Επιστημονική επετηρίδα - Τόμος Δ' - μέρος 1

Page 1



ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΤΡΑΣ ΚΑΙ ΧΕΡΟΝΗΣΟΥ

ΤΟΜΟΣ Δ΄ Μέρος 1ο

ΝΕΑΠΟΛΙΣ 2013


<< Επιστημονική Επετηρίδα Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας & Χερρονήσου >> Εκδίδεται προνοία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πέτρας & Χερρονήσου κ. Νεκταρίου

Επιστημονική Επιτροπή Βασίλειος Φθενάκης, καθηγητής Πανεπιστημίου Βρέμης. Μιχαήλ Κασωτάκης, Πρώην Πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και του κέντρου Επιστημονικής Έρευνας Ελλάδος. Βασιλική Συθιακάκη, Αρχαιολόγος, Προισταμένη 13ης Εφορείας Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρήτης.

Εκδοτική Επιτροπή Αρχ. Τίτος Ταμπακάκης Αρχ. Εμμανουήλ Κατσαρός Γεώργιος Μαμάκης

Την ευθύνη του περιεχομένου της εγκυρότητας και των δικαιωμάτων των χρησιμοποιούμενων πηγών κάθε εργασίας έχει ο συντάκτης. Isbn : 978-618-81272-0-3 Νεάπολη Κρήτης 724 00 Τηλ. 28410 32320, Φαξ 28410 31344 Website: www.impeh.gr / email: info@impeh.gr Ηλεκτρονική σελιδοποίηση, κατασκευή e-book ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΚΙΜΑΚΗΣ / BIGBOOK publications Καντανολέων 4, Ηράκλειο Κρήτης Τηλ. 2810 288544 / Φαξ 2810 285541 Email : info@bigbook.gr Website : www.Bigbook.gr


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Μέρος Α’ Εισαγωγικό σημείωμα 1. Κρασανάκης Γ. .. …………………………………………………………… 1 Χρόνος και Ζωή 2. Μπουρνέλης Α. …………………………………………………………….. 15 Οι πειρασμοί και οι δοκιμασίες της ζωής 3. Αρβανίτης Χ. ……………………………………………………………….. 26 Olivier Clément: Ο θεολόγος της Ορθόδοξης Οικουμενικότητας 4. Πατεράκης Μ. ……………………………………………………………… 35 Η παρουσία του μοναχισμού στην περιοχή της Φουρνής (Τ.Δ.) μέσα από τα παραχωρητήρια έγγραφα της Ι.Μ. Αρετίου 5. Χαλκιαδάκης Εμ. ……………………………………………………………68 Ο Μητροπολίτης Γεννάδιος Αλεξιάδης και η είσοδος του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη το 1912 6. Λίλης Ι. ……………………………………………………………………… 87 Επίσημα έθιμα του Ισραήλ και εκφράσεις των προφητών στη Χριστολογία της «Προς Εβραίους» επιστολής 7. Δουνδουλάκης Εμμ. ………………………………………………………. 108 Αγιότητα και Άγιοι σε συγγράμματα του Γέροντος Γαβριήλ Διονυσιάτη 8. Μπαιραχτάρης Αυγ. ………………………………………………………125 Κηρυγματικές ομιλίες του Μητροπολίτη Κρήτης Ευμενίου και του Επισκόπου Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου Χρύσανθου με θέμα, Ο υπέρ πίστεως και πατρίδος αγών και το ημέτερον καθήκον, όπως διατυπώνονται στο Θεολογικό περιοδικό της Εκκλησίας Κρήτης «Ποιμήν» 9. Θραψανιώτης Γ. ……………………………………………………………152 Η προσέγγιση του Φυσικού περιβάλλοντος από την Χριστιανική Αγωγή 10. Πετράκης Ευαγ. …………………………………………………………...163 Περιηγητές στο Άγιον Όρος Α΄ στο ερημητήριο του π. Νίκωνα του Καρουλιώτη ( 1874-1964) 11. Παπαδόπουλος Ι. …………………………………………………………286 Δοκιμή διαλεκτικής θεολογίας και φυσικών επιστημών στο θέμα του χρόνου και της δημιουργίας του κόσμου. ( Υπο το πρίσμα της Πατερικής διδασκαλίας και του νομπελίστα Ilya Prigogine )


12. Μαμάκης Γ. ………………………………………………………………… 307 Τυπολογικές εκδοχές του οργανωτικού και διοικητικού φαινομένου της εκπαίδευσης σε κοινωνίες υπό μετάβαση. Η περίπτωση του Λασιθίου από την περίοδο της ύστερης τουρκοκρατίας και της Κρητικής Πολιτείας μέχρι και την Ένωση με την Ελλάδα 13. Αντωνακάκης Εμμ. ……………………………………………………….. 327 Ευθανασία : ηθική και θεολογική προσέγγιση 14. Ανδρουλιδάκη – Πετράκη Ροδάνθη ……………………………………… 344 Η απάνδρωση ενός μοναστηριού και "το δώρο του ραβίνου" 15. Τσερεβελάκης Ι. …………………………………………………………… 361 Η επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα στην Κρήτη ( Ιούλιος 1963) 16. Κατσαρός Εμμ. ………………………………………………………………405 Το Μυστήριο της Ιεροσύνης, Ιστορία – Θεολογία Α’ Μέρος Β’ 17. Σεργάκη Γ. Μαρία …………………………………………………………..450 Τηλέμαχος Τσιχλάκης 18. Δασκαλάκης Δ. ………………………………………………………………504 Η Βυζαντινή μουσική παράδοση στη Ρωμέικη παράδοση 19. Αικατερινίδης Γ. ……………………………………………………………..525 Η συμβολή των διδασκάλων στην απόθησαύριση λαογραφικού υλικού 20. Στιβακτάκης Αντώνιος …………………………………………………….537 ‘Αγιος Δημήτριος ο γαλατοκτισμένος Σημ. Την παρούσα ηλεκτρονική έκδοση μπορείτε να βρείτε στην ηλεκτρονική σελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας και Χερονήσου http://www.impeh.gr/ καθώς και σε cdrom που διατίθεται από την Ιερά Μητρόπολη. Το ηλεκτρονικό αρχείο της Επετηρίδος είναι σε μορφή pdf και η ανάγνωση του γίνεται με σύστημα flipping. Για

οποιαδήποτε

τεχνικό

πρόβλημα

στην

ανάγνωση

του

αρχείου,

παρακαλούμε επικοινωνήστε στο email:info@bigbook.gr. Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται από τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Επιτρέπεται με γραπτή άδεια του εκδότη, ή, των συγγραφέων η αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό, σε οποιαδήποτε μορφή, μέρους του έργου.


Είσαγωγικό Σημείωμα

Με τη χάρη του Θεού, τις ευλογίες της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, τις ευχές της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης και την πρόνοια του Σεβ. Μητροπολίτου Πέτρας και Χερρονήσου κ.κ. Νεκταρίου η έκδοση του δεύτερου ψηφιακού Τόμου της Επιστημονικής Επετηρίδας της Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας και Χερρονήσου συνεχίζει την έκδοση επί χάρτου που έχει προηγηθεί ήδη δύο φορές. Με τον τέταρτο στην ουσία Τόμο οι αναγνώστες απολαμβάνουν πια την εμπειρία της ψηφιακής έκδοσης, που εμφανίζεται χωρίς χωροχρονικούς και οικονομικούς περιορισμούς και χωρίς περιβαλλοντικό κόστος στην οθόνη τους, όπως ακριβώς η τυπωμένη. Η Επιστημονική Επετηρίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας και Χερρονήσου δηλώνοντας παρούσα στον ψηφιακό κόσμο και με σταθερή την πίστη της στο ευαγγελικό μήνυμα, αγκαλιάζει τις νέες ψηφιακές κοινότητες και περνά σε μια νέα δυναμική φάση με την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που μας παρέχει ο σύγχρονος ηλεκτρονικός πολιτισμός. Προκαλεί μια οργανική διάδραση ανάμεσα σε αυτήν και τον ψηφιακό πολιτισμό, έχοντας ως στόχο το άνοιγμα αυτού του πολιτισμού στη γονιμότητα του Ευαγγελίου. Καθιστά ζωντανή, κατανοητή σε όλους, προσβάσιμη από όλους και επίκαιρη την παρουσία του Θεού μέσα σε κάθε σπίτι και σε κάθε χώρο, όπου ο σύγχρονος άνθρωπος κινείται δρά και εργάζεται. Επαναβεβαιώνει το εύρος και την ποικιλία του ερευνητικού έργου πλήθους επιστημόνων, περικλύοντας τον εγνωσμένο κόπο τους. Καταξιώνεται έτσι ως ένα σύγχρονο βήμα επιστημονικού διαλόγου και ως πηγή γνώσης που δεν περιορίζεται σε ερευνητικά, γεωγραφικά ή γλωσσικά όρια. Η Επιστημονική Επετηρίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας και Χερρονήσου αγκαλιάζει ολόκληρη τη Μεγαλόνησο Κρήτη. Δίνει ένα παρόν στην καταξίωση, στον θαυμασμό και στην σωστή αξιολόγηση της θέσης της σ’ αυτόν τον ευαίσθητο γεωπολιτικό χώρο.

Η Επιστημονκή Επιτροπή


Γεώργιος Ε. Κρασανάκης Ὁμότιμος Καθηγητὴς Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης

Χρόνος και Ζωή*

Τὸ πρόβλημα τοῦ χρόνου εἶναι μέγα, δύσκολο καὶ αἰνιγματικό. Ἡ λύση του ἀπασχόλησε πολλούς. Τὸ μελέτησαν φιλόσοφοι, φυσικοί, ψυχολόγοι, θεολόγοι καὶ ἄλλοι. Ὅλοι αὐτοὶ ἔθεσαν στοὺς ἑαυτούς τους καὶ στοὺς ἄλλους πολλὲς ἐρωτήσεις, ὅπως : Τὶ εἶναι ὁ χρόνος; μιὰ πραγματικότητα; μιὰ « διάσταση»; ἕνα στοιχεῖο τοῦ κόσμου; ἕνα στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καὶ παρουσίας; κάτι ποὺ βρίσκεται μέσα μας ἢ ἔξω ἀπὸ ἐμᾶς; κάποια σαφὴς γνώση ἢ κάτι ποὺ μόνο βιώνομε χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ τὸ συλλάβουμε καὶ νὰ τὸ ὁρίσουμε; Ὁ χρόνος εἶναι μία ἀκαθόριστη ἔννοια ἢ μία τέταρτη διάσταση τῆς «συμπαντικῆς» πραγματικότητας; Πρόκειται γιὰ ἕνα ἀπόλυτο ἢ γιὰ ἕνα σχετικὸ μέγεθος; Διαφέρει ὁ χρόνος τοῦ μικρόκοσμου ἀπὸ τὸ χρόνο τοῦ μακρόκοσμου; Καὶ ἀκόμα κάτι πιὸ σπουδαῖο: ποιὰ σχέση ἔχει ὁ χρόνος μὲ τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου πρὶν τὸ θάνατο καὶ μετὰ τὸ θάνατο; Ζοῦμε ἐν χώρῳ καὶ ἐν χρόνῳ, γιὰ νὰ ζήσουμε στὸν Παράδεισο αἰωνίως; Ποιὰ εἶναι ἡ σχέση τοῦ χρόνου μὲ τὴν ἐπίγεια καὶ μὲ τὴν αἰώνια ζωή; Ὅποιες κι ἄν εἶναι οἱ ἀπαντήσεις τῶν εἰδικῶν μελετητῶν καὶ ἐρευνητῶν στὶς ἐρωτήσεις αὐτές, βέβαιο εἶναι ὅτι πρέπει νὰ δεχθοῦμε ἀναγκαστικὰ τὸ χρόνο καὶ νὰ συμπορευθοῦμε μὲ αὐτόν. Πρέπει νὰ τὸν θεωρήσουμε ἄξονα ζωῆς, στοιχεῖο τῆς ὕπαρξής μας καὶ παράγοντα δημιουργίας. «Ἐν αὐτῷ ζῶμεν, κινούμεθα καὶ ἐσμέν».

(* Ὁμιλία ποὺ ἔγινε στὴ ΓΕΧΑ Ἡρακλείου τὴ 13η Ἰανουρίου 2013).

1


Μὲ τὴ βοήθειά του συλλαμβάνουμε τὰ ἐφήμερα, ὁρίζομε τὸ μέτρο τῶν «πραγμάτων» καὶ ὁριοθετοῦμε τὴν παρουσία μας στὴ ζωή, τὴ γέννηση, τὴν ἀνάπτυξη καὶ τὸ θάνατο. Κάνομε λόγο γιὰ χρόνο προσωπικό, κοινωνικό, φυσικό, κοσμολογικό, ψυχολογικό, φυσιολογικό, ἐσωτερικὸ καὶ ἐξωτερικό. Ἀναγκαστικὰ «χρονοποιοῦμε» τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους. Συνδέομε ἀναπόσπαστα τὴ ζωή μας καὶ ἐκείνη τῶν ἄλλων μὲ αὐτόν. Γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ θέμα ὁ ἀείμνηστος Φώτης Κόντογλου (1895-1965) ἔγραψε: «Ἡ πιὸ ἀνεξιχνίαστη δύναμη στὸν κόσμο εἶναι ὁ Χρόνος, ὁ Καιρός. Καλὰ-καλά τὶ εἶναι αὐτὴ ἡ δύναμη δὲν τὸ ξέρει κανένας, κι ὅσοι θελήσανε νὰ τὴν προσδιορίσουνε, μάταια πασκίσανε. Τὸ μυστήριο τοῦ Χρόνου ἀπόμεινε ἀκατανόητο, κι ἄς μᾶς φαίνεται τόσο φυσικὸς αὐτὸς ὁ Χρόνος. Τὸν ἴδιο τὸν Χρόνο δὲν μποροῦμε νὰ τὸν καταλάβουμε τὶ εἶναι, ἀλλά τὸν νοιώθουμε μοναχὰ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια ποὺ κάνει, ἀπὸ τὰ σημάδια ποὺ ἀφήνει ἀπάνω στὴν φύση. Ἡ μυστηριώδης πνοή του ὅλα τὰ ἀλλάζει. Δὲν ἀπομένει τίποτε στεθερό, ἀκόμα κι ὅσα φαίνονται σταθερὰ κι αἰώνια…Ἄν λείψει ὁ Χρόνος, θὰ λείψουνε ὅλα τὰ πάντα. Αὐτὸς τὰ γεννᾶ, κι αὐτὸς τὰ λυώνει, τὰ κάνει θρύψαλα καὶ τὰ ἐξαφανίζει…Τοῦτος ὁ ὑλικὸς κόσμος εἶναι τὸ βασίλειο τοῦ Χρόνου ποὺ τὸν κάνει νὰ ἀνθίζει καὶ νὰ μαραίνεται ἀδιάκοπα.». Τὸ μεστὸ περιεχομένου αὐτὸ κείμενο ἀνοίγει μπροστὰ μας διάπλατα τὴ σχέση τοῦ χρόνου μὲ τὴ ζωή. Ἀνοίγει καὶ τὸ θέμα τῆς ὁμιλίας μας. Χρόνος, λοιπόν, καὶ Ζωή! Πῶς εἶδαν τὴ σχέση τῶν δύο αὐτῶν δυνάμεων οἱ φιλόσοφοι, οἱ φυσικοί, οἱ ψυχολόγοι καὶ οἱ θεολόγοι; Ἄς ρίξουμε μιὰ ματιὰ στὰ ἔργα τους.

Ὁ Χρόνος τῶν φιλοσόφων ἔχει ἀξία ὀντολογική, κοσμολογικὴ καὶ ἀνθρωπολογική. Ἡ συνείδηση κάθε ἀτόμου εἶναι ὁ χῶρος συναντήσεως τοῦ παρόντος, τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ μέλλοντος. Εἶναι ὁ γεωμετρικὸς τόπος ὅλων τῶν μορφῶν τῶν χρονικῶν ἀλληλουχιῶν, ἐκείνων ποὺ δὲν 2


ὑπάρχουν πιά, ἐκείνων ποὺ ἀναμένονται καὶ αὐτῶν ποὺ ἔχουν ἔντονο τὸ χαρακτήρα τοῦ ἐφήμερου, τοῦ στιγμιαίου. Μὲ τὴν ἔννοια αὐτή, ὁ Χρόνος ὄχι μόνο δὲν φθείρει τὸ ἄτομο, ἀλλά τὸ ζωογονεῖ, τὸ δυναμώνει καὶ τὸ ἐμψυχώνει. Ὁ Χρόνος εἶναι ἡ Ζωή μας. Εἶναι, ἀκόμα, μιὰ πολύμορφη διάσταση τοῦ πραγματικοῦ. Κινούμαστε σὲ ποικίλες μορφὲς χρόνου, τὶς ὁποῖες νιώθουμε ὡς συνισταμένες τῆς ὕπαρξής μας, ὡς ἄξονες τῆς δραστηριότητάς μας. Μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἴμαστε πλάσματα πολυχρονικὰ καὶ συγχρόνως διαχρονικά. Μεγάλοι φιλόσοφοι, ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ ἀκόμα Ἀρχαιότητα, προσπάθησαν νὰ ἑρμηνεύσουν τὴν ἔννοια τοῦ Χρόνου καὶ νὰ δείξουν τὴ σχέση του μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Ὅσα μᾶς εἶπαν ὑπῆρξαν πολλὰ καὶ ἀξιόλογα. Ἡ ἀναφορὰ σ’αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσει στὰ στενὰ ὅρια μιᾶς ὁμιλίας. Δειγματολειπτικὰ καὶ μόνο ἀναφέρομε μερικὲς σκέψεις, χωρὶς νὰ ἀναφέρουμε τοὺς δημιουργούς τους. Αὐτὲς εἶναι οἱ ἑξῆς: Ὁ χρόνος εἶναι ἕνα δεδομένο χαρακτηριστικὸ τοῦ κόσμου. Ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τὴν κινητὴ εἰκόνα τῆς αἰωνιότητας. Ὁ χρόνος δὲν ὑπάρχει ἀπολύτως ἤ μόλις καὶ ἀμυδρῶς ὑπάρχει. Φαίνεται, ὅμως, νὰ εἶναι κάποια κίνηση καὶ μεταβολή. Ὁ χρόνος βρίσκεται παντοῦ καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο σὲ ὅλα. Εἶναι ὁ ἴδιος πάντα. Χωρὶς τὴν κίνηση καὶ τὴ μεταβολὴ δὲν ὑπάρχει χρόνος. Ἐνῶ ὁ ἴδιος δὲν εἶναι κίνηση, δὲν ὑπάρχει χωρὶς κίνηση. Κυλᾶ κατ’ἀναλογία μὲ τὴν κίνηση. Λέμε ὅτι ἔχει περάσει κάποιος χρόνος, ὅταν ἀποκτήσουμε ἀντίληψη τοῦ πρότερου καὶ τοῦ ὕστερου στὴν κίνηση. Ὅταν ἡ ψυχή μας ξεχωρίσει τὸ πρότερο καὶ τὸ ὕστερο καὶ τὰ θεωρήσουμε διαφορετικά, τότε καταλαβαίνομε τὸ χρόνο. Ὁ χρόνος εἶναι ὁ ἀριθμὸς τῆς κίνησης. Καὶ ὅπως κανεὶς ἀριθμὸς δὲν εἶναι ταχὺς ἤ βραδὺς ἔτσι καὶ ὁ χρόνος δὲν εἶναι ταχὺς ἤ βραδύς. Εἶναι παντοῦ ὁ ἴδιος. Τὸ μετρούμενο μόνο ἀλλάζει. Ἕνας χρόνος εἶναι πολύς, ἄν ἡ κίνηση εἶναι πολλή. Τὰ αἰώνια ὄντα δὲν ὑπάρχουν ἐν χρόνῳ, οὔτε καὶ τὸ εἶναι τους μετρεῖται ἀπὸ τὸ χρόνο. Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρχει χρόνος, ἄν δὲν ὑπάρχει ψυχή. Ὁ 3


χρόνος ἐκφράζει τὴ ζωὴ τῆς ψυχῆς τοῦ κόσμου, δηλαδὴ τῆς κινητῆς εἰκόνας τῆς αἰωνιότητας. Ἡ ἴδια ἡ αἰωνιότητα εἶναι ἄχρονη. Ἐνῶ ἡ αἰωνιότητα εἶναι ἀμετάβλητη, ὁ χρόνος ρέει συνεχῶς. Βασικό του γνώρισμα εἶναι ἡ ὁμαλὴ καὶ συνεχὴς ροή, ποὺ στὴν καθημερινὴ ζωὴ τέμνεται σὲ ὧρες, ἡμέρες, μῆνες καὶ ἔτη, σὲ παρελθὸν καὶ μέλλον. Φυσικά, οἱ τομὲς αὐτὲς εἶναι φανταστικὲς καὶ ὀφείλονται στὸ φαινόμενο τῆς κίνησης. Κι αὐτό, γιατὶ ὁ χρόνος δὲν ἔχει συγκεκριμένη ὑπόσταση, δὲν ἀνήκει στὸν ὑλικὸ κόσμο, δὲν εἶναι ἐμπειρικὸ στοιχεῖο, ἀλλὰ προϊὸν νοητικῶν διεργασιῶν. Ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐκείνη ποὺ συλλαμβάνει τὴ ροὴ τῶν ὅσων συμβαίνουν γύρω του. Ὥστε, χρόνος ἐκτὸς τοῦ πνεύματός μας δὲν ὑπάρχει. Ἀληθινὸς χρόνος εἶναι μόνο ὁ χρόνος τῆς ψυχολογικῆς ἐμπειρίας, δηλαδὴ τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ χρόνος, ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ φύση του, ἀγκαλιάζει διαφορετικὰ ἐπίπεδα τοῦ πραγματικοῦ, ἀποτελεῖ ἕνα ὀργανικὸ σύνολο ποὺ μᾶς δίνεται μὲ πολλὲς διαστάσεις, εἶναι πολυδιάστατος.

Ἡ δομὴ καὶ λειτουργία τοῦ χρόνου ἔγινε ἀντικείμενο μελέτης καὶ τῶν φυσικῶν. Ἡ θέση αὐτή, ὅσο κι ἄν φαίνεται παράξενη, ἀποτελεῖ μιὰ πραγματικότητα. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι πιστεύουν ὅτι ἡ μελέτη τοῦ χρόνου συνιστᾶ ἀντικείμενο ἔρευνας τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἐπιστημῶν. Δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν ποιὰ σχέση ἔχει τὸ θέμα αὐτὸ μὲ τὶς θετικὲς ἐπιστῆμες καὶ μάλιστα μὲ τὴ Φυσική. Καὶ ὅμως τὰ πράγματα εἶναι διαφορετικά. Ἡ σύγχρονη Φυσικὴ ἀσχολεῖται συστηματικὰ μὲ τὸ χρόνο. Τὸ ἴδιο κάνουν καὶ οἱ συναφεῖς πρὸς αὐτὴν ἐπιστῆμες. Τὰ πορίσματα τῶν ἐρευνῶν τους θὰ μποροῦσαν νὰ θεωρηθοῦν ὡς «καινοτομίες», μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν συμφωνοῦν μὲ τὶς κλασικὲς ἑρμηνεῖες τοῦ χρόνου. Ἀπὸ τὶς θεωρίες τους προκύπτει ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου συνδέεται στενὰ ὄχι μόνο

4


μὲ τὴν κίνηση, μὲ τὴ ζωὴ καὶ μὲ τὸ χῶρο, ἀλλά καὶ μὲ τὴν κοσμικὴ μηχανή, τὸ Σύμπαν, τὸ Φῶς καὶ τὴ Φύση στὸ σύνολό της. Αὐτὸ θὰ φανεῖ ἀπὸ μερικὰ στοιχεῖα τῆς θεωρίας τῆς σχετικότητας τοῦ Einstein. Αὐτὰ ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὸ θέμα μας εἶναι τὰ ἑξῆς: Ἀπόλυτος χρόνος, ὅπως καὶ ἀπόλυτος χῶρος, δὲν ὑπάρχει. Ὁ χῶρος δὲν εἶναι τὸ ἀπόλυτα σταθερὸ πλαίσιο τῶν ἀντικειμένων τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ἔννοια ποὺ δὲν ἔχει νόημα χωρὶς τὰ ἀντικείμενα τοῦ κόσμου. Ὁ χρόνος δὲν εἶναι τὸ σταθερὸ χρονικὸ ρεῦμα, ποὺ ρέει ἀπὸ τὸ ἄπειρο παρελθὸν πρὸς τὸ ἄπειρο μέλλον, ἀλλά ἀντίληψη ὑποκειμενικὴ ἐξαρτώμενη ἀπὸ τὰ γεγονότα, μὲ τὰ ὁποῖα τὸν ἀντιλαμβανόμαστε καὶ τὸν μετροῦμε. Δὲν ὑπάρχει, λοιπόν, ἀπόλυτος χρόνος. Κάθε παρατηρητὴς πρέπει νὰ μεταφέρει τὸ δικό του ρολόι ποὺ θὰ δείχνει τὸ δικό του χρόνο. Αὐτὰ μᾶς ὑποχρεώνουν νὰ ἀλλάξουμε ριζικὰ τὶς ἰδέες μας γιὰ τὸ χρόνο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ χῶρο. Οἱ δύο αὐτὲς ἔννοιες εἶναι στενὰ δεμένες μεταξὺ τους σὲ μιὰ νέα ἔννοια ἤ καλύτερα σὲ μιὰ οὐσία ποὺ ὀνομάζεται χωρόχρονος. Ὁ χρόνος εἶναι ἡ τέταρτη διάσταση τοῦ τετραδιάστατου κόσμου ποὺ μᾶς περιβάλλει, τῆς νέας τετραδιάστατης συμπαντικῆς πραγματικότητας. Τὸ

χωρόχρονο

προσδιορίζουν

τέσσερις

συντεταγμένες.

Δηλαδὴ

ἀπαιτοῦνται τέσσερις ἀριθμοὶ γιὰ τὸν προσδιορισμό του. Ἀπ’ αὐτούς, οἱ τρεῖς ἀριθμοὶ προέρχονται ἀπὸ τὸ χῶρο καὶ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸ χρόνο. Ἔτσι π.χ., ἕνα ἀεροπλάνο πετᾶ σὲ ὁρισμένες τέσσερις συντεταγμένες: τὸ ὕψος, τὸ πλάτος, τὸ μῆκος καὶ τὸ χρόνο. Φαίνεται ἔτσι ὅτι ὁ χρόνος δὲν χωρίζεται ἀπὸ τὸν χῶρο, ἀντίθετα μάλιστα ἀποτελεῖ μιὰ «διάσταση» τοῦ κόσμου ὅπου ζοῦμε, μὲ τὴ μαθηματικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου. Πρέπει, λοιπόν, νὰ μιλᾶμε γιὰ χωρόχρονο μὲ τέσσερις διαστάσεις, παρὰ γιὰ ἕνα τρισδιάστατο χῶρο, ὁ ὁποῖος συνοδεύεται ἀπὸ ἕνα ἀνεξάρτητο μονοσδιάστατο χρόνο.

5


Ὅλα αὐτὰ μᾶς φαίνονται παράξενα, γιατὶ μάθαμε ἤ μᾶλλον συνηθίσαμε νὰ ζοῦμε μὲ τὴν ἰδέα ἑνὸς ἀπόλυτου χρόνου, καὶ νὰ μετροῦμε μὲ δευτερόλεπτα, λεπτά, ὧρες, ἡμέρες, ἑβδομάδες, μῆνες, ἐποχές, ἔτη καὶ αἰῶνες, σὲ σχέση πάντα μὲ τὶς κινήσεις μας μέσα στὸ χῶρο ὅπου ζοῦμε. Ὅλα αὐτὰ εἶναι σχετικά, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἔχει τὸ δικό του χρόνο, ὁ ὁποῖος ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ χῶρο ὅπου βρίσκεται καὶ ἀπὸ τὸ πῶς κινεῖται. Κι ὅλα αὐτά, ἀκόμα, δημιουργοῦν

μιὰ εἰκόνα τοῦ

ἀνθρώπου γιὰ τὸν κόσμο ἐντελῶς ἐπαναστατική.

Περνᾶμε τώρα στὸ χρόνο τῶν ψυχολόγων. Οἱ ἐπιστήμονες αὐτοὶ εἶδαν τὸ

χρόνο

κάτω

ἀπὸ

ἕνα

διαφορετικὸ

πρίσμα.

Μελετώντας

καὶ

ἑρμηνεύοντας τὴν ἀνθρώπινη συμπεριφορὰ καὶ τὴ σκέψη ποὺ τὴ συνοδεύει, διέγνωσαν ὅτι ὁ χρόνος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ παραμεληθεῖ. Ἀντίθετα, μάλιστα, τὸν θεώρησαν ὡς ἕνα οὐσιώδη παράγοντα τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς, ὅπου καὶ ὅπως ἐκδηλώνεται αὐτή (ἀνάπτυξη, μάθηση, ἐργασία, ἀθλητισμός, διασκέδαση, ἀνάπαυση κλπ.). Ὁ χρόνος εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς κύριες διαστάσεις τῆς ἀτομικῆς καὶ τῆς κοινωνικῆς παρουσίας. Ὁ ἄνθρωπος συνειδητοποιεῖ τὴν παρουσία τοῦ χρόνου στὰ πλαίσια τῶν προσωπικῶν καὶ τῶν κοινωνικῶν του δραστηριοτήτων. Τὸν αἰσθάνεται σὰν ἕνα τρισδιάστατο ὁρίζοντα, μὲ τὶς ἐμπλεκόμενες διαστάσεις τοῦ παρόντος, τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ μέλλοντος. Τὸ ἄτομο ζεῖ στὸ κέντρο τῶν τριῶν αὐτῶν συντεταγμένων. Βιώνει τὸ παρόν, ἀναπολεῖ τὸ παρελθὸν καὶ ὁραματίζεται τὸ μέλλον. Ἐπίσης, ζεῖ ἕνα παρὸν ποὺ πορεύεται στὸ παρελθόν, δίδοντας τόπο στὸ μέλλον. Ὅ,τι ἔζησε μεταβάλλεται σὲ παρελθὸν καὶ αὐτὸ ποὺ θὰ ζήσει γίνεται παρόν. Διαφορετικὰ θὰ λέγαμε ὅτι τὰ προγενέστερα γεγονότα γίνονται μεταγενέστερα, ἀφοῦ πρώτα πάρουν τὴ σφραγίδα τοῦ παρόντος. Φαίνεται, ἔτσι, ὅτι ὁ χρόνος εἶναι μιὰ διαρκὴς ροὴ γεγονότων, μιὰ τάξη διαδοχῆς καταστάσεων. Κι ὅλα αὐτὰ μέσα στὴ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, 6


ἔξω ἀπὸ τὴν ὁποία ὁ τρισδιάστατος χρόνος γίνεται ἀνύπαρκτος. Κύριο πρόβλημα ἀποτελεῖ ἡ ἀντίληψη τοῦ χρόνου, ὁ σχηματισμὸς τοῦ γνωστικοῦ ἀντικειμένου ποὺ λέγεται χρόνος. Ἐνῶ ἡ ἀντίληψη τοῦ χώρου εἶναι σχετικὰ εὔκολη, ἡ ἀντίληψη τοῦ χρόνου εἶναι δυσκολότερη. Κι αὐτό, γιατὶ ὁ χρόνος δὲν ἔχει ὑλικὴ ὑπόσταση, δέν εἶναι ὑλικὸ ἀντικείμενο, δὲν εἶναι κάτι σταθερό. Ὁ ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται τὸ χρόνο ἔμμεσα. Τὸν συνειδητοποιεῖ ὅταν γνωρίσει τὶς μεταβολές, τὶς κινήσεις καὶ τὶς διάρκειές τους. Τὸν καταλαβαίνει ὅταν γνωρίσει τὶς ἀλλαγὲς ποὺ συμβαίνουν στὸν ὀργανισμό του, σὲ αὐτὲς ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν τροφή, τὴν πείνα, τὴ δίψα, τὸν πόνο καὶ ἄλλες ὀργανικὲς ἀνάγκες. Τὶς ἀλλαγὲς αὐτὲς συνειδητοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἀκόμα ἡλικία. Πρόκειται γιὰ τὴ γνώση ὁρισμένων χρονικῶν διαρκειῶν, ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὸ θηλασμό, τὴν τροφὴ καὶ τὸν ὕπνο. Γενικὰ θὰ λέγαμε ὅτι γνωρίζομε τὸν χρόνο ἔμμεσα, μελετώντας τὶς ποικίλες ἀλλαγὲς τῆς φύσης, τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς. Ἡ κατάκτηση τῆς ἔννοιας τοῦ χρόνου ἀπαιτεῖ ἀνάπτυξη τῆς ἱκανότητας γιὰ εὐθεῖες καὶ ἀντίστροφες νοητικὲς ἐνέργειες.

Ἀπαιτεῖ

τὴ

μετάθεση

ἀπὸ

παροῦσες

καταστάσεις

σὲ

μελλοντικές, καθὼς καὶ τὴν ἐπιστροφὴ σὲ περασμένες καταστάσεις. Ἀπαιτεῖ ξεπέρασμα καταστάσεων προσωπικῶν, μετάθεση σὲ καταστάσεις κοινωνικές, ἀλλὰ καὶ ἀνάλογες ἐπιστροφές. Ἀπαιτεῖ, μὲ ἄλλα λόγια, κατάκτηση τῆς ἀντίστροφης σκέψης, τῆς ἱκανότητας γιὰ εὐθεῖες καὶ ἀντίστροφες πνευματικὲς δραστηριότητες. Ὁ ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται πρώτα τὸ παρόν, ἔπειτα τὸ μέλλον καὶ τέλος τὸ παρελθόν. Ἡ ἡλικία ἀποτελεῖ βασικὸ παράγοντα στὴ διαδικασία ἀντίληψης τοῦ χρόνου. Ἡ ψυχοσύνθεση τοῦ ἀτόμου καὶ οἱ ἐπιδράσεις τοῦ κοινωνικοῦ του περιβάλλοντος ἐπηρεάζουν ἐπίσης τὴν ἀντίληψη τοῦ χρόνου. Φυσικά, δὲν κάνομε λόγο γιὰ

παθολογικὲς καταστάσεις καὶ διαταραχὲς τῆς

προσωπικότητας, οἱ ὁποῖες συνιστοῦν ἀρνητικοὺς παράγοντες σὲ ὅλη τὴν ψυχικὴ ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπου. 7


Ἔρχομαι τώρα στὸ χρόνο τῶν θεολόγων, ἡ ἑρμηνεία τοῦ ὁποίου διαφέρει πολὺ ἀπὸ τὶς προηγούμενες ἑρμηνεῖες. Οἱ θεολόγοι εἶδαν τὸ πρόβλημα τοῦ χρόνου κάτω ἀπὸ ἕνα διαφορετικὸ πρίσμα. Οἱ ἑρμηνευτικὲς θεωρίες τους εἶναι βαθύτατα ἐπηρεασμένες ἀπὸ τὴ θρησκευτικὴ ἀγωγὴ ποὺ εἶχαν ὑποστεῖ, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ ὑψηλὰ νοήματα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας τὴν ὁποίαν σπούδασαν, βίωσαν καὶ δίδαξαν. Ἰδιαίτερα στὰ ἔργα πολλῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὁ χρόνος ἐξετάζεται συστηματικά. Σὲ ἄλλα ἀπὸ αὐτὰ οἱ ἀναλύσεις γίνονται ἄμεσα καὶ σὲ ἄλλα ἔμμεσα. Παντοῦ ὅμως θὰ διαπιστώσει ὁ ἐρευνητὴς τὸν διακαὴ πόθο κατανόησης τοῦ χρόνου ὡς ἔννοιας ποὺ σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὸν Θεόν, τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀθανασία. Θὰ παραστεῖ μάρτυς ὑψηλῶν νοημάτων μὲ τὰ ὁποῖα ἐρευνᾶται ὁ χρόνος ποὺ κυλᾶ, σὲ σχέση μὲ τὴν αἰωνιότητα ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴ μόνη σταθερὴ πραγματικότητα. Οἱ θεολόγοι δὲν βλέπουν τὸν χρόνο μόνο ὡς παράμετρο ζωῆς, ἀλλὰ καὶ ὡς προέκταση τῆς γήινης παρουσίας. Κι αὐτό, γιατὶ ὅποιος πιστεύει στὸν Θεὸν «ζεῖ ἐν χρόνῳ» καὶ προετοιμάζεται γιὰ τὴν αἰωνιότητα, γιὰ τὴν «μετακόσμησίν» του, γιὰ τὸν αἰώνιο προορισμό του. Ὁ χρόνος στὴ σκέψη τῶν θεολόγων ἀποτελεῖ στάδιο τελείωσης τοῦ ἀνθρώπου καὶ καταξίωσής του ὡς φυσικοῦ καὶ μεταφυσικοῦ ὄντος. Οἱ θεολόγοι καὶ μάλιστα οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁμιλοῦν γιὰ τὸ χρόνο τῆς ζωῆς καὶ μάλιστα γιὰ τὸ χρόνο τῆς ὄντως Ζωῆς. Θὰ γίνουμε πιὸ σαφεῖς μὲ μερικὲς περιληπτικὲς ἀναφορὲς στὶς θεωρίες ὁρισμένων μεγάλων ἁγίων καὶ Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος (295-373) ἀναφέρεται στὸν χρόνο ὅταν ἑρμηνεύει τὴ γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ τῆς σχέσης του μὲ τὸν Πατέρα, τὰ ὁποῖα παρερμήνευαν οἱ Ἀρειανοί. Λέει, λοιπόν, καὶ τὰ ἑξῆς: Ὁ Θεὸς Λόγος δημιούργησε τὰ πάντα, τοὺς χρόνους καὶ καιρούς, τὴ νύκτα καὶ τὴν ἡμέρα καὶ ὅλη τὴν κτίση. («Διὰ τοῦ Λόγου γέγονε τὰ πάντα, καὶ χρόνος καὶ καιρὸς καὶ νύξ καὶ ἡμέρα καὶ πᾶσα ἡ κτίσις»). Ὁ χρόνος ὑπάρχει ἀφότου ὑπάρχει 8


κόσμος. Τόσο ὁ χρόνος ὅσο καὶ ὁ κόσμος σχετίζονται μὲ τὸ «πρότερον» καὶ τὸ «ὕστερον» ποὺ εἶναι παράμετροι τῆς κίνησης. Ὁ Θεός, ὁ «ἀεὶ ὤν», δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸ «πρίν» καὶ τὸ «μετά». Μόνο γιὰ τὰ κτίσματα ὑπάρχουν οἱ χρονικοὶ προσδιορισμοὶ καὶ οἱ χρονικὲς ἐκφράσεις. Ὁ χρόνος καὶ ὅλα ὅσα συντελοῦνται μέσα σ’αὐτὸν συνδέονται στενὰ μὲ τὴν ὕλη.Ἡ σχέση αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδοθεῖ καὶ στὸν Θεόν. Ἡ χρήση χρονικῶν κατηγοριῶν δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδώσει τὴν οὐσία καὶ τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ὁ Μέγας Βασίλειος (330-379), ὁ σοφὸς θεολόγος καὶ μέγας τῆς ἀληθείας διδάσκαλος, κάνει λόγο σὲ διάφορα ἔργα του γιὰ τὸν χρόνο. Μεταξὺ τῶν ἄλλων λέγει καὶ τὰ ἑξῆς: Ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου δὲν νοεῖται χωριστὰ ἀπὸ τὴν ἔννοια τοῦ χώρου. Εἶναι ἔννοιες ἀδελφές. Ἔτσι λέμε: πότε καὶ ποῦ ἔγινε αὐτό. Ὁ χρόνος συνδέεται στενὰ μὲ τὴν κίνηση, χωρὶς ὅμως νὰ ταυτίζεται μὲ αὐτή. Ὁ χρόνος ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ, μὲ τὴν τελείωσή του καὶ τὴ σωτηρία του.Ὅλα μέσα στὴν Ἐκκλησία τρέχουν μαζὶ μὲ τὸν χρόνο. Ὅλα ξεκίνησαν ἀπὸ τὴ Δημιουργία καὶ ὅλα τείνουν πρὸς τὴν ἐσχατολογικὴ πληρότητα. Τὸ παρὸν εἶναι ἡ χρονικὴ στιγμή, μὲ τὴ μεγάλη σημασία καὶ ἀξία, ἐπειδὴ σ’αὐτὸ «βιώνονται οἱ σωτήριες ἐνέργειες τῆς θείας οἰκονομίας». Τὸ μέλλον ἔχει ἐσχατολογικὴ σημασία. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ βλέπει διαρκῶς καὶ τὴ μελλοντική του διάσταση, νὰ ζεῖ δηλαδὴ κάτω ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς αἰωνιότητας. Χωρὶς νὰ ὑποτιμᾶ τὸ παρόν, μὲ ὅλες τὶς μορφὲς τῆς ζωῆς ποὺ τὸ ἐκφράζουν, πρέπει νὰ φροντίζει γιὰ τὸ μέλλον. Πρέπει νὰ ὑπερβαίνει τὰ παρόντα καὶ νὰ στρέφεται πρὸς τὰ αἰώνια. Ἡ διάρκεια τῆς γήινης παρουσίας κάθε ἀνθρώπου συνιστᾶ τὸν «βιωτικὸ χρόνο». Εἶναι τὸ διάστημα ἀπὸ τὴ γέννηση μέχρι τὸν θάνατο. Τὸ μῆκος αὐτοῦ τοῦ χρόνου εἶναι ἄγνωστο. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ εἶναι πάντοτε ἕτοιμος γιὰ τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του καὶ «πρὸς τὴν ἐντεῦθεν ἀποδημίαν» του. Ὁ χριστιανός, ζώντας ζωὴ πνευματική, βιώνει τὸν χρόνο διαφορετικά. Τὸ μὲν παρελθὸν διατηρεῖται στὴ μνήμη καὶ ὑπάρχει ὅπως τὸ παρόν, τὸ δὲ μέλλον, φωτισμένο μὲ τὴν 9


ἐλπίδα, γίνεται ὅλο καὶ πιὸ γνωστό. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ ψυχολογικοῦ χρόνου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐπενέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν ψυχὴ τοῦ πιστοῦ. Θὰ ὑπάρξει καὶ ἡ μεγάλη ἡμέρα τοῦ Κυρίου, τὴν ὁποία δὲν θὰ δημιουργήσει ὁ αἰσθητὸς ἥλιος, ἀλλὰ θὰ φωτίσει ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Ἡ ἡμέρα αὐτὴ θὰ εἶναι μία καὶ διηνεκής, χωρὶς νύκτα ὡς διάδοχο, ἀλλὰ παρατεινόμενη στὸν αἰώνα,. Πράγματι ἡ ἡμέρα αὐτὴ θὰ εἶναι μεγάλη. (Τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην, ἥν οὐχὶ ὁ αἰσθητὸς οὗτος ἥλιος ποιήσει, ἀλλ’ ἀνατολὴ τοῦ τῆς δικαιοσύνης ἡλίου καταφωτίσει, ἥτις μία ἔσται καὶ διηνεκής, διάδοχον νύκτα μὴ ἔχουσα, ἀλλά τῷ αἰῶνι παντὶ συμπαρεκτεινομένη. Ἀληθῶς μὲν οὖν καὶ κυρίως μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη»). Εὐνόητο εἶναι ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Πρόκειται γιὰ τὴν ὀγδόη ἡμέρα, ποὺ ἐκφράζει τὴν αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (329-389), ὁ λογοτεχνικότερος τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὁ κλασικὸς τύπος λογίου, δὲν παρέλειψε νὰ ἀσχοληθεῖ ἔμμεσα καὶ μὲ τὸ θέμα τοῦ χρόνου. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ὑπογραμμίζει καὶ τὰ ἑξῆς βασικὰ καὶ σπουδαῖα: Ζώντας ὁ ἄνθρωπος τὴ ζωὴ αὐτὴ πρέπει νὰ προετοιμάζεται γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Πρέπει νὰ ἐκμεταλλευθεῖ τὸν χρόνο ποὺ περνᾶ. Πρέπει νὰ ἐξαγοράσει μὲ τὰ παροδικὰ ἐκεῖνα ποὺ δὲν φθείρονται. Τίποτε δὲν ἐμποδίζει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀποκτήσει καὶ τὰ ἀγαθὰ τῆς παρούσης ζωῆς καὶ τὰ πιὸ εὐχάριστα πράγματα τῆς ἄλλης ζωῆς, μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ. («Τύχοιμεν δὲ πάντες καὶ τῶν ἐντεῦθεν χρηστῶν καὶ τῶν ἐκεῖθεν ἀνεκτοτέρων, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν»). Ὁ χρόνος κινεῖται ἀπὸ τὴ δημιουργία πρὸς τὴν αἰωνιότητα, πρὸς τὴν αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καταργεῖται τὸ ἀδιέξοδο τοῦ κυκλικοῦ χρόνου καὶ ἀνοίγει ἡ ὁδὸς πρὸς τὴν ἄνω ζωή, πρὸς τὴ σταθερότητα καὶ τὴν αὐτάρκεια. Κανένα ἀπὸ τὰ παρόντα ἀγαθὰ δὲν εἶναι στεθερό, οὔτε διαρκεῖ πολύ. Σταθερὰ καὶ μόνιμα εἶναι τὰ μέλλοντα, τὰ ὁποῖα δὲν διαψεύδουν ποτὲ τὶς ἐλπίδες ἐκείνων ποὺ τὰ πιστεύουν. Γι’ αὐτό, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ βλέπει καθετὶ στὴ ζωὴ αὐτὴ μὲ τὸ φακὸ τῆς 10


αἰωνιότητας. Πρέπει νὰ ὁδεύει πρὸς τὴν αἰωνιότητα ἀξιοποιώντας τὸν χρόνο τῆς παρούσας ζωῆς. Ὁ χρόνος γίνεται πορεία διαρκὴς πρὸς τελείωση, πληρότητα, αἰωνιότητα. Χρόνος νοεῖται καὶ ὑπάρχει μόνο γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὰ ἀνθρώπινα. Οἱ πνευματικὲς δυνάμεις δὲν ὑπόκεινται στὰ ὅρια τοῦ χρόνου. Αὐτὲς δὲν γνωρίζουν παρὸν καὶ παρελθόν, ἀλλὰ μόνο τὴν αἰωνιότητα, κατάσταση ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ τὸ χρόνο. Ὁ Θεὸς εἶναι πάνω ἀπὸ τὶς χρονικὲς διακρίσεις. Ἡ θεότητα εἶναι ἄχρονη καὶ ἀχώριστη καὶ χωρὶς περιορισμοὺς ἀρχή. Σ’ αὐτὴν καὶ σ’ ἐκεῖνα ποὺ προέρχονται ἀπ’αὐτὴ ἀπονέμομε τιμή. Ἄχρονος ὁ Θεός, διότι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπαχθεῖ στὸν χρόνο ὁ δημιουργὸς τῶν χρόνων. Καὶ πῶς θὰ εἶναι Κύριος τῶν πάντων, ἐὰν ὁ χρόνος τὸν περιέχει καὶ τὸν κυριεύει. Ὁ Κύριος τῶν χρόνων δὲν ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὸν χρόνο. (« Οὐκ ἄρχεται γὰρ ὑπὸ χρόνου ὁ χρόνων Δεσπότης»). Ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος (354-430), ὁ μέγας θεολόγος καὶ φιλόσοφος, ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλοφυέστερους καὶ πολυγραφότερους συγγραφεῖς τῆς λατινικῆς Πατρολογίας, μᾶς ἔδωσε μιὰ θαυμάσια ἑρμηνεία τοῦ χρόνου στὸ βιβλίο του Ἐξομολογήσεις (Confessiones). Μὲ βάση τὴν ἑλληνικὴ μετάφραση, θὰ δώσουμε τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ τῆς ἑρμηνείας αὐτῆς. Γράφει ὁ ἅγιος Πατήρ : Ὅταν ὁμιλοῦμε, θεωροῦμε τὸν χρόνο ὡς ἔννοια γνωστή, οἰκεία. Ὅμως, ὅταν θελήσουμε νὰ τὸν ἑρμηνεύσουμε, τὸν ἀγνοοῦμε. Ὅλοι πιστεύομε ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς χρόνοι : παρελθόν, παρόν, μέλλον. Καὶ ὅμως, μόνο τὸ παρὸν ὑπάρχει, ἀφοῦ οἱ ἄλλοι δύο δὲν ὑφίστανται. Δὲν ξέρομε ἀκριβῶς ποῦ ὑπάρχει τὸ μέλλον καὶ ποῦ τὸ παρελθόν. Ὁπουδήποτε ὅμως κι ἄν ὑπάρχουν, ὑφίστανται ὡς παρόν. Ἑπομένως, εἶναι ὀρθότερο νὰ λέμε ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς χρόνοι : τὸ παρὸν τῶν παρελθόντων, τὸ παρὸν τῶν παρόντων καὶ τὸ παρὸν τῶν μελλόντων. Οἱ τρεῖς αὐτὲς μορφὲς τοῦ χρόνου εὑρίσκονται στὸ πνεῦμα. Τὸ παρὸν τῶν παρελθόντων εἶναι ἡ μνήμη, τὸ παρὸν τῶν παρόντων εἶναι ἡ ἐνόραση, καὶ τὸ παρὸν τῶν μελλόντων εἶναι ἡ πρόβλεψη. Τὸ μέλλον, ποὺ δὲν ὑπάρχει 11


ἀκόμα, εὑρίσκεται στὸ νοῦ ὡς ἀναμονή. Ὁμοίως, τὸ παρελθόν, ποὺ δὲν ὑπάρχει πιά, εὑρίσκεται στὸ νοῦ ὡς ἀνάμνηση. Τὸ παρόν, τέλος, στερεῖται χώρου, ἀφοῦ εἶναι μόνο μιὰ φευγαλέα στιγμή, τὴν ὁποία συλλαμβάνει ἡ προσοχή. Ἡ μέτρηση τοῦ χρόνου εἶναι ἀκόμα πιὸ προβληματική. Πῶς νὰ μετρήσεις τὸ παρελθόν, ποὺ δὲν ὑπάρχει πλέον, ἤ τὸ μέλλον, ποὺ δὲν ἦλθε ἀκόμα, ἤ τὸ παρόν, ποὺ δὲν κατέχει καμμιὰ ἔκταση; Τὸν χρόνο μετροῦμε στὴν ψυχὴ μας. Μετροῦμε τὴν ἐντύπωση ποὺ διατηροῦμε. Αὐτὴ εἶναι ὁ χρόνος ποὺ μετροῦμε. Ὁ Θεός, «τὸ ἄπειρο ὄν», δημιούργησε τὸν κόσμο ἀπὸ τὸ τίποτε, καὶ τὸν δημιούργησε ὄχι ἐν χρόνῳ, ἀλλὰ μετὰ τοῦ χρόνου. Πιστὸς στὶς χριστιανικὲς του πεποιθήσεις, ὁ Αὐγουστίνος διακηρύσσει ὅτι στὴν αἰωνιότητα οὐδὲν παρέρχεται, ἀλλὰ τὰ πάντα εἶναι παρόντα. Ἡ αἰωνιότητα δὲν εἶναι ποτὲ παρελθοῦσα ἤ μέλλουσα, ἄν καὶ ἡ ἀκίνητη ἀρχὴ ρυθμίζει τὸ μέλλον καὶ τὸ παρελθόν.

Οἱ θεωρίες ποὺ προηγήθηκαν δείχνουν ὅτι οἱ θεολόγοι, μάλιστα δὲ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, βλέπουν τὸν χρόνο κάπως διαφορετικά. Τὸν θεωροῦν «βάθρον ζωῆς» καὶ «πεδίον δράσης», ὅπου καταξιώνεται ἡ παρουσία τοῦ ἀνθρώπου στὴ γῆ, ἀλλὰ καὶ προετοιμάζεται ἡ ψυχὴ γιὰ τὴν ὄντως Ζωή, τὴν αἰωνιότητα. Ὁ βιοτικὸς χρόνος γίνεται ψυχολογικός, γίνεται πνευματικός, γίνεται ἐσχατολογικός. Ὁ ἄνθρωπος, ἐκμεταλλευόμενος ἐπιτυχῶς τὸν βιοτικὸ χρόνο, ζώντας τὰ παροδικὰ καὶ φθειρόμενα, ἀπολαμβάνοτας τὰ ἐγκώσμια, προετοιμάζεται γιὰ τὴν αἰωνιότητα, ὅπου δὲν ὑπάρχει παρελθὸν καὶ μέλλον, παρὰ μόνο παρόν. Αὐτὴν τὴν κατάσταση πρέπει νὰ βλέπει ὡς ὅραμα ὁ ἄνθρωπος καὶ πρὸς αὐτὴν νὰ ὁδεύει ἀξιολογώντας ἐπιτυχῶς τὸν χρόνο τῆς γήινης παρουσίας του.

Ἀρχίσαμε τὴν ὁμιλία μας μὲ ὁρισμένες ἐρωτήσεις, στὶς ὁποῖες προσπαθήσαμε νὰ ἀπαντήσουμε μὲ τὰ δεδομένα διαφόρων θεωριῶν. Βάλαμε τὸν χρόνο κάτω ἀπὸ ἕνα τετραπλὸ ἐρευνητικὸ πρίσμα. Δώσαμε 12


τὸν λόγο σὲ φιλοσόφους, φυσικούς, ψυχολόγους καὶ θεολόγους. Συνοψίζοντας τώρα μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ χρόνος δὲν ἔχει ὀντολογικὴ ὑπόσταση. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἔννοια, γιὰ ἕνα προϊὸν τῆς συνειδήσεώς μας, ποὺ ἔχει τὴ βάση τῆς δημιουργίας του στὴν κίνηση καὶ τὴ ζωή. Χωρὶς τὶς δύο αὐτὲς συνιστῶσες χρόνος δὲν ὑπάρχει. Ὁ χρόνος συνυφαίνεται μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ὁ μετρητὴς τῆς ζωῆς καὶ τῶν ὅσων συμβαίνουν κατ’ αὐτήν. Εἶναι ὁ γεωμετρικὸς τόπος συναντήσεως τῆς ζωῆς, τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀθανασίας. Μᾶς δόθηκε γιὰ νὰ ζήσουμε ἐδῶ ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ κερδίσουμε τὴν αἰώνια ζωή. Μᾶς δόθηκε γιὰ νὰ τὸν μεταβάλλουμε σὲ αἰωνιότητα. Μόνο ὅσοι ἔζησαν ἐδῶ, ὅσοι φόρεσαν χρονικὸ ἔνδυμα, αὐτοὶ θὰ ζήσουν καὶ τὴν ἄνω ζωή καὶ θὰ φορέσουν τὸ αἰώνιο ἔνδυμα. Ἡ ἔνταξή μας στὴν αἰωνιότητα, στὴν ὄντως Ζωή, θὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ τὴ βιολογική μας ζωή. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ ζήσουμε ἐδῶ μὲ διαρκὴ πρόγευση τῶν ἐσχάτων. Πρέπει νὰ ζήσουμε τὴν ἐσχατολογικὴ πραγματικότητα ὡς παροῦσα. Ἡ μετοχή μας στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ συνειδητοποιήσουμε τὸ γεγονὸς ὅτι «ἄλλου αἰῶνος ἐσμέν», ὅτι εἴμαστε προορισμένοι γιὰ τὴν αἰωνιότητα, ὅτι προσδοκοῦμε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ βιολογικός μας χρόνος πρέπει καθημερινὰ νὰ γίνεται «καιρός», δηλαδὴ εὐκαιρία κατακτήσεως τῆς αἰωνιότητας. Λοιπόν, «ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β΄Κορ.στ΄2). Αὐτὴν τὴν εὐκαιρία μᾶς προσφέρει «ὁ καιροὺς καὶ χρόνους ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ θέμενος» Κύριος, «ὁ τὸν πάντα χρόνον πληρῶν». Ἄς τὸν παρακαλέσουμε νὰ μᾶς φωτίσει καὶ νὰ μᾶς ἐνισχύσει νὰ ζήσουμε τὴν ἐπίγεια ζωή μας σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του, μὲ προορισμὸ τὴν ὄντως Ζωή, τὸν Παράδεισο, ὅπου θὰ ἀπολαύσουμε τὸν πλοῦτον τῆς χρηστότητος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα ἡ φοβερή, νὰ ἀπέλθουμε «πρὸς τὸν ποθούμενον τόπον, τὸν στέφανον τῆς ἀσκήσεως εἰληφότες ἀπὸ τὸν Κύριον Ἰησοῦν». Νὰ φύγουμε ἕτοιμοι γιὰ καλὴν

13


ἀπολογίαν, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, γιὰ ὅσα πράξαμε κάθε χρόνο, κάθε στιγμὴ καὶ κάθε λεπτὸ τῆς ὥρας τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας. Ἀνάγκη, λοιπόν, νὰ ζοῦμε ἐδῶ «ἐν σοφίᾳ, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν», ἐπωφελούμενοι καὶ προετοιμαζόμενοι συνεχῶς γιὰ τὰ μέλλοντα, δηλαδὴ τὸν θάνατο, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴ θέωση. Ἡ σκέψη αὐτὴ ἄς γίνει φῶς πορείας ἀπὸ τὴ ζωὴ πρὸς τὴν ὄντως Ζωή. Ἄς γίνει φωνὴ συνειδήσεως ἰσχυρή, ποὺ θὰ μᾶς ὑπενθυμίζει διαρκῶς ὅτι ὁ χρόνος τῆς ἐπίγειας ζωῆς μᾶς δόθηκε ὡς εἰσαγωγὴ στὴν αἰωνιότητα, ὡς προετοιμασία γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ἄς μάθουμε νὰ ζοῦμε ὡς σοφοὶ καὶ ὄχι ὡς ἄσοφοι, «συνιέντες τὶ τὸ θέλημα του Κυρίου». Ἡ θεογνωσία ὁδηγεῖ στὴ θεοσέβεια, καρπὸς τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ θείου νοήματος τοῦ χρόνου, χωρὶς τὸ ὁποῖο ὁ ἀληθινὸς προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου χάνει τὸ νόημά του. Εὔχομαι ἡ θεία χάρη νὰ μᾶς ὁδηγήσει «εἰς μέτρα τελειότητος» καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει «ζωῆς ἀθανάτου μετασχεῖν καὶ ἡδονῆς ἀφθάρτου καὶ ἀρρήτου δόξης κατατρυφῆσαι» κατὰ τὴν ὄντως Ζωή, «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».

14


Απόστολος Ν. Μπουρνέλης Καθηγητής Α.Ε.Α.Η Κρήτης

ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

1. Προλεγόμενα Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οὐδείς ἀπό τούς ἀνθρώπους ἐπιθυμεῖ δοκιμασίες καί πειρασμούς στή ζωή του. Εἶναι ἐπίσης ἀναμφισβήτητο γεγονός ὅτι οἱ Ἅγιοι, ὅταν δεν εἶχαν θλίψεις καί σταυρούς, θεωροῦσαν ὅτι τούς ἐγκατέλειπε ὁ Θεός. Ἄραγε, τί νόημα μποροῦν να ἔχουν οἱ κάθε εἴδους στεναχώριες καί πίκρες γιά τόν ἐνσυνείδητο Χριστιανό. Τί θά τοῦ προσθέσουν περισσότερο, ἀφοῦ ὡς γνωστόν ὁ πόνος δύναται νά ἐξουθενώσει καί τό σῶμα καί τήν ψυχή, ἰδιαίτερα ὅταν εἶναι ἀβάσταχτος; Ἡ σύντομη προσέγγιση πού ἀκολουθεῖ, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά μία ἀπάντηση στό μεγάλο ἐρώτημα˙ γιατί νά ἔχουμε οἱ χριστιανοί πειρασμούς καί δοκιμασίες; Σέ τί ἀποβλέπουν, γιατί τούς ἐπιτρέπει ὁ δημιουργός;

2. Οἱ δοκιμασίες καί τό πνεῦμα τοῦ κόσμου Πολλοί

ἄνθρωποι

σήμερα,

ἐπιθυμοῦν

στή

ζωή

τους

νά

συγκροτήσουν οἰκογένεια, νἀ ἀποκτήσουν παιδιά, νά δημιουργήσουν περιουσία, να ἀξιωθοῦν Πανεπιστημιακῆς Παιδείας, νά καταξιωθοῦν κοινωνικά, νά χαίρουν ὑγείας, νά ἔχουν μία ἀξιοπρεπή ἐργασία καί ἐφόσον συμβοῦν τά προηγούμενα, νά ἀναφωνήσουν τό «Δόξα σοι ὁ Θεός». Τά

προαναφερόμενα

δέν

ἀπορρίπτονται

ὡς

μηδαμινά

καί

ἀσήμαντα, ἀλλά καί ὅταν δέν ὑπάρχουν ἤ χάνονται πρός καιρόν, ὁ

15


χριστιανός βρίσκει τρόπο νά δίδει στή ζωή του νόημα. Κατά τόν Ἰσαάκ Σῦρο, «δέν εἶναι δυνατό, ὅταν βαδίζουμε στήν ὁδό τῆς δικαιοσύνης, νά μή μᾶς συναντήσει κάποια στεναχώρια, νά μήν ὑποφέρει τό σῶμα μας ἀπό ἀσθένειες καί πόνους καί νά μένει ἀναλλοίωτο.»1 Ὁ ἴδιος Πατήρ συνεχίζοντας τήν ἀνάλυσή του λέγει, ὅτι «δέν πρέπει λοιπόν ὅταν εὐημερεῖς, νά πηδᾶς ἀπό χαρά, καί ὅταν δοκιμάζεις θλίψεις, νά ἀγανακτεῖς καί νά τίς θεωρεῖς ξένες γιά τήν ὁδό τοῦ Θεοῦ. Διότι σ’ ὅλους τούς αἰῶνες καί τίς γενεές ἡ ὁδός του πατεῖται μέ τόν σταυρό καί τόν θάνατο. Γιά ποιό λόγο συμβαίνει τοῦτο; Γιά νά μάθεις ὅτι εἶσαι ἔξω ἀπό τήν ὁδό τοῦ Θεοῦ καί ἀπουσιάζεις ἀπ’ αὐτήν˙ δέν θέλεις νά βαδίζεις στά ἴχνη τῶν ἁγίων, ἀλλά θέλεις νά κατασκευάσεις ἄλλη δική σου ὁδό γιά τόν ἑαυτό σου καί νά βαδίσεις σ’ αὐτήν χωρίς παθήματα.»2 Πέραν τοῦ προαναφερομένου Πατρός, ὁ μακαριστός Γέρων Παΐσιος Ἁγιορείτης συνήθιζε νά λέγει˙ «Ποιός Ἅγιος πέρασε ἀπό αὐτήν τήν ζωή χωρίς πόνο; Ποιός Ἅγιος εἶχε τέτοια χαρά πού ἐπιδιώκουν πολλοί χριστιανοί τῆς ἐποχῆς μας, πού δέν θέλουν νά ἀκούσουν τίποτε δυσάρεστο, γιά νά μή στεναχωρηθοῦν, νά μή χάσουν τήν ἠρεμία τους;»3 Ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς στό ἐρώτημα ἀπό ποῦ προέρχεται ἡ ὑπομονή στούς πειρασμούς, ἀφοῦ ἀπαντᾶ εὐθαρσῶς ἀπό τή γνησιότητα τῆς πίστεως, ἀμέσως προσθέτει˙ «Ὥστε δοκίμιον εἰσι τῶν πιστῶν οἱ πειρασμοί»4, εἶναι δηλαδή μέσα δοκιμασίας τῶν πιστῶν. Αὐτό σημαίνει ὅτι θά πρέπει νά ἀντιμετωπίζονται θετικά καί ἀνάλογοι θά εἶναι καί οἱ καρποί τους σέ ὅσους ἀτάραχα καί μέ σθένος τούς ὑπομείνουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ὁ μοναχός Ἀντώνιος ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθη

Ἰσαάκ Σύρου, Περί τοῦ πόθου τοῦ κόσμου, Λόγ. Δ΄, ΕΠΕ 8α, 137. 2 Αὐτόθι, σσ. 139 – 141. 3 Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Β΄, Πνευματική ἀφύπνιση, ἔκδ. Ἱερόν Ἡσυχαστήριον Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Σουρωτή Θεσ/νίκης 1999, σ. 46. 4 Γρηγορίου Παλαμᾶ, Εἰς τό κατά τόν Εὐαγγελιστήν Ματθαῖον τῆς ἐνιαυτῆς Κυριακῆς εύαγγέλιον Λόγ. ΛΒ΄, ΕΠΕ 10, 308. Βλ. καί Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Δανιήλ Κεφ. ΣΤ΄, 1 ΕΠΕ 8, 617 «Συγχωρεῖ τόν πειρασμόν ὁ Θεός πρός δοκιμήν.». 1

16


καθηγητής τῆς ἐρήμου. Πολλά ὑπέμεινε ἀπό τόν ἀντίδικο, ὁρισμένα ἀπό τά ὁποῖα μᾶς παραθέτει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. «Εἰς τήν ἀρχήν λοιπόν τόν ἐπείραζε διά νά τόν γκρεμίσῃ ἀπό τήν ἀσκητικήν ζωήν, ψιθυρίζοντας εἰς αὐτόν τήν ἀνάμνησιν τῶν κτημάτων του, τήν φροντίδα ὑπέρ τῆς ἀδελφῆς του, τήν ἀγάπην τῶν συγγενῶν, τήν ἀγάπην τῶν χρημάτων, τήν φιλοδοξίαν, τήν ποικίλην ἡδονήν τῶν φαγητῶν καί τάς ἄλλας ἀνέσεις τῆς ζωῆς˙ τέλος δέ τάς δυσκολίας πού παρουσιάζει ἡ ἀρετή καί ὅτι ἀπαιτεῖται μεγάλος μόχθος διά τήν ἀπόκτησιν αὐτῆς. Ἀκόμη τοῦ προέβαλλε τήν ἀδυναμίαν τοῦ σώματος καί ὅτι ἡ ζωή εἶνε μακρά καί γενικῶς προεκάλει πολύν συσκότισιν λογισμῶν εἰς τήν σκέψιν του, μέ τήν πρόθεσιν νά τόν ἀποσπάσῃ ἀπό τήν ὀρθήν προαίρεσιν. . . . Καί ὁ μέν διάβολος δέν τό εἶχε τίποτε ὁ ἄθλιος νά ἐμφανίζεται τήν νύκτα ὡς γυναῖκα καί νά μιμῆται ὅλα τά γυναικεῖα φερσίματα, μόνον καί μόνον διά νά γελάσῃ τόν Ἀντώνιον. Ἐκεῖνος ὅμως, σκεπτόμενος τόν Χριστόν καί τήν εὐγενικήν του ἰδιότητα ὡς χριστιανοῦ, τήν ὁποίαν ὤφειλεν εἰς αὐτόν, σκεπτόμενος ἀκόμη ὅτι ἡ ψυχή εἶνε ἄυλος, ἔσβηνε τό ἀναμμένον κάρβουνον τῆς διαβολικῆς ἀπάτης. Ἄλλοτε πάλιν, ὁ μέν ἐχθρός τοῦ ἐψιθύριζε μυστικῶς τήν γλυκύτητα τῆς ἡδονῆς, αὐτός δέ, προσποιούμενος τόν ὠργισμένον καί λυπημένον, ἔφερεν εἰς τόν νοῦν του τήν ἀπειλήν τοῦ πυρός καί τήν δυστυχίαν πού προκαλεῖ ὁ σκώληξ, καί ἀντιτάσσοντας αὐτά διεξήρχετο τόν πειρασμόν τελείως ἀβλαβής.»5

3. Λόγοι ὑπάρξεως τῶν πειρασμῶν καί ὠφέλειες πού ἀνακύπτουν. Σύμφωνα με τήν Πατερική Γραμματεία οἱ δοκιμασίες εἶναι ἐνταγμένες μέσα στή ζωή τοῦ Χριστιανοῦ. Χωρίς αὐτές δέν προάγεται πνευματικά,

δέν

ἀθλεῖται

ἐν

Χριστῷ

καί

δέν

στεφανώνεται.

Σημαντικότατη εἶναι ἡ ῥήση τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου˙ «Οὐδείς ἀπείραστος

5

Μεγάλου Ἀθανασίου, Βίος και Πολιτεία τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου, ΕΠΕ 11, 25, 27 17


δυνήσεται εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ἔπαρον γάρ, φησί, τούς πειρασμούς, καί οὐδείς ὁ σωζόμενος.»6 Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀπαριθμεῖ πέντε σοβαρούς λόγους ἐξαιτίας τῶν ὁποίων ὁ Θεός δέν ἐμποδίζει τούς πειρασμούς «Πρῶτον διά νά μάθῃς ὅτι ἔγινες πολύ ἰσχυρότερος καί δεύτερον διά νά μείνῃς μετριοπαθής καί νά μή δοκιμάσῃς ἔπαρσιν ἀπό τόν ὄγκον τῶν δωρεῶν, ἐπειδή οἱ πειρασμοί ἔχουν τήν δύναμιν νά σέ περιορίσουν. Ἀκόμη διά νά πληροφορηθῇ ὁ πονηρός ἐκεῖνος δαίμων, πού ὥς τότε εἶχε ἀμφιβολίας περί τῆς ἀπομακρύνσεώς σου ἀπό αὐτόν, νά μάθῃ ἀπό τήν δοκιμασίαν τῶν πειρασμῶν, ὅτι τόν ἐγκατέλειψες ἐντελῶς καί ἀπεμακρύνθης ἀπό αὐτόν. Τέταρτον διά νά γίνῃς ἔτσι ἰσχυρότερος καί ἀνθεκτικότερος ἀπό κάθε σίδηρον καί πέμπτον διά νά λάβῃς σαφῆ ἀπόδειξιν τῶν θησαυρῶν πού σοῦ ἔχουν ἐμπιστευθῆ. Διότι δέν θά σοῦ ἐπετίθετο ὁ διάβολος, ἐάν δέν σέ ἔβλεπε νά ἀξιώνεσαι μεγαλυτέρας τιμῆς.»7 Ὁ ἐρημοπολίτης Ἀββᾶς Ἰσαάκ στό ἐρώτημα, γιατί ὁ Θεός δοκιμάζει καί τούς δικαίους ἀπαντᾶ ὡς ἑξῆς: «Ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά πειρασθοῦν οἱ ἅγιοί του μέ κάθε λυπηρό μέσο, γιά νά λάβουν πάλι τήν πεῖρα καί τήν δοκιμή τῆς βοήθειάς του καί τῆς μεγάλης προνοίας πού ἔχει γι’ αὐτούς, διότι ἀπό τούς πειρασμούς ἀποκτοῦν σοφία, ὥστε νά μή γίνουν ἀμαθεῖς καί στερηθοῦν τῆς γυμνασίας καί στά δύο μέρη, τά καλά καί τά κακά, γιά νά ἀποκτήσουν ἀπό τήν δοκιμή τήν γνῶσι τῶν ὅλων, μή τυχόν ξεγελασθοῦν ἀπό τούς δαίμονες. Διότι, ἄν τούς ἐγύμναζε μόνο στά ἀγαθά, θά ὑστεροῦσαν στήν ἄλλη γυμνασία καί θά ἐνεργοῦσαν στούς πολέμους σάν τυφλοί.»8 Ὁ ἴδιος ἐρημίτης ἀναφέρεται σέ πέντε κατηγορίες ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι δοκιμάζονται ἀνάλογα: «Οἱ ἀγωνισταί πειράζονται γιά νά αὐξήσουν τόν ἠθικό τους πλοῦτο˙ οἱ χαῦνοι, γιά νά προφυλαχθοῦν Ἀββᾶ Ἀντωνίου, Ἀποφθέγματα, ΕΠΕ 1, 44 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ματθαῖον, Ὁμιλ. ΙΓ΄, 1 ΕΠΕ 9, 407 8 Ἰσαάκ Σύρου, Περί τοῦ διά ποίας αἰτίας ἀφίησιν ὁ Θεός τούς πειρασμούς ἐπί τούς ἀγαπῶντας αὐτόν, Λόγ. ΜΗ΄, ΕΠΕ 8β, 259 6 7

18


ἀπό τά ἐπιβλαβῆ˙ οἱ κοιμισμένοι, γιά νά ἑτοιμασθοῦν πρός ἀφύπνισι˙ οἱ εὑρισκόμενοι μακριά, γιά νά πλησιάσουν τόν Θεό˙ καί οἱ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, γιά νά εἰσέλθουν στόν οἶκο μέ παρρησία.»9 Ὁ Μέγας Βασίλειος θεωρεῖ ὅτι ὁ Θεός ἀποστρέφει τό πρόσωπό του σέ καιρό πειρασμῶν, διότι θέλει νά γίνει γνωστή ἡ δύναμη ἀντιστάσεως τοῦ ἀγωνιστή χριστιανοῦ10. Καί ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς πιστεύει ὅτι «διά τῆς τῶν πειρασμῶν ὑπομονῆς γυμναζόμεθα καί δοκιμώτεροι γινόμεθα τά πρός τόν Θεόν.»11Ὁ ἴδιος Πατήρ ὑποστηρίζει ὅτι οἱ πειρασμοί εἶναι μέσα πνευματικῆς τελειώσεως, «ἐπεί δέ χωρίς τούτων οὐκ ἔστι τελείωσις ἤ φανέρωσις τῆς πρός Θεόν πίστεως, ὁ πρός τήν τελείωσιν τῆς πίστεως τρέχων, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσῃ, χαρήσεται ὡς ἐντυχών, δι οὗ τῆς τελειώσεως ἐπιτεύξεται.»12 Καί ὁ Κρής μοναχός Ἀγάπιος σέ ἔργο του λέγει ὅτι εἶναι πολλοί οἱ λόγοι γιά τούς ὁποίους ὁ πλάστης ἐπιτρέπει τίς δοκιμασίες. Ἀπό αὐτούς καταγράφει τρεῖς˙ «Οἱ δέ πειρασμοί εἰς ἄλλους ἔρχονται, διά νά ἐξαλείψουν τάς ἁμαρτίας, ὁποῦ ἐτέλεσαν προτήτερα, ἤ τότε πράττουσι, καί εἰς ἄλλους πάλιν ἔρχεται ὁ πειρασμός καί ἀσθένεια, διά νά ἐμποδίσῃ τά μέλλοντα ἁμαρτήματα, ὁποῦ εἰς καιρόν ἐρχόμενον ἔμελλε νά πράξουσιν˙ ἔρχονται δέ καί πρός δοκιμήν, καθώς ἔπαθεν ὁ Ἰώβ, καί ἕτεροι δίκαιοι.»13

4. Ἔνταση – Μέτρα δοκιμασιῶν Εἶναι φυσικό καί ἀνθρώπινο ἡ ζωή μας νά ἔχει χαρές καί λύπες. Μερικές φορές «ἡ ἔνταση τῶν πειρασμῶν μᾶς καταβάλλει καί διερωτώμαστε˙ ἄραγε γιατί νά συμβαίνει αὐτό; Ἄλλοτε λέμε, ἐάν ὑπάρχει Θεός γιατί τό ἐπιτρέπει; Γιά ποιό λόγο οἱ δοκιμασίες πλήττουν τούς

Αὐτόθι, σ. 263 Μεγάλου Βασιλείου, Ἑρμηνεία εἰς ΚΘ΄ ψαλμόν 6, ΕΠΕ 5, 153 11 Γρηγορίου Παλαμᾶ, Εἰς τό κατά ... Εὐαγγέλιον, ΕΠΕ 10, 307 12 Αὐτόθι, σ. 310 13 Ἀγαπίου Κρητός, Κυριακοδρόμιον, ἔκδ. Β΄. Ρηγόπουλου, Θεσ/νίκη 1997, σ. 70 9

10

19


δικαίους; Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος προσεγγίζοντας τό θέμα εἶναι ἀρκετά ἀποκαλυπτικός˙ «Σᾶς παρακαλῶ, γνωρίζοντες τήν ἐπινοητικότητα καί τήν σοφίαν τοῦ ἰατροῦ τῶν ψυχῶν μας, νά μή περιεργαζώμεθα ποτέ τάς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Διότι καί ἄν ἀκόμη δέν ἠμπορῇ νά τά καταλάβῃ αὐτά ὁ νοῦς μας, νά μένωμεν ἡμεῖς περισσότερον κατάπληκτοι διά τά σχέδια αὐτά τοῦ Θεοῦ καί νά δοξάζωμεν αὐτόν δι’ ὅλα, διότι ἔχομεν τέτοιον Κύριον, τά σχέδια τοῦ ὁποίου δέν ἠμπορεῖ νά τά χωρέσῃ ὁ ἰδικός μας νοῦς καί ἡ σκέψις τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Διότι ἡμεῖς δέν γνωρίζομεν τό συμφέρον μας τόσον καλά, ὅσον τό γνωρίζει αὐτός˙ ἡμεῖς δέν ἐνδιαφερόμεθα τόσον διά τούς ἑαυτούς μας, ὅσον ἐνδιαφέρεται αὐτός διά τήν σωτηρίαν μας, καί ὅλα τά πραγματεύεται, ὥστε νά μᾶς ὁδηγήσῃ πρός τήν ὁδόν τῆς ἀρετῆς.»14 Καί ὁ Μᾶρκος Ἐρημίτης εἰσηγεῖται νά ὑπομένουμε μέ εὐχαρίστηση τά πάντα, διότι ἔτσι εὐαρεστεῖται ὁ Θεός. «Πειρασμοῦ ἐπελθόντος, μή ζήτει διά τί ἤ διά τίνος ἐλήλυθεν, ἀλλ’ ὅπως ἄν αὐτόν εὐχαρίστως καί ἀμνησικάκως ὑπομείνῃς. … Εἰ οὐκ ἔστι ῥᾳδίως εὑρεῖν τόν ἐκτός πειρασμοῦ εὐαρεστήσαντα, εὐχαριστεῖν δεῖ τῷ Θεῷ ἐπί πάσῃ συμβάσει.»15 Ὑπάρχει ὅμως καί μία ἄλλη βασική θεολογική θέση. Οἱ δοκιμασίες εἶναι γιά κάθε δοκιμαζόμενο πιστό ἔμμετρες. Δέν ἐπιτρέπει ὁ δημιουργός περισσότερο βάρος στούς ὥμους τῶν ἀνθρώπων ἀπό ὅσο ἀντέχουν. Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ φωστήρ τῆς Καισαρείας σέ ποιμαντική ἐπιστολή του ἀναφέρει ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ἐκεῖνος «ὁ ὁποῖος μᾶς ὁρίζει τά πάντα μέ μέτρα καί σταθμά καί μᾶς στέλλει πειρασμούς πού δέν ὑπερβαίνουν τήν δύναμίν μας, ὁ ὁποῖος δοκιμάζει τούς ἀγωνιστάς τῆς εὐσεβείας μέ τάς ἀντιξοότητας, δέν ἀφήνει δέ νά πειρασθοῦν περισσότερον ἀπό ὅσον ἠμποροῦν νά βαστάσουν»16 Ὁ ἴδιος θεοφόρος Πατήρ σέ ἄλλη ἐπιστολή

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Γένεσιν Ὁμιλ. Μ΄, 3 ΕΠΕ 3, 657 Μάρκου Ἐρημίτου, Περί τῶν οἰομένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι, 185, 187, ΕΠΕ 13, 85 16 Μεγάλου Βασιλείου, Πρός τόν κλῆρον τῶν Σαμοσάτων, ἐπιστολή ΣΙΘ΄, ΕΠΕ 3, 31 14 15

20


του παρακαλεῖ, «εἴτε πρόσκαιρος εἶναι ὁ πειρασμός, βαστάσατέ τον, οἱ καλοί ἀγωνισταί τοῦ Χριστοῦ˙ εἴτε εἰς τήν πλήρη φθοράν ἔχουν παραδοθῆ τά πράγματα, νά μή ἀποθαρυνθῶμεν ἐμπρός εἰς τά παρόντα, ἀλλά ἄς ἀναμείνωμεν τήν ἐξ οὐρανῶν ἀποκάλυψιν καί ἐπιφάνειαν τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. … καί νά παραδοθῶμεν εἰς θλίψεις, πού ἐπιφέρει ὁ δίκαιος Κριτής εἰς ἡμᾶς κατά τό μέτρον τῆς δυνάμεώς μας, μή ἐπιτρέπων νά πειρασθῶμεν περισσότερον ἀπό ὅσον δυνάμεθα, ἀλλά δίδων μαζί μέ τόν πειρασμόν καί τό μέσον ἐξόδου ἀπό αὐτόν, διά νά δυνηθῶμεν νά τόν βαστάσωμεν;»17 Ὁ μελιστάλακτος ̒ρήτωρ Ἰωάννης ἐπί τοῦ ἰδίου θέματος λέγει χαρακτηριστικά˙ «Γνωρίζων τήν ἀσθένειαν τῆς φύσεώς μας, ἐάν ἐπιτρέψῃ νά ἔχωμεν κάποιον πειρασμόν μᾶς ἀφήνει ἀβοήθητους μέχρι τοῦ σημείου πού γνωρίζει, ὅτι ἠμποροῦμεν νά ὑποφέρωμεν, ὥστε καί εἰς ἡμᾶς νἀ προσφέρῃ ἱκανοποιητικήν ἀμοιβήν τῆς ὑπομονῆς καί τήν ἰδικήν του φιλανθρωπίαν νά ἐπιδείξῃ.»18 Ὁ ἴδιος φιλόθεος Πατήρ σέ ἄλλο ἔργο του συνιστᾶ˙ «Εἶναι ἀδύνατον νά ἐγκαταλειφθεῖ ποτέ ἀπό τό Θεό, αὐτός πού δείχνει προθυμία, φροντίζει γιά τή σωτηρία του καί προσφέρει ὅλα ὅσα ἐξαρτῶνται ἀπ’ αὐτόν… Ὅταν δηλαδή δεῖ ὁ Θεός ὅτι τό φορτίο εἶναι μεγαλύτερο ἀπ΄τή δύναμή μας, ἁπλώνει τό χέρι του καί μᾶς ἀνακουφίζει ἀπό τόν πειρασμό.»19 Ὅμως καί ὁ Ἰσαάκ ὁ Σῦρος μέ τόν καταλυτικό λόγο του λέγει, ὅτι συμβαίνει στόν ἄνθρωπο, γίνεται κατά θεία παραχώρηση καί μέσα σέ ὅρια πού καθορίζει ὁ δημιουργός γιά προστασία τοῦ πλάσματός του. «Ἄν ἐδόθηκε σέ μερικούς ἡ ἐλευθερία, δέν ἐδόθηκε γιά κάθε πρᾶγμα. Πράγματι, οὔτε οἱ δαίμονες, οὔτε τά βλαπτικά θηρία οὔτε οἱ κακοί ἄνθρωποι μποροῦν νά ἐκτελέσουν τό θέλημά τους γιά τήν φθορά καί τήν

Μεγάλου Βασιλείου, Πρός τούς Ἀλεξανδρεῖς ἐπιστολή ΡΛΘ΄, ΕΠΕ 3, 67 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Γένεσιν Ὁμιλ. ΚΣΤ΄, ΕΠΕ 3, 113 19 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τό «Κύριε … αὐτοῦ» 5, ΕΠΕ 8α, 493 17 18

21


ἀπώλεια, ἄν δέν τό ἐπιτρέψη τό θέλημα τοῦ κυβερνήτη καί δέν δώση τά ὅρια τῆς βλάβης˙ διότι δέν τούς παρέχει τήν ἐλευθερία νά ἀσκήσουν ὁλόκληρη τήν ἐνέργεια. Ἄν συνέβαινε αὐτό, δέν θά μποροῦσε νά ζήση κανένας ἄνθρωπος. Διότι ὁ Κύριος δέν ἀφήνει τήν κτίσι του νά τήν πλησιάση ἡ ἐξουσία τῶν δαιμόνων καί τῶν ἀνθρώπων καί νά ἐπιβάλη σ’ αὐτήν τό θέλημά τους.»20

5. Τρόποι ἀντιμετώπισης τῶν πειρασμῶν Ἴσως θεωρητικῶς οἱ τρόποι ἀντιμετωπίσεως τῶν δοκιμασιῶν εἶναι μία εὔκολη ὑπόθεση. Πρακτικῶς ὅμως ἡ ἐπίτευξη τοῦ στόχου αὐτοῦ εἶναι αἱματηρή. Ἐάν ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει ὅτι «οὐδέν τῶν μεγάλων ἀδόκιμον, οὐδέ ἀβασάνιστον»21 ἀντιλαμβάνόμεθα ὅτι τίποτε ἀξιόλογο δέν κατορθώνεται χωρίς πόνους καί μόχθους. Καί ὁ Μέγας Βασίλειος θεωρεῖ ἐξαιρετικά λίγοι ἄνθρωποι μποροῦν νά ὑπομείνουν τίς θλίψεις, τίς πικρίες, τίς συμφορές τῆς ζωῆς22. Ἐπιπροσθέτως ὁ Ἰσαάκ Σῦρος καταγράφει ὅτι «δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού δέν δυσανασχετεῖ τόν καιρό τῆς δοκιμασίας του. Δέν ὑπάρχει κανείς πού δέν τοῦ φαίνεται πικρός ὁ καιρός, κατά τόν ὁποῖο ποτίζεται τό δηλητήριο τῶν πειρασμῶν.»23 Οἱ παραπάνω πατερικές ἐμπειρίες σημαίνουν ὅτι χρειάζεται πολλή δύναμη καί ἀπαντοχή κατά τήν περίοδο τῶν δοκιμασιῶν. Αὐτή τή δύναμη θά τήν ἀποκτήσουμε ὅταν στραφοῦμε πρός τό Θεό Πατέρα καί ἀκολουθήσομε κάποιες συγκεκριμένες ὁδηγίες, πού παραθέτομε εὐθύς ἀμέσως:

Ἰσαάκ Σύρου, Περί ἀναχωρήσεως, Λόγ. Γ΄, 1 ΕΠΕ 8Α, 123, 125. Βλ. καί αὐτοῦ, Περί τοῦ τετάρτου τρόπου πρός τούς δοκίμους Λόγ. ΝΔ΄, ΕΠΕ 8β, 311. «Σέ ὅλα αὐτά παίρνει τήν ἄδεια ὁ πειραστής διάβολος νά πολεμήση τούς ἁγίους μέ πειρασμούς, ὥστε νά δοκιμασθῆ ἡ ἀγάπη τους για τόν Θεό σέ τέτοιες περιστάσεις.» 21 Γρηγορίου Θεολόγου, Είς τήν χειροτονίαν Δοαρῶν, PG 35, 856Β 22 Μεγάλου Βασιλείου, Ἀσκητικαί Διατάξεις 2, PG 31, 1428Β. «Τό διά πειρασμῶν καί δοκιμασίαν ὑπομένειν ὀλίγων σφόδρα καί Ἀβραμιαίων ἀνθρώπων.» 23 Ἰσαάκ Σύρου, Περί τοῦ διά ποίας αἰτίας . . . αὐτόν, Λόγ. ΜΗ΄, ΕΠΕ 8Β, 263 20

22


Καταρχάς ἀπαιτεῖται να συνειδητοποιήσει ὁ ἄνθρωπος ὅτι τίποτε πνευματικό δέν δίδεται χωρίς ἀγῶνα, τίποτα δέν εἶναι αὐτονόητο, τίποτε δέν εἶναι δεδομένο. Κατά τόν οὐρανοφάντορα Βασίλειο «εἴτε οὖν βαρύς ὁ πειρασμός, ἀδελφοί, ὑπομείνωμεν τά ἐπίπονα. Οὐδείς γάρ μή πληγείς ἐν ἀγῶσι μηδέ κονισάμενος στεφανοῦται.»24 Ὁ ἴδιος θεῖος ἀνήρ λέγει ὅτι ἀκόμα καί οἱ πιό ἄγριοι πειρασμοί ἀποδεικνύονται ἀσθενέστεροι ἐμπρός στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ25. Ἐν συνεχείᾳ βασικό ρόλο διαδραματίζουν ἡ ἀταραξία, ἡ ταπείνωση, ἡ ἐλπίδα, ἀρετές καίριες. Ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος ἀναφέρει σχετικά: «Ἔχουμε καθῆκον, ὅπως εἶπε καί ὁ Ἀπόστολος (Α΄ Θεσ. 5, 18) γιά καθετί νά εὐχαριστοῦμε τήν ἀγαθότητά Του. Καί ποτέ νά μήν λυπόμαστε καί νά μήν μικροψυχοῦμε γιά ὅ,τι μᾶς συμβαίνει, ἀλλά νά δεχόμαστε ἀτάραχα ὅσα μᾶς συμβάινουν μέ ταπεινοφροσύνη καί μέ ἐλπίδα στό Θεό, πιστεύοντας, ὅπως εἶπα, ὅτι ὅσα κάνει γιά μᾶς ὁ Θεός τά κάνει ἀπό ἀγαθότητα καί ἐπειδή μᾶς ἀγαπάει καί γι’ αὐτό εἶναι καλοκαμωμένα. Καί ποτέ δέν εἶναι δυνατόν νά πάρουν τά πράγματα τήν καλύτερη μορφή καί ἐξέλιξή τους, παρά μόνον ἔτσι, ὅπως τά ἐπιτρέπει ὁ Θεός μέσα στό ἔλεός Του.»26 Ὁ ἴδιος ἀσκητής χρησιμοποιεῖ τό παράδειγμα τῶν κυμάτων τῆς θάλασσας καί τῶν ἀνθρώπων πού κολυμποῦν γιά νά δείξει τόν τρόπο ἀντιμετωπίσεως τῶν πειρασμῶν. «Πολλοί ἄνθρωποι γιά πολλούς λόγους κολυμποῦν στή θάλασσα. Μερικοί ἀπ’ αὐτούς ξέρουν πραγματικά καλό κολύμπι καί ὅταν άρχεται καταπάνω τους τό κύμα, σκύβουν καί λουφάζουν ἀπό κάτω του μέχρι νά περάσει. Ἔτσι ἐξακολουθοῦν νά κολυμποῦν ἀκίνδυνα. Ἄν ὅμως θελήσουν ν’ ἀντισταθοῦν, τό κύμα τούς σπρώχνει ἔξω καί τούς ἐκσφενδονίζει πολύ μακριά. Πάλι, μόλις ἀρχίσουν

Μεγάλου Βασιλείου, Πρός τούς πρεσβυτέρους τῆς Νικοπόλεως ἐπιστολή ΣΜ΄, ΕΠΕ 3, 224 25 Αὐτόθι, σ. 222 26 Ἀββᾶ Δωροθέου, Περί τοῦ ἀταράχως καί εύχαρίστως ὑποφέρειν τούς πειρασμούς, Διδασκαλία ΙΓ΄, ἔκδ. Ἑτοιμασία, Ἀθήνα 1981, σ. 309 24

23


νά κολυμποῦν ἔρχεται καταπάνω τους ἄλλο κύμα. Ἄν πάλι ἀντισταθοῦν, πάλι τό κύμα θά τούς σπρώξει καί θά τούς πετάξει ἔξω καί τό μόνο πού κατορθώνουν εἶναι νά συντρίβονται, χωρίς καθόλου νά προχωροῦν. Ἄν ὅμως, ὅπως εἷπα, σκύψουν καί ταπεινωθοῦν κάτω ἀπό τό κύμα, αὐτό περνάει χωρίς νά τούς κάνει κακό.»27 Ἄλλος τρόπος ἀντιμετωπίσεως δοκιμασιῶν εἶναι ἡ καταφυγή διά τῆς προσευχῆς στόν ποιητή τοῦ σύμπαντος κόσμου, δι’ εὐχῶν τοῦ πνευματικοῦ Πατρός. Ὁ Ἀββᾶς Ἀμούν ἐρωτώμενος σχετικά ἀπάντησε: «Ὅποια ὥρα σοῦ ἔρχεται πειρασμός, εἰπέ ‘‘Θεέ τῶν δυνάμεων, μέ τίς εὐχές τοῦ πατρός μου ἀπάλλαξέ με¨. Κάποια ἡμέρα λοιπόν μία παρθένος ἔκλεισε τή θύρα ἐμπρός του. Καί αὐτός εἶπε μέ δυνατή φωνή, ¨Θεέ τοῦ πατρός μου, ἀπάλλαξέ με’’. Καί ἀμέσως εὑρέθηκε στό δρόμο τῆς σκήτεως.»28 Ἡ ὑπακοή μας λοιπόν στόν πνευματικό πατέρα ἤ ἡ ὑποταγή μας εὐρύτερα στό Θεό δίδει καί τά ἀνάλογα ἀποτελέσματα ἤ κατά τόν Ἰσαάκ τό Σύρο, τά λαμβάνομε ὅλα. Ἀναφερόμενος στό θέμα τῆς ἐπιθέσεως τῶν πειρασμῶν συνιστᾶ: «Χωρίς αὐτούς δέν εἶναι δυνατό ν’ ἀποκτηθῆ ἰσχυρή κρᾶσις. Ἄλλωστε καί ἡ ὑπομονή ἀκόμη δέν εἶναι δική μας. Πῶς δηλαδή τό πήλινο ἀγγεῖο μπορεῖ νά βαστάση τήν πίεση τοῦ ὕδατος, ἄν δέν τό στερεώση τό θεϊκό πῦρ; Ἄν ὑποταγοῦμε, ζητώντας ταπεινά μέ ἀδιάλειπτη ἔφεσι καί καρτερία, τά λαμβάνουμε ὅλα.»29 Ὑπάρχει ὅμως καί ἡ ἄλλη ὁδός, ἡ δοξολογία τοῡ κτίστου, ἡ ἀποδοχή τῶν δοκιμασιῶν μέ εὐχαρίστηση καί γενναιότητα. Μπορεῖ αὐτό νά νοεῖται παράλογο, ἀλλά εἶναι δυνατόν. Ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς ἐξετάζοντας το θέμα αὐτό ἔγραψε: «Οἱ ποικίλες ἐπιθέσεις τῶν πειρασμῶν, τίς ὁποῖες ὅποιος πρόκειται νά φέρη καρπό στόν γεωργό τῶν πνευμάτων πρέπει νά

Αὐτόθι, σ. 311 Ἀββᾶ Ἀμούν, Ἀποφθέγματα, ΕΠΕ 1, 143 29 Ἰσαάκ Σύρου, Περί τοῦ διά ποίας αἰτίας . . . αὐτόν, Λόγ. ΜΗ΄, 7 ΕΠΕ Β, 263 27 28

24


τούς ὑποφέρη μ’ εὐχαρίστησι. Ὅπως ἀκριβῶς δηλαδή ἄν κάποιος λυπηθῆ τά φυόμενα ἀπό τή γῆ πού ταλαιπωροῦνται καί τοποθετήση φράκτη καί τά στεγάση καί δέν τά ἀφήση νά ὑποστοῦν ἐκεῖνα τά δεινά, καί ἄν ἀκόνη τά κλαδεύση καί τά καθαρίση, ἐνεργώντας τά πάντα μέ ἐπιμέλεια, δέν θά καρπωθῆ τίποτε ἀπό αὐτά, ἀλλά πρέπει νά τά ἀφήση νά τά ὑποφέρουν ὅλα, διότι ἔτσι μετά τή δυσκολία τοῦ χειμῶνα τήν ἐποχή τῆς ἀνοίξεως θάλλουν καί ἀνθοῦν καί περιβάλλονται μέ φύλλα καί προβάλλουν μέ τούς καλούς καί ἀκμαίους ἐκείνους βλαστούς καί τά ἀγουρίδια, τά ὁποῖα μέ τίς δυνατώτερες ἀκτινοβολίες τοῦ ἡλίου σιγά σιγά ἀκμάζουν κάι ὡριμάζουν καί γίνονται κατάλληλοι γιά τήν τροφή καί τήν συγκομιδή˙ ἔτσι κι’ ἐκεῖνος πού δέν ὑπομένει γενναῖα τό ἀφόρητο βάρος τῶν πειρασμῶν, ἀκόμη καί ἄν δέν παραλείψη καμμιά ἀπό ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές, δέν θά φέρη ποτέ καρπό ἄξιο τῶν θείων ληνῶν.»30

6. Επιλεγόμενα Κατόπιν τούτων γίνεται φανερό ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλυπος βίος. Ἡ ζωή μας ἔχει καί λύπες καί πικρίες καί στεναγμούς, ἵσως περισσότερες ἀπό χαρές. Εἶναι στό χέρι μας νά ἀγρυπνοῦμε, νά ὑπομένουμε, νά φανοῦμε ἀντάξιοι τῶν περιστάσεων. Διότι κατά τόν θεῖο μυσταγωγό Ἰωάννη, «καθάπερ γάρ τό χρυσίον τῷ πυρί παραδιδόμενον πᾶσαν ἀποτίθεται κηλίδα, οὕτω καί οἱ σπουδαῖοι σπουδαιότεροι καθίστανται ἐν τοῖς πειρασμοῖς, πᾶσαν ἀπονιπτόμενοι ρᾳθυμίαν.»31

Γρηγορίου Παλαμᾶ, Πρός μοναχήν Ξένην, περί παθῶν καί ἀρετῆς, ΕΠΕ 8, 401. Βλ. καί Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί παίδων ἀνατροφῆς, PG 63, 766. «Ἐάν νήφωμεν, καί στεφάνους ἡμῖν ὁ πειρασμός οὖτος οἴσοι λαμπρούς καί περιφανεῖς, ὅταν εὐχαρίστως φέρωμεν τάς τοιαύτας ἐπηρείας.» 31 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ἠσαΐαν Κεφ. Δ΄, 1 PG 56, 55 30

25


Χριστόφορος Αρβανίτης Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας του Χριστιανισμού και της Θρησκείας στην ΑΕΑΗ Κρήτης

OLIVER CLEMENT Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑΣ

Ο Ορθόδοξος Γάλλος θεολόγος και ιστορικός Olivier Clément πέθανε στο Παρίσι το βράδυ της 15ης Ιανουαρίου του 2009, σε ηλικία 87 ετών. Γεννημένος το 1921 στην Aniane της Cévennes, υπήρξε ο πιo σημαντικός μάρτυρας της Ορθοδοξίας στο Σύγχρονο Κόσμο, κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα. Από τους σύγχρονους ορθόδοξους θεολόγους υπήρξε αποδεδειγμένα ο πιο ανοικτός στα ερωτήματα της νεωτερικότητας, επιδιώκοντας πάντα να δίνει απαντήσεις με τρόπο δυναμικό και παράλληλα ποιητικό, θεμελιωμένες στήν Παράδοση της Εκκλησίας, αλλά ταυτόχρονα δημιουργικές και ανανεωτικές. Υπήρξε από εκείνους που συζήτησαν ανοικτά με σημαντικές προσωπικότητες του πνευματικού κόσμου της εποχής του, όπως τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, τον Πάπα Jean-Paul II, τον Ρουμάνο Θεολόγο και κληρικό π. Δημήτριο Staniloaë, τόν π. Σοφρώνιο του Madlon, το μοναχό Roger στο κοινόβιο του Taizé, τον Andrea Riccardi ιδρυτή της κοινότητας του Sant Egidio, τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Ο Olivier άφησε ένα τεράστιο συγγραφικό έργο, το οποίο περιλαμβάνει: Θεολογία, Ιστορία της Εκκλησίας, Ορθόδοξη πνευματικότητα και μεγάλη αρθρογραφία, κυρίως, στο περιοδικό Contacts, του οποίου διετέλεσε διευθυντής έκδοσης από το 1959. Απόδειξη της οικουμενικής αποδοχής της προσωπικότητας του Clément, αποτελεί το γεγονός της ανάγνωσης από τον ίδιο τον Πάπα Jean-Paul II, της σύνθεσης των προσευχών για το «μονοπάτι του Σταυρού», την Οδό του Μαρτυρίου, από 26


το αφιερωμένο το 1994 στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο βιβλίο του Via crucis, κατά τη Μεγάλη Παρασκευή των Ρωμαιοκαθολικών.32 Προερχόμενος από μια αποχριστιανισμένη περιοχή της Γαλλίας, μετά από προσωπικές αναζητήσεις στο χώρο του αθεϊσμού και των ασιατικών θρησκειών, στα τέλη της δεκαετίας του 40, θα ανακαλύψει, μέσα από τα κείμενα του Nicolas Berdiayev και του Vladimir Lossky, την πατερική θεολογική σκέψη της Ορθόδοξης Ανατολής. Βαπτίζεται χριστιανός Ορθόδοξος σε ηλικία 31 ετών. Διδάσκει Ιστορία στο Λύκειο Luis-Le-Grand του Παρισιού και παράλληλα, για πάνω από 35 χρόνια, Συγκρητική Θεολογία και Ηθική Θεολογία στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου.33 Επίτιμος διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο της Louvain-La- Neûve, της Θεολογικής Σχολής του Βουκουρεστίου και του Πανεπιστημίου της Sacré-Coeur του Connecticut, διδάσκει, επίσης, στο Ινστιτούτο Οικουμενικών Μελετών στο Καθεδρικό Κέντρο του Παρισιού και του Κέντρου Sèvres. 34 O Clément «στρατεύεται» στη ζωή και στη μαρτυρία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Γαλλία. Σύμβουλος της Επιτροπής των Ορθοδόξων Επισκόπων της Γαλλίας από το 1967 ως το 1997, απετέλεσε μέλος της μικτής επιτροπής του Θεολογικού διαλόγου ανάμεσα σε Ρωμαιοκαθολικούς και Ορθοδόξους και των διμερών συναντήσεων Ορθοδόξων καί Προτεσταντών. Συμμετέχει ενεργά στην Ορθόδοξη Αδελφότητα της Δυτικής Ευρώπης και στα περισσότερα συνέδρια των Ορθοδόξων, από το

Olivier Clément, «Η αλήθεια ελευθερώσει υμάς», Συνομιλώντας με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο Α΄, Ακρίτας, Αθήνα, 1997, pp.313-338. 33 Έχουν προηγηθεί μαθητείες κοντά στόν March Bloch και τον Henri-Irénée Marrou και 32

θητεία στο γαλλικό αντιστασιακό αγώνα στό πλευρό του Alphonse Dupront, ενός από τους θεμελιωτές της Ανθρωπολογίας της Θρησκείας. Αργότερα σε συνεργασία με τον Pierre Emmanuel αγωνίζεται ενεργά μέσα από μιά επιτροπή για τα δικαιώματα και την τραγική κατάσταση των χριστιανών στη Σοβιετική Ενωση. 34

Παραδίδει μαζί με τον Marie Joseph Le Guillon μαθήματα με θέμα τη χαρισματική

εμπειρία. 27


1960 μέχρι σήμερα, κατέχοντας κεντρικό ρόλο στις συναντήσεις των νέων ή μη χριστιανών, μέσα από συζητήσεις, συναντήσεις και συνεντεύξεις, αποδεικνύοντας ότι κάποιος μπορεί ταυτόχρονα να είναι και χριστιανός Ορθόδοξος και Γάλλος στην κατατωγή και στον πολιτισμό. Ο Clément έθεσε τη Γαλλική γλώσσα στη διακονία της Θεολογίας, μέσα από ένα καθ’όλα αξιόλογο έργο είτε από πλευράς μεθόδου είτε από πλευράς συνθετικής σκέψης. Αυτό το γεγονός, τον τοποθετεί, επί μακρό χρονικό διάστημα,

πρόεδρο

της

αδελφότητας

των

Γάλλων

χριστιανών

συγγραφέων. Μετά το θάνατο του Lossky συνδέεται με το Χρίστο Γιανναρά, την Elisabeth Behr-Sigel, το Nicolas Lossky, τον πατέρα Boris Bobrinskoy, τον Paul Evdokimof. Με τον τελευταίο και τον J. Tchékan εκδίδουν από το 1975 το Service Orthodoxe de Presse. Βρίσκεται συνεχώς πολύ κοντά στις Ρωμαιοκαθολικές κοινότητες της Γαλλίας και εξ αιτίας της συμμετοχής του σε ευχαριστιακή κοινωνία με αυτούς, δέχεται σφοδρή επίθεση από φανατικές ομάδες Ορθοδόξων. Αναγκάζεται να καταθέσει τη παραίτησή του προς το Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου, η οποία, όμως δεν γίνεται ποτέ αποδεκτή. Επιστρέφει, ασκώντας έντονη κριτική προς τη θεσμική εκκλησία σε ζητήματα, τα οποία θεωρεί ότι απολυτοποιούν την Ορθόδοξη σκέψη, όπως αυτά της λατρείας, του εθνικισμού και του σκεπτικισμού.35 Με το βιβλίο του Memoires d’ espérance,36 συγκεκριμενοποιεί την Ορθόδοξη πρόσληψη του προπατορικού αμαρτήματος. Ο Clément, όπως και πολλοί άλλοι Γάλλοι διανοούμενοι, δεν θεωρεί ότι η διδασκαλία του Θωμά Ακινάτη και των Νεοθωμιστών της δεκαετίας του 50 και του 60, περί φυσικού νόμου, δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο μιας ουσιαστικής Γράφει: «Το παραδοσιακό αυτοκέφαλο των εκκλησιών μετατρέπεται σε αυτοκεφαλαρχία η οποία υποστηρίζει ότι το θεμέλιο της εκκλησιολογίας δεν είναι η ευχαριστιακή αρχή, αλλά η φυλετική και εθνική αρχή. «Τοπική» εκκλησία σημαίνει στο εξής «εθνική» εκκλησία και το «πρωτείο τιμής» γίνεται «ισότητα τιμής». Στό Η αλήθεια ελευθερώσει υμάς, ibid., p.47 36 DDB, 2003 35

28


μετοχής του ανθρώπου στο θείο εν Αγίω Πνεύματι. Η προσέγγισή του λειτουργεί απελευθερωτικά για ένα σημαντικό αριθμό ανθρώπων, οι οποίοι βρίσκονταν εγκλωβισμένοι στη σχολαστική θεολογία. «Οι Πατέρες, αναφέρει, δεν μιλούν για το προπατορικό αμάρτημα αυτό καθ’ εαυτό, αλλά για την πτώση. Μια πτώση, η οποία εισάγει το θάνατο στη ζωή του όλου κόσμου και στην ανθρώπινη φύση και κατάσταση. Έτσι ο όλος άνθρωπος γεννιέται μέσα στον κόσμο κυκλωμένος από τον θάνατο. Δεν κληρονομεί την αμαρτία, όπως αντιθέτως εξηγεί ο Αυγουστίνος, ο οποίος, με την αντίληψη που είχε για την αμαρτία, υποστήριζε ότι τα παιδιά που πεθαίνουν αβάπτιστα μένουν στο κενό, σ’ένα χώρο όπου υπάρχει απουσία του θείου φωτός. Αυτή η θεώρηση της αμαρτίας, η οποία κυριαρχεί μέσα σ’ένα ολόκληρο θεολογικό σύστημα αποτελεί μία από τις αιτίες του νεωτερικού αθεϊσμού».37 Τον Ἰούλιο του 1998, μετά από ένα ταξίδι στη Ρωσία, καταγγέλει, μέσω ενός άρθρου του στην εφημερίδα Le Monde την ιεροεξεταστική πρακτική της Εκκλησίας της Ρωσίας, θεωρώντας, ως απολύτως υπεύθυνο τον τότε Πατριάρχη Μόσχας Αλέξιο τον Β, τον οποίο άλλωστε θεωρούσε και ως υπεύθυνο για ένα μελλοντικό σχίσμα μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εξ αιτίας του ζητήματος της Ουκρανίας. Κατά τον Clément, αυτό θα οδηγούσε σε απομόνωση την Εκκλησίας της Ρωσίας όχι μόνο μέσα στον Ορθόδοξο χώρο, αλλά και σε σχέση με τη Ρώμη και τη Δύση. Είτε, όμως, συντόμως είτε βραδέως η Ουκρανία θα αποκτήσει δική της Αυτοκέφαλη Εκκλησία. Το δικαίωμα της Αυτοκεφαλίας δίνεται, όμως, ουσιαστικά και θεσμικά από το Πρωτόθρονο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Αυτό βεβαίως θα οδηγήσει σε όλο και μια πιο στενή σχέση ανάμεσα στο Κίεβο και την Κωνσταντινούπολη.38

37

Paris, DDB, 2003, p.41

38

ibid., pp.187-188. 29


Ο Clément είχε τη δυνατότητα να σε κάνει να αγαπήσεις τη Θεολογία, καθώς μπορούσε να σου δώσει να κατακτήσεις το μυστήριο της αγάπης. Τό «Όσο περισσότερο είναι κάποιος άγνωστος τόσο περισσότερο να τον αγαπάτε» του Gabriel Marcel είναι μια φράση που την επαναλαμβάνει συνεχώς. Απλότητα, ταπεινότητα, άνοιγμα πνεύματος. Απ’όλους τους χριστιανούς διανοούμενους της εποχής του, ο Clément είναι ίσως ο μοναδικός, ο οποίος κατανοεί το χριστιανισμό ως εμπειρία υπαρξιακής κοινότητας και αυτό γιατί πέρασε μέσα από τις ποικίλες αγωνίες και αντιφάσεις της σταυρικής αμφιβολίας του 20ου αιώνα. Το μεγάλο πλεονέκτημα του Olivier, παραφράζοντας τον Chesterton, είναι ότι σε σχέση με τους άλλους θεολόγους, αυτός κάποτε υπήρξε άθεος. Το σοσιαλιστικό πέρασμα του Clément κινείται στο χώρο του ανθρωπισμού, το οποίο, όπως βεβαίως και ολόκληρος ο γαλλικός ουτοπικός σοσιαλισμός των Saint Simon και Fourrié, δεν έχει καμία σχέση με τη μαρξιστική πάλη των τάξεων, αλλά με μια κοινωνική ηθική ανάγκη και απαίτηση. Κατά τον Clément ο γαλλικός σοσιαλισμός είναι ένας σοσιαλισμός ριζωμένος στο εσωτερικό του γαλλικού πολιτισμού, γι’αυτό και η αντιστασιακή του στράτευση θεωρεί ότι αποτελεί αντίσταση στην πολιτισμική βαρβαρότητα της απαξίωσης του ανθρώπου από το ναζισμό. Η μελέτη των κειμένων του Berdiayev, του αποκαλύπτουν ένα χριστιανισμό, ο οποίος πέρα από κάθε ηθικισμό είναι, κυρίως, απελευθερωτικός των σκληρώσεων και των αγκυλώσεων του τότε δυτικού χριστιανισμού. Ο ίδιος δε μετατρέπεται σε ένα διανοούμενο κλεισμένο στον εαυτό του. Πιστεύει ότι η χριστιανική αποκάλυψη είναι πρωτίστως αποκάλυψη της ουσίας του ανθρώπου, της πληρότητας του προσώπου, της τελειώσεως του ανθρώπου εν Θεώ. Το έργο του αποτελεί μια πρόκληση επιστροφής στη γνησιότητα του ευαγγελικού μηνύματος. Ενα δημιουργικό σκίρτημα της ψυχής. Μια ομορφιά προς ανακάλυψη των Πατέρων της Ανατολής. 30


Ο Clément θέλει: «να μιλά συνεχώς για Εκείνον. Το πώς με αναζήτησε, με βρήκε».39 Αυτή η φιλοκαλική αναζήτηση του κάλους υπενθυμίζει τη φράση στον πρίγκιπα Michtine στον Ηλίθιο του Dostoïevski: «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο», η ομορφιά του Προσώπου των προσώπων, η ομορφιά εν τῷ ὅλῳ και σε όλα. Ψάχνει την ομορφιά του φωτός σε κάθε ανθρώπινη καρδιά σε κάθε ανθρώπινο πρόσωπο.40 Η ευτυχία μερικές φορές βρίσκεται μέσα στα πιο απλά πράγματα. Η θεία ομορφιά βρίσκεται μέσα σε κάθε πρόσωπο με την προϋπόθεση ότι η θεωρία του προσώπου είναι ουσιαστικώς ενεργή. 41 Η Κοινωνία με την ομορφιά

υποχρεώνει

σε

μια

δυνατότητα

εκπληκτικής

ποιητικής

επικοινωνίας μέσω του λόγου και μέσω της πράξης με τον Χριστό. Μάλλον μας υπενθυμίζει το δικό μας Νίκο Καζαντζάκη στο Χριστός Ξανασταυρώνεται όταν γράφει: «...Τρίτη της Λαμπρής, τώρα τέλεψε η λειτουργιά. Γλυκιά, τρυφερή μέρα, ήλιος, ψυχαλίζει, μύρισαν οι λεμονανθοί, μπουμπουκιάζουν τα δένδρα, ανασταίνουνται τα χόρτα, ανεβαίνει ο Χριστός από κάθε σβωλαράκι χώμα. Σουλατσάρουν οι χριστιανοί στήν πλατεία, σμίγουν οι φίλοι, ασπάζεται ο ένας τον άλλο, λέν Χριστός Ανέστη κι ύστερα καθίζουν στόν καφενέ του Κωνσταντή ή κάτω από το μεγάλο πλάτανο στη μέση της πλατείας, παραγγέλνουν ναργιλέδες και καφέδες κι αρχίζει, σαν την ψιλή βροχή, το γλυκό κουβεντολόϊ.

39

L’autre Soleil, Stock, 1986

«Όλον τον άλλον κόσμο γύρω μου τον έβλεπα ότι είναι βουτηγμένος εις την ομορφιά και την ευφροσύνη. Το κάθε τι μου προξενούσε αυθόρμητες ευχαριστίες προς τον Θεόν». Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού, μτφρ. Παντελ. Καρανικόλα, εκδ.13η, p.123, στο Η αλήθεια ελευθερώσει υμάς, ibid., p.124 41 Γράφει: «Και κάθε τι που μπορεί να δώσει μυστική γεύση στην ύπαρξή μας είναι τόσο απλό, κάθε τι που μπορεί, με τη χάρη του Σταυρού και της Ανάστασης, να μας εισαγάγει στη χώρα των προσώπων όπου τα πάντα είναι ιερό μυστήριο», ibidem. 40

31


--Τέτοια

θα’ναι

κι

η

Παράδεισο,

λέει

ο

Χαράλαμπος

ο

καντηλανάφτης΄ ήλιος απαλός, σιγανή βροχούλα, λεμονιές ανθισμένες, ναργιλέδες και ψιλή κουβέντα στους αιώνες των αιώνων».42 Οι προσεγγίσεις του Clément ξεπερνούν τα τοπικά όρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Γαλλία. Με μια συνεχή μαρτυρία αγάπης Χριστού, ως θεολόγος της θείας ωραιότητος, κατορθώνει να πετύχει τη σύνθεση του ορθόδοξου κόσμου της ανατολής με το σύγχρονο δυτικό κόσμο. Αγωνίζεται συνεχώς για μια Ορθοδοξία απελευθερωτική, αυθεντική, δημιουργική, χωρίς τα βαρίδια του παρελθόντος, ανανεωτική και ταυτόχρονα παραδοσιακή με λόγο ειρηνικό: «Δεν αντιλαμβάνομαι γράφει, την Ορθοδοξία ως μια ακόμη «ομολογία» ανάμεσα στις άλλες χριστιανικές ομολογίες. Μ’αρέσει και θαυμάζω σε αυτήν την πίστη στη γνησιότητα του πρωτοχριστιανισμού στη θεανθρώπινη χριστολογία και χριστοπραξία εν Ἁγίῳ Πνεύματι. Μια γνησιότητα αδιάλλακτη και ασυμβίβαστη, η οποία, όμως υπό το πνεύμα της Παράδοσης παραμένει νοήμων και πνευματώδης. Η εκκλησία οφείλει να είναι «Εκκλησία Θεοῦ ζώντος, στύλος και εδραίωμα της αληθείας».43 Μια Αλήθεια, η οποία μεταμορφώνει και ζωοποιεί τη νόηση, την ανθρώπινη διάνοια, την οποία απ’ότι φαίνεται πολλοί χριστιανοί σήμερα φοβούνται ή προτιμούν να την αγνοούν».44 Αναρωτιέται: «Πράγματι αληθεύει ότι ο Χριστός αναστήθηκε; ή είμαστε ψεύτες όταν ικανοποιούμαστε ψέλνοντας το Χριστός Ανέστη; Αν ο Χριστός είναι αναστημένος έστω και λίγο μέσα στις καρδιές μας, όσο λίγο και αν είναι αυτό, να είμαστε σίγουροι ότι όποιες και αν είναι οι 42 43 44

Εκδόσεις Ν. Καζαντζάκη, Αθήνα, 1981, σ.8. Α.Τιμ.3,15 L’autre Soleil, Stock, 1986. Επίσης, «Η θεωρία της δόξας του Θεού που είναι κρυμμένη μέσα

στα όντα και στα πράγματα», για την οποία μιλούν οι ασκητές μας οφείλει να βγει από τα κελιά και τα ερημητήρια, για να εμπνεύσει τους αγώνες της επιστήμης και του πολιτισμού, και να δώσει τη δυνατότητα στην έρευνα ακι στην τεχνολογία όχι να διασπάσουν τά πράγματα και να εκφυλίσουν τη φύση, αλλά ¨ολα να τα επανεντάξουν μέσα στη Σοφία»., Η αλήθεια ελευθερώσει υμάς, ibid., p.303 32


δυσκολίες η αγάπη και η διάνοια θα νικήσουν,45 γιατί μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία «υπάρχει αυτό το ελάχιστο, έστω και λίγο, της αγάπης».46 Η πίστη στον Θεό είναι για τον Clément μόνο η αρχή. «Δεν πρέπει να παίζεις με αυτήν. Την έχεις δεν την έχεις πρέπει να μπεις μέσα σε αυτήν την κρύπτη (κοινοτική και ατομική), όπου αναβλύζει το νερό της ζωής και βγαίνοντας να μοιραστείς τα πάντα. Η πίστη δεν διαχωρίζει εμένα από τους άλλους, δυναμώνει μέσα από την αγάπη ενότητας που προσφέρει ο ίδιος ο Χριστός στους αμαρτωλούς και τις πόρνες».47 Πρέπει να αρχίσουμε από τη θέληση να ακούσουμε τους άλλους, για να μπορέσουμε να τους γνωρίσουμε και όχι μέσα από εξ αρχής και a priori αποκλεισμούς. Η συνάντηση με τους άλλους, τις άλλες θρησκείες ξεκινά από το ένα και μοναδικό γεγονός της αποδοχής ότι οι άνθρωποι μέσα από τη θρησκεία αναζητούν τη θεία σοφία, το κοσμικό περιεχόμενο της πνευματικότητας. Πρόκειται για μια ποιητική κοινωνία των προσώπων με το ζώντα Θεό, για τον οποίο, όμως, η προσέγγιση είναι ολοκληρωτικά αποφατική: βρίσκεται πάνω από όλα αυτά με τα οποία μπορούμε να μιλήσουμε γι’ Αυτόν. Αυτό

για το διαθρησκευτικό διάλογο σημαίνει

απόρριψη του κάθε είδους φανατισμού και κάθε είδους φονταμενταλισμού.48 45

Ière Journée de l’ Orthodoxie en France, le 24 mai 2001

46

cf, le 5 documentaire, Orthodoxes de France, un passé riche d’avenir, sur Orthodoxie.com

47

L’autre Soleil, Stock, 1986.

48

Ο φανατικός γράφει ριζώνει στο άγχος και την αλαζονεία. Διακατέχεται από την

ψύχωση της συνωμοσίας και οποιοσδήποτε δεν συμφωνεί μαζί του είναι όργανο των δαιμονικών δυνάμεων. Είναι ένα αβέβαιο ον, αποδιοργανωμένο, ανίκανο να περάσει μέσα στην ετερότητα του άλλου, έτοιμο να σας κολλήσει την ετικέτα του αιρετικού, του αποκλίνοντα, του νεωτεριστή ή του αντιδραστικού., Η αλήθεια ελευθερώσει υμάς, ibidem., p.248. Για τον Clément το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα φανατισμού και φονταμενταλισμού μέσα στον Ορθόδοξο χώρο, υπάρχει σήμερα στην Εκκλησία της Ρωσίας, η οποία έχει μεταμορφωθεί σε εθνικιστική και αντισημιτική δύναμη, επιδιώκοντας μερίδιο εξουσίας μέσα στό Κράτος. Αποτελεί δε δηλωτικό αυτής της κατάστασης το γεγονός ότι προσφάτως σε κάποια 33


Θα μπορούσε κάποιος να μιλά και να γράφει με τις ώρες για τον Olivier Clément, ιδιαίτερα δε, αν είχε την ευτυχία να τον γνωρίσει από κοντά, όπως ο γράφων, στις αρχές της δεκαετίας του 90. Η θεολογική του σκέψη σηματοδοτεί καινούργιες διαστάσεις προσέγγισης του Θεού, για το σύγχρονο άνθρωπο. Η κοσμική διάσταση της Ορθόδοξης φιλοκαλικής πνευματικότητας συναπαντάται με το Διαφωτισμό και τη νεωτερικότητα, προκαλώντας ένα μοναδικό ενθουσιασμό στις ψυχές των ανθρώπων που βιώνουν τα αδιέξοδα του σύγχρονου πολιτισμού. Και αυτό γιατί στον Clément δεν υπάρχουν αδιέξοδα όταν οι άνθρωποι επικοινωνούν και διαλέγονται ειλικρινά.

μητρόπολη της περιοχής των Ουραλίων κάηκαν, δημοσίως, παρουσία του τοπικού επισκόπου, τα βιβλία των μεγάλων Ρώσων Θεολόγων Εμιγκρέδων του 20ου αι. 34


Μιχάλης ᾿Εμμ. Πατεράκης Πρωτ/ρος Εφημ. Ι.Ησυχαστήριου Παντάνασσας “῾Η παρουσία τοῦ μοναχισμοῦ στήν περιοχή τῆς Φουρνῆς (Τ.Δ.) μέσα ἀπό τά παραχωρητήρια ἔγγραφα τῆς Ι.Μ. ᾿Αρετίου”

Εἰσαγωγή Ὁπωσδήποτε γιά τή συγγραφή τῆς παρουσίας τοῦ Μοναχισμοῦ στήν περιοχή τοῦ Τ.Δ. Φουρνῆς εἶναι μιά ἐργασία δύσκολη, ἀφοῦ ὅπως εἶναι γνωστόν τα στοιχεῖα πού ἔχομε δέν εἶναι ἐπαρκῆ. Ὅμως τό πράγμα δέν εἶναι καί τόσο ἀποθαρρυντικό ἀφοῦ «πᾶς ὁ ζητῶν εὑρίσκει» ὅταν θέλει καί ἀφοῦ ἐπιμείνει. Ἔτσι λοιπόν καί τούτη τή φορά νίκησε ἡ ἐπιμονή. Ἡ ἄνθιση τοῦ μοναχισμοῦ στή Φουρνιώτικη περιοχή κατά τίς τελευταῖες

δεκαετίες

τοῦ

16ου

αἰ.

δέν

εἶναι

τυχαία

οὔτε

καί

συμπτωματική. Γιά μᾶς ὅλους πού ἐρευνοῦμε τήν ἱστορία τοῦ τόπου αὐτοῦ, εἶναι ἕνα φαινόμενο πού πρέπει νά φανερωθεῖ στόν κόσμο, σέ ἕνα σύγχρονο κόσμο πού κλυδωνίζεται ἀπό τόν παραγκωνισμό τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν, πού κατηγορεῖ καί περιπαίζει τούς πάντες καί τά πάντα ἄκριτα. Στήν περιοχή τῆς Φουρνῆς ὑπῆρχαν μοναστήρια καί πρίν ἀπό τόν 16ο αἰ., πού μέ κάποια ἐπιφύλαξη, ἡ περίοδος αὐτή φτάνει καί μέχρι τή Β΄ Βυζαντική περίοδο (961-1204). Ἡ ἤπια στάση τῆς Ἑνετικῆς ἐξουσίας ἀπέναντι στούς ὀρθόδοξους χριστιανούς τῆς περιοχῆς ἀναμφίβολα ἔδωσε τήν εὐκαιρία νά ἱδρυθοῦν μοναστήρια καί νά ἀνακαινιστοῦν ἄλλα παλαιότερα, ὅπως γιά παράδειγμα θά ἀναφέρουμε τίς μονές «Κεράμου» Ἀφέντη Χριστοῦ – Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, «Ἀφέντη Χριστοῦ» στόν Κάμπο (Μεταμόρφωση), Καρδαμούτζας – Τιμίου Σταυροῦ, Ἀρετίου – Ἁγία Τριάδα, Ἁγίου Ἀντωνίου – Σύρμεσο, Ἁγίας Βαρβάρας, στήν ἴδια περιοχή, Καρδιώτισσας ἤ Κυραπολίτισσας, (Κάμπος 35


Φουρνής), Ἁγίου Ἰωάννου (Σκουρᾶς), Ἁγίου Ἀντωνίου – Καρύδι, Προφήτη Ἠλία στήν ἴδια περιοχή, Ἁγίας Φωτεινῆς, Ἁγίου Ἰωάννη στό Βρουχά, Μιχαήλ

Ἀρχαγγέλου

στό

Λούμα,

Ἁγίου

Γεωργίου

στό

Σκοινιά

Μιραμπέλλου περιοχή τοῦ Τ.Δ. Φουρνῆς, Ἁγίου Κωνσταντίνου – Δωριές καί Ἀφέντη Χριστοῦ στό ἴδιο χωριό–σήμερα νεκροταφικός ναός, Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ ξενικοῦ στό Λούμα, Προφήτου Ἡλιοῦ στό Σκινιά, Ἁγίου Δημητρίου στό ἴδιο χωριό, Ἀγ. Παρασκευῆς στήν Ἐλούντα –Σπίνα Λόγκα κ.α.49 Ἐδῶ το «θαῦμα» καί ἡ πίστη τῶν ἀνθρώπων πᾶνε μαζί. Μάλιστα ὁ συγγραφέας ἑνός σπουδαίου ἔργου μέ τίτλο «Ἁμαρτωλῶν σωτηρία» μοναχός Ἀγάπιος Κρής – κατά κόσμον Ἀθανάσιος Λάνδος, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατά τόν 17ο αἰώνα καί ἔμεινε στή Φουρνή γιά ἀρκετό καιρό, ἀναφέρει στό Ε΄ κεφάλαιο τοῦ βιβλίου του καί συγκεκριμένα στό Σχόλιο τῆς ἐντολῆς «μνήσθιτι ἁγιάζειν τήν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου» τά ἑξῆς: «Καθώς εἴχασι συνήθειαν εἰς τήν Φουρνήν –ἀσφαλῶς θά ἐννοεῖ ὁλόκληρη τήν περιοχή τοῦ Τ.Δ. Φουρνῆς, καί τήν Ἱεράπετραν, τούς χρόνους ὅπου ἔκαμα ἐκεῖ, καί ὡς ἤθελον ἀκούση τόν σημαντήρα, ἐσυνάγοντο ὅλοι οἱ νέοι καί γέροντες, ἄνδρες καί γυναῖκες, καί ἐπαίνεσα τήν προθυμία τους, …οὐ μόνον τάς ἑορτᾶς, ἀλλά καί καθ’ ἑκάστην ἡμέραν σχεδόν συνάγονται εἰς τήν ἐκκλησίαν, οὐ μόνον τόν χειμώνα, ἀλλά καί τό θέρος, ὁπού εἶναι αἰ νύκτες μικραί καί πάλιν ἐγείρονται εἰς τούς ὄρθρους. Τοῦτο γίνεται ἀπό τῶν Ἱερέων τήν ἐπιμέλειαν…»

Εἶναι βέβαιο σήμερα πώς ἀπό τά μέσα τουλάχιστον τοῦ 16ου αἰ., σύμφωνα μέ τίς ἀρχειακές πηγές, λειτουργοῦσαν στήν εὐρύτερη περιοχή δύο τουλάχιστον μοναστήρια: τοῦ Ἀγ. Γεωργίου στίς Δωριές καί τοῦ Χριστοῦ στόν «Κέραμο». Τό πρῶτο ἀπό αὐτά χάθηκε ἀπό τό ἱστορικό προσκήνιο ἤ κι ἄν παρέμεινε ὠς μοναστήρι, ἄλλαξε ὀνομασία. Τό δεύτερο, πού βρίσκονταν μέσα στά κτήματα τῆς οἰκογένειας Κατζαρά, ἀνακαινίστηκε κατά τά τέλη τοῦ 16ου αἱ. Δέν εἶναι γνωστό ἄν ὑπῆρχαν καί ἄλλα μοναστήρια στήν ἴδια περιφέρεια, παλιό μοναστήρι ἤ ἐξωκκλήσι, στή θέση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Καρδαμούτζας. Ἡ παράδοση ἀόριστα πληροφορεῖ γιά μικρά μοναστήρια πού ξεχάστηκαν καί χάθηκαν τά ἴχνη τους στό πέρασμα τοῦ χρόνου.» (βλ. Ν. Ψιλάκη, Τά μοναστήρια τῆς Κρήτης, Α΄ τόμ. σελ. 385). 49

36


Οἱ ἀλλεπάλληλες ὅμως καταστροφές τῶν μονῶν ἔγιναν αἰτία νά χαθεῖ πολύτιμο ὑλικό, τό ὁποῖο θά μᾶς ἔδιδε τή δυνατότητα νά παρακολουθήσουμε τήν ἱστορική διαδρομή αὐτῆς τῆς μοναχικῆς πολιτείας στή Φουρνιώτικη περιοχή, αὐτοῦ του μικροῦ «Ἁγίου Ὄρους» πού στάθηκε ὁ φωτεινός φάρος στίς δύσκολες ἐποχές τῆς ἀπάνθρωπης δουλείας. Τά στοιχεῖα πού ἔχουν διασωθεῖ καί πού προέρχονται ἀπό τή διαλυμένη σήμερα μονή τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου Δωριῶν50 καί αὐτά εἶναι παλαιότερες εἰκόνες κ.λ.π., μᾶς δίνουν τή δυνατότητα νά ποῦμε ὅτι ἡ μοναχική αὐτή πολιτεία πρέπει νά ἤκμασε τή Β΄ Βυζαντινή περίοδο καί σάν πρώτη ἔνδειξη γιά τήν ἀρχαιότητά της παραπέμπομε τόν ἀναγνώστη - ἐρευνητή στήν εἰκόνα τῆς ὁδηγήτριας πού βρίσκεται στό τέμπλο τοῦ καθολικοῦ της. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἀπὸ τὶς παλαιότερες φορητὲς εἰκόνες καὶ χρονολογεῖται ἀπὸ τὸν 14ο αἰώνα, ὅπως δηλώνει ὁ Ἐμμανουὴλ Μπορμπουδάκης, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στὶς καλὲς σχέσεις τῆς Κρήτης μὲ τὸ Βυζάντιο. Ὁ

εἰκονογραφικὸς

τύπος

τῆς

Βρεφοκρατούσας

Παναγίας

τῆς

Ὁδηγήτριας προέρχεται ἀπὸ τὴ Μονὴ ὁδηγῶν τῆς Κωνσταντινούπολης, μάλιστα κατὰ τὴν παράδοση, ἡ πρωτότυπη εἰκόνα ἦταν τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, μὲ ἀχειροποίητες τὶς μορφὲς τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ Χριστοῦ. Τέτοια ἀντίγραφα τῆς εἰκόνας αὐτῆς ἔκαναν συχνὰ τὸ γύρο στὸν ὀρθόδοξο κόσμο γιὰ νὰ φτάσουν καὶ ὡς ἐδῶ. Ἡ εἰκόνα γιὰ τὴν ὁποία γίνεται λόγος ἐδῶ δὲν διατηρεῖ τὴν ἀρχική της μορφὴ ἀφοῦ ἔχει ξαναζωγραφισθεῖ στὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰ, οἱ δὲ φθορὲς ποὺ φέρει Στά ἑνετικά ἔγγραφα συναντοῦμε πολλές φορές τή Μονή Ἀγ. Γεωργίου Δωριῶν, ὅμως δέν ὑπάρχει τέςτοιος ναός Ἀγ. Γεωργίου στήν περιοχή τῆς Φουρνῆς, γιά νά θυμίζει Ἱερά Μονή, οὔτε ὅμως καί τό χωριό σήμερα Δωριές δέν συναντᾶται πουθενά, σέ ἀπογραφές δηλ. ἑνετικές καί τούρκικες καί ἐμφανίζεται στό προσκήνιο μέ τήν ἀπογραφή τοῦ 1881. Ὅπως ἀναφέραμε κι ἀλλοῦ, τό χωριό αὐτό ἦταν μετόχι –ὅπως καί τά ἄλλα χωριά σήμερα τοῦ ἐπάνω Μιραμπέλλου, τά ὁποῖα δημιουργήθηκαν ἀπό τούς ἐργαζόμενους στά μοναστηριακά κτήματα. Ὡς μετόχι, οἱ Δωριές ἀναφέρονται σέ ἔγγραφο τοῦ 1641. (βλ. Π.Μιχ. Πατεράκη, σχετικά γιά τή Μονή Ἀγ. Κῶν/νοῦ καί Ἑλένης, ἐργασία ἀνέκδοτη, Μπορμπουδάκη Ἐμμ. στό Ἡμερολόγιο Δήμου Ἡρακλείου. 1985, σελ. 118. 50

37


ὀφείλονται στὴν πυρπόληση τῆς Μονῆς, μιὰ καὶ εἶχε συμμετάσχει ἐνεργὰ στὰ ἐπαναστατικὰ κινήματα τῆς περιοχῆς. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ στὸ πίσω μέρος τῆς φέρει ἱστοριουμένη τὴ Σταύρωση (15ο αἰ.) τὴν ὁποία ἔχομε περιγράψει σὲ εἰδικὸ τόμο μὲ τίτλο: «ἡ μεταβυζαντινὴ τέχνη στὴν περιοχὴ τῆς Φουρνῆς». Ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1866 ἦταν σταθμὸς σημαντικὸς γιὰ τὴν κατάσταση τῶν μοναστηριῶν τῆς περιοχῆς καθὼς καὶ τῶν μοναχῶν, ἀφοῦ τὰ κτίσματα ὑπέστησαν ἀρκετὲς καταστροφὲς ἀπὸ τοὺς ἀλλόπιστους Μωαμεθανοὺς καὶ τουρκαλβανοὺς οἱ ὁποῖοι δροῦσαν στὴν περιοχή. (Γνωστὰ παραδείγματα τῶν δολοφονηθέντων ἐπισκόπου Πέτρας Ἰωακεὶμ Κλώντζα, Μαρίας Μεθυμοπούλας, ἕξι ἱερέων (6) ἔξω στὴν εἴσοδο τοῦ Καστελλίου Φουρνῆς κ.ἄ.)51 Ἔγγραφο σχετικὰ μὲ τὴν ἐρήμωση τῆς Μονῆς τὸ 1866 δηλώνει ὅλη τὴν ἀλήθεια ὑπογραφόμενο ἀπὸ τοὺς Ἱερεῖς καὶ Δημογέροντες καὶ Ἐφόρους τῶν χωριῶν ἐπάνω καὶ κάτω Φουρνῆς: «Οἱ εὐσεβάστως ὑποφαινόμενοι Ἱερεῖς, Δημογέροντες καὶ ἔφοροι τῶν ἐπάνω καὶ κάτω χωρίων Φουρνῆς πιστοποιοῦμεν διὰ τῆς ταπεινῆς ἠμῶν ἀναφορᾶς ὅτι πλησίον του ἐπάνω χωρίου ὑπάρχει ἀρχαιοτάτη ἐκκλησία, ἐν ὀνόματι Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ὑποκειμένη εἰς τὴν ἱερὰν Μονὴν Δωριῶν σὺν τῷ ἀκινήτω αὐτῆς ὑποστατικῶ, ἥτις πρὸ χρόνων ἐν καιρῶ τῆς παρελθούσης ἐπαναστάσεως κατερειπώθη τῶν ἐντὸς ἱερῶν αὐτῆς σκευῶν, ὁπότε καὶ τὸ ἱερὸν αὐτῆς ὁλοτελῶς ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν ἐμιάνθη, διὰ τὸ ὁποῖον βαθείαν λύπην προξενεῖται εἰς πάντα εὐσεβῆ Χριστιανὸν ὥστε ἀπὸ κοινοῦ ἀπεφάνθημεν τῶν δύο χωρίων οἱ κάτοικοι τὴν καταστραφεῖσαν αὐτὴν ἐκκλησίαν νὰ ἐπιδιορθώσομεν πρώτον, καὶ εἴτα νὰ τὴν ἐγκαινιάσωμεν. Καὶ ἐπειδὴ ὑπάγεται ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τῆς ρηθείσης Ἱερᾶς Μονῆς Δωριῶν καθικετεύωμεν θερμῶς τὴν Σεβαστὴν Δημογεροντίαν Γιὰ τὴν ἄνανδρη δολοφονία τόσο τοῦ ἐπισκόπου Πέτρας Ἰωακεὶμ καὶ Μαρίας Μεθυμοπούλας, βλ. ἐργασία μου μὲ τίτλο «ἡ μάχη τῆς Φουρνῆς». 51

38


ὅπως εὐαρεστηθεῖσα χορηγήση τὸ ἀπαιτούμενον χρηματικὸν ποσὸν μέχρι δύο χιλιάδων γροσίων ὑπὲρ τῆς ἐπιδιορθώσεως αὐτῆς.52 Ὑποσημειούμεθα μετὰ τοῦ προσήκοντος σεβασμοῦ. Τῆ 15 Μαρτίου 1876». Ἀψευδὴς μάρτυρας ὅτι στὴν περιοχὴ τῆς Φουρνῆς ἀναπτύχθηκε ὁ μοναχισμὸς πολὺ νωρὶς εἶναι οἱ ὑπάρχουσες ἀκόμη τοιχογραφίες στοὺς ἱ. Ναοὺς Ἁγίας Ἄννας καὶ Ἁγ. Γεωργίου καθὼς καὶ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων στὸ Καστέλλι Φουρνῆς, τὰ περίτεχνα ἁγιοθύριδα τῶν περισσοτέρων ναῶν, ἡ ναοδομία των καὶ ἄλλα χαρακτηριστικὰ σημάδεψαν τὴ ζωὴ ὅλων των κατοίκων τῆς περιοχῆς.53 Χάρη σ’ αὐτὲς τὶς ἀδελφότητες τῶν μοναχῶν των ἱερῶν μονῶν τῆς Φουρνῆς διατηρήθηκε ἄσβηστo τό φῶς τῆς παιδείας καθὼς καὶ τὸ πνευματικό, καλλιτεχνικὸ λυχνάρι ἀκοίμητο. Λόγιοι, ἁγιογράφοι, καλλιτέχνες, πελεκάνοι τῆς πέτρας, σοφοὶ δάσκαλοι, ὅλοι πρόσφεραν στὸν ἀγώνα ἐνάντια στὸ σκοτάδι τῆς ὑποδούλωσης.

Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ποὺ ἦταν σάρκα ἀπὸ τὴ σάρκα μας ἂν καὶ φυγάδευσαν τὰ χρόνια ἐκεῖνα τὸν ἑαυτὸ τοὺς μέσα σὲ ἕνα ἐρημικὸ κελλί, πιστεύομε πὼς δὲν ἀνῆκαν τότε καὶ τώρα στὸν ἑαυτὸ τοὺς ἀλλὰ στοὺς ἄλλους. Πολλοὶ πιστεύουν τὸ ἀντίθετο, κακῶς ὅμως, καὶ ἀνήκουν στὴν κοινωνία ὄχι ἀμέσως ἀλλὰ ἐμμέσως «δυνάμει τῶν ὑπηρεσιῶν καὶ καθηκόντων τῶν ὁποίων εἶναι ὀφειλέτες».

Α.ΔΗ.Λ./1876. βλ. σχετικὴ ἐργασία Μιχ. Ἐμμ. Πατεράκη, «τὰ βυζαντινὰ μνημεῖα τῆς Φουρνῆς» ὅπου γίνεται ἐκτεταμένος λόγος γιὰ τὶς ὑπάρχουσες τοιχογραφίες στοὺς ἱ. Ναοὺς Ἁγ. Ἄννας καὶ Ἁγ. Γεωργίου, 14ο αἰ. ἡ πρώτη καὶ 15ο αἰ. ἡ δεύτερη καθὼς καὶ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων Καστελλίου Φουρνῆς (12ο-14ο αἰώνα). Ἡ ἐργασία αὐτὴ ἀνήκει στὸ σύμπλεγμα τῆς Φουρνιώτικης Βιβλιοθήκης καὶ τὰ ἔργα θὰ παρουσιάσομε ἐν καιρῶ Θεοῦ θέλοντος. Δὲν πρέπει δὲ νὰ μᾶς διαφεύγει καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ παρουσία τῆς Ἐπισκοπῆς Πέτρας στὸ ἐπάνω χωριὸ τῆς Φουρνῆς ἔπαιξε σημαντικὸ ρόλο στὴν περιοχή. 52 53

39


Οἱ προσερχόμενοι στὰ ἐρημικὰ κελλιὰ μοναχοὶ ἐκτελοῦν τὸν προορισμὸ τους γιατί ὁ μοναχικὸς βίος ἔχει βάση τῆς σύστασής του τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴν «ἐν Χριστῷ» τελειότητα. Σὰν ἐσωτερικὴ κατὰ κύριο λόγο ζωή, μυστική, εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑποπέσει στὴν ἀντίληψη κάθε μελετητὴ καὶ μόνο αὐτὸς ποὺ μετέχει μιᾶς τέτοιας ζωῆς μπορεῖ νὰ ἐκφράσει τὴ χαρὰ ποὺ ἀισθάνεται καὶ τὸ θεῖο φῶς ποὺ καταυγάζει τὴν ψυχή του. Ποιὸς εἶναι ὅμως αὐτὸς ὁ μοναχισμὸς καὶ ποιὲς ὑπηρεσίες προσέφερε καὶ γιατί δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ νοηθεῖ μοναχικὴ ἄσκηση χωρὶς τὴν προσφορὰ ἢ τὴν κοινωνικὴ ἀποστολή;

Ἡ μοναχικὴ πολιτεία σὰν ἰδέα Ὁ μοναχισμὸς ἔχει τὶς ρίζες του ἀπὸ τὸ ἀρχικὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου μὲ κεντρικὴ ἰδέα τὴν ἐπὶ γῆς βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μὲ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ ποὺ ἔχει χαρακτηρισθεῖ σὰν «τὸ πάντων καινὸν καινότατον, τὸ μόνο κοινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον» θαῦμα ποὺ ἦρθε στὴ γῆ σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ βασιλεία τοῦ κόσμου τούτου, ποὺ εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀδικία καὶ πονηρὲς ἐκδηλώσεις. Ἡ βασιλεία ὅμως τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἀγάπη, δικαιοσύνη καὶ ζύμη ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ ζυμώσει ὅλο το φύραμα, εἶναι μέσα στὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἂν τὸ θελήσουν μπορεῖ νὰ γίνουν μέτοχοι μιᾶς τέτοιας προσκλήσεως ποὺ δὲν εἶναι γενική, οὔτε ἐξαναγκαστική. «Εἰ τὶς θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν», ὅμως δὲν πρέπει νὰ ἐπιδιώκουν πνευματικὴ κενοδοξία ἀλλὰ ταπεινοφροσύνη καὶ αὐτοσυγκέντρωση. Ἡ εὐτυχία τοῦ κόσμου γιὰ τὸ μοναχὸ εἶναι μηδαμινὴ καὶ μόνο ἡ μετὰ θάνατον εὐτυχία ἢ ἡ «διὰ τῆς ἐνοράσεως ἐπιτυγχανομένη ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ» εἶναι πραγματική, τὸ δὲ ἀποτέλεσμα τῆς ἀσκητικῆς προσπάθειας εἶναι ἡ καταστροφὴ τοῦ Ἐγὼ ποὺ εἶναι ἀντίθετο πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

40


Οἱ μοναχοὶ ζοῦν μόνοι ἢ καὶ ὁμαδικὰ γιὰ νὰ προσλαμβάνει τελεία μορφὴ ἡ ἄσκησή τους, νωρὶς ὅμως τὸ σύστημα αὐτὸ ἀρχίζει νὰ ἐκλείπει κατὰ τὴ γνώμη τοῦ Β. Στεφανίδη καὶ οἱ αὐστηρὰ δεχόμενοι τὴν ἐγκράτεια ἐγκαταλείπουν τὶς πόλεις καὶ ὁδηγοῦνται πρὸς τὴν ἔρημο, γιατί πιστεύουν ὅτι ἐκεῖ ὁ ἀγώνας κατὰ τῆς ἁμαρτίας εἶναι πιὸ εὔκολος. Ἔτσι δημιουργεῖται ὁ πρῶτος τύπος τοῦ μοναχισμοῦ, ἡ «ἀναχώρησις» ποὺ ἀποτελεῖ πιστεύουμε τὴν προϋπόθεση δημιουργίας μοναστικοῦ βίου. Μέσα στὴ μοναστικὴ πολιτεία τὰ πάντα εἶναι κοινά καί ὅλα δηλώνουν ὅτι πρόκειται περὶ ἀπαρχῆς τῆς συνεργασίας καὶ τῆς ὀργανώσεως. (ἐκτροπὴ τοῦ κοινοβιακοῦ συστήματος ἀποτελεῖ τὸ ἰδιόρρυθμο σύστημα μὲ τὴν ἐπελθοῦσα χαλάρωση στὴν αὐστηρότητα τοῦ μοναχισμοῦ). Ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν πρέπει νὰ σημειώσουμε τὴν ἐπιδίωξη καὶ ἀπόκτηση τῆς ἀληθινῆς «ἐν Χριστῷ ζωῆς» καὶ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς. Ὅλα αὐτὰ ἐπιτυγχάνονται μὲ τὴν ὑπακοὴ στὶς ἀρετὲς ὅπως στὴν πενία, παρθενία, νέκρωση τῶν παθῶν, ἐργασία, φιλανθρωπία, προσευχή, ἡσυχία καὶ τέλος μὲ τὴ θεωρία ἐπιδιώκουν τὴν ἐπικοινωνία μετὰ τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Μοναχισμὸς στὴν περιοχὴ τοῦ τ.Δ. Φουρνής. Ἡ ἱστορία τοῦ μοναχισμοῦ στὴν περιοχὴ τῆς Φουρνῆς πρέπει νὰ τονίσουμε ἀκολουθεῖ τὴν ἐξέλιξη πάνω στὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ πολιτικὰ πράγματα. Ἀπὸ τὸ 961 μ.Χ. μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Κρητικοῦ λαοῦ ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν Ἀραβο-Σαρακηνῶν, -σ’ αὐτὸ πρωταγωνίστησε ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀντιμετώπισε τὸ πρόβλημα τοῦ ἐκ νέου ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Κρητῶν, ἀφοῦ τὸ ποίμνιο εἶχε ἀποκοπεῖ ἀπὸ τοὺς κόλπους τῆς ἐκκλησίας καὶ εἶχε μείνει χωρὶς ἐπαρκῆ καθοδήγηση, ἐπηρεαζόμενο προφανῶς ἀπὸ τὰ ἤθη τῶν κατακτητῶν. Βέβαια ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ δὲν ἔμεινε ἀπροστάτευτος γιατί ὁ

41


Βυζαντινὸς στρατηλάτης ἔστειλε τὸ «Νίκωνα τὸν Μετανοεῖτε»54, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε τὸν ἐκ νέου ἐκχριστιανισμὸ τοῦ Κρητικοῦ λαοῦ. Γιὰ τὴν ἱστορία αὐτὴ λίγα γνωρίζουμε, γιὰ δὲν τὴν περιοχὴ ποὺ ἐξετάζουμε στὴν ἐργασία μας αὐτὴ δὲν γίνεται λόγος ἀφοῦ οἱ πηγὲς σιωποῦν. Νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἡ παρουσία τοῦ μοναχισμοῦ στὴν περιοχὴ ἀρχίζει τὴν περίοδο αὐτὴ (1204;). Ἡ παράδοση ἔχει διασώσει τὴ μνήμη παλαιῶν ἐρημιτῶν ποὺ ἔζησαν στὰ ἄγονα καὶ ἀπρόσιτα παράλια του Β.Ἀνατολικοῦ τμήματος τοῦ Ἐπάνω Μιραμπέλλου (Βλυχάδια). Ἡ περιοχὴ ἔχει τὸ ὄνομα «τοῦ Καρδαμουτσώτη ὁ σπήλιος» καὶ πῆρε τὸ ὄνομα αὐτὸ ἀπὸ ἕνα μοναχό της Καρδαμούτζας ὁ ὁποῖος ἔμεινε ἐκεῖ γιὰ ὅλη του τὴ ζωή. Καὶ κάποιος ἄλλος ἀσκητὴς ἔζησε στὸν Ἅγιο Ἀντώνιο στὰ Βλυχάδια καὶ εἶχε σκαλίσει μάλιστα τὸ κρεββάτι τοῦ πάνω στὸ βράχο. Πρόκειται γιὰ ἕνα σπηλαιώδη ναὸ ποὺ ἀξίζει τὸν κόπο μελέτης. Γύρω ἀπὸ τὸ ναὸ ὑπάρχουν καὶ ἄλλα σπήλαια στὰ ὁποῖα ἔζησε ὁ ἀσκητὴς ἢ ἀσκητὲς πιθανὸν πρὶν ἀπὸ τὴν ὀργανωμένη ἐμφάνιση τοῦ μοναχισμοῦ στὴν περιοχή. Ζωντανὴ εἶναι ἀκόμη καὶ ἡ παράδοση ἵδρυσης τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Ἁγίων Ἀποστόλων Καστελλίου Φουρνῆς τὸ 1204 ἀπὸ τὸ Νικηφόρο Φωκά. Ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ ὄνομα Καστέλλι, πρόκειται περὶ ἑνὸς μικροῦ φρουρίου τὸ ὁποῖο οἰκοδόμησε ὁ Φωκᾶς. Μάλιστα στὸ χωριὸ αὐτὸ μέχρι καὶ σήμερα ἀκούγεται τοποθεσία μὲ τὸ ὄνομα «Πύργος», ἑπομένως ὑπῆρχε Καστέλλι ἐκεῖ, ποὺ ὅμως ἦταν Βυζαντινὸ καὶ ὄχι Ἑνετικό, κι αὐτὸ ἐπειδὴ δὲν ἀναφέρεται σὲ ἑνετικοὺς καταλόγους τῆς περιόδου αὐτῆς, οὔτε ἀπὸ τοὺς περιηγητὲς καὶ χρονικογράφους.55

βλ.Πατεράκη Μιχαὴλ Ἐμμ., «Σύντομη βιογραφία τοῦ Ἁγίου Νίκωνα Μετανοεῖτε», Ἡράκλειο 2001. 55 βλ. Πατεράκη Μιχ. Ἐμμ. «τὰ βυζαντινὰ μνημεῖα τῆς Φουρνῆς» τόμ. 9. (ἀνέκδοτη ἐργασία). 54

42


Ὁ 15ος – 16ος αἰώνας θεωροῦνται αἰῶνες ἔκρηξης μοναστηριακῆς ἀκμῆς, ὅπως ἔχει χαρακτηρισθεῖ εἶναι πολιτικός, οἰκονομικὸς καὶ κοινωνικός. Οἱ ἐνετοὶ Φεουδάρχες καθὼς καὶ οἱ Κρῆτες ὅμοιοί των παρότρυναν τὸν ἀνακαινισμὸ ναῶν ποὺ ὑπῆρχαν στὰ κτήματά τους καθὼς καὶ μοναστήρια –μὲ ἀπώτερο συμφέρον τὸν ἐνοικιασμό τους ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους κληρικοὺς ἑξασφαλίζοντας ἔτσι τὴν καλλιέργεια τῶν κτημάτων τὰ ὁποῖα παράνομα κατεῖχαν. Ὑπάρχει ἀκόμα καὶ ἕνας ἄλλος λόγος μὲ πολιτικὴ σημασία, τὸν ὁποῖο παραθέτομε, καὶ ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν κίνδυνο κατάκτησης τοῦ νησιοῦ ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὁ ὁποῖος ἀνάγκασε τοὺς Ἐνετοὺς νὰ ἀλλάξουν πολιτικὴ ἀπέναντι στοὺς ὀρθ. χριστιανοὺς Κρῆτες (16ος αἰὼν) γιὰ νὰ φαίνονται περισσότερο ἐλαστικοὶ σὲ θέματα θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Ἀπὸ τὸ 1669 ἡ Κρήτη ἀλλάζει ἀφέντη καὶ ἡ μοναχικὴ πολιτεία δέχεται διώξεις καὶ καταστροφές. Ὁ ἱερὸς νόμος τῶν Μουσουλμάνων ἀπαγορεύει τὴν ἵδρυση μοναστηριῶν ἢ ἀνακαίνιση αὐτῶν χωρὶς τὴν ἔκδοση εἰδικῆς ἄδειας ποὺ πολλὲς φορὲς τὸ κόστος ξεπερνοῦσε τὴ δαπάνη. Εὐτυχῶς ποὺ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἐπρονόησε μέσα στὰ πλαίσια τῶν προνομίων του νὰ θέσει ὑπὸ τὴν προστασία του πολλὰ μοναστήρια ἀνακηρύσσοντάς τα Σταυροπηγιακά.56 Κατηγορήθηκαν κατὰ καιροὺς οἱ μοναχοὶ αὐτοὶ ὅτι προσῆλθαν -οἱ περισσότεροι- στὸ μοναχισμὸ ἀπὸ λόγους ἰδιοτελεῖς καὶ γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὶς ἀγγαρεῖες ποὺ ἐπέβαλαν οἱ κατακτητὲς καὶ γιὰ νὰ «περνοῦν καλὰ» τρώγοντες καὶ πίνοντες στὰ μοναστήρια τους. Ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ εἰπωθεῖ τέτοια βλασφημία! Πάντα οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τούτου μισοῦσαν τὴν ἐκκλησία καὶ τοὺς ἱερουργούς της, μοναχούς, ἱερεῖς,

βλ. Πατεράκη Μιχ. Ἐμμ. «Συμβολὴ τοῦ μοναχισμοῦ στὴν ἐπαρχία Σητείας–τα μοναστήρια τῆς περιοχῆς», Σητεία 1989, ἀνέκδοτη ἐργασία. 56

43


καὶ στὶς κρίσεις τους εἶναι ἄτεγκτοι. Τὸ νὰ κρίνουν ὅμως δὲν εἶναι δουλειά τους, εἶναι ἔργο κάποιου ἄλλου ἀδέκαστου κριτή, ποὺ θὰ κρίνει ὅταν ἔρθει ἡ μεγάλη ὥρα τῆς κρίσεως. Νομίζομε πῶς ἐδῶ μετράει τὸ ἀποτέλεσμα καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ πνευματικὴ κληρονομιὰ ποῦ ἄφησαν οἱ μοναχοί της φουρνιώτικης περιοχῆς, πέρα ἀπὸ τὰ ὅποια ἐλαττώματά τους -ἄνθρωποι ἦταν κι αὐτοί, μὲ τὴν ἴδια σάρκα μὲ μᾶς μὲ τὶς διάφορες ἀνάγκες της. Ἐμεῖς σήμερα ζοῦμε σὲ μιὰ παχυλὴ ὑλικὴ εὐμάρεια καὶ δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβομε τίποτα, κι ἂν ἡ πίστη μᾶς εἶναι χλιαρὴ ἢ δὲν ὑπάρχει καθόλου, τότε οἱ ὅποιες κατηγορίες εἶναι εὔκολες γιὰ νὰ εἰπωθοῦν πρὸς «πάσαν κατεύθυνσιν». Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ συνέβαλαν ἀπὸ τὴ δική τους σκοπιὰ στὸν ἀόρατο καὶ ὁρατὸ πόλεμο τῶν ὑπόδουλων γιὰ τὴν τελικὴ νίκη. Ὅμως, «μακάριοι πάντες οἱ φοβούμενοι τὸν κύριον, οἱ πορευόμενοι ἐν ταῖς ὀδοῖς αὐτοῦ· τοὺς πόνους τῶν καρπῶν σου φάγεσαι· μακάριος εἰ καὶ καλῶς σοὶ ἔσται» (Ψάλμ. 127, 1-2). Σ’ ὅλους ποῦ νομίζουν πώς εἶναι κριτὲς τῶν πάντων, πώς ἐκεῖνοι κρατοῦν τὴ φωτιὰ γιὰ νὰ κάψουν τὰ κακὰ πάντα, πού ὁμιλοῦν γιὰ ἀνελευθερία μέσα στὴν ἐκκλησία, ἀφιερώνουμε τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. «οὕτως ἐστὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀγαθοποιοῦντες φιμοῦν τὴν τῶν ἀφρόνων ἀνθρώπων ἀγνωσίαν· ὡς ἐλεύθεροι, καὶ μὴ ὡς ἐπικάλυμμα ἔχοντες τῆς κακίας τὴν ἐλευθερίαν, ἀλλ’ ὡς Θεοῦ δοῦλοι. Πάντας τιμήσατε, τὴν ἀδελφότητα ἀγαπᾶτε, τὸν Θεὸν φοβεῖσθε…» (Πέτρ. Ά΄, 2,1517). Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, οἱ μοναχοί, ἱδρυτὲς τῶν ἱερῶν μονῶν τῆς Φουρνιώτικης περιοχῆς (τοῦ Φουρνιώτικου μικροῦ Ἁγιονόρους), μπορεῖ νὰ μὴ γνώριζαν γράμματα ὅπως οἱ ἡμιμαθεῖς – παραμορφωμένοι κατήγοροί των πάνω σε τέτοια θέματα, ὅμως ἐκεῖνοι ἔφεραν μέσα τους τὸν θησαυρὸ τῆς ψυχῆς τους «ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν», γι’ αὐτὸ κι ἔνιωθαν τὴν ἀνάγκη προσφυγῆς στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ, κι ἔχτισαν χειροποίητους 44


ναούς, πολλούς, ποὺ οἰκοδόμησε ἡ χριστιανικὴ εὐσέβειά των καὶ ἡ εὐλάβεια μὲ περισσὴ φροντίδα. Αὐτοὶ οἱ ναοί, οἱ δικοί τους, τὰ καθολικά των μοναστηριῶν τους, ἔγιναν ἡ αἰτία νὰ κλίνουν μὲ φόβο τὰ γόνατα οἱ σημερινοὶ πιστοὶ ἐπισκέπτες στὰ γραφικὰ μικρὰ ἐκκλησάκια τῆς περιοχῆς, γιὰ νὰ δοξασθεῖ ὁ Θεός, τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα τους. Κι ἐμεῖς ὅλοι οἱ ἄλλοι, οἱ παγιδευμένοι στὴν αὐταπάτη μας, ἀδυνατοῦμε νὰ προχωρήσουμε στὴ γνωριμία σὲ βάθος τοῦ ἁμαρτωλοῦ μας ἐαυτοῦ, δυσκολευόμενοι νὰ δοῦμε τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς σὰν ἁγιοφόρους πιστοὺς ποὺ σήκωναν στοὺς ἀσθενικούς των ὤμους ὁλάκερο τό γένος! Ὁ ὑλισμὸς σήμερα, ὁ μηδενισμός, ἡ ἐνσυνείδητη ἀδιαφορία γύρω ἀπὸ τὴν πίστη, οἱ αἱρέσεις καὶ τὰ ἄλλα ὑποκατάστατα τῆς ἀληθινῆς θρησκείας, ἑνωμένα μὲ τὴν κακόβουλη σημερινὴ πολεμικὴ κατὰ τῆς ἐκκλησίας, ἀπειλοῦν τὰ θεμέλια τῆς ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ ἔθνους μας. Ἀποπροσανατολισμός, ἀλλοίωση τοῦ εἶναι μας, ἐγωκεντρισμὸς καὶ ὁ ἐγκλωβισμὸς στὴν προδοτικὴ ἠττοπάθειά μας, γινόμαστε αἰτία νὰ βλασφημεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ κάθε τόσο. Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ κουράσω ἐδῶ μὲ τὴν πολυλογία τὸν ἀναγνώστη. Ὅλα ἐγράφησαν γιὰ νὰ μὴν ξεχνοῦμε αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ πολυβασανισμένου τόπου μας «εἰς μνημόσυνον καὶ παραδειγματισμὸν» μὲ τὴν ἐπίγνωση ὅτι ἡ περιοχή μας δὲν εἶναι μόνο μουσειακὸς ἢ ἀρχαιολογικὸς χῶρος, ἀλλὰ τόπος ποὺ γέννησε ἑκατοντάδες λόγιους ἀπὸ τοὺς ὁποίους πολλοὶ ὑπηρέτησαν τὴν ἐκκλησία καὶ τὰ γράμματα, ρασοφορέσαντες ἢ μὴ ἢ καὶ ἀναλαβόντες τὰ ὅπλα χάρι τῆς ελευτερίας μας. Ἡ

ἔλλειψη

συστηματικῆς

ἐργασίας

γιὰ

τὴν

παρουσία

τοῦ

μοναχισμοῦ στὴν περιοχὴ τοῦ τ.Δ. Φουρνὴς ὁδήγησε στὴν ἀπόφαση νὰ παρουσιάσουμε αὐτὴ τὴ μελέτη, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καρπὸ ἔρευνας ἀπὸ τὶς διάφορες πηγές. Μέχρι τώρα, ἀπ’ ὅτι γνωρίζουμε, δὲν ἔχουν γίνει 45


ἐργασίες ποὺ νὰ ἀναφέρονται πάνω στὸ θέμα αὐτὸ καὶ ὅσοι κατὰ καιροὺς ἔγραψαν μόνο περιληπτικὰ καὶ σὲ ἀσυστηματοποίητη μορφὴ κάνουν λόγο σχετικὰ μὲ τὴν ἱστορικὴ ἀνέλιξη τοῦ μοναχισμοῦ στὴν περιοχὴ τῆς Φουρνῆς, ὅπως αὐτὸς διαμορφώθηκε μέσω τῶν αἰώνων, γιὰ νὰ μὴν ποῦμε ὅτι ἀπὸ τὴν περιοχὴ μᾶς ἐλλείπει παντελῶς. Στὴν ἐργασία αὐτὴ ἐξετάσαμε μαρτυρίες ἀπὸ τὴν γραπτὴ παράδοση, ὅπως τὰ ἑνετικὰ συμβόλαια τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρετίου, περιόδου (15751643), τὰ ὁποῖα ἐξέδωσε ὁ Στέφ. Ξανθουδίδης τὸ 1912 στὸ Ἡράκλειο καὶ τὰ ὁποῖα ἔπαιξαν θὰ λέγαμε σημαντικὸ ρόλο στὴν πορεία τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς. Στὸ Πρῶτο Κεφάλαιο ἀναφερθήκαμε στὴν ἑνετικὴ περίοδο, ὅπου κάναμε ἐκτενῆ λόγο γιὰ τοὺς ἱδρυτὲς μοναχοὺς καὶ στὴ συνέχεια παραχωρητὲς τῶν ἱερῶν ἱδρυμάτων τους πρὸς τὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἀρετίου. Παραθέσαμε ἐπίσης σὲ ξεχωριστὴ ἑνότητα τοὺς λόγους ἐκείνους ποὺ ἀνάγκασαν τοὺς δωρητὲς σ’ αὐτὴ τους τὴν πράξη, καθὼς καὶ τὶς μαρτυρίες ἀπὸ τὰ παραχωρητήρια ἔγγραφα. Τὸ Β΄ κεφάλαιο καὶ Γ΄ θὰ δημοσιευθοῦν σὲ ἄλλο τεῦχος. Στὸ Δεύτερο Κεφάλαιο μᾶς ἀπασχόλησε ἡ περίοδος ἐκείνη ποὺ ἡ περιοχὴ τῆς Φουρνῆς εἰδικὰ καὶ γενικὰ ἡ Κρήτη πέρασε στὸν ἀστερισμὸ τῆς ἀμάθειας, αὐτῆς τῆς τουρκοκρατίας, μιὰ περίοδος γεμάτη σφαγὲς καὶ λεηλασίες, βιασμοὺς καὶ φόνους, γιὰ νὰ φτάσει στὸ ἀπόγειο τοῦ ἐξευτελισμοῦ ἡ ἀνθρώπινη προσωπικότητα. Ἀναφερθήκαμε ἔπειτα στὴ μοναχικὴ ἀδελφότητα τῆς Μονῆς, ποὺ ὑπηρέτησε ἐκεῖ μετὰ τὸ 1878 καθὼς καὶ τῶν ἐτῶν 1858, 1905, 1921, 1930 μέχρι τὸ τέλος ποὺ ἡ μονὴ διαλύεται –τὸ ἴδιο κάναμε καὶ γιὰ τὴν περίοδο τῆς ἐνετοκρατίας. Στὸ Τρίτο Κεφάλαιο τῆς παρούσης ἐργασίας μᾶς ἀπασχόλησε ἡ προσφορὰ τῶν μοναχῶν στὶς διάφορες ἐπαναστάσεις γιὰ τὴν ἀποτίναξη τῆς ἐπάρατης δουλείας τοῦ Ἰσλάμ, καθὼς καὶ τὴν προσφορὰ τῶν 46


μοναστηριῶν τῆς περιοχῆς στὸ μεγάλο θέμα τῆς παιδείας τοῦ τόπου μας, ἐπιμείναντες στὴν ὕπαρξη τοῦ «κρυφοῦ σχολειοῦ» τοῦ ὁποίου ἡ παρουσία ἀμφισβητήθηκε ἀπὸ διαφόρους καλοθελητὲς χωρὶς νὰ γνωρίζουμε τὸ γιατί.

Πηγὴ ποὺ ἀντλήσαμε πληροφορίες ἐκτὸς ἀπὸ τὶς δικές μας ἀνέκδοτες χειρόγραφες σημειώσεις, εἶναι αὐτὲς τοῦ ἀγαπητοῦ ἱστοριοδίφη Νίκου Ψιλάκη, τὸν ὁποῖον εὐχαριστοῦμε ἀπὸ καρδιᾶς γιὰ τὴν εὐγενική του προσφορά. Στὸ τέλος παραθέσαμε γιὰ τοὺς ἀναγνῶστες λεξάριο ἑνετικῶν ὅρων τῶν παραχωρητηρίων ἐγγράφων τῆς Μονῆς Ἀρετίου γιὰ βοήθεια τῶν ἀναγνωστῶν. Εὐελπιστοῦμε δέ, ὅτι ἡ ἐργασία μᾶς αὐτὴ εἶναι δυνατὸν νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ἀποτελεῖ θετικὴ συμβολὴ στὴ γνώση τῆς παρουσίας τοῦ μοναχισμοῦ στὸ μικρὸ διαμέρισμά μας -τῆς Φουρνῆςκαθὼς καὶ τῆς προσφορᾶς του στὶς περιόδους ἐνετοκρατίας καὶ τουρκοκρατίας.

47


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΕΝΕΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1204-1669)

α) Ἱδρυτὲς μοναχοί των Ἱερῶν Μονῶν στὴν περιοχὴ Φουρνής.

