ΑΦΙΕΡΩΜΑ Θόδωρος Αγγελόπουλος
ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ
Όλες οι ταινίες του μέσα από τις κριτικές του αθηνοράματος Ένα χρόνο μετά τον αναπάντεχο θάνατο του μεγάλου δημιουργού το athinorama.gr αναδημοσιεύει ένα αφιέρωμα που συζητήθηκε, παρουσιάζοντας όλες τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου έτσι όπως καταγράφηκαν στο πέρασμα του χρόνου μέσα από τις σελίδες του περιοδικού με τη ματιά κορυφαίων κριτικών κινηματογράφου.
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Θόδωρος Αγγελόπουλος
Αναπαράσταση (1970) ****
Πρωταγωνιστούν: Γιάννης Τότσικας, Τούλα Σταθοπούλου, Θάνος Γραμμένος, Πέτρος Χοϊδάς, Μιχάλης Φωτόπουλος. Α/Μ. Διάρκεια: 110΄. Σε ένα χωριό της Ηπείρου, μια γυναίκα με τον εραστή της σκοτώνουν τον σύζυγο που μόλις επέστρεψε μετανάστης από τη Γερμανία. Ξεκινώντας από ένα αληθινό περιστατικό, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος προσεγγίζει διάφορες πτυχές των κοινωνικών προβλημάτων της ελληνικής επαρχίας στη δεκαετία του ’60 μέσα από μια πρωτότυπη κινηματογραφική γραφή, όπου καταργείται η γραμμική χωρο-χρονική αφήγηση και τα συμβάντα μάς δίνονται κάτω από διαφορετικές οπτικές. Η «Αναπαράσταση», αν και είναι το πρώτο έργο του Αγγελόπουλου, δείχνει έναν δημιουργό σε πλήρη ωριμότητα. Η ταινία αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του ελληνικού σινεμά και σηματοδοτεί την έναρξη του φαινομένου που ονομάστηκε, δίκαια ή άδικα, «νέος ελληνικός κινηματογράφος». Κριτική γραμμένη από τον Μπάμπη Ακτσόγλου για την τηλεοπτική προβολή της ταινίας.
Ημερομηνία πρώτης προβολής 16/11/70 Εισιτήρια 18.000 Βραβεία Τέσσερα βραβεία (ανάμεσά τους καλύτερης ταινίας και πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη) στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ειδική μνεία της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) στο τμήμα Forum του Φεστιβάλ Βερολίνου. Παρασκήνιο Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης δεν απονεμήθηκε βραβείο σεναρίου σε καμία ταινία (!) εκείνη τη χρονιά, ενώ το βραβείο σκηνοθεσίας συνοδευόταν από 40.000 δραχμές.
Μέρες του ’36 (1972) ***
Πρωταγωνιστούν: Κώστας Παύλου, Πέτρος Ζαρκάδης, Χριστόφορος Νέζερ, Γιώργος Κυρίτσης, Θάνος Γραμμένος. Διάρκεια: 110΄.
Λ
ίγο πριν από την έλευση της δικτατορίας του Μεταξά, η αστυνομία συλλαμβάνει έναν παρακρατικό που έχει πέσει σε δυσμένεια για τη δολοφονία ενός συνδικαλιστή. Ο κρατούμενος πάνω στην απελπισία του κρατά όμηρο στο κελί του έναν βουλευτή που ήλθε να τον επισκεφτεί. Αμέσως κινείται ο παρακρατικός μηχανισμός για να αντιμετωπίσει δραστικά την κατάσταση. Ένα δοκίμιο πάνω στην αποσύνθεση του κοινοβουλευτικού συστήματος και τους μηχανισμούς προετοιμασίας για την επιβολή δικτατορίας. Ο Αγγελόπουλος επεξεργάζεται για πρώτη φορά ένα προσωπικό ύφος, στοχασμό πάνω στην Ιστορία, που θα τον κάνει στη συνέχεια διάσημο. Το κλίμα της ταινίας είναι βαρύ, δολοφονικό, συνωμοτικό,
προδοτικό, απάνθρωπο. Ο σκηνοθέτης έχει δηλώσει ότι η δικτατορία είναι εγγεγραμμένη στον ίδιο τον καμβά της ταινίας. Συμβολική και η λειτουργία του χρώματος (κυριαρχούν το κίτρινο και οι αποχρώσεις του), οι χώροι είναι πραγματικοί, τίποτα δεν γυρίστηκε σε στούντιο, τα περισσότερα πρόσωπα που εμφανίζονται είναι ερασιτέχνες και όχι επαγγελματίες ηθοποιοί. Οι «Μέρες του ’36» απέσπασαν τα βραβεία σκηνοθεσίας και φωτογραφίας (Γιώργος Αρβανίτης) στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1972 καθώς και το βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) στο Forum του Βερολίνου. Κριτική γραμμένη από τον Μπάμπη Ακτσόγλου για την τηλεοπτική προβολή της ταινίας.
Ημερομηνία πρώτης προβολής 30/9/72 Εισιτήρια 50.000 Βραβεία Βραβείο σκηνοθεσίας και φωτογραφίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Βραβείο FIPRESCI στο τμήμα Forum του Φεστιβάλ Βερολίνου. Παρασκήνιο Στην προβολή της κόπιας εργασίας ο σκηνοθέτης έφυγε προτού αυτή τελειώσει, όπως έχει εξομολογηθεί ο ίδιος, εντελώς απογοητευμένος από το αποτέλεσμα!
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Θόδωρος Αγγελόπουλος
Ο Θίασος (1975) ****
Πρωταγωνιστούν: Εύα Κοταμανίδου, Βαγγέλης Καζάν, Αλίκη Γεωργούλη, Στράτος Παχής, Μαρία Βασιλείου. Διάρκεια: 240΄.
Ε
νας περιοδεύων θίασος διασχίζει την ελληνική επαρχία παίζοντας την «Γκόλφω» ανάμεσα στα έτη 1939-1952 και η περιπλάνησή του αυτή είναι ένα ταξίδι στη σύγχρονη ελληνική Ιστορία, από τη δικτατορία του Μεταξά και την Κατοχή έως τον Εμφύλιο και την εδραίωση του κράτους της δεξιάς. Ο θίασος, μάρτυρας και υποκείμενο της Ιστορίας, τέμνει τη χρονική αλληλουχία της αφήγησης και στη θέση της αποκαθιστά ένα επικό (με την μπρεχτική έννοια του όρου) ιστόρημα που δομείται πάνω στο γνωστό μύθο των Ατρειδών. Οι «Ατρείδες», μέσα από την κλασική μορφή της τραγωδίας, επανασυνθέτουν το ιστορικό μωσαϊκό της εποχής, ενώ
η «Γκόλφω» τις δύο επάλληλες ιστορίες: την τραγωδία της Ελλάδας και την τραγωδία των μελών του θιάσου. Ταινία καθοριστικής σημασίας για τον ελληνικό κινηματογράφο αλλά και για το πολιτικό σινεμά εν γένει, συνάντησε τεράστια διεθνή επιτυχία και χαρακτηρίστηκε από πολλές ενώσεις κριτικών ως η σημαντικότερη κινηματογραφική δημιουργία της δεκαετίας του ’70. Πληθώρα βραβείων στα φεστιβάλ Καννών, Βερολίνου, Λονδίνου και Θεσσαλονίκης. Εξαιρετική η δουλειά του Λουκιανού Κηλαηδόνη στο σάουντρακ, ενώ η φωτογραφία του Γιώργου Αρβανίτη δημιούργησε σχολή. Κριτική γραμμένη από τον Μπάμπη Ακτσόγλου για την τηλεοπτική προβολή της ταινίας.
«Μου άρεσαν πολύ και τα μιούζικαλ και οι αστυνομικές ταινίες. Ο “Θίασος” έχει στοιχεία από αυτά τα δύο κινηματογραφικά είδη, ενώ το αστυνομικό υπάρχει και στην “Αναπαράσταση”». Θόδωρος Αγγελόπουλος
Ημερομηνία πρώτης προβολής 13/10/75 Εισιτήρια 260.000 Βραβεία Έξι βραβεία (ανάμεσά τους καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου) στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ Κανών, καλύτερη ταινία της δεκαετίας από την Ένωση Κινηματογραφικών Κριτικών Ιταλίας. Παρασκήνιο Η ουρά για τα εισιτήρια της προβολής της στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, η μεγαλύτερη στην ιστορία του θεσμού, ξεκίνησε από το βράδυ της προηγούμενης ημέρας, με πολλούς από τους ανυπόμονους θεατές να κοιμούνται στα σκαλιά του Θεάτρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών σε σλίπινγκ μπαγκ.
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Θόδωρος Αγγελόπουλος
Οι Κυνηγοί (1977)
Πρωταγωνιστούν: Βαγγέλης Καζάν, Μπέτυ Βαλάση, Μαίρη Χρονοπούλου, Γιώργος Δάνης, Αλίκη Γεωργούλη, Εύα Κοταμανίδου, Νίκος Κούρος. Διάρκεια: 165΄.
