3301604
Συνδρομές: Εσωτερικού: 20 ευρώ Φοιτητές-Μαθητές: 15 ευρώ Εξωτερικού: 30 ευρώ Οργανισμών-Τραπεζών: 60 ευρώ Υπεύθυνος συνδρομών: Γιάννης Πούντος τηλ. 2297026278-6932648020 Επιταγές-Εμβάσματα: Γεώργιος Μπόγρης Μητροπόλεως 9,180 10 Αίγινα, τηλ: 2297026625-61876-6944370587 Γεώργιος Γουλάκος, Βαλαωρίτου 12,106 71 Αθήναι, τηλ. 2103628501 Αριθμός τραπεζικού λογαριασμού: 241/47005110 Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Επιστολές-Συνεργασίες στη διεύθυνση: Αστική μη κερδοσκοπική Εταιρεία «ΗΑιγίναία» Τ.θ. 38,180 10 Αίγινα Ηλεκτρονική διεύθυνση: www.aiginaia.gr e-mail:gebogris (δ) cyta.gr
Το κόσμημα του εξωφύλλου της Αιγιναίας είναι του Γιάννη Μόραλη. ISSN 1108-748Χ
ΤΕΥΧΟΣ 20
::
'
lui ':
Π
Ε
ΣΗΜΕΊΩΜΑ
Ρ
ΤΟΥ
Ι
Ε
Χ
Ο
Μ
Ε
Ν
Α
ΔΙΕΥΘΥΝΤΉ
ΜΝΗΜΗ ΒΑΣΙΛΗ ΠΛΑΤΑΝΟΥ
10
ΟΙ ΣΦΟΥΓΓΑΡΑΔΕΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ
Σπόγγοι της Μεσογείου: ένας γοητευτικός άγνωστος κόσμος
13
Ελένη Βουλτσιάδου Η αξία των σπόγγων για τον άνθρωπο της αρχαιότητας
14
Μαρία-Χριστίνα Χ α τ ζ η ι ω ά ν ν ο υ Σπογγαλεία-Μια επιχειρηματική παράδοση
34
Ι ω ά ν ν η ς Β. Λυκούρης Η ελληνική κοινότητα του Τάρπον Σπριγκς
40
Νομική Χαλιπήλια-Μιχαλοπούλου Σπογγαλιεία - Κατεργασία - Σπογγεμπόριο
62
Βασίλης Ι. Λυκούρης Η σπογγαλιεία ως πλουτοπαραγωγικός παράγων για την Αίγινα
70
Προνόη Θεβλογίδου Emmanuel House
82
Γεώργιος Ι. Μπόγρης Μαρτυρίες για τα σφουγγαράδικα
90
Κώστας Μάνος Σφουγγαράδικα της Αίγινας στα δικά μας τα χρόνια
100
Οι σ φ ο υ γ γ α ρ ά δ ε ς στη λ ο γ ο τ ε χ ν ί α
112
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ-ΙΣΤΟΡΙΑ-ΤΕΧΝΗ-ΑΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤάκηςΚουμπης Μια αρχιτεκτονική πρόταση της Μαργαρίτας Κουλικούρδη
132
Βασίλης Π λ ά τ α ν ο ς Τρία ζωγραφικά έργα με θέματα από την Αίγινα
144
Μαίρη Γαλάνη-Κρητικού Ταξιδεύοντας με τα καράβια του Σαρωνικού
148
Βασίλης Σωτηρακόπουλος Ένας ξεχασμένος φιλέλληνας γιατρός
154
Λίνα Μπόγρη-Πετρίτου Οι φωτιές τ' Αγιαννιού του Ριζικάρη και ο Κλήδονας
157
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ Δημήτρης Νικολόιτουλος Η ποίηση του Γιώργου Μαρίνου
162
Γιώργος Μαρίνος Ποιήματα
165
Γιάννης Σανταντόνιο Ποιήματα
168
Άκης Δανιήλ Ποιήματα
173
Κώστας Νησιώτης Η απροσεξία
175
Ποιήματα
180
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ Προνόη Θεολογίδου Χρύσας Σπυροπούλου, Το μυστήριο της Αίγινας
182
Κώστα Νησιώτη, Γραμμική γραφή
184
Περιοδικά
186
. : r,:,
?
.
;
^^ίί§Ε§φί0:^Ι;!ΙίΙΆ
\
»•
"«*«*
> - . *
#*»*««"*»***'
1
•ΙΙΙΐΙΙί»*!'*"
ΐφβκφί
Λψισα του 1883. Τύποι σπ(ΐγγ«λιι·υτιι>ι.ίι.ν σκαφών •••••
.:•-:.-
ü-.-Λ. ..-.f,-.i « M ; ; -W- •; I • £
••"''••••"••:.::•''••..
.-:-....;,./... ; :: . • :
Καΐκι με δύτες σε παλιά καρτ ποστάλ.
Το εργοστάσιο επεξεργασίας σφουγγαριών του Γιώργου Μπράουν κατά το έτος 1920 το οποίο μετετράπη σε ξενοδοχείο το 1959.
•S-, .jp,«-;-!.-,.';^·..
ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ TOY ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΗΣ «ΑΙΓΙΝΑΙΑΣ»
Καΐκια σφουγγαράδικα. Θαλασσινά ταξίδια μακρινά και περιπετειώδη. Ανθρωποι της θάλασσας τολμηροί και ριψοκίνδυνοι. Σφουγγάρια, πλούτος μα και συμφορά. Ιστορίες με κατορθώματα και τραγωδίες, ζωή σκληρή και γεμάτη στερήσεις, μα και γλέντια και χαρές στην επιστροφή. Σχεδόν μία ολόκληρη εκατονταετία κράτησε η ενασχόληση των Αιγινη τών και άλλων νησιωτών, κυρίως Δωδεκανήσιων, με τη σπογγαλιεία και το σπογγεμπόριο. Η θάλασσα τους έδωσε τον πλούτο της. Με ταλαιπωρίες αφά νταστες και με κίνδυνο της ζωής τους τον άντλησαν, έδωσαν ζωή, κίνηση και χρήμα στα άγονα νησιά τους. Μια θαλασσινή εποποιία, που έδυσε εκεί γύρω στο 1970, που τη περιέγραψαν με την αθάνατη πένα τους μεγάλοι λογοτέχνες και την ύμνησε το παραδοσιακό νησιώτικο και λαϊκό μας τραγούδι. Σε όλα σχεδόν τα ελληνικά παράλια ψάρευαν σφουγγάρια τα καΐκια της Αίγινας και έφταναν μέχρι τη Λιβύη, όταν εξασφάλιζαν την απαραίτητη άδεια. "Στο Τούνεζι, στη Μπαρμπαριά, μας έπιασε κακοκαιρία", λέει το πασί γνωστο λαϊκό τραγούδι με φωνές χορωδίας που μοιάζουν σα να τραγουδάει το τσούρμο του καϊκιού. Μετά το Πάσχα ξεκίναγαν και τέλος Οκτώβρη γύριζαν. Στην Καραντίνα στήνονταν τα καζάνια και έβραζαν τον καβουρμά, που συσκευαζόταν με το λαρδί του σε γκαζοτενεκέδες. Γλέντι μεγάλο στηνόταν και όλη η πόλη πέρνα γε για τον αποχαιρετισμό και το κέρασμα. Καπεταναίοι, άλλος με ένα, άλλος με δύο, άλλος με πολλά καΐκια, εκκινητές, έμποροι, προμηθευτές, δανειστές και φυσικά τα πληρώματα, πρωταγω νιστές με κορυφαίους τους δύτες, "βουτηχτές" ή "μηχανικούς", οι κολαουζέρηδες, οι μαρκουτσέρηδες, οι τρεχαντινιέρηδες, οι ναύτες. Όλοι για ένα καλό μεροκάματο, για να τα φέρουν βόλτα με τις φαμίλιες τους. Τα λεφτά, με τα δεδομένα της εποχής, ήταν καλά, ιδίως για τους δύτες που δούλευαν με ποσο στά. Χρήμα έπεφτε στο νησί και μετά την κατεργασία εξάγονταν από τους εμπόρους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, όπου μοσχοπουλιόνταν. Οι ίδιοι οι σφουγγαράδες την έβγαζαν με το ζόρι και καταχρεωμένοι, συνήθως, περίμεναν το επόμενο ταξίδι για να ξεχρεώσουν, όλοι σχεδόν από τον καπετάνιο μέχρι τον τελευταίο ναύτη. Οι διεθνείς αγορές, που ελέγχονταν από την Αγγλία με τους μεγάλους σπογγεμπορικούς οίκους στον καταμερι σμό εργασίας και διακίνησης που επέβαλλαν, είχαν τοποθετήσει τους Ελλη νες νησιώτες στην πρωτογενή παραγωγή, με περίπου αποικιοκρατικού είδους εμπορικές σχέσεις, και τα υπερκέρδη, 4 και 5 φορές πάνω από τις τέλι-
κές τιμές αγοράς από τα νησιά μας, κατέληγαν στις εγγλέζικες τράπεζες. Προπολεμικά περισσότερα από 70 καΐκια ξεκινούσαν από την Αίγινα για σφουγγάρια και άλλα λιγότερα από Ύδρα, Σπέτσες, Λήμνο, Τρίκερι και, φυσι κά, από Κάλυμνο, Σύμη, Τήλο, Χάλκη κ.λπ. Τα πρωτεία στην παραγωγή και τη διακίνηση στην Ελλάδα κατείχε η Αίγινα - τα Δωδεκάνησα ήταν ακόμη υπό ιταλική κατοχή. Σπίτια καπεταναίικα και αποθήκες μεγάλες σπογγεμπόρων χτίστηκαν τότε στην πόλη σε όλο σχεδόν το παραλιακό μέτωπο και στα στενά της, αλλά και στην Κυψέλη. Τρεχαντήρια σφουγγαράδικα κατασκευά ζονταν στα καρνάγια του νησιού και αλλού. Ακόμη και τα σκάφανδρα και τις καταδυτικές μηχανές τις έφτιαχνε τοπικό μηχανουργείο, πρωτοπόρο για την εποχή του. Και βέβαια ένα ξεχωριστό, ιδιότυπο κεφάλαιο στην όλη εποποιία, αντιπροσωπεύει το Τάρπον Σπρινγκς, το άσημο χωριό στη Φλόριντα των Η.Π.Α., αποικία Αιγινητών σφουγγαράδων, που έμελλε να εξελιχθεί σε παγκό σμιο κέντρο σπογγαλιείας και σπογγεμπορίου. Τα χρόνια αυτά εγκαταστά θηκαν στην Αίγινα και πολλοί άλλοι νησιώτες, κυρίως Δωδεκανήσιοι, οι οποί οι ρίζωσαν στο νησί. Αυτά μόνο ως εισαγωγή στο μεγάλο αφιέρωμα του παρόντος τεύχους της "Αιγιναίας" στη σπογγαλιεία και τους Αιγινήτες σφουγγαράδες, σε μία περίο δο της ιστορίας του νησιού σχετικά πρόσφατη αλλά άγνωστη στους νεότε ρους, που σημάδεψε οικονομικά και κοινωνικά το νησί. Και κάτι ακόμη σαν αναγκαία παρατήρηση. Εξακριβωμένα, τα ατυχήματα από τη νόσο των δυτών υπήρξαν πολύ λιγότερα στην Αίγινα - οι καπεταναίοι φρόντιζαν τα πληρώματα τους και τηρούσαν αυστηρά τους εμπειρικούς κανόνες ασφαλεί ας για τη ζωή και την υγεία των δυτών. Σε αντίθεση με την Κάλυμνο π.χ., όπου μετά από κάθε ταξίδι σχεδόν οι μισοί βουτηχτές δε γύριζαν καθόλου, αφού θάβονταν στην άμμο της Λιβύης, ή γύριζαν παράλυτοι από τη νόσο των δυτών, "τους είχε χτυπήσει η μηχανή", η καταδυτική μηχανή, που έδινε τον αέρα στο δύτη. Γι' αυτό και η τραγική ρήση πριν το ταξίδι, "ή σφουγγάρι ή τομάρι". Συγκινητική δημιουργία του νεότερου λαϊκού μας πολιτισμού παρα μένει ο χορός του σφουγγαρά. Το 1950 ο νεαρός απόφοιτος της Γυμναστικής Ακαδημίας και χορευτής στο Λαϊκό Χορόδραμα της Δώρας Στράτου, Θεόφι λος Κλωνάρης, Καλύμνιος ο ίδιος, πρωτοχόρεψε το "χορό του μηχανικού" με τους τραγικούς στίχους στην εισαγωγή του "ή μηχανικός θα γίνω ή στην άμμο θ' απομείνω", υποδυόμενος τον παράλυτο δύτη, που λαχταρώντας να χορέψει μαζί με τους συντρόφους του στο γλέντι, προσπαθεί, στηριζόμενος στις μαγκούρες του, τρεκλίζοντας, τρέμοντας, υποχωρώντας και υποβαστα ζόμενος από τους φίλους του, να σύρει το χορό. Ο μήνας που πέρασε μας επεφύλαξε μία πολύ μεγάλη απώλεια. Έφυγε στις 18 Μαίου ο τακτικός συνεργάτης του περιοδικού μας και μόνιμος κάτοι κος της Αίγινας τα τελευταία χρόνια Βασίλης Πλάτανος. Ο αείμνηστος Βασί-
λης, συνταξιούχος δημοσιογράφος που αρθρογράφησε σε πολλές καθημερι νές εφημερίδες των Αθηνών, ήταν μία μεγάλη προσωπικότητα για την ιστο ρία καιτην έρευνα του λαϊκού μας πολιτισμού. Υπήρξε κορυφαίος λαογράφος με πάμπολλες μελέτες και καταγραφές. Θα τον θυμόμαστε πάντοτε, πάνω από όλα για τον ανιδιοτελή χαρακτήρα του, την πρόθυμη διάθεση του για συνεισφορά και συνεργασία και τη λιτή και απαλλαγμένη από υπεροψίες και εγωισμούς παρουσία του. Η Συντακτική Ομάδα της "Αιγιναίας", ως ελάχιστο φόρο τιμής στη μνήμη του, κατέθεσε αντί στεφάνου, χρηματικό ποσό για την επισκευή του ξενώνα της Ι. Μ. Περιβολής Άντισσας Λέσβου, τόπου καταγω γής του αξέχαστου Βασίλη, σύμφωνα με την επιθυμία των οικείων του. Εκφράζουμε τις ευχαριστίες του περιοδικού σε όλους τους φίλους Αιγινή τες και Αιγινήτισσες, που συνέβαλαν με άρθρα τους στο αφιέρωμα μας. Επί σης, για τη συμβολή τους με φωτογραφικό υλικό, απευθύνουμε τις ιδιαίτερες ευχαριστίες μας προς τους: Νομική Χαλιπήλια-Μιχαλοπούλου, Κώστα Μάνο, Λίλυ Βογιατζή- Μαίλλη, Γιώργο Μπράουν, Βασίλη Σωτηρακόπουλο. Φίλες και φίλοι της «Αιγιναίας», καλό σας καλοκαίρι. Γεώργιος Ι. Μπόγρης Διευθυντής της «Αιγιναίας»
9
ΜΝΗΜΗ ΒΑΣΙΛΗ ΠΛΑΤΑΝΟΥ
ΜΑΙΡΗ ΓΑΛΑΝΗ-ΚΡΗΤΙΚΟΥ
Ο Βασίλης Πλάτανος μας το έσκασε. Αποφάσισε να περιπλανηθεί στους πέρα από τον τάφο τόπους
φυγε σιωπηλά, έτσι ακριβώς όπως ζούσε. Σιωπηλά αντιμετώπισε την «επάρατο», χωρίς θόρυβο μπήκε στο νοσοκομείο, σιωπηλά κατέληξε. Γι' αυτό και νιώθουμε εμείς, οι συνεργάτες του, αυτή την πικρή γεύση, αυτή τη δυσάρεστη έκπληξη από την έλλειψη πληροφόρησης για την περιπέ τεια του, που προηγήθηκε του κακού μαντάτου. Τον Βασίλη τον Πλάτανο τον είχα ήδη συναντήσει στη δεκαετία του 60. Ήμασταν μαζί στο «Βήμα» αλλά και στην «Περιηγητική Λέσχη», όπου κάλυ πτε τις δραστηριότητες της ως δημοσιογράφος. Ήταν απόμακρος, μοναχικός, σιωπηλός. Τον ξαναβρήκα στην Αίγινα, συνεργάτη της «Αιγιναίας». Ήλθε πολλές φορές στο σπίτι μου, γιατί του άρεσαν πολύ οι ταπισερί που κεντού σα κι έγραφε συχνά γι' αυτές στον Αθηναϊκό Τύπο και στην «Αιγιναία». Ήξερα πως ο πνευματικός κύκλος της Αθήνας εκτιμούσε πολύ το έργο του και είναι γνωστό ότι θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους έλληνες λαο γράφους. Γεννήθηκε στη λεσβιακή «Αντισσα», όπου τέλειωσε το Δημοτικό. Γυμνά σιο πήγε στη Μυτιλήνη. Πριν υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία ως ναύ της, δούλεψε σε ψαροκάικα κι έβγαλε ναυτικό φυλλάδιο για να μπαρκάρει. Φοί τησε στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Σπύρου Μελά και στη Δραματική Σχολή (Τμήμα Σκηνοθεσίας] του Πέλου Κατσέλη. Άρχισε να δημοσιογραφεί από το «Δημοκράτη» Μυτιλήνης [1950] και συνέχισε ως καλλιτεχνικός και πολιτιστι κός συντάκτης σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά στην Ελλάδα και στο εξωτερικό
Ε
ίο
και αρχισυντάκτης στο ραδιοφωνικό σταθμό Αιγαίου της EPA. Επίσης, ήταν συντάκτης στην ελληνική εκπομπή του BBC από το Λονδίνο. Από νέος ασχο λήθηκε με την ποίηση, την πεζογραφία, το δοκίμιο, τη λαογραφία. Για το λογοτεχνικό και λαογραφικό έργο του βραβεύτηκε από την Εταιρεία Λεσβια κών Μελετών, την Ακαδημία Αθηνών, τη Γυναικεία Λογοτεχνική συντροφιά, την Ελληνική Ραδιοφωνία. Ήταν μέλος της ΕΠΟΝ, της ΕΣΗΕΑ, της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιο γράφων, του Ιδρύματος Σοσιαλιστικών Ερευνών «Σταύρος Καλλέργης», του Ινστιτούτου Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών, της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κρι τικών Λογοτεχνίας, της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, της Ελληνικής Περιηγητικής Λέσχης, του ETUDES TSIGANES στο Παρίσι, της Χορωδίας και του Ομίλου «Το Μπουρίνι» Μυτιλήνης. Τιμήθηκε με μετάλλια από: Οικουμενικό Πατριάρχη, Ροταριανό Όμιλο Αθηνών, Πατμιακή Μονή, Ελληνική Περιηγητική Λέσχη, Μονή Αγίου Νεκταρίου Αίγινας, Δήμο Μυτιλήνης και Δήμο Μεγαρέων. Τύπωσε τα βιβλία: «Τρανές λειτουργίες» [1958], «0 χορός των Αλόγων. Ηθογραφική νουβέλα για ένα λεσβιακό πανηγύρι» (1962), «Ελληνικά λαϊκά πανηγύρια» [1963] και σε β' έκδοση το 2002 από τις εκδόσεις «ΦΛιππότη», «Εξοχή» [1964] και σε β' έκδοση το 1997 με τίτλο «Εξοχή Ελληνική», «Προσκυνητάρι της Αίγινας» (1965) και σε αναστατική έκδοση από την «Αιγιναία» το 2000, «Εν Πλω» (1974), «Είρηνα» (1976), «Διάψαλμα» (2000), «Γάμος στη λεσβιακή Άντισσα» (2002), «Μάγκνα Γκρέτσια» (2003), «Μοιρολόγια της Άντισσας» (2004), «Χαρταετοί - ART KITES» (2006), από τις αίθουσες Τέχνης «Αστρολάβος» και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις Βρυξέλλες. Ο Βασίλης Πλάτανος είχε πάρει συνεντεύξεις απ' όλους τους γνωστούς συγχρόνους του ζωγράφους, ηθοποιούς, τραγουδιστές. Ονόματα σαν της Κατίνας Παξινού, της Λαμπέτη, του Μίκη Θεοδωράκη, του Κουν, του Βρεττά κου και άλλων. Η βράβευση του από την Ακαδημία Αθηνών για τα διηγήματα του «Τρα νές Λειτουργίες» είχε εντυπωσιάσει την Ελένη Βλάχου, η οποία τον προσέλα βε στο συγκρότημα της. Αργότερα ο Βασίλης Πλάτανος τόλμησε να πει «όχι» στις κλίκες και στα συμφέροντα που ύφαιναν την κομπίνα για το «θαυματουργό νερό του... Καματερού». Αρνήθηκε να γράψει ρεπορτάζ γι' αυτό το θέμα στα «ΝΕΑ» και τα βρόντησε διακόπτοντας τη συνεργασία του με την εν λόγω εφημερίδα μετά από 15 χρόνια συνεργασίας. Για να μελετήσει τη ζωή των τσιγγάνων, έζησε μαζί τους περίπου τρία χρόνια. Γήινος και προσγειωμένος κυκλοφορούσε με ένα σκούφο και με ένα μπλοκάκι στο χέρι, όπου κατέγραφε ό,τι τραβούσε το ενδιαφέρον του. Κατέγραψε τις φωνές κι από θύματα κι από θύτες: από τους ναυαγούς της
Φαλκονέρας μέχρι τον Κοεμτζή και τον Άκη Πάνου, όπως τους ύποπτους της δολοφονίας του Πέτρουλα και των στημένων δικών της Χούντας. 0 Πλάτανος αφιέρωσε πενήντα πέντε χρόνια έρευνας στο λαϊκό μας ζωγράφο Θεόφιλο καταγράφοντας ως χρονολογία γέννησης του το 1873. Τα τελευταία χρόνια που ζούσε στην Αίγινα έλεγε στους φίλους του να του στέλνουν τα γράμματα τους στα «Βρόχια της Αίγενας» (προτιμούσε να την ονομάζει έτσι). Αγάπησε το νησί μας και του άρεσε να πίνει το κρασάκι του με τους απλούς ανθρώπους του λαού από τους οποίους - μου έλεγε - είχε πολλά να μάθει. Όταν χόρευε ζεϊμπέκικο, όλοι παραμέριζαν για να τον καμαρώσουν. Λάτρευε τη θάλασσα. Λάτρευε την Ελλάδα. «Αφουγκράζομαι το Αιγαίο και χορταίνω... Θεό», είχε πει σε μια συνέ ντευξη του. Οι συνεργασίες του στην «Αιγιναία» μάς είναι πολύτιμες για τις πληροφορίες που μας δίνουν για τεχνίτες, ήθη, έθιμα, για τα αμαξάκια και τους αμαξάδες, για τα κεντήματα και τις κεντήστρες, για όλο αυτό το ποικίλο μωσαϊκό που αποτελεί την ομορφιά της χώρας μας. Θα τον θυμόμαστε με αγάπη νιώθοντας πάντα σεβασμό και θαυμασμό για τις ξεχωριστές καταγραφές της πέννας του.
12
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΣΦΟΥΓΓΑΡΑΔΕΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ
ΘΑΝΟΣ ΝΤΑΪΛΙΑΝΗΣ*
Σπόγγοι της Μεσογείου: ένας γοητευτικός άγνωστος κόσμος εικόνα που έρχεται συνήθως στο μυαλό στο άκουσμα της λέξης "σπόγ γος" είναι τα γνωστά φυσικά σφουγγάρια, που παλαιότερα δεν έλειπαν από κανένα σπίτι και τα οποία ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούνται από πολ λούς για την ατομική καθαριότητα. Τα αλιευόμενα σφουγγάρια είναι πράγ ματι σπόγγοι, μια ιδιαίτερη και από πολλές απόψεις εντυπωσιακή κατηγορία υδάτινων οργανισμών. Για την ακρίβεια, είναι ο μαλακός σκελετός ενός είδους σπόγγου, όπως έχει απομείνει μετά την επεξεργασία που αφαιρεί τους ζωντανούς ιστούς που τον περιβάλλουν. Το σφουγγάρι όμως που χρησιμο ποιείται από τον άνθρωπο δεν αποτελεί παρά έναν μόνο εκπρόσωπο της εκπληκτικής ποικιλότητας που χαρακτηρίζει το Φύλο των Σπόγγων. Εκατο ντάδες διαφορετικά είδη ζουν σε όλους σχεδόν τους τύπους θαλάσσιων οικο συστημάτων, από τους πόλους μέχρι τους τροπικούς και από τα αβυσσαλέα βάθη μέχρι την ακτή. Τα είδη αυτά διαθέτουν μια εκπληκτική ποικιλία μορ φών, σχημάτων και χρωμάτων, συνεισφέροντας καθοριστικά στην αισθητι κή γοητεία του θαλάσσιου βυθού.
Η
Τι είναι οι σπόγγοι; "Μα τελικά είναι φυτά ή ζώα"; Ένα συνηθισμένο και ίσως εύλογο ερώτη μα, αν σκεφτεί κανείς ότι μέχρι και τον 18ο αιώνα οι φυσιοδίφες είχαν καθιε ρώσει μία ειδική κατηγορία, τα "Ζωόφυτα", για να εντάξουν μορφές ζωής, όπως οι σπόγγοι, τις οποίες δεν μπορούσαν να κατατάξουν με σιγουριά σε ένα από τα δύο βασίλεια, Ο Αριστοτέλης, βέβαια, ο πρώτος βιολόγος στην Ιστορία, είχε ήδη στην εποχή του κατατάξει με σιγουριά τους σπόγγους στα ζώα. Βασι κό του επιχείρημα ήταν ότι οι σπόγγοι διαθέτουν αντίληψη του περιβάλλο* Βιολόγος ντος και ικανότητα αντίδρασης σε ερεθίσματα. Όπως αναφέρει, όταν κάποιος tdafflanis@gmaii. ,
,
η
ι
ι
η ι
com / www.mar-
επιχειρήσει να αποσπάσει ενα σπόγγο απο το βράχο οπού βρίσκεται εγκατε- b i g e n o r g / u s e r s / t στη μένος, αυτός συστέλλεται και αντιδρά ενεργά στην προσπάθεια. hanos-dailianis 13
Σήμερα, φυσικά, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι οι σπόγγοι είναι ζώα και, μάλι στα, με εξαιρετικά πλούσια εξελικτική ιστορία. Ίχνη παρουσίας των σπόγγων σε γεωλογικά στρώματα ηλικίας περίπου 2 δισεκατομμυρίων ετών μάς επι τρέπουν να κατανοήσουμε ότι οι σπόγγοι αποτελούν την πρώτη απόπειρα οργάνωσης των μέχρι τότε μονοκύτταρων ζωικών οργανισμών σε λειτουργι κά σύνολα. Στα σύνολα αυτά η δομική βάση της ζωής - τα κύτταρα - δε συμ βιώνουν απλώς, όπως σε μία αποικία, αλλά εξειδικεύονται και συνεργάζονται, υπηρετώντας από κοινού την επιβίωση του ατόμου το οποίο απαρτίζουν. Βασικές βιολογικές λειτουργίες Οι σπόγγοι περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους προσκολλημένοι σε στα θερά στοιχεία του θαλάσσιου βυθού ή ριζωμένοι σε μαλακά βενθικά υποστρώματα. Όχι όμως και όλο το διάστημα: οι νεαροί γόνοι, ως προνύμφες, μπορούν να μετακινούνται ελεύθερα στο νερό αφότου εκκολαφθούν η μετακίνηση τους υποβοηθείται από τη θαλάσσια κυκλοφορία και μετά από διάστημα λίγων ωρών ή ημερών προσεγγίζουν το βυθό, όπου ανα ζητούν κατάλληλη θέση για την εγκατάσταση τους. Εφόσον επιβιώσουν, θα αναπτυχθούν εκεί σε ενήλικα άτομα. Τρέφονται αντλώντας διαρκώς το θαλασσινό νερό και κατακρατώντας ουσίες που τους είναι χρήσιμες στην ανάπτυξη τους. Το νερό εισέρχεται μέσω μικροσκοπικών πόρων που βρίσκονται συνήθως διάσπαρτοι σε ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος τους, διακινείται ενεργά σε ένα δίκτυο καναλιών ποικίλων μεγεθών, όπου γίνεται η κατακράτηση των σωματιδίων, και στη συνέχεια εκβάλλεται από μεγαλύτερα ανοίγματα (Εικ. 1). Τα σωματίδια που κατακρατούνται είναι μικροσκοπικά, όπως μονοκύτταροι πλαγκτονικοί οργανισμοί και βακτήρια, αλλά και διαλυμένες στο νερό οργανικές ενώσεις. Η ιδιότητα των σπόγγων να εκμεταλλεύονται αποτελεσματικά τα διάσπαρτα στο υδάτινο περιβάλλον μικροσκοπικά αποθέματα τροφής, είναι βασική παράμετρος της επιτυχίας τους σε όλα σχεδόν τα θαλάσσια οικοσυστήματα. Η αναπαραγωγή τους γίνεται εγγενώς, αν και οι περισσότεροι σπόγγοι είναι ερμαφρόδιτοι. Σε κατάλληλη περίοδο, που ποικίλλει ανάμεσα στα είδη, τα άτομα απελευθερώνουν σπέρμα το οποίο μεταφέρεται από τα θαλάσσια 14
ί-'V'ib''
•
2ρ
" m&ig;!?«
if;;-| ί«
- Ì
&:. «l'A ..,.»; ίΐΐοΐλ
Si
τ
νί
if: ^ίν
J
;
k * > -x^HËSβ ΗΙ . d • | | IplS^lv-^/'
Hemimycale columella
• • • /t-il-"Petrosia ficiformis
Aplysina aerophoba
Crambe crambe
:'.Γ
li
• .•••"• .' "' "fri
}.
j
Axinella polypoides
JH Ircinia sp. Εικ. 2
ρεύματα και προσλαμβάνεται από άλλα άτομα με την ίδια μέθοδο που χρησι μοποιείται για τη θρέψη τους. Η γονιμοποίηση των ωαρίων και η ωρίμανση τους σε προνύμφες γίνεται μέσα στο σώμα των μητρικών ατόμων. Μία αξιοθαύμαστη ποικιλότητα Το Φύλο των Σπόγγων, ή Ποροφόρων (Porifera] στην επιστημονική ορο λογία λόγω του διάτρητου εξωτερικού τους περιβλήματος, περιλαμβάνει κατά προσέγγιση 7.000 γνωστά είδη παγκόσμια. Στη Μεσόγειο είναι γνωστά 681 είδη συνολικά, από τα οποία 200 έχουν βρεθεί και στις ελληνικές θάλασ σες. Λόγω των ιδιαίτερων περιβαλλοντικών συνθηκών που χαρακτηρίζουν τη Μεσόγειο αλλά και της περιορισμένης ικανότητας διασποράς των σπόγ γων, περίπου τα μισά από τα είδη αυτά είναι ενδημικά, απαντούν δηλαδή αποκλειστικά στην έκταση της συγκεκριμένης θαλάσσιας λεκάνης και δε ζουν σε άλλες περιοχές. Διάφορους εκπρόσωπους των σπόγγων μπορεί να συναντήσει κανείς στις βραχώδεις ακτές, στους υποθαλάσσιους υφάλους, μέσα στους λειμώνες της
15
^§Ë§
Γ*
s*·
ELK
3
* *'
Ποσειδωνίας,στιςσκιόφιλεςκο ραλλιογενείς κοινότητες και στα ,,,«,*- * \ υποθαλάσσια σπήλαια, στους αμ\ je μώδεις και λασπώδεις βυθούς της υφαλοκρηπίδας και των αβυσσικών πεδιάδων αλλά καιτριγύρω από σημεία γεωθερμικής δράστη)\ .-' / , , ριότητας, όπως τα υποθαλάσσια Ι ηφαίστεια. Οιχρωματισμοίτους καλύπτουν όλο σχεδόν το φάσμα, ι από το έντονο κόκκινο, πορτοκα λί και κίτρινο μέχρι το μπλε και το ιώδες. Είδη που ζουν στην εύφωτη ζώνη είναι συχνά κατάμαυρα, ενώ στα σπήλαια και στα μεγάλα βάθη, όπου το φως δεν φτάνει, δεν είναι ασυνήθιστο το άσπιλο λευκό. Ποικιλία χαρακτηρίζει καιτο σχήμα του σώματος τους: μπορεί να είναι σφαιρικό, λοβωτό, σιφωνοειδέςή κλαδόσχημο, αλλά και πολύ συχνά απλώς ένα λεπτό επί στρωμα το οποίο ακολουθείτη μορφολογία του υποστρώματος που τη φιλο ξενεί (Εικ. 2). Η ποικιλία όμως που χαρακτηρίζει την εξωτερική μορφή των ζώων αυτών, είναι διακριτή και στο εσωτερικό τους. Το μαλακό και ζελατινώδες σώμα επιβάλλει την ύπαρξη ενός σχετικά σταθερού εσωτερικού ικριώματος που θα υποστηρίξει την οργάνωση της δομής του στο χώρο. Ο σκελετός αυτός μπορεί να έχει οργανική ή ανόργανη σύσταση· στην πρώτη περίπτωση (με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο τα σφουγγάρια του μπάνιου) σχηματίζεται από ένα δίκτυο ινών από πρωτεΐνη, συγγενική με το κολλαγόνο (Εικ. 3), ενώ στη δεύτερη από ένα σύνολο μικροσκοπικών πυριτικών ή ασβεστολιθικών σκελετικών στοιχείων. Σε ορισμένες ταξινομικές ομάδες και οι δύο παραπά νω τύποι σκελετού συνυπάρχουν. Τα σκληρά σκελετικά στοιχεία χαρακτηρί ζονται από συμμετρικά συνήθως σχήματα με σταθερά και εύκολα μετρήσιμα Εικ. 4
' iäܧ: ι! •• Υ- Γ
Hippospongia communis (κοινό όνομα: Καπάδικο)
16
Spongia officinalis (κοινό όνομα: Μανταπάς]
Spongia zimocca (κοινό όνομα: Τσιμούχα)
Spongia lamella (κοινό όνομα: Λαγόφυτο)
γνωρίσματα, τα οποία διευκολύνουν (και συχνά καθορίζουν) τη διάκριση των ειδών στους σπόγγους. Ένα εγγενές χαρακτηριστικό των σπόγγων είναι η πλαστικότητα των μορφών. Η απουσία αυστηρής αρχιτεκτονικής KaL συμμετρίας στη σωματική τους δομή, σε αντίθεση με τα περισσότερα ζώα, έχει ως αποτέλεσμα έναν φαινότυπο που ποικίλλει δραστικά τόσο υπό την επίδραση τυχαίων γεγονό των, όσο και κάτω από την επιρροή των τοπικών περιβαλλοντικών παραμέ τρων όπως ο υδροδυναμισμός, το βάθος, η ένταση του φωτός και η αφθονία τροφής. Κατά συνέπεια, επιπρόσθετα της κληρονομικής ποικιλομορφίας που χαρακτηρίζει τα διαφορετικά είδη σπόγγων παρατηρείται και ποικιλομορφία στο επίπεδο του ατόμου, η οποία μάλιστα μπορεί να μεταβάλλεται στο χρόνο. Ως εκ τούτου, κάθε σπόγγος έχει τον προσωπικό του μορφολογικό χαρακτή ρα και κανείς δε μοιάζει απόλυτα με κάποιον άλλο. Αλιευόμενα σφουγγάρια: μια ιδιαίτερη κατηγορία σπόγγων Τα αλιευόμενα σφουγγάρια (ή σπόγγοι μπάνιου, όπως ονομάζονται λόγω της κύριας χρήσης τους από τον άνθρωπο) αποτελούν ένα υποσύνολο της εκτεταμένης βιοποικιλότητας του Φύλου των Ποροφόρων. Σε παγκόσμια κλί μακα, λιγοστά είδη έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά για να συμπεριλη φθούν σ' αυτήν την κατηγορία. Στη Μεσόγειο, όπου η αλιεία των σφουγγα ριών φαίνεται να ξεκίνησε ήδη από την προϊστορία, μόλις τέσσερα είναι τα είδη που βρίσκουν χρήση ως σπόγγοι μπάνιου: Hippospongia communis (κοινό όνομα: καπάδικο), Spongia officinalis (κοινό όνομα: μανταπάς, φίνο, μελάτη), Spongia zimocca (κοινό όνομα: τσιμούχα) και Spongia lamella (κοινό όνομα: λαγόφυτο) (Εικ. 4-5). 0 ταξινομικός διαχωρισμός των ειδών των σπόγγων μπάνιου είναι ωστό σο σχετικά ασαφής, καθώς στηρίζεται στα εξωτερικά γνω ρίσματα των ατόμων και σε χοντρικά γνωρίσματα του ινώ δους σκελετού τους. Εν πολ λοίς, έχει βασιστεί στον εμπει ρικό διαχωρισμό των ειδών σπόγγων από τους ίδιους τους σπογγαλιείς. Οι τελευταίοι βέβαια, καθώς και οι σπογγέμποροι, διακρίνουν και ενδιά μεσους τύπους μεταξύ των ειδών αυτών, όπως και επιπρό σθετες μορφές, συνήθως με
Εικ. 5
17
βάση γνωρίσματα που καθορίζονται από τη γεωγραφική προέλευση. Στην πράξη όμως αποδεικνύεται αδύνατον να τραβήξει κανείς σαφείς διαχωριστι κές γραμμές μεταξύ των περισσότερων μορφολογικών τύπων. Λαμβάνοντας υπόψη και τη μορφολογική πλαστικότητα που χαρακτηρίζει συνολικά τα Ποροφόρα, είναι πιθανόν ο καθιερωμένος διαχωρισμός των σπόγγων μπάνιου να μην έχει ισχυρή επιστημονική βάση. Η ραγδαία ανάπτυξη των μοριακών τεχνικών τα τελευταία χρόνια αναμένεται να διαλευκάνει τα ταξινομικά προ βλήματα της ομάδας των σπόγγων μπάνιου και πιθανόν επιφυλάσσει νεωτερικά ευρήματα. Τα αλιευόμενα σφουγγάρια της Μεσογείου θεωρούνται ποιοτικά ανώτε ρα σε παγκόσμιο επίπεδο και παραμένουν περιζήτητα ακόμα και σήμερα, παρά τη δραματική μείωση των αποθεμάτων τους. Είναι όλα ενδημικά, δηλα δή ζουν αποκλειστικά στη Μεσογειακή λεκάνη, με τη δυτικότερη εξάπλωση κάποιων απ' αυτά να φτάνει τις παρυφές του στενού του Γιβραλτάρ στις ακτές του Ατλαντικού. Η αλιεία τους όμως λαμβάνειχώρα κυρίως στο κεντρι κό και ανατολικό τμήμα της Μεσογείου, δηλαδή από τις νότιες ακτές της Ιτα λίας και την Τυνησία μέχρι τη Συρία και το Λίβανο, αφού στις περιοχές αυτές βρίσκονται οι πιο εκτεταμένοι πληθυσμοί τους. Αλιεία, υπερεκμετάλλευση και ασθε¥ειες Η αλιεία των σφουγγαριών στη Μεσόγειο ασκούνταν παραδοσιακά με ελεύθερη κατάδυση από γυμνούς δύτες ή από την επιφάνεια της θάλασσας με καμάκι. Οι μέθοδοι αυτές ήταν σχετικά ήπιες και συνέτειναν στην αειφορία του πόρου για μεγάλες χρονικές περιόδους, καθώς αναγκαστικά περιορί ζονταν σε ένα μικρό εύρος βάθους (κυρίως από 1 έως 30 μέτρα) και τα σπογ γαλιευτικά ταξίδια διεξάγονταν ως επί το πλείστον κατά τους 6 θερμότερους μήνες του έτους. Έτσι, τα σπογγαλιευτικά πεδία που είχαν υποστεί εκμετάλ λευση είχαν χρόνο να ανανεωθούν, είτε μέσω της αναγέννησης των τμημά των που παρέμεναν στο υπόστρωμα μετά την αποκοπή του σφουγγαριού ή μέσω εισροής νέων ατόμων από μη προσπελάσιμους πληθυσμούς. Η υιοθέτηση του σκάφανδρου κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και η αντικα τάσταση του από πιο σύγχρονες μεθόδους κατάδυσης κατά τη διάρκεια του 20ού (Εικ. 6) είχαν ως αποτέλεσμα την ολοένα και εντατικότερη εκμετάλλευ ση των σπογγαλιευτικών πεδίων και την επέκταση των δραστηριοτήτων σε μεγαλύτερα βάθη, που προσέγγιζαν το όριο της βαθυμετρικής διανομής των αλιευόμενων ειδών. Παρόλο που τα καταγεγραμμένα δεδομένα για την ποσό τητα των αλιευόμενων σπόγγων είναι ιδιαίτερα ελλιπή και ασυνεχή, είναι εμφανής η σταδιακή μείωση των αποθεμάτων της Μεσογείου μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1980 (Εικ.7). Το 1986 εκδηλώθηκε το πρώτο καταγεγραμμένο περιστατικό ασθένειας
των αλιευόμενων σφουγ γαριών στη Μεσόγειο, και μάλλον το πιο σφοδρό μέχρι σήμερα. Η ασθένεια αυτή είχε χαρακτηριστικά πανδημίας και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα ένα μεγάλο μέρος των πλη θυσμών του Αιγαίου, όπως και άλλων περιοχών της Μεσογείου, είχε πλήρως εξαλειφθεί σύμφωνα με τις μαρτυρίες. Χρειάστηκε να περάσουν τουλάχιστον τέσσερα χρόνια μέχρι να αρχίσει μία σταδιακή ανά καμψη των σπογγοφόρων πεδίων, ενώ στις επόμενες δεκαετίες νέα περιστατικά έπληξαν ξανά τη Μεσόγειο. Δυστυχώς, τα αίτια της πρώτης τουλάχιστον εκδή λωσης της ασθένειας δεν είναι πλήρως αποσαφηνι σμένα. Η επικρατούσα άποψη καταδεικνύει τη συνδυαστική επίδραση ενός περιστατικού ακραί ας αύξησης της θερμοκρα σίας και του εκφυλισμού των πληθυσμών λόγω της υπερεκμετάλλευσης. Το αποτέλεσμα της πανδη μίας όμως είναι ακόμα και σήμερα ορατό: η παραγω γή αλιευόμενων σπόγγων έκτοτε δεν έχει ανακάμψει πλήρως. Η συντριπτική πλειονό τητα των σπόγγων μπάνι-
2000
\ 1800
Ελλά&ι Tuvtnofci
τ eoo
VWfÄooKi ΜεβονεκΗίά Kpaîï[
ν~,
1400
1200
'•••·..,
1000
"\ΧΛ SCO-
\ \
600-
400
\
200-
V
\ ν
\ \,
Χ::; ';;:><1... 'i:::::=r=
01948-57
ISSS-βΤ"
1S68-77
1I9?8-S?
19
tMMuMi^^mÊÊÊÊÊmimM—BtumsamB«^'
a H B H B
ου που κυκλοφορούν στο εμπόριο τις τελευταίες δεκαετίες προέρχεται από τα σπογγαλιευτικά πεδία του Κόλπου του Μεξικού και της Καραϊβικής. 0 αόρατος κίνδυνος της κλιματικής αλλαγής Ένας άμεσος κίνδυνος για τη βιοποικιλότητα των παράκτιων οικοσυστη μάτων στις μέρες μας είναι τα φαινόμενα που σχετίζονται με την παγκόσμια μεταβολή της θερμοκρασίας. Όλο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια παρα τηρούνται ακραία θερμοκρασιακά φαινόμενα στο παράκτιο θαλάσσιο περι βάλλον κατά τη θερμή περίοδο του έτους, ιδιαίτερα προς το τέλος του καλο καιριού, επηρεάζοντας άμεσα τους εδραίους οργανισμούς που κατοικούν εκεί, όπως οι σπόγγοι, τα κοράλλια και τα οστρακοειδή. Ειδικά σε μία κλειστή θάλασσα με ιδιαίτερα λεπτεπίλεπτα οικοσυστήματα, όπως είναι η Μεσόγειος, τέτοια φαινόμενα αποκτούν δραματική σημασία. Οι σπόγγοι ζουν σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη ισορροπία μέσα στη διαρκή μάχη που διαδραματίζεται στο θαλάσσιο περιβάλλον. Είναι αναγκαίο να επεν δύσουν στρατηγικά τα καθημερινά τους αποθέματα ενέργειας στην επιβίωση και την ανάπτυξη τους, στην άμυνα από τους θηρευτές και στην επούλωση των τραυμάτων που μπορούν να προκληθούν από αυτούς, καθώς και στην προ στασία από παθογόνους μικροοργανισμούς. Όταν μία παράμετρος του θαλάσ σιου οικοσυστήματος - όπως η θερμοκρασία - αλλάξει δραματικά, ο σπόγγος είναι υποχρεωμένος να αφιερώσει σημαντικά αποθέματα ενέργειας στην αντι μετώπιση της νέας απειλής για την επιβίωση του. Ως εδραίος οργανισμός, δεν
μπορεί να απομακρυνθεί από τις δυσάρεστες συνθήκες, όπως για παράδειγμα ένα ψάρι, που διαθέτει ικανότητα μετακίνησης. Έτσι όμως μένει εκτεθειμένος σε παθογόνους παράγοντες που, υπό κανονικές συνθήκες, θα κρατούσε υπό έλεγχο. Σε περιπτώσεις παρατεταμένης διαταραχής, ολόκληρες κοινωνίες σπόγγων και άλλων προσκολλημένων ασπόνδυλων έχουν πρακτικά εξαλειφθεί από περιοχές έκτασης χιλιομέτρων μέσα σε λίγες μέρες (Εικ. 8). Νέες προοπτικές για τους Μεσογειακούς σπόγγους Παρόλο που η ζήτηση για τους σπόγγους μπάνιου της Μεσογείου παραμένειυψηλή παγκόσμια, ειδικά σε σχέση με τη μικρή σημερινή παραγωγή, ένα νέο ενδιαφέρον έχει ανακύψει τις τελευταίες δεκαετίες για είδη που μέχρι πρόσφατα δεν είχαν χρηστική αξία (Εικ. 9). Το ενδιαφέρον αυτό σχετίζεται με την ιδιότητα των σπόγγων να παράγουν εξαιρετικά πολύπλοκες βιοδραστικές χημικές ενώσεις, τις οποίες οι LÔLOL χρησιμοποιούν για να καλύψουν ανά γκες διαβίωσης, όπως η άμυνα και ο ανταγωνισμός για χώρο. Πολλές από τις ενώσεις αυτές έχουν αποδεδειγμένη αντιβιοτική, αντικαρκινική ή αντιφλεγμονώδη δράση και βρίσκονται σε διάφορα στάδια ελέγχου για χρήση σε νέα φαρμακευτικά σκευάσματα, ενώ μερικές έχουν αποτελέσει τη βάση για την κατασκευή φαρμάκων που ήδη κυκλοφορούν στο εμπόριο. Επίσης, η ιδιότη τα ορισμένων ειδών σπόγγων να παράγουν μεγάλες ποσότητες κολλαγόνου βρίσκει εφαρμογή στην παρασκευή καλλυντικών προϊόντων. Οι νέες αυτές προοπτικές όμως φέρνουν στο προσκήνιο ένα νέο πρόβλη μα: η απομόνωση ουσιών από σπόγγους για φαρμακευτική χρήση απαιτεί μεγάλες ποσότητες βιομάζας για την εξαγωγή μικρής ποσότητας τελικού προϊόντος. Συνεπώς, η εκμετάλλευση των φυσικών πληθυσμών για τους σκο πούς αυτούς είτε δεν επαρκεί ή θα είχε καταστροφικές συνέπειες για τη βιω σιμότητα τους. Η καλλιέργεια σπόγγων φαίνεται να είναι η μόνη λύση που θα μπορούσε να στηρίξει την εκμετάλλευση των βιοδραστικών τους ουσιών σε επίπεδο παραγωγής. Η έρευνα πάνω στις μεθόδους σπογγοκαλλιέργειας, τόσο στην ανοιχτή θάλασσα ή σε κλειστά συστήματα, όσο και σε επίπεδο κυτταρικής καλλιέργειας, αποτελεί ένα δυναμικό πεδίο έρευνας που ουσια στικά βρίσκεται ακόμα σε αρχικό στάδιο (Εικ. 10). Η ανάγκη μίας ολιστικής προσέγγισης για προστασία Δεκαέξι είδη μεσογειακών σπόγγων (συμπεριλαμβανομένων και των αλιευόμενων) βρίσκονται αυτή τη στιγμή επίσημα υπό καθεστώς προστασίας, όπως ορίζεται από τις διεθνείς συνθήκες της Βαρκελώνης και της Βέρνης. Παρόλο που η σπογγαλιεία στη Μεσόγειο είναι πλέον περιορισμένη σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες, στην πράξη εξακολουθεί να ασκείταιχωρίς κανέ να έλεγχο. Η σημασία εκπόνησης ενός πλαισίου διαχείρισης κρίνεται επεί-
:^^^^ΒΒΒΒ^^^>^.;Φ-
ELK.
-^BSJl^MBffiB^MBEBB^HBBBBii^MElUBB
9
γουσα, όπως και η ανάγκη περαιτέρω κατανόησης των βιολογικών χαρακτη ριστικών των αλιευόμενων ειδών. Το διαχειριστικό πλαίσιο του κόκκινου κοραλλιού, ενός αντίστοιχα ευαίσθητου αλιευόμενου εδραίου ασπόνδυλου, είναι ένα παράδειγμα: σύμφωνα με την ισχύουσα ελληνική νομοθεσία, οι περιοχές όπου ασκείται η αλιεία του εναλλάσσονται σε διαστήματα μερικών ετών, ώστε να καταμερίζεται η άσκηση πίεσης και να επιτρέπεται στους φυσικούς πληθυσμούς να ανακάμπτουν. Οπωσδήποτε όμως, ένα καθεστώς προστασίας για τους σπόγγους δεν θα μπορούσε να είναι αποσυνδεδεμένο από την προστασία και διατήρηση των ίδιων των οικοσυστημάτων των οποίων αποτελούν τμήμα. Τα μεσογειακά θαλάσσια οικοσυστήματα, παρά την εξαιρετικά μικρή τους έκταση συγκριτι κά με τις ωκεάνιες εκτάσεις του πλανήτη, παρουσιάζουν εκπληκτική ποικιλο μορφία και φιλοξενούν ένα σημαντικό τμήμα της παγκόσμιας βιοποικιλότητας. Η διαρκής επιστημονική παρακολούθηση και η διατήρηση της λειτουργι κής τους υγείας είναι το κλειδί για τη διαφύλαξη τους και την αντιμετώπιση σύγχρονων και μελλοντικών περιβαλλοντικών κρίσεων.
22
Εικ. 10
23
24
ΕΛΕΝΗ ΒΟΥΛΤΣΙΑΔΟΥ*
Η αξία των σπόγγων για τον άνθρωπο της αρχαιότητας
Γ
νωρίζουμε σήμερα ότι. OL σπόγγοι είναι οι πιο αρχέγονοι πολυκύτταροι ζωικοί οργανισμοί στον πλανήτη. Εξίσου αρχέγονη όμως είναι η σχέση του ανθρώπου με τους σπόγγους, αφού οι θαλάσσιοι αυτοί οργανισμοί έχουν ελκύσει το ενδιαφέρον του από πολύ παλιά, εξαιτίας της σπογγώδους φύσης και της χρηστικότητας τους στην ατομική και οικιακή υγιεινή. Η σημαντική θέση που κατείχαν στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων της αρχαιότητας έχει αποτυπωθεί, συχνά με πολύ γλαφυρό τρόπο, στα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Περισσότεροι από 40 αρχαίοι συγγραφείς, από τον Όμηρο και τον Αίσωπο μέχρι τον Πλούταρχο και το Διοσκουρίδη, μας πληρο φορούν, σε περίπου 250 αναφορές περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένες, για τα χαρακτηριστικά των σπόγγων, τη βιολογία τους, την αλιεία και τις ποικί λες χρήσεις τους. Ανάμεσα τους, φυσικά, κυριαρχούν ο Αριστοτέλης, που υπο γράμμισε τη ζωική τους φύση, και ο Ιπποκράτης, που εξήρε τις φαρμακευτι κές τους ιδιότητες και την αξία τους στην ιατρική. Φαίνεται όμως πως οι σπόγγοι είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον του ανθρώπου της αρχαιότητας όχι μόνο ως χρηστικά αντικείμενα, αφού τους συναντάμε συχνά στη λογοτεχνία και την τέχνη. Τι γνώριζαν οι αρχαίοι για τους σπόγγους; Στα Ομηρικά έπη εμφανίζεται για πρώτη φορά γραπτά η λέξη σπόγγος που θα χαρακτήριζε στο εξής τους ποροφόρους αυτούς οργανισμούς στην ελληνική γλώσσα αλλά και στη διεθνή επιστημονική ορολογία (Sponges ή Porifera). Τη σημαντικότερη βιολογική πληροφορία για τους σπόγγους - σε σχεδόν πλήρη συμφωνία με τη σύγχρονη επιστημονική γνώση - την οφείλουμε στον Αριστοτέλη. 0 μεγάλος φιλόσοφος, εντυπωσιασμένος από την «ενδιάμεση» φύση τους μεταξύ φυτών και ζώων, γράφει στο έργο του Των περί τα ζώα ιστοριών: «ούτω δ' έκ των αψύχων εις τά ζώα μεταβαίνει κατά μικρόν ή φύσις... Μετά γάρ τό των άψυχων γένος τό των φυτών πρώτον
*Αναπληρώτρια καθηγήτρια Α.Π.Θ. 25
έστιν... Ή δε μετάβασις έξ αυτών εις τά ζώα συνεχής έστιν... Ένια γάρ τών έν τη θαλάττη διαπορήσειεν άν τις πότερον ζώόν έστιν ή φυτόν... ό δε σπόγγος παντελώς εοικε τοις φυτοΐς...» (588β4-20) ενώ αλλού επιχειρηματολογεί υπέρ της ζωικής τους φύσης λέγοντας ότι ο σπόγγος έχει αισθήσεις αφού, όταν αντιληφθεί ότι πρόκειται να τον κόψει κάποιος, αντιστέκεται: «...δοκεϊ δέ και ό σπόγγος έχει τινά αϊσθησιν. Σημεΐον δ' ότι χαλεπώτερον αποσπάται, άν μη γένηται λαθραίως ή κίνησις, ως φασιν» (487β8). 0 Αριστοτέλης αναφέρει 4 είδη σπόγγων που αλιεύονταν για χρήση στην υγιεινή, τον μανό, τον πυκνό, τον τράγο και τον αχίλλειο, ενώ διακρίνει ένα συγγενικό είδος, τον απλυσία «δια το μη δύνασθαι πλύνεσθαι». Δείχνει να γνωρίζει πολύ καλά την αναγεννητική ικανότητα των σπόγγων, «...έάν δ' άπορραγή, φύεται πάλιν έκ του καταλοίπου και άναπληροϋται» (548β17) καθώς και την ιδιότητα τους να συμβιώνουν με άλλους οργανισμούς που βρί σκουν καταφύγιο στα κανάλια τους, καθιστώντας τους «ζωντανά ξενοδο χεία» ή «μηχανικούς περιβάλλοντος», όπως τους χαρακτηρίζει η σύγχρονη επιστήμη: «τρέφει δέ έν έαυτώ ζώα, ελμινθάς τε και έτερα άπα» (548β15) ή «τών δέ σπόγγων έν ταΐς θαλάμαις γίγνονται πιννοφύλακες» (548α28). Ακόμη, μιλάει για τα ενδιαιτήματα των σπόγγων παρατηρώντας ότι οι μαλακότεροι ζουν στα πιο ήρεμα και βαθιά νερά και ότι γενικά προτιμούν τους σκιερούς βραχώδεις βυθούς. Τέλος, δίνει πληροφορίες για τις διαφορές
Εικ. 1. Απεικόνιση σπόγγων [σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Sir Α. Evans, 1930) στο πάνω και κάτω περιθώριο της τοιχογραφίας με τα δελφίνια, από το «δωμάτιο της βασίλισσας» στο ανάκτορο της Κνωσού, 1700 π.Χ.
ανάμεσα στα είδη των σπόγγων που ευδοκιμούν σε διαφορετικές γεωγραφι κές περιοχές, για παράδειγμα οι πυκνοί (σημερινοί μανταπάδες) στον Ελλή σποντο λόγω των ρευμάτων, ενώ αυτοί με την αραιή υφή (καπάδικα) στις ακτές της Λυκίας. Την πλούσια πρωτογενή καταγραφή του Αριστοτέλη για τους σπόγγους αναπαρήγαγαν μετέπειτα στα έργα τους πολλοί άλλοι αρχαίοι Έλληνες συγ γραφείς, όπως ο Ποσειδώνιος, ο Αντίγονος, ο Χρύσιππος κ.α., αλλά και Ρωμαί οι, όπως ο Πλίνιος στο έργο του Φυσική ιστορία. Σπογγαλιεία και εμπόριο Ο σπογγοθήρας, σπογγοκολυμβητής, σπογγοτόμοςχ\ απλά σπογγεύςήταν μια πολύ καλά γνωστή επαγγελματική δραστηριότητα στην Αρχαία Ελλάδα. Μάλι στα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ηρακλείδης τον 3ο π.Χ. αιώνα, σε μερι κές παραθαλάσσιες κοινότητες του Αιγαίου οι κάτοικοι ήταν σχεδόν όλοι αλιείς και συμπλήρωναν το εισόδημα τους συλλέγοντας σπόγγους και πορφύρες: «...έτι δέ και πορφύρας και σπόγγων τόν βίον έχοντες». Οι επαγγελματίες σπογγοθήρες πάντως επιτελούσαν βαρύ και επικίνδυνο έργο, όπως πολύ γλαφυρά περιγράφει ο Οππιανός στα Αλιευτικά τον: «Πιο μαρτυρικό από το άθλημα των σφουγγαράδων έργο για ανθρώπους λέω με βεβαιότητα πως άλλο δεν υπάρχει... Όταν ο άνδρας παίρνει τον οπλι σμό του, έτοιμος για τον αγώνα ... προσεύχεται στο Φοίβο να έχει καλή σοδειά και να τον προστατεύει από κάθε αναπάντεχο κακό... Με χονδρό σκοι νί στη μέση ο σφουγγαράς αφού ζωστεί, σηκώνει... με την αριστερή παλάμη το βαρύ χυτό μολύβι και με τη δεξιά το ακονισμένο δρεπάνι. Και μες το στόμα του το λάδι κρατάει στου σαγονιού το μέρος. Βουτάει στις δίνες του νερού και το βαρύ μολύβι κάτω τον τραβάει όταν φτάσει στο βυθό το λάδι φτύνει.. κι αυτό μεγάλη λάμψη δίνει και σαν ημέρας φως απλώνεται μες το νερό... κι όταν κοντά στις πέτρες φτάνει, βλέπει τα μαύρα τα σφουγγάρια που φυτρώ-
Εικ. 2. Σχεδιαστική απεικόνιση αγγείου που βρέθηκε στο σπήλαιο των Καμάρων της κεντρικής Κρήτης (1800-1700 π.Χ). 0 αρχαιολόγος Sir Α. Evans υποστήριξε ότι τα εικονιζό μενα αντικείμενα είναι απολιθωμέ νοι σπόγγοι, ενώ ο μεγάλος μελετη τής των σπόγγων Walter Arndt (1935) πιστεύει ότι μάλλον πρόκει ται για αρτίγονους σπόγγους του μπάνιου. 27
Εικ. 3. Απεικόνιση σπόγγου σε σχεδιαστική αναπαράσταση της τοιχογραφίας με τα χελιδονόψαρα από τη Φυλακωπή της Μήλου, 1600-1500 π.Χ.
νουν .. Κι ορμώντας κόβει το σφουγγάρι... αλλά προσέχει να μη βραδύνει και τραβάει αμέσως το σχοινί σήμα στους συντρόφους για να τον ανεβάσουν...» (612-657, μετάφραση Σακελλάρη Τρικοίλη). Η επεξεργασία των σπόγγων προκειμένου να γίνουν κατάλληλοι για χρήση γινόταν με έκθεση τους στον ήλιο, ή ακόμη και το βράδυ στο φως της σελήνης, πάνω στα βράχια της ακτής, ώστε να εκτίθενται στον ψεκασμό των κυμμάτων, με το κοίλο μέρος από πάνω και το σημείο πρόσφυσης από κάτω. Η διαδικασία αυτή περιγράφεται από το Διοσκουρίδη στο Περί ύλης ιατρικής (5.120.3): «Λευκαίνονται δε αυτών οι άπαλώτατοι έν τοις καύμασι βρεχόμενοι τη έπί των πετρών συνισταμένη αλός άχνη και ήλιαζόμενοι, έπιβλεπέτω δε τό μεν κοίλον αυτών άνω, κάτω δε ή απότο μη. Ει δε εϊη αιθρία, και ύπό τήν σελήνην τίθενται, βρεχόμενοι τη αλός άχνη ή θαλασσή: γίγνονται δε λευκότατοι οι τοιούτοι» (5.120.3). Η αλιεία και το εμπόριο των σπόγγων έγιναν αντικείμενο μύθων και διη γήσεων, όπως για παράδειγμα η ιστορία που διηγείται ο Εύδημος για τον έρωτα μιας φώκιας με έναν άσχημο σφουγγαρά, που όμως τον έβλεπε σαν να ήταν ο ομορφότερος άνδρας που είχε ποτέ συναντήσει! Ο Αίσωπος από τη μεριά του διηγείται στο μύθο Μικρέμπορος και ονάριον την ιστορία με τον 28
έμπορο που μεταφέρει μια υπερβολικά μεγάλη ποσότητα αλατιού φορτωμέ νη στο γάιδαρο του. Όταν εκείνος προσπαθεί να περάσει ένα ποτάμι, το αλάτι διαλύεται κι ο γάιδαρος βγαίνει σώος. Την επόμενη φορά που ο γάιδα ρος είναι φορτωμένος σφουγγάρια ο έμπορος ξαναδοκιμάζει να διασχίσει το ποτάμι, πιστεύοντας ότι ο γάιδαρος θα τα καταφέρει όπως και την προηγού μενη. Το βάρος όμως των σφουγγαριών αυξάνεται από το νερό και ο έμπορος χάνει το γάιδαρο του. Και ο μεγάλος μυθοποιός καταλήγει: «Ό μϋθος δηλοΐ ότι πολλάκις έν ώ τις εύτύχησεν, έν αύτώ και πίπτει». Οι σπόγγοι στην καθαριότητα, τη σωματική υγιεινή και άλλες οικιακές χρήσεις 0 Όμηρος βάζει τους σπόγγους στα χέρια θεών και ανθρώπων. Στην Ιλιάδα (Σ414), ο Ήφαιστος περιμένοντας τη Θέτιδα στο εργαστήριο του, σκουπί ζει το πρόσωπο και τα χέρια του με ένα σπόγγο, ενώ στην Οδύσσεια (αϊ 11, υ151, χ439, 453) οι υπηρέτες καθαρίζουν τα τραπέζια και τα καθίσματα στο παλάτι του Οδυσσέα με πολυτρύπητους σπόγγους [σπόγγοισι
πολντρήτοίσί).
Η χρήση των σπόγγων στην καθαριότητα των νοικοκυριών της εποχής καταγράφεται από πολλούς συγγραφείς. Οι σπόγγοι συγκαταλέγονται στα αντικείμενα καθημερινής χρήσης μαζί με μαχαίρια, τρίποδες, βάζα, πιάτα, δοχεία λαδιού, λαμπτήρες κ.α.. Οι συχνές απεικονίσεις τους σε αγγεία επιβε βαιώνουν ότι αποτελούσαν απαραίτητο εξάρτημα για την υγιεινή των αθλη τών μαζί με τη στλεγγίδα (μεταλλική ξύστρα για τον καθαρισμό του σώματος).