Ἐξετάζοντας κανεὶς τὴν ἱστορία τῆς Φουρνιώτικης περιοχῆς, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ νιώσει δέος καὶ ψυχικὸ ρίγος γιὰ ὅτι συνέβη σὲ αὐτὸ τὸν τόπο καὶ μένει σιωπηλός. Παντοῦ μνημεῖα, μοναστήρια ποὺ ἔλαμψαν κάποτε μὲ τὴν παρουσία τους, πέτρες ποὺ στέκουν ἀκόμα μέσα στὸ χρόνο, ξετυλίγοντας τὸ κουβάρι τῆς ἱστορίας του, χαλάσματα ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ποὺ περιμένουν τὴν ἀναστήλωσή τους, ἕνας κόσμος ὁλάκερος ποὺ σὲ προκαλεῖ καὶ σὲ προσκαλεῖ συνάμα. Οἱ Φουρνιώτικοι τόποι λατρείας κατέχουν ἐξέχουσα καὶ προνομιακὴ θέση, εἶναι δὲ μοναδικό το φαινόμενο καὶ ὀφείλεται μεταξύ των ἄλλων στὸ γεγονὸς ὅτι τὰ μοναστήρια τῆς περιοχῆς, ἐκτὸς ἀπὸ τόποι λατρείας καὶ ἄσκησης, ὑπῆρξαν γιὰ αἰῶνες καὶ τὰ καταφύγια τῶν κατοίκων ὅπου ἐκεῖ ἔβρισκαν τὴ γαλήνη καὶ τὴν παρηγοριά. Στὸ Κεφάλαιο αὐτὸ θὰ ἀναφερθοῦμε στοὺς κτήτορες καὶ στὸν ἀριθμὸ τῶν μοναχῶν της Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρετίου57, τῆς πρώτης μονῆς τῆς περιοχῆς, τῆς πνευματικῆς μάνας ποὺ παραστέκονταν στοὺς ἀδελφοὺςμοναχούς των ἄλλων μοναστηριῶν ὁσάκις παρίστατο ἀνάγκη. Ἡ μονὴ ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν Μάρκο Παπαδόπουλο, Κρητικὸ στὴν καταγωγή, ὀρθόδοξο Χριστιανό, τιμαριοῦχο τῆς περιοχῆς Φουρνῆς. Ὁ

Γιὰ τὴ Ἱερὰ Μονὴ Ἀρετίου ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸ συγγραφέα τοῦ παρόντος ἔργου σχετικὴ ἐργασία μὲ τίτλο «Συμβολὴ στὴν ἱστορία τῆς περιοχῆς Φουρνῆς Λασιθίου τῶν Ἱερῶν Μονῶν Ἀρετίου καὶ Καρδαμούτζας» τ.1, Φουρνή, 1994, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν θὰ παραθέσουμε ἐδῶ ἱστορικὰ στοιχεῖα τῆς μονῆς. 57

48


Ἰωσὴφ Τζὲ(ς) καὶ ὁ Γερμανὸς Συναδινὸς εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ποὺ ἡγουμένευσαν καὶ στήριξαν τὸ μοναστήρι αὐτὸ τὴν περίοδο τῆς ἐνετοκρατίας ἀπὸ τὸ 1634 καὶ μετά. Ὁ δεύτερος ἡγούμενος τῆς Μονῆς θεωρεῖται ὁ τελευταῖος πρὸ τῆς τουρκοκρατίας, ὁ ὁποῖος σύντομα καὶ σαφῶς ἐκθέτει τὰ κατὰ τὴν ἵδρυσιν τῆς Μονῆς. Ἡ μοναχικὴ πολιτεία τοῦ Ἀρετίου θεωρεῖται ἀπὸ τὶς καλύτερες τῆς περιοχῆς, ἀφοῦ προικίστηκε ἀπὸ τοὺς δύο ἱδρυτὲς της τὸ πρώτον καὶ καλῶς κυβερνησθεῖσα ὑπὸ τῶν πρὸ τῆς τουρκοκρατίας δύο Ἡγουμένων του, Ἰωσὴφ Τζὲ μέχρι τοῦ 1634 καὶ τοῦ Γερμανοῦ Συναδινοῦ ὁ ὁποῖος διαδέχτηκε αὐτόν. Ἡ μονὴ εὐπόρησε ἀρκετὰ, ὅπως δηλώνουν τὰ ἔγγραφα, καὶ κατόρθωσε νὰ συγκεντρώσει κτηματικὴ περιουσία σημαντικὴ μὲ ἀγορὰ νέων κτημάτων καὶ μὲ δάνεια τὰ ὁποῖα χορηγοῦσε σὲ εὐγενεῖς καὶ μή, καὶ μάλιστα μὲ καλλιέργεια καὶ φύτευση νέων δένδρων (ἐλαιόδενδρα καὶ ἀμυγδαλιές) καὶ μὲ κτηνοτροφία ποὺ γι’ αὐτὸ διέθετε ἐκτάσεις κατάλληλες. Μὲ τὴν εὐπορία της ἡ Μονὴ Ἀρετίου καὶ διὰ τῆς ἐπιβολῆς τῶν ἡγουμένων της, κατόρθωσε μέσα σὲ λίγο χρόνο, ὅπως ἀναφέρουν τὰ ἔγγραφα, νὰ προσθέσει στὸν ἑαυτὸ τῆς ἑφτὰ (7) ἄλλα μικρότερα μοναστήρια – μονύδρια, «διὰ τῆς ἀφιερώσεως τῶν ἱδρυτῶν καὶ τῶν κτητόρων των», τὰ ὁποῖα συγχωνευθέντα στὸ Ἀρέτι καὶ γενόμενα φυσικὰ μετόχια του, αὔξησαν τὴν περιουσία του. Εἶναι δὲ τὰ μονύδρια αὐτὰ δύο μὲν στὴν περιοχὴ Συρμέσου τῆς Ἁγίας Βαρβάρας καὶ Ἁγίου Ἀντωνίου, δύο στὸ Καρύδι, τοῦ Προφήτη Ἠλία καὶ τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, δύο ἄλλα στὸν κάμπο τῆς Φουρνῆς εὑρισκόμενα ἀκόμα, τῆς Κυρίας Καρδιώτισσας – Κυραπολίτισσας, τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ – τῶν Καλογράδων καὶ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς. Ἐξαίρεση στή συγχώνευση ἀποτέλεσε ἡ Ἱερὰ Μονὴ Καρδαμούτζας (Τίμου Σταυροῦ) διατηρώντας τὴν αὐθυπαρξία της. Οἱ μοναχοί της Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρετίου, ποὺ ἀποτέλεσαν τὴ μεγάλη ἀδελφότητα τῆς μονῆς, εἶναι: ὁ Γεράσιμος Ἀρχαύλης, λεγόμενος καὶ 49


«Ἤντρα Βενίρωντας» δηλ. οἰκονόμος τῆς Μονῆς. Ἡ λέξη εἶναι ἑνετικὴ intravegnir, ἰταλ. inter-venire= παρουσιάζομαι ὡς ἐκπρόσωπος. Ἄλλα ὀνόματα μοναχῶν: Ἀρσένιος Πεδιώτης, Ἰωαννίκιος Πεδιώτης, Νικόδημος Καλοχρυσός, Κοσμᾶς Βαρτσάγγης, Ἀκάκιος Ἁμαργιανίτης, Ἱερομόναχος Φιλόθεος (Μιζέρης), Κωνστάντιος Στριανός, Νικόδημος Βαρτζάγγης, Νεόφυτος Βαρτζάγγης, Ἰωαννίκιος Πατζούδης, Ἰωάννης Πατζούδης,

Μακάριος

Πατζούδης

καὶ

Νίφων

Σιγανός,

ὁποῖος

ἀναφέρεται στὰ παραχωρητήρια ἔγραφα τῆς μονῆς χωρὶς νὰ ξέρομε ἂν ἦταν τρόφιμος αὐτῆς. Πάντως ἀνῆκε στὴν οἰκογένεια Σιγανῶν μὲ καταγωγὴ τὴν Κριτσὰ Μιραμπέλλου. Θεοδόσης Πεδιώτης Χαρόπουλος, Ἱερεμίας Ἱερομόναχος, Γιαννίδης Πεδιώτης, Διονύσιος Δρακοντόπουλος, Ἰωσήφ, Μάξιμος, Ξενοφῶν καὶ Ἰωαννίκιος ἢ Ἰωάννης Κατζαρᾶς, Τζανάκης Ροδοβᾶς – διάκονος, Μερκούριος Πατζουδῆς, Μακάριος Στρουμπουλῆς, Μιχαὴλ Στριανὸς – ἱερέας, Κωνστάντιος Στριανός, Γιάννης Χασάνης, Ἰωάννης Βαρτάτζης, Νικολὸς Ρότζης καὶ Νεόφυτος (καὶ οἱ δύο μοναχοὶ στὴν Ἱερὰ Μονὴ Καρδαμούτζας), Ματθαῖος Παντουβᾶς – ἱερομόναχος, Ἀκάκιος Ἀνυφαντὴς τοῦ Μιχάλη, Ἰμπουτζογιαννόπουλος – μοναχός, Θεοδόσης Πεδιώτης Χαρόπουλος, (τῆς Μονῆς Προφήτη Ἠλία Καρυδίου) καὶ Μακάριος Λουντζέρης. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ μοναχοὶ ὑπηρέτησαν τὴ μεγάλη μονὴ τοῦ Ἀρετίου κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ἐνετοκρατίας ἀπὸ τὸ 1634 καὶ μετὰ, μέχρι ποὺ ἡ Κρήτη ἄλλαξε ἀφέντη, τὸν Τοῦρκο, τὸ 1669. Συγκινητικὴ εἶναι καὶ ἡ διαθήκη τοῦ Μάρκου Παπαδόπουλου, ἰδρυτοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρετίου, ἡ ὁποία μὲ τὸ κείμενό της καταπλήσσει ὅλους γιὰ τὴ μεγάλη πίστη τοῦ ἄνδρα αὐτοῦ, δημοσιεύομε γιὰ τόνωση τῆς πίστεως τῶν ἀναγνωστῶν μας, τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔζησαν σὲ μιὰ περίοδο ποὺ ὁ ἄνθρωπος εἶχε ἀξίες πάνω ἀπ’ ὅλα καὶ ἡ ψυχὴ του ἦταν γεμάτη Θεό. Γράφει λοιπὸν στὴ διαθήκη του ὁ Παπαδόπουλος τοῦ «ποτὲ κὺρΓιώργη… ὑγιής, κάμνω μὲ τὸ χέρι μου τὸν τεσταμέντον μου καὶ συγχωρῶ

50


ὅλων των χριστιανῶν καὶ παραδίδω τὴν ψυχή μου τοῦ Πανάγαθου Θεοῦ…» Τὸ πρῶτο στοιχεῖο τοῦ δωρητῆ αὐτοῦ, ποὺ εἶναι καὶ στοιχεῖο ὅλων των μοναχῶν δωρητῶν (βλ. κείμενα), εἶναι ἡ ὑγεία σώματος καὶ ψυχῆς γιὰ νὰ μπορέσει νὰ φτάσει κανεὶς στὴ συγχώρεση μὲ τοὺς συνανθρώπους του καὶ τὸ τέλος ποὺ εἶναι ὁ θάνατος καὶ ἡ παράδοση τῆς ψυχῆς στὰ χέρια τοῦ Πανάγαθου Θεοῦ. Ἡ ταφὴ του -ὅταν κληθεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ- κατὰ τὸ θέλημά του πρέπει νὰ γίνει κοντὰ στοὺς δικούς του, «στοὺς γονέους του» μὲ δέκα ἱερεῖς, καὶ ἡ ὅλη τελετὴ νὰ γίνει στὸ σπίτι καὶ ἀπὸ κεῖ στὴν ἐκκλησία, ὅπου καὶ θὰ ψαλλεῖ ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία. Ὅμως τὸ θέμα δὲν σταματᾶ ἐδῶ. Ἡ πέραν τοῦ τάφου ζωὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ ἔχει ἀξία καὶ ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς, γι’ αὐτὸ καὶ ἀφήνει τοῦ ἐφημέριου ὁ ὁποῖος θὰ λειτουργεῖ ἐκεῖ (στὸ μοναστήρι τοῦ Ἀρετίου), δέκα μουζούρια σιτάρι γιὰ νὰ μνημονευτεῖ αὐτὸς καὶ ὅλη του ἡ οἰκογένεια. Ἀφήνει ἐπίσης χωράφια σαράντα μουζουριῶν μὲ πολλὰ δένδρα, ἕνα ἀμπέλι, ἕνα λιόφυτο καὶ μέλισσες καὶ ἄλλα «διὰ τὸ γουβέρνον ιβ΄ καλογέρων εἰς κοινόβιον στὴν ὑποταγὴν τοῦ ὀσιώτατου Ἰωσὴφ Τζέ, τοῦ πνευματικοῦ μου μετὰ θάνατον, τοῦ ὁποίου νὰ διαλέγουσι ἀπὸ τοὺς ἴδιους καλόγερους ἄλλον ἡγούμενον…»58 κι ὄχι μόνο αὐτὰ ἀπὸ μέρους του, ἀλλὰ καὶ οἱ κληρονόμοι του καὶ οἱ διάδοχοί του εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ δίνουν ἀπὸ τὴν περιουσία τους ἑκατὸ χρυσὰ (τζικίνια) γιὰ ἐξαγορὰ κάθε χρόνο δύο χριστιανῶν σκλάβων ἀπὸ τὰ χέρια τῶν τούρκων. Ὅλα νὰ γίνονται χωρὶς καθυστέρηση καὶ νὰ μὴν ἀφήνουν νὰ περάσει ὁ χρόνος. Παραγγέλει ἐπίσης ὅτι ἔχουν τὴν ὑποχρέωση -οἱ κληρονόμοι- νὰ προικίζουν καὶ νὰ παντρεύουν δύο φτωχὰ κορίτσια «καὶ νὰ βγάνουν ἀπὸ τὴ φυλακὴ πτωχοὺς χριστιανούς!».

58

βλ. ἔγγραφο Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρετίου ὑπ’ ἀριθμ. 77 Χριστ. Κρήτη, Α΄, σελ. 202,203. 51


Διὰ σκλάβους νὰ δίδουσι, νὰ παντρεύουσι δύο ἀνεκλύτους59 ἤγουν νέας παρθένας 15) ὁπού νὰ μὴν ἤθελαν ἔχει ἄλλον μόδο ἢ νὰ βγάνουσιν ἀπὸ τὴ φυλακὴ χριστιανοὺς πτωχούς, κόντε τῶν σκλάβων…» Ἀπὸ τὰ ὀνόματα τῶν μοναχῶν του καταλόγου, ὁ Ἰωαννίκιος Πατζούδης εἶχε τὴν καταγωγὴ ἀπὸ τὸ Καστέλλι τῆς Φουρνῆς καὶ θεωρεῖται κτήτορας καὶ ἱδρυτὴς τῆς μονῆς Καρδιώτισσας (Κυραπολίτισσας) (1623). Ὁ Νικόδημος Καλοχρυσὸς ἀπὸ τὸ Καστέλλι, μοναχὸς στὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, περιοχῆς Συρμέσου. Κτίζει κατὰ τὸ ἔτος 1550 τὸν Ἅγιο Ἀντώνιο (Σύρμεσο), μονὴ τὴν ὁποία καθιστᾶ ἀργότερα γυναικεία μὲ πρώτη Ἡγουμένη τὴν ἀδελφή του Μαγδαληνή. Ὁ Ἀκάκιος Ἁμαργιανίτης ἀναφέρεται ὡς ὁ κτήτορας καὶ ἱδρυτὴς τοῦ μοναστηριοῦ καὶ αὐτός, τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Ὁ Ἰωαννίκιος καὶ Ἀρσένιος Πεδιῶτες ἀπὸ τὸ Κάτω Χωριὸ Φουρνὴς εἶναι ἀδέλφια κατὰ σάρκα καὶ κτήτορες τῆς μονῆς Ἁγίου Ἰωάννη (Σκουρά). Ἡ οἰκογένεια αὐτὴ «Πεδιώτη» ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν ἔδινε τοὺς ἱερεῖς τῆς Φουρνῆς οἱ ὁποῖοι ἐκτελοῦσαν χρέη Νοταρίων60 -Συμβολαιογράφων δηλ. στὴν περιοχή. Ὁ Γεώργιος Κατζαρᾶς, ἱερέας, μὲ τὰ παιδιὰ τοῦ Ξενοφώντα καὶ Ἰωαννίκιο (μοναχοὺς) ἱδρύει τὸ μοναστήρι τοῦ Κεράμου - Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸ 1644. Ὁ Ἱερομόναχος Μανασὴς Κατζαρᾶς θεωρεῖται

Ἀνέκλυτος κόρη= ἡ ἄγαμος, ἡ παρθένος κατὰ τὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα τῆς Ἀνατολικῆς Κρήτης. Ἐκεῖνο ποὺ κινεῖ τὴν περιέργειά μας εἶναι πῶς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς -Μάρκος Παπαδόπουλος- ἐγνώριζε, ἔβλεπε ἴσως μακριά, τὸν καινούριο κατακτητὴ τοῦ ὁποίου ἡ παρουσία δὲ θὰ ἀργοῦσε νὰ φανεῖ στὸ νησί μας. Ὁ ἴδιος πρέπει νὰ γνώριζε τὴν κατάσταση ποὺ εἶχε περιέλθει ἡ Ἐνετία, οἰκονομική, ἠθικὴ κ.λ.π. καὶ γι’ αὐτὸ σημειώνει πὼς πρέπει αὐτοὶ ποὺ θὰ χρησιμοποιοῦσαν τὰ χρήματα τῆς διαθήκης του, ἦταν καθῆκον τους νὰ πληρώνουν καὶ νὰ βγάζουν ἀπὸ τὴ φυλακὴ χριστιανοὺς φυλακισμένους! τοὺς ὁποίους εἶχαν συλλάβει οἱ Τοῦρκοι γιὰ τὴν πίστη τους στὸ Χριστό. 60 Οἱ Νοτάριοι ἔζησαν ἀπὸ τὸ 1575-1643, μέσα δηλ. σὲ 68 χρόνια κατὰ τὸ τέλος τῆς ἐνετοκρατίας καὶ ἀνέρχονταν στὸν ἀριθμὸ 17. Ἀπὸ τοὺς 17 συμβολαιογράφους δύο ἔμεναν στὸ Χάνδακα, ὁ Νικόλαος Πεδιώτης (βλ. ἔγγρ. XXVI) καὶ ὁ Giorgizen (ἔγγρ. VLIII), ἕνας στὴ Σητεία, ὁ Μάρκος Ἀντώνιος Στρατηγὸς (ἔγγρ. XLXVI). Οἱ ὑπόλοιποι νοτάριοι ἔμεναν Ἐλούντα, Μίλατο, Νεάπολη ἢ καινούριο χωριὸ τῶν Καρῶν, καὶ στὴ Φουρνὴ οἱ ὑπόλοιποι (7) ἑφτὰ τὸν ἀριθμό!! 59

52


κτήτορας καὶ ἱδρυτὴς τῆς μονῆς Καρδαμούτζας (κοιμήθηκε τὴν 19η Αὐγούστου τοῦ 1617 ἔτους). Ὁ Νεόφυτος Βαρτάγγης ἀναφέρεται ὡς ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Καρδαμούτζας61, ὁ δὲ Διονύσιος Δρακοντόπουλος ἀνῆκε στὴ Μονὴ Ἁγίας Φωτεινῆς62. Γιὰ τὴν παλιὰ μονὴ μέσα στὸ σημερινὸ χωριὸ Δωριές του Σωτῆρος Χριστοῦ – Μεταμόρφωση, δὲν ἔχουμε πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὸν ἱδρυτή της. Σήμερα εἶναι ἐνοριακὸς νεκροταφιακὸς ναός. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ γιὰ τὴν Παναγία τὴν Κορασανή. Ὁ Ἰωσὴφ Ἱερομόναχος, ὅπως γράφει σχετικὴ ἐπιγραφὴ στὴν εἰκόνα τοῦ τέμπλου, «ὑπὲρ ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ Δούλου σου Ἰωσὴφ Ἱερομονάχου Καθηγουμένου» (Α. ΩΚ΄ 1829) θεωρεῖται ἱδρυτὴς τῆς μονῆς Μεταμορφώσεως Ἀγριλιᾶς στὸ χωριὸ Λούμα Μιραμπέλλου. Προφήτης Ἠλίας στὸ Σκινιὰ Μιραμπέλλου χωρὶς κτήτορα, τὸ ἴδιο καὶ τὰ μικρὰ μοναστήρια – μονύδρια Ἁγίου Νικολάου στὰ Βλυχάδια, Μιχαὴλ Ἀρχαγγέλου, ἐρημητήρια Ἁγίου Ἀντωνίου, ὁ Μερκούριος Πατζούδης θεωρεῖται ἱδρυτὴς τῆς Μονῆς Ἁγίου Δημητρίου στὸ Σκινιὰ τὸ 1638. Προσπάθησε νὰ πάρει κοντά του τὸν ἀδελφὸ Ἀκάκιο Ὑφαντὴ μοναχό, ὅμως ἔφυγε ἀπὸ κοντά του γρήγορα (ἔγινε μάλιστα συμφωνία μαζί του σὲ Συμβολαιογράφο ἡ ὁποία ὅμως ἀκυρώθηκε ἀργότερα). Ὁ Ἀκάκιος κατέφυγε ἀργότερα στὴ Μονὴ Ἀρετίου. Τὸ κείμενο τῆς συμφωνίας μεταξύ των δύο αὐτῶν μοναχῶν ἔχει ὡς ἑξῆς: «Κόπια ευγαλμένη από τζη άτους εμένα του κατο γεγραμένου νοδάρω αχλθ αυγούστου, Η Ἐστόντας καὶ ἐγὼ καλόγερος ἀκάκιος ἀνιφαντὴς ποτὲ μιλάχη καὶ νὰ ἐθέλαμε κάμει μία γραφὴ νοδαρηκὴ εἰς νοδάρον δάσκαλο γεώργη τζὲ μετασένα τὸν καλόγερον μερκούριον τὸν Πατζούδη ἀπὸ τὸ μοναστήρι τοῦ βλ. ἔγγραφο Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρετίου ὑπ’ ἀριθμ. LXII. γιὰ τὴ θέση τῆς Μονῆς οἱ γνῶμες διίστανται. Ἄλλος ἐρευνητὴς τοποθετεῖ αὐτὴ στὴν περιοχὴ «χῶρες» τοποθεσία κοντὰ στὴ Δρῆρο, καὶ ἄλλοι στὴ σημερινὴ θέση τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. 61 62

53


Μεγάλου Δημητρίου τοῦ σκινιᾶ, ὁ διὰ νὰ ἔλθω καὶ ἐγὼ μετασένα εἰς τὸ μοναστήρη τὸ ἐδικό σου ἐσένα τοῦ ἀνόθεν μερκουρίου καὶ ἐγὼ ἦρθα καὶ ἐδοκίμασα καὶ ἤκαμα λυγάκι κερὸν καὶ δὲν ἐμπόρου νακάμο καὶ ἐμήσεψα καὶ γιὰ τοῦτο θέλω καὶ κάνω τὸ εἰστρουμέντο ἐκεῖνο κομμένο καὶ ἀνουλάδο ὀσάν ποτὲ νὰ μὴν ἤθελα γενὴ πρεζέντες καὶ ἐγὼ ὁ ἀνόθεν μαρκούριος καὶ βάνο καὶ ἐγὼ τὸ θέλημά μου νάνε κομένο ὀσᾶν ποτὲ νὰ μὴν ἤθελεν γενῆ μάρτυρες παρακαλετὰ καὶ τὰ ἑξῆς <ἀγγελὴς καλλιάκης νοδάρος πούλπηκος> Μετὰ τὸ 1645 τὸ μοναστήρι αὐτὸ δὲν ὑπάρχει στὸ προσκήνιο τῆς ἱστορίας καὶ μᾶλλον ποὺ ἐντάχθηκε στὸ μεγάλο μοναστήρι τοῦ Ἀρετίου. Ὁ Γεράσιμος Μεγαλονᾶς, μοναχός, θεωρεῖται ἱδρυτὴς τῆς μονῆς Ἁγίου Ἰωάννου στὸ Βρουχὰ καὶ αὐτὴ ἡ μονὴ περιῆλθε στὴ μονὴ Ἀρετίου μαζὶ μὲ τὰ κτήματά της63

β) Λόγοι δωρεῶν – παραχωρήσεων πρὸς τὴ Μονὴ Ἀρετίου τῶν μοναστηριῶν τῆς περιοχῆς Φουρνῆς κατὰ τὴν Ἐνετοκρατία 1. Μαρτυρίες παραχωρητήριων ἐγγράφων. Οἱ πρῶτοι μοναχοὶ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρετίου Ἰωσὴφ Τζὲς καὶ ὁ μετὰ ἀπὸ αὐτὸν -διάδοχός του- Γερμανὸς Συναδινὸς ἦταν ἄνθρωποι μὲ δραστηριότητα καὶ προίκισαν τὴ μονὴ μὲ ἀρετές, περιουσίες σημαντικὲς Σήμερα συναντᾶ κανεὶς τὴν ἐρήμωση παντοῦ. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἱερὰ μοναστήρια δὲν ὑπάρχουν παρὰ μόνο ἐρείπια καὶ τὰ καθολικά των, τὰ ὁποῖα εὐτυχῶς δέχονται τὶς ἐπισκευαστικὲς μέριμνες τῶν πιστῶν κατὰ καιρούς. Δυστυχῶς τὸ νησὶ τῆς Κρήτης καὶ ἡ περιοχὴ ποὺ ἐξετάζουμε πέρασε μεγάλες περιπέτειες τῶν πρώτων χρόνων τῆς κατάκτησής του ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἦταν πράγματι ζοφερὰ αὐτὴ ἡ περιδοδος. Ἡ ἀνομία καὶ ἡ ἀδικία προσωποποίηση μέσα στὶς σκοτεινὲς ὑπάρξεις τῶν Ὀθωμανῶν. Γιὰ τὰ περισσότερα μοναστήρια τῆς Φουρνιώτικης περιοχῆς ἔχουν γραφεῖ εἰδικὲς μελέτες μὲ παράθεση σχετικοῦ ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ καὶ πλῆθος φωτογραφιῶν, παλαιοτέρων καὶ νεοτέρων, καλύπτοντας πιστεύομε ἔτσι ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ἱστορίας τῆς Φουρνιώτικης περιοχῆς ἀπὸ τὸ συγγραφέα τοῦ παρόντος ἔργου, τὰ ὁποῖα καὶ κατατάσσει στὰ ἔργα «τῆς Φουρνιώτικης βιβλιοθήκης» (βλ. τόμ. 1-15) 63

54


καὶ ἀξιόλογες γιὰ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ (ἐνετοκρατία). Ἰδιαίτερα ὁ ἡγούμενος αὐτῆς Γ. Συναδινὸς, μὲ ἀγορὲς νέων κτημάτων καὶ δανείων ἐπικερδῶν τα ὁποῖα χορηγοῦσε στοὺς εὐγενεῖς καὶ μὴ, καθὼς καὶ μὲ τὴν πρόσθεση «εἰς ἐαυτήν» διὰ τῆς ἀφιερώσεως τῶν νέων ἰδρυτῶν καὶ τῶν κτητόρων τῶν μονυδρίων, τὰ ὁποῖα συγχωνευθέντα στὴ μονὴ Ἀρετίου καὶ γενόμενα μετόχια δικά του αὔξησαν κατὰ πολὺ τὴν περιουσία τοῦ μοναστηριοῦ. Εἶναι δὲ τὰ μοναστήρια αὐτὰ στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Φουρνῆς καὶ ἐντὸς αὐτῆς, ὅπως ἤδη ἔχουμε ἀναφέρει πιὸ πάνω (τοῦ τ. Δήμου Φουρνῆς). Τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἡ μονὴ Ἀρετίου διατηρήθηκε ἀκέραια, καθὼς βρισκόταν σὲ μέρος ἀπόκεντρο, ἄνυδρο καὶ πετρῶδες, ἀκατάλληλο γιὰ τὴν παραμονὴ τῶν Τούρκων ἐκεῖ καὶ ἐπιπλέον λόγω τοῦ ἀπόκεντρου αὐτῆς δὲν προσήλκυε τὴν προσοχὴ καὶ τὴν ἀπληστία τοῦ νέου κατακτητῆ. Καὶ ἕνα ἄλλο ὑπὲρ τῆς μονῆς ἦταν πὼς δὲν περνοῦσε ἀπὸ κεῖ ὁ μοναδικὸς δρόμος ποὺ ἕνωνε τὴ Φουρνιώτικη περιοχὴ μὲ τὰ ἄλλα χωριὰ τῆς ἐπαρχίας Μιραμπέλλου καὶ ὁδηγοῦσε στὸ φρούριο τῆς Σπίνα-Λόγκας, ὅπου ἐκεῖ εἶχε ἐγκατασταθεῖ τὸ ἀρχηγεῖο τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ. Γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ἐξακολούθησε σε ὅλη τὴν τουρκοκρατία νὰ εἶναι ἡ σημαντικότερη ἀπὸ τίς μονὲς τῆς ἐπαρχίας Μιραμπέλλου. Ἀκόμα καὶ οἱ ἐπίσκοποι Πέτρας τὴν εἶχαν ἐκλέξει ὡς θερινὴ ἐπισκοπική τους ἕδρα –ἡ χειμερινὴ ἦταν στὸ ἐπάνω χωριὸ Φουρνής, καὶ μόνο μετὰ τὴ σύσταση τοῦ Νομοῦ Λασιθίου μὲ ἕδρα τὴ Νεάπολη μετὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1866, ἡ ἱστορικὴ ἐπισκοπὴ Πέτρα μετακόμισε στὴ σημερινὴ Νεάπολη. Πέρα ὅμως ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς δωρητές, ὑπῆρχαν καὶ μεμονωμένοι ἄλλοι χριστιανοὶ ποὺ δώριζαν «κομμάτια» ἀπὸ τὰ κτήματά των, ἢ μοναχικὰ δένδρα ὅπως 3-4 ἐλιὲς ἢ ἀμυγδαλιές κατὰ περίπτωση. Ἡ Κερὰ Μαθιά, χάριν λόγου, ἀφιερώνει γιὰ τὴν ψυχὴ της χωράφια στὴν περιοχὴ «Μορονικήτα» σύμφωνα μὲ τὸ παρακάτω ἔγγραφο: (ἔγγραφο ὑπ’ ἀριθμὸν XXVII). 55


«Κόπια εὐγαλμένη ἀπὸ τὸν λῆμπρον τῆς νωταρίας ἐμοῦ Γεωργίου Ἱερέως Πεδιώτι νωταρίου πούμπληκου αχκβ φευρουαρίου 1. Ἡ εὐγενέστατη ἀρχόντισσα Κερὰ Ματθεία (Μαθιὰ) γιαληνοπούλα χήρα ἀπὸ τὸν πότε ἀφέντη ληναρδὴ κουρήνω ἐπῆρεν καὶ ἐπαράλαβεν ἀπὸ τὸν πανοσιώτατον ἀφέντη κὺρ Ἰωσὴφ τζὲν καὶ ὑγούμενον τῆς μονῆς τοῦ ἀρετίου ὑπέρπυρα 100 ὑγουν ἑκατὸν καθὼς θέλει φανεῖ διαχηρὸς νωδάρου κὺρ γεωργίου τζὲν εἰς κερὸν καὶ ἡμέραν καὶ ὡσὰν εἰς ἐκείνων καὶ ὀδιαντανα ἤδωκεν ἡ λε/η (λεγόμενη) ἀρχόντισσα τοῦ ἀνόθεν ὑγουμένου να σκοδέρνη ἀπὸ ἐμοῦ τοῦ γράφοντος ἀπὸ τὰ τέσσερα κομμάτια τὰ χωράφια τζιμορονήκητας σιτάρι κουμουλάρι μ.1 ὕγουν ἕνα καθὼς φαίνεται διαχηρὸς νωδάρου κὺρ ἀγγελὴ καλλιάκη εἰς κερὸν καὶ ἡμέραν καὶ ὀσᾶν εἰς σεκείνω· ἀκόμη τὴν σήμερον διαλαμβάνει ἕτερα ὑπερπυρὰ 50 ὕγουν πενήντα πρεζεντες ἐμένα καὶ τῶν γγατογεγραμένων (κάτω…) μαρτύρων γίνουνται ὅλα ὑπερπυρὰ 150 ὕγουν ἑκατὸν πενήντα καὶ αὐτὰ νὰ κρατῆ ἡ ἄνωθεν κεραματθιὰ νὰ τὰ γαλτέρνη ἕως νὰ ἤθελε καὶ ὁ ἄνωθεν ἀφέντης… νὰ σκοδέρνη τὸ ἀνόθεν στάρι μ. (μουζούρι) ἕνα καὶ γιαγέρνοντας στὰ ὀπίσω νὰ μὴν μπορῆ νὰ τὸ σκοδέρνη πλέα. Μὰ νὰ εἶναι τότες εἰς τὴν ἑξὰ τῆς ἄνωθεν κυρᾶς ἐτζι εἶναι τὰ λε/ » δίω μερὶ πρεζέντες καὶ κοτέντοι μαρτύροι παρακαλετοὶ καὶ τὰ ἑξῆς. Ὁ Μοναχὸς Ἰωαννίκιος Πατζούδης παραχωρεῖ τὸ μονύδριο Κυρίας Καρδιώτισσας στὸ Ἀρέτι, τὸ ὁποῖο εἶχαν οἰκοδομήσει μέλη τῆς οἰκογένειάς του, ὅμως ἡ πράξη αὐτὴ (συμβολαιογραφικὴ) ἀκυρώθηκε ἔπειτα ἐπιστρέφοντας καὶ πάλι ἡ μονὴ στοὺς κατόχους της, χωρὶς νὰ εἴμαστε σὲ θέση νὰ γνωρίζουμε τίποτα ἄλλο γιὰ τὴν ὑπόθεση αὐτή. Μᾶλλον ποὺ οἱ ὄροι παραχώρησης ἦταν ἀσύμφοροι γιὰ τοὺς παραχωρητὲς μοναχούς. Ἡ Πιάδα χωριατοπούλα παραχωρεῖ χωράφι 3 μουζουριῶν νὰ τὸ φυτέψουν οἱ καλόγηροι καὶ νὰ ζοῦν αὐτοὶ καὶ οἱ διάδοχοί των. Τὰ μοναστήρια Ἁγίας Φωτεινῆς καὶ Προφήτη Ἠλία στὸ Καρύδι παραχωροῦνται στὴ Μονὴ 56


Ἀρετίου, τὸ δεύτερο ἀπὸ τὸ μοναχὸ Θεοδόσιο Πεδιώτη στὶς 15 Ὀκτωβρίου τοῦ 1640. Πρόκειται περὶ ἰδιωτικῆς συμφωνίας ὅπου ὁ Θεοδόσιος Πεδιώτης Χαρόπουλος ἀφιερώνει τὸ μοναστήρι τοῦ Προφήτη Ἠλία τοῦ Καρυδίου στὴ Μονὴ Ἀρετίου, θέτοντας τοὺς παρακάτω ὅρους. α) Νὰ μονάζει στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου (Καρύδι) ποὺ εἶναι μετόχι τοῦ Ἀρετίου καὶ β) ἂν ἀποδιωχθεῖ χωρὶς λόγο καὶ ἀφορμὴ ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο, νὰ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ πάρει πίσω τα μισὰ ἀπ’ τὰ δωρηθέντα (ἔγγρ. ὑπ’ ἀριθμὸν XCIV (94). Σημαντικὸς λόγος ποὺ πρέπει νὰ γίνει ἡ δωρεὰ αὐτὴ εἶναι ὅτι ὁ μοναχὸς αὐτὸς στὸ μοναστήρι τῆς μετανοίας του δέχεται καθημερινὰ ἐπισκέψεις ἀπὸ τοὺς κοσμικοὺς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάσει ὅπως ἐπιβάλλει ὁ μοναχικὸς κανονισμός. Παρακαλεῖ ἐπίσης πώς ἡ παραμονή του στὸ μεγάλο μοναστήρι τοῦ Ἀρετίου θὰ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ σώσει τὴν ψυχή του καὶ θὰ ἔχει μνημόσυνο αἰώνιον, καὶ θὰ «γροικᾶ» τὴ λειτουργία καὶ ὅλες τὶς μεγάλες ἀκολουθίες τοῦ χρόνου στὸ καθολικό της Μονῆς (βλ. ἔγγρ. ὑπ’ ἀριθ.XCIV).

XCIV 1640 οκτοβριου 15 στὸ μοναστίρι τῆς αγιας τριάδος ἀρέτι Εστοτας καὶ νὰ εκατίκα ὁ Θεοδόσης πεδιότις λεγόμενος χαρόπουλος ἠστὸ μετόχι κα(ρύδι) εἰς τὸν μέγαν ιλίαν καὶ νάχη σύνχυσες καθημέραν ἀπὸ τζι κοσμικοὺς καὶ δεν (πο)ρόντας νὰ ἠσυχάζυ κατὰ τὴν τάξιν ὁποῦ χροστοῦναι οἱ μοναχοὶ ἤρθε καὶ ἤβρικεν ἐμένα το γερμανὸ ἱερομόναχο καὶ ἡγουμενον τοῦ ἄνοθεν μοναστηρίου τοῦ ἀρετίου νὰ τὸν ἀπο(δεχτῶ) καὶ νὰ τόν συναριθμήσο μετὴν συνοδίαν μου διὰ τὸ καλύτερον τῆς ψυχῆς του καὶ διανάχη μνημόσυνον αἰώνιον ὀς λέγει ὁ ἄνοθεν Θεοδόσης ἔτησ τὸν ἐτζετάρισα δια νὰ μὴν παραβγὸ τὴν ἐντολὴν τοῦ Χυ ὀποῦ λέγι εἰς τὸ θεῖον καὶ ἱερὸν εὐαγγέλιον τὸν ἐρχόμενον πρός με οὐ μι ἐκβάλο ἔξο καὶ διανα τοῦ δόσο πλιά σατισφατζιο (νὰ) μπορι νὰ στέκι πλέα με καλὴν 57


ορεξιν στὸ κινόβιον θέλονα παγη νὰ κατικίσι εἰς τὸν μέγαν ἀντώνιον στὸ καρίδι καὶ ναρχεται εἰς τὸ καθολικο μοναστίρι πασα σαβατοκύρακο νὰ γρικά (τὴν) λειτουργιαν καὶ ὀλες τζὶ μεγάλες ἀκολουθίαις τοῦ χρόνου καὶ ἀκριβὲς νὰ πὲρ(νη) γοβέρνο αραζὸ ἀποῦ πέρνουσι καὶ οἱ αλλοι μετοχάροι τοῦ μοναστιρίου καὶ διατὶ ἔχη κάμπι(αν) ἀμφιβολίαν μὴν πάγη ταχιὰ τὴν ἄλη ὡσὰν αλάξη ἡγουμενος νὰ μὴν τόνηθέλη καὶ βγάλη τον απτο ανοθεν καθισματάκη· καὶ εδο δὲν τοῦ δίδη κομοτιτά ναμπορή νὰ στ(έκη) διὰ τοῦτο τοῦ γράφο ἔδοκάτο ὁτι πράμα ἤφερε ἔτζι στάμπελε οσα καὶ μομπελε καὶ αν τὸν αποβγάλη νάναι κρατημένος νὰ του δίδει ὀπίσο ὁτι πραμα ἤφεραι τὸ μησὸ ἀπὸ πάσα λογὶς καὶ πρότον εἶναι ἕνα κομάτι περβόλι στὸ καρίδι σύμπλια τοῦ ανοθεν μοναστιρίου ὁποῦ θέλη κατηκά τὸ οποῖον νὰ πέρνη ος τὴν ζωήν του καὶ ἀποθανοντάς του νάναι ἀφιερομένον στὸ καθολικὸ ος λέγει καὶ ηχεν το καὶ εἰς τὸ νοῦ του ἀπὸ προτήτερας νὰ τὸ ἀφήση διὰ μνημόσυνόν του βόδια γαϊδουρινα πρόβατα κριθαρι κουκιὰ ἀρακὰ λαθούρι ταγή ροβη τὰ ὀπία νὰ πέρνῃ ὄλλα τὰ μισα ος ἄνοθεν ἀνισος καὶ ἐγώ ὁ ἴδιος ἀλάξο γνώμη κόντρα του δίχος εὔλογον ἀφορμήνά τοῦ τα δίδο τὰ λεγώμενα μισὰ ος ἀνοθεν. ἑγὼ παπὰ νίκολος καλληβα ἁπτὸ καστέλι μιραμπέλο ἠγραψα τὴν παρουσαν μεθελιμα καὶ τον διο μερίδον (Δι’ ἄλλης χειρὸς κάτωθεν εὑρίσκονται τὰ ἑξῆς: ……… ημε πρεζεντες και μαρτυρω τὰ ανωθε ……… Θεοδόσης μὲ τὸ ωρα μιτροφάνη σκλάβο πρόβατα ……………………………………….

Τοὺς παραχωρητὲς μοναχοὺς ἀπασχολεῖ τὸ πρόβλημα τῆς ζωῆς καὶ τῶν γηρατειῶν, καθὼς καὶ ὁ θάνατος τὸν ὁποῖο δέχονται μὲ τὴν πίστη προς ἐκεῖνον ποὺ πάτησε τὸ θάνατο, τὸν ἀρχηγὸ τῆς ζωῆς. Σὰν κτήτορες καὶ ἱδρυτὲς τῶν ἱερῶν μονῶν ποὺ ἀντιπροσωπεύουν ὁ καθένας ἀπ’ αὐτούς, τοὺς ἀπασχολεῖ ἕνα σοβαρὸ πρόβλημα. Δὲν θέλουν νὰ μείνουν τὰ 58


θυσιαστήρια τῶν ἱερῶν Ναῶν (τὰ Καθολικά των μοναστηριῶν τους) χωρὶς ἱερουργούς, ἕνας λόγος παραπάνω ποὺ ζητοῦν τὴν προσάρτηση τῶν μοναστηριῶν τους στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἀρετίου. Ἄλλωστε οἱ φράσεις τῶν παραχωρητηρίων ἐγγράφων ὅπως, «νὰ ἱερουργεῖς…», «νὰ μὴν ἔχει ἐφημέριο τό μοναστήριον…», «νὰ εἶναι ἀκέφαλον», νομίζουμε πὼς εἶναι δηλωτικά της ἀγωνίας τῆς μοναχικῆς κοινότητας ὁλοκλήρου της περιοχῆς τῆς Φουρνῆς. Χρέος καὶ ὑψηλὸ καθῆκον τοῦ Ἡγουμένου Ἰωσὴφ Τζέ, μετὰ τὴν προσάρτησή τους στὸ μοναστήρι του, ἦταν ἡ συνεχῆ τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας στὰ θυσιαστήρια τῶν Ἱερῶν Ναῶν τους. Ὁ Νικόδημος Καλοχρυσός, Κτήτορας τῆς Μονῆς Ἀντωνίου (Σύρμεσο) παραχωρεῖ τὸ μοναστήρι του στὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Ἀρετίου Ἰωσὴφ Τζέ, ὑπὸ τὸν ὄρο νὰ διατηρεῖ αὐτὸν ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ὅπως καὶ ὁ μοναχὸς Ἀκάκιος ποὺ ζητᾶ νὰ τὸν διατηροῦν στὴ ζωή. (ἔγγρ. XI καὶ XII). … ἐξουσιαστικό σου ἐσένα καὶ τῶν διαδόχων σου (Ἡγουμένων τοῦ Ἀρετίου) εἰς τοὺς αἰώνας νὰ τὸ ἔχης καὶ νὰ τὸ κονσερβάρης ἀπὸ τὴν σήμερον νὰ τὸν ἔχης τοῦ μόδου σου καὶ τοῦ λογαριασμοῦ σου… (βλ. ἔγγραφον).

XII

Κόπια εὐγαλμένοι ἀπὸ τὸν λῆμπρον τῆς νοταριας τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας ἐμοῦ Ἰωάννου Ἱερέως Κατζαρὰ αχιβ οκτομβριου .Ι. Φανερὸν κἅμνο ἐγὼ ἀκάκιος μοναχός τό κατὰ κόσμον ἁμαργιανήτης υἱὸς ποτὲ ἰωανηκίου οἰκὸν καὶ ευρησκόμενος ἐν τί μονῆ τοῦ μεγάλου ἀντωνίου εἰς τόπον καλούμενον καρίδι ἐν τί περιὁχὴ τοῦ καστελίου τῆς φουρνῆς ὤτι μὲ δύναμιν τοῦ παρόντος φανεροῦ εἰστρουμέντου δίδο καὶ κοντζενδέρο καὶ εἰς γονηκὸν ἐώνηον χαρτόνο τὸ παρὸν μοναστήριον ἤγουν τὸν μέγαν ἀντόνιον μὲ ὅλην του τὴν μπαρτινέτζιαν, λέγο ἐκκλησίαν κελία περιβόλια 59


καθὸς εὐρήσκεται ἐσένα τοῦ ὀσιωτάτου ἱερομονάχου καὶ πνευματικοῦ παπά Κὺρ Ἰωσῆφ τζὲ καὶ οἱγουμένου τῆς ἁγίας τριάδος τοῦ ἀρετίου νὰ τὸ ἔχεις καὶ νὰ τὸ κηρηεύη(ς) ἐωνίως ἐσὶ καὶ ὄπιος ἡγούμενος θέλει ἥστε εἰς τὸ λε/ον ἀρέτιον τὸ οπίον νὰ ἕχετε νὰ κυριεύητε να ἀγομεντάρετε καὶ ὅλη ναντεσγομεντάρετε νὰ ἐορτάζετε καὶ νὰ ἐφημερεύητε κατὰ τὰ ὅρδινε τῆς Ἱερᾶς τάξεως πάντα ἀληθινὰ να ἤστε ὀμπληγάδη νὰ δίδετε καὶ νὰ πληρόνετε τὸν εὐρησκόμενον κἀβαλάρον κὺρ τζόρτζη μπὸ καὶ μισὲρ φραντζέσκο κονταράτο καὶ τὸν διαδόχον τος τὸν καθέκασθον χρόνον σιτάρι μ(ουζούρια) τέσερα καὶ τὸ τρίτο ἀπώτι ξηλοκαρπία κἅμι καὶ ἐμένα ἀληθινὰ νὰ ἔχετε τὴν ἔγνια μου ἀπὸ τὴν σήμερον καὶ ὀμπρῶς Ἔως ὅλην μου τὴν ζὀὴν ησὲ ζοοτροφία εντιμασα καλήκοσι ὅσον κατὰ τὴν ἐμὴν διάνιαν καὶ μετὰ τὸν θάνατον μου τον ενταφιάσε καὶ μνιμονεύσε κατὰ τὴν τάξιν τὸν μοναχὸν καὶ ούτος ἥμε κοτέντος ἀπὸ τὸ ἅλον ἐγὼ ὁ ἄνωθεν ιερομοναχος ἰωσῆφ τζὲς καὶ οἰγούμενος πρεζέντες καὶ κοτέντος εἰς μόδους καὶ τρόπους ὄς ἄνωθεν μαρτύροι παρακαλετοὶ καὶ τὰ ἑξῆς. Μία περίπτωση δυστροπίας ἀπὸ τὸν μοναχὸ Νικόδημο Καλοχρυσὸ συναντᾶ κανεὶς στὶς δοσοληψίες μεταξύ των μικρῶν μοναστηριῶν καὶ μονῆς Ἀρετίου. Πρόκειται γιὰ τὸ κείμενο τοῦ ἐγγράφου (LXV=65) στὸ ὁποῖο φαίνεται ὁ εὐμετάβλητος, δύστροπος καὶ ἀπαιτητικὸς χαρακτήρας τοῦ μοναχοῦ αὐτοῦ. Ζητᾶ ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τοῦ μοναστηριοῦ Ἀρετίου «νὰ τόνε γουβερνάρη εἰς τὸ κελήν του...» σὲ ψωμί, τυρί, λάδι καὶ ὅτι ἄλλο τοῦ χρειάζεται. Ὁ μοναχὸς αὐτὸς ἀπὸ τὸ ἔτος 1608 εἶχε ἐκχωρήσει τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου (περιοχὴ Συρμέσου) στὸ Ἀρέτι σύμφωνα μὲ τὸ ἔγγραφο (XI) τοῦ ὁποίου τὸ κείμενο παραθέσαμε. Τὸ μοναστήρι αὐτὸ μετὰ 9 ἔτη παραχωρεῖ στὴν ἀδελφή του Μαγδαληνὴ ἡγουμένη γιὰ νὰ χρησιμοποιηθεῖ ὡς γυναικεῖο μοναστήρι, ὑπαγόμενο βέβαια στὴ Μονὴ Ἀρετίου. Κάποια ὅμως δυσαρέσκεια μεταξύ του Νικόδημου Καλοχρυσοῦ καὶ Ἰωσὴφ Τζὲ ἡγουμένου τῆς Μονῆς Ἀρετίου τὸν ὑποχρεώνουν νὰ φύγει ἀπὸ 60


τὸ Ἀρέτι καὶ νὰ πάει στὸ Χάνδακα (Ἡράκλειο), ὅπου ἐκεῖ παρέμεινε γιὰ 40 μέρες στὸ σπίτι τοῦ ἀνεψιοῦ τοῦ Φραγγιᾶ Καλοχρυσοῦ, ὅπου ἐκεῖ μὲ τὸ νέο συμβόλαιο δωρίζει τὸ μοναστήρι τοῦ (Ἅγιο Ἀντώνιο) σ’ ἐκεῖνον, τὸν Φραγγιὰ δηλ. Ὅταν ὅμως ἔγινε νέος ἡγούμενος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἀρετίου ὁ Γερμανὸς Συναδηνὸς καὶ φυσικὰ δὲν ὑπῆρχαν οἱ λόγοι ποὺ ἀνάγκασαν τοὺς δύο ἄνδρες νὰ ψυχρανθοῦν, μετανοιώνει πάλι καὶ μὲ ἄλλο ἔγγραφο ἀκυρώνει τὴ δωρεὰ πρὸς τὸν ἀνεψιό του καὶ ἀφιερώνει ξανὰ τὸ μοναστήρι του στὸ Ἀρέτι, θέτοντας βέβαια λεπτομερεῖς ὅρους τῆς καλῆς συντήρησής του ἀπὸ τὴ μονή. Πολὺ πιθανὸν ὁ προηγούμενος Ἰ. Τζὲς δὲν ἐτέλεσε ὅλους τους ὅρους ποὺ ἔθεσε ὁ δωρητὴς στὸ μοναστήρι του Καλοχρυσὸς καὶ αὐτὸ νὰ στάθηκε ἡ αἰτία δυσαρέσκειάς του μὲ τὴ φυγή του ἀπὸ τὴ μονὴ Ἀρετίου καὶ φυσικὰ τὴν ἀκύρωση τῆς δωρεᾶς του. Ὁ Στέφ. Ξανθουδίδης σημειώνει σχολιάζοντας τὸ θέμα αὐτὸ καὶ γράφει σχετικά: «ἐξ’ ὅλων αὐτῶν τῶν ἐγγράφων ἐξάγεται ὅτι ὁ καλόγηρος θὰ ἦτο ἀρκετὰ δύστροπος καὶ ἀπαιτητικός, καὶ πολὺ εὐκόλως μετέβαλλε γνώμην, ἐξ’ ἄλλου ὅμως φαίνεται ὅτι καὶ ὁ Ἡγούμενος Τζὲς δὲν παρεῖχε τὴν δέουσαν περιποίησιν εἰς τὸν μοναχόν…». Σημειώνει ἐπίσης ὁ ἐρευνητὴς ὅτι στὸ ἔγγραφο αὐτὸ καταγράφονται μὲ κάθε λεπτομέρεια ὁ κανονισμὸς συντήρησης καὶ δίαιτας τοῦ μοναχοῦ, καὶ δὲν παραλείπει νὰ τονίσει ὅτι οἱ λεπτομέρειες αὐτὲς δίδουν σαφῆ ἰδέα τοῦ τρόπου ζωῆς τῶν μοναχῶν. Ἄλλοι ἀρκοῦνται στὸ νὰ κατηγοροῦν τοὺς μοναχοὺς γιὰ τὴν ἀπαίτησή τους πρὸς τὴ μονὴ γιὰ καλὴ ζωή. Μὰ δὲν ζήτησαν ποτὲ τοὺς τίποτα παραπάνω οἱ μοναχοὶ ἀπ’ ὅτι χρειάζονται γιὰ νὰ ζήσουν, μὲ τὰ δεδομένα βέβαια τῆς ἐποχῆς. Ἕνα καινούριο ράσο ὅταν θὰ πάλιωνε αὐτὸ ποὺ φοροῦσαν ζητοῦσαν, ἕνα ζευγάρι ὑποδήματα (καλίκωση), ἕνα ποτήρι κρασὶ στὸ φαγητό τους, καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὴ θ. λατρεία ποὺ ἀναφέραμε πιὸ πάνω.

61


Ὅταν τὰ ἔγγραφα ἀναφέρουν τὴ φράση «φαγητοπιοτὸ» δὲν ἐννοῦν τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα πιάτο φαγητὸ καὶ ἕνα ποτήρι κρασί. Τὰ φαγητὰ ἦταν λιτά, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τοπικὰ δηλ. κουκιά, ρόβι, λαθούρι, κριθαρόψωμο, ἄντε καὶ κανένα «σίγλινο» χοιρινὸ στὸ «κουρούπι». Δὲν χρειάζεται λοιπὸν νὰ συγκρίνουμε τὴν ἐποχή μας μὲ αὐτὴ τοῦ 16ου αἰώνα. Θὰ ἦταν προσβολὴ στὴ μνήμη τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν. Ἡ δὲ «φαγοπιοτούρα» ἔχει στὴν Κρήτη τὴ σημασία τοῦ φαγητοῦ καὶ πιοτοῦ καὶ ὄχι τῆς ὑπερβολικῆς κατανάλωσης φαγητοῦ. Καμία σχέση μὲ τὸ φαγοπότι, τὸ ὁποῖο στὶς μέρες μας ἔχει ἐντελῶς μιὰ ἄλλη σημασία, τῆς κοιλιοδουλείας. Ἐκτός των ἄλλων ὅρων ποὺ θέτουν οἱ δωρητὲς μοναχοὶ στὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Ἀρετίου, δηλ. διατήρηση στὴ ζωὴ «ζωοθροφία» ὅπως ἀναφέρουν, προσοχὴ καὶ συντήρηση τῶν κτισμάτων τὰ ὁποῖα θὰ ἀνήκουν ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς στὴ μεγάλη μονή, λειτουργίες στὰ καθολικά των μοναστηριῶν τους, «νὰ ἱερουργᾶς καὶ νὰ ἦνε ἐξουσιαστικό σου ἐσένα καὶ τῶν διαδόχων σου εἰς τοὺς αἰώνας…» …… «νὰ ἔχετε τὴν ἔγνια μου, σημειώνει ὁ Ἀκάκιος μοναχὸς κατὰ κόσμον Ἁμαργιανήτης –υἱὸς ποτὲ Ἰωανηκίου, ἀπὸ τὴν σήμερον καὶ ὀμπρῶς ἕως ὅλην μου τὴν ζοὴν ησὲ ζοοτροφία εντιμασα καληκοσι ὅσον κατὰ τὴν ἐμὴν διανιὰν καὶ μετὰ τὸν θάνατόν μου του ενταφιάσε καὶ μνιμονευσε κατὰ τὴν τάξιν τὸν μοναχῶν…» Ἕνα σοβαρὸ πρόβλημα εἶναι ἡ συνεχῆ μνημόνευση μετὰ τὸ θάνατό τους.

Παρακαλοῦν

νὰ

μνημονεύονται

ἀπὸ

τοὺς

ἱερουργούντας

ἱερομονάχους εἰς τὸ ἄνοθεν μοναστήριον (τῆς Ἁγίας Τριάδος Ἀρετίου) καθὼς καὶ οἱ γονεῖς των. Ὁ

Τζώρτζης

Καριστινὸς

σημειώνει

στὸ

δωρητήριό

του:

«…ἀποθανόντος μου ἐγὼ διὰ τὴν ψυχήν μου θέλω ἀφήσει τὸ περβόλι, σπίτι καὶ σπίτια…» καὶ σὲ ἄλλο, ὁ Νικόδημος Καλοχρυσὸς κάτοικος Φουρνὴς παραχωρεῖ τὸ μοναστήρι του τὸ ὁποῖο οἰκοδόμησε μὲ δικά του 62


ἔξοδα καὶ πολὺ κόπο,…» γιὰ νὰ ἔχη τὸ λεγόμενον μοναστήριον ἐφιμέριο… καὶ νὰ ἱερουργεῖς (ἐσὺ κὺρ Ἰωσὴφ τζέ, ἀναφερόμενος στὸν Ἡγούμενο αὐτοῦ. Τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόμου (Σκουρά) τοῦ ὁποίου κτήτωρ εἶναι ὁ Ἀρσένιος Πεδιώτης, παραχωρεῖται καὶ αὐτὸ μὲ ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα στὴ μονὴ Ἀρετίου μὲ τὸν ὄρο νὰ διατηρεῖ αὐτὸν «καλῶς…» μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.

XI Κόπια εὐγαλμένη ἀπὸ ἀλη κόπια τοῦ παπᾶ Κὺρ Γεώργη νοταρίου παιδιότη 1608 Ἰουλίου 17. Ἔστοντας ἐγὼ νικόδημος καλοχρυσὸς ποτε κόστα ἀποὺ τὸ χωρίον καστέλι τζὶ φουρνῆς κατοικούμενος τὴν σήμερον εἰς τὸ μοναστήριον ὁποῦ ἐγὼ ἐκοπίασα καὶ ἤκτισα εἰς τόπον ὀνομαζόμενον σήμερσο τὸν ναὸν τοῦ μεγάλου ἀντωνίου μὲ κόπους καὶ ἔξοδες ἐδικές μου ὡς φαίνεται τὴν σήμέρον ἡμέραν μὲ δύναμιν τοῦ παρόντος φανεροῦ ἰστρουμέντου· στάντες καὶ νὰ εὑρίσκομε μοναχὸς ὡς ἄνωθεν ἠθέλησα νὰ κάμο μπενεφίτζιο ἐμένα καὶ τῶν διαδόχων μου παντοτινὸ αἰώνιον καὶ νὰ μὴν ἔχη τὸ λε/ον μοναστήριον ἐφιμέριο ἐθέλησα νὰ κάμο καὶ ἐπαρακάλεσα ἐσένα τὸν ὀσιότατον Κὺρ ἰωσὴφ τζὲ ἀπὸ τὴν μονὴν τῆς ζοαρχικῆς Τριάδος ἀπὸ τὸ ἀρέτι νὰ ἐμπορης νὰ ἔχης ἐξουσίαν εἰς τὸ λε/ον μοναστήριον νὰ ἱερουργᾶς καὶ νὰ ἤναι ἐξουσιαστικό σου ἐσένα καὶ τῶν διαδόχων σου εἰς τοὺς αἰῶνας νὰ τὸ ἔχης καὶ νὰ τὸ κονσερβάρῃς ἀπὸ τὴν σήμερον νὰ τὸ ἔχης τοῦ μόδου σου καὶ τοῦ λογαριασμοῦ τοῦ ἐδικοῦ σου καὶ εἰς ὅτι ἐγὼ τὴν σήμερον εὑρίσκομαι ἔτζι στάμπελα ὡσὰν καὶ μόμπελε μὲ δεντρὰ καὶ μὲ ὅλα του τὰ δικαιόματα ἀμπέτζι(ἒς) παρτινέντζιες του νὰ τὸ ἔχης καὶ νὰ τὸ κρατής ὡς καθὼς ὁρίζη ἡ τάξης τῆς καλογερικῆς καὶ νὰ ἦναι ἐν τῇ ἰδία σου βουλήσει ὡς καὶ πνευματικός μου ὁποῦ ἦσαι στάντες καὶ νὰ ἤναι ἀκέφαλον τό ἄνωθεν μοναστήριον κήτε εἰς τόπον τοῦ εὐγενοῦς ἄρχου μισὲρ (Ἀν)δρέα μπαρμπαρίγο καθὼς φαίνεται χαρτομένον τζὶ 1591 63


δικεμπρίου 15 καὶ ἀπὸ τὸν παρόντα χρόνον μάρτης τζί… ἀπὸ τὸν Κὺρ μανόλη

κουδουμνὴ

τζὶ

1595

μαρτίου

31

ἀπὸ

τὴν

κερὰ

μπέλα

καριστηνοπούλα καὶ εἰς τζὶ 1604 ἰανουαρίου 4 ἀπὸ τὸν μισὲρ τζόρτζη τζὲ γραματικος τοῦ ἐκλαμπροτάτου ἀφέντη τζόρτζη μπαρμπαρίγου καὶ ὡς εἰς αὐτὰ νὰ ἀγομεντάρις καὶ νὰ ντεζογομεντάρης ὡσὰν (κεφαλ(ή) καὶ πρᾶγμα ἴδιον καὶ καθολικὰ ἐδικόν σου καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὴν (σήμερον ………………………… ὑποτακτικός …. ὡσὰν καὶ πνευματικός μου ὁποῦ εἶσαι……………………… ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἔμπροσθεν μετὰ τοῦτο νὰ εἶσαι κρατημένος ἐσὴ ὁ ἄνωθεν νὰ μὲ (γοβερνάρης) εἰς ὅλην μου τὴν ζωην εἰς ὅτι θέλη ἡ τάξις τῶν καλῶν μοναχῶν ἔτις ἀπὸ ζωὴ ὡσὰν καὶ (ἐν)τημασὰ καὶ εἰς τὸν κερὸν τῆς θανῆς μου νὰ μὲ ἐνταφιάσης ἔνθα βούλεσαι καὶ νὰ ἤσαι κρατη(μένος) νὰ μὲ μνημονεύγης εμένα καὶ τοὺς ποτέ μου γονέους εἰς αἰώνας αἰώνων· ἀκόμη θέλο καὶ εἰς κανένα κερὸν ἤθελε φανή καμμία γραφὴ ἢ καὶ γραφὲς δια τὸ λε/ον μοναστήριον νὰ ἦναι κομένες καὶ ἀνουλάδες ὡσὰν νὰ μὴν ἤθελεν γενή καὶ αὐτώ τὸ λε/ον μοανστήριον νὰ ἤναι τζὶ κυριότητά σου ὡς ἄνωθεν καὶ ἰσκανένα καιρὸν ὁποῦ εὑρεθῆ τινὰς ἀπὸ τὸ μέρος μου ἢ ἀπὸ ἄλον μέρος ἐναντιότητα ζημιοῦται καὶ ἐν τῇ κουμούνι τῆς ἐκλαμπροτάτης μας ἀφεντίας εἰς πένα δουκάτα 100/ καὶ τὸ παρὸν ἔσται στερεὸν καὶ βαίβεον ἐν τῇ δυνάμει αὐτοῦ ἐν παντὶ νόμῳ καὶ δικαστηρίω ὃ καὶ γέγραπται ἐνώπιον των ὧδε καὶ παρακαλετῶν μαρτύρων μάρτυρες παρόντοι καὶ τὰ ἑξῆς.-64

Τόσο τὸ παρὸν συμβόλαιο (XI), ὅσο καὶ τὸ μὲ ἀριθ. (XII), πάνω στὰ ὁποῖα στηρίζονται οἱ τίτλοι τῶν κτημάτων τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου (Καρύδι) θεωροῦνται ἀπὸ τὰ παλαιότερα ἔγγραφα ποὺ ἐσώθηκαν, τὸ πρῶτο τοῦ 1591 Δεκεμβρίου 15 καὶ τὸ δεύτερο τοῦ 1595 Μαρτίου 31. Τὸ ρ. χαρτώνω εἶναι λέξη μεσαιωνικὴ καὶ ἔχει τὴ σημασία «δι’ ἐγγράφου συμφωνείν» το δὲ «χάρτωμα» λέγεται ἡ ἔγραφη συμφωνία, τὸ συμβόλαιο. Σὲ περιοχὲς τῆς Κύπρου καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ἡ λέξη ἔχει τὴ σημασία τῆς μνηστείας (βλ. Σάθα Μεσσαιν. Βιβλιοθ. VI σελ. 116, 117, καὶ Στ. Ξανθουδίδη, «κρητικὰ Συμβόλαια ἐνετοκρατίας 1575-1643, μετατύπωση ἐκ τῆς Χριστ. Κρήτης, ἔτος Α΄, τεῦχος ΑΒ, Ἡράκλειο 1912, σελ. 45-47). 64

64


Οἱ μοναχοὶ ὅλων των ἱερῶν μονῶν τῆς Φουρνιώτικης περιοχῆς τὴν περίοδο αὐτὴ εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ πρόσφεραν τὸν ἑαυτό τους στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, ὅσο καὶ νὰ μὴ θέλουν νὰ τὸ πιστέψουν οἱ διάφοροι κατὰ καιροὺς ἐπικριτές των. Κι αὐτὴ τους τὴν προσήλωση καὶ τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὸ Θεὸ τὴ συναντᾶ κανεὶς μελετώντας τὰ κείμενα τῶν παραχωρητηρίων ἐγγράφων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρετίου, προκαλώντας συγκίνηση μὲ τὸ ἁγνὸ καὶ ἀγαθὸ σκεπτικό τους, γιὰ τὴ ζωὴ γενικά, καὶ γιὰ τὸ ἔργο ποὺ ἔθεσαν γιὰ τοὺς ἑαυτούς των ποὺ συνοψίζεται σὲ δύο λέξεις «θυσία», «προσφορά». Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε ἕνα τέτοιο κείμενο συμβολαίου τὸ ὁποῖο συνέταξε ὁ Ἰωαννίκιος Πεδιώτης τὸ (1590), μὲ τὸ ὁποῖο παραχωρεῖ τὸ «μοναστήριόν του» (Ἁγ. Ἰωάννη στὸ Σκουρᾶ) στὸν ἀδελφό του Ἀρσένιο μὲ τὴν παράκληση νὰ προσέχει τὰ δωρηθέντα σ’ αὐτόν, νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὰ πουλήσει καὶ ὅταν πιὰ θελήσει νὰ τὰ δώσει, «ἀς ταφίσι καὶ να ταδόσι ὅπου του θέλι φανί». «Ἐπιδὴ οὐδεὶς ἠμὸν τῶν ἀνθρώπων εἰδε τὴν ὅραν καὶ τὴν (στιγμὴν τῆς) αὐτοῦ τελευτῆς. Ετούτου κατανοῶν βάλο ἐγὸ Ἰωανίκιος Πεδιώτης τοῦ ποτε λέω (κα)τηκούμενος εἰς τὸν μέγαν Ἰωάννην στὸ σκουρὰ ἀστενὴς ὑπάρχον τὸ σόματι ἰγιὺς δὲ τὸν νούν, καὶ τὰς φρένας μου σόας φοβιθίσομε μιπος καὶ εὐνίδιος ἔλθι ὁ θάνατος καὶ διαπλάσι με εμήνουσι τὰ ἐμά πάντα καὶ εἰ ψυχή μου ἀδιόλθοτος διατοῦτο ἐπροσκάλεσα πρὸς με τον ηπάρχοντα

νοτάριον

καὶ

τοὺς

αξειοτάτους

μαρτύρους

ἀπε

μου

παρακαλεσμένους ὥπος διατης τουτου γραφής διαθισο πάντα ὅσα εὑρισκομε (ἔχων) ὀσάν καὶ οτι με ἀνιμένι κηνιτὰ καὶ ακηνιτα. Ἐν πρώτοις ἀφήνω του Παναγάθου Θεοῦ τὴν ταπινή μου ψυχὴν ἔτη θέλο καὶ ἀφήνο δυα ἐπίτροπον καὶ κομεσάριον (μου) πιστον τον ἀδελφό μου τὸν κὺρ ἀρσένιον να κάμι καὶ νὰ διαθέσι ὀσάν ἐγὸ διατάττω εἰς τὴν μπαροῦσα μου διαθίκι……… …Καὶ τὸν μέγαν Ἰωάννην νὰ ἔχη νὰ κρατή, καὶ νὰ τὰ ποσεντέρει δια ὕδια. Καὶ μὲ τούτη την αγοτζετζιὸ ἀπὸ στάμπελε νὰ μὴν

65


μπορὶ νὰ πουλήσι μαναμπορὶ νὰ ταφίσι καὶ νὰ ταδόσι ὅπου του θέλι φανί…». Ὁ μοναχὸς Ἰωαννίκιος φοβᾶται μήπως ἔρθει ὁ θάνατος ξαφνικὰ καὶ τὸν διαλύσει καὶ μείνει ἡ ψυχὴ τοῦ ἀδιόρθωτος, κάτι ποὺ δὲν ἐπιθυμεῖ, γι’ αὐτὸ τώρα ποὺ ἔχει «σώας τὰς φρένας» -εἶναι καλὰ στὰ μυαλά του, θέλει νὰ γράψει ὅτι ἔχει στὸν ἀδελφό του Ἀρσένιο. Τὸ συγκινητικό του ἐγγράφου εἶναι πώς, πρῶτα ἀφήνει τοῦ Πανάγαθου Θεοῦ τὴν ταπεινή του ψυχὴ καὶ ἔπειτα ὅλα τα ἄλλα ἐκεῖ ποὺ θέλει καὶ ἐπιθυμεῖ. Ἐὰν αὐτὸ δὲν εἶναι ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ πίστη μεγάλη πρὸς Αὐτόν, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ εἶναι; Ἡ δίψα τῶν μοναχῶν καὶ ἡ κατάκτηση τῆς τελειότητας εἶναι πολὺ συγκινητικὸ, μὰ πιὸ συγκινητικὸ εἶναι ἡ εἰρηνικὴ διαβίωση τῆς ἀδελφότητας, τόσων ψυχῶν σὲ ἕνα μικρὸ χῶρο, μιὰ ζωή, ἐπὶ αἰῶνες, σὲ μιὰ πορεία συνάντησης μὲ τὸ Θεὸ μέσα σ’ ἕνα οἰκουμενικὸ πανηγύρι. Τὰ ἀρχονταρίκια

τῶν

μικρῶν

μοναστηριῶν

τους

ὑποδέχονταν

τοὺς

ἐπισκέπτες65 κι᾿ ἐκεῖνοι ἔφευγαν ἥσυχοι μὲ γαληνεμένη τὴν ψυχὴ γιὰ νὰ ξανασάνουν ἐλεύθερα ἂν καὶ ὑπόδουλοι, θαρρετά, κι αὐτὸ γιατί ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι κάποια στείρα νομοθεσία, σκέτη ἠθική, τέλεση φθαρμένων ἀπ’ τὴν ἐπανάληψη ἀνούσιων μηχανισμῶν, ἀλλὰ τρόπος ζωῆς, στάση ζωῆς, χαρὰ καὶ χάρη, νίκη τῆς φθορᾶς, εἴσοδος διὰ συμβόλων στὴν οὐσία, ὁδὸς θεώσεως, σὲ πίκρα τῶν ἐπικριτῶν τοῦ μοναχισμοῦ. Τοῦτοι οἱ μοναχοί μας, φτωχοντυμένοι καὶ κακοπερασμένοι, φτωχοί, πλούσιοι ὅμως σ’ ὀμορφιὰ καὶ λεβεντιὰ στὴ στάση τοῦ πνεύματος, ἀγαθοὶ στὴ ματιά, ἀγέραστοι καὶ ἀκούραστοι, ὑπομονετικοὶ ἔχοντας ὑποτάξει τὸ χρόνο

πορεύονταν

μέσα

στὰ

κακοτράχαλα

πετρώδη

μέρη

τῆς

Φουρνιώτικης περιοχῆς κοροϊδεύοντας τὸ θάνατο, ἔχοντας ὅμως τὴν λέγεται πώς ὅσοι προσκυνητὲς ἢ ἐπισκέπτες πήγαιναν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Καρδαμούτζας περνοῦσαν τόσο καλὰ ἀπὸ τὴ φιλοξενία τῶν μοναχῶν, ὥστε ἔφευγαν «καρδαμωμένοι» εἶχαν φάει καλὰ δηλ. καὶ γι’ αὐτὸ ὀνομάστηκε «Καρδαμούτζα» (ἀφήγ. Ἐμμαν. Μαυροειδή). 65

66


ἐλπίδα πρὸς τὸ Θεὸ καὶ στὴν Παναγία. Κέντρο τῆς μοναχικῆς πολιτείας μικρῆς ἢ μεγάλης, ἡ θεία λειτουργία καὶ γι’ αὐτὸ ἀνησυχοῦν γιὰ τὴν πορεία τῶν μοναστηριῶν τους ὅπως σημειώνουν στὰ παραχωρητήρια ἔγγραφά τους. Ἡ γιορτὴ τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσά τους καὶ ὅλα ἔχουν ἕνα σκοπό, νὰ ὑπηρετήσουν τὸ Θεό. Ἡ ἐργασία μὲ τὶς δύσκολες συνθῆκες τῆς περιοχῆς γίνεται προσευχὴ καὶ ἁπαλαίνει τὶς ὧρες τῆς νύχτας καὶ δὲν ξέρεις πότε περνοῦν. Σήμερα, βλέποντας τὴν ἐρήμωση τοῦ τόπου σκέφτεσαι πῶς ὅλα «παρῆλθαν». Δὲν εἶναι ὅπως τότε ποὺ χτυποῦσε τὸ τάλαντο, τὰ σημαντήρια, οἱ καμπάνες τῶν ἱερῶν αὐτῶν μονῶν. Μπορεῖ νὰ χάλασαν τὰ κελλιὰ μὰ ἡ ἱερότητα τοῦ τόπου μένει γιὰ πάντα καὶ πρέπει νὰ λέμε «οἱ ἱερὲς μονὲς τῆς Φουρνῆς, τοῦ μικροῦ ἁγιονόρους τοῦ ἐπάνω Μιραμπέλλου». Δὲν ἀκοῦς πιὰ τὸ Μεσονυχτικό, τὸν ὄρθρο, τὴ λειτουργία, τὸν ἑσπερινὸ καὶ τ’ ἀπόδειπνο. Στέκεις σιωπηλὰ καὶ θέλεις κάτι νὰ πεῖς γιατί ἕνας κόμπος σου σκεπάζει τὸ λαιμό. Νὰ ξαναγύριζε πίσω ὁ χρόνος, νὰ ’βλεπες αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ τὶς εὐχὲς τους σκέπαζαν ὅλο τὸν κόσμο. Σκέφτεσαι Ἐκεῖνον καὶ τὰ λόγια Του: Ἐὰν τὶς ἀγαπᾶ με, τὸν λόγον μου τηρήσει καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσωμεν» (Ἰωάν. ιδ,23).

Στὸ ἑπόμενο τεῦχος θὰ διαπραγματευθοῦμε τὴν κατάσταση τοῦ Μοναχισμοῦ τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας καὶ αὐτῆς, τῆς σημερινῆς ἐποχῆς, θα παραθέσουμε πίνακα βιβλιογραφικό καθώς και λεξάριο ἐνετικών όρων- των συμβολέων – παραχωρητηρίων, εγγράφων κ.λ.π.

67


Εμμανουήλ Γ. Χαλκιαδάκης δρ Ιστορίας Α.Π.Θ., μεταδιδάκτωρ Παν. Οξφόρδης, διδάσκων Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης Ο Μητροπολίτης Γεννάδιος Αλεξιάδης και η είσοδος του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη το 1912

Ο Γεννάδιος (Αλεξιάδης) διετέλεσε Μητροπολίτης Λήμνου την περίοδο 1905-1912,

οπότε

και

προήχθη

σε

Μητροπολίτη

Θεσσαλονίκης,

διαδεχόμενος τον Ιωακείμ Σγουρό66, και ποίμανε την πόλη από το 1912 έως το 1951, εμφανίζοντας πλούσια εκκλησιαστική67, φιλανθρωπική68 και πολιτική, όπως θα φανεί, δράση. Η εγκαθίδρυσή του πραγματοποιήθηκε λίγους μήνες πριν από την κατάληψη της πόλης από τον ελληνικό στρατό και συνέδεσε το όνομά του με το χαρμόσυνο για τους Έλληνες γεγονός και

με

τη

Νεότερη

Ιστορία

της

ελληνικής

Θεσσαλονίκης69.

Η

Θεσσαλονίκη αποτελούσε πεδίο ανταγωνισμού για τις Βαλκανικές Δυνάμεις, καθώς, λόγω της ιδιαίτερης γεωστρατηγικής της θέσης διευκόλυνε την πρόσβαση στη Μεσόγειο και κατ’ επέκταση στο Σουέζ, στην Εγγύς και Μέση Ανατολή70. Η «απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης», όπως καθιερώθηκε στην ελληνική ιστορική συνείδηση η είσοδος του ελληνικού στρατού και η κατάληψη της πόλης, τον Οκτώβριο του 1912,

Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 6ος, Αθήνα 1965, σ. 1106-1107, λήμμα «Ιωακείμ ο Σγουρός». Ο τελευταίος διετέλεσε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης την περίοδο από 25-11-1910 μέχρι την εκδημία του, στις 11-5-1912. 67 Μεταξύ άλλων, αναστήλωσε εκ βάθρων, με τη συνδρομή των πιστών, τον κατεστραμμένο ναό του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, τον οποίο και εγκαινίασε. Βλ. σχετικά και Χρυσόστομο, Μητροπολίτη Φιλίππων και Νεαπόλεως, «Τα κατά την κηδείαν του αοιδίμου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Γενναδίου», Ορθοδοξία 4 (1951), σ. 177. 68 Βλ. και το άρθρο του Δημήτριου Τσιλιβίδη «Ο Θεσσαλονίκης Γεννάδιος για τους φυλακισμένους του γερμανικού στρατοπέδου Θεσσαλονίκης», Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος Αλεξιάδης (1912-1951), Επιστημονική Ημερίδα, Θεσσαλονίκη 16 Οκτωβρίου 1990, Θεσσαλονίκη (Κέντρο Ιστορίας Δήμου Θεσσαλονίκης) 1992, σ. 273-282. 69 Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 4ος, Αθήνα 1964, σ. 291, λήμμα «Γεννάδιος ο Αλεξιάδης» 70 The Commoner, Λινκολν, Νεμπράσκα, τ. 12, αριθ. 44, 8 Νοεμβρίου 1912, σ. 6. 66

68


πρόσθεσε στο νέο ελληνικό κράτος μία ακμάζουσα πόλη, που από το 1430 είχε καταληφθεί από τους Οθωμανούς Τούρκους και αποτελούσε στο παρελθόν τμήμα της άλλοτε κραταιάς Βυζαντινής (χριστιανικής) Αυτοκρατορίας. Ως εκ τούτου, ο ελληνικός πληθυσμός της Μακεδονίας και το ελληνικό κράτος θεωρούσε ότι είχε ιστορικά δικαιώματα στην περιοχή και το ιστορικό δίκαιο επέβαλε να παραδοθεί η πόλη στους Έλληνες, όπως και έγινε από το διοικητή του 8ου σώματος του τουρκικού στρατού Χασάν Ταχσίν Πασά71. Άλλωστε, όχι τυχαία, ο ειδικός απεσταλμένος των Times του Λονδίνου αναφέρει τα εξής για το γεγονός και τους πανηγυρισμούς από τον ελληνικό πληθυσμό της πόλης: «Ἦτο ὁ ἑορτασμὸς τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ ἀπὸ τὴν δουλείαν τῆς τουρκικῆς διοικήσεως» 72. Ωστόσο, ο ελληνικός πληθυσμός, σύμφωνα με την απογραφή του 1913, αποτελούσε τη μειοψηφία. Από τους 158.000, κατά προσέγγιση, κατοίκους της πόλης λιγότεροι από 40.000 ήταν Έλληνες, γύρω στους 46.000 Οθωμανοί (μουσουλμάνοι) και γύρω στους 61.500 Εβραίοι73. Στην επάνω πόλη της Θεσσαλονίκης κυριαρχούσαν οι μουσουλμάνοι, στην κάτω πόλη οι Εβραίοι, ενώ οι Έλληνες στον ανατολικό και δυτικό τομέα

Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία της Θεσσαλονίκης, 316 π.Χ. – 1983, Θεσσαλονίκη (Αφοί Κυριακίδη) 1997, σ. 375. 72 Κρώφορντ Πράις, Οι βαλκανικοί αγώνες - πολιτική και στρατιωτική ιστορία των εν Μακεδονία βαλκανικών πολέμων, Αθήνα 1915, σ. 110. 73 Οι Εβραίοι ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο, αλλά και με τις τραπεζικές εργασίες. Εμπορική δραστηριότητα ανέπτυξαν και οι Τούρκοι σε μικρότερο όμως βαθμό. Με το εμπόριο ασχολούνταν και οι Έλληνες που από το 17 ο αιώνα κρατούσαν στα χέρια τους το μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού εμπορίου της Θεσσαλονίκης. Βλ. Νίκος Γ. Σβορώνος, Το Εμπόριο της Θεσσαλονίκης το 18ο αιώνα, Αθήνα (Θεμέλιο) 1996, σ. 226-228, 243-244.Κατά το Βασίλη Δημητριάδη, ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης ασχολούνταν στα μέσα περίπου του 19 ου αιώνα με την κατασκευή ειδών ένδυσης, την κατεργασία δερμάτων και με την πώληση τροφίμων και ποτών. Βλ. σχετικά Βασίλη Δημητριάδη, Η Θεσσαλονίκη της παρακμής. Η ελληνική κοινότητα της Θεσσαλονίκης κατά τη δεκαετία του 1830 με βάση ένα οθωμανικό κατάστιχο απογραφής του πληθυσμού, Ηράκλειο (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) 1997, σ. 56-60. 71

69


της74. Μέσα σε αυτό το κοσμοπολίτικο περιβάλλον οι κοινότητες της Θεσσαλονίκης παρέμειναν διχασμένες. Κάτω από το πρίσμα του εθνικισμού που συντηρούνταν από την επικείμενη κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι «δεσμοί της παράδοσης και της θρησκείας αποδεικνύονταν πολύ ισχυρότεροι από οποιαδήποτε οικονομικά ή ταξικά συμφέροντα»75. Με την υπογραφή του πρωτοκόλλου παράδοσης της Θεσσαλονίκης, στις 26 Οκτωβρίου, ανήμερα του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου, και την είσοδο του ελληνικού στρατού στην πόλη, (27/28 Οκτωβρίου 1912)76, μετέβησαν στη Θεσσαλονίκη ο τότε αρχιστράτηγος και διάδοχος Κωνσταντίνος και κατόπιν ο βασιλιάς Γεώργιος. Κατά τον Διονύσιο Βαλαή, υπήρξε σημαντικός ο ρόλος του μητροπολίτη Γενναδίου στην τελική απόφαση για την απουσία αντίστασης από τον τουρκικό στρατό, καθώς είχε λάβει μέρος στις συσκέψεις στο τουρκικό κυβερνείο, εκπροσωπώντας την ελληνορθόδοξη κοινότητα της Θεσσαλονίκης, της οποίας και ήταν πρόεδρος77. Ο Χρίστος Χριστοδούλου χαρακτηριστικά αναφέρει για τον Γεννάδιο ότι ήταν «ένας χαρισματικός δεσπότης με μεγάλη πείρα στα δύσκολα, περιώνυμος ισορροπιστής, αντάξιος των περιστάσεων και του σχήματός του, σεβαστός γνώριμος από παλιά του Οθωμανού διοικητή της

Για την απογραφή βλ. Mark Mazower, Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων. Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι και Εβραίοι, 1430-1950, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, Αθήνα (Αλεξάνδρεια) 2006, σ. 363-364. 75 Βασίλης Κ. Γούναρης, «Θεσσαλονίκη, 1830-1912: Ιστορία, Οικονομία, Κοινωνία» στο «Τοις Αγαθοίς Βασιλεύουσα». Θεσσαλονίκη, Ιστορία και Πολιτισμός, Θεσσαλονίκη, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997 (Παρατηρητής) 1997, σ. 129. 76 Ήδη από τις 26 Οκτωβρίου οι Έλληνες της πόλης πανηγύρισαν για την επικείμενη είσοδο του ελληνικού στρατού. Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα της εφημερίδας Μακεδονία με τίτλο «Χαιρετίζομεν τὸν ἑλληνικὸν στρατὸν εἰσερχόμενον εἰς τὴν περίλαμπρον τῶν Θεσσαλονικέων πόλιν». Βλ. σχετικά εφ. Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, 26 Οκτωβρίου 1912. 77 Διονύσιος Βαλαής, «Η δράση του Μητροπολίτη Γενναδίου Αλεξιάδη κατά τον πρώτο χρόνο της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης από τον οθωμανικό ζυγό (1912-1913)», Σύνθεσις 2 (2012), σ. 35, 36, 38. 74

70


πόλης Ταχσίν Πασά»78. Η γνωριμία του με το στρατηγό του οθωμανικού στρατού που παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη στους Έλληνες, ασφαλώς είναι ένα γεγονός που δεν πρέπει να αφήνει αδιάφορο κανένα μελετητή της παράδοσης της Θεσσαλονίκης κατά τους βαλκανικούς πολέμους. Όταν οι Μεταξάς

και

Δουσμάνης,

εκπρόσωποι

του

ελληνικού

επιτελείου,

συναντήθηκαν με τον Χασάν Ταχσίν Πασά για την υπογραφή της παράδοσης της πόλης, στον χώρο αναμονής των επισήμων περίμεναν υπομονετικά εκπρόσωποι της Θεσσαλονίκης: ο θρησκευτικός ηγέτης των μουσουλμάνων της πόλης, σεΐχης Εσρέφ, ο αρχιραβίνος Ιακώβ Μείρ, ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Οσμάν Σαΐτ Μπέης, ο μητροπολίτης Γεννάδιος Αλεξιάδης και οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων. Κατά μία άποψη, «οι δικές τους παρεμβάσεις στον Πασά, τον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο και τις κυβερνήσεις τους είχαν συμβάλλει στην αναμενόμενη κατάληξη: Την άνευ όρων παράδοση των Οθωμανών στους Έλληνες νικητές»79. Ο μητροπολίτης Γεννάδιος είχε την τύχη να χοροστατήσει δύο δοξολογιών για την «απελευθέρωση» της πόλης και να εκφωνήσει στον τότε μητροπολιτικό ναό του Αγίου Μηνά δύο, κατά σειρά,

λόγους

απευθυνόμενος στους υψηλούς επισκέπτες και «απελευθερωτές» του. Σύμφωνα με τον Χαρίλαο Χαρίση, παλαιό πολεμιστή της εποχής, ο Μητροπολίτης

Θεσσαλονίκης

υποδέχτηκε

τον

ανθυπίλαρχο

του

ελληνικού στρατού Ι. Ράλλη, πατέρα του πρώην πρωθυπουργού Γεωργίου Ράλλη, και τον ευλόγησε, καθώς ήταν ο πρώτος αξιωματικός του ελληνικού στρατού που αντίκρισε κατά την είσοδό του στην πόλη. Ο Γεννάδιος θεωρείται ότι αγκάλιασε και ασπάσθηκε τον Ράλλη και συγκινημένος του είπε: «Εὐλογημένος νὰ εἶσαι καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀπὸ ἐμέ, τὸν ταπεινὸν ἐν Χριστῷ διάκονον». Παράλληλα, ο

Γεννάδιος

Χρίστος Χριστοδούλου, Οι τρεις ταφές του Χασάν Ταχσίν Πασά, Πρόλογος Βασίλης Κ. Γούναρης, Θεσσαλονίκη (εκδόσεις Επίκεντρο) 2012, σ. 204-206. 79 Ό.π., σ. 15-16. 78

71


ειδοποίησε τα μέλη του Συμβουλίου της ορθόδοξης κοινότητας της πόλης για το γεγονός, προσκαλώντας τους να προσέλθουν στο μητροπολιτικό μέγαρο, για να υποδεχθούν την ηγεσία του στρατού και τα υπόλοιπα τμήματα του στρατεύματος80. Αναλυτικά, στις 28 Οκτωβρίου του 1912 ο

Κωνσταντίνος, αφού

διήλθε την οδό του Διοικητηρίου εν μέσω ενθουσιασμών του πλήθους, κατευθύνθηκε στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Μηνά, όπου και στις 1.30 το μεσημέρι εψάλη δοξολογία. Στον ναό του Αγίου Μηνά είχε καταφθάσει ο μητροπολίτης Γεννάδιος, προκειμένου να χοροστατήσει στο ευτυχές για τον ίδιο και τους Έλληνες της πόλης γεγονός, και ο Μητροπολίτης Αθηνών. Τον Διάδοχο Κωνσταντίνο υποδέχτηκε στην είσοδο του σημαιοστόλιστου ναού ο Γεννάδιος με την επίσημη στολή του. Με την άφιξη του Κωνσταντίνου στο ναό, ανέβηκε στο μητροπολιτικό του θρόνο. Δεξιά του πήρε θέση ο Αθηνών, αριστερά του ο Βούλγαρος αρχιερατικός επίτροπος και δίπλα του ο πρόξενος της Ρωσίας. Στη δοξολογία, επίσης, παρευρισκόταν ο Σέρβος και ο Αρμένιος πρωθιερέας, οι αντιπρόσωποι της ελληνικής κοινότητας και άλλοι επίσημοι81.

Όταν ολοκληρώθηκε η

δοξολογία, ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης εκφώνησε λόγο, υποδεχόμενος τον

Κωνσταντίνο.

Από

εκείνη

τη

χρονική

στιγμή

και

μετά,

ο

Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης συμμετείχε σε όλες τις δοξολογίες και τις επετείους για την απελευθέρωση της πόλης, ενώ οι λόγοι του αναφέρονταν στα σημαντικά εθνικά ζητήματα της εποχής82. X. N. Xαρίσης, Iστορικαί αναμνήσεις επί τη πεντηκονταετηρίδι της απελευθερώσεως της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 14-18. 81 Εφ. Σκριπ, Αθήνα, 2 Νοεμβρίου 1912 και 2 Νοεμβρίου 1912 (Δευτέρα Έκδοσις).- Άγγελου Mεταλλινού, H Θεσσαλονίκη το 1912, Θεσσαλονίκη 1942, σ. 25-26. 82 Μιχαήλ Φαργκάνης, «Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος ως φορέας εθνικής και εκπαιδευτικής δραστηριότητας (με βάση το περιοδικό «Γρηγόριος Παλαμάς»)», Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος Αλεξιάδης (1912-1951), Επιστημονική Ημερίδα, ό.π., σ. 181.- Πρβλ. Κωνσταντίνο Καρυώτη, «Το ενδιαφέρον του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Γενναδίου για την Ανατολική Μακεδονία κατά τη βουλγαρική κατοχή του 1916 - 1918», Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος Αλεξιάδης (1912-1951), Επιστημονική Ημερίδα, ό.π., σ. 164-170. – Δήμος Ισπυρίδης, ««Το ενδιαφέρον του 80

72


Συγκεκριμένα, ο Γεννάδιος στη γεμάτη συγκίνηση, συναισθηματισμό και έντονο θρησκευτικό περιεχόμενο ομιλία του ευχαριστεί το Θεό που λύτρωσε και απάλλαξε τους Έλληνες της πόλης από την ξένη (τουρκική) κυριαρχία, καθώς και τον ίδιο το διάδοχο Κωνσταντίνο για το «θεϊκό», κατά τον Γεννάδιο, έργο του στο πεδίο της μάχης. Αναφέρεται στην ελευθερία που απέκτησαν οι Έλληνες της Θεσσαλονίκης και εκφωνεί σχετικό στίχο από τον εθνικό ύμνο. Στη συνέχεια επιδοκιμάζει τα «ηρωικά» κατορθώματα του ελληνικού στρατού και υποδέχεται τον Κωνσταντίνο και το στρατό του ως «νέο Μεσσία» και απελευθερωτή- είναι χαρακτηριστικές οι φράσεις «ωσαννά» και «ευλογημένος ο ερχόμενος». Μάλιστα, σε μία προσπάθεια σύνδεσης με το ηρωικό παρελθόν της αρχαιότητας, παρομοιάζει τον ελληνικό στρατό με τους Έλληνες που πολέμησαν κατά τους Περσικούς πολέμους, στο Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα. Τέλος, επικαλείται τη βοήθεια του Θεού, της Θεοτόκου και του πολιούχου της πόλης Αγίου Δημητρίου, προκειμένου να συνεχιστεί το «απελευθερωτικό έργο», όπως χαρακτηριστικά ονομάζει την πορεία του ελληνικού στρατού στις περιοχές όπου ζούσε ισχυρό ελληνικό στοιχείο. Με τη φράση «πάλι με χρόνια με καιρούς…» εκδηλώνει απροκάλυπτα το δικό του πόθο, αλλά και των περισσοτέρων Ελλήνων εκείνης της εποχής, που είχαν εμπνευστεί από το όραμα της Μεγάλης Ιδέας και έβλεπαν μέσα από τις νέες εδαφικές κατακτήσεις να πραγματώνεται σταδιακά. Οι όποιες υπερβολές στο λόγο του Μητροπολίτη δικαιολογούνται από το φορτισμένο συναισθηματικά κλίμα, αλλά και τα πολεμικά γεγονότα του 1912 και τις προσδοκίες που είχε γεννήσει η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η νικηφόρα πορεία του ελληνικού στρατού. Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Γενναδίου για την Θράκη κατά τη βουλγαρική κατοχή του 1916 – 1918», Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος Αλεξιάδης (1912-1951), Επιστημονική Ημερίδα, ό.π., σ. 171- 178.- Επίσης βλ. και Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Γενναδίου «Λόγος εκφωνηθείς εν τω Ιερώ Ναού της του Θεού Σοφίας τη 26 Οκτωβρίου μετά την Δοξολογίαν επί τη επετείω της απελευθερώσεως της Θεσσαλονίκης», Γρηγόριος Παλαμάς ΜΣΤ΄ (1919), 249-251. 73


Αναλυτικά, ο λόγος του είναι ο ακόλουθος: «[…] Εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς ὅτι ἐπεσκέψατο καὶ ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ Αὐτοῦ. Εὐλογητὸν καὶ τὸ ὄνομα τῆς Ὑμετέρας Βασιλικῆς Ὑψηλότητος, ἢν ὁ Θεὸς τάξας ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ γενναίου Ἑλληνικοῦ στρατοῦ καὶ διὰ στιλβούσης καθοπλίσας ρομφαίας ἐκάλεσεν ἐπὶ τὴν ἀνάληψιν τῆς ὑπὸ τῶν ἀλλοφύλων κατεχομένης Κιβωτοῦ, καὶ τὴν ἀνέγερσιν τῆς ἠδαφισμένης Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν ἀπολύτρωσιν τῆς ἐπὶ αἰῶνας ὅλους στενούσης τοῖς αἵμασι καὶ τοῖς πτώμασι Ἁγίας Αὐτοῦ Σιῶν. Ὁ οὐρανὸς ἐπευλογεῖ ἄνωθεν τὸ Ἅγιον καὶ Ἀθάνατόν της Ὑμετέρας Βασιλικῆς Ὑψηλότητος καὶ τοῦ νικηφόρου Ἑλληνικοῦ στρατοῦ ἔργον, δι’ οὗ δύει ἡ κακοσέληνος καὶ ζοφώδης νὺξ τῆς δουλείας καὶ ἀνατέλλει ἡ γλυκεῖα ροδοχρους Αὐγὴ τῆς ἐλευθερίας «τῆς ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένης τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά». Σύμπας ὁ πεπολιτισμένος κόσμος θαυμάζει καὶ ἐξυμνεῖ τὰ ἠρωϊκὰ ὑμῶν κατορθώματα καὶ γηθοσύνως (sic) χαιρετίζει τὴν διὰ τοῦ ἱεροῦ τούτου πολέμου τῶν συμμάχων Χριστιανικῶν Βαλκανικῶν Κρατῶν συμπληρουμένην ἀπελευθέρωσιν τῶν ὑποδούλων Χριστιανῶν. Ἡμεῖς δὲ οἱ ἐλευθερούμενοι δάκρυα χαρᾶς σταλάζοντες ὑποδεχόμεθα ὑμᾶς θριαμβευτικῶς τὴ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ εἰσελθόντας εἰς τὴν παλαίφατον ταύτην καὶ περιμάχητόν της πολυστενάκτου καὶ αἱματοβάπτου Μακεδονίας πρωτεύουσαν, διὰ τῶν ἀειθαλῶν δὲ τῆς εὐγνωμοσύνης καταρραίνοντες ὑμᾶς ἀνθέων, ἀναβοῶμεν· Ὠσανὰ τῷ δαφνοστεφεῖ τῶν Ἑλλήνων στρατηλάτῃ καὶ λατρευτῶ τοῦ Ἑλληνικοῦ Θρόνου Διαδόχω. Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου! Ὠσανὰ τοῖς ἐνδοξοις τῶν Μαραθωνομάχων καὶ Σαλαμινομάχων ἀπογόνοις καὶ γενναίοις τῆς φιλτάτης πατρίδος ἐλευθερωταῖς! Αἰωνία ἡ μνήμη τῶν ἐνδόξως ἐν τῷ πεδίῳ τῆς μάχης πεσόντων καὶ διὰ τοῦ πολυτίμου αἵματος αὐτῶν ἐλευθερωσάντων. «Πατρίδα, παίδας, γυναίκας, Θεῶν τὲ πατρῴων ἔδη, θήκας τὲ προγόνων». 74


Κύριος ὁ Θεός. Ἡ Παναγία Θεοτόκος, ἡ ἄμαχος τῶν χριστιανῶν προστάτις καὶ ὁ ἔνδοξός της τῶν Θεσσαλονικέων Ἐκκλησίας πολιοῦχος μεγαλομάρτυς Δημήτριος εἴθε νὰ εὐδοκήσωσι νὰ συμπληρωθῆ τὸ ἀπελευθερωτικὸν ὑμῶν ἔργον, οὕτως ὥστε αἳ χρυσαὶ τῆς ἐλευθερίας ἀκτῖνες νὰ φωτίσωσι πᾶσαν γωνίαν τοῦ ἀλυτρώτου ἠμῶν Γένους, ἐκπληρωθῆ δὲ διὰ τῆς Ὑμετέρας Βασιλικῆς Ὑψηλότητος ἡ προφητεία καὶ ὁ αἰώνιος του Ἑλληνικοῦ λαοῦ πόθος «Πάλε μὲ χρόνους μὲ καιροὺς πάλε δικά μας θᾶνε».83 Με το τέλος του λόγου του Γενναδίου, ο Κωνσταντίνος, αφού ευχαρίστησε το Μητροπολίτη, μετέβη στο διοικητήριο, όπου προσήλθαν, προκειμένου να τον συγχαρούν οι αρχιερείς και οι ξένοι διπλωματικοί αντιπρόσωποι84. Στη Θεσσαλονίκη μετέβη και ο Βασιλιάς Γεώργιος, καθώς η άφιξή του κρίθηκε απαραίτητη, προκειμένου να ενισχύσει τις ελληνικές διεκδικήσεις στην πόλη και να επισημοποιήσει την κατάληψή της από τον ελληνικό στρατό. Η άφιξή του στις 29 Οκτωβρίου/11 Νοεμβρίου κρίθηκε απαραίτητη και διατράνωσε την απόφαση της ελληνικής πλευράς να κρατήσει τη Θεσσαλονίκη πάση θυσία. Ο μητροπολίτης Γεννάδιος είχε μεταβεί στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, προκειμένου να υποδεχτεί το βασιλιά. Ο Γεώργιος την ίδια μέρα παρασημοφόρησε επιφανή μέλη της ελληνικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης για τις υπηρεσίες τους προς το έθνος, ανάμεσα στα οποία, και τον Γεννάδιο85. Επιπλέον, προς τιμήν του Έλληνα βασιλιά Γεωργίου πραγματοποιήθηκε την επόμενη μέρα στο μητροπολιτικό ναό επίσημη δοξολογία χοροστατούντος του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γενναδίου. Στη δοξολογία παρευρέθηκαν πολιτικές, εκκλησιαστικές και θρησκευτικές αρχές, Εφ. Σκριπ, Αθήνα, 2 Νοεμβρίου 1912. Mεταλλινού, H Θεσσαλονίκη το 1912, ό.π., σ. 25-26. 85 Γ. Σταμπουλής, H ζωή των Θεσσαλονικέων πριν και μετά το 1912, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 309. 83 84

75


μεταξύ των τελευταίων ο Μητροπολίτης Αθηνών, ο Αρχιεπίσκοπος Αρδαμερίου και ο Αρχιραββίνος της ισραηλιτικής κοινότητας86. Αυτήν τη φορά, στην είσοδο του ναού υποδέχθηκε το βασιλιά Γεώργιο ο Μητροπολίτης Αθηνών, ενώ ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ξεκίνησε τη δοξολογία. Με το πέρας της δοξολογίας, έγινε δέηση υπέρ των βασιλικών οικογενειών των συμμάχων και της αυτοκρατορικής οικογένειας της Ρωσίας, και ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης εκφώνησε το δεύτερο κατά σειρά λόγο του ενώπιον, αυτή τη φορά, του βασιλιά Γεωργίου. Ο Γεννάδιος ξεκίνησε την ομιλία του με μία ρήση της Αποκάλυψης και αναφέρθηκε στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, ευχαριστώντας το Βασιλιά Γεώργιο και δοξάζοντας το Θεό. Ορμώμενος από τη φράση που συνοδεύει το βασιλικό οικόσημο «Ισχύς μου η Αγάπη του Λαού», υποστηρίζει πως αυτό αποδεικνύεται μέσα από την εδαφική επέκταση του ελληνικού βασιλείου και τη νικηφόρα πορεία του διαδόχου Κωνσταντίνου και του ελληνικού στρατού. Μάλιστα, παρομοίασε το διάδοχο άλλοτε με το Δαυίδ και άλλοτε με τον Μέγα Κωνσταντίνο, υπογραμμίζοντας ότι ο Κωνσταντίνος απελευθέρωσε «τη χώρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Από την άλλη, δανειζόμενος τη γνωστή φράση από τον όρκο των Αθηναίων εφήβων «οὐ καταισχυνῶ τὰ ὄπλα τὰ ἱερὰ», επισημαίνει ότι ο ελληνικός στρατός τα δόξασε στις μάχες, παραλληλίζοντας τους στρατιώτες με τους ήρωες του 1821. Τέλος, χαρακτήρισε τη συμμαχία των Βαλκανικών κρατών εναντίον της Οθωμανικής

Αυτοκρατορίας ως «κοσμοϊστορικό

γεγονός», με απώτερο στόχο την απελευθέρωση των χριστιανών της Ανατολής, ενώ η ομιλία έκλεισε με αισθήματα ευγνωμοσύνης και ευχές προς τον Γεώργιο. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα λόγο συναισθηματικά φορτισμένο, πλημμυρισμένο από αισθήματα εθνικής υπερηφάνειας που οδηγούν αναμφίβολα στην εξιδανίκευση. Αντλεί στοιχεία από την Παλαιά και την 86

Εφ. Σκριπ, Αθήνα, 5 Νοεμβρίου 1912. 76


Καινή Διαθήκη κι από την Αρχαία, Βυζαντινή και Νεότερη Ελληνική Ιστορία. Η έκδηλη υπερβολή αποσκοπεί στο να τονίσει το γεγονός της εισόδου του ελληνικού στρατού στην πόλη, το ρόλο του βασιλιά Γεωργίου, του διαδόχου Κωνσταντίνου και του ελληνικού στρατεύματος, αλλά και να εκφράσει την ευγνωμοσύνη και τις ευχαριστίες του στην τότε ανώτατη πολιτική ηγεσία της Ελλάδος. Αναλυτικά, εκφώνησε τα ακόλουθα: «Τῷ καθημένῳ ἐπὶ τοῦ θρόνου ἡ εὐλογία καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Τὴν ῥῆσι ταύτην τῆς ἀποκαλύψεως, Μεγαλειώτατε, ἔχομεν πάντες ἀνὰ τὸ στόμα κατὰ τὴν ἱερὰν ταύτην καὶ ἱστορικὴν στιγμήν, καθ’ ἢν ἀπηλλαγμένοι τῶν δεσμῶν τῆς τυραννίας καὶ ἀναπνέοντες τὴν ζωογόνον αὔραν τῆς ἐλευθερίας ὑμνοῦμεν Σὲ ἐν μέσῳ ἐκκλησίας καὶ ἐπευφημοῦμεν Σὲ ὡς Βασιλέα ἠμῶν. Ὁ Πανάγαθος Θεός, ὁ εὐλογήσας, αὐξήσας καὶ μεγαλύνας τὸν Βασιλικόν Σου Οἶκον, ἰδοὺ νῦν εὐλογεῖ καὶ μεγαλύνει καὶ δοξάζει καὶ τὸ κράτος Σου. Κατὰ τὴν μακροχρόνιόν Σου βασιλείαν ἐδοκίμασας βεβαίως θλίψεις, ἐποτίσθης πικρίας, ἠσθάνθης ἀπογοητεύσεις, ἀλλ’ ἐπὶ τέλους πληροῦνται οἱ πόθοι σου καὶ ἡ χώρα, ἢς ἐκλήθης Βασιλεύς, ἰδοὺ γίνεται μεγάλη Ἑλλάς, ἀπελευθεροῦσα καὶ ἀνακτώσα μίαν πρὸς μίαν τὰς ὑποδούλους ἑλληνικᾶς χώρας. Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ, Μεγαλειότατε, ὅτι ἐποίησε Σοὶ μεγαλεία. Χαῖρε καὶ ὑπερηφανεύου ὅτι τὸ ἔμβλημά Σου «ἡ ἰσχύς Μου ἡ ἀγάπη τοῦ λαοῦ Μου» ἀποδεικνύετε ἀληθεῦον, διότι ὁ λαός Σου διὰ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς λατρείας του Σὲ ἐνισχύει καὶ διὰ μεγάλων θυσιῶν καὶ ἡρωικῶν ἀγώνων τὰ ὅρια τοῦ κράτους Σου εὐρύνει. Χαῖρε καὶ ὑπερηφανεύου ὅτι ὁ ὑπὸ τοῦ πανελληνίου λατρευόμενος προσφιλὴς υἱός Σου

Κωνσταντῖνος ταχθεῖς

ἀρχιστράτηγος τοῦ γενναίου ἑλληνικοῦ στρατοῦ καὶ ὡς ἄλλος Δαυὶδ εἰπῶν «ἐν τῷ Θεῷ ποιήσωμαι δύναμιν καὶ αὐτὸς ἐξουδενώσει τοὺς ἐχθροὺς ἠμῶν», 77


ὑψώσας δέ, ὡς ὁ ὁμώνυμος Αὐτῶ Μέγας Κωνσταντῖνος, τὸ τίμιόν του χριστιανισμοῦ Σύμβολον, τὸν Σταυρόν, ἐνίκησεν ἐν τούτῳ τὸν ἐχθρόν, ἔδωκε τὴν ἐλευθερίαν εἰς τὴν χώραν τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου καὶ δαφνοστεφὴς εἰσῆλθεν εἰς τὴν περίβλεπτον πρωτεύουσαν αὐτῆς. Χαῖρε καὶ ὑπερηφανεύου ὅτι ὁ στρατός Σου «οὐ κατήσχυνεν ὄπλα τὰ ἱερά», ἀλλὰ ἐδόξασεν αὐτὰ πολεμῶν ὡς οἱ ἥρωες τοῦ 21 ἀνδρείως καὶ ἠρωικῶς «γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστιν τὴν ἁγίαν, γιὰ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερίαν». Ἐπὶ πάσι χαῖρε καὶ ὑπερηφανεύου ὅτι ἐπὶ τῆς Βασιλείας Σου συνετελέσθη τὸ μέγα της συμμαχίας τῶν χριστιανικῶν Βαλκανικῶν Κρατῶν κοσμοϊστορικὸν γεγονός, δὶ’ οὐ ταῦτα παρίστανται ἠνδρωμένα καὶ αὐτοβούλως ἐνεργοῦντα καὶ διὰ τῶν ἰδίων δυνάμεων καὶ ἀγώνων ἐπιδιώκοντα τὴν ἀπελευθέρωσιν τῶν ὑποδούλων της Ἀνατολῆς χριστιανῶν. Τῆς

χαρᾶς

ὑπερηφανευόμενοι

ταύτης

συμμετέχοντες

ἐπὶ τοῖς τόσον

καὶ

χαρμοσύνοις,

ἠμεῖς

καὶ

δικαίως

ὅσον ἐνδοξοις καὶ

θαυμαστοῖς ἐθνικοῖς κατορθώμασι καὶ τὴν ἀΐδιον ἠμῶν εὐγνωμοσύνην ὑποβάλλοντες τὴ Ὕμ. Μεγαλειότητι τὴ διὰ τῶν τετιμημένων ὅπλων τοῦ ἐνδόξου στρατοῦ Σου κτηθείση ἐλευθερία, ἀπευθύνομεν Σοὶ τὴν ὁλοθερμὸν καὶ ὁλοκαρδον τάυτη εὐχήν. «Δώση Σοὶ Κύριος κατὰ τὴν καρδίαν Σου καὶ πᾶσαν τὴν βουλήν Σου τὲ καὶ τοῦ λαοῦ Σου πληρώσει». Ἀμήν.»87. Ο Γεώργιος ευχαρίστησε το Γεννάδιο και οι πρίγκιπες τον συνεχάρησαν για την ομιλία του. Το ίδιο έκανε και ο Μητροπολίτης Αθηνών. Συνοψίζοντας, ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος μέσα από τους πανηγυρικούς, με έντονο θρησκευτικό περιεχόμενο και εθνική υπερηφάνεια, λόγους του υποδέχθηκε το διάδοχο του ελληνικού θρόνου και το βασιλιά Γεώργιο και εξέφρασε τη χαρά του για το γεγονός της κατάληψης της πόλης της Θεσσαλονίκης από τον ελληνικό στρατό. 87

Εφ. Σκριπ, Αθήνα, 5 Νοεμβρίου 1912. 78


Ουσιαστικά, υπήρξε ο κατεξοχήν φορέας της ορθόδοξης χριστιανικής κοινότητας της πόλης και με την παρουσία του στα παρασκήνια των διαπραγματεύσεων,

στις

δοξολογίες88

και

στις

επίσημες

τελετές

επισφράγισε το σημαντικό για την ελληνική κοινότητα της πόλης και την Ελλάδα γεγονός και εξέφρασε τα συναισθήματα των πιστών που εκπροσωπούσε και μεγάλου μέρους του Ελληνισμού. Η παρουσία του αυτή αποτέλεσε την απαρχή για την εκδήλωση του έντονου ενδιαφέροντός του για τα εθνικά ζητήματα της εποχής και τις ελληνικές διεκδικήσεις89, κυρίως σε Μακεδονία και Θράκη. Οι ομιλίες του είναι επηρεασμένες από τον ελληνικό μεγαλοϊδεατισμό, σύμφωνες με τις ελληνικές αξιώσεις, και απηχούν το κλίμα της εποχής. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ζωγράφος, λιθογράφος και ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες

της

ελληνικής

εικονογραφίας,

Σωτήριος

Χρηστίδης90,

περιλαμβάνει το μητροπολίτη Γεννάδιο στο έργο του που εικονίζει την τελετή παράδοσης της Θεσσαλονίκης, καθώς η παρουσία του και οι λόγοι του συνδέθηκαν άρρηκτα με τις πανηγυρικές εκδηλώσεις και το ιστορικό για τους Έλληνες γεγονός της απελευθέρωσης της πόλης από την οθωμανική κυριαρχία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η New York Tribune της Νέας Υόρκης κάνει αναφορά στη δοξολογία που πραγματοποιήθηκε στον καθεδρικό ναό της Θεσσαλονίκης παρουσία του Κωνσταντίνου. Βλ. σχετικά New York Tribune, Νέα Υόρκη, 9 Νοεμβρίου 1912: «[…] celebration of the event is proceeding. The city is illuminated, a Te Deum has been sung, and a procession, headed by the Mayor, has gone to congratulate the Premier on the Greek victory […]». 89 Πρβλ. το άρθρο του Διονύσιου Βαλαή, «Η δράση του Μητροπολίτη Γενναδίου Αλεξιάδη κατά τον πρώτο χρόνο της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης από τον οθωμανικό ζυγό (1912-1913)», ό.π., σ. 37- 45. 90 Για τον Χρηστίδη βλ. και Απόστολο Δούρβαρη, Σωτήριος Χρηστίδης, 1858-1940, Αθήνα (Ε.Λ.Ι.Α.) 1990. 88

79


Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Σκριπ που αναφέρεται στην είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη, και στη δοξολογία που ακολούθησε. Πηγή: Εφ. Σκριπ, Αθήνα, 2 Νοεμβρίου 1912.

80


Απόσπασμα της αμερικανικής εφημερίδας The New York Tribune που αναφέρεται στην είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη, και στη δοξολογία στον καθεδρικό ναό της πόλης. Πηγή: The New York Tribune, Νέα Υόρκη, 9 Νοεμβρίου 1912.

81


Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Σκριπ που αναφέρεται στην είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη, και στη δοξολογία που ακολούθησε με αφορμή της άφιξη του βασιλιά Γεωργίου. Πηγή: Εφ. Σκριπ, Αθήνα, 5 Νοεμβρίου 1912.

82


Εικαστική αναπαράσταση της παράδοσης της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1912 στο διάδοχο Κωνσταντίνο (εκδότης: Σωτήριος Χρηστίδης) Στο βάθος αριστερά διακρίνεται ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος Πηγή: Αρχείο Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης

83


Πηγές - Βιβλιογραφία

Τύπος - The Commoner, Λίνκολν, Νεμπράσκα, τ. 12, αριθ. 44, 8 Νοεμβρίου 1912. -Εφ. Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, 26 Οκτωβρίου 1912. -Εφ. The New York Tribune, Νέα Υόρκη, 9 Νοεμβρίου 1912. -Εφ. Σκριπ, Αθήνα, 2 Νοεμβρίου 1912. -Εφ. Σκριπ, Αθήνα, 2 Νοεμβρίου 1912 (δευτέρα έκδοσις). -Εφ. Σκριπ, Αθήνα, 5 Νοεμβρίου 1912.

Βιβλία -Βακαλόπουλος Απόστολος, Ιστορία της Θεσσαλονίκης, 316 π.Χ. - 1983, Θεσσαλονίκη (Αφοί Κυριακίδη) 1997. -Δημητριάδης Βασίλης, Η Θεσσαλονίκη της παρακμής. Η ελληνική κοινότητα της Θεσσαλονίκης κατά τη δεκαετία του 1830 με βάση ένα οθωμανικό

κατάστιχο

απογραφής

του

πληθυσμού,

Ηράκλειο

(Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) 1997. -Δούρβαρης Απόστολος, Σωτήριος Χρηστίδης, 1858-1940, Αθήνα (Ε.Λ.Ι.Α.) 1990. -Mazower Mark, Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων. Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι και Εβραίοι, 1430-1950, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, Αθήνα (Αλεξάνδρεια) 2006. -Mεταλλινός Άγγελος, H Θεσσαλονίκη το 1912, Θεσσαλονίκη 1942. -Πράις Κρώφορντ, Οι βαλκανικοί αγώνες - πολιτική και στρατιωτική ιστορία των εν Μακεδονία βαλκανικών πολέμων, Αθήνα 1915. -Σβορώνος Νίκος, Το Εμπόριο της Θεσσαλονίκης το 18ο αιώνα, Αθήνα (Θεμέλιο) 1996. -Σταμπουλής Γεώργιος, H ζωή των Θεσσαλονικέων πριν και μετά το 1912, 84


-Xαρίσης Xαρίλαος, Iστορικαί αναμνήσεις επί τη πεντηκονταετηρίδι της απελευθερώσεως της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1962. -Χριστοδούλου Χρίστος, Οι τρεις ταφές του Χασάν Ταχσίν Πασά, Πρόλογος Βασίλης Κ. Γούναρης, Θεσσαλονίκη (εκδόσεις Επίκεντρο) 2012.

Άρθρα σε Πρακτικά Συνεδρίων, Περιοδικά και Συλλογικούς Τόμους -Βαλαής Διονύσιος, «Η δράση του Μητροπολίτη Γενναδίου Αλεξιάδη κατά τον πρώτο χρόνο της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης από τον οθωμανικό ζυγό (1912-1913)», Σύνθεσις 2 (2012), σ. 34-75. -Γούναρης Βασίλης , «Θεσσαλονίκη, 1830-1912: Ιστορία, Οικονομία, Κοινωνία» στο «Τοις Αγαθοίς Βασιλεύουσα». Θεσσαλονίκη, Ιστορία και Πολιτισμός, Θεσσαλονίκη, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997 (Παρατηρητής) 1997, σ. 117-133. -Γεννάδιος, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης «Λόγος εκφωνηθείς εν τω Ιερώ Ναού της του Θεού Σοφίας τη 26 Οκτωβρίου μετά την Δοξολογίαν επί τη επετείω της απελευθερώσεως της Θεσσαλονίκης», Γρηγόριος Παλαμάς ΜΣΤ΄ (1919), 249-251. -Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 4ος, Αθήνα 1964, σ. 291, λήμμα «Γεννάδιος ο Αλεξιάδης». -Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 6ος, Αθήνα 1965, σ. 1106-1107, λήμμα «Ιωακείμ ο Σγουρός». -Ισπυρίδης Δήμος, ««Το ενδιαφέρον του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Γενναδίου για την Θράκη κατά τη βουλγαρική κατοχή του 1916 - 1918», Ο Μητροπολίτης

Θεσσαλονίκης

Γεννάδιος

Αλεξιάδης

(1912-1951),

Επιστημονική Ημερίδα, Θεσσαλονίκη 16 Οκτωβρίου 1990, Θεσσαλονίκη (Κέντρο Ιστορίας Δήμου Θεσσαλονίκης) 1992, σ. 171- 178. -Καρυώτης

Κωνσταντίνος,

«Το

ενδιαφέρον

του

Μητροπολίτου

Θεσσαλονίκης Γενναδίου για την Ανατολική Μακεδονία κατά τη 85


βουλγαρική κατοχή του 1916 – 1918», Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος Αλεξιάδης (1912-1951), Επιστημονική Ημερίδα, Θεσσαλονίκη 16 Οκτωβρίου 1990, Θεσσαλονίκη (Κέντρο Ιστορίας Δήμου Θεσσαλονίκης) 1992, σ. 164-170. -Τσιλιβίδης

Δημήτριος,

«Ο

φυλακισμένους

του

Μητροπολίτης

Θεσσαλονίκης

Θεσσαλονίκης

γερμανικού

Γεννάδιος

στρατοπέδου Γεννάδιος

για

Θεσσαλονίκης,

Αλεξιάδης

τους Ο

(1912-1951),

Επιστημονική Ημερίδα, Θεσσαλονίκη 16 Οκτωβρίου 1990, Θεσσαλονίκη (Κέντρο Ιστορίας Δήμου Θεσσαλονίκης) 1992, σ. 273-282. -Φαργκάνης Μιχαήλ, «Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος ως φορέας εθνικής και εκπαιδευτικής δραστηριότητας (με βάση το περιοδικό «Γρηγόριος Παλαμάς»)», Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος Αλεξιάδης (1912-1951), Επιστημονική Ημερίδα, Θεσσαλονίκη 16 Οκτωβρίου 1990, Θεσσαλονίκη (Κέντρο Ιστορίας Δήμου Θεσσαλονίκης) 1992, σ. 180187. -Χρυσόστομος, Μητροπολίτη Φιλίππων και Νεαπόλεως, «Τα κατά την κηδείαν

του

αοιδίμου

Μητροπολίτου

Θεσσαλονίκης

Γενναδίου»,

Ορθοδοξία 4 (1951), σ. 173-178.

86


Ιωάννης Ν. Λίλης Λέκτορας Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης Επίσημα έθιμα του Ισραήλ και εκφράσεις των προφητών στη Χριστολογία της «Προς Εβραίους» επιστολής

Έχει ιδιαίτερη σημασία για τη Χριστολογία της δογματικής διδασκαλίας της εκκλησίας να δούμε πώς χρησιμοποιείται η Παλαιά Διαθήκη από τον συγγραφέα της «Προς Εβραίους» επιστολής της Καινής Διαθήκης91 στην προσπάθεια του να διδάξει το πρόσωπο του Θεανθρώπου.92 Η εν λόγω εξέταση θα μας διευκολύνει να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο η εκκλησία διατυπώνει τη διδασκαλία της για το Χριστό, ήδη από τις πρώτες ημέρες της. Η προσεκτική εξέταση των παλαιοδιαθηκικών χωρίων της επιστολής δείχνει πως μόνο ένα χωρίο της93 έχει το ακριβές περιεχόμενο που του αποδίδει ο συγγραφέας της Προς Εβραίους επιστολής. Τα υπόλοιπα έχουν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο στην

Ο συγγραφέας της συγκεκριμένης επιστολής δεν είναι ο Απόστολος Παύλος και παραμένει άγνωστος βλ. Καραβιδόπουλου, Καινή Διαθήκη, σελ. 311˙ πρβλ. Καινή Διαθήκη, σελ. 516. Τα κυριότερα στοιχεία που συνηγορούν σ’ αυτήν την άποψη είναι πως α) ο συγγραφέας της επιστολής πουθενά δεν αναφέρει το όνομα του, ενώ πάντοτε ο Απόστολος Παύλος αρχίζει τις επιστολές του με το όνομα του αποστολέα και των παραληπτών και β) το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης παρατίθενται πάντοτε κατά η μετάφραση των Ο΄ και όχι από το εβραϊκό ή από μνήμης όπως συμβαίνει στις παύλειες επιστολές βλ. Καραβιδόπουλου, Καινή Διαθήκη, σελ. 314 – 315. Άλλωστε ο τίτλος της, «Προς Εβραίους», είναι πολύ μεταγενέστερος˙ για πρώτη φορά εμφανίζεται στο 200 μ.Χ. στον Πάνταινο και στον Κλήμη τον Αλεξανδρέα, τον πάπυρο Ρ46 και τον Τερτυλλιανό βλ. Καραβιδόπουλου, Καινή Διαθήκη, σελ. 312. Η επιστολή προφανώς απευθύνεται στους συντηρητικούς, τους εξ αίματος, Εβραίους, που ζούσαν στην Παλαιστίνη και διάβαζαν την Παλαιά Διαθήκη από το πρωτότυπο, και όχι στους ελληνιστές ιουδαίους, ή ιουδαιοχριστιανούς, που μιλούσαν τα ελληνικά και διάβαζαν την Παλαιά Διαθήκη από την ελληνική μετάφραση βλ. Καραβιδόπουλου, Καινή Διαθήκη, σελ. 312. 92 Τα χωρία αυτά είναι τα εξής : Ψαλμοί 2, 7 – 8˙ 89, 28˙ 97, 7˙ 45, 7 – 8˙ 102, 26 – 29˙ 110,1˙ 22, 23˙ 95, 7 – 11˙ 2,7˙ 110,4˙ 40, 6 – 9˙ Β΄ Σαμουήλ 7, 13 – 14˙ Ησαΐας 8, 16 – 19˙ Αριθμοί 12, 4 – 8˙ Ιερεμίας 31, 31 – 34˙ Αββακούμ 2, 2 – 5. 93 Ιερεμίας 31, 31 – 34. 91

87


Παλαιά Διαθήκη από αυτό που τους αποδίδει η εν λόγω επιστολή της Καινής.

1. Η χρησιμοποίηση των παλαιοδιαθηκικών χωρίων από τον συγγραφέα της «Προς Εβραίους» επιστολής Σχετικά με τα παλαιοδιαθηκικά χωρία που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας της Προς Εβραίους επιστολής για να στηρίξει τη διδασκαλία του για το πρόσωπο του Χριστού έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής : 1) Η φράση «Διακηρύττω εκείνο που ο Κύριος αποφάσισε. Μου είπε: ¨Γιος μου είσ’ συ˙ σήμερα εγώ σε γέννησα. Ζήτα μου και θα σου χαρίσω όλους τους λαούς, στην κατοχή σου θα ‘ναι ως και τα πέρατα της γης¨»94 στην Παλαιά Διαθήκη απαγγέλλονταν κατά την ενθρόνιση του βασιλιά και μάλιστα την έλεγε ο ίδιος ο βασιλιάς. Παραδόξως η Προς Εβραίους επιστολή λέγει πως η συγκεκριμένη φράση γράφτηκε για να δείξει την ανωτερότητα του Υιού απέναντι στους αγγέλους,95 κάτι που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εξαχθεί από το παλαιοδιαθηκικό κείμενο. Η Προς Εβραίους επιστολή γράφει επί λέξει : «Ο Υιός έγινε τόσο ανώτερος από τους αγγέλους όσο ανώτερο είναι το όνομα που του έδωσε ο Θεός. Γιατί σε κανέναν από τους αγγέλους δεν είπε ποτέ ο Θεός : ¨Εσύ είσαι ο Υιός μου, εγώ σήμερα σε γέννησα¨. Ούτε πάλι είπε για κανέναν...». Είναι προφανές το διαφορετικό περιεχόμενο που δίνουν τα δύο έργα στην ίδια φράση. Η λέξη Ο Κύριος των Ψαλμών αποδίδεται στον εκάστοτε βασιλιά του Ισραήλ, της εποχής εκείνης, όπως φαίνεται καθαρά αν διαβάσει κανείς ολόκληρο τον Ψαλμό. Ο συγγραφέας της Προς Εβραίους αντικαθιστά τη λέξη Κύριος με τη λέξη ο Υιός και είναι επίσης προφανές και από Ψαλμ. 2, 7 – 8. Συγκεκριμένα στο πρώτο κεφάλαιο της επιστολής διαβάζουμε : «Ο Υιός έγινε τόσο ανώτερος από τους αγγέλους όσο ανώτερο είναι το όνομα που του έδωσε ο Θεός. Γιατί σε κανέναν από τους αγγέλους δεν είπε ποτέ ο Θεός : ¨Εσύ είσαι ο Υιός μου, εγώ σήμερα σε γέννησα¨. Ούτε πάλι είπε για κανέναν. . .» : Εβρ. 1,4. 94 95

88


το περιεχόμενο αλλά και από τη σύγκριση Υιού και αγγέλων πως αναφέρεται στον Υιό και Λόγο του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Ενώ γνωρίζει πως η φράση που χρησιμοποιεί γράφτηκε για εντελώς διαφορετικό σκοπό και όμως τη χρησιμοποιεί για να της δώσει ριζικά καινούριο περιεχόμενο. 2) Στο βιβλίο Β΄ Σαμουήλ της Παλαιάς Διαθήκης, ένα βιβλίο όπου εξιστορείται η ιστορία του βασιλιά Δαβίδ, στο 7ο κεφάλαιο αναφέρεται η επίσκεψη του Θεού στον προφήτη Νάθαν, (το πιο πιθανό στο όνειρο του – το κείμενο γράφει «Αλλά εκείνη τη νύχτα ο Κύριος είπε στον Νάθαν»)96 όπου ο Θεός λέγει στον Νάθαν να αναγγείλει στον Δαβίδ ότι η δυναστεία του θα συνεχιστεί και θα αναδειχτεί διάδοχος του, κατευθείαν απόγονος του (εννοώντας το Σολομώντα), ο οποίος θα κτίσει Ναό για το Θεό. Ο Θεός θα κάνει το θρόνο του ακλόνητο για πάντα. Το ακριβές κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρει : «Αυτός θα μου χτίσει ναό και εγώ θα κάνω τον θρόνο του ακλόνητο για πάντα. Θα είμαι γι’ αυτόν πατέρας και εκείνος θα μου είναι γιος».97 Ο συγγραφέας της Προς Εβραίους επιστολής χρησιμοποιεί την ίδια ακριβώς φράση για να αναφερθεί όμως στη σχέση των δύο πρώτων προσώπων της Αγίας Τριάδος, Πατρός και Υιού, και όχι βέβαια στη σχέση του Θεού με το Σολομώντα : «ούτε πάλι είπε για κανέναν :¨Εγώ θα ‘μαι πατέρας του και αυτός θα ‘ναι Υιός μου».98 3) Η επιστολή λέγει πως ο Πατήρ παρουσίασε τον πρωτότοκο Υιό Του στην οικουμένη και ζήτησε να τον προσκυνήσουν όλοι οι άγγελοι χρησιμοποιώντας και πάλι αντίστοιχη φράση της Παλαιάς Διαθήκης.99 Όμως η αντίστοιχη αυτή φράση της Παλαιάς που βρίσκεται σε δύο Ψαλμούς, τον 89ο και τον 97ο, δεν αναφέρεται ούτε στους αγγέλους ούτε στον Υιό. Στη θέση των αγγέλων του Θεού υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη Β΄ Σαμουήλ 7, 4. Β΄ Σαμουήλ 7, 13 – 14. 98 Εβρ. 1, 5. 99 Εβρ. 1,6. 96 97

89


η λέξη θεοί100 εννοώντας τους ειδωλολατρικούς θεούς των γύρω του Ισραήλ λαών, και στην λέξη Υιός υπάρχει το πρόσωπο του Δαβίδ.101 4) Η επιστολή σημειώνει πως ο Πατήρ «στον Υιό λέει :¨Η βασιλεία σου, Θεέ, είναι αιώνια και κυβερνάς τον κόσμο δίκαια˙ αγαπάς το δίκιο και μισείς το άδικο. Γι’ αυτό, Θεέ, σε έχρισε Μεσσία ο Θεός σου με έλαιο αγαλλιάσεως, τιμώντας σε παραπάνω απ’ τους μετόχους σου¨».102 Και αυτή η φράση είναι δανεισμένη από το βιβλίο των Ψαλμών της Παλαιάς Διαθήκης όμως δεν είχε γραφτεί για τον Υιό, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, αλλά για το πρόσωπο του εκάστοτε βασιλιά του Ισραήλ και απαγγέλλονταν στο γάμο του.103 5) Μία φράση της Παλαιάς Διαθήκης που απευθυνόταν γενικά στον Γιαχβέ, στην Προς Εβραίους απευθύνεται συγκεκριμένα στον Υιό.104 Συγκεκριμένα θα χρησιμοποιήσει δύο στίχους από τον 102ο Ψαλμό της Παλαιάς Διαθήκης, ένας ψαλμός που εκφράζει την απόγνωση του δυστυχισμένου πιστού στο Θεό – Γιαχβέ και θέλει να δείξει την υπεροχή Του. Στην Προς Εβραίους επιστολή χρησιμοποιούνται οι ίδιοι αυτοί στίχοι απευθυνόμενοι όμως στον Υιό το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος κάτι που δεν παρατηρείται πουθενά στον 102ο Ψαλμό. 6) Επίσης στο πρώτο κεφάλαιο της Προς Εβραίους επιστολής υπάρχει η φράση «Κάθισε τα δεξιά μου, ωσότου υποτάξω τους εχθρούς Ψαλμ. 97,7 Ψαλμ. 89, 28. Το ότι αναφέρεται στο πρόσωπο του Δαβίδ φαίνεται πολύ καθαρά στο Ψαλμ. 89, 4 και 21. Βέβαια ανάμεσα σε αυτούς τους δύο στίχους υπάρχει ο στίχος 19 που γράφει πως : «Γιατί ο Κύριος είν’ η προστασία μας, ο Άγιος Θεός του Ισραήλ, ο βασιλιάς μας» (Ψαλμ. 89,19) όμως α) έχει το περιεχόμενο πως ο Κύριος είναι εκείνος που δίνει τη δύναμη στους βασιλιάδες του Ισραήλ, επομένως και στο Δαβίδ, να ξεχωρίζουν και όχι ότι ο Κύριος όταν παρουσιάζει τον πρωτότοκο του (δηλαδή το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος) στην οικουμένη λέγει : «Να τον προσκυνήσουν όλοι οι άγγελοι του Θεού» όπως ισχυρίζεται η Προς Εβραίους και β) η λέξη Κύριος της Παλαιάς είναι ο Θεός, ο Γιαχβέ, το πρώτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, και όχι το δεύτερο, ο Υιός, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας της Προς Εβραίους επιστολής. 102 Εβρ. 1, 8 – 9. 103 Ψαλμ. 45, 7 – 8. Το ότι απαγγέλλονταν στους γάμους του βασιλιά φαίνεται καθαρά από τους στίχους 2, 10, 11 – 18 του ίδιου Ψαλμού. 104 Εβρ. 1, 10 – 12. 100 101

90


σου κάτω από τα πόδια σου»105 που κατά το συγγραφέα της επιστολής απευθύνεται από τον Πατέρα στον Υιό, δηλαδή από το πρώτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος στο δεύτερο. Η φράση αυτή είναι δανεισμένη από τον 110ο Ψαλμό. Στον εν λόγω όμως Ψαλμό η ίδια αυτή φράση απευθύνεται γενικώς από τον Κύριο στον Κύριο μου χωρίς να μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα πως πρόκειται για τα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.106 Αντιθέτως θα μπορούσαμε να πούμε πως πρόκειται για εντολή από το Θεό προς τον Δαβίδ και ο συγκεκριμένος Ψαλμός, καθώς προέρχεται από τον κύκλο του Δαβίδ, θα μπορούσε να είχε συνταχθεί από κάποιον μαθητή του και να αναφέρεται στο δάσκαλο και βασιλιά του, Δαβίδ. Άλλωστε λίγο παρακάτω οι στίχοι : «Ο Κύριος τ’ ορκίστηκε και δεν θ’ αλλάξει γνώμη: Εσύ είσαι ιερέας για πάντα όπως ο Μελχισεδέκ. Ο Κύριος σου παραστέκεται˙ συντρίβει βασιλιάδες τη μέρα που θα οργιστεί. Δικάζει ανάμεσα στα έθνη, γεμίζει πτώματα τη γη˙ τους αρχηγούς συντρίβει πολλών χωρών»107, ως συνέχεια των προηγουμένων, δείχνουν καθαρά πως δεν πρόκειται για τα δύο θεϊκά πρόσωπα της Αγίας Τριάδος αλλά για δύο ανθρώπινα πρόσωπα της εποχής εκείνης.108 7) Ο 22ος Ψαλμός της Παλαιάς Διαθήκης είναι μία ακόμα προσευχή του Δαβίδ προς τον Θεό. Στον 23ο στίχο λέγει ο Δαβίδ στον Θεό : «Θα εξιστορώ στ’ αδέρφια μου την ύπαρξη σου˙ μέσα σ’ όλη τη σύναξη θα σ’ εξυμνώ».109 Η φράση αυτή υπάρχει και στην Προς Εβραίους και αναφέρεται στη σχέση αγγέλων και Υιού, δηλαδή του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος. Δεν έχει πρόβλημα ο Υιός να τους θεωρήσει αδέρφια Του, Εβρ. 1, 13. Ψαλμ. 110, 1. 107 Ψαλμ. 110, 5 – 6. 108 Ο Δημήτρης Καϊμάκης περιγράφοντας το περιεχόμενο των μεσσιανικών ψαλμών, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγει και τον 110 ψαλμό, και φθάνοντας και στην εποχή του Χριστού υπογραμμίζει πως «η πίστη στην έλευση ενός βασιλιά – μεσσία αναβίωσε έντονη την εποχή του Χριστού» χωρίς να αναφέρει καθόλου πως τα συγκεκριμένα λόγια αναφέρονται στο πρόσωπο του Χριστού ή στη σχέση των δύο πρώτων προσώπων της Αγίας Τριάδος Πατρός και Υιού. Βλ. Καϊμάκη, Ψαλῶ, σελ. 33 – 34. 109 Ψαλμ. 22, 23. 105 106

91


λόγω του ότι έχουν τον ίδιο Πατέρα, καθώς η διαφορά τους είναι ούτως ή άλλως δεδομένη : ο Υιός είναι Θεός και οι άγγελοι είναι δημιουργήματα. Ο συγγραφέας της Προς Εβραίους είναι σαφής :«Όλοι έχουν τον ίδιο πατέρα: Και αυτός που εξαγνίζει και αυτοί που εξαγνίζονται. Γι’ αυτό και δεν ντρέπεται ο Ιησούς να τους ονομάσει αδέρφια. Όπως λέει η Γραφή : ¨Θα διαλαλήσω στ’ αδέρφια μου το μεγαλείο σου, θα σε εξυμνήσω μέσα στη συνάθροισ稻.110 8) Ο προφήτης Ησαΐας είναι γνωστό πως κλήθηκε στο προφητικό αξίωμα, κατόπιν μεγαλειώδους οράματος, το 736 π.Χ. σε μία πολύ ταραγμένη περίοδο της ιστορίας του Ισραήλ. Το βόρειο βασίλειο του Ιούδα κινδύνευε με αφανισμό (καταστράφηκε το 722 π.Χ.) και ο Ησαΐας προσπαθεί να νουθετήσει τους Ιουδαίους για να τους αποτρέψει από την καταστροφή. Μέσα στην περιγραφή των σοφών λόγων που λέγει προς τον λαό σημειώνει: «Θα φυλάξω τη μαρτυρία, θα εμπιστευθώ τη διδασκαλία στους μαθητές μου. Ο Κύριος τώρα κρύβεται από τους απογόνους του Ιακώβ˙ εγώ όμως θα τον περιμένω. Να’ μαι εγώ και τα παιδιά που μου ’δωσε ο Θεός, είμαστε σύμβολα και σημεία για τον Ισραήλ εκ μέρους του Κυρίου του σύμπαντος, που κατοικεί στο όρος Σιών».111 Έχει ενδιαφέρον να δούμε πως χρησιμοποιείται αυτή η φράση στην Προς Εβραίους : «Όπως λέγει η Γραφή… : ¨Θα εμπιστευθώ τον εαυτό μου σ’ αυτόν¨ και συνεχίζει: ¨Να, εγώ και τα παιδιά που μου ’δωσε ο Θεός¨. Επειδή λοιπόν τα παιδιά αυτά ήταν άνθρωποι, έγινε κι ο Ιησούς άνθρωπος, για να καταργήσει με τον θάνατο του αυτόν που εξουσίαζε τον θάνατο, δηλαδή τον διάβολο».112 Η ίδια φράση που χρησιμοποιήθηκε από τον Ησαΐα για τη σχέση με το λαό του Ισραήλ της εποχής εκείνης, του 8ου π.Χ. αιώνα που κινδύνευε από τους Ασσυρίους, χρησιμοποιείται και

Εβρ. 2, 12. Ησαΐας 8, 16 – 18. 112 Εβρ. 2, 13 – 15. 110 111

92


από τον συγγραφέα της Προς Εβραίους για να δείξει τη σχέση του Χριστού με τους ανθρώπους: έχουν τον ίδιο Πατέρα, όμως υπάρχει ριζική διαφορά μεταξύ τους˙ ο Χριστός είναι ο Θεός και γι’ αυτό είναι ο μόνος που μπορεί να τους λυτρώσει από τον θάνατο και τον διάβολο. 9) Λίγο παρακάτω η Προς Εβραίους επιστολή συγκρίνει κατά κάποιο τρόπο το πρόσωπο του Μωϋσή με το πρόσωπο του Χριστού. Ο Χριστός φάνηκε πιστός στο Θεό όπως πιστός είχε φανεί κάποτε στο Θεό και ο Μωϋσής. Χρησιμοποιεί μία φράση από το βιβλίο Αριθμοί της Παλαιάς Διαθήκης που αφορούσε το Μωϋσή και την αποδίδει στον Χριστό. Βέβαια σπεύδει να διευκρινίσει την ανωτερότητα του Χριστού καθώς ο Χριστός είναι ο Υιός ενώ ο Μωϋσής είναι ο υπηρέτης, με άλλα λόγια ο Ιησούς είναι Θεός ενώ ο Μωϋσής ένας άνθρωπος,113 όμως, αν θέλήσουμε να εξετάσουμε το ρόλο της Παλαιάς Διαθήκης στη διατύπωση του Χριστολογικού δόγματος, πρέπει να προσέξουμε το γεγονός ότι η επιστολή χρησιμοποιεί μία φράση του βιβλίου Αριθμοί της Παλαιάς Διαθήκης που αφορά ένα πρόσωπο που έζησε πριν 13 αιώνες για να τη συνδέσει με τον Χριστό. Ο συγγραφέας της Προς Εβραίους επιστολής αντικαθιστά τη λέξη «λαός» των Αριθμών με τη λέξη «οίκος». Η αντικατάσταση αυτή γίνεται γιατί χρησιμοποιεί την εικόνα του «οίκου» και του κατασκευαστή του για να δείξει την υπεροχή του δημιουργού – κατασκευαστή έναντι του οίκου – δημιουργήματος εξηγώντας ευκολότερα στον αναγνώστη του τη διαφορά Υιού – Δημιουργού και Μωϋσέως – δημιουργήματος. 10) Στο παλαιοδιαθηκικό βιβλίο των Ψαλμών, ο 95ος Ψαλμός λέγει πως πρέπει να δοξολογήσουμε τον Κύριο114 και όχι να προκαλέσουμε την οργή και την πικρία του όπως συνέβηκε τότε, στον καιρό της δοκιμασίας στην έρημο. Ο Θεός σαράντα χρόνια αντιπαθούσε εκείνη τη γενιά καθώς 113 114

Εβρ. 3, 5 – 6. Ψαλμ. 95, 1. 93


ο λαός είχε φρόνημα ασταθές.115 Ο συγγραφέας της Προς Εβραίους επιστολής αποδίδει τα συγκεκριμένα λόγια του 95ου Ψαλμού στο Άγιο Πνεύμα κάτι το οποίο δεν αναφέρεται πουθενά στον Ψαλμό. Η προς Εβραίους επιστολή λέγει πως και το Άγιο Πνεύμα οργίζεται σφόδρα, όπως επίσης πως το Άγιο Πνεύμα ορκίζεται να μην βοηθήσει ποτέ αυτό το λαό γιατί πρόδωσε την εμπιστοσύνη του.116 11) Στο πέμπτο κεφάλαιο της Προς Εβραίους επιστολής αναφέρεται ρητώς πως ο ίδιος ο Θεός έδωσε το αξίωμα του αρχιερέα στο Χριστό, ο οποίος άλλωστε του είπε: Εσύ είσαι ο Υιός μου, εγώ σήμερα σε γένννησα, έκφραση που την ξαναχρησιμοποίησε ο συγγραφέας στην αρχή της επιστολής του (Προς Εβραίους 1,5). Η συγκεκριμένη φράση είναι ακριβής νομική ορολογία των Εβραίων, η οποία χρησιμοποιούνταν στη διαδικασία της υιοθεσίας των αρχαίων Εβραίων. Αργότερα όμως την έκφραση αυτή την απήγγειλε ο βασιλιάς των Εβραίων κατά την ενθρόνιση του117 (το αναφέραμε ήδη όταν σχολιάζαμε το χωρίο Προς Εβραίους 1,4). Από το συγγραφέα της Προς Εβραίους επιστολής αποδίδεται ως έκφραση που λέχθηκε από τον Θεό, εννοώντας τον Πατέρα, στο Χριστό.118 12) Αμέσως παρακάτω η Προς Εβραίους επιστολή σημειώνει την έκφραση Εσύ είσαι ιερέας για πάντα όπως ο Μελχισεδέκ αφήνοντας καθαρά να εννοηθεί πως απευθύνεται από τον Πατέρα στον Υιό, από το πρώτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος στο δεύτερο, όπως φαίνεται άλλωστε από την ίδια την επιστολή αμέσως παρακάτω.119 Η φράση αυτή βρίσκεται Ψαλμ. 95, 10. Εβρ. 3, 7 – 11. 117 Βλ. τις πληροφορίες που παρατίθενται στη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από τη Βιβλική Εταιρεία για την ακριβή χρήση των δύο στίχων και στον αρχαίο Εβραϊκό πολιτισμό και στον μετέπειτα, Η Αγία Γραφή σελ. 793 του πρώτου μέρους. 118 Εβρ. 5,5. 119 Εβρ. 5,6 – 10 : «Σ’ ένα άλλο σημείο η Γραφή λέει : Εσύ είσαι ιερέας για πάντα όπως ο Μελχισεδέκ. Ο Χριστός, κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του, με δυνατές κραυγές και δάκρυα απηύθηνε προσευχές και ικεσίες στον Θεό, που μπορούσε να τον σώσει από τον θάνατο. Και εισακούστηκε από τον Θεό για την ευλάβεια του. Αν και ήταν Υιός, έμαθε μέσα από τα παθήματα του την υπακοή. Έτσι ολοκλήρωσε το έργο κι ανακηρύχθηκε από 115 116

94


στο βιβλίο των Ψαλμών της Παλαιάς Διαθήκης, συγκεκριμένα στον 110ο Ψαλμό του Δαβίδ, ο οποίος ανήκει στους λεγομένους βασιλικούς Ψαλμούς120, και ουσιαστικά είναι μία έκφραση εύνοιας και προστασίας του Θεού προς τον βασιλιά, αφού τον τοποθετεί στην ίδια θέση με τον Μελχισεδέκ. Εδώ, η έκφραση αυτή απευθύνεται από τον Πατέρα στον Υιό. 13) Ένα άλλο σημείο της Παλαιάς Διαθήκη που χρησιμοποιήθηκε διαφορετικά από τον συγγραφέα της Προς Εβραίους επιστολής είναι ο 40ος Ψαλμός του Δαβίδ. Ο εν λόγω Ψαλμός είναι μία ευχαριστία του Δαβίδ προς το Θεό για τις ευεργεσίες του Θεού προς το πρόσωπο του Δαβίδ. Στο στίχο 7 ο Δαβίδ λέγει προς τον Θεό : «Θυσίες και προσφορές δεν θέλησες, μου ’δωσες την επίγνωση˙ δε ζήτησες ολοκαυτώματα ούτε θυσίες εξιλέωσης».121 Η Προς Εβραίους επιστολή χρησιμοποιεί τα συγκεκριμένα λόγια του Δαβίδ και τα αποδίδει ως λόγια του Χριστού προς τον Θεό Πατέρα : « Γι’ αυτό, κατά τον ερχομό του στον κόσμο ο Χριστός είπε στον Θεό : ¨Δεν θέλεις θυσίες και προσφορές, αλλά μου ετοίμασες ανθρώπινο σώμα. Δεν σου αρέσουν ολοκαυτώματα και θυσίες για συγχώρηση αμαρτιών¨».122 Η καινούρια λέξη κλειδί που προστίθεται στην Προς Εβραίους είναι η λέξη «σώμα», η οποία δεν υπάρχει στο συγκεκριμένο κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης και παραπέμπει στη ενανθρώπιση του Λόγου. Μία φράση του Δαβίδ παρουσιάζεται ως φράση του Κυρίου με την καίρια πρόσθηκη της λέξεως «σώμα». Αμέσως παρακάτω η Προς Εβραίους επιστολή εξηγεί το καινούριο περιεχόμενο που απέκτησαν τα συγκεκριμένα παλαιοδιαθηκικά λόγια, χωρίς όμως να διευκρινίζει με λεπτομέρειες από ποιον ακριβώς λέχθηκαν στην Παλαιά Διαθήκη. Στο στίχο 8 διαβάζουμε : «Αφού είπε πρώτα δεν θέλεις θυσίες και προσφορές και δεν σου αρέσουν τον Θεό αρχιερέας, όπως ο Μελχισεδέκ, κι έγινε η αιτία να σωθούν για πάντα όλοι όσοι υπακούνε σ’ αυτόν». 120 Σχετικά με τους βασιλικούς Ψαλμούς της Παλαιάς Διαθήκης βλ. Καλαντζάκη, Παλαιά Διαθήκη, σελ. 561. 121 Ψαλμ. 40, 7. 122 Εβρ. 5, 6. 95


ολοκαυτώματα και θυσίες για συγχώρηση αμαρτιών, που προσφέρονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, ύστερα είπε : Να με, έρχομαι να κάνω το θέλημα σου. Αναιρεί δηλαδή τις παλαιές θυσίες και τις αντικαθιστά με τη δική του. Εξαιτίας αυτού του ¨θελήματος¨ έχουμε εξαγνιστεί μια για πάντα με την προσφορά του σώματος του Ιησού Χριστού».123 Φαίνεται η καινούρια πραγματικότητα που έφερε ο Χριστός. 14) Λίγο παρακάτω ο συγγραφέας της Προς Εβραίους συμβουλεύει τους αναγνώστες του να μη χάσουν το θάρρος τους γιατί «όπως λέει η Γραφή : ¨Λίγο ακόμη, και φτάνει ο ερχόμενος˙ δεν θ’ αργήσει. Ο δίκαιος εξαιτίας της πίστεως του θα ζήσει˙ αν όμως δειλιάσει, θα δυσαρεστηθώ μ’ αυτόν¨. Εμείς όμως δεν είμαστε από εκείνους που υποχωρούν και χάνονται, αλλά απ’ αυτούς που πιστεύουν και σώζονται». 124 Τα συγκεκριμένα λόγια είναι λόγια του προφήτη Αββακούμ, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα έζησε τον 7ο αιώνα, εποχή κατά την οποία τα Ιεροσόλυμα απειλούνται από τους Βαβυλωνίους, οι οποίοι μόλις νίκησαν τους Αιγυπτίους στην Χαρκεμίς. Ο προφήτης Αββακούμ εκφράζει το παράπονο γιατί να υφίσταται ο Ισραήλ τόσα δεινά από τους Βαβυλωνίους και ο Κύριος του αποκρίθηκε : «Αυτό που τώρα σου αποκαλύπτω, γράψ’ το σε πλάκες με καθαρή γραφή, έτσι που όλοι να το διαβάζουν εύκολα. Αυτό που σου αποκαλύπτω δεν θα ολοκληρωθεί αμέσως, σίγουρα όμως κάποτε θα πραγματοποιηθεί. Περίμενε με υπομονή ωσότου συμβεί. Γράψε, λοιπόν, τώρα : ¨Αυτός που είναι άπιστος θα καταστραφεί. Αυτό όμως που μου είναι πιστός και πράττει το δίκαιο, θα ζήσει. Πράγματι, όποιος καυχιέται ότι είναι απατεώνας, αυτός ο άνθρωπος ο αλαζονικός ποτέ δε μένει ήσυχος, ακόμη κι αν ανοίξει το στόμα του ωσάν τον άδη ή είναι σαν το θάνατο αχόρταγος, ακόμη κι αν καταπιεί όλα τα έθνη το ένα μετά το άλλο». Το όλο πνεύμα του βιβλίου Αββακούμ δείχνει πως ο προφήτης 123 124

Εβρ. 10, 8 – 10. Εβρ. 10, 37 – 39. 96


ενδιαφέρεται για τη εποχή του. Η φράση «αυτό που σου αποκαλύπτω δεν θα εκπληρωθεί αμέσως, σίγουρα όμως κάποτε θα πραγματοποιηθεί»125 μπορεί να εκληφθεί πως βρίσκει την εκπλήρωση της στα χρόνια του Χριστού, μπορεί όμως να εκληφθεί πως εκπληρώνεται και σε τόσα άλλα γεγονότα που συμβαίνουν από την εποχή του Αββακούμ μέχρι τον ερχομό του Κυρίου, όπως η βαβυλώνια αιχμαλωσία, τα γεγονότα που διαδραματίζονται στη Βαβυλώνα, η επέλαση του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τα προβλήματα που δημιούργησαν οι διάδοχοι του στη λατρεία των Ισραήλ, όπως περιγράφονται στα βιβλία των Μακκαββαίων καθώς και σε τόσα άλλα γεγονότα μέχρι την έλευση του Κυρίου. Συνεπώς η εν λόγω φράση («αυτό που σου αποκαλύπτω δεν θα εκπληρωθεί αμέσως, σίγουρα όμως κάποτε θα πραγματοποιηθεί») δεν θα πρέπει να λαμβάνεται ως η σύνδεση μεταξύ του προφήτη Αββακούμ και της Προς Εβραίους επιστολής, αλλά ότι και σε αυτήν την περίπτωση ο συγγραφέας της Προς Εβραίους χρησιμοποιεί κάποια φράση της Παλαιάς Διαθήκης που λέχθηκε με διαφορετικό περιεχόμενο, ως βοήθημα, για να δείξει το νέο περιεχόμενο που έφερε ο Χριστός.

2. Ο προφήτης Ιερεμίας στην Χριστολογία της επιστολής Το πιο δυνατό σημείο της επιστολής που δείχνει καθαρά λόγια της Παλαιάς Διαθήκης να συνδέονται πολύ στενά με το πρόσωπο του Θεού Λόγου όπως το διδάσκει η Προς Εβραίους επιστολή είναι η χρήση του βιβλίου του προφήτη Ιερεμία126 από το συγγραφέα της επιστολής. Στο 8ο κεφάλαιο, στίχους 7 – 13, αναφέρει αυτούσια λόγια του Ιερεμία127 σχετικά με τη νέα διαθήκη του Θεού με το λαό του, Ισραήλ. Στην Προς Εβραίους αντί της λέξεως «Κύριος» του Ιερεμία, υπάρχει η λέξη «Θεός».

Αββ. 2, 3. Έζησε έναν αιώνα μετά τον Ησαΐα, γύρω στο 650 μ.Χ. βλ. Εισαγωγή, σελ. 155. 127 Ιερεμίας 31, 31 – 34. 125 126

97


Το βιβλίο του Ιερεμία μπορεί όντως να θεωρηθεί ως ένα κείμενο που θυμίζει την Καινή Διαθήκη και τον ερχομό του λυτρωτή.128 Άλλωστε, όπως σημειώνει πολύ εύστοχα ο Σταύρος Καλαντζάκης «το κεντρικό θέμα του βιβλίου προσδιορίζει ο οραματισμός του προφήτη για μια νέα εποχή στα έσχατα, η οποία θα εγκαινιασθεί με την εσωτερική αναγέννηση της ανθρώπινης ύπαρξης˙ μια αναγέννηση επί της οποίας θα στηριχθεί η σύναψη ¨καινής διαθήκης¨ μεταξύ Θεού και ανθρώπων, σ’ αντικατάσταση της παλαιάς, που θα προσδώσει στη θρησκεία πνευματικό, προσωπικό και παγκόσμιο χαρακτήρα».129 Ίσως έχει σημασία και μία λεπτομέρεια της ίδιας της ζωής του Κυρίου. Κάποτε ρώτησε ο Χριστός τους μαθητές ποια είναι η γνώμη του κόσμου για το ποιος πραγματικά είναι. «Αυτοί απάντησαν : ¨Άλλοι λένε πως είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, άλλοι ο Ηλίας, άλλοι ο Ιερεμίας ή ένας από τους προφήτες¨».130 Ο Ιερεμίας συγκαταλέγεται ανάμεσα στα μεγάλα ονόματα της Παλαιάς Διαθήκης που ταυτίζονταν από κάποιους με το πρόσωπο του Χριστού. Το ίδιο περιστατικό καταθέτουν και τρεις συνοπτικοί ευαγγελιστές όμως ο Μάρκος και ο Λουκάς δεν αναφέρουν καθόλου το όνομα του Ιερεμία, ενώ και οι δύο αναφέρουν τον Ιωάννη τον Βαπτιστή και τον Ηλία καθώς και τους αρχαίους προφήτες.131 Επιπλέον δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι ο Ματθαίος ανήκε στο στενό κύκλο των 12 μαθητών του Κυρίου και πιθανότατα ήταν παρών την ώρα της σχετικής συζήτησης, κάτι που δεν μπορούμε να το υποστηρίξουμε για τους άλλους δύο ευαγγελιστές. Πάντως και μόνο το γεγονός ότι ένας ευαγγελιστής χρησιμοποιεί μόνο τον Ιερεμία από τόσους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, σημαίνει ότι το κείμενο του όντως συνδέει πολύ στενά Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Εισαγωγή, σελ. 157. Καλαντζάκη, Παλαιά Διαθήκη, σελ. 864. 130 Ματθ. 16, 13 – 14. 131 Μαρκ. 8, 28˙ Λουκ. 9, 19. 128 129

98


Βέβαια είναι αλήθεια πως και αυτό το βιβλίο αν ήθελε κάποιος θα μπορούσε να το εκλάβει ως εντελώς άσχετο με το πρόσωπο και την παρουσία του Κυρίου καθώς α) η λέξη Κύριος του βιβλίου θα μπορούσε να είναι γενικά ο Θεός, ο Γιαχβέ, των Εβραίων και όχι ο άσαρκος Λόγος όπως υποστηρίζει η μετέπειτα βυζαντινή θεολογία και β) ο Ιερεμίας ζει σε μία πολύ μακρυνή εποχή σε σχέση με το Χριστό (τέλη του 7ου με αρχές 6ου αιώνα) και ταραγμένη περίοδο του Ισραήλ (αποτυγχημένη προσπάθεια του

βασιλιά

Ιωακείμ

για

ανεξαρτησία

από

την

κυριαρχία

των

Βαβυλωνίων που ήδη είχαν κυριαρχήσει έναντι των Ασσυρίων) 132 οπότε θα μπορούσαν και σε αυτήν την περίπτωση όλα να εκλαμβάνονται πως αφορούν σύγχρονες καταστάσεις του προφήτη και όχι την τόσο μετέπειτα εποχή του Κυρίου. Ακόμα και οι φράσεις του Ιερεμία «¨Έρχονται μέρες¨ λέει ο Κύριος, ¨που θα κάνω καινούρια διαθήκη με το λαό του Ισραήλ και του Ιούδα¨133…Μετά τις μέρες εκείνες, θα βάλω το νόμο μου μέσα στη συνείδησή τους και θα τον γράψω στις καρδιές τους˙ θα είμαι Θεός τους κι αυτοί θα είναι λαός μου¨»134, θα μπορούσαν να ειδωθούν κάλλιστα μέσα από το πρίσμα μιας εκπλήρωσης κοντινής των ημερών εκείνων, και όχι ύστερα από εφτά αιώνες που ζει ο Χριστός. Παρόλα αυτά δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι το βιβλίο εμφανίζει σημεία που θα μπορούσαν να παραπέμψουν στη ζωή και την εποχή του Κυρίου. Ο ιερός συγγραφέας της Προς Εβραίους επιστολής αφιερώνει εκτενές κείμενο του Ιερεμία, σαφώς εκτενέστερο έναντι των άλλων παλαιοδιαθηκικών κειμένων της επιστολής του. Πιστεύουμε πως εξαιτίας της εγγύτητας του κειμένου του Ιερεμία με τα χαρακτηριστικά της εποχής του Κυρίου αλλά και με την περιγραφή της ίδιας της αποστολής του Θεανθρώπου, γίνεται αυτή η εκτενέστερη, έναντι των άλλων παλαιοδιαθηκικών κειμένων,

Αγία Γραφή, σελ. 1266˙ Εισαγωγή, σελ. 156. Ιερεμ. 31, 31. 134 Ιερεμ. 31, 33. 132 133

99


αναφορά των οποίων η χρήση περιορίζεται σε λίγες γραμμές ή σε κάποια σύντομα γνωμικά. Το πιο χαρακτηριστικό είναι πως σε λίγο το ίδιο ακριβώς κείμενο του Ιερεμία ξαναχρησιμοποιείται από τον συγγραφέα της Προς Εβραίους επιστολής, αλλά αυτή τη φορά η λέξη «Κύριος» του Ιερεμία αντικαθίσταται από τη λέξη «το Άγιο Πνεύμα». Στο κεφάλαιο 10, 15–18 διαβάζουμε : «Αυτό μας επιβεβαιώνει και το Άγιο Πνεύμα. Στην αρχή λέει: ¨Η διαθήκη που θα συνάψω μαζί τους, μετά τις ημέρες εκείνες, λέει ο Κύριος, είναι η εξής : Θα τοποθετήσω τον νόμο μου μέσα στις καρδιές τους και θα χαράξω τις εντολές του μέσα στο νου τους. Και θα ξεχάσω πια τις αμαρτίες τους και τις παρανομίες τους.¨ Είναι φανερό πως όπου υπάρχει συγχώρηση αμαρτιών δεν χρειάζεται θυσία γι’ αυτές».135 Το βιβλίο του προφήτη Ιερεμία θα χρησιμοποιηθεί εκτενώς από την μετέπειτα βυζαντινή θεολογία καθώς θα διατυπώνεται το χριστολογικό δόγμα της Εκκλησίας. Θα το χρησιμοποιήσει ο Ωριγένης,136 ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος,137 ο Θεοδώρητος Κύρου138 και ο Ολυμπιόδωρος.139 Οι εν λόγω θεολόγοι όμως δεν ανάφερονται στο συγκεκριμένο χωρίο που σχολιάζει η Προς Εβραίους επιστολή (Ιερ. 31, 31 – 34) εκτός από τον Ωριγένη που και αυτός αναφέρεται επιγραμματικά.140 Καθώς η λέξη Κύριος του Ιερεμία αντικαθίσταται με τις λέξεις Χριστός και Άγιο Πνεύμα γίνεται προφανές πως οι θεολόγοι της Εκκλησίας από τις πρώτες ημέρες της ιστορικής της πορείας είδαν και ερμήνευσαν την Παλαιά Διαθήκη Τριαδολογικά, γιατί προηγήθηκε η τριαντατριάχρονη πορεία του Θεανθρώπου στη γη που φανέρωσε την

Εβρ. 10, 15 – 18. PG 13, 255 – 606. 137 PG 64, 739 – 1038. 138 PG 81, 495 – 760. 139 PG 93, 627 – 726. 140 Ὠριγένους, Τά εἰς τό κατά Ματθαῖον εὐαγγέλιον ἐξηγητικά PG 13, 1405AB και Διεξηγητικαί ἐκλογαί εἰς Ἱερεμίαν PG 13, 583CD. 135 136

100


Αγία Τριάδα. Οι όροι της Παλαιάς Διαθήκης χρησιμοποιούνται πλέον για να περιγράψουν την Αγία Τριάδα. Μεταξύ της πρώτης και της δευτέρας αναφοράς της Προς Εβραίους επιστολής στο ίδιο ακριβώς κείμενο του Ιερεμία, ο συγγραφέας της έχει μία σημείωση για τη διαφορά μεταξύ ιερωσύνης των Εβραίων και της ιερωσύνης που έφερε ο Χριστός. Στους στίχους 11 – 14 διαβάζουμε : «Όλοι οι ιερείς λειτουργούν καθημερινά και προσφέρουν πολλές φορές τις ίδιες θυσίες, που όμως ποτέ δεν μπορούν να εξαλείψουν αμαρτίες. Αντίθετα, ο Ιησούς πρόσφερε για τις αμαρτίες μία θυσία για πάντα, κι έπειτα κάθισε στα δεξιά του Θεού˙ από τότε περιμένει, ωσότου υποταχθούν κάτω από τα πόδια του οι εχθροί του. Γιατί με μία μόνο προσφορά οδήγησε στην τελειότητα για πάντα αυτούς που εξαγνίστηκαν με το αίμα του»,141 και αμέσως ακολουθεί η αναφορά του στο Άγιο Πνεύμα που σημειώσαμε προηγουμένως. Παλαιά Διαθήκη, Νέα Κτίση και Αγία Τριάδα, την οποία φανερώνει στον κόσμο ο Ενανθρωπήσας Λόγος του Πατρός, συνδέονται άρρηκτα.