Π
ολύς και βαρύς ο λόγος, διθυραμβικές οι στήλες στις εφημερίδες, λύπη γιατί δεν πήραμε έστω και μια διάκριση στις Κάννες. Πάντως αν αντί για τους «Κυνηγούς» του Αγγελόπουλου στέλναμε καμιά «φουστανέλα» ίσως και να παίρναμε κάτι μια και οι ξένοι αγαπούν το φολκλόρ. Και για να εξηγούμεθα, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είναι ένας αξιόλογος σκηνοθέτης για την εγχώρια παραγωγή. Το ’δειξε με την «Αναπαράσταση», την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του. Ταινία με θέμα ζυμωμένο μέσ’ στα μέτρα της ελληνικής πραγματικότητας από χίλιες δυο μεριές. Από τη λογοτεχνία, την ποίηση, τη ζωγραφική και τα δελτία της Χωροφυλακής. Ένα θέμα δηλαδή γνωστό, μια και η αγροτική οικονομία και η μετανάστευση είναι δύο κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας. Έτσι μπορεί εύκολα ένα μεθοδικός μελετητής-σκηνοθέτης να το αναπλάσει σε κινούμενη εικόνα. Όμως το να κάνεις βουτιά και να προσπαθήσεις να πιάσεις το λαβράκι μέσα σε θολά νερά ή πολύ έμπειρος βουτηχτής θα πρέπει να ’σαι ή θα κιν-
36 I αθηνόραμα
δυνεύσεις να πνιγείς. «Οι Κυνηγοί» λοιπόν του Αγγελόπουλου αυτό πάθανε. Προσπάθησαν να εισχωρήσουν σ’ ένα χώρο όχι πολύ γνωστό, όχι ακόμα αφομοιωμένο, στο χώρο της πρόσφατης Ιστορίας μας, και πνίγηκαν μέσ’ στις σκοτεινές μεριές της, καθώς προσπάθησαν να τις φωτίσουν χωρίς τα απαιτούμενα κεριά. Αλλά αρκετά με τα εισαγωγικά, ας δούμε τώρα τι είναι «Οι Κυνηγοί», αυτή η τελευταία «πολιτική» δουλειά του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Κάπου στην Ήπειρο, στον Τόμαρο, μια ομάδα κυνηγών ανακαλύπτει το πτώμα ενός αντάρτη απ’ τον Εμφύλιο. Αυτό γίνεται η αφορμή να ξεδιπλώσει ο καθένας από τους κυνηγούς, μπρος στην κάμερα, τις αναμνήσεις του, τους φόβους του, τα συμπλέγματά του. Θέμα ευρηματικό στη σύλληψή του, που καταστρέφεται όμως στην εφαρμογή του. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος αν μπορούσε να μείνει μόνο σ’ αυτή την ιδέα και να τη στήσει σε εικόνα σαν ένα απλό επεισόδιο κάπου στην επαρχία με άξονα την ανθρώπινη πλευρά της ανάλυσης των χαρακτήρων, ίσως είχε φτιάξει μια καλή ται-
νία. Γενικεύοντάς την, όμως, και θέλοντας μέσα απ’ αυτήν να αναπαραστήσει την ιστορία των τελευταίων 30 χρόνων του τόπου μας, το μόνο που καταφέρνει είναι να αναπαραστήσει την καρικατούρα της. Ακόμα η δόμηση του θέματός του παίζει ανάμεσα σε μια πάρα πολύ απλοϊκή αντίθεση, για να μπορέσει να δώσει όλη την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας. Απ’ τη μια μεριά οι κακοί, οι σεξουαλικά καταπιεσμένοι, οι άξεστοι κι απ’ την άλλη οι καλοί ή η εικόνα των καλών (κόκκινες σημαίες, ο καθοδηγητής κ.λπ.). Ακόμα η ανάπτυξη του θέματός του (Ιουλιανά, υπόθεση Ασπίδα, δικτατορία, μεταπολίτευση), κινούμενη μέσα σε ξεπερασμένη πια οπτική (δεν μπορεί να κάνει αλλιώς όταν τα όρια που κινείται είναι όσο η τόσο μικρή και ρευστή απόσταση κακός-καλός), προσδίδει μια επίπεδη απλοϊκότητα σε 30 χρόνια Ιστορίας φοβερά σύνθετης (Εμφύλιος, ΕΔΑ, Παπανδρέου, πτώση, χούντα, μεταπολίτευση), που ουσιαστικά αποπροσανατολίζει, κοιμίζει, αποχαυνώνει, μια και οι κακοί μπορεί να ’ναι συνέχεια στην εξουσία αλλά είναι τιποτένιοι, αφού η γυναίκα τους
ξεφτιλίζεται (ερωτική φαντασίωση της Κοταμανίδου) ή είναι έρμαια των μαμάδων τους (πλάνο με τον καθρέφτη). Έτσι ο θεατής χώνεται εύκολα στο «φτωχός αλλά τίμιος» ή στο «αυτοί μπορεί να τα ’χουν άλλα δεν φτουράνε μπροστά μας». Ακόμα σ’ όλη την ταινία πάνω στο ξεδίπλωμα της προσωπικότητας των «Κυνηγών» –σύμβολα της εξουσίας– κυριαρχεί ο φόβος. Ο φόβος απ’ το παρελθόν, ο φόβος μήπως ο αντάρτης ξανασηκωθεί ντυμένος πάλι με τα φυσεκλίκια και τα γένια και τους χαλάσει τη γιορτή. Αντίληψη κι αυτή ξεπερασμένη και ψευτο-ρομαντική. Ας μπούμε τώρα και στην τεχνική ανάλυση του έργου. Από χρώμα, όπως πάντα, φωτογραφικά κάδρα που θυμίζουν: Βασιλείου (το βραδινό με τα φωτάκια στην παραλία), Σιδέρη (ορχήστρα χορός), Μυταρά (καφενεία, δρόμοι σπίτια), Τσαρούχη (φάτσες φαντάροι, εσατζήδες). Δηλαδή αρκετά καλή δουλειά και προχωρημένη. Η κινηματογραφική φωτογραφία ίσως είναι η πιο πρόσφορη για τη διαμόρφωση γλώσσας, μια και έχει να πατήσει πάνω σε μια γερή παράδοση (αγιογραφία, λαϊκοί ζωγρά-
«Η σχηματοποίηση των προσώπων είναι ηθελημένη. Δεν επιχείρησα να συνθέσω πολύπλοκους χαρακτήρες, αλλά να αποδώσω, μέσα από πρόσωπα-σύμβολα, την ψυχολογία μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης». Θ.Α. φοι, σύγχρονοι). Ο λόγος άλλοτε έντονα δραματικός («Θέλω και γω να ζήσω» ή η απολογία της Χρονοπούλου ή η αφήγηση της Γεωργούλη που θυμάται τα γένια του κατά φαντασία (;) βιαστή) και άλλοτε αρκετά ιλαρός στο στυλ των παλιών ελληνικών κωμωδιών (έβρυθινκ ις ολντ). Το στήσιμο, άλλοτε θεατρικό, άλλοτε κινηματογραφικό και μάλιστα διαφόρων στυλ: επιθεωρησιακό (φαντάροι με Χρονοπούλου). Πορνό του τύπου των «Θρανίων» (η σκηνή που πάει ο σπασμένος στην πόρνη ή η πολύ κακιά σκηνή του οργασμού με φανταστικό πρόσωπο από την Κοταμανίδου). Γουέστερν σπαγγέτι (ο συνταγματάρχης που γυρίζει απότομα με το εξάσφαιρο ή οι αντάρτες που χαλούν τη γιορτή). Είναι δηλαδή ένα μίγμα σκηνοθεσίας άλλοτε καλά αφομοιωμένο και άλλοτε όχι. Τώρα, όσο για τη λεγόμενη αποστασιοποίηση, που δήθεν έχουν τα μεγάλα και μακρινά πλάνα, έτσι που να βοηθούν τον θεατή να ’ναι
κριτικός απέναντι σ’ αυτό που βλέπει, τέτοιο πρόβλημα δεν υπάρχει. Και το θέμα αγγίζει όλους, και οι σκηνές είναι φορτισμένες έτσι που να παρασύρουν σ’ εύκολες συναισθηματικές παγίδες τον θεατή (θριαμβευτικοί οι αντάρτες, γελοίοι οι «κακοί», ποιητικές βάρκες με κόκκινες σημαίες, σπίτια το σούρουπο κ.λπ.), και η μουσική δουλειά του Κηλαηδόνη σε παρασύρει να τραγουδήσεις μαζί της. Έτσι συνολικά αυτή η τελευταία δουλειά του Αγγελόπουλου είναι μια ταινία που ως προς το πολιτικό της μέρος κινείται στη σφαίρα του φανταστικού πιστεύοντας ότι πατάει στην πραγματικότητα. Ως προς τη σκηνοθετική της δομή, ενώ δεν ξεπερνάει την απλοϊκότητα ενός σπαγγέτι (καλοί-κακοί), πιστεύει ότι είναι σύνθετη (προσπάθεια πολυεπίπεδης παρουσίασης των χαρακτήρων) και «αποστασιοποιημένη».
