Επιστημονική Επετηρίδα - Τόμος Ε' - Μέρος 1ο

Page 1



ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΤΡΑΣ ΚΑΙ ΧΕΡΟΝΗΣΟΥ

ΤΟΜΟΣ E΄ Μέρος 1

ΝΕΑΠΟΛΙΣ 2014


<< Επιστημονική Επετηρίδα Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας & Χερρονήσου >> Εκδίδεται προνοία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πέτρας & Χερρονήσου κ. Νεκταρίου

Επιστημονική Επιτροπή Βασίλειος Φθενάκης, καθηγητής Πανεπιστημίου Βρέμης. Μιχαήλ Κασωτάκης, Πρώην Πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και του κέντρου Επιστημονικής Έρευνας Ελλάδος. Βασιλική Συθιακάκη, Αρχαιολόγος, Προισταμένη 13ης Εφορείας Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρήτης.

Εκδοτική Επιτροπή Αρχ. Τίτος Ταμπακάκης Αρχ. Εμμανουήλ Κατσαρός Γεώργιος Μαμάκης

Την ευθύνη του περιεχομένου της εγκυρότητας και των δικαιωμάτων των χρησιμοποιούμενων πηγών κάθε εργασίας έχει ο συντάκτης.

Νεάπολη Κρήτης 724 00 Τηλ. 28410 32320, Φαξ 28410 31344 Website: www.impeh.gr / email: info@impeh.gr Ηλεκτρονική σελιδοποίηση, κατασκευή e-book ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΚΙΜΑΚΗΣ / BIGBOOK publications Καντανολέων 4, Ηράκλειο Κρήτης Τηλ. / Φαξ 2810 285541 Email : info@bigbook.gr Website : www.Bigbook.gr


Περιεχόμενα Νεκτάριος, Μητροπολίτης Πέτρας & Χερρονήσου Η Ιερά Μονή Αγ. Γεωργίου Σελληνάρι. Κυρίλλος Κατερέλος Ἐπίσκοπος Ἀβύδου, Καθηγητής Ιστορικής Δογματικής Θεολογίας του Παν/μιου Αθηνών Ο Διάλογος του Μανουήλ Β΄Παλαιολόγου (1350-1425) με το Ισλάμ ( 7η διάλεξη ) και ο σύγχρονος διαθρησκευτικός διάλογος. Θεοχάρης Δετοράκης, Καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης Μελετίου Συρίγου του Κρητός Ανέκδοτα Επιγράμματα στους Αγίους της Λαύρας Πιετζαρίου του Κιέβου. Γεώργιος Ε. Κρασανάκης, Ὁμότιμος Καθηγητὴς Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης Ψυχολογία και Ασθενής. Απόστολος Γ. Παπαϊωάννου Ομ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Η Μεγάλη Κρητική Επανάσταση (1866 – 1869) χωρίς τον πυρπολητή. Χρυσόστομος Ἰ. Παπαδάκης, Ἀρχιμανδρίτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Αρχιεπίσκοποι Κρήτης κατά τη Ρωμαιοκρατία και την Α΄ Βυζαντινή περίοδο (63824/26). Μιχάλης Ἐμμ. Πατεράκης, Πρωτ/ρος Εφημ. Ι. Ησυχαστηρίου Παντάνασσας Η παρουσία τοῦ μοναχισμού στὴν περιοχή τῆς Φουρνής (Τ.Δ) μέσα από τα παραχωρητήρια ἔγγραφα τῆς Ι.Μ. Αρετίου. Άννα Ι. Στραταριδάκη-Κυλάφη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης Επιμενίδης ο Κρης: μια ετυμολογική προσέγγιση του ονόματός του. Κωνσταντίνος Κορώσης, Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστήμιο Κρήτης Σχολή Επιστημών Αγωγής Παιδαγωγικό Τμήμα Προσχολικής Εκπαίδευσης Το διαζύγιο και οι επιπτώσεις του στην κοινωνική προσαρμογή των παιδιών. Δρ. Εμμανουήλ Κ. Δουνδουλάκης, Επίκουρος Καθηγητής ΠΑΕΑΚ Ιερά Πρόσωπα – Ιστορία & διαπλαστικές πηγές στην ποιητική συλλογή ΄΄ Πάσχα των Ελλήνων΄΄ του Άγγελου Σικελιανού


Δρ. Ιωάννης Ν. Λίλης, Λέκτορας της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης Ο ορθόδοξος ιερέας απέναντι στην σύγχρονη οικονομική κρίση προβλήματα, προβληματισμοί, και προοπτικές με βάση τη θεολογική διδασκαλία του Χριστιανισμού. Γεώργιος Μιχ. Πατεράκης, Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε. Η Μάχη των Βρυσών Μεραμπέλλου 8 Αυγούστου 1867. π. Αυγουστίνος Μπαϊραχτάρης, Επ. Καθηγητής Πατριαρχικής Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης Ανάλυση του κειμένου “Ένας Κύριος - Ένα Βάπτισμα” της Επιτροπής Πίστη και Τάξη, (Σκωτία 1960). Ιωάννης Καστρινάκης, Διδάσκων Καθηγητής Π.Α.Ε.Α.Κ. Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Ωδείου << Ιωάννης Μανιουδάκης>> Το Ριζίτικο τραγούδι και η Μελική του σχέση με την Οκταηχία της Βυζαντινής μουσικής. Νεκτάριος Μαρκάκης, Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Αντισυνταγματάρχης (ΣΙ) – Th.M. Ιδεολογικές προϋποθέσεις οργάνωσης της θρησκευτικής υπηρεσίας των ΕΔ. Μαμάκης Γεώργιος Εκπαιδευτικός Το «φιλολογικόν Γυμνάσιον εν Νεαπόλει Κρήτης» και το ασύμπτωτο της σχέσης του με τον «πρακτικό βίο». Γεώργιος Ι. Γεράκης Διάκονος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης Έκτακτος καθηγητής Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων του Α.Τ.Ε.Ι. Κρήτης. Εφαρμογές πληροφορικής στην υπηρεσία των διοικητικών αναγκών της Εκκλησίας. Μελέτη περίπτωσης. Ιωάννης Τσερεβελάκης Θεολόγος - Φιλόλογος Αττικισμός : Μια συνειδητή εισαγωγή της << Διγλωσσίας >> στον Ελληνικό χώρο. Ευαγγελία Γ. Πατεράκη Καθηγήτρια Φυσικής Αγωγής. Υποψ. Δρ. της Σχολής Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Ειδήσεις για τη ζωή και το έργο του Καπετάν Μανόλη Κοκκίνη (1826-1897) (Συμβολή στην Ιστορία του Μεραμπέλλου)


Άννα Γ. Πατεράκη Δρ. Επιστημών Κοινωνικής Πολιτικής και Διοίκησης Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Πρώιμα ψηφίσματα των Δήμων Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου, Παναγιάς, και Σχοινιά για την «Ένωση» της Κρήτης με την Ελλάδα (Σεπτέμβριο 1908). Μαρία Γ. Σεργάκη, Φυσικός, τέως Προϊσταμένη των ΓΑΚ- Ν. Λασιθίου Ο Νικόλαος Δ. Παντελάκης και το Παντελάκειον Δημοτικόν Σχολείον Καρυδίου. Γεώργιος Εμμ. Θραψανιώτης Δρ. Πανεπιστημίου Αθηνών Οι Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας με την Ελληνική Παιδεία στη Βυζαντινή περίοδο. Παναγιώτης Σαπουντζής Διδάκτωρ Υπολογιστών Νευροεπιστημών του Πανεπιστημίου Νότιγχαμ Φασματική Ανάλυση Χωρικού και χρωματικού περιεχομένου των Φυσικών Εικόνων. Δημήτριος Χ. Σάββας Προιστάμενος της «Β.Δ.Β.» Η διαδρομή του μεταφραστικού γραφείου καθώς και τα Τεμένη των Νομών Ηρακλείου και Λασιθίου. Λογκάκη Μαρία Καθ. Φυσικής Πανεπιστημίου Κρήτης Ultrafast electron trapping times in low-temperature-grown gallium arsenide: The effect of the arsenic precipitate spacing and size.


Εισαγωγικό Σημείωμα

Με τη χάρη του Θεού, τις ευλογίες της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, τις ευχές της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης και την πρόνοια του Σεβ. Μητροπολίτου Πέτρας και Χερρονήσου κ.κ. Νεκταρίου η έκδοση του τρίτου ψηφιακού Τόμου της Επιστημονικής Επετηρίδας της Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας και Χερρονήσου συνεχίζει την έκδοση επί χάρτου που έχει προηγηθεί ήδη δύο φορές. Η Επιστημονική Επετηρίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας και Χερρονήσου δηλώνοντας παρούσα στον ψηφιακό κόσμο και με σταθερή την πίστη της στο ευαγγελικό μήνυμα, αγκαλιάζει τις νέες ψηφιακές κοινότητες και περνά σε μια νέα δυναμική φάση με την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που μας παρέχει ο σύγχρονος ηλεκτρονικός πολιτισμός. Προκαλεί μια οργανική διάδραση ανάμεσα σε αυτήν και τον ψηφιακό πολιτισμό, έχοντας ως στόχο το άνοιγμα αυτού του πολιτισμού στη γονιμότητα του Ευαγγελίου. Καθιστά ζωντανή, κατανοητή σε όλους, προσβάσιμη από όλους και επίκαιρη την παρουσία του Θεού μέσα σε κάθε σπίτι και σε κάθε χώρο, όπου ο σύγχρονος άνθρωπος κινείται δρά και εργάζεται. Επαναβεβαιώνει το εύρος και την ποικιλία του ερευνητικού έργου πλήθους επιστημόνων, περικλύοντας τον εγνωσμένο κόπο τους. Καταξιώνεται έτσι ως ένα σύγχρονο βήμα επιστημονικού διαλόγου και ως πηγή γνώσης που δεν περιορίζεται σε ερευνητικά, γεωγραφικά ή γλωσσικά όρια. Η Επιστημονική Επετηρίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας και Χερρονήσου αγκαλιάζει ολόκληρη τη Μεγαλόνησο Κρήτη. Δίνει ένα παρόν στην καταξίωση, στον θαυμασμό και στην σωστή αξιολόγηση της θέσης της σ’ αυτόν τον ευαίσθητο γεωπολιτικό χώρο.

Η Επιστημονική Επιτροπή


Νεκτάριου Μητροπολίτου Πέτρας & Χερρονήσου Η Ιερά Μονή Αγ. Γεωργίου Σελληνάρι.

Ένα από τα πιο θαυμαστά, από τα πιο μεγάλα προσκυνήματα του τόπου μας και γενικότερα της Εκκλησίας Κρήτης είναι η Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Σελλινάρι Μεραμβέλλου. Ανάμεσα σε χαράδρα με απαράμιλλο φυσικό κάλος και με παραδείσια απηχήματα ο Ρόδιος Μοναχός Νικόλαος βρήκε τη θαυματουργή εικόνα του Αγίου Γεωργίου, έπηξε το θυσιαστήριο για τη δόξα του Θεού και αφιέρωσε τον παλαιό ιστορικό Ναό στον Άγιο Γεώργιο. Εκεί ιχνηλάτησε την παρουσία του Θεού. Ήταν γι’ αυτόν η πύλη της αιωνιότητος. Εκεί είδε την κλίμακα του ουρανού. Εκεί συνάντησε τον Άγιο. Αυτός έχτισε τα πρώτα κελιά και μετά από αρκετά χρόνια εγκαταβίωσης στη Μονή, αναπαύθηκε ψηλά στο βουνό, σε τάφο που ο ίδιος είχε λαξεύσει σε πέτρα. Η ιστορία διασώζει ότι από τα παλιά χρόνια πλήθη προσκυνητών συνέρρεαν στο ταπεινό αυτό Εκκλησάκι για να λάβουν τη χάρη του Αγίου Γεωργίου. Του Αγίου που είναι «των αιχμαλώτων ελευθερωτής, των πτωχών υπερασπιστής, των ασθενούντων ιατρός, των Βασιλέων υπέρμαχος». Εκείνα τα πρώτα χρόνια δεν υπήρχε δρόμος στη ρεματιά, μόνο μονοπάτι στην πλαγιά. Άλλη ήταν η διάβαση και η διέξοδος από το Μεραμβέλλο στην Πεδιάδα, από το Λασίθι προς το Ηράκλειο. Αργότερα κατασκευάστηκε η παλαιά οδός, που όπως την ενθυμούνται οι παλαιότεροι, περνούσε σχεδόν δίπλα από τον Ναό του Αγίου Γεωργίου. Είχε ομορφιά και χάρη αυτή η διεύλευση. Ο διάδρομος προς τον Ναό ήταν γεμάτος δέντρα, λουλούδια, που ευωδίαζαν. Στη συνέχεια όταν έγινε η νέα εθνική οδός, διαμορφώθηκε διαφορετικά η πρόσβαση στη Μονή. Κτίστηκε το υψηλό τοιχίο, διαμορφώθηκε η είσοδος και κατασκευάστηκε πύλη εισόδου προς τον Ναό. Η εθνική οδός διευκόλυνε περισσότερο την προσέλευση των Χριστιανών στον Ιερό Ναό και ανέδειξε το προσκύνημα. Σ’ αυτό επέμενε ο αοίδιμος Μητροπολίτης Πέτρας κυρός Δημήτριος, που με τόλμη και όραμα, με κόπους και αγώνες προσπάθησε να αξιοποιήσει περισσότερο και να αναδείξει εκκλησιαστικά αυτόν τον τόπο, προς δόξαν Θεού. Απέβλεψε στο συμφέρον της Εκκλησίας. Τον ανύψωσε με πράξη του, τον κατοχύρωσε με Απόφαση της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου και τον θεσμοθέτησε με Βασιλικό Διάταγμα ως


Ιερά Μονή. Είχε αυτές τις καλές προϋποθέσεις ο τόπος να λειτουργήσει ως Ιερά Μονή. Υπάρχουν τόσες παραδόσεις και θρύλοι που αναφέρονται στον Άγιο Γεώργιο στο Σελλινάρι που είναι αδύνατον όλες να καταγραφούν. Οι παλαιοί Βραχασιώτες, οι ιερείς, οι μοναχοί που διακόνησαν με πιστότητα και ιερό ζήλο το προσκύνημα, έζησαν σ’ αυτό πολλά θαυμαστά γεγονότα. Τόμοι θα αποθησαύριζαν τα θαύματα του Αγίου Γεωργίου. Αυτό που μπορούμε να τονίσουμε είναι ότι και σ’ αυτόν τον τόπο είναι όντως θαυμαστός ο Θεός. Στις κτιριακές εγκαταστάσεις της Ιεράς Μονής, για πολλά χρόνια, λειτούργησε και Εκκλησιαστικό Γηροκομείο, που περιέθαλψε εκατοντάδες ανθρώπων, άνδρες και γυναίκες, προσφέροντάς τους στοργή και αγάπη. Αυτό το φιλανθρωπικό έργο ήταν πολύ μεγάλο και μάλιστα για εκείνα τα χρόνια η προσφορά του στον τόπο ήταν ανεκτίμητη. Το Γηροκομείο, αργότερα, με υπόδειξη των αρμοδίων παραγόντων, έπρεπε να μεταστεγαστεί, επειδή οι χώροι του στη Μονή δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις λειτουργίας Μονάδος Φροντίδος Ηλικιωμένων, ως ορίζουν οι Ευρωπαϊκές Οδηγίες. Το Γηροκομείο μεταφέρθηκε στο Οροπέδιο Λασιθίου, όπου λειτουργεί μέχρι σήμερα στην κωμόπολη Τζερμιάδων και περιθάλπει άνδρες και γυναίκες. Όλοι οι παλαιοί χώροι της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Σελλινάρι, τα τελευταία χρόνια, έχουν διαμορφωθεί και αξιοποιηθεί σύμφωνα με τις μοναστηριακές λειτουργικές ανάγκες. Έχουν επιπλέον κατασκευαστεί νέα κτίρια, κελιά, αίθουσες, τραπεζαρία, χώροι φιλοξενίας, εκκλησιαστικό μουσείο και προπάντων έχουν οικοδομηθεί στη Μονή δύο περικαλλείς Ιεροί Ναοί, ο Ιερός Ναός της Αναστάσεως του Σωτήρος, που θεωρείται το Καθολικό της Ιεράς Μονής και ο Ιερός Ναός των Θείων Επιφανείων, που χρησιμοποιείται και ως Βαπτιστήριο. Η Ιερά Μονή είναι ανδρώα, έχει αδελφότητα και σ’ αυτήν τελούνται όλες οι Ιερές Ακολουθίες. Η Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Σελλινάρι βρίσκεται στο μεθόριο του Νομού Λασιθίου και του Νομού Ηρακλείου. Είναι, δια της εθνικής οδού, το κεντρικό πέρασμα από τον ένα Νομό στον άλλο. Αποτελεί σημείο οδικής και όχι μόνο αναφοράς στην ευρύτερη περιοχή. Αυτή η μοναδική διάβαση έχει καταστήσει τη Μονή γνωστή σε όλο τον κόσμο. Όλες τις ώρες της ημέρας αλλά και πολύ αργά, ως τα μεσάνυχτα, διέρχονται προσκυνητές από τη Μονή. Δεν υπάρχει στιγμή που να μη δει κανείς σταθμευμένα αυτοκίνητα, κάτω από τη Μονή, στον Εθνικό Δρόμο. Και αυτό γιατί ο λαός ευλαβείται τον Άγιο Γεώργιο στο Σελλινάρι. Τον θεωρεί προστάτη του, συνοδίτη στην πορεία του.


Υπήρχε μάλιστα παράδοση ότι κάθε διερχόμενος έπρεπε να σταματήσει και να προσκυνήσει τον Άγιο. Και σταματούν μέχρι σήμερα αρκετοί. Και άλλοι που επείγονται και δεν μπορούν να σταθμεύσουν έστω για λίγο, θα κάνουν με ευλάβεια το Σταυρό τους, θα χαιρετίσουν, με τον τρόπο που γνωρίζουν και τους προσφέρει το μέσο μεταφοράς τους, τον Άγιο και σε κάποια άλλη στιγμή θα σταθμεύσουν. Και δεν είναι οι ντόπιοι μόνο, που διερχόμενοι θα σταματήσουν στο Σελλινάρι. Πολλοί, Έλληνες και ξένοι επισκέπτες του Τόπου μας, σταματούν για να πάρουν την ευλογία του Αγίου, για να θαυμάσουν το απαράμιλλο φυσικό τοπίο και το επιμελημένο φιλοκαλικά κτιριακό συγκρότημα της Ιεράς Μονής. Παρατηρούμε την ευλάβειά τους όταν εισέρχονται στον μικρό αυτό ιστορικό Ιερό Ναό. Για μας, για τον Τόπο μας, αυτός ο Ναός, αυτό το προσκύνημα, αυτό το Μοναστήρι, συμπυκνώνει ζωηφόρες μνήμες και θαυμαστές θεοσημείες και σηματοδοτεί την κενωτική διακονία της Εκκλησίας, τη μαρτυρία της εις Χριστόν πίστεως του λαού μας. Η Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Σελλινάρι αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες ευλογίες του Θεού στην Ιερά Μητρόπολή μας. Ο κόσμος βλέπει με συγκίνηση τους μοναχούς στη Μονή. Η μαρτυρία του μοναχικού πολιτεύματος εκεί τον συγκινεί, γιατί αγαπά τα Μοναστήρια. Ο κόσμος γνωρίζει την προσφορά του μοναχισμού στην Εκκλησία και την κοινωνία. Γνωρίζει ότι ο μοναχός, ως μελανοχίτων για την αγάπη του Ιησού Χριστού, βαστάζει τα στίγματα των παθημάτων Του, είναι φορέας αιωνίου ζωής και μαρτυρεί ορθόδοξο φρόνημα και ήθος. Η ορθόδοξη πνευματικότητα του μοναχού διασώζει τον αυθεντικό τρόπο ύπαρξης της εν Χριστώ ζωής. Τα Μοναστήρια, όπως γράφει ο θεοφόρος Παΐσιος ο Αγιορείτης, είναι τα οχυρά της Εκκλησίας, είναι φάροι σε ακρότομες τοποθεσίες, είναι τα σεμνεία της Πίστεως, οι μυροθήκες του Αγίου Πνεύματος. Φρονώ ότι η ανάδειξη του προσκυνήματος του Αγίου Γεωργίου Σελλινάρι σε Ιερά Μονή ήταν έμπνευση, αποκάλυψη του Θεού, για τη διατήρηση της αυθεντικής εκκλησιαστικότητας του τόπου, της απρόσκοπτης πορείας του στο μέλλον και της μεγάλης προσφοράς του στην Εκκλησία. Ναι! Είναι μεγάλο το έργο των Μοναστηριών μας. Μεγάλη η προσφορά τους στην Εκκλησία. Έργο των μοναχών μας είναι η ακοίμητη προσευχή, η πνευματική ελεημοσύνη. Ο μοναχός ελεεί τον κόσμο με την προσευχή της αγάπης του και αυτή η ελεημοσύνη είναι ασταμάτητη, αγκαλιάζει τους πάντες, είναι πιο αποτελεσματική.


Παρατηρώ τη χαρά που νιώθουν οι προσκυνητές της Ιεράς Μονής όταν βλέπουν τους μοναχούς στο Σελλινάρι. Τους νιώθουν πολύ κοντά τους. Ζητούν να τους διαβάσουν ευχές, για την υγεία και τη σωτηρία τους, να τους σταυρώσουν με τα άγια λείψανα. Γνωρίζουν ότι οι ταπεινοί μοναχοί διαπορθμεύουν καθημερινά τα αιτήματα και τις παρακλήσεις του λαού προς τον Θεό. Γνωρίζουν ακόμη πως όλα στη Μονή και τα πιο απλά διακονήματα, λειτουργούν προς σωτηρίαν και αγιασμό του κόσμου. Στην εκκοσμικευμένη κοινωνία μας οι Ιερές Μονές είναι αυτές που διασώζουν το αυθεντικό ήθος και φρόνημα της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και ο κόσμος επιζητεί να τις επισκέπτεται, να εκκλησιάζεται σε αυτές. Κάθε Ιερά Μονή μαρτυρεί ότι η Εκκλησία είναι εν τω κόσμω, αλλά δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. Αληθινή πατρίδα της Εκκλησίας είναι η Βασιλεία του Θεού. Και αυτό που της δίδει την ταυτότητά της δεν είναι η ιστορία, αλλά τα έσχατα. Κάθε Ιερά Μονή εκπροσωπεί έναν άλλο κόσμο, όπως θα είναι στα τέλη των αιώνων, όπου θα έχει νικηθεί το κακό, θα βασιλεύει το θέλημα του Θεού, όπου «τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Και εδώ είναι η ευθύνη μας, όσων διακονούμε την Εκκλησία, να προβάλουμε αντιστάσεις στον πειρασμό της εκκοσμίκευσης, που πλήττει ακόμα και την Εκκλησία στην ορατή διοικητική της υπόσταση. Είναι ο μεγάλος πειρασμός που αντιμετώπισε και ο ίδιος ο Χριστός στο Σαραντάριο Όρος, που συντελεί στον εξωεκκλησιασμό πολλών ανθρώπων. Η Εκκλησία αγκαλιάζει τον κόσμο, δεν μπορεί να συσχηματίζεται με τον κόσμο, δεν επιτρέπεται να γίνει άκοσμος κόσμος. Η Εκκλησία με τη διακονία της αγωνίζεται να κάνει τον κόσμο Εκκλησία και σ’ αυτό το έργο πρωτεύοντα ρόλο και θέση έχουν τα Μοναστήρια μας. Οι μοναχοί με το είναι τους, με την πνευματική τους εργασία, με τα διακονήματά τους, με το μαρτύριο της ζωής τους, με την ακοίμητη προσευχή τους δίδουν ένα άλλο παρών και εκπέμπουν στη συχνότητα του Ουρανού μία άλλη φωνή. Η Εκκλησία προστατεύεται από την εκκοσμίκευση μόνο όταν διατηρεί ανόθευτους τους θεσμούς της, Ενορίες, Μονές, Επισκοπές, προορισμένους από τη φύση τους να είναι φορείς του εσχατολογικού χαρακτήρα της και να εκφράζουν το «ουχί εκ του κόσμου τούτου». Γι’ αυτό και ο μοναχισμός δεν είναι μόνο αποστολοπαράδοτος θεσμός αλλά και τρόπος εκκλησιοποίησης του λαού. Στα Μοναστήρια συνήθως δεν γίνονται κηρύγματα. Το μοναστηριακό τυπικό, η παρουσία των μοναχών ενδεδυμένων το μοναχικό σχήμα και κουκούλιό τους, τα προσκυνητάρια, οι θαυματουργικές Εικόνες, το ιλαρό φως των καντη-


λιών, όλος ο λειτουργικός διάκοσμος του Ιερού Ναού, συνιστούν μια σιωπώσα παραίνεση της Εκκλησίας. Οι μοναχοί διδάσκουν περισσότερο με τη σιωπή τους παρά με το λόγο τους. Ο λόγος δεν είναι πάντα συνδετικός κρίκος των ανθρώπων. Γι’ αυτό είναι ανάγκη σήμερα να μειωθούν οι τόνοι, οι εξάρσεις, οι εντάσεις, οι πολλοί λόγοι, η διάχυτη φλυαρία, η κουραστική κενολογία που μάλλον προκαλεί παρά στηρίζει και βοηθά τον κόσμο. Ένας σωστός μοναχός και αν μιλήσει θα μιλήσει χαμηλόφωνα και με πνευματικό λόγο. Ένας απλός λόγος ενός μοναχού σε ένα Μοναστήρι δεν είναι κενός λόγος ούτε μία θρησκευτική άποψη και γνώμη. Είναι μία εμπειρία ζωής, αφού αυτός είναι παθών και μαθών τα θεία. Είναι μία φωτισμένη αποκάλυψη του Θεού. Να γιατί κυρίως τα νέα παιδιά επιζητούν να έχουν κοινωνία με μοναχούς, με γέροντες. Ελκύονται από τη μορφή τους. Η αγιότητα είναι ο υπέρθειος μαγνήτης που ελκύει. Στα Μοναστήρια, ακόμα και μια απλή συζήτηση, μπορεί να συντελέσουν στην αναγέννηση ενός ανθρώπου. Υπήρξαν άνθρωποι που βρήκαν το Θεό σε ένα Μοναστήρι, που τονώθηκε η ελπίδα τους σε μία συνάντηση που είχαν με μοναχούς ως θεοφόρα πρόσωπα σε μία Μονή. Αποτελεί εκτροπή στα μοναχικά και εκκλησιαστικά θέσμια να μετέρχονται σήμερα κάποιοι κληρικοί και μοναχοί κοσμικές μεθόδους και συμπεριφορές για να κερδίσουν τάχατες ανθρώπους στον Χριστό. Αυτοί είναι πλανώντες και πλανώμενοι. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή να μην παρεκκλίνουμε, να μην αποπροσανατολιζόμαστε, να μην δελεαζόμαστε από την απάτη του αιώνος τούτου. Οφείλουμε να είμαστε παραδοσιακοί, να τηρούμε τα μοναχικά θέσμια, καθαγιασμένα από ιδρώτες και δάκρυα Αγίων στους αιώνες. Οι Γέροντες, που κόσμησαν την Εκκλησία μας τον 20ο αιώνα και που είναι δυνάμει Άγιοι και που αναμόρφωσαν την κοινωνία μας, αυτή τη φωνή μας σαλπίζουν. Ήταν οι άνθρωποι της παράδοσης, της απλότητος. Αγράμματοι οι περισσότεροι, εξέφρασαν τη θεολογία και την πίστη της Εκκλησίας. Και υπήρξαν απλανείς Πατέρες. Αυτούς τους Γέροντες θέλουμε στην Εκκλησία, που να μην εμφορούνται από το πνεύμα του επάρατου φανατισμού, να μη μεταδίδουν τις σοφιστείες του αθεολόγητου ευσεβισμού. Θέλουμε Γέροντες αναμεταδότες των μελλόντων αγαθών και όχι των μελλόντων πληροφοριών. Ο πνευματικός πατέρας σε κάθε Μονή, σε κάθε Ενορία είναι αποθηκάριος της θείας φιλανθρωπίας. Δεν χειραγωγεί υποτακτικούς στο πετραχήλι του με στρατωνισμό συνειδήσεως, αλλά οφείλει να εμπνέει σεβασμό και να αποτελεί την ορατή έκφραση του θελήματος του Θεού στη ζωή και την πορεία των ανθρώπων προς τη σωτηρία.


Στα Μοναστήρια μας δεν υπάρχουν προγράμματα κοσμικά. Η Μονή έχει το πρόγραμμα που ορίζουν οι Πατέρες της Εκκλησίας και που είναι ένα και μοναδικό: το έργο του Παναγίου Θεού, όπως εκφράζεται στην ευαγγελική διδαχή και στην αγιοπνευματική παράδοση. Οι μοναχοί, αφοσιωμένοι στο έργο τους, νιώθουν πληρότητα θείας ζωής. Δεν έχουν ελεύθερο χρόνο για ανόητες συζητήσεις. Όλος ο χρόνος της ζωής τους είναι γεμάτος, για να μη βρει χαραμάδα ο διάβολος να τους πειράξει. Οι μοναχοί δεν επιζητούν ανθρώπινες παρηγοριές. Έχουν μαζί τους τη συντροφιά του Θεού και των Αγίων. Ο Θεός προνοεί ακόμα και για τις λεπτομέρειες της ζωής τους και ενεργεί κατά το μέτρο της απείρου αγαθότητός Του. Υπάρχει μια παρεξήγηση σε πολλούς ανθρώπους για τον ορθόδοξο Μοναχισμό. Θέλουν τους μοναχούς μας, κατά ξένα εκκλησιαστικά πρότυπα, να ασχολούνται με κοινωνικό έργο. Ζητούν ακτιβιστικό μοναχισμό. Αυτός ο μοναχισμός όμως δεν έχει σχέση με την ορθόδοξη Παράδοση. Ο ορθόδοξος μοναχός έχει χωριστεί μεν τοπικά από τον κόσμο, έχει φύγει μακριά απ’ αυτόν, όχι γιατί αποστρέφεται και μισεί τον κόσμο, αλλά εξέρχεται έξω της παρεμβολής του κόσμου για να αναθέσει τον εαυτό του ολοκληρωτικά στο Θεό και με όλες του τις εφέσεις και τις δυνάμεις να γίνει προσφορά αγάπης στην Εκκλησία και τον άνθρωπο. Το να βοηθήσεις με ένα κοινωνικό έργο κάποιους ανθρώπους είναι λίγο, ελάχιστο. Το να βοηθήσεις όλο τον κόσμο με την προσευχή και την αγάπη σου, αυτό είναι μοναδικό, είναι τέλειο. Η ανθρώπινη βοήθεια που προσφέρουμε στη φιλανθρωπία της Εκκλησίας όσο μεγάλη και αν είναι, είναι πάντοτε σχετική ελλιπής. Η θεία βοήθεια δεν τελειώνει ποτέ. Δεν είναι απράγμονες, φυγόπονοι οι μοναχοί όπως τους κατηγορούν. Ας πάνε κάποιοι να ζήσουν μερικές μέρες στα Μοναστήρια για να διαπιστώσουν τον αγώνα και το μαρτύριό τους. Στα Μοναστήρια η μέρα και η νύκτα γίνονται καιρός προσευχής και αγάπης. Και ακόμη γνωρίζουμε ότι λίγα πράγματα μπορούν να γίνουν ανθρωπίνως. Πολλά και θαυμαστά γίνονται με τη θεϊκή επέμβαση. Με τις προσευχές αυτών των απλών μοναχών στα Μοναστήρια, αρρώστιες θεραπεύονται, παιδιά προστατεύονται, ανδρόγυνα συμφιλιώνονται, απελπισμένοι ενισχύονται, θλιμμένοι παρηγορούνται, πολλές ψυχές σώζονται. Αυτό εκφράζει στην Εκκλησία κάθε Μονή που είναι όρος πίστεως, θεμέλιο του κόσμου, σε μια διαρκή επικοινωνία με το Θεό. Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει τα δικά της πνευματικά κριτήρια και χαρίσματα. Για τους μοναχούς υπάρχει μια άλλη τάξη, αποστολή και διακονία. Έργο τους είναι το «φωνή βοώντος εν τη ερήμω» του Τιμίου Προδρόμου. Διακονία τους αποτελεί μια άλλη ιεραποστολή, αυτή του


Μεγάλου Αντωνίου, η σιωπηλή, αλλά και τόσο κραυγαλέα υπόμνηση, πως παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου και ότι «ουκ έχουμεν μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Κάθε Ιερά Μονή κινείται μεταξύ ασκήσεως και Ευχαριστίας. Έχει την άσκηση στον καθημερινό αγώνα των μοναχών και την αδιάλειπτη προσευχή στη Θεία Ευχαριστία. Στην άσκηση, που γίνεται με τον καθημερινό αγώνα του μοναχού, για να νικήσει την αμαρτία και στη συχνή Θεία Κοινωνία, με την οποία καθίσταται Σώμα Χριστού και προγεύεται της χαράς της Βασιλείας του Θεού. Αυτό είναι το μοναχικό πολίτευμα. Στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Σελλινάρι αυτό προσπαθούμε, ταπεινά, να βιώνουμε, να μαρτυρούμε. Η Ιερά Μονή έχει υψωμένη τη Βυζαντινή και την Ελληνική σημαία. Τη Βυζαντινή, που φανερώνει ότι εδώ είναι Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφού η Εκκλησία της Κρήτης είναι Επαρχία του Οικουμενικού Θρόνου. Μ’ αυτή τη Βυζαντινή σημαία τιμά και προβάλει τη Ρωμιοσύνη. Έχει υψωμένη και την Ελληνική σημαία, που σηματοδοτεί στο πλήθος των αλλοδαπών την ελληνική ταυτότητα του τόπου, ενός τόπου με φιλογένεια, με εγνωσμένη την πατροπαράδοτη φιλοξενία και αρχοντιά. Όλες οι Ιερές Μονές είναι σεμνεία του Γένους μας. Έχουν προσφέρει τα πάντα στους απελευθερωτικούς του αγώνες. Η Κρήτη είναι ένα άλλο Άγιον Όρος με τις πολλές Μονές της, τα Καστρομονάστηρά της. Αυτά συνέβαλαν στο να μην αλλοιωθεί το ορθόδοξο φρόνημα του λαού μας στις τόσες κατοχές που πέρασε. Μπορεί πολλοί να κούρσεψαν, εδαφικά, τη Μεγαλόνησο, αλλά δεν κατέκτησαν την ψυχή της, δεν αλλοίωσαν την ταυτότητά της. Όλες οι Ιερές Μονές έδωσαν τα πάντα, ακόμα και τα καντήλια που κρέμονταν στις Εικόνες, για να σωθεί το Γένος μας. Οι περισσότερες δε από τις Μονές της Κρήτης πυρπολήθηκαν, καταστράφηκαν, λεηλατήθηκαν και είναι αμέτρητοι οι Εθνοϊερομάρτυρες που προσέφεραν. Και γι’ αυτόν τον τόπο, το Σελλινάρι, υπάρχουν πολλές σχετικές ιστορίες για τη συμβολή του στους απελευθερωτικούς αγώνες. Στο Σελλινάρι, που αποτελούσε στρατηγικό σημείο στα λημέρια των πολεμιστών δόθηκαν πολλές μάχες. Για τα γύρω από τη Μονή βουνά υπάρχουν πολλές ιστορίες για ηρωικά κατορθώματα. Ο Άγιος Γεώργιος ο Βραχασώτης, που απέχει μερικά χιλιόμετρα από τη Μονή κι ο Άγιος Γεώργιος ο Σελλιναριώτης ήταν κέντρα των ανταρτών, οι δύο πόλοι που συντόνιζαν τους αγώνες τους. Θεωρώ ότι η ύπαρξη μιας Μονής σε έναν τόπο αποτελεί τη μεγαλύτερη ευλογία του Θεού. Συντελεί γενικότερα στην πολιτιστική και πνευματική αναβάθμιση της περιοχής. Τούτη η Ιερά Μονή αποτελεί σημείο επαφής, ενότητος και συμψυχισμού του λαού μας. Χιλιάδες


άνθρωποι συρρέουν στην πανήγυρη της Μονής. Τους βλέπω να προσκυνούν με ιδιαίτερη ευλάβεια την εικόνα του Αγίου Γεωργίου, που φέρει πάνω της πολλά στίγματα πυροβολισμών. Ο λαός, βλέποντας την εικόνα του Αγίου, αισθάνεται ότι ο Άγιος είναι δίπλα του, εξακτινώνει τη χάρη του σε όλους, τους αγκαλιάζει, τους ενώνει, τους προστατεύει. Το έργο των μοναχών στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Σελλινάρι είναι δύσκολο γιατί πλήθη λαού συρρέουν καθημερινά σ’ αυτήν. Απαιτείται συνεχής εκδαπάνηση. Διακονία της ζωής τους είναι να ανάβουν τα καντήλια του Αγίου, να θυμιατίζουν την Εικόνα του, να προσεύχονται για όλο τον κόσμο. Να είναι φρυκτωροί αυτού του τόπου, μη μετακινούμενοι από το χρέος. Να μαρτυρούν με το ιερό Σχήμα τους την αγγελοειδή μοναχική πολιτεία. Έργο και διακόνημά τους είναι να παραμένει η Μονή πάντοτε ανοικτή, ημέρα – νύκτα. Να προσφέρει την αγάπη της στον κόσμο. Τα Μοναστήρια είναι τόποι φιλοξενίας. Όποιος φροντίζει για τη σωτηρία των ανθρώπων σώζει και τη δική του ψυχή. Τι ευλογία, τι δωρεά του Θεού είναι να ζει κάποιος σ’ αυτόν τον ιερό χώρο, να αισθάνεσαι δίπλα σου τον Άγιο Γεώργιο, να ακούς τα πέταλα του αλόγου του που τρέχει για να προφθάσει και να σώσει ανθρώπους. Ενθυμούμαι τους λόγους του Πατριάρχου Γερμανού Β΄: «Ω! ψυχή μου, πόσο ολοφώτεινη θα ήσουν εάν δεν ανήκες ποτέ σε Πατριάρχη αλλά σε απλό μοναχό». Δεν θα ζητήσει ο Θεός στους καιρούς μας από τους μοναχούς των μοναστηριών μας, λόγω των πολυπληθών προσκυνητών, μεγάλους κανόνες και αυστηρές νηστείες. Μόνο το κατά δύναμιν. Ως καλός Θεός βλέπει το αγώνα τους, τη θυσία τους να δεχθούν, να φιλοξενήσουν, να παρηγορήσουν τους ανθρώπους, να είναι ευχέτες και πατέρες ενός κόσμου, που βρίσκεται σε μια διαρκή κρίση. Πόσοι ετερόδοξοι και αλλόθρησκοι εισέρχονται με ευλάβεια στη Μονή και με ιδιαίτερο σεβασμό αντικρίζουν τα πρόσωπα των μοναχών. Στη Μονή έχουν γίνει βαπτίσεις πολλών αλλοθρήσκων και προσελεύσεις στην Ορθοδοξία πολλών ετεροδόξων. Είναι γνωστό πως κάποιοι άνθρωποι δεν αγαπούν τα Μοναστήρια, δεν εκτιμούν τους μοναχούς. Με λύπη παρατηρώ τον πόλεμο που κάνουν σε όποιον θέλει να αφιερωθεί στον Χριστό. Όλοι αυτοί γίνονται θεομάχοι και επισύρουν την οργή του Θεού στη ζωή τους. Αυτός που έχει στην ψυχή του θείο έρωτα για το Χριστό, όλοι οι δαίμονες της κολάσεως να πέσουν πάνω του, δεν πρόκειται να αποπροσανατολιστεί. Η κλήση αυτή είναι του Θεού. Ο Θεός, στους έσχατους αυτούς χρόνους, καλεί στον μοναχισμό ανθρώπους με προσωπικές κλήσεις. Η ουράνια χαρά της αφιέρωσης είναι μοναδική, σ’ αυτήν


σκιρτάει η καρδιά. Ιδιαίτερα δε, σε καιρούς κρίσεων αποκαλύπτονται πολλές κλήσεις και για την ιερωσύνη και για τον μοναχισμό. Οι στερήσεις μάς μαθαίνουν το δρόμο της εν Χριστώ ελευθερίας. Τα Μοναστήρια δεν θα κλείσουν ποτέ τον κύκλο της προσφοράς και της παρουσίας τους στην Εκκλησία. Δεν θα εκλείψουν. Ο θεσμός του μοναχισμού είναι θεοδίδακτος, ερείδεται επί της Αγίας Γραφής, είναι θεμελιωμένος στους ασκητικούς αγώνες και τα παλαίσματα των οσίων Πατέρων και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένος με τη ζωή της Εκκλησίας. Οι Επίσκοποι πρέπει με διάκριση και ευαισθησία, με πατρική αγάπη, να προσεγγίζουμε τα Μοναστήρια μας. Συμπεριφορές και ενέργειες άκριτες, απνευμάτιστες, μπορούν να τα διαλύσουν. Η κατά Θεόν ασφάλεια στην απρόσκοπτη πορεία των Μονών, είναι η τήρηση των Ιερών Κανόνων και των μοναχικών Όρων. Ο πιο ευαίσθητος τομέας της εκκλησιαστικής διακονίας είναι τα Μοναστήρια και θέλουν ιδιαίτερη προσοχή και στοργή. Το ορθόδοξο φρόνημα, το έργο ενός Επισκόπου, που και αυτός προέρχεται από τις τάξεις των μοναχών, διαφαίνονται περισσότερο στην πνευματική κατάσταση των Μονών της επαρχίας του. Αν είναι ερειπωμένες και εγκαταλελειμμένες, αυτό δεν τον τιμά. Ίσως να μην έχουν πολυμελείς αδελφότητες, γιατί αυτό εξαρτάται από τους γέροντες κάθε Μονής και όχι από τον ίδιο. Μπορούν όμως να διασώζουν και στα πρόσωπα των ολίγων μοναχών, ανόθευτο το μοναχικό πολίτευμα. Θεωρώ ότι μία εκκλησιαστική επαρχία φανερώνει σε ποια πνευματική τάξη βρίσκεται από την κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα Μοναστήρια της. Δεν μπορεί να υπάρξει ζώσα Εκκλησία όταν οι Μονές της είναι διαλελυμένες ή λειτουργούν ως ψυχαγωγικά τουριστικά κέντρα. Αυτό που θέλει κάθε Ιερά Μονή είναι απλανή γέροντα και ακριβές μοναχικό τυπικό. Αν δεν υπάρχουν αυτές οι δύο προϋποθέσεις, δεν θα λειτουργήσει κατά Θεόν. Θα είναι περισσότερο σταθμός αναψυχής, κατασκήνωση παραθερισμού. Τι κρίμα να διαλυθούν τόσα Μοναστήρια στον τόπο μας. Δεν ήταν μόνο το πνεύμα των Βαυαρών και οι κακές συμπεριφορές των μοναχών, ήταν και ο πόλεμος του διαβόλου. Να γιατί χαίρω και συγκινούμαι που σε όλη την ευλογημένη Πατρίδα μας, μετά από πολλά χρόνια, αρκετά από αυτά τα Μοναστήρια, που βίαια έκλεισαν και ερημώθηκαν, ξανακτίζονται, αναπαλαιώνονται, ξαναλειτουργούν. Δεν είναι αυτό τυχαίο έργο. Θεού το έργον και ο Θεός, που φροντίζει γι’ αυτό, αυτός θα εκβάλει εργάτες στο γεώργιό Του και θα στείλει μοναχούς στα Μοναστήρια μας. Θέλω να επισημάνω δε προς όλους, ότι μία Μονή έχει ανάγκη και από τη στήριξη της ευρύτερης κοινωνίας. Ο Θεός γνωρίζει τον πόλεμο


που δεχόμαστε για τα Μοναστήρια μας. Έχουμε όμως μέσα μας αστείρευτη δύναμη και πόθο αγάπης προς αυτά και θα προχωρήσουμε αταλάντευτα, ανυποχώρητα, έχοντας εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού. Ο Θεός, το έχουμε δει στη ζωή μας, διαλύει συστροφές πονηρευομένων και μας εξαγάγει εις αναψυχήν. Εδώ, στο Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, προχωρούμε με τους Πατέρες να ολοκληρώσουμε το έργο μας. Και όλα αυτά που γίνονται στο Μοναστήρι, γίνονται για την αγάπη του Θεού, ως προσφορά στους ανθρώπους, στους προσκυνητές. Τους παρακαλούμε μόνο να προσέχουν πως εισέρχονται στην Ιερά Μονή. Να είναι ενδεδυμένοι σεμνά, να τηρούν το πρόγραμμα και να ακολουθούν τις οδηγίες που υπάρχουν. Φλύαρες συζητήσεις, περίεργες ερωτήσεις δεν ωφελούν ούτε τους μοναχούς ούτε τους προσκυνητές. Ο χώρος κάθε Μονής είναι Ιερός. Ακόμα και το βάδισμά μας σ’ αυτήν πρέπει να είναι προσεκτικό. Παρατηρώ ότι υπάρχει μια τάση θρησκοληψίας και αρρωστημένου ευσεβισμού σε πολλούς ανθρώπους που επισκέπτονται το Μοναστήρι. Νομίζουν ότι με μαγικό τρόπο θα πάρουν τη Χάρη του Θεού. Η Χάρις του Θεού δεν μπορεί να έλθει έτσι. Απαιτείται ευλάβεια, βαθιά πίστη, εμπιστοσύνη στο Θεό. Δεν σταματούμε στο Σελλινάρι μόνο «για το καλό», ούτε από συνήθεια. Σταθμεύουμε για να ασπαστούμε την Εικόνα του Αγίου, να αναθέσουμε τη ζωή μας, τα πάντα στη χάρη του Θεού. Αν δοθούμε ολοκληρωτικά στο Θεό κανένας δεν μπορεί να μας απειλήσει, να μας βλάψει, να μας κάνει κακό. Ευχαριστώ όλους τους προσκυνητές της Μονής, όλους τους ανθρώπους που σταθμεύουν στο Σελλινάρι. Όλους τους έχουμε στην προσευχή μας, σε όλους εκφράζουμε την αγάπη μας. Ιδιαίτερα ευχαριστούμε τα νέα παιδιά, που αγαπούν τον Άγιο Γεώργιο στο Σελλινάρι. Έχουμε δει πολλά απ’ αυτά να είναι γονατισμένα τα μεσάνυχτα στο μικρό Ναό του Αγίου Γεωργίου και να διαβάζουν την παράκληση σ’ Αυτόν. Νιώθουν την ανάγκη να προσευχηθούν νύκτα, μόνα τους, να μην τα παρατηρεί και να τα βλέπει ο κόσμος. Ευχαριστώ τον Ηγούμενο και τους Πατέρες της Μονής για την αφοσίωσή τους στην Εκκλησία, για τον καθημερινό τους αγώνα. Μνημονεύω με ιδιαίτερη συγκίνηση τον κτήτορα της Ιεράς Μονής, μοναχό Νικόλαο. Όλους όσοι μόνασαν, ασκήθηκαν, σ’ αυτόν τον τόπο. Ευγνωμονώ τους ευεργέτες, τους δωρητές και τους αφιερωτές της Μονής. Τα ονόματά τους μνημονεύονται καθημερινά, είναι γραμμένα στα δίπτυχα της Μονής. Ευχαριστώ τους ευσεβείς Βραχασιώτες για την προσφορά τους, παλαιότερα στο προσκύνημα του Αγίου Γεωργίου, αλλά και για την


συμπαράσταση και την αγάπη τους σήμερα στην πορεία της Μονής. Οι σεβάσμιοι Ιερείς των Ενοριών του Βραχασίου, οι πρόκριτοι του χωρίου, ο ευσεβής λαός του, πρόσφεραν πολλά. Ευχαριστώ όλους όσοι διακονούν την Ιερά Μονή, σε οποιαδήποτε έπαλξη προσφοράς. Ευχαριστώ, τέλος, τον εξαίρετο επιστήμονα κ. Κωνσταντίνο Γιαπιτζόγλου, για τον κόπο του να συντάξει το νέο αυτό προσκυνηματικό οδηγό.


Κυρίλλος Κατερέλος Ἐπισκόπος Ἀβύδου Καθηγητής Ιστορικής Δογματικής Θεολογίας του Παν/μιου Αθηνών

Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥΗΛ Β’ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ (1350-1425) ΜΕ ΤΟ ΙΣΛΑΜ ( 7η ΔΙΑΛΕΞΗ ) ΚΑΙ Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ

Ἡ ἀντίληψη μέσα στά πλαίσια ἑνός ἐκκοσμικευμένου εὐρωπαϊκοῦ περιβάλλοντος ὅτι ἡ θρησκεία χωρίς σημασία καί ρόλο ὀφείλει νά βρίσκεται στό περιθώριο τοῦ κοινωνικοῦ γίγνεσθαι, εἶναι αὐτή πού κατά τό μᾶλλον ἤ ἧττον γιά πολλές δεκαετίες ἦταν ἡ ἐπικρατοῦσα. Τό ὅλο νομικό, κοινωνικό καί οἰκονομικό πλαίσιο ὑποβοηθοῦσε πράγματι στήν ἐνδυνάμωση αὐτῆς τῆς θέσης προσπαθώντας νά περιορίσει τή θρησκεία σέ μιά ἀτομική ὑπόθεση χωρίς εὐρύτερη κοινωνική ἀναφορά. Τά πράγματα ὅμως φαίνεται νά ἄλλαξαν ἐν τῷ μεταξύ. Ἡ ἀντίληψη γιά τήν ἐκκοσμικευμένη κοινωνία, ἀκόμα καί στά πλαίσια τῶν κοινωνικῶν ἐπιστημῶν, προβάλλεται πλέον ὄχι μέ τήν ἴδια ἔμφαση, προβάλλεται μέ περιοριστικές ἀναστολές. Ἰδιαίτερα μετά τήν πτώση τῶν διδύμων πύργων στίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες (2001) ἄρχισαν σοβαρές συζητήσεις καί σοβαρός προβληματισμός γιά τή ζωτικότητα τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου καί γιά τήν ἐπιρροή τῆς θρησκείας σέ ἄτομα καί εὐρύτερες κοινωνικές μάζες. Ταυτόχρονα ὁ προβληματισμός τῆς θεολογικῆς κατανόησης τῶν ἄλλων θρησκειῶν καί ἰδιαίτερα τοῦ Ἰσλάμ -ἐν προκειμένῳ- ἐκ μέρους τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπέκτησαν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, ἄν καί ὁ ὅλος σχετικός προβληματισμός στά πλαίσια τῆς Θεολογίας τῶν θρησκειῶν εἶχε ἀναπτυχθεῖ κατά τό κύριο μέρος του στό β΄ ἥμισυ τοῦ 20οῦ αἰώνα, ὅπου οἱ θέσεις τῆς Β΄ Βατικανῆς γιά τίς ἄλλες θρησκεῖες ἔδωσαν περαιτέρω ἐναύσματα στή θεολογική σκέψη 1. Πέντε περίπου χρόνια μετά τήν πτώση τῶν διδύμων πύργων ἡ ὁμιλία τοῦ πάπα Βενεδίκτου XVI στό Πανεπιστήμιο τοῦ Regensburg 2, στίς . Lumen Gentium, 16: «Nec divina Providentia auxilia ad salutem necessaria denegat his qui sine culpa ad expressam agnitionem Dei mondum pervenerunt et rectam vitam non sine divina gratia assequi nituntur. Quidquid enim boni et veri apud illos invenitur, ab Ecclesia tamquam praeparatio evangelica aestimatur et ab illo datum qui illuminat omnem hominem, ut tandem vitam habeat» (Enchirion Symbolorum, ed. H. Denzinger - P. Hüngerman, Freiburg 1991). 2. Benedikt XVI, Glaube und Vernuft. Die Regensburger Vorlesung. Kommentiert von Gesine Schwan - Adel Theodor Khoury - Karl Kardinal Lehmann, Freiburg - Basel - Wien 2006, 11-32. 1


12 Σεπτεμβρίου τοῦ 2006, μέ ἀναφορά στή θέση τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα Μανουήλ Β΄ (1350-1425) στό διάλογό του τό χρονολογούμενο στό ἔτος 1391 στήν Ἄγκυρα τῆς Γαλατίας 3 μέ ἕνα γηραιό Πέρση διανοούμενο, τό Μουτερίζη 4, ὅτι τό Ἰσλάμ ὀφείλει τή διάδοσή του στό ξίφος, κάτι πού δέν εἶναι μόνο κακό, ἀλλά καί ἀπάνθρωπο, ἐνῷ τό νά μήν ἐνεργεῖ κανείς «σύν λόγῳ» ἀντιτίθεται στό Θεό 5, ἔδειξε ἀκόμα μιά φορά τό πῶς οἱ θρησκεῖες μποροῦν νά καθοδηγοῦν μέ ἐνδιαφέρον τό δημόσιο διάλογο καί νά κινητοποιοῦν τή δημόσια συζήτηση. Παρότι τό θέμα τῆς διάλεξης τοῦ πάπα Βενεδίκτου στό Regensburg δέν ἦταν τό Ἰσλάμ, ἀλλά ἡ σχέση μεταξύ τῆς πίστης καί τοῦ λόγου 6, ἐπιστήμης καί θρησκείας, ὥστε μάλιστα νά διατυπωθεῖ ἡ θέση ὅτι «Die gegenwärtige Wissenschaft braucht Religion zu ihrer Befreiung» 7, ἕνα θέμα πού τόν ἀπασχολεῖ ἤδη ἀπό τήν ἔναρξη τῆς ἀκαδημαϊκῆς του σταδιοδρομίας (1959), τό παράδειγμα -ἐπιτυχές ἤ ἀτυχές- τῆς χρήσης τῆς φράσης τοῦ Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου πού τόσο πολύ ἐντυπωσίασε τόν Πάπα, ὥστε νά τό θέσει ὡς ἀφετηρία τοῦ περαιτέρω διαλογισμοῦ του, ἀναμφίβολα κατέστησε τό διάλογο τοῦ Μανουήλ μέ τόν Πέρση διανοούμενο ἰδιαίτερα γνωστό στή Δύση. Ὁ διάλογος αὐτός τοῦ Μανουήλ περιέχει 26 συνολικά συζητήσεις πού ἀφοροῦν τή Βίβλο καί τό Κοράνιο, τήν ἀντίληψη τοῦ Ἰσλάμ καί τοῦ Χριστιανισμοῦ γιά τό Θεό, τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο, ἐνῶ στήν 7η διάλεξη πού ἐνδιαφέρει περισσότερο γίνεται λόγος γιά τή σχέση Παλαιᾶς Διαθήκης - Καινῆς Διαθήκης - Κορανίου, ἤ, ἀκριβέστερα, γιά τή σχέση μεταξύ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ, τοῦ Χριστιανικοῦ καί τοῦ νόμου τοῦ Μωάμεθ. Ὁ Μανουήλ Παλαιολόγος ἐμφανίζεται περισσότερο ἐπιθετικός . SC 115, Manuel II Paléologue. Entretiens avec un Musulman. 7e Controverse. Introduction, Texte critique, Traduction et Notes par Théodore Khoury, Paris 1966. (Ἰταλική Μετάφραση Federica Artioli, Roma - Bologna 2007). 4. P.G 156, 128B: «Μουτερίζης δέ οὗτος προσηγορεύετο· ὄνομα δέ τοῦτο τῆς προεδρίας τε καί τιμῆς». Ἀγγ. Ζιάκα, Μεταξύ πολεμικῆς καί διαλόγου. Τό Ἰσλάμ στήν Βυζαντινή, μεταβυζαντινή καί νεότερη ἑλληνική γραμματεία, Θεσσαλονίκη 2010, 163, ὑπ. 210. 5. Benedikt XVI, Glaube und Vernunft, 15-16: «Aber der Kaiser kannte natürlich auch die im Koran niedergelegten –später entstandenen– Bestimmungen über den Heiligen Krieg. Ohne sich auf einzelheiten wie die unterschiedliche Behandlung von “Schriftbesitzern” und “Ungläubigen” einzulassen, wendet er sich im erstaunlich schroffer Form ganz einfach mit der zentralen Frage nach dem Verhältnis von Religion und Gewalt überhaupt an seinen Gesprächspartner. Er sagt ... Der Kaiser begründet, nachdem er so zugeschlagen hat, dann eingehend, warum Glaubensverbreitung durch Gewalt widersinnig ist». 6. Σχετικά ὁ πάπας Βενέδικτος, Glaube und Vernuft, 30 ἐπισημαίνει μέ ἔμφαση καταληκτικά: «Eine Vernuft, die dem Göttlichen gegenüber taub ist und Religion in den Bereich der Subkulturen abdrängt, ist unfähig zum Dialog der Kulturen». 7. G. Schwan, «Mut zur Weite der Vernunf». Braucht Wissenschaft Religion?, στό: Benedikt XVI, Glaube und Vernunft, 40. 3


ἀπέναντι στό Ἰσλάμ στό πρῶτο μέρος τοῦ διαλόγου, ἀναμφίβολα δέ ὑποτιμητικός καί προσβλητικός ἀκόμη στό προοίμιο καί τῶν 26. διαλέξεων 8 πού ὁ ἴδιος κατέγραψε. Γενικῶς κάνει λόγο γιά τήν ἀσέβεια τῶν Τούρκων, γιά τό γέλωτα πού προκαλεῖ ἡ διδασκαλία τους, γιά τήν ἀνοησία, τή βλακεία, τή φλυαρία, τό τερατούργημα τοῦ Ἰσλάμ, γιά τή θρησκεία τοῦ Σατανᾶ 9. Στό δεύτερο μέρος τοῦ 7ου διαλόγου ὁ Μανουήλ προσπαθεῖ νά θεμελιώσει θετικά τή χριστιανική πίστη, βέβαιος πάντοτε γιά τήν ὑπεροχή της. Ἐντυπωσιάζει ἀσφαλῶς ἡ ἐπιτηδευμένη καλλιέπεια τῆς γλώσσας μέ τή λογοτεχνική της ἔκφραση στά πλαίσια ἑνός πολεμικοῦ μάλιστα διαλόγου πού ὅμως ταυτόχρονα κατά τό μᾶλλον ἤ ἧττον δίνει τή δυνατότητα στό συνομιλητή νά ἐκφράσει τίς δικές του ἀπόψεις, τίς ἐνστάσεις του, τήν τελική του συμφωνία γιά τήν ὑπεροχή τοῦ Χριστιανισμοῦ 10, χωρίς ὅμως τελικά νά ἐγκαταλείψει τό Ἰσλάμ καί νά ἀσπασθεῖ τό Χριστιανισμό. Ἔτσι ὁ Μανουήλ δέν ἀναδεικνύεται ὡς ἕνας ἀπό τούς πλέον διανοούμενους αὐτοκράτορες τῆς βυζαντινῆς περιόδου, ἀλλά καί μιά ἀπό τίς ἐνδιαφέρουσες θεολογικές μορφές της. Διεξάγει ἕνα διάλογο μέ τό Ἰσλάμ βέβαιος ἤδη στήν ἀφετηρία του γιά τήν ὑπεροχή τοῦ Χριστιανισμοῦ, κάτι βεβαίως πού γιά κάποιους δύσκολα συνδυάζεται μέ σύγχρονες ἀντιλήψεις γιά τή δεοντολογία τοῦ διαλόγου. Εἶναι δέ κοινός τόπος ὅτι κατά τήν ἐποχή ἐκείνη τό Βυζάντιο εὑρίσκετο ὑπό τόν ἀσφυκτικό κλοιό τῆς ὀθωμανικῆς προέλασης πού λίγες δεκαετίες ἀργότερα θά ὁδηγήσει στήν πτώση μιᾶς ὑπερχιλιετοῦς αὐτοκρατορίας, ἐνῶ ἡ βοήθεια ἀπό τή Δύση πού ζήτησε ὁ Μανουήλ καί μέ προσωπικά ταξίδια καί μέ τούς πρεσβευτές του πρός τήν Ἰταλία, τή Γαλλία καί τήν Ἀγγλία δέν ἦλθε ποτέ. Στήν 7. διάλεξη τοῦ Μανουήλ Κομνηνοῦ μέ τόν Μουτερίζη τό ξεχωριστό ἀντικείμενο τῆς συζήτησης εἶναι οἱ ἠθικές διατάξεις πού προσδιορίζουν τή ζωή τοῦ κάθε πιστοῦ καί πού συγκροτοῦν τό Νόμο τῆς κάθε θρησκείας. Γίνεται δέ καί μιά ἱεράρχηση τῶν νόμων αὐτῶν. Στήν κατώτατη βαθμίδα γιά τόν ἐκπρόσωπο τοῦ Ἰσλάμ βρίσκεται ὁ Μωσαϊκός . Τοῦ εὐσεβεστάτου καί φιλοχρίστου βασιλέως Μανουήλ τοῦ Παλαιολόγου πρός τόν περιπόθητον αὐτοῦ ἀδελφόν πανευτυχέστατον Δεσπότην πορφυρογέννητον Θεόδωρον τόν Παλαιολόγον. Διάλογος ὅν ἐποιήσατο μετά τινος Πέρσου, τήν ἀξίαν Μουτερίζη, ἐν Ἀγκύρᾳ τῆς Γαλατίας. P.G. 156, 125A-174C. Er. Trapp, Manuel II Palaiologos, Dialog mit einem Perser, Wien 1966. 9. P.G. 128C: «...τήν κακήν τοῦ Σατανᾶ φυλάττειν παρακαταθήκην ἐσπούδαξε». P.G. 129A: «... μικροῦ δεῖν εὔηθες εἶναι δοκεῖν, διαλέγεσθαι περί τῆς τῶν Τούρκων ἀσεβείας καί τῶν παρ᾽ ἐκείνοις δογμάτων, ὧν τό κρεῖττον ὅτι περ γέλωτα παρασχεῖν ἱκανά τοῖς ἀκούουσιν». P.G. 129C: «... εἴ τί τις λέγοι τῆς ἐκείνων φλυαρίας διήγημα...». 10. SC 115, 202-204: «Οὐ ψεύσομαί γε, φησίν ὁ Πέρσης, ὡς οὐκ ἄν τις ἔχοι ῥᾳδίως ἀπολογήσασθαι πρός ταῦθ᾽ ἅ καθ᾽ ἡμῶν εἴρηκας, ὄντα γε τοσαῦτα τῷ πλήθει». 8


Νόμος ἐξ αἰτίας τῶν ἀτελειῶν του, σέ μιά ὑψηλότερη βαθμίδα βρίσκεται ὁ νόμος τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὁ νόμος τοῦ Μωάμεθ συνιστᾶ τήν τελειότητα. Βεβαίως ὁ Χριστιανισμός ἔχει κοινά πράγματα μέ τό Ἰσλάμ, ὅπως π.χ. ἡ προσευχή, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ νηστεία κ.λπ., ἀλλά ὁ νόμος πού ἔθεσε ὁ προφήτης Μωάμεθ διαθέτει ὑπεροχή, γιατί εἶναι αὐτός πού λαμβάνει ὑπ᾽ ὄψιν του τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία ἀποφεύγοντας τίς ἀσκητικές ἀκρότητες τοῦ Χριστιανισμοῦ καί ἀκολουθώντας τή μεσότητα 11. Γιά τό λόγο δέ αὐτό εἶναι περισσότερο πρακτικός καί ἐφαρμόσιμος. Ὁ Χριστιανισμός προβάλλει ὡς ἰδανικά ἐξωπραγματικές ἀκρότητες τό νά μισεῖ π.χ. κανείς τά μέλη τῆς οἰκογένειάς του γιά τό Χριστό, τό νά ἀγαπᾶ τούς ἐχθρούς, προτιμᾶ μᾶλλον τήν πενία σέ σχέση μέ τόν πλοῦτο, προβάλλει δέ ἀκόμη τήν παρθενία καί τήν ἀγαμία ὡς ἰδεῶδες, κάτι πού ἀντιστρατεύεται τή βούληση τοῦ Θεοῦ γιά τόν πολλαπλασιασμό καί τήν αὔξηση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ταυτόχρονα ὁ Μουσουλμάνος κατηγορεῖ καί τούς Ἰουδαίους, γιατί ἀπέρριψαν τόν προφήτη Χριστό, ὁ ὁποῖος αὐτονόητα ὅμως δέν μπορεῖ ποτέ νά θεωρηθεῖ ὡς υἱός τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν 7. διάλεξη ἀλλά καί ἀπό τόν ὅλο διάλογο γίνεται φανερό ὅτι ἡ συζήτηση δέν εἶναι οὔτε ρηχή, οὔτε ἐπιφανειακή, ἀλλά εἰσέρχεται σέ θέματα οὐσίας. Ὁ αὐτοκράτορας διαθέτει καθαρότητα καί σαφήνεια στίς θέσεις του πού δέν τίς στηρίζει τόσο στήν Ἁγία Γραφή -αὐτή ἄλλωστε δέ θά μποροῦσε νά ἀποτελέσει στέρεη βάση γιά τόν συνομιλητή του- ἀλλά στήν προβαλλόμενη λογικότητα τῶν ἐπιχειρημάτων του, κάτι πού προσπαθεῖ νά καταδείξει σέ ὅλη τή συζήτηση καί ἰδιαίτερα στόν 7. διάλογο. Στό συνομιλητή δίνεται ἡ δυνατότητα τοῦ λόγου, ὁ ἴδιος δέ ἀναδεικνύεται ὡς ἱκανός συνομιλητής, χωρίς ὅμως αὐτό νά σημαίνει ὅτι ὁ Μανουήλ δέν κατόρθωσε νά καταδείξει τό παράλογο τῶν ἐπιχειρημάτων καί τῶν θέσεων πού ὁ ἴδιος ὁ συνομιλητής πρῶτος ἐκθέτει. Ὁ Μανουήλ δέ δίνει μόνο τό λόγο στό συνομιλητή του, ἀλλά τοῦ δίδει καί τόν ἀπαραίτητο χρόνο γιά νά ἀπαντήσει. Ὁ H. - G. Beck ἐπισημαίνει ὅτι ὁ διάλογος αὐτός συνιστᾶ μιά μεγάλη πρόοδο σέ σχέση μέ προηγούμενους σέ προηγούμενες ἐποχές καί αἰῶνες 12, θεωρεῖται δέ ὅτι συνιστᾶ τήν πλέον θεμελιωμένη ἀνατροπή τοῦ Ἰσλάμ πού καταγράφτηκε τήν ἐποχή τῆς βυζαντινῆς περιόδου 13. Παρότι μιά τέτοια κατηγορηματική θέση, μέ τόν τρόπο μάλιστα πού πραγματοποιεῖται στήν ἐποχή μας ὁ διαθρησκευτικός διάλογος, μπορεῖ νά ἐγείρει σοβαρές ἀμφιβολίες καί ἐνστά. SC 115, 148 (s.b.): «Ὁ δέ τοῦ Μωάμεθ νόμος μέσην τε βαδίσας, καί ἀνυστά τινα διατάγματα παραδούς καί ὅλως ἡμερώτερα καί φιλανθρωπότερα, νικᾷ τούς ἄλλους νόμους αὐτός τοῖς ὅλοις μέτριος ὤν». 12. H.-G. Beck, Das byzantinische Jahrtausend, München 1978, 209. 13. A. Vasiliev, στό: N. H Baynes καί H. St. L. B. Moss, Byzanz. Geschichte und Kultur des Oströmischen Reiches, München 1964, 393. 11