Εικ. 4. Απεικόνιση νεαρών αθλητών με τον απαραίτητο προσωπικό εξοπλισμό για το λου τρό τους στο Γυμνάσιο: τον αρύβαλλο, τη στλεγγίδα και το σφουγγάρι. Βρίσκονται στο εσωτερικό δύο ερυθρόμορφων αττικών κυλίκων και αποδίδονται στον αγγειογράφο Ονήσιμο, αρχές 5ου αι. π.Χ. 29
Με σπόγγους οι αρχαίοι έβαφαν τα υποδήματα τους (Αριστοφάνης, Σφή κες 600), έφραζαν τρύπες και ανοίγματα [Αχαμνής, 463), ενώ βρεγμένους σπόγγους τοποθετούσαν στο κεφάλι, για να αποφύγουν την ηλίαση (Ερασί στρατος, Μαρτυρίες 190.2). Ακόμη, βάζοντας ένα κομμάτι σπόγγου μέσα σε νερωμένο κρασί, αυτός απορροφούσε το νερό και το αποχώριζε από το κρασί (Χρύσιππος, Λογικά και φυσικά, 471.28, 472.10). Στην ιατρική και φαρμακευτική Αν οι σπόγγοι αποτελούσαν εξάρτημα της καθημερινής υγιεινής στα σπί τια και τα γυμναστήρια, εξίσου συχνή και απαραίτητη ήταν η χρήση τους στην ιατρική πρακτική της εποχής. Από τα απλά θεραπευτικά λουτρά μέχρι διάφο ρες περίπλοκες εφαρμογές σε ειδικές παθήσεις, οι σπόγγοι είναι εντυπωσιακά παρόντες στα έργα του Ιπποκράτη (συναντά κανείς περί τις 100 αναφορές). Πολύ συχνά αναφέρεται η χρήση τους στην περιποίηση και τη θεραπεία πληγών και τραυμάτων. Ήταν απαραίτητοι για την απορρόφηση των υγρών από τα τραύματα και το καθάρισμα των πληγών πριν την εφαρμογή του κατάλληλου φαρμάκου και το δέσιμο τους: Ού χρή ούδ' έμπλάσσειν τά φάρμακα πρίν αν πάνυ ξηρόν ποίη σης το έλκος ...άνασπογγίζειν δε τό έλκος πολλάκις σπόγγω ... [Περί ελκών 4.2.3). Μεγάλοι σπόγγοι βυθισμένοι σε χλιαρό νερό ή μέλι ανακούφιζαν από τον πόνο των αυτιών, του λαιμού, της γλώσσας, ερεθισμούς των ματιών και πονοκεφάλους, πόνους των πλευρών και της μέσης, πρήξιμο των ποδιών, ή απλά κούραση: Αγαθόν δέ καί σπόγγος μαλθακός, μέγας, έξ ύδατος θερμού πεπιεσμένος προστίθεσθαι {Περί διαίτης οξέων 7.7). Ο Ιπποκράτης περιγράφει τη διαδικασία με την οποία θεράπευαν τους ρινικούς πολύποδες: ένα μικρό μακρόστενο κομμάτι σπόγγου στριβόταν ώστε να πάρει σχήμα σπείρας και τυλιγόταν με λεπτή κλωστή, για να σταθε ροποιηθεί. Ύστερα το έβαζαν μέσα στο ρουθούνι και το τραβούσαν από το στόμα με μια βελόνη, ώστε να συμπαρασύρει και τον πολύποδα: Σπόγγιον καταταμών στρογγύλον καί ποιήσας οίον σπείραν κατειλίξαι λίνω αίγυπτίω καί ποιήσαι σκληρόν. Εϊναι δέ μέγεθος ώστε έπαρτίζειν ές τόν μυκτήρα ... ράβδον λαβών κασσιτερίνην λεπτήν ... τόν λίνον ελκειν ... έστ' αν έξειρύσης τόν πώλυπον {Περί νούσων 2.33.5.7). Στα έργα Περί αίμορρο Κω ν και Περί συριγγών δίνει λεπτομερείς οδηγίες για τη χρήση σπόγγων βρεγμένων στο μέλι ή το λάδι στη θεραπεία αιμορροΐδων, συριγγίων και πρόπτωσης του εντέρου. Απαραίτητη ήταν και χρήση τους κατά τη διενέργεια κλυσμάτων για τη συγκράτηση του υγρού μέσα στο έντερο:
Είτα, βύσας την έδρην σπόγγω, καθήσω έν ΰδατι θερμώ κατέχων τό κλύσμα, και ην δέξηται τό κλύσμα .... υγιής γίνεται (Περί νούσων 3.14.22). Ακόμη, διάφορες γυναικολογικές ασθένειες και παθήσεις, όπως φλεγμο νές, πρόπτωση και πόνοι της μήτρας, αιμορραγίες, αντιμετωπίζονταν με τη βοήθεια σπόγγων, που πολλές φορές τους έκαιγαν μαζί με άλλα υλικά, για να κάνουν υποκαπνισμούς: Φώκης της πυτίης τό δέρμα κόψας λεΐον καί σπόγγον καί βρύα όμοϋ λεία μίξας, τω έλαίω της φώκης περιποιήσας, ύποθυμιήν (Περί γυναικείης φύσιος 34.31). Αλλά και σε μια ακόμη περίπτωση αναφέρεταιη παρασκευή φαρμάκου με υγρή μορφή, που λαμβανόταν από το στόμα: ψημένος και κονιορτοποιημένος σπόγγος αναμεμιγμένος με κρασί δινόταν για τον περιορισμό της ακατάσχε της αιμορραγίας στις γυναίκες: Ή ν δε πολυχρόνιος ο ρόος γένηται, σπόγγος κατακαείς άρήγει, τρίβειν δέ λεΐον τόν σπόγγον καί ξύν οϊνω διδόναι εύώδει (Περί γυναικείων 192.34). Στις πολεμικές επιχειρήσεις Ακόμη και στον πόλεμο οι σπόγγοι μπορούσαν να είναι πολύ χρήσιμοι. Όπως περιγράφει χαρακτηριστικά ο Φίλων στο έργο του Παρασκευαστικά καί Πολιορκητικά (99.25], βρεγμένοι σπόγγοι σε νερό ή ξίδι τοποθετούνταν μαζί με φύκια μέσα σε δίχτυα ή προβιές προβάτων και κάλυπταν τις πολεμικές μηχα νές, για να αποτρέψουν την ανάφλεξη. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη [Των περί τα ζώα ιστοριών 548β1), οι αχίλλειοι σπόγγοι τοποθετούνταν μέσα από περι κεφαλαίες και περικνημίδες, για να απορροφούν τους κραδασμούς στη μάχη. Σε καιρό πολέμου, με καλά στραγγισμένο σπόγγο έβρεχαν γράμματα γραμ μένα με αόρατο μελάνι για να διαβαστούν. Το μελάνι αυτό, που χρησιμοποιού σαν για λόγους ασφαλείας, προερχόταν από έκκριμα βαλανιδιάς που ήταν ορατό όταν διαλυόταν στο νερό, γινόταν όμως αόρατο όταν στέγνωνε (Φίλων, Παρασκευαστικά
και
Πολιορκητικά
102.35].
Εικ. 5. Αγγείο διακοσμημένο με το λεγόμενο «μοτίβο σπόγγου» (αποτυπώματα μικρού σπόγ γου βυθισμένου σε χρώμα με ένα ραβδί). Ανάκτορο Κνωσού, 1800-1700 π.Χ.
Στην τέχνη Σημαντική θέση κατείχαν οι σπόγγοι και στην τέχνη, αφού χρησιμοποιή θηκαν ως εργαλεία για τη δημιουργία μιας πολύ ιδιαίτερης ζωγραφικής δια κόσμησης σε αγγεία της παλαιοανακτορικής περιόδου στη Μινωική Κρήτη: ένα μικρό κομμάτι σπόγγου στερεωμένο επάνω σε ραβδί βυθιζόταν σε χρώμα και παρήγαγε το λεγόμενο μοτίβο σπόγγου (sponge pattern] επάνω σε μια επιφάνεια. Οι σπόγγοι σε μεταφορές, παρομοιώσεις και συμβολισμούς Συχνά ο όρος σπογγώδης ή σπογγοειδής απαντά στα αρχαία κείμενα για να χαρακτηρίσει όργανα του σώματος, όπως οι πνεύμονες, ο σπλήνας και οι μαστοί που παρουσιάζουν πορώδη, ελαστική και συμπιεστή υφή. Σπόγγοι ονομάζονται χαρακτηριστικά οι αμυγδαλές, ακριβώς λόγω της υφής τους. Από τον Αριστοτέλη, επίσης, μαθαίνουμε ότι η μέγιστη διάσταση των αλιευόμενων σπόγγων αποτελούσε μονάδα μεγέθους για συγκρίσεις. Οι σπόγγοι χρησιμοποιήθηκαν εύστοχα σε παρομοιώσεις και μεταφορές που επιχειρούν να περιγράψουν κάποιες ανθρώπινες συμπεριφορές ή κατα στάσεις. Έτσι, ο Πλούταρχος παρομοιάζει τον άνθρωπο που διάγει άπρακτη ζωή, παραμένοντας στο σπίτιχωρίς ενδιαφέροντα, με σφουγγάριπου νεκρώ νεται, επειδή ζει σε αδιατάρακτα νερά. Έπεί δέ μεθήκεν εαυτόν εις βίον άπρακτον κάι δίαιταν οϊκουρόν και άφροντιν, ώσπερ οι σπόγγοι ταϊς γαλήναις έννεκρωθείς κάι καταμαρανθείς (Ei πρεσβυτέρω πολιτευτέον 792Β10). Συγκλονιστική, τέλος, είναι η φράση που βάζει ο Αισχύλος στα χείλη της Κασσάνδρας, κόρης του βασιλιά της Τροίας Πρίαμου, όταν εκείνη μεταφέρε ται αιχμάλωτη από τον Αγαμέμνονα στις Μυκήνες (Αγαμέμνων 1329): Ίώ βρότεια πράγματα, ευτυχοϋντα μεν σκιά τις αν πρέψείεν. Εϊ δε δύστυχοι, βολαΐς ύγρώσσων σπόγγος ώλεσεν γραφήν... που σημαίνει: Ü, η θνητότητα! Σε καιρούς ευτυχίας ο άνθρωπος δεν είναι παρά μια σκιά. Κι η δυστυχία όταν έρχεται σαν ένα υγρό σφουγγάρι σβήνει κάθε ίχνος του....
32
-,,,,;«:-
!..
- - ™^':'"~
••-• : " » • ^ « " f ' • •
' _ J^_..'>
S'
_
„„-_,: ..
-1
S3
=1
;::::
••
r.;5
4$
:>lï"-.'&:J
2SS^r!"!CI:
.Ν*
::
"%
33
ΜΑΡΙΑ-ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ*
Σπογγαλεία-Μια επιχειρηματική παράδοση σ' ένα μεσογειακό πλαίσιο αναφοράς Της Εύης
ι καλλιέργειες του αμπελιού, της ελιάς και της μουριάς χαρακτήριζαν την ποικιλία, τη συμπληρωματικότητα και την ένταση στην εκμετάλλευση της γης στο χώρο της Μεσογείου. Ήταν αγροτικά προϊόντα που συντηρού σαν το εισόδημα και τη διατροφή των τοπικών πληθυσμών. Τα ίδια προϊόντα εμπορευματοποιημένα μεταφέρονταν στους χερσαίους και θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους και δημιουργούσαν συνεχώς νέες ισορροπίες στη διεθνή αγορά. Η εκμετάλλευση των φυσικών σφουγγαριών αποτέλεσε μια δραστη ριότητα που απασχόλησε τοπικές ομάδες της Μεσογείου, με οικονομική και κοινωνική οργάνωση παρόμοια με τις αγροτικές καλλιέργειες. Η σπογγαλιεία προκάλεσε τη δημιουργία εξειδικευμένων εργατών, όπως ήταν οι Καλύμνιοι σφουγγαράδες, και κινητοποίησε κεφάλαια με τη χρηματοδότηση της αλιεί ας και από την εμπορική διακίνηση του προϊόντος. Τα σφουγγάρια, ως φυσικό προϊόν, διέτρεχαν τους κινδύνους της υπεραλίευσης και των ασθενειών αλλά και τον ανταγωνισμό από τα συνθετικά σφουγγάρια. Υπάρχουν πάνω από 1.400 εμπορικές χρήσεις για το σφουγγά ρι, ενώ τα συνθετικά έχουν πλέον κατακλύσει την αγορά. Τα φυσικά σφουγ γάρια έχουν ακόμη ζήτηση στην ιατρική και την κοσμετολογία.
Ιστορικός INE/ Ε.ι.Ε. 34
Το σφουγγάρι, εν μέρει ζωικός κι εν μέρει φυτικός οργανισμός, ζει στον πυθμένα της θάλασσας. Ήταν γνωστά από την αρχαιότητα και χρησιμοποι ούνταν για τον καθαρισμό ανθρώπων και αλόγων αλλά και στην ιατρική, τη ζωγραφική, τη λιθογραφία και την κεραμική. Η αλιεία σφουγγαριών γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στη διάρκεια του δεύ τερου μισού του 19ου αιώνα. Όμως η μεγάλη άνθιση στην εμπορία των σφουγγαριών επήλθε ως αποτέλεσμα της βιομηχανικής επανάστασης. Τα σφουγγάρια χρησίμευαν ως μονωτικό υλικό στις ατμομηχανές, στην αυτοκι νητοβιομηχανία, στον κατασκευαστικό τομέα, ενώ ένα υπο-είδος (Melati) ^mv α π α ρ α [ τ η τ ο σ τ η βιομηχανική παραγωγή της πορσελάνης. Γνωρίζουμε τις σημαντικότερες περιοχές στις οποίες βρίσκονταν σφουγ-
γάρια στη Μεσόγειο. Λιβά δια σφουγγαριών υπήρχαν ; -Jσε όλο το Αιγαίο και κατά μήκος των παραλίων της Αφρικής. Η αλιεία τους ήταν σημαντικός πόρος για τους κατοίκους των Δωδεκανή Τs σων. Πέντε από τα νησιά αυτά είχαν αξιόλογους ψ£ • σπογγαλιευτικούς στόλους: η Κάλυμνος, η Σύμη, η Χάλκη, το Καστελόριζο και η : : Λέρος. Πέρα από τους ΔωδεΣπογγαλιευτικό συγκρότημα Εμμανουήλ Μάνου. κανήσιους, με τη σπογγαλι Αζάσιο, αναχώρηση για Β. παράλια Αφρικής, 1970 εία ασχολούνταν και πολλοί κάτοικοι στα ανατολικά παράλια της Πελοποννήσου, στην περιοχή του Κρανιδίου, και από τα νησιά του Αργοσαρωνικού οι Υδραίοι και οι Αιγινήτες. Η οργάνωση αυτής της οικονομικής δραστηριότητας ήταν αρκετά σύνθε τη. Στη σπογγαλιεία απαντά κανείς πολλά από τα χαρακτηριστικά της αγρο τικής παραγωγής: την αβεβαιότητα μιας καλή ή κακής σοδειάς, τις αναποδιές του καιρού, την κοπιαστική χειρωνακτική εργασία. Ο κύκλος εργασίας του σφουγγαριού ενείχε το στάδιο του ψαρέματος, της επεξεργασίας και της εμπορίας. Την όλη επιχείρηση χρηματοδοτούσε συνήθως ο έμπορος-χρηματοδότης. Αυτός αποτελούσε τις περισσότερες φορές τον πράκτορα ενός ευρύτερου εμπορικού δικτύου. Το κεφάλαιο χρησίμευε για τον εξοπλισμό και την επισκευή του πλοίου και την ανεύρεση πληρώματος, συνήθως μια δεκα ριά άντρες, οι οποίοι θα μάζευαν τουλάχιστον 2.000 μπάλες σφουγγάρι το χρόνο, στη διάρκεια ενός ταξιδιού κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι. Σπογγα λιεία έκαναν εξειδικευμένοι τύποι πλοίων, το τρεχαντήρι και το τσερνίκι την εποχή πριν τον ατμό, ο αχταρμάς και το μηχανοκίνητο καΐκι στη συνέχεια. Πριν συσκευαστούν τα σφουγγάρια σε τσουβάλια από λινάτσα, έπρεπε να υποστούν επεξεργασία, κατά την οποία καθαρίζονταν και ψαλιδίζονταν. Οι εξαγωγές σφουγγαριών ήταν διαδεδομένες ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα και υπάρχουν μαρτυρίες σε αρχεία ελληνικών εμπορικών οίκων που πιστοποιούν τέτοια δραστηριότητα. Έλληνες έμποροι, εγκατεστημένοι κυρίως στη Σμύρνη και σε άλλα μεγάλα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου, παρείχαν έναν πιστοδοτικό μηχανισμό, που έμοιαζε με αυτόν που στήριζε την αγροτική οικονομία. Δάνειζαν κεφάλαια προαγοράζοντας το προϊόν της αλι ευτικής δραστηριότητας, χωρίς να σχηματίζουν βραχυπρόθεσμες συντρο φιές. Αυτό σήμαινε πως ο δανειστής δεν ανακατευόταν καθόλου στη διαδι35
κασία της αλιείας και απλώς ανέ μενε την επιστροφή του κεφα λαίου του επαυξημένου κατά τους τόκους. Είμαστε εξοικειωμένοι με αυτού του είδους την επένδυση κεφαλαίων από τον τομέα της παραγωγής ελαιολάδου. Για παράδειγμα, στην Κρήτη χριστια νοί και μουσουλμάνοι αντλούσαν κεφάλαια από μια ομάδα δανει στών τόσο στα Χανιά όσο και στο Ηράκλειο. Προς το τέλος του φθινοπώρου, εποχή της ετήσιας συλλογής του καρπού, οι αγρότες δανείζονταν για να καλύ ψουν το κόστος των αγροτικών εργασιών που σχετίζονταν με τη συλλογή της ελιάς και την παραγωγή του ελαιόλαδου. Αναλάμβαναν να αποπληρώσουν την οφειλή, κεφάλαιο και τόκους, σε μια δεδομένη ημερομηνία. Εγγύηση της αποπληρωμής ήταν η ίδια η σοδειά, την οποία ο παραγωγός προπωλούσε σε προκαθορισμένες τιμές, παρά το γεγονός ότι ακόμη αγνοούσε την τιμή που θα μπορούσε να πιάσει η παραγωγή του τη χρονιά εκείνη. Πρόκειται για πράξεις προσωπικής πιστοδότησης, έξω από τους τραπεζικούς μηχανισμούς της οικο νομίας. Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, με την αύξηση της παραγωγής σφουγγαριών, αυξήθηκε κατ' αντιστοιχία το εμπόριο του είδους και έμποροι από τα Δωδεκάνησα ίδρυσαν παραρτήματα των εμπορικών τους γραφείων στο Λονδίνο, το Άμστερνταμ, τις Βρυξέλλες, τη Βιέννη, τη Στουτγάρδη, το Λάιπτσιγκ, το Μόναχο, τη Στοκχόλμη, τη Μόσχα, την Οδησσό, την Τριέστη, τη Ρώμη, το Λιβόρνο, τη Μασσαλία και τη Μαδρίτη, ακόμη και στην Καλκούτα. Τους έλληνες πλοιοκτήτες και εμπόρους σιτηρών, που είχαν ανοίξει νέους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους, ακολούθησαν και οι έμποροι σφουγγαριών. Το εισόδημα που απέφεραν τα σφουγγάρια μπορούσε να φτάσει στη δεκαετία του 1870 τις 150.000 αγγλικές στερλίνες. Ωστόσο, αυτή η οικονομική ευμά ρεια καθώς και μια τεχνολογική καινοτομία, η εισαγωγή του σκάφανδρου, επέφεραν σημαντικές αλλαγές στις τοπικές κοινωνίες των σπογγαλιέων. Η οργάνωση αυτής της οικονομικής δραστηριότητας είχε τη μορφή πυρα μίδας, που ξεκινούσε από την κορφή με τον επενδυτή και κατέληγε στη βάση, στο σπογγαλιέα. Η σπογγαλιεία απασχολούσε τη φτωχότερη μερίδα του πλη θυσμού. Δεν θα επεκταθώ στις τεχνικές ιδιαιτερότητες της σπογγαλιείας, αντίθετα, θα επικεντρωθώ στην επισήμανση μιας σημαντικής οικονομικής παραμέτρου της, που οδήγησε στην ανάληψη επιχειρηματικών πρωτοβου λιών. Για την ακρίβεια, μιλώ για τον τρόπο με τον οποίο η εκμετάλλευση της 36
τεχνογνωσίας της σπογγαλιείας συνδέθηκε με το μεταναστευτικό ρεύμα κατά το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα. Η εφαρμογή των τεχνικών της σπογ γαλιείας σε ένα νέο οικονομικό περιβάλλον οδήγησε στο να στεφθούν με επι τυχία πολλές επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Ένας σημαντικός παράγοντας που επηρέαζε την ευμάρεια του πληθυ σμού των Δωδεκανήσων ήταν η εποχιακή ή και η μόνιμη μετανάστευση εντός των γεωγραφικών ορίων της ευρύτερης περιοχής τους, μια συνηθισμένη πρακτική για πολλούς τεχνίτες και εργάτες ολόκληρης της Μεσογείου. Οι Δωδεκανήσιοι διατηρούσαν στενούς δεσμούς με την κατάντικρυ στεριά: πολ λοί ήταν οι βοσκοί και οι αγρότες που περνούσαν απέναντι, για να βοσκήσουν τα κοπάδια τους και να φροντίσουν τη γη τους, στα παράλια της Μικράς Ασίας. Ειδικά οι νησιώτες από την Κάλυμνο, το Καστελόριζο και τη Σύμη, κατείχαν γαίες στην ακτή απέναντι από τα νησιά τους, τις οποίες θεωρούσαν προέκταση του νησιού τους. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι περισσότερες πρωτεύουσες των νησιών κοιτούν ανατολικά, προς τη Μικρασία, και όχι δυτι κά, προς το Αιγαίο. Επιπλέον, οι νησιώτες αυτοί διατηρούσαν στενές επαφές με το μεγάλο λιμάνι της Σμύρνης. Η ενδοχώρα της Μικρασίας εξασφάλιζε τις ανάγκες τους σε σιτηρά και είδη ζωάρκειας και έδινε ευκαιρίες για συμπλη ρωματική απασχόληση. Ωστόσο, η δραστηριότητα η οποία χαρακτήρισε με τόσο απόλυτο τρόπο τους Δωδεκανήσιους, και ιδιαίτερα τους κατοίκους της Καλύμνου, της Σύμης, της Λέρου, της Χάλκης και του Καστελόριζου, ήταν η σπογγαλιεία. Οι κύριες ασχολίες των κατοίκων σε αυτές τις απομονωμένες αλλά δικτυωμένες μετα ξύ τους κοινότητες σχετίζονταν με τη θάλασσα, με άλλα λόγια, με το παρά κτιο και ανοιχτής θάλασσας ψάρεμα και εμπόριο. Κάθε νησί είχε ένα στόλο μικρών σκαφών, για τον οποίο όμως μόνο κάποιους γενικούς υπολογισμούς μπορούμε να κάνουμε. Αντίθετα, έχουμε πολλά στοιχεία σχετικά με τα πλοία ανοιχτής θαλάσσης και τη δραστηριότητα αυτή των κατοίκων του νοτίου Αιγαίου. Τα νησιά αυτά μοιράζονταν τα χαρακτη ριστικά όχι μόνο της τοπικής εντός του Αιγαίου αλλά και της πέραν αυτού μετανάστευσης. Συγκε κριμένες συνθήκες επέτρεψαν τη μεταφορά της τεχνογνωσίας που σχετιζόταν με τη σπογγαλιεία σε άλλες ηπείρους, στην Αυστραλία και την Αμερι κή. Οι οικονομικοί και κοινωνικοί παράγοντες που είχαν συμβάλει στη δημιουργία και τη διατήρηση "συντροφιών" σε πολλά από αυτά που σήμερα ονομάζουμε παραδοσιακά επαγγέλματα, μας βοηΚατάδυση δύτη. 37
HHBBS Σπογγαλιευτικά σκάφη.στο λιμάνι του Τάρπον Σπρινγκς, με τα σφουγγάρια κρεμασμένα σε αρμαθιές στο κατάστρωμα.
θούν να κατανοήσουμε την επιμονή στη διατήρηση της ίδιας επαγγελματικής ενασχόλησης μιας ολόκληρης ομάδας μετά τη μετανάστευση και μετεγκατά σταση σε άλλες ηπείρους. Οι νησιώτες από το Καστελόριζο έφεραν στο Perth της Αυστραλίας μια θαλασσινή κληρονομιά αιώνων, που είχε να κάνει με την εκμετάλλευση των θησαυρών της θάλασσας και είχε ανθίσει στο πλαίσιο μιας πολυεθνικής και πολυπολιτισμικής ζώνης που ήταν πάντα η Μεσόγειος. Τον ίδιο καιρό, στις αρχές του 20ου αιώνα, που πολλοί κάτοικοι από το Καστελόριζο έβαζαν πλώρη για την Αυστραλία, Έλληνες από άλλα νησιά του Αιγαίου μετανάστευαν στην Αμερική. Το άνοιγμα των υπερωκεάνιων δρομο λογίων και η μαζική έξοδος πληθυσμών, που αναζητούσαν ένα πιο ευοίωνο μέλλον, έφερε Αιγινήτες αλλά και Δωδεκανήσιους στον Κόλπο του Μεξικού. Εδώ έγινε το πάντρεμα της ανακάλυψης μιας ποικιλίας σφουγγαριών που προσφέρονταν για εμπορική εκμετάλλευση με την εισαγωγή της εξειδίκευ σης που είχαν οι δύτες από τη Μεσόγειο. Η τεχνογνωσία αυτή για καταδύσεις σε μεγάλα βάθη βρήκε την καλύτερη της εφαρμογή στην περιοχή του Tarpon Springs της Φλώριδας. Η πόλη αυτή το 1936 αναγνωρίστηκε ως πρωτεύουσα της σπογγαλιείας. Η παρακμή ήρθε μετά το 1946, όταν τα λιβάδια με τα σφουγγάρια πέθαναν από ένα βακτήριο. Όπως πολλά από τα αγροτικά προϊόντα της Μεσογείου, έτσι και τα σφουγγάρια δημιούργησαν επιχειρηματική παράδοση και τοπικούς θύλακες
τεχνικής εξειδίκευσης. Τα σφουγγάρια, τελικά, έμειναν στη μνήμη μέσα από τα τραγούδια, την εμπορική εκμετάλλευση τους για τουριστικούς λόγους και την ανάγκη μουσειακής ανάδειξης ενός ακόμη παραδοσιακού επαγγέλματος, που έχει πλέον εξαφανιστεί στις μέρες μας.
••:'
••<•••
> •
••
"
'
"S it
if If t
ill
Σπογγαλιευτικό του Σταύρου Δεληκωσταντή, καρνάγιο Αίγινας, 1950
ΙΩΑΝΝΟΥ Β. ΛΥΚΟΥΡΗ
Η ελληνική κοινότητα του Τάρπον Σπριγκς*
Ομιλία γενομένη ενΑιγίνη την 11ψ Φεβρουαρίου 1951 επιμέλεια του Δήμου Αιγίνης και του Μορφωτικού Συλλόγου «Ο Καποδίστριας» επ' ευκαιρία του έτους του αποδήμου Ελληνισμού. [...]Και προ ετών με είχεν απασχολή σει η έρευνα της εις Τάρπον Σπριγκς Ελληνικής Κοινότητας, προς την οποίαν συμπαθώς εστρέφετο η προσοχή μου εκ του λόγου ότι το όνομα του είχε γραφή εις την μνήμην μου από παιδικής ηλικίας, αφού και ο πατέρας μου και άλλοι στενοί συγγενείς μου είχαν φτάσει από τους πρώτους εις το Τάρπον, δύο μάλιστα εκ της πρώτης ομάδος Ελλήνων σφουγγα ράδων που έφτασαν εις το Τάρπον ήσαν ο ένας αδελφός και ο άλλος εξάδελφος του πατέρα μου. Εξ όσων από παιδικής ηλικίας έχω ακούσει περί του Τάρπον, αλλά και ως Ό Αντώνιος Β. Λυκούρης, σεμνός επαγ μέλος του Συμβουλίου των εν Πειραιεί γελματίας και συνετός οικογενειάρχης. Αιγινητών παρηκολούθησα κατά την ανέ- Στην ιδιοκτησία του περιήλθε «η οικία γερσιν της αιθούσης του Νοσοκομείου του πυρπολητού Κωνσταντίνου Κανά ρη» την οποίαν, αφού ανακαίνισε και μας, σημαντικός, κάπως, ενισχυτής της διέσωσε από την κατάρρευση, κατέ προσπάθειας μας εκείνης ήτο η Αδελφό στησε κατοικίαν του. Σήμερα κατοικεί ται από τα παιδιά του. της των εν Τάρπον Αιγινητών, εκ δε των δωρεών αι οποίαι μετά την αποχώρησιν των Γερμανών έφθασαν εις την Αίγιναν από το Τάρπον και τα άλλα βεβαίως μέρη της Αμερικής, είχα συνηθίσει να * Το κείμενο μεταφέρθηκε στην ορθογραφική μορφή του, με προσαρμογή στο μονοτονικό σύστημα. Δημοσιεύουμε απόσπασμα της ομιλίας η οποία είχε κυκλοφορήσει σε μονο γραφία το 1955, σε έκδοση του συγγραφέα, ο οποίος υπήρξε εκδότης του περιοδικού ΚΗΡΥΞ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ. 40
θεωρώ το Τάρπον μίαν δευτέραν Αίγιναν στην Αμερική. Δι' αυτό εξεπλάγην σπουδαίως, όταν το καλοκαίρι του 1949 εδιάβασα στο περί Δωδεκανήσου αξιέπαινον και δικαίως βραβευθέν από την Ακαδημίαν βιβλίον της κ. Αθηνάς Ταρσούλη τα εξής: «Όσοι βρίσκονται στο νησί τους (Καλύμνιοι) άλλοι τόσοι σχεδόν είναι διεσπαρμένοι στα διάφορα μέρη του κόσμου, που είναι και οι μόνοι σχεδόν που εκτελούν την σπογγαλιεία στα παράλια του Μεξικανικού κόλπου και της Φλώριδος στην Αμερική. Η γεμάτη δυναμική ακμή πολιτεία του Τάρπον Σπριγκς κατοικείται η περισσότερη από Καλύμνιους και το λιμάνι της είναι γεμά το από σφουγγαράδικα Καλύμνικα καΐκια. - Το Τάρπον Σπριγκς που βρίσκε ται στα δυτικά του κόλπου του Μεξικού είναι μία από τις ωραιότερες πόλεις της Βορειοδυτικής Αμερικής, χτισμένη σε ψηλό εδαφικό επίπεδο, γεμάτη δρο σερές νεροπηγές, απέραντα πάρκα, ωραίες βίλες και πλατειές λεωφόρους, με σύνορο τον ποταμό Anelok ανατολικά από τη λίμνη Butley που έχει οκτώ μίλια πλάτος -. Οι Καλύμνιοι πήγαν για πρώτη φορά στο Τάρπον το 1890 κι άρχισαν εκεί τριγύρω το ψάρεμα των σφουγγαριών. Επειδή όμως αναδεί χθηκαν ανώτεροι από τους ντόπιους, κέντησαν την ζήλεια και τον φθόνο τους σε τέτοιο βαθμό ώστε μια χρονιά, το 1904, οι Μεξικανοί έβαλαν φωτιά στα Καλύμνικα και τα 'καψαν. Όμως οι Καλύμνιοι με το γαλήνιο ύφος τους και τον περήφανο τους χαρακτήρα - ένα κράμα ψυχρού και μεσημβρινού τύπου με βαθύ όμως πατριωτικό ενθουσιασμό, που χωρίς να δέχεται κανένα
Ναυπηγείο στην Κάλυμνο
41
συμβατικό συμβιβασμό, προδίδει την γνήσια καταγωγή τους - κατώρθωσαν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των ντόπιων τόσο που να παραδώσουν αυτοί την περισσότερη σπογγαλιευτική κίνησι στα χέρια των Καλυμνίων». Είναι αλήθεια πως με το βιβλίο της αυτό η κ. Ταρσούλη προσπάθησε ν' απεικονίσει τα νησιά, τους κατοίκους και τα έθιμα τους και δεν ησχολήθη τόσον με την επαλήθευσιν των εν τω βιβλίω της πληροφοριών, οπωσδήποτε όμως εγώ θεωρήσας ότι αι εντυπώσεις μου περί του Τάρπον, το οποίον εθεώρουν ως άλλην Αίγινα, ήσαν πιθανώς πεπλανημέναι, συνεζήτησα με άλλους ζήσαντας εις το Τάρπον τα όσα εδιάβασα εις το βιβλίον τούτο και όλοι ηγανάκτησαν δια τας εν αυτώ ανακρίβειας. Κατόπιν τούτου αγόμενος όχι από μικρόν τοπικιστικόν αίσθημα αλλά δια την αποκατάστασιν της ιστορικής αληθείας και της δικαιοσύνης, την οποίαν από τριακονταετίας υπηρετώ, προέβην εις εκτεταμένην έρευναν. Επί ένα και ήμισυ έτος ασχοληθείς με την συλλογήν των στοιχείων από ζώντας εν Αιγίνη, Πειραιεί και Αμερική πρωταγωνιστάς της δημιουργίας της Ελληνικωτάτης ταύτης πόλεως του Τάρπον, ησχολήθην ταυτοχρόνως με την επαλήθευσιν των, αφ' ενός διότι λόγω της παρόδου τόσων δεκαετηρίδων και των μεσολαβησάντων γεγονότων, αι αφηγήσεις τινών έκτων πρωταγωνιστών δεν συνεφώνουν μεταξύ των, αφ' ετέρου όμως και διότι έχω υπ' όψιν και κάποιαν δόσιν υπερβολικότητος την οποίαν έχουν πάντοτε παρόμοιοι αφηγήσεις,
Με σήμα τον σφουγγαρά.
πράγμα που φαίνεται παρέβλε ψε η συγγραφεύς του βιβλίου τούτου. Εκ των ερευνών μου τούτων επείσθην και σήμερον είμαι εις θέσιν να τονίσω ότι οι Αιγινήται ήσαν οι πρώτοι Έλλη νες μετανάσται, οι οποίοι με την γνωστή από την αρχαιότητα εργατικότητα των, η οποία κατά μίαν εκδοχήν και τους είχε δώσει το όνομα Μυρμιδόνες, έδωσαν τοιαύτην ώθησιν ώστε το ΤάρΕδώ τα καλά σφουγγάρια.. πον να εξελιχθεί εις οίαν κατάστασιν είναι σήμερον. Η ιστορία σπανίως γράφεται σωστά και, εν προκειμένω, η μεν κ. Ταρσούλη θέλει το Τάρπον δημιούργημα των Καλυμνίων, μία πλάκα δε τοποθετημένη στην «Μαρκέτα» του Τάρπον μετά 40 ολόκληρα χρόνια από της πρώτης αφίξεως των μεταναστών θέλει δημιουργόν της σπογγαλιείας τον τσάκωνα Κόκορην. Η αλήθεια όμως ούτε εις την μίαν πλευράν ευρίσκεται ούτε εις την άλλην. Δια τον λόγον αυτόν προέβην εις την παρούσαν έρευναν, δια την οποίαν δεν διεκδικώ ανυπαρξίαν, μη ουσιωδών πάντως, λαθών. Ως υπηρέτης της δικαιοσύνης συνηθισμένος να αναζητώ την αλήθειαν και να σέβομαι και τας αντιθέτους προς τας ιδικάς μου απόψεις, δεν θα ελυπούμην, αλλά τουναντίον θα ηυχαριστούμην ειλικρινώς, αν άλλος ημφεσβήτει την ακρίβειαν των όσων εγώ υποστηρίζω, στηριχθείς εις βεβαιώσεις πλήθους ζώντων πρωταγωνιστών. Εύχομαι ακόμη όπως, αν δεν ήθελε δοθή εις εμέ η ευκαιρία επιτόπιου ερεύνης, πράγμα που δεν το πολυπιστεύω, ευρεθή άλλος να ασχοληθή με την ιστορίαν του Τάρπον, διότι το Τάρπον εάν δι' ημάς τους Αιγινήτας είναι η Αίγινα της Αμερικής, δια τους Αμερικανούς είναι ένα κομμάτι της Ελλάδος που έχει μεταφυτευθή στην Αμερικανική ήπειρο. Εισερχόμενος δε εις το θέμα μου ζητώ συγγνώμην δια τας λεπτομέρειας επί των οποίων πρόκειται να ασχοληθώ και αι οποίαι εάν εις μερικούς έκτων ακροατών μου φέρουν ευχάριστους αναμνήσεις, δεν παύουν εν τούτοις να είναι λεπτομέρειαι κουραστικαί δι' άλλους. Επειδή όμως επ' αυτών ακριβώς στηρίζω την αμφισβήτησιν των όσων εδιάβασα εις το αξιέπαινον βιβλίον της κ. Ταρσούλη, σας παρακαλώ να μου τας συγχωρήσητε. Ας μου συγχωρηθή ακόμη η μη κυριολεξία του τίτλου διότι το θέμα μου είναι μέρος ευρυτέρας ερεύνης εις την οποίαν ασχολούμαι. • • & > &
43
Φθινόπωρο του 1904 Ένας νέος μαυριδερός και δασύς, καμμιά εικοσιπενταριά χρόνων, γυρίζει στους δρόμους της Ν. Υόρκης για να πούληση τα σφουγγάρια που έχει κρε μασμένα στον ώμο του σε μιαν αρμάθα. Οι πληροφορίες που έχει πάρει από την Αμερική, πριν ξεκινήση, είναι ότι «τα σφουγγάρια θα τον έκαμαν στην στιγμή πλούσιο. Και ψαλιδιές ακόμη αν είχε, θα τις πουλούσε καλά». Γι' αυτό έχει συνάξει με πάσα μυστικότητα από τα σπίτια της Αιγίνης δυο σακκιά «φόρμες», έχει προμηθευτεί ακόμη δυο σακκιά «γκαγκάβες», κι άλλα δυο σακκιά «σκάρτα» και με το φορτίο αυτό των έξι σακκιών, που κρυφά έβγαλε από την Αίγινα, βρίσκεται στην Ν. Υόρκη. Δεν ενδιαφέρουν τα βάσανα που τράβηξε έως ότου φθάσει στον προορι σμό του ο νέος αυτός, που ούτε την γλώσσαν εγνώριζε, ούτε αρκετά μετρητά χρήματα είχε, ούτε καν εγνώριζε ότι το εμπόρευμα του υπήγετο εις τελωνει ακός διατυπώσεις. Σημειώνω όμως ότι ο νέος αυτός δοκίμασε μια μεγάλη έκπληξη στη χώρα των εκπλήξεων. Και η έκπληξίς του δεν προέρχεται από τους ουρανοξύστες, τα μεγάλα γεφύρια και την πιο μεγάλη κίνηση, που ούτε να διανοηθή άλλοτε ήτο δυνατόν, αλλά για το ότι, αντίθετα από τις πληροφορίες που είχε, ενώ γυρίζει στους πολυσύχναστους δρόμους της Ν. Υόρκης με τα σφουγγάρια, που εις τόσον καλήν ποιότητα σπανίως αν μη δια πρώτην φοράν έβλεπαν οι
Τάρπον Σπρινγκ. Άφιξη Ελ Βενιζέλου και της συζύγου του Έλενας, 30 Ιανουαρίου 1922 για να τιμήσει τους Έλληνες σπογγαλιείς, που μετέτρεψαν το μικρό αυτό χωριό σε κέντρο εμπορίου σπόγγων για ολόκληρη την Αμερική.
Αμερικανοί, ο κόσμος δεν αγόραζε τα σφουγγάρια του, στα οποία όμως τόσες ελπίδες άμεσου πλουτισμού είχε στηρίξει. Το γιατί; το έμαθε κατόπιν. Ενδιαφερόμενοι είχαν δημοσιεύσει στις εφη μερίδες να μην αγοράζουν από τους πλανόδιους σφουγγάρια, γιατί τάχα προ έρχονται από νοσοκομεία. Αρκετή βέβαια η είδησις για να μην αγοράση κανείς. Οι πλανόδιοι δεν είχαν τα υλικά μέσα να δημοσιεύσουν πόσον γελοίον ήτο το εναντίον των επιχείρημα. 0 νέος όμως αυτός, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον ευτυχώς ζώντα μετα ξύ μας κ. Σπυρ. Αναρ. Βουτέρην ή Μαλάμω, είτε γιατί ήταν από τους ανθρώ πους που δεν τους απογοητεύουν οι πρώτες ατυχίες, όπως άλλως τε επανει λημμένως μετά ταύτα το απέδειξεν, είτε γιατί ήταν από την μοίραν διαλεγμέ νος να γίνη ο πρωτοπόρος μιας εξορμήσεως σαν εκείνες των χρυσοθήρων, ούτε απελπίστηκε ούτε το εμπόρευμα του πήγε χαμένο. Τυχαίως γνωρίστηκε στην Ν. Υόρκη με τους εκ Λεωνιδίου αδελφούς Κώστα, Γιώργη, Γιάννη και Ηλία Κόκορη εκ των οποίων οι δύο πρώτοι ζουν ακόμη στην Αμερική. Αυτοί τον φιλοξένησαν στην κάμαρη τους, αγόρασαν αντί διακοσίων δολλαρίων τα σφουγγάρια του δια λογαριασμόν κάποιας σπογγεμπορικής επιχειρήσεως εις την οποίαν ειργάζοντο και προσεφέρθησαν να τον πάρουν στην ίδια εταιρία με μισθόν εξ δολλάρια την εβδομάδα. 0 Βουτέρης όμως δεν είναι «ο εν ολίγω αναπαυόμενος», δεν περιορίζεται σε μια ήσυχη ζωή, θέλει δράσιν και διψά για πλούτο. Άλλως τε εάν ήθελε ήσυχη ζωή, είχε το μαγαζάκι του στην Αίγινα που του την εξασφάλιζε. Από την κατωτερότητα των Αμερικανικών σφουγγαριών που είδε, από τις πληροφορίες που πήρε από τους αδελφούς Κόκορη περί υπάρξεως πολ λών σφουγγαριών στον κόλπο της Φλώριδος και περί του πρωτόγονου τρό που αλιείας των, διότι ηγνόουν ότι υπήρχε και άλλος τρόπος ψαρέματος των σφουγγαριών εκτός του πρωτογόνου με γάντζους, κατάλαβε πως ο πλούτος του βρίσκεται εκεί. Συνεννοείται λοιπόν με τους Κόκορη και επιστρέφει στην Ελλάδα, για να φέρη τους Αιγινήτες που θα έβγαζαν πρώτοι με σκάφανδρο τα σφουγγάρια της Φλώριδος και απορρίπτει την πρότασι του Κόκορη να εργαστή εκεί με εξ δολλάρια την εβδομάδα. Θα κούραζα εξαιρετικά τον ακροατή, εάν περιέγραφα τις δυσκολίες που απήτησε η κατάρτισις του πρώτου πληρώματος του πρώτου σπογγαλιευτι κού πλοιαρίου που έφυγε από την Αίγινα και πρώτου που έφτασε στις Ηνω μένες Πολιτείες της Αμερικής, τις δυσκολίες για την εξεύρεσι του σκάφαν δρου, φορέματος και λοιπών εργαλείων που από την Αίγινα μεταφέρθηκαν εκεί και δια την εξοικονόμησιν των χρημάτων που απητήθησαν. Είναι εξαιρε τικά τα εμπόδια που υπερενίκησαν, όλα δε αυτά υπό μυστικότητα, τόσην ώστε να συναντώνται τας μεσονύκτιους ώρας και, ίσως θα έπρεπε μερικοί από τους σημερινούς νέους, που εύκολα απογοητεύονται από τις αντιξοότη-
τες της ζωής να τα μάθουν είτε από τους εν Αιγίνη ζώντας πρωταγωνιστάς είτε από τα εις τας χείρας μου γράμματα του εν Αμερική πρωταγωνιστού, δια να ιδούν ποίας τεραστίας δυσκολίας υπερενίκησαν οι άνθρωποι που σήμερον φαίνονται καλώς αποκατεστημένοι. Και ανήμερα την «Τυρινή» του 1905 αναχωρεί εξ Αιγίνης το πλήρωμα του πρώτου σπογγαλιευτικού με σκάφανδρο πλοιαρίου που έφτασε στην Αμερική. Το πλήρωμα τούτο απαρτίζεται από τους 1) Σπύρον Βουτέρην, ζώντα εν Αιγίνη, 2) Μιλτιάδην Στάθην, ζώντα εν Τάρπον, 3) Ανδρέαν Κ. Λυκούρην, θανόντα εν Αμερική, 4] Παύλον Δ. Μουτσάτσον, ζώντα εν Αθήναις, 5) Παναγιώτην Ι. Σπαρρήν ή Σακκάν, θανόντα εν Αιγίνη, και τους δύτας 6) Στυλ. Μ. Μπέσην, ζώντα εν Αιγίνη, και 7) Δημοσθένην Σπυρ. Καβάσιλαν, ζώντα εν Βαλ τιμόρη Αμερικής, και ο οποίος είχε φύγει προηγουμένως και τους περίμενε στην Ιταλία λόγω των δυσκολιών που συνήντησαν. Είχαν μαζί τους την κατα δυτική μηχανή με όλα τα συμπαρομαρτούντα δια την λειτουργίαν της, φόρε μα, περικεφαλαία, μαρκούτσα, παπούτσια κλπ. Αι περιπέτειαι του ταξιδιού μέχρι Ν. Υόρκης δεν ενδιαφέρουν, ενδιαφέρει όμως, και ας με συγχώρηση που παρά την υποχρέωσιν που του οφείλω δια τας πολύτιμους πληροφορίας του, εγώ τον μαρτυρώ, ότι ο ταξιδιώτης Μιλ τιάδης Στάθης, γοητευθείς από τα θέλγητρα των Ιταλίδων της Νεαπόλεως, ενεφανίσθη το πρωί στην υγειονομικήν επιτροπήν προς εξέτασιν ξενύχτης και μεθυσμένος, και έτσι δεν του επετράπη η αναχώρησις διότι... «μεθύστα κες δεν θέλανε στην Αμερική» προς μεγάλην λύπην του ιδίου και των άλλων, οι οποίοι τον απεχωρίζοντο και του άφηναν μέρος από το όχι πλούσιο χαρτζηλίκι τους, δια να δικαιολογήσουν άλλην μία φορά την Γκραίης Αμποτ. Έτσι η ομάς χωρίς τον Μιλτιάδην Στάθην συνέχισε το ταξίδι της. Τον Στάθην θα τον συναντήσουμε πάλιν ταξιδεύοντα. Η ομάς λοιπόν αυτή έφτασε στην Ν. Υόρκην οδηγούμενη από τον Βουτέ ρην, εφιλοξενήθη στο σπίτι του Κόκορη επίτιναςημέρας, αι οποίαικατά μίαν πληροφορίαν εχρησιμοποιήθηκαν από τον Κόκορη δια να τους κάμη να βεβαιώσουν ότι την μηχανή τους δεν την έφεραν εξ Ελλάδος, αλλά την βρή καν εκεί στο σπίτι του, και η βεβαίωσις αυτή εχρησιμοποιήθη κατόπιν. Την πληροφορίαν αυτήν μόνον ο μπάρμπας μου Στέλιος Μπέσης μου την έδωκε. Εν πάση περιπτώσει συνοδευόμενοι με τον Γιάννην Κόκορην έφθασαν εις το Τάρπον Σπριγκς. Αξίζει τώρα να μάθουμε εις ποίαν κατάστασιν ευρήκαν το Τάρπον Σπριγκς οι πρώτοι Έλληνες σφουγγαράδες που έφτασαν εκεί από την Αίγινα. Υπήρχαν άλλοι Έλληνες προ αυτών; Υπήρξαν άλλοι προ αυτών σφουγγαράδες; Το Τάρπον, λοιπόν, ήτο τότε ένα αραιοκατοικημένο χωριό το οποίον πολύ απείχε από του να δίδη την εντύπωσιν πόλεως. Ο αδελφός της μητέρας μου, όταν για πρώτη φορά πήγε τον Νοέμβριο του
1905 και κατέβηκε από το σταθμό, βυθίστηκαν δε τα πόδια του στην άμμο, ξαναγύρισε και ρώτησε αν ήτο πράγματι εκεί το Τάρπον δια το οποίον προορίζετο. Τόσον δεν επίστευσεν ότι έφτασε σε κατοικημένο μέρος ώστε υπέθε σε πως κατέβηκε κατά λάθος, ο δε εξάδελφος του πατέρα μου Στυλιανός Μπέσης, ζων εν Αιγίνη και πρώτος Έλλην δύτης που ειργάσθη με σκάφανδρο στις Ηνωμένες Πολιτείες και ο οποίος επί τέλους προήρχετο από την μικρή Αίγιναν και όχι από καμμίαν μεγαλούπολιν, μου το εχαρακτήρισεν ως «πόλιν χάλια» ανάλογοι δε και των λοιπών αι πληροφορίαι. Ένα ξύλινο παράπηγμα διαστάσεων 4x4 περίπου και μία συνεχόμενη ξύλινη αποθήκη ήτο ο Σταθμός του Σιδηροδρόμου. Όλα τα αραιά ευρισκόμε να σπίτια, η Τράπεζα, το φαρμακείον, οι αποθήκες των σφουγγαριών κλπ. ήσαν όλα ξύλινα. Πολύ ολίγα σπίτια ήσαν από τούβλα. Και όμως, κάτω εις την θέσιν «Μπλοφ» (Bluff) τας εκβολάς του ποταμού υπήρχε το ξύλινο παράπηγ μα του ταχυδρομείου, με τηλέφωνο και έναν μοναδικό υπάλληλο, απέναντι δε σ' αυτό άνοιξε κατόπιν καφενεδάκι κάποιος Λεούσης. Πρέπει όμως να τονισθή ότι τα σπίτια εκεί εγίνοντο ξύλινα λόγω της αφθονίας της οικοδομήσιμου ξυλείας εν αντιθέσει προς την τελείαν σπάνιν της πέτρας. Οι δρόμοι του είχαν ξύλινα πεζοδρόμια και ήσαν από την άμμο του ποταμού, ο οποίος πηγάζει από εκεί για να χυθή στον κόλπο και εξ αυτού πήρε το μέρος την ονομασίαν του ως Τάρπον Σπριγκς, δηλαδή πηγαί του Τάρπον. Οι κάτοικοι του ησχολούντο εις χειρωνακτικός εργασίας, είτε ως κηπου ροί, είτε εις το να ψαρεύουν με χουκς (γάντζους) σφουγγάρια, είτε ως εργάται στο καθάρισμα των σφουγγαριών. Οι λευκοί κάτοικοι του Τάρπον της εποχής εκείνης ήσαν ολίγοι. 5-6 Αμε ρικανοί σπογγέμποροι, πλουσιώτερος των οποίων ήτο ο Τζων Κιν, ένας άλλος Αμερικανός είχε μαγαζί στο οποίον πουλούσε παγωτά, και ένας άλλος, τον οποίον οι Έλληνες ωνόμαζαν Εβραίο, είχεν εμπορικό κατάστημα ων ταυτο χρόνως και εργολάβος κηδειών, έχων εν ταυτώ υπό την εκμετάλλευσίν του και το νεκροταφείον και ο οποίος στο τέλος μετέτρεψε σε σφουγγαράδικο ένα καΐκι του με το όνομα «Τορτούγας» από το όνομα ενός νησιού μεταξύ Κούβας και Φλώριδος, όπου προηγουμένως το καΐκι αυτό μετέφερε ξυλείαν «Μπιτς πάιν» εκ Φλώριδος. Ήρχοντο ακόμη και από άλλα μέρη Αμερικανοί, οι οποίοι έμεναν τόσον όσον εχρειάζετο ν' αγοράσουν σφουγγάρια. Από τις αφηγήσεις που συνέλεξα οι κάτοικοι του Τάρπον καθ' ην εποχήν έφτασαν οι ως άνω Αιγινήται πρέπει να ήσαν περί τους 200 μαύροι και άλλοι τόσοι λευκοί. Και δια να βεβαιωθή άλλη μία φορά ότι πάντοτε θα έχη προηγηθή κάποιος Έλλην, ευρήκαν εκεί κάποιον ονόματι Αντώνη, Έλληνα, ο οποί ος ήτο μαύρος διότι κατήγετο από την Κύπρο και όχι από την Κάλυμνο. Όταν έφτασαν οι άποικοι μας στο Τάρπον ωδηγήθηκαν στην αποθήκη των εμπόρων Τζίνη, όπου και εφιλοξενήθηκαν.
Επί ένα μήνα περίπου ασχολήθηκαν εις το να εξεύρουν από την Φλώριδα ένα παλιοκάικο και να το διασκευάσουν εις σφουγγαράδικο μόνοι τους, μη υπάρχοντος ναυπηγού, καθ' ο διάστημα έμαθαν ότι άγρια σφουγγάρια δεν υπάρχουν, γιατί γίνονται όλα, ότι οι τότε τύποι των σφουγγαριών ήσαν οι εξής: πρώτα ήρχοντο τα «χίπουλ», τα οποία ελέγοντο και «γουλ σποντζ», δηλαδή μαλλόσπογγοι, αυτά είναι σαν τα δικά μας τα καπάδικα αλλά το μαλλί τους έχει χνούδι σαν μαλλί, δεύτερα ήσαν τα «γκρας» σαν τα δικά μας τα λαγόφυτα που οι Γερμανοί τα λένε «αυτιά ελέφαντος» και τα οποία ήσαν μάλλον χορταροσφούγγαρα, δεν τραβούν νερό και δεν έχουν το γνωστό σχήμα των Ελληνικών σφουγγαριών, αλλά δοχείου, κάτι σαν ποτήρι, τρίτα τα «γιάλα», φόρμες μεν και σαν τα χονδρά τα δικά μας αλλά κατώτερα, και τέταρτα τα «ρίφια». Τέλος υπάρχουν και «τσιμούχες». Σήμερα τα σφουγγά ρια είναι τεσσάρων ποιοτήτων: α) τα sheep's wool, όπερ κατά κυριολεξίαν σημαίνει αρνήσιο μαλλί, β) τα gello, γ) τα grass, σαν τα δικά μας λαγόφυτα και δ) τα wire spongs, δηλαδή συρματοσφούγγαρα, τα οποία είναι μεν γερά αλλά δεν κρατούν νερό μέσα τους. Τα σφουγγάρια αυτά τα ψάρευαν με βάρκες χρησιμοποιούντες γάντζους (χουκς) και γυαλί οι μόνιμοι κάτοικοι του Τάρπον, ήρχοντο όμως και Κιουεστιάνοι, καμμιά εκατοστή βάρκες και ψάρευαν και αυτοί. Οι Κιουεστιάνοι αυτοί είναι μεν Αμερικανοί αλλά κάπως αμόρφωτοι και οι Έλληνες τους έδω σαν το όνομα αυτό από το Κι Ουέστ (Key West), το οποίον κατά κυριολεξίαν σημαίνει «κλειδί της Δύσεως», όπως ελέγετο ένα νησάκι κοντά στον Ναύσταθμον, 300 περίπου μίλλια προς Νότον και οι οποίοι εψάρευαν επίσης με γάντζους, τα έδιδαν όμως στους μαύρους και τους τα εκαθάριζαν. Αυτούς φαίνεται εννοεί η κ. Ταρσούλη Μεξικανούς, οι οποίοι ποτέ δεν ήλθαν στο Τάρ πον, διότι απλούστατα δεν ψαρεύουν ούτε τα δικά τους σφουγγάρια. Ας μου συγχωρεθή και μία παρένθεσις εν προκειμένω. Και στο Μεξικό πήγαν Αιγινήτες σφουγγαράδες. Πράγματι, το 1895 επήγαν στο Μεξικό με επί κεφαλής τον Αιγινητοάγγλον Γεώργιον Μπράουν οι εξής Αιγινήται σφουγγα ράδες: οι αδελφοί Αντώνιος και Σπύρος Παν. Οικονόμου, ο Διονύσιος Μπότσα ρης, ζων εν Πειραιεί, του οποίου όμως η μνήμη δεν παρέχει καμμίαν εγγύησιν, και ο αδελφός του Μιχάλης, ο Παναγής Γεωργ. Αλυφαντής, ο Φίλιππος Κοφι νάς, ο Κυριάκος Γελαδάκης, ο Ιωάννης Κολιαλάμπρος, ο Αναστάσιος Μαλτέζος και ο Αργύριος Μαλτέζος ή Σαμαρίνης, αυτοί ειργάσθησαν επί διετίαν στο ψάρεμα των σφουγγαριών του Μεξικού και ήσαν τόσον πολλά τα σφουγγάρια, που δεν μπορούσαν να πατήσουν κάτω, αλλά η τιμή τους δεν ήτο ικανοποιητι κή και επέστρεψαν όλοι εκτός από τον Γελαδάκην, ο οποίος έμεινεν εκεί πανδρευθείς μίαν ιθαγενή και απέθανε μετά το 1910. Εις το 1910 διερχόμενος ο Μιλτ. Στάθης δια να πάη στον Παναμά από το Μεξικό ευρήκε εκεί τους εξής Αιγινήτες: τον Ευάγγελον Κλώνον, τον Στυλιανόν Λαδάν, τον Γεώργιον Πρώτο-
^>
ili
νοτάριον, τον Παντελήν Κλώνον, τον Ανδρέαν Στρατηγόν και κάποιον Υδραίον ονόματι Περπινιάν. Όταν δε ο Στάθης είδε τα πολλά σφουγγάρια, έγραψε του αδελφού του και του Σπύρου Βουτέρη και πήγαν και αυτοί. Εψάρευαν στο Belize και τα έδιναν σε κάποιον Άγγλο μεσίτη Molado, ο οποίος τους τα επωλούσε στην Αμερική, αλλά η τιμή ήτο πολύ χαμηλή και έφυγαν. Και μετά την παρένθεσιν ας έλθουμε εις το Τάρπον. Μετά το καθάρισμα τα σφουγγάρια περνιόντουσαν σε αρμαθιές. Κάθε αρμάθα ονομαζόμενη «μπότζι» είχε τόσα σφουγγάρια, όσων την περίμετρον ήρκει δια να καλύψη ο σπόγγος. Ενίοτε η περίμετρος και ενός σφουγγαριού κατηνάλισκε όλο το μήκος του σπάγγου και έτσι όλο το μπότζι ήτανε ένα σφουγγάρι. Συνήθως τα σφουγγάρια ήσαν μεγάλα, γιατί τα μέρη ήσαν «παρ θένα» (αψάρευτα). Τα μικρά ήσαν πολύ ολίγα. Κάθε μπότζι έφθανε από ένα έως 28 σφουγγάρια. Με τα μπότζια αυτά επωλούντο στους εμπόρους που διατηρούσαν τις αποθήκες. Οι προετοιμασίες επί τέλους τελείωσαν και την Μεγάλη εβδομάδα του 1905 «βγήκε στη δουλειά» το πρώτο σκάφανδρο σπογγαλιευτικό που ειργάσθη στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής με πλήρωμα τους ανωτέρω αναφερθέντας πλην του Μιλτ. Στάθη, εις αντικατάστασιν του οποίου είχε προσληφθή ένας άλλος Αιγινήτης από την Ν. Υόρκη, το όνομα του οποίου δεν κατώρθωσα να μάθω, και άλλοι δύο Τσάκωνες. Τα νερά ήσαν ρηχά. Σε 25 μίλλια απόστασι από της ακτής το βάθος είναι μόλις 5 οργυιές. Και αφού διεπίστωσαν με σαπούνι ότι ευρίσκονται σε «τόπο», έπεσε πρώτος δύτης ντυμένος με σκάφανδρο στην Αμερική ο εν Αιγίνη ζων Στυλ. Μπέσης και ο οποίος είτε από συγκίνησι, γιατί είχε το
49
συναίσθημα ότι «βούτηξε» στον «Ωκεανό» είτε γιατί λόγω κακοκαιρίας τα νερά ήσαν θολά, ανεδύθη άπρακτος. Μετά τρεις ημέρας που επανήλθαν, έπεσε πάλι πρώτος ο Στυλ. Μπέσης, κι επειδή ακόμη δεν έβλεπε, γιατί τα νερά ήσαν θολά, έπιανε ψηλαφώντας κι έβαζε στην απόχη. Ένοιωθε κάτι τσιμπήματα στα γυμνά του χέρια, αλλά δεν έδωσε σημασία. Όταν όμως ανεδύθη, τα χέρια του ήταν καταματωμένα από τις δαγκωματιές του πλήθους των ψαριών (στείρες κλπ. μου είπεν ο ίδιος). Τόσα ήταν τα ψάρια, ώστε έπρεπε να τα διώχνουν για να βλέπουν το βυθό. Τα ψάρια όμως αυτά τους εδημιούργησαν και άλλον κίνδυνο. Εψάρευαν για να μαγειρεύσουν και επειδή ήσαν άφθονα, όσα τους περίσσευαν τα πετούσαν στη θάλασσα. Η μυρωδιά όμως των ψόφιων ψαριών, συνεκέντρωνε καρχαρίες που είναι κίνδυνος για τους δύτες. Αυτοί οι δύο δύτες Στυλιανός Μπέσης και Δημοσθένης Καβάσιλας ειργάζοντο την μισή μέρα ο ένας και την άλλη μισή ο άλλος για να πιάσουν πολλά σφουγγάρια, να γυρίσουν γρήγορα στην πατρίδα με πολλά χρήματα, υπό την επίβλεψι του Κόκορη, ο οποίος τους έλεγεν ότι αν πιάνουν εκατό κομμάτια χίπουλ την ημέρα θα γύριζαν στην Ελλάδα με μαλαματένια παπούτσια. Έπιαναν καθημερινώς 8-9000 κομμάτια, δηλαδή γύρω στα 150 μπότζια. Και ενώ αυτοί ειργάζοντο ενταντικώς στην ετοιμασία του καϊκιού και στο ψάρεμα των σφουγγαριών, ο Μιλτιάδης Στάθης στον οποίο, όπως είπαμε, είχεν απαγορευθή η αποβίβασις στην Αμερική, ησχολείτο με το να φθάση και να συνάντηση την ομάδα του. Από την Ιταλία πήγε στην Χάβρη, από κει στο Λονδίνο και, μετά πολλά βάσανα και καθυστερήσεις, κατώρθωσε να εύρη πλοίο και να μπαρκάρη ως ναύτης για την Αμερική και μόλις έφθασε στην Ν. Υόρκη «το 'σκάσε» και ενεφανίσθη στον Κώστα Κόκορη, ο οποίος μόλις τον είδε του έδωσε το εισιτήριο του το οποίον είχε εκδώσει από 40 ημερών, και μετά πάροδον 69 ημερών αφ' ης ο Στάθης είχεν χωρήσει από τους συντρό φους του, φθάνει στο Τάρπον. Μόλις κατέβηκε από το τραίνο, τον πλησιάζει ένας μαύρος και του λέγει ελληνικά «Μήπως είσαι συ ο Μίλτος;». Μετά την σχετική έκπληξι και την απάντησι, του προσθέτει «Έχω ενάμισυ μήνα που σε περιμένω εδώ στο τραίνο. Με έχουν βάλει οι πατριώτες σου να σε οδηγήσω σ' αυτούς γιατί αυτοί είναι στη δουλειά. Ετοίμασαν την μηχανή και έχουν οκτώ μέρες που λείπουν στο ταξίδι. Μόνον ο Γεώργιος Κόκορης είναι στην κάμαρη. Πάμε να τον συναντήσουμε». «Πεινώ» του λέει ο Στάθης που πεινούσε. «Και πού θα βρης να φας» του απαντά ο Αντώνης. «Μόνο στην κάμαρη θα βρης απ' όλα». «Κανένας άλλος Έλληνας δεν είναι εδώ;» «Ούτε διάβολος ελληνικός δεν υπάρχει» ήταν η απάντησις του Αντώνη. Την στιχομυθίαν αυτήν ως λίαν χαράκτη ρ ιστικήν αντιγράφω όπως μου
την μετέδωσεν ο εις Τάρπον ήδη ζων Μίλτος (πια) Στάθης και αφού προη γουμένως εξηκρίβωσα και την ακρίβειαν της μνήμης του και περί του αλη θούς αυτής από πολλούς άλλους. Την επομένην της αφίξεώς του ήλθαν και οι λοιποί με το καΐκι και, με τα σφουγγάρια που έφεραν από εργασία οκτώ ημε ρών, γέμισαν ένα σπίτι. Το μερίδιο που έκαμαν ήταν 112 δολλάρια και έδω σαν στον Στάθην ό,τι πήραν και αυτοί. Δεν θα σας απασχολήσω με τις περαιτέρω περιπέτειες των πρώτων αυτών Ελλήνων μεταναστών του Τάρπον, οι οποίοι πολλές φορές εδέχθησαν επίθεσιν εν μέσω πελάγει από τους Κιουεστιάνους των οποίων χαλούσαν την δουλειάν, χάρις όμως στον καπετάνιο τους και τον Γιάννη Κόκορη, ο οποίος σαν κέρβε ρος και με το ραλφ (πιστόλι) στο χέρι τους φύλαγε μέρα νύχτα, διέφευγαν, ούτε με τους κινδύνους που από τους ίδιους διέτρεχαν το βράδυ που κοιμό ντουσαν στο Τάρπον και δια την προστασίαν των οι Αμερικανοί είχαν βάλει «βαρδιάνους», ούτε θα σας απασχολήσω με τις έριδες αι οποίαι δίαχρη ματικάς διαφοράς ανεφάνησαν μεταξύ αυτών και του Κόκορη, ο οποίος κατά μίαν πληροφορίαν, πωλών τα σφουγγάρια άλλην τιμήν επετύγχανε και άλλην ενεφάνιζεν, ούτε με τας διενέξεις και τα δικαστήρια τα οποία είχαν για να σώσουν την μηχανή των και τας σχετικάς μηχανορραφίας, διότι αι πληροφορίαι διίστανται. Γεγονός πάντως είναι ότι έχασαν την μηχανή τους εξ αιτίας των δηλώσεων που έκαμαν κατά την πρώτην άψίξίν των και την ωφελήθη ο Κόκορης, εδέησε δε αυτοί μεν να φέρουν τηλεγραφικώς άλλην μηχανήν από την Αίγιναν, ο δε Κόκορης να φέρη άλλο πλήρωμα... από την Αίγινα, διότι τότε θα συνέγραφα κατ' αντιγραφήν των «πέντε Ελλήνων της Αφρικής» τους επτά Αιγινήτας του Τάρπον δια το οποίον ούτε την ικανότητα ούτε την φαντασίαν έχω, αλλά θα έλθω εις την συνέχειαν των αφορώντων τους μετανάστας του Τάρπον. Πάντως αφού επί πέντε μήνας εδούλεψαν με τον Κόκορη και ο κάθε ένας από τους δύο δύτες απολαμβάνων 4 μερτικά πήρε 604 δολλάρια, ο Κοκόρης τους είπε να καθήσουν κανένα μήνα να ξεκουραστούν. Αυτοί όμως δεν πήγαν στην Αμερική για να κάθωνται. Βιάζονται να πλουτίσουν, για να γυρίσουν στην πατρίδα και γι' αυτό βγήκαν μόνοι τους στη δουλειά. 0 ένας δύτης έπε φτε το πρωί και ανέβαινε το μεσημέρι και ο άλλος έπεφτε το μεσημέρι και ανέ βαινε το βράδυ. Πολλές φορές το καΐκι γέμιζε σφουγγάρια με την μία βουτιά. Προηγουμένως τα σφουγγάρια για το καθάρισμα τα έδιναν στους μαύρους προς τρία σέντσια το μπότζι, τώρα όμως απεφάσισαν να τα καθαρίζουν μόνοι τους, γιατί άρχισαν να τα πωλούν με το «πάουν» κι έπρεπε να βαραίνουν. Το ψάρεμα ενός βουτηχτή μιας ημέρας το πούλησαν σε κάποιον Αμερικα νό, ο οποίος τους έδωσε τόσα πολλά χρήματα που δεν πίστεψαν και τη μεσο λαβήσει του Αντώνη έμαθαν ότι αυτή ήτο η τιμή, ενώ έως τότε ήξευραν ότι ήτο πολύ κατώτερη και του ημίσεως. Επήλθεν, κατόπιν τούτου, διάστασις μεταξύ αυτών και του Κόκορη. Δικά-
στήρια, χάσιμο της μηχανής τους, και τηλεγράφησαν στην Αίγινα και τους ήλθε άλλη μηχανή, την οποίαν συνώδευσαν και για να εργασθούν στο Τάρπον ο Νικόλαος Λάζαρος από την Χαλασμένη Αιγίνης και κάποιος Κώστας από την Αίγινα αλλά Καλλιπολίτης ως δύται, και ως σύντροφοι ο Σπύρος Ρόδης, ο Παναγής Αλυφαντής, ο Ευάγγελος Μπέσης, ο Θεοφάνης Ροπαΐτης και ο Ευάγ γελος Λαγκαβάς ή Αμερικάνος, όλοι Αιγινήται. Και για το δεύτερο αυτό συγκρότημα υπάρχουν πληροφορίες ότι είχαν περιπέτειες, ότι δηλαδή εκρατήθησαν από τις αρχές για «καραντίνα», ενώ στην πραγματικότητα η μηχανή τους εστάλη σε μηχανουργείο για να χρησιμοποιηθή ως πρότυπον προς κατασκευήν άλλης, αλλά δεν είναι απολύτως εξηκριβωμέναι. 0 Κόκορης πάλιν, κερδίσας δικαστικώς την μηχανήν, δεν είχε ανθρώπους να την εργασθούν, δι' ο έγραψε στην Αίγινα και έφερε τους δύο αδελφούς Γιαννίτση, τον Παν. Εμμανουήλ KaL άλλους με τους οποίους κατώρθωσε να επάνδρωση ένα καΐκι. Εάν υπήρχον Καλύμνιοι σφουγγαράδες στο Τάρπον, βεβαίως ο Κόκορης θα επήνδρωνε με αυτούς καΐκι και θα ειργάζετο την μηχα νήν που εκέρδισε από τους Αιγινήτες. Οι πληροφορίες περί υπάρξεως αφθονίας σφουγγαριών και περί κατεσπευσμένης αποστολής άλλης μηχανής ξεσήκωσαν και άλλους Αιγινήτες, οι οποίοι έσπευσαν εκ των πρώτων φέροντες μαζί τους άλλοι μόνον τις μηχανές τους και τα φορέματα και άλλοι ολόκληρο το καΐκι, για να μην καθυστερή σουν έως ότου ετοιμάσουν άλλο εκεί. Έτσι πήγαν διάφοροι καπεταναίοι με τα πληρώματα τους, όλο από Αιγινήτες, των οποίων τα ονόματα μετά 45 χρό νια δεν είναι βέβαια δυνατόν να ευρεθούν παρά πάσαν προσπάθειαν. Πήγαν λοιπόν: ο Βασίλης ο Πτερούδης με τρεις μηχανές και πολλά χρήμα τα, με τα οποία αγόρασε εκεί καΐκια, αυτός κατήγετο από την Κάσσο, αλλά από του 1880 είναι εγκατεστημένος στην Αίγινα, ο Σπύρος Μουτσάτσος ή Μαγαζάρας με δύο μηχανές, οι αδελφοί Παντελής και Δημήτριος Σωτ. Γιαννούλης, οι οποίοι έφεραν μαζί τους και τις δύο μηχανές αλλά και το καΐκι τους «Αρετούσα», ο Στυλ. Ανδρ. Μπέσης ή Πασχάλης με δύο μηχανές και καΐκι ονό ματι «Ουρανός», ο Δημήτρης Βατικιώτης ή Αλεπού με δύο μηχανές και τα εξαρτήματα τους, ο Ιωάννης Σπαρρής ή Σακκάς με δύο μηχανές, ο εκ των πλουσιωτέρων της Αίγινας Μιχάλης Εμμανουήλ με τέσσερις μηχανές, ο Τριαντάφυλλος Καλαμαράς με μία μηχανή και άλλοι. Εκ των πρώτων επίσης έφθασαν εκεί και οι Νικολής Λαδάς ή Γνώμης με δύο μηχανές, τις οποίες ενεκατέστησε σε καΐκια που έκαμεν εκεί, και ο Σπύρος Μουτσάτσος ή Θοδοσά με τρεις μηχανές και τα εξαρτή ματά τους. Και οι δύο αυτοί ήσαν γνωστοί για τον αυταρχισμό τους, τον οποίον διέσωσαν οι εξής σφουγγαράδικοι στίχοι: Θοδοσά και Μαγαζάρα είναι φόβος και τρομάρα
Η Μαγαζάρα βλαστημά κι η Γνώμη καταριέται
μ' αν ρωτάς και για τη Γνώμη κι η Θοδοσά τον βουτηχτή ο θεός να σε γλυτώνη. κάνει να την βαριέται. Και δια τον λόγον αυτόν δεν έμειναν επί πολύ στο Τάρπον μη δυνάμενοι να εργασθούν με τας συνθήκας που εγνώριζαν και, ειδικώτερα, ο μεν Μουτσάτσος ή Θοδοσά έκαμε 3-4 ταξίδια μόνον και κατόπιν ησχολήθη με το εμπόριον των σφουγγαριών, πούλησε τα καΐκια του και πήρε τον δρόμο της επιστροφής, γιατί έβλεπε πως «η δουλειά δεν έχει ψωμί», δηλαδή πρέπει να δεχθώμεν ότι έφυγε συντόμως, δοθέντος ότι τα ταξίδια εκεί δεν ήσαν τα εδώ πολλών μηνών αλλά ολίγων ημερών διαρκείας, ο δε Λαδάς ή Γνώμης συνέχι σε εργαζόμενος μέχρις ότου πούλησε τα καΐκια του, έκαμε ένα μικροκαφενεδάκι και κατόπιν μικρεμπόριον μέχρις ότου επέστρεψεν. Η άφιξις τόσων Ελλήνων, μαζί με τις μηχανές και τα καΐκια φορτωμένα στο υπερωκεάνειο προκαλεί την έκπληξιν και αυτών των Αμερικανών. Ο στόλος αυτός, ο οποίος εντός του 1905 και προ του 1906 έχει συγκεντρωθή στο Τάρπον, χρειάζεται και τα βοηθητικά του. Έτσι το πρώτο ρυμουλκό καΐκι που ανεβοκατέβαζε τα καΐκια μέσα στον ποταμό, μέχρις ότου ξεκινήσουν μόνα τους για τον τόπο της δουλειάς, ήταν των αδελφών Μιλτιάδου και Νικολάου Στάθη. Αυτοί δε οι ίδιοι έκαμαν και το πρώτο μονοκάικο. Τον πρώτο ταρσανά τον έκαμε ο Γεώργιος Ι. Πέππας ή Πεινάος με τον γυιό του Γιάννη, αυτός δε έκαμε ωραία καΐκια, το πρώτο των οποίων το ωνόμασεν «Αίγινα». Προηγουμένως είχαν βρη στην Τάμπα ένα Σκοπελίτη γνωστόν ως Γκιουζέπο που έκαμε δυο καΐκια μετά το πρώτο που, όπως είπαμε, διεσκεύασαν μόνοι τους. Στις αρχές του 1906 έχουν φθάσει στο Τάρπον περί τους 600 Αιγινήτες. Η φήμη όμως του Τάρπον αρχίζει να ξεπερνά τα όρια της Αιγίνης και μετ' ολί γον αρχίζουν να καταφθάνουν Έλληνες και από άλλα μέρη της Παλ. Ελλάδος που ασχολούνται με την σπογγαλιείαν. Μετά πάροδον ενός και η μίσεως έτους από της πρώτης αφίξεως των Αιγι νητών, το Τάρπον έχει γεμίσει καΐκια, την απόλυτη πλειοψηφία των οποίων είχαν τα Αιγινήτικα, κατά δε το έτος 1906 με 1907 ήσαν 633 Αιγινήτες στο Τάρπον. Τότε πια εφάνη και ο πρώτος Δωδεκανήσιος, ονόματι Βρακτινός από την Χάλκη, ο οποίος έπιασε δουλειά σε Αιγινήτικο καΐκι. Ο Βρακτινός αυτός έγραψε στην πατρίδα του και ήλθαν και άλλοι δύο από την Χάλκη με αρχηγόν κάποιον ονόματι Γαλαντή. Κατόπιν δε αυτών ήλθαν δύο αδελφοί Νικόλαος και Γεώργιος Θέμελης από την Κάλυμνο και οι οποίοι, όπως μου γράφει επί λέξει ο Μιλτ. Στάθης, «ήλθαν πολύ αργά και όταν είχεν γεμίσει το Τάρπον Σπριγκς από διάφορες Ελληνικές φυλές», συμφωνούν δε εις αυτό και όλοι οι ζώντες πληροφοριοδόται μου πρωταγωνισταί. Πράγματι, την εποχήν κατά την οποίαν έφθασαν οι Καλύμνιοι εις το Τάρπον δια πρώτην φοράν, οι λοιποί Έλληνες σφουγγαράδες του Τάρπον έφθαναν τους 3000. Το να πήγαν αργά
οι Δωδεκανήσιοι και μάλιστα οι Καλύμνιοι το ευρίσκει πολύ φυσικό όποιος γνωρίζει από την σπογγαλιεία και, ατυχώς, πολύ ολίγον εξ όσων περί αυτής έχουν ασχοληθή την γνωρίζουν. Οι Δωδεκανήσιοι, και μάλιστα οι Καλύμνιοι, εψάρευαν τότε γυμνοί με την πέτρα, τόσον δε εβράδυναν να εφαρμόσουν το σκάφανδρο και τόση ήτο η εναντίον του σκάφανδρου καταφορά, ώστε το 1884, διαρρήξαντες τας εν Σύμη αποθήκας των εφοπλιστών, έσπασαν τα εις αυτάς 45 περίπου σκάφαν δρα. Η τοιαύτη δε αντιπάθεια συνεχίσθη επί πολύ υποδαυλιζομένη από τον αντιπρόσωπον των φερνέζ (εργασίαν περί σπογγαλιείας του οποίου έχει παραδόξως βραβεύσει η Ακαδημία) και άλλους, οι οποίοι εξ αγαθής προαιρέ σεως έβαλον εναντίον του σκάφανδρου, πιστεύοντες και δημοσιεύοντες τας τερατολογίας των παρ' αυτού πληττομένων εις το επάγγελμα των γυμνών δυτών, με αναγκαίον αποτέλεσμα, πλην των άλλων, να ψαρεύουν ακόμη οι Δωδεκανήσιοι γυμνοί ή με φερνέζ και κανείς άλλος. Τι θα πήγαιναν λοιπόν να κάμουν εις το Τάρπον οι κατά τον πρωτόγονον τούτον τρόπον ψαρεύοντες, αφού και το ψάρεμα με τους γάντζους και μάλι στα σε ρηχά νερά ήτο της αυτής αποδόσεως; Αν μη και πολύ ανωτέρας, όταν ληφθή υπ' όψιν ότι εκεί τα σφουγγάρια είναι τόσον στερώς προσδεδεμένα στον βυθό, ώστε πολλές φορές γέρνει ολόκληρο το καΐκι για να τα ξεκολλήση με τον γάντζο. Πώς θα τα ξεκολλούσε ο γυμνός ή ο με φερνέζ δύτης που κρα τεί την πέτρα; Το κέρδος της δουλειάς ήτο στο ψάρεμα με σκάφανδρο, γιατί ένα σκά φανδρο με δύο δύτες βγάζει στα παρθένα μάλιστα μέρη τόσα σφουγγάρια όσα στρατιά όλη γυμνών δυτών δεν μπορούσε να αποδώση. Ούτε και κανέ ναν κίνδυνο ανταγωνισμού υφίσταντο οι με τους γάντζους ψαρεύοντες Αμε ρικανοί από τους γυμνούς δύτας. Άλλως τε οι Καλύμνιοι, όταν πια αργά πήγαν, μόνον σε βοηθητικές δου λειές εργάστηκαν, διότι, επαναλαμβάνω, δεν εγνώριζαν ούτε και ήθελαν να δουλέψουν με σκάφανδρο. Και αυτοί οι αδελφοί θέμελη που πήγαν από τους πρώτους, εργάστηκαν πρώτα ως σπογγέμποροι και κατόπιν απέκτησαν καΐκι. Εκτός όμως των σφουγγαράδων που ξεσηκώθηκαν από την Αίγινα για το Τάρπον με την άφιξιν των πρώτων πληροφοριών που έστειλαν οι ως άνω επτά Αιγινήται, ξεσηκώθηκαν τα μυαλά και άλλων επαγγελμάτων Αιγινητών, οι οποίοι κινούμενοι κατά πρώτον από το μεταναστευτικόν δαιμόνων των Ελλήνων και κατά δεύτερον λόγον την ελπίδα του κέρδους, καταφθάνουν αθρόοι εις το Τάρπον. Είναι άλλως τε η εποχή της αλματώδους αυξήσεως της μεταναστευτικής κινήσεως προς την Αμερικήν, δοθέντος ότι:
To 1901 μετανάστευσαν εξ Ελλάδος εις Αμερικήν 5.910 Το 1902 » » » 8.104 » Το 1903 » » 14.090 » Το 1904 » » 11.433 » Το 1905 » » 10.515 » » Το 1906 » 19.489 » » Το 1907 » 36.580 το μάξιμουμ δηλαδή το οποίον μόνον το 1914 επλησίασεν. Αληθής μεταναστευτικός πυρετός είχεν ενσκήψει τότε εις την Αίγιναν. Και μετ' ολίγον αρχίζουν να ιδρύωνται στο Τάρπον αθρόως επιχειρήσεις από Αιγινήτας. Δεν ακολουθώ χρονολογικήν σειράν, αλλά καταγράφω τας πρώτας επι χειρήσεις που ίδρυσαν Αιγινήται εις το Τάρπον. Το πρώτο ελληνικό καφενείον το άνοιξε ο ακόμη εκεί εγκατεστημένος κ. Αργύρως Λεούσης ο οποίος, όπως μου είπαν, έκαμε και το πρώτο καλλίτερο μέχρι σήμερον [Αθηναϊκό μού το εχαρακτήρισαν) γωνιακό κτίριον και ο οποί ος διατηρεί μέχρι σήμερον μπυραρία, μπιλιάρδο και παντοπωλείο, στεγάζει δε και το εστιατόριο του πελοπονησίου Λ. Παπά. Την πρώτη ελληνική μπυραρία την άνοιξε ο Εμμ. Αλυφαντής σε ένα από τα μαγαζιά που μετά την άφιξιν των Αιγινητών κατασκευάσθηκαν έναντι του Σιδηροδρομικού Σταθμού. Μετά άνοιξε η μπυραρία του Αργ. Λεούση, ο οποί ος και εδέχθη από κάποιον Αμερικανό μια κουμπουριά στο στήθος δια λόγους επαγγελματικής αντιζηλίας. Το πρώτον εστιατόρων το άνοιξε ο Εμμ. Λεούσης ή Τσακάλης μαζί με τον επίσης Αιγινήτη Πανταζή και, όταν έφυγε ο Πανταζής και έμεινε ο Λεούσης, για να τον πειράζουν οι άλλοι, του έλεγαν πως από τον καιρό που έφυγε ο Πανταζής δεν έφαγαν καλό φαΐ. Από του 1908 πια αρχίζουν να πληθαίνουν τα ελληνικά εστιατόρια. Τον πρώτο ελληνικό κινηματογράφο τον άνοιξε ο Σπύρος Βουτέρης, το ανήσυχο πνεύμα του οποίου δεν τον άφηνε σε μια ωρισμένη δουλειά, γιατί πότε τον βρίσκουμε σφουγγαρά στο Μεξικό, πότε να έχη μπυραρία και πότε καπνοκοπτήριο στο Τάρπον. Τρεις φούρνους, για να κάνουν TLÇ γαλέτες που δεν υπήρχαν, τους έκαμαν και τους τρεις Αιγινήται. Τον ένα τον άνοιξε ο Παντελής Ν. Γιαννούλης, τον άλλον ο Ευάγγελος Μουτσάτσος και τον τρίτο ο Κωνστ. Β. Μουτσάτσος, οι οποίοι πήγαν από την Αίγινα και όλα τα εργαλεία τους, τα τρυπητά, τα φτυά ρια κλπ. Αργότερα έκαμε φούρνο και ο Θεοδόσης Λεούσης, αδελφός του Αργύρη, ο οποίος φαίνεται πως τον φούρνο αυτόν τον πήρε από τον Διονύση Μπότσαρη ή Βολλαρά. Τα δύο πρώτα ελληνικά χασάπικα τα άνοιξαν Αιγινήται, το ένα ο Στυλ. Π. 55
Ηρειώτης ή Τσιγγέλης μαζί με τον Συμ. Σπυρ. Σώρρον και το άλλο οι αδελφοί Νικόλαος και Ιωάννης Δημ. Σακιώτης. Άλλο χασάπικο άνοιξε το 1907 ο Σωκράτης Αλυφαντής, πατέρας του αγαπητού κ. Γ. Αλυφαντή, προέδρου του Μορφωτικού Συλλόγου Αιγίνης «Ο Καποδίστριας», ο οποίος έφερε από την Αίγινα και τα εργαλεία του, τσιγγέλια, μαχαίρια, μασάτια κλπ. Η πρώτη καπνοβιομηχανία του Τάρπον ήτο του Βαγγέλη Μαρίνη ή Τριτσιμπίδα, άλλη μία δε ήτο των αδελφών Μιχάλη και Γεώργη Ηρειώτη, εκ των οποί ων ο Μιχάλης είχε το παρατσούκλι Μαχαιρίτσας, ο δε Γεώργης, Κόκος. Αυτοί πήγαν με τα μαχαίρια τους και τα χαβάνια τους και ίδρυσαν ολόκληρο εργο στάσιο, τις πρώτες δε ημέρες που άνοιξαν και έκοβαν με τα χέρια τους τον καπνό, μαζεύτηκαν οι Αμερικανοί και παρακολουθούσαν το πρωτότυπο θέαμα. Το πρώτο ελληνικό κουρείο το άνοιξε ο Νικ. Σώρρος και το δεύτερο ο Γεώργης Γεροντής. Το πρώτο δημοσίας χρήσεως μεταφορικό μέσο το έκαμε ο Ιωάν. Λεούσης, ο οποίος είχεν ένα μόνιππον και μετέφερε τα πράγματα των σφουγγαράδων ή και τους σφουγγαράδες στην παραλία αντί ενός ταλλήρου το άτομον και τούτο γιατί η άμμος εδυσκόλευε το περπάτημα, αφού και οι ρόδες «άλεθαν» [όπως μου είπαν) την άμμο. Κατά την άσκησιν του επαγγέλματος του φώνα ζε στο άλογο του «γκετ απ» (get up), όπερ σημαίνει κάτι ανάλογον με το δικό μας «εμπρός», εξ αυτού δε απέκτησε και το παρατσούκλι «Γκετάπ». Ο ίδιος αργότερα ωργάνωσε την μπύρα του αδελφού του Αργύρη και τέλος ίδρυσε ένα ξύλινο μαγαζί εις το οποίον πουλούσε στα καΐκια νερό πόσιμο και καυσό ξυλα. Τα καυσόξυλα τα έκοβε από τα εκεί δάση χρησιμοποιών αλυσσοδεμένους μαύρους κατάδικους, τους οποίους του παρεχώρουν προς ένα δολλάριον και εν τέταρτον του δολλαρίου άλλοι, οι οποίοι τους ανελάμβανον αντί ενός δολλαρίου από τις εταιρείες φυλακών. Τα καυσόξυλα δε επωλούντο με το κυβικό, όπως περίπου εμείς μετράμε την πέτρα των οικοδομών.