3. Η Χριστολογία της Εκκλησίας ως συνδεκτικός κρίκος των δύο διαθηκών Παρατηρούμε πως ο συγγραφέας της επιστολής για να στηρίξει τη διδασκαλία του για το πρόσωπο του Χριστού χρησιμοποιεί : α) φράσεις από την ενθρόνιση του βασιλιά των Εβραίων β) ένα όνειρο του προφήτη Νάθαν με τη διαβεβαίωση του Θεού πως η δυναστεία του Δαβίδ θα συνεχιστεί στους αιώνες γ) μία αναφορά για τους ειδωλολατρικούς λαούς, τους γειτονικούς των Εβραίων δ) μία φράση από το γάμο του εκάστοτε βασιλιά των Εβραίων

141

Εβρ. 10, 11 – 14. 101


ε) μία φράση που αφορούσε τον Γιαχβέ της Παλαιάς Διαθήκης αποδίδεται στον Υιό και όχι στον Πατέρα, όπως θα περίμενε ο αναγνώστης στ) μία φράση από την προσευχή του Δαβίδ χρησιμοποιείται ως κουβέντα του Υιού απευθυνόμενη προς τους αγγέλους ζ) φράση του Ησαΐα για την αποστολή που του ανέθεσε ο Θεός εμφανίζεται ως εκφρασθείσα από τον Χριστό προς τους ανθρώπους η) παραλληλίζεται η πιστότητα του Μωϋσή προς το Θεό με την πιστότητα του Ιησού Χριστού προς τον Πατέρα – Θεό θ) η οργή του Θεού της Παλαιάς Διαθήκης προς τον Ισραήλ συγκρίνεται με την οργή του Αγίου Πνεύματος προς τους ανθρώπους ι) μία φράση που χρησιμοποιούνταν κατά τη διαδικασία της υιοθεσίας των Εβραίων και αργότερα ενσωματώθηκε στο τελετουργικό της ενθρονίσεως του βασιλιά αποδίδεται να λέγεται από τον Πατέρα προς τον Υιό ια) μία φράση εύνοιας του Θεού προς το βασιλιά αποδίδεται να λέγεται από τον Πατέρα προς τονΥιό ιβ) μία φράση ευχαριστίας του Δαβίδ προς το Θεό εμφανίζεται να λέγεται από τον Χριστό προς τον Πατέρα ιγ) λόγια του προφήτη Αββακούμ που αναφέρονται στην εποχή του αποδίδονται σε κάθε εποχή ιδ) τα λόγια του προφήτη Ιερεμία θα μπορούσαν να ισχύουν όντως σε κάθε εποχή. Με βάση τα προαναφερθέντα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης ο συγγραφέας της Προς Εβραίους επιστολής οικοδομεί ολόκληρη την Χριστολογία

του

γνωρίζοντας

πολύ

καλά

πως

χρησιμοποιεί

τα

συγκεκριμένα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης για εντελώς διαφορετικό λόγο και με εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό που τους είχε δώσει ο συγγραφέας τους, όταν τα έγραφε μέσα στο εβραϊκό περιβάλλον. 102


Πέρα από το γεγονός ότι το καινούριο περιεχόμενο όλων των προαναφερθέντων χωρίων είναι ο Ενανθρωπήσας Υιός και Λόγος του Θεού, αφιερώνει και ξεχωριστά κεφάλαια για να μας μιλήσει για τον Χριστό. Στο τέταρτο κεφάλαιο της επιστολής, έχοντας ακόμα χρησιμοποιήσει λίγα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης θα μας διευκρινίσει πως ο Ιησούς, ο Υιός του Θεού, είναι ο Μέγας Αρχιερέας που έφτασε ως το θρόνο του Θεού.142 «Δεν έχουμε αρχιερέα που να μην μπορεί να συμμεριστεί τις αδυναμίες μας. Αντίθετα, έχει δοκιμαστεί σε όλα, επειδή έγινε άνθρωπος σαν κι εμάς, χωρίς όμως να αμαρτήσει. Ας πλησιάσουμε, λοιπόν, με θάρρος τον θρόνο της χάριτος του Θεού, για να μας σπλαχνιστεί και να μας δωρίσει τη χάρη του, την ώρα που τη χρειαζόμαστε».143 Στο έβδομο κεφάλαιο θα μας πει : «Κι ενώ οι άλλοι ιερείς (ενν. του εβραϊκού λαού) ήταν πολλοί, γιατί ο θάνατος τούς εμπόδιζε να παραμένουν αιώνια, ο Ιησούς, επειδή παραμένει αιώνιος, έχει ιερωσύνη που δεν μεταβιβάζεται. Γι’ αυτό μπορεί να σώζει για πάντα όσους μέσω αυτού πλησιάζουν τον Θεό. Ζει αιώνια, για να μεσιτεύει γι’ αυτούς».144 Στο ένατο κεφάλαιο υπογραμμίζει : «ο Χριστός δεν μπήκε στα άγια των αγίων που έχτισαν άνθρωποι και που είναι απεικόνιση του ουρανίου θυσιαστηρίου, αλλά στον ίδιο τον ουρανό, για να παρουσιαστεί τώρα μπροστά στον Θεό, μεσιτεύοντας για μας. Ούτε προσφέρει πολλές φορές θυσία τον εαυτό του, όπως συμβαίνει με τον αρχιερέα που εισέρχεται κάθε χρόνο στα άγια των αγίων και προσφέρει ξένο αίμα. Διαφορετικά ο Χριστός θα έπρεπε να είχε πεθάνει πολλές φορές από καταβολής κόσμου. Ενώ τώρα φανερώθηκε μια για πάντα στο τέλος των αιώνων και κατήργησε με τη θυσία του την αμαρτία. Οι άνθρωποι μία φορά πεθαίνουν κι ύστερα κρίνονται από τον Θεό. Έτσι κι ο Χριστός, αφού θυσιάστηκε μια φορά για

Εβρ. 4, 14. Εβρ. 4, 15 – 16. 144 Εβρ. 7, 23 – 25. 142 143

103


να σηκώσει πάνω του τις αμαρτίες όλων μας, θα εμφανιστεί για δεύτερη φορά, όχι για ν’ αντιμετώπισει την αμαρτία, αλλά για να σώσει αυτούς που τον προσμένουν».145 Αλλά και στο ενδέκατο κεφάλαιο καθώς μας περιγράφει τόσο γλαφύρα τους ζωντανούς καρπούς της πίστεως, όπως φαίνονται στους πρωταγωνιστές της Παλαιάς Διαθήκης, μετά το τέλος του κεφαλαίου, στο δωδέκατο κεφάλαιο θα μας υπενθυμίσει πως ο Ιησούς μας έδωσε την πίστη, την οποία και τελειοποιεί.146 Η Χριστολογία του συγγραφέα είναι ξεκάθαρη. Ο Χριστός είναι αυτός που μας φώτισε να διαβάσουμε καθαρά την Παλαιά Διαθήκη, γιατί αυτός είναι το Α και το Ω. Δεν είναι το Α η Παλαιά Διαθήκη, στη μέση ο Χριστός και στο Ω η Δευτέρα Παρουσία και η πλήρης τελείωση. Το Α και το Ω είναι ο Χριστός, ως ο Υιός και Λόγος του Θεού, το Δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Δεν ξεκινούμε από την Παλαιά Διαθήκη και συνεχίζουμε στην Καινή. Μόνο από την Καινή Διαθήκη ξεκινούμε και με τον φωτισμό των γεγονότων που περιγράφει κατανοούμε και ερμηνεύουμε την Παλαιά. Η Παλαιά Διαθήκη περιγράφει μια σειρά θεόπνευστων γεγονότων, στα οποία ενδημεί ο άσαρκος Λόγος, κορύφωση των οποίων είναι η ενανθρώπιση, η οποία είναι η τέλεια θεοφάνεια. Θεόπνευστα είναι τα γεγονότα που περιγράφει. Σε καμία περίπτωση δεν είναι θεόπνευστο το ίδιο το βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Η Παλαιά Διαθήκη σε πολλά της σημεία είναι αντιγραφή της θρησκευτικής ζωής των Εβραίων, δηλαδή μιας άλλης θρησκείας, η οποία ποτέ δεν δέχθηκε τον Χριστό – ακόμη περιμένει τον Μεσσία – με πολλά γεγονότα και από την καθημερινή του ζωή. Ο Ιεχωβά της Παλαιάς Διαθήκης δεν είναι ο Πατήρ, το πρώτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος του Χριστιανισμού, αλλά ο Θεός με το γενικό

Εβρ. 9, 24 – 28. Εβρ. 12, 1 – 2 : «τοιγαροῦν καί ἠμεῖς, τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἠμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καί τήν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι’ ὑπομονῆς τρέχωμεν τόν προκείμενον ἠμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν…». 145 146

104


περιεχόμενο που έδινε ο Εβραίος στον Θεό του. Αν δεχόταν τον Πατέρα τότε θα δεχόταν και τον Υιό, εφόσον ο Υιός είναι ο ίδιος ο Λόγος του Πατρός. Άλλωστε και η χριστιανική εκκλησία στην λέξη Ιεχωβά της Παλαιάς Διαθήκης ποτέ δεν είδε τον Πατέρα αλλά μόνο τον Λόγο, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ασάρκως και ενσάρκως βέβαια στην Καινή Διαθήκη. Ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης είναι ο Υιός για τους Πατέρες της Εκκλησίας και όχι ο Πατήρ. Ο Πατήρ κατά τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας πουθενά δεν φαίνεται. Μόνο ο Υιός φαίνεται γιατί το ξεχωριστό έργο του Υιού είναι να φανερώνει την Αγία Τριάδα μέσα στην ιστορία, κάτι το οποίο γίνεται φανερό πολύ καθαρά στην Καινή Διαθήκη με την εναθρώπιση του Λόγου, η οποία είναι η τέλεια θεοφάνεια. Ο Χριστός καθώς ήταν ο ίδιος Εβραίος – έπρεπε εκ των πραγμάτων να διαλέξει ένα έθνος, αφού θα ερχόταν μέσα στην ιστορία – χρησιμοποίησε φράσεις, γεγονότα, λέξεις, γνωμικά, σπουδαία ονόματα από την καθημερινή ζωή των Εβραίων για να κάνει διάλογο μαζί τους και να καταστήσει πιο εύκολα κατανοητό το ποιος είναι. Εκτός όμως από τα ονόματα και τα έθιμα των Εβραίων, παραπέμπει συνεχώς και κατεξοχήν στα θεόπνευστα γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης ως την καλύτερη μαρτυρία για την επίγεια αποστολή Του. Είναι χαρακτηριστικό πως πολλές φορές οι ίδιοι οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης περιγράφουν σημαντικά γεγονότα θεοφανειών, χωρίς να καταλαβαίνουν τη δυναμική των γραφομένων τους, και έρχεται ο Χριστός για να φωτίσει το ακριβές περιεχόμενο τους. Ο Χριστός, ενώ έκανε τακτικές αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη (δεν την έλεγε βέβαια Παλαιά Διαθήκη, αφού δεν είχε γραφτεί η Καινή˙ την έλεγε ἡ Γραφή ή γέγραπται, κατά τάς γραφᾶς, το γεγραμμένον ὁ νόμος καί οἱ προφήται147 ή οἱ ἀρχαῖοι, ἐρρέθῃ τοῖς ἀρχαίοις148. Επίσης

Καραβιδόπουλου, Καινή Διαθήκη, σελ. 80-89. Στην επί του όρους ομιλία ο Χριστός αναφέρει πολλές φορές τη φράση «ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις» βλ. Ματθ. 5,21˙ 5,27˙ 5,33 147 148

105


απέφευγε να παραπέμπει σε ακριβή χωρία της Παλαιάς, όχι μόνο γιατί τα κεφάλαια και οι στίχοι ενσωματώθηκαν πολύ αργότερα στο κείμενο149, αλλά κυρίως, γιατί τον ενδιέφερε να παραπέμψει στα θεόπνευστα γεγονότα των παλαιοδιαθηκικών κειμένων˙ αγαπητή του αναφορά ήταν τα ονόματα μεγάλων προφητών, κυρίως του προφήτη Ησαΐα, ακριβώς γιατί τα ονόματα τους ήταν ταυτισμένα με τα γεγογνότα των θεοφανειών. Πολλά από αυτά τα γεγονότα τα έβλεπαν οι Εβραίοι και όμως δεν συνειδητοποιούσαν τη βαθύτερη σημασία τους. Οι προφήτες και την καταλάβαιναν και την εξηγούσαν όμως πολλές φορές δεν γίνονταν κατανοητοί. Οι προφήτες ήταν τα μόνα πρόσωπα του εβραϊκού λαού που κατάλαβαν το βαθύτερο περιεχόμενο των θεόπνευστων γεγονότων, κάτι που δεν παρατηρήθηκε στον ίδιο βαθμό με άλλες ομάδες επιφανών προσώπων του εβραϊκού λαού, όπως οι Κριτές ή οι Βασιλείς. Πολλοί Κριτές και Βασιλείς πρόδωσαν την αποστολή τους. Αν ο Χριστός δεν είχε διαλέξει το εβραϊκό γένος, για να έρθει στον κόσμο, και είχε διαλέξει ένα άλλο έθνος (παρότι, η ιστορία δεν γράφεται με το αν) πάλι θα έπαιρνε από εκείνο το έθνος τα γράπτα του μνημεία, την ιστορία του, τα έθιμα του, τα γνωμικά του, ονόματα και συνήθειες της καθημερινότητος του για να δείξει με απλό και απτό τρόπο το ποιος είναι καθώς και ποια είναι η σωτηριώδης αποστολή Του. Και πάλι όμως θα ενδιαφερόταν κυρίως να παραπέμψει στα θεόπνευστα γεγονότα που εμφανίστηκαν μέσα σε εκείνο τον λαό, πριν την έλευση Του, προετοιμάζοντας τον ερχομό Του, όπως ακριβώς έγινε με τους Εβραίους, τους οποίους διάλεξε. Αυτή είναι αδήριτη ανάγκη της ενανθρωπίσεως εφόσον έρχεται μέσα στην ιστορία και στον ανθρώπινο πολιτισμό. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα όλων αυτών είναι η λέξη μέτοχοι της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι λέγονταν και χριστοί. Μέτοχοι ονομάζονταν οι βασιλείς, οι αρχιερείς του Ισραήλ, γιατί εχρίοντο με ειδικό 149

Καραβιδόπουλου, Καινή Διαθήκη, σελ. 43-44. 106


λάδι, όταν αναλάμβαναν το αξίωμα τους, όπως το βλέπουμε πολύ καθαρά στο Α΄ Σαμ. 24, στίχους 7 και 11 ή στο 26, 9 του ίδιου βιβλίου. Ο βασιλιάς αναλάμβανε τα αξίωμα του με χρίσμα. Στο Α΄ Σαμουήλ κεφάλαιο 10 στίχο 1 διαβάζουμε : «Τότε πήρε ο Σαμουήλ το δοχείο με το λάδι και το έχυσε επάνω στο κεφάλι του Σαούλ, τον φίλησε και του είπε : ¨Ο Κύριος σε έχρισε άρχοντα στο λαό του που του ανήκε騻, καθώς και σε πολλά άλλα σημεία της Παλαιάς Διαθήκης μπορούμε να δούμε το τυπικό του χρίσματος ως ανάληψη του βασιλικού αξιώματος (πολύ χαρακτηριστικό το Α΄ Σαμ. 16,1). Άλλωστε εξαιτίας της χρήσης τους με ειδικό λάδι έπαιρναν και το όνομα χριστός, εφόσον χρίονταν. Στα εβραϊκά η λέξη χριστός λέγεται «μεσσιάχ» και εξελληνισμένα «Μεσσίας».150 Ο Κύριος χρησιμοποίησε αυτή την πολύ γνωστή λέξη των Εβραίων για τον εαυτό Του και είπε πως ο ίδιος είναι ο Χριστός, αλλά με εντελώς καινούριο περιεχόμενο που αφορά την ύπαρξη και όχι κάποιο τελετουργικό της εποχής εκείνης.151 Έχρισε την ανθρώπινη φύση με τη θεϊκή και την αγίασε πλήρως, όπως θα πει λίγους αιώνες αργότερα η μετέπειτα χριστολογική διατύπωση. Κορυφώνοντας την παράδοση αυτή ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός τον 8ο αιώνα μ.Χ. θα σημειώσει : «ὅτε γὰρ γέγονε σάρξ ὁ Λόγος, τότε καὶ ὠνομάσθαι λέγομεν Χριστὸν Ἰησοῦν. Ἐπειδὴ γὰρ κέχρισται τῷ ἐλαίῳ τῆς ἀγαλλιάσεως ἤτοι τῷ ἀγίῳ Πνεύματι παρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς, ταύτῃ τοι Χριστὸς ὀνομάζεται»152 όπως και «αὐτὸς γὰρ ἐαυτὸν ἔχρισε, χρίων μὲν ὠς Θεὸς τὸ σῶμα τῇ θεότητι αὐτοῦ, χριόμενος δὲ ὡς ἄνθρωπος˙ αὐτὸς γὰρ ἐστι τοῦτο κακεῖνο»,

153

για να καταλήξει πως «χρίσις δὲ ἡ θεότης τῆς

ἀνθρωπότητος».154

Καινή Διαθήκη, Γλωσσάριο σελ. 662 – 663. Βλ. Καινή Διαθήκη, σελ. 518 την κριτική ερμηνεία και παρατήρηση του όρου μέτοχοι του στίχου 1, 9 : «ἔλαιον ἀγαλλιάσεως παρά τούς μετόχους σου» της Προς Εβραίους επιστολής. 152 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ Ἔκδοσις ἀκριβὴς, 79 17 – 19. 153 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής, 47 23 – 25. 154 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής, 47 25. 150 151

107


Στο βιβλίο των Ψαλμών της Παλαιάς Διαθήκης ο όρος χριστός χρησιμοποιείται σε σχέση με τον Δαβίδ και τους διαδόχους του. (π.χ. Ψαλμ. 2,2).155 Ο 45ος Ψαλμός στο στίχο 8 λέγει : «ἠγάπησας δικαιοσύνην καί ἐμίσησας ἀνομίαν˙ διά τοῦτο ἔχρισε σέ ὁ Θεός ὁ Θεός σου ἔλαιον ἀγαλλιάσεως παρά τούς μετόχους σου».156 Αυτήν ακριβώς την έκφραση χρησιμοποιεί ο συγγραφέας της Προς Εβραίους επιστολής και βάζει να τη λέγει ο Πατήρ προς τον Υιό του : «καί πρός μέν τούς ἀγγέλους λέγει ¨ὁ ποιῶν τούς ἀγγέλους…¨ πρός δέ τόν υἱόν˙ ο θρόνος σου, ὁ Θεός, εἰς τόν αἰώνα τοῦ αἰῶνος˙ῥάβδος εὐθύτητος ἡ ῥάβδος τῆς βασιλείας σου. Ἠγάπησας δικαιοσύνην καί ἐμίσησας ἀνομίαν˙ διά τοῦτο ἔχρισε σέ, ὁ Θεός, ὁ Θεός σου ἔλαιον ἀγαλλιάσεως παρά τούς μετόχους σου˙». Τους συγκεκριμένους στίχους τους σχολιάσαμε στην αρχή της παρούσης μελέτης μας και σημειώσαμε πως απαγέλλονταν στο γάμο του βασιλιά όπου εκεί αναφέρονταν και το τελετουργικό της χρίσης του. Σύμφωνα με το καινούριο περιεχόμενο που δίνει η Προς Εβραίους επιστολή ο Υιός είναι ο καινούριος Χριστός, καθώς χρίεται με ἔλαιον ἀγαλλιάσεως, δηλαδή με το Άγιο Πνεύμα.157 Η Προς Εβραίους επιστολή είναι το πιο καλό δείγμα για να καταλάβουμε το πώς διατυπώνει η εκκλησία, τις πρώτες ημέρες της ιστορικής της πορείας, τη διδασκαλία της για το Χριστό. Η χρήση των παλαιοδιαθηκικών χωρίων είναι απαραίτητη για να γίνει κατανοητό το πρόσωπο και η αποστολή του Κυρίου. Ίσως δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της επιστολής διαβάζεται στην Εκκλησία κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή αλλά και ένα σεβαστό κομμάτι από το ενδέκατο κεφάλαιο της (Εβρ. 11, 24 – 26 και 32 – 40), όπου υπογραμμίζονται ρητώς οι καρποί της πίστεως, διαβάζεται κατά την

Καινή Διαθήκη, Γλωσσάριο σελ. 663. Ψαλμ. 45, 8. 157 Καινή Διαθήκη, σελ. 518. 155 156

108


Κυριακή της Ορθοδοξίας.158 Στις πιο λεπτές περιόδους του λειτουργικού έτους της Εκκλησίας ακούγεται η Χριστολογία της Προς Εβραίους επιστολής διατυπωμένη με τη βοήθεια των παλαιοδιαθηκικών χωρίων.

158

Καραβιδόπουλου, Καινή Διαθήκη, σελ. 317. 109


Συντομογραφίες : Αγία Γραφή : Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα, Ελληνική Βιβλική Εταιρεία, 2003 Εισαγωγή : Σύντομη Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη. Επιλογή ενοτήτων από τη Βίβλο της Ιερουσαλήμ Μετάφραση Δημήτρης Καϊμάκης Εκτυπωτική Ε.Π.Ε. «Uniprint Hellas», Θεσσαλονίκη, 1991. Ἰωάννου

Δαμασκηνοῦ,

Ἔκδοσις

ἀκριβής,:

Ἰωάννου

Δαμασκηνοῦ,

Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Die Schriften des Johannes von Damaskos, εκδ. B. Kotter, Walter – De Gruyter 1973, t. II (Patristische Texte und Studien 12). Καϊμάκη, Ψαλῶ : Δημήτρη Β. Καϊμάκη, Ψαλῶ τῷ Θεῷ μου. Υπόμνημα σε εκλεκτούς Ψαλμούς, Εκτυπωτική Ε.Π.Ε. «Uniprint Hellas», Θεσσαλονίκη, 1992 Καλαντζάκη, Παλαιά Διαθήκη : Σταύρου Ε. Καλαντζάκη, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, επιμέλεια Αθανάσιος Παπαρνάκης Δ. Θ., εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 2007 Καραβιδόπουλου, Καινή Διαθήκη : Ιωάννου Δ. Καραβιδόπουλου, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη (στη σειρά Βιβλική Βιβλιοθήκη 1) εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 32007 Καινή Διαθήκη : Η Καινή Διαθήκη, Κείμενο – Μετάφραση στη δημοτική (έκδοση πολυτονική) από την Ελληνική Βιβλική Εταιρεία 2006, έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας, 2008

110


Δρ. Εμμανουήλ Κ. Δουνδουλάκης Επίκουρος καθηγητής της Α.Ε.Α.Η.Κ.

Αγιότητα και Άγιοι σε συγγράμματα του Γέροντος Γαβριήλ Διονυσιάτη

Όσοι μελετούν επιλεκτικά και αποσπασματικά τα συγγράμματα του μακαριστού Γέροντος Γαβριήλ, είναι δυνατόν να διαμορφώσουν την άποψη ότι εκείνος δεν ασχολείται με την Αγιότητα. Η συγκεκριμένη εκτίμηση αποτελεί συνισταμένη πολλών παραγόντων: αφενός του βαθμού "εκγύμνασης" των πνευματικών "αισθητηρίων"159 του αναγνώστη που μελετά τα κείμενα του Διονυσιάτη πατρός και αφετέρου της εικόνας που έχει ο ίδιος ο αναγνώστης, ως προς την ταυτότητα της "Αγιότητας". Επιπροσθέτως, φαίνεται ότι με μια τέτοια εκτίμηση παραβλέπονται τα ιστορικά δεδομένα της εποχής του Αγιορείτη, καθώς επίσης και η σκοποθεσία των συγγραμμάτων του. Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι έχουμε εσφαλμένη αντίληψη για την ταυτότητα της "Αγιότητας", η οποία ανατροφοδοτείται τόσο από κοινωνικούς φορείς και θεσμούς, όσο και από εκκλησιαστικούς. Όταν η Αγιότητα εγκλωβίζεται ή καθηλώνεται στο δίπολο του "ηθικισμού" και της "προβολής" και υιοθετούνται πρακτικές που δείχνουν μεθοδευμένο "εκβιασμό" της συνειδήσεως των πιστών, από μέρους εκκλησιαστικών προσώπων, προκειμένου να αποδεχτούν και να προβάλλουν ένα κεκοιμημένο μέλος της Εκκλησίας ως Άγιο, τότε η Αγιότητα χάνει την ταυτότητά της, δημιουργεί σύγχυση στους πιστούς και εγείρει ενστάσεις ως προς την ακεραιότητα και την πνευματική πορεία του προσώπου που προβάλλεται. Συνεπώς, εάν κάποιος αναζητήσει τα παραπάνω στοιχεία

159

Εβρ. 5, 14. 111


στην πορεία και τα έργα του μακαριστού Γέροντος, ασφαλώς και θα απογοητευτεί, διότι δεν θα τα εντοπίσει. Ο Διονυσιάτης πατήρ, δεν ηθικολογεί –και φροντίζει να δείξει ότι αποστρέφεται160 τον ηθικισμό όπως επίσης δεν υιοθετεί την αδόκιμη προβολή της αρετής, εφόσον θεωρεί ότι η τελευταία "ευσχημονεί, ταπεινοφρονεί και κρύπτεται"161. Ως προς το ζήτημα της Αγιότητας δεν αποσιωπά όσα συνδέονται με αυτήν, ούτε όμως προβαίνει σε συστηματική προβολής τους, αλλά, ως γνήσιος εκφραστής της Αγιορειτικής παράδοσης, ως εκκλησιαστικός και πνευματικός άνθρωπος, δίνει τη σχετική μαρτυρία μέσα από τα συγγράμματα και τους λόγους του, εφόσον, σύμφωνα με τον Πατέρα, "ομιλεί εκείνος, ο οποίος μαθαίνει πρώτα τα θεία, παθαίνει για τα θεία και εκ του περισσεύματος της καρδίας του ομιλεί."162 Υπογραμμίζει επίσης, με κάθε αφορμή, ο Διονυσιάτης Πατήρ ότι: "... ο χριστιανικός κόσμος εχόρτασεν από λόγια μεγάλα και ρητορικά και διψά για αγιότητα και παράδειγμα"163. Γι' αυτό και "δια τους απλοϊκούς... ανθρώπους’’, σημειώνει ο ίδιος, ο αγιορείτης πνευματικός με την αίγλη της εξαϋλώσεώς του, είναι ό,τι χρειάζεται και επιβάλλεται"164. Ο Γέροντας Γαβριήλ κατανοεί μέσα από τα βιώματά του ότι η Αγιότητα δεν ταυτίζεται ούτε με τα επιτεύγματα της ηθικής ούτε με τις υπερφυσικές εμπειρίες οποιασδήποτε μορφής,165 -χωρίς αυτό να σημαίνει

Γ. Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Λαυσαϊκόν του Αγίου Όρους, Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 174: "Παραλείπω τους άλλους ηθικολόγους, τους ανακαλύπτοντας πολλά τα απάδοντα, είναι οι εξ οικείων τα αλλότρια και κατά κανόνα ομιλούντες πάντοτε περί ηθικής αφ' ής προδηλότατα έχουν λάβει διαζύγιον". 161 Ό.π., σ. 78. 162 Κ. Ιωαννίδη, Γεροντικόν του Εικοστού αιώνος, εκδ. Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος, Μηλέσι 2008, σ. 183. Πρβλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 2, 71, PG 35, 480B. 163 Γ. Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Λαυσαϊκόν του Αγίου Όρους, ό.π., σ. 124. Βλ. και σελ. 45: "... ο κόσμος διψά δι' αγιότητα, και έπαθε πλησμονήν της σοφίας." 164 Ό.π., σ. 46. 165 Ι. Ζηζιούλα (μητρ.), «Η θέωση των Αγίων ως εικονισμός της Βασιλείας», Αγιότητα. Ένα λησμονημένο Όραμα. Αφιέρωμα., εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2001, σ. 39. 160

112


ότι παραβλέπει, επί παραδείγματι, τα θαύματα, ως ενδείξεις αγιότηταςαντιθέτως υπογραμμίζει ότι το ήθος ενός Αγίου προϋποθέτει -μεταξύ των άλλων- το λειτουργικό βίωμα και την απάρνηση του εαυτού, την ταπείνωση, την υπακοή166. Διότι «οι άγιοι δεν προβάλλουν την ατομικότητά τους, αλλά την αφανίζουν, για να φανερωθεί η χάρις του Θεού. Κενώνουν το χώρο της ατομικής τους παρουσίας και τον προσφέρουν ως χώρο φανερώσεως του»167, «μόνου Αγίου»,168 του Χριστού. Ο Αγιορείτης πατήρ αναφέρεται και στα δύο είδη του "μαρτυρίου", τα οποία οδηγούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στην Αγιότητα, δηλαδή, εκείνο του "αίματος", κι εκείνο της "συνειδήσεως"169. Ως προς το "μαρτύριο του αίματος", δηλαδή τη μαρτυρική τελείωση170, ο μακαριστός Γέροντας υπήρξε λακωνικός, πλην σαφής στις διατυπώσεις του. Διέκρινε το "μαρτυρίου του αίματος" που συνδέεται με την πίστη και οδηγεί στην Αγιότητα, από τη μαρτυρική τελείωση, την αυτοθυσία, η οποία συνδέεται με την απελευθέρωση της πατρίδας, την εθνική ανεξαρτησία171 και απαντάται στις περιπτώσεις των εθνομαρτύρων. Η διάκριση αυτή γίνεται έμμεσα, αντιληπτή από μία φράση της ιστορικής ομιλίας του για το "Βήμα του Αποστόλου Παύλου"172, στη Θεσσαλονίκη, το 1979, όπου σημειώνει μεταξύ των άλλων ότι: σύμφωνα με το Μοναχολόγιο της Διονυσίου, από τους 19 πατέρες της Μονής οι

Ανωνύμου, Από τον Κήπο του Παππού, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 34, 59. Πρβλ. Θεοκλήτου Δ. (μοναχ.), ό.π., σ. 219. 167 Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 41997, σ. 271. 168 «Ότι συ μόνος Άγιος, συ μόνος Κύριος….» (Δοξολογία). Βλ. Ανωνύμου, Εγκόλπιον του Αναγνώστου, εκδ. Α.Δ.Ε.Ε., Αθήνα 141996, σ. 61. Πρβλ. Ι. Ζηζιούλα (μητρ.), ό.π., σ. 28. 169 Δ. Τσάμη, Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 104-106. Πρβλ. Α. Κορακίδη, Μαρτύριο και Αγιότητα, τεύχ. Β΄, εκδ. Ν. Παναγόπουλου, Αθήνα 2008 σσ. 119-121, 159-165· Π. Υφαντή, Η Αγιότητα του Μαρτυρίου και η μαρτυρία της Αγιότητας, εκδ Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, σσ. 16-17. 170 Το μαρτύριο ονομάζεται και τελείωση, σύμφωνα με τον Κλήμεντα Αλεξανδρέα, διότι μέσω αυτού ο μάρτυρας " τέλειον έργον αγάπης ενεδείξατο." (Κλήμης Αλεξανδρέας, Στρωματείς 4,4, PG 8, 1228B). 171 Ό.π., σ. 46. Πρβλ. Π. Πάσχου, Άγιοι οι φίλοι του Θεού, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1995, σ. 110. 172 http://www.impantokratoros.gr/93ECCF96.el.aspx 166 2

113


οποίοι συνελήφθησαν το 1827 και έμειναν έγκλειστοι για 7 χρόνια στο "Λευκό Πύργο", από τους κατακτητές, οι 11 πέθαναν από τους βασανισμούς και τις κακουχίες, εκ των οποίων ο ένας (1) αγίασε. Ο Γέροντας κάνει λόγο για Αγιορείτες οσιομάρτυρες173, οι οποίοι δέχτηκαν την εχθρική διάθεση των "κρατούντων αλλοθρήσκων", υπέμειναν φρικτά βασανιστήρια και τελειώθηκαν, είτε με απαγχονισμό, είτε με αποκεφαλισμό. Σε άλλη συνάφεια μνημονεύει τη δεκάριθμο χορεία των "καλλινίκων Νεομαρτύρων" της Σκήτης της Αγίας Άννας, οι οποίοι "εν οσιότητι πρότερον τον τόπον"174 καθηγίασαν. Ειδική αναφορά γίνεται στο Νεο-ιερομάρτυρα άγιο, σήμερα, Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, για τον οποίο υπογραμμίζεται μεν το ασκητικό και φιλομόναχο φρόνημά του, χαρακτηρίζεται δε ως "εθνομάρτυρας"175. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα το οποίο αφορά το μαρτύριο του αίματος, καταχωρίζεται τόσο στο "Νέο Ευεργετινό"176, όσο και στη μελέτη του Γέροντος για τη Μονή Διονυσίου177 και συνδέεται με τους Διονυσιάτες μοναχούς Ευδόκιμο και Ιωσήφ. Μέσω αυτού, το οποίο αναφέρεται σε περιστατικά που έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ 1810 και 1819, ελέγχεται ως επισφαλής η "θεληματική προσέλευση στο μαρτύριο", ("αυτόκλητοι μάρτυρες"),178 καταδεικνύεται ο χαρακτήρας της εξωμοσίας, το προφίλ του αρνησίχριστου179 και μνημονεύεται η μαρτυρική τελείωση του οσιομάρτυρος Ιωσήφ180 (16/ 4) ο οποίος οδηγήθηκε από τους Τούρκους σε απαγχονισμό, όταν ο Ευδόκιμος αρνήθηκε για

Γαβριήλ Διονυσιάτου (Αρχιμ.), ό.π., σσ. 46-47. Ό.π., σ. 123. 175 Ό.π., σ. 48. Πρβλ. Συγγραφείς, Διονυσιακόν Αγιολόγιον, Άγιον Όρος 2004, σ. 81, 83, 94. 176 Γαβριήλ Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Νέος Ευεργετινός, εκδ. Σ. Σχοινάς, Βόλος 1974, σσ. 61-64. Πρβλ. Ανωνύμου, Από τον Κήπο του Παππού, ό.π., σσ. 31-35. 177 Συγγραφείς, ό.π., σ. 81, υποσ. 1. 178 Δ. Τσάμη, ό.π., σσ. 113-117, 121-122. 179 Ό.π., σ. 118. 180 Συγγραφείς, ό.π., σ. 83. Πρβλ. Μωυσέως Αγιορείτου (μον.), Οι Άγιοι του Αγίου Όρους, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 557. 173 174

114


δεύτερη φορά την πίστη του στο Χριστό, υποδεικνύοντας ως υπαίτιο της εν γένει στάσης του, τον συνασκητή του Ιωσήφ. Στο

παραπάνω

περιστατικό

καταγράφεται

επίσης

και

η

μεταστροφή του αρνησίχριστου Ευδοκίμου, ο οποίος επέστρεψε αργότερα στη Μονή της μετανοίας του και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του σε καλύβα, έξω από αυτήν, "μαρτυρών τη συνειδήσει"181. Το δεύτερο αυτό είδος του μαρτυρίου, της συνειδήσεως ή αλλιώς, το "κατά προαίρεσιν μαρτύριο",182 όπως συνήθιζε να το ονομάζει ο Γέροντας, συνδέεται με τη μοναχική ζωή, την άσκηση, την ειρηνική μαρτυρία και υποδηλώνει την τελείωση της Αγιότητας στις περιπτώσεις των οσίων. Βεβαία, στην αυτή κατηγορία θα μπορούσε κάποιος να εικάσει ότι εντάσσει ο Αγιορείτης πατήρ και τις περιπτώσεις των λαϊκών 183 "κρυπτοχριστιανών"184 (ανδρών, γυναικών, παιδιών) που συνάντησε σε Εκκλησία του Γαλατά, τη δεκαετία του '60, όταν επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Κωνσταντινούπολη. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο καταχωρίζει την ιστορία τους, το περιστατικό της συναναστροφής και της λειτουργικής κοινωνίας μαζί τους, σε ιδιαίτερη ενότητα, την οποία επιγράφει: "Σύγχρονα Μαρτυρολόγια"185, δηλώνοντας εμμέσως ότι το "μαρτύριο της συνειδήσεως" εξομοιώνεται με το "μαρτύριο του αίματος"186. Διατυπώνει, επίσης, με τρόπο σαφή ότι ο ενάρετος και ασκητικός βίος, ακόμη και η Αγιότητα, δεν αποτελούν προνόμιο συγκεκριμένης Αθανασίου Αλεξανδρείας, Βίος οσίου Αντωνίου 47, PG 26, 912. Γ. Διονυσιάτου (Αρχιμ), Λαυσαϊκόν ..., ό.π., σ. 77· Ανωνύμου, Από τον Κήπο του Παππού, ό.π., σ. 59. 183 Βασιλείου Καισαρείας, Εις τους Αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας, PG 31, 508: "Γίνεσθε Μάρτυρες τη βουλήσει, άνευ διωγμών, άνευ μαρτύρων, και έξετε την αυτήν αξίαν, οίαν και οι Μάρτυρες". 184 Ενδεικτικά περί των "Κρυπτοχριστιανών", βλ. Β. Γιούλτση, Αναζητώντας Κρυπτοχριστιανούς στην Κιλικία, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2013, σσ. 77. 185 Ανωνύμου, Από τον Κήπο.., ό.π., σσ. 128-134· Θεοκλήτου Διονυσιάτου (μον.), ό.π., σσ. 182-191. Πρβλ. Γ. Διονυσιάτου (Αρχιμ), Αναμνήσεις και Νοσταλγίαι, Θεσσαλονίκη 1958, σσ. 118 εξ., 140 εξ. 186 Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εγκώμιον εις Άγιον Ευστάθιον, PG 50, 601: "... μάρτυρα ουχί ο θάνατος ποιεί μόνον, αλλά και η πρόθεσις..." 181 182

115


ομάδας ή κοινωνικής τάξεως, εφόσον "... πλειστάκις υπό την βασιλικήν πορφύραν εκρύπτετο το τρίχινον ράσον της ασκήσεως και εις μέγαρα μεγιστάνων ενάρετοι άνθρωποι μετήρχοντο την σκληράν ζωήν της νηστείας και χαμαικοιτίας..."187 Ο Γέροντας Γαβριήλ Διονυσιάτης δείχνει να είναι εγκρατής ως προς την απόδοση του χαρακτηρισμού του "Αγίου" σε κάποιον, αναζητώντας "τεκμήρια αδιάψευστα της αγιότητάς του"188. Διακρίνει τους "θρύλους", από τις "παραδόσεις" και τις "αυθεντικές διαπιστώσεις"189, στα εκκλησιαστικά και αγιολογικά πράγματα, όμως δεν διστάζει να χαρακτηρίσει ορισμένους, εν ζωή, ακόμη, χαρισματικούς ασκητές, ως "αγίους ... πατέρας και ζώντα κειμήλια του ορθοδόξου μοναχισμού."190 Μνημονεύει επίσης αρκετά ονόματα επωνύμων οσίων ασκητών, όπως π.χ., του Ακάκιου του Καυσοκαλυβίτου - ο οποίος λειτούργησε ως "αλείπτης"191 πολλών

οσιομαρτύρων-,

του

Μαξίμου

του

Καυσοκαλιβίτου,

του

συνσκητιώτη Νήφωνος,192 κ.ά., καθώς και άλλες περιπτώσεις ανω-νύμων ασκητών και αναχωρητών της Αγιώνυμου Πολιτείας. Ως προς την τελευταία αυτή περίπτωση θα μπορούσε κάποιος να σημειώσει εκείνη των "τριών" οσίων "αναχωρητών" στον Αίμονα (πρόβουνο του Άθωνα), των οποίων την παρουσία και την άσκηση αγνοούσαν οι περίοικοι μοναχοί, μέχρι την ημέρα, που, κατά παραχώρηση του Θεού και με τη συνεργεία αγγέλου, έγινε φανερή η παρουσία τους στον παπά Γρηγόρη τον "πνευματικό"193, κ.ά.

Γ. Διονυσιάτου (Αρχιμ), Λαυσαϊκόν ..., ό.π., σ. 132. Ό.π., σ. 67. 189 Ομιλία του Γέροντος Γαβριήλ Διονυσιάτη στη Θεσσαλονίκη το 1979, για το "Βήμα του Αποστόλου Παύλου". Βλ. http://www.impantokratoros.gr/93ECCF96.el.aspx 190 Γ. Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Λαυσαϊκόν ..., ό.π., σ. 98. 191 Γ. Δορμπαράκη (Πρωτ.), "Οι αλείπτες των Νεομαρτύρων", Ο Άγιος και ο Μάρτυρας στη ζωή της Εκκλησίας (Εισηγήσεις ΙΒ΄ Συνεδρίου Πατερικής Θεολογίας), εκδ. Α.Δ.Ε.Ε., Αθήνα 1994, σσ. 113-132. 192 Γ. Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Λαυσαϊκόν ..., ό.π., σ. 126. 193 Ανωνύμου, Από τον Κήπο.., ό.π., σσ. 72-74 187 188

116


Το μαρτύριο της συνειδήσεως είναι άμεσα συνυφασμένο με συγκεκριμένες πτυχές που απαντώνται στις βαθμίδες "τελείωσης" 194 της Αγιότητας,

στην

πνευματική

πορεία

των

μοναχών,

δηλαδή

την

"αντιστροφή", την επιστροφή του τελειούμενου πιστού στην προπτωτική κατάσταση, και την "ανάκραση", δηλαδή την τελειωτική πορεία, όπως σημειώνουν Πατέρες και Εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Χωρίς να προβούμε σε μια συστηματική και αναλυτική παρουσίαση των παραπάνω πτυχών, κρίνουμε σκόπιμο να υπομνηματίσουμε κάποιες από αυτές, προκειμένου να καταδειχθεί η αξιοποίηση και προβολή τους, ως ενδείξεις Αγιότητας, στα συγγράμματα του Διονυσιάτη πατρός. Ο Γέροντας Γαβριήλ καταγράφει τρία περιστατικά για τη σχέση χαρισματικών, αγίων, μοναχών και "άγριων" ζώων195 (όφεως196, άγριων περιστεριών197 και αφηνιασμένου αλόγου198) στο "Νέο Ευεργετινό". Σε ένα μάλιστα εξ

αυτών

υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Στις παραπάνω

περιπτώσεις μνημονεύεται όχι μόνο η εξημέρωση των ζώων, αλλά και η

Δ. Τσάμη, ό.π., σσ. 163-188. Περισσότερα για το θέμα της σχέσης των Αγίων με τα ζώα, βλέπε: Σ. Μπαλατσούκα, Οι Άγιοι και το φυσικό περιβάλλον, Διδακτορική Διατριβή, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 1996, σσ.144-149· Ανωνύμου, Όταν τα ζώα μιλούν με τους Αγίους, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 2013, σσ.160· Σίμωνος (μον.), Η ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων, εκδ. Ο Άγιος Στέφανος, Αθήναι 2007, σσ. 447· Σ. Σαχάρωφ (Αρχιμ.), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. Ι.Μ.Τ.Π., Έσσεξ Αγγλίας 2005, σσ. 114-115. 196 Πρόκειται για ένα φίδι που ονομάζεται "αστρίτης" ή "Αλαφιάτης" το οποίο είχε εξημερώσει ο αρτοποιός της Μονής και του πρόσφερε τροφή. Το φίδι παρέμεινε στο συγκεκριμένο χώρο όσο χρόνο παρέμεινε ο γέρων Ισαάκ στο συγκεκριμένο διακόνημα. μετά έφυγε κι αυτό. Βλ. Γαβριήλ Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Νέος Ευεργετινός, ό.π., σ. 59· Ανωνύμου, Από τον Κήπο.., ό.π., σ. 27. 197 Αναφέρεται στο λόγιο Αρχιμανδρίτη της Μονής Διονυσίου Χρυσόστομο Χατζηδανιήλ, από του οποίου τα χέρια δέχονταν τροφή τα άγρια περιστέρια, κατά το τέλος της ζωής του. Βλ. Γαβριήλ Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Νέος Ευεργετινός, ό.π., σσ. 59-60· Ανωνύμου, Από τον Κήπο.., ό.π., σ. 29. 198 Πρόκειται για τον απλούν μοναχό Θωμά, ο οποίος με το σημείο του σταυρού σταμάτησε και ακολούθως ηρέμισε αφηνιασμένο άλογο. Βλ. Γαβριήλ Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Νέος Ευεργετινός, ό.π., σσ. 67-68. 194 195

117


αρμονική συνύπαρξη με αυτά,199 όπως γνωρίζουμε από την Ασκητική Γραμματεία και από τους βίους σύγχρονων Γερόντων200. Ο μακαριστός Γέροντας αντιλαμβάνεται τη συναναστροφή αυτή ως τεκμήριο Αγιότητας των συγκεκριμένων Αγιορειτών, γι' αυτό και σημειώνει, με αφορμή το περιστατικό του "αστρίτη" όφεως, ότι αυτό συμβαίνει διότι: "εις τους αγίους άνδρας τους επαναγαγόντας εαυτούς εις την πρώτην κατάστασιν του ανθρώπου την προ της παρακοής, τα πάντα υποτάσσονται... και όπως οι Πρωτόπλαστοι ανεστρέφοντο μετά των θηρίων εν τω Παραδείσω και ο όφις ήτο το φρονιμώτερον μεταξύ αυτών επί της γης, ούτω και εις την μακαρίαν κατάστασιν της απαθείας και ακακίας συμμετέχει και εξημερούται εις το περιβάλλον."201 Ο Οικουμενικός μας Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, σημειώνει, σχετικά, σε παλαιότερο μήνυμά του ότι: " ... τα κτήνη, και τα άγρια θηρία... αντιλαμβάνονται εις τα πρόσωπα των Αγίων την θεοείδειαν αυτών και, ως να λογοποιούνται παραδόξως, τιμούν τον Άγιον ως βασιλέα της κτίσεως, επειδή οσμίζονται εν αυτώ την ευωδίαν του ανακαινισθέντος ανθρώπου..."202 Οι

χαρισματικές

καταστάσεις

της

"προόρασης"

και

της

"διόρασης"203, οι οποίες εμφανίζονται στη Β΄ απάθεια, ως αποτέλεσμα μακροχρόνιου αγώνα των μοναχών204, κατά των παθών και προϋπο-

Ό.π., σ. 68: "... η καθαρά απλότης συνδυαζομένη με τον φόβον του Θεού φέρει τον άνθρωπον εις την μακαρίαν εκείνην κατάστασιν, ήν είχον οι πρωτόπλαστοι εν τω Παραδείσω προ της παρακοής, αναστρεφόμενοι εν μέσω θηρίων και ημερούντες αυτά." 200 Κλείτου Ιωαννίδη, Εγκόλπιο Γεροντικό του 20ού αιώνα, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 25-26, 51. 201 Γαβριήλ Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Νέος Ευεργετινός, ό.π., σ. 59· Ανωνύμου, Από τον Κήπο.., ό.π., σ. 27. 202 Σίμωνος (μον.), ό.π., σσ. 8-9. 203 Αναλυτικά περί του προορατικού, του διορατικού χαρίσματος και τις διαβαθμίσεις του, βλέπε: Σ. Σαχάρωφ (Αρχιμ.), ό.π., σ. 213-218· Εμμ. Δουνδουλάκη, "Διόραση - Προόραση & Αγιότητα", Ενοριακή Παρουσία, τεύχ. 62 (2013) 16, 18. 204 Ο καλόγερος λέγεται μοναχός, διότι πρέπει να είναι μονάχος του, έξω από τον κόσμο, σε μοναξιά, προκειμένου να συνομιλεί αδιαλείπτως με το Θεό. Βλ. Γαβριήλ Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Νέος Ευεργετινός, ό.π., σ. 24. 199

118


θέτουν την ταπείνωση, αποτελούν ενδείξεις για την τελειούμενη πορεία του μοναχού στην Αγιότητα. Η προόραση συνδέεται κυρίως με το θάνατο205 και την πρόρρησή του, στα έργα του Διονυσιάτη πατρός, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις με την προόραση των μελλόντων206 εν γένει. Η διόραση μνημονεύεται από τον Γέροντα άλλοτε ως μέσο γνώσης και κατανόησης των μυστηρίων του Θεού,207 π.χ. τη θέα αγγέλων, και άλλοτε ως δυνατότητα του αγίου ασκητού να διεισδύει στον εσωτερικό κόσμο του άλλου, να τον ψυχαναλύει208, να διακρίνει, εν τέλει, το ελάττωμά του και να τον διορθώνει. Στις ορατές εκφράσεις της Αγιότητας ενός προσώπου θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν και τα «σημεία» (θεοσημίες ή οράματα) των οποίων αποδέκτης γίνεται ένας ασκητής. Βέβαια δεν αποτελούν από μόνες τους ασφαλές κριτήριο Αγιότητας, ούτε προέρχονται όλες από το Θεό. Ο Γέροντας Γαβριήλ αναφέρει στα έργα του αρκετά παραδείγματα που κινούνται και προς στις δύο κατευθύνσεις: δηλαδή όσες θεοσημίες και οράματα προέρχονται από το Θεό209 κι εκείνα τα οράματα που οφείλονται σε διαβολική επενέργεια210. Το χαρακτηριστικότερο, ίσως, περιστατικό211 οράματος με πηγή του τη διαβολική επενέργεια είναι εκείνο με το μοναχό Χαραλάμπη της Σκήτης της Αγίας Άννας, ο οποίος θεώρησε τον εαυτό του ως τον

Ό.π., σ. 37, 57, 68. Γ. Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Λαυσαϊκόν ..., ό.π., σ. 111, 158, 217. Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Νέος Ευεργετινός, ό.π., σ. 38· Γ. Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Λαυσαϊκόν ..., ό.π., σ. 86, 87. 207 Γαβριήλ Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Νέος Ευεργετινός, ό.π., σ. 12. 208 Ό.π., σ. 13, 60: "Περί του διακριτικού τούτου ανδρός λέγουσιν ότι ήτο τόσος βαθύς εις την δ ι ό ρ α σ ι ν και την ψ υ χ ο λ ο γ ί α ν, ώστε διέβλεπε καθαρώτατα το βασικόν ελάττωμα του εξολολογουμένου, και με λακωνικότητα ασκητικήν έδιδεν αποφθεγματικώς την πρέπουσαν οδηγία προς διόρθωσιν." Πρβλ. Γ. Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Λαυσαϊκόν ..., ό.π., σ. 30. 209 Ό.π., σσ. 154-159· Του ίδιου, Νέος Ευεργετινός, ό.π., 9-10, 34-35, 54-57. 210 Ανωνύμου, Από τον Κήπο.., ό.π., σσ. 21-23. 211 Ό.π., σσ. 60-62· Γ. Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Λαυσαϊκόν ..., ό.π., σσ. 78-80. 205 206

119


ενδεδειγμένο να γίνει Οικουμενικός Πατριάρχης. Η έπαρσή του έφτασε να τον οδηγήσει στα πρόθυρα του θανάτου, όταν ο διάβολος εκμεταλλεύτηκε τον εγωισμό του και προέβαλε, σε όραμα, πλοίο που ήρθε να τον παραλάβει, προκειμένου να τον οδηγήσει, δήθεν, στην Κωνσταντινούπολη. Όπως, σημειώνεται, ο μοναχός σώθηκε την τελευταία στιγμή, από βέβαιη πτώση στα βράχια, όταν, κάνοντας, έστω και, από συνήθεια, το σταυρό του, εξαφανίστηκε το σκηνικό που έστησε ο διάβολος και αντιλήφθηκε το γκρεμό και τη θάλασσα στη θέση του. Στο συγγραφικό έργο του μακαριστού Αρχιμανδρίτη καταγράφονται κατηγορίες Αγίων, με τις επιμέρους διαιρέσεις τους, σύμφωνα με τα δεδομένα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γίνεται αναφορά στο πρόσωπο του Χριστού, με αφορμή περιστατικά θεοσημιών212, στο πρόσωπο της Θεοτόκου, κυρίως σε σχέση με περίπτυστες εικόνες 213 της στην Αθωνική Πολιτεία, στους Αγγέλους, στον Ιερό Πρόδρομο214, στους Αποστόλους215, σε Ιεράρχες Αγίους. Στα κείμενά του γίνεται λόγος για "χορό μαρτύρων",216 "νεομαρτύρων", "νεοιερομαρτύρων", και "οσιομαρτύ-ρων"217, οι οποίοι υπέμειναν πλήθος βασανιστηρίων218 πριν από τη μαρτυρική τελείωση. Οι Όσιοι219 κατέχουν ξεχωριστή θέση στα συγγράμματά του. Μνημονεύονται επίσης ακραίες μορφές ασκητισμού, όπως είναι οι στυλίτες220, οι έγκλειστοι221, οι σιδηροφόροι,222 κ.ά. Ο Γέροντας Γαβριήλ Διονυσιάτης ορθοτομεί τον λόγο, ως προς την ορολογία της Αγιότητας, καθώς επίσης και ως προς τη διαδικασία Γαβριήλ Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Νέος Ευεργετινός, ό.π., σ. 9-10, κ.ά. Γ. Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Λαυσαϊκόν ..., ό.π., σ. 142, 169, 171, 196. 214 Ό.π., σ. 135. 215 Ό.π., σ. 135. 216 Γαβριήλ Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Νέος Ευεργετινός, ό.π., σ. 15, 31. 217 Γ. Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Λαυσαϊκόν ..., ό.π., σ. 123. 218 Γαβριήλ Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Νέος Ευεργετινός, ό.π., σ. 31. 219 Γ. Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Λαυσαϊκόν ..., ό.π., σ. 126, 184. 220 Ό.π., σ. 206· του ίδιου, Νέος Ευεργετινός, ό.π., σσ. 20-24. 221 Ό.π., σ. 95. Πρβλ. Ανωνύμου, Από τον Κήπο.., ό.π., σ. 76. 222 Ανωνύμου, Από τον Κήπο.., ό.π., σ. 39. 212 213

120


διακήρυξής της, σε ένα κεκοιμημένο μέλος της Εκκλησίας. Ειδικότερα, υπογραμμίζει ότι ο Θεός είναι Εκείνος ο Οποίος χαριτώνει τον Άγιο και η ύπαρξη της θείας χάριτος223 στο μέλος αυτό της Εκκλησίας, είναι αυτή που μαρτυρεί224

-πιστοποιεί

περί

της

πνευματικής

του

καταστάσεως.

Επιπροσθέτως, με αφορμή την περίπτωση του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου225 (1749-1809), -του οποίου η Αγιότητα δεν είχε ακόμη διακηρυχθεί226 με "επίσημη Εκκλησιαστική Πράξη"227, όταν εξέδωσε (1953) το "Λαυσαϊκόν" ο Γέροντας-, δηλώνεται αφενός ο καθοριστικός ρόλος που διαδραματίζει το Εκκλησιαστικό σώμα στη διαπίστωση της Αγιότητας, αλλά και ο τοπικός χαρακτήρας της τιμής ενός Αγίου, ο οποίος προηγείται της Κανονικής Πράξης του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Σημειώνονται χαρακτηριστικά τα εξής: "Ο αείμνηστος Νικόδημος χαίρει φήμην οσίου ανδρός ουχί μόνον εν τω Αγίω Όρει, αλλά και καθ' όλον το χριστεπώνυμον ορθόδοξον πλήρωμα, ... γίνεται επαινετή προσπάθεια, παρά τη Μητρί Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, όπως ανακηρύξει τούτον ως Άγιον και τυπικώς, της οσίας μνήμης του εξαγιασθείσης ... εις την συνείδησιν πάντων των πολλαπλώς ... ωφεληθέντων."228 Με αφορμή τους θησαυρούς και τα κειμήλια των ιερών Μονών της Αθωνικής Πολιτείας, ο Αγιορείτης πατήρ αναφέρεται τόσο στα ιερά Λείψανα των Αγίων229 -κάποια εκ των οποίων είναι χαριτόβρυτα και

Γαβριήλ Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Νέος Ευεργετινός, ό.π., σ. 67. Γ. Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Λαυσαϊκόν ..., ό.π., σ. 126: "... ο όσιος Ακάκιος ασκητής ενάρετος.... και άγιος μαρτυρούμενος υπό της θείας χάριστος." 225 Για το βίο του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, βλ. G. Marnellos (pr.), Saint Nicodème l’Hagiorite (1749-1809), διδακτορική διατριβή, εκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Ανάλεκτα Βλατάδων 64, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 35-43· Του ίδιου, Γ. Μαρνέλλου (πρωτ.), Αγιονικοδημικά Μελετήματα, τ. Β΄, εκδ. Κ.Μ.Ο.Π., Άγιος Νικόλαος Κρήτης 2007, σσ. 67-84. 226 Για την ορθή ορολογία περί της Αγιότητας, βλ. Σ. Παπαδόπουλου, Διαπίστωση και διακήρυξη της Αγιότητας των Αγίων, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1990, σσ. 13-26. 227 Γ. Τσέτση (Μ. πρωτ.), Η ένταξις των Αγίων στο Εορτολόγιο, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη χ.χ., σ. 61. 228 Γ. Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Λαυσαϊκόν ..., ό.π., σ. 38, 39. 229Ό.π., σ. 39, 135, 142, 193. 223 224

121


μυρόβλυτα- όσο και στα θαύματα που επιτελούνται μέσω αυτών230 -και εν γένει231.

Στο "Λαυσαϊκόν" γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην ιαματική

ιδιότητα του κλήματος που, σύμφωνα με την παράδοση, φύτρωσε στο σημείο που βρισκόταν η καρδιά του ενταφιασμένου Αγίου Συμεών του Μυροβλύτη, στην Ιερά Μονή Χιλανδαρίου. Με αφορμή μάλιστα το γεγονός αυτό και της, μέσω του καρπού του, θεραπεύσεως της στειρότητας των γυναικών, -και όχι μόνο-, επισημαίνονται οι προϋποθέσεις επιτέλεσης ενός θαύματος και η επίκληση των πρεσβειών του Αγίου232. Στο σημείο αυτό θα ήταν παράλειψη να μη σημειώσουμε ότι η ενασχόληση του Γέροντος Γαβριήλ Διονυσιάτη με την Αγιότητα και τους Αγίους, συνδέεται πρωτίστως -και κυρίως- με το λειτουργικό βίωμα, το ιερό θυσιαστήριο. Οφείλουμε να υπογραμμίσουμε εμφατικά ότι ακόμη και σε περιπτώσεις (αγίων) αναχωρητών, η αποχή από τη Θεία Ευχαριστία είναι αδιανόητη, καθώς η μετοχή σε αυτήν αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο ενότητας του τελειούμενου πιστού με το Χριστό και, όπως σημειώσαμε, ο Άγιος δεν είναι αυτόφωτος, αλλά ετερόφωτος, μετέχοντας στην Αγιότητα του μόνου Αγίου, του Χριστού. Η ενασχόληση με την Αγιότητα ζυμώνεται ακολούθως μέσα από τη Συναξαριακή παράδοση και την Υμνογραφία της Εκκλησίας και τίθεται

στη

βάσανο

των

ιστορικο-πολιτισμικών

δεδομένων,

πριν

μεταφερθεί η όποια πληροφορία.

Ό.π., σ. 147-148. Πρβλ. Συγγραφείς, Διονυσιακόν Αγιολόγιον, ό.π., σ. 36. Γαβριήλ Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Νέος Ευεργετινός, ό.π., σ. 58-59, 68. 232 Γ. Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Λαυσαϊκόν ..., ό.π., σσ. 147: "Και βλέπει εισέτι ο επισκέπτης...τον τάφον του Οσίου (Συμεών του Μυροβλύτη) ...εκ του μέρους ακριβώς όπου του σεπτού σκήνους ήτο η καρδιά εφύτρωσε κλήμα, το οποίων σκιάζει επί αιώνας τον τάφον και τα πέριξ, και του οποίου ο καρπός έχει ένα μόνον κόκκον και ποιεί θαύματα τοις μετά πιστώς προσερχομένοις και ευλαβουμένοις τον Άγιον. Του κλήματος τούτου οι κλάδοι αλλαχού μεταφυτευόμενοι φέρουσι πλείονας σπόρους και χάνουσι την ιαματικήν των ιδιότητα." 230 231

122


Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα που ακολουθεί, το οποίο αφορά τον όσιο Φιλόθεο τον Διονυσιάτη233 (1526-1610). Ο μακαριστός Γέροντας Γαβριήλ κατάφερε, μετά από αρκετές προσπάθειες, να επιτύχει τη μεταφορά αποτμήματος του ιερού λειψάνου του Διονυσιάτη Αγίου Φιλόθεου από την Ιερά Μονή Κορώνης, της Θεσσαλίας, στην Μονή της μετανοίας του, στην Αγιώνυμο Πολιτεία, το 1972234. Έξι χρόνια αργότερα, μετέφερε το απότμημα του ιερού λειψάνου του Οσίου από την Μονή Διονυσίου στον Ιερό Ναό της Παναγιάς, στην πόλη της Καβάλας, προς ευλογία των πιστών235, εφόσον η καταγωγή του Οσίου συνδεόταν με την περιοχή. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ένα χρόνο πριν, ο Ηγούμενος Γαβριήλ, είχε εισηγηθεί στο Α΄ τοπικό Συμπόσιο της Καβάλας, το θέμα: "Ένας Άγνωστος Άγιος Καβαλιώτης,"236 το οποίο αφορούσε τον Όσιο Φιλόθεο το Διονυσιάτη. Συνεπώς, λειτουργικό βίωμα και ιστορική πραγματικότητα επιβάλλεται να συμπορεύονται, όταν ασχολούμαστε με την Αγιότητα και τους Αγίους. Όσα σημειώθηκαν παραπάνω, αποτελούν μια πρώτη προσπάθεια να σκιαγραφηθεί η στάση του Γέροντος Γαβριήλ ως προς το ζήτημα της Αγιότητας και των Αγίων. Ο Διονυσιάτης Πατήρ, ως γνήσιος εκφραστής του Αγιορειτικού πνεύματος, με το δωρικό -πλην μεστό σε νοήματα λόγο του- και τις φειδωλές εκφράσεις του, δίνει όπου χρειάζεται, ό,τι χρειάζεται και όσο χρειάζεται, αποφεύγοντας τις εξάρσεις. Το ίδιο πράττει και στα θέματα που αφορούν την Αγιότητα και τους Αγίους. Διακρίνει τους θρύλους από Συνοπτικές πληροφορίες περί του βίου του Οσίου Φιλοθέου του Διονυσιάτη, του οποίου η μνήμη τιμάται από την Εκκλησία μας στις 21 Οκτωβρίου και την Γ΄ Κυριακή του Ματθαίου, με τους άλλους Διονυσιάτες Αγίους, βλ. Μωυσέως Αγιορείτου (Μοναχού), ό.π., σσ. 429-430. 234 Γ. Διονυσιάτου (Αρχιμ.), «Περί της επιστροφής της Αγίας Κάρας του Οσίου πατρός ημών Φιλοθέου εν τη καθ’ ημάς Ιερά Μονή», Συγγραφείς, Διονυσιακόν Αγιολόγιον, ό.π., σσ. 35-38. 235 Θ. Διονυσιάτου (Μον.), ό.π., σ. 287. 236 Ό.π., σ. 287. 233

123


τις παραδόσεις και τις «αυθεντικές διαπιστώσεις» και, μολονότι δεν προβαίνει σε μια συστηματική καταγραφή όσων αφορούν την Αγιότητα, μολονότι δεν εγκλωβίζει την ταυτότητά της στο δίπολο του "ηθικισμού" και της "προβολής", μας δίδει αβίαστα όλες εκείνες τις πληροφορίες που συνθέτουν τις επιμέρους πτυχές της. Εστιάζει επίσης στο γεγονός ότι η Αγιότητα προϋποθέτει την ταπείνωση, συνδέεται με τη Θεία Λατρεία και τον "Αρχιθύτη" Χριστό και ζυμώνεται, κρίνεται -εάν θέλετε-, μέσα από τη συναναστροφή μας με τον άλλο, το συνάνθρωπο237. Σε ό,τι μας αφορά, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η στάση μας προς την Αγιότητα, αλλά και τους φορείς της, είναι πάντοτε ανάλογη της δικής μας δεκτικότητας και πνευματικής προόδου, διότι, όπως σημειώνει ο μακαριστός Γέροντας Γαβριήλ: "οι εκ της γης ούτω σκέπτονται και ομιλούσιν• [οικτείροντες αυτούς ως απονενοημένους;]• οι εκ του ουρανού, ουράνια φρονούσι και εις ουρανούς περιπολεύουσιν (περιφέρονται), αετοί υψιπέται αυτοί, και ημείς νήσσαι (πάπιες) χαμερπείς (που πετούν χαμηλά), ά ου δυνάμεθα ποιείν, χλευάζοντες."238 Κάτω από αυτή την προοπτική πρέπει να δει κάποιος το ζήτημα της Αγιότητας και των Αγίων, όπως παρουσιάζεται από τον μακαριστό Γέροντα Γαβριήλ το Διονυσιάτη239, "... τον απόντα από πάντα τα παρόντα, και... τον όντα με τον πανταχού Παρόντα..." 240 (Μητρ. Πέργης Ευάγγελος).

Γαβριήλ Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Νέος Ευεργετινός, ό.π., σ. 15. Γ. Διονυσιάτου (Αρχιμ.), Λαυσαϊκόν ..., ό.π., σ. 97. 239 Ο Ιερομόναχος Γαβριήλ Διονυσιάτης (1886-1983) γεννήθηκε στο χωριό Μεσενικόλα της Καρδίτσας. Το 1910 εντάχθηκε στη Μονή Διονυσίου. Το 1936 εκλέχτηκε ηγούμενος της Μονής του, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1976. Τελειώθηκε, εν ειρήνη στις 24/10/1983. Διακρίθηκε για την ασκητικότητα του βίου του, τις διοικητικές του ικανότητες, τη συγγραφική του δραστηριότητα κ.ά. Περισσότερα για το θέμα, βλ.: Μωυσέως Αγιορείτου (Μοναχού), Μέγα Γεροντικό ενάρετων Αγιορειτών του εικοστού αιώνος, τ. Β΄ εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2011, σσ. 1069-1073. Πρβλ. Θεοκλήτου Διονυσιάτου (μον.), Ο Γέροντάς μου Ηγούμενος Γαβριήλ Διονυσιάτης (1886-1983), εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1987, σσ. 301· Δ. Τσάμη, Άγιον Όρος. προσέγγιση στην πρόσφατη Ιστορία του, Θεσσαλονίκη χ.χ, σ. 21, 79, 82, 93, 97, 109, 115, 120, 122, 124, 125, 129, 131, 140, 141, 147, 149, 167, 297. 240 Ε. Γαλάνη (Μητρ.), "Εκ Φαναρίου..." Τα Ποιήματα, εκδ. Μίλητος, Αθήνα 2004, σ. 266. * * * 237 238

124


π. Αυγουστίνος Μπαϊραχτάρης Επίκουρος Καθ. Α. Ε. Α. Η. Κ.

« Κηρυγματικές ομιλίες του Μητροπολίτη Κρήτης Ευμενίου και του Επισκόπου Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου Χρύσανθου με θέμα, Ο υπέρ πίστεως και πατρίδος αγών και το ημέτερον καθήκον, όπως διατυπώνονται στο Θεολογικό περιοδικό της Εκκλησίας Κρήτης «Ποιμήν ».*

Στην εισήγησή μας θα παρουσιάσουμε τις κηρυγματικές ομιλίες του Μητροπολίτη Κρήτης Ευμενίου Ξηρουδάκη και του Επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Χρυσάνθου Τσεπετάκη, οι οποίες είναι δημοσιευμένες στο εβδομαδιαίο θρησκευτικό (sic) περιοδικό Ποιμήν της εν Κρήτη Εκκλησίας με χρονολογία έκδοσης 1912–1913, έτος στο οποίο λαμβάνει τέλος η περίοδος πολιτικής αυτονομίας της Κρήτης. Τα εν λόγω κηρύγματα είναι αφιερωμένα στον ιερό αγώνα της απελευθέρωσης της Ελλάδας και της εδραίωσης της θρησκευτικής ελευθερίας των χριστιανών έναντι των Τουρκικών κυρίαρχων δυνάμεων. Ειδικότερα, στοχεύουν στην ενεργοποίηση στον αγώνα όλων των Κρητών και κυρίως στην οικονομική υποστήριξη από εκείνη τη μερίδα των πολιτών που έμειναν πίσω στις εστίες τους και δεν πολεμούσαν στο πεδίο της μάχης. Οι ομιλίες αυτές προσπαθούν να παρουσιάσουν με παραδείγματα και με λόγο απλό τί είναι Πατρίδα, πώς συνδέεται η έννοια της Πατρίδας με την Πίστη, αλλά και κυρίως ποιά είναι τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις των πολιτών έναντι της Μητέρας Πατρίδας. Με άλλα λόγια οι αρχιερείς επιδιώκουν από τη μία μεριά ν’ αναδείξουν τη σημαντικότητα της οικονομικής ενίσχυσης του πολέμου απ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις και από την άλλη * Εισήγηση στο πλαίσιο του συνεδρίου της Α.Ε.ΑΗΚ και της Ε.Μ.Ι. για τον εορτασμό των εκατό χρόνων της ενώσεως της Κρήτης με την Ελλάδα. 125


επιχειρούν να ταυτίσουν την εθνική συνείδηση του Έλληνα με την ιδιότητα του χριστιανού και την ιδέα της Πατρίδας με την έννοια της Εκκλησίας.

Εισαγωγικά Την περίοδο αυτή έχουμε στη λεκάνη της Μεσογείου τη διαμόρφωση νέων γεωπολιτικών ορίων, νέων χωρών και εθνικών ισορροπιών.241 Παράλληλα, βλέπουμε την εν Κρήτη Ορθόδοξη Εκκλησία να συμμετέχει ενεργώς και ποικιλοτρόπως στη συλλογική προσπάθεια του έθνους, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η πολιτειακή και οικονομική ένωση με την κυρίως Ελλάδα. Η Εκκλησία της Κρήτης συγκεκριμένα διάγει την Γ΄ περίοδο της διοικητικής εκκλησιαστικής της ιστορίας (1898-1961), όπου ο μελετητής των προσώπων και των γεγονότων διαπιστώνει ότι κυριαρχεί το λεγόμενο Μητροπολιτικό ζήτημα (στο οποίο όμως δεν θα αναφερθούμε, καθώς υπάρχουν άλλες εισηγήσεις επ’ αυτού), καθιερώνεται το επισκοπικό σύστημα (1880-1882) με την Επαρχιακή Σύνοδο και την εκκλησιαστική αυτοδιοίκηση.242

Η Εκκλησία Κρήτης παρά τα προνόμια και την αυτονομία που κέρδισε μέσω της Σύμβασης της Χαλέπας του 1897 δεν θα μείνει ανενεργή στον ευρύτερο ελληνικό αγώνα. Σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο οι Κρήτες αρχιερείς πρωταγωνιστούν στον εθνικό αγώνα, ο οποίος ταυτίζεται με το θρησκευτικό, υιοθετώντας τις περισσότερες φορές επιπλέον αρμοδιότητες σε σχέση με την εκκλησιαστική τους πνευματική και διοικητική

Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου Νανάκη Ανδρέα, Οικουμενικού Πατριαρχείου Νεώτερα Ιστορικά Β΄, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004, σ.101. 242 Αρχιμ. Νανάκη Ανδρέα (μετέπειτα Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου), Εκκλησιαστικά Κρήτης 19ος – 20ος αιώνας, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1987, σ.13. 241

126


παρουσία.243 Οι ποιμένες της Κρήτης ως απόφοιτοι, τουλάχιστον στην πλειοψηφία τους,244 της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης ήταν αποδέκτες και συνεχιστές της ιδεολογίας της εθναρχίας, μία έννοια που συνδέεται με την ύπαρξη και τη λειτουργία του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως κέντρο αναφοράς του γένους των Ρωμιών,245 μία όμως πολιτική την οποία αργότερα μπόλιασαν με την εθνική ιδέα της ενώσεως με το κέντρο των Αθηνών, το οποίο πριν από λίγα χρόνια είχε αποκτήσει την εθνική του ανεξαρτησία και ήταν στη φάση της επέκτασης και εδραίωσης στο βαλκανικό χάρτη.

Συγκεκριμένα το πέρασμα από την εθναρχική στην εθνική συνείδηση λαμβάνει χώρα στις αίθουσες διδασκαλίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης μετά το 1890 και ενσαρκώνεται πλήρως κατά τη δεύτερη πατριαρχία του Ιωακείμ Γ΄(1901-1912), ο οποίος, παρά την προσπάθειά του να αποφύγει να έρθει σε πλήρη ρήξη με τις Οθωμανικές αρχές, υιοθετεί μία διαφορετική πολιτική και ποιμαντική πορεία σε σχέση με την πρώτη πατριαρχία του (1878-1884), σαφέστατα εθνικού πλέον χαρακτήρα, εξαιτίας της Βουλγαρικής Εξαρχίας και του βουλγαρικού εθνικισμού (Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου 1878).

Αρχιμ. Νανάκη Ανδρέα (μετέπειτα Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου), Η Εκκλησία της Κρήτης στην επανάσταση του 1897 – 98. Από την εθναρχική στην εθνική συνείδηση, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1998, σ.18. 244 Ο Ρεθύμνης Διονύσιος, ο Χερρονήσου Αγαθάγγελος, ο Ιεροσητείας Αμβρόσιος και ο Αρκαδίας Νικόδημος δεν ήταν απόφοιτοι της Θεολογικής σχολής της Χάλκης σ’ αντίθεση με τους υπόλοιπους αρχιερείς της Κρήτης. 245 Είναι χαρακτηριστικό ότι γύρω στα 1860 στο κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπήρχαν δέκα τέσσερις αρχιερείς βουλγαρικής καταγωγής, πράγμα που σημαίνει ότι πριν τεθεί το Βουλγαρικό ζήτημα για αυτονομία και οδηγηθεί η κατάσταση στα άκρα με το Βουλγαρικό σχίσμα, παρά τις υποχωρήσεις εκ μέρους του Φαναρίου, δεν υπήρχε για την Πρωτόθρονη Εκκλησία ζήτημα εθνικότητας του ποιμένος ή του ποιμνίου. Βλ. σχ. Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου Νανάκη Ανδρέα, Οικουμενικού Πατριαρχείου Νεώτερα Ιστορικά Α΄, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000, σ.43. Βλ. επίσης του ιδίου, Μικρά Ασία – Προσφυγικά ατελεύτητα, εκδ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2012, σ.64 κ.ε. 243

127


Παρά την ύπαρξη λοιπόν δύο αντίθετων παρατάξεων στο εσωτερικό της Εκκλησίας Κρήτης μεταξύ των οπαδών του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ΄ από τη μία πλευρά και των συνεχιστών του Γεροντισμού από την άλλη, το κοινό όραμα συνέταξε όλες τις υπάρχουσες δυνάμεις για το συμφέρον του αγώνα της ανεξαρτησίας και της πλήρους ενώσεως με την Ελλάδα.246 Και αυτό γιατί οι αντιθέσεις τους δεν προέρχονταν από προσωπικές έριδες, αλλά από έτερες πολιτικές στρατηγικές που η κάθε μία πλευρά ακολουθούσε. Έτσι κάποιος θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι ο αγώνας της ανεξαρτησίας και της ενώσεως με το κέντρο αποτέλεσε για τον απλό λαό μία επανάσταση καθαρά γενόμενη για θρησκευτικούς λόγους, για τους πολιτικούς ήταν ένα γεγονός εθνικό – πολιτικό, ενώ για τους αρχιερείς υφίστατο ένας συνδυασμός

πραγμάτων,

δηλαδή

ήταν

ένα

γεγονός

πρωτίστως

θρησκευτικό και δευτερευόντως πολιτικό.

Επιπλέον στις ομιλίες αυτές, όπως θα δούμε στη συνέχεια, κυριαρχούν ιδέες, νοήματα, ενώ απηχούν και πολιτικές απόψεις εμπνεόμενες από τον Ευρωπαϊκό διαφωτισμό και οι οποίες απόψεις αναφέρονται ειδικότερα στην ελευθερία, την ισονομία και τη δικαιοσύνη. Ωστόσο, υπάρχουν ταυτόχρονα ρητές, ξεκάθαρες, αναφορές για πλήρη υπακοή και υποταγή των πολιτών τόσο προς το θέλημα του Ουράνιου Πατέρα, όσο και προς τις πολιτειακές αρχές του τόπου. Οι Κρήτες λοιπόν αρχιερείς λειτουργούν ως ιδεολογικοί φορείς του εθνικού αγώνα, συγκροτώντας παράλληλα και τη θρησκευτική συνείδηση του απλού Κρητικού λαού,247 σε μία περίοδο κατά

Αρχιμ. Νανάκη Ανδρέα (μετέπειτα Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου), Το μητροπολιτικό ζήτημα και η εκκλησιαστική οργάνωση της Κρήτης (1897 – 1900), εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1995, σ.49-65. 247 Για πρώτη φορά ο όρος «ελληνοχριστιανικός» χρησιμοποιείται από τον Ζαμπέλιο το 1852, δηλαδή λίγα χρόνια μετά τη λειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης το 1844. Έκτοτε αυτός ο όρος θα γίνει αποδεκτός από την Εκκλησία της Ελλάδος, και όχι μόνο, και θα χρησιμοποιείται συχνά και με δυναμισμό. Βλ. σχ., Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου, 246

128


την οποία έχουμε τη διαμόρφωση της ταυτότητας του νεοελληνικού κράτους.

Ι. Ομιλίες Ευμενίου Ξηρουδάκη, Μητροπολίτη Κρήτης Στην πρώτη ομιλία του, δημοσιευμένη στις 21 Οκτωβρίου 1912, ο Μητροπολίτης Κρήτης Ευμένιος ξεκινά με μία μικρή δοξολογία όπου αναφέρει συγκεκριμένα τα εξής:

«Ευλογητός ο Θεός, όστις περιέζωσε το Ελληνικόν Έθνος…Ευλογημένον είη το το πανάγιον όνομα του Υψίστου, όστις ενεφύσησεν εν ταις ψυχαίς των εναγωνιζομένων ευψυχίαν και αυταπάρνησιν…Δόξα και τιμή και έπαινος τοις προμάχοις της Πίστεως και Πατρίδος…Αιωνία και η μνήμη των πιπτόντων εν τω πεδίω της τιμής προς δόξαν της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας και της μεγάλης ημών Πατρίδος».248

Ο Κρήτης Ευμένιος τονίζει ευθύς εξαρχής ότι ο Τριαδικός Θεός είναι ο προστάτης και χορηγός της σωτηρίας του Ελληνικού Έθνους, ενώ συνάμα ταυτίζει τους μάρτυρες του απελευθερωτικού αγώνα με τους υπέρ της πίστεως μάρτυρες. Πατρίδα και Πίστη είναι τα δύο κυρίαρχα στοιχεία σε όλες τις ομιλίες του Κρήτης Ευμενίου, ο οποίος προσπαθεί να τονίσει το ηθικό, την αυτοπεποίθηση και να δώσει κουράγιο στον δοκιμαζόμενο Κρητικό λαό.

Από τη μία μεριά υπάρχουν οι αγωνιστές των πεδίων των μαχών, οι οποίοι πολεμούν εναντίον των εχθρών «της αμωμήτου Πίστεως και της

Καστελλίου και Βιάννου Νανάκη Ανδρέα, Εκκλησία Εθναρχούσα και Εθνική. Μέσα από τη Σύναξη των Πρεσβυτέρων και τον Ιερό Σύνδεσμο της Εκκλησίας της Ελλάδος (1870 – 1922), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2002, σ.79. 248 Ευμενίου Μητροπολίτου Κρήτης, «Ο ιερός υπέρ Πίστεως και Πατρίδος αγών και το ημέτερον καθήκον», στο Ποιμήν, τευχ.96 (1912), σ.773. 129


προσφιλούς ημών Πατρίδος», ενώ από την άλλη μεριά «ημείς δε μένομεν ανενόχλητοι εις τους ημετέρους οίκους».249 Ποιο είναι λοιπόν το απαραίτητο και ιερό καθήκον αυτών που δεν χύνουν το αίμα τους από τα βαρβαρικά πυρά; «Γινόμεθα δε κοινωνοί του μεγάλου και ενδόξου τούτου αγώνος διά της παροχής συνδρομών και χρηματικών βοηθημάτων». Και τη χρηματική αυτή συνεισφορά δεν την επιβάλλει κάποιος ανθρώπινος νόμος, αλλά ο θείος νόμος της πίστεως «υπέρ ης ο αγών και την οποίαν πρεσβεύομεν». Η πίστη είναι αυτή που «εντελλομένη και επιβάλλουσα ημίν το ιερόν καθήκον του συνεισφέρειν χρήματα, του προβαίνειν εις χρηματικές

θυσίας».

Βλέπουμε

λοιπόν

τη

μεγάλη

σημασία

και

σπουδαιότητα που έχει σε κάθε πόλεμο η οικονομική υποστήριξη από όλους τους πολίτες του μαχόμενου έθνους, καθώς είναι ευκολονόητο ότι τα χρήματα χρειάζονται για την αγορά πολεμοφοδίων, όπλων, σύναψη συμμαχιών, επιρροή συμφερόντων κλπ. Και μάλιστα συνεχίζει ο Μητροπολίτης Κρήτης Ευμένιος την επιχειρηματολογία του τονίζοντας ότι, «ο φέρων επαξίως το μέγα όνομα Χριστιανός και μάλιστα Έλλην Χριστιανός» θα πρέπει να διακρίνεται από τρία χαρακτηριστικά: δικαιοσύνη, ευσπλαχνία, υπακοή.

Το στοιχείο της δικαιοσύνης επιβάλλει στον κάθε πολίτη της Κρητικής κοινωνίας να συνεργεί στον αγώνα ανάλογα με το επάγγελμά του προς συντήρηση του όλου σώματος, δηλαδή του Έθνους. Η δικαιοσύνη επιβάλλει επιπλέον, εφόσον είμαστε μέλη της μίας και της αυτής οικογένειας, να συμμετέχουμε όλοι στον υπέρ Πίστεως και Πατρίδος αγώνα, καθώς αυτός κρίνεται στη συγκεκριμένη περίοδο ως ο πλέον αγιότατος σκοπός του Έθνους, «το οποίον (έθνος) είναι μία οικογένεια». Παρατηρούμε την ταύτιση της έννοιας του Έθνους με την κοινωνική όπ. παρ. Ευμενίου Μητροπολίτου Κρήτης, «Ο ιερός υπέρ Πίστεως και Πατρίδος αγών και το ημέτερον καθήκον», σ.773. 249

130


πραγματικότητα της οικογένειας. Καμία ιδιοτέλεια, κανένας ατομικισμός στη γενική προσπάθεια του συνόλου του Έθνους να ανακτήσει τη χαμένη του ελευθερία.

Στη συνέχεια ο λόγος του Μητροπολίτη Κρήτης περνά στο δεύτερο ενικό πρόσωπο με σκοπό να επιτύχει την αμεσότητα της επικοινωνίας, αλλά και την πρόσληψη του μηνύματος που θέλει να περάσει στο ακροατήριο. Λέγει λοιπόν ότι, οι στρατιώτες διακινδυνεύον την περιουσία, την ησυχία, τους συγγενείς τους και την ιδία αυτών ύπαρξη υπέρ της ελευθερίας του Έθνους. Επομένως εμείς που δεν πολεμούμε οφείλουμε από τη μεριά μας τουλάχιστον

να

συνδράμουμε

οικονομικά

«προς

θεραπείαν

των

σωματικών αναγκών και διατροφήν της ανδρίας και της καρτερίας αυτών…Εκείνοι χύνουσι το πολύτιμον αυτών αίμα, συ δε θυσιάζεις ευτελές αργύριον και χρυσίον».250

Και τι λέγει για εκείνους που δεν συνεισφέρουν και δεν συμμετέχουν οικονομικά στον ιερό αγώνα; «Εάν παραβής, εάν καταπατήσης το ιερώτατον τούτο χρέος σου, δεν δικαιούσαι, δεν σοι επιτρέπεται να καυχηθής, ότι πιστεύεις εις τον Θεό…Δεν δύνασαι να επικαλεσθής εις τας ανάγκας και τας θλίψεις σου τον Θεόν της δικαιοσύνης…Απόστητε! Μη τολμήσετε να πατήσετε εις την αυλήν της αγιωτάτης Εκκλησίας μου, μη τολμήσετε να επικαλεσθήτε το πανάγιον όνομά μου, μη τολμήσετε να συναριθμήσητε εαυτούς μεταξύ των πιστών και αληθινών Χριστιανών».251 Είναι φανερό ότι εξαντλεί κάθε αυστηρότητα και επιβάλλει κάθε τιμωρία, ώστε να αναδείξει το μέγεθος της ανάγκης για συνεισφορά του καθενός στον αγώνα! Θέλει να δείξει ότι το μέγεθος της τιμωρίας έχει να κάνει με όπ. παρ. Ευμενίου Μητροπολίτου Κρήτης, «Ο ιερός υπέρ Πίστεως και Πατρίδος αγών και το ημέτερον καθήκον», σ.774. 251 όπ. παρ. Ευμενίου Μητροπολίτου Κρήτης, «Ο ιερός υπέρ Πίστεως και Πατρίδος αγών και το ημέτερον καθήκον», σ.775. 250

131


το μέγεθος της καταπάτησης της θείας εντολής για ενίσχυση του ιερού καθήκοντος. Επίσης επιδίωξή του είναι να τρομάξει εκείνους που ακόμη δεν είχαν εμπλακεί άμεσα ή έμμεσα στον αγώνα της ένωσης. Αυτούς δεν τους θεωρεί γνησίους χριστιανούς και αληθινούς πιστούς μέλη της Εκκλησίας. Τους ταυτίζει με τους εργάτες της αδικίας τους οποίους αποστρέφεται ακόμη και ο ίδιος ο Θεός της δικαιοσύνης.

Και ποιοί είναι αυτοί οι εργάτες της αδικίας; Τους χαρακτηρίζει κηφήνες, τεμπέληδες και αργούς, γιατί κάθονται και περιμένουν να απολαύσουν τα αγαθά της ελευθερίας, χωρίς οι ίδιοι να συμβάλλουν στον εθνικό αγώνα. Είναι εκείνοι, οι οποίοι σπαταλούν τα χρήματά τους στις προσωπικές τους διασκεδάσεις, στις τέρψεις, στα καπηλειά, στη μέθη, στην κραιπάλη, στα θέατρα και στις ακολασίες και δεν προτιμούν να χορηγούν τα χρήματα αυτά στην ιερή και αγία ελευθερία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία υβρίζεται και κατασπαράζεται από τους απίστους. Είναι εκείνοι, οι οποίοι αντί να συνεισφέρουν, αντιθέτως εφορμούν σαν αρπακτικά όρνεα κατά των περιουσιών των αδελφών τους Χριστιανών και τους ληστεύουν, τους αρπάζουν, τους κλέβουν και ερημώνουν τις περιουσίες τους. Είναι εκείνοι, οι οποίοι επωφελούνται από τις δυσχέρειες του πολέμου και με τρόπο παράνομο και αθέμιτο ανεβάζουν τις τιμές των τροφίμων. Αυτοί είναι οι άδικοι, οι οποίοι αδικούν τον Θεό, την Πατρίδα και τους ομογενείς τους.

Αυτοί λοιπόν είναι Χριστιανοί και Έλληνες μόνο κατ’ όνομα, καθώς στην ουσία είναι άπιστοι και βάρβαροι. «Ας νηστεύωσιν οι τοιούτοι όσον θέλουσιν,

ας

προσεύχωνται,

ας

μεταλαμβάνωσι

των

Αχράντων

Μυστηρίων, ας κάμνωσιν ακόμη και θαύματα. Ο Θεός της δικαιοσύνης δεν αναγνωρίζει αυτούς ως Χριστιανούς…Οι τοιούτοι ούτε Χριστιανοί είναι, ούτε άνθρωποι δικαιούνται να ονομάζωνται, αλλ’ είναι τέρατα 132


ανθρωπόμορφα. Διά τους τοιούτους δεν υπάρχει ουδεμία ελπίς σωτηρίας».252 Βλέπουμε λοιπόν ότι δεν τους αναγνωρίζει κανένα ελαφρυντικό και καμία δικαιολογία, αντιθέτως τους στερεί ακόμη και τη δυνατότητα της σωτηρίας των ψυχών τους! Η συγκεκριμένη αναφορά του Ευμενίου έχει σαφή εκκλησιολογική απόχρωση, καθώς ο ίδιος θεωρεί οποιαδήποτε εκκλησιαστική συμπεριφορά ή συνήθεια, αυτών που δεν συμμετέχουν στον αγώνα, ως επιφανειακή, εξωτερική, ψεύτικη, κίβδηλη και υποκριτική. Αυτός που δεν βοηθά τον αγωνιζόμενο αδελφό του δεν μπορεί να πιστεύει αληθινά στον Θεό και δεν μπορεί να καυχηθεί ότι είναι πιστός Ορθόδοξος και γνήσιος Έλληνας και ας προσεύχεται, και ας νηστεύει, και ας κοινωνεί, ακόμη και ας κάνει θαύματα. Στην περίπτωση αυτή λοιπόν ο Μητροπολίτης επιχειρεί μία διάκριση μεταξύ της ψεύτικης πνευματικότητας και της αληθινής, της ευάρεστης προς τον Θεό, πνευματικότητας. Κριτήριο: η συμμετοχή ή η αδράνεια στον ιερό αγώνα υπέρ της Πίστεως και της Πατρίδας. Κάθε λοιπόν αδράνεια είναι καταδικαστέα και τιμωρητέα από τον ίδιο τον Θεό.

Και τελειώνει την κηρυγματική του ομιλία τονίζοντας ότι το μόνο καθήκον μικρών και μεγάλων, πλουσίων και φτωχών, ιερωμένων και λαϊκών, σοφών και αγραμμάτων είναι οι θυσίες σε χρήματα, αναπαύσεις, τέρψεις και αίμα υπέρ της Πίστεως και της Πατρίδας ιερού αγώνα. «Ιδού το καθήκον του Έλληνος Χριστιανού». Στην έννοια λοιπόν του γένους κεντρικοί άξονες είναι η Θρησκεία και η Πατρίδα, που συγκροτούν το δίπολο της νεοελληνικής συνειδησιακής ταυτότητας κατά την περίοδο του αγώνα της ανεξαρτησίας και της ένωσης της Κρήτης με τη Μητέρα Ελλάδα.

όπ. παρ. Ευμενίου Μητροπολίτου Κρήτης, «Ο ιερός υπέρ Πίστεως και Πατρίδος αγών και το ημέτερον καθήκον», σ.776. 252

133


Η δεύτερη ομιλία του Μητροπολίτη Κρήτης Ευμενίου είναι επίσης δημοσιευμένη στο εβδομαδιαίο περιοδικό της Εκκλησίας Κρήτης «Ποιμήν» με ημερομηνία έκδοσης 28 Οκτωβρίου 1912.

Και ενώ, όπως είδαμε η προηγούμενη ομιλία του ήταν κυρίως γραμμένη στο δεύτερο ενικό πρόσωπο, στη δεύτερη επιστολή του βλέπουμε ότι κυριαρχεί το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο· τονίζεται δηλαδή το ημείς. Σ’ αυτό το κήρυγμα αναλύει τη δεύτερη εντολή του Θεού προς τους χριστιανούς του «αγαπάν έλεον», δηλαδή την εντολή της ευσπλαχνίας. Η αρετή της ευσπλαχνίας, ή διαφορετικά της φιλανθρωπίας, είναι αυτή που αναδεικνύει τους ευσεβείς και τους άξιους της Βασιλείας των Ουρανών σε αντίθεση με τους απάνθρωπους. Και με ποιο τρόπο συνδέει τη φιλανθρωπία με τον ιερό αγώνα της ελευθερίας; Λέγει ότι η φιλανθρωπία επιβάλλει σ’ αυτούς που έμειναν πίσω στα σπίτια τους να φροντίζουν για τις οικογένειες εκείνων που πολεμούν στα πεδία των μαχών, καθώς δεν μπορούν οι ίδιοι να φροντίζουν για την ανατροφή των παιδιών τους.253 Και πρέπει να τους βοηθούν, καθώς δεν είναι οικογένειες «περιπεσόντες εις ένδειαν

δι’

αργίαν

ή

διά

πράξεις

αισχράς,

δεν

είναι

έμποροι

χρεωκοπήσαντες δι’ αισχροκέρδειαν, δεν είναι επαίται».254 Αντίθετα είναι οι πιστοί, εκλεκτοί, στρατιώτες του Χριστού και σύμμαχοι του Αρνίου, που μάχονται εναντίον του επτακέφαλου θηρίου της ασέβειας. Είναι οι γενναίοι της Εκκλησίας υπέρμαχοι. Στο σημείο αυτό ο Μητροπολίτης Κρήτης χρησιμοποιεί καθαρά μία εικόνα Αποκαλυπτική, όπου οι πολεμιστές της εθνικής ελευθερίας ταυτίζονται με τους δικαίους της Αποκάλυψης, ενώ οι εχθροί της πατρίδας με το Θηρίο. Βλέπουμε πόσο έντονα φορτισμένος είναι ο λόγος του και πόσο δραματικές εικόνες Ευμενίου Μητροπολίτου Κρήτης, «Ο ιερός υπέρ Πίστεως και Πατρίδος αγών και το ημέτερον καθήκον», στο Ποιμήν, τευχ.97 (1912), σ.781. 254 όπ. παρ. Ευμενίου Μητροπολίτου Κρήτης, «Ο ιερός υπέρ Πίστεως και Πατρίδος αγών και το ημέτερον καθήκον», σ.782. 253

134


μεταφέρει, ώστε να ξυπνήσει τις συνειδήσεις και να ενεργοποιήσει συνολικά τις προσπάθειες του ποιμνίου του.

«Προς τίνα σκοπόν θα συνεισφέρωμεν την συνδρομήν ημών ταύτην»; Και γιατί πρέπει να τους βοηθούμε; Όχι βεβαίως για να πλουτίσουν, αλλά για να μπορούν οι πολεμιστές, δηλαδή οι πατέρες και οι υιοί των οικογενειών αυτών, να μάχονται χωρίς ν’ ανησυχούν για τις οικογένειες, που άφησαν πίσω. Ο Μητροπολίτης Κρήτης προκειμένου να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την επιχειρηματολογία του για την ανάγκη υποστήριξης του ένοπλου αγώνα φέρνει εκ νέου στη μνήμη των Κρητών τα εγκλήματα που προξένησε ο λεγόμενος Παλαιοτουρκισμός, αλλά και οι Νεότουρκοι: δολοφονίες, εμπρησμοί, αρπαγές περιουσιών, ατιμώσεις γυναικών και παρθένων, διωγμοί και φυλακίσεις.

Στη συνέχεια αναφέρεται στο τρίτο χαρακτηριστικό γνώρισμα που οφείλει να διαθέτει ένας «γνήσιος Έλλην Ορθόδοξος», κατά τον Μητροπολίτη Κρήτης Ευμένιο, την υπακοή. Υπακοή όχι μόνο στις θείες εντολές του Θεού, αλλά υπακοή και στις βουλές της θείας Πρόνοιας. Συνεχίζει λοιπόν λέγοντας (παραθέτουμε το κείμενο αυτούσιο):

«Ο σημερινός ιερός αγών του Ελληνικού Έθνους είναι βουλή της θείας Πρόνοιας…στάδιον λαμπρόν εις το οποίον ο Βασιλεύς των Ουρανών προσκαλεί όλους τους Έλληνας να αγωνισθώσιν…Από των περάτων της γης έδραμον προς τον ιερόν αγώνα οι φιλοπάτριδες ομογενείς. Και Βασιλείς και αρχόμενοι και ιερωμένοι και λαϊκοί και νέοι και γέροντες και άνδρες και κόραι…εκυριεύθησαν υπό αγίου ενθουσιασμού υπέρ της Πατρίδος. Πυρ ιερόν διαφλέγει όλων τας ψυχάς. Και μάχονται όχι διά την πλεονεξίαν…αλλά εξ’ ανάγκης υπέρ Πίστεως και Πατρίδος, υπέρ των

135


ιερών και φυσικών του Έθνους δικαιωμάτων, υπέρ της σωτηρίας των ομογενών και της δόξης του Θεού».255

Μέσα από την παραπάνω αναφορά ο Μητροπολίτης Κρήτης δεν επιδιώκει τίποτα άλλο, παρά να δικαιολογήσει τον ένοπλο και αιματηρό αγώνα, λέγοντας ότι είναι βουλή και θέλημα της Θείας Πρόνοιας. Οι θυσίες που γίνονται δεν είναι αποτέλεσμα ανθρώπινων σχεδίων και επιθυμιών, αλλά κάλεσμα του Βασιλιά των Ουρανών, όχι του επίγειου βασιλιά. Έτσι ίσως προσπαθεί να ενώσει τα διεστώτα μεταξύ βασιλικών και μη – βασιλικών. Δεν είναι λοιπόν ο πολιτικός άρχοντας που διεξάγει τον πόλεμο, αλλά η βουλή του ίδιου του Θεού που καθόρισε να γίνει αυτός ο πόλεμος, ώστε να προστατευτούν τα ιερά και φυσικά δικαιώματα του Έθνους υπέρ της δόξης του Θεού. Μάχονται εξ ανάγκης ιστορικής και πνευματικής και όχι για λόγους πλεονεξίας ή κενοδοξίας. Υφίσταται, πάντοτε σύμφωνα με το κείμενο, ένας ουράνιος σκοπός και ένα θείο σχέδιο πίσω από τον ένοπλο αγώνα για την απελευθέρωση και την ένωση με την Μητέρα Ελλάδα.

Επομένως αυτός που αρνείται να συμβάλλει στον αγώνα, ουσιαστικά αρνείται να λάβει μέρος στο σχέδιο του Θεού. Ενώ αυτός που δέχεται και συνεισφέρει στον πόλεμο, κομίζει στον ουρανό θησαυρό υπέρ της ψυχής του. Κάθε έθνος έχει ορισμένα φυσικά δικαιώματα αναφορικά με την πίστη, την ελευθερία, τα σύνορα και την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας. Αυτά επί αιώνες τα καταπατούσαν οι Τούρκοι. Τώρα λοιπόν είναι η ώρα του μεγάλου και ιερού σκοπού, « ον η Πατρίς επιδιώκει ». Σ’ αυτό το εθνικό εγχείρημα της Κρητικής Πολιτείας η Εκκλησία στέκει

όπ. παρ. Ευμενίου Μητροπολίτου Κρήτης, «Ο ιερός υπέρ Πίστεως και Πατρίδος αγών και το ημέτερον καθήκον», σ.783. 255

136


αρωγός και θεμελιωτής, καθώς ανταποκρίνεται στο κάλεσμα του Θεού, το οποίο το παρομοιάζει με βροντή. Λέγει συγκεκριμένα:

«Ο Θεός της δόξης εβρόντησε. Τα οστά τα ξηρά των Ελλήνων ανάστητε από των μνημείων της δουλείας. Εξέλθετε εκ του βάθους των μνημάτων…Εγώ προσκαλώ υμάς ο ζωοδότης και πλαστουργός υμών. Εγώ ενδύω υμάς σάρκα και νεύρα και ισχύν. Ανάστητε! Αποτινάξατε τας αλύσεις, ελευθερώσατε την Εκκλησίαν μου…ότι η Πατρίς υμών είναι το πρώτον, το υψηλόν, το καθαρώτατον αγιαστήριον του παναγίου μου ονόματος».256

Θα λέγαμε ότι το παραπάνω χωρίο του εκκλησιαστικού ανδρός διακρίνεται για τη ζωντάνια και τη δυναμικότητα που εκπέμπει, δίνοντας μία εικόνα αναστάσιμη. Πώς ο Θεός συνομιλεί με τους προφήτες, στα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης; Συνήθως μέσα από τη βροντή. Έτσι και εδώ ο ομιλητής βάζει τον Θεό ν’ απευθύνεται στο έθνος των Ελλήνων, το οποίο είναι νεκρό, αποσυνθεμένο και αλυσοδεμένο λόγω της δουλείας. Μέσω της βροντής ο ίδιος ο Θεός τους δίνει πίσω τη ζωή και τη ζωντάνια που είχαν χάσει. Είναι σαν να τους λέει ο Θεός: ‘’Εγώ είμαι ο πλάστης σας. Σας ντύνω με σάρκα και νεύρα και δύναμη. Αναστηθείτε, βγείτε από τα μνήματα της ιστορικής ανυπαρξίας, σηκωθείτε, εξεγερθείτε και αγιάσατε το όνομά μου μέσα από τους αγώνες της Πατρίδας’’.

Μία εικόνα που δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την εικόνα του Ιησού επί του Σταυρού, όπου συγχωρεί τους σταυρωτές και τους βασανιστές του. Είναι λοιπόν ευδιάκριτος ο εθνικός ενθουσιασμός του συγγραφέα της παραπάνω

επιστολής.

Οι

ιστορικές

συνθήκες

είναι

τέτοιες

που

όπ. παρ. Ευμενίου Μητροπολίτου Κρήτης, «Ο ιερός υπέρ Πίστεως και Πατρίδος αγών και το ημέτερον καθήκον», σ.783. 256

137


αναγκάζουν ακόμη και το κήρυγμα της Εκκλησίας να μεταβάλλεται, θυμίζοντας από την Παλαιά Διαθήκη τους αγώνες του λαού του Ισραήλ, ο οποίος με ηγέτες τον Μωϋσή, τον Ιησού του Ναυή, τους Κριτές και τους Μακκαβαίους προσπάθησε να κατακτήσει τη γη της επαγγελίας.

ΙΙ. Ομιλίες Χρύσανθου Τσεπετάκη, Επισκόπου Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου

Τα κηρύγματα του Επισκόπου Χρυσάνθου σε σύγκριση με αυτά του Μητροπολίτη Κρήτης Ευμενίου είναι διαφορετικού επιπέδου. Τα κείμενά του είναι εκτενέστερα, ίσως πιο ένθερμα, με σαφώς περισσότερο εθνικό – ελληνικοκεντρικό προσανατολισμό, ενώ τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί, προκειμένου να προσδώσει πιο έντονα χριστιανικό χαρακτήρα στον αγώνα της ένωσης με τη Μητέρα Ελλάδα, κάποιες φορές είναι αρκετά απλοϊκά, ωστόσο φορτισμένα συγκινησιακά. Πάντοτε όμως πρέπει να κρίνουμε τα γεγονότα, τα πρόσωπα και τα κείμενα έχοντας ως κριτήρια όχι τη σημερινή γνώση και εμπειρία που μας παρέχει η ιστορία, αλλά σύμφωνα με τις τότε κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές θρησκευτικές συνθήκες, και τον αποδέκτη των μηνυμάτων, στοιχεία τα οποία διαμορφώνουν εν πολλοίς το υπόβαθρο των ομιλιών αυτών.

«Τι είναι πατρίς; Συμβιβάζεται η έννοια της πατρίδος με τον γενικόν χαρακτήρα, τον οποίον έχει η θρησκείας μας; Επιτρέπεται τις να αγαπά περισσότερον την πατρίδα και το έθνος του από τους άλλους τόπους και τους λοιπούς ανθρώπους»…«Κρητικός είμαι, εκ Κρητικής οικογενείας, εκ φυλής Ελληνικής».257

Χρυσάνθου Επισκόπου Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου, «Λειτουργικαί Ομιλίαι. Ομιλία ιη΄ Θρησκεία και Πατρίς», στο Ποιμήν, τευχ.130 (1913), σ.1053. 257

138


Σε τέτοιου είδους ερωτήματα προσπαθεί ν’ απαντήσει μέσα από τα Κυριακάτικα κηρύγματά του, ενώ συνάμα επιδιώκει να εξηγήσει τα καθήκοντα που έχουν οι Κρήτες ως Έλληνες πολίτες έναντι της πολιτείας. Στην πρώτη ομιλία του, μέσα από μία σειρά πέντε ομιλιών, με ημερομηνία δημοσίευσης την 16η Ιουνίου του 1913 ο Επίσκοπος Χρύσανθος ξεκινά την προσέγγιση του όλου θέματος κάνοντας μία διάκριση, έναν πλήρη διαχωρισμό, μεταξύ της άποψης των λεγόμενων «κοσμοπολιτών», όπως βέβαια ο ίδιος τους χαρακτηρίζει, χωρίς να δίνει περαιτέρω εξηγήσεις ποιοι είναι αυτοί, τι πρεσβεύουν και από πού προέρχονται, και της δικής του ερμηνείας της Χριστιανικής διδασκαλίας.

«Και μας λέγουν ούτοι, οι λεγόμενοι κοσμοπολίται πώς λοιπόν έρχεσθε σεις και μας ομιλείτει εξ ονομάτος του Ευαγγελίου περί πατρίδος, και περί φιλοπατρίας και περί ιδιαιτέρων καθηκόντων προς το έθνος; Είναι το ίδιον ως εάν εζητείτε την ευρυτάτην, την γενικωτάτην αγάπην του Χριστιανισμού, η οποία περιλαμβάνει όλον τον κόσμον και όλους τους ανθρώπους…και την θείαν ιδιότητα της διδασκαλίας του Ιησού να την περιορίσετε εις τα στενά όρια μίας μικράς πατρίδος και ενός ωρισμένου αριθμού συμπατριωτών».258

Οι κοσμοπολίτες λοιπόν ισχυρίζονται ότι ο Χριστιανισμός δεν κάνει καμία απολύτως διάκριση μεταξύ των ανθρώπων με βάση την εθνικότητα, το φύλο, την κοινωνική ή οικονομική θέση, την γλώσσα, καθώς θεωρεί όλους τους ανθρώπους εν Χριστώ αδελφούς. Επομένως, πώς γίνεται να λέγει κάποιος ότι, με βάση τη Χριστιανική διδασκαλία, οφείλουμε ν’ αγαπούμε τους συμπατριώτες μας περισσότερο από ό,τι τους άλλους ανθρώπους; «Τι δυνάμεθα δε να αντείπωμεν ημείς εις την θεωρίαν ταύτην;». όπ. παρ., Χρυσάνθου Επισκόπου Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου, «Λειτουργικαί Ομιλίαι. Ομιλία ιη΄ Θρησκεία και Πατρίς», σ.1054. 258

139


Ο επίσκοπος Ρεθύμνης ξεκινά λέγοντας ότι, υπάρχει οικτρά σύγχυση μεταξύ της «γενικής αγάπης» με τη «μερική αγάπη», η οποία μερική δεν χάνεται μέσα στο πέλαγος της γενικής. Αν και ο Χριστός ενσαρκώθηκε και σταυρώθηκε για όλη την ανθρωπότητα, ωστόσο αυτό δεν τον εμπόδιζε να σχετίζεται περισσότερο με τον τόπο της γεννήσεως και της ανατροφής του. Ούτε αυτό τον εμπόδιζε να σχετίζεται περισσότερο με μία ιδιαίτερη φυλή ανθρώπων με τους οποίους μιλούσε την ίδια γλώσσα. Επίσης ο Επίσκοπος προσπαθεί να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την επιχειρηματολογία του λέγοντας ότι, ο Χριστός δύο φορές έκλαψε: η πρώτη φορά ήταν όταν έμαθε ότι πέθανε ο φίλος και συμπατριώτης του Λάζαρος και η δεύτερη φορά ήταν όταν προέβλεψε την καταστροφή της πρωτεύουσας του έθνους του, την Ιερουσαλήμ. Στη συνέχεια αναφέρουμε το κείμενο αυτούσιο:

«Ότι ναι μεν ο Χριστός μας έδωκε το Ευαγγέλιον του και μας εδίδαξε το αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν, αλλά ο ίδιος πάλιν μας εδίδαξε το αγάπα πρώτα πρώτα τον συμπατριώτην σου, όστις είναι πλησιέστερος σου, και το αγάπα εν πρώτοις την πατρίδα σου, με την οποίαν σε συνδέουν τόσοι ιδιαίτεροι δεσμοί, οι οποίοι εκ φύσεως σε κρατούν πλησίον εις αυτήν».259

Στο σημείο αυτό οφείλουμε να αναφέρουμε ότι μάλλον πρόκειται περί προσωπικής ερμηνείας της σχετικής διδασκαλίας του Χριστού, όπως επίσης και της αναφοράς που κάμει ότι ο Χριστός έκλαψε, διότι πέθανε ο συμπατριώτης του Λάζαρος. Εξάλλου δεν παραπέμπει σε κάποιο Πατερικό κείμενο, ούτε σε κάποιον ερμηνευτή των Ευαγγελίων. Ωστόσο, γίνεται κατανοητό ότι κάνει αυτή την ανάλυση στην προσπάθειά του να όπ. παρ., Χρυσάνθου Επισκόπου Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου, «Λειτουργικαί Ομιλίαι. Ομιλία ιη΄ Θρησκεία και Πατρίς», σ.1054. 259

140


υπερτονίσει την αγάπη που οφείλει να δείχνει ένας Χριστιανός προς την πατρίδα και τους συμπατριώτες του. Προσωπικά θεωρώ ότι το σχετικό παράδειγμα είναι ατυχές. Αντιθέτως βλέπουμε τον Ιησού ν’ απορρίπτει κάθε σχέση με το κίνημα των Ζηλωτών, το οποίο τον προόριζε ως μελλοντικό πολιτικό-εθνικό ηγέτη για την απελευθέρωση των Ιουδαίων από τα Ρωμαϊκά δεσμά. Η Βασιλεία των Ουρανών για την οποία μιλούσε ο Χριστός είχε να κάνει με την εσωτερικότητα του ανθρώπου και όχι με την επίγεια εξωτερική βασιλεία. Το κήρυγμα της ανάστασης είχε να κάνει με την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της αμαρτίας και του θανάτου και όχι από τα δεσμά της εξουσίας των Ρωμαίων. Επιπλέον, το επιχείρημα του Χρυσάνθου δεν μπορεί να σταθεί ιδιαιτέρως σήμερα στην πολύμορφη και πολυεθνική κοινωνία που ζούμε, όπου το πιο πιθανό είναι ο πλησιέστερος μας να μην είναι καν Έλληνας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είναι πλησίον μας κατά την Χριστιανική κατανόηση του όρου.

Ωστόσο, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι ο Επίσκοπος Ρεθύμνης μέσω της συγκεκριμένης ομιλίας δεν ήθελε να κάμει μία επιστημονικά εμπεριστατωμένη παρουσίαση του θέματος, αλλά να εμπνεύσει, να εμψυχώσει και να γεμίσει με πατριωτικό ενθουσιασμό τους Κρήτες ενόψει του αγώνα για την ένωση με την Ελλάδα. Έτσι τονίζει το γεγονός ότι ο Υιός του Θεού Πατρός κατά την ανθρώπινη φύση του είχε μία ιδιαίτερη πατρίδα, τον τόπο όπου γεννήθηκε και ανήκε σε μία ιδιαίτερη φυλή, στοιχεία τα οποία δεν απαρνήθηκε, προκειμένου να φέρει μέσω της σταυρικής του θυσίας τη σωτηρία τόσο στους Ιουδαίους συμπατριώτες του, όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Η γενική αγάπη με άλλα λόγια συμπεριλαμβάνει τη μερική, χωρίς ωστόσο η μερική να αφανίζεται ή να απορροφάται από τη γενική. Ο Χριστιανισμός λοιπόν χωρίς να αντιστρατεύεται στην φιλοπατρία διδάσκει την φιλανθρωπία. 141


Στη δεύτερη και τρίτη ομιλία του με ημερομηνία 23 και 30 Ιουνίου αντίστοιχα του 1913 ο Επίσκοπος Ρεθύμνης Χρύσανθος προσπαθεί ν’ απαντήσει πρώτον στο ερώτημα τι είναι πατρίδα και δεύτερον να παρουσιάσει ποια είναι τα καθήκοντα που έχουν οι Κρήτες ως Έλληνες πολίτες.

Για να το κάνει αυτό χρησιμοποιεί πάλι ένα απλό παράδειγμα· το πέταγμα μίας πέτρας σε λιμνάζοντα νερά. Αποτέλεσμα; Η δημιουργία πολλών ομόκεντρων κύκλων διαφορετικών διαστάσεων. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με το παράδειγμα του εκκλησιαστικού ανδρός, όταν ένας άνθρωπος γεννάται στην Κρήτη κυκλώνεται από ομόκεντρους κύκλους. Ο πρώτος και πιο στενός κύκλος είναι αυτός της οικογένειας. Ο δεύτερος είναι το χωριό, ο τρίτος κύκλος είναι η επαρχία, ο τέταρτος είναι ο νομός, ο πέμπτος κύκλος είναι το νησί της Κρήτης και ο μεγαλύτερος από όλους είναι η μεγάλη πατρίδα της Ελλάδας. Βλέπουμε λοιπόν ότι και πάλι χρησιμοποιεί ένα σχεσιακό δίπολο: Πρίν χρησιμοποίησε το παράδειγμα μερική αγάπη – γενική αγάπη τώρα χρησιμοποιεί το παράδειγμα ιδιωτική/μικρή πατρίδα – κοινή /μεγάλη πατρίδα.260

«Διότι ποία είναι η έννοια της κυρίως αληθώς πατρίδος ημών;…Το ευρύχωρον έδαφος, επάνω εις το οποίον κατοικούν όλα τα εκατομμύρια των ομοίων μας, οι οποίοι κατάγονται από μίαν και ιδίαν φυλήν, οι οποίοι ομιλούν ως επί το πλείστον την ιδίαν γλώσσαν, οι οποίοι εμπνέονται όμως από τα ίδια φρονήματα και αισθήματα, έχουν παρόμοια ήθη και έθιμα…τόσον

σφιγκτά,

ώστε

να

θεωρούνται

αδελφοί,

να

αλληλοβοηθώνται, να θυσιάζει έκαστος εξ αυτών και αυτήν την ζωήν

Χρυσάνθου Επισκόπου Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου, «Λειτουργικαί Ομιλίαι. Ομιλία ιθ΄ Θρησκεία και Πατρίς», στο Ποιμήν, τευχ.131 (1913), σ.1061-1062. 260

142


του εν ανάγκη χάριν των ομοφύλων και συμπατριωτών του…Η πατρίς σου είναι η φυσική σου μήτηρ…».261

Ίσως ο συγγραφέας αυτού του κηρύγματος να επηρεάστηκε εν πολλοίς και από τα πρώτα Συντάγματα που ψηφίστηκαν από τις εθνοσυνελεύσεις της Επιδαύρου (1821), του Άργους (1823) και της Τροιζήνας (1827), στα οποία ρητά αναφέρεται ότι Έλληνες είναι όσοι είναι αυτόχθονες κάτοικοι της Ελληνικής Επικράτειας, πιστεύουν στον Χριστό και μιλούν την ελληνική γλώσσα. Όσοι λοιπόν γεννήθηκαν στην Κρήτη είναι Κρήτες κατά τη στενή και ιδιαίτερη πατρίδα, ενώ ταυτόχρονα είναι Έλληνες κατά την κύρια και πληρέστερη έννοια. Γιατί τί είναι η Κρήτη; Είναι τμήμα πολυτιμότατο

και

αναπόσπαστο

της

Ελλάδας, είναι ανεκτίμητος

μαργαρίτης στο στέμμα της Μητρός Ελλάδος. Θα πει λίγο παρακάτω: «Οι Κρήτες είμεθα Έλληνες γνησιώτατοι. Απόδειξις, εκτός άλλων, οι αιώνιοι Κρητικοί αγώνες υπέρ της ενώσεως της Κρήτης μετά της Ελλάδος».

Στη συνέχεια ακολουθεί ένα κομμάτι ιδιαιτέρως φορτισμένο το οποίο μοιάζει με ύμνο προς τους αγώνες του Κρητικού λαού για την ελευθερία του. Συγκεκριμένα τονίζει ο Κρητικός ιεράρχης ότι, οι Κρητικοί ποτέ στην ιστορία του τόπου τους δεν ανέχθηκαν ξενικό ζυγό είτε αυτός ήταν Τούρκος, είτε Βενετσιάνος, είτε Άραβας ή Σαρακηνός, είτε Ρωμαίος. Αξίωση του Κρητικού λαού είναι να είναι ελεύθερος. Μόνο όταν ένας λαός είναι ελεύθερος μπορεί να είναι φιλοπρόοδος και να παραγάγει έργα πολιτιστικής μνήμης. Μόνο σε καθεστώς δικαιοσύνης, ισονομίας, ειρήνης και κρατικής υποστήριξης είναι δυνατόν να υπάρξει κοινωνική πρόοδος. Χίλια εκατόν εβδομήντα χρόνια τυρρανικών καθεστώτων και δουλείας βασάνισαν την Κρήτη από την τελευταία φορά που ανέπνεε όπ. παρ, Χρυσάνθου Επισκόπου Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου, «Λειτουργικαί Ομιλίαι. Ομιλία ιθ΄ Θρησκεία και Πατρίς», σ.1063-1064. 261

143


ελευθερία,

όταν

και

αποτελούσε

τμήμα

της

Ελληνικής

(sic)

Αυτοκρατορίας με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη.262 Και όμως όλα αυτά τα χρόνια της δουλείας δεν έκαμψαν το φρόνημα της ελευθερίας των Κρητών. Αντιθέτως έγιναν αφορμή για περαιτέρω καλλιέργεια της πίστης προς την Εκκλησία και την Πατρίδα. Πότε ξεκουράστηκε ο Κρητικός λαός; «Όταν ικανοποιήθησαν οι προαιώνιοι εθνικοί μας πόθοι, αφού η Κρήτη ηνώθη πολιτικώς με τη Μεγάλη Πατρίδα».263

Εξάλλου ας μην ξεχνούμε ότι η επίτευξη της ένωσης με την Ελλάδα πέρασε μέσα από τη φάση της αυτονομίας της μεγαλονήσου και την ύπαρξη σ’ αυτή του Ύπατου Αρμοστή Πρίγκιπα Γεωργίου.264 Η Εκκλησία ήταν αυτός ο παράγων που διατήρησε την ελληνική γλώσσα μέσα από τα λειτουργικά της κείμενα, η Εκκλησία ήταν αυτή που συντήρησε τα ήθη και τα έθιμα του λαού. Γι’ αυτό και σήμερα όλος ο κόσμος θαυμάζει την Κρήτη για τα ωραία παραστήματα που βγάζει, την πολεμική γενναιότητα, τα ελεύθερα φρονήματα και τα μεγάλα πνεύματα.265

Παρατηρούμε λοιπόν ότι, θέτει ως αναγκαία και απαραίτητα συστατικά στοιχεία αυτού, που ονομάζουμε πατρίδα, τα εξής κριτήρια: φυλή, γλώσσα, φρόνημα, ήθη, έθιμα και πίστη. Δηλαδή όλα αυτά τα στοιχεία που συγκροτούν τον λεγόμενο πολιτισμό. Στο επίκεντρο του λόγου του Επίσκοπου Ρεθύμνης Χρύσανθου, βρίσκεται η πατρίδα, το έθνος και η ελληνικότητα των πραγμάτων. Μέρος αναπόσπαστο αυτής της ελληνικότητας η Κρητική παράδοση και ιστορία. Αυτά τα δύο συνυπήρχαν αιώνια Χρυσάνθου Επισκόπου Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου, «Λειτουργικαί Ομιλίαι. Ομιλία κ΄ Θρησκεία και Πατρίς», στο Ποιμήν, τευχ.132 (1913), σ.1071. 263 όπ. παρ., Χρυσάνθου Επισκόπου Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου, «Λειτουργικαί Ομιλίαι. Ομιλία κ΄ Θρησκεία και Πατρίς», σ.1070. 264 όπ. παρ., Η Εκκλησία της Κρήτης στην επανάσταση του 1897 – 98. Από την εθναρχική στην εθνική συνείδηση, σ.21. 265 όπ. παρ., Χρυσάνθου Επισκόπου Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου, «Λειτουργικαί Ομιλίαι. Ομιλία κ΄ Θρησκεία και Πατρίς», σ.1072. 262

144


και είναι μοιραίο να αλληλοπερι-χωρούνται ακόμη και αν αυτό απαιτεί θυσίες. Σ’ αυτή τη μεγάλη πατρίδα οφείλουν όλοι οι πολίτες της Κρήτης να δείχνουν σεβασμό, υπηρεσία και αφοσίωση.

Και καταλήγει τον λόγο του με την εξής πρόσκληση προς το ακροατήριο: «Χριστιανέ, αγάπα την πατρίδα σου ύστερον από την θρησκείαν σου είναι η παραγγελία της αγίας ημών πίστεως».266

Στην τέταρτη ομιλία του, με ημερομηνία δημοσίευσης 7 Ιουλίου του 1913, ο Επίσκοπος Ρεθύμνης Χρύσανθος επαναλαμβάνει εισαγωγικά ότι η Κρήτη είναι η μικρή πατρίδα, ενώ η Ελλάδα είναι η μεγάλη πατρίδα. Για ακόμη μία φορά θα τονίσει στο ακροατήριό του ότι ιεροί δεσμοί συνδέουν τους Κρήτες με τους υπόλοιπους ομοεθνείς όπως είναι η γλώσσα, η καταγωγή, η θρησκεία, οι κοινοί αγώνες και τα κοινά οράματα για το μέλλον. Επομένως, καταλήγει τη συγκεκριμένη πρότασή του λέγοντας ότι, όλοι οφείλουμε να υποτάσσουμε το ιδιαίτερο συμφέρον, ατομικό και τοπικό, στο γενικότερο συμφέρον και όφελος της μεγάλης Πατρίδας.

Στη συνέχεια προχωρά σε μία κριτική αυτών που ασκούν τη γενική πολιτική και καθορίζουν τη μοίρα του τόπου και επιπλέον παρομοιάζει την Ελλάδα με το μυθικό πουλί τον Φοίνικα, ο οποίος ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες του. Όπως ακριβώς ο Φοίνικας έτσι και το ελληνικό έθνος βγαίνει πιο δυνατό στο ιστορικό προσκήνιο μέσα από την πολιτική του τέφρα και καταστροφή, στην οποία το οδήγησαν τα σφάλματα των αρχόντων της εξουσίας.267 Και μάλιστα τα πολιτικά τέκνα έσφαλαν,

όπ. παρ, Χρυσάνθου Επισκόπου Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου, «Λειτουργικαί Ομιλίαι. Ομιλία ιθ΄ Θρησκεία και Πατρίς», σ.1064. 267 Πρβλ. Ευμενίου Μητροπολίτου Κρήτης, «Αι Εντολαί του Θεού (Πέμπτη Εντολή)», στο Ποιμήν, τευχ.57 (1912), σ.463-464. Σ’ αυτό το άρθρο ο Κρήτης Ευμένιος αναλύει τα καθήκοντα των κυβερνωμένων πολιτών, αλλά και τις υποχρεώσεις των αρχόντων. 266

145


«επειδή ελησμόνουν την δικαιοσύνην του Θεού, την αδελφικήν συμβίωσίν των και την χρηστότητα του κοινωνικού βίου και την πολιτική ισονομία».268 Βλέπουμε πόσο όμορφα χρησιμοποιεί τα ερεθίσματα και τα μηνύματα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, τα οποία τα μπολιάζει με την έννοια της θείας δικαιοσύνης και τον Χριστιανισμό. Καμία μονομέρεια – καμία απολυ-τότητα στο λόγο του. Ούτε ανθρωποκεντρισμός – ούτε θεοκεντρισμός. Το όραμά του στηρίζεται στο εννοιολογικό δίπολο της Ορθόδοξης παράδοσης και πίστης από τη μια μεριά και της πολιτικής ισονομίας όλων έναντι του Συντάγματος της Πατρίδας από την άλλη μεριά. Η

Ελλάδα

ξυπνά από

μία

κατάσταση

πολιτικής

και

ιστορικής

νεκροφάνειας, λόγω της υποταγής της στους ξένους δυνάστες και λόγω των σφαλμάτων των ίδιων των τέκνων της, εγείρεται και ανασταίνεται σαν τον Φοίνικα χωρίς να έχει γευτεί τον πραγματικό θάνατο. Και αυτό γιατί συμβαίνει; Γιατί η «Ελλάς, ως το πνεύμα της ανθρωπότητος, είνε (sic) αθάνατος…διότι ο ελληνισμός είναι πνεύμα, είναι φιλοσοφία, είναι ποίησις, είναι τέχνη, είναι πολιτισμός απαράμιλλος».269 Έτσι λοιπόν, κατά τον Χρύσανθο, οφείλουμε ν’ αγαπούμε την Πατρίδα περισσότερο και από τους γονείς, την οικογένεια, τα πλούτη και τη μόρφωσή μας, Συγκεκριμένα αυτές οι υποχρεώσεις των Αρχόντων είναι οι εξής τρεις: α. Να είναι αφιλοκερδείς. Η εξουσία είναι δημόσια υπηρεσία και όχι κερδοσκοπική επιχείρηση. Οφείλουν ν’ αποβλέπουν προς το κοινό αγαθό και όχι προς την ιδίαν ωφέλεια. β. Να είναι επιεικείς. Οι Άρχοντες οφείλουν να λειτουργούν έχοντας την αίσθηση ότι είναι οι πατέρες του λαού. Γι’ αυτό πρέπει να είναι συγκαταβατικοί προς τον λαό, όταν επιβάλλουν φόρους. Να κυβερνούν με στοργή πατρική και ουδέποτε με σκληρότητα ή τυρρανικά. γ. Να είναι δίκαιοι. Δίκαιη κυβέρνηση είναι εκείνη, που επιδιώκει πάση θυσία το αγαθό των πολιτών μέσω ωφέλιμων νόμων. Σκοπός του νόμου είναι να μορφώνει πολίτες τίμιους και ενάρετους. Επίσης δίκαιη κυβέρνηση είναι εκείνη, που χορηγεί με όλα τα δυνατά μέσα τους πολίτες της, προκειμένου αυτοί να διάγουν ειρηνικά και να προκόπτουν όχι μόνο υλικά, αλλά και πνευματικά. Για να γίνει αυτό το δεύτερο αναγκαία είναι η θρησκεία. Γι’ αυτό η Κυβέρνηση οφείλει να προστατεύει την Εκκλησία και να την καθιστά σεβαστή σε όλους. 268 Χρυσάνθου Επισκόπου Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου, «Λειτουργικαί Ομιλίαι. Ομιλία ιδ΄ Θρησκεία και Πατρίς», στο Ποιμήν, τευχ.133 (1913), σ.1080. 269 όπ. παρ., Χρυσάνθου Επισκόπου Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου, «Λειτουργικαί Ομιλίαι. Ομιλία ιδ΄ Θρησκεία και Πατρίς», σ.1080. 146


επιδεικνύοντας την ίδια φιλοπατρία μ’ εκείνων που μαρτύρησαν για την Πατρίδα. Οι ταλαιπωρίες που υπέστησαν στον τελευταίο πόλεμο, αφήνοντας πίσω τους συγγενείς, παιδιά και συζύγους, εργασία και ασφάλεια, όλα αυτά αποτελούν αποδείξεις της τέλειας αγάπης τους προς τη Μητέρα Πατρίδα, η οποία είναι υπερήφανη για τα γενναία τέκνα της.

Αυτά τα στοιχεία θα τονίσει στην πέμπτη και τελευταία ομιλία του με ημερομηνία δημοσίευσης 14 Ιουλίου 1913. Σ’ αυτή θα παρουσιάσει αναλυτικά τα καθήκοντα των ελεύθερων πολιτών προς την πατρίδα.

Πέρα λοιπόν από τα καθήκοντα των πολιτών, που υφίστανται σε περίοδο πολέμου, υπάρχει και ένας άλλος αναγκαίος πατριωτισμός σ’ άλλο επίπεδο, σ’ αυτό της ειρήνης. Η Πατρίδα ως ελλανοδίκης στεφανώνει τους ένδοξους νικητές των ειρηνικών πανελλήνιων αγώνων. Αυτή την εικόνα χρησιμοποιεί ο Κρητικός ιεράρχης. Σ’ αυτή τη διαδικασία οι νόμοι είναι αυτοί που ορίζουν τις υποχρεώσεις των πολιτών προς την πατρίδα. Και οι νόμοι αυτοί συντάσσονται από φρόνιμους και σοφούς νομοθέτες με σκοπό η πατρίδα να εκτελέσει τον προορισμό της, ο οποίος είναι η εξασφάλιση της ελευθερίας, της ζωής, της τιμής και της περιουσίας των υπηκόων της. Αυτός λοιπόν που αγαπά και σέβεται την πατρίδα του, εκτελώντας τα καθήκοντά του, στην ουσία αγαπά τον συμπατριώτη του, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. «Όταν είμεθα φιλόνομοι, είμεθα λοιπόν και φιλοπάτριδες, είμεθα προσέτι και φιλάδελφοι, είμεθα και φίλοι του εαυτού μας και υπηρέται των αληθινών μας συμφερόντων».270 Για τον Χρύσανθο ο φιλόνομος είναι φιλόπατρις και ο φιλόπατρις είναι φιλόνομος. Είναι δύο πράγματα ταυτόσημα, καθώς το ένα αποτελεί προϋπόθεση και απόδειξη του άλλου. Δηλαδή αυτός που δεν υπακούει και Χρυσάνθου Επισκόπου Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου, «Λειτουργικαί Ομιλίαι. Ομιλία ιε΄ Θρησκεία και Πατρίς», στο Ποιμήν, τευχ.134 (1913), σ.1086. 270

147


δεν τηρεί τους νόμους, τότε ουσιαστικά δεν αγαπά την πατρίδα του. Αυτός είναι αφιλόπατρις καθώς δε σέβεται ούτε τη ζωή, ούτε την υπόληψη, ούτε την περιουσία του άλλου.

Στη συνέχεια ο Επίσκοπος Ρεθύμνης επικεντρώνει το λόγο του σε τρία σημεία, τα οποία είναι δείγματα της φιλοπατρίας του πολίτη σε περίοδο ειρήνης: α) ο σεβασμός και η προφύλαξη των ιερών κειμηλίων, β) η πληρωμή των φόρων και γ) η στρατιωτική υπηρεσία.

Τα πολύτιμα λείψανα των προγόνων, δηλαδή τα έργα τέχνης, είναι δείγματα της ευφυΐας, της φιλοκαλίας, της εφευρετικότητας και της πολιτιστικής προόδου του ελληνικού έθνους. Αυτά τα έργα λοιπόν, προτρέπει προς το ποίμνιό του ότι, δεν πρέπει ούτε να τα καταστρέφουν, αλλά κυρίως ούτε να τα πωλούν στους ξένους, γιατί έτσι τα στερείται η Πατρίδα. Αντίθετα μόλις κάποιος ανακαλύπτει κάτι, οφείλει να το δηλώνει άμεσα στις αρχές σύμφωνα με το σχετικό νόμο περί αρχαιοτήτων.271 Επομένως συμπεραίνουμε από την σχετική αναφορά του ποιμενάρχη ότι υπήρχε ως φαινόμενο στην τοπική κοινωνία η παράνομη πώληση αρχαιοτήτων σε ιδιώτες συλλέκτες, πράγμα που εκτός από παράνομο είναι και τρανή απόδειξη της μη αγάπης τους προς την Πατρίδα.

Μετά αναφέρει ότι κάθε Πολιτεία έχει ανάγκη χρημάτων, προκειμένου να πληρώνει τους διοικητικούς και δικαστικούς άρχοντες, να συντηρεί τα κρατικά σχολεία, να εκτελεί τα ποικίλα δημόσια έργα, να δίνει βοηθήματα στους αγωνιστές και στις οικογένειές τους, να πληρώνει τα σώματα ασφαλείας και να συντηρεί τέλος τις ναυτικές και στρατιωτικές όπ. παρ., Χρυσάνθου Επισκόπου Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου, «Λειτουργικαί Ομιλίαι. Ομιλία ιε΄ Θρησκεία και Πατρίς», σ.1087. 271

148


της δυνάμεις. Η φορολόγηση λοιπόν αποτελεί το μόνιμο, σταθερό και συστηματικό μέσο εύρεσης κρατικών πόρων για την κάλυψη αυτών των αναγκών. Επομένως στην περίοδο της ειρήνης ο κάθε φιλόπατρις πολίτης έχει ύψιστο καθήκον να καταβάλει τους νόμιμους και κανονισμένους φόρους για να πληρωθούν αυτά τα έξοδα.272

Είναι

αυτονόητο

ότι

ο

Επίσκοπος

Χρύσανθος,

ως

φορέας

του

εκκλησιαστικού θεσμού, επιδιώκει μέσα από την εν λόγω επισήμανση να διαμορφώσει μία συγκεκριμένη νοοτροπία στον Κρητικό λαό, εκείνη του έντιμου και ειρηνικού πολίτη που έχει ως υποχρέωση και καθήκον να πληρώνει τους φόρους του. Αυτό αποτελεί προϋπόθεση για τη μετάβαση από την προγενέστερη εμπόλεμη κατάσταση σε μία κατάσταση ευνομούμενης και ειρηνικής κρατικής πολιτείας, η οποία καλείται να διαχειριστεί τα του οίκου της. Τώρα δεν πρέπει να υφίστανται λεηλασίες, κλεψιές και πολεμικές αποζημιώσεις. Ο νόμος της ειρήνης είναι ο ρυθμιστικός παράγοντας της κοινωνικής εξέλιξης και ανάπτυξης και όχι ο νόμος του πολέμου ή των όπλων. Η δικαιοσύνη μέσω των οργάνων της καλείται να εφαρμόζει το νόμο και όχι ο κάθε πολίτης ατομικά δια των όπλων και της ισχύος.

Αλλά ποιο το όφελος η πατρίδα να εισπράττει τους νόμιμους φόρους και να έχει πλούσια πολιτιστικά έργα, όταν δεν μπορεί να τα υπερασπίσει έναντι των εξωτερικών της εχθρών; Γι’ αυτό πρέπει όλοι οι ελεύθεροι πολίτες να υπηρετούν τη θητεία τους είτε ως ναύτες είτε ως στρατιώτες, ώστε ν’ απολαμβάνουν όλοι οι Έλληνες ανεξαιρέτως τα υλικά και τα ηθικά προνόμια και τα ευεργετήματα της ελεύθερης Πατρίδας.

όπ. παρ., Χρυσάνθου Επισκόπου Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου, «Λειτουργικαί Ομιλίαι. Ομιλία ιε΄ Θρησκεία και Πατρίς», σ.1088. 272

149


«Η υπηρεσία αύτη προς την Πατρίδα είναι από τα πλέον απαραίτητα καθήκοντα έκαστου πατριώτου».273 Πέρα από τον εθελοντισμό και την αυτοθυσία, τα οποία είναι εκ φύσεως επαινετά, υπάρχει και η νομική πρακτική της υποχρεωτικής κλήτευσης και θητείας στον ελληνικό στρατό όλων των υπηκόων που διαβιούν στην ελληνική επικράτεια. Αυτό αποτελεί εγγύηση της ειρηνικής διαφύλαξης και προστασίας των ανθρώπων, των πηγών και του πλούτου μίας χώρας, έναντι των επιβουλών των ξένων και εχθρικών δυνάμεων.

Επίλογος Οι ομιλίες που παρουσιάσαμε είχαν ξεκάθαρα ως σκοπό την πολύπλευρη ενίσχυση του αγώνα της Κρήτης για την ένωση με την Ελλάδα. Οι ομιλίες του Μητροπολίτη Κρήτης Ευμενίου σύνδεσαν κυρίως τον επαναστατικό αγώνα με το ρόλο της Εκκλησίας, ενώ οι ομιλίες του Επισκόπου Ρεθύμνης είχαν ως επιδίωξη τη διαχείριση των συνεπειών σε τοπικό επίπεδο της ενώσεως της Κρήτης με την Ελλάδα μετά το πέρας του ένοπλου αγώνα. Ας μη λησμονούμε ότι δέκτης των κηρυγμάτων αυτών ήταν πρωτίστως ο Κρητικός λαός, ο οποίος από τη μία μεριά είχε θυσιάσει τα πάντα στον ένοπλο αγώνα, και κατόπιν ο ίδιος λαός καλείτο να μάθει να ρυθμίζει την καθημερινότητά του βάσει της ισονομίας, και όχι βάσει των όπλων. Χαρακτηριστική είναι η ρήση του Χρύσανθου: «Μέχρι εχθές ακόμη, αγαπητοί, κάθε Κρητικός ενόμιζεν, ότι εγεννήθη διά να πολεμή, ότι ο προορισμός του ο κυριώτερος ήτο να κρατή το όπλον και με αυτό να διαμαρτύρεται…».274

όπ. παρ., Χρυσάνθου Επισκόπου Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου, «Λειτουργικαί Ομιλίαι. Ομιλία ιε΄ Θρησκεία και Πατρίς», σ.1088. 274 όπ. παρ., Χρυσάνθου Επισκόπου Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου, «Λειτουργικαί Ομιλίαι. Ομιλία κ΄ Θρησκεία και Πατρίς», σ.1071. 273

150


Βλέπουμε λοιπόν συμπερασματικά ότι υπάρχει στις ομιλίες του επισκόπου Ρεθύμνης Χρυσάνθου μία κεντρική και κυρίαρχη έννοια, από την αρχή μέχρι το τέλος, και αυτή δεν είναι άλλη από τη σημασία της Πατρίδας και της αγάπης των ελεύθερων πολιτών προς αυτή. Παράλληλα με την έννοια της Πατρίδας υφίσταται και η λειτουργία του νόμου σε καθεστώς ειρήνης, ο οποίος πλέον είναι αυτός που ρυθμίζει και οριοθετεί την φιλοπατρία του καθενός. Κριτήριο και δείγμα της φιλοπατρίας δεν είναι πλέον η εθελοντική συμμετοχή στα πεδία των μαχών, αλλά η οικονομική υποχρεωτική συνεισφορά στις ανάγκες του κράτους μέσα από την πληρωμή της φορολογίας.

151


Γεώργιος Εμμ. Θραψανιώτης Δρ. Πανεπιστημίου Αθηνών

Η προσέγγιση του Φυσικού περιβάλλοντος από την Χριστιανική Αγωγή

Το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας αλλά και της κοινής γνώμης για το φυσικό περιβάλλον αυξάνει θεαματικά τα τελευταία χρόνια, καθώς τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί στην λειτουργία του περιβάλλοντος αγγίζουν όλο και περισσότερο την καθημερινότητα μεγάλων πληθυσμών σε όλο τον κόσμο. Η Οικολογία, είτε ως επιστήμη, είτε ως κοινωνική δράση, ασχολείται με το φυσικό περιβάλλον, την χρήση του και τα προβλήματα που απορρέουν από αυτήν. Επιδιώκει να παρέμβει και να λύσει αυτά τα προβλήματα, παρεμβαίνοντας με αιτήματα όπως αυτό της βιώσιμης ανάπτυξης σαν πρόταση συμβιβασμού με την οικονομιστική αντιμετώπιση του περιβάλλοντος. Τέτοιου είδους παρεμβάσεις ωστόσο, δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα στη ρίζα του καθώς η οικολογία κινείται στην επιφάνεια των πραγμάτων χωρίς να προχωρεί στη γενεσιουργό αιτία τους. Προσπαθεί να μετριάσει τα αποτελέσματα της κρίσης, όχι να θεραπεύσει την ίδια την κρίση. Εδώ μπαίνει η ανάγκη της Θεολογικής εξέτασης των προβλημάτων που αφορούν το φυσικό περιβάλλον, από μια οπτική που βρίσκεται έξω από το αντικείμενο αναφοράς της οικολογίας και μπορεί έτσι να γίνεται προσδιοριστική για τον τρόπο που λειτουργεί 275. Σημαντικός παράγοντας για την κατανόηση της περιβαλλοντολογικής κρίσης και των αιτίων που την προκαλούν θα ήταν μια σύντομη ιστορική ανασκόπηση της επίδρασης του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον. Με

275

Γεώργιος Μαντζαρίδης, Περ. Πεμπτουσία, τεύχ. 9, σελ. 27- 29. 152


αναφορά σε σαφείς πηγές της αρχαιότητας, όπως στην

Ιλιάδα276 του

Ομήρου, στον Θεόφραστο, πατέρα της βοτανικής, στο έργο του «περί φυτών ιστορία», στον Πλούταρχο, και στον Πλάτωνα. Διαπιστώνουμε τεράστιες αλλαγές στο φυσικό τοπίο, όπως καταστροφές δασών, ειδικά από τις δασικές πυρκαγιές, αποψιλώσεις πλούσιων εδαφών, σημαντικές αλλοιώσεις στη χλωρίδα και την πανίδα συγκεκριμένων περιοχών, ρύπανση πηγών και την υφαλμύρωση υπόγειων υδάτινων πόρων, μόλυνση – ρύπανση της Ατμόσφαιρας, των Εδαφών, των Θαλασσών, των Λιμνών, των Ποταμών με αποτέλεσμα να παρατηρείτε η εξαφάνιση ή η απειλή κάποιων ειδών των Φυτών, Ζώων και Ψαριών και πολλά άλλα που οφείλονται στον ανθρώπινο παράγοντα. Καταστροφικότερες ακόμα παρεμβάσεις, θα λέγαμε αποκαλυπτικού χαρακτήρα έγιναν τα τελευταία χρόνια με την ραδιενεργό μόλυνση, την γονιδιακή μετάλλαξη των Φυτών, την καταστροφή του όζοντος και την μόλυνση της ατμόσφαιρας, την πετρελαϊκή ρύπανση. Η διάγνωση όλων των συμπτωμάτων που αναφέρθηκαν παραπάνω, οφείλει να αναγνωρίσει ότι βασικώς, αν όχι μοναδικός αίτιος της περιβαλλοντολογικής κρίσης διαχρονικά είναι ο άνθρωπος και η ηθική του κρίση, της οποίας τα αποτελέσματα απλώς πολλαπλασιάζονται με την χρήση της ολοένα πιο εξελιγμένης αντιπεριβαλλοντικής τεχνολογίας. Η οικολογική κρίση αποδεικνύει ένα τραγικό λάθος στην σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο, λάθος που παίρνει ραγδαία τις διαστάσεις θανάσιμης απειλής

, καθώς η αιτία της, όπως

277

και κάθε κρίσης στον κόσμο, είναι η απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό 278. Από όλα αυτά φαίνεται καθαρά πόσο αποφασιστικός είναι ο ρόλος της Χριστιανικής Ορθόδοξης Θεολογίας στην αντιμετώπιση της περιβαλ-

Κων/νος Κοσμάς, Περ. Πεμπτουσία, τεύχ. 9, σελ. 30 - 35. Χρήστου Γιανναρά, Αλφαβητάρι της πίστης, Αθήνα 1983,Σελ. 84. 278 Dumitru Staniloae, Περ. Πεμπτουσία, τεύχος 9, σελίδα 40. 276 277

153


λοντικής κρίσης. Η αποκεκαλυμμένη αλήθεια της Εκκλησίας εξηγεί όχι μόνο την κτίση και την λειτουργία του ανθρώπου ως μέρους της κτίσεως και συγχρόνως ως κορωνίδας και κυρίαρχου διαχειριστή της. Η Ορθόδοξη Θεολογία απορρίπτει τις κοσμικές ηθικές αντιλήψεις οι οποίες κυμαίνονται ανάμεσα σε δύο λανθασμένα άκρα. Από τη μία η ακραία θέση που ερμηνεύει όλες τις ηθικές ανησυχίες για την φύση από την άποψη των ανθρωπίνων συμφερόντων και επιθυμιών, με αποτέλεσμα την άκρατη ωφελιμιστική εκμετάλλευση και εν τέλει καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. Από την άλλη μεριά η ακραία θέση που διατυπώνει απόλυτους ηθικούς περιορισμούς στον άνθρωπο ως προς την διαχείριση του περιβάλλοντος η οποία οδηγεί σε δήθεν εγγενή ιερότητα της φύσης που αποκτά μια ίση ηθική υπόσταση με τον άνθρωπο

. Ανάμεσα στις

279

ακραίες αυτές θέσεις η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι Πατέρες προσφέρουν σαν λύση στο οικολογικό πρόβλημα την ευχαριστιακή θεώρηση του κόσμου από τον άνθρωπο. Στην ευχαριστιακή πράξη ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως δώρο Θεού, το χρησιμοποιεί ευχαριστιακά, και το αντιπροσφέρει στον Θεό με την εργασία του σώο και αβλαβές, για να το πάρει πάλι πίσω από Εκείνον πολλαπλάσια ευεργετικό

280

. Ο

εξαγιασμός των δώρων του φυσικού περιβάλλοντος μέσα στην Εκκλησία τα μεταμορφώνει σε οχήματα διοχέτευσης στους ανθρώπους της Θείας χάριτος, π.χ. το νερό γίνεται αγιασμός, το λάδι ευχέλαιο κ.ο.κ.. Αποκορύφωμα όλων αυτών είναι η Θεολογική δυνατότητα της ύλης να είναι δεικτική στην μεταβολή σε σάρκα που φόρεσε ο ίδιος ο Θεός σαρκωθείς, κατά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων στο μυστήριο της Θείας Λειτουργίας. Αυτό δεν συνιστά θεϊκή αυτοδυναμία της ύλης, αλλά υπογραμμίζει την αξία που έχει ως δυνατότητα μεταμόρφωσης το κτιστό

279 280

Η.Tzistraw Engelhazdt, Περ. Πεμπτουσία, τεύχ. 9, σελ. 24. Πρωτοπρ. Constantin Coman, Περ.Πεμπτουσία, Τεύχ. 9, σελ. 44. 154


περιβάλλον, μέσα στην χριστιανική πίστη και ζωή281. Ο κόσμος ως δώρο Θεού δεν είναι η τελευταία και απόλυτη πραγματικότητα. Το δώρο προϋποθέτει τον Δωρητή, ο οποίος είναι σίγουρα σπουδαιότερος από τα δώρα του282. Επομένως η ευχαριστιακή αντιπροσφορά του κόσμου στον Θεό, είναι ουσιαστικά η λύση που προσφέρει η Εκκλησία στο πρόβλημα της οικολογίας283. Η Θρησκευτική αγωγή έχει τον στόχο απλά να επαναφέρει τον άνθρωπο στην πραγματική του σχέση με το φυσικό περιβάλλον, κάτι που θα οδηγούσε αυτόματα, στο μέτρο που θα πραγματοποιείτο, στο ξεπέρασμα της κρίσης αυτής. Ο στόχος αυτός ενεργείται πάντοτε μέσα στην ζωή και την λατρεία της Εκκλησίας. Ωστόσο στην προσπάθειά της να επηρεάσει ευρύτερα το κοινωνικό σύνολο προς την κατεύθυνση αυτή, η Εκκλησία κινείται σε δύο άξονες : α) Την θρησκευτική αγωγή στην εκπαίδευση, και β) την Εκκλησιαστική περιβαλλοντική δράση. Η Χριστιανική θρησκευτική αγωγή, συνυφασμένη με την Χριστιανική πίστη και την Εκκλησιαστική ζωή και λατρεία, ήταν πάντοτε ένα ισχυρό μέσον καλλιέργειας των ανθρώπινων συνειδήσεων. Στην Βυζαντινή περίοδο, η θρησκευτική αγωγή ήταν ένα βασικό θέμα, όχι μόνο της στοιχειώδους και της μέσης εκπαίδευσης, αλλά και των Πανεπιστημίων, διαμορφώνοντας έτσι το ήθος όλης τη κοινωνίας. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας θα ήταν ορθό να λεχθεί ότι η παιδεία είχε έναν εξ’ ολοκλήρου χριστιανικό και εκκλησιαστικό χαρακτήρα, καθώς τα πιο κοινά και εύχρηστα βιβλία ήταν τα Εκκλησιαστικά (Ευαγγέλιο, Ωρολόγιο, Ψαλτήρι, Οκτώηχος). Μετά την απελευθέρωση και την ίδρυση του Νεοελληνικού κράτους ωστόσο, αυτό άλλαξε. Η εκπαίδευση ακολούθησε Ηλίας Οικονόμου, Θεολογική οικολογία, Αθήνα 1994,σελ.288 Dumitru Staniloae, Theologia Dogmatica Orthodoxa, Bucuresti 1978, σελ. 340. 283 Βλ. γενικά, Μητρ. Ι. Ζηζιούλα, Η κτίσις ως ευχαριστία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1992. 281 282

155


τα γερμανικά πρότυπα, με αποτέλεσμα να χάση την εκκλησιαστική της διάσταση και ήθος. Το κενό δεν καλύφθηκε ούτε με την ίδρυση των πρώτων κατηχητικών σχολείων το 1870, καθώς και αυτά διαμορφώθηκαν με Αγγλοσαξονικές δομές και επιρροές. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο η Θρησκευτική αγωγή στράφηκε με ανανεωμένο ενδιαφέρον σε μια επιστροφή προς την Ορθόδοξη παράδοση284, πράγμα που δίνει ελπίδες για μία αλλαγή νοοτροπίας των νέων και μία ορθόδοξη προσέγγιση των οικολογικών ανησυχιών τους. Οι ελπίδες ωστόσο αυτές μειώνονται δραματικά από την απαξίωση με την οποία αντιμετωπίζεται από το κράτος η θρησκευτική αγωγή στην εκπαίδευση σήμερα αλλά και από τα αντιεκκλησιαστική πρότυπα που προβάλλονται από την σύγχρονη κοινωνία. Όταν, για παράδειγμα, στόχος μιας τηλεοπτικής διαφήμισης δεν είναι να γνωστοποιήσει το προϊόν ή να προβάλλει την ποιότητα και την χρησιμότητά του, αλλά να συνδέσει το προϊόν με νοήματα και πάθη στα οποία είναι επιρρεπής ο άνθρωπος προκειμένου να τον παρασύρει στην κατανάλωση285,τότε καταλαβαίνουμε πόσο αδύνατη έχει γίνει η οποιαδήποτε εκπαιδευτική προσπάθεια στην οικολογική αγωγή. Το περιεχόμενο της θρησκευτικής αγωγής έχει εντελώς άλλο περιεχόμενο. Βασίζεται στην Ορθόδοξη Θεολογία και Οντολογία. Ο Θεός δημιουργεί τον άνθρωπο «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν» και τον τοποθετεί ηγεμόνα της κτίσεως, «και αρχέτωσαν πάντων των κτηνών και ερπετών και ιχθύων και πετεινών»,286 με την υποχρέωση όμως να εργάζεται και να διαφυλάσσει την κτίση, «Εργάζεσθαι αυτόν και φυλάττειν»287. Η πτώση του ανθρώπου και η απομάκρυνσή του από τον Θεό, η κρίση της ανθρώπινης ελευθερίας που είναι 284

285 286 287

Περσελής Εμμανουήλ, Χριστιανική αγωγή και σύγχρονος κόσμος, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1994, σελ. 25 - 30. Γεώργιος Μαντζαρίδης, Περ. Πεμπτουσία, τεύχ. 9, σελ. 49. Γένεσις, κεφ. 1, στ. 26. Γένεσις, κεφ. 2, στ. 15.

156


αυτονομημένη από τον Θεό, είναι το κακό που αναστατώνει και μολύνει ολόκληρη την πλάση «Γέγονα… μολυσμός αέρος, γης και υδάτων» διαβάζουμε στον εσπερινό288. Η σύνδεση της ανθρώπινης αμαρτίας με την οικολογική καταστροφή είναι ακόμα πιο εμφαντική στην Αποκάλυψη του Ιωάννου, όπου περιγράφεται ότι για την αμετανοησία των ανθρώπων «εμολύνθη το 1/3 των θαλασσών και των ποταμών»289 ή αλλού ότι «εξέχεε ο τέταρτος (άγγελος) την φιάλην αυτού επί τον ήλιον και εδόθη αυτώ καυματήσαι εν πυρί τους ανθρώπους»290. Αν κάποτε αυτά ακούγονταν μόνο σαν προφητείες, σήμερα αρχίζουν να διακρίνονται σαν ορατές πραγματικότητες. Επομένως, στην σημερινή συγκυρία, η Θεολογία και η Θρησκευτική αγωγή συναντιούνται με την στοχοθεσία της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης στο σημείο που αυτή προσπαθεί να ξεπεράσει μια κακώς εννοούμενη ανθρωπολογική θεώρηση του κόσμου291. Η περιβαλλοντική εκπαίδευση, ή αλλιώς εκπαίδευση για την αειφορία (UNESCO 1997) είναι σήμερα ευρέως αποδεκτή σε παγκόσμιο επίπεδο. Έτσι, κάποιες διαστάσεις της ορθόδοξης θρησκευτικής αγωγής που αναφέραμε πιο πριν, μπορούν να λειτουργήσουν ως θέμα, υλικό και μέσα έρευνας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης292 στα πλαίσια της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης των νέων. Πράγματι, με βάση τα παραπάνω, έγιναν και γίνονται προσπάθειες να εκπονηθεί ένα πρόγραμμα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, το οποίο θα λάμβανε υπ’ όψιν του τους στόχους της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης με βάση την παράδοση της Ορθοδοξίας για το περιβάλλον 293. Δυστυχώς τα προγράμματα αυτά είναι ακόμα στην φάση της μελέτης και Οκτώηχος, στιχηρό εσπερινού Δευτέρας, ήχος βαρύς. Αποκάλυψις Ιωάννου, κεφ. 8, στ. 8-11. 290 Αποκάλυψις Ιωάννου, κεφ. 16, στ. 8. 291 Αναστάσιος Γ. Μαράς, Εκκλησία-Περιβάλλον-Εκπαίδευση, εκδ. οίκος Σταμούλη, σελ. 86. 292 Αθανασάκης Αρτέμης, Οικολογική Παιδεία και θρησκευτική αγωγή, εκδ. Σαββάλας, 1996, σελ. 171. 293 Αναστάσιος Γ. Μαράς, Εκκλησία-Περιβάλλον-Εκπαίδευση, εκδ. οίκος Σταμούλη, σελ. 86. 288 289

157


εκπονήσεως και απέχουν αρκετά από αυτήν της υλοποιήσεως. Το αποτέλεσμα είναι η οικολογική διάσταση της θρησκευτικής αγωγής να περιορίζεται σήμερα μόνο στο απαξιωμένο μάθημα των θρησκευτικών και στα λιγοστά κατηχητικά που ασχολούνται με αυτήν. Ενθαρρυντική είναι μέσα σε όλα αυτά, η σύνδεση των περιβαλλοντικών προγραμμάτων της εκπαίδευσης με την τοπική ενο-ριακή ή μητροπολιτική οικολογική δραστηριότητα (π.χ. δεντροφύτευση πυρόπληκτων περιοχών, καθαρισμός παραλιών κ.ά). Η εθελοντική συμμετοχή σε συνεργασία με τους Εκκλησιαστικούς φορείς θα μπορούσε να οδηγήσει τους νέους ανθρώπους στην απόκτηση μιας Ορθόδοξης οικολογικής συνείδησης. Αυτό όμως είναι ένα θέμα που άπτεται της γενικότερης Εκκλησιαστικής περιβαλλοντικής δράσης. Η ανεπίσημη δραστηριοποίηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας για το οικολογικό πρόβλημα, εγκαινιάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’70, με αρχικά δημοσιεύματα γύρω από το θέμα. Ακολούθησαν τα συνέδρια στην Σόφια (24/1 - 2/11/87) και το Μίνσκ. Μετά τις πρώτες θεολογικές διερευνήσεις, άρχισαν οι επίσημες εκκλησιαστικές εκδηλώσεις, πρωτοστατούντος του Οικουμενικού Πατριάρχου Δημητρίου. Οι κυριότεροι πρώτοι σταθμοί της οικολογικής δράσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι : 1) Το Περιβαλλοντικό Συνέδριο της Πάτμου (1988), που έγινε στο πλαίσιο του εορτασμού των 9οο χρόνων από την ίδρυση της Ι.Μ. Ιωάννου του Θεολόγου, όπου ο Οικ. Πατριάρχης Δημήτριος προσφωνώντας τους συνέδρους υπογράμμισε το πνευματικό περιεχόμενο του οικολογικού προβλήματος και τη συμβολή της Εκκλησίας στην άσκηση της αντιμετώπισή του. 2) Η Πατριαρχική Απόδειξη, όπως λέγεται, των Χριστουγέννων του 1988 στην Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται για μια αποκλειστική πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο σε μήνυμα, θέτει τον άνθρωπο και ιδιαιτέρως το Ορθόδοξο Πλήρωμα, ενώπιον των ιστορικών ευθυνών του, όσον αφορά την διαφύλαξη της Δημιουργίας και 158


του φυσικού περιβάλλοντος. 3)Στο Πατριαρχικό μήνυμα του 1989 το περιβαλλοντικό ενδιαφέρον αναβαθμίζεται και ορίζεται η αρχή του Εκκλησιαστικού έτους, δηλαδή η 1η Σεπτεμβρίου, ως ημέρα δεήσεων και ικεσιών υπέρ όλης της δημιουργίας294. 4) Το διορθόδοξο συνέδριο για την προστασία του περιβάλλοντος στην Ορθόδοξο Ακαδημία Κρήτης το 1991. 5) Το κοινό και ομόφωνο μήνυμα της συνάξεως των Ορθοδόξων Πατριαρχών και αρχηγών των αυτοκέφαλων Εκκλησιών, που συγκλίθηκε με πρωτοβουλία του Οικ. Πατριάρχου Βαρθολομαίου τον Μάρτιο του 1992295. Ακολούθησαν πέντε οικολογικά σεμινάρια στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης από το 1994 έως και το 1998 με θέματα που σχετίζουν το περιβάλλον και την οικολογία με την εκπαίδευση, την ηθική, την κοινωνία, την δικαιοσύνη και την πτώχεια αντίστοιχα , ενώ το 1999 έγιναν τα εγκαίνια του Οικολογικού Ινστιτούτου Χάλκης, το οποίο ασχολείται σε μόνιμη βάση με τα περιβαλλοντικά προβλήματα. Το 2000 πραγματοποιήθηκε στην Κων/πολη Διεθνές επιστημονικό Συνέδριο με θέμα : «Η δημιουργία του κόσμου και η δημιουργία του ανθρώπου – προκλήσεις και προβληματισμοί του 2000». Συγχρόνως πραγματοποιούνται τα Οικολογικά εν πλω Συνέδρια : Στην Πάτμο το 1995 με θέμα : «Αποκάλυψις και περιβάλλον»296. Στην πορεία για το συνέδριο αυτό ο σύνεδρος Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας υπογραμμίζει με βάση την Αποκάλυψη κάποιες σημαντικές πτυχές του οικολογικού προβλήματος και μας καλεί να σκεφτούμε εσχατολογικά, διότι δεν γίνεται να εξαντλούμε το ενδιαφέρον μας σ’ αυτό που ο κόσμος μπορεί να προσφέρει τώρα, αλλά να προσανατολιστούμε προς το μέλλον, σε μια ιστορική προοπτική για το συμφέρον των επερχόμενων γενεών. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε την κρίση που έρχεται, την αποκαλυπτική πλευρά όλων όσων μας περιμένουν Ηλίας Οικονόμου, Θεολογική Οικολογία, Αθήνα 1994,σελ.318. Ι. Χατζηφώτη, Η εκκλησία και το οικολογικό πρόβλημα. 296 Αρχιμ. Δοσιθέου, Ορθοδοξία και φυσικό περιβάλλον, εκδ. Ι. Μ. Παναγίας Τατάρνης Ευρυτανίας, σελ. 17. 294 295

159


και ίσως έτσι οδηγηθούμε στην μετάνοια αποφεύγοντας την καταστροφή. Να αντιληφθούμε ότι υπάρχει και αμαρτία εναντίον της φύσης η οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη από την ηθική μας, και να συνειδητοποιήσουμε επίσης τον οικουμενικό χαρακτήρα της μοίρας του κόσμου. Τα υπόλοιπα εν πλω οικολογικά συνέδρια πραγματοποιήθηκαν το 1997 στον Εύξεινο Πόντο, το 2002 στον ποταμό Δούναβη και στην Αδριατική και κατά τη διάρκειά τους συζητήθηκαν τα οικολογικά προβλήματα των θαλασσών που φιλοξένησαν αυτά τα συνέδρια297. Πέραν όλων αυτών των σημαντικών παρεμβάσεων, το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν παύει σε κάθε ευκαιρία, είτε με μηνύματα, είτε με εκδόσεις βιβλίων, είτε με ομιλίες του ίδιου του Οικ. Πατριάρχου (ώστε να έχει χαρακτηριστεί ως ο «Πράσινος Πατριάρχης») σε διεθνή βήματα όπως αυτό του Ο.Η.Ε. ή του Ευρωκοινοβουλίου, να νουθετεί για το φυσικό περιβάλλον ευαισθητοποιώντας όχι μόνο το ποίμνιό του αλλά και ευρύτερα298. Μία ανάλογη εγρήγορση επιδεικνύει και το Πατριαρχείο Αντιοχείας με μηνύματα και εκτενή άρθρα όπως αυτό του Πατριάρχου Ιγνατίου στις 15 Μαρτίου 1989 με το οποίο καλεί σε μία ‘’στράτευση των Χριστιανών γύρω από τον στόχο της διασώσεως της δημιουργίας’’299. Τέλος, η Ορθόδοξη Εκκλησία συμμετέχει και στις διάφορες διαθρησκειακές και διαχριστιανικές πρωτοβουλίες που αφορούν το περιβάλλον σε μια προσπάθεια παγκόσμιας αφύπνισης γύρω από το θέμα αυτό. Χαρακτηριστικός ο χαιρετισμός του Ρώσου Μητροπολίτη Πιτιρίμ στο forum της Μόσχας τον Ιανουάριο του 1990 όπου τονίζεται μεταξύ άλλων ότι «τα συμπεράσματα του Forum πρέπει τελικώς να επηρεάσουν ευρύτερους και πολιτικούς και επιχειρηματικούς κύκλους και να προωθηθεί μια γενική αφύπνιση της συνειδήσεως. Η Εκκλησία δεν

Αρχιμ. Δοσιθέου, Ορθοδοξία και φυσικό περιβάλλον, εκδ. Ι.Μ.ΠαναγίαςΤατάρνης Ευρυτανίας, σελ. 17. 298 Βλ. γενικά Κωνσταντίνου Ζορμπά, Εκκλησία και φυσικό περιβάλλον, εκδ. Τέρτιος, Αθήνα 1998. 299 Ηλίας Οικονόμου, Θεολογική Οικολογία, Αθήνα 1994, σελ.326. 297

160


έχει να προσφέρει άλλο φάρμακο από αυτό» . Αυτές είναι επιγραμματικά λίγες από τις κυριότερες δράσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας όσον αφορά την οικολογία αφού σε αυτό το άρθρο δεν μας δίνετε η δυνατότητα πλήρους αναφοράς. Συμπερασματικά

θεωρώ ότι η Εκκλησία προσπαθεί φιλότιμα να

επιτελέσει το έργο της όσον αφορά το περιβάλλον, με πρώτο και κύριο καθήκον της την φανέρωση της Αλήθειας της, είτε μέσω της Θεολογίας της, είτε μέσω της Διδασκαλίας της, είτε με τα πρότυπα που προβάλλει, αλλά και με την διηνεκή δέηση υπέρ της του κόσμου σωτηρίας. Αντιμετωπίζει ωστόσο δυσχέρειες στο έργο της από τα κέντρα που υποστηρίζουν τα άπληστα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα με ανεξέλεγκτα αποτελέσματα, η κερδοσκοπική αδηφαγία μεγάλων οικονομικών μονάδων με υπερεθνική δύναμη η περαιτέρω ανάπτυξη των εξοπλισμών εξαιτίας της δίψας για δύναμη και εξουσία300. Απέναντι σε αυτές τις φαινομενικά ανίκητες καταστάσεις που έχουν παγκόσμια εδραιωθεί, η Εκκλησία έχει κάποια επιπλέον δυνατότητα θρησκευτικής αγωγής. Ξεπερνώντας δηλαδή τα ανέξοδα πλαίσια της ευαισθητοποίησης και της νουθεσίας, να προχωρήσει με καταγγελτικό λόγο στην ονομαστική ρήξη με τα εθνικά ή πολυεθνικά οργανωμένα συμφέροντα που κατασπαράσσουν με ρυθμό πιράνχα το παγκόσμιο φυσικό περιβάλλον, στο όνομα της παραγωγής και διεύρυνσης της εξουσίας τους πάνω στους λαούς και τους ανθρώπους. Τα όρια είναι τόσο ασφυκτικά στον τομέα της περιβαλλοντικής κρίσης, που η χριστιανική μαρτυρία σήμερα θα μπορούσε να έχει χαρακτήρα οικολογικό. Αυτό σημαίνει ότι εάν ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, βασανίστηκε, διώχτηκε, συκοφαντήθηκε και τελικά πέθανε στην εξορία επειδή κατήγγειλε σθεναρά την διαφθορά και την απληστία της Βασίλισσας Ευδοξίας301, τα ίδια ή και περισσότερα θα 300 301

Κων/νου Δεσποτόπουλου, περ. Σύναξη, τεύχ. 56, σελ. 31. Μέγας συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνα 2001, 161


μπορούσε να πάθει σήμερα ένας Ιεράρχης που θα κατήγγειλε το ίδιο σθεναρά την ακόρεστη απληστία και την καταστροφική μανία της Monsanto302 για παράδειγμα, που καταστρέφει τον Πλανήτη με χημικά φάρμακα και με τις γενετικά μεταλλαγμένες παρεμβάσεις σε Φυτά και Ζώα. Αυτό ίσως άλλαζε την αναπόφευκτη πορεία προς την ολοκληρωτική οικολογική καταστροφή που οδηγούσε στην αφύπνιση των συνειδήσεων. Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι ο άνθρωπος ή θα καταστραφεί καταστρέφοντας το φυσικό περιβάλλον ή θα μεταμορφωθεί εν Χριστώ μαζί με αυτό. Όπως είπαμε η οικολογία της Εκκλησίας είναι η ευχαριστιακή νοηματοδότηση και χρήση του κόσμου, η οποία ωστόσο διακυβεύεται στην υπαρκτική περιπέτεια της ελευθερίας του ανθρώπου303. Έτσι ο απρόβλεπτος, αντιφατικός και ανικανοποίητος άνθρωπος παραμένει ο κυριότερος παράγοντας ανασφάλειας στον χώρο της οικολογικής κρίσης304 και αυτό δεν εμπνέει σιγουριά για το μέλλον. Η έσχατη θεώρηση της οικολογικής προσέγγισης και προοπτικής του κόσμου από την Εκκλησία δεν είναι η καταστροφή της φύσης και το τέλος του χρόνου, αλλά η αποκατάσταση της φύσης και του χρόνου σε κοινωνία ζωής κτιστού και άκτιστου, σε σχέση άχρονης συμπαντικής Ευχαριστίας305.

302 303 304

305

Τόμος ΙΑ’, σελ. 441-451. www Monsanto.com Χρήστου Γιανναρά, περ. Σύναξη, τεύχος 56, σελίδα 46. Κων/νος Δεληκωσταντής, Παντάπορος άπορος, Αθήνα 2003, σελ. 214. Χρήστου Γιανναρά, περιοδ. Σύναξη, τεύχ. 56, σελ. 47. 162


Ευάγγελος Πετράκης Θεολόγος ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ Α΄ ΣΤΟ ΕΡΗΜΗΤΗΡΙΟ ΤΟΥ π. ΝΙΚΩΝΑ ΤΟΥ ΚΑΡΟΥΛΙΩΤΗ (1874-1964) Η παρούσα μελέτη, ελαφρώς τροποποιημένη έχει εκδοθεί σε βιβλίο. isbn 978-960-92773-1-0

Σαν πρόλογος

Ένας από τους εικονογραφικούς τύπους που εισήχθησαν επί τουρκοκρατίας στην ορθόδοξη αγιογραφία ήταν η σκηνή που παριστάνει τον αββά Σισώη306 μπροστά στον τάφο του Μ. Αλεξάνδρου. Η σκηνή αυτή που αποτελεί την πιο εποπτική αποστομωτική έκφραση της ματαιότητος της εγκοσμίου δόξης εκφρασμένης στο πιο απόλυτο, ίσως, σημείο της έχει την εξής επιγραφή: «Ο μέγας εν ασκηταίς Σισώης έμπροσθεν του τάφου του βασιλέως των Ελλήνων Αλεξάνδρου, του πάλαι διαλάμψαντος εν δόξη, φρίττει, και το άστατον του καιρού και της δόξης της προσκαίρου λυπηθείς, ιδού, κλαίει: Ορών σε τάφε, καρδιοστάλακτον δάκρυον χέω, χρέος το κοινόφλητον εις νουν λαμβάνων. Πως ουν μέλλω διελθείν πέρας τοιούτον; Ε! Θάνατε! Τις δύναται φυγείν σε;». Δεν ξέρω αν ο Νίκων ο Καρουλιώτης

με τον οποίο ασχολείται το μικρό αυτό βιβλίο είχε

εμπνευστεί από αυτή την σκηνή και είχε εγκαταλείψει τα εγκόσμιαπράγμα απίθανο-αυτό όμως που ξέρω είναι ότι διαπνεόταν από την ίδια ακριβώς λογική του μέλλοντος αιώνος που δεν καταισχύνεται, όσο και αν στον παρόντα η ζωή που συνεπάγεται φαντάζει παραλογισμός. Δυστυχώς, βλέπουμε τα πράγματα εγκοσμιοκρατικά, ορθολογιστικά και υλιστικά και δουλεύουμε στην ειρκτή αυτών των καταστάσεων. Ωστόσο, κάποιες πλευρές και συνθήκες όπως τα λυπηρά της ζωής, η τέχνη, ο Φώτης Κόντογλου, Οι ταπεινοί αγιογράφοι της Τουρκοκρατίας, Κιβωτός Α΄(1952-1953), εκδ. Αστήρ, Αθήναι 1991, σ. 28. 306

163


έρωτας δίνουν πάντα δυνατότητες στον άνθρωπο να βρεθεί στην ανεστραμμένη λογική του αληθινού κόσμου. Ακόμα και η ίδια η φύση μας ανοίγει παράθυρα για να εισέλθει μια αναλαμπή της αιώνιας πραγματικότητας, ένα νόημα μυστικό που δεν μπορούμε να αποκωδικοποιήσουμε παραδομένοι στην υλιστική παχυλότητα και την αισθησιακή μακαριότητά μας, όπως, ας πούμε τα όνειρα, όταν αυτά δεν είναι τόσο ψυχοφυσιολογικά όσο μυστικά, όπου βλέπουμε τα πράγματα ανάποδα γιατί σε αυτά ενώνονται οι όχθες του παρόντος και του υπερκείμενου κόσμου. Μια τέτοια πραγματικότητα μας δείχνει ο Φλωρένσκυ307 μέσα από μια πραγματική ονειρική εικόνα, όπου θα μας πει ότι «ένας συγγενής μου, που θλιβόταν στη σκέψη των πεθαμένων γονιών και φίλων του, είδε κάποτε στον ύπνο του πως περπατούσε σε ένα νεκροταφείο. Ο άλλος κόσμος του παρουσιάστηκε σκοτεινός και ανατριχιαστικός, αλλά οι νεκροί του εξήγησαν ... πόσο λαθεμένη ήταν αυτή η ιδέα. Ακριβώς, κάτω από την επιφάνεια της γης φυτρώνει, αλλά αντεστραμμένο, με τις ρίζες στον αέρα και τα φύλλα προς τα κάτω, το ίδιο πράσινο και θαλερό χορτάρι, αυτό του νεκροταφείου, κι ακόμα πιο πράσινο και πιο όμορφο, τα ίδια δένδρα, με την κορφή κάτω και τις ρίζες στον αέρα κι αυτά, τα ίδια πουλιά τραγουδούν, ο γαλανός αιθέρας είναι το ίδιο καθαρός και ο ίδιος ήλιος λάμπει, κι όλα αυτά αχτιδοβολούν και είναι πιο όμορφα απ' ότι στον επάνω κόσμο». Ο τρόπος λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος έχει πολλά να μας μάθει για την ανατροπή στον αληθινό κόσμο των κατεστημένων λογικών του παρόντος αιώνος. Αν στον αμφιβληστροειδή του ματιού σχηματίζονται τα είδωλα αντεστραμμένα, αυτό σημαίνει ότι το μεγαλύτερο επιχείρημα ενάντια στον ανθρώπινο εγωισμό προέρχεται από τις ίδιες τις ανθρώπινες

βιολογικές

λειτουργίες.

Όποιος

ατενίζει

τη

γιγάντια

Παύλος Φλωρένσκυ, Η αντίστροφη προοπτική-Το εικονοστάσι, εισαγωγή-μετάφρασηερμηνευτικές σημειώσεις Σωτήρη Γουνελά, εκδ. Ίνδικτος, Αθήναι 2002, σ. 125. 307

164


λιθοδομή της πυραμίδας του Χέοπα έχει την ακλόνητη αίσθηση ότι θα μείνει αμετακίνητη για πάντα. Όμως η αυτόματη ανατροπή του ειδώλου της αποτελεί την πιο ειρωνική υπόμνηση για τη ματαιότητα της ανθρώπινης κενοδοξίας. Αν ο Φαραώ διέπραξε το σφάλμα αυτό ακριβώς μόλις την είδε, αυτό σημαίνει ότι έγινε σε ένα ελάχιστο κλάσμα του δευτερολέπτου, όσο ακριβώς χρειάστηκε μέχρι ο εγκέφαλός του να μεταφράσει τα μηνύματα που με τη μορφή ασθενικών ηλεκτρικών σημάτων αποτελούν τα εκατομμύρια φωτοευαίσθητων κυττάρων308 που αναλύουν την εικόνα στα επιμέρους συστατικά της και να δημιουργήσει την αντίληψη του κτίσματος, όρθιου. Ωστόσο την ίδια στιγμή που η φυσική λειτουργία εμπαίζει τον εγωιστή, επιβεβαιώνει τον ταπεινό, καταφάσκοντας την ανάγκη μιας ψυχοσωματικής ενότητας και αρμονίας. Όταν ο νεαρός βλαστός της τσαρικής αριστοκρατίας έβλεπε τις τιμές και τις δόξες της Αυλής σαν σκύβαλα και σκουπίδια, εκείνη τη στιγμή επιβεβαιωνόταν χωρίς να το γνωρίζει μέσα στην ίδια τη λειτουργία της οράσεως και της διαδικασίας παραγωγής των οπτικών του αισθημάτων. Το ίδιο το μάτι που δημιουργεί την οπτική εντύπωση και παρέχει την οπτική πληροφορία, αυτό το ίδιο το μάτι ενέπαιξε από την πρώτη στιγμή με τρόπο αθέατο και μυστικό την ανθρώπινη ματαιοδοξία, ενώ συγχρόνως αποτελεί την πιο απτή απόδειξη ότι οι πάσης φύσεως πυραμίδες πρέπει εν ταπεινώσει να ανατρέπονται. Ας μη ξεχνάμε ότι στη γλώσσα μας ο ήλιος βασιλεύει όταν δύσει309, όχι όταν είναι στο απόγειο της εκτυφλωτικής του λάμψης. Και η διαπίστωση αυτή δεν αποτελεί μόνο υπόμνηση για την «ανατολή νέου φωτός και ακτίστου φέγγους» γι 'αυτόν που διήνυσε με συνέπεια στις εντολές του Χριστού την πορεία της επίγειας ζωής, δεν αποτελεί δηλαδή ανατροπή μόνο των νόμων της Γιώργος Γραμματικάκης, Η αυτοβιογραφία του φωτός,3η έκδοση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2006, σ. 304. 309 Αρχιμ. Βασίλειος, Καθηγούμενος Ι. Μ. Ιβήρων, Λειτουργικός Τρόπος, Ι. Μ. Ιβήρων, 2000, σ.104. 308

165


φθοράς, αλλά και μια παραδοχή της ίδιας της φύσης ότι η όντως μεγαλοπρέπεια δεν ευρίσκεται στο ανώτερο, αλλά στο έσχατο σημείο της τροχιάς, όχι στη λάμψη του χρυσού στέμματος, αλλά στη μεγαλοπρέπεια της πορφύρας που ταπεινώνεται. Οι παραπάνω αλήθειες επαληθεύονται και στο φυσικό φαινόμενο του αντικατοπτρισμού. Ας δούμε μια εντελώς φανταστική ιστορία, η οποία κάλλιστα θα μπορούσε να είναι αληθινή. Δυο νέοι βιολόγοι μελετούν το ζωικό κόσμο μιας μικρής λίμνης. Είναι από κείνους που έπεσαν στην παγίδα να εξισώσουν την επιστήμη με το Θεό και για τους οποίους οι Γραφές προειδοποιούν ότι η γνώση φυσιοί. Μόλις τελειώνουν τις μετρήσεις τους ο ένας ζητά από τον άλλο να τον αποθανατίσει πάνω σε ένα μικρό λόφο που υψώνεται πίσω ακριβώς από τη λίμνη. Δεν είναι τόσο γιατί η θέα από κει είναι πολύ υποσχετική, όσο γιατί θέλει να βλέπει τη φωτογραφία αυτή σαν προτύπωση των σίγουρων μελλοντικών επιστημονικών του ανακαλύψεων και την κυριαρχία του πνεύματος και των επιτευγμάτων του στη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Πραγματικά, το αποτέλεσμα της φωτογραφικής αποτύπωσης είναι καταπληκτικό. Ένα μοναδικής ομορφιάς τοπίο και ένας ολόκληρος λόφος που χώρεσε ανάποδα μέσα στο αρυτίδωτο γυαλένιο νερό κι αυτός να καθρεφτίζεται στην κορυφή με πολύ σαφήνεια και καθαρότητα. Έτσι που την κοιτούσε απορροφημένος ρεμβάζοντας, αναρωτήθηκε: τι είναι άραγε καλύτερο; να είσαι στην κορυφή ή στον πυθμένα; Τότε σκέφτηκε: αν είμαι εγωιστικά στην κορυφή, είμαι στην πραγματικότητα στον πάτο όπως μου δείχνει η φωτογραφία, ενώ αν είμαι τελευταίος είμαι αυτόματα πρώτος. Ο ίδιος ο σκοτεινός θάλαμος της φωτογραφικής μηχανής το επαληθεύει, καθώς σχηματίστηκαν το φυσικό πρόσωπο και ο αντικατοπτρισμός του αντεστραμμένα. Οι παραπάνω αναφορές που, ίσως, θα φάνταζαν παράταιρες σε ένα τυπικό πρόλογο, δικαιολογούνται εδώ από την πρόθεσή μας να 166


εξηγήσομε το λόγο που μας ώθησε να ασχοληθούμε με το Νίκωνα-αν μπορούμε να ερμηνεύσομε κάτι το τόσο απροσδιόριστο-η οποία μας έκανε να αναζητάμε με ένα συνεχές ανανεούμενο ενδιαφέρον και μια ακόρεστη δίψα πληροφορίες σε ό,τι αφορούσε το πρόσωπο και τη ζωή του. Αυτή η κατά κάποιο τρόπο μυστική σχέση έχει ένα πολύ ορατό στοιχείο που αποτέλεσε ίσως και την αφετηρία της: ο θαυμασμός μας γι' αυτό το πνευματικό καλλιτέχνημα που δημιουργήθηκε από τον εγκεντρισμό της ανακτορικής κομψότητας στη Χάρη του Θεού για να δημιουργηθεί μια προσωπικότητα γεμάτη πνευματική αριστοκρατικότητα και ταπεινό μεγαλείο. Δεν είχαμε σκοπό να γράψουμε μια βιογραφία του Νίκωνα. Άλλωστε ένα τέτοιο εγχείρημα θα προϋπέθετε μια εργώδη προσπάθεια καθώς θα έπρεπε να αναζητηθούν οι πηγές όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και σε άλλες χώρες, αφού ο μακαριστός γέροντας υπήρξε πολίτης του κόσμου. Αυτό σημαίνει ότι στο μέλλον χρειάζεται επίπονη και εμπεριστατωμένη έρευνα, ώστε να έρθει στο φως και να παρουσιαστεί πρισματικά αυτή η σπουδαία πνευματική φυσιογνωμία, πράγμα το οποίο οι ποικίλες υποχρεώσεις μας δεν θα το επέτρεπαν. Ο σκοπός ο δικός μας ήταν εξ αρχής άλλος: να αποτελέσει το βιβλίο αυτό, το πρώτο μιας σειράς, η οποία θα έχει σαν θέμα τις επισκέψεις περιηγητών και διανοουμένων στο Άγιον Όρος και η οποία θα τιτλοφορείται ''Περιηγητές και Διανοούμενοι στο Άγιον Όρος''. Μια τέτοια θεματική θα μπορούσε να αποτελέσει άλλη μια γέφυρα στο διάλογο ανάμεσα στη διανόηση και την ορθόδοξη πνευματικότητα όπως βιώνεται μέσα στη μακραίωνη ασκητική παράδοση του Αγίου Όρους. Εξυπακούεται ότι ένα τέτοιο θέμα δεν μπορεί να έχει περιεχόμενο ακραιφνώς πνευματικό, καθώς η γόνιμη συνάντηση διαφορετικών-πολλές φορές- κοσμοθεωρητικών αντιλήψεων και η εύρεση κοινής συνισταμένης προϋποθέτει τη συγκαταβατική αντιμετώπιση των πατέρων και πιο επιφανειακές συζητήσεις. Έχει πολύ ενδιαφέρον να δει 167


κανείς την εξέλιξη των κοσμοθεωρητικών ενδιαφερόντων των επισκεπτών που αντικατοπτρίζουν την εξέλιξη των ποικίλλων κοσμοθεωρητικών ρευμάτων, τη μοναδικότητα της προσωπικότητάς τους, η οποία αποτυπώνεται στις απορίες ή τις τοποθετήσεις τους, πράγμα το οποίο, τουλάχιστον στην περίπτωση του Νίκωνα δεν είναι εφικτό λόγω ελλείψεως στοιχείων. Θα θέλαμε εδώ να ευχαριστήσομε

από την καρδιά μας τον

Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη π. Νήφωνα Βασιλάκη, Δρ. Θεολογίας και τον δόκιμο φιλαθωνίτη συγγραφέα κ. Αντώνη Στιβακτάκη για το έμπρακτο ενδιαφέρον τους στην εκπόνηση αυτής της εργασίας, καθώς και τη δεσποινίδα Μαρία Χουστουλάκη, πτυχιούχο Αγγλικής Φιλολογίας για την αξιόπιστη μετάφραση του προλόγου του Νίκωνα στην αγγλική μετάφραση της Φιλοκαλίας από τα ρωσικά των E. Kadloubovsky και G.E.H. Palmer. Τέλος, ευχαριστούμε τον Σεβ. Αρχιεπίσκοπο Κρήτης κ.κ. Ειρηναίο, το πρόσωπο του οποίου αποτελεί πάντα για μας πηγή δημιουργικής έμπνευσης και αφορμή ευχαριστίας στο Θεό.

