ΚΕΦ. 6 ΚΛΕΦΤΙΚΟ – ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΚΕΦ. 6 (ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ) σ. 294304
Η θέση του ρεμπέτικου και του κλέφτικου τραγουδιού στο πάνθεο του 20ου αι. Μετά
τους
Βαλκανικούς
πολέμους
και
τη
Μικρασιατική
καταστροφή του 1922 η Ελλάδα βιώνει μεγάλη πολιτισμική αναστάτωση και συνένωση κόσμων με ανάμεικτες καταβολές. Έχουμε τη μαζική παγίωση αστικών λαϊκών ιδιωμάτων. Η νέα κοινωνία, η πολιτική συγκυρία, η διανόηση καταδικάζουν, καταπιέζουν και φιμώνουν το ρεμπέτικο
τραγούδι.
Νοθεύονται
και
ακυρώνονται
τα
ρεμπέτικα
τραγούδια και υιοθετείται η τεχνοτροπία της καντάδας. Η καπιταλιστική οικονομία επιδιώκει την παραγωγή ρεμπέτικου τραγουδιού που είναι δημοφιλές και κερδοφόρο. Το ρεμπέτικο γίνεται αποδέκτης διμέτωπης επίθεσης. Στο 1ο μέτωπο βρίσκεται η στάση του μιλιταριστικού και θρησκευόμενου λαϊκισμού του μεσοπολέμου με τη δικτατορία του Πάγκαλου. Καταδιώκονται οι εκδηλώσεις των ανθρώπων του περιθωρίου που εκφράζονταν μέσα από το ρεμπέτικο και έχουμε την απαγόρευση επίμαχων στίχων. Πολλά τραγούδια κυκλοφορούν σε δύο εκδοχές, την κανονική και μια δεύτερη δισκογραφημένη. Στο 2ο μέτωπο βρίσκονται οι αριστερές πολιτικές δυνάμεις βάσει του «λούμπεν προλεταριάτου». Η στάση ζωής στα κείμενα των ρεμπέτικων δεν συνέβαλλε στον λαϊκό αγώνα και παγίδευε τις ενεργές κοινωνικές δυνάμεις στην απάθεια και στην εξυπηρέτηση της πλουτοκρατίας. Μετά το 1922 τo ρεμπέτικο γίνεται θύμα των συστατικών του λόγω κειμενικής αντιμετώπισης, αντιανατολισμού, αμηχανίας ως προς τη μουσική. Το αστικολαϊκό-ρεμπέτικο τραγούδι και η καντάδα αποτελούν αστικολαϊκά είδη με σύντονα συγκεκραμένα φθογγολόγια, με ανόμοιες τοπικές παραδόσεις που κινούνται στους ίδιους γεωγραφικούς χώρους των πόλεων. Η μεθοδολογική επιπλοκή των ερευνητών είναι ότι ο μελετητής προβαίνει σε διπλή κατάταξη και εξέταση του ελληνικού αστικολαϊκού τραγουδιού. Αυτό που ενδιαφέρει είναι η διαλεκτική σχέση του ρεμπέτικου με την παράδοση από πλευράς ιδεολογημάτων. Κατοχυρώνεται ως σώμα της νεότερης μουσικής από τις υπόλοιπες όψεις.