Κριτική γραμμένη από τον Θανάση Σκρουμπέλο στο τεύχος 53 (21/10/77) του «α».
Ημερομηνία πρώτης προβολής 10/10/77 Εισιτήρια 145.000 Βραβεία Συμμετοχή στο Διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Κανών, βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ του Σικάγο. Παρασκήνιο Παρότι ήδη ο «Θίασος» είχε μια εξαιρετική φεστιβαλική καριέρα και οι «Κυνηγοί» είχαν βρει κεφάλαια από τη γαλλική και τη γερμανική τηλεόραση, η ελληνική πολιτεία αρνήθηκε να συνχρηματοδοτήσει την παραγωγή τους.
Ο Μεγαλέξαντρος (1980)
Πρωταγωνιστούν: Ομέρο Αντονούτι, Εύα Κοταμανίδου, Μιχάλης Γιαννάτος, Γρηγόρης Ευαγγελάτος, Χριστόφορος Νέζερ, Μιράντα Κουνελάκη. Διάρκεια: 210΄.
Η
εμφάνιση ενός αριστουργήματος είναι σίγουρα πράγμα σπάνιο στον κινηματογράφο. Η εμφάνιση ενός αριστουργήματος στον ελληνικό κινηματογράφο είναι ακόμη πιο σπάνιο φαινόμενο. Γι’ αυτό η εμφάνιση του «Μεγαλέξαντρου» (βραβευμένος τόσο στο Φεστιβάλ Βενετίας όσο και το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) πρέπει να χαιρετιστεί όχι μόνο σαν μια μεγάλη, μοναδική ελληνική ταινία αλλά και σαν ένα έργο που προωθεί τον κινηματογράφο μας τουλάχιστον μια εικοσαετία μπροστά. Γιατί, μπροστά στα ανοσιουργήματα του δήθεν «εμπορικού» ελληνικού κινηματογράφου, ο «Μεγαλέξαντρος» είναι ένα διαμάντι που πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με την αγάπη και τον ενθουσιασμό που του αρμόζουν, έστω κι αν αυτό δεν αρέσει στους αμύντορες μιας δήθεν λαϊκότητας (αλήθεια, υπάρχει πιο άμεσο άρα και πιο λαϊκό θέμα από εκείνο της ταινίας του Αγγελόπουλου) ή τους οποιουσδήποτε «θεατές» της Δευτέρας, της Πέμπτης ή της Παρασκευής. Το θέμα της ταινίας είναι ένα θέμα όχι μόνο ελληνικό αλλά και παγκόσμιο: το πρόβλημα του σοσιαλισμού και της κρίσης στο χώρο της αριστεράς. Ο λαϊκός ήρωας, ο ληστής «Μεγαλέ-
ξαντρος», που απάγει μια ομάδα Άγγλων ευγενών την Πρωτοχρονιά του 1900, στο Σούνιο, προκαλώντας προβλήματα στην ελληνική κυβέρνηση, δεν είναι παρά η μορφή του «χαρισματικού ήρωα» που θα φέρει τη σύγχυση και το διχασμό σ’ ένα χωριό όπου πραγματοποιείται για πρώτη φορά το σοσιαλιστικό όνειρο. Κι ο μικρός Αλέξαντρος, περνώντας από διά-
στα μέσα του με μιαν καταπληκτική ωριμότητα (που θαυμάσαμε κιόλας σε ταινίες όπως οι «Μέρες του ’36», ο «Θίασος» και οι «Κυνηγοί») και αναπτύσσει με μαεστρία και λεπτομερή σχολαστικότητα τη γλώσσα και τη γραφή που τόσο τον χαρακτηρίζουν στις προηγούμενες ταινίες του. Πλάνα «σεκάνς» που καθηλώνουν με την ομορφιά τους αλλά και μια ποίηση που φέρνει
«Η ταινία είναι μια ελεγεία πάνω σε κάτι που πεθαίνει. Πάνω στο τέλος του μύθου και στο τέλος κάποιων ελπίδων που γεννήθηκαν με τον 20ό αιώνα». Θ.Α. φορα προσωπικά αλλά και γενικότερα τραύματα, θα εγκαταλείψει τελικά το χωριό για τις πόλεις, σε μια συμβολική σκηνή που ανατρέπει την όλη «απαισιόδοξη» (αλλά γιατί απαισιόδοξη, μια και μπροστά μας δεν έχουμε παρά μια κριτική ανάλυση της πολιτικής πραγματικότητας που σημάδεψε ολάκερη την Ευρώπη για έναν ολάκερο αιώνα) ατμόσφαιρα του έργου για να μας αφήσει μ’ ένα μήνυμα ελπίδας, με μια αχτίδα φωτός για ένα καλύτερο μέλλον. Παρά τις σχεδόν τέσσερις ώρες που διαρκεί η ταινία, ο θεατής δεν κουράζεται καθόλου με το έργο. Ο Αγγελόπουλος κυριαρχεί πάνω
στο νου τις καλύτερες στιγμές του σύγχρονου κινηματογράφου (από τον Μίκλος Γιάντσο μέχρι τους αδερφούς Ταβιάνι), όπως εκείνα με τον Μεγαλέξαντρο να ντύνεται τη στολή του ληστή σ’ ένα ξέφωτο δάσος ή εκείνο όπου η κόρη του ληστή (θαυμάσια η ερμηνεία της Εύας Κοταμανίδου) χορεύει έναν παράξενο χορό μπροστά στους χωρικούς και τους ληστές ή ακόμη εκείνη του «δικαστηρίου» στην απέναντι όχθη του ποταμού, που εναλλάσσεται με τις σκηνές των δημοσιογράφων που επισκέπτονται το χωριό του Μεγαλέξαντρου. Ο Ιταλός Ομέρο Αντονούτι (ο πατέρας στην ταινία των Ταβιάνι «Πα-
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Θόδωρος Αγγελόπουλος
τέρας αφέντης») δίνει με τρόπο επιβλητικό τον σιωπηλό κι απομακρυσμένο από τους γύρω ήρωα, ενώ όλοι οι άλλοι ηθοποιοί υποτάσσονται με τρόπο υποδειγματικό στις απαιτήσεις της σκηνοθεσίας. Πλάι στην πραγματικά δημιουργική φωτογραφία του Γιώργου Αρβανίτη (που δικαίως χαιρετίστηκε ανάμεσα στους δυο-τρεις μεγαλύτερους διευθυντές φωτογραφίας του σύγχρονου κινηματογράφου) πρέπει ν’ αναφέρουμε και την πραγματικά εξαιρετική δουλειά των Γιώργου Ζιάκα (κοστούμια), Μικέ Καραπιπέρη (ντεκόρ) και Χριστόδουλου Χάλαρη (μουσική). Και δυο λόγια για το σενάριο: η δεξιότεχνη ανάπτυξή του, ο βαθύς στοχασμός του, η όλη υποδειγματική δομή του το κάνουν ένα από τα δυο-τρία καλύτερα (αν όχι το καλύτερο) του ελληνικού κινηματογράφου. Πράγμα που έπρεπε αναμφισβήτητα να του χάριζε το βραβείο καλύτερου σεναρίου του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Κι όμως οι «κριτές» (τα πρόσωπα κύρους αλλά κι ορισμένοι εκπρόσωποι των σωματείων) αφέθηκαν να τυφλωθούν μπροστά στα προσωπικά τους ή άλλα πάθη (ορισμένοι σίγουρα μπροστά στην πλήρη τους άγνοια για το τι θα πει σενάριο), φτάνοντας στο συμπέρασμα ότι φέτος… κανένα δεν ήταν άξιο για βράβευση. Αποδείχνοντας πόσο «αρμόδια» είναι μια επίσημη κριτική επιτροπή.
Κριτική γραμμένη από τον Νίνο Φένεκ Μικελίδη στο τεύχος 212 (1/11/80) του «α».
Ημερομηνία πρώτης προβολής 3/11/80 Εισιτήρια 110.000 Βραβεία Τέσσερα βραβεία (ανάμεσά τους και αυτό της καλύτερης ταινίας) στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ειδικό Χρυσό Λιοντάρι και βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ Βενετίας. Παρασκήνιο Σε ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, με διαρκείς κραυγές και αντιπαραθέσεις, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος κατήγγειλε στην τελετή απονομής ότι κάποια μέλη της επιτροπής (πρόεδρός της ο Αλέκος Σακελλάριος) σαμποτάρισαν την ταινία του, η οποία δεν βραβεύτηκε ούτε για τη σκηνοθεσία ούτε για το σενάριό της.