σεις, ἀδιαμφισβήτητο παραμένει τό παράδειγμα τοῦ ὑψηλοῦ ἐπιπέδου συζήτησης καί τῶν ἐπιχειρημάτων πού ἀφοροῦν θέματα ὑψίστης σπουδαιότητας καί οὐσίας. Ὁ αὐτοκράτορας μέ παρρησία στόν 7. διάλογο θέτει τό θέμα τοῦ ἱεροῦ πολέμου. Ὁ αὐτοκράτορας γνωρίζει βεβαίως τή Σούρα 2, 256 πού παραγγέλλει ὅτι σέ θέματα πίστης δέν μπορεῖ νά ἀσκεῖται καταναγκασμός, γνωρίζει ὅμως ἐπίσης τίς μεταγενέστερες διατάξεις γιά τόν ἱερό πόλεμο 14. Μπροστά λοιπόν στήν ἐμμονή τοῦ συνομιλητή γιά τήν ἀνωτερότητα τοῦ Νόμου τοῦ Μωάμεθ, θέτει τό θέμα τῆς σχέσης μεταξύ πίστης καί βίας καί τόν ἐρωτᾶ: «Δεῖξε μου ὅμως τί καινούργιο ἔφερε ὁ Μωάμεθ καί τότε θά εὕρεις μόνο κάτι τό κακό καί ἀπάνθρωπο, ὅπως αὐτό, ὅτι δηλ. ὅρισε, τήν πίστη πού κήρυξε, νά διαδίδεται μέ τό ξίφος»15. Ὁ αὐτοκράτορας ἀμέσως μετά ἐπισημαίνει ὅτι ἕνα τέτοιο παράγγελμα ἀντιτίθεται στόν ἴδιο τό Θεό καί στή φύση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Ὁ Θεός δέν ἀρέσκεται στό αἷμα καί εἶναι ἀντίθετος στό νά μήν ἐνεργεῖ κανείς «σύν λόγῳ» 16. Ἐάν θέλει κάποιος νά ὁδηγήσει κάποιον στήν πίστη ἀπαιτεῖται ὀρθή σκέψη καί ἱκανότητα πειστικοῦ λόγου, δέν χρειάζονται ὅμως ποτέ ἡ βία καί οἱ ἀπειλές. Ἀσφαλῶς δέ θά πρέπει κανείς ἀπό τήν ἄλλη πλευρά νά ἀγνοεῖ τήν αὐτοσυνειδησία ὑπεροχῆς πού καί ὁ μουσουλμᾶνος συνομιλητής ἔχει ὡς ἀφετηρία του. Ὁ γηραιός Πέρσης δέν ἐκφράζει παρά τή στέρεη πεποίθηση τῆς ὑπεροχῆς πού τό Ἰσλάμ ἐμφυτεύει στούς ὀπαδούς του. Ἀπό αὐτό τό ἀπόλυτο αἴσθημα ὑπεροχῆς καί τῆς ἀπόλυτης αὐτοπε-ποίθησης προκύπτει ἡ ἐπίμονη ἄρνηση τοῦ Ἰσλάμ νά ἀνοιχθεῖ σέ ἕνα ἀλλότριο καί διαφορετικό πνευματικό κόσμο. Ὁ Μουτερίζης προβάλλει, ἔχοντας αὐτή τήν πεποίθηση ὡς θεμέλιο, τήν ἱεράρχηση τῶν νόμων, τοῦ μωσαϊκοῦ, τοῦ χριστιανικοῦ καί τοῦ νόμου τοῦ Μωάμεθ πού συνεχῶς προβάλλει ὡς τόν τελειότερο 17. Σ᾽ αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο ὁ Μανουήλ ἐκμεταλλευόμενος τήν ἀμέσως προηγουμένως ἐκτεθεῖσα θέση τοῦ συνομιλητοῦ του, τόν ἐρωτᾶ, γιά τό καινούργιο καί ταυτόχρονα σκανδαλῶδες πού προσέφερε ὁ νόμος τοῦ Ἰσλάμ, δηλ. τή χρήση βίας γιά τήν ἐπικράτηση τῆς πίστης. Ἡ διασύνδεση τῆς πίστης μέ τή βία εἶναι ἕνα ἀπό τά κεντρικά σημεῖα τῆς 7. διάλεξης, ἱκανή νά καταδείξῃ γιά τό Μανουήλ τήν κατωτερότητα τοῦ νόμου τοῦ Μωάμεθ, ὄχι μόνο ἀπέναντι στό χριστιανικό, ἀλλά καί . Σούρα, 9, 29. 36. 73. 111. . SC 115, 142. 16. SC 115, 144: «Τοῦτο δέ ἀτοπώτατον. Διά τί; ὅτι τε Θεός οὐκ εἶδεν αἵμασι χαίρειν, καί τό μή σύν λόγῳ ποιεῖν ἀλλότριον Θεοῦ». 17. SC 115, 154: «Ὁ μέσος ἄρα νόμος οὑτοσί, τόν σόν δή λέγω, πολλάς τοιαύτας ἀφορμάς παρέχων ὑμῖν, οὐ τέλειος σαφῶς, ἀλλά τοῦ μέν πρό αὐτοῦ πολλῷ καλλίων ἐστίν ἀτεχνῶς, τοῦ δέ μετ᾽ αὐτόν σαφῶς τά δευτερεῖα φέρων». 14 15


ἀπέναντι στό μωσαϊκό νόμο. Γιά τό Μανουήλ ὁ νόμος τοῦ Μωάμεθ ἀποτελεῖ ὀπισθοδρόμηση σέ σχέση μέ αὐτό πού κήρυξε καί δίδαξε ὁ Χριστός. Σήμερα, στήν ἐποχή τοῦ διαθρησκευτικοῦ διαλόγου, ἐνῶ στή συνείδηση τῆς εὐρύτερης μάζας τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀποτυπωμένος ὁ τρόμος ἀπό τό τρομοκρατικό ἐγχείρημα τῆς 11 Σεπτεμβρίου 2001 καί ὅσες ἄλλες παρόμοιες φρικαλεότητες ἐξακολουθοῦν νά γίνωνται, πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού εἰλικρινά προσβλέπουν καί ἐλπίζουν σ᾽ αὐτόν. Ἐξακολουθοῦν νά προβάλουν τήν οὐτοπία ὅτι ἕνας τέτοιος διάλογος μπορεῖ νά ἀμβλύνει τίς ὀξύτητες στό διεθνές ἐπίπεδο καί στίς σχέσεις μεταξύ κρατῶν. Ἕνας καρποφόρος καί παραγωγικός διαθρησκειακός διάλογος ὀφείλει νά ἐκφράσει τήν κοινή μαρτυρία τῶν θρησκειῶν γιά τήν εἰρήνη. Θά μποροῦσε νά εἰπωθεῖ ὅτι τό αἴτημα τοῦ H. Küng γιά ἕνα παγκόσμιο ἦθος ὀφείλει νά ἀναζητηθεῖ μέσῳ ἑνός εἰλικρινοῦς διαθρησκευτικοῦ διαλόγου. Ἡ εἰρηνική συνύπαρξη τῆς ἀνθρωπότητας δέν μπορεῖ νά διασφαλισθεῖ χωρίς τίς βασικές ἀρχές πού ἐκφράζουν αὐτό τό παγκόσμιο ἦθος. Εἰρήνη ἀνάμεσα στά ἔθνη -κατά μία ὑπερβολική ἴσως διατύπωσηδέν μπορεῖ νά ὑπάρξει χωρίς εἰρήνη ἀνάμεσα στίς θρησκεῖες. Καμιά δέ εἰρήνη ἀνάμεσα στίς θρησκεῖες δέν εἶναι ἐφικτή, χωρίς διάλογο ἀνάμεσα στίς ἴδιες τίς θρησκεῖες 18. Ἐνῶ ἀσφαλῶς τό «Projekt Weltethos» τοῦ H. Küng εἶναι κάτι πού ἀπευθύνεται σέ ὅλες τίς θρησκεῖες, περισσότερο ἐνδιαφέρον προσελκύουν οἱ σχέσεις μεταξύ Χριστιανισμοῦ καί Ἰσλάμ ἤ -καλλίτερα- ὁ διάλογος ἀνάμεσα στίς ἀβρααμικές θρησκεῖες πού σύμφωνα μέ τή Βίβλο καί τό Κοράνιο ἀνάγονται στόν κοινό προπάτορα, τόν Ἀβραάμ 19. Τό ἐνδιαφέρον αὐτό δέν εἶναι ἀσφαλῶς ἄσχετο μέ τήν ἔνταση πού ἐπικρατεῖ στή Μέση Ἀνατολή, ἕνα σημεῖο πού εὐρύτερα καθορίζει τή σχέση Ἀνατολῆς καί Δύσης. Ἡ πτώση καθεστώτων σέ πολλές ἀραβικές χῶρες μέ τή λεγόμενη ἀραβική ἄνοιξη πού ἐξυπηρέτησε πολιτικές σκοπιμότητες δέν ἦταν ἀδιάφορη γιά τίς σχέσεις μουσουλμάνων καί χριστιανῶν στίς χῶρες αὐτές, κυρίως δέ στήν Αἴγυπτο. Δέν εἶναι παράλληλα σπάνιο τό φαινόμενο ἰσλαμιστικά κινήματα καί ὀργανώσεις ἤ ἀκόμα καί πολιτικά κόμματα νά ἀναλαμβάνουν ἀγῶνα ἐνάντια στούς ἄπιστους, νά προσβλέπουν στήν ἐγκαθίδρυση ἑνός ἀπολυταρχικοῦ θεοκρατικοῦ κράτους καί νά στρέφουν τά βέλη τους ἐνάντια στούς Σιωνιστές, ἐνάντια στό κράτος τοῦ Ἰσραήλ καί ἐνάντια στή Δύση πού παρά τήν ἐκκοσμίκευσή . H. Küng, Projekt Weltethos, München 1990 (9. Aufl. 2007), 171: «Kein Zusammenleben auf unserem Globus ohne ein globales Ethos! - Kein Friede unter der Nationen ohne Frieden unter den Religionen! Kein Friede unter den Religionen ohne Dialog der Religionen». 19. Karl Kardinal Lehman, Chancen und Grenzen des Dialogs zwischen "abrahamatischen" Religionen, στό: Benedikt XVI, Glaube und Vernunft, 108-109. 18


της θεωρεῖται χριστιανική. Ἡ ἔνταση ἀνάμεσα στίς δύο θρησκεῖες 20 ἐκφράζεται ἰδιαίτερα πολλές δεκαετίες τώρα γιά τό Status τῆς πόλης τῆς Ἱερουσαλήμ, τήν ἁγία πόλη γιά τούς Χριστιανούς, τό ἔδαφος ὅμως τῆς ὁποίας -ὁλόκληρο ἤ τμῆμα της- διεκδικεῖται ἀπό Ἰσραηλίτες καί Παλαιστίνιους. Ἡ ἀνηλεής δράση τῶν Τζιχαντιστῶν τοῦ ἰσλαμικοῦ κράτους στή Συρία δοκιμάζει βαθειά τή χριστιανική συνείδηση. Στό χῶρο τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, ἀφ᾽ ἑτέρου, ὑπῆρξαν καί ὑπάρχουν πολλά προβλήματα μέ τήν ἀδυναμία ἔνταξης μουσουλμάνων μεταναστῶν στό δυτικό πολιτιστικό περιβάλλον (Τά γεγονότα ἄλλωστε τοῦ Ἰανουαρίου τοῦ 2015 στό Παρίσι ἀποδεικνύουν τοῦ λόγου τό ἀληθές). Αὐτά δέ εἶναι προβλήματα πού δέν ἀφοροῦν μόνο τήν πλειοψηφία τῶν χριστιανῶν πού ζοῦν στήν Εὐρώπη, ἀλλά ἀφοροῦν καί τή μειοψηφία τῶν ἰουδαϊκῶν κοινοτήτων. Ὁ ὑποβόσκων ἀντισημιτισμός στό περιθώριο τῆς κοινωνίας καλλιέργησε τήν ἐχθρότητα νέων ἀνθρώπων πού σέ πολλές περιπτώσεις ἐκφράζεται ἀπό ἀκροδεξιές ὁμάδες. Ὅλα αὐτά μαζί μέ τήν κατά καιρούς δολοφονία πολλῶν χριστιανῶν σέ πολλές μουσουλμανικές χῶρες, μέ τελευταῖα θύματα τούς κόπτες χριστιανούς τῆς Αἰγύπτου καί τούς χριστιανούς τῆς Συρίας, φαίνεται νά θέτουν ἐκ νέου καί περισσότερο μεταξύ πολλῶν ἄλλων μέσων ἐπιτακτική τήν ἀνάγκη ἑνός διαθρησκειακοῦ διαλόγου, στόν ὁποῖο ἐναποτίθενται προσδοκίες. Ἐν τούτοις εἶναι χρήσιμο καί σημαντικό νά μπορεῖ κανείς νά προδιαγράψει τόσο τίς προϋποθέσεις, τόσο τίς προοπτικές, ὅσο καί τά ὅρια τοῦ διαθρησκειακοῦ διαλόγου. Εἶναι αὐτονόητο ὅτι λανθασμένες ἤ οὐτοπικές προσδοκίες ἐπιβαρύνουν τήν πορεία καί τήν ἀποτελεσματικότητα τοῦ διαλόγου. Ὅταν θέτουμε λανθασμένες προσδοκίες καί τρέφουμε φροῦδες ἐλπίδες, εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἀργά ἤ γρήγορα θά προκύψει ἡ κόπωση καί ἡ ἀπογοήτευση. Κατ᾽ ἀρχήν θά πρέπει νά γίνει δεκτό ὅτι σήμερα -τοὐλάχιστον ἀκόμα-δέν μπορεῖ νά γίνει λόγος γιά σύγκρουση πολιτισμῶν, γιά νά χρησιμοποιήσουμε τήν ἔκφραση τοῦ S. Huntigton 21. Ἡ Δύση σήμερα ἀπειλεῖται, ὅσο ἀπειλεῖται, ὄχι ἀπό μουσουλμανικά κράτη ἤ ἀπό τό Ἰσλάμ ὡς θρησκεία, ἀλλά ἀπό ἐξτρεμιστικές τρομοκρατικές ὀργανώσεις Μουσουλμάνων. Θά μποροῦσε μάλιστα νά διίδει κανείς ὅτι σέ πολλές περιπτώσεις ἀκόμα καί μουσουλμανικά κράτη ἀποτελοῦν τό ἀντικείμενο τῆς βίαιης ἐπίθεσης τρομοκρατικῶν ὁμάδων πού διεξάγουν τόν ἱερό πόλεμο. Κατά συνέπεια ἡ διεξαγωγή ἤ ὄχι, ἡ νομιμοποίηση ἤ ὄχι ἀπό τό . A. Heinrich, Denkmuster zur Eindämmung und zur Legitimation von Gewalt im Christentum und im Islam. Ein Literatureinblick, hrsg. von der Deutschen Kommission Justitia et Pax (Schriftenreihe Gerechtigkeit und Frieden, Nr. 109), Bonn 2006. 21. S. Ph. Huntigton, The clash of civilizations. Der Kampf der Kulturen. Die Neugestaltung der Weltpolitik im. 21. Jahrhundert, München-Wien 1996. 20


Ἰσλάμ τοῦ ἱεροῦ πολέμου, εἶναι ἕνα θεμελιῶδες ἐσωτερικό πρόβλημα τοῦ Ἰσλάμ πού ἀσφαλῶς δέν μπορεῖ νά ἐπιλυθεῖ στά πλαίσια ἑνός διαθρησκευτικοῦ διαλόγου. Τό ἴδιο μπορεῖ ἀσφαλῶς νά πεῖ κανείς γιά τή διεκδίκηση ἐδαφῶν ἤ καί αὐτή ἀκόμα τήν ἀμφισβήτηση τῆς κρατικῆς ὑπόστασης, ἰδιαίτερα στό χῶρο τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Τά προβλήματα ὅμως αὐτά δέν εἶναι στή βάση τους θρησκευτικά προβλήματα, ἀλλά κατ᾽ ἐξοχήν πολιτικά. Αὐτό βεβαίως οὐδόλως σημαίνει ὅτι οἱ θρησκεῖες θά πρέπει νά παραμένουν ἀδιάφορες στίς σύγχρονες αἱματηρές συγκρούσεις. Ὅταν ὅμως καθορισθοῦν τά ὅρια καί οἱ δυνατότητες τοῦ διαθρησκειακοῦ διαλόγου, τότε μπορεῖ νά προσδιοριστεῖ σαφέστερα καί ἀκριβέστερα ὁ ρόλος τῶν θρησκειῶν. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ ἰδεολογία ἤ ἡ ἀντίληψη γιά τόν ἱερό πόλεμο καί ἡ θρησκευτική του νομιμοποίηση ἤ μή, ὅπως ἐλέχθη, μπορεῖ νά συζητηθεῖ καί νά ἐπιλυθεῖ ὡς πρόβλημα μόνο μέσα στά πλαίσια τοῦ Ἰσλάμ. Σέ ἕνα διαθρησκευτικό διάλογο μποροῦν ὅμως νά ἐπισημανθοῦν ἐπικίνδυνες καί σφαλερές ἀντιλήψεις. Αὐτό μπορεῖ νά ἐμποδίσει καί νά ἀποτρέψει, ὥστε μικρές ἐξτρεμιστικές ὁμάδες μειοψηφίας νά ὑποδαυλίζουν, νά παροξύνουν καί νά διχάζουν τήν πλειοψηφία. Σέ ἕνα διαθρησκευτικό διάλογο μποροῦν νά συζητηθοῦν προβλήματα πού θά ὑποβοηθήσουν τήν αὐτοκριτική καί τόν κριτικό διαλογισμό μέσα στίς ἴδιες τίς θρησκεῖες. Ἕνας τέτοιος προβληματισμός ἀσφαλῶς δύσκολα μπορεῖ νά ἀφορᾶ τή διδασκαλία τῶν θρησκειῶν αὐτή καθ᾽ ἑαυτή, ὅσο κυρίως τήν πράξη στό ὄνομα τῆς θρησκείας. Οἱ θρησκεῖες δέν μπορεῖ νά ἀφήνωνται νά χειραγωγοῦνται ἀπό πολιτικές σκοπιμότητες καί ἐπιδιώξεις. Ὅταν οἱ θρησκεῖες εἶναι ἀπελευθερωμένες ἀπό τήν κατάχρηση, τήν ὁποία ἀσκοῦν σ᾽ αὐτές ἡ κρατική καί πολιτική ἐξουσία, τότε μποροῦν διά τοῦ λόγου τους νά ἐκφράζουν ἀπερίσπαστα καί ἐλεύθερα ἀναλλοίωτη τήν ταυτότητά τους. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὑπηρετοῦν ἀναμφίβολα τήν εἰρήνη 22. Θά πρέπει ἴσως νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τή μαξιμαλιστική ἀντίληψη ὅτι οἱ θρησκεῖες μποροῦν ἄμεσα νά διασφαλίσουν τήν εἰρήνη σέ διεθνές καί ἐσωτερικό ἐπίπεδο. Ὁ διαθρησκευτικός διάλογος μπορεῖ κατά πολύ περισσότερο καί μακροπρόθεσμα νά εἶναι παραγωγικός καί ἔμμεσα νά συμβάλλει στήν εἰρήνη, ὅταν τό περιεχόμενό του ἀφορᾶ ζητήματα πού ἀφοροῦν τήν ἴδια τή διδασκαλία καί τήν πράξη τῆς κάθε θρησκείας. Τό κοινό πού ἑνώνει τίς θρησκεῖες εἶναι ὅτι προσπαθοῦν νά δώσουν ἀπαντήσεις στά θεμελιώδη αἰνίγματα τῆς ζωῆς πού ἀφοροῦν τόν . Karl Kardinal Lehmann, Chancen und Grenzen des Dialogs, 103: «Indem sie sich frei machen von politischen Instrumentalisierung, bewahren die Religionen ihr eigenes Wesen davor, von sekundären Interessen verdunkelt zu werden. Gerade so dienen sie auch den Frieden».

22


ἄνθρωπο, τό νόημα τῆς ζωῆς, τήν ἔννοια τοῦ ἀγαθοῦ καί τῆς ἁμαρτίας, τήν προέλευση καί τή σημασία τοῦ πόνου, τό θάνατο καί τά μετά θάνατον. Ἡ κάθε θρησκεία προσφέρει τή δική της ἀπάντηση γιά τό μυστήριο τῆς ὕπαρξής μας, γιά τό ἀπό ποῦ προερχόμαστε καί γιά τό πρός τά ποῦ πορευόμαστε. Αὐτά εἶναι διαχρονικά ἐρωτήματα, στά ὁποῖα οἱ θρησκεῖες ἐπιχειροῦν νά δώσουν ἀπαντήσεις καί σηματοδοτοῦν ἀσφαλῶς ἕνα τρόπο ζωῆς. Τά ἐρωτήματα αὐτά μπορεῖ νά χαρακτηριστοῦν ὡς φιλοσοφικά. Εἶναι ὁ ἀνθρώπινος λόγος πού τά θέτει. Ὅταν ὅμως γίνει δεκτή ἡ λογική θεμελίωση τῶν ἐρωτημάτων, τότε ἀσφαλῶς θά πρέπει νά διερευνήσει κανείς καί τή λογική δομή τῶν ἀπαντήσεων πού προσφέρουν οἱ θρησκεῖες 23. Δέν εἶναι ἀσφαλῶς τυχαῖο ὅτι ἡ χριστιανική πίστη καί διανόηση προβάλλει τό λόγο, ἀλλά καί τό δημιουργό Λόγο, τό Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δημιουργεῖ καί συνέχει τήν κτίση. Αὐτό ἀσφαλῶς δέ σημαίνει ὅτι οἱ ἄλλες θρησκεῖες στεροῦνται ἀπολύτως τοῦ λόγου. Σημαίνει ἀντίθετα ὅτι ὁ λόγος εἶναι καί πρέπει νά εἶναι ἡ βάση τῆς συζήτησης μεταξύ ὅλων τῶν θρησκειῶν. Στό ἐρώτημα γιά τό λόγο καί τή λογική δομή τῶν ἀπαντήσεων τῶν διαφόρων θρησκειῶν δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἑνιαία ἀδιαμφισβήτητη ἀπάντηση. Αὐτό σημαίνει ὅτι στά πλαίσια τοῦ διαθρησκευτικοῦ διαλόγου διανοίγεται ἕνας εὐρύς ὁρίζοντας συζήτησης πού ἀφορᾶ τήν καρδιά τῆς διδασκαλίας καί τῶν ἠθικῶν ἐπιλογῶν τῶν θρησκειῶν, ὅπου ὁμοιότητες καί διαφορές μποροῦν νά συζητηθοῦν καί νά κριθοῦν ἀπό συγκεκριμένες παραμέτρους πού διέπουν τή λειτουργία τοῦ λόγου. Αὐτό ἐπιχειρεῖ στό δικό του διάλογο ὁ Μανουήλ. Ἡ ἀναγωγή στά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι σπανία. Ἡ ἀναγωγή στά ἔργα τῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων ἀνύπαρκτη. Κι αὐτό γιατί εἶναι αὐτονόητο ὅτι τέτοια ἐπιχειρήματα δέν λένε τίποτα στό συνομιλητή του. Οἱ παραπάνω διαπιστώσεις ἰσχύουν ἀσφαλῶς γιά ὅλες τίς θρησκεῖες. Εἶναι ὅμως κοινός τόπος ὅτι ἡ σχέση τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τίς θρησκεῖες δέν εἶναι κάθε φορά ἡ ἴδια καί αὐτό δέν εἶναι ἀδιάφορο γιά τό διαθρησκευτικό διάλογο. Ὁ Ἰουδαϊσμός, ὁ Χριστιανισμός καί τό Ἰσλάμ συνδέονται ἰδιαίτερα μεταξύ τους. Κατά ἕνα μέρος ἀνάγονται σέ κοινές θρησκευτικές ἐμπειρίες καί παραδόσεις. Τό πρόσωπο τοῦ Ἀβραάμ συνιστᾶ τόν κοινό προπάτορα. Ὁ Χριστιανισμός ἀποδέχεται ὡς τό πρῶτο τμῆμα τῆς Βίβλου τήν ἰουδαϊκή παράδοση, τήν Παλαιά Διαθήκη. Τό Ἰσλάμ ἀποδέχεται πατριάρχες καί προφῆτες, ἕνας δέ ἀπό τούς προφῆτες . Karl Kardinal Lehmann, Chancen und Grenzen des Dialogs, 105: «Wenn aber die Vernünftigkeit des menschlichen Fragens nach sich selbst und nach dem Grund und Ziel aller Wirklichkeit anerkannt wird, dann stellt sich damit auch das Problem der Vernünftigkeit, der Antworten, die die Religionen geben». 23


εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ τιμή στό πρόσωπο τῆς μητέρας τοῦ Χριστοῦ, τῆς Μαρίας, εἶναι παρά τίς διαφοροποιήσεις ἕνα κοινό σημεῖο στή διδασκαλία τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τοῦ Ἰσλάμ. Καί οἱ τρεῖς θρησκεῖες διακηρύσσουν πρωτίστως τήν πίστη τους στόν ἕνα Θεό, τό δημιουργό τοῦ κόσμου, τό σωτῆρα καί τόν κριτή τοῦ ἀνθρωπίνου γένους 24. Πέρα ἀπό αὐτό τά κοινά σημεῖα τῶν τριῶν θρησκειῶν ὁ Χριστιανισμός εἶναι κατά ἕνα διαφορετικό καί θεμελιώδη τρόπο συνδεδεμένος μέ τόν Ἰουδαϊσμό. Εἶναι αὐτό πού βεβαιώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος 25 στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή: «Ἀναρωτιέμαι λοιπόν: Μήπως ἀπέρριψε ὁ Θεός τόν λαό του; Ἀποκλείεται! Γιατί καί ἐγώ εἶμαι Ἰσραηλίτης, ἀπό τούς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ, ἀπό τή φυλή τοῦ Βενιαμίν». Ὅποιος ἀμφισβητεῖ τό σύνδεσμο τοῦ Θεοῦ μέ τόν περιούσιο λαό του ἀμφισβητεῖ τό θεμελιῶδες ὑπόβαθρο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἕνας ἄρρηκτος σύνδεσμος συνδέει τό Ἰσραήλ μέ τήν Ἐκκλησία καί προσδιορίζει τή σύσταση τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἰησοῦς πού ἔρχεται γιά νά πληρώσει καί ὄχι γιά νά καταργήσει τό Νόμο, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Μανουήλ στό συνομιλητή του 26, προέρχεται ἀπό τό Ἰσραήλ. Αὐτό προσδιορίζει τήν ταυτότητά του καί κατ᾽ ἐπέκταση καί τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Θεός τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ. Αὐτός εἶναι ὁ Θεός τῶν Χριστιανῶν. Ἡ Διαθήκη τοῦ Θεοῦ μέ τόν Ἀβραάμ, μιά ἀπό τίς τέσσερις διαθῆκες πού συνῆψε ὁ Θεός μέ τόν κόσμο, ὅπως ἐπισημαίνει καί ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος 27, δέν αἴρεται μέ τήν τελευταία Διαθήκη τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ μέν οἱ χριστιανοί στήν ἱστορική τους πορεία νά διέπραξαν ἐγκλήματα σέ βάρος τῶν ἰουδαίων, αὐτό ὅμως δέ σημαίνει ὅτι αὐτοί ἔπαψαν νά ἀποτε-λοῦν τά «μεγαλύτερα ἀδέλφια» τῶν χριστιανῶν. Ὁ Ἱερός Αὐγουστῖνος 28 ἐπισημαίνει ὅτι “Novum Testamentum in Vetere latet, Vetus Testamentum in Novo Testamento patet” (δηλ. ἡ Καινή Διαθήκη κρύπτεται στήν Παλαιά καί ἡ Παλαιά Διαθήκη φανερώνεται στήν Καινή). Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπισημαίνει ὅτι ἡ Παλαιά . Karl, Kardinal Lehman, Chancen und Grenzen des Dialogs, 114. . Ρωμ. 11, 1. 26. SC 115, 198: «Ὁ Χριστός τινα λαβών ἐκ τοῦ γράμματος -τοῦ νόμου λέγω τοῦ παλαιοῦκαί ἀναγαγών ἐπί διάνοιαν ὑψηλήν, οὐρανίῳ νόμῳ πρέπουσαν, ἡμῖν αὐτά παραδέδωκε, καί ἀναπεπλήρωσε μέν ἐνδεῶς πως ἔχοντα· οὐ γάρ ἦλθε καταλύσων τόν νόμον, ἀλλά πληρώσων». 27. Εἰρηναῖος Λουγδούνων, Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, P.G. 7, 889B-890A: «Καί διά τοῦτο τέσσερις ἐδόθησαν καθολικαί διαθῆκαι τῇ ἀνθρωπότητι· μία μέν τοῦ κατακλυσμοῦ τοῦ Νῶε, ἐπί τοῦ τόξου· δευτέρα δέ τοῦ Ἀβραάμ ἐπί τοῦ σημείου τῆς περιτομῆς· τρίτη ἡ νομοθεσία ἐπί τοῦ Μωϋσέως· τετάρτη δέ ἡ τοῦ Εὐαγγελίου, διά τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». B. Sesboué, Hors de l' Église pas de salut. Histoire d' une formule et problémes d' interpretation, Paris 2004, 40-42. 28. PL 34, 623. 24 25


Διαθήκη προηγήθηκε χρονικά ἀπό τήν Καινή Διαθήκη, ἀλλά ἡ Καινή Διαθήκη ἑρμήνευσε τήν Παλαιά. Εἶναι δύο Διαθῆκες, δύο ἀδελφές πού μᾶς μιλοῦν γιά τό Δεσπότη Χριστό 29. Μιά τέτοια συγγένεια δέν ὑπάρχει μεταξύ Χριστιανισμοῦ καί Ἰσλάμ. Ὑπάρχει βεβαίως μιά ἐγγύτητα -ἐάν αὐτό κανείς μπορεῖ νά τό ὀνομάσει ἐγγύτητα- ἀνάμεσα στίς δύο θρησκεῖες πού προκύπτει ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ Μωάμεθ διετύπωσε τή διδασκαλία του μέ ἀναφορά, δάνεια καί ἀποκλίσεις ἀπό τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε ὁ Μωάμεθ ὑποτίθεται- θέλησε νά καθαρίσει τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ἀπό τίς ἀλλοιώσεις πού ἐπέφεραν σ᾽ αὐτήν οἱ Χριστιανοί. Ὁ Μανουήλ μιλᾶ γιά τήν ὀπισθοδρόμηση τοῦ Μωάμεθ στό νόμο τοῦ Μωϋσῆ 30. Σέ κάθε ὅμως περίπτωση καί αὐτονόητα ἡ διδασκαλία τοῦ Μωάμεθ δέ συνιστᾶ στό περιεχόμενό της συστατικό στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Αὐτό ἄλλωστε ἦταν ἱστορικά καί λογικά ἀδύνατο. Αὐτό εἶναι μιά σημαντική διαφορά. Ὁ Μανουήλ στήν προηγούμενη 6η Διάλεξη εἶχε μιλήσει συγκρίνοντας τό Μωάμεθ ὄχι μέ τό Χριστό, ἀλλά μέ τό Μωϋσῆ, ἄκρως προσβλητικά γιά τό πρόσωπο τοῦ Μωάμεθ. Ὁ Μωάμεθ ὄχι μόνο δέν ἦταν προφήτης καί κανείς πρό αὐτοῦ δέν εἶχε προφητεύσει γι' αὐτόν, ἀλλά ἦταν προσκολλημένος στόν πλοῦτο καί στήν πλεονεξία. Ὁ βίος του ἦταν γεμᾶτος αἵματα, μοχθηρία, ἀσέλγεια, φθάνοντας στήν κορυφή τῆς ἀδικίας, τῆς ἀνηθικότητας καί τοῦ ψεύδους 31. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὅμως στίς τρεῖς θρησκεῖες ἰδιαίτερη τιμή προσλαμβάνει τό πρόσωπο τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ Ἀβραάμ σηματοδοτεῖ τήν ἑδραίωση τοῦ μονοθεϊσμοῦ, τήν πίστη στόν ἕνα καί μοναδικό Θεό. Ὁ Ἀβραάμ, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Μανουήλ, πολύ πρίν τό Μωϋσῆ, κατήργησε τά εἴδωλα, κατήργησε τήν πολυθεΐα καί εἰσήγαγε ὡς σημεῖο τῆς πίστης στόν ἕνα Θεό τήν περιτομή 32. Αὐτά πού ὁ Ἀβραάμ κατέλιπε ἀγράφως, ὁ Μωϋσῆς στή συνέχεια τά δημοσιοποίησε προσθέτοντας ὅ,τι ἐπί πλέον τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Τόσο τό Κοράνιο, ὅσο καί ἡ Βίβλος ἀναφέρουν τό . P.G. 50, 796: «Προέλαβε τήν Καινήν ἡ Παλαιά, καί ἡρμήνευσεν τήν Παλαιάν ἡ Καινή. Καί πολλάκις εἶπον, ὅτι δύο διαθῆκαι καί δύο παιδίσκαι καί δύο ἀδελφαί τόν ἕνα Δεσπότην δορυφοροῦσι. Κύριος παρά προφήταις καταγγέλλεται· Χριστός ἐν Καινῇ κηρύσσεται. Οὐ καινά τά πάντα· προέλαβε γάρ τά παλαιά· οὐκ ἐσβέσθη τά παλαιά· ἡρμηνεύθη γάρ ἐν Καινῇ». 30. SC 115, 107 (Introduction par Th. Khoury): «A la loi de Mohamet Manuel adresse deux reproches principaux: son retour pour l' essentiel aux prescriptions mosaïques et le caractère déraisonnable de la loi de djihãd ou guerre sainte par exemple (2, c)». 31. Er. Trapp, Manuel II Palaiologos, 71. 32. SC 115, 112-113 (Introduction par Th. Kheury): «La circoncision n' est pas mentionnée par le Coran. Elle est attestée par la seule Tradition... Néamoins, dans la practique et dans la croyance populaire, la circoncision fait partie de rites sociaux indinspensables en Islam et elle est célébrée par une fête de famille plus ou moins importante». 29


γεγονός ὅτι ὁ Ἀβραάμ χρειάστηκε νά ἀντιπαλαίψει καί νά ὑπερβεῖ τά εἴδωλα τῆς ἐποχῆς πού ἦταν ἀντικείμενο λατρείας στό συγγενικό καί εὐρύτερο περιβάλλον. Ἀμφότερες οἱ παραδόσεις ἐκθέτουν τήν προθυμία τοῦ Ἀβραάμ νά ὑποταγεῖ καί νά ἀκολουθήσει τήν ἐντολή καί κλήση τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἐπιβεβαιώνεται στή δραματική διήγηση, σύμφωνα μέ τήν ὁποία κατ᾽ ἐντολή τοῦ Θεοῦ ἔπρεπε νά θυσιάσει τόν υἱό του Ἰσαάκ, ὁ ὁποῖος στή μουσουλμανική παράδοση καλεῖται Ἰσμαήλ καί ἀποτελεῖ τόν προπάτορα τῶν Ἀράβων 33. Τό γεγονός αὐτό σηματοδοτεῖ ἐξ ἄλλου τό τέλος τῶν ἀνθρωποθυσιῶν στίς μονοθεϊστικές θρησκεῖες. Γιά τούς λόγους αὐτούς ὁ Ἀβραάμ ἀποτελεῖ τήν κοινή παράδοση καί τῶν τριῶν θρησκειῶν. Ἀνεξάρτητα ἀπό αὐτό, «Abraham ist für uns ein Modell des Glaubens an Gott, der Hingabe an seinen Willen und des Vertrauens in seine Güte» 34. Γιά τό διάλογο ἀνάμεσα σέ Χριστιανούς, Ἰουδαίους καί Μουσουλμάνους τό πρόσωπο τοῦ Ἀβραάμ δέν εἶναι σημαντικό μόνο γιατί οἱ θρησκεῖες ἀνακαλύπτουν σ᾽ αὐτό κάτι τό κοινό. Στό πρόσωπο τοῦ Ἀβραάμ οἱ τρεῖς θρησκεῖες γνωρίζουν ταυτόχρονα καί διαφορές πού στό διάλογο θά ἔπρεπε νά ἐπισημανθοῦν καί νά συζητηθοῦν γιά τήν καλλίτερη ἀλληλογνωριμία τους. Στήν ἰουδαϊκή κατανόηση τοῦ Ἀβραάμ τό γεγονός τῆς ἐξόδου, τῆς μετεγκατάστασης τοῦ Ἀβραάμ καί τῆς ὑπόσχεσης τοῦ Θεοῦ κυριαρχεῖ. Ὁ Κύριος εἶπε στόν Ἀβραάμ: «ἔβγα ἀπό τήν πατρίδα σου, ἀπό τούς συγγενεῖς σου καί τό πατρικό σου σπίτι καί πήγαινε στή χώρα πού θά σοῦ δείξω. Θά σέ κάμω γενάρχη μεγάλου γένους καί θά σέ εὐλογήσω καί θά καταστήσω ἔνδοξο τό ὄνομά σου... καί θά εὐλογηθοῦν διά σοῦ ὅλες οἱ φυλές τῆς γῆς». (Γεν. 1, 1-5). Ἡ πίστη στό Θεό, ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό συνδέεται μέ ἀλλαγή τόπου, μέ ἕνα μελλοντικό χρόνο, μέ ἄνοιγμα τῆς ἱστορίας πρός τά ἐμπρός, μέ αὐτά πού πρόκειται νά συμβοῦν στό μέλλον. Ὁ Ἀβραάμ καλεῖται σέ μετεγκατάσταση στή γῆ Χαναάν καί στήν πορεία του αὐτή, στό μέλλον πού διανοίγεται, ὁ Θεός πρόκειται νά ἀποκαλυφθεῖ περισσότερο. Τά πράγματα εἶναι ὅμως διαφορετικά στό Ἰσλάμ. Ἐκεῖ ἕνα κεντρικό πρόσωπο εἶναι ὁ Ἀδάμ, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, τό πρῶτο πρόσωπο, στό ὁποῖο ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται. Αὐτό σημαίνει ὅτι κάτι τό νέο στό περιεχόμενο πέρα ἀπό τήν ἀποφυγή τῆς εἰδωλολατρίας, μιά νέα μορφή, μιά νέα ἀνώτερη ποιότητα τῆς σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο θά πρέπει ἐξαρχῆς νά ἀποκλείεται. Ἡ ἱστορία ἑπομένως δέν ἀποτελεῖ τήν ἀνίχνευση τῆς πορείας νέων ὁριζόντων πού διανοίγει ὁ Θεός. Ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία χαρακτηρίζεται πλέον ἀπό τίς πολλαπλές πτώσεις τοῦ ἀνθρώπου ἀπό . K. Kard. Lehmann, Chancen und Grenzen, 109. . F. Gioia (Hrsg.), Dialogo interreligioso (Dokumente der Kirche 1963-2005) Vatikan 2006, 394 (Nr. 465).

33 34


τήν ἀληθινή πίστη στόν ἕνα Θεό, ἀλλά καί ἀπό τίς πολλαπλές κλήσεις τοῦ Θεοῦ νά ἐπιστρέψει ὁ ἄνθρωπος στήν ἀρχική του Διαθήκη μέ τό Θεό. Ὅμως ἀνάμεσα καί σέ Χριστιανούς καί Ἰουδαίους ὑπάρχει θεολογική διαφοροποίηση καί ἑρμηνεία γιά τό πρόσωπο τοῦ Ἀβραάμ καί τή σωτηριώδη του λειτουργία. Εἶναι βεβαίως σημαντικό τό ὅτι ἀπό τή σκοπιά τῆς Καινῆς Διαθήκης ὁ γενεαλογικά ἀναγόμενος στόν Ἀβραάμ λαός τοῦ Ἰσραήλ μέ τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ σταμάτησε νά εἶναι ὁ ἀποκλειστικός δέκτης τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Αὐτό ὑποδηλώνει ἡ φράση τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο στούς Φαρισαίους 35. «Μήν αὐταπατάστε λέγοντας ὅτι Πατέρα ἔχουμε τόν Ἀβραάμ. Νά εἶστε βέβαιοι ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ ἀκόμα καί ἀπό τίς πέτρες αὐτές νά κάνει ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ». Εἶναι προφανές ὅτι ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στούς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ, μέ τήν ἀπόρριψη τοῦ Χριστοῦ ἀπό αὐτούς, μεταβαίνει τώρα στήν Ἐκκλησία, μιά Ἐκκλησία πού θά συγκροτηθεῖ ἀπό διαφορετικά ἔθνη μέ διαφορετικές γλῶσσες. Αὐτό βεβαίως δέ σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἄρση τοῦ συνδέσμου τοῦ Θεοῦ μέ τό Ἰσραήλ, αὐτό ὅμως δέν ἀποκλείει, σύμφωνα μέ τό Μανουήλ 36, τό πραγματικό γεγονός ὅτι ὁ Χριστός ὑπερύψωσε καί ἐπλούτισε τό γράμμα τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, ἐπλήρωσε τά κενά του, ἐνῶ ἔδειξε ἕνα διαφορετικό τρόπο κατανόησης κάποιων διατάξεων αὐτοῦ τοῦ νόμου. Ἄλλωστε ὁ ἄνθρωπος δέν ὑπάρχει γιά τό Σάββατο, ἀλλά τό Σάββατο ὑπάρχει γιά τόν ἄνθρωπο. Στό θέμα ἑπομένως τῆς κατανόησης τῆς ἱστορίας καί τοῦ σχεδίου ἐκδίπλωσης τῆς Θείας Οἰκονομίας, Ἰουδαϊσμός καί Χριστιανισμός παρά τίς θεμελιώδεις διαφορές βρίσκονται κοντά σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τή δομική της σύνθεση 37. Ἕνα τελείως διαφορετικό δομικό μοντέλο προβάλλει ὅμως τό Ἰσλάμ μέ τή συγκεκριμένη διδασκαλία καί πράξη πού ὑπερασπίζεται καί αὐτό δέ συνιστᾶ ἁπλᾶ μιά ἀκαδημαϊκή διαφορά. Αὐτό τοὐλάχιστον σημαίνει ὅτι μιά παραγωγική καί καρποφόρα ἀνάλυση καί ἑρμηνεία τοῦ μοντέρνου κόσμου καί ἡ κατασκευή μιᾶς ἀνεκτῆς σύνθεσης ἀνάμεσα στή σύγχρονη σκέψη καί ἀντίληψη καί τίς παραδοσιακές ἀπόψεις πού ἐπικρατοῦν στά μουσουλμανικά κράτη εἶναι μᾶλλον μιά δύσκολη ὑπόθεση. Στήν ἴδια προβληματική ἐντάσσεται ἡ θεώρηση τοῦ Κορανίου καί τῆς ἄκαμπτης κατά γράμμα ἰσχύος τοῦ ἀναλλοίωτου μουσουλμανικοῦ νόμου, τῆς Σαρίας. Ἐάν ὁ χριστιανικός νόμος εἶναι καλλίτερος . Ματθ. 3, 9. . SC 115, 198: «Ὁ Χριστός τινα λαβών ἐκ τοῦ γράμματος -τοῦ νόμου λέγω τοῦ παλαιοῦκαί ἀναγαγών ἐπί διάνοιαν ὑψηλήν, οὐρανίῳ νόμῳ πρέπουσαν, ἡμῖν αὐτά παραδέδωκε, καί ἀναπεπλήρωσε μέν ἐνδεῶς πως ἔχοντα· οὐ γάρ ἦλθε καταλύσων τόν νόμον, ἀλλά πληρώσων». 37. Karl Kardinal Lehmann, Chancen und Grenzen des Dialogs, 111. 35 36


τοῦ μωσαϊκοῦ, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Μανουήλ καί δέχονται καί οἱ Μουσουλμᾶνοι 38, τότε εἶναι ἀδιαμφισβήτητα καλλίτερος καί ἀπό τό νόμο τοῦ Μωάμεθ πού ἐπαναφέρει ὅσα μετέβαλε ὁ Χριστός ἀπό τό νόμο τοῦ Μωϋσῆ, ἀναγόμενος «ἀπό τῶν παχυτέρων καί σωματικῶν» πρός τά «θειότερα καί πνευματικά» 39. Ὁ Μανουήλ ἀναφέρει ἐδῶ ὡς ἐνδεικτικά παραδείγματα τίς ἀπαγορευμένες τροφές, τή δυνατότητα μιᾶς γυναίκας νά παντρεύεται τόν ἀδελφό τοῦ ἀποθανόντος συζύγου της, τό «ὀδόντα ἀντί ὀδόντος» καί τό «ὀφθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ». Ἕνας διάλογος ἀνάμεσα σέ Χριστιανούς, Ἰουδαίους καί Μουσουλμάνους ὀφείλει ἀσφαλῶς νά διαπραγματεύεται τά θέματα αὐτά. Αὐτό σημαίνει ὅτι αὐτονόητα θά ἦταν ἐλλιπής ἕνας σύγχρονος διαθρησκειακός διάλογος, ἐάν περιοριζόταν σέ συζήτηση τῶν προβλημάτων τῆς ἐπικαιρότητας. Ἀδιαμφισβήτητα ὁ διαθρησκειακός διάλογος πρέπει νά ἔχει τή δική του θεματική, μιά θεματική πού ἀφορᾶ, ὅσο αὐτό εἶναι ἐφικτό, τήν οὐσία, μέ ὅποια ἡμερησία διάταξη ἤθελε κριθεῖ ὡς ἡ πλέον πρόσφορη 40. Ὁ διαθρησκευτικός διάλογος εἶναι διάλογος μεταξύ πιστῶν ἀνθρώπων πού ἀνήκουν σέ διαφορετικές θρησκεῖες καί δέν ὀφείλουν νά ἀνταποκρίνωνται στίς ἀπαιτήσεις τῆς δημοσιότητας, ἤ, νά ἐξυπηρετοῦν οἱαδήποτε ἀλλότρια συμφέροντα, ἰδιαίτερα τήν ἐπιδίωξη ἐξυπηρέτησης ἐθνικῶν καί πολιτικῶν σκοπιμοτήτων. Ἕνας διαθρησκειακός διάλογος πού γίνεται γιά νά γίνεται, ἤ, πού γίνεται στό τέλος θέατρο καί θέαμα, θά εἶναι κενός καί μή παραγωγικός ὡς πρός τά ἀποτελέσματά του. Ἕνας τέτοιος διάλογος θά ἦταν ανωφελής. Μόνο Ινώς διαθρησκευτικός διάλογος, ὁ ὁποῖος συμπεριλαμβάνει τά θεμελιώδη ἐρωτήματα γιά τή ζωή, τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο, στά ὁποῖα δίδουν ἀπαντήσεις οἱ θρησκεῖες, μπορεῖ νά εἶναι σέ θέση νά συζητήσει δύσκολα καί ἐπισφαλῆ θέματα πού μᾶς ἀφοροῦν.

. SC 115, 198: «Σύντομον δέ τι καί σαφές νῦν ἐρῶ. Εἰ ὁ νεώτατος νόμος ἐν τοῖς καιριωτάτοις ταυτόν ὡς ἔπος εἰπεῖν ἐστι τῷ πρεσβυτάτῳ, τούτου δέ καλλίω τόν τοῦ Χριστοῦ Μωάμεθ εἶναι ὁμολογεῖ, λέληθε καί τοῦ σφετέρου καλλίω τοῦτον ἀποδεικνύς». 39. SC 115, 196: «Καί τοίνυν ἅπερ ὁ Σωτήρ τοῦ νόμου τοῦ παλαιοῦ ἀπό τῶν παχυτέρων καί σωματικῶν ἐπί τά θειότερα καί πνευματικά μεταβαλών ὡς εἰπεῖν κατήργηκε, ταῦτ᾽ ἀνακαινίζει Μωάμεθ, καί ταύτῃ γε πάνυ σαφῶς τόν νόμον τόν ἡμέτερον ἀναιρεῖ». 40. Ἀντιλαμβανόμενος τή μεγάλη δυσκολία ἑνός οὐσιαστικοῦ διαλόγου ὁ Card. Francis Arinze, Meeting other believers, Wiltshire 1997, ἐνῶ κατ᾽ ἀρχήν (σελ. 31) ἐπισημαίνει: «But I have my doubts on doctrinal dialogue which you earlier called dialogue of discource», στή συνέχεια μετριάζοντας τή θέση του (σελ. 32) προτείνει τήν ἑξῆς μεθοδολογία: «Moreover it is psychologically unwise for two groups of believers to begin their interreligious contacts with a discussion of doctrine. They should begin with a dialogue of life and dialogue of social works. It is only when friendship and trust have grown up between them, and if they are theologically well prepared, that it would be advisable for them to take on doctrinal differences». 38


Γιά τούς κατακτώμενους λαούς, ἐπισημαίνει μέ ἔμφαση ὁ Μανουήλ, ὑπάρχει ἡ δυνατότητα εἶτε νά ἀσπαστοῦν βίαια τό Ἰσλάμ, εἴτε νά πληρώσουν τό φόρο τῆς σκλαβιᾶς τους διατηρώντας τήν πίστη τους, εἴτε νά πεθάνουν 41. Μέ δυσκολία θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι καί σήμερα δέν ὑπάρχουν τέτοιες τάσεις στό Ἰσλάμ. Καί οἱ τρεῖς θρησκεῖες γνωρίζουν τόν πειρασμό, νά ἀσκοῦν καί νά δικαιολογοῦν τή βία διά τοῦ ξίφους. Καί οἱ τρεῖς ἔχουν ὑποπέσει σ᾽ αὐτόν τόν πειρασμό. Ὄχι μόνο στό διάλογο μέ τούς μουσουλμάνους, ἀλλά καί μόνοι τους οἱ χριστιανοί στά πλαίσια αὐτοκριτικῆς ὀφείλουν νά ἀναγνωρίσουν ὅτι ὑπέπεσαν μέσα στήν ἱστορία σ᾽ αὐτό τόν πειρασμό 42. Σέ ἕνα διάλογο ὅμως μέ τούς μουσουλμάνους ὀφείλει νά ὑπογραμμιστεῖ ὅτι στή σημερινή ἐποχή, βία πού ὑποδαυλίζεται ἤ νομιμοποιεῖται ἀπό τή θρησκεία, εἶναι αὐτή πού κατά κύριο λόγο, ἄν ὄχι ἀποκλειστικά, προέρχεται ἀπό τίς τάξεις τοῦ Ἰσλάμ. Βεβαίως ὑπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι πού συντείνουν στήν ἔκρηξη βίας στίς μουσουλμανικές χῶρες τῆς Μεσογείου, τῆς μέσης καί τῆς ἄπω Ἀνατολῆς. Αὐτό ὅμως δέ σημαίνει ὅτι ταυτόχρονα, πολλές φορές, ἡ βία μπορεῖ νά νομιμοποιεῖται θρησκευτικά καί αὐτή ἡ νομιμοποίηση νά βρίσκει ἀπήχηση σέ τμήματα τῶν μουσουλμανικῶν κοινωνιῶν. Τό γεγονός ὅμως αὐτό καί μιά τέτοια διαπίστωση δέ θά πρέπει νά ὁδηγήσει στήν ἐνοχοποίηση τοῦ 1 δισεκατομμυρίου καί πλέον μουσουλμάνων κατηγορώντας τους γιά συμπάθεια στόν ἱερό πόλεμο καί ἀποδοχή τῆς βίας ὡς μέσου ἀντιμετώπισης τῶν ἀπίστων καί διάδοσης τοῦ Ἰσλάμ. Κανένας δέ θά μποροῦσε νά οἰκειοποιηθεῖ καί νά ὑποστηρίξει μιά τέτοια θέση. Ἀναμφίβολα ὅμως θά μποροῦσε νά διερωτηθεῖ καί νά ἐρωτήσει κάποιος, κατά πόσο στά πλαίσια τῆς ἰσλαμικῆς σκέψης, ἡ παράδοση τοῦ ἀγωνιζόμενου γιά τήν ἐπικράτηση Ἰσλάμ, μιά παράδοση πού φαίνεται ἀδιάκοπα νά ἰσχύει καί νά ἐπιζεῖ, παίζει σημαίνοντα ρόλο καί ποῦ αὐτός ὁ ρόλος θά μποροῦσε νά ὁδηγήσει. Θά μποροῦσε ἀκόμα νά διερωτηθεῖ καί νά ἐρωτήσει κατά πόσο δυσκολεύει τήν ἀνάπτυξη κριτικῶν φωνῶν καί τάσεων μέσα στό Ἰσλάμ τό ἴδιο τό γεγονός ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Μωάμεθ δέ θεωρεῖται μόνο ὡς ἱδρυτής μιᾶς θρησκείας ἀλλά καί ὡς στρατηγός καί κατακτητής πού μέ τό ξίφος ἐπιβάλλει τίς θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Μιά ἄλλη θεματική ἑνότητα πού θά πρέπει νά συμπεριληφθεῖ στά θέματα τοῦ διαθρησκευτικοῦ διαλόγου ἀφορᾶ τή θρησκευτική ἐλευθερία, τή θεμελιώδη συνταγματική της κατοχύρωση καί τή συγκρότηση καί λει. SC 115, 142-144: «Τριῶν ἕν γε τι κατηνάγκαζε γίγνεσθαι· ἤ προσέρχεσθαι τῷ νόμῳ τούς ἑκατασταχοῦ γῆς ἀνθρώπους, ἤ διδόναι φόρους καί που καί τά δούλων προσεργάζεσθαι, ἤ μηδέτερον ποιοῦντας ἀφειδῶς σιδήρῳ κατατέμνεσθαι». 42. Karl Kardinal Lehmann, Chancen und Grenzen des Dialogs, 103: «Alle großen Religionen kennen die Versuchung, Gewalt im Namen des Glaubens zu üben und zu rechtfertigen». 41


τουργία τοῦ σύγχρονου κράτους43. Τά θέματα αὐτά, ἐάν δέν ταυτίζονται στήν οὐσία τους εἶναι βέβαιο ὅτι εἶναι πολύ σχετικά μεταξύ τους. Ὁ ὀρθός λόγος ὀφείλει καί πάλι νά ἀποτελέσει τό κριτήριο τῆς ἀξιολογικῆς θεώρησης τῶν σχετικῶν θρησκευτικῶν θέσεων. Ἰσχύει ἐξ ἄλλου ἡ θεμελιώδης ἤδη μνημονευθεῖσα γενικότερη ἐπισήμανση τοῦ Joseph Ratzinger: «Eine Vernunft, die dem Göttlichen gegenüber taub ist und Religion in den Bereich der Subkulturen abdrängt, ist unfähig zum Dialog der Kulturen» 44. Ἡ θρησκευτική ἐλευθερία, εἴτε θετικά εἴτε ἀρνητικά κατανοούμενη, ἡ ἐλευθερία δηλ. τοῦ νά ἀνήκει κανείς σέ κάποιο θρήσκευμα, νά τό δηλώνει ἤ νά μή τό δηλώνει αὐτό, ἤ, ἡ ἐλευθερία νά μήν ἀνήκει σέ κανένα θρήσκευμα -δέν διασφαλίζει μόνο ἕνα αὐτόνομο ἐλεύθερο χῶρο γιά τούς πολίτες καί τίς θρησκευτικές κοινότητες ἀπέναντι στήν κρατική ἐξουσία, ἀλλά ἐμπεριέχει τήν ἀντίληψη ἑνός κράτους πού δέν ἔχει προνομιακά μεταχειριζόμενη κάποια θρησκεία ὡς ἐπίσημη. Κατά πολύ περισσότερο ἀπορρίπτει τήν ἰδέα ἑνός θεοκρατικοῦ κράτους. Ὅταν δέ γίνεται λόγος γιά αὐτονομία τῶν θρησκειῶν ἀπέναντι στό κράτος, αὐτό δέ σημαίνει ἀναγκαστικά ὅτι τό κράτος στέκεται ἀδιάφορα ἤ καί ἐχθρικά ἀπέναντι στίς θρησκεῖες. Οἱ θρησκεῖες καί οἱ θρησκευτικές κοινότητες ὑπάρχουν πράγματι καί λειτουργοῦν στό πλαίσιο τοῦ κράτους καί τῆς κοινωνίας. Οἱ θρησκεῖες διαμορφώνουν ἤ συνδιαμορφώνουν πολιτισμό πού ἐκφράζεται θεσμικά στά πλαίσια τοῦ κράτους καί τῆς κοινωνίας. Ἀνάμεσα στά ἄκρα, ἀνάμεσα στή θεοκρατία καί τό λαϊκό κράτος ὑπάρχουν καί ἀναπτύχθηκαν στήν πορεία τῶν εὐρωπαϊκῶν ἀναζητήσεων συστήματα σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας πού ἀφ᾽ ἑνός διασφαλίζουν τούς διακριτούς ρόλους, ἀφ᾽ ἑτέρου διασφαλίζουν τή συνεργασία τους πρός ὄφελος τῶν πολιτῶν. Σέ κάθε περίπτωση ἡ αὐτονομία τῶν θρησκειῶν ἀπέναντι στό κράτος, ὅπως καί τοῦ κράτους ἀπέναντι στίς θρησκεῖες, παραμένει ὁ κεντρικός ἄξονας λειτουργίας τῆς σύγχρονης εὐρωπαϊκῆς κοινωνίας. Ἀσφαλῶς καί δέ χρειάζεται βαθύτερη ἀνάλυση τό προφανές. Πρόδηλο εἶναι ὅτι στόν ἰσλαμικό κόσμο ὑπάρχει μεγάλη δυσκολία ἐφαρμογῆς αὐτοῦ τοῦ προτύπου. Δυσκολία ὑπάρχει καί στό νά γίνουν σεβαστά τά ἀπαράγραπτα ἀτομικά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου. Θεσμοί τοῦ οἰκογενειακοῦ δικαίου στό Ἰσλάμ πού δύσκολα μποροῦν νά ἐναρμονιστοῦν μέ δυτικές ἀξίες καί πεποιθήσεις εἶναι ἕνα ἄλλο ἐνδεικτικό παράδειγμα. Ἀδιαμφισβήτητα ἡ διάκριση πού κάνει γιά τό Χριστιανισμό ὁ Μανουήλ ἀνάμεσα σέ ἐντολές πού ἀφοροῦν ὅλους καί σέ παραινέσεις πού φαίνονται ἀκρότητες, ἀφοροῦν ὅμως τούς λίγους πού

. Karl Kardinal Lehmann, Chancen und Grenzen des Dialogs, 115. . Benedikt XVI, Glaube und Vernunft, 30.

43 44


προσβλέπουν στήν τελειότητα 45, εἶναι τελείως ἄγνωστη στό Ἰσλάμ. Ταυτόχρονα ὅμως θά πρέπει νά ἐπισημάνει κανείς ὅτι ὁ ἰσλαμικός κόσμος εἶναι Ινώς πολυποίκιλος καί πολύμορφος κόσμος, ὅπου τά πράγματα ἀπό χώρα σέ χώρα εἶναι διαφορετικά. Σέ κάθε περίπτωση τά θέματα πού ἀφοροῦν τή θρησκευτική ἐλευθερία καί ἐν γένει τά ἀτομικά δικαιώματα ὀφείλουν νά ἀποτελέσουν ἀντικείμενο τοῦ διαθρησκευτικοῦ διαλόγου. Διαλεγόμενοι οἱ Χριστιανοί τά θέματα αὐτά μέ τούς Μουσουλμάνους δέ σημαίνει ὅτι θά κάνουν ἐπίδειξη τῆς ἀνωτερότητάς τους. Ἄλλωστε ἡ ἱστορία τῆς διαμόρφωσης καί τῆς θεσμικῆς κατοχύρωσης τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας σέ χριστιανικά κράτη εἶναι καί γιά τούς χριστιανούς μιά πικρή καί ὀδυνηρή ἱστορία πού δέ θά πρέπει νά διστάζουν νά τήν ἐκθέτουν στούς συνομιλητές τους. Οἱ Μουσουλμᾶνοι θά προβάλλουν ἐνδεχόμενα τό ἐπιχείρημα ὅτι ἡ ἀποδέσμευση τῆς θρησκείας ἀπό τό κράτος θά ὁδηγήσει στήν ἐκκοσμίκευση καί στήν ἀποδυνάμωση τῆς πίστης. Ἡ δύναμη ὅμως τῆς πίστης δεν εἶναι ἡ κρατική ἐξουσία καί προστασία, ἀλλά ἡ ἐσωτερική της ἀλήθεια. Σέ κάθε περίπτωση τό ἐρώτημα γιά τό Ἰσλάμ παραμένει. Ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα κατά πόσο τό Ἰσλάμ σήμερα εἶναι σέ θέση νά σεβαστεῖ καί νά προσαρμοστεῖ στίς ἀπαιτήσεις τοῦ σύγχρονου κράτους γιά θρησκευτική ἐλευθερία ἐξαρτᾶται βεβαίως ἀπό τή στάση του στήν παραδοσιακή ἀντίληψη γιά τήν ἑνότητα θρησκείας καί κρατικῆς ὀργάνωσης καί ἀπό τήν ἀντίληψη γιά τούς τρόπους διάδοσης τῆς μουσουλμανικῆς πίστης 46. Ἡ πολλαπλότητα ὅμως τῶν μορφῶν κυριαρχίας τοῦ Ἰσλάμ καί ἡ σχέση του μέ τίς ἄλλες θρησκευτικές μειονότητες, μιά πολλαπλότητα πού ποικίλει ἐδῶ καί αἰῶνες ἀπό χώρα σέ χώρα καί οἱ κριτικές φωνές καί τάσεις μέσα στό χῶρο τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰσλάμ γιά τά θέματα αὐτά, δημιουργοῦν τή βάσιμη ἐλπίδα ὅτι μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀλλαγή, ἄν καί πολλά ἄλλα ἀπό τά τελευταῖα γεγονότα δείχνουν πρός τήν ἀντίθετη κατεύθυνση. Ἐάν θελήσουμε γενικότερα νά συνοψίσουμε, ἀπαντώντας στό καίριο ἐρώτημα πού μᾶς ἐνδιαφέρει, ποῦ ἡ 7. Διάλεξη τοῦ Μανουήλ Παλαιολόγου μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει σήμερα, ἴσως θά πρέπει νά ἑστιάσουμε τό ἐνδιαφέρον μας, τόσο στό περιεχόμενό της, ὅσο καί στή μέθοδό της. Ὀφείλουμε νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὁ διαθρησκειακός διάλογος κατ᾽ ἀρχήν ὀφείλει νά ὑπεισέρχεται, ὅσο αὐτό εἶναι δυνατό καί . SC 115, 162-164: «Φαίνεται τοίνυν ὡς τό μέν ἐμμένειν τοῖς ἐπιτάγμασι κοινόν ἐστι χρέος καί ἀπαραίτητον, τό δέ πρός τό ὕψος ἀφικέσθαι τῶν πρός τήν υἱοθεσίαν ἀναγουσῶν συμβουλῶν μόνων τούτων γένοιτ᾽ ἄν ἔργον τῶν προαιρουμένων φέρειν τά λυπηρά, ὁποῖ᾽ ἄττ´ ἄν εἴη καί ὅσα, ὑπέρ ἀλήκτου χαρᾶς καί δόξης». 46. Karl Kardinal Lehmann, Chancen und Grenzen des Dialogs, 117. 45


τό ἐπιτρέπουν οἱ ἑκάστοτε συνθῆκες, σέ θέματα οὐσίας προσπερνώντας πρόσκαιρες σκοπιμότητες. Αὐτό βεβαίως φαίνεται καί ἀπό τίς προγενέστερες διαλέξεις, ἀλλά καί τό γεγονός ὅτι ὁ Μανουήλ στήν προκείμενη συζήτηση ἀποδίδει τή δέουσα βαρύτητα σέ θέματα ἠθικῆς στήν πράξη καί τή ζωή πού ὑπαγορεύει ἡ διδασκαλία τῆς κάθε θρησκείας. Αὐτό δέν μπορεῖ νά ὑποτιμηθεῖ. Ἄλλωστε, ὅπως εἶναι ἀναμενόμενο, ἡ συζήτηση γιά τήν ἴδια τή διδασκαλία θά ἀναδεικνύει ἀγεφύρωτες διαφορές, ἐάν δέν πρέπει νά ἀλλοιωθεῖ ἡ ταυτότητα τῆς κάθε θρησκείας. Ὁ Μανουήλ ὅμως μᾶς δείχνει καί κάτι ἄλλο σημαντικό. Μᾶς δείχνει ὅτι ἀδιάψευστο κριτήριο ἀληθείας στή συζήτηση αὐτή δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι ὁ ὀρθός λόγος. Μέ αὐτό τό κριτήριο διανοίγεται ἡ ἐλπίδα γιά συνεννόηση, γιά ἀλληλοκατανόηση καί ἐνδεχομένως γιά σύγκλιση σέ θέματα ὄχι ἀσήμαντα γιά τή ζωή μας. Διαφορετικά μᾶλλον ματαιοπονοῦμε.