Συναντήσεις μοναχών και διανοουμένων με τον π. Νίκωνα τον Καρουλιώτη

Από τα μέσα του 19ου αιώνα πολλοί Σλάβοι και ιδίως Ρώσοι επισκέπτονται

τον

Άθω

και

ασκούνται

στην

Ι.

Μονή

Αγίου

Παντελεήμονος, στη σκήτη του Αγίου Ανδρέα, στη σκήτη του Προφήτου Ηλιού, στην έρημο του Αγίου Όρους, στην Καψάλα και τέλος στα Καρούλια. Η παράδοση αυτή συνεχίζεται και τον 20ο αιώνα310. Ιδιαίτερα ο

Μοναχ. Μωυσής Αγιορείτης, Ενάρετοι Ρώσοι Αγιορείτες Γέροντες του Eικοστού Aιώνος, στο ιδίου, Άγιον Όρος και Κοινωνία, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2009, σσ. 491-492. 310

168


άξενος αυτός τελευταίος τόπος θα οικισθεί από πολύ αποφασισμένους μοναχούς. Εδώ θα μιλήσουμε για έναν από αυτούς και πιο συγκεκριμένα για κάποιες συναντήσεις που είχε με μοναχούς ή διανοούμενους, όπως αυτές καταγράφηκαν σε βιβλία ή περιοδικά. Πρόκειται για τον Ρώσο Ιερομόναχο π. Νίκωνα Καρουλιώτη (1874-1964)311, σπουδαίο διανοούμενο και εξέχουσα πνευματική μορφή του αγιορειτικού μοναχισμού του εικοστού αιώνος. Η πρώτη συνάντηση ταξιδεύει μέχρι σήμερα χάρις σ' ένα καράβι, την "Κιβωτό", ένα ορθόδοξο φυλλάδιο που ανέλαβε να αναβιώσει την ορθόδοξη πνευματική παράδοση και να διασώσει τη γνησιότητα του ορθόδοξου

βιώματος

μέσα

στην

πλημμυρίδα

της

απιστίας,

των

ιδεολογικών κοινωνικών συστημάτων, του υλισμού, αλλά και του προτεσταντικού ηθικισμού και ευσεβισμού312 της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας. Στα τέλη του Ιουλίου του 1952 θα επισκεφθεί το Άγιον Όρος ο Κωνσταντίνος Καβαρνός313 προκειμένου να φωτογραφήσει παλαιές εικόνες βυζαντινής τεχνοτροπίας για να τις προβάλει ως slides στα πλαίσια του μαθήματος της αισθητικής και ειδικότερα της Βυζαντινής τέχνης και των αρχών που την διέπουν, το οποίο δίδασκε ανάμεσα στα άλλα μαθήματα ως καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Βορείου Καρολίνας. Η αναζήτηση από αυτόν της αυθεντικότητας της ορθόδοξης εικονογραφίας σε κάποια έργα στο Άγιον Όρος ίσως οφείλεται στον φίλο του τον Κόντογλου, ο οποίος ήταν όχι μόνο βαθύς γνώστης της ορθόδοξης αγιογραφίας, αλλά και καλλιτέχνης που συνέβαλε σημαντικά στο να ξαναγυρίσει η ορθόδοξη εικονογραφία στην κοίτη της βυζαντινής της παραδόσεως. Ίσως όμως και να οφείλεται στην αισθητική αντίληψη του ελληνορθόδοξου κόσμου της Αμερικής όπου, αντίθετα απ' ότι συνέβαινε Ορισμένοι αναφέρουν ως έτος γεννήσεως το 1875 και κοιμήσεως το 1963. Κώστας Τσιρόπουλος, εισαγωγή στον τόμο Κιβωτός. Απάνθισμα, εκδοτικός Οίκος "Αστήρ" Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, σσ. ζ΄-ιστ΄. 313 Κων. Καβαρνός, Συναντήσεις με τον Κόντογλου, εκδ. «Αστήρ», Αθήναι 1985, σσ. 38-40. 311 312

169


στην Ελλάδα όπου οι ναοί προτιμούσαν τη γλυκερή ρωσοϊταλική νοοτροπία, υπήρχε μεγάλη ζήτηση βυζαντινών εικόνων. Τέτοια ήταν η αλλοίωση του ορθόδοξου αισθητικού ήθους, ώστε ακόμα και στο Άγιον Όρος οι περισσότεροι αγιογραφικοί οίκοι του ζωγράφιζαν σύμφωνα με την αναγεννησιακή τεχνοτροπία. Μάλιστα, η αλλοίωση αυτή των ορθόδοξων αισθητικών αντανακλαστικών και κριτηρίων «επιδεινώθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να επιζωγραφηθούν με αναγεννησιακές κακοτεχνίες αριστουργήματα της μακεδονικής ή της κρητικής τέχνης»314. Οκτώ μέρες κράτησε το προσκύνημα του Καβαρνού στο Όρος. Η τελευταία ημέρα, σχεδόν μεσημέρι, τον βρίσκει στη Δάφνη, στο ξενοδοχείο του Θεοδωρίδη, να περιμένει το «μοτόρι» για να τον πάει στην Τρυπητή στα νότια του ισθμού της αγιορείτικης χερσονήσου. Από κει θα πάρει το λεωφορείο για την Ιερισσό και κατόπιν για Θεσσαλονίκη. Στο μεταξύ κοιτάζει τα χειροτεχνήματα των μοναχών που στολίζουν την προθήκη του καταστήματος με αγοραστικό ενδιαφέρον. Ξαφνικά ακούει τον ιδιοκτήτη να μιλά με κάποιον στην αγγλική. Γυρίζει κατά το γραφείο του ιδιοκτήτη και τον βλέπει να συζητά μ’ ένα καλόγερο ψηλό, ευθυτενή, αλλά ισχνό που κρατά ένα μπαστούνι. Υπολογίζει την ηλικία του ανάμεσα στα 70 και 80 χρόνια. Τα ρούχα του και η μακριά κάτασπρη γενειάδα δείχνουν αγιορείτη. Τα άπταιστα αγγλικά παραπέμπουν σε άγγλο, αλλά η κατατομή του μοναχού και οι γνώσεις του πάνω στην ιστορία και τη ζωή του Άθω παραπέμπουν σε Σλάβο, Ρώσο ή Σέρβο ή Ρουμάνο που έχει κάνει στην Αγγλία. Η συζήτηση με τον ιδιοκτήτη είναι σύντομη και ο μοναχός ετοιμάζεται να φύγει, αλλά ο διανοούμενος προσκυνητής κατατρύχεται από την επίμονη περιέργεια και επιθυμία να τον γνωρίσει. Φαίνεται εξαιρετική φυσιογνωμία που προκαλεί μια δυνατή και ισχυρή εντύπωση. Ο προσκυνητής τον πλησιάζει και του υποβάλλει Ι. Μ. Χατζηφώτης, Οι Aγιογραφικοί Oίκοι του Άθω στο ιδίου, Αββακούμ Λαυριώτης ο «Aνυπόδητος» και άλλα Aθωνικά Mελετήματα, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη, σ. 131. 314

170


διάφορες ερωτήσεις, στις οποίες ο μοναχός απαντά λακωνικά, σαφέστατη απόδειξη ότι δεν θέλει να ανοιχτεί σε μεγάλες συζητήσεις. Τα γαλάζια φωτεινά του μάτια, η ασκητικότητα της μορφής του, η φωνή του κι ολόκληρη η εν γένει εμφάνισή του αποπνέουν πολλή ειλικρίνεια και μεγάλη πνευματικότητα315. Ωστόσο, αν και ο εξαιρετικός εκείνος άνθρωπος αποφεύγει να μιλήσει για τον εαυτό του η ολιγόστιγμη συζήτηση που διαμείβεται είναι πολύ ενδιαφέρουσα γι’ αυτό και τη μεταφέρομε αυτούσια: «-Έχετε ζήσει στην Ευρώπη; Τι νομίζετε γι’ αυτή; Τι νομίζετε για τον δυτικό πολιτισμό; -Πολιτισμός! Μου απαντά. Ο πολιτισμός της Δύσης είναι ερζάτζ! (δηλαδή προσποιητός, ψεύτικος). Όλα-τέχνες, επιστήμες, φιλοσοφίες, θρησκείεςείναι ερζάτζ! - Μα νομίζετε ότι δεν υπάρχει τίποτε γνήσιο, καλό στις δυτικές χώρες; -Τίποτε όλα είναι ψεύτικα, κούφια. Η μόνη εξαίρεση είναι η Ορθοδοξία. Αλλά κι’ αυτή δεν είναι εύκολο να τη βρη κανείς στη γνήσια αρχική μορφή[316] της. -Συμφωνώ μαζί σας, του λέγω. Σε τέτοια συμπεράσματα έχω φθάσει κι εγώ, κι αυτός είναι ο κύριος λόγος που ήρθα στην Ελλάδα και ιδίως στο Άγιον Όρος. Θέλησα να γνωρίσω την Ορθοδοξία καλλίτερα. - Και πόσο καιρό θα μείνετε εδώ; - Φεύγω σήμερα, σε λίγη ώρα. Έχω μείνει οχτώ μέρες. Γελά. Κώστας Καβαρνός, Νίκων ο Αγιορείτης, Κιβωτός, τόμ. 2ος (1953-54), εκδ. «Αστήρ», Αθήναι 1991, σ. 374. 316 Γι’ αυτή την αναζήτηση της ορθόδοξης γνησιότητος που ήταν διαρκής μέριμνα του ιδίου θα σημειώσει τα εξής στο τέλος των προλεγομένων του στη μετάφραση της Φιλοκαλίας από τα Ρωσικά στα Αγγλικά: «Αυτοί οι Άγιοι Πατέρες ανήκουν στην Χριστιανική Εκκλησία της πρώτης χιλιετηρίδας και τα διδάγματα, οι οδηγίες και η βοήθειά τους είναι προσβάσιμα μόνο με το πνεύμα του γνήσιου, πρωταρχικού χριστιανισμού, απαλλαγμένου από ανθρώπινες μέριμνες, προσθήκες και αλλαγές, στην ακεραιότητα και αγνότητα της εποχής των αγίων Αποστόλων». (E. Kadloubovsky – G. E. H. Palmer, Writings from the Philokalia on Prayer of the Heart, Faber and Faber Limited, London, p. 7). 315

171


- Και νομίζετε ότι σε οχτώ μέρες είναι δυνατό να μάθη κανείς τι θα πη Άγιον Όρος; - Σκοπεύω, του λέγω, να έρθω πάλι. Τώρα δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Σε λίγες μέρες πρέπει ν’ αναχωρήσω για την Αμερική. Όταν ξαναέρθω όμως, θα παραμείνω όχι μέρες, αλλά μήνες. Αυτή τη φορά ήρθα να πάρω γενικές εντυπώσεις ως προς το τι υπάρχει εδώ όσον αφορά τη βυζαντινή τέχνη, τα χειρόγραφα και την πνευματική ζωή»317. Η υπόσχεση του Καβαρνού επαληθεύτηκε αργότερα εις το ακέραιον. Όπως μάλιστα ο ίδιος θα σημειώσει στο βιβλίο του "Συναντήσεις με τον Κόντογλου", «εκείνο το ταξίδι μου ήτο επταήμερον, και ησθανόμουν την ανάγκην να επιστρέψω με πρώτην ευκαιρίαν. Πράγματι, μετά το 1952 επεσκέφθην το Άγιον Όρος αρκετάς φοράς, και παρέμεινα

εκεί

επί

εβδομάδας

εκάστην

φοράν,

πολλαχώς

ωφελούμενος»318. Αλλά ας ξαναγυρίσομε στην πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση. Ο Καβαρνός στη συνέχεια θα του εξηγήσει ποιό είναι το επάγγελμά του, η καταγωγή του, η θρησκεία του. «-Πρέπει, παρατηρεί ο γέροντας, να θεωρής τον εαυτό σου πολύ τυχερόν που είσαι ορθόδοξος. Γιατί πολυτιμότερο πράγμα από την Ορθοδοξία στον κόσμο τούτο δεν υπάρχει. Να βρης την καθαρώτερή της μορφή και μ’ αυτή να ρυθμίζης τα πάντα στη ζωή σου». Ανταλλάσσουν λίγα λόγια ακόμα και ο μοναχός φεύγει. Τότε ο προσκυνητής σπεύδει στον ιδιοκτήτη και τον ρωτά ποιός ήταν ο μοναχός. Ήταν, λέει, ο Νίκων και ήταν τότε 77 ετών. Ο Καβαρνός είχε σε γενικές γραμμές σωστά υπολογίσει. Είχε στο Άγιο Όρος 17 χρόνια. «-Μου

φαίνεται

εξαιρετικός

άνθρωπος,

θα

παρατηρήσει

ο

συγγραφέας, ο πιο εξαιρετικός από όσους γνώρισα στο Άγιον Όρος.

Κώστας Καβαρνός, Νίκων ο Αγιορείτης, Κιβωτός, τόμ. 2ος (1953-54), εκδ. «Αστήρ», Αθήναι 1991, σσ. 374-375. 318Κων. Καβαρνός, Συναντήσεις με τον Κόντογλου, εκδ. «Αστήρ», Αθήναι 1985, σ. 39. 317

172


-Είναι πολύ μορφωμένος, λέγει αυτός. Ξέρει κάπου δεκαπέντε γλώσσες. Κατάγεται από αρχοντική οικογένεια. Έχει ζήσει στην Αγγλία, στη Γαλλία και αλλού, αφ’ ότου έφυγε από τη Ρωσσία. Του γράφουν διάσημοι άνθρωποι από διάφορα έθνη. Κάποτε- κάποτε μάλιστα έρχονται οι ίδιοι εδώ να τον δουν...»319. Ποιος όμως ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Νίκων βρέθηκε στη Δάφνη; Την απάντηση θα μας δώσει ένας ξένος που τον συνάντησε 5 χρόνια αργότερα όταν πλέον ο ερημίτης ήταν 82 χρονών και ο οποίος θα μας πει ότι ο γέρος ασκητής δεν έβγαινε λόγω ηλικίας από «τη φωλιά του, παρά μόνο μία φορά το χρόνο, όταν πηγαίνει να παραλάβει την αλληλογραφία του στη Δάφνη».320 Αυτή ήταν η συνάντηση και η συζήτηση του Καθηγητή Καβαρνού με τον π. Νίκωνα, όπου μέσα στις λίγες αυτές γραμμές των εντυπώσεων του προσκυνητή μνημειώνεται μια φευγαλέα έστω στιγμή από τη μορφή, το ήθος, το ύφος, την κοσμοθεωρητική αντίληψη και την εμπειρία ζωής του μεγάλου άγνωστου ερημίτη που αλλιώς θα ήταν χαμένη. Αυτή η εμπειρία του Καβαρνού με τον Νίκωνα δεν είναι η μόνη. Έχουν περάσει απ’ το προσκύνημά του στο Άγιον Όρος τρεις μήνες και βρίσκεται στη Ν. Υόρκη στο γραφείο ενός εγγλέζου λόρδου, όπου συζητούν και για το ταξίδι του πρώτου στην Ελλάδα κι όπου μόλις αυτός αναφέρει τον Νίκωνα ο ξένος δοκιμάζει μεγάλη έκπληξη. «-Είναι, παρατηρεί, πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος. Ήταν στην Αμερική πέρυσι. Όποιος δεν τον γνωρίζει, αν τον έβλεπε σ’ ένα "κοκτέιλ πάρτυ" που είχαμε, δεν θα μπορούσε ποτέ να φαντασθή πως είναι καλόγηρος και πως ζη τόσο αυστηρά. Η παρατήρηση αυτή μου φέρνει αμέσως στο νου μου τα λόγια του Χριστού: "Όταν δε νηστεύετε, μη Κώστας Καβαρνός, Νίκων ο Αγιορείτης, Κιβωτός, τόμ. 2ος (1953-54), εκδ. «Αστήρ», Αθήναι 1991, σ. 375. 320 Μοναχ. Μωυσής Αγιορείτης, Μέγα Γεροντικό Εναρέτων Αγιορειτών του Εικοστού Αιώνος, τόμ. Β΄ 1956-1983, εκδ. Μυγδονία, σ. 716. 319

173


γίνεσθε ως οι υποκριταί σκυθρωποί. αφανίζουσι γαρ τα πρόσωπα αυτών όπως φανώσι τοις ανθρώποις νηστεύοντες" (Ματθ. β΄ 16-18). - Ο Νίκων, προσθέτει ο Άγγλος, είναι ένας ερημίτης. Ζη λιτότατα. Μαγειρεύει μονάχα μια φορά περίπου την εβδομάδα. Και με ρωτά: "Ξέρετε ότι έχει δημοσιευθή η ‘Φιλοκαλία’; Εννοεί μια συλλογή μεταφρασμένη στην αγγλική γλώσσα από τη ρωσική μετάφραση, από την 'Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών' που εξέδωσε το 1782 ο Νικόδημος ο Αγιορείτης. Βγήκε πέρυσι στην Αγγλία με τον τίτλο Writings from the Philokalia on prayer of the heart"[321]. - Ναι του απαντώ την έχω μάλιστα αγοράσει και τη διαβάζω με βαθειά ευχαρίστησι και μεγάλο όφελος. -Λοιπόν τον πρόλογο[322] του βιβλίου τον έχει γράψει ο Νίκων. Ο Νίκων, προσθέτει, ήταν εξέχουσα προσωπικότητα στη Ρωσσία. Ανήκε στην Αυτοκρατορική Αυλή. Όταν όμως έγινε η Επανάσταση έχασε τα πάντα και πήγε στην Κωνσταντινούπολι. Έχει πάει σε διάφορες χώρες. Στο Άγιον Όρος έχει ζήσει δεκαεφτά χρόνια»323. Ως επίλογο στη δημοσίευση αυτής της συναντήσεως ο Καβαρνός θα χρησιμοποιήσει δυό προτάσεις από τον πρόλογο της “PHILOKALIA”, καθώς, όπως λέει, έχουν πολύ μεγάλη σχέση με ορισμένα πράγματα που ειπώθηκαν πιο πάνω. «Οι

Ο πλήρης τίτλος είναι: Writings from the Philokalia on Prayer of the heart, Translated from the Russian texts ‘Dobrotolubiye’ by E. Kadloubovsky and G. E. H. Palmer, Faber and Faber Limited, London. 322 Όπως αναφέρει στα προλεγόμενά του ο Νίκων «τα κείμενα της ελληνικής Φιλοκαλίας συγκεντρώθηκαν το 18ο αιώνα από το Μακάριο Κορίνθου (1731-1805) και το Νικόδημο τον Αγιορείτη (1748;-1809) και προδημοσιεύτηκαν στη Βενετία το 1782. Αποτελούν επιλογή των συγγραμμάτων αγίων ανδρών που κατέκτησαν τις υψηλότερες πνευματικές κορυφές. Μεταφράστηκαν στη Σλαβονική με το όνομα "Dobrotolubiye" από τον Παΐσιο Βελιτσκόφσκι (πέθανε το 1794), μοναχό που επισκέφτηκε το όρος του Άθωνα και στη συνέχεια εργάστηκε στη Μολδαβία. Αυτή η μετάφραση είχε θεμελιακή σημασία για την αναγέννηση του μοναχισμού και την άσκηση της προσευχής του Ιησού στη Ρωσία από τις αρχές του 19ο αιώνα. Αργότερα, η Φιλοκαλία μεταφράστηκε στη Ρωσική από τον Επίσκοπο Θεοφάνη τον Έγκλειστο (πέθανε το 1894), από τα κείμενα του οποίου έχει γίνει η παρούσα μετάφραση». 323 Κώστας Καβαρνός, Νίκων ο Αγιορείτης, Κιβωτός, τόμ. 2ος (1953-54), εκδ. «Αστήρ», Αθήναι 1991, σ. 376. 321

174


βάσεις της Ορθοδοξίας», επισημαίνει λοιπόν ο Νίκων, «είναι η Αγία Γραφή και οι παραδόσεις, μερικές προφορικές και μερικές γραμμένες στα έργα των Πατέρων που ανήκουν στην περίοδο της τελειότερης επιτεύξεως της Χριστιανικής πνευματικότητος, και στους μετέπειτα αιώνες... Η έλλειψη πνευματικών ηγετών στις μέρες μας καθιστά απαραίτητη την συνεχή μελέτη των ιερών τούτων έργων, ούτως ώστε ν’ ακολουθήση κανείς ακίνδυνα τούτη τη θαυμάσια οδό που ανοίγει η τέχνη των τεχνών, η επιστήμη των επιστημών (της πνευματικής τελειοποιήσεως). Οι απαραίτητοι όροι για να υπάρχη ελπίδα επιτυχίας σε τούτο είναι η γνήσια ταπείνωση, η ειλικρίνεια, η εγκαρτέρηση, η αγνότητα»324. Τι γύρευε όμως ο Νίκων στη Νέα Υόρκη ερημίτης ων; Την απάντηση στη δικαιολογημένη αυτή απορία μας τη δίνει η μαρτυρία ενός Γάλλου325 που επισκέφτηκε το σπουδαίο ερημίτη και στον οποίο ο δεύτερος εκμυστηρεύτηκε ότι το 1950 έλαβε ένα γράμμα από τον αδελφό του που έμενε στην Αμερική, ο οποίος του έγραφε ότι έβλεπε το θάνατο να πλησιάζει και ήθελε πολύ να τον δει. Ο γέροντας μπόρεσε να ανταποκριθεί

στην

παράκληση

αυτή

ίσως

λίγο

καθυστερημένα

υπερνικώντας ποικίλες δυσκολίες (γηρατειά, έλλειψη χρημάτων, άδεια από τον προκαθήμενο της Λαύρας, αντίθετη γνώμη των άλλων ερημιτών, δυσκολία να διαβεί τις αλυσίδες) με τη βοήθεια της Παναγίας και του Αγίου Νικολάου, προφταίνοντας να ευλογήσει τον αδελφό του που πέθανε λίγες μέρες μετά. Μετά από κάμποσο καιρό γύρισε αεροπορικώς με τη βοήθεια εράνου και ήταν ίσως ο μοναδικός ερημίτης του Άθω που, όπως είπε, μπήκε ποτέ σε αεροπλάνο!

Κώστας Καβαρνός, Νίκων ο Αγιορείτης, Κιβωτός, τόμ. 2ος (1953-54), εκδ. «Αστήρ», Αθήναι 1991, σ. 376. 325 Φαίδων Γιαγκιόζης, Το 'Κόκκινο' Μετόχι, εκδ. Οίκος Αδελφών Κυριακίδη α.ε, Θεσ/νίκη 2009, σσ. 136-137. Αν λάβομε υπόψη ότι έλαβε το γράμμα του αδελφού του το 1950 και τη μαρτυρία του εγγλέζου λόρδου τέλη Οκτωβρίου του 1952 ότι ο Νίκων ήταν στη Νέα Υόρκη τον προηγούμενο χρόνο. 324

175


Είναι αλήθεια ότι ο Κόντογλου εντυπωσιάστηκε πολύ από αυτή τη συνάντηση του Καβαρνού με τον Νίκωνα, καθώς και με την πνευματική προσωπικότητα του δεύτερου. Σ’ ένα κείμενό του λοιπόν που έχει τον τίτλο

«Η

Ορθοδοξία

και

οι

θησαυροί

της»,

το

οποίο

κατόπιν

συμπεριλήφθηκε μαζί με άλλα κείμενά του δημοσιευμένα κατά καιρούς στον Τύπο, ημερήσιο και περιοδικό, στον ΣΤ' τόμο των ‘Έργων’ του θα κάνει λόγο ανάμεσα στα άλλα και στη δίψα του αγωνιώντος σημερινού ανθρώπου για μια βαθύτερη αλήθεια καθώς διαψεύστηκε από τους νοητούς παραδείσους που επαγγέλλονταν η ανάπτυξη της επιστήμης και της υλικής και διανοητικής δραστηριότητας. Θα πει λοιπόν ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που διψάνε για κάτι βαθύ και γνήσιο, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό και αυτό ακριβώς δείχνει η μετάφραση της Φιλοκαλίας στα Αγγλικά, όπως του γράφει ο Καβαρνός από την Αμερική. Στο σημείο αυτό και προς το τέλος του κειμένου θα μνημονεύσει τον Νίκωνα ως εξής: «Τον πρόλογο τον έχει γραμμένον ένας Ρώσος μοναχός Νίκων, που έχει μάθει κάθε φιλοσοφία και γνώση κοσμική, αφού γνωρίζει απάνω από δέκα γλώσσες, γύρισε όλον τον κόσμο, και ζει στο Άγιον Όρος από το 1935 στην πιο σκληρή έρημο, στα λεγόμενα Καρούλια, με ψωμί και με νερό»326. Έπειτα θα αναφέρει τις δυο αυτές προτάσεις του προλόγου της Φιλοκαλίας που παραθέτει ο Καβαρνός στο τέλος του κειμένου του με μικρές διαφορές στη μετάφραση και θα τελειώσει με τα λόγια του Νίκωνα προς τον Καβαρνό: «Πρέπει να θεωρείς τον εαυτό σου μακάριο που είσαι ορθόδοξος. Γιατί πολυτιμότερο πράγμα από την Ορθοδοξία δεν υπάρχει στον κόσμο»327. Όπως είναι γνωστό, ο Κόντογλου, ο οποίος είχε την επιστασία της «Κιβωτού» μαζί με το Βασίλη Μουστάκη έδιδε προς δημοσίευση στο εν λόγω περιοδικό κείμενα δικά του, εικόνες και σχέδια. Ένα απ’ αυτά τα 326 327

Φώτης Κόντογλου, Έργα ΣΤ΄ Μυστικά Άνθη, Δ΄ έκδ., εκδ. «Αστήρ», Αθήναι, σ. 248. Φώτης Κόντογλου, Έργα ΣΤ΄ Μυστικά Άνθη, Δ΄ έκδ., εκδ. «Αστήρ», Αθήναι, σ. 249. 176


τελευταία, συναφές με το περιεχόμενο του κειμένου στολίζει το τελείωμά του: Πάνω σε δυο σωρούς από πέτρες κάθονται και συζητούν ένας άγιος ερημίτης, ο οποίος απεικονίζεται με τον τρόπο που ιστορείται στην αγιογραφία ο άγιος Ονούφριος κι ένας μοναχός που έχει πάει στην έρημο για να τον συναντήσει. Το περιεχόμενο της συζητήσεως μας το δίνει η "χειρ του αμαρτωλού Φωτίου Κόντογλου" με τον γνωστό νεοβυζαντινό υπερρεαλιστικό και συμβολικό τρόπο που απευθύνεται στο φωτισμένο νου και όχι στις αισθήσεις. Ανάμεσα στους δυο συζητητές υπάρχει ένα νοητό πλαίσιο, σχεδόν κυκλικό (ίσως η γη), το οποίο αγγίζουν και οι δυο, πράγμα που υποσημαίνει αφ’ ενός το αντικείμενο της συζήτησης και αφ’ ετέρου την ευχαριστιακή πρόσληψη του κόσμου και όπου μέσα στο οποίο υπάρχουν ένα ψωμί, δυο ψάρια, μια κανάτα με νερό ή κρασί, κηπευτικά, μια, μ’ άλλα λόγια, περιεκτική περίληψη της διατροφικής αντίληψης του ορθόδοξου μοναχισμού. Ένας άλλος απ’ αυτούς που συνάντησαν τον γέροντα ήταν ο Γιώργος Θεοτοκάς (1906-1966), σημαντικός έλληνας λογοτέχνης και ένας από τους βασικότερους εκπροσώπους της λεγόμενης γενιάς του ’30. Να σημειωθεί ότι ο Θεοτοκάς σαν γνήσιος εκφραστής της εκκλησιαστικής μας παράδοσης «ήταν ο πρώτος, ακόμα και από τους ακαδημαϊκούς Θεολόγους, που μίλησε στη σύγχρονη Ελλάδα για τη νηπτική παράδοση της Ορθοδοξίας, τη νοερά προσευχή και την ησυχαστική άσκηση, με τη γλώσσα της επίκαιρης ανάγκης και δίψας του ανικανοποίητου από τη μονότροπη "εξέλιξη" και "πρόοδο" σημερινού ανθρώπου»328. Αιώνιος αναζητητής ο συγγραφέας της ''Αργώς'' θα αναζητήσει με πάθος το δικό του χρυσόμαλλο δέρας. Είναι η αγάπη του Χριστού, το φάρμακο για το ξεστράτισμα του κόσμου που πολύ κατασταλαγμένα θα διακηρύξει στο τέλος του έργου του ''Ασθενείς και οδοιπόροι'' με το μονόλογο του Χρήστος Γιανναράς, Ο Παπαδιαμάντης και η «Σχολή» του, στο ιδίου, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2006, σ. 423. 328

177


μοναχού Τιμοθέου: «Αισθάνομαι πως αυτή είναι τώρα η δουλειά μας: να γυρνούμε τον κόσμο σαν ραβδοσκόποι και να δοκιμάζουμε όλα τα εδάφη, να ψάχνουμε ολοένα για να ανακαλύψουμε ξανά την πηγή. Να χτυπήσουμε κάπου τη γη και να ξεχειλίσει πάλι η πηγή, να ξανάρθει το πελώριο, το ακατανίκητο κύμα της αγάπης να γεμίσει το κενό, να σαρώσει το φόβο, να σώσει τον κόσμο. Κάπου βρίσκεται η πηγή, ξέρω, πιστεύω ακράδαντα πως υπάρχει κάπου, μα είναι κρυμμένη και δεν τη βλέπω. Μπορεί στη σιγή της φύσης ή στις απέραντες, έξαλλες, αστραποβόλες πολιτείες του δυτικού κόσμου, μπορεί μες στα μνημεία των πανάρχαιων πολιτισμών της Ανατολής ή ανάμεσα στους καινούριους λαούς, μπορεί στη ζούγκλα των τροπικών, μπορεί στις χώρες της οργανωμένης αθεΐας, κάπου τη νιώθω, την ακούω, την προσμένω»329. Το καλοκαίρι του 1960 ο συγγραφέας μετέβη στο Άγιον Όρος. Οι εμπειρίες του από το προσκύνημα αυτό θα αποτυπωθούν μέσα στο βιβλίο του «Ταξίδι στη Μέση Ανατολή και στο Άγιον Όρος»330. Ανάμεσα στους προσκυνηματικούς τόπους στο Άγιον Όρος, τους οποίους θα περιέλθει ο μεγάλος Έλληνας συγγραφέας–προσκυνητής, θα είναι και τα Καρούλια. Ο Γέροντας Γαβριήλ ο Διονυσιάτης331 τα σκιαγραφεί σε αδρές γραμμές με το γνώριμο δωρικό του ύφος ως εξής: «Εκεί εις τους πρόποδας του Άθω, εις τους προβούνους του ‘Καρμηλίου’ αρχίζουν εκτεινόμενα εις απόκρημνον προς την θάλασσαν κατωφέρειαν, τα φοβερά και την θέαν ακόμη ‘Καρούλια’. Τόπος απαρηγόρητος, μηδέ ίχνος χλόης, μηδέ σταγών πηγαίου ύδατος, ξηρότης άκρα, πέτρα επί πέτρας όπου μικρά κοιλότης και Γιώργος Θεοτοκάς, Ασθενείς και Οδοιπόροι Β', τέταρτη έκδοση, Βιβλιοπωλείον της ''Εστί-ας'', σ. 454. 330 Γιώργος Θεοτοκάς, Ταξίδι στη Μέση Ανατολή και στο Άγιον Όρος, τρίτη έκδοση, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1955. Γενικότερα για το Άγιο Όρος έγραψαν, θετικά ή αρνητικά, διάφοροι Έλληνες λογοτέχνες και συγγραφείς: Α. Παπαδιαμάντης, Α. Μωραϊτίδης, Φ. Κόντογλου, Τ. Παπατσώνης, Α. Σικελιανός, Ν. Καζαντζάκης, Ζ. Παπαντωνίου, Ν. Γ. Πεντζίκης, Γ. Δέλιος, ο Β. Βασιλικός, Ν. Κόντου, Γ. Ζωγραφάκης, Γ. Θ. Βαφόπουλος, Σ-Α Μέλλου. 331 Αρχιμ. Γαβριήλ Διονυσιάτης, Λαυσαϊκόν του Αγίου Όρους, Β΄ έκδ., Άγιον Όρος 2002, σσ. 94-95. 329

178


συμπαγής βράχος η όλη περιοχή, η δε κλίσις τόσον απότομος ώστε από θαλάσσης νομίζει τις αυτήν κρεμάμενον πίνακα με ζωγραφισμένους εν αυτώ τους λευκούς οικισμούς των αναχωρητών, διότι αναχωρηταί και εκτός του κόσμου λογίζονται οι οικήτορες των ‘Καρουλίων’, ‘τα πετροχελίδονα του Όρους’, κατά τινα λογογράφον’». Ήδη από μακρυά, για όποιον παραπλέει τη θαλάσσια περιοχή, το τραχύ ανάγλυφο προϊδεάζει για την αγριότητα του τοπίου. Αυτή η άγρια κατατομή της φύσης δεν μπορεί παρά να επιβληθεί στις διψασμένες για πρωτόγονη ομορφιά αισθήσεις του ποιητή: «23 Αυγούστου. Με το μικρό βενζινόπλοιο που κάνει την τακτική συγκοινωνία από τη Μεγίστη Λαύρα ως τη Δάφνη, παραπλέουμε το νότιο άκρο του Άθω. Στο σημείο αυτό, η χερσόνησος απότομα αλλάζει σχήμα. Η ήπια, καταπράσινη βουνοσειρά της ξεπετιέται στα ύψη, σχηματίζοντας ένα θεόρατο, λίθινο κώνο που πλησιάζει τις δυο χιλιάδες μέτρα. Προς τη θάλασσα, το έδαφος γίνεται απόκρημνο, αιχμηρό, επικίνδυνο και για τους πεζοπόρους και για τα πλοιάρια, αν ο καιρός είναι κακός. Είναι μια διαδοχή από άβατες, σχεδόν κάθετες πλαγιές και από σκισμάδες βράχων που κρύβουν σπήλαια απλησίαστα. Την τελευταία ήμερη εικόνα που αντικρύζουμε μας τη δίνουν τα ονομαστά Καυσοκαλύβια χτισμένα σ’ ένα μυστικό αμφιθέατρο, πάνω από τη θάλασσα ... Πέρα απ’ εκεί, το τοπίο αγριεύει ολότελα. Τα βραχώδη κράσπεδα του μεγάλου βουνού προβάλλουν ολοένα πιο υψηλά. Η φυτεία αραιώνει, ο τόπος είναι άνυδρος, απροσπέλαστος, απωθεί κάθε ζωή. Μονάχα μερικοί θάμνοι, μερικά αγριόδεντρα προσθέτουν εδώ κι εκεί λίγο πράσινο στις σκληρές, πέτρινες επιφάνειες. Καθώς ατενίζει κανείς, από το πέλαγος, το θέαμα που συνθέτουν οι φοβεροί βράχοι και τα βάραθρα, έχει την εντύπωση ότι δεν είναι δυνατό να κινηθούν άνθρωποι σ’ αυτά τα μέρη. Είναι η λεγόμενη Έρημος του Αγίου Όρους, η μοναδική γωνιά της γης όπου συνεχίζεται η παλαιοχριστιανική παράδοση των ερημιτών της Αιγύπτου, του Σινά, της Παλαιστίνης. Εκεί καταφεύγουν και 179


απομονώνονται οι μοναχοί των άκρων, καθώς θα λέγαμε με την κοσμική μας ορολογία οι ‘εξτρεμιστές’, οι πιο αδιάλλακτοι, οι απόλυτοι, εκείνοι που θεωρούν ότι ακόμα και του μοναστηριού η ζωή είναι μια παραχώρηση στην κοινωνικότητα, μια αδυναμία, ένας συμβιβασμός..... Φτάνουμε στο Νυμφαίο ακρωτήριο, την τελευταία νότια αιχμή της χερσονήσου. Εκεί μας περιμένει το πιο ονομαστό, το πιο θρυλικό σημείο της Ερήμου, που παλαιότεροι συγγραφείς το έλεγαν το ‘φρικτόν’, το ‘φρικαλέον’ Καρούλι. Είναι ένας πανύψηλος βράχος, σωστό πέτρινο

βουνό, στημένο

απόκρημνα απάνω στη θάλασσα. Στις σπηλιές του και στις προεξοχές του βρίσκονται χτισμένα αρκετά μικρά καλύβια, σε απόσταση το ένα από τ’ άλλο. Οι ταξιδιώτες τα παρομοίασαν με φωλιές γλάρων, κοράκων ή γυπαετών. Φαίνονται πολύ δυσπρόσιτα και λέγεται ότι οι ερημίτες που τα κατοικούν επικοινωνούν με τον έξω κόσμο κατεβάζοντας με καρούλι ένα καλάθι ως τη θάλασσα. Από τούτο το πρωτόγονο μηχάνημα πήρε το όνομά της η περιοχή. Τη σκηνή αυτή δεν την είδα, πιστεύω όμως πως, όταν χαλνά ο καιρός, κάθε κίνηση στο στενό χείλος των γκρεμνών θα είναι πολύ επικίνδυνη κι η απομόνωση των ασκητών θα είναι σχεδόν απόλυτη»332. Να πούμε εδώ ότι αυτές οι σπηλαιώδεις κόγχες και οι φτωχικές καλύβες που προκαλούν το ρίγος μόνο με τη θωριά τους δεν υπήρξαν ποτέ οργανωμένη σκήτη με εσωτερικό κανονισμό333, αλλά διέθεταν μικρό κυριακό, του Αγίου Γεωργίου334 και αποτελούσαν κάθισμα της Αγίας Άννας. Όμως από το 1877 και εφεξής η κυρίαρχος σκήτη την Γιώργος Θεοτοκάς, Ταξίδι στη Μέση Ανατολή και στο Άγιον Όρος, τρίτη έκδοση, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1955, σσ. 143-144. 333 Δωρόθεος Μοναχός, Το Άγιο Όρος. Μύηση στην Ιστορία του και τη Ζωή του, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη, σσ. 239-240. 334 Όπως αναφέρει ο Ιερομόναχος Νικόδημος Λαυριώτης στον οδηγό της Αγίας Λαύρας ο ναός είναι βυζαντινός. Έχει εγκαταληφθεί από το 1980. Μέσα σ΄αυτόν διασώζεται βυζαντινή τοιχογραφία που εικονίζει τον Άγιο Γεώργιο. Τελευταίος κάτοικος της Καλύβης ήταν ο πατήρ Σεραφείμ που διαδέχθηκε τον πατέρα Ζωσιμά, ο οποίος ήταν υποτακτικός του πατρός Νίκωνα (Μοναχ. Χαρίτων, Το Φρικαλέο Καρούλι, Πρωτάτον, 35, Μάιος-Ιούνιος 1992, σ. 72). 332

180


ανεξαρτητοποίησε και τοποθέτησε σ’ αυτήν ως δικαίο ένα Ρώσο ασκητή. Ο άγριος αυτός τόπος προσείλκυσε ένα απόλυτο εραστή του Απολύτου, το βαθύπλουτο Ρώσο μοναχό Ιννοκέντιο335 από τη Σκήτη του Αγίου Ανδρέα († 1901), ο οποίος ενίσχυσε οικονομικά τους φτωχούς αυτούς ασκητές, αλλά και χρηματοδότησε την ανέγερση δυο καλυβών. Στις αρχές του 20ου αιώνα ασκήτευαν στις 11 καλύβες 30 Ρώσοι, στα μέσα 20, και αργότερα μόνο 5. Εδώ οι συνθήκες ζωής δεν ευνοούν και δεν ανέχονται τίποτα το κίβδηλο και το ψεύτικο, αντίθετα απαιτούν απόλυτη πίστη και εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού. Είναι χαρακτηριστική η απάντηση σύγχρονου ασκητή στη δικαιολογημένη απορία ενός προσκυνητή για την άφοβη παρορμητικότητα μιας τέτοιας οικιστικής επιλογής: «Πολλές φορές τρέμουν και τα δικά μας πόδια! Κάποτε με ρώτησε κάποιος: Γιατί, πάτερ, οι παλαιότεροι έφτιαχναν – αλλά κι εσείς – τις αετοφωλιές, σε τόσο απόκρημνα σημεία; Ομολογώ ότι δεν είχα προηγουμένως δεχθεί ανάλογη ερώτηση. Σκέφθηκα για λίγο και απάντησα: Αν κρίνω από τον εαυτό μου, τα έφτιαχναν και τα φτιάχνουμε κι εμείς στο χείλος του γκρεμού, γιατί αυτό μας βοηθεί να έχουμε συνεχή την μνήμη του θανάτου. Αν ζεις σ’ ένα τόπον ήμερο, σε μια πεδιάδα, σ’ ένα οροπέδιο δεν έχεις κίνδυνο προ οφθαλμών συνεχώς, ενώ εδώ έχεις την αίσθηση του παροδικού, του φευγαλέου κάθε στιγμή... Έτσι πρέπει να είσ΄ έτοιμος κάθε στιγμή! Έρχεται το πρωί και αναρρωτιέσαι "θα βραδυαστώ;". Για παράδειγμα, οι κεραυνοί – όταν εδώ έχει κακοκαιρία – στήνουν ξέφρενο χορό!... Ζώντας σ’ Ο μοναχός Ιννοκέντιος Σεραγιώτης (1860-1901) γεννήθηκε στο Ιρκούτσκ της Σιβηρίας και ήταν πάμπλουτος (ο πατέρας του είχε χρυσορυχεία). Σπούδασε στην Πετρούπολη Φυσικές Επιστήμες, Μαθηματικά και Νομικά. Ζούσε σαν ασκητής μέσα στον κόσμο, ταπεινός και ελεήμων. Το 1890 γνωρίστηκε με τον Ιερομόναχο Δαυίδ, που ήταν προϊστάμενος του μετοχίου της Σκήτης του Αγίου Ανδρέα - Σεράι, ο οποίος έγινε πνευματικός του πατέρας και του δίδαξε τη νοερά προσευχή. Ο Ιννοκέντιος πρόσφερε τεράστια ποσά για την ανοικοδόμηση της εν λόγω Σκήτης, ώστε κατεστάθη νέος κτήτωρ. Δόκιμος μοναχός έγινε το 1894, ρασοευχή έλαβε το 1896, το 1898 έγινε μικρόσχημος και πήγε στο Άγιο Όρος και το 1899 έγινε μεγαλόσχημος. Έπασχε από φυματίωση και πέθανε πολύ νέος (Μοναχ. Μωυσής Αγιορείτης, Μέγα Γεροντικό Εναρέτων Αγιορειτών του Εικοστού Αιώνος, τόμ. Α΄1901-1955, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσ/νίκη 2011, σ. 25-28). 335

181


ένα τόσον αφιλόξενο μέρος, κάθε ώρα και στιγμή έχεις την αίσθηση ότι "φεύγεις", ότι κατρακυλάς κάτω στην θάλασσα! Συνεχώς τριγυρίζει στον νου μου το ψαλμικό: "Κατέδυσαν εις βυθόν, ώσπερ λίθος...". Πώς πετάς στην θάλασσα μια πέτρα και πάει αμέσως στον βυθό; Έτσι νοιώθω! Γι’ αυτό πρέπει πάντοτε να είμ' έτοιμος...»336. Σ’αυτή λοιπόν την ακρώρεια της χριστιανικής ασκήσεως θα ανέλθει προσκυνηματικά ο Θεοτοκάς όπου η ζωή κινείται πέρα από αυτοκατοχυρώσεις, μεσότητες και συμβάσεις. Εδώ θα συναντήσει ένα μεγάλο αστέρα της ορθόδοξης πνευματικότητος της εποχής εκείνης, τον περίφημο παπα-Νίκωνα. Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο προσκύνημα του Θεοτοκά, ο οποίος θα πάρει από τη μικρή προβλήτα των Καρουλίων το μονοπάτι για τα Κατουνάκια, όπου θα φιλοξενηθεί στον αγιογραφικό οίκο των Δανιηλαίων. Ο π. Γερόντιος337 από τη Σκήτη των Δανιηλαίων θα αναλάβει πλέον την ξενάγησή τους: «-Εδώ λίγο παραπάνω, μας λέει, ασκητεύει ένας Ρώσος μοναχός, ένας πρίγκιπας της παλαιάς Ρωσίας. Μεγάλος θεολόγος, ονομαστός. Μα δεν μιλά ελληνικά. Αν ξέρετε ξένες γλώσσες, μπορούμε να δοκιμάσουμε να τον δούμε. Ναι, έχουμε ακούσει αρκετά για τον πατέρα Νίκωνα, το Ρώσο πρίγκιπα των Καρουλίων. Ο πατήρ Παύλος338, στη Μεγίστη Λαύρα, μας σύστησε θερμά να τον

Μανώλης Μελινός, Αγιορείτες Ερημίτες, Σειρά Πείρα Πατέρων, σ. 184. Πρόκειται για το μοναχό Γερόντιο Κατουνακιώτη (1891-1973), κατά κόσμον Μαργαρίτη Κοτζιταμίδη του Αντωνίου και της Μαρίας από το Φρενέλιο της Μικράς Ασίας. Πήγε στα Κατουνάκια το 1912 και εκάρη μοναχός από τον περίφημο Γέροντα Δανιήλ το 1913 (Μοναχ. Μωυσής Αγιορείτης, Μέγα Γεροντικό Εναρέτων Αγιορειτών του Εικοστού Αιώνος, τόμ Β΄ 1956-1983, εκδ. Μυγδονία, σ. 875. Αργότερα γέροντας των Δανιηλαίων, μοναχός πρακτικός με μεγάλη πείρα, άριστος γνώστης της αγιογραφίας και της ψαλτικής (Ανδρέας Μοναχ. Αγιορείτης, Το Γεροντικό του Αγίου Όρους, εκδ. Άθως, σ. 241. 338 Πρόκειται για το Λαυριώτη μοναχό Παύλο Παυλίδη (1885-1980), ο οποίος ήταν χειρουργός ιατρός από τη Σαφράπολη- Θεοδωρούπολη του Πόντου. Σπούδασε ιατρική στο Παν/μιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στο Παρίσι και τη Λειψία. Εργάστηκε στην Κων/πολη και την Προύσα και στον τουρκικό στρατό από όπου δραπέτευσε με θαυμαστό τρόπο και εντάχθηκε στον ελληνικό στρατό το 1922 σαν έφεδρος ανθυπίατρος στην ΕσκίΣεχίρ Χ μεραρχία βαρέων οβιδοβόλων. Νυμφεύθηκε, αλλά γρήγορα έμεινε χήρος. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή φτάνει στη Θεσ/νίκη ενώ κατόπιν προσλαμβάνεται ιατρός στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου. Ωστόσο κοινοβίασε στην Ι. Μ. Μεγίστης Λαύρας "διά 336 337

182


πλησιάσουμε. Θα θέλαμε πολύ να τον συναντήσουμε, αν είχε διάθεση να μας δεχτεί. -Θα προσπαθήσω, λέει ο πατήρ Γερόντιος. Είναι πολύ γέρος και αποφεύγει τις συζητήσεις. -Πως ζει; Ρωτούμε. -Έχει έναν παραγιό339 που του πλέκει καλάθια. Ρώσος κι αυτός, μα έμαθε ελληνικά και του κάνει και το διερμηνέα. Πουλούν τα καλάθια και πορεύονται. Ο Νίκων βρίσκεται εδώ καμιά τριανταριά χρόνια, ίσως και λόγους... θείας νεύσεως". Έγινε ο ιατρός του Αγίου Όρους και έτρεχε συνέχεια για να ιατρεύσει και περιθάλψει τους αδελφούς του (Μοναχ. Μωυσής Αγιορείτης, Μέγα Γεροντικό Εναρέτων Αγιορειτών του Εικοστού Αιώνος, τόμ. Β' 1956-1983, εκδ. Μυγδονία, Θεσ/νίκη 2011, σσ. 983-984). 339 Πρόκειται για το μοναχό Ζωσιμά Καρουλιώτη (1887-1972). Το κοσμικό του όνομα ήταν Ζαχαρίας Αλεξένκο Γασάν του Νικολάου και της Ξένης. Στην κοσμική του ζωή ήταν αξιωματικός του ρωσικού στρατού. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση ήρθε στο Άγιον Όρος και αφού επισκέφτηκε τη σκήτη του Αγίου Ανδρέα και του Προφήτη Ηλιού κατέληξε στα Καρούλια στην Καλύβη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ήταν πολύ ενάρετος, απλός και γεμάτος καλοσύνη, γι΄αυτό και αγαπητός από όλους τους πατέρες. Είχε ως εργόχειρο την κατασκευή καλαθιών και ήταν γνωστός ως Ζωσιμάς ο Ρώσος, ο καλαθοποιός. Για το σκοπό αυτό, ανέβαινε ψηλά στα βουνά και έκοβε μηλάδια. Όποιος τον ρωτούσε πόσο κάνει το καλάθι, εκείνος απαντούσε: "Εγκώ δεν ξέρω χρήματα. Εσύ γεμίσεις καλάθι παξιμάδι. Μου δώσεις παξιμάδι, πάρεις καλάθι". Θυμόταν τις σφαγές της Επανάστασης του ʼ17, προσευχόταν και έκλαιγε. Διέμενε στην Καλύβη του Αγίου Γεωργίου και διακονούσε τον πατέρα Νίκωνα με μεγάλο σεβασμό και αγάπη (Μοναχ. Μωυσής Αγιορείτης, Μέγα Γεροντικό Εναρέτων Αγιορειτών του Εικοστού Αιώνος, τόμ. Β΄, 1956-1983, εκδ. Μυγδονία, Θεσ/νίκη 2011, σσ. 857-858). Πιθανώς διεδέχθη τον γέροντα Νίκωνα στην Καλύβη του Αγίου Γεωργίου. Το 1968 τον επισκέφθηκε ο πατήρ Ιωαννίκιος Κοτσώνης με τον παραδελφό του πατέρα Δανιήλ, γι΄αυτό και στο 'Αθωνικόν Γεροντικόν' του ο πρώτος δεν αναφέρει συνάντηση με τον τελευταίο, απλά επαναλαμβάνει την εμπειρία του πατρός Χερουβείμ από τις 'Νοσταλγικές Αναμνήσεις' (Αρχιμ. Ιωαννίκιος Κοτσώνης, Αθωνικόν Γεροντικόν, εκδ. Δ΄, εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Κουφάλια Θεσ/νίκης 2004, σσ. 172-173). Ο απλούστατος αυτός γέροντας συνδέεται με ένα πολύ χαριτωμένο περιστατικό στο προμνημονευθέν 'Αθωνικόν Γεροντικόν'. Στην εορτή του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου στην ομώνυμη Καλύβη των Καρουλίων, ανάμεσα στα έτη 1930-35, ένα βράδυ είχαν συγκεντρωθεί 20-25 Ρώσοι και Έλληνες ερημίτες για να τελέσουν την αγρυπνία προς τιμήν του Αγίου, δεν είχαν όμως ψάρι για να μαγειρέψουν. Τότε ο γέροντας Ζωσιμάς πρότεινε να ψαρέψουν, αλλά επειδή δεν διέθεταν ούτε αγκίστρι, ούτε πετονιά, ούτε δόλωμα, τους υπέδειξε ένα καρφί, ένα κομμάτι σπάγκο και ένα κομμάτι ψωμί ή παξιμάδι. Και αυτά τα πρωτότυπα εργαλεία ψαρικής που μόνο θυμηδία και ένα αίσθημα επιεικούς συγκατάβασης απέναντι σε κάποια παιδική αφέλεια θα μπορούσαν να προκαλέσουν, απέβησαν με τη Χάρη του Θεού πολύ αποτελεσματικά, αφού έπιασαν ένα μεγάλο ροφό για σούπα (Αρχιμ. Ιωαννίκιος Κοτσώνης, Αθωνικόν Γεροντικόν, εκδ. Δ΄, εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Κουφάλια Θεσ/νίκης 2004, σ. 264). 183


περισσότερα. Ήταν αξιωματικός στο στρατό του Τσάρου. Ταξίδεψε πολύ, γνώρισε καλά τον κόσμο. Λένε πως έχει συγγένεια με βασιλιάδες. Σταματούμε εμπρός σ΄ένα περιφραγμένο πεζούλι όπου βρίσκεται ένα ταπεινό κελί. Ο πατήρ Γερόντιος μας συστήνει να περιμένουμε απ' έξω και μπαίνει να ζητήσει την άδεια να παρουσιαστούμε. Επιστρέφει σε λίγο και μας λέει ότι ο πατήρ Νίκων θα μας δεχτεί, αλλά στο πόδι. Δε θα μας βάλει να καθήσουμε γιατί δεν θέλει να μας κρατήσει πολλή ώρα. Προχωρούμε σ’ ένα μισοσκότεινο καμαράκι όπου ο παραγιός, καθισμένος κάτω, πλέκει τα καλάθια του. Είναι μορφή Ρώσου καλόγερου, κλασική, θα έλεγα, με καστανόξανθα γένια, βλέμμα ανοιχτό κι εκείνον τον απροσδιόριστο σλαβικό αέρα που περιέχει ζωική ορμή και μυστικοπάθεια, ανθρωπιά απέραντη και καταστροφή. Μας χαμογελά και συνεχίζει τη δουλειά του. Από ένα διπλανό δωμάτιο, προβάλλει ο πατήρ Νίκων, χαμογελαστός και αυτός και μας χαιρετά. Είναι ίσως, μάλλον υψηλός, με λίγα άσπρα γένια. Δεν φαίνεται καθόλου κουρασμένος, ούτε σωματικά, ούτε διανοητικά, παρά τη μεγάλη του ηλικία. Τουναντίον, βαδίζει με άνεση και το βλέμμα του σπιθοβολεί, ολοζώντανο. Έχει μια γοητεία παράξενη, πολύ ισχυρή, που κατακτά από την πρώτη στιγμή τον συνομιλητή του. Η όψη του υποβάλλει μια βαθιά, άδολη, πολυδουλεμένη και πολύ έμπειρη πνευματικότητα, μια ήρεμη εγκαρτέρηση, μια αδιατάρακτη εσωτερική γαλήνη και, μαζί, μιαν εξαίρετη ευγένεια καταγωγής και ήθους, μια πολύ μεγάλη αρχοντιά. Η παραμικρή του κίνηση αναδίδει μια κομψότητα, μια λεπτότητα, μια χάρη που δεν βρίσκονται πια στη σημερινή κοινωνία και που μου φάνηκαν σαν επιβιώσεις ανακτορικές από έναν άλλο αιώνα. Μας μίλησε πρώτα αγγλικά, ύστερα η συζήτηση κύλισε αυθόρμητα στα γαλλικά. Μεταχειριζότανε και τις δυο γλώσσες τέλεια. Είπαμε μερικά πράγματα για το Άγιον Όρος, για τις εντυπώσεις μας από την επίσκεψή μας. -Εδώ μας φυλάει η Παναγία, είπε. 184


Μιλήσαμε λίγο και για τον κόσμο και είδαμε πως ήταν ενήμερος για τη γενική κατάσταση των πραγμάτων. Άφησε να διαφανεί η απογοήτευσή του για την εξέλιξη του πολιτισμού μας. Του είπα ότι πιστεύω σε μια μελλοντική πνευματική αναγέννηση που θα ακολουθήσει, μια μέρα, τη σημερινή υποχώρηση των αξιών του πνεύματος. Πρόσθεσα, μάλιστα, ότι θεωρώ πιθανό, σε μια τέτοια ανόρθωση, να παίξει μεγάλο ρόλο η πατρίδα του, η Ρωσία. - Όχι, κύριε, αποκρίθηκε σιγανά, μ’ ένα ύφος γεμάτο κατανόηση και επιείκεια, σαν να ήξερε καλά τι εννοούσα και σαν να το είχε ξεπεράσει από πολύν καιρό. Όχι, κύριε, δεν θα γίνει τέτοιο πράμα σε τούτον τον κόσμο, ούτε στην πατρίδα μου ούτε αλλού. Με κοίταξε στα μάτια μ’ έναν τρόπο σαν να ήθελε να μου δώσει μιαν είδηση που θα έπρεπε να την είχα υπ’ όψη μου. Δεν επέμενε όμως σ’ αυτό που έλεγε, απλώς το σημείωνε. - Ζούμε το τέλος των καιρών, είπε. Nous vivons la fin des temps. Και καθώς κόμπιαζα κάπως, με ρώτησε αν διάβασα την Αποκάλυψη. Ναι, την είχα διαβάσει. - Εκεί τα βλέπετε όλα καθαρά, είπε. Κι αυτά που γίνονται και τα όσα θα συμβούν».340 Φαίνεται ότι εδώ ο Θεοτοκάς υπαινίσσεται το όραμα του Ντοστογιέφσκι ότι η Ρωσία θα σώσει τον κόσμο. Ο Ντοστογιέφσκι, ως γνωστόν, δεν συντασσόταν ούτε με τους προσδεμένους στο άρμα της Ευρώπης δυτικόπληκτους Ρώσους, ούτε και με τους Σλαβόφιλους, τους οποίους χαρακτήριζε μια στείρα προσκόλληση στην τσαρική εποχή και τα ιδανικά της. Γι’ αυτόν, το μέλλον της Ρωσίας δεν είναι ούτε η ευρωπαϊκή προοπτική, ούτε η ανώφελη πρόσδεση στο ρωσικό παρελθόν, αλλά είναι

Γιώργος Θεοτοκάς, Ταξίδι στη Μέση Ανατολή και στο Άγιον Όρος, τρίτη έκδοση, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1955, σσ.146-148. 340

185


ένας νέος δρόμος, τον οποίο θα υποδείξει ο ίδιος ο ρωσικός λαός341, ο αληθινός μέσα στην απλότητά του που «γεύεται ένα είδος ηδονής μέσα στον πόνο», «που η πιο βαθειά (του) ριζωμένη πνευματική ανάγκη… είναι μια αστείρευτη οδύνη και για όλες τις ώρες και παντού και για όλα» και αναδεικνύεται η αυθεντικότητά του μέσα από την Ορθοδοξία και τον τσαρισμό342. Είναι ουσιαστικά «εκείνη η σχεδόν αδελφική μας αγάπη προς τους άλλους λαούς, η αγάπη που βιώσαμε εδώ και ενάμιση αιώνα που συναναστρεφόμαστε μαζί τους είναι η ανάγκη μας να διακονήσουμε την ανθρωπότητα, ακόμη κι αν αυτό, ορισμένες φορές, σημαίνει ότι θα βλάψουμε τα δικά μας συμφέροντα είναι η ειρήνευσή μας με τον πολιτισμό τους, η γνώση και η συγχώρεση των ιδανικών τους, παρόλο που δεν μας ταιριάζουν είναι η ικανότητα που αποκτήσαμε, να βλέπουμε ή μάλλον να ανακαλύπτουμε σε κάθε ευρωπαϊκό πολιτισμό την αλήθεια που περικλείει, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι υπάρχουν πολλά με τα οποία δεν συμφωνούμε. Είναι, τέλος, η ανάγκη που νιώθουμε να είμαστε πριν απ’ όλα δίκαιοι και να αναζητούμε την αλήθεια. Με μια λέξη, αυτή μπορεί να είναι μόνο η αρχή, το πρώτο βήμα αυτής της ενεργούς πρότασης του θησαυρού μας, της Ορθοδοξίας μας για την διακονία της ανθρωπότητας πράγμα το οποίο αποτελεί και προορίζεται να κάνει η αληθινή της ουσία... συνειδητοποιήσαμε λοιπόν την οικουμενική σημασία μας, την προσωπικότητα και τον ρόλο μας στην ανθρωπότητα και δεν μπορούσαμε να μην αντιληφθούμε ότι αυτή η σημασία και ο ρόλος δεν μοιάζουν με τα αντίστοιχα άλλων λαών, γιατί εκεί κάθε λαός ζει αποκλειστικά κλεισμένος στον εαυτό του, ενώ εμείς σήμερα, τώρα που έφτασε η στιγμή, θα γίνουμε διάκονοι της υπόθεσης της γενικής Η αντίληψη αυτή της δημοφιλίας υπάρχει μόνο στη Ρωσία και πουθενά αλλού. Στη Δύση δε συναντάται ένα τέτοιο φαινόμενο. Στην αντίληψη αυτή που από τη μια είναι η διανόηση και από την άλλη ο λαός, ο δεύτερος εξυψώνεται μέχρι λατρείας και μέσα σ’αυτόν αναζητείται ο Θεός και η αλήθεια (Νικ. Μπερδιάγιεφ, Το Πνεύμα του Ντοστογιέφσκι, μετάφρ. Ν. Ματσούκα, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1972, σ.171). 342 Ανρί Τρουαγιά, Ντοστογιέφσκι, μετάφρ. Κ. Κριτσίνης, εκδ. Πελεκάνος, Αθήνα, σ. 290. 341

186


ειρήνευσης. Και αυτό δεν είναι ντροπή, κάθε άλλο σ’ αυτό βρίσκεται το μεγαλείο μας γιατί όλα αυτά οδηγούν στην τελική ειρήνευση της ανθρωπότητας. Όποιος θέλει να βρεθεί στην ύψιστη θέση του βασιλείου του Κυρίου μας, εκείνος θα πρέπει να υπηρετήσει τους υπόλοιπους».343 Στο ίδιο μήκος κύματος είχε μιλήσει πιο πριν (1835) ο θρήσκος διανοούμενος Πέτρος Τσααντάϊεφ σχετικά με τη μεγαλοψυχία του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου της Ρωσίας, όταν έγραφε στον Α. Ν. Τουργένιεφ: «γιατί δεν θα είχα το δικαίωμα να πω, ότι η Ρωσία είναι τόσο ισχυρή που δεν μπορεί να κάνει την πολιτική των εθνών· ότι η κλήση και ο προορισμός της στον κόσμο είναι η πολιτική όλης της ανθρωπότητας· ότι ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Α' το είχε τέλεια καταλάβει και ότι αυτό αποτελεί την καλύτερη δόξα του· ότι η Θεία Πρόνοια μας έχει κάνει τόσο μεγάλους ώστε να μη μπορούμε να είμαστε εγωιστές· ότι αυτή μας τοποθέτησε έξω από τα συμφέροντα των εθνών και απόθεσε στους ώμους μας τα συμφέροντα του ανθρώπινου γένους… Η Ρωσία, αν κατανοεί την κλήση και τον προορισμό της, πρέπει να αναλάβει την πρωτοβουλία να πραγματώσει όλες τις θρησκευτικές ιδέες, διότι αυτή δεν έχει τις προσκολλήσεις, τα πάθη, τις ιδέες και τα συμφέροντα της Ευρώπης».344 Ωστόσο, ο Νίκωνας, ο οποίος είναι σίγουρα γνώστης αυτών των ρωσοθρησκευτικομεσσιανικών αντιλήψεων δεν συμμερίζεται τέτοιου είδους ονειροπολήσεις. Γι’ αυτόν η εποχή του είναι καιροί Αποκαλύψεως, καθώς έχει εσχατολογικά χαρακτηριστικά: οι πείνες, οι αρρώστιες, οι πόλεμοι, η αποστασία από το Θεό, οι διωγμοί, οι σεισμοί είναι μερικά μόνο απ’ αυτά τα δεινά που μαστίζουν την ανθρωπότητα. Πολύ νωπή είναι άλλωστε η μνήμη της Χιροσίμα όπου το κακό αρχίζει πλέον να παίρνει Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι, Το Ημερολόγιο του Συγγραφέα Γ΄ Μέρος- 1876, Εισαγωγή-Μετάφραση- Σχόλια Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2007, σ. 96. 344 Έργα και Επιστολές του P. J. Tchaadaieff, publiees par M. Gerschenson, t. I, Moscow 1913, σ. 185 στο Νικόλαο Αρσένιεφ, Η Ρωσική Ευσέβεια, μετάφρ. Ιωάννης Ήλεκτρος Μπούμης, εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 115. 343

187


κοσμολογική

διάσταση.

Είναι

δυνατόν

να

μην

είδε

τις

σκηνές

αποκαλυπτικής καταστροφής του κόσμου που απέδωσαν με το χρωστήρα τους αγιογράφοι στους εξωνάρθηκες καθολικών κάποιων Ιερών Μονών του Όρους; Διαβάζοντας ωστόσο κανείς αυτό που λέει ο Νίκων για τα σημεία των καιρών, ίσως αναρρωτηθεί μήπως ο ερημίτης κατατρύχεται από την εμμονή ενός αποκαλυπτικού φάσματος για το επερχόμενο τέλος του κόσμου. Γιατί δεν είναι καθόλου παράδοξο, ακόμα από τότε που είχε ήδη αρχίσει η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας το να βρεθεί κανείς αντιμέτωπος με τέτοια φαινόμενα θρησκευτικής παθολογίας σαν την αποκαλυπτική υστερία. Αυτές οι παραληρηματικές και ενθουσιαστικές παθολογικές καταστάσεις δεν έχουν τίποτε να κάνουν με την ισορροπημένη πνευματική κατάσταση και τον ιστορικό ρεαλισμό του Νίκωνα. Τα λόγια του ωστόσο έχουν διάσταση λιγότερο προφητική και ιστορική και περισσότερο ενισχυτική, παραμυθητική και παρηγορητική. Δε βλέπει στα σημεία των καιρών το δραματικό τους χαρακτήρα, αλλά την αγωνιστική δυναμική που μπορούν να προκαλέσουν. Η εγγύτητα των εσχατολογικών γεγονότων δεν είναι δέσμευση από το Θεό, αλλά προειδοποίηση, καθώς είναι βραχύς χρόνος της επιγείου ζωής και επί θύραις η εκδημία μας345. Να σημειώσομε εδώ ότι λίγο αργότερα ο Θεοτοκάς θα περάσει να προσκυνήσει από την Ι. Μονή Διονυσίου όπου θα έχει τη δυνατότητα να δει τις περίφημες αποκαλυπτικές σκηνές στον εξωνάρθηκα του καθολικού, τις αγιογραφημένες πριν από τετρακόσια και πλέον χρόνια. Ξεναγός του θα είναι ο ίδιος ο ηγούμενος του εν λόγω μοναστηριού, ο περίφημος γέροντας Γαβριήλ, μια σημαντική αγιορείτικη φυσιογνωμία του περασμένου αιώνα. Αυτές οι προφητικές αγιογραφικές συνθέσεις αποκαλυπτικής καταστροφής θα καταπλήξουν το μεγάλο Ανάτυπο από το Ορθόδοξο περιοδικό ΖΩΗ, Η Αποκάλυψη. Φως στη Νύκτα του Κόσμου, εκδ. Αδελφότητος Θεολόγων η «Ζωή», Αθήνα 1995, σσ.1-26. 345

188


Έλληνα συγγραφέα και θα ανακαλέσουν συνειρμικά στη μνήμη του τη συνάντησή του με τον πατέρα Νίκωνα καθώς και τους λόγους του «Ζούμε το τέλος των καιρών…». Ας ξαναγυρίσουμε όμως στη διήγηση του Θεοτοκά: «Προτού φύγουμε, τον παρακαλέσαμε να μας ευλογήσει. Στάθηκε μια στιγμή. - Είστε ορθόδοξοι; Ρώτησε. - Ναι. - Ω τότε… είπε με μια κίνηση που σήμαινε πως, αφού ήμασταν ορθόδοξοι, δε υπήρχε δυσκολία σ’ αυτό που του ζητούσαμε. Μας ευλόγησε και του φιλήσαμε το χέρι. Σαν ξαναπήραμε το μονοπάτι, ο πατήρ Γερόντιος μου ζήτησε να του μεταφράσω ελληνικά τη συζήτηση. Του τα είπα όλα. - Σωστά σας μίλησε, είπε. Πολύ σωστά. Αυτά πιστεύουμε όλοι μας εδώ»346. Μερικές φορές ανάμεσα στους μοναχούς του Όρους μπορεί να συναντήσει κανείς και κάποιους που διακατέχονται από μια φανατική νοοτροπία και βλέπουν με καχυποψία κάθε προσπάθεια προσέγγισης με μη ορθοδόξους, στιγματίζουν δε τους άλλους ορθοδόξους σαν προδότες της Εκκλησίας και των ιερών παραδόσεων.347 Μια τέτοια ερμηνεία της Εκκλησίας είναι ξένη στο Νίκωνα που βλέπει τα πράγματα όχι μέσα από κάποια ζηλωτική ή φονταμενταλιστική οπτική, αλλά με την τιμιότητα της συνεπούς πίστεως και την ακρίβεια, από την οποία πρέπει να χαρακτηρίζεται η μοναστική ζωή. Αυτά ως προς τη συνάντηση του Θεοτοκά με το Νίκωνα. Αναρωτιέται κανείς αν στο έργο του σημαντικού αυτού Έλληνα συγγραφέα υπάρχει ένα έστω αχνό αντιφέγγισμα και μια Γιώργος Θεοτοκάς, Ταξίδι στη Μέση Ανατολή και στο Άγιον Όρος, τρίτη έκδοση, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1955, σ. 148. 347 Κάλλιστος Ware Επίσκοπος Διοκλείας, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, μετάφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ. Ακρίτας, 1998, σ. 215. 346

189


ασθενής αντανάκλαση από την ισχυρή εντύπωση που του προκάλεσε. Όντως, στην πλατειά μυθιστορηματική του σύνθεση «Ασθενείς και οδοιπόροι» το πρόσωπο του στάρετς Τύχωνα προκαλεί ασθενείς συνειρμούς προς το Νίκωνα, αν και όπως διαβεβαιώνει στον πρόλογο ο συγγραφέας «τα πρόσωπα του βιβλίου αυτού είναι φανταστικά και δεν έχουν καμία σχέση με ανθρώπους που να έζησαν στην Ελλάδα… στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου».348 Αυτές ακριβώς είναι οι αναμνήσεις του Θεοτοκά από τη συνάντησή του με τον π. Νίκωνα, όπως τις κατέγραψε στο «Προσκύνημα στη Μέση Ανατολή και στο Άγιον Όρος». Ήταν τότε ο Νίκων, γέροντας προβεβηκώς τη ηλικία, 85 ετών (γεννήθηκε το 1874 και πέθανε το 1964), αλλά παρ’ όλα αυτά με κείνη τη θαλερότητα, τη σωματική, την ψυχική και διανοητική που χαρακτηρίζει αυτούς που απόθεσαν τα βάρη τους στην πρόνοια και την αγάπη του Θεού, με απόλυτη εμπιστοσύνη. Ο άνθρωπος αυτός εξέπεμπε τη λάμψη της προσωπικής του γοητείας που πήγαζε από την υψηλή κοινωνική του καταγωγή, τον κοσμοπολίτικο αέρα και τους ευγενείς τρόπους, καθώς και τη μεγάλη του μόρφωση αναβαπτισμένα στο αΐδιον φως της χάριτος και μεταποιημένα μυστικά σε μια πνευματική ευγένεια και αριστοκρατικότητα που εντυπωσίαζε, χαροποιούσε και ανάπαυε βαθιά. Όταν βρεθεί κανείς στο λιμάνι της Ουρανούπολης, θα δει ένα τεράστιο κτίσμα που δεσπόζει σε όλη την περιοχή και είναι γνωστό ως πύργος της Ουρανούπολης349. Το κτίσμα αυτό, που ανάγεται χρονικά ίσως στο 12ο αιώνα, όπου το Μάιο του 1379 φιλοξενήθηκε ο Δεσπότης της Θεσσαλονίκης Ιωάννης Παλαιολόγος και που χτυπήθηκε από τον εγκέλαδο του 1585, είναι μια εμβληματική μνημειακή κατασκευή που προϊδεάζει τον επισκέπτη για την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του Αγίου Γιώργος Θεοτοκάς, Ασθενείς και Οδοιπόροι, τόμ. Α', 5η έκδοση, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1967, σ. 7. 349 Χατζημανώλης Σ.,Αυστραλία: Τιμήθηκαν Αυστραλές που βοήθησαν Έλληνες πρόσφυγες του '22 και θύματα του ελληνικού εμφυλίου, omogenia.ana-mpa.gr 348

190


Όρους. Το 1928 κατοίκησαν στον πύργο αυτό μέχρι το θάνατό τους το ζεύγος Sydney Loch και Joice Mary Nan Kivell, δυο άνθρωποι που αφιέρωσαν τη ζωή τους στα ανθρωπιστικά ιδανικά. Μπαίνοντας κανείς στον πύργο έχει τη βαθειά αίσθηση της παρουσίας τους. Δεν είναι τόσο τα προσωπικά τους αντικείμενα που εκτίθενται σε ιδιαίτερη εκθεσιακή ενότητα, όσο η αγάπη τους για κείνο τον πύργο και κείνο τον τόπο που βοήθησαν με όλες τους τις δυνάμεις, ώστε να αναπτυχθεί ο προσφυγικός συνοικισμός της περιοχής. Ωστόσο, η πρώτη γνωριμία τους με την Ουρανούπολη (τότε Προσφόρι) έγινε, σύμφωνα με την Joice όταν ο Sydney ανακάλυψε το Όρος και αποφάσισε να μελετήσει το μυστήριο και την ομορφιά

της

μοναστικής

πολιτείας350.

Στο

πλαίσιο,

λοιπόν,

των

εξορμήσεών του στο Όρος θα συναντήσει το Νίκωνα λίγα χρόνια πριν από το Θεοτοκά και θα μιλήσει για την πνευματική αυτή γοητεία και την καθαρότητα που τον χαρακτήριζε, με τρόπο πολύ ποιητικό: «ο πατήρ Νίκων, ένας γοητευτικός και μορφωμένος Ρώσος, και κάποτε άνθρωπος του κόσμου, ζει εκεί πάνω στο κελλί του με το παρεκκλήσι, και κοιμάται με μια πέτρα για μαξιλάρι και τα κρανία δεκαεπτά από τους προκατόχους του να τον κοιτάζουν επίμονα από ένα ράφι. Εκεί ακούμπησε τις σχέσεις του με αυλές και βασιλιάδες, και κέρδισε την ανάπαυση της ψυχής που λάμπει μέσα του. Είναι ενδεχομένως

ένας από τους τελευταίους

μορφωμένους ερημίτες που έμειναν στο Όρος, και το να περάσεις μια ή δυο ώρες στη συντροφιά του είναι κάτι εκτός αυτού του κόσμου. Μόνο ο γενναίος μπορεί να αντιμετωπίσει τις αλυσίδες που οδηγούν κάτω στην αετοφωλιά του».351 Βέβαια, οι εντυπώσεις του Loch ανάγονται σε μια

www.dimokratianews.gr/content/1813/κέντρα-πολιτισμού-τα-κάστρα-των-ιπποτών Sydney Loch, Athos: The Holy Mountain, Λονδίνο 1957, σ.220 στο: Γκράχαμ Σπηκ, Άγιον Όρος. Ανανέωση στο Περιβόλι της Παναγίας, μετάφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ. Ίνδικτος, Αθήναι 2005 σ. 396. Το βιβλίο του τελευταίου (Graham Speake), δόκιμου συγγραφέα και πρωτεργάτη του Συλλόγου «Φίλοι του Αγίου Όρους» στην Αγγλία που ο πλήρης τίτλος του πρωτοτύπου στην Αγγλική είναι Mount Athos, Renewal in Paradise, Yale University Press, New Haven and London 2002, αποτελεί μια ανασκόπηση της ιστορίας του Όρους, το 350 351

191


εποχή που το Άγιον Όρος ακόμα έφθινε και φυλλορροούσε αριθμητικά και κανείς τότε δεν μπορούσε να προβλέψει την κατοπινή πνευματική άνθηση352, η οποία σημειώνεται μετά το 1975. Μια από τις γραπτές μαρτυρίες που έχουμε για τον παπα-Νίκωνα είναι αυτή της πρώην βασίλισσας της Ελλάδας Φρειδερίκης στα πλαίσια του λόγου της για τα ασκητήρια του Άθωνα που είχε την ευκαιρία και τη δυνατότητα να δει από απόσταση 500μ., όταν παρέπλεε με τις πριγκίπισσες κόρες της το Άγιον Όρος πάνω σε σημαιοστολισμένη φρεγάτα του πολεμικού ναυτικού στα πλαίσια του επισήμου εορτασμού της χιλιετηρίδας του Όρους το 1963.353 Επρόκειτο για την τέταρτη φάση354 των λαμπρών εορταστικών εκδηλώσεων της χρονιάς εκείνης επ’ευκαιρία της συμπλήρωσης 1000 χρόνων από την ίδρυση της Ιεράς Μονής Μεγίστης οποίο πριν μερικές δεκαετίες πέρασε από την παρακμή στην αναγέννηση. Είναι συγχρόνως κι ένας, ίσως, υποσυνείδητος υπαινιγμός του συγγραφέα για την προσωπική του ανακαίνιση, δεδομένου ότι ο λόγος που έγινε ορθόδοξος ήταν, όπως σημειώνει στον πρόλογο, κυρίως οι πολυάριθμες επισκέψεις του στον Άθω. 352Όπως ο Κων/νος Καβαρνός στο έργο του Αnchored in God. An Inside Account of Life, Art, and Thoughton the Holy Mountain of Athos, Athens 1959, Belmont 1975. Αντιθέτως, πολλοί έκαναν δυσοίωνες προβλέψεις, όπως ο M. Choukas, Black Angels of Athos, 1935, οι J. Norwich - R. Sitwell, Mount Athos, 1966 και άλλοι. Όπως είναι γνωστό (Κάλλιστος Ware Επίσκοπος Διοκλείας, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, μετάφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ. Ακρίτας, 1998, σσ. 211-214), η περίοδος από το 1914 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ήταν περίοδος παρακμής για τον Άθω. Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ στην αρχή του εικοστού αιώνα το Όρος αριθμούσε περί τους 7500 μοναχούς, στη συνέχεια ο αριθμός τους μειώθηκε δραματικά. Είναι ενδεικτικό ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1950 παρατηρήθηκε σταθερή μείωση 40-50 μοναχών κάθε χρόνο. Το 1971 το Όρος αριθμούσε μόλις 1145 μοναχούς, σχεδόν όλοι ηλικιωμένοι και με λίγες ή υποτυπώδεις γραμματικές γνώσεις. Ωστόσο, παρά τη διαπιστωμένη εξασθένηση της επίδρασης που ασκούσε ανέκαθεν η αγιορειτική πολιτεία στον ορθόδοξο κόσμο, δεν έπαψε και την περίοδο αυτή να αποτελεί σχολείο αγιότητος. Ξαφνικά, στα τέλη της δεκαετίας του 1960 άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία του Αγίου Όρους, καθώς άρχισε να παρατηρείται μια σταδιακή ανάκαμψη και βελτίωση, τόσο των ποσοτικών όσο και των ποιοτικών χαρακτηριστικών: ο αριθμός των μοναχών άρχισε να αυξάνεται σημαντικά και σταθερά, ο μέσος όρος ηλικίας τους έπεσε εξασφαλίζοντας έτσι μια δυναμική για το μέλλον, ενώ πολλοί από αυτούς έχουν καλή μόρφωση και πολλά πνευματικά χαρίσματα. Γενικότερα όλη η ζωή του Όρους αναβαθμίστηκε οπότε υπάρχουν πολύ ευοίωνες προοπτικές για το μέλλον. 353 Επίσκοπος Ροδοστόλου Χρυσόστομος, Ωδή στα Αμάραντα, στον Άθωνα 4, Άγιον Όρος 2004, σ.622. 354 Δωρόθεος Μοναχός, Το Άγιο Όρος. Μύηση στην Ιστορία του και τη Ζωή του, εκδ. «Τέρτιος», Κατερίνη, σσ.198-205. 192


Λαύρας (963-1963) που ολοκληρώθηκαν και αποκορυφώθηκαν στο Άγιον Όρος από τις 19 έως τις 24 Ιουνίου και στις οποίες παρέστη όλη η βασιλική οικογένεια. Γράφοντας, λοιπόν, η πρώην βασίλισσα355 για τα ασκητήρια αυτά έρχεται ο λόγος συνειρμικά σ’ ένα παλιό της γνωστό που είχε ήδη κοιμηθεί και έμενε σ’ ένα απ’ αυτά: «Γνώριζα ένα γέρο Ρώσσο μοναχό, που ήταν άλλοτε αξιωματικός στην Αυτοκρατορική Φρουρά. Ζούσε σ’ ένα απ’ τα κελλιά αυτά κι έτρωγε μόνο ό,τι του προσέφεραν. Κοιμώταν επάνω σε μιαν ανυψωμένη ξύλινη σανίδα, που κάτω της ήσαν στοιβαγμένα τα κρανία των προκατόχων του. Αυτό φαίνεται πραγματικά φοβερό, εκείνος όμως είχε γίνει φίλος με την μνήμη τους. Στο κάτω-κάτω, όπως έλεγε, κι’ εκείνοι είχαν ατενίσει την ίδια θέα ψηλά από τη θάλασσα, είχαν πη τις ίδιες προσευχές και είχαν πιστέψει στον ίδιο Θεό. Οι σκέψεις τους είχαν εξαγνισθή με την περισυλλογή, έτσι ώστε τα λείψανά τους να μην έχουν τίποτε το παράλογο ή νοσηρό». Η συνέχεια του λόγου της δίνει, νομίζομε, μια δυνατότητα να φανταστεί κανείς τις συνθήκες γνωριμίας τους: «Ερχόταν που και που στην Αθήνα, για να επισκεφθή την Πριγκίπισσα Νικολάου, την ρωσικής καταγωγής Μεγάλη Δούκισσα, την αγαπημένη μου θεία Ελένη. Είχαν πολλά πράγματα να συζητήσουν. Ξέρω ότι εκείνος προσέφερε μεγάλη ανακούφισι στη θεία Ελένη, η οποία υπέφερε πολύ όταν συλλογιζόταν τον κτηνώδη φόνο ολόκληρης της οικογενείας της στη Ρωσσία. Κάποτε τον ρώτησε: "Γιατί, μα γιατί, ο Θεός επέτρεψε να συμβή αυτό το πράγμα σε μια τόσο καλή οικογένεια;" Ο Γερο-μοναχός απάντησε: "Για να μπορέσουν να εξαγιασθούν". Κι’ εκείνη, ύστερα απ’ αυτό, γαλήνεψε».356 Ποια ήταν όμως η άγνωστη σήμερα εκείνη πριγκίπισσα; Πολλές και κατατοπιστικές πληροφορίες για τη γυναίκα αυτή παρέχονται στο βιβλίο 355 356

(πρώην) Βασίλισσα Φρειδερίκη, Μέτρον Κατανοήσεως, Αθήναι 1971, σσ. 306-307. (πρώην) Βασίλισσα Φρειδερίκη, Μέτρον Κατανοήσεως, Αθήναι 1971, σσ.306-307. 193


της Αλκμήνης Παλαιολόγου «Πριγκίπισσες της Ελλάδος».357 Η πριγκίπισσα λοιπόν Νικολάου Ελένη ήταν ρωσίδα, από τη βασιλική οικογένεια των Ρομανώφ. Πιο συγκεκριμένα, γεννήθηκε ως μεγάλη δούκισσα Ελένη Βλαδιμίροβνα και ήταν κόρη του μεγάλου δούκα Βλάντιμιρ και της μεγάλης δούκισσας Μαρίας, πριγκίπισσας του Μέκλεμπουργκ. Ο πατέρας της ήταν ο δεύτερος γιος του τσάρου της Ρωσσίας Αλέξανδρου Β’ και ο μεγαλύτερος σε ηλικία θείος του τελευταίου τσάρου της δυναστείας του Νικολάου του Β΄. Μ’ άλλα λόγια ο πατέρας της ήταν πρώτος ξάδελφος της βασίλισσας της Ελλάδος Όλγας και αυτή δεύτερη εξαδέλφη με το σύζυγό της Νικόλαο, τον τρίτο γιό εκείνης. Η γνωριμία της Έλεν, όπως την φώναζαν χαϊδευτικά με τον Νίκωνα, πρέπει να έγινε μετά το θάνατο του άνδρα της (1938), όταν σαν γνήσια Ρομανώφ παρακολουθούσε κάθε μέρα τη θεία Λειτουργία στη ρωσική εκκλησία επί της Φιλελλήνων και μάλιστα πάνω σε θρόνο! Αν συνδυάσομε τα παραπάνω με τον πρόλογο 358 του ανωτέρω μνημονευθέντος έργου της Αλκμήνης Παλαιολόγου, συμπεραίνομε ότι ο Νίκων ήταν ο πνευματικός της. Φαίνεται ότι ήταν πολύ μπερδεμένη πνευματικά, καθώς ο ίδιος αναρωτιέται πως μπορούσε η Ελένη να συνδυάζει τόσο αρμονικά δυο τόσο αντίθετα και αλληλοαποκλειόμενα πράγματα για ψυχές με υγιή πίστη, δηλαδή πίστη στον αληθινό Θεό και πνευματισμό, αφού καλούσε τα πνεύματα με την πνευματιστική πρακτική "τραπεζάκι" για να επικοινωνήσει μαζί τους. Ίσως, αν η παραπάνω μαρτυρία είναι αληθινή, ανάμεσα στα «πνεύματα» που καλούσε να ήταν και εκείνα των κοιμηθέντων συγγενών της που μαρτύρησαν κατά την οκτωβριανή επανάσταση.

Άλλωστε, από την

πρώτη στιγμή που ξέσπασε η επανάσταση του 1917 ανησυχούσε για την

Αλκμήνη Παλαιολόγου, Πριγκίπισσες της Ελλάδος, εκδ. Φερενίκη, Αθήνα 2006, σσ. 99109. 358 Νίκος Παπακωνσταντίνου, Πρόλογος στο: Αλκμήνης Παλαιολόγου, Πριγκίπισσες της Ελλάδος, εκδ. Φερενίκη, Αθήνα 2006, σσ. 13-14. 357

194


τύχη τους και αφ’ ότου γνωστοποιήθηκε το μαρτυρικό τους τέλος δεν μπόρεσε να ησυχάσει ποτέ. Το να πιστεύει κανείς στη ζωή της ψυχής μετά θάνατον, σημαίνει ότι πιστεύει στην αιωνιότητα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η επικοινωνία μας με τους νεκρούς πρέπει να γίνεται μέσα από τη νεκρομαντεία και τον πνευματισμό359. Η σχέση μας με τους κεκοιμημένους μας δεν πρέπει να καλλιεργείται

σε

επίπεδο

ψυχικό,

αλλά

πνευματικό,

πρέπει

να

οικοδομείται πάνω στην τέλεση της θείας Λειτουργίας και στην προσευχή. Η συγγραφέας Ιουλία Beausobre360 θα μιλήσει για τη βάση και το πλαίσιο επικοινωνίας των χριστιανών με τους κεκοιμημένους αδελφούς, κατά τρόπο που εκφράζει απολύτως τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, λέγοντας ότι η Εκκλησία είναι ο τόπος όπου συναντώνται αγαπητικά οι κεκοιμημένοι, οι ζωντανοί και αυτοί που δεν έχουν δει ακόμα το φως της ζωής, μαζεμένοι γύρω από το βράχο της Αγίας Τράπεζας προκειμένου να διακηρύξουν την πίστη τους στον Κύριο. Κάθε συνάντηση έξω από την Εκκλησία είναι νοσηρή και επιφέρει βλάβες στην ψυχική υγεία, αποκαλύπτοντας την περιέργεια του ανθρώπου, ο οποίος προσπαθεί να μπει από την πίσω σκάλα ή να κρυφακούσει πίσω από την πόρτα, αποφεύγοντας τον ανάντη και ακανθώδη δρόμο του Σταυρού.361 Γιατί όμως επέλεξε η Ελένη ως πνευματικό της τον Νίκωνα; Οι λόγοι, νομίζομε, είναι προφανείς: ένιωθε να την ενώνει μαζί του η κοινή καταγωγή, τα περασμένα μεγαλεία της τσαρικής εποχής, η αριστοκρατική καταγωγή, η μόρφωση, τέλος πάντων όλες οι κοσμικές περγαμηνές, αλλά συγχρόνως

ίσως προσελκύστηκε από το απόκοσμο πνευματικό

ήθος του ταπεινού ασκητή. Μπορούσε επίσης να ανοιχτεί άνετα σε ένα

Επίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Ware, Η Εντός Ημών Βασιλεία, μετάφρ. από τα Αγγλικά: Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ. Ακρίτας, σσ. 81-82. 360 Ιουλία de Beausobre, Greative Suffering, London 1940, σ. 44. 361 Πρεσβ. Αλέξανδρος Ελτσιανίνωφ, Πνευματικά Κεφάλαια. Σημειώματα Φιλοκαλικής Αυτογνωσίας, εκδ. Τήνος, Αθήνα 1990, σ. 39. 359

195


ερημίτη που ζούσε απομονωμένος εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά χωρίς κανένα φόβο για το απόρρητο της εξομολογήσεως, το οποίο σε πρόσωπα με υψηλό θεσμικό ρόλο, όπως αντιλαμβάνεται κανείς, είναι ακόμα πιο σημαντικό. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον γνώρισε και η μετέπειτα βασίλισσα της Ελλάδος Φρειδερίκη τον πατέρα Νίκωνα, τον οποίο είχε τη δυνατότητα να ακροάται και ίσως και να συμβουλεύεται αν και δεν φαίνεται να καρπώθηκε και πολλά πράγματα, καθώς «τις φιλοσοφικές της αναζητήσεις και τις ψυχικές της εφέσεις, κυρίως των εν υπερορία και ταπεινώσει τελών της φρόντιζε να ‘ικανοποιή’ με καταφυγές στις… Ινδικές –οίμοι –θεωρίες και μεταφυσικές».362 Mπορούμε επίσης να υποθέσομε, χωρίς όμως να μπορούμε να στοιχειοθετήσομε την υπόθεση αυτή, ότι ο Νίκων ίσως είχε σχέσεις και με άλλα μέλη της βασιλικής οικογένειας, καθώς ο άλλος μεγάλος Ρώσος των Καρουλίων, ο παπαΠαρθένιος ήταν απολύτως απομονωμένος από τον κόσμο. Γιατί, όπως άλλωστε είναι γνωστό, επίμονες προσπάθειες είχαν γίνει, παρακλήσεις και προσκλήσεις από τους βασιλικούς κύκλους των ανακτόρων προς τον ιερομόναχο Παρθένιο να μετακινηθεί προς την Αθήνα και προς άλλες πρωτεύουσες, λόγω του συμπεθεριού του με τους βασιλείς της Ελλάδος Γεώργιο και Όλγα. Ο

μακαριστός

αρχιμανδρίτης

Χερουβείμ

Καράμπελας363

θα

συναντήσει το γέροντα δυο φορές. Την πρώτη, καθώς οδοιπορούσε με τον παραδελφό364 του για τον γέροντα Χριστοφόρο τον Καρουλιώτη365 Επίσκοπος Ροδοστόλου Χρυσόστομος, Ωδή στα Αμάραντα, στον Άθωνα 4, Άγιον Όρος 2004, σ. 622. 363 Ο Αρχιμ. Χερουβείμ Καράμπελας (1920-1979) ασκήτεψε στη Σκήτη της Αγίας Άννας στο Άγιον Όρος επί 4 χρόνια απ’ όπου έφυγε για λόγους υγείας. Είναι ο κτήτωρ της Ιεράς Μονής Παρακλήτου στον Ωρωπό Αττικής. 364 Παραδελφός είναι ο υποτακτικός στον ίδιο γέροντα. 365 Ο Ιερομόναχος Χριστόφορος Καρουλιώτης (†1950) ήταν ασκητικότατος, ταπεινότατος και ακτήμων. Το φτωχό του καλύβι στα Καρούλια το ονόμαζε με πολλή σοβαρότητα παλατάκι. Κοπίαζε συνεχώς. Αγαπούσε πολύ την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της 362

196


προκειμένου να κάνει την πρώτη του εξομολόγηση στο Άγιον Όρος. Aμέσως και αυτός θα εντυπωσιαστεί από την ακαταμάχητη πνευματική γοητεία του. Γράφει366 γι’ αυτή την ολιγόστιγμη ευλογημένη συνάντηση: «Πήραμε την ευχή του π. Γερασίμου[367], τον ευχαριστήσαμε και προχωρήσαμε προς το φρικαλέο Καρούλι. Φθάσαμε στο σημείο, πέρα από το οποίο το μόνο βοηθητικό μέσο για να συνεχίσουμε την πορεία μας ήταν οι αλυσίδες. Θεόρατοι βράχοι, απότομοι γκρεμοί και κάτω η θάλασσα, βαθειά, μελανή, άγρια. Πρώτη φορά περνούσα τα Καρούλια και δεν φανταζόμουν τι θα συναντούσα. Ούτε ήμουν όμως και τόσο αποφασιστικός για τέτοια τολμήματα. Ευτυχώς, ο αδελφός που με συνώδευε σκόρπισε τη δειλία μου και με βοήθησε. Μετά από το πρώτο επικίνδυνο πέρασμα βρεθήκαμε μπροστά σε τρία καλυβάκια. - Εδώ, μου λέει ο παραδελφός μου, είναι το καλύβι ‘άγιος Γεώργιος’ και ησυχάζει ένας πολύ μορφωμένος Ρώσος, ο π. Νίκων, πρώην αξιωματικός

του

ρωσικού

στρατού.

Κτυπήσαμε

την

πόρτα

και

περιμέναμε. Σε λίγο ξεπρόβαλε μία κατάλευκη οσιακή μορφή, με ένα ουράνιο μειδίαμα, με μία εξωκόσμια καλωσύνη. Του αφήσαμε λίγα

Εκκλησίας, τους οποίους αντέγραφε και μελετούσε με πολλή προσοχή και επιμέλεια. Μαζί με τον υποτακτικό του Συμεών τηρούσαν με ακρίβεια τους ιερούς μοναχικούς θεσμούς μη θέλοντας να απομακρυνθούν από αυτούς (Μοναχ. Μωυσής Αγιορείτης, Μέγα Γεροντικό Εναρέτων Αγιορειτών του Εικοστού Αιώνος, τόμ. Α΄ 1901-1955, εκδ. Μυγδονία, σ. 453). 366 Αρχιμ. Χερουβείμ, Από το Περιβόλι της Παναγίας Νοσταλγικές Αναμνήσεις, έκδ. ζ', Ι.Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός 2000, σσ. 76-77. 367 Πρόκειται για το μοναχό Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του σύγχρονου αγιορείτικου μοναχισμού. Γεννήθηκε στη Δρόβιανη της Β. Ηπείρου το 1905. Την εγκύκλια μόρφωση έλαβε στον Πειραιά και στην Αθήνα, όπου μάλιστα γνώρισε και το θαυματουργό Άγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως. Στο Άγιο Όρος πήγε το 1923, στη σκήτη της Μικράς Αγίας Άννας, στην Καλύβη του Τιμίου Προδρόμου με πνευματικό καθοδηγητή τον π. Μελέτιο. Ασχολήθηκε πολύ σοβαρά με την Υμνογραφία. Ήταν ο Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Το υμνογραφικό του έργο αποτελείται από περισσότερες από 2.000 ακολουθίες. Εκοιμήθη στις 7/12/1991 επικαλεσθείς τρεις φορές τη βοήθεια του Αγ. Νεκταρίου (Μοναχ. Μωυσής Αγιορείτης, Μέγα Γεροντικό Εναρέτων Αγιορειτών του Εικοστού Αιώνος, τόμ. Β΄ 1956-1983, εκδ. Μυγδονία, Θεσ/νίκη 2011, σσ.1315-1323). 197


τρόφιμα, πήραμε την ευχή του φιλώντας το αγιασμένο του χέρι και συνεχίσαμε την πορεία μας». Η δεύτερη συνάντηση του π. Χερουβείμ με τον π. Νίκωνα έγινε στα πλαίσια μιας ευλογημένης συνήθειας του πνευματικού πατρός του πρώτου, του γέροντα Γρηγορίου Αγιαναννίτη, ο οποίος κατά τακτά διαστήματα έστελνε μέσω κάποιου από τη συνοδεία του, μία μικρή υλική παρηγοριά στους ερημίτες. Εδώ η πνευματική χαρά του νέου μοναχού από την

επικείμενη

συνάντηση

με

μεγάλους

ερημίτες

πατέρες

θα

αναμετρηθεί, ίσως και θα ισοσκελισθεί κάμποσες φορές με το φόβο και τον τρόμο που προκαλούσαν οι απειλητικοί γκρεμοί και τα όρθια βράχια, ιδίως καθώς κατέβαινε τις αλυσιδωτές σκάλες που οδηγούν τον παράτολμο προσκυνητή στους πατέρες του δυτικού Καρουλίου, όπου και ο Νίκων. Εδώ θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε τον π. Νίκωνα ως ένα χαρισματικό παράδειγμα ''δουλαγωγού της σαρκός'' Καρουλιώτη πατέρα που υπέβαλλε διηνεκώς τον εαυτό του στην κακοπάθεια και σε μια αιματηρή νηστευτική αγωγή. Γράφει λοιπόν ο μακαριστός π. Χερουβείμ: «Κατόπιν επήγα στο ησυχαστήριο του Ρώσου ασκητού Νίκωνος. Άνοιξε η πόρτα και πρόβαλε εκείνη η υπέροχη μορφή. Μου έβαλε πρώτος μετάνοια και κάτι μου είπε ρωσικά. Τον άκουγα, χωρίς να καταλαβαίνω· τον έβλεπα και τον εθαύμαζα. Να, συλλογιζόμουν, ένας άνθρωπος του ουρανού, που βρίσκεται ακόμη στην γη! Πόσες φορές θα θέλαμε να συναντούμε στην ζωή μας τέτοιους ανθρώπους! Πιστεύω ότι και η πιο σκληρή, η πιο εμποτισμένη από το φρόνημα του κόσμου καρδιά, εμπρός στο μεγαλείο, που συνθέτουν η αγριότης του τοπίου και το ήρεμο, το γαλήνιο των ανθρώπων αυτών, δεν είναι δυνατόν να μείνη ασυγκίνητη και αδιάφορη· ανοίγει, μαλακώνει, κατανύσσεται… Ο γέρων ασκητής φαίνεται πως κατάλαβε σε ποια συνοδεία ανήκα, διότι μέσα σ’ αυτά, που προσπαθούσε να μου δώση να καταλάβω, άκουσα και το όνομα του παραδελφού μου παπα-Ιωακείμ. Άνοιξα τον ντορβά και του προσέφερα 198


ό,τι ο Γέροντάς μου του έστελνε. Δέχθηκε τις ‘ευλογίες’ με κάποια σχετική δυσκολία. Όταν του ζήτησα ένα σκεύος, για να του βάλλω λίγο γλυκό κυδώνι που φτιάχναμε στη μονή μας, μου αρνήθηκε. Υπεχώρησε όμως μπρός στην επιμονή μου. πήγε λοιπόν και έφερε ένα πήλινο πιάτο. Με την πρώτη ματιά καταλάβαινες ότι το είχε χρησιμοποιήσει πολλές φορές, χωρίς να το πλύνη. Τα κατάλοιπα των διαφόρων φαγητών εφαίνονταν καθαρά! Προς στιγμήν εδίστασα να βάλω εκεί μέσα το γλυκό. Ο γέροντας όμως, καταλαβαίνοντας τους δισταγμούς μου, χαμογέλασε και μου είπε με σπασμένα ελληνικά: - Εγκώ ερημίτη· ερημίτη εγκώ. Έβαλα το γλυκό στο απαίσιο- για μας τους ανθρώπους της σειράςεκείνο πιάτο. Συγκινήθηκα εμπρός στην σκληραγωγία, εμπρός στην δουλαγώγησι της σαρκός και των αισθήσεων του γέροντος ασκητού. Ποιος ξέρει με τι τρόπο θα χρησιμοποιούσε το γλυκό… Ίσως όπως οι παλαιοί ασκηταί, που έριχναν νερό στο φαγητό, για να χάσει τη νοστιμιά του και έτσι να μην ικανοποιήσουν την γεύσι τους. Αυθόρμητα έσκυψα να του πιάσω το ζωστικό, να του φιλήσω τα πόδια, αλλά με πρόλαβε εκείνος. Με μια επιδέξια κίνησι, βρέθηκε μπροστά μου γονατιστός, με το κεφάλι στην γη. Στην στάσι αυτή, τον άκουσα να ψιθυρίζη: ‘Ευκαριστώ, ευκαριστώ’. Ήταν ένας αξέχαστος ερημίτης, αυτός ο ανώτερος αξιωματικός του ρωσικού στρατού, ο γλωσσομαθέστατος, ο σοβαρά μορφωμένος πατήρ Νίκων». Για να καταλήξει ο π. Χερουβείμ σε μια ερωτηματική και θαυμαστική αποστροφή: «Θεέ μου! Που είναι σήμερα τέτοιοι άνθρωποι, οι οποίοι, με την παρρησία της αγίας ζωής τους, με την πύρινη προσευχή τους και την αγιαστική νηστεία τους, να επηρεάζουν τις βουλές Σου, να εκδιώκουν

199


τους δαίμονας, να φέρνουν την βασιλεία Σου στην γη; Συγχώρησε, Κύριε, την πνευματική πτωχεία της εποχής μας!»368. Ο συντομότερος δρόμος για να πάει κανείς από ένα σημείο Α σε ένα άλλο σημείο Β είναι φυσικά η ευθεία σύμφωνα με την αμάχητη ευκλείδεια369 λογική. Αν τώρα το σημείο Β είναι η ένωση του ανθρώπου με το Θεό, τότε ο πρώτος χρειάζεται να ακολουθήσει το δύσβατο και ανηφορικό πλην ευθύ μονοπάτι που βγάζει στην κορυφή της οντολογικής πυραμίδωσης. Υπάρχει μια αγιογραφία στην τράπεζα της Ι. Μονής Διονυσίου, το θέμα της οποίας είναι ειλημμένο από τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος και επιγράφεται "Η Θεία και Ουρανοδρόμος Κλίμαξ", όπου εικονίζει μια κλίμακα από τη γη μέχρι τον ουρανό. Στο αριστερό μέρος Μονή και έξω από την πύλη ο άγιος Ιωάννης, Ηγούμενος του Σινά, ο οποίος δείχνει την κλίμακα με το δεξί του χέρι στους μοναχούς που στέκονται πίσω του, ενώ στο αριστερό κρατεί ειλητάριο που λέει «αναβαίνετε, αναβαίνετε, αδελφοί». Στην κορυφή της κλίμακας εικονίζεται ο Χριστός που ευλογεί, ενώ στις βαθμίδες ανέρχονται αγωνιζόμενοι, άλλοι φτάνοντας στην κορυφή με κόπο, άλλοι στη μέση, άλλοι στο κάτω μέρος, άλλοι γκρεμίζονται και σύρονται από τους δαίμονες πέφτοντας στο στόμα του βύθιου δράκοντος, ενώ οι άγγελοι συμμετέχουν στον αγώνα ενθαρρύνοντας τους αγωνιζόμενους. Αυτή η εικαστική θεώρηση της οντολογικής διακύβευσης δικαιώνει την παραπάνω ευκλείδεια λογική σε αντίθεση με τη μαιανδρική τροχιά των εκάστοτε λαβυρίνθων που οδηγούν ακριβώς στο αδηφάγο στόμα του μινώταυρου. Είναι αυτή η λογική της ακραιφνούς αγωνιστικής συνέπειας που ακολούθησε ο Νίκων για να εκπληρώσει στο ακέραιο τις μοναχικές του υποσχέσεις και να δικαιώσει το όνομά του. Αρχιμ. Χερουβείμ, Από το Περιβόλι της Παναγίας Νοσταλγικές Αναμνήσεις, έκδ. ζ', Ι.Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός 2000, σσ. 188-190. 369 Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, 8η έκδοση, εκδ. Ι. Χατζηνικολή, σσ. 74 & 79. 368

200


Μιας και ο λόγος επίσης περί τροφής και νηστείας να σημειώσουμε εδώ ότι στα Καρούλια, ως βραχώδη περιοχή δεν φύεται και δεν καλλιεργείται τίποτα. Όσον αφορά δε τον προσπορισμό ορισμένων πρώτης ανάγκης αγαθών, αυτός γίνεται δια του εργοχείρου, το οποίο συμβάλλει στη συντήρηση του ερημίτου, στη νέκρωση της αμαρτητικής ροπής της ραθυμίας370, καθώς και στην ψυχοσωματική του ισορροπία. Εννοείται ότι η εργασία δεν είναι επάγγελμα, δεν αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα της ζωής του μοναχού, ούτε και την καταξιώνει, όπως θέλει να διατείνεται ο πουριτανισμός και ο μαρξισμός, αλλά καταξιώνεται και νοηματοδοτείται μόνο από τον Χριστό. Οι ερημίτες στα Καρούλια ασχολούνταν, όπως είδαμε παραπάνω, με την καλαθοποιία, με την κατασκευή κομποσκοινιών371, σαρώθρων, με τη βιβλιοδεσία, καθώς και την κατασκευή, κομπολογιών από κοχύλια. Μάλιστα οι περισσότεροι από τους Ρώσους, οι οποίοι ζούσαν ως έγκλειστοι είχαν σαν οικονόμο τους τον πατέρα Αλέξανδρο, ο οποίος επί πολλά χρόνια περιήρχετο το Όρος και βοηθούσε στην αντιμετώπιση των στοιχειωδών αναγκών των αδελφών του. Ειπώθηκε αλλού ότι ο π. Νίκων είχε βαθιές θεολογικές γνώσεις, γι' αυτό άλλωστε ήταν φυσικό να προστρέχουν σ’ αυτόν ως επί το πλείστον Έλληνες (όπως άλλωστε και ο Θεοτοκάς) και ξένοι διαφόρων δογμάτων. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι ο γέροντας δε μιλούσε ελληνικά κι αυτό το έκανε προφανώς, για μόνωση και ησυχία, με συνέπεια να προσεγγίζεται κυρίως από έλληνες γλωσσομαθείς και ξένοι. Οι κοσμοπολίτικες καταβολές, η γλωσσομάθεια, η μόρφωση και γενικά το εύρος των υπαρξιακών του οριζόντων έδινε την αίσθηση ενός τόπου, όπου θα μπορούσαν να συναντηθούν, να διασταυρωθούν και να συντεθούν Δωρόθεος Μοναχός, Το Άγιο Όρος. Μύηση στην Ιστορία του και τη Ζωή του, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη, σ. 553. 371Αρχιμ. Γαβριήλ Διονυσιάτης, Λαυσαϊκόν του Αγίου Όρους, Β΄ έκδ., Άγιον Όρος 2002, σσ. 95-96. 370

201


γόνιμα και δημιουργικά ποικίλες κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις και θρησκευτικές αποχρώσεις. Η υπόθεση αυτή επαληθεύεται από τον μακαριστό αρχιμανδρίτη Γαβριήλ Διονυσιάτη372. Ο μεγάλος αυτός αγιορείτης ηγούμενος του 20ου αιώνα που δεν μπόρεσε να επισκεφτεί τα Καρούλια παρά μετά από σαράντα και πλέον χρόνια παραμονής στο Όρος (1948), πήγε, όπως αναφέρει στο βιβλίο του "Λαυσαϊκόν του Αγίου Όρους", στον π. Νίκωνα για τον οποίο λέει ότι τον «επισκέπτονται πολλοί ξένοι και ιδίως του προτεσταντικού δόγματος και φεύγουν γοητευμένοι εκ της συνομιλίας του επί των θρησκευτικών ζητημάτων, εις δε τούτων, τέως βουλευτής της Βουλής των Κοινοτήτων, ησπάσθη την Ορθοδοξίαν και ήδη εξακολουθεί να είναι ο θερμότερος λάτρης αυτής εν Λονδίνω ευγνωμονών τον σεβαστόν παπά Νίκωνα πανοικί δια την σωτήριον πνευματικήν αφύπνισίν του και των οικείων του»373. Η εκτίμηση και η αναγνώριση από τους ξένους του μακαριστού πατρός φαίνεται και από το ότι η φιλοκαλία του Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου και του Αγίου Μακαρίου Κορίνθου που μεταφράστηκε από τα ελληνικά στα αγγλικά και εκδόθηκε τα τελευταία χρόνια από τον Gerald Palmer (†1984), τον Philip Sherrard (†1995) και τον επίσκοπο Κάλλιστο Ware είναι αφιερωμένη «στη μνήμη του πατρός Νίκωνα (1875-1963), ερημίτη στο κελί του Αγίου Γεωργίου, στα Καρούλια

Ηγούμενος από τους σημαντικότερους ηγέτες του αγιορείτικου μοναχισμού του περασμένου αιώνος, διακριτικός πνευματικός, γλαφυρότατος συγγραφέας, άριστος ομιλητής, σοβαρότατος μοναχός. Γεννήθηκε στη Μεσενικόλα Καρδίτσας. Τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο για τη σημαντική εθνικοθρησκευτική του δράση αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε ως όμηρος στη Βουλγαρία για 3 χρόνια. Το 1936 εκλέχθηκε ηγούμενος στην Ι.Μ. Διονυσίου, αξίωμα στο οποίο υπηρέτησε περισσότερο από 40 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων δραστηριοποιήθηκε εκτός από το καθαρά πνευματικό έργο σε ποικίλους τομείς, όπως στην εξωράισή της, στην καταλογογράφηση των κειμηλίων της, στην επάνδρωση και την ανάδειξη της με τις συγγραφές του κ.λπ. Ο γνωστός με το προσωνύμιο ‘παππούς’ ηγούμενος εκοιμήθη στις 24-10-1983 (Μοναχ. Μωυσής Αγιορείτης, Ιερές Μορφές του Αγίου Όρους, έκδ. 1η, εκδ. “Τέρτιος”, Κατερίνη 2006, σσ. 220-224). 373Αρχιμ. Γαβριήλ Διονυσιάτης, Λαυσαϊκόν του Αγίου Όρους, Β΄ έκδ., Άγιον Όρος 2002, σ. 99. 372

202


του Αγίου Όρους Άθω, χωρίς την έμπνευση του οποίου αυτή η εργασία δεν θα είχε ποτέ αναληφθεί»374. Είναι φυσικό ο Νίκων, ως ερημίτης, εραστής της ησυχίας και της νοεράς προσευχής να είχε έντονο φιλοκαλικό ενδιαφέρον. Αυτό, όμως, που πραγματικά εντυπωσιάζει και συγκινεί είναι ότι ήθελε να γίνουν κοινωνοί της νηπτικής γραμματείας της Εκκλησίας και οι άγευστοι της ορθόδοξης φιλοκαλικής παραδόσεως. Να έρθουν σε επαφή με την ορθόδοξη πνευματικότητα οι άνθρωποι των άλλων δογμάτων και θρησκειών. Το ενδιαφέρον του ήταν απότοκο της ίδιας της εμπειρίας του, της υπαρξιακής του αναζήτησης όταν ταξίδευε στα βάθη της Ανατολής και της Δύσης και εκφράζει την αληθινή του αγωνία και αγάπη για όλο τον κόσμο, τις οικουμενικές του συνιστώσες, αλλά συγχρόνως και την κατανόηση των βαθύτερων και ανικανοποίητων υπαρξιακών αναγκών των όπου γης ανθρώπων. Και είναι σήμερα γνωστό τι σπουδαίο ενδιαφέρον έχει προκαλέσει στη Δύση375 για την ορθόδοξη πνευματικότητα η δίτομη μετάφραση στα Αγγλικά με κατ΄ επιλογήν κείμενα από τη ρωσική έκδοση των E. Kadloubovsky και G.E.H. Palmer με πρόλογο του Νίκωνα, όπως και η μετέπειτα έκδοση του πλήρους κειμένου της Φιλοκαλίας των Αγ. Νικοδήμου και Αγ. Μακαρίου Κορίνθου από τα Ελληνικά στα Αγγλικά που όπως είδαμε ενέπνευσε ο Νίκων. Αυτό όμως που δεν είναι καθόλου γνωστό είναι η μαρτυρία της αλήθειας και της γνησιότητας ως της μόνης ορθής μεθοδολογίας για την επιστροφή του ανθρώπου στη γνώση του αληθινού Θεού που πρόσφεραν και The Philokalia, Volume Ι, The complete Text compiled by St. Nikodimos of the Holy Mountain and St. Makarios of Corinth, translated from the Greek and edited by G. E. H. Palmer, Philip Sherrard, Kallistos Ware, Faber and Faber, London and Boston. 375Να σημειωθεί ότι στην αρχή ο εκδότης είχε δισταγμούς και επιφυλάξεις για το αν έπρεπε να εκδοθεί ένα τόσο 'εξειδικευμένο' κείμενο. Όμως οι δυσκολίες αυτές ξεπεράστηκαν με την επιμονή του μεγάλου Νομπελίστα ποιητή T. S. Eliot που ήταν εκδοτικός σύμβουλος. Το έργο αυτό γνώρισε τόσο μεγάλη εκδοτική επιτυχία, ώστε επανεκτυπώθηκε οκτώ φορές σε δέκα χρόνια (Χρήστος Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, πέμπτη επανέκδοση, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2006, σ. 195). 374

203


προσφέρουν στην Ανατολή οι εκδόσεις αυτές της Φιλοκαλίας. Το μέτρο της συμβολής του Νίκωνα προς την κατεύθυνση αυτή μπορεί να αποτιμηθεί αρκεί να θυμηθούμε τη μαρτυρία της προσωπικής εμπειρίας της γερόντισσας Γαβριηλίας376, η οποία αναφέρει ότι ο εκλεκτός μαθητής του περίφημου γκουρού Σιβανάντα, μετέπειτα ηγούμενος στο Ashram του Sivananda, το Divine Life Society στο Uttar Pradesh και παγκοσμίως γνωστός Τσιντανάντα σε μια προσωπική του δυσκολία ζήτησε από τη γερόντισσα ένα πνευματικό βιβλίο που θα μπορούσε να τον βοηθήσει και αυτή του σύστησε τη Φιλοκαλία, μεταφρασμένη στα αγγλικά, την έκδοση προφανώς των E. Kadloubovsky και G.E.H. Palmer. Για να συμπληρώσει ότι: «έξι χρόνια μετά [377] ...όταν πηγαίνουν άνθρωποι εκεί για να πάρουν την σοφία του και είναι Ευρωπαίοι, τους παραπέμπει στην Φιλοκαλία!». Ο Chidananda δεν μπορούσε να υποψιασθεί τη βαθειά πνευματικότητα και ασκητικότητα του Χριστιανισμού. Τόσο πολύ συγκλονίστηκε με τη Φιλοκαλία που αργότερα επισκέφτηκε το Άγιον Όρος, όπως φαίνεται από την επιστολή που έστειλε στη γερόντισσα από την Ινδία στις 2-10-1968 με την οποία την ευχαριστεί που τον βοήθησε να πάει να επισκεφθεί τον Άθωνα και να γνωρίσει «τους μεγάλους και Αγίους εκείνους Μοναχούς που ζούνε τη ζωή της Μετανοίας και της Προσευχής»378. Γνωρίζοντας λοιπόν από την επίσκεψή του στο ερημητήριο του πατρός Νίκωνα ο γέροντας Γαβριήλ το πολύγλωσσον του ανδρός, θα αναθέσει το 1950 στον π. Θεόκλητο Διονυσιάτη379, το γνωστό λόγιο, να Γαβριηλία Μοναχή, Η Ασκητική της Αγάπης, 21η έκδοση, εκδ. Επτάλοφος Α.Β.Ε.Ε., Θεσ/νίκη 2009, σ. 313. 377 Το 1961. 378 Γαβριηλία Μοναχή, Η Ασκητική της Αγάπης, 21η έκδοση, εκδ. Επτάλοφος Α.Β.Ε.Ε., Θεσ/νίκη 2009, σ. 107. 379 Ο Θεόκλητος Διονυσιάτης, ο γνωστός λόγιος Αγιορείτης ήταν πολυγραφότατος συγγραφέας και αρθρογράφος, εκδότης των "Αθωνικών Διαλόγων". Πνευματικό τέκνο του γέροντος Γαβριήλ Διονυσιάτου. Εχρημάτισε βιβλιοθηκάριος, γραμματέας, αντιπρόσωπος της μονής του στην Ιερά Επιστασία του Αγίου Όρους, Πρώτος. Εκοιμήθη στις 7-1-2006 (Μοναχ. Μωυσής Αγιορείτης, Ιερές Μορφές του Αγίου Όρους, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 2006, σ. 354). 376

204


μεταβεί μέχρι το ερημητήριο του ασκητή, προκειμένου αυτός να μεταφράσει μια επιστολή από τα γερμανικά στα γαλλικά. Και μπορεί να μη γνώριζε ο ερημίτης καθόλου ελληνικά, όμως με τα λίγα γαλλικά του π. Θεοκλήτου θα μπορούσαν να συνεννοηθούν. Για το σκοπό αυτό ο πατήρ Θεόκλητος πέρασε από τους Δανιηλαίους, οι οποίοι θα του υποδείκνυαν από που θα κατέβαινε για το ερημητήριο του Ρώσου. Εκεί όμως ο νέος μοναχός εκλήθη να αναμετρηθεί με το φόβο του μεγάλου γκρεμού και έτσι απέκτησε τη δική του "προσωπική ιλιγγιώδη πείρα" της φρικαλεότητας των Καρουλίων. Ας αφήσομε όμως τώρα τον ίδιο να μας περιγράψει τη σύντομη μα δυνατή εμπειρία του και το φόβο που τον εμπόδισε να πραγματοποιήσει την αποστολή που του είχε ανατεθεί: «Όταν έμεινα μόνος και έφτασα σε κάτι σχεδόν κατακόρυφες σκάλες σμιλευμένες επάνω στο βράχο κυριολεχτικά πάγωσα. Απορούσα πώς μπορούν να κατεβαίνουν και να ανεβαίνουν μοναχοί και λαϊκοί μάλιστα περασμένης ηλικίας, ενώ εγώ ήμουν 35 ετών και επέστρεψα στους Δανιηλαίους»380.Ο πατήρ Θεόκλητος έφερε βαρέως αυτή την αποτυχημένη απόπειρα να περάσει στο φρικτό Καρούλι, όπως φαίνεται από τη συνέχεια της διηγήσεώς του: «Ύστερα από 2-3 χρόνια, εντρεπόμενος για τη δειλία μου, πήρα έναν φίλο αδελφόν καρουλιώτη και, μπροστά αυτός πίσω εγώ συγκρατούμενοι από συρματόσχοινα και αλυσίδες πήρα το βάπτισμα του ιλίγγου και επιτέλους αναθαρρήσας έκανα πρόσβαση προς όλους τους ησυχαστές, φυσικά και στον Ιερο-μόναχο Νίκωνα»381. Δυστυχώς ο πατήρ Θεόκλητος θα περιοριστεί σε αυτά τα ολίγα, μη επεκτεινόμενος σε λεπτομέρειες από τη συνάντηση με το σπουδαίο ερημίτη, ίσως και λόγω της ανεπάρκειάς του να ανοιχτεί σε μεγάλη συζήτηση από έλλειψη επαρκούς γλωσσομάθειας. Θεόκλητος Μοναχός Διονυσιάτης, Ο Γέροντάς μου Ηγούμενος Γιαβριήλ Διονυσιάτης 1886-1983, εκδ. οίκος 'Αστήρ' Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1987, σ. 156. 381 Θεόκλητος Μοναχός Διονυσιάτης, Ο Γέροντάς μου Ηγούμενος Γιαβριήλ Διονυσιάτης 1886-1983, εκδ. οίκος 'Αστήρ' Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1987, σσ. 156-157. 380

205


Αν θέλει κανείς να δει τους Καρουλιώτες Πατέρες θα πρέπει να πάει από ξηράς ή από θαλάσσης, αλλά να τους προσεγγίσει υποθαλασσίως αυτό υπερβαίνει και τις πιο φαντασιώδεις διάνοιες. Κι΄ όμως, αυτό που θα πήγαινε πολύ σαν σκηνή και σενάριο κατασκοπευτικής και αστυνομικής περιπέτειας συνέβη πραγματικά και όχι μία φορά στον παράκτιο χώρο των Καρουλίων. Συγκεκριμένα κάποια καρουλιώτικη παράδοση που υπάρχει μέχρι σήμερα θέλει κάποιο βούλγαρο στρατηγό να φτάνει στα Καρούλια με υποβρύχιο. Σκοπός πάντα της επίσκεψής του, ο Νίκων. Και μπορεί κανείς να φανταστεί το μαύρο σκαρί του υποβρυχίου να αναδύεται από τη θάλασσα σαν μια τεχνολογική επαλήθευση του αρχαίου μύθου της αναδυόμενης Αφροδίτης και το στρατηγό να επιβιβάζεται σε λαστιχένια λέμβο συνοδεία ναυτών και να αποβιβάζεται στην ξηρά. Στη συνέχεια να σκαρφαλώνει στις απόκρημνες ανωφέρειες μέχρι το ερημητήριο του ασκητή και μετά από λίγες ώρες να μπαίνει πάλι στη λέμβο για να επιβιβαστεί πάλι στο υποβρύχιο που τον περιμένει σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Αυτό βέβαια αν η προφορική αυτή παράδοση382 είναι αληθινή. Αν και η παράδοση αυτή έχει πολλά κενά και εγείρει ακόμα περισσότερα ερωτηματικά: Ποιο ήταν το αινιγματικό αυτό πρόσωπο, για ποια εποχή μιλάμε, πώς ένα ξένο πολεμικό σκάφος μπορεί να πλέει στα χωρικά μας ύδατα, έπαιρνε άδεια ή περνούσε παράνομα; Αν οι επισκέψεις γίνονταν όταν η Βουλγαρία είχε κομουνιστικό καθεστώς, πώς μπορούσε ο στρατηγός να τις δικαιολογήσει στους ανωτέρους του, δεδομένου ότι το καθεστώς αυτό ήταν αθεϊστικό; Μήπως επίσης παραβιάζοντας τα ελληνικά χωρικά ύδατα ή μήπως έχοντας διατεταγμένη υπηρεσία έδινε διαταγή κάποια στιγμή να παρεκκλίνει από την πορεία του μέχρι τα ύδατα του Αγίου Όρους; Σε κάθε περίπτωση είναι συγκινητική όλη αυτή η

382

www.isihazm.ru/zid=384 iid=1087. 206


μεθόδευση εκείνου του ανθρώπου προκειμένου να πάει στον ερημίτη, να συζητήσει μαζί του και, ίσως, να εξομολογηθεί. Από όσα ειπώθηκαν μέχρι τώρα είναι φυσικό να απορήσει κανείς που ένας γόνος ευγενούς οικογενείας με τεράστια μόρφωση, όπως ο Νίκων, ακολούθησε μια τόσο σκληρή πνευματική άσκηση. Όμως το πράγμα έχει την εξήγησή του, αν λάβομε υπόψη την ιδιοσυγκρασία και τις μυστικές εφέσεις της ρωσικής ψυχής. Ο Νικόλαος Μπερδιάγεφ383 θα μιλήσει για τις αντιφάσεις και τις αντινομίες της ρωσικής ιδιοσυγκρασίας αποδίδοντάς τις στη γεωγραφία της Ρωσίας: «…η εκτεταμένη ρωσική γη, που δεν έχει περιγράμματα, το άπειρο των οριζόντων της, το ασχηματοποίητο στην έκτασή της, όλα αυτά είναι έκφραση της εκτεταμένης, απερίγραπτης, άπειρης και αδιαμόρφωτης ως προς τα εθνικά στοιχεία ρωσικής ψυχής. Δεν ζη τυχαία ένας λαός σ’ αυτή ή την άλλη χώρα, σ’ αυτή ή την άλλη περιοχή της γης. Εν προκειμένω υπάρχει μια στενή συνάφεια. Η ίδια η φύση, η ίδια η γη καθορίζεται από τις θεμελιώδεις δομές της ψυχής ενός λαού. Οι ρωσικές πεδιάδες είναι σύμβολα της ρωσικής ψυχής. Σ’ ολόκληρη τη δομή της ρωσικής γης αισθάνεται κανείς πόσο δύσκολο είναι να κυριαρχήση πάνω σ’ αυτή τη γη, να της δώση μορφή, να την υποτάξη στον πολιτισμό. Ο Ρώσος βρίσκεται στην κυριαρχία της φύσεώς του, στην κυριαρχία της γης του, στην κυριαρχία των στοιχείων... Η ψυχή ξεχύνεται σε άπειρες εκτάσεις, κατευθύνεται σε άπειρους ορίζοντες. Η απόσταση, το άπειρο ελκύει τη ρωσική ψυχή. Δεν μπορεί να ζήσει σε όρια και σε σχήματα, σε διαφοροποιήσεις του πολιτισμού. Η ψυχή αυτή κατευθύνεται προς τα έσχατα, γιατί δεν γνωρίζει τα όρια και τις μορφές της ζωής, δεν συγκρούεται με κανένα κλειστό, πειθαρχημένο περίγραμμα στη δομή της γης της και των στοιχείων της. Η ψυχή αυτή είναι αποκαλυπτική ως προς Νικ. Μπερδιάγεφ, Το Πνεύμα του Ντοστογιέφσκι, μετάφρ. Νικ. Ματσούκα, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 1972, σσ. 169-170. 383

207


τις θεμελιώδεις παρορμήσεις και τη στάση της έναντι του κόσμου. Είναι εξαιρετικά ευαίσθητη στα μυστικά και αποκαλυπτικά ρεύματα… Η ψυχή αυτή ανοίγεται σε μακρινές διαστάσεις, κατευθύνεται προς το τέλος της ιστορίας. Εύκολα αποσπάται από κάθε έδαφος και ξεχύνεται με ορμητικούς κυκλώνες σε άπειρες διαστάσεις… Η απουσία της μορφής, η αδυναμία για αυτοπειθαρχία οδηγούν τον Ρώσο στην απώλεια της ορμής της αυτοσυντηρήσεως. Πολύ εύκολα αυτοκαταστρέφεται, αυτοπυρπολείται, αποσπάται από κάθε χώρο… Η ρωσική ψυχή είναι ικανή να πηγαίνει στην απώλεια με ακράτητη μέθη». Ο

Νικόλαος

Αρσένιεφ

επίσης

στο

βιβλίο

του

''Η

Ρωσική

Ευσέβεια''384θα εξηγήσει το φαινόμενο αυτό με πολλή εμβρίθεια μα και ποιητική διάθεση: «συχνά στη ρωσική ευαισθησία βρίσκεται κάτι το υπέρμετρο, ενώ συγχρόνως συνυπάρχει η παθιασμένη νοσταλγία για μέτρο, για ηθική ισορροπία και για πνευματική ειρήνη. Η ρωσική ψυχή συχνά ζη στις αντιθέσεις. Οι δύο πόλοι που βρίσκονται στην ψυχή κάθε λαού και κάθε ανθρώπου κάποτε βρίσκονται σε σχεδόν άμεση γειτνίαση· και τότε είναι πιο προφανείς, πιο τονισμένοι παρά αλλού…Γνωστό είναι το ξακουστό ψυχολογικό δοκίμιο όπου ο Ντοστογιέφσκυ στο Ημερολόγιο ενός Συγγραφέα μας δείχνει τη ρωσική ψυχή σκυμμένη πάνω απ’ την άβυσσο, και ξαφνικά κυριευόμενη από’ να ηθικό ίλιγγο. Απ’ το’ να μέρος, μας λέει, ένα επιτακτικό αίσθημα ωθεί τους Ρώσους στην υπερβολή, κι αυτοί σε χτυποκάρδι πλησιάζουν στο γκρεμό. νοιώθουν την έλξη να σκύψουν με μισό κορμί, να βυθίσουν το βλέμμα στο έσχατο βάθος του κάτωθε χάους, κι’ ακόμα, σε περιπτώσεις ξέχωρες μα αρκετά συχνές, να ριχτούν σαν τρελλοί παθιασμένα στο βάραθρο...».

Νικόλαος Αρσένιεφ, Η Ρωσική Ευσέβεια, μετάφρ. Ιωάννης Ήλεκτρος Μπούμης, εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1973, σσ. 23-30. 384

208


Κατ’ αρχήν η παραδοσιακή ρωσική εξουσία, αλλά και γενικότερα ολόκληρη η δομή της παραδοσιακής ρωσικής κοινωνίας είχε ανέκαθεν επηρεαστεί βαθιά από το χριστιανισμό. Οι Ρώσοι πρίγκιπες λοιπόν αφομοίωσαν τη χριστιανική πίστη και ενώ πριν από τον Άγιο Βλαδίμηρο ήταν αρχηγοί των φυλών και πολεμούσαν μεταξύ τους για δόξα και λαφυραγωγία, όταν εκχριστιανίστηκαν τέθηκαν επικεφαλής διοικητικών τμημάτων ενός ενιαίου έθνους, σταμάτησαν τους εμφυλίους πολέμους και εργάστηκαν για την ενότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και την πίστη. Έπειτα, είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Νέφσκι ξεσήκωσε το Ρωσικό λαό όχι ενάντια στους Τατάρους, αυτό το φοβερό εχθρό των Ρώσων, αλλά ενάντια στους Καθολικούς Σουηδούς που απειλούσαν την πνευματική ικμάδα του έθνους385. Επίσης, «η ιστορία της επικράτησης της Μόσχας είναι καθαρή επιβεβαίωση της ίδιας ιδέας. Τον καιρό της παρακμής της, η Μόσχα ήταν ένα ολιγάριθμο πληθυσμιακό αμάλγαμα. Αργότερα όμως, ηγέτες της υπήρξαν συνετοί πρίγκιπες που είχαν αφομοιώσει την Ορθόδοξη αντίληψη της δικαιοσύνης και έτσι, όταν ο Άγιος ιεράρχης, Μητροπολίτης Πέτρος, είπε στον πρίγκιπα ότι η Μόσχα θα αποκτούσε δύναμη και ότι ο ίδιος ο ιεράρχης θα ζούσε και θα ενταφιαζόταν εκεί εάν ο πρίγκιπας έχτιζε στη Μόσχα ένα σπίτι για την Υπεραγία Θεοτόκο, ο πρίγκιπας πραγματοποίησε τη συμφωνία. Μ΄ άλλα λόγια, ο Άγιος ιεράρχης Πέτρος του είπε: ‘Εάν είσαι πιστός στην Ορθοδοξία μέχρι το τέλος και πάνω απ’ όλα αναζητάς τη Βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη Του, τότε όλα αυτά τα πράγματα –όλα τα επίγεια, όλα όσα αφορούν το κράτος- θα προστεθούν σ’ αυτά’. Αυτός ήταν ο σκοπός της Μόσχας και ήταν σύμφωνος με τη διαθήκη του Αγίου Πέτρου . Η βραδινή συγκέντρωση στα τείχη του Κρεμλίνου μπροστά στο

Παρασκευή Τριανταφυλλοπούλου (επιμ.), Ο Άνθρωπος του Θεού Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, Α΄ έκδ., εκδ. Μυριόβιβλος, Αθήνα 2008, σσ. 330-331. 385

209


στρατιωτικό ρολόι ξεκινούσε με την παράκληση: Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς» 386. Είναι μήπως συνηθισμένος, για να κάνομε ένα μεγάλο άλμα και να μεταφερθούμε στις αρχές του 19ου αιώνα, για νικητές ο τρόπος που φέρθηκε ο Αλέξανδρος ο Α' στο Παρίσι του 1814, όταν αντιμετώπισε το γαλλικό λαό όχι ως κατακτητής, αλλά ως φίλος και εν Χριστώ αδελφός; Όταν συγκεκριμένα στις 10 Απριλίου του 1814, στην πλατεία Επαναστάσεως πήρε “εκδίκηση” όπως είπε στο φίλο του πρίγκιπα Αλέξανδρο Γκολιτζύν για την εκστρατεία του Ναπολέοντα στη Ρωσία, αλλά μια “εκδίκηση” αγάπης με την τέλεση της νυκτερινής λειτουργίας του Πάσχα ως έκφραση συγχωρήσεως και συμφιλιώσεως387; Υπήρχε επίσης μεγάλη παράδοση στη Ρωσία, άνθρωποι με αξιώματα να φεύγουν και να γίνονται μοναχοί, όπως π.χ. ο Άγιος Αλέξανδρος Νέφσκι, ο πρίγκιπας Θεόδωρος του Σμολένσκ, ο ιερομόναχος Νικήτας, πρώην πρίγκιπας Σιρίνσκι Σιχματόβ κ.α. Αν δει κανείς το αγιολόγιο της Ρωσικής Εκκλησίας388 θα παρατηρήσει μια μεγάλη σειρά αγίων, οι οποίοι ήσαν ηγε-μόνες. Εκεί δίπλα μάλιστα στο Νίκωνα, στο ανατολικό Καρούλι ζούσε ένας άλλος γόνος μεγάλης αριστοκρατικής οικογενείας της Ρωσίας, ο γέροντας Παρθένιος, γιος κόμητος, του οποίου η περιουσία, όπως λέει πάλι ο μακαριστός αρχιμανδρίτης Γαβριήλ389 ήταν ίση με την έκταση της Μακεδονίας μας. Μια φυσιογνωμία πριγκιπική με ράσα κουρελιασμένα που ασκούσε πνευματική έλξη σ’ όσους τον πλησίαζαν, από την Χάρη που είχε σκηνώσει στην καρδιά του. Απ’ όσα είπε στον αρχιμ. Χερουβείμ390 που Παρασκευή Τριανταφυλλοπούλου (επιμ.), Ο Άνθρωπος του Θεού Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, Α΄ έκδ., εκδ. Μυριόβιβλος, Αθήνα 2008, σσ. 331-332. 387 Νικόλαος Αρσένιεφ, Η Ρωσική Ευσέβεια, μετάφρ. Ιωάννης Ήλεκτρος Μπούμης, εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1973, σ. 114. 388 Για περισσότερες πληροφορίες βλέπετε: Αντώνιος Μάρκος, Το Ρωσικό Αγιολόγιο, εκδ. Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης Στρογγύλης Κορωπίου Αττικής, 2005. 389Αρχιμ. Γαβριήλ Διονυσιάτης, Λαυσαϊκόν του Αγίου Όρους, Β΄ έκδ., Άγιον Όρος 2002, σ. 99. 390Αρχιμ. Χερουβείμ, Από το Περιβόλι της Παναγίας Νοσταλγικές Αναμνήσεις, έκδ. ζ', Ι.Μ. 386

210


τον επισκέφτηκε, όταν ήταν μικρός στην Πετρούπολη έπαιζε με τον μετέπειτα βασιλιά της Ελλάδας Γεώργιο Β'. Είχε καρεί μοναχός στο κελλίον Άγιος Νικόλαος Μπουραζέρι και ήταν γραμματεύς του. Η απόφαση του νεαρού λαϊκού να μονάσει στο Μπουραζέρι συνδέεται με την επίσκεψη του ηγουμένου του στο μέγαρο της οικογένειάς του στη Ρωσία, καθ’ ότι η ευλαβής εκείνη οικογένεια είχε μετατρέψει το σπίτι της σε κονάκι αγιορειτών μοναχών. Μάταια προσπάθησε ο πατέρας να κρατήσει το γιό του με την υπόσχεση να ιδρύσει μοναστήρι σε δικό του μεγάλο κτήμα και να μονάσει εκεί391. Αυτό όμως που τον ώθησε να πάει να μείνει στα Καρούλια ήταν μόνο ένα γράμμα από μια ρωσίδα χωρική: «Δεχθήτε, άγιοι πατέρες, και από μένα την πτωχή αυτά τα ολίγα χρήματα. Άκουσα πως κτίζετε εκκλησία στο Κελλί και ζητάτε βοήθεια. Στενοχωρήθηκα που δεν έχω να σας στείλω κι εγώ κάτι, δι’ αυτό έκοψα τις κοτσίδες των μαλλιών μου, τις επώλησα στις μεγάλες αρχόντισσες, που τα μαλλιά τους τα έχουν κομμένα και βάζουν ξένα στις δεξιώσεις. Δεχθήτε, λοιπόν, και από εμένα τον μικρόν οβολόν μου…». Εδώ το δίλεπτο της χήρας δεν είναι απλώς το υστέρημα ενός ανθρώπου, αλλά είναι μια αυτοθυσιαστική πράξη που υπερβαίνει την ενστικτώδη γυναικεία

φιλαρέσκεια.

Από

το

γράμμα

αυτό

ο

π.

Παρθένιος

συγκλονίστηκε: «Όταν εδιάβασα την επιστολή, σκέφθηκα. Άλλοι κόβουν τα μαλλιά τους και άλλοι στέλνουν από το υστέρημά τους για μας. Κι εγώ κάθομαι στην πολυθρόνα με το τσάϊ μου, το φαγητό, τις ανέσεις μου… Έπρεπε να έλθω εδώ στα Καρούλια για την αγάπη του Χριστού και για την σωτηρία της ψυχής μου»392. Ήταν λιγότερο “κοινωνικός” από τον Νίκωνα που ήταν παλιός γνωστός και φίλος του από τη Ρωσία. Αξίζει να

Παρακλήτου, Ωρωπός 2000, σ. 193. 391 Ιερομ. Ιωαννίκιος Κοτσώνης, Ανθοδέσμη από το Περιβόλι της Παναγίας, εκδ. Ι. Γυν. Ησυχαστηρίου “Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς” Κουφάλια Θεσ/νίκης 1992, σσ. 63-64. 392 Αρχιμ. Ιωαννίκιος Κοτσώνης, Αθωνικόν Γεροντικόν, έκδ. Δ΄, έκδ. Ι. Ησυχαστηρίου Αγ. Γρηγορίου Παλαμά, Κουφάλια Θεσ/νίκης 1992, σσ. 119-120. 211


σημειωθεί ότι δεν βγήκε π.χ. ποτέ από το Όρος για να πάει στην Αθήνα παρά τις επίμονες προσκλήσεις και παρακλήσεις των συμπεθέρων του βασιλέων της Ελλάδας Γεωργίου και Όλγας393. «Άκρως φιλέρημος και ρέκτης της νήψεως και της νοεράς προσευχής, εκ προοιμίων της εκεί εγκαταστάσεώς του ‘γνωστοποίησε την απροθυμία του για επισκέψεις και συντυχίες και την… ευγνωμοσύνη του για κείνους που θα σέβονταν τούτη την παράκληση και θέλησί του. Τροφή του πνευματική η χάρις του Θεού. βρώσις του σωματική, το παξιμάδι που του προμήθευαν συνασκηταί, και πόσις του, το λιγοστό βρόχινο νεράκι της από προκάτοχο παρακατασκεύαστης στερνούλας»394. Άλλοι μορφωμένοι Ρώσοι Καρουλιώτες ήταν ο γέροντας Ζωσιμάς που είδαμε παραπάνω ότι διακονούσε τον Νίκωνα, ο Ιερομόναχος Σεραφείμ395 (1905-1982) που έμενε στην Καλύβη του Αγίου Ιννοκεντίου

και

είχε

ένα

υποτακτικό,

ο

Ιερομόναχος

Θεοδόσιος

Καρουλιώτης (1869-1937) πρώην πρύτανης του ρωσικού πανεπιστημίου της Μόσχας, ο οποίος μετέφρασε τα έργα του Οσίου Νικοδήμου και του στάρετς Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, ο Μοναχός Νικόδημος Καρουλιώτης (18881984) πρώην αξιωματικός στον τσαρικό στρατό, ο γέροντας Σωφρόνιος (1896-1993) σύγχρονος μεγάλος Πατέρας και συγγραφέας του βίου του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη κ.α. Είναι όμως εδώ απαραίτητη μια διευκρίνηση. Το να φύγει κανείς από τις τιμές και τις δόξες του κόσμου τούτου για να ακολουθήσει το μοναχικό βίο, όντας εξέχον μέλος μιας κοινωνίας, αυτό δεν είναι κάτι που συναντάται μόνο στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Άλλωστε, η οντολογική δίψα και αναζήτηση δεν έχει ούτε γεωγραφικά και εθνικά, ούτε

Επισκ. Ροδοστόλου Χρυσόστομος, Ωδή στα Αμάραντα, στον Άθωνα, Άγιον Όρος 2004, σ. 621. 394 Επισκ. Ροδοστόλου Χρυσόστομος, Ωδή στα Αμάραντα, στον Άθωνα, Άγιον Όρος 2004, σ. 395 Κατά κόσμον Σέργιος Λισεβίσκη του Ιγόρ και της Άννας. Πήγε στο Άγιον Όρος το 1928, εκάρη το 1928 και ήταν ο τελευταίος Ρώσος ερημίτης των Καρουλίων της παλιάς σειράς (Μοναχ. Μωυσής Αγιορείτης, Μέγα Γεροντικό Εναρέτων Αγιορειτών του Εικοστού Αιώνος, τόμ. Β΄ 1956-1983, εκδ. Μυγδονία, σ. 1043). 393

212


θρησκευτικά όρια. Πολλοί πρίγκιπες και ηγεμόνες αναζήτησαν την οντολογική ολοκλήρωση στην απομάκρυνση από τον κόσμο, τα αγαθά, τις ανέσεις και τα μεγαλεία του. Γνωστή π.χ. είναι η περίπτωση του Βούδδα (Σιντάρτα Γκαουτάμα). «Ακόμα και σήμερα στη Μέση και Άπω Ανατολή, δεν είναι σπάνιο άνθρωποι με μεγάλες θέσεις και άφθονα πλούτη, να κάνουν κάτι παρόμοιο, όταν φτάνουν σε κάποια ηλικία, πολύ πριν από αυτήν που θεωρείται στη Δύση γερατειά. Αφήνουν ξαφνικά όλα τ' αγαθά τους και ζουν σα μοναχοί, κάποτε και σαν απλοί επαίτες, πιστεύοντας πως έτσι πλησιάζουν πιο πολύ στους θεούς», σημειώνει ο Ι. Βασιλείου στο ωραίο βιβλίο του ''Αμάρτημα στον Άθω κι άλλα Διηγήματα''.396 Αυθόρμητα έρχονται στο νου οι στίχοι ενός ωραίου βουδδιστικού ποιήματος του 10ου αιώνα: «Ο μεγάλος βασιλιάς πρόσεξε χωρίς θλίψη πόσο άσπρα τώρα τα μαλλιά του είχαν γίνει. "Φτάνουν τα γερατειά, σκέφτηκε, η στιγμή ήρθε μακριά πια να ξεφύγω από τη βουή του κόσμου" Πρόσταξε να'ρθεί ο διάδοχος και του είπε: "Με χαρά πολλή, σαν πατέρας σου παραδίνω την ιερή ομπρέλα και την εξουσία. Στο δάσος με τα Μάγκι μοναχός θα γίνω". Ο βασιλικός πρίγκιπας αναστατωμένος, ένωσε με σεβασμό σε προσευχή τα χέρια. "Γιατί, ρώτησε, θέλεις το θρόνο σου ν΄αφήσεις; Μακριά να πας κι εκεί σαν ασκητής να ζήσεις;" Ήρεμα απάντησε ο τρανός βασιλιάς: "Ευγενικό μου παιδί και πολυλατρεμένο! Θέλω ν΄αφήσω το θρόνο, μοναχός να γίνω, Ι. Βασιλείου, Αμάρτημα στον Άθω κι άλλα Διηγήματα, Βιβλιοπωλείον της 'Εστίας', σ. 155. 396

213


γιατί η προσκόλληση στα πράγματα του κόσμου καλό δε φέρνει. Όλα ν΄αλλάζουν μοιραίο είναι. Σιγά σιγά γερνάω. Τα μαλλιά μου ασπρίσαν. Σημάδι είναι πως φτάσανε κιόλας τα γερατειά. Γι΄αυτό πήρα απόφαση να φύγω μακριά". Ο μεγάλος άρχοντας έδωσε την εντολή, αμέσως το πριγκιπόπουλο στο θρόνο ν΄ανεβεί. "Όταν και συ δεις, του είπε, άσπρα τα μαλλιά σου από τον κόσμο να φύγεις και μοναχός να γίνεις". Παράτησε το παλάτι και στο δάσος πήγε. Τέσσερα θεόσταλτα εκεί του ήρθαν δώρα. Τέσσερα για στόχαση χαρίσματα στην ψυχή. Σαν πέθανε, πήγε σ΄ένα παράδεισο να ξαναγεννηθεί»397 Όμως μπορεί η αναχώρηση στην ορθόδοξη άσκηση να διαπνέεται από την αίσθηση της ουτιδανότητος, ωστόσο

δεν

υπάρχει καμμιά

αίσθηση απαισιοδοξίας, ούτε νέκρωση της επιθυμίας για το καλό.398 Ο αναχωρών γνωρίζει ότι δεν θα γίνει θεός με τις δυνάμεις και τις προσπάθειές του, διά της ενώσεώς του με το Άτμαν και δι' αυτού με το Μπράχμαν, αλλά ως δώρο από τον Κύριο που σταυρώθηκε και αναστήθηκε για χάρη του, ώστε να προσοικειωθεί εκείνος την

Ι. Βασιλείου, Αμάρτημα στον Άθω κι άλλα Διηγήματα, Βιβλιοπωλείον της 'Εστίας', σσ. 155-156. 398 Ωστόσο, είναι λάθος αυτό που κάνουν συχνά Έλληνες διανοούμενοι που συσχετίζουν ή ταυτίζουν τον ορθόδοξο με το βουδιστικό μοναχισμό, όπως πχ ο πολύ αξιόλογος ποιητής Ζαχαρίας Παπαντωνίου στο βιβλίο του ''Άγιον Όρος''. Ο βουδιστικός μοναχισμός είναι έκφραση μιας εντελώς διαφορετικής παραδόσεως από τον ορθόδοξο μοναχισμό που είναι έκφραση του γνησιότερου και αγωνιστικότερου πνεύματος της ζωής της Εκκλησίας. Όμως, εδώ θα επαληθευτεί για άλλη μια φορά το ''ουδέν κακόν αμιγές καλού'': Η γέννηση του ''Μεταξύ ουρανού και γης'' όπως θα σημειώσει ο συγγραφέας του (Μοναχ. Θεόκλητος Διονυσιάτης, Το Άγιον Όρος και το ''Άγιον Όρος'' στο ιδίου Αθωνικά Άνθη, τόμ. Δ΄, Εκδ. Οίκος ''Αστήρ'', Αλ. και Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1992,σ. 249) οφείλεται στην ανάγκη να ανατραπούν οι βουδιστικές ιδέες του βιβλίου ''Άγιον Όρος''. 397

214


αντικειμενική σωτηρία που χάρισε δι΄αυτού του σωτηριώδους έργου Του στην ανθρώπινη φύση. Κοντά στα επαινετικά και διθυραμβικά σχόλια που μπορεί ν’ ακούσει και να διαβάσει κανείς για τον π. Νίκωνα δεν είναι απίθανο να συναντήσει και κάποια καχυποψία για το πρόσωπό του καθώς η απόπειρα αλλοίωσης των εθνογραφικών χαρακτηριστικών της ιεράς χερσονήσου προς εξυπηρέτηση των σχεδίων του πανσλαβισμού έπληξε την εικόνα των Ρώσων μοναχών στο Άγιον Όρος. Τέτοιες κρίσεις όμως δεν μπορεί να είναι σωστές, αφ’ ενός γιατί δεν συνάδουν με το πνευματικό ήθος και ύφος του μακαριστού γέροντος όπως αυτό αναδύεται από τις παραπάνω συναντήσεις και αφ’ετέρου γιατί απλούστατα μετά το 1917 με την επικράτηση του κομμουνισμού στη Ρωσία σταμάτησαν οι επεκτατικές βλέψεις για το Άγιον Όρος. Πρέπει να τονίσομε εδώ με έμφαση ότι ο Νίκων όπως και οι άλλοι Πατέρες που είδαμε παραπάνω δεν πήγαν στο Άγιον Όρος για να εξυπηρετήσουν πολιτικούς και θρησκευτικούς εθνικισμούς, επεκτατισμούς, βλέψεις και ιδεοληψίες, αλλά γιατί αγάπησαν ειλικρινά τον Θεό και θέλησαν ν’ αφοσιωθούν σ’ Αυτόν με απόλυτο τρόπο. Γιατί το Άγιον Όρος δοκιμάστηκε πολύ από το ρωσικό επεκτατισμό στα πλαίσια της ιδεολογίας του Πανσλαβισμού. Όπως είναι γνωστό399, λίγα χρόνια μετά την αποχώρηση του τουρκικού στρατού από το Όρος (1830) αρχίζει να σημειώνεται αθρόα προσέλευση Ρώσων για να γίνουν μοναχοί, οι οποίοι δεν γνωρίζουν ότι εξυπηρετούν τον πανσλαβικό επεκτατισμό που αρχίζει εκείνη την εποχή να γιγαντώνεται και υποστηρίζεται από αξιωματούχους της τσαρικής πολιτικής του S. Peterbourg και κάποιους αρχιερείς της Ι. Συνόδου του Ρωσικού Πατριαρχείου. Η επεκτατική αυτή πολιτική απέβλεπε στην εθνογραφική αλλοίωση των κατοίκων της αγιορειτικής Δωρόθεος Μοναχός, Το Άγιο Όρος. Μύηση στην Ιστορία του και τη Ζωή του, εκδ. «Τέρτιος», Κατερίνη, σσ. 183-191. 399

215


χερσονήσου και είχε σαν αποτέλεσμα να καταφτάνουν στο Όρος και άνθρωποι άσχετοι από ορθόδοξη πνευματικότητα και αδιάφοροι ως προς τους στόχους της μοναχικής ζωής, ακόμα και κατάδικοι του κοινού ποινικού δικαίου. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που έλεγε ο πρεσβευτής Ιβάν Αλεξέγιεβιτς Ζηνόβιεφ: «ας μένουν στο Όρος Ρώσοι, κι ας είναι και διάβολοι». Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής που σκόπευε τη δημιουργία στρατιωτικοπολιτικής

βάσης

στο

Άγιον

Όρος,

δρούσαν

κέντρα

πανσλαβιστικής προπαγάνδας στη Μ. Ρωσικού, το Σεράϊ, τη Χρωμίτσα, τη Θηβαΐδα

και

κυρίως

το

έκνομο

σωματείο

«Ρωσική

κελλιωτική

αδελφότητα» που ιδρύθηκε το 1898 και είχε την έδρα του στο χιλανδαρινό κελί “Άγιος Χρυσόστομος”. Για την πραγματοποίηση της πολιτικής αυτής εισέρευσαν μυθώδη χρηματικά ποσά στο Άγιον Όρος σταλμένα από τη Ρωσία και ανεγέρθησαν οικοδομικά μεγαθήρια που αλλοίωσαν τον οικοδομικό τύπο της παραδοσιακής αγιορειτικής αρχιτεκτονικής. Η Σκήτη του Αγίου Ανδρέα, γνωστή ως Σεράϊ με την ανακτορικών προδιαγραφών αρχιτεκτονική, το ρωσικό κελί της Αγίας Τριάδος, του Αγίου Ιγνατίου, του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στις Καρυές αποτελούν χαρακτηριστικά και αποκαλυπτικά δείγματα μιας πολυτελούς καλογερικής νοοτροπίας, ξένης προς το γνήσιο πνεύμα του ορθόδοξου μοναχισμού. Να θυμηθούμε εδώ όσα λέει για το “Κρεμλίνο” του Αγίου Όρους ο σοφός γέροντας Γαβριήλ Διονυσιάτης για να καταδειχθεί ακόμα πιο εμφατικά η διαφορά ανάμεσα στην κοσμική πολυτέλεια που χαρακτήριζε την παραπάνω μοναχική αντίληψη και στην πτωχεία και άκρα πενία των προαναφερθέντων καρουλιωτών πατέρων. Λέει λοιπόν για το Σεράϊ: «Όποτε δε εισέρχεται δια πρώτην φοράν ο επισκέπτης μένει κατάπληκτος από τας μεγαλοπρεπείς και φιλοκάλους οικοδομάς, εν δε τω ιερώ ναώ από τον πλούτον των εν αυτώ ιερών εικόνων μετ’ επενδύσεων αργυρεπιχρύσων εις θρόνους σκαλιστούς και προσκυνητάρια επιχρυσωμένα, άγια Λείψανα εις πολυτίμους θήκας και 216


τοιαύτην, ως λάρνακα ολόσωμον, φέρουσαν μετωπιαίον οστούν του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου, ούτινος τη μνήμη σεμνύνεται. Το δάπεδον του ιερού τούτου ναού είναι εκ ξύλου κυπαρίσσου εστιλβωμένου και διασκευασμένου ούτως ώστε να φαίνεται κυματίζον εις την από της εισόδου και μέχρι του ιερού Βήματος αρκετήν απόστασιν. Όλα εν αυτώ απαστράπτοντα και πολυτελή, αλλά ογκώδη και βαρείας μορφής, την κατάπληξιν και τον θαυμασμόν εμποιούντα, ουχί όμως και την κατάνυξιν ην αισθάνεταί τις εις τα αιθέρια, τα υποβλητικά και τόσον αρμονικά κτήρια των Βυζαντινού ρυθμού καθολικών, εν ταις Ιεραίς Μοναίς»400. Τελικά αυτή η εκτροπή από το γνήσιο ήθος και ύφος του ορθόδοξου αγιορείτικου μοναχισμού πληρώθηκε μ’ ένα τρόπο, θα λέγαμε νομοτελειακό: αυτά τα επιβλητικά μέγαρα με την αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος στη Ρωσία και την μπολσεβικική επανάσταση και τον παραγκωνισμό του αγιορειτικού πανσλαβισμού, παραδόθηκαν για χρόνια στην ερήμωση και ερείπωση, αν δούμε τις εντυπώσεις του Γιώργου Θεοτοκά από το Άγιον Όρος, καθώς και κάποιες σκηνές από το μυθιστόρημά του «Ασθενείς και οδοιπόροι» που αντικατοπτρίζουν το προσκύνημά του αυτό. Ας μη νομίζομε όμως ότι όλη αυτή η λαίλαπα του πανσλαβισμού και της απόπειρας διεθνοποίησης του Όρους άφησε ανεπηρέαστους γενικά τους Αγιορείτες και ανέπαφα τα αισθητικά τους κριτήρια. Αρκεί μόνο ένα παράδειγμα για να φανεί η μετάλλαξη έντινι μέτρω του ύφους και η αλλοίωση των αισθητικών κριτηρίων των μονα-χών συνολικά του Αγίου Όρους: «Το 1817, όταν ο εξόριστος στο Όρος μας, Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, επισκέφθηκε ως ταπεινός προσκυνητής την Νέα Σκήτη, έκανε το παν ο Δίκαιος της, για να βρη στις ευπορώτερες πως συνοδείες ένα γυάλινο ποτήρι, ώστε αξιοπρεπώς μ’ αυτό να προσφέρη και πιή νερό ο (μελλοντικός ιεροεθνομάρτυς) Παναγιώτατος, και όχι από Αρχιμ. Γαβριήλ Διονυσιάτης, Λαυσαϊκόν του Αγίου Όρους, β΄ έκδ., Άγιον Όρος 2002, σ. 135. 400

217


ξύλινη χειροτόρνευτη κούπα. Το 1917 τα κρυστάλλινα κολωνάτα, τα πορσελάνινα πιάτα, οι καταπλήσσουσες πιατέλλες-έργα τέχνης, και τα απαστράπτοντα σαμοβάρια τσαγιού των προμηθέντων της Τσαρικής Αυλής, δυστυχώς και απερισκέπτως ήδη είχαν κάνει αισθητή την ανοίκεια και υβριστική παρουσία τους σε αρκετά Ιερών Μονών συνοδικά και αρχονταρίκια, και λίγο αργότερα δεν έλλειπαν απ’ τα ‘νοικοκυριά’ ούτε της μόλις κατονομασθείσης Σκήτης».401 Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, όλη αυτή η μικροσκελής παρέκβαση ήταν απαραίτητη αφ’ ενός για να τεθεί το πρόσωπο του Νίκωνα στο ιστορικό πλαίσιο αυτών των καταστάσεων και αφ’ ετέρου για να αποτιμηθεί το μέγεθος της αγάπης του στο Θεό και για να φανεί έτσι πιο καθαρά ότι η ζωή του ήταν “θυσία αινέσεως” στον Κύριο. Υπάρχουν επίσης και κάποιες απόψεις402, οι οποίες θεωρούν ότι ο Νίκων δεν ακολούθησε σωστά το μονοπάτι για την αγιότητα ή ότι ήταν μισότρελος εξαιτίας της πολλής δουλειάς και του μοναχικού του βίου, οι οποίες, νομίζομε, οφείλονται στη εκούσια απομόνωσή του. Μα μήπως και άλλοι, όπως ο Ιωσήφ ο Ησυχαστής ή ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης για να αναφέρομε δυο μόνο σύγχρονους του Νίκωνα εγνωσμένης αγιότητας μοναχοί δεν θεωρήθηκαν αδίκως από κάποιους πλανεμένοι; Η ζωή του π. Νίκωνα στο Άγιον Όρος ήταν απόλυτα συνεπής με τη βαθειά πνευματική φυσιογνωμία του τόπου όπου ασταμάτητα επί δέκα αιώνες τελεσιουργείται το μυστήριο της μετανοίας του ανθρώπου με τους εντατικούς ρυθμούς μιας ανυποχώρητης και συνεπούς αγωνιστικής προσπάθειας. Ο ίδιος άλλωστε όταν περπατούσε κατά μήκος των απότομων και βραχωδών μονοπατιών του Άθω έλεγε ότι «εδώ κάθε πέτρα αποπνέει προσευχή».403 Και πράγματι, εκεί στα Καρούλια, στα Άγια των Αγίων του Επίσκ. Ροδοστόλου Χρυσόστομος, Ωδή στα Αμάραντα 4, Άγιον Όρος 2004, σ. 617. Mount Athos: The Holy Mountain, www.macedonianheritage.gr/Athos/General/Trekkings Guide.htm//Threkking Guide. 403 Κάλλιστος Ware Επίσκοπος Διοκλείας, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, μετάφρ. από τα 401 402

218


Όρους ο Νίκων βρήκε τη φιλοκαλία, την αγάπη του κάλλους μέσα στα βάθη της νήφουσας και προσευχομένης καρδίας του. Όταν διαβάσει κανείς αυτές τις λίγες λέξεις και κατόπιν κοιτάξει τη φωτογραφία του γέροντος αμέσως θα αντιληφθεί ότι τα παραπάνω λόγια είναι απόσταγμα βαθειάς προσωπικής εμπειρίας και επαλήθευση μιας χιλιόχρονης πνευματικής ιστορικής πορείας.

Ένας Γάλλος στο ερημητήριο του π. Νίκωνα του Καρουλιώτη

Ένα σημείο όπου, όπως είδαμε, συμπίπτουν απαραιτήτως οι εντυπώσεις όσων συνάντησαν το σπουδαίο ασκητή είναι ο βαθύς θαυμασμός αυτής της σπουδαίας προσωπικότητος και πνευματικής φυσιογνωμίας. Έτσι και η τελευταία αυτή συνάντηση δεν θα αποτελέσει σ' αυτό παραφωνία. Πρόκειται για τη δεύτερη επίσκεψη ενός Γάλλου περιηγητή στο ερημητήριο του Νίκωνα το 1953404 (η πρώτη έγινε το Σεπτέμβριο του προηγούμενου έτους).Ο περιηγητής αυτός ήταν ο ελληνιστής και συγγραφέας Jacques Lacarriere405 και η συνάντηση είναι

Αγγλικά Ιωσήφ Ροηλίδης, πρώτη ανατύπωση, εκδ. Ακρίτας 1998, σ. 215. Επίσης Kallistos, Bishop of Diocleia, St. Maximos of Kapsokalyvia and Fourteenth-Century Athonity Hesychasm, www. esicasmo.it/PADRI/Kalistos.htm +404 Η δεύτερή του επίσκεψη στο ερημητήριο του Νίκωνα πρέπει να έγινε στα τέλη Αυγούστου ή αρχές Σεπτεμβρίου, αν λάβομε υπόψη ότι στις 20 Αυγούστου πήγε στη Μεγίστη Λαύρα. 405 Ο Ζακ Λακαριέρ, ο σπουδαίος αυτός ανθρωπιστής και φιλέλληνας συγγραφέας γεννήθηκε στη Λιμόζ της Γαλλίας στις 2 Φεβρουαρίου του 1925.Σπούδασε νομικά και φιλολογία. Το 1950 ξεκίνησε να πάει πεζή στην Ινδία, όμως τελικά κατέληξε στην Ελλάδα και στην Εγγύς Ανατολή όπου έζησε πολλά χρόνια, κυρίως στην Πάτμο και την Ύδρα έως το 1966.Μετά το πραξικόπημα επέστρεψε στη Γαλλία όπου έμεινε μέχρι το θάνατό του. Ύμνησε την Αρχαία Ελλάδα, συνδέοντάς τη με το σήμερα, με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα σε μια αδιάσπαστη συνέχεια. Έγραψε μυθιστορήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, ποιήματα κ.λ.π , ενώ μετέφρασε στα γαλλικά και Έλληνες συγγραφείς. Πέθανε απροσδόκητα από επιπλοκή μετά από μια χειρουργική επέμβαση στο γόνατο στις 17 Σεπτεμβρίου 2005. Σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία η σορός του αποτεφρώθηκε και οι στάχτες του διασκορπίστηκαν στο Αιγαίο, στ' ανοιχτά των Σπετσών στις 3 Νοεμβρίου του ίδιου έτους(http //www biblionet gr/author/14231). 219


καταγεγραμμένη στο βιβλίο του «Ελληνικό Καλοκαίρι» 406, ένα βιβλίο ταξιδιωτικών εντυπώσεων από τα καλύτερα που έχουν γραφεί για την Ελλάδα. Όσοι γνωρίζουν για το Λακαριέρ και το έργο του δεν τους είναι καθόλου παράξενο που ο ακούραστος εκείνος οδοιπόρος της Ελλάδας στην αδιάσπαστή της συνέχεια δεν άφησε έξω από την προσκυνηματική του πορεία τη διαχρονική ορθόδοξη αυθεντικότητα του Άθω, δεδομένου ότι ο ελληνολάτρης περιηγητής δεν συμβιβάστηκε ποτέ με την απομίμηση του φορκλόρ, ούτε ανέχτηκε τα επιχρίσματα της δυτικής κουλτούρας στο άσπιλο σώμα Της, αλλά αναζήτησε με κόπους και πόνους την αλήθεια της, τη γνησιότητά της αγαπώντας την αληθινά που σημαίνει, όπως ο ίδιος σημειώνει407, συμπάσχοντας, δηλαδή συμμετέχοντας στα πάθη της με την παγανιστική και τη χριστιανική έννοια. Αυτά τα ταξίδια μέσα στην ακινησία του χρόνου που θυμίζουν στο Λακαριέρ το Le mont analogue408 του Rene Daumal ,αν και έγιναν όταν ακόμα ο Άθως ήταν σε παρακμή θα τον οδηγήσουν στη συνειδητοποίηση ότι πολλές από τις αξίες του είναι αντεστραμμένες.409 Αυτό ίσως ήταν μια παρηγοριά στη δύση της ζωής του όταν το 1976 γύρισε από τη Γαλλία στη μεγάλη του αγάπη και υπέστη ένα ισχυρό πολιτισμικό σοκ όταν είδε ότι « η Ευρυδίκη είχε αλλάξει πολύ. Τώρα ντύνεται με τη δυτική μόδα, μιλάει ελληνικά με αγγλισμούς, χρησιμοποιεί πιστωτικές κάρτες, όταν βαριέται τρώει σε σελφ-σέρβις, παίρνει ιπτάμενα σκάφη για να πάει στην Ύδρα ή στις Σπέτσες και

Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ. Ι. Χατζηνικολή , 1980. 407 Jacques Lacarriere, To Eλληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή,όγδοη έκδοση, Εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σ.308. 408 Πρόκειται για οξυδερκές έργο του Ρενέ Ντομάλ(1908-1944) που διαπραγματεύεται με αλληγορία και χιούμορ την οντολογική ανάβαση του ανθρώπου, την οποία αυτός καλείται να πραγματώσει. Το έργο αυτό και σήμερα επηρεάζει δημιουργικά τη Γαλλική λογοτεχνία (James Moore,Γκουρτζίεφ, Ο Άνθρωπος και η Λογοτεχνία, http://www.gurdjiff.org.uk /gs8 grk.htm) 409 Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980,σ. 25. 406

220


προτιμάει το ουίσκι από το ούζο»410. Τότε όλοι οι φίλοι του που επισκέπτονταν την Ελλάδα τον απέτρεπαν να την επισκεφτεί ξανά, για να μην πληγωθεί και για να διατηρήσει αλώβητες τις ονειρεμένες αναμνήσεις του. Ένας μάλιστα, ο συγγραφέας Λόουρενς Ντάρελ του επαναλάμβανε συνεχώς: «Η Ελλάδα σήμερα για μας τους παλιούς εραστές της, είναι όπως η Ευρυδίκη για τον Ορφέα. Αν ξαναγυρίσουμε σ΄αυτήν, θα τη χάσουμε για πάντα. Αλλάξτε έρωτα, ανακαλύψτε άλλες χώρες και άλλες Ευρυδίκες...»411. Ευτυχώς που υπήρχε το Άγιο Όρος που δεν έστερξε να πωλήσει τα πρωτοτόκια της μακραίωνης ελληνοχριστιανικής μας παραδόσεως αντί πινακίου φακής... Η πρώτη επίσκεψη του περιηγητή στον ερημίτη κράτησε μερικές ώρες, ενώ η δεύτερη με την οποία θα ασχοληθούμε, καθώς αποτελεί την πηγή των πληροφοριών μας για το Νίκωνα κράτησε ένα μερόνυχτο. Απ' όλες μάλιστα τις πηγές που έχουμε στη διάθεσή μας αυτή είναι η πιο πλήρης γιατί μέσα από αυτή μπορούμε να ανασυνθέσουμε πολλές πτυχές της άγνωστης ουσιαστικά προσωπικότητας και ζωής του με την αυθεντικότητα της προσωπικής μαρτυρίας. Στις συναντήσεις τους ο συγγραφέας κρατούσε επί τόπου σημειώσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν σε μεγάλο βαθμό την ακρίβεια και την εγκυρότητα των λεχθέντων και οι οποίες συντελούν στο να μνημειώσουν τη συνάντηση και να την προστατέψουν από τη λήθη. Ωστόσο, στο πρώτο του βιβλίο για το Άγιο Όρος412 δεν έκανε κάποια νύξη για τη συνάντησή του με το Νίκωνα, Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980,σ. 311. 411 Jacques Lacarriere, Tο Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ.Ι. Χατζηνικολή, 1980,σ. 309. 412 Άθως: Άγιον Όρος, Εκδ. Pierre Seghers,1954. Ο συγγραφέας θα γράψει γι' αυτό: «Τέτοια υπήρξε η εικόνα που σημάδεψε ολόκληρο το πρώτο εκείνο βιβλίο: γαλήνη και αιωνιότητα απομονωμένη μεταξύ γης και ουρανού, ενοικούμενη από ακίνητα πρόσωπα, φωτοστεφανωμένα από ένα όραμα γεννημένο στις απαρχές του Βυζαντίου. Οι φωτογραφίες που είχα τραβήξει (και, όπως νόμιζα, θα εικονογραφούσαν κάποιο κείμενο που στην πραγματικότητα δεν έγραψα ποτέ) κατέληξαν να παίξουν τον πρώτο ρόλο. Και αντί για βιβλίο βγήκε ένα άλμπουμ εικόνων που αντιπαράθεταν το φως με τη σκιά 410

221


καθώς, όπως λέει413, η θεματολογία του (άλμπουμ με εικόνες) και το σχήμα του δεν προσφέρονταν για κάτι τέτοιο και αφετέρου η συνάντηση αυτή ήταν μια προσωπική στιγμή, μια επικοινωνία ψυχών που μερικές φορές έπαιρνε ένα χαρακτήρα προσωπικής εξομολόγησης. Εντύπωση επίσης προκαλεί που ο Lacarriere δεν αποθανάτισε φωτογραφικά το Νίκωνα, όταν κανείς γνωρίζει το πάθος του για τη φωτογραφία, όταν επίσης γνωρίζει ότι είχε πάντα μαζί του τη φωτογραφική μηχανή414 κι όταν λάβει υπόψη ότι φωτογράφισε ένα γειτονικό ερημίτη του Νίκωνα, το Φιλάρετο αποτυπώνοντας στο διηνεκές αυτήν την εξαίσια μορφή με τη ρακένδυτη περιβολή και την παραδείσια παιδικότητα. Αν λάβουμε αυτά υπόψη, το μόνο που μπορεί να σκεφτεί κανείς είναι ότι ο Νίκωνας αρνήθηκε όπως οι περισσότεροι αγιορείτες, να τον φωτογραφήσει από στοιχειώδη έλλειψη αυτής της ματαιόδοξης αντίληψης για τη ζωή που έχομε συχνά, όσοι ζούμε με κοσμικό φρόνημα και που επιζητούμε να επιβληθούμε στη συνείδηση και τη μνήμη των ανθρώπων. Βαδίζοντας λοιπόν προς τα Καρούλια ο Λακαριέρ, αφού διασχίσει την έρημο των Λιθαριών, θα φτάσει κατά το ηλιοβασίλεμα στη σκήτη του Αγίου Βασιλείου που είναι το τελευταίο κατοικημένο συγκρότημα πριν τα ερημητήρια. Εκεί θα διανυκτερεύσει για να ξεκινήσει την επομένη τα χαράματα

με

οδηγό

έναν

καλόγερο

με

προορισμό

το

Νίκωνα.