Ταξίδι στα Κύθηρα (1984)
Πρωταγωνιστούν: Μάνος Κατράκης, Δώρα Βολανάκη, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Τζούλιο Μπρότζι, Μαίρη Χρονοπούλου, Γιώργος Νέζος. Διάρκεια: 137΄.
Ε
νας σκηνοθέτης ψάχνει για έναν ηθοποιό που θ’ αναπαραστήσει σ’ ένα έργο του τον πρόσφυγα που επιστρέφει στην Ελλάδα ύστερα από μακρόχρονη διαμονή στη Σοβιετική Ένωση. Σιγά σιγά η ιστορία αυτή, του έργου μέσα στο έργο, θ’ αρχίσει να παίρνει μορφή, τα διάφορα πρόσωπα γύρω από τον σκηνοθέτη θ’ αρχίσουν να παίζουν διάφορους ρόλους στη δεύτερη αυτή ιστορία. Ο πολιτικός εξόριστος θα επιστρέψει στο χωριό του και θα συγκρουστεί με τους συγχωριανούς του γιατί δεν θέλει να πουλήσει το κτήμα του, η αστυνομία θα επέμβει και θα προσπαθήσει να τον στείλει πίσω στον τόπο της εξορίας… Στη νέα του αυτή ταινία ο δημιουργός του «Θιάσου» και του «Μεγαλέξαντρου» καταπιάνεται μ’ ένα σύγχρονο κοινωνικό πρόβλημα (τον επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων) για να μας μιλήσει ξανά για την Ιστορία και την ελληνική πραγματικότητα, χρη-
σιμοποιώντας αυτή τη φορά ένα στιλ όπου τα πλάνα γίνονται πιο σύντομα κι η συγκίνηση παραμερίζει ορισμένες φορές το μυαλό και τη στεγνή διανόηση για να αγγίξει την ίδια την καρδιά. Ο Μάνος Κατράκης, στον τελευταίο του ρόλο, είναι επιβλητικός αλλά και συγκινητικός στο ρόλο του πρόσφυγα που έρχεται αντιμέτωπος με μια σκληρή, σχεδόν απάνθρωπη πραγματικότητα, ο οπερατέρ Γιώργος Αρβανίτης φτιάχνει εικόνες πραγματικά αξέχαστες κι η Ελένη Καραΐνδρου συνθέτει μια μουσική που σχολιάζει με τον καλύτερο τρόπο το κλίμα αλλά και τις καταστάσεις. Η ταινία κέρδισε το βραβείο σεναρίου της κριτικής επιτροπής κι εκείνο της καλύτερης ταινίας της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) στο Φεστιβάλ Καννών.
Κριτική γραμμένη από τον Νίνο Φένεκ Μικελίδη στο τεύχος 418 (11/10/84) του «α».
Ημερομηνία πρώτης προβολής 25/10/84 Εισιτήρια 170.000 Βραβεία Πέντε Κρατικά Βραβεία Ποιότητας (ανάμεσά τους καλύτερης καλλιτεχνικής ταινίας και σεναρίου), βραβείο σεναρίου και FIPRESCI στο Φεστιβάλ Κανών. Παρασκήνιο Στο σενάριο της ταινίας ο Αγγελόπουλος συνεργάζεται για πρώτη φορά με τον Ιταλό Τονίνο Γκουέρα (σεναριογράφος των Αντονιόνι και Φελίνι), με τον οποίο θα δουλέψει σε όλες τις επόμενες ταινίες του. Σενάρια του Αγγελόπουλου έχουν ακόμη συνυπογράψει οι Πέτρος Μάρκαρης (πέντε), Θανάσης Βαλτινός (τέσσερα), Στρατής Καρράς (τρία) και Δημήτρης Νόλλας (δύο).
αθηνόραμα I 39
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Θόδωρος Αγγελόπουλος
Ο Μελισσοκόμος (1986)
Πρωταγωνιστούν: Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Νάντια Μουρούζη, Σερζ Ρετζιανί, Τζένη Ρουσσέα, Ντίνος Ηλιόπουλος. Διάρκεια: 120΄. Ένας πενηντάρης μελισσοκόμος, που έχει ξεκοπεί από την οικογένειά του, ακολουθεί μαζί με το μελίσσι του το δρόμο των λουλουδιών. Στο ταξίδι του θα γνωρίσει μια απελευθερωμένη κοπέλα που ζει περιπλανώμενη εδώ κι εκεί και θα ζήσουν μαζί τις τελευταίες του στιγμές. Η έβδομη ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, δεύτερο μέρος της «Τριλογίας της σιωπής», αποπειράται να καταγράψει το προσωπικό αδιέξο-
δο ενός ανθρώπου μέσα σ’ ένα «νεκρό» χώρο. Υγρά πλάνα, μοναχικές, αλλά όχι αργές, ψυχολογικές παύσεις, απουσία συναισθημάτων, αδυναμία επαφής… Υπέροχη φωτογραφία από τον Γιώργο Αρβανίτη, ατμοσφαιρική μουσική από την Ελένη Καραΐνδρου αλλά και σκηνοθετική «αμηχανία» να βγουν πιο σπαρακτικά τα συναισθήματα του ήρωα.
Κριτική γραμμένη από τον Παύλο Κάγιο στο τεύχος 524 (23/10/86) του «α».
Ημερομηνία πρώτης προβολής 23/10/86 Εισιτήρια 85.000 Βραβεία Τέσσερα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας (ανάμεσά τους και αυτό της καλύτερης ταινίας). Συμμετοχή στο Διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Βενετίας. Παρασκήνιο Δεύτερη συνεργασία του σκηνοθέτη, μετά το «Ταξίδι στα Κύθηρα», με την Ελένη Καραΐνδρου, η οποία υπογράφει εδώ το γνωστότερο μουσικό κομμάτι της («Το βαλς του γάμου») και θα είναι μέχρι τέλους η συνθέτις όλων των αγγελοπουλικών σάουντρακ. Τη μουσική στον «Μεγαλέξαντρο» είχε επιμεληθεί ο Χριστόδουλος Χάλαρης, ενώ στον «Θίασο» και στους «Κυνηγούς» ο Λουκιανός Κηλαηδόνης.
Τοπίο στην Ομίχλη (1988)
Πρωταγωνιστούν: Μιχάλης Ζέκε, Τάνια Παλαιολόγου, Στράτος Τζώρτζογλου, Δημήτρης Καμπερίδης, Βασίλης Κολοβός. Διάρκεια: 125΄.