Θεοχάρης Δετοράκης Καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης ΜΕΛΕΤΙΟΥ ΣΥΡΙΓΟΥ ΤΟΥ ΚΡΗΤΟΣ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΠΙΕΤΖΑΡΙΟΥ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ Α΄ Ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Μελετίου Συρίγου τοῦ Κρητὸς δὲν ἔχουν γίνει ἀκόμη ἀντικείμενο ἐνδελεχοῦς μελέτης. Δὲν ὑπάρχει μιὰ συνθετικὴ ἐργασία γιὰ τὸν πολυπράγμονα θεολόγο καὶ συγγραφέα τοῦ 17ου αίώνα, καὶ ὅσα ἔχουν γραφεῖ, ἐλάχιστα πάντως, εἶναι παλαιὰ καὶ ἄνισα σὲ ἀξία καὶ ἐπιστημονικὴ ἐγκυρότητα 47. Ἡ κύρια πηγὴ πληροφοριῶν γιὰ τὴν πολυτάραχη δράση του εἶναι ὁ βίος του, τὸν ὁποῖο συνέγραψε ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων Δοσίθεος Νοταρᾶς καὶ τὸν ὁποῖο ἐξέδωσε ὁ Ém. Legrand 48. Γόνoς μεγάλης οἰκογένειας τοῦ Χάνδακα, γεννήθηκε τὸ 1585 (καὶ ὄχι τὸ 1586, ὅπως πίστευαν οἱ παλαιότεροι μελετητές) 49. Ὁ πατέρας του ταυτίζεται μὲ τὸν γνωστὸ ἰατρὸ τοῦ Χάνδακα Γεώργιο Συρίγο. Τὸ βαπτιστικὸ ὄνομά του ἦταν Μάρκος. Παλαιότερα, ἡ οἰκογένεια τῶν Συρίγων εἶχε ἀσπασθεῖ τὸν καθολικισμό καὶ πολλὰ μέλη της ὑπῆρξαν ἐπίσκοποι τῆς λατινικῆς ἐκκλησίας στὴν Κρήτη. Φαίνεται ἐντούτοις ὅτι ἡ πατρικὴ οἰκογένεια τοῦ Μάρκου εἶχε μεταστραφεῖ στὸ ὀρθόδοξο δόγμα πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴ γέννησή του. Στὴ γενέτειρά του φοίτησε στὴ σχολὴ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης τῶν Σιναϊτῶν τοῦ Χάνδακα, ὅπου ὑπῆρξε μαθητής τοῦ Μελετίου Βλαστοῦ. Κατόπιν σπούδασε φιλοσοφία καὶ θεολογία στὴ Βενετία, μὲ διδάσκαλο τὸν Θεόφιλο Κορυδαλέα. Στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Πάντοβας συμπλήρωσε τὶς σπουδές του στὴ ρητορικὴ καὶ στὶς φυσικομαθηματικές ἐπιστῆμες. Ἐπιστρέφοντας στὴν Κρήτη ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Μελέτιος, ἀπὸ θαυμασμὸ πρὸς τὸν διάσημο συμπολίτη του Μελέτιο Πηγᾶ, πατριάρχη Ἀλεξανδρείας. Ὑπῆρξε ἡγούμενος ἀρχικὰ στὴ Μονὴ Βασικὴ βιβλιογραφία γιὰ τὸν Μελέτιο Συρίγο : J. Pargoire, Meletios Syrigos, sa vie et ses oeuvres, Echos d’ Orient 11, 1908, 264-280, 331-340, καί, 12, 1909, 17-27, 167-175, 281-286, 336-342. Κ. Ι. Δυοβουνιώτης, Μελέτιος Συρίγος, ἐν Ἀθήναις 1914. Γ. Γαλετάκης, Βιογραφικὸν σχεδίασμα τοῦ Μελετίου Συρίγου, ‘Εκκλησιαστικὸς Φάρος 24, 1925, 124-149. Τ. Ἀ. Γριτσόπουλος, Πατριαρχικὴ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, τ. Α΄, ἐν Ἀθήναις 1966, 187191. Ζ. Τσιρπανλής, Μελέτιος Συρίγος (1586-1664), περ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, 54, 1981, 1129. Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία (Π. Νικολόπουλος). 48 Em. Legrand, Bibliographie Hellenique XVIIs. II, 1894, 470-472. 49 Ν. Β. Τωμαδάκης, Τὰ ἔτη γεννήσεως καὶ θανάτου Μελετίου Ἱερομονάχου Συρίγου τοῦ Κρητός (1585-1663), Βυζαντινὰ καὶ Μεταβυζαντινά, τεῦχος Β΄, Ἀθῆναι 1978, 368-371. 47


Ἀγκαράθου, ὅπου διαδέχθηκε τὸν Κύριλλο Λούκαρι, καὶ κατόπιν στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τῶν Ἀπεζωνῶν. Ἀπέκτησε μεγάλη φήμη ὡς κατηχητὴς καὶ ἱεροκήρυκας τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καὶ ὡς φανατικὸς ἀντιλατινιστής. Φαίνεται ὅτι ἀνέπτυξε ἰδιαίτερη ἀντικαθολικὴ δράση καὶ κίνησε τὴν ὀργὴ τῶν Βενετῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν καταδίκασαν σὲ θάνατο, τὸ 1526. Κατέφυγε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου παρέμεινε τέσσερα ἔτη, ὑπηρετώντας ὡς ἱεροκήρυκας τὸν συμπατριώτη του πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Γεράσιμο Α΄ Σπαρταλιώτη. Τὸ 1530 ὁ Οἰκουμενικὸς πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις τὸν προσκαλεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὡς ἱεροκήρυκα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Ἐπί διετία κήρυξε τὸν θεῖο λόγο στὴν ἐκκλησία τῆς Χρυσοπηγῆς τοῦ Γαλατᾶ καὶ ἀντιμετώπισε μὲ σθένος τὴν καθολικη προπαγάνδα τῶν Ἰησουιτῶν στὴν Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα μὲ τὸ κήρυγμα, ὁ Συρίγος διδάσκει ὡς καθηγητής στὴ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, ἐνῶ, σύμφωνα μὲ ἄλλες πηγές, ἵδρυσε καὶ δική του σχολὴ στὸν Γαλατά, ὅπου δίδαξε θεολογία καὶ γραμματική τῆς ἑλληνικῆς καὶ τῆς λατινικῆς γλώσσας. Παραλλήλως, ὁ Κύριλλος Λούκαρις τὸν χρησιμοποιεῖ σὲ λεπτὲς ἀποστολὲς στὴ Μολδοβλαχία (1632-1633). Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κυρίλλου Λουκάρεως, ὁ νέος πατριάρχης Παρθένιος Β΄ τὸν χρησιμοποίησε ὡς ἐκπρόσωπό του, «Ἔξαρχον καὶ Λεγάτον τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας » στὴ Σύνοδο τοῦ Ἰασίου, ποὺ συνῆλθε γιὰ νὰ ἐλέγξει τὴν « Ὁμολογία πίστεως » τοῦ Κυρίλλου Λουκάρεως, ὁ ὁποῖος εἶχε κατηγορηθεῖ γιὰ ἀπόκλιση πρὸς τὸν καλβινισμό. Ἀπὸ τότε ὁ ἄλλοτε φανατικὸς ἀντικαθολικὸς Συρίγος ἐγκαταλείπει τὴν ἀντικαθολικὴ στάση του καὶ γίνεται ἐξίσου φανατικὸς ἀντικαλβινιστής. Ἡ μεταστροφὴ αὐτὴ ἐξόργισε τὸν πατριάρχη Παρθένιο Β΄ καὶ ὁ Συρίγος κατέφυγε στὴ Μολδοβλαχία, ὅπου εἶχε τὴν προστασία τοῦ λόγιου μητροπολίτη Πέτρου Μογίλα (1642). Τὸ ἑπόμενο ἔτος ἐπισκέφθηκε τὸ Κίεβο καὶ παρέμεινε ὁλόκληρο τὸ θέρος τοῦ 1643 στὴν ὀνομαστὴ μονὴ τοῦ Πιετζαρίου (Pechtcherka Lavra). Στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπανῆλθε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Παρθενίου Β΄ (1650 ἤ 1651) καὶ συνέχισε τὸ διδακτικό του ἔργο, ὄχι χωρὶς προσκόμματα. Κατὰ τὸν βιογράφο του Δοσίθεο Νοταρᾶ, ὁ Συρίγος « μετέστη τῶν τῶνδε αχξδ΄ (=1664) ἀπριλίου 7, ἡμέρᾳ Κυριακῇ, ὢν ἐτῶν 78 ». Συνεξετάζοντας ὅλα τὰ χρονολογικὰ δεδομένα, ὁ καθηγητὴς Ν. Β. Τωμαδάκης ἔδειξε ὅτι τὸ πραγματικὸ ἔτος θανάτου τοῦ Συρίγου εἶναι τὸ 1663 50 . Τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Μελετίου Συρίγου, τεράστιο σὲ ἔκταση καὶ ποικιλία, διακρίνεται σὲ πρωτότυπο καὶ μεταφραστικό. Σημειώνονται ἐδῶ τὰ σημαντικότερα ἔργα του : 1. Κατὰ Καλβινικῶν κεφαλαίων καὶ ἐρωτήσεων Κυρίλλου τοῦ Λουκαρεως ἀντίρρησις, ἐν Βουκουρεστίῳ 1690 50

Ὅ. π.


2. Συνοπτικὴ ἔκθεσις τῆς θείας καὶ ἱερᾶς Λειτουργίας, ἐν Παρισίοις 1709. 3. 53 ἐκκλησιαστικοὶ Λόγοι «εἰς ἁπλῆν φράσιν» ἐκδόθηκαν στὸν Τόμον Χαρᾶς τοῦ Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, ἐν Ἰασίῳ 1698. 4. Ἐπιστολὴ καὶ 28 κεφάλαια περὶ νηστείας. 5. Ὀρθόδοξος Ὁμολογία τῆς πίστεως τῆς Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολικῆς. (Πρόκειται γιὰ τὴ μετάφραση τῆς ὁμολογίας τοῦ Μογίλα, μὲ διορθώσεις και σχόλια τοῦ Συρίγου). 6. Μετάφρασις εἰς τὴν ἁπλοελληνικὴν τῶν 4 λογων κατὰ Μωάμεθ καὶ 4 ἀπολογιῶν κατὰ Ἰσλὰμ τοῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ. Στὸν ἁγιορειτικὸ κώδικα τῆς Μονῆς Διονυσίου 209 (17 αἰ.) ὁ τίτλος : « Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ, Ἀπολογίαι τοῦ Χριστιανισμοῦ δ΄ καὶ Λόγοι κατὰ Μωάμεθ δ΄, ἐν τῇ καθωμιλουμένῃ», μὲ τὴ σημείωση : « Τὸ παρὸν βιβλίον ἐσύνθεσεν εἰς ἑλληνικὴν γλῶτταν ὁ φιλόχριστος βασιλεὺς ἡμῶν κύριος Ἰωάννης ὁ Καντακουζηνός, ὁποὺ ὕστερον ὠνομάσθηκεν διὰ τοῦ θείου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος Ἰωάσαφ μοναχός, εἰς τοὺς ατξ΄ (=1360) χρόνους ἀπὸ τὴν ἔνσαρκον οἰκονομίαν. Μετεφράσθη δὲ εἰς κοινὴν γλῶτταν ὑπὸ Μελετίου Συρίγου, αχλε’ (=1635), Δεκεμβρίου α΄, εἰς Μολδοβλαχίαν, μὲ παρακίνησιν τοῦ ἐκλαμπροτάτου αὐθεντὸς πάσης Μολδοβλαχίας Κυρίου Ἰωάννου Βασιλείου Βοεβόνδα ». 7. Μετάφρασις ἐκ τοῦ λατινικοῦ τοῦ Ὠριγένους εἰς τὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολὴν τοῦ Παύλου. 8. Παράφρασις τῶν Ψαλμῶν τοῦ Δαβίδ. 9.Μετάφρασις «ἀπὸ τῆς ἀρχαίας ἑλληνίδος εἰς τὴν νῦν λαλουμένην» τῶν Εἰσηγήσεων τοῦ Ἰουστινιανοῦ καὶ τῆς Νομικῆς Ἐπιτομῆς Λἐοντος καὶ Κωνσταντίνου τῶν βασιλέων. 10. Ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. 11. Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν λογικὴν πραγματείαν. 12. Περὶ σφαίρας (ἑρμηνεία). 13. Ψευδο-Ιπποκράτους ἐπιστολὴ περὶ ματαιότητος ἐκ στόματος Δημοκρίτου (μετάφραση «ἀπὸ τὸ λατινικὸν εἰς τὸ ἁπλοελληνικόν». Μὲ μεγάλη πιθανότητα ἀποδίδονται στὸν Μελέτιο Συρίγο τὰ σωζόμενα στὸν Πατμιακὸ κώδικα 402 σχόλια στὰ τέσσερα βιβλία τῶν Φυσικῶν τοῦ Ἀριστοτέλη, καθὼς καὶ τὸ τιτλοφορούμενο στὸν κώδικα τοῦ Μετοχίου τοῦ Παναγίου Τάφου 254 ἔργο « Διδαχαὶ Μελετίου τοῦ Κρητός » 51. Τεράστιο σὲ ἔκταση εἶναι καὶ τὸ ὑμνογραφικὸ ἔργο τοῦ Συρίγου. Συνέθεσε περισσότερες ἀπὸ 20 ἀκολουθίες καὶ συναξάρια σὲ ἁγίους τῶν τόπων, που κατὰ καιροὺς ἐπισκέφθηκε, κυρίως σὲ νεομάρτυρες καὶ ὁσίους. Τὸ σύνολο σχεδὸν τῆς ὑμνογραφικῆς του παραγωγῆς σώζεται στὸν αὐτόγραφο κώδικα 778 τοῦ Μετοχίου τοῦ Παναγίου Τάφου Βλ. Ν. Β. Τωμαδάκης, Μεταβυζαντινὰ Φιλολογικά (Μελέται καὶ κείμενα), Ἀθῆναι 1965, 54-55., 51


(=ΜΠΤ) 52. Ὁρισμένες ἀπὸ τὶς ἀκολουθίες αὐτὲς ἔχουν ἐκδοθεῖ 53, ἀλλὰ οἱ περισσότερες παραμένουν ἀνέκδοτες. Ἀπο ἐτῶν ἑτοιμάζω τὴν πλήρη ἔκδοση τοῦ ὑμνογραφικοῦ ἔργου τοῦ Συρίγου, κυρίως μἐ βάση τὸν παραπάνω αὐτόγραφο κώδικα. Β΄ Στὴν παρούσα σύντομη μελέτη ἐκδίδω ἀπὸ τὸν κώδικα ΜΠΤ 778 δέκα ἰαμβικὰ ἐπιγράμματα στοὺς ἁγίους τῆς ὀνομαστῆς Λαύρας τοῦ Πιετζαρίου τοῦ Κιέβου 54 καὶ ἄλλα δέκα στὰ ἱερὰ σκεύη καὶ τὴ μυροθήκη τῆς μονῆς. Τὴ μονὴ ἐπισκέφθηκε ὁ Μελέτιος Συρίγος τὸ θέρος τοῦ 1643 καὶ ἐπί τόπου συνέθεσε τὴν ἀκολουθία τῶν ἁγίων τῆς μονῆς, ὅπως σημειώνει ὁ ἴδιος στὴ σ. 683 τοῦ αὐτόγραφου κώδικα : «Μνήμην ἐπιτελοῦμεν τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων πατέρων ἡμῶν τῶν ἐν Πιετζαρίῳ ἀσκησάντων καὶ πάντων τῶν ἐν Ῥωσίᾳ λαμψάντων, συντεθεῖσα ὑπὸ Μελετίου ἱερομονάχου τοῦ Κρητός, λεγάτου τοῦ Παναγιωτάτου καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυρίου Παρθενίου καὶ πάσης τῆς περὶ αὐτὸν ἱερᾶς συνόδου, ἀποσταλέντος πρὸς Ῥόσους (sic) κατὰ τὸ αχμγ΄ ἰνδικτιῶνος δεκάτης, ἐν μηνὶ ἰουνίῳ ». Στὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας τῶν ἐν Πιετζαρίῳ ὁσίων πατέρων (=ΜΠΤ 778, σσ. 683-741), ὁ Συρίγος συνέθεσε δέκα ἐπιγράμματα στὸ ἱερὸ σπήλαιο καὶ στὰ ἱερὰ λείψανα τῶν ἐκεῖ ἀσκησάντων πατέρων, μὲ τὸν τίτλο : « Στίχοι ἰαμβικοὶ τοῦ αὐτοῦ εἰς τοὺς αὐτούς» (ΜΠΤ 778, σσ. 742-747) καὶ ἄλλα δέκα, μὲ τὸν τίτλο «Τοῦ αὐτοῦ στίχοι ὅμοιοι εἴς τινα σκεύη τοῦ ἁγίου μύρου, ἤτοι ἀλάβαστρα ».

Βλ. Θεοχ. Δετοράκη, Κρῆτες μεταβυζαντινοὶ ὑμνογάφοι, Ἀριάδνη. Ὲῖστημονικὴ Ἐπετηρίδα τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης, Α΄, 1983, 236-271 [=ἐπανέκδοση στὸν τόμο : Θεοχ. Δετοράκη, Βενετοκρητικὰ Μελετήματα, Ἡράκλειο 1996, 335-385, στὶς σσ. .380-383], ὅπου καὶ ἀναλυτικὴ καταγραφὴ τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ Συρίγου καὶ βιβλιογραφία. 53 Πρβλ. Θεοχ. Δετοράκη, Ὁ κρητικὸς νεομάρτυρας Μάρκος Κυριακόπουλος καὶ ἡ ἀνέκδοτη ἀκολουθία του, Πεπραγμένα τοῦ Δ΄ Διεθνοῦς Κρητολογικοῦ Συνεδρίου (Ἡράκλειο, 29 Αὐγούστου -3 Σεπτεμβρλίου 1976), τ. Β΄, Ἀθήνα 1981, 67-87, σσ. 75-85. Θεοδ., Ν. Ζήσης, Ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἡ Ἐπιβατηνὴ καὶ ἄγνωστος κανὼν τοῦ Μελετίου Συρίγου εἰς αὐτήν, Κληρονομία 11, 1979, 317-339 (ὁ κανών, σσ. 333-339). Ἐπίσης, Δημ. Β. Γονῆς, Μελετίου Συρίγου, Μαρτύριον, ἀκολουθία καὶ παρακλητικὸς κανὼν εἰς ταὸν ἅγιον Ἰωάννην τὸν Νέον τὸν ἐν Λευκοπόλει ( + 1330), Ἀθῆναι 1984. 54 Γιὰ τὴν ὀνομαστὴ αὐτὴ μονὴ βλ. Ἠλ. Τσιβίκη, Ἡ ὑπὸ τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου Πετσέρσκι ἱδρυθεῖσα μονὴ τῆς Ρωσίας καὶ αἱ σχέσεις αὐτῆς μετὰ τοῦ βυζαντινοῦ μοναχισμοῦ, Θεολογία ΜΓ΄, 1972, 230-242. L. K. Goetz, Das kiever Hohlen-Kloster als Kulturzentrum des vormongolischer Russlands, Passau 1904. P. Hollingsworth, The Hagiography of Kievan Rus’, Harvard University Press 1992 [= Harvard Library of Early Ukrainian Literature. English Translations, 2 ]. 52


Περαιτέρω ἐκδίδω τὰ ἐπιγράμματα μὲ στιχαρίθμηση καὶ σιωπηρὴ διόρθωση τῶν ἐλαχίστων σφαλμάτων.

ΤΑ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ Ι Τίτλος : Στίχοι ἰαμβικοὶ τοῦ αὐτοῦ Εἰς τοὺς αὐτούς 1 Εἰς τὴν εἴσοδον τοῦ σπηλαίου

5

Εἴσελθ’, ὁδῖτα, μὴ δεδοικώς, εἰς σπέος, ὅθ’ οὐχ ὑπαντήσει σοι δείματα ξένα, φαιδρὰ δὲ φήμη ἱλαρυνεῖ σὰς κόρας. Ὄψει γὰρ νεκροὺς ζῶντας ἐν τῷ Κυρίῳ, νόσους παλαιὰς τῶν ζώντων ἰωμένους καὶ δαιμόνων βάλλοντας ὀφρὺν εἰς χάος.

2 Εἰς τὸ ἐνδότερον τοῦ σπηλαίου Ὄρεσσι καὶ σπέεσιν ἠδ’ ὀπαῖς χθονὸς κρύπτεσθε, πάτρες; Οὐ γὰρ ἄξιος πέλει ὁ κόσμος οὗτος μεγάλους τοίους ἔχειν, ἰδὼν εἰρήκει Παῦλος, ἡ σάλπιγξ Λόγου. 3 Εἰς τοὺς αὐτοὺς

5

Χρυσὸν τιμαλφῆ καὶ ἄργυρον ἡ φύσις κρύπτειν ἐπόθει εἰν ἀρούρης μυχάτοις. Ὑμᾶς δὲ τοῖσδε κευθμῶσιν κεκρυμμένους ὑπὲρ χρυσὸν λάμψαντας ἔργοις ἐνθέοις ἀνεκτὸν οὐκ ἦν τῷ πρυτάνει φύσεως ἐᾶν κρυβῆναι ἐν γῇ ἀστέρας πόλου· ὅθεν γνωρίζει ὑμᾶς ἐν τεραστίοις αὐγὴν ἱέντας δαψιλῆ ἐκ τοῦ σκότους.


4 Εἰς τὰς μυροβλήτους κάρας

5

Ὕδωρ τὸ λουτροῦ καὶ ἔλαιον χρίσματος, ἱδρῶσι πολλοῖς καὶ ῥοαῖς τῶν δακρύων, ὡς μυρεψοὶ ἄριστοι μιγνύντες ἀεὶ ἀένναον προχεῖτε μύρον, ὦ κάραι, καινόν τε καὶ κοινὸν φάρμακον πάσαις νόσοις. Πίστις γὰρ οἶδε πλημμυρεῖν ἐκ κοιλίας ὕδωρ ἀεὶ ζῶν εἰς αἰῶνας ἐκβρύον. 5 Ὡς ἐξ ἑαυτῶν Νεκροῦντες σάρκας καὶ πάθη ψυχοφθόρα Χριστῷ συναπτόμεθα τοῖσδε τοῖς τάφοις. Ἐπὰν δὲ πνεῦμα τοῦδε τοῦ Ἅιδου λυθῇ, οὐ θνήσκειν ἡμᾶς, ἀλλ’ ἀνίστασθαι λέγε. 6 Ἄλλο Φαιδρὸν λαβόντες ἄμφιον σωτηρίου καλλιρρόου πίδακος τοῦ βαπτίσματος, ἀκηλίδωτον αὐτὸ τηρεῖν εἰς γάμον Χριστοῦ ποθοῦντες θήκαις ταῖσδ’ ἐκλείσαμεν. 7 Ἄλλο

5

Τάφοις ὑπνοῦμεν ζῶντες ἐν τῷ Κυρίῳ καὶ ζώντων ἔργα πράττομεν καθ΄ ἡμέραν, ἐν ζῶσι πρεσβεύουσιν ἡμᾶς ἐκ πόθου· οὕτω γὰρ ηὐδόκησεν αὐτοζωία, δεικνὺς σαφῶς ὡς ζῶσι δοῦλοι δεσπότου.


8 Ἄλλο

5

Ζωηφόρον θάνατον τὸν ἐκ δεσπότου λουτρῷ ἐδεξάμεθα παλινζωίας τάφοις καὶ γαίῃ συγκαθίεμεν Χριστῷ, ὡς καὶ ἐγείρῃ συνθανόντας ἐν πολῳ, ὅπως τε δείξῃ ἡμᾶς ζῶντας ἐν τάφοις, λαλεῖ δι’ ἡμῶν, ἐξιᾶται ποικίλα πάθη καὶ ἰσχὺν δαιμόνων ἀποσοβεῖ.

9 Ἄλλο Νέκρωσις ὄντως ἡμῖν ἡ ζωὴ πέλεν, ὅλη ἀπ’ ἀρχῆς μέχρις ἐσχάτου τέλους. Ἱῷ καἰ γὰρ φθαρέντας τῶν προπατόρων νεκραῖς τεκοῦσα ἐγκισσᾷ ἁμαρτίαις, 5 θνητοὶ θ’ ἑωράκαμεν φέγγος ἡλίου. Μόρον δὲ λουτρῷ ἐκπλύναντες πταισμάτων, νέκρωσιν ἐνδύθημεν τὴν Χριστοῦ πάλιν καὶ οἷα νεκροὶ τοὺς τάφους ᾠκήσαμεν κενοῦντες, ἐκνευροῦντες δεινὸν σαρκίον. 10 Ἐπὰν δὲ τέρμα ἐπληρώσαμεν βίου ζωὴν ἄληκτον ἐν Χριστῷ κεκτήμεθα γλυκείαις αὐγαῖς ἐντρυφῶντες Τριάδος. 10 Ἄλλο < Ὡς ἐκ τῶν πατέρων >

5

Λαβὼν ὀκνηρὸς δοῦλος ἐκ σοῦ, δέσποτα, τάλαντον, ἐς γῆν ἐγκατέκρυψε φθόνῳ. Ἡμεῖς δὲ ταῦτα σώματ’ ἐκ χειρὸς τεῆς λαβόντες οὐ φθονοῦμεν, ἀλλ’ εὐγνωμόνως, ὥσπερ σίτου κόκκους εἰς γῆν σοι ὠρύξαμεν, ὅπως πολύχουν ἄσταχυν ἐκδῷς, μόνος πέλων γεωργὸς καὶ ὄμβρος καὶ ἥλιος.


< Ὡς ἐκ τοῦ δεσπότου Χριστοῦ > Ζωώσω σπέρμα καὶ τοὺς καρποὺς πληθυνῶ, ἀποθήκαις τε ταῖς πόλου θησαυρίσω· 10 πρὸς τοῖς δωροῦμαι καὶ χάριν τῶν θαυμάτων, ἵν’ οἱ πιστοὶ ἔχοιεν ὑμᾶς προστάτας. ΙΙ Τοῦ αὐτοῦ στίχοι ὅμοιοι Εἴς τινα σκεύη τοῦ ἁγίου μύρου, ἤτοι ἀλάβαστρα

1 Ἔχεις με, Πνεῦμα, χρίσμ’ ἔχον τὸ ἐκ μύρου, ᾧ ποιῶ χριστοὺς πάντας τοὺς λελουμένους. 2 Ἄρνας Χριστοῦ σφραγίζω τῷδε τῷ μύρῳ καὶ φρουρῶ δὲ τούτους ἐκ λύκων ψυχοφθόρων. 3 Ἄλλο Λελουμένους ἅπαντας λουτρῷ Δεσπότου τελειῶ χριστοὺς ἱρεῖς ἠδὲ βασιλεῖς. 4 Ἄλλο Τελεῖσθε πάντες τῇ χρίσει τῇ τοῦ μύρου, ὅσοις χάρισμα βασίλειον ἐν πόθῳ. 5 Ἄλλο Ἄναξ γενήσει ἐν πόλει τοῦ Δεσπότου ἀνήρ τε ἱρὸς χρισθεὶς τῷδε τῷ μύρῳ.


6 Ἄλλο Φλιὰς ἀλείψας σώματος τεοῦ μύρου ὀλοθρευτὴν ἐκφεύξει ἔργα τε σκότους. 7 Ἄλλο Ἥν ἐν τῷ λουτρῷ δωρεὰν διδοῖ Θεός, ταύτην σφραγίζει ἐν χρίσει τῇ τοῦ μύρου, διδοὺς δι’ αὐτοῦ τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος. 8 Ἄλλο Κατῆλθε Υἱὸς καὶ κτίζει βαπτίσματι. Κατῆλθε Πνεῦμα καὶ τελειοῖ τῷ μύρῳ Υἷας Θεοῖο, ὤ, ξένων ἐγκαινίων. 9 Ἄλλο Ὦ σκεῦος ἁγνόν, ὦ σκεῦος χαρισμάτων, ὦ σκεύη ποιοῦν ἐκλογῆς λελουμένους, ἀρωμάτων πέφυκας ἔμπλεων ὅλως, εὐωδίαν τε μυστικὴν ὑπερχέεις τελοῦσαν πιστοὺς τοῦ Χριστοῦ εὐωδίαν. 10 Ἄλλο Μύρον κενωθὲν ὄνομα Χριστοῦ πέλει, κένωσε καὶ γὰρ αἷμα εἰς κόσμου λύτρον. Σὺ δ’ ἄν ῥηθείς, ὦ μύρον κεκλεισμένον, πλήρωμα Χριστοῦ, ἐξ οὗ πᾶς ὁ λαμβάνων πλήρης ὁρᾶται Πνεύματος χαρισμάτων.


Γεώργιος Ε. Κρασανάκης Ὁμότιμος Καθηγητὴς Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΣΘΕΝΗΣ Ἡ Ψυχολογία ἐντάσσεται στὶς ἀνθρωπιστικὲς ἐπιστῆμες. Εἶναι ἡ ἐπιστήμη τῆς ψυχῆς καὶ μάλιστα τῶν ὅσων λαμβάνουν χώραν μέσα σ’αὐτή. Κύριο ἔργο της εἶναι ἡ ἐξέταση τῶν φαινομένων τοῦ πνεύματος καὶ τῶν νόμων ποὺ τὰ διέπουν. Ἡ μεγάλη ἀξία τῆς ἐπιστήμης αὐτῆς εὑρίσκεται στὸν ἀνθρωπιστικό της χαρακτήρα, καὶ μάλιστα στὴν προσπάθειά της νὰ συμβάλει στὴν ἀντιμετώπιση τῶν ποικίλων προβλημάτων ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἀτομικὴ καὶ κοινωνικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Κέντρο ὅλων τῶν ψυχολογικῶν ἐρευνῶν καὶ τῶν ὑποστηρικτικῶν μεθόδων παραμένει πάντα ὁ ἄνθρωπος, ἡ συμπεριφορά του καὶ ἡ σκέψη του, φυσιολογικὴ ἤ παθολογική. Τὸ μεγάλο καὶ βαρὺ αὐτὸ ἔργο ἐπιμερίζεται σὲ πολλοὺς κλάδους, καθένας ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐξετάζει καὶ ὑποστηρίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν δικό του ἐξειδικευμένο τρόπο, μὲ τὶς δικές του ἐπιστημονικὲς μεθόδους. Βέβαια, ἀπὸ κλάδο σὲ κλάδο διαπιστώνονται διαφορές, χωρὶς ὅμως νὰ χάνεται ὁ κύριος ἀνθρωπιστικὸς χαρακτήρας τῆς ἐπιστήμης αὐτῆς. Αὐτὸ φαίνεται πιὸ καθαρὰ στοὺς κλάδους τῆς Ἐφαρμοσμένης Ψυχολογίας, ἐκείνης δηλαδὴ ποὺ μεταφέρει τὰ πορίσματα τῶν ἐρευνῶν σ’ ἕνα ἤ σὲ πολλοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς, τοὺς φωτίζει, τοὺς ὑπηρετεῖ καὶ τοὺς θεραπεύει. Δὲν θὰ ὑπερβάλαμε, ἄν λέγαμε ὅτι ὅλοι οἱ ψυχολογικοὶ κλάδοι πρέπει νὰ ἔχουν ἐφαρμοσμένο χαρακτήρα, δηλαδὴ πρέπει νὰ γίνονται πρακτικοί, χρήσιμοι καὶ πολὺ ἀνθρώπινοι. Ὅλοι πρέπει νὰ πλησιάζουν τὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν γνωρίζουν καὶ νὰ τὸν βοηθοῦν, ὅπου κι ἄν εὑρίσκεται, στὴν ἐκπαίδευση, στὴν ἐργασία, στὴν ἀνάπαυση ἤ ἀκόμα καὶ στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου. Ἐφαρμοσμένη γίνεται ἡ Ψυχολογία ποὺ χρησιμοποιεῖ μεθόδους ἐπίλυσης τῶν ποικίλων προβλημάτων ποὺ θέτει ἡ ἀτομικὴ ἤ ὁμαδικὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους συμβουλεύει, θεραπεύει καὶ ὑποστηρίζει. Ἔτσι, γιὰ νὰ πάρουμε ἕνα παράδειγμα, ἡ Κλινικὴ Ψυχολογία ἀποκτᾶ ἐφαρμοσμένο χαρακτήρα γιατὶ μεταφέρει στὸ πρακτικὸ ἔργο τῆς ὑποστήριξης τῶν ἀνθρώπων μὲ διαταραγμένη συμπεριφορὰ πορίσματα διαφόρων ἄλλων κλάδων, ὅπως τῆς Βαθυψυχολογίας, τῆς Ψυχοπαθολογίας καὶ τῆς Ἰατρικῆς Ψυχολογίας. (Lafon R., 1991, σελ. 867). Ἡ μελέτη μας αὐτὴ ἐπιδιώκει νὰ δείξει ποιὰ ὑποστήριξη μπορεῖ νὰ προσφέρει ἡ Ψυχολογία στὸν ἀσθενή, τὸν ἄνθρωπο ποὺ ὑποφέρει, ποὺ


εὑρίσκεται στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου μὴ ἠμπορώντας νὰ κάνει διαφορετικά. Στὴν προσπάθειά μας αὐτὴ πολὺ χρήσιμα καὶ ἐποικοδομητικὰ στοιχεῖα ἀντλήσαμε ἀπὸ τὶς ἑξῆς ψυχολογίες: Κλινική, Ἰατρική, Παθολογική, Κοινωνικὴ καὶ Διαφορική, τὰ πορίσματα τῶν ὁποίων τοὺς προσδίδουν ἕνα κατ’ ἐξοχὴν ἀνθρωπιστικὸ καὶ ἐφαρμοσμένο χαρακτήρα. Πολλὰ ἐποικοδομητικὰ στοιχεῖα ἀντλήσαμε ἐπίσης ἀπὸ τὴν Ψυχιατρική, ἡ ὁποία συγγενεύει πολὺ μὲ τὴν Κλινικὴ Ψυχολογία. Ὅσα ἀκολουθοῦν κατανέμονται σὲ τρία ἐπὶ μέρους κεφάλαια. Αὐτὰ εἶναι: α) Ἡ ἀσθένεια καὶ ὁ ἀσθενής. β) Τὸ περιβάλλον τοῦ ἀσθενοῦς. γ) Ὁ ψυχολόγος τοῦ ἀσθενοῦς. Θὰ δοῦμε τὰ ἐπὶ μέρους αὐτὰ θέματα χωριστά. 1. Ἡ ἀσθένεια καὶ ὁ ἀσθενής Ὁ ὅρος ἀσθένεια ἑρμηνεύεται ὡς ἀδυναμία σωματικὴ καὶ ψυχική, ὡς ἔλλειψη σθένους, δυνάμεως, ὡς ἀνικανότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀνταποκριθεῖ στὶς προσωπικές του ἀνάγκες, νὰ λύσει τὰ προβλήματα ποὺ τὸν ἀπασχολοῦν καὶ νὰ προσαρμοσθεῖ ἐπιτυχῶς στὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο ζεῖ. Κάθε ἀσθένεια, νόσος, ἀρρώστια, εἶναι μιὰ νοσηρὴ κατάσταση τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς. Κι αὐτό, γιατὶ οἱ δύο αὐτὲς ὑποστάσεις εἶναι ἀδιασπάστως ἑνωμένες. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνο σῶμα ἤ μόνο ψυχή· δὲν εἶναι μόνο σωματικὸς ἤ μόνο ψυχικός· εἶναι ψυχοσωματικός. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι πᾶσα εὐάρεστη ἤ δυσάρεστη ἐμπειρία του βιώνεται διπλά, δηλαδὴ τὸ θετικὸ ἤ ἀρνητικὸ φορτίο της ἐπωμίζονται τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχή. Ἔτσι, ὁ ἀσθενὴς ποὺ ὑποφέρει σωματικά, ὑποφέρει συγχρόνως καὶ ψυχικά. Ὁ πόνος τοῦ σώματός του γίνεται καὶ πόνος τῆς ψυχῆς του. Εἶναι τοῦτο ἕνα μέγα μυστήριο, γιατὶ ἄν ἔμενε τὸ σῶμα μόνο του, χωρὶς τὴν ἐνδυνάμωσή του ἀπὸ τὴν ἰσχυρὴ ψυχὴ ποὺ κρύβεται μέσα του, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σηκώσει τὸ δυσβάστακτο φορτίο ποὺ τοῦ ἐπισωρεύει κάθε ἀσθένεια, κάθε πόνος. Θὰ ἦταν πάντα ἀσθενής. Ἑρμηνεύοντας τώρα τὸν ὅρο «ἀσθενής», κατὰ τὸν ἁπλούστερο τρόπο, θὰ λέγαμε ὅτι εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει σθένος, δύναμη σωματικὴ καὶ ψυχική, γιὰ νὰ ἀνταποκριθεῖ στὶς προσωπικές του ἀνάγκες. Εἶναι ὁ ἄρρωστος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ ὁποίου ἡ ὑγεία βρίσκεται σὲ κακὴ κατάσταση, σὲ παρατεταμένη ἀδιαθεσία, ἀνικανότητα καὶ κατάπτωση. «Ἡ λέξη ἀσθενὴς ἦταν σὲ εὐρεία χρήση στὸν πεζὸ λόγο, καί, ἐνῶ ἀρχικὰ σήμαινε τὸν φτωχὸ καὶ ἀσήμαντο, ἔπειτα χρησιμοποιήθηκε γιὰ νὰ δηλώσει αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει σημαντικὲς δυνάμεις, τὸν ἀδύναμο, καὶ ἀργότερα κατ΄εὐφημισμὸ τὸν ἄρρωστο». (Λεξικὸ τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας, Ἀθήνα, 2007, Πάπυρος, τόμος 2ος, σελ. 131).


Ὁ ἄρρωστος ἔχει χάσει τὴν ἱκανότητά του γιὰ ἐλεύθερη ζωὴ καὶ δράση. Βαδίζει «τὴν στενὴν τῆς ἀσθενείας ὁδόν, τὰ ἀλγεινὰ αὐτῆς ὑφιστάμενος καὶ ἐν τῷ χαλκείῳ τῶν πόνων δοκιμαζόμενος». Σηκώνει τὸ βαρὺ τῆς σαρκὸς καὶ τῆς ψυχῆς του φορτίο. Μαστιγώνεται, θλίβεται καὶ ὡς «βότρυς ἐν τοῖς ληνοῖς τοῦ πόνου εἰς οἶνον τῆς ὑπομονῆς μεταβάλλεται». Ζεῖ μὲ σύντροφο τὴ μελαγχολία, ὀνειροπολῶν τὴν εὐωδία τῆς χαμένης ὑγείας του, τὴν ὁποία θέλει νὰ ἐπανακτήσει. Αὐτὸ ὄχι μόνο τὸ ἐπιθυμεῖ, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐλπίζει. Αὐτὴ ἡ φυγὴ στὸ παρελθὸν καὶ στὸ μέλλον συνιστᾶ ἕναν ἰσχυρὸ μηχανισμὸ ἄμυνας, μιὰ μορφὴ λύτρωσης τοῦ δοκιμαζόμενου ἐγὼ καὶ τοῦ κλονισμένου χαρακτήρα τοῦ ἀσθενοῦς. Ἡ ἀσθένεια ἐπηρεάζει τὴν ἤδη διαμορφωμένη προσωπικότητα τοῦ ἀτόμου, τὸ ὁποῖο ἀναγκάζεται νὰ ἀναζητήσει νέους τρόπους δράσης. Οἱ τρόποι αὐτοὶ εἶναι πολλοί. Εἶναι τόσοι ὅσα εἶναι καὶ τὰ ἄρρωστα ἄτομα. Γι’ αυτὸ δύσκολα μποροῦν νὰ περιγραφοῦν. Συνήθως εἶναι ἔκδηλη μιὰ ἐπιθετικότητα ἤ μιὰ παθητικότητα. Δὲν εἶναι σπάνιες οἱ περιπτώσεις ποὺ οἱ ἀσθενεῖς ἀποδέχονται τὴν κατάστασή τους, συμβιβάζονται μὲ αὐτὴν καὶ προσπαθοῦν νὰ ξεπεράσουν τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετωπίζουν. Ἀπὸ τὰ προηγούμενα προκύπτει ὅτι οἱ δύο ὅροι ποὺ ἑρμηνεύσαμε, ἀσθένεια καὶ ἀσθενής, εἶναι ἀδελφές. Ὅπου ἀσθένεια, ἐκεῖ καὶ ἀσθενής, ἀλλὰ καὶ ἀντιστρόφως. Ἡ ἐπισήμανση αὐτὴ δὲν εἶναι σχῆμα λόγου, ἀλλὰ μιὰ ἐπιστημονικὴ διαπίστωση ποὺ μᾶς χρειάζεται, γιατὶ ὅταν παρακάτω θὰ ὁμιλοῦμε κάνοντας χρήση τοῦ ἑνὸς ὅρου, αὐτομάτως πρέπει νὰ στρέφουμε τὴ σκέψη μας καὶ στὸν ἄλλο ὅρο, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅσα τὸν συνοδεύουν. Ἡ φύση ἀγαπᾶ τὰ ἀντίθετα, ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι. Οἱ ἀντιθέσεις συμβάλλουν στὴ γνώση καὶ στὴν ἁρμονία ποὺ πηγάζει ἀπὸ αὐτή. Κάθε πράγμα γνωρίζεται ἀπὸ τὸ ἀντίθετό του. «Ἕκαστον ἐκ τοῦ ἀντιθέτου αὐτοῦ γινώσκεται». Αὐτὸ στὴ συγκεκριμένη περίπτωση μεταφράζεται ὡς ἑξῆς: Ἄν κάποιος θέλει νὰ γνωρίσει τὴν ἀσθένειά του, πρέπει νὰ γνωρίσει πρώτα τὴν ὑγεία του. Καὶ ἀκόμα πιὸ ἁπλά : ὅταν κάποιος χάσει τὴν ὑγεία του, τότε μόνο συνειδητοποιεῖ τὸ βάρος ποὺ τοῦ ἐπιφέρει ἡ ἀσθένειά του. Ὁ ὑγιὴς δὲν καταλαβαίνει τόσο τὸν ἄρρωστο, ὅσο ὁ ἄρρωστος καταλαβαίνει τὸν ὑγιή. Ἄς μείνουμε ὅμως λίγο περισσότερο στὴ σύγκριση αὐτή. Ἡ ὑγεία ὁρίζεται ὡς φυσιολογικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπινου ὀργανισμοῦ· ὡς ἡ κατάσταση τῆς πλήρους σωματικῆς, ψυχικῆς καὶ κοινωνικῆς εὐεξίας. Ἑπομένως, ὑγιὴς ἄνθρωπος θεωρεῖται ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἄρτια, φυσιολογικὴ σωματικὴ καὶ ψυχικὴ κατάσταση· αὐτὸς ποὺ βρίσκεται σὲ πλήρη σωματικὴ καὶ ψυχικὴ εὐεξία· εἶναι ὁ γερὸς στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχὴ ἄνθρωπος. (Λεξικὸ τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας, Ἀθήνα, 2007, Πάπυρος, τόμος 12ος, σελ. 301-312).


Ἀπὸ τὰ προηγούμενα ξεχωρίζομε τὴ λέξη «εὐεξία», ἡ ὁποία κατὰ τὴ γνώμη μας ἀντιπροσωπεύει καὶ ἀνακεφαλαιώνει ὅσα μὲ ἄλλες λέξεις προσπαθοῦμε νὰ περιγράψουμε τὴν κατάσταση τοῦ ὑγιοῦς ἀνθρώπου. Εὐεξία σημαίνει τὴν καλὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τὴν εὐρωστία, τὴν ὑγεία, τὴν ἀκμή του, γεγονὸς ποὺ συνεπάγεται καὶ τὴν καλὴ κατάσταση τῆς ψυχῆς. Ἀπὸ τὴν εὐεξία ἐκπηγάζουν πολλὰ ἀνθρώπινα ἀγαθά. Ἀντίθετα, ἡ σωματικὴ καχεξία μπορεῖ νὰ συνεπιφέρει πολλὰ δεινά, πολλὲς ἀσθένειες, πολλὲς ἀρρώστιες. Ἔτσι ἐξηγεῖται τὸ «νοῦς ὑγιὴς ἐν σώματι ὑγιεῖ». Σὲ μιὰ σχετικὴ μικρὴ ἐμπεριστατωμένη μελέτη ἑνὸς θεολόγου διαβάζομε: «Μεγάλο καὶ ἀνεκτίμητο δῶρο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ὑγεία. Νὰ εἶσαι ὑγιὴς καὶ νὰ αἰσθάνεσαι μέσα σου σφρίγος νεανικὸ καὶ ἀκμαῖες τὶς δυνάμεις σου, κι ὅταν ἀκόμη ἡ ἡλικία σου ἔχει προχωρήσει. Νὰ τρέχεις ἀκούραστος παντοῦ, νὰ ταξιδεύεις, νὰ κινεῖσαι ἐλεύθερα καὶ νὰ πηγαινοέρχεσαι ἄνετα ἐδῶ κι ἐκεῖ. Νὰ ἐργάζεσαι μὲ κέφι καὶ ὄρεξη, νὰ ἐκτελεῖς μὲ χαρὰ κάθε δραστηριότητα καὶ νὰ ὁλοκληρώνεις μὲ θαυμαστὴ ἐπιτυχία ὅλα σου τὰ ἔργα, χωρὶς νὰ χρειάζεσαι κάθε τόσο χάπια, ἐνέσεις, ἰατρικὲς ἐξετάσεις. Ἡ ὑγεία, ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἐκτελοῦμε μὲ κάποια ἄνεση ὅλα τὰ βιοποριστικὰ ἀλλὰ καὶ τὰ πνευματικά μας ἔργα, εἶναι μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ πολύτιμο κεφάλαιο τῆς ζωῆς μας». (Παπαγιάννη Χρ., ἀρχιμ., 2007, σελ.3). Δυστυχῶς, αὐτὸ τὸ πολύτιμο κεφάλαιο τῆς ζωῆς τὸ χάνει ὁ ἀσθενής, αὐτὸς ποὺ ἔχει κλονισμένη ὑγεία, αὐτὸς ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ ἱκανοποιήσει τὶς προσωπικές του ἀνάγκες, νὰ λύσει τὰ προβλήματά του καὶ νὰ ἀνταποκριθεῖ στὶς ἀπαιτήσεις τῆς ζωῆς. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὑποφέρει σωματικὰ καὶ ψυχικά, αὐτὸς ποὺ πάσχει ἀπὸ νόσους τοῦ σώματος ἤ τῆς ψυχῆς. Εἶναι αὐτὸς ποὺ πάσχει ἀπὸ χρόνια νοσήματα, ἀπὸ ἐγγενεῖς ἀνωμαλίες καὶ ἀναπηρίες, ποὺ ἔχει ὑποστεῖ ἐγχειρήσεις, ποὺ παραμένει κλινήρης, ποὺ νοσηλεύεται στὸ σπίτι ἤ στὸ νοσοκομεῖο. Αὐτὸς ποὺ ἔχει χάσει τὴν ποιότητα τῆς ὁμαλῆς προτέρας ζωῆς του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνεξαρτησία του. Αὐτὸς ποὺ βιώνει καθημερινὰ τὴ διαφορετικότητα. Αὐτὸς ποὺ αἰσθάνεται μειονεκτικός, ἐλλιπής, μπροστὰ σὲ ἄλλους. Γι’ αὐτὸ συμπεριφέρεται ὡς ἕνα παιδὶ ἐξαρτώμενο ἀπὸ τὸ περιβάλλον του. Ἡ ἀπώλεια τῆς αὐτονομίας, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο ἡ ἰδέα τοῦ θανάτου, δημιουργεῖ πολλὲς δυσκολίες στὸν ἴδιο τὸν ἄρρωστο καὶ τὸ περιβάλλον του. Σύμφωνα μὲ μιὰ λαϊκὴ παροιμία, ἐκεῖνος ποὺ ἔχει χάσει τὴν ὑγεία του ὁμοιάζει μὲ τὸν πιανίστα ἐκεῖνο ποὺ στερήθηκε τὸ πιάνο του καὶ ἀναγκαστικὰ βιώνει τὴ σιωπὴ παρὰ τὶς μουσικὲς ἱκανότητες καὶ δεξιότητές του.


Μεγάλα καὶ δυσεπίλυτα προβλήματα δημιουργοῦν οἱ βαριὲς ἀρρώστιες (καρκίνος, λευχαιμίες, νευροπάθειες κ.ἄ.), οἱ θεραπεῖες τῶν ὁποίων εἶναι μακροχρόνιες ἤ καὶ ἀδύνατες. Ὅ,τι προσφέρεται ἀνήκει μᾶλλον στὸν χῶρο τῆς ἀνακούφισης, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχουν ἐλπίδες θεραπείας. Οἱ ἰατρικὲς φροντίδες σιγά-σιγὰ περιορίζονται καὶ συνεχίζονται μέχρι τέλος οἱ ἀνακουφιστικὲς φροντίδες τῶν ἰατρῶν, τῶν νοσηλευτῶν καὶ τῶν ψυχολόγων. Ὅταν ὁ ἄρρωστος ἐγκαταλείπει τὸν φυσικό του χῶρο, τὸ σπίτι του, καὶ περνᾶ στὸ χῶρο τῆς ἀπομόνωσης ἑνὸς θεραπευτηρίου, βιώνει πολλὰ δυσάρεστα συναισθήματα (λύπη, ἀγωνία, φόβο, ψυχικὴ ἀνορεξία κ.ἄ.), τὰ ὁποῖα τροποποιοῦν τὸν χαρακτήρα του καὶ τὸν καθιστοῦν διαφορετικὸ ἄνθρωπο. Δὲν εἶναι σπάνιες οἱ περιπτώσεις ἐκδήλωσης μιᾶς μορφῆς μεταφορᾶς μὲ τρόπο ἐπιθετικὸ τῶν ὅσων δυσαρέστων βιώνει πρὸς τὰ πρόσωπα ποὺ ἔχουν ἀναλάβει τὴ θεραπεία του. Μπορεῖ ὅμως νὰ συμβεῖ καὶ τὸ ἀντίθετο, δηλαδὴ τὸ πάσχον ἄτομο νὰ περιπέσει σὲ μιὰ κατάσταση μαρασμοῦ, σὲ ἕνα κλείσιμο στὸν ἑαυτό του, μὲ ὅλα τὰ δυσάρεστα ἐπακόλουθα μιᾶς πνευματικῆς ἀναχαίτισης (ἄρνηση ὁμιλίας, ἀνορεξία, ἀπραξία, ἀκινησία, δειλία κ.ἄ.).Τὸ ἄτομο ἐκδηλώνει μιὰ γενικὴ ψυχικὴ ἀδυναμία, ἡ ὁποία δύσκολα ἐξαλείφεται. Ἡ βαριὰ ἀσθένεια ἀσκεῖ δυσμενέστατη ἐπίδραση στὸν πάσχοντα, ἀλλὰ καὶ σ’ἐκείνους ποὺ τὸν φροντίζουν. Ὅλοι δοκιμάζουν στὴν ἀρχὴ ἕνα σόκ, ἀκολουθεῖ ἕνας ἀγώνας κατὰ τῆς ἀσθένειας καὶ ἕπεται ἡ ἀποδοχὴ τῆς προκληθείσης νοσηρῆς κατάστασης. Ὅλοι, ὅμως, πάσχουν, περιμένουν καὶ ἐλπίζουν, ὑφιστάμενοι τὶς ψυχολογικὲς συνέπειες τῶν ἀδυναμιῶν, τῶν ἀποτυχιῶν καὶ τῶν ἐμποδίων ποὺ συναντοῦν στὸ δρόμο πρὸς τὴ θεραπεία. Τὰ καθημερινὰ ἀρνητικά τους βιώματα μπορεῖ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν σὲ μὴ ἐλεγχόμενες καταστάσεις. Αὐτὲς ἐπηρεάζονται πολὺ καὶ ἀπὸ τὴν ἡλικία. Ἔτσι, οἱ ἔφηβοι ἄρρωστοι βιώνουν τὴν κατάστασή τους κατὰ ἕνα ὀξύτερο τρόπο καὶ ἀδυνατοῦν νὰ προσαρμοσθοῦν στὸ φυσικὸ καὶ κοινωνικό τους περιβάλλον ὅπως οἱ μεγαλύτεροι στὴν ἡλικία ἄρρωστοι. Μπορεῖ ἀκόμα νὰ μὴν ὁμιλοῦν καθόλου ἤ νὰ συμπεριφέρονται μὲ ἀρνητικὸ τρόπο, νὰ θέλουν νὰ μένουν ἐντελῶς μόνοι, νὰ μὴ δέχονται τὶς ἐπισκέψεις καὶ τὶς φροντίδες ἄλλων καὶ νὰ θλίβονται, ὅταν βλέπουν στὰ πρόσωπα τῶν ἄλλων ζωγραφισμένη τὴ δική τους ἄσχημη κατάσταση. Πρέπει νὰ ἐπαναλάβουμε ὅτι «ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὄν ψυχοσωματικό· διαθέτει σῶμα καὶ ψυχή. Τὰ δύο αὐτὰ στοιχεῖα εἶναι στενὰ συνδεδεμένα· εὑρίσκονται σὲ ἁρμονικὴ συμφυῒα, τὴν ὁποία καταργεῖ προσωρινὰ ὁ βιολογικὸς θάνατος». (Κρασανάκη Γ., 2014, σελ.15). Τὸ δεδομένο αὐτὸ μᾶς ὑποχρεώνει νὰ δεχθοῦμε ὅτι οἱ ἀσθένειες ποὺ ἀντιμετωπίζει κάθε ἄνθρωπος εἶναι ταυτόχρονα σωματικὲς καὶ ψυχικές. Ἄρα ὁ σωματικὸς


πόνος δὲν παύει νὰ εἶναι καὶ ψυχικὸς πόνος. Στὴν ἐργασία μας αὐτὴ δὲν θὰ ἀναφερθοῦμε στὶς διάφορες παθήσεις τοῦ σώματος, ἔργο ποὺ ἀνήκει σὲ ἄλλους ἐπιστήμονες, ἀλλὰ θὰ παραμείνουμε στὸν χῶρο τῶν ψυχικῶν παθήσεων, τὸν ὁποῖο ὁριοθετεῖ ὁ βασικὸς ἄξονας τῆς μελέτης μας. Λόγος, λοιπόν, γιὰ τὶς ψυχοπάθειες. Ὁ γενικὸς ἐπιστημονικὸς ὅρος «ψυχοπάθειες» τείνει νὰ καλύψει τὶς διαταραχὲς τῶν ἀτόμων ποὺ ἐμφανίζουν μορφὲς συμπεριφορᾶς μὴ ἀποδεκτὲς ἀπὸ τὸ κοινωνικὸ σύνολο. Θὰ τὰ λέγαμε ἄτομα ἀντικοινωνικά, ἄτομα μᾶλλον ἀπορριπτόμενα ἀπὸ τὰ ἄλλα μέλη τῆς κοινωνίας. Πολλοὶ δὲν δέχονται τὸν γενικὸ ὅρο «ψυχοπάθεια», χωρὶς ὅμως νὰ ἀπορρίπτουν τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ τῶν ψυχοπαθῶν ἀτόμων. Δέχονται δηλαδὴ ὅτι ἔχουν κοινὰ κλινικὰ γνωρίσματα καὶ ὅτι πάσχουν ἀπὸ διαταραχὲς ποὺ τὰ καθιστοῦν ἄτομα μεμψίμοιρα, σκοτεινά, παγερά, ἐπιθετικά, προβληματικὰ ἀπὸ ἠθικῆς καὶ κοινωνικῆς ἄποψης, μὴ δυνάμενα νὰ διακρίνουν τὸ ἀληθινὸ ἀπὸ τὸ ψευδές. Οἱ τρόποι ἀντιδράσεώς τους εἶναι πολλοὶ καὶ δύσκολα περιγραφόμενοι. Τρία βασικὰ ἔνστικτα ἀδυνατοῦν νὰ ἀνταποκριθοῦν στὶς ἀνάγκες τους: τὸ ὁμαδικό, τὸ ἀλτρουϊστικὸ καὶ τὸ κοινωνικό. Εἶναι ἄτομα ἀντικοινωνικὰ καὶ ἀνίκανα γιὰ μάθηση, μόλο ποὺ οἱ γνωστικές τους λειτουργίες εἶναι καλές. Δὲν μποροῦν νὰ ἀγαποῦν. Τὰ συναισθήματά τους εἶναι ἐπιφανειακά. Οἱ φαντασιώσεις τους βρίσκονται σὲ ἔξαρση. Ἡ σεξουαλική τους ζωὴ εἶναι φτωχὴ καὶ ἀπρόσωπη. Δὲν ἐμφανίζουν τυπικὲς ψυχονευρωτικὲς τάσεις. Δὲν δείχνουν ὅτι νιώθουν τύψεις ἤ καταθλίψεις. Σπανιότατα ἐκδηλώνουν τάσεις αὐτοκτονίας. Ἡ διάγνωση τῆς ψυχοπάθειάς τους εἶναι δύσκολο ἔργο, ὅμως, ὅσο πιὸ ἐνωρὶς γίνει, τόσο πιὸ εὔκολη θὰ εἶναι ἡ θεραπεία της. Δύσκολα, ἐπίσης, μπορεῖ κανεὶς νὰ κάνει τὴ διάκριση μιᾶς ψυχοπάθειας ἀπὸ μιὰ ψευδοψυχοπάθεια. Παρὰ ταῦτα, ὅπως ἔδειξαν σχετικὲς ἔρευνες, ὑπάρχουν πολλὲς πιθανότητες τὰ ψυχοπαθὴ ἄτομα νὰ βροῦν ἐπαγγελματικὲς διεξόδους σὲ προστατευόμενους χώρους ἐργασίας, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐνσωματωθοῦν στὸ κοινωνικὸ σύνολο, γιατί, ὅπως ὑποστηρίζουν πολλοὶ ψυχοθεραπευτές, ἡ προσωπικότητά τους εἶναι σταθερὰ προσανατολισμένη καὶ μὴ μεταβαλλόμενη. (Ajuriaguerra J.(De), 1974, σελ. 979989). Μερικοὶ ἐπιστήμονες τείνουν νὰ χρησιμοποιοῦν τὸν ἐπίσης γενικὸ ὅρο «ψυχικὴ ἀσθένεια», δηλώνοντας μὲ αὐτὸν ἕνα σύνολο ὑποκειμενικῶν συμπτωμάτων ποὺ περιορίζουν σημαντικὰ τὴ λειτουργία τῆς νοημοσύνης, τῆς ἀντίληψης, τοῦ συναισθήματος καὶ τῆς βούλησης. Τὰ συμπτώματα αὐτὰ ἔχουν συνήθως ἀναγνωρίσιμη ἔναρξη μετὰ ἀπὸ περίοδο φυσιολογικῆς ζωῆς καὶ ἐπηρεάζουν σημαντικὰ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἀτόμου καὶ τὶς σχέσεις του μὲ τὸ περιβάλλον». (Μαδιανοῦ Μ., 2006, σελ. 91). Ἐπίσης, «εἶναι δεδομένο ὅτι ἕνα ποσοστό, ἕως 25% τοῦ πληθυσμοῦ,


παρουσιάζει ἔντονα συμπτώματα ἄγχους, κατάθλιψης ἤ σωματικὰ ὑποκειμενικὰ ἐνοχλήματα, γιὰ τὰ ὁποῖα ἕνα μικρὸ ποσοστὸ ἀναζητᾶ βοήθεια συνήθως ἀπὸ γιατροὺς μὴ ψυχιάτρους. Καὶ στὴ χώρα μας, ὅπως εἶναι γνωστό, μιὰ σειρὰ ἐπιδημιολογικῶν ἐρευνῶν ἀπέδειξε ὅτι περίπου τὸ ¼ τοῦ γενικοῦ πληθυσμοῦ περιστασιακὰ ἀναφέρει σημαντικὸ ἀριθμὸ ψυχοσωματικῶν ἐνοχλημάτων καὶ καταθλιπτικῶν συμπτωμάτων». (Μαδιανοῦ Μ., 2006, σελ. 522). Βέβαιο εἶναι ὅτι κάθε ἄτομο κινεῖται μεταξὺ ὑγείας καὶ ἀσθένειας. Καὶ ἡ μὲν ὑγεία τοῦ δημιουργεῖ εὐάρεστα συναισθήματα, ἡ δὲ ἀρρώστια δυσάρεστα καὶ μάλιστα πόνο. Ὁ πόνος εἶναι ἕνα πολυσύνθετο καὶ μὲ ἔντονο ὑπαρξιακὸ χρῶμα ἀρνητικὸ συναίσθημα τὸ ὁποῖο διεγείρει, ἀφυπνίζει καὶ προβληματίζει τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι, κατὰ κάποιο τρόπο, τὸ βαρόμετρο ποὺ δείχνει τὴν ψυχικὴ στάθμη τοῦ ἀτόμου ποὺ πονᾶ, ποὺ ὑποφέρει. (Κρασανάκη Γ., 2007, σελ. 9). Τὴ σπουδαιότητά του ἀναγνωρίζουν πολλοὶ ἐπιστήμονες, οἱ ὁποῖοι τὸ ἐντάσσουν στὸ πλαίσιο τῶν ἐρευνητικῶν τους ἐνδιαφερόντων. Ὅσα συμπεράσματα βλέπουν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας συνιστοῦν πολύτιμους ὁδηγοὺς στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ πόνου καὶ τὴν ἀνακούφιση τῶν ἀσθενῶν. Ὁ πόνος τοῦ ἀρρώστου εἶναι συγχρόνως ὀργανικός, κοινωνικὸς καὶ ψυχολογικός. Ὁ ὀργανικὸς πόνος, ὁ πόνος τοῦ σώματος, ἀντανακλᾶ σ’ὅλη τὴ ζωὴ τοῦ πάσχοντος. Ὁ κοινωνικὸς πόνος σχετίζεται μὲ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ πάσχοντος ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμα, τοὺς φίλους καὶ τὸ κοινωνικὸ περιβάλλον. Ὁ ψυχολογικὸς πόνος δημιουργεῖ φόβους, φοβίες, ἄγχος, ἀγωνία, ἔλλειψη χαρᾶς, χαμηλὴ αὐτοεκτίμηση, ἀπομόνωση, ἀπελπισία. Ὅποιος κι ἄν εἶναι ὁ πόνος δὲν παύει νὰ ἀνήκει στὶς μεγάλες θλίψεις καὶ στὰ σκληρὰ βάσανα ποὺ μαστίζουν τὴ ζωὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὸ ἐννοοῦσαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι λέγοντες «τέρας εἴ τις διαπαντὸς τοῦ βίου ηὐτύχησεν», δηλαδὴ εἶναι παράδοξο πράγμα ἕνας ἄνθρωπος νὰ πέρασε ὅλη του τὴ ζωὴ εὐτυχισμένος. Ἄρα, ἡ θλίψη καὶ τὰ βάσανα εἶναι σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ μαζὶ μὲ τὸν ἄρρωστο ποὺ πάσχει καὶ λειώνει στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου συμπάσχει καὶ ὅλη ἡ οἰκογένειά του, ἰδίως ἡ μάννα τοῦ σπιτιοῦ. (Φραγκοπούλου Ἀθ., 2007, σελ. 7-10). Δὲν ὑπάρχει ἀσθένεια ποὺ νὰ μὴν προκαλεῖ θλίψη καὶ πόνο, συναισθήματα ποὺ πνίγουν καὶ στραγγαλίζουν τὸ ἄτομο. Ἡ στενοχώρια, ὅποια κι ἄν εἶναι ἡ αἰτία της, ἀποδιοργανώνει τὴν ἀνθρώπινη προσωπικότητα, δημιουργεῖ ἀνασφάλεια καὶ ἄλλα δυσάρεστα συναισθήματα. Αἰτία ὅλων αὐτῶν μπορεῖ νὰ εἶναι οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ καὶ τὸ ἴδιο τὸ πάσχον ἄτομο. Ὁ ἄρρωστος σκέπτεται πάντοτε τὸ μέλλον του καὶ διερωτᾶται συνεχῶς τί τὸν περιμένει, ποῦ μπορεῖ νὰ στηριχθεῖ. Φοβάται γιὰ τὴν ἐξέλιξη


τῆς κατάστασής του καὶ γιὰ τὸ τέλος τῆς δοκιμασίας του.Ἡ δοκιμασία ποὺ περνᾶ ἀλλάζει τοὺς ρυθμοὺς καὶ τὴν ποιότητα τῆς ζωῆς του, καθὼς καὶ ἐκείνη τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειάς του (πατέρα, μητέρας, συζύγου, παιδιῶν καὶ ἀδελφῶν) . Ὅλοι οἱ μελετητὲς τοῦ συναισθήματος αὐτοῦ μᾶς βεβαιώνουν ὅτι ὁ πόνος, σωματικὸς καὶ ψυχικός, εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς μεγάλες θλίψεις, ἀπὸ τὰ πιὸ σκληρὰ βάσανα ποὺ μαστίζουν τὴ ζωή μας. Ὑπάρχουν περιπτώσεις ἀσθενειῶν εὔκολες καὶ περιπτώσεις δύσκολες. Οἱ πρῶτες ξεπερνιοῦνται γρήγορα, ὁπότε τὸ ἄτομο ξαναβρίσκει τὸ φυσιολογικὸ ρυθμὸ τῆς ζωῆς του. Οἱ δεύτερες ὅμως χρειάζονται περισσότερο χρόνο, μεγάλη ὑπομονὴ καὶ πολλὲς θυσίες, γιατὶ ἀλλοιώνουν τὴν ὑγεία καὶ δημιουργοῦν κακὲς μορφὲς λειτουργίας τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς. Γενικὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἀσθένεια, ὅποια κι ἄν εἶναι, τροποποιεῖ, μεταβάλλει καὶ ἀλλοιώνει ὁλόκληρο τὸν ψυχοσωματικὸ ὀργανισμό. Τὸ μέγεθος καὶ ἡ βαρύτητα τῶν ἐπιφερομένων ἀλλαγῶν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν ἡλικία καὶ τὸν χαρακτήρα τοῦ πάσχοντα, ἀπὸ τὴ διάρκεια τῆς ἀσθένειας καὶ ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ περιβάλλοντος στὸ ὁποῖο ζεῖ τὸ ἄτομο. Βέβαιο εἶναι ὅτι ὅλοι οἱ ἀσθενεῖς στενοχωροῦνται, θλίβονται καί, πολλὲς φορές, ἀπελπίζονται, χάνουν τὴν πίστη στὸν ἑαυτό τους, στὴν ἐπιστήμη καὶ στὸν Θεό. Μερικοί, ἐλάχιστοι εὐτυχῶς, μηδενίζουν τὴν ὕπαρξή τους καὶ φθάνουν στὸ ἔσχατο σημεῖο ἀπόγνωσης, τὴν αὐτοκτονία, πράξη ἠθικά, κοινωνικά, ψυχολογικὰ καὶ θεολογικὰ καταδικαστέα, ὅσο κι ἄν μερικοὶ τὴ θεωροῦν ὡς μέσο λυτρώσεως τοῦ πάσχοντος ἀτόμου. Ἡ αὐτοκτονία δὲν λύνει τὸ πρόβλημα, ἀλλὰ ὁδηγεῖ στὴν καταστροφὴ ὄχι μόνο τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ αὐτόχειρα. Βέβαιο ὅμως εἶναι ὅτι ὅποιος προβαίνει στὴν πράξη αὐτὴ εἶναι ἄρρωστος καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ ἔχει τύχει μιᾶς ἔγκαιρης καὶ ἔγκυρης ψυχολογικῆς ὑποστήριξης. Ὁ πόνος δὲν ἔχει μόνο φυσικὲς διαστάσεις, ἀλλὰ καὶ ψυχολογικές, μάλιστα δὲ καὶ μεταφυσικές. Συνήθως τὸ πάσχον ἄτομο βλέπει μόνο τὸν πόνο του καὶ ὄχι τὸ ποῦ μπορεῖ νὰ ὁδηγηθεῖ ἀπὸ αὐτόν. Δὲν βλέπει τὶς ἀρνητικὲς ἀλλὰ καὶ τὶς θετικές του συνέπειες. Ὁμοιάζει, λέγει ἕνας σύγχρονος ψυχολόγος, μὲ τὸν σκύλο ποὺ βλέπει μόνο τὸ δάκτυλο τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τοῦ δείχνει κάποια τροφή, ἀλλὰ δὲν βλέπει τὴν ἴδια τὴν τροφή. Δὲν ἀποκλείεται μάλιστα ὁ σκύλος νὰ τοῦ δαγκώσει καὶ τὸ δάκτυλο. Ἔτσι, ὁ ἄρρωστος μπορεῖ νὰ μένει μόνο στὴν ἀρρώστια του, στὸν πόνο του, νὰ πνίγεται μέσα στὴν ἀπελπισία του, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ ἰδεῖ τὸ καλὸ ποὺ μπορεῖ νὰ προκύψει ἀπὸ τὴ δοκιμασία ποὺ περνᾶ. (Κρασανάκη Γ., 1994, σελ. 2327).