Ö
Το δεύτερο δημοσίας χρήσεως μεταφορικό μέσο το έκαμε ο Παν. Αθανα σίου, πατέρας του εν Αθήναις ήδη εργαζομένου Αθαν. Αθανα σίου. Ένα τσαγκαράδικο στο Τάρπον το άνοιξε ένας Μαρίνης, αδελφός του Τριτσιμπίδα, ο οποίος κατόπιν έγινε παπάς.[...] Το πρώτο ελληνικό μπιλλιαρδάδικο το άνοιξε ο Γιάννης
Δουλεμένα σε διάφορα σχήματα 56
Λάζαρος ή Κρίθινος, όταν πια ασθένησε και δεν μπορούσε να εργασθή ως δύτης.[...] Αν αναλογιστή κανείς ότι τα μαγαζιά αυτά και τα καΐκια που ανέφερα και άλλα μη αναφερθέντα απασχολούν όλα Αιγινήτας, βλέπει ότι από των αρχών του 1906 υπάρχει εις το Τάρπον μία πολυμελής και ευημερούσα ελληνική παροικία, η οποία αργότερον απέκτησε και τον Αιγινήτην ιατρόν της Ανάργ. Π. Πέππαν, άνθρωπον καλόν και φιλάνθρωπον, ο οποίος φαίνεται ότι πήγε στο Τάρπον κατά το 1913 και απέθανε εις Ν. Υόρκην, και τον δικηγόρον Μεϊντάνην, αδελφόν του εν Πειραιεί οινεμπόρου, μία παροικία συγκεκροτημένη, και δεν έμενε πια παρά να ευρεθή ο κατάλληλος άνθρωπος, ο οποίος και θα προέβαινε εις την οργάνωσίν της εφαρμόζων ορμεμφύτως το σύστημα των αρχαίων αποικιών. Και ο άνθρωπος αυτός ενεφανίσθη από του1906 και είναι και αυτός Αιγινήτης, ονόματι Νικόλαος Φιλ. Πέππας. Κατά περιγραφήν του Μιλτ. Στάθη «ήτο ένας γέρων υψηλός 76 περίπου ετών, καθαρώτατος εις το σώμα και εις την ψυχήν, παλληκάρι απολαμβάνων του γενικού σεβασμού και εκτιμήσεως όχι μόνον από τους Αιγινήτας και τους άλλους Έλληνας αλλά και από τους Αμερικανούς». Ο Πέππας αυτός μέχρι τότε ήτο πλοίαρχος σε εμπορικά Αμερικανικά καράβια, κατόπιν άνοιξε μαγαζί στην αγγλικήν αποικίαν Βικτώρια και το 1906 ενεφανίσθη στο Τάρπον, όπου έκαμε και αυτός σφουγγαράδικο μαζί με τον γαμβρόν του Νικ. Λουκέτην και τους τρεις γιους του γαμβρού του, Ιωάν νη ν, Μανώλην και Παναγιώτη ν, Αιγινήτας βεβαίως. Το οργανωτικό πνεύμα του Νικ. Πέππα τον έκαμε να συσπείρωση τους αποίκους του Τάρπον κατά το πανάρχαιον σύστημα, το οποίον από αιώνων ήνωνεν τας ελληνικάς αποικίας με την Μητρόπολιν. Ενώ την αγγλικήν συμπολιτείαν ενώνει το στέμμα, τας ελληνικάς αποι κίας ήνωνεν ανέκαθεν η λατρεία των ιδίων θεών. Έτσι και οι Έλληνες άποι κοι ευρεθέντες εις την φιλόξενον, πάντως όμως ξένην, χώραν υπό την καθοδήγησιν του σεβασμίου γέροντος ιδρύουν εις το κέντρον της πόλεως την πρώτην ξυλίνην εκκλησίαν, την οποίαν φυσικά αφιερώνουν στον... Άγιο Νικόλαο. Το 1940 εις την θέσιν της ανηγέρθη άλλη μεγαλοπρεπής, την οποί αν η αμερικανίς δημοσιογράφος μις Λίλιαν Πρίτσαρδ θεωρεί ως ένα από τα ωραιότερα δείγματα βυζαντινού ρυθμού που έχουν κτισθεί στην Αμερική. Είναι από ελληνικό μάρμαρο, το οποίον επρομηθεύθησαν από την εμπορικήν έκθεσι της Ν. Υόρκης, το δάπεδόν της μωσαϊκό, τρεις φορές μεγαλύτερη από την παλαιά, περίπου σαν την Μητροπολίτης Αιγίνης, είχα δε δημοσιεύσει μαζί με μίαν σύντομη ιστορία της Αδελφότητος στον Κήρυκα της Αιγίνης την φωτογραφία του εικονοστασίου της που μου έδωσε ο κ. Δημ. Αλυφαντής και το οποίον έχει κατασκευάσει η εκεί Αδελφότης των Αιγινητών. Από της ενάρξεως των ιεροτελεστιών εις την εκκλησίαν αυτήν προσέρχο-
νται να παρακολουθήσουν τις θεαματικώτατες ελληνικές ιεροτελεστίες οι Αμερικανοί, αναφέρεται μάλιστα και το εξής ανέκδοτο, το οποίον στενός μου συγγενής ελθών προ 25 ετών εκείθεν μου έλεγεν. Κάποτε έγινε τόσον σοβαρόν επεισόδιον μεταξύ Καλυμνίων και Χαλκητών για το ποιοι θα σηκώσουν τον Επιτάφιον, ώστε οι Αμερικανοί μη γνωρίζοντες το ακίνδυνον των ελληνι κών καυγάδων το...«έσκασαν» από τα παράθυρα. Σήμερον κατά την περιγραφήν της αυτής αμερικανίδος δημοσιογράφου «περίπου 200.000 Αμερικανών και ξένων τουριστών επισκέπτονται την εκκλησίαν αυτήν, για να παρακολουθήσουν τας ιεροτελεστίας και την κατάδυσιν του Τιμίου Σταυρού εις τα νερά του όρμου και τα θαυμαστά μακρο βούτια των Ελλήνων δυτών προς αναζήτησίν του». Εκτός της εκκλησίας ο ίδιος ο Πέππας ίδρυσε το πρώτον ελληνικόν κοιμητήριον. Προηγουμένως ο πρώτος Έλλην που θάφτηκε στο Τάρπον ήταν ο Αιγινήτης Μπαλούρδης, βουτηχτής, ο οποίος πέθανε στη δουλειά και του χώρισαν μέρος στο υπάρχον «Δυτικό» νεκροταφείο και του οποίου τον τάφον δεν κατώρθωσε ν' ανεύρη τώρα ο κ. Μιλτ. Στάθης μεταβάς τη παρακλήσει μου. Ο ίδιος Ν. Πέππας ίδρυσεν από του 1907 την Ελληνικήν Κοινότητα και συνέταξε τον Καταστατικόν της και από του 1909 την Αδελφότητα των εκεί Αιγινητών, αμφότερα με τας υπό της Γκραίης Αμποτ εκθειαζομένας γνησίως ελληνικάς βάσεις της αλληλοϋποστηρίξεως και αλληλοβοήθειας. Βεβαίως τα έξοδα των έργων τούτων κατεβάλλοντο από όλους τους Έλληνας του Τάρπον, η οργανωτική όμως ικανότης του Ν. Πέππα και ο σεβα σμός τον οποίον ενέπνεε εις όλους τον εβοήθησαν εις την επιτυχίαν των σκο πών του δι' ο όχι μόνον ήτο ισόβιος Πρόεδρος της Αδελφότητος των αιγινη τών μέχρι του προ του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου θανάτου του αλλά και τη προτάσει του κ. Αργ. Λεούση μία χάλκινη πλάκα έχει εντοιχισθή εις την δεξιά τω εισερχομένω πλευράν της εκκλησίας και κάτωθι της πλάκας όπου αναγράφεται αγγλιστί και ελληνιστί ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ, αναγράφουσα: ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΕΠΠΑ ΕΞ ΑΙΓΙΝΗΣ ΙΔΡΥΤΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΕΝ ΕΤΕΙ1907 Η σπογγαλιεία όμως του Τάρπον, όπως και κάθε δουλειά, έχει χρόνους καλούς και άσχημους. Η άφιξις όλων αυτών των σφουγγαράδων από την Αίγινα και τα άλλα μέρη προκαλεί και την καταστροφήν των, γιατί η αφθονία
των προσφερομένων σφουγγαριών προκαλεί πτώσιν της τιμής των, ώστε, αντί 20 δολλαρίων το μπότζιπου είχαν πρώτα, πωλούνται μόνον 1,20 δολλ., ενίοτε μάλιστα και δια της εξής πρωτογόνου δημοπρασίας: Τα σφουγγάρια είναι εκτεθειμένα στο μέρος εκείνο της παραλίας όπου σήμερα υψώνεται η πολυτελής «Μαρκέτα» (αγορά των σφουγγαριών) κατά θυμωνιές εκάστου πωλητού με σημείωσι του ονόματος του και αυτός κάθεται στο καφενείο. Ο αγοραστής, επισκεπτόμενος, τα περιεργάζεται και εις τα σφουγγάρια της εκλογής του αφήνει σημείωσι με το όνομα του και την παρ' αυτού προσφε ρόμενη τιμή. Κατόπιν τούτου, εάν υπήρχε στάδιον συνεννοήσεως, συνηντώντο ο πωλητής και ο αγοραστής και εκλείετο η συμφωνία. Συνέπεια της πτώσεως της τιμής ήτο να μένουν τα καΐκια αραγμένα, να σαπίζουν, και οι μηχανές να βυθίζωνται στον ποταμό, ενώ οι Έλληνες άλλοι μεν έπαιρναν τον δρόμον της επιστροφής, άλλοι ετρέποντο εις άλλας Πολιτεί ας προς ανεύρεσιν εργασίας, αρκετοί δε εστράφησαν εις την αλιείαν των ψαριών και έβγαζαν κάτι ισομεγέθη μαυρόψαρα σαν τους δικούς μας ροφούς, τα οποία πωλούσαν στο Σένταρ Κη (Cedar key] (Κερδόνησος), όπως ονομάζετο ένα μικρό νησί και η έναντι αυτού πόλις, αρκετά μακράν του Τάρπον. Μετά την οικονομική αυτή καταστροφή και το σταμάτημα της δουλειάς των σφουγ γαράδων άρχιζε μετ' ολίγον η έλλειψις, νέον κίνημα της δουλειάς, νέα συρροή σφουγγαράδων, νέα πτώσις της τιμής και το φαινόμενον επαναλαμβάνετο σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους που παραδέχεται η επιστήμη.[...] Ως γνήσιοι Έλληνες οι εις το Τάρπον αλλά και εις άλλας Πολιτείας εγκα τεστημένοι Αιγινήται ουδέποτε ελησμόνησαν το καθήκον παντός Έλληνος. Συγκινητικόν ήτο το θέαμα των εθελοντών, οι οποίοι από όλην την Αμερικήν αλλά και από το Τάρπον που ήσαν τότε οι περισσότεροι, έφθασαν εις την Ελλάδα δια να μετάσχουν του πολέμου του 1912. Τα εμβάσματα δια διαφόρους κοινωφελείς σκοπούς, περί των οποίων κατ' επανάληψιν ησχολήθησαν τα τοπικά έντυπα, αλλά και αι μεγάλαι ποσότητες των δεμάτων, αι οποίαι απ' όλους τους εν Αμερική Αιγινήτας έφθασαν εις την Αίγιναν μετά την αποχώρησιν των Γερμανών, προκαλούν την συγκίνησιν του πολυτίμου φίλου της Αιγίνης κ. Στ. Λυκούδη, ναυάρχου και ακαδημαϊκού. Το Τάρπον με την εκεί από τον μακαρίτη ν Ν. Πέππαν ιδρυθείσαν αδελφό τητα των Αιγινητών θεωρείται και είναι έδρα της Αιγινήτικης παροικίας ολο κλήρου της Αμερικής. Μετά τον Πρώτον Παγκόσμιον Πόλεμον η αδελφότης αυτή είχε περιέλθει εις αδράνειαν, αλλά το 1940, καθ' α εκτενέστερα εδημοσίευσα εις τον «Κήρυκα της Αιγίνης», ανασυνεστήθη με πρόεδρον τον κ. Γ. Εμμανουήλ, αντιπρόεδρον τον κ. Ν. Μπέσην, ταμίαν τον κ. Αργ. Λεούσην, γραμματέα τον κ. Δημ. Αλυφαντήν και συμβούλους τους κ. κ. Α. Μουτσάτσον, Κ. Μάνον και Δ. Πρωτονοτάριον. Σήμερον εις το Τάρπον είναι εγκατεστημένοι εκτός των ανωτέρω και οι κ.
κ. Ιωάν, Βοστιτσιάνος, Σώζων Βατικιώτης, Ιωάν. Γιαννούλης, Ιωάν. Μαρίνης, Αναστ. Στρατηγός και άλλοι, ων μου διαφεύγουν τα ονόματα, πάντως περί τους είκοσιν Αιγινήται. Η σπογγαλιεία του Τάρπον άλλοτε ήκμαζεν, αφού μόνον οι αδελφοί Εμμανουήλ και Νικόλαος Μακρυνάρης, εκ των οποίων ο Μανώλης μετέβη αγγλομαθής στην Αμερική, κατ' άλλον γιατί υπηρέτησεν στον αγγλικό στρατό κατ' άλλον δε γιατί ειργάζετο στο εν Αιγίνη κατάστημα Μπράουν, ήλθεν εποχή που είχαν περισσότερα από 40 καΐκια, άλλα δικά τους άλλα μετοχικά και άλλα που τους έδιδαν αυτοί χρήματα για να ξεκινήσουν. Δια τους αδελφούς αυτούς Μακρυνάρη, έκτων οποίων ο μεν Νικόλαος άφησε μικρή περιουσία στην κόρη του, ο δε Μανώλης πέθανε πτωχός, οι πληροφο ρίες είναι ότι πολλάκις έσωζαν τους σφουγγαράδες με την καλή τους καρδιά. Αν τους γύρευε κανείς δανεικά, δεν έδιδαν απάντησιν, αν όμως τους έλεγε «το σπίτι μου υποφέρει, δώσε μου να στείλω τσεκ», ήτο αμέσως έτοιμο και όταν τα διάφορα τσεκ επεστρέφοντο προς είσπραξιν, πολλάκις δεν είχαν στην τράπεζα διαθέσιμα και ηναγκάζοντο να κάμουν πρόχειρα δάνεια προς εξόφλησιν των εκ της καλωσύνης των υποχρεώσεων των. Σήμερα η σπογγαλιεία αυτή ευρίσκεται εν μαρασμώ, διότι από διετίας μία ασθένεια έκαμε να ψοφή σουν τα σφουγγάρια του Τάρπον και περί τα 35 καΐκια είναι αραγμένα, διότι μόλις καλύπτουν τα έξοδα των. Και όμως από τα έξη καΐκια που βγήκαν πέρυσι στην δουλειά, τα τρία ήσαν Αιγινήτικα, του Αργ. Σπ. Μουτσάτσου ονόματι «Στέλιος Σμίτσις», «Δημήτριος Σμίτσις» και «Καθολική» και τα διευθύνει ο ίδιος με την Αμερικα νίδα γυναίκα του, η οποία με την λιμουζίνα της μαζεύει τα πληρώματα, όταν πρόκειται να ξεκινήσουν, άλλο ένα είναι Καλύμνικο, του Σαν Μάρκο, και τα υπόλοιπα δύο Χαλκήτικα ενός στον οποίο, ποιος ξέρει για ποιον λόγο, έχουν δώσει το όνομα Αλβανός. Μέχρι των τελευταίων ετών υπήρχαν ακόμη το καΐκι των Δ. Γιαννούλη και του Β. Θεοδώρου, ονόματι «Δελφίν», και το καΐκι του Σωζ. Βατικιώτη, ονόματι «Άθαν». Αν όμως η σπογγαλιεία του Τάρπον δεν είναι ανθηρά, παρά ταύτα ένα μέρος της οικονομικής ζωής του τόπου ευρίσκεται εις χείρας Αιγινητών, διότι ο κ. Γ. Εμμανουήλ είναι ένας από τους μεγάλους μετόχους της Τραπέζης του Τάρπον, ιδιοκτήτης του κτιρίου της και άλλων οικοπέδων. Ο κ. Αργ. Λεούσης είναι ένας από τους μεγαλύτερους επιχειρηματίας με πολλές επιχειρήσεις και σημαντικήν ακίνητον περιουσίαν. Ο κ. Δίον. Πρωτονοτάριος έχει το μεγαλύτερον ελληνικόν παντοπωλείον. 0 κ. Αρ. Μουτσάτσος ξεκινάει τρία καΐκια δικά του. Ο κ. Δημ. Αλυφαντής είναι σπογγέμπορος, και άλλοι. Από δε τα εξ πρόσωπα που αποτελούν την Αστυνομία του Τάρπον οι τρεις είναι Αιγινήται. Ο διευθυντής της Κωνστ. Μαρμάρινος, ο γιος του και ο γιος του Ευάγγ. Στυλ Λυκούρη. Βεβαίως, σήμερον κατόπιν του μαρασμού της σπογγαλιείας οι εις Τάρπον εναπομείναντες Αιγινήται είναι ολίγοι, κατέχοντες παρά ταύτα
σημαίνουσαν θέσιν εις την οικονομικήν ζωήν της πόλεως και την αστυνομίαν. Όπως όμως και οι παλαιαί παροικίαι των Αιγινητών, αι οποίαι σήμερον δεν υπάρχουν και μόνον οι ιστορικοί τας ανακαλύπτουν εις τα βάθη των αιώ νων, δεν αμφισβητείται ότι υπήρξαν Αιγινητικαί, άλλο τόσον και το Τάρπον, δεν είναι δίκαιον να θεωρείται δημιούργημα άλλων πλην των Αιγινητών, εκτός εάν δεχθώμεν ότι πρέπει να επαναληφθή η αδικία που έγινε στον Κολόμβο και του οποίου το όνομα δεν φέρει η Ήπειρος, την οποίαν αυτός ανεκάλυψεν.
Ξυλογραφία 1877. «Συμιακές σκάφες», γυμνοί δύτες καταδύονται για σφουγγάρια.
61
ΝΟΜΙΚΗ ΧΑΛΙΠΗΛΙΑ-ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ
Σπογγαλιεία - Κατεργασία - Σπογγεμπόριο
Το ταξίδι ια το ταξίδι των σφουγγαράδων τα πάντα ετοιμάζονταν ΦεβρουάριοΜάρτιο. Με προστάτες τον Άγιο Νικόλαο και τον Άγιο Νεκτάριο στην Αίγινα κι αφιερωμένα σ' αυτούς τα πρώτα σφουγγάρια, γινόταν ο αγιασμός στα σκάφη και τα πληρώματα. Μετά το Πάσχα ξεκινούσαν τα σφουγγαράδι κα 6-7 μήνες ταξίδι ζωής και θανάτου από την Αίγινα, την Ύδρα, την Κάλυ μνο, τη Σύμη, την Χάλκη. Άξιοι ναυτικοί - οι ξέρες, οι κάβοι, οι συμπληγάδες καιροφυλακτούσαν να τους τσακίσουν. Με μπούσουλα τ' αστέρια χάραζαν πορείες με πανιά και κουπιά αρχικά, γνώριζαν τα σημάδια των καιρών, τις κακοτοπιές των ακτών, τις ξέρες, τα βάθη των νερών, τ' αραξοβόλια, χωρίς ραντάρ και βυθομετρά. Έφθαναν ως την Αλεξανδρούπολη, τα νησιά, το Άγιο Όρος, την Πελο πόννησο, την Κρήτη, το Λιβυκό Πέλαγος, τη Λιβύη, την Αίγυπτο, τη ΜάρσαΜαντρούχ, το Πορτ-Σάιντ, Βεγγάζη, Τρίπολη, Ντέρνα, Κόλπο Σύρτης, Τυνη σία, Σφαξ. Ξεκινούσαν τα ψαρέματα, αφού πρώτα έπαιρναν άδεια από τις τοπικές αρχές, με μεγάλα πλεούμενα πια, αχταρμάδες και ντεπόζιτα, τα λεγό μενα συγκροτήματα με το σκάφανδρο και με μπρατσέρες, πάνω στις οποίες έβαζαν με παλάγκο και τροχαλία τις «γυαλάδικες» βάρκες. «Η σφουγγάρι ή τομάρι» ήταν ο όρκος του σφουγγαρά. Σ'αυτές τις δυο λέξεις κλείνεται όλη η σκληρότητα της σφουγγαροσύνης, όλη η πίκρα του αποχωρισμού, ο φόβος του θανάτου, της αναπηρίας. Μα συνάμα η λεβεντιά, η αίσθηση του χρέους, το καθήκον, η μοίρα.
Γ
Επεξεργασία Η πρώτη επεξεργασία του σφουγγαριού γίνεται πάνω στο καΐκι, το ζώο πεθαίνει πολύ γρήγορα. Με ποδοπάτημα και πλύσιμο με θαλασσινό νερό βγαί νει η μεμβράνη, το σώμα του ζώου, το «γάλα» του σφουγγαριού. Βγαίνουν η άμμος, οι πέτρες, τα όστρακα χτυπώντας με κόπανους. Αφήνονται στον ήλιο κάτω από λινάτσα να «πεθάνουν» και επαναλαμβάνεται η ίδια διαδικασία. 62
Περασμένα σε αρμαθιές ρίχνονται στη θάλασσα τη νύχτα και ξεπλένονται διαρκώς με τα θαλάσσια ρεύματα. Στύβονται, απλώνονται, στεγνώνουν στα ξάρτια του πλοίου, τις «ALUστρες». Η επιστροφή των σφουγγαράδικων, στα παλιότερα χρόνια, γινό ταν συνήθως του Αγίου Δημητρίου. Έφθαναν Αιγινήτες σφουγγαράδες - όρθιος ο Ελευθέριος Αλυφαντής, μέλος πληρώματος. στην Πέρδικα ανήμερα του Σταυρού, διανυκτέρευαν εκεί και την επομένη, του Αγίου Νικήτα, πρωί πρωί, όλα μαζί τα καΐκια φαίνονταν στη „___„__ Μονή. Όλη η Αίγινα ήταν ανάστατη, κόσμος στην προκυμαία του λιμανιού περίμενε συγγενείς, φίλους, πληρώματα, αγαπημένους, προσφέροντας γλυκίσμα τα για τα καλωσορίσματα, στιγμή ;: ' συγκλονιστική. Μικρά παιδιά εμείς τότε ζούσαμε όλες αυτές τις στιγμές. Γνωρί σαμε δε καραβοκύρηδες άξιους και καπεταναίους, δύτες και πληρώματα. Με την επιστροφή των σφουγγαρά δικων, άρχιζαν οι διεργασίες για την πώληση των σφουγγαριών, ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της δουλειάς αυτής fceÉÉjïai*»« M Ì S M I και πολύ ειδικό θα έλεγα. Τα σφουγγά ρια απλώνονται για να επιδειχθεί η «παρτίδα» στους ενδιαφερόμενους εμπόρους, οι οποίοι διαπραγματεύο ' " Ë νται την αγορά τους. Τα σφουγγάρια πωλούνται και αγοράζονται σαν ενιαίο σύνολο, χωρίς επιλογές. Έμποροι και καπεταναίοι βρίσκο νταν σε διαρκείς επαφές. Συζητήσεις επί Νικόλας Χαλιπήλιας. 63
:
συζητήσεων, προσφορές επί προσφορών, που παιδιά εμείς παρακολουθούσαμε αλλά ""'ί δεν καταλαβαίναμε, γιατί τόσος κόσμος μπαινόβγαινε στο σπίτι μας, καλούσε το πατέρα μου στα καΐκια, στα καφενεία και ; στις αποθήκες για συζήτηση, σχεδόν απ' όλη την Ελλάδα. Για την αγορά της κατάλ ληλης παρτίδας σφουγγαριών υπήρχαν και : μεσολαβητές. Τα σφουγγάρια βέβαια εκτιμιόνταν και ανάλογα με την ποιότητα τους. Άπλωμα και στέγνωμα σφουγγαριών Υπήρχαν τα «φίνα», που ήταν τα καλύτερα πάνω σε σχάρες. Περιοχή Καραντίνα. και τα πιο ακριβά, με μεταξένια υφή. Σ' αυτά ανήκαν τα «μελάδια» και τα «λεβαντίνικα». Μετά έρχονταν τα «κοινά» ή «καπάδικα», που ήταν τα σφουγγάρια μπάνιου. Κατόπιν τα «χονδρά», σκληρά σφουγγάρια όπως η «τσιμούχα», τα «λαγόφυτα» ή «αυτιά του ελέφαντα». Κάθε μία από τις τρεις αυτές κατηγορίες μπορούσε να χωριστεί σε σφουγγά ρια α και β κατηγορίας. Τελευταίο είδος ήταν ο «χατζής», σκληρό σφουγγάρι, που οι σπογγέμποροι δεν το αγόραζαν. Πολλοί έμποροι ξεκινούσαν καΐκια, χρηματοδοτώντας καπεταναίους και πληρώματα, για μισθούς, πετρέλαια, προμήθειες και ό,τι χρειάζονταν στο 7μηνο ταξίδι, βέβαια με την υποχρέ^ . :ώ % 2 ωση να επιστρέψουν ανάλογη ποσό τητα σφουγγαριών. Ονομάζονταν «εκκινητές». Όμως και τράπεζες έπαιζαν το ρόλο του εκκινητή με δάνεια. Βέβαια εδώ τα πράγματα ήταν πιο σκληρά, γιατί έλειπε η : $ ανθρώπινη συναισθηματική σχέση. Υπήρξαν καπεταναίοι που κατα στράφηκαν, είτε από κακή διαχείρι ση είτε από κακή ψαριά είτε από τα ατυχήματα, που συνέβαιναν στους δύτες, και η εξόφληση των χρεών γινόταν αδύνατη. Υποθήκευαν ακόμη και τα σπίτια τους. Όταν, επιτέλους, επιτυγχανόταν η συμφωνία για την αγορά παρτίδας Ευαγγελία Κορορού, Μαρία Παπαδη μητρι ού [εργάτριες σπόγγων). σφουγγαριών, αυτά μεταφέρονταν Νικόλας Χαλιπήλιας, Γεώργιος Μαγκλής από τα καΐκια ή τις αποθήκες των (σπογγέμποροι).
64
σπογγαλιέων στις αποθήκες των εμπόρων. Εκεί ζυγίζονταν και τακτο ποιούνταν πρόχειρα σε σωρούς, ίσως και κατά μέγεθος και ποιότητα, πλη ρώνονταν κατά τη συμφωνία, εύχο νταν οι μεν στους δε και αντάμωναν για κρασί και γλέντι τα βράδια, στις ταβέρνες του νησιού.
S?
:.?' :Λ
Από την επομένη άρχιζε ο οργα σμός της τελικής επεξεργασίας στις αποθήκες από τ' αφεντικά και τους Αποθήκη GRESPON. Διακρίνονται οι: Καλλίτρης Δημήτριος, Κατσούλη, Ν. Χαλιπήλιας, Στέλλα Μηνωγιαννή, Αντωνία εργάτες και τις εργάτριες, το «σορτίΚαπάντου, Δέσποινα Κούμη-Ροδίτου, Βασίλης Ορφανός, ρισμα». Μέσα σε τεράστια κοφίνια, Ευαγγελία Κορορού, Στέλλα Σκριβάνου. ένα ένα το σφουγγάρι διαλεγόταν. Εάν ήταν πολύ μεγάλο κοβόταν, με κόπανους πάνω σε κορμούς δέντρων χτυ πιόταν να φύγει η άμμος, τα σαλιγκάρια της θάλασσας κι ό,τι υπήρχε μέσα στις τρύπες και τη βάση του σφουγγαριού. Με ειδικά κατασκευασμένα ψαλίδια, ψαλιδίζονταν σε όμορφο στρογγυλό σχήμα, έμπαιναν στα κοφίνια ή σε μεγάλους σάκους και μεταφέρονταν στην ακρογιαλιά της Καραντίνας για πλύσιμο πολύ καλό και ένα ένα ξεχωριστά. Πάνω σε ειδικές ξύλινες σχάρες στην Πλατεία Εθνεγερσίας απλώνονταν για να στεγνώσουν κι αποτελούσαν ίσως τις γραφικότερες στιγμές στο νησί. Πολλοί τουρίστες παρατηρούσαν τη διαδικασία, ρωτούσαν, φωτογράφιζαν. Πολλές φορές και ο Νίκος Καζαντζάκης σιωπηλός παρακολουθούσε. Όταν πια στέγνωναν, μεταφέρονταν στις αποθήκες για φύλαξη, έως ότου εξαχθούν σε ορθογώνιες μπάλες στην Αγγλία, Γαλλία Γερμανία, Ταϋλάνδη κ.α. πρεσαρισμένα σε ειδική πρέσα, που μίκραινε τον όγκο. Άλλοτε στο φυσι κό τους χρώμα και άλλοτε «ασπρισμένα», διαδικασία που γινόταν σε ειδικές «βούτες», με θαλασσινό νερό, περμαγκανάτ και βιτριόλι, στις κατάλληλες ποσότητες, ούτως ώστε να μη διαλυθεί το σφουγγάρι. Αυτή η διαδικασία γινόταν •ν V» κατόπιν παραγγελίας του πελάτη, συνήθως !» Jt? #-§>'* «ut*» για να πουληθούν σε τουριστικά καταστή w. : ""^ ματα. Εκτελωνίζονταν, μαρκάρονταν με μολύβι από το Τελωνείο, χαράζονταν με μελάνι τα στοιχεία της Εταιρείας και ο προ ορισμός και φορτώνονταν F.O.B. στα πλοία για Πειραιά και μετά για τον όποιο προορι Αποθήκη GRESPON, στην Καραντίνα. σμό τους. Η τιμή του επεξεργασμένου Ν. Χαλιπηλιας, Μιχάλης Μάγγος. 65
σφουγγαριού ακολουθούσε την τιμή της αξίας της χρυσής λίρας Αγγλίας. Πολλά εκατομμύρια πέρασαν τότε από το νησί. Μία από τις αψευδείς αποδεί ξεις, αποτελούν τα ωραιότατα παραδο σιακά κτήρια που ανήκαν σε σφουγγα ράδες. Η αείμνηστη Γωγώ Κουλικούρδη στο βιβλίο της «Αίγινα Ι» γράφει σχετι κά: «Η εποχή της σπογγαλιείας αποτε λεί πολύ σημαντικό κεφάλαιο της οικο νομικής ιστορίας της νεότερης Αίγινας, ακόμα σχεδόν αμελέτητο». Στέγνωμα σφουγγαριών της GRESPON μπροστά στο κτίριο Βογιατζή.
Σπογγέμΐϊοροι και στιογγεμτιόριο, Η Βενετία υπήρξε το πρώτο σπογγεμπορικό κέντρο. Οι πρώτοι έμποροι αγόραζαν και επεξεργάζονταν το σφουγ γάρι και το πουλούσαν σαν γυρολόγοι στους δρόμους. Το εμπόριο του σφουγγαριού οργανώνεται, αναπτύσσεται και απλώνεται στην Ευρώπη, τη Ρωσία και την Ινδία, όπου οι Καλύμνιοι ιδρύουν σπογγεμπορικούς οίκους (1895). Αξιόλογοι εμπορικοί οίκοι ιδρύονται και στην Αίγινα, την Ύδρα και τη Σύμη. Την ανοδική πορεία του σπογγεμπορίου διέκοψε ο Α' Παγκόσμιος Πόλε μος. Οι αγορές της Ευρώπης έκλεισαν, η ανεργία, η πείνα, η προσφυγιά και η μετανάστευση έκλεισαν τα σπογγαλιευτικά κέντρα. Οι Αιγινήτες και οι Υδραίοι σφουγγαράδες έχουν σοβαρά εμπόδια στις μετακινήσεις τους στην Αφρική και φθίνουν, ενώ η Κάλυμνος και η Σύμη ευρισκόμενες υπό Ιταλική κατοχή έχουν πρόσβαση στις λιβυκές θάλασσες και έτσι παίρνουν τα ηνία της σπογγαλιείας.
Αποθήκη Ι GRESPON Ν. Χαλιπήλιας
66
Αποθήκη Ι GRESPON Ν. Χαλιπήλιας, Μιλτιάδης Ιωαννίδης.
Λόγω των καταπιεστι κών μέτρων που εφαρμό ζουν οι Ιταλοί στα κατεχό μενα Δωδεκάνησα, κρυφά έρχεται από την Κάλυμνο ο πατέρας μου Νικόλαος Χαλιπήλιας, «ο Καλύμνιος, ο Σφουγγαράς» στον Πει ραιά αναζητώντας καλύτε ρη τύχη. Εργάστηκε σε διά φορες αποθήκες σφουγγα ριών στον Πειραιά. Ασπρισμα σφουγγαριών στην Καραντίνα (νυν πλ Εθνεγερσίας).
0 Β' Παγκόσμιος Πόλε Ν. Χαλιπήλιας, Μιχ. Μάγγος. μος προκάλεσε καινούργια καταστροφή. Η Γερμανική Κατοχή τον βρίσκει στην Αίγινα. Το 1944, βάσει ιδιωτικού συμφωνητικού, ξεκινάει συνεργασία με τον αείμνηστο Γ. Μαγκλή. Η συνεργασία αυτή συνεχίστηκε μέχρι το 1949, οπότε ιδρύουν την Εταιρεία «GRESPON O.E.», επωνυμία που σημαίνει στα Γαλλικά «Ελληνικοί Σπόγγοι» με συνεργάτη για τις παραγγελίες εξωτερικού τον αείμνηστο Μιλτιάδη Ιωαννίδη.
Σε μία Ελλάδα που μόλις είχε βγει από πολέμους και καταστροφές, γνώ στες της δουλειάς, δούλεψαν σκληρά και έντιμα. Πολλές φορές δεν υπήρχαν χαρτιά, δεν υπήρχαν συμβόλαια στις συναλλαγές τους, παρά μόνον οι σκλη ροί και άγραφοι νόμοι της θάλασσας, αρκούσε η ειλικρίνεια των ανθρώπων της, ο λόγος, το φιλότιμο και η μπέσα. Με τρεις τεράστιες αποθήκες στην οδό Κανάρη και Αντ. Πελεκάνου (κτήρια Βογιατζή-Αθανασίου-Σταματιάδη) και άλλες μικρότερες στη Πλατεία Εθνεγερσίας και γεμάτες με τόνους σφουγγά ρια καταξιώνονται σε διεθνές επίπεδο, συμμετέχουν σε εκθέσεις ανά τον κόσμο, συνεχίζοντας το εμπόριο σφουγγαριών και διατηρώντας τη φήμη της Αίγινας, όπως οι προγενέστεροι τους, Κ. Βογιατζής και Αφοί Σταματιάδη και σχεδόν παράλληλα με τους Αφούς Μπράουν, Αναστ. Και Βασ. Μάί'λλη,
cat: Ê H
Μαστρό- Θέμελη και Αφούς Στρατηγού (Μπακαλιάροι). Και με εργατικό δυναμικό 3035 ανθρώπους, Αιγινήτες και Καλύμνιους, τους: Δ. Καλλίτση, Γρ. Ορφανό, Β. Ορφανό,
H f (φωτό Φρανκφούρτη 1956} • Ρ Αποθήκη Ι GRESPON H t Μιχ. Μάγγος, Γεώργ. Μαγκλής, Ν. Χαλιπήλιας. •"••••• ' "
w
•••;••••
67
Μικέ Κουράο, Νικ. Αποστόλου και τις: Ιουλία Αποστόλου, Αντ. Καπάνταη, Ευαγ. Κορορού, Σοφία και Στέλλα Σκριβάνου, Κούλα-Μαρία-Τασία Δαμουράκη, Στέλλα Μηνόγιαννη, Ξαν θούλα Μαντζουράνη, Μαρία Παπαδη μητριού, Καλομοίρα και Αννα Μαρμάρινου, Αικατ. και Κούλα Γιαννούλη, Φανή Αλυφαντή, Αικ. Κάβουρα, Άπλωμα σφουγγαριών της GRESPON στις παλιές αποθήκες των κυρίων Σταματιάδη στην Καραντίνα.
Δέσποινα Κουμη-Ροδίτου, Φίλιώ Τζέκου, Παρασκευή και Ελένη Σώρρου κ.α. Το 1972 έφυγε από τη ζωή ο Γεώργ. Μαγκλής. Έτσι υπεισέρχονται στην εταιρική μερίδα οι κόρες του, ήτοι: Ευπρεπία Αθερινού, Άννα και Ειρήνη Μαγκλή, οι οποίες πωλούν το μερίδιο τους στη Νομική Χαλιπήλια-Μιχαλοπούλου, ο δε πατέρας μου Ν. Χαλιπήλιας πωλεί το εταιρικό του μερίδιο στην αδελφή μου
••κ
• • • • • • Β . S H H H ^ ^ K ' . Εργαλεία επεξεργασίας σφουγγαριών. Ψαλίδια και μαχαίρι
Παναγιώτα Χαλιπήλία-Λεούση, λόγω συνταξιοδοτήσεως του. Έτσι παρατείνεται η εταιρεία με το τίτλο «GRESPON O.E.», υπό την επω νυμία Μιχαλοπούλου Νομική- Ιωαννίδης Μ.- Λεούση Παναγιώτα. Εν συνεχεία δια τροποποιητικού η εταιρεία συνεχίσθη τελικώς μεταξύ των: Μιχαλοπούλου-Χαλιπήλια Νομικής και Ασπασίας συζύγου Νικολάου Χαλιπήλια (19771979). Το 1980 έγινε λύσις και εκκαθάρισις της εταιρείας. Θεωρώ ότι η «GRE SPON O.E.», επί 50 περίπου χρόνια έπαιξε σοβαρό και σημαντικό ρόλο στην ιστορία του νησιού επαγγελματικά και κοινωνικά και, δυστυχώς, αυτές οι δραστηριότητες δεν έχουν καταγραφεί έως τώρα. Το 1985 ο πατέρας μου έφυγε από τη ζωή. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να θεωρώ την οικογένεια μου σαν τους τελευταίους των εμποροσφουγγαράδων στην Αίγινα.
.S!.-'!.t..?'':ï. ; : ί ?
•:...
.ft'
.,„••:.-„::>··>
- , : V " " i 't
«"V. „.._•„ ,V-,;. .sa.;? •';&?'£:
Μεταλλική επιγραφή της GRESPON. Αποθήκη II 69
ΒΑΣΙΛΗΣ Ι. ΛΥΚΟΥΡΗΣ*
Η σπογγαλιεία ως πλουτοπαραγωγικός παράγων για την Αίγινα
πό καταβολής κόσμου τα ονομαστά προϊόντα της Αιγίνης ήσαν το κρασί, τα αμύγδαλα, τα σύκα, τα πήλινα οικιακά σκεύη και από την θάλασσα τα φρέσκα ψάρια και ποικίλα θαλασσινά, ενώ κατά τους τελευταίους αιώνες
Α
Εικ. 1: (Όταν τα σπογγαλιευτικά επέστρεφαν στο Τάρπον Σπρινγκς, τα σφουγγάρια μετα φέρονταν για επεξεργασία στις αποθήκες του Χρηματιστηρίου των σφουγγαριών, που ευρίσκετο στην προκυμαία της πόλης. Στη συνέχεια, τοποθετούσαν χωριστά το φορτίο του κάθε σφογγαλιευτικού για την δημοπρασία που γινόταν δύο φορές την εβδομάδα) καρτ ποστάλ της δεκαετίας του 1910: Σφουγγάρια στην προκυμαία του Τάρπον Σπρινγκς.
προσετέθησαν τα κεντήματα, με κύριο είδος το κοπανέλι, τα φιστίκια, η οργανωμένη, από ιδιωτικής πλευράς, σπογγαλιεία, το εμπόριο των σπόγγων και η τουριστική εμφάνιση της Αιγίνης. Ο Στυλιανός Εμμ. Λυκούδης (Ακαδημαϊκός, Ναύαρχος του Πολ. Ναυτικού, μελετητής και θεμελιωτής του φαρικού συστήματος της Ελλάδος] σε άρθρο του στο «Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου» (λ. Σπογγαλιεία τ.17ος σελ. 180) γράφει: «Η σπογγαλιεία είναι μεγάλη του εθνικού μας πλούτου *Επίτιμος
Δικηγόρος
, π
,
,
,
ΆΎΆ KOtL ° ι ο τ ι εισάγει εις το κράτος εξωτερικον συνάλλαγμα και διότι απα-
σχολεί ικανάς τον αριθμόν κατηγορίας επαγγελματιών: ναυτικούς, δύτας, σπογγεργάτας, σπογγεμπόρους κλπ.». Στο άρθρο του αυτό ο Σ. Ε. Λυκούδης, αναφέρει τις ελληνικές και ξένες θάλασσες στις οποίες ευδοκιμούν τα σφουγγάρια, όπως τα είδη και τις ποιό τητες αυτών, ακόμη αναφέρει τον τρόπο της αλιεύσεως αλλά και την εποχή γι' αυτή τη δραστηριότητα κλπ., ενώ επαινεί τους ασχολούμενους με την σπογγαλιεία Αιγινήτες, λέγων: «Την αλιείαν των αρίστης ποιότητος σπόγγων των νησιωτικών και συριακών ^ ^ ^ m ^^^^^^^^^^^ wmmm am m a m βυθών ανελάμβανον ολίγοι Αιγινήται, επίλεκτοι πλοίαρχοι σπογ γαλιευτικών, έχοντες ασφαλή την επωφελή πώλησιν εις τους εν Αιγίνη σπογγεμπορικούς οίκους, οίτινες δεν εξήταζον τόσον την τιμήν της αγοράς του προϊόντος όσον το καλόν της ποιότητος αυτού» και, τέλος, αναφέρει ολίγα τινά περί των εξ Εικ. 2: Ο παραδοσιακός "χορός του βουτηχτή", όπως χορεΰ Αιγίνης καταγόμενων δυτών, οι στην Κάλυμνο. οποίοι εγκατεστάθησαν πρώτοι εις περιοχήν της Φλωρίδος των ΗΠΑ, η οποία είναι γνωστή με το όνομα "TAR PON SPRINGS" και εδημιούργησαν αποικίαν των Αιγινητών (φωτο 1], εις την οποίαν κατέφθασαν δύτες και από άλλες περιοχές της Ελλάδος. Παραλλήλως αποκαλύπτει ότι «εις τους Έλληνας ανήκει η τιμή της πρώτης έκτοτε (19031904) εισαγωγής του σκάφανδρου ως σπογγαλιευτικού μέσου εις τας μακρι νός εκείνας θάλασσας, εις ας έως τότε η αλιεία εγίνετο είτε διά κάμακος είτε διά καταδύσεων». Η γνωστή για το ενδιαφέρον της για την Αίγινα και εξ Αιγίνης καταγόμε νη φιλόλογος και ιστορικός, αείμνηστος, Γεωργία Π. Κουλικούρδη, εις το σύγ γραμμα της «ΑΙΓΙΝΑ Ι» Αθήνα 1990, έκδοσις «Πιτσιλάς», σελ. 21, αναφέρει: «Κατά το τέλος του 19ου αι. και τις αρχές του 20ου, με την ανάπτυξη της σπογγαλιείας, η Αίγινα γνώρισε μια περίοδο οικονομικής άνθησης, που όμως δεν συνεχίστηκε. Τελείωσε με την παρακμή της σπογγαλιείας, στα μέσα του αιώνα μας. Οι Αιγινήτες δεν φρόντισαν για εναλλακτική λύση. Την ίδια εποχή, με αφορμή την σπογγαλιεία, παρουσιάστηκε μια έντονη μεταναστευτική κίνηση προς την Αμερική και ιδρύθηκε στο Tarpon Springs της Φλώριδας, η μοναδική στα νεώτερα χρόνια παροικία Αιγινητών. Τους πρώτους σφουγγα ράδες έφερε εκεί ο Αιγινήτης Σπύρος Βουτέρης. Στην Αίγινα, την ίδια εποχή, χτίστηκαν τα μεγάλα νεοκλασικά σπίτια και τα αστικά διώροφα της πόλης και της Κυψέλης. Έτσι η Αίγινα πήρε τη σημερινή αρχιτεκτονική μορφή της.
Για τη σπογγαλιεία και ο Ναύαρχος Λιμεν. Σώματος, λογοτέχνης και ερευνητής κ. Κ. Σταμάτης, εις το σύγγραμμα του «Αίγινα: ιστορία-ΐΐολιτισμός» τόμος δεύτερος, Αθήνα 1998, σελ. 264, δέχεται περίπου τα ίδια, ενώ αποδίδει την παρακμή της σπογγαλιείας στην ανακάλυψη και γενίκευση της χρήσης του συνθετικού σπόγγου. Εξ άλλου ο εκ Κυψέλης (πρώην Χαλασμέ νης) Αιγίνης καταγόμενος δικηγόρος Ιωάν νης Β. Λυκούρης, ο οποίος λόγω της καταγω γής του και της σχέσεως του με τους παρά γοντας της σπογγαλιείας (εκκινηταί, δύται, σπογγέμποροι, μεσίται κλπ.) έχει ασχοληθεί με διάφορα θέματα αφορώντα την σπογγα λιεία, μεταξύ των οποίων «και την οικονομι ι κή σημασία της σπογγαλιείας διά την Ελλά δα» εις άρθρον του δημοσιευθέν εις το «Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου» τόμος 17ος λ. σπογγαλιεία, σ.181. Στο άρθρο του αυτό, ο Ιωάννης Β. Λυκούρης σημειώνει, Εικ. 3: Δύτης εξερχόμενος της θαλάσσης με σφουγ ότι «παρά τον σοβαρόν διεθνή συναγωνιγάρια. Τάρπον Σπρινγκς της Φλώριδας, ΗΠΑ. σμόν, ον αντιμετωπίζει η ελληνική σπογγαλι εία και τα ασφυκτικά μέτρα των συναλλαγματικών περιορισμών τους οποί ους τα πλείστα των Κρατών είχον καθιερώσει πολύ προ του Β' Παγκοσμίου πολέμου, η ελληνική σπογγαλιεία κατορθώνει να αλιεύη και να εξάγη εις το εξωτερικόν σημαντικός ποσότητας σπόγγων. Ενδεικτικώς σημειούμεν ότι το σύνολον εις χιλιόγραμμα των αλιευθέντων σπόγγων υπό των Ελλήνων σπογγαλιέων κατά την Ιίετίαν 1928-1939 ανήλθε εις 522.272 (χιλιόγραμμα) ειδικώτερον δε κατά το 1939 ηγρεύθησαν εις μεν τα ελληνικά ύδατα 22.576 χλγρ. (έναντι 20.749 του έτους 1928), εις τα παράλια της Βεγγάζης 7.608 χλγρ. (έναντι 12.517 του 1928) και εις τα παράλια της Τύνιδος 5.287 χλγρ.(έναντι 2.496 του 1928). Ήτοι κατά μέσον όρον ηλιεύθησαν ετησίως εις ελληνικός και ξένας θάλασσας παρά των ελληνικών σπογγαλιευττικών πλοι αρίων 47.500 χλγρ. σπόγγων». Εις τους υπολογισμούς και τα ποσά αυτά ο Ν. Πιζάνιας, (δικηγόρος, νομίζω) εκ Δωδεκανήσου, διά την προ την Ενώσεως της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα περίοδον, υπελόγιζε και τα δωδεκανησιακά πληρώματα και πλοιάρια, τα οποία στην πραγματικότητα ήσαν Ελληνικά, με αποτέλεσμα το σύνολον των ετησίως αλιευομένων, προπολεμικώς, σπόγγων να ανέρχεται εις 135.200 χλγρ. 72
Ακόμη ο Ι.Β. Λυκούρης σημει ώνει ότι «κατά το τελευταίο, προ του Ελληνοϊταλικού πολέμου έτος, οι σπόγγοι Α' ποιότητος οι αλιευθέντες εις τας ελληνικάς θάλασσας επωλούντο αντί 55 σελλινίων [χάρτινων) κατ' οκάν ακατέργαστοι, οι δε των παρα λίων Βεγγάζης και λοιπών ξένων υπερέβαινον το διπλάσιον περί που του ποσού τούτου. Κατ' ακολουθίαν εκ της σπογγαλιείας σημαντικώτατον ποσόν λιρών στερλινών εισήγετο εις την Ελλά δα προπολεμικώς». Το χρηματιΕικ. 4: Ο βουτυχτής εν δράσει. κόν ποσόν της ελευθέρας Ελλάδος ομού μετ' εκείνου της δωδεκανησιακής σπογγαλιείας ανήρχετο κατά τον Ν. Πιζάνιαν εις 360.000 περίπου λίρας στερλίνας με τας προπολεμικός τιμάς, ήτοι εν περίπου εκατομμύριον λιρών στερλινών με τας τιμάς του χρόνου συγ γραφής του άρθρου υπό του Ι.Β. Λυκούρη. Εν συνεχεία ο αυτός αρθρογράφος σημειώνει: «Εκτός όμως της οικονομι κής καθαρώς πλευράς, η σπογγαλιεία δέον να εξετασθή και από κοινωνικής τοιαύτης διότι παρέχει εργασίαν εις κόσμον ολόκληρον Ελλήνων ναυτικών και άλλων. Ούτω, έκτων στοιχείων της επισήμου στατιστικής προκύπτει ότι διάτην σπογγαλιείαν απησχολήθησαν κατά τα έτη 1928-1939 11.416 άτομα, εξ ων 1.196 κυβερνήται σπογγαλιευτικών, 3.763 δύται, και 6.457 ναύται, ήτοι κατά μέσον όρον 1.050 άτομα ετησίως», ενώ ο Ν. Πιζάνιας αναβιβάζει τον αριθμόν των αποκλειστικώς με την σπογγαλιείαν ασχολουμένων εξ ελευθέ ρας Ελλάδος ατόμων και δωδεκανησίων εις 6.400 άτομα κατ' έτος, ενώ άλλαι τόσαι οικογένειαι αποζώσιν εκ της εργασίας των. «Πέραν όμως του αριθμού τούτου», συνεχίζει ο Ι.Β. Λυκούρης, «δέον να προστεθή και κόσμος ολόκληρος εργατικών και παραγωγικών της κοινωνίας στοιχείων, οι οποίοι ασχολούνται εις σχετικά με την αλιείαν και κατεργασίαν των σπόγγων έργα. Τοιούτοι είναι οι εργάται των ναυπηγείων και των μηχανουργείων οι απασχολούμενοι με την κατασκευήν και συντήρησιν των πλοιαρίων και μηχανημάτων, οι εργάται μεταφοράς, οι ειδικοί τεχνίται κατεργασίας και ειδικής συσκευασίας των σπόγγων, οι ξυλουργοί, οι ασχολούμενοι με την κατασκευήν των κιβωτίων, οι φορτοεκφορτωταί, οι σπογγέμποροι, μεσίται κλπ.». Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πληροφορηθούν όσοι, τυχόν, δεν το γνωρί ζουν ότι ο αιγινήτης Παναγιώτης Γεωργιλάκης, από το γνωστό στην Αίγινα 73
Μηχανουργείο Γεωργιλάκη, κατεσκεύασε το έτος 1922 μία καταδυτική μηχα νή. Πρόκειται για μια μεγάλη και αργοκίνητη αεραντλία με τα εξαρτήματα και τους σωλήνες της, που τροφοδοτεί με ατμοσφαιρικό αέρα το βουτηχτή, όταν βρίσκεται στο βυθό της θαλάσσης. Μετά από βελτιώσεις στο μηχάνημα αυτό, ο Παν. Γεωργιλάκης έλαβε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας κατά το έτος 1948. Παρό μοια αυτής μηχανήματα ευρίσκονται σε μουσείο της Νέας Υόρκης και σε άλλα. Τις πληροφορίες αυτές έδωσε, με υπερηφάνεια, ο εγγονός του κατασκευαστού Παναγιώτης Διονυσίου Γεωργιλάκης, που διατηρεί και ο ίδιος μηχανουργείο στην Αίγινα. Όπως προκύπτει από τα κείμενα του Ι. Β. Λυκούρη, κατά την περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η σπογγαλιευτική δραστηριότης των Αιγινητών είχε διακοπεί τελείως. Προ του πολέμου εκείνου υπήρξαν προσκόμματα εις την σπογγαλιευτική δραστηριότητα σε ξένες θάλασσες, κυρίως συναλλαγματικά και διοικητικά, εκ μέρους των ξένων κρατών, τα οποία αντιμετωπίζοντο κατά τρόπον ικανοποιητικό. Μετά τη λήξη του πολέμου του 1940, ο Ι. Β. Λυκούρης εξέδωσε περιοδικό, ως μηνιαίο όργανο των απανταχού Αιγινητών με τον τίτλο «Κήρυξ της Αιγίνης» (εις το εξής Κ.τ.Α.) στο οποίον, μεταξύ των άλλων, εδημοσιεύοντο τα προβλήματα που εγεννώντο στη ζωή των Αιγινητών ή εκείνα που αφεώρων την πρόοδον της Αιγίνης, όπως και εκείνα της σπογγαλιείας, τα οποία ήσαν για τον Ι. Β. Λυκούρη μεγίστης σημασίας, διότι η επιτυχής άσκηση της σπογ γαλιείας εθεωρείτο πλουτοπαραγωγικός παράγων για την Αίγινα, όπως και πράγματι ήταν. Η λήξη του μεγάλου πολέμου ανεπτέρωσε παγκοσμίως τις ελπίδες των ανθρώπων, μεταξύ των οποίων και των Ελλήνων και οι ασχολούμενοι με τη σπογγαλιεία στην Αίγινα ξεκίνησαν με νέα όνειρα και ενθουσιασμό, όπως προκύπτει από άρθρο με τον τίτλο «η Σπογγαλιεία» που δημοσιεύθηκε στον Κ.τ.Α. (1947 τ.1 σ.9), κατά το οποίον «Πέρυσιν (δηλ.1946) εξεκίνησαν μερικά καΐκια και τα χρήματα που έφεραν στον τόπο ήταν μια εξαιρετικά σοβαρή ενίσχυση στην ανόρθωση των οικονομικών των Αιγινητών. Εφέτος όμως (δηλ.1947] το ξεκίνημα των σπογγαλιευτικών εθύμισε τα προπολεμικά χρό νια. Μέχρις ώρας (πράγμα το οποίον σημαίνει ότι, αργότερα, πιθανόν να έφυ γαν και άλλα σπογγαλιευτικά) ξεκίνησαν τα εξής καΐκια: Κυριάκος Λεβεντόπουλος 1, Αναστ. Μαίλης 1, Δίον. Μπήτρος 1, θεόδ. Γενήτσαρης, Νικ. Μαργαρώνης, Αντ. Λυκούρης 3, Ηλίας Πέππας και αδελφοί 3, Αδελφοί Στρατηγού 2, Δημ. Λέκκας 1, ήτοι σύνολον 12 καΐκια. Εάν υπολογίσωμεν ότι κάθε καΐκι έχει κατά μέσον όρον 5 δύτες και 6 πλήρωμα, έχομε 132 ανθρώπους εργαζομέ νους (εκτός των ξεκινητών), οι οποίοι φαίνεται πως θα πληρωθούν ικανο ποιητικά και τους το ευχόμεθα με την καρδιά μας για το καλό της Αιγίνης και αυτών των ιδίων».