Σ
ε αντίθεση με μια γενικευμένη γνώμη ότι οι ταινίες του Αγγελόπουλου είναι «ακαταλαβίστικες», ο ιδιοφυής αυτός σκηνοθέτης καταφέρνει να είναι όχι μόνο ένας από τους πιο δημοφιλείς στην Ελλάδα αλλά και ο «μοναδικός» μας εκπρόσωπος στο εξωτερικό. Θα υποστηρίζαμε μάλιστα ότι ο Αγγελόπουλος χαίρει πολύ μεγαλύτερης εκτίμησης έξω (κυρίως στη Γαλλία και την Ιαπωνία) παρά εδώ, όπου πολλοί σκηνοθέτες ζηλεύουν την επιτυχία του και την ευκολία με την οποία
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Θόδωρος Αγγελόπουλος
βρίσκει ξένους χρηματοδότες. Η επιτυχία του Αγγελόπουλου δεν πρέπει ν’ αναζητηθεί σε κάποια βαθυστόχαστα μηνύματα των ταινιών του, μα στη φορμαλιστική ομορφιά του έργου του. Σε μια εποχή που το παγκόσμιο σινεμά υποκύπτει στην ομοιομορφία των τηλεοπτικών κωδίκων, ο Θόδωρος επιμένει να έχει το δικό του προσωπικό στιλ, που απαιτεί απ’ τον θεατή μια διαφορετική σχέση συμμετοχής. Και άλλοι σκηνοθέτες έχουν, βέβαια, παρόμοιες «απαιτήσεις», το ύφος όμως του Αγγελόπουλου είναι μοναδικό. Δεν είναι λίγο το ταλέντο να είσαι ποιητής της κινηματογραφικής εικόνας, να μεταδίδεις νοήματα και συναισθήματα με τα πιο απλά εκφραστικά μέσα, να αρνείσαι τη θεατρική δραματουργία και να επιστρέφεις στη μαγεία του κάδρου ή της ανθρώπινης χειρονομίας. Το «Τοπίο στην Ομίχλη» θα μας αποκαλύψει έναν λυρικό, συναι-
σθηματικό Αγγελόπουλο, που έχοντας οριστικά εγκαταλείψει τους μύθους της αριστεράς, ψάχνει νέους δρόμους έμπνευσης. Όπως και ο Βέντερς, ο Θόδωρος επιλέγει τη μορφή της ταινίας δρόμου (road movie) για να περιγράψει το οδοιπορικό μιας μύησης δύο παιδιών σε μια Ελλάδα του σήμερα, του μπετόν, της ασφάλτου και των διφορούμενων ηθικών αξιών. Η εντεκάχρονη Βούλα φεύγει μαζί με τον μικρό αδελφό της Αλέξανδρο σε αναζήτηση ενός μυθικού πατέρα που βρίσκεται σε μια επίσης μυθική Γερμανία. Με το φόβο και την κούραση συχνά ζωγραφισμένα στα πρόσωπά τους, το ταξίδι αυτό παίρνει τις διαστάσεις μύησης στις έννοιες του καλού και του κακού, της αλήθειας και του ψέματος, της αγάπης και του θανάτου, της σιωπής (του Θεού;) και της ελπίδας που δίνουν οι λέξεις, καθώς μεταμορφώνουν ένα εφιαλτικό ομι-
χλώδες τοπίο σε Γη της Επαγγελίας. Το ταξίδι των παιδιών γίνεται σε μια μουντή, γκρίζα Ελλάδα του μπετόν, του μπλοκ των πολυκατοικιών, των εργοστασίων, των ντίσκο, όπου έχει εξαφανιστεί κάθε παραδοσιακό στοιχείο. Ταυτόχρονα πρόκειται για ένα ταξίδι στην Ελλάδα των ταινιών του Αγγελόπουλου, καθώς υπάρχουν συνεχείς αναφορές στα προηγούμενα έργα του (η Τούλα Σταθοπούλου της «Αναπαράστασης», ο «Θίασος» που δεν βρίσκει πλέον αίθουσα να παίξει, το γαλάζιο δέντρο απ’ το «Ταξίδι στα Κύθηρα» κ.λπ.). Η αναφορά αυτή δεν είναι βέβαια νοσταλγική, ούτε ναρκισσιστική. Αποτελεί μια σύνοψη του προηγούμενου έργου του Αγγελόπουλου, για να σημάνει ακριβώς ένα νέο ξεκίνημα. Που γίνεται με τους καλύτερους οιωνούς, έστω κι αν έχουμε μια βασική διαφωνία με την ταινία: περιορίζει την εμβέλειά της σε χαρακτηριστικές σκηνές-συναντήσεις, αυτόνομες μεταξύ τους, αδιαφορώντας για μια πιο μυθιστορηματική διάσταση του στόρι της. Αν και οι ερμηνείες είναι δυστυχώς πολύ στατικές, η μουσική της Καραΐνδρου και κυρίως η αριστουργηματική φωτογραφία του Γιώργου Αρβανίτη (που βραβεύτηκε πρόσφατα στο Φεστιβάλ του Σικάγου) δημιουργούν ένα υποβλητικό φορμαλιστικό σύνολο που κάνει το «Τοπίο στην ομίχλη» μία από τις καλύτερες ταινίες του Αγγελόπουλου που είδαμε τα τελευταία χρόνια.
Κριτική γραμμένη από τον Μπάμπη Ακτσόγλου στο τεύχος 632 (17/11/88) του «α».
Ημερομηνία πρώτης προβολής 17/11/88 Εισιτήρια 65.000 Βραβεία Τέσσερα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας (ανάμεσά τους καλύτερης ταινίας και σεναρίου), Αργυρό Λιοντάρι σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Βενετίας, Φελίξ καλύτερης ευρωπαϊκής ταινίας. Παρασκήνιο Η ταινία, μαζί με το «Ταξίδι στα Κύθηρα» και τον «Μελισσοκόμο», ολοκληρώνει την αγγελοπουλική «Τριλογία της σιωπής». Είχε προηγηθεί η «Τριλογία της ιστορίας», αποτελούμενη από τις «Μέρες του ’36», τον «Θίασο» και τους «Κυνηγούς».
ΣΙΝΕΜΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑ Θόδωρος Αγγελόπουλος
Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού (1991)
Πρωταγωνιστούν: Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Ζαν Μορό, Γρηγόρης Πατρικαρέας, Δώρα Χρυσικού, Ηλίας Λογοθέτης. Διάρκεια: 138΄.
Α
πό την εποχή που η σύγχρονη ελληνική Ιστορία έπαψε να είναι βασική πηγή έμπνευσης των σεναρίων του Αγγελόπουλου, οι ήρωες των ταινιών του βρίσκονται σε μια συνεχή υπαρξιακή αναζήτηση, ταξιδεύοντας σε μια μελαγχολική Ελλάδα της ομίχλης, της σκουριάς και του παγωμένου τοπίου. Στο φινάλε του «Τοπίου στην Ομίχλη» τα δύο μικρά παιδιά κατάφερναν να ολοκληρώσουν το ταξίδι τους και μ’ ένα σχεδόν θαυμαστό τρόπο να διασχίσουν τα σύνορα και να βρεθούν στον τόπο που ονειρευόντουσαν – ο οποίος παρέμενε αποκύημα της φαντασίας τους. Στο «Μετέωρο Βήμα του Πελαργού» οι πρόσφυγες που κατοικούν το συνοριακό χωριό κοντά στην Αλβανία έχουν περάσει κι αυτοί τα σύνορα με κίνδυνο της ζωής τους, έχουν κάνει το μεγάλο αποφασιστικό βήμα των παιδιών της προηγούμενης ταινίας του Αγγελόπουλου, για να βρεθούν όμως σε μια νέα φυλακή, μια περιχαρακωμένη no man’s land, που δεν δίνει καμία απάντηση στα υπαρξιακά, ιδεολογικά, εθνικιστικά και υλικά προβλήματά τους. «Πόσα σύνορα πρέπει να διασχίσω για να βρεθώ επιτέλους σπίτι μου;» αναρωτιέται ένας γεροπρόσφυγας. Στο μεταξύ πρέπει ν’ αναμένει τη γραφειοκρατική διευθέτηση της περίπτωσής του, κλεισμένος σ’ ένα γκέτο που ειρωνικά οι ντόπιοι αποκαλούν «αίθουσα αναμονής», κι όπου αναβιώνουν οι κάθε είδους πολιτικές κι εθνικιστικές διαμάχες και συγκρούσεις. Κανείς δεν είναι σίγουρος για την αίσια κατάληξη της προσωπικής περιπέτειάς του. Η πρώτη σεκάνς της ταινίας μάς αποκαλύπτει τα κουφάρια στη θάλασσα μιας ομάδας Βιετναμέζων, που προτίμησαν ν’ αυτοκτονήσουν ομαδικά όταν οι ελληνικές αρχές αρνήθηκαν να τους χορηγήσουν άσυλο. Ποια είναι αυτή η μελαγχολική, χιονισμένη χώ-
42 I αθηνόραμα
ρα όπου οι άνθρωποι έρχονται να πεθάνουν, αφού κουράστηκαν να ονειρεύονται τον Παράδεισο πέρα από τα σύνορα; Και ποιος είναι αυτός ο ηλικιωμένος πρόσφυγας που ισχυρίζεται ότι ήλθε από την Αλβανία, αλλά που ένας ρεπόρτερ της τηλεόρασης πιστεύει ότι είναι ένας εδώ και χρόνια εξαφανισμένος βουλευτής; Ο ρεπόρτερ ήρθε σ’ αυτό το χωριό των προσφύγων σε αναζήτηση ενός συγκλονιστικού τηλεοπτικού ρεπορτάζ που δεν θα γίνει ποτέ. Την «καθαρή εικόνα» την οποία αναζητά δεν θα τη βρει στο πρόσωπο του πρόσφυγα, η ταυτότητα του οποίου θα παραμείνει ένα μυστήριο. Θα μάθει όμως ν’ αφουγκράζεται και να σέβεται τη σιωπή των άλλων. Οι άνθρωποι στο «Μετέωρο Βήμα του Πελαργού» σιωπούν. είτε γιατί βρίσκονται σε μια ξένη χώρα που αγνοούν τη γλώσσα της, είτε γιατί δεν έχουν καμιά απάντηση να δώσουν, είτε γιατί υιοθετούν επίτηδες αυτή τη στάση ως ένδειξη διαμαρτυρίας απέναντι σ’ ένα διαβρωμένο κόσμο που οδεύει σιγά σιγά προς το 2000, χωρίς να έχει δώσει καμιά απάντηση
στα καίρια υπαρξιακά, φιλοσοφικά και ιδεολογικά προβλήματα που απασχόλησαν το σκεπτόμενο άτομο του 20ού αιώνα. Εξάλλου ο ίδιος ο Αγγελόπουλος χαρακτηρίζει το «Μετέωρο Βήμα του Πελαργού» μια ταινία με χρώματα σκουριάς πάνω στη μελαγχολία του τέλους του αιώνα. Δείτε αυτό το συγκλονιστικό, στην οπτική ομορφιά του, κινηματογραφικό ποίημα, όσες αντιρρήσεις κι αν έχετε με τους αργούς ρυθμούς του σκηνοθέτη, την εμμονή του σε μια συμβολική γραφή αλλά και την αδυναμία του να κάνει ένα συγκροτημένο αφηγηματικό σινεμά. Όχι μόνο γιατί είναι ό,τι καλύτερο έκανε ο Αγγελόπουλος από την εποχή του «Θιάσου» αλλά κυρίως γιατί το «Μετέωρο Βήμα του Πελαργού» είναι ένα σινεμά με άποψη, που θέλει να μιλήσει με τη δύναμη και την εκφραστικότητα των εικόνων του. Μια ταινία, το είπαμε, πάνω στη σιωπή και τη μελαγχολία. μια ταινία πάνω στα βλέμματα που διασταυρώνονται και προσπαθούν να επικοινωνήσουν παρά το ποτάμι-σύνορο που μας χωρίζει. μια ταινία από αυτές που σπάνια γίνονται
και που το ομολογούμε ότι μας άγγιξε και μας συγκίνησε, ιδιαίτερα στο τελευταίο αριστουργηματικό της μέρος. Μια ταινία, τέλος, που δεν απευθύνεται στον κάθε θεατή, αλλά μόνο σε όσους είναι προδιατεθειμένοι, χωρίς προκατάληψη, ν’ αφεθούν σ’ αυτό το υποβλητικό ταξίδι των εικόνων, της μελαγχολικής μουσικής της Ελένης Καραΐνδρου και του νυχτερινού παφλασμού του νερού του ποταμού, που μοιάζει με κάλεσμα για μια νέα φυγή και αναζήτηση, για ένα νέο ταξίδι στα Κύθηρα.