Βέβαια, μιὰ τέτοια ὑψηλὴ θεώρηση τῆς ἀρρώστιας καὶ τοῦ πόνου ποὺ πηγάζει ἀπὸ αὐτὴν προϋποθέτει δυνάμεις τὶς ὁποῖες δὲν διαθέτουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἀπαιτεῖ ἀνθρώπινη ὑπέρβαση μὲ διαστάσεις καὶ γνωρίσματα ὄχι μόνο ψυχολογικὰ ἀλλὰ καὶ μεταφυσικά. Αὐτὴ τὴν ὑπέρβαση μόνο σὲ ἀνθρώπους ἐμφορούμενους ἀπὸ ὑψηλὰ θρησκευτικὰ καὶ ἐθνικὰ ἰδανικὰ μποροῦμε νὰ συναντήσουμε. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ πέραν ἀπὸ τὸν πόνο βλέπουν τὰ ἀγαθὰ ποὺ μποροῦν νὰ τοὺς ὠφελήσουν καὶ νὰ τοὺς βοηθήσουν νὰ ὑπεραναπληρώσουν ὅσα ὁ πόνος καὶ ἡ ἀσθένεια τοὺς στέρησαν. Τὸ κέρδος αὐτὸ δύσκολα μποροῦν νὰ ἐκτιμήσουν καὶ νὰ ἀναζητήσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Εἶναι δύσκολο νὰ πονᾶς καὶ νὰ λέγεις: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Ὁ ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης (1906-1991) ἔλεγε: «Εὐχαριστῶ τὸν Θεό, ποὺ μοῦ ἔδωσε πολλὲς ἀρρώστιες, (ἔμφραγμα μυοκαρδίου, χρονία νεφρικὴ ἀνεπάρκεια, ἕλκος δωδεκαδακτύλου, χειρουργηθέντα καταρράκτη, ἕρπητα ζωστῆρα στὸ πρόσωπο, σταφυλοκοκκικὴ δερματίτιδα στὸ χέρι, βουβωνοκήλη, χρονία βρογχίτιδα, ἀδένωμα τῆς ὑποφύσεως στὸ κρανίο). Πολλὲς φορὲς τὸ λέω : «Χριστέ μου, ἡ ἀγάπη Σου δὲν ἔχει ὅρια ! ». Τὸ πῶς ζῶ εἶναι θαῦμα. Μέσα στὶς ἄλλες μου ἀρρώστιες ἔχω καὶ καρκίνο στὴν ὑπόφυση. Πονάω πολύ, ὑποφέρω, ἀλλὰ εἶναι πολὺ ὡραία ἡ ἀρρώστια μου. Τὴν αἰσθάνομαι ὡς ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Κατανύγομαι καὶ εὐχαριστῶ. Δὲν προσεύχομαι νὰ μὲ κάνει ὁ Θεὸς καλά. Προσεύχομαι νὰ μὲ κάνει καλό. Θὰ ἀφήσω τὸν Θεὸ νὰ κανονίσει. Πολλὴ ὠφέλεια ἔχομε ἀπὸ τὶς ἀσθένειες, ἀρκεῖ νὰ τὶς ὑπομένουμε χωρὶς γογγυσμὸ καὶ νὰ δοξάζομε τὸν Θεόν, ζητώντας τὸ ἔλεός Του. Πρέπει νὰ θέλουμε νὰ περιφρονήσουμε τὴν ἀσθένεια». (Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, 2006, σελ. 473-480). Τὸ ζωντανὸ αὐτὸ παράδειγμα ἐπιβεβαιώνει ὅσα προαναφέραμε γιὰ τὴ δύναμη ποὺ ἔχει ἡ ὑπέρβαση καὶ γιὰ τὸν εὐεργετικὸ ρόλο ποὺ μπορεῖ νὰ παίξει στὴν ἀντιμετώπιση τῆς ἀσθένειας. Ἡ ψυχικὴ αὐτὴ δύναμη καθιστᾶ τὸν πάσχοντα ὑπερβατικό, δηλαδὴ ἱκανὸ νὰ ὑπερβαίνει τὴ δυσάρεστη κατάσταση ποὺ βιώνει, νὰ πηγαίνει πάνω καὶ πέρα ἀπὸ αὐτὴν καὶ νὰ αὐτοθεραπεύεται, νὰ γίνεται καλύτερος καὶ νὰ ἀπολαμβάνει ὑγείας καὶ χαρᾶς. Ὁ ἀσθενὴς ποὺ ὑπερβαίνει τὸν πόνο του καθίσταται ἱκανὸς νὰ πιστεύσει ὅτι οἱ δοκιμασίες καὶ τὰ τραύματά του τὸν εὐεργέτησαν, ὅτι τοῦ ἔφεραν καλὸν πνευματικὸ καρπό, ὅμοιο μὲ τὸ καθαρὸ ἀλεύρι ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὶς μυλόπετρες ποὺ συνθλίβουν τὸ σιτάρι. Δὲν θὰ ὑπερβάλαμε, λοιπόν, ἄν λέγαμε ὅτι ἡ ὑπερβατικὴ κατάσταση τοῦ πάσχοντος ἀτόμου καθιστᾶ τὴν ἀσθένειά του ὑπρβατή, δηλαδὴ δυνάμενη νὰ ξεπερασθεῖ. Κι αὐτὸ δὲν εἶναι λίγο· εἶναι τὸ πᾶν· εἶναι τὸ ποθούμενο ὑψηλὸ ἀγαθό, ἡ ὑγεία.


Ἕνα ἄλλο ζωντανὸ παράδειγμα εἶναι ἐκεῖνο τοῦ μακαριστοῦ ἁγιορείτου Γέροντος μοναχοῦ Μωυσέως (1952-2014), ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε βαθὺς γνώστης τοῦ πόνου, διότι δοκιμάστηκε πολὺ στὴν ἐπίγεια ζωή του. Εἶχε κάνει δώδεκα ἐγχειρήσεις, ἀκόμα δὲ καὶ μεταμόσχευση ἥπατος.Ἔλαβε συνολικὰ πενήντα ὧρες νάρκωση. Ὑποβλήθηκε σὲ πολλὲς ἰατρικὲς ἐξετάσεις καὶ ἔλαβε πολλὰ φάρμακα. Ποτὲ ὅμως δὲν ἔπαυσε νὰ θεωρεῖ τὴν ἀσθένεια καὶ τὸν πόνο ὡς εὐλογία Θεοῦ καὶ ὡς μέγα κέρδος. Ἐνεργῶν ὡς ἄριστος ψυχοθεραπευτὴς καὶ χριστιανὸς διδάχος, ὑποστήριξε γραπτῶς καὶ προφορικῶς τὸ πνευματικό του πιστεύω γιὰ τὴν ἀσθένεια, τὸν ἀσθενὴ καὶ τὸν πόνο. Οἱ συμβουλές του ἀποτελοῦν αἰώνιες ὑποθῆκες. Γρὰφει μεταξὺ πολλῶν ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «Τὸ θέμα τῆς ἀσθένειας παραμένει πάντοτε ἐπίκαιρο. Πολλοὶ οἱ ἀσθενεῖς στὰ σπίτια, στὰ νοσοκομεῖα, στοὺς δρόμους. Εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀσθενεῖς καὶ οἱ δικοί μας ἄνθρωποι. Σήμερα ἐμεῖς, αὔριο ἄλλοι καὶ τὸ ἀντίθετο. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος δίχως πόνο. Ὁ πόνος φαίνεται νὰ ἔχει μία κυρίαρχη θέση στὴ ζωή. Κτυπᾶ ἀδιακρίτως ὅλες τὶς πόρτες, ὅλες τὶς ὧρες, πλουσίων, φτωχῶν, νέων, ἡλικιωμένων, μορφωμένων, ἀμόρφωτων, ὅλων. Σμιλεύει καὶ τελειοποιεῖ τὸν ἄνθρωπο. Μᾶς βοηθᾶ νὰ γνωρίσουμε τὰ βάθη μας. Δίχως πόνο ὁ ἄνθρωπος θὰ ἦταν σκληρὸς καὶ ἀκατέργαστος. Ὁ πόνος γεννᾶ τὰ δάκρυα καὶ τὰ δάκρυα τὴν κάθαρση. Καθαρίζει τὸν ἄνθρωπο, τὸν δυναμώνει, τὸν μεταμορφώνει καὶ τὸν κάνει ἐλεύθερο, τὸν ἁγιοποιεῖ. Ὁ πόνος βοηθᾶ τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ νὰ μὴν πνιγεῖ στὴν καθημερινότητα. Ὁ ψυχικὸς πόνος εἶναι μιὰ κραυγὴ τῆς ψυχῆς γιὰ βοήθεια. Εἶναι ἡ μυστικὴ γέφυρα ποὺ μεταφέρει τὸν ἄνθρωπο σὲ μία ἄγνωστη ἀλλὰ ἐπιθυμητὴ ὄχθη. Ἡ γέφυρα αὐτὴ μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ξεπέρασμα τοῦ ἑαυτοῦ μας, τῆς δειλίας μας, τῆς ὀκνηρίας μας, τῆς ἀδιαφορίας ἤ τῆς φιλαυτίας μας. Τὰ δάκρυα ποτίζουν τὰ εὐώδη ἄνθη τῆς κατάνυξης, τῆς συντριβῆς, τῆς εὐλάβειας, τῆς εὐσέβειας, τῆς εὐλογίας. Ἀδελφέ, ἄν ὁ πόνος σ’ ἕκανε συμπονετικό, κέρδισες· ἄν ἡ ἀσθένεια σ’ ἔφερε νὰ θυμᾶσαι πιὸ πολὺ τὸν οὐρανό, εἶσαι εὐλογημένος καὶ μακάριος· δίχως πόνο ἔχεις πολλὲς κατακτήσεις, ἀλλὰ ὄχι ἀληθινὲς γνώσεις. Κέρδος, λοιπόν, ἡ ἀσθένεια γιὰ μένα, μὰ καὶ γιὰ τὸν καθένα». (Μωυσέως Μοναχοῦ Ἁγιορείτου, 1990 σελ. 20-29 καὶ 2008 σελ. 10-17). Καὶ ὅλα αὐτὰ γιατὶ «ὁ ἐν ἀσθενείᾳ παιδεύων εἶναι ὁ ἰαμάτων ἔχων τὸ μέγα ἔλεος». Αὐτὴ ἡ λεπτομερὴς ψυχολογικὴ περιγραφὴ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνει οὔτε καὶ ἀπὸ τὸν καλύτερο κλινικὸ ψυχολόγο. Κι αὐτό, γιατὶ δὲν εἶναι μιὰ ψυχρὴ ἐπιστημονικὴ ἀξιολόγηση, ἀλλὰ μιὰ ἑρμηνεία βιωματικῶν καταστάσεων. Δὲν ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἀσθένεια ἕνας οὐδέτερος ἐρευνητής, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ πάσχον ἄτομο, ὁ ἄνθρωπος ποὺ σήκωσε ἐπὶ ἔτη πολλὰ τὸ βαρὺ φορτίο τῶν πολλῶν του ἀσθενειῶν.


Τὸ νὰ ὑποφέρει κανεὶς τοὺς πόνους καὶ τὰ βάσανά του ἀγογγύστως θεωρεῖται μεγάλη ἀρετὴ ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅσοι σκέπτονται διαφορετικὰ ἀδικοῦν τὸν ἑαυτό τους, γιατὶ χάνουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ θὰ τὸ κάνομε σαφέστερο μεταφέροντας ἐδῶ τὴν ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε κάποτε ὁ ἁγιορείτης Γέροντας Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης σὲ μιὰ κυρία, ποὺ τοῦ ἔγραφε τὰ παράπονά της γιὰ τὰ βάσανά της.Τῆς ἀπάντησε μὲ τὰ ἑξῆς μεστὰ περιεχομένου λόγια: «Μοῦ γράφεις ὅτι ἔχεις πολλὰ βάσανα. Καὶ ἐγὼ σοῦ λέγω τόσο τὸ καλύτερο γιὰ τὴν ψυχή σου! Ὁ Θεὸς ποὺ σοῦ δίδει αὐτὰ τὰ βάσανα γνωρίζει ὅτι τόσα βαστάζεις, σὲ τόσα ἀντέχει ἡ ψυχή σου. Ἄν σοῦ δώσει περισσότερα θὰ πέσεις. Ἄν σοῦ δώσει ὀλιγότερα βάσανα σὲ ἀδικεῖ ἀπὸ τὸν αἰώνιο μισθό, ἀπὸ τὴν αἰώνια χαρά».(Βοϊνέσκου Ν., 2013, σελ. 203). Κι ἀκόμα, «οἱ Πατέρες διδάσκουν ὅτι δὲν συμφέρει τὸν ἄνθρωπο ποὺ θέλει νὰ ζήσει πνευματικὴ ζωὴ νὰ ἔχει καλὴ ὑγεία. Γιατὶ οἱ δοκιμασίες τὸν ἑνώνουν περισσότερο μὲ τὸν Θεό. Ἡ πίστη μᾶς κάνει Χριστιανούς, ἡ ζωὴ μᾶς ἀναδεικνύει, οἱ δοκιμασίες μᾶς τελειοποιοῦν. Γι’αὐτὸ ὅλοι σχεδὸν οἱ Ἅγιοι δοκιμάστηκαν ἀπὸ φοβερὲς ἀσθένειες. Ἄν καταλαβαίναμε τὶ χάρη ἀποταμιεύουμε ἀπὸ τὸν πόνο τῶν δοκιμασιῶν, δὲν θὰ γογγύζαμε, ἀλλὰ θὰ δοξολογούσαμε τὸν Θεό». (Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πέτρας καὶ Χερρονήσου, 2014, σελ.28 καὶ 34). Ὥστε, λοιπόν, σύμφωνα μὲ τὴ χριστιανικὴ ἑρμηνεία τοῦ πόνου καὶ ὅσων τὸν συνοδεύουν, ὅλα πρέπει νὰ τείνουν ὄχι πρὸς τὴν προσωρινὴ χαρά, ἀλλὰ πρὸς τὴν αἰώνια πνευματικὴ χαρά. Ἡ ἑρμηνεία αὐτή, ὅσο κι ἄν φαίνεται ὅτι ἀφορᾶ μόνο τοὺς πιστοὺς ἀνθρώπους, ψυχολογικὰ ἑρμηνευόμενη δὲν παύει νὰ συνιστᾶ ἕναν ἰσχυρὸ μηχανισμὸ ἄμυνας τοῦ προσβαλλόμενου ἐγὼ ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς. Τὴν εὐεργετικὴ δράση τῆς πίστης στὸν Θεὸ ὑποστήριξαν καὶ ὑποστηρίζουν πολλοὶ ψυχίατροι καὶ ψυχολόγοι. Ἕνας μάλιστα ἀπὸ αὐτούς, ὁ Viktor Frankl (1905-1997), τοῦ ὁποίου ἡ θεωρία καὶ ἡ πρακτικὴ ἄνοιξαν νέους ἐπιστημονικοὺς ὁρίζοντες στὴν ψυχοθεραπεία, ὑποστήριξε ὅτι ὁ πιστὸς ψυχοθεραπευτὴς εἶναι ὁ πιὸ κατάλληλος γιὰ τὸ δύσκολο αὐτὸ ἔργο. Στόχος τῶν ἐνεργειῶν του εἶναι ἡ σωτηρία σώματος καὶ ψυχῆς. Πιὸ συγκεκριμένα, τὸ ἔργο τοῦ ἱερέως, τοῦ πνευματικοῦ, εἶναι συγχρόνως καὶ ἔργο ψυχοθεραπευτικό. Στὸν ἱερέα, λέγει Frankl, προσέφευγαν κατὰ τὸ παρελθὸν οἱ ψυχικῶς πάσχοντες καὶ σ’αὐτὸν πρέπει νὰ προσφεύγουν καὶ σήμερα, σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀπελπίζονται εὔκολα καὶ χάνουν τὸ νόημα τῆς ἀπόλαυσης τῆς χαρᾶς τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. (Frankl V., 1970, σελ. 81, καὶ Κρασανάκη Γ., 2011, σελ. 23). Καὶ ὁ ὑπαρξιστὴς φιλόσοφος Soren Kierkegaard (1813-1855), πλέον κατηγορηματικὸς γιὰ τὴ δύναμη τῆς πίστεως, ἔλεγε ὅτι, καὶ ὅταν ἀκόμα ἡ


παραφροσύνη μὲ κυριεύσει, ἡ ἀγάπη μου πρὸς τὸν Θεὸ θὰ μποροῦσε νὰ σώσει τὴν ψυχή μου. (Frankl V., 1970, σελ.111). Φαίνεται, λοιπόν, καθαρὰ ὅτι ἡ πίστη καὶ ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν Θεὸ μπορεῖ νὰ θεραπεύσει τὸν πάσχοντα ἄνθρωπο. 2. Τὸ περιβάλλον τοῦ ἀσθενοῦς Ὁ ὅρος «περιβάλλον» εἶναι κοινὸς σὲ πολλὲς ἐπιστῆμες. Τὸν χρησιμοποιοῦν τόσο οἱ φυσικὲς ὅσο καὶ οἱ ἀνθρωπιστικὲς ἐπιστῆμες. Φυσικά, καθεμία ἀπὸ αὐτὲς τοῦ δίδει τὴν ἑρμηνεία ποὺ ἀνταποκρίνεται στὶς ἀπαιτήσεις τοῦ ἐρευνητικοῦ της πλαισίου. Καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ φυσικό. Ἔτσι, διαφορετικὴ βαρύτητα θὰ δώσει στὸ περιβάλλον ἕνας γεωπόνος καὶ διαφορετικὴ ἕνας ἰατρός. Στὴν περίπτωσή μας, ἡ βαρύτητα πέφτει στὶς ἐπιδράσεις ποὺ ἀσκεῖ τὸ περιβάλλον στὸν ἀσθενή. Ἄρα εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ τοῦ δώσουμε τὴν ἀνάλογη ἑρμηνεία. Ποιὸ εἶναι, λοιπόν, τὸ περιβάλλον τοῦ ἀσθενοῦς καὶ ποιὰ εἶναι ἡ ἐπίδρασή του στὸ πάσχον ἄτομο; Αὐτὸ εἶναι τὸ θέμα μας. Κατὰ μία γενικὴ ἑρμηνεία τοῦ ὅρου, περιβάλλον εἶναι τὸ σύνολο τῶν φυσικῶν καὶ κοινωνικῶν στοιχείων τὰ ὁποῖα συγκροτοῦν τὸν χῶρο μέσα στὸν ὁποῖο ἀναπτύσσεται ὁ ἄνθρωπος. Ὁ χῶρος αὐτὸς μπορεῖ νὰ προσφέρεται ὁ ἴδιος σὲ ὅσους ζοῦν μέσα σὲ αὐτόν, ἀλλὰ βιώνεται διαφορετικὰ ἀπὸ τὸν καθένα. Ἔχομε, λοιπόν, τόσα περιβάλλοντα ὅσοι εἶναι καὶ οἱ ἄνθρωποι. Κάθε ἄνθρωπος βιώνει τὸ δικό του περιβάλλον, ἐπηρεάζεται ἀπὸ αὐτό, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐπηρεάζει. Εἶναι ὁ δικός του βιωματικὸς χῶρος. (Κρασανάκη Γ., 2003, σελ. 95-99). Στὴν περίπτωση τῶν ἀσθενῶν ἔχομε τόσα περιβάλλοντα ὅσα εἶναι καὶ τὰ ἴδια τὰ πάσχοντα ἄτομα. Χρειάζεται, ἑπομένως, ἰδιαίτερη ἐξέταση καὶ μελέτη ἡ συμπεριφορὰ καθενὸς ἀπὸ αὐτά. Μελετώντας κάθε ἄρρωστο χωριστά, μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε καὶ τὴ σχέση του μὲ τὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο ζεῖ. Ἄν αὐξήσουμε τὸ δεῖγμα τῆς ἔρευνάς μας, ἐξετάζοντας πολλὲς περιπτώσεις ἀσθενῶν κάτω ἀπὸ ὁρισμένες ἀνεξάρτητες μεταβλητές, μποροῦμε νὰ φθάσουμε σὲ ἀξιόλογα ἐποικοδομητικὰ συμπεράσματα. Αὐτό, ὅμως, ὅπως εἶναι φυσικό, προϋποθέτει ἐμπειρικὴ μακροχρόνια ἔρευνα, ἡ ὁποία στὰ στενὰ πλαίσια τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς δὲν μπορεῖ νὰ γίνει. Ἐδῶ θὰ κάνουμε λόγο γιὰ τὶς ἐπιδράσεις ποὺ ἀσκεῖ γενικὰ τὸ περιβάλλον ἐπὶ τῶν ἐντὸς αὐτοῦ νοσηλευομένων ἀρρώστων. Θὰ παρουσιάσουμε μιὰ προβληματική μὲ βάση τὰ ἤδη γνωστὰ ἐπιστημονικὰ δεδομένα. Περιορίζοντας, ὅμως, ἀκόμα περισσότερο τὸ ἔργο μας, λέμε ὅτι θὰ ἐξετάσουμε τὴ σχέση τοῦ ἀρρώστου μὲ τὸ ἀνθρώπινο περιβάλλον του. Ἡ σχέση αὐτὴ δὲν εἶναι ἁπλή, μονοσήμαντη, ἀλλὰ πολυσήμαντη, ἀφοῦ προσδιορίζεται ἀπὸ τὴ


δράση ὅλων τῶν ἐμπλεκομένων στὴ θεραπεία τοῦ ἀρρώστου προσώπων. Τὰ πρόσωπα αὐτὰ εἶναι πολλά. Πρωταρχικό, ὅμως, ρόλο παίζουν τὰ ἄτομα τῆς οἰκογένειας τοῦ ἀρρώστου, τὸ ἰατρικὸ καὶ νοσηλευτικὸ προσωπικό, καὶ ὁ ψυχολόγος. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἄτομα ἔχουν ἕναν καὶ τὸν αὐτὸν σκοπό. Θέλουν νὰ ὑποστηρίξουν, νὰ βοηθήσουν, νὰ παρηγορήσουν, νὰ ἐνισχύσουν τὸν ἄρρωστο, νὰ περιορίσουν τὸν πόνο του καὶ νὰ συμβάλουν στὴ θεραπεία του, ὥστε νὰ ἐπανέλθει στὴν προτέρα ὑγιεινή του κατάσταση, καὶ νὰ ἀναλάβει τὶς ἐπαγγελματικές του δραστηριότητες. Ἐπιθυμοῦν νὰ κάνουν τὸν ἄρρωστο νὰ πιστεύσει ὅτι δὲν εἶναι μόνος, ἀλλὰ ὅτι ἔχει δίπλα του ἀνθρώπους ποὺ ἐνδιαφέρονται γι’ αὐτόν, συμπάσχουν μ’αὐτὸν καὶ θέλουν νὰ τοῦ συμπαρασταθοῦν κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο, ἀρκεῖ ὁ ἴδιος νὰ τοὺς ἀποδεχθεῖ καὶ νὰ συνεργασθεῖ μὲ αὐτούς. Σ’αὐτοὺς ὅλους τὴν πρώτη θέση κατέχουν τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας τοῦ ἀσθενοῦς (σύζυγος, γονεῖς, παιδιά, συγγενεῖς, φίλοι κ.ἄ.), οἱ ἰατροί, οἱ νοσηλευτὲς καὶ οἱ ψυχολόγοι. Συνδετικὸς κρίκος ὅλων αὐτῶν πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄρρωστο συνάνθρωπο. Εἶναι βέβαιο ὅτι ὅσοι διακονοῦν τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς βοηθοῦν νὰ ἄρουν τὸν σταυρό τους ἐπιτελοῦν τὸ καθῆκον τῆς ἀγάπης καὶ εὐαρεστοῦν τὸν Θεό. (Κασιανῆς Μοναχῆς, 2008, σελ. 180). Ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη φέρνει τὸν ἕνα ἄνθρωπο κοντὰ στὸν ἄλλο, ἀλλὰ καὶ τοὺς δύο κοντὰ στὸ Θεό. Ὅποιος βοηθᾶ τὸν πάσχοντα συνάνθρωπό του βιώνει τὴν ὑπερβατικότητα, δηλαδὴ τὴν ψυχικὴ ἐκείνη κατάσταση ποὺ ἀπογειώνει τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἀνυψώνει καὶ τὸν φέρνει κοντὰ στὸν Δημιουργό. Πρόκειται γιὰ τὴ βιωμένη ἀγάπη, ἡ ὁποία «οὐδέποτε ἐκπίπτει», δηλαδὴ παραμένει πάντα βεβαία καὶ ἰσχυρή. Ὁ ψυχολόγος πρέπει νὰ ὑποστηρίζει μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις τὸ «θεραπευτικὸ περιβάλλον» τοῦ ἀσθενοῦς. Μὲ τὸν ὅρο αὐτὸ ἐννοοῦμε «τὸ περιβάλλον ποὺ δίνει ἄνεση καὶ ἐλευθερία στὸν ἄρρωστο γιὰ ἔκφραση τῶν συναισθημάτων καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν του καὶ τὸν βοηθᾶ στὴ στήριξη ὑγιῶν τρόπων συμπεριφορᾶς». (Ραγιᾶς, Ἀ., 2009, σελ. 44). Ὁ ψυχολόγος εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πρόσωπα ποὺ δημιουργοῦν τὴν ὑποστηρικτικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ ἀσθενοῦς. Δὲν εἴμαστε ἁρμόδιοι νὰ ὁμιλήσουμε γιὰ τὸ ἔργο τῶν ἰατρῶν καὶ τῶν νοσηλευτῶν. Αὐτὸ θὰ τὸ κάνουν ἄλλοι. Ἐμεῖς ἕνα μόνο τοὺς λέμε: Ἀγαπήσατε τὸν ἄρρωστο καὶ θεωρήσετέ τον ὡς ἀδελφό σας, ἀφοῦ εἶναι παιδὶ τοῦ ἴδιου οὐράνιου Πατέρα· συμπληρῶστε τὶς ὑποθῆκες ποὺ σᾶς δίδαξε ὁ Ἱπποκράτης μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ περὶ ἀγάπης πρὸς τοὺς «ἀδελφοὺς ἡμῶν τοὺς ἐλαχίστους»· ὑπερβῆτε ἑαυτούς, προσφέροντες ὅ,τι καλύτερο στὸν πάσχοντα ἄνθρωπο, καὶ νὰ εἶστε βέβαιοι ὅτι τὶς ἐλλείψεις θὰ ἀναπληρώσει ὁ ἴδιος ὁ Δωτήρ τῆς ζωῆς, ὁ Χριστός.


Γιὰ τὸ ἔργο τοῦ ψυχολόγου θὰ κάνουμε λόγο σὲ ἑπόμενο κεφάλαιο. Μένομε τώρα στὸ ἔργο τῶν μελῶν τοῦ οἰκογενειακοῦ καὶ φιλικοῦ περιβάλλοντος τοῦ ἀσθενοῦς. Τὸ ἔργο αὐτὸ εἶναι κατ’ ἐξοχήν ὑποστηριστικό, ἀνακουφιστικό, ἐνθαρρυντικό. Ὅσοι τὸ ἀναλαμβάνουν πιστεύουν ὅτι ἡ οἰκογένεια εἶναι τὸ φυσικὸ πρωτοβάθμιο κέντρο ψυχικῆς ὑγείας, μέσα στὸ ὁποῖο μποροῦν νὰ ἐπιτευχθοῦν ἡ πρόληψη τῆς ἀρρώστιας, ἡ ἀποκατάσταση, ἡ διατήρηση καὶ ἡ προαγωγὴ τῆς ὑγείας. (Ραγιᾶς Α., 2009, σελ. 366). Δὲν χωρεῖ καμία ἀμφιβολία ὅτι κανεὶς ἄλλος παράγοντας ἀνάπτυξης καὶ ἀγωγῆς τοῦ ἀνθρώπου δὲν διαθέτει μεγαλύτερη δύναμη ἀπὸ ἐκείνη τῆς οἰκογένειας. Ἡ δύναμή της πηγάζει ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ φύση της καὶ τὸν ὑψηλὸ προορισμό της. Αὐτὴ ἀναλαμβάνει ἀνιδιοτελῶς τὴν ὑποστήριξη τοῦ ἀναπτυσσόμενου ἀνθρώπου καὶ τὴν ὁμαλὴ προοδευτική του ἔνταξη στὸ ὀργανωμένο κοινωνικὸ σύνολο. Χωρὶς αὐτὴν τὰ μέλη τῆς κοινωνίας θὰ ἦταν ἀσθενή, καχεκτικά, ἀδύνατα, γιατὶ θὰ εἶχαν στερηθεῖ τὴν ἀναντικατάστατη καὶ πλούσια σὲ πνευματικὲς βιταμίνες οἰκογενειακὴ τροφή, κύριο συστατικὸ τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ἀγάπη. Χωρὶς ἀγάπη τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας δὲν θὰ συγκροτοῦσαν μιὰ ἰσόρροπη ἁρμονικὴ ὁμάδα, ἀλλὰ ἕνα ἑτερόκλητο ἄθροισμα ἀνθρώπων διαφορετικοῦ φύλου καὶ διαφορετικῶν ἡλικιῶν. Μόνο ἡ ἀγάπη ἐμψυχώνει καὶ προάγει. Χωρὶς αὐτὴν καμία οἰκογένεια δὲν μπορεῖ νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν ὑψηλὴ ἀποστολή της. (Κρασανάκη Γ., 2003, σελ. 103-104). Καὶ ὅταν ἔλθουν δύσκολες ὧρες, δυστυχίες, βάσανα, ἀρρώστιες καὶ πόνοι, αὐτὴ θὰ δράσει ὡς σωτήρια εὐεργετικὴ δύναμη. Ἄλλωστε, αὐτὸς εἶναι ὁ θεῖος προορισμός της. Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ ἀγαπᾶ καὶ τὸν ἄνθρωπο. «Πᾶς ὁ ἀγαπῶν τὸν γεννήσαντα ἀγαπᾶ καὶ τὸν γεγεννημένον» (Α΄Ἰω.ε΄1). Οἱ δύο αὐτὲς ἀγάπες δὲν χωρίζονται. Μία εἶναι ἡ ἀγάπη, ὁ Θεός. Ἡ οἰκογένεια δὲν ἀγαπᾶ μόνο τὰ ὑγιὰ μέλη της, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο καὶ τὰ ἀσθενή. Τὰ πρῶτα εἶναι αὐτοκίνητα, δὲν χρειάζονται μεγάλη ὑποστήριξη στὴν ἀναπτυξιακή τους πορεία, ἐνῶ τὰ δεύτερα εἶναι ἑτεροκίνητα, δηλαδὴ ἄτομα χρήζοντα ἄμεσης βοήθειας στὸν ἐπίγειο ἀγώνα τους γιὰ ἐπιβίωση. Ἀλήθεια, τί θὰ γινόταν ἕνα νοητικῶς καθυστερημένο παιδὶ χωρὶς τὴν ὑποστήριξη τῶν γονέων του; Τί θὰ γινόταν ἕνας ἄρρωστος κατάκοιτος στὸ σπίτι ἤ στὸ νοσοκομεῖο χωρὶς τὴν ἄγρυπνη καθημερινὴ φροντίδα τῶν μελῶν τῆς πατρικῆς του οἰκογένειας; Ἡ οἰκογένεια δὲν μπορεῖ νὰ ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὰ ἄρρωστα μέλη της, γιατὶ τὰ αἰσθάνεται ὡς σάρκα ἐκ τῆς σαρκός της καὶ ὡς ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων της. Ὅταν ἕνα μέλος τῆς οἰκογένειας πάσχει, ὅλα τὰ ἄλλα μέλη συμπάσχουν. Ἔτσι, ὁ μοιρασμένος πόνος γίνεται μισός, ὅπως ἡ μοιρασμένη χαρὰ γίνεται διπλή, κατὰ τὴ λαϊκὴ ἔκφραση. Σὲ περίπτωση ἀσθένειας ἑνὸς προσώπου τῆς οἰκογένειας, ὅλα τὰ ἄλλα μέλη της


εὐαισθητοποιοῦνται ἀμέσως, καθένα βέβαια μὲ τὸ δικό του τρόπο. Ὁ ρόλος τῆς οἰκογένειας σὲ πρίπτωση ἀνακύψασας ἀσθένειας εἶναι ποικίλος, γιατὶ κάθε μέλος της δραστηριοποιεῖται διαφορετικά. Ὅσα ἄτομα ἔχομε, τόσες μορφὲς δράσης ἔχομε. Ἔτσι ὁ πόνος βιώνεται διαφορετικὰ ἀπὸ τὰ ἐνδοστρεφὴ ἄτομα καὶ διαφορετικὰ ἀπὸ τὰ ἐξωστρεφή. Ὁ τρόπος καὶ ὁ βαθμὸς τῆς δράσης ἀλλάζει, ἀλλὰ ὁ σκοπὸς παραμένει ὁ ἴδιος. Ὅλοι λένε: πρέπει νὰ βοηθήσουμε τὸν ἄρρωστό μας. Ζώντας μὲ τὸν ἄρρωστο τὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς του, δὲν παύουν νὰ τὸν ὑποστηρίζουν καὶ νὰ ἐνισχύουν τὴν προσπάθειά του γιὰ ὑπέρβαση τῆς κατάστασής του. Ἡ προσφορά τους ἀπὸ ἀνακουφιστικὴ ἀποβαίνει τελικὰ θεραπευτική. Ὁ ἄρρωστος ἀντλεῖ δυνάμεις ἀπὸ τὴν εὐεργετικὴ καὶ ἀγαπητικὴ δράση τῶν ὑγιῶν ἀτόμων ποὺ τὸν περιβάλλουν καὶ αὐξάνει τὴν τάση του γιὰ αὐτοθεραπευτικὴ ὑπέρβαση τῆς ὀδυνηρῆς του κατάστασης. Ἀντίθετα, ἄν ἔχει δίπλα του συνεχῶς μόνο τοὺς ἐπαγγελματίες θεραπευτές, ἡ χαρὰ τῆς θεραπείας θὰ καθυστερήσει νὰ ἔλθει. Οἱ οἰκογενειακοὶ αὐτοὶ ὑποστηρικτές, ζώντας κοντὰ στὸν ἀσθενή, κινητοποιοῦν ὅλες τὶς δυνάμεις τους, γιατὶ ἔχουν νὰ κάνουν πολλά. Κύριο ἔργο τους εἶναι ἡ ἀνακούφιση καὶ ἡ θεραπεία τοῦ ἀρρώστου. Στὸ ἔργο αὐτὸ ἀφιερώνουν μέγα μέρος τῆς ἐνεργητικότητάς τους. Ζοῦν ἐπὶ ὧρες, ἡμέρες, μῆνες ἤ ἀκόμα καὶ ἐπὶ ἔτη κοντὰ στὸν πάσχοντα, τὸ ἀγαπημένο τους πρόσωπο, τὸ ὁποῖο δὲν θέλουν νὰ ἀφήσουν μόνο ἤ νὰ τὸ ἐμπιστευθοῦν σὲ ξένα πρόσωπα. Γίνονται, ἔτσι, ὁ συνδετικὸς κρίκος τοῦ ἀρρώστου μὲ τοὺς θεράποντες καὶ τοὺς νοσηλευτές του, τοὺς ὁποίους διευκολύνουν στὸ δύσκολο ἔργο τους. Ἐπιβλέπουν συνεχῶς τὸν ἄρρωστο, παρακολουθοῦν μὲ ἄγρυπνο μάτι τὴν ἐξελικτικὴ πορεία τῆς ἀσθένειάς του, προλαμβάνουν δυσάρεστες καταστάσεις καὶ κρίσεις, ρυθμίζουν τὸ παρεχόμενο διαιτολόγιό του, ἐποπτεύουν τὴν ὀρθὴ χρήση τῶν λαμβανομένων φαρμάκων, καθιστοῦν εὐχάριστη τὴ μοναξιά του καὶ γεμίζουν τὸ χρόνο του μὲ μηνύματα ἀγάπης καὶ φιλίας. Ὁ ρόλος αὐτὸς τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειας πρὸς τὸ πάσχον ἄτομο δὲν ἀρκεῖ νὰ εἶναι ἀγαπητικός, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι καὶ ρεαλιστικός. Ἀγαπῶ δὲν σημαίνει χαϊδεύω, ἀλλὰ ὑπηρετῶ. Ἡ προσφερόμενη ὑπηρεσία πρὸς τὸν ἄρρωστο πρέπει νὰ εἶναι προϊὸν συνεργασίας καὶ ὄχι πράξη ἐπιβαλλόμενη. Διαφορετικὰ κάθε ὑποστήριξη θὰ ἀποτύχει. Ὁ ἄρρωστος πρέπει νὰ ἀποτελεῖ τὸν κύριο μοχλὸ τοῦ ὅλου ὑποστηρικτικοῦ ἔργου. Ἄν τὸ οἰκογενειακὸ περιβάλλον ἀγνοήσει τὴν ἀρχὴ αὐτὴ καὶ προσπαθήσει νὰ ἐπιβάλει μορφὲς ζωῆς ξένες πρὸς τὶς πραγματικὲς ἀνάγκες τοῦ ἀρρώστου, θὰ ἀποτύχει. Ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ βοηθήσουν τὸν ἄρρωστο πρέπει νὰ ξέρουν ὅτι δὲν μποροῦν νὰ ἐλέγχουν ὅλες τὶς πράξεις του, ὅλες τὶς μορφὲς τῆς συμπεριφορᾶς του, γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ κάνουν ὅ,τι εἶναι ἀνθρωπίνως δυνατό. Γιὰ


τὶς ἀδυναμίες καὶ τὶς τυχὸν παραλείψεις τους κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τοὺς ψέξει. Μόνο ἡ συνείδησή τους ἔχει λόγο ἐδῶ. Τύψεις πρέπει νὰ αἰσθάνονται μόνο ἄν ἀρνήθηκαν στὸν ἄρρωστό τους τὶς ὑπηρεσίες τους, ἀκόμα καὶ ὅταν οἱ ἀπαιτήσεις του ἦταν ὑπερβολικὲς καὶ ἀντίθετες μὲ τὶς ἱκανότητες καὶ τὶς διαθέσεις τῶν ἰδίων, καὶ πολὺ περισσότερο ὅταν ἡ κατάσταση τοῦ ἀσθενοῦς εἶναι πολὺ βαριά. Κάθε προσφορὰ πρὸς τὸν ἄρρωστο πρέπει νὰ τοῦ δημιουργεῖ ἱκανοποίηση, εὐφορία, εὐεξία καὶ χαρά. Ἡ παρουσία τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειας πρέπει νὰ τὸν κάνει εὐτυχισμένο. Οἱ ἀπογοητεύσεις του πρέπει νὰ περιορίζονται ἤ καὶ νὰ μηδενίζονται. Αὐτὸ θὰ γίνει μὲ τὴν εὐχάριστη καθημερινὴ διάθεση τῶν οἰκείων του, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἐνθάρρυνση τοῦ ἀρρώστου νὰ ἀναλάβει μόνος του τὴν ὑποστήριξή του. Ἡ σκέψη του πρέπει νὰ δρᾶ ἐλεύθερα, ἐποικοδομητικὰ καὶ ὄχι πιεστικά. Οἱ ἄλλοι πρέπει νὰ ὁμιλοῦν γιὰ τὴ βελτίωση τῆς κατάστασής του καὶ νὰ ἐπαινοῦν τὴν πρόοδο τῶν προσπαθειῶν ποὺ καταβάλλει γιὰ ἔξοδο ἀπὸ τὸ δυσάρεστο κλίμα τῆς ἀρρώστιας του, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ ζήσει ἀνεξάρτητα, αὐτόνομα καὶ ὑπεύθυνα. Αὐτὸς πρέπει νὰ εἶναι ὁ κύριος στόχος ὄχι μόνο τῶν φροντιστῶν του ἀλλὰ καὶ τοῦ ἰδίου. Οἱ συμβουλὲς τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειας πρὸς τὸν ἄρρωστο ἄνθρωπό τους πρέπει νὰ εἶναι κατὰ τὸ μᾶλλον ἤ ἧττον ὅμοιες μὲ ἐκεῖνες ποὺ δίδονται σὲ ὑγιὰ ἄτομα. Ἔτσι, ὁ ὑποστηριζόμενος ἀσθενὴς παίρνει θάρρος, γιατὶ διαπιστώνει ἐμπράκτως ὅτι δὲν τὸν ξεχωρίζουν ἀπὸ τὰ ὑγιὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς του, ἀλλὰ καὶ ὅτι οἱ συμβουλὲς ποὺ τοῦ δίδονται ἀποσκοποῦν στὸ νὰ τὸν ἐπαναφέρουν σύντομα στὴν κατάσταση τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὸν φροντίζουν, δηλαδὴ νὰ τὸν κάνουν ἀπόλυτα ὑγιή. Αὐτὸ θὰ ἔλθει πολὺ πιὸ γρήγορα, ἄν ὁ ἄσθενὴς ζεῖ μαζὶ μὲ ὑγιεῖς καὶ ἀκολουθεῖ ὅσο μπορεῖ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τους. Εὐνόητο εἶναι ὅτι μπορεῖ νὰ συμβεῖ καὶ τὸ ἀντίθετο, ἄν ὁ ἀσθενὴς εἶναι ἀπομεμονωμένος ἤ καὶ ξεχασμένος ἀπὸ τὰ προσφιλή του πρόσωπα. Τὸ ψυχολογικὸ αὐτὸ πνεῦμα ἑρμήνευε ἄριστα μία ἄρρωστη καὶ κατάκοιτη γραία μητέρα, ἡ ὁποία, ὅταν ἔβλεπε δίπλα της τὸν γιό της, παίρνοντας θάρρος, τοῦ ἔλεγε: «Ὅλος ὁ κόσμος νά ‘ναι ἐδῶ καὶ μιὰ ψυχὴ νὰ λείπει,/ μαῦρος μοῦ φαίνεται ὁ οὐρανὸς καὶ σκοτενὸ τὸ σπίτι». Λόγια πόνου ἀλλὰ καὶ αἰσιοδοξίας. Ὅσο καταβεβλημένος κι ἄν εἶναι ὁ ἄρρωστος, δὲν παύει νὰ ἐλπίζει ὅτι θὰ ζήσει. Ἡ ἐλπίδα, καὶ ὅταν ἀκόμα δὲν ἐκδηλώνεται μὲ λόγια, δὲν σβήνει. Εἶναι μιὰ δύναμη αἰσιοδοξίας καὶ προσδοκίας γιὰ κάτι καλό, ποθούμενο καὶ ἐρώμενο. Εἶναι ἡ δύναμη ποὺ ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ βιούμενο πραγματικὸ στὸ ἀγαπώμενο ἐπιθυμητό, αὐτὸ ποὺ θεωρεῖται καλύτερο. Εἶναι ἡ δύναμη ποὺ ἐνισχύει τὸν ἄρρωστο καὶ τὸν μεταθέτει σὲ σφαῖρες ὑψηλότερες, σὲ κόσμους ἀπαλλαγμένους πόνων καὶ περιπε-


τειῶν. Εἶναι μιὰ μορφὴ διαρκοῦς ἐνδόμυχης προσευχῆς ποὺ ἐμψυχώνει καὶ ἀνυψώνει τὸ ἄτομο. Εἶναι μιὰ ἰσχυρὴ κινητήρια δύναμη, μιὰ ὑγιὴς μορφὴ ὀνειροπόλησης, ποὺ ἀναπληρώνει ἐλλείψεις καὶ ἐνεργοποιεῖ τὸ πάσχον ἄτομο. Αὐτὴ ἡ ἄδηλη καὶ κρυφὴ δύναμη δὲν χωρίζεται ἀπὸ τὴ ζωή. Αὐτὴ φωτίζει τὸ μέλλον, διανοίγει τὴν προοπτικὴ τῆς ζωῆς καὶ κάνει δυνατὴ τὴ σωστὴ τοποθέτηση τοῦ ἀνθρώπου μέσα σ’αὐτή. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ παύει νὰ ἐλπίζει οὐσιαστικὰ παύει καὶ νὰ ζεῖ. Ἐκεῖνος ποὺ ἐξαφανίζει τὴν ἀρετὴ αὐτὴ ἀπὸ τὴ ζωή του καὶ παραδίδεται στὴν ἀπελπισία, σκοτώνει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Τόση μεγάλη δύναμη ἔχει ἡ ἐλπίδα. (Μαντζαρίδη Γ., 2000, σελ. 224-225). Αὐτὴ τὴ σωτήρια δύναμη πρέπει νὰ ἐνισχύουν συνεχῶς στὸν ἄρρωστο τὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς του, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ θεράποντές του. Ἡ καταπολέμηση τῆς ἀπελπισίας τοῦ ἀρρώστου εἶναι σωτήρια πράξη. Ἡ Ἁγία Γραφὴ ἐντάσσει τὴν ἐλπίδα στὴν ἠθικὴ τριάδα τῶν συνεργαζομένων ἀρετῶν. Λέγει: «Πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη» (Α΄Κορ. ιγ΄13). Αὐτὸ εἶναι τὸ τρίπτυχο τῆς χριστιανικῆς τελειότητας, τὸ ὁποῖο ἀναλύουν καὶ προβάλλουν στοὺς πιστοὺς ὡς γνώμονα ζωῆς οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τὴν ἐλπίδα, γιὰ τὴν ὁποία κάνομε λόγο ἐδῶ, θεωροῦν ὁμοούσια τῆς πίστεως καὶ συνεργὸ αὐτῆς στὴν ἄσκηση. Χωρὶς τὴν ἐλπίδα ὁ ἄνθρωπος «οὐ δύναται ὑπομένειν τὰς θλίψεις, οὔτε τὸ φορτίον καὶ τὴν στενὴν ὁδὸν ἀναδέξασθαι». Αὐτὸς ποὺ ὑποφέρει πρέπει νὰ λέγει: «Ἐὰν σήμερον οὐκ ἐλυτρώθην, αὔριον λυτροῦμαι». (Πόποβιτς Ἰουστίνου, 1992, σελ. 89). Δίπλα στὴν ἐλπίδα στέκεται καὶ μία ἄλλη θεόσδοτη ἀρετή, ἡ ὑπομονή, τὴν ὁποία πρέπει νὰ διαθέτει κάθε ἄρρωστος καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς δοκιμασίας του. Ὑπομονὴ εἶναι ἡ δύναμη ἐκείνου ποὺ μπορεῖ νὰ περιμένει, νὰ μὴ βιάζεται, νὰ μὴ χάνει τὴν ψυχραιμία του, νὰ ἀνέχεται καταστάσεις, προσδοκώντας τὸ καλύτερο. Ὑπομονὴ εἶναι ἡ ἐγκαρτέρηση, ἡ καρτερία, ἡ καρτερικότητα, ἡ ἄκαμπτη ἀντοχὴ καὶ ἡ σταθερὴ ἠθικὴ στάση μπροστὰ στοὺς πόνους καὶ στὶς δύσκολες καταστάσεις τῆς ζωῆς. Ὑπομονετικὸς ἤ καρτερικὸς ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ποὺ δέν κάμπτεται μπροστὰ στὶς δυσκολίες. Πρόκειται γιὰ ἕνα θεῖο δῶρο, γιὰ μιὰ μεγάλη ἀρετή, τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ ἀναπληρώσει καμμιὰ ἄλλη ἀνθρώπινη ψυχικὴ λειτουργία. Εἶναι πράγματι μιὰ λειτουργία τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ποὺ βοηθᾶ τὸν ἄνθρωπο νὰ λύνει ἐπιτυχῶς τὰ προκύπτοντα προβλήματα κατὰ τὴν κοινωνική του δράση. Ὁ ὑπομονετικὸς ἄνθρωπος πάντα κερδίζει, γιατὶ διαθέτει γενναία ψυχή, δὲν ἀγχώνεται, δὲν ἀγωνιᾶ. Ὁ ἀντιθέτως δρῶν, αὐτὸς ποὺ διαθέτει ἀδύνατη ψυχή, αὐτὸς ποὺ χάνει τὴν ὑπομονή του, βαρυγκομᾶ, ἀναστατώνεται καὶ θλίβεται ἀπαρηγόρητα.


Ὁ ἄρρωστος, γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὰ ἀγαθὰ τῆς ὑπομονῆς, πρέπει νὰ ἐνισχυθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν ὑποστηρίζουν, μάλιστα δὲ ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῆς οἰκογένειάς του. Ὅλοι αὐτοί, καὶ καθένας μὲ τὸν δικό του τρόπο, πρέπει νὰ κάνουν τὸ ἄτομο ποὺ ὑποφέρει, περνώντας ἀτέλειωτες ὧρες μέσα στὸ νοσοκομεῖο ἤ στὸ σπίτι, νὰ πιστεύσει ὅτι χωρὶς ὑπομονὴ δὲν θὰ ἐπιτύχει τὸ ποθούμενο, δὲν θὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς θλίψεώς του. Καθημερινὰ πρέπει νὰ τὸν ἐνισχύουν μὲ τὴ φράση: «Ὑπομονή, ἀδελφέ μου, ἐδῶ εἶμαι μαζί σου, μαζὶ σηκώνομε τὸ φορτίο τοῦ πόνου σου». Ἄν μάλιστα ὁ ἄρρωστος εἶναι καὶ πιστὸς χριστιανὸς μποροῦν νὰ τοῦ λέγουν: «Δι’ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τὸν τελειωτὴν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν». (Ἑβρ.ιβ΄1-2). Καὶ ἡ μετάφραση: «Ἄς τρέχωμεν μὲ ὑπομονὴν τὸν ἀγῶνα, ποὺ προβάλλει ἐμπρός μας. Καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ ἄς μὴ στρέφωμεν τὰ βλέμματά μας καὶ τὴν προσοχήν μας παρὰ μόνον εἰς τὸν Ἰησοῦν, ποὺ εἶναι ἀρχηγὸς καὶ θεμελιωτὴς τῆς πίστεώς μας καὶ μᾶς τελειοποιεῖ εἰς αὐτήν.» (Τρεμπέλα Π., 1974. σελ. 922). Αὐτὸν τὸν κανόνα τήρησαν οἱ ἅγιοι καὶ οἱ μάρτυρες τῆς πίστεώς μας, καὶ ἔφθασαν σὲ ὕψη τελειότητος. Ἕνας μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς γενναιότατους ἀθλητὲς τῆς καρτερίας καὶ ἀλύγιστους ἀδάμαντες τῆς ὑπομονῆς, ὁ ὁποῖος πρόσφατα ἀνακηρύχθηκε ἅγιος, ὁ Νικηφόρος ὁ λεπρός, ἐπὶ 52 συνεχὴ ἔτη μὲ θάρρος καὶ ὑπομονὴ κράτησε ὑψηλά, πολὺ ὑψηλά, τὸν ἰδικό του σταυρό, θεωρώντας τὴν ἀσθένειά του ὡς εὔνοια τοῦ οὐρανοῦ καὶ προσωπικὴ κλήση τοῦ ἀγωνοθέτου Χριστοῦ. (Σίμωνος Μοναχοῦ, 2012, σελ., 18). Αὐτὴ ἡ μακροχρόνια ἰώβειος ὑπομονή του τὸν ἐξήγνισε καὶ τὸν ἀνέδειξε φίλο Χριστοῦ καὶ θαυματουργὸ σύγχρονο ἅγιο. Στὴν περίπτωσή του βρῆκαν ἐφαρμογὴ τὰ θεόπνευστα λόγια τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως, ὁ ὁποῖος σὲ ἐπιστολή του πρὸς πνευματικά του τέκνα, τὸ ἔτος 1905, ἔγραφε: «Αἱ δοκιμασίαι παρακολουθοῦνται ὑπὸ τῆς πνευματικῆς χαρᾶς. Ὁ Κύριος προσέχει ἐπὶ τοὺς ὑπομένοντας τὰς δοκιμασίας καὶ τὰς θλίψεις διὰ τὴν Αὐτοῦ ἀγάπην. Μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία μηδὲ δειλιάτω, ὅτι ὁ Θεὸς μεθ’ ἡμῶν ἐστιν». Εὐστόχως, λοιπόν, ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ.κ.Βαρθολομαῖος σὲ πρόσφατο κείμενό του χαρακτηρίζει τὴν ὑπομονὴν «μυστήριον καὶ μεγίστην ἀρετὴν διὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ διὰ πάντας τοὺς χριστιανούς». (Ἡμερολόγιον-Ἑορτολόγιον ἔτους 2015, Ἱερὰ Μονὴ Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους, σελ. 3). Ἡ ἐνίσχυση τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς ὑπομονῆς τοῦ ἀρρώστου ἐντάσσονται σὲ ἕνα εὐρύτερο πλαίσιο τῶν ἀνακουφιστικῶν φροντίδων ποὺ ἀναλαμβάνουν διάφορα οἰκεῖα πρόσωπα, γιὰ νὰ βελτιώσουν τὸν τρόπο τῆς ζωῆς του.


Σὲ τὶ συνίστανται ὅμως αὐτὲς οἱ ἀνακουφιστικὲς φροντίδες; Τί σημαίνει αὐτὸς ὁ γενικὸς ὅρος; Πρέπει νὰ τὸν καταστήσουμε σαφέστερο. Οἱ ἀνακουφιστικὲς φροντίδες εἶναι ἐνέργειες ἐξατομικευμένες, σκόπιμες, δραστικές, συνεχεῖς, ὑπεύθυνες καὶ ἀγαπητικές, ποὺ στοχεύουν στὴν ἄμβλυνση τοῦ πόνου καὶ ὅλων τῶν συναφῶν δυσάρεστων συναισθημάτων ποὺ βιώνει τὸ πάσχον ἄτομο. Εἶναι δράσεις ἀσκούμενες σὲ ὅλες τὶς φάσεις τῆς ἀσθένειας καὶ τῆς θεραπείας τοῦ ἀρρώστου, μὲ στόχο μιὰ καλύτερη ποιότητα ζωῆς καὶ δράσης. Πρόκειται γιὰ ὑπεύθυνες ἐνέργειες εὐμένειας καὶ ἀνθρωπισμοῦ, οἱ ὁποῖες φέρουν τὰ οἰκεῖα πρόσωπα πολὺ κοντὰ στὸν ἄρρωστο, ἐργάζονται ὑπέρ αὐτοῦ, ἱκανοποιοῦν τὶς ἀνάγκες του, τὸν ἀνακουφίζουν, ἐνισχύουν τὴν αὐτόνομη δράση του, αὐξάνουν τὸ πεσμένο αὐτοσυναίσθημά του καὶ δημιουργοῦν συνθῆκες γιὰ μιὰ καλύτερη μορφὴ ζωῆς. Εὐνόητο εἶναι ὅτι τὸ ἔργο αὐτὸ εἶναι δύσκολο καὶ ἀπαιτεῖ μεθόδους λογικές, ἀποτελεσματικὲς καὶ ἄμεσης ἐφαρμογῆς. Προπάντων ὅμως ἀπαιτεῖ ἱκανὰ πρόσωπα γιὰ νὰ σηκώσουν τὸ βάρος του. Ὑποστηρίζεται ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἀναλαμβάνει τὴν ὑποστήριξη ἑνὸς ἀσθενοῦς ἐπωμίζεται μεγάλο φορτίο. Ἀντιμετωπίζοντας καταστάσεις ἀσυνήθεις, δύσκολες ἤ καὶ ἀθεράπευτες, ὁ φροντιστὴς τοῦ ἀρρώστου εὑρίσκεται μπροστὰ σὲ μιὰ πρόσκληση, ἀλλὰ καὶ σὲ μιὰ πρόκληση. Καλεῖται νὰ ἀναλάβει τὸ ἔργο τῆς ὑποστήριξης τοῦ ἀρρώστου ἤ νὰ τὸ ἀποποιηθεῖ, ἔστω καὶ ἄν πρόκειται γιὰ προσφιλές του πρόσωπο, προφασιζόμενος ὅτι πρόκειται γιὰ ἔργο ποὺ ὑπερβαίνει τὶς δυνάμεις του. Ἔτσι, ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν ἄρρωστό του, ἀναθέτοντας τό ἔργο αὐτὸ σὲ ἄλλο πρόσωπο, ἐνῶ ἐκεῖνος ἀναλαμβάνει μόνο τὴν ὑψηλὴ ἐποπτεία, ἀνταποκρινόμενος μόνο στὶς οἰκονομικὲς δαπάνες νοσηλείας καὶ περίθαλψης. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀποφασίζουν εὐχαρίστως νὰ ἐμπλακοῦν σὲ ποικίλες δράσεις ἀνακούφισης καὶ θεραπείας τοῦ προσφιλοῦς τους προσώπου. Αὐτοὶ εἶναι οἱ «καλοὶ Σαμαρεῖτες» ποὺ ἀναλαμβάνουν τὶς ποικίλες ὑποστηρικτικὲς φροντίδες ἀκόμη καὶ μὴ συγγενικῶν τους προσώπων, καὶ μάλιστα ἀφιλοκερδῶς. Εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἐφαρμόζουν πιστὰ τὴν εὐαγγελικὴ ἐντολή: «ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με», μὲ τὴν πίστη ὅτι ἡ προσφορά τους μεταφέρεται ἀπ’εὐθείας στὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ποὺ εἶπε: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε», (Ματθ. κε΄ 40). Καὶ τέτοια παραδείγματα ἔχομε πολλά. Ἔλεγε μία εὐσεβὴς κυρία: «Ἔχω ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψή μου καὶ περιποιοῦμαι καθημερινὰ δύο ἀσθενεῖς γριοῦλες, τὴν πεθερά μου, ποὺ μένει στὸ σπίτι μου, καὶ μία γειτόνισσά μου στὸ διπλανὸ σπίτι, ἡ ὁποία δὲν βλέπει τὰ παιδιά της παρὰ μόνο ὡς διερχομένους «ὑψηλοὺς ἐπισκέπτες». Ἀλλὰ καὶ ἕνα ἀκόμα συγκλονιστικὸ παράδειγμα. Μιὰ φοιτήτρια τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς ἀσκοῦσε κάθε


βράδυ τὸ ἐρασιτεχνικὸ ἐπάγγελμα τῆς ἀποκλειστικῆς νοσηλεύτριας, ὑπηρετώντας κατάκοιτους ἐγκαταλελειμμένους ἀσθενεῖς στὰ νοσοκομεῖα, καὶ τὸ πρωὶ ἀναλάμβανε τὴν ἐκπλήρωση τῶν φοιτητικῶν καθηκόντων της. Ἀδιαφορώντας γιὰ τοὺς ἀδιάφορους συγγενεῖς, μένομε σ’ἐκείνους ποὺ ἀναλαμβάνουν εὐχαρίστως νὰ φροντίζουν τὰ ἄρρωστα μέλη τῆς οἰκογένειάς τους. Πρόκειται γιὰ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴ ζεστὴ καρδιά, μὲ τὰ φιλάνθρωπα αἰσθήματα καὶ τὴν ἄδολη ἀγάπη, ἡ ὁποία ξέρει νὰ φροντίζει, νὰ ὑπηρετεῖ, νὰ προσφέρει καὶ νὰ ὑπομένει τὰ πάντα, χωρὶς νὰ ἀναμένει καμία ἀνταμοιβή. Εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ «δὲν ζητώ τὰ αυτός». Οἱ φροντιστὲς τῆς κατηγορίας αὐτῆς ἐπωμίζονται ἕνα ἔργο βαρὺ καὶ δύσκολο· ἕνα ἔργο ποὺ ἀπαιτεῖ πολὺ χρόνο καὶ πολλὲς δυνάμεις. Δὲν πρόκειται γιὰ ἕνα ἁπλὸ ἐποπτικὸ ἔργο, ἀλλὰ γιὰ μιὰ οὐσιαστικὴ συμπαράσταση τοῦ ἀσθενοῦς, γιὰ ἔλεγχο ὅλων τῶν μορφῶν τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἱκανοποίηση τῶν ποικίλων ἀναγκῶν του. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ζεῖ κανεὶς συνεχῶς μὲ ἕναν ἄρρωστο. Πρόκειται γιὰ ἄθλο καὶ γιὰ θυσία πολλῶν προσωπικῶν ἀγαθῶν. Ὑποστηρίζοντας ἕναν ἀσθενή, παρηγορώντας τον, κάνοντάς τον νὰ ἐλπίζει γιὰ ἕνα καλύτερο αὔριο, τὸ προκύπτον κέρδος εἶναι διπλό. Χαίρεται τὸ πάσχον ἄτομο, χαίρεται καὶ ἐκεῖνος ποὺ τὸ φροντίζει. Τὸ δεύτερο κέρδος δὲν ἀναγνωρίζεται εὔκολα, ἄν καὶ ὑπάρχει, ἀλλὰ βιώνεται. Τὸ ἀπολαμβάνουν ὅσοι προσφέρουν, ὑπηρετώντας ἀδυνάτους, χωρὶς νὰ περιμένουν ἀμοιβὴ ἤ ἀνταπόδοση. Διερωτᾶται, ἐπ’ αὐτοῦ, ὁ Φώτης Κόντογλου (1895-1965), ἡ πολυεδρικὴ αὐτὴ προσωπικότητα, τί καλὸ ἔδωσε στοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος: «Μὲ πονέσανε, γιατὶ πόνεσα μαζί τους καὶ προσπάθησα νὰ τοὺς ἀνακουφίσω μ’ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μου, νὰ τοὺς παρηγορήσω μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ, ποὺ στηρίζει κι ἐμένα τὸν ἴδιο, κι ὄχι μὲ ψευτογιατρικά. Ἄν τοὺς ἔδινα νὰ φᾶνε καὶ νὰ πιοῦνε καὶ νὰ ντυθοῦνε, ἴσως νὰ μὴν τὸ γνωρίζανε τόσο βαθειά. Φαίνεται πὼς ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ τὸ κορμί, κι ὅ,τι γίνεται γι’αὐτό, εἶναι χοντρὸ καὶ βαρὺ μπροστὰ στὸ ὅ,τι γίνεται γιὰ τὴν ψυχή». (Φώτη Κόντογλου,1987, σελ. 91). Τὴ ζωὴ ἑνὸς ὑγιοῦς μὲ ἕνα ἄρρωστο ἐξετάζει ἀναλυτικὰ ὁ διαπρεπὴς Καναδὸς ψυχολόγος Fortin Bruno στὸ ἄρθρο του «Vivre avec un maladeΖώντας μὲ ἕναν ἀσθενή». Ἀπὸ τὴν ἀξιόλογη αὐτὴ ἐπιστημονικὴ ἐργασία σταχυολογοῦμε μερικὰ χρήσιμα συμπεράσματα, τὰ ὁποῖα μεταφέρομε ἐδῶ σὲ ἐλεύθερη ἀπόδοση. Γράφει: Ζώντας κανεὶς μὲ ἕναν ἄρρωστο, πρέπει νὰ ρυθμίζει τὴ ζωή του ἀναλόγως. Πρωτίστως πρέπει νὰ εἶναι ρεαλιστής, δηλαδὴ νὰ ἐνεργεῖ λογικὰ καὶ νὰ μὴν παραδίδεται στὸ συναίσθημα ἄνευ ὅρων. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι μπορεῖ νὰ συμπάσχει, ἀλλὰ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ ἐλέγχει ὅλες τὶς καταστάσεις τοῦ ἀσθενοῦς. Θὰ κάνει


ὅ,τι εἶναι ἀνθρωπίνως δυνατό. Θὰ προσφέρει ὅ,τι ἐπιτρέπουν οἱ γνώσεις του καὶ οἱ ἱκανότητές του. Καὶ ὅταν ἀδυνατεῖ νὰ θεραπεύσει ὅλες τὶς ἀνάγκες τοῦ πάσχοντος, δὲν πρέπει νὰ νιώθει ἔνοχος. Κι ἄν ἀκόμα ἡ κατάσταση χειροτερεύσει καὶ ὁ ἄρρωστος ὁδηγηθεῖ στὸν θάνατο, ἐκεῖνος ποὺ τὸν φρόντιζε πρέπει νὰ εἶναι εὐχαριστημένος, γιατὶ πρόσφερε τὸ ἐφικτό, αὐτὸ ποὺ ἐπέτρεπαν οἱ δυνάμεις του. Ὁ ἴδιος, ὁ φροντιστής, ἔχει χρέος νὰ συγκρατεῖ τὰ ἀρνητικά του συναισθήματα καὶ νὰ τὰ ἐκδηλώνει μὲ διακριτικότητα, γιὰ νὰ μὴν λυπεῖ τὸν ἀσθενή. Ἔτσι, π.χ., μπορεῖ νὰ τοῦ πεῖ: στενοχωροῦμαι ὅταν δὲν τρώγεις τὸ φαγητό σου, γιατὶ ἐνδιαφέρομαι γιὰ τὴν ὑγεία σου. Μιλώντας γιὰ τὸν ἑαυτό του, πετυχαίνει αὐτὸ ποὺ θέλει, χωρὶς νὰ δημιουργεῖ ἐντάσεις στὸν ἄρρωστο. Καθῆκον του μέγα εἶναι νὰ ἀνέχεται καὶ τὸν πιὸ ἀπαιτητικὸ ἄρρωστο, νὰ τοῦ δημιουργεῖ φυσικὴ καὶ εὐχάριστη ἀτμόσφαιρα, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν τὸν συγκρίνει μὲ τὸν ὑγιὴ ἑαυτό του. Οἱ ἀσυμφωνίες καὶ οἱ ἀντιθέσεις πρέπει νὰ ξεπερνοῦνται γρήγορα, γιατὶ βλάπτουν τὸν ἄρρωστο καὶ παρεμποδίζουν τὴ θεραπεία του. Πολὺ περισσότερο βλάπτει ἡ αὐστηρότητα. Ἡ κοινὴ ζωὴ φροντιστῆ καὶ ἀρρώστου πρέπει νὰ εἶναι εὐχάριστη καὶ χαρούμενη.

3. Ὁ ψυχολόγος τοῦ ἀσθενοῦς Ὁ ψυχολόγος εἶναι ἕνας εἰδικὸς ἐπιστήμονας μὲ μακροχρόνιες πανεπιστημιακὲς σπουδὲς σὲ θεωρητικὸ καὶ πρακτικὸ ἐπίπεδο. Ἡ εἰδικότητά του τὸν ἐντάσσει στὸ χῶρο τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἐπιστημῶν. Οἱ γνώσεις του βρίσκουν ἄμεση ἐφαρμογὴ στὸ χῶρο τῆς ἔρευνας, ἀλλὰ καὶ σ’ ἐκεῖνο τῆς ὑποστήριξης τοῦ ἀνθρώπου. Μεγάλη εἶναι ἡ συμβολή του στὴ λύση ποικίλων προβλημάτων τῆς διαταραγμένης συμπεριφορᾶς τῶν μελῶν τοῦ οἰκογενειακοῦ, ἐκπαιδευτικοῦ, ἐργασιακοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ εὐρύτερου κοινωνικοῦ χώρου. Τὸ συμβουλευτικὸ καὶ ὑποστηρικτικό του ἔργο θεωρεῖται ἀξιόλογο καὶ μάλιστα ἀναντικατάστατο. Ἡ ἐπιστημονική του ἐξειδίκευση τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἀσκεῖ ἀκόμα καὶ ἔργο ψυχοθεραπευτικὸ καὶ κοινωνιοθεραπευτικό. Μπορεῖ νὰ μεταφέρεται στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ τοῦ ζητοῦν βοήθεια, νὰ γνωρίζει τὶς ἀνάγκες τους καὶ νὰ συμβάλλει στὴν εὐεργετικὴ ἀντιμετώπισή τους. Κοντά του ἡ ψυχὴ ποὺ πάσχει ἐνθαρρύνεται καὶ ἀνακουφίζεται. Μεταξὺ τοῦ ψυχολόγου καὶ τοῦ πάσχοντος ἀτόμου δημιουργεῖται μιὰ ὑγιὴς ἐξάρτηση, ἡ ὁποία ἀποβαίνει πρὸς ὄφελος καὶ τῶν δύο. Χαίρονται καὶ οἱ δύο· ὁ ψυχολόγος γιατὶ βοηθᾶ ἕνα συνάνθρωπό του, καὶ ὁ πάσχων γιατὶ μπορεῖ νὰ ἐπανέλθει στὰ καθήκοντά του ἀνανεωμένος καὶ ἱκανός. Κύριο ἔργο τοῦ ψυχολόγου εἶναι ἡ ἐφαρμογὴ ἑνὸς προγράμματος ἠθικῆς θεραπείας.


