Α.1. Το α να τομ ικό σώμ α μ έσα από τη ν δ ιά νο ι ξ η της επιφάνειάς του I And reas Vesal i u s
Κατά την αναγεννησιακή περίοδο, στην οποία τοποθετείται το έργο του Φλαμανδού ανατόμου Andries van Wesel (latin: Andreas Vesalius) (15141564), το σώμα λειτουργεί ως πηγή αρμονικών χαράξεων που μεταφέρονται στην αρχιτεκτονική σύνθεση. Το σώμα ως αρμονικό πρότυπο των θεϊκών αναλογιών της φύσης, είναι κλειστό, πλήρες και συμμετρικό, «έμβιο ανάλογο των κανονικών πλατωνικών σχημάτων και πρότυπο της κλασικής αντίληψης για την αρχιτεκτονική» (Αίρις-Ασημακοπούλου, 2017: 8). Η στάση αυτή, αποτυπώνει μια ανάγκη επιβολής τάξης στην ακαταστασία του χώρου (και ευρύτερα της φύσης, του κόσμου) και του σώματος, που βρίσκει άμεση έκφραση στην γεωμετρία και στην ανατομική πρακτική. Τόσο η γεωμετρία ως αφαιρετικό εργαλείο, όσο και η ανατομία ως αναλυτικό σύστημα, καταδεικνύουν την επιθυμία για ακρίβεια και την αδυναμία διαχείρισης της ασάφειας. H ανατομία, ως υποδόρια πρακτική, συνεπάγεται την εγχάραξη του δέρματος, και το διαχωρισμό σε μέρη ενός σώματος, προκειμένου να παρατηρηθεί ξεχωριστά και με λεπτομέρεια κάθε ένα οργανικό τμήμα του. Η ανάγκη της Αναγέννησης για αναλυτικότερη και ρεαλιστικότερη γνώση, καθιστά την ανατομία νόμιμη και δημόσια πρακτική για τη διερεύνηση του σώματος. Έτσι, οι ανατομές ζωικών και νεκρών σωμάτων, διεξάγονται τον 16ο αιώνα σε ανατομικά θέατρα, προσβάσιμα στο ευρύ κοινό. Στους προ-Αναγεννησιακούς χρόνους, η σκόπιμη διάνοιξη ενός σώματος, «παραβίαζε όλα τα αποδεκτά και νόμιμα όρια και απαγορευόταν αυστηρά» (Standring, 2016: 32)i. Η γνώση γύρω από το εσωτερικό του ανθρώπινου σώματος, προερχόταν από ζωοτομές, μέσω μιας συγκριτικής μεθόδου και βασίστηκε για αιώνες στα
i. H στάση ως προς το πτώμα, φανερώνει την πίστη ότι η ψυχή παραμένει στο σώμα, μέχρι το τελικό στάδιο της αποσύνθεσής του. Πρόκειται για μια αντίληψη, που διαδόθηκε από τη Ρωμαϊκή Καθολική Εκκλησία, «που έδινε πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα στην φροντίδα της ψυχής, παρά του σώματος» (Keskinbora, 2016: 99).
12