«Χρειάστηκε να πάμε ψηλαφητά ανάμεσα στις πλαγιές για να φτάσουμε ανάλογα με το αν παρίσταναν τις εκτυφλωτικές φωτεινές αυλές ή το μισόφωτο των γεμάτων μαύρα ράσα εκκλησιών. Εκεί εκφραζόταν αναμφίβολα μια κάποια αθωνίτικη μαγεία αλλά η ιστορία έχανε το δρόμο της μέσα στο δαίδαλο των θρύλων. Το ίδιο το κείμενο επέμενε στο αλλόκοτο, το αναχρονιστικό...(Οι μοναχοί) έμοιαζαν σαν να΄ χαν δραπετεύσει απ' το Βυζάντιο, Ροβινσώνες χαμένοι μέσα σε μια γη απομονωμένη απ' το χρόνο. Και, βέβαια, χρειάστηκε να περάσουν όλα αυτά τα χρόνια-μέσα στα οποία ο Άθως βγήκε απ' τη μνήμη και τις επιθυμίες μου-για να μπορέσω ν' ανασυντάξω εδώ τις σημειώσεις μιας παραμονής στη Χώρα των γερόντων» (Jacques Lacarriere, To Eλληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ.Ι.Χατζηνικολή, 1980, σ.46). 413 Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σ. 84. 414 Εφημερίδα Καθημερινή (2-12-08), Η αθώα ματιά του Ζακ Λακαριέρ. 222


στην κορυφή της ανηφοριάς και να συναντήσουμε το μονοπάτι που οδηγούσε στη σκήτη της Αγίας Άννης. Το ακολουθούσαμε ήδη κάπου μισή ώρα όταν ο οδηγός μου σταμάτησε: " Σχεδόν έφτασες. Πάρε αυτό το μονοπάτι που κατεβαίνει μέχρι το ξάγναντο εκεί κάτω. Λίγο παραπέρα, θα βρεις τις αλυσίδες. Καλό κουράγιο! Νά'χεις την ευχή του Θεού!". Παρακάτω, πέφτω απάνω στο ξάγναντο. Ακόμα πιο κάτω, βλέπω τη στέγη μιας καλύβας από κυματιστή λαμαρίνα. Η ραχούλα δεν είναι πολύ απότομη. Κρεμιέμαι απ' τους θάμνους να κατέβω. Το μέρος είναι έρημο. Ερημίτης πουθενά. Ακριβώς στην κόγχη του γκρεμού βλέπω τις σιδερένιες λαβές και τις αλυσίδες στερεωμένες στο βράχο. Το τοίχωμα είναι πολύ πιο απότομο, σχεδόν κατακόρυφο. Αλλά χάρη στις αλυσίδες η κατάβαση είναι εύκολη. Φτάνω σε ένα άλλο πλάτωμα. Αριστερά μου, κρυμμένο μέσα σ΄ένα είδος ρωγμής, διακρίνω το ερημητήριο του Νικώνιου. Μια καλύβα, μια αποθηκούλα, μια συκιά στο μικρό λιακωτό, μερικά λουλούδια, ένα παραπέτο, ένα καμπανάκι. Χτυπάω. Ένας λευκός γέροντας παρουσιάζεται στο κατώφλι. Πλησιάζει και μου λέει σε τραγουδιστά γαλλικά: ''Γειά σου! Καλώς ήρθες! Τι κάνεις;"»415. Ήταν ο Νίκων και το ησυχαστήριό του πάνω στο βράχο, 150 με 200 μέτρα ψηλά από τη θάλασσα στην καρδιά των Καρουλίων όπου για να φτάσεις στην παραλία πρέπει να χρησιμοποιήσεις αλυσίδες, όπως κάνουν οι γειτονικοί ερημίτες που μαζεύουν κοχύλια για κομπολόγια. Για να κατεβεί επίσης κανείς από την Αγία Άννα στο ερημητήριό του πρέπει πάλι να χρησιμοποιήσει αλυσίδες. Ωστόσο, όπως θα σημειώσει ο περιηγητής, αν και το μέρος δεν είναι προσπελάσιμο, ο Νίκων είχε μερικές επισκέψεις από μοναχούς ή δόκιμους των Ι. Μονών της νότιας πλευράς της χερσονήσου ή από γειτονικούς ερημίτες που μπορούσαν ακόμα να περάσουν τις αλυσίδες, ενώ ο ίδιος

Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ. Ι.Χατζηνικολή, 1980, σσ. 83-84. 415

223


λόγω ηλικίας δεν έβγαινε παρά μόνο μια φορά το χρόνο για να παραλάβει την αλληλογραφία του από τη Δάφνη416. Ποιά ήταν όμως η διαρρύθμιση του ερημητηρίου; Ο περιηγητής μας θα μας δώσει μια ακριβή περιγραφή: «Το ερημητήριό του είναι σχετικά ευρύχωρο. Λέγοντας σχετικά, εννοώ μια επιφάνεια εικοσιπέντε τετραγωνικών μέτρων. Σ' αυτό το λιακωτό είναι φυτρωμένη μια συκιά κι ένα ινδικό δέντρο από σπόρο που του 'φερε προπολεμικά ένας επισκέπτης. Στη ρίζα της συκιάς, ένα παγκάκι από μια σανίδα βαλμένη πάνω σε δυό κούτσουρα. Εκεί κάθεται ο Νικώνιος για ν΄αγναντέψει τη θάλασσα...Το μοναδικό δωμάτιό του χρησιμεύει για κουζίνα, υπνοδωμάτιο και παρεκκλήσι ταυτοχρόνως. (Μέσα στην αποθηκούλα) πάνω σε μία εταζέρα, τα κρανία των προηγούμενων ενοίκων, βαλμένα με προσοχή στη σειρά... Ανάμεσα σ΄αυτή την αποθήκη με τα κρανία και την καλύβη του Νικώνιου, υπήρχε ένα είδος υπαίθριου διαδρόμου, που σε προστάτευε από τον ήλιο...»417. Γι΄αυτούς που ακούμπησαν με εμπιστοσύνη στο Χριστό που είναι η όντως Ζωή και στην ανέσπερη ημέρα της βασιλείας Του η ηλικία δεν παίζει καμμιά σημασία. «Η ηλικία και η ληξιαρχική πράξη γέννησης είναι έννοιες άγνωστες κι εξάλλου άχρηστες εδωπέρα», θα αναγνωρίσει ο περιηγητής. «Μόνη η μνήμη χρησιμεύει σαν σημείο αναφοράς. Ωστόσο, ο Νικώνιος δεν είχε γεροντίστικη όψη. Το πρόσωπό του είχε λίγες ρυτίδες, το δέρμα του ήταν ροδαλό και φρέσκο. Είχε την εμφάνιση ανθρώπου ακόμα καλοστεκούμενου, σχεδόν στο απόγειο της ηλικίας, παρά το άσπιλο λευκό της γενειάδας και των μαλλιών του και παρά το αδύνατο, σχεδόν ισχνό σώμα του»418. Πάντως είχε πέσει έξω στην εκτίμηση της

Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980,σ. 85. 417Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σσ.85 και 89. 418Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη 416

224


ηλικίας του καθώς τον έκανε 83 ετών, ενώ ο ερημίτης ήταν 78 με 79. Οι συζητήσεις419 τους ήταν απλές και οικείες, χωρίς καμμιά καθαρά καθορισμένη θεματική δομή και αλληλουχία. Τα αντικείμενα των συζητήσεών τους επανέρχονταν συχνά, πράγμα που παρακίνησε τον περιηγητή μας να τις παραθέσει θεματικά, τηρώντας ωστόσο στο ακέραιο και το γράμμα και το πνεύμα τους. Ο ξένος θα θαυμάσει με μιας τον αυθορμητισμό του ερημίτη, την απλότητα και την άνεση του λόγου του. Θα υπαινιχθεί μάλιστα ότι ο ερημίτης είχε αρχικά αρνηθεί να του αφηγηθεί τη ζωή του. Ίσως μάλιστα και να του είχε αρνηθεί να τα δημοσιεύσει. «Γι΄αυτόν τίποτε δεν ήταν ταμπού, κάθε περιέργεια καλή, και μάλιστα σωτήρια. Δεν του άρεσαν οι αδιάφοροι, οι κυνικοί και οι μπλαζέ, ούτε εκείνοι, που, καθώς έλεγε, έβαζαν την ψυχή τους στο κλουβί»420. Άλλωστε ο ίδιος ο γέροντας από τα χρόνια της κοσμικής του ζωής που κινούνταν μέσα στους αριστοκρατικούς κύκλους και μέσα στους κύκλους των διανοουμένων όπου είχε εισέλθει ο σκεπτικισμός, ο υλισμός και κάθε πνευματική μόλυνση της Δύσεως είχε πολλές εμπειρίες από όλους εκείνους που περιφρονούσαν την Εκκλησία και που υποτιμούσαν την πίστη ως δεισιδαιμονία, ή ως απαρχαιωμένη συνήθεια. Απ’ όλους αυτούς τους υπερόπτες της κοινωνικής και διανοητικής ελίτ που ατένιζαν αφ’ υψηλού τους απλούς ανθρώπους που ζούσαν με την ‘αφέλεια’ της ορθόδοξης πίστης και κάθε πατροπαράδοτη αξία του λαού. Δεν του άρεσαν αυτοί που προσποιούνταν, αυτοί που φορούσαν προσωπεία. Εξάλλου, το ίδιο το πρόσωπο και η ζωή του ήταν η έκφραση της γνησιότητας και της αυθεντικότητας. Διαβάζοντας κανείς τα λόγια αυτά του ξένου αντιλαμβάνεται ότι ο γέροντας ήταν ένας άνθρωπος ανοιχτών

έκδοση, Εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980,σ. 85. 419 Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σ.85. 420 Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σ. 85. 225


οριζόντων, οικουμενικών διαστάσεων χωρίς προκαταλήψεις, πνευματικούς επαρχιωτισμούς, διανοητικές και πνευματικές κλειστότητες, μιζέριες και μικροπρέπειες όπου η ελευθερία του διανοούμενου δέθηκε αρμονικά με την ελευθερία του Πνεύματος. Ο Νίκων, λοιπόν, σύμφωνα με όσα του αφηγήθηκε, ανήκε στην αριστοκρατία της Πετρούπολης. Ωστόσο, απέφυγε να του πει το κοσμικό του όνομα, τα πλήρη, όπως λέμε, στοιχεία: Νικόλαος Στράνογμαν421 του Αρσενίου και της Μαρίας, γεννηθείς στο Γορόδνο της Ρωσίας το 1874. Μεγάλωσε στην Πετρούπολη όπου έμαθε τα γαλλικά από γάλλο παιδαγωγό, όπως συνηθιζόταν στις ευγενείς και πλούσιες οικογένειες της εποχής εκείνης. Φαίνεται ότι οι ευγενείς και οι πλούσιοι Ρώσοι έβαζαν ελκυστικές αγγελίες422 σε αγγλικές ή γαλλικές εφημερίδες αναζητώντας δασκάλους αγγλικών ή γαλλικών που θα μπορούσαν να μεταβούν στη Ρωσία για να διδάξουν τα παιδιά τους. Ο μισθός ήταν καλός, μέχρι 150 λίρες, ενώ υπήρχαν και διάφορες άλλες παροχές, όπως πληρωμένες δαπάνες μετακίνησης, δωρεάν σίτιση και στέγαση. Το επάγγελμα αυτό ήταν «αξιοσέβαστο και καλοπληρωμένο..., με πολλές ευκαιρίες για εξέλιξη. Ο ενθουσιασμός που υπήρχε στη χώρα για την κατ' οίκον διδασκαλία ήταν τόσο μεγάλος ώστε η αυτοκρατορική κυβέρνηση είχε παράσχει το 1834 ειδικό καθεστώς για όσους παρέδιδαν ιδιαίτερα μαθήματα, στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν επίσημος βαθμός, τα αντίστοιχα διακριτικά και γενναιόδωρες συνταξιοδοτικές παροχές»423. Η αλήθεια είναι ότι ο Νίκωνας μιλούσε τα γαλλικά με τέτοια ευχέρεια σαν να ήταν η μητρική του γλώσσα. Ωστόσο, ενώ του άρεσαν τα γαλλικά τόσο πολύ, είχε να τα μιλήσει από το 1939 όταν τον είχε επισκεφτεί ένας

Μοναχ. Μωυσής Αγιορείτης, Μέγα Γεροντικό Εναρέτων Αγιορειτών του Εικοστού Αιώνος, τόμ. Β' 1956-1983, σ. 713. 422 Christine Benagh, Ένας Άγγλος στην Αυλή του Τσάρου, Εκδ. Καινό, Αθήνα 2009, σ.35. 423Christine Benagh, Ένας Άγγλος στην Αυλή του Τσάρου, Εκδ. Καινό, Αθήνα 2009, σ. 40. 421

226


γάλλος ονόματι Ντε Νολακ424. Η οικογένειά του τον προόριζε για το στρατιωτικό στάδιο, πράγμα συνηθισμένο για τους γόνους των ευγενών, ενώ η κλίση του που εκδηλώθηκε στα δεκάξι του χρόνια ήταν το ιερατικό λειτούργημα και η επιθυμία να γνωρίσει τον κόσμο. Ωστόσο, έκανε υπακοή στους γονείς σπουδάζοντας στη Στρατιωτική Ακαδημία, από όπου όταν αποφοίτησε υπηρέτησε σαν αξιωματικός στην προσωπική φρουρά του Τσάρου. Όπως είναι γνωστό, «η Αυτοκρατορική Ρωσική Αυλή ήταν ένας οργανισμός που διέθετε μια τεράστια περιουσία, παλάτια, θέατρα, πάρκα, μουσεία, σταύλους και ό,τι άλλο μπορούσε να φανταστεί κανείς, καθώς και ένα υπέρογκο αριθμό υπαλλήλων για τη διαχείριση των οποίων δημιουργήθηκε το 1826 το Υπουργείο της Αυτοκρατορικής Αυλής, με τον αρμόδιο υπουργό, υπόλογο κατευθείαν στον αυτοκράτορα. Βασική λειτουργία της Αυλής ήταν να διασφαλίζει το κύρος του αυτοκράτορα. Στην Αυλή υπηρετούσαν άντρες και γυναίκες με τίτλους ευγενείας και αξιώματα. Τα αυλικά αξιώματα χωρίζονταν σε δυο κατηγορίες. Υπήρχαν οι οφφικιάλιοι πρώτης τάξεως με τίτλους όπως ο μέγας αυλάρχης, ο μέγας τελετάρχης, ο μέγας θαλαμηπόλος, ο μέγας τραπεζοκόμος, ο αρχικυνηγός, ο μέγας σταβλάρχης, ο αρχηγός του στρατιωτικού οίκου του αυτοκράτορα (αρχηγός του επιτελείου του αυτοκράτορα). Οι οφφικιάλιοι δευτέρας τάξεως έφεραν τίτλους όπως κύριοι της Αυλής, δεσποινίδες και κυρίες επί των τιμών, υπασπιστές, τελετάρχες. Υπηρέτες, ακόλουθοι, φρουροί, γραμματείς και ένα σωρό άλλοι αποτελούσαν το κατώτερο προσωπικό»425. Τι θέση κατείχε αλήθεια ο νεαρός τότε Νικόλαος Στράνογμαν στην αυστηρά διαρθρωμένη αυτή δομή; Ήταν μέλος του Σώματος των Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σ.86. 425 Τόνις Breidel Χατζηδημητρίου, Οι Αγίες των Ρομανώφ, δεύτερη έκδοση, Εκδ. Ν και Σ. Μπατσιούλας, Αθήνα 2009,σ.226. 424

227


Αυτοκρατορικών ακολούθων με το λευκό σταυρό του Τάγματος της Μάλτας στο αριστερό μέρος της στολής τους, το οποίο αποτελούνταν από επιλεγμένους γόνους πριγκιπικών και ευγενών οικογενειών της Ρωσίας που προορίζονταν για στρατιωτική σταδιοδρομία, ήταν στη φρουρά των γρεναδιέρων με τους υψηλούς μέλανες γούνινους σκούφους, των επιφορτισμένων με τη φρούρηση του εσωτερικού των ανακτόρων, ή μήπως αξιωματικός του συντάγματος της έφιππης αυτοκρατορικής σωματοφυλακής των θωρακοφόρων με τις χαρακτηριστικές λευκές στολές, τα χρυσά κράνη με το δικέφαλο αετό και τους χρυσούς μεταλλικούς ή τους κόκκινους επενδυμένους θώρακες;426 Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε. Αυτό όμως που μπορούμε να καταλάβουμε είναι γιατί η οικογένειά του φρόντισε να μάθει το παιδί της από μικρό καλά τα γαλλικά, αν λάβουμε υπόψη ότι το αυλικό πρωτόκολλο427 που εισήχθη επί Πέτρου Α' το δέκατο όγδοο αιώνα και βασίστηκε στο πρωτόκολλο και στο τελετουργικό της γαλλικής βασιλικής αυλής των Βερσαλλιών προέβλεπε ως επίσημη γλώσσα της τσαρικής αυλής τη γαλλική. Μέσα σ'αυτό το περιβάλλον της ανώτατης στρατιωτικής, πολιτικής και κοινωνικής ελίτ της Ρωσίας που προσέδιδε τεράστιο κύρος, σεβασμό και αναγνώριση και όπου, όπως είναι φυσικό, ο καθένας θα επεδίωκε να εισέλθει, να σταδιοδρομήσει και να ανελιχθεί, ο νεαρός αξιωματικός Νικόλαος Στράνογμαν ασφυκτιούσε, καθώς πόρρω απείχε από τις βαθύτερες εφέσεις και το μυχιαίτατο πόθο της ψυχής του που ήταν η Γνώση: η γνώση του Θεού, αλλά και η γνώση του κόσμου και των πραγμάτων του κόσμου. «Ξέρετε, (είπε στον περιηγητή), είναι παράξενο πράγμα η στολή. Κάθε φορά που την έβαζα, είχα την εντύπωση πως μασκαρευόμουνα. Όλοι μου

Τόνις Breidel Χατζηδημητρίου, Οι Αγίες των Ρομανώφ, δεύτερη έκδοση, Εκδ. Ν και Σ. Μπατσιούλας, Αθήνα 2009, σσ. 230,232,234. 427Τόνις Breidel Χατζηδημητρίου, Οι Αγίες των Ρομανώφ, δεύτερη έκδοση, Εκδ. Ν και Σ. Μπατσιούλας, Αθήνα 2009 Τόνις Breidel Χατζηδημητρίου, Οι Αγίες των Ρομανώφ, δεύτερη έκδοση, Εκδ. Ν και Σ. Μπατσιούλας, Αθήνα 2009,σ. 226. 426

228


οι συμμαθητές ήσαν περήφανοι γι΄αυτή τη στολή και καμάρωναν στους δρόμους σα θεοί. Εγώ αντίθετα έλεγα μέσα μου: δεν είμαι θεός, είμαι παλιάτσος! Για να γίνεις θεός, πρέπει σίγουρα να διαλέξεις άλλο δρόμο. Αλλά δεν ήθελα να γίνω θεός! Εκείνο που ήθελα ήταν να φύγω απ' το στρατό, να στοχαστώ και κυρίως να γνωρίσω τον κόσμο. Μία των ημερών το πήρα απόφαση. Πήγα στους ανωτέρους μου και τους ζήτησα να δεχτούν την παραίτησή μου. Τους είπα πως είχα ανακαλύψει την κλίση μου και ήθελα να γίνω ιερωμένος. Μου' δωσαν έξι μήνες άδεια, πεπεισμένοι πως στο μεταξύ θα άλλαζα γνώμη. Επωφελήθηκα για ν' αποσυρθώ σε ένα μοναστήρι, κοντά στο Νοβγκορόντ. Επιστρέφοντας, η απόφασή μου ήταν οριστική. Εγκατέλειψα το στράτευμα κι έγινα φοιτητής της θεολογίας. Όλα αυτά δεν έγιναν χωρίς πόνο, κυρίως απέναντι στην οικογένειά μου, αλλά τελικά είχα σπάσει μιαν αλυσίδα! Στην πραγματικότητα, ήμουν μόλις είκοσι και δεν ήθελα να κλειστώ από τότε σε μοναστήρι. Ήθελα κατ' αρχήν να ανακαλύψω τον κόσμο, να γνωρίσω τις άλλες χώρες, τους άλλους ανθρώπους. Μ' άρεσε κυρίως το θέατρο. Εκεί περνούσα όλα μου τα βράδια. Φανταστείτε ότι θυμάμαι πολύ καλά τη Σάρα Μπερνάρ που είχε έρθει να παίξει ένα έργο του Ρακίνα, έχω ξεχάσει πια ποιό ήταν. Για μας τους Ρώσους ήταν ένα παιγνίδι πρωτόγνωρο και πολύ διασκεδαστικό. Οι κινήσεις της κυρίως με γοήτευαν. Ήταν σα να χόρευε. Σε σημείο που την κοιτούσα να κινείται, να παίζει, χωρίς καν ν' ακούω το κείμενο»428. Η Αγία Πετρούπολη περνούσε τότε την αργυρή εποχή της: Μπαλέτα, όπερες, εικαστικές εκθέσεις και βέβαια πολλά θεατρικά έργα, τα οποία μπορούσε κανείς να τα απολαύσει στην οδό Θεάτρου429. Εκεί θα είδε τη Σάρα Μπερνάρ430 (1844-1923), αυτή τη

Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σ. 86. 429 Christine Benagh, Ένας Άγγλος στην Αυλή του Τσάρου, Εκδ. Καινό, Αθήνα 2009 Christine Benagh, Ένας Άγγλος στην Αυλή του Τσάρου, Εκδ. Καινό, Αθήνα 2009, σσ.35 και 38. 430 Μπερνάρ Σάρα, Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τόμ. ενδέκατος, εκδ. 'Δομή', Αθήναι, σ. 58. 428

229


σπουδαία ηθοποιό, με το ισχυρό ταπεραμέντο και την εκκεντρική προσωπικότητα που γνωρίζοντας την τεράστια δύναμη γοητείας της τη χρησιμοποιούσε μέχρις υπερβολής, όταν είχε πάει στη Ρωσία για να παίξει την Ιφιγένεια ή την Αθαλία του Ρακίνα (1639-1699), αυτού του μεγάλου Γάλλου θεατρικού συγγραφέα. Στη συνέχεια ο νεαρός πρώην αξιωματικός θα κάνει τη δεύτερη, όπως φαίνεται, ανατροπή στη ζωή του: θα

σπουδάσει

στη

Θεολογική

Σχολή

της

Πετρούπολης

και

θα

χειροτονηθεί ιερέας. Εκείνη την εποχή η διανοητική ιντελλιγκέντσια της πρωτεύουσας του ρωσικού κράτους χαρακτηριζόταν από μια πνευματική νοσηρότητα και υποτίμηση της ορθόδοξης πίστης μέσα στην οποία ανθούσε η θεοσοφία, η οποία ήταν πολύ της μόδας. Ας δούμε όμως ακριβώς τι είναι αυτή η θεοσοφία, η οποία απ' ότι φαίνεται προβλημάτισε το νεαρό διανοούμενο. Κατ' αρχήν, ενώ η θεολογία στηρίζεται στην Αποκάλυψη του Θεού, η θεοσοφία431 είναι προϊόν μιας ενορατικής προσεγγίσεως του θείου μέσω του συναισθήματος και της φαντασίας. Από το δέκατο ένατο αιώνα με την ανάπτυξη της ινδολογίας, των φυσικών και βιολογικών επιστημών, η θεοσοφία προσέλαβε μια πιο αντικειμενική φυσιογνωμία και απέκτησε ένα επιστημονικό επίχρισμα, χωρίς όμως να απολέσει το ενορατικό της βάθος. Αυτή η σύγχρονη συγκρότηση της θεοσοφίας, η ύπαρξη της οποίας ωστόσο, όπως η ίδια ισχυρίζεται χάνεται στους αιώνες και οφείλεται σε μια ολόκληρη αλυσίδα διδασκάλων (Μαχάτμα), η διδασκαλία των οποίων από την Ινδία διαδόθηκε στην Αίγυπτο, την Περσία, τη Χαλδαία αποτελώντας τη βάση των θρησκειών, χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται με καμμιά από αυτές, οφείλεται στη Ελένη

Μπλαβάτσκυ, την περίφημη

Ρωσίδα αποκρυφολόγο (1831-1891), που μετά τη διαμονή της στην Ινδία, ίδρυσε με το συνταγματάρχη H. Σ. Olcott τη Θεοσοφική Εταιρεία με τριπλό σκοπό: να σχηματιστεί ο πυρήνας της Παγκόσμιας Αδελφότητας 431

Ν. Θ. Μ., Θεοσοφία, Θ. Η. Ε., τόμ. 6, Αθήναι 1965, σσ. 312-314. 230


της ανθρωπότητας χωρίς φυλετικές, ταξικές, θρησκευτικές και άλλες διακρίσεις, να αναπτυχθεί η μελέτη των θρησκειών, των επιστημών και της φιλοσοφίας και τέλος να ερευνηθούν οι ανεξήγητοι νόμοι της φύσης και οι κρυφές δυνάμεις που έχει μέσα του ο άνθρωπος. Η θεοσοφία, η οποία ουσιαστικά είναι ένας νεογνωστικισμός πιστεύει στην ύπαρξη του Ενός, το οποίο ξεπερνά τις δυνατότητες προσεγγίσεως του ανθρώπου. Ωστόσο, από αυτό το Εν προέρχεται ο δημιουργός του κόσμου, ο οποίος έχει τριαδική προσωπικότητα, καθώς ασκεί τρεις λειτουργίες: το Είναι, το αγαπάν και το νοείν με την καλλιέργεια των οποίων θα φτάσει το σύμπαν στην πληρότητά του. Ο κόσμος σύμφωνα με τη θεωρία αυτή διαιρείται σε επτά επίπεδα, τα οποία από τα κάτω, προς τα άνω είναι το επίπεδο της ύλης, το αστρικό των αισθημάτων, το διανοητικό, το βουδδιστικό της μακαριότητας, το νιρβανικό, ή της καθαρής ύπαρξης, το παρανιρβανικό και τέλος το μαχαρανιρβανικό, το οποίο βρίσκεται πέραν του παρανιρβανικού, από τα οποία τα δυο τελευταία βρίσκονται επέκεινα πάσης κατανοήσεως. Ωστόσο, η διαφορά ανάμεσα στα άτομα και τα στοιχεία των επιπέδων της παραπάνω πυραμίδας του Είναι, σύμφωνα με τη θεοσοφική θεωρία, δεν είναι θέμα ουσίας, αλλά θέμα δοσολογίας των παλμικών τους κυμάτων. Για να φτάσει κανείς στην κορυφή αυτής της πυραμίδας δεν αρκεί μια ζωή, αλλά πρέπει να υποστεί το νόμο του κάρμα που είναι θεμελιώδες δόγμα αυτής της πίστης, οπότε για να περάσει κανείς από την αρχική ζωικότητα στην αυτοσυνειδησία με το Εν που δημιούργησε το σύμπαν πρέπει να περάσει από την ανακύκληση των υπάρξεων. Ο λόγος για τον οποίο έγινε όλη αυτή η αναφορά στη θεοσοφία, είναι γιατί αυτή την εποχή ο διανοούμενος ιερέας θα γνωρίσει τον Γκουρτζίεφ (1866/1877-1949). Και μπορεί να μην έγινε μαθητής του, καθώς αυτό θα συνεπαγόταν την εγκατάλειψη της ορθόδοξης πίστης, ωστόσο σαν διανοούμενος δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορος απέναντι σ'αυτή τη βαθιά 231


υποβλητική και αινιγματική φυσιογνωμία. Γιατί ακόμα και σήμερα, «κανένας-είτε ανταποκρίνεται στο Γκουρτζίεφ είτε αντιδρά σ'αυτόν-δε μπορεί να μετρήσει το ηλεκτρικό ρεύμα της διάνοιάς του χωρίς να δεχτεί ένα σοκ»432. Ο τότε ιερέας και διανοούμενος θα ήταν από τους πρώτους που τον παρακολούθησαν δεδομένου ότι οι μαθητές του το 1916 είχαν φτάσει τους 30. Ο Ελληνο-αρμένης αυτός δάσκαλος της εσωτερικής γνώσης και πρακτικής που το ελληνικό του όνομα ήταν Γεώργιος Γεωργιάδης δίδασκε433 ότι ο άνθρωπος ζει μηχανικά, έχοντας πραγματική άγνοια της εσωτερικής και εξωτερικής του πραγματικότητος. Για να ξεφύγει από αυτή την κατάσταση που είναι ουσιαστικά μια κατάσταση ύπνου και να αναχθεί σε μια ανώτερη πνευματική πραγματικότητα, χρειάζεται μια συνειδητή προσπάθεια και μια εκούσια ταλαιπωρία με τη βοήθεια ανθρώπων που έχουν ανέλθει σε υψηλότερα επίπεδα πνευματικής συνειδητότητος. Το σύστημά του που φέρει την ονομασία "Τέταρτος Δρόμος" έρχεται σε αντιδιαστολή με τους τρεις παραδοσιακούς δρόμους που οδηγούν στην πνευματική ολοκλήρωση, δηλαδή του φακίρη, του μοναχού και του γιόγκι. Ο δρόμος αυτός, ο οποίος συνδυάζει την εργασία στο σώμα, το συναίσθημα, και το νου και του οποίου η μέθοδος περιέχει χορό, μουσική, διαλέξεις και ομαδική εργασία δεν απαιτεί να αποσυρθεί ο άνθρωπος από τους όρους της καθημερινής ζωής, δεν έχει καθορισμένη μορφή και πρέπει να τον ανακαλύψει ο ίδιος. Ταντρισμός, λίγη αστρολογία, εσωτερικός χριστιανισμός, σουφισμός, αριθμολογία, στοιχεία μουσικής οκτάβα, χειμερικές κοσμοθεωρίες, όπως το εννεάγραμμο είναι οι πρώτες ύλες της διδασκαλίας του, η οποία ωστόσο στηριζόταν περισσότερο στην πρακτική και λιγότερο στις θεωρίες. Με δυο λόγια θεοσοφία μέσα από την πειθαρχία και την υποταγή. Γιατί ο πιθανώς

James Moore, Γκουρτζίεφ: Ο Άνθρωπος και η Λογοτεχνία, http: // www. gurdjief.org.uk/gs 8grk.htm 433 http // www. san simera. gr/biographies/300 432

232


αγράμματος, αλλά εξυπνότατος και οπορτουνιστής αυτός άνθρωπος ήταν ολοκληρωτικά δοσμένος στη χειραγώγηση των άλλων και στη δέσμευση της προσωπικότητάς τους με αποτέλεσμα την πλήρη υποταγή τους και τη διαστροφή κάθε έννοιας καλού και κακού. Κοντά στα άλλα ταλέντα του διέθετε και μια σπουδαία στρατηγική ικανότητα χάρη στην οποία στρατολογούσε και εκπαίδευε διανοουμένους και επώνυμους δημοσιογράφους για την επέκταση του κινήματός του434. Ο Γκουρτζίεφ θεωρούσε τους άλλους σαν ένα πείραμα, το οποίο διεξήγαγε ο ίδιος. Η διαδικασία της βίωσης «προϋπέθετε έντονη φυσική προσπάθεια, στέρηση ύπνου, παρατεταμένες νηστείες και συναισθηματικά σοκ, κυρίως ύστερα από περιόδους έντονης δοκιμασίας και συνήθως διεξαγόταν σε χώρα ξένη από αυτή της προέλευσης του νέου μέλους. Εξάλλου ο οπαδός όφειλε να κάνει διαρκείς

προσπάθειες

ενδοσκόπησης

-ονομαζόμενες

"η

εργασία"-

προκειμένου να -καθαρίσει την ψυχική του λειτουργία- ισορροπημένη κακώς, στον σύγχρονο άνθρωπο...-Να αποδιώξει, χωρίς έλεος, ο,τιδήποτε είχε σκεφτεί, πιστέψει, ή "πιστέψει ότι ήξερε" μέχρι τότε. Επρόκειτο για τη "διάλυση της ψεύτικης προσωπικότητας", που του είχε δημιουργηθεί από την κοινωνία και τη "συλλογική ύπνωση" στην οποία είχε συνηθίσει να ζει στο παρελθόν»435.«Τα βασικά στάδια της "Εργασίας"...ανέλαβαν προχωρημένοι οπαδοί, ως "καθηγητές". Ο Γκουρτζίεφ μιλούσε με δυσκολία αγγλικά και γαλλικά, αλλά οι οπαδοί του απόμεναν άβουλοι στο βλέμμα του, σαν μαριονέτες. Τα λόγια του ακούγονταν συχνά ακατάληπτα. Έτσι η λέξη "ηλίθιος" σήμαινε γι' αυτούς κάτι όπως "ένα πρόσωπο άνω του μέσου όρου", και δέχονταν χωρίς κατσούφιασμα τα απαραίτητα "τοστ ηλιθίων" που ακολουθούσαν τα γεύματα. Ο καθένας έπρεπε να καθορίσει τι είδους ηλίθιος ήταν, καταπίνοντας με το ζόρι ποτήρια βότκας... To σύστημα Γκουρτζίεφ (Gurdjieff) ή 'Η Τέταρτη Οδός' περιοδικό Διάλογος, ΙούλιοςΣεπτέμβριος 2005, τεύχ. 41, στο http://www.oodegr.com/oode/anatolikes/gourtzief1.htm 435 To σύστημα Γκουρτζίεφ (Gurdjieff ) ή 'Η Τέταρτη Οδός', περ. Διάλογος, ΙούλιοςΣεπτέμβριος 2005, τεύχ. 41, στο http://www.oodegr.com/oode/anatolikew/gourtzief1.htm 434

233


Σύμφωνα με τους οπαδούς του, ο Γκουρτζίεφ προσπαθούσε σκόπιμα να σοκάρει, προκειμένου να αποκαρδιώνει αυτούς που δεν είχαν την απαραίτητη διεισδυτικότητα για να βλέπουν πέρα από τα φαινόμενα. Έτσι απέφευγε να χάνει το χρόνο του με ανθρώπους που είχαν πολύ ισχυρό κριτικό πνεύμα. Αυτοί που παρέμεναν βρίσκονταν κλεισμένοι σε μια αληθινή παγίδα. Στο εξής το καλό ονομαζόταν κακό και τανάπαλιν»436. Ο Λακαριέρ ήξερε πολύ καλά όλη εκείνη τη γκουρουίστικη πρακτική και μεθοδολογία, την επιβολή επί των προσωπικοτήτων και τον οπαδισμό γιατί υπήρξε ο ίδιος οπαδός του Γκουρτζίεφ. Αυτός ήταν συνοπτικά ο Γκουρτζίεφ και η διδασκαλία του, ωστόσο το ενδιαφέρον του π. Νικολάου Στράνογμαν δεν ήταν υπαρξιακό και πνευματικό, παρά μόνο γνωσιολογικό: «Ναι, θυμάμαι τον Γκουρτζίεφ. Τον συνάντησα για πρώτη φορά στα προάστεια της Μόσχας. Εκεί δεχόταν τους μαθητές του. Στην πραγματικότητα, δεν είχα ποτέ παρακολουθήσει σοβαρά τη διδασκαλία τους. Εγώ είχα κάνει την επιλογή μου. Ήμουν χριστιανός και τέτοιος ήθελα να μείνω... »437. Φαίνεται ότι η γνωριμία του πατρός Νικολάου Στράνογμαν με τον Γκουρτζίεφ έγινε το 1915, τρία χρόνια δηλαδή αφ 'ότου ο μύστης αυτός και εισηγητής του Τέταρτου Δρόμου προς την αυτογνωσία438 εμφανίστηκε στη Μόσχα οργανώνοντας ομάδες μαθητών, κυρίως από το χώρο της διανόησης και διδάσκοντάς τους. Φαίνεται επίσης ότι τότε γνωρίστηκε και με τον Ουσπένσκυ: «Κυρίως με τον Ουσπένσκυ είχα εμβαθύνει την επαφή μου. Άλλωστε, πολύ αφότου είχα εγκατασταθεί εδωπέρα, έλαβα μια μέρα ένα γράμμα του. Με θυμόταν πολύ καλά. Αλληλογραφήσαμε για κάμποσον καιρό.

Το σύστημα Γκουρτζίεφ (Gurdjieff) ή 'Η Τέταρτη Οδός', περ. Διάλογος, ΙούλιοςΣεπτέμβριος 2005, τεύχ. 41, στο http:/www.oodegr.com/oode/anatolikew/gourtzief1.htm 437 Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σ.87. 438 http //www san simera.gr/biographies/300. 436

234


Αλλά όλ΄ αυτά είναι πολύ μακρινά για μένα»439. Ο Πήτερ Ουσπένσκυ440 (1878-1947) γνωρίστηκε με τον Γκουρτζίεφ το 1915 και ήταν ένας διανοούμενος δημοσιογράφος και μαθηματικός, διάσημος ήδη για το βιβλίο του το 'Τέταρτο Όργανο'. Σύμφωνα με τον Osho441, ο Γκουρτζίεφ ήταν τότε ένας άγνωστος και ο Ουσπένσκυ τον έκανε γνωστό στο αναγνωστικό του κοινό. Και ένας άλλος δημοσιογράφος αργότερα, ο Άγγλος Ogage, ανάμεσα σε μια πλειάδα γνωστών διανοουμένων και καλλιτεχνών (A. Huxley, Κ. Mansfield, R. Daumal, P. Brook, L. Pannels, R. Barjarel) θα συμβάλει και αυτός στην αύξηση της φήμης και στην καθιέρωση του δασκάλου του. Στο πλαίσιο αυτό, «η στρατολόγηση του Ουσπένσκυ το 1915 δεν έγινε καθόλου στην τύχη, αλλά υπήρξε το αποτέλεσμα μιας επιλογής, που πραγματοποιήθηκε ύστερα από μακρά εργασία προσέγγισης κι από σχέσεις συχνά αντικρουόμενες. Αν ο Γκουρτζίεφ, με το τριμμένο πανωφόρι, το κολάρο μιας αμφίβολης καθαριότητας και την καυκάσια προφορά του, προσέγγισε απ'ευθείας τον Ουσπένσκυ, αυτός πέρασε σε χρόνο ρεκόρ από την αποστροφή στην ευλάβεια. Επιβεβαίωσε την πλήρη του υπακοή και πίστη μετά ένα σεμινάριο, όπου απέκτησε θεωρία (μυστικιστικό όραμα) και γεύτηκε την αγχώδη εμπειρία των "τηλεπαθητικών δυνάμεων" του Γκουρτζίεφ. Ακολούθησαν κι άλλοι, που είχαν την ίδια τύχη και η στρατολόγηση συνεχίστηκε από συνάξεις διανοουμένων, που διηύθυναν "εσωτερικές" ομάδες και εξυμνούσαν αυτόν τον νέο "διδάσκαλο" του οποίου η διδασκαλία θα άλλαζε τον κόσμο»442. Ο ίδιος ο Λακαριέρ ήταν, όπως είπαμε και παραπάνω, γνώστης του συστήματος και της μεθόδου του, όλης αυτής της

Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σ. 87. 440 James Moore, Γκουρτζίεφ: Ο Άνθρωπος και η Λογοτεχνία,http://www. gurdjieff.org.uk/ 958grk.htm. 441 Π. Δ. Ουσπένσκυ, http: //en.wikipedia.org/wik/P.-D.-Ouspensky. 442 Το σύστημα Γκουρτζίεφ( Gurdjieff )ή 'Η Τέταρτη Οδός', περ. Διάλογος, ΙούλιοςΣεπτέμβριος 2005, τεύχ. 41. 439

235


πνευματικής παθογένειας, καθώς υπήρξε οπαδός του Γκουρτζίεφ. Μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στην εποχή του Μεγάλου Πολέμου με τα εκατομμύρια τους νεκρούς όπου η διανόηση, θεωρώντας τη θρησκεία σαν έκφραση του κατεστημένου, αναζητούσε υπαρξιακό άλλοθι στο όραμα ενός άλλου "πνευματικού" επιπέδου. Όταν ο Νίκων έλαβε γράμμα από τον Ουσπένσκυ στο Όρος, ο δεύτερος ίσως είχε ήδη χωρίσει από το δάσκαλό του (1924), ιδρύοντας την «Ένωση για την Μελέτη του Κανονικού Ανθρώπου» σαν απάντηση του «Ινστιτούτου για την Αρμονική Ανάπτυξη του Ατόμου» του Γκουρτζίεφ, αποκτώντας τους δικούς του οπαδούς443. Σαράκι βαθύ είναι η επιθυμία για γνώση που κατατρώγει τον άνθρωπο. Ο νεαρός κληρικός υπάκουσε πειθήνια σ' αυτή την ακόρεστη δίψα που οδήγησε τους ανθρώπους από τα πανάρχαια χρόνια να γνωρίσουν την οικουμένη: «Έζησα τότε μερικά χρόνια ταξιδεύοντας, συναντώντας γιόγκι, δασκάλους, κι αξιωματούχους σ' ολόκληρη την Ανατολή. Δεν έκανα τουρισμό. Τι φρίκη! Ταξίδευα για να μάθω. Καταλαβαίνετε; ήθελα να γνωρίσω όλες τις σοφίες του κόσμου! Σωστή τρέλα, αλλά την ίδια στιγμή ζούσα πολύ ταπεινά. Ουσιαστικά δεν είχα χρήματα, και πολλές φορές χρειάστηκε να ζητιανέψω για να ζήσω. Άλλες φορές, γινόμουνα δεκτός σε σπίτια πριγκίπων ή υψηλών προσώπων που με φιλοξενούσαν βασιλικά. Ποτέ δεν έμαθα το γιατί. Φανταστείτε, στο Αννάμ[444], για παράδειγμα. Είχα συναντήσει έναν πρίγκιπα που με κάλεσε να μείνω σπίτι του όσον καιρό ήθελα. Τον είχε συναρπάσει η ζωή μου και τα ταξίδια μου, και μια μέρα θέλησε να μου δώσει παράσημο, πάση θυσία. Ιδέα κι αυτή! Στην Ευρώπη, θα είχα αρνηθεί αμέσως αλλά στο σπίτι αυτουνού ένιωθα να του είμαι υποχρεωμένος. Με ρώτησε τι προτιμούσα: παράσημο ντόπιο ή ευρωπαϊκό; Ντόπιο, βέβαια! Τότε μου

Petyr Demianovich Ouspensky(1878-1947),http //www.skepdic.gr/ Entries/ Omikron/ ouspensk.htm. 444 Αννάμ, Eγκυκλοπαίδεια Δομή, τόμ.δεύτερος, εκδ.'Δομή' Αθήναι, σ.111. 443

236


απένειμε ένα μετάλλιο με χαραγμένα σημάδια που δεν κατάφερα να αποκρυπτογραφήσω. Μου είπε:" Αυτό το μετάλλιο θα σε προστατεύει στο Αννάμ και παντού στην Ασία. Λίγοι άνθρωποι το έχουν, κι αυτοί δικαιούνται τις μεγαλύτερες τιμές". Ε, λοιπόν, συνέβη κάτι παράξενο. Δυο χρόνια αργότερα, βρισκόμουν στο Πεκίνο, και πήγαινα μ 'ένα φίλο επίσκεψη σ' έναν Κινέζο. Φορούσα το μετάλλιο κι όταν ο άλλος το είδε, βάλθηκε να ξεφωνίζει κι αναλύθηκε σε συγνώμες. Δεν περίμενε, έλεγε, ότι θα δεχτεί την επίσκεψη ενός τόσο υψηλού προσώπου. Είχα μείνει κατάπληκτος κι εκείνος μου εξήγησε πως αυτό το μενταγιόν το φορούσαν πολύ λίγοι άνθρωποι στην Κίνα, και πως τα σημεία που ήσαν σκαλισμένα εκεί πάνω ήσαν ιερά για όλους τους Ασιάτες, είτε βουδιστές, είτε κοδαϊστές, είτε άλλους. Αυτά τα σημεία δεν ήσαν άλλωστε ούτε κινέζικα, ούτε ανναμίτικα, ούτε από καμιά άλλη σύγχρονη γραπτή ή ομιλούμενη γλώσσα της Ασίας"»445. Μετά ο αχόρταγος για γνώση ιερέας θα πάει στην Κίνα, στην Ιαπωνία και κατόπιν στην Αμερική όπου και θα συναντήσει τον Κρισναμούρτι, αυτό το μεγάλο στοχαστή, ο οποίος δεν δημιούργησε καμμιά θρησκεία, δεν εισήγαγε καμμιά φιλοσοφική θεωρία, αλλά μίλησε για πράγματα που μας αφορούν όλους: για τα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών με τη διαφθορά και βία, την ανασφάλεια, για την αναζήτηση της ευτυχίας, για το πως θα ελευθερωθεί ο άνθρωπος από το θυμό, το φόβο, τον πόνο και τη θλίψη, ανατέμνοντας με ακρίβεια και λεπτότητα τους μηχανισμούς του νου και τονίζοντας τη βαθειά ανάγκη για στοχασμό και πνευματικότητα στη ζωή446. Ο Κρισναμούρτι447 όμως ήταν κάτι διαφορετικό από τον Γκουρτζίεφ, καθώς δεν εμφανιζόταν σαν γκουρού, αλλά σαν φίλος, δεν ήθελε καθόλου οπαδούς και απεχθανόταν Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σ. 87. 446 Kρισναμούρτι, http ://www.Kastaniotis.com/author/302. 447 Κρισναμούρτι,http ://www.greekbooks.gr./Krisnamurti.person. 445

237


μετά βδελυγμίας τον οπαδισμό, δεν δημιούργησε καμμιά οργάνωση με πιστούς και μαθητές, ούτε έδωσε ποτέ δικαίωμα σε κανένα να παρουσιαστεί ως αυθεντία της ερμηνείας του έργου του. Όταν τον συνάντησε ο ιερέας μας ήταν ένας νεαρός στην ηλικία των 20 περίπου ετών, γνωστός ωστόσο από τη διακήρυξη των ανώτερων στελεχών της Θεοσοφικής Εταιρείας ότι επρόκειτο να γίνει ο Παγκόσμιος Διδάσκαλος 448. Μάλιστα για να προετοιμάσουν το έδαφος έφτιαξαν ένα παγκόσμιο οργανισμό με την ονομασία «Το Τάγμα του Άστρου της Ανατολής» ορίζοντας ως επικεφαλής τον ίδιο, ρόλο όμως τον οποίο το 1929 ο Κρισναμούρτι θα αρνηθεί, διαλύοντας το τάγμα και επιστρέφοντας όλη την τεράστια κινητή και ακίνητη περιουσία που είχε δωρηθεί στον οργανισμό. Στις Η.Π.Α ευρισκόμενος ο π. Νικόλαος Στράνογμαν αποφασίζει να γυρίσει στην Ευρώπη και να επιστρέψει στη Ρωσία. Προτού όμως γυρίσει στην πατρίδα του θέλει να προσκυνήσει στο Άγιον Όρος. Εκεί στο Άγιον Όρος τον βρίσκει το ξέσπασμα της Μπολσεβικικής Επανάστασης του 1917. Αν ξέραμε περισσότερα πράγματα για το Νίκωνα, ίσως θα μπορούσαμε να ακολουθήσομε καλύτερα το αδιόρατο νήμα της ζωής του και να ανιχνεύσομε με μεγαλύτερη ασφάλεια τη μυστική αλληλουχία των γεγονότων μέσα από τα οποία τον οδήγησε ο Θεός στο Όρος. Αυτό όμως το ιστορικό γεγονός που ουσιαστικά αποτέλεσε σταθμό και δρομολόγησε τις εξελίξεις που έφεραν τον πρώην αξιωματικό του Τσάρου στο Όρος ήταν η Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 στη Ρωσία, η πτώση του Τσαρικού και η επικράτηση του Σοβιετικού καθεστώτος. Μετά, όπως είναι γνωστό, ένα μεγάλο κύμα προσφύγων πέρασε από τη Ρωσία στην Ευρώπη και το δυτικό κόσμο και βέβαια μέσω Κωνσταντινούπολης και στην Ελλάδα, ανάμεσα στους οποίους και άνθρωποι από εξέχουσες κοινωνικές τάξεις. Όμως τα ιστορικά συμβάντα και τα γεγονότα, όπως 448

Κρισναμούρτι, http: //www.Kastaniotis.com/author/302. 238


είπαμε και παραπάνω, δεν μπορούν να δημιουργήσουν γόνιμες πνευματικές καταστάσεις όταν δεν υπάρχουν οι μύχιες πνευματικές αναζητήσεις και στην περίπτωση του νεαρού Νικολάου, αυτός ένοιωσε ήδη στην ηλικία των 16 χρόνων να προσελκύεται από τη θεία ενατένιση και να πληγώνεται από τη θεία Αγάπη. Αυτή η μυστική φλόγα του νεαρού εφήβου έμεινε ανέπαφη, αν και λανθάνουσα, και στην υπόλοιπη ζωή του και μόλις βρέθηκε στις κατάλληλες συνθήκες της αγιαστικής και θεοποιητικής χάριτος εκδηλώθηκε με όλη τη λαμπρότητα των θεϊκών μυστηρίων και φώτισε, αναθέρμανε και κατέκαυσε την ψυχή του 42χρονου ιερέα. Αυτό που για τον καθένα υποστηρικτή του τσαρικού καθεστώτος θα ήταν καταστροφή, αυτός το αποκωδικοποίησε σαν σημείο του Θεού, είδε την κλήση Του και ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά του: διέρρηξε τους δεσμούς του με τον κόσμο και πέθανε γι' αυτόν. «Κατάλαβα αμέσως (θα πει) πως αυτή η Επανάσταση ήταν καταστροφή για τους μεν και σημείο του Θεού για τους δε. Αφού με απόκοβε από την πατρίδα μου, σήμαινε ότι στο εξής η ζωή μου, η καινούρια μου πατρίδα, η καινούρια μου οικογένεια ήσαν εδώ. Τα υπόλοιπα έπρεπε να τα σκοτώσω, να τα ξεχάσω μια για πάντα. Κι ύστερα, θα σου εξομολογηθώ κάτι. Βαθιά μέσα μου δεν κρατούσα κακία σ' αυτή την Επανάσταση. Για κείνους που δε μπορούν να θανατώσουν μόνοι τους το παρελθόν, χρειάζονται οι επαναστάσεις για να τους αναγκάσουν να το κάνουν. Τις επαναστάσεις τις προκαλούν οι οπισθοδρομικοί όχι οι επαγγελματίες επαναστάτες. Δεν ασχολήθηκα ποτέ μου με τα πολιτικά, αλλ' αν τό 'χα κάνει, θα είχα σίγουρα ξεκόψει από το περιβάλλον μου και όλους όσους γνώρισα εκεί μέσα. Τη δική μου ρήξη με την παλιά Ρωσία, την επανάστασή μου, μου την πρόσφερε ο Θεός. Υπάρχει ένας άγιος πατέρας της ερήμου που λέει ότι για να γίνεις άνθρωπος του ουρανού, πρέπει να πεθάνεις για τα πράγματα της γης. Ή, αν θέλεις, για να γίνεις καινούριος άνθρωπος, πρέπει να σκοτώσεις μέσα σου τον παλιό άνθρωπο. Ε, λοιπόν, εκείνη τη 239


χρονιά ο παλιός άνθρωπος πέθανε, και ίσως χρειαζόταν αυτή η Επανάσταση για να τον σκοτώσει. Τότε κι εγώ διάλεξα καινούριο όνομα κι έκανα το τάμα μου. Μέχρι να πεθάνω, δε θα είμαι παρά ένας άνθρωπος του Άθω»449. Κάμποσα χρόνια αργότερα ένας άλλος ακού-ραστος υπαρξιακός αναζητητής, διανοούμενος αριστοκράτης από το Περού, ο π. Συμεών θα πει ακριβώς το ίδιο πράγμα: «Η αληθινή επανάσταση ξεκινάει απ' τον εαυτό μας. Διά της αγάπης πέφτει η δικτατορία των παθών. Δες τις χώρες που έχουν γίνει οι επαναστάσεις; ποιά πέτυχε; Καμμιά»450. Εδώ πρέπει να κάνουμε δυο ακόμα επισημάνσεις. Η πρώτη είναι ότι ο Νίκωνας δεν είναι όπως θα περίμενε κανείς από ένα Ρώσο ευγενή, απόλυτος υπέρμαχος του τσαρισμού, αλλά μάλλον απέχει πολύ από μια τέτοια μονοδιάστατη αντίληψη και φαίνεται να συμμερίζεται την πνευματική ερμηνεία ότι το δράμα της Ρωσίας οφειλόταν στην προδοσία της κλήσεώς της και στην έκπτωση της πίστεως στην Ευαγγελική Αλήθεια. Η δεύτερη επισήμανση είναι ότι, όπως διαφαίνεται από τα λόγια του, ο Νίκων δίσταζε μέχρι την κήρυξη της Οκτωβριανής Επανάστασης να αποκοπεί από τον κόσμο. Για να έχομε μια πιο σαφή εικόνα αυτής της κατάστασης πρέπει να πούμε ότι μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του '17 ένα εκατομμύριο Ρώσοι εκπατρίστηκαν στην ξενιτειά, ζώντας σε συνθήκες ποικίλλων στερήσεων και δυσκολιών. Τα προβλήματά τους ήταν πολλά, καθώς βρίσκονταν σε τόπους και περιβάλλοντα ξένα που έπρεπε να προσαρμοστούν, ένοιωθαν έντονη τη στέρηση της πατρίδας και αντιμετώπιζαν την πείνα και την ένδεια αφού υπήρχε δυσκολία να ενταχθούν στο εργασιακό δυναμικό των νέων πατρίδων τους, όπου προτιμούνταν οι ντόπιοι. Πολλές πληροφορίες για την κοινωνικόοικονομική και κυρίως για την πνευματική κατάσταση των προσφύγων αυτών δίνει ο

Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σ.88. 450 Φ. Γιαγκιόζης, Άθως. Χίλια χρόνια μετά, εκδ. 'Μπαρμπουνάκης'. 449

240


Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς σε εισήγησή του στο δεύτερο συνέδριο της Ρωσικής Εκκλησίας της Διασποράς που έγινε στο Βελιγράδι το 1938.451 Εκεί μας μιλά ανάμεσα στα άλλα και για την προσαρμοστικότητα των Ρώσων, όπου μπορούσε να δει κανείς πρίγκιπες και στρατηγούς να ασχολούνται με κάθε είδους χειρονακτική εργασία για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Εκεί λοιπόν στην ξενιτειά άλλοι εμιγκρέδες διατήρησαν την ψυχική τους ευγένεια υπομένοντας αγόγγυστα κάθε λογής δοκιμασίες και καθαρίστηκαν όπως ο χρυσός στο χωνευτήρι, άλλοι όμως δεν άντεξαν στις αλλεπάλληλες δοκιμασίες και τα προβλήματα και έγιναν χειρότεροι από πριν. Κάποιοι έπεσαν σε αιρετικούς ή αντιθρησκευτικούς κύκλους, άλλοι έγιναν μηδενιστές, μερικοί δε μη βρίσκοντας πια αληθινό νόημα στη ζωή και σκοπό ύπαρξης αυτοκτόνησαν. Δεν ήταν επίσης λίγοι εκείνοι που αν και δεν έχασαν την πίστη τους στο Θεό λύγισαν σαν τα καλάμια στον άνεμο, και βούλιαξαν στο αλκοόλ και στα πάθη, πέφτοντας έτσι σε ένα ζωικό επίπεδο ύπαρξης. Δεν έλειψαν και εκείνοι με τη φαρισαϊκή συμπεριφορά, άνθρωποι που κατάφεραν να αναγνωριστούν, να αποκτήσουν κύρος, εξωτερικά ευυπόληπτοι, αλλά εσωτερικά αποξενωμένοι από την ηθική ήσαν έτοιμοι πάντα να βλάψουν, να ραδιουργήσουν και να συκοφαντήσουν όσους στέκονταν εμπόδιο στα αμαρτωλά και ανόσια σχέδιά τους, όπως δεν έλειψαν και εκείνοι που έδειχναν ότι έκοψαν τους δεσμούς με την προηγούμενη πατρίδα τους για να αποσπάσουν την εύνοια των νέων συμπολιτών τους, κάποιοι δε δεν είχαν κανένα ενδοιασμό να κάμουν το οποιοδήποτε έγκλημα. Και η πνευματική κατάσταση των Ρώσων της διασποράς θα ήταν απελπιστική, αν δεν υπήρχαν οι άνθρωποι εκείνοι που ήσαν πάντα διατεθειμένοι να προσφέρουν, ακόμα και να θυσιαστούν. Όλη αυτή την πνευματική Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, Η πνευματική κατάσταση των Ρώσων της διασποράς, στο Ο άνθρωπος του Θεού Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, Α΄ εκδ. Μυριόβιβλος, 2008, σσ. 340-361. 451

241


παθολογία που με πολλή διεισδυτικότητα παρουσιάζει αυτός ο σύγχρονος Ρώσος άγιος της διασποράς μπορούμε να δούμε και στα λογοτεχνικά έργα που με γνώση και φαντασία αποτυπώνουν την κοινωνική κατάσταση της εποχής εκείνης. Θυμόμαστε εδώ τους ήρωες του Τάσου Αθανασιάδη 452, όπως την Ντεμίνοβα, τη Ναταλία Τσερκόβα, τον Γκρηγκόρη Πέτροβιτς Ιγνάτιεφ ή εκείνους του Καραγάτση, ο οποίος έχει μελετήσει καλά τον ακραίο χαρακτήρα των Ρώσων με τις πολωτικές τους εξάρσεις κι έχει αξιοποιήσει αυτές τις ιδιαιτερότητες και τις ιδιοτυπίες της ρωσικής ιδιοσυστασίας στη διάπλαση χαρακτήρων και στην πλοκή μυθιστορημάτων του. Δυο τέτοια σπουδαία μυθιστορήματά του “Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν” και ο “Γιούγκερμαν” περιστρέφονται γύρω από τους ομώνυμους ήρωές τους, Ρώσους εμιγκρέδες ευγενούς καταγωγής και έχουν κάποια στοιχεία αλήθειας. Μ’ αυτούς διασταυρώνονται κι άλλα πρόσωπα της πάλαι ποτέ υψηλής ρωσικής κοινωνίας: Ο στρατηγός πρίγκιπας

Λουκιάν

Ιβάνοβιτς

Μαλίτζιν,

ο

λοχαγός

Αρνταλιόν

Αντρέγιεβιτς Καρζίνιν, ο Ιγκνάτι Κούσμιτς Ιγκόλκωφ, ο Αντρέι Παύλοβιτς Ιζλετσένιεφ, ο Μπαρίς Αλεξάνδροβιτς Γκβοστίκιν. Η διαφορά όμως αυτών των μυθιστορηματικών προσώπων με το πραγματικό πρόσωπο του Νίκωνα είναι ότι οι πρώτοι πραγματώνουν κατά το πλείστον τα αρνητικά ένστικτα ή αδυναμίες της ρωσικής ψυχής, ενώ ο δεύτερος τις πιο ευγενικές της ροπές. Θα εισέλθει λοιπόν ο Νίκων στο Άγιον Όρος, σ' αυτό το χωνευτήρι της αγάπης του Θεού, στο οποίο δεν υπάρχει καμμιά διαδικασία κοινωνικής ή εθνοτικής ομοιογενοποίησης, αλλά κάνει τον άνθρωπο αυτό που πραγματικά είναι. Βέβαια, η διαδικασία της ενσωμάτωσης και της πολιτογράφησης σ' αυτή τη μοναστική πολιτεία προϋποθέτει τη συμμόρφωση σ' ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής και την ανάληψη ενός Τάσος Αθανασιάδης, Τα παιδιά της Νιόβης, τόμ. 4, τρίτη έκδοση, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2002. 452

242


δύσκολου αγώνα και μιας πνευματικής θεραπευτικής μεθοδολογίας. Ωστόσο, αυτό απέχει πολύ από τη συγχώνευση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων για τη δημιουργία μιας νέας φυλής στο χωνευτήρι της Δύσεως σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Μelting Pot453, όρο που εισήγαγε ο Israel Zangwill και αποτελεί τον ομώνυμο τίτλο του θεατρικού του έργου που παρουσίασε στην Ουάσιγκτον το 1908 και όπου θα πει ότι «η Αμερική είναι το χωνευτήρι του Θεού, το μεγάλο χωνευτήρι όπου όλες οι φυλές της Ευρώπης λιώνουν και ξαναμορφοποιούνται». Ωστόσο, όσο κι αν η φιλοσοφία αυτή της αφομοίωσης των μεταναστών στις Η.Π.Α εξέφρασε την ιδέα της αναγέννησης, για άλλους απέκτησε νόημα ως «γενετική της διάσωσης». Η αντίληψη αυτή εκφράστηκε πολύ χαρακτηριστικά στην τελετή λήξεως των υποχρεωτικών αγγλικών που έκαναν οι εργάτες του Henry Ford: μετανάστες με τις εθνικές τους ενδυμασίες εισέρχονται σ' ένα χωνευτήρι για να ξαναβγούν φορώντας ακριβώς το ίδιο κοστούμι και κρατώντας αμερικάνικες σημαίες. Αργότερα, οι εθνοτικές ομάδες αντικατέστησαν την έννοια του χωνευτηριού, ενώ σήμερα γίνεται λόγος για επιμειξία, υπερεθνισμό και υβριδισμό. Αν δει κανείς ορισμένους όρους σήμερα σχετικούς με τη μετανάστευση, όπως second generation454, o οποίος περιγράφει τα παιδιά που γεννήθηκαν από ξένους στη χώρα υποδοχής ή first generation American, o οποίος υποδηλώνει την ιθαγένεια που αποκτήθηκε από τη γέννηση επί τη βάσει του δικαίου του εδάφους, αλλά περισσότερο όλη την ιστορία του μεταναστευτικού κινήματος με όλα τα τεράστια προβλήματα και τις δυσκολίες, τις εχθρότητες και τα ξενοφοβικά σύνδρομα όχι βέβαια μόνο στην Αμερική αλλά και στις άλλες χώρες, μπορεί να αντιληφθεί πόσο δύσκολο και πολύπλοκο είναι το φαινόμενο της μετανάστευσης. Αν γυρίσει έπειτα τη ματιά του στα Nansy Green, Οι δρόμοι της Μετανάστευσης. Σύγχρονες Θεωρητικές Προσεγγίσεις, μετάφρ. Δημήτρης Παρσάνογλου, Εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2004, σσ. 73-77. 454Nansy Green, Οι δρόμοι της Μετανάστευσης, Σύγχρονες Θεωρητικές Προσεγγίσεις, μετάφρ. Δημήτρης Παρσάνογλου, Εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2004, σσ. 78-79. 453

243


λεγόμενα του Νίκωνα, αμέσως αντιλαμβάνεται πόσο απλά και φυσικά αυτός

μεταφυτεύτηκε

στη

μοναστική

πολιτεία

του

Όρους

και

πολιτογραφήθηκε στη χώρα των Ζώντων. Αν ο Οδυσσέας ήξερε τον τόπο του νόστου του, ο Νίκων αγνοούσε τη δική του Ιθάκη. Η αναγνώρισή της θα γίνει μέσα στο Όρος. «Ένοιωθα αυτή την ανάγκη από πολύ καιρό. Αλλά δε μπορείς να κάνεις τον ερημίτη στα καλά καθούμενα, ξέρετε. Και σ' αυτό επίσης πρέπει να περιμένεις το σημείο του Θεού. Να περιμένεις τον αναγκαίο χρόνο. Το σημείο ήρθε μια μέρα, όταν αποφάσισα μ' έναν άλλο μοναχό του Ρούσικου, να επισκεφτώ τα μοναστήρια του Άθω, παραπλέοντας την ακτή με βάρκα. Πήραμε μια βάρκα και περνώντας από δω, ακριβώς εκεί που βλέπετε, είδα ετούτο τον εγκαταλελειμμένο τόπο, τούτη την καλύβα με το πλάτωμά της καταλιακού. Μ' άρεσε με την πρώτη, και είπα στον εαυτό μου:- "Εδώ θέλω να ζήσω μέχρι το θάνατό μου". Ήρθα και δεν ξανάφυγα ποτέ»455. Κι έτσι ο ανικανοποίητος και διψασμένος ταξιδιώτης που είχε πάει στην Ιαπωνία, στην Κίνα, στην Αμερική, που είχε γυρίσει την Ευρώπη πάτησε για πάντα τη στεριά του Αγίου Όρους μόλις δοκίμασε το γλυκό πνευματικό κρασί της "μεθυσμένης Πολιτείας". Ο Νίκων είναι ο εραστής των μεγάλων οριζόντων των χωρίς περιγράμματα, του οποίου η προδιάθεση συνδέεται με τη μυστική ρίζα της ρωσικής ψυχής που νοσταλγεί τις απέραντες εκτάσεις.456Αυτό το χαρακτηριστικό στην ψυχολογία του ρωσικού λαού Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σ. 88. Η υπόσχεση που έδωσε στον εαυτό του δεν ήταν καμιά φυσιολατρική έξαρση ή συναισθηματική ρομαντική επιπολαιότητα. Εκοιμήθη πράγματι στο Όρος. Ο π. Μωυσής αναφερόμενος στην κοίμησή του σημειώνει: «Λίγους μήνες πριν την κοίμησή του έσπασε το χέρι του, αλλά αρνήθηκε να επισκεφθεί γιατρό παρά τις παρακλήσεις φίλων του. Όμως δεν εκοιμήθη από αυτό, αλλά από γενική ατονία, λόγω μεγάλης ασκήσεως και γήρατος. Τελείωσε τον ένθεο βίο του σ' ένα σπιτάκι πάνω από την Καλύβη του Αγίου Σάββα, δεξιά όπως ανεβαίνουμε το ανηφορικό και κακοτράχαλο λιθόστρωτο καλντερίμι των φρικτών Καρουλίων» (Μοναχ. Μωυσής Αγιορείτης, Μέγα Γεροντικό Εναρέτων Αγιορειτών του Εικοστού Αιώνος, τόμ. β'19561983, εκδ. Μυγδονία, Θεσ/νίκη 2011, σ. 717. 456 Νικόλαος Αρσένιεφ, Η Ρωσική Ευσέβεια, μετάφρ. Ιωάννης Ήλεκτρος Μπούμης, εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1973, σ. 16. 455

244


που δεν διακρίνει κοινωνική καταγωγή ή επίπεδο μόρφωσης, εξηγεί μέχρι σ' ένα βαθμό θετικά ή αρνητικά σημεία στην ιστορία του. Έτσι, «οι άποικοι της απέραντης "ευρασιατικής" εκτάσεως, οι τυχοδιώκτες ("ουσκουινίκι") της δημοκρατίας του Νοβγκορόντ. οι Κοζάκοι που χώνονταν στα βάθη της κεντρικής και ανατολικής Σιβηρίας κι ακόμη περνούσαν το Βερίγγειο πορθμό για να εγκατασταθούν στην αμερικανική ήπειρο. οι χωρικοί που αναζητώντας εργασία χάραζαν με πασσάλους τους μεγάλους δρόμους της ευρωπαϊκής Ρωσίας· και τέλος τα κύματα των προσκυνητών που διέσχιζαν το πλάτος και το μάκρος της Ρωσίας, μεταβαίνοντας πότε στους "αγίους του Κιέβου" (στο ξακουστό μοναστήρι Κίεβο-Πετσέρσκυ των σπηλαίων του Κιέβου), πότε στους "αγίους θαυματουργούς του Σολόβκυ" στα νησιά της Άσπρης Θάλασσας στα άκρα όρια του βοριά, πότε σ' ένα απ' τα πολυάριθμα μοναστήρια της περιοχής της Μόσχας (π.χ. στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδος του Αγ. Σεργίου) όλοι αυτοί οι ταξιδιώτες, τυχοδιώκτες, ληστές, εξερευνητές, οι ζητούντες εργασία, προσκυνητές, άποικοι, λίγο ή πολύ έντονα εκδηλώνουν το νομαδικό στοιχείο που αποτελεί μέρος της λαϊκής ρωσικής ψυχής... Η ανήσυχη τούτη ψυχή, κλυδωνιζόμενη κάποτε ανάμεσα στ' άκρα μα πάντα γεμάτη διάπυρη πίστη, έβρισκε έτσι την πνευματική παραμυθία κι ειρήνη που τόσο πολύ είχε ανάγκη. Και έτσι ανέτειλε μια 'αισθητική του προσκυνήματος', μια χαρούμενη μεταμόρφωση της φύσεως και της περιπλανώμενης ζωής. μια μεταμόρφωση αναδυόμενη απ' τη συνάντηση με την πνευματική εμπειρία, με την αφελή δροσερότητα των εντυπώσεων καθώς και ενός πνεύματος περιπέτειας, σαν γνήσια μεταγλώτισση αυτού του δυναμισμού του τόσο χαρακτηριστικού της ευαισθησίας του ρωσικού λαού»457. Αυτή η βαθιά προδιάθεση βρήκε επίσης διέξοδο κάποτε στις γεμάτες ρομαντισμό ονειροπόλες περιπλανήσεις των "Παλαιοπίστων" του Νικόλαος Αρσένιεφ, Η Ρωσική Ευσέβεια, μετάφρ. Ιωάννης Ήλεκτρος Μπούμης, εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1973, σσ. 16-17 και 18. 457

245


δέκατου όγδοου αιώνα, όπως και στην αίρεση των "φυγάδων" του δέκατου όγδοου και του πρώτου μισού του δέκατου ένατου αιώνα, οι οποίοι παρατούσαν τις οικογένειές τους και την κοινωνική ζωή, δεν δέχονταν τις εξουσίες ως προερχόμενες από τον Αντίχριστο, αρνούνταν την απογραφή και το διαβατήριο και κρύβονταν μέσα στα δάση.458 Αυτή επίσης η βαθειά και επιτακτική παρόρμηση θα ωθήσει τους καλλιτέχνες και διανοούμενους της Ρωσίας, είτε ήσαν εκπρόσωποι της παλιάς αριστοκρατικής διανόησης όπως ο Νίκων, είτε είχαν ενστερνισθεί επαναστατικές ιδέες μεταβάλλοντάς τους σε «"οδοιπόρους προσκυνητές του απόλυτου" (σαν τους Γκόγκολ, Τσααντάιεφ, Νικόλα Στάνκεβιτς), σε "αληθοθήρες" αναζητητές της Αλήθειας ή της Δικαιοσύνης σ' όλες τις χώρες»459. Μέσα στην πνευματική παράδοση της Ευρώπης ή στις καινούριες κοινωνικές και επαναστατικές ιδέες και κοσμοθεωρίες που κυκλοφορούσαν τότε σ' αυτήν, αναζητούσαν αυτό που ανταποκρίνονταν στις δικές τους προσδοκίες και προτιμήσεις, αυτό που ικανοποιούσε τις υπαρξιακές τους ανάγκες ή αυτό που ανταποκρίνονταν στο ριζοσπαστισμό τους460. Αυτή η μικρή αναδρομή στην ψυχολογία του ρωσικού λαού που φωτίζει μια ευαίσθητη πτυχή της ζωής του, ίσως μας δίνει το νήμα που θα μας οδηγήσει πέρα από τα συμβεβηκότα σε μια βαθύτερη προσέγγιση της απόφασης του Νίκωνα να προσπεράσει την κοινωνική καταξίωση και τις προοπτικές που είχε και να ξανοιχτεί στους πλατείς ορίζοντες του υπαρξιακού του ιδανικού. Κι αν εντύπωση προκαλεί που θα καταλήξει σ' ένα τόπο, στον ελληνικό όπου απουσιάζουν οι "παμμέγιστες εκτάσεις" κι όπου η φύση είναι στην κλίμακα και τα μέτρα του ανθρώπου, είναι γιατί στον τόπο των Καρουλίων πέρα από την δωρικότητα του τοπίου και τη Νικόλαος Αρσένιεφ, Η Ρωσική Ευσέβεια, μετάφρ. Ιωάννης Ήλεκτρος Μπούμης, εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1973, σσ. 20-21. 459 Νικόλαος Αρσένιεφ, Η Ρωσική Ευσέβεια, μετάφρ. Ιωάννης Ήλεκτρος Μπούμης, εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1973, σ. 22. 460 Νικόλαος Αρσένιεφ, Η Ρωσική Ευσέβεια, μετάφρ. Ιωάννης Ήλεκτρος Μπούμης, εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1973, σ.22. 458

246


σκληρότητα συνθηκών διαβίωσης και άσκησης, όλα είναι εμποτισμένα από τη Χάρη του Θεού. Μιλούσαν καθισμένοι στο παγκάκι, στον ίσκιο της συκιάς. Ο Νίκων σταματούσε κατά διαστήματα και κοιτούσε τη θάλασσα ή προσηλωνόταν στην απέραντη ησυχία. «Πεινάτε; Δεν έχω και πολλά πράγματα, αλλά θα τα μοιραστούμε. Ελάτε. Ύστερα θα προσευχηθώ και θα κοιμηθώ για λίγο»461. Ο ερημίτης πήρε και έκοψε ντομάτες, τους έβαλε λίγο λάδι, έφαγαν ακόμη ψωμί και αμύγδαλα. «Αναπαυθείτε στο μεταξύ κι ελάτε να με ξυπνήσετε σε δυο ώρες», είπε στον ξένο και πήγε στο εικονοστάσι. «Βγήκα και τράβηξα προς την αποθηκούλα. Μέσα, πάνω σε μία εταζέρα, τα κρανία των προηγούμενων ενοίκων, βαλμένα με προσοχή στη σειρά. Σε μερικά μπορούσες ακόμη να διαβάσεις το όνομα. Στη θέα αυτών των κρανίων που ήσαν τοποθετημένα με τη σειρά ίσως που πέθαναν οι κάτοχοί τους, μ' έπιασε ένα αλλόκοτο συναίσθημα. Το συναίσθημα της εμφάνειας του θανάτου, της απλότητάς του, μιας οικείας παρουσίας. Αυτά τα κρανία λες κι ήσαν εν αναμονή, μέσα στην παρένθεση του καιρού, ακινητοποιημένα ανάμεσα στα σύνορα δυο συγκεχυμένων χρόνων, ανάμεσα στην αρχή και στο τέλος του κόσμου, όπως ακριβώς ήσαν και στο χώρο μεταξύ γης και ουρανού. Όταν , λίγο αργότερα , ρώτησα τον Νικώνιο για τα σημειωμένα ονόματα στα κρανία, μου' δωσε την απάντηση που ανέφερα πιο πάνω. Να ξαναβρεί κανείς με την Ανάσταση και μέσα σε καινούριες σάρκες -μόλις νοητές-την έντονη ανωνυμία μιας άλλης ζωής, να ξαναγεννηθεί μ' ένα πρόσωπο πανομοιότυπο και συγχρόνως διαφορετικό απ' όλους τους άλλους: αυτό ήταν κατά τον Νικώνιο το νόημα και η ελπίδα της Δευτέρας Παρουσίας»462. Οι κοσμικοί πάντα εντυπωσιάζονται από τη συμφιλίωση Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σ.88. 462Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σ.89. 461

247


των πνευματικών ανθρώπων με το θάνατο, τον οποίο οι πρώτοι έχουν απεμπολήσει μετά βδελυγμίας και φόβου στο πυρ το εξώτερο, για να ξαναγυρίσει απρόσκλητος και πιο απειλητικός όχι μόνο στα τραγικά συμβάντα της ζωής, αλλά περνώντας και μέσα από τις πιο λεπτές και ανεπαίσθητες ρωγμές της αφασικής μας μακαριότητας. Έτσι κι ο Λακαριέρ εντυπωσιάστηκε πολύ. Σε μια άλλη συνάφεια του βιβλίου του, όταν θα μιλά για τα νεκρικά έθιμα των Αθωνιτών, θα θυμηθεί κι άλλες λεπτομέρειες

αυτής

της

στιχομυθίας

σχολιάζοντάς

την

πιο

παραλλαγμένη. Θα θυμηθεί λοιπόν ότι είχε ρωτήσει με πολύ χιούμορ τον ερημίτη, όταν είδε πάνω σε κάθε κάρα γραμμένο το όνομα του νεκρού: «Πιστεύετε ότι ο Θεός δε θα μπορέσει ν' αναγνωρίσει τους δικούς του κατά τη Δευτέρα Παρουσία, και κινδυνεύει να μπερδέψει τα κεφάλια των ερημιτών;», για να εισπράξει το ίδιο χαμόγελο: «Τα ονόματα βρίσκονται εδώ μόνο και μόνο για ν' αποδεικνύεται η συνέχεια της πίστης, η μεγάλη οικογένεια των αγίων διαμέσου των αιώνων. Όταν ο Θεός θα μας αποδώσει το σώμα και τη σάρκα μας -όχι την επίγεια σάρκα, αλλά ένα σώμα ένδοξο και ανάλαφρο, όπως του Χριστού κατά την Ανάληψη-δε θα μας χρειάζονται άλλο τα ονόματα γιατί θα' χουμε όλοι το ίδιο πρόσωπο και τα ίδια χαρακτηριστικά... Ασφαλώς εδώ θα παρατηρήσατε τα πρόσωπα των μοναχών και των αγίων στις τοιχογραφίες. Όλα μοιάζουν. Όχι επειδή ο ζωγράφος αγνοούσε την τέχνη του πορτραίτου. Αλλά διότι η επίγεια αγιότητα και άσκηση τους έχει ήδη μεταμορφώσει το πρόσωπό τους, και τους έχει αποδώσει την εμφάνιση που θα' χουμε όλοι μας κατά την επουράνια ζωή. Αυτή είναι η ισότητα μέσα στους κόλπους του Κυρίου. Θα είμαστε όλοι ταυτόσημοι και διαφορετικοί. Όπως ίδια και διάφορα είναι όλα τα σημεία της περιφέρειας του κύκλου ως προς το κέντρο»463.

Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σσ. 44-45. 463

248


Ο επισκέπτης ξάπλωσε στον υπαίθριο διάδρομο να ξεκουραστεί. Η ατμόσφαιρα ήταν από τη μεγάλη θερμοκρασία σχεδόν αποπνικτική. «Στήνω αυτί στους χίλιους δυο θορύβους της ερημιάς: άνεμος, έντομα, το σκίρτημα των χόρτων, ο θόρυβος που κάνουν τα σκουλήκια καθώς ροκανίζουν το ξερό ξύλο της σανίδας κ εκείνη η σχεδόν ηχηρή ταλάντωση του υπέρθερμου αέρα. Θυμάμαι ότι, τις δυο ώρες που πέρασα εκεί ακίνητος, μ' όλες μου τις αισθήσεις σ' εγρήγορση, συνεπαρμένος από ανεξήγητη έξαρση, με κατέλαβε φόβος. Φόβος ότι δε θα μπορέσω πια να ξανανέβω, ν' αναρριχηθώ στις αλυσίδες, ότι δε θα μπορέσω να ξεφύγω πια από τούτον το βράχο. Ένιωσα πόση δύναμη χρειαζόταν για να είσαι ερημίτης, για να μένεις απομονωμένος χρόνια ολόκληρα σ' ένα βράχο σαν ετούτο, με μοναδικό ορίζοντα τον ουρανό και τη θάλασσα, λες και βρίσκεσαι στα πρώτιστα άκρα της γης στα σύνορα του χώρου αλλά και του χρόνου, με το συναίσθημα πως αποτελείς τον τελευταίο επιζώντα, τον τελευταίο ναυαγό μιας καταποντισμένης παράδοσης»464. Διαβάζοντας κανείς γι' αυτούς τους ήχους που υπογραμμίζουν τη σιωπή, στοιχείο συστατικό του τόπου, δεν μπορεί να μη θυμηθεί τα λόγια του Gerald Palmer που καταθέτει τη δική του εμπειρία. «Αυτή η ησυχία, αυτή η σιωπή, βρίσκεται παντού, εισχωεί στα πάντα, είναι η ίδια η ουσία του Αγίου Όρους. Ο απόμακρος ήχος από το ''μοτόρι'' χρησιμεύει μόνο για να σημαδέψει την ένταση της ησυχίας. Το ξαφνικό θρόισμα της σαύρας ανάμεσα στα ξερά φύλλα, ένας βάτραχος που πέφτει σε κάποια στέρνα, είναι δυνατοί και ξαφνικοί ήχοι, οι οποίοι απλώς υπογραμμίζουν την απέραντη ησυχία...Αλλά αυτή η ησυχία, αυτή η σιωπή, είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή απουσία ήχου. Διαθέτει μια θετική ποιότητα, μια ποιότητα ολοκλήρωσης, πληρότητας, αιώνιας Ειρήνης που απεικονίζεται στο πέπλο της Παναγίας, που περιβάλλει και προστατεύει το Άγιον Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σσ. 89. 464

249


Όρος, προσφέροντας την εσωτερική σιωπή και τη γαλήνη της καρδιάς σε εκείνους που κατοικούν εκεί και σε εκείνους που έρχονται με ανοικτή καρδιά για να αναζητήσουν αυτή την ευλογία».465 Δυο

ώρες

μετά

θα

ξυπνήσει το Νίκωνα. Εκείνος θα καθίσει στο παγκάκι και θα του πει: «Συγχωρείστε με για την αδιακρισία, αλλά κατά βάθος γιατί ήρθατε να με δείτε;». «Του εξήγησα με δυο λόγια το ενδιαφέρον που μου κινούσε αυτή η έγκλειστη ζωή, την εντύπωση που μου είχε αφήσει η σύντομη επίσκεψή μου τον προηγούμενο χρόνο. Δεν του έκρυψα τίποτε από τις προσωπικές πεποιθήσεις μου, τον αθεϊσμό μου, την άρνησή μου να δω το χριστιανισμό σα θρησκεία διαφορετική από τις άλλες, σαν εξ αποκαλύψεως δρόμο. Δεν έρχομαι να σας δω επειδή είστε χριστιανός και ορθόδοξος, αλλά επειδή είστε ερημίτης. Το σημαντικό είναι ο τρόπος που ζείτε. Θέλω να μάθω αν όταν κανείς ζει χρόνια μόνος, με προσευχή και άσκηση- όποιος κι αν είναι ο θεός στον οποίο αφιερώνεται - δημιουργεί αληθινά μέσα του έναν καινούριο άνθρωπο. Μ' άκουσε με προσοχή και μου είπε: Λοιπόν σας καταλαβαίνω πολύ καλά. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να σας απαντήσω. Αλλά σας ευχαριστώ που υπήρξατε ειλικρινής»466. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να επισκεφτεί κανείς το Άγιο Όρος, αλλά ένας είναι απαραίτητος για να είναι πραγματικά προσκυνητής. Ο P. Sherrard

467

που ήξερε καλά το Άγιο Όρος έγραψε ότι οι επισκέπτες του

στη μεγάλη τους πλειοψηφία δεν είναι προσκυνητές αλλά τουρίστες, συνδέοντας έτσι το προσκύνημα με την κουραστική πεζοπορία, την ταλαιπωρία και τις κακουχίες. Όποιος αρνείται αυτή τη διαδικασία, τότε το προσκύνημα εκφυλίζεται σε θρησκευτικό τουρισμό. Αυτή άλλωστε Gerald Palmer, «Silence over Athos», Orthodox Life, Holy Trinity Russian Orthodox Monastery, Jordanvile, NY,Nov-Dec 1968, p.33 στο Γκράχαμ Σπηκ, Άγιον Όρος. Ανανέωση στο Περιβόλι της Παναγίας, μετάφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ. Ίνδικτος, Αθήναι 2005, σ. 82. 466 Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980,σσ.89-91. 467 Philip Sherrard, «The Paths of Athos», Eastern Churches Review, 9, 1-2 (1977), σ. 102 στο Γκράχαμ Σπήκ, Άγιον Όρος. Ανανέωση στο Περιβόλι της Παναγίας, μετάφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ. Ίνδικτος, Αθήναι 2005, σσ. 413-415. 465

250


είναι η προσέγγιση της έννοιας του προσκυνήματος στη Δύση όπου η λέξη προσκυνητής (pilgrim) εκφράζει την έννοια του ταξιδιώτη σ' ένα ιερό τόπο. Άν επικεντρώσομε την έννοια του προσκυνήματος σ' αυτό το στοιχείο, τότε ο Λακαριέρ δεν ήταν τουρίστας αλλά προσκυνητής, κάτι ου, ωστόσο, ούτε ο ίδιος θα παραδεχόταν. Γιατί προσκυνητής είναι στην Ορθδοξία τουλάχιστον αυτός που πηγαίνει σ' ένα τόπο ιερό να προσευχηθεί, να προσκυνήσει τις άγιες εικόνες και τα λείψανα των αγίων. Ο Λακαριέρ ήταν ένας αναζητητής του απόλυτου. Άλλωστε, όπως υποστηρίζει ο Rene Gothoni που έχει μελετήσει το θέμα αυτό και έχει διεξάγει σχετική έρευνα στην Ουρανούπολη, ενώ πολλοί υποστήριζαν πως πάνε από περιέργεια, στο τέλος συνειδητοποιούσαν ότι είχαν κάνει προσκύνημα. Ποιος άραγε μπορεί να ξέρει πότε σταματά η τουριστική περιέργεια στην ψυχή του ταξιδιώτη και ξεκινά η προσκυνηματική διάθεση; Κι όπως είπε ένας γέροντας στον Gothoni «καθένας που έρχεται στο Άγιον Όρος είναι ένας προσκυνητής, είτε το ξέρει είτε όχι. Αρχικά όλοι μας υπήρξαμε επισκέπτες. Ποιός μπορεί να πει με ποιό τρόπο ενεργεί η θέληση του Θεού; Ποιός μπορεί να πει γιατί έρχονται πραγματικά οι επισκέπτες;...»468. Όταν τρώγανε ο επισκέπτης είχε δει πάνω σε μια εταζέρα βιβλία και περιοδικά, κυρίως ρώσικα, αλλά και αγγλικά, καθώς και μια αρκετά καλή συλλογή του «National Geographical Magazine». «Πρέπει να είσαι έλληνας, όπως οι ντόπιοι, μου λέει ο Νικώνιος, για να πιστεύεις πως ασκητής σημαίνει αγράμματος. Υποστηρίζω την αποστέρηση του σώματος αλλά όχι του πνεύματος. Πάντοτε διάβαζα και μ' άρεσε να διαβάζω, και δε βλέπω γιατί θα' πρεπε ν' απαρνηθώ την καλλιέργειά μου απ' τη στιγμή που έγινα ερημίτης. Με συναρπάζουν ένα σωρό πράγματα

Rene Gothoni, Paradise within Reach. Monasticism and Pilgrimage on Mt Athos, 1993, σσ. 134-135 στο Γκράχαμ Σπηκ, Άγιον Όρος. Ανανέωση στο Περιβόλι της Παναγίας, μετάφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ. Ίνδικτος, Αθήναι 2005, σσ. 416-417. 468

251


που θα πρέπει να φαίνονται παράλογα ή αιρετικά στους ανθρώπους της περιοχής (κι έκανε μια κωμική χειρονομία για να δείξει τις τριγύρω αετοφωλιές σα να επρόκειτο για υπερβολικά θορυβώδεις ή άγνωστους γείτονες). Πάρτε για παράδειγμα την αστρονομία. Έχω ένα μικρό κανοκιάλι με το οποίο παρατηρώ τ' αστέρια. Τα κοιτάζω ώρες ολόκληρες κι αυτό με χαροποιεί όσο κι η προσευχή. Επί πολλά χρόνια αλληλογραφούσα μάλιστα με το διευθυντή του Αστεροσκοπείου του Αμβούργου για το ζήτημα της δεύτερης εστίας της έλλειψης που διαγράφει η Γη γύρω απ' τον Ήλιο»469. Διαβάζοντας κανείς αυτά, δεν μπορεί να μη θυμηθεί τα λόγια του μακαριστού πατρός Ρωμανίδη που λέει ότι οι αληθινοί θεολόγοι είναι οι θεόπτες και μοιάζουν με τους αστρονόμους. Αν και σήμερα οι αστρονόμοι σπάνια παρατηρούν τον ουρανό με τα τηλεσκόπια, καθώς η μορφή των αστέρων καταγράφεται σε φωτογραφικές πλάκες, οι οποίες προσφάτως αντικαταστάθηκαν από ψηφιακή μηχανή όπου τα δεδομένα αποθηκεύονται και αναλύονται από ηλεκτρονικούς υπολογιστές, οι οποίοι σχηματίζουν την εικόνα των άστρων στην οθόνη τους470. Το όργανο με το οποίο γίνεται η θέα της αρρήτου δόξης του Θεού είναι ο νους, ο οποίος φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα: «Εν τω φωτί σου οψόμεθα φως». Το όργανο με το οποίο οι αστρονόμοι βλέπουν τους αστέρες, τους αθέατους διά γυμνού οφθαλμού, είναι το τηλεσκόπιο. Ο π. Νίκων δεν ήταν ο διανοητικός και στοχαστικός θεολόγος, αλλά ο εμπειρικός θεολόγος, ο θεολόγος που βίωνε εμπειρικά τη μακρά παράδοση των θεοπτών αγίων, προφητών, Αποστόλων και Πατέρων της Εκκλησίας. Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος, ο οποίος προσήγγιζε εμπειρικά τον Θεό, δεν μπορούσε παρά να προσεγγίζει εμπειρικά και τα έργα των χειρών Του.

Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σ. 91. 470 Γιώργος Γραμματικάκης, Η αυτοβιογραφία του φωτός, τρίτη έκδοση, Παν/μιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2006, σ.326. 469

252


Ο Νίκων ως παρατηρητής του σύμπαντος με τη μεταφυσική και επιστημονική έννοια αποτελεί ευτυχή δικαίωση του "ανθρωπικού αξιώματος", αν λάβομε υπόψη αυτό που γράφει σύγχρονος επιστήμονας: «Είναι σχεδόν βέβαιο ότι το Σύμπαν - η γη, οι γαλαξίες και τα νεφελώματα, τα δημιουργήματα της ζωής - υπάρχει από καιρό και ίσως θα υπάρχει για πάντα. Αλλά αν ο παρατηρητής, δηλαδή ο άνθρωπος, παύσει να υπάρχει, η γένεση ή η εξέλιξη του Σύμπαντος δεν αφορά περίπου κανέναν. Θα επρόκειτο για την ακραία, την ολική μοναξιά»471. Τι έκανε άραγε το Νίκωνα ερασιτέχνη αστρονόμο; Αυτό που για μας που ζούμε σε αστικές περιοχές είναι ίσως απορίας άξιο, είναι αυτονόητο για ένα μορφωμένο κάτοικο των Καρουλίων όπου δεν υπάρχει πουθενά ηλεκτρικό κι όπου η φύση, έχεις την αίσθηση ότι έχει παραμείνει αμόλυντη, μακριά από τις παρεμβάσεις του ανθρώπινου τεχνολογικού πολιτισμού. Σε μια τέτοια φύση τη νύχτα όταν ο ουρανός είναι καθαρός και τα άστρα λάμπουν στο στερέωμα έχει κανείς την αίσθηση μιας εκστατικής εμπειρίας: αισθάνεσαι συνεπαρμένος ότι έχεις βγει από το σώμα σου κι ότι εισχωρείς με ιλιγγιώδη ρυθμό στα βάθη αυτού του μαγεμένου ουράνιου ωκεανού. Έχοντας προφανώς απολαύσει μια τέτοια νυχτερινή συμπαντική εμπειρία ο Τσέχωφ θα γράψει στο διήγημά του "Η νύχτα του Πάσχα"472:«...Ο κόσμος ήταν φωτισμένος από τα άστρα, σπαρμένα πυκνά, εκατομμύρια σ' όλο τον ουρανό. Δε θυμάμαι ποτέ να είχα δει τόσα άστρα. Κυριολεκτικά δε θα έβρισκε κανείς τόπο ν' ακουμπήσει το δάχτυλό του. Υπήρχαν άστρα μεγάλα σαν αυγό πάπιας και μικρούλια σα σπόροι καναβιού...Γι' αυτή την τελετή είχαν βγει όλα στον ουρανό, όλα ως το τελευταίο, από το πιο μικρό ως το πιο μεγάλο,

Γιώργος Γραμματικάκης, Η κόμη της Βερενίκης, Παν/μιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1990, σ.15. 472 Άντον Τσέχωφ, Η Νύχτα του Πάσχα, στο συλλογικό τόμο Χαρμολύπη, Κλασσικά διηγήματα Μεγάλων Συγγραφέων της Καθ' Ημάς Ανατολής, επιμ. π. Αθηναγόρας Δικαιάκος, έκδοση Δ', Αθήνα 2007, σ. 104. 471

253


πλυμμένα, καθαρά, λαμπερά και όλα να τρέμουν σιωπηλά μ' όλες τους τις φωτιές». Όμως ο ουρανός αλλάζει συνεχώς. Μέσα στη νύχτα οι αστερισμοί αλλάζουν θέση, ενώ κάθε μήνα κάποιοι νέοι εμφανίζονται και κάποιοι άλλοι εξαφανίζονται473. Και μπορούμε να φανταστούμε το Νίκωνα με το σημειωματάριό του να κρατεί σημειώσεις ή με το ρολόι να σημειώνει χρονικά τις παρατηρήσεις του ή εφοδιασμένο με αστρικούς χάρτες που μπορεί να δει κανείς τους αστερισμούς κάθε μήνα, να παρατηρεί λαμπρά αστρικά σμήνη, μακρινούς γαλαξίες, κυματοειδή νεφελώματα και άστρα με πολλά χρώματα. Στην αρχαιότητα οι αστρονόμοι ονομάτιζαν τους αστέρες σύμφωνα με τη θρησκευτική και πολιτισμική τους παράδοση, δίνοντάς τους ονομασίες θεών, ηρώων ή μυθικών τεράτων. Άραγε όταν το Μάρτιο ο Νίκων κοίταζε τον αστερισμό του Δράκοντα474, αυτό τον επιμήκη βόρειο αστερισμό που απεικονίζει το δράκο που φύλαγε τα χρυσά μήλα στον κήπο των Εσπερίδων, τον οποίο σκότωσε ο Ηρακλής ή το Φεβρουάριο τον Καρκίνο, τον κάβουρα που έστειλε η Ήρα εναντίον του Ηρακλή που μισούσε και τον οποίο ο ήρωας σκότωσε ή την Ύδρα τον Απρίλη, αυτό το πολυκέφαλο ιοβόλο ερπετό που σκότωσε ο ίδιος στον τελευταίο άθλο ή τον Ιούνιο το Σκορπιό που σκότωσε τον περίφημο κυνηγό Ωρίωνα, ή τον Οφιούχο, τον κομιστή των ερπετών και τον Όφι τον Ιούλιο ή το Κήτος το Νοέμβρη που συμβολίζει το θαλάσσιο τέρας που σκότωσε ο Περσέας τη στιγμή που ετοιμαζόταν να καταβροχθίσει την ωραία Ανδρομέδα, όταν λοιπόν κοιτούσε και παρατηρούσε όλα αυτά, μήπως συνειρμικά ανακαλούσε στη μνήμη του την εικόνα του αρχέκακου όφι, του διαβόλου που τόσες δυσκολίες θα παρενέβαλλε στον ανένδοτο αγώνα του για αγιασμό και θέωση; Τα προβλήματα που δημιουργεί ο εγωισμός και η υπερηφάνεια φαίνονται Robin Kerrod, Παρατήρηση των άστρων. Οδηγός του νυχτερινού Ουρανού μήνα προς μήνα, Εκδ. Σαββάλας, Αθήνα2004, σσ. 6-10 και 24. 474Robin Kerrod, Παρατήρηση των άστρων. Οδηγός του νυχτερινού Ουρανού μήνα προς μήνα, Εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2004, σ. 42. 473

254


καθαρά στο μύθο της Κασσιόπης. Το Βέλος παραπέμπει στους εφάμαρτους λογισμούς που νύττουν την ψυχή. Πιο κει, τον ίδιο μήνα, τον Αύγουστο, ο Τοξότης που συμβολίζει το γιό του Πάνα, τον Κρότο, ο οποίος επινόησε την τοξοβολία, σαν διαρκής υπόμνηση ότι ο μοναχός πρέπει να βρίσκεται συνεχώς σε νήψη, σε προσευχή και προσοχή για να αντιμετωπίζει τους ποικίλλους πειρασμούς και να διατηρεί καθαρή την καρδιά. Το Νοέμβριο μεγάλη παρηγοριά ο Νότιος Σταυρός όταν τον δει κανείς σαν την περιεκτική οδό της σωτηρίας και σαν σύμβολο της νίκης επί της αμαρτίας και του θανάτου. Αν οι ήρωες είναι στην αρχαιότητα άγιοι των Ελλήνων που δείχνουν το δρόμο της οντολογικής καταξίωσης, έχει πολλά να διδαχτεί κανείς όταν παρατηρεί τον Περσέα το Δεκέμβριο, ή τον Ηρακλή τον Ιούνιο που πολέμησαν το κακό κι έκαναν απίστευτα κατορθώματα. Αν ο Ηρακλής κατόρθωσε τα αδύνατα, αυτό είναι το καλύτερο μάθημα της αρχαίας μυθοπλασίας που μας δείχνει πόσο επιτεύξιμος είναι ο δρόμος της αγιότητας. Μέσα σ' αυτή την απόλυτη μόνωση και την πολύβουη σιωπή που ζούσε ο Νίκων, σίγουρα είχε ανακαλύψει τον κόσμο γύρω του κι είχε συνάψει μια βαθιά μυστική σχέση μαζί του. «.....ο κόσμος του Θεού δεν είχε ουτ' αρχή ούτε τέλος! Τι θεία χάρη γλυκόφεγγε στα ύψη, στα γαλανά ουρανοπάλατα της πλάσης! Και χαμηλά, κάτω απ' τα πόδια μου, νάτην η πράσινη χλόη και τ' άνθη στο χρυσόν αργαλειό τους, και νάτο το δάσος που φαίνεται σαν αδιάβατο. Σαν περπατάς στη σιωπή ή καταγής ξαποσταίνεις, αφουγκράζεσαι, νιώθεις ασίγητους μελίρρυτους ύμνους... Και το σύνολο τούτο βομβίζει, σαλεύει, θροίζει, παφλάζει, γλυκοψιθυρίζει τριγύρω σου, ωσάν ο Θεός ο ίδιος να σου μιλά με το στόμα όλης της δημιουργίας...» 255


για να θυμηθούμε τη συνάντηση της κτίσης με την προσευχόμενη καρδιά στις ατέλειωτες πορείες μιας προσκυνηματικής οδοιπορίας, εκφρασμένη ποιητικά από μια απλή Ρωσίδα γυναίκα, τη γριά Νταριούσκα475. Καθώς τις νύχτες ο Νίκων θα συνομιλούσε με τους αστέρες, θα έκανε μυστικές συσχετίσεις που θα τους συνέδεαν με τον πνευματικό του αγώνα και θα του αποκάλυπταν ένα νέο νόημα που θα αύξαινε και θα κλιμάκωνε την αγωνιστικότητά του. Συζήτησαν λοιπόν διάφορα θέματα αστρονομίας. Μάλιστα ζήτησε από τον επισκέπτη του πληροφορίες για το περίφημο τηλεσκόπιο του Όρους Πάλομαρ476, που βρίσκεται στην Καλιφόρνια των Η.Π.Α και συγκεκριμένα στη Βόρεια Κομητεία του Σαν Ντιέγκο, 145 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Αστεροσκοπείου του Όρους Γουίλσον και πάνω στην κορυφή του Όρους αυτού. Βέβαια, ως τηλεσκόπιο του Πάλομαρ, πρέπει να εννοήσει κανείς το μεγάλο τηλεσκόπιο του Αστεροσκοπείου Πάλομαρ που φέρει την ονομασία Χέιλ, την οποία οφείλει στον αστρονόμο Τζωρτζ Χέιλ. Το τηλεσκόπιο αυτό κατασκευάστηκε για λογαριασμό του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Καλιφόρνια (Καλτέκ) και κόστισε 6 εκατομμύρια δολλάρια. Από το 1948 μέχρι το 1974 ήταν το μεγαλύτερο και ισχυρότερο κατοπτρικό τηλεσκόπιο στον κόσμο, οπότε κατασκευάστηκε ένα άλλο τηλεσκόπιο με διάμετρο 6 μέτρων στο ρωσικό αστεροσκοπείο Ζελεντσούσκαγια. Πρέπει να σημειωθεί ότι με το Χέιλ έχουν ανακαλυφθεί εκατοντάδες αστεροειδών. Ωστόσο, το ακριβές μοντέλο του υπό κλίμακα 1:10 βρίσκεται ακόμη στο Κόρνινγκ της Ν. Υόρκης, όπου και η έδρα της κατασκευάστριας εταιρείας Corning Glass Works και μάλιστα χρησιμοποιήθηκε για να ανακαλυφθεί ένας τουλάχιστον αστεροειδής, ο οποίος φέρει την ονομασία 34419 Κόρνινγκ. Ο περιηγητής του εξήγησε τις

Νικόλαος Αρσένιεφ, Η Ρωσική Ευσέβεια, μετάφρ. Ιωάννης Ήλεκτρος Μπούμης, εκδ. Βασιλείου Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1973, σσ.18-19. 476 http /el.wikipedia.org/wiki/Αστεροσκοπείο του Πάλομαρ 475

256


ανακαλύψεις γύρω από την παλινδρόμηση των νεφελοειδών477 που ο Νίκων είχε ακούσει, καθώς και γύρω από τη ραδιοαστρονομία478, τον κλάδο αυτό της αστρονομίας που μελετά ουράνια αντικείμενα σε ραδιοσυχνότητες. Όπως είναι γνωστό479, η ανίχνευση ραδιοκυμάτων που εκπέμπουν τα αστρικά αντικείμενα έγινε τη δεκαετία του 30 όταν ο Καρλ Τζάνσκυ παρατήρησε την ακτινοβολία που προέρχεται από το Γαλαξία μας. Στη συνέχεια εντοπίστηκαν διαφορετικές πηγές εκπομπής ραδιοκυμάτων: αστέρια, γαλαξίες, αλλά και νέες κατηγορίες αστρικών αντικειμένων όπως ραδιογαλαξίες, πάλσαρ, κβάζαρ, μέιζερ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ανακάλυψη της κοσμικής ακτινοβολίας μικροκυμάτων υποβάθρου, αδιάσειστο στοιχείο για τη Μεγάλη Έκρηξη, έγινε με τη βοήθεια της ραδιοαστρονομίας. Δυο-τρία χρόνια (1951) πριν τη συζήτηση αυτή στα Καρούλια, είχαν σημειωθεί μεγάλες πρόοδοι480 στη μελέτη των γαλαξιακών περιοχών από Ολλανδούς, Αμερικανούς και Αυστραλούς επιστήμονες, οι οποίοι επισήμαναν την ακτινοβολία των 21 εκατοστομέτρων του ουδέτερου υδρογόνου. Πρόκειται για τη γραμμή μήκους κύματος 21 εκατοστομέτρων (21,105cm=1420,4 MHZ) που αντιστοιχεί στο ουδέτερο υδρογόνο, το πιο διαδεδομένο στοιχείο στο Γαλαξία, αλλά ταυτόχρονα το λιγότερο ανιχνεύσιμο οπτικά και φασματογραφικά. Η γραμμή αυτή διαπερνά ανεμπόδιστα τα νέφη της διαστρικής ύλης και μας δίνει τη δυνατότητα να βρούμε που υπάρχει διαστρικό ουδέτερο υδρογόνο και με τη βοήθεια της θεωρίας της περιφοράς του Γαλαξία, να βρούμε την απόστασή του. Αυτό μας έδωσε τη δυνατότητα να αντιληφθούμε ότι ο Γαλαξίας έχει σπειροειδή δομή που περιστρέφεται γύρω από ένα πυρήνα

Πριν το 1925 θεωρούσαν τους άλλους γαλαξίες ως νεφελοειδείς. Ίσως ο όρος αυτός να επικράτησε και αργότερα. Σήμερα πάντως είναι γνωστό ότι οι νεφελοειδείς δεν παλινδρομούν. 478 http: //el.wikipedia.org/wiki/ραδιοαστρονομία. 479 http: //el.wikipedia.org/wiki/ραδιοαστρονομία. 480Ραδιοαστρονομία, Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τόμ. δέκατος τρίτος, εκδ. 'Δομή' Αθήναι, σ. 397. 477

257


πολυσύνθετο, ο οποίος αποτελείται από πολλές χωριστές πηγές ενέργειας και ο οποίος περιφέρεται και επεκτείνεται τάχιστα. Ο περιηγητής μίλησε στο Νίκωνα και για τους ιπτάμενους δίσκους481, ένα θέμα που παρουσιάζει πάντα μεγάλο ενδιαφέρον και εξάπτει τη φαντασία, καθώς τα άγνωστα αυτά αντικείμενα δεν μπορούν να ενταχθούν σε κάποια κατηγορία ούτε ανθρώπινης, ούτε φυσικής δημιουργίας και αποδίδονται κατά μια εκδοχή σε επισκέψεις εξωγήινων όντων στον πλανήτη Γη ή αλλού. Μάλιστα, εκείνη ακριβώς τη χρονιά (1953) η Πολεμική Αεροπορία των Η.Π.Α (USAF) αντικατέστησε τον όρο ιπτάμενοι δίσκοι υιοθετώντας τον όρο ΑΤΙΑ (Άγνωστης Ταυτότητας Ιπτάμενα Αντικείμενα) που αποτελεί σε ελληνική μετάφραση αρκτικόλεξο του αντίστοιχου αγγλικού UFO (Unidentified Flying Objects). Την προηγούμενη χρονιά (1952) είχαμε το πρώτο διεθνές κύμα ιπτάμενων δίσκων, οι οποίοι είχαν θεαθεί στις Η.Π.Α, στη Γαλλία, στη Β. Αφρική, στη Δανία, τη Σουηδία, την Πολωνία, τη Β. Γερμανία, ακόμα και στην Ουάσιγκτον (στο Καπιτώλιο και στο Λευκό Οίκο). Το 1953, τη χρονιά δηλαδή της δεύτερης επίσκεψης του Γάλλου στο Νίκωνα, καρπός της οποίας ήταν και οι γραπτές εντυπώσεις του πρώτου, δεν είχαμε κύματα εμφανίσεων UFO, αλλά μεμονωμένες θεάσεις, με πιο εντυπωσιακή αυτή στο Μπίσμαρκ της Β. Ντακότα, όπου τέσσερα αντικείμενα φάνηκαν να αιωρούνται, κάνοντας ελιγμούς τη νύχτα επί τρεις ώρες πάνω από σταθμό καθαρισμού αέρα, ενώ την επόμενη χρονιά (1954) είχαμε το μεγαλύτερο κύμα θεάσεων. Όντως από το 1953 άρχισαν να γίνονται , όπως είπε και ο Γάλλος πολύ της μόδας, καθώς άρχισαν να γράφονται βιβλία, να βλέπουν το φως της δημοσιότητας διάφορα κείμενα σε περιοδικά, εφημερίδες, αλλά και να γίνονται ταινίες επιστημονικής φαντασίας, πρόδρομες του «2001: η Οδύσσεια του διαστήματος» και

481

http //wikipedia.org/wiki/ΑΤΙΑ. 258


«Στενές επαφές τρίτου τύπου»482. Τα μάτια του Νίκωνα άστραφταν από ένα έκδηλο ενδιαφέρον : «Υποσχεθείτε μου πως θα μου στείλετε ένα βιβλίο γι' αυτά μόλις γυρίσετε σπίτι σας. Δεν έχω κανένα μέσο να προμηθεύομαι βιβλία, γιατί ζω τελείως χωρίς χρήματα. Αυτά που βλέπετε εκεί πέρα είναι δωρεές του μοναστηριού και των επισκεπτών που περνάνε από δω. Λαβαίνω μόνο τα τεύχη του Νational Geographical Magazine. Όταν τους έγραψα πως ήμουν Ρώσος ερημίτης και ζούσα στον Άθω, μου απάντησαν πως θα μου έστελναν το περιοδικό δωρεάν όσο ζω»483. Αν είναι αλήθεια ότι τα μυστήρια σαγηνεύουν και δημιουργούν μια ακαταμάχητη πρόκληση που κάνει τους ανθρώπους να προσπαθούν να τα αποκωδικοποιήσουν, καταλαβαίνομε γιατί ο Νίκων με το ανήσυχο πνεύμα ενδιαφερόταν για όλα αυτά τα ζητήματα. Ο περιηγητής είχε προσέξει πάνω στην εταζέρα κι ένα βιβλίο του Churchward για την Ήπειρο Μυ και κάποια για την Ατλαντίδα. «Ενδιαφέρεστε και για όλα αυτά;», θα του πει. «-Ξέρετε, είστε αληθινά ουρανόπεμπτος. Για χρόνια ονειρευόμουνα να μπορέσω να μιλήσω για όλα αυτά, γιατί βέβαια με τους ντόπιους δε μπορώ να μιλήσω για την Ατλαντίδα ή τον Churchward! Δε μου λείπουν και πολλά πράγματα προτού πεθάνω. Μόνο μερικές πληροφορίες για όλα αυτά τα ζητήματα που δε μπορώ να παρακολουθήσω. Εδώ και χρόνια, δε μαθαίνω πια τίποτε. Και συχνά έλεγα στον εαυτό μου: θα΄ρθει άραγε κανείς μια μέρα να με πληροφορήσει; Και να που ήρθατε εσείς»484. Κατ' αρχήν, το βιβλίο που είχε δει ο περιηγητής ήταν προφανώς το βιβλίο «Η χαμένη ήπειρος Μυ» που δημοσίευσε το 1926 ο Αμερικανός

Ιερομ. Seraphim Rose ,''Σημεία από τον Ουρανό'': Μια ορθόδοξη χριστιανική κατανόηση των αγνώστου ταυτότητος ιπταμένων αντικειμένων(UFO) στο Ιερομ. Σεραφείμ Ρόουζ, Η Ορθοδοξία και η θρησκεία του μέλλοντος, Β'έκδ., Εκδ. Μορφή Εκδοθείτω,σσ.110 και 119. 483 Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σ. 91. 484Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σ. 91. 482

259


αγγλοσαξωνικής καταγωγής ταγματάρχης James Churchward485(18521936), το πρώτο από μια σειρά βιβλίων για τη ήπειρο Μυ που είχαν μεγάλη απήχηση στο αναγνωστικό κοινό και γνώρισαν επιτυχία στις δεκαετίες του '20 και του '30. Ο συγγραφέας αυτός ισχυρίστηκε πως κατείχε στοιχεία που αποδείκνυαν την ύπαρξη στο απώτερο παρελθόν μιας χαμένης ηπείρου, της Μου, που βρισκόταν στον Ειρηνικό Ωκεανό με επίκεντρο νότια του Ισημερινού, με μήκος 6000 μίλια από την Ανατολή ως τη Δύση και 3000 από το Βορρά προς το Νότο με πληθυσμό 64.000.000 κατοίκων και με ένα πολιτισμό που άνθισε 50.000 χρόνια πριν486. Οι κάτοικοι της πανέμορφης αυτής τροπικής Ηπείρου, η οποία δεν είχε καθόλου βουνά, αλλά απέραντες, γόνιμες πεδιάδες με τρεχούμενα νερά και πολύχρωμα πουλιά παραπέμπει συνειρμικά στις απαρχές μιας παραδείσιας δημιουργίας. Πράγματι, εκεί ο αποκρυφιστής συγγραφέας κάνει μια κοσμολογία που φιλοδοξεί να αντικαταστήσει τη Γένεση και όχι μια απλή ουτοπική εξερεύνηση: «ο κήπος της Εδέμ δεν βρισκόταν στην Ασία, αλλά σε μια ήπειρο που σήμερα είναι βυθισμένη στον Ειρηνικό Ωκεανό. Η Βιβλική ιστορία της Δημιουργίας, δεν προήλθε από τους λαούς του Νείλου ή της κοιλάδας του Ευφράτη, αλλά από αυτή την ήπειρο που βρίσκεται σήμερα βυθισμένη, την Λεμουρία ή Μου, την Κοιτίδα του Ανθρώπου... »487. Ο όρος Λεμουρία εισήχθη για πρώτη φορά από τον Philip L. Schlater488 το 1864, ο οποίος προσπαθώντας να καταλάβει πως είναι δυνατόν το ζώο lemur να συναντάται και στη Μαδαγασκάρη και στην Αφρική, στην Ινδονησία και στην Ινδία, αφού το ζώο αυτό ούτε να πετάξει μπορεί, ούτε να κολυμπήσει, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ζούσε σε χερσαία έκταση, η οποία κάποια στιγμή βούλιαξε στο νερό. Παρόμοιες υποθέσεις για την ύπαρξη της

χαμένης ηπείρου έκανε ο Γερμανός

http: //wikipedia.qwika.com/en2el/James Churchward. http: //el.wikipedia org/ James Churchward James Churchward και MU. 487 http ://artofwise.gr/html/categories content/anadromes/mou.html. 488 http: //el.wikipedia.org/Λεμουρία. 485 486

260


βιολόγος Ernst Haeckel, o Augustus le Plongeon, αλλά και αποκρυφιστές, όπως ο Lewis Spencer ή η Έλενα Μπλαβάτσκι, οπότε ο μύθος αυτός γίνεται ένα κουβάρι όπου εμπλέκεται η επιστήμη και ο αποκρυφισμός. Οι κάτοικοι λοιπόν αυτής της ηπείρου, σύμφωνα με τον Churchward, αποίκησαν όλο τον πλανήτη, δημιουργώντας πολιτισμούς όπως των Ελλήνων, των Χαλδαίων, των Περσών, των Βαβυλωνίων, των Αιγυπτίων, όπως και της χαμένης Ατλαντίδας. Το τέλος της επήλθε 12.000 χρόνια πριν όταν αλλεπάλληλοι σεισμοί, ηφαιστειακές εκρήξεις και τεράστια κύματα κατέστρεψαν και έθαψαν την ήπειρο αυτή στον υγρό τάφο του Ειρηνικού, αφήνοντας να εξέχουν τους ηφαιστειογενείς κώνους σαν υπόμνηση ενός γοητευτικού και προκλητικού μυστηρίου. Ένας άλλος θρύλος, ο οποίος αναβίωσε μετά από αιώνες και βρέθηκε, κυρίως από το 1882 και έπειτα, στο επίκεντρο του παγκόσμιου επιστημονικού ενδιαφέροντος ήταν αυτός της χαμένης Ατλαντίδας που αναφέρθηκε για πρώτη φορά στους διαλόγους του Πλάτωνα "Τίμαιος" και "Κριτίας". Το μυθικό489 αυτό νησί που σύμφωνα με το μεγάλο έλληνα φιλόσοφο βρισκόταν πέρα από τις Ηράκλειες στήλες και ήταν μια μεγάλη ναυτική δύναμη που είχε κατακτήσει πολλά εδάφη της Λιβυκής και της Ευρώπης, που απέτυχε να εισβάλει στην Αθήνα και βυθίστηκε με μυστηριώδη τρόπο στον Ατλαντικό, ήταν ένα νησί, η ύπαρξη του οποίου συζητήθηκε πολύ στην κλασσική αρχαιότητα, συχνά με τρόπο απορριπτικό και διακωμωδιστικό, βούλιαξε στη λήθη το Μεσαίωνα, αργότερα ενέπνευσε πολλούς αναγεννησιακούς συγγραφείς, όπως τον Φράνσις Μπέικον ("Νέα Ατλαντίδα"), ενώ σήμερα αποτελεί ένα από τα πιο προσφιλή θέματα της σύγχρονης επιστημονικής φαντασίας και όχι μόνο. Το έναυσμα έδωσε ο Ιγνάτιος Ντόνελυ490 από τη Μινεσσότα, μέλος του Αμερικανικού Κογκρέσου, ο οποίος στο κλασικό πια βιβλίο του με τίτλο 489 490

htt: //el.wikipedia.org/wiki. http: //www.stigmes.gr/gr/grpages/artikles/atlantis.htm. 261


«Ατλαντίδα ο προκατακλυσμιαίος κόσμος» προσπάθησε να απαντήσει στο ερώτημα: το θρυλικό αυτό νησί υπήρξε πράγματι και που ή ήταν προϊόν της δημιουργικής φαντασίας του μεγάλου Έλληνα φιλοσόφου; ΄Εκτοτε πολλοί προσπάθησαν να δώσουν απάντηση στα ερωτήματα αυτά με βάση είτε τη φαντασία, είτε την επιστήμη, είτε και τα δυο, είτε ακόμα τον αποκρυφισμό και την παραψυχολογία. Και παρ' όλο που και σήμερα ακόμα υπάρχουν διάφορες εκδοχές για το που βρίσκεται το χαμένο αυτό νησί με την εντυπωσιακή αρχιτεκτονική και τη σπουδαία τεχνογνωσία και γενικά όλο τον αρχέγονο υποτίθεται πολιτισμό της ανθρωπότητας που διασώθηκε και συνέβαλε στη διαμόρφωση των άλλων πολιτισμών κατόπιν χάρις τη διαφυγή των ιερέων του που διαισθάνθηκαν την επερχόμενη καταστροφή (Αζόρες, νησιά Μπίμινι στον Ατλαντικό, Τρίγωνο των Βερμούδων, Κρήτη και Σαντορίνη κ.α.), όλα αυτά συνεχίζουν να βρίσκονται ουσιαστικά στο επίπεδο της ουτοπίας και των ανεδαφικών υποθέσεων. Όση ώρα συζητούσαν είχε συνεχώς ένα χαμόγελο ευτυχισμένου παιδιού. Μίλησαν ακόμη και για την Ελένη Μπλαβάτσκυ, την ιδρύτρια της διεθνούς Θεοσοφικής Εταιρείας που είδαμε παραπάνω, αυτή την αριστοκρατικής καταγωγής τυχοδιώκτρια, πνευματίστρια και αποκρυφίστρια που άντλησε την ύλη της θεωρίας της από τον αρχαίο και νεώτερο μυστικισμό, τη μαγεία, το βουδισμό και τον ινδουισμό κλπ. και ονόμασε το θεοσοφικό της σύστημα «θεία σοφία» που μόνο μ' αυτό δήθεν οι άνθρωποι θα μπορούσαν να αποκτήσουν τη γνώση του θεού και να ενωθούν με αυτόν. Ισχυριζόταν μάλιστα ότι καθοδηγούνταν και επικοινωνούσε με όντα ανώτερης διανοητικής και ηθικής υποστάσεως, που είχαν υποστεί αλλεπάλληλες μετενσαρκώσεις και που αποκαλεί Οδηγούς, Διδασκάλους, Μαχάτμας491 κλπ. Θεωρείται492 μάλιστα ότι η http://orthodox-world.pblogs.gr/2008/10/h-istoria-ths-theosofikhs-etairias-elenamplabatsky.html. 491

262


μεγαλύτερη δήθεν επιτυχία της είναι ότι έκανε αντιληπτή την ύπαρξη πίσω από τα φαινόμενα ενός θείου σχεδίου για την πνευματική αύξηση και βελτίωση των ψυχών μέσω ατομικού αγώνα και εμπειρίας, το οποίο προωθείται από τα όντα αυτά που αποτελούν την Πνευματική Ιεραρχία. Απορία προκαλούν στον αναγνώστη αυτά τα αναγνωστικά ενδιαφέροντα του Νίκωνα, τα οποία συνδέονται άμεσα με τον αποκρυφισμό. Ακόμα και η περιέργειά του για τα UFO, τα οποία ως φαινόμενο, ενώ φαίνεται να μη συνδέεται με τη θρησκεία, ουσιαστικά είναι ένα σημείο και ένα στοιχείο της νέας θρησκευτικής συνειδητότητας και της μεταχριστιανικής εποχής που αφορά την εμφάνιση δαιμονικών δυνάμεων στους ανθρώπους, οι οποίοι έχουν πεισθεί ότι πρόκειται για εξωγήινους. Ερμηνεία, η οποία έχει διαμορφωθεί υπό την επίδραση της επιστημονικής φαντασίας, της "εξελίξεως" και της τεχνολογίας της διαστημικής εποχής493. Ωστόσο, ο Νίκων δεν ήταν κανένας αφελής, μωρόπιστος, ανώριμος, νευρωτικός ή πλανημένος. Αντίθετα ήταν ένας άνθρωπος με βαθιά πίστη στο Θεό και με μεγάλη πνευματικότητα, του οποίου τα ενδιαφέροντα ήταν, όπως είπαμε και παραπάνω, καθαρά γνωσιολογικά, αλλά και πνευματικά υπό την έννοια της διερευνήσεως και ερμηνείας της πλάνης. Η συζήτηση αυτή κράτησε κάμποση ώρα και ο Νίκων κουράστηκε. Ο επισκέπτης επωφελήθηκε για να επισκεφθεί τα γειτονικά ερημητήρια. Επειδή το κοντινότερο είχε εγκαταληφθεί, ανέβηκε λίγο παραπάνω, κοντά σ' ένα μεγάλο κοκκινωπό βράχο, όπου έμενε ο πατέρας Φιλάρετος494, αυτός ο ανυπόδητος και ρακένδυτος μοναχός που ήταν

http: //www.blavatsky.gr. Ιερομ. Seraphim Rose, Η Ορθοδοξία και η Θρησκεία του Μέλλοντος, β' έκδ., εκδ. Μορφή Εκδοθήτω, σσ.108 και 130. 494 Πρόκειται για το μοναχό Φιλάρετο Καρουλιώτη, τον κατά κόσμο Φώτιο Μπασματζίδη του Αποστόλου και της Μαρίας. Γεννήθηκε στο Ρύσιο της Κων/λης το 1889. Στο στρατό ήταν λοχαγός. Πήγε στη Σταυρονικήτα το 1908. Μοναχός εκάρη το 1909 από τον γέροντα Ιερεμία και μετονομάστηκε Φιλήμων. Μεγαλόσχημος εκάρη το 1918 από το γέροντα 492 493

263


συνεχώς κατανυγμένος και είχε μια παραδείσια παιδική αθωότητα στο πρόσωπό του495. Ο επισκέπτης του θα πει: «Ήταν παλιός ψαράς από τη Λήμνο που, μια ωραία πρωία, ένιωσε μέσα του την κλίση για τον Άθω κι εγκαταστάθηκε σ' ετούτο το βράχο. Δεν ήξερε ούτε να γράφει ούτε να διαβάζει. Ζούσε ξυπόλυτος, ρακένδυτος, περνώντας τον καιρό του να προσεύχεται και να βουρλιάζει κομπολόγια και κομποσκοίνια. Στο πρόσωπό του απλωνόταν διαρκώς ένα χαμόγελο και ακτινοβολούσε από απίστευτη καλωσύνη»496. Τους επισκέπτες του τους κερνούσε μια καραμέλα και βρόχινο νερό. Όταν όμως τον προσέγγισε ο ξένος, ο ερημίτης πήγε να βάλει τα κλάματα γιατί δεν είχε τίποτα να τον κεράσει. «Δεν υπήρχαν στο ερημητήριό του ούτε φρούτα ούτε ψωμί. Όλο το καλοκαίρι ζούσε με νερό και ξερά σύκα. Αυτός ήταν που κάποια στιγμή μου είπε εκείνη τη φράση..."Ο μοναχός δεν έχει ανάγκη από τίποτε, ούτε καν από ιερά βιβλία. Χρειάζεται μόνο τα χέρια του για να εργάζεται και την καρδιά του για ν' αγαπάει το Θεό"»497. Μια ώρα έλειψε από του Νίκωνα ο ξένος, κι όταν γύρισε τον βρήκε να ετοιμάζει τσάι, ένα ρόφημα που πίνουν πάντα οι Ρώσοι όπου κι αν βρίσκονται. «- Λοιπόν, είδατε τον πατέρα Φιλάρετο; Είναι πολύ καλός άνθρωπος αλλά λίγο αστείος», θα πει στον περιηγητή.

«-Τι εννοείτε με το

αστείος

-ερημίτης;». «-Δεν

παρατηρήσατε πως βρίσκεται διαρκώς στα σύννεφα; Είναι άνθρωπος σπάνιας καλοσύνης, αληθινός ασκητής. Δεν έχει καμιά απολύτως περιουσία. Από τότε που βρίσκομαι εδώ, τον βλέπω πάντοτε ξυπόλητο, με τα ίδια κουρέλια. Έρχεται να με δει καμιά φορά αλλά καθώς δε μιλάω Κύριλλο τον αόμματο, ωνομασθείς Φιλάρετος. Το 1919 έγινε προϊστάμενος του μοναστηριού. Το 1920 αναχώρησε για τα Καρούλια όπου διήγε τον λοιπό επίγειο βίο του. Εκοιμήθη το 1962 (Μοναχ. Μωυσής Αγιορείτης, Μέγα Γεροντικό Εναρέτων Αγιορειτών του Εικοστού Αιώνος, τόμ. Β' 1956-1983, σ. 677). 495 Μοναχ. Μωυσής Αγιορείτης, ενθ' ανωτέρω, σσ.677 και 679. 496Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σ.92. 497Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σ.92. 264


ελληνικά, δε λέμε τίποτε. Κάθεται, με κοιτάζει, χαμογελάει, βάζει το χέρι στην καρδιά, υποκλίνεται και επιστρέφει. Δε μου λέει ποτέ λέξη. Εδώ και χρόνια δεν τον άκουσα ποτέ να μιλήσει»498. Διαβάζοντας κανείς γι' αυτή τη σχέση τη γεμάτη ανθρωπιά που αποπνέει ένα άρωμα ξεχασμένων παραδείσων, δεν μπορεί παρά να ανακαλέσει συνειρμικά στη μνήμη του τα λόγια της Γερόντισσας Γαβριηλίας για τις πέντε πανανθρώπινες γλώσσες με τις οποίες η ίδια γύρισε όλο τον κόσμο: «Η πρώτη είναι το χαμόγελο...Η δεύτερη είναι τα δάκρυα...Η τρίτη είναι το άγγιγμα...Η τέταρτη είναι η προσευχή...Η πέμπτη είναι η αγάπη...»499. Αυτή ήταν η απάντηση της γερόντισσας στο

Μεθοδιστή,

σπουδαίο

Αμερικανό

ιεραπόστολο Stanley Jones όταν της παρατήρησε στην Ινδία όπου βρίσκονταν ότι δεν θα μπορούσε να είναι καλή χριστιανή, αφού δεν ήξερε τις ντόπιες γλώσσες. Τι σημαίνει αστείος, ίσως θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς με μια δόση καχυποψίας, απάδουσα ωστόσο στα μέτρα και την πνευματική κατάσταση του σπουδαίου ασκητή. Όπως είναι γνωστό, στη νεοελληνική τουλάχιστον, το επίθετο αυτό δεν χρησιμοποιείται πάντα για να εκφράσει ένα αξιολογικό περιεχόμενο. Όμως ο Νίκων δεν το χρησιμοποίησε για να υποτιμήσει ή να κοροϊδέψει το συνασκητή του. Οπότε υπάρχουν, νομίζομε, δυο εκδοχές για να αποκωδικοποιήσομε το πνεύμα με το οποίο το χρησιμοποίησε. Η πρώτη είναι ότι εννοούσε την αγία σαλότητα του Φιλάρετου. Αυτή είναι η λιγότερο πιθανή, αφού ο ξένος δεν φάνηκε να καταλαβαίνει. Η δεύτερη, η πιο πιθανή είναι ότι το επίθετο αυτό εκφράζει με πολύ χιούμορ την ίδια τη μακρόχρονη γνωριμία και σχέση τους που δεν ευνοεί τη λεκτική επικοινωνία. Ωστόσο, ο επισκέπτης θα αντιπα-ραθέσει λανθασμένα στη σιωπή του Φιλάρετου τη «φλυαρία» του Νίκωνα Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σ. 92. 499 Γαβριηλία Μοναχή, Η Ασκητική της Αγάπης, εικοστή πρώτη έκδ., εκδ. Επτάλοφος, Θεσ/νίκη 2009,σ. 301. 498

265


συνδέοντάς τα με την καταγωγή και τις κοινωνικές και μορφωτικές συνιστώσες των δυο προσωπικοτήτων, έχοντας ουσιαστικά άγνοια των συνθηκών του ερημιτικού βίου γενικότερα και της ζωής και των συνηθειών του Νίκωνα ειδικότερα. Δε χρειάζεται να πούμε αν είχε δίκιο ή άδικο αφού είδαμε τις επισκέψεις των άλλων προσκυνητών σ' αυτόν. Για να εξηγηθεί η «φλυαρία» του στο Γάλλο αρκεί ίσως να υπενθυμίσομε αυτά που είχε πει παραπάνω: «Δε μου λείπουν και πολλά πράγματα προτού πεθάνω. Μόνο μερικές πληροφορίες για όλα αυτά τα ζητήματα που δε μπορώ να παρακολουθήσω. Εδώ και χρόνια, δε μαθαίνω πια τίποτε. Και συχνά έλεγα στον εαυτό μου: θα' ρθει άραγε κανείς μια μέρα να με πληροφορήσει; Και να που ήρθατε εσείς». Αλλά βέβαια και η ειλικρίνεια του επισκέπτη έπαιξε ρόλο στο να ανοιχτεί ο ερημίτης. Η ώρα έχει προχωρήσει πολύ και τα υπέροχα χρώματα του δειλινού έχουν κυριέψει τον επισκέπτη που έχει καταληφθεί από μια έντονη ποιητική διάθεση: «Το βράδι είχε ήδη αρχίσει να γίνεται αισθητό. Τα βουνά μαβιά, η σκιά πάνω στους βράχους, η θάλασσα νήνεμη και άσπρη, ο ορίζοντας πορφυρός, αιματόχρωμος. Ο Νικώνιος κοιτούσε αμίλητος. Έτσι θα κάθεται κάθε βράδι ν' ατενίζει το σούρουπο. Πάνω σ' αυτόν τον πανελάχιστο βράχο, ζούσε, άκουγε, αισθανόταν αυτή τη σιγαλιά κι αυτές τις ώρες, όλες τις ευωδιές, όλα τα φώτα που του πρόσφερε ο κόσμος»500. «-Κάποτε είχατε φύγει από το ερημητήριό σας για ένα χρόνο;... Τι είχε συμβεί; -Θα σας το διηγηθώ. Σε σας. Γιατί κάποιος άλλος θα δυσκολευόταν ασφαλώς να με πιστέψει. Είναι πολύ απλό: έφυγα στις Ηνωμένες Πολιτείες! Όταν, στα νειάτα μου, εγκατέλειψα τη Ρωσία για να ξεκινήσω το γύρο του κόσμου, δεν ήξερα προφανώς πως δε θα ξανάβλεπα ποτέ την οικογένειά μου, αφού η Επανάσταση με βρήκε να ταξιδεύω. Κι όταν πολλά χρόνια αργότερα βρέθηκα στον Άθω, ο παλιός μου εαυτός Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σ. 92. 500

266


είχε πεθάνει και κάθε τι που είχε να κάνει με την οικογένειά μου ανήκε σ' ένα νεκρό παρελθόν. Δεν επεδίωξα ποτέ να μάθω τι είχαν απογίνει, και μονάχα πολλά χρόνια μετά έλαβα μια μέρα ένα γράμμα του αδελφού μου από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Είχε κινήσει γη και ουρανό για ν' ανακαλύψει τα ίχνη μου. Του απάντησα πως ζούσα, ήμουνα πολύ καλά και, στο εξής να μην ανησυχεί για μένα. Κι εκείνος έπαψε πολύ γρήγορα να μου γράφει. Για χρόνια ατέλειωτα μεσολάβησε σιωπή. Εδώ και τρία χρόνια[501], έλαβα ένα γράμμα του που μου έλεγε πως αισθανόταν το θάνατο να πλησιάζει και ήθελε πολύ να με ξαναδεί. Δεν ήξερε πως να κάνει για να μου στείλει χρήματα αλλά μου είπε ότι ασφαλώς θα μπορούσα να βρω κάποια λύση. Είχα ήδη πατήσει τα ογδόντα και μου φαινόταν εξαιρετικά παράτολμο να πάω σ' αυτή την ηλικία στην Αμερική χωρίς δεκάρα τσακιστή· σκέφτηκα όμως πως αν η Παναγία ήθελε να με βοηθήσει, όλα θα ήσαν απλά και θα μπορούσα να επιχειρήσω οτιδήποτε. Όταν μίλησα γι' αυτό μου το σχέδιο, όλος ο κόσμος εδώ- τέλος πάντων, αν μπορεί κανείς να πει όλος ο κόσμος για τους τρεις, τέσσερεις ερημίτες της γειτονιάς!- το βρήκε παράλογο, εντελώς παράλογο. Γι' αυτούς που απ' το χωριό τους έχουν έρθει κατευθείαν στον Άθω, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η άκρη του κόσμου. Για μένα, το δυσκολότερο δεν ήταν να πάω απ' την Αθήνα στη Νέα Υόρκη αλλά να φύγω από δω, να καταφέρω να δρασκελίσω τις αλυσίδες. Τις αλυσίδες, να περάσω τις αλυσίδες! Εκείνη τη στιγμή με φόβιζαν[502] τρομερά. Ωστόσο, αυτές οι αλυσίδες είναι οι φύλακές μου, οι προστάτες μου. Πέρα από τις αλυσίδες είναι ο άλλος Προφανώς το 1950. Εκτός από το τόλμημά του, ερημίτης ων, από τον τόπο της ασκήσεώς του, υπήρχε ο φόβος και λόγω ηλικίας της πτώσεως στο γκρεμό. Υπάρχουν περιπτώσεις ερημιτών που γκρεμίστηκαν και τελείωσαν τον επίγειο βίο με αυτό τον τρόπο, όπως ο μοναχός Θεολόγος και ο Παχώμιος (Μοναχ. Χαρίτων, Το Φρικαλέο Καρούλι, Πρωτάτον, αριθ. 35, Μάιος- Ιούνιος 1992, σσ. 75-76). Άλλωστε, η μετάβαση στο Μέσα Καρούλι προκαλεί τέτοιο φόβο και ίλιγγο, ώστε οι μεταβαίνοντες «αισθάνονται ότι διαπερνούν με το ''πορθμείον'' εις μίαν άλλην ζωήν και άλλον τόπον» (Μοναχ. Χαρίτων, Το Φρικαλέο Καρούλι, Πρωτάτον, αριθ. 35, Μάιος- Ιούνιος 1992, σ. 76). 501 502

267


κόσμος που αρχίζει. Η δική μου επικράτεια οριοθετείται από τις αλυσίδες! Κι έπειτα, υπήρχε άλλη μια δυσκολία: να πάρω από τον προκαθήμενο της Μεγίστης Λαύρας την άδεια να φύγω από τον Άθω, πράγμα που σπάνια παραχωρείται. Τότε, για μια ακόμη φορά, είπα στον εαυτό μου: τα πάντα είναι στο χέρι της Παρθένου. Σ' αυτήν εναπόκειται να μου δώσει τη δύναμη να διαβώ τις αλυσίδες, να λυγίσω την αντίσταση του ηγούμενου της Λαύρας. Την παρακάλεσα πολύ και τέλος η άδεια μου παραχωρήθηκε! Τότε, άρχισα να σκαρφαλώνω στις αλυσίδες, πιθαμή προς πιθαμή και καθώς ανέβαινα, έλεγα: με τέτοιο ρυθμό, δε θα φτάσω ποτέ στις Ηνωμένες Πολιτείες! Τέλος, κατάφερα να φτάσω στην κορυφή, πήγα στην Αγία Άννα, μετά στη Δάφνη, στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα· εκεί, ο Αρχιεπίσκοπος503 ανέλαβε προσωπικά την περίπτωσή μου. Μου βρήκε ένα ελληνικό φορτηγό πλοίο που πήγαινε στο Μεξικό, αφού πρώτα έκανε χίλιες δυο διαδρομές. Κοντολογίς, ξεκίνησα και να' μαι στην Αδριατική γιατί το καράβι έπιανε πρώτα Τεργέστη. Μια νύχτα, αμέσως μετά την Κέρκυρα, ανέβηκα στη γέφυρα. Δεν έβλεπες τη μύτη σου. Αποκοιμήθηκα εκει πέρα και άκουσα φωνές. Τρεις φωνές που μιλούσαν για κάποιον. Χωρίς να ξέρω γιατί, ήμουνα σίγουρος πως μιλούσαν για μένα. Κι έλεγαν:- Πιστεύετε πως θα φτάσει, θα τα καταφέρει; Τότε, μια άλλη φωνή απάντησε:- Ναι, έχει την Παναγία μαζί του. Την άλλη μέρα, όταν ξύπνησα, ρώτησα τον καπετάνιο από που είχαμε περάσει τη νύχτα. Και ήταν ακριβώς ανοιχτά από το Μπάρι εκεί που είχα δει το όνειρό μου, εκεί που βρίσκονται τα οστά του Αγίου Νικολάου[504]! Φτάνοντας στο Μεξικό, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος ήταν τότε ο Σπυρίδων ο Βλάχος ο από Ιωαννίνων, ο οποίος διεδέχθη τον Δαμασκηνό και θήτευσε στη θέση αυτή από τις 4-61949 μέχρι τις 21-3-1956 (Γ.Δ.Μ., Σπυρίδων, Θ.Η.Ε., τόμ. ενδέκατος, Αθήναι 1967, σ. 397). 504 Όπως είναι γνωστό, τα ιερά λείψανα του Αγίου Νικολάου μετακομίστηκαν από κληρικούς (;) ''εμπόρους'' από τα Μύρα της Λυκίας στο Μπάρι της Ιταλίας στις 9 ή 20 Μαΐου του 1087, λόγω της δεινής κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει η μικρασιατική πόλη εξαιτίας των Αγαρηνών. Ωστόσο, υπάρχει και μια δεύτερη εκδοχή σύμφωνα με την οποία το λείψανο του Αγίου μετακομίστηκε από τα Μύρα στη Μονή του Αγίου Νικολάου Λίντο στη Βενετία στις 6 Δεκεμβρίου του 1100. Όπως φαίνεται από το χρονικό της 503

268


είχα ένα σωρό σκοτούρες. Δεν ήθελαν να μ' αφήσουν να ξεμπαρκάρω επειδή δεν κρατούσα λεφτά μαζί μου. Τηλεγράφησα στον αδερφό μου από το καράβι και αμέσως μου έστειλε τα λεφτά τηλεγραφικά. Καιρός ήταν! Το πλοίο ξανάφευγε την άλλη μέρα για τον Καναδά και θέλαν να με ξαναμπαρκάρουν με το ζόρι!»505. Τι αισθήματα άραγε συνείχαν το Νίκωνα τώρα που εγκατέλειπε την ασφάλεια του απρόσιτου βασιλείου του για να βγει στον κόσμο; Στα ασκητικά κείμενα υπάρχουν περιπτώσεις μοναχών που άφηναν την ησυχία τους για να επισκεφτούν συγγενείς τους στον κόσμο, όμως πάντα υπήρχε εκτός από τους λογής-λογής κινδύνους και το ενδεχόμενο επανασύνδεσης με τα προσφιλή τους πρόσωπα, γι αυτό και οι γέροντες δεν επέτρεπαν στους καινούριους μοναχούς να τα βλέπουν πηγαίνοντας στον κόσμο. Ωστόσο, όσο κι αν οι μοναχικές υποσχέσεις υπαγορεύουν την αυταπάρνηση, πάντα υπάρχουν περιπτώσεις που ο μοναχός πρέπει να δείξει συγκατάβαση και να οικονομήσει την αδυναμία του προσφιλούς του προσώπου. Ακόμα και ασκητές εντελώς αδυσώπητοι για τον εαυτό τους βρέθηκαν στην ανάγκη να ακολουθήσουν αυτή την τακτική. Άραγε, να γνώριζε ο Νίκων για τον αββά Πίωρ506 που αναφέρει το Λαυσαϊκό; Ο εραστής

αυτός

της

άκρας

ασκητικότητας

από

υπερβολικό

ζήλο

υποσχέθηκε στο Θεό «μηκέτι ιδείν τινα των ιδίων». Όταν μετά από πενήντα χρόνια η αδελφή του έμαθε ότι ζει, έγραψε στον επίσκοπο, στη δικαιδεύτερης εκδοχής, τα λείψανα του Αγίου που είναι στη Βενετία αποτελούν μέρος του λειψάνου που οι έμποροι παραμέλησαν να πάρουν μαζί τους το 1087 (Εμμ. Δουνδουλάκη, Αγιολογικά και Υμνολογικά Μελετήματα Β΄, Εκδ. Π. Σ. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2012,σσ. 167168 ). Φαίνεται ότι ο Νίκων αγαπούσε και ευλαβούνταν ιδιαίτερα τον Άγιο Νικόλαο (6 Δεκεμβρίου), το όνομα του οποίου είχε ως κοσμικός. Θα μπορούσαμε επίσης να υποθέσομε ασφαλώς ότι όλη η οικογένειά του αγαπούσε και σεβόταν τον Άγιο. Άλλωστε, είναι γνωστή η αγάπη των Ρώσων για τον Άγιο, του οποίου η εορτή είναι μια από τις μεγαλύτερες εκκλησιαστικές εορτές στη Ρωσία και εορτάζεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα. 505 Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σ............ 506 Παλλάδιος Επίσκοπος Ελενοπόλεως, Η προς Λαύσον Ιστορία η λεγομένη Λαυσαική Ιστορία, Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών, τόμ. 6, Ε.Π.Ε, σσ. 378-380. 269


οδοσία του οποίου ανήκε η μονή όπου ασκήτευε να ενεργήσει ώστε ο αδελφός της να την επισκεφτεί γιατί αυτή αδυνατούσε λόγω ηλικίας. Τελικά, ο Πίωρ πήγε συνοδευόμενος από ένα μοναχό, όπως συνηθιζόταν τότε, όμως για να μην αθετήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στο Θεό κράτησε τα μάτια του κλειστά, λέγοντάς της: «Αδελφή...εγώ ειμί Πίωρ ο αδελφός σου, εγώ ειμί, ίδε, βλέπε με όσον θέλεις». Αυτοί που κορόιδευαν το Φιλέρημο507 τον ηνίοχο, κάνοντας λογοπαίγνιο και λέγοντας ότι ο Φιλέρημος στην πόλη δεν παίρνει δάφνες, ήξεραν πολύ καλά τι έλεγαν. Αυτό ακριβώς το περιστατικό που διαμείφθηκε στον ιππόδρομο της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Απαμείας έφερνε στη μνήμη του ο Μάρκελλος ο Σκητιώτης όταν τον πολεμούσε ο λογισμός να αφήσει την ησυχία του κελλιού του και να πάει στην πόλη. Κάτι τέτοιους συνειρμούς ίσως έκανε κι ο Νίκων, καθώς αναλάμβανε το κόστος αυτής της μεγάλης περιπέτειας. Αυτή η συγκατάβαση ήταν μια έξοδος ηρωική, γεμάτη από το μεγαλείο μιας αγάπης θυσιαστικής. «Στην Αμερική, ξαναείδα τον αδερφό μου. Έφτασα μερικές μέρες πριν πεθάνει, ίσα ίσα για να τον ευλογήσω. Έκατσα κάμποσο καιρό εκεικάτω. Έπειτα, όλος ο κόσμος έκανε έρανο και μου πλήρωσαν τα ναύλα να γυρίσω στην Αθήνα αεροπορικά. Θα πρέπει να είμαι ο μοναδικός ερημίτης του Άθω που μπήκε ποτέ σε αεροπλάνο! Μα δε σας είναι βαρετές όλες αυτές οι οικογενειακές ιστορίες;»508. Την πληροφορία αυτή για το ταξίδι του Νίκωνα στην Αμερική μπορεί κανείς να τη διασταυρώσει με μια άλλη πληροφορία που αναφέρει ο Κώστας Καβαρνός, Καθηγητής Πανεπιστημίου στην Αμερική στο μικρό κείμενό του με τίτλο «Νίκων ο Αγιορείτης»509, δημοσιευμένο στο περιοδικό

Ιωάννης Μόσχος, Πνευματικός Λειμών, Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών, Ε.Π.Ε, τόμ. 2, σσ. 298-300. 508 Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σσ. 93-94. 509 Κώστας Καβαρνός, Νίκων ο Αγιορείτης, Κιβωτός. Απάνθισμα, εκδ. Οίκος Αστήρ Αλ. 507

270


«Κιβωτός» το 1953. Στα τέλη Οκτωβρίου του 1952 ο Καβαρνός βρίσκεται στη Ν. Υόρκη, στο γραφείο ενός Άγγλου Λόρδου και συζητάνε για το Νίκωνα, τον οποίο ο πρώτος είχε συναντήσει "εντελώς τυχαία" τρεις μήνες πριν στο ξενοδοχείο του Θεοδωρίδη στη Δάφνη. Ο άγγλος λοιπόν θα του πει ότι ο ερημίτης βρισκόταν στην Αμερική την προηγούμενη χρονιά ,ότι ήταν ένας άνθρωπος πολύ ενδιαφέρων και ότι αν κάποιος που δεν τον ήξερε, τον έβλεπε σ' ένα κοκτέιλ πάρτι που είχαν, δεν θα μπορούσε με τίποτα να φανταστεί ότι ήταν ερημίτης και ζούσε με τόσες στερήσεις. Όταν παρατηρείς τον έναστρο ουρανό σ' ένα απόλυτα ερημικό μέρος

όπως

τα

Καρούλια,

αισθάνεσαι

να

εισχωρείς

και

να

ενσωματώνεσαι βαθιά μέσα στο σύμπαν. Σε μια τέτοια περίπτωση ο άνθρωπος «τελεί σε κατάσταση κάλλους...Σ' αυτή τη στιγμή χάριτος που είναι η ενατένιση της ομορφιάς, ο κόσμος παύει πράγματι να είναι ξένος προς το σώμα μου. Δεν είναι πλέον ένα περιβάλλον το οποίο αγνοώ, αντιμάχομαι ή εκμεταλλεύομαι, αλλά γίνεται αυτό που δεν θα έπρεπε ποτέ να πάψει να είναι: σώμα του σώματός μου. Γίνεται σώμα μου στην ολότητά του: από τον πελώριο θόλο απ' όπου οι ουράνιοι φωστήρες (που τη νύχτα είχαν μαγέψει τα μάτια) ξεχύνουν...το πρωί τις ηλιακές ακτίνες μέχρι αυτόν το ρευστό αέρα, που είναι γλυκός, ήδη ζεστός, που χαϊδεύει το δέρμα και που σε κάθε αναπνοή εισχωρεί και ευαισθητοποιεί τους εσωτερικούς ιστούς... »510. Η νύχτα είναι μαγική. Ο περιηγητής φλέγεται από μια ακατανίκητη επιθυμία να ρωτήσει το Νίκωνα για την καρδιακή προσευχή, στην πραγματικότητα για τη δική του προσευχή. Όμως δεν τολμά γιατί αυτή είναι ίσως η πιο προσωπική ερώτηση που μπορείς να υποβάλλεις σε ένα ερημίτη. Μπορείς να ρωτήσεις έτσι ένα λαϊκό για την

και Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1991,σσ.374-376. 510 Ζακ Τουράιγ, Η Ομορφιά θα σώσει τον κόσμο, μετάφρ. Γιώργος Κυθραιώτης, στο Εκκλησία και Κόσμος, Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 2002,σσ. 81-82. 271


ερωτική του ζωή; Ακόμα μεγαλύτερη αδιακρισία είναι να ζητάς να μάθεις για την ερωτική σχέση του ερημίτη με το Θεό που είναι μια διαρκής πνευματική "συνουσία". Έτσι θα διατυπώσει γενικόλογα και ανώδυνα το ερώτημα: «υπάρχουν ακόμη στον Άθω μοναχοί που επιδίδονται στην Προσευχή της Καρδιάς;». Με το ερώτημα όμως αυτό θα υποπέσει κι ο ίδιος στον πειρασμό που υπαινίχθηκε στην αρχή του κειμένου του γι' αυτούς που ζητούν από τους ερημίτες να μάθουν πράγματα, ουσιαστικά προσωπικά και που υπερβαίνουν την πνευματική τους κατανόηση, για να εισπράξουν τη δικαιολογημένη επιφύλαξη των δεύτερων. Κι όσο κι αν «η τεράστια θρησκευτική κουλτούρα»511 του Νίκωνα αποτέλεσε ένα κοινό τόπο συνάντησης με τον περιηγητή όπου οι γνώσεις τους μπορούσαν να διασταυρωθούν σε ένα επίπεδο προσωπικής κατανόησης, αυτή δεν ήταν ικανή συνθήκη για να αρθεί το παραπέτασμα της μυστικής σχέσης του μοναχού με το Θεό και να παραδώσει τις αποκαλύψεις της θείας δόξας βορά στην περιέργεια της κοσμικής γνώσης και στην προσωπική αφέλεια. Γιατί, όσο κι αν φαίνεται το ερώτημα αυτό με μια πρώτη ματιά λογικοφανές, είναι στην πραγματικότητα αφελές. Πώς να εγκαταλείψει κανείς τον κόσμο με τις χαρές του για να πάει να μείνει πάνω σ' ένα βράχο με ανείπωτες στερήσεις αν δε βρει εκεί ένα συνταρακτικό νόημα κι ένα σπαρταριστό βίωμα ζωής; Η καρδιακή προσευχή λοιπόν. Στην πραγματικότητα είναι ένα στάδιο της ευχής του Ιησού. «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλό» που κράζει ο μοναχός σαν άλλος τυφλός και λεπρός και «περιπεσών εις τους ληστάς» για να ελκύσει τη Χάρη που θα αποκαθάρει την ψυχή από τους ρύπους της αμαρτίας, θα γιατρέψει τις αρρώστιες της και θα αποκαταστήσει την υγεία και την ακεραιότητά της.

Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδοση, Εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σ. 84. 511

272


Κατ' αρχήν, ο άνθρωπος ως δημιούργημα του Τριαδικού Θεού έχει ψυχή ενιαία και πολυδύναμη512 που, σύμφωνα με τη γνωστή πλατωνική της διαίρεση έχει τρεις δυνάμεις: νου, επιθυμία, βούληση, οι οποίες δημιουργήθηκαν από το Θεό για να έχουν πλήρη ενότητα μεταξύ τους και να είναι εστραμμένες στην προοπτική της αγάπης Του: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου». Υπό την έννοια αυτή, ο νους πρέπει να έχει γνώση του Θεού, η επιθυμία να αγαπά το Θεό και η βούληση να πράττει το θέλημά Του. Στη φυσική αυτή κατάσταση ο νους είναι ο κυβερνήτης της ψυχής. Η αμαρτία διασπά την ενότητα των δυνάμεων κι έτσι ο νους έχει άγνοια του Θεού, η επιθυμία στρέφεται αγαπητικώς στα κτίσματα και η βούληση τυραννείται από τα πάθη. Στην παρά φύση κατάσταση της αμαρτίας ο νους καθίσταται δούλος της επιθυμίας και των παθών. Επειδή ο νους είναι πρωτοπαθής, άρα θα είναι αυτός που πρώτος θα ακολουθήσει τη θεραπευτική πνευματική μεθοδολογία. Έχει διαχυθεί προς τα έξω, έχει δοξάσει τα κτίσματα αντί το δημιουργό τους, τα πλάσματα αντί τον πλάστη τους, γι' αυτό πρέπει να επιστρέψει και να συγκεντρωθεί και κατόπιν να επαναφέρει και την επιθυμία. Στην προσπάθεια αυτή διακρίνονται διάφορα στάδια513. Στο πρώτο η ευχή γίνεται εκφώνως και ο προσευχόμενος προσπαθεί να συγκεντρώσει την προσευχή στα λόγια της ευχής. Στο δεύτερο, ο νους παραλαμβάνει την ευχή και τη λέει νοερά εξ ου και νοερά προσευχή. Όλη η προσοχή είναι πάλι στις λέξεις, αλλά είναι συγκεντρωμένη στο νου. Στο τρίτο, η ευχή κατεβαίνει στην καρδιά, όπου ο νους κατεβαίνει στην καρδιά. Τώρα η προσευχή βρίσκεται στην καρδιά και πάλι βυθίζεται στα λόγια της ευχής και κυρίως στο όνομα του Ιησού που είναι βυθός αθεώρητος. Από δω αρχίζει η καρδιακή προσευχή που ζήτησε Α.Ι.Β., Μια Βραδυά στην Έρημο του Αγίου Όρους, Ε' έκδοσις, Ι. Μονή Υψώσεως Τιμίου Σταυρού Μεσημέριον Εδέσσης, σσ. 59-61. 513 Α.Ι.Β., Μια Βραδυά στην Έρημο του Αγίου Όρους, Ε' έκδοσις, Ι. Μονή Υψώσεως Τιμίου Σταυρού Μεσημέριον Εδέσσης, σσ.61-63. 512

273


να μάθει ο περιηγητής. Στη συνέχεια, στο τέταρτο στάδιο η ευχή γίνεται αυτενεργούσα κατά το "εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί" της Αγίας Γραφής, ενώ στο πέμπτο ο ευχόμενος αισθάνεται να πυρπολείται από μια απαλή θεϊκή φλόγα, η οποία του χαρίζει υπέρμετρη χαρά, καθώς μέσα στην καρδιά κατοικεί η Χάρις. Στο στάδιο αυτό που είναι το τελευταίο στην εξελικτική πορεία της ευχής υπάρχει κάποιες φορές η θεωρία του ακτίστου Φωτός. Όταν ο άνθρωπος βλέπει το άκτιστο και αΐδιο φως, παύει να προσεύχεται. «Ουδέ προσευχή τότε προσεύχεται ο νους, αλλ' εν εκστάσει γίνεται εν τοις ακαταλήπτοις πράγμασι. Και αύτη εστίν η άγνοια η υπερτέρα της γνώσεως» κατά τον Άγιο Ισαάκ το Σύρο, η "κρυφιομύστις σιγή" και η "αφωνία του πνεύματος". Είναι ο σαββατισμός του νου, ο οποίος ευρισκόμενος σε ερωτική έξαρση προς το Θεό κλαίει με δάκρυα χαράς, αγαλλιάσεως και ευφροσύνης514. Ο περιηγητής αναφερόμενος στο κείμενό του στην ευχή, θα μιλήσει ανάμεσα στα άλλα και για τα βοηθητικά μέσα που συνιστά στους απείρους για την επιτυχή άσκηση αυτού του έργου η μακραίωνη ησυχαστική

εμπειρία.

Πρόκειται

για

τις

λεγόμενες

ψυχοτεχνικές

μεθόδους (εισπνοή-εκπνοή, οι οφθαλμοί να μην περιάγουν ώδε κακείσε, αλλά να συγκεντρώνονται στο στήθος ή στον ομφαλό), τη χρησιμοποίηση των οποίων δεν αποτρέπουν οι πατέρες, εφόσον αυτές θεωρούνται απλά μέσα, τα οποία αυτοκαταργούνται με την πρόοδο του αγωνιζόμενου στην προσευχή. Αυτό εκφράζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν λέει: «Το δ' εις εαυτούς μάλιστα τους εισαγομένους βλέπειν εισηγείσθαι και διά της αναπνοής είσω πέμπειν τον οικείον νουν ουκ από τρόπου» 515, καθώς γνωρίζει από την τεράστια προσευχητική του εμπειρία πόσο είναι δύσκολο, κυρίως στους αρχαρίους, να συναγάγουν το νου σε "ενοειδή Α.Ι.Β., Μια Βραδυά στην Έρημο του Αγίου Όρους, Ε' έκδοσις, Ι. Μονή Υψώσεως Τιμίου Σταυρού Μεσημέριον Εδέσσης, σ. 159-160. 515 Γρηγόριος Παλαμάς, Λόγοι υπέρ των Ιερώς Ησυχαζόντων, Ε.Π.Ε, Τόμ.2, Πατερικαί Εκδόσεις "Γρηγόριος ο Παλαμάς", Θεσ/νίκη 1982, σ. 132. 514

274


συνέλιξη". Υπό την έννοια αυτή η κατηγορία του Βαρλαάμ και των οπαδών του εναντίον των ησυχαστών χαρακτηρίζοντάς τους ειρωνικώς και συκοφαντικώς ομφαλοψύχους δεν ευσταθεί. Μάλιστα ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα επισημάνει την αρχαιότητα αυτών των μέσων που συμβάλλουν στο να συστραφεί ο νους εις εαυτόν, ώστε να μη κινείται σε ευθεία και να διαχέεται προς τα έξω, αλλά σε κυκλική και απλανή κίνηση. Έτσι θα χρησιμοποιήσει το παράδειγμα του Προφήτη Ηλία, ο οποίος «την κεφαλήν τοις γόνασιν ερείσας και ούτω τον νουν εις εαυτόν και τον Θεόν φιλοπονώτερον συναγαγών, τον πολυετή εκείνον έλυσεν αυχμόν», την προτροπή "πρόσεχε σεαυτώ" του Μωυσή, ή τη δεδικαιωμένη προσευχή του τελώνη, ο οποίος δεν ήθελε "ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν άραι"516. Αυτή την πρακτική που απηχεί

την αρχαία ασκητική και

ησυχαστική παράδοση εισηγήθηκαν στα συγγράμματά τους πατέρες όπως ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, Άγιος Νικηφόρος ο Μονάζων, ο Άγιος Διάδοχος Φωτικής, ο Άγιος Θεόληπτος Φιλαδελφείας, ο Μ. Αθανάσιος, ο Νείλος ο εξ Ιταλών, ο Ηλίας και ο Σελιώτης που αξιώθηκαν και το προφητικό χάρισμα 517. Όπως είναι φυσικό, δεν υπήρχε περίπτωση ο Νίκων να μιλήσει στον περιηγητή για την τετρωμένη από αγάπη ψυχή του για το Θεό, για τον αβάσταχτο πόθο της πάσχουσας καρδιάς του, για τη θεία μέθη από το ανέκφραστο κάλλος του Νυμφίου του, για την άσβεστη φλόγα της ερωτικής του δίψας, για τις πνευματικές του αναβάσεις στο όρος της πνευματικής θεωρίας, για την εκστατική του αγάπη από τη θελκτική Του Γρηγόριος Παλαμάς, Λόγοι υπέρ των Ιερώς Ησυχαζόντων, Ε.Π.Ε, Τόμ.2, Πατερικαί Εκδόσεις "Γρηγόριος ο Παλαμάς", Θεσ/νίκη 1982, σσ. 136-140. 517Γρηγόριος Παλαμάς, Λόγοι υπέρ των Ιερώς Ησυχαζόντων, Ε.Π.Ε, Τόμ.2, Πατερικαί Εκδόσεις "Γρηγόριος ο Παλαμάς", Θεσ/νίκη 1982, σ. 142. Και άλλοι βέβαια Πατέρες δίδαξαν τη μέθοδο αυτή όπως ο Γρηγόριος ο Σιναΐτης, ο Ευάγριος ο Ποντικός, ο Άγιος Μάρκος ο Ασκητής, αργότερα ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, Ρώσοι στάρετς κ.λπ. (Μοναχ. Θεόκλητος Διονυσιάτης, Διάλογοι στον Άθω. Η Θεολογία της Νοεράς Προσευχής, Δ' έκδ. Εκδ. Οίκος Αστήρ, Αθήναι 2004, σσ. 101-102. 516

275


απόρρητη ομορφιά και ωραιότητα, για τη μετοχή της δόξης Του. Αντίθετα, προσπάθησε να κρύψει την πνευματική του κατάσταση, να την προστατέψει από τα αδιάκριτα βλέμματα. Γι' αυτό κάνει μια γενικόλογη αναφορά στις προσευχητικές επιδόσεις κάποιων μοναχών, επιχειρώντας συγχρόνως να αφαιρέσει κάθε στοιχείο προσωπικής αυθεντίας, να αμβλύνει την αίσθηση της προσωπικής εμπειρίας. Επιχειρεί τόσο έντονα να αποσυνδέσει στη συνείδηση του άλλου τον εαυτό του από τις αυτές τις υψηλές καταστάσεις, ώστε δίνει την εντύπωση ότι το πρόσωπό του εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα. «Ναι, υπάρχουν ακόμη. Μερικοί μάλιστα το κάνουν κάθε μέρα, μπροστά σου, σ' όλες τους τις καθημερινές πράξεις, αλά πρέπει να ' σαι ιδεασμένος για να το καταλάβεις. Μπορούν να σου μιλάνε, ακόμα και να γελάνε, να τρώνε, ενώ συγχρόνως προσεύχονται. Άλλοι το κάνουν αποσυρμένοι στη μοναξιά. Ζουν βαθιά μέσα στα δάση, σε μέρη δυσπρόσιτα και αποφεύγουν κάθε είδους επαφή. Ναι υπάρχουν αλλά είναι αόρατοι»518. Απέφυγε λοιπόν να μιλήσει ο Νίκων από ταπείνωση. Μερικά χρόνια αργότερα όμως στα "Προλεγόμενα"519 της Φιλοκαλίας που μεταφράστηκε και εκδόθηκε στην Αγγλική από τους Kadloubovsky και Palmer θα γράψει γι' αυτή την επιστήμη των επιστημών που οδηγεί τον άνθρωπο στη θέωση: «Η πιο αποτελεσματική μορφή αυτής της τέχνης των τεχνών και της επιστήμης των επιστημών παρουσιάζεται ως η πρακτική της Προσευχής του Ιησού, όπως είναι το παραδοσιακό της όνομα. Η πρωταρχική προϋπόθεση και απόλυτη αναγκαιότητα είναι το γνώθι σ' αυτόν. Για να αποκτήσει αυτή την επίγνωση ο αρχάριος ασκούμενος

πρέπει

να

μάθει

να

είναι

αφυπνισμένος

προς

τις

Jacques Lacarriere, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, όγδοη έκδο-ση, εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 1980, σ. 95. 519 E. Kadloubovsky-G.E.H. Palmer, Writings from the Philokalia on prayer of the heart, Faber and Faber Limited, London. 518

276


πολύπλευρες δυνατότητες του εγωισμού· και πρέπει να υπερνικήσει όλα τα εμπόδια, τόσο προσωπικά όσο και εξωτερικά, για να αποκτήσει τις καλύτερες προϋποθέσεις για επιτυχία. Η σιωπή και η ησυχία είναι απαραίτητες για τη συγκέντρωση. Η άσκηση της Προσευχής του Ιησού είναι η παραδοσιακή εκπλήρωση

της

εντολής

του

Αποστόλου

Παύλου

"αδιαλείπτως

προσεύχεσθε". δεν έχει καμμία σχέση με το μυστικισμό, ο οποίος είναι η κληρονομιά της ειδωλολατρικής αρχαιότητας. Ο τελευταίος εμφανίστηκε τους δύο πρώτους αιώνες με το κίνημα των Γνωστικών, αλλά γρήγορα απορρίφθηκε από την ξεκάθαρη ματιά των Πατέρων, και δεν είχε σημαντική περαιτέρω ανάπτυξη στο Χριστιανισμό της Ανατολής. Οι επιθέσεις που έγιναν εναντίον του Γρηγορίου του Παλαμά από τον Βαρλαάμ, της Καλαβρίας και από άλλους, και οι επακόλουθες διαστρεβλώσεις που έχουν κερδίσει έδαφος στη Δύση, έχουν δημιουργήσει ψευδή εικόνα για το νόημα της άσκησης της Προσευχής του Ιησού. Στη Δύση, συνεπώς, δεν έχει γίνει αντιληπτό ότι αυτή η πρακτική ανάγεται χρονικά στις αρχές της Χριστιανικής εποχής και έχει διατηρηθεί απαράλλαχτη ανά τους αιώνες στην Ανατολή. Δίνει πρόσβαση ακόμα και στο μεγαλύτερο επίτευγμα, όπως θα φανεί από τα γραπτά αυτής της συλλογής. Η άσκηση της Προσευχής του Ιησού δίνει την πιο αποτελεσματική βοήθεια και υποστήριξη για την καλλιέργεια της συνείδησης σε όσους φρονούν σκόπιμο να επωμισθούν αυτή την άσκηση. Η Φιλοκαλία είναι το νήμα που δείχνει το δρόμο μέσα από τις δυσκολίες, τις αντιξοότητες και την πνευματική πενία της σύγχρονης ζωής. είναι η πιο δραστική δύναμη που δείχνει στον άνθρωπο την οδό και τον οδηγεί στην επιτυχία σε αυτό το πόνημα». Ο Νίκων σηκώθηκε και πήγε να κοιμηθεί, καθώς επρόκειτο να σηκωθεί στις 2 το πρωί για να κάνει την καθιερωμένη προσευχή. Αυτές τις 277


ώρες συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις, εξωτερικές και εσωτερικές, για μια πιο γόνιμη προσευχή. Ο περιηγητής προτίμησε να κοιμηθεί κατάχαμα δίπλα στη συκιά. Ωστόσο, ο ερημίτης δεν τον σήκωσε για προσευχή από αίσθηση λεπτότητος, γνωρίζοντας ότι ο ξένος δεν συμμεριζόταν τους πνευματικούς προσανατολισμούς και τις μυστικές του εφέσεις. Παρ' όλα αυτά σηκώθηκε πριν χαράξει. Ήταν η τελευταία μέρα του ταξιδιού του στο Όρος. Θα ακολουθούσε συγκεκριμένα δρομολόγια: Από τα Καρούλια στην Αγία Άννα, από κει με καραβάκι για Διονυσίου, έπειτα για Δάφνη και μετά για τον κόσμο. Χτύπησε σιγά και διακριτικά την πόρτα. Ο ερημίτης είχε μόλις ξυπνήσει. Ευλόγησε τον ξένο και τον ευχαρίστησε τρεις φορές με βαθιά υπόκλιση απλώνοντας την παλάμη στο μέρος της καρδιάς. Ο ξένος άρχισε να σκαρφαλώνει με τη βοήθεια των αλυσίδων. Στη μέση της διαδρομής στράφηκε προς τη μεριά της καλύβας όπου ξεχώρισε στο μισοσκόταδο τον ερημίτη όρθιο να τον ευλογεί με μια πλατιά ιερατική χειρονομία. Ίσως ο επισκέπτης να ήθελε υποσυνείδητα να αποτυπώσει μέσα του για άλλη μια φορά το βαθύ μυστήριο της συναντήσεως των προσώπων σ' αυτό τον τόπο όπου όλα είναι απλά, γνήσια και αληθινά. Άρχισε να ξανανεβαίνει στο μισοσκόταδο. Παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής είχε την ίδια αίσθηση μ' όλους που τελειώνει το ταξίδι τους στο Όρος. Την αίσθηση του περάσματος από την αιωνιότητα στο χρόνο και στον τόπο που δουλεύουν σύμφωνα με τις επιταγές της αμαρτίας και του θανάτου.