Ἡ θεραπευτικὴ αὐτὴ μέθοδος ἐφαρμόσθηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὸ Παρίσι κατὰ τὸν 18ο αἰώνα ἀπὸ τὸν Γάλλο ψυχίατρο Philippe Pinel (17451826). Ἐτέθησαν ἔτσι οἱ βάσεις τῆς ψυχοθεραπείας. Σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ αὐτὴ θεωρία τὴν ὑποστήριξη τοῦ πάσχοντος ἀτόμου πρέπει νὰ ἀναλαμβάνει ἕνας ἄνθρωπος ἠθικὸς καὶ ἱκανὸς νὰ ἀλλάξει τὶς σκέψεις καὶ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἀρρώστου μὲ λόγια ἐνθαρρυντικὰ καὶ μὲ χρήσιμες συμβουλές. Αὐτὸς εἶναι τὸ κυρίαρχο πρόσωπο τῆς ψυχοθεραπείας, ἡ ὁποία πρέπει νὰ διεξάγεται σὲ χῶρο ὅμοιο μὲ ἐκεῖνο τῆς οἰκογένειας στὴν ὁποία κυριαρχεῖ ὁ ἀλληλοσεβασμὸς καὶ ὄχι ὁ φόβος. (Ristich de Coote M., 1967, σελ. 214-224). Τὰ προηγούμενα προβάλλουν ἕναν κώδικα ψυχοθεραπευτικῶν ἀρχῶν βασισμένο στὴν ἠθικὴ συμπεριφορά, τὴν ἐπιστημονικὴ ἱκανότητα, στὸν ἀλληλοσεβασμὸ καὶ τὴν ἠρεμία. Τονίζεται ἰδιαιτέρως τὸ ἀξίωμα ὅτι γιὰ νὰ ἐπιτύχει ἡ ψυχοθεραπεία πρέπει νὰ ἀντιγράφει τὶς ἀρχὲς τῆς οἰκογενειακῆς ἀγωγῆς. Ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν ψυχοθεραπευτῶν προκύπτει ἕνα ἀξιοπρόσεκτο καὶ συγχρόνως παράδοξο γεγονός. Ὁ θεραπευτής, προϊούσης τῆς σχέσης του μὲ τὸν ἄρρωστο, χάνει τὴν ἀντικειμενικότητά του. Αὐτὸ προκύπτει ἀπὸ τὴν ὑποκειμενικὴ ἐμπλοκή του στὴν κατάσταση τοῦ πάσχοντος ἀτόμου. Ἡ σχέση αὐτὴ ἐνδέχεται στὴν ἀρχὴ νὰ εἶναι βουβή, σιγά-σιγὰ ὅμως γίνεται καὶ λεκτική. Ἡ ἐπαφὴ τῶν δύο προσώπων, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, γίνεται συμβιωτική. Πρόκειται γιὰ μιὰ δίδυμη συνύπαρξη, ἡ ὁποία τελικὰ θὰ ὠφελήσει τὸν πάσχοντα, γιατὶ θὰ τὸν καταστήσει αὐτόνομη ὕπαρξη. Τὸ μεγάλο αὐτὸ κέρδος θὰ ἀπαιτήσει πολλὲς δυνάμεις καὶ πολὺ χρόνο, ἀλλὰ προπάντων θεραπευτὴ ἔμπειρο, θεωρητικὰ καὶ πρακτικὰ καταρτισμένο, καὶ ἐφοδιασμένο μὲ ἕνα γνήσιο ἀνθρωπισμό. «Ἡ συνάντησή του μὲ τὸν ἄρρωστό του δὲν θὰ κατορθωθεῖ παρὰ μόνο ἀφοῦ περάσει ἀπὸ μιὰ συνήχηση κι ἕνα συναπάντημα τῶν δυὸ ὑποσυνειδήτων». Καὶ ἀκόμη, ὁ θεραπευτὴς πρέπει νὰ στέκεται μπροστὰ στὸν πάσχοντα «ἐνώπιος ἐνωπίῳ», ἔχων συνεργοὺς τοὺς οἰκείους τοῦ ἀρρώστου, μὲ τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ μοιράζεται τὴν εὐθύνη τῆς θεραπείας. (Πιπερίγκου Β., 1966, σελ. 126-131). Ἡ ὑποστήριξη τοῦ ἀρρώστου θέτει τὸν ψυχολόγο σὲ κατάσταση ἔντασης καὶ εὐαισθησίας, σὲ τέτοιο μάλιστα βαθμό, ὥστε νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ δικά του προβλήματα. Κύριος σκοπὸς τῶν ἐνεργειῶν του εἶναι ἡ ὑποστήριξη τοῦ πάσχοντος, ὥστε νὰ μὴ χάσει τὴν αὐτονομία του, νὰ τονώσει τὸ αὐτοσυναίσθημά του καὶ νὰ ἐνισχύσει τὴν αἰσιοδοξία του γιὰ τὴ ζωή. Ὁ ψυχολόγος εἶναι αὐτόνομος στὸ ἔργο του. Αὐτὸς μόνος του ὀργανώνει τὶς δράσεις του. Τὸν ὁδηγεῖ ἡ ἐπιστημονική του κατάρτιση, ἡ συνείδησή του καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ καλεῖται νὰ βοηθήσει. Τὸ ἔργο του


εἶναι συμβουλευτικὸ καὶ ψυχοθεραπευτικό. Θὰ κληθεῖ νὰ ἀντιμετωπίσει καταστάσεις ἄγχους, κατάθλιψης, τάσεις αὐτοκτονίας, ἀπογοητεύσεις, παροδικὲς ἤ χρόνιες παθήσεις κ.ἄ. Θὰ χρειασθεῖ νὰ παρέμβει στὸ γνωστικό, συναισθηματικὸ καὶ βουλητικὸ δυναμικὸ τοῦ πάσχοντος, ἀποβλέποντας πάντα στὴν ἐνίσχυση τοῦ ψυχοσωματικοῦ του ὀργανισμοῦ. Ἡ παρουσία του καὶ μόνο μπορεῖ νὰ δημιουργήσει στὸν ἀσθενὴ αἰσιοδοξία, θάρρος καὶ χαρὰ ζωῆς. Κοντά του ὁ ἄρρωστος θὰ ἀποβάλει τὶς σκέψεις ποὺ τὸν βασανίζουν, ποὺ μειώνουν τὴν αὐτοπεποίθησή του καὶ τὸν ἐμποδίζουν νὰ ἀναπτύξει τὶς δυνατότητές του. Εὐνόητο εἶναι ὅτι τὸ ἔργο αὐτὸ δὲν εἶναι εὔκολο. Οἱ ἀντίρροπες δυνάμεις εἶναι πολλές. Σ’ αὐτὲς δὲν ἀνήκει μόνο ἡ ἄρνηση τοῦ ἀσθενοῦς γιὰ συνεργασία, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἡ ἐπιθετικὴ στάση του, προερχόμενη μᾶλλον ἀπὸ τὴν ἀσθένεια παρὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο. Ἡ σχέση, λοιπόν, μεταξὺ ἀρρώστου καὶ ἀσθενοῦς εἶναι τὸ μεγάλο θέμα, ποὺ πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολήσει. Καλούμαστε νὰ ἀπαντήσουμε σὲ βασικὲς καὶ κρίσιμες ἐρωτήσεις, ὅπως: Πῶς μπορεῖ νὰ βοηθήσει ὁ ψυχολόγος ἕναν ἀσθενή; Πῶς πρέπει νὰ ἐνεργήσει ὥστε νὰ τοῦ φανεῖ χρήσιμος; Ποιὰ ὑποστηρικτικὴ θεραπεία μπορεῖ νὰ τοῦ προσφέρει; Εἶναι προφανὲς ὅτι οἱ ἐρωτήσεις αὐτὲς μᾶς ὁδηγοῦν σὲ ἕνα τεράστιο ἐπιστημονικὸ θέμα, οἱ ἀπαιτήσεις τοῦ ὁποίου δὲν μποροῦν νὰ καλυφθοῦν στὰ στενὰ πλαίσια τῆς ἐργασίας αὐτῆς. Εὐθαρσῶς, λοιπόν, τονίζομε ὅτι ὅσα ἀκολουθοῦν συνιστοῦν μικρὴ συμβολὴ στὸ μεγάλο θέμα τῆς ψυχολογικῆς ὑποστήριξης τοῦ ἀσθενοῦς. Ὁ ψυχολόγος καλεῖται νὰ βοηθήσει τὸν ἄρρωστο νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴ μοναξιά του καὶ νὰ πιστεύσει ὅτι δὲν εἶναι μόνος. Αὐτὸ θὰ τὸ ἐπιτύχει ἄν ἀσκήσει ἔργο ἐξατομικευμένο, σεβόμενος τὸν ἄρρωστο, τὸν πόνο του, τὴν κατάστασή του, ἀκόμα δὲ καὶ τὴ σιωπή του, ποὺ εἶναι μιὰ μορφὴ ζωῆς. Ἡ ἀρρώστια ἔχει ἐπιπτώσεις ἀκόμα καὶ στὸ χαρακτήρα τοῦ πάσχοντα. Ἔτσι, τὸ χαρούμενο καὶ δραστήριο ἄτομο, συνειδητοποιώντας τὴ βαρύτητα τῆς κατάστασής του, μπορεῖ νὰ ἀλλάξει ἐντελῶς μορφὲς συμπεριφορᾶς. Ἡ ἀγωνιώδης κατάστασή του μπορεῖ νὰ τὸ ὁδηγήσει σὲ ἐκδηλώσεις ἀσυμβίβαστες μὲ τὴν προτέρα ζωή του. Φόβοι, δισταγμοί, ἀνησυχίες, ἀγωνίες, ἀπελπισίες καὶ ἄγχη δὲν εἶναι συναισθήματα ἀναπόφευκτα. Κάθε ἀνεξέλεγκτη πίεση πάνω σὲ ὅλα αὐτὰ μπορεῖ νὰ φέρει ἀποτελέσματα ἀντίθετα πρὸς τὰ προσδοκώμενα. Ὁ ψυχολόγος πρέπει νὰ βοηθήσει τὸν ἄρρωστο νὰ βρεῖ μόνος τὸ δρόμο του, παρὰ τοὺς δισταγμούς του, τοὺς φόβους του, τὶς ἐπιθυμίες του καὶ τὴν τάση ἀπομόνωσής του. Ἄν τὸν ἀκούσει προσεκτικά, κι ἄν καταγράψει ὅλες τὶς ἀντιδράσεις του, θὰ μπορέσει νὰ ρίψει λίγο φῶς στοὺς σκοτεινοὺς θαλάμους τῆς ὕπαρξής του, τῆς πονεμένης ψυχῆς του.


Αὐτὰ λένε ὅτι πολὺ ἀναγκαία κρίνεται ἡ προσεκτικὴ κατανόηση τοῦ ἀρρώστου. Αὐτὸς ποὺ ἀκούει προσεκτικὰ τὸν ἄλλο τὸν καταλαβαίνει, ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ἱκανοποιεῖται. Ὁ ἄρρωστος, ὅταν ὁμιλεῖ, ἀνακουφίζεται. Οἱ πόνοι του γίνονται πιὸ ὑποφερτοί, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐπιθετικὲς τάσεις του περιορίζονται. Ὁ ψυχολόγος πρέπει νὰ προσέχει σὲ ὅσα λέγει ὁ ἄρρωστος, κυττάζοντάς τον στὰ μάτια ἤ καὶ χαμογελώντας του. Φυσικά, πρέπει καὶ ὁ ἴδιος νὰ ἔχει διάθεση γι’ αὐτό, πράγμα ποὺ δὲν εἶναι πάντα εὔκολο. Ἀρνητικὸς παράγοντας καὶ ἰσχυρὸ ἐμπόδιο γι’ αὐτὸ εἶναι ἡ κακὴ κατάσταση τοῦ ἀσθενοῦς, ἡ ὁποία ἐπηρεάζει τὸν τρόπο ἐπικοινωνίας. Χωρὶς νὰ τὸ θέλει, ὁ ἄρρωστος μπορεῖ νὰ γίνεται ἐμπόδιο τῆς καλῆς συνεργασίας μὲ τὸν ψυχολόγο. Ἔτσι, ἡ κούρασή του, ὁ πόνος του, ἡ ὑπνηλία του, ἡ ταραχή του, ἀλλὰ καὶ οἱ παρενέργειες τῶν φαρμάκων ποὺ παίρνει, ὅλα αὐτὰ ἐνδέχεται νὰ ἀσκήσουν πιέσεις στὸν ψυχολόγο καὶ νὰ τροποποιήσουν τὴ διάθεσή του νὰ φανεῖ χρήσιμος. Πιὸ πολύ, ὅμως, μπορεῖ νὰ ἐπηρεάσει τὴ συνεργασία του μὲ τὸν ἄρρωστο ἡ ἰδέα τοῦ θανάτου, ποὺ ἀναπόφευκτα δὲν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴ σκέψη τοῦ πάσχοντος, σὲ τέτοιο μάλιστα βαθμὸ ποὺ δὲν ἀφήνει περιθώρια προσπέλασης στὸ περιεχόμενο τοῦ ἀσυνειδήτου του. Ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία εὑρίσκεται ὁ ἄρρωστος. Ὄχι μόνο τὰ λόγια του, ἀλλὰ καὶ τὸ βλέμμα του, οἱ κινήσεις του καὶ ἡ στάση τοῦ σώματός του μποροῦν νὰ ἀνοίξουν δρόμους πρὸς τὰ ἄδυτα τῆς ψυχῆς του, πρὸς τὸ βάθος τῆς ὕπαρξής του. Χρήσιμο γιὰ τὸν ψυχολόγο μπορεῖ νὰ εἶναι ἀκόμα καὶ τὸ ἄγγιγμα τοῦ χεριοῦ. Κρατώντας τὸ χέρι τοῦ ἀρρώστου ὁ ψυχολόγος μπορεῖ νὰ τὸν ἀνακουφίζει περισσότερο καὶ καλύτερα ἀπὸ ὅσα λόγια κι ἄν θὰ τοῦ ἔλεγε. Μπορεῖ ὅμως νὰ συμβεῖ καὶ τὸ ἀντίθετο.Τὸ ἄγγιγμα δηλαδὴ τοῦ χεριοῦ νὰ ἐνοχλεῖ τὸν ἄρρωστο, ὁπότε πρέπει νὰ τὸ ἀφήνει.Τὸ ἴδιο μπορεῖ νὰ συμβεῖ καὶ μὲ τὸ κοίταγμα ἤ μὲ τὸ χάιδεμα. Ἄν ὅλα αὐτὰ ἀποδειχθοῦν ἀτελέσφορα, τὰ ἐγκαταλείπομε. Ἀντίθετα, ἕνας χρόνος σιωπῆς, ἡσυχίας, μπορεῖ νὰ ἀποδειχθεῖ ὡς τὸ καλύτερο μέσο ἐπικοινωνίας. Ἡ σιωπή μας μπροστὰ στὸν ἄρρωστο μπορεῖ νὰ φαίνεται κάτι ἁπλό, εἶναι ὅμως ἕνας καλὸς τρόπος συνειδητοποίησης τῆς δικῆς μας παρουσίας καὶ ἀξιολόγησης τοῦ τρόπου δράσης μας. Παρατηρώντας ἐν σιωπῇ τὸν ἄρρωστο δὲν χάνω, ἀλλὰ κερδίζω, γιατὶ μαθαίνω πῶς θὰ ἐνεργήσω στὴ συνέχεια, ὥστε νὰ φανῶ χρήσιμος. «Ἡ σιωπὴ δὲν εἶναι ἀπουσία ἐπικοινωνίας, ἀλλὰ εἰδικὸς δίαυλος μεταβίβασης καὶ λήψης μηνυμάτων· μπορεῖ νὰ εἶναι ἐκδήλωση θυμοῦ, ψυχικοῦ τραύματος, λύπης, δυσαρέσκειας, μειονεκτικότητας, ἀπομόνωσης, ἀπάθειας, ἀντίστασης, διπλωματίας, σκοπιμότητας ἤ ἀντίδρασης». (Ραγιᾶς Ἀ., 2009, σελ. 128).


Κέρδος θὰ προκύψει ἄν ὁ ψυχολόγος μπορέσει νὰ ἑρμηνεύσει τὴ σιωπὴ τοῦ ἀρρώστου. Γι’ αὐτὸ πρέπει διαρκῶς νὰ ἐρωτᾶ τὸν ἑαυτό του: «Τὶ θέλει νὰ μοῦ εἰπεῖ ὀ ἄρρωστος μὲ τὴ σιωπή του; ποιὸ εἶναι τὸ περιεχόμενο της; μήπως ἀπὸ τὰ μὴ λεγόμενα μπορῶ νὰ βγάλω αὐτὸ ποὺ θέλω; μήπως ἡ σιωπὴ αὐτὴ μοῦ ἀνοίγει τὸ δρόμο κατανόησης τῶν δυσκολιῶν τοῦ ἀρρώστου καὶ τοῦ προσδιορισμοῦ τῶν δυνατοτήτων του, ἀλλὰ καὶ τῶν ἰδικῶν μου;». Ἀξίζει ὅμως νὰ σημειώσουμε ὅτι ἡ ἀνάλυση τῆς σιωπῆς τοῦ ἀρρώστου δὲν εἶναι ἔργο εὔκολο. Τὸ νὰ περνᾶς, ἀπὸ ὅσα βλέπεις στὸ πρόσωπο τοῦ ἀρρώστου, σὲ αὐτὰ ποὺ δὲν βλέπεις, χρειάζεσαι ὄχι μόνο γνώσεις ἀλλὰ καὶ ἐμπειρία μεγάλη. Εὐκολότερα ἀναλύονται τὰ ἀκουστὰ παρὰ τὰ ὁρατὰ ψυχολογικὰ δεδομένα ποὺ καλούμαστε νὰ ἀξιολογήσουμε . Ἀλήθεια, πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ σπάσει τὸ κέλυφος ποὺ ἑρμητικὰ καλύπτει τὸν χῶρο τὸν ὁποῖο θέλει νὰ γνωρίσει καὶ νὰ μελετήσει, ὥστε νὰ φανεῖ χρήσιμος; Πῶς μπορεῖ νὰ γνωρίσει ὁ ψυχολόγος τὸν ἄρρωστο, ὅταν ὁ ἴδιος δὲν τοῦ ἀνοίγει τὴ θύρα τῆς ψυχῆς του; Κι ἀκόμα: Εἶναι, ἄραγε, δυνατὸν μιὰ ἀνάλυση τῆς σιωπῆς νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὴν ἄρρωστη ψυχὴ τοῦ πάσχοντος; Στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ μόνο μιὰ μακροχρόνια ἔρευνα μπορεῖ νὰ ἀπαντήσει καὶ μόνο ἔμπειροι ψυχοθεραπευτὲς μποροῦν νὰ ὑποδείξουν ὀρθοὺς τρόπους ἐνεργειῶν. Ὅταν ὁ ψυχολόγος γνωρίσει τὸν ἄρρωστο, θὰ μπορέσει νὰ προχωρήσει στὴ θεραπεία του. Ὁδηγός του στὸ θεραπευτικὸ ἔργο θὰ εἶναι πάντα ὁ πάσχων καὶ ὄχι ὁ ὑγιὴς ἄνθρωπος. Ἡ ἔξοδος τοῦ ἀρρώστου ἀπὸ τὸ λαβύρινθο τῆς μοναξιᾶς του, ὥστε νὰ ἐπανακτήσει τὸ ἀπωλεσθὲν νόημα τῆς ζωῆς, θὰ ἔχει ὁδηγὸ τὸν ἴδιο καὶ συνοδηγὸ τὸν ψυχολόγο του. Αὐτὴ ἡ συνοδοιπορία χρειάζεται γνώσεις πολλές, ὑπομονὴ μεγάλη, ἀπεριόριστη ἀγάπη καὶ πνεῦμα θυσίας ὑπέρ τοῦ πάσχοντος. Ἡ κατάσταση στὴν ὁποία εὑρίσκεται ὁ ἄρρωστος ἐνδέχεται νὰ τοῦ ἔχει στερήσει τὸ νόημα τῆς ζωῆς. Ὁ συνοδοιπόρος ψυχολόγος του ὀφείλει νὰ τὸν βοηθήσει νὰ ξαναδώσει στὴ ζωή του νόημα, ἔστω κι ἄν αὐτὸ εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ ἐκεῖνο τῆς προτέρας ζωῆς του καί, ἴσως, τῆς προτέρας φαινομενικῆς εὐτυχίας του. Μιὰ ζωὴ χωρὶς νόημα δὲν εἶναι ζωή, ἀλλὰ πορεία χωρὶς πυξίδα σὲ φουρτουνιασμένη θάλασσα. Ἡ προσπάθεια ἀνακτήσεως τοῦ πεπτωκότος νοήματος δὲν εἶναι εὔκολη δράση. Εὐχάριστο εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔχει χαθεῖ δὲν ἔχει χαθεῖ γιὰ πάντα. Στὸ ἀτομικὸ ἀσυνείδητο τοῦ ἀρρώστου ἔχουν περιορισθεῖ πολλὰ ὑγιὰ στοιχεῖα. Ἄν αὐτὰ ἐπιτύχει νὰ ἀνεύρει ὁ ψυχολόγος, θὰ μπορέσει νὰ οἰκοδομήσει κάτι νέο καλὸ ἤ καὶ καλύτερο. Μπορεῖ, ἔχοντας πάντα συνεργὸ τὸν ἄρρωστο, νὰ δώσει στὴ ζωή του ἕνα νέο νόημα, ἴσως μάλιστα καὶ «τὸ ὑπέρ πᾶν νόημα».


Ὁ πόνος μὲ ὅλα τὰ συναισθήματα ποὺ τὸν συνοδεύουν μπορεῖ νὰ φανεῖ δύναμη εὐεργετική. Ἡ ἀρρώστια, τελικά, μπορεῖ νὰ ἀποβεῖ σωτήρια ὄχι μόνο γιὰ τὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ πνεῦμα. Κι αὐτὰ δὲν εἶναι λόγια πτερόεντα, ἀλλὰ διδάγματα ἀπὸ τὴ ζωὴ πολλῶν πασχόντων ἤ καὶ μελλοθανάτων ἀκόμα, τοὺς ὁποίους ἡ ἀσθένεια ἀναγέννησε· τοὺς ἐπανέφερε στὴν ἐνεργὸ δράση ἱκανότερους, δυναμικότερους, εὐτυχέστερους· τοὺς ἔκαμε παράγοντες ζωῆς ἰσχυρούς, ἀλλὰ καὶ ἐμψυχωτὲς ἄλλων ποὺ δοκιμάζονται. Ἡ ἱστορικὴ περιπετειώδης πορεία τους μπορεῖ νὰ ἐνισχύσει καὶ ἄλλο δοκιμαζόμενο συνάνθρωπό τους. Ἡ ἀντοχή τους στὸν πόνο τοῦ λέει: «Βάστα, ἀδελφέ! Τὸν ἴδιο μαρτυρικὸ σταυρὸ σήκωσα κι ἐγώ, καὶ ἰδοὺ ὑπάρχω». Αὐτὰ μᾶς διδάσκουν ὅτι ἡ ὀρθὴ ἀντιμετώπιση τῆς ἀσθένειας, τὸ συναξάρι τοῦ πάσχοντος, ὅπως θὰ λέγαμε στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα, γίνεται πηγὴ ἀνανεωτικῆς δυνάμεως· γίνεται φῶς γιὰ μιὰ νέα πορεία πρὸς γαλήνιους λιμένες χαρᾶς καὶ εὐτυχίας· γίνεται ζωὴ μὲ νόημα, δηλαδὴ μὲ ἀγαθὰ τὰ ὁποῖα κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀφαιρέσει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ἄν αὐτὸ τὸ ἐπιτύχει ἡ κάθε μορφὴ ψυχολογικῆς ὑποστήριξης τοῦ ἀσθενοῦς, ἄν ἐνισχυθεῖ ὁ ἄρρωστος νὰ ἀνακτήσει τὴν ἐνεργητικότητά του, τότε ἡ εὐτυχία δὲν θὰ ἀνήκει μόνο στὸν πάσχοντα ἀλλὰ καὶ στὸν ψυχοθεραπευτή του. Ἄλλωστε, σ’αὐτὸ τὸ εὐχάριστο ἀποτέλεσμα πρέπει νὰ τείνουν ὅλες οἱ εὐεργετικὲς δράσεις τοῦ ψυχολόγου ποὺ θέλει νὰ βοηθήσει τὸν πάσχοντα συνάνθρωπό του, ὥστε νὰ παραμείνει μέχρι τέλος ζωντανός, δραστήριος καὶ χαρούμενος. Βέβαια, ὅρος βασικὸς τοῦ ἀγαθοῦ αὐτοῦ ἀποτελέσματος εἶναι ἡ ψυχικὴ ὑγεία τοῦ ἴδιου τοῦ θεραπευτῆ. Ὁ ψυχολόγος δὲν ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει μόνο τὰ προβλήματα τοῦ πάσχοντος, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τοῦ οἰκογενειακοῦ του περιβάλλοντος. Ἀπὸ αὐτὸ μπορεῖ νὰ μάθει πολλὰ γιὰ τὸ ἱστορικὸ τοῦ ἀσθενοῦς. Θὰ ἀκούσει μὲ προσοχὴ τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας καὶ θὰ συλλέξει τὶς πληροφορίες ποὺ τοῦ χρειάζονται γιὰ τὸ ἔργο του. Παράλληλα, θὰ εἶναι ὁ σύμβουλός τους καὶ ὁ συμπαραστάτης τους. Θὰ τοὺς διδάξει πῶς πρέπει νὰ συμπεριφέρονται στὸν ἀσθενή τους, πῶς θὰ ξεπερνοῦν τὶς καθημερινὲς δυσκολίες τους, τοὺς φόβους καὶ τὶς ἀγωνίες τους. Θὰ τοὺς βοηθήσει νὰ ἀντιμετωπίζουν ἀπρόβλεπτες καταστάσεις, νὰ ὑπομένουν θλίψεις καὶ νὰ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ἀνακούφιση τοῦ πάσχοντος προσφιλοῦς τους προσώπου. Πρέπει νὰ τοὺς ὁμιλεῖ μὲ γλώσσα ἁπλή, νὰ ἀκούει ὅσα τοῦ λένε καὶ νὰ βγάζει ἀπὸ αὐτὰ τὰ δικά του χρήσιμα συμπεράσματα. Κλειδὶ καὶ μέσο ἰσχυρὸ ὅλων τῶν παρεμβάσεων τοῦ ψυχολόγου πρέπει νὰ εἶναι ὁ διάλογος ὄχι μόνο μὲ τὸν ἄρρωστο, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας, τὰ ὁποῖα κυκλώνουν καθημερινὰ τὸ κρεβάτι τοῦ


ἀγαπημένου τους προσώπου. Πρόκειται γιὰ ἄτομα μὲ διαφορετικὸ χαρακτήρα, ἀλλὰ καὶ περιορισμένες ἱκανότητες, τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ συγκεντρώσουν καὶ νὰ ἀξιοποιήσουν. Ὁ ψυχολόγος θὰ ἀξιολογήσει ὅσα γνωρίζουν γιὰ τὴ ζωή, τὴν ἀσθένεια καὶ τὸν θάνατο, καθὼς καὶ τὶς ἀντοχές τους μπροστὰ στὶς δύσκολες καταστάσεις ποὺ ἀντιμετωπίζουν. Συζητώντας μαζί τους, θὰ προσπαθήσει νὰ τοὺς πείσει ὅτι τὸ πάσχον μέλος τῆς οἰκογένειάς τους χρειάζεται τὴ βοήθειά τους, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐπανέλθει στὴν προτέρα φυσιολογική του κατάσταση. Ὁ μεταξύ των διάλογος μπορεῖ νὰ φέρει πολλὰ καὶ καλὰ ἀποτελέσματα. Ἀκούοντας ὁ ἄρρωστος ὅσα λένε γι’αὐτόν, διαπιστώνει τὴν ἀγάπη ποὺ τρέφουν γιὰ τὸ πρόσωπό του, ἀποκτᾶ θάρρος, περιορίζει τὸ συναίσθημα τῆς μοναξιᾶς του καὶ ἀναλαμβάνει δυνάμεις γιὰ ἕνα καλύτερο μέλλον κοντὰ στὰ προσφιλή του πρόσωπα. Ὅταν ὁ ψυχολόγος συζητᾶ μὲ τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας μπροστὰ στὸν ἄρρωστο, τὸν τονώνει, τὸν ἐνισχύει καὶ περιορίζει τὰ ἀρνητικά του συναισθήματα. Τὸν κάνει ἔτσι νὰ πιστεύσει ὅτι ὅλοι τὸν ἀγαποῦν καὶ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴ γρήγορη ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας του. Ἡ παρεμβατικὴ ὑποστήριξη τοῦ ψυχολόγου εἶναι ἀναγκαία, ὅταν διαπιστώνει ὅτι οἱ δυνάμεις τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειας τοῦ ἀρρώστου ἔχουν περιορισθεῖ, καὶ ὅταν πιστεύουν ὅτι δὲν μποροῦν νὰ προσφέρουν πλέον τίποτε στὸν ἄνθρωπό τους. Ὁ ψυχολόγος θὰ τοὺς βοηθήσει νὰ ἀνακαλύψουν τὸν πλοῦτο τῶν δυνάμεων ποὺ διαθέτουν καὶ νὰ τὶς θέσουν σὲ ἐνέργεια. Γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὸ ὑποστηρικτικὸ αὐτὸ ἔργο, πρέπει τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας τοῦ ἀρρώστου νὰ ἔχουν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν ψυχολόγο καὶ μάλιστα νὰ τὸν θεωροῦν καὶ δικό τους ψυχοθεραπευτή. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν πρέπει νὰ διστάζουν νὰ τοῦ ἀνοίγουν τὴν καρδιά τους, νὰ ἐκφράζουν τὶς ἐνοχές τους καὶ νὰ ζητοῦν τὴ θεραπεία τους. Ὁ ψυχολόγος θὰ μπορέσει νὰ μειώσει τὴν ἀγωνία τοῦ ἀρρώστου, ὅταν περιορίσει τὴν ἀγωνία καὶ τὸν πόνο τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειάς του. Μόνο ἕνα ὑγιὲς οἰκογενειακὸ περιβάλλον θὰ μπορέσει νὰ βοηθήσει τὸ πάσχον μέλος του. Ὅλα αὐτὰ λένε ὅτι ὁ ψυχολόγος πρέπει νὰ εἶναι ἐνεργὸ μέλος τῆς οἰκογενειακῆς ὁμάδας ποὺ φροντίζει τὸν ἄρρωστο. Ἡ παρουσία του πρέπει νὰ δημιουργεῖ ἕνα κλίμα συνοχῆς καὶ ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης ὅλων ὅσοι ἐπαγρυπνοῦν πάνω στὸ προσκέφαλο τοῦ πάσχοντος προσφιλοῦς τους προσώπου. Γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ ὅμως αὐτό, ὁ ἴδιος ὁ ψυχολόγος πρέπει νὰ εἶναι πρόσωπο καλὰ ἐνημερωμένο καὶ ψυχολογικὰ ὑγιές. Προπάντων, πρέπει νὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ σηκώσει τὸ βαρὺ φορτίο τῶν ἐντάσεων ποὺ θὰ δοκιμάσει μπροστὰ στὸν ἄρρωστο.


Πρέπει ὅμως νὰ τονίσουμε καὶ κάτι ἄλλο πολὺ σημαντικό. Πρόκειται γιὰ τὸν ρόλο ποὺ καλεῖται νὰ παίξει ὁ ψυχολόγος ὡς ἐνεργὸ μέλος τῆς ὅλης θεραπευτικῆς ὁμάδας, ἡ ὁποία περιλαμβάνει ἰατροὺς καὶ νοσηλευτές. Μὲ ὅλους αὐτοὺς πρέπει νὰ συνεργάζεται ἁρμονικά. Ἡ γνώμη του ἐπὶ τῶν ἑκάστοτε ἀναφυομένων ζητημάτων τῆς πορείας τοῦ ἀσθενοῦς δὲν εἶναι εὐκαταφρόνητη. Εἶναι ὁ ἐπιστήμονας ποὺ πέραν ἀπὸ τὴν κατάσταση τοῦ σώματος βλέπει καὶ τὴν κατάσταση τῆς ψυχῆς. Οἱ συζητήσεις μὲ τοὺς θεράποντες ἰατροὺς καὶ τοὺς νοσηλευτὲς μέσα σὲ ἕνα κλίμα ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης θὰ ὠφελήσουν ὅλους καὶ μάλιστα τὸν πάσχοντα. Δὲν θὰ ὑπερβάλαμε ἄν λέγαμε ὅτι μιὰ ὁμάδα φροντίδας τοῦ ἀρρώστου, ὅταν ἐποπτεύεται ἀπὸ ἕναν ψυχολόγο, μπορεῖ νὰ ἀποβεῖ πολὺ χρήσιμη. Αὐτὸς θὰ ἐμψυχώνει ὅλα τὰ μέλη τῆς ὁμάδας καὶ θὰ τὰ παροτρύνει νὰ ἐκθέτουν τὶς ἐμπειρίες τους, τὶς δυσκολίες τους, ἀλλὰ καὶ τὶς ἐπιτυχίες τους στὶς σχέσεις τους μὲ τὸν ἄρρωστο ποὺ φροντίζουν. Οἱ κοινὲς συναντήσεις σὲ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα κρίνονται ἀναγκαῖες καὶ ἐπιβεβλημένες. Ἀπὸ αὐτὲς θὰ ἐξάγονται χρήσιμα συμπεράσματα, τὰ ὁποῖα θὰ ἀνακοινώνονται στὰ μέλη τῆς οἰκογένειας τοῦ ἀρρώστου, ἀλλὰ καὶ στὸν ἴδιο τὸν πάσχοντα, τηρουμένης πάντα τῆς ἐπιβαλλόμενης δεοντολογίας. Ὁ ἄρρωστος πρέπει νὰ μαθαίνει μόνο ὅσα μποροῦν νὰ τὸν ὠφελήσουν. Ὁ ψυχολόγος καὶ οἱ ἄλλοι θεράποντες καὶ φροντιστὲς τοῦ ἀρρώστου πρέπει νὰ τὸν ὑποστηρίζουν ὅσο ζεῖ, ἔστω κι ἄν δὲν ὑπάρχουν ἐλπίδες σωτηρίας. Βέβαιο εἶναι ὅτι καὶ ὁ ἀναπόφευκτος θάνατος ἀντιμετωπίζεται καλύτερα ὅταν ἐξοικειώνεται μ’αὐτὸν προοδευτικὰ τὸ περιβάλλον τοῦ ἀρρώστου. Κλείνοντας τὴ μελέτη μας αὐτὴ ἐπιθυμοῦμε νὰ τονίσουμε ὅτι μέσα σὲ λίγες σελίδες ἐντάξαμε ἕνα πολὺ μεγάλο θέμα, τὴν ψυχολογικὴ ὑποστήριξη τοῦ ἀσθενοῦς. Μὲ θεωρητικὰ καὶ μὲ πρακτικὰ στοιχεῖα, προερχόμενα ἀπὸ σχετικὲς ἔρευνες, ἑρμηνεύσαμε τὴ βοήθεια ποὺ καλεῖται νὰ προσφέρει ὁ ψυχολόγος σὲ πάσχοντα ἄτομα, ἀλλὰ καὶ στὰ μέλη τοῦ οἰκογενειακοῦ τους περιβάλλοντος. Πιστεύομε ὅτι ὅσα προηγήθηκαν ἀρκοῦν γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὸν τίτλο ποὺ δώσαμε στὸ θέμα μας: «Ψυχολογία καὶ ἀσθενής».


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ajuriaguerra J. (De), Manuel de psychiatrie de l’enfant, Paris, Masson, 1974. Βοϊνέσκου Ν., Ἡ ὑπομονὴ ἁγιάζει, στὸ Πρωτᾶτον, 2013, 130, σελ. 203-206. Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καὶ Λόγοι, Χανιά, Ἱερὰ Μονὴ Χρυσοπηγῆς, 2006. Fortin Bruno, Vivre avec un malade, www.psychologue.levillage.org/M.html Frankl V., La psychothérapie et son image de l’ homme, Raris, Edit. Resma,1970. Κασιανῆς Μοναχῆς, Λόγος σιωπῆς, Ἀθήνα, Ἁρμός, 2008. Κόντογλου Φώτη, Μυστικὰ ἄνθη, Ἀθήνα, Ἀστήρ, 1987. Κρασανάκη Γ.,Ψυχολογικὴ ὑποστήριξη τοῦ ἀσθενοῦς, στὸ Ἀναγέννησις, 1994, 435-437, σελ. 2311, 2327 καὶ 2342. Κρασανάκη Γ., Ψυχολογία παιδιοῦ καὶ ἐφήβου, Ἡράκλειο 2003. Κρασανάκη Γ., Προσφωνήσεις Ἁγιορειτῶν Πατέρων, Ἡράκλειο 2007. Κρασανάκη Γ., Ἐξομολόγηση, ἡ χριστιανικὴ ψυχοθεραπεία, Ἀθήνα, Παρρησία, 2011. Κρασανάκη Γ., Ὁ βαθὺς περὶ ψυχῆς λόγος, Ἀθήνα, Παρρησία, 2014. Lafon R., Vocabulaire de psychopédagogie et de psychiatrie de l’enfant, Paris, P.U.F., 1991. Μαδιανοῦ Μ., Κλινικὴ Ψυχιατρική, Ἀθήνα, Καστανιώτης, 2006. Μαντζαρίδη Γ., Χριστινικὴ Ἠθική, Θεσσαλονίκη, Πουρναρᾶς, 2000. Μωυσέως Μοναχοῦ Ἁγιορείτου, Τὸ ἀληθινὸ νόημα τοῦ πόνου στὴ ζωή μας, Θεσσαλονίκη, Ὀρθόδοξος Κυψέλη, 2008. Μωυσέως Μοναχοῦ Ἁγιορείτου, Ἡ εὐλογία τοῦ πόνου καὶ ὁ πόνος τῆς ἀγάπης, Ἀθήνα, Τῆνος, 1990. Νεκταρίου, Ἐπισκόπου Πενταπόλεως, 35 ποιμαντικὲς ἐπιστολές, Ἀθήνα, Ὑπακοή, 1993. Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πέτρας καὶ Χερρονήσου, Ὑπομνήσεις στὴν ἱερουργία τοῦ λόγου, Νεάπολις Κρήτης 2014. Παπαγιάννη Χρ., ἀρχιμ., Προσφορὰ στὸν ἄρρωστο ἀδελφό, Ἀθήνα, Ὁ Σωτήρ, 2007. Πιπερίγκου Β., Ἡ ψυχοθεραπεία στὴν ἀπομυστικοποίηση τῆς σχιζοφρένειας, στὸ Ἐποχές, 1966, 40, 124-138. Πόποβιτς Ἰουστίνου, Ὁδὸς Θεογνωσίας, Ἀθήνα, Γρηγόρης, 1992. Ραγιᾶς Ἀ., Νοσηλευτικὴ ψυχικῆς ὑγείας, Ἀθήνα 2009. Ristich de Groote M., La folie à travers les siècles, Paris, Robert Laffont, 1967. Σίμωνος Μοναχοῦ, Νικηφόρος ὁ λεπρός, τῆς καρτερίας ἀθλητὴς λαμπρός, Ἱερὰ Καλύβη Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, Σκήτη Κουτλουμουσίου, Ἅγιον Ὄρος, 2012. Τρεμπέλα Π., Ἡ Καινὴ Διαθήκη μετὰ συντόμου ἑρμηνείας, Ἀθήνα, Ὁ Σωτήρ, 1974. Φραγκοπούλου Ἀ., Ὑπομονή, ἀδελφέ μου, Ἀθήνα, Ὁ Σωτήρ, 2007.


Απόστολος Γ. Παπαϊωάννου Ομ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Η Μεγάλη Κρητική Επανάσταση (1866 – 1869) χωρίς τον πυρπολητή.

Όσο περισσότερο μελετά και ερευνά κανείς το Κρητικό Ζήτημα και ειδικότερα τη Μεγάλη Κρητική Επανάσταση των χρόνων 1866 – 1869, τόσο διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να δοθεί ένας λόγος έγκυρος χωρίς να εξαφανιστούν οι μύθοι που κατασκευάστηκαν, αμέσως μετά την πυρπόληση της ιστορικής Μονής και λίγα χρόνια μετά την Επανάσταση. Πάντα υπήρχαν η ξεκάθαρη αντίληψη της εξαφάνισης των μύθων που κληρονομήθηκαν από το παρελθόν, οι άγονες παραδόσεις, χρόνιες και πανηγυρικές, που απέκρυπταν την αλήθεια. Καμμιά παράδοση δεν μπορεί να σταθεί και να αντέξει όσο κι αν τη στηρίζουν σκοπιμότητες και συμφέροντα, όταν έρχεται σε αντιπαράθεση με πραγματικότητες, αλήθειες και κοινωνικές αυταπόδεικτες αναγκαιότητες εκείνων των στιγμών. Η Μεγάλη Κρητική Επανάσταση επιζητούσε και απαιτεί, ας πέρασαν σχεδόν 150 χρόνια από την πυρπόληση της ιστορικής Μονής, μια επικύρωση και ακόμη το πραγματικό περιεχόμενο στο πνεύμα του αγώνα και της εγερτήριας πρωτοβουλίας του κρητικού λαού. Χωρίς υπερβολές αυτή η εξέγερση από μόνη της, μπορούσε να εγγυηθεί την ύπαρξη, την πραγματικότητα και ταυτόχρονα την κινητοποίηση όλων εκείνων των κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίες, ως Γενικές Συνελεύσεις των Κρητών, αποδείχτηκαν ικανές να διαδραματίσουν πρωτεύοντα ρόλο όχι μόνο στη μεγαλόνησο αλλά και στο ελληνικό βασίλειο, το οποίο αποδείχτηκε ανέτοιμο από κάθε άποψη και πλευρά να σταθεί στο ύψος των περιστά-σεων, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών και να διαχειριστεί, τουλάχιστον εθνικά, το Κρητικό Ζήτημα. Κάθε άλλη εκδοχή μοιάζει ουτοπία, φενάκη, άρνηση της πραγματικότητας και … φιλολογία (στην κυριολεξία: λογοτεχνία). Η ιδεολογική προετοιμασία του επαναστατικού Κρητικού Αγώνα έχει τη ρίζα της τουλάχιστο στο 1770, στον Δασκαλογιάννη, και δεν εξαντλείται στις εξεγέρσεις και στα κινήματα που ακολούθησαν ούτε ακόμη στα τέλη του 1913, όταν κρητικοί αγωνιστές επαναστάτες, ως


εθελοντές πλέον, πήραν μέρος στους απελευθερωτικούς πολέμους του Έθνους. Οι εθελοντές και οι ριψοκίνδυνοι στην Κρήτη του 19ου αιώνα ανέδειξαν τις ελλείψεις που υπήρχαν τόσο στο στρατιωτικό επίπεδο όσο και στα τεράστια ελλείμματα μιας απαράδεκτης εθνικής πολιτικής απέναντι στους απεγνωσμένα αγωνιζόμενους Κρητικούς επαναστάτες. Πρέπει να γίνει λόγος για μια άλλη οφειλόμενη τιμή στον επαναστατικό πολιτισμό του Garibaldi, στον ενθουσιασμό των Γαριβαλδινών, που αγωνίζονταν και σκοτώνονταν στην Κρήτη, στην Ήπειρο, στην Ελλάδα. Παράλληλα, με βάση τα έγγραφα εκείνων των στιγμών, γνωρίζουμε ότι οι οικογένειες που απελευθέρωσαν την Κρήτη υπέγραψαν τα ψηφίσματα των Γενικών Συνελεύσεων. Το προνοητικό επαναστατικό πνεύμα και ταυτόχρονα η γνησιότητα της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης εκφράστηκαν μέσα από την κορυφαία στιγμή της ανατίναξης της Μονής, από τον πυρπολητή τον οποίο η νεότερη κρητική μυθολογία αποφάσισε να εξαφανίσει: η Μεγάλη Κρητική Επανάσταση, ως Ιστορία, γραφόταν, επισήμως τουλάχιστο, χωρίς τον ήρωα πυρπολητή. Η Μεγάλη Κρητική Επανάσταση έχει τις αναλογίες της στον Αγώνα του 1821. Είναι η διεκδίκηση της Ελευθερίας, καθώς η οθωμανική κυριαρχία γινόταν καθημερινά όλο και περισσότερο απάνθρωπη. Όταν ξέσπασε ο Μεγάλος Κρητικός Ξεσηκωμός κανείς δεν περίμενε ότι η ιστορική αλήθεια θα υποτασσόταν και θα εξαφανιζόταν μέσα στη δίνη των συμφερόντων και των σκοπιμοτήτων, σε άγονους τοπικισμούς και επικίνδυνες ανιστόρητες αντιλήψεις, που έχουν ωστόσο καθιερωθεί, παραμερίζοντας, χωρίς βέβαια να μπορούν να απαλείψουν, την ιστορική αλήθεια. Μπορεί για δεκαετίες το σκοτάδι να κάλυπτε την αλήθεια, αλλά, παρ’ όλα αυτά, δεν έλειπαν οι φωνές που προέβλεπαν το φως, αυτό που κάνει ορατές τις πραγματικότητες, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Πράγματι, αξίζει κανείς να στρέψει τις έρευνες και, χωρίς υπερβολή, όλες τις δυνάμεις του (και τις υλικές) προς την κατεύθυνση όχι μόνο της εύρεσης της αλήθειας, αλλά και της διάσωσης της αξιοπρέπειας και της παγίωσης της βεβαιότητας αξιών και πεποιθήσεων. Οι πραγματικές επαναστάσεις έχουν τις ρίζες τους σε ανεκτίμητες όσο και αθάνατες αρχές και αξίες, στο εθνικό, ηθικό και πνευματικό κεφάλαιο του τόπου, στην ανεξαρτησία, στην ελευθερία, στη δικαιοσύνη. Αιφνιδίως, όταν κανείς αναφέρεται σε αυτού του τύπου, του μεγέθους και της αξίας ιστορικά γεγονότα, οι αιτίες, τα κίνητρα και οι λόγοι γίνονται προσωπικοί και ο πάντοτε δύσκολος διάλογος ανάμεσα στην Ιστορία και τη Δικαιοσύνη, όχι απλώς έχει τη δική του δυναμική, αλλά


κυρίως αποκτά αποφασιστική σημασία. Για όσους γνωρίζουν από δίκες, δικαστήρια και άλλους εντυπωσιακούς παρόμοιους θεσμούς, η ιστορική ερμηνεία που ακολουθεί ισοδυναμεί με τα πρακτικά μιας δίκης που άργησε απελπιστικά να φτάσει στο ακροατήριο. Ο καλοπροαίρετος φιλίστορας αναγνώστης είναι βέβαιο ότι θα ήθελε οι ένοχοι να λογοδοτήσουν και να υποστούν σε αυτό το δικαστήριο της Ιστορίας τις κυρώσεις που αναπόφευκτα θα επιβάλλονταν, όταν και εφόσον (και σε αυτές τις περιπτώσεις) οι οικείες διατάξεις των θεσμών θα λειτουργούσαν. Είναι αυτονόητο ότι η ιστορική ερμηνεία και γενικότερα η ιστοριογραφία δε λαμβάνει υπόψη καμμιά αντιδικία, γιατί στηρίζεται στα τεκμήρια εκείνων των κρίσιμων και γι’ αυτό μεγάλων στιγμών. Υπό αυτή την άποψη η ιστορική αλήθεια είναι μοναδική και μάλιστα μη ανατρέψιμη, όσο κι αν επιμελώς αποκρύπτεται. Έτσι αποκτά ιδιαίτερη σημασία η χρήση των αποδεικτικών στοιχείων, των πηγών, οι οποίες λειτουργούν de vivo, καθώς αναπαράγουν καταστάσεις και γεγονότα, που είναι υπό έρευνα, διαρκή αναζήτηση και κριτική αποτίμηση. Είναι επίσης αυτονόητο ότι δεν αναφερόμαστε πλέον σε ιστοριογραφικά πειράματα, όπως συνέβαινε και συμβαίνει τα τελευταία 150 χρόνια. Η αναγκαιότητα της μεταγραφής των χειρόγραφων μαρτυριών και των έντυπων πηγών της εποχής είναι το πρώτο στάδιο στο οποίο δεν επιτρέπονται διαστρεβλώσεις και δεν υπεισέρχονται σκοπιμότητες. Στην περίπτωση αυτή της αντιγραφής των μαρτυριών η κριτική των πηγών επιτρέπει την ανάδειξη των αποδεικτικών στοιχείων και μας παρέχει την ελευθερία να ακούσομε τις από δεκαετίες αποκλεισμένες φωνές της σιωπής. Αλλά η χρήση των αποδεικτικών στοιχείων δεν είναι και τόσο εύκολη υπόθεση. Ο ερευνητής πρέπει να τους δώσει φωνή, καθώς τα αναζητά στο σκοτεινό βάθος του παρελθόντος, να τα αναδείξει, να αποκαλύψει το πραγματικό γεγονός. «Οι πέντε δυσκολίες να γράψει κανείς την αλήθεια» του Μπρεχτ έχουν, mutatis mutandis, και σε αυτή την περίπτωση τη δική τους αξία. Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, δεν αναφερόμαστε σε υποθέσεις εργασίας, όσο κι αν ενδιαφέρει η ποιότητά τους ούτε σε πολύπλοκες τεχνικές. Πρέπει να βεβαιώσουμε τον αναγνώστη ότι εξέλιπε ο κίνδυνος της ιστοριογραφικής πλάνης και σταθερά και σταδιακά, υπό την έννοια μιας κλίμακος ανόδου, αποκαλύπτονται οι διαστρεβλώσεις, οι σκοπιμότητες, οι παραμορφώσεις, οι διαστροφές, η κάθε είδους νόθευση, συγκάλυψη και αλχημεία. Όταν φθάνομε στα κρίσιμα σημεία, αυτά που όντως έχουν αποφασιστική σημασία, στην πραγματική ανάγνωση δηλαδή των τεκμηρίων ο Τιμόθεος


Βενέρης, τότε μητροπολίτης Κρήτης, ο συγγραφέας της «χρυσής βίβλου» του Αρκαδίου, εν γνώσει του μας εξαπάτησε, με τη σκόπιμη διαστροφή του αληθινού, με τον στραγγαλισμό των πραγματικών γεγονότων. Σήμερα, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι υπήρχαν εκθέσεις, γραπτά και έντυπα αποδεικτικά στοιχεία, όχι απλώς ίχνη που απαιτούσαν διαπεραστικό βλέμμα και κριτική σκέψη. Οι γενικόλογες απόψεις του Τ. Βενέρη, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στο έργο του, τυπωμένο το 1940, στις παραμονές του μεγάλου πολέμου, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στο κρισιμότερο στάδιο της συγγραφής του υπέκυψε σε εκβιασμούς, χειραγωγήθηκε, με αποτέλεσμα όταν έφθασε στην κορυφαία στιγμή της ανατίναξης της Μονής να κατασκευάσει μυθιστορία, μια απίθανη, φανταστική, θρυλική παράδοση, όπως του την υπέβαλαν ύπουλες και δόλιες δυνάμεις από το παρελθόν, τις οποίες δεν μπορούσε να αποφύγει. Αμέσως μετά την έκδοση του έργου «Τὸ Ἀρκάδι διὰ τῶν αἰώνων», ο Ν.Β. Τωμαδάκης αποφάσισε, στη Βιβλιοκρισία του, που έμεινε από τότε ιστορική, να αποκαταστήσει τα πράγματα, να μιλήσει «εν ονόματι του Κρητικού λαού» και να στρέψει τις έρευνες προς τη σωστή κατεύθυνση. Το συλλογιστικό τερατούργημα του Βενέρη και όλων των προηγούμενων συγγραφέων που επιχείρησαν να συγγράψουν το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου χωρίς τον πυρπολητή είχε ήδη αρχίσει να καταρρέει από το 1941. Στην όλη υπόθεση είχαν εμπλακεί, ατεκμηρίωτα, ένα συγκεκριμένο πρόσωπο που ήταν και αυτό αγωνιστής και επαναστάτης, καθώς και ένα ολόκληρο χωριό, τόπος καταγωγής του ήρωα χωρίς να είναι αυτός ο πυρπολητής. Δεν υπάρχει γραπτή μαρτυρία ούτε έντυπη πηγή της εποχής που να αναφέρει ως πυρπολητή τον Κωνσταντίνο Γιαμπουδάκη από το Άδελε. Ο Βίκτωρ Ουγκώ, με βάση τις πρώτες κατευθυνόμενες πληροφορίες, σε άρθρο του δημοσιευμένο το 1867 στον ελληνόγλωσσο τύπο της Τεργέστης, απέδωσε την ανατίναξη της Μονής στον ηγούμενο Γαβριήλ. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εφημερίδες της Τεργέστης «Κλειώ» και «Νέα Ἡμέρα» είχαν συμπεριλάβει στις σελίδες τους ειδική στήλη αφιερωμένη στο Κρητικό Ζήτημα. Το 1881 ο ιατρός, τότε, Ιωσήφ Χατζιδάκης τύπωσε στην Ερμούπολη το έργο «Περιήγησις εἰς Κρήτην» στο οποίο αναφέρθηκε δύο φορές ονομαστικώς στον Κωνσταντίνο Γιαμπουλάκη [sic] που «εἶχε πυροβολήσει διὰ πιστόλας κατά τῆς πυρίτιδος». Το 1914 κυκλοφορούσε ακόμη δίγλωσσο, ελληνικά και γαλλικά, επιστολικό δελτάριο το οποίο στην πρώτη όψη έφερε τη Μονή Αρκαδίου και τον ηγούμενο Γαβριήλ ως «ἀνατινάξαντα τὴν Μονήν κατὰ τὴν ἐπανάστασιν του 1866».


Το 1929 ο Νικόστρατος Καλομενόπουλος, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων, κατέγραψε διαζευκτικά τρεις πυρπολητές: τον ηγούμενο, τον Κωνσταντίνο Γιαμπουδάκη, τον Εμμανουήλ Σκουλά. Το 1933 ο Π. Α. Αργυρόπουλος στο έργο του «Τὸ Ὁλοκαύτωμα τῆς Μονῆς τοῦ Ἀρκαδίου, πρὸς ἐθνικήν κατήχησιν», κατονόμασε ως πυρπολητή τον Κωνσταντίνο Γιαμπουδάκη, που «ἐξεκένωσε τὴν πιστόλαν του πυροβολήσας εἰς τὴν χαμαί χυμένην πυρίτιδα». Το δημοσίευμα αυτό του Π. Α. Αργυρόπουλου το υπουργείο παιδείας του 1939 αποφάσισε να συστήσει στους μαθητές των σχολείων «Μέσης καὶ Στοιχειώδους Ἐκπαιδεύσεως». Τον επόμενο χρόνο δημοσιεύτηκε «Τὸ Ἀρκάδι διὰ τῶν αἰώνων», όπως αναφέρθηκε, με τα γνωστά επακόλουθα. Είμαι υποχρεωμένος να γνωστοποιήσω τα αποτελέσματα των πρόσφατων ερευνών μου στην Κρήτη, τα οποία υπήρξαν πολυσήμαντα για τη Μεγάλη Κρητική Επανάσταση των ετών 1866 – 1869, ειδικότερα για την ανατίναξη της Μονής Αρκαδίου και για τον πυρπολητή της Μανόλη Σκουλά. Εντοπίστηκε το αρχικό κείμενο – σχέδιο της ιστορικής πλέον Έκθεσης του Ιωάννη Μπαρουξάκη, υποπρόξενου της Ελλάδας στο Ηράκλειο, η οποία είχε σταλεί μυστικά στον υπουργό των Εξωτερικών του ελληνικού βασιλείου Επαμεινώνδα Δεληγεώργη, διά του Κωνσταντίνου Εμμ. Μοάτσου, Ρεθύμνιου, πρόσωπο απολύτου εμπιστοσύνης γι’ αυτού του είδους τις αποστολές. Ο Κων. Μοάτσος, μέλος της ιστορικής οικογένειας του Ρεθέμνους, γνωστής για τη μεγάλη πολιτική και αγωνιστική της δράση, γνώριζε τα γεγονότα, συγκέντρωνε και περιέσωζε κάθε πληροφορία ή σχετική είδηση, όπως μαρτυρεί το πλούσιο αρχείο και η βιβλιοθήκη της οικογένειας Μοάτσου, που φυλάσσονται σήμερα στις «Κλειστές Συλλογές» του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο Ρέθεμνος. Το σχέδιο – Έκθεση αποτελεί την πρώτη γραπτή μαρτυρία για την ανατίναξη της Μονής Αρκαδίου από τον Μανόλη Σκουλά. Έπειτα από τη σύγκριση των δύο χειρογράφων, της δημοσιευμένης ήδη Έκθεσης και του εγγράφου αυτού, προέκυψαν τα ακόλουθα: το νέο έγγραφο είναι το σχέδιο, που συντάχτηκε και από το οποίο προήλθαν όλες οι Εκθέσεις, που στάλθηκαν προς τις επίσημες αρχές και τους διάφορους τοπικούς και άλλους φορείς, είχε γραφεί από το ίδιο χέρι και σε ιδίου τύπου χαρτί, όπως το επίσημο. Υπάρχουν ελαφρές αποκλίσεις ως προς την έκφραση σε σχέση με τη δημοσιευμένη Έκθεση, που αντιγράφηκε από αυτό, αλλά οι ιστορικές αλήθειες, όπως τις κατέγραψε ο Ιω. Μπαρουξάκης, είναι ταυτόσημες. Η νέα μαρτυρία ισχυροποιεί τις ιστορικές ειδήσεις της δημοσιευμένης Έκθεσης και επιβεβαιώνει ότι ο πυρπολητής της Μονής Αρκαδίου είναι ο Μανόλης Σκουλάς από τα Ανώγεια της Κρήτης.


Συγκεκριμένα: αντιγράφω από το φ. 3v : «Ὁλόκληρα Τάγματα ἔπεσαν κατά τὴν πρώτη καὶ δευτέραν ἔφοδον, πρὸς τὸ δειλινόν μετ’ ἐπανειλλημμένην ἔφοδον ἐπέτυχε διότι οἱ Ἐπαναστάται μετά τῆς Ἰδίας δυνάμεως μεθ’ ἧς ἤρξατο, καὶ ὅτι ἀφ’ οὗ εἰσήλασαν ἐν τῇ Μονῇ πολλοί Ὀθωμανοί, εἷς νέος εἰκοσιπενταετής Σκουλᾶς, ἀδελφός τοῦ ὀπλαρχηγοῦ, κατά προηγουμένην συνενόησιν καὶ ἀπόφασιν τῶν συμπολεμιστῶν του, ἔδωκε πῦρ εἰς τὴν πυριταποθήκην καὶ ἀνέτρεψε τὴν Μονήν μεθ’ ὅλων τῶν συναδέλφων του καὶ τῶν εἰσβαλόντων Ὀθωμανῶν. «Ἑντός τῆς ἐν λόγω Μονῆς κατά προηγουμένην καταμέτρησιν ἦσαν ἐν ὅλω 984 ψυχαί ἐξ ὥν 250 οἱ πολεμισταί, τὸ ὑπόλοιπον ἦσαν γυναῖκες καὶ παιδία˙ κατὰ τὴν ἐκπυρσοκρότησιν ἐσώθησαν εἷς Μοναχός καὶ τριάκοντα περίπου γυναικόπαιδα». Στην επίσημη Έκθεση στο συγκεκριμένο απόσπασμα δε χρησιμοποιούνται αριθμοί, ψηφία, αλλά απόλυτα αριθμητικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι η επίσημη Έκθεση Μπαρουξάκη καταλαμβάνει είκοσι έξι χειρόγραφες σελίδες, ενώ το σχέδιο περιέχεται σε έξι πυκνογραμμένα φύλλα. Επειδή από το σχέδιο αυτό προήλθε η Έκθεση που είχε σταλεί στον τότε υπουργό επί των Εξωτερικών έχει ιδιαίτερη σημασία και για την επιβεβαίωση του πυρπολητή όσο και για τις άλλες πολύτιμες πληροφορίες και ειδήσεις, για τις λεπτομέρειες των γεγονότων, για τις περιγραφές, τα σχόλια, τις ερμηνείες καθώς και για τις συστάσεις τις σχετικές με τον ρόλο του Τύπου και για τις εμπιστευτικές αποστολές. Ανακαλύφθηκε, επίσης, το Ημερολόγιο που κρατούσε ο Μανόλης Σκουλάς το έτος 1865 (έκδοση Βενετίας, «ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς Τυπογραφίας τοῦ Φοίνικος»), στο οποίο κατέγραφε τα σημαντικότερα γεγονότα εκείνου του χρόνου. Ο νεαρός δημοδιδάσκαλος των Ανωγείων, διανοούμενος Επαναστάτης, εκπαιδευτικός μεταρρυθμιστής και χωρίς υπερβολή κοινωνικός αναμορφωτής, που πυρπόλησε τη Μονή, κατά την ιδιόγραφη μαρτυρία του στο Ημερολόγιο, ανήκε στο εθελοντικό σώμα του Giuseppe Garibaldi των ερυθροχιτώνων. Στη σ. 1 του Ημερολογίου διακρίνεται το αυτόγραφο σημείωμα με μαύρη μελάνη του Μανόλη Σκουλά με πατρώνυμο και την επαγγελματική του ιδιότητα: «Δημοδιδάσκαλος Σκουλᾶς Ἐμμανουήλ τοῦ Βασιλείου». Στη σ. 3, στο κάτω μέρος, μετά το έντυπο «ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΟΝ» του καιρού και την τυπωμένη ευχή «Ὑγιαίνετε εὐτυχοῦντες», ο πυρπολητής του Αρκαδίου έγραψε τη δική του ευχή – προσδοκία «Εἰς Κρήτην πάσαν ἐλευθερία». Στη σ. 46 του Ημερολογίου περιέχεται αυτόγραφο σημείωμα, πολυσήμαντο ιστορικό τεκμήριο για τη διάδοση στην Κρήτη του νέου επαναστατικού πολιτισμού, που είχε ήδη διαδοθεί


στην Ευρώπη και στον κόσμο. Το σημείωμα αυτό περιλαμβάνει ονόματα Κρητών Γαριβαλδινών: Σωτηρόπουλος, Χατζήσκος, Κατσικαπής, Ροντήρης, Χρηστίδης, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Menotti, πρωτότοκος γιος του Giuseppe Garibaldi. Ο σύντομος ονομαστικός κατάλογος φέρει τίτλο «Ἐρυθροχίτωνες» και στο όνομα του Menotti έχει γραφεί η λέξη «Ἰταλία». Πλαγίως, στο ίδιο μέρος της σελίδας ακολουθεί χειρόγραφο σημείωμα με την υπογραφή του πυρπολητή: «Ἐξετελέσαμεν δοθεῖσαν ὑπόσχεσιν. Σκουλᾶς Ἐμμανουήλ τοῦ Βασιλείου». Με τη μαρτυρία αυτή επιβεβαιώνεται από τον ίδιο ότι ανήκε στο Σώμα των Γαριβαλδινών Επαναστατών στην Κρήτη. Από μια τελείως διαφορετική οπτική γωνία με απλό τεκμηριωμένο γραπτό λόγο είδε τα γεγονότα του Αρκαδίου εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, τα κατέγραψε, τα σχολίασε και τα ερμήνευσε ο Γαριβαλδινός στρατιώτης εθελοντής και ανταποκριτής στην Κρήτη Παναγιώτης Μουτσόπουλος. Σε δύο λυτά φύλλα διαστ. 20 Χ 33 εκ. σε ευτελές χαρτί αλληλογραφίας της εποχής ο επώνυμος Γαριβαλδινός αποστέλλει την ανταπόκρισή του στο Σώμα των Γαριβαλδινών της Αθήνας στις 17 Νοεμβρίου 1866. Το κείμενο της ανταπόκρισης γραμμένο με μαύρο μελάνι καλύπτει την πρώτη σελίδα των λυτών φύλλων. Το γραπτό αυτό τεκμήριο, με την αμεσότητα της έκφρασης, την πλήρη συμμετοχή του στις τότε εξελίξεις, με τις παρατηρήσεις τα σχόλια και τις ερμηνείες καθώς επιχειρεί να κρατήσει ισορροπίες και αποστάσεις, από το ένα μέρος η συγκίνηση από το άλλο η αυτοσυγκράτηση, το κείμενο αυτό ως γραπτή αναφορά, ανταπόκριση, γραπτό ρεπορτάζ θα το λέγαμε σήμερα, διατηρεί αμείωτη την αξία του, την ιδιαιτερότητα και τη μοναδικότητά του. Αντιγράφω από την πρώτη σελίδα του 2ου φύλλου: «Ἐπί 6 ὁλοκλήρους ὥρας ἐξηκολούθη πεισματώδης ἀγών ὅστις κατά δεκάδες ἔστελλεν Τούρκους εἰς τὸν Ἅδην˙ ἀλλά τέλος σώσαντες τὸν μόλυβδον καὶ μὴ καταδεχθέντες νὰ κλίνωσιν γόνυ πρὸς Τοῦρκον ἄν καὶ τρίς τοῖς ἐπροτάθη νὰ παραδοθῶσι οἱ γενναῖοι ἐκείνοι μάρτυρες κατέφυγον εἰς τὴν πλέον ὑψηλήν καὶ τολμηράν ἀπόφασιν μετά τοῦ γενναίου Γαριβαλδινοῦ Ἐμμανουήλ Σκουλᾶ ἔθεσεν πῦρ εἰς τὴν ἐξ 70 βαρελίων πυριτιδοθήκην καὶ οὕτως ἀνατινάχθησαν εἰς τὸν ἀέρα ὡς ἥρωες μιμηθέντες ἤ νέαν ἔκδοσιν ποιήσαντες τῶν δραμάτων τῶν ἀντάξιων πατέρων ἡμῶν τοῦ 1821». Υπάρχουν και οι επετειακές μαρτυρίες. Στα «Ἱστορικά Σημειώματα Προξενικοῦ Πράκτωρος Ρωσσίας Ρεθύμνης Γεωργίου Ζαχ. ΣΚΟΥΛΟΥΔΗ» (1800 ci. – 1899), χαρτόδετο χειρόγραφο διαστ. 11 Χ 15 εκ., έχει διασωθεί αυτόγραφη μαρτυρία με τίτλο «ΑΡΚΑΔΙ 1866», σύμφωνα με την οποία «κατέστησαν [οἱ ἥρωες] τὸ ὄνομα τῆς [Κρήτης] περίπυστον,


διεκήρυξεν ἀνὰ γῆν καὶ οὐρανόν τὸ Ἀρκάδι. Ἀντικατοπτρίζει τοὺς θυσιασθέντες μετά τοῦ λεοντόθυμου ποὺ ἔθεκεν πῦρ Ἐμμανουήλ Σκουλᾶ ἀνδρός ἀγωνισαμένου ὑπέρ τοῦ άνθρωπίνου δικαίου». Πρόκειται για μεταφρασμένο απόσπασμα από τον ξένο περιοδικό Τύπο εκείνων των χρόνων. Ο Τύπος της εποχής, πράγματι, φιλοξενούσε επιστολές – ανταποκρίσεις, δημοσίευε παρόμοια κείμενα σε περίοπτη μάλιστα θέση των φύλλων του. Η εφ. «Αὐγή» της Αθήνας δημοσίευσε ανταπόκριση από τα Χανιά στις 3 Δεκεμβρίου του 1866 με τίτλο «Τὸ Ἀρκάδι καὶ πάλιν». Σε αντιστοιχία προς τα προηγούμενα η περιγραφή είναι η ακόλουθη: «Ἡ ἀπόφασις ἐγένετο καὶ τὴν ἐκτέλεσιν αὐτῆς ἀνεδέχθη […] εἷς νεανίας Κρὴς, Σκουλᾶς ὀνομαζόμενος». Οι μαρτυρίες αυτές στο σύνολό τους δεν επιτρέπουν καμμιά αμφισβήτηση για την εθελοθυσία του νεαρού επαναστάτη των Ανωγείων. Η αυτοθυσία του, πέραν της ατομικής επιλογής, εξέφραζε την απόφαση όλων των έγκλειστων συμπολεμιστών του. Ο ιστορικός πυρήνας των γεγονότων, όπως διασώθηκε από τα τεκμήρια, τις πηγές και τις μαρτυρίες, που τα ίδια τα γεγονότα μας άφησαν, δεν επιτρέπει την αποστασιοποίηση, την απάλειψη, την αλλοίωση και, εν πάση περιπτώσει, την ακύρωση της ιστορικής μνήμης. Αυτή την ιστορική μνήμη διασώζει με το δικό της τρόπο με ιδιαίτερη δύναμη, αποφασιστικότητα και τόλμη είτε η ανώνυμη λαϊκή δημιουργία είτε η δημιουργική λογοτεχνία, γενικότερα η τέχνη, για να επιβεβαιωθεί η διαχρονική γι’ αυτό και επίκαιρη άποψη «κάθε φορά που η ζωή κινδυνεύει μεταμορφώνεται σε τέχνη». Ο ανώνυμος λαϊκός τραγουδιστής διέσωσε το ιστορικό γεγονός με τον δικό του τρόπο: «Μὲ μιὰ μπιστόλα ἀσημωτή τοῦ Κούντη τοῦ Δημήτρη κεντᾶ ὁ Σκουλᾶς τὸν τσεπανέ καὶ σείστηκ’ ὅλη ἡ Κρήτη». Αλλά την πιο περίεργη, πρωτοφανή και μοναδική στον κόσμο για τον τρόπο της έκφρασής της μαρτυρία, την έδωσε ο Τιμολέων Αμπελάς, νομικός, δικαστικός, χαρακτηριστικός τύπος διανοούμενου της εποχής, ιστορικός, λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας, στο θεατρικό του έργο: «Οἱ μάρτυρες τοῦ Ἀρκαδίου», που ανεβάστηκε στη σκηνή στις 31 Ιανουαρίου του 1867 στη Σύρο, τρεις μήνες δηλαδή μετά την ανατίναξη του Αρκαδίου. Στον επίλογο της 4ης πράξης ο Τ. Αμπελάς διά του ηγουμένου Γαβριήλ απευθύνεται στον νεαρό επαναστάτη αμέσως μετά τη μεγάλη συναπόφαση: «Εἰς σὲ Σκουλᾶ θ’ ἀνατεθῇ τὸ ἔργον». Στην Ε΄


πράξη του ίδιου έργου ο ανθυπολοχαγός του ελληνικού στρατού Ιωάννης Δημακόπουλος, συμπολεμιστής στο Αρκάδι, ανακαλύπτει τη σορό του πυρπολητή και αναφωνεί: «Σκουλᾶ νεκρέ, νέος Καψάλης ἔγεινες!». Πρέπει να σημειωθεί, αναφέρει ο συγγραφέας στην εισαγωγή του έργου του, «ὅτι ἐν τῇ κατὰ πρῶτον διδαχῇ τοῦ δράματος τούτου, τὴν 31 Ἰανουαρίου 1867 ἔλαβον μέρος, ἑκουσίως προσφερθέντα πολλά γυναικόπαιδα καὶ γηραιοί Κρῆτες […], δράματος, προτιθεμένου νὰ ἐξεικονίσῃ πρᾶξιν, ἧς πιθανόν θύματα νὰ ἦσαν ἤ ἥρωες καὶ πράκτορες ἅμα!». Η ιστορική αλήθεια είναι αδιαπραγμάτευτη και το συγκεκριμένο γεγονός είναι ένα και μοναδικό. Τα ιστορικά τεκμήρια, πριν χρησιμοποιηθούν, πριν αξιοποιηθούν υπόκεινται από τον ιστορικό ερευνητή σε λεπτομερή έλεγχο και «κριτική βάσανο». Η οποιαδήποτε κατασκευή ιστορικών μύθων είναι ανεπίτρεπτη, απαράδεκτη, αναπόδεκτη. Γι΄ αυτό, άλλωστε, η αποκάλυψη του μύθου και η ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας «είναι ενέργεια ανατρεπτική». Ο Νικόλαος Β. Τωμαδάκης είχε προειδοποιήσει αρχικά το 1941: «φαίνεται ὅτι εἰς τοὺς τῆς ἐπαρχίας Ρεθύμνης δὲν ἦτο ἀρεστόν νὰ ἡρωοποιηθῇ Μυλοποταμίτης, εἰς ἐμέ ὅμως – διὰ τὸν ὁποῖον παραμένει σκοτεινόν τὸ ζήτημα – συμπαθεστέρα εἶναι ἡ μορφή τοῦ Ἀνωγειανοῦ διδασκάλου. Πάντως ὁ εἰς τὸ μέλλον ἀσχοληθησόμενος μὲ τὴν διακρίβωσιν τοῦ προσώπου τοῦ πυρπολητοῦ δέον νὰ παρουσιάσῃ γραπτάς αὐθεντικάς μαρτυρίας» [Βιβλιοκρισία του έργου του Τιμοθέου Μ. Βενέρη, Τὸ Ἀρκάδι διὰ τῶν αἰώνων, Ἀθῆναι 1938 (=1940)], για να συμπληρώσει το 1966: «Ὑπάρχει καὶ ἡ ἐκδοχή ὅτι ὁ πυρπολητής ἦτο νέος ὁ Ἐμμ. Σκουλᾶς ἐξ Ἀνωγείων Μυλοποτάμου, ἀλλ΄ ἡ τοιαύτη ἀντίληψις δὲν ὑπῆρξεν ἀρεστή εἰς τοὺς τῆς ἐπαρχίας Ρεθύμνης, οἵτινες ἡρωοποίησαν τὸν Γιαμπουδάκην. Τὸ θέμα, μολονότι θὰ προσκρούσῃ εἰς τὴν τοπικήν εὐθιξίαν, πρέπει νὰ ἐρευνηθῇ κάποτε ἱστορικῶς, διαπιστουμένης τῆς παλαιότητος τῶν σχετικῶν μαρτυριῶν». Θεώρησα σκόπιμο τις νέες ειδήσεις, που είχα τη σπάνια τύχη να ανακαλύψω στη Μεγαλόνησο για την ανατίναξη της Μονής Αρκαδίου και του πυρπολητή Μανόλη Σκουλά, να ανακοινώσω στο ΙΑ΄ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο, ώστε να γίνουν ευρύτερα γνωστές, γιατί φωτίζουν μια σκοτεινή πλευρά της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης των χρόνων 1866 – 1869 και αποκαθιστούν οριστικά την ιστορική αλήθεια. Επιτακτικώς προέβαλλε η ανάγκη από τη μια πλευρά της μεταγραφής και του αναλυτικού σχολιασμού της νέας γραπτής μαρτυρίας, η οποία ήρθε πρόσφατα στην επιφάνεια, και από την άλλη, της εξήγησης και της


ερμηνείας όλων εκείνων των λόγων και των αιτίων που εμπόδισαν την αποκάλυψή της. Έχουν τη σημασία τους οι έξι απολύτως σχετικές με το θέμα μας στρατιωτικές εκθέσεις, πολεμικές ανταποκρίσεις ή επιστολές του Γαριβαλδινού στρατιώτη εθελοντή Παναγιώτη Μουτσόπουλου προς το Σώμα των Γαριβαλδινών της Αθήνας.