Η Θεωρία του Γερμανού ιστορικού Φάλμεραϊερ είναι ότι οι Έλληνες δεν κατάγονται από τους αρχαίους και ο πολιτισμός τους δεν είναι συνέχεια
του
αρχαίου
ελληνικού
πολιτισμού,
ισχυρίζεται
τον
εξαλβανισμό και εκσλαβισμό του ελληνικού πολιτισμού προκαλεί αναστάτωση στο ελληνικό κράτος του 1830. Οι ιστορικοί προσπαθούν να καταρρίψουν τη θεωρία στα μέσα του 19ου αιώνα. Οι Σπυρίδων Ζαμπέλιος και Κων/νος Παπαρρηγόπουλος συγκροτούν μια εθνική ιστοριογραφική σχολή για την κατάδειξη της συνέχειας του ελληνικού έθνους από τους αρχαίους χρόνους έως τη σύγχρονη εποχή και την κατάδειξη της ελληνικότητας του Βυζαντίου. Το Βυζάντιο θεωρείται ως συνδετικός κρίκος μεταξύ ελληνικής αρχαιότητας και νεοελληνικής κοινωνίας. Η βυζαντινή περίοδος και οι ύστεροι χρόνοι θεωρήθηκαν ως απαρχή διαμόρφωσης ελληνικής εθνικής συνείδησης. Η 1η εργασία του Ζαμπέλιου αφορά τον «μεσαιωνικό ελληνισμό. Γίνεται συλλογή 200 δημοτικών τραγουδιών και το μεγαλύτερο τμήμα της συλλογής
είναι
τα
ηρωικά
δημοτικά
τραγούδια
ή
κλέφτικα.
Καταδεικνύεται ο ρόλος και η σημασία των κλέφτικων τραγουδιών στη συγκρότηση της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας. Το ενδιαφέρον λογίων και επιστημόνων στρέφεται στο δημοτικό τραγούδι. Επιλεκτική είναι η μελέτη των όψεων του παραδοσιακού ελληνικού πολιτισμού με την υποτίμηση ρεμπέτικου τραγουδιού (νοθευμένο, δανεικό, ξένο). Ο Νικόλαος Πολίτης στα τέλη 19ου αιώνα γίνεται θεμελιωτής επιστήμης της λαογραφίας στην Ελλάδα. Στόχος της νέας επιστήμης είναι να αποδείξει ότι ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός κατάγεται από τον αρχαίο ελληνικό, αποτελεί συνέχειά του. Ο Στίλπων Κυριακίδης, ο διαπρεπέστερος εκπρόσωπος λαογραφίας στο Μεσοπόλεμο γράφει ότι η λαογραφία είναι επιστήμη με πατριωτικό ενδιαφέρον και υπάρχει αποτροπή των θεωριών του Φάλμεραϊερ. Οι στόχοι και τα ενδιαφέροντα της λαογραφίας εστιάζουν στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Έχουμε την πρόσδεση της λαογραφίας στη φιλολογία και την αρχαιολογία. Η λαογραφία αποκόπτεται από τις επιστήμες της κοινωνίας και του πολιτισμού και προκύπτει πληθώρα θεωρητικών και μεθοδολογικών προβλημάτων. Ο παραδοσιακός πολιτισμός θεωρείται ως φαινόμενο αναλλοίωτο στο πέρασμα του χρόνου και ανεπηρέαστο από κοινωνικές αλλαγές. Υπάρχει επίδραση από το κίνημα Ρομαντισμού και τη γερμανική λαογραφική σχολή. Γίνεται ταύτιση του παραδοσιακού
πολιτισμού με τον εθνικό πολιτισμό και τον πολιτισμό του αγροτικού χώρου και απαξίωση αστικού χώρου και πολιτισμού. Το Κλέφτικο τραγούδι ενισχύει το ιδεολόγημα της διαρκούς αντίστασης σε Οθωμανούς κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και είναι τραγούδι του αγροτικού χώρου. Το Ρεμπέτικο τραγούδι είναι δείγμα αστικού λαϊκού πολιτισμού στις αρχές του 20ου αιώνα και δεν αποτέλεσε αντικείμενο της ελληνικής λαογραφίας ως έκφραση του υποκόσμου – ξενικής προέλευσης. Το παράδειγμα του κλέφτικου τραγουδιού εμφανίζεται τις πρώτες δεκαετίες 18ου αιώνα σε περιοχές ανάπτυξης αρματολισμού, Στερεά Ελλάδα, Ήπειρο, Θεσσαλία, δυτική Μακεδονία. Οι αρματολοί ήταν ομάδα τοπικών ενόπλων για τη δημόσια ασφάλεια των κοινοτήτων και την αντιμετώπιση των κλεφτών. Ισχυρές ήταν οι αρματολικές οικογένειες με εκτάσεις γης, κοπάδια, ολόκληρα χωριά. Το κλέφτικο αποτύπωσε στιγμές από τη δράση των ομάδων κλεφτών και αρματολών. Μιλούσε για όψεις από τη ζωή των ενόπλων, τις σχέσεις με τοπική κοινωνία, ηγεσία, οθωμανική
διοίκηση.