278


Βιβλιογραφία 1. (πρώην) Βασίλισσα Φρειδερίκη, Μέτρον Κατανοήσεως, Αθήναι 1971. 2. Benagh Christine, Ένας Άγγλος στην Αυλή του Τσάρου, Εκδ. Καινό, Αθήνα 2009. 3. Breidel Χατζηδημητρίου Τόνις, Οι Αγίες των Ρομανώφ, δεύτερη έκδοση, Εκδ. Ν και Σ. Μπατσιούλας, Αθήνα 2009. 4. Green Nansy, Οι δρόμοι της Μετανάστευσης. Σύγχρονες Θεωρητικές Προσεγγίσεις, μετάφρ. Δημήτρης Παρσάνογλου, Εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2004. 5. http://el.wikipedia org/James Churchward James Churchward και MU. 6. http: //el.wikipedia.org/Λεμουρία. 7. http://artofwise.gr/html/categories content/anadromes/mou.html. 8. http://el.wikipedia.org/wiki/Αστεροσκοπείο του Πάλομαρ 9. http://el.wikipedia.org/wiki/ΑΤΙΑ. 10. http://el.wikipedia.org/wiki/ραδιοαστρονομία. 11. http://en.wikipedia.org/wiki/Joice_Nan Kivell_Loch. 12. http://orthodox-world.pblogs.gr/2008/10/historia-ths-theosofikhsetairias-elena-mplabatsky. html 13. http://wikipedia.qwika.com/en2el/James Churchward. 14. http://www biblionet gr/author/14231). 15. http://www. san simera.gr/biographies/300 16. http://www.blavatsky.gr 17. http://www.stigmes.gr/gr/grpages/artikles/atlantis.htm 18. Kadloubovsky E. -G.E.H. Palmer, Writings from the Philokalia on prayer of the heart, Faber and Faber Limited, London. 19. Kallistos, Bishop of Diocleia, St. Maximos of Kapsokalyvia and Fourteenth-CenturyAthonityHesychasm,www. esicasmo.it/PADRI/Kalistos.htm

279


20. Kerrod Robin, Παρατήρηση των άστρων. Οδηγός του νυχτερινού Ουρανού μήνα προς μήνα, Εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2004. 21. Kρισναμούρτι, http ://www.Kastaniotis.com/author/302. 22. Lacarriere Jacques, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μετάφρ. Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, 8η έκδοση, εκδ. Ι. Χατζηνικολή. 23. Loch Sydney, Athos: The Holy Mountain, Λονδίνο 1957στο: Γκράχαμ Σπηκ, Άγιον Όρος. Ανανέωση στο Περιβόλι της Παναγίας, μετάφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ. Ίνδικτος, Αθήναι 2005. 24. Moore James, Γκουρτζίεφ: Ο Άνθρωπος και η Λογοτεχνία, http:/ www. gurdjieff.org.uk/gs 8grk.htm 25. Mount Athos: The Holy Mountain, www.macedonianheritage.gr/Athos/General/Trekkings Guide.htm//Threkking Guide. 26. Petyr Demianovich Ouspensky (1878-1947), http//www.skepdic.gr/Entries/ Omikron/ ouspensk.htm. 27. Speake Graham, Mount Athos.Renewal in Paradise, Yale University Press, New Haven and London 2002. 28. The Philokalia, Volume Ι, The complete Text compiled by St. Nikodimos of the Holy Mountain and St. Makarios of Corinth, translated from the Greek and edited by G. E. H. Palmer, Philip Sherrard, Ware Kallistos, Faber and Faber, London and Boston. 29. www.dimokratianews.gr/content/1813/κέντρα πολιτισμού-τα κάστρα των ιπποτών. 30. www.isihazm.ru/zid=384 iid=1087. 31. Α.Ι.Β., Μια Βραδυά στην Έρημο του Αγίου Όρους, Ε' έκδοσις, Ι. Μονή Υψώσεως Τιμίου Σταυρού Μεσημέριον Εδέσσης. 32. Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, Η πνευματική κατάσταση των Ρώσων της διασποράς, στο Ο άνθρωπος του Θεού Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, Α΄ εκδ. Μυριόβιβλος, 2008.

280


33. Αθανασιάδης Τάσος, Τα παιδιά της Νιόβης, τόμ. 4, τρίτη έκδοση, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2002. 34. Άθως: Άγιον Όρος, Εκδ. Pierre Seghers,1954. 35. Ανάτυπο από το Ορθόδοξο περιοδικό ΖΩΗ, Η Αποκάλυψη. Φως στη Νύκτα του Κόσμου, εκδ. Αδελφότητος Θεολόγων η «Ζωή», Αθήνα . 36. Ανδρέας Μοναχ. Αγιορείτης, Το Γεροντικό του Αγίου Όρους, εκδ. Άθως. 37. Αννάμ, Eγκυκλοπαίδεια Δομή, τόμ.δεύτερος, εκδ.'Δομή' Αθήναι, σ.111. 38. Αρσένιεφ

Νικόλαος,

Η Ρωσική

Ευσέβεια, μετάφρ. Ιωάννης

Ήλεκτρος Μπούμης, εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου,Θεσ/νίκη 1973. 39. Αρχιμ. Βασίλειος, Καθηγούμενος Ι. Μ. Ιβήρων, Λειτουργικός Τρόπος, Ι. Μ. Ιβήρων, 2000. 40. Αρχιμ. Γαβριήλ Διονυσιάτης, Λαυσαϊκόν του Αγίου Όρους, β΄έκδ., Άγιον Όρος 2002. 41. Αρχιμ. Ιωαννίκιος Κοτσώνης, Αθωνικόν Γεροντικόν, έκδ. Δ΄, έκδ. Ι. Ησυχαστηρίου Αγ. Γρηγορίου Παλαμά, Κουφάλια Θεσ/νίκης 1992. 42. Αρχιμ. Ιωαννίκιος Κοτσώνης, Αθωνικόν Γεροντικόν, εκδ. Δ΄, εκδ. Ιερού

Ησυχαστηρίου

Αγίου

Γρηγορίου

Παλαμά,

Κουφάλια

Θεσ/νίκης 2004 43. Αρχιμ. Χερουβείμ, Από το Περιβόλι της Παναγίας Νοσταλγικές Αναμνήσεις, έκδ. ζ', Ι.Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός 2000. 44. Βασιλείου

Ι.,

Αμάρτημα

στον

Άθω

κι

άλλα

Διηγήματα,

Βιβλιοπωλείον της 'Εστίας'. 45. Γ.Δ.Μ., Σπυρίδων, Θ.Η.Ε., τόμ. ενδέκατος, Αθήναι 1967, σσ. 397-399. 46. Γαβριηλία Μοναχή, Η Ασκητική της Αγάπης, 21η έκδοση, εκδ. Επτάλοφος Α.Β.Ε.Ε., Θεσ/νίκη 2009. 47. Γιαγκιόζης Φ., Άθως. Χίλια χρόνια μετά, Εκδ. 'Μπαρμπουνάκης'.

281


48. Γιαγκιόζης Φαίδων, Το 'Κόκκινο' Μετόχι, εκδ. Οίκος Αδελφών Κυριακίδη α.ε, Θεσ/νίκη 2009. 49. Γιανναράς Χρήστος, Ο Παπαδιαμάντης και η «Σχολή» του,στο ιδίου, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2006. 50. Γραχαμ Σπηκ, Άγιον Όρος. Ανανέωση στο Περιβόλι της Παναγιάς, μεταφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ. Ινδικτος, Αθήνα 2005. 51. Γιανναράς Χρήστος, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, πέμπτη επανέκδοση, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2006. 52. Γραμματικάκης Γιώργος, Η αυτοβιογραφία του φωτός, τρίτη έκδοση, Παν/μιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2006. 53. Γραμματικάκης Γιώργος, Η κόμη της Βερενίκης, Παν/μιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1990. 54. Γρηγόριος Παλαμάς, Λόγοι υπέρ των Ιερώς Ησυχαζόντων, Ε.Π.Ε, τόμ.2, Πατερικαί Εκδόσεις "Γρηγόριος ο Παλαμάς", Θεσ/νίκη 1982. 55. Δουνδουλάκης Εμμ., Αγιολογικά και Υμνολογικά Μελετήματα Β΄, Εκδ. Π. Σ. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2012. 56. Δωρόθεος Μοναχός, Το Άγιο Όρος. Μύηση στην Ιστορία του και τη Ζωή του, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη. 57. Επίσκ. Ροδοστόλου Χρυσόστομος, Ωδή στα Αμάραντα 4, Άγ. Όρος 58. Επίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Ware, Η Εντός Ημών Βασιλεία, μετάφρ. από τα Αγγλικά: Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ. Ακρίτας. 59. Εφημερίδα Καθημερινή (2-12-08), Η αθώα ματιά του Ζακ Λακαριέρ. 60. Θεόκλητος Μοναχός Διονυσιάτης, Ο Γέροντάς μου Ηγούμενος Γιαβριήλ Διονυσιάτης 1886-1983, εκδ. οίκος 'Αστήρ' Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1987. 61. Θεοτοκάς Γιώργος, Ασθενείς και Οδοιπόροι, τόμ. Α', 5η έκδοση, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1967. 62. Θεοτοκάς Γιώργος, Ασθενείς και Οδοιπόροι, τομ. Β', 4η έκδοση, Βιβλιοπωλείον της ''Εστίας''. 282


63. Θεοτοκάς Γιώργος, Ταξίδι στη Μέση Ανατολή και στο Άγιον Όρος, τρίτη έκδοση, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1955. 64. Ιερομ. Seraphim Rose, Η Ορθοδοξία και η θρησκεία του μέλλοντος, β' έκδ., εκδ. Μορφή Εκδοθήτω. 65. Ιερομ. Ιωαννίκιος Κοτσώνης, Ανθοδέσμη από το Περιβόλι της Παναγίας, εκδ. Ι. Γυν. Ησυχαστηρίου “Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς” Κουφάλια Θεσ/νίκης 1992. 66. Ιουλία de Beausobre, Greative Suffering, London 1940. 67. Ιωάννης Μόσχος, Πνευματικός Λειμών, Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών, Ε.Π.Ε, τόμ. 2, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσ/νίκη 1987. 68. Καβαρνός Κων., Συναντήσεις με τον Κόντογλου, εκδ. «Αστήρ», Αθήναι 1985. 69. Καβαρνός Κώστας, Νίκων ο Αγιορείτης, Κιβωτός, τόμ. 2ος (1953-54), εκδ. «Αστήρ», Αθήναι 1991. 70. Κάλλιστος Ware Επίσκοπος Διοκλείας, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, μετάφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ. Ακρίτας, 1998. 71. Κόντογλου Φώτης, Έργα ΣΤ΄ Μυστικά Άνθη, Δ΄ έκδ., εκδ. «Αστήρ». 72. Κόντογλου Φώτης, Οι ταπεινοί αγιογράφοι της Τουρκοκρατίας, Κιβωτός Α΄(1952-1953), εκδ. Αστήρ, Αθήναι 1991. 73. Κρισναμούρτι,http ://www.greekbooks.gr./Krisnamurti.person. 74. Μοναχ. Θεόκλητος Διονυσιάτης, Αθωνικά Άνθη, τόμ. Δ΄, Εκδ. Οίκος ''Αστήρ'', Αλ. και Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1992 75. Μάρκος Αντώνιος, Το Ρωσικό Αγιολόγιο, εκδ. Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης Στρογγύλης Κορωπίου Αττικής, 2005. 76. Μελινός Μανώλης, Αγιορείτες Ερημίτες, Σειρά Πείρα Πατέρων. 77. Μοναχ. Θεόκλητος Διονυσιάτης, Διάλογοι στον Άθω. Η Θεολογία της Νοεράς Προσευχής, Δ' έκδ. Εκδ. Οίκος Αστήρ, Αθήναι 2004.

283


78. Μοναχ. Μωυσής Αγιορείτης, Ενάρετοι Ρώσοι Αγιορείτες Γέροντες του Eικοστού Aιώνος, στο ιδίου, Άγιον Όρος και Κοινωνία, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2009. 79. Μοναχ. Μωυσής Αγιορείτης, Ιερές Μορφές του Αγίου Όρους, έκδ. 1η, εκδ. “Τέρτιος”, Κατερίνη 2006. 80. Μοναχ.

Μωυσής

Αγιορείτης,

Μέγα

Γεροντικό

Εναρέτων

Αγιορειτών του Εικοστού Αιώνος, τόμ. Α΄1901-1955, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσ/νίκη 2011. 81. Μοναχ. Χαρίτων, Το Φρικαλέο Καρούλι, Πρωτάτον, αριθ. 35, ΜάιοςΙούνιος 1992. 82. Μπερδιάγεφ Νικ., Το Πνεύμα του Ντοστογιέφσκι, μετάφρ. Νικ. Ματσούκα, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 1972. 83. Μπερνάρ Σάρα, Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τόμ. ενδέκατος, εκδ. 'Δομή', Αθήναι, σ. 58. 84. Ν. Θ. Μ., Θεοσοφία, Θ. Η. Ε., τόμ. 6, Αθήναι 1965. 85. Ντοστογιέφσκι

Φιοντόρ

Συγγραφέα

Μέρος-

Γ΄

Μιχαήλοβιτς, 1876,

Το

Ημερολόγιο

Εισαγωγή-Μετάφραση-

του

Σχόλια

Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2007. 86. Ουσπένσκυ Π. Δ., http: //en.wikipedia.org/wik/P.-D.-Ouspensky. 87. Παλαιολόγου Αλκμήνη, Πριγκίπισσες της Ελλάδος, εκδ. Φερενίκη, Αθήνα 2006. 88. Παλλάδιος Επίσκοπος Ελενοπόλεως, Η προς Λαύσον Ιστορία η λεγομένη Λαυσαική Ιστορία, Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών, Ε.Π.Ε, τόμ. 6, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσ/νίκη 1996. 89. Παπακωνσταντίνου Νίκος, Πρόλογος στο:Αλκμήνης Παλαιολόγου, Πριγκίπισσες της Ελλάδος, εκδ. Φερενίκη, Αθήνα 2006. 90. Πρεσβ.Αλέξανδρος

Ελτσιανίνωφ,

Πνευματικά

Κεφάλαια.

Σημειώματα Φιλοκαλικής Αυτογνωσίας, εκδ. Τήνος, Αθήνα 1990. 284


91. Ραδιοαστρονομία, Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τόμ. δέκατος τρίτος, εκδ.'Δομή' Αθήναι, σ. 396-398. 92. Τo σύστημα Γκουρτζίεφ (Gurdjieff) ή 'Η Τέταρτη Οδός' περιοδικό Διάλογος, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2005, τεύχ. 41, στο http://www.oodegr.com/oode/anatolikes/gourtzief1.htm 93. Το σύστημα Γκουρτζίεφ( Gurdjieff )ή 'Η Τέταρτη Οδός', περ. Διάλογος, Ιούλιος- Σεπτέμβριος 2005, τεύχ. 41. 94. Τουράιγ Ζακ, Η Ομορφιά θα σώσει τον κόσμο, μετάφρ. Γιώργος Κυθραιώτης, στο Εκκλησία και Κόσμος, Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 2002. 95. Τριανταφυλλοπούλου Παρασκευή (επιμ.), Ο Άνθρωπος του Θεού Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, Α΄ έκδ., εκδ. Μυριόβιβλος, Αθήνα 2008. 96. Τρουαγιά

Ανρί,

Ντοστογιέφσκι,

μετάφρ.

Κ.

Κριτσίνης,

εκδ.

Πελεκάνος, Αθήνα. 97. Τσέχωφ Άντον, Η Νύχτα του Πάσχα, στο συλλογικό τόμο Χαρμολύπη, Κλασσικά διηγήματα Μεγάλων Συγγραφέων της Καθ' Ημάς Ανατολής, επιμ. π. Αθηναγόρας Δικαιάκος, έκδοση Δ', Αθήνα 2007. 98. Φλωρένσκυ Παύλος, Η αντίστροφη προοπτική-Το εικονοστάσι, εισαγωγή-μετάφραση-ερμηνευτικές σημειώσεις Σωτήρη Γουνελά, εκδ. Ίνδικτος, Αθήναι 2002. 99. Χατζηφώτης Ι. Μ., Οι Aγιογραφικοί Oίκοι του Άθω στο ιδίου, Αββακούμ

Λαυριώτης

ο

«Aνυπόδητος»

και

άλλα

Aθωνικά

Mελετήματα, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη. 96. Χατζημανώλης Σ.,Αυστραλία: Τιμήθηκαν Αυστραλές που βοήθησαν Έλληνες πρόσφυγες του '22 και θύματα του ελληνικού εμφυλίου, omogeneia.ana-mpa.gr

285


Ιωάννης Παπαδόπουλος Θεολόγος Mth, Πολιτικός Μηχανικός ΤΕ Υποψήφιος Διδάκτορας Α.Π.Θ.

ΔΟΚΙΜΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΟΜΠΕΛΙΣΤΑ ILYA PRIGOGINE.)*

α. Πατερική θέση και απόψεις σύγχρονων θεολόγων περί χρόνου και δημιουργίας.

Οι έννοιες του χρόνου και της δημιουργίας στην πατερική δογματική θεολογία αποτελούν μέρος σημαντικό της λεγόμενης φυσικής θεώρησης του κόσμου. Οι πατέρες της εκκλησίας, ονομάζουν φυσική θεωρία «την σπουδή του Λόγου του Θεού μέσα στην φύση, την ανεύρεση της προσωπικής Του ετερότητας μέσα σε κάθε πτυχή του κάλλους και της σοφίας του κόσμου. Η ίδια η ύλη του κόσμου είναι ένα δυναμικά ενεργούμενο γεγονός, μια ετερογενής προς την Φύση του Θεού ενέργεια, ενέργεια κτιστή του άκτιστου Θεού».520 Οι έννοιες του χρόνου και της δημιουργίας του σύμπαντος ερμηνεύτηκαν επαρκώς από τους Πατέρες της Εκκλησίας και περιγράφονται με λεπτομέρεια στα κείμενα τους ήδη από τους πρώτους αιώνες.

*Εισήγηση στο συνέδριο «Θεός-Κόσμος- Πολύπλοκα Συστήματα, συνεχίζοντας τον διάλογο που άνοιξε ο Ilya Prigogine» στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη Μάιος 2011. 520βλ., Χ.Γιανναρά, Αλφαβητάρι της Πίστης, εκδόσεις δόμος Αθήνα (1991) σ 75. 286


«Το σχέδιο της δημιουργίας του κόσμου σε αντίθεση με τα όσα διέδιδαν οι εθνικοί φιλόσοφοι επιχείρησε να εκφράσει και ο Ηγήσιππος με το έργο του, το πρώτο θεωρούμενο ιστορικό περίγραμμα της Εκκλησίας συνδεδεμένο με την αποστολική παράδοση και το Θείο Λόγο. Ο Ειρηναίος από τη μεριά του υποστήριξε τη θετική σχέση του θεού με την πλάση και τα δημιουργήματά Του προσθέτοντας παράλληλα ό,τι ο κόσμος έχει μεν δημιουργηθεί από το Θεό -απαντώντας στους Γνωστικούς521- αλλά Εκείνος έχει αναγνωρίσει στον άνθρωπο την ελευθερία βούλησης. Εντούτοις, την ιδέα ενός παγκόσμιου χρονικού συνέλαβε πρώτος ο Ευσέβιος Καισαρείας. Το έργο του που είχε τίτλο Εκκλησιαστική Ιστορία έθεσε τις πραγματικές βάσεις και τους σκοπούς που πρέπει να εξυπηρετεί ένα χριστιανικό χρονικό το οποίο θα περιγράφει σταθμούς και εκδηλώσεις της Θείας Πρόνοιας μέσω της διδασκαλίας και της αποκάλυψης του Θείου Λόγου. Το έργο του μάλιστα επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τις επόμενες γενιές χριστιανών χρονογράφων σε σημείο που ανάγκασε τους μεταγενέστερους να τον αποκαλέσουν πατήρ της εκκλησιαστικής ιστορίας και χριστιανό Ηρόδοτο»522. Όπως εύστοχα αναφέρει ο Α. Καρπόζηλος για τους χριστιανούς των πρώτων αιώνων: «… η έννοια της ιστορίας ήταν αποκλειστικά συνδεδεμένη με την ιστορία του Ιησού Χριστού και του λυτρωτικού του έργου επί της γης…523».Η ιστορία λοιπόν της σωτηρίας το σχέδιο δηλαδή Μια σύγχρονη ματιά για το θέμα των γνωστικών, μας δίνει στην δογματική του πραγματεία Κάλλος το Άγιον, ο Χ. Σταμούλης, κάνοντας λόγο «για το ζήτημα του υποβιβασμού της κτίσης όχι μόνο από την θεολογία των γνωστικών και των ειδωλολατρών, αλλά και από την σύγχρονη θεολογία». Για τον καθηγητή Σταμούλη «το πρόβλημα της απαξίωσης της κτίσης-δημιουργίας αποτελεί το σημαντικότερο θέμα στην σημερινή θεολογική σκηνή, ζήτημα που πηγάζει από τον φόβο της ειδωλοποίησής της».Βλ.,Χ.,Σταμούλης, Κάλλος το Άγιον, Προλεγόμενα στην φιλόκαλη αισθητική της Όρθοδοξίας,Εκδόσεις Ακρίτας,Α΄έκδοση Μάρτιος (2004) σ 230. 522βλ., Α.,Καρπόζηλος, ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΙ, ΤΟΜΟΣ Α΄, Αθήνα, Εκδόσεις Κανάκη, (1997), σ 28-32, 34, 39-43. 523βλ.,Καρπόζηλος, Α., ΒΤΖΑΝΤΙΝΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΙ,ΤΟΜΟΣ Α΄, σ 25. 521

287


της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους

και το μυστήριο της θείας

αποκαλύψεως παίρνει αξία και νοηματοδοτείται –όπως προείπαμε- μόνο μέσω της ενανθρωπήσεως του

Θείου

λόγου, μέσω δηλαδή

της

Ενσάρκωσής Του. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως αναφέρει ο π.Γ.Φλορόφσκυ, ήταν ενάντιοι σε φιλοσοφικές θεωρίες -σύμφωνα με τις οποίες υποστηριζόταν ό,τι ο Θεός και το σύμπαν αλληλεξαρτούνται με τρόπο μηχανιστικόυποστήριζαν ό,τι «σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού η δημιουργία μαζί με τον χρόνο, δημιουργείται από το μηδέν. Δια μέσου του χρονικού γίγνεσθαι, η δημιουργία πρέπει να προοδεύει με τη δική της ελεύθερη ανοδική πορεία κατά το μέτρο που η Θεία οικονομία όρισε για αυτή, σύμφωνα με το υπόδειγμα της προ-χρονικής εικόνας της»524.Με τον τρόπο αυτό, οι πατέρες της εκκλησίας - ιδίως οι καππαδόκες - κατόρθωσαν να εκφράσουν την χριστιανική αποκάλυψη και το χριστιανικό μήνυμα χρησιμοποιώντας

φιλοσοφική

ελληνική

γλώσσα.

κατάφεραν

να

νοηματοδοτήσουν την έννοια της δημιουργίας εκ του μηδενός που ήδη είχε φορτιστεί διαφορετικά από την αρχαία ελληνική σκέψη κυρίως την νεοπλατωνική.525 Η χριστιανική αντίληψη για τον χρόνο και την δημιουργία του κόσμου εκφράστηκε από τους καππαδόκες πατέρες και κυρίως από τον Μ.Βασίλειο. Για την διαμόρφωση της αντίληψής του για τον χρόνο και την δημιουργία διάλεξε πλαίσια και ορολογία από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία κυρίως από την πλατωνική, αριστοτελική και νεοπλατωνική διδασκαλία…Στα συγγράμματα του Μ.Βασιλείου υπάρχουν όροι

βλ.,π.Γ.Φλορόφσκυ,Δημιουργία και Απολύτρωση,εκδόσεις Π.Πουρναράς Θεσσαλονίκη (1983) σ 81. 525βλ.,π.Γ.Φλορόφσκυ,Δημιουργία και Απολύτρωση, σ 35-38.Παράλληλα βλ., Δ. Τσάμη (2000), Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας Θεσσαλονίκη: Εκδ. Πουρνάρα (5η έκδοση), σ 14-15. 524

288


που

αναφέρονται

στον

χρόνο

και

προέρχονται

θύραθεν

από

την

φιλοσοφία

όπως,’’αἴδιον’’,’’αἰών’’,’’διάστημα’’,’’ἔκτασις’’ καί ‘’χρόνος’’» 526. Για την ορθόδοξη θεολογία «δεν έχει ιδιαιτέρα σημασία η ακριβής ώρα, ημέρα, ημερομηνία των γεγονότων της θείας Οικονομίας που επισημαίνονται ως κορυφαία, αλλά τα γεγονότα αυτά καθ' ἑαυτά… ιδιαίτερα δε από τη στιγμή που και οι χριστιανικές πηγές δεν αποτελούν επιστημονικά εγχειρίδια, αλλά πηγή δογματικών αληθειών και προγεύσεων του τελικού σχεδίου του Θεού. Αυτή είναι και η βασικότερη αιτία που θεωρείται δύσκολη η αποφυγή της σύγκρουσης μεταξύ φιλοσοφίας και επιστήμης με τη θεολογία, δίχως να εξετάζουν οι μεν πρώτοι την περίπτωση που όλα όσα αναφέρουν οι γραφές αποτελούν διηγήσεις με έντονο

το

παραβολικό

στοιχείο

και

δεν

προσκολλούνται

στον

προσδιορισμό του ακριβούς χρόνου. Στο κείμενο μάλιστα της Εξαημέρου του Μ. Βασιλείου, κάθε κοσμογονική ημέρα στην Αγία Γραφή δε θεωρείται εικοσιτετράωρη, αλλά ανάλογη με εκείνη που θα προσδιόριζε ένα πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα527»,όπως σχολιάζει ο καθηγητής Ν.Ματσούκας. Κατά τον Μ.Βασίλειο, στο περίφημο έργο του -την Εξαήμερο-, ένα από τα πιο σημαντικά πατερικά συγγράμματα, τις εννιά Ομιλίες, που αναφέρονται στις επτά ημέρες της Δημιουργίας, κάνει ρητή αναφορά στο θέμα του χρόνου υπό την οπτική της χριστιανικής κοσμολογίας και επισημαίνει ό,τι «η αρχή του κόσμου δεν είναι ούτε χρόνος, ούτε ένα μόριο, έστω, του χρόνου, όπως ακριβώς και η αρχή μιας πορείας δεν είναι

βλ.,Δ. Τσάμη (2000), Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σ 1417. 527βλ.,Ν..Ματσούκα (1990), Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου (εκδ. 2η). Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Π. Πουρνάρα, σ 141-147. 526

289


ακόμη πορεία»528.Όπως σημειώνει και ο π.Γ.Φλορόφσκυ, «ο κόσμος έγινε από το μηδέν. Πριν γίνει ο κόσμος δεν υπήρχε. Έγινε και φανερώθηκε ταυτόχρονα με τον χρόνο, διότι όταν δεν υπήρχε κόσμος, δεν υπήρχε και χρόνος»529.«Ο χρόνος προβάλλει ξαφνικά530, μόλις η κτίση έρχεται εἰς τό εἶναι. Μεταβαίνει ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι και αρχίζει να υπάρχει…η μετάβαση αυτή από το μή ὄν στό εἶναι είναι μια κίνηση, μια μεταβολή του μή ὑπαρκτοῦ εἰς ὑπαρκτόν που πραγματοποιείται κατά το θέλημα του Θεού», κατά τον Γρηγόριο Νύσσης531.Για τον Μ.Βασίλειο το «βέλος του χρόνου, η διαδοχή από το παρελθόν στο μέλλον δια του παρόντος, έχει γραμμική μορφή532».Όπως, μας βεβαιώνει ο Ι.Δαμασκηνός, «Η γραμμή αυτή του χρόνου θα διακοπεί. Θα υπάρξει σε αυτή ένα τελευταίο σημείο533».«Αυτό καταδεικνύει ό,τι ο χρόνος ως τμήμα μιας ευθείας που έχει αρχή και τέλος δεν εξισώνεται και δεν συμπίπτει με την αιωνιότητα»534. Ποια είναι όμως η κυριαρχία του Θεού-Δημιουργού στον χρόνο; Στην προς Εβραίους επιστολή αναφέρεται ό,τι «ὁ Θεός ἐποίησεν τούς αἰώνας». Η ρήση αυτή μπορεί να ερμηνευθεί, σύμφωνα με τον π.Α.Γιέφτιτς, ό,τι «ὁ Κύριος ὡς Θεάνθρωπος ἦρθε καί φανερώθηκε ἐν τόπω καί χρόνω.Ἡ ἐκκλησία μαρτυρεῖ μέ τήν ἐμπειρία της, ὅ,τι ὁ χῶρος καί ὁ χρόνος εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο, ὄχι ἁπλῶς φυσικές

ἀναγκαῖες

βλ.Μ.Βασιλείου,Εἰς τήν Ἑξαήμερον ὁμιλία Α΄, PG 29,16..Παράλληλα βλ.,π.Γ.Φλορόφσκυ,Ανατομία προβλημάτων Πίστης,εκδόσεις Β.Ρηγόπουλος Θεσσαλονίκη (1977) σ 8. 529βλ.,π.Γ.Φλορόφσκυ,Ανατομία προβλημάτων Πίστης, σ 7.Παραλληλα βλ., Μαξίμου Ὁμολογητοῦ,Σχόλιo εἰς τό περί Θείων Ὀνομάτων, PG 4, 336.Όπου «ὁ χρόνος ἀπό τῆς τοῦ οὐρανοῦ καί γής ποιήσεως ἀριθμεῖται». 530βλ.,π.Γ.Φλορόφσκυ,Ανατομία προβλημάτων Πίστης, σ 8. 531βλ.,π.Γ.Φλορόφσκυ,Ανατομία προβλημάτων Πίστης,σ 8.Παράλληλα βλ.,Γρηγορίου Νύσσης,Περί κατασκευῆς ἀνθρώπου,PG 44,184.«Ἡ μετάβασις ἀπό τό μή εἶναι εἰς τό εἶναι τροπή τίς, καθ’ἤν τό μή ὑπάρχον θεία δυνάμει φέρεται εἰς τό εἶναι». 532βλ.,Δ. Τσάμη (2000), Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σ 32. 533βλ.,π.Γ.Φλορόφσκυ,Ανατομία προβλημάτων Πίστης, σ 9 534βλ.,π.Γ.Φλορόφσκυ,Ανατομία προβλημάτων Πίστης, σ 9. 528

290


προϋποθέσεις ὑπάρξεως καί ζωῆς, ἀλλά ἔχουν τό νόημα καί τό πλήρωμά τους στόν Χριστό, ὁ ὁποῖος, ἦλθε ὡς Δημιουργός Θεός καί ἐνεχωροχρονήθη».535Στο ίδιο μήκος κύματος, για το ίδιο αποστολικό χωρίο και η σκέψη του Ο.Cullmann, στο έργο του Χριστός και Χρόνος. Σύμφωνα με τον Cullmann,«η λέξη χρόνος στο χωρίο αυτό αποτελεί διαστηματική χρήση της λέξεως αιών και ταυτόσημη με την λέξη κόσμος».536 Σύμφωνα με τον Λόσκυ, η Ενανθρώπηση του Λόγου, ανακαινίζει τον χρόνο. Η εκκλησία αποτελεί την διαρκή παρουσία Του χρονικώς. «Ἡ ἱστορική ἐκκλησία, συγκεκριμένη, καλῶς καθοριζομένη ἐντός του χρόνου καί τοῦ τόπου, συγκεντρώνει ἐν ἐαυτή τήν γῆν καί τόν οὐρανόν τούς ζώντας καί τούς κεκοιμημένους τό κτιστόν καί τό ἄκτιστον».537 Ποια είναι όμως η ερμηνεία και ποιος ο ορισμός που δίνει τελικά στην έννοια του χρόνου ο Μ.Βασίλειος; Ο καθηγητής Δ. Τσάμης ασχολούμενος διεξοδικά με τη διδασκαλία του Μέγα Βασιλείου αναφέρει ό,τι στην προσπάθειά του να κατανοήσει και να ορίσει το χρόνο ο Πατέρας της Εκκλησίας αναρωτιέται: «μήπως ο χρόνος δεν είναι κάτι που το παρελθόν του εξαφανίστηκε, μήπως το μέλλον του δεν ήρθε ακόμα και μήπως το παρόν του, πριν γίνει ακόμη γνωστό, ξεφεύγει από την ανθρώπινη αντίληψη»538. Ως προς την έννοια του χρόνου και το πώς αυτός ορίζεται από τον Μ. Βασίλειο ο καθηγητής Τσάμης σημειώνει ό,τι σύμφωνα με το μεγάλο Πατέρα της εκκλησίας «ο χρόνος αποτελεί μια από τις τρεις βαθμίδες (οι

βλ.,Α.Γιεφτιτς,Χριστός Η Χώρα των Ζώντων, σ 52-53. βλ.,O.Cullman,Χριστός και χρόνος, σ 73. 537βλ.,V. Lossky,Η Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας. Γ έκδοση. Θεσσαλονίκη. (1984) σ 295. 535 536

538

βλ.,Δ. Τσάμη (2000), Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σ 25. 291


άλλες δυο είναι το αΐδιον και ο αιώνας) για να διακριθούν μεταξύ τους ο αόρατος πνευματικός κόσμος και ο ορατός…Ωστόσο και οι τρεις βαθμίδες, δεν θεωρούνται γενεσιουργά αίτια των όντων, αλλά καταστάσεις που εκφράζουν την πνευματική τους τελειότητα539 . Κατά την διδασκαλία του Καππαδόκη πατέρα, «ο χρόνος συμβολίζει τον κοσμικό χρόνο. Μάλιστα κοινό σημείο αναφοράς αποτελεί η δημιουργία όλων των βαθμίδων από τον Θεό. Ο χρόνος σύμφωνα με τη διδασκαλία του «ενώ είναι αναπόσπαστος από την κίνηση στο χώρο, δεν ταυτίζεται καθόλου ούτε συμπίπτει με αυτή540» . και από τον ίδιο ορίζεται ως εκείνο «… το διάστημα, που συμπαρεκτείνεται με τη σύσταση του κόσμου και με το οποίο διάστημα παραμετρείται κάθε κίνηση όσων κινούνται μέσα στον χώρο541.». Στο σύνθετο αυτό ορισμό αρκεί να σημειώσουμε ό,τι όπου αναφέρεται διάστημα εκείνο νοείται ως επέκταση της κινήσεως, η ίδια η κίνηση δηλαδή που κάνει το σύμπαν. Ο Μ.βασίλειος, έχοντας γνώση της Αριστοτελικής άποψης περί χρόνου, δεν συνδέει την κίνηση με τον χρόνο, αλλά, όπως

και ο σταγειρίτης

φιλόσοφος, αλλά περισσότερο με την έννοια της μεταβολής. Ο χρόνος εμφανίζει αναλογίες στο ρυθμό μεταβολής του, γιατί υπόκειται και ο ίδιος σε μεταβολές542. Όπως σημειώνει ο π.Α.Γιέφτιτς, κατά τον Μάξιμο τον Ομολογητή «η έμφυτη κίνησης στην κτίση, στην δημιουργία, συμπίπτει χρονικώς με την

βλ.,Δ. Τσάμη (2000), Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σ 21. βλ.,Δ. Τσάμη (2000), Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σ 25. 541βλ.,Μ.Βασιλείου,Κατά Εὐνομίου PG 29,560 B. «Χρόνος δέ ἐστίν τό συμπαρεκτεινόμενον τή συστασει τοῦ κόσμου διάστημα, ὤ πάσα παραμετρεῖται κίνησις, εἴτε ἀστέρων, εἴτε ζώων, εἴτε οὐτινοσοῦν τῶν κινουμένων…».Παράλληλα βλ.,Δ. Τσάμη (2000), Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σ 27.Ο καθηγητής Δ.Τσάμης, στο χωρίο του ορισμού του χρόνου από τον καππαδόκη πατέρα βρίσκει συγγένεια στην ποιότητα του χρόνου με τις σχετικές απόψεις του Πλωτίνου περί χρόνου. 542βλ.,Δ. Τσάμη (2000), Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σ 27. 539 540

292


δημιουργία του χρόνου και της ύλης κατά την γέννηση του κόσμου»543. Σύμφωνα με τον Μάξιμο:«Πᾶν κατὰ φύσιν κινούμενον δι᾿ αἰτίαν πάντως κινεῖται, καὶ πᾶν τὸ δι᾿ αἰτίαν κινούμενον δι᾿ αἰτίαν πάντως καὶ ἔστι».544Για τον Μάξιμο η έναρξη της κίνησης των όντων και κατ’επέκταση και της ύλης σηματοδοτεί και την είσοδό τους στην ύπαρξη. Συνεπώς, κατά Μάξιμο, η κίνηση αποτελεί την πρωταρχική ιδιότητα του τρόπου ύπαρξης των όντων. Στην θεολογία του Μαξίμου του Ομολογητού οι έννοιες του χώρου και του χρόνου συνδέονται. Στο έργο του, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν τῶν ἁγίων Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, αναφέρει ό,τι:« Οὐ γάρ τοῦ ποτέ διωρισμένον κατά στέρησιν δυνατόν ἐστιν ἐπινοῆσαι τό ποῦ τῶν γάρ ἅμα ταῦτα ἐστιν, ἐπειδή καί τῶν οὐκ ἄνευ τυγχάνουσιν».545 Ο

Ιωάννης

Δαμασκηνός,

αντιμετωπίζοντας

νεοπλατωνικές

αντιλήψεις για την σημασία και το περιεχόμενο της λέξεως αιώνας, σχολιάζει το Παύλειο λόγιο «…δί ,καθιστώντας σαφές

546

οὗ καί τούς αἰώνας ἐποίησε…»

ό,τι κύριος της όλης κτιστής δημιουργίας είναι

μόνο ο Θεός. Αναφορικά με το ζήτημα του χωρο-χρόνου στη θεολογική του διάσταση δηλώνει για το Θεό: «ἕν τόπω οὐκ ἔστιν, αὐτός γάρ ἑαυτοῦ τόπος ἐστι, τά πάντα πληρῶν, καί ὑπέρ τά πάντα ὧν, καί αὐτός συνέχων τά πάντα»547. Επισημαίνει προφανώς την παντοδυναμία του Θεού να ελέγχει σε κάθε στιγμή τόσα όσα συμβαίνουν σε οποιοδήποτε χώρο της Κτίσης του, όσο και έχοντας τη δυνατότητα να μην είναι δέσμιος και του χρόνου. Συμπερασματικά, κατά τους πατέρες και ιδίως τον Μ.Βασίλειο, δεν μπορεί να υπάρξει καμιά σωστή κοσμολογία χωρίς να θέτει τον Θεό ως βλ.,Α.Γιεφτιτς,Χριστός Η Χώρα των Ζώντων,σ 54. βλ.,Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν τῶν ἁγίων Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, PG 91, 1257C-D. 545βλ.,Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν τῶν ἁγίων Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, PG 91, 1180B 546βλ., Ι.Δαμασκηνοῦ,Ἔκδοσις Ἀκριβής της Ὀρθοδόξου Πίστεως κεφ.ΙΕ, PG 94, 861 B. 547βλ., Ι.Δαμασκηνοῦ,Ἔκδοσις Ἀκριβής της Ὀρθοδόξου Πίστεως κεφ.ΙΓ, PG 94, 852ΑB.Παράλληλα σχόλια βλ.,Γ.,Δράγας, (2005), Θεολογία & Επιστήμη. Η ανθρωπική Αρχή, σ 9. 543 544

293


Δημιουργό των πάντων και τον άνθρωπο διαχειριστή της δημιουργίας. Χρόνος και δημιουργία είναι δύο έννοιες που συνδέονται στην σκέψη των πατέρων. Ο χρόνος ξεκινάει ακριβώς με την αρχή της δημιουργίας του κόσμου, από την ελεύθερη βούληση Του Θεού Δημιουργού. Το βέλος του χρόνου διαγράφει μια γραμμική πορεία ,με αρχή και τέλος, από το παρελθόν στο μέλλον, από την αρχή της κτίσεως μέχρι τα έσχατα. Ο Θεός – Δημιουργός είναι ο δημιουργός και κυρίαρχος πάνω στον χρόνο και με την Ενανθρώπησή Του ἐνεχρονίσθη καί ἐνεχωρήθη.548 Ποια μπορεί να είναι η ερμηνεία της φαινομενικής αυτής διάστασης σε μια προσπάθεια διαλεκτικής της θεολογίας με τις φυσικές επιστήμες; Στην παρακάτω παράγραφο θα επιχειρήσουμε μια απόπειρα διαλεκτικής μεταξύ θεολογίας και φυσικών επιστημών υπό το βλέμμα σύγχρονων επιστημόνων και ειδικότερα μέσα από την οπτική του Ι.Πριγκοζίν.

βλ.,Α.Γιεφτιτς, Χριστός Η Χώρα των Ζώντων,σ 58.

548

294


β. Δοκιμή Διαλεκτικής θεολογίας με φυσικές επιστήμες υπό το πρίσμα του Ilya Prigogine. Συμβολή στον σύγχρονο θεολογικό προβληματισμό.

Μια πρώτη απάντηση στο ερώτημα που θέσαμε στο τέλος της προηγούμενης παραγράφου της εργασίας μας, θα μας δώσει το παράδειγμα του Μ.Βασιλείου απέναντι στην επιστήμη της εποχής του, αλλά και η στάση του Ι.Πριγκοζίν απέναντι στην θεολογία. Η θεολογική γνώση κατά την Ορθόδοξη θεολογία δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί με καμία επιστημονική γνώση ή υπόθεση, ούτε να συγκρουστεί με εκείνη, αφού κατά τον Μ. Βασίλειο «ο θαυμασμός μας για το μεγαλείο της δημιουργίας δεν μειώνεται διόλου, αν μάθουμε με την έρευνα τον τρόπο με τον οποίο έγιναν όλα τα θαυμαστά έργα»549. Είναι γεγονός ό,τι «σχεδόν κάθε θρησκεία έχει τη δική της εκδοχή της κοσμογονίας και όσον αφορά τη χριστιανική θρησκεία, η κοσμογονία κατά τον τρόπο που περιγράφεται από τον Μωϋσή παραμένει για την Εκκλησία κλειδί της ερμηνείας για την κατανόηση της αρχής του κόσμου και του ανθρώπου, και όχι δεδομένο επιστημονικό. Στο παραπάνω συμπέρασμα εύλογα θα καταλήξουμε αν θεωρήσουμε ό,τι η ιστορία της δημιουργίας, όπως περιγράφεται από το βιβλίο της Γένεσης αποτελεί διήγηση παραβολική»550.

βλ., Μ. Βασιλείου, Εἰς τήν Ἑξαήμερον, PG 29, 25Α: "Οὐ γάρ ἐλαττοῦται ἡ ἐπί τοῖς μεγίστοις ἔκπληξις, ἐπειδᾶν ὁ τρόπος καθ' ὄν γίνεται τί τῶν παραδόξων ἐξευρεθῆ".Παράλληλα σχόλια βλ.,Ν.Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική θεολογία, τόμ. Α' (Εισαγωγή στη θεολογική γνωσιολογία), 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη (1996), σ 143. 550βλ., Ν., Ματσούκα., Δογματική και Συμβολική θεολογία, τόμ. Α' ,σ 175-176. 549

295


Ο Μ.Βασίλειος συγκρίνοντας τις επιστημονικές θεωρήσεις της εποχής του, περί κόσμου και φύσης, με τις αντίστοιχες του βιβλίου της Γενέσεως, τόνισε ό,τι «…Οὐδέ ἐπειδή οἱ τά περί κόσμου γράψαντες πολλά περί σχημάτων γής διελέχθησαν… Ἐπειδή τά μηδέν πρός ἠμᾶς ὡς ἄχρηστα ἠμιν ἀπεσιώπησεν

.

ἄρα τούτου ἕνεκεν ἀτιμοτέραν ἠγείσομαι τῆς

μωρανθείσης σοφίας τά τοῦ Πνεύματος λόγια;».551Ο Π.Παναγιωτόπουλος στην διδακτορική του διατριβή Φυσικές επιστήμες και θεολογίας, αναφέρει, σχολιάζοντας το πιο πάνω χωρίο, ό,τι ο καππαδόκης πατέρας «αναγνωρίζει ό,τι με την φυσική επιστήμη μπορούν να κατανοηθούν ευκολότερα πτυχές του φυσικού κόσμου, αλλά διευκρινίζει ό,τι το γεγονός αυτό δεν μειώνει την σπουδαιότητα του βιβλικού κειμένου, το οποίο περιγράφει μόνο όσα αφορούν τα περί σωτηρίας του ανθρώπου. Δίχως να μειώνει τον επιστημονικό κόσμο της εποχής του και δίχως να έχει διάθεση σύγκρισης των δύο περιγραφών, διατυπώνει την ανάγκη ενός διαφορετικού τρόπο ανάγνωσης και ερμηνείας αυτών. Τα ιερά βιβλικά κείμενα θα πρέπει να διαβάζονται με εντελώς διαφορετική σκοπιά και προοπτική από ό,τι τα αντίστοιχα επιστημονικά εγχειρίδια .Στο σημείο αυτό τονίζει ό,τι δεν θα πρέπει να λησμονούμε τον αγιοπνευματικό χαρακτήρα που διαπνέει τα κείμενα αυτά αλλά και τον εσχατολογικό χαρακτήρα τους»552.

βλ.,Μ. Βασιλείου, Εἰς τήν Ἑξαήμερον, Θ Ομιλία, PG 29 188C-189A .«…Οὐδέ ἐπειδή οἱ τά περί κόσμου γράψαντες πολλά περί σχημάτων γής διελέχθησαν,εἴτε σφαίραν ἐστι,εἴτε κύλινδρος, εἴτε καί δίσκω ἐστιν ἐμφερής ἡ γῆ,καί ἐξίσου πάντοθεν ἀποτετορνεύεται,ἤ λικνοειδής ἐστίν, καί μεσοκοῖλος-πρός πάσας γάρ ταύτας τάς ὑπονοίας οἱ τά περί τοῦ κόσμου γράψαντες ὑπηνέχθησαν,τά ἀλλήλων ἕκαστος καταλύοντες-οὐ παρά τοῦτο προαχθήσομαι ἀτιμοτέραν εἰπειν τήν ἡμετέραν κοσμοποιίαν,ἐπειδή οὐδέν περί σχημάτων ὁ τοῦ Θεοῦ θεράπων Μωϋσῆς διελέχθη,…Ἐπειδή τά μηδέν πρός ἠμᾶς ὡς ἄχρηστα ἠμιν ἀπεσιώπησεν.ἄρα τούτου ἕνεκεν ἀτιμοτέραν ἠγείσομαι τῆς μωρανθείσης σοφίας τά τοῦ Πνεύματος λόγια;..».Δηλώνοντας με τον λόγο αυτό τον λεγόμενο χρυσό κανόνα ανάγνωσης των θεολογικών αγιογραφικών κειμένων και των επιστημονικών εγχειριδίων. 552βλ., Π.Παναγιωτόπουλου,Φυσικές επιστήμες και Θεολογία,Τομές και Ασυμβατότητες,Διδακτορική διατριβή σ 405-406. 551

296


Η θεολογία σύμφωνα με την ερμηνευτική πρόταση του καθηγητή Ν.Ματσούκα, που λαμβάνει υπόψη του το παράδειγμα του Μ.Βασιλείου, «οφείλει να κάνει λόγο τόσο για την αιτία όσο και για τον τρόπο της δημιουργίας. Όμως, θα πρέπει να ξεκαθαρίσει εντός της, ό,τι το πρώτο έχει χαρισματική διάσταση και ανήκει στο θεολογικό χώρο ,ενώ το δεύτερο είναι ανοιχτό στην γνώση την απλή και την επιστημονική έρευνα.»553. Ποια είναι όμως η θέση και η στάση του Πριγκοζίν απέναντι στην θεολογία; Πώς βλέπει ο Ρωσοβέλγος φυσικός ένα διάλογο της θεολογίας με τις φυσικές επιστήμες; Το έργο του Ίλια Πριγκοζίν θεωρείται πραγματικά μεγάλο στο σύνολό του και πολύτιμο, καθώς προσφέρει ένα σημαντικό σημείο συνάντησης ανάμεσα σε εκείνους που αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη το διάλογο μεταξύ φιλοσοφίας και επιστήμης και επιτρέπει περιθώρια συνεργασίας ανάμεσα στη διαλεκτική θεολογία και την επιστήμη. Ο Ίλια Πριγκοζίν θεωρείται ένας από τους θιασώτες της άποψης «ό,τι η εποχή μας αποτελεί μια ενδιάμεση χρονική φάση, στην οποία συντελείται η συμφιλίωση μεταξύ επιστήμης και ανθρωπιστικών επιστημών και θεολογίας»554. Η λέξη συμφιλίωση είναι άκρως πατερικός όρος. Με την δήλωσή του αυτή ο Πριγκοζίν δίνει το στίγμα της σημερινής εποχής, όπου οι προσπάθειες που καταβάλλονται και από τις δύο πλευρές τείνουν να δημιουργήσουν ένα κλίμα πρόσφορο για διάλογο. Στο σημείο αυτό η σκέψη του συναντιέται με την θέση που τηρεί ένας σύγχρονος θεολόγος για το ίδιο θέμα ο H.Kung.Στο έργο του Η Αρχή των Πάντων «προτείνει ένα μοντέλο ένα μοντέλο συμπληρωματικότητας με

βλ., Ν., Ματσούκα., Δογματική και Συμβολική θεολογία, τόμ. Α' ,σ 169. βλ., I.Prigogine, (1992), End of Science? In: The philosophy of Science Lecture Series, University of Arkansas for Medical Sciences, Little Rock, Arkansas, σ 1. 553 554

297


κριτική-οικοδομητική αλληλεπίδραση, αντί ενός μοντέλου συγχώνευσης ή σύγκρουσης».555 Η κύρια θέση του Πριγκοζίν γύρω από το ζήτημα της διαλεκτικής ανάμεσα στις φυσικές επιστήμες και τη θεολογία είναι, όπως ο ίδιος το διατυπώνει καθαρά στο Letter to Professor Henry Margenau, «η έμφαση στην ανεκτικότητα, τόσο για τις θεολογικές- κοσμολογικές θεωρίες, όσο και για τις θεωρίες που προτείνονται από υλιστές φυσικούς επιστήμονες»556. Ήδη από το 1983 στο άρθρο του Man’s New Dialogue with Nature εξέφρασε την άποψη ό,τι «η εποχή ήταν πια κατάλληλη για να αναπτυχθεί ένας νέος και γόνιμος διάλογος μεταξύ θεολογίας και φυσικών επιστημών»557.«Νωρίτερα δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις, από τη στιγμή που η μηχανιστική άποψη μερικών φυσικών επιστημόνων, που υποστήριζαν ό,τι ο κόσμος είναι ένας αυτόματος μηχανισμός χωρίς σκοπό και νόημα, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη θεολογική άποψη ό,τι το σύμπαν και ο άνθρωπος είναι αποτέλεσμα της βούλησης του Θεού»558. Συνεχίζοντας, ο νομπελίστας φυσικός Πριγκοζίν, δηλώνει την πεποίθηση του ό,τι κάποια μέρα επιστήμη και θεολογία θα βαδίσουν μαζί. Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αυτό που έγραψε το 1977 στο άρθρο του Physics and Metaphysics: «Ήθελα να αποδείξω με αυτό το άρθρο ό,τι μπορεί να υπάρξει ελπίδα να υιοθετηθεί μια αντίληψη για την επιστήμη πιο ευέλικτη και ευπροσάρμοστη, όπου η παραδοσιακή αντιπαλότητα μεταξύ

βλ.,H.Kung, Η Αρχή των Πάντων,Φυσικές επιστήμες και Θρησκεία, σ 100. βλ., I.Prigogine, (1989), Letter to Professor Henry Margenau. In: Origins of Scientific Perspectives, (1989), σ1-3, σ 1. 557βλ., I.Prigogine, (1983), Man’s New Dialogue with Nature. In: Perkin’s Journal,(1983), σ 4. 558βλ., I.Prigogine, (1983), Man’s New Dialogue with Nature σ 4. 555 556

298


φυσικής και μεταφυσικής θα ατονήσει ανοίγοντας το δρόμο για ένα ενιαίο όραμα για το μέλλον.»559. Στο

ίδιο

άρθρο

θα

συμπληρώσει

ό,τι:

«Ένας

ριζικός

μετασχηματισμός στις βασικές μας εννοιολογικές αντιλήψεις, όπως ο χρόνος και οι δυναμικές μορφοποιείται. Η σημασία αυτού του μετασχηματισμού ξεπερνά τα όρια της φυσικής και μας επιτρέπει να ελπίζουμε ό,τι θα ξεπεραστεί η αντιπαλότητα μεταξύ φυσικών επιστημών και [θεολογίας] με τον τρόπο που σημείωσα νωρίτερα…»560. Ο μεγάλος φυσικός όμως υποστηρίζει ό,τι τα τελευταία χρόνια «η πρόοδος στην έρευνα σύνθετων υλικών συστημάτων μας οδηγεί να θέτουμε ερωτήματα, που παραδοσιακά ανήκουν στο χώρο της φιλοσοφίας ή θεολογίας. Αυτό σύμφωνα με τον ίδιο καταδεικνύει το γεγονός ό,τι μερικές από τις αιτίες που προκαλούσαν την ένταση μεταξύ επιστήμης και θεολογίας έχουν πια αρθεί »561. Στο σημείο αυτό ο Πριγκοζίν καταδεικνύει με τις θέσεις του ό,τι η επιστήμη πέρασε μια φάση αποξένωσης από την φύση αλλά και από το κοινωνικό σύνολο και σταμάτησε την επικοινωνία της και το διάλογό της με τον άνθρωπο και τις μεταφυσικές του αναζητήσεις. Άλλωστε, η θέση του ό,τι η επιστήμη πρέπει να συνεργάζεται αρμονικά με τη θεολογία και τον πολιτισμό, απελευθερωμένη από μηχανιστικές τάσεις και επιστημονικούς βερμπαλισμούς και επανασυνδεμένη με το φυσικό κόσμο, καταφαίνεται από το λόγο που απηύθυνε προς ιαπωνικό ακροατήριο το Μάη του 1994: «… επιστήμη είναι η έκφραση ενός συγκεκριμένου πολιτισμού562». βλ.,I.Prigogine (1977), Physics and Metaphysics. In: Advances in Biological and Medical Physics, Vol. 16 (1977) (Reprinted). San Francisco: Academic Press Inc. σ 241-242. 559

βλ., I., Prigogine (1977), Physics and Metaphysics σ 245. βλ.,I.Prigogine (1977), Physics and Metaphysics. In: Advances in Biological and Medical Physics, σ 262. 562βλ.,I.,Prigogine, (1994), The Converging of Western and Eastern Viewpoints on Science and 560 561

299


Σύμφωνα με τον E. J., Earley «Οι ριζοσπαστικές

αντιλήψεις του

Πριγκοζίν για τον τρόπο, που πρέπει να λειτουργεί η επιστήμη, δεν προκάλεσαν άλλωστε άδικα την πολεμική πολλών συναδέλφων του, δήθεν προοδευτικών, αλλά κατά βάση συντηρητικών ως προς την απαγκίστρωσή τους σε παρωχημένες και μηχανιστικές θεωρίες της φυσικής επιστήμης»563.Ο E. J., Earley μας πληροφορεί ό,τι ο Πριγκοζίν θεωρούσε πως «με το επιστημονικό του έργο εγκατέλειψε τις αντιλήψεις, που υποστήριζε η κλασική φυσική μηχανική και σημάδεψε την απαρχή μιας νέας επιστημονικής θεώρησης, στην οποία ο φυσικός κόσμος αντιμετωπιζόταν πάλι με σεβασμό από τον άνθρωπο564».Η ζωή όμως και ο άνθρωπος παρουσιάζονταν νωρίτερα από επιστήμονες που διετύπωναν μηχανιστικές θεωρίες ως πολύπλοκες κατασκευές χωρίς να επιτελούν κάποιο σημαντικό σκοπό. Όπως λέει ο μεγάλος φυσικός επιστήμονας: «Αυτή η εξέλιξη της φυσικής επιστήμης έχει δημιουργήσει στον άνθρωπο ένα βαθύ αίσθημα αποξένωσης… [τον] οδήγησε εκτός φύσης και φυσικού κόσμου.»565. Ο Πριγκοζίν ωστόσο παρέθεσε τις

νεότερες (του 1982)

επιστημονικές ανακαλύψεις που παρουσιάζουν ένα σύμπαν σε πλήρη αντίθεση με τη μηχανιστική λογική που επικρατούσε ως τότε στις κλασικές φυσικές επιστήμες566. Θεωρούσε ό,τι η έμφαση που δίνεται από νεότερους επιστήμονες και από τον ίδιο στο θέμα της έννοιας και της σημασίας του χρόνου συνδέει άμεσα την επιστήμη με τη θεολογία567. Άλλωστε η σύνδεση Nature. In: A Lecture at MOA Atami Japan, May 31 1994, σ 15. 563βλ., E. J., Earley (2006), Some philosophical influences on Ilya Prigogine’s statistical mechanics, σ 282. 564 βλ., E. J., Earley (2006), Some philosophical influences on Ilya Prigogine’s statistical mechanics, σ 276. 565βλ., E. J., Earley (2006), Some philosophical influences on Ilya Prigogine’s statistical mechanics, σ 242. 566ομοίως,βλ., σ 5. 567βλ.,I.Prigogine, (1984), Time and Human Knowledge. In: Environment and Planning B: Planning and Design, Volume 12,(1985), p.p. 5-20, Universite Libre de Bruxelles & University of Texas, Austin, σ 18. 300


μεταξύ φυσικής επιστήμης και θεολογίας γίνεται ανεξάρτητα της έννοιας του χρόνου, καθώς όπως παρατηρεί εύστοχα ο ίδιος: «Πάντα πίστευα ό,τι η διάκριση μεταξύ ανθρωπιστικής αντίληψης και επιστημονικής σκέψης είναι σε σημεία μάλλον υπερβολική. Κατ’ ουσίαν η ίδια η επιστήμη είναι κοινωνικό φαινόμενο και οφείλει να υπηρετεί ανθρωπιστικές αρχές 568.». Ποια θέση έχει στην θεωρία του Πριγκοζίν η Θεϊκή φύση; Μπορεί μέσα από την οπτική αυτή να υπάρξουν οι προϋποθέσεις ενός γόνιμου διαλόγου; Πολύ ενδιαφέρουσες είναι οι απόψεις και οι θέσεις του φυσικού επιστήμονα Πριγκοζίν για το Θεό και την υλική δημιουργία. Κάνοντας λόγο, ο ίδιος για το Θεό και την ύπαρξή του, σχετική απάντηση του προς τον καθηγητή Henry Margenau,φαίνεται να υποστηρίζει την άποψη του M.Eliade σύμφωνα με την οποία «υπήρχαν περίοδοι στην ανθρώπινη ιστορία, υπάρχει μια εναλλαγή μεταξύ περιόδων, όπου δινόταν έμφαση σε ένα Θεό προσωπικό που βρίσκεται πέρα από την κτίση που δημιούργησε και μια περίοδος που οι άνθρωποι πίστευαν σε μια πιο πανθεϊστική φύση, κατά την οποία φαίνεται να είναι θολή η διάκριση ανάμεσα στην φύση και τον Θεό…Είμαστε στην περίοδο που προσεγγίζουμε περισσότερο τις σχέσεις των ανθρώπων με την φύση, παρά των ανθρώπων με τον Θεό, ώστε οι σχέσεις μας με την φύση να αποτελέσουν ένα ουσιαστικό στοιχείο για την ύπαρξή μας» 569.Στο βιβλίο του Οι Νόμοι του Χάους αναφερόμενος στο Θεό λέει τα εξής εκπληκτικά για το ρόλο του Θεού –όπως ο ίδιος Τον αντιλαμβάνεται-: « Για τον Θεό, όλα είναι δεδομένα. Το καινούριο, η επιλογή, η ανθρώπινη συμπεριφορά, υπάρχει μόνο για τους ανθρώπους, ενώ στα μάτια του Θεού, το παρόν εμπεριέχει το μέλλον και το παρελθόν. βλ., I.Prigogine, (1988) The Origins of Complexity. In: Lecture at the Opening MERIT, Maastricht, 28 June, 1988, σ 1-7, σ 1. 569βλ., I.Prigogine, (1989), Letter to Professor Henry Margenau. In: Origins of Scientific Perspectives σ 3. 568

301


Κάτω από αυτήν την οπτική, ο επιστήμονας κατακτώντας τη γνώση των φυσικών νόμων, προσεγγίζει σταδιακά τη θεία γνώση570». Σε μια άλλη μελέτη του ο Πριγκοζίν, στο The New Alliance μαζί με την I., Stengers, αναφέρεται στην παραδοξότητα τη μεσαιωνικής σκέψης που βλέπει ένα ορθολογιστή Θεο-Δημιουργό, γράφοντας χαρακτηριστικά «Μόνο αυτό το περίεργο προϊόν της μεσαιωνικής σκέψης, ένας ορθολογικός και αναλλοίωτος Θεός, θα μπορούσε, εκ Θείας Προνοίας, να δημιουργήσει και να οργανώσει ένα κόσμο, που να στηρίζεται σε λογικές ιδρυτικές αρχές και να έχει κατανοητά και μόνιμα θεμέλια, να τον δικαιολογήσει και να τον εξηγήσει σε όλους»571.Ο Ρωσοβέλγος φυσικός δεν συμμερίζεται, όμως, την άποψη του Stephen Hawking, ό,τι «δηλαδή είμαστε κοντά στο σημείο που θα διαβάσουμε τη σκέψη του Θεού572», αλλά θεωρεί ό,τι βρισκόμαστε ακόμη «στην αρχή μια νέας επιστήμης που μας φέρνει κοντά στην πολυπλοκότητα του φυσικού κόσμου».573 Στο βιβλίο του το τέλος της βεβαιότητας, σε ερώτηση του δημοσιογράφου Ι.Ζήση, αν φοβάται κάποιας μορφής θεολογικοποίηση του βέλους του χρόνου, φαίνεται ξεκάθαρα από την απάντησή του, η κατάφαση στον διάλογο μεταξύ θεολογίας και φυσικών επιστημών του Ρωσοβέλγου φυσικού για κατάφαση «Η εξέλιξη του σύμπαντος και η δημιουργία δομών μπορούν να κατανοηθούν ως αποτέλεσμα της μη ισορροπίας. Συνεπώς, δεν υπεισέρχεται κανένα μυστικιστικό στοιχείο…Η βλ., I.Prigogine, (2003), Οι νόμοι του Χάους Αθήνα: εκδ. οίκος Τραυλός, σ 21. βλ., I.Prigogine, & I., Stengers, (1977), The New Alliance. In: Scientia, 5-8, Vol. 112, (1977), σ 320.Αναφέρει συγκεκριμένα στο άρθρο του «Only this strange product of mediaeval thought,a rational and immutable God,ereating and providential,could create and organised a world based on rational principles constituting the intelligible and permanent foundations,justifying and explaining in all». 572Όπως στην υποσημείωση 118.βλ., S., Hawking, Το χρονικό του Χρόνου. Από τη Μεγάλη έκρηξη ως τις Μαύρες τρύπες σ 252.Παράλληλα βλ., I.Prigogine, (1990), Time and the Problem of the two Cultures. In: First International Dialogue on the transition to Global society, September 3-9, 1990, σ 1-19, σ 16 και βλ.,I.Prigogine, Το τέλος της βεβαιότητας Χρόνος, Χάος και οι Νόμοι της Φύσης, σ 23. 573βλ.,I.Prigogine, Το τέλος της βεβαιότητας Χρόνος, Χάος και οι Νόμοι της Φύσης, σ 23-24. 570 571

302


πιθανολογική θεώρηση έχει κάποια σχέση με τα θεολογικά ζητήματα. Ενώ, λόγου χάρη, το σύμπαν είναι μια αιτιοκρατική μηχανή τότε χρειάζεστε ένα εξωγενές πνεύμα, ένα Θεό, για να το κάνει να λειτουργεί. Εάν όμως το σύμπαν είναι αυτοοργανούμενο, ένας κόσμος μακράν της ισορροπίας που ακολουθεί τα δικά του σχέδια, δεν απαιτείται καμιά εξωγενής δύναμη ή σχέδιο. Έχετε δηλαδή δύο δυνατότητες. Το ποια από τις δύο θα ακολουθήσετε δεν είναι δικό μου πρόβλημα».574Η θέση αυτή του Πριγκοζίν παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς μας δίνει τις δυνατότητες και διεξόδους – διόδους – επιλογής και εξάπαντος φαίνεται να είναι ανοιχτός σε ένα διάλογο περί μοντέλου συμπαντικής δημιουργίας και δημιουργού. Η σκέψη του φαίνεται να κινείται σε ένα σύμπαν αυτοοργανούμενο, που παράγει μόνο του τους δικούς του νόμους, δίχως να απαιτεί ένα Θεό δημιουργό. Σε κάθε περίπτωση, όμως , ο Πριγκοζίν, μεταβιβάζει το πρόβλημα της επιλογής στον άνθρωπο. Η ερμηνευτική του αυτή προσέγγιση μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για γόνιμο διάλογο. «Εξάπαντος η ερμηνεία Πριγκοζίν, μπορεί να αποτελέσει μια καλή αρχή για ανθρωποκεντρική κατανόηση της επιστήμης και σίγουρα μια ευκαιρία συμφιλίωσης που η θεολογία, σύμφωνα με τον καθηγητή Χ.Σταμούλη, δεν πρέπει να χάσει»

,αναφερόμενος στην ερμηνευτική

575

πρόταση του Πριγκοζίν για την ανθρωπική αρχή. Σίγουρα όμως, μπορεί μια διαλογική προσέγγιση να επεκταθεί και στην κοσμολογία. Η θεολογική διάσταση του καθηγητή Σταμούλη, αγγίζει την αντίστοιχη θέση του Πριγκοζίν περί

διαλεκτικής σχέσης στο πλαίσιο της

βλ.,I.Prigogine, Το τέλος της βεβαιότητας Χρόνος, Χάος και οι Νόμοι της Φύσης, σ 256257. 575βλ., Χ., Σταμούλης, Έρως και θάνατος, εκδόσεις Ακρίτας (2009), σ 311.Tην ευκαιρία συμφιλίωσης και διαλόγου μεταξύ θεολογίας και φυσικών επιστημών,διαβλέπει ο Σταμούλης στην ερμηνευτική πρόταση της ανθρωπικής αρχής από τον Πριγκοζίν. 574

303


συμφιλίωσης, γεγονός που βρίσκει σύμφωνο, όπως αναφέραμε πιο πάνω και τον ρωμαιοκαθολικό θεολόγο H.Kung. Η θεολογία όμως και η θεολογική επιστήμη, όσο και να θέλει να βρει σημεία επαφής με τις φυσικές επιστήμες, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να βασιστεί σε επιστημονικές θεωρίες πρόσκαιρες, οι οποίες αποδεδειγμένα αναθεωρούνται από πιο σύγχρονες, με την πάροδο του χρόνου . Ο καθηγητής κ.Ν.Ματσούκας στο έργο του Δογματική και συμβολική θεολογία επισημαίνει ό,τι:«θα πρέπει να υπενθυμίσω τον μεγάλο καημό των σύγχρονων απολογητών θεολόγων να βρουν την αρμονία επιστήμης θρησκείας»576.Με το παραπάνω σχόλιο του ο Ν.

Ματσούκας είχε ως

σκοπό, να τονίσει την μεγάλη αγωνία των θεολόγων να γεφυρώσουν και να προσεγγίσουν την επιστημονική γνώση περί του τρόπου δημιουργίας με θεολογικά κριτήρια και όρους δάνεια από την πατερική θεολογία. Η επιλογή ταύτισης εκ μέρους της θεολογίας με τη μια ή την άλλη επιστημονική θεωρία την οδηγεί σε ένα αδικαιολόγητο απολογητισμό. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει ο καθηγητής Χρ.Σταμούλης σημειώνοντας ό,τι «οι σχέσεις θεολογίας επιστημών δεν μπορεί παρά να είναι μονάχα συμβοληκές...Με την ερμηνευτική αυτή γραμμή, θα πρέπει από κοινού να συμβάλλουν στην αναζωπύρωση και διατήρηση του διαλόγου, καθώς βρίσκονται από την ίδια πλευρά του στρατοπέδου, προσφέροντας τις δικές τους ερμηνείες για τους σταθμούς της ζωής και του θανάτου577». Στόχος του Πριγκοζίν, όπως καταφαίνεται στο σημαντικότερο έργο του Το τέλος της βεβαιότητας, είναι η προσπάθεια αρμονικής συμβίωσης με τη φύση και κατ’ επέκταση με τη θεολογία, που έχει άμεση σχέση με το βλ., Ν.,Ματσούκα,Δογματική και Συμβολική θεολογία τόμος Β΄εκδόσεις (2003) σ 167.

576

βλ., Χ., Σταμούλης, Έρως και θάνατος, εκδόσεις Ακρίτας (2009), σ 310.

577

304


φυσικό κόσμο. Ο ίδιος διατυπώνει το σκεπτικό του ως εξής: « Η επιστήμη είναι διάλογος με τη φύση. Οι περιπέτειες αυτού του διαλόγου υπήρξαν απρόβλεπτες… Η πραγματικότητα του γίγνεσθαι εἶναι ἡ ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ συνθήκη του διαλόγου μας με τη φύση 578». Αρκετά εποικοδομητικές είναι και οι απόψεις των

J.Smart και

R.Dawkins που φαίνεται να κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Smart στο έργο του Atheism and Theism καταθέτει τη δική του ενδιαφέρουσα άποψη γύρω από το σύγχρονο θεολογικό προβληματισμό. Παρατηρεί σκεπτικός και αντιμετωπίζοντας το ζήτημα γύρω από το θέμα της διαλεκτικής μεταξύ φυσικής επιστήμης και θεολογίας, μεταξύ θεϊστικής και αθεϊστικής-επιστημονικής αντίληψης από αθεϊστική –όμωςσκοπιά:«Παραδέχομαι ό,τι ο θεϊσμός είναι μια πολύ ελκυστική θεωρία από συναισθηματικής άποψης. Μπορεί και να είναι αληθείς οι διαπιστώσεις του579». Στο βιβλίο του Η περί Θεού Αυταπάτη, που προκάλεσε ποικίλα σχόλια για τις αμφιλεγόμενες

απόψεις του, ο R.Dawkins, διερωτάται:

«Γιατί ο Θεός να αποτελεί την εξήγηση των πάντων; Μια τέτοια απόκριση αποτελεί πλήρης αδυναμία εξήγησης. Σύμφωνα με τον Dawkins ,ό,τι ανεξήγητο παρατηρούμε στον φυσικό μας κόσμο και κατ’επέκταση στο σύμπαν που μας περιβάλλει, το ανάγουμε στον Θεό, επιβεβαιώνοντας την άγνοιά μας .Εάν αποδίδει κανείς κάτι στον Θεό, τούτο σημαίνει ό,τι δεν έχει ιδέα επ’αυτού» 580.Παρά τις αθεϊστικές τάσεις που εκφράζει στα παραπάνω έργα του, οι θέσεις του αποτελούν τροφή για έντονο θεολογικό προβληματισμό.

βλ.,I.Prigogine, Το τέλος της βεβαιότητας Χρόνος, Χάος και οι Νόμοι της Φύσης, σ 171. βλ.,J.J.C., Smart & J.J. Haldane Atheism and Theism,Blackwell Publishers (1997) σ 70. 580βλ., R., Dawkins, (2007), Η περί Θεού Αυταπάτη. Αθήνα: εκδ. Κάτοπτρο, σ 160. 578 579

305


Ανακεφαλαιώνοντας, θα πρέπει να επισημάνουμε ό,τι στο πλαίσιο της διαλεκτικής σχέσης θεολογίας και φυσικών επιστημών, η θεολογία, φαίνεται να ακολουθεί το παράδειγμα του Μ.Βασιλείου.Η εξήγηση των βιβλικών κειμένων δεν μπορεί να γίνει με μεθόδους και επιστημονικές θεωρίες καθώς έχει μέσα της το στοιχείο της Θείας αποκάλυψης. Η θεολογία οφείλει να μην συστρατεύεται και να μην γίνεται συνέκδημη με οποιαδήποτε εφήμερη επιστημονική θεώρηση, διότι τότε θα περάσει στο στάδιο του απολογητισμού. Η οπτική Πριγκοζίν, δηλώνει στάση ανεκτικότητας, μη σύγκρουσης, αλλά συμφιλίωσης είναι το μοντέλο, σύμφωνα και με τους σύγχρονους θεολόγους, που θα πρέπει να ακολουθήσουν η θεολογία και οι φυσικές επιστήμες για να εισέλθουν σε ένα γόνιμο διάλογο. Η

συμβολή

του

Ilya

Prigogine

στο

σύγχρονο

θεολογικό

προβληματισμό αναγνωρίζεται και από τον Χ. Σταμούλη, ο οποίος παρατηρεί για τον μεγάλο φυσικό και ερευνητή: «Έχω την αίσθηση πως ο προικισμένος επιστήμονας, τον οποίο κάποιοι πρόχειρα και αναιτιολόγητα ονομάσανε υλιστή, παλεύει για να φέρει την επιστήμη πιο κοντά στην ανθρώπινη αντίληψη581», επισημαίνοντας τη σημασία της αξίας του ονόματος του Πριγκοζίν όχι μόνο για το επιστημονικό του έργο, αλλά και για τις νέες δυνατότητες που άνοιξε στα πλαίσια του διαλόγου επιστήμης και θεολογίας. Για τον Πριγκοζίν, παρατηρεί επίσης, εύστοχα ο Σταμούλης: «… η στάση και οι διαπιστώσεις που κάνει τον οδηγούν σε μια τελική τοποθέτηση, που δείχνει τα όρια μιας ανοιχτής κοσμολογίας, πιστής σε μια διαρκή βελτίωση…582».

βλ., Χ., Σταμούλης, Έρως και θάνατος, εκδόσεις Ακρίτας (2009), σ 307. βλ., Χ., Σταμούλης, Έρως και θάνατος, εκδόσεις Ακρίτας (2009), σ 309.Παράλληλα βλ., βλ.,I.Prigogine, Το τέλος της βεβαιότητας Χρόνος, Χάος και οι Νόμοι της Φύσης, σ 251. 581 582

306


Μαμάκης Γιώργος Διδάκτωρ Πανεπ. Ιωαννίνων Σύμβουλος Εκπαιδεύσεως Νομού Λασιθίου

«Τυπολογικές εκδοχές του οργανωτικού και διοικητικού φαινομένου της εκπαίδευσης σε κοινωνίες υπό μετάβαση. Η περίπτωση του Λασιθίου από την περίοδο της ύστερης τουρκοκρατίας και της Κρητικής Πολιτείας μέχρι και την Ένωση με την Ελλάδα»

Στην εισήγηση που ακολουθεί, καταβάλλεται προσπάθεια να παρουσιαστούν, με βάση ένα σύνολο θεωρητικών προτάσεων και εννοιολογικών παραμέτρων και σε συνάρτηση με το κοινωνικοοικονομικό σύστημα έτσι όπως εξυφαίνεται και προσδιορίζεται ιστορικοπολιτικά, ορισμένες σημαντικές μεταβλητές που σχετίζονται με την οργάνωση

και

την

εποπτεία

της

χριστιανικής

εκπαίδευσης

στο

διαμέρισμα του Λασιθίου της Κρήτης κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου της ύστερης τουρκοκρατίας και της Κρητικής Πολιτείας μέχρι και την ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Το καίριο ερώτημα στο οποίο καλούμαστε να απαντήσουμε σχετίζεται βασικά με τον «βαθμό, τον τύπο και το περιεχόμενο της οργανωτικής και διοικητικής διάρθρωσης της εκπαίδευσης στην συγκεκριμένη περιοχή και στις δεδομένες χρονικές περιόδους που παρακολουθεί την μετάβαση από τον κοινοτισμό στον κρατικό συγκεντρωτισμό και από την ημιαυτονομία στην Ένωση του νησιού με την Ελλάδα». Ως βασικές πρωτεύουσες άμεσες πηγή άντλησης των πληροφοριών μας χρησιμοποιήθηκαν τα αρχεία α) της Χριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου που φυλάσσεται στα γραφεία της Ι. Μητρόπολης Πέτρας και Χερρονήσου στη Νεάπολη και εκείνο της Ανωτέρας Διευθύνσεως της

307


Παιδείας και της Δικαιοσύνης της Κρητικής Πολιτείας που απόκειται στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης στα Χανιά. Η σπανιότητα γενικών συνθετικών εργασιών πάνω στο θέμα της οργάνωσης και της διοίκησης της εκπαίδευσης με τη χρήση μείζονων θεωρητικών κατασκευών και την παράλληλη τεκμηρίωσή τους με αρχειακό υλικό τονίζει την σημασία παρόμοιων με την δική μας ερευνών ως εκείνης της συνθήκης η οποία μπορεί να μας βοηθήσει στην εξήγηση και την έρευνα της συνθετότητας του οργανωτικού φαινομένου της εκπαίδευσης στην συνολική άρθρωσή του και στην καλύτερη κατανόηση και γνώση των μηχανισμών εξουσίας που ενυπάρχουν στα συστήματα οργάνωσης και εποπτείας της εκπαίδευσης στην ιστορική τους διάσταση και στη συγχρονία583. Πολλοί επιστήμονες, μεταξύ των οποίων και ο κ. Καζαμίας προτείνει σε ανάλογες με την έρευνά μας περιπτώσεις την χρήση της Ιστορικής – Συγκριτικής Ανάλυσης (Ι.Σ.Α.)584, η οποία στοχεύει στην κατανόηση, την εξήγηση και την ερμηνεία. Βασικά χαρακτηριστικά της μεθόδου αυτής είναι η εξιστόρηση γεγονότων και η αναζήτηση σχέσεων αιτίου – αιτιατού με βάση κυρίως την ποιοτική έρευνα. Στο επίπεδο της θεωρίας, η απελευθέρωση από αξιωματικές απαιτήσεις ορθολογικών, δογματικών και σχετικιστικών αποχρώσεων και η

αντικατάστασή

τους

από

την

κοινά

δεδομένη

εμπειρία

της

υποκειμενικότητας ως υπαρκτού γεγονότος που όμως ελέγχεται από την διυποκειμενική ανταπόκριση στη σημαινόμενη εμπειρία, συνεπάγεται τη διεύρυνση του πεδίου της έμπνευσης, την πολλαπλότητα προέλευσης των δημιουργικών προκλήσεων από χώρους που σχετίζονται τόσο με την Σύμφωνα με τον Κ.Θ. Δημαρά «για να εξαχθεί ακέραιο το νόημα ενός φαινομένου είναι κανείς πολλές φορές αναγκασμένος να ανατρέχει σε λίγο παλιότερα περιστατικά, τα οποία συνετέλεσαν στη διαμόρφωση του φαινομένου», βλπ. Δημαράς Κ.Θ., «Ιδεολογική υποδομή του νέου ελληνικού κράτους. Η κληρονομιά των περασμένων, οι νέες πραγματικότητες και οι νέες ανάγκες» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 3ος, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1977, σελ. 455. 584Καζαμίας Ανδρέας, «Για μια νέα ανάγνωση της ιστορικο-συγκριτικής μεθόδου: Προβληματισμοί και Σχεδίασμα», στο Θέματα Ιστορίας της Εκπαίδευσης, τ. 1, 2003, σ. 14 583

308


καλλιέργεια της προσωπικής ετερότητας του υποκειμένου όσο και με τη δυναμική

του

ευρύτερου

πολιτιστικού,

πολιτικού

και

κοινωνικού

γίγνεσθαι585.

1.1 Η περίοδος της ύστερης τουρκοκρατίας 1.1.2. Αποκεντρωμένο σύστημα οργάνωσης και εποπτείας της εκπαίδευσης

Η περίοδος της ύστερης Τουρκοκρατίας, ιδίως μετά από την υπογραφή της Σύμβασης της Χαλέπας τον Οκτώβριο του 1878, υπήρξε για την Κρήτη γενικότερα και για το Διαμέρισμα του Λασιθίου ειδικότερα μια εποχή

σημαντικών

κοινωνικών,

οικονομικών

και

πολιτικών

ανακατατάξεων. H νέα εποχή, που είχε ήδη ανοίξει με την έκδοση του Διατάγματος Χάττι Χουμαγιούν, επέφερε αναμφίβολα αλλαγές στη δομή, την οικονομική λειτουργία, τις κοινωνικές πρακτικές και την ιδεολογία του τοπικού κοινωνικού σχηματισμού οι οποίες επηρέασαν καταλυτικά και τα εκπαιδευτικά πράγματα. Μέσα σ’ αυτά τα νέα πλαίσια, η εκπαίδευση, εκτός από μια εθνική υπόθεση, άρχισε να γίνεται όλο και περισσότερο μια αυτοδιοικητική, κοινωνική και πολιτική δραστηριότητα προς εκπλήρωση κοινωνικών λειτουργιών με σκοπό να οδηγήσει τους ανθρώπους σε μια προκαθορισμένη εθνική και κοινωνική συμπεριφορά. Ο κοινωνικός μετασχηματισμός που συντελούνταν εν μέρει κάτω από ισχυρές πιέσεις, προκαλώντας βίαιες ανατροπές, συγκρούσεις, αλλά και σθεναρές εμμονές και αντιστάσεις είχε κατά την περίοδο της ύστερης τουρκοκρατίας ως ένα βαθμό ιδιαίτερα χαρακτηριστικά πολιτικοδιοικητικής οργάνωσης και αυτοοργάνωσης και μια ξεχωριστή κοινωνική Κουτσουράκης Γ., Όψεις της εθνικής ταυτότητας στα σχολικά εγχειρίδια γλώσσας και ιστορίας του Δημοτικού Σχολείου: Η περίπτωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Πατρών, Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημ. Εκπ/σης, Πάτρα 1997, σελ. 175. 585

309


συνείδηση586. Οι πολιτικού και σε σημαντικό βαθμό φαντασιακού587 τύπου κοινότητες της ύστερης τουρκοκρατίας έτσι όπως αυτές εκφράστηκαν μέσα από το διοικητικό σχήμα των Χριστιανικών Δημογεροντιών, των Δήμων και των Κοινοτήτων βασίστηκαν στα εθνοτικά αισθήματα των μελών αξιοποιώντας τους δεσμούς γλώσσας, θρησκεύματος, ηθών588 κ.λ.π. Παράλληλα, έδωσαν την δυνατότητα στο χριστιανικό στοιχείο να εκφράσει και να αναπτύξει τα εθνοτικά και θρησκευτικά του αισθήματα μέσα στα πλαίσια ενός πολιτικού μορφώματος που του εξασφάλιζε έναν σημαντικό βαθμό αυτοκυριαρχίας και δύναμης στα πλαίσια πάντα των μηχανισμών της οθωμανικής κατάκτησης589. Στα

πλαίσια

αυτά,

το

κοινοτικό

σύστημα

γνώρισε

πολλές

διακυμάνσεις: από την μικρή κοινότητα χωρίς κοινωνικές διαφοροποιήσεις μέχρι την αστικού τύπου κοινότητα τω χρόνων της ύστερης τουρκοκρατίας όπου οι κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες αναπτύσσονταν σε ένα πολυσύνθετο επίπεδο με έντονες ιεραρχήσεις και συσχετισμούς590. Έτσι, τα αυτοδιοικούμενα διοικητικά σχήματα εγκατέστησαν σταδιακά μια νέα κοινοτική οργάνωση με εξελισσόμενο και αυξανόμενο βαθμό

πολυπλοκότητας

η

οποία

επέφερε

σταδιακά

σημαντικές

κοινωνικές αλλαγές. Οι αλλαγές αυτές απορύθμισαν τις πρωτογενείς οικογενειακές και γειτονικές κοινοτικές σχέσεις και την αυτοδιαχείριση που χαρακτηρίζουν τις βασικές λειτουργίες του παραδοσιακού κοινοτικού Cooke Ph. “locality, struktur und agency”, στο Haubermann H., okonomie ynd Politik in alter Industrieregionen Europas, Basel/Boston Berlin, σελ. 35-52. 587 Ο Anderson ορίζει ως φαντασιακού τύπου την διευρυμένη εκείνη κοινότητα π.χ. το έθνος όπου τα μέλη της δεν γνωρίζουν ούτε πρόκειται ποτέ να γνωρίσουν τα περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας στην οποία ανήκουν. Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό όλες οι μεγαλύτερες από τα αρχέγονα χωριά κοινότητες που δεν εξασφάλιζαν την πρόσωπο με πρόσωπο επαφή, είναι φαντασιακές, Αnderson B., Φαντασιακές Κοινότητες: στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού, μετ. Ποθητή Χαντζούλα, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1997. 588 Smith D.A., The ethic origins of nations, Oxford: Blackwell Publishers Ltd, 1996. 589 Weber M, Εθνοτικές σχέσεις και Πολιτικές Κοινότητες, μετ. Γκιούρα Θ., εκδ. Κένταυρος, Αθήνα 1997. 1997. 590 Ό.π. Κοντογιώργης Γ., 1982, σελ. 17. 586

310


πλαισίου. Οι κοινοτικοί δεσμοί έγιναν πλέον αντιληπτοί σε ένα μη εμπειρικό-φαντασιακό πλαίσιο γραφειοκρατικών διαδικασιών, τις οποίες επικαθόριζε μια διοικητική ιεραρχία591. Επιπλέον, οι αυξανόμενες στα τέλη του 19ου αιώνα ενδοκοινοτικές αντιπαραθέσεις στα αυτοδιοικούμενα όργανα ανέδειξαν τις αξιώσεις νέων κοινωνικών στρωμάτων αναφορικά με την διαχείριση της εξουσίας αλλά και τις ιδεολογικές διαφορές που υπήρχαν592. Κατά την περίοδο αυτή, η εξάπλωση του σχολικού δικτύου ακόμη και στους πιο απομακρυσμένους οικισμούς και η αυξητική τάση στους διορισμούς των εκπαιδευτικών, αποτελούν στοιχεία που δείχνουν ότι οι επιδώσεις της κοινοτικής εκπαίδευσης ήταν ιδιαίτερα σημαντικές. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι ιδιαίτερες ανάγκες της οθωμανικής διοίκησης, η χρηματοδότηση των σχολείων από τις μοναστηριακές προσόδους593 αλλά και ο εθνικός προσανατολισμός της εκπαίδευσης που κατέτεινε στην ανάπτυξη της θεσμικής υποδομής της κοινότητας οδήγησε στον έλεγχο του εκπαιδευτικού συστήματος από αυτοδιοικούμενα συλλογικά όργανα στα οποία η Εκκλησία είχε σοβαρό λόγο αφού κλήθηκε να διαχειριστεί, οικονομικά

κυρίως,

τη

διόγκωση

του

εκπαιδευτικού

τομέα594.

Η

πρωτεύουσα αυτή θέση της Εκκλησίας εδραζόταν, επίσης, εκτός από την χρηματοδοτική της ικανότητα, και σε μια σύμφυτη θεώρηση της παιδείας ως ενός κατεξοχήν ποιμαντορικού καθήκοντος εκ μέρους της ιεραρχίας 595. Η συγκρότηση αυτή και η νομιμοποίηση της χριστιανικής κοινότητας Μπέτσας Γιάννης, Η Κοινοτική διάσταση στην εκπαίδευση, ιστορικές προβολέςσύγχρονες αναφορές, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2007, σελ. 26. 592 Ζαπάντη Στ., «Οι ενδοκοινοτικές έριδες στην ελληνική κοινότητα της Θεσσαλονίκης από το 1881 μέχρι το 1912», στα πρακτικά του Ι΄ Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου, Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 136. 593 Τσιριντάνης Ν., Η πολιτική και διπλωματική ιστορία της εν Κρήτη εθν. Επαναστάσεως, 1866-1868, τ. Α΄, Αθήνα 1950. 594 Διοργανισμός των εν Κρήτη Ιερών μονών σταυροπηγιακών τε και ενοριακών επί τη βάσει οδηγιών της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, Εν Κωνσταντινουπόλει 1871, σελ. 24. 595 Ανεστίδης Σ., Η εθναρχική παράδοση και ο Μανουήλ Ιω. Γεδεών, Αθήνα, Διδακτ. Διατριβή. 591

311


μέσω

του

δημογεροντιακού

εκκλησιαστική

αρχή

θεσμού

προσδιόρισε,

και

κάτω

από

την

όμως,

στην

εκπαίδευση

τοπική έναν

παραμορφωτικό χαρακτήρα νεανθρωπισμού596. Επιπλέον, η συγκρότηση αυτή επέβαλε έναν συγκεκριμένο ηθικό κώδικα στον οποίο όφειλαν να δεσμευτούν τα μέλη της κοινότητας597. Εκτός αυτού, όμως, φαίνεται ότι οι λειτουργίες που εξυπηρετούνταν από την διαμόρφωση της κοινοτικής εκπαίδευσης συνυφαίνονταν όχι μόνο με το γενικότερο κοινωνικοκοινωνιοκρατικό ιδεώδες της αγωγής το οποίο επικεντρωνόταν στην ένταξη του ατόμου στο κοινωνικό σύνολο και την κοινοτική οργάνωση αλλά και με μια αντίστοιχη λειτουργία της κοινοτικής εκπαίδευσης της περιόδου που εξετάζουμε598. Έτσι, μέσα σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα τόσο τα σχολεία όσο και η αυτοδιοίκηση απέκτησαν εμβέλεια σε ευρύτατους γεωγραφικούς και κοινωνικούς χώρους κάτι που τεκμαίρετε τόσο από την πύκνωση του σχολικού δικτύου και την άνθιση των αυτοδιοικούμενων οργάνων όσο και από τους αγώνες που άρχισαν να αναπτύσσονται σχετικά με τον προσανατολισμό, την οργάνωση και την διοίκηση της εκπαίδευσης και την νομή της αυτοδιοικητικής εξουσίας. Επρόκειτο για μια σημαντική μεταβολή στο πεδίο της κοινωνικής ενσωμάτωσης στην προοπτική της δημιουργίας μιας ενιαίας και ομογενοποιημένης κοινότητας εθνικού χαρακτήρα. Έτσι, το συγκεκριμένο μοντέλο οργάνωσης, διοίκησης και εποπτείας της εκπαίδευσης που εφαρμόστηκε αρχικά τότε αποτελούσε ένα μοντέλο αυτοδιοίκησης που αφορούσε την οικονομική και διοικητική διάσταση της Παπαδόπουλος Στ., Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα του Ελληνισμού της Μακεδονίας κατά τον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας, εκδ. Ε.Μ.Σ., Θεσσαλονίκη 1970,σσ. 49-50. 597 Σύμφωνα με τον Γεδεών «καταφαίνεται το καθήκον του χριστιανού να μελετά τον θείον νόμον καθιστάμενος χρηστό μέλος της χριστιανικής κοινωνίας», Γεδεών Μ., «Ίχνη των σχολειακών νόμων κατά τον μέσον αιώνα παρ’ ημίν» στην Εκκλησιαστική Αλήθεια, 35, τ. 8, 26/2/1911. 598 Ξωχέλης Π., Θεμελιώδη προβλήματα της Παιδαγωγικής Επιστήμης, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 44. 596

312


ημιαυτονομίας σε διαμερισματικό κυρίως αλλά και σε τοπικό επίπεδο (δυνατότητα

αποκεντρωμένης

διαχείρισης

των

χρημάτων),

την

παιδαγωγική διάσταση (δυνατότητα τοπικού εκπαιδευτικού σχεδιασμού) και τη διάσταση του προσωπικού (δυνατότητα επιλογής των δασκάλων). Το ειδικό καθεστώς της κάθε κοινότητας και της τοπικής δημογεροντίας όπως αυτό προσδιοριζόταν από τις διαδικασίες και τις ανάγκες κοινωνικής κινητικότητας, τους κοινωνικούς συσχετισμούς, την στάση των μελών της απέναντι στους νεωτερισμούς, την πλουτοπαραγωγική δομή, την προσωπικότητα του τοπικού αρχιερέα κ.λ.π. επικαθόριζε σε σημαντικό βαθμό την εκπαιδευτική πραγματικότητα. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η Κεντρική Χριστιανική Δημογεροντία Λασιθίου κλήθηκε τότε να αναμετρηθεί με την πρόκληση να θέσει την εκπαιδευτική δραστηριότητα σε ένα αυστηρό πλαίσιο κανόνων, που να εξασφαλίζει τη συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στην οργάνωση και διοίκηση των κοινοτικών εκπαιδευτικών δικτύων. Οι ιδέες του φιλελευθερισμού ευνοούσαν αυτή την περίοδο τη διεύρυνση της συμμετοχής των πολιτών στα διοικητικά όργανα. Διεύρυνση που κατέστησε το ζήτημα της εξουσίας κεντρικό στις τοπικές κοινωνίες όπου το κοινοτικό αξίωμα έδινε τη δυνατότητα πρόσβασης στη διαδικασία και τους μηχανισμούς απόσπασης και διαχείρισης του πλεονάσματος δημιουργώντας ισχυρές αντιπαραθέσεις και πολιτικές ομαδοποιήσεις599.

Κοντογιώργης Γ., Κοινωνική δυναμική και πολιτική αυτοδιοίκηση. Οι ελληνικές κοινότητες της τουρκοκρατίας , εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα 1982, σελ. 411-416. 599

313


1.1.3 Οι πρώτες αμφισβητήσεις του κοινοτικού μοντέλου

Σταδιακά, η αυτοδιοίκηση έγινε γρήγορα αντικείμενο όχι μόνο εσωτερικών διεργασιών αλλά και εξωτερικών παρεμβάσεων600 στην βάση της άμβλυνσης της ανομοιομορφίας στην οποία οδήγησαν σταδιακά οι εθνικές αλυτρωτικές επιδιώξεις και το συγκεντρωτικό εγχείρημα της οθωμανικής διοίκησης. H αναδιοργάνωση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας θεσμικά ευνοήθηκε ακόμη περισσότερο με την εφαρμογή του συντάγματος του 1876 το οποίο συντάχθηκε κάτω από την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων σε συνδυασμό με την πεποίθηση της ανάσχεσης της πτωτικής πορείας της αυτοκρατορίας μέσα από την φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Σχετικά με την εκπαίδευση, στο Σύνταγμα αυτό προβλεπόταν η ενεργός παρέμβαση του κράτους στην εποπτεία των σχολείων, τα οποία θα έπρεπε να λειτουργούν στη βάση του ενός ενιαίου νομικού καθεστώτος και ενός ομοιόμορφου συστήματος. Για την τουρκική διοίκηση της περιόδου τα εκπαιδευτικά θέματα ήταν πια ζητήματα λαϊκά και όχι πνευματικά. Έτσι, ταυτόχρονα με την λαϊκή συμμετοχή στην εποπτεία των σχολείων εντοπίζουμε και την ουσιαστική παρεμβατικότητα τόσο της Κεντρικής Διοίκησης όσο και διαφόρων κέντρων έξω από τα όρια του Δημογεροντιακού θεσμού κάτι που καθιστούσε την άποψη περί αυτοδιοίκησης του εκπαιδευτικού δικτύου κάτω από την εποπτεία της Εκκλησίας υπό αίρεση. Η παραδοχή που από ένα σημείο και μετά επικράτησε για την φιλοσοφία και την εκπόνηση των νομοθετικών μέτρων της οθωμανικής διοίκησης θεωρούσε ότι για το κράτος το ζήτημα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης σχετιζόταν με την εγκαθίδρυση ενός νέου πλαισίου που θα τοποθετούσε την εκπαίδευση κάτω από την Ηλιάδου Σ., Η εκπαίδευση στη Δυτική και Βόρεια Μακεδονία (1840-1914), Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 2001. 600

314


εποπτεία της κρατικής διοίκησης και όχι των αυτοδιοικούμενων οργάνων601. Μια παραδοχή που αποδίδει το συνολικό νομοθετικό εγχείρημα στην πολιτική βούληση να εγκαθιδρύσει ένα εκπαιδευτικό σύστημα ελεγχόμενο από το κράτος, κοσμικό και διαφοροποιημένο από το παραδοσιακό σύστημα που ήταν στα χέρια των θρησκευτικών ιδρυμάτων. Όμως, η εγκαθίδρυση αυτού του συστήματος έγινε με ιδιαίτερα αργούς ρυθμούς καθώς δεν έγινε δυνατό να διατυπωθεί μια αυτόνομη θεωρία περί κράτους602 και επιπλέον εκ των πραγμάτων κρίθηκε ότι το κοινωνικό σώμα με δυσκολία θα ανταποκρινόταν σε μια σειρά προσπαθειών της διοίκησης που αποσκοπούσαν στην δημιουργία ενός κρατικά ελεγχόμενου εκπαιδευτικού δικτύου και την παράλληλη υποκατάσταση των υπαρχουσών εκπαιδευτικών δομών που είχαν αναπτύξει οι εκκλησιαστικές και αυτοδιοικούμενες οργανώσεις603. Ταυτόχρονα, παρατηρούμε ότι το εκπαιδευτικό δίκτυο επεκτεινόταν ποιοτικά και ποσοτικά μέσα σε ένα πλαίσιο κοινωνικής αναδιάρθρωσης και ανατροπής των παραδοσιακών συσχετισμών. Η εκπαίδευση κατά την εξεταζόμενη περίοδο από ασύντακτη έγινε ξαφνικά σημείο τριβής ανάμεσα σε μια φιλελεύθερη και μεταρρυθμιστική ενδογενή μερίδα των στρωμάτων που προέρχονταν από τον δευτερογενή τομέα παραγωγής και μια συντηρητική. Η εκπαίδευση, ως χώρος συγκρότησης και αναπαραγωγής ιδεολογίας αντικατόπτριζε με σχετική πληρότητα τις ζυμώσεις και τις διεργασίες που προκλήθηκαν στο εσωτερικό του χριστιανικού πληθυσμού. Στα πλαίσια αυτών των ζυμώσεων σταδιακά η Εκκλησία απώλεσε σε μεγάλο βαθμό την αποκλειστικότητα εποπτείας της Βλπ. Κανονισμός Γενικής Συνελεύσεως, στο περ. Τάλως, Δ1, σελ 104, κεφάλαιον Γ΄: «Αρμοδιότητες της Γενικής Συνελεύσεως. 602 Juri Petrosian, «Οι ιδέες του εξευρωπαϊσμού στην κοινωνικο-πολιτική ζωή της οθωμανικής αυτοκρατορίας στα νεώτερα χρόνια» στο Grothusen κ.λ.π., Εκσυγχρονισμός και βιομηχανική επανάσταση στα Βαλκάνια τον 19 ο αιώνα, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1980, σελ. 54. 603 Κονόρτας Π., Οθωμανικές θεωρήσεις για το Οικουμενικό Πατριαρχείο 17 ος-αρχές 20ου αιώνα, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1998, σελ. 151. 601

315


εκπαίδευσης που είχε παλιότερα604. Το ίδιο και οι άλλοι τοπικοί αυτοδιοικητικοί θεσμοί, Δήμοι και Κοινότητες. Στην θέση τους συστήθηκε ένα επιτελικό όργανο, η Τμηματική Εφορεία, η οποία και ανέλαβε ουσιαστικές αρμοδιότητες οργάνωσης και διοίκησης της εκπαίδευσης. Η αυξανόμενη απένταξη του εκπαιδευτικού συστήματος από την αρμοδιότητα των εκκλησιαστικών και αυτοδιοικητικών θεσμών, η επιβολή ομοιομορφίας σε μια πραγματικότητα ασύνδετων μεταξύ τους εκπαιδευτικών υποσυνόλων605, η κατοχύρωση του υποχρεωτικού χαρακτήρα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και ο πρακτικός χαρακτήρας των σπουδών606 συνιστούσαν

βασικές

προϋποθέσεις

ενός

κοσμικού

εκπαιδευτικού

συστήματος. Ούτως ή άλλως, η Δημογεροντία, η λειτουργία της οποίας προσδιοριζόταν άμεσα από τη φύση της δικαιοδοσίας της στη διαχείριση των πνευματικών υποθέσεων των χριστιανών, δεν μπορούσε να ανασυγκροτηθεί επιτυχώς με πολιτικούς όρους όταν το αίτημα για εκσυγχρονισμό της διοίκησης, απαλλαγής της από τον κομματισμό607 και πλήρη έλεγχο της εκπαίδευσης από την κεντρική διοίκηση θέτονταν επιτακτικά στα τέλη του 19ου αιώνα608. Η εκσυγχρονιστική λογική η οποία άρχισε να εγκαθίσταται με την αύξηση της συνθετότητας της κοινωνικής διαστρωμάτωσης επέβαλε ως προαπαιτούμενο την αποδέσμευση από αυτήν την κατάσταση παρεμβάλλοντας ως στοιχεία ιδεολογικού και κοινωνικού διαφορισμού την ομοιομορφία της εκπαίδευσης και τη συγκέντρωση της διοίκησής της609. Η κοινωνία, κάτω από τις αντινομίες

Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με αριθμ. πρωτοκ. 425/ 10-8-1881. Βλπ. Εφημερίς της Γενικής Διοικήσεως Κρήτης, 6/7/1881. 606 Έκθεσις της Αγωνοδίκου Επιτροπείας του Συλλόγου προς διάδοσιν των ελληνικών Γραμμάτων. Περί Κατωτέρας και μέσης Παιδείας εν Ελλάδι. Αθήναι 1872, σελ. 5. 607 Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με αριθμ. πρωτοκ. 1889-6-24/017. 608 Δημαράς, Α., Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Τεκμήρια Ιστορίας, τ. Ι, Αθήνα 1973, σελ. ιθ΄-κ΄. 609 Κρήτη, Εφημερίς της Γενικής Διοικήσεως Κρήτης, 1/7/1886, έτος ΙΘ΄, Αριθμ. 7., Πρακτικά της Γενικής Συνελεύσεως των Κρητών της ΙΖ΄Συνόδου, Συνεδρίασις Α΄. 604 605

316


της ντόπιας οικονομικής ζωής και της οθωμανικής πραγματικότητας610, άρχισε να εγκαταλείπει την φυσική οικονομία και να εισέρχεται αργά στο στάδιο των εξαρτημένων αστικών μετασχηματισμών και το παραδοσιακά οριζόμενο εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής δεν αρκούσε 611. Η ένταξη της παραγωγής στην εμπορευματική διαδικασία612 όξυνε τις αντιφάσεις αφού ο νέες παραγωγικές σχέσεις έρχονταν σε αντίθεση με την παραδοσιακή δομή της εκπαίδευσης η οποία αδυνατούσε να δημιουργήσει τον νέο οικονομικό και πολιτικό άνθρωπο. Η οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος λειτουργούσε ανασταλτικά στην προσπάθεια για την συγκρότηση μιας σύγχρονης αστικής πολιτείας και επομένως το αίτημα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης τέθηκε τότε επιτακτικά. Ο θετικός ηθικός προσδιορισμός που αποδόθηκε σταδιακά στο κράτος υπέβαλλε και την τοπική κοινωνία σε έναν ριζικό πια μετασχηματισμό στον οποίο οι τοπικές κοινοτικές και διοικητικές συσσωματώσεις είχαν μικρή αν όχι ανύπαρκτη σημασία613. Έτσι, η υποχώρηση του κοινοτισμού και η ενίσχυση των κοινωνικών θεωριών, οι οποίες έδιναν βάρος στους ρόλους και την κοινωνική διαφοροποίηση, αντί της κοινοτικής ταυτότητας, οφείλεται

τόσο

στην

πολυπλοκότητα

των

προβλημάτων

που

παρουσιάστηκαν στο τέλος του 19ου αιώνα όσο και στη διαπιστωμένη αδυναμία της κοινότητας να αντιμετωπίσει τα προβλήματα αυτά με τα όπλα που διέθετε614.

Κρεμμυδάς Β., Εισαγωγή στην ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1988, σελ. 199. 611 Τσουκαλάς Κ., Εξάρτηση… ό.π., σελ. 516. 612 «Παγκόσμιος καχεξία του εμπορίου και της γεωργίας», άρθρο στην εφημ. Ηράκλειον, 17/2/1894, έτος Α’, αριθμ. 28. 613 Alexander J., “The Past, Paresent and Future of Civil Society”, A. Bron-M. Schemmann (eds). Civil Society, citizenship, and Learning, Munster:Lit Verlag, 2001, 15-17. 614 Καρκατσούλης Π., Κοινότητα-κοινοτισμός-κοινωνία-κοινωνική θεωρία: Από την αυτονομία στην αυτό-αναφορά», στο περ. Επιστήμη και Κοινωνία, τεύχ. 4, 2000. 610

317


1.2. Η περίοδος της Κρητικής Πολιτείας, Συγκεντρωτικό σύστημα οργάνωσης και εποπτείας της εκπαίδευσης Το 1898 οι κοινωνικές, πολιτικές, διοικητικές και πολιτειακές αλλαγές της περιόδου και οι αναδιαρθρώσεις της οικονομίας που επέφεραν την ραγδαία αύξηση του χριστιανικού στοιχείου και την δημιουργία νέων προϋποθέσεων στο επίπεδο της κρατικής οργάνωσης και της οικονομικής ζωής συνέβαλαν ουσιαστικά πια στην διεύρυνση και την ανάδειξη των μεσοαστικών χριστιανικών στρωμάτων615. Η εξέλιξη αυτή ενδυνάμωσε τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς οδηγώντας στην ανάδυση μιας πιο κανονιστικής, συγκεντρωτικής και ορθολογικής προοπτικής αναφορικά με την κοινωνική οργάνωση616. Η σύσταση της Κρητικής Πολιτείας εξέφραζε επίσης την έντονη πεποίθηση ότι η εισαγωγή φιλελεύθερων αστικών θεσμών και η δημιουργία ενός δυτικού-αστικού τύπου κρατικού μορφώματος στην Κρήτη θα καθησύχαζε τις ανησυχίες617 των Μεγάλων Δυνάμεων σχετικά με την «επαναστατική» διάσταση του εγχειρήματος απαγκίστρωσης από την οθωμανική άμεση κυριαρχία και θα καθιστούσε δυνατή την επανένταξη του νησιού στο πολιτισμένο τμήμα της Ευρώπης και την Σαββάκης Εμμ., Οι λεπροί της Σπιναλόγκας (1903-1957), εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2008, σελ. 52. 616 Ανδριώτης Ν., Πληθυσμοί και Οικισμοί της Αντολικής Κρήτης (16 ος-19ος αιώνας), εκδ. Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου, Ηράκλειο 2006. 617 Όπως τονίζει ο John Dunn, «Είναι σημαντικό ν’ αναγνωρισθεί ότι το σύγχρονο κράτος κατασκευάστηκε, προσεκτικά και εσκεμμένα, κυρίως από τους Jean Bodin και Thomas Hobbes, με την ρητή πρόθεση της απάρνησης ότι οποιοσδήποτε λαός έχει είτε την ικανότητα είτε το δικαίωμα να ενεργεί για τον εαυτό του, ανεξάρτητα, ή ακόμη και εναντίον προς την κυρίαρχη εξουσία. Το κεντρικό σημείο της αντίληψης αυτής ήταν η άρνηση της ίδιας της πιθανότητας ότι οποιοσδήποτε δήμος (και βέβαια δεν συζητιέται καν η δημογραφική κλίμακα μιας Ευρωπαϊκής μοναρχίας) θα μπορούσε να είναι ένα αυθεντικό πολιτικό υποκείμενο, ότι θα μπορούσε να πράξει γενικά, και, πολύ περισσότερο, να πράξει κατά τρόπο που θα έδειχνε τη συνέχεια της ταυτότητας και την πρακτική συνοχή που απαιτεί η αυτο-κυβέρνηση (...) η ιδέα του σύγχρονου κράτους εφευρέθηκε ακριβώς για να αποκρούσει την πιθανή συνεκτικότητα των δημοκρατικών αιτημάτων για κυριαρχία, ή έστω για αυθεντική πολιτική πράξη (...) η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν είναι παρά μια προσχεδιασμένη ακίνδυνη δημοκρατία για το σύγχρονο κράτος», John Dunn, Democracy, σελ. 247-8. 615

318


ένωση με την Ελλάδα. Ας σημειωθεί ότι μέχρι την οκτωβριανή επανάσταση του 1917 το δυτικο-αστικοφιλελεύθερο μοντέλο αποτελούσε το μοναδικό πρότυπο ανάπτυξης προς το οποίο θα μπορούσαν να προσβλέπουν οι κοινωνίες που επιδίωκαν να εκσυγχρονιστούν618. Στο νησί η παρουσία ενός ισχυρού και συγκεντρωτικού Κράτους ήταν όχι επιπρόσθετη, αλλά σύμφυτη, οργανικά απαραίτητη, για την διαμόρφωση των αστικών κοινωνικών σχέσεων. Έτσι, αναπτύχθηκε ένα δυναμικό αστικό Κράτος και ένας αντίστοιχος δημόσιος αστισμός. Το μοντέλο αυτό εφαρμόστηκε στην Κρήτη μετά το 1899 με την δημιουργία ενός συνταγματικού κράτους δικαίου οργανωμένου κατά τρόπο γραφειοκρατικό, δηλαδή κράτος ικανό να λειτουργεί σύμφωνα με τα πρότυπα που ήταν διατυπωμένα στους δυτικούς νομικούς κώδικες και να προσεγγίζει τις σχέσεις του με τον πολίτη μέσα από ένα πλέγμα απρόσωπων κανονισμών, οι οποίοι εξασφαλίζουν την ίση αντιμετώπιση και μεταχείριση αλλά από την άλλη κράτος με διογκωμένες δημόσιες υπηρεσίες, κράτος επικυρωτή και κυρίως διαπλάστη των κοινωνικών διαφοροποιήσεων. Έπεται ότι μια τέτοια σύλληψη της Κρητικής Πολιτείας ήταν διαμετρικά αντίθετη με εκείνη του οθωμανικού κράτους και του κοινοτισμού του οποίου βασικό χαρακτηριστικό ήταν η προσωποποίηση της εξουσίας. Μια άλλη διάσταση του φιλελεύθερου μοντέλου στο οποίο βασίστηκε η Κρητική Πολιτεία ήταν η κοσμικότητα της εξουσίας, δηλαδή η σύσταση ενός κράτους με διαχωρισμένες αρμοδιότητες πολιτείας και εκκλησίας. Ο αγώνας για την ισχυροποίηση της Κρητικής Πολιτείας ως ένα βήμα για τη ένωση με την Ελλάδα που απαιτούσε συγκέντρωση δύναμης σε κεντρικό επίπεδο σε συνδυασμό με μια ογκούμενη ιδεολογία γενικής εκλογίκευσης

Διαμαντούρος Ν., « Ο ελληνικός απελευθερωτικός αγώνας του 1821: μια φιλελεύθερη επανάσταση;», στο Ο Φιλελευθερισμός στην Ελλάδα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1991, σελ. 43. 618

319


οδήγησε αναπόφευκτα σε μια γραφειοκρατικοποιημένη ορθολογική κρατική οργάνωση619. Και είναι απολύτως κατανοητό ότι οι Κοινότητες και οι Δημογεροντίες που είχαν υποκαταστήσει το ρόλο μιας εθνικής κρατικής οντότητας που δεν υπήρχε κατά την προηγούμενη περίοδο, δεν μπορούσαν μετά την δημιουργία της Κρητικής Πολιτείας να συνεχίσουν τον ίδιο ρόλο. Ο ανταγωνιστικός προς την οθωμανική εξουσία ρόλος τους δεν ήταν νοητό ότι θα μπορούσε να συνεχιστεί με ανταγωνιστή την νεοσύστατη πολιτεία. Η έκταση συνεπώς των δραστηριοτήτων τους και το είδος

των

καθηκόντων

τους

δεν

μπορούσαν

να

παραμείνουν

ανεπηρέαστα από την ένταξή τους στην Κρητική Πολιτεία620. Για να υπηρετηθεί η νέα κατάσταση που άνοιξε με την σύσταση της Κρητικής Πολιτείας ήταν απαραίτητη η εδραίωση ενός καλά οργανωμένου κράτους621 και η «απαλλοτρίωση» των αυτόνομων κοινοτικών φορέων της διοικητικής εξουσίας του παρελθόντος622. Η

δημιουργία

του

αστικού

κράτους

προϋπέθετε

αστικές

μεταρρυθμίσεις στους θεσμούς του κοινωνικού εποικοδομήματος, όπως είναι και η εκπαίδευση. Η οικονομική πρόοδος, η συγκέντρωση κεφαλαίων, η προσπάθεια για τραπεζική οργάνωση, η υποχώρηση του μουσουλμανικού στοιχείου και η παρουσία των ευρωπαϊκών δυνάμεων στο νησί δημιούργησαν, συνεπώς, νέα δεδομένα και στον χώρο της εκπαίδευσης623. Max Weber, Κοινωνιολογία του κράτους, εκδ. Κένταυρος, Αθήνα 1996, σελ. 17. Ανδρόπολους Β.-Μαθιουδάκι Μ., « Περιφερειακή Διοίκηση/Τοπική Αυτοδιοίκηση» στο Το Ελληνικό Κράτος (επιμ. Ανδρόπολους Β.-Μαθιουδάκι Μ.,), Αθήνα 1991, σελ. 118. 621 Σβολόπουλος Κ., «Η περίοδος της αυτονομίας», στο Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός, τ. 2ος, επιμ. Ν. Παναγιωτάκης, Κρήτη, ΣΤΕΔΚΚ, 1988, σελ. 471. 622«Η καταστροφή τόσο της κοινοτικής δομής όσο και των μορφών κοινοτικής αλληλεγγύης είχε προαναγγελθεί προ πολλού από τους κοινωνιολόγους. Η κοινότητα, όπως υποστηρίχθηκε από τον Εμίλ Ντυρκέμ και τον Φέρντιναντ Ταίνις, στις αρχές του αιώνα, έχει αντικατασταθεί από απρόσωπους δεσμούς, οι οποίοι οφείλουν την ύπαρξη και το χαρακτήρα τους στην οικονομική κατανομή της εργασίας», Anthony Giddens: Η μεταπαραδοσιακή κοινωνία των πολιτών, ό.π. 623 Βλπ. Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας, Τεύχος Δ΄, Εστενογραφημένα Πρακτικά της Βουλής, 13 Ιουλίου 1901.», βλπ. επίσης Στυλιανού Παπαδάκη, υπόμνημα 619 620

320


Πρόσθετη διάσταση του κράτους δικαίου ήταν και το αίτημα εκσυγχρονισμού624 και αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος το οποίο συνοδεύτηκε από την αύξηση της έκτασης του ελέγχου του από την κεντρική εξουσία και την ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτηση των οικονομικών της εκπαίδευσης από το κράτος. Το αίτημα για μια τέτοια οργάνωση του αστικού σχολείου που θα προετοίμαζε τους μαθητές για την ένταξη τους στην κοινωνική και οικονομική ζωή έγινε τότε πολύ πιο συγκεκριμένο από ό,τι στο παρελθόν625. Αναδείχθηκε τότε έντονα η λειτουργική αλληλεξάρτηση μεταξύ της οικονομικής και της εκπαιδευτικής δομής, καθώς και ο εξωτερικός σκοπός της συγκεκριμένης αλληλεξάρτησης, ο οποίος μέσα από την ανάγκη στήριξης και υποστήριξης της αποτελεσματικότητας του πεδίου παραγωγής επιδίωκε την εξυπηρέτηση των αναγκών της κοινωνίας και την εγκατάσταση της κοινωνικής τάξης και σταθερότητας626. Έτσι, η Κρητική Πολιτεία κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες για την καθιέρωση της στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης σε συνάρτηση με το αρχαίο ελληνικό και το νεότερο ευρωπαϊκό πνεύμα. Προς την κατεύθυνση αυτή μιμήθηκε σε πολλές περιπτώσεις ξένες εκπαιδευτικές πρακτικές και θεσμούς. Η διαμόρφωση ενός συγκεντρωτικού καθεστώτος στη διοίκηση και εποπτεία της εκπαίδευσης, το οποίο θα εισήγαγε και θα υποστήριζε τις ταχύτατες αλλαγές που έπρεπε να γίνουν ακολούθησε από τότε μια σταδιακή και σταθερή πορεία. Έτσι, κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας παγιώθηκαν τα χαρακτηριστικά της συνύπαρξης διοικητικών και παιδαγωγικών αρμοδιοτήτων σε μονομελή όργανα (Σύμβουλος επί

προς την Α.Υ. τον Πρίγκηπα Γεώργιον, εν Αλεξανδρεία 1899 624 Καραφύλης Γ., Νεοελληνική πολιτική και κοινωνική φιλοσοσφία, Θεσσαλονίκη 1990, εκδ. ΒΑΝΙΑΣ, σελ. 19. 625 Μπουζάκης Σ., Νεοελληνική εκπαίδευση, εκδ.Gutenberg, Αθήνα, 1999, σελ. 46. 626 Λάμνιας Κ., Κοινωνιολογική θεωρία και εκπαίδευση, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα2001, σελ. 120. 321


της Παιδείας, Γενικός Επιθεωρητής, Νομαρχιακός Επιθεωρητής κ.λ.π.)627. Το «τοπικό» δεν συνιστούσε πια έναν ενδιαφέροντα τόπο για την άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής, καθώς η εκπαιδευτική μονάδα και οι περιφερειακές υπηρεσίες καλούνταν να παίξουν όλο και πιο σημαντικό ρόλο στο επίπεδο του επικρατειακού κοινωνικού συνόλου. Η τάση ανάδειξης και προσέγγισης του «κεντρικού», ως ενδιαφέροντος στοιχείου προσδιορισμού

του

περιβάλλοντος

λειτουργίας

του

εκπαιδευτικού

οργανισμού, ακολουθούσε το γενικό πλαίσιο συζήτησης και προβληματισμού που προερχόταν από την υποχώρηση του «τοπικού» και την σύνταξη των λειτουργιών της Κρητικής Πολιτείας κατά τα πρότυπα των διεθνών τάσεων της εποχής628, τα οποία σηματοδοτούνταν από την επέκταση του κρατικού παρεμβατισμού και την άνοδο της εθνικής ιδεολογίας. Στην περίπτωση της αστικού χαρακτήρα Κρητικής Πολιτείας το εκπαιδευτικό

σύστημα

καθώς

πλαισιώθηκε

από

μια

ενιαία

συγκεντρωτική ιεραρχική δομή, μια ιδιαίτερα πολύπλοκη λειτουργία λόγω της φύσης του εκπαιδευτικού έργου και μια εξουσία στην ιεραρχική πυραμίδα

αποτελούσε

το

βασικότερο

θεσμό

αναπαραγωγής

των

παραγωγικών σχέσεων, κάτι που τονίζει τον ρόλο και τη συμπεριφορά της εξουσίας ως κοινωνικού φαινόμενου στην διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος629. Πιο κοντά στην κλασική οργανωτική σκέψη, η οργάνωση και η εποπτεία της εκπαίδευσης αυτήν την περίοδο συντίθονταν από την προσπάθεια οργάνωσης ανθρώπινων και υλικών πόρων, απόσπασης της

Βλπ. υπ’ αριθμ. 42 Νομοθετικό Διάταγμα, Επίσημος Εφημερίς Κρητ. Πολ., Α΄, αριθμ. 58, 10/7/1899. 628 Σβολόπουλος Κ., Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η πολιτική κρίσις εις την αυτόνομον Κρήτην 1901-1906, Αθήναι, εκδ. Ίκαρος, 1974 σελ. 142. 629 Ο ρόλος του σχολείου ως θεσμός αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων με την συνδρομή και της ανάλογης οργανωτικής και διοικητικής ιεραρχίας προκύπτει ξεκάθαρα στην αιτιολογική έκθεση του εκπαιδευτικού Νόμου του Π. Οικονόμου, βλπ. Διοργάνωσις της εκπαιδεύσεως εν Κρήτη υπό Π. Οικονόμου, εν Αθήναις 1903, σελ. 9. 627

322


μεγαλύτερης δυνατής απόδοσης από τους πόρους αυτούς630 και τέλος τον συντονισμό και τον έλεγχο για την εξακρίβωση του ότι όλα γίνονταν σύμφωνα με το πρόγραμμα που είχε καθοριστεί, τις εντολές και τις οδηγίες που είχαν δοθεί. Οι παραπάνω οργανωτικές αρχές λειτουργούσαν μέσα στα πλαίσια ενός γραφειοκρατικού πρότυπου διοίκησης, το οποίο συνδεόταν με τον λειτουργικό ορθολογισμό της οργάνωσης και την αποτελεσματικότητας της διοίκησης. Στοιχεία αυτού του προτύπου ήταν ο καταμερισμός του οργανωτικού έργου, η συγκέντρωση της εξουσίας και η δόμηση ενός αυστηρά ελεγχόμενου πλαισίου λειτουργίας. Ο βαθμός της κάθετης ιεραρχικής διαφοροποίησης ήταν ιδιαιτέρα αυξημένος και συνδεόταν με ένα αντίστοιχο μεγάλο βαθμό εξουσίας ο οποίος έδιδε στον Σύμβουλο της Παιδείας την δυνατότητα του «δεσμείν και λύειν»631. Ο Σύμβουλος επί της Παιδείας είχε αποκτήσει μεγάλη δύναμη στα πλαίσια του σχολικού μηχανισμού, πράγμα που το εξασφάλιζε και η αυστηρά κάθετη ιεράρχηση του εκπαιδευτικού προσωπικού632. Σε τοπικό επίπεδο ο ρόλος του επιθεωρητή στην υλοποίηση της σχολικής γνώσης ήταν ρόλος ελέγχου και αξιολόγησης της σχολικής εργασίας και ιδιαίτερα της διδακτικής διαδικασίας. Η καθοδηγητική του δραστηριότητα συνίστατο στην εκπόνηση διαφόρων μεθοδικών οδηγιών που δεν υπήρχαν συνήθως στα αναλυτικά προγράμματα. Ο ρόλος αυτός ασκούνταν διαμέσου των διοικητικών αρμοδιοτήτων του633. Η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και η εισαγωγή 634 στο νησί της ελληνικής νομοθεσίας για την εκπαιδευτική διοίκηση και εποπτεία Παπαδάκη Στυλιανού, Υπόμνημα προς την Α.Υ. τον Πρίγκηπα Γεώργιον, εν Αλεξανδρεία 1899. 631 Υψηλά Λευκά Όρη, έτος Β΄, περίοδος Β΄, αριθμ. 38, σσ. 1-2. 632 Βλ. Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας, Νόμος 391 περί Οργανισμού Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, αριθμ. 50, εν Χανίοις τη 1 Αυγούστου 1901. 633 Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας, τεύχος Δ΄. Εστενογραφημένα Πρακτικά της Βουλής (περίοδος Α΄, Συνεδρίασις Ν΄), 14 Ιουλίου 1901, σελ. 1139α. 634 «Η Ένωσις της Κρήτης και τα Σχολεία», στο Εκπαιδευτικόν Δελτίον του Κρητικού Αστέρος, αριθμ. 15, σελ.1. 630

323


μονιμοποίησε από το 1914 και μετά και στην περιοχή του Λασιθίου αυτό το συγκεντρωτικό σύστημα εποπτείας της εκπαίδευσης στο οποίο η διοίκηση λειτουργεί ως ιεραρχία αρμοδιοτήτων που εκχωρούνται εξουσιοδοτικά από την κεντρική εξουσία η οποία χρησιμοποιεί κατά κόρον την ιδεολογική λειτουργία της εκπαίδευσης προκειμένου να εξασφαλίσει την κυριαρχία του διοχετεύοντας την συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία του μέσα από την εκπαίδευση και μετατρέποντάς τη σε ψυχολογία των μαζών αναχαιτίζοντας ταυτόχρονα την παιδεία635. Για την υποστήριξη της λειτουργίας αυτής επανδρώθηκε ένα γραφειοκρατικό σύστημα οργάνωσης και εποπτείας της εκπαίδευσης το οποίο ασκούσε την λεγόμενη «επαυξητική» πολιτική. Το σύστημα αυτό με τον καιρό απέκτησε μια σχετική αυτονομία η οποία ασκεί έλεγχο στο κυβερνητικό κύκλωμα τόσο εκ των άνω προς τα κάτω (η κυβέρνηση δεν μπορεί να « διατάξει πολλά» όσο και εκ των κάτω προς τα πάνω (ούτε ο λαός μπορεί να πραγματοποιήσει πολλά). Ερευνητές που χρησιμοποιούν σήμερα τον όρο «μετάβαση» ως μια διαρκή διαδικασία που ξεκινά από την Ενετοκρατία περνάει στην Οθωμανοκρατία και από την Οθωμανοκρατία καταλήγει στην απελευθέρωση, χρησιμοποιούν ιστορικές τομές, οι οποίες περιλαμβάνουν κυρίως μικρότερης ή μεγαλύτερης κλίμακας εξεγέρσεις, κινήματα ή επαναστάσεις. Έτσι, το εκπαιδευτικό σύστημα όχι μόνο στην περιοχή του Λασιθίου, αλλά και γενικότερα σε ολόκληρη την Κρήτη κατά την περίοδο της ύστερης τουρκοκρατίας και της Κρητικής Πολιτείας και σε αντίθεση με τα επαναστατικά γεγονότα, δεν έχει μέχρι σήμερα καλυφθεί ερευνητικά και βιβλιογραφικά με την πληρότητα που θα έπρεπε636. Και αυτό παρά την

Κακλαμάνης Γεράσιμος, Επί της δομής του νεοελληνικού κράτους, εκδ. του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 1986, σελ. 29. 636 Χαρακτηριστικά ο Ι. Δημάρατος γράφει: «Το συγγράφειν καθόλου ειπείν είνε αίτημα νου και ψυχής, ιδεουργίας επιτήδευσις. Ο τα ήττον καλώς υπό άλλων απηγγελμένα επιθυμών να διορθώση, ο τα χαλεπώτερα δυνάμενος κάλλιον να επεξεργασθή, ο μη 635

324


ύπαρξη πλούσιου σχετικού αρχειακού υλικού και παρά τον ιδιαίτερο ρόλο τον οποίο κλήθηκε να υπηρετήσει η παιδεία στην πολιτική οργάνωση της τοπικής κοινωνίας στα πλαίσια του αστικού μετασχηματισμού της και της εκπλήρωσης του εθνικού πόθου για απελευθέρωση και ένωση με την Ελλάδα. Η μελέτη όμως της μετάβασης είναι ένα πολυσύνθετο ζήτημα. Η μεγάλη πορεία προς την Ένωση αποτυπώνεται ακόμη και στα επαναστατικά κείμενα μέσα από τρεις έννοιες – κλειδιά: το ξίφος, τον σταυρό και την παιδεία. Και αυτό θα πρέπει να το προσέξουμε ιδιαίτερα. Η Ένωση είναι το λιμάνι, ενώ η εκπαίδευση η αναγκαία συνθήκη που θα οδηγήσει το κρητικό καράβι στο αγκυροβόλιο της Ένωσης. Οι Έλληνες, λοιπόν, της Κρήτης βαδίζουν προς την Ένωση μέσα από επαναστατικές διαδικασίες που δεν αφήνουν έξω την εκπαίδευση και το σχολείο, γεγονός που αναφέρεται έμμεσα ή άμεσα στα ψηφίσματά τους και τις διακηρύξεις τους. Και μέσα από τη θεματική για την παιδεία αυτού του συνεδρίου θα πρέπει, ιδίως στις μέρες μας, να αναδειχθούν αισθήματα δημοκρατικής φιλοπατρίας στην θέση του επιθετικού πατριωτισμού που ακόμη και σήμερα διαιωνίζει στη χώρα ένα καθεστώς αντιδημοκρατικού επιθετικού πατριωτισμού ο οποίος υποθάλπει μια κουλτούρα πολιτικής βίας. Θα πρέπει επιτέλους να νοηματοδοτήσουμε μια εγγράμματη, ειρηνική και φιλελεύθερη πολιτειακή συνείδηση. Η εμμονή στην μονόπλευρη αγωνιστική ερμηνευτική της ελληνικής ιστορίας, στην μακραίωνη πορεία «δίκαιων» πολέμων εναντίων «άδικων» εχθρών απλά υποδαυλίζει ακόμη και σήμερα μέσα και από την εκπαίδευση την ρητορική του αλυτρωτισμού και την συγκατάβαση στην πολιτική βία που προέρχεται από όλες τις

συμφωνών πάσιν ή τοις πλείστοις των περί του αυτού θέματος γραψάντων, ο έχων να προσθέση νέα πράγματα εις τα ήδη γνωστά, ο και το αλλότριον οίον αρχήν και σπέρμα λαβών δυνάμενος εκτρέφειν και αύξειν, ο βουλόμενος να αναιρέση εσφαλμένας γνώμας ή να υπερμαχήση ετέρων, ο φρονών ότι η συνήθης διάταξις των συγγραμμάτων του οικείου κλάδου δεν είναι η προσήκουσα, διό και χρήζει αναθεωρήσεως και νέας επεξεργασίας, ο πιστεύων ότι δύναται να προσενέγκη έργον πρωτότυπον και δη αυτοτελές, αισθάνεται την ανάγκην της συγγραφής», Δημάρατος, Ι., Συγγραφική, εν Αθήναις1967, σελ. 15. 325


πλευρές του πολιτικού φάσματος βαπτιζόμενη ανάλογα από τη μια ή την άλλη πλευρά ως πολεμική αρετή ή αντιστασιακό ήθος στη βάση όμως μιας πάσχουσας κοινής αφετηριακής θεωρίας ιδιόμορφης ελληνικής εθνογένεσης637.

Ψυχογιός Δ., Η Πολιτική βία στην Ελληνική κοινωνία, εκδ. Επίκεντρο, Αθήνα 2013, σελ. 10. 637

326


Αντωνακάκης Εμμανουήλ Πρωτοπρεσβύτερος- Master Βιοηθικής

ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ: ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Το θέμα της ευθανασίας είναι από τα πιο σπουδαία βιοηθικά ζητήματα. Δεν είναι καθόλου εύκολο όχι μόνο ως προς την επίλησή του αλλά και ως προς την προσέγγισή του. Οι αμφιλεγόμενες γνώμες και οι έντονες διαμάχες των ειδικών ιατρών,

νομικών,

ψυχολόγων

και

θεολόγων

καταδεικνύουν

την

πολυπλοκότητα του ζητήματος. Εξ αυτών, άλλοι δέχονται την ευθανασία ως λύτρωση και απαλλαγή από το μαρτύριο του πόνου και άλλοι την καταγγέλλουν ως συνδυασμό φόνου και αυτοκτονίας. Άλλοι δηλώνουν ότι η ευθανασία δεν μπορεί να θεσμοθετηθεί, αλλά δεν μπορεί και να απορριφθεί ως αίτημα πού κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε ανθρώπου, να καθορίζει τη ζωή του και την ύπαρξή του με βάση τις δικές του ανάγκες. Άλλοι την αποκηρύσσουν ως «ύβριν» κατά του Θεού με τεράστιες και απρόβλεπτες εξελίξεις. Δεν λείπουν βέβαια και οι φωνές πού ομιλούν για επιχείρηση. Όπως είναι φανερό, όλες αυτές οι γνώμες καταδεικνύουν την πολυπλοκότητα του ζητήματος. Ιδιαίτερα όμως το θέμα αυτό απασχόλησε και συνεχίζει να απασχολεί την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία με πολύ διάκριση προσπαθεί να διαφυλάξει, πάνω απ’ όλα, την ιερότητα και μοναδικότητα της ζωής, και τη σχέση του ανθρωπίνου προσώπου με τον Θεό. Πιστεύω ότι αξίζει, εντελώς παρενθετικά, να υπογραμμίσουμε το ρόλο και τη συμβολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας σε θέματα Βιοηθικής.

327


Οι αρμόδιες Συνοδικές Επιτροπές στις οποίες μετέχουν ειδικοί επιστήμονες «έχουν ως σκοπό από Ορθοδόξου Χριστιανικής απόψεως τη μελέτη και γνωμάτευση επί θεμάτων Βιοηθικής και προβλημάτων αναφυομένων εκ της Βιοιατρικής έρευνας, τα οποία άπτονται της ψυχοσωματικής οντότητος του ανθρώπου και της υπάρξεώς του ως εικόνος του Θεού και γενικότερα της φύσεως ως δημιουργήματος του Θεού».638 Με τον όρο ευθανασία προσδιορίζεται «η πράξη που επιλέγει και προσφέρει το θάνατο ως την καλύτερη λύση στο δράμα μιας επώδυνης ζωής. Στην υποκειμενική της διάσταση εκτιμάται ως λύτρωση και επιλέγεται, για να απαλλάξει την ανθρώπινη ζωή από την οδύνη του πόνου μιας ασθένειας, μιας καταστάσεως που δεν μπορεί να λέγεται ζωή».639 Στους αρχαίους χρόνους, η λέξη

«ευθανασία» σήμαινε θάνατο

ένδοξο, ανώδυνο και ευτυχή.640 Τέτοιος θάνατος είναι ο θάνατος αυτού που αγωνίζεται στο πεδίο της μάχης και χάνει τη ζωή του ηρωικά είτε για την πατρίδα είτε για την πίστη.641 Κλασικό αρχαιοελληνικό παράδειγμα ευθανασίας αποτελεί ο θάνατος του διάσημου αθλητή Διαγόρα, ο οποίος έζησε τον 5ο π.Χ. αιώνα, καταγόταν από τη Ρόδο και είχε ανακηρυχθεί νικητής σε τέσσερις πανελλήνιους αγώνες. Οι τρεις υιοί του ήταν και αυτοί σπουδαίοι αθλητές και την ίδια ημέρα και οι τρεις νίκησαν σε διαφορετικά αγωνίσματα των Ολυμπιακών αγώνων. Ο παλιός αθλητής πατέρας τους, ασπρομάλλης πια, είχε δακρύσει από υπερηφάνεια και ικανοποίηση για τα παιδιά του και καθώς οι υιοί του τον σήκωσαν στους Περιοδ. Εκκλησία, 2000, 6, 562. Γιούλτση Β., «Ευθανασία-κοινωνικές, ηθικές και μεταφυσικές συνέπειες», στο περ. Παύλειος Λόγος, 1997, 15, 5. 640 Παναγόπουλου Ε., «Ευθανασία. Ορισμός και ιστορική εξέλιξη. Αρχές ιατρικής ηθικήςΌρκος του Ιπποκράτη», στο Το πρόβλημα της ευθανασίας, Αθήνα, 2003, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, σ. 37. 641 «Και ελιθοβόλουν τον Στέφανον, επικαλούμενον και λέγοντα: Κύριε Ιησού, δέξαι το πνεύμα μου. Θείς δε τα γόνατα έκραξε φωνή μεγάλη: Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην. Και τούτο ειπών, εκοιμήθη.» (Πράξ. ζ’ 59-60). 638 639

328


ώμους και τον περιέφεραν στο στάδιο ο λαός φώναζε: «Κάτθανε Διαγόρα», δηλαδή, πέθανε τώρα Διαγόρα. Ποία άλλη καλύτερη στιγμή περιμένεις; Και πράγματι ο γέροντας πέθανε από τη συγκίνηση της μεγάλης χαράς. Η λέξη ευθανασία «δεν σήμαινε ποτέ το πρόωρο τέλος μιας αναξιοπαθούς ή μιας απελπισμένης και επώδυνης ζωής, δεν εξισωνόταν ποτέ με τη σημερινή έννοια της «βοηθείας προς το θάνατο»642. Σήμερα, ο όρος «ευθανασία» έχει μια τελείως διαφορετική σημασία. Όσοι ομιλούν για το θέμα αυτό αναφέρονται στο δικαίωμα για ένα «ανώδυνο» ή «αξιοπρεπή» θάνατο, με την εφαρμογή μιας ιατρικής μεθόδου, που θα επισπεύσει το τέλος της ζωής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ευθανασίας με τη σημερινή έννοια είναι η περίπτωση της Μαρίας Γιόρισεν από το Ρότερνταμ της Ολλανδίας. Το καλοκαίρι του 1998 προσεβλήθη από καρκίνο των εντέρων ο οποίος σε λίγο διάστημα εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την κοιλιακή χώρα. Οι γιατροί στο νοσοκομείο είπαν ότι δεν θα μπορούσαν τίποτε άλλο να της παρείχαν παρά μορφίνη όταν οι πόνοι θα γίνονται αφόρητοι. Τότε απεφάσισε να υποβληθεί σε ευθανασία, επειδή ήθελε να πεθάνει με αξιοπρέπεια. Αφού γύρισε στο σπίτι της, φώναξε την κόρη της και τον οικογενειακό γιατρό, ο οποίος τούς εξήγησε την διαδικασία της ευθανασίας. Εκεί, η κόρη της Ντελέκε Γιόρισεν, συνέταξε ένα επίσημο έγγραφο ενώπιον δύο γιατρών στο οποίο δήλωνε η Μητέρα της την επιθυμία της να υποβληθεί σε ευθανασία. Καθορίστηκε μάλιστα και η συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα. Μέχρι εκείνη την ημέρα, η Μαρία Γιόρισεν πέρασε τον χρόνο πού της είχε απομείνει βάζοντας σε τάξη τις υποθέσεις της και αποχαιρετώντας οικείους, συγγενείς και φίλους. Όταν ήρθε η ώρα να της κάνουν τη θανατηφόρο ένεση, αποχαιρέτισε την οικογένειά της και είπε στην κόρη

Αρχιεπ. Αθηνών Χριστοδούλου, «Εκκλησία και το πρόβλημα της ευθανασίας», στο Το πρόβλημα της ευθανασίας, Αθήνα 2003, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, σ. 17. 642

329


της: «Είμαι έτοιμη για το ταξίδι. Δώσε μου ένα φιλί». Τότε η Ντελέκε της έπιασε το ένα χέρι και η εγγονή της το άλλο. Ο γιατρός της έδωσε ένα αναισθητικό και λίγο αργότερα της έκανε την ένεση πού σταμάτησε την καρδιά της. Η κόρη της χαρακτήρισε την ιστορία αυτή ως «θλιβερή αλλά ωραία». Ανάμεσα στα δύο αυτά παραδείγματα και σε άλλα παρεμφερή κινείται η έρευνα και η προβληματική για την ευθανασία. «Η σημερινή έννοια της λέξης περιέχει βέβαια την αντίφαση: ο θάνατος είναι κακό, συνεπώς στην άλλη όχθη του ευ ο συνδυασμός προσλαμβάνει νόημα μόνο στην εκ πρώτης όψεως παράλογη περίπτωση που ο θάνατος είναι προτιμότερος από τη ζωή».643 Στην πρακτική της μορφή και με βάση τους σύγχρονους ιατρικούς ορισμούς η ευθανασία διακρίνεται σε: α) Ενεργητική ή θετική ευθανασία, κατά την οποία χορηγούνται στον πάσχοντα θανατηφόρα φάρμακα με σκοπό τη επίσπευση του θανάτου του. β) Παθητική ευθανασία, κατά την οποία ή δεν εφαρμόζεται καθόλου ή αν εφαρμόζεται αποσύρεται κάθε ιατρική και τεχνητή υποστήριξη. γ) Εκούσια ευθανασία, κατά την οποία, ύστερα από αίτηση του ασθενούς, του προσφέρεται το ιατρικό μέσο επιτάχυνσης του θανάτου του. δ) Ακούσια ευθανασία, κατά την οποία με ιατρική παρέμβαση και χωρίς να το γνωρίζει ο ασθενής επιταχύνεται ο θάνατος του, και ε) Πνευματική ευθανασία, κατά την οποία καταβάλλεται προσπάθεια, ώστε ο θάνατος του πάσχοντος ατόμου να μην είναι

Γαλανάκη Ε., Η λυτρωτική θανάτωση στην αρχαία Ελληνική γραμματεία αυτοκτονία, ευθανασία, βρεφοκτονία. Διατριβή επι διδακτορία. Ιωάννινα 1996, σ.12 643

330


συντομότερος, αλλά ευκολότερος με κατάλληλη ψυχική προετοιμασία, συμπαράσταση και παρηγοριά.644 Η εφαρμογή της μεθόδου της ευθανασίας προκαλούσε ανέκαθεν έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις. Ο όρκος του Ιπποκράτη επισημαίνει την εξής υπόσχεση του ιατρού προς τον ασθενή: «Ού δώσω δε, ουδέ φάρμακον ουδενί αιτηθείς θανάσιμον, ουδέ ξυμβουλίην τοιήνδε…». Δηλαδή, δεν θα χορηγήσω θανατηφόρο φάρμακο σε κανένα, έστω κι αν μου ζητηθεί, αλλά ούτε και θα δώσω τέτοια συμβουλή. Αντίθετη άποψη είχε ο Ρωμαίος στωικός φιλόσοφος Σενέκας, ο οποίος υποστήριζε, ότι όπως θα διάλεγε το πλοίο με το οποίο θα ταξίδευε ή το σπίτι στο οποίο θα κατοικούσε, έτσι θα επέλεγε και τον τρόπο με τον οποίο θα έθετε τέρμα στη ζωή του.645 Εκείνοι οι οποίοι τάσσονται υπέρ της ευθανασίας προβάλλουν ως επιχείρημα το δικαίωμα στην ελευθερία και την αυτονομία του ανθρώπου. Με αυτά τα δεδομένα ο άνθρωπος έχει κάθε δικαίωμα να αποφασίζει ελεύθερα και για τον τρόπο με τον οποίο θα τερματίζει τη ζωή του. Από μερικούς πάλι προβάλλεται έντονα η έννοια της αξιοπρέπειας και το προσωπικό όφελος του ασθενούς. Ο πόνος και η γεμάτη οδύνη και αγωνία ζωή αποτελούν στοιχεία που προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Άρα, στις περιπτώσεις αυτές η ευθανασία εξασφαλίζει πρωτίστως το δικαίωμα των ασθενών για αξιοπρεπή θάνατο, ταυτόχρονα δε θεωρείται φιλεύσπλαχνη και φιλάνθρωπη πράξη.646 Κατά την άποψη των θερμών υποστηρικτών της ευθανασίας ως δικαιώματος στο θάνατο, όπως και στη ζωή, επιβάλλεται η ύπαρξη σχετικού νομικού πλαισίου. Επιβάλλεται δηλαδή η νομιμοποίηση της

Γαλανάκη Ε., όπ.π., σσ. 14-16. Παναγόπουλου Ε., όπ.π., σ. 38. 646 Μποτζέα Δ. και Δρόσου Α., όπ.π., σσ., 45-46. 644 645

331


ευθανασίας. Ο νόμος, σύμφωνα με την άποψή τους, πρέπει να θεωρεί την επιδίωξη του θανάτου ως αναφαίρετο δικαίωμα του ανθρώπου. Αντίθετα,

πολλοί

είναι

εκείνοι

που

τάσσονται

κατά

της

ευθανασίας, θεωρώντας την ως φόνο ή αυτοκτονία. Τα επιχειρήματά τους υποστηρίζονται από βασικούς και θεμελιακούς όρους, όπως είναι: ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή, η ιατρική υποστήριξη της παράτασης της ζωής και όχι της επίσπευσης του θανάτου , η αξία της ζωής, η αξία και η συμβολή του πόνου στην πνευματική καταξίωση του ανθρώπου κ.λπ. Γίνεται, επομένως, φανερό ότι το θέμα της ευθανασίας αποτελεί ένα πολύπλοκο ζήτημα για την κοινωνία, την επιστήμη και τη νομοθεσία, αλλά πρέπει να σημειωθεί ότι το ζήτημα δεν αφήνει αδιάφορη και την Εκκλησία, παρόλο που η θέση της Χριστιανικής Ηθικής φαίνεται να είναι ξεκάθαρη. Η ιερότητα της ζωής και η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό αποτελούν κεφαλαιώδη θέματα για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ας δούμε, λοιπόν, τι λέει η Εκκλησία για το μεγάλο αυτό ζήτημα που ονομάζεται ευθανασία. Εκείνοι που τάσσονται υπέρ της ευθανασίας υποστηρίζουν τη θέση αυτή ως αίτημα για «ποιότητα ζωής». Θέτουν, λοιπόν, τα εξής ερωτήματα: «Τι ποιότητα ζωής έχουν οι πάσχοντες από μόνιμη αναπηρία ηλικιωμένοι, οι καθολικά ανάπηροι ύστερα από ατύχημα νέοι, όσοι διάγουν μια «φυτική» ζωή, όσοι επώδυνα υποφέρουν από ανίατες ασθένειες και ανήκουν στις περιπτώσεις «δίχως ελπίδα; Δεν έχουν δικαίωμα σ’ ένα αξιοπρεπή θάνατο, όταν η ζωή καθημερινά τους υποβάλλει σε μια αργόσυρτη και οδυνηρή εμπειρία θανάτου;»647. Για να απαντήσει κανείς στα ερωτήματα αυτά θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να δει πώς η Ορθόδοξη θεολογική μας παράδοση προσεγγίζει το ανθρώπινο πρόσωπο αλλά και το μυστήριο της ζωής και του θανάτου. Και Γιαγκαζόγλου Σ., «Η ευθανασία και το ανθρώπινο πρόσωπο», στο περ. Ίνδυκτος, 2001, 14, 226. 647

332


τούτο, διότι «οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια κάθε βιοιατρικής ηθικής θα πρέπει πάντα να διαμορφώνονται με βάση το ήθος και τις αξίες που προσδιορίζουν διαχρονικά τον πολιτισμό μας. Είναι δυνατόν να μιλάμε για ευθανασία, τη στιγμή που δεν έχουμε ξεκαθαρίσει ακόμη την υπαρξιακή μας στάση απέναντι στο μυστήριο της ζωής και του θανάτου;» 648. Αξίζει να τονιστεί ότι «για τη χριστιανική ηθική και βέβαια στο πλαίσιο της Ορθοδόξου παραδόσεως η ευθανασία δεν υπάρχει ούτε ως πρόβλημα ούτε ως αδιέξοδο»,649 διότι πρώτιστο μέλημα της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι ο σεβασμός και η προστασία του ανθρωπίνου προσώπου. Η Εκκλησία ομιλεί για πρόσωπο και όχι για άτομο.650 «Το πρόσωπο δεν είναι άτομο. Είναι μεγάλη η διαφορά μεταξύ ατόμου και προσώπου. Το άτομο νοείται ως μονάδα απομονωμένη καθεαυτήν. Το πρόσωπο είναι μια ταυτότητα, μια ιδιαιτερότητα, που προέρχεται από τη σχέση με τους άλλους. Ένα πρόσωπο δεν υπάρχει. Είναι αδύνατον να μιλήσει κανείς για ένα πρόσωπο. Και ο Θεός είναι τρία πρόσωπα. Δεν μπορούμε να πούμε ότι ο Θεός είναι ένα πρόσωπο. Με κανένα τρόπο. Επομένως η έννοια του προσώπου είναι αντίθετη προς τη έννοια του ατόμου. Και αυτή η έννοια του προσώπου, που πηγάζει από τις σχέσεις με τους άλλους, καταλήγει σε μια μοναδικότητα και προϋποθέτει μια ελευθερία, που δεν είναι απαραίτητη στην περίπτωση του ατόμου. Και σήμερα ακριβώς η πρόοδος της επιστήμης, η γνώση, απειλεί το πρόσωπο. Απειλεί την έννοια του προσώπου. Θέλει να το μεταβάλει σε άτομο, το οποίο χρησιμοποιείται για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του και τις επιθυμίες του. Αλλά έτσι ο άνθρωπος, από ύψιστος σκοπός, γίνεται μέσον προς σκοπόν».651

Γιαγκαζόγλου Σ., όπ. π., σ. 226. Γιούλτση Β., «Κοινωνιολογική θεώρηση της ευθανασίας», στο Το πρόβλημα της ευθανασίας, όπ.π., σ.175. 650 Μητροπολίτου Φθιώτιδος Νικολάου, «Η θέσις της Εκκλησίας επί του θέματος της ευθανασίας», Εισήγησις, στο www. bioethics. org.gr. 651 Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου, «Ορθοδοξία και σύγχρονος πολιτισμός», στο www. aegean. gr. 648 649

333


Είναι λοιπόν σαφής η διάκριση μεταξύ ατόμου και προσώπου. Η διαφορά έγκειται στο ότι το πρόσωπο δεν είναι ποτέ δυνατόν να ζήσει μόνο του αλλά πάντα σε σχέση με το άλλο πρόσωπο. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία πρώτιστο μέλημα είναι ακριβώς αυτό, η προστασία του ανθρωπίνου προσώπου ως κατ’ εξοχήν γνωρίσματος και ιδιώματος της ανθρώπινης υπόστασης. Κάθε ανθρώπινη υπόσταση έρχεται στην ύπαρξη εκ του μη όντος και αποκτά ζωή. Αυτό δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός αλλά κυρίως είναι δώρο Θεού. «Η προέλευση και η προοπτική της υπάρξεως και της ζωής του ανθρώπου αποκαλύπτουν την ιερότητα του. Και η αναγνώριση της ιερότητας του ανθρώπου αποτελεί την προϋπόθεση για το σεβασμό της ζωής και της υπάρξεώς της».652 Ο προσωπικός Θεός ως η «όντως ζωή» καλεί εκ του μηδενός τα όντα στην ύπαρξη. Είναι η δημιουργική και τελειωτική πηγή της ζωής653. «Επί πλέον-και κυρίως!-η ζωή κάθε όντος είναι δημιούργημα ενός άλλου όντος, του «άλλως άλλου», του «αλλιώτικα Άλλου», του «Μεγάλου Άλλου»,654 δηλαδή του Θεού, ο οποίος γίνεται αντιληπτός ως οντότητα προσωπική και πιστεύεται ως η ανεπανάληπτη πρωταρχική πηγή της ζωής. Είναι «Πατέρας, Παντοκράτορας, Ποιητής ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων», σύμφωνα με το Σύμβολο της Ορθοδόξου Πίστεώς μας.655 Συνεπώς, «η ζωή μας αποτελεί υπέρτατο δώρο του Θεού, η αρχή και το τέλος του οποίου βρίσκονται στα χέρια Του και μόνον «εν χειρί Θεού πνεύμα παντός ανθρώπου» (Ιώβ ιβ΄10). Αποτελεί το χώρο μέσα στον οποίο βρίσκει την έκφρασή του το αυτεξούσιο, συναντάται η χάρις του Θεού με την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου και επιτελείται η σωτηρία του. Κάθε

Μαντζαρίδη Γ. Χριστιανική Ηθική, όπ.π., σ. 413. Γιαγκάζογλου Σ. όπ.π., σ. 226. 654 Μπέγζου Μ., Νεοελληνική φιλοσοφία της θρησκείας, Θεολογία, Τεχνολογία και Ιδεολογία, Αθήνα, 1998, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σ.234. 655 Όπ.π. 652 653

334


προσπάθεια να προσδιορίζονται τα όρια της ζωής από την ανθρώπινη και μόνον βούληση, σκέψη, απόφαση ή ικανότητα, απογυμνώνει την ζωή από την ιερότητά της».656 Γι’ αυτό η ζωή είναι ένα μοναδικό ανεπανάληπτο και αναντικατάστατο αγαθό.

Γι’ αυτό έχει απόλυτη αξία. Είναι δώρο του

Δημιουργού Θεού προς τον άνθρωπο. Και η κάθε είδους προσβολή της στρέφεται ευθέως «εναντίον του Δημιουργού και του δημιουργήματος, του Πλάστη και του πλάσματος, του Κτίστη και του κτίσματος, του κτιστού και του ακτίστου, του Ποιητή και του ποιήματος».657 Ο θάνατος ως γεγονός συνδέεται με τη ζωή μας όχι μόνο βιολογικά, αλλά και υπαρξιακά. Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, «ο άνθρωπος επλάσθη κατά χάριν αθάνατος. Η αθανασία είναι η φυσική του κατάσταση. Διά της αμαρτίας όμως εισήλθε στον κόσμο ο πόνος, η φθορά και ο θάνατος. Τελικά, ο θάνατος επετράπη από το Θεό, «ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται».658 Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας ονομάζουν το θάνατο «τελευταίο μυστήριο». Αναγνωρίζουν ότι δεν είναι μόνο ένα βιολογικό γεγονός αλλά το αποκορύφωμα του μεγάλου μυστηρίου της ζωής, που δεν παύει να έχει μεταφυσικές προεκτάσεις. Έτσι εξηγείται γιατί ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, μεγάλος υμνογράφος της Εκκλησίας, ονομάζει το θάνατο «φοβερότατο μυστήριο»659 και γιατί η Εκκλησία αποδίδει μεγάλη σημασία στην αθανασία της ψυχής και στη μετά θάνατο ζωή του ανθρώπου. Δεν την απασχολεί το θέμα του ερχομού του θανάτου. Αποδέχεται την ιατρική Ειδική Συνοδική Επιτροπή Βιοηθικής της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, «Βασικές προτάσεις επί του προβλήματος της ευθανασίας», στο Το πρόβλημα της ευθανασίας, όπ.π., σσ. 247-260. 657 Μπέγζου Μ., όπ.π., σσ. 233-238. 658 Ειδική Συνοδική Επιτροπή Βιοηθικής της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπ.π., σ. 248. 659 «Όντως φοβερώτατον, το του θανάτου μυστήριον, πώς ψυχή εκ του σώματος βιαίως χωρίζεται εκ της αρμονίας, και της συμφυίας ο φυσικώτατος δεσμός, θείω βουλήματι αποτέμνεται. Διό σε ικετεύομεν· Τον μεταστάντα ανάπαυσον, εν σκηναίς των δικαίων σου, ωοδότα φιλάνθρωπε».(Νεκρώσιμοι και επιμνημόσυνοι ακολουθίαι, εκδ. της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1992, σ. 26). 656

335


πιστοποίηση του γεγονότος αυτού και προβαίνει στη νεκρώσιμη ακολουθία. Ιδιαίτερα προβληματίζουν και συγκινούν κάθε άνθρωπο τα λόγια του Ιερέως τη στιγμή που ενταφιάζεται το νεκρό σώμα. Λέγει: «Γή ει και εις γήν απελεύσει».660 Εύχεται όπως ο Χριστός, ο νικητής του θανάτου, κατατάξει την ψυχή του «εν σκηναίς δικαίων» και να τον αναπαύσει « εν κόλποις Αβραάμ».661 Η Εκκλησία αρνείται κατηγορηματικά την ευθανασία. Δεν αποδέχεται την παρέμβαση στη συνέχιση της ζωής. Θεωρεί το θάνατο ως τη φυσιολογική κατάληξή της. Η ευθανασία εντάσσεται στην ίδια κατηγορία γεγονότων, όπως η αυτοκτονία και η έκτρωση, που εξίσου απορρίπτονται από την Εκκλησία. Η αυτοκτονία θέτει τέρμα στη ζωή, ενώ η άμβλωση παρεμβαίνει στην έναρξη της ζωής. Και οι δύο πράξεις παρεμβαίνουν βιαίως στο έργο του Δημιουργού Θεού. Άρα είναι καταδικαστέες. Η Εκκλησία ενδιαφέρεται για το δικαίωμα της ζωής και απαγορεύει ρητά τη διακοπή της. Όταν για πρώτη φορά, στις 28 Νοεμβρίου του 2000, η Ολλανδική Βουλή-στις αρχές Απριλίου-ετέθη ο συγκεκριμένος Νόμος σε ισχύ αποφάσισε τη νομιμοποίηση της ευθανασίας, τις επόμενες ημέρες, και συγκεκριμένα στις 14 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εξέδωσε ανακοινωθέν, του οποίου τα κύρια σημεία είναι τα εξής: 1. «Η ζωή μας αποτελεί υπέρτατο δώρο του Θεού, η αρχή και το τέλος του οποίου βρίσκονται στα χέρια Του και μόνον (Ιώβ, ιβ΄ 10). 2. Οι στιγμές της ζωής μας που συνδέονται με την αρχή και το τέλος της, όπως και αυτές της αδυναμίας, του πόνου και των δοκιμασιών μας, εγκύπτουν μια μοναδική ιερότητα και περιποιούν μυστήριο, Νεκρώσιμοι και επιμνημόσυνοι ακολουθίαι, όπ.π., σ. 44. Όπ.π. σ. 41.

660 661

336


που απαιτεί ιδιάζοντα σεβασμό εκ μέρους των συγγενών, των ιατρών, των νοσηλευτών και της κοινωνίας. 3. Οι ίδιες στιγμές ευνοούν τον σύνδεσμο των ανθρώπων, την ανάπτυξη της κοινωνίας αγάπης, την εκδήλωση συμπόνιας και ελέους. Το αίτημα κάποιων ασθενών για ευθανασία στην ουσία αποτελεί ερώτημα της αγάπης μας προς αυτούς και της επιθυμίας μας να μείνουν κοντά μας. 4. Η ύπαρξη του πόνου στην ανθρώπινη ζωή, όπως και κάθε δοκιμασία, είναι «συνεργός προς σωτηρίαν» και ενίοτε «κρείττων και αυτής της υγείας» κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά (Έργα, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1985. τ.9. σελ. 264). Παρά ταύτα, η Εκκλησία, αναγνωρίζοντας την ασθένεια της ανθρωπίνης φύσεως, πάντοτε φιλάνθρωπα ζητεί την απαλλαγή «από πάσης θλίψεως, κινδύνου και ανάγκης» ενίοτε δε εύχεται και για την ανάπαυση των οδυνομένων

(ευχή

εις

ψυχορραγούντα).

Οι

άνθρωποι

προσευχόμαστε, δεν αποφασίζουμε για τη ζωή και το θάνατο. 5. Η ευθανασία, ενώ δικαιολογείται κοσμικώς ως «αξιοπρεπής θάνατος»,

στην

πραγματικότητα

αποτελεί

υποβοηθούμενη

αυτοκτονία, δηλαδή συνδυασμό φόνου και αυτοχειρίας. Και, 6. Το λεγόμενο «δικαίωμα στο θάνατο», που αποτελεί τη νομική κατοχύρωση της ευθανασίας, θα μπορούσε να μετεξελιχθεί σε απειλή της ζωής των ασθενών που αδυνατούν να ανταποκριθούν οικονομικά στις απαιτήσεις της θεραπείας και νοσηλείας τους». 662 Συνεπώς η ευθανασία είναι αντίθετη προς το πνεύμα της Πατερικής Ηθικής, σύμφωνα με την οποία σκοπός του ανθρώπου είναι να φτάσει το καθ’ ομοίωσιν, δηλαδή το να γίνει κατά χάριν Θεός και όχι το να

Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστοδούλου, «Εκκλησία και το πρόβλημα της ευθανασίας», στο Το πρόβλημα της ευθανασίας, όπ.π. σ. 18. 176

337


αποφύγει το θάνατο. Όποιος αποδέχεται την ευθανασία δεν έχει σωστή αντίληψη για το θάνατο και την αθανασία. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αναφερόμενος στο θάνατο, λέγει: «δεν είναι ο θάνατος κακός, αλλά ο κακός θάνατος είναι κακός».663 Ο θάνατος οδηγεί στην ευθανασία. Η ευθανασία όμως οδηγεί στον αιώνιο θάνατο. Βέβαια, ο απώτερος σκοπός της ευθανασίας, όπως εννοείται σήμερα, είναι ακριβώς να αποφύγουμε τον κακό θάνατο

και να

επιτύχουμε ένα ειρηνικό και ανώδυνο θάνατο. Οι Πατέρες, όμως, προσδιορίζουν τι είναι κακός θάνατος. Κακός θάνατος δεν είναι ο βίαιος θάνατος. Εάν υποστήριζαν αυτό, δεν θα εγκωμίαζαν το θάνατο των μαρτύρων. Κακός θάνατος για την Εκκλησία είναι ο θάνατος που επέρχεται στη βεβαρημένη και αμετανόητη συνείδηση. Ο Ψαλμωδός της Εκκλησίας αναφωνεί με πολλή σαφήνεια ότι κακός θάνατος είναι ο «εν αμαρτίαις θάνατος». Λέγει χαρακτηριστικά: «θάνατος αμαρτωλών πονηρός».664 Η λέξη «πονηρός» έχει την έννοια του σκληρού,665 του βασανιστικού, του γεμάτου αγωνία θανάτου, δηλαδή το να πεθάνει κανείς αμετανόητος και βασανιζόμενος από τον έλεγχο της συνειδήσεώς του. Γι’ αυτό και η Εκκλησία στην καθημερινή λειτουργική της πράξη εύχεται και προσεύχεται τα τέλη της ζωής μας να είναι χριστιανά, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά. «Χωρίς να αγνοείται η οδυνηρή πραγματικότητα όσων προηγούνται του φυσικού θανάτου, το ζητούμενο για ένα πιστό είναι να έχει «χριστιανικό» τέλος. Αυτό το τέλος έχει μια ιερότητα πολύ πιο μεγάλη από τη στιγμή της γέννησης. Ο άνθρωπος βιώνει την πιο «συνταρακτική εμπειρία της ύπαρξής του». Οι στιγμές αυτές έχουν μυστηριακό χαρακτήρα και είναι εξαιρετικά κρίσιμες. Κρίνεται η περαιτέρω κατάσταση του ανθρώπου. Είναι στιγμές που οριστικοποιεί την

Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία εις Ψαλμό ρι΄, PG.55,281. Ψαλμός λγ΄ 22. 665 Ιω. Χρυσοστόμου, Εις Ανδριάντας, Εκδ. Ο Λόγος, Αθήνα, 1973, σ. 97. 663 664

338


κοινωνία ή την ακοινωνησία με την όντως ζωή, το Θεό. Είναι επομένως πολύ σημαντικό να έχει την ευκαιρία της προετοιμασίας για την αναχώρηση από αυτή τη ζωή. Μερικοί από τους εκκλησιαστικούς Πατέρες κάνουν λόγο για ιδιαίτερες καταστάσεις λίγο πρίν το τέλος, στιγμές που ένα βίαιο και αφύσικο τέλος θα τις αποστερούσε από τον άνθρωπο. Η κορυφαία από αυτές είναι η δυνατότητα μετάνοιας που πραγματοποιείται σε μια σχέση μάχης προς τα πνεύματα της πονηρίας. Ως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για μια τέτοια εξέλιξη αναφέρεται αυτό του συσταυρωθέντος ληστή που την τελευταία στιγμή κατάφερε να συμπορευτεί με το Χριστό στη βασιλεία του»666. Στο σημείο αυτό μπορούμε να επισημάνουμε τη διαφορά μεταξύ της αιτήσεως αυτής της Εκκλησίας και του σκοπού της ευθανασίας. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται να μην υπάρχει διαφορά. Ειρηνικό και ανώδυνο θάνατο επιδιώκει η ευθανασία, ειρηνικό και ανώδυνο θάνατο επιδιώκει και η Εκκλησία. Στην ευθανασία, όμως, τον ανώδυνο θάνατο τον προκαλούμε εμείς, ενώ για την Εκκλησία τον ανώδυνο θάνατο τον χορηγεί αυτός που είναι ο αίτιος και κυρίαρχος της ζωής και του θανάτου. Αναγνωρίζουμε το δικαίωμα της ζωής και του θανάτου μόνο στο Θεό.667 Με τον ίδιο τρόπο σκέψεως η Εκκλησία αντιμετωπίζει το ζήτημα του πόνου, το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανθρώπινη ύπαρξη και το θάνατο. Για την Εκκλησία ο πόνος θεωρείται «συνεργός προς σωτηρίαν»

και ενίοτε, κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά,

«κρείττων και αυτής της υγείας». θεωρείται ανάξιος λόγου, κατά την

Ο πόνος, που για τον άνθρωπο Ορθόδοξη θεολογία θεωρείται

ευεργέτης και συνεργός στην κατά Χριστόν

τελείωση του ανθρώπου

παρόλο που εισήλθε στη ζωή του ανθρώπου ως μεταπτωτικό φαινόμενο.

Νικολαϊδη Απ., Από τη Γέννεση στη Γενετική, Αθήνα, 2006, εκδ. Γρηγόρη. σσ. 242-243. Γρινιεζάκη Μ., «Θάνατος, Ευ-Θάνατος και Πατερική Ηθική», στο περ. Κρήτη 2002 Υγεία, εκδ. Ορθόδοξης Ακαδημίας Κρήτης, 2001, σσ.73-74. 666 667

339


Ωστόσο, η ύπαρξη του πόνου δεν ήλθε ως εκδίκηση εξαιτίας της παρακοής, αλλά ήλθε ακριβώς ως φυσική συνέπεια. Οι Πατέρες της Εκκλησίας θεωρούν τον πόνο «ως ενταγμένο στο παιδαγωγικό σχέδιο του Θεού, την άφατη οικονομία του και τον παιδευτικό του ρόλο για τη σωτηρία του πλάσματός του».668 Παραδέχονται, επίσης, ότι ο πόνος θεωρείται απόδειξη της άπειρης φιλανθρωπίας και αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο και ότι μόνο «μέσα από τον πόνο μπορεί να συναντήσει κανείς το νόημα της υπάρξεως, την αξία της ζωής, την παρουσία του Θεού, να έχει μια δυνατή αίσθηση σημαντικής μετάνοιας κι ο πόνος να γίνει αληθινή επίσκεψη Θεού, ευλογία, αγιασμός, δώρο και λύτρωση» 669. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία δεν συμπάσχει στον ανθρώπινο πόνο και ότι δεν επιζητεί την ανακούφιση του ανθρώπου απ’ αυτόν. Εξάλλου, στην καθημερινή λειτουργική και μυστηριακή της ζωή, εύχεται «υπέρ υγείας» των ανθρώπων. Όπως πολύ σωστά έχει επισημανθεί «τον πόνο δεν τον επιδιώκουμε και,

όταν

μας

συμβαίνει,

προσπαθούμε

με

κάθε

τρόπο

να

τον

αντιμετωπίσουμε. Στην περίπτωση όμως που επιμένει ή είναι αθεράπευτος, η μετά πίστεως υπομονή και εγκαρτέρηση αποβαίνει ιδιαίτερα ενισχυτική και ωφέλιμη. Η θετική ή αρνητική λειτουργία του πόνου εξαρτάται σημαντικά από την προσωπική τοποθέτηση του ανθρώπου απέναντί του. Γι’ αυτό και το να μάθει κανείς να υπομένει ακόμη και τις δυσκολότερες καταστάσεις της ζωής αποτελεί την καλύτερη προετοιμασία αντιμετώπισής του».670 Σύμφωνα με τον καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Γ. Μαντζαρίδη, «η παραίτηση μπροστά στον πόνο είναι υποταγή στη βιολογική

Μωυσέως Αγιορείτου, Ο άγιος πόνος –μαθητεία στην επίσκεψη του πόνου στη ζωή μας, Αθήνα, 2005, εκδ. Κέντρου βιοϊατρικής ηθικής και δεοντολογίας, σ. 171. 669 Μωυσέως Αγιορείτου, όπ.π., σ. 57. 670 Ειδική Συνοδική Επιτροπή Βιοηθικής της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπ.π., σ.250. 668

340


αναγκαιότητα και κατάφαση στη εξουσία του θανάτου. Όποιος δεν μπορεί να υψωθεί πάνω από τη βιολογική αναγκαιότητα και να ανοιχθεί στην προοπτική της αιωνιότητας, χωρίς την οποία δεν νοείται ούτε αληθινή ζωή ούτε αληθινή ελευθερία, είναι εύκολο να καμφθεί από τους πόνους του παρόντος και να παραιτηθεί από τη ζωή. Αυτονόητο βέβαια είναι ότι το άνοιγμα αυτό γίνεται δυνατό με την προσευχή. 671 Με τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω σχετικά με τον πόνο διαπιστώνουμε ότι η ευθανασία ως γεγονός απορρέει από μια καθαρά υλιστική και χρησιμοθηρική αντίληψη της ανθρώπινης ζωής. Βασικές έννοιες, όπως η αγάπη ως θυσία, η υπομονή και η καρτερικότητα είναι άγνωστες, ενώ οι έννοιες ανθρώπινη συμπόνια, έλεος και ευσπλαχνία παρερμηνεύονται.672 Πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι την Εκκλησία δεν την απασχολεί μόνο η ενεργητική ευθανασία ή η υποβοηθούμενη αυτοκτονία που αποβλέπει στην κατάπαυση του πόνου και στην καλυτέρευση της διαδικασίας του θανάτου αλλά και η παθητική ευθανασία, καθώς και η εξαντλητική τεχνολογική παρέμβαση στις δύσκολες ώρες του τέλους. Κατά την παθητική η αρνητική ευθανασία, ως γνωστό «δεν εφαρμόζεται ή αποσύρεται η υποστηρικτική της ζωής τεχνολογία, οπότε η υποκείμενη κατάσταση οδηγεί στο θάνατο».673 Για το θέμα αυτό και καθώς για την τεχνολογική παρέμβαση για παράταση της ζωής η άποψη της Εκκλησίας είναι ότι αξίζει κάθε προσπάθεια παράτασης της ζωής όταν υπάρχει ελπίδα και προοπτική ζωής, δηλαδή όταν ο ασθενής μπορεί να επανακτήσει την υγεία του.674 Τότε πρόκειται για ευλογία και όχι για

Μαντζαρίδη Γ. «Ο πόνος στην Ορθόδοξη παράδοση και θεολογία», στο Το πρόβλημα της ευθανασίας, όπ.π., σ.182. 672 Ειδική Συνοδική Επιτροπή Βιοηθικής της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπ.π., σ. 255. 673 Παναγόπουλου Ε, όπ.π., σ. 37. 674 «Πολλοί επιστήμονες προτείνουν τη σύσταση μιας επιτροπής καθηγητών της Ιατρικής και της Νομικής οι οποίοι θα ελέγχουν τις περιπτώσεις των «κλινικώς νεκρών» και σε 671

341


αμαρτία. Όμως, «επιδίωξη επιβίωσης χωρίς προοπτική ζωής είναι προσκόλληση στα γήινα, άρνηση αιωνιότητος και απόρριψη της ευεργετικής για την ψυχή διαστάσεως του γεγονότος του θανάτου.Όπως δεν δικαιούμεθα να επισπεύσουμε το θάνατο, δεν δικαιούμεθα να τον παρατείνουμε ως διαδικασία. Οφείλουμε να τον αποδεχτούμε και να τον σεβαστούμε».675

Συμπεράσματα Παρουσιάζοντας το θέμα της ευθανασίας τονίσαμε ότι πρόκειται για ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα με πολλές διαστάσεις, ιατρικές, κοινωνικές, νομικές και εκκλησιαστικές. Πρόκειται για ένα θέμα το οποίο απασχόλησε τον άνθρωπο από τους αρχαίους χρόνους. Οι συζητήσεις που έγιναν γύρω από το θέμα αυτό αλλά και οι αντιπαραθέσεις που δημιουργήθηκαν υπήρξαν έντονες. Πολλοί θεώρησαν την ευθανασία ως δικαίωμα και μια πράξη αξιοπρέπειας, ενώ άλλοι τη χαρακτήρισαν ως φόνο ή αυτοκτονία. Ευνόητο είναι ότι το σοβαρό αυτό θέμα δεν άφησε αδιάφορη την Ορθόδοξη Εκκλησία. Παράδοξο φαίνεται το γεγονός ότι στα πλαίσια της Ορθόδοξης Χριστιανικής παράδοσης η ευθανασία δεν υπάρχει ούτε ως πρόβλημα ούτε ως αδιέξοδο. Το πρόβλημα αυτό εντάσσεται μέσα στο ευρύτερο πρόβλημα του σεβασμού και της προστασίας του ανθρωπίνου προσώπου, η ζωή του οποίου είναι δώρο Θεού. Η αρχή και το τέλος της ζωής του ανθρώπου βρίσκονται εν «χειρί Θεού». Πρόκειται για ένα μέγιστο αγαθό, η προσβολή του οποίου στρέφεται εναντίον του Δημιουργού Θεού αλλά και του δημιουργήματος Του. Άρα, η ευθανασία ως πράξη καταδικάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να οδηγήσει στο θάνατο τον άνθρωπο, ούτε φυσικά και ο ίδιος. Η παρέμβαση στη συνέχιση της ζωής και μάλιστα η βίαιη διακοπή της απορρίπτεται από την Εκκλησία.