ΟΙ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ 1. Δρακώνας Ἀποκορώνου

3 Νοεμβρίου 1866

Π ε ρ ί λ η ψ η.- Ο Γαριβαλδινός εθελοντής Στρατιώτης Π. Μουτσόπουλος αποστέλλει ανταπόκριση στην Αθήνα στον Γαριβαλδινό Γεώργιο. Τον πληροφορεί για τις τελευταίες δραματικές συγκρούσεις στην επαναστατημένη Κρήτη. Παράλληλα αποκαλύπτει τις δυσκολίες και τα αδιέξοδα της Επανάστασης σε συνάρτηση με τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Ασκεί δριμεία κριτική σε πρόσωπα και γεγονότα και περιγράφει λεηλασίες και συγκρούσεις που συντελέστηκαν τον τελευταίο καιρό. Χαρτί μέτριας ποιότητας, υποκίτρινο, χιλ. 275Χ198, μονόφυλλο. Το κείμενο είναι γραμμένο στην πρώτη σελίδα.

Ἐν Δρακώνι Ἀποκορώνου τῇ 3 Νοεμβρίου 1866 VII Φίλτατε Γεώργιε Ὁ ἀγών τῆς Κρήτης μὴ ὤν ἀποτέλεσμα τῆς ἀνάγκης τοῦ λαοῦ καὶ μὴ βασανισθής ἀρκούντως παρά τῶν ἀρχόντων ὑπεστηρίζετο παρά τῶν Κρητῶν ἐφ’ ὅσον ἡ ὥρα τοῦ ἔτους τὸ ἐπέτρεπεν καὶ τοῦ πολέμου ἡ τύχη ἔκλινεν ὑπέρ ἡμῶν˙ ἤδη ὅμως ὁπότε ὁ ἀγών ἔλαβε τὸν πρέποντα βαθμόν ὀπότε τὰ ὅπλα μας δὲν εὐνοοῦνται ὑπό τῆς τύχης κατά τὸ μᾶλλον καὶ ἧτον ὁπότε ἐπῆλθε καθ’ ἡμῶν βαρύς ὁ χειμώνας ἐγκαταλείφθη παρά τῶν 2/3 τῆς Κρήτης ὁ ἀγών οὗτος οὗτινος τὸ ἠθικόν μεγαλεῖον εὐάριθμοι τινές Κρῆτες γινώσκουσι σᾶς γράφω καθαράν τὴν ἀλήθειαν ὅτι οἱ Κρῆτες κατά τὸ πλεῖστον ἐπολέμουν κατ’ ἀρχάς διὰ τὸ πλιάτσικον καὶ


διότι δὲν ἐπεφαίνοντο εἰσέτι τὰ δεινά τοῦ πολέμου κατά δεύτερον δὲ λόγον ἐτίθετο τὸ «ὑπέρ πίστεως καὶ πατρίδος» ἀλλ’ ἤδη ὁπότε αἱ κακουχίαι οἱ ἐμπρησμοί καὶ αἱ λεηλασίαι αὐξάνουν κατά πᾶσαν ἡμέραν ἅπαντες κατῆλθον καὶ προσεκύνησαν τὸ κράσπεδο τοῦ Μουσταφᾶ πασᾶ καὶ μόλις ἡμεῖς οἱ ξένοι καὶ τινές ἀληθῶς Κρῆτες κρατοῦμεν μὲ τὰ δόντια τὴν Ἐπανάστασιν. Οὐχ ἧττον ὅμως ἐν τῷ μέσῳ τῆς πτώσεως τοῦ ἀγῶνος ἔχω νὰ σοί ἀναγγείλω καὶ τινας νίκας. Τὴν 12τρ. ὁ Χατζημιχάλης καὶ Κριάρης κατελθόντες διά τοῦ Μελιδονίου ἐπέπεσαν κατά τοῦ ἐν Πιμαίοις ἐστρατοπεδευμένου Αἰχθροῦ καὶ τοσοῦτον γενναίως τὸν προσέβαλλον ὥστε ἐκινδύνευσε νὰ ἁρπάξωσι τὴν Σημαίαν δύο συγγενεῖς τῶν ἄνω ὁπλαρχηγῶν οἵτινες καὶ ἐπληγώθησαν, ἀλλά δυστυχῶς ἡ ἐπελθοῦσα βροχή μᾶς ἀφήρεσε τὴν νίκην διότι ἀπεχώρησαν οἱ Κρητικοί ὡς μὴ δυνάμενοι νὰ πυροβολῶσι ἐπωφεληθέντες οἱ Αἰχθροί τῆς εὐκαιρίας ταύτης ἀνῆλθον μέχρι τοῦ Μελιδονίου ὅπου εὐρόντες 12 Χριστιανούς καθημένους ἀμέριμνα ἔσφαξαν ὡς κριούς ἀπέστειλαν δὲ ἀνά δύο λόχους δεξιόθεν καὶ ἀριστερόθεν τοῦ Μελιδονίου μὲ πρόθεσιν ἵνα κυκλώσωσι τοὺς ἡμετέρους οἵτινες ὡς ἔφθασαν διεσκορπίσθησαν˙ τοῦτο μαθόντες ἡμεῖς ἐτρέξαμεν κατ’ αὐτῶν καὶ ὁ μὲν ἀνθυπ. VIII Χαρ. Ἀναγνωστόπουλος μὲ τινάς ξένους καὶ Κρήτας πρὸς τὸ Μελιδόνιον ἐγώ δὲ καὶ ὁ κυρ. Γεώργιος OII Σαπουτζάκης καὶ οἱ VIII ἀνθυπ. Στουρνάρος, Παντόπουλος, Λιναρδόπουλος καὶ τινες ἄλλοι ὡς 15 ἄνδρες ἠναγκάσαμεν τὸν ἐχθρόν νὰ ὀπισθοχωρήση πρὸς τὰ κάτω. Τὴν πρωίαν δὲ τῆς αὐτῆς ἡμέρας γενναῖοι τινές καὶ ἐπιδέξιοι ποιήσαντες ἐνέδραν συνέλαβον ἕνα ἄραβα ὑπολοχ. παρακολουθούμενον ὑπό 7 ἀνδρῶν τὸν ὁποῖον παρέδωκαν εἰς τὸν Κύριον Ζυμβρακάκην. Ἐξ αὐτοῦ πληροφορούμεθα ὅτι τὰ τάγματα τῶν Ἀράβων εἰσίν λίαν ἀραιωμένα ἕνεκα τῶν θανάτων. Σᾶς ἀσπάζομαι ὁλοψύχως ὁ Σός Γαριβαλδινός Ἐθελοντής Στρατιώτης VII Π. Μουτσόπουλος


2. Δρακώνας Ἀποκορώνου

5 Νοεμβρίου 1866

Π ε ρ ί λ η ψ η: Ο Π. Μουτσόπουλος αποστέλλει ανταπόκριση στον Γαριβαλδινό Γεώργιο στην Αθήνα. Ενημερώνει για τις τελευταίες κινήσεις των Τούρκων του Μουσταφά πασά, για τις μεθοδεύσεις και τις βαναυσότητες που συνόδευαν τις εξορμήσεις τους. Πληροφορεί ακόμη ότι το ατμόπλοιο του Παπαγιάννη μεταφέρει στην Κρήτη διάφορα πράγματα, ενώ, κατά τη γνώμη του, είναι προτιμότερη η αποστολή πυρίτιδας. Χαρτί μέτριας ποιότητας, υποκίτρινο, χιλ. 300Χ202, μονόφυλλο. Το κείμενο της ανταπόκρισης είναι γραμμένο στην πρώτη σελίδα.

Ἐν Δρακώνι Ἀποκορώνου 5 Νοεμβρίου 1866 VIII Φίλτατε Γεώργιε Ὁ Μουσταφᾶ πασᾶς ἐπειγόμενος νὰ σβύση τὴν Ἐπανάστασιν μετέρχεται πολιτικήν ἀλώπεκος περιποιούμενους τοὺς προσκυνούντας ἴνα σαγηνεύση πολλούς τοσαύτη εἶναι δὲ ἡ πατρική του μέριμνα ὥστε εἰς μερικάς οἰκογενείας ἔδωκε τὰ ὑποζύγιά του ἴνα καταβιβάσωσι τὰ παιδιά των καὶ τὰ ροῦχα των ἐκ τῶν Ὀρέων, ὅμως οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι νὰ ἐπιδεικνύωσι τὴν λύσσαν των καὶ τὸ πρὸς τοὺς Χριστιανούς πάθος. Οὕτω π.χ. πρὸ τινῶν ἡμερῶν γυνή τις ἐκ Περιβολίου μὲ τὸ δεκαετές παιδάριον ἐπορεύετο ἐκ Χανίων πρὸ τοῦ κάμπου, ταύτην ἀπαντήσας αἱμοβόρος Τούρκος τὸ μὲν παιδίον ἔσφαξεν αὐτήν δὲ ἐπλήγωσε βαρέως ἐννοεῖς δὲ ὅτι παρά Ὀθωμανῶν δικαστῶν ἀνταμοιβήν μᾶλλον ἤ τιμωρίαν θὰ λάβη. Ἐμάθομεν ὅτι ἀτμόπλοιον τι του O// Παπαγιάννη θέλει ἀποβιβάσει εἰς Κρήτην φανέλλας, κουβέρτας, ὑποκάμισα κτλ. τὰ τοιαύτα φίλτατε V// Γεώργιε εὐχῆς ἔργον ἤθελεν εἶσθαι ἐάν ἠμποδίζοντο καθότι θέλουσι διαρπαχθῆ παρά τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων οἵτινες πρῶτοι προσεκύνησαν καὶ κατέθεσαν τὰ ὅπλα, ὡς συνέβη μὲ τὸ ἄλευρον ἐν Σφακίοις. Ἐκ τοῦ ὁποίου οἱ Σφακιανοί διά ψυχικόν έκ τῶν 200 σάκκων μᾶς ἔδωκαν μόνον 6 !! τοσαύτη δὲ εἶναι ἡ ἀσυνειδησία των ὥστε κατῆλθον καὶ πάλιν οἱ ἴδιοι εἰς Ἁγίαν Ρουμέλην ἵνα λαφυραγωγήσωσι καὶ τὰ ἐκεῖθεν ἀποβιβασθέντα πράγματα ὥστε ὀλίγου δεῖν νὰ ἀνάψωσιν τουφέκι μετά τῶν ἡμετέρων. Δι’ ὅ καλόν εἶναι νὰ μὴ ἐξοδεύσετε τὰ χρήματα καὶ στέλλετε ἄλλα πράγματα παρά πυρίτιδα, πετσί και παξιμάδι καὶ οὐδέν ἄλλον.


Ἐθελοντής Στρατιώτης VIII Γαριβαλδινός Παναγιώτης Μουτσόπουλος

3. Σοματᾶς Κεραμεῶν

15 Νοεμβρίου 1866

Π ε ρ ί λ η ψ η.- Ο Π. Μουτσόπουλος αποστέλλει ανταπόκριση στον Γεώργιο σχετικά με τις τελευταίες ώρες της πολιορκίας και την ανατίναξη της Μονής Αρκαδίου. Τον πληροφορεί ότι η ανάφλεξη της πυρίτιδας «ἐγένετο ὑπό Γαριβαλδινοῦ» και περιγράφει σύντομα και περιεκτικά τα γεγονότα και τις κινήσεις των Τούρκων. Χαρτί μέτριας ποιότητας, υποκίτρινο, χιλ. 229Χ200, μονόφυλλο. Το κείμενο είναι γραμμένο στην πρώτη σελίδα.

Ἐν Σοματᾶ Κεραμεῶν 15 Νοεμβρίου 1866 VII Φίλτατέ μοι Γεώργιε Περί Ἀρκαδίου πληροφορίαι˙ πρὶν ὁ τύραννος θραύση τὴν πύλην τοῦ ὀχυρώματος ἐκείνου ἐπρότεινε τοῖς ἡμετέροις νὰ παραδοθῶσιν ἀλλ’ Ἐκεῖνοι τῷ ἀπήντησαν διὰ χαλάζης σφαιρῶν, ἀλλά καὶ κατόπιν ὅτε εἰσῆλθον τοῖς ἐπρότεινεν τρὶς τὸ αὐτό καὶ τὴν τελευταίαν φοράν συγκατετέθησαν ἐπί τῷ σκοπῷ τοῦ νὰ προσελκύσωσιν ὅσους πλείστους Αἰχθρούς πρὸς τὸ μέρος των ἵνα μετά τὴν ἀνάφλεξιν τῆς πυρίτιδος ἐξαγοράσωσιν ὅ τι ἀκριβώτερον τὸ αἷμα των ὥσπερ πραγματικῶς καὶ ἐγένετο ὑπό Γαριβαλδινοῦ! Ἐκ τῆς προτεραίας εἶχον σχηματίσει δύο ὑπονόμους γύρωθεν τῶν κελλίων ἀλλ΄ ἡ μία ἡ σπουδαιοτέρα ἀνετινάχθη μόνον ἡ ἄλλη δὲν ἐκπυρσοκρότησεν καὶ οὕτως εσώθη μέρος τῶν ἡμετέρων πολεμιστῶν, τῶν γυναικοπαίδων, καὶ ἡ ἐκεῖσε ἑδρεύουσα Ἐπιτροπή ἐξ ὧν λέγεται ὅτι μόνον ἡ Ἐπιτροπή διεσώθη δραπετεύσασα. Εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦτο ὐπῆρχε διωρισμένος καὶ φρούραρχος ἐκ τῶν ἡμετέρων στρατιωτικῶν. Εἰς δὲ τὴν κατασκευήν τῶν ὑπονόμων καὶ τῶν ἄλλων ἀμυντικῶν ἔργων εἷς


ἀνθυπασπιστής ΟΙΙ οὗτινος τὸ ὄνομα δὲν ἐνθυμεῖται ὁ δίδων μοι τὰς πληροφορίας ταύτας. Ὁ πασᾶς μετά τὴν καταστροφήν τοῦ Ἀρκαδίου, δὲν ἐστάθη οὐδέ τοὺς νεκρούς του νὰ θάψη ἀλλά ἔσπευσε πρὸς καταδίωξιν τοῦ Κορωναίου˙ ἀλλ΄ οὖτος διαιρέσας τὰς δυνάμεις του διεξέφυγεν μὲ στρατήγημα τὴν καταδίωξιν τοῦ πασᾶ. Γαριβαλδινός Ἐθελοντής Στρατιώτης VII Π. Μουτσόπουλος

4. Σοματᾶς Κεραμεῶν

17 Νοεμβρίου 1866

Π ε ρ ί λ η ψ η: Ο Π. Μουτσόπουλος αποστέλλει λεπτομερειακή ανταπόκριση – έκθεση στον Γαριβαλδινό Γεώργιο (Σώμα Γαριβαλδινών) στην Αθήνα. Αναφέρεται στις κινήσεις του Μουσταφά πασά, του αρχηγού Ζυμβρακάκη και του Κορωναίου. Οι Τούρκοι, αφού κατέλαβαν την επαρχία Αποκορώνου, έστρεψαν την προσοχή τους στο Μοναστήρι του Αρκαδίου. Στη θέση αυτή υπήρχαν 212 οπλίτες «(κατά τὰς ἐκεῖθεν προφορικάς πληροφορίας)» και 250 γυναικόπαιδα που πολεμούσαν δυο ημέρες «ὡς λέοντες». Περιγράφει με λεπτομέρειες την πολιορκία της Μονής, την αντίσταση των επαναστατών και την ανατίναξη του Μοναστηριού από τον Γαριβαλδινό Εμμανουήλ Σκουλά. Παραλληλίζει την ολοκαύτωση του Αρκαδίου με την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης του Μεσολογγίου από τον Καψάλη και την ολοκαύτωση της Μονής Σέκκου από τον Ολύμπιο στη Μολδαβία. Καταγράφει τις βαρβαρότητες των Τούρκων μετά την καταστροφή, τον τραγικό θάνατο του Έλληνα Αξιωματικού Δημακόπουλου, του οπλαρχηγού Κούβου, τη σφαγή εξήντα γυναικών και την παράδοση των παρθένων στους μπέηδες του Μουσταφά. Σημειώνει ότι ο αρχηγός Κορωναίος ήταν εκτός Αρκαδίου και είχε επαφές με τον Ζυμβρακάκη. Δεν παραλείπει να υπογραμμίσει ότι «»ο φθόνος ἤρξατο μεταξύ τῶν ἀρχηγῶν» και καταλήγει με την παρατήρηση «ὅταν γράφητε εἰς Ἐφημερίδας νὰ προσέχητε πολύ περί τῆς ἀληθείας τῶν ὀνομάτων». Χαρτί κακής ποιότητας, υποκίτρινο, χιλ. 325Χ205, δύο φύλλα. Το κείμενο είναι γραμμένο στις πρώτες σελίδες.

Ἐν Σοματᾶ / Κεραμεῶν / τῇ 17 Νοεμβρίου 1866 Φίλτατέ μοι Γεώργιε Σῶμα Γαριβαλδινῶν Ἀθῆναι


Καὶ δευτέραν ἤδη φοράν ἀναγκάζομαι νὰ ἐκτελέσω τὴν ἐντολήν Σας ἐκθέτω σοι τὰ νέα μας˙ ἀλλά τὴν φοράν ταύτην δὲν θὰ μὲ εὕρης τόσον ψυχρόν ὡς πρότερον˙ διότι εὐελπιστῶ ὅτι ἡ ἔκθεσίς μου θέλει καταθέλξει τὴν εὐαίσθητον ὑμῶν καρδίαν καὶ θέλει παρέξει ὕλην εἰς τὸ ἔνθουν ὑμῶν κονδύλιον. Γιγνώσκεις φίλτατε ὅτι μετά τὴν μάχην τοῦ Βαφαί καὶ εἰς τὰ Σφακιά ὑποχώρησίν μας ὁ Μουσταφᾶ πασᾶς ἔμελλεν νὰ εἰσβάλλη εἰς τὴν Ἐπαρχίαν Σφακιῶν ἵνα μᾶς ἐκδιώξη καὶ ἐκεῖθεν ἀλλά ἀφοῦ διά τῶν χρημάτων καὶ τῶν ραδιουργιῶν καθυπέταξε τὴν Ἐπαρχίαν ταύτην ἔστρεψεν τὴν προσοχήν του κατά τοῦ τμήματος Ρεθύμνης ὅπου ἐστρατήγει ὁ Κ. Κορωναῖος ἀφήσας τὴν ἰδικήν μας καταδίωξιν εἰς τοὺς ἰδίους Χριστιανούς Σφακιανούς οἵτινες πραγματικῶς δι’ ἐπισήμου ἐπιστολῆς των πρὸς τὸν ἡμέτερον ἀρχηγόν Ζυμβρακάκην τὸν εἰδοποίησαν νὰ ἀναχωρήσει ἐκ τοῦ Ἀσκύφου. Ὁ Μουσταφᾶ πασᾶς λοιπόν, καταλαβών ὁλόκληρον τὴν Ἐπαρχίαν Ἀποκορώνου δι’ ὀλίγων δυνάμεων ἐξεκίνησε μὲ τὴν ἐπίλοιπον δύναμιν πρὸς τὴν Ρέθυμνον ὅπου ἑνώσας τὰς δυνάμεις του διέπραξε ὅτι καὶ εἰς Ἀποκόρωνα πολλάς ἁψιμαχίας συνεκρότησεν ὁ Κορωναῖος πρὸς αὐτόν ἐξ ὧν τινές μὲν ἀπέβησαν ὑπέρ τῶν Χριστιανῶν τινές δὲ ὑπέρ τῶν Τούρκων εἰς μὶαν μάλιστα τούτων ἥτις συνήφθη ἐξ ἀπροόπτου ὁπότε ὁ Κ. Κορωναῖος προσκληθείς παρά τοῦ Κυρ. Ζυμβρακάκη ἤρχετο μὲ 250 ἄνδρας ἵνα βοηθήση τὴν ἐκτέλεσιν μελετημένης τινός ἐπιθέσεως, ἐφονεύθησαν ἕως 6 ξένοι. Ἀλλ’ ἡ προσοχή τοῦ Πασσᾶ ἐστράφη πρὸς τὸ Μοναστήριον Ἀρκάδιον ὅπου ἔμελλε νὰ παρασταθεί τὸ λαμπρότατον ἀλλά συνάμα καὶ θλιβερότατον δράμα τῆς Ἐπαναστάσεώς μας. Τὴν θέσιν ταύτην οὖσαν ὀχυράν ὡς κτίσμα τῶν Ἑνετῶν εἶχε ἀποκαταστήσει ὁ Κ. Κορωναῖος κέντρον καὶ ἀποθήκην τῶν τροφῶν καὶ τῶν πολεμοφοδίων. Εἰς τὴν θέσιν ταύτην ὑπῆρχον 212 τὸ ὅλον ὁπλῖται (κατά τὰς ἐκεῖθεν προφορικάς πληροφορίας) καὶ περί τὰ 250 γυναικόπαιδα οἵτινες περικυκλωθέντες ὑπό τῶν Τούρκων ἐπολέμουν ἐπί 2 ἡμέρας ὡς λέοντες καὶ διέδιδον τὸν θάνατον εἰς τὰς τάξεις τοῦ Αἰχθροῦ˙ ἀναβαίνοντες μάλιστα εἰς τοὺς ἐπί τῶν ἐπάλξεων πύργους ἔρριπτον ἐκεῖθεν βαρέλια πυτίτιδος μὲ ἀνημμένην θρυαλίδα καὶ ἐφόνευον τοὺς ἐφορμῶντας ἀπίστους.

Ἐπί

τέλους

μετά

πεισματώδη

ἀντίστασιν

οἱ

Τοῦρκοι

θραύσαντες τὴν πύλην εἰσῆλθον εἰς τὴν αὐλήν τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καὶ πάλιν οἱ γενναῖοι ἐκεῖνοι μαχηταί ὀχυρωθέντες ἐντός τῶν πέριξ ἕως 500 κελλίων ἔρριπτον σφοδρόν κατά τῶν Τούρκων πυροβολισμόν. Ἐπί 6


ὁλοκλήρους ὥρας ἐξηκολούθη πεισματώδης ἀγών ὅστις κατά δεκάδες ἔστελλεν Τούρκους εἰς τὸν Ἄδην˙ ἀλλά τέλος σώσαντες τὸν μόλυβδον καὶ μὴ καταδεχθέντες νὰ κλίνωσι γόνυ πρὸς Τούρκων ἄν καὶ τρὶς τοῖς ἐπροτάθη νὰ παραδοθῶσι οἱ γενναῖοι ἐκεῖνοι μάρτυρες κατέφυγον εἰς τὴν πλέον ὑψηλήν καὶ τολμηράν ἀπόφασιν μετά τοῦ γενναίου Γαριβαλδινοῦ VI Ἐμμανουήλ Σκουλᾶ ἔθεσεν πῦρ εἰς τὴν ἐξ 70 βαρελίων πυριτιδοθήκην καὶ οὕτως ἀνετινάχθησαν εἰς τὸν ἀέρα ὡς ἥρωες μιμηθέντες ἤ νέαν ἔκδοσιν ποιήσαντες τῶν δραμάτων τῶν ἐνδόξων πατέρων ἡμῶν τοῦ 1821 τοῦ μακαρίτου γέροντος Καψάλη λέγω ἐν Μεσολογγίῳ καὶ τοῦ γενναίου ὁπλαρχηγοῦ Ὀλυμπίου ἐν Μολδαυΐα. Αἰωνία των ἡ μνήμη !!. Ἐκ τῶν ἐκεῖθεν πληροφοριῶν μανθάνομεν ἐπίσης ὅτι ὁ ἀνθυπολ. Κ. Δημακόπουλος συλληφθείς αἰχμάλωτος μετά 2 ἑτέρων μετά τὴν ἐκπυρσοκρότησιν τοῦ γαριβαλδινοῦ VI ἐτουφεκίσθη διότι εἶπεν θαραλλέως ὅτι εἶναι Ἕλλην ἐκ τῆς Ἐλευθέρας Ἑλλάδος. Ἐπίσης ἠχμαλωτίσθη καὶ ὁ περίφημος ὁπλαρχηγός ἐκείνου τοῦ μέρους Κοῦβος, 60 δὲ γυναῖκες διασωθεῖσαι μετά τὴν καταστροφήν τοῦ Ἀρκαδίου κατεσφάγησαν ἐλεεινῶς ἐξαιρέσει τῶν παρθένων ἅς ὁ τύραννος διένειμεν εἰς τοὺς περί αὐτόν βέηδας. Ὁ Γενναῖος ἀρχηγός Κορωναῖος ὅστις κατά καλήν τῆς Πατρίδος ἡμῶν τύχην ἦτο ἐκτός τοῦ Ἀρκαδίου παρηνώχλη ὄπισθεν τὸν Αἰχθρόν ἀλλά μὴ ἔχων ἀρκετάς δυνάμεις οὐδέν ἠδυνήθη νὰ ὠφελήση τοὺς Πολιουρκουμένους καὶ μετά τὴν καταστροφήν κατέφυγεν μὲ τὰ λείψανα τῶν περί αὐτόν Ξένων ἕως 40 εἰς Ἀσκύφου ὁπόθεν ἔγραψε πρὸς τὸν ἀρχηγόν Κ. Ζυμβρακάκην ἵνα τῷ ἀποστείλῃ τουλάχιστον 100 ἄνδρας πρὸς συνοδίαν του διότι ὁ δρόμος ἦτον ἐπικίνδυνος ἀλλά φίλτατε ἀντί … συνοδίας ἁπλοῦν γράμμα μόνο τῷ ἀπέστειλεν. Εἶναι ἀληθές ὅμως ὅτι ὁ ἀρχηγός Ζ. ἔλλειπεν εἴς τι χωρίον 2 ὥρας μακράν ἐντεῦθεν καὶ ἀντεπροσωπεύετο παρά τοῦ ἀνθυπολ. Κυρ. Σουλιώτη γαριβαλδινοῦ VII˙ ἀλλά εἶναι ἐπίσης ἀληθές καὶ μὲ πόνον σοῦ τὸ γράφω ὅτι ὁ φθόνος ἤρξατο μεταξύ τῶν Ἀρχηγῶν. Ὁ Κύριος Ζ. δὲν δύναται πλέον νὰ ἀποκρύψη τὸ κατά τῶν λοιπῶν πάθος του λέγων φανερά καὶ εἰρωνικῶς ὅτι ἕκαστος τῶν ἄλλων ἔρχεται ἐνταῦθα ἵνα γείνη Καραΐσκος ἤ Βότσαρης˙ ἀλλά ἄς μὴ σὲ ψυχράνω μὲ τὰ τοιαῦτα καθώς ἡμεῖς ἐκ τῆς κακῆς συμπεριφορᾶς τοῦ ἡμετέρου … Ὁ Κορωναῖος ἤδη διερχόμενος διὰ τῶν ὀρέων τῶν Σφακίων θέλει φθάσει εἰς Σέληνον. Σᾶς


παρακαλῶ ὅταν γράφητε εἰς Ἐφημερίδας νὰ προσέχητε πολύ περί τῆς ἀληθείας τῶν ὀνομάτων καθότι εὑρίσκομεν τὸν μπελάν μας. Γαριβαλδινός Στρατιώτης Ἐθελοντής VI Παναγιώτης Μουτσόπουλος

5. Σοματᾶς Κεραμεῶν

19 Νοεμβρίου 1866

Π ε ρ ί λ η ψ η: Ο Π. Μουτσόπουλος αποστέλλει ανταπόκριση στον Γεώργιο (Γαριβαλδινό Σώμα) στην Αθήνα. Καταγράφει τα γεγονότα που συνέβησαν στο Καστέλλι Κισσάμου και συγκρίνει την Επανάσταση με την εποχή του Ιμπραΐμ στην Πελοπόννησο. Εκφράζει την άποψη «φαίνεται ὅτι ἡ Ἑλλάδα ἐνεργεῖ κατάκτησιν ἐν Κρήτῃ» και ότι η Επανάσταση θα κρατήσει ὼς τον Μάρτιο. Αναφέρεται στη γενναιότητα του οπλαρχηγού καπετάν Κριάρη «ὅστις ὁμοιάζει τοῦ ἡμετέρου Κανάρη». Διασώζει πληροφορίες και ειδήσεις σχετικά με τον ανεφοδιασμό των επαναστατών, περιγράφει συμπλοκές με τον εχθρό και καταγράφει τις απώλειες. Χαρτί καλής ποιότητας, υποκίτρινο, χιλ. 210Χ340, μονόφυλλο. Το κείμενο της ανταπόκρισης είναι γραμμένο στην πρώτη σελίδα.

Ἐν Σοματᾶ Κεραμεῶν 19 Νοεμβρίου 1866 Φίλτατέ μοι Γεώργιε! VII Εἰς Καστέλλιον Κισσάμου ἠκούομεν πρὸ 3 ἡμερῶν βαθύν καὶ ἀδιάκοπον πυροβολισμόν. Οἱ Τοῦρκοι ἐξερχόμενοι τοῦ φρουρίου συνάπτουσι συνεχῶς μάχας πρὸς τοὺς ἡμετέρους οἵτινες τοὺς ἀναγκάζωσι νὰ ὀπισθοχωρῶσι πρὸς τὸ φρούριον, τὸ παρελθόν μάλιστα Σάββατον, τοσοῦτον ἐπλησιάσας εἰς τὸ φρούριον οἱ Χριστιανοί ὥστε ἥρπασαν τὰ ἠνία καὶ τινά ὑποζύγια τῶν ἔξωθεν τῶν τειχῶν ἀροτριόντων Τούρκων. Ὁ Συνταγματάρχης Κυρ. Βυζάντιος εἰδοποίησε τὸν ἡμέτρον ὅτι προσκληθείς παρά τῶν Κισσαμιτῶν ἀπέρχεται πρὸς κατασκόπευσιν τοῦ φρουρίου καὶ εἰ δυνατόν τὸ ἐκπορθήση καὶ τῷ ἀπήντησε νὰ ἀφήση τοιαύτας ἐπιχειρήσεις καὶ νὰ ἔλθη πρὸς ἀντάμωσίν μας, ἀλλ’ ἀντί νὰ ἔλθωσιν


ἐκεῖθεν πηγαίνομεν ἡμεῖς πρὸς τὰ ἐκεῖ καὶ ὁ θεός βοηθός. Ἐάν θέλης νὰ μάθης εἰς ποῖον σημεῖον εὑρίσκεται ἤδη ἡ Ἐπανάστασις σοι γράφω ὅτι ὁμοιάζη τὴν ἐν Πελοποννήσῳ ἐποχήν τοῦ Ἰμπραΐμ πασᾶ καὶ τότε ὡς καὶ τώρα οἱ Χριστιανοί ἀποδειλιάσαντες οὐδέν ἐνεργοῦσιν ἀπό κοινοῦ οὐδέποτε συναθροίζονται καὶ ἐάν ποτέ τοῦτο συμβεῖ διασκορπίζονται ἀμέσως ἅμα ἀποφασίσωμεν νὰ ἐκτεθῶμεν εἰς μάχην˙ ὅπως νῦν ἔχωσι τὰ πράγματα φαίνεται ὅτι ἡ Ἑλλάς ἐνεργεῖ κατάκτησιν ἐν Κρήτη. Οἱ Μουτῆδες μᾶς περιεκύκλωσαν καὶ καταπροδίδουσι εἰς τὸν πασᾶν ἅπασας τὰς ἐνεργείας μας ἀφ’ ἑτέρου δὲ μᾶς κατακλέβουν τὰς ζωοτροφίας καὶ ἀρχίζομεν καὶ πάλιν νὰ πεινῶμεν. Χθὲς διενεμήθη εἰς τὸ στρατόπεδον V//o ἀνά 100 δράμια ἀλεύρου κρηθίνου εἰς ἕκαστον ὁπλίτη V/. Σήμερον δὲ οὐδόλως καὶ εἶναι μεσηβρία. Οὐχ ἦττον ὅμως καὶ μὲ ὅλα ταῦτα τὰ κωλύματα μὲ ὅλας τὰς ῥαδιουργίας τῶν δειλῶν καὶ τῶν τουρκοφίλων ἡ Ἐπανάστασις διατηρεῖται καὶ θὰ διατηρηθῆ ἴσως καὶ μέχρι Μαρτίου μία μάλιστα Ἐπαρχία εἶναι τοσοῦτον ἐνθουσιασμένη ὑπέρ αὐτῆς ὥστε καὶ αἱ γυναῖκες θὰ λάβωσι τὰ ὅπλα ἐν ἀνάγκη, τὸ ἀγλάϊσμα τοῦτο τῆς Κρήτης εἶναι τὸ Σέληνον ἡ Ἐπαρχία αὕτη οὐ μόνον ἀφθόνους τροφάς ἀποθηκεύει διά τὸν στρατόν ἀλλά καὶ τοὺς ἄνδρας της στέλλει πανταχοῦ ὅπου ὑπάρχει ἀνάγκη προεξάρχοντος τοῦ γενναίου αὐτῆς ὀπλαρχηγοῦ Καπετάν Κριάρη ὅστις ὁμοιάζει τοῦ ἡμετέρου Κανάρη κατά τε τὴν ἁπλότητα τῶν ἠθῶν καὶ τὸ ἀτρόμητον τῆς καρδίας. Εἰς τὴν Ἐπαρχίαν ταύτην ὅστις ἐξ ἡμῶν ἀπέλθει δὲν γνωρίζουσι πὼς κάλλιον νὰ τὸν περιποιηθῶσι. Ἐνῶ εἰς τὰς ἄλλας ἐπαρχίας τρομάζει τις νὰ φάγη ὀλίγον ψωμί. Χθὲς τὸ ἐσπέρας ἀφίχθη πεζοδρόμος ἀγγέλων τὴν ἄφιξιν ἀτμοπλοίου καὶ τοῦ ὑπολοχαγοῦ V/// Σαρατζόγλου Γαριβαλδινοῦ μὲ 400 ἄνδρας μὲ ὅπλα καὶ τροφάς. Ἄν ταῦτα δὲν διαρπαχθῶσι κατά τὴν ἀποβίβασιν θέλουσι μεγάλως ὠφελήσει τὴν Ἐπανάστασιν. Κατῆλθον εἰς τὸν ἀγώνα ἀσθενής ὤν καὶ ἔμενον εἰς τὸ πλευρόν του μετά τοῦ Ἐπιλοχία VΟ Ἀξελοῦ ἅμα ἤρχησε ἡ ὀπισθοχώρησις ἀλλά μετά τινά βήματα ἐπανακαθήσαμεν τον ἐβίασα νὰ σηκωθῆ διότι εἴχομεν ἐγκαταληφθῆ παρά τῶν Κρητῶν. Ἐνῶ τὸν ἐβίαζον νὰ σηκωθῆ ἐσηκώθη καὶ στρέψαντες ὀπίσω εἴδαμεν εἰς ἀπόστασιν 10 βημάτων τοὺς τουρκαλβανούς μὲ γυμνά ξίφη τὴν στιγμήν ταύτην ἔλαβον τὸ ἕν πιστόλιον τὸ ἄλλο εἶχε χάσει ὁ Κ. Ἀξελός καὶ ἐβαδίσαμεν δρομαίως εἰς μίαν ἀτραπόν ὅπου συνενούμεθα περί τοὺς 60 ἄνδρας. Εἰς τὸν δρόμον τοῦτον ἔχασα τὸν Πραΐδην καὶ ἔκτοτε δὲν τὸν εἶδα πλέον. Φοβοῦμαι μήπως ἐπληγώθη καθ’ ὁδόν καὶ


συνελήφθη ἠμιθανής. Ὁ Δεκανεύς V// Ἀντ. Πατήχης εἶναι καλά ἐπίσης καὶ ὁ Θεμιστ. Βούλγαρης μένουσιν ἐνταῦθα. Ἐθελοντής γαριβαλδινός V/ στρατιώτης Παναγιώτης Μουτσόπουλος

6. [Κρήτη]

12 Σεπτεμβρίου 1897

Π ε ρ ί λ η ψ η: ο Π. Μουτσόπουλος αποστέλλει ανταπόκριση στην Αθήνα. Αναλύει τα διπλωματικά γεγονότα της εποχής σε συνδυασμό με τις εξεγέρσεις στην Ήπειρο και τη θεσσαλία το 1854. Αναφέρεται στη Μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866, στο Διεθνές Δίκαιο, στη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων το 1878 και υπενθυμίζει τα ελληνικά αιτήματα στο Συνέδριο του Βερολίνου. Χαρτί μέτριας ποιότητας, ανοιχτό πράσινο, χιλ. 293Χ205, μονόφυλλο. Το κείμενο είναι γραμμένο και στις δύο σελίδες.

Τῇ 12 Σεπτεμβρίου 1897 Κυβερνητική ἐνέργεια, ἡ δὲ φιλελευθέρα Γαλλία ἀπροκαλύπτως ἀνέλαβε τὴν προστασίαν τῶν οἰκείων τῆς Ἑλλάδος, ὑπαγορεύουσα τὰς πρὸς τὰς διακοινώσεις τοῦ μακαρίτου Οὐάϊς ἀπαντήσεις τῆς ἡμετέρας Κυβερνήσεως χωρίς νὰ προσέξη εἰς τὴν βραδύτερον ἐπινοηθεῖσαν Εὐρωπαϊκήν ὁμοφωνίαν, ἐν ὀνόματι τῆς ὁποίας, τὰ μεγαλείτερα ἀδικήματα καὶ αἱ μεγαλείτεραι καταπιέσεις κατά τοὺς χρόνους τούτους διαπράττονται. Ὅτε κατά τὸ ἔτος 1854 αἱ ὑπόδουλοι ἐπαρχίαι Ἡπείρου καὶ Θεσσαλίας, ὠφελούμεναι τοῦ Ρωσοτουρκικοῦ πολέμου, ἐξανέστησαν κατά τοῦ κατάκτητοῦ, διεκδικοῦσαι τὰ ἐθνικά αὐτῶν δικαιώματα, ὁ δὲ ἑλληνικός λαός, ἐπί κεφαλῆς ἔχων τοὺς ἐπιζῶντας ἄνδρας τοῦ μεγάλου ἀγῶνος, προσέτρεξε πρὸς βοήθειαν τῶν ἀγωνιζομένων ἀδελφῶν, ἐνῶ συμμαχήσασαι αἱ


δύο δυτικαί Μ. Δυνάμεις, ἐμάχοντο ἐν Κριμαία καὶ Σεβαστουπόλει, ἡ ἐπίσημος Ἑλλάς δὲν ἐλιποψύχησεν ἀπέναντι τῆς ἐπελθούσης κατοχῆς τῶν δύο ἐκείνων Δυνάμεων, ἀλλ’ ὑπεχώρησεν εἰς τὴν ὑλικήν βίαν, διατηρήσασα σεβαστά τὰ κυριαρχικά τῆς χώρας δικαιώματα, καὶ συνομολογήσασα τὴν μετά τῆς Τουρκίας συνθήκην τοῦ 1855, δι’ ἧς ὄχι μόνον δὲν ἐταπεινώθη ἀπέναντι τῆς πανισχύρου τότε Αὐτοκρατορίας, ἀλλ’ ἀπήλαυσε μεγάλα προνόμια καὶ δικαιώματα ὑπέρ τε τῶν ἐν Τουρκία Ἑλλήνων ὐπηκόων καὶ ὑπέρ τῶν Χριστιανῶν. Ἔκτοτε δὲ περί πολλοῦ ποιούμεναι αἱ τρεῖς προστάτιδες Δυνάμεις τὴν ἐν τῇ Ἀνατολῇ ἐξασφάλισιν τῆς Εἰρήνης δὲν διενοήθησαν νὰ ἀπειλήσωσιν, ἀλλά διὰ διπλωματικῶν φιλοφρονήσεων καὶ ὑποσχέσεων προσεπάθουν νὰ μετριάζωσι τὸν Ἐθνικόν ἡμῶν ἐνθουσιασμόν, πρὸς τὸν ὁποῖον ἀπέδιδον τὸν ὀφειλόμενον σεβασμόν άναγνωρίζουσαι τὰ ἐθνικά ἡμῶν δίκαια. Τὴν αὐτή Διεθνή πολιτική ἐτήρησεν ἡ παντοδύναμος Εὐρώπη πρὸς τὴν Ἑλλάδα καὶ κατά τὴν ἐν Κρήτη ἐκραγεῖσαν ἐπανάστασιν τοῦ 1866 τὴν ὁποίαν ἐκείνη ἐπί τρία ὅλα ἔτη ἀπροκαλύπτως ἐνίσχυε καὶ ἐτροφοδότει καὶ πρὸς τὴν ὁποίαν τὰ πλοῖα τῶν Μ. Δυνάμεων παρέσχον πάσαν δυνατήν συνδρομήν ὑπό τὸν τύπον τῆς φιλανθρωπίας. Ἡ Ἑλλάς, ἐν πλήρη ἐλευθερία καὶ ὑπό ἱδίαν εὐθύνην ἐνεργοῦσα προσεπάθησε νὰ τηρήση τὰς ἐκ τοῦ Διεθνοῦς δικαίου ὑποχρεώσεις της, ἡ δὲ Διπλωματία ὡς νόμιμον καὶ ἀνεπανάληπτον ἀνεγνώρισε τὴν ἐνέργεια ἐκείνην ὥστε ἡ Τουρκία διακόψασα ἐπί τέλους τὰς διπλωματικάς σχέσεις δὲν ἐτόλμησε νὰ προβῆ εἰς ἐχθροπραξίας, αἵτινες ἤθελον θεωρηθῆ ὡς ἄδικοι καὶ ἐπικίνδυνοι. Τὸν αὐτόν σεβασμόν πρὸς τὴν ἀνεξαρτησίαν τῆς Ἑλλάδος ἐτήρησαν αἱ Μ. Δυνάμεις καὶ κατά τὸ 1878, ὅτε ἐπανάστασις ἐξερράγη ἐν Ἡπείρω καὶ Θεσσαλία προσπαθήσασαι να τύχωσι τῆς πρὸς περιστολήν τῆς ἐπαναστάσεως ἐκείνη συνδρομῆς τῆς Ἑλλάδος ἐπί τῆ ρητῆ ὑποσχέσει τοῦ πρωθυπουργοῦ Βηκουρίλδ ὅτι θέλει τῆ ἐπιτραπῆ νὰ εἰσέλθη καὶ ὑποβάλη τὰ αἰτήματά της ἐνώπιον τοῦ ἐν Βερολίνω συγκληθησομένου Συνεδρίου. Ἐκ τῆ Νήσου Κρήτης Π. Μουτσόπουλος Δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες της εποχής, αντικειμενικές πηγές που να αναφέρουν ως πυρπολητές της Μονής τον ηγούμενο


Γαβριήλ και τον Κωνσταντίνο Γιαμπουδάκη. Καμμιά ακολουθία γεγονότων ούτε λογικές αποδείξεις μέσα στην πορεία των χρόνων δεν μπόρεσαν να αντικαταστήσουν την εγκυρότητα των εσωτερικών πηγών και των εξωγενών πραγματικών τεκμηρίων. Εξάλλου, αποδείχτηκε ότι ήταν απολύτως αδύνατη η εξαφάνιση όχι τόσο των λογικών αποδείξεων όσο κυρίως των πραγματικών πειστηρίων, τεκμηρίων και πηγών. Οι φανταστικές βιογραφίες του Γαβριήλ και του Γιαμπουδάκη ήταν αδύνατο να αντικαταστήσουν τα αυθεντικά τεκμήρια, όπως επίσης ανεπιτυχής υπήρξε η άκρως επιμελημένη προσπάθεια να αναμειχθούν οι ηρωικές πράξεις με την έλλειψη των μαρτυριών. Στην περίπτωσή μας τα οποιαδήποτε σφάλματα, οι οποιεσδήποτε παραλείψεις, οι παραχαράξεις και οι διαστρεβλώσεις έχουν άμεσες και σοβαρές συνέπειες. Έχει και η Ιστορία το δικό της τρόπο να απαντά, να «εκδικείται», να αποκαθιστά την «καταδίκη» και να αναδεικνύει την αλήθεια, έστω κι αν έχουν περάσει 150 χρόνια από την ανατίναξη της Μονής. Όσα αναφέρθηκαν, ως σκοπιμότητες, παραλείψεις και άλλα ηχηρά παρόμοια, συγκροτούν ένα μέγιστο σφάλμα ιστορικών διαστάσεων, το οποίο μπορεί και πρέπει, χωρίς άλλες καθυστερήσεις, να αποκατασταθεί.


ΕΙΚΟΝΕΣ




















Χρυσόστομος Ἰ. Παπαδάκης Ἀρχιμανδρίτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ Α΄ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ (63 - 824/26)

Κατά τή διακονία μας ὡς Πρωτοσυγκέλλου τῆς ῾Ιερᾶς Μητροπόλεως Γορτύνης καί ᾿Αρκαδίας, ἀσχολούμενοι καί μέ τήν τοπική ἁγιολογία, χρειάστηκε νά κάνουμε τή δέουσα ἔρευνα προκειμένου νά προβοῦμε σέ ἐκδόσεις πού εἶχαν σκοπό τήν προβολή τοῦ βίου τῶν Ἁγίων τῆς Ἀποστολικῆς Μητροπόλεως, ἀλλά καί τοῦ σχετικοῦ ὑμνογραφικοῦ ὑλικοῦ πού θά ἐξυπηρετοῦσε τούς ἐνδιαφερόμενους γιά τήν πανηγυρική τιμή στή μνήμη τους. ῞Ενας καρπός πού προέκυψε ἀπό αὐτή τήν ἔρευνα, εἶναι καί ὁ κατάλογος ὀνομάτων πού ἀκολουθεῖ, δηλαδή τῶν ᾿Αρχιεπισκόπων Κρήτης-ὄχι μόνο τῶν Ἁγίων- κατά τή Ρωμαιοκρατία καί Α΄ Βυζαντινή περίοδο (63-824/26), χρονική περίοδο πού ἡ Γόρτυνα ὡς Ρωμαϊκή πρωτεύουσα τῆς Κρήτης καί τῆς Κυρηναϊκῆς, ἦταν ἡ ἕδρα τοῦ Ἐπισκόπου της καί ᾿Αρχιεπισκόπου Κρήτης καί ἕδρα τῆς ῾Ιερᾶς ᾿Επαρχιακῆς Συνόδου τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Κρήτης. Παλαιότερα, σέ ἐπιστημονικά περιοδικά καί ἄλλα βιβλία πού ἀφοροῦν στήν ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Κρήτης δημοσιεύθηκαν κάποιοι κατάλογοι, κυρίως ἀποσπασματικοί, μέ βάση ὅ,τι εἶχε φέρει στό φῶς ἡ μέχρι τότε ἔρευνα. ῾Ολόκληρο κατάλογο, μέ τήν ἴδια πάντα προϋπόθεση, εἶχε συμπεριλάβει σέ μελέτη 55 του ὁ ἀοίδιμος, τότε ᾿Αρχιμανδρίτης καί Γραμματεύς τῆς ῾Ι. ᾿Επαρχιακῆς Συνόδου καί μετέπειτα Μητροπολίτης Λάμπης καί Σφακίων καί κατόπιν Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου, Θεόδωρος Τζεδάκης (+1996). ᾿Επίσης ὁ σεβαστός καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Θεοχάρης Δετοράκης, ἔχει σέ συγγράμματά του καί ἐπιστημονικά περιοδικά δημοσιεύσει μελέτες περί τῶν καταλόγων. ῾Ολόκληρο κατάλογο μέ τά ὀνόματα ὅλων τῶν μέχρι σήμερα ᾿Αρχιεπισκόπων Κρήτης κατά περιόδους καί μέ χρονολογίες, ἔχει συντάξει ὁ ἴδιος γιά τήν ἱστοσελίδα τῆς ῾Ιερᾶς ᾿Αρχιεπισκοπῆς Τζεδάκη Β. Θεοδώρου, «Σύντομος ἱστορία τῆς ἐν Κρήτῃ ᾿Εκκλησίας», ᾿Αθῆναι 1967, σσ. 46-48. 55


Κρήτης 56.῾Η ἔρευνα ὅμως προχώρησε, καί τά δεδομένα ἄλλαξαν. Νέα ὀνόματα προστέθηκαν, σειρές ἄλλαξαν, χρονολογίες διορθώθηκαν. ᾿Εδῶ δημοσιεύουμε μέρος τοῦ καταλόγου πού ἀφορᾶ στίς χρονικές περιόδους Ρωμαιοκρατίας καί Α´ Βυζαντινῆς (63-824/26) μέ τή σχετική παράθεση συντόμων στοιχείων καί σχετικῶν σχολιασμῶν.

῾Η

πρώτη ἐπαφή τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου μέ τήν Κρήτη, ἔγινε τό

Φθινόπωρο τοῦ 59 ἤ τόν Χειμῶνα τοῦ 6057 ὅταν προσορμίστηκε στούς Καλούς Λιμένες 58 τό πλοῖο πού τόν μετέφερε δέσμιο γιά νά δικαστεῖ στή Ρώμη, ὡς Ρωμαῖος πολίτης. Στό ταξίδι αὐτό τόν συνόδευαν οἱ μαθητές του καί συνέκδημοι, ᾿Αρίσταρχος ὁ Θεσσαλονικεύς καί Λουκᾶς ὁ Εὐαγγελιστής 59. Οἱ ἡμέρες παραμονῆς τους στούς Καλούς Λιμένες, ἐξαρτήθηκαν ἀπό τίς καιρικές συνθῆκες. ᾿Ασφαλῶς ὅμως, τότε ὁ Παῦλος θά σχεδίασε καί τόν εὐαγγελισμό τῆς Κρήτης. Τό ὅραμά του αὐτό ἄρχισε νά γίνεται πραγματικότητα κατά τήν τέταρτη ἀποστολική ὁδοιπορία του, ὅταν τήν ῎Ανοιξη ἤ τό Θέρος τοῦ 63 60 ἔρχεται ὁ ἴδιος στήν Κρήτη καί ἐγκαθιστᾶ τόν Τίτο στή Γόρτυνα, ὡς ὑπεύθυνο τοῦ ἀποστολικοῦ ἔργου, τόν ὁποῖο ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία ἀναγνώρισε ἐξ ἀρχῆς ὡς Πρῶτο Ἐπίσκοπο Κρήτης. Στό τέλος τοῦ ἴδιου ἔτους, τοῦ στέλνει ἀπό τούς Φιλίππους 61τῆς Μακεδονίας τήν «Πρός Τίτον» ᾿Επιστολή. Μέ τόν ᾿Απόστολο Τίτο 62, λοιπόν, ἀρχίζει ὁ κατάλογος τῶν ᾿Αρχιεπισκόπων Κρήτης οἱ ὁποῖοι διατηροῦν ὡς ἕδρα τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Κρήτης (ἕδρα ᾿Αρχιεπισκόπου-῾Ιερᾶς ᾿Επαρχιακῆς Συνόδου) τή Γόρτυνα, μέχρι τότε πού οἱ ῎Αραβες κατακτοῦν τό νησί, καταστρέφουν τήν πρωτεύουσά του τό 824/26 καί ἀρχίζει ἡ πιό σκοτεινή περίοδος γιά τήν www.iak.gr Βούλγαρη Σ. Χρήστου, «Χρονολογία τῶν γεγονότων τοῦ βίου τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου», ἔκδ. Γ´, ᾿Αθήνα 1990, σσ. 122-124. 58 Πράξεις 27, 7-13. 59 ῎Αν καί δέν ἀναφέρονται στίς Πράξεις, οἱ εἰδικοί ἐπί τῆς Καινῆς Διαθήκης ἐρευνητές, στηρίζουν τήν ἄποψη αὐτή βάσει τῆς μελέτης τους ἐπί τῶν τμημάτων τῆς Κ.Δ. ὑπό τό ὄνομα «ἡμεῖς ἐδάφια» (wir bericten, we passages). Βλ. α) Πατρώνου Π. Γεωργίου, «Προλεγόμενα στήν ἔρευνα τῶν Πράξεων» σελ. 182-188, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσ/νίκη 1993 καί β) ᾿Ιωαννίδου Χ. Βασιλείου, «Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην», ᾿Αθήνα 1996, σελ. 173-174 καί 213. 60 Βούλγαρη Σ. Χρήστου, μνημ. ἔργο, σσ. 122-124. 61 ῎Ενθ᾿ ἀνωτ., σσ. 122-124. 62 Πολλοί τῶν ἐπιστημόνων μελετητῶν τῆς Κ.Δ., κυρίως ξένων, ἀλλά καί ἡμεδαπῶν, ἀρνοῦνται τήν ὕπαρξη τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος κατά τήν ᾿Αποστολική ἐποχή, διότι ὡς μοναρχικό ἐκκλησιαστικό ἀξίωμα διαμορφώθηκε στίς ἀρχές τοῦ Β´ αἰῶνος (Βλ. Γαλίτη ᾿Αντ. Γεωργίου, «῾Η πρός Τίτον ᾿Επιστολή τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, Εἰσαγωγή῾Υπόμνημα», ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσ/νίκη 1978, σσ. 71-79, 175-177 καί 364-365). 56 57


Κρήτη, ἡ ὁποία θά κρατήσει ὥς τό 961 καί στήν ὁποία ἔδωσε τέλος ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς. Κατά τό διάστημα αὐτό τῆς ᾿Αραβικῆς κατάληψης, ἡ πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στό Χάνδακα (σημερινό ῾Ηράκλειο), πόλη ἡ ὁποία μετά τήν ἀνάκτηση τῆς Κρήτης θά ἦταν στό ἑξῆς ἡ ἕδρα τῆς ῾Ι. ᾿Επαρχιακῆς Συνόδου καί τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου Κρήτης. Κατά τή μεταποστολική ἐποχή καί κατά τήν ἐποχή τῶν μεγάλων διωγμῶν, δέν μᾶς παρέχουν οἱ πηγές πολλές πληροφορίες γιά τά ὀνόματα τῶν ᾿Αρχιεπισκόπων. ᾿Αλλά καί «γιά τήν πρώτη Βυζαντινή περίοδο (330-824) εἶναι ἐντελῶς ἀνεπαρκεῖς οἱ πληροφορίες τῶν πηγῶν γιά νά σχηματίσουμε πλήρη καί ἐναργῆ εἰκόνα τῆς Κρητικῆς ἱστορίας» 63. ῾Η ἔλλειψη πηγῶν καί ἡ ὡς ἐκ τοῦ γεγονότος τούτου ἄγνοια ὀνομάτων, ἔχει τή λογική συνέπεια ὁ κατάλογος τῶν ᾿Αρχιεπισκόπων Κρήτης νά εἶναι ἐλλιπής.

1. ΤΙΤΟΣ Μαθητής καί συνέκδημος 64 τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου. ῏Ηταν ῞Ελληνας 65 ἐθνικός πού μεταστράφηκε στό Χριστιανισμό ἀπό τόν Παῦλο. Γιά τήν πατρίδα του ὑπάρχουν ἀντικρουόμενες ἀπόψεις 66Συναξαριστῶν, παραδόσεως καί ἐπιστημονικῶν ἐκτιμήσεων. Στήν ᾿Αποστολική Σύνοδο τῶν ῾Ιεροσολύμων τό 49 67 στήν ὁποία μετεῖχαν ὁ Παῦλος καί ὁ Βαρνάβας πηγαίνοντας ἀπό τήν ᾿Αντιόχεια, ὁ Παῦλος εἶχε σοβαρούς λόγους 68 σχετικούς πρός τό θέμα τῆς Συνόδου καί πῆρε μαζί του τόν Τίτο. ᾿Αποδεικνύεται «ἀπό τούς πιστότερους καί δυνατότερους βοηθούς τοῦ Παύλου πού θά χρησιμοποιοῦσε καί στίς δυσκολότερες ἀκόμη ἀποστολές» 69. Τά πολλά του χαρίσματα θά γράψει ὁ ῞Αγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος 70 καί ὁ ῞Αγιος ᾿Ανδρέας ὁ Κρήτης 71. Τό 63 ἐγκαθίσταται ἀπό τόν Παῦλο στή Γόρτυνα καί τό ἑπόμενο ἔτος 72 μετακαλεῖται ἀπό τόν ἴδιο

Δετοράκη Θεοχ., «῾Ιστορία τῆς Κρήτης,» ῾Ηράκλειο 1990, σελ. 128. Β´ Κορινθίους 2,12, 8,23, 12,18, Τίτ. 1,4. 65 Γαλίτη Γεωργίου μν. ἔργο σελ. 156. Βλ. ἐπίσης Tarcino Stramare, TITO, discepolo di s. Paolo, vescovo, santo. Bibliotheca Sanctorum, τόμ. ΧΙΙ, στ. 503-504. 66 α) Holzner, «Παῦλος», ἔκδ. 10η, 1979, σελ. 141. β) Γαλίτη Γ., μν. ἔργο, σελ. 23. γ) Δετοράκη Θεοχ., «Οἱ ῞Αγιοι τῆς πρώτης Βυζαντινῆς περιόδου τῆς Κρήτης καί ἡ σχετική πρός αὐτούς φιλολογία,» Διδακ. διατρ., ᾿Αθῆναι 1970, σελ. 20 καί 22-24. 67 Πράξ. 15, 1-29. 68 Holzner, μν. ἔργο, σελ. 141. 69 ῎Ενθ᾿ ἀνωτ. σελ. 141. 70 Migne, P.G. τόμ. LΧΙΙΙ, λόγος Λ´, σελ. 787-802, Ματθ. Βίκτωρος, «᾿Εκλογαί καί ᾿Απανθίσματα ᾿Ιω. Χρυσοστόμου», ἔκδ. Α´, ᾿Αθῆναι 1967, σελ. 583-584. 71 Ρ.G. 97, 1149. 72 Βούλγαρη Χρ., μν. ἔργο, σσ. 122-124. 63 64


στή Νικόπολη 73 ὅπως ἀναφέρει στήν πρός Τίτον Ἐπιστολή πού τοῦ ἔστειλε ἀπό τούς Φιλίππους τῆς Μακεδονίας, μέ τήν ὁποία ἐπιστολή τόν κατευθύνει στό ἀποστολικό-ποιμαντικό ἔργο, καί ἀπό ἐκεῖ στή Δαλματία 74 ὅπου παρέμεινε μέχρι τό μαρτύριο τοῦ Παύλου 65 ἤ 66 75 στή Ρώμη. ᾿Επιστρέφει στήν Κρήτη στήν ὁποία καί παραμένει μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του 76. ῾Η μνήμη του ἑορτάζεται στίς 25 Αὐγούστου, ἡ δέ Ἐπανακομιδή τῆς Τιμίας Κάρας του ἀπό τή Βενετία πού ἔγινε τό 1966 ἐπί ᾿Αρχιεπισκόπου Κρήτης Εὐγενίου Ψαλιδάκη, στίς 15 Μαΐου. Στή Ρωμαιοκαθολική ᾿Εκκλησία ἑορτάζεται 4 ᾿Ιανουαρίου, στίς δέ ᾿Ανατολικές ᾿Εκκλησίες, Συριακή 25 Αὐγούστου, τῶν ᾿Αρμενίων 29 ᾿Ιουλίου καί Κοπτική 18 Δεκεμβρίου 77.