Όπως είναι φυσικό στη ζωή μιας επαγγελματικής ομάδος θα υπάρξουν προβλήματα φορολογικά, νομο θετικά, συνταξιοδοτικά, ασφαλιστικά κλπ. Αυτά τα προβλήματα, μαζί βέβαια με τα άλλα, παρακολουθού σε ο Ι. Β. Λυκούρης και προέβαινε στις ανάλογες δημο σιεύσεις στον Κ.τ.Α και αλλού και σε προσωπικές παρεμβάσεις στους αρμοδίους προς όφελος των συμπατριωτών του, της Αιγίνης και των άλλων σπογ γαλιευτικών περιοχών της Ελλάδος, αλλά και της ομα λής λειτουργίας της αγοράς, διότι εγνώριζε και επίστευε ότι η σπογγαλιεία ήταν σπουδαίος παράγων για την οικονομία της Αιγίνης και της Ελλάδος, βεβαίως. Μερικά δείγματα προβλημάτων συναφών με τη σπογγαλιεία, εκ των δημοσιευθέντων στον Κ.τ.Α., τα Ιανουάριος 1947, Καλυμνιος δύτης οποία ζητούσαν συμπαράσταση και λύση, ήσαν: Μ. Γόνατος, από τους πω φημισμένους 1) Το θέμα της φορολογίας των σπόγγων όπως του Τάρπον Σπρινγκς. καθωρίσθηκε από την Νομαρχιακή Επιτροπή, διότι η φορολογία ήταν βαρύτερα για τους Αιγινήτας και ελαφρότερα για τους Υδραίους (Κ.τ.Α 1947 τ. 1 σ.2). 2) Η ασφάλισις των ατυχημάτων της σπογγαλιείας [Κ.τ.Α. 1947 τ. 3 σ. 17). 0 Ι. Β. Λυκούρης, γνώστης της σπογγαλιευτικής παραδόσεως των Αιγινη τών και επιθυμών την ικανοποιητικήν αποζημίωσιν του παθόντος εν υπηρε σία δύτου, όταν αντελήφθη ότι μεταπολεμικώς υπολείπεται (η αποζημίωσις) εκείνης που θα έπρεπε να είναι λόγω της συναλλαγματικής διαφοράς των νομισμάτων α) εζήτησε από το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Πει ραιώς, του οποίου απετέλει μέλος από πολλών ετών, την παρέμβασιν αυτού, για τη διόρθωση της αδικίας αυτής. Ο ΔΣΠ απεδέχθη την πρότασιν του Ι. Β. Λυκούρη και δι' επί τούτω εγγράφου του από 18-11-46 εζήτησε από τους Υπουργούς Δικαιοσύνης και Εργασίας την διόρθωση της αδικίας ταύτης. (Κ.τ.Α. 1947 τ.3 σ. 17). β) Κ.Τ.Α. 1947 τ. 4 σ. 4 και 5 εις την οποίαν αναφέρεται η επιτυχής έκβα ση των προσπαθειών του Ι. Β. Λυκούρη δια την αναπροσαρμογήν των ποσών του ν.560/37 ενώ εις την σ. 4 αναφέρεται μια νέα προσπάθεια του ιδίου προ σώπου για τη νομοθετική επέκταση της ασφαλίσεως και σε άλλες κατηγορίες δυτών και άλλες μορφές σπογγαλιείας. 3) παρότρυνση για διαφήμιση των προϊόντων της Αιγίνης μεταξύ των οποίων και τα σφουγγάρια (Κ.τ.Α. 1947 τ. 5 σελ.18). 4) εν όψει της κρίσεως από την οποίαν κινδυνεύει η σπογγαλιεία, προτεί νεται η λήψη αμέσων συγκεκριμένων μέτρων (1947 τ.9 σ. 19 αλλά και 20 εις 73
την οποίαν αναφέρεται πληροφορία ενδιαφέρουσα τους σπογγεμπόρους). 5) άρθρο του συνεργάτου του Κ.τ.Α. κ. Γιάννη Ευσταθίου διά του οποίου προτείνονται μέτρα για τη βελτίωση και διάσωση του εξαγωγικού εμπορίου των σπόγγων ( Κ.τ,Α. 1948 τ. 17 σ. 72 και επ.). Μαζί με την κρίσιν που ήρχισε εμφανιζόμενη στη σπογγαλιευτική δρα στηριότητα των Αιγινητών, συνεχίζεται ο παροπλισμός και η απώλεια πρω τεργατών της σπογγαλιευτικής δραστηριότητος της Αιγίνης, όπως συνέβη με τον κατά την 7ην Μαΐου 1948 επελθόντα εις Χαλασμένην θάνατον του Βασιλ. Στυλ. Λυκούρη, ο οποίος επί πενήντα σχεδόν χρόνια ως καπετάνιος σπογγα λιευτικών εγύρισε όλα τα παράλια της Μεσογείου και έφθασε μέχρι της Αμε ρικής. Ως συνταξιούχος ζούσε στη Χαλασμένη της Αιγίνης και η καρδιά του σπαρταρούσε σαν άκουγε τα σφουγγαράδικα να φεύγουν και ο νους του ήτο μαζί τους. (Κ.τ,Α. 1948 τ.17 σ. 85). Οι Αιγινήτες παρά την εμφάνιση της κρίσεως επιμένουν και αναχωρούν τα σπογγαλιευτικά με την ελπίδα καλυτέρων ημερών (Κτ.Α. 1949 τ. 26 σ.34). 6] Από τις 24ης- 27ης Φεβρουαρίου 1949 συνήλθε εις Ρόδον, με πρωτοβου λία του Γεν. Διοικητού Δωδεκανήσου κ. Νικ Μαυρή το Α' Σπογγαλιευτικό Συνέ δριο, εις το οποίο μετέσχον ειδικοί επιστήμονες, εκπρόσωποι των αρμοδίων υπηρεσιών, αντιπρόσωποι των σπογγαλιευτικών περιοχών εξ όλης της Ελλά δος, πλην της Αιγίνης, ως και αντιπρόσωποι των σπογγαλιευτικών τάξεων. Μεταξύ των θεμάτων του Συνεδρίου ήσαν οι όροι εργασίας, το κόστος παρα γωγής των σπόγγων, οι τόποι σπογγαλιείας, το σπογγεμπόριο, η αντιμετώπισις των ατυχημάτων των δυτών κλπ. Αξιοσημείωτο είναι ότι κατά τας αγορεύσεις των ομιλητών στο συνέδριο εχρησιμοποιήθησαν τα στοιχεία τα οποία είχε δημοσιεύσει ο Κ.τ.Α., προς ενίσχυσιν των επιχειρημάτων τους. Τέλος, εξεδόθη ψήφισμα το οποίον επεδόθη εις τον κ. Αντιπρόεδρο της Κυβερνήσε Wx ως και απεφασίσθη όπως το Β' Σπογγαλιευτι κό Συνέδριο συνέλθη εντός διετίας εις Ύδραν και συνεκροτήθη Επιτροπή τόσον διά την επιδίωξιν των διά του ψηφίσματος προτεινο μένων μέτρων όσον και για να επιμεληθή της συγκλήσεως του Β' Σπογγαλιευτικού Συνεδρίου.[Κ.τ.Α. 1949 τ. 27 σ. 38). 7) Η αναπροσαρμογή της δραχμής έναντι του δολαρίου υπήρξε ευνοϊκή εξέλιξις καθό -, Φ&Φ* σον αφορά τη διάθεση των σπόγγων. Εν τούτοις ειδήσεις τινές φέρουν ότι αι εν ΓερΕικ. 5: Το ψαλίδισμα των σφουγγαριών, Κάλυμνος. M-avia στρατιωτικοί αρχαί κατοχής, ενώ ενέ76
κριναν την εκεί εισαγωγή τουρκικών σπόγγων, δεν ενέκριναν την εισαγωγή ελληνικών. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι η Γερμανία, προπολεμι κούς, υπήρξε ο καλύτερος πελάτης των σπογγεμπόρων της Αιγίνης αλλά και άλλων περιοχών της Ελλάδος (Κ.τ.Α. 1949 τ. 33 σ. 146). 8) Η ανησυχία των δυναμένων να έχουν γνώμη για τα ατυχήματα των σπογγαλιέων-δυτών είναι εμφανής στα κείμενα του Κ.τ.Α., από τα οποία προ κύπτουν δικαιολογημένες υποθέσεις, όπως είναι η υπερένταση στην προ σπάθεια του δύτου και αναζητείται η επιβαλλομένη προσοχή των αρμοδίων, στο θλιβερό αποτέλεσμα της αχρηστεύσεως νέων ανθρώπων (Κ.τ.Α. 1949 τ. 34 σ. 168). 9) Οι Αιγινήτες, παρά την εμφανή πλέον κρίση, δεν υποχωρούν. Ξεκινούν και πάλι τα σπογγαλιευτικά των: 1) Ν. Μαργαρώνη και Θ. Γενήτσαρη, 2) του Αντωνίου Β. Λυκούρη, 3) του Δίον. Μπήτρου, 4) του Κυριάκου Λεβεντόπουλου 5) του Ηλία Πέππα, πλοιάρια τρία και 6) του Γ. Βιρβιλιού, όλα για τις Ελληνικές θάλασσες. (Κ.τ.Α. 1950 τ. 42 σ. 95). Παρά ταύτα, η κρίσις ήταν προ των πυλών και τα αποτελέσματα αυτής αναπόφευκτα. Βεβαίως, η ανακάλυψη και επικράτηση της συνθετικής ύλης συνετέλεσε, όπως πολύ ορθά σημειώνει ο κ. Κ. Σταμάτης, στην πτώση της αυλαίας για τη σπογγαλιεία και τους με αυτήν ασχολούμενους και εξ αυτής αποζώντας. Πράγματι, η διαφορά αξίας αποκτήσεως μεταξύ του συνθετικού υποκα τάστατου, εν σχέσει με εκείνη του θαυμάσιου φυσικού προϊόντος (του σφουγγαριού) υπήρξε καταλυτική. Βεβαίως, δεν υπάρχει καμία σύγκρισις μεταξύ συνθετικού προϊόντος και σφουγγαριού. Θα μπορούσε, ίσως, να καθυστερήσει αυτό το αποτέλεσμα, εάν υπήρχε ανάλογος κρατική παρέμβαση αλλά και οργάνωση των ενδιαφερομένων Αιγινητών, ώστε να καθυστερήσει η κατακόρυφος πτώση της σπογγαλιευτι κής δραστηριότητος και να ετοιμασθεί η εναλλακτική λύση, όπως πολύ σοφά σημειώνει η Γωγώ Κουλίκούρδη. Εναλλακτική λύσις θα μπορούσε να είναι η καλλιέργεια, σε θάλασσες μακράν των κατωκημένων περιοχών, αλιεία και εμπορία των θαυμάσιων θαλασσινών (οστρακοειδή, γαρίδες, καραβίδες, αστακοί κλπ) των ελληνικών θαλασσών, η εκπαίδευση νέων στην υποβρύχιο αλιεία, η υποβρύχιος περιή γηση χώρων αρχαιολογικού ή τουριστικού ενδιαφέροντος κλπ., όπως συμ βαίνει σε πολλά ξένα κράτη. Η εξέλιξη αυτή με την σπογγαλιεία θα μπορούσε να αποτελέσει μάθημα για τους νεωτέρους για το εγγύς και απώτερο μέλλον. Πριν κλείσει η μικρή αυτή έρευνα, θα ήθελα να λάβουν γνώση όσοι τυχόν δεν γνωρίζουν τι ήταν το «Σπογγαλιευτικόν Σύμφωνον». Ήταν ένα συμφω νητικό μεταξύ εκκινητού (επιχειρηματίου, θα λέγαμε) και δύτου, το οποίον
συνετάσσετο ενώπιον συμβολαιογράφου, παρουσία του λιμενάρχου. Στο συμφωνητικό αυτό συνεφωνείτο η πρόσληψη του δύτου για σπογγαλιεία με σκάφανδρο, το βάθος της θαλάσσης στο οποίο είχε υποχρέωση να εργασθεί ο δύτης, η χρονική περίοδος εργασίας, ο τρόπος και το ύψος της αμοιβής του δύτου και το ποσόν της χρηματικής προκαταβολής που θα λάβει ο δύτης μέχρι της εκκινήσεως του πλοίου, αλλά και η υποχρέωση ακριβούς τηρήσεως του A.N. 560/1937 και των εκτελεστικών τούτου διαταγμάτων και κανονι σμών. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι ο νόμος αυτός περιέλαβε σημαντικές εγγυήσεις για το αδύνατο μέρος της συμβάσεως, όπως είναι ο δύτης. Για την πληρεστέρα γνώση των αναγνωστών παρατίθεται αυτούσιο το με αριθμό 15351/1937 συμβολαιογραφικό έγγραφο του, τότε, Σ/φου Αιγίνης Στυλ Κ. Ζωγράφου, με αντικείμενο το σπογγαλιευτικό σύμφωνο, μεταξύ του Βασιλ. Στυλ. Λυκούρη, κυβερνήτου και εφοπλιστού σπογγαλιευτικού πλοίου ονόμα τι «Αθανάσιος Μιαούλης» και Ιωάννου Δ. Μπαρμπέρη δύτου, το οποίον έχει ούτως:
Αριθμός 15.3 51Σπογγαλιευτικόν Σύμφωνον Σήμερον την εικοστήν τρίτην (23) του μηνός Δεκεμβρίου του χιλιοστού εννεακοσιοστού τριακοστού εβδόμου 1937 έτους ημέραν Πέμπτην εν Αιγίνη και εν τη εντός της πόλεως Αιγίνης και παρά τη ενορία του Αγίου Νικολάου κειμένη οικία μου εν ή συμβολαιογραφώ ενώπιον εμού του συμβολαιογράφου και κατοίκου Αιγίνης Στυλιανού Κων. Ζωγράφου εδρεύοντος εν τη πάλει Αιγίνης και των μαρτύρων Κων σταντίνου Παύλ. Μπήτρου δύτου και Εμμανουήλ Στ. Κουτσουδάκη παντοπώλου, αμφοτέρων κατοίκων Αιγίνης ενηλίκων, πολιτών Ελλήνων, επί παρουσία και του Λιμενάρχου Αιγίνης Χρήστου Αδαμαντίου Πίσχου, κατοίκου Αιγίνης, γνωστών μοι και μη εξαιρουμένων (κληθέντος εν τω γραφείω μου, λόγω αδυναμίας μεταβάσεως μου, εν τω Λιμενικώ Καταστήματι) ενεφανίσθησαν αυτοπροσώπως αφ 'ενός μέν ο ΒασίλειοςΣτυλιαν. Λυκούρης, πλοίαρχος σπογγαλιευτικού πλοίου και αφ'ετέρου ο Ιωάννης Δημητρίου Μπαρμπέρης, δύτης, αμφότεροι κάτοικοι Αιγίνης, γνωστοί μοι και μη εξαιρούμενοι και ητήσαντο την σύνταξιν του παρόντος σπογγαλιευτικού συμφώνου, δι' ού συνομολογούσι τα εξής. Ότι ο ανωτέρω Βασίλειος Στυλ. Λυκού ρης, πλοίαρχος, προσλαμβάνει τον έτερον συυμβαλλόμενον Ιωάννην Δημητρίου Μπαρμπέρην, ως δύτην, εις το παρ 'αυτού κυβερνώμενον και εφοπλισθέν, σπογγαλιευτικόν πλοίον, ονόματι (Αθανάσιος Μιαούλης), ίνα εργασθή ως τοιούτος, αλιεύ ων σπόγγους εις την διά σκάφανδρων σπογγαλιείαν (δυσανάγνωστος λέξις), οπου δήποτε ορίσει ούτος, ως κυβερνήτης και εις βάθος ανώτερον των δέκα οκτώ (18) οργιών από της 10ης Φεβρουαρίου του 1938 (ογδόου) μέχρι τέλους Οκτωβρίου του
1938, ότι εκ του πραγματοποιηθησομένου τιμήματος των πάσης ποιότητος σπόγ γων ους θ' αλιεύση ο δύτης, θα λάβη ούτος, λόγω αμοιβής, τα είκοσιν οκτώ τοις εκατό (28%), ότι εκ του αναλογούντος τω δύτη μεριδίου ο Κυβερνήτης κατά την γενησομένην εκκαθάρισιν θα παρακρητήση μόνον το ποσόν της προκαταβολής εκ δραχμών τριάκοντα χιλιάδων (30.000) τας οποίας θα λάβει μέχρι της εκκινήσεως του πλοίου εξ Αιγίνης. Ότι αναλαμβάνουσι αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι, ρητώς, την υποχρέωσιν της ακριβούς τηρήσεως του Αναγκαστικού Νόμου 560/1937 και των εκτελεστικών τούτου διαταγμάτων και κανονισμών. Ταύτα συνομολογησάντων και συναποδεξαμένων των συμβαλλομένων συνετάχθη τη αιτήσει των το παρόν δι ο εισεπράχθησαν διά τέλη δραχμα'ι εκατόν ενενήκοντα έξ (196) και δικαι ώματα τετρακόσιαι είκοσι και μία (421), όπερ αναγνωσθέν ευκρινώς και εντόνως εις επήκοον πάντων των αναφερομένων και βεβαιωθέν υπογράφεται παρ' αυτών και εμού. Οι Συμβαλλόμενοι Οι Μάρτυρες Βασίλ. Λυκούρης Κων. Μπήτρος Ιωάννης Δ. Μπαρμπέρης
Εμμ. Σ. Κουτσουδάκης
Χρ.Πίσχο Ο Συμβολαιογράφος (Τ.Σ.) Στυλ Κ. Ζωγράφος Ό,τι ακριβές αντίγραφον ΕνΑιγίνη τη 25η Μαίου 1939 Ο Συμβολαιογράφος Αιγίνης Στυλ. Κ. Ζωγράφος Τέλη και δικαιώματα Δρ. 25 Δ. 2
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: 1) Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικών Λεξικόν Ηλίου. 2) Γεωργία Π. Κουλικούρδη, ΑΙΓΙΝΑ Ι Αθήνα 1990 έκδοσις Πιτσιλάς. 3) Κ. Σταμάτης, Αίγινα Ιστορία Πολιτισμός τ. 2ος Αθήνα 1998. 4) Ι.Β. Λυκούρης, περιοδικόν Κήρυξ της Αιγίνης τόμοι 1947,1948,1949 και 1950 5) Ι.Β. Λυκούρης, Απόδημοι Αιγινήται Μέρος τρίτον ΚεφάλαιονΒ', Πειραιεύς 1955.
Στο επόμενο δισέλιδο φωτογραφία του σπογγαλιευτικού συμφώνου μεταξύ του κυβερ νήτη-εφοπλιστή Στ. Λυκούρη και του δύτη Ιω. Δ. Μπαρμπέρη. 79
ΜΗ S?bOl4
-
-, _ - jjy/r. w £ W Ä * « ^ ^ J f ^ * ^ A * < * ·
.
€^&4*&φ*ρ «JOT- ( 4 w / / ^ i i t i w , J W * t « ' ? ' ! ' <S%*
i==-r-
-£-r~~7
~~~—/
j-v»"
^y/^d^m c/**zf zr/>*t ou;, ·τ
80
^,
< Φ~Ρ*>$
^_α^»^
1
/,
, (,/
jr^pr
g ^
^^^^/•'^^"^^»φΐ^ί^ι^Λ^1
(iL
»'" ·*
ί
^iti*>yi^>fev - W /£)$ ébut. .f**.-uf
L·. / / _, : , — ι**-ύ>ι furrsy *
f
^^^a^/nji^'ftfvfewmvjk^.
/y
» y •••".Ά-^-- • r' ^ V . r
-&θ W6ev ι
i-'Γ'*
^—r
7/ç, ^>^ί*^αΧ^£η,Γ /?,
>rr
7tr
'
'
t^*^0pr/**tsÉsp0/»~ s
' '
/
j
t
-/Ά>#—
^%av Sf'dfwye/^y^
Mt^^J^^^mtmk
81
ΠΡΟΝΟΗ ΘΕΟΛΟΠΔΟΥ
Emmanuel House
την Αίγινα, σε κάθε δρόμο μέσα στην πόλη, συναντάς πανέμορφα σπίτια, αληθινά έργα τέχνης. Σημαδεμένα από τον καιρό στέκουν περήφανα, κρατώντας μυστικά αιώνων κάτω από τις στέγες τους. Με τις μνημειακές εισόδους τους, τα μαρμάρινα φορούσια τους, τις ολόδροσες αυλές τους, τα ζωγραφιστά ταβάνια τους προκαλούν το θαυμασμό των περαστικών. Μερι κά μοιάζουν ξεχασμένα από τους ανθρώπους. Άλλα, τα πιο καλότυχα, νιώ θουν πάνω τους ευεργετικό το χέρι του νοικοκύρη τους, που τα φροντίζει ακούραστα με περισσή αγάπη. Ένα τέτοιο σπίτι βρίσκεται στη γωνία Κυβερνείου και Κρίτωνος, απένα ντι από το Κυβερνείο. Δίπατο, με κεραμοσκεπή και ψηλά παράθυρα, θυμίζει τα καποδιστριακά κτίσματα στο Ναύπλιο. Στη σιδερένια πόρτα του διαβάζεις την παλιά επιγραφή: "Emmanuel House". Καμιά νεωτεριστική παρέμβαση δεν διακρίνεται στην όψη του. Αντίθετα, και η τελευταία, περσινή, ανακαίνιση έγινε με όλο τον απαιτούμενο σεβασμό στο χρόνο που διάβηκε και στους ανθρώπους που το έχτισαν και έζησαν σ' αυτό. Αλλά και στο εσωτερικό του διατηρήθηκε η αρχική διαρρύθμιση. Μέσα στα ψηλοτάβανα δωμάτια με τα ξύλινα πατώματα, πολλά από τα παλιά έπιπλα βρίσκονται ακόμη στην αρχική τους θέση. Στους τοίχους οι παλιές κορ νίζες με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες κρέμονται στο ίδιο καρφί που τις πρωτοστόλισαν. Οι σημερινοί ιδιοκτήτες του, ο κ. Βασίλης Σωτηρακόπουλος και η σύζυ-
Σ
'^«^ΗΗΜΗΜΗΜΒ
Emmanuel House, ζωγραφισμένο από τον αιγινήτη Δ. Χατζίνα. 82
γός του κ. Τούλα Δρόσου, γιατροί και οι δύο, το αγόρασαν το 1990 μέσω δικη γόρου, που είχε εξουσιοδοτήσει ο μέχρι τότε ιδιοκτήτης του, Αιγινήτης στην καταγωγή, μόνιμος κάτοικος του Τάρπον Σπρινγκς στη Φλώριδα της Αμερι κής. Το παλιό αρχοντικό, αφημένο στην τύχη του για χρόνια, απαιτούσε δρα στική επέμβαση και ο Α. Μαρμάρινος ανέλαβε άμεσα την επισκευή του. Μ' αυτόν σκαρφαλωμένο στις σκαλωσιές συζητούσαν οι καινούριοι ιδιοκτήτες τις τελευταίες λεπτομέρειες μια μέρα του 1992, όταν ένας καλοντυμένος, επι βλητικός άντρας, συνοδευόμενος από δύο γυναίκες, στάθηκε πλάι τους. Απλωσε πρώτος το χέρι του και συστήθηκε: «Μιχαήλ Εμμανουήλ. Η γυναίκα μου- η κόρη μου». Ήταν ο γιος του Γεωργίου Εμμανουήλ, ο οποίος το 1905, δεκάχρονο τότε αγόρι, είχε ακολουθήσει τον πατέρα του Μιχαήλ Δ. Εμμανουήλ σε αναγκαστι κό εκπατρισμό κάτω από πιεστικές συνθήκες. Αν και είχε γεννηθεί στην Αμε ρική, μιλούσε καλά ελληνικά κι είχε πολλά να πει για κάθε γωνιά του σπιτιού, που με χαρά έβλεπε να ξαναζωντανεύει κάτω από τη φροντίδα των νέων νοικοκυραίων του. Αλλά και εκείνοι ήθελαν να μάθουν καθετί γι' αυτό και για τα πρόσωπα που το είχαν πριν από κείνους κατοικήσει. Το ενδιαφέρον ήταν μεγάλο και οι ιστορίες ατέλειωτες. Μερικές απορίες λύθηκαν στη στιγμή: τα παράθυρα του υπογείου, που βρίσκονταν στο ύψος του δρόμου, είχαν περιέργως - κλίση προς τα μέσα. Όχι, δεν ήταν λάθος κακού τεχνίτη. Κτίστη καν έτσι, για να πέφτουν ευκολότερα μέσα στο κατώι τα σφουγγάρια που αποθήκευε εκεί ο σπογγέμπορας παππούς! Η αρχική αμηχανία είχε γρήγορα εξανεμιστεί, η συγκίνηση περίσσευε και οι μέχριτότε ξένοι, μέσα σε λίγη ώρα, συζητούσαν σαν παλιοί καλοί φίλοι. Σίγουρος ότι το πατρικό του ήταν σε καλά χέρια, ο κ. Μ. Εμμανουήλ φεύγοντας υποσχέθηκε να τους γράψει ό,τι σχετικό με το πάλω του σπίτι μπορούσε ακόμη συμπληρωματικά να θυμηθεί. Πράγματι, λίγο καιρό αργότερα ήλθε ένα γράμμα στα αγγλικά, μέσα στις τρεις δακτυλογραφημένες σελίδες του οποίου ξετυλίγεται μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίοδος της ζωής στο νησί μας, από τον 18ο αι. μέχρι τις μέρες μας, όχι μόνο για τον επαρκή αναγνώστη αλλά και για τον ιστορικό ερευνητή. 0 Μ. Εμμανουήλ, παππούς του τελευταίου κτήτορα, έμπορος σφουγγαριών όταν η Αίγινα ήταν μεγάλο κέντρο σπογγαλιείας, είχε εμπλακεί στην υπόθεση λαθραίας εξαγωγής μεγάλης αξίας αρχαιοτήτων από το νησί. Γνωστή ως «Θησαυρός της Αίγινας», η περίφημη συλλογή κοσμημάτων από χρυσό και ημιπολύτιμες πέτρες καθώς και ένα χρυσό κύπελλο πουλήθηκε το 1891 στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου. Με την τεράστια ιστορική και αρχαιολογική αξία της έχει έκτοτε γοητεύσει αλλά και πολλαπλά προβλημα τίσει τον επιστημονικό κόσμο. Ο μυθιστορηματικός τρόπος ανεύρεσης του «Θησαυρού», ο τόπος και ο χρόνος κατασκευής του, τα χαρακτηριστικά και η τεχνική του έχουν συντελέσει στη διατύπωση υποθέσεων και θεωριών, στη
διοργάνωση συνεδρίων, στη δημοσίευση επιστημονικών ανακοινώσεων, στη συγγραφή βιβλίων. Οι φήμες, που για χρόνια κυκλοφόρησαν αδέσποτες και ίσως ανυπόστατες, αλλά και οι ισχυρισμοί των εμπλεκομένων, που ακόμη προβάλλονται για ευνόητους λόγους, έχουν μέχρι σήμερα στοιχειοθετήσει αντιφατικά σενάρια. Ως σχόλιο για όλα ταιριάζει εδώ - τι ειρωνεία!- ένα από σπασμα από το γράμμα που έστειλε τον Αύγουστο του 1895 η Αύρα Δρακοπούλου στον τότε αρραβωνιαστικό της Τζωρτζ Μπράουν II, αναφερόμενη σε σχετικές διαδόσεις: «Πόσο αστείος είναι ο κόσμος. Τι ανάρμοστο φύρδην μίγδην, όταν ο καθένας βλέπει τα δικά του όπως του αρέσει, όταν ατενίζει τον άλλο σαν ανόητο χρυσόψαρο μέσα στη γυάλα, βγάζοντας τα δικά του συμπε ράσματα ενώ δεν ξέρει για τους γείτονες του τίποτε παραπάνω από έναν άνθρωπο [που είναι] στο φεγγάρι». Την επιστολή του Μ. Εμμανουήλ μάς παραχώρησε ο κ. Σωτηρακόπουλος μαζί με το πολύτιμο φωτογραφικό υλικό, που με μανία και πάθος διασώζει και, χάρη σ' αυτόν, δημοσιεύουμε με θερμές ευχαριστίες. 0 στόχος της συγ γραφής της είναι προφανής. 0 αποστολέας της, λίγους μήνες μετά από αυτή του την κατάθεση, πέθα νε στο Τάρπον Σπρινγκς, όπου είχε γεννηθεί κι όπου διατηρούσε μαζί με άλλους το μεγάλο δικηγορικό γραφείο «Carlton, Fields, Ward, Emmanuel, Smith & Cutler, P. A. ». Περισσότεροι από 300 συνεργάτες στη Φλώριδα και στην Ατλάντα απασχολούνται και σήμερα σ' αυτό, ειδικευμένοι σε 30 τομείς, όπως μας πληροφορεί το διαδίκτυο. Τάμπα, 13 Μαΐου 1992 Αγαπητέ κ. Σωτηρακόπουλε, Ευχαριστώ πολύ εσάς και τη σύζυγο σας για την ωραία πασχαλιάτικη κάρτα που μας στείλατε. Ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους σας. Η κάρτα σας με ενθάρρυνε να εκπληρώσω την υπόσχεση ότι θα σας έδινα κάποιες πληροφορίες από την ιστορία της οικογένειας μου και του σπιτιού μας στην Αίγινα. Ο παππούς μου, Μιχαήλ Δ. Εμμανουήλ, γεννήθηκε στην Αίγινα αλλά ο πατέ ρας του, πιστεύω, ήλθε από τη Μικρά Ασία. Η γιαγιά μου, Ελπίς Γαρουφάλη Εμμανουήλ, καταγόταν από οικογένεια με πολύ βαθιές ρίζες στην Αίγινα. Η καταγωγή της ήταν από το Σπύρο Μάρκελλο, ο οποίος έκτισε τον Πύργο, κοντά στο σπίτι σας, το 1732 περίπου. Η γιαγιά μου, Ελπίς Γαρουφάλη, ήταν κόρη του Γεωργίου Γαρουφάλη, ενός επιφανούς εμπόρου στην Αίγινα κατά το μέσον και το τέλος του 19ου αι. Ο Γεώργιος Γαρουφάλης και η σύζυγος του είναι θαμμέ νοι στο ξωκλήσι του Αγίου Παντελεήμονα σε μια πλαγιά της Αίγινας. Ο ίδιος φύτεψε τον ελαιώνα κοντά στο ξωκλήσι. Η γιαγιά Ελπίς είχε μία αδελφή και δύο αδελφούς. Πριν από αρκετά χρόνια πήγα με μία εξαδέλφη μου, τη Στέλλα
Ξεφλούδα (η οποία έκτισε και έχει στην ιδιοκτησία της το ξενοδοχείο «Ναυσι κά»), στο ληξιαρχείο της Αίγινας όπου αναζητήσαμε το συμφωνητικό γάμου των οικογενειών του παππού και της γιαγιάς μου. Από αυτό φαίνεται ότι ο παππούς πήρε το οικόπεδο στο οποίο χτίστηκε το σπίτι των Εμμανουήλ ως μέρος της προίκας της γιαγιάς μου. Όπως θυμάμαι, πήρε επίσης 1000 χρυσές λίρες, ένα πατητήρι, μερικές φιστικιές και κάποια αμπέλια. Ο γάμος έγινε το 1881 και γεννήθηκαν τα εξής παιδιά: 1. Στέλλα (1883 - 1967), που παντρεύτηκε τον Πέτρο Καρακασσώνη, ο οποίος έφθασε στο βαθμό του ι ιτηγού τον ελληνικού στρατού, 2. Μαρίκα (1885 - 1893), η ι ία πέθανε οκτώ ετών. 3. Γεώργιος (1887 - 1968), ο οποίος παντρεύτηκε την Αλε ξάνδρα Δαμιανάκη από το Όκλαντ της Καλιφόρνιας στις Η.Π.Α. 4. Δημήτρης, που γεννήθη κε το 1889 και πέθανε στα δύο του χρόνια. 5. Αύρα (1891 -1979), η οποία παντρεύτηκε και χώρισε Q Γ_ Μ Ε μ μ α ν ο υ ή λ μ ε τ ψ οικογένεια του στο Τάρπον Σπρινγκς. δύο φορές, αλλά ξανάπαιρνε το πατρικό της όνομα μετά από κάθε διαζύγιο. 6. Κλεοπάτρα (1893 - 1980). Η Πάτρα παντρεύτηκε τον Κώστα Κυριάκο, ο οποίος έφτασε στο βαθμό του συνταγματάρχη ως μηχανικός του ελληνικού στρατού. 7. Ευτυχία (1895 - 1960), που παντρεύτηκε τον Στίλπονα Κυριακίδη, έναν από τους ιδρυτές του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης και ο οποίος χρημάτι σε πρόεδρος του Πανεπιστημίου σε δύο περιπτώσεις. 8. Πέτρος, που γεννήθηκε το 1901 και πέθανε στα δεκαεπτά του. 0 παππούς μου, Μιχαήλ Δ. Εμμανουήλ, γεννήθηκε στην Αίγινα το 1857 και πέθανε το 1913 στο Τάρπον Σπρινγκς της Φλόριδας στις Η.Π.Α. Όταν ήταν είκοσι δύο χρόνων, το 1879, έγινε ο κύριος βοηθός τον Τζωρτζ Μπράουν, του αντιπροσώπου και διευθυντού των Αφών Γκρέσγουελ, μιας εταιρείας του Λον δίνου που διατηρούσε γραφείο και αποθήκη σπόγγων στην Αίγινα. Οι επιχειρή σεις τους περιλάμβαναν την αγορά σπόγγων, όπως και την πώληση ειδών κατάδυσης και άλλων εφοδίων. Στο τέλος του 1870 ή στις αρχές τον 1880, ο Μπράουν έκτισε ένα τριώροφο σπίτι στην παραλία της Αίγινας το οποίο κατό πιν έγινε ξενοδοχείο, γνωστό ως "Hotel Brown". 0 Τζωρτζ Μπράονν πέθανε το 1887 και θάφτηκε στο κεντρικό νεκροταφείο της Αίγινας. Στον τάφο τον τοποθετήθηκε ένας εντνπωσιακός οβελίσκος. Με το 85
θάνατο του πατέρα του διορίστηκε διευθυντής και αντιπρόσωπος των επιχει ρήσεων τωνΑφών Γκρέσγουελ ο Τζωρτζ Μπράουν II. Ήταν νέος και άπειρος και στηρίχθηκε στον Μιχαήλ Εμμανουήλ για να διευθύνει το γραφείο, την αποθήκη και όλα τα άλλα. Το 1891 ο Τζωρτζ Μπράουν ο νεότερος παραιτήθηκε από τα καθήκοντα του ως αντιπρόσωπος των Γκρέσγουελ και αντικαταστάθηκε από τον Μιχαήλ Εμμανουήλ. Κατά την περίοδο 1891 έως το 1893, η οικογένεια Εμμα νουήλ ευημέρησε. Ο Μιχαήλ Εμμανουήλ, χάρη στη θέση του, απέκτησε μεγάλο κύρος στην Αίγινα και στην Αθήνα ως αντιπρόσωπος μιας από τις πλέον ισχυρές εταιρείες στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο πατέρας μου, Γεώργιος Μ. Εμμανουήλ, φοίτησε ως εσωτερικός σ' ένα ιδιωτικό σχολείο στην Αθήνα, γνωστό ως του Μακρή, και οι αδελφές του, επίσης, παρακολούθησαν ιδιωτικά σχολεία. Η οικο γένεια ταξίδεψε πολύ και απόλαυσε τους καρπούς που προέκυψαν από τη θέση του παππού Μιχαήλ Εμμανουήλ Εντωμεταξύ, ορισμένες καταστάσεις, που περιγράφονται στο εσωκλειόμενο αντίγραφο του κεφαλαίου 4 από το «Aegina Treasure" του Dr. Reynolds Higgins, προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα στον Μιχαήλ Εμμανουήλ. Κατηγο ρήθηκε, δικάστηκε και καταδικάστηκε για συνεργεία σε λαθραία εξαγωγή αρχαίων έργων τέχνης από την Ελλάδα αλλά η μεσολάβηση του Βρετανού Πρέ σβη, λόρδου Edgerton, συνέβαλε στο να του αποδοθεί χάρη με την προϋπόθε ση να εγκαταλείψει τη χώρα. Το 1905 αυτός και ο πατέρας μου, Γεώργιος Μ. Εμμανουήλ, έφυγαν από την Ελλάδα για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μαζί τους ταξίδεψαν ο καμαριέρης του, ο μπάρμπα - Παναγής, ένας μηχανικός ονόματι Αυγερινός, και ένας άλλος, δύτης σφουγγαριών. Έφτασαν στο Τάρπον Σπρινγκς και ο Μιχαήλ Εμμανουήλ και ο Γεώργιος Εμμανουήλ ίδρυσαν μια πετυχη μένη επιχείρηση εμπορίας σπόγγων. Το 1913, ενώ ο Γεώργιος Εμμανουήλ έλει πε στο Σικάγο και στη Νέα Υόρκη σε εμπορικό ταξίδι, ο Μιχαήλ Εμμανουήλ πέθανε από καρδιακή προσβολή. Ο Γεώργιος Εμμανουήλ επέστρεφε στην Ελλάδα το 1913 για να τακτοποιήσει την περιουσία του πατέρα του. Η φωτογραφία που σας εσωκλείω είναι από τότε. Όσον αφορά το Emmanuel House, αυτό κατοικήθηκε μέχρι λίγο μετά το 1920, καθώς οι περισσότεροι από την οικογένεια μετακινήθηκαν στην Αθήνα ή στη Θεσσαλονίκη. Εγώ επισκέφθηκα την Ελλάδα για πρώτη φορά το 1966 μαζί με τον πατέρα μου, Γεώργιο Εμμανουήλ, και γνώρισα τις αδελφές του Στέλλα, Πάτρα και Αύρα, που ζούσαν ακόμη, καθώς και τις οικογένειες τους. Τακτοποι ώντας ποικίλα περιουσιακά στοιχεία που ανήκαν από κοινού στην οικογένεια, εγώ πήρα το Emmanuel House στην Αίγινα. Το 1967 η σύζυγος μου και εγώ επι σκεφθήκαμε την Αίγινα και κάναμε σχέδια για να επισκευάσουμε το σπίτι. Όμως θεωρήσαμε εντελώς δύσκολο να μεριμνήσουμε για εργασίες που έπρεπε να γίνουν ενώ δεν θα ήμασταν εκεί. Με τις καλές υπηρεσίες ενός εξαδέλφου, του Δημήτρη Κυριακού, αρχιτέκτονα μηχανικού που σπούδασε στη Γερμανία,
μπορέσαμε να κάνουμε κάποιες λίγο πολύ επιφανειακές επισκευές, κυρίως στην κουζίνα και στο μπάνιο του επάνω ορόφου που ανακαινίσθηκαν. Προτι μούσαμε να επισκεπτόμαστε την Αίγινα τον Απρίλη και το Μάιο και περνούσα με ευτυχισμένες στιγμές σ' αυτό το σπίτι. Μετά το σεισμό που έσεισε την Αίγι να πριν οκτώ ή δέκα χρόνια ήταν αδύνατο να μεριμνήσουμε για τις δουλειές που έπρεπε να γίνουν εξαιτίας της μεγάλης οικοδομικής δραστηριότητας που υπήρχε τότε. Περί το 1985 οι ενοικιαστές/επιστάτες του κάτω πατώματος έφυγαν και η κατάσταση του σπιτιού άρχισε να επιδεινώνεται ραγδαία. Η Μπέτυ και εγώ χαρήκαμε πολύ που είδαμε τις φροντίδες, τις προσπάθει ες και τα χρήματα που εσείς και η αγαπητή σύζυγος σας καταβάλλετε για το σπίτι. Δυστυχώς οι φωτογραφίες που πήρα κατά την επίσκεψη μας το Νοέμβρη του 1991 χάθηκαν στο κατάστημα φωτογραφικών του «Χίλτον» και δεν βρέ θηκαν. Εάν έχετε την ευκαιρία να βγάλετε φωτογραφίες από το εσωτερικό του σπιτιού που ολοκληρώθηκε, θα θέλαμε πάρα πολύ να τις δούμε. Αυτό το γράμμα πιθανόν σας λέει περισσότερα από όσα ποτέ θα θέλατε να μάθετε για την οικογένεια Εμμανουήλ, αλλά καλύτερα περισσότερα παρά λιγό τερα. Ελπίζουμε ότι εσείς και η οικογένεια σας θα ζήσετε μαζί πολλές ευτυχι σμένες στιγμές στην Αίγινα και ίσως, μερικές φορές, να μας θυμάστε.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Χαρακτηριστικά βλέπε:1) Reynold Higgins, The Aegina Treasure, An archaeological mystery (British Museum Publications) 1979. 2] Ε. Σημαντώνη-Μπουρνιά, 0 «Θησαυρός της Αίγινας». Νέο φως στο μυστήριο της λαθραίας εξαγωγής του, Πρα κτικά Ιου Διεθνούς Συνεδρίου Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αργοσαρωνικού, Πόρος, 26-29 Ιουνίου 1998, σ. 47-55. 3) Lesley Fitton, The Aigina Treasure, Aegean Bronze Age jewellery and a mystery revisited, The British Museum, 2009. 2. Ε. Σημαντώνη-Μπουρνιά, ό.π. σ. 54. 3. To 1976 ο Μ. Εμμανουήλ επισκέφθηκε το Βρετανικό Μουσείο και γνώρισε το διευ θυντή του R. Higgins. Λίγο αργότερα του έστειλε επιστολή με πρόσθετες πληροφο ρίες -τις ίδιες ακριβώς που περιέχονται στην επιστολή προς τον κ. Σωτηρακόπουλο!- σχετικά με το «Θησαυρό». Βλ. R. Higgins, ό.π. σ. 45-50. 4. Στην Αίγινα είχαν εγκατασταθεί πολλοί Μικρασιάτες, κυνηγημένοι από τους Τούρ κους, κατά την περίοδο του Αγώνα. Ασχολήθηκαν κυρίως με το εμπόριο, ωστόσο το όνομα Εμμανουήλ δεν βρίσκεται στις σχετικές αναφορές εμπόρων της εποχής. Βλ. Κουλικούρδη Π. Γ., Αίγινα ΠΙ σ. 81-82 5. Πύργος του Μαρκέλλου, μνημείο της προκαποδιστριακής εποχής. Ως έτος κατα σκευής του αναφέρεται το 1802, όμως η Γ. Κουλικούρδη -δικαίως- το αμφισβητεί λόγω της αδικαιολόγητης, σε σχέση με τις συνθήκες του 19ου αι., φρουριακής μορ φής του. Βλ. Κουλικούρδη Π. Γ., ό. π. σ. 95-96. 6. Στη θέση Πετρωτή, δεξιά στο δρόμο προς τους Άλωνες. 7. Στη λεωφόρο Ν. Καζαντζάκη. Χτίστηκε το 1962 και ανακαινίστηκε το 1998. 8. Στο πρωτότυπο: wine yard. Προφανώς αναφέρεται στα γνωστά στην Αίγινα ως πατητήρια ή πατήματα, όπου με την προαιώνια διαδικασία του πατήματος των σταφυλιών έπαιρναν από αυτά το κρασί και το τσίπουρο. 9. 0 Στίλπων Κυριακίδης (Κομοτηνή 1887 - Θεσσαλονίκη 1964] ήταν καθηγητής λαο γραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Μακεδόνι κων Σπουδών. Η σύζυγος του, Ευτυχία Σ. Κυριακίδη, αρθρογραφώντας συμπλήρω νε στην υπογραφή της: «το γένος Μιχαλάκη Εμμανουήλ». Βλ. «Κήρυξ της Αίγινης» 1948 σελ 94. 10. Πολιτεία των Η.Π.Α. στη Φλόριδα, στον κόλπο του Μεξικού, μεγάλο κέντρο σπογ γαλιείας μέχρι το 1947. Το μεγαλύτερο ποσοστό Ελληνοαμερικανών ζει εδώ και εδώ έχουν εγκατασταθεί οι περισσότεροι ξενιτεμένοι Αιγινήτες. Μεγάλη κοσμο συρροή Ελλήνων γίνεται κάθε χρόνο στη γιορτή των Θεοφανείων για τον αγιασμό των υδάτων και των σκαφών. Βλ. Κήρυξ της Αιγίνης, Η αδελφότης των εν Αμερική Αιγινητών «Η Αίγινα», Οκτώβρης 1947, σ.13-15 και Νοέμβρης 1947, σ. 14-15. 11. Η R. Gresswell and Co sponge fisheries co είχε τα κεντρικά γραφεία της στο Λονδί νο, 32 Red Lion Square από το 1878. 12. Βλ. L. Fitton ό. π. σ. 14: «Τον Μάιο του 1892 το Βρετανικό Μουσείο είχε ολοκλη ρώσει την καταβολή του ποσού των 4000 λιρών, αν και δεν γνωρίζουμε βέβαια πώς αυτό μοιράστηκε (δικαιούχοι προφανώς ήταν οι Μπράουν, Γκρέσγουελ KaL Εμμανουήλ]».
13. 0 R. Higgins (1916 - 1993] υπήρξε διευθυντής των Ελληνικών και Ρωμαϊκών αρχαιοτήτων του Βρετανικού Μουσείου του Λονδίνου και πρώτος πρόεδρος της Εταιρείας Ιστορικών Κοσμημάτων. Αγαπούσε πολύ την Ελλάδα και τους Έλληνες, ίσως από τον καιρό που αιχμάλωτος σε στρατόπεδο στη Γερμανία έμαθε ελληνικά από συγκρατουμένους του (ποιους άραγε;). Βλ. The Indepented, 22April 1993, Obituary: Reynold Higgins. 14. Λόρδος Edwin (Henry] Edgerton (1841 - 1916). Βρετανός διπλωμάτης σε Μπουέ νος Αιρες, Αίγυπτο, Κωνσταντινούπολη, Μαδρίτη, Αθήνα. Ενδιαφέρθηκε πολύ για τις αρχαιολογικές έρευνες στην Ελλάδα και ιδιαίτερα για τις εργασίες της Βρετα νικής Αρχαιολογικής Σχολής. Στην Αίγινα αγόρασε το σπίτι του Σπ. Τρικούπη, όπου έμεινε μέχρι το 1905. Η γυναίκα του, lady Francis Edgerton, συνέβαλε στο να μάθουν οι Αιγινήτισσες να πλέκουν κοπανέλι. Βλ. Κουλικούρδη Π. Γ., Αίγινα Ι, σ. 99 και Ρωπάΐτου Ζωή, Το κοπανέλι στην Αίγινα, «Αιγιναία» τ. 16, σ. 117. 15. Στις 24 Φεβρουαρίου 1981 σεισμός με επίκεντρο τις Αλκυονίδες νήσους στον Κορινθιακό κόλπο, μεγέθους 6,6 ρίχτερ, προκάλεσε μεγάλες καταστροφές σε Αττι κή και Κορινθία.