συνεννόηση με τους συγγενείς θ’ αποφαίνονται για την ευθανασία». (Ευαγγέλου Ι., Το πρόβλημα της ευθανασίας, Αθήνα, εκδ. Σάκκουλα,1999, σ.26). 675 Χατζηνικολάου Ν., «Εξαντλητικές παρεμβάσεις στις ΜΕΘ-Όροι και όρια. Παράταση ζωής ή παρεμπόδιση θανάτου; Ηθικοί προβληματισμοί», στο www.bioethics. org.gr 342


Αυτή είναι η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας και αυτήν υποστηρίζει επίσημα η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας με όλες τις σχετικές αποφάσεις της. Υποστηρίζεται με επιχειρήματα ότι η πράξη της ευθανασίας εμποδίζει τον άνθρωπο να φτάσει στο «καθ’ ομοίωσιν», δηλαδή να γίνει Θεός «κατά χάριν». Η Εκκλησία δεν δικαιολογεί τους προβαλλόμενους λόγους για την ευθανασία και μάλιστα δεν κατανοεί εκείνους που υποστηρίζουν ότι η πράξη της ευθανασίας αποτελεί λύτρωση για τον πάσχοντα. Δεν είναι σκληρή η στάση αυτή της Εκκλησίας, αλλά είναι στάση πνευματική και μάλιστα υπέρ του αιωνίου συμφέροντος του πάσχοντος. Το να απαλλαγεί κανείς πρόσκαιρα από τον πόνο και να χάσει την αιώνια απόλαυση της μετά θάνατον ζωής δεν μπορεί να θεωρηθεί πράξη επωφελής και αποδεκτή από ένα συνειδητό χριστιανό. Η Εκκλησία τονίζει, χωρίς όμως να το εύχεται, ότι ο πόνος είναι ευεργετικός για τον άνθρωπο και μάλιστα αποτελεί μέσο βελτίωσης της πνευματικής του κατάστασης. Παράξενο φαίνεται σε πολλούς αυτό που η Εκκλησία υποστηρίζει για τον πόνο, όταν τονίζει ότι μέσα απ’ αυτόν μπορεί να δώσει κανείς νόημα στην ύπαρξή του και αξία στη ζωή του. Μόνο ένας πιστός χριστιανός μπορεί να δεχθεί τη θεωρία ότι ο πόνος συνιστά ευλογία Θεού, αγιασμό, και λύτρωση. Άρα, η διακοπή του πόνου με την πράξη της ευθανασίας οδηγεί ακριβώς στα αντίθετα αποτελέσματα. Η Εκκλησία δεν καταδικάζει αυτούς που έχουν αντίθετες απόψεις με αυτήν, αλλά θέλει με τη διδασκαλία της να διδάξει στα πιστά μέλη της ότι η ευθανασία μπορεί να φαίνεται πράξη λυτρωτική, στην ουσία, όμως, είναι πράξη εντελώς ανήθικη και καταδικαστέα. Η Εκκλησία απορρίπτει την ευθανασία και καταδικάζει κάθε άτομο που συνεργεί σ’ αυτήν, έστω και αν είναι το ίδιο το πάσχον άτομο. Η ευθανασία για την Εκκλησία είναι έγκλημα. Και αυτό όπως είδαμε στηρίζεται σε μια συγκεκριμένη ορθόδοξη κοσμοθεωρία και βιοθεωρία. Αν πιστεύεις ότι η ζωή σου έχει αρχή και τέλος, ασφαλώς μια πράξη ευθανασίας μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη. Αν όμως πιστεύεις ότι η ζωή σου έχει αρχή αλλά όχι τέλος, και ότι ο θάνατος δεν κλείνει την ζωή αλλά την προεκτείνει και πέραν του τάφου, ασφαλώς μια πράξη ευθανασίας είναι καταδικαστέα.

343


Ανδρουλιδάκη – Πετράκη Ροδάνθη Δρ. Επιστημών Αγωγής Πετράκης Ευάγγελος Θεολόγος

Η απάνδρωση ενός μοναστηριού και "το δώρο του ραβίνου"

Κάποτε676 ένα μοναστήρι παρήκμασε και η αδελφότητά του σχεδόν αφανίστηκε εξαιτίας των αλλεπάλληλων αντιμοναστικών διωγμών του 17ου και του 18ου αιώνα, καθώς και της εκκοσμίκευσης του 19ου, σε σημείο να μείνει με πέντε μόνο μοναχούς από 70 ετών και πάνω. Το μοναστήρι περιβαλλόταν από δάσος που στο βάθος του υπήρχε μια μικρή καλύβα, η οποία μερικές φορές χρησίμευε σε ένα ραβίνο από την κοντινή κωμόπολη σαν ερημητήριο. Η ιστορία θέλει τους μοναχούς να είχαν αποκτήσει, λόγω της πολύχρονης άσκησης και της πνευματικής Η ιστορία που ακολουθεί αποτελεί ένα μικρό διήγημα του M. Scott-Peck, το οποίο περιέχεται στο συλλογικό τόμο με τίτλο «Χαρμολύπη. Κλασικά Διηγήματα Μεγάλων Συγγραφέων της Καθ' Ημάς Ανατολής», επιμέλεια εκδόσεως π. Αθηναγόρας Δικαιάκος (νυν Μητροπολίτης Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως), εκδ. Ακρίτας 42007. Ο M. ScottPeck γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη. Ανατράφηκε σαν προτεστάντης. Αν και η γιαγιά του από τον πατέρα του ήταν από εβραϊκή οικογένεια, ο πατέρας του έκρυψε την καταγωγή του. Όταν ήταν 13 ετών, οι γονείς του τον έστειλαν στο Phillips Exeter Academy, στο Exeter, New Hampshire, η παραμονή στο οποίο ήταν άθλια. Στα 15 χρόνια του αρνήθηκε να επιστρέψει στο σχολείο, οπότε διαγνώσθηκε ότι έπασχε από κατάθλιψη και του συστήθηκε η παραμονή του σε ψυχιατρικό νοσοκομείο, εκτός και εάν επέστρεφε στο σχολείο. Το 1954 αποφοίτησε από το Friends Seminary, το 1958 έλαβε Β.Α. από το Harvard και το 1963 Μ.Α. από το Case Western Reserve University. Στη διάρκεια της καριέρας του υπηρέτησε σε κυβερνητικές θέσεις ως ψυχίατρος. Οι εργασίες του συνδύασαν τις εμπειρίες από τις ιδιωτικές ψυχιατρικές εφαρμογές με μία απόμακρη θρησκευτική άποψη. Στο δεύτερό του βιβλίο με τίτλο "Οι άνθρωποι του ψέματος" αναφέρει ότι, μετά από πολλά χρόνια από μια θαμπή ταύτιση με το βουδιστικό και ισλαμικό μυστικισμό, πίστεψε βαθιά, γεγονός που επισημοποιείται με το βάπτισμά του στις 9-3-1980. Συμμετείχε στη δημιουργία του Ιδρύματος Κοινοτικής Ενθάρρυνσης, ενώ το 1994 μαζί με τη σύζυγό του έλαβαν το Βραβείο της Κοινότητας της Διεθνούς Χριστιανικής Ειρήνης. Βέβαια, ενώ το συγγραφικό του έργο έδινε έμφαση στις αξίες μιας πειθαρχημένης ζωής, η προσωπική του ζωή ήταν ταραχώδης, όπως φαίνεται από το βιβλίο του "Ψάχνω τις Πέτρες" όπου θα εξομολογηθεί ότι είχε τραυματικές εμπειρίες, καθώς και ότι είχε αποξενωθεί από τα δυο του παιδιά. Πέθανε στο Conecticat στις 25-9-2005, ασθενής από Πάρκινσον, παγκρεατίτιδα και καρκίνο στο συκώτι (διαδίκτυο: Μ. Scott-Peck, Wikipedia) 676

344


περισυλλογής, μια διαίσθηση, η οποία ξεπερνούσε τα μέτρα της ενδοκοσμικής αντιληπτικότητας, ώστε να προαισθάνονται την εκάστοτε παρουσία του ραβίνου. Σε μια ανάλογη στιγμή ο ηγούμενος σκέφτηκε να ζητήσει από το ραβίνο μια συμβουλή για το μείζον θέμα της επιβίωσης του μοναστηριού που τον απασχολούσε. Ο ραβίνος συμμερίστηκε τον πόνο του ηγουμένου και εντόπισε το πρόβλημα στην έλλειψη της πνευματικής διάθεσης και ενεργητικότητας, που άλλωστε και ο ίδιος αντιμετώπιζε στη συναγωγή του. Παρ'όλα αυτά δεν είχε, όπως είπε, μια συμβουλή που θα τον βοηθούσε. Μόνο ένα λόγο: «ένας από σας είναι ο Μεσσίας!». Όταν ο ηγούμενος γύρισε στο μοναστήρι, μετέφερε στους μοναχούς το σιβυλλικό λόγο του ραβίνου. Ακολούθησε ένα ικανό χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο οι μοναχοί επιχειρούσαν συνεχώς να τον ερμηνεύσουν, να τον αποκωδικοποιήσουν και να βρουν αν υπήρχε σ΄αυτόν ένα λανθάνον υπαρκτό νόημα. Στην προσπάθεια αυτή άρχισαν να ανακαλύπτουν τις θετικές πλευρές των αδελφών τους: Ο ηγούμενος ήταν ο πνευματικός πατέρας και ο καθοδηγός τους, ο πατήρ Θωμάς ήταν καθαρός και διαφανής σαν κρύσταλλο, ο πατήρ Ελεάζαρος αν και δημιουργούσε προβλήματα και στεναχώριες είχε πάντα δίκιο, ο πατήρ Φίλιππος αν και αδρανής βρίσκεται κατά ανεξήγητο τρόπο εκεί που τον χρειάζεσαι. Έτσι άρχισαν να φέρονται ο ένας στον άλλο με ασυνήθιστο σεβασμό, ενώ συγχρόνως με την ελπίδα ότι και ο καθένας τους μπορεί να ήταν ο Μεσσίας άρχισαν να σέβονται και τον ίδιο τον εαυτό τους. Αυτή η περιρρέουσα

ατμόσφαιρα

της

αγάπης

και

του

αλληλοσεβασμού

μεταδίδονταν αβίαστα και φυσικά σ' όλους αυτούς που έρχονταν μέχρι το δάσος για να κάνουν πικ-νικ και να προσευχηθούν. Αυτοί έφεραν τους φίλους τους, εκείνοι τους δικούς τους, κάποιοι εκδήλωσαν την επιθυμία να γίνουν μοναχοί κι έτσι έφτασε το μοναστήρι να επανδρωθεί και πάλι και να γίνει μια διαρκώς αναπτυσσόμενη μοναστική αδελφότητα. Ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι η ιστορία αυτή δεν είναι παρά ένας μύθος 345


που η πηγή της εκδοχής του είναι ασαφής και ότι είναι ίσως ανεπίγνωστα παραποιημένος από τον ίδιο. Πολλές φορές, ωστόσο, οι συγγραφείς βαφτίζουν κείμενά τους, μυθιστορίες, όρο που χρησιμοποιούν για να κρύψουν ό,τι έχει βγει από τη γόνιμη δημιουργική τους φαντασία ή για να καλύψουν τις δικές τους παρεμβάσεις στην ανάπλαση της ιστορικής πραγματικότητας. Είναι βέβαιο ότι το "δώρο" του ραβίνου δεν ανταποκρίνεται στη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας κι ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε ποτέ να ευδοκιμήσει ως τρόπος ανάσχεσης οργανωτικών και διοικητικών

προβλημάτων

και

δυσλειτουργιών

σε

μια

ορθόδοξη

μοναστική κοινότητα παρά μόνο σαν πρώτη ύλη στο πεδίο μιας δημιουργικής μυθιστορηματικής φαντασίας. Είναι επίσης βέβαιο ότι ο Μεσσίας δεν βρέθηκε τελικά ανάμεσά τους. Αλλά είναι το ίδιο βέβαιο ότι αυτός ο "Μεσσίας" έσωσε τελικά το μοναστήρι, γιατί ουσιαστικά αποτέλεσε το κίνητρο για την επάνδρωσή του. Αν η παραπάνω ιστορία αναγνωσθεί κάτω από το πρίσμα της διοικητικής θεωρίας, σίγουρα μπορεί να αναγνωρίσει κανείς σ' αυτήν στοιχεία, τα οποία συναντώνται και μπορούν να εφαρμοστούν σε εκκλησιαστικές και δη σε μοναστικές δομές. Αυτό δεν θα μας ξενίσει καθόλου φτάνει να σκεφτούμε ότι ένα μοναστήρι είναι ένας οργανισμός με συγκεκριμένη δομή όπου παρέχεται πνευματικό έργο από πρόσωπα που βρίσκονται σε κοινωνία μεταξύ τους και με το Θεό. Το μοναστήρι λοιπόν της ιστορίας μας ως οργανισμός αντιμετωπίζει ένα ζωτικό πρόβλημα που διακυβεύει την ίδια την ύπαρξη και την υπόστασή του, αυτό της αποστελέχωσης.677 Συνήθως οι κοσμικές δομές που υποφέρουν

Με τον όρο "αποστελέχωση" συνήθως εννοούμε την αριθμητική αποψίλωση ενός οργανισμού, η οποία προέρχεται από μετακινήσεις ή αποχωρήσεις στελεχών του. Βέβαια στην ιστορία μας αυτή διαφαίνεται ότι η αποστελέχωση του μοναστηριού δεν οφείλεται στους παραπάνω λόγους, αλλά στη μη προσέλευση νέων μοναχών από κάποιο χρονικό σημείο και μετά. 677

346


από το πρόβλημα ενός γερασμένου στελεχιακού δυναμικού είναι γιατί πριν από είκοσι χρόνια δεν είχαν επανδρωθεί με διοικητικά στελέχη διαφόρων ηλικιών. Γι' αυτό ακριβώς απαιτείται εξισορρόπηση ηλικιακή, ώστε να διασφαλίζεται όχι μόνο η πείρα και η ορμή, αλλά και η συνέχεια.678 Βέβαια, εδώ ο οργανισμός είναι πνευματικός και η επάνδρωση γίνεται βάσει άλλων παραμέτρων, ενώ το φαινόμενο της μη προσέλευσης νέων ανθρώπων σε μοναστικές κοινότητες φαίνεται να ήταν γενικότερο στην ιστορία μας, εφόσον και ο ραβίνος το αντιμετώπιζε με τις συνάξεις του. Ωστόσο, καλό είναι να υπάρχει και στην περίπτωση αυτή ηλικιακή διαφοροποίηση στα στελέχη του. Γεγονός πάντως είναι ότι η λειψανδρία απασχολεί έντονα, όχι μόνο τον ηγούμενο, ο οποίος παίζει το ρόλο του top manager μέσα στον οργανισμό και ο οποίος ενδιαφέρεται πραγματικά για την επιβίωσή του, αλλά συγχρόνως και τα υπόλοιπα μέλη, όπως διαπιστώνει κανείς από την εξέλιξη του μύθου. Άλλωστε, αυτό είναι σωστό και απαραίτητο για την επιβίωση μιας οργανωτικής δομής. Αντιλαμβανόμαστε βέβαια ότι η μοναστική κοινότητα είχε χρησιμοποιήσει στο παρελθόν άλλες μεθόδους προσέλκυσης μοναχών, οι οποίες είχαν αποβεί άκαρπες. Τολμώντας, ωστόσο, να προσεγγίσομε λίγο την ψυχολογία679 των συγκεκριμένων μοναχών και δεδομένου ότι "η συμπεριφορά του ατόμου προκαλείται από την επιθυμία του να φθάσει σε κάποιο συγκεκριμένο σκοπό" μπορούμε να υποθέσομε ότι μπορεί να ίσχυε κάτι από τα παρακάτω: ή ότι οι μοναχοί κατά βάθος δεν είχαν αντιληφθεί τον κίνδυνο της επικείμενης ερήμωσης του μοναστηριού, λόγω της ανθρώπινης αδυναμίας που δεν δέχεται ότι πλησιάζει το επίγειο τέλος του ανθρώπου ή ότι δεν διέθεταν την απαιτούμενη πνευματική ωριμότητα, με την οποία θα επηρέαζαν άλλους ανθρώπους ή ότι τους Drucker Peter, Το Μάνατζμεντ στην Πράξη, εκδ. Κλειδάριθμος, 2001, σ. 295. Η Διοίκηση έχει ψυχολογικές αφετηρίες. Η ψυχολογική παρατήρηση μπορεί να ερμηνεύσει συμπεριφορές μέσα στον οργανισμό και να συμβάλει στη βελτιστοποίησή του. 678 679

347


χαρακτήριζε ακηδία και αδράνεια, οπότε και χρειαζόταν ένα πολύ ισχυρό κίνητρο για να τους αφυπνίσει. Τελικά η πραγματοποίηση της αλλαγής της συμπεριφοράς τους, η οποία επέφερε και το ποθητό αποτέλεσμα, φαίνεται να είναι επακόλουθο όχι του σκοπού: επάνδρωση του μοναστηριού (εξωτερικός παράγοντας-έμμεσος), αλλά της κάλυψης προσωπικής ανάγκης και προσδοκίας: προσωπική επίτευξη ανώτατου πνευματικού επιπέδου (μπορώ να είμαι ο Μεσσίας ή σέβομαι το διπλανό μου, γιατί μπορεί αυτός να είναι ο Μεσσίας). Όπως αναφέραμε και παραπάνω, στους κοσμικούς οργανισμούς γίνεται ένας προγραμματισμός για το εργατικό δυναμικό680 ( Labor Force ) ώστε να είναι καλά στελεχωμένος όχι μόνο στο παρόν, αλλά και στο μέλλον. Στο πλαίσιο αυτό, ο ηγούμενος θα διαπιστώσει ότι τα στελέχη δεν επαρκούν και προφανώς οι ελλείψεις θα ήσαν, όχι μόνο ποσοτικές αλλά και ποιοτικές. Προφανώς, επίσης, θα είδε ποια κενά θα μπορούσαν να προκύψουν από κάποιες μεταβολές που μοιραία θα επισυνέβαιναν στα στελέχη του στο παρόν, αλλά και στο προσεχές μέλλον π.χ. ασθένειες, θάνατοι, ίσως αποχώρηση από το μοναστήρι κ.λπ. Στη συνέχεια θα εκτίμησε τις ανάγκες σε στελεχιακό δυναμικό βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, με τους στόχους που θα είχε θέσει και τη στρατηγική, την οποία θα ακολουθούσε. Συνήθως ένας οργανισμός, όταν διαπιστώσει ότι διαθέτει το απαραίτητο προσωπικό για να καλύψει τις ανάγκες του, κάνει μηδενικές μεταβολές. Όταν επίσης διαπιστώσει ότι διαθέτει πλεονάζον προσωπικό, κάνει αφαιρετικές μεταβολές, ενώ όταν δει ότι χρειάζεται επιπλέον προσωπικό, κάνει προσθετικές μεταβολές.681 Στο μοναστικό οργανισμό, βέβαια, δεν μπορούμε να κάνομε λόγο για αφαιρετικές, προσθετικές και μηδενικές μεταβολές με την έννοια του 680 Χολέβας Γιάννης, Αρχές Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων ( Management), Εκδοτικός Οίκος ''INTERBOOKS'', Αθήνα 1995, σ. 171. 681 Τζωρτζάκης Κώστας-Τζωρτζάκη Αλεξία, Οργάνωση και διοίκηση ( Μάνατζμεντ ). Νέες ιδέες και τεχνικές στον 21ον αιώνα, Rosili, Αθήνα 22002, σ. 209. 348


κοσμικού οργανισμού, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για παράδειγμα όταν ένα μοναστήρι έχει υπό την επίβλεψή του μετόχια, τα οποία στελεχώνονται με το ίδιο δυναμικό. Εδώ η διαπίστωση για την ανάγκη εξεύρεσης επιπλέον στελεχιακού δυναμικού για το μοναστήρι θα οδηγήσει τον ηγούμενο να ξεκινήσει τη διαδικασία προσέλκυσης νέων κατάλληλων προσώπων. Βέβαια, πιο σωστά, δεν μπορούμε να μιλάμε για στελέχωση, γιατί αυτή αφορά καίριες διοικητικές θέσεις, αλλά μπορούμε να μιλάμε για επάνδρωση, που αφορά όλες τις βαθμίδες. Γιατί, αναφερόμενοι στην έννοια της στελέχωσης, διαπιστώνομε ότι αυτή αναφέρεται στη κάλυψη "των διοικητικών θέσεων με τα κατάλληλα πρόσωπα. Με αυτή την έννοια, τα στελέχη της επιχείρησης ταυτίζονται με τους managers όλων των επιπέδων...".682 Να σημειωθεί ότι οι διοικήσεις των οργανισμών διαθέτουν τρείς εναλλακτικές επιλογές683 για να καλύψουν τις μελλοντικές τους ανάγκες: με προαγωγές και μεταθέσεις και παράλληλα με προσλήψεις προσωπικού μόνο για θέσεις αρχαρίων, με προσλήψεις αποκλειστικά νέων προσώπων και τέλος με το συνδυασμό των δύο παραπάνω τρόπων. Παράλληλα, όταν οι οργανισμοί επιδιώκουν την προσέλευση καινούργιου δυναμικού, καταφεύγουν σε συγκεκριμένες πηγές: στο ίδιο το προσωπικό της επιχείρησης για τη στρατολόγηση νέου προσωπικού από συγγενείς, γνωστούς και φίλους, σε καταχώριση αγγελιών σε εφημερίδες και περιοδικά, στον Ο.Α.Ε.Δ., καθώς και σε ιδιωτικά γραφεία εύρεσης εργασίας, σε ειδικά γραφεία που έχουν δημιουργηθεί σε Πανεπιστήμια και ΤΕΙ για την επαγγελματική αποκατάσταση των πτυχιούχων τους, καθώς και σε διάφορους εκπαιδευτικούς οργανισμούς, όπως και στη

. Χολέβας Γιάννης, Αρχές Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων ( Management), Εκδοτικός Οίκος ''INTERBOOKS'', Αθήνα 1995, σ. 180. 683 Τζωρτζάκης Κώστας-Τζωρτζάκη Αλεξία, Οργάνωση και διοίκηση ( Μάνατζμεντ ). Νέες ιδέες και τεχνικές στον 21ον αιώνα, Rosili, Αθήνα 22002, σσ. 210-213. 682

349


μέθοδο των προκηρύξεων στα ΜΜΕ στο leasing προσωπικού, στο διαδίκτυο ή και στη φήμη της επιχείρησης (Goodwill).684 Στους κοσμικούς οργανισμούς η στελέχωση είναι συνδεδεμένη με κάποια μορφή εκπαίδευσης: μαθητεία, εκπαίδευση νεοπροσλαμβανόμενων ενηλίκων, επιμόρφωση προσωπικού που ήδη εργάζεται στην επιχείρηση,

προετοιμασία

στελεχών.685

Αναφορικά

όμως

με

την

στελέχωση των μοναστηριών δεν χρειάζονται ιδιαίτερα τυπικά προσόντα, εκτός από την κλί(η)ση και την αβίαστη προσέλευση των μοναχών. Βέβαια κατά τον χρόνο της διακονίας τους χρησιμοποιούν και καλλιεργούν τα έμφυτα ή τα επίκτητα χαρίσματά τους, τα οποία τίθενται στην υπηρεσία της μοναστικής κοινότητας και των ποικίλων αναγκών της. Η αδυναμία, λοιπόν, να δοθεί λύση στο πρόβλημα από τα υπάρχοντα στελέχη του μοναστικού οργανισμού της ιστορίας μας, ωθεί τον προεστώτα στην αναζήτηση λύσης με τη συνδρομή εξωτερικών παραγόντων. Άλλωστε είναι σύνηθες οι οργανισμοί να αναζητούν λύση στο εξωτερικό περιβάλλον όταν αδυνατούν να τη βρουν στο εσωτερικό τους. Στο πλαίσιο αυτό η επινόηση του ραβίνου μέσα στο μύθο λειτουργεί σε δύο επίπεδα: Το ένα είναι το θεολογικό, όπου ο ραβίνος επέχει ρόλο πνευματικού συμβούλου, γέροντα, ο οποίος ανταποκρίνεται στην αρχέγονη χριστιανική μοναστική παράδοση με την άσκηση της συμβουλευτικής πράξης, η οποία στην ορθόδοξη πνευματικότητα αποτελεί, ως γνωστόν,686 χαρισματική διακονία που για να λειτουργήσει χρειάζεται τα χαρίσματα και τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος, τη συμμετοχή του ανθρώπινου δυναμικού με την αυτοθέλητη και ελεύθερη υπακοή, καθώς Τερζίδης Κωνσταντίνος, Μάνατζμεντ. Στρατηγική Προσέγγιση, Σύγχρονη Εκδοτική, Αθήνα 2004, σσ. 252-254. 685 Χολέβας Γιάννης, Αρχές Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων ( Management), Εκδοτικός Οίκος ''INTERBOOKS'', Αθήνα 1995, σ. 175. 686 Σταυρόπουλος Αλέξανδρος, Εισαγωγή στην Ορθόδοξη Συμβουλευτική Ποιμαντική, Αθήνα 1985, σσ. 27-28. 684

350


και φωτισμό από το Θεό συμβούλου και συμβουλευομένου. Το άλλο είναι το επίπεδο το διοικητικό, όπου ο ραβίνος "προσλαμβάνεται" και λειτουργεί ως σύμβουλος μάνατζμεντ. Και στα δυο αυτά επίπεδα πρέπει να προσεχθούν δυο πράγματα: το πρώτο είναι ότι η ευθύνη της επιλογής βαραίνει τόσο το σύμβουλο όσο και το συμβουλευόμενο και το δεύτερο ότι μετά την επιλογή 'δεσμεύεται', ανάλογα με την πνευματικότητά του, ο συμβουλευόμενος να ακολουθήσει τη συμβουλή. Πρέπει επίσης να προσεχθεί ιδιαίτερα ότι ο ραβίνος αναγνωρίζεται ως ένα χαρισματικό πρόσωπο που μπορεί να παράσχει συμβουλευτική βοήθεια, ότι η επιλογή του προϋποθέτει πνευματική ωριμότητα του ηγουμένου, καθώς και ότι μέσα στο πλαίσιο αυτής της αμφίσημης συμβουλευτικής λειτουργίας τελεσιουργείται η περιχώρηση των προσώπων διά της προσευχής μέσα από την οποία αναζητείται το θέλημα του Θεού, αναχωρούν οι άνθρωποι από το ίδιον θέλημα και συχωρούνται σύμβουλος και συμβουλευόμενος.687 Εδώ, όλη αυτή η διαδικασία επαληθεύει επακριβώς την ετυμολογική θεώρηση του ρήματος συμβουλεύομαι που σημαίνει «ζητώ συμβουλήν παρά τινος, συσκέπτομαι μετά τινος, ζητώ την γνώμην του, την συμβουλήν του, τον συμβουλεύομαι».688 Στη διαδικασία, μ' άλλα λόγια αυτή, προηγείται η σύσκεψη και ακολουθεί η συμβουλή. Εδώ πρέπει να εξαρθεί η σπουδαιότητα της εμπιστοσύνης που είναι βασική προϋπόθεση και όρος απαραίτητος στην αποτελεσματικότητα της συμβουλευτικής λειτουργίας και η οποία, ουσιαστικά, είναι «μια ψυχολογική κατάσταση όπου ένα άτομο μπορεί να στηριχτεί στη γνώμη, στις κρίσεις, στις πράξεις ή στις επιδόσεις του άλλου, διότι πιστεύει και προσδοκά ότι είναι σωστές, καλοπροαίρετες, ειλικρινείς, και έντιμες».689 Και πρέπει να επισημάνομε

Σταυρόπουλος Αλέξανδρος, Εισαγωγή στην Ορθόδοξη Συμβουλευτική Ποιμαντική, Αθήνα 1985, σ. 70. 688 Σταματάκος Ιωάννης, Λεξικόν Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, ''Βιβλιοπρομηθευτική'', Αθήνα 1990, σ. 935. 689 Μπουραντάς Δημήτρης, Επί Σκηνής χωρίς Πρόβα, εκδ. Πατάκη, Αθήνα Δεκέμβριος 687

351


ότι τόσο ο ηγούμενος, όσο και οι μοναχοί δείχνουν απόλυτη εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του ραβίνου, κάτι που ο ίδιος κέρδισε μέσα από τη σχέση του μαζί τους, η οποία οικοδομήθηκε πάνω στην ακεραιότητά του, αλλά και στις ικανότητές του να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τους. Θα μπορούσαμε εδώ να συνοψίσομε τη συμπεριφορά του ραβίνου ως εξής: Σκοπός του ήταν να αφυπνισθεί η πνευματική διάθεση και ενεργητικότητα των μοναχών, ώστε να γίνουν υποδειγματικοί μοναχοί και με τον τρόπο αυτό να προσελκυσθούν νέα στελέχη. Ως μέσον χρησιμοποίησε την πρόκληση ενός έκτακτου και ασυνήθιστου σεβασμού μεταξύ των πέντε ηλικιωμένων μοναχών, αλλά και αυτοσεβασμού τους και ως κίνητρο τη φράση "ένας από εσάς είναι ο Μεσσίας". Η στρατηγική του ήταν να μη φανεί ότι γνωρίζει τη λύση του προβλήματος, αλλά με μια πρόταση, η οποία θα ενεργοποιούσε τους μοναχούς, να δώσει τη λύση. Ειδικότερα λέει με τον τρόπο του στον ηγούμενο ότι μπορεί να έλθει στη θέση του, γιατί και αυτός αντιμετώπιζε το ίδιο πρόβλημα, ότι συμμερίζεται την αγωνία του, συμπροσεύχεται και συνδακρύζει. Δεν θέλει να παραστήσει το σπουδαίο, το σοφό, το σύμβουλο. Απλώς λέει μια φράση, η οποία είναι καθοριστική, γιατί αποτελεί το καταλληλότερο και σημαντικότερο κίνητρο για τους μοναχούς. Με άλλα λόγια ο ραβίνος, ως σύμβουλος, θα αποδώσει φαινομενικά τη στελεχιακή αποψίλωση όχι σε κάποια παθογένεια που εντοπίζεται στον οργανισμό, αλλά στο εξωτερικό περιβάλλον, ενώ ουσιαστικά θα εστιάσει στη θεραπεία του εσωτερικού του. Το ερώτημα αυτό που διατυπώνεται με δυσπιστία, σίγουρα δικαιώνεται από την εξέλιξη του μύθου, όπως είδαμε. Για ολόκληρες 2010, σσ. 325-328.

4

352


δεκαετίες τον αιώνα που πέρασε μέχρι το 1970-75 το Άγιον Όρος αντιμετώπισε έντονα μια ανάλογη κατάσταση μαρασμού, η οποία δεν είχε μόνο ποσοτικά, αλλά και ποιοτικά χαρακτηριστικά. Ένας από τους πιο αφοσιωμένους φιλοαγιορείτες διανοούμενους, ο Phillip Sherrard690 απέδιδε την έλλειψη υποψηφίων μοναχών, ανάμεσα στα άλλα, στην αρνητικότητα με την οποία αντιμετώπιζε η ελληνική κοινωνία τη μοναχική ζωή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απουσίαζαν άλλοι ανάλογοι ενδογενείς παράγοντες. Γιατί, εκτός από τα πνέοντα στον κόσμο αντιμοναχικά ρεύματα, σύμφωνα με ένα σπουδαίο ηγούμενο της εποχής εκείνης, το γέροντα Γαβριήλ τον Διονυσιάτη, τα οποία έπειθαν τους νέους ότι ο μοναχισμός είναι το λιγότερο, ένα παρωχημένο σχήμα ήταν και η πνευματική απίσχνανση του Αγίου Όρους, η οποία οδήγησε το μεγάλο εκείνο πνευματικό ηγέτη που είχε διαρκή μέριμνα την επαναστελέχωση των μονών του Άθω, η οποία θα βασιζόταν όχι σε διοικητικές αλλαγές αλλά στην πνευματική ενεργοποίηση και αύξηση κάθε μοναχού, να πει: «Έχομεν επίγνωσιν της αποστολής μας και ομολογούμεν ότι μέρος της ευθύνης διά την σημερινήν πνευματικήν και κοινωνικήν εκτροπήν βαρύνει και ημάς. Εάν δε αι εξ αριστερών και δεξιών εισηγήσεις κατά του μοναχισμού ευρίσκουσιν απήχησιν εις τας ψυχάς των χριστιανών μας συντελεί προς τούτο μεγάλως και η χαλάρωσις των καθ' ημάς από απόψεως εσωτερικής ζωής...».691 Επανερχόμενοι στην αντιμετώπιση του προβλήματος από το ραβίνο θα δούμε ότι δεν έχει να συστήσει μια έτοιμη συνταγή για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Η στάση του αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί στο ότι ήταν ταπεινός ή στο ότι απέφευγε να δώσει συμβουλές για να μη θίξει τους μοναχούς, επειδή ακριβώς είχε καταλάβει την ουσία

Sherrard Phillip, Athos, the Mountain of Silence, London 1960, σ. 26. Μοναχ. Θεόκλητος Διονυσιάτης, Ο Γέροντάς μου Γαβριήλ Διονυσιάτης, εκδ. Οίκος Αστήρ 1987, σ. 136. 690 691

353


του προβλήματος και την αιτία του που αφορούσε ουσιαστικά σε προσωπικές αδυναμίες τους. Ωστόσο, αυτό που προσφέρει προϋποθέτει βαθιά γνώση του ανθρώπινου ψυχισμού, καθώς απελευθερώνει και ενεργοποιεί δυνάμεις που ενισχύουν και ισχυροποιούν τις διαπροσωπικές σχέσεις, αναβαθμίζουν την εκκλησιαστική δομή και δρομολογούν κοινωνικές εξελίξεις. Η τακτική αυτή θυμίζει πολύ τη «''μη διευθυντική'' (non directive) θεραπεία του Καρλ Ρότζερς, σύμφωνα με την οποία ο σύμβουλος δεν κατευθύνει, δεν δίνει γραμμή στον ''πελάτη'' του, είναι ο άνθρωπος που δεν δίνει ποτέ συμβουλές».692 Εδώ ο λόγος του ραβίνου είναι εντελώς διαφορετικός από κείνη την, πολλές φορές, πληθωριστική νοοτροπία του εκκλησιαστικού λόγου που χαρακτηρίζεται και από έναν έντονο διδακτισμό, πράγματα που κουράζουν, προκαλούν ενδόμυχα αντιδράσεις και δεν ευνοούν την ανακάλυψη και την αξιοποίηση των δυνατοτήτων. Η λέξη Μεσσίας είναι το κλειδί της ιστορίας. Λειτουργεί στη δομή του μύθου μ' ένα τρόπο, θα λέγαμε, αρχετυπικό και εμβληματικό. Μεσσίας σημαίνει σωτήρας (εβραϊκά Mashiach). Η λέξη αυτή θα λειτουργήσει μεσσιανικά, σωτηριολογικά και θα σώσει όχι μόνο την ίδια τη συγκεκριμένη εκκλησιαστική δομή, (αλήθεια πόσο μπορεί να επηρεάσει θετικά η ορθόδοξη πνευματικότητα τους οργανισμούς!), αλλά και τα μέλη της και τον κόσμο. Ουσιαστικά, η επιτυχία του γέρο ραβίνου έγκειται στο γεγονός ότι αφού εντόπισε την ανάγκη, έδωσε το κατάλληλο κίνητρο που είναι ένας πάρα πολύ αποτελεσματικός τρόπος για την πρόκληση ενδιαφέροντος στην εργασία σε οποιαδήποτε οργανωτική δομή. Ωστόσο, θα περίμενε κανείς να δώσει ένα από τα συνηθισμένα εκείνα κίνητρα που δίνονται συνήθως στους οργανισμούς και τις επιχειρήσεις: κάποια προαγωγή, Σταυρόπουλος Αλέξανδρος, Εισαγωγή στην Ορθόδοξη Συμβουλευτική Ποιμαντική, Αθήνα 1985, σ.67. 692

354


κάποια ηθική ανταμοιβή και αναγνώριση υψηλών επιδόσεων, συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, περισσότερες ευκαιρίες για δημιουργικότητα και πρωτοβουλία, αρμονικότερες σχέσεις συνεργασίας693 κ.λπ. Αντ' αυτού θα προσφέρει κάτι το οποίο εκ πρώτης όψεως ξενίζει και φαντάζει ατελέσφορο γι' αυτόν που δεν διαθέτει ανοιχτούς υπαρξιακούς ορίζοντες ή τουλάχιστον βαθιά γνώση της ψυχολογίας του ανθρώπου και ειδικότερα του μοναχού. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι το κίνητρο που δόθηκε ήταν και προσωπικής και ομαδικής ωφέλειας. Είχε ανοιχτό χρονικό ορίζοντα, τέτοιον ώστε να είναι δυνατή η επίτευξη υψηλής πνευματικότητας. Απαιτούσε

τόσο

αναμενόμενη

προσωπική

ανταμοιβή

όσο

ήταν

η

και

συλλογική

υπέρτατη,

γιατί

προσπάθεια. δεν

Η

αφορούσε

οικονομική ενίσχυση, άμεση κοινωνική αναγνώριση και καταξίωση, απονομή βραβείου ή διάκρισης, αλλά μέγιστη αξιοποίηση και καλλιέργεια της πνευματικότητας κάθε μοναχού. Ήταν τόσο ισχυρό το συγκεκριμένο κίνητρο και ακριβώς στοχευμένο, που δεν χρειαζόταν επιπλέον άλλου είδους συμπληρωματικές παροχές, που συνήθως προσφέρονται στους κοσμικούς οργανισμούς. Στόχευε στην αβίαστη προσέλευση νέων υποψηφίων μοναχών και όχι σε στελέχωση από μετακίνηση μοναχών από άλλα μοναστήρια. Η διατύπωση της πρότασης ήταν πλήρως καταφατική χωρίς να αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης: ένας από εσάς είναι ο Μεσσίας και όχι: ένας από εσάς ίσως είναι ο Μεσσίας. Όπως είναι γνωστό694, η αποτελεσματικότητα της υποκίνησης (motivation) οφείλεται στη δύναμη των ανθρωπίνων αναγκών, οι οποίες όταν δεν ικανοποιηθούν προκαλούν ένταση (tension) που κινητοποιεί

Πετρίδου Ευγενία, Διοίκηση-Μάνατζμεντ. Μια Εισαγωγική Προσέγγιση, Θεσ/νίκη 22001, σσ.248-249. Είναι φυσικό ότι δεν θα μπορούσαν να προσφερθούν κίνητρα τα οποία απάδουν στη φυσιογνωμία, στην αποστολή και στο σκοπό του εν λόγω οργανισμού όπως: δυνατότητες προβολής, σταθερότεροι όροι εργασίας, οικονομικές ανταμοιβές κ.λπ. 694 Σαρμανιώτης Χρ. Μάνατζμεντ, Β. Γκιούρδας Εκδοτική, Αθήνα 2005, σσ. 243-244 693

355


δυνάμεις με αποτέλεσμα την αναζήτηση ικανοποίησης των αναγκών, ώστε να μειωθεί η αρχική ένταση. Έτσι μπορεί να κατανοηθεί η σπουδαιότητα του κινήτρου (incentive) για την πλήρωση των αναγκών ενός εργαζομένου στον οργανισμό. Να αναφέρομε εδώ ότι υπάρχουν διάφορες θεωρίες υποκίνησης, οι οποίες διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Στη μία τα πρόσωπα παρακινούνται από ανάγκες, ενώ στην άλλη ερμηνεύεται "το πώς και το γιατί" αυτά παρακινούνται. Η περίπτωσή μας θεωρούμε ότι μπορεί να ερμηνευτεί με βάση τη δεύτερη κατηγορία και ειδικότερα τη θεωρία της προσδοκίας του Vroom. Γιατί, σύμφωνα με τη θεωρία695 αυτή, οι υποθέσεις πάνω στις οποίες βασίζεται, εικάζομε ότι μπορούν να εφαρμοστούν ως εξής: Υπόθεση 1η: Η συμπεριφορά κάθε ατόμου μέσα σε ένα οργανισμό, που στην περίπτωσή μας είναι η συμπεριφορά κάθε μοναχού, προσδιορίζεται από το συνδυασμό δύο συνιστωσών: α) του συνόλου των στοιχείων που διαθέτει, όπως οι εμπειρίες που έχει, ο βαθμός της πνευματικότητας στην οποία ευρίσκεται, η αγωνιστικότητά του, οι προσδοκίες του κ.ά. και β) της επίδρασης που δέχεται από το περιβάλλον. Γιατί, το μοναστήρι δεν αποτελεί μόνο μια οργανωτική μονάδα, αλλά συγχρόνως μπορεί να θεωρηθεί ως σύστημα, το οποίο βρίσκεται σε συνεχή αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση με το εξωτερικό περιβάλλον. Ειδικότερα η μοναστική οργανωτική μονάδα: 

Παρέχει έργο που αφορά όχι μόνο τους μοναχούς, αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο, δηλαδή τους λαϊκούς, με την προσευχή, τη διακονία, τη συμβουλευτική στήριξη κ.ά.

Στελεχώνεται από ανθρώπους που προέρχονται από το εξωτερικό του περιβάλλον.

695

Ζαβλανός Μύρων, Mανατζμεντ, εκδ. "ΕΛΛΗΝ", 1998, σ. 276. 356


Βρίσκεται σε επικοινωνία με τους λαϊκούς και τελεί σε κατάσταση και αλληλεπίδρασης με αυτούς.

Οργανώνεται και διαμορφώνεται μέσα σε ορισμένο πλαίσιο βάσει του ισχύοντος νομοθετικού εκκλησιαστικού πλαισίου, αλλά και της εν γένει εμπειρίας που απορρέει από τη μακραίωνη μοναστική παράδοση.

Λαμβάνει υλικά αγαθά, τεχνολογία και πληροφόρηση από το εξωτερικό περιβάλλον και τα χρησιμοποιεί για την κάλυψη διαφόρων αναγκών της.

Προσλαμβάνει ποικίλα ερεθίσματα από το εξωτερικό περιβάλλον, τα οποία μετασχηματίζει επανανοηματοδοτώντας τα με ένα νόημα πνευματικό.

Υπόθεση 2η: Κάθε μοναχός αποφασίζει για τη συμπεριφορά μέσα στο μοναστήρι. Η απόφασή του αυτή επηρεάζεται από την πνευματικότητά του, τα χαρίσματά του, τις προσδοκίες του, από το βαθμό υπακοής του. Υπόθεση

3η:

Ως

γνωστόν,

κάθε

άνθρωπος

αποτελεί

μοναδική

προσωπικότητα, συνεπώς κάθε μοναχός έχει διαφορετικές ανάγκες και προσδοκίες, οι οποίες όμως πρέπει να μετασχηματίζονται και

να

συγκλίνουν προς τον ένα και μοναδικό σκοπό, στο βαθύτερο σκοπό του ανθρώπου που είναι η εκπλήρωση του οντολογικού του προορισμού. Υπόθεση 4η: Τα άτομα ασχολούνται με πράγματα που τους αποφέρουν ανταμοιβή, ενώ αποφεύγουν εκείνα που οδηγούν σε αποτελέσματα τα οποία δεν τους ικανοποιούν. Το ίδιο συμβαίνει και με τους μοναχούς, οι οποίοι ζουν σε ένα οργανισμό, όπου όσο αυξάνεται η αγωνιστικότητα και αναπτύσσεται η πνευματικότητά τους, τόσο συγκλίνουν στην πραγματοποίηση του βαθύτερου σκοπού του ανθρώπου, που είναι και ο σκοπός του μοναστηριού.

357


Η όλη διαδικασία της στελέχωσης εστιάστηκε μόνο στην ανάγκη προσέλκυσης μοναχών χωρίς ιδιαίτερο προσδιορισμό των αναγκών του μοναστηριού που θα οδηγούσε σε διαφοροποίηση προσλήψεων ή θα προέκυπτε από επέκταση της μοναστηριακής μονάδος, χωρίς επίσης να απαιτούνται ιδιαίτερα προσόντα, ή εφαρμογή κάποιου συστήματος επιλογής υποψηφίων, ή αναζήτησή τους με διάφορα σύγχρονα μέσα. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι ο ραβίνος ενήργησε ως ένας σωστός σύμβουλος-top manager στο κομμάτι που αφορά την παροχή κινήτρου για την επάνδρωση του μοναστηριού. Γιατί επαναλαμβάνομε άλλη μια φορά ότι "η παρακίνηση ή παρώθηση δεν είναι συμπεριφορά· είναι μια πολύπλοκη εσωτερική κατάσταση των ατόμων που δεν μπορεί να παρατηρηθεί απευθείας, αλλά που επηρεάζει τη συμπεριφορά τους. Τα κίνητρα των ατόμων συμπεραίνονται από τη συμπεριφορά τους".696 Ο ραβίνος δίνοντας το συγκεκριμένο κίνητρο στους μοναχούς με αφορμή την ανάγκη στελέχωσης του μοναστηριού, ουσιαστικά ενήργησε σαν σωστός καθοδηγητής για την προσωπική τους πνευματική αναβάθμισηαυτοπραγμάτωση. Ουσιαστικά ο ραβίνος ως σύμβουλος manager ενήργησε καθαρά πνευματικά. Γιατί «οι μάνατζερς για να προβλέψουν την συμπεριφορά του ατόμου πρέπει να γνωρίζουν τις ανάγκες και τα κίνητρα που προκαλούν στα άτομα μια συγκεκριμένη ενέργεια σε κάποιο συγκεκριμένο χρόνο».697 Και ο ραβίνος διέγνωσε σωστά ότι οι ανάγκες των μοναχών κατά βάθος ήταν καθαρά πνευματικές. Το δώρο λοιπόν του ραβίνου λειτούργησε ως μοχλός υποκίνησης μέσα από την οποία ανακάλυψε ο κάθε μοναχός τα χαρίσματα των άλλων αδελφών, αλλά και τα δικά του φτάνοντας στην αυτοεκτίμηση.

Ζαβλανός Μύρων, Mάνατζμεντ, εκδ. "ΕΛΛΗΝ", 1998, σ. 252. Ζαβλανός Μύρων, Mάνατζμεντ, εκδ. "ΕΛΛΗΝ", 1998, σ. 252.

696 697

358


Αυτό ακριβώς το κλίμα οδήγησε και άλλους να εγκαταριθμηθούν στη μοναστική μάνδρα. Συνεπώς, η στελέχωση ήρθε ως αποτέλεσμα της υποκίνησης, η οποία έφερε σύσφιξη των σχέσεων και πνευματική ανάταση. Δεν χρειάστηκαν γι' αυτό ούτε ιδιαίτεροι κόποι, ούτε πολλά χρήματα, ούτε πολύς χρόνος που δαπανούν οι κοσμικοί οργανισμοί και οι επιχειρήσεις για να στελεχωθούν, παρά μόνο ένας εμπνευσμένος λόγος ενός εμπνευσμένου ανθρώπου. Η αλλαγή στη συμπεριφορά κάθε μοναχού στο άκουσμα της φράσης "ένας από εσάς είναι ο Μεσσίας" μπορεί να οφείλεται: Υπόθεση 1: Κάθε μοναχός μόνος του αποφάσισε συνειδητά να αλλάξει συμπεριφορά, επειδή πίστεψε χωρίς ενδοιασμό ότι η φράση-κίνητρο είναι αληθής. Υπόθεση 2: Κάθε μοναχός ίσως πίστευε κατά βάθος ότι αυτός είναι ο Μεσσίας, οπότε έπρεπε να έχει άμεμπτη συμπεριφορά και σεβασμό τόσο προς τον εαυτό του όσο και προς τους άλλους. Η στάση του αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι θα έπρεπε να εμπνέει το σεβασμό των άλλων, που θα θεωρούσαν αυτόν ως Μεσσία. Υπόθεση 3: Στην περίπτωση που θεωρούσε κάποιον από τους άλλους μοναχούς ως Μεσσία, χωρίς όμως να ξέρει ποιον ακριβώς, πάλι έπρεπε να δείχνει σεβασμό σε καθένα ως τον πιθανό Μεσσία. Πρέπει, επίσης να τονιστεί η σημασία που διαδραματίζουν οι χαρισματούχοι για τη σύμπηξη των μοναχικών κοινοτήτων και τη δημιουργία ενός κοινοτικού πνεύματος. Όπως άλλωστε αναφέρει ο Κάλλιστος Ware698, αυτό που προσελκύει τους νέους είναι όχι το αββαείο, αλλά ο αββάς, όχι το μοναστήρι, αλλά ο γέροντας. Και αυτή η διαπίστωση είναι διαχρονική και καθολική σε σχέση με το μοναστικό φαινόμενο. Είναι γνωστό π.χ. πόσα πολλά μοναστήρια στο Άγιον

Όρος και όχι μόνο,

Bishop Kallistos of Diokleia, Wolves and Monks: Life on the Holy Mountain Today, Sobornost,5: 2, 1983, p.64. 698

359


επάνδρωσαν τα χαρισματικά τέκνα του μεγάλου γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή. Ένας μάλιστα απ' αυτούς, ο γέροντας Εφραίμ, ο οποίος εξελέγη ηγούμενος στη Φιλοθέου, προσέλκυσε τόσους πολλούς νέους μοναχούς στη μονή, ώστε μπόρεσε να τους στείλει να στελεχώσουν τρεις άλλες αγιορείτικες μονές (Ξενοφώντος, Καρακάλλου, Κωνσταμονίτου). Ο ίδιος γέροντας ίδρυσε τη δεκαετία του '90 περισσότερα από 16 μοναστήρια στις Η.Π.Α και τον Καναδά.699 Υπάρχει ένας ψαλμός ΡΒ'(102)700 που λέει: «Τον εμπιπλώντα εν αγαθοίς την επιθυμίαν σου, ανακαινισθήσεται ως αετού η νεότης σου». Μια από τις ερμηνείες του ψαλμού αυτού απηχεί κάποια παράδοση που θέλει τον αετό να ανανεώνεται ατενίζοντας κατάματα τον ήλιο και στη συνέχεια να βυθίζεται στη θάλασσα απ' την οποία εξέρχεται αναζωογονημένος. Μια άλλη που δεν είναι λαϊκός μύθος, αλλά ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα μας μιλά για την ετήσια ανανέωση των φτερών του βασιλιά των πουλιών και μάλιστα υπάρχει παράλληλό της στον προφήτη Ησαΐα(40,31):«Οι υπομένοντες τον Θεόν αλλάξουσιν ισχύν, πτεροφυήσουσιν ως αετοί». Αν και η ερμηνεία αυτή, την οποία προτείνουν Πατέρες, όπως ο Μ. Αθανάσιος, ο Θεοδώρητος Κύρου, ο Ζιγαβηνός, ο Δίδυμος ο Αλεξανδρεύς, εστιάζει στην ψυχή παραλληλίζοντας την ανακαίνισή της διά της μετανοίας που επιτελείται εν Χριστώ με το βάπτισμα,701 με την ανανέωση του αετού, εν τούτοις μπορεί να συσχετιστεί, νομίζομε, επιτυχώς και με την ανανέωση μιας μοναστηριακής δομής όπως αυτή της ιστορίας μας.

Σπηκ Γκράχαμ, Άγιον Όρος. Ανανέωση στο Περιβόλι της Παναγίας, μετάφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, Ίνδικτος, Αθήναι 2005, σσ. 353-354. 700 Το Ψαλτήριον του Προφήτου και Βασιλέως Δαυίδ μετά των εννέα ωδών και της ερμηνείας όπως δει σταχυολογείσθαι το Ψαλτήριον εν όλω τω ενιαυτώ, έκδ. της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 61993. 701 Σάκκος Στέργιος, Ερμηνεία Ψαλμών Β' Εξάψαλμος- Προοιμιακός, Θεσ/νίκη, σσ. 123-124. 699

360


Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης Θεολόγος – φιλόλογος

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ (Ιούλιος 1963)702

Προλογικό

Οι δεσμοί της Αποστολικής Εκκλησίας της Κρήτης με το Οικουμενικό Πατριαρχείο χρονολογούνται και πριν από το 732 μ.Χ., από τη χρονολογία, δηλαδή, κατά την οποία η εν Κρήτῃ Εκκλησία υπήχθη και τυπικά στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως. Πρόκειται για πνευματικούς και διοικητικούς δεσμούς, στενούς και ακατάλυτους μέσα στο χρόνο, καθώς η Μητέρα Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ερχόταν αρωγός της θυγατρός Εκκλησίας της Κρήτης, ενισχύοντας με απεσταλμένους του την πίστη και το ορθόδοξο φρόνημα του κρητικού λαού, κάθε φορά που οι ιστορικές συγκυρίες έθεταν σε κίνδυνο τον ίδιο και την Εκκλησία του. Και ο κρητικός λαός, από τη μεριά του, πάντοτε, μέχρι και σήμερα, παρέμενε σταθερά και αταλάντευτα προσηλωμένος στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, αναγνωρίζοντας ότι η σωτηρία του, η ίδια η υπόσταση και η ταυτότητά του συνδέονταν και συνδέονται αναπόσπαστα με τον Οικουμενικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Ωστόσο, παρά τους στενούς αυτούς δεσμούς, ουδέποτε Οικουμενικός Πατριάρχης είχε επισκεφτεί τη μεγαλόνησο. Έτσι, η επίσκεψη στην Κρήτη του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα, τον Ιούλιο του 1963, απετέλεσε ένα μοναδικό ιστορικό γεγονός για το νησί και την Εκκλησία της Κρήτης, δεδομένου

ότι υπήρξε και ένας από τους

Κείμενο ομιλίας σε ημερίδα που οργάνωσε η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας Κρήτης στον Ιερό Ναό του Αγίου Τίτου, τον Μάιο του 2013. 702

361


σταθμούς της «αποστολικής», όπως τη χαρακτήρισε τότε ο Μητροπολίτης Κρήτης κυρός Ευγένιος, πορείας του Οικουμενικού Πατριάρχη προς τις ανά την οικουμένη ορθόδοξες Εκκλησίες. Το όραμα και η προσδοκία πολλών γενεών Κρητών να δουν από κοντά έναν Οικουμενικό Πατριάρχη είχε γίνει πραγματικότητα. Πέραν αυτού, όμως, η επίσκεψη αποκτούσε για τον κρητικό λαό ακόμη μεγαλύτερη σημασία και αξία για δυο λόγους: αφενός επειδή η παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη συνδέθηκε με τη λύση του εκκλησιαστικού προβλήματος της Κρήτης και την επάνοδο της ειρήνης στο εκκλησιαστικό σώμα και, αφετέρου, επειδή το όνομα του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα είχε γίνει ήδη θρύλος, είχε ξεπεράσει τα όρια της Ορθοδοξίας και είχε αποκτήσει παγκόσμια εμβέλεια. Για τους τρεις αυτούς λόγους, όταν ο Πατριάρχης πάτησε το πόδι του στην Κρήτη, η υποδοχή που του επιφυλάχθηκε τόσο στο Ηράκλειο όσο και στους άλλους νόμους της Κρήτης ήταν αποθεωτική. Στο πρόσωπό του οι Κρητικοί είδαν τον κάτοχο του Θρόνου εκείνου, ο οποίος χωρίς να επιβάλει κανένα κοσμικό ζυγό, αλλά μόνο με την ακτινοβολία της αγάπης του Χριστού και με τη μαρτυρική του βιοτή, διακονούσε το έργο της χριστιανικής σωτηρίας, ακτινοβολούσε τη γνησιότητα των χριστιανικών παραδόσεων και αναμετριόταν με τις προκλήσεις των καιρών για ένα κόσμο ειρηνικό και μια Ορθόδοξη Εκκλησία που πραγμάτωνε την εντολή του Χριστού «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν». . Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας και η στροφή προς την οικουμένη

Από τότε που, στις 18 Οκτωβρίου του 1948, η ενδημούσα στην Κων/πολη Σύνοδος εξέλεξε τον αρχιεπίσκοπο Αμερικής Αθηναγόρα ως Οικουμενικό Πατριάρχη και από τη στιγμή της ενθρόνισής του, την 27η Ιανουαρίου του 1949, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και η Ορθοδοξία εν γένει, πολλά επένδυσαν σ’ εκείνον, βάσει όχι μόνο της στήριξης που είχε 362


από την αμερικανική πολιτική, αλλά και της προσωπικότητας και της διεθνούς ακτινοβολίας του, όπως τα περιέγραψε στον Προσαγορευτήριο προς τον Αθηναγόρα Λόγο του ο Μητροπολίτης Αίνου Γερμανός: «Η πολλαχῶς ἔκδηλος πρὸς τὸ Σεπτόν σου Πρόσωπον ἐκτίμησις τῆς Πολιτείας, -ὁ περὶ τὴν προσωπικότητά Σου δημιουργηθεὶς διεθνὴς θρύλος,-ἡ μέχρι τοῦδε ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀποστολικὴ διακονία Σου καὶ ἡ πανθομολογουμένη περὶ τὰ ἐκκλήσιαστικὰ πράγματα πεῖρα Σου, -αἱ προσωπικαί Σου ἀρεταὶ καὶ ἱκανότητες, -ἡ σύνεσίς Σου ἡ ἀποφεύγουσα τὰς ἀκρότητας καὶ τὸ μέσον ὑποδεικνῦσα, -ἡ μετριοπάθειά Σου καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ έν τῇ ὁδῷ τῆς νομιμότητος καὶ τῆς δικαιοσύνης κρατοῦν Σε, -το ζωηρότερον ἐνδιαφέρον τὸ ὁποῖον ἠσθάνεσο ἔκπαλαι καὶ αἰσθἀνεσαι διὰ τὰ ἀφορῶντα εἰς τὴν ζωὴν καὶ τὴν δόξαν τῆς Ἐκκλησίας»703, όλα αυτά δικαιολογούσαν τις πολλές προσδοκίες της Οικουμενικής Ορθοδοξίας από το νέο Πατριάρχη. Και ο Πατριάρχης δεν τους διέψευσε ουδέ κατ’ ελάχιστον. Γιατί αναδείχθηκε μέγας σε όλα και κυρίως στο γεγονός του εγκαινιασμού ενός ανοίγματος

προς

την

οικουμένη

έτσι,

ώστε

ο

προσδιορισμός

«οικουμενικό» μπροστά από τη λέξη «Πατριαρχείο»να αποκτήσει όλη του τη σημασία και τη βαρύτητα. Το πνεύμα του ανοίγματος της Ορθοδοξίας προς τους ετεροδόξους ξεκίνησε από τότε ακόμη που o Αθηναγόρας ήταν Μητροπολίτης Κερκύρας και συνεχίστηκε και κατά την περίοδο της αρχιεπισκοπείας του στην Αμερική. Όπως έχει γραφεί, «η απομόνωση για τον Αθηναγόρα ήταν κάτι το αδιανόητο, την απελάμβανε μόνον όταν εισήρχετο στο δικό του κελλί. Έξω ήταν ο άνδρας της δράσεως και των δημοσίων σχέσεων704». Αλλά τις σχέσεις αυτές ο Αθηναγόρας τις έθετε πάντοτε στις σωστές τους βάσεις, διότι με τον τρόπο αυτό προσείλκυε το ενδιαφέρον και το σεβασμό

Αθαν. Ι. Δεληκωστόπουλου, Έξω από τα τείχη, Αθηναγόρας Α΄, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, Αθήνα 1988, σ.89. 704 Αθαν. Ι. Δεληκωστόπουλου, ό.π. σ. 57. 703

363


της πολιτικής εξουσίας έτσι, ώστε στη συνέχεια να υπηρετεί τα ζητήματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας705. Πνεύμα, λοιπόν, των ανοικτών οριζόντων, φιλελεύθερο και ανήσυχο, διαπρύσιος κήρυκας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας, φορέας της χωρίς όρια χριστιανικής αγάπης προς κάθε άνθρωπο, άσχετα προς τη φυλή ή τη θρησκεία του, στρατευμένος στο

χρέος της χριστιανικής αδελφοσύνης και της

παγκόσμιας αλληλεγγύης, ηγέτης με φιλειρηνικό πνεύμα που απέβλεπε στην ενότητα των Εκκλησιών, αλλά και προσηλωμένος ταυτόχρονα στην Ορθοδοξία, ασκητικός και παραδοσιακός, εν ταυτώ όμως και άνθρωπος που είχε συλλάβει το πνεύμα των καιρών του, ο Αθηναγόρας ήλθε στο Φανάρι κομίζοντας έναν αέρα ανανέωσης, που δεν άργησε να φυσήξει και να φέρει το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο παγκόσμιο προσκήνιο. Φορέας τέτοιων αντιλήψεων ο νέος Πατριάρχης, προσπάθησε και πέτυχε μια σχέση ισορροπίας και με την τουρκική εξουσία, δείχνοντας την απαιτούμενη νομιμοφροσύνη και ευπείθεια προς τις τουρκικές πολιτικές αρχές και τους νόμους, επειδή τον ενδιέφερε η θρησκευτική πίστη του ποιμνίου του και η ειρηνική συμβίωσή του με τους Τούρκους706, αλλά και επειδή χρειαζόταν την ελληνοτουρκική φιλία «ως βάση για την εκκλησιαστική του πολιτική εκτός των τειχών της Βασιλίδος των Πόλεων»707. Όμως τα πράγματα άλλαξαν δραματικά με τα τραγικά γεγονότα της 6ης Σεπτεμβρίου του 1955 στην Κωνσταντινούπολη, όταν ο τουρκικός όχλος, υπό την ανοχή και τη σιωπηρή καθοδήγηση της κυβέρνησης Μεντερές, σκότωσε και τραυμάτισε Έλληνες, βίασε Ελληνίδες, πυρπόλησε, κατέστρεψε και λεηλάτησε καταστήματα και σπίτια Ελλήνων, σύλησε τάφους και προξένησε μεγάλες ζημιές σε ιδρύματα και σχολεία της ομογένειας. Οι διωγμοί αυτοί, γράφει ο καθηγητής Αθαν.

Αθαν. Ι. Δεληκωστόπουλου, ό.π. σ. 63. Αθαν. Ι. Δεληκωστόπουλου, ό.π. σ. 98. 707 Αθαν. Ι. Δεληκωστόπουλου, ό.π. σ. 148. 705 706

364


Δεληκωστόπουλος, «υπήρξαν πηγή της μεγαλυτέρας απογοητεύσεως την οποία ησθάνθη στη ζωή του ο Αθηναγόρας. Ειρηνοποιός ο ίδιος εργαζόταν για την Ελληνοτουρκική φιλία. Πίστευε μέχρι της στιγμής εκείνης σ’ αυτή. Την εχρειάζετο σαν υπόβαθρο για την παγκόσμια, την οικουμενική δραστηριότητα της Ορθοδοξίας. Ησθάνθη προδομένος. Μέσα όμως από την προδοσία αυτή εβγήκε ένα μεγάλο καλό, αναγκάσθη ο Αθηναγόρας των μεγάλων οραματισμών να στραφεί προς τη Δύση, με γοργότερο ρυθμό, επέσπευσε την «εκτός των τειχών έξοδό του». Έτσι «από το πικρό βγήκε το γλυκύ»708. Από το οριακό αυτό σημείο αρχίζει η προετοιμασία για το μεγάλο οδοιπορικό του Αθηναγόρα, που ξεκίνησε το 1959 με επισκέψεις καταρχάς στα τρία πρεσβυγενή ορθόδοξα Πατριαρχεία της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων καθώς και στη Μονή του Σινά και τη Βηρυτό. Σκοπός του Οικ. Πατριάρχη ήταν το άνοιγμα προς τη Δύση, αφού όμως προηγουμένως θα είχεν επιτευχθεί η πανορθόδοξη ενότητα, η οποία προετοιμάστηκε και προωθήθηκε με τις προαναφερθείσες επισκέψεις του, κυρίως όμως με τις Πανορθόδοξες Διασκέψεις: τρεις στη Ρόδο τα έτη 1961, 1963 και 1964, και μία στο Σαμπεζύ της Γενεύης το 1968. Πέραν όμως της επίτευξης της πανορθόδοξης ενότητας, η μεγαλύτερη προσφορά του Αθηναγόρα (παρά τις αντιδράσεις που ηγέρθησαν από συντηρητικούς εκκλησιαστικούς κύκλους) είναι το κλίμα ενότητας που δημιούργησε η προσέγγιση Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού, στην οποία πρωτοστάτησε ο ίδιος μαζί με τον Πάπα Παύλο τον Στ΄, τόσο με τη συνάντησή τους στα Ιεροσόλυμα, όσο και με τις ιστορικές επισκέψεις του Πάπα στην Κωνσταντινούπολη και του Πατριάρχη στο Βατικανό καθώς και με τις αποστολές εκατέρωθεν αντιπροσωπειών, σε μια εκ των οποίων συμμετείχε και ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης κυρός Ευγένιος, το 1967. Ανάμεσα στα σπουδαία αποτελέσματα αυτής της προσέγγισης των δύο Εκκλησιών είναι 708

Ό.π. σ. 104. 365


και η εκ μέρους του Πάπα απόδοση στην Ελλάδα τιμίων λειψάνων, όπως αυτό της Τιμίας Κάρας του αγίου Αποστόλου Τίτου, πρώτου επισκόπου Κρήτης, η επανακομιδή της οποίας στην Κρήτη έγινε πριν από 47 χρόνια, την 15η Μαΐου 1966. Έτσι εγκαινιάστηκε μια νέα περίοδος στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών και η Ορθοδοξία, εκπροσωπούμενη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, ανοίχτηκε στον κόσμο, ακολουθώντας το πνεύμα των ριζικών και κοσμογονικών αλλαγών στο χώρο της παγκόσμιας πολιτικής, της κοινωνίας και του πολιτισμού, που χαρακτήρισαν

τη

δεκαετία του 60. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο του ανοίγματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς τον Ορθόδοξο κόσμο αλλά και προς τις άλλες χριστιανικές Εκκλησίες, πρέπει να τοποθετηθεί και η επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα στην Κρήτη, τον Ιούλιο του 1963, σε συνδυασμό, βέβαια, και με το εκκλησιαστικό πρόβλημα της Κρήτης, για το οποίο και θα μιλήσουμε αμέσως.

Το εκκλησιαστικό πρόβλημα της Κρήτης

Κρίνουμε,

λοιπόν,

σκόπιμο,

προτού

αναφερθούμε

στα

της

επισκέψεως του Οικουμενικού Πατριάρχη κυρού Αθηναγόρα στην Κρήτη, και για την πληρέστερη κατανόηση αυτού του ιστορικού για τη μεγαλόνησο γεγονότος, να προβούμε σε μια, κατά το δυνατόν σύντομη, έκθεση του εκκλησιαστικού προβλήματος της Κρήτης κατά την περίοδο αυτή. Με το Νόμο 4149/1961 «Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς ἐν Κρήτῃ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» που ψήφισε η Ελληνική Βουλή, διασφαλίστηκε η σχέση της Εκκλησίας της Κρήτης με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αποκλείστηκαν οι φωνές περί αυτονομίας ή ένωσης με την Εκκλησία της

366


Ελλάδας709, καθορίστηκαν επακριβώς όλα τα ζητήματα τα αφορώντα στη διοίκηση της Εκκλησίας της Κρήτης καθώς και στη σχέση των Μητροπολιτών με τον Αρχιεπίσκοπο και ορίστηκε με το άρθ. 36 ότι «Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης ἐν τῇ Θείᾳ Λειτουργίᾳ μνημονεύει τοῦ ἑκάστοτε Οἰκουμενικοῦ

Πατριάρχου,

οἱ

δὲ

Μητροπολῖται

τοῦ

ἑκάστοτε

Ἀρχιεπισκόπου.». Ωστόσο, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ομαλά. Διότι οι επίσκοποι της Κρήτης επανέφεραν στο προσκήνιο παλαιότερο, από τη δεκαετία του 1930, αίτημά τους να ανυψωθούν οι επισκοπές του νησιού σε Μητροπόλεις και οι ίδιοι σε Μητροπολίτες. Το 1950 μάλιστα οι επίσκοποι της Δυτικής Κρήτης έφτασαν στο σημείο να ζητούν από το Πατριαρχείο την κατάργηση του τίτλου του Μητροπολίτη Κρήτης και «τῶν κανονικῶν αὐτοῦ δικαίων»και την εξίσωσή του με τους άλλους επισκόπους της Κρήτης, «πρὸς ἱκανοποίησιν ἀτομικῶν αὐτῶν φιλοδοξιῶν», όπως γράφει ο Μητροπολίτης Ευγένιος σε έγγραφό του προς το Σοφ. Βενιζέλο, με ημερομηνία 7 Οκτωβρίου 1950710. Τα τοπικιστικά κίνητρα είχαν πρωτεύοντα ρόλο στην έγερση τέτοιου είδους αιτημάτων, όπως φαίνεται και από το γεγονός ότι η παρασυναγωγική δράση των ως άνω επισκόπων καταργούσε, κατά το Μητροπολιτη Ευγένιο, «το «μοναδικὸν προνόμιον τῆς πόλεως τοῦ Ἡρακλείου ὡς Ἐκκλησιαστικῆς πρωτευούσης τῆς Νήσου»711. Το 1962 εγείρεται εκ νέου από τους επισκόπους της Κρήτης το ζήτημα της ανύψωσής τους σε Μητροπολίτες. Διότι οι επίσκοποι της Κρήτης, με τη δικαιολογία ότι το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων τούς αντιμετώπιζε, κάθε φορά που το επισκέπτονταν, όχι ως Μητροπολίτες αλλά ως βοηθούς επισκόπους, άρχισαν να πιέζουν προς την κατεύθυνση της ανακηρύξεώς των ως Μητροπολιτών, για να εξισωθούν,

Μητροπολίτου Πέτρας και Χερρονήσου Νεκταρίου, Ο Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος και η Εκκλησία της Κρήτης, Νεάπολις 2002, σ. 209-210. 710 Μητροπολίτου Πέτρας και Χερρονήσου Νεκταρίου, ό. π. σ. 117 711 Αυτόθι. 709

367


όπως έλεγαν, με τους Μητροπολίτες της άλλης Ελλάδας 712. Με την προοπτική αυτή ήταν σύμφωνη η Σύνοδος της εν Κρήτη Εκκλησίας καθώς και ο Μητροπολίτης Ευγένιος, υπό τον όρο ότι ταυτόχρονα με την ανύψωση των Επισκοπών σε Μητροπόλεις και των επισκόπων σε Μητροπολίτες και η Μητρόπολη Κρήτης θα ανυψωνόταν σε Αρχιεπισκοπή και βεβαίως ο Μητροπολίτης Κρήτης σε Αρχιεπίσκοπο Κρήτης. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα οι επίσκοποι της Κρήτης δεν έπαψαν ουδέ στιγμή να ενεργούν και να πιέζουν τους διάφορους παράγοντες, με σκοπό να επιτύχουν τη δική τους ανύψωση, χωρίς ουσιαστικά να ενδιαφέρονται για την τύχη της Μητροπόλεως Κρήτης και του Μητροπολίτη Ευγενίου, επειδή φαίνεται ότι δεν άντεχαν τη λάμψη της προσωπικότητάς του και επιζητούσαν να απαλλαγούν από τη μνημόνευσή του, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να επιτύχουν μια νίκη εναντίον του 713. Έτσι, όταν το Σεπτέμβριο του 1962 ο Μητροπολίτης Ευγένιος, συνοδευόμενος από τους επισκόπους Πέτρας Δημήτριο και Λάμπης και Σφακίων Ισίδωρο, επισκέφθηκε το Φανάρι, με σκοπό να στηρίξει και να προβάλει μπροστά στον Πατριάρχη και στη Σύνοδο το αίτημα της παράλληλης ανυψώσεως των επισκοπών σε Μητροπόλεις και της Μητρόπολης σε Αρχιεπισκοπή, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν κατά τα αναμενόμενα, αφού η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου αποφάσισε να ανυψώσει μεν τις Επισκοπές σε Μητροπόλεις και τους επισκόπους σε Μητροπολίτες, όχι

«Ἠρώτησα Ἐπίσκοπον τῆς μεγαλονήσου περὶ τοῦ λόγου, δι’ ὅν ἐπεδίωξαν τὴν μετονομασίαν των εἰς μητροπολίτας· καὶ ἔλαβον τὴν ἀπάντησιν, ὅτι αἱ κρατικαὶ Ἀρχαί, θεωροῦσαι τὸν ἐπίσκοπον κατώτερον τοῦ «μητροπολίτου», δὲν ἐπροθυμοποιοῦντο εἰς ἐπίλυσιν τῶν ζητημάτων των, ἀλλ’ ἐζήτουν χειρισμὸν τοὐτων ὑπὸ «μητροπολίτου»· τοῦτο δὲ, διότι, ἀπὸ τῶν ἐν τῇ λοιπῇ Ἑλλάδι κρατούντων, ἔνθα ἐπίσκοποι καλοῦνται οἱ τιτουλάριοι βοηθοὶ τοῦ Ἀθηνῶν, τοῦ Θεσσαλονίκης καὶ εἴ τινος ἄλλου ἑκάστοτε, ἐνόμιζον αἱ κρατικαὶ Ἀρχαὶ, ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι Κρήτης ἦσαν ἥσσονες τῶν «μητροπολιτῶν» καὶ δὴ καὶ τοῦ «μητροπολίτου»των, μὴ δικαιούμενοι ἰσοτιμίας, προσοχῆς καὶ χειρισμοῦ θεμάτων ἕκαστος τῆς Ἐπισκοπῆς του.» (Άρθρο του καθηγητή Λεωνίδα Ιω. Φιλιππίδη με τίτλο «Διατὶ «Ἐπίσκοποι»;», στον «ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΤΙΤΟ», Τεύχος 10, Έτος ΙΒ΄, Οκτώβριος 1963, σ.175). 713 Μητροπολίτου Πέτρας και Χερρονήσου Νεκταρίου, ό. π. σ. 233. 712

368


όμως και τη Μητρόπολη σε Αρχιεπισκοπή και τον Μητροπολίτη Κρήτης σε Αρχιεπίσκοπο. Έτσι με την υπ’ αριθμ. 812/25-9-1962 απόφασή της η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου ανύψωσε τις επισκοπές της Κρήτης «εἰς τὴν ἀξίαν Μητροπόλεων τιμῆς ἕνεκεν»,και απένειμε «τοῖς προεστῶσι τούτων τὴν τιμὴν καὶ τὸ κλέος τοῦ Μητροπολίτου τιμῆς ἕνεκεν (…)μνημονεύουσι τοῦ λοιποῦ τοῦ κανονικοῦ ὀνόματος τοῦ ἑκάστοτε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐν ταῖς ἱεραῖς ἀκολουθίαις καὶ τελεταῖς, ἀκεραίων μέντοι γε καὶ ἐφεξῆς διασωζομένων τῷ Ἱερωτάτῳ Μητροπολίτῃ Κρήτης τῶν τε τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ ἀπὸ τοῦ Εἰδικοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς ἐν Κρήτῃ Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας ἀπορρεόντων τακτικῶν ἐπὶ τῶν ὡς ἄνω Ἐκκλησιαστικῶν περιοχῶν δικαιωμάτων καὶ προνομίων αὐτοῦ.714». Φαίνεται ότι οι φιλίες που είχαν μερικοί από τους

επισκόπους της Κρήτης με

Μητροπολίτες της Πατριαρχικής Συνόδου καθώς και οι πιέσεις και παρεμβάσεις που δέχτηκε εκείνο τον καιρό το Πατριαρχείο υπερίσχυσαν στη λήψη της συγκεκριμένης απόφασης715. Η δικαιολογία της ανύψωσης των επισκόπων σε Μητροπολίτες «τιμῆς ἕνεκεν», όπως καταγράφεται στην ως άνω απόφαση, μπορεί να χαρακτηριστεί ως αόριστη και γενικόλογη, καθώς η Σύνοδος θεώρησε ότι η απόφασή της αυτή θα συνέβαλε προς «τὸ εὐρυθμότερον καὶ ἀνάλογον πρὸς τὰς νέας ἀνάγκας, γενικάς τε καὶ μερικάς, τῶν ἐν Κρήτῃ ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, ἵνα ἡ ἐν Κρήτῃ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία, τουντεῦθεν ἀπροσκόπτως χωρήσῃ ἐπὶ τὸ νέον στάδιον, ὅπερ ἀνέωκται αὐτῇ διὰ τοῦ Νέου Καταστατικοῦ αὐτῆς Χάρτου…716». Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η συγκατάνευση του Γεωργίου Κ. Αποστολάκη, Βασικαί Διατάξεις Εκκλησιαστικού-Κανονικού Δικαίου & Νομολογία, Ηράκλειον Κρήτης 2006, σ. 647. 715 Μητροπολίτου Πέτρας και Χερρονήσου Νεκταρίου, ό. π. σ. 213. 716 Γεωργίου Κ. Αποστολάκη, αυτόθι. Αλλά και οι απαντήσεις του Πατριάρχη Αθηναγόρα στον απεσταλμένο της εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ Μάνο Χάρη σχετικά με το λόγο της ανυψώσεως των επισκοπών σε Μητροπόλεις, χωρίς την παράλληλη ανύψωση της Μητροπόλεως Κρήτης σε Αρχιεπισκοπή, δεν φαίνονται ικανοποιητικές, αφού στη συνέντευξή του ο Πατριάρχης είπε επί του θέματος αυτού: «Ὡς πρὸς τὸ διατὶ δὲν ἐπραγματοποιήθη τὸ σχετικὸν μὲ τοὺς Κρῆτας αἴτημα, τοῦτο συνέβη διότι ὑπῆρξαν καὶ 714

369


Πατριάρχη Αθηναγόρα στην ανύψωση των επισκοπών της Κρήτης σε Μητροπόλεις συνδέεται και με τη θέλησή του να δυναμώσει το ρόλο και την παρουσία του Πατριαρχείου στον ελλαδικό χώρο. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι μεν «τιμής ένεκεν» ανυψωθέντες σε Μητροπολίτες επίσκοποι της Κρήτης να θριαμβολογούν717 όχι μόνο για το καθαυτό γεγονός της ανύψωσής τους αλλά και για τη νίκη τους επί του Ευγενίου718, το δε εκκλησιαστικό καθεστώς της Κρήτης να δεχτεί καίριο πλήγμα719, αφού ανατρεπόταν η εκκλησιαστική ὑπάρχουν φυσικοὶ λόγοι πολλαπλῆς ἐκκλησιαστικῆς σκοπιμότητος, μέσα εἰς τοὺς ὁποίους ὑπάρχουν καὶ κανονικοί. Ἡ Ἐκκλησία πολλάκις ἐλίσσεται κατὰ παράδοξον τρόπον, ὅταν αὐτὸ ἐπιτάσση τὸ γενικότερον συμφέρον τοῦ ποιμνίου της.».(ΠΑΤΡΙΣ, 5 Ιαν. 1963). 717 «Οἱ ἐπίσκοποι ἔφυγον ἐκ τοῦ Φαναρίου μὲ τὸ παραλήρημα τοῦ θριάμβου, κατῆλθον εἰς Κρήτην καὶ ἔσπευσαν εἰς τὰ κωδωνοστάσια τῶν ναῶν νὰ διαλαλήσουν τὸν θρίαμβον. Ο «Χρόνος»τοῦ Φαναρίου ἔγραψεν τότε «περὶ τοῦ τῶν Μητροπολιτῶν τροπαίου», ἄρα ἐκεῖνοι διεξεδίκησαν τὴν τιμὴν τοῦ «τιμῆς ἕνεκεν»ὡς ἰδικόν των ἔργον. Συνάγεται ἐκ τῶν ἀνωτέρω ὅτι ἐκεῖνοι εἰσηγήθησαν τὸν χωρισμὸν τῆς προτάσεως εἰς δύο, τὴν ἀπόρριψιν ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐξύψωσιν τῆς Μητροπόλεως, καὶ τὴν ἔγκρισιν τοῦ «τιμῆς ἕνεκεν»διὰ τοὺς ἐπισκόπους.(…)Τὸ φοβερώτερον εἶναι ὅτι (οι επίσκοποι) τὸν φέρουν (τον τίτλο) καὶ τὸν μεταφέρουν κομπαστικῶς καὶ παρανόμως καὶ ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν καὶ ἐνώπιον τοῦ ὑπερηφάνου λαοῦ τῆς Κρήτης καὶ τὸ φοβερώτερον ὅτι ἔχουν τεθῆ ἀντίθετοι μὲ τὴν ἐξύψωσιν τῆς Μητροπόλεως εἰς Ἀρχιεπισκοπήν, ἐπιδιώκοντες τοιουτοτρόπως νὰ ἰσοπεδώσουν τὰς βαθμίδας τῆς ἱεραχίας καὶ νὰ διαλύσουν τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Ἀποστόλου Τίτου. Ἤδη, ὡς ἐπληροφορήθημεν, ἐν Ἀθήναις περιφέρονται ἀπὸ Ὑπουργείου εἰς Ὑπουργεῖον καὶ ἐπιδιώκουν δύο τινά. Τὴν Νομοθετικὴν διασφάλισιν τοῦ τιμῆς ἕνεκεν, τὸ ὁποῖον εἶναι νομικῶς αἰωρούμενον, καὶ τὴν ἀποτροπὴν τῆς Μητροπόλεως εἰς Ἀρχιεπισκοπήν.» (Απόσπασμα από άρθρο του Εμμ. Γαλανάκη, με τίτλο Η Εκκλησία της Κρήτης στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ Ηρακλείου, της 28ης Φεβρ. 1963). 718 «Οἱ τιμηθέντες…δὲν θέλουν τὴν ἀνύψωσιν τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς ἀπὸ φθόνον κατὰ τοῦ Ἡρακλείου ἤ ἀπὸ μίσος κατὰ τοῦ Μητροπολίτου Κρήτης.», έγραφε ο Εμμ. Γαλανάκης στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ της 1ης Μαΐου 1963. 719 Σχετικά με το θέμα αυτό δημοσιεύτηκε, από τις 14 έως 20 Ιανουαρίου 1963, στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ του Ηρακλείου σειρά έξι άρθρων του δικηγόρου Μάνθου Π. Πλεύρη με τίτλο «Πάγια και ασάλευτος η καθεστωτική μορφή της Εκκλησίας Κρήτης», στα οποία με νομοκανονικά επιχειρήματα ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι η αλλαγή της καθεστωτικής μορφής της Εκκλησίας της Κρήτης αποτελεί νόθευση και αλλοίωσή της. Στο άρθρο της 19ης Ιανουαρίου ο συγγραφέας τονίζει: «Ἐφ’ ὅσον τοῦ λοιποῦ θὰ μνημονεύωσιν οἱ ἀνυψωθέντες τοῦ ὀνόματος τοῦ ἑκάστοτε Οίκουμενικοῦ Πατριάρχου, διασπᾶται ἡ ἑνότης καὶ συνοχὴ τῆς Συνόδου, μὲ ἀναλόγους ἐπιπτώσεις ἐπὶ τοῦ δεσμοῦ ἀμέσου ἐξαρτήσεως τῶν Συνοδικῶν ἀπὸ τοῦ προσώπου τοῦ Προέδρου.». Και υπογραμμίζει: Φρονοῦμεν ἀδιστάκτως ὅτι ἡ βιωσιμότητα τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου Κρήτης εἶναι ζήτημα συνοχῆς καὶ πειθαρχίας τῶν μελῶν της, ἀναγνωριζόντων κατὰ τὰς κανονικὰς διατάξεις, ὡς προκαθήμενον τὸν πραγματικὸν Μητροπολίτην περὶ τὸν ὁποῖον ὡς Πρόεδρον, συγκροτοῦσι τὴν Σύνοδον. Ἡ δὲ τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων τῆς Νήσου ἀναφορὰ ἐν ταῖς ἱεραῖς ἀκολουθίαις τοῦ ὀνόματος τοῦ Πατριάρχου καὶ ὄχι τοῦ Μητροπολίτου, ὡς Προέδρου 370


τάξη και ο Μητροπολίτης Κρήτης έχανε εφεξής το μνημόσυνό του, μια που οι «τιμής ένεκεν»Μητροπολίτες της Κρήτης όφειλαν πλέον να μνημονεύουν τον Οικ. Πατριάρχη και όχι τον Πρώτο της εν Κρήτῃ Εκκλησίας. Η όλη αυτή εξέλιξη, όπως ήταν επόμενο, λύπησε βαθιά τον Μητροπολίτη Ευγένιο, ο οποίος όμως, παρ’ όλα αυτά, ουδέποτε καταφέρθηκε κατά του Πατριαρχείου ούτε μίλησε περιφρονητικά εναντίον του720, πράγμα που καταδεικνύει η βραχυλογική ανακοίνωση της ανυψώσεως των επισκόπων σε Μητροπολίτες στον «Απόστολο Τίτο», επίσημο περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Κρήτης721, αλλά και η υπομονή του και η υπακοή που έδειξε απέναντι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, κυρίως όμως ο τρόπος υποδοχής του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Η σπουδαιότερη όμως συνέπεια του γεγονότος αυτού ήταν ο διχασμός που ακολούθησε τόσο στο εσωτερικό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κρήτης όσο και προπάντων στους κόλπους του κρητικού λαού. Ο υφέρπων τοπικισμός,

κυρίως μεταξύ Χανίων και Ηρακλείου

(γνωστός δυστυχώς μέχρι και σήμερα), ήλθε αναφανδόν πλέον στην επιφάνεια και επηρέασε τις σχέσεις του Μητροπολίτη Κρήτης με τους τῆς Συνόδου, ἀποτελεῖ κατὰ τὴν ταπεινήν μας γνώμην, τεκμήριον περίπου ἀμάχητον, περὶ προπαρασκευαζομένης ἀνατινάξεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καθεστῶτος τῆς Κρήτης εἰς τὸν ἀέρα. Πάντως καὶ ἐὰν δὲν εὑρισκόμεθα σήμερον πρὸ τετελεσμένου γεγονότος καὶ δὴ ἀνεπανορθώτου, ἀναμφιβόλως ὅμως διανύομεν ἕν στάδιον ὑπούλου καὶ ἀξιοθρηνήτου ἀποπείρας πρὸς διάλυσιν τοῦ καθεστῶτος τούτου.». Αναφερόμενος, εξάλλου, στην παύση του μνημοσύνου του Μητροπολίτη Κρήτης από τους «τιμής ἕνεκεν»Μητροπολίτες, ο αρθρογραφος σημειώνει στο άρθρο της 20ής Ιανουαρίου: «Ἡ οὕτω πως λοιπὸν διαμορφωθεῖσα σήμερον κατάστασις εἰς τὴν ἐσωτερικὴν διοίκησιν τῆς Έκκλησίας διὰ μόνης τῆς ὑψώσεως τῶν ἐπισκόπων εἰς Μητροπολίτας ἐν συνδυασμῷ μάλιστα μὲ τὴν ἀπροσδόκητον κατάργησιν τοῦ μνημοσύνου τοῦ Προέδρου τῆς Συνόδου, δὲν ἐγγυᾶται καθ’ ὁλοκληρίαν τὴν παγίωσιν τοῦ ἡμιαυτονόμου καθεστῶτος, ὡς πλανώμενοι, φρονοῦν οἱ Πατριαρχικοὶ κύκλοι. Τὸ μόνον βέβαιον καὶ ἀληθὲς εἶναι ὅτι μετὰ τὴν ἀλλόκοτον αὐτὴν τροπὴν τῶν πραγμάτων, τὸ ἔδαφος ἐπὶ τοῦ ὁποίου θεμελιοῦται τὸ ἐκκλησιαστικὸν καθεστὼς Κρήτης ἤρχισε σειόμενον καὶ αἱ μέχρι σήμερον ένδείξεις δὲν εἶναι ἐνθαρρυντικαὶ ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἑδραίωσιν καὶ παγίωσιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικητικῆς ζωῆς τῆς Μεγαλονήσου.». Σημειωτέον ότι τα άρθρα αυτά δημοσιεύτηκαν ως ενιαίο κείμενο στον ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΤΙΤΟ, τεύχος 2, έτος ΙΒ΄, Φεβρουάριος 1963, σ. 21—31. 720 Μητροπολίτου Πέτρας και Χερρονήσου Νεκταρίου, ό.π. σ. 234. 721 Τεύχος 10, Έτος ΙΑ΄, Οκτώβριος 1962, σ. 184. 371


λοιπούς Ιεράρχες του νησιού. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το επίσημο μηνιαίο τεύχος του περιοδικού της Ιεράς Μητροπόλεως Κυδωνίας και Αποκορώνου «Χριστιανικόν Φως»αναδημοσίευσε από το αντιεκκλησιαστικό έντυπο «Χρόνος», εκδιδόμενο στην Κων/πολη, ασύστολα ψεύδη και κακοήθεις ύβρεις και συκοφαντίες κατά του Μητροπολίτη Ευγενίου. Μεταφέρω το σχόλιο από τον «Απόστολο Τίτο»: «Ἀποροῦμεν πῶς εὑρέθη διὰ τὰ τοιαῦτα χῶρος εἰς ἕνα θρησκευτικὸν περιοδικόν, τὸ ὁποῖον σκοπὸν ἔχει τάξει τὴν κατὰ Χριστὸν οίκοδομὴν τοῦ Χριστεπωνύμου πληρώματος.722». Αποκαλυπτικό της κατάστασης στην οποία έφτασαν οι σχέσεις μεταξύ των Ιεραρχών της Κρήτης και του Μητροπολίτη Ευγενίου υπήρξε και το γεγονός ότι, εξαιρέσει του Ιεραπύτνης Φιλοθέου, κανείς δεν παρέστη στην εορτή του πολιούχου του Ηρακλείου Αγίου Μηνά ούτε και στα ονομαστήρια του Μητροπολίτη Ευγενίου, ενώ οι περισσότεροι εξ αυτών μετέβησαν στα Χανιά την 21 Νοεμ. 1962 για την εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου. Εκεί, όπως σημείωσε η Ομοσπονδία Επαγγελματοβιοτεχνών Ηρακλείου στην επιστολή της προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, «και συνελειτούργησαν καὶ συνεώρτασαν ἐπιδεικτικῶς, προφανῶς διὰ νὰ τονισθῇ περισσότερον ἡ αδιαφορία των (…)καὶ ἡ ἀπουσία των ἀπὸ τὴν ἑορτὴν τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καὶ τὴν ὀνομαστικὴν ἑορτὴν τοῦ Προκαθημένου των.723». Πολύ έντονη όμως υπήρξεν η αντίδραση κατά της αποφάσεως του Πατριαρχείου από το λαό και τους φορείς της πόλεως και του Νομού του Ηρακλείου κυρίως, αλλά και από άλλες υγιείς φωνές από άλλους Νομούς, που έβλεπαν να καταλύεται το αιωνόβιο εκκλησιαστικό καθεστώς της Εκκλησίας και να αδικείται κατάφωρα η φωτεινή μορφή του Μητροπολίτη Ευγενίου. Πρώτα-πρώτα, δέκα βουλευτές της Κρήτης έστειλαν σχετικό υπόμνημα 722 723

στο

Πατριαρχείο

ζητώντας

από

τον

Πατριάρχη

να

Τεύχος 2, Έτος ΙΒ΄, Φεβρουάριος 1963, σ.38. Εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ», 19 Ιαν. 1963. 372


αποκαταστήσει τη διασαλευθείσα στους κόλπους της Εκκλησίας της Κρήτης τάξη, με την απονομή του τίτλου του Αρχιεπισκόπου στο «συνετόν και σθεναρόν Ποιμένα της Εκκλησίας», όπως αναφέρουν, εννοώντας το Μητροπολίτη Ευγένιο724. Το ίδιο έπραξαν και οκτώ Δήμαρχοι της Ανατολικής Κρήτης, οι οποίοι ζήτησαν τόσο από τον Πατριάρχη όσο και από τις ελληνικές Αρχές και τους Ιεράρχες της Κρήτης τη διασφάλιση του αιωνόβιου Καθεστώτος της Εκκλησίας της Κρήτης725. Εξάλλου, δεν υπήρξε φορέας ή παραγωγική τάξη που να μην έστειλε επιστολή στον Οικουμενικό Πατριάρχη, ζητώντας του να αποκαταστήσει την αδικία σε βάρος του Ευγενίου ή, διαφορετικά, να επαναφέρει τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση. Αναφέρουμε ενδεικτικά την Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών Ηρακλείου726, την Ένωση Εφέδρων Αξιωματικών727, την Ομοσπονδία Επαγγελματοβιοτεχνών Ηρακλείου728, την Κοινότητα και το Συνεταιρισμό

Μαλλίων729,

τους

Ιατρικούς

Συλλόγους

Ηρακλείου,

Λασιθίου και Ρεθύμνης730. Αλλά και ο Τύπος του Ηρακλείου δεν έμεινε καθόλου αμέτοχος και απαθής απέναντι στα γεγονότα731, διότι το θέμα, πέρα από τη σοβαρότητά του ως καθαυτό εκκλησιαστικό ζήτημα, θεωρήθηκε ότι πλήττει όχι μόνο το πρόσωπο του Ευγενίου, τον οποίο ο λαός αγαπούσε και τιμούσε για το έργο και την πολιτεία του, αλλά και την πόλη και το Νομό του Ηρακλείου. Οι αρθρογράφοι συχνά καταφέρονται κατά του Πατριαρχείου και του

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ, τεύχος 3, Έτος ΙΒ΄, Μάρτιος 1963, σ. 56. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ, τεύχος 3, Έτος ΙΒ΄, Μάρτιος 1963, σ. 56-57. 726 Εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ, 4 Ιαν. 1963. 727 Εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ, 31 Ιαν. 1963. 728 Εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ, 19 Ιαν. 1963. 729 Εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ, 5 Φεβρ. 1983. 730 Εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ, 19 Μαρ. 1963. 731 Δες εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ: 3, 10, 11, 12, 13, 22, 23 Ιαν. 1963· 2, 3, 9, 10, 16, 27,28 Φεβρ. 1963· 2, 5, 6, 7, 10, 16, 17 Μαρτίου 1963· 10, 11, 14, 30 Απριλίου 1963· 1, 3, 4, 15, 16 Μαΐου 1963· 26, 30 Ιουνίου 1963. Επίσης εφημερίδα ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ Ηρακλείου: 9, 15, 31 Ιανουαρίου 1963· 3, 5, 7, 13, 19 Μαρτίου 1963· 16 Απριλίου 1963· 7, 9, 11, 12, 13, 14, 16, 18, 21, Ιουλίου 1963. 724 725

373


ίδιου του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα732, διότι έδιδε πίστη και σημασία σε όλες τις πληροφορίες που λάμβανε από την Κρήτη σχετικά με το εκκλησιαστικό ζήτημα του νησιού, εκτός αυτών που προέρχονταν από το Ηράκλειο (παρόλο που, όπως γράφει ο αρθρογράφος, στην πόλη και στο Νομό του Ηρακλείου κατοικούσε «τὸ ἥμισυ τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Κρήτης»), επειδή τάχα οι πληροφορίες από την περιοχή του Ηρακλείου αποστέλλονταν με την υποκίνηση του Μητροπολίτη Ευγενίου733. Παραγνώριζε, μάλιστα, ακόμη και τα τηλεγραφήματα των Βουλευτών, των Δημάρχων και των άλλων φορέων του Ηρακλείου, ακούοντας μόνο την,

«Τὸ πεῖσμα τοῦ Οικουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀρνεῖται νὰ δώσῃ ἐξήγησιν σαφῆ καὶ πειστικὴν, μᾶς τοποθετεῖ εἰς τὴν θέσιν τῶν ἀντιπάλων του, ἐνῶ εἴμεθα οἱ πιστότεροί του πιστοί καὶ πλέον ἀφοσιωμένοι χριστιανοὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μας…Λόγοι καὶ ἔργα αὐτοῦ εὑρίσκονται εἰς πλήρη ἀντίθεσιν. Καὶ τὰ ἔργα καὶ ὄχι οἱ λόγοι δείχνουν τὴν πίστιν μας. Ὁ λαὸς εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ λαὸς αὐτὸς δικαιοῦται νὰ λαμβάνῃ γνῶσιν τῶν τῆς Ἐκκλησίας», έγραψε ο Εμμ. Γαλανάκης σε άρθρο του με τίτλο «Συμπεράσματα ἐπὶ τῆς συνεντέυξεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα»(Εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ, 10 Ιαν. 1963). Ο ίδιος αρθρογράφος έγραψε στην ΠΑΤΡΙΔΑ της 27ης Φεβρ. 1963: «Ἡ ἀπόφασις τοῦ «τιμῆς ἕνεκεν»εἶναι άσυγχώρητον ψεῦδος καὶ κατάφωρος παρανομία. Το μαρτυρεῖ τὸ Πατριαρχεῖον, τὸ μαρτυροῦν τρεῖς προηγούμενες ἀποφάσεις τῆς Πατριαρχικῆς Συνόδου. Τὸ 1953, τὸ 1959, τὸ 1961 τὸ Πατριαρχεῖον ἀποφασίζει ὅτι τὸ «τιμῆς ἕνεκεν»εἶναι παράνομον, ἀντικανονικόν καὶ διαλυτικὸν τῆς ἡμιαυτονόμου Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Τὸ ἀποκλείει. Τὸ 1962 τὸ θεωρεῖ κανονικόν, νόμιμον καὶ ὄχι διαλυτικὸν καὶ τὸ ψηφίζει.». Τον Πατριάρχη κατηγορεί για «καλογερικό πείσμα»και η εφημερίδα ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ (9 Ιαν. 1963) και τον θεωρεί «πταίστην καὶ ὑπόλογον ἔναντι τῆς Κρήτης καὶ τοῦ χριστιανικοῦ της λαοῦ»(7 Ιουλιου 1963). 733 «Τὸ Πατριαρχεῖον ἔκαμε ὅ, τι ἦτο δυνατόν, ὅ, τι ἐπέτρεπαν οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὴν πρᾶξιν μας δὲν ἐμειώσαμεν τὸν Κρήτης Εὐγένιον, ἀλλὰ τὸν ἐτιμήσαμεν, διότι τώρα ὁ τίτλος του εἶναι μεγαλύτερος, ἀφοῦ προΐσταται ὄχι πλέον ἐπισκόπων ἀλλὰ Μητροπολιτῶν. (…) Λυποῦμαι ἀφάνταστα διότι οὗτος (δηλ. ο Ευγένιος) διὰ τοῦ στενοῦ περιβάλλοντός του, παρακινεῖ ὅλα ὅσα λαμβάνουν χώραν τελευταίως.», υποστήριξε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας στη συνέντευξή του (ΠΑΤΡΙΣ, 4 Ιαν. 1963).«Κατὰ τὴν ὁμολογίαν τοῦ Παναγιωτάτου εἰς χεῖρας του ὑπάρχουν πολλὰ τηλεγραφήματα καὶ γράμματα ἀπ’ ὅλην τὴν Κρήτην. Ὡς ἐξάγεται τὰ διαιρεῖ εἰς δύο κατηγορίας. Εἰς τὰ ἄνευ σημασίας, διότι προέρχονται ἐκ τῆς περιοχῆς του Ἡρακλείου, διὰ τὰ ὁποῖα δὲν δίδεται μεγάλη ἀξία, διότι θεωροῦνται ὡς ἀποσταλέντα τῇ ὑποκινήσει τοῦ Μητροπολίτου Εὐγενίου, καὶ εἰς τὰ σημαντικὰ εἰς τὰ ὁποῖα μόνον ἀποδίδει ἀξίαν λαϊκῆς θελήσεως καὶ εἶναι αὐτὰ τὰ ἀποσταλέντα ἐκ τὴς περιοχῆς τοῦ «τιμῆς ἕνεκεν». (Άρθρο του Εμμ. Γαλανάκη με τίτλο«Συμπεράσματα ἐπὶ τῆς συνεντέυξεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα». Μέρος Β΄, στην Εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ, 11 Ιαν. 1963). Και η ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ (9 Ιαν. 1963) έγραψε: «Νὰ διακόψωμεν τὴν συζήτησιν, μέχρι τοῦ προσεχοῦς Πάσχα, διὰ νὰ δοθῇ εἰς τὸ Πατριαρχεῖον ὁ καιρὸς νὰ ἀντιληφθῇ ὅτι δὲν εἶναι τὰ «ὄργανα»τοῦ Εὐγενίου ποὺ δημιουργοῦν τὸ θέμα, ἀλλὰ ἡ Κρήτη ὁλόκληρη ποὺ δὲν συνηθίζει νὰ ἀστειεύεται». 732

374


όπως χαρακτηρίζεται, «διαβλητή»φωνή των «τιμῆς ἕνεκεν»Μητροπολιτών της Κρήτης. Αλλά από τα βέλη του Τύπου δεν ξέφυγαν ούτε οι «τιμῆς ἕνεκεν» ανυψωθέντες Μητροπολίτες, καθώς από το σύνολο των αρθρογράφων ή επιστολογράφων τονιζόταν ότι η ανύψωσή τους ήταν θέμα κενοδοξίας και προσωπικών φιλοδοξιών, σε βάρος του αιωνόβιου κανονικού θεσμού της Εκκλησίας της Κρήτης734. Η παρείσφρηση του τοπικισμού ήταν «Τὸν τρόπον διὰ τοῦ ὁποίου ἔγιναν ἐπίσκοποι τὸν γνωρίζει κάλλιστα ὁ λαός. Ἐζήτησαν καὶ μερικοὶ ἱκέτευσαν καὶ έξελιπάρησαν διὰ νὰ τὸ ἐπιτύχουν καὶ συνεκέντρωσαν μετὰ δυσκολίας τὰ νόμιμα δικαιολογητικὰ διὰ τὸν τύπον. Αὐτοὶ ἀκριβῶς μετὰ τὴν πρώτην εὔκολον ἐπιτυχίαν τὰ ἐθεώρησαν ἐπὶ γῆς ὅλα δυνατὰ καὶ ἔθεσαν ὡς ἄμεσον ἐπιδίωξιν τὸν τίτλον τοῦ Μητροπολίτου, ἔστω καὶ ἄνευ περιεχομένου. Θὰ ἐθεραπεύετο ὁ ἐγωισμός των, ἔστω καὶ μὲ διάλυσιν τῆς Ἐκκλησίας μας…Τὶ ἀξίαν ἔχει διὰ τὴν Κρήτην μία Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἕνα ἀδιασάλευτο καθεστὼς χιλιάδων ἐτῶν, ἀπέναντι σὲ ἕναν τίτλον τιμητικόν; Ἄς καταργηθῇ ἡ Μητρόπολις Κρήτης, ἄς ῥιψομεν κατὰ πρόσωπον τοῦ ἀποστόλου Τίτου αὐτὸ τὸ γελοῖον κατασκεύασμά του μὲ τοὺς ἐπισκόπους του. Ἀναχρονιστικαὶ καὶ παλααὶ ἀντιλήψεις. Ἡ νεότης θέλει νεωτεριστικοὺς τίτλους καὶ τιμάς…»(Άρθρο του Εμμ. Γαλανάκη με τίτλο«Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης», στην Εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ, 28 Φεβρ. 1963). Σε άρθρο του Ανδρ. Παπαδάκη (Βιαννίτη), δημοσιευμένο στην ίδια εφημερίδα (4 Μαρτ. 1963) διαβάζουμε την πληροφορία ότι οι «τιμῆς ἕνεκεν»Μητροπολίτες παρεπιδημούσαν στην Αθήνα «βυσσοδομοῦντες εἰς τὰ Ὑπουργεῖα ἐναντίον τῆς Κρητικῆς Ἐκκλησίας», ενώ σε ομιλία του Άρχοντος Διδασκάλου του Γένους Εμμ. Πετράκη, δημοσιευμένη επίσης στην ΠΑΤΡΙΔΑ (7 Μαρτ. 1963), οι ανυψωθέντες σε Μητροπολίτες επίσκοποι της Κρήτης «ποὺ ἐπρωτοστάτησαν καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ κινοῦν πάντα λίθον ἐναντίον τοῦ κανονικοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας, νομίζουν φαίνεται ὅτι μόνον ἄν ἀποκτήσουν μεγάλους τίτλους, θὰ γίνουν μεγάλοι καὶ ὄχι μὲ τὴν ἁγίαν ζωήν των καὶ τὴν εὐργετικὴν ἀκτινοβολίαν τοῦ χριστιανικοῦ ἔργου των.». Αλλά και ο αρθρογράφος της ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ κατηγορεί τους «τιμῆς ἕνεκεν»Μητροπολίτες ότι διατάραξαν «τὸ προαιώνιον ἐκκλησιαστικόν καθεστὼς ἑνὸς τόπου, τὸ ὁποῖον ἐσεβάσθησαν οἱ Σαρακηνοί, οἱ Ἄραβες, οἱ Ἐνετοί, οἱ Μουσουλμάνοι, οἱ χιτλερικοί, οἱ φασίστες καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ κομμουνισταί.». Το πιο «σκληρό»όμως άρθρο κατά των «τιμῆς ἕνεκεν»είναι αυτό της ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ με τον τίτλο «Ὅ,τι εἰς οἶκον ἐμπορίου» (13 Ιουλίου 1963), όπου ο αρθρογράφος, αφού επικροτεί την επιλογή του Μητροπολίτου Ευγενίου να προωθήσει στις χηρεύουσες Μητροπόλεις της Κρήτης επισκόπους νέους στην ηλικία, γράφει: «Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου αὐτοῦ ἐβοηθήσαμε τότε, μὲ ὅση μας δύναμις, τὸν Σεβασμιώτατο, νὰ ἐπιτύχη ἐκεῖνο ποὺ, γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης φαινόταν τότε σωτήριο. Χρειάστηκε νἀ κάψουμε μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια τὸ γεμάτο καταγγελίες χαμαιτυπείων καὶ τηλεγραφήματα αἴσχους ἑρμάρι τοῦ γραφείου τοῦ τότε ὐπουργοῦ Παιδείας ἀειμνήστου Λεβαντῆ, μὲ τὰ ὁποῖα οἱ ὑποψήφιοι ἱεράρχες κατεκεραύνωναν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ τῶν ὁποίων τὸ περιεχόμενον ἦτο τόσον αἰσχρό, ὥστε νὰ ἔχη κοκκινίσει ἀπὸ ντροπὴ καὶ αὐτὸ ἀκόμα τὸ ἀθωότατο τοῦ ἑρμαριοῦ ποὺ τὰ περιέκλειε ξύλο. Χρειάσθηκε νὰ παρασύρουμε, δυὸ φορὲς μάλιστα, στὸ ὀλισθημα τῆς «παρανομίας»τῆς «θεμιτῆς», τὸν βουλευτή Εὐβοίας κ. Γεώργιο Βογιατζῆ, ποὺ εἶχε διαδεχθῆ τὸν Λεβαντῆ στὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας. Χρειάσθηκε νὰ ἀνακατέψουμε βουλευτές, ὑπουργούς, Πρωθυπουργούς, νὰ ἀνεβοκατεβοῦμε σκαλοπάτια, νὰ κοπιάσουμε, νὰ ἱδρώσουμε, νὰ ὑβρισθοῦμε, νὰ ἐξευτελισθοῦμε, νὰ ὑποχρεωθοῦμε…Ἔτσι ἐπετεύχθηκε, μὲ 734

375


εμφανής στα πύρινα άρθρα που δημοσιεύτηκαν εκείνες τις ημέρες, γεγονός που έδωσε στο εκκλησιαστικό πρόβλημα του νησιού εκρηκτικές διαστάσεις735. Όλη αυτή η αντίδραση φορέων και λαού της πόλης του Ηρακλείου κορυφώθηκε με τη μεγάλη παλλαϊκή συγκέντρωση στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου την Κυριακή της Ορθοδοξίας (3 Μαρτ. 1963), στην οποία κύριος ομιλητής ήταν ο Άρχων Διδάσκαλος του Γένους Εμμ. Πετράκης. Στη συγκέντρωση αυτή ο λαός διατράνωσε την απόφασή του να προασπίσει με κάθε τρόπο το πατροπαράδοτο εκκλησιαστικό καθεστώς, ενώ ορίστηκε και 50μελής Επιτροπή Αγώνα, από την οποία εκλέχτηκε τὸν ἀγῶνα καὶ μὲ τὸν καιρό, νὰ συγκεντρωθοῦν στὴν εὐρύχωρη τῆς Ἐκκλησιαστικῆς διαρθρώσεως φωλιὰ οἱ πέντε ἤ ἑξ νεοσσοὶ τῆς ἱερωσύνης, ποὺ ἐπέπρωτο φεῦ εὐθὺς ὡς ἔννοιωσαν τὰ δοντάκια των νὰ φυτρώνουν, νὰ ἀρχίσουν νὰ ροκανίζουν ὄχι ἁπλῶς τὸ ἐφήμερο σακκὶ τοῦ Μητροπολίτη ποὺ τοὺς ἀνέθρεψε καὶ τοὺς ἀνέδειξε Ἐπισκόπους…ἀλλὰ αὐτὸ τοῦτο τὸ ἀραχνοΰφαντο, τὸ ἱερό, τὸ αίώνιο σακκὶ τῆς ταλαίπωρης Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης.». Σε άρθρο του Εμμ. Γαλανάκη με τίτλο «Ἐπὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ» (ΠΑΤΡΙΣ, 30 Απρ. 1963) ο αρθρογράφος επιχειρεί να αποδείξει ότι οι κάτοικοι του Ηρακλείου δεν κινούνται από τοπικιστικά (όπως τους κατηγορούσαν εκκλησιαστικοί και διάφοροι άλλοι παράγοντες από τους άλλους Νομούς και πόλεις της Κρήτης) ελατήρια, γράφοντας: «Τὸ Ἡράκλειον ὡς Νομός, ὡς πόλις καὶ ὡς κοινωνία εὑρίσκεται, κινεῖται καὶ ζεῖ μὲ τὴν αἴγλην του, μὲ τὴν ἱστορίαν του, μὲ τὴν ἀθάνατον δόξαν του καὶ τὴν αἰωνίαν δωρεὰν τῆς θείας Χάριτος νὰ εἶναι ἕδρα αῆς Ἐκκλησίας τῆς Νήσου μὲ τὴν ἀγάπην καὶ τὴν εἰλικρίνειαν τοῦ καλοῦ ἀδελφοῦ ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. Μὲ ὑπερηφάνειαν ἀποκαλεῖ ἐπὶ αἰῶνας τὴν Ἐκκλησίαν μας Ἐκκλησίαν τῆς Κρήτης ὁλοκλήρου καὶ τὸν Μητροπολίτην μας Μητροπολίτην τῆς Κρήτης. Δὲν ἐπεδίωξεν ποτὲ νὰ τὸν ὀνομάσῃ Μητροπολίτην Ἡρακλείου καὶ πάσης Νήσου κατὰ τὸ σύστημα τῶν «Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος». Ναὶ ἤ ὄχι; Τὶ ἔχει νὰ φθονήσῃ λοιπὸν διὰ τοὺς ἄλλους Νομούς; Ἀπέδειξεν πάντοτε ὅτι στὴν οἰκογένεια ποὺ λέγεται Κρήτη εἶναι ὁ καλὸς ἀδελφός. Ἐν τούτοις ὁ ρήτωρ τῶν τιμητικῶν συγκεντρώσεων λέγει κάθιδρος καὶ άσθμαίνων. «Δέκα χρόνια ἐμόχθησα νὰ κάμω τὴν ἐπισκοπήν σας, λαέ, Μητρόπολιν καὶ τώρα ἡ κακία τῶν Ἡρακλειωτῶν ἀπὸ φθόνον θέλει νὰ τὴν καταργήσῃ». Δὲν φθονοῦμεν κανένα, διότι ὑπάρχει καὶ περιεχόμενον φθόνου. Τὶ νὰ φθονήσωμεν μίαν διάκρισιν ποὺ παρεχωρήθη ὄχι κατ’ οὐσίαν τιμητικῶς ἀλλὰ παρανόμως;». Επίσης στη «Συμπληρωματική Διακήρυξη»της Εκτελεστικής Επιτροπής της 50μελούς Παλλαϊκής Επιτροπής Ηρακλείου, διαπιστώνεται : «α)Ὅτι ἐπραγματοποιήθησαν ἐσχάτως εἰς περιφερείας τινάς, ἐκτὸς τοῦ Νομοῦ Ἡρακλείου, συγκεντρώσεις Δημάρχων, Προέδρων Κοινοτήτων καὶ Ἐκκλησιατικῶν Συμβουλίων μὲ θέμα τὸ Ἐκκλησιατικὸν ζήτημα και β) ὅτι εἰς τὰς συγκεντρώσεις ταύτας κατεβλήθη προσπάθεια, ὅπως διαβληθῇ ὁ παρὰ τῶν ἐκπροσώπων τοῦ Λαοῦ τοῦ Ἡρακλείου ἀναληφθεὶς ἀγών ὡς δῆθεν ἀποβλέπων εἰς τὸν κλονισμὸν τοῦ κύρους καὶ γοήτρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, εἰς τὴν μείωσιν τῶν λοιπῶν Διαμερισμάτων τῆς Νήσου καὶ τῶν ἐκεῖ ποιμαινόντων ἁγίων Ἀρχιερέων, καθὼς καὶ τὴν ἐν γένει διατάραξιν τῆς γαλήνης καὶ τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης.». 735

376


10μελής Εκτελεστική Επιτροπή. Στην Επιτροπή, που ανέλαβε εφεξής το συντονισμό της δράσης, συμμετείχαν ο Δήμαρχος του Ηρακλείου Νικ. Κρασαδάκης και άλλα επίλεκτα μέλη της πόλης736. Μέσα σ’ αυτό τον αναβρασμό συχνά ακούστηκαν και ακραίες φωνές, όπως να αυτονομηθεί η Εκκλησία της Κρήτης αποκηρύσσοντας το Πατριαρχείο737, ενώ δεν έλειψαν και εκείνοι που εξέφραζαν φόβους για μια λαϊκή εξέγερση, έναν ιερό πόλεμο738. Στις 11 Μαρτίου η Επιτροπή εξέδωσε Διακήρυξη με την οποία «θεωρεῖ ἐξ ὑπαρχῆς ἄκυρον, ἀνίσχυρον καὶ μηδέποτε ἐκδοθεῖσαν τὴν ὑπ’ ἀριθμ. 812/1962 Πατριαρχικὴν καὶ Συνοδικὴν Πρᾶξιν μετονομασίας τῶν Ἐπισκόπων Κρήτης εἰς Μητροπολίτας, ἐφ’ ὅσον διὰ τῆς αὐτῆς ἀποφάσεως δὲν ἀπηγγέλθη παράλληλος καὶ ταυτόχρονος ἀνύψωσις τῆς ὅλης Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας τῆς Νήσου καὶ ἀπαρασάλευτος διατήρησις τοῦ μνημοσύνου τοῦ Προκαθημένου τῆς Έκκλησίας τῆς Κρήτης, ὡς τοῦτο ἀπὸ αἰώνων ἐθεσπίσθη.». Με την ίδια Διακήρυξη καλούνται οι Αρχές του νησιού να εφαρμόζουν τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας Κρήτης, οι ιερείς και ο λαός να κινούνται στο πλαίσιο του υφισταμένου εκκλησιαστικού καθεστώτος και παρακαλούνται το Πατριαρχείο και οι Ιεράρχες της Κρήτης να συμβάλουν στην αποκατάσταση της ηρεμίας και της γαλήνης στα εκκλησιαστικά πράγματα (Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, 22 Μαρτίου 1963). 736

Έγραφε ο Α.Κ. Γραμματικάκης στη ΜΕΣΟΓΕΙΟ (9 Ιαν. 1963): «Ἐὰν μέχρι τοῦ προσεχοῦς Πάσχα τὸ Πατριαρχεῖον δὲν εὕρῃ τρόπον διευθετήσεως τοῦ προβλήματος, οἴκοθεν, ὅλοι ἡμεῖς θὰ ὑπογράψωμεν πρωτόκολλον διὰ τοῦ ὁποίου θὰ ἀποκηρύσσωμεν τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον Κων/λεως ὡς ἐπιχειρῆσαν ἀνατροπὴν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐν Κρήτῃ τάξεως». Το ίδιο προτείνει ο αυτός αρθρογράφος και στα φύλλα της 31 ης Ιαν. και της 7ης Μαρτ. 1963 και, παράλληλα, αυτονόμηση της Εκκλησίας της Κρήτης. Αλλά και στο φύλλο της 13ης Ιουλίου 1963 η ίδια εφημερίδα φιλοξενεί άρθρο του Νικ. Παντελάκη με τίτλο «Ἀπόσχισις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης ἀπό τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον». Ωστόσο, στη «Συμπληρωματική Διακήρυξη» προς το λαό της Κρήτης, που υπογράφει η Εκτελεστική Επιτροπή Ηρακλείου (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ, τεύχος 5, Μάϊος 1963, σ. 84-85), σημειώνεται ότι ο λαός του Ηρακλείου «ὑπερμάχεται οὐ μόνον τοῦ Αἰωνοβίου Συνοδικοῦ Προνομιακοῦ Καθεστῶτος ὁλοκλήρου τῆς Κρήτης, ἀλλὰ καὶ τῆς πραγματικῆς διασφαλίσεως τῶν δικαιωμάτων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐπὶ τῆς Διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης», γεγονός που αποδεικνύει ότι ο φορέας που ανέλαβε το συντονισμό του αγώνα και τον οποίο ασφαλώς επηρέαζε ο Μητροπολίτης Ευγένιος, δεν ήθελε να οδηγηθούν τα πράγματα σε ακρότητες, επειδή ο Ευγένιος έτρεφε μεγάλο σεβασμό στο Οικουμενικό Πατριαρχείο (Δες Μητροπολίτου Πέτρας και Χερρονήσου, ό. π. σ. 209-212). Εξάλλου, όπως σημειώνεται στην ίδια Διακήρυξη, ήταν ορατός ο κίνδυνος, το ρήγμα που επέφερε η παύση της μνημόνευσης του ονόματος του Μητροπολίτη Κρήτης από τους λοιπούς ιεράρχες του νησιού, να έχει ως συνέπεια «τὴν ἀπορρόφησιν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης ὑπὸ τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος». 737

Προτρέπει ο αρθρογράφος Εμμ. Γαλανάκης τη Σύνοδο του Πατριαρχείου να αναβιβάσει τη Μητρόπολη Κρήτης σε Αρχιεπισκοπή, διότι διαφορετικά «ὁ λόγος θα δοθῇ εἰς τὸν ἀνυπομονοῦντα λαὸν ὁ ὁποῖος ἔχει τόσον ἐξοργισθῇ ὥστε φοβούμεθα ὅτι θὰ ἀνατρέψῃ τὰ πάντα καὶ τοὺς πάντας. Μία ἐξέγερσις ὑπὲρ πίστεως, ἕνας ἀγώνας διὰ τὰ 738

377


Ποια ήταν όμως η στάση της ελληνικής Κυβέρνησης απέναντι σε όλο αυτό το ζήτημα; Φαίνεται ότι, εν όψει και των εκλογών, προσπάθησε να κρατήσει ίσες αποστάσεις από τα δύο στρατόπεδα. Ιδού τι έγραφε η φιλοκυβερνητική εφημερίδα ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ του Ηρακλείου: «Εἰς τὴν σχηματισθεῖσαν πρὸ ἡμερῶν πολυμελῆ Ἐπιτροπὴν διὰ τὴν διαχείρισιν τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ θέματος ἡ «ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ»δύναται νὰ μεταδώσῃ τὴν ὑπεύθυνον πληροφορίαν ὅτι οὔτε ἀντιμετωπίζεται, οὔτε πρόκειται νὰ ἀντιμετωπισθῇ παρὰ τῆς Κυβερνήσεως, περίπτωσις ἀνυψώσεως τῶν Ἐπισκόπων Κρήτης εἰς Μητροπολίτας. Κατὰ συνέπειαν, ἡ πρότασις τοῦ Πατριαρχείου περὶ τοῦ ἀντιθέτου, εἶναι καὶ θὰ παραμείνῃ νομικῶς ἀνίσχυρος, παραλλήλως δὲ ξένη καὶ ἄγνωστη οὐσίᾳ καὶ τύποις πρὸς τὴν κυρίαρχον Ἑλληνικὴν Πολιτείαν. Φρονεῖ, ἐξ ἄλλου ἡ Κυβέρνησις ὅτι δὲν πρέπει, ἐπὶ τοῦ παρόντος, οἱ Κρῆτες νὰ ὠθήσωμεν ἐν τῇ διακαιολογημένῃ ἀγανακτήσει μας, τὰ πράγματα μέχρι σημείου ἀποκηρύξεως τοῦ Πατριαρχείου καὶ ἀνακηρύξεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης εἰς αὐτόνομον καὶ ἀνεξάρτητον, προβάλλουσα διὰ τοῦτο σοβαρωτάτους λόγους.739». Μέσα σ’ αυτό το τεταμένο κλίμα η είδηση ότι ο Πατριάρχης θα επισκεφθεί την Κρήτη γέννησε πολλές ελπίδες και προσδοκίες επίλυσης του εκκλησιαστικού προβλήματος.

ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια εἶναι φοβερώτερος ἀπὸ τοὺς κοινοὺς πολέμους.» (ΠΑΤΡΙΣ, 12 Ιαν. 1963). 739 «Τὸ Ἐκκλησιαστικὸν καὶ ἡ Κυβέρνησις», 7 Μαρτίου 1963. Όσον αφορά τη στάση της Εκκλησίας της Ελλάδος, φαίνεται ότι υπήρχαν αντιδράσεις για την ανύψωση των επισκόπων Κρήτης σε Μητροπολίτες, σύμφωνα με ανταπόκριση του δημοσιογράφου Μάνου Χάρη από την Αθήνα (ΠΑΤΡΙΣ, 16 Φεβρ. 1963), ενώ η εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ των Αθηνών (13 Μαρτίου 1963)θεωρούσε ότι το Πατριαρχείο, πέραν της ανυψώσεως των επισκόπων σε Μητροπολίτες, δεν μπορούσε να πράξει κάτι άλλο, δηλαδή να απονείμει τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου στον Μητροπολίτη Κρήτης. Διότι, γράφει, «πῶς θὰ ἀπονεμηθῇ εἰς τὸν Μητροπολίτην Κρήτης ὁ τίτλος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ὅταν τὸν τίτλον αὐτὸν μόνον ὁ Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος πρέπει νὰ τὸν ἔχῃ;». Είναι σαφές από το σχόλιο της εφημερίδας ότι η μη απονομή του τίτλου του Αρχιεπισκόπου στο Μητροπολίτη Κρήτης «σκόνταφτε»και στις αντιρρήσεις κύκλων της Ελλαδικής Εκκλησίας. 378


Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας επισκέπτεται την Κρήτη (Ιούλιος 1963) Η επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα στην Κρήτη είχε προγραμματιστεί να γίνει το Μάιο του 1960, αναβλήθηκε όμως, για να πραγματοποιηθεί τρία χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 1963, σε μια εποχή που το εκκλησιαστικό θέμα της Κρήτης βρισκόταν σε έξαρση. Ο Πατριάρχης είχε μεταβεί στο Άγιον Όρος τον Ιούνιο του 1963 για τις εορτές της χιλιετηρίδας. Από το Άγιον Όρος ήλθε στην Αθήνα, όπου του επιφυλάχθηκε θερμή επίσημη υποδοχή από την Εκκλησία της Ελλάδος. Εκεί, σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες της εποχής, σε φιλικές συζητήσεις του σχετικά με το εκκλησιαστικό θέμα της Κρήτης, «ἐρωτώμενος πῶς σκέπτεται νὰ ἀντιμετωπίσῃ τὸ θέμα τοῦτο ὅταν εὑρεθῇ ἐν μέσω τοῦ κρητικοῦ λαοῦ τὸν ὁποῖον τόσον συγκινεῖ τὸ ζήτημα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης ἐδήλωσε τὰ ἑξῆς: «Δὲν ἀνησυχῶ καθόλου, διότι ἔχω στὴν τσέπην μου μίαν λύσιν»740. Εντύπωση, επίσης, προξένησε το γεγονός ότι ο Πατριάρχης είχε μακρά συνομιλία με τον αρχηγό του κόμματος των Φιλελευθέρων Σοφοκλή Βενιζέλο, κατά την οποία εικάζεται ότι μεταξύ άλλων συζητήθηκε και το εκκλησιαστικό θέμα της Κρήτης741 (ας ληφθεί υπόψη ότι ο Πατριάρχης είχε φιλικές σχέσεις και με τον πατέρα του Σοφοκλή, τον εθνάρχη Ε. Βενιζέλο). Στην Αθήνα επισκέφθηκαν, επίσης, τον Πατριάρχη όλοι οι βουλευτές της Κρήτης και τον ευχαρίστησαν που στο πρόγραμμά του περιέλαβε και τη Μεγαλόνησο, ζητώντας του παράλληλα, δια στόματος του βουλευτή Ηρακλείου Εμμ. Λουλακάκη, «να δώσῃ δικαίαν καὶ ἁρμόζουσαν λύσιν εἰς τὸ Ἐκκλησιαστικόν μας ζήτημα»742. Ο Πατριάρχης δεν απάντησε επί του θέματος, αλλά έθεσε ως σκοπό της επισκέψεώς του την επικοινωνία του με το θεοσεβή και ευγενή λαό της

ΠΑΤΡΙΣ 10 Ιουλίου 1963. Αυτόθι. 742 ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ, τεύχος 9, έτος ΙΒ΄, Σεπτέμβριος 1963, σ. 142. 740 741

379


Κρήτης. Από την Αθήνα ο Πατριάρχης αναχώρησε στις 8 Ιουλίου προς επίσκεψη των Δωδεκανήσων. Εντωμεταξύ στο Ηράκλειο είχαν αρχίσει οι ετοιμασίες για την υποδοχή του μεγάλου επισκέπτη. Έτσι, σε Σύσκεψη, στην οποία έλαβαν μέρος ο Μητροπολίτης Ευγένιος, ο Νομάρχης και ο Δήμαρχος Ηρακλείου, ο Λιμενάρχης, ο Διοικητής Χωροφυλακής Ηρακλείου και εκπρόσωποι των Ενόπλων Δυνάμεων, αποφασίστηκε η υποδοχή να λάβει παγκρήτιο χαρακτήρα και να κληθούν όλοι οι Νομάρχες και Δήμαρχοι της Κρήτης καθώς και οι Διοικητές του Ναυστάθμου Σούδας, της 5ης Μεραρχίας, της Χωροφυλακής, οι Δ/ντές των Σχολείων, οι εκπρόσωποι των παραγωγικών τάξεων, καθηγητές του Παν/μίου. Αθηνών, μέλη της Κυβέρνησης και εκπρόσωποι Κρητικών Σωματείων743. Στη συνέχεια, στις 7 Ιουλίου, ο Μητροπολίτης Ευγένιος συγκρότησε στο Ηράκλειο μεγάλη Επιτροπή για την κατάρτιση του Προγράμματος υποδοχής του Οικουμενικού Πατριάρχη, στην οποία συμμετείχαν ο Νομάρχης Ηρακλείου Γεώργ. Νταουντάκης, ο Δήμαρχος Νικ. Κρασαδάκης και όλοι οι Πρόεδροι των Επαγγελματικών και Επιστημονικών Συλλόγων και Ενώσεων του Ηρακλείου. Η Επιτροπή αυτή με Διακήρυξή της υπογράμμιζε την αδιατάρακτη επί αιώνες σχέση της Κρήτης με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και, τονίζοντας το ρόλο του Πατριάρχη Αθηναγόρα στο νέο οικουμενικό άνοιγμα της Ορθοδοξίας, καλούσε το λαό του Νομού Ηρακλείου να συμμετάσχει στις εκδηλώσεις υποδοχής του Πατριάρχη με τα εξής λόγια, που με βεβαιότητα απηχούσαν τις απόψεις του Μητροπολίτη Ευγενίου: «Ἕνας ἀκόμη λόγος νὰ ἐκδηλώσωμεν ἐμφαντικώτερον τὴν ἀγάπην μας πρὸς τὸν ἐκπρόσωπον τῆς Ἑκκλησίας μας, τὴν ὑπερηφάνειάν μας διότι είμεθα πνευματικὰ τέκνα του καὶ τὴν ἀπόφασίν μας νὰ παραμείνωμεν πάντοτε ἀκλόνητα στηρίγματα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου.744». 743 744

ΠΑΤΡΙΣ, 3 Ιουλίου 1963. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ, τεύχος 9, έτος ΙΒ΄, Σεπτέμβριος 1963, σ. 146. Δες και εφημ. 380


Κι ενώ όλοι περίμεναν ότι ο Πατριάρχης κατά την επίσκεψή του στην Κρήτη θα αποβιβαστεί πρώτα στο Ηράκλειο, όπου, εκτός του ότι βρισκόταν η έδρα της Μητροπόλεως Κρήτης, είχε υπάρξει και η μεγαλύτερη αντίδραση κατά της μονομερούς απόφασης του Πατριαρχείου745,

ο

Πατριάρχης

κατευθύνθηκε

με

το

πολεμικό

πλοίο

«ΠΥΡΠΟΛΗΤΗΣ» από τη Ρόδο προς την Ιεράπετρα, για να τιμήσει τη μνήμη του μεγάλου Πατριάρχη Μελετίου Μεταξάκη, που καταγόταν από τη Μητρόπολη αυτή746, στην πραγματικότητα όμως η κίνηση αυτή μπορεί να ερμηνευτεί μέσα στο πλαίσιο της προσπάθειάς του Πατριάρχη να κρατήσει ίσες αποστάσεις μεταξύ των δύο κυρίως αντιμαχομένων πλευρών, Ηρακλείου και Χανίων, και να μη ρίξει έτσι «λάδι στη φωτιά»του τοπικισμού. Στην Ιεράπετρα αποβιβάστηκε την Παρασκευή, 12 Ιουλίου, στις 7 μ.μ., έτυχε δε θερμής υποδοχής από το Μητροπολίτη Φιλόθεο, τις Αρχές και πλήθος λαού. Μετά τη δοξολογία στον καθεδρικό Ναό του Αγίου Γεωργίου και το γεύμα που παρέθεσε στον Οικ,. Πατριάρχη ο οικείος Μητροπολίτης, ο «ΠΥΡΠΟΛΗΤΗΣ», που έφερε στο ακροκέραιο του κεντρικού του ιστού το έμβλημα του Πατριάρχη, απέπλευσε νύχτα για το Ηράκλειο747, και εισήλθε στο λιμάνι της πόλεως το Σάββατο, 13 Ιουλίου 1963 και ώρα 10.30 π.μ.. Εντωμεταξύ, από τις 10.30 π.μ. όλα τα καταστήματα, οι Τράπεζες και τα γραφεία είχαν κλείσει, για να μπορέσει ο λαός να συμμετάσχει στην υποδοχή. Είχαν επίσης διακοσμηθεί η αποβάθρα και οι κεντρικοί δρόμοι από τους οποίους θα περνούσε η πατριαρχική πομπή, με μυρτιές, ελληνικές σημαίες και λάβαρα. «Γενικῶς», όπως έγραφε η εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, «ὁλόκληρος ἡ

ΠΑΤΡΙΣ της 7ης Ιουλίου 1963. 745 Η ιδέα ότι ο Πατριάρχης, προερχόμενος από τη Ρόδο, θα επισκεπτόταν πρώτα τις επισκοπές Ιεραπύτνης και Σητείας δεν καρποφόρησε, «διότι οὐσιαστικοί λόγοι ἐπιβάλλουν ἡ ἐπίσημος ὑποδοχὴ τοῦ Πατριάρχου νὰ γίνη εἰς τὴν Μητρόπολιν αὐτῆς, τὸ Ἡράκλειον.» (ΠΑΤΡΙΣ, 6 Ιουλίου 1963). 746 Μητροπολίτου Πέτρας και Χερρονήσου Νεκταρίου, ό.π. σ. 251. 747 ΠΑΤΡΙΣ, 13 Ιουλίου 1963. 381


πόλις ἔχει προσλάβει μίαν ἐπιβλητικὴν ἑορταστικὴν ὄψιν, διὰ νὰ ὑποδεχθῇ τὸν Οικουμενικόν Πατριάρχην. Καὶ ὑπὸ τῶν διοικητικῶν καὶ ἀστυνομικῶν ἀρχῶν ἔχουν ληφθῆ ὅλα τὰ ἀπαραίτητα μέτρα διὰ τὴν τήρησιν τῆς τάξεως, ὥστε νὰ δυνηθῇ ὁ λαὸς νὰ μετάσχῃ τῆς ὑποδοχῆς.»748 Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, συνοδευόμενος από τους Σεβασμιότατους Μητροπολίτες Δέρκων Ιάκωβο, Πριγκηπονήσων Δωρόθεο και Ρόδου Σπυρίδωνα, από τον Μεγάλο Αρχιδιάκονο Αγάπιο, τον Υπογραμματέα της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, Διάκονο Γαβριήλ, τον Πρωτονοτάριο Εμμ. Φωτιάδη, καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Χάλκης, τον Αρχικλητήρα του και τον κυβερνήτη του ΠΥΡΠΟΛΗΤΗ, πλωτάρχη κ Ι. Βασιλειάδη, μεταφέρθηκε με άκατο του Βασιλικού Ναυτικού στην προβλήτα του ενετικού λιμανιού και αποβιβάστηκε γύρω στις 11.20 π.μ.749. Η αποβίβαση του Πατριάρχη χαιρετίστηκε με χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες όλων των ιερών Ναών του Ηρακλείου, με σφυρίγματα όλων των πλοίων που βρίσκονταν στο λιμάνι του Ηρακλείου και από τη Φιλαρμονική του Δήμου, που ανέκρουε το εμβατήριο, ενώ τιμές απέδωσαν οι Πρόσκοποι, οι Οδηγοί και Τμήμα Κρητικών Βρακοφόρων. Την ίδια στιγμή τα συγκεντρωμένα πλήθη ξεσπούσαν σε ζητωκραυγές και ευλαβείς συγκινητικές εκδηλώσεις. Η εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ της 14ης Ιουλίου 1963, αναφερόμενη στην υποδοχή του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα, έγραψε: «Ἐν μέσω χαρμοσύνου ἑορταστικῆς ἀτμοσφαίρας ὁ λαὸς τοῦ Ἡρακλείου ὑπεδέχθη χθὲς τὸν Ἀρχηγὸν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην κ. Ἀθηναγόραν, ὁ ὁποῖος πραγματοποιεῖ τὴν πρώτην ἐπίσημον ἐπίσκεψιν εἰς τὴν δισχιλιετῆ ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Ἡ ἀποθεωτικὴ ὑποδοχὴ ἡ ὁποία ἐπεφυλάχθη εἰς τὸν Προκαθήμενον τῆς Ὀρθοδοξίας ὑπῆρξεν ὄντως 13 Ιουλίου 1963. Όλες οι πληροφορίες για την υποδοχή του Οικ. Πατριάρχη Αθηναγόρα στο Ηράκλειο προέρχονται από το περιοδικό ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ, τεύχος 9, έτος ΙΒ΄, Σεπτέμβριος 1963, σ.141—170. Επίσης: εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, 14, 16, 17, 18, 19 Ιουλίου 1963. 748 749

382


ἀνταξία τοῦ μεγάλου ἱστορικοῦ γεγονότος, πρωτοφανὴς εἰς τὰ τοπικὰ χρονικά. Χιλιάδες λαοῦ μὲ καταφανῆ συγκίνησιν ἀπὸ τὴν τιμὴν τῆς Πατριαρχικῆς ἐπισκέψεως συνωθοῦντο ἀπὸ τῶν πρωινῶν ὡρῶν εἰς τὸν λιμένα καὶ κατὰ μῆκος τῆς διαδρομῆς διὰ νὰ ἐπευφημήσουν τὸν Πρωθιερέα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁλόκληρος ἡ πόλις ένεφάνιζεν ἑορταστικὴν ὄψιν μὲ τὸν γενικὸν σημαιοστολισμὸν τῶν Δημοσίων κτιρίων, καταστημάτων καὶ οἰκιῶν, ἐνῶ είς διάφορα σημεῖα εἶχον τοποθετηθῆ κλάδοι μυρτιᾶς καὶ λάβαρα μὲ τὸν δικέφαλον ἀετόν. Ἐπὶ τοῦ παλαιοῦ Λιμεναρχείου εἶχε τοποθετηθῆ μεγάλη επιγραφή: «Καλῶς ἤλθατε, Παναγιώτατε». Εἰς τὸν χῶρον τῆς ὑποδοχῆς πρὸ τοῦ οἰκήματος τοῦ παλαιοῦ Λιμεναρχείου εἶχον παραταχθῆ ναυτικὸν ἄγημα, πρόσκοποι, ὁδηγοί, μαθήτριαι τῆς Σχολῆς «Ἐργάνη», βρακοφόροι καὶ νέες με τοπικάς ένδυμασίας καθὼς καὶ ἡ δημοτικὴ Φιλαρμονική. Ἡ μικρὰ προβλῆτα εἶχεν καλυφθῆ μὲ τάπητας.». Κατά την αποβίβασή του ο Οικουμενικός Πατριάρχης αντάλλαξε ασπασμό αγάπης με το Μητροπολίτη Ευγένιο και τους λοιπούς ιεράρχες του νησιού, ενώ νέες με τοπικές ενδυμασίες τον έραιναν μα άνθη. Στη συνέχεια χαιρέτησε τους άλλους επισήμους, μεταξύ των οποίων ήταν και οι βουλευτές όλων των Νομών της Κρήτης, ο Νομάρχης και ο Δήμαρχος Ηρακλείου και εκπρόσωποι των Αρχών του νησιού. Τον Πατριάρχη προσφώνησε από μέρους όλου του κρητικού λαού ο Δήμαρχος Ηρακλείου Νικ. Κρασαδάκης, εκφράζοντας τα αισθήματα συγκίνησης και κατάνυξης του ηρακλειώτικου λαού και ολόκληρης της Κρήτης καθώς και τη βαθιά ικανοποίηση όλων των Κρητικών για την πατριαρχική επίσκεψη. Βαθιά συγκινημένος από την ενθουσιώδη παλλαϊκή υποδοχή ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ευχαρίστησε το Δήμαρχο, τις Αρχές και το λαό του Ηρακλείου και εξέφρασε τη χαρά του που βρίσκεται στην Κρήτη, την οποία χαρακτήρισε ως «στήριγμα και βακτηρία της Μ. τ. Χ. Εκκλησίας». Κατόπιν ο Πατριάρχης κατευθύνθηκε πεζός από το λιμάνι, δια της οδού 25ης Αυγούστου και Καλοκαιρινού, προς τον Άγιο Μηνά. Η διαδρομή 383


ήταν

άκρως

συγκινητική,

καθώς

τα

συγκεντρωμένα

πλήθη

επευφημούσαν τον Πατριάρχη, που αψηφώντας τον καύσωνα βάδιζε αγέρωχος με το επιβλητικό του παράστημα.

Καμπάνες χτυπούσαν

χαρμόσυνα, οι άνθρωποι έσπευδαν και συνωθούνταν να φιλήσουν το χέρι του. Αίσθηση προκάλεσε, μαζί με την επιβλητική του εμφάνιση, και η καταδεκτικότητα του Πατριάρχη. «Εὐθυτενὴς ὡς κυπάρισσος, μὲ ἐπιβλητικὴν καὶ γαλήνιον ὄψιν, ἐκφραστὴς τοῦ χριστιανικοῦ καὶ δημοκρατικοῦ πνεύματος τῆς Ἐκκλησίας ὁ Πατριάρχης παρέμεινεν ἐπ’ ἀρκετὴν ὥραν συνομιλῶν μετὰ τοῦ πλήθους καὶ τῶν κληρικῶν», έγραψε η εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ750. Ατμόσφαιρα ενθουσιασμού επικράτησε ανάμεσα στο λαό καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής μέχρι τον Άγιο Μηνά, όπου η υποδοχή του ήταν

εξίσου

μεγαλειώδης

από

το

συγκεντρωμένο

πλήθος,

από

εκατοντάδες ιερέων, μοναχών και μοναζουσών των Ιερών Μονών της Μητροπόλεως, από τις

αδελφές του Ε.Ε.Σ., από τις μαθήτριες του

Οικοτροφείου Θηλέων κ.ά. Τελετάρχης είχεν οριστεί ο τότε αρχιμανδρίτης Θεόδωρος Τζεδάκης. «Οὐδέποτε ἄλλοτε εἰς τὰ χρονικὰ τῶν ὑποδοχῶν οἱωνδήποτε διακεκριμένων προσώπων ἐσημειώθη τοιοῦτος παλλαϊκός συναγερμὸς καὶ τοιαῦται ἐκδηλώσεις ἀγάπης καὶ σεβασμοῦ», εγράφη στο επίσημο περιοδικό της Μητροπόλεως «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ»751. Στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά εψάλη επίσημη δοξολογία από πολυμελή βυζαντινό χορό υπό τον Πρωτοψάλτη του Ναού Ιωάννη Βουτσινά. Συγκίνηση επικράτησε, όταν ο Πατριάρχης ζήτησε να ψάλουν όλοι μαζί το τροπάριο «Τῇ Ὑπερμάχῳ…», όπως και όταν ο χορός έψαλε

το

βυζαντινοπρεπή

πολυχρονισμό

του

Πατριάρχη.

Στην

προσφώνησή του ο Μητροπολίτης Ευγένιος, αφού εξέφρασε τη χαρά και τον ενθουσιασμό της Εκκλησίας και του λαού της Κρήτης, έπλεξε το εγκώμιο του Πατριάρχη και τόνισε ότι η επίσκεψη αυτή«ἀποτελεῖ 750 751

14 Ιουλίου 1963. ό. π. σ. 150. 384


ἱστορικὸν γεγονός, παρόμοιον τοῦ ὁποίου δὲν ἔχει νὰ παρουσιάσῃ ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἐν Κρήτῃ, διότι ἀπὸ τοῦ ὀγδόου αἰῶνος, ὅτε ἡ Ἐκκλησία Κρήτης ἀποσπασθεῖσα ἐκ τῆς παλαιᾶς Ρώμης, ὑπήχθη μετὰ τῶν ἄλλων Μητροπόλεων τοῦ Ἀνατολικοῦ Ἰλλυρικοῦ εἰς τὴν Νέαν Ρώμην, οὐδέποτε Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἐπεσκέφθη τὴν Κρήτην.752». Στην απάντησή του ο Οικουμενικός Πατριάρχης είπε μεταξύ άλλων: «Ἐρχόμεθα κομίζοντες πρὸς τὴν ὑμετέραν φίλην Σεβασμιότητα, σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Κρήτης, καὶ τὴν σὺν αὐτῇ Ἱεραρχίαν τῆς ἐνταῦθα Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τοῦ Ἀποστόλου Τίτου τὸν ἔπαινον καὶ τὴν εὐαρέσκειαν τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας καὶ ἡμῶν προσωπικῶς, δι’ ὅσα μετὰ ἱεροῦ ζήλου καὶ πλήρους ἐπιγνώσεως τῶν πολυειδῶν ποιμαντορικῶν ὑμῶν εὐθυνῶν, ὀρθῆς δὲ κατανοήσεως καὶ τῶν ἀπαντήσεων καὶ μηνυμάτων τῆς συγχρόνου ἐποχῆς, ἀτρυτοπόνως ἐργάζεσθε καὶ καλλινίκως κοπιᾶτε ὑπὲρ τοῦ ἐνταῦθα ποιμνίου, κατὰ πάντα ἀξίου τῶν πνευματικῶν ὑμῶν ὠδίνων καὶ μόχθων, πρὸς τὸν ἐνταῦθα δὲ εὐσεβῆ καὶ έκλεκτὸν τοῦ Κυρίου λαὸν τὴν εὐλογίαν τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας, ἧς ἐλπίδα καὶ καύχημα οὗτος ἀποτελεῖ.(…) Διὰ τοῦτο δὲ καὶ ὅλως ἰδιαιτέρως δι’ αὐτὸν πάλλει ἡ φιλόστοργος μητρικὴ καρδία τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ ἡ σκέψις αὐτῆς εὐρύτερον καταναλίσκεται καὶ ἐκδαπανᾶται ἐν τῇ τελετῇ καὶ κατευθύνσει τῶν ἀπασχολούντων αύτὸν ἐκκλησιαστικῶν προβλημάτων. Ἐπιθυμοῦμεν, ἵνα σχετικῶς κατανοηθῇ πλήρως καὶ καλῶς, ὅτι ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία ἐν ταῖς περὶ τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ἀποφάσεις καὶ ένεργείας αύτῆς ἀείποτε καθοδηγεῖται μόνον ὑπὸ τῶν πνευματικῶν συμφερόντων τοῦ εύσεβοῦς Κρητικοῦ λαοῦ, οὐδὲν παραλείπουσα τῶν δυναμένων προαγαγεῖν τὴν θρησκευτικὴν καὶ ἐκκλησιαστικὴν αὐτοῦ ζωήν.753». Είναι σαφές ότι ο Πατριάρχης, με την αποστροφή αυτή του λόγου του,

θέλησε: α) να

επαινέσει το υπό της Εκκλησίας επιτελούμενο έργο, δείχνοντας ότι είναι 752 753

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ, ό.π. σ. 152. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ, ό.π. σ. 154. 385


γνώστης των εκκλησιαστικών πραγμάτων της Κρήτης, β) να εξάρει το ενδιαφέρον του Πατριαρχείου για τα εκκλ/κά προβλήματα της Κρήτης και γ) να τονίσει ότι κάθε απόφαση του Πατριαρχείου λαμβάνεται με γνώμονα το συμφέρον της Εκκλησίας και του λαού της Κρήτης, με προφανή σκοπό να κατευνάσει τα πνεύματα. Μετά το πέρας της δοξολογίας ο Πατριάρχης δέχτηκε στο Μέγαρο της Μητροπόλεως τους επισήμους, ενώ το μεσημέρι ο Μητροπολίτης Ευγένιος παρέθεσε στην αίθουσα «Θεοτοκόπουλος» γεύμα προς τιμήν του Πατριάρχη, στο οποίο παρακάθισαν περί τους διακόσιους πενήντα επισήμους. Το βράδυ του Σαββάτου ο Οικουμενικός Πατριάρχης χοροστάτησε στον Μέγα Εσπερινό στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά και αργότερα δέχτηκε στο Μητροπολιτικό Μέγαρο τον ιερό κλήρο καθώς και τους Μοναχούς και τις Μοναχές των Ιερών Μονών της Ιεράς Μητροπόλεως Κρήτης. Στις 8.30 μ.μ. ο Πατριάρχης και η ακολουθία του επισκέφθηκαν το Δημαρχείο της πόλεως του Ηρακλείου, όπου τον περίμενε, για να τον επευφημήσει, πλήθος κόσμου και τον υποδέχτηκε με ενθουσιασμό ο Δήμαρχος και σύσσωμο το Δημοτικό Συμβούλιο. Ακολούθως στην αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου, ενώπιον των Αρχών της πόλεως, του Προέδρου του Κόμματος των Φιλελευθέρων Σοφοκλή Βενιζέλου, των βουλευτών και πολλών επισήμων,

τού

απενεμήθη από το Δήμαρχο το χρυσό μετάλλιο της πόλεως του Ηρακλείου. Μεγαλοπρεπώς και με κατάνυξη τελέστηκε την Κυριακή, 14 Ιουλίου, η Πατριαρχική Θεία Λειτουργία. Πλήθη κόσμου συνωστίζονταν από τα βαθιά χαράματα εντός και εκτός του ναού, προκειμένου να ζήσουν αυτές τις μοναδικές στιγμές. Με τον Πατριάρχη συλλειτούργησαν οι Μητροπολίτες που τον συνόδευαν καθώς και ο Μητροπολίτης Ευγένιος και οι λοιποί Ιεράρχες της Κρήτης, ενώ στη θεία Μυσταγωγία παραβρέθηκαν ο Σοφ. Βενιζέλος, οι βουλευτές και πολλοί επίσημοι. Όπως 386


έγραψε η εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, «η Θεία Λειτουργία τελεσθεῖσα κατὰ τὸ τυπικὸν τοῦ Πατριαρχείου ὑπῆρξεν ὄντως μοναδικὴ εἰς τὰ ἐκκλησιαστικὰ χρονικὰ τοῦ Ἡρακλείου, καὶ κατὰ τὴν ὁποίαν ἀνταπεκρίθη πλήρως ὁ Πρωτοψάλτης κ. Ιωάννης Βουτσινᾶς μετὰ τοῦ περὶ αὐτὸν χοροῦ.754». Μετά το πέρας της Θ. Λειτουργίας, για την οποία ο Πατριάρχης ομολόγησε ότι ήταν η ωραιότερη Λειτουργία της ζωής του, απένειμε οφίκια: α) στο Νομάρχη Ηρακλείου το οφίκιο του Μεγάλου Ρήτορος του Οικ. Θρόνου, β) στο Δήμαρχο Ηρακλείου το οφίκιο του Αποκρισαρίου της Μ. τ. Χ. Εκκλησίας, γ) στον Πρωτοψάλτη Ιωάννη Βουτσινά το οφίκιο του Άρχοντος Πρωτοψάλτου Κων/λεως και δ) στον αριστερό ψάλτη του Αγίου Μηνά Σταύρο Παπαδάκη το οφίκιο του Λαμπαδαρίου της Αρχιεπισκοπής Κων/λεως755. Το απόγευμα της ίδιας μέρας ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, ύστερα από το γεύμα που παρέθεσαν προς τιμήν του οι Μονές της Ιεράς Μητροπόλεως Κρήτης, επισκέφθηκε μαζί με την ακολουθία του διάφορα Φιλανθρωπικά Ιδρύματα, ενώ το βράδυ παρακάθισε σε δείπνο, το οποίο του προσέφεραν στο ξενοδοχείο Δίας στις Αρχάνες οι παραγωγικές τάξεις του Ηρακλείου. Κατά τη διάρκεια του δείπνου ο Πρόεδρος του Επαγγελματικού

και

Βιοτεχνικού

Επιμελητηρίου

Ηρακλείου

κ

Γ.

Χαλκιαδάκης ζήτησε ευλαβώς από τον Πατριάρχη να αποκατασταθεί η κανονική τάξη και η δικαιοδοσία του Μητροπολίτη Κρήτης, αίτημα που χειροκροτήθηκε έντονα από τους παρισταμένους. Την άλλη μέρα, Δευτέρα 15 Ιουλίου, ο Πατριάρχης, συνοδευόμενος από τον Μητροπολίτη Κρήτης Ευγένιο και από τους Μητροπολίτες Δέρκων Ιάκωβο και Πριγκηπονήσων Δωρόθεο, άρχισε την περιοδεία του στις άλλες Μητροπόλεις της Κρήτης. Αφού επισκέφθηκε την αμερικανική

16 Ιουλίου 1963. Την απονομή των οφικίων ειρωνεύεται ο αρθρογράφος της ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ (φ. της 16 ης Ιουλίου 1963). 754 755

387


Βάση των Γουρνών, κατευθύνθηκε προς τη Νεάπολη. Θερμή υποδοχή του επεφύλαξαν καθ’ οδόν οι κάτοικοι των Μαλλίων και λίγο αργότερα της Νεαπόλεως, όπου τον περίμενε ο Μητροπολίτης Δημήτριος, οι τοπικές Αρχές και οι βουλευτές του Νομού Λασιθίου. Μετά τη Νεάπολη επισκέφθηκε τον Άγιο Νικόλαο, ενώ το απόγευμα της ίδιας ημέρας επισκέφθηκε τη Μητρόπολη Αρκαδίας και το Μητροπολίτη Τιμόθεο. Η επίσημη υποδοχή του Πατριάρχη από τις Αρχές και το λαό της Μεσσαράς έγινε στις Μοίρες αργά το βράδυ, περί ώρα 10 μ.μ.. Ο Πατριάρχης επισκέφτηκε το Οικοτροφείο «Παναγία η Καλυβιανή», παρακάθισε σε δείπνο και επέστρεψε στο Ηράκλειο γύρω στις 3.30 τα ξημερώματα. Την Τρίτη, 16 Ιουλίου, ο Πατριάρχης αναχώρησε με τη συνοδεία του για το Ρέθυμνο, όπου επίσης του επιφυλάχτηκε θερμή υποδοχή. Αφού επισκέφθηκε τον ασθενούντα Μητροπολίτη Ρεθύμνης Αθανάσιο, κατευθύνθηκε προς το Σπήλι προς επίσκεψη της Μητροπόλεως Λάμπης και Σφακίων και του Μητροπολίτη Ισιδώρου, από όπου επέστρεψε αργά το βράδυ στο Ρέθυμνο και αναχώρησε για τα Χανιά, όπου επίσης του επιφυλάχθηκε εξίσου θερμή υποδοχή από το Μητροπολίτη Νικηφόρο, τις Αρχές και το λαό της πόλης. Την Τετάρτη, 17 Ιουλίου, ο Πατριάρχης μετέβη τον τάφο του Εθνάρχη Ελ. Βενιζέλου στο Ακρωτήρι, όπου έψαλε Τρισάγιο, ενώ στη συνέχεια επισκέφθηκε το σπίτι των Βενιζέλων στη Χαλέπα. Την ίδια μέρα επισκέφθηκε και τη Μητρόπολη Κισσάμου και Σελίνου στο Καστέλλι και το Μητρπολίτη Ειρηναίο, όπου και πάλι τον υποδέχτηκαν με θερμές εκδηλώσεις αγάπης και τιμής. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Πατριάρχης σκόπευε η αναχώρησή του από την Κρήτη να γίνει από την πόλη των Χανίων, αφού προηγουμένως συγκαλούσε εκεί Σύνοδο της Ιεραρχίας, πράγμα που ματαίωσε ο Μητροπολίτης Ευγένιος, ο οποίος επέμεινε ότι η

388


Σύνοδος συγκαλείται μόνον εκεί όπου ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης756 . Στο Ηράκλειο ο Πατριάρχης επέστρεψε το βράδυ της ίδια ημέρας. Την Πέμπτη, 18 Ιουλίου, τελευταία ημέρα της πατριαρχικής επίσκεψης, συνήλθε στις 10 π.μ. εκτάκτως η Ιεραρχία της Κρήτης υπό την προεδρία του Οικ. Πατριάρχη, παρισταμένων και των συνοδευόντων τον Πατριάρχη

Μητροπολιτών

Δέρκων

και

Πριγκηπονήσων.

Στην

προσφώνησή του ο Μητροπολίτης Ευγένιος είπε μεταξύ άλλων και τα εξής

σχετικά

με το

εκκλησιαστικό

πρόβλημα

της

Κρήτης,

που

αποκτούσαν τη συγκεκριμένη στιγμή ιδιαίτερη βαρύτητα: «Πεποίθαμεν, ὅτι ἡ ἱστορικὴ αὕτη συνέλευσις ἡμῶν ὑπὸ τὴν προεδρίαν τῆς Ὑμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος θὰ ἀποβῇ ἀπαρχὴ ἑνότητος καὶ νέας δημιουργικῆς ἐκκλησιαστικῆς δράσεως ἐν τῇ ἡμιαυτονόμῳ τοῦ Οίκουμενικοῦ Θρόνου Μητροπόλει Κρήτης, συμφώνως πρὸς τοὺς ἱεροὺς Κανόνας καὶ τὸν 4149/1961 Καταστατικὸν Νόμον τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας, ὅστις λεπτομερῶς καθορίζει βάσει τῶν ἱερῶν Κανόνων τὴν θέσιν καὶ τὰ καθήκοντα ἡμῶν τῶν ἱεραρχῶν Κρήτης.757». Με την τοποθέτησή του αυτή ο Μητροπολίτης Ευγένιος, αναγνωρίζοντας ότι η ενότητα της Εκκλησίας της Κρήτης είχε τρωθεί, έθετε ευθαρσώς ζήτημα παραβίασης των Κανόνων και του Καταστατικού Νόμου της Εκκλησίας Κρήτης, τοποθετώντας τούς πάντες ενώπιον των ευθυνών τους. Στη συνέχεια προσέφερε στον Πατριάρχη ως δώρο μια ποιμαντορική ράβδο, την οποία ο Πατριάρχης δέχτηκε ευχαριστώντας και εκφράζοντας την ευαρέσκεια της Μητρός Εκκλησίας για το επιτελούμενο υπό των Ιεραρχών έργο. Κατόπιν, και επί ένα δίωρο, στη Σύνοδο συζητήθηκαν εκκλησιαστικά θέματα και ζητήματα της Εκκλησίας της Κρήτης. Μετά το πέρας της Συνόδου, ο Πατριάρχης επισκέφθηκε τον Ιερό Ναό Αγίου Τίτου, το Αρχαιολογικό Μουσείο και τη Νομαρχία.

756 757

Μητροπολίτου Πέτρας και Χερρονήσου Νεκταρίου, ό.π. σ. 251-252. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ, ό.π. σ. 162. 389


Ακολούθησε το αποχαιρετιστήριο γεύμα που παρέθεσε στον υψηλό επισκέπτη ο Μητροπολίτης Ευγένιος στο Μητροπολιτικό Μέγαρο, παρουσίᾳ και πολλών επισήμων, ύστερα από το οποίο ο Πατριάρχης έθεσε το θεμέλιο λίθο του νέου Μητροπολιτικού Μεγάρου. Κατόπιν αυτού και αφού ο Πατριάρχης αποχαιρέτησε συγκινημένος το συγκεντρωμένο πλήθος, η πατριαρχική πομπή αναχώρησε για το αεροδρόμιο Ηρακλείου. Εκεί ο Πατριάρχης αποχαιρέτησε το Μητροπολίτη Ευγένιο, τους άλλους ιεράρχες της Κρήτης και τους επισήμους, επιβιβάστηκε σε αεροπλάνο της Βασιλικής Αεροπορίας και αναχώρησε για την Κέρκυρα.

Η αντιμετώπιση της πατριαρχικής επίσκεψης από τον ΤύποΑντιδράσεις

Θα μπορούσε να πει κανείς ανεπιφύλακτα ότι η πενθήμερη επίσκεψη του Πατριάρχη Αθηναγόρα είχε το χαρακτήρα ενός θριάμβου, αφού παντού έγινε δεκτός με πρωτοφανείς εκδηλώσεις αγάπης και τιμής. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι τα πρόσωπα που είχαν αναλάβει στο Ηράκλειο την ευθύνη του αγώνα για επίλυση του εκκλησιαστικού προβλήματος καθώς και όλοι οι φορείς που είχαν αγωνιστεί για τα δίκαια της Ιεράς Μητροπόλεως Κρήτης και του Μητροπολίτου Ευγενίου, από τη στιγμή που έγινε γνωστό ότι ο Πατριάρχης θα επισκεφθεί την Κρήτη, εγκατέλειψαν την αδιάλλακτη στάση τους, προσδοκώντας ίσως ότι με τον τρόπο αυτό θα πετύχαιναν το ποθούμενο αποτέλεσμα. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης έδειχναν να ενδιαφέρονται περισσότερο για το γεγονός της επίσκεψης καθεαυτό παρά για το εκκλησιαστικό θέμα. Ωστόσο, η πατριαρχική επίσκεψη τούς διέψευσε, διότι στο εκκλησιαστικό θέμα δεν δόθηκε λύση. Πιθανόν, στηρίζοντας τη σταθερή μεν ως προς τα κανονικά προνόμια του Μητροπολίτη Κρήτης, αλλά μετριοπαθή και φιλοπατριαρχική στάση του Ευγενίου, αλλά σαφώς και για λόγους που 390


άπτονται

του

σεβασμού

προς

το

θεσμό

και

το

πρόσωπο

του

φιλοξενούμενου Πατριάρχη, οι Αρχές του τόπου, που είχαν αντιταχθεί με πάθος στην επιχειρηθείσα μεταβολή του πατροπαράδοτου εκκλησιαστικού καθεστώτος της Εκκλησίας της Κρήτης και είχαν υποστηρίξει τα δίκαια του Μητροπολίτη Ευγενίου, δεν μπορούσαν παρά να ακολουθήσουν το πρωτόκολλο και να τον υποδεχθούν με τις ανάλογες τιμές. Αυτή η μετριοπαθής και άκρως φιλική προς το πρόσωπο του Οικουμενικού Πατριάρχη στάση εκφράστηκε σε δημοσιογραφικό πεδίο κυρίως από την εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ του Ηρακλείου, η οποία μάλιστα είχε δημοσιεύσει στο φύλλο της 30ης Ιουνίου 1963 μια

σκιαγραφία της

προσωπικότητας του Πατριάρχη Αθηναγόρα. Επίσης, στο κύριο άρθρο της με τίτλο «Ὡς εὖ παρέστητε, Παναγιώτατε»η ίδια εφημερίδα έγραφε στο φύλλο της 13ης Ιουλίου: «Ο ἀρχηγὸς τῆς ‘Ὀρθοδόξου ‘Ἐκκλησίας, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας φθάνει σήμερον εἰς τὸ Ἡράκλειον, τὴν

ἐκκλησιαστικὴν

πρωτεύουσαν

τῆς

Κρήτης.