2. ΑΡΤΕΜΑΣ ῾Ο ἀοίδιμος Θεόδωρος Β. Τζεδάκης στόν κατάλογο τῶν Μητροπολιτῶν (᾿Αρχιεπισκόπων) Κρήτης 78, τοποθετεῖ μετά τόν Τίτο «᾿Αρτεμᾶν ἤ Τυχικόν» 79. Τελικά στήν Κρήτη ἦλθε ὁ ᾿Αρτεμᾶς 80. Στό συμπέρασμα αὐτό κατέληξαν οἱ μελέτες τῶν καινοδιαθηκολόγων, διότι ὁ Τυχικός ἔμεινε κοντά στόν Παῦλο μέχρι καί τή β´ φυλάκισή του στή Ρώμη. ᾿Από τή Ρώμη ἐστάλη ὁ Τυχικός στήν ῎Εφεσο (Β´ Τιμ. 4,12), γιά νά ἀντικαταστήσει τόν Τιμόθεο (Β´ Τιμ. 4,9-21), τόν ὁποῖο κάλεσε ὁ Παῦλος στή Ρώμη. Βέβαια στήν Κρήτη ἐργάστηκαν καί οἱ ᾿Απόστολοι ᾿Απολλώς καί Ζηνᾶς 81, ἀλλά παρόντος τοῦ Τίτου, ὡς βοηθοί στό δύσκολο ἔργο του, λόγῳ τῆς ὑπάρξεως αἱρετικῶν πού ταλαιπωροῦσαν τίς κατά πόλιν

Τίτ. 3,12. Β´ Τιμοθ. 4,10. Σημερινή Κροατία. 75 Βούλγαρη Χρ., μν. ἔργο, σσ. 122-124. 76 ᾿Αναλυτικά γιά ὅσα ἀφοροῦν τόν ᾿Απόστολο Τίτο βλ. α) Δετοράκη Θεοχ., μν. ἔργο, «Οἱ ῞Αγιοι......», σσ. 19-45, β) Γαλίτη Γεωργίου ὅλο τό μν. ἔργο, γ) Παπαδάκη Χρυσοστόμου ᾿Αρχιμ., «Βίβλος ἀϊδίου τιμῆς ....Παῦλον», ἔκδ. ῾Ι.Μ. Γορτύνης καί ᾿Αρκαδίας, Μοῖρες 2000, σσ. 19-47, δ) Κογεράκη Κυρίλλου ᾿Αρχιμ., «῞Αγιος ᾿Απόστολος Τίτος», ῾Ηράκλειον 2004, ἔκδ. ῾Ι. Ναοῦ ῾Αγ. Τίτου ῾Ηρακλείου. Στό βιβλίο αὐτό βρίσκεται ὅλο τό ὑλικό, δηλ. βιογραφικό, ἐγκωμιαστικό, ὑμνογραφικό καί ἱστορικό τοῦ Ναοῦ καί τῆς Ἐπανακομιδῆς τῆς Τιμίας Κάρας. ᾿Επίσης ε) Συλλιγαρδάκη Τίτου «Κρῆτες ῞Αγιοι», Ρέθυμνο 1983, σσ. 131-138, 243-245 καί 289, στ) τοῦ ἰδίου «Κρητικόν Λειμωνάριον», Ρέθυμνον 1984, ᾿Ακολουθία, σσ. 540-552 καί 327-343, ζ) Χορτάτου Τίτου ᾿Αρχιμ., «Βίος τοῦ ῾Αγ. ᾿Αποστόλου Τίτου μετά Παρακλ. Κανόνος καί Χαιρετισμῶν,» ᾿Αθῆναι 1984. 77 Δετοράκη Θεοχ., μν. ἔργο, «Οἱ ῞Αγιοι....», σελ. 26. 78 Τζεδάκη Β. Θεοδώρου μν. ἔργο, σελ. 46. 79 Τίτ. 3,12. 80 Βούλγαρη Χρ., μν. ἔργο, σελ. 104. 81 Τίτ. 3,13. 73 74


χριστιανικές κοινότητες πού ἤδη ὑπῆρχαν, ἀλλά ἦταν ἀνοργάνωτες 82. Μαζί μέ τόν Τίτο ἐπίσης ἐργάστηκε ὡς βοηθός τοῦ ἀποστολικοῦ ἔργου καί ὁ ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων, Κάρπος. Ἄν καί δεν ἔχομε ἁγιογραφική μαρτυρία ἤ ἐπιστημονικό συμπέρασμα ὅπως γιά τόν Λουκᾶ καί τόν Ἀρίσταρχο, ἀδιαμφισβήτητη πηγή ἀποτελεῖ ἡ ὑμνογραφία τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης (660-740) ὁ ὁποῖος ὡς ἐπιχώριος ἀλλά καί λόγιος Ἐπίσκοπος ἐκφράζει τήν ἕως τότε ἀδιάκοπη ἰσχυρή ἐκκλησιαστική παράδοση 83. Ἐπίσης καί ὁ μεγάλος Ὑμνογράφος Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Γραπτός Μητροπολίτης Νικαίας (778-845) ἀναφέρει τόν Κάρπο 84. ῾Ο ᾿Αρτεμᾶς ὅμως ἀντικατέστησε τόν Τίτο γιά δύο χρόνια μέχρι πού ἐπέστρεψε ἀπό τή Δαλματία. ᾿Επειδή ὁ ᾿Αρτεμᾶς ἐπετέλεσε ἔργο ἀποστολικό-ἐπισκοπικό, διότι ἀπεστάλη ἀπό τόν Παῦλο ὅπως καί ὁ Τίτος, ἔργο δηλαδή διδακτικό, λειτουργικό (Βάπτισμα, Θ. Εὐχαριστία), ᾿Αρχιερατικό (χειροτονίες «Πρεσβυτέρων κατά πόλεις» (Τίτ. 1,5)), συμφωνοῦμε μέ τή γνώμη τοῦ ἀοιδίμου λογίου ῾Ιεράρχου καί τόν συμπεριλαμβάνουμε στόν κατάλογο. Τόσο ὁ Τίτος ὅσο καί ὁ ᾿Αρτεμᾶς, ἐργάστηκαν ὡς ᾿Απόστολοι στήν Κρήτη κατά τίς ὑποδείξεις τοῦ ᾿Απ. Παύλου. ῎Αν καί τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα δέν εἶχε διαμορφωθεῖ καί καθιερωθεῖ ὅπως ἔγινε στίς ἀρχές τοῦ β´ αἰῶνα, τό ἔργο τους ἦταν στήν οὐσία ἐπισκοπικό πού ἔγινε ἡ ἀπαρχή τοῦ ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ, κύριο ἔργο τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ χειροτονία καί ἡ κατάσταση «κατά πόλιν πρεσβυτέρων» (διοίκηση). ῾Ο ἀοίδιμος καθηγητής Γερ. Κονιδάρης χρησιμοποιεῖ καί τόν ὅρο «ἔξαρχος» 85 τοῦ ᾿Απ. Παύλου γιά τόν Τίτο στήν Κρήτη. Τό ἴδιο ἰσχύει ὅμως καί γιά τόν ᾿Αρτεμᾶ κατά τό διετές διάστημα πού ἐργάστηκε στήν Κρήτη. Μέ τήν ἐπιστροφή τοῦ Τίτου ἀπό τή Δαλματία, ἐπειδή ἡ Κρήτη ἦταν ὁ «κλῆρος» τοῦ Τίτου ὡς πρώτου ἀποστολικοῦ «ἐξάρχου», ἀποχωρεῖ ὁ ᾿Αρτεμᾶς, «ὁ δέ Τίτος (παραμένει) ὁ μόνος ἐν Κρήτῃ ἀπόστολος καί οἱονεί ᾿Επίσκοπος» ἤ «ὁ πρῶτος οἱονεί μητροπολίτης-ἔξαρχος τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου» 86. Στήν Κρήτη ὁ Τίτος παρέμεινε ὥς τό τέλος τῆς ζωῆς του ἐργαζόμενος ὡς ᾿Απόστολος, δηλαδή ἔργῳ ὡς ᾿Επίσκοπος. Σέ λίγες δεκαετίες πού τό ἐπισκοπικό Τίτ. 1,10 καί 3,9 ἑξ. καί Κονιδάρη ᾿Ι. Γερασίμου, «Αἱ ᾿Επισκοπαί τῆς Κρήτης μέχρι καί τοῦ Ι´ αἰῶνος», «Κρητικά Χρονικά Τόμ. Ζ´», ῾Ηράκλειο 1953, σελ. 468. 83 Κανόνας στούς Ἁγίους Δέκα Μάρτυρες τούς ἐν Κρήτῃ: Ἦχος γ΄, Ὠδή α΄. Ἄσωμεν τῷ Κυρίῳ. ΄΄Ἱερομύστα Τίτε καί θεοφόρε Κάρπε, οἱ ἀκλινεῖς θεμέλιοι τῆς Κρητῶν ἐπαρχίας…΄΄ καί Ὠδή ε΄, ΄΄ Τίτου καί Κάρπου κλήματα ὤφθητε μάρτυρες ὡς ἐκ τῆς Παύλου φυτείας ἀναθήλαντες…΄΄. 84 Κανόνας στούς Ἁγίους Δέκα, Ἦχος πλ. β΄, Ὠδή γ΄ Ὡς ἐν ἠπείρῳ, ΄΄Μυσταγωγούς τῶν τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων εὑρόντες οἱ Χριστοῦ στρατιῶται τούς τοῦ Παύλου φοιτητάς Κάρπον καί Τίτον…΄΄. 85 Κονιδάρη Γερασ. μνημ. ἔργο σελ. 469. 86 ῎Ενθ᾿ ἀνωτ. σελ. 469. 82


ἀξίωμα θά καθιερώνετο στή Συνείδηση τῆς ᾿Εκκλησίας ὡς ἔχει μέχρι καί σήμερα, αὐτή ἡ ἴδια ἡ ᾿Εκκλησιαστική Συνείδηση θά ἀναγνώριζε καί θά ἐξωνόμαζε τόν Τίτο, Πρῶτο ᾿Επίσκοπο τῆς ᾿Αποστολικῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Κρήτης, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι καί ὁ ᾿Αρτεμᾶς, μέ βάση τά ἀνωτέρω, δέν ὑπῆρξε ᾿Επίσκοπος Κρήτης, ὁ ὁποῖος πρέπει νά κατατάσσεται καί νά τιμᾶται δεύτερος. ῾Η ᾿Εκκλησιαστική Παράδοση τόν δέχεται ὡς ᾿Επίσκοπο Λύστρων 87 καί ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 30 ᾿Οκτωβρίου καί 4 ᾿Ιανουαρίου.

3. ΦΙΛΙΠΠΟΣ Εἶναι τό ἀμέσως ἑπόμενο γνωστό ὄνομα. ῎Εζησε τό β´ μισό τοῦ Β´ μ.Χ. αἰῶνος στά χρόνια τοῦ Μάρκου Αὐρήλιου (161-180) καί τοῦ διαδόχου του Λούκιου Αὐρήλιου Κόμμοδου (180-182). ῏Ηταν σύγχρονος τοῦ ἐπιφανοῦς ᾿Επισκόπου Κορίνθου ῾Αγίου Διονυσίου τοῦ ῾Ιερομάρτυρος88 καί παραλήπτης ἐπιστολῆς του στήν ὁποία ἐπαινεῖται αὐτός καί ἡ ᾿Εκκλησία Γορτύνης γιά τό θάρρος πού εἶχαν ἐπιδείξει στούς διωγμούς καί συμβουλεύει νά φυλάσσονται ἀπό «τήν διαστροφήν τῶν αἱρετικῶν». Περίληψη αὐτῆς τῆς ἐπιστολῆς διασώζει ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας 89. Γιά τόν Γορτύνης Φίλιππο ἐπίσης κάνει λόγο ὁ ῞Αγιος ῾Ιερώνυμος (+420) 90. ῾Η μνήμη του ἑορτάζεται 8 ᾿Οκτωβρίου 91. Στά περίφημα ψηφιδωτά 92 τοῦ 5ου αἰ. τοῦ παλαιοχριστιανικοῦ μνημείου Ροτόντας Θεσσαλονίκης, ἱστορεῖται ὁ Φίλιππος μαζί μέ τόν Κύριλλο Γορτύνης τόν ῾Ιερομάρτυρα, πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι πολύ

Μηναῖο ᾿Οκτωβρίου 30, ἔκδ. ᾿Απ. Διακονίας καί «Μ. Συναξαριστής» Ματθ. Λαγγῆ, ἔκδ Δ´, 1971, Τόμ. 10ος σελ. 686-687. Μαζί μέ τούς ῾Εβδομήκοντα ἑορτάζεται 4 ᾿Ιανουαρίου μέ αὔξ. ἀριθμ. 11. Σύντομα βιογραφικά καί λίγα νέα ὑμνογραφικά πού ἔχουν σχέση μέ τό ἔργο του στήν Κρήτη, βλ. Παπαδάκη Χρυσοστόμου ᾿Αρχιμ., μν. ἔργο, «Βίβλος...Παῦλον», σελ. 58-60. Μεταξύ τῶν σσ. 49-70 παρατίθενται τά σχετικά ὅπως γιά τόν ᾿Αρτεμᾶ, τῶν ᾿Αποστόλων ᾿Απολλῶ, Ζηνᾶ, Λουκᾶ καί ᾿Αριστάρχου. 88 ῾Ο ἔξοχος αὐτός ᾿Επίσκοπος καί μάρτυς εἶχε ἀναπτύξει πλούσια ἀλληλογραφία μέ πολλούς ἀπό τούς ᾿Επισκόπους τῶν ᾿Εκκλησιῶν ᾿Ανατολῆς καί Δύσεως, στηρίζοντάς τους σέ περίοδο διωγμῶν ἀλλά καί αἱρέσεων (Γνωστικισμός, Μοντανισμός, Μαρκιωνισμός). Στό ἔργο τοῦ Διονυσίου ἀναφέρεται ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος Καισαρείας. ῾Η μνήμη του ἑορτάζεται 29 Νοεμβρίου (βλ. Συναξάριον Μηνός Νοεμβρίου 29 καί «Μ. Συναξα-ριστής» Ματθ. Λαγγῆ, ἔκδ. Γ´, Τόμ. 11ος, σελ. 724. 89 Εὐσεβίου Καισαρείας, «᾿Εκκλησιαστική ῾Ιστορία», Δ´, ΚΓ´, Ρ.G. Τόμ. 20, στ. 385 Α. 90 ῾Αγίου ῾Ιερωνύμου «De viris illustribus», ΧΧΧ, Ρ.L. Τόμ. 23, στ. 680. 91 ‘’Κρητικόν Πανάγιον’’, ᾿Ακολουθία ῾Αγ. Φιλίππου, ἔκδ. ῾Ι. ᾿Επαρχιακῆς Συνόδου, 2000, Τόμ. Α´, σσ. 195-207. 92 Παπαδάκη Χρυσοστόμου ᾿Αρχιμ., ‘’Οἱ ῞Αγιοι Κύριλλος καί Εὐμένιος ᾿Επίσκοποι Γορτύνης’’, ἔκδ. ᾿Ενορίας ῾Αγ. Κυρίλλου, 1999, σελ. 34. 87


νωρίς εἶχε ἐνταχθεῖ στό ῾Αγιολόγιο 93 τῆς ᾿Εκκλησίας.

4. ΔΙΟΣΚΟΡΟΣ Διάδοχος τοῦ Φιλίππου. ῎Εζησε ἀρχές τοῦ γ´ αἰῶνος καί συνέχισε τόν ἀντιαιρετικό ἀγῶνα τοῦ Φιλίππου σέ καιρό ἀκόμη διωγμῶν. Καταδίκασε 94 στήν Κρήτη τήν αἵρεση τῶν «᾿Αρχοντικῶν» 95 παρακλάδι τῆς πολύμορφης αἱρέσεως τῶν «Γνωστικῶν».

5. ΚΡΗΣΚΗΣ Ἔδρασε στά μέσα τοῦ γ´ αἰῶνος. ῏Ηταν ᾿Επίσκοπος Γορτύνης ὅταν μαρτύρησαν οἱ ῞Αγιοι Δέκα ἐπί Δεκίου τό 250 στή Γόρτυνα. ῞Ενα χρόνο μετά, τό 251 μετέχει στή Σύνοδο τῆς Καρχηδόνος πού συνεκάλεσε ὁ ῞Αγιος Κυπριανός Καρχηδόνος, προκειμένου νά ἐξετασθεῖ τό ζήτημα τοῦ τρόπου ἐπιστροφῆς στήν ᾿Εκκλησία τῶν μετανοούντων αἱρετικῶν καί σχισματικῶν. Στά πρακτικά τῆς Συνόδου 96 ὑπάρχει ἡ θέση πού διατύπωσε ὁ Γορτύνης Κρήσκης.

6. ΚΥΡΙΛΛΟΣ Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ Μαρτύρησε τό 304 ἐπί Διοκλητιανοῦ σέ ἡλικία 93 ἐτῶν. ῾Η μνήμη του στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία τιμᾶται 14 ᾿Ιουνίου 97 ἐνῶ στή Ρωμαιοκαθολική ᾿Εκκλησία στίς 9 ᾿Ιουλίου 98. Παραδόξως, ἡ ἡμέρα τῆς πανηγύρεως στήν ὁμώνυμη ᾿Ενορία τῆς ῾Ι. Μητροπόλεως Γορτύνης καί ᾿Αρκαδίας εἶναι ἡ 9η ᾿Ιουλίου. Τό γεγονός αὐτό στάθηκε ἀφορμή νά ἐρευνήσουμε καί νά καταλήξουμε ὅτι ἐκεῖ ὑπῆρξε ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου καί ταφῆς τοῦ ῾Αγίου Κυρίλλου καί τόπος ταφῆς τοῦ ῾Αγίου Εὐμενίου ᾿Επισκόπου ἐπίσης Γορτύνης, δηλαδή ὁ Ναός-Μαρτύριον ὅπου παρά τίς μακροχρόΠερί τοῦ ῾Αγ. Φιλίππου Γορτύνης ἀναλυτικά βλ. Δετοράκη Θεοχ., μν. ἔργο, ‘’Οἱ ῞Αγιοι...’’, σσ. 46-49. ᾿Επίσης, Συλλιγαρδάκη Τίτου, Μητρ. Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου, ‘’Κρῆτες ῞Αγιοι’’, Ρέθυμνο 1983, σελ. 255-256 καί 295. 94 Πετράκη ᾿Εμμ., ‘’῾Ιστορία τῆς ᾿Εκκλησίας ἐν Κρήτῃ, Α´ μέρος’’, ῾Ηράκλειον 1925, σελ. 50. Παραπέμπει· Le Quien, Oriens Christianus ΙΙ, 257, πραγματεία ἤ De haeresibus o Predestinatus Primasii. 95 Περί τῆς αἱρέσεως αὐτῆς γράφει ὁ ῞Αγιος ᾿Επιφάνιος ᾿Επίσκοπος Σαλαμῖνος τῆς Κύπρου στό ἔργο του «Κατά αἱρέσεων....» 1,3, Ρ.L. Τόμ. 41 στ. 677 κ.ἑξ. καθώς καί ὁ ἀναφερόμενος ἀπό τόν Πετράκη Le Quien....σελ. 50-51. 96Ράλλη-Ποτλῆ, «Σύνταγμα τῶν Θείων καί ῾Ιερῶν Κανόνων», Τόμ. Γ´, σελ. 9. 97 Μηναῖο ᾿Ιουνίου 14. Πλήρης ᾿Ακολουθία του α) στό ‘’Κρητικόν Λειμωνάριον’’ σσ. 359375 καί β) ‘’Κρητικόν Πανάγιον’’, Τόμ. Β´, σσ. 309-324. 98 Δετοράκη Θεοχ., ‘’Οἱ ῞Αγιοι...’’, σελ. 103. ῾Η μνήμη αὐτή ἀπαντᾶται καί σέ μερικά ἑλληνικά συναξάρια ἀλλά δέν ἐπεκράτησε, ἐνῶ ἡ ἔρευνα τοῦ Pio Franchi ἀπέδειξε ὅτι ἡ ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του ἦταν ὄντως ἡ 9η ᾿Ιουλίου, ἡμέρα Κυριακή τοῦ 304. 93


νιες ὑποδουλώσεις τῆς Κρήτης καί τούς διωγμούς καί παρά τήν καταστροφή τοῦ Ναοῦ-Μαρτυρίου, ἐρείπια τοῦ ὁποίου σώζονται, διατηρήθηκε ἡ σωστή ἡμερομηνία μνήμης 99. Σέ ψηφιδωτό 100 τοῦ 5ου αἰ. τῆς Ροτόντας Θεσ/νίκης ἱστορεῖται μέ τόν Φίλιππο Γορτύνης. Στήν Κρήτη ὑπάρχουν ἑπτά Ναοί πρός τιμήν του 101.

7. ΠΕΤΡΟΣ Ο ΝΕΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ Τοποθετεῖται στίς ἀρχές τοῦ Δ´ αἰῶνος 102, κατά τούς ἐπί Διοκλητιανοῦ τελευταίους μεγάλους διωγμούς. Θά πρέπει νά ἦταν διάδοχος τοῦ ῾Αγίου Κυρίλλου τοῦ ῾Ιερομάρτυρος καί προκάτοχος τοῦ Παύλου, δηλαδή ἀπό τό 304-311/12, πού τελειώνουν οἱ διωγμοί, διότι τό 312, εἶναι ἤδη ᾿Επίσκοπος Γορτύνης ὁ Παῦλος. Μαρτύρησε «τούς πόδας ἐκκοπείς». ῎Αλλα στοιχεῖα γιά τό βίο του δέν ὑπάρχουν καί ἡ ἀνέκδοτη ᾿Ακολουθία του δέν παρέχει καμμία ἄλλη μαρτυρία 103. Πολλά ἐγράφησαν γιά τήν προσωνυμία του «Νέος ῾Ιερομάρτυς» πού προκάλεσαν σύγχυση 104 ὡς ἀστήρικτα. Κατά τήν ταπεινή μας ἄποψη, ἡ προσωνυμία αὐτή τήν ὁποία ἡ ᾿ἐκκλησιαστική παράδοση πέρασε σέ ὅλα τά Μηνολόγια, τούς Συναξαριστές καί τά Μηναῖα, ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι, ῾Ιερομάρτυς ὁ ἴδιος καί διάδοχος τοῦ ἐπίσης ῾Ιερομάρτυρος Κυρίλλου, ᾿Επίσκοποι καί οἱ δύο τῆς αὐτῆς ᾿Επισκοπῆς Γορτύνης (᾿Αρχιεπισκοπῆς) ἔπρεπε νά διακρίνονται. ῾Η μνήμη του ἑορτάζεται 14 ᾿Ιουλίου.

8. ΠΑΥΛΟΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ Διάδοχος τοῦ ῾Αγίου Πέτρου τοῦ «Νέου ῾Ιερομάρτυρος». ῾Ως ᾿Επίσκοπος ἔδρασε στό τέλος τῶν διωγμῶν καί ἐποίμανε τήν ᾿Εκκλησία μέ τήν ἔναρξη τῆς ἐλευθερίας ἔκφρασης τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Μέ βάση τά ἀρχαῖα «Μαρτύρια», ὁ Παῦλος ἦταν ἐκεῖνος πού τό 312, ἔτος Σύντομη μελέτη περί τοῦ θέματος βλ. Παπαδάκη Χρυσοστόμου ᾿Αρχιμ., μν. ἔργο, «Οἱ ῞Αγιοι Κύριλλος.....», σσ. 31-34. Στό βιβλίο αὐτό παρατίθεται καί ὅλο τό ὑμνογραφικό ὑλικό περί αὐτοῦ σσ. 47-158 καθώς καί τά ἱστορικά τῆς ὁμωνύμου ᾿Ενορίας. 100 ῎Ενθ᾿ ἀνωτ., σελ. 34. 101 ῎Ενθ᾿ ἀνωτ., σελ. 277. ᾿Εκτός τοῦ βιβλίου τούτου, περί τοῦ ῾Αγ. Κυρίλλου Γορτύνης βλ. α) Ματθ. Βίκτωρος, «Μ. Συναξαριστής», ἔκδ. Δ´, Τόμ. ΣΤ´, σελ. 189, β) Δετοράκη Θεοχ., μν. ἔργο, ‘’Οἱ ῞Αγιοι…’’, σσ. 95-118 (ἐπιστημονική ἔρευνα) καί γ) Συλλιγαρδάκη Τίτ., «Κρῆτες ῞Αγιοι», σσ. 77-82, 232-233 καί 283. 102 Δετοράκη Θεοχ., μν. ἔργο, σελ. 119-123. 103῎Ενθ᾿ ἀνωτ., σελ. 119 καί 121. 104 ῎Ενθ᾿ ἀνωτ., σελ. 120. Σύγχυση ὑπάρχει καί στά γραφόμενα τοῦ Τίτου Ρεθύμνης, «Κρῆτες ῞Αγιοι», ὡς πρός τό πρόσωπο σελ. 237-238, ὡς πρός τήν ἡμέρα μνήμης σελ. 111, 237 καί ὡς πρός τήν ᾿Επισκοπή σελ. 331. 99


κατά τό ὁποῖο ὁ Μ. Κωνσταντῖνος εἶχε δεῖ τόν Τίμιο Σταυρό, μετέβη στή Ρώμη γιά νά συναντήσει τό Μ. Κωνσταντῖνο καί νά ζητήσει τήν ἄδεια γιά τήν ᾿Ανακομιδή τῶν Λειψάνων 105 τῶν ῾Αγίων Δέκα Μαρτύρων τῶν μαρτυρησάντων ἐπί Δεκίου τό 250. Εἶχε τή χάρη τῆς θαυματουργίας νά ἐκδιώκει δαιμόνια. ῾Ο Μ. Κωνσταντῖνος τοῦ ἔδωσε τήν ἄδεια τῆς ᾿Ανακομιδῆς. Πολλή ὑπῆρξε ἡ σύγχυση 106 γύρω ἀπό τόν Παῦλο ἀπό λανθασμένες ἐκτιμήσεις. ῾Η ἱστορική ἔρευνα κατέληξε στόν Παῦλο, ᾿Επίσκοπο Γορτύνης καί ὄχι Πάπα Ρώμης Παῦλο ἤ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παῦλο. Εἶναι πιθανό νά μετέσχε στήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο (325) 107 ἀφοῦ ἡ σύγκλησή της ἀπέχει μόλις 13 χρόνια ἀπό τό γεγονός τῆς ᾿Ανακομιδῆς (312-325).

9. ΑΡΤΑΚΙΟΣ (;) ῾Ο Δημήτριος Τσουγκαράκης ἀναφέρει ὅτι «Στήν Πρώτη Σύνοδο πού συνῆλθε στή Νίκαια τό 325 πῆραν μέρος 318 πατέρες ἀπ᾿ ὅλες σχεδόν τίς ἐπαρχίες τοῦ κράτους. Τά ὀνόματά τους μέ ὁρισμένες παραλλαγές, ἔχουν διασωθεῖ σέ διάφορους καταλόγους. Σέ ἕναν ἀπό αὐτούς παρουσιάζεται νά συμμετέχει στή Σύνοδο καί ὁ Κρήτης ᾿Αρτάκιος καί μολονότι βέβαια δέν μποροῦμε νά ἐλέγξουμε ἀπόλυτα τήν ἀξιοπιστία τοῦ καταλόγου, ὡστόσο δεχόμαστε τή μαρτυρία του στόν ἴδιο βαθμό, ὅπως καί γιά τούς ἄλλους ἱεράρχες, τούς ἀναφερομένους σ᾿ αὐτόν» 108. «῾Η παρουσίαση ὅμως τοῦ Κρήτης ᾿Αρτακίου δέν μπορεῖ νά ἀποτελέσει πρός τό παρόν ἀστασίαστη μαρτυρία γιά τήν ἱστορικότητα τοῦ προσώπου του γιά δυό κυρίως λόγους. Πρῶτον, τά διάφορα χειρόγραφα καταλόγων πού ἔχουν σωθεῖ, εἶναι μεταγενέστερα μέ πολλά σφάλματα καί ἀντιφάσεις. ᾿Αθαν. Παπαδοπούλου-Κεραμέως, «Μαρτύριον τῶν ῾Αγίων Δέκα μαρτύρων τῶν ἐν Κρήτῃ μαρτυρησάντων, ἐν Γορτύνῃ τῇ Μητροπόλει» (᾿Ανωνύμου), ᾿Αθαν. Παπαδοπούλου-Κεραμέως, ᾿Ανάλεκτα ῾Ιεροσολυμιτικῆς Σταχυολογίας, τ. ΙV Bruxelles 1963, σσ. 224-237 καί ῾Ησυχίου Πρεσβυτέρου Κωνσταντινουπόλεως, «῾Υπόμνησις εἰς τό μαρτύριον τῶν ῾Αγίων Δέκα», Κώδ. ΙΙ bis 35, ff. 170r-17v ᾿Εθν. Βιβλ. Νεαπόλεως. Περισσότερα βλ. Δετοράκη Θεοχ., ‘’Οἱ ῞Αγιοι...’’, σελ. 63-67. 106 Περί τοῦ μεγάλου αὐτοῦ θέματος βλ. τό σχετικό κεφάλαιο ΄΄ Παῦλος Ἐπίσκοπος Γορτύνης΄΄ στό βιβλίο Ἀρχιμ. Χρυσ. Παπαδάκη, ΄΄Μελετήματα Ἁγιολογικά-Ἱστορικά΄΄ σελ. 53-74, Ἀθήνα 2008. 107 Στήν Α´ Οἰκουμ. Σύνοδο 325 δέν τηρήθηκαν πρακτικά καί ἑπομένως δέν ὑπάρχουν καί οἱ ὑπογραφές ὅπως ἀπό τήν Γ´ Οἰκουμ. Σύνοδο καί μετά. Εἶναι ὅμως βέβαιο ὅτι οἱ Κρῆτες ᾿Επίσκοποι μετεῖχαν, διότι ἡ Σύνοδος αὐτή ἦταν ἡ μοναδική στήν ὁποία εἶχαν προσκληθεῖ ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο ὅλοι οἱ ἀνά τήν οἰκουμένη ᾿Επίσκοποι (βλ. Σωμαράκη Μιχ. Βασιλείου, «Οἱ ᾿Επίσκοποι τῆς Κρήτης στίς Οἰκουμενικές Συνόδους», ᾿Αθῆναι 1999, σελ. 23-29). ῎Αν ὁ Παῦλος ἦταν ᾿Επίσκοπος Γορτύνης τό 325, εἶναι βέβαιο ὅτι θά μετέσχε τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. 108 Τσουγκαράκη Δημ., Ρωμαϊκή Κρήτη, ἐν τῷ Τόμῳ «Κρήτη· ῾Ιστορία καί Πολιτισμός Α´», Κρήτη 1987, σελ. 332. 105


᾿Επιπλέον, καθώς σημειώνει ὅτι ὁ Δημ. Τσουγκαράκης τό ὄνομα τοῦ ᾿Αρτάκιου διασώζεται σέ ἕνα μόνο κατάλογο, κατά συνέπεια δέν μπορεῖ ἡ μαρτυρία νά συγκριθεῖ μέ ἄλλους καταλόγους καί νά ἐπαληθευθεῖ τό ἔγκυρο αὐτῆς. ῾Επομένως, ἐθεωρήθη ὀρθό νά μήν συμπεριληφθεῖ ὁ ᾿Αρτάκιος στόν κατάλογο τῶν Κρητῶν ῾Αγίων Πατέρων τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὡσότου καταστεῖ δυνατή μιά ἐνδελεχής καί τελεσίδικη ἔρευνα μεταξύ τῶν χειρογράφων τῶν ἐπισκοπικῶν καταλόγων τῆς Συνόδου καί ἀποδειχθεῖ ἡ ἀξιοπιστία τῆς μαρτυρίας καθ᾿ ὅτι διασώζονται πολλά καί διαφόρων μορφῶν χειρόγραφα ἀπό τά ὁποῖα δέν εἶναι δυνατόν νά συλλεγοῦν οἱ πληροφορίες τους καί νά ἐρευνηθοῦν ἐπί τοῦ παρόντος» 109 Τό γεγονός ὅτι ἔστω καί σέ ἕνα μόνο κατάλογο σώζεται ὄνομα ᾿Επισκόπου Γορτύνης (Κρήτης) ὅτι μετέσχε στήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο, χάριν τῆς ἱστορίας τό καταχωροῦμε. Δέν τό ἀπορρίπτουμε, ἀλλά οὔτε καί τό δεχόμαστε. Τό τοποθετοῦμε στή χρονολογική σειρά, ἀλλά μέ ἐρωτηματικό. ᾿Επειδή ἡ ἔρευνα δέν σταματᾶ, ἴσως κάποτε νά βεβαιωθεῖ, ὅπως ὑπῆρξαν καί ὀνόματα μετά βεβαιότητος πλέον, τά ὁποῖα μέχρι πρίν λίγα χρόνια ἦταν ἄγνωστα ἤ μέ ἐρωτηματικό. ᾿Εάν διασταυρωθεῖ τό ὄνομά του μέσα καί ἀπό ἄλλους καταλόγους τῶν Πατέρων τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τότε θά πρέπει νά συμπεριληφθεῖ στή χορεία τῶν ῾Αγίων Κρητῶν ᾿Επισκόπων πού ἔλαβαν μέρος στίς Οἰκουμενικές Συνόδους.

10. ΜΥΡΩΝ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ Πολλή εἶναι ἡ σύγχυση στά περί τοῦ βίου τοῦ ῾Αγίου Μύρωνος ἐξ αἰτίας τῶν πολλῶν διαφορῶν πού παρουσιάζουν μεταξύ των τά ἁγιολογικά κείμενα 110. «Σύγκρισις πολλαπλή ἀφορῶσα καί εἰς τόν χρόνον καθ᾿ ὅν ἔζησε καί εἰς τόν τόπον, ὅπου ἐπισκόπησε....» 111. Οἱ ἐπισημάνσεις τοῦ καθηγητοῦ κ. Θεοχ. Δετοράκη στή σπουδαία διδακτορική διατριβή του «Οἱ ῞Αγιοι τῆς πρώτης Βυζαντινῆς περιόδου τῆς Κρήτης καί ἡ σχετική πρός αὐτούς φιλολογία», ὅπου προστρέχουμε, εἶναι πολύ σημαντική καί διαφωτίζουν ἀρκετά τό θέμα, ἄν καί ὅπως ὁ ἴδιος Σωμαράκη Βασιλ., μν. ἔργο, σσ. 26-29. Τέσσερα ἀπό αὐτά τά κείμενα (κατ’ ἐπιλογήν τοῦ συγγραφέως) δημοσιεύθηκαν μαζί μέ τή μετάφρασή τους στό βιβλίο τοῦ ᾿Αρχιμ. Κυρίλλου Κογεράκη, «῞Αγιος Μύρων ᾿Επίσκοπος Κρήτης», ἔκδ. ῾Ι. ᾿Εν. Ναοῦ ῾Αγίου Μύρωνος, ῾Ηράκλειο 2003, σσ. 127-143. Συναξαριακά ἐπίσης κείμενα ἐν χρήσει σήμερα εἶναι· α) Ματθ. Λαγγῆ, «Μ. Συναξ.», ἔκδ. Δ´, Τόμ. Η´, σελ. 153-154, β) Συλλιγαρδάκη Τίτου, «Κρῆτες ῞Αγιοι», σσ. 115-122, 238240, 287 καί γ) Βασιλοπούλου Χαραλ. ᾿Αρχιμ., «Βίοι ῾Αγίων,» ἔκδ. ᾿Ορθοδόξου Τύπου, 1990, σσ. 839-871. 111 Δετοράκη Θεοχ., μν. ἔργο, «Οἱ ῞Αγιοι.....», σελ. 132. Τά περί ῾Αγίου Μύρωνος βλ. σσ. 132-145. 109 110


γράφει «εἶναι σφόδρα δυσχερής ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἀληθείας» 112. ῾Υπῆρξε ᾿Επίσκοπος Γορτύνης καί «Πρόεδρος Κρήτης» (᾿Αρχιεπίσκοπος) καί ὄχι ᾿Επίσκοπος Κνωσοῦ 113. Γεννήθηκε στή Ραῦκο 114 (τότε πόλη, σήμερα κωμόπολη πού φέρει τό ὄνομά του) περί τό 250 κατά τό διωγμό τοῦ Δεκίου. Τό κοινῶς ἀποδεκτό πρός τίς περισσότερες ἁγιολογικές πηγές εἶναι ὅτι ἔζησε περί τά ἑκατό ἔτη (250-350) καί ἐπεσκόπησε μετά τούς διωγμούς. ῾Ο καθηγητής κ. Θεοχ. Δετοράκης τοποθετεῖ τήν ἀρχιερατεία του τό β´ τέταρτο τοῦ Δ´ αἰῶνος 115 δηλαδή ἀπό τό 325-350. ῎Αν ποτέ διασταυρωθεῖ ἡ μαρτυρία ὅτι ὁ ᾿Αρτάκιος ὑπῆρξε ἱστορικό πρόσωπο καί ἔλαβε μέρος στήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο τό 325, τότε ὁ Μύρων θά πρέπει νά ἔγινε ᾿Επίσκοπος Κρήτης σέ μεγάλη ἡλικία ὡς διάδοχος αὐτοῦ, μετά τά ἑβδομῆντα πέντε του χρόνια 116, διαφορετικά ὑπῆρξε διάδοχος τοῦ ῾Αγίου Παύλου Γορτύνης τοῦ θαυματουργοῦ. Πάντως, τό βαθύτατο γῆρας του ὡς βασική μαρτυρία, θά δικαιολογοῦσε καί τήν περίπτωση ἄν ὁ ᾿Αρτάκιος ὄντως εἶχε ἐπισκοπήσει πρό αὐτοῦ. Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τό ἀσκητήριο, τό ἁγίασμα καί τόν τάφο του στήν ὁμώνυμη κωμόπολη, εἶναι σεβαστή ἡ ἰσχυρή τοπική ἐκκλησιαστική παράδοση καί τά πολλά θαύματα. Καί πατρίδα του νά μήν ἦταν ἡ Ραῦκος ἀλλά «ἡ ῾Ηράκλεια» (῾Ηράκλειο) κατά τήν ἀρχαιότερη καί σοβαρότερη πηγή, δηλαδή τό «Αὐτοκρατορικόν Μηνολόγιον», πάντως τό ἀσκητήριο καί τό ἁγίασμα πού στηρίζει ἡ ᾿ἐκκλησιαστική παράδοση εἶναι σεβαστά καθώς ῎Ενθ᾿ ἀνωτ., σελ. 132. ῎Ενθ᾿ ἀνωτ., σελ. 133. ῾Η περί τῆς ᾿Επισκοπῆς σύγχυση πέρασε καί στή νεώτερη εἰκονογραφία. Κατά τήν ταπεινή μας ἄποψη ἡ σύγχυση ὑπάρχει στά ἐσφαλμένα ἁγιολογικά κείμενα· α) Λόγῳ ἐλλείψεως πηγῶν τῆς ἐποχῆς πού ἔζησε ὁ ῞Αγιος καί τῆς Α´ Βυζ. Περιόδου καί ἑπομένως ἔγιναν καταγραφές προφορικῶν παραδόσεων μέ λανθασμένες ἐκτιμήσεις πού ἀναιροῦνται ἱστορικῶς (πρόσωπα, χρονολογίες, κ.λπ.) καί μέ προσθῆκες, β) λόγῳ τοῦ σωζομένου τάφου, τοῦ ἀσκητηρίου καί τοῦ ἱστορικοῦ Ναοῦ τοῦ ῾Αγίου στόν τόπο τῆς γεννήσεώς του Ραῦκο, σημερινό ῞Αγιο Μύρωνα (βλ. Θεοδώρου Τζεδάκη, μν. ἔργο, σελ. 46 καί τοῦ ἰδίου, ‘’Σύντομος ῾Ιστορία τῆς ᾿Επισκοπῆς Κνωσοῦ’’, Κρητικά Χρονικά, τ. ΚΑ´ (1969) σσ. 333-340 καί γ) λόγῳ κυρίως τῆς μεταφορᾶς τῆς ἕδρας τῆς ᾿Επισκοπῆς Κνωσοῦ κατά τή Β´ Βυζαντινή περίοδο στή Ραῦκο (῞Αγιο Μύρωνα) μέχρι καί τῶν χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας (βλ. Στ. Ξανθουδίδου, Χριστιανική Κρήτη, Τ. Β´, σελ. 335 καί Κρητ. Χρον., Γ´ (1949) σελ. 129, σημ. 5. Βλ. ἐπίσης Joseph-Maria Sauget, MIRONE, vescovo di Creta, santo, Bibliotheca Sanctorum, τόμ. ΙΧ, στ. 503-504. 114 Κατά τό «Αὐτοκρατορικόν Μηνολόγιον» (Ι´-ΙΑ´ αἰώνας) πού εἶναι ἡ ἀρχαιότερη πηγή τοῦ βίου του γεννήθηκε στήν πόλη ῾Ηράκλεια «τῇ Κνωσῷ τυγχάνουσα προσεχής», δηλ. τό σημερινό ῾Ηράκλειο. ῾Ως ῾Ηρακλειούπολις μνημονεύεται στά πρακτικά τῆς Ζ´ Οἰκουμ. Συνόδου στήν ὁποία μετέσχε ὁ ᾿Επίσκοπος αὐτῆς Θεόδωρος, τό 787 (βλ. Σωμαράκη Βασιλ., μν. ἔργο, σελ. 101-106). Στό ὄνομα τῆς Ραύκου συμφώνησε τό «Συναξάριον ᾿Εκκλησίας Κων/πόλεως», οἱ Βολλανδιστές (Cod. Vindob. hist. gr.. 45 (tt. 216z-217z) καί ἡ τοπική ἐκκλησιαστική παράδοση. 115 Δετοράκη Θεοχ., μν. ἔργο, ‘’Οἱ ῞Αγιοι...’’, σελ. 136. 116 Σωμαράκη Βασιλ., μν. ἔργο, σελ. 27. 112 113


καί ὁ τάφος του, ἀφοῦ οὐδέποτε ἦταν ἀπαραίτητο ἤ ὑποχρεωτικό νά θάπτεται ὁ ᾿Επίσκοπος στόν τόπο τῆς ᾿Επισκοπῆς του. ῾Η μνήμη του ἑορτάζεται στίς 8 Αὐγούστου 117 κατά τά Μηναῖα καί Μηνολόγια. Σέ ἄλλα συναξάρια ἀπό σύγχυση τοποθετεῖται ἡ μνήμη του καί σέ ἄλλες ἡμερομηνίες τοῦ Αὐγούστου.

11. ΙΚΟΝΙΟΣ ῎Ελαβε μέρος στήν Γ´ Οἰκουμενική Σύνοδο 118 πού συγκλήθηκε στήν ῎Εφεσο τό 431 μέ σκοπό τήν καταδίκη τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν τοῦ Κων/πόλεως Νεστορίου. Τά πρακτικά τῆς Συνόδου ὑπογράφει ὁ ᾿Ικόνιος μαζί μέ τούς ᾿Επισκόπους Χερρονήσου ᾿Ανδήριο, Λάμπης Παῦλο καί Κνωσσοῦ Ζηνόβιο. Στή Σύνοδο ὁ ᾿Ικόνιος μίλησε δύο φορές, ὅπως ἀναφέρουν τά πρακτικά, ἀποδοκιμάζοντας τήν αἵρεση τοῦ Νεστορίου καί κάνοντας ὀρθόδοξη ὁμολογία Πίστεως. Τά ὅσα εἶπε ὁ ἴδιος ὅπως καί οἱ τρεῖς ἄλλοι Κρῆτες ᾿Επίσκοποι ἔχουν καταγραφεῖ στά πρακτικά. ῞Ολοι οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀναγνωρίζονται καί τιμῶνται ὡς ῞Αγιοι ἀπό τήν ᾿Εκκλησία. Οἱ Πατέρες τῆς Γ´ Οἰκουμ. Συνόδου, 200 τόν ἀριθμόν, ἑορτάζουν 9 Σεπτεμβρίου 119 καί μεταξύ αὐτῶν ὁ ᾿Ικόνιος καί οἱ τρεῖς παραπάνω ᾿Επίσκοποι. Γιά ὅλους τούς Κρῆτες Πατέρες πού ἔλαβαν μέρος στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, πρωτοβουλίᾳ τοῦ γράφοντος καί προνοίᾳ τοῦ ἀοιδίμου Μητροπολίτου Γορτύνης καί ᾿Αρκαδίας Κυρίλλου, συνετάγη καί κυκλοφόρησε ᾿Ακολουθία καί Παρακλητικός Κανόνας 120 μέ

᾿Ακολουθίες πού ἐκδόθηκαν· α) Γερασίμου ᾿Επισκ. Χερρονήσου (1792) τοῦ Καλογνώμονος, βλ. Δετοράκη Θεοχ., μν. ἔργο, «Οἱ ῞Αγιοι....», σελ. 141. ᾿Επίσης τοῦ ἰδίου, «Νεοκρητικά Μελετήματα 1971-2005», Τόμ. Α´, ‘’῾Ιστορικά-Προσωπογραφικά’’, ἔκδ. Βικελαίας Δημοτικῆς Βιβλιοθήκης, ῾Ηράκλειο 2005, σσ. 382-409, ὅπου παρατίθενται εἰσαγωγή, σχολιασμός, ὁλόκληρη ᾿Ακολουθία καί παράρτημα «῾Αγιολογικῶν ῾Αγ. Μύρωνος». β) Στό βιβλίο «᾿Ακολουθίαι» του Ρεθύμνης ῾Ιλαρίωνος σσ. 68-94. γ) Στή «Σύνοψιν ᾿Ακολουθιῶν» τοῦ Στ. ᾿Αλεξίου. δ) «᾿Ακολουθία καί Παρακλ. Κανών Γερασίμου Μικραγιαννανίτου», ἔκδ. ᾿Ενορίας ῾Αγ. Μύρωνος, 1980. ε) «Κρητικόν Λειμωνάριον», σσ. 483-498. στ) «Κρητικόν Πανάγιον», Τόμ. Γ´, σσ. 165-180. ζ) Κογεράκη Κυρίλλου ᾿Αρχιμ., μν. ἔργο, «῞Αγιος Μύρων....», (πλήρης ὑμνογραφία), σσ. 17-101. 118 Σωμαράκη Βασιλ., μν. ἔργο, σσ. 41-54. 119 Μηναῖο Σεπτεμβρίου 9, Ματθ. Λαγγῆ «Μ. Συναξαριστής», ἔκδ. 4η, ᾿Αθῆναι 1974, Τόμ. Θ´, σελ. 235. 120Παπαδάκη Χρυσοστόμου ᾿Αρχιμ., «Οἱ ῞Αγιοι Κρῆτες Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων», ἔκδ. ῾Ι.Μ. Γορτύνης καί ᾿Αρκαδίας, Μοῖρες 2004, σσ. 67-118 καί «Κρητικόν Πανάγιον» Τόμ. Γ´, σσ. 327-337. 117


ἔγκριση τῆς ῾Ιερᾶς ᾿Επαρχιακῆς Συνόδου 121. ῾Ο ἀοίδιμος ῾Ιεράρχης ἀνήγειρε καί Ναό τό ἔτος 2000 στή θέση «Λειβαδιώτης» (καθ᾿ ὁδόν ἀπό Μοῖρες πρός Πόμπια) τόν ὁποῖο δέν πρόλαβε νά ἐγκαινιάσει 122. ῾Η μνήμη ὅλων τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν μετασχόντων στίς ῾Αγίες Οἰκουμενικές Συνόδους, ὁρίσθηκε νά τελεῖται τήν Κυριακή μετά τήν ἑορτή τῆς Κυριακῆς κατά τήν ὁποία ἑορτάζονται οἱ Πατέρες τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τόν μῆνα ᾿Οκτώβριο.

12. ΜΑΡΤΥΡΙΟΣ ῎Ελαβε μέρος στήν Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος τό 451 μαζί μέ τούς Κρῆτες ᾿Επισκόπους, Κνωσοῦ Γεννάδιο, Λάμπης Δημήτριο, Σουβρίτου Κύριλλο, ᾿Απολλωνιάδος Εὐσέβιο, ᾿Ελευθερνῶν Εὐφράτη καί τόν Πρεσβύτερο Χρυσόγονο «ἐπέχοντα τόν τόπον Παύλου Κατάνων» 123. ῾Η Σύνοδος αὐτή συγκλήθηκε γιά τήν ἐπίλυση τοῦ Χριστολογικοῦ ζητήματος καί καθήρεσε τό Διόσκορο ᾿Αλεξανδρείας 124. Οἱ Πατέρες τῆς Δ´ Οἰκουμ. Συνόδου, 630 τόν ἀριθμόν, ἑορτάζονται τήν Κυριακή μετά τή 13η ᾿Ιουλίου 125.

13. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ῎Ελαβε μέρος στήν Ε´ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Κων/πόλεως τό 553 μόνος ἀπό τήν Κρήτη καί μόνος ἀπό τούς Μητροπολίτες τοῦ ᾿Ανατολικοῦ ᾿Ιλλυρικοῦ 126. Σ᾿ αὐτήν ἔγινε ἡ καταδίκη «τῶν τριῶν κεφαλαίων». ῾Ο ἴδιος εἶχε λάβει μέρος καί στήν ᾿Ενδημοῦσα Σύνοδο Κων/πόλεως τό 536 Συνοδευόταν ἀπό ἕνα «᾿Αρχιμανδρίτη Μονῆς τῶν Κρητικῶν» μέ τό ὄνομα Πολυχρόνιος, ὁ ὁποῖος συνυπέγραψε τίς πράξεις τῆς ᾿Ενδημούσης Συνόδου. Τό ὄνομα τοῦ Θεοδώρου βρέθηκε μέ τόν τίτλο τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου σέ ἐγχάρακτη γραφή ἐπιστυλίου τῆς Γόρτυνας, ἀλλά καί πρόσφατα σέ ψηφιδωτό τῆς μεγάλης Παλαιοχριστιανικῆς Βασιλικῆς στό χωριό «Μητρόπολις» νοτίως τῆς Γόρτυνας, πού τυχαῖα ἀποκαλύφθηκε τό 1978 οἱ δέ ἀνασκαφές ἄρχισαν τό 1991. Αὐτή ἡ μεγάλη Βασιλική ἦταν κατά τίς ἐκτιμήσεις τοῦ ᾿Επιτίμου ᾿Εφόρου Βυζαντινῶν ᾿Αρχαιοτήτων κ. ᾿Απόφαση 30ῆς ᾿Οκτωβρίου 2003, ἀριθμ. πρωτ. 687/25ης Νοεμβρίου 2003. Παπαδάκη Χρυσ. ᾿Αρχιμ., μν. ἔργο, «Οἱ ῞Αγιοι Κρῆτες....», σσ. 119-123. 123 Σωμαράκη Βασιλ., μν. ἔργο, σελ. 58. 124 ῎Ενθ᾿ ἀνωτ., σελ. 57. 125 Μηναῖο ᾿Ιουλίου 13 καί Ματθ. Λαγγῆ «Μ. Συναξαριστής», ἔκδ. Ε´, 1976, σελ. 273-274. Γιά τή μνήμη τοῦ Μαρτυρίου καί τῶν σύν αὐτῷ Κρητῶν ᾿Επισκόπων τῶν μετασχόντων στήν Δ´ Οἰκουμ. Σύν., βλ. σημ. 65, 66, 67 τοῦ παρόντος. 126 Κονιδάρη ᾿Ι. Γερασ., «Αἱ μητροπόλεις καί ἀρχιεπισκοπαί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί ἡ τάξις αὐτῶν ἀπό τόν 4ο/5ο-20ό αἰ.», Α´ τεῦχος, ᾿Αθήνα 1934, σελ. 69. Περισσότερα βλ. Σωμαράκη Βασιλ., μν. ἔργο, σελ. 69-75. 121 122


᾿Εμμ. Μπορμπουδάκη ὁ Μητροπολιτικός Ναός τοῦ ῾Αγίου Τίτου. ῞Ολα τά ἀρχαιολογικά στοιχεῖα σ᾿ αὐτό συνηγοροῦν127. Οἱ Πατέρες τῆς Ε’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, 165 τόν ἀριθμόν, ἑορτάζουν 25 Ἰουλίου 128.

14. ΣΥΝΕΣΙΟΣ Τό ὄνομα τοῦ Συνεσίου εἶναι γνωστό ἀπό ἐπιγραφή τοῦ λεγομένου μέχρι σήμερα Ναοῦ τοῦ ῾Αγίου Τίτου Γόρτυνας (Παναγία Κερά) «οὐχί ἀρχαιοτέρα τοῦ δ´ αἰῶνος» 129. Καθώς ἐκτιμᾶ ὁ ᾿Ορλάνδος, ὁ Ναός αὐτός εἶναι τῶν μέσων τοῦ ΣΤ´ αἰῶνος, δέν καταστράφηκε ἀπό τούς ῎Αραβες (824) κατά τήν ἅλωση τῆς Κρήτης σέ ἀντίθεση μέ τό Στ. Ξανθουδίδη πού δέχεται ὅτι καταστράφηκε καί ὅτι ἀνακαινίστηκε ἀμέσως μέ τήν ἔναρξη τῆς Β´ Βυζαντινῆς Περιόδου (περί τό 964). Στά συμπεράσματα αὐτά καταλήγει χρονολογώντας τά γλυπτά, τή δέ ἐπιγραφή γιά τόν Συνέσιο τοποθετεῖ μεταξύ τοῦ ΣΤ´ καί ΙΑ´ αἰ., πολύ μεγάλο δηλαδή χρονικό διάστημα 130. Τό βέβαιο, λοιπόν, εἶναι ὅτι ὑπῆρξε ὁ Γορτύνης Συνέσιος, ἀλλά ἡ περίοδος γιά τήν ὁποία κάνει λόγο ὁ ᾿Ορλάνδος δηλαδή τῶν 600 ἐτῶν ἀπό τήν ἐκτίμηση τῆς ἐπιγραφῆς, περιλαμβάνει τήν Α´ Βυζαντινή Περίοδο στήν ὁποία ἐμεῖς ἀναφερόμαστε. ᾿Εάν ὅμως ὁ Ναός καταστράφηκε ἀπό τούς ῎Αραβες πού εἶναι καί τό πιθανότερο, τότε ὁ Συνέσιος ἔζησε κατά τήν Α´ Βυζ. Περίοδο. Ἐπίσης σχετικά μέ τήν ἐπιγραφή πού φέρει τό ὄνομα τοῦ Συνεσίου ὁ D. L. Stiernon ἀναφέρει ὅτι «ἐπειδή ἀρχικά θεωρήθηκε πώς ἐπρόκειτο περί ἐπισκόπου Γορτύνης συνδύασαν αὐτή τήν ἐπιγραφή μέ ἕνα ἄλλο σπάραγμα ἐπιγραφῆς πού βρέθηκε στή Βασιλική τοῦ Μαυρόπαπα (τοῦ ΣΤ΄ αἰῶνα) καί ἀναφέρει: «ΤΟΥ ΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ». Ἐπειδή ὅμως δέν εἶναι ἀπόλυτα σίγουρο ὅτι οἱ δύο ἐπιγραφές ἔχουν σχέση μεταξύ τους γι᾿ αὐτό λέγει ὅτι ὁ Συνέσιος θά μποροῦσε νά ἦταν καί ἕνα

῎Εγγραφο-ἔκθεση ᾿Εμμ. Μπορμπουδάκη, ῾Ηράκλειο 15-12-2005 πρός τόν Περιφερειάρχη Κρήτης, Μητρόπολη Γορτύνης καί ᾿Αρκαδίας καί Δῆμο Γόρτυνας γιά τή μεταφορά τοῦ δρόμου πού κόβει στά δύο τή Βασιλική μένοντας στό σημεῖο αὐτό ἀνεξερεύνητη. Βλ. ἐπίσης Michaelis Le Quien, Oriens Christianus, τόμ. 2, Graz-Austria 1958, σ. 259. 128 Μηναῖο ᾿Ιουλίου 25 καί Ματθ. Λαγγῆ, «Μ. Συναξ.», ἔκδ. Ε´, 1976, Τόμ. Ζ´, σελ. 480. Γιά τή μνήμη τοῦ Θεοδώρου καί σχετική ᾿Ακολουθία βλ. σημ. 65, 66, 67 τοῦ παρόντος. 129 Guarducci IV, 66 27-31· Συνέσιος saeuulo IV 404 vetustior. A.C. Bandy, The Greek Christian inscriptions of Crete, Athenes, 1970, σ. 27. Βλ. Νικ. Β. Τωμαδάκη, «῾Η ᾿Αποστολική ᾿Εκκλησία τῆς Κρήτης κατά τούς αἰ. Η´-ΙΓ´ καί ὁ τίτλος τοῦ προκαθημένου αὐτῆς», ᾿Επετηρίς ῾Εταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν (Ε.Ε.Β.Σ.), ἔτος ΚΔ´, ᾿Αθῆναι 1954, σελ. 80. 130 Τωμαδάκη Β. Νικ. μνημ. ἔργο σελ. 80 καί σημ. 5 καί 6. 127


πολιτικό πρόσωπο 131. Πάντως καί ὁ ὡς ἄνω συγγραφέας καθώς καί ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι κατάλογοι 132 τόν τοποθετοῦν μεταξύ τῶν Ἐπισκόπων Γορτύνης καί μάλιστα κατά τούς αἰῶνες 5ο - 7ο αἰῶνα.

15. ΕΥΑΡΕΣΤΟΣ Δύο σπαράγματα ἐπιγραφῶν πού ἔχουν βρεθεῖ στή λεγόμενη Βασιλική τοῦ Ἁγίου Τίτου (Παναγία ἡ Κερά) ἀναφέρουν τό ἕνα τό ὄνομα ΕΥΑΡΕΣΤΟΥ καί τό ἄλλο τή λέξη ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ 133. Σύμφωνα ὅμως μέ τόν D. L. Stiernon τά δύο αὐτά σπαράγματα δέν φαίνεται νά εἶναι ἀπόλυτα συνδεδεμένα τό ἕνα μέ τό ἄλλο 134. Τόσο στήν περίπτωση τοῦ Συνεσίου, ὅσο καί στήν περίπτωση τοῦ Εὐαρέστου οἱ ἀρχαιολόγοι δέν εἶναι ἀπόλυτα σίγουροι ὅτι πρόκειται περί Ἐπισκόπων, ἐπειδή οἱ ἐπιγραφές πού βρέθηκαν μέ τά παραπάνω ὀνόματα δέν ἦταν ἑνωμένες μέ ἄλλες ἐπιγραφές πού βρέθηκαν στόν ἴδιο χῶρο καί ἀνέγραφαν τή λέξη ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ. Τό πιθανότερο ὅμως εἶναι ὅτι καί στήν περίπτωση τοῦ Συνεσίου καί στήν περίπτωση τοῦ Εὐαρέστου πρόκειται περί Ἐπισκόπων, διότι τέτοια ὀνόματα δίδονται πιό συχνά σέ ἐκκλησιαστικά πρόσωπα καί πιό σπάνια σέ λαϊκούς. Ἐπίσης ὁ χῶρος στόν ὁποῖο εὑρέθησαν τά σπαράγματα τῶν ἐπιγραφῶν, δηλαδή ἡ Βασιλική του λεγομένου Ἁγίου Τίτου, (Παναγία Κερά) ἦταν ὁ πιό κατάλληλος γιά νά φιλοξενήσει ἐπιγραφές μέ ὀνόματα Ἐπισκόπων καί ὄχι πολιτικῶν προσώπων. Ἐπίσης στήν περίπτωση τοῦ Εὐαρέστου μία ἰσχυρή ἔνδειξη ὅτι πρόκειται περί ἐκκλησιαστικοῦ προσώπου καί μάλιστα περί Ἐπισκόπου εἶναι τό γεγονός ὅτι τό ὄνομα Εὐάρεστος τό ἔφερε ἕνας ἀπό τούς Ἁγίους Δέκα οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν στή Γόρτυνα το 250. Γιά τούς λόγους αὐτούς φαίνεται ὅτι τελικά οἱ ἱστορικοί τοποθετοῦν τόν Εὐάρεστο, ὅπως καί τόν Συνέσιο, μεταξύ τῶν Ἐπισκόπων Γορτύνης κατά τόν Ε΄ μέ Ζ΄ αἰῶνα 135.

16. ΓΕΩΡΓΙΟΣ Τό ὄνομα τοῦ Γεωργίου, ὅπως ἀναφέρει ὁ D. Stiernon, ἀναγράφεται σέ μία ἐπιγραφή τοῦ ΣΤ΄ αἰῶνα χωρίς νά ἀναφέρεται ἡ ἰδιότητά του, γιά τήν ἐπισκευή μίας σιστέρνας (ὑδραγωγείου) σέ ἕναν σκρινάριο καί ἐπίσης ἀναφέρεται ὡς «πατέρας τῆς πόλης». Ἡ ἐπιγραφή αὐτή (πού D. et L. Stiernon, «Gortyna» Dictionnaire d’ Histoire et de Geographie Ecclesiastiques, τόμ. 20, Paris VI, 1984, σ. 806. 132 Giorgio Fedalto, Hierarhia ecclesiastica orientalis, t. 1, Patriarcatus Constantinopolitanus, edizioni Messaggero Padova MCMLXXXVIII, σ. 535. 133 A.C. Bandy, The Greek Christian inscriptions of Crete, μνημ. ἔργ. σ. 29. 134 D. et L. Stiernon, Gortyna, μνημ. ἔργ. σ. 806. 135 D. et L. Stiernon, Gortyna, μνημ. ἔργ. σ. 806. 131


σήμερα εἶναι χαμένη) συνδέεται μέ μία ἄλλη στήν ὁποία μνημονεύεται ἡ εὐσέβεια ἑνός Γεωργίου ΠΕΡΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ 136. Ο D. Stiernon λέγει ἐπίσης ὅτι ἡ ἰδιότητα τοῦ Ἐπισκόπου παραμένει ὑποθετική καί στήν περίπτωση τοῦ Γεωργίου 137. Γιά τό ὄνομα τοῦ Γεωργίου πού ἀναγράφεται στήν παραπάνω ἐπιγραφή, κάνει λόγο καί ὁ ἀρχαιολόγος Ἀντώνιο Ντί Βίτα, ὁ ὁποῖος πιστεύει ὅτι πρόκειται περί Ἐπισκόπου. Ὁ Ντί Βίτα, ὁ ὁποῖος ἀσχολήθηκε μέ τήν ἀνασκαφή τῆς ἀρχαίας Γόρτυνας ἀναφέρει, ὅτι «κατά τή διάρκεια τοῦ ΣΤ΄ αἰῶνα τό δίκτυο τῶν πήλινων σωλήνων πού ἔφερναν τό νερό στά σπίτια τῆς Γόρτυνας ἀπό τίς πηγές τοῦ Ζαροῦ, 15 χιλιόμετρα ἀπόσταση ἀπό τήν πόλη, ἐμφανίζεται πολύ κατεστραμμένο ἀπό τούς σεισμούς ὥστε νά μπορεῖ νά ἐπισκευαστεῖ. Τότε τρεῖς βραχίονες ἑνός ὑδραγωγείου ἐπάνω σέ τόξα διέσχισαν τόν οἰκισμό καί αὐτό ἦταν ἴσως τό ἔργο ἑνός Γεωργίου τόν ὁποῖο εὐχαρίστως θά ἔβλεπα ὡς Μητροπολίτη, ἀφοῦ ὁ Ἰουστινιανός εἶχε ἐμπιστευθεῖ στούς ἐπισκόπους τήν ἐπίβλεψη τῆς ὑδροδότησης τῆς πόλης» 138. Κατά συνέπεια ὅλα τά παραπάνω συνηγοροῦν ὅτι προφανῶς πρόκειται περί ἑνός Ἐπισκόπου Γορτύνης Γεωργίου, ὁ ὁποῖος ἔζησε τόν ΣΤ΄ αἰῶνα καί ὄχι τόν Η΄ αἰῶνα πού τόν τοποθετεῖ ὁ Giorgio Fedalto 139.

17. ΙΩΑΝΝΗΣ Ο Α´ 597 Ὁ Ἰωάννης εἶναι γνωστός ἀπό δύο ἐπιστολές, τίς ὁποῖες ὁ Πάπας Ρώμης Γρηγόριος Α’ ὁ Μέγας, ὁ ἐπονομαζόμενος Διάλογος (590-604), ἀπέστειλε τό Δεκέμβριο τοῦ 597 καί τόν Ἰούνιο τοῦ 598 στούς Μητροπολίτες τοῦ Ἰλλυρικοῦ 140. Μεταξύ τῶν παραληπτῶν τῶν ἐπιστολῶν μνημονεύεται καί ὁ Ἰωάννης Ἐπίσκοπος Γορτύνης καί Μητροπολίτης Κρήτης 141. A.C. Bandy, The Greek Christian inscriptions of Crete, μνημ. ἔργ. σ. 32-33. D. et L. Stiernon, Gortyna, μνημ. ἔργ. σ. 806. 138 Antonio di Vita, Η Γόρτυνα της Κρήτης. Αρχαιολογία και ιστορία μιας αρχαίας πόλης, Αθήνα 2000, σ. 13. 139 Giorgio Fedalto, Hierarhia ecclesiastica orientalis, t. 1, Patriarcatus Constantinopolitanus, edizioni Messaggero Padova MCMLXXXVIII, σ. 535. D. et L. Stiernon, Gortyna, μνημ. ἔργ. σ. 806. 140Ο L. Stiernon, ἀναφέρει στό μνημονευθέν ἔργο του, ὅτι ὁ Ἰωάννης Γορτύνης ἔγινε παραλήπτης δύο ἐπιστολῶν τοῦ Πάπα Γρηγορίου τοῦ Μεγάλου, τόν Νοέμβριο τοῦ 597 καί τόν Μάϊο τοῦ 598. Στή Λατινική βέβαια Πατρολογία ὅπου σώζονται οἱ δύο αὐτές ἐπιστολές τοῦ Πάπα Γρηγορίου πρός τούς Μητροπολίτες τοῦ Ἰλλυρικοῦ μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ Ἰωάννης Γορτύνης, ἀναφέρεται ὡς ἡμερομηνία ἀποστολῆς τους ἡ μέν πρώτη τόν Δεκέμβριο τῆς πρώτης Ἰνδικτιῶνος καί ἡ δεύτερη τόν Ἰούνιο τῆς δεύτερης Ἰνδικτιῶνος. Βλ. J. P. Migne, Patrologia Latina, τόμ. LXXVII, στ. 910Β και 1005D. 141 J. P. Migne, Patrologia Latina, τόμ. LXXVII, στ. 909Β και 1003Ε. Βλ. D. et L. Stiernon, Gortyna, μνημ. ἔργο. σ. 806. 136 137


Ἡ πρώτη ἐπιστολή ἡ ὑπ᾿ ἀριθ. 5 (V) ἀποστέλλεται στούς Μητροπολίτες τοῦ Ἀνατολικοῦ Ἰλλυρικοῦ, μεταξύ τῶν ὁποίων μνημονεύεται καί ὁ Κρήτης Ἰωάννης (Joanni Cretensi), στόν Μαρινιανό Ραβέννας στόν Ἰανουάριο Καραλίας τῆς Σαρδινίας καί σέ ὅλους τούς Ἐπισκόπους τῆς Σικελίας. Τό περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς αὐτῆς τοῦ Πάπα Γρηγορίου τοῦ Μεγάλου, ἀναφέρεται στίς προϋποθέσεις καί στόν τρόπο ἀποδοχῆς στίς τάξεις τοῦ μοναχισμοῦ δύο κατηγοριῶν ἀνθρώπων· α) αὐτῶν πού ἀσχολοῦνται μέ τά κοινά καί κατέχουν μία πολιτική θέση καί β) αὐτῶν οἱ ὁποῖοι προέρχονται ἀπό τίς τάξεις τῶν στρατιωτικῶν. Γιά μέν τούς πρώτους ἀναφέρει ὅτι ὅταν αὐτοί πού ἀσχολοῦνται μέ τά πολιτικά ἀποφασίσουν νά ἐνδυθοῦν τό μοναχικό σχῆμα, τότε θά πρέπει νά παραιτοῦνται ἐντελῶς ἀπό τά πολιτικά πράγματα, διότι ὅπως λέγει ἄν δέν παραιτοῦνται ἀπό τά πολιτικά, αὐτό σημαίνει ὅτι δέν προσπαθοῦν ἤ δέν θέλουν νά ἐγκαταλείψουν τόν κόσμο, ἀλλά νά τόν ἀλλάξουν, στήν οὐσία δηλαδή δέν ἀπομακρύνονται ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά ζοῦν μέσα σ᾿ αὐτόν μέ ἄλλη ζωή. Ὅσον ἀφορᾶ τήν κατηγορία τῶν ἀνθρώπων πού προέρχονται ἀπό τίς τάξεις τῶν στρατιωτικῶν καί ἐπιθυμοῦν νά ἐνδυθοῦν τό μοναχικό σχῆμα, θά πρέπει καί αὐτοί νά δοκιμάζονται τρία χρόνια, ὅπως ὁρίζουν οἱ κανόνες καί ὅπως εἶναι συνηθισμένο. Τέλος, μετά τίς παραπάνω προτροπές πρός τούς Ἐπισκόπους παραλῆπτες τῆς ἐπιστολῆς, ὁ Πάπας Γρηγόριος ἀναφέρει ὅτι μέ τίς θέσεις του αὐτές εἶναι σύμφωνος καί ὁ Αὐτοκράτορας142. Ἡ δεύτερη ἐπιστολή ἡ ὁποία φέρει τήν ἀρίθμιση LXVIII (68), ἀπευθύνεται στούς Μητροπολίτες τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ καί στούς Ἐπισκόπους τους, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ Κρήτης Ἰωάννης (Joanni Cretensi) καί ὡς περιεχόμενό της ἔχει τήν ἄρνηση τοῦ Πάπα Γρηγορίου νά ἀποδεχθεῖ τόν τίτλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ μέ τόν ὁποῖο ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης Δ’ ὁ Νηστευτής (585-595) εἶχε ὑπογράψει τά πρακτικά μίας Ἐνδημούσας Συνόδου στήν Κωνσταντινούπολη 143. Ἀπευθυνόμενος, λοιπόν, ὁ Πάπας Γρηγόριος ὁ Διάλογος στούς Μητροπολίτες τοῦ Ἰλλυρικοῦ, ἀναφέρει ὅτι τούς γράφει τήν ἐπιστολή αὐτή διακατεχόμενος ἀπό τό αἴσθημα εὐθύνης πού ἀπορρέει ἀπό τό ἀξίωμά του, θέλοντας νά συμβουλεύσει τούς ἀδελφούς του Ἐπισκόπους, ὥστε νά μήν τούς ἐξαπατᾶ ἡ αὐθάδης συμπεριφορά κάποιων. Θά πρέπει, Προφανῶς ἐννοεῖ τόν Αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Μαυρίκιο (582-682 μ.Χ.). Γιά τήν καθιέρωση τοῦ τίτλου ΄΄Οἰκουμενικός΄΄ γιά τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καί τή σχετική διαμάχη μεταξύ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καί Παπικοῦ Θρόνου βλ. Βλασίου Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμ. Α΄, Ἀθῆναι 1994, σ. 846 ἑξ. 142 143


λοιπόν, νά γνωρίζουν σύμφωνα μέ τόν Γρηγόριο, ὅτι ὁ Ἰωάννης Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καί ἐναντίον τῆς εἰρήνης τῆς Ἐκκλησίας, διότι χωρίς νά ὑπακούει στούς Κανόνες καί στίς Συνόδους ἔχει σφετεριστεῖ γιά τόν ἑαυτό του τόν ἀλαζονικό καί ὀλέθριο τίτλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ. Μάλιστα ὁ προκάτοχός του στόν Παπικό Θρόνο Πελάγιος Β’ (578-590), ὅπως ἀναφέρει ἀκύρωσε ὅλα τά πεπραγμένα τῆς σχετικῆς συνόδου 144 ἐνῶ παράλληλα εἶχε στείλει στήν Κωνσταντινούπολη καί τό Διάκονό του, προκειμένου νά ζητήσει ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωάννη νά μήν χρησιμοποιεῖ αὐτόν τόν νεοφανῆ καί ἀλαζονικό τίτλο. Μάλιστα, ὁ Πάπας Πελάγιος εἶχε ὑποδείξει στόν Διάκονό του νά μήν συλλειτουργήσει μέ τόν Πατριάρχη, ἄν συνέχιζε νά χρησιμοποιεῖ τόν τίτλο Οἰκουμενικός. Στή συνέχεια ὁ Πάπας Γρηγόριος, προτρέπει τούς Ἐπισκόπους στούς ὁποίους ἀπευθύνει τήν ἐπιστολή νά μήν ἀποδέχονται καί ὁμολογοῦν αὐτόν τόν τίτλο, ἀλλά οὔτε καί νά δέχονται γραπτά κείμενα ἀπό τόν Πατριάρχη, ὅταν τόν χρησιμοποιεῖ μέσα σ᾿ αὐτά, προκειμένου νά προφυλαχθοῦν ἀπό αὐτό τό δηλητήριο, διότι ὅταν δέχονται τέτοια κείμενα δίνουν τόπο στόν διάβολο, ὁ ὁποῖος ἐργάζεται γιά τό σχίσμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης τούς προτρέπει, στή μέλουσα Σύνοδο πού πρόκειται νά συγκληθεῖ στήν Κωνσταντινούπολη, νά μήν ὑποστηρίξουν τόν τίτλο Οἰκουμενικός, ἀλλά νά μείνουν πιστοί σ᾿ αὐτά πού οἱ Κανόνες θεσπίζουν καί νά μήν ἀποφασίσουν κάτι χωρίς τή σύμφωνη γνώμη τῆς Ἁγίας Ἕδρας. Μάλιστα τούς λέει ἄν παραδεχθοῦμε ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ὅπως σκέφτεται, Οἰκουμενικός, δηλαδή Ἐπίσκοπος γιά ὅλη τήν Οἰκουμένη τότε ἐσεῖς δέν εἶστε Ἐπίσκοποι. Τέλος ὁ Πάπας Γρηγόριος στήν ἐπιστολή του, ἐφιστᾶ τήν προσοχή στούς Ἐπισκόπους λέγοντας, ὅτι ἄν κάποιος πράξει τά ἀντίθετα ἀπό αὐτά πού τούς συμβούλεψε, τότε θά εἶναι ἀποχωρισμένος ἀπό τήν εἰρήνη τοῦ Πρίγκιπα τῶν Ἀποστόλων Πέτρου (ἐννοεῖ προφανῶς ἀπό τήν Ἁγία Ἕδρα), ἐνῶ ἄν τηρήσουν ὅσα τούς συμβούλευσε κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως στό τέλος τοῦ κόσμου, ὅταν ἐμφανισθεῖ ὁ Ποιμένας τῶν Ποιμένων (δηλαδή ὁ Χριστός) θά εἶναι ἄμεμπτοι ἐνώπιόν Του.