89
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ι. ΜΠΟΓΡΗΣ
Μαρτυρίες για τα σφουγγαράδικα
Μ
πορεί τίποτε πια στη σημερινή καθημερινή κοινωνική ζωή και στις δρα στηριότητες των ανθρώπων της Αίγινας να μη μαρτυράει την εποχή που η σπογγαλιεία και το σπογγεμπόριο αποτελούσαν μία από τις σημαντι κότερες οικονομικές δραστηριότητες του νησιού. Τα σαράντα χρόνια που πέρασαν από την οριστική δύση της θαλασσινής αυτής επαγγελματικής ασχολίας, πραγματικής εποποιίας των ανθρώπων της θάλασσας, φαντάζουν τόσο μακρινά, μα είναι και τόσο κοντινά, αφού ζουν ακόμη κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους μαζί με τα κτήρια, κατοικίες και αποθήκες καπετα-
| :• · •• ·•
; Ι 1
MM
λ Ff ''
%i.'S:|Pf
Wm^HHHi Ψάρεμα σφουγγαριών στις ακτές της Ελλάδας με καμάκι, ξυλογραφία 1850
ναίων και σπογγεμπόρων, που είναι ορατά και συνθέτουν το παραλιακό μέτωπο του λιμανιού της πόλης της Αίγινας, και τα πολλά άλλα, που κτίστη90
καν την εποχή αυτή στο εσωτερικό της πόλης και στην Κυψέλη. Κάποιους από τους τελευταίους εν ζωή, που ασχολήθηκαν με τη σπογγα λιεία στην Αίγινα, τους συναντήσαμε και μεταφέρουμε τις πολύτιμες μαρτυ ρίες και εμπειρίες τους. Ο Παράσχος Κάβουρας είναι ο τελευταίος εν ζωή δύτης ("βουτηχτής" ή "μηχανικός") στην Αίγινα. Έζησε μια ζωή περιπετειώδη από τα μικρά του χρόνια. Γεννήθηκε το 1929 στο Βροντάδο της Χίου. Το 1940 μαζί με το πατέ ρα του Κώστα, τη μητέρα του και τον μικρότερο αδελφό του Νίκο, πέρασαν με μια βάρκα στην απέναντι μικρασιατική ακτή του Τσεσμέ, γιατί ο πατέρας του φοβόταν τη σύλληψη του από τους Γερμανούς. Μετά από ένα κοπιαστι κό και μακρύ ταξίδι, γεμάτο ταλαιπωρίες, κατέληξαν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου είχε καταφύγει η εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση και ο Πολε μικός μας Στόλος. Εκεί, σε ηλικία 11-12 ετών, ο Παράσχος κατατάχθηκε ως ναυτόπαις στο αποβατικό πλοίο "Ήφαιστος". Με την απελευθέρωση και την επιστροφή στην Ελλάδα, το 1945, απολύθη κε από το Πολεμικό (τότε Βασιλικό) Ναυτικό. Μοναχός του, 15 χρονών παιδί, εγκαταστάθηκε στο Πέραμα και αγοράζοντας μια βάρκα προσπαθούσε να βιο ποριστεί. Εκεί τυχαία γνωρίστηκε με τον Αιγινήτη καπετάνιο σπογγαλιευτι κού, το μπάρμπα Κυριάκο Λεβεντόπουλο (Μουχλή). Είχε έρθει με το τεπόζιτο "Άγιος Σώζων", νοικιασμένο στην Πέρδικα, για επισκευή και προετοιμασία ταξιδιού στο καρνάγιο του Ψαρρού, του θρυλικού εμπειρικού ναυπηγοξυλουργού. Γύρισαν στην Αίγινα και ο Μουχλής τον πήρε παραγιό στο πατρικό του σπίτι, στην Καραντίνα. Το 1946 πρωτοταξίδεψε με σφουγγαράδικο σα ναύτης στη Μπιγκάζα (Βεγγάζη). Την επόμενη χρονιά σα μαθητευόμενος δύτης, "ατζαμής". Και μετά, όλα του τα χρόνια, δύτης, ένας από τους καλύτερους της Αίγι νας, με το Λεβεντόπουλο μέχρι το 1960 και με το Μανώλη Μάνο μέχρι το 1970. Στην Αίγινα παντρεύτηκε το 1952 την Αικατερίνη Στρατηγού, ανιψιά του Λεβεντόπουλου και απέκτησαν δύο γιους, τον Κώστα και το Θωμά. Όταν ξεκίναγαν το μεγάλο ταξίδι, το εφτάμηνο, μετά τις επισκευές και την προετοιμασία του καϊκιού, φόρτωναν τις απαραίτητες προμήθειες για το πλήρωμα. Κάπου 2 τόνους γαλέτα, 30-40 γκαζοτενεκέδες καβουρμά, όσπρια (φασόλια, ρεβίθια, φακές), ρύζι, μακαρόνια, τυρί, σαρδέλες, ελιές. Όταν πήγαιναν Μπιγκάζα, φόρτωναν σε βαρέλια όσο περισσότερο νερό γινόταν από εδώ, γιατί εκεί κάτω το νερό ήταν κακής ποιότητος. Στο εκεί Λιμεναρχείο "πρατιγάρανε" τα χαρτιά, τα θεωρούσαν δηλαδή με πληρωμή, και έπαιρναν άδεια σπογγαλιείας για τα λιβυκά παράλια. Το πλήρωμα του κάθε σφουγγαράδικου καϊκιού αποτελούνταν από 12-16 άτομα. Οι δύτες ήταν 5-6 ή και 7,1 κολαουζέρης, 1 τρεχαντινιέρης, 1 μηχανι κός, 3 ναύτες (1 μαρκουτσέρης, 2 της κουβέρτας) και ο καπετάνιος. Στα 2 καΐκια υπήρχε και 1 τεπόζιτο με 6-7 πλήρωμα (1 καπετάνιος, 1 μάγειρος, 1
μηχανικός και 3-4 ναύτες), όπου ήταν φορτωμένες όλες οι απαραίτητες προ μήθειες για το μακρύ ταξίδι. Τα σφουγγαράδικα ήταν όλα τρεχαντήρια από 914 μέτρα και 15-18 τόνων. Το τεπόζιτο 60-80 τόνων και σκαρί πέραμα ή βαρκαλάς ή καραβόσκαρο. 0 Παράσχος Κάβουρας έκανε συνολικά πέντε ταξίδια στη Λιβύη, όπου ψαρέυανε Μπιγκάζα, Μιζουράτα, Καρκούτα, Φίκνα, Ντέρνα, Καρκουρέτο, Τρίπολη, Σύρτη και άλλα. μέρη που δε θυμάται τα ονόματα. Τα υπόλοιπα ταξίδια ήταν στα ελληνικά νερά, από Χαλκιδική, Ίμβρο, Τένεδο, Κυκλάδες, Χίο, Κρήτη, Μυτιλήνη, Επτάνησα, σε όλες σχεδόν τις ελληνικές ακτές. Θυμά ται, επίσης, ένα και μοναδικό ασυνήθιστο ταξίδι σε Σικελία, Παντελάρια, Σαρ δηνία, Κορσική, Ούστικα, Μπονιφάτσιο, Παλέρμο, όταν δεν κατάφεραν να πάρουν άδεια στη Λιβύη. Οι δύτες βούταγαν με τη σειρά, από τρεις βουτιές ο καθένας ημερησίως. Ο τελευταίος της προηγουμένης, βούταγε πρώτος την επόμενη ημέρα. Ο χρόνος της βουτιάς ήταν ανάλογος του βάθους. Από 3-10 λεπτά στις 40 οργιές, ανά λογα με τη δυνατότητα του δύτη, 30 λεπτά στις 20 οργιές και στις 10 οργιές 1 ώρα ή και περισσότερο. Στα μεγάλα βάθη καθυστερούσε η εναλλαγή] των δυτών για μεγαλύτερη ασφάλεια. Οι Καλύμνιοι προτιμούσαν να ψαρεύουν "κολυμπητά", δηλαδή σε κάποια απόσταση από το βυθό, ώστε να έχουν μεγα λύτερο οπτικό πεδίο. Οι στολές ήταν δύο, ενώ η περικεφαλαία ήταν μία, επειδή είχε ενσωματω μένο το "μαρκούτσο", δηλαδή το σωλήνα που έδινε τον αέρα στο δύτη και που ξεκινούσε από την αερομηχανή που τον διοχέτευε με ρυθμιζόμενη πίεση και κατέληγε στο "ρόγκαβλο" στην αριστερή μεριά της περικεφαλαίας (οπή εισόδου του αέρα). Στη δεξιά μεριά της περικεφαλαίας υπήρχε η "βάρβαρα", μία βαλβίδα, που με κλίση της κεφαλής του δύτη και πίεση σ' αυτή, εξερχόταν ο παραπανίσιος αέρας. Κάθε φορά ο δύτης κανόνιζε με τη "βάρβαρα" πόσο αέρα χρειάζεται - λιγότερο όταν ήθελε να βουλιάξει, περισσότερο για να ανέ βει - και, όταν πάτωνε, τον κανόνιζε έτσι, ώστε να είναι όρθιος και ελαφρώς γερτός προς τα εμπρός για να δουλεύει καλύτερα. Αν ο αέρας μέσα στο σκά φανδρο ήταν παραπανίσιος, ο δύτης μπορούσε να ανέβει "φούσκα", όπως έλεγαν, απότομα δηλαδή στην επιφάνεια, πράγμα πολύ επικίνδυνο για την ίδια του τη ζωή. Μόλις ανέβαινε ο ένας δύτης, ο επόμενος περίμενε έτοιμος με το "φόρεμα" και η μοναδική περικεφαλαία προσαρμοζόταν βιδωτή με μισή ή % της στρο φής αεροστεγώς στο φόρεμα του επόμενου. Του πέρναγαν τα μολύβια, βάρους κάπου 20 κιλών, και τα παπούτσια, γύρω στα 5-6 κιΑά και τα δύο μαζί, καθώς και το θώρακα, άλλα 6-7 κιλά, όσα και η περικεφαλαία. Το μήκος του μαρκουτσιού έφτανε μέχρι και 100 μέτρα. Το αποτελούσαν δεκάμετρα περίπου κομμάτια που έδεναν μεταξύ τους με τα μεταλλικά "κλει-
διά" αεροστεγώς. Το λάστιχο του είχε ενσωματωμένο σπιράλ ατσαλόσυρμα για ενίσχυση και γύρω γύρω τού έραβαν μουσαμά από καραβόπανο για προ στασία από τον ήλιο και άλλες φθορές. Το κολαούζο, ένα γερό σχοινί τυλιγμένο στη μέση του δύτη, ήταν το σύστημα επικοινωνίας του με το καΐκι. Το χειριζόταν ο κολαουζέρης, ο οποί ος ήταν ο πιο έμπειρος του πληρώματος. 1 τράβηγμα του κολαούζου σήμαινε βάθος 15 οργιές, 2 στις 20 οργιές, 3 στις 30 οργιές, 4 στις 40 οργιές, πολλές φορές και φερμάρισμα (τέντωμα] του κολαούζου σήμαινε τέλος χρόνου. Και αντιστοίχως ο δύτης το τράβαγε 1 φορά όταν πάτωνε, 3 φορές όταν ζήταγε γάντζο ή καμάκι, και πολλές φορές όταν γύρευε βοήθεια για οποιοδήποτε λόγο και, πιο συνηθισμένα, όταν κάτι δε πήγαινε καλά με τον αέρα. Το ανέβασμα του δύτη γινόταν με τράβηγμα αργά αργά από το κολαούζο. Αν τύχαινε να λυθεί, πράγμα σπάνιο ή και καμιά φορά με υπαιτιότητα του ίδιου του δύτη που ήθελε να παρατείνει το χρόνο του γιατί είχε πέσει σε καλό "τόπο" και ψάρευε πολλά σφουγγάρια, τότε τον ανέβαζαν προσεκτικά από το μαρκούτσο. Το ανέβασμα, ιδίως από τα μεγαλύτερα βάθη, όσο πιο αργό, τόσο πιο ασφαλές ήταν για το δύτη. Από τις 40 οργιές κανονικά γινόταν σε 15-20 λεπτά, μάλιστα ένα σχετικό μέτρο που τηρούσαν ήταν ότι δεν έπρεπε η ταχύτητα της ανέλκυσης, να ξεπερνά το ρυθμό ανόδου των φυσαλίδων που έβγαζε ο δύτης. Μόλις ο δύτης ανέβει στο καΐκι, τον "ξεκαπελώνουν", του "ξεκοτσάρουν" την περικεφαλαία και ντυμένος, όπως είναι, κάθεται στον πάγκο για να "ψαρευτεί". Δηλαδή, πίνοντας ένα καφεδάκι και καπνίζοντας ένα τσιγάρο αν αισθανθεί κάποια συμπτώματα, όπως μούδιασμα στα άκρα, δυσφορία στο στήθος, κάποια εξανθήματα στο σώμα κ.λπ. ειδοποιεί τον καπετάνιο και αμέ σως αρχίζουν να του κάνουν το λεγόμενο "οξυγόνο", δηλαδή τη διαδικασία αποσυμπίεσης, γιατί είχε προσβληθεί από τη νόσο των δυτών. Στη γλώσσα του σιναφιού, τον είχε χτυπήσει η "μηχανή", το μηχάνημα δηλαδή της αερα ντλίας, η καταδυτική μηχανή. Τότε τον ξαναβουτάνε στις 9-10 οργιές και τον ανεβοκατεβάζουν αργά αργά για 3, 4, 5 ώρες ανάλογα, καμιά φορά και μέχρι το βράδυ, ώσπου να δείξει σημεία ανάκαμψης. Η ανάνηψη αυτή μπορεί να είναι πλήρης ή μερική. Αν υπάρχει ακόμη δυσκολία, συνεχίζουν με άλλες μεθόδους, όπως θάψιμο στη ζεστή άμμο, υποβοηθούμενη βάδιση κ.α. Εάν δε συνέλθει, η βλάβη είναι μόνιμη. Οι πιο σύγχρονες και επιστημονικές μέθοδοι ανάνηψης εφαρμόστηκαν από το 1960 και μετά με τους θαλάμους αποσυ μπίεσης στο πολεμικό πλοίο "Σωτήρ" αρχικά και αργότερα στο Ναυτικό Νοσοκομείο Πειραιά. Τα σφουγγάρια τα ξεκόλλαγε από τη βάση τους με τα χέρια, σπανιότερα με το "γρατζούνι", όταν δυσκολευόταν με κάποιο και δεν ήθελε να του χαλά σει τη φόρμα, και τα μάζευε στην απόχη. Πολλές φορές, όταν βρισκόταν σε καλό "τόπο", γιατί υπήρχαν και τόποι "άκαρποι", γέμιζε και την αγκαλιά του
με όσα περισσότερα μπορούσε και άρχιζε την άνοδο. Τα σφουγγάρια ήταν "ήμερα" και "άγρια". Τα άγρια ήταν ακατάλληλα για επεξεργασία, πολύ σκού ρα και με υφή σαν καουτσούκ. Τα ήμερα υπήρχαν σε διάφορα σχήματα, μεγέ θη και υφή. Είδη τους ήταν τα καπάδικα (στρογγυλά με χοντρές τρύπες, που ήταν και τα πιο συνηθισμένα) και τα ψιλά (με λεπτές τρύπες και σε διάφορα όμορφα σχήματα σαν κούπες κ.λπ.). Στα ψιλά ανήκαν τα λαγόφυτα (σα μεγά λες πιατέλες), οιλαφίνες, οι ματαπάδες (μικρά και συμπαγή σε διάφορα σχή ματα και σε ρηχά νερά). Όλα αυτά διαχωρίζονταν σε επτά τελικές ποιότητες. Το βράδυ το καΐκι παρέδιδε τα σφουγγάρια στο τεπόζιτο και έπαιρναν το φαγητό. Οι δύτες έτρωγαν μία μόνο φορά την ημέρα, κάθε βράδυ. Οι κατσα ρόλες ήταν δύο, η μία για τους δύτες και η άλλη για το πλήρωμα. Το υπόλοι πο πλήρωμα είχε και ένα πρωινό κολατσιό. Οι ναύτες στο τεπόζιτο κατεργά ζονταν τα σφουγγάρια. Τα πατάγανε να φύγει το "γάλα", να ψοφήσει δηλα δή ο ζωντανός οργανισμός του σφουγγαριού, διαδικασία που επαναλαμβα νόταν 2-3 φορές ως το πρωί, με ενδιάμεσο ξέπλυμα στη θάλασσα. OL συνθήκες εργασίας ήταν πολύ πιο βαριές και δύσκολες στις ακτές της Λιβύης. Το νερό μετά από ένα μήνα άρχιζε να γίνεται κίτρινο από τη σκουριά του βαρελιού και το καύσιμο του σκάφους. Η γαλέτα από την υγρασία της θάλασσας έπιανε να σκουληκιάζει μετά από 1-2 μήνες. Τα ρούχα πλένονταν στη θάλασσα και μετά το στέγνωμα πάνω στα ξάρτια του καϊκιού, στέκονταν όρθια από το πολύ αλάτι. Κοιμόνταν όλοι στρωματσάδα στην κουβέρτα του πλοίου. Όταν έπιανε αμμοθύελλα, το κατάστρωμα γέμιζε υγρασία και άμμο και τότε οι δύτες κοιμούνταν στις 5-6 κουκέτες που υπήρχαν, για να μη εισπνέουν την άμμο. Στα ταξίδια ανά τα ελληνικά παράλια, οι συνθήκες ήταν πολύ πιο ανθρώ πινες. Πριν ξεκινήσει το καΐκι έβγαζε ειδική άδεια για το βάθος ψαρέματος από το Λιμεναρχείο Αίγινας. Τα "ρηχήτικα" μέχρι 18 οργιές και τα "βαθύτικα" μέχρι 40. Σχετικό ήταν και το ποσό του δανείου που χορηγούσε η Αγροτική Τράπεζα, μεγαλύτερο για τα βαθύτικα. Στην Κρήτη η βάση τους συχνότερα ήταν στο Ρέθυμνο και από εκεί έφερ ναν βόλτα όλο το νησί. Δεν έπαιρναν τεπόζιτο και μαγείρευαν στο καΐκι. Οι δύτες αμείβονταν με ποσοστό επί των σφουγγαριών που έβγαζε ο καθένας τους, βάσει συμφωνίας, από 30-45%. Το υπόλοιπο πλήρωμα, με μισθό που καταβαλλόταν κάθε μήνα στην οικογένεια του καθενός. Ο Παράσχος Κάβουρας είχε την ατυχία να "χτυπηθεί" μία φορά από τη μηχανή, από σφάλμα του κολαουζέρη στο Τσιρίγο. Αποθεραπεύθηκε πλήρως με την εμπειρική διαδικασία του "οξυγόνου" και συνέχισε απολύτως υγιής να βουτάει για σφουγγάρια μέχρι το 1970. Ο Αντώνης Γρυπαίος του Μιχαήλ, ο γνωστός "Κόκορας" που διατηρεί την ομώνυμη ταβέρνα στην Κυψέλη, όπου και γεννήθηκε, υπήρξε στα νιάτα του
μέλος σπογγαλιευτικού πληρώματος σα μαρκουτσέρης. Εκανε συνολικά 6 ταξίδια με σφουγγαράδικα, τα 3 για Μπιγκάζα και τα άλλα 3 σε ελληνικά παράλια. Το 1950 για πρώτη φορά με το "Άγιος Γεώργιος", ένα καΐκι "μέτζο" (ψάρευε δηλαδή μέχρι τις 20 οργιές], με 13 άτομα πλήρωμα, το οποίο μαζί με το επίσης "μέτζο" "Άγιος Σπυρίδων" και το τεπόζιτο αποτελούσαν το σπογ γαλιευτικό συγκρότημα του Θεόδ. Γενίτσαρη. Στο καΐκι του καπετάνευε ο κολαουζέρης, πάντα υπ' αριθμ. 2 στην ιεραρχία των σφουγγαράδικων. Θυμά ται την ίδια χρονιά στη Μπιγκάζα τα συγκροτήματα των Σταύρου Δεληκωσταντή, με 2 καΐκια και τεπόζιτο, και Ηλία Πέππα, με 3 καΐκια και τεπόζιτο. Το 1951 και το 1954 ξανά στη Μπιγκάζα με το "Άγιος Ελευθέριος", συγκρότημα του Δεληκωσταντή μαζί με το "Ευαγγελίστρια" και το τεπόζιτο. Τα έτη 1952 και 1953 στη Κρήτη γύρω σε όλο το νησί και το 1955, τελευταίο ταξίδι του, στην Κρήτη και στα μισά Δωδεκάνησα (Κάσο, Κάρπαθο, Κω, Ρόδο), πάντα με το "Άγ. Ελευθέριος" του Δεληκωσταντή. Τα ταξίδια στην Ελλάδα ήταν πολύ πιο εύκολα και γίνονταν χωρίς τεπόζιτο. Σε αυτά εκτός από τις απαραίτητες προμήθειες από την Αίγινα, μπορούσαν να αγοράζουν και επιπλέον τρόφιμα και κυρίως φρέσκο νερό από τα κοντινά λιμάνια, μαγει ρεύοντας το φαγητό τους σε φωτιά με ξύλα σε ένα μισοβάρελο, πάνω στο καΐκι. Μερικές φορές, ιδίως οι βουτηχτάδες, έβγαιναν στη στεριά και γλε ντούσαν στην ταβέρνα του κοντινού νησιού. Κάποιες φορές ξεχνιόντουσαν, πίνοντας όλη τη νύχτα και γύριζαν ξημερώματα στο καΐκι. Στη Ελλάδα, μετά το μεγάλο ταξίδι φεύγαν και για το λεγόμενο "χειμω νιάτικο", δίμηνο ταξίδι, κυρίως στις Κυκλάδες, Δεκέμβρη - Γενάρη ή Φλεβάρη - Μάρτη. Για το ταξίδι αυτό δινόταν από το Λιμεναρχείο άδεια αλιείας οστρά κων (πίνες, κυδώνια, στρείδια, φούσκες, αστακούς κ.λπ.). Βέβαια, πολύ συχνά πετύχαιναν και σφουγγάρια. Η δουλειά πολύ σκληρή, ιδιαίτερα στα λιβυκά παράλια. Δούλευαν "από ήλιο σε ήλιο" και στο μεγάλο, εφτάμηνο ταξίδι, υπήρχαν μόνο 3 μέρες ρεπό. Το Δεκαπενταύγουστο, των Αγίων Αποστόλων και του Σταυρού. Ο μαρκουτσέρης βοηθάει το βουτηχτή στο ντύσιμο και στο γδύσιμο και η κυρίως δουλειά του είναι να λέει την "ώρα". Μόλις ο δύτης πατώσει, ο κολα ουζέρης που μετράει το βάθος από το "γράδο", ένα ειδικό μανόμετρο ενσω ματωμένο πάνω στην καταδυτική μηχανή, και χειρίζεται το κολαούζο, που λεγόταν και "σηματόσχοινο", φωνάζει δυνατά: "πάτωσε". Τότε ο μαρκουτσέ ρης βάζει την "ώρα", αρχίζει να μετράει δηλαδή φωναχτά τα λεπτά που περ νούν, το χρόνο παραμονής του δύτη στο βυθό. Ο χρόνος εξαρτάται από το βάθος. Στις 30 οργιές των "βαθύτικων" σφουγγαράδικων, είναι από 3-5 λεπτά, ανάλογα με τη δυνατότητα και την εμπειρία του δύτη και όταν είναι "απίκου", δηλαδή παραμένει στο ίδιο σημείο και βάθος. Όταν κάνει "ρεβέρα", κατηφορίζει δηλαδή σταδιακά μέχρι αυτό το βάθος, μπορεί να είναι και 15
λεπτά. Η βουτιά του δύτη στις 20 οργιές, όπου ψαρεύουν και τα "ρηχήτικα", είναι μέχρι 40 λεπτά. Μετράει το χρόνο παραμονής του δύτη στο βυθό σε λεπτά με ένα μεγάλο ρολόι. Παλαιότερα, αντί ρολογιού χρησιμοποιούσαν ένα είδος κλεψύδρας, που το λέγαν "ματζαρόλι". Το ματζαρόλι άδειαζε την άμμο σε ένα λεπτό και αναποδογυριζόταν. "Τόρνα ματζαρόλι", φώναζε με φωνή στεντόρεια και κάποιες φορές τραγουδιστά ο Αντώνης, όταν το τουμπάριζε, συμπληρώνοντας, ματζαρόλια 1,2, 3 κ.ά. και από τότε έμεινε και τα λεπτά τα ονόμαζαν μέχρι τελευταία ματζαρόλια. Όσο ο δύτης είναι στο βυθό, ο τρεχαντινιέρης ακολουθεί από κοντά με τη μηχανή του πλοίου, παρακολουθώντας τις φυσαλίδες του δύτη που ανεβαίνουν στην επιφάνεια του νερού και έχοντας τον πάντα στα δεξιά του καϊκιού όπου βρίσκεται η σκάλα, για να ενεργήσουν άμεσα σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Οι ναύτες παραλαμβάνουν την απόχη με τα σφουγγάρια, τα περνούν σε ένα σχοινί με το σημάδι του κάθε δύτη και τα παραδίδουν το βράδυ στο τεπόζιτο, όπου κάποιες φορές μένουν για ύπνο και 3-4 δύτες από κάθε καΐκι. Τα σφουγγάρια με ένα "μπότσο", γερό σχοινί, τα ξεπλένουν στη θάλασσα αφού τα πατήσουν, κρεμώντας τα από το "μουσαμαδοκόνταρο", ένα κοντάρι στην άκρη της κουπαστής. Το μοναδικό ατύχημα που έγινε στα ταξίδια του, ήταν το 1952 στη Τζια, στο χειμωνιάτικο ταξίδι. Ο δύτης, κάποιος ξένος, όχι Αιγινήτης, ήταν "ατζαμής", άπειρος δηλαδή, παραβίασε το χρόνο στη δεύτερη βουτιά του και, παρά τις προσπάθειες, δεν κατόρθωσαν να τον σώσουν. Όποτε υπήρχε κάποιο "χτύπημα" βουτηχτή στο καΐκι, έπρεπε να γίνει η λεγόμενη "σταλιά", η διακοπή δηλαδή της σειράς των δυτών, για όσο χρόνο θα διαρκούσε η βουτιά του χτυπημένου και του επόμενου. Από τη Βεγγάζη φεύγανε του Αγίου Δημητρίου, 26 Οκτώβρη. Το ταξίδι Μπιγκάζα-Κύθηρα διαρκούσε 3 μερόνυχτα συνεχούς ταξιδιού και από εκεί άλλο ένα μερόνυχτο μέχρι την Αίγινα, όπου γύριζαν στις 31 Οκτωβρίου. Όταν κατατάχθηκε στο Ναυτικό για τη θητεία του, λόγω της εμπειρίας του στα σφουγγαράδικα, επελέγη και εκπαιδεύτηκε ως δύτης. Από όλους όσους είχαν δουλέψει σε σφουγγαράδικα, σήμερα βρίσκονται εν ζωή στην Αίγινα σύμφωνα με τον Αντώνη Γρυπαίο, ο Λινάρδος Μυτιληναίος κολαουζέρης, ο Μοίρας Μήτσος (Μπότος] μηχανικός, ο Στάθης Ηλίας μηχανικός και παλαιότερα ιδιοκτήτης καγκάβας και ο Θανάσης "Κακαντής" ναύτης. Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η κατασκευή του σκάφανδρου και της καταδυτικής μηχανής (αερομηχανής). Και τα δύο κατασκευάζονταν στην Αίγι να, τουλάχιστον από την πρώτη και δεύτερη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα, στο ιστορικό μηχανουργείο που ίδρυσε στην Αίγινα ο εμπειροτέχνης μηχανικός, αείμνηστος Παναγιώτης Γεωργιλάκης, στις 10 Ιουλίου 1907. Υπήρ ξε και το μηχανουργείο του Νικόλαου Μωραΐτη, ιδρυθέν τη δεκαετία του 1920,
που είχε παρόμοιες δραστηριότητες, αργότερα όμως σταδιακά, στράφηκε σε άλλα αντικείμενα εργασίας περνώντας και στην κατοχή του ανεψιού του, μαστρο-Διονύση Χαρτοφύλακα που ζει μέχρι σήμερα στην Αίγινα. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις πληροφορίες που με μεγάλη προθυμία και με πολύ παραστατικό τρόπο μάς έδωσε ο εγγονός του ιδρυτή Παναγιώτης Δίον. Γεωργιλάκης, μηχανικός και ο ίδιος, φαίνεται ότι το μηχανουργείο αυτό είχε τον περισσότερο όγκο δουλειάς, για να καταστεί στη συνέχεια το αποκλειστικό στην Αίγινα και με μεγάλη φήμη σε όλη την Ελλάδα και με καινοτόμο δράση. Μυθιστορηματική μοιάζει, τουλάχιστον στα χρόνια της νιότης του, η ζωή του μάστρο- Παναγιώτη Γεωργιλάκη. Γεννήθηκε το 1880 στο χωριό Πλατα νιάς της επαρχίας Κισσάμου Χανίων Κρήτης. Ο πατέρας του ασχολείτο με την επισκευή τουφεκιών. Κοντά του έμαθε και ο ίδιος τη δουλειά αυτή από τα παι δικά του χρόνια. Τα όπλα όμως αυτά χρησιμοποιούσαν οι Κρητικοί αγωνιστές στα αλλεπάλληλα κινήματα κατά των Τούρκων. Έτσι ο νεαρός Παναγιώτης έφυγε από το νησί κυνηγημένος από τους Τούρκους και πήγε στη Κεφαλονιά. Εκεί γνωρίστηκε με τον Τάσο Μαΐλλη που τον έφερε στην Αίγινα το 1903-4. Έκοβε το μάτι και ο νους του νεαρού με τα μηχανήματα και τις μηχανές και κάποια στιγμή άνοιξε το μηχανουργείο και άρχισε να ασχολείται με τα σφουγγαράδικα αλλά στην πορεία και με άλλες μηχανές, όπως για ελαιοτρι βεία, αλευρόμυλους, τσιπουρίτες, παγοποιεία κ.λπ. Παντρεύτηκε τη Μαρία Κρητικού και απέκτησαν 5 αγόρια και 5 κορίτσια. Οι Αιγινήτες με τη γνωστή τους έφεση για παρατσούκλια, συνήθως καίρια και επιτυχημένα, του έδωσαν το προσωνύμιο "Τουφεξής". Το πρώτο μηχανουργείο στεγάστηκε σε κτήριο στη Σπύρου Ρόδη 47 και το 1931 μεταφέρθηκε σε άλλο μεγαλύτερο στο No 35 της ίδιας οδού, παίρνο ντας και επίσημη άδεια λειτουργίας από το Ελληνικό Δημόσιο. Αξιοσημείωτο είναι ότι το κτήριο αυτό, σε έκταση ολοκλήρου οικοδομικού τετραγώνου, ήταν ιδιοκτησίας της Ευρυδίκης Ζάί'μη-Χάγερ και είχε κατασκευαστεί και λει τουργήσει σαν υφαντήριο, από τα πρώτα μετεπαναστατικά κτήρια. Ο Παναγιώτης Γεωργιλάκης πέθανε το 1961, έχοντας εκχωρήσει το μηχα νουργείο στους γιους του Δημήτρη και Νίκο το 48-50. Στη συνέχεια το πήρε ο άλλος γιος, ο Διονύσης, και τέλος το 1989 πουλήθηκε σαν οίκημα πλέον. Πρωτοπόρος σε όλα, έφερε για πρώτη φορά εργαλειομηχανές στην Αίγι να (τόρνο, φρέζα, δράπανο κ.λπ.) και προχωρούσε σε ολοένα και πιο σύνθε τες και δύσκολες κατασκευές. Την εποχή εκείνη το πλήθος των σπογγαλιευτικών της Αίγινας (πάνω από 70 καΐκια), έφερνε όλο και περισσότερη δουλειά στο μηχανουργείο. Απέκτη σε τεράστια εμπειρία, αλλά και αξιοπιστία και έγινε εξπέρ στην κατασκευή εξαρχής και εξ ολοκλήρου, αλλά και στην επισκευή των σκάφανδρων και των καταδυτικών μηχανών και φυσικά και στην επισκευή μηχανών καϊκιού και
στην κατασκευή εξαρτημάτων μηχανών παντός είδους. Το μηχανουργείο απέκτησε πανελλήνια φήμη και πλήθος παραγγελιών έφταναν από τα Βάτικα, τη Λήμνο, το Βόλο, τη Θεσσαλονίκη, την Κάλυμνο, την Κάρπαθο, Σπέτσες, Σοφικό και άλλα μέρη. Διέθετε μάλιστα κάποιες φορές και ετοιμοπαράδοτα σκάφανδρα και καταδυτικές μηχανές, όπως μαρ τυράει και μία έγγραφη προσφορά του 1950 σε παραγγελία από την Κύπρο, που μου έδειξε ο αφηγητής. Στο μηχανουργείο δούλευαν εκτός από τον αρχιμάστορα και οι τέσσερις γιοι του, Δημήτρης, Νίκος, Γιώργος, Διονύσης (ο πέμπτος, ο Αντώνης, χάθηκε από ατύχημα το 1940 σπουδαστής ων του Ε.Μ.Π. στο τμήμα Μηχανολόγων) και γύρω στους 10-12 βοηθούς. Αγόραζαν μόνο τις πρώτες ύλες, δηλαδή το ύφασμα (ένα είδος πολύ ανθε κτικού μουσαμά) και το μέταλλο, χαλκός, ορείχαλκος, ατσάλι, γυαλί κ.λπ. και κατασκεύαζαν από την αρχή το σκάφανδρο του δύτη. Το ύφασμα ήταν εισα γωγής από την Αγγλία και το εμπορεύονταν παλαιότερα ο Μπράουν και ο Μαΐλλης και αργότερα το αγόραζαν από τον Πειραιά και ραβόταν στα μέτρα του δύτη σε 4 μεγέθη από τσαγκάρη στην Αίγινα (Γιάννης Χελιώτης και πιθα νόν και άλλοι τσαγκαράδες). Η περικεφαλαία από μπρούντζο έπαιρνε το σχήμα της με σφυρηλάτηση από τον ίδιο τον αρχιμάστορα και με το κοπίδι ανοίγονταν οι 4 τρύπες, 2 στα πλάγια, μία μπροστά και μία επάνω, όπου προ σαρμόζονταν τα γυάλινα ανοίγματα της και στερεώνονταν με σπείραμα και λάστιχο για στεγανότητα. Η υποδοχή του τζαμιού ήταν κολλητή εσωτερικά και εξωτερικά με καλάι και τα πρόσθετα εξωτερικά κομμάτια για τη συγκρά τηση του τζαμιού κατασκευάζονταν με χύτευση, τόρνευση, συγκόλληση και φινίρισμα από τους γιους. Η στρογγυλή της βάση βίδωνε με σπείραμα σε αντίστοιχη υποδοχή στο θώρακα, όπου υπήρχε και ελαστικό ενσωματωμένο για πλήρη στεγανότητα, με μισή ή % της στροφής. Ο θώρακας με σφυρηλά τηση χαλκού και με ενίσχυση περιφερικά από ορείχαλκο πιο παχύ και από πάνω σε 4 κινητά κομμάτια μπρούτζινα βιδώνονταν οι πεταλούδες. Το φόρε μα είχε προκαθορισμένες τρύπες που αντιστοιχούσαν στο σπείραμα που βίδωναν οι πεταλούδες και με παρεμβολή και ελαστικού, το όλο σύστημα αποκτούσε απόλυτη στεγανότητα. Το κόστος της περικεφαλαίας έφτανε προπολεμικά τις 20-30 χρυσές λίρες και μεταπολεμικά περίπου 20.000 δραχμές και κάθε 3-4 σχεδόν χρόνια ήθελε αντικατάσταση λόγω φθορών. Όλο το σκάφανδρο μαζί με τη καταδυ τική μηχανή κόστιζε κάπου 70 χρυσές λίρες. Ο χρόνος κατασκευής ενός σκά φανδρου ήταν 1,5 μήνας και δούλευαν γι' αυτό αποκλειστικά 3 τεχνίτες. Μνημειώδεις είναι οι καινοτομίες (πατέντες) που δημιούργησε το μηχα νουργείο με την καθοδήγηση του ιδιοφυούς πατέρα Γεωργιλάκη. Μέχρι το 1934 η αερομηχανή διοχέτευε τον αέρα στο δύτη με δύο ρόδες που με μεγά-
λο κόπο και κάποιες φορές εξαντλητικά γύριζαν 2 ναύτες, στις γαλλικού τύπου μηχανές με 2 κυλίνδρους, όπως τις έλεγαν. Το μηχανουργείο την αντέ γραψε και τη βελτίωσε. Το 1922 την κατασκεύασαν εξ ολοκλήρου από την αρχή και, προσθέτοντας ένα επιπλέον έμβολο, την έκαναν 3κύλινδρη κάνο ντας το γύρισμα της ρόδας πολύ πιο άνετο. 0 πρωτοπόρος του Τάρπον Σπρινγκς Βουτέρης εξόπλισε την ίδια χρονιά 4 καΐκια με 3κύλινδρη μηχανή και τα έστειλε στη Φλόριντα. Η δεύτερη σημαντική καινοτομία, το έτος 1934, ήταν η μετατροπή της καταδυτικής μηχανής από χειροκίνητη σε μηχανοκίνητη, με σύνδεση της μέσω άξονα με τροχαλίες και ιμάντα με τη μηχανή του καϊκιού. Σε συνάφεια με αυτή την καινοτομία υπήρξε και η επόμενη. Με σύνδεση τύπου ταυ στο μαρκούτσο μπορούσε να συνδεθεί ταυτόχρονα και 2ος και 3ος δύτης από την ίδια μηχανή, μια και υπήρχε δυνατότητα διοχέτευσης πολύ περισσότερου αέρα πλέον. Το 1939 βελτίωσαν την αερομηχανή μετατρέποντας την από αερόψυκτη σε υδρόψυκτη, με τη διοχέτευση πέριξ αυτής του νερού που απέβαλλε η μηχανή του σκάφους και με σταθερή θερμοκρασία λειτουργίας, με αποτέλε σμα την αποβολή της υπερβολικής υγρασίας από τον αέρα που διοχετευόταν στο δύτη. Πρόσθεσαν, επίσης, και ένα φίλτρο αέρος για συγκράτηση ρύπων από τον ίδιο αέρα. Το 1946 άλλη μία, η σημαντικότερη ίσως πατέντα, ήταν η προσθήκη ειδι κής αυτόματης βαλβίδας στην περικεφαλαία για συνεχή σταθερή ρύθμιση της επιθυμητής πιέσεως στο εσωτερικό του σκάφανδρου (περίπου 1,5 ατμόσφ.). Ήταν διεθνής πατέντα για την οποία έλαβε Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας από το Ελληνικό Δημόσιο το 1948. Όλες αυτές οι βελτιώσεις- καινοτομίες βελτίωσαν σε ένα βαθμό τη βαρύ τητα του επαγγέλματος των σφουγγαράδων και κυρίως συνέβαλαν ουσια στικά στην άνοδο του βαθμού ασφαλείας της ζωής και της υγείας των δυτών. Έτσι κάποιες φορές έφτασαν να δουλεύουν νυχθημερόν 17 άτομα προ σωπικό, ιδίως τους 3-4 μήνες που μεσολαβούσαν μεταξύ του μεγάλου και του μικρού χειμωνιάτικου ταξιδιού, και στο στενό αυτό χρονικό περιθώριο έπρε πε να γίνουν όλες οι απαραίτητες επισκευές ή καινούργιες παραγγελίες. Όντας εμπειροτέχνης ο αρχηγέτης του μηχανουργείου και φοβούμενος τον ανταγωνισμό, με μεγάλη δυσκολία έως καθόλου, μετέφερε τα μυστικά της δουλειάς ακόμη και στους γιους του. Η κατασκευή της περικεφαλαίας ήταν αποκλειστικά δικό του έργο και του θώρακα εξίσου αποκλειστικά των γιων του, μάλιστα όχι όλων. Υπήρχε μεγάλη μυστικοπάθεια που μπορεί καλόπιστα να τη δικαιολογήσει κανείς, αν σκεφτεί ότι όλες αυτές οι γνώσεις και ικανό τητες, ήταν εμπειρία μια ολόκληρης ζωής που με μακροχρόνια και κοπιαστι κή εργασία και κάποια πιθανή έμφυτη κλίση είχαν αποκτηθεί.
ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΝΟΣ*
Σφουγγαράδικα της Αίγινας στα δικά μας τα χρόνια
Ο
τρόπος που εργάζονταν τα σφουγγαράδικα καΐκια, ήταν παλαιότερα ανά 2-3 μήνες ταξίδι και 1-2 μήνες ξεκούραση, όταν δούλευαν στα ελλη νικά παράλια, αλλά 7 μήνες συνεχόμενοι, από αρχές Απριλίου ως τα τέλη του Οκτώβρη, όταν πήγαιναν στα λιβυκά παράλια, και συνήθως γύρω στους δύο μήνες, το λεγόμενο «χειμωνιάτικο», πάντα στην Ελλάδα (συνήθως ΓενάρηΦλεβάρη] για σφουγγάρια, αλλά και αστακούς, ψάρια, καλόγνωμες, στρείδια, πίνες και φούσκες. Αυτό ήταν ένα «κουτσοτάξιδο», όπως το έλεγαν, για να απασχολείται το πλήρωμα και να βγάζουν κάποια αναγκαία χρήματα, ειδάλ λως ήταν πολύ μεγάλο το διάστημα ξεκούρασης και δεν έμεναν αρκετά χρή ματα για τις οικογένειες τους, όταν εργάζονταν μόνο εφτά μήνες το χρόνο. Αλλά και για να μη χάνουν οι καπεταναίοι τα πληρώματα τους, για τα οποία πάντα φρόντιζαν το καλύτερο και σκοπός τους ήταν να έχουν στο καΐκι τους τους καλύτερους και τους ίδιους, αν ήταν δυνατόν όλους, καθότι γίνονταν μεγάλες μάχες για να κρατάει κάθε καΐκι και κάθε καπετάνιος τους καλύτε ρους. Σ' αυτό έπαιζαν μεγάλο ρόλο και οι διαβουλεύσεις από τις καπετάνισ σες προς τις συζύγους ιδιαίτερα των καλών δυτών και καλών ανθρώπων, γιατί τα άτομα ήταν πολλά και, λόγω της επικινδυνότητας και της πολύ σκλη ρής εργασίας, υπήρχαν πολλά προβλήματα σε όλα, γενικώς, τα μέτωπα. Προβλήματα τόσα πολλά και απίστευτα και μέσα σε φοβερά δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας που δεν έχω ματασυναντήσει και ξανακούσει σε όλη μου τη ζωή. Ευχάριστες στιγμές γι' αυτούς, τους πιο σκληρούς ανθρώπους που γνώρισα ποτέ, ήταν μόνο τα γλέντια που είχαν, όταν ετοίμαζαν τον καβουρμά και τα οικογενειακά μεγάλα τραπέζια που γίνονταν πριν φύγουν για το ταξίδι τα καΐκια, και πιο πολύ και πιο καλή, η στιγμή της επιστροφής και οι αγκαλιές των δικών τους ανθρώπων και η ξεκούραση μετά όλον αυτό τον σκληρό αγώνα τους. Ιδιαίτερα, όταν όλοι οι δύτες, αλλά και μερικοί καπεταναίοι, όπως ο πατέ ρας μου και ο θείος μου Σταύρος Δεληκωσταντής, που ήταν και οι ίδιοι δύτες, επ ε αν * συνταξιούχος έ°"Φ Ψ καθόλα υγιείς, χωρίς κανένα έστω και μικρό πρόβλημα από τη Πλοίαρχος Ε.Ν. νόσο των δυτών. Ειδικά σε μας, στην Αίγινα, τουλάχιστον στα δικά μας χρό100
νια, δεν είχαν συμβεί θάνατοι '· \ δυτών, εκτός από 1-2 χαμούς απ' ό,τι έχω ακούσει, και κάτι "ψιλοχτυπήματα" σε μερικούς, που με τη θεραπεία αποκαταστάθηκαν πλήρως και δεν τους έμεινε κανένα "κουσούρι" (σωματικό ελάττωμα]. Πριν ξεκινήσουν για το ταξίδι τους, γινόταν, όπως προανέφερα, μεγάλη μάχη με επίμονες προσπά θειες από τον κάθε καπετάνιο και καπετάνισσα αφενός να κρατη θούν όλοι οι καλοί δύτες πρωτί στως αλλά και το υπόλοιπο πλή ρωμα, αφετέρου να προσλάβουν, αν ήταν δυνατόν, και όλους τους Ο αγιασμός πριν από το ταξίδι. άλλους καλύτερους, που ήταν δια θέσιμοι. Όταν τέλειωναν με τα πληρώματα, ακολουθούσε η προετοιμασία των σκαφών, καρνάγιο, επισκευές, μπογιατίσματα, συντήρηση μηχανών, τσεκά ρισμα στις κλούβες επιμελώς και αλλαγή στα φθαρμένα μαρκούτσια που τα έραβαν με καραβόπανο (μουσαμά) εξωτερικά, συντήρηση των περικεφαλαί ων και των θωράκων, των μολυβιών (βάρη) και των παπουτσιών και ιδιαίτε ρα του φορέματος, όπως λεγόταν το σκάφανδρο του δύτη. Αυτό το τελευταίο εισαγόταν από το εξωτερικό, συνήθως Γαλλία, Αμερική και τελευταίως από την Κίνα. Τα περισσότερα από τα "τζένια"(έτσι λέγονταν τα εξαρτήματα που απο τελούσαν τη φορεσιά του δύτη), κατασκευάζονταν στα μηχανουργεία της Αίγινας, του μαστρο-Σταμάτη Χαρτοφύλακα, του μαστρο-Διονύση Καλλιντεράκη και των Νίκου και Διονύση Γεωργιλάκη. Με τροχαλίες και λουριά, που έβαζαν επάνω στο βολάντι της μηχανής του καϊκιού, τη συνέδεαν με την αερομηχανή, για να δίνει με μηχανικό τρόπο τον αέρα στο δύτη, πράγμα που παλαιότερα γινόταν χειροκίνητα. Υπήρχαν, επίσης, οι δύο προστατευτικές κλούβες από πλέγμα και μπακιρένιο σύρμα, με ειδικές υποδοχές, που κάλυ πταν την προπέλα του σκάφους, όταν βούταγε ο δύτης, για να προστατεύε ται το "μαρκούτσο", ο σωλήνας δηλαδή που διοχέτευε τον αέρα στο δύτη. Ένα από τα σημαντικότερα εξαρτήματα ήταν ο "κολαούζος", ένα σχοινί που η μία άκρη δενόταν στη μέση του δύτη και εν συνεχεία μέσα από μία θηλιά στον αριστερό ώμο του, ήταν η άμεση επικοινωνία του με το καΐκι μέσω του κολαουζέρη, που χειριζόταν αυτό το σχοινί από την άλλη άκρη του.
!
•
101
Σπογγαλιευτικό συγκρότημα Εμμανουήλ Μάνου. Προετοιμασία αναχώρησης για τα Β. παράλια της Αφρικής, 1960,
Μετέδιδαν την επικοινωνία με διάφορα ελαφρά τραβήγματα (χτυπήματα) του κολαούζου, όπως ένα τράβηγμα από το δύτη, σημάδι ότι πάτωσε στο βυθό, πολλά χτυπήματα, ότι ζητάει βοήθεια ή να αυξήσουν τον αέρα που στέλνουν, επίσης αν ήθελε καμάκι για να χτυπήσει αστακό ή ψάρι κ.λπ. Ο κολαουζέρης, με ένα χτύπημα ότι ήταν στις 15 οργιές, δύο χτυπήματα για τις 20 οργιές, τρία για τις 30, πολλά χτυπήματα ότι τέλειωσε η βουτιά του και να ξεκινήσει να βγαίνει επάνω. Ένα άλλο σημαντικό εργαλείο ήταν το "γράδο", που βρισκόταν σ' ένα παραθυράκι στο σημείο που έβγαινε το μαρκούτσο από την αερομηχανή. Απέναντι του στεκόταν, πάντα όρθιος, ο μαρκουτσέρης, ο οποίος λασκάριζε και βιράριζε το μαρκούτσο ανάλογα με το βάθος που βρισκόταν ο δύτης και φώναζε, εις επήκοον όλου του πληρώματος, δυνατά και σταθερά τις οργιές και τα "ματζαρόλια" (τα λεπτά της ώρας που πέρναγαν για το δύτη) και, επο μένως, τα σινιάλα που έπρεπε να κάνει ο κολαουζέρης στο δύτη. Π.χ. φώναζε 14 με 15 οργιές -"δώστου μία", ματζαρόλια (δηλ. λεπτά) π.χ. 3. Ή 19-20 οργιές - "δώστου δύο" και ο κολαουζέρης έκανε τα ανάλογα τραβήγματα στο δύτη. Απόλυτη σιγή επικρατούσε στο καΐκι και ο μαρκουτσέρης ήταν ο μόνος που ακουγόταν μέσα στο σκάφος για όση ώρα ο δύτης βρισκόταν κάτω στο βυθό και μέχρι να βγει επάνω. Ο δε καπετάνιος, τουλάχιστον ο πατέρας μου, που τον έχω ζήσει όσα καλοκαίρια πήγαινα και εγώ μαζί τους, στεκόταν όρθιος πάνω στο ταμπούκιο του σκάφους, ακριβώς απέναντι από το μαρ-
κουτσέρη και παρακολουθούσε μετά μεγί στης προσοχής, ώστε να έχει ιδίαν γνώση του ψαρέματος του κάθε δύτη ξεχωριστά, αλλά και για να του προσφερθεί άμεσα κάθε δυνατή βοήθεια, αν παραστεί ανάγκη. Και νομίζω αυτός είναι και ο σημαντικότε ρος λόγος που για 32 ολόκληρα χρόνια σαν ιδιοκτήτης και σαν καπετάνιος δεν του συνέβη κανένα απολύτως ατύχημα. Επειδή όμως επί όλα αυτά τα 30 χρόνια και μέχρι 62 χρόνων ήταν και ο ίδιος δύτης και μάλιστα από τους καλύτερους και
j
Σπογγαλιευτικό συγκρότημα Εμμανουήλ Μάνου, Αναχώρηση για τα Β. παράλια της Αφρικής, 1969.
άφησε και αυτός στην εποχή του πληθώρα ανεπανάληπτων στιγμών, όταν κατέβαινε αυτός ο ίδιος κάτω, τότε τη θέση του την έπαιρνε αυτός που όριζε ο ίδιος καιπου θεωρούσε σαν τον πιο άξιο. Ο κολαουζέρης ήταν το άλφα και το ωμέγα της ζωής του δύτου και έπρε πε να είναι προσεκτικός, με το μυαλό του συνεχώς στο δύτη, να μη του αφή νει πολύ λάσκα το κολαούζο, ώστε να αισθάνεται τις συνεννοήσεις και χωρίς να τον εμποδίζει να πράττει πάντα τα δέοντα γι' αυτόν και να ενεργεί αστρα πιαία σε κάθε κίνδυνο. Όμοια και ο τρεχαντινιέρης, ο τιμονιέρης του καϊκιού, έπρεπε να παρακο λουθεί τα πάντα και ιδιαιτέρως τα μαρκούτσα και τις φυσαλίδες που ανέβαι ναν από το δύτη και να τον κρατάει πάντοτε στην απόσταση που χρειαζόταν, ενεργώντας συνεχώς, γυρίζοντας ανάλογα το τιμόνι του και κάνοντας συνε χώς μπρος - κράτει τη μηχανή, ώστε να μην κουράζει το δύτη. Δεδομένου ότι το μαρκούτσο αποτελείτο από δεκάμετρα περίπου τμήματα σωλήνα με συμπαγές λάστιχο χοντρό και οι συνδέσεις (τα κλειδιά), ήταν βαριές από μπρούτζο, το όλο σύστημα ήταν πολύ βαρύ για το δύτη, γι' αυτό και ο τρεχαντινιέρης κανόνιζε την απόσταση, ώστε το μαρκούτσο να πατώνει και να μη βαραίνει το δύτη, ειδικά στα βαθιά νερά. Και επίσης να φροντίζει να κρατάει το μαρκούτσο μακριά από την προπέλα του καϊκιού. Μία τέτοια περίπτωση θα\\ταν μοιραία για το δύτη, ειδικά σε βάθη από 15 οργιές και πάνω. Ο μηχανικός και αυτός πάντα σε ετοιμότητα, να επιθεωρεί ακατάπαυστα την πετρελαιομηχανή και ιδιαιτέρως την αερομηχανή, που ο αέρας που παρέ χει είναι όλη η ζωή του δύτη. Οι δύο ναύτες ντύνουν και ξεντύνουν τους δύτες μαζί με τον κολαουζέρη, του φορούν και του βγάζουν την περικεφαλαία, δένουν και λύνουν το κολα ούζο και το μαρκούτσο, του δίνουν την απόχη και δίπλα από τη μαρκουτσέρα εκεί που τυλίγονται κυκλικά τα μαρκούτσα, είναι έτοιμοι να πιάσουν με ένα γάντζο τη γεμάτη απόχη του δύτη, μόλις ανέβη στην επιφάνεια. 103
Ο κολαουζέρης τον βοηθά να ανέβει από τη σκάλα (σπαστή σε δύο κομ μάτια), τραβώντας τον και από το σχοινί του (πολύ γερό σχοινί 6-8 χιλ.]. Μόλις του βγάλουν την περικεφαλαία, την πασάρουν στο μαρκουτσέρη, ο οποίος πλένει τα τζάμια της και την καθαρίζει για τον επόμενο, του βγάζουν και τα μολύβια, τα οποία είναι πολύ βαριά, 35-40 κιλά, και τον βοηθούν να περπατήσει επάνω στην κουβέρτα, όπου υπάρχουν 3-4 πηχάκια, για να μη γλιστρούν τα παπούτσια, και ο δύτης κάθεται δίπλα σε ένα πάγκο για να "ψαρευτεί" και να είναι έτοιμος, αν αισθανθεί κάτι ανησυχητικό, να ξαναπέ σει για "οξυγόνο". Σχετικά με τα ατυχήματα δυτών, όπως προαναφέραμε, τουλάχιστον στα δικά μας χρόνια στην Αίγινα δεν υπήρξαν πιο πολλοί από καναδυό χαμούς, σε αντίθεση με την Κάλυμνο που σε κάθε ταξίδι χάνονταν σχεδόν οι μισοί και, όταν επέστρεφαν από τα ταξίδια τους, δεν υπήρχε σκάφος χωρίς τη μεσίστια σημαία στο άλμπουρο. Όπως λέγεται, το Ασπρονήσι και το Γλαρονήσι, δύο νησάκια στη Λιβύη, ήταν γεμάτα από κόκκαλα και ξύλινους σταυρούς από τους δύτες που έθαβαν εκεί, μέσα στην άμμο. Εγώ προσωπικά στα ταξίδια που έκανα μαζί με το πατέρα μου, δυο φορές στην Κρήτη, το 1957 και το 1959, και στη Μάνη το1959, καθώς και ένα χει μωνιάτικο εδώ γύρω στην Αίγινα το 1968, έχω ζήσει ένα ατύχημα μ' ένα δύτη στη Ζάκρο της Ανατολικής Κρήτης. Έκανε το λάθος και έλυσε το κολαούζο, "χτυπήθηκε" γιατί παραβίασε το επιτρεπτό χρονικό όριο και, όταν τον έβγα λαν επάνω, τον έβαλαν στην άκρη στο πάγκο που υπήρχε και περίμεναν να δουν πως αισθάνεται, για να πράξουν τα δέοντα. Όταν τους είπε ότι δεν αισθάνεται καλά, τον έριξαν ξανά στη θάλασσα και άρχισαν να του κάνουν το λεγόμενο "οξυγόνο", μέχρι να επανέλθει. Δυστυχώς όμως, δεν κατάφεραν να τον κάνουν εντελώς καλά, επήλθε μεγάλη βελτίωση, αλλά όχι πλήρης, οπότε την άλλη μέρα εμένα, το μαρκουτσέρη και το δύτη, μας έβγαλαν έξω στην άμμο της Ζάκρου και το καΐκι συνέχισε την εργασία του κανονικά εκεί γύρω μας. Εμείς κάθε πρωί επί 8-10 μέρες τον στηρίζαμε με τα χέρια του γύρω στους ώμους μας και προσπαθούσε να περπατήσει μέσα στην άμμο, με πολλή δυσκολία, καταβάλλοντας πολύ μεγάλη προσπάθεια. Όταν κουραζόταν, στα ματούσαμε και μετά ξαναρχίζαμε την ίδια άσκηση. Όταν πύρωνε η άμμος, διακόπταμε το περπάτημα και τον χώναμε οριζοντίως μέσα στην άμμο από τη μια και εν συνεχεία από την άλλη πλευρά με το κεφάλι του μόνο εκτός και έτσι μ' αυτή την καθημερινή άσκηση επανήλθε πλήρως και συνέχισε την ίδια εργασία χωρίς καμία άλλη συνέπεια για όλα τα μετέπειτα χρόνια του. Μόλις ο δύτης καθόταν πάνω στον πάγκο στην αριστερή πλώρα πλευρά του καϊκιού μετά τη βουτιά του για κάποιο χρόνο και δεν αισθανόταν καμιά ύποπτη σχετική ενόχληση, τότε τον ξέντυναν και άρχιζε το λεγόμενο "ψάρε μα". Δηλαδή, κάπνιζε ένα τσιγάρο, του έδιναν ένα καφεδάκι ή ένα τσιπουρά104
κι ή ούζο να πιεί, αν υπήρχε, και εν συνεχεία έβγαζε ή σήκωνε τα ρούχα του πάνω από τη μέση του και όσο έβλεπε μόνος του ή με τη βοήθεια κάποιου άλλου δύτη ή του μηχανι κού πίσω στη πλάτη του, τσεκάριζαν αν είχαν εμφανισθεί κάποιες βούλες, μαυρίλες, μελανιές κ.λπ. κάτι τέλος πάντων σχετικό ή ενδει κτικό ότι τον είχε "αρπάξει" ή τον είχε "χτυπήσει" η μηχανή, ήτοι ότι είχε προσβληθεί από τη νόσο των δυτών. Τότε ο καπετάνιος ενεργού σε τα δέοντα. Συνήθως, βέβαια, τον έντυναν και το κατέβαζαν πάνω κάτω στα ίδια βάθη που είχε πάρει τη βουτιά του κάνοντας του το "οξυγόνο", έως ότου σιγουρευτούν ότι έγινε καλά. 0 επόμενος δύτης είναι έτοιμος, ντυμένος, του λέει αυτός που βγήκε αν υπάρχουν σφουγγάρια και άλλες σχετικές πληροφορίες για τον Σπογγαλιευτικό του Σταύρου Δεληκωσταντή. συγκεκριμένο τόπο και μαζί με τον Καρνάγιο Αίγινας, 1950. καπετάνιο του εξηγούν τι πρέπει να κάνει, διαφορετικά αποφασίζει ο καπετάνιος πού θα πάει το καΐκι, για να πέσει ο επόμενος δύτης, όπως ο καπετάνιος αποφασίζει για τον καθένα, πόσο θα μείνει κάτω, ανάλογα με το βάθος και το χρόνο και όλα τα σχετικά. 0 κάθε δύτης εργαζόταν με ποσοστά, 30 - 45% από τα σφουγγάρια που είχε βγάλει σε ολόκληρο το ταξίδι του. Τα ποσοστά του ήταν ανάλογα με την αξία του. Τα σφουγγάρια του καθενός μόλις έβγαιναν επάνω, έμπαιναν σε ένα σφουγγαρόσχοινο 3,5 - 4 οργιές, με μια ειδική βελόνα τα τρύπαγαν οι ναύτες κατάλληλα, για να μη τους δημιουργήσουν πληγές και με ένα ειδικό σήμαπερνιούνταν πάνω στο σχοινί του κάθε δύτη. Π.χ. 1ή 2 ή 3 ή 4 κόμπους ή ένα κομ μάτι λάστιχο. Το σχοινί από τη μία πλευρά είχε μία θηλιά που την έδεναν επάνω στην άλλη άκρη του και όλα αυτά τα σχοινιά τα περνούσαν μέσα σε ένα πιο χοντρό σχοινί και τα άφηναν όλη την ημέρα σκεπασμένα με ένα τσου βάλι κενό στην μπάντα (πλευρά) του καϊκιού πάνω στην κουβέρτα. Όταν φθάναν στο λιμάνι ή φουντάριζαν κάπου αλλού, τότε οι δύο ναύτες πατού105
σαν με τα πόδια τους όλα τα σφουγγάρια και εν συνεχεία τα πετούσαν στη θάλασσα, δεμένα όλα μαζί με ένα σχοινί στο κοντάρι του καϊκιού. Μετά κάθο νταν και τρώγαν, μια φορά το 24ωρο οι δύτες και ένα επιπλέον κολατσιό όλη την ημέρα το υπόλοιπο πλήρωμα. Έπεφταν για ύπνο και τα μεσάνυχτα οι δύο ναύτες ξαναπατάγαν τα σφουγγάρια, το χειμώνα με τα υποδήματα και το καλοκαίρι ξυπόλητοι, μέχρι να βγει όλο το "γάλα", μετά κοιμούνταν και τα ξαναπατάγαν το πρωί, οπότε, συνήθως, είχαν γίνει άσπρα από μαύρα τα πιο πολλά. Αν κάποια είχαν καμιά μεμβράνη μαύρη ακόμη, τα βάζαν σε κάδους (βαρέλια κομμένα μισά] με νερό και καθάριζαν. Καθαρά πια έπιανε ο καπε τάνιος και τα ψαλίδιζε, για να ομορφύνουν όσο πιο πολύ γίνεται, και τα σκαρτάριζε επί τόπου, δηλαδή διαλογή σε ποιότητες Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ. Αλλες φορές μπαίναν κατευθείαν, χωρίς διαλογή, σε ξεχωριστά τσουβάλια ύψους 2-3 μέτρων, πιέζοντας τα με τα χέρια και τα πόδια από τους μπαλαδόρους. Πάντα υπήρχε κάποιος από τους ναύτες και τους λοιπούς που ήξερε αυτή τη δουλειά και στοίβαζαν μέχρι και 400 οκάδες σε ένα τέτοιο σακί. Τις μέρες αργίας, Δεκαπενταύγουστο και του Σταυρού, όταν δούλευαν στην Ελλάδα, τα άπλωναν έξω στις αμμουδιές και τα μπαλάριζαν ανά ποιό τητες, τα ζύγιζαν, και ήξερε ο καπετάνιος και ο δύτης πόσα κιλά είχε ο καθέ νας και ήταν έτοιμα για τον έμπορο. Αν ήταν στα λιβυκά παράλια, τότε όλη αυτή η επεξεργασία γινόταν πάνω στο τεπόζιτο (αποθήκη], από το πλήρωμα του και μόνο, όπου τα παρέδιδαν κάθε βράδυ παίρνοντας το φαγητό τους και τις προμήθειες του καϊκιού, νερό, λάδια, πετρέλαια κλπ. Με την επιστροφή στην Αίγινα, αν τα σφουγγάρια ήταν έτοιμα, έμπαιναν στις αποθήκες των καπεταναίων και περίμεναν τους εμπόρους, αν όχι, τότε συνήθως άπλωναν τα σφουγγάρια τους μπροστά στις αποθήκες και τα ετοί μαζαν, οπότε έρχονταν και έμποροι και τα έβλεπαν και έτσι ήταν πιο καλά για όλους. Διαφορετικά αν έμπαιναν στις αποθήκες και οι έμποροι έρχονταν μετά, άνοιγαν όποια και όσα σακιά ήθελαν και τα τσεκάριζαν αν οι ποιότητες είναι σωστές, αν έχουν υγρασία και άρχιζαν οι διαπραγματεύσεις, οι οποίες ως συνήθως ήταν πάντοτε πολύ σκληρές και άδικες για τους κόπους και τις θυσίες αυτών των ανθρώπων, αλλά και ο κάθε έμπορος κοιτάζει πώς να βγά λει όσο πιο μεγάλο κέρδος μπορεί. Έτσι άρχιζαν οι τούμπες και ο σκόντος, έλεγαν δηλαδή τόσα τοις εκατό κάτω από την τιμή για την υγρασία, τόσα γιατί οι ποιότητες δεν είναι σωστές. Μερικές φορές που δε συμφωνούσαν και έμεναν απούλητα για 1-2 χρόνια, είχαμε πολύ δύσκολες καταστάσεις και μεγάλες γκρίνιες από παντού, οπότε άρχιζαν τα δανεικά, οι τοκογλυφίες και τα σχετικά και καταλήγαμε σε μεγάλες χασούρες και ταλαιπωρίες και όλοι οι κόποι πήγαιναν χαμένοι. Σε ένα από τα καλύτερα ταξίδια του πατέρα μου σε 106
ποιότητα και ποσότητα σφουγγαριών στη Μάνη, που πήγαν έτσι στραβά τα πράγματα και έμεινε απούλητη για 2 χρόνια αυτή η καλύτερη παρτίδα, άκου σα δύο αγανακτισμένους δύτες να λένε σε δύο εμπόρους, αναγκασμένοι από την πολλή ανάγκη να τα δώσουν με μεγάλη χασούρα, ότι "εδώ πληρώνονται όλα" και "πίνοντας το αίμα των δικών μας παιδιών, μεγαλώνετε τα δικά σας παιδιά". Τέτοια, λοιπόν, πολλά και κάτι τέτοιες καταστάσεις έφθασαν όλα τα συγκροτήματα της Αίγινας στην απόγνωση και στο τέλος το ένα μετά το άλλο διαλύθηκαν, χωρίς ιδιαίτερες και πλούσιες παροχές εκ μέρους των, τα περισ σότερα δε χρεοκοπημένα και με αναγκασμένα τα παιδιά τους να δουλέψουν και αυτά σκληρά, για να ξεχρεώσουν χρέη και υποθήκες στους εμπόρους και την Αγροτική Τράπεζα. Από τη δική μου οικογένεια ο πατέρας μου Μανώλης Μάνος, μαζί με τον κουνιάδο του Σταύρο Δεληκωσταντή, πήγαν στα λιβυκά παράλια για πρώτη φορά το 1954, με τα δυο τους καΐκια, νοικιάζοντας και ένα τεπόζιτο. Η συγκε κριμένη φωτογραφία είναι από την άφιξη τους στη Βεγγάζη, μαζί με τον εκεί Έλληνα Προξενικό Λιμενάρχη, που υπήρχε για την εξυπηρέτηση πρωτίστως των σφουγγαράδικων. Σε αυτόν απευθύνονταν πρώτα, για να τακτοποιή σουν όλα τα απαραίτητα χαρτιά τους, να ελευθεροκοινωνήσουν και να θεω-
Σπογγαλιευτικό «Ποσειδών» του Εμμανουήλ Μάνου. Επιθεώρηση Προξενικού Λιμενάρχη στην Βεγγάζη το 1954. 107
ρήσουν την άδεια τους. Έκτοτε συνέχισαν, όποτε έδιναν άδειες για τα λιβυκά παράλια, να πηγαίνουν κατά διαστήματα και μεμονωμένα και χωριστά ο καθένας με το καΐκι και το τεπόζιτό του. Στα δικά μας χρόνια, από όσο θυμά μαι, οι πρώτοι που πήγαν μετά τον Πόλεμο στη Βεγγάζη, κάπου το 1947, ήταν οι Ηλίας και Νίκος Πέππας με το συγκρότημα τους, δύο κα'ίκια σφουγγαράδι κα και ένα τεπόζιτό, το "Κωνσταντίνος". Για τους υπόλοιπους δε γνωρίζω αν και ποιοι είχαν μεταβεί εκεί και πόσες φορές. Στα λιβυκά παράλια, όπως έχω ακούσει, είχαν μεταβεί 1-2 φορές με υδραίικα καΐκια και βάρκες "γυαλάδικες", φορτωμένες σε αυτά, καθώς και 2 αιγινήτικα γυαλάδικα, ένας από την Κυψέλη και ο Ηλίας ο Οικονόμου (Καστρκότης), φέρνοντας ικανοποιητικές ποσότητες σφουγγαριών. Οι γυαλάδικες ψάρευαν με το γυαλί, προσαρμοσμένο στον πάτο ενός βαρελιού, άλλοτε ενσωματωμένο και στον πυθμένα της βάρκας, όπως ψαρεύ ουν τα χταπόδια. Με το καμάκι, που του αυξομείωναν το μήκος, προσθέτο ντας ή αφαιρώντας κομμάτια, ανέβαζαν τα σφουγγάρια, που τα αποσπούσαν από το βυθό με τον πινολόγο (ένα κυκλικό σύρμα με θηλιά), που τα περιέσφιγγε. Ο καπτα-Μανώλης Μάνος ήταν ο τελευταίος που έκλεισε τον κύκλο των σφουγγαράδων της Αίγινας το 1970 και ο πρώτος εν Ελλάδι που το χειμώνα του 1968 στο σπογγαλιευτικό του "Ποσειδών" προσέλαβε ένα βατραχάν θρωπο, τον Κυριάκο Γιαμμαίο, που είχε εμφανισθεί στην Αίγινα με ένα μικρό καϊκάκι και δούλευε με το "φερνέζι". Αυτό ήταν μία ειδική συσκευή (εφεύρε ση του Γάλλου Φερνέζ), που αντί για σκάφανδρο χρησιμοποιούσε φόρμα βατραχανθρώπου με μάσκα και στο ρυθμιστή του ήταν προσαρμοσμένος λεπτός σωλήνας 16-20 χιλ., που έφθανε ως τις μπουκάλες του σκάφους, από όπου με το κομπρεσέρ έστελναν συνεχώς τον ανάλογο αέρα στο δύτη. Δοκί μασε το νέο αυτό τρόπο ψαρέματος, ενθουσιάστηκε και κατέληξε να βγει στη δουλειά για το μεγάλο εφτάμηνο ταξίδι με το καΐκι του "Ποσειδών", όχι με "φερνέζι", αλλά με αυτόνομους δύτες (βατραχανθρώπους) με μπουκάλες, που κανένας εν Ελλάδι δεν είχε δοκιμάσει μέχρι τότε και το άλλο καΐκι του, το "Χριστόφορος", με το παλαιό σύστημα με σκάφανδρο. Κατόπιν αυτού βγάλαμε ανακοινώσεις στις εφημερίδες και προσλάβαμε τέσσερις βατραχανθρώπους, απολυθέντες του Πολεμικού Ναυτικού και με δικά μας έξοδα στείλαμε αρκετούς άλλους στη Σχολή του Νίκου Καρτελιά στην Καστέλα του Πειραιά. Από αυτούς επιλέξαμε τους έξι καλύτερους και με δέκα βατραχανθρώπους στο ένα καΐκι και έξι δύτες με σκάφανδρο στο άλλο, έφυγαν τον Απρίλιο του 1968 μετά το Πάσχα για το πρώτο παρθενικό τους ταξίδι, με το πρώτο νέο επαγγελματικό πλήρωμα αυτονόμων δυτών για τα ελληνικά παράλια, μέχρι να μας παραχωρηθούν OL σχετικές άδειες για τα λιβυκά παράλια. 108
Δυστυχώς, όμως, οι άδειες δεν χορηγήθηκαν, οπότε περνώντας τον Ισθμό της Κορίνθου, κατευθύνθηκαν προς Ιταλία, πιάσανε το Κάβο Πασσάρο, μετά Νότιο Σικελία, πέρασαν απέναντι στα νησιά Λαμπιδούσες(Λαμπεντούζα], εν συνεχεία στους Πανταλαρία πάγκους, μεσοπέλαγα ανάμεσα Σικελία και Λαμπιδούσες περίπου. Εκεί έριχναν άδεια βαρέλια για σημαδούρες, τα οποία από το πολύ δυνατό ρεύμα της περιοχής πάτωναν και μόλις έβγαιναν στον αφρό, σημάδι ότι το ρεύμα σταματούσε για λίγο, έπεφταν οι δέκα βατραχάν θρωποι και έβγαζαν πολλά σφουγγάρια. Οι άσχημοι όμως καιροί δεν τους άφησαν να δουλέψουν εκεί και αναγκάσθηκαν και έφυγαν. Διέσχισαν ψαρεύ οντας όλη τη Νότια Σικελία, Νότια Σαρδηνία, Δυτική Σαρδηνία και Κορσική. Θυμάμαι, όταν επέστρεψαν, μου έλεγαν από το πλήρωμα ότι στο λιμάνι της Κορσικής, στο Αζάσιο, μόλις μπήκαν τα καΐκια, μαζεύτηκε πολύς κόσμος και θαύμαζαν και ήθελαν να αγοράσουν τον "Ποσειδώνα", γιατί έλεγαν ότι δεν είχαν ξαναδεί τέτοιο όμορφο σκάφος, αλλά και δεν πίστευαν συγχρόνως ότι ήταν Έλληνες και ότι είχαν φθάσει με αυτά τα σκάφη τόσο μακριά. Και από ό,τι γνωρίζουμε και εμείς, κανείς άλλος δεν είχε επισκεφθεί ποτέ αυτά τα τόσο μακρινά μέρη με τόσο μικρά σκάφη. Εν συνεχεία πέρασαν τα στενά του Μπονιφάτσιο μεταξύ Κορσικής και Σαρδηνίας, κατευθύνθηκαν ανατολικά, νοτιοανατολικά σ' ένα σύμπλεγμα νησιών που βρήκαν μπροστά τους και στην Ούστικα, ένα από αυτά, βρήκαν και έβγαλαν πολλά σφουγγάρια, ειδικά οι βατραχάνθρωποι, σε πολύ βαθειά ως 35-40 οργιές νερά. Εκεί έτυχε να γνωρίσουν και το Νομάρχη του Παλέρμο που είχε προσεγγίσει κοντά τους με ένα σκάφος. Διαβάζοντας η γυναίκα του που ήταν Ελληνίδα τα ελληνικά ονόματα των καϊκιών, τους κάλεσαν και οι δικοί μας τους γέμισαν ψάρια, σφουγγάρια, αστακούς. Ο Νομάρχης τους υπέ γραψε μία κάρτα του, όπου ανέφερε τα σχετικά και έκτοτε όποιος έβλεπε την κάρτα δεν τους δημιουργούσε το παραμικρό πρόβλημα και,το σπουδαιότερο, τους εξυπηρετούσαν για όλα όσα είχαν ανάγκη, πηγαίνοντας ελεύθερα μέσα στο Παλέρμο για ανεφοδιασμούς, πετρέλαια, συνάλλαγμα κλπ. Ήταν η καλύτερη περίπτωση που μπορούσε να τους τύχει και έτσι έβγα λαν όλο το ταξίδι τους εκεί γύρω και, εν συνεχεία, δουλεύοντας πέρασαν μέσα από τη Μεσίνα και ήλθαν στα Επτάνησα και μέσω Ισθμού πάλι πίσω στην Αίγινα. Τελειώνοντας, παραθέτω ένα κατάλογο με τα σφουγγαράδικα της Αίγι νας και τους ιδιοκτήτες τους στα δικά μας πάντοτε τα χρόνια και μεταπολε μικά, όσα θυμάμαι και όσα κατάφερα από πληροφορίες άλλων να συλλέξω και ας με συγχωρέσουν όσοι, από έλλειψη επαρκούς πληροφόρησης, πιθανώς παρέλειψα να αναφέρω. 1. Μα'ίλλης Γιάννης και Βασίλης: είχαν το "Μιαούλης" και μετά το "Χριστόφο ρος".
2. Λεβεντόπουλος Κυριάκος: πρώτα είχε το "Μερκούριος" και μετά αγόρασε από το Μάίλλη το "Χριστόφορος" και τέλος από τον τρικεριώτη Γιάννη Ζάχο το "Άγιος Νικόλαος". 3. Μανώλης Μάνος: από το 1938 που ήλθε από το Τρίκερι στην Αίγινα, νοί κιασε το "Άγ. Γεώργιος" από το Θόδωρο το Γενίτσαρη ως το 1947. Το 1947 αγόρασε από την Ύδρα από το σπογγέμπορο Κινδύνη, ένα από τα ομορ φότερα σφουγγαράδικα καΐκια, σκαρί του Ψαρρού, το "Ποσειδών". Μετά το θάνατο του αδελφικού του φίλου Κυριάκου Λεβεντόπουλου αγόρασε από τους κληρονόμους του το "Χριστόφορος", ως επίσης και το τεπόζιτο (σκαρί πέραμα 70τ.) "Ερωτόκριτος" από το Βόλο. 4. Σταύρος Δεληκωσταντής: εγκαταστάθηκε στην Αίγινα από το Τρίκερι με το πατέρα του Δημήτρη και το γαμπρό του Μανώλη Μάνο στο σπίτι του Παντελή Ηλία το 1938 και αργότερα παντρεύτηκε την Ελένη Μπέση. Ξεκί νησε με τον πατέρα του με το καΐκι τους "Άγ. Δημήτριος", το οποίο και κλη ρονόμησε μετά με τον αδελφό του Θοδωρή, εν συνεχεία αγόρασε από το Δημήτρη Λέκκα το "Άγ. Ελευθέριος" και μετά από λίγα χρόνια και το "Ευαγγελίστρια", πιο μεγάλο. Εργάσθηκε για πολλά χρόνια πάντα με 2 καΐκια και με νοικιασμένο τεπόζιτο κατά διαστήματα. 5. Πέππας Ηλίας και Νίκος: είχαν 3 καΐκια, το "Κώστας", "Φανούριος" και "Δήμητρα" και, όταν πήγαιναν στη Βεγγάζη, νοίκιαζαν και κάποιο τεπόζιτο. Προπολεμικώς είχαν τα πρώτα τους μικρά καΐκια, το "Ταξιάρχης" και το "Γεώργιος" και το τεπόζιτο "Κωνσταντίνος"(σκαρί πέραμα). 6. Γιανίτσαρης Θεόδωρος: είχε 2 καΐκια, το "Άγ. Σπυρίδων" και το "Άγιος Γεώργιος", το οποίο συνήθως το νοίκιαζε, όπως το 1938-1947 που το είχε νοικιάσει στο Μανώλη Μάνο. 7. Στρατηγός Ευάγγελος: είχε το "Πρόδρομος". 8. Χελιώτης Δημήτριος: είχε το "Άγ. Νικόλαος". Πριν αποκτήσει το δικό του, ήταν καπετάνιος στο "Μιαούλης" του Μάίλλη και στα καΐκια των αδελφών Πέππα. 9. Λυκούρης Αντώνιος: είχε το "Μαριώ". 10. Μπήτρος Διονύσιος ή Κουκουμάς: είχε το "Μερκούριος", απ' όταν χώρισε με τον μπάρμπα Κυριάκο το Λεβεντόπουλο. 11. Βιρβιλιός Γεώργιος: είχε το "Άγ. Γεώργιος". 12. Καραγιάννης: Χρημάτισε κουμάντο σε διάφορα καΐκια και στο τέλος είχε σφουγγαράδικο για μικρό διάστημα. 13. Γκρινέζος Κώστας: είχε το "Άγ. Σώζων", καΐκι ρηχήτικο. Σύνολο σφουγγαράδικων Αίγινας για τα χρόνια από το 1945-46 μέχρι 1970, περίπου16-20, οπότε και έκλεισε οριστικά ο κύκλος της δραστηριότη τας αυτής. 110
Τελειώνοντας, να αναφέρουμε λίγα λόγια και για τις "γκαγκάβες" ή "κακκάβες" ή "καγκάβες", που ψάρευαν με το δικό τους σύστημα (συρόμενο σίδε ρο με μεγάλη απόχη πίσω του), που ξεκόλλαγε τα σφουγγάρια και τα μάζευε μέσα στο δίχτυ της απόχης. Δούλευαν στα φύκια και τις τραγάνες συνήθως στη δυτική ακτή του Σαρωνικού από Φάληρο ως Σούνιο και ως το Μαρμάρι με πλήρωμα 2-3 άτομα. Ήταν περιορισμένης απόδοσης και μετά το 1953-54 σταμάτησαν εντελώς. Τέτοιες γκαγκάβες είχαν οι: Στάθης Ηλίας, οι Γιαννούληδες, Γιάννης, Τάσος και Αντώνης, ο Κώστας Αδάμ (Σαφάκας], ο Δρακάκης και ο Αργύρης Καρύδης.
Γυμνός δύτης με σάκο και σκανταλόπετρα, έτοιμος για κατάδυση.
111
ΟΙ ΣΦΟΥΓΓΑΡΑΔΕΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΠΑΝΑΪΤ ΙΣΤΡΑΤΙ (Βράιλα 1884 - Βουκουρέστι 1935)
Σφουγγαράς
Σ' ένα εσηατόριο της Αθήνας του 1907 κάποιος ταξιδιώτης ακούει την ιστορία ενός Ρουμάνου, που στα δεκατρία του άφησε τον τόπο του για να γνω ρίσει τον κόσμο. Από μπακαλόπαιδο γίνεται ναυτικός και έτσι φτάνει στον Πει ραιά.