Σεβασμιώτατος

Μητροπολίτης Εὐγένιος, οἱ λοιποὶ ἱεράρχαι τῆς Κρήτης, οἱ ἐπίσημοι ἐκπρόσωποι τοῦ Κράτους, οἱ Βουλευταί, δήμαρχοι, κοινοτάρχαι, ἐκπρόσωποι ὀργανώσεων καὶ ὁ λαὸς θὰ δεχθοῦν τὸν Πρωθιερέα μὲ τὸν προσήκοντα σεβασμόν. Εἰς τὸ πρόσωπόν του θὰ τιμηθῇ ἡ κορυφὴ τῆς Ὀρθοδοξίας…Διὰ τὴν Κρήτην ἡ σημερινὴ ἐπίσκεψις ἀποτελεῖ ἱστορικὸν γεγονός. Διότι εἰς τὴν δισχιλιετῆ ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς νήσου μας δὲν ἔχει παρουσιασθεῖ ἀνάλογος ἐπίσκεψις. Διὰ πρώτην φορὰν συμβαίνει νὰ ἐπισκεφθῇ τὴν Κρήτην αὐτοπροσώπως καὶ ἐπισήμως ὁ Προκαθήμενος τῆς Ὀρθοδοξίας. (…) Παντοιοτρόπως εἶχεν ἐκδηλωθεῖ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ στοργὴ τῆς Μητρός Ἐκκλησίας τῆς Κων/λεως πρὸς τὴν πολυπαθῆ λόγω τῶν ἱστορικῶν περιπετειῶν καὶ τῶν ξενικῶν κατακτήσεων πλὴν ἀκμαίαν πάντοτε εἰς τὸ φρόνημα χριστιανικήν Ἐκκλησίαν τῆς Κρήτης. Μήτηρ καὶ θυγάτηρ ὑπῆρξαν πάντοτε ἀδιασείστως ἡνωμέναι εἰς τὸ παρελθὸν καὶ ἔτσι θὰ μείνουν καὶ εἰς τὸ παρὸν καὶ εἰς μέλλον, παρὰ τὰς προσωρινὰς τοπικὰς ἀντιξοότητας, 391


αἵτινες ἐδημιουργήθησαν τὸ τελευταῖον διάστημα καὶ παρέσυραν τὴν Πατριαρχικὴν Σύνοδον εἰς λῆψιν ἀποφάσεως ἥτις δικαίως ἐθεωρήθη ὑπὸ τῶν

πιστῶν

ὡς

ἀπαράδεκτος

αλλοίωσις

τοῦ

πατροπαραδότου

εκκλησιαστικοῦ καθεστῶτος τῆς Κρήτης. Εἴμεθα βέβαιοι ὅτι ὁ σημερινός σεπτός επισκέπτης…θὰ θελήσῃ ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ τῆς ἐδῶ ἐπισκέψεώς του νὰ ρυθμίσῃ ὁριστικῶς τὸ προκῦψαν θέμα, ἀποκαθιστῶν τὸν Μητροπολιτικὸν Θρόνον τῆς Κρήτης εἰς τὴν προτέραν αἴγλην του καὶ συντελῶν οὕτω εἰς τὴν ἐπάνοδον τῆς γαλήνης, τῆς ἡρεμίας καὶ τῆς ἀγάπης εἰς τὸ χριστεπώνυμον πλήρωμα τῆς νήσου…».758 Την αντίθετη, εντόνως κριτική έως πολεμική, άποψη εξέφραζε η εφημερίδα ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ, η οποία, από τη στιγμή που οι «ιθύνοντες» (όπως ειρωνικά ονομάζει όσους είχαν αναλάβει τον αγώνα υπέρ των δικαίων της Εκκλησίας της Κρήτης) άλλαξαν στάση και, από κατήγοροι της στάσης του Πατριάρχη, έγιναν οι στεντόρειοι κήρυκες της πατριαρχικής επίσκεψης, οι άνθρωποι που καλούσαν το λαό να συμμετάσχει μαζικά στην υποδοχή του, κήρυξε πόλεμο εναντίον τους κατηγορώντας τον μεν Πατριάρχη για φαρισαϊσμό, τους δε «ιθύνοντες»για ανευθυνότητα, ασυνέπεια και ραγιαδισμό και θεωρώντας τους ως τους κυρίως υπευθύνους για το γεγονός ότι το εκκλησιαστικό ζήτημα της Κρήτης παραπέμφθηκε, όπως έγραψε, στις «πατριαρχικές καλένδες» 759. Στο κύριο

Είναι χαρακτηριστικό ότι η εφημερίδα αναδημοσίευσε από τον ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΤΙΤΟ (τεύχος 6, Ιούνιος 1963, σ.101-102) άρθρο με τον τίτλο«Ἡ Πατριαρχική ἐπίσκεψις», όπου μεταξύ άλλων αναφέρονται και τα εξής: «Ἄν ὑπάρχῃ τμῆμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸ ὁποῖον ἡ αὐτοπρόσωπος πατριαρχικὴ παρουσία νὰ δονῇ τὰς καρδίας τῶν χριστιανῶν μὲ περισσοτέραν γηθοσύνην καὶ ὑπερηφάνειαν, τὸ τμῆμα αὐτὸ εἶναι ἀσφαλῶς ἡ Κρήτη. Πολλῶν χρόνων πνευματικὴ ἀφοσίωσις τῆς θυγατρὸς πρὸς τὴν Μητέρα Ἐκκλησίαν ἐπιβραβεύεται μὲ τὴν ἄμεσον καὶ ζῶσαν εὐλογίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου πρὸς τὸν κρητικὸν λαόν.(…) Ο κρητικὸς λαὸς ὑπερήφανος διὰ τὴν τιμήν, ἡ ὁποία προσγίνεται εἰς αὐτόν, διὰ τῆς Πατριαρχικῆς ἐπισκέψεως, εὑρίσκει τὴν εὐκαιρίαν νὰ ἐκδηλώσῃ τὰ αἰσθήματα τοῦ σεβασμοῦ καὶ τῆς εὐλαβοῦς ἀφοσιώσεώς του πρὸς τὸν Παναγιώτατον Πατριάρχην ’Αθηναγόραν τὸν Α΄ καὶ νὰ τὸν διαβεβαιώσῃ, ὅτι ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ θὰ διαφυλάττῃ πάντοτε τὴν ἰδιαιτέραν κανονικὴν θέσιν, τῆς ὁποίας ἠξιώθη ὡς τέκνον πιστὸν τῆς Οικουμενικῆς Ἐκκλησίας.» (16 Ιουλίου 1963). 759 ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ, 16 Ιουλίου 1963, στήλη «Σημειώματα». Παρ’ όλα αυτά και η ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ 758

392


άρθρο της 7ης Ιουλίου 1963 με τίτλο «Η Κρήτη και ο Πατριάρχης», που υπογράφει ο Α. Κ. Γραμματικάκης, η εφημερίδα έγραψε: «Τὸ θέμα ποὺ μπροστά μας ορθώνεται τεράστιο δὲν εἶναι θέμα Πατριάρχου. Εἶναι θέμα δικό μας. Ἡ Παναγιότης του θεώρησε σωστὸ καὶ συμφέρον

στὴ

Χριστιανοσύνη νὰ ἀλλάξη τὸν ἀδόξαστο τῶν Ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων στὴν Κρήτη-χωρὶς φυσικὰ καὶ νὰ μᾶς ρωτήση. Ἐμεῖς δὲ πάλιν αὐτή του τὴν ἐνέργεια τὴν έθεωρήσαμε ἀντικανονική, παράνομη, ἀντιχριστιανική, ἀψυχολόγητη, ἀνεπίτρεπτη, μιᾶς λογῆς δυναμίτη στὰ θεμέλια τῶν προαιωνίων, τοῦ νησιοῦ, Ἐκκλησιαστικῶν παραδόσεων καὶ θεσμίων. Ἔχει δίκηο ἡ ἁγιότης του; Ἔχομεν ἐμεῖς; Αὐτὸ γιὰ τὴν ὥρα δὲν ἐνδιαφέρει. Ἐκεῖνο ποὺ ἐνδιαφέρει εἶναι ὅτι ἐφόσον ὁ Παναγιώτατος ἐπιμένει στὶς ἀπόψεις του καὶ ἐμεῖς εἰς τὰς ἰδικάς μας, πρέπει νὰ συμβαίνη ἕν ἐκ τῶν δύο: Ἤ ἡ πανευλαβὴς καὶ ἐγκάρδια «ὑποδοχὴ» ποὺ τοῦ ἑτοιμάζουμε δὲν θὰ εἶναι ὑποδοχή, ἀλλὰ μιὰ κάποια συμβατικὴ ἀτμοσφαῖρα ὑποκρισίας, ὅπου θὰ εἰσέλθωμεν, Φαρισαῖος ἐκεῖνος καὶ ἐμεῖς, τὰ «πιστά του πρόβατα», Γραμματεῖς, ἤ ἡ ὑποδοχὴ θὰ εἶναι ἀληθινή, πραγματική, εὐσυνείδητη, ὁπότε καὶ θέλει ἀποδειχθῆ ὅτι οἱ Κρῆτες-καὶ εἰδικώτερα οἱ Ἡρακλειῶτες-δὲν εἴμεθα λαὸς μὲ ἀπόψεις, μὲ ἰδέες, μὲ φιλότιμο, μὲ ἐλεύθερη σκέψι, μἐ συναίσθημα εὐθύνης γιὰ ὅ, τι λέμε καὶ γιὰ ὅ, τι κάνουμε. Ἀλλὰ οἰκτροί, οἰκτρότατοι, περασμένων καιρῶν καὶ ξεπερασμένων συνθηκῶν ραγιάδες.». Και συνεχίζει: «Καὶ ἡ μὲν «ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ»δὲν πρόκειται νὰ ἀλλάξη τὴ γραμμή της, ἔστω καὶ ἄν μείνη ἐντελῶς μόνη. Καὶ διότι ἡ γραμμή της εἶναι γραμμὴ καὶ δικαίου καὶ τάξεως καὶ ἠθικῆς καὶ διότι οἱ στῆλες αὐτὲς ἐσυνήθισαν νὰ εὐλαβοῦνται τὰ σὐμβολα, ἀλλὰ μόνον ἐφόσον τὰ σύμβολα δὲν γίνονται ἐμπόδια καὶ προσκόμματα στοῦ πρέποντος καὶ τῆς ἀληθείας τὴν ἀναζήτησι. Τὶ γίνεται ὅμως μὲ τοὺς ἰθύνοντας καὶ τοὺς προύχοντας τῆς πολιτείας καὶ τοὺς προεστοὺς τῆς ἀνατολικῆς Κρήτης; Τοὺς Δημάρχους, δημοσίευσε κείμενο του θεολόγου Νικ. Ε. Ζευγαδάκη με τον τίτλο «Η Α.Θ. Παναγιότης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κων/πόλεως κ.κ. Αθηναγόρας ο Α΄». (13 Ιουλίου 1963). 393


τοὺς Κοινοτάρχας, τοὺς Προέδρους τῶν σωματείων, τῶν συλλόγων καὶ τῶν όργανώσεων, τοὺς ἐνθουσιώδεις έρασιτέχνας ἱεροδιδασκάλους, τοὺς ἀκαταμαχήτους

ἑρμηνευτὰς

τῶν

κανόνων

καὶ

τῶν

γραφῶν,

τοὺς

ὑπεραμύντορας τῶν πατρίων καὶ τῶν θεσμίων ποὺ ἄστραψαν καὶ βρόντησαν εἴτε ἀπὸ τῶν στηλῶν τοῦ ἐγχωρίου Τύπου εἴτε στὴ μεγάλη αἴθουσα τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης, ὑπογράψαντες πρωτόκολλα, συντάσσοντες διακηρύξεις καὶ ἀνακοινωθέντα καὶ καταρτίζοντας πολυσέλιδα ὑπομνήματα; Θὰ ἀφήσουν νὰ γίνη πιστευτὸ εἰς βάρος των, εἰς βάρος τῆς ἀξιοπρεπείας των καὶ εἰς βάρος τῆς ὑπολήψεως τοῦ νησιοῦ, ἐκεῖνο ποὺ ὑπεστήριζαν τὰ δημοσιογραφικὰ ὄργανα τοῦ Παναγιωτάτου στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅτι τάχατες ὅλος ὁ θόρυβος γιὰ τὸ, δῆθεν, Ἐκκλησιαστικὸ πρόβλημα τῆς Κρήτης, δημιουργεῖται καὶ συντηρεῖται ἀπὸ μερικοὺς φωνασκοὺς ποὺ ἀποτελοῦν τὸ στενὸν περιβάλλον τοῦ ἐκ τῶν Μητροπολιτῶν τῆς Κρήτης κ. Εὐγενίου; Ἄν τοὺς ἀρέση αὐτὴ ἡ δόξα, ἄς τὴν κρατήσουν. Ἀλλά, προφανῶς, δὲν εἶχαν κανένα δικαίωμα νὰ ἐκθέσουν τὸν τόπο στὸ σημεῖον ποὺ τὸν ἐξέθεσαν…».760 Σε άρθρο της στο φύλλο της 9ης Ιουλίου 1963 με τίτλο «Ἐπάνω εἰς τὰ ἐρείπια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης», βάλλει επίσης κατά των ιθυνόντων, γράφοντας: «Ἡ στήλη αὐτὴ εὑρίσκεται ὑποχρεωμένη νὰ ὑπενθυμίση εἰς ὡρισμένους Ἡρακλειώτας προύχοντας, οἵτινες, ἐνῶ πρὸ ἐλαχίστων ἀκόμη ἑβδομάδων ἐκίνουν γῆν καὶ οὐρανὸν ἐναντίον τῆς Πατριαρχικῆς Συνοδικῆς πράξεως, διὰ τῆς ὁποίας διελύθη ουσίᾳ ὁ Μητροπολιτικὸς Θρόνος τῆς Κρήτης, διοργανώνουν σήμερον θορυβώδη καὶ δουλικωτάτην ὑποδοχὴν εἰς τὸν φερόμενον ὡς πρωτεργάτην τῆς διαλύσεως Παναγιώτατον Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην κ. Ἀθηναγόραν, ὅτι ἡ ἐν προκειμένῳ εὐθύνη των δὲν εἶναι ἀπὸ ἐκείνας τὰς εὐθύνας, ποὺ ἡ ταχύτης τῆς ἐποχῆς μας καὶ οἱ ἐπειγόμενοι τῶν συνεχῶν ἀνακατατἀξεων καὶ έναλλαγῶν ρυθμοί, ρίπτουν εἰς τὴν λήθην.(…) Λυπούμεθα πάρα πολύ διὰ τὴν ἐξέλιξιν ποὺ λαμβάνουν τὰ πράγματα. Και, μὰ τὴν ἀλήθειαν, διαποροῦμεν πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εὑρίσκωνται ἄνθρωποι νὰ αὐτοπαραδίδωνται τόσον ἐπιπόλαια εἰς τὴν κατάραν τῆς ἱστορίας, χωρὶς οἱονδήποτε ἠθικὸν ἤ ὑλικὸν ἀντάλλαγμα, χωρὶς κανένα οἱασδήποτε μορφῆς συμφέρον, χωρὶς καμίαν οἱασδήποτε κατηγορίας ἰδιοτέλειαν, ὁπότε ἐπιτέλους καὶ θὰ ἠδύνατο νὰ ἐξηγηθῆ ἡ ἀνεξήγητος στάσις των. Τόσον λοιπὸν ἐλάχιστα, τόσον ἐπιπόλαια, τόσον ἀνάλαφρα, ἐκτιμοὺν τὴν κατάστασιν οἱ ἰθύνοντες τοῦ διαμερίσματος; Ἤ μήπως ὑπολογίζουν σοβαρῶς ὅτι ἐάν, μὲ τὴν δουλικότητά των, ἐπιτύχουν κάποιαν φραστικὴν πατριαρχικὴν ἐλεημοσύνην, θὰ δυνηθοῦν νὰ πανηγυρίσουν, ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ καὶ τῇ συνειδήσει, ἐπάνω εἰς τὰ ἐρείπια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης;». Στο ίδιο κλίμα της σκληρής κριτικής κινούνται και τα άρθρα «Συγκινητικὴ ἅμιλλα μεταξύ ὑποκρισίας καὶ ἀσυνεπείας» (11 Ιουλίου 1963), «Τὸ κεράκι τῆς ἀλήθειας» (12 Ιουλίου 1963). Στο κεντρικό της άρθρο της 14ης Ιουλίου 1963 με τον χαρακτηριστικό τίτλο «’Αθῶοί ἐσμεν τοῦ 760

394


Συμπεράσματα

Δεν επέφερε, λοιπόν, την ποθούμενη από το λαό και τους φορείς της πόλεως του Ηρακλείου λύση του εκκλησιαστικού προβλήματος της Κρήτης η πατριαρχική επίσκεψη ούτε και η μεγαλειώδης υποδοχή και η πατροπαράδοτη κρητική φιλοξενία. Μάλιστα, επί του ζητήματος αυτού ο Πατριάρχης, συνεπής στη φαναριώτικη διπλωματική παράδοση, δεν είπε δημοσίως ούτε λέξη κατά τη διάρκεια της επισκέψεώς του. Ωστόσο, δημοσιογραφικές πληροφορίες, διαρκούσης της πατριαρχικής επισκέψεως, έλεγαν ότι η λύση θα δοθεί με την επάνοδο του Πατριάρχη στο Φανάρι: «Ἐν σχέσει μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸν θέμα», έγραφε η εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ761, «οὐδεμίαν λύσιν ἀνεκοίνωσεν μέχρι στιγμῆς ὁ Πατριάρχης. Πάντως ἐκ πληροφοριῶν προκύπτει ὅτι ὁ Παναγιώτατος ἔχει λάβει τὴν ἀπόφασιν νὰ δώσῃ ἱκανοποιητικὴν λύσιν, σύμφωνα καὶ μὲ τὰς προνομίας τὰς ὁποίας εἶχε μέχρι τοῦδε ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, δεδομένου ὅτι καὶ προσωπικῶς ἔχει διαπιστώσει πλέον ὅτι τὸ θέμα τοῦτο συγκινεῖ ἰδιαιτέρως τὸν κρητικὸν λαόν. Τὴν λύσιν ταύτην ὁ Πατριάρχης, ὡς εἶπεν καὶ εἰς τὰς κατ’ ἰδίαν συνομιλίας του, θὰ ἐξαγγείλῃ ἅμα τῇ ἐπιστροφῇ του εἰς Κωνσταντινούπολιν.». Όμως ούτε οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιώθηκαν από τα πράγματα. Απέτυχε, λοιπόν, η επίσκεψη του Πατριάρχη; Ήταν απλώς μια επίσκεψη εθιμοτυπική, μια επίσκεψη για το «φαίνεσθαι», για την προβολή του Πατριαρχείου ή του προσώπου του Πατριάρχη, μια επίσκεψη που αποσκοπούσε στην επιβολή δια της πατριαρχικής παρουσίας των ήδη τετελεσμένων; Όποιος κρίνει έτσι τα πράγματα, δεν σκέφτεται ορθά. Καταρχάς, λόγοι κανονικοί δεν επέτρεπαν στον Πατριάρχη να δώσει αἵματος…» ο αρθρογράφος θεωρεί τη στάση των ιθυνόντων «πολύ μεγάλη προδοσία»και προβλέπει ότι «ἄν συνεχισθῆ αὐτὴ ἡ κατάστασις, τῆς χωρὶς λόγο συνθηκολογήσεως στὸ κάθε τί, στὴν κάθε περίπτωσι, τὸ Ἡράκλειο θὰ καταστραφῆ». 761 16 Ιουλίου 1963. 395


οποιαδήποτε υπόσχεση για τη λύση του εκκλησιαστικού, αφού το θέμα αυτό ήταν θέμα της Πατριαρχικής Συνόδου. Έπειτα λόγοι ψυχολογικοί και λόγοι κύρους του Πατριαρχείου και του ίδιου του Πατριάρχη δεν επέτρεπαν την άμεση λύση του προβλήματος, αφού το Πατριαρχείο δεν μπορούσε να αυτοδιαψευσθεί και να πράξει αυτό που μόλις προ ολίγων μηνών είχε αρνηθεί, δηλαδή την ανύψωση της Μητροπόλεως Κρήτης σε Αρχιεπισκοπή και του Μητροπολίτου Κρήτης σε Αρχιεπίσκοπο. Μπορεί, ωστόσο, να μην επήλθεν αμέσως η επίλυση του προβλήματος, όμως η παρουσία του Πατριάρχη υπήρξεν η απαρχή της επιλύσεώς του με τον τρόπο που επιθυμούσε το Πατριαρχείο. Πρώτα-πρώτα, η περιοδεία του στην Κρήτη και οι επαφές του με τους ιεράρχες του νησιού, με το λαό και με τους φορείς του τόπου, του έδωσε την ευκαιρία να αποκτήσει μια άμεση αντίληψη του προβλήματος και να εκτιμήσει καλύτερα την κατάσταση. Έπειτα η παρουσία του και οι συζητήσεις που είχε με τους ιεράρχες της Κρήτης άλλαξε επί τα βελτίω τις σχέσεις μεταξύ αυτών και του Μητροπολίτη Ευγενίου. Αυτό έγινε κατάδηλο στην ΝΒ΄ Σύνοδο της Ιεραρχίας της εν Κρήτῃ Ἐκκλησίας, που συνεκλήθη τέσσερις μήνες αργότερα, στις 13 Νοεμβρίου 1963, σε κλίμα ειρήνης και καταλλαγής. Στη βαρυσήμαντη εισήγησή του στην κρίσιμη και αποφασιστικής σημασίας Σύνοδο εκείνη ο Μητροπολίτης Ευγένιος είπε μεταξύ άλλων: «Ἀλλὰ τὸ ἔργον τῆς Ἐπαρχιακῆς ἡμῶν Συνόδου ἀνεκόπη μετὰ τὴν 812/1962 Πατριαρχικὴν Πρᾶξιν αφ’ ἑνὸς ἕνεκα τῆς ἐκ ταύτης διασαλευθείσης κανονικῆς καὶ νομίμου τάξεως καὶ τῆς είρήνης εἰς τὰς κανονικὰς σχέσεις καὶ ὑποχρεώσεις ἡμῶν καὶ ἀφ’ ἑτέρου ἕνεκα τῆς ἐκ ταύτης δυσφορίας τοῦ πιστοῦ λαοῦ καὶ τοῦ προκληθέντος, ὅπως ποτὲ θορύβου, ὄπισθεν τοῦ ὁποίου ὁ ἀμερόληπτος κριτὴς διαβλέπει τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν ἄμυναν τῶν τέκνων τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ὑπὲρ τοῦ Θεσμοῦ, τοῦ πολιτεύματος, τῶν προσωπικῶν δικαίων τοῦ Μητροπολίτου Κρήτης καὶ τῶν ἄλλων προνομίων αὐτῆς. Ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἔχομεν χρέος, ὅπως, ἀφέντες τὰ ὀφειλήματα, 396


ἐξετάσωμεν τὸ ζωτικὸν ζήτημα τῆς κανονικῆς καὶ νομίμου τάξεως εἰς τὴν διοίκησιν

τῆς

Ἐκκλησίας

ἡμῶν,

ὡς

αύτονόμου

Μητροπόλεως

τοῦ

Οίκουμενικοῦ Θρόνου, μὴ ἀφιστάμενοι τὸ παράπαν ἐκ τοῦ γράμματος καὶ τοῦ πνεύματος τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῶν Ἱερῶν Παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μὴ ζητοῦντες τὰ ἴδια, ἀλλὰ τὸ κοινὸν τῆς Ἐκκλησίας συμφέρον.762». Θεωρούσε, λοιπόν, ο Μητροπολίτης Ευγένιος ότι η Πατριαρχική Πράξη 812/1962 είχε πολλαπλές αρνητικές συνέπειες, επειδή ανέτρεψε την κανονική τάξη της Εκκλησίας της Κρήτης και διατάραξε τις σχέσεις μεταξύ των ιεραρχών και του Μητροπολίτη Κρήτης. Ταυτόχρονα, υπερασπίζεται ευθαρσώς τη στάση του λαού του Ηρακλείου και τα νόμιμα προνόμια του Μητροπολίτη Κρήτης, κατηγορεί εμμέσως πλην σαφώς τους ιεράρχες (τους οποίους σημειωτέον σε κανένα σημείο του λόγου του δεν αποκαλεί Μητροπολίτες αλλά επισκόπους) για ιδιοτέλεια και ζητεί την εφαρμογή της κανονικής τάξεως για το συμφέρον της Εκκλησίας. Τελικά, η Σύνοδος «ἀνεγνώρισε τὴν ἀνάγκην τῆς ὁλοκληρώσεως τῆς Πατριαρχικῆς Ἀποφάσεως διὰ τῆς προαγωγῆς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κρήτης εἰς Ἀρχιεπισκοπήν, διατηρουμένων ἁπάντων τῶν ὑπὸ τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ Νόμων τοῦ Κράτους ῥητῶς ἀπονεμομένων προσωπικῶν δικαίων αὐτοῦ…»763. Αποφασίστηκε, επίσης, να υποβληθεί αρμοδίως και το σχετικό αίτημα, υπήρξεν όμως διαφωνία ως προς το χρόνο υποβολής του αιτήματος. Είναι βέβαιο ότι, για την εξέλιξη αυτή, η παρουσία του Πατριάρχη Αθηναγόρα στην Κρήτη ήταν καταλυτική, αφού εξισορρόπησε τις τοπικιστικές αντιθέσεις και «κατήλλαξε τὰ τὸ πρὶν διεστῶτα». Εξάλλου, το πνεύμα της ενότητας, της ειρήνευσης και της καταλλαγής ήταν αυτό που κατεξοχήν χαρακτήριζε τον Οικουμενικό Πατριάρχη, όπως δείχνει όλη του η οικουμενική δράση. Έτσι τα πνεύματα λαού και ιεραρχών ηρέμησαν και το εκκλησιαστικό μπήκε σε μια φάση 762 763

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ, τεύχος 12, έτος ΙΒ΄, Δεκέμβριος 1963, σ. 225. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ, τεύχος 12, έτος ΙΒ΄, Δεκέμβριος 1963, σ.229. 397


ύφεσης. Στο τελευταίο συνέτεινεν, επίσης, το γεγονός ότι την κοινή γνώμη απασχολούσαν αφενός οι επικείμενες εκλογές, που έγιναν στις 3 Νοεμβρίου 1963 και μάλιστα εν μέσω έντονων πολιτικών παθών, και, αφετέρου, παγκόσμια γεγονότα, όπως αυτό της κρίσης στις σχέσεις ΗΠΑΣοβιετικής Ένωσης, που έθετε σε κίνδυνο την παγκόσμια ειρήνη, καθώς και η δολοφονία του Προέδρου των ΗΠΑ Τζων Κένεντι στις 22 Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Η οριστική λύση του εκκλησιαστικού προβλήματος της Κρήτης επήλθε τέσσερα χρόνια αργότερα, με Πράξη της Συνόδου του Πατριαρχείου της 28ης Φεβρουαρίου 1967, με την οποία ανυψώθηκε η Ιερά Μητρόπολη Κρήτης και ο Μητροπολίτης Κρήτης σε Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης και Αρχιεπίσκοπο Κρήτης764. Πέραν όμως της συμβολής στην επίλυση του εκκλησιαστικού προβλήματος, έστω και με καθυστέρηση, αδικαιολόγητη ίσως για τους πολλούς, η πατριαρχική επίσκεψη, καθώς έγινε σε μια προεκλογική περίοδο με οξυμμένα τα πολιτικά πάθη, λειτούργησε ενωτικά για το λαό της Κρήτης, αναθέρμανε τις σχέσεις της κρητικής Εκκλησίας και του λαού της με το Πατριαρχείο, ανακόπτοντας έτσι κάθε σκέψη για αυτονόμηση ή αφομοίωσή της από την Εκκλησία της Ελλάδας,

επιβεβαίωσε τους

προαιώνιους δεσμούς της Κρήτης με τον Οικουμενικό Θρόνο και προέβαλε έτι περισσότερο το πρόσωπο του Πατριάρχη Αθηναγόρα. Ωστόσο, για άλλη μια φορά θα πρέπει εμφατικά να τονίσουμε ότι, για τις εξελίξεις αυτές, η προσωπικότητα του Οικουμενικού Πατριάρχη κυρού

Αθηναγόρα

του

Α΄

έπαιξε

πρωτεύοντα

ρόλο.

Διότι

μια

«…ἡ Μετριότης ἡμῶν μετὰ τῶν περὶ ἡμᾶς Ἱερωτάτων Μητροπολιτῶν καὶ ὑπερτίμων, τῶν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητῶν ἡμῖν ἀδελφῶν καὶ συλλειτουργῶν, συνοδικῶς διασκεψἀμενοι, ἐκρίνομεν πρόσφορον καὶ ὡρίσαμεν, ἵνα ἡ τέως Ἱερὰ Μητρόπολις Κρήτης ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς λέγηται «Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Κρήτης», ὁ δὲ ταύτης προεστὼς «Ἱερώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος Εὐρώπης», τηρῶν τὴν έν τῷ Συνταγματίῳ τῶν Μητροπολιτῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου θέσιν αύτοῦ καὶ μνημονεύων καὶ έφεξῆς μετὰ τῶν ἐν Κρήτῃ Ἱερωτάτων Μητροπολιτῶν τοῦ κανονικοῦ Πατριαρχικοῦ ὀνόματος ἐν πάσαις ταῖς ἱεραῖς ἀκολουθίαις, ὡς τέτακται, τῆς τοιαύτης ἐξονομασίας μηδοπωστιοῦν μεταβαλλούσης τὸ ἐν τῇ Νήσῳ ἰσχῦον Ἐκκλησιαστικὸν καθεστώς.» (Γεωργίου Αποστολάκη, ό.π. σ. 649). 764

398


ακτινοβολούσα διεθνώς προσωπικότητα, ένας χαρισματικός ηγέτης, όπως ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, είχε την ικανότητα, και μόνο με την παρουσία του, να συγκινεί, να πείθει, να μεταβάλλει τις απόψεις των συνομιλητών του, να κερδίζει την αποδοχή και την εύνοιά τους. Πόσω μάλλον, όταν την ηγετική αυτή φυσιογνωμία ακολουθούσε ένας «μύθος»: ο «μύθος» του Πατριάρχη που έδωσε νέα πνοή στην Ορθοδοξία, βγάζοντάς την από τα στενά όρια του Φαναρίου και των εθνικών κρατών και δίνοντας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο όχι μόνο αίγλη αλλά και την αληθινά οικουμενική του διάσταση. Ακριβώς, με αυτή τη δύναμη και την ακτινοβολία της προσωπικότητάς του ο Πατριάρχης Αθηναγόρας μπόρεσε, σχετικά εύκολα, μέσα στο εκκλησιαστικά αλλά και πολιτικά φορτισμένο κλίμα της Μεγαλονήσου, να αλλάξει τα δεδομένα, συλλαμβάνοντας και στην περίπτωση αυτή το σφυγμό των γεγονότων και δίνοντας έμφαση κυρίως στο συναίσθημα που γεννούσε τόσο η επιβλητική και βιβλική παρουσία του, όσο και ο λόγος του, λόγος συγκινησιακός, που δονούσε το αίσθημα της φιλοπατρίας των Κρητών και τους έκανε να νιώθουν υπερήφανοι που έχουν έναν τέτοιας εμβέλειας και ακτινοβολίας θρησκευτικό ηγέτη. Και μόνο το γεγονός αυτό θα ήταν αρκετό να πείσει για το μεγαλείο και τη δύναμη της προσωπικότητας του Πατριάρχη Αθηναγόρα του Α΄, τον οποίο η θεία Πρόνοια, που κατευθύνει την ιστορία, τοποθέτησε στο πηδάλιο του Οικουμενικού Θρόνου, για να κυβερνήσει και να διευθύνει, «ἄγρυπνος καὶ δεξιός οιακοστρόφος765»,το πλοίο της Εκκλησίας σε εποχές δύσκολες για την Ορθοδοξία, το Γένος και την ανθρωπότητα ολόκληρη. Περαίνοντας το λόγο, είναι αναγκαίο να επισημάνουμε ότι το γεγονός της ιστορικής για την Κρήτη επίσκεψης του μεγάλου εν Πατριάρχαις κυρού Αθηναγόρα του Α΄ εκπέμπει και σήμερα πολλά και Προσφώνηση του Μητροπολίτη Ευγενίου στον Πατριάρχη Αθηναγόρα. (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ, τεύχος 9, Σεπτέμβριος 1963, σ. 152). 765

399


σημαντικά μηνύματα προς όλους: προς την ιεραρχία, προς τον κλήρο και προς το λαό της Κρήτης. Πρώτα-πρώτα, υπενθυμίζει τους σταθερούς, αταλάντευτους και μακρόχρονους δεσμούς της Εκκλησίας της Κρήτης με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεσμούς που συνεχίζονται και θα συνεχίζονται εσαεί, επειδή αποτελούν αληθινή ευλογία τόσο για την Εκκλησία της Κρήτης ως θεσμό, όσο και για τον ορθόδοξο λαό του ηρωικού νησιού μας, του οποίου η ιστορία μένει ακατανόητη χωρίς την αναφορά στη σχέση της με το Πατριαρχείο. Το γεγονός αυτό είναι επόμενο ότι γεννά μεγάλες ευθύνες τόσο στους ιεράρχες και τον κλήρο, όσο και στο λαό της Κρήτης, που οφείλουν να διαφυλάξουν «ως κόρην οφθαλμού» αυτή την ευλογημένη σχέση, η οποία εμβολιάζει τη θυγατέρα Εκκλησία της Κρήτης με το ήθος και το φρόνημα της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ήθος και φρόνημα που κλείνουν μέσα τους τη σταυρώσιμη βιοτή αλλά και την αναστάσιμη δυναμική. Το δεύτερο μήνυμα αφορά την ενότητα της Εκκλησίας της Κρήτης, που πρέπει να είναι αρραγής σε όλα τα επίπεδα. Η Εκκλησία της μεγαλονήσου πορεύτηκε επί αιώνες μέσα στους λαβυρίνθους της ιστορίας και αντιμετώπισε δύσκολες ιστορικές περιπέτειες. Ό, τι την έσωζε ήταν, μαζί με την αρωγή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η ειρήνη και ενότητα όχι μόνο της πίστεως αλλά και της αγάπης στο όνομα του Χριστού. Ο Πατριάρχης

Αθηναγόρας

αυτήν

την

παρακαταθήκη

άφησε

στην

απανταχού Ορθοδοξία: αγάπη, ενότητα, ειρήνη, καταλλαγή. Σ’ αυτή την παρακαταθήκη πρέπει να προσφεύγει και να την ανανεώνει διαρκώς η Εκκλησία της Κρήτης, ενώνοντας τον κρητικό λαό και εξοστρακίζοντας τον κοντόφθαλμο τοπικισμό, που ακόμα και σήμερα φαίνεται ότι ταλαιπωρεί το νησί μας. Το τρίτο μήνυμα αφορά πλέον το ρόλο που καλείται να παίξει σήμερα η Εκκλησία της Κρήτης, μέσα στον κόσμο της μετανεω400


τερικότητας, όπου η εθνική κυριαρχία περιορίζεται, η κουλτούρα παγκοσμιοποιείται, η τεχνολογία της πληροφορίας αναπτύσσεται με ιλιγγιώδεις

ρυθμούς και οι

εθνικές,

πολιτιστικές και

γλωσσικές

ταυτότητες υφίστανται διάβρωση εντός του πλαισίου της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης. Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας αφουγκράστηκε τα μηνύματα του καιρού του και ανοίχτηκε προς το μέλλον. Και η Εκκλησία της Κρήτης πρέπει να στραφεί προς το μέλλον και να επανεξετάσει το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει εντός της νέας πραγματικότητας. Διότι, εκτός από το ήθος και το φρόνημα για το οποίο μιλήσαμε, διαθέτει και εκείνο το στελεχιακό δυναμικό, ώστε να παίξει ένα πιο ενεργό και πιο ουσιαστικό ρόλο, πάντοτε με τις ευλογίες της Μητρός Εκκλησίας. Ως συντεταγμένη Εκκλησία μέσα στον ελληνικό χώρο, ως Εκκλησία απαλλαγμένη από φαινόμενα επαρχιωτισμού, λόγω του δεσμού της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η Εκκλησία της Κρήτης, εκμεταλλευόμενη και τη γεωγραφική θέση της μεγαλονήσου, έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει ένα Κέντρο Ιεραποστολικής Επιμόρφωσης για όλα τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία της Ανατολής. Μπορεί ακόμη, ακολουθώντας το παράδειγμα του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου, να ευαισθητοποιηθεί και να συμπλεύσει μαζί του στο ζήτημα της προστασίας του περιβάλλοντος, αναλαμβάνοντας σημαντικές πρωτοβουλίες και χτίζοντας συνεργασίες. Σήμερα, περίοδο μεγάλης κοινωνικής, ηθικής και πνευματικής κρίσεως, η Εκκλησία πρέπει να αναλάβει ρίσκα, να βγει από την οποιαδήποτε μακαριότητα και τον εφησυχασμό και να δει την πίστη και την παράδοσή της σε σχέση με τα προβλήματα και τις προκλήσεις του παρόντος, ανακαλύπτοντας και πάλι το μήνυμα του αοίδιμου Πατριάρχη Αθηναγόρα, ο οποίος τόλμησε να κάμει το μεγάλο και κινδυνώδες για πολλούς βήμα, να βγει δηλαδή εκτός των τειχών των παραδεδομένων, χωρίς όμως να απεμπολήσει ουδέ κατ’ ελάχιστον την ορθόδοξη πίστη και παράδοση. Διότι το σπουδαίο είναι να πλαταίνει κανείς την κοίτη του 401


ποταμού της παράδοσης, ώστε να της δώσει τόπο να αρδεύσει με τα νάματά της όλη τη ζωή. Γι’ αυτό έχουν απόλυτη αξία όσα έγραψε για Εκείνον ο Μητροπολίτης Πέργης Ευάγγελος και τα κατέθεσε από καρδιάς σαν άνθη δροσερά στην κοίμησή του : «Ἕνας Πατριάρχης πέθανε. Μαζί του ἔκλεισε καὶ τὸ προσωπικὸ ἡμερολόγιο, γραμμένο σὲ ἄλλου εἴδους «ἑσπέρα καὶ πρωί καὶ μεσημβρία». Καὶ τὸ Φανάρι βάθαινε τὴν ἱστορία του κατὰ τὰ εἰκοσιτέσσερα χρόνια, ὅσα καὶ ἡ πατριαρχεία τοῦ Ἀθηναγόρα. Ὑψώθηκε καὶ πλάταινε ὅπως ἕνας πλάτανος ποὺ τὸν ἐξογκώνει ἡ δύναμη τῆς ζωῆς· ὅπως ἡ κοίτη ποὺ ξεχειλάει τὰ νερά της καὶ τρώει τὴ γῆ νὰ χωρέσει ὁλόκληρη τὴ δωρεά.766». Ας είναι αιωνία η μνήμη του μεγάλου εν Πατριάρχαις κυρού Αθηναγόρα του Α΄!

766

Λαὸς τῆς Χάριτος, ἐκδ. «Ἀθηνᾶ», Αθήνα 1973, σ. 67. 402


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α. Εφημερίδες-Περιοδικά 1. ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ Ηρακλείου 2. ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ, Ηρακλείου 3. ΠΑΤΡΙΣ Ηρακλείου 4. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ, Περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Κρήτης, 1963.

Β. Βιβλία 1.. Αποστολάκη, Γεωργίου

Κ.,

Βασικαί Διατάξεις Εκκλησιαστικού-

Κανονικού Δικαίου & Νομολογία, Ηράκλειον Κρήτης 2006 2. Δεληκωστόπουλου Αθαν. Ι., Έξω από τα τείχη, Αθηναγόρας Α΄, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, Αθήνα 1988. 3. Ευαγγέλου, Μητροπολίτου Πέργης, Λαὸς τῆς Χάριτος, ἐκδ. «Ἀθηνᾶ», Αθήνα 1973. 4. Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πέτρας και Χερρονήσου, Ο Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος και η Εκκλησία της Κρήτης, Νεάπολις 2002.

403


Άρχιμ. Εμμανουήλ Κατσαρός Ιεροκήρυξ Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας και Χερρονήσου

Το Μυστήριο της Ιεροσύνης, Ιστορία – Θεολογία Α’

Πρόλογος

Η Ιεροσύνη είναι μυστήριο με την πιο περιεκτική σημασία του όρου. Είναι ένα μέγα και συνεχές θαύμα που απεργάζεται μέσα στην Εκκλησία η φιλανθρωπία του Θεού. Αυτό αποτελεί την πίστη και την εμπειρία της Εκκλησίας. Ο άνθρωπος, το οστράκινο αυτό σκεύος, καθίσταται ο μεσίτης Θεού και ανθρώπων, ο λειτουργός των θείων μυστηρίων, ο οικονόμος της χάριτος, «ὁ ποιμήν ἀθανάτων ψυχῶν αἳματι Χριστοῦ ἐξηγορασμένων»767 Την αίσθηση αυτή του μυστηρίου και του θαύματος για την ιεροσύνη είχαν όλοι οι άγιοι και άξιοι λειτουργοί του Θεού. Έζησαν την Ιεροσύνη τους σαν ένα απέραντο μυστήριο. Την είδαν και την υπηρέτησαν σαν ένα μεγάλο θαύμα. Και αυτό ακριβώς μαρτύρησαν, όταν χρειάσθηκε να διερμηνεύσουν την εμπειρία τους και να καταγράψουν τους ιερατικούς στοχασμούς τους. Επικαλούμαστε την μαρτυρία του ιερού Χρυσοστόμου, με τη συγκλονιστική δύναμη του ιερατικού του λόγου: «Ἡ Ἱεροσύνη τελεῖται μέν ἐπί τῆς γής, τάξιν δέ ἐπουρανίων ἔχει ταγμάτων…Ὅταν γάρ ἴδης τόν Κύριον τεθυμένον καί κείμενον, καί τόν ἱερέα ἐφεστώτα τῷ θύματι καί ἐπευχόμενον, καί πάντας ἐκεῖνο τῷ τιμίω φοινισσομένους αἵματι, ἄρα ἔτι μετά ἀνθρώπων εἶναι νομίζεις καί ἐπί τῆς γής ἐστάναι, ἀλλ’ οὐκ εὐθέως ἐπί τούς οὐρανούς μετανίστασαι καί πάσαν σαρκικήν διάνοιαν τῆς ψυχῆς

767

Μ. Βασιλείου, Ὄροι κατ’ ἐπιτομήν, ΡΠΔ΄, ΒΕΠΕΣ 53, 305. 404


ἐκβαλῶν, γυμνή τή ψυχή καί τῷ νῶ καθαρῶ περιβλέπεις τά ἐν οὐρανοῖς; Ὤ τοῦ θαύματος, ὁ τῆς τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας!»768. Το ύψος της ιεροσύνης είναι απροσμέτρητο και απερίγραπτα μεγάλη η τιμή που γίνεται στον άνθρωπο, τον οποίο αξιώνει ο Θεός να γίνει ιερεύς Του. ««Διά τῆς Ἱεροσύνης οἱ ἱερεῖς καί πλάσται καί πατέρες γίνονται υἱοί Θεοῦ, καί ἀναιρέται τῆς ἁμαρτίας καί ἐλευθερωταί ψυχῶν καί κλειδοῦχοι τοῦ Παραδείσου. Εἶναι συνεργοί Θεοῦ πρός σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων»769. Και όσο εμβαθύνει κανείς στο μυστήριο της ιεροσύνης και συνειδητοποιεί το θαύμα της ιερατικής κλήσεώς του, τόσο κατανοεί και το μέγεθος της τιμής με την οποία τον τίμησε ο Θεός. «Εἰ γάρ τίς ἐννοήσειεν ὅσον ἐστι, ἄνθρωπον ὄντα καί ἔτι σαρκί καί αἵματι περιπεπλεγμένον, τῆς μακαρίας καί ἀκηράτου φύσεως ἐκείνης ἐγκύς δυνηθῆναι γενέσθαι, τότε ὄψετε καλῶς ὅσης τούς ἱερεῖς τιμῆς ἤ τοῦ πνεύματος ἠξίωσαι χάρις…Οἱ γάρ τήν γῆν οἰκοῦντες καί ἐν ταύτη ποιούμενοι τήν διατριβήν, τά ἐν οὐρανοῖς διοικεῖν ἐπετράπησαν καί ἐξουσίαν ἔλαβον, ἤν οὔτε ἀγγέλοις οὔτε ἀρχαγγέλοις ἔδωκεν ὁ Θεός.»770 Ο κληρικός ως πρόσωπο και η ιεροσύνη ως χάρισμα και λειτούργημα υπάρχουν μόνο εν τη Εκκλησία. Αν σύμφωνα με τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο «Χωρίς τούτων-ἐπισκόπων, πρεσβυτέρων καί διακόνων- Ἐκκλησία οὐ καλεῖται»771, είναι φανερό ότι και οι κληρικοί δεν μπορούν να υπάρξουν έξω από την Εκκλησία. Ό, τι λαμβάνει και ό, τι έχει ο κληρικός, το λαμβάνει και το έχει μόνον εκ Θεού και εκ της Εκκλησίας. Η θεμελιώδης αυτή σχέση που υφίσταται μεταξύ του κληρικού και της Θεοΐδρυτης Εκκλησίας, στην σημερινή κοινωνία τείνει να εκλείψει. Έχει χαθεί πλέον η αίσθηση του ιερού. Οι ιερείς κινδυνεύουν να χάσουν την αίσθηση του ιερού, τον φόβο του Θεού ενώπιον του θυσιαστηρίου, το δέος

Ιωάννου Χρυσοστόμου, Περί ἱεροσύνης, Λόγοι, 3, 4. PG 48, 642. Συμεών Θεσσαλονίκης, Ἅπαντα, 437-438 και PG 155, 156-157. 770 ο.π. Λόγος 5, PG 48, 643. 771 Ιγνατίου Θεοφόρου, Τραλλιανοῖς, 3, ΒΕΠΕΣ 2, 272. 768 769

405


και την ευθύνη κατά την άσκηση του υψηλού λειτουργήματός τους. Αιτία όλων αυτών είναι η φθοροποιός δύναμη της εξοικείωσης, η οποία απομακρύνει τον φόβο του Θεού και την αγωνία του ιερατικού λειτουργήματος. Ένα γνήσιο ιερατικό ήθος οφείλει να χαρακτηρίζει όλους τους εργάτες της Εκκλησίας. Ήθος με πνεύμα αυταπάρνησης, αποστολικής κακοπάθειας, αίσθημα ευθύνης και ακατάβλητης εργατικότητας. Η σχέση που εγκαινιάζει η Ιεροσύνη μεταξύ του κληρικού και των χριστιανών είναι σχέση πνευματικού πατέρα προς πνευματικά τέκνα. Και η σχέση αυτή είναι

ειλικρινής

και

γνήσια,

όταν

διέπεται

από

τις

παραπάνω

αναφερθείσες εκφάνσεις της ζωής, καθιστώντας τους ιερείς γνήσιους, δόκιμους και ανεπαίσχυντους εργάτας του θείου αμπελώνος.772

Ματθ. 20, 1-16. Επίσης ο Απόστολος Παύλος ομιλεί περί «δολίων καί κακῶν ἐργατῶν» μέσα στην Εκκλησία. (Β΄ Κορ. 11, 14 και Φιλ. 3, 2.) Οι Αποστολικοί αυτοί χαρακτηρισμοί θα πρέπει να μας φοβίζουν. Ομιλεί ακόμη και περί εργατών «δοκίμων καί ἀνεπαισχύντων». Στον Τιμόθεο γράφει: «δόκιμον παραστῆσαι τῷ Θεῶ, ἐργάτην ἀνεπαίσχυντον, ὀρθοτομοῦντα τόν λόγον τῆς ἀληθείας».(Β΄ Τιμ. 2, 15). Η Αποστολική αυτή σύσταση απευθύνεται σε όλους εμάς. Ο κληρικός οφείλει να έχει πρωταρχική επιδίωξη τη διακονία του λαού του Θεού, χάριν του οποίου υπάρχει και όχι την προσωπική του άνεση ή την εξασφάλιση τιμών και απολαβών. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος υπογραμμίζει με έμφαση : «Οὐ γάρ διά τοῦτο σέ ἐπέστησεν ὁ Θεός αὐτοῖς, ἴνα σύ πλείονος ἀπολαύσεις θεραπείας, ἄλλ’ ἴνα τά μέν σᾶ ἀμελῆται, πάντα δέ τά ἐκείνων οἰκοδομῆται.» ( Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ἐφεσσίους, ομιλ. 8, 1, PG 62, 55.) Και σε άλλη ομιλία του προσθέτει: «Τόν γάρ ἄρχοντα ταῦτα μάλιστα δείκνυσι, τό προνοεῖν τῶν ὑπηκόων, τό κήδεσθαι καί φροντίζειν. Διό καί ὁ Χριστός ἔλεγεν˙ ΄΄Ὁ ποιμήν ὁ καλός΄΄ , οὐκ εἶπε τιμᾶται καί θεραπεύεται, ἀλλά ΄΄τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων΄΄ .Τοῦτο ἀρχή, τοῦτο ποιμαντική ἐπιστήμη, τό τά αὐτοῦ παρορᾶν καί τά τῶν ἀρχομένων μεριμνᾶ». (Του ιδίου, Εἰς τούς Ψαλμούς, 113, 1-2, PG 55, 306.) Επίσης ο Γρηγόριος ο Θεολόγος σημειώνει: «ζητεῖ δέ τό τῶν τέκνων οὖς ἐν Χριστῷ διά τοῦ εὐαγγελίου ἐγέννησεν. Οὗτος ὅρος πάσης πνευματικῆς προστασίας πανταχοῦ τό καθ’ ἑαυτόν παρορᾶν πρός τό τῶν ἄλλων συμφέρον» (Γρηγορίου Θεολόγου, Ἀπολογητικόν τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς, 54, ΒΕΠΕΣ 58, 264). 772

406


Εισαγωγή

Τα Μυστήρια της Εκκλησίας είναι εκφάνσεις της καθαρτικής, φωτιστικής και Θεοποιού ενεργείας του Θεού. Άλλοστε μυστήριο, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς, ότι είναι η μέθεξη της ακτίστου χάριτος του Θεού. Όλα συνδέονται στενά με τα στάδια της πνευματικής ζωής, που είναι η κάθαρση της καρδιάς, ο φωτισμός του νου και η θέωση. Επιφορτισμένη με το σκοπό αυτό είναι η Εκκλησία, όπου ως σώμα Χριστού κατευθύνει και οδηγεί στη θέωση τους πεπιστευκότας εις τον Θεόν και ενταγμένοι στο Άγιο Σώμα Του-δηλ. της Εκκλησίας-μέσω του Αγίου Βαπτίσματος. Τα μυστήρια είναι η πηγή του αγιασμού. Η μη συμμετοχή σε αυτά δηλώνει την αρνητική στάση του ανθρώπου στην πορεία για την βασιλεία των ουρανών. Η σημερινή κοινωνία διέπεται από μια βαθύτατη κρίση. Αμφισβήτηση και άρνηση κυριαρχεί σε όλες τις εκφάνσεις της θρησκευτικής και κοινωνικής ζωής. Η Εκκλησία έπαψε πια να είναι το σώμα του Χριστού και έγινε τόπος εκπλήρωσης κοινωνικών υποχρε-ώσεων. Οι ιερείς δεν είναι πλέον πρότυπα βίου και πολιτείας αλλά το ιερατικό ήθος εξέπεσε σε οικονομικό συμφέρον. Η παγκοσμιοποιούμενη κοινωνία με την ελευθερία ιδεών οδήγησε τους ανθρώπους σε ατοπήματα. Τα μυστήρια της Εκκλησίας έγιναν σταδιακά παραδοσιακές τελετές ενώ η έλλειψη θρησκευτικής μόρφωσης συντέλεσε στον πλήρη θεολογικό υποβιβασμό τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μέσα στους τόσους προβληματισμούς τους οποίους προκαλεί καθημερινά ο κοινωνικός μας περίγυρος, έρχεται η εργασία αυτή, με σκοπό να προσεγγίσει κατά το δυνατόν με βάση τις αρχές της Ορθοδόξου Εκκλησίας, το μεγάλο θέμα σχετικά με το μυστήριο της Ιεροσύνης. Στις σελίδες που ακολουθούν έχει γίνει προσπάθεια να καταδειχθεί η σπουδαιότητα, η αναγκαιότητα και η σωτηριολογική προοπτική του μυστηρίου. Οι ιερείς οφείλουν να κατανο-ήσουν ότι η 407


ιερατική ζωή αποτελεί μια ιδιότυπη σύνθεση του ουρανίου με το εγκόσμιο. Ο λειτουργός των Ιερών Μυστηρίων, άνθρωπος «σαρκί καί αἵματι συμπεπλεγμένος», ποτίζεται με την υπερφυσική χάρη της Ιεροσύνης και γίνεται «ὑπηρέτης Χριστοῦ καί οἰκονόμος μυστηρίων Θεοῦ».773 Το θέμα της εργασίας μας αναπτύσσεται σε τέσσερα κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται λόγος για το μυστήριο της Ιεροσύνης ως χάρισμα και ενέργεια του Θεού στον κόσμο ενώ παράλληλα τονίζεται ο θείος χαρακτήρας του μυστηρίου που καθιστά τον άνθρωπο να επιτελεί και να βαστάζει το πυρ της θυσίας του Χριστού. Στο δεύτερο κεφάλαιο επιχειρείται μια ιστορική αναδρομή του μυστηρίου της Ιεροσύνης, από την Παλαιά Διαθήκη μέχρι και τις μέρες μας. Αναφέρονται τα στάδια διαμόρφωσης του θεσμού της Ιεροσύνης, από την εποχή των Πατριαρχών, την συγκρότηση του ιουδαϊκού ιερατείου μέχρι

και

την

πλήρη

κατάργησή

του

από

τον

Ιησού

Χριστό.

Καταδεικνύεται ότι ο Ιησούς Χριστός, μέσα από την μελέτη της Προς Εβραίους Επιστολής, είναι ο μοναδικός και αιώνιος ιερέας, ο μεσίτης της Νέας Διαθήκης αλλά και ο χορηγός της Ιεροσύνης. Η Ιεροσύνη του Χριστού συνεχίζεται δια των Αγίων Αποστόλων μέσα στην Εκκλησία. Αυτή

η

Αποστολική

συνέχεια-Διαδοχή

καθιστά

την

Εκκλησία

θεματοφύλακα της Αποστολικής Πίστεως και Διδασκαλίας. Στο τρίτο κεφάλαιο μελετάται το μυστήριο της Ιεροσύνης στην Ορθόδοξη εκκλησία καθώς και η διάκριση των τριών ιερατικών βαθμών. Εξετάζονται οι τρεις βαθμοί της Ιεροσύνης καθώς και η τέλεση του ιερού μυστηρίου της χειροτονίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην 5η ενότητα του κεφαλαίου αυτού γίνεται λόγος για την διακονία του ιερατικού αξιώματος με βάση τα κείμενα του μεγάλου Πατέρα της Εκκλησίας, Αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Μητροπολίτου Αττικής και Μεγαρίδος Νικοδήμου, Ἡ ἀγωνία ἑνός ἱερέως, εκδ. Σπορά, 3η έκδ. Αθήνα 1992 σελ. 3. 773

408


Στο

τέταρτο

και

τελευταίο

κεφάλαιο

γίνεται

μια

μικρή

προσπάθεια, με την αξιοποίηση δεδομένων της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, προσέγγισης του Σχίσματος του 1054 και κατ’ επέκτασιν την μελέτη του μυστηρίου της Ιεροσύνης στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κατά την Α΄ και Β΄ Σύνοδο του Βατικανού. Εις τον παρόντα 4ον τόμον της Επιστημονικής Επετηρίδος της Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας και Χερρονήσου δημοσιεύονται τα δύο μόνο Κεφάλαια της παρούσης, περί Ιερωσύνης μελέτης. Θεού θέλοντος, εις τους επόμενους τόμους θα δημοσιευτεί η συνέχεια αυτής.

409


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΙΕΡΟΣΥΝΗΣ

α. Ο όρος «Μυστήριον». Ο όρος «μυστήριο»» ετυμολογικά παράγεται από το ρήμα «μύω» το οποίο σημαίνει κλείω τους οφθαλμούς ή το στόμα ή οιονδήποτε άλλο χάσμα..774«Μυστήριον»

επίσης,

είναι

θρησκευτική

αλήθεια

αποκαλυφθείσα υπό του Θεού, είναι η μυστική βουλή του Θεού, η σεσιγημένη χρόνοις αιωνίοις, φανερωθείσα δε νυν.775 Το «μυστήριον» δηλώνει δόγμα πίστεως ακατάληπτον, ανέκφραστον και ιερόν. Είναι «πάντα τά ἱερά πράγματα καί πᾶσαι αἵ ἱεροπραξίαι τῆς χριστιανικῆς θρησκείας αἵ ἐμφαίνουσαι ἤ συμβολίζουσαι ἀνωτέραν τινά ἔννοιαν μυστικήν σαι ή συμβολίζουσαι ανωτέραν τινά έννοιαν μυστικήν».776 Ο ιερός Χρυσόστομος επεξηγεί ότι: «Καλεῖται μυστήριον, διότι δέν πιστεύομεν ὅ,τι βλέπομεν, ἀλλ’ ἄλλα βλέπομεν καί ἄλλα πιστεύομεν. Τά φαινόμενα δέν κρίνω κατά τήν ὄψιν ἀλλά διά τῶν ὀφθαλμῶν τῆς διανοίας».777 Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε, το τι εστί «μυστήριον», οφείλουμε να δούμε την εξέλιξη του όρου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Η λέξη «μυστήριον» ή «μυστήρια» χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις τελετές της εθνικής θρησκείας (Ελευσίνια, Ορφικά μυστήρια), μέσω των οποίων κάποιος εμυείτο στην εθνική θρησκεία και υποχρεωνόταν να τηρήσει απόλυτη μυστικότητα. Με την έννοια αυτή, δηλ. του κρυμμένου, του ακαταλήπτου και μυστηριώδους συναντάται η λέξη, τόσο στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς όσο και στην Καινή Διαθήκη.778

Κ.Δ. Γεωργούλη, Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, Τόμος 9ος , 232. 775 Ρωμ. 16, 25 776 Δ. Δημητράκου, Μ. Λεξικόν, Τόμος 9ος , 4825. 777 PG 61, 55-56. 778 Α΄ Τιμ. 3, 16. Εφ. 1, 9. 3, 3 και 9. 5,32. Κολ. 1, 27. Ματθ. 13,11. 774

410


Ο όρος «μυστήριον» συναντάται στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη 45 φορές779 και η έννοιά του μπορεί να συνοψισθεί σε τρεις βασικές έννοιες: α) στο μυστικό του Θεού, σχετικά με τη σωτηρία του ανθρώπου, η οποία πραγματοποιήθηκε

εν

Χριστώ

και

το

οποίο

σήμερα

είναι

αποκεκαλυμμένο.780 β) με έννοια κρυμμένη, συμβολική ή τυπική μιας ιεροτελεστίας

781

ή

κάποιας διηγήσεως,782 ή κάποιου πράγματος ή αντικειμένου783 και γ) με μυστική πράξη ή ενέργεια, κρυμμένη και μυστηριώδη που ανάγεται στο μέλλον.784

Όμως στην Αγία Γραφή δεν συναντάται η λέξη

«μυστήριον» σε αναφορά προς τις ειδικές πράξεις της Εκκλησίας, τις οποίες σήμερα γνωρίζουμε ως Μυστήρια. Η λέξη «Μυστήριο», συναντάται στους Αποστολικούς Πατέρες,785 πάντοτε με την έννοια που χρησιμοποιείται στην Καινή Διαθήκη, ενώ οι Απολογητές χρησιμοποιούν την λέξη για να εκφράσουν τα Μυστήρια των Εθνικών, τα οποία και επικρίνουν. Όμως η χρησιμοποίηση της λέξεως «Μυστήριον», προς δήλωση των συγκεκριμένων πράξεων και τελετών της Εκκλησίας, γίνεται για πρώτη φορά από τον Κλήμεντα των Αλεξανδρέα786 και τον Ωριγένη, ο οποίος ήταν

ο

πρώτος

που

έδωσε

εκκλησιολογική

σημασία

στη

λέξη

«Μυστήριο».787 Οι Έλληνες Πατέρες του 4ου αι. αναπτύσσουν περισσότερο

Συναντάται, 9 φορές στον Δανιήλ, 1 φορά στην Ιουδήθ, 2 φορές στον Εκκλησιαστή, 1 φορά στις Παροιμίες, 3 φορές στη Σοφία Σολομώντος, 1 φορά στον Τωβἰτ, 1 φορά στο Β΄ Μακκαβαίων, από 1 φορά στον Ματθαῖο, Μάρκο και Λουκᾶ, 4 φορές στον Ἰωάννη και 20 φορές στον Ἀπόστολο Παῦλο. 780 Ρωμ. 16, 25 781 Εφ. 5,32 782 Δαν. 2, 18, 27, 30. 783 Αποκ. 1, 20. 17, 5-7. 784 Β΄ Θεσ. 2, 7. Α΄ Κορ. 15, 51. 785 Η λέξη δεν συναντάται στην Ἐπιστολή τοῦ Κλήμεντος, στήν Ἐπιστολή Βαρνάβα και στον Ποιμένα τοῦ Ἑρμά. 786 Κλήμεντος Αλεξανδρέας, Στρωματείς, 1,1. 2,14. 5,7. 6,15, ΒΕΠΕΣ 8, 128-129, 221-228 και Προτρεπτικός 4. ΒΕΠΕΣ 7,40-50, 235-241, 330 787 Στην Δύση, ο Αυγουστίνος ονομάζει Sacramenta τις εκκλησιαστικές τελετές, οι οποίες 779

411


και σαφέστερα την εκκλησιολογική έννοια και σημασία του όρου λόγω των Τριαδολογικών Αιρέσεων και κυρίως των Αντιρρήσεων περί της Θεότητος του Αγίου Πνεύματος. Ο ιερός Χρυσόστομος, διατυπώνει στην 82η Ομιλία του «Εἰς τό Κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο», ότι ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ψυχή και ο Χριστός παρέχει σε αυτόν «ἐν αἰσθητοῖς τά νοητά». Διαφορετικά εάν ο άνθρωπος ήταν ασώματος, ο Χριστός θα παρέδιδε γυμνά τα ασώματα αυτά δώρα. Όταν λέγει «…τοῦτο ἐστί τό σῶμα μου …», ο άρτος που είναι το αντίτυπο του σώματός Του, με την χάρη Του μεταβάλλεται σε σώμα Του, όμως εμείς βλέπουμε άρτον˙ με τους νοητούς όμως οφθαλμούς μας ας πιστεύουμε και ας βλέπουμε το σώμα του Χριστού.788 Η Εκκλησία την περίοδο από τον 4ο μέχρι τον 12ο αι. γνωρίζει μια συστηματική θεολογική ανάπτυξη της Ορθόδοξης Μυστηριολογίας. Ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, είναι ο πρώτος Εκκλησιαστικός συγγραφέας της περιόδου αυτής, που εγκαινιάζει αυτή την προσπάθεια, στο έργο του «Περί Ἐκκλησιαστικής Ἱεραρχίας». Όμως ο ιερός Δαμασκηνός, ο κατ’ εξοχήν δογματολόγος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προσδίδει την έννοια του «Μυστηρίου» σε κάθε τι που υπέρκειται του λόγου και της ανθρώπινης κατανόησης.789 Γι’ αυτό ονομάζει «μυστήριο» την ενανθρώπιση του Υιού του Θεού,790 την Αγία Τριάδα791, την Θεία

καθορίσθηκαν υπό του Χριστού προς αγιασμό των ανθρώπων. In Johan 80, PL. 35, 18401843 και PL 33,205. 39,2253 788 ΕΠΕ 12, 210-212: «Ἐπει οὔν ὁ λόγος φησί, ΄΄τοῦτο ἐστί τό σῶμα μου΄΄ , καί πειθώμεθα καί πιστεύωμεν, καί νοητοῖς αὐτό βλέπωμεν ὀφθαλμοῖς. Οὐδέν γάρ αἰσθητόν παρέδωκεν ὑμίν ὁ Χριστός˙ ἀλλ’ ἐν αἰσθητοῖς μέν πράγμασι, πάντα δέ νοητά…Εἰ μέν γάρ ἀσώματος ἤς, γυμνά ἄν αὐτά σοί τά ἀσώματα παρέδωκε δῶρα˙ ἐπειδή δέ σώματι συμπέπλεκται ἡ ψυχή ἐν αἰσθητοῖς τά νοητά σοί παραδίδωσι». Ἐπίσης στήν Ζ΄ Ὁμιλία τοῦ Εἰς τήν Α΄ Κορινθίους , δίνει τόν ἑξῆς ὁρισμό γιά τή λέξη μυστήριο: «Μυστήριον καλεῖται, ὅτι οὔχ ἄπερ ὀρῶμεν βλέπομεν, ἄλλ΄ ἕτερα ὀρῶμεν καί ἕτερα πιστεύομεν.» ΕΠΕ 18,172 789 Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσης Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, 90, PG 93, 1176A. Εις το Μ. Σάββατον 33, PG 96,636C. Ομιλία εις την Κοίμησιν Β΄ 9, PG 96,736B 790 PG 94, 664A, 744AB, 1029C, 1100B, 1452B. PG 95, 65D. PG 96, 601B. 791 PG 94, 1124B. PG 96, 557C. 412


Ευχαριστία792, τον σταυρικό θάνατο του Κυρίου793 και τα θαύματα της ζωής και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.794 Ειδικά περί του μυστηρίου της ιεροσύνης σημειώνει: «…τούς ἁμαρτάνοντας καί αὐτοῖς προσιόντας ἄνευ καρποῦ τινός μετανοίας, ἄνευ ἱερέως αὐθεντίας, ἄνευ βαθμῶν τῶν τοῖς κανόσι τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς διηγορευμένων, τάχιστα καθαίρειν παντός ἁμαρτήματος ἐπαγγέλονται… ἄγειν αὐτούς εἰς κληρικῶν χειροτονίας, δολερῶς πείθοντες τούς ἐπισκόπους ἐπιτιθέναι χείρας αὐτοῖς»795 Βάσει των παραπάνω εξαίρεται το συμπέρασμα, ότι ο κύριος σκοπός των αρχαίων Εκκλησιαστικών συγγραφέων και των Πατέρων της Εκκλησίας ήταν η έμφαση και η υπογράμμιση του μυστηριώδους και ακαταλήπτου χαρακτήρος της Χριστιανικής πίστεως και της σωτηρίας του ανθρώπου δια της χάριτος του Θεού με ορατές Εκκλησιαστικές τελετές, οι οποίες υπερβαίνουν την ανθρώπινη λογική και αντίληψη αφού «ἔργα τοῦ Θεοῦ, ἀνώτατα εἶναι οἱ θειότατες αὐτές τελετές αἰτινες ἀποτελούσιν αἰσθητά σημεῖα τῆς χάριτος, οὐχί ἁπλῶς καί μόνον συμβολίζοντα, ἀλλά καί ἀοράτως μεταδίδοντα ταύτην».796

β. Η Ενέργεια του Θεού στον Κόσμο και το Χάρισμα της Ιεροσύνης Η Ιεροσύνη έδρασε πάντοτε στην ιστορία του λαού του Θεού (Ισραηλιτικού και Χριστιανικού) σαν μέτρο φανερώσεως της χάριτος, δυνάμεως και ενεργείας του Θεού, αλλά και σαν δυνατότητα ασφαλείς και βεβαίας μετοχής του ανθρώπου στην Θεία αυτή και ζωοποιό ενέργεια και δύναμη με σκοπό την προοδευτική τελείωση του και την κατά χάριν

PG 94, 736A, 1133B. PG 95, 249B. PG 96, 601C, 624C, 625A. 794 PG 96, 705A. 712A. 716A. 761B. 795 PG 94, 733CD. ΕΠΕ 1, 446 796 Ιω. Ν. Καρμίρη, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ΘΗΕ τόμ. 3, Αθήναι 1940, 1399-1434 792 793

413


ομοίωση του με τον Θεό. Η δράση της Ιεροσύνης στον κόσμο αρχίζει με την δημιουργία του ανθρώπου, και είναι η σχέση του Θεού με το αυτεξούσιο πλάσμα του, που το ζωοποιεί, το αγιάζει, το φωτίζει και το χειραγωγεί προς το «καθ' ὁμοίωσιν».Με την παρακοή των πρωτοπλάστων σκοτίζεται η αποδοχή της χάριτος του Θεού από τον άνθρωπο, γιατί αυτός,

υπακούοντας

στις

συμβουλές

του

διαβόλου

επέλεξε

να

αυτονομηθεί πιστεύοντας πως έτσι θα γίνει Θεός δια του εαυτού του, με αποτέλεσμα να ασθενήσει η φύση του και να εισέλθει σε αυτήν ο «ἀγριαίνων» νόμος της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου. Ο άνθρωπος αδυνατούσε πλέον να ομοιωθεί με τον Θεό, γι αυτό και θα γινόταν ένας «ἰδιότυπος διάβολος».797 Αν ο Θεός από άκρα φιλανθρωπία δεν συγκατάβαινε στην υπαρξιακή αδυναμία του άνθρωπου να επανορθώσει μόνος του τις συνέπειες της απομακρύνσεως του από την αυτοζωή οικονομώντας «τήν ἐκ παλιγγενεσίας σωτηρίαν». Της ανθρώπινης φύσεως δια του Υιού του, «Ὅυ καί τούς αἰώνας ἐποίησε»798 Δεν «ἀπεστράφη» το πλάσμα Του «εἷς τέλος ὁ Θεός», αλλά «πολυτρόπως» τον προετοίμασε για να δεχτεί εκούσια την μέλλουσα σωτηρία. Πρωτίστως όμως υποβοήθησε την αποκατάσταση της πνευματικής οράσεως των ασθενών, κατά την προαίρεση ανθρώπων, με το να οικονομήσει την μετάδοση της Άκτιστου Χάριτος, Δυνάμεως και Διδασκαλίας Του μέσων ορατών προσώπων. Μέσω προσώπων με καθαρή διάνοια, όπως ο Νώε , ο Αβραάμ , ο Ιώβ, ο Μωυσής. Αργότερα, όπως εξηγεί ο Θείος Χρυσόστομος, «ἐπειδή εἷς αὐτόν τῆς κακίας ἐνέπεσε τόν πυθμένα ἅπας τῶν Ἑβραίων ὁ δῆμος»799 χρειάστηκε να κάνει ο Θεός εμφανέστερη την Ιεροσύνη (δηλαδή την παρουσία Του) στους ανθρώπους, δίνοντας στους Ιερείς «γράμματα καί πλάκες», που θα Βασιλείου Ε. Βολουδάκη, Ἡ φανέρωση τῆς ἱεροσύνης στόν κόσμο, εκδ. Υπακοή Αθήνα 1996 σελ.12. 798 Βλ. ό.π. σελ.16. 799 Βλ. ό.π. σελ.16 797

414


τους υπενθύμιζαν συνεχώς την απολύτρωση και θα τους προετοίμαζαν γι αυτήν. Το μέτρο της Ιεροσύνης που παρέλαβε από τον Θεό ο Μωυσής ήταν η σκιά του μέλλοντος η σάρκωση του Θεού Λόγου, που του φανερώθηκε ως «ὀπίσω του Θεοῦ»800. Την παράδοση της Ιεροσύνης επισφράγισε η Διαθήκη, δηλαδή ο γραπτός Νόμος, που ήταν απαραίτητη βοήθεια και παιδαγωγία του πιστού λαού για την μετοχή του στην ευλογία του Θεού και την επαγγελία της ελεύσεως του «πληρώματος τοῦ χρόνου». Το πλήρωμα του χρόνου ήρθε με την γέννηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, δια της οποίας ενσαρκώθηκε ο Θεός Λόγος «ἡ ἀρχή καί ἡ ὑπόστασις» του ανθρωπίνου γένους και όλων των κόσμων «ὁρατῶν τέ καί ἀοράτων». Στο πρόσωπο του Σαρκωθέντος Λόγου, του «Ἑνός τῆς Ἁγίας Τριάδος»

η

Ιεροσύνη

φανερώθηκε

ως

«πλήρωμα

τῆς

Θεότητας

σωματικός»801 και ως «πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῶ καί ἐπί γῆς»802 Τότε «παρῆλθε ἡ σκιά τοῦ νόμου» αφού μετετέθη η Ιεροσύνη, από την προσωπική πλέον φανέρωση της ιεροσύνης, στον κόσμο δια του Θεανθρώπου. Γιατί «μετατιθέμενης τῆς Ἱεροσύνης ἐξ ἀνάγκης καί νόμου μετάθεσης γίνεται»803. Τον νόμο πληρώνει και η Κ. Διαθήκη δηλ. ο ίδιος ο Χριστός με την παρουσία Του, που φανερώνει στον άνθρωπο ότι θα γίνει κοινωνός (δηλ. υπαρξιακός γνώστης και μέτοχος) όχι πλέον της σκιάς, αλλά του «Σαρκωθέντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πως θα γίνει κατά Χάριν Θεός, δια του ενανθρωπήσαντος Θεού που «ἀνακεφαλαίωσε» και ανέπλασε την «καταφθαρεῖσαν φύσιν» μας και επάτησε δια του εκουσίου και ζωοποιού Του θανάτου, τον θάνατο και «ὀδοποίησε πάση σαρκί τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν». Τις νέες αυτές οδηγίες της Κ. Διαθήκης καλούνται να

Εξ.33,23 Κολ. 2,9 802 Ματθ.28,18. 803 Εβρ.7,2. 800 801

415


διδάξουν οι μαθητές του Χριστού που είναι αυτόπται και αυτήκοοι μάρτυρες, οι ψηλαφηστές και γνώστες της Σαρκωθείσης Ιεροσύνης. Εκείνοι, που αφού καθαρίστηκαν ψυχικά και σωματικά ( κατά την μαρτυρία αυτού του Χριστού): «ἤδη ὑμεῖς καθαροί ἐστέ»804 έγιναν εικόνες του Θεού του αοράτου σαν «σύμμορφοι» του Χριστού, λαμβάνοντας επί γης το χάρισμα της μετοχής στην μοναδική Ιεροσύνη του Χριστού. Δεν έλαβαν οι Άγιοι Απόστολοι την ιεροσύνη σαν παράλληλη ή αυτόνομη εξουσία, αλλά σαν εξουσία-διακονία εκείνου που ταυτίζει τον εαυτό Του με τα της ιεραρχίας Του, αφού ο ίδιος ο Χριστός λέει στους Αποστόλους: «Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει καί ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμέ ἀθετεῖ.... Καί ἰδού ἐγώ μεθ' ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντέλειας τοῦ αἰῶνος»805. «…καί τί γάρ δεῖ πλέων εἰπεῖν», (επισφραγίζει ο θείος Χρυσόστομος) «ἀλλ' ἤ ὅτι ὅπερ ὁ Χριστός παραγενόμενος ἐπρατε τοῦτο αὐτοῖς ἐγχειρήσας ἀπῆλθε»806 κατά συνέπεια όπως επισημαίνει ένας σύγχρονος ομολογητής της εκκλησίας μας «ἡ Ἱεροσύνη καί ἡ ἱεραρχία εἶναι ἀδιανόητος ἐκτός του θεανθρωπίνου ὀργανισμοῦ τῆς ἐκκλησίας διότι καί ὁ Χριστός ὡς κεφαλή εἶναι ἀχώριστός του σώματός του»807. Εφόσον όμως η Ιεροσύνη είναι ο Χριστός808 και η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού809 η Ιεροσύνη ταυτίζεται με την Εκκλησία. Το Πανάγιο Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής χειροτόνησε τους Αγίους Αποστόλους, δίνοντας τους το χάρισμα της Ιεροσύνης ώστε να ενεργεί στο εξής δια αυτών όλη η εξουσία χάρη και ενεργεία του Αρχιερέως Χριστού. Δια των Αγίων Αποστόλων και των διαδόχων τους επισκόπων παρατείνεται μέχρι σήμερα και θα

Ιωαν.15,3 Βλ. ὃ.π., π. Βασιλείου Ε. Βολουδάκη, σελ.16. 806 Καλλινίκου Καρούσου Μητροπολίτου Πειραιώς και Φαλήρου, Ὁ ἱερέας καί ἡ πνευματική του ζωή,εκδ. περιοδικού Εκκλησία, Αθήνα 1987 σελ. 35. 807 Βλ. ό.π. π. Βασιλείου Ε. Βολουδάκη, σελ. 20. 808 Εφ.1,23. 809 Κολ. 1,24 804 805

416


παρατείνεται «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» πραγματικά (όχι συμβολικά) η Θεανθρώπινη παρουσία του Χριστού επί της γης. Το φρόνιμα αυτό της εκκλησίας διδάσκει και ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης : «Μία ἤ τῆς Ἱεροσύνης δύναμις ἡ ἐν τοῖς Ἀποστόλοις τότε ἐνεργοῦσα, καί ταῖς νῦν ἱεράρχαις. Καί κατά τήν ἰσχύν τῆς Ἱεροσύνης ὁ αὐτός ἐστι Πέτρος τε καί Παῦλος καί Ἰωάννης καί τῶν νῦν ἀρχιερέων ἕκαστος, ἐπεί καί τοῦ Χριστοῦ Ἱεροσύνη ἐστί καί οὐκ ἀνθρωπινῆς ἀρετῆς ἔργον».810 Η Ιεροσύνη του Χριστού επί της γης διαιρείται σε τρεις βαθμούς και διανέμεται στους κληρικούς. Η διάκριση αυτή των κληρικών, μετά την Ενανθρώπηση του Θεού, είναι θεσμός Θείος και βούληση της Θεότητας, όπως διδάσκουν οι Αποστολικές Διαταγές: «Εἰ μέν γάρ μή θεσμός τῆς ἤν, καί τάξεων διαφορά ἤρκει ἄν δι΄ ἑνός ὀνόματος τά ὅλα τελεῖσθε ἀλλ' ὑπό τοῦ Κυρίου διδαχθέντες ἀκολουθίαν πραγμάτων, τοῖς μέν ἐπισκόποις τά τῆς ἀρχιεροσύνης, τοῖς δέ διακόνοις τά τῆς πρός ἀμφοτέρους διακονίας.... Οὐ γάρ ὅσιον ἀνεστράψαθαι τήν τάξιν. Οὐ γάρ ἐστίν ὁ Θεός ἀκαταστασίας»811. Η διάκριση όμως των τριών βαθμών δεν είναι ποιοτική αλλά ποσοτική. Δεν διαφέρει το είδος του χαρίσματος αλλά ο αριθμός των χορηγουμένων, δια της χειροτονίας, εξουσιών. Έτσι η εξουσία του επισκόπου υπερβαίνει την εξουσία του πρεσβυτέρου, εφόσον ο επίσκοπος τελεί και το κατεξοχήν μυστήριο της εκκλησίας, την χειροτονία, και η εξουσία του πρεσβυτέρου υπερβαίνει την εξουσία του διακόνου, εφόσον ο μεν πρεσβύτερος δύναται να τελέσει πάντα τα του επισκόπου πλην της χειροτονίας και των εγκαινίων Ι. Ναού, ο δε διάκονος δεν τελεί τίποτε μόνος αλλά απλώς διακονεί τα μυστήρια. Αντίθετα τη Θεία Χάρη που

Μητροπολίτου Αττικής και Μεγαρίδος Νικοδήμου, Γράμματα σέ ἕναν νέο ἱερέα, εκδ. Σπορά, Αθήνα 1992, σελ. 75. 811 Διαταγαί Αποστόλων, Β, 26,28, Ζ 31,ΒΕΠΕΣ 2, 35,38,126 810

417


λαμβάνουν, δια του Αγ. Βαπτίσματος, οι λαϊκοί (αυτό συνίσταται ως μετοχή στην Ιεροσύνη του Χριστού διότι ενδύονται τον ίδιο το Χριστό) διακρίνεται ποιοτικά από την ιεροσύνη των κληρικών. Ενώ δηλ. οι λαϊκοί έχουν λάβει με το Άγιο βάπτισμα τα αξιώματα του Χριστού (βασιλικό, προφητικό, ιερατικό) ώστε να γίνουν εξουσιαστές των παθών τους (βασιλικό), διδάσκαλοι (προφητικό) και θύτες του εαυτού τους (ιερατικό), προσφέροντας τα μέλη και την διάνοιά τους «Θυσίαν ζῶσαν εὐαρεστών τῷ Θεῶ»812 δεν έλαβαν όμως, δια του μυστηρίου της χειροτονίας, την Ιεροσύνη ώστε να αποκτήσουν την εξουσία να προσφέρουν ιερατικές θυσίες, να διδάσκουν και να ποιμαίνουν τον λαό του Θεού.813 Χαρακτηριστικά οι Αποστολικές Διαταγές τονίζουν την κατά φύση Ιεροσύνη του Χριστού αλλά και την σαφή διάκριση εξουσίας μέσα

της ιερατικής

στο σώμα των πιστών: «Πρῶτος τοίνυν τή φύσει

Ἀρχιερεύς ὁ μονογενής Χριστός οὔχ ἐαυτῶ τήν τιμήν ἁρπάσας ἀλλά παρά τοῦ Πατρός κατασταθεῖς ὅς γενόμενος ἄνθρωπος δί' ἠμᾶς καί τήν πνευματικήν θυσίαν προσφέρων τῷ Θεῶ αὐτοῦ καί Πατρί πρό τοῦ πάθους, ἠμίν διετάξατο μόνοις τοῦτο ποιεῖν καίτοι ὄντων σύν ἠμίν καί ἑτέρων τῶν εἰς αὐτόν πεπιστευκότων ἀλλ' οὐ πάντως πᾶς ὁ πιστεύσας ἤδη καί ἱερεύς κατέστη ἤ ἀρχιερατικῆς ἀξίας ἔτυχεν».814 Πρέπει όμως να μην λησμονούμε ποτέ ότι η Ιερατική εξουσία δόθηκε μεν μόνο στους Αποστόλους αλλά κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, όπου το Πνεύμα το Άγιο επεφοίτησε μοιράζοντας χαρίσματα σε όλο το πλήθος που ήταν μαζί με τους Αγίους Αποστόλους. Η ταυτόχρονη αυτή έκχυση του Αγ. Πνεύματος σε ολόκληρη την εκκλησία αποτελεί σημείο όπως σωστά παρατηρεί ένας σύγχρονος θεολόγος, «ὅτι ἡ Ἱεροσύνη, ἤ τό ὑπούργημα τοῦ μυστηρίου ἐδόθη καί ἐρίζωσε εἰς τήν ὁλότητα τοῦ σώματος... Ἡ Ρωμ.12,1 Αρχιμ. Τιμοθέου Σ. Τριβιζά, Μορφαί τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου ἐν τῇ Ἐκκλησία, Αθήνα 1976 σελ. 61. 814 Διαταγαί Αποστόλων, Η΄, 21 ΒΕΠΕΣ 2,160. 812 813

418


Ἱεροσύνη εἶναι ἐν τῇ ἐκκλησία ἐντός της ἐκκλησίας, ὄχι ὑπεράνω οὔτε ἐκτός αὐτῆς»815.

γ. Το Χάρισμα της Ιεροσύνης. Η Ιεροσύνη συνιστά κορυφαίο χάρισμα του Θεού, το οποίο δώρισε στην Εκκλησία Του και γι’ αυτό υπάρχει και λειτουργεί μόνο εν τη Εκκλησία. Όσοι λαμβάνουν το ιερατικό χάρισμα το λαμβάνουν μόνο εκ Θεού και εκ της Εκκλησίας και όσα πράττουν, τα πράττουν μόνο δια τον Θεόν και την Εκκλησία. Η Ιεροσύνη της Εκκλησίας είναι η Ιεροσύνη του Χριστού. Και η αποστολή και το έργο που αναλαμβάνουμε και ασκούμε, όσοι αξιωνόμαστε να γίνουμε μέτοχοι του ιερατικού χαρίσματος, αποτελεί συμμετοχή στην αποστολή του Χριστού και συνέχιση του έργου που «ὁ ἀπόστολος καί ἀρχιερεύς τῆς ὁμολογίας ἠμῶν Ἰησοῦς» επετέλεσε.816 Η πράξη αυτή του Χριστού, εκφράζει τη βούλησή Του να συνεχιστεί η αποστολή και να επεκταθεί το έργο Του κυρίως μέσα από την κλήση και την αποστολή των μαθητών Του. Η ιερατική αυτή κλήση, που η χειροτονία ως μυστηριακή πράξη της Εκκλησίας επισφραγίζει και «τελειοί», αποτελεί συνέχιση και προέκταση της κλήσεως και της αναδείξεως των αποστόλων του Χριστού. Ο λόγος του Χριστού «Καί ἰδού ἐγώ μεθ’ ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας ἕως συντελείας τοῦ αἰῶνος»817 δηλώνει τη διαρκή παρουσία Του εν τη Εκκλησία και την αδιάκοπη συνέχιση του απολυτρωτικού Του έργου. Το έργο αυτό όμως ήταν αδύνατο να συνεχισθεί «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» από τους Δώδεκα και τους Εβδομήκοντα Αποστόλους. Γι’ αυτό οι Απόστολοι εκλέγουν και αναδεικνύουν τον

Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως Θεοφίλου, Ἐμεῖς οἱ κληρικοί, οἱ ἀπεσταλμένοι Του, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1993, σελ. 72. 816 Εβρ. 3,1. 817 Ματθ. 28,20. 815

419


Ματθία που λαμβάνει «τόν κλῆρον τῆς διακονίας καί ἀποστολῆς τοῦ πεπτωκότος Ἰούδα»,818 εκλέγουν και χειροτονούν τους Επτά Διακόνους,819 χειροτονούν και εγκαθιστούν στις τοπικές Εκκλησίες820 επισκόπους πρεσβυτέρους και διακόνους, οι οποίοι αναλαμβάνουν να συνεχίσουν το Αποστολικό έργο.821 Αυτό ακριβώς επισημαίνει και ο Κλήμης Ρώμης γράφοντας προς τους χριστιανούς της Κορίνθου: «Οἱ Ἀπόστολοι ἠμίν εὐηγγελίσθησαν ἀπό τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, Ἰησοῦς ὁ Χριστός ἀπό τοῦ Θεοῦ ἐξεπέμφθη….Παραγγελίας οὔν λαβόντες καί πληροφορηθέντες διά τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί πιστωθέντες ἐν τῷ λόγω τοῦ Θεοῦ, μετά πληροφορίας Πνεύματος Ἁγίου ἐξῆλθον εὐαγγελιζόμενοι τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ μέλλειν ἔρχεσθαι. Είς τάς χώρας οὔν καί πόλεις κηρύσσοντες καί τούς ὑπακούοντας τή βουλήσει τοῦ Θεοῦ βαπτίζοντες καθίστανον τάς ἀπαρχᾶς

αὐτῶν, δοκιμάσαντες τῷ Πνεύματι, εἰς

ἐπισκόπους καί διακόνους τῶν μελλόντων πιστεύειν».822 Η αδιάκοπη μεταβίβαση του χαρίσματος της Ιεροσύνης μέσα στην Εκκλησία συνιστά αυτό που ονομάζουμε Αποστολική Διαδοχή. Η Ιεροσύνη της Εκκλησίας είναι η Ιεροσύνη του Χριστού και των Αποστόλων Του, και είναι αυτή που μεταδίδεται κατά τρόπο συνεχή και αδιάκοπο, μέσα στην Εκκλησία, από την μια γενιά στην άλλη. Το πρόσωπο που αποτελεί τον κατ’ εξοχήν φορέα της Αποστολικής Διαδοχής και του πληρώματος της ιεροσύνης είναι ο επίσκοπος. Η εν προσευχή επίθεση των χειρών ως πράξη μεταδοτική των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος και ιδιαιτέρως του ιερατικού χαρίσματος, δηλ. η χειροτονία, ξεκινάει από την Αποστολική εποχή και κυριαρχεί στην Εκκλησιαστική Παράδοση. Γίνεται με τον τρόπο αυτό, ο ουσιώδης εξωτερικός τύπος του μυστηρίου, Πραξ. 1, 16-26 Πραξ. 6, 1-7 820 Πραξ. 14,23 821 Πραξ. 6, 10. 7,2-60. 8, 5,38.14,23. 15,6,23,28. Εφ. 4,11. Φιλ. 1,1. Α΄ Τιμ. 3,2-13. 4,14. 5,17,19,22. Τιτ.1,5,7. 822 Α΄ Κλημ. 42 ΒΕΠΕΣ 1, 29-30 818 819

420


με το οποίο, υπό του Αγίου Πνεύματος, μεταδίδεται στον χειροτονούμενο το χάρισμα της Ιεροσύνης, που του παρέχει εκτός της ικανότητας να επιτελεί τα έργα του λαμβανόμενου ιερατικού του βαθμού, και τη δυνατότητα μέσω του προσωπικού του αγώνα, της επιμέλειας και της καλλιέργειας της Θείας δωρεάς να αναδειχθεί άξιος λειτουργός του Κυρίου. Το μυστήριο της Ιεροσύνης είναι έργο Θεανθρώπινο, έργο της πανσθενουργού θείας χάριτος την οποία οι άνθρωποι υπηρετούν ταπεινά. «Οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἀρχάγγελος ἐργάσασθαι τί δύναται εἰς τά δεδομένα παρά Θεοῦ, ἀλλά Πατήρ καί Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα πάντα οἰκονομεῖ˙ ὁ δέ ἱερεύς τήν ἑαυτοῦ δανείζει γλώτταν καί τήν ἑαυτοῦ παρέχει χείραν».823

δ. Ο Θείος Χαρακτήρας της Ιεροσύνης Η ηθική κατάσταση της σημερινής κοινωνίας μας επιβάλλει να τονίσουμε το ύψος του Ιερατικού αξιώματος και την έννοια της Ιεροσύνης, η οποία σαν όργανο του Θεού εντός της Εκκλησίας υπουργεί για την επιτέλεση του απολυτρωτικού έργου του Κυρίου στους ανθρώπους, την αναγέννησή τους, τον φωτισμό και τον αγιασμό τους, την διαποίμανσή τους προς την ηθική τελειότητα και την ομοίωσή τους με τον Θεό. Η Ιεροσύνη είναι μυστήριο που συστήθηκε από τον Κύριο, στον οποίο με ευχή και επίθεση των χεριών του επισκόπου κατέρχεται η Θεία Χάρη και καθιστά ιερουργό τον υποψήφιο σε ένα από τους τρεις ιερατικούς βαθμούς. Με το θεοσύστατο αυτό μυστήριο οι χειροτονηθέντες επιτελούν τις αναγκαίες λειτουργίες με τις οποίες πραγματοποιείται και καρποφορεί μεταξύ των ανθρώπων το σωτηριώδες έργο του Ιησού Χριστού, πάντοτε μέσα στην Εκκλησία. Εκ του γεγονότος αυτού, η Ιεροσύνη είναι Θεία διάταξη και από τους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζεται «Ἱερά Τάξις» και «Ἱερά Στάσις» καθότι ο χειροτονούμενος «τῆς Ἱερᾶς ἀξιοῦται 823

Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς τό Κατά Ἰωάννη, 86,4: PG 59,472.

421


στάσεώς τε καί τάξεως», ακόμα δε κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο η Ιεροσύνη είναι «τέχνη τεχνῶν καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν». Πράγματι, ο ίδιος ο Χριστός κατέστησε τους Αποστόλους κήρυκες του

ευαγγελίου

και

χειραγωγούς

των

ανθρώπων,

αφού

τους

προπαρασκεύασε τόσο κατά την επί γης ζωής Του, όσο και μετά την ανάστασή Του «ὄτε ὀπτανόμενος αὐτοῖς δί' ἡμερῶν τεσσαράκοντα, ἐδίδαξεν αὐτούς τά περί τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ».824 Μάλιστα ο ίδιος ο Χριστός παρήγγειλε να πορευθούν και να κάνουν όλα τα έθνη μαθητές τους. Επεξηγώντας ο Κύριος την αποστολή αυτή των μαθητών τους είπε: «Καθώς ἀπέσταλκε μέ ὁ Πατήρ καγῶ πέμπω ὑμᾶς, λάβετε Πνέυμα Ἅγιον ἄν τίνων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινῶν κρατῆτε κεκράτηνται.. .ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς καί ἔθηκα ὑμᾶς ἴνα ὑμεῖς ὑπάγητε καί καρπόν φέρητε καί ὁ καρπός ὑμῶν μένη».825 Προσευχόμενος προς τον Ουράνιο Πατέρα συνέδεσε την αποστολή των μαθητών Του με την δική Του αποστολή: «Καθώς ἐμέ ἀπέστειλας εἷς τόν κόσμον, καγῶ ἀπέστειλας αὐτούς εἷς τόν κόσμο καί ὑπέρ αὐτῶν ἐγώ ἁγιάζω ἐμαυτῶν ἴνα καί αὐτοί ὦσιν ἠγιασμένοι ἕν ἀληθεία».826 Οι Απόστολοι χειροτονώντας τους διαδόχους τους «διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν πρός μετάδοσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», τους θεώρησαν ως συνεχιστές στο έργο της Εκκλησίας, επομένως τους παρήγγειλαν να εκλέξουν και άλλους ικανούς «εἰς διαποίμανσιν αὐτῶ». Επομένως η Ιεροσύνη έχει μυστηριακή βάση, διότι «διά τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου Ἱερέων βλέπομεν χορούς, διδασκάλων ἔχομεν τάγματα». Τα παραπάνω υπογραμμίζουν την σπουδαιότητα και το ύψος της Ιεροσύνης, που είναι «τό πάντων ἀγαθῶν ἐν ἀνθρώποις ἀναβεβηκός», αλλά και την τιμή των Ιερέων της Εκκλησίας που πρέπει να υπερβάλλουν κατά πολύ την ανθρώπινη αρετή, για να γνωρίζουν κάθε κατάλληλη Αρχ. Λέβ Ζιλέ, Γίνε ὁ ἱερεύς μου, Μετάφραση Μητροπολίτου Αττικής και Μεγαρίδος Νικοδήμου, εκδ. Σπορά, Γ΄έκδ. Αθήνα 1992 σελ. 41 825 Ιω. κ΄, 21-23 826 Ιω. ιζ΄, 18-19 824

422


θεραπεία για τις ψυχές των ανθρώπων. Είναι προστάτες της αληθείας, δοξάζουν τον Θεό μαζί με τους αγγέλους και στέλνουν ευχές και θυσίες στο Άνω Θυσιαστήριο. Η διακονία τους επιτελείται ναι μεν επί της γης, αλλά ανήκει στα έργα των ουρανίων δυνάμεων. Ο Ιερέας πρεσβεύει για ολόκληρη την οικουμένη και παρακαλεί τον Θεό να είναι εύσπλαχνος για τις αμαρτίες όλων, όχι μόνο για τους ζωντανούς αλλά και για τους τεθνεώτες. Προσέρχεται ενώπιον του Θεού σαν να έχει αναλάβει φροντίδα όλου του κόσμου και σαν να είναι Πατέρας όλων, ικετεύοντας να καταπαύσουν οι πόλεμοι παντού, να σταματήσουν οι ταραχές, να έρθει ή ειρήνη, να υπάρχει αφθονία αγαθών, και να απαλλαγεί κάθε άνθρωπος από τα κακά που τον ενοχλούν, οδηγώντας στην αγάπη η οποία φέρνει τον άνθρωπο κοντά στο Θεό.827 Από το μυστήριο της Ιεροσύνης γίνεται ο άνθρωπος ικανός, με την δύναμη της Θείας Χάριτος, να επιτελεί την αναίμακτη θυσία, που δεν θα μπορούσε ανθρώπινη ψυχή να επιτελέσει και να βαστάξει εκείνο το πυρ της θυσίας, που θα τα αφάνιζε όλα, αν δεν ερχόταν άφθονη η βοήθεια της Χάριτος του Θεού.

827

Ιωάν. Χρυσοστόμου, Περί ἱεροσύνης,Λόγοι 6, 4. PG 48

423


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ

α. Η Ιεροσύνη στην Παλαιά Διαθήκη Η προσπάθεια μελέτης της ιστορικής πορείας του θεσμού της ιεροσύνης

αποτελεί

δύσκολο

εγχείρημα.

Υπάρχουν

ιδιαίτερα

χαρακτηριστικά στοιχεία τα οποία προκαλούν δυσκολία στην κατανόηση ότι η χριστιανική ιεροσύνη δεν είναι συνέχεια της ιουδαϊκής. Τα πρώιμα στάδια της ισραηλιτικής ιεροσύνης δεν είναι γνωστά αφού η σύνθεση της ενότητας Έξοδος ΚΕ΄- Αριθμοί Ι΄ που αναφέρεται στην οργάνωση της λατρείας στην έρημο ανάγεται στην μεταιχμαλωσιακή περίοδο, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ιστορική μαρτυρία για την εγκατάσταση ενός οργανωμένου ιερατείου από τον Μωυσή. Ας δούμε όμως με συντομία τα εξελικτικά στάδια διαμόρφωσης του θεσμού της ιεροσύνης στον Αρχαίο Ισραήλ, ξεκινώντας από την εποχή των Πατριαρχών. Κατά την Πατριαρχική εποχή οι αρχηγοί των οικογενειών ήταν επιφορτισμένοι με τα καθήκοντα της λατρείας828. Έτσι η λατρεία διετηρείτο μέσω ευσεβών οικογενειών. Υπήρξε όμως και εποχή κατά την οποία δεν υπήρχε κανένα είδος λατρείας. Είναι ενδιαφέρων να σημειώσουμε τέσσερις ή πέντε Πατριάρχες της Παλαιάς Διαθήκης, όπως είναι ο Αβραάμ829, Ισαάκ830, Ιακώβ831, Νώε832 και ο Ιώβ που ως κεφαλές των οικογενειών που δημιούργησαν, διακρίνονταν για την διατήρηση της οικογενειακής λατρείας του Θεού, της ευθύνης της συνάθροισης των μελών της οικογένειας και της ανάγνωσης του Λόγου του Θεού εις

Γεν. 8,20. 15, 9-10. 22, 1-14. Γεν. ιζ΄, 1-8 830 Γεν. κστ΄, 1-6 831 Γεν. λε΄, 1-8 832 Γεν. θ΄, 1-7 828 829

424


υπήκοον όλων ως ένα είδος οικογενειακής προσευχής833. Κατά την Μωσαϊκή εποχή, ορίστηκε αυτό το έργο να το τελεί μόνο η φυλή του Λεϋί και στην συνέχεια μόνο οι απόγονοι του Ααρών834. Ο Ααρών835 παρουσιάζεται ως ο πρώτος αρχιερεύς, γενόμενος έτσι πρότυπο όλων των μετά από αυτών αρχιερέων. Ο ρόλος όλων των ιερέων ήταν να μεσιτεύουν προς τον Θεό υπέρ του λαού, να μεταφέρουν σε Αυτόν τις προσφορές τους και να ζητούν

τον

εξιλασμό για τις αμαρτίες του λαού, και να

μεταφέρουν το θέλημα του Θεού στο λαό. Σχετικό με το έργο των ιερέων836 ήταν και η διάκριση των καθαρών και ακαθάρτων837 στο Ισραήλ. Οι αρχαίοι ισραηλίτες είχαν αναπτύξει μια ιδιαίτερη έννοια περί φυσικής ακαθαρσίας, η οποία δεν έπρεπε να μολύνει τον χώρο της κατοικίας του Θεού.838 Ένας «ακάθαρτος» άνθρωπος δεν επιτρεπόταν να συμμετέχει στην λατρεία του Θεού για να μη μολύνει το αγιαστήριο. Ο Μωσαϊκός νόμος με μια σειρά διατάξεων, γνωστών ως κώδικας της νομικής καθαρότητας, απαιτούσε από τον Ισραηλιτικό λαό τελετουργικήεξωτερική καθαρότητα για να επιτύχει την αντίστοιχη ηθική-εσωτερική. Κάποια φαινόμενα και καταστάσεις της καθημερινής ζωής όπως π.χ. επαφή με τους νεκρούς, κ.α καθιστούν ένα άνθρωπο ακάθαρτο λόγω του ιδιαίτερου ρόλου που είχαν οι πράξεις αυτές με την ειδωλολατρική λατρεία.839 Και όλα αυτά μέσα στο γενικό πλαίσιο ότι η λατρεία και η αγιότητα συνιστούν τον ουσιαστικό ενδιάμεσο ανάμεσα στο Θεό και τον Κριταί η΄27. ιγ΄19. Α΄ Σαμουήλ ζ΄, 1 Λευιτ. Η΄, 1-13 835 Λευιτ. Θ΄,1-24. Ψαλ. 117,3. Έξ. 4,14. 15,20. 27-31. 5,1-5. 17,10-13. 19,24. 24,10-11. Αρ. 12,1-15. 16. 17,16-26. 20,1-21. 22-29. Σοφία Σειράχ 45,6-22. Σολ. 18,20-25. Σε ολόκληρη την Καινή Διαθήκη μόνο η Προς Εβραίους Επιστολή αναφέρει τον Ααρών και υπογραμμίζει δύο χαρακτηριστικά της μορφής του. Η Ιεροσύνη του Ααρών, που μεταβιβάζεται κληρονομικά, δεν αναγγέλλει την Ιεροσύνη του Χριστού, διαφέρει από την Ιεροσύνη του Μελχισεδέκ (Εβραίους 7,3. 15-21) και δεν μπορεί να συγκριθεί με την τελειότητα της Ιεροσύνης του Χριστού. Εβρ. 7,11. 23-27. 836 Λευϊτ. ζ΄ 7-10, 28-38. 837 Λευϊτ. ι΄, 10 838 Λευϊτ. ιε΄ 1-18, 19-33 839 Λευϊτ. ιε΄, 5. ι΄. ια΄. ιγ΄. κα΄. κστ΄, 26. 833 834

425


άνθρωπο. Η μελέτη των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο όρος «ιερέας» δεν απαντά σε αφηγήσεις που μπορούν να χρονολογηθούν από την προμοναρχική περίοδο. Στα αρχαιότερα κείμενα κανένας Λευΐτης δεν χαρακτηρίζεται ως ιερέας και μάλιστα ο ρόλος του ήταν εντελώς αντίθετος από εκείνον του Ααρών840. Το βέβαιο είναι ότι μέχρι την εποχή του Σαούλ η ένταξη σε κάποιο ιερατικό γένος

Στο Έξοδος λβ΄ 25-35 ο ρόλος των Λευϊτών εμφανίζεται εντελώς αντίθετος από εκείνον του Ααρών. Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρονται όμως και ιερείς άλλων λαών. Ο Αβραάμ προσέφερε στον Ιεβουσίτη ιερέα-βασιλιά τα δέκατα ( Γένεσις ιδ΄, 20) και ο Δαβιδικός οίκος κληρονόμησε την ιεροσύνη του (Ψαλμοί ρι΄,4). Ο Ιωσήφ έγινε γαμπρός του ιερέα του Θεού Ρα (Γένεσις μα΄, 45) και μερίμνησε για τα δικαιώματα γης του Αιγυπτιακού ιερατείου (Γένεσις μζ΄, 22). Ο Μωυσής νυμφεύθηκε μια κόρη του αρχιερέα των Μαδιανιτών (Έξοδος β΄, 21) και οργάνωσε την απονομή της δικαιοσύνης μεταξύ των ισραηλιτικών φυλών (Έξοδος ιη΄, 19-24). Η Εβραϊκή λέξη «Κοχέν», απαντάται επτακόσιες σαράντα φορές στην Π.Δ. και προέρχεται από τη Σημητική ρίζα «Κούν». Στα Ελληνικά αποδίδεται ως ιερέας ενώ η αρχική της σημασία ήταν «στέκομαι, τοποθετούμαι). Σύμφωνα με αυτά ο όρος αυτός θα μπορούσε να δηλώνει αυτόν που στέκεται μπροστά στο Θεό. Πάντως πριν από την περίοδο της βασιλείας, οι αναφορές σε ισραηλίτες ιερείς είναι πολύ σπάνιες. Από τις πιο σαφείς αναφορές σε ιερατείο είναι εκείνες που σχετίζονται με τον Ηλί και τους διαδόχους του, αρχικά στο ιερό της Σηλώ και αργότερα της Νομβά και της Ιερουσαλήμ. Ήταν προστάτης του ιερού και της κιβωτού της Διαθήκης που στο πλευρό του βρίσκονταν βοηθοί νεαροί ιερείς. (Α΄ Βασιλειών α-δ΄΄). Στο βιβλίο Α΄ Βασιλειών Κεφ. β΄ στιχ. 27, 30 δηλώνεται ο σημαντικός ρόλος του ιερατείου της Σηλώ μέσα σε ένα προφητικό κείμενο, σύμφωνα με το οποίο ο ίδιος ο Θεός είχε εκλέξει στην Αίγυπτο κάποιον προπάτορα του Ηλί και είχε υποσχεθεί σε αυτόν και τους απογόνους του αιώνια ιεροσύνη. Στα καθήκοντα του ιερατείου της Σηλώ περιλαμβάνονταν οι προσφορές στο θυσιαστήριο, και η ένδυση του «εφώδ» του αμφίου που επέτρεπε στους ιερείς να συμβουλεύονται τον Θεό. Για τις υπηρεσίες τους οι ιερείς λάμβαναν ένα μέρος από τις αιματηρές θυσίες αφού είχαν το δικαίωμα να τρέφονται από τις αφιερωμένες στο Θεό τροφές. (Α΄ Βασιλειών β΄, 28 και κα΄, 5-7). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένας θρύλος για την ίδρυση του φυλετικού ιερού της Δαν (Κριταί ιζ΄-ιη΄). Σύμφωνα με το κείμενο αυτό ένας Εφραιμίτης ίδρυσε ένα ιερό όπου κατασκεύασε ένα «εφώδ» και είδωλα ορίζοντας έναν από τους γιούς του να ασκεί τα καθήκοντα ιερέα. Αργότερα στη θέση αυτή τοποθετήθηκε ένας Λευίτης. Ο ιερέας έφερε τον τιμητικό τίτλο «πατέρας», ίσως γιατί ανέλαβε στην οικογένεια καθήκοντα που ανήκαν στον αρχηγό της. Σύμφωνα με τον θρύλο, οι Δανίτες, περνώντας από την ορεινή περιοχή του Εφραίμ αναζητώντας τόπο εγκατάστασης έκλεψαν τα είδωλα και το «εφώδ» και πήραν μαζί τους και τον ιερέα, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντα του ιερέα της φυλής. Γενικά, τόσο η Λευϊτική καταγωγή για την ανάδειξη κάποιου σε ιερέα ήταν επιθυμητή αλλά όχι απαραίτητη προϋπόθεση όσο και ο όρος «ιερέας» δεν απαντάται σε αφηγήσεις που μπορούν να χρονολογηθούν πριν από την μοναρχία γεννώντας το ερώτημα αν οι δραστηριοποιούμενοι γύρω από την Κιβωτό της Διαθήκης Λευΐτες με προσφορές θυσιών, διδασκαλία των θείων εντολών και επερώτηση του Θεού με τους κλήρους «ουρίμ και θουμίμ» (Δευτερονόμιο λγ΄ 8-11) θεωρούνταν ιερείς. 840

426


δεν αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την εκτέλεση κάποιων λατρευτικών πράξεων. Έργο λοιπόν των ιερέων ήταν, κατά την συγκεκριμένη περίοδο, κυρίως η διδασκαλία των νομικών διατάξεων, ιδιαίτερα σε σχέση με τα καθαρά και ακάθαρτα, η εξαγγελία χρησμών, η απαγγελία τελετουργικών ευλογιών και η υπηρεσία της «φύλαξης τῆς κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης». Μόλις κατά την περίοδο της βασιλείας διαμορφώνεται, στο νότιο βασίλειο, τον Ιούδα, ένα κλειστό ιερατείο που προϋπέθετε την ένταξη σε κάποιο ιερατικό γένος. Όπως ήταν αναμενόμενο, αναδείχτηκε το ιερατείο της Ιερουσαλήμ, το οποίο απαρτιζόταν αποκλειστικά από προερχόμενους από την γενιά του Σαδώκ841. Επικεφαλής του ιερατείου ήταν ο «ιερέας», που αργότερα ονομάζεται «ο ιερέας ο μεγάλος, ο ιερέας ο πρώτος, Χριστός ιερέας και Αρχιερέας». Στα προνόμια του ιερατείου προστέθηκε αργότερα και η προσφορά θυσιών. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ρόλος του βασιλιά, στο νότιο βασίλειο, σε θέματα λατρείας εμφανίζεται ουσιαστικότερος από εκείνον του Σαδωκικού ιερατείου842. Διαφορετικές ήταν οι συνθήκες στο βόρειο βασίλειο, τον Ισραήλ, όπου παρά τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει ο Ιεροβωάμ με την ίδρυση των ιερών της Δαν και της Βαιθήλ843 δεν διαπιστώνεται κάποια μορφή βασιλικής ιεροσύνης. Τα καθήκοντα στα δύο προαναφερθέντα ιερά μας είναι άγνωστα ενώ γνωρίζουμε ότι οι υπόλοιποι ιερείς που ασκούσαν τα καθήκοντά τους σε διάφορες περιοχές ονομάζονταν Λευίτες που εξασφάλιζαν τα απαραίτητα για τη ζωή τους από το μερίδιο που τους αναλογούσε από τις θυσίες. Μόνο κατά τη διάρκεια της θρησκευτικής μεταρρύθμισης του Ιωσία το

Β΄ Βασιλειών η΄ , 17. Β΄ Βασιλειών η΄,18.στ΄2,4.κβ΄.Γ΄Βασιλειών η΄. Δ΄ Βασιλειών ιστ΄ 10-18.Ψαλμοί ρθ΄ 4. ρλα΄. 843 Γ΄ Βασιλειών ιβ΄ 28 κ.εξ. 841 842

427


ιερατείο της Ιερουσαλήμ κατόρθωσε να διατηρήσει τα προνόμιά του αποτρέποντας την πλήρη εξαθλίωση της μεγάλης μάζας των ιερέων. Ορόσημο της ιστορίας του Ισραήλ αποτελεί η κατάληψη της Ιερουσαλήμ το 586 από τους Βαβυλωνίους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή του Ναού και το τέλος του Ιουδαϊκού ιερατείου, όμως η περίοδος της αιχμαλωσίας που ακολούθησε αποτέλεσε την απαρχή μιας νέας αναγέννησής του. Η λατρεία σιγά σιγά αναδιοργανώνεται844ενώ οι ιερείς, ως φορείς των παραδόσεων περί θείας εκλογής του Ισραήλ845 θα ενδιαφερθούν για την διάσωση των γενεαλογικών καταλόγων του λαού, συμβάλλοντας έτσι στην διατήρηση της θρησκευτικής αυτοσυνειδησίας του. Σύμφωνα με τον «Ιερατικό Κώδικα» της Πεντατεύχου, όλοι οι ιερείς κατάγονται από τον Ααρών846 και έχουν ως ιερό καθήκον την προσφορά θυσιών που αποσκοπούν στην εξιλέωση του λαού847. Ο ρόλος του Ααρών υπερτονίζεται και το Ααρωνικό ιερατείο καθίσταται αποκλειστικός μεσολαβητής μεταξύ λαού και Θεού δίνοντας το στίγμα ότι το όραμα της γενικής Ιεροσύνης του Ισραηλιτικού λαού καταλύεται οριστικά αφού προετοιμάζεται το έδαφος για την ανάληψη και βασιλικού ρόλου από την πλευρά του αρχιερέα848. Η οικοδόμηση

του δεύτερου Ναού της

Ιερουσαλήμ επιφέρει νέα δεδομένα αφού την εποχή του Έσδρα849 το Σαδδωκικό ιερατείο κατορθώνει να κατακτήσει ηγετική θέση. Ο Ναός καθίσταται πλέον «ο οίκος του Θεού»850 και ολόκληρη η κοινότητα οφείλει να ανασυστήσει τη λατρεία του Θεού στο φυσικό της χώρο, το Ναό, και με το καθορισμένο τυπικό της ως τρόπο προφύλαξης της αλλοίωσης της πίστεως από την πολυθεϊστική νοοτροπία. Τόσο την εποχή αυτή όσο και

Λευϊτ. ιζ΄-κστ΄. Αμώς ζ΄ 10-17. Ησαΐας κη΄ 7-13. Ιερεμίας κστ΄ 7-19 και μ΄- μθ΄. 846 Αριθ. Ιζ΄ 847 Λευϊτ. α΄ κ.εξ. ι΄ 6-20. Αριθ. ιη΄ λε΄. Ιεζεκιήλ μδ΄ 4-16. 848 Έξοδ. ιθ΄, 6 849 Β΄ Έσδρας ε΄- στ΄. 850 Β΄ ΄Εσδρας α΄,3. ε΄. ζ΄. η΄. Νεεμ. ιβ΄, 45. 844 845

428


την Μακκαβαϊκή περίοδο υπάρχει μια παγιωμένη ιεραρχία με επικεφαλής τον αρχιερέα πλαισιούμενο από ιερείς, Λευίτες και υπηρέτες του Ναού με αποκλειστικό έργο την προσφορά λατρείας στο Θεό851. Ήδη από την Μακκαβαϊκή περίοδο (175π.Χ.-135 π.Χ.) σημαντικά τμήματα του Ιουδαϊκού ιερατείου απομακρύνθηκαν από την Ιερουσαλήμ και διαμόρφωσαν ιδιαίτερες κοινότητες, όπως του Κουμράν, ενώ το επίσημο Ιουδαϊκό ιερατείο συγκροτούνταν από τους Σαδδουκαίους και τους Ασμοναίους. Βάσει των παραπάνω καταλαβαίνουμε ότι μόνο στον αρχαίο Ισραήλ υπήρχε ειδική ιερατική τάξη, μέχρι την καταστροφή του ναού το 70μ.Χ. Πρόκειται για το Λευϊτικό ιερατείο που είχε θεσπισθεί από τον Μωυσή. Ήταν κληρονομικό και για την χριστιανική διδασκαλία θεωρείται τύπος της χριστιανικής ιεροσύνης. Οι Λευΐτες προέρχονταν από τη φυλή του Λευΐ, η οποία δεν απαριθμούνταν στον κατάλογο των δώδεκα φυλών του Ισραήλ852, διότι τους είχε ανατεθεί το τιμητικό έργο της επιστασίας και φρούρησης της Σκηνής του Μαρτυρίου. Ένα από τα κύρια γνωρίσματά τους ήταν η προσφορά θυσιών. Οι Λευΐτες τελούσαν την λατρεία της θυσίας σε βωμούς,

και από τον 7ο αι. π.Χ. οι λατρείες γίνονταν

αποκλειστικά στο Ναό της Ιερουσαλήμ. Ο Ναός θα παραμείνει έκτοτε μοναδικό λατρευτικό κέντρο του Ισραήλ853. Η λατρεία είχε ήδη νομοθετηθεί με την σύναψη της Διαθήκης του Σινά και ο Μωυσής αναθέτει στη φυλή του Λευΐ το ιερατικό έργο. Έτσι η Ιεροσύνη περιορίζεται στον Ααρών και τους απογόνους του. Με την επικράτηση της μοναρχίας η ιερατική τάξη αποτελεί οργανωμένο θεσμό, ιδιαίτερα στο Ναό της Ιερουσαλήμ. Η τάξη αυτή εκπροσωπείται από τον αρχιερέα Σαδώκ και τους απογόνους του854. Ο

Α΄ Παρ. κδ΄, 1-26, 32. Αριθ. α΄, 47 κ.εξ. 853 Β΄ Παρ. ε΄,14. 854 Α΄ Παρ. β΄, 29-34. στ΄, 35-38. 851 852

429


Δαβίδ855 δίνει έμφαση στην λατρεία του Θεού και μεριμνά για την οργάνωση του προσωπικού του Ναού που σχετίζεται με αυτή. Όμως η κατάρρευση της μοναρχίας έθεσε τέρμα στη βασιλική εποπτεία πάνω στο ιερατείο ενώ χάρις στους προφήτες αποκτά η λατρεία του Θεού πνευματικό χαρακτήρα αποδεσμεύοντάς την από την τυπολατρεία. Η μεταιχμαλωσιακή κοινότητα των Έσδρα και Νεεμία δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ανασύσταση της λατρευτικής ζωής μετά τη Βαβυλώνεια αιχμαλωσία. Ο Ναός είχε καταστραφεί και έπρεπε να ανοικοδομηθεί για να αποτελέσει το κέντρο της λατρείας του Θεού, τον τόπο της προσευχής και της προσκύνησής του856. Όταν όμως το 70 μ.Χ. οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν τον Ναό οι θυσίες περιέπεσαν σε αχρησία και σταμάτησαν. Έπαψε πλέον να υπάρχει ενεργό ιερατείο, αν και δεν έπαψαν να υφίστανται κληρονομικές ιερατικές οικογένειες. Τον Ναό τον αντικατέστησε πλέον η συναγωγή, η θρησκευτική ηγεσία περιήλθε στα χέρια των ραβίνων, των διδασκάλων και ειδημόνων του θείου νόμου, οι οποίοι έχουν θεολογική κατάρτιση αλλά αποτελούν αιρετά μέλη της κοινότητας χωρίς ιερατική ιδιότητα.

Καθίσταται πλέον γνωστό, ότι το Ιουδαϊκό ιερατείο είχε

ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο, ήδη από την εποχή της δράσης του Ιησού Χριστού. Με την καταστροφή του Ναού της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους και με την παράλληλη, εκείνη την εποχή, διάδοση του χριστιανισμού εκτός της Ιουδαίας, οδηγεί στην μετατόπιση του κέντρου της θρησκευτικής ζωής από την λατρεία στην ερμηνεία και προσπάθεια εφαρμογής των εντολών των Θείων Γραφών. Ο Ιησούς Χριστός, βάσει των ιερών Ευαγγελίων, καταξιώνει την Π.Δ. και θα λέγαμε ότι ολόκληρος ο χριστιανισμός προέκυψε από την επανερμηνεία της Ιερής Βίβλου μιας άλλης θρησκείας, όπως ο Ιουδαϊσμός. Α΄ Παρ. κδ΄, 1-26. Β΄ Έσδρας γ΄, 2. στ΄, 16-22. η΄, 35. Για περισσότερα βλ. Σταύρου Ε. Καλαντζάκη, Εἰσαγωγή στήν Παλαιά Διαθήκη, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 458-460, 481483, 668-669. 855 856

430


Αυτό τεκμηριώνεται από τις σχετικές περικοπές του Ευαγγελιστή Λουκά όπου ο ίδιος ο Χριστός αρχίζει και τελειώνει τη δημόσια δράση του με την ανάλυση περικοπών από τις Γραφές857. Ο Χριστός με αυτόν τον τρόπο ερμηνείας αποτελεί το κλειδί σε όλους τους τύπους της Π.Δ.858 Γι’ αυτό η Προς Εβραίους Επιστολή αποδεικνύει ότι η Ιεροσύνη του Χριστού είναι ανώτερη από εκείνη του Ααρών δηλώνοντας ότι ο Θεός Λόγος είναι η τέλεια εκπλήρωση των πράξεων-τύπων που συνέβαιναν τότε. Την ίδια γραμμή στην ερμηνεία ακολουθούν και οι Πατέρες της Εκκλησίας οι οποίοι στις θυσίες της Π.Δ. είδαν την μια θυσία του Χριστού, τους νόμους της να συμπληρώνονται και να εκπληρώνονται στην Κ.Δ. και την λατρεία της να μεταμορφώνεται, να μεταποιείται και να μετουσιώνεται στην Εκκλησία μέσα σε μια νέα πνευματική λατρεία.

α. Οι Βαθμοί της Ιεροσύνης στην Παλαιά Διαθήκη. Η ιεροσύνη στην Π.Δ. είναι θεοσύστατος859 και αποσκοπεί τόσο στην οργάνωση της θείας λατρείας όσο και στην καλλιέργεια λατρευτικού ενδιαφέροντος για την διατήρηση της πίστης, της ελπίδας και της προσδοκίας του λαού για την έλευση του Μεσσία. Η Ιεροσύνη παραδίδεται από τον ίδιο τον Θεό στον Ααρών σε τρεις βαθμούς: α. Του Αρχιερέως β. Του ιερέως γ. Του Λευίτου.860 α. Ο Αρχιερέας έχει ως έργο την υπηρεσία του θυσιαστηρίου και επιμελείτο για οτιδήποτε ήταν αναγκαίο για τον χώρο «ἔνδοθεν τοῦ

Λουκ. δ΄, 16-21. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει το γεγονός, ότι όταν κάποιος ρώτησε τον Ιησού για το πώς θα κερδίσει την αιώνια ζωή, Εκείνος τον παρέπεμψε σε δύο χωρία από τα βιβλία Δευτερονόμιο στ΄, 5 και Λευϊτικό ιθ΄, 18(Λουκ. ι΄, 25-27). Επάνω σ’ αυτό μπορεί να στηριχθεί η άποψη ότι ο χριστιανισμός προέκυψε από την επανερμηνεία της ιερής Βίβλου του Ιουδαϊσμού. 859 Αριθ. γ΄, 5-9. 860 Έξ. κη΄, 1. Αριθ. ιη΄, 1-3. 857 858

431


καταπετάσματος»861 έχοντας το αποκλειστικό δικαίωμα να εισέρχεται μια φορά το χρόνο στα Άγια των Αγίων862. β. Ο Ιερέας υπηρετεί και αυτός το θυσιαστήριο, συμμετέχει στις αιματηρές θυσίες863, συνεπικουρεί στις ψαλμωδίες και στην χρήση μουσικών οργάνων κατά τη λατρεία

ενώ απαγορευόταν να εισέρχεται

864

στα Άγια των Αγίων865. γ. Ο Λευίτης έχει μια βοηθητική αποστολή στο θυσιαστικό έργο του Αρχιερέως και του Ιερέως αλλά παράλληλα και με πολύπλευρο κοινωνικό έργο.

β. Οι Λευΐτες866 Οι Λευΐτες αποτελούν την ιερατική βάση της Π.Δ. από τους οποίους προέρχονται οι Αρχιερείς και οι Ιερείς867. Ο αριθμός τους ήταν μεγάλος868 και μάλιστα όλο το ιερατείο συνιστά το λεγόμενο «Λευϊτικό γένος» το οποίο είναι αφιερωμένο, βάσει κληρονομικού δικαίου, στη λατρεία του Θεού και στην εξυπηρέτηση των λατρευτικών αναγκών. Διακρίνονται σε τρείς τάξεις: α. τους Γηρσωνίτες, β. τους Κααθίτες, γ. τους Μεραρίτες869. Ο ίδιος ο Μωυσής αλλά και ο Ααρών, ήταν εκείνοι που όρισαν την ηλικία αναλήψεως των καθηκόντων των Λευιτών στην υπηρεσία της Θείας λατρείας το εικοστό πέμπτο έτος

της ηλικίας τους και το

πεντηκοστό ως το έτος αφυπηρετήσεώς τους870. Όμως μέχρι και την εποχή του Έσδρα η είσοδος στο Λευιτικό αξίωμα ήταν το εικοστό έτος, ορισθέν από την εποχή του Δαυίδ. Πέραν των παραπάνω είχε καθιερωθεί και μια Αριθ. ιη΄, 7. Εβρ. η΄, 3. Έξ. λ΄, 10. Εβρ. θ΄, 25. 863 Αριθ. στ΄, 10-21. 864 Β΄ Παρ. κ΄, 19. ε΄, 12. 865 Αριθ. ιη΄,3. 866 Αριθ. γ΄, 6-13. η΄, 16-17. 867 Αριθ. γ΄, 6-10. ιη΄, 2-7. 868 Α΄ Παρ. κγ΄, 3 869 Α΄ Παρ. κγ΄, 6. 870 Αριθ. δ΄, 3. η΄, 24-25. 861 862

432


ειδική τελετή αφιερώσεως των Λευϊτών871 στα λειτουργικά και τα κάθε είδους άλλα καθήκοντα του Ναού. Η τελετή αυτή περιλάμβανε πέντε βασικά στάδια: α. Τον αγνισμό, που πραγματοποιούνταν σε τρεις διαφορετικές φάσεις, στον δι’ ύδατος ραντισμό καθαρισμού, στο ξύρισμα όλου του σώματος και στην πλύση των ρούχων872. β. Τη θυσία δύο μοσχαριών, ένα περί αμαρτίας και ένα δια ολοκαύτωμα873. γ. Τη χειροθεσία των υιών Ισραήλ μπροστά στη Σκηνή του Μαρτυρίου και στο λαό874. δ. Την προσφορά τους στο Θεό από τον Αρχιερέα875. ε. Την επίσημη ανάληψη των καθηκόντων τους876. Τα καθήκοντα των Λευϊτών είχαν καθιερωθεί από την εποχή του Μωυσέως αφού ήταν εκείνοι όπου εξελέγησαν, κατ’ εντολή του Θεού, για τις διάφορες υπηρεσίες και τη φύλαξη της Σκηνής του Μαρτυρίου και των Ιερών Σκευών της877. Ήταν εκείνοι οι οποίοι υπηρετούσαν λειτουργικώς τον

Ααρών,

προστάτευαν

αυτόν

αλλά

και

ολόκληρο

τον

λαό

διεκπεραιώνοντας παράλληλα και τα καθήκοντά τους πέριξ της Σκηνής του Μαρτυρίου. Με την ανοικοδόμηση όμως του Ναού του Σολομώντος τα καθήκοντά τους αυξήθηκαν, αφού δόθηκε μεγάλη σημασία στην όλη λατρευτική

μεγαλοπρέπεια

του

Ναού.

Για

να

μπορέσουν

να

Αριθ. η΄, 5-16 Αριθ. η΄, 7. 873 Αριθ. η΄, 8. 874 Αριθ. η΄, 10. 875 Αριθ. η΄, 11. 876 Αριθ. η΄, 15 877«Λάβε τήν φυλήν Λευΐ καί στήσεις αὐτούς ἔναντι Ἀαρῶν τοῦ Ἱερέως καί λειτουργήσουσιν αὐτῶ καί φυλάξουσιν τάς φυλακάς αὐτοῦ καί τάς φυλακάς τῶν υἱῶν Ἰσραήλ ἔναντί της Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου, ἐργάζεσθαι τά ἔργα τῆς Σκηνῆς. Καί φυλάξουσι πάντα τά σκεύη…» Αριθ. γ΄, 6-8. 871 872

433


ανταποκριθούν στις αυξημένες ανάγκες του Ναού διαιρέθηκαν σε τάξεις αναλαμβάνοντας εβδομαδιαία καθήκοντα878. Βάσει των παραπάνω έχουμε ομάδες υπεύθυνες για την μεταφορά της Κιβωτού και των Σκηνών879, ομάδες μουσικών που ήταν γνώστες όλων των μουσικών οργάνων της εποχής, ομάδες με ειδικές στολές που συμμετείχαν στις ενόργανες ψαλμωδίες880 ομάδες υπηρετών του Ναού881, ομάδες φύλαξης της Κιβωτού της Διαθήκης, των Ιερών Σκευών, του ιερατείου και των προσευχομένων882, ομάδες φρούρησης του ναού883, ομάδες πυλωρών καθώς και πάρα πολλές άλλες οι οποίες είχαν ξεχωριστή θέση στο λαό του Ισραήλ. Είναι σημαντικό να προσθέσουμε στο σημείο αυτό ότι αναλύοντας το χωρίο Αριθ. η΄, 10 συνάγεται η διαπίστωση ότι η εγκυρότητα μιας χειροτονίας, από τους χρόνους της Παλαιάς Διαθήκης ακόμη, απαιτεί πέραν της επιθέσεως των χειρών στον χειροτονούμενο, ως το ορατό σημείο μετάδοσης της Θείας χάριτος και την παρουσία του λαού του Θεού, ο οποίος συμμετέχει, εγκρίνει και αποδέχεται την πράξη της χειροτονίας.

β. Ιησούς Χριστός, ο Μέγας Αρχιερεύς. Ο Κύριος, ο Μέγας Αρχιερέας, είναι ο χορηγός και η πηγή της Ιεροσύνης. Αυτός μόνος το μυστήριο αυτό παρέδωκε στους Αποστόλους και αυτοί στους διαδόχους επισκόπους. Πράγματι «Αὐτός ἔδωκε τούς μέν ἀποστόλους, τούς δέ προφήτας, τούς δέ εὐαγγελιστᾶς, τούς δέ ποιμένας καί διδασκάλους πρός καταρτισμόν τῶν ἁγίων, εἰς ἔργον διακονίας»884. Οι Β΄ Παρ. κγ΄, 4-5. Β΄ Παρ. ε΄, 4 880 Β΄ Παρ. ε΄, 12. κ΄, 19. 881 Α΄ Παρ. κγ΄, 28-32. 882 Α΄ Παρ. κγ΄, 32. Δευτ. ιβ΄, 12. 883 Νεεμ. ιγ΄, 22. 884 Εφ. δ΄, 11. Βλ. επίσης Π.Ν. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμ. 3ος , Αθήναι 1961, σελ. 292-296 και Θ.Η.Ε τόμ. 7ος , Αθήναι 1964. 878 879

434


Απόστολοι είναι οι αυθεντικοί μάρτυρες του έργου του Κυρίου. Όπως είδαμε στην προηγούμενη ενότητα, το ιερατείο στην Π.Δ. υπήρξε, στο σύνολό του πιστό στην αποστολή του. Αυτό διαφαίνεται μέσα από τις τελετουργίες του, τη διδασκαλία του και την σύνταξη των ιερών βιβλίων διατηρώντας με τον τρόπο αυτό ζωντανή την παράδοση του Μωυσέως και των προφητών στο Ισραήλ. Ο ιερέας φέρνει στο Θεό την προσευχή του λαού μέσα από τις τελετουργίες και μεταδίδει στο λαό το Λόγο του Θεού με την εντολή της παραδόσεως και όχι βάσει της δικής του θελήσεως. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζει στο Ισραήλ τη συνέχεια της θρησκευτικής ζωής με την ιερή παράδοση. Όλες οι αξίες της Π.Δ. προσλαμβάνουν όλο το νόημά τους με τον Ιησού Χριστό που τις εκπληρώνει υπερβαίνοντάς τες. Αυτό το γενικό αξίωμα της αποκαλύψεως εφαρμόζεται κατ’ εξοχήν στην Ιεροσύνη. Ο Χριστός δεν καταργεί τον Νόμο της Π.Δ. αλλά έρχεται να τον εκπληρώσει 885. Είναι ο ιερέας της προσωπικής του θυσίας886. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Μέγας Αρχιερεύς, αφού ο συγγραφέας της προς Εβραίους Επιστολή μας διαβεβαιώνει: «…Ἔχοντες οὔν Ἀρχιερέα Μέγαν διεληλυθότα τούς οὐρανούς, Ἰησοῦν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ»887. Είναι ο Αρχιερέας που εισήλθε στα Άγια των Αγίων άπαξ δια παντός, δια του αίματός Του αφού: «Τοιούτως γάρ ἠμίν ἔπρεπε Ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος κεχωρισμένος ἀπό τῶν ἁμαρτωλῶν …. Ὑπέρ τῶν ἰδίων ἁμαρτιῶν θυσίας Ματθ. ε΄, 20-48. Το γεγονός αυτό γίνεται φανερό όταν ο ίδιος ο Χριστός μιλάει για τον θάνατό Του. Για τον ίδιο είναι μια θυσία που την περιγράφει με τις απεικονίσεις της Π.Δ. Τη συγκρίνει άλλοτε με την εξιλαστήρια θυσία του Δούλου του Θεού (Μκ. 10,45. 14,24 και Ησ. 53) και άλλοτε με τη θυσία της Διαθήκης του Μωυσή στους πρόποδες του Σινά. (Μακ. 14,24. Έξ. 12,7. 13. 22. κ.εξ.) Ο Παύλος αναφέρεται συχνά στο θάνατο του Ιησού, παρουσιάζοντάς τον με τα σύμβολα της θυσίας του πασχαλινού αμνού (Α΄ Κορ. 5,7) της ταπεινώσεως του Δούλου (Φιλ. 2, 6-11) και της ημέρας του Εξιλασμού (Ρωμ. 3, 24). Κατά τον Παύλο η ερμηνεία της θυσίας του Χριστού σε σχέση με την κοινωνία του αίματός Του αποτελεί τη λυτρωτική βάση για τους ανθρώπους ( Ρωμ. 5, 9. Κολ. 1, 20) για περισ. βλ. Λεξικό Βιβλικῆς Θεολογίας, Ιεροσύνη, εκδ. Βιβλικό Κέντρο Άρτος Ζωής, Αθήνα 1980, σελ. 504-507. 887 Εβρ. δ΄, 14. 885 886

435


ἀναφέρειν, ἔπειτα τῶν τοῦ λαοῦ˙ τοῦτο γάρ ἐποίησεν ἔφ ἅπαξ ἑαυτῶν ἀνενέγκας»888. Γίνεται πλέον φανερό ότι η Ιεροσύνη του Χριστού διαφέρει από όλους τους τύπους Ιεροσύνης που προηγήθηκαν τόσο τους ιουδαϊκούς όσο και τους εθνικούς, αφού ο Χριστός μπήκε μια για πάντα στα Άγια των Αγίων, για να προσφέρει αίμα όχι ταύρων και μοσχαριών889 αλλά το δικό Του εξασφαλίζοντας στην ανθρωπότητα την αιώνια σωτηρία890. Έχοντας το Πνεύμα του Θεού προσέφερε τον εαυτό Του θυσία στο Θεό καθαρίζοντας παράλληλα την δική μας συνείδηση από τα έργα που οδηγούν στον θάνατο, για να μπορέσουμε να λατρεύσουμε τον αληθινό Θεό891. Ως Αρχιερέας ο Χριστός ολοκληρώνει το σύστημα των θυσιών της Παλαιάς Διαθήκης με τη δική Του θυσία για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μέσω της κατάργησης των αιματηρών θυσιών, η κληρονομική Ιεροσύνη της Παλαιάς Διαθήκης φτάνει στο τέλος της, και μια καινούρια Ιεροσύνη κάνει την εμφάνισή της. Η νέα αυτή Ιεροσύνη είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον Θεό και είναι η Ιεροσύνη κατά την τάξη Μελχισεδέκ892. Ο Ιησούς, όπως παλαιότερα ο Ααρών, καλείται από τον Θεό να επέμβει για χάρη των ανθρώπων και να προσφέρει θυσίες για τις Εβρ. ζ΄, 26-27. Εβρ. θ΄, 12-14. 890 Έτσι και ο Χριστός «οὔχ ἑαυτόν ἐδόξασε γενηθῆναι ἀρχιερέα, ἀλλ’ ὁ λαλήσας πρός αὐτόν˙ υἱός μου εἰ σύ, ἐγώ σήμερον γεγέννηκα σε˙ καθώς καί ἐν ἐτέρω λέγει˙ σύ ἱερεύς εἰς τόν αἰώνα κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ» Ψαλ. 110 και Εβρ. ε΄, 5-6, 891 Εβρ. θ΄, 14. 892 Εβρ. ε΄, 5-6. Ο Μελχισεδέκ εμφανίζεται στη Βίβλο προστάτης του Αβραάμ, προκάτοχος του Δαβίδ και προεικόνιση του Ιησού. Σύμφωνα με την προς Εβραίους Επιστολή ο Ιησούς ως ιερέας ασκεί την τέλεια Ιεροσύνη, που δεν συνδέεται με την Ιεροσύνη του Λευΐ, αλλά που εκπληρώνει τη βασιλική Ιεροσύνη του Δαβίδ, διαδόχου του Μελχισεδέκ. Το όνομά του σημαίνει: ο βασιλιάς μου είναι δικαιοσύνη. Προεικονίζει τον Ιησού Χριστό γιατί όλα τα χαρακτηριστικά του σκιαγραφούν κατά κάποιο τρόπο τα χαρακτηριστικά του Ιησού. «Μήτε ἀρχήν ἡμερῶν μήτε ζωῆς τέλος ἔχων». Έτσι ο Μελχισεδέκ, ξένος προς τον Ισραήλ μέλος των εθνών, ισχυρός φίλος του Αβραάμ που του προσφέρει δείπνο άρτου και οίνου και τελετή διαθήκης βάσει των χωρίων της Γεννέσεως λα΄, 44-46 και Ιησ. θ΄, 12-15 που τον ευλογεί και εμφανίζεται ανώτερος από τους Λευΐτες ιερείς. για περισ. βλ. Λεξικό Βιβλικῆς Θεολογίας, Μελχισεδέκ, εκδ. Βιβλικό Κέντρο Άρτος Ζωής, Αθήνα 1980, σελ. 639-640. 888 889

436


αμαρτίες

τους.

Σύμφωνα

με

την

Προς

Εβραίους

Επιστολή

η

Παλαιοδιαθηκική Ιεροσύνη εκπληρώθηκε στο πρόσωπο του Χριστού, ο οποίος πρόσφερε ως θυσία τον ίδιο Του τον εαυτό. Όλες οι αιματηρές θυσίες

της

Παλαιάς

αντικαθίστανται

από

Διαθήκης μια

τώρα

καινούρια

πλέον και

καταργούνται

λογική

λατρεία,

και όπως

ομολογούμε κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας. Ο Ιησούς Χριστός, έχοντας ολοκληρώσει την επίγεια αποστολή Του, ανήλθε στους ουρανούς όπου πλέον ως Μέγας Αρχιερέας καθίσταται εκ δεξιών του Πατρός αφού δια της άπαξ και δια παντός ιερατικής Του προσφοράς και θυσίας παρέχει άφεση και συγχώρηση αμαρτιών στην ανθρωπότητα893. Αυτή η Ιεροσύνη του Χριστού έχει τις ρίζες της μέσα στην ίδια Του την ύπαρξη που τον καθιστά τον κατ’ εξοχήν μεσίτη: όντας αληθινός άνθρωπος894 και ταυτόχρονα αληθινός Υιός του Θεού, ανώτερος από τους Αγγέλους895, είναι ο μοναδικός και αιώνιος ιερέας. Πραγματοποιώντας την θυσία Του εφ άπαξ896 μέσα στο χρόνο γίνεται για πάντα ο μεσολαβητής, ο μεσίτης της Νέας Διαθήκης897. Κανένας τίτλος δεν μπορεί να καλύψει από μόνος του το μυστήριο του Χριστού. Ο Χριστός, ως αχώριστος Υιός του Πατέρα και Υιός του ανθρώπου, που ανακεφαλαιώνει στο πρόσωπό Του ολόκληρη την ανθρωπότητα, είναι συνάμα και ο Αρχιερέας της Νέας Διαθήκης και ο Λόγος του Θεού. Η Παλαιά Διαθήκη διαχώριζε την κοσμική από την πνευματική μεσιτεία δηλ. το θεσμό από το γεγονός. Ο Χριστός, συγκεντρώνει στο πρόσωπό Του τις διάφορες αυτές μεσιτείες αφού ως Υιός είναι ο αιώνιος Λόγος που εκπληρώνει και ξεπερνά το μήνυμα των προφητών και ως Υιός του ανθρώπου, ανακεφαλαιώνει όλη την Εβρ. ι΄, 12. ιδ΄ . Εβρ. β΄, 10-18. 895 Εβρ. α΄, 1-13. 896 Εβρ. ζ΄, 27. θ΄, 12. 25-28. ι΄, 10-14. 897 Εβρ. η΄, 6-13. ι΄, 12-18. 893 894

437


ανθρωπότητα, καθίσταται ο μοναδικός μεσίτης ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο καθώς και ο τέλειος ιερέας που τον εξαγιάζει898. Η προς τους Εβραίους επιστολή, παρουσιάζει τον θάνατο του Χριστού ως την υπέρτατη πράξη της ελευθερίας Του, η κατ’ εξοχήν θυσία που είναι πράξη καθαρά ιερατική. Και επειδή ο Χριστός «διά τό μένειν αὐτόν εἰς τόν αἰώνα, ἀπαράβατον ἔχει τήν ἱεροσύνην»899. Δια της άπαξ δια παντός ιερατικής Του προσφοράς και θυσίας ο Χριστός, παρέχει άφεση και συγχώρηση των αμαρτιών στην ανθρωπότητα. Αυτή είναι η πραγματικότητα στην οποία εντάσσονται όσοι αναγεννιούνται δι’ ύδατος και πνεύματος και ενδύονται τον Χριστό δηλ. γίνονται μέλη της Εκκλησίας. Καθίστανται με τον τρόπο αυτό «γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαός εἰς περιποίησιν, ὅπως τάς ἀρετᾶς ἑξαγγείλητε τοῦ ἐκ σκότους ὑμᾶς καλέσαντος εἰς τό θαυμαστόν αὐτοῦ φῶς»900. Οι χριστιανοί καλούνται πλέον να είναι ευγνώμονες δια της προσφοράς μιας ασάλευτης βασιλείας αλλά και λατρείας ευάρεστης στον Θεό901. Η πραγματική χριστιανική λατρεία συνίσταται στη προσωπική θυσία για τον συνάνθρωπο και γι’ αυτό ο σκοπός των χριστιανών είναι συνυφασμένος με την ιερατική αποστολή του ίδιου του Χριστού 902. Αυτό υποδηλώνει ότι το ιερατικό λειτούργημα της χριστιανικής κοινότητας, της Εκκλησίας, είναι συνέπεια της ενεργητικής μίμησης, εκ μέρους των

Π.Ν. Τρεμπέλα, Δογματική, Κεφ. Ι΄, Τό ἀρχιερατικόν ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ, τόμ. 2ος, Αθήνα 1979, εκδ. Αδελφότης Θεολόγων ΄΄ Ο Σωτήρ΄΄, σελ. 162-164. 899 Εβρ. ζ΄, 24. 900 Α΄ Πέτρου β΄, 9. 901 Εβρ. ιβ΄, 28. 902 «Ἔχομεν θυσιαστήριον ἐξ οὐ φαγεῖν οὐκ ἔχουσιν ἐξουσίαν οἱ τή σκηνή λατρεύοντες· ὧν γάρ εἰσφέρεται ζώων τό αἷμα περί ἁμαρτίας εἰς τά Ἅγια διά τοῦ ἀρχιερέως, τούτων τά σώματα κατακαίεται ἔξω της παρεμβολῆς· διο καί Ἰησοῦς, ἴνα ἁγιάση διά τοῦ ἰδίου αἵματος τόν λαόν, ἔξω της πύλης ἔπαθε. Τοίνυν ἐξερχώμεθα πρός αὐτόν ἔξω της παρεμβολῆς τόν ὀνειδισμόν αὐτοῦ φέροντες· οὐ γάρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά καί τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν. Δί’ αὐτοῦ οὔν ἀναφέρωμεν θυσίαν αἰνέσεως διά παντός τῷ Θεῶ, τουτ’ ἔστι καρπόν χειλέων ὁμολογούντων τῷ ὀνόματι αὐτοῦ. Τῆς δέ εὐποιΐας καί κοινωνίας μή ἐπιλανθάνεσθε· τοιάυταις γάρ θυσίες εὐαρεστεῖται ὁ Θεός..» Εβρ. ιγ΄, 10-16. 898

438


χριστιανών, της αποστολής του Χριστού. Ο Χριστός «ἐποίησεν ὑμᾶς βασιλείαν, ἱερεῖς τῷ Θεῶ καί Πατρί αὐτοῦ»903. Είναι παρόν και ενεργεί στην μυστηριακή και λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Η λατρεία, τα μυστήρια, τα δόγματα, η παράδοση της Εκκλησίας επιβεβαιώνουν ότι ο Κύριος είναι παρόν και «προσετίθει τούς σωζομένους καθ’ ἡμέραν ἐν τῇ Ἐκκλησία»904. Ο Χριστός, ως καλός ποιμένας και ως ο απόλυτος αρχιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ, είναι παρόν στην εκκλησία, ως η κεφαλή αυτής. Φανερώνεται ως ιερεύς με την προσφορά της θυσίας του και την διακονία του Λόγου. Τα μέλη της εκκλησίας συμμετέχουν στην Ιεροσύνη του Χριστού και οικειοποιούνται τη σωτηρία από την «εφ άπαξ προσφερθείσα θυσία Του». Γι’ αυτό το λόγο ο Χριστός παρουσιάζεται ως ο έσχατος Αρχιερέας, τόσο υπό την έννοια ότι είναι το τέλειο πρότυπο Ιεροσύνης, όσο και διότι οδηγεί την μεσιτική-θυσιαστική Ιεροσύνη της Π.Δ. σε ένα τέλος, προσφέροντας τον εαυτό Του ως άπαξ δια παντός θυσία. Με τον τρόπο αυτό εκπληρώνει την Ιεροσύνη στην απώτερη πνευματική της διάσταση και την μεταμορφώνει ενώ παράλληλα εγκαινιάζει μια καινή διαθήκη, ένα καινούριο νόμο, που γράφεται πλέον στις καρδιές των πιστών905. Έτσι τα μέλη της Εκκλησίας συμμετέχουν στην Ιεροσύνη του Χριστού και οικειοποιούνται τη σωτηρία από την εφ’ άπαξ προσφερθείσα θυσία Του906. Οι Απόστολοι επεκτείνουν την σκέψη του Χριστού, παρουσιάζοντας την χριστιανική ζωή ως μια λειτουργία, μια συμμετοχή στην Ιεροσύνη του μοναδικού Ιερέως907. Έτσι τα μέλη της Εκκλησίας διακρίνονται σε δύο Αποκ. α΄, 6 και ε΄, 10. Πραξ. β΄, 47. Μαρκ. ιστ΄, 20. 905 Εβρ. ι΄, 16-17: «αὔτη ἡ διαθήκη ἤν διαθήσομαι πρός αὐτούς μετά τάς ἡμέρας ἐκείνας, λέγει Κύριος˙ διδούς νόμους μου ἐπί καρδίας αὐτῶν, καί ἐπί τῶν διανοιῶν αὐτῶν ἐπιγράψω αὐτούς, καί τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν καί τῶν ἀνομιῶν αὐτῶν οὐ μή μνησθῶ ἔτι.» 906 Βακάρου Δημητρίου, Ἡ Ἱεροσύνη στήν Ἐκκλησιαστική Γραμματεία τῶν πέντε πρώτων αἰώνων, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 321. 907 Η νέα κατανόηση αυτή της Ιεροσύνης έχει σημαντικές συνέπειες και για την ζωή των πιστών και για την μαρτυρία της Εκκλησίας στον κόσμο. Για τον λόγο αυτό η προς 903 904

439


τάξεις, την τάξη των λαϊκών και την τάξη των κληρικών. Οι πρώτοι κατέχουν την γενική Ιεροσύνη και οι δεύτεροι την ειδική-μυστηριακή, την οποία λαμβάνουν με το μυστήριο της χειροτονίας. Με την ειδικήμυστηριακή Ιεροσύνη συνεχίζεται η Ιεροσύνη του Χριστού στην Εκκλησία δια της οποίας «ἱερατεύει ὡς ἄνθρωπος, δέχεται δέ τά προσφερόμενα ὡς Θεός» όπως θα δούμε στα παρακάτω κεφάλαια.

γ. Η Ιεροσύνη κατά την Πατερική Παράδοση Το μυστήριο της χριστιανικής Ιεροσύνης είναι θεοΐδρυτο που βασίζεται στο έργο της εν Χριστώ θείας οικονομίας, και μάλιστα στο αρχιερατικό αξίωμα του Κυρίου: «Θεῖον μέν τι χρῆμα ἡ ἱεροσύνη, καί τῶν ὄντων ἁπάντων τό τιμιώτατον…Δί’ αὐτῆς γάρ καί ἀναγεννώμεθα, καί τῶν ἰδίων μετέχομεν μυστηρίων, ὧν ἄνευ, τῶν οὐρανίων μετασχεῖν οὔχ οἶον τε γερῶν, κατά τούς ἀψευδεῖς της ἀληθείας χρησμούς, ποτέ μέν λεγούσης, ἐάν μή τίς γεννηθεῖ ἐξ ὕδατος καί πνεύματος, οὐ μή εἰσέλθη εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ποτέ δε, ἐάν μή τίς φάγη μου τήν σάρκα, καί πίη μου τό αἷμα, οὐκ ἔχει μέρος μετ’ ἐμοῦ…ἄνευ τούτων οὔχ οἶον τε τῆς θείας ἀξιωθῆναι λήξεως, ταῦτα δε δί’ οὐδενός ἑτέρου ἡ τῆς ἱεροσύνης ἐπιτελεῖται»908 . Στο παραπάνω χωρίο ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης συγκεφαλαιώνει και εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο όλα τα Πατερικά εγκώμια και το υπούργημα της Ιεροσύνης. Είναι δεδομένο ότι από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες οι Πατέρες εξέφρασαν την κοινή συνείδηση της Εκκλησίας, ότι η Ιεροσύνη Εβραίους Επιστολή ι΄, 19-25 τονίζει: «Ἔχοντες οὔν, ἀδελφοί, παρρησίαν εἰς τήν εἴσοδον τῶν Ἁγίων ἐν τῷ αἵματι τοῦ Ἰησοῦ, ἤν ἐνεκαίνισεν ἠμίν ὁδόν πρόσφατον καί ζῶσαν διά τοῦ καταπετάσματος, τουτ’ ἔστι τῆς σαρκός αὐτοῦ, καί ἱερέα μέγαν ἐπί τόν οἶκον τοῦ Θεοῦ, προσερχώμεθα μετά ἀληθινῆς καρδίας ἐν πληροφορία πίστεως ἐρραντισμένοι τάς καρδίας ἀπό συνειδήσεως πονηρᾶς καί λελουμένοι τό σῶμα ὕδατι καθαρό κατέχωμεν τήν ὁμολογίαν τῆς ἐλπίδος ἀκλινῆ˙ πιστός γάρ ὁ ἐπαγγειλάμενος˙ καί κατανοῶμεν εἰς παροξυσμόν ἀγάπης καί καλῶν ἔργων, μή ἐγκαταλείποντες τήν ἐπισυναγωγήν ἑαυτῶν, καθώς ἔθος τισίν, ἀλλά παρακαλοῦντες, καί τοσούτω μᾶλλον, ὄσῳ βλέπετε ἐγκίζουσαν τήν ἡμέραν». Χωρίο με καθαρό εκκλησιολογικό προσανατολισμό. 908 Ισιδώρου Πηλουσιώτου, Θεοδοσίῳ Επισκόπῳ, PG 78, 493C- 496b.

440


είναι η συνέχιση της παρουσίας και του έργου του Θεανθρώπου Χριστού μέσα στην Εκκλησία και μέσω αυτής στον κόσμο. Συνέδεσαν την Ιεροσύνη με το μυστήριο της σωτηρίας αφού η σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου εξασφαλίζεται με την παρουσία του Χριστού στην Εκκλησία. α. Σύσταση Η Ιεροσύνη είναι μυστήριο θεοσύστατο. Ο Χριστός, από την αρχή της δημόσιας δράσης Του, κάλεσε δώδεκα στενούς μαθητές, οι οποίοι και θα συνέχιζαν το σωτηριώδες έργο Του. Αυτούς «καί Ἀποστόλους ὀνόμασε καί ἁλιεῖς ἀνθρώπων ἀνέδειξε». Μάλιστα «τούς ἔδωκεν ἐξουσίαν ἐπάνω στά ἀκάθαρτα πνεύματα, ὥστε νά τα βγάζουν καί νά θεραπεύουν κάθε ἀσθένεια καί ἀδυναμία»909. Οι Απόστολοι είναι οι αυθεντικοί μάρτυρες του έργου του Κυρίου. Στη συνάντηση του όρους της Γαλιλαίας ο ίδιος ο Κύριος τους είπε: «μου εδώθη πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης. Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα αν ενετειλάμην υμίν»910. Από τα παραπάνω φρονούμε ότι ο Μέγας Αρχιερέας Χριστός είναι ο χορηγός και η πηγή της Ιεροσύνης. Αυτός μόνος το μυστήριο αυτό παρέδωκε στους Αποστόλους και αυτοί στους διαδόχους επισκόπους. Ο Δοσίθεος στο ΙΕ΄ όρο παρατηρεί πως ο Κύριος, στο «τούτο ποιείται εις την εμήν ανάμνησιν» παρέδωσε την Ιεροσύνη στους Αποστόλους. «Αὐτός ἔδωκε τούς μέν Ἀποστόλους, τούς δέ Προφήτας, τούς δέ Εὐαγγελιστᾶς, τούς δέ Ποιμένας καί διδασκάλους πρός καταρτισμόν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας»911. Η Ιεροσύνη λοιπόν είναι ένα από τα μυστήρια της Εκκλησίας, δια του οποίου με την επίθεση των χειρών του επισκόπου,

Ματθ. ι΄, 1. Ματθ. κη΄, 18-20 911 Εφεσ. δ΄, 11. και Α. Καριώτογλου και Γ. Ροδίτη, Ἐκκλησία: Μία νέα κοινωνία σέ πορεία, ΟΕΔΒ 1986, σελ.16-19. 909 910

441


μεταδίδεται η θεία χάρις στον προχειρισθέντα κληρικό και τον καθιστά φορέα της θείας εξουσίας και δυνάμεως, ώστε να επιτελεί τις αναγκαίες ιερουργίες και με τον τρόπο αυτό να συνεχίζεται η πραγμάτωση του απολυτρωτικού έργου του Χριστού στον κόσμο δια της Εκκλησίας 912. Ως σύσταση του μυστηρίου της Ιεροσύνης μπορούν να θεωρηθούν τα λόγια του Χριστού προς τους μαθητές του: «Ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς, καί ἔθηκα ὑμᾶς ἴνα ὑμεῖς ὑπάγητε καί καρπόν φέρητε, καί ὁ καρπός ὑμῶν μένει…καθώς ἀπέσταλκε μέ ὁ Πατήρ, καγῶ πέμπω ὑμᾶς˙ καί τοῦτο εἰπῶν ἐνεφήσησε καί λέγει αὐτοῖς˙ λάβετε πνεῦμα Ἅγιον, ἄν τινῶν ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται

αὐτοῖς, ἄν

τινων κρατεῖτε κεκράτηνται»913.

Ο

σύνδεσμος αυτός του έργου του Χριστού με το έργο των μαθητών δείχνει ότι η ιεροσύνη έχει την αρχή της από τον ίδιο το Θεό914. Αυτό σημαίνει ότι αφού και η Εκκλησία έχει την αρχή της από το Θεό άρα συνυπάρχει με την Ιεροσύνη η οποία ιερουργεί το έργο της σωτηρίας των ανθρώπων915. Αυτό σημαίνει ότι αποτελεί ιδιαίτερο μυστήριο της Εκκλησίας πράγμα που καταφαίνεται στην επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς τους πρεσβυτέρους της Εφέσσου, όπου χαρακτηριστικά αναφέρει: «Ὑμᾶς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους ποιμαίνειν τήν ἐκκλησίαν»916. Βάσει των παραπάνω, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι πρώτες χειροτονίες συνέβησαν κατά την ημέρα της Δ. Βακάρου, Ἡ Ἱεροσύνη στήν Ἐκκλησιαστική Γραμματεία τῶν πέντε πρώτων αἰώνων, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 75. 913 Ιω. ιε΄, 16 και κ΄, 21-22. 914 Επί τούτου λέει ο Κλήμης Ρώμης στο Α΄ Κορ. μβ΄, 1-2 PG 1,292A: «Οἱ Ἀπόστολοι ἠμίν εὐηγγελίσθησαν ἀπό Ἰησοῦ Χριστοῦ, Ἰησοῦς Χριστός ἀπό τοῦ Θεοῦ˙ ἐξεπέμφθη οὔν ὁ Χριστός ἀπό τοῦ Θεοῦ καί οἱ Ἀπόστολοι ἀπό τοῦ Χριστοῦ˙ ἐγένοντο οὐ ἀμφότερα ἐκτάκτως ἐκ θελήματος Θεοῦ». 915 Με το συλλογισμό αυτό εξάγεται το συμπέρασμα ότι, εφόσον η Ιεροσύνη είναι ο ίδιος ο Χριστός και η Εκκλησία είναι το σώμα Του άρα Ιεροσύνη και εκκλησία θα συνυπάρχουν εως της συντελείας του αιώνος ( Ματθ. κη΄, 20). Ο Ιερός Χρυσόστομος υποστηρίζει στον 3 ο λόγο του Περί Ιεροσύνης PG 48, 642D: «ὅπως ἡ Ἐκκλησία οὐκ ἔστι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἀλλά ἐν τῷ κόσμω, ἔτσι καί ἡ Ἱεροσύνη ὑπάρχει ἐν τῷ κόσμω καί διακονεῖ τόν κόσμο». Συγκεκριμένα «τελεῖται μέν ἐπί τῆς γής, τάξιν δέ ἐπουρανίων ἔχει ταγμάτων καί ἐκπηγάζει ἀπό τόν Θεό διά μυστηρίου». 916 Πραξ. κ΄, 28. 912

442


Πεντηκοστής, όταν οι Άγιοι Απόστολοι έλαβαν από το Πανάγιο Πνεύμα το χάρισμα της Ιεροσύνης, ώστε δι’ αυτών να ενεργείται στην Εκκλησία η χάρη, η ενέργεια και η εξουσία του Μεγάλου Αρχιερέως Χριστού. Και στη συνέχεια οι Απόστολοι με προσευχή και επίθεση των χειρών χειροτονούσαν τους διαδόχους τους για να μη μείνει αποίμαντη η Εκκλησία. Αυτό αποδεικνύει την μυστηριακή μετάδοση του ιερατικού υπουργήματος917. Ο Μ. Βασίλειος υποστηρίζει ότι η πίστη της Εκκλησίας ότι οι χειροτονούμενοι λαμβάνουν, μέσω της επιθέσεως των χειρών, την χάρη του Αγίου Πνεύματος, δηλώνει αφ ενός μεν το μυστηριακό χαρακτήρα της Ιεροσύνης και αφ ετέρου ότι αποτελεί ύψιστη δωρεά του Αγίου Πνεύματος918. Ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος μας λέει: «ἡ Ἱεροσύνη ἐστί πάντων τῶν ἀγαθῶν ἐν ἀνθρώποις ἀναβεβηκός, ἤς ὁ καταμανεῖς, οὐκ ἄνθρωπον ἀτιμάζει, ἀλλά Θεόν, καί Χριστόν Ἰησοῦν τόν πρωτότοκον, καί μόνον τῇ φύσει τοῦ Πατρός Ἀρχιερέα»919. Ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης ονομάζει την Ιεροσύνη «πράγμα θείον920, πράγμα οὐράνιον921, θείαν τελετήν, ἤτις τούς οὐρανούς τοῖς μυηθείσιν ἀνοίγει»922. Μεταδίδοντας ο Χριστός την Iεροσύνη στους Αποστόλους τους μετέδωσε και τα τρία αξιώματά Του˙ το προφητικό, δηλαδή την εξουσία του θείου κηρύγματος, το αρχιερατικό, δηλαδή την εξουσία της τελέσεως των μυστηρίων και γενικά της μεταδόσεως στους πιστούς της αγιαστικής θείας χάριτος και το βασιλικό, δηλαδή την εξουσία της διαποιμάνσεως του λαού του Θεού. Συνεπώς η Ιεροσύνη ταυτίζεται με την αποστολή την οποία ο Κύριος ενεχείρησε στους μαθητές Του πράγμα που ωθεί τον Ιερό Χρυσόστομο να Πραξ. η΄, 17-18. θ΄, ιβ΄, ιζ΄, ιθ΄, στ΄. Ο δε Απόστολος Παύλος λέει προς τον μαθητή του Τιμόθεο επί του θέματος αυτού: «Μή ἀμέλει τοῦ ἐν σοῖ χαρίσματος, ὁ ἐδόθη σοί διά προφητείας μετά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου». (Α΄ Τιμ. δ΄, 14). 918 Μ. Βασιλείου, Επιστολή 188, PG 32, 669A 919 Ιγνατίου Αντιοχείας, Προς Σμυρναίους, 9, PG 5,853D. 920 Ισιδώρου Πηλουσιώτου, Ερμίνω Κόμητι, 5, 276, PG 78, 1497A 921 Ισιδώρου Πηλουσιώτου, Ζησίμω Πρεσβυτέρω, 1, 111 PG 78, 527A 922 Ισιδώρου Πηλουσιώτου, Ερμίνω Κόμητι, 2, 37, PG 78, 480D. 917

443


πει ότι η ιεροσύνη είναι «πράγμα μυρίων ἀγαθῶν γέμον καί τῶν χαρισμάτων ἁπάντων καί μεῖζον καί περιεκτικόν»923. Η αποστολή του Ιησού Χριστού και η αποστολή των μαθητών συνδέονται άρρηκτα και με την αποστολή του Αγίου Πνεύματος. Το έργο του Χριστού ολοκληρώνεται με τη αποστολή και του Παρακλήτου. Όμως και οι ίδιοι οι Απόστολοι επωμίζονται την αποστολή και αγωνίζονται να την εκπληρώσουν με την δύναμη και την συμπαράσταση του Αγίου Πνεύματος. Αυτό διαφαίνεται από την ημέρα της Πεντηκοστής924 όπου όλα τα μέλη της Εκκλησίας μετείχαν στις δωρεές του Αγίου Πνεύματος και σύμφωνα με το π. Γεώργιο Φλορόφσκι, την ημέρα εκείνη: «ἡ Ἱεροσύνη, ἤ τό ὑπούργημα τοῦ μυστηρίου, ἐδόθη καί ἐρίζωσεν εἰς τήν ὁλότητα τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας»925. Άλλωστε ο ίδιος ο Χριστός είχε προαναγγείλει την αποστολή και το ρόλο του Αγίου Πνεύματος στην διδασκαλία Του μετά το Μυστικό Δείπνο, όπου προσδιόρισε ότι: «Ὁ Παράκλητος, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ὁ πέμψει ὁ Πατήρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα»926. Χωρίς την αποστολή του Πνεύματος η αποστολή του χριστού θα έμενε χωρίς συνέχεια. Η έλευση του Παρακλήτου συνεχίζει και προεκτείνει την αποστολή του Χριστού. Με τη δύναμη του Πνεύματος που λαμβάνουν οι μαθητές, απεσταλμένοι από τον ίδιο τον Χριστό927, εκπληρώνουν το Αποστολικό τους έργο εν Αγίω Πνεύματι928. Έτσι η αποστολή και η παρουσία του Πνεύματος είναι αχώριστη από το ίδιο μυστήριο της εκκλησίας και κατ’ επέκταση της Ιεροσύνης ως τη συνέχιση της αποστολής του Χριστού μέσα στην ιστορία. Πλέον όλα τα μέλη της Εκκλησίας, που με το μυστήριο του βαπτίσματος και του χρίσματος

Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ρωμαίους Ὁμιλία Α΄ 1, PG 60, 395-396. Πραξ. β΄, 14. 925 Γ. Φλορόφσκυ, Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 62. 926 Ιω. ιδ΄, 24. 927 Ιω. κ΄, 21. 928 Α΄ Πέτρ. α΄, 12. 923 924

444


έγιναν υιοί Θεού κατά χάριν, μετέχουν «κατά τό μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ»929 στην Ιεροσύνη του Χριστού «ὡς βασίλειον ἱεράτευμα» και είναι φορείς της λεγόμενης γενικής Ιεροσύνης. Ο Απόστολος Πέτρος με σαφήνεια μας λέει: «Ὑμεῖς δέ γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα»930, στη δε Αποκάλυψη διαβάζουμε ότι ο Χριστός εποίησε: «αὐτούς τῷ Θεῶ ἠμῶν βασιλεῖς καί ἱερεῖς καί βασιλεύσουσιν ἐπί τῆς γής»931. Ο ιερός Χρυσόστομος είναι εκείνος που μας διασαφηνίζει το θέμα ως προς την μετοχή των χριστιανών στα αξιώματα του Χριστού. Λέγει: «οὕτω καί σύ γίνη βασιλεύς καί ἱερεύς καί προφήτης ἐν τῷ λουτρῶ˙ βασιλεύς μέν πάσας χαμαί ρίψας τάς πικρᾶς πράξεις καί τά ἁμαρτήματα κατασφάξας˙ ἱερεύς δε ἑαυτόν προσενεγκῶν τῷ Θεῶ καί καταθύσας τό σῶμα καί σφαγεῖς καί αὐτός…προφήτης δε τά μέλλοντα μανθάνων καί ἔνθους γενόμενος»932. Με το παραπάνω χωρίο ο ιερός Πατήρ υποστηρίζει ότι η Ιεροσύνη των πιστών συνίσταται σε μια γενική-πνευματική Ιεροσύνη θεωρούμενη υπό μια έννοια ηθική933. Οι πιστοί ως ιερείς κατεξουσιάζουν τα πάθη τους, θυσιάζουν τον εαυτό τους934 και μελετούν και φροντίζουν για την εξασφάλιση της σωτηρίας τους. Όμως δεν τελούν τα μυστήρια της Εκκλησίας, ούτε διδάσκουν και ούτε διαποιμαίνουν τους πιστούς διότι δεν έχουν δια της χειροτονίας την ειδική μυστηριακή Ιεροσύνη. Οι δύο ιεροσύνες, η ειδική-μυστηριακή και η γενική, συνυπάρχουν μέσα στην Εκκλησία εφ’ όσον έχουν την αναφορά τους στη μια και μοναδική Ιεροσύνη του Χριστού. Συνυπάρχουν μεν αλλά διακρίνονται Εφεσ. δ΄, 4. Α΄ Πέτρ. β΄, 9. 931 Αποκ. ε΄, 10. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Ωριγένης σχολιάζοντας τα λόγια του Αποστόλου Πέτρου παρατηρεί: «Ἡ ἀγνοεῖς ὅτι καί εἰς σέ, τουτέστιν εἰς τήν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καί εἰς τόν λαόν τῶν πιστευόντων, ἐδόθη ἡ Ἱεροσύνη;… πάντες ὅσοι ἐχρίσθησαν διά τοῦ Ἁγίου Μύρου ἐγένεντο ἱερεῖς, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Πέτρος, εἰς πάσαν τήν Ἐκκλησίαν…». Ωριγένους, Εἰς Λευϊτικόν, 9, PG 12, 508D-509A. 932 Ιω. Χρυσοστόμου, Εις Β΄ Κορ., γ΄, 7. PG 61, 417-418. 933 Ι. Καρμίρη, Ἡ Ἐκκλησιολογία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Αθήναι 1962, σελ. 106. 934 Ρωμ. Ιβ΄,1. 929 930

445


σαφέστατα λόγω της διαφοράς του έργου που επιτελούν στην Εκκλησία. Η συνύπαρξη αυτή φανερώνεται κυρίως στη μυστηριακή ενότητα και ιδιαίτερα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, το οποίο προσφέρει από κοινού κλήρος και λαός935. Τη διάκριση αυτή τονίζουν και οι Αποστολικές Διαταγές936 που αναφέρουν ότι πρόκειται περί ποιοτικής διακρίσεως του έργου που τελούν στην Εκκλησία οι δύο τάξεις, των κληρικών και των λαϊκών937. Γίνεται πλέον κατανοητό, ότι κατά τους Πατέρες η γενική βαπτισματική Ιεροσύνη δεν είναι η ίδια με την ειδική μυστηριακή. Στην πρώτη μετέχουν όλοι οι βαπτισμένοι λαϊκοί πιστοί ενώ στη δεύτερη οι χειροτονημένοι κληρικοί και συνεπώς η μοναδική διαφορά τους έγκειται στο μυστήριο της χειροτονίας των κληρικών. Όμως δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η γενική ιεροσύνη των πιστών αποτελεί: «τήν ἀπαρχή καί τό ὑπόβαθρο τῆς εἰδικῆς ἱεροσύνης τῶν κληρικῶν, πού καθίστανται διά τῆς χειροτονίας ἐπίσκοποι, πρεσβύτεροι καί διάκονοι τῆς Ἐκκλησίας»938.

Ο μάρτυς και φιλόσοφος Ιουστίνος αναφέρει επί του θέματος αυτού: «πάσας οὔν διά τοῦ ὀνόματος τούτου θυσίας, ἄς παρέδωκεν Ἰησοῦς Χριστός γίνεσθαι, τουτ’ ἔστιν ἐπί τή εὐχαριστία τοῦ ἄρτου καί τοῦ ποτηρίου τάς ἐν παντί τόπω γής γινομένας ὑπό τῶν χριστιανῶν, προλαβῶν ὁ Θεός μαρτυρεῖ εὐαρέστους ὑπάρχειν αὐτῶ˙ τάς δέ ὑφ’ ἡμῶν καί δί’ ἐκείνων ὑμῶν τῶν ἱερέων γινομένας ἀπαναίνεται». Ιουστίνου, Διάλογος, 117, PG 6,745. 936 Διαταγαί Ἀποστόλων, η΄, 46 PG 1, 1153BC: «Πρῶτος τοίνυν τή φύσει ἀρχιερεύς ὁ μονογενής Χριστός οὔχ ἐαυτῶ τήν τιμήν ἁρπάσας, ἀλλά παρά τοῦ Πατρός κατασταθεῖς˙ ὡς γενόμενος ἄνθρωπος δί ἠμας καί τήν πνευματικήν θυσίαν προσφέρων τῷ Θεω αὐτοῦ καί Πατρί πρό τοῦ πάθους, ἠμίν διετάξατο μόνοις τοῦτο ποιεῖν, καίτοι ὄντων σύν ἠμίν καί ἑτέρων τῶν εἰς αὐτόν πεπιστευκότων˙ ἀλλ’ οὐ πάντως πᾶς ὁ πιστεύσας ἤδη καί ἱερεύς κατέστη ἤ ἀρχιερατικῆς ἀξίας ἔτυχεν». 937 Ο Γρηγόριος Θεολόγος στον Λόγο λβ΄, 12-13, PG 36, 188BD αναφέρει και περιγράφει τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των δύο αυτών τάξεων: «Τό μέν γάρ ἄρχει καί προκαθέζεται, τό δέ ἄγεται καί εὐθύνεται, καί οὔτε ταυτόν ἀμφότερα ἐνεργεῖ, εἶπερ μή ταυτόν ἄρχειν καί ἄρχεσθαι… διώρισε τό μέν ἄρχειν, τό δέ ἄρχεσθαι καί τό μέν οἶον εἶναι κεφαλήν, τό δέ πόδας, τό δέ χείρας, τό δέ ὀφθαλμόν, τό δέ ἄλλο τί τῶν μελῶν τοῦ σώματος πρός τήν τοῦ παντός εὐαρμοστίαν καί τό συμφέρον». 938 Ιω. Καρμίρη, Ἡ θέσις καί ἡ διακονία τῶν λαϊκῶν ἐν τή Ὀρθοδόξω Ἐκκλησία, Αθήναι 1978, σελ. 13 935

446


β. Η Αποστολική Διαδοχή Ο σκοπός της συνεχίσεως του απολυτρωτικού έργου του Χριστού επέβαλε στους Αποστόλους την μεταβίβαση της ιεροσύνης σε διαδόχους οι οποίοι θα συνέχιζαν το έργο τους939. Τη διαδοχή τους εξασφάλισαν οι Απόστολοι με την χειροτονία ικανών και άξιων ανδρών, στους οποίους, δια της επιθέσεως των χειρών, μετέδιδαν όλες τις εξουσίες τους για την εξάσκηση και διαιώνιση του σωτηριώδους έργο τους. Με τον τρόπο αυτό η συνέχεια του Αποστολικού αξιώματος επιτυγχανόταν ως μια αδιάσπαστη διαδοχή των πιστών ανά τους αιώνες στην Εκκλησία. Επ’ αυτού ο Ιερός Δαμασκηνός αναφέρει ότι, ο Κύριος: «οὐ μετ’ ἐκείνων μόνον εἶπεν ἔσεσθαι, ἀλλά καί μετά πάντων τῶν μετ’ ἐκείνους πιστευσόντων˙ οὐ γάρ δή ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος οἱ Ἀπόστολοι μένειν ἔμελλον, ἀλλά ὡς ἐν ἐνί σώματι διαλέγεται τοῖς πιστοῖς»940. Ο Ιερός Πατέρας μας δίνει το στίγμα, με το χωρίο αυτό, ότι η συνέχιση της Θεανθρώπινης παρουσίας και διδασκαλίας στη γη μέσω της αδιάκοπης διαδοχής των Αποστόλων είναι θέλημα του ίδιου του Θεού941. Η Αποστολική διαδοχή καθιστά την Εκκλησία θεματοφύλακα της Αποστολικής Παραδόσεως και αληθείας αφού χωρίς αυτήν δεν μπορεί να υπάρξει συνέχιση και διατήρηση ανόθευτης της Αποστολικής πίστεως και διδασκαλίας. Αυτήν την πίστη προέβαλλε η Εκκλησία

έναντι

των

αιρετικών,

ιδιαίτερα

των

Γνωστικών

που

Κλήμης Ρώμης, Α΄ Κορ., 44, 2, 1 PG 297A: « Ὅπως ἐάν τινές κοιμηθῶσι, διαδέξωνται ἕτεροι διακεκριμένοι ἄνδρες τήν λειτουργίαν αὐτῶν…». 940 Ιω. Δαμασκηνού, Εις Ματθαίον κη΄, 20 PG 96, 1412CD. 941 Ο ίδιος ο Θεός θέλησε να διαδεχθώσι την οικονομίαν οι θείοι Απόστολοι, και οι Απόστολοι να χειροτονούν τους διαδόχους τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Παύλος που χειροτονεί ως επισκόπους τον Τιμόθεο στην Έφεσσο, τον Τίτο στην Κρήτη και τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη στην Αθήνα. Αυτοί χειροτόνησαν άλλους επισκόπους, πρεσβυτέρους και διακόνους που τους εμπιστεύθηκαν την ιερατική χάρη και όλη την πνευματική εξουσία. Ο Ευσέβιος Καισαρείας στην Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 3, 23, PG 257B μας αναφέρει: «Ὅταν ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἐπέστρεψε ἀπό τό νησί τῆς Πάτμου στήν Ἔφεσο, παρακαλούμενος δέ καί στά πλησιόχωρα μέρη τῶν ἐθνικῶν, ἀλλοῦ μέν γιά νά ἐγκαταστήσει ἐπισκόπους, ἀλλοῦ γιά νά ὀργανώσει ὁλόκληρες Ἐκκλησίες, καί ἀλλοῦ γιά νά χειροτονήσει κάποιον ἀπό τούς ἐπισημανθέντες ἀπό τό Πνεῦμα». 939

447


ισχυρίζονταν ότι κατείχαν την αλήθεια, και τόνιζε με έμφαση το διδασκαλικό χάρισμα των επισκόπων της, το οποίο παρέλαβαν από τους Αποστόλους. Οι επίσκοποι, ως διάδοχοι των Αποστόλων, κατέχουν την ευαγγελική αλήθεια την οποία έλαβαν ως χάρισμα με την Αποστολική διαδοχή και γι’ αυτό θεωρούνταν αυτόπτες μάρτυρες των Αποστόλων και ως οι πλέον κατάλληλοι για να εκφράσουν την ορθή διδασκαλία της εκκλησίας942. Κοινή συνείδηση της Εκκλησίας από τους πρώτους αιώνες ήταν ότι η ορθότητα της πίστεως και της διδασκαλίας εξασφαλιζόταν από την αποστολική διαδοχή των επισκόπων943. Κάθε παρέκκλιση από την Αποστολική διαδοχή διασπά την ενότητα της Εκκλησίας δημιουργώντας προβλήματα στην καθιερωμένη τάξη της Εκκλησιαστικής κοινότητας προβαίνοντας σε πράξεις αντικανονικές καθώς η χάρις του Αγίου Πνεύματος έχει εκλείψει από τους ποιμαίνοντας την κοινότητα944. Καθίσταται αναγκαίο τόσο για την εν Χριστώ σωτηρία των ανθρώπων όσο και για την κατοχύρωση του Αποστολικού χαρακτήρα της Εκκλησίας, της πληρότητας της Αποστολικής πίστεως, αληθείας και διδασκαλίας η Αποστολική διαδοχή ως απαραίτητος και ανυπέρβλητος παράγοντας θείας παρουσίας και θείας διακυβερνήσεως εν Χριστώ.

Τέτοιος διδάσκαλος προβαλλόταν ο Πολύκαρπος Σμύρνης: «Ὁ θαυμασιώτατος Πολύκαρπος, ἐν τοῖς καθ’ ἠμας χρόνοις διδάσκαλος ἀποστολικός καί προφητικός γενόμενος, ἐπίσκοπος τέ τοῖς ἐν Σμύρνη καθολικῆς Ἐκκλησίας…» Μαρτύριον Πολυκάρπου 16,2 S.C. 10, σσ.264-266. 943 Ιππόλυτος Ρώμης, Κατά πασών των αιρέσεων, 4-5, PG 16, 3020C.: «Ταῦτα δηλ. τάς πλάνας, δέ ἕτερος οὐκ ἐλέγξει ἤ τό ἐν Ἐκκλησία παραδοθέν Ἅγιον Πνεῦμα, οὐ τυχόντες πρότεροι οἱ Ἀπόστολοι μετέδωσαν τοῖς ὀρθῶς πεπιστευκόσιν˙ ὧν ἠμεῖς διάδοχοι τυγχάνοντες τῆς τέ αὐτῆς χάριτος μετέχοντες ἀρχιερατίας τε καί διδασκαλίας καί φρουροί τῆς Ἐκκλησίας λελογισμένοι οὐκ ὀφθαλμῶ νυστάζομεν, οὐδέ λόγον ὀρθόν σιωπῶμεν, ἀλλ’ οὐδέ πάση ψυχή καί σώματι ἐργαζόμενοι κάμνομεν, ἄξια ἀξίως Θεῶ τῷ εὐεργέτη ἀνταποδιδόναι πειρώμενοι καί οὐδ’ οὕτως κατ’ ἀξίαν ἀμειβόμενοι, πλήν ἐν οἶς πεπιστεύμεθα μή ἀτονοῦντες, ἀλλά τοῦ ἰδίου καιροῦ τά μέτρα ἐκτελοῦντες καί ὅσα παρέχει τό Ἅγιον Πνεῦμα πάσιν ἀφθόνως κοινωνοῦντες» 944 Ιω. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμ. Α΄, σελ. 276. 942

448


Ηλεκτρονική σελιδοποίηση, κατασκευή e-book ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΚΙΜΑΚΗΣ / BIGBOOK publications Καντανολέων 4, Ηράκλειο Κρήτης Τηλ. / Φαξ 2810 285541 Email : info@bigbook.gr Website : www.Bigbook.gr


Isbn : 978-618-81272-0-3


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.