Κριτική γραμμένη από τον Μπάμπη Ακτσόγλου στο τεύχος 796 (10/1/92) του «α».
Ημερομηνία πρώτης προβολής 9/1/92 Εισιτήρια 110.000 Βραβεία Δύο Κρατικά Βραβεία Ποιότητας (ανάμεσά τους και αυτό της καλύτερης ταινίας), συμμετοχή στο Διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Κανών. Παρασκήνιο Ο μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης προσπάθησε να εμποδίσει την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, κατηγορώντας την ταινία ως αντεθνική, άθεη, υβριστική και διεθνιστική. Αφόρισε δε τον σκηνοθέτη και όλους τους συντελεστές, ενώ προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να απαγορεύσει την προβολή της.
Το Βλέμμα του Οδυσσέα (1995)
Πρωταγωνιστούν: Χάρβεϊ Καϊτέλ, Έρλαντ Γιόζεφσον, Μάγια Μόργκενστερν, Θανάσης Βέγγος, Γιώργος Μιχαλακόπουλος, Ντόρα Βολανάκη, Μάνια Παπαδημητρίου. Διάρκεια: 176΄.
Ο
Α., σκηνοθέτης ελληνικής καταγωγής που δουλεύει στην Αμερική, έρχεται στην πατρίδα του, την Πτολεμαΐδα, για να παραστεί σε μια προβολή της πρόσφατης ταινίας του που δίχασε κοινό και κριτική. Όμως φαίνεται να τον απασχολεί κάτι άλλο: η ύπαρξη μερικών μπομπινών φιλμ που δεν τυπώθηκαν ποτέ και που γύρισαν οι αδελφοί Μανάκια, στις αρχές του αιώνα στα Βαλκάνια, σε μια εποχή που δεν υπήρχαν οι σημερινοί εθνικοί διαχωρισμοί (οι Μανάκια δήλωναν Βαλκάνιοι. ούτε Έλληνες, ούτε Βούλγαροι, ούτε Βλάχοι). Ο Α. πιστεύει ότι θα βρει σ’ αυτά τα κομμάτια του φιλμ κάτι από τη χαμένη αθωότητα του κινηματογράφου, όταν το βλέμμα του κινηματογραφιστή μπορούσε να ταυτιστεί με το βλέμμα του ομηρικού Οδυσσέα – ένα βλέμμα δηλαδή που αγκάλιαζε τον κόσμο και το πνεύμα της περιπέτειας με μια
αγνή δύναμη, που έβγαινε από το εσωτερικό του ήρωα. Όμως υπάρχουν όντως αυτές οι μπομπίνες ή είναι ένας μύθος; Και πού βρίσκονται τώρα; Η έρευνα του Α. θα τον οδηγήσει από την Ήπειρο στην Κορυτσά, από τα Σκόπια στο Βουκουρέστι, από τον Δούναβη στην τωρινή διαιρεμένη Γιουγκοσλαβία, από το Σεράγεβο και πάλι στην Ελλάδα. Στο δρόμο του ο Α. συναντά την προσωπική του ιστορία, το ιστορικό παρελθόν των Βαλκανίων, όπως και τις μυθικές φιγούρες κάποιων γυναικών που θα μπορούσε ν’ αγαπήσει. Αυτή είναι η περίληψη της νέας ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου, που δυστυχώς δεν είδαμε σε δημοσιογραφική προβολή εξαιτίας τεχνικών κωλυμάτων που αφορούν τον ίδιο τον σκηνοθέτη.
Παρουσίαση της ταινίας από τον Μπάμπη Ακτσόγλου στο τεύχος 992 (13/10/95) του «α».
Ημερομηνία πρώτης προβολής 13/10/95 Εισιτήρια 85.000 Βραβεία Τρία Κρατικά Βραβεία Ποιότητας (ανάμεσά τους καλύτερης ταινίας και σεναρίου), Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής και βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ Κανών. Παρασκήνιο Η ταινία ξεκίνησε γυρίσματα στη Φλώρινα με τον Ιταλό Τζιάν Μαρία Βολοντέ, ο οποίος όμως πέθανε από καρδιακή προσβολή. Τον αντικατέστησε ο πρωταγωνιστής του Μπέργκμαν Έρλαντ Γιόζεφσον.
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Θόδωρος Αγγελόπουλος
Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα (1998) ***
Πρωταγωνιστούν: Μπρούνο Γκανζ, Ιζαμπέλ Ρενό, Αχιλλέας Σκέβης, Ελένη Γερασιμίδου, Φαμπρίτζιο Μπεντιβόλιο. Διάρκεια: 130΄.
Ε
νας συγγραφέας, που πρόκειται να μπει την επόμενη μέρα στο νοσοκομείο κι ενδεχομένως να πεθάνει, έχει μια μικρο-περιπέτεια μ’ ένα Αλβανάκι, θυμάται μια ευτυχισμένη οικογενειακή στιγμή πριν από 30 χρόνια και βιώνει ένα παράξενο ταξίδι όπου το παρελθόν, το παρόν και το φαντασιακό γίνονται ένα. Ο αγγελοπουλικός ήρωας, κιόλας από την πρώτη ταινία του σκηνοθέτη, είναι κάποιος που αγωνιά, που ζει σε δυσαρμονία με το οικογενειακό, κοινωνικό ή πολιτικό του περιβάλλον, που επιχειρεί (με λάθος επιλογές) να παραβιάσει τα επιτρεπτά όρια, να περάσει από την άλλη πλευρά των συνόρων (όπως η φόνισσα της «Αναπαράστασης»). Η αγωνία του αγγελοπουλικού ήρωα ταυτίστηκε για πολλά χρόνια με το δράμα του θανάτου του οράματος της αριστεράς, φυσικά πολύ πριν πέσει το τείχος του Βερολίνου. Στις πρόσφατες, ωστόσο, ταινίες του Έλληνα δημιουργού, οι αναφορές στην Ιστορία, την πολιτική και την ιδεολογία φθίνουν, για να δώσουν τη θέση τους σ’ έναν καθαρά υπαρξιακό προβληματισμό γύρω από τις επιλογές του ατόμου, το νόημα της ζωής και τη μελαγχολία της ανθρώπινης ύπαρξης. Φυσικό επακόλουθο αυτής της εξέλιξης το «Μια αιωνιότητα και μια μέρα», πρώτη ταινία του Αγγελόπουλου που θίγει κατευθείαν το θέμα του θανάτου, χωρίς ωστόσο να ξεφεύγει από τη μόνιμη προβληματική του για τα σύνορα, ιδωμένα με όλες τις πολλαπλές μεταφορικές έννοιες (σύνορα ζωής και θανάτου, σύνορα φαντασίας και πραγματικότητας, σύνορα επικοινωνίας, σύνορα του έρωτα, γεωγραφικά σύνορα κ.λπ.). Ο Αλέξανδρος, ένας διάσημος