[...] Ένα Απριλιάτικο απόγευμα, που τριγυρνούσα ψόφιος στην πείνα, στο λιμάνι, με πλεύρισε ένας τύπος. - Θες να δουλέψεις; - Ναι, θέλω. Τι δουλειά; - Σφουγγαράς, στην Αλεξάνδρεια, έξω απ' τις ακτές της Συρίας. Αναρωτήθηκα: «Γιατί έξω απ' τις ακτές της Συρίας;». Τον ρώτησα. Μου απαντάει: - Γιατί στο Αρχιπέλαγος γίναμε πολλοί. Και χάνουμε άσκοπα τον καιρό μας. - Πόσα πληρώνεις; Με κοιτάει κατάματα και μου πετάει την τιμή σα να εκσφενδόνιζε δηλη τήριο, προσθέτοντας: - Όλα μπροστά, για τρεις μήνες δουλειά. Μένω κατάπληκτος. Το ποσό είναι εξωφρενικό για μια χώρα που θρέφει άνεργους. Εξετάζω το πρόσωπο του άντρα. Ήρεμο, συνηθισμένο, με δέρμα σκαμμένο απ' τους θαλασσινούς ανέμους. Αλλά και το κεφάλι της έχιδνας δε διαφέρει ιδιαίτερα απ' τα κεφάλια των άλλων φιδιών. Την κόμπρα πρέπει να την προκαλέσεις για να θυμώσει και να επιτεθεί. Με τους ανθρώπους δεν είναι απαραίτητο να συμβεί κάτι τέτοιο για να σε δαγκώσουν. Γιατί είναι από γεννησιμιού τους θυμωμένοι με καθετί το ωραίο, το μεγάλο και το δίκαιο. Δικαιολόγησα τούτη τη γενναιοδωρία του εργοδότη μου, πείθοντας τον εαυτό μου πως το ψάρεμα των σφουγγαριών είναι πολύ πιο επικίνδυνο κι απ' αυτή την εξόρυξη του κάρβουνου. Οι μύγες δεν προσελκύονται με το ξίδι
ακόμα KL αν κυριαρχεί πείνα τέτοια που να ξεκουνάει αρκούδα απ' τη φωλιά της, όπως λέτε κι εσείς στα μέρη σας. Στον Πειραιά η πείνα καταδιώκει τον αλήτη απ' την ταβέρνα και τον στέλνει να την αράξει στον ήλιο. Μια κι εγώ δεν μπορούσα να τραφώ με ήλιο, ψευδαισθήσεις και φαντα σιώσεις, όπως εκείνοι, αποδέχτηκα την πρόταση του άγνωστου. Κι ένας άλλος εχθρός όμως, το ίδιο ισχυρός με την πείνα, συνηγόρησε να πάρω αυτή την απόφαση: ήταν η επιθυμία μου να γνωρίσω νέους τόπους, αυτό το αδυσώπητο πάθος που κεντρίζει κάθε ανήσυχο άνθρωπο, όσο πιστεύει πως είναι δυνατό να φτιάξει μια καλύτερη ζωή. Πρόκειται, στην ιδα νική του μορφή, για το παιχνίδισμα της ίδιας της φαντασίας που κάνει τ' αλάνι του Πειραιά να πιστεύει πως όχι μία μα πολλές φορές κουμαντάρισε ένα μεγάλο βαπόρι. Συρία... Μάγισσα... Όλα τα μαγευτικά πράγματα όμως στοιχίζουν ακριβά. Συνοδευόμενος από το αφεντικό μου, που πλήρωνε παντού και σιωπούσε ύποπτα, εφοδιάστηκα με όλα τα απαραίτητα για την τρίμηνη θαλασσινή μου θητεία. Σε τελευταία ανάλυση, δε θα με ξεκάνουν κιόλα, σκεφτόμουν. Εκείνος, απ' τη μεριά του, έδειχνε λίγο πιο ευδιάθετος, ιδιαίτερα όταν έφτασε η στιγ μή να μας μεταφέρει η βάρκα στο πλοίο, που ήταν αγκυροβολημένο πλάι σ' έναν όρμο. Πάνω στο πλοίο, το αφεντικό διατήρησε την καλή του διάθεση, μα εγώ έχασα τη δικιά μου. Το πλήρωμα το αποτελούσαν μια ντουζίνα δύστροποι άντρες, που μ' έκαναν να καταλάβω ότι με περίμενε μια Συρία πολύ λιγότερο μαγευτική απ' εκείνη που φανταζόμουν. Γρήγορα η επαφή με την πραγματι κότητα θα επιβεβαίωνε με το παραπάνω αυτή την πρώτη μου υποψία. Στην αρχή, αυτοί οι δέκα αγροίκοι και ο αφέντης τους δε συμπεριφέρθη καν ύποπτα. Έπειτα το φαγητό τρωγόταν. Βλέποντας τους όμως να κινού νται επιδέξια πάνω στη γέφυρα, με κορμιά και φάτσες ζωώδεις, να μιλάν ελά χιστα με υπονοούμενα και υποκριτικά χαμόγελα, δεν αμφέβαλλα καθόλου για την ελαστικότητα της συνείδησης τους. Σαν κι ελόγου μου, υπήρχαν ακόμα πέντε ξυπόλητοι. Δυο Έλληνες και δυο νεαροί Αρμένιοι. Οι Έλληνες, χαρούμενοι που κατάφεραν να εξασφαλίσουν μία γαλέτα, είχαν πάρει πάνω τους τη διακυβέρνηση του γερασμένου καϊκι ού, και φιλονικούσαν στα σοβαρά για το ζήτημα του δρομολογίου. Ακούγο ντας τους οι υπόλοιποι έσκαγαν στα γέλια. Κανένας μας δεν είχε συνειδητο ποιήσει την παγίδα στην οποία είχαμε πέσει. Τις επόμενες μέρες, τέσσερις ακόμη α κουρελήδες πιάστηκαν στο λάσο του ανέλπιστου κέρδους και παρασύρθηκαν στο πλοίο. Ήταν δυο Ιταλοί και άλλοι δυο Έλληνες. Αυτοί οι τελευταίοι ανακατεύτηκαν στη διαμάχη που είχε αρχίσει γύρω απ' το δρομολόγιο του καραβιού, που ξαφνικά το διεκδικούσαν τέσσερις απρόσμενοι «πλοίαρχοι». Οι Ιταλοί μόλις γέμισαν λίγο το στομάχι 113
τους ρίχτηκαν σαν παράφρονες στα ζάρια. Έμεινα μόνος, παρόλο που τώρα είχαμε γίνει δέκα οι δεσμώτες με το κοινό πεπρωμένο. Μια και το πλήρωμα είχε συμπληρωθεί, την άλλη μέρα, προς το βράδυ, μια μεταλλική φωνή αντήχησε στο λιμάνι: - Βίρα τις άγκυρες! Έμοιαζε σα μια ξαφνική αστραπή αλήθειας σε μια απόλυτα πνευματική νύχτα. Παιχνίδια, γέλια, φλυαρίες, όλα κατασίγασαν. Μπροστά μας, κι είμα στε δέκα, στέκονταν έντεκα άντρες σε θέση μάχης. Εμείς με τα χέρια αδειανά. Εκείνοι οπλισμένοι με ρεβόλβερ, που τα επιδείκνυαν προκλητικά. Εγώ κατάλαβα έγκαιρα. Σηκώθηκα πρώτος. Οι άλλοι δυστυχισμένοι όμως αργούσαν να μπουν στο νόημα. Και θεωρώντας πως η γοητεία είχε καταστρα φεί βίαια, άφησαν ένα τέτοιο παράπονο που αντήχησε σ' ολόκληρο το πλοίο και ξεσήκωσε χωρίς προειδοποίηση θύελλα από κλοτσιές. Ήταν η εύγλωττη απάντηση που διέλυσε τη μικρή παρεξήγηση η οποία είχε δημιουργηθεί όσο είμαστε αραγμένοι και αφορούσε την ιεραρχία στη μικρή μας κοινωνία. Τότε, δεν καλοξέρω ποια συντροφική φωνή με ρώτησε ψιθυριστά στ' αυτί: - Ούτε κι εσύ έχεις κανονικό συμβόλαιο; Συμβόλαιο; Μα ποιος υπογράφει συμβόλαιο με τα κατακάθια του λιμανι ού; Μια νύχτα πλούσια σε απειλές έπεφτε πάνω απ' το λιμάνι την ώρα που εγκαταλείπαμε τον όρμο. Στο βάθος του ορίζοντα το λυκόφως τύλιγε μ' ένα αιμάτινο πέπλο την αμαρτωλή καρδιά της γης, καθώς το πλοίο γλιστρούσε πάνω στο νερό ύπου λα, σαν προδότης. Μέρες και νύχτες κλυδωνιζόμαστε ανάμεσα σ' ουρανό και γη. Γνωρίσαμε τα πάντα: τους ευνοϊκούς ανέμους, που μας έκαναν να πετάμε σα χελιδόνια· τους αντίθετους ανέμους, με τους οποίους έπρεπε να παλεύουμε σκληρά για να μη λοξοδρομήσουμε, και τις στιγμές της άπνοιας, που το καράβι έμοιαζε με σημαδούρα. Για να είμαι δίκαιος και να μην προκαλώ τον Κύριο, όπως λένε στα χωριά μας, παραδέχομαι πως δε μου 'λειψαν οι στιγμές της γλυκιάς ενδόμυχης χαράς, που στη διάρκεια τους, παρά την τέλεια εξάρτηση μου, γεννιόταν στα βάθη της καρδιάς μου σκιρτήματα ευγνωμοσύνης για τη ζωή. Ήταν τις ώρες της άπνοιας, όταν οι τύραννοι μας τρώγονταν με τα ρούχα τους. Μα τούτο δε συνέβαινε παρά πολύ σπάνια, γιατί μόνο με ένα θαύμα γεννιέται η ευγνωμο σύνη σε μια ψυχή που έχει απόλυτη συνείδηση της υποτέλειας της. Συνείδη ση που την είχαμε αναγκαστικά απ' τη στιγμή που θάλασσα, ουρανός και άνθρωποι, ρίχνονταν στον αγώνα να εξοντώσουν τα κορμιά μας και να ξευτιλίσουν τις ψυχές μας. 114
Αυτή ήταν η καθημερινή μας ζωή. Μερικές φορές η αναμέτρηση ήταν τόσο εξαντλητική που και η ίδια η τροφή μάς φάνταζε ανούσια. Για να πούμε την αλήθεια, μόνο η μυρωδιά του φρεσκομαγειρεμένου φαγητού έφτανε μέχρι εμάς, μια και το φαγητό προοριζόταν αποκλειστικά για τους δεσμοφύλακες μας. Εμείς χορταίναμε με γαλέτες και κονσέρβες, σπάνια με καμιά ζεστή ψαρόσουπα. Τότε κατάλαβα γιατί τ' αλάνια του Πειραιά επέμεναν να παρα μένουν αλάνια. Ήξεραν πως, δουλέψουν δε δουλέψουν, το μερίδιο τους στη ζωή θα 'ναι μια καπνιστή ρέγγα. Αυτή την αλήθεια την επισφράγισε κάποια μέρα ένας απ' τους συντρό φους μου στη δουλεία, που μου διηγήθηκε τούτο το ανέκδοτο: - Ξέρεις, έκανε, χαζεύοντας τα χέρια του τ' αφανισμένα απ' τα σκοινιά, κάθε φορά που συναντιούνται δυο σκυλιά έχουν τη συνήθεια να οσφρίζονται το ένα τ' άλλο, πρώτα από μπροστά και μετά από πίσω. Μ' αυτό τον τρόπο προσδιορίζουν το κοινωνικό τους επίπεδο. Έτσι, ένα άθλιο αλητόσκυλο, ξελιγωμένο και ψειριάρικο, συνάντησε κάποια μέρα ένα σκύλο πολυτελείας, καλοθρεμμένο και πεντακάθαρο. Σύμ φωνα με τα καθιερωμένα, οι δυο άγνωστοι άρχισαν την ανίχνευση, όταν ο χαϊδεμένος σκύλος τραβήχτηκε πίσω αηδιασμένος. - Τι έγινε; του λέει ο αλήτης. Δε σ' αρέσω; - Πουφ! κάνει ο άλλος, τι άσχημος και βρώμικος που είσαι από πίσω! - Έχεις δίκιο, φίλε, απαντάει ο ψειριάρης, μα πες μου τι το ωραίο και τι καθαρό έχω εμπρός μου για να είμαι ωραίος κι ευχάριστος από πίσω; Έχω, όπως εσύ, ένα χοντρό κόκκαλο; Ένα ζεστό κρεβάτι; Ένα στοργικό χάδι; Μπορώ να ελπίζω πως θα με φροντίσουν, αν αρρωστήσω; Τίποτα απ' όλα αυτά μπροστά μου. Λοιπόν; Γιατί περιμένεις να μοσχομυρίζω από πίσω; Γιατί να μοσχομυρίζουν τ' αλάνια; Και γιατί να κοκκινίζουν για τις τρύπες του παντελονιού τους; Η ντροπή είναι ένα λουλούδι που φυτρώνει στη γη που λέγεται αξιοπρέπεια, μα η αξιοπρέπεια υπάρχει μόνο εκεί που έχει και λόγο ύπαρξης. Και ποιος ο λόγος να υπάρχει σ' ένα αλάνι; Δεν ξέρω πώς βγάζουνε σήμερα τα σφουγγάρια, μα πριν είκοσι χρόνια κάθε σφουγγάρι που ξεριζωνόταν απ' το βυθό της θάλασσας, ρουφούσε και μια σταγόνα απ' το αίμα του σφουγγαρά. Το πρωινό της μέρας που ξεχώρισαν οι ακτές του Λιβάνου, μια και δεν φανταζόμαστε ακόμα τι μας περίμενε, χαιρετίσαμε με κραυγές χαράς τον ουρανό, τη γη και τους δεσμοφύλακες μας. Οι αφέντες μας χαιρέτησαν το διά βολο που έκρυβαν στις καρδιές τους κι ετοίμασαν σιωπηλά τα καραβόσκοινα και τα μαχαίρια. Στα παράλια τούτα της Μεσογείου υπάρχουν τεράστιες θαλάσσιες εκτά σεις, όπου ο βυθός είναι ανυψωμένος δεκαπέντε, ακόμα και δέκα μέτρα απ' την επιφάνεια. Εκεί ακριβώς βρίσκονται και οι πιο πλούσιες σε σφουγγάρια
περιοχές, οι απέραντοι εκείνοι όρμοι, που τους αυλακώνουν αποκλειστικά τα καΐκια των ψαράδων. Σε κάθε τετραγωνικό μέτρο της θάλασσας σχηματιζόταν μια φυσαλίδα, που καθώς χανόταν, μεταβαλλόταν σ' ένα σιωπηλό αναστεναγμό, διαμαρτυ ρία για την ανθρώπινη σκληρότητα, έναν αναστεναγμό που 'βγαίνε απ' το στήθος του άντρα που βουτούσε στα βάθη για να ξεκολλήσει κάποιο σφουγ γάρι. Λίγους μήνες αργότερα, αυτό το σφουγγάρι αγωνιζόταν για να καθαρί σει ένα μηδαμινό κομμάτι από τη βρωμιά αυτού του κόσμου. Άνθρωπος και σφουγγάρι κόπιαζαν μάταια, να γιατί: Δέκα δήμιοι παρατεταγμένοι στην πρύμνη και στην πλώρη κρατούσαν στα χέρια τους το καραβόσκοινο και τη ζωή ενός ανθρώπου. Κάθε άνθρωπος, γυμνός όπως τον γέννησε η μάνα του, κρατάει στα χέρια του ένα κοντό κοφτερό μαχαίρι. Το σκοινί περνάει κάτω απ' τις μασχάλες. 0 άνθρωπος κου βαλάει στις πλάτες του ένα βαρίδι, πολύ πιο ελαφρό απ' τη θλίψη του, μα πολύ πιο βαρύ απ' τις αμαρτίες του. Αυτό είναι όλο. Μόλις επιλεγεί το μέρος που θα κατεβούν οι βουτηχτάδες και θα αγκυρο βολήσει™ πλοίο, ο καπετάνιος κατευθύνει τη βυθομέτρηση φωνάζοντας: - Δώδεκα μέτρα! Οκτώ! Δεκατρία! Έντεκα! Εννιά! Ανάλογα παρατάσσονται οι σκλάβοι και οι αφέντες τους. Μετά, μια βαθειά αναπνοή και βρίσκεσαι στο νερό, όπου με τα μάτια ορθάνοιχτα μπο ρείς να διακρίνεις όχι μόνο βελόνα που πέφτει, αλλά και το μέρος που κατα καθίζει. 0 βυθός της θάλασσας είναι διάσπαρτος με σφουγγάρια όλων των μεγε θών. 0 άνθρωπος αδράχνει το πιο μεγάλο και προσπαθεί να το κόψει. Μα το σφουγγάρι κρατιέται γερά απ' τη ζωή, όπως κάθε παράσιτο, και αμύνεται πεισματικά. Η άμυνα του δεν είναι τίποτα άλλο απ' το γλοιώδη χυμό με τον οποίο είναι διαποτισμένο, που κάνει τα χέρια να γλιστράν, ενώ η ρίζα παρα μένει γερά προσκολλημένη στο βράχο. Εκεί βρίσκεται η τραγωδία του σφουγγαρά: ο αέρας εξαντλείται σύντομα, η καρδιά πάει να εκραγεί, τ' αυτιά βουίζουν, τα μάτια σκεπάζονται από ένα πέπλο που προμηνύει το θάνατο. Τότε, με ή χωρίς σφουγγάρι, υποχρεώνεσαι να κάνεις σινιάλο να σε τρα βήξουν, γιατί δε σκέφτεσαι πια τι σε περιμένει, γιατί δε σκέφτεσαι πια παρά τον αέρα, τον αέρα! Αυτό το μεγάλο θησαυρό της ζωής που ο άνθρωπος δεν κατάφερε να αιχμαλωτίσει. Ανεβαίνοντας στο κατάστρωμα, αν η τύχη σ' έχει βοηθήσει να κουβαλάς κάποιο καλό σφουγγάρι, αμείβεσαι με λίγες στιγμές ανάπαυλας, που σου φαί νονται γλυκές σα χάδι αγαπημένης γυναίκας. Αν κουβαλάς σκάρτο σφουγγάριή τα χέρια σου είναι αδειανά, σε περιμένει μια γερή γροθιά στο γυμνό κορμί σου, που σε κάνει να βλάστη μάς τη ζωή και τον πλάστη της. Δεν είναι τόσο ο φυσικός πόνος που σε πληγώνει μα το μίσος και η επιθυ-
μία να φυτέψεις το μαχαίρι σου στην κοιλιά του τυράννου. Συναντήσαμε δυστυχισμένους, που το μίσος τους ξεχείλισε, λησμόνησαν τον κίνδυνο και χτύπησαν. Ένα λεπτό αργότερα έπεφταν στη θάλασσα με την καρδιά τρυπημένη από μια σφαίρα. Στο καΐκι μας μόνο ένας σκλάβος τόλμησε να πληρώσει με τη ζωή του αυτή τη στιγμή της επανάστασης. Μας χρησίμεψε για παράδειγμα, μα δεν τον μιμηθήκαμε. Ο άνθρωπος είναι δειλός: όταν δεν κρατιέται εκείνος απ' τη ζωή, κρατιέται η ζωή απ' εκείνον και η κατάρα είναι ίδια. Γιατί σκοπός του Δημι ουργού δεν ήταν να γεμίσει τον κόσμο με έντιμα πλάσματα αλλά με ζώα. Ζώα φυλακισμένα, συνεχίσαμε το καταναγκαστικό έργο: βγάζαμε σφουγ γάρια κι ανασαίναμε λιγάκι ή ερχόμαστε με τα χέρια αδειανά και μας χτυ πούσαν άγρια. Στο βάθος, η Αλεξάνδρεια, η Μερσίνα, η ακτή, μας φαινόταν σα γη της Επαγγελίας. Εκεί κάτω οι άνθρωποι ήταν ελεύθεροι ν' αλητεύουν, ελεύθεροι να πεθαίνουν της πείνας, ελεύθεροι! Είχαμε συμφωνήσει για τρεις μήνες. Μας ανάγκασαν να δουλέψουμε τέσ σερις με τα ίδια λεφτά. Τον Σεπτέμβρη πια μας ξανάφεραν στον Πειραιά και μας ξεφόρτωσαν στη στεριά σαν άχρηστα εργαλεία. Φτωχοί τυχοδιώκτες, χωρίς όνομα και χωρίς θεό. Η χαρά τους ήταν τόση, που για μια ολόκληρη βδομάδα ήταν διαρκώς μεθυσμένοι. Όταν ξαναγύρισαν στην πραγματικότητα, ήταν πάλι ώριμοι για να πιαστούν στο λάσο του ανέλ πιστου κέρδους, να οδηγηθούν, ένας θεός ξέρει, σε ποια καινούργια περιπέ τεια. Δεν τους μιμήθηκα. Κι από τότε δεν έπεσα ξανά σε καμιά παγίδα, όσο σατανικά κι αν ήταν στημένη. Μα είναι αλήθεια πως παρέμεινα ένας άνθρω πος χωρίς λόγο ύπαρξης. Αλλά τι τον νοιάζει τον Θεό, αν μια πέτρα, πέφτοντας απ' τον ουρανό, λιώ σει στη γη ένα σπειρί καλαμπόκι ή κάποιον άνθρωπο με ανώτερους λόγους ύπαρξης;
117
ΑΝΔΡΕΑς ΚΑΡΚΑΒΊΤΣΑς (Λεχαινά 1866 - Αθήνα 1922)
Οι σφουγγαράδες
Στην Ύδρα ένας νεαρός ναυτικός παίρνει μια μεγάλη προκαταβολή, για να πάει σφουγγαράς σε σφουγγαράδικο. Όμως η μάνα του, για να τον αποτρέψει, παρεμβαίνει δυναμικά με την αφήγηση της προσωπικής της τραγωδίας.
[...] Εσύ δεν τους πρόφτασες τους Ραφαλιάδες της Ύδρας, δυο στοιχειά και δυο λαχτάρες της θάλασσας. Και όμως ο μικρότερος, ο Πέτρος Ραφαλιάς, ήταν ο πατέρας σου- κι μεγαλύτερος, ο Νικολός, ήταν αρρεβωνιαστικός μου. Θα ειπείς πώς γίνεται; Να που έγινε. Οι δυο μαζί μεγαλόκορμοι, χεροδύναμοι, άτρομοι, λέγονταν OL καλύτεροι βουτηχτάδες του νησιού μας. Κάθε έμπορος διπλή τριπλή τους έδινε την προκαταβολή για να τους πάρει στη δούλεψη του. Αυτοί όμως είχαν τον Καλέμη και δεν τον άλλαζαν ποτέ. Μα εκείνη τη χρονιά η αμαρτία το έφερε να χωρίσουν. 0 πατέρας σου μπήκε σε μια Αιγινήτικη μηχανή. 0 αρρεβωνιαστικός μου έμεινε με τον Καλέμη. Μόλις πήρε την προκαταβολή, έτρεξε κοντά μου. - Πάρ' τα, Χρυσούλα, μου λέει, και φύλαξε τα κόμπο. Αν γυρίσω πίσω, να κάνουμε το γάμο και ν' ανοίξουμε το σπίτι. Αν με κρατήσει άντρα της η Μπαρμπαριά, κάμε τα προικιά να τα χαρείς με άλλον τυχερότερο. Είδες τι γίνεται, όταν μισεύουν τα σφουγγαράδικα! Έτσι και καλύτερα γινότανε στον καιρό μας. Όλο το νησί έτρεχε στο ακρωτήρι να τους κατευοδώσει. Τρομπόνια, καμπάνες, βιολιά, τραγούδια πλάνταζαν τον αέρα. Γλέντι μαζί και σύγκρυο. Αλλος κανένας χωρισμός δεν αναγκάζει τόσο την καρδιά να δείχνεται χαιράμενη, εκεί που λιώνει από το φαρμάκι της. Πού να κλάψεις! Έφτασαν, τέλος, στη Βεγγάζη. Έφτασαν δυο, έφτασαν πέντε, δέκα, είκο σι ντεπόζιτα. Έφτασαν κι έρριξαν κάτω σαν παιδιά τους τις μηχανές, δυο και τέσσερες το καθένα. Η έρμη θάλασσα της Αφρικής βούιζε πάλι από γέλια και τραγούδια- οι κόρφοι της ανοίχτηκαν ν' αγκαλιάσουν πάλι τη λεβεντιά της Ύδρας, της Αίγινας, του Πόρου και της Κάλυμνος. Πάσα ημέρα, με την κονταυγή, τα πανάκια φύτρωναν στη γαλανή απλωσιά τριάντα μίλια, σαρά ντα, πέρα στο πέλαγο κι άρχιζε το κιντυνεμένο έργο. Ένας ανέβαινε, άλλος
κατέβαινε. Κατέβαινε φτωχός κι ανέβαινε πλούσιος. 0 πατέρας σου όμως ήταν ο ατυχότερος εκείνη τη χρονιά. Μόλις έφτανε κάτω, έφευγε το σφουγγάρι από τα μάτια του. Καθότανε ώρα, έφερνε γύρα παντού, ως που τον ανέβαζαν με τη βία. Με όλη του όμως την επιμονή, δεν κατόρθωνε να ρί ξει στο δίχτυ παρά καμιά κιμούχα, κανένα σφόγγο. Πού και πού ν' ανεβάσει κανέ να μελάτι. Πείσμωνε τότε ο μηχανικός κι άρχιζε το βρισολούσι: - Αμ και στον Περαία να βούταγες, καημένε, κάτι περισσότερο θα 'βγαζες. Ή μην είδες το ψάρι και βιάστηκες ν' ανεβείς; Μωρέ, το παλληκάρι της φακής! Ο Ραφαλιάς φουρκιζότανε- μα και τι να κάμει! Οι μηχανικοί όλοι τους είναι μια πάστα. Όταν θέλουν να τσουρμάρουν, τάζουν λαγούς με πετραχήλια, γλυκομιλούν, δίνουν παράδες, κεράσματα, όσο να τους ξεγελάσουν. Μια και τους έβαλαν στο καΐκι, αλλάζουν πρόσωπο και κουβέντα. Είναι αφέντες και είσαι δούλος τους. 0 Πέτρος Πίπιζας όμως, ο μηχανικός του πατέρα σου, είχε και δίκιο περισσότερο. Δυο του βουτηχτάδες πάθανε. Δυο λαμνοκόποι ήταν άχρη στοι από τις πληγές των Αράπηδων. Η τύχη, λες για ισοζύγισμα, έφερε έτσι τα πράγματα, ώστε την εποχή που κατεβαίνουν οι ναύτες μας, να κατεβαίνουν και οι Αραπάδες από τα χειμαδιά τους. Η θάλασσα γεμίζει άρμενα, γεμίζει και η στε ριά κουδούνια, γκλίτσες, πρόβατα και καλύβες. Ναύτες ηλιοκαμένοι εδώ· τσοπαναρέοι εκεί χαλκοπρόσωποι. Ο αρχιτσέλιγκας ασπροφλόκατος, αρματοζωσμένος, με το καριοφίλι στον ώμο και το τσιμπούκι στο χέρι, κάθεται σταυροπόδι στον άμμο και δεν αφήνει να γεμίσει νεροβάρελο- θα πληρωθεί πρώτα. -Μπισμάτ! Μπισμάτ, φωνάζει αγριόθυμος, ζητώντας με λιμασμένα μάτια ψωμί από τους ναύτες μας. Πόσα και πόσα δεν γίνονται για το νερό εκεί κάτω! Πολλές φορές, ακούς, ανοίγει πόλεμος κι έρχονται με τις βάρκες να πάρουν την πηγή και τρέχουν οι ασπροφλόκατοι, παίζοντας τα γιαταγάνια και χτυπώντας τα σκουροντούφεκα, να τους ρίξουν πάλι στη θάλασσα. Όχι μια, όχι δυο, μα δεκαείκοσι φορές το χρόνο, το νερό στολίζεται με το αίμα των παιδιών μας και η πύρινη αμμου διά δαγκώνεται από τα κεφάλια των Αραπάδων και το ακρογιάλι από πατή ματα και άρματα και κορμιά σα να πάλεψαν δράκοι. Έτσι έγινε και φέτος και πολλοί καπετάνιοι έκλαιγαν τους ναύτες τους. Τους ναύτες, όχι· μήπως εκεί νοι τους γέννησαν; Τα χαμένα χρήματα τους έκλαιγαν. Και τα περισσότερα είχε χαμένα ο Πέτρος Πίπιζας. Κάπου δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές. Άφησε τη ζημιά· δεν είχε κι ανθρώπους να κάμει τη δουλειά του. Δος του, λοιπόν, βου τιά στη βουτιά- ατμός η μηχανή! Κι έτσι όμως δεν έμεινε ευχαριστημένος- όλο γκρίνια και φωνές: - Διαβολόσπορε! Δούλευε, το Σταυρό σου! Μέσα, το Θεό σου, κεραταΐμκερατά! Αμμή! Τα κατοστάρικα ήξερες να τα πετάς σαν τα παλιόπανα στους βιολιτζήδες! 0 πατέρας σου έσκυβε το κεφάλι και δεν έβγαζε μιλιά. Ήρθε και γάτια-
σε από το κακό του. Πρώτη φορά ο Ραφαλιάς άκουε στο όνομα του τέτοια γλώσσα. - TL έχεις, μωρέ αδερφέ, KL έγινες έτσι; τον ρωτά μια Κυριακή που σμίξανε ο δικός μου. Μπας κι έμαθες κακό χαμπέρι από το σπίτι; Μην πέθανε η μάνα μας; Μην αρρώστησε η Χρυσούλα; - Τι να σου πω, του απάντησε κείνος- δε μπορείς να φανταστείς το κακό μου. Διάργυρος γίνεται το σφουγγάρι μπροστά μου! Άσε τα λόγια του μηχα νικού, άσε και τη ζημιά. Μα το 'χω για προσβολή. Ακούς ο Γρίτης, ψεσινό παιδί και να βγαίνει με το δίχτυ γεμάτο! Και τι; Όλο μελάτι! Καίγω, που γέρα σα στην τέχνη, να μη μπορώ να πιάσω εκατό δράμια! Μα το Σταυρό, θα κατε βώ καμιά ώρα και κει θα μείνω από το κακό μου! - Σώπα, καημένε, του είπε ο άφτουρος γελώντας. Έτσι είναι το σφουγγά ρι- θέλει τύχη. - Μα τι τύχη και ξετύχη! Βλέπεις πολλές φορές γυρίζω απάνου κάτου και δε βρίσκω τίποτα. Και άξαφνα, εκεί που ξεχωρίζω κανένα και ρίχνομαι να τ' αδράξω, χαπ! κι άλλος μου τ' αρπάζει. - Τ' αρπάζει άλλος; - Ναι- ώστε να σκύψω, άλλος φανερώνεται και το παίρνει από τα χέρια μου. - Και τον αφήνεις; - Τον αφήνω! Μα τι να κάμω; - Ωχ, αδερφέ! Δε μου λες έτσι παρά κάθεσαι και κλαις την τύχη σου! Τι σου φταί' η τύχη, σαν δεν είσαι άξιος να ζήσεις; - Μα τι, καβγά να πιάσω; - Καβγά, βέβαια! Να 'ρθει άλλος να πάρει το δικό μου ηύρεμα και δε θα πιάσω καβγά! Μωρέ θα χυθώ απάνω του σαν το ψάρι. Τάχα γιατί κινδυνεύω εκεί κάτω· για γλέντι; - Μα πώς θα μαλώσεις; Επιμένει ο πατέρας σου. Η θάλασσα είναι για όλους. - Δεν ξέρω γω για όλους για ξόλους. Είμαι γω εδώ- είναι δικό μου το λιβά δι. Άμα φύγω, ας έρθει άλλος να κάμει ό,τι θέλει. - Μα πώς; - Πάψε πια, τον έκοψε ο Νικολός. Δεν έχεις δίκιο- δε σου φταί' η τύχη, μόνος σου φταις. Θα πάρεις στο λαιμό σου τον κακομοίρη τον Πίπιζα! Έφυγε ξαναμμένος ο πατέρας σου από κοντά του. Και όλη νύχτα δε μπόρε σε να κλείσει μάτι. Δεν έβλεπε την ώρα να βάλει σε πράξη τις συμβουλές του αδερφού. Στον ύπνο του είδε πως ήταν κάτω στο βυθό και πάλευε και κονταριοχτυπιόταν για ένα ψίχουλο σφουγγαριού. Το άδραχνε τέλος στα χέρια του, έβγαινε απάνω γελαστός και το έδινε στον καπετάνιο, ελπίζοντας ν' ακούσει το γλυκό λόγο του. Μα κείνος δεν έβγαζε από τα χείλη του παρά χολή το βρισίδι:
- Κεραταΐμ-κερατά! KL Ο πατέρας σου απελπισμένος ριχνόταν πάλι και άρχιζε νέο ψαχούλεμα, έβλεπε πάλι αίματα και ξεσκλίδια γύρω του. Τέλος έφεξε η αυγή και τα πρύμνισε η μηχανή του Πίπιζα. 0 Γρίτης είδε μια θέση γεμάτη από μελάτι· καθαρό μελάτι- λιβάδι ατρύγητο. Το είπε κρυφά του μηχανικού και κείνος διάταξε να τραβήξουν ανοιχτά, για να πλανέψουν τις άλλες μηχανές. Ανοίχτηκαν κάπου είκοσι μίλια. Οι άλλοι άρχισαν να υπο ψιάζονται. «Κάτι σχοινί θα μας πλέξει το Αιγινήτικο κορούπι», έλεγαν. Ωστό σο έρριξαν τους βουτηχτάδες και άρχισε το ψάρεμα. Παρατιμονιά τότε ο μηχανικός και βρέθηκε πάλι το καΐκι στα νερά του. - Έλα, Ραφαλιά, ετοιμάσου, λέει ο καπετάνιος. Σε φέρνω σε βλισίδι. Αν δεν βγάλεις και τώρα το δίχτυ γεμάτο, καλά θα κάμεις να ταχτείς καλόγερος. Μην ντροπιάζεις άδικα τ' όνομα σου. Εκείνη την ώρα πέρασε δίπλα και η μηχανή του Καλέμη με το δικό μου. Και κείνος καθόταν στην κουπαστή λαστιχοντυμένος και σφούγγιζε με το μαντίλι το πρόσωπο του για να φορέσει την περικεφαλαία. - Το νου σου, Πέτρο, φώναξε γελώντας, καθώς είδε τον πατέρα σου. Άσε την τύχη να κάμει τη ρόκα της και θυμού τα λόγια μου. Σφυρί στ'αμόνι! Σφυρί στ' αμόνι! Εκείνος δεν είπε τίποτα. Δεν ήθελε πια συμβουλές. Το πήρε απόφαση: δε θα καταντήσει ανάπαιγμα στους σφουγγαράδες! Ωστόσο τον έντυσαν οι άλλοι σα γαμπρό. Σα γαμπρό και μαζί σα λείψανο. Ζωντανός έμπαινε μα ποιος ξέρει αν θα 'βγαίνε ζωντανός; 0 βουτηχτής παίζει πασέτα τη ζωή του. Το γνωρίζουν όλοι· το καλογνωρίζει πρώτος αυτός. Για τούτο μεταλαβαίνουν πριν φύγουν από το νησί- για τούτο οι καπετάνοι παίρ νουν σάβανα, κεριά και λιβάνι μαζί με τη γαλέτα και τ' άλλα χρειαζούμενα. Τέλος τον έντυσαν το λάστιχο, του φόρεσαν την ατσαλένια περικεφαλαία, του έζωσαν τη ζώνη με τα γαντζούδια, κρέμασαν τα μολύβια στην τραχηλιά· λαστι χένια βραχιόλια στα χέρια, παπούτσια μολυβοπάτωτα στα πόδια. Μόλις κατόρθωνε να κινηθεί από το βάρος. Πάτησε τέλος τη σκάλα, κλείσανε καλά το φεγγίτη κι ο Πέτρος Ραφαλιάς, αγνώριστος, ασούσουμος, άπλωσε απάνω στα νερά σα ν' άπλωνε στα βαμπάκια. Αμέσως φούσκες πρασινόγλαυκες πήδηξαν η μια κατόπι της άλλης, λες και νεράιδα κάτω έπαιζε κρυσταλλένια πεντόβολα. Τέλος δεντρί ψήλωσε σαν κυπαρίσσι λυγερό, συμμαζωχτό, με συντεφένιες χάντρες κινούμενες από τη ρίζα ως την κορφή. Ο πατέρας σου στάθηκε στον πάτο σανά μπήκε σπίτι του. Γύρισε τα μάτια ζερβόδεξα κι αναγάλιασε. 0 γεωρ γός έτσι δε χαίρεται που βλέπει πολύκαρπο το χωράφι του. Τώρα, συλλογιέται, θα ψαρέψω για καλά. Όχι το δίχτυ μου, μα κι απόχη θα γεμίσω! Κι αρχίζει το θέρισμα [...] Άξαφνα σηκώνει γύρω τα μάτια του και βλέπει μακριά του ένα βράχο 121
ψηλό, με δυο δεντράκια μονόκλαδα στην κορφή. Φάνταζε μέσα στο νερό σαν δράκος με ανοιχτά χέρια. Και κοντά στη ρίζα του, απάνω στην ξανθή αμμου διά είχε μια τούφα μελάτι διαλεχτό. Μαύριζε σαν κατακαίνουργος κατηφές. Δε χάνει καιρό και τρέχει να το αδράξει. Δεν ήθελε παρά δυο δρασκελιές ακόμη. Τότε από την κόχη του βράχου πρόβαλε άλλος βουτηχτής. Έτρεχε και κείνος ίσα στο μελάτι. Δρασκελιά ο ένας, δρασκελιά ο άλλος, σμίξανε. Ο πατέ ρας σου πρόλαβε κι έβαλε το πόδι απάνω του. - Ή μου αφήνεις το μελάτι ή σου έφαγα την καρδιά! - Α, όχι! Εδώ σφαζόμαστε. Και τραβά ο Ραφαλιάς το λάζο από τη ζώνη του. Τσιμπάει σύγκαιρα το σκοινί δυο φορές, ζητώντας αέρα. Απάνω η θάλασσα άρχισε να σιγοτρέμει καινά κυματίζει σκοτεινογάλαζη, κάπου με αφρούς πλατείς, κάπου με ήχους παράξενους. Σείσμα και τάραχο έβγαζε το μεγαθήριο, λες κι ήθελε να κρύζει το πικρό δράμα που άρχιζε στους κόρφους του. Το σκαφίδι με την αντένα ορθόγυρτη στο κατάρτι, σάλευε ζερβόδεξα και κοντυλόγραφε ξόρκια ψηλά. Και όλο το τσούρμο, ο κολαουζέρης με το σκοινάκι του βουτηχτή στα δάχτυλα, ο μαρκουτσέρης στο μαρκούτσι, οι ροδάδες από δύο στη μηχανή, οι λαμνοκόποι στα κουπιά γυμνοτράχηλοιδύο άλλοι βουτηχτάδες ξαπλωμένοι καταηλιακού με χαλκοπράσινη όψη και μάτια βουρκωμένα ακολουθούσαν του ξύλου το κύλημα. Στην πλώρη καθι σμένος ο μηχανικός με το τσιμπούκι αναμμένο κουβέντιαζε με τον Καλέμη, σα να ήταν στο τραπέζι ταβέρνας. Ο Αιγινήτης πήγε μακριά κι έριξε το βουτηχτή του- μα δεν έβρισκε τίποτα, και τραβώντας έσυρε το καΐκι δίπλα στο καΐκι του Πίπιζα. Και άλλα πεντέξι ψάρευαν ολόγυρα και κουβέντιαζαν από μηχανή σε μηχανή, μετρούσαν οι καπετάνιοι τις ζημιές τους, λογάριαζαν τους μήνες, έλεγαν για τη σοδειά της χρονιάς, για την τιμή που θα πουληθεί στην Αγγλία και στην Αμερική. - Τι τα θες; Μ' έφαγαν τα πλάτικα φέτος- είπε αναστενάζοντας ο Πίπιζας. Κοντεύει να μας πάρει ο Σεπτέμβρης και γω δεν έχω ούτε χίλιες οκάδες στο ντεπόζιτο. - Μα καίγω έχω κάτιχαράμηδες! είπε ο Καλέμης. Αλλη χρονιά δε μου 'τυχαν τέτοιοι. Φοβούνται από τον ίσκιο τους. Δέκα δώδεκα οργιές, δεν βουτούν παρακάτω. - Στις τριάντα βρίσκεται, είπε ο μαρκουτσέρης κείνη τη στιγμή, βλέποντας το μανόμετρο. Εκείνος έκαμε πως δεν κατάλαβε και ξακολούθησε με τον Αιγινήτη. Είπαν για το κόντρα ντεπόζιτο που μένει αραγμένο στη Βεγγάζη- για το ξελιμπάρισμα του σπόγγου και για το σκυλόψαρο που φάνηκε. Ο ήλιος κόκκινος και γοργογύριστος, σκάλωνε στα μεσούρανα, χύνοντας λαύρα ολούθε. Μακριά, γραμμή κάτασπρη σαν κιμωλίας χάραμα, πρόβαινε η αμμουδιά της Αφρικής 122
αχνοσκέπαστη, KL ακόμα μακρύτερα το Χαψίνι έδειχνε την πυρωμένη χήτη του, σα θεριό αναμαλλιασμένο. Απέραντο χώνευε στα διάφανα ουρανοθέμελα το πέλαγο με κάποιο τρέμουλο, λες κι ανάσαινε δύσκολα. Πού και πού, σαν φελλοί παραγαδιού, μαύριζαν τα σφουγγαράδικα, δυο και τρία μαζί, άλλα μοναχικά, και ίδρωναν τα δύστυχα κορμιά, νιάτα γέραζαν, κινδύνευαν ζωές για το άκαρπο χάρισμα της θάλασσας. Και κοντά στου Πίπιζα το καΐκι ένας με τον άλλο οι δουλευτές, γνώριμοι και φίλοι, δούλευαν μεστά και σύγκαιρα φρόντιζαν να μάθουν τα νέα της πατρίδας και πειράζονταν πολλές φορές συναμεταξύ τους. Του ενός έλεγαν πως παντρεύτηκε η αρρεβωνιαστική του· του άλλου πως τον αγαπούσε το Μαριωρή, ασχημομούρα κι αλαφρόμυαλη στριγγλόγρια- τρίτου πως τον αποπαίδισε ο πατέρας του. Δυο παιδιά από το Αιγινήτικο καΐκι άρχισαν ν'αναμπαίζουν τους Υδραίους για τον εγωισμό και τη βάρβαρη προφορά τους. Απαντήθηκαν, έλεγαν, δυο καπετάνιοι στο πέλα γο και ρώτησε ο ένας τον άλλο πούθε ερχόταν. «Από το Ύδρ' από το Σπέτσα, απ' το χοντρό το θάλασσα», του αποκρίθηκε ο ένας. «Και τι χαμπάρια;» «Τι χαμπάρια; Καλά. Απαν' από τον Αγιολιά έπεσε μια φυλλάδα- και το φυλλάδα έγραφε: όλος ο κόσμος να χαθεί, το Ύδρα Σπέτσα γιοκ». «Μαγάρι, Παναγία μου, να μείνουμε σπορήτες!» Και σύριζε το ρ τόσο ατελείωτο, που έσκασαν όλοι τα γέλια και οι καπετάνιοι έκοψαν τη σοβαρή κουβέντα τους. Αλλά του Ξακουστή που γύριζε τη ρόδα, δεν του άρεσε καθόλου η προσβολή και ρίχτη κε στην πρύμη, έτοιμος να πηδήσει στο Αιγινήτικο, να δείξει αυτός πώς αναμπαίζουν τους Υδραίους. 0 αναμπαίχτης, έτοιμος και κείνος, στάθηκε ολόρ θος και τον περίμενε, να τον σφηνώσει στα δυνατά μπράτσα του. - Ε, μωρέ, φωνάζει στην ώρα ο Πίπιζας, τσιμπάει ο βουτηχτής- στη θέση σου! Άδραξε τη λάμα ο Αιγινήτης και το λάστιχο έχυσε άνεμο μέσα στην περι κεφαλαία του πατέρα σου. Ανάσανε βαθιά, πήρε δύναμη, και βαστώντας ψηλά το λάζο, ρίχτηκε να ξετοπίσειτον άλλο. Μα ο άλλος τον περίμενε άφοβα, τρίχα δε σάλευε από τη θέση του. Και καθώς τον είδε να πλησιάσει αρκετά, μια έδωξε με το κεφάλι του στη βαλβίδα και σφεντόνισε σίφουνα νερού στο φεγγίτη απάνω. 0 Ραφαλιάς τα έχασε. Το κλωθογύριστο κύμα κάθησε απάνω του σύγνεφο και τον έκλεισε στα σκοτεινά. Ούτε βουτηχτή έβλεπε πια ούτε τίποτα. «Πάει», σκέφτηκε, «τώρα θα με φάει». Αλλά για να μη χαθεί άδικα, χαμήλωσε γοργά κι έδωσε με το λάζο του μπηχτή στα τυφλά. Στα τυφλά, μα δεν έσφαλε. Ένα πορτοκάλι κατακόκκινο φάνηκε στο ξανθοπράσινο νερό. 0 βουτηχτής έσφιξε το πλευρό του, έκλεισε τη βαλβίδα KL Ο αέρας τον σήκωσε μπαλόνι απάνω. - Α σιχτίρ! είπε ο πατέρας σου. Έλα τώρα να μου πάρεις το μελάτι! Έσκυψε σύνταχα και άρχισε να ξεριζώνει το σφουγγάρι. Δεν ήταν και μικρό πράγμα... Όλο το γάλα του να έστυβες, όλη του την πέτσα, πάλι θα
ζύγιζε τις δυο οκάδες. Δεν πρόφτασε όμως να το ξεριζώσει και σηκώθηκε ορθός, σα να τον κέντησε δράκαινα, Απόμακρα ερχόταν όγκος θεότρομος, μαύρος και γυαλιστερός. Το σκυλόψαρο μυρίστηκε το αίμα. Σαν πλώρη καρα βιού αναποδογυρισμένη σφήνωσε η σαγόνα του κι από κάτω έχασκε κατα κόκκινος ο φάρυγγας του και τα τριγωνικά δόντια του άσπριζαν φοβερά. Στα πλάγια του λαιμού πέντε γραμμές μεγάλες, κατάμαυρες, χόχλαζαν το νερό σα σιφούνι αδιάκοπα. Και πίσω το κορμί, μελαψό, με τα φτερούγια του ανοιχτά πέρα δώθε, με την ουρά γοργογύριστη σαν έλικας βαποριού έφευγε μπρος KL αφροκοπούσαν τα νερά δαρτά και σκοτωμένα στο διάβα του. Τα ψάρια έτρε χαν κοπάδι, με τρελά πηδήματα, γιατί ένιωθαν τον κίνδυνο. Όσα όμως τύχαι ναν κοντά του πήγαιναν ίσα στο αχόρταγο στομάχι του. Όταν το κήτος είδε τον πατέρα σου, η παράξενη φορεσιά του φαίνεται πως το τρόμαξε. Στάθηκε δίβουλο- ποιος ξέρει γιατί το πήρε; Τα μάτια του στυλώθηκαν απάνω του ακίνητα. Έπειτ' άρχισε να φέρνει βόλτες γύρω του, να θέλει μια να πλησιάσει και πάλι να πισωδρομεί. 0 δικός μας, σκυφτός στα νύχια με το σταλίκι στον άμμο, ακολουθούσε τα κλωθωγυρίσματά του, γύρι ζε σαν ξόανο στη θέση του, απάνω στο μελάτι και το κοίταζε κατάματα. Από πάνω τσιμπούσαν το σκοινί κάθε λίγο. - Έλα! Τι κάνεις τόση ώρα, καιρός να βγεις- έτοιμος; - Περιμένετε! Τους τσιμπούσε κείνος. Πού να βγει; Μόλις έκανε να τραβήξει απάνω, θα τον έκοβε στα δυο. Τέλος, σα να κουράσθηκε το θηρίο, αργά πήγε, πλάγιασε στο βράχο κι άρχισε να ξυέται. Έξυνε την κοιλιά για να κοιμίσει την πείνα του. Ο βράχος με τα δεντράκια έτρεμε συθέμελα, σα να τον έπιασε σύγκρυο. - Τώρα κακά τα μπλέξαμε! Σκέφτηκε ο πατέρας σου. Εδώ θα μας πάρει η νύχτα. Αλλά με το σκοτάδι θα κινδύνευε περισσότερο. Πήρε θάρρος κι απο φάσισε με κάθε τρόπο να το διώξει από κοντά του. - Το ψάρι κοντά μου- τσιμπάει απάνω. Έτοιμοι; - Έτοιμοι. Τραβά τότε κατεπάνω του με το καμάκι ψηλά, με την ξανθοκόκκινη περι κεφαλαία του θυσσανοσκέπαστη από το χοχλαστό νερό της βαλβίδας. Το μολυβοφορτωμένο στήθος του αστράφτει- τα γαντζούδια της πλατειάς ζώνης τρεμολάμπουν απάνω στο σκοτεινό του λάστιχο. Το θηρίο σάστισε- μωρέ, τι είναι τούτο! κοντοσυλλογίστηκε. Έκαμε δυο τρεις φορές να σταθεί και ν' ανηκρύσει τον εχθρό του- μα δεν τα κατάφερε. Μια έδωσε με την ουρά του αφροκοπώντας τα νερά και χάθηκε πίσω τους. Ο δικός μας έμεινε στη θέση, ώσπου καθάρισαν τα νερά. Τότε ψαχούλεψε το βράχο- είδε πέρα δώθε να μη λούφαξε πουθενά το ψάρι. Τίποτα. Τ' απονέρια του τού έδειχναν ακόμη το διάβα του. - Πάει στον άνεμο το κουτόπραμα- συλλογίστηκε γελώντας με το φόβο του. 124
Άδραξε ευθύς το μελάτι, μια το σκοινί κι έφτασε απάνω. Βρόντοι, φωνές, σφυρίγματα, πέτρες και ξύλα πλαταγιστά στη θάλασσα δέχτηκαν το βουτηχτή, σα να τον χαιρετούσαν για το σφουγγάρι που έφερνε. Δεν ήταν για το σφουγγάρι. Ήθελαν να τρομάξουν τον καρχαρία, για να φτάσει στο καΐκι άβλαβος ο πατέρας σου. Τέλος τον άρπαξαν τα παιδιά, του βγάλανε την περι κεφαλαία, τον ξάπλωσαν στο κατάστρωμα κι άρχισαν να του γδύνουν το λάστιχο. Νόημα τότε ο Πίπιζας και το καΐκι έβαλε πλώρη για το Ασπρονήσι. - Μη φεύγεις, καπετάνιε, είπε ο Ραφαλιάς· έχει κάτω πολύ σφουγγάρι. - Δεν πειράζει- μας φτάνει για σήμερα, απάντησε κοιτάζοντας αλλού εκεί νος. Υποψιάστηκε ο δικός μας και σήκωσε το κεφάλι. Βλέπει μία με την άλλη τις μηχανές να τραβούν όλες κατά τη στεριά. - Μην έπαθε κανένας; Ρωτάει το μαρκουτσιέρη. - Ναι, κάποιος έπαθε. - Από ποια; - Δεν ξέρω· μακριά είδαμε τη σημαία του μετζάστρα. Έφτασαν όλες οι μηχανές στο Ασπρονήσι- πήδηξαν έξω τα πληρώματα. Καθένας είχε καρδιοχτύπι, ώστε να ιδεί το νεκρό. Τέλος έφτασε κι η μηχανή του Πίπιζα- πρώτος πήδηξε στην αμμουδιά ο πατέρας σου. Ωιμέ! Ο Νικόλας Ραφαλιάς ήταν νεκρός στον άμμο με μια πληγή ορθάνοιχτη στο αριστερό πλευρό. Ακούς! Για το μελάτι ο πατέρας σου σκότωσε τον αδερφό του. Τον έθα ψαν εκεί στο έρημο νησί, δίπλα σε χιλιάδες άλλους άτυχους σαν αυτόν και πάνερμους, και στον ξύλινο σταυρό του έγραψε: «Αδερφοσκοτωμένος σφουγγαράς, 1876» Από τότε δε βούτηξε πια στη θάλασσα, δεν πάτησε μηχανή. Εκεί κάθησε στο άκαρπο νησί, διώχτης των γλάρων και φύλακας του νεκρού. Τέλος με το πρώτο ντεπόζιτο γύρισε πίσω. Ήρθε ίσα στο σπίτι μου. - Χρυσούλα, μου είπε κλαίοντας, κι οι δυο μια την έχουμε την πληγή. Εσύ έχασες τον αρρεβωνιαστικό σου και γω τον αδερφό μου. Το κακό που έκανα σε κείνον ήρθα να το πληρώσω σε σένα. Θα γίνω άντρας σου. Έτσι έγινε άντρας μου ο αντράδελφος κι έγινε πατέρας σου. Μα δεν έζησε ούτε να σε γνωρίσει. Νυχτοήμερα τον τυραννούσε το κρίμα και πέθανε μονοχρονίς. Αλλά την ώρα που ξεψύγαε, δεν είχε άλλη κληρονομιά ν' αφήσει παρά τον ίδιο λόγο: να μη σ' αφήσω να γίνεις σφουγγαράς! Φύλαξα την εντολή του πατέρα μου και δεν έγινα σφουγγαράς. Μα και τώρα που γέρασα στ'άρμενα, την ίδια αισθάνομαι αηδία μπρος σε μια μηχα νή. Δεν ξέρω πώς μου φαίνεται- μα όχι ποτέ σαν πλεούμενο, ευχή και καμάρι της θάλασσας. Του Σατανά χειροτέχνημα φαντάζει ακόμα στα μάτια μου.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΓΚΛΗΣ (Κάλυμνος 1909 - 2006]
θωρής ο Στενόκαρδος
Ο Γιάννης Μαγκλής πρωτοεμφανίζεται στα γράμματα το 1942 με τη συλλο γή διηγημάτων "Οι κολασμένοι της θάλασσας". Γραμμένο στην Αίγινα και «χαρισμένο στους ταπεινούς συντρόφους μου τους σφουγγαράδες», το βιβλίο χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό. Στο διήγημα "Θωρής ο Στενόκαρδος", ο ήρωας, που γίνεται "στενόκαρδος" σαν μπαίνει ο Απρίλης κι ακούει το κάλεσμα της θάλασσας, αποφασίζει να πάει σφουγγαράς, ενώ ο φίλος του, αφηγητής της ιστορίας τους τώρα, δε δέχεται να τον ακολουθήσει. [...] Από εκείνη την ημέρα τον έχασα. Έκανε παρέα δύτες και σφουγγα ράδες και μέθαγε απ' το πρωί. Περάσανε κάμποσες μέρες κι ένα βραδάκι που καθόμουνα σκεφτικός στο κουμούλι του σπιτιού μου, ακούστηκαν βιολιά απ' το στενορύμι. Σε λίγο προβάλλανε δυο ζευγάρια όργανα κι από πίσω πέντε μηχανικοί μεθυσμένοι, με πυρωμένο μούτρο και λουλούδια στ' αυτιά. 0 Θωρής ήτανε στη μέση και με τις χερούκλες του ανοιγμένες, όπως φτε ρούγες, αγκάλιαζε δυο λεβέντες απ' το σβέρκο και τραγούδαγε: Της μηχανής το φόρεμα θα το μαλαματώσω να βάλω το κορμάκι μου ίσως και το γλυτώσω. Σαν έφταξε μπροστά μου, ξεκόλλησε απ' την παρέα του, με μάγκωσε απ', το ποδάρι και μ' έσυρε κάτω. - Δε σε παρατώ, έρχου αντάμα. - Άφησ' με, είπα, μη με ζορίζεις- και τραντάχτηκα σύγκορμος. Μαλάκωσε το σφίξιμο και μ' άφησε- έσκυψε κάτω το κεφάλι και προχώρησε. Όταν έκανε μερικά βήματα, κοντοστάθηκε, γύρισε το κεφάλι, με κοίταξε KL έφερε το δεί χτη στο μελίγγι. - Γιώρζη, είπε μονάχα κι η φωνή του είχε πολύ πικράδα. Κάτι κόμπιασε μέσα μου και θέλησα να τρέξω να τον αγκαλιάσω, μα στρέ φοντας το κεφάλι είδα ν' αστράφτει το τακούνι του παπουτσιού του. Ήτανε μια χρυσή λίρα καρφωμένη και κρύωσα. Ο φίλος μου ήτανε πια βέρος μηχα νικός. Έπαιρνε μπόλικα λεφτά, έπαιζε τη ζωή του κορώνα γράμματα, κάρ126
φωνε τις λίρες στα τακούνια, κάπνιζε χαρτονομίσματα, τράβαγε πιστολιές στο βαρέλι και χυνόταν το κρασί. TL ανάγκη είχε; Λεφτά είχε· κι η σκέψη: θα γυρίσει τον Οχτώβρη, δε θα γυρίσει; τον έπνιγε. Δεν μπορούσε πια να ζήσει διαφορετικά. Έπρεπε να πνίγεται αυτή η φωνή και την έπνιγε το κρασί. Όσο πέρναγαν οι μέρες και σίμωνε η στερνή, τόσο οι μηχανικοί μέθαγαν κι αποχτηνώνουνταν. Ο Θωρής μεθυσμένος πλάγιαζε, μεθυσμένος σηκωνό ταν. Οι μουζικάντες τόνε φέρνανε κάθε νύχτα ως το σπίτι· αυτός τράβαγε ένα δυο κουτουλιές στην πόρτα κι αν δεν προλάβαινε η γρια ν' ανοίξει, η πόρτα πήγαινε μέσα. Φορές φορές που 'τανε παραπιωμένος, καλοπλέρωνε τους μουζικάντες και τους διάταζε να παίζουνε ως το ξημέρωμα. Αυτοί καθίζανε στο κουμούλι, κάτω απ' τη συκαμινιά και βάραγαν τα όργανα. Κι αυτός πλαγιασμένος στο στρώμα ροχάλιζε και ξέρναγε[...] Απ' την πρώτη χρονιά που τσουρμάρησε φάνηκε ποιο θα 'ταν το τέλος του. Πρώτος να βουτά απ' το χάραμα, τελευταίος στο ηλιόγερμα. Όταν έβρι σκε σφουγγάρι, ξεχνιότανε κάτω. Του χτύπαγε ο κολαουζέρης το σκοινί να βγει κι αντιχτύπαγε αυτός: -Αμολάτε με, έχουμε καιρό. Βουνό από φιλότιμο ήτανε τούτο, αφοβιά στον κίντυνο, αψηφησιά στη ζωή; Ποιος ξέρει; Τους φυσικούς νόμους της αντοχής ζήταγε ασυνείδητα να ξευτελίσει ή μονάχα δε μπόραγε να νικήσει τη δικιά του τη δύναμη; Το δεύτερο χρόνο έγινε πρωτομηχανικός. Το φιόρο του νησιού. 0 Θωρής ο στενόκαρδος με τ' όνομα! Οι καπετάνιοι τσακώνουνταν συναμεταξύ τους μπαζάροντας τις χιλιάδες ποιος να τον πρωτοπάρει κι αυτός ολημερίς στην ταβέρνα, με το 'να πόδι στο άλλο, με το κασκέτο σηκωμένο και τα σγουρά μαλλιά να κρέμουνται στο κούτελο σαν τα χαλιά τ' αχταποδιού, και να κατε βάζει το κρασί. Έτσι περνούσε ο καιρός. 0 χρόνος έφερνε το χρόνο, ο μολυσμένος αγέρας της μηχανής και το κρασί παραλούσαν τα σπλάχνα κι οι γυναίκες το κορμί. Τον παραπάνω χειμώνα δεν ήρτε στο νησί. Είπανε πως παντρεύτηκε μια πόρνη κάτω εκεί στην Μπαρμπαριά. Μα την άνοιξη πάλι να 'τος, πρώτος και καλύτερος. Τσουρμάρησε τηλεγραφικώς και το ίδιο καλοκαίρι ακούστηκε το κακό[...] Την ίδια μέρα που 'ρθε, τον ανεβάσανε στο γάδαρο και τον πήγανε στις Μυρτιές- στην άλλη πάντα του νησιού, τη γιομάτη από περβόλια, συκιές, ελιές, που οι πλαγιές είναι σκεπασμένες από πρασινόφυλλες μεθυστικιές μυρ τιές και που τα περιγιάλια είναι πλατιά, σκεπασμένα με λεπτή άμμο. Πολλοί νησιώτες έχουνε στο μέρος τούτο μια ρίζα συκιάς ή ελιάς και το καλοκαίρι πάνε, φτιάχνουν ένα τσαντίρι και κουτσοπερνούν τους ζεστούς μήνες.
Για το Θωρή βρέθηκε μια γριά ξαδέρφισα που τον συνέδραμε και τον πήρε στο χωράφι της. Στους μήνες που πέρασαν ολοένα λογάριαζα να πάω να τόνε δω, μα κάτι μέσα μου έτρεμε και μ' έκανε ράθυμο. Πότε η μια πρόφαση, πότε η άλλη με απομάκρυνε. Μα μια μέρα δεν μπόρεσα πια να βασταχτώ και πήγα. Το χωράφι ήτανε μικρό, περιτριγυρισμένο με χαμηλή κούμουλα και στη μέση η καλύβα στηριγμένη στον κορμό μιας ελιάς. Μπροστά ασπροσβεστωμένες πέτρες σχημάτιζαν ένα δαντελωτό προαύλι κι από γύρα καμιά δεκαπε νταριά συκιές κατέβαζαν τα πλατιά ολοπράσινα φύλλα τους. Πήδησα την εμπασιά νιώθοντας κάτι μέσα μου να σπαρταρά και να με κάμει να σιγοτρέμω. Κάποιο συναίστημα σκοτεινό, αξεδιάλεχτο: φόβος, ντρο πή, ξευτελισμός για τον άνθρωπο, κάτι τέτοιο μ' έκανε να υποφέρω και να μου συγκρατεί το βήμα. - Να κι ο Γιώρζης, μας θυμήθηκε επιτέλους. Η φωνή του θωρή με χτύπησε, μ' έσπρωξε κι άνοιξα γοργά τα σκέλια όσο μπορούσα χαρούμενος καιγελαστός. 0 Θωρής ήτανε καθισμένος κατάχαμα κι ακουμπισμένος στο αποβαστάρι της καλύβας. Του 'ριξα μια γλήγορη ματιά στο κορμί, στα παραλυμένα αχαμνά ποδάρια κι ύστερα τον κοίταξα στα μάτια προσπαθώντας να σβήσω κάθε έκφραση πόνου και συγκίνησης απ' το πρόσωπο, μα το λαρύγγι μου ήτανε στεγνό πολύ KL ουδέ λέξη μπόρεσε να ξεγλιστρήσει. Του πήρα το χέρι χαμογελώντας και το 'σφιξα με δύναμη, μ' όση μπορούσα δύναμη, θέλοντας τάχατες να του δείξω πως τον θεωρούσα άξιο και λεβέντη σαν και πρώτα, μα ένα δάκρυ για την κατάντια του μ' ανέβηκε ως απάνω και για να το κρύψω έσκυψα, τον αγκά λιασα με το ζερβί μου χέρι και τον φίλησα στην άκρια του μάγουλου. - Πάλι καλά που μας θυμήθηκες, Γιώρζη. Εμείς λέγαμε πως μας αποξέχασες. - Εγώ.., και κούνησα κατεβατά το κεφάλι. «Τι να πω, θε μου; Αχ, ας μου 'λεί πε αυτό το ποτήρι». Όχι, θωρή, αλλά να, μικροδουλειές, ταξίδια να βγάλουμε το καρβέλι. Ας είναι τουλάχιστο που 'σαι καλά, θωρή. Εσύ έγιανες κιόλας. - Καλά πλια, Γιωρζή, και σώπασε. Καλά; είπε πάλι ύστερα από λίγη σιωπή. Τέτοια καλά ας λείπανε, Γιωρζή. Σάματις μπορώ να σαλέψω, να σταθώ ολόρτος; Δε μ'ακούνε πλια τα έρημα. Κι όπως μίλησε χούφτιασε τις γάμπες του και τις ανασήκωσε. Στα μάτια μου φάνηκε πως ήτανε δυο κουκλίστικες γάμπες παραγεμισμένες άχερο, άψυχες και άσαρκες. Πού πήγε η δύναμη του; Πού πήγε ο άκρατος χυμός που ξεχυνόταν μες στις γαλάζιες φλέβες; Μέσα καπότες ζούσε μια δαιμονικιά δύναμη αδιαφέντευτη, που το μυαλό του δεν μπόρεσε να δαμάσει και τον έσυρε στ'ο γκρεμό. Λίγη καρδιά ακόμα, θωρή. Σφίξε τις μασέλες- λίγη καρδιά ακόμα. Πάρε το
κοφτερό μαχαίρι και μπήχ' το στα φαρδιά στήθια να γδικιωθείς εκείνον που σου 'δωκε την περίσσια τούτη δύναμη, την ανώφελη, που σ'αφάνισε. Γιατί τι φταις εσύ, Θωρή; Τι φταις, αντρίκελο μιας άλλης δύναμης; Μα δεν μπόρεσα να πω λέξη απ' αυτά. - Μη χολιάς, Θωρή· θα γιάνεις γρήγορα. Εσύ 'σαι θηρίο στη δύναμη και γρήγορα πάλι θα γιάνεις. Μπας κι είσαι ο πρώτος; Το θυμάσαι δα το Μιχάλη το Καπρί πώς ήτανε και τώρα έγινε καλά. Κι ήτανε μόνος; Εσύ δα τους ξέρεις καλύτερα. - Ε, ο Μιχάλης ήταν αλλιώς. Τον πήρε χαμηλά η μηχανή. Εγώ όμως ήμου να παράλυτος σύγκορμος. - Εσύ ό,τι κι αν είσαι θα γιάνεις γλήγορα, άκουσε μένα που σου λέω. Εγώ σε γνωρίζω καλύτερα. Κι άρχισα από ιστορία σε ιστορία να του θυμίζω τα νιάτα και τη λεβεντιά του. Σιγά σιγά αποξεχάστηκε. Η σκεβρωμένη και μουροπράσινη απ' το δηλη τήριο του μολυσμένου αγέρα φάτσα του ζωντάνεψε, κοκκίνισε κομμάτι, τα μάτια του αστράψανε κι άρχισε να γελά λεύτερα και να διηγιέται. Τον άκουγα και με το παραμικρό χαχάνιζα σα μουρλός, μα η καρδιά μου ήτανε σφιγμένη. 0 Θωρής δεν ήτανε πια ο ίδιος· είχε λιγνέψει κι αποχαμνώσει. Έχασε το κοκκινόχαλκο χρώμα της υγείας κι έγινε κιτρινοπράσινος. Όπως ήτανε με το πουκάμισο ανασκουμπωμένο έβλεπα κάτι μπρατσάκια αδύναμα, κίτρινα, σαν αρρωστιάρικα κλωνάρια συκιάς που τα χουφτιάζεις και γίνονται θρύψαλα. Οι πλάτες του είχανε στενέψει σα να 'χάνε περάσει από πρέσα, μα το μούτρο του, αγκαλά πολύ αδυνατισμένο, ήτανε αδρό και δυνατό και τα μαύρα μάτια του παραμεγαλωμένα βγάνανε αρρωστιάρικη λάμψη διαπεραστική, σαν αστραπή μες στο σκοτάδι. 0 σκούφος του έστεκε ψηλά στο κεφάλι και τα πυκνά, μαύρα μαλλιά κρεμιόντουσαν στο κούτελο του σαν τα στριφτά αποκλάδια μέδουσας. - Ε, χρόνια, έρημα χρόνια! Άχου βάχι- κι ένα κύμα λάβας βγήκε μέσα απ' την ανάσα του. Άπλωσε τις απαλάμες στη γη και πάσχιζε να μετακινηθεί, να ξεμουδιάσει. - Λείπουν κι οι γυναίκες, είπε. Κατεβήκανε στην πόλη να ψωνίσουν τα χρειαζούμενα μια που θα ξεχειμωνιάσουμε στις μυρτιές. 0 γιατρός, ξέρεις, μου 'πε να χώνουμαι στον άμμο δυο ώρες κάθε μέρα. Καθίζω λοιπόν στο γάδαρο, κατεβαίνω στο γιαλό, ξαπλώνω και χώνουμαι στον άμμο ως το λαιμό. Να, βλέπεις ετούτο το σκοινί που 'ναι δεμένο απ' το χοντρό κλώνο της ελιάς ως τη ρίζα της συκιάς; Κάθε πρωί, σαν ξυπνήσω, με τραβά η γυναίκα, με σέρνει εδώ, μου δίνει το σκοινί στα χέρια και τραβώ. Σιγά σιγά κυλιέμαι κάτω και φτάνω ίσαμε τη ρίζα της συκιάς- ύστερις ορτσάρω και τραβώ το σκοινί ως την ελιά. Και πάλι από ξαρχής. Μια ώρα με το ρολόι κρατά αυτή η δουλειά. - Τι λες; Αυτό είναι μεγάλο μαρτύριο, κάνω άθελα.