Ήταν
τραγούδι ορεινών κοινοτήτων
και η
πολιτισμική παραγωγή μιας κοινωνικής πραγματικότητας 18ου και 19ου αι. προχωρούσε σε μυθοποίηση και εξιδανίκευση της δράσης κλεφτών και αρματολών και εντάχθηκε στον εθνικό μύθο. Η ελληνική λαογραφία επιβεβαιώνει τον εθνικό μύθο για κλέφτες και αρματολούς με πνεύμα εθνοκεντρισμού και ελληνοπρέπεια. Οι Αλέξης Πολίτης και Στάθης Δαμιανάκος αναφέρονται σε διορθώσεις,
αλλοιώσεις,
στρεβλώσεις
κλέφτικων
τραγουδιών
και
γλωσσική βελτίωση των τραγουδιών. Μεταγράφονται στην κοινή νεοελληνική γλώσσα και γίνεται χρήση λέξεων από τη λόγια παράδοση με εξαφάνιση λέξεων τουρκικής και αλβανικής. Εξαφανίζονται ολόκληροι στίχοι και γίνεται συγκόλληση στίχων από διαφορετικά τραγούδια στις προσπάθειες ανακατασκευής των τραγουδιών. Το παράδειγμα του ρεμπέτικου τραγουδιού εμφανίζεται στα τέλη 19 αιώνα σε λιμάνια ανατολικής Μεσογείου ως ένα νέο είδος τραγουδιού ου
στην Ελλάδα του μεσοπολέμου. Η Σύρος, Σμύρνη, Κων/λη, Πειραιάς, Βόλος, Ηράκλειο, Πάτρα είναι πόλεις-λιμάνια, κέντρα εμπορίου και χώροι υποδοχής πληθυσμών. Το ρεμπέτικο διαμορφώνεται σε λιμάνια και αγορές πόλεων, σε χώρους διασκέδασης «κακής φήμης». Δημιουργοί των
ρεμπέτικων είναι άνθρωποι που ασχολούνται με επαγγέλματα πιάτσας και λιμανιού, ευάλωτοι άνθρωποι. Η θεματολογία των τραγουδιών έως 1940 αφορά συμπεριφορές βίας, χασίς και θάνατος, φυλακή, παράνομη αγάπη. Οι χώροι δημιουργίας τους οι φυλακές, τεκέδες, ταβέρνες, καφενεία. Αποτελεί προϊόν του αστικού λαϊκού χώρου και μένει στο περιθώριο της λαογραφίας. Είναι τραγούδι ταυτισμένο με υπόκοσμο και παρανομία. Μεταπολεμικά, προσελκύει το ενδιαφέρον λογίων και επιστημόνων. Μεταξύ 1947 -1961 ξεσπά διαμάχη/διάλογος σχετικά με το ρεμπέτικο. Έχουμε τους υποστηρικτές και τους επικριτές σχετικά με την ελληνικότητα ή μη του ρεμπέτικου. Οι Έλληνες λαογράφοι προχωρούν στην αναζήτηση του χαρακτήρα τραγουδιού.
Υιοθετείται
Λαογραφία και την Ιστορία.
μια
και της καταγωγής εθνορομαντική
του ρεμπέτικου
προσέγγιση
από
τη