συγγραφέας που προσπάθησε να ολοκληρώσει τους «Ελεύθερους πολιορκημένους» του Σολωμού χωρίς να τα καταφέρει, ζει την τελευταία Κυριακή της ζωής του, μια και την επομένη θα μπει στο νοσοκομείο για να μην ξαναβγεί ποτέ. Ένα χαμένο γράμμα της γυναίκας του θα τον κάνει να θυμηθεί μια ευτυχισμένη οικογενειακή μέρα, αυτή της γέννησης της κόρης του, τοποθετημένη συμβολικά το 1966 (λίγο πριν από τη δικτατορία), στην καταγάλανη θάλασσα και στο ηλιόλουστο, φωτεινό καλοκαίρι (σε αντίθεση με το ομιχλώδες, γκρίζο παρόν την «υγρής» Θεσσαλονίκης). Ταυτόχρονα η απρόσμενη συνάντηση μ’ ένα Αλβανάκι, που θα γίνει ο σύντροφος της τελευταίας μέρας της ζωής του, θα τον βοηθήσει να συνειδητοποιήσει κάποια πράγματα, όπως και να κάνει ένα συμβολικό ταξίδι στο παρελθόν και στη φαντασία. Όπως και στις «Άγριες φράουλες», ο Αγγελόπουλος αναπτύσσει το θέμα της δυσκολίας του ατόμου να συμφιλιώσει την καλλιτεχνική ή επιστημονική δημιουργία με την προσωπική ζωή, τις
σχέσεις με τα αγαπημένα πρόσωπα, την οικογένεια. Ο Αλέξανδρος μοιάζει να μην έζησε ποτέ τα πράγματα, αλλά όλη του η ζωή να αποτελεί μια χίμαιρα (όπως η πρόθεσή του να ολοκληρώσει το ποίημα του Σολωμού, αναζητώντας πρωτάκουστες λέξεις), μια ατελείωτη φαντασίωση. Όταν το συνειδητοποιεί, είναι πολύ αργά, οι άνθρωποι που πλήγωσε στο παρελθόν, όπως η γυναίκα του, έχουν πια πεθάνει και η ροή του χρόνου είναι αμετάκλητη, ιδιαίτερα τώρα που αντιμετωπίζει την πρόκληση του θανάτου. Κι όμως, στο τέλος του ταξιδιού θα επιχειρήσει το μεγάλο τόλμημα να δρασκελίσει τα σύνορα και να αψηφήσει το θάνατο, οδηγώντας τη μυθοπλασία σε μια υπεραισιόδοξη κατάληξη, εκεί όπου πριν από μερικά δευτερόλεπτα ήταν όλα μαύρα και άραχλα! Δεν είναι η μόνη έκπληξη της ταινίας. Σε αντίθεση με τα όσα μας έχει συνηθίσει ο Αγγελόπουλος, η αφήγηση είναι πιο κοφτή, τα πλάνα σεκάνς σπανίζουν, οι συμβολισμοί είναι άμεσα κατανοητοί απ’ όλους, η ποίηση των εικόνων δεν αποτελεί
«Η ιδέα της ταινίας γεννήθηκε όταν αντίκρισα, στα γυρίσματα του “Βλέμματος του Οδυσσέα”, τον Τζιάν Μαρία Βολοντέ νεκρό. Σοκαρίστηκα. Σκεφτόμουν πώς θα ήταν αν κάποιος ήξερε ότι έχει μόνο μία μέρα ζωής. Το σενάριο χτίστηκε πάνω σ’ αυτήν τη σκέψη και θα ήθελα ο Βολοντέ να ήταν ο πρωταγωνιστής». Θ.Α.
αυτοσκοπό, αλλά αγγίζει συγκινησιακά τον θεατή. Υπάρχουν όμως και κάποιες βασικές αντιρρήσεις. Το σινεμά του Αγγελόπουλου παραμένει πομπώδες και φιλολογικό, ενίοτε υπερφίαλο, βαρετά αυτοαναφορικό (ωραία η σκηνή του γάμου, αλλά ολότελα άχρηστη, εκτός από την αναγκαιότητα της αναφοράς σε αντίστοιχες σκηνές άλλων ταινιών του σκηνοθέτη). Υπάρχουν σκηνές πραγματικά πανέμορφες (η σεκάνς του νυχτερινού λεωφορείου) και άλλες εκνευριστικά ερασιτεχνικές (η σκηνή του καβγά του ζευγαριού στην ίδια σεκάνς ή τα πλάνα των αστυνομικών που κυνηγούν τα Αλβανάκια!). Δεν χωράει αμφιβολία ότι ολοκλήρωσε από κάθε άποψη αυτό που είχε να μας πει, πήρε και τον Χρυσό Φοίνικα, αλλά τώρα χρειάζεται επειγόντως θεματική, ιδεολογική και μορφική ανανέωση, μια και το σινεμά, όπως και ο κόσμος, εξελίσσεται και καλό είναι το ίδιο να κάνει και ο καλλιτέχνης.
Κριτική της ταινίας από τον Μπάμπη Ακτσόγλου στο τεύχος 1150 (23/10/98) του «α».
Ημερομηνία πρώτης προβολής 23/10/98 Εισιτήρια 55.000 Βραβεία Χρυσός Φοίνικας στο Φεστιβάλ Κανών, επτά Κρατικά Βραβεία Ποιότητας (ανάμεσά τους καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου). Παρασκήνιο Στη συνέντευξη Τύπου η οποία ακολούθησε την απονομή των βραβείων του 51ου Φεστιβάλ Κανών, ο πανευτυχής Ρομπέρτο Μπενίνι (Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής για το «Η Ζωή Είναι Ωραία») λέει στον σοβαρό και κατηφή Αγγελόπουλο: «Αν είναι εσύ να στεναχωριέσαι τόσο με το βραβείο σου κι εγώ να χαίρομαι τόσο με το δικό μου, θες να αλλάξουμε;»
Τριλογία: Το Λιβάδι που Δακρύζει (2004) **** Πρωταγωνιστούν: Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Νίκος Πουρσανίδης, Γιώργος Αρμένης, Βασίλης Κολοβός, Εύα Κοταμανίδου, Τούλα Σταθοπούλου. Διάρκεια: 170΄.
Η
Ελένη, πρόσφυγας από την Οδησσό του 1919, το σκάει με τον θετό αδελφό της Αλέξη από ένα χωριό της Βόρειας Ελλάδας και προσπαθεί να βρει την τύχη της στην προπολεμική Θεσσαλονίκη των προσφύγων. Ο Αλέξης φεύγει για την Αμερική, ενώ η Ελένη υποφέρει τα δεινά της δικτατορίας του Μεταξά, της Κατοχής και του Εμφυλίου. Όση ώρα έβλεπα το «Λιβάδι που Δακρύζει» παραδόξως σκεφτόμουν τις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης», μια ταινία ολότελα διαφορετική κι όμως με κοινές αναφορές. Και οι δυο τους (Αγγελόπουλος-Σκορσέζε) ξεκινούν από μια επική άποψη της Ιστορίας, την οποία ωστόσο αποδίδουν με ένα δικό τους προσωπικό τρόπο (ο Σκορσέζε ξαναδιαβάζει την ιστορία της Νέας Υόρκης μέσα από θρησκευτικά σύμβολα και παραβολές, ο Αγγελόπουλος συμπυκνώνει τη νεότερη ελληνική Ιστορία μέσα από αρχαιοελληνικούς συμβολισμούς και μπρεχτικές αφαιρέσεις). ως δεινόσαυροι της έβδομης τέχνης επαναλαμβάνουν τα ίδια μοτίβα (ό,τι είχαν να πουν το είπαν), υποτάσσουν τη φόρμα στο περιεχόμενο, κάνουν ένα σινεμά της εικονολατρίας – δεν τιμούνται
με Όσκαρ ή με βραβεία στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Η διαφορά τους: ο Σκορσέζε κάνει σινεμά της «υπερμυθοπλασίας», σε σημείο κάποιες στιγμές να μας «πνίγει», ενώ ο Αγγελόπουλος επιμένει σε ένα σινεμά της πλήρους μυθοπλαστικής αφαίρεσης, σε σημείο να απογυμνώνει τη δράση από το δραματικό της περιεχόμενο και να μοιάζουν όλα ως μια εγκεφαλική κατασκευή.