- Μαρτύριο; Και κούνησε το κεφάλι πικραμένα. Μα τι να κάνω; Έτσι μονάχα θα γιάνω. Τραβώ, που λες, το σκοινί, τεντώνουνται οι ποντικοί κι οι φλέβες και το αίμα κυλά με δύναμη. Στην αρχή άμα πιάστηκα, το κορμί μου γιόμισε πληγές και μπυωμένες φούσκες. Εδώ στα πόδια άρχισε να βρωμίζει η σάρκα. Ξούσες λιγάκι κι έβλεπες κάτι πράσινα πραματάκια, σα σκουλήκια, να κινούνται και να κουβαριάζονται. Άρχισα να γκαγκρενιάζω. Κι ύστερα με πιάνανε κάτι σπασμοί, μαύριζα ολόκληρος κι έφτυνα αίμα. Στο νοσοκομείο μπήκα στη δίαιτα και σώθηκα. Καθάρισμα το κορμί δυο φορές τη μέρα, απαλό τρίψιμο, πείνα και καθάρσια να ξεπλυθούν τα αίματα- κι ύστερις γυμναστική. Μου βάλανε δυο κρίκους στις δυο γωνιές της κάμαρας, δέσαν ένα σκοινί κι όλη μέρα τραβούσα και σερνόμουνα. Ήθελα να του πω: Άσ' τα πια αυτά, μην τα σκέφτεσαι- περασμένα ξεχα σμένα^..] (Επιλογή-επιμέλεια: Προνόη Θεολογίδου)
130
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
ι •:-••'
Ο αρχαιολογικός χώρος της Κολώνας Φωτογραφία του Γιώργου Βαφιαδάκη, φωτογραφικό αρχείο Ε.Λ.Ι.Α.-Μ.Ι.Ε.Τ,
131
ΤΑΚΗΣ ΚΟΥΜΠΗΣ*
ΕΝΑΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ - ΠΕΡΙΤΕΙΧΙΣΜΑ ΣΑΝ ΜΥΘΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΑΙΑΚΟΥ Μια αρχιτεκτονική πρόταση της Μαργαρίτας Κουλικούρδη
i^;dj
w^MM Αίγινα VI. Αναπαράσταση των οχυρωματικών τειχών.
0
επισκέπτης της Γλυπτοθήκης του Μονάχου αντικρίζοντας τα εναέτια γλυπτά του ναού της Αφαίας - ένα ακόμη βίαιο ξενίτευμα - θα αισθανθεί
ότι εισέρχεται σε ένα «κεραυνοφόρο πεδίο», καθώς μια λάμψη θα τον διαπε ράσει, που εκπορεύεται από το κάλλος των έργων και ανταποκρίνεται στο εκφανέστατον και ερασμώτατον του Πλάτωνα. Εντούτοις, θα διερωτηθεί για την απουσία του αιγινήτειου εδάφους, του φωτός, του χώρου και των ονομά των των ηρώων που αναπαρίστανται στα αετώματα του ναού και συνδέονται με τις μυθικές απαρχές της Αίγινας. 0 Αιακός, ο Τελαμώνας, ο Αίας αφήνουν τα ίχνη τους στους μύθους, στην εικονογραφία, στις αφηγήσεις του Πινδάρου, αλλά και στις γλυπτικές αναπαραστάσεις, στην αρχιτεκτονική του χώρου και των κτηρίων. Όπως αναφέρει ο Πίνδαρος, ο Αιακός, γιος του Δία και της νύμ φης Αίγινας, έλαβε μέρος στη λιθοδόμηση του τείχους της Τροίας ως ο μόνος θνητός που έθεσε τους όρους κατασκευής, συνιστώντας ένα είδος πρωτομά στορα ή αρχιτέκτονα. Και οι απόγονοι του Αιακού, ο Τελαμώνας και ο Αίας, συμμετείχαν στην εκπόρθηση της Τροίας, όπως αναπαριστάνουν τα γλυπτά στο ανατολικό αέτωμα του ναού της Αφαίας, επιβεβαιώνοντας τους μύθους. »Αρχιτέκτων διδάσκεί στην
ΑςΚΤ 132
Συνεπώς, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η πολεοδομική και αρχιτε,
,
,
,
,
,
,
" ,
κτονική απαρχή της Αίγινας συνίσταται στην κατασκευή ενός τείχους, ενός
οχυρού, μιας ζώνης, η οποία ακολουθεί αφενός το περίγραμμα των εσωτερι κών κτισμάτων και αφετέρου τους δαιδαλώδεις ελιγμούς της ακτογραμμής. Όπως δείχνουν οι αναπαραστάσεις των οχυρωματικών τειχών της πόλης «Αίγινα VI» της Πρωτοελλαδικής εποχής, προέκυπταν επάλληλες συμπαραθέσεις τειχών, με διαφορετικές αρθρώσεις, εν είδει λωρίδας, που άφηναν ενδιάμεσα κενά ή διαδρόμους, καθιστώντας το παλαιό τείχος προτείχισμα. Η Μαργαρίτα Κουλικούρδη αναφέρεται σε αυτή την Προϊστορική Εποχή για να συλλάβει κάτι πολύ σύγχρονο, αφαιρετικό και λειτουργικό συνάμα, με
133
τον ίδιο τρόπο που OL κυβιστές ζωγράφοι εμπνέονται από τα ειδώλια της αρχαϊκής γλυπτικής. Επιχειρεί να συγκροτήσει μια διαδρομή περιπάτου, κατά μήκος του τμήματος της ακτογραμμής της Αίγινας, στη δυτική πλευρά του νησιού, παραπλεύρως του κεντρικού λιμένος και της πόλης της Αίγινας. 0 διά δρομος αυτός, υπό τη μορφή εναέριου μονοπατιού ή πεζογέφυρας, που λαμ βάνει διάφορα σχήματα, ανάλογα με την τοπογραφία και το ανάγλυφο του εδάφους, εκτείνεται από τον αρχαιολογικό χώρο της «Κολόνας» έως τον φάρο «Μπούζα» - τα δύο σημαντικά τοπόσημα του νησιού - σε μήκος δύο χιλιομέ τρων και σε πλάτος είκοσι μέτρων, κατά μέσο όρο, ανάμεσα στην ακτογραμμή και τον παραλιακό δρόμο. Το νέο αυτό «ακραίο προτείχισμα» στοχεύει να εκπληρώσει δύο αποστολές, να προσφέρει εκ νέου στο νησί δύο σημαντικές εμπειρίες που έχουν ήδη απωλεσθεί: αφενός να μας δώσει τη δυνατότητα να κινηθούμε επάνω από τα φυσικά όρια συνάντησης της θάλασσας και της στε ριάς, θαυμάζοντας τους μοναδικούς ελιγμούς της ακτογραμμής, αισθανόμενοι ορισμένες φορές, ότι είμαστε «έξω από το νησί», μετέωροι- και αφετέρου να μας υποβάλει σε μια διαδρομή επίσκεψης αρχαιολογικών και αρχιτεκτονικών σημείων, τα οποία μπορούν να διασυνδεθούν και να δώσουν ένα νέο πολιτι σμικό στίγμα. Πρόκειται για την κατοικία του ζωγράφου Νίκου Νικολάου, το εργαστήριο - κατοικία του Γιάννη Μόραλη, το μουσείο του γλύπτη Χρήστου Καπράλου και την κατοικία του Νίκου Καζαντζάκη. Η Μαργαρίτα Κουλικούρδη, εστιάζοντας στο ανάγλυφο του εδάφους, με τα πλατώματα στα άκρα της διαδρομής, με τα κεκλιμένα επίπεδα ενδιάμεσα, καθώς και με τις εσοχές και τις εξοχές προς τη θάλασσα, σχεδιάζει ένα αυτοτε λές μονοπάτι σαν μια επιμήκη εξέδρα, που άλλοτε αγγίζει το έδαφος και άλλο τε μετεωρίζεται στο κενό, επάνω από τη θάλασσα. Με αυτή την έννοια, επιχει ρεί να θέσει υπό δοκιμασία την αίσθηση ασφάλειας του περιπατητή, έχοντας υπόψη της τον αρχαίο μύθο που αναφέρει ότι η Ήρα, για να εκδικηθεί τον Δία, έσπειρε φίδια στα ύδατα του νησιού. Ωστόσο, η ελικοειδής αυτή κίνηση, επάνω από την οφιοειδή ακτογραμμή, που παραπέμπει στο μύθο, διασφαλίζει τη μετάβαση του περιπατητή ως το πέρας της διαδρομής, όπως τότε που διέφυγε τον κίνδυνο ο Αιακός. Η διαδρομή διαστίζεται από πέντε σημεία που χαρακτηρίζουν την αρχιτε κτονική σύνθεση: την εξέδρα, ως αφετηρία, πλησίον του αρχαίου λιμένα, εν συνεχεία τη στοά, τα καθιστικά, το παρατηρητήριο και την κορδέλα, στο πέρας του περιπάτου, στο φάρο «Μπούζα». Η εξέδρα συνιστά την εναρκτήρια κίνηση της διαδρομής και εστιάζει στη διασύνδεση του αρχαιολογικού χώρου, του λόφου, και των ερειπίων του αρχαίου λιμένα. Αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα και έχει μήκος 138 μέτρα. Πρόκειταιγια μια κατασκευή από ανο μοιόμορφους μεταλλικούς πασσάλους, με ελεγχόμενη στατική επάρκεια, οι οποίοι στηρίζουν μεταλλικούς δοκούς σε σχήμα Η, καλυπτόμενους από ξύλι-
νο δάπεδο. Η εξέδρα προσκολλάται βαθμιαία στο βράχο και καταλήγει στη στοά. Η στοά είναι μια επιμήκης κρεμαστή μεταλλική κατασκευή, πακτωμένη στον βράχο, που θυμίζει τις μοναστηριακές επινοήσεις των Μετεώρων. Μια σειρά από μεταλλικά αγκύρια, σαν πλέγμα κάλαθου, που απέχουν μεταξύ τους 30-60 εκατοστά, δημιουργούν των αίσθηση μετεώρισης στο κενό. Τα καθιστικά, που εκτείνονται μετέπειτα, άλλοτε αγγίζουν το έδαφος και άλλοτε πακτώνονται σε αυτό, λειτουργώντας σαν πρόβολοι. Όταν η τοπογραφία διαμορφώνει απότομες πλαγιές, από το μονοπάτι αναδύεται μια ανάλαφρη σκάλα που οδηγεί τον περιπατητή σε άλλη διαδρομή μέσα σε πυκνή βλάστη ση. Στο μέσον της διαδρομής και σε υψόμετρο 12 μέτρων από τη θάλασσα, σχεδιάζεται ένα παρατηρητήριο, υπό τη μορφή κεκλιμένων επιπέδων που διασταυρώνονται σε σχήμα κάτοψης λαβυρίνθου. Η μεταλλική αυτή κατα σκευή που διαφοροποιείται εξαιτίας της τοποθέτησης των πασσάλων υπό γωνία, θυμίζει τα ξύλινα παραπήγματα της λαϊκής αρχιτεκτονικής, που τόσο εξύμνησε ο Άρης Κωνσταντινίδης. Στο φάρο «Μπούζα» ο περιπατητής ολο κληρώνει τη διαδρομή του, σε ένα γαλήνιο πλάτωμα που έχει ως επισήμανση το φανό, ενώ προτείνεται μια σχεδιαστική μετάλλαξη της διαδρομής: το «μονοπάτι - περιτείχισμα» που προβάλλεται μέχρι τώρα ως κάτοψη, ανυψώ νεται και τίθεται καθέτως ως όψη, η οποία λειτουργεί όπως η ταινία του Moebius,oav μια κορδέλα διαφόρων σχημάτων και λειτουργιών. Συνεπώς, το μονοπάτι γίνεται συγχρόνως στέγαστρο, καθιστικό και πέτασμα οπτικών παιγνίων θέασης. Η πρόταση της Μαργαρίτας Κουλικούρδη προσβλέπει στη δημιουργία μιας μοναδικής εμπειρίας, η οποία κρίνεται σήμερα απαραίτητη, καθώς οι βίαιες και παράφωνες παρεμβάσεις έχουν πλήρως αλλοιώσει το ανάγλυφο της τοπογραφίας του νησιού, δημιουργώντας συγχρόνως τεράστια προβλή ματα αποσύνδεσης. Αυτός ο σχεδιασμός συνιστά έναν άλλο τρόπο παρέμβα σης, που πρεσβεύει ένα πραγματικά αρχιτεκτονικό ήθος απέναντι στη σύγ χρονη βαρβαρότητα.
IMI
:
>:-•
;
τρισδιάστατη απεικόνιση δεύτερου επίπεδου
Η ΕΞΕΔΡΑ
136
κεντρική ιδέα
τοπογραφικό
όψη
άποψη από τη θάλασσα
137
Η ΣΤΟΑ
τομή Γ - Γ κάτοψη
138
139
Bf-
ΤΑ ΚΑΘΙΣΤΙΚΑ
I* : :
Η διασύνδεση των δύο επιπέδων του μονοπατιού
140
141
τρισδιάστατες απεικονίσεις παρατηρητηρίου
Wammanti
142
À
i ,
V^
Η "ΚΟΡΔΕΛΑ" τρισδιάστατη απεικόνιση κορδέλας
M
επεξεργασία υλικού με σκοπό τη δημιουργία οπτικών παιχνιδιών
Fi ••ΗΜ 143
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΤΑΝΟΣ
Τρία ζωγραφικά έργα με θέματα από την Αίγινα
ρία ζωγραφικά έργα με θέματα από την Αίγινα, φιλοτεχνημένα από ισά ριθμους καλλιτέχνες, βρίσκονται στην καλλιτεχνική συλλογή έργων τέχνης της Βουλής των Ελλήνων και παρουσιάζονται στο Κοινοβούλιο. Ανα λυτικά: Ανδρέα Βουρλούμη (Πάτρα 1910 - Αθήνα 1999], «Αίγινα» (μολύβι και υδατογραφία σε χαρτί, 30,7X40,8 εκατοστά, υπογραφή κάτω δεξιά). Τα πρώτα μαθή ματα ζωγραφικής, σε ηλικία έντεκα χρόνων, τα πήρε στην Πάτρα κοντά στο Γάλλο Α. Πικ. Σπούδασε χημικός στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι, όπου έκανε ελεύθερες σπουδές ζωγραφικής και παρακολούθησε μαθή ματα χαρακτικής στη Σχολή Καλών Τεχνών (1934 35], Το 1936 γύρισε στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε οριστικά. Πήρε μέρος στις εκθέσεις του «Αρμού» (1949 - 1952) και παρουσίασε την πρώτη ατομι κή του έκθεση στην αίθουσα Πέην το 1954. Το 1957 πήρε μέρος στη Μπιενά λε της Αλεξάνδρειας. Αναδρομικές εκθέσεις του οργανωθήκανε το 1963 στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, το 1990 στην Εθνική Πινακοθήκη και το 1999 στο Μουσείο Μπενάκη. Το 2004 το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας παρουσίασε έκθεση έργων του με ελαφρές ύλες. Η ζωγραφική του, δεμένη με την Αθήνα και το περιβάλλον της, περιλαμβάνει μορφές, αντικείμε να, όψεις ελληνικών τοπίων, ενώ έχει φιλοτεχνήσει και αρκετές αυτοπροσω πογραφίες. Νικολάου Οθωναίου (Καλαμάτα 1877/1880 - Σκόπελος 1949), «Ο Αγιος Νικόλαος ο Θαλασσινός στην Αίγινα» (λάδι σε λινάτσα, 42,5Χ 63 εκατοστά, υπογραφή κάτω αριστερά). Μαθητής του Κωνσταντίνου Βολανάκη και του Νικηφόρου Λύτρα στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας, απ' όπου αποφοίτη σε το 1901, από το 1906 συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονά χου. Μετά από διετή παραμονή στο Λονδίνο γύρισε στην Αθήνα το 1910 κι άρχισε να παρουσιάζει έργα του σε καλλιτεχνικές εκθέσεις. Πήρε δυο φορές μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας, το 1934 και το 1936. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Ομάδας Τέχνης» (1917) και διευθυντής των παραρτημάτων της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών στην Ύδρα και τους Δελφούς. Το έργο του κινείται στον απόηχο του ιμπρεσιονισμού (η προσπάθεια να εκφραστεί η
γενική ατμόσφαιρα μιας σκηνής ή οι φευγαλέες εντυπώσεις που προκαλούν τα πράγματα και το φως) και περιλαμβάνει σκηνές της καθημερινής ζωής, πολεμικά θέματα, τοπία και απεικονίσεις ζώων. Πολύκλειτου Ρέγκου (Χαλκείο Τρεγέας Νάξου 1903 - Θεσσαλονίκη 1984), «Σούρουπο στη Αίγινα» (1927, λάδι σε χαρτόνι, 41X48 εκατοστά, υπογραφή κάτω αριστερά). Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1920 - 1926). Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι (1930 - 1935), ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα χαρακτικής στο εργαστήρι του Δημή τρη Γαλάνη. Ταξίδεψε στην Ευρώπη και στην Αμερική μελετώντας στα μου σεία και το 1935 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί δίδαξε σχέδιο στο Πειραματικό Σχολείο από το1937 και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο από το 1951 ως το 1969. Το 1934 έβγαλε στο Παρίσι λεύκωμα με 21 ξυλογραφίες από το Αγιονόρος. Την εκθεσιακή του δραστηριότητα ξεκίνησε το 1926, και στη συνέχεια παρουσίασε το έργο του σε ατομικές, ομαδικές, πανελλήνιες και διεθνείς εκθέσεις ζωγραφικής και χαρακτικής (Μπιενάλε Αλεξάνδρειας 1957, χάλκινο μετάλλιο- Α' Διεθνής Μπιενάλε Χαρακτικής, Κρακοβία 1966- Ετήσιο Σαλόνι Χαρακτικής, Ανκόνα 1966,1968). Το 1980 το έργο του παρουσιάστη κε σε αναδρομική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη και το 1983 στο Βαφιπούλειο Πνευματικό Κέντρο Θεσσαλονίκης. Ασχολήθηκε συστηματικά με την αγιογράφηση εκκλησιών και τη ζωγραφική φορητών εικόνων, ενώ εικονο γράφησε επίσης λογοτεχνικά περιοδικά και αρθρογράφησε σε θέματα τέχνης. Στη θεματογραφία του περιλαμβάνονται τοπία -πολλά από το Αγιονόρος και το Παρίσι- προσωπογραφίες, νεκρές φύσεις, ηθογραφικές και μυθολογικές σκηνές, καθώς και θρησκευτικά θέματα. Με ποιητική διάθεση κι ευαισθησία εξαιρετικά καλλιτεχνική στη χρήση του χρώματος στις ζωγραφιές, βλέπουνε και ιστορούνε το αιγινήτικο τοπίο οι τρεις καλλιτέχνες. Χρώματα απαλά σ' αιθέριους, διάφανους, λεπτούς τόνους. Ακόμα και τα σκιαγραφήματα ενώνονται απαλά με τη γενική εντύπωση που παρουσιάζεται στην εικόνα. Το καθαρό, φωτεινό, αναλλοίωτο κι όχι τραυμα τισμένο αιγινήτικο τοπίο. Από τον Αγιονοκόλα το Θαλασσινό στο μόλο, στο λιμάνι, ως το βουκολικό βοσκοτόπι κάπου στην Παλιαχώρα το σούρουπο, στον εσπερινό, ανάμεσα στ' αλειτούργητα ξωκλήσια, ερημοκλήσια, να ματώ νει η ψυχή σου με τη φοβερή εγκατάλειψη τους. Για την «Ελληνική Γραμμή» ο Περικλής Γιαννόπουλος παρατηρεί: «Η φυσική αυτή, διαυγέστατη Γραφή της Γραμμής, δεν είναι δυνατόν παρά να είναι η θεμελιώδης ιδέα, η θεμελιώδης βάση, η αναπότρεπτος ανάγκη, προς την οποίαν θέλουσαι και μη θα συμμορφωθούν αι Τέχναι όλαι. Εις την φυσικήν αυτήν βάσιν στηριζόμενος ο νους θα δημιουργήση το είδος της γραφής της Γραμμής πρωτίστως εις την Ζωγραφικήν, Γλυπτικήν, Αρχιτεκτονικήν και εις πάσας τας τέχνας δι' όλα ανεξαιρέτως τα αντικείμενα της ζωής. Και η
γραμμή αυτή κατά φυσικήν ανάγκην θα είναι διαυγέστατη. Κι αυτό είναι το πρώτιστον χαρακτηριστικόν της Ελληνικής Γραμμής». Εξάλλου ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης, για τη «Συναισθηματική τοπογραφία» σημειώνει: «Το φως έπλασε τούτο τον Κόσμο. Το φως τον συντηρεί και τον γονιμοποιεί. Αυτό μας τον φανερώνει στα υλικά μας μάτια, για να τον φωτίσει το φως της ψυχής μας... Επάνω από την ακίνητη τούτη γεωμετρία της γης, είναι το αεικίνητο Κράτος του Αιθέρος και του Φωτός». Η διευθύντρια στην Εθνική Πινακοθήκη Μαρίνα Λαμπράκη- Πλάκα, για την Ελληνική Τοπιογραφία σχολιάζει: «Η Ελλάδα μετεωρίζεται & ένα πνευ ματικό υπερβατικό διάστημα, μεταβάλλεται σε μια πνευματική ουτοπική πατρίδα, όπου μας έπεσε ο ευλογημένος κλήρος να κατοικούμε. Οι πνευματι κοί άνθρωποι δοκιμάζουν αυτό το ισχυρό βίωμα, που είναι καρπός και της αίσθησης και της νόησης. Είναι μια Ελλάδα αδιάκοπα αναδυόμενη μέσα από το φως του μύθου και της ιστορίας. Μια θεία επιφάνεια. Πώς να ζωγραφίσεις αυτή τη χώρα;». Η ιστορικός Τέχνης Ίριδα Κρητικού οργάνωσε θαυμάσια αιγινήτικη τοπιογραφία στην Αίγινα, θυμίζω πως κι άλλοι καλλιτέχνες έχουνε κάνει ζωγραφικά έργα με θέματα από την Αίγινα, όπως ο Σπύρος Παπαλουκάς, ο Λυκούργος Κογεβίνας, ο Ερνστ Τσίλλερ, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Δημήτρης Κούκος.
146
•••
.
0
';
Ζ li Χ ..
•;;•;
^ :ψ ·
.--.,- .-.--.,. -,
Νίκη Καραγάτσι], Το καραβάκι για την Αίγινα, (τέμπερα σε χαρτί).
147
ΜΑΙΡΗ ΓΑΛΑΝΗ-ΚΡΗΤΙΚΟΥ
Ταξιδεύοντας με τα καράβια του Σαρωνικού! Κάθε ταξίδι και καημός, κάθε βαπόρι μνήμη!
το προηγούμενο τεύχος της «Αιγιναίας» η Αννα Ρόδη έγραψε ένα ωραίο άρθρο για τα καράβια που αυλάκωναν το Σαρωνικό τα προκατοχικά και μεταπολεμικά χρόνια. Τα ονόματα παρέλασαν στα μάτια μου και μου έφεραν ζωντανές μνήμες τόσο έντονες, που νιώθω την ανάγκη να τις μοιραστώ μαζί σας. Οι σημερινοί νέοι, που αγανακτούν όταν τα δρομολόγια των πλοίων δεν είναι πυκνά, δεν μπορούν να φανταστούν αυτό που ζήσαμε εμείς τα μεταπο λεμικά χρόνια, όταν το κάθε ταξίδι στον Πειραιά αποτελούσε γεγονός και περιπέτεια κι όταν την παραμονή της αναχώρησης δεν μπορούσαμε να κοι μηθούμε από την αναστάτωση της αναμονής του ταξιδιού. Την εποχή εκείνη, η άφιξη και η αναχώρηση του μοναδικού -συχνά- πλοί ου την ημέρα, σημάδευε τη ζωή μας, την ζωντάνευε, έσπαγε τη ρουτίνα μας, μας πρόσφερε όνειρα για εμφάνιση μιας καινούργιας φάτσας που θα ποίκιλ λε την ομοιομορφία των γνωστών προσώπων, που εμφανίζονταν σχεδόν
Από τα πρώτα φέρυ της Αίγινας, το «Αφαία». 148
πάντα, τις ίδιες ώρες, στις ίδιες γωνίες, με τα ίδια ρούχα, με το ίδιο ύφος, με τις ίδιες κουβέντες, τις ίδιες χειρονομίες. Υπήρχαν πολλοί Αιγινήτες που δεν έχαναν ποτέ το ραντεβού τους με την άφιξη του πλοίου. Στήνονταν μπροστά στη σκάλα και παρατηρούσαν τους επιβάτες που κατέβαιναν. Ένας πιστός στην αναμονή των πλοί ων ήταν ο φίλος μου, ο Κώστας ο Γιαννούλης, μετέπει τα καπετάνιος υπερατλαντικών πλεούμενων. Πήγαινα κι εγώ συχνά, να χαζέψω. Γελούσα με την άφιξη του «μυστικού αστυνομικού». Τι μυστικός δηλα δή, όλοι τον ξέραμε κι ας μη φορούσε στολή. Κατέβαι νε σοβαρός, με βλοσυρό ύφος κι έκοβε κίνηση. Ανάμε σα σ' αυτούς που χάζευαν δεν ήταν όλοι αθώοι σαν τον Αριστερά, η μητέρα μου, Κώστα κι εμένα! Υπήρχαν οι χαφιέδες της αστυνομίας Ζηνοβία Πελεκάνου που έτρεχαν στο τμήμα ν' αναφέρουν οποιαδήποτε στο πλοίο «Ιωάννα», Αίγινα 1926. κίνηση τους είχε φανεί ύποπτη. Ας μην ξεχνάμε ότι η Αίγινα είχε πολύ βαριές φυλακές. Για πολλά χρόνια υπήρχαν επισκέπτες των ποινικών και πολιτικών κρατουμένων, που έρχονταν και στα χρόνια του εμφυλίου αλλά και μετά απ' αυτά. 0 ένας υποπτευόταν τον άλλο! Κάτι που μας άρεσε να βλέπουμε ήταν οι βάρκες που έπαιρναν τους ταξι διώτες από τα πλοία, όταν λόγω θαλασσοταραχής αλλά και έλλειψης σωστού λιμανιού, αυτά δεν μπορούσαν να πλευρίσουν. Θυμάμαι με πόσο κόπο κατέ βαζαν κι ανέβαζαν κάποιες χονδρές κυρίες. Μία την είχαν δέσει πάνω σε καρέκλα μια φορά και την κατέβασαν με σχοινιά στη βάρκα! Σαν όνειρο θυμάμαι ένα ταξίδι με τους γονείς μου λίγους μήνες πριν από τον πόλεμο. Είχαμε πάει στην Αθήνα και στο μαγαζί του Λαμπρόπουλου κάθισα πάνω σ' ένα ποδηλατάκι και δεν έφευ γα με τίποτα. 0 πατέρας μου μού το αγόρασε προκαλώντας σκάνταλο στην Αίγινα, γιατί «αγόρασαν ποδήλατο σ' ένα κορί τσι». 0 πατέρας μου μού αγόρασε το ποδήλατο και η μητέρα μου μού χάρισε ένα λεπτό βραχιολάκι με μία πέτρα τυρκουάζ. Γυρίζοντας με το πλοίο στην Αίγινα -δεν θυμάμαι αν ήταν με την «Πτερωτή» ή τη «Μοσχάνθη»- έχωσα το βραχιολάκι στη σχισμή ενός φιλιστρινιού και δεν έβγαινε με τίποτα. Στα κλά ματα μου ήλθε αμέσως ο θαλαμηπόλος να δει τι συμβαίνει και οι γονείς μου πλήρωσαν ένα μεγάλο ποσό, για να ξεβιδώσουν όλο το φιλιστρίνι καινά βγάλουν το βραχιόλι! Τους καιρούς εκείνους οι θαλαμηπόλοι των πλοίων ήταν
Νεαροί της Αίγινας επί του «Ύδρα», 1927. 149
«ÏÏÎÎ-VSS: _•;.
'••"""'•'•'
:• S Sii i l
" .„.
1
,
iäftiff j^4»;:;-
•
'-iiïWSPft'*^?*'"·
:ί
Αίγινα 1928, το πλοίο «Μάνα».
σωστοί άρχοντες, αρχιναύαρχοι! Τους τρέμαμε. Σοβαροί, με ύφος πεντακο σίων καρδιναλίων, αυλάκωναν διαρκώς τα σαλόνια των πλοίων επιτηρώντας την τάξη, τη συμπεριφορά των ταξιδιωτών και την τήρηση των σωστών θέσεων. Γιατί τότε υπήρχαν δύο θέσεις: πρώτη και τρίτη. Είναι γνωστή η ιστορία που λέμε μεταξύ μας για τον πατέρα της Ελπίδας, το Νίκο το Μαργαρώνη, που ήταν μηχανικός πλοίων κι επειδή ήταν μέτοχος σε κάποια πλοία του Σαρωνικού, έκανε έλεγχο εισιτηρίων. Οι αιγινήτες, λοιπόν, παίρνανε εισι τήριο τρίτης θέσης, κάθονταν στην πρώτη, αλλά φρόντιζαν να είναι από τη μεριά που συνήθως έκανε τον έλεγχο ο κύριος Μαργαρώνης, ο οποίος έβλεπε τα σκάρτα εισιτήρια, αλλά δεν τους μετακινούσε ποτέ. Και το πλοίο έγερνε από τη μεριά που περνούσε εκείνος! Σε κάθε πλοίο είχα φίλους, τον καπετάνιο, το μηχανικό ή τους θαλαμηπό λους. Θυμάμαι τον καπετάνιο Γιάννη Τρύπο, που μου 'λέγε πως είχα φέρει τη μόδα των μακριών λυτών μαλλιών. Τα καλοκαίρια, τα πλοία που έκαναν το πρωινό δρομολόγιο της Δευτέρας τα λέγαμε «κερατοβάπορα». Γιατί μ' αυτά επέστρεφαν στην Αίγινα οι «ερα στές» των παραθεριζουσών κυριών, για να περάσουν την εβδομάδα μαζί τους στο νησί, ενώ οι σύζυγοι επέστρεφαν στην Αθήνα την Κυριακή το βράδυ. Εμείς, «η αλητεία», ξέραμε πολλά τέτοια ζευγάρια, ποιοι ήταν, πού συναντιό ντουσαν, τα πάντα, αλλά τους αφήναμε ήσυχους. Απλώς ήμασταν πλήρως κατατοπισμένοι. Στην Κατοχή και λίγο μετά ταξιδεύαμε με τις «μπενζίνες», τον «Άγιο Σώζω» και την «Ευαγγελίστρια». Θυμάμαι μια φορά τη μητέρα μου, την κυρία Χιτζανίδου καιτη μικρή κόρη της, την Αννέτα, την εγγονή του Περόγλου, σ' ένα τραγικό ταξίδι με την «Ευαγγελίστρια». Είχε μια φοβερή σοροκάδα, που το
150
ΕΪΓ
» «es», "«è-
^ Η
Η «Πτερωτή» θρυλικό καράβι πριν από την Κατοχή, αγαπημένο της Αίγινας, (προσέγγιση με βάρκες).
κύμα μας πέταγε σαν καρυδότσουφλα πάνω κάτω. Όλοι κατακίτρινοι, άρρω στοι, με εμετούς είχαμε φτάσει στην Αίγινα μη πιστεύοντας πως σωθήκαμε. Πρέπει να πω πως εκείνη την εποχή δεν απαγόρευαν ποτέ τον απόπλου των πλοίων. Αυτό έγινε μετά το ναυάγιο του «Ηράκλειου» στην Κρήτη. Τώρα μάθαμε και τα μποφόρ και όλα τ' άλλα. Τότε πηγαίναμε στα τυφλά. Θυμάμαι μια άλλη φορά στη δεκαετία του 1960, μέσα στο «Πίνδος», πέσα με σε καταιγίδα και κάποια στιγμή το πλοίο έκανε στροφή 360 μοιρών στη μέση του Σαρωνικού. Ταξίδευα με τη Νίκη τη Λεούση, τη δασκάλα, και τον Καλογιάννη, τον ηθοποιό. Είχε παίξει στο «Διακοπές στην Αίγινα με τη Βουγι ουκλάκη και είχε ένα σπιτάκι στον Αεροφάρο στην παραλία της Αίγινας. Είχε, λοιπόν, αρπαχτεί από τη φούστα μου κι έκλαιγε: «Άγιε μου Νεκτάριε», φώναζε, «κάνε το θαύμα σου! Δεσποινίς Γαλάνη, μη μ' αφήσετε να πνιγώ»! Το τρα γικό είναι ότι τότε με το «Πίνδος» τη γλι τώσαμε, αλλά ο φουκαράς ο Καλογιάννης πνίγηκε στη θάλασσα λίγα χρόνια μετά, κολυμπώντας μπροστά στο αιγινήτικο σπίτι του. Αυτή ήταν η ειρωνεία ... Μια άλλη φορά είχαμε οργανώσει με την «Περιηγητική» ένα θαλάσσιο περίπα το με πανσέληνο για τον Πόρο. Είχε τέτοια θαλασσοταραχή που το «Χαρά» που είχα-
t.
J Τ 1
Αιγινήτες νεαροί πάνω στην «Πτερωτή», 1927. 151
•• "
•
.
..
:
:
.
•
•
•
•
.
••? .• •;'
" .
i' .• ';
• '
·" '·'•
.••••:•
•
:
•
.
•
'..
;
To καράβι «Νεράιδα».
με δρομολογήσει έκοβε βόλτες επί ώρες έξω από το λιμάνι της Αίγινας κι αφού μας έκανε όλους κουδούνι μάς επέστρεψε άρρωστους στα σπίτια μας, χωρίς να φτάσει ποτέ στον Πόρο. Το «Νεράιδα», η «Καμέλια» και ο «Πορτοκαλής Ήλιος» ήταν πλοία αρι στοκρατικά, που σου ενέπνεαν εμπιστοσύνη και σεβασμό. Λίγο λίγο όμως ο κόσμος άρχισε να έρχεται στην Αίγινα και στις αναχωρήσεις μετά τις γιορτές οι ανθρώπινες ουρές ήταν μαρτύριο. Σκοτωνόμασταν να μπούμε στο πλοίο για να εξασφαλίσουμε μια θέση. Θυμάμαι, όταν μπήκαν στη γραμμή τα πρώτα φλάιν και παίρναμε εγκαίρως το εισιτήριο μας και φεύγαμε χωρίς να μπαί νουμε σε ουρά, ο Δημητράκης ο Παπαευστρατίου είχε πει: «Με τα φλάιν ξανα πόκτησα τη χαμένη μου αξιοπρέπεια στο Σαρωνικό»! Καλή εξυπηρέτηση μας έκανε και το γρήγορο «Αιγινάκι», όπως και τα τότε ταχύπλοα «Εριέττα» και «Άγιος Νεκτάριος» του Λάτση. Η Άννα Ρόδη αναφέρθηκε, επίσης, στα γεννητούρια της δεύτερης κόρης του Δημοσθένη Βατικιώτη εν πλω. Ε, λοιπόν, θυμάμαι πολύ καλά αυτό το γεγονός. Μέσα στο πλοίο ήταν ο οφθαλμολόγος καθηγητής Γιάννης Χαραμής, φίλος του Από τα πρώτα της γραμμής στην Αίγινα μετά την Κατοχή. Τον λέγαμε και Μουτζούρη. 152
πατέρα μου, που επέστρεφε στην Αθήνα από την Ύδρα. Όταν η γυναίκα του Βατικιώτη άρχισε να πονά, ο Χαραμής ειδοποίησε τον πατέρα μου που ήταν παθολόγος - μαιευτήρας, να μπει γρήγορα στο πλοίο. Έτσι ο πατέρας μου μπήκε από την Αίγινα και ξεγέννησε την καπετάνισσα με βοηθό το Χαραμή. Θυμάμαι που είχαμε πάει οικογενειακώς στα βαφτί σια της μικρής που την ονόμασαν «Σαρωνίδα»! Η δρομολόγηση των φέρυ-μπωτ στην Αίγινα Στον «Άγιο Νεκτάριο», Μαίρη Γαλάνη έφερε τα πάνω κάτω στο νησί. Κάπου, στην άκρη με τον καπετάνιο, Ιούλιος 1957. του μυαλού μου συλλογίζομαι πώς θα 'ταν σήμερα η ζωή μας στην Αίγινα, αν δεν υπήρχαν αυτοί οι μεταφορείς των χιλιάδων αυτοκινήτων. Θυμάμαι με νοσταλγία τη συμπεριφορά των πληρωμάτων στα παλιά πλοία. Με τι προθυμία και σεβασμό φέρονταν στους επιβάτες. Τους έπαιρναν τις βαλίτσες, τις τσάντες, τους βοηθούσαν να κατέβουν και ν' ανέβουν τις σκάλες, φρόντιζαν τους ηλικιωμένους, τα μικρά παιδιά. Σήμερα κανείς δεν σκέφτεται να δώσει ένα χέρι σε επιβάτες που έχουν ανάγκη. Οι θαλαμηπόλοι κάνουν τους μπάρμαν προσπαθώντας να πουλή σουν ό,τι μπορούν περισσότερο. Κανείς δεν κάνει έλεγχο στα σαλόνια αφή νοντας τους επιβάτες στο έλεος των αγενών, που ξαμολάνε τα παιδιά τους επιτρέποντας τους να ξεφωνίζουν και να παίζουν κυνηγητό ανάμεσα στα πόδια μας ή αφήνοντας να κραυγάζουν οι τηλεοράσεις στη διαπασών. Σε μερικά πλοία κλείνουν τα μισά σαλόνια -πράγμα που απαγορεύεται- και οι περισσότερες τουαλέτες σε αποτρέπουν να τις πλησιάσεις. Τα εισιτήρια είναι ληστρικά και τα τελευταία δρομολόγια από και προς Πειραιά σκανδαλωδώς νωρίς, μη επιτρέποντας στους κατοίκους της Αίγινας να κάνουν τις απογευ ματινές δουλειές τους πριν ταξιδέψουν. Νομίζω πως όλοι εμείς που ταξιδεύουμε συνέχεια Αίγινα - Πειραιά, έχουμε ζήσει μύρια όσα. Προσπαθώ πάντα ν' αντιδρώ στις κακές συμπεριφορές πλη ρώματος και συνταξιδιωτών, πράγμα που νομίζω πως πρέπει να κάνουμε όλοι, αν θέλουμε να κρατήσουμε την αξιοπρέπεια και τα δίκαια δικαιώματα μας. Πάντως δεν κρύβω πως νιώθω νοσταλγία αναπολώντας τα παλιά ταξίδια στο Σαρωνικό με κείνους τους παλιούς πλοιάρχους, που ήταν άρχοντες, και με κείνους τους υπερήφανους για τη δουλειά τους θαλαμηπόλους, που είχαν κερδίσει το σεβασμό, την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη όλων των τότε επι βατών.
153
ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΩΤΗΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Ένας ξεχασμένος φιλέλληνας γιατρός
αγαπημένη συνήθεια αναζήτησης παλιών αντικειμένων και βιβλίων μάς JL J.έφερε πριν λίγες μέρες στην αίθουσα δημοπρασιών σπάνιων βιβλίων
του Κ. Σπανού. Το υπ' αρ. «29 φύλο της Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδας, εν Αιγίνη, Σαββάτω 30 Μαρτίου 1829» τράβηξε την προσοχή μας. Αγνοώντας το περιεχόμενο αλλά από αγάπη για την Αίγινα και με την ελπίδα πως κάτι ενδιαφέρον θα βρούμε, το αγοράσαμε. Και πράγματι, εκεί ανάμεσα σε άλλα, έχει δημοσιευτεί μία επιστολή ενός Αιγινήτη με τα αρχικά Γ. Α., στην οποία εκφράζεται η ευγνωμοσύνη των Ελλήνων και ιδιαίτερα των Αιγινητών «προς τον δόκτορα Αου». Αναζητώντας πληροφορίες για τον μακρινό αυτό συνάδελφο, πραγματικά εντυπωσιάστηκα. Ο αμερικανός Σάμιουελ Γκρίντλεΐ Χάου(1801-1876) είναι ένας από εκείνους τους ξένους που αγάπησε και ευεργέτησε το νησί μας. Υπέρμαχος της κατάργησης της δουλείας, πραγματικός φιλέλληνας, φιλάν θρωπος και πρωτοπόρος στην εκπαίδευση τυφλών και ανάπηρων παιδιών, ήλθε στην επαναστατημένη Ελλάδα ως εθελοντής γιατρός το 1824. Στο Μεσολόγγι γνωρίστηκε και συνδέθηκε με τον λόρδο Βύρωνα. Ανέλαβε αμέσως υπηρεσία στον Αγώνα, περιθάλποντας τραυματίες και αρρώστους μαχητές. Είχε μεγάλα πρωτοπόρα σχέδια: «Το σχέδιόν μου είναι να συστήσω νοσοκομείον στερεόν εις τόπον κατάλληλον, δια τας ανάγκας των στρατευμάτων της Ελλάδος, τόπον, όστις να ημπορή να χωρέση εκατόν περίπου πληγωμένους. Μετά τούτο να συστήσω νοσοκομεία κινητά, δηλαδή να διορίσω εις παν στρατόπεδον επιστάτας χειρουργούς, οίτινες να έχουν μεθ'εαυτών τινάς υπηρέτας και όλα τα αναγκαία ιατρικά και λοιπά, ώστε αυτοί να λαμβάνουν τους κατά τας μάχας πληγωμένους, να τους επισκέπτο νται προσωρινώς και έπειτα να φροντίζουν να τους διευθύνουν εις το στερε όν νοσοκομείον». Δεν αποβλέπει σε κανένα όφελος. Σε επιστολή προς τον πατέρα του γράφει: «ως προς τον μισθόν μου ουδέν λαμβάνω, ούτε με ενδιαφέρει, αφού η Κυβέρνησις δεν είναι εις θέσιν ούτε να θρέψη ούτε να ενδύση τους δεινοπαθούντας στρατιώτας». Η ανδρεία του, ο ενθουσιασμός του, η ανθρωπιά του, OL ικανότητες του ως
κυβερνήτη, του έδωσαν το χαρακτηρισμό «ο Λαφαγίετ της Ελλη νικής Επανάστασης». Το 1827 πηγαίνει στην Αμερική, για να συλλέξει κεφάλαια και εφόδια και να ανακουφίσει από την πείνα και τα δεινά την ταλαίπωρη Ελλάδα. Επιστρέφει έχοντας συγκεντρώσει 60.000 δολάρια, που θα διαθέσει για εφόδια, ρούχα και δημιουργία κέντρων για τους πρόσφυγες. Ένα μέρος από αυτά θα δοθούν, σε συνεννόηση με τον κυβερνήτη Καποδίστρια, για την κατα σκευή της προκυμαίας στην Αίγινα, ώστε και η λειτουργία του λιμανιού να διευκολυνθεί και να βρουν δουλειά εκατοντάδες άνεργοι αθηναίοι πρόσφυγες, άνδρες και γυναίκες, στο νησί. Οι εργασίες άρχισαν το Δεκέμβρη του 1828 και τελείωσαν το ο Σάμιουελ Γ. Χάου Μάρτη του 1829. «Το οικοδομικό υλικό μεταφέρθηκε από τον με ελληνική ενδυμασία αρχαιολογικό χώρο της Κολόνας και τότε ξεθεμελιώθηκε ο αρχαίος ναός... Η προκυμαία είχε μήκος 600 ποδών και αναφέρεται από τους περιηγητές, ιδίως τους Αμερικανούς, με ιδιαίτερη περηφάνια», αναφέρει η Γ. Κουλικούρδη. Γι'αυτόν τον μεγάλο ευεργέτη ο επιστολογράφος με τα αρχικά Γ. Α., που ίσως είναι ο Γεώργιος Λογιωτατίδης, σπουδαίος παράγοντας του νησιού, Φιλικός και αγωνιστής, που στάθηκε στο πλευρό του κυβερνήτη Καποδί στρια, γράφει απευθυνόμενος «προς τον συντάκτην της Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος»: «Η μόνη αμοιβή, ήτις δύναται να γένη εις τους προθυμοποιουμένους να ωφελήσωσι την Ελλάδα, είναι το να δείξη τις προς αυτούς δια δημοσίας απο δείξεως ευγνωμοσύνης ότι αι πράξεις των δεν διαφεύγουν την προσοχήν ούτε τας ευχαριστίας εκείνων, οίτινες μόνοι έχουν την δύναμιν να δηλοποιώσι τα αισθήματα των κοινωνιών, 0 φόρος ούτοςχρεωστείται περισσότερον εις τους ξένους, οίτινες μηδέν δημό σιον υπούργημα έχοντες, εξοδεύουν αφιλοκερδώς τον καιρόν και τους κόπους των, δια να κάμωσι κάποιον υπηρεσίαν εις τον τόπον όπου ενδιατρίβουσιν. Ολίγοι δε μέχρι τούδε εφάνησαν τοιούτοι και ευδοκίμησαν τοσούτον όσον ο δόκτωρ κύριος Άου. Ούτος εδέχθη προθυμότατα την επιμέλειαν, την οποίαν τον ενεπιστεύθησαν οι συμπατριώται του, γενόμενος όργανον της προς την Ελλάδα εύνοιας των καθότι μετάσχων αυτός του αγώνος των, ηδυνήθη να καταμάθη τας αρετάς έθνους, το οποίον, αν και εξηυτελισμένον εκ της αθλιότητος, δεν απέβαλε τα έντιμα της ευγνωμοσύνης αισθήματα. Τοιαύτην έχων επιστασίαν, επανήλθεν εις τούτον τον τόπον. Ο Κυβερνήτης τον υπενθύμησε την ανάγκην τού να διανείμη τα οποία έφερε φορτία τοιουτο τρόπως, ώστε να μην ενισχύη την οκνηρίαν παραμυθούμενος τους ενδεείς. Ο φθοροποιός πόλεμος παρέσχεν ουκ ολίγα αντικείμενα της ευσπλαχνίας άξια155
αλλ' εχρειάζετο να διακριθώσιν οι εξ επαγγέλματος των κατ' ανάγκην ζητούλων. Έκαμε δε τούτο με τρόπον αναμφισβήτητον. Η Κυβέρνησις ετίμησε τηνΑίγιναν, καταστήσασα αυτήν καθέδραν της- εγίνετο λοιπόν καθεκάστην πόλις επί το μάλλον ακμάζουσα και εμπορική, αλλά την έλειπε σκάλα, δια να διευκολύνη την φόρτωσιν και τους αποβιβασμούς, και έτι μάλλον δια την ευχαριστίαν των καθημερινών περιηγητών. Εις τούτο λοι πόν ο κύριος Άου ηθέλησε να δώση την προσοχήν του, και καλλωπίζων την πάλιν της Αιγίνης, παρεμυθείτο εν ταυτώ πλήθος δυστυχών στερημένων παντός προς το ζην πόρου. Ο λιμήν εκινδύνευε να κατασταθή άχρηστος εκ της συσσωρεύσεως λάσπης και λίθων, ως μη καθαρισθείς εκ πολλοτάτων χρόνωναι λέμβοι δεν ήγγιζον πλέον εις αυτόν ει μη μετά δυσκολίας και δυσκόλως ο επι βάτης ηδύνατο να πλησιάσει εις την λέμβον, με την οποίαν έμελλε να θαλασσοπορήση. Η δυσκολία αύτη εξομαλύνθη. Χάρις εις τας φροντίδας του κυρίου Άου, έγεινε μία ωραία σκάλα 600 περίπου ποδών μήκους- 700 Αθηναίοι εκέρδισαν, εργαζόμενοι κατά τους τελευταίους τέσσερας μήνας εις την οικοδομήν ταύτην, τον καθημερινόν άρτον. Ο δε γενναίος κτίστης, αξίως της εκλογής, την οποίαν έκαμον αυτού οι Αμερικανοί, έστησε ταυτοχρόνως μνημείον ένδοξον και διαρκές εις την φιλανθρωπίαν των συμπατριωτών του. Εάν καταχωρήσετε, κύριε Συντάκτα, την επιστολήν ταύτην εις την εφημερί δα σας, θέλω μακαρίσει εμαυτόν ότι εξέφρασα πρώτος τα αισθήματα των Ελλή νων ως προς τον δόκτορα Άου, και ότι προσέφερον εις τον άξιον τούτον φιλέλ ληνα, και δι' αυτού εις τους Αμερικανούς των Ομόσπονδων Πολιτειών, φόρον ευγνωμοσύνης παρ'εκείνων, εις τους οποίους έκαμε μεγάλην υπηρεσίαν. Έχω την τιμήν κτλ ΕνΑιγίνη, την 7 Μαρτίου 1829 ΓΑ» Ο Χάου μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια έφυγε από την Ελλάδα. Ωστό σο η Ελληνική Κυβέρνηση το 1835, εκτιμώντας την προσφορά του, του απένει με το «Μεγάλο Σταυρό του Σωτήρος». θα περάσουν περισσότερα από εκατό χρόνια για να τον ξαναθυμηθούμε. Επί Αλ. Παπάγου, το 1954, ο τότε δήμαρχος Γ. Χελιώτης (Στούλιος], στις 4 Ιουλίου, ημέρα της εθνικής ανεξαρτησίας της Αμερικής, υποδέχεται εκπροσώπους αμερικανικής αποστολής στο λιμάνι της Αίγινας. Παρουσία επισήμων και πλήθους κόσμου έγιναν τα αποκαλυπτήρια αναμνηστικής πλάκας προς τιμήν του Σ. Γ. Χάου από τον παριστάμενα αμερι κανό ναύαρχο. Μέσα σε εορταστική ατμόσφαιρα εκφωνήθηκαν λόγοι και νεα ρές Αιγινήτισσες χόρεψαν ελληνικούς χορούς. Όμως με τα έργα για την επέ κταση του λιμανιού η τιμητική πλάκα εξαφανίστηκε. Πετάχτηκε σε κάποια χωματερή ή μήπως κάπου φυλάσσεται και πρέπει, ίσως, να της δώσουμε μια θέση, για να φανεί πως δεν ξεχνούμε εκείνους που μας ευεργέτησαν; 156
ΛΙΝΑ ΜΠΟΓΡΗ-ΠΕΤΡΙΤΟΥ
OL φωτιές τ' Αγιαννιού του Ριζικάρη και ο Κλήδονας Ανοίξατε τον Κλήδονα με τ'Αγιαννιού τη χάρη σήμερα φανερώνεται ποίος είναι ο Ριζικάρης και πάλι ξανανοίξατε να βγει και το δικό της της καλομοίρας της κυράς το χρυσοριζικό της.
0
Κλήδονας, τ' αμίλητο νερό, τα δίστιχα, το χυμένο μολύβι, ο καθρέφτης στο πηγάδι, οι φωτιές απ' τα στεφάνια της Πρωτομαγιάς, κι όλα τούτα τα μυστήρια απ' τις προφητικές γιορτές, που άνοιγαν με το καλοκαιρινό «λιοστάσι», ξεσήκωναν κάθε γειτονιά στην Αίγινα, ακόμα και μέχρι τα τελευταία χρόνια. Ένα έθιμο, που έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα (ναός- μαντείο Κληδόνιου Δία στη Σμύρνη αναφέρει ο Παυσανίας ο Περιηγητής. Ετυμ.αρχ. κληδώνόνος = μήνυμα, προφητεία], πανελλήνιο αλλά και πανευρωπαϊκό. Σχετικά με την καθιέρωση της φωτιάς στην ελληνική μας παράδοση, υπάρχει ο πιο κάτω θρύλος: η ετοιμόγεννη Ελισάβετ, μητέρα του Αγιάννη, είχε συνεννοηθεί με την εξαδέλφη της Μαριάμ, μητέρα του Χριστού πως θα την ειδοποιούσε, μόλις την έπιαναν οι πόνοι, με μια μεγάλη φωτιά που θα άναβε σε ένα λόφο, για να έρθει κοντά της. Δυο φορές έβαζαν τα ριζικά στην Αίγινα, της Αναλήψεως και στ' Αγιαννι ού τη γέννηση, στις 24 Ιουνίου. Από την παραμονή το βράδυ άρχιζε η ιεροτελεστία του Κλήδονα! Τα κορί τσια έφερναν απ' το πηγάδι το αμίλητο νερό. Το έλεγαν έτσι, γιατί κατά τη μεταφορά του δεν έπρεπε να μιλήσουν σε κανένα ό,τι και να γινόταν: «Θεια Μαργετώ: Τσάι προσοχή, τσιμουδιά σε κανένανε, μόκο. Τ' ακούς, Σιδερή; Τσάι συ, Φλωρού. Τα φυτία [αυτιά] σας βουλωμένα... μπρούζοι (κου φοί] σα το γέρο Λευτεράτση!» (από τα κείμενα της Γ. Κουλικούρδη, όταν είχε το...σκηνοθετικό πρόσταγμα στην αναβίωση του εθίμου με τη συνεργασία της Ε.Γ.Ε., το 1985, στον Πύργο του Μάρκελλου]. Το άδειαζαν σ' ένα άσουρτο (αμεταχείριστο] κανάτι με πλατύ στόμιο και έριχναν μέσα τα ριζικά, μικρά αντικείμενα, όπως δαχτυλήθρες, σκουλαρίκια, παραμάνες κ.α. 157
Το σκέπαζαν μ' ένα κόκκινο πανί, έδεναν γύρω του μια κληματσίδα (βέργα αμπελιού), κλείδωναν με άσουρτη κλειδωνία και έλεγαν: «Κλειδώνουμε τον Κλήδονα με τ'Αγιαννιού τη χάρη, ποιος θα' ναι ο καλόμοφος που θα'ρθεί να μας πάρει». Τον καιρό που ζούσαν ακόμα στην Παλιαχώρα και έφερναν απ' τον Κουρέντη το νερό, σκέπαζαν το κανάτι με αντρικό κόκκινο φέσι και έδεναν με ζουνά ρι. Αφηναν όλη τη νύχτα πάνω στο λιακό (στη στέγη) τον Κλήδονα, για να το δουν τ' αστέρια, να αστρονομιστεί, αλλά και το φεγγάρι, για να είναι καλορίζικα, ή το κρέμαγαν για τον ίδιο σκοπό σ' ένα δέντρο, συνήθως ελιά. Την άλλη μέρα, στις 12 το μεσημέρι, τα κορίτσια σκέπαζαν το κεφάλι τους με κόκκινο πανί και κρατώντας ένα καθρέφτη, έτσι ώστε να πέφτει η λάμψη του πάνω στο νερό, κοίταζαν μέσα να ξεχωρίσουν το πρόσωπο εκείνου που θα παντρευτούν ή να διακρίνουν κάτιπου θα 'χει σχέση με την εργασία του! Το απόγευμα μαζεύ ονταν στο σημείο που θα άνοιγε ο Κλήδονας και έφερναν μαζί τους τα πρωτο μαγιάτικα στεφάνια για τις φωτιές, που θα άναβαν στο τέλος της γιορτής. Ένα αγόρι που είχε και τους δυο γονείς θα έβγαζε ένα ένα τα ριζικά, αφού ανοίγανε την κλειδαριά και αφαιρούσαν το κόκκινο πανί λέγοντας: «Ανοίγουμε τον Κλήδονα με τ'Αγιαννιού τη χάρη κι όπου 'ναι καλορίζικος ας έρθει για να πάρει». Και καθώς το παιδί ετοιμαζόταν να βγάλει το κάθε ριζικό, πότε ένα παλι κάρι, πότε μια νέα αλλά και όποιος ήθελε λέγανε τα παινετικά δίστιχα του Κλήδονα ή τα περιπαιχτικά και όταν η ώρα πέρναγε και οι κοπελιές, με μπου κωμένο στο στόμα το "αμίλητο νερό", έτρεχαν στο πιο κοντινό σταυροδρόμι με την ελπίδα να ακούσουν το όνομα εκείνου που θα έπαιρναν, τότε οι μεγα λύτεροι και οι πιο αθυρόστομοι άρχιζαν τα τολμηρά δίστιχα. Άναβαν τις τρεις φωτιές, έριχναν πρώτα τα μαγιάτικα στεφάνια, αφού έκοβαν το σκόρ δο για να το ψήσουν αργότερα στη χόβολη και να το φάνε, για να έχουν την «καλή υγεία» όλο το χρόνο. Τρεις φορές πηδούσαν τις φωτιές, που τις «τάι ζαν», για να φουντώνουν, με κληματόβεργες, παλιά κοφίνια κ. ά., και παρά βγαιναν για TLÇ μεγαλύτερες η μια γειτονιά με την άλλη. Οι παντρεμένες, καθώς πηδούσαν τις φωτιές, κρατούσαν μια πέτρα (μαυρόπετρα συνήθως) στο κεφάλι λέγοντας: «Όπως βαραίνει η πέτρα, να βαραίνει του αντρός μου η σκέπη» και μετά την πετούσαν πέρα μακριά, πάνω απ' τις μάντρες, για να πιάσει το ξόρκι. Σε τσίγκινο ή εμαγιέ σκεύος που είχε «αμίλητο νερό» έριχναν λειωμένο μολύβι και πάλι ανάλογα με το τι σχηματιζόταν έβγαινε το συμπέρασμα για τη δουλειά που θα έκανε ο άντρας που θα έπαιρναν. Εκείνα τα όμορφα χρόνια στην παλιά μας Αίγινα με τις γιορτές, τα έθιμα και την ανεμελιά της νιότης, ο Κλήδονας, με το «αμίλητο νερό» και τα «ριζι κά» του, χάριζε την ελπίδα... στους απελπισμένους και την ευτυχία αλλά και
την υπόσχεση στους ερωτευμένους! Πολλές οι ιστορίες που έχουν ακόμα να διηγούνται για το πώς άκουσαν το όνομα του μελλοντικού συντρόφου, μπου κωμένες με τ' αμίλητο νερό, πώς το λιωμένο μολύβι δήλωσε το επάγγελμα του, και τι έδειξε το νερό στο βάθος του πηγαδιού, όταν καταμεσήμερο της μέρας, που γιορτάζουμε τη γέννηση του Αγιάννη, έριχναν τον καθρέφτη σκε πασμένες με το κόκκινο πανί! «Με το που πέφτει το λιωμένο μολύβι στη λεκανίτσα με τ' αμίλητο νερό, τι λες ότι σχηματίστηκε... Ένα αεροπλανάκι! Εμένα στην αρχή μου φάνηκε σαν σταυρός αλλά η Φανή της Δέσποινας και η Μαρία του Ρέπου επέμεναν πως είναι αεροπλάνο. Όταν πρόσεξα καλύτερα, είδα ότι είχανε δίκιο! Και ούτε που είχα βάλει ποτέ στο νου μου το θείο σου. Μα δεν τον γνώριζα κιό λας. Δύο χρόνια μετά αρραβωνιαστήκαμε!» (Αφήγηση Δούλας Γεώργα- Χατζίνα, το 1966) «Είχανε βάλει τα ριζικά πίσω από τη Μητρόπολη. Ήτανε γύρω στα 1960. Στο τέλος, μπουκώσαμε το αμίλητο νερό και έτρεξα στο σταυροδρόμι μπροστά απ' τον Καποδίστρια, (Δημοτικό Θέτρο τώρα), για ν' ακούσω κανά όνομα. Βγαί νει η κυρά Παναγιώτα του Σταύρου του Λεούση και φώναζε το γιο της: "Αλέκοοο... πού 'σαι, βρε Αλέκο;" Περάσανε τα χρόνια, μεγάλωσα, ήρθε η ώρα να παντρευτώ. Και πώς τον λένε τον άντρα που πήρα; Αλέκο! Όλα είναι τυχερά!» (Αφήγηση Δέσποινας Κούμη- Ροδίτου /Λαβράτση, όταν βγάλαμε τα ριζι κά στους Μύλους, στον ΟΔΥΣΣΕΑ, το 2004). «Δυο φορές που κοίταξα στο πηγάδι με τον καθρέπτη, και τις δύο είδα καράβι. Ο άντρας που παντρεύτηκα ήταν ναυτικός! Ακου όμως και μια ιστορία που ίσως ψιλοβόηθησα και 'γω για να πετύχει! Εκείνο το βράδυ, στ' αλώνι του μπάρμπα Αντώνη του Μπέση, στη Μαύρη, που βάζαμε τα ριζικά, σκέφτηκα πως ήτανε ευκαιρία να σπρώξω λίγο την τύχη και να βοηθήσω το Λεωνίδα του μπάρμπα μας του Δημητράτση. Ήτανε σε μεγάλο σεβντά για την Κυριακούλα, αλλά σα σερνικό παιδί στο σπίτι του έπρεπε να παντρέψει πρώτα τις αδερφές του, κατά το συνήθειο της εποχής. Πού να έκανε μπρος με τέτοιο "φορτίο"; Δεν τον έπαιρνε να γαμπρίζει κιόλας! Είδα λοιπόν ότι για ελόγου του έριξε στο κανάτι μια σαΐτα (ξύλινη βελόνα για το μπάλωμα των διχτύων). Την άλλη μέρα που έβγαζε το παιδί ένα, ένα, τα «σημάδια», κρυμμένα μεσ' τη χούφτα του, η σαΐτα περίσσευε και φαινότανε, γιατί το χεράκι του δεν τη χώραγε. Φωνάζω,λοιπόν: "Εγώ, εγώ, θα πω το στιχάκι", και το 'φιαξα κείνη τη στιγμή: "0 ήλιος, όταν πρωτοβγεί, έχει το σχήμα βούλα κι απ' όλα τα ονόματα μ' αρέσει η Κυριακούλα". Το τι έγινε δεν περιγράφεται! Ο Λεωνίδας καμάρωνε από τη μια, κι από την άλλη κάνανε αέρα στην Κυριακούλα και τη ραντίζανε με νερό, να μη τους σωριαστεί κατάχαμα. 159
Θες ο Κλήδονας, κόρη μου, θες ήτανε η ώρα ανοιχτή, του Σταυρού δώσα νε λόγο και τον άλλο χρόνο παντρευτήκανε!» (Αφήγηση Ευδοκίας Αλυφαντή- Μπορμπιλά, το 1965) Και οι αυτοσχέδιοι ποιητές μας σε παινετικά και περιπαιχτικά δίστιχα, σταμάτημα δεν είχαν! - Με μάρανες που 'γω ήμουνα βλαστός της κρεβατίνας, τριαντάφυλλο της Αίγενας και ρόδο της Ανθήνας. τι ροδοκοκκινίζω εγώ και κείνη με μαλώνει. - Αγάπη μου, ο έρωτας δεν θέλει περικάλια έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια. - Απ' όλα του προσώπου σου, η μύτη σου μ' αρέσει που είναι σα γουδόχερο και κρέμεται να πέσει. - Τρεις πήχες όφις θα γενώ, το σπίτι σου να ζώσω κι αυτόν το νέο π' αγαπάς θα τόνε φαρμακώσω. - Εγώ έλεγα να παντρευτείς να σκάω, να πλαντάω, μα επαντρεύτεις κι έπηρες το γέλιο που γελάω. - Να 'ταν το στήθος μου γυαλί να δεις τα σωθικά μου, να δεις πως μου τα μάρανες τα φύλλα της καρδιάς μου, - 0 ίδρως του προσώπου σου με φτάνει να ζυμώσω κι η ροδοκοκκινάδα σου το φούρνο να φουντώσω. - Μαυριδερή σε είπανε και μη σου κακοφάνει. Μαύρο και το γαρύφαλλο, πουλιέται με το δράμι. - Βάσανο τέτοιο που 'χω εγώ και πώς να μην πεθάνω Όταν κοιμάμαι σε θωρώ, κι όταν ξυπνώ σε χάνω. - Αν μ' αρνηθείς, αγάπη μου, μιαν όρνιθα θα σφάξω, να κάτσω να γλεντοκοπώ, ώσπου να σε ξεχάσω. - Και ο Θεός να μου το πει για πάντα να σ' αφήσω, δεν ξαναμπαίνω σ' εκκλησιά να τόνε προσκυνήσω. - Στους αγγέλους παράγγειλα την έννοια σου να έχουν. Μα μου 'παν πως οι άγγελοι αγγέλους δεν προσέχουν. - Σου δίνω μόνο δυο ευχές σήμερα του Κληδόνου. Πάμπλουτη να 'σαι στη χαρά και πάμπτωχη στον πόνο.