στικά εμφανές. Θέλοντας να αφηγηθεί μια ιστορία που να είναι πιο κοντά στους κεντρικούς χαρακτήρες, ο Αγγελόπουλος απογύμνωσε το περιεχόμενο της ταινίας από το πολιτικοκοινωνικό ή φιλοσοφικό υπόβαθρο του «Θιάσου» ή του «Βλέμματος του Οδυσσέα» για παράδειγμα. Όμως εδώ βρίσκεται μια εγγενής αδυναμία του σινεμά του Αγγελόπουλου, το οποίο, χωρίς τη
«Πιστεύω ότι είμαστε καταδικασμένοι να φτιάχνουμε συνεχώς την ίδια ταινία. Δεν θα αλλάξω το ύφος μου, αλλά από την άλλη μόλις ολοκληρώθηκε ένας αιώνας γεμάτος ελπίδες και καταστροφικά συμβάντα κι αυτό είναι κάτι που θέλω να πραγματευτώ στο “Λιβάδι”» Θ.Α. Υπάρχει όμως μια απίστευτη ομορφιά, τέχνη και μαστοριά στο σινεμά του Αγγελόπουλου, η οποία δεν πηγάζει μόνο από τα υπέροχα πλάνα του αλλά και από την ποιητική απόδοση ενός ολόκληρου φιλμικού σύμπαντος που περιορίζει στο ελάχιστο τη ρητορική της κινηματογραφικής πρόζας, σε σημείο να φαντάζει (αυτό το σύμπαν) φτιαχτό. Αναπόφευκτα μια τέτοια προσέγγιση τείνει προς την αφηγηματική αφαίρεση και το συμβολισμό (άρα και στην επανάληψη κάποιων μοτίβων), κάτι που στο «Λιβάδι που Δακρύζει» γίνεται κουρα-
σύμπραξη αυτού του λόγου, μοιάζει κενό περιεχομένου, μια σκέτη καλλιγραφία. Διότι για να βγάλεις συναισθήματα δεν αρκεί να κινηματογραφείς ανθρώπινα σώματα που υποφέρουν, πρέπει να κάνεις σινεμά και στο ύψος του ανθρώπινου προσώπου: κάτι που ο Αγγελόπουλος κατακτά μόλις στην τελευταία σεκάνς, με το γκρο-πλάνο πάνω στο πρόσωπο της Αϊδίνη (το μοναδικό σε όλη την καριέρα του;). Αλλά είναι ήδη πολύ αργά για να ανατρέψει τη συγκινησιακή απορρύθμιση της ταινίας που έχει στο μεταξύ κυλήσει. Μιας ται-
ΣΙΝΕΜΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑ Θόδωρος Αγγελόπουλος
νίας, ωστόσο, που στιγμή δεν έπαψε να μας γοητεύει: γιατί μιλά για τη Θεσσαλονίκη της προσφυγιάς, για κάμπους και χωριά που πλημμυρίζουν, γι’ αυτή τη «ρευστή», υγρή Ελλάδα, όπου οι βάρκες είναι φορείς θανάτου (τα νερά της Στυγός) και τα τρένα το όχημα της Ιστορίας. Για τί υπάρχουν σκηνές που είναι πανέμορφες, ακόμα και ως καλλιγραφήματα (ανταπάντηση στο δήθεν μοντερνισμό της σχολής του Δόγματος, που κατέστρεψε την αισθητική ευχαρίστηση του σινεμά), γιατί η Καραΐνδρου συνεχίζει να κεντά μουσικά, γιατί στην ανυπαρξία διεύθυνσης των ηθοποιών ξεπροβάλλουν «μορφές» σαν τον Γιώργο Αρμένη, τον Βασίλη Κολοβό ή την Τούλα Σταθοπούλου που «γεμίζουν» το κάδρο κι ας είναι κουκίδες μέσα σ’ αυτό. Ότι όμως το σινεμά αυτό έχει τα όριά του κι έδωσε ό,τι ήταν να δώσει δεν χρειάστηκε να δούμε το «Λιβάδι που Δακρύζει» για να το συμπεράνουμε: είναι πεποίθηση που έχουμε από το «Βλέμμα του Οδυσσέα». Πιο βατή από άλλες ταινίες του Αγγελόπουλου, σαφώς καλύτερη από το «Μια αιωνιότητα και μια μέρα», με πρόβλημα ρυθμού προς τη μέση, αλλά με πλάνα ανείπωτης ομορφιάς, αποκορύφωμα της αγγελοπουλικής τέχνης κι ας επαναλαμβάνονται τα ίδια μοτίβα. Η απουσία πάντως πολιτικού στοχασμού ή η επιδερμική ενσωμάτωση στοιχείων της αρχαίας τραγωδίας είναι στα μειονεκτήματα της ταινίας.
Κριτική της ταινίας από τον Μπάμπη Ακτσόγλου στο τεύχος 196β (12/02/04) του «α».
Ημερομηνία πρώτης προβολής 13/2/2004 Εισιτήρια 42.000 Βραβεία Συμμετοχή στο Διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Βερολίνου, βραβείο FIPRESCI καλύτερης ευρωπαϊκής ταινίας της χρονιάς. Παρασκήνιο Η κατασκευή και στη συνέχεια ο καταποντισμός ενός ολόκληρου οικισμού, τα χρονοβόρα γυρίσματα και η απώλεια της πρωτότυπης κόπιας, με συνέπεια την ανάγκη συμπληρωματικών γυρισμάτων, ανακήρυξαν την παραγωγή της ταινίας ως την ακριβότερη στην ιστορία του ελληνικού σινεμά.
Η Σκόνη του Χρόνου (2008) **
Πρωταγωνιστούν: Γουίλεμ Νταφόε, Ιρέν Ζακόμπ, Μπρούνο Γκανζ, Μισέλ Πικολί, Κριστιάνε Πάουλ. Διάρκεια: 125΄.
Ο
Α., Αμερικανός σκηνοθέτης ελληνικής καταγωγής, γυρίζει μια ταινία πάνω στην ιστορία της μητέρας του Ελένης. Από την Ιταλία και το Βερολίνο μέχρι το Καζακστάν, η ιστορία του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα μπλέκεται με προσωπικές αναμνήσεις και μια παθιασμένη ερωτική ιστορία. Ακόμα ένα βήμα κοντύτερα στα πρόσωπα. Η κάμερα του Αγγελόπουλου ξεκίνησε τόσο μακριά από αυτά, που υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος να καλυφθεί. Μετά τον «Μεγαλέξαντρο», όμως, ο δημιουργός τ’ αναζητά και δω, στη δεύτερη ταινία της τριλογίας που ξεκίνησε με το «Λιβάδι που Δακρύζει», τα πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής. Τώρα πλέον, καθώς οι μπρεχτικές αφαιρέσεις, τα πλάνα σεκάνς και τα παιχνίδια με το βιωμένο χρόνο έχουν ελαττωθεί, είναι οι ανθρώπινες ιστορίες εκείνες οι οποίες μας οδηγούν στην κατανόηση της Ιστορίας και όχι το αντίστροφο. Από τη σοβιετική εξορία ως το βερολινέζικο ξενοδοχείο, λοιπόν, τρεις ερωτευμένοι άνθρωποι ξεσκονίζουν συναισθήματα και γεγονότα τη στιγμή που ένας παρατηρητής, ο σκηνοθέτης Α., προσπαθεί να τα κατανοήσει «αναπαριστώντας» τα. Όπως κάθε γενιά όμως, από τον Γιάκομπ και τον Α. ως τη μικρή Ελένη, έρχεται αντιμέτωπη με τ’ αδιέξοδά της, το ίδιο συμβαίνει και με τις αγγελοπουλικές εικόνες. Πλάνα σινιέ, σκηνογραφική μανιέρα, προσχηματική δραματουργία κι ένα σκονισμένο πια σινεμά – σαν έκθεση ιδεών–, το οποίο ακι-
νητοποιεί την ιστορία (μικρή και μεγάλη), τη βαλσαμώνει και –σε ρυθμούς ρέκβιεμ– την περιφέρει σαν επιτάφιο. Τα πάθη των ηρώων, ανύπαρκτα κάποτε στο κινηματογραφικό σύμπαν του δημιουργού, έρχονται τώρα σε πρώτο πλάνο, αλλά δεν μπορούν ούτε στιγμή να πείσουν για το βάθος ή την αλήθεια τους. Συσκευασμένα σε σοβαροφανές περιτύλιγμα (Μπετόβεν, Τζέιμς Τζόις, Αριστοτέλης, Τ.Σ. Έλιοτ...), περιφέρονται με πόζα και στιλ, εγκεφαλικές κατασκευές και σκηνοθετικές καλλιγραφίες. Η αγωνιώδης προσπάθειά τους να επικοινωνήσουν με τους νέους καιρούς (το ροκ, η 11η Σεπτεμβρίου...) κάνει το αδιέξοδό τους ακόμα μεγαλύτερο. Η πιο ανθρωποκεντρική ταινία του Έλληνα διάσημου σκηνοθέτη προσπαθεί να συναντήσει τους ήρωες και τα συναισθήματά τους, παραμένει όμως παγιδευμένη στην κινηματογραφική μανιέρα ενός δυσκίνητου, πομπώδους και σκονισμένου από το χρόνο σινεμά.
Κριτική της ταινίας από τον Χρήστο Μήτση στο τεύχος 457β (12/2/09) του «α».
Ημερομηνία πρώτης προβολής 12/2/2009 Εισιτήρια 34.000 Βραβεία Συμμετοχή, εκτός συναγωνισμού, στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Παρασκήνιο Μετά την επιμονή του σκηνοθέτη να προβληθεί η ταινία του εντός –και όχι εκτός– συναγωνισμού στα φεστιβάλ Κανών και Βενετίας, η «Σκόνη…» έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. αθηνόραμα I 47