160
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
161
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ*
Η ποίηση του Γιώργου Μαρίνου
Ο
Γιώργος Μαρίνος, τραγουδοποιός, ηθοποιός, κλόουν και ποιητής, αφού «σεργιάνισε τις γειτονιές του κόσμου», κατέθεσε την καλλιτεχνική του εμπειρία στον τόπο του. Καθώς, μάλιστα, η σύζευξη του κοσμοπολίτικου στοιχείου με το τοπικό βίωμα έγινε με τρόπο λειτουργικό, αυτή η κατάθεση «εισπράχθηκε» από τους συμπατριώτες του, τους Αιγινήτες, ως κάτι το πρω τότυπο και το εξόχως ενδιαφέρον. Όλες οι παρατάσεις του Γ.Μ., συνήθως μουσικοθεατρικά δρώμενα, δόθηκαν μπροστά σε πυκνό, ενθουσιώδες και συμμετοχικό κοινό. Ήταν παραστάσεις /γεγονότα που, με κάποια έννοια, συντελούσαν στην υπέρβαση της συνήθους καθημερινότητας του νησιού. Υποπτεύομαι, βέβαια, ότι ο Γ.Μ. την Αίγινα, ως άλλη καβαφική «πόλη», την κουβαλούσε παντού και πάντοτε μέσα του. Έτσι, κάπως πως, εξηγείται, του λάχιστον σε πρώτη ανάγνωση, ότι άκρως ετερόκλητα στοιχεία, όπως ο τρε λός του χωριού, ο Λένον και ο Λένιν, βρίσκουν τη «θέση» τους στην ποίηση του (ή και στα τραγούδια του). Ο βαθύτερος, όμως, συνεκτικός παράγοντας και, εν τέλει, η ουσία της ποί ησης του Γ. Μ. βρίσκεται στην έκφραση ενός ριζοσπαστικού ανθρωπισμού με σαφείς ιδεολογικές αποχρώσεις και σ' έναν ευρηματικό σατιρικό λόγο, διεισ δυτικό και άπλετα αποκαλυπτικό. Αναφορικά με το ανθρωπιστικό περιεχόμενο των ποιημάτων του Γ.Μ. επι λέγω, ενδεικτικά, απ' το ποίημα «Τα δικά μου τα τραγούδια» την τρίτη στρο φή: «Τα δικά μου τα τραγούδια δεν γνωρίζουν καλούς τρόπους / Μα έχουν μάθει να αγαπάνε όλους μα όλους τους ανθρώπους / Στα λαϊκά νοσοκομεία φέρνουν ράτζα στους διαδρόμους / Στα ορφανά το παραμύθι και νερό στους οικοδόμους». Στον πρώτο στίχο της στροφής απορρίπτονται οι «καλοί τρό ποι». Πρόκειται για μια λεπτή και έξυπνη ειρωνεία, αφού οι «καλοί τρόποι» παραπέμπουν, τουλάχιστον τους στοιχειωδώς υποψιασμένους, στην προσχη ματική αβρότητα των αστών, που, κατά τ' άλλα, «καταπίνουν την κάμηλον». Στο δεύτερο στίχο εκδηλώνεται πλήρως η πρόθεση του ποιητή για έναν ανθρωπισμό χωρίς διακρίσεις. Ειδικότερα, η φράση «όλους μα όλους τους ανθρώπους», έντονα εμφατική, επιδέχεται και δεύτερη ανάγνωση: υπάρχει κι ένας άλλος «ανθρωπισμός», προσχηματικός, αυτός που, κατ' ουσίαν, δεν
απευθύνεται σε «όλους μα όλους τους ανθρώπους». Αυτή η δεύτερη ανάγνω ση συμπληρώνει, υπόρρητα, την ειρωνεία του Ιου στίχου, καθώς σχηματίζε ται (στη σκέψη του αναγνώστη] η αντιστοιχία: προσχηματικοί καλοί τρόποι - προσχηματικός ανθρωπισμός. Οι δύο τελευταίοι στίχοι της στροφής, εν είδει ολοκλήρωσης ενός κλιμακωτού σχήματος, παραπέμπουν σ' έναν ανθρω πισμό πιο μαχητικό, με ταξική απόχρωση. Η φράση «νερό στους οικοδόμους» του τελευταίου στίχου, μεταφορική αλλά και εύγλωττη, είναι, εδώ, ιδιαίτερα χαρακτηριστική. Οι στίχοι του Γ.Μ., απλοί και άμεσοι, έχουν τα ιδεολογικά τους στοιχεία καλά επεξεργασμένα. Και αυτό απηχεί την ωριμότητα και την πείρα του ποιητή. Αλλωστε ο Γ.Μ., ως καλλιτέχνης, εθήτευσε στις μπουάτ της δεκαετίας του '60, της «ηρωικής εποχής». Εκεί, δηλαδή, που το τραγούδι ή, ακριβέστερα, η μελοποιημένη ποίηση συνδεόταν στενά με την ιδεολογία. Αναφορικά με τη σατιρική διάσταση της ποίησης του Γ.Μ. παρατηρώ τα εξής: το σατιρικό στοιχείο, ενίοτε, με τη μορφή της ειρωνείας ή και του αυτο σαρκασμού είναι διάχυτο. Και λειτουργεί ως απόλυτα ενταγμένο στον ιδεο λογικό προσανατολισμό του ποιητή. Πέραν, όμως, κι απ' αυτό, λειτουργεί και ως τρόπος ανάδειξης μιας άλλης πλευράς του Γ.Μ., αυτής του θυμόσοφου / λαϊκού φιλόσοφου. Άλλωστε, ο σατιρικός λόγος, απ' την ίδια του τη φύση, λαϊκός, άμεσος, αντισυμβατικός και αποκαλυπτικός, βρίσκει πολλές συστοι χίες με τις εκφράσεις της λαϊκής σοφίας. Σε πολλές λαϊκές παροιμίες, το ανα φέρω ως παράδειγμα, το διδακτικό τους περιεχόμενο εκφράζεται, στο επίπε δο της μορφής /αισθητικής, με σατιρικού τύπου εικόνες. Ο Γ.Μ., θυμόσοφος ων, αλιεύει εντυπώσεις απ' τα καθημερινά δρώμενα του τόπου του. Εντοπί ζει, με το αριστοφανικό του ένστικτο, την κωμική ή και την κωμικοτραγική πλευρά τους και τη μετουσιώνει σε σατιρικό λόγο. Έτσι, αναφέρω ενδεικτι κά, στο ποίημα «Ο τρελός», ένα απ' τα καλύτερα του, ο τρελός του «χωριού» πεθαίνοντας «εισπράττει» απ' τους «αξιοπρεπέστατους» τον αφορισμό «στα κομμάτια». Το δίδαγμα εξάγεται εύκολα: οι «αξιοπρεπέστατοι», δηλαδή οι εκάστοτε ισχυροί, ενοχλούνται απ' τον τρελό, γιατί αυτός ενσαρκώνει έναν άλλον ορισμό της αξιοπρέπειας, διαφορετικό απ' το δικό τους. 0 ποιητής, όμως, δικαιώνει τον τρελό, λέγοντας, στον τελευταίο στίχο: «Μπήκα στο σπίτι του κρυφά και του 'κλεισα τα μάτια». Στη δικαίωση αυτή ανιχνεύεται η ελπίδα για ένα καλύτερο κόσμο. Παραθέτω δυο στροφές του ποιήματος, την πρώτη και την τελευταία: Στη γειτονιά μας τη μικρή ζούσε ένας τρελός Που ολημερίς λόγι' ασυνάρτητα συνήθιζε να λέει Γελούσε μόνο, όταν έβλεπε παιδιά, Κι όταν στο γόνατο χτυπούσε ένα παιδί τον άκουγε να κλαίει. Μια μέρα έτσι απότομα πέθανε ο τρελός
Κι όλοι οι αξιοπρεπέστατοι είπανε: «στα κομμάτια» Κι εγώ που ήξερα πως δεν ήθελε ποτέ πια να τους ξαναδεί Μπήκα στο σπίτι του κρυφά και του 'κλεισα τα μάτια. Ολοκληρώνω με την παρατήρηση: η ποίηση του Γ.Μ. συμπληρώνει την πλούσια καλλιτεχνική του έκφραση και δραστηριότητα. Ωστόσο, και καθαυ τή είναι άξια της προσοχής μας.
164
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΙΝΟΣ
OL φίλοι μου
Με σκούρα κουστούμια παρελθούσης νεότητος στην εποποιία της καθημερινότητος κι εκ του παρελθόντος και σκέψεις και λόγια τους επώδυνα εκεί σταματούν τα ρολόγια τους. Τη νύχτα αϋπνίες, τη ημέρα με θρύλους σε κάποια νεκρώσιμα ψάχνουν τους φίλους, χαρές λίγες, όνειρα, μέλλον σε εκλείψεις, συνήθεια το χάπι τους, ουρία, καταθλίψεις. Ερείπια σε σκέψεις που ψάχνουν συμπόνια κουφάρια ανέραστου κορμιού από χρόνια επαίτες μιας άλλης ζωής μες στις στάχτες στ' όνειρο τ' αύριο δειλοί λιποτάκτες. Μα εγώ είμαι αλλού κι από χρόνια φευγάτος στον αστερισμό γεναριάτικος γάτος μα εγώ είμαι αλλού σ' άλλο χρόνο άλλη ώρα και ζω της ζωής κάθε μέρα το τώρα.
165
Ο Ανάστασης Πάει καιρός που ο Ανάστασης πίστευε στις επαναστάσεις κι είχε μια αγάπη την Ελένη κι είχε τον Λένον και τον Λένιν κι είχε την τσέπη του την άδεια που την εγέμιζε τα βράδια με κάποιου ονείρου τις εκρήξεις κι εκατομμύρια προκηρύξεις και η ζωή είχε μια ουσία ενάντια στην εξουσία και στην καρδιά του την Ελένη πλάι στον Λένον και τον Λένιν. Με τον καιρό όμως ο Ανάστασης ε, το 'φεραν κι οι περιστάσεις κι αφού αναφέρω περί στάσης στάσεις και στις επαναστάσεις. Βρήκε ή του βρήκαν μια θεσούλα κάτι από δω από κει στη ζούλα παντρεύτηκε το Ελενάκι με ρετιρέ στο Κολωνάκι και η ζωή είχε άλλη ουσία στη δεύτερη την παρουσία. Κι ο Ανάστασης και η Ελένη είπαν ουστ Λένον και Λένιν. Τα χρόνια φύγαν κι ο Ανάστασης ξέχασε τις επαναστάσεις κι είπε τα πράγματα όλα άλλαξαν κι οι ιδέες μας καταστάλαξαν καταστάλαξαν στάλα στάλα κι αυτό σ' αυτά και μέσα στ' άλλα γίναν τεκμήρια περιουσίας. Και η ζωή έχει άλλη ουσία
ζήτω η καινούργια εξουσία. Κι ο Ανάστασης κι η Ελένη ράβονται τώρα στου Τσεκλένη και η περιουσία ουσία μες στη ζωή που έχει αλλάξει μια που ο Λένον και ο Λένιν τα 'χουνε πια κι οι δυο τινάξει.
Ο Κλόουν Κι αν επιμένω να διορθώνω τη γραβάτα στον καθρέφτη μου μες στη σιωπή πίσω απ' του τσίρκου τη σκηνή είναι που δοκιμάζω χίλιους κόμπους στο λαιμό μου για της μελλοντικής μου της κρεμάλας το σκοινί.
167
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΑΝΤΑΝΤΟΝΙΟ
Στ' ορκίζομαι
Στο κύλισμα του χρόνου Του χρόνου που μετράμε με τους μήνες Στους μήνες που μετράμε το κρύο και τη ζέστη Στον άνεμο που δίνει ζωή στα άψυχα Στα άψυχα που δίνουν ζωή στα ζώντα Στις πλατείες που σαν αρτηρίες οι δρόμοι φτιάχνουν τις πόλεις Στη νιόμορφη κοπέλα που δίνει ζωή στον άντρα Στην αγάπη που νιώσαμε μαζί γυρεύοντας να βρούμε κάτι αλλιώτικο Στα πουλιά που γράφουνε τους κύκλους στον αέρα Στις πόρτες που κλείνουν ορμητικά απ' τον άνεμο ή από κάποιο χέρι Στη δυστυχία ενός πλούσιου Σ' ένα μοτέρ που χάλασε σ' ένα ταξίδι Στην αγάπη που είχαμε παιδιά ο ένας για τον άλλο Στον άλλο που δεν γνώρισα ποτέ Σε μια ζωή που 'ρθε και πέρασε Σ' όλα αυτά, στ' ορκίζομαι. Οκτώβρης 70
Η θάλασσα
θυμός κι οργή που έβραζαν μέσα στα λαμπερά σου μάτια το λιόγερμα σαν κόχλαζε η θάλασσα κι έσπαγες τα όστρακα, τα χέρια σου τανάλιες. Το αίμα σου καφτό κύλαγε κι έβαφες τα μαλλιά σου φύκια. Στην ακτή σου που 'πλενες τα ρούχα σου, σαπούνι ο αφρός σου, τα βότσαλα που μύριζαν ιώδιο και τα 'κρουες μονότονα σεκόντο ο βυθός σου. Κι όταν τα φρύδια έσμιγες ερχόταν καταιγίδα.
Αφηνιασμένο άλογο γινόσουν, σαν ένιωθες στην πλάτη βάρκα. Τη βούλιαζες, τη ρούφαγες, την έκανες δική σου. Κι όταν τον ήλιο δεχόσουν, η πλάτη σου καθρέφτης. Το γέλιο σου πλατύ και μπλε, οι γλάροι συντροφιά σου. Το δέρμα σου ίδρωνε ατμούς, δελφίνια, σκουλαρίκια τι τρυφερά που χάιδευες τα κίτρινα ακρογιάλια τους βράχους πώς εφίλαγες, στοργή τα κύματα σου, θάλασσα! Νοέμβρης'69
Εμείς Τρέχαμε σκυφτοί πιασμένοι απ' άκρες γκρεμών. Διψούσαμε και πίναμε από βούρκους. Νιώθαμε πως ο κόσμος γύριζε γύρω μας και θέλαμε και τρέχαμε. Αρπάζαμε όπου βρίσκαμε τσαμπιά και ξεπεινάγαμε. Δαμάζαμε λαούς ολάκερους σηκώνοντας τα λάβαρα. Λαχανιάζαμε από ηδονή και ρουφούσαμε την αμάθεια. Βουτάγαμε από βράχια αιχμηρά και κόβαμε τα πόδια μας και σκούζαμε σαν τα θεριά. Σιντριβάνια το ξένο αίμα και 'μεις κοιτάγαμε τη δύση. Το δικό μας αίμα είχε ιδιαίτερο νόημα! Νοσταλγούσαμε να 'μαστέ μόνοι κι όμως πάντα ήμασταν οι δυο απ 'την ομάδα. Ξεφωνίζαμε και θέλαμε πιο πολύ φως. Και τώρα που ο ήλιος χλομός θαμπώνει πιο πολύ κλαίμε. Τώρα ανέτειλε αλλού. Θεόρατα αγάλματα ελληνικά μάς θύμιζαν τους πατεράδες μας που ποτέ δεν μας γέννησαν. Κι εμείς ακουμπάμε ακόμα στη σκιά μας. Αργοσαλεύουμε σαν τα σκουλήκια, Γυρίζουμε στο ίδιο μέρος που μας γέννησαν και κάνουμε έρωτα. Νομίζουμε πως είδαμε τον κόσμο ενώ ο κόσμος είδε εμάς. 0 κόσμος μάς χάρισε ήλω και δάδες κι εμείς καήκαμε για ν' αντιδράσουμε. Κι ακουμπάμε ακόμα στη σκιά μας. 1968
ΑΝΕΣΤΗΣ ΚΟΡΝΕΖΟΣ
Σκισμένα Τετράδια
Σκισμένα τετράδια, παλιά κιτρινισμένα φύλλα σπασμένες λέξεις στη βροχή Κάποιος πρέπει να 'χει ένα νεκροταφείο, για όλα αυτά που πετάμε στον καιρό Είναι Μάρτης, μα μοιάζει με Σεπτέμβρη σίγουρα πρέπει να φιληθούμε, αντίο η αγάπη μας έφυγε, ο χειμώνας αυτός θα μείνει σαν τα σκισμένα τετράδια στους δρόμους Σπασμένα τετράδια είναι πεσμένα σαν ανοιχτοί τάφοι στο οδόστρωμα οι σελίδες θέλουν να γυρίσουν, όταν τα εξώφυλλα κλείνουν Μη μιλήσεις σε κανένα, ολόκληρη η τράπουλα είναι σημαδεμένη κι ο καιρός μπορεί να γυρίσει μ' ένα βαλέ που ποτέ δε ρίχνω Λοιπόν, οι λέξεις που μου άφησες θα κιτρινίσουν αλλά θα μείνουν εκεί γιατί είναι όλες σαν αλήθειες σφηνωμένες στο χαρτί Όλα αυτά που μου έδωσες θα σκουριάσουν, μα όλα θα τα κρατήσω σα σκισμένα τετράδια στο οδόστρωμα
170
Τα Σύνορα του Κόσμου
Λοιπόν, είδα τις ράγες των δακρύων της και το θρήνο της χωρίς ήχο και τις μικρές αλήθειες που έκρυβε στη δαντέλα του φορέματος της Πάνω της η νιότη έφτιαχνε κοσμήματα και ο χρόνος ήταν ο χρυσός στις πέτρες της Τα στήθη της Σάλλυ σα ζεστά φεγγάρια της άνοιξης Της είπα πως ο κόσμος ήταν αγιασμένος με την παρουσία της κι ο ουρανός άλικος το φθινόπωρο και χρυσός το καλοκαίρι και η Σάλλυ έσκυψε το κεφάλι και χαμογέλασε και τα χείλη της ήταν σαν υποψία σχισμής Περάσαμε το θορυβώδη σταθμό και παράλληλα το βραχώδες μονοπάτι το φεγγάρι σα διάδημα έκπτωτου μονάρχη κι οι καλαμιές στο έλος μίλαγαν για το μυστήριο το μυστήριο που κρατούσα δίπλα μου Μωρό μου, προσπάθησε να κρατηθείς κράτησε τα δάκρυα σου και δώσε μου το χέρι σου
171
Γένεση Β Είναι η ώρα να φύγω ακριβώς στο σημείο που το βράδυ βρίσκεται στο απόγειο του λίγο πριν την πρωινή του φθορά φεύγοντας χωρίς κανένα άλλοθι και χωρίς πουκάμισο όλα μου τα ρούχα είναι στο πάτωμα και περνώντας μέσα από θλιμμένα ερωτικά γράμματα ερωτικά γράμματα που ψευδομαρτυρούν εις βάρος και των δυο μας μου φαίνονται σα μισοτελειωμένη διαθήκη σαν ατελή όνειρα και με ενοχλούν σα σφιχτοδεμένη γραβάτα Γι αυτό άλλαξα χαρτιά και ταυτότητα και ξέρω μια δουλειά που θα με δεχτεί στα σίγουρα Δε σου φέρθηκα καλά κι έτσι δεν μπόρεσα ποτέ να σε πληγώσω 0 Θεός να με βοηθήσει ν' ανέβω σ' αυτό το καταραμένο τρένο η θύμηση σου είναι πιο παγωμένη κι από το ύφος του σταθμάρχη καθώς διασχίζω αυτούς τους δρόμους μέσα από τα ερωτικά σου γράμματα, αγκάθια σκορπισμένα χωρίς άνθος κι αν μπορέσω να βρω δυο σπίρτα λέω να κάψω αυτή την ανάμνηση γιατί χρειάζεται πολύ ποτό για να σε κρατήσω μακριά και δεν ξέρω γιατί κρατάω ακόμα αυτή τη φωτογραφία μέσα στα φύλλα της εφημερίδας μου Γιατί πεθαίνω και λίγο για κάθε ανορθόγραφη λέξη για κάθε απελπισμένη προσπάθεια και για κάθε ερωτικό σου γράμμα
Από την ποιητική συλλογή «Προς τα πού για τη λύπη;» εκδ. Γραφές 2011
ΑΚΗΣ ΔΑΝΙΗΛ
Περί έρωτος
Περί έρωτος λοιπόν ή περί ανυπαρξίας; Τι σημασία έχει; Αφού και τα δύο το ίδιο είναι. Δυο νεαροί ακροατές σηκώθηκαν να πουν ένα ποίημα. Το ποίημα γέλασε στα χείλη προδίδοντας την ευαισθησία τους. Και μετά όλοι από κάτω σοβάρεψαν Τ 'αντρόγυνα μόνο γέλαγαν, σώπαιναν, κοιτάζονταν στο βάθος των ματιών εκεί βαθιά που η ίριδα φαντάζει λέξη ανύπαρκτη που λέει όμως V αγαπώ". Κι ενώ τις υπάρξεις έβριζαν και κορόιδευαν απ' την αποτυχία του ποιήματος αυτοί χάνονταν σε μια άλλη διάσταση την ανύπαρκτη για όσους δεν ερωτεύτηκαν ποτέ, για όσους απότομα σοβάρεψαν.
Η σκάλα Στο Στέλιο και στη Σοφία
Σου αποκρύβω πως μέσα μου ολοφάνερα σε θαυμάζω! Θαυμάζω το απέραντο που κυνηγάς Θαυμάζω το ότι δεν πτοείσαι απ' την απόρριψη Θαυμάζω τη χαρά σου στο ανέβασμα του σκαλιού αυτής της ατέρμονης σκάλας. Μα να, για κάτι θαυμάζω πιότερο τον εαυτό μου. Θαυμάζω την παιδική μου αλήθεια που ακόμα έχω και προτιμώ στο σκαλάκι της να μείνω, να μην ανέβω παραπάνω και ξέρεις γιατί... ...κοίτα τη σκάλα πως γρήγορα μικραίνει Κοίτα την καλά, πόσα κενά σ' οδηγούν πίσω στην αρχή πίσω στην παιδικότητα πίσω στο αιώνιο παγώνι πίσω στο μαδημένο βλέμμα αυτών που σε προειδοποίησαν. Τώρα κάσες φλερτάρουν στις χωματερές με τη φωτιά και μ' έναν ηδονικό παγανισμό τον ενήλικα θε' να κάψουν. Αυτή η σκάλα ψηλά σ' ανεβάζει, ψηλά μα όχι, απ' τον πάτο δε σε γλυτώνει κι απ' της φωτιάς το πάθος δε γίνεται να μην αρπάξεις.
174
ΚΩΣΤΑΣ ΝΗΣΙΩΤΗΣ
Η απροσεξία
κυρ-Μιχάλης ξεκλείδωσε το συρτάρι, έβγαλε τη κουκούλα και την έχωσε βιαστικά στο παλτό του. - Πρόσεχε λίγο το μαγαζί, είπε στον παραγιό, έχω μια δουλειά, δεν θ' αργή σω. - Ναι, αφεντικό. - Και πού 'σαι; Χαρίσματα και χουβαρνταλίκια σε κανέναν. Ούτε δράμι. Όποιος δεν έχει λεφτά, δεν αγοράζει, Γκέκε; - Γκέκε, είπε στεγνά ο μικρός. Βγήκε στο δρόμο. Κοίταξε το ρολόι του. Του είχαν μηνύσει να είναι στις μία στην πλατεία. Φυσούσε ένας διαολεμένος βοριάς. Ανασήκωσε το χοντρό γιακά και κατέ βασε το καπέλο ως τα φρύδια. Επανέλαβε τις παραγγελίες της ημέρας: έξιτενεκέδες λάδι, δύο τσουβάλια αλεύρι, ένα σακούλι ζάχαρη, δέκα πλάκες σαπούνι, τρεις οκάδες φακές. Ξέχασε τίποτα; Όχι. Του χρωστούσε κανείς; Κανείς. Μπροστά του η πλατεία. Τα στρατιωτικά είχαν αδειάσει το φορτίο τους. Έβγαλε τη κουκούλα από την τσέπη και την έκανε κουβάρι στη φούχτα του. Χώθηκε σ' ένα κούφωμα και τη φόρεσε. Το μαύρο πανί βρωμούσε. Πλησίασε την πλατεία. Ο γκεσταπίτης τον συνόδεψε μέχρι τους ομήρους. Τους είχαν μαζώξει στην άκρη της πλατείας. Λίγο παραπέρα, ένας στρατιώ της κάπνιζε καθισμένος στο μυδράλλιο. «Όλοι αυτοί εμένα περιμένουν για να αρχίσουν», σκέφτηκε ο μπακάλης και φούσκωσε σα διάνος. Στα τρόφιμα δεν χάριζε δράμι, όμως του Χάρου δεν χάλαγε χατήρι. Σκότωνε σαν τον αφέντη του, χωρίς να λερώσει τα χέρια του. Μέτρησε τους ομήρους για να υπολογίσει πόσους έπρεπε να ξαποστείλει. Ήταν καμιά σαρανταριά. Έριξε μια ματιά στα πρόσωπα τους. Οι περισσότεροι εικοσάρηδες, τριαντάρηδες, εκεί γύρω. Είδε και δυο τρεις μεγάλους, συνομήλικους του. Του φάνηκαν βρώμικοι, εκείνου του καθαρού. - Ποιος να 'ναι, ρε Γιώργο; ακούστηκε ένας ψίθυρος απο το τσούρμο. - Ένα σκυλί που ζει απο τα κόκκαλά μας, απάντησε ο ΕΑΜίτης. 0 καταδότης τ' άκουσε. Γύρισε και τον κοίταξε. Δεν τον ήξερε. Σήκωσε το
Ο
175
χέρι και τον έδειξε. Ο γερμανός τράβηξε τον αντάρτη ξέχωρα. - Είδες το δαχτυλίδι στο μικρό του δάχτυλο; ψιθύρισε ένας από τους ομή ρους. Αυτό με την κόκκινη πέτρα; Το φοράει ο Μιχάλης ο μπακάλης. Ο καταδότης σταματούσε κάθε τόσο και τέντωνε το χέρι. Έδειχνε στην τύχη. Έπρεπε να κάνει τη δουλειά του. Δυο βαρέλια χρυσές λίρες, και η Κατο χή δεν είχε χρονίσει. Είχε ξεμακρύνει κάμποσο από την πλατεία, όταν κροτάλισε το μυδράλλιο. «Ελευθερία ή θάνατος!», ακούστηκε μια δυνατή φωνή. Ξανά το μυδράλλιο, και μετά σκόρπιοι πυροβολισμοί. «Χμμμ.., ο ηρωισμός σάς έφαγε», μονολόγησε ο Μιχάλης ο μπακάλης. «Εμ, αφού πάτε γυρεύοντας; Με ποιον πάτε να τα βάλετε, ρε; Εδώ στρατιές ολό κληρες δεν σταμάτησαν τον Γερμανό, θα τον σταματήσετε εσείς με τους γκράδες και τα λιανοντούφεκα; Ε ρε καημένοι, κούνια που σας κούναγε. Πιά νετε και ανατινάζετε τα λιγοστά γεφύρια που έχουμε. Δολιοφθορές, λέτε, στον εχθρό. Δολιοφθορές στο τόπο σας, ρε ζαγάρια. Ποιος θα ξαναγεφυρώσει το Γοργοπόταμο; Οιχουβαρντάδες του νομού; Καλά σάς κάνουν που σας στή νουν στον τοίχο. Μπας και βάλετε μυαλό οι υπόλοιποι. Χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλησε το. Πάρτε το απόφαση.» Γύρισε στη γειτονιά. Οι δρόμοι έρημοι. Στο γωνιακό σπίτι άκουσε κλάμα τα πίσω από τα παντζούρια. «Ας καθόντουσαν στ' αβγά τους», μουρμούρισε και προσπέρασε. Έχωσε την κουκούλα στην τσέπη κι άνοιξε την πόρτα του μπακάλικου. - Είχαμε τίποτα; - Τίποτα, αφεντικό, απάντησε ο Χρηστάκης. Από την ώρα που έφυγες δεν πάτησε άνθρωπος. - Σας λέω, είναι αυτός. Πήγα χτες στο μπακάλικο. Φορούσε το δαχτυλίδι. Ήταν του συγχωρεμένου του πατέρα μου. Του το πήρε για ένα μπουκαλάκι λάδι. Οι αντάρτες κοιτάχτηκαν. Βρέθηκε η οχιά, έπρεπε να φύγει από τη μέση. Τη δουλειά θα την έκανε ο νεαρός, το είχε ζητήσει σαν χάρη. Για τη ψυχή του Γιώργου, που τον έμπασε στην Αντίσταση. - Αφού το θες τόσο πολύ, άντε και με την ευχή μας, είπε γελαστά ο αρχη γός. Αύριο πρωί. Με το που θ' ανοίξει το μαγαζί. Πήγε να κοιμηθεί στης μάνας του. Το σπίτι ήταν κοντά στο μπακάλικο. Έκατσε μαζί της στο τραπέζι προσπαθώντας να κρύψει τη νευρικότητα του. Εκείνη το κατάλαβε. - Πρόσεχε, γιε μου, μόνο εσένα έχω τώρα, του είπε και του χάιδεψε τα μαλ λιά. Όταν έμεινε μόνος στη κουζίνα, έχωσε το κεφάλι στα χέρια και προσευ χήθηκε.
-Δώσε, Θεέ μου, να ξημερώσει η αυριανή μέρα και να τον ξεπαστρέψω, κι έπειτα κάνε με ό,τι θες. Έπλεξε τα μπράτσα πάνω στο τραπέζι κι αποκοιμήθηκε. 0 Χρηστάκης σκούπιζε έξω από την πόρτα όταν είδε τον νεαρό. Τον θυμή θηκε. Είχε έρθει και χτες. Θα βαστάει λεφτά σήμερα, σκέφτηκε ο μικρός, γιατί χτες δεν αγόρασε τίποτα. - Καλημέρα, είπε ζωηρά ο επισκέπτης μπαίνοντας στο μαγαζί. Πού είναι το αφεντικό σου; - Πάω να τον φωνάξω. Τι τον θες; - Τράβα, φώναξε τον σαν καλό παιδί, έτσι μπράβο! Μετά από λίγο φάνηκε ο μπακάλης. - Πάλι εσύ; Τι γυρεύεις; τον ρώτησε βλοσυρά. - Έχω ένα γράμμα για σένα, του είπε ο άλλος χαμηλόφωνα. - Δεν περιμένω γράμμα από κανένα, μουρμούρισε ο καταδότης. - Έχει λεφτά μέσα, ψιθύρισε ο νεαρός. Θα το πάρεις ή να φύγω; Τα μάτια του δοσίλογου άστραψαν. - Φέρ' το δω, να τ' ανοίξω, είπε ανυπόμονα. Ο νεαρός τον πλησίασε βάζοντας το χέρι στο σακάκι του. Τη στιγμή που ο μπακάλης είδε τη λάμα, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, το μέταλλο χωνότανε στο λαιμό του μέχρι τη λαβή. - Αυτό από τον Γιώργο, σίχαμα του τόπου! Με τα μάτια φριχτά γουρλωμένα και τα χέρια να τινάζονται βίαια στον αέρα ο καταδότης κύλησε αιμόφυρτος στις πλάκες. Το κορμί συσπάστηκε δυο φορές κι έμεινε ακίνητο. Ο παραγιός έβαλε τα κλάματα. - Μη φοβάσαι. Το αφεντικό σου ήταν βρωμόσκυλο. Δούλευε για τους Γερ μανούς. Ο νεαρός άρχισε να ψάχνει ένα ένα τα συρτάρια. Βρήκε την κουκούλα και τη φόρεσε στο κεφάλι του νεκρού. Το μαύρο πανί έκρυψε την απαίσια όψη. Από κάτω το πουκάμισο, μούλιαζε στο αίμα. Μαυροκόκκινο, μια ψόφια σβά στικα. - Για να ξέρει ο κόσμος ποιος ήταν τούτος δω, είπε στον παραγιό. Τράβα, πες στη γειτονιά να έρθουν να ψωνίσουν. Όλα είναι τσάμπα σήμερα. - Ευχαριστώ, ψιθύρισε ο Χρηστάκης κι έφυγε τρεχάτος. Με μια γρήγορη κίνηση ο νεαρός τράβηξε το δαχτυλίδι από το πτώμα και βγήκε έξω. Έφτασε στο σπίτι του κάνοντας ένα μεγάλο γύρο για να αποφύ γει TLÇ περιπόλους. Έπλυνε το ρουμπίνι κάτω από άφθονο νερό. - Τι πλένεις τόση ώρα; τον ρώτησε η μάνα του. - Τίποτα. Να, τα χέρια μου. Έπιασα κάτι βρωμιές. 177
Κάθισε μαζί της στο τραπέζι. - Τι έχεις; τον ρώτησε. Ξαναμμένο σε βλέπω. - Έτρεξα λιγάκι. Είχε μπλόκο παρακάτω. - Ο Μιχάλης, ο μπακάλης, βρέθηκε σφαγμένος, του είπε εκείνη, καθώς έβαζε τα πιάτα στο τραπέζι. Ήταν καταδότης των Γερμαναράδων. Το ήξερες εσύ; - Μαυραγορίτης και πατριώτης δεν γίνεται. Ένα κάθαρμα λιγότερο. - Τον βρήκανε με τη μαύρη κουκούλα, ξελαρυγγιασμένο. 0 νεαρός έτριψε το μέτωπο του. - Πάω να ξαπλώσω, μάνα. Είμαι κουρασμένος. Καληνύχτα. - Καλό ξημέρωμα, παιδί μου. Έπεσε στο κρεβάτι. Με το που έκλεισε τα μάτια, ζωντάνεψε το φονικό. Του μύρισε φρέσκο αίμα. Είχε σκοτώσει. Είχε σφάξει έναν άνθρωπο σαν αρνί, με τα χέρια του. Με τα χέρια που έγραφε, που αγκάλιαζε τη μάνα του, που έκανε το σταυρό του. Με τα ίδια χέρια. Έγινε φονιάς. Δεν είναι φονιάς αυτός που σκοτώνει τον προδότη, θα του έλεγαν αύριο οι άλλοι, είναι λυτρωτής... Φονιάς... Λυτρωτής.,. Φονιάς.., Πίεσε τα μάτια με τις παλάμες του για να τα σβήσει όλα. Ήθελε να κοιμη θεί, να ξεχάσει. Άξαφνα ένιωσε ένα ρεύμα. Σαν κάποιος ν' άνοιξε το παράθυρο. Άναψε το φως. Το τζάμι ήταν κλειστό. Ταράχτηκε. Σηκώθηκε στις μύτες και μισάνοιξε την πόρτα. Η μάνα του είχε ξαπλώσει. Έπεσε στο κρεβάτι απόκαμος. Άργη σε να τον πάρει ο ύπνος. Ξημέρωσε μια μολυβένια μέρα. Πλύθηκε γρήγορα, ψηλάφισε το δαχτυλίδι στην τσέπη του και βγήκε στο δρόμο. Κατευθύνθηκε προς το Λυκαβητό. Ανέ βηκε στον Aï-Γιώργη. Σφίχτηκε η καρδιά του βλέποντας το αγκυλωτό βρωμόπανο να κυματίζει στην Ακρόπολη. - Ως πότε; φώναξε δυνατά. Μπήκε στο εκκλησάκι. 0 ιερέας μάζευε τα λιγοστά κεριά απο το μανουάλι. Έβγαλε το δαχτυλίδι και του το έδωσε. - Είναι αληθινό ρουμπίνι. Όποιον γλυτώσει από την πείνα θα είναι το καλύτερο ευχέλαιο για τις ψυχές τους. 0 παπάς τον κοίταξε ερευνητικά. - Ποιανών; - Του πατέρα μου και κάτι φίλων. βγήκε από τον Aï-Γιώργη ανάλαφρος. Κατηφόρισε το λόφο σιγοσφυρίζοντας. Ένα σπουργίτι τιτίβισε σε μια πικροδάφνη σα να τον χαιρετούσε. 0 ουρανός είχε γκριζάρει. Μια μυρουδιά από νοτισμένο χώμα τού ήρθε στα ρου θούνια.
Στρίβοντας στη Δαφνομήλη έπεσε σε μπλόκο. Του φώναξαν να σταματή σει. Άνοιξε βήμα. Τους άκουσε να οπλίζουν. Άρχισε να τρέχει. Είδε τον πατέ ρα του στην άλλη γωνία, φωτεινό, να τεντώνει το χέρι προς το μέρος του. - Έρχομαι, περίμενε με, φώναξε. Έτρεχε με όλη του τη δύναμη. Άκουσε έναν κρότο. Ένιωσε το πατρικό χέρι να τον τραβά και να τον σηκώνει δυνατά πάνω από το έδαφος. (Αδημοσίευτο διήγημα, βραβευμένο σε διαγωνισμό διηγήματος του Δήμου Κερατσινίου το 2009)
179
Ιωάννης Αντωνομαρία Καποδίστριας ...προείδα μεγάλα δυστυχήματα δια την πατρίδα... (επιστολή στον Τερτσέτη)
Δεν κατάφερα να τους κερδίσω, να δουν το κοινό καλό. Δρασκέλισα το τείχος της γλώσσας για να πέσω στην τάφρο της προκατάληψης, Μαυροκορδάτος, Τρικούπης, οι Κουντουριώτες, οι Ζαΐμηδες. Μεγάλα ονόματα. Τι κρίμα! Ακούω τις καμπάνες του Άγιου Σπυρίδωνα τούτη την τελευταία Κυριακή του Σεπτέμβρη. Δεν τους κέρδισα. Κέρδισα το Λονδίνο κι έχασα την Ύδρα. Κέρδισα τη Μόσχα κι έχασα τη Μάνη. Αχ, αυτή η διχόνοια... Κάποια πράγματα διορθώθηκαν σ' αυτό τον τόπο. Άραγε έπεισα τους Άγγλους ότι δεν υπηρετώ ρωσικά συμφέροντα; Έπεισα τους Γάλλους να επεκταθούν τα σύνορα μας πέρα απ' τον Ισθμό; Η 3 Φλεβάρη 1830 σημαδιακή ημέρα. Όταν το Λονδίνο αναγνώρισε το δικαίωμα της ανεξαρτησίας μας. Μακάρι να λυνόντουσαν όλα μ' ένα πρωτόκολλο. Στράφηκαν όλοι εναντίον μου. Ξεσηκώθηκε το Αιγαίο ο Μιαούλης πυρπόλησε καράβια ελληνικά. Αναγκάστηκα να αποκλείσω την Ύδρα. Πόσο με θλίβουν όλα αυτά. Έρχομαι στη χάρη σου, Άγιε Σπυρίδωνα... Ποιοι είναι αυτοί που με πλησιάζουν; Τι να θέλουν άραγε;
Αιγινήτες Πού μας πάνε; Ψέλλισαν τα χιλιόχρονα παιδιά της Αφαίας κάτω από τις τροχαλίες. Πού μας πάνε; Βρέθηκαν μέσα σε αμπάρια σφιχτοδεμένα σε μαδέρια τα σήκωσαν άλλες τροχαλίες σαν πιάσανε λιμάνι πήραν τ' αυτιά τους κάποια ελληνικά σκόρπια ανάμεσα σε γλώσσες ξενικές και ξανά στα αμπάρια και στις τροχαλίες και στα κάρα μέσα από δάση μελανά και πολιτείες συννεφιασμένες ξέχασαν τον χιλιόχρονο ήλιο τους και φυλακίστηκαν σε μια κρύα αίθουσα αιώνες μακριά από τα πεύκα και τα τζιτζίκια της Αίγινας. Και η Αφαία ορφανή με το παράπονο πράσινο δάκρυ να στάζει στις ρωγμές της.
(Τα ποιήματα «Ιωάννης Αντωνομαρία Καποδίστριας» και «Αιγινήτες» ανή κουν στην ανέκδοτη συλλογή του Κ. Νησιώτη «Νωπογραφίες»)
181
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
ΠΡΟΝΟΗ ΘΕΟΛΟΓΙΔΟΥ
Χρύσας Σττυροπούλου, Το μυστήριο της Αίγινας
Λίζα, ο Άρης και ο σκύλος τους, η Ήρα, πηγαίνουν διακοπές στην Αίγι να. Η ανεμελιά των διακοπών τους, όμως, διακόπτεται, όταν κοντά στο ξενοδοχείο όπου μένουν, ανακαλύπτουν το πτώμα ενός άγνωστου άντρα. Χωρίς να το καταλάβουν, εμπλέκονται σε μια υπόθεση αρχαιοκαπηλίας με πολλά απρόοπτα. Ενώνουν τις δυνάμεις τους με τη Μαρίνα και την Κλειώ, βρίσκουν στοιχεία για την αποκάλυψη της αλήθειας και συνεργάζονται με την υπαστυνόμο Γεωργίου για την εξιχνίαση του μυστηρίου. Αυτή είναι η υπόθεση του «αστυνομικού μυθιστορήματος με θέμα την αρχαιοκαπηλία» της Χρύσας Σπυροπούλου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος» με εικονογράφηση της Κατερίνας Βερούτσου. Όπως είναι προφα νές και από τον τίτλο, σ' αυτή την «περιπέτεια για αναγνώστες που δεν εφη συχάζουν», η Αίγινα αποτελεί για άλλη μια φορά το σκηνικό μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η δράση της ιστορίας. Η συγγραφέας, φιλοξενούμενη το καλο καίρι από φίλους στο νησί μας, εμπνεύστηκε από τις ομορφιές του φυσικού και πολιτιστικού του περιβάλλοντος, και γνώριμες εικόνες από τη ζωή μας σ' αυτό έχουν καταγραφεί στο μυθιστόρημα με ρεαλιστική δύναμη: «Τα χρώματα του ορίζοντα είχαν γίνει φούξια, ενώ το δροσερό αεράκι κουνούσε τα φύλλα της πικροδάφνης που αγκάλιαζε την Κολόνα - ό,τι απέ μεινε από το ναό του Απόλλωνα. Λίγο πιο κει, στα νοτιοανατολικά, τα ελάχι στα απομεινάρια του ναού της Αρτέμιδος και οι λαξευτοί τάφοι. Συνύπαρξη αιώνων» (σ. 43). «Το λιμάνι ζωντάνευε σιγά σιγά τις πρώτες πρωινές ώρες. Ήταν περίπου οχτώ και τα τέσσερα παιδιά κατευθύνονταν στην ψαραγορά. Πού και πού πετούσαν κομμάτια από τα κουλούρια που είχαν πάρει από τον πλανόδιο πωλητή στα ψαροπούλια, τους γλάρους οι οποίοι πετούσαν χαμη λά σε αναζήτηση τροφής στην προκυμαία. Κάποιοι αχθοφόροι έσπρωχναν τα καρότσια, τα οποία ήταν γεμάτα εμπορεύματα, προς το πλοίο που πήγαινε στον Πειραιά. Οι πρώτοι πελάτες των καφέ απολάμβαναν το αεράκι και τη φρεσκάδα του πρωινού. Τα παιδιά ρουφούσαν το καθετί: τους ήχους, τα χρώματα, τις μυρωδιές» (σ.55- 56),
Η
Όπου όμως οι ανάγκες της αφήγησης απαι τούν, επιστρατεύεται η φαντασία. Έτσι στην φωτογραφική εικόνα της Αίγινας αντιτάσσεται μια φανταστική, εξωπραγματική, Μονή, σαν ένα ειδυλλιακός, παραδεισένιος τόπος, γεμάτος δρο σερές πηγές: «Η Μονή βρισκόταν απέναντι από το ψαροχώρι Πέρδικα και ίσως κάποτε να ήταν ενωμένη μ' αυτό. Παρ' όλ' αυτά, τίποτε δε θύμιζε τοπίο της Αίγινας. Εδώ τα ψηλά, πυκνά δένδρα έκρυ βαν σχεδόν τον ουρανό. Οι μόνοι θόρυβοι που ακούγονταν προέρχονταν από τα πουλιά και τα ζώα. Πέρδικες, ελάφια, αγριοκούνελα, παγόνια, τσαλαπετεινοί, αγριοκάτσικα ήταν οι μόνιμοι κάτοικοι του νησιού. Νερά φύτρωναν εκεί που δεν το περίμενες και νόμιζες ότι βρίσκεσαι πάρα πολύ μακριά από τον πολιτισμό, την αυθαίρετη δόμηση και τις κακοτεχνίες. Μόνο ένα δυο ταβερνάκια σε κάποιες παραλίες διατάρασσαν το ήρεμο τοπίο» (σ.71). Το βιβλίο αποτελεί ένα ευχάριστο και ενδιαφέρον ανάγνωσμα, που στο χεύει να προβληματίσει και να ευαισθητοποιήσει τους αναγνώστες -παιδιά και εφήβους κατά κύριο λόγο- σε θέματα που αφορούν την πολιτισμική μας κληρονομιά, το σεβασμό στη φύση την αγάπη για τα ζώα, τα προβλήματα της εποχής και του νησιού μας, όπως είναι, για παράδειγμα, η ύδρευση. Οι ήρωες συνδέονται με φιλία και αλληλοεκτίμηση, έχουν υψηλή ευφυία και καλλιέργεια. Απολαμβάνουν τις διακοπές τους με την οικογένεια τους ενώ, παράλληλα, ενδιαφέρονται να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο και συμβάλλουν στη διαλεύκανση ενός φόνου και στην αποτροπή του εγκλήμα τος της εμπορίας αρχαιοτήτων. Παρών σε ρόλο πρωταγωνιστικό είναι ο αγα πημένος σκύλος τους. Χαρακτηριστική είναι η αφιέρωση του έργου «στη μνήμη της Ήρας, που ήταν πηγή έμπνευσης και αισθήματος», και ως εισαγω γή του προτάσσεται το ποίημα του Μπάιρον «Επίγραμμα στο μνημείο ενός σκύλου νιουφάντλαντ» σε μετάφραση Γ. Βέη.
ΠΡΟΝΟΗ ΒΕΟΛΟΠΔΟΥ
Κώστα Νησιώτη, Γραμμική γραφή
Ο
Κώστας Νησιώτης, από καιρό πολιτογραφημένος αιγινήτης, έχει εδώ και δέκα χρόνια με επιτυχία θητεύσει στη μίσθια δουλειά του μεταφραστή, ποιητή και πεζογράφου. Τον γνωρίσαμε στο Λαογραφικό Μουσείο σε δύο ποιητικές συναντήσεις, πρώτα με τον Σώζο Μπέση και έπειτα με την Κατερί να Αγγελάκη- Ρουκ, φέτος το χειμώνα. Οι ποιητικές του συλλογές, «Όταν σβήσουν τα φώτα» (Ίαμβος 2009) και «Βραδινές ψιχάλες» (Ίαμβος 2010), αλλά και τα διηγήματα του, «Το Επιτύμ βιο» (Ιδεόγραμμα 2009), μας έδωσαν την ευκαιρία να βαθύνουμε τη σχέση μας. Το τελευταίο έργο του «Γραμμική γραφή» (Εριφύλη 2010) αποτελεί μία ακόμη πρόσκληση/πρόκληση για επικοινωνία. Ο ίδιος το συστήνει ως « σχό λια, διαπιστώσεις, απορίες, ουτοπίες της μιας γραμμής. Μια άναρχη αυτεπίστροφη σύνοψη». Επιγραμματικά, λακωνικά, «με δωρική διατύπωση», όπως απαιτεί η αριθμολατρεία του, περιορίζεται σε 153 «αράδες» -έτσι χαρακτηρί ζει ο ίδιος τα αριθμημένα μονόστιχα ή δίστιχα που απαρτίζουν το έργο- μας
Ι4ΣΤΑΙ MÌ
ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΓΡΑΦΗ
ΕΡΙΦΥΛΗ
184
ανοίγει την ψυχή του και μας απο καλύπτει τις μύχιες σκέψεις του, τα τρυφερά του συναισθήματα, τον προβληματισμό του για όσα γύρω του συμβαίνουν. Δεν είναι αλήθεια όμως ότι στα χέρια μας κρατάμε μια «συλλογή από στίχους. Χωρίς ειρμό, συνοχή, λογοτεχνικές αξιώσεις». Δοκιμα σμένος λογοτέχνης ο Κ. Ν. συνομι λεί με τον αναγνώστη του χωρίς να ξεχνάει την τέχνη του, μέσα σε μια οικεία ατμόσφαιρα απευθύνεται στον σιωπηλό αναγνώστη/ ακροα τή του, ο οποίος με την παρουσία του κατευθύνει την κατάθεση του ποιητή και προκαλεί τη στοχαστική
του διάθεση σε μία de profundis εξομολόγηση: Carpe diem. Είτε αδράχνεις τη μέρα είτε όχι τη στιγμή δεν τη γλυτώνεις (1). Όσο υπάρχουν άνθρωποι τα πουλιά θα πετούν ψηλότερα (42). Συχνά ο στοχασμός διατυπώνεται ως απορία: Τι θα ονειρευόμασταν αν δεν υπήρχε το ανέφικτο; (138). Τι προτιμάς να είσαι; Κρόνος ή πεφταστέρι; (118). Άλλοτε πάλι γνωστές έννοιες ορίζονται με νέους όρους που ξαφνιάζουν: Άνθρωπος. Η φαντασμαγορία των αντιθέσεων (27). Αγάπη. Άλμα εις ύψος. Πάνω από τα τείχη του Εγώ (44). Με σπαραχτική λιτότητα ο ποιητής τοποθετείται μπροστά στα μεγάλα προβλήματα του ανθρώπου: Σπουδάζουμε ρομποτική και παραπονιόμαστε για την ανεργία (5). Όσο πιο στυγνός ο διωγμός τόσο πιο γόνιμη η διασπορά (72). Αλλού παίζει με τις επαναλήψεις, τις αντιθέσεις, τις παρηχήσεις, την πολυ σημία των λέξεων: Κρίση επιπέδου. Κεκλιμένου. Για να κατρακυλά σαν κοτρόνα (98). Τα πάθη δεν τον άφηναν σε χλωρό κλαρί. Τα καίγανε όλα (125). Ευδιάκριτη είναι η πικρία και χαρακτηριστική η ειρωνεία: Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι αδιάσειστο άλλοθι στην ύπαρξη (45). Τα ελαττώματα του προσέδιδαν κύρος (126). Σ' αυτό το τελευταίο βιβλίο του, που είναι αφιερωμένο στη μνήμη των γονέων του, ο Κώστας Νησιώτης, στο μεταίχμιο της ποίησης και της πεζο γραφίας, μας αποκαλύπτει μέσα από την καρδιά του μικρά σπαράγματα της εμπειρίας του. Απαισιόδοξα ή μήπως αισιόδοξα; Να μην περιμένω τίποτα από κανέναν: η πιο θετική σκέψη (59).
185
Πολιτιστικά περιοδικά από όλη την Ελλάδα
Το περιοδικό «ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ» από τη Θεσσαλονίκη
Το Εντευκτήριο είναι λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιοδικό και η έκδο ση του αποτελεί δραστηριότητα του πολιτιστικού σωματείου μη κερδοσκο πικού χαρακτήρα «Μακεδόνικη Εταιρεία Τεχνών και Πολιτισμού», με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Όπως προσδιορίζεται από τον τίτλο του, λειτουργεί ως "έντυπος χώρος στον οποίο συναντώνται συγγραφείς με τα κείμενα τους για να ανταλλάξουν ιδέες, και απόψεις. Εκδίδεται από τον Νοέμβριο του 1987 κάθε τρεις μήνες και μέχρι τώρα έχει εκδώσει 81 τεύχη. Αναγνωρίζεται ως ένα από τα καλύτερα περιοδικού του είδους του στην Ελλάδα, παρότι έχει την έδρα του σε μια περιφερειακή πόλη. Το 2010 βρα βεύτηκε με Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικού Περιοδικού (από κοινού με τον Πορφυρά). Δημοσιεύει ελληνική και ξένη λογοτεχνία (ποίηση και πεζογραφία], λογοτεχνικά δοκί μια, μελέτες και άρθρα, κριτικές βιβλίου, κεί μενα για τις καλές τέχνες (εικαστικά, κινημα τογράφος, μουσική) κτλ. Σε κάθε τεύχος υπάρχει το ειδικό ένθετο για τη δημιουργική φωτογραφία «Camera Obscura», που επιμε λείται ο Άρις Γεωργίου. Σε τεύχη του έχουν δημοσιευτεί αφιερώμα τα για αρκετούς από τους πιο σημαντικούς Έλληνες λογοτέχνες: Οδυσσέα Ελύτη, Μανόλη Αναγνωστάκη, Κική Δημουλά, Τίτο Πατρίκιο, Κλείτο Κύρου, Γιώργο Ιωάννου, Τόλη Καζα ντζή, Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου, Ανέστη Ευαγγέ λου, Μένη Κουμανταρέα, Ντίνο Χριστιανόπου λο, Έκτορα Κακναβάτο, Νόρα Αναγνωστάκη, Βασίλη Στεριάδη, Ελένη Βακαλό, Δ. Ν. Μαρωνί τη, Τάκη Βαρβιτσιώτη, Αλέξη Τραϊανό, Δημή τρη Νόλλα κά. Επίσης, θεματικά αφιερώματα 186
όπως «Σελίδες για τη φυλακή», «Το Θέατρο Τέχνης και η Θεσσαλονίκη», «Ελλη νική λογοτεχνία σε μετάφραση», «Αυτοβιογραφικός λόγος», καθώς και αφιε ρώματα σε ξένες λογοτεχνίες [λχ. κινεζική λογοτεχνία, σύγχρονη σουηδική λογοτεχνία) ή σε εξωλογοτεχνικά πρόσωπα, όπως ο γραφίστας Γιάννης Σβορώνος, η λαογράφος 'Αλκή Κυριακίδου-Νέστορος, ο ζωγράφος Φράνσις Μπέι κον, ο φιλόσοφος Κώστας Αξελός κ.ά. Μεταξύ των τακτικών συνεργατών του περιλαμβάνονται τα γνωστότερα ονόματα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας και κριτικής (Κική Δημουλά, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Δ. Ν. Μαρωνίτης, Τίτος Πατρίκιος, Γιώργος Βέλτσος, Δημήτρης Νόλλας, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Μαρία Στασινόπουλου, Βαγγέ λης Χατζή βασιλείου, Τιτίκα Δημητρούλια, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Αργύρης Χιόνης, Μισέλ Φάις, Βαγγέλης Χατζή βασιλείου, Σάκης Σερέφας, Σοφία Νικολαΐδου, Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου, Μάρκος Μέσκος, Βασίλης Αμανατίδης και πολλοί άλλοι. Παράλληλα, το περιοδικό ενδιαφέρεται για την παρουσίαση νέων συγγραφέων, είτε μεμονωμένα είτε στο πλαίσιο καθιερωμένων αφιερωμάτων υπό τον τίτλο «Νέες φωνές». Δεν λείπουν τα κείμενα της ξένης λογοτεχνίας (ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο κτλ.), πάντα σε έγκυρες και φροντισμένες μεταφράσεις. Συμπληρωματικά προς την έκδοση του περιοδικού υφίστανται οι Εκδό σεις Εντευκτηρίου (με 40 τίτλους μέχρι τώρα) και από τον Δεκέμβριο 2001 ο πολυχώρος «Underground Εντευκτήριο», που λειτουργεί ως πολιτιστικό κέντρο με ελεύθερη είσοδο για κάθε ενδιαφερόμενο. Εκδότης-Διευθυντής; Γιώργος Κορδομενίδης
187
ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Προς τον Υπουργό Πολιτισμού και Τουρισμού, κύριο Παύλο Γερουλάνο. Αίγινα 28/03/2011.
Κύριε Υπουργέ, Ο πρόσφατα εκλιπών μεγάλος Έλληνας ζωγράφος Γιάννης Μόραλης είχε ένα βαθύ και μακροχρόνιο δεσμό με το νησί της Αίγινας, ένα δεσμό βίου και έργου. Εδώ, στον τόπο που του θύμιζε τη γενέτειρα του, έκτισε το σπίτι του, έμεινε όχι ως επισκέπτης αλλά ως μόνιμος κάτοικος, συνδέθηκε με τους ανθρώπους του και ανακηρύχθηκε επίσημα δημότης του. Το ανεπανάληπτο έργο του έχει δεθεί άρρηκτα με το νησί μας και οι πίνακες του, εμπνευσμένοι από την Αίγινα και δουλεμένοι στο νησί μας, διαποτίζονται από το μοναδικό αιγινήτικο φως. Το εργαστήριο- κατοικία του στα Πλακάκια, κοντά στο λιμάνι της Αίγινας, έξοχο δημιούργημα του φίλου του μεγάλου Έλληνα αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη, αποτέλεσε για δεκαετίες τον κατεξοχήν χώρο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Η κατοικία αυτή υπήρξε συγχρόνως και χώρος συνάντησης, επικοινωνίας και γόνιμου προβληματισμού με άλλους μεγάλους ομοτέχνους του και εραστές της Τέχνης, των Γραμμάτων και του Πνεύματος, φίλους και μαθητές του, και έχει, εκτός της αρχιτεκτονικής της αξίας , μεγάλη σημασία για την ιστορία της νεοελληνικής ζωγραφικής. Η επικείμενη πώληση της ιστορικής αυτής κατοικίας προκαλεί εύλογα πολύ μεγάλη ανησυχία σ' ό,τι αφορά την τύχη και μελλοντική της χρήση. Η πιθανότητα καταστροφής ή αλλοίωσης της θα αποτελούσε κατάδηλη αγνωμοσύνη προς τη μνήμη του μεγάλου Γιάννη Μόραλη αλλά και προς την ίδια την Τέχνη και τον Πολιτισμό της Πατρίδας μας. Οφείλουμε όλοι μας να κινηθούμε έγκαιρα και αποτελεσματικά για την αποτροπή μιας τέτοιας δυσμενούς εξέλιξης, που θα στερούσε όχι μόνο την Αίγινα αλλά και όλη την Ελλάδα από ένα κτήριο με τέτοια αξία και τόση σημα σία για την εποχή μας. Προτείνουμε το Υπουργείο σας να κηρύξει την κατοικία Γιάννη Μόραλη
στην Αίγινα «ιστορικό διατηρητέο κτήριο της νεότερης πολιτιστικής κληρο νομιάς μας». Μόνον έτσι μπορεί να διασωθεί και να αποτελέσει κτήμα και για τις επόμενες γενιές ο χώρος όπου έζησε, εμπνεύσθηκε και δημιούργησε στο νησί που λάτρεψε ο μεγάλος Γιάννης Μόραλης. Κύριε Υπουργέ, 0 λαός της Αίγινας και οι καλλιτέχνες και πνευματικοί άνθρωποι όλης της χώρας, θα σας χρωστούν μεγάλη ευγνωμοσύνη και θα σταθούν κοντά σας σε μια τέτοια πράξη-αναγνώριση της αξίας του μεγάλου ζωγράφου Γιάννη Μόραλη και τιμή ς για την Αίγινα, νησί το οποίο άλλωστε και εσείς ο ίδιος γνω ρίζετε και συνδέεστε μαζί του. Με τιμή Η Συντακτική Επιτροπή του περιοδικού «Η Αιγιναία».
189
ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΕΥΡΠΕΥΕΤΗΜΑ
ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ä. ΠΡΟΒΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗΝ 78 Η ΕΤΗΣίΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΟΝ ΜΕΤΟΧΩΝ 18 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2011
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΕ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΚΑΜΠΗ - ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΠΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Η Τράπεζα της ΕΛλάΐος εξαρχής είχε υποστηρίξει ότι η Συμφωνία Στήριξης θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της κρίσης, καθώς Sa εξαοφάΛιζε τα αναγκαία κεφαλαία σε μια περίοδο που η χώρα είχε πρακτικά αποκλειστεί από τις αγορές, θα eneßeÄAe πειθαρχία στην τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων, θα TrpotfEfpepe τεχνογνωσία στην εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής και 8α διευκόλυνε τη δημοσιονομική προσαρμογή
Η Συμφωνία Στήριξης απέτρεψε τη χρεοκοπία α ν α π ρ ο σ α ν α τ ο λ ι σ μ ό της οικονομικής πολιτικής
και
επέβαλε
TÖV
Πράγματι, η Συμφωνία οχ: μόνο εξασφάλισε τα αναγκαία κεφάλαια άλλα και έδρασε ως καταλύτης για τα ριζικό αναπροσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής προς δύο κυρίες κατευθύνσεις την ταχεία δημοσιονομική προσαρμογή και την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων Η στροφή <ιυτή έπρεπε βεβαίως να έχει γίνε! πολλά χρόνια πριν, Οταν οι συνθήκες ήταν ευνοϊκότερες. Τον Απρίλη πάντως rou 2Q10 όλα τα περιθώρια για αναβολές είχαν εξαντληθεί mi η αλλαγή κατεύθυνσης ήταν εττιτακτικά αναγκαία. Η πολιτική ΐΐΰϋ άρχισε να εφαρμόζεται ήταν ο μόνος τρόπος για να ανακοπεί η περιθωριοποίηση της χώρας, η μόνη ελπίδα για τη δημιουργία προϋποθέσεων που Θα Επέτρεπαν μια συντεταγμένη πορεία πάνω σε νέες βάσεις το -?.y^~!po δυνατόν.
Οί παρεμβάσεις της ΕΚΤ και το. μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας απέτρεψαν την π ι σ τ ω τ ι κ ή ασφυξία Την ίδια αυτή περίοδο, όταν αϊ υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας συμπαρεαυραν και τις αξιολογήσεις των τραπεζών, οι ομαλές συνθήκες ρευστότητας εξασφαλίστηκαν χάρη στην πολιτική και τις παρεμβάσεις του Ευρωαυστήμστος Η νομισματική πολιτική παρέμεινε σε διευκολυντική κατεύθυνση, διατηρώντας τα επιτόκια σε χαμηλά επίπεδα. Παράλληλα, το Ευρωσύστημα εξακολούθησε να προσφεύγει στη χρήση μη συμβατικών μέτρων νομισματικής πολιτικής, τα οποία βεΑτ&υσον τη ρευστότητα των τραπεζών και της οικονομίας υπό συνθήκες που ήταν εξαιρετικά δυσμενείς για την Ελλάδα. Τέλος ελήφθη και η πολύ σημαντική απόφαση να παρέχεται χρηματοδότηση απο το Ευρωσύστημα στις τράπεζες, έναντι χρεογράφων τα οποία έχει εκδώσει η εγγυηθεί το Ελληνικό Δημόσιο ανεξαρτήτως πιστωτικής διαβάθμισης Είναι βεβαίως γνωστό άτι δυσχέρειες στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων υπήρξαν και εξακολουθούν να υπάρχουν Θα πρέπει όμως να συγκριθούν με τα ανυπέρβλητα εμπόδια που 8α είχαν δημιουργηθώ, αν δεν είχαν γίνε: ο. σωτήρ-ες αυτές παρεμβάσεις που απέτρεψαν τη διαμόρφωση συνθηκών πιστωτικής ασφυξίας.
Η π ρ ο σ α ρ μ ο γ ή ξεκίνησε το 2010 με απτά αποτελέσματα « τ ο τομέα
δημοσιονομικό
Η προσπάθεια αντίστροφης των εξελίξεων άρχισε με παρεμβάσεις σε πολλούς τομείς και είχε απτά αποτελέσματα, κυρίως στον δημοσιονομικό τομέα Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε περίπου κατά 5 ποσοστιαίες μανάδες. Η πρόοδος αναγνωρίστηκε οπό την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το άΝΤ. σε τρεις διαδοχικές αξιολογήσεις, γεγονός που επέτρεψε την ομαλή ροή της χρηματοδότησης που προέβλεπε η Συμφωνία Στήριξης Αποτράπηκαν έτσι οι ολέθριες εξελίξεις Ίΐου ένα χρόνο πριν έμοιαζαν αναπόφευκτες και δόθηκε στην οικονομία ενα χρονικό περιθώριο, για να προχωρήσει στις αλλαγές που ούτως ή άλλως, με ή χωρίς Μνημόνιο, έπρεπε να γίνουν. Καθυστερήσεις αλλά teat αντικειμενικές δυσκολίες συντηρούν την αβεβαιότητα των αγορών Μέσα στο χρόνο που πέρασε έγιναν πολλά. Ομως. παρά τα θετικά αποτελέσματα κο: τη μεγάλη προσπάθεια που έχει καταβληθεί οι παράγοντες που οημιουονούν αβεβαιότητες και τροφοδοτούν την επιφυλακτικότητα των αγορών διατηρούνται ισχυροί
* Πρώτον, η δυναμική του χρέους παραμένει δυσμενής, καθώς οι συσσωρευμένες ανισορροπίες είναι μεγάλες κο* η πρόοδος των προσαρμογών δεν είναι αρκετά ταχεία για να αντιστρέψει γρήγορα και αποφασιστικά αυτή τη δυναμική. « Δεύτερον, η ανταγωνιστικότητα βελτιώθηκε ελαφρά, κυρίως λόγω μειώσεων στο κόστος παράγωγης Δεν βελτιώθηκε όμως η «διαρθρωτική» ανταγωνιστικότητα, που συνδέεται με τη δημιουργία περιβάλλοντος φιλικού προς την επιχειρηματική δραστηριότητα Εξαλλου, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους το 3G10 ήταν μικρή σε σχέση με τις σωρευτικές απώλειες της τελευταίας δεκαετίας » Τρίτον, παρά τις μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία του δημόσιου τ ο μ έ α , δεν υπήρξε ακόμη ουσιαστική βελτίωση εκεί όπου ττρωτογενώς παράγονται τα ελλείμματα στη δημόσια διοίκηση, τους πολυάριθμους οργανισμούς, την τοπική αυτοδιοίκηση - ούτε και στην αποτελεσματικότητα του φοροεισττρακτικού μηχανισμού Έτσι, η δημοσιονομική πορεία, μετά την ισχυρή εκκίνηση που έγινε εμφανίζει στις αρχές του 2011 σημεία κόπωσης mi αποκλίσεις οπό τους στόχους. Το έλλειμμα ταυ 20ÎÔ, παρά τη μεγάλη μείωση του, αττέκλινε από την αρχική πρόβλεψη, ενώ αποκλίσεις καταγράφονται και το πρώτο τρίμηνο του 2011 » Τέταρτον, στο πεδίο των διαρθρωτικών αλλαγών ψηφίστηκαν σημαντικά νομοθετήματα, που αφορούν το ασφαλιστικό σύστημα το σύστημα υγείας, τα κλειστά επαγγέλματα και την αγορά εργασίας, και σε αρκετές περιπτώσεις υπήρξε πρόοδος Σε ορισμένες περιπτώσεις όμως οι μεταρρυθμίσεις δεν προχωρούν όσο βαθιά χρειάζεται, ενώ συχνά η εφαρμογή τους καθυστερεί, είτε επειδή προσκρούει σε διοικητικές δυσλειτουργίες είτε επειδή εκδηλώνεται διστακτικότητα λόγω αντιδράσεων. « Πέμπτον, η ττρσγμστική οικονομία εξελίχθηκε δυσμενέστερα από ό,τι αναμενόταν Το ΑΕΠ μειώθηκε το 2010 κατά 4,5%, λόγω της υποχώρησης της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 4,5%, της δημόσιας κατανάλωσης κατά δ,5% και των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου κατά 16,5% Η ύφεση όμως εκτιμάται ότι θσ ήταν ηπιότερη, αν προχωρούσαν ταχύτερα οι μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση του περιβάλλοντος της επιχειρηματικής δραστηριότητας, η αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων του Ε Ι Π Α , και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των δημόσιων δαπανών, * Έκτον, η ύφεση προκάλεσε απώλειες θέσεων εργασίας σε όλους τους τομείς και άνοδο της ανεργίας Η απασχόληση το τελευταίο τρίμηνο του 2010 ήταν μειωμένη κατά 4 % έναντι του αντίστοιχου τριμήνου του 2003. υποδηλώνοντας την απώλεια 1SÖ χιλιάδων θέσεων εργασίας, ενώ το ποσοστό ανεργίας το ίδιο τρίμηνο έφθασε το 14,2% του εργατικού δυναμικού Η μέση ετήσια μείωση της απασχόλησης (-2,7%) ήταν μικρότερη από τη μείωση του Α£Π. με αποτέλεσμα νσ. υποχωρήσει και η παραγωγικότητα (κατά 1,8%). « Τέλος, η ενημέρωση και η δημόσια συζήτηση για τα αίτια της κρίσης, την πραγματική κατάσταση της οικονομίας και κυρίως για τις αντικειμενικές συνθήκες που επιβάλλουν αυτή την πολιτική ήταν αποσπασματική και ελλιπής Το Μνημόνιο αντιμετωπίζεται συχνά ως υπαίτιο των συμπτωμάτων της κρίσης και όχι ως αναπόφευκτη παρέμβαση για την αντιμετώπιση της. Δεν έχει έξαλλου εξηγηθεί επαρκώς ότι το Μνημόνιο περιόρισε την οξύτητα αυτών των συμπτωμάτων, η οποία θα ήταν πολλαττλάσια χωρίς αυτό Η στήριξη των μεταρρυθμίσεων αποδείχθηκε σε αρκετές περιπτώσεις άτολμη, ενώ τα συμπτώματα της κρίσης μεγαΑοποιούνιαι στο δημόσιο διάλογο, χωρίς όμως καμία αναφορά στους λόγους που επιβάλλουν τις αλλαγές. Αποτέλεσμα του ελλείμματος πληροφόρησης ήταν η σ τ ά σ η μερίδας τ η ς κοινής γνώμης απέναντι στις αλλαγές, η οποία ήταν αμήχανη και επιφυλακτική, καθώς η νέα πολιτική αμφισβήτησε βεβαιότητες που για ττολλά χρόνια θεωρούνταν ακλόνητες, ενώ παράλληλα δεν είχε εξηγηθεί με πειστικό τρόπο η προτεινόμενη διέξοδος Η αβεβαιότητα αυτή εμπόδισε την ενεργητική κατάφαση και συστράτευση κοινωνικών δυνάμεων Υπήρξαν βεβαίως και αντιδράσεις που απλώς επιδίωκαν να μην αλλάξει τίποτα και να υπάρξει επιστροφή σε πρακτικές του παρελθόντος
*-.
ι 191
I
ISSN I108-748X
III!
i s ns_ 74S llOi