18. ΒΕΤΡΑΝΙΟΣ. Παντελῶς ἄγνωστος μέχρι τίς πρόσφατες ἀνασκαφές στή μεγάλη Παλαιοχριστιανική Βασιλική τῆς «Μητρόπολης» πού εἶναι ἡ πραγματική Ἐδῶ ὁ Γρηγόριος ἐννοεῖ τήν Ἐνδημοῦσα Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῆς ὁποίας τά πρακτικά ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Δ΄ ὁ Νηστευτής εἶχε ὑπογράψει μέ τόν τίτλο ΄΄ Οἰκουμενικός΄΄, βλ. Βλασίου Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, μνημ. ἔργο, σ. 846. 144


Βασιλική τοῦ Ἁγίου Τίτου νοτίως τῶν ἐρειπίων τῆς Γόρτυνας. Βρέθηκε σέ ψηφιδωτό τοῦ δαπέδου τοῦ Ναοῦ μέ μεγαλογράμματη γραφή, «ΕΠΙ ΒΕΤΡΑΝΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΤΑΤΟΥ ΚΑΙ ΜΑΚΑΡΙΟΤΑΤΟΥ ΗΜΩΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΝΕΚΑΙΝΙΣΘΗ ΤΟ ΕΡΓΟΝ ΤΗΣ ΨΗΦΩΣΕΩΣ». ῾Ο περίλαμπρος αὐτός Ναός εἶχε κτισθεῖ ἐπί αὐτοκράτορος ᾿Ιουστινιανοῦ. ῾Ο Βετράνιος τοποθετεῖται πρίν ἀπό τό 620 145.

19. ΕΚΚΛΗΣΙΟΔΩΡΟΣ Ὁ Ἐκκλησιόδωρος (+ 15 Ἰουλίου 624) εἶναι γνωστός ἀπό μία κοιμητηριακή ἐπιγραφή πού ἀνακαλύφτηκε στό χωριό «῞Αγιοι Δέκα» πού βρίσκεται σέ πολύ κοντινή ἀπόσταση ἀπό τή Γόρτυνα 146 καί χρονολογεῖ τό θάνατο αὐτοῦ τοῦ Ἐπισκόπου τήν Κυριακή στίς 15 Ἰουλίου τῆς 12ης Ἰνδικτιῶνος 147. ῾Η ἐπιγραφή ἀναφέρει· «᾿Ανεπαύσατο ὁ μακαριώ(τατος) ᾿Εκκλησιόδωρος ᾿Επίσκο(πος) μηνί ᾿Ιουλίῳ ιε´ ᾿Ινδι(κτιώνι) ιβ´, ἡμέρᾳ Κυριακῇ». Καί σχολιάζει ὁ ἀοίδιμος καθηγητής Νικ. Τωμαδάκης· «Μολονότι κατονομάζεται ἡ ἡμέρα, ὁ μήν καί ἡ ἰνδικτιών, δέν κατωρθώθη νά ὁρισθῇ χρονολογικῶς εἰς ποῖον ἔτος ἀνήκει. ῾Ο Gerola εἴκασεν ὅτι αὕτη ἀνήκει εἴτε εἰς τό 624 εἴτε εἰς τό 759, ἀλλ’ ἡ Guarducci κρίνει ὅτι εἶναι οὐχί παλαιοτέρα τοῦ ζ´ αἰῶνος, πιθανῶς δέ τοῦ στ´ αἰῶνος, τοῦτο δ’ ἐκ τοῦ σχήματος τῶν γραμμάτων» 148. ᾿Επειδή καί στήν περίπτωση αὐτή δέν γνωρίζουμε τήν ἀκριβῆ χρονική περίοδο, δέν μποροῦμε νά τόν τοποθετήσουμε στή σειρά του. Βέβαιο πάντως θεωροῦμε ὅτι ὑπῆρξε ᾿Επίσκοπος Γορτύνης καί μάλιστα τῆς Α´ Βυζαντινῆς Περιόδου.

20. ΠΑΥΛΟΣ Ο Β´ Τό 665 βρίσκεται γιά κάποιο λόγο στήν Κύπρο 149. Τό 668 βρισκόταν σέ

Μπουρμπουδάκη ᾿Εμμ. ᾿Επιτ. ᾿Εφόρου 13ης ᾿Εφ. Βυζ. ᾿Αρχαιοτήτων, μνημ. ἔγγραφον (βλ. σημ. 72 του παρόντος). 146 Εἶναι γνωστό ἀπό τήν τοπική τῶν κατοίκων παράδοση ἀλλά καί ἀποδεικνύεται, ὅτι τά παλαιά σπίτια κτίσθηκαν ἀπό τά ὑλικά τῶν ἐρειπίων τῆς ἀρχαίας Γόρτυνας, πολλά ἀπό τά ὁποῖα ἦταν εἰδωλολατρικῶν Ναῶν πού εἶχαν ἐπαναχρησιμοποιηθεῖ στήν ἀνέγερση σπιτιῶν, δημοσίων κτιρίων ἀλλά καί χριστιανικῶν Ναῶν. Σέ τοίχους καί ὑπέρθυρα τῶν παλαιῶν σπιτιῶν τῶν ῾Αγίων Δέκα, ἀλλά καί ἄλλων κοντινῶν οἰκισμῶν, ὑπάρχουν πολλά δείγματα. Οἱ μεγάλες καί μικρές κολῶνες τῶν ἀρχαίων κτιρίων καί Ναῶν πού διασώθηκαν, εἶναι ἀπό γρανίτες, διότι οἱ μαρμάρινες χρησιμοποιήθηκαν γιά τήν κατασκευή ἀσβέστου. Μ᾿ αὐτούς τούς τρόπους χάθηκαν πολύτιμες ἐπιγραφές καί ἄλλες μαρτυρίες. 147 D. et L. Stiernon, μνημ. ἔργο., σ. 806. Βλ. Giorgio Fedalto, μνημ. ἔργο, σ. 535. 148 Τωμαδάκη Β. Νικ., μνημ. ἔργο, σελ. 81-82. 149 Τσουγκαράκη Δημ., μν. ἔργο, σελ. 397. 145


διαμάχη μέ τόν Λάμπης 150 ᾿Ιωάννη. Συνεκάλεσε τήν ᾿Επαρχιακή Σύνοδο καί τόν κήρυξε ἔκπτωτο καί τοῦ ἀρνήθηκε τό δικαίωμα νά προσφύγει στόν Πάπα Ρώμης. ῾Ο Λάμπης ὅμως ἄσκησε, ὄχι ἱεραρχικῶς, ἀλλά δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ τό «ἔκκλητον» (ἔφεση) πρός τόν Πάπα Βιταλιανό (657-672), ὁ ὁποῖος δικαίωσε τόν ᾿Ιωάννη, κήρυξε ἄκυρη τήν ἀπόφαση τῆς ᾿Επαρχιακῆς Συνόδου 151 καί «ἐπέπληξεν αὐστηρῶς τόν Πρόεδρον αὐτῆς ᾿Αρχιεπίσκοπον Παῦλον, ἐν τούτοις δέν τόλμησε νά τιμωρήσει τόν ἐπί διαρκῆ ἀπειθείᾳ κατηγορούμενον, ᾿Αρχιεπίσκοπον τοῦτον τῆς Κρήτης, φοβούμενος, μήπως τοῦτο τελικῶς θά κατέληγεν εἰς βάρος τῶν ἀξιώσεων καί τῆς ἐξουσίας τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης, εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν περιφέρειαν τῆς Μεγαλονήσου» 152. ῞Ομως δέν τιμωρήθηκε, διότι ἦταν ἀπών κατά τή Σύνοδο τῆς Ρώμης. Σώζονται τέσσερα λατινικά κείμενα γιά τό θέμα αὐτό καί τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Ρώμης 153. ῾Ο ᾿Ιωάννης ἀνέλαβε καί πάλι τήν ᾿Επισκοπή του καί μετά ἀπό λίγα χρόνια, δηλαδή τό 680/1, μετέσχε στήν ΣΤ´ Οἰκουμενική Σύνοδο 154.

21. ΕΥΜΕΝΙΟΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ ῏Ηταν μεγάλος ἀσκητής, πολύ ἐνάρετος καί εἶχε τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας 155. ῾Η ἁγιότητα τοῦ βίου τόν εἶχε κάμει γνωστό παντοῦ Σημερινή ᾿Αργυρούπολη Ρεθύμνης. Σωμαράκη Βασιλ. μν. ἔργο, σελ. 97. 152 Τζεδάκη Θεοδώρου ᾿Αρχιμ., «Σύντομος ᾿Εκκλησιαστική ῾Ιστορία τοῦ νομοῦ ῾Ηρακλείου», ἐν τῷ Τόμῳ «Τό ῾Ηράκλειον καί ὁ Νομός του», ἔκδ. Νομαρχίας ῾Ηρακλείου 1971, σελ. 136 καί Δετοράκη Θεοχ., μν. ἔργο, «῾Ιστορία τῆς Κρήτης», σελ. 135-136. 153 Τῶν κειμένων αὐτῶν ἔκανε κριτική μελέτη, καθηγητής τοῦ Παν/μίου ᾿Αθηνῶν. Στή σχετική αὐτή ἐργασία ὑπάρχουν πολύ σημαντικά, κατά τίς πληροφορίες μας συμπεράσματα γιά τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί ἡ ὁποία παραμένει ἀνέκδοτη. ᾿Εδῶ κατ᾿ ἀνάγκην ἀναφερθήκαμε μέ τήν ἔννοια τῆς προσθήκης μιᾶς ἀκόμη μαρτυρίας ἀπό πηγή περί τοῦ προσώπου τοῦ Παύλου, ἀλλά καί τοῦ ᾿Ιωάννου Λάμπης. 154 Σωμαράκη Βασιλ., μν. ἔργο, σελ. 79 καί 84. 155 Γιά τό χάρισμα τῶν θαυμάτων κάνουν λόγο ὅλες οἱ συναξαρικές πηγές, ἀλλά καί ἡ ᾿Ακολουθία του στά Μηναῖα. ᾿Ιδιαίτερη ἔμφαση στή θαυματουργία δίνουν καί ὅλα τά κατοπινά μέχρι σήμερα ὑμνογραφήματα τοῦ ῾Αγίου. ῾Ο Κανόνας τοῦ Μηναίου πού εἶναι ποίημα τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωσήφ τοῦ ῾Υμνογράφου (816-886) παρέχει πλούσιες πληροφορίες. Τοῦτο δέν ὀφείλεται μόνο στό ὅτι εἶχε γνώση τῶν συναξαρίων ἀλλά καί στό γεγονός ὅτι παρέμεινε αἰχμάλωτος ἕνα χρόνο στήν Κρήτη (841-842) καί εἶχε ἄμεση γνώση τῆς Τοπικῆς ᾿Εκκλησιαστικῆς Παραδόσεως περί τοῦ ῾Αγ. Εὐμενίου πού εἶχε ἀρχιερατεύσει κατά τό β´ μισό τοῦ 7ου αἰῶνος (670-680). ῾Εκατόν ἑξῆντα δύο χρόνια μετά τήν κοίμηση τοῦ ῾Αγ. Εὐμενίου, ὅταν βρέθηκε στήν Κρήτη ὁ ᾿Ιωσήφ, ἦταν σχετικῶς κοντά χρονικά καί ἑπομένως ἀρκετά ἀσφαλής ἡ Τοπική ᾿Εκκλησιαστική Παράδοση. 150 151


καί εἶχε μεγάλο κῦρος. Τοῦτο φαίνεται καί ἀπό τό γεγονός, ὅτι μέ τό κῦρος τῆς ἁγιότητός του ἔλυσε τήν μακρά ἔχθρα μεταξύ τοῦ ἰσχυροῦ αὐτοκράτορος Κων/νου Δ´ Πωγωνάτου (668-685) καί τῶν ἀδελφῶν του ῾Ηρακλείου καί Τιβερίου πού ἦταν κατ᾿ ὄνομα όνο συμβασιλεῖς 156. ῾Η ἀρχιερατεία του τοποθετεῖται μεταξύ τῶν ἐτῶν 670-680. ᾿Αγωνίσθηκε ὑπέρ τῆς ᾿Ορθοδοξίας πολεμώντας τίς αἱρέσεις τῶν Μονοθελητῶν καί Εὐτυχιανῶν 157. Μετέβη στή Ρώμη καί ἀπό ἐκεῖ χωρίς τή θέλησή του στή Θηβαΐδα 158 ὅπου καί ἐκοιμήθη. Κατά τήν ἐπιθυμία του πρό τῆς κοιμήσεώς του, ἀποδόθηκαν στήν ᾿Εκκλησία Γορτύνης τά ῾Ι. Λείψανά του καί ἐναπετέθησαν δίπλα στόν τάφο τοῦ ῾Αγίου Κυρίλλου τοῦ ῾Ιερομάρτυρος στή θέση Ράξος 159. ῾Η μνήμη του τιμᾶται στίς 18 Σεπτεμβρίου 160 ἀπό τήν ᾿Ορθόδοξη καί τή Ρωμαιοκαθολική ᾿Εκκλησία.

22. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο Α´ Διάδοχος του ῾Αγίου Εὐμενίου. Τό 680-1 μετέσχε στήν ἐν Τρούλλῳ ΣΤ´ Οἰκουμενική Σύνοδο (Κων/πολη) μαζί μέ τούς ᾿Επισκόπους Λάμπης (Ἀργυρούπολη Ρεθύμνης) ᾿Ιωάννη καί Καντάνου Γρηγόριο 161. ῾Η Σύνοδος αὐτή κατεδίκασε τό Μονοθελητισμό καί τούς ὑποστηρικτές του. Κατά τίς ἐργασίες τῆς Συνόδου ἀποδείχθηκε ἡ θεολογική κατάρτιση καί εὐφυΐα τοῦ Βασιλείου. Στά πρακτικά ὑπάρχει λόγος τοῦ Βασιλείου ἀπευθυνόμενος πρός τόν Αὐτοκράτορα Κων/νο τόν Δ´ τόν Πωγωνᾶτο καί πῶς ἀποδεικνύει τό λάθος τῆς αἱρέσεως, ἀλλά σώζεται καί ὁ διάλογος μεταξύ τοῦ Βασιλείου καί τοῦ αἱρετικοῦ Στεφάνου Μοναχοῦ, μαθητοῦ τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχου ᾿Αντιοχείας Μακαρίου, ὁ ὁποῖος Στέφανος ἐθεωΔετοράκη Θεοχ., μν. ἔργο, «Οἱ ῞Αγιοι....», σελ. 151-152. ῎Ενθ᾿ ἀνωτ., σελ. 153. 158 Σχολιασμούς στά περί μεταβάσεώς του στή Ρώμη ἤ Ν. Ρώμη (Κων/πολη) καί ἀπό ἐκεῖ στή Θηβαΐδα, κάνει ὁ καθ. Θεοχ. Δετοράκης στό μν. ἔργο του, «Οἱ ῞Αγιοι....», σελ. 152153. 159 Περί τοῦ τόπου ταφῆς του στή θέση Ράξος ὅπου καί ὁ τάφος Κυρίλλου τοῦ ῾Ιερομάρτυρος πρέπει νά θεωρεῖται βέβαιο ὅτι εὑρίσκεται στό χωριό «῞Αγιος Κύριλλος» Μεσαρᾶς, ὅπου καί τό «Μαρτύριον» τοῦ ῾Αγίου Κυρίλλου καί ὁ ὑπάρχων δίκλιτος Ναός στή μνήμη τους. Γιά τό θέμα αὐτό βλ. ἀναλυτικά στό μν. ἔργο Παπαδάκη Χρυσοστόμου ᾿Αρχιμ., «Οἱ ῞Αγιοι Κύριλλος καί Εὐμένιος....», σσ. 22-45 καί εἰδικά σημ. 33. ᾿Επίσης στό κεφάλαιο «῾Η ἰσχύς τῆς Τοπικῆς ᾿Εκκλησιαστικῆς Παραδόσεως» τοῦ βιβλίου τοῦ ἰδίου ‘’Μελετήματα Ἱστορικά-Ἁγιολογικά’’. 160 Περί τῆς ὑμνογραφίας ῾Αγ. Εὐμενίου βλ. Δετοράκη Θεοχ., μν. ἔργο, «Οἱ ῞Αγιοι....», σσ. 155-159, Μηναῖον Σεπτεμβρίου 18, «᾿Ακολουθίαι ῾Ιλαρίωνος», σελ. 237-244, Παπαδάκη Χρυσοστόμου ᾿Αρχιμ., μν. ἔργο, «Οἱ ῞Αγιοι Κύριλλος καί Εὐμένιος...», σσ. 19-21. Τό σύνολο τῆς ἐν χρήσει ὑμνογραφίας παλαιᾶς καί νέας, τοῦ ῾Αγ. Εὐμενίου, βλ. στό μν. ἔργο «Οἱ ῞Αγιοι Κύριλλος καί Εὐμένιος», σσ. 159-268. ᾿Επίσης «Κρητικόν Λειμωνάριον», σσ. 43-53 καί «Κρητικόν Πανάγιον» Τόμ. Α´, σσ. 95-107. 161 Σωμαράκη Βασιλ., μν. ἔργο, σελ. 79,84-85. 156 157


ρεῖτο σπουδαῖος θεολόγος. Καί ἀπό ἄλλα σημεῖα τῶν πρακτικῶν φαίνεται ἡ δυναμική παρουσία τοῦ Βασιλείου στήν ΣΤ´ Οἰκουμ. Σύνοδο 162. ῾Ο Βασίλειος ὑπέγραψε ὄχι μόνο ὡς Γορτύνης καί ἑπομένως ᾿Αρχιεπίσκοπος Κρήτης, ἀλλά καί ὡς «Ληγάτος τῆς ὅλης Συνόδου τοῦ ᾿Αποστολικοῦ Θρόνου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης» 163. ῎Ελαβε μέρος καί στήν Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδο τό 691/2 164, μαζί μέ τούς ᾿Επισκόπους Κυδωνίας Νικήτα, Χερρονήσου Σισσίνιο καί Κισσάμου Θεόπεμπτο. ῾Η Σύνοδος συμπλήρωσε τό ἔργο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων Ε´ καί ΣΤ´, θεσπίζοντας 102 Κανόνες. ῾Ο Βασίλειος ὑπέγραψε ὡς Γορτύνης ἀλλά καί ὡς «τόπον ἐπέχοντος πάσης τῆς Συνόδου τῆς ἁγίας ᾿Εκκλησίας Ρώμης» 165. ῾Η μνήμη τῶν Πατέρων τῆς ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου 170 τόν ἀριθμόν, ἑορτάζεται 14 Σεπτεμβρίου 166, τῆς δέ Πενθέκτης, 227 τόν ἀριθμόν, 13 ᾿Ιουλίου 167. Μέ τούς λοιπούς Κρῆτες Πατέρες τῶν ῾Αγίων Συνόδων τιμᾶται καί ὁ Βασίλειος 168.

῎Ενθ᾿ ἀνωτ. σελ. 80-84. ῎Ενθ᾿ ἀνωτ. σελ. 84. 164 ῎Ενθ᾿ ἀνωτ. σελ. 89. 165 ῎Ενθ᾿ ἀνωτ. σελ. 95. 166 Μηναῖον Σεπτεμβρίου ΙΔ´ (Συναξάριον) καί Ματθ. Λαγγῆ, «Μ. Συναξ.», Τόμ. Θ´, σελ. 346. 167 Μνήμη τῶν Πατέρων ὅλων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, βλ. Ματθ. Λαγγῆ, «Μ. Συναξ.», Τόμ. Ζ´, σελ. 273. 168 Βλ. σημ. 66, 67 τοῦ παρόντος. 162 163


23. ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΣ Ο ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΗΣ169 ᾿Από τούς κορυφαίους ῾Αγίους τοῦ Κρητικοῦ ῾Αγιολογίου καί παγχριστιανικῆς ἐμβέλειας ῾Ιεράρχης μέ σπάνιο ὑμνογραφικό καί ἐγκωμιαστικό χάρισμα μέσα στό ὁποῖο πέρασε ἡ ἁγία του ἐμπειρία, ἡ βαθειά γνώση ὅλης τῆς ῾Αγίας Γραφῆς καί ἡ θεολογική του κατάρτιση. Γεννήθηκε στή Δαμασκό περί τό 660. Σέ ἡλικία 14-15 ἐτῶν ἐντάχθηκε στήν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς ῾Αγίου Σάββα ῾Ιεροσολύμων ὅπου παρακολούθησε τήν ἐγκύκλιο παιδεία καί μυήθηκε στή θεολογία, τή λειτουργική καί μουσική πράξη. ᾿Εκάρη μοναχός ἀπό τόν Τοποτηρητή τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου ῾Ιεροσολύμων καί ἀνέλαβε καθήκοντα Πατριαρχικοῦ Νοταρίου (ὑπογραφεύς). Τό 685 μετέχει τῆς τιμητικῆς ἀποστολῆς νά κομισθεῖ στήν Κωνσταντινούπολη ἡ ὁμολογία τῆς ᾿Ορθοδόξου Πίστεως τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν ῾Ιεροσολύμων. Παρέμεινε στήν Κωνσταντινούπολη, Διάκονος τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας καί ὑπεύθυνος τοῦ ᾿Ορφανοτροφείου καί ἑνός ἄλλου εὐαγοῦς ἱδρύματος ἀποδεικνύοντας καί τά διοικητικά του προσόντα, παράλληλα δέ καί τά ρητορικά. Τό 711 ἐκλέγεται καί ἀποστέλλεται ᾿Αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Μέ τήν ἐμπειρία πού εἶχε, ὀργάνωσε στήν Κρήτη τή φιλανθρωπία, ἔκτισε Ναούς 170, εὐαγῆ ἱδρύματα γιά τούς πάσχοντες καί ἀδύναμους, ἐνίσχυσε τόν Μοναχισμό καί ἀντιμετώπισε ᾿Αραβικές ἐπιδρομές. ῎Εγραψε Περί τοῦ ῾Αγίου ᾿Ανδρέου Κρήτης βλ· α) Θ.Η.Ε., Τόμ. Α´, β) Ματθ. Λαγγῆ, «Μ. Συναξ.», Τόμ. Ζ´, σσ. 52-60, γ) Τά περί ᾿Ανδρέου Κρήτης στή Διδακ. διατρ. Δετοράκη Θεοχ., «Οἱ ῞Αγιοι....», σσ. 160-190. Στήν ἄκρως ἐπιστημονική αὐτή ἐργασία ἐξετάζεται ὁ βίος καί τό ἔργο τοῦ ῾Αγίου σφαιρικῶς καί ἀποτελεῖ τή βάση γιά κάθε ἐνδιαφερόμενο, δ) Παπαδάκη Χρυσοστόμου ᾿Αρχιμ., «Οἱ ῞Αγιοι Δέκα Μάρτυρες οἱ ἐν Κρήτῃ....», σσ. 35-39, 45,61, ὁλόκληρος ἐγκωμιαστικός λόγος ᾿Ανδρέου Κρήτης εἰς τούς ῾Αγ. Δέκα (κείμενομετάφραση), σσ. 168-205, 285-287, ὁλόκληρος κανόνας, σσ. 593-598, ε) Τόμος μέ τά πρακτικά ἐπιστημονικοῦ συνεδρίου (1-4 ᾿Ιανουαρίου 2003, ἔκδ. ῾Ι. Μητρ. Μυτιλήνης, 2005) πού εἶχε θέμα «῾Ο ῞Αγιος ᾿Ανδρέας ᾿Αρχιεπίσκοπος Κρήτης ὁ ῾Ιεροσολυμίτης πολιοῦχος ᾿Ερεσοῦ Λέσβου». ῾Ο Τόμος ἀποτελεῖται ἀπό 550 περ. σελ. καί περιέχει 18 εἰσηγήσεις καί 7 σημαντικά κείμενα (συναξαρικά, ἐγκωμιαστικά, ὑμνογραφικά), στ) Συλλιγαρδάκη Τίτου, «Κρῆτες ῞Αγιοι», σσ. 99-102, 235-236, 284-285, ζ) Βασιλοπούλου Χαραλάμπους ᾿Αρχιμ., μν. ἔργο, «Βίοι ῾Αγίων», σσ. 649-671. 170 ᾿Επειδή ὁ ἴδιος εἶχε ζήσει ἐπί 20 χρόνια στήν Κωνσταντινούπολη καί μάλιστα στή Μονή τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν ὅπου καί ἡ θαυματουργός Εἰκόνα τοῦ ᾿Ακαθίστου ῞Υμνου, ἔκτισε στή Γόρτυνα Ναό τῆς Παναγίας πού ὀνόμασε Βλαχέρνα γιά τόν τόπο τοῦ ὁποίου δέν σώζεται μαρτυρία. Ὅμως μετά τήν ἀνεύρεση τῆς μεγάλης Βασιλικῆς τῆς Μητρόπολης ἡ ὁποία ἀδιαμφισβητήτως πλέον θεωρεῖται ὡς ὁ Ναός τοῦ Ἁγίου Τίτου ὁ μέχρι πρό τινος θεωρούμενος Ναός τοῦ Ἁγίου Τίτου Γόρτυνας τόν ὁποῖο ἡ ἰσχυρή τοπική ἐκκλησιαστική παράδοση ἀποκαλοῦσε πάντα ΄΄Παναγία Κερά΄΄, εἶναι πιθανόν νά ἦταν ὁ Ναός τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν πού ἀνήγειρε ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας, βλ. Χρυσ. Παπαδάκη, ‘’Μελετήματα’’…μνημ. .ἔργ. σελ. 24-37, Ἀθήνα 2008. 169


περίφημους ἐγκωμιαστικούς λόγους καί ὑπέροχους ὕμνους καί ἀγαπήθηκε ἀπό τό ποίμνιό του. ᾿Εκοιμήθη στίς 4 ᾿Ιουλίου τοῦ 740 ταξιδεύοντας ἀπό Κων/πολη γιά Κρήτη καί ἐτάφη στήν ᾿Ερεσσό τῆς Μυτιλήνης 171. ᾿Αναγνωρίσθηκε ἀμέσως ὡς ῞Αγιος, οἱ ὕμνοι του πέρασαν στά λειτουργικά βιβλία τῆς ᾿Εκκλησίας μέ κυριότερο τόν Μεγάλο Κανόνα. ῾Η μνήμη του ἑορτάζεται 172 στίς 4 ᾿Ιουλίου, στό δέ τόπο τῆς ταφῆς του τήν Κυριακή μετά τήν 4η ᾿Ιουλίου, γιά νά ἑορτάζεται μεγαλοπρεπέστερα.

24. ΗΛΙΑΣ Ο Α´ Παρά τό γεγονός ὅτι ὁλόκληρη ἡ ᾿Εκκλησία περνοῦσε μεγάλη ἀναταραχή ἐξ αἰτίας τῆς εἰκονομαχίας, ἡ Κρήτη παρέμενε πιστή στήν ὀρθή πίστη. Αὐτό ἀποδείχθηκε ὄχι μέ μιά ἁπλῆ ὀλιγομελῆ ἀντιπροσωπεία, ἀλλά μέ ὅλη σχεδόν τή Σύνοδο 173, διότι ἡ Κρήτη λόγῳ τῆς εἰκονόφιλης στάσης της καί τῆς συμμετοχῆς της στήν ᾿Επανάσταση τῶν ῾Ελλαδικῶν τό 727 μετά τήν ἔκδοση τοῦ πρώτου θεσπίσματος τοῦ Λέοντος Γ´ τοῦ ᾿Ισαύρου 174 κατά τῶν Εἰκόνων, ἡ ὁποία καί κατεπνίγη, ὑπέφερε τόν Η΄ αἰ. ἀπό τόν Θεματάρχη Θεοφάνη τό Λαρδότυρο 175. Στήν

᾿Επί τῆς ᾿Αρχιερατείας τοῦ ἀοιδίμου ᾿Αρχιεπισκόπου Κρήτης Τιμοθέου ὡς Μητρ. Γορτύνης καί ᾿Αρκαδίας, γιά τό μεγάλο Καθεδρικό Ναό τοῦ ῾Αγίου Νεκταρίου πού ἀνήγειρε στίς Μοῖρες τοῦ ὁποίου τό Νότιο κλῖτος ἀφιέρωσε στόν ῞Αγιο ᾿Ανδρέα, μετέβη στή Μυτιλήνη καί ἔφερε τεμάχιο τοῦ ῾Ιεροῦ Λειψάνου τοῦ ῾Αγίου ἀπό τήν ᾿Ερεσσό τό ὁποῖο καί προσκυνεῖται μέσα σέ περίτεχνο προσκυνητάρι. 172 ᾿Ακολουθίες τοῦ ῾Αγίου ἐν χρήσει· α) Τοῦ Μηναίου ᾿Ιουλίου 4 (ἐλλιπής), β) ᾿Ακολουθίαι ῾Ιλαρίωνος σσ. 251-254 (ἐλλιπής), γ) Μέ ἐπιμέλεια τοῦ Σωματείου ῾Ιεροψαλτῶν Νομοῦ ῾Ηρακλείου «᾿Ανδρέας ὁ Κρήτης», σέ φυλλάδα, ῾Ηράκλειον 1980 (πλήρης), δ) Κρητικόν Λειμωνάριον σσ. 399-410 (πλήρης), ε) Κρητικόν Πανάγιον, Τόμ. Γ´, σσ. 31-47, στ) ὑμνογραφικά ἀνέκδοτα περί τοῦ ῾Αγίου στόν μν. Τόμο ἐπιστ. Συνεδρ. ῾Ι. Μ. Μυτιλήνης, ὑπό Δετοράκη Θεοχ., σσ. 471-478 καί ζ) στόν ἴδιο Τόμο, «ὕμνοι πρός τιμήν......, (ἐκδεδομένοι)» μέ εἰσαγωγή -ἔκδοση κειμένων-σχόλια - εὑρετήρια, σσ. 479-536, τοῦ ὁμοτ. Καθ. Παν. Θεσ/νίκης κ. ᾿Ιω. Φουντούλη. 173 ᾿Από τό «Τακτικόν τῶν Αὐτοκρατόρων Λέοντος τοῦ Γ´ καί Κων/νου τοῦ Ε´ (731-746 μ.Χ.)» ἡ Κρήτη φέρεται νά ἔχει 12 ᾿Επισκοπές, κάτι πού βεβαιώνεται καί ἀπό τά κείμενα, στά ὁποῖα ὀνομάζεται «δωδεκάθρονος» (βλ. Δετοράκη Θεοχ., ῾Ιστορία της Κρήτης, ῾Ηράκλειο 1990, σελ. 136). ᾿Από τούς 12 ᾿Επισκόπους, οἱ 10 μετεῖχαν στήν Ζ´ Οἰκουμ. Σύνοδο. Μπορεῖ κανείς νά ὑποθέσει ὅτι λόγῳ τῆς σοβαρότητας τοῦ θέματος ἡ μή συμμετοχή τῶν δύο θά ὀφείλετο εἴτε σέ λόγους ἡλικίας ἤ ὑγείας, τοῦ ἑνός κατ᾿ ἀνάγκην παραμείναντος ᾿Αρχιεπισκοπικοῦ ᾿Επιτρόπου ἀπόντος τοῦ Κρήτης. 174 Δετοράκη Θεοχ., μν. ἔργο, «῾Ιστορία της Κρήτης», σελ. 136 (ἀναφορά στόν καθηγ. Ι. Β. Παπαδόπουλο). 175 ῾Η Κρήτη τήν περίοδο αὐτή ἔδωσε τρεῖς Μάρτυρες· Παῦλο, ᾿Ανδρόνικο καί ᾿Ανδρέα, καί τόν ῾Ομολογητή Νικόλαο τό Στουδίτη (βλ. Δετοράκη Θεοχ., «῾Ιστορία...», σελ. 137138). 171


Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νικαίας 176, τό 787 μετέσχε ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος ᾿Ηλίας ὁ Α´ μέ τούς ᾿Επισκόπους Λάμπης (Ἀργυρούπολη Ρεθύμνης) ᾿Επιφάνιο, ῾Ηρακλειουπόλεως Θεόδωρο, Κνωσοῦ ᾿Αναστάσιο, Κυδωνίας Μελίτωνα, Κισσάμου Λέοντα, Σουβρίτων (Θρόνος ᾿Αμαρίου) Θεόδωρο, Φοίνικος (Πλακιάς ῾Αγ. Βασιλείου) Λέοντα, ᾿Αρκαδίας (Προφ. ᾿Ηλίας᾿Αφρατί Πεδιάδος) ᾿Ιωάννη, ᾿Ελευθέρνης (ΒΔ Πρινέ Μυλοποτάμου) ᾿Επιφάνιο, Καντάνου Φωτεινό καί Χερρονήσου (Χερσόνησος Πεδιάδος) Σισσίνιο. Μαζί μέ τούς ᾿Επισκόπους ἦταν καί δύο ῾Ηγούμενοι Μονῶν, ὁ Θέογνις ῾Ηγούμενος Μονῆς ᾿Αποστόλου Τιμοθέου καί Πέτρος ῾Ηγούμενος Μονῆς ῾Αγ. ᾿Ιωάννου τοῦ Θεολόγου. ῾Ο Κρήτης μίλησε 9ος στή σειρά ὅπως διασώζουν τά πρακτικά καί μάλιστα, δύο φορές δέν καταγράφεται ὅπως τίς προηγούμενες Συνόδους ὡς Γορτύνης Μητροπολίτης, ἀλλά ὡς «ὁ Κρήτης». Στήν ὁμολογία του ἀναφέρει, ὅτι οὐδέποτε ἔπαυσε νά τιμᾶ τίς ἱερές Εἰκόνες. Τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου ὑπέγραψαν ὅλοι 177, ᾿Επίσκοποι καί οἱ δύο ῾Ηγούμενοι, τό δέ Δογματικό ῞Ορο μόνο οἱ ᾿Επίσκοποι. ῾Η μνήμη τῶν ῾Αγ. Πατέρων τῆς Ζ´ Οἰκουμ. Συνόδου 350 τόν ἀριθμόν, ἑορτάζεται 11 ᾿Οκτωβρίου 178 καί ἐπισημότερα μέ πανηγυρική ᾿Ακολουθία τήν Κυριακή μετά τήν 11η ᾿Οκτωβρίου 179. Μέ τούς λοιπούς Κρῆτες Πατέρες τῶν ῾Αγίων Οἰκουμ. Συνόδων τιμῶνται καί οἱ τῆς Ζ´ Συνόδου 180.

Σωμαράκη Βασιλ., μν. ἔργο, σσ. 99-106. Γιά τή μή ὕπαρξη τῆς ὑπογραφῆς τοῦ ῾Ηρακλειουπόλεως Θεοδώρου, βλ. Σωμαράκη Βασιλ., μν. ἔργο, σελ. 105-106. 178 Μηναῖο ᾿Οκτωβρίου 11, Ματθ. Λαγγῆ Μ. Συναξ. Τόμ. Ι´, σελ. 269. 179 Μηναῖο ᾿Οκτωβρίου μετά τήν 11η. 180 Βλ. σημ. 65, 66, 67 τοῦ παρόντος. Τήν πρώτη Εἰκόνα τῶν Κρητῶν ῾Αγ. Πατέρων διαστάσεων 187Χ107 ἱστόρησε ὁ ἁγιογράφος Στέφανος ᾿Αλμπαντάκης ἀπό τό Πετροκεφάλι Μεσαρᾶς, καί εἶναι δέησις τοῦ ᾿Αρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδάκη Πρωτοσυγ-κέλλου ῾Ι. Μ. Γορτύνης καί ᾿Αρκαδίας, τό ἔτος 1999. ῾Η Εἰκόνα αὐτή μέ τά στοιχεῖα της καθῶς καί τά ὀνόματα τῶν ῾Αγ. Πατέρων κατά Σύνοδο, ἐκτυπώθηκε σέ μεγάλο ἀριθμό καί σέ διαστάσεις μεγάλες καί μικρές, ὅπως καί ἡ λεπτομέρεια τῆς Εἰκόνος πού φέρει τόν ᾿Απόστολο Τίτο νά κρατᾶ τήν Κρήτη ὡς προστάτης καί πάτρωνας τῆς ᾿Εκκλησίας της καί διανεμήθηκε στίς ἑορταστικές ἐκδηλώσεις τοῦ ᾿Ιωβηλαίου 2000 κατά τή Συνοδική Θ. Λειτουργία στίς Μοῖρες μαζί μέ τό βιβλίο γιά τόν ᾿Απ. Παῦλο. ῾Η δέηση πού ἀναγράφεται σέ μεγαλογράμματη γραφή καί στό πλαίσιο ὅλης τῆς Εἰκόνος, εἶναι· «Θεοφόροι Πατέρες οἱ τήν ᾿Ορθόδοξον πίστιν μυρίοις ἀγῶσι τρανώσαντες καί τήν τῶν Κρητῶν ᾿Εκκλησίαν ἐκ τῆς λοίμης τῶν αἱρέσεων σῶαν φυλάξαντες, ταύτην ὡς κλῆρον ὑμῶν εἰς τούς αἰῶνας περιφρουρήσατε καί τούς τιμῶντας τήν μνήμην ὑμῶν ὡς παῤῥησίαν πρός Κύριον ἔχοντες, σωτηρίας ἀξιώσατε». 176 177


ΜΕΤΑ ΤΗΝ Α´ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΚΑΤ’ ΕΞΑΙΡΕΣΙΝ ΕΥΤΥΧΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΓΟΡΤΥΝΗΣ

Τό ὄνομα τοῦ Εὐτυχίου δέν συμπεριλαμβάνεται σέ κανένα ἐπισκοπικό κατάλογο οἰασδήποτε ἐποχῆς. Στή διδακτορική του διατριβή «Οἱ ῞Αγιοι τῆς πρώτης Βυζαντινῆς περιόδου τῆς Κρήτης καί ἡ σχετική πρός αὐτούς φιλολογία» ὁ σεβαστός καθηγητής κ. Θεοχάρης Δετοράκης στοῦ ὁποίου τήν ἔρευνα καί ἡ ᾿Εκκλησία τῆς Κρήτης ὀφείλει πολλά, δέν ἀναφέρεται. Μόνη πηγή, εἶναι ἡ ἰσχυρή ἐπί αἰῶνες τοπική ἐκκλησιαστική παράδοση τήν ὁποία βεβαιώνει ὁ ῞Οσιος Κύρ ᾿Ιωάννης ὁ Ξένος (970-1027) ἀπό τό Σίββα Πυργιωτίσσης τόν Ι΄ αἰῶνα 181. ῾Ο ᾿Ιωάννης γεννήθηκε ἀμέσως μετά τήν ᾿Αραβοκρατία καί γνώριζε ὡς σχετικῶς νωπή τήν παράδοση περί τῶν ῾Αγίων Ετυχιανῶν (Εὐτυχίου ᾿Επισκόπου, Εὐτυχιανοῦ ῾Οσιομάρτυρος καί Κασσιανῆς τῶν αὐταδέλφων), ἡ ὁποία παράδοση ἤθελε τούς ῾Αγίους νά ἔζησαν κατά τή σκοτεινή περίοδο τῶν διωγμῶν τῆς ᾿Αραβοκρατίας 182. ῾Η θεόθεν βεβαίωση ἔγινε μέ τήν δι᾿ ἀποκαλύψεως εὕρεση τῶν τάφων 183 τῶν ῾Αγίων Εὐτυχίου καί Εὐτυχιανοῦ, ὅπου ὡς νέος ἀσκητής ὁ Ὅσιος ᾿Ιωάννης ὁ Ξένος, ἔκτισε Ναό καί Μονή, ὅμως ὁ βίος των ἦταν γνωστός. ῾Η τοποθέτησή του χρονολογικά στούς πρώτους μεγάλους διωγμούς εἶναι ἀστήρικτη, ἄν καί πέρασε στά σύγχρονα κείμενα 184, ὅπως ἀστήρικτος πρός τήν ᾿Εκκλησιαστική Παράδοση τήν καί μόνη πηγή, εἶναι καί ὅτι παραιτήθηκε 185ἀπό τό θρόνο του γιά νά ἀσκητεύσει. ῾Ο Εὐτύχιος μαζί μέ τά κατά σάρκα ἀδέλφια του, Εὐτυχιανό καί Κασσιανή, ἀσκήτευσαν στά ᾿Αστερούσια ὄρη, στά περίχωρα τῆς σημερινῆς Ἱ. Στ. Μονῆς ῾Οδηγητρίας (κτίσθηκε πολύ ἀργότερα). ᾿ΕκήΠερί ῾Οσίου ᾿Ιωάννου τοῦ Ξένου στό βίο τοῦ ὁποίου ἀναφέρεται ὁ ῞Αγ. Εὐτύχιος βλ.· α) Ματθ. Λαγγῆ «Μ. Συναξ.» ἔκδ. Δ´, ᾿Αθῆναι 1974, Τόμ. Θ´, σσ. 460-464, β) Συλλιγαρδάκη Τίτου Μητρ. Ρεθύμνης, «Κρῆτες ῞Αγιοι», Ρέθυμνον 1983, σσ. 163-168, 252254 καί 293-294, γ) Τοῦ ἰδίου, «Κρητικόν Λειμωνάριον», ᾿Αθήνα 1984 (στό τέλος τῆς ᾿Ακολουθίας ἐκτενής βίος μέ ἐπεξηγηματικές σημειώσεις) σσ. 73-78, δ) Φουρναράκη Π. Κων/νου, «῾Ο Κρητικός ῞Αγιος Κύρ ᾿Ιωάννης Ξένος (970-1027 μ.Χ.)», Κίσσαμος 1996, ε) «Κρητικόν Πανάγιον», ἔκδ. ῾Ι. ᾿Επαρχ. Συνόδου, 2000 (Συναξάριον τῆς ᾿Ακολουθίας), Τόμ. Α´, σελ. 119-120, στ) Παπαδάκη Χρυσοστόμου ᾿Αρχιμ., «Προσευχητάριον ῾Ι. Μονῆς ῾Οδηγητρίας», 2006, σσ. 78-81. 182 . Μέχρι καί τόν 10ο αἰῶνα, πουθενά δέν γίνεται μνεία περί τῶν ῾Αγίων Εὐτυχιανῶν. Φρονοῦμε ὅτι θά πρέπει νά ἔζησαν στήν πρώιμη ᾿Αραβοκρατία. 183 Λείψανά τους βρίσκονται στήν ῾Ι. Σ. Μονή ῾Οδηγητρίας Μεσσαρᾶς στήν ὁποία ἀνήκει καί τό προσκύνημα αὐτό τῶν «῾Αγιῶν». 184 Συλλιγαρδάκη Τίτου, μν. ἔργο, «Κρῆτες ῞Αγιοι», σσ. 125-130. Στοῦ ἰδίου τό Συναξάρι τοῦ «Κρητικοῦ Λειμωναρίου» ἀποσιωπᾶται ὁ χρόνος. 185 «Κρητικόν Πανάγιον», Τόμ. Γ´, σελ. 226. 181


δευσε τόν ῾Οσιομάρτυρα ἀδελφό του Εὐτυχιανό, καί κατά τήν ἐπιθυμία του ἐτάφη ὅπου καί ὁ ἀδελφός του, ὅταν ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ. ῾Η Κασσιανή ἀπομονωμένη σέ ἀπόκρημνο σπήλαιο ὡς ἀσκήτρια, ἐκοιμήθη χωρίς ποτέ νά γίνει λόγος περί τῶν Λειψάνων της. ῾Η μνήμη καί τῶν τριῶν ἑορτάζεται στίς 17 Αὐγούστου 186. Οἱ Τίμιες Κάρες τῶν Ἁγίων Εὐτυχίου καί Εὐτυχιανοῦ φυλάσσονται στήν Ἱερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή τῆς Ὁδηγητρίας. ᾿Εδῶ πρέπει νά σημειώσουμε, ὅτι τό θέμα περί τῶν ῾Αγίων Εὐτυχιανῶν δέν ἀποτελεῖ γιά τήν Κρήτη ἁπλά ἰσχυρή ᾿ἐκκλησιαστική παράδοση, ἀλλά ἀσάλευτη ᾿Εκκλησιαστική Συνείδηση ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τή μόνη αὐθεντία στήν ᾿Εκκλησία, καί ἡ ὁποία ἐρείδεται στό φωτισμό καί τήν καθοδήγηση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ὅλου τοῦ πληρώματος τῆς ᾿Εκκλησίας (κλήρου καί λαοῦ) καί ὄχι μόνο τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως. Αὐτή, λοιπόν, ἡ ᾿Εκκλησιαστική Συνείδηση ἀποφαίνεται ἀπαρασαλεύτως γιά τό θέμα τοῦτο ἐπί μία χιλιετία καί μάλιστα λατρευτικῶς (μνήμη, προσκύνημα, ᾿Ακολουθίες ἐγκεκριμένες Συνοδικῶς, εἰκόνες, παλαιές τοιχογραφίες, κ.ἄ.). Τέλος, σέ δύο χειρόγραφους Σιναϊτικούς κώδικες στόν 628 τοῦ 1457 καί στόν 640 τοῦ 1539 187 μεταξύ τῶν ὑπολοίπων ὑμνογραφημάτων περιλαμβάνεται καί ἀσματικός κανόνας στόν Ἅγιο Κύριλλο Ἐπίσκοπο Γορτύνης 188. Ἐκεῖ γίνεται ἀναφορά σέ δύο ὀνόματα Ἐπισκόπων Γορτύνης, στόν Σιβίδιο ἤ Σιφίδιο ἤ Διόδιο καί στόν Ἐπαινετό. Τά ὀνόματα αὐτά δέν ἀπαντῶνται α) σέ κανένα ἀρχαῖο κείμενο, οὔτε σέ πρακτικό Οἰκουμενικῶν ἤ Τοπικῶν Συνόδων, ἀλλά οὔτε καί στούς γνωστούς ἐπισκοπικούς καταλόγους. β) Δέν ἀπαντῶνται σέ καμμία ἀπό τίς εὐρεθεῖσες ἐπιγραφές τῆς Γόρτυνας. γ) Δέν ἀπαντῶνται στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. δ) Ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση τῆς Κρήτης τῆς ὁποίας ἡ ἰσχύς εἶναι ἀποδεδειγμένα μεγάλη, δέν ἔχει ὑπ΄ ὄψη της τά ὀνόματα αὐτά. Ἡ ἀναφορά σέ 2 κώδικες τοῦ ΙΕ΄ καί ΙΣΤ΄ αἰῶνα δέν ἀποτελοῦν πηγή, ἀλλά καί ὡς ἀναφορά δέν ὑπάρχει πουθενά ἀλλοῦ καί δέν μπορεῖ νά ἐλεγχθεῖ ἡ ἀξιοπιστία της, γι᾿ αὐτό καί δέν μποροῦν νά συμπεριληφθοῦν στόν κατάλογο τῶν Ἐπισκόπων, πολύ δέ περισσότερο νά προσδιοριστεῖ καί ὁ χρόνος πού ἔζησαν. ᾿Ακολουθίες· α) Κρητικόν Λειμωνάριον σσ. 515-527, β) ‘’Κρητικόν Πανάγιον’’, Τόμ. Γ´, σσ. 215-229, γ) Παπαδάκη Χρυσοστόμου ᾿Αρχιμ., μν. ἔργο, ‘’Προσευχητάριον ῾Ι. Σ. Μονῆς ῾Οδηγητρίας’’, 2006, σσ.45-77. 187 Ἐμμ. Δανδουλάκης, «Χειρόγραφοι Σιναϊτικοί Κώδικες 628 καί 640» Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πέτρας καί Χερρονήσου, τόμ. 2, Νεάπολις 2011, σ. 229280. 188 Ἀπό τήν ὀρθογραφία, τό μέτρο καί τό ὅλο περιεχόμενο προκύπτει ὅτι εἶναι ποίημα εὐλαβοῦς μέν, ἀλλά ἐρασιτέχνου ὑμνογράφου. 186


Βιβλιογραφία 1. Καινή Διαθήκη. 2. Βασιλοπούλου Χαραλάμπους, «Βίοι ῾Αγίων», ἔκδ. «᾿Ορθόδοξου Τύπου», Τόμ. 6ος ᾿Αθῆναι 1920. 3. Βούλγαρη Σ. Χρήστου, «Χρονολογία τῶν γεγονότων τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου», ἔκδ. Γ´, ᾿Αθῆναι 1990. 4. Γαλίτη ᾿Αντ. Γεωργίου, «῾Η πρό Τίτον ἐπιστολή τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου», ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσ/νίκη 1978. 5. Δετοράκη Εὐστ. Θεοχάρους, «Οἱ ῞Αγιοι τῆς πρώτης βυζαντινῆς περιόδου τῆς Κρήτης καί ἡ σχετική πρός αὐτούς φιλολογία», Διδακ. διατρ., ᾿Αθῆναι 1970. 6. Τοῦ ἰδίου, «῾Ιστορία τῆς Κρήτης», ῾Ηράκλειο 1990. 7. Τοῦ ἰδίου, «Νεοκρητικά μελετήματα 1971-2005», Τόμ. Α´, ἐκδ. Βικελαίας Δημοτικῆς Βιβλιοθήκης, ῾Ηράκλειο 2005. 8. Di Vita Antonio, Η Γόρτυνα της Κρήτης. Αρχαιολογία και ιστορία μιας αρχαίας πόλης, Αθήνα 2000, 9. Εὐσεβίου Καισαρείας, «᾿Εκκλησιαστική ῾Ιστορία», Δ, ΚΓ´, Ρ.G., Τόμ. 20. 10. Holzner, «Παῦλος», ἔκδ. 10η, 1979. 11. ῾Ιερᾶς ᾿Αρχιεπισκοπῆς Κρήτης, ἱστοσελίδα διαδικτύου www. iak.gr. 12. ῾Ιερᾶς Μητροπόλεως Μυτιλήνης, Τόμος πρακτικῶν ἐπιστημονικοῦ συνεδρίου 2003, μέ θέμα «῞Αγιος ᾿Ανδρέας ᾿Αρχιεπίσκοπος Κρήτης.....», Μυτιλήνη 2005.. 13. ῾Ιερωνύμου, De viris illustribus, xxx, Migne, P.L. Τόμ. 23. 14. ῾Ιλαρίωνος Ρεθύμνης, «᾿Ακολουθίαι», ᾿Αθῆναι 1877. 15. ᾿Ιωαννίδου Χ. Βασιλείου, «Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην», ᾿Αθήνα 1996. 16. Κογεράκη Κυρίλλου, «῞Αγιος ᾿Απόστολος Τίτος», ῾Ηράκλειον 2004, ἔκδ. ῾Ι.Ν. ῾Αγίου Τίτου ῾Ηρακλείου. 17. Τοῦ ἰδίου, «῞Αγιος Μύρων ᾿Επίσκοπος Κρήτης», ἔκδ. ῾Ι. Ναοῦ ῾Αγ. Μύρωνος, ῾Ηράκλειο 2003. 18. Κονιδάρη ᾿Ι. Γερασίμου, «Αἱ ᾿Επισκοπαί τῆς Κρήτης μέχρι καί τοῦ Ι´ αἰῶνος», εἰς «Κρητικά χρονικά», Τόμ. Ζ´, ῾Ηράκλειον 1953. 19. «Κρητικόν Πανάγιον», ἔκδ. ῾Ι. ᾿Επαρχ. Συνόδου ᾿Εκκλησίας Κρήτης ἐπί τῷ ᾿Ιωβηλαίῳ 2000. 20. Λαγγῆ Ματθαίου, «Μέγας Συναξαριστής τῆς ᾿Ορθοδόξου


᾿Εκκλησίας», ἔκδ. Δ´, 1971. 21. Ματθαίου Βίκτωρος, «᾿Εκλογαί καί ἀπανθίσματα ᾿Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόμου», ἔκδ. Α´, ᾿Αθῆναι 1967. 22. «Μηναῖα», ἐκδ. ᾿Αποστολικῆς Διακονίας. 23. Μπορμπουδάκη ᾿Εμμανουήλ, ἔγγραφο πρός ῾Ι. Μητρ. Γορτύνης καί ᾿Αρκαδίας περί τῆς παλαιοχριστιανικῆς βασιλικῆς τοῦ χωρίου «Μητρόπολις», ῾Ηράκλειο 2005. 24. Ξανθουδίδου Στεφάνου, Περί ῾Αγίου Μύρωνος, ἐν «Χριστιανική Κρήτη», Τόμ. Β´ καί ἐν «Κρητικά Χρονικά» Γ´, 1949. 25. Παπαδάκη ᾿Ι. Χρυσοστόμου, «Οἱ ῞Αγιοι Κύριλλος καί Εὐμένιος ᾿Επίσκοποι Γορτύνης», ἔκδ. ᾿Ενορίας ῾Αγίου Κυρίλλου, 1999. 26. Τοῦ ἰδίου, «Βίβλος ἀϊδίου τιμῆς εἰς τόν.....Παῦλον», ἔκδ. ῾Ι. Μητρ. Γορτύνης καί ᾿Αρκαδίας, Μοῖρες 2000. 27. Τοῦ ἰδίου, «Οἱ ῞Αγιοι Δέκα Μάρτυρες οἱ ἐν Κρήτῃ», ἔκδ. Δήμου Γόρτυνας καί Πολιτιστ. Συλλόγου ῾Αγ. Δέκα, 2004. 28. Τοῦ ἰδίου, «Οἱ ῞Αγιοι Κρῆτες Πατέρες τῶν Οἰκουμ. Συνόδων», ἔκδ. ῾Ι.Μ. Γορτύνης & ᾿Αρκαδίας, Μοῖρες 2004. 29. Τοῦ ἰδίου, «Προσευχητάριον ῾Ι. Σταυροπηγιακῆς Μονῆς ῾Οδηγητρίας», ἔκδ. Δήμου Μοιρῶν, 2006. 30. Πατρώνου Π. Γεωργίου, «Προλεγόμενα στήν ἔρευνα τῶν Πράξεων», ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσ/νίκη 1993. 31. Πετράκη ᾿Εμμανουήλ, «῾Ιστορία τῆς ᾿Εκκλησίας ἐν Κρήτῃ» Α´ μέρος, ῾Ηράκλειον 1925. 32. Ράλλη-Ποτλῆ, «Σύνταγμα τῶν θείων καί ῾Ιερῶν Κανόνων», τόμ. Γ´. 33. Συλλιγαρδάκη Τίτου, «Κρῆτες ῞Αγιοι», Ρέθυμνον 1983. 34. Τοῦ ἰδίου, «Κρητικόν Λειμωνάριον», Ρέθυμνον 1984. 35. Σωμαράκη Μιχ. Βασιλείου, «Οἱ ᾿Επίσκοποι τῆς Κρήτης στίς Οἰκουμενικές Συνόδους», ᾿Αθῆναι 1999. 36. Σωματείου ῾Ιεροψαλτῶν Νομοῦ ῾Ηρακλείου, ᾿Ανδρέας ὁ Κρήτης, ᾿Ακολουθία ῾Αγ. ᾿Ανδρέου Κρήτης, ῾Ηράκλειον 1980. 37. Τζεδάκη Θεοδώρου, «Σύντομος ῾Ιστορία τῆς ἐν Κρήτῃ ᾿Εκκλησίας», ᾿Αθῆναι 1967. 38. Τοῦ ἰδίου, «Σύντομος ῾Ιστορία τῆς ᾿Επισκοπῆς Κνωσσοῦ», εἰς «Κρητικά χρονικά», Τόμ. ΚΑ´, 1969. 39. Τοῦ ἰδίου, «Σύντομος ᾿Εκκλησιαστική ῾Ιστορία τοῦ νομοῦ ῾Ηρακλείου», στόν Τόμο «Τό ῾Ηράκλειον καί ὁ νομός του», ἔκδ. Νομαρχίας ῾Ηρακλείου 1971. 40. Τσουγκαράκη Δημητρίου, «Κρήτη· ῾Ιστορία καί Πολιτισμός» Α´, Κρήτη 1987. 41. Τωμαδάκη Νικολάου, «῾Η ᾿Αποστολική ᾿Εκκλησία τῆς Κρήτης


κατά τούς αἰῶνες Η´- ΙΓ´ καί ὁ τίτλος τοῦ προκαθημένου αὐτῆς», ᾿Επετηρίς ῾Εταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν, ἔτος ΚΔ´, ᾿Αθῆναι 1954. 42. Φουρναράκη Π. Κων/νου, «῾Ο Κρητικός ῞Αγιος Κύρ ᾿Ιωάννης ὁ Ξένος», Κίσσαμος 1996. 43. Χορτάτου Τίτου, «Βίος ᾿Αποστόλου Τίτου», ᾿Αθῆναι 1984. 44. Michaelis Le Quien, Oriens Christianus, τόμ. 2, Graz-Austria 1958, 45. Fedalto Giorgio, Hierarhia ecclesiastica orientalis, t. 1, Patriarcatus Constantinopolitanus, edizioni Messaggero Padova MCMLXXXVIII. 46. Sauget Joseph-Maria, «MIRONE, vescovo di Creta, santo», Bibliotheca Sanctorum, τόμ. ΙΧ, στ. 503-504. 47. Stiernon D. et L., «Gortyna» Dictionnaire d’ Histoire et de Geographie Ecclesiastiques, τόμ. 20, Paris VI, 1984. 48. Stramare Tarcino, «TITO, discepolo di s. Paolo, vescovo, santo», Bibliotheca Sanctorum, τόμ. ΧΙΙ, στ. 503-504.


Μιχάλης Ἐμμ. Πατεράκης Πρωτ/ρος Εφημ. Ι. Ησυχαστηρίου Παντάνασσας

Η παρουσία τοῦ μοναχισμού στὴν περιοχή τῆς Φουρνής (Τ.Δ) μέσα από τα παραχωρητήρια ἔγγραφα τῆς Ι.Μ. Αρετίου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ α) Τουρκικὴ περίοδος (1669-1898) Ἡ μακρὰ περίοδος αὐτὴ εἶναι διαφορετική τῆς ἑνετικῆς ὡς πρὸς τὴν πολιτικὴ τοῦ νέου δυνάστη πρὸς τὸ μοναχικὸ λαὸ τῆς ἐκκλησίας. Ὁ Κρητικὸς λαὸς ἀντιμετώπισε τὸ γεγονὸς αὐτὸ μὲ ἀδιαφορία καὶ μνησικακία. Εἶχε κουραστεῖ πιά. Κατακτητὲς οἱ Ἐνετοί, τὸ ἴδιο καὶ οἱ Ὀθωμανοί, ὅμως τὸ παράξενο σ’ αὐτὴ τὴν ἱστορία εἶναι ὅτι οἱ Κρῆτες μισοῦσαν τὴν κυριαρχία τῶν Ἐνετῶν καὶ ἐπιθυμοῦσαν ν’ ἀλλάξουν κυρίαρχο 189 -ὅποιος κι ἂν ἦταν αὐτός, κι ὅταν διαπίστωσαν τὴ νέα δουλεία ἡ ὁποία τοὺς ἐπεβλήθη, μετάνιωσαν πικρά. Οἱ σφαγές, ἡ ἐρήμωση καὶ οἱ λεηλασίες ἦταν πιὰ καθημερινότητα. Τὰ κυριότερα μοναστήρια κατελήφθησαν γιὰ νὰ γίνουν τζαμιὰ ἢ στρατῶνες τῶν Τούρκων, ἀκόμη καὶ τιμάρια ἀγάδων. Μόνο στὰ χρόνια της Φιλελεύθερης Αἰγυπτιακῆς Διοικήσεως τῆς Κρήτης, τὰ πράγματα ἀλλάζουν ριζικὰ καὶ μὲ εἰδικὸ πράγματι «φιλελεύθερο» Μπουγιουρλντοὺ τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε τὴν 16η Φεβρουαρίου 1831 ἐπιτρέπονταν ἡ ἐλεύθερη ἐπισκευὴ τῶν ναῶν καὶ ἱερῶν μονῶν, δόθηκε ἄφεση στὰ μοναστήρια τῶν ὁποίων ἡ οἰκοδόμηση εἶχε γίνει μέσα στὴν περίοδο τῆς ἐπαναστάσεως. 190 Μετὰ τὴν πάροδο τῆς Αἰγυπτιακῆς Τὸ οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὸ ὁποῖο γιὰ πολλοὺς λόγους ὑφίστατο σφετερισμὸ τῶν δικαιωμάτων τῆς κρητικῆς ἐκκλησίας, ἀπὸ τὸ Λατινικὸ κλῆρο, φυσικὸ καὶ ἑπόμενο ἦταν ὅτι ἐπιθυμοῦσε νὰ σπεύσει, προκειμένου νὰ ἐγκαθιδρύσει τὶς ἀπαιτούμενες ἐκκλησιαστικὲς ἀρχὲς ἀναλαμβάνοντας «δὶ’ αὐτῶν τὴν ἄμεση πνευματικὴ καὶ ἐθνικὴ διακυβέρνηση τοῦ ὁρθ. Ἑλληνικοῦ πληρώματος τῆς Κρήτης. Μετὰ τὴν ἅλωση τοῦ Χάνδακα κάτω ἀπὸ τὸ σκῆπτρο τοῦ Σουλτάνου ἐλήφθη φροντίδα γιὰ νὰ ἐκλεγεῖ καὶ διοριστεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἢ Μητροπολίτης Κρήτης, ὁ μετακληθεῖς γι’ αὐτὸ τὸ σκοπό, «ἐκ Κρήτης εἰς Κων/λη καὶ χειροτονηθείς Νεόφυτος Πατελάρος, ὁ ὁποῖος ἵδρυσε τὴν ἕδρα τῆς Μητρόπο-λης στὸ Ἡράκλειο, τὴν ὁποία κατέστησαν οἱ Τοῦρκοι πολιτικὴ μητρόπολη τοῦ νησιοῦ, διατηρώντας την μέχρι τὸ 1850. Ἡ ἐκκλησία ὅμως δὲν παρακολούθησε τὴ μεταβολὴ αὐτὴ τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας καὶ οἱ διάδοχοί τοῦ Πατελάρου ἀπὸ τότε ἐξακολουθοῦν νὰ ἑδρεύουν στὸ Ἡράκλειο. 190 Παραθέτουμε ἕνα τέτοιο φιλελεύθερο Μπουγιουρντλού γιά ἐνημέρωση ἀπό ἱστορικό ἀρχείο τῆς Κρήτης: «Μουσταφά Πασάς καί ᾿Οσμάν Νουρετήν Μπέης πρός τούς 189


Διοικήσεως ποὺ δὲν κράτησε γιὰ πολύ, δέκα μόνο χρόνια, ὅμως ἡ νέα πάλι διοίκηση ἡ ἀπὸ τὸ 1841 μὲ τὸν Μουσταφὰ Πασσὰ ἐγκατασταθεῖσα κινοῦνταν στὸ ἴδιο μῆκος κύματος μὲ τῆς Αἰγυπτιακῆς. Οἱ ἐπαναστάσεις τῶν ἐτῶν 1866 καὶ 1878 ἦταν καθοριστικὲς γιατί καταργήθηκαν ὅλες οἱ ἀπαγορεύσεις ἀνοικοδόμησης καὶ ἀνακαίνισης ναῶν καὶ μονῶν, «ἐπιτρεπομένων δὲ καὶ τῶν κωδώνων ἀνάρτησης». Ἡ Φουρνιώτικη περιοχὴ δὲν ἦταν δυνατὸν ν’ ἀποφύγει τὶς καταστροφὲς ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν Τουρκαλβανῶν. Ὁπωσδήποτε ὅμως, στόχος τῶν ἐπιδρομέων στάθηκαν ἰδιαίτερα τά Ἱερά τῆς Ὀρθοδοξίας τὰ ὁποῖα πυρπολήθηκαν ἢ κατεδάφισαν. Διάφορες ἐπιγραφὲς ἀνάγλυφες στὰ ὑπέρυθρα τῶν ναῶν τῆς περιοχῆς παραμένουν οἱ ἀψευδεῖς μάρτυρες τῶν γεγονότων αὐτῶν τοῦ βανδαλισμοῦ, ποὺ ὅμοιά τους δὲ γνώρισε ποτέ ὁ τόπος κατὰ τὴν ἀναφορὰ τῶν Ἱστορικῶν. Ἡ περίοδος αὐτὴ δὲν ἦταν ἀνώδυνη τὴ σκοτεινὴ αὐτὴ περίοδο γιὰ τὴν Ι.Μ. Δωριῶν. Ἡ παράδοση κι ἐδῶ ποὺ σώθηκε γιὰ τὰ γειτονικὰ μοναστήρια δίνουν πιστεύομε τὴν εἰκόνα τῆς καταπίεσης κυρίως στὶς Μονὲς ποὺ βρίσκονταν στὸ δρόμο ποὺ ὁδηγοῦσε ἀπὸ τὸ Καστέλλι Φουρνὴς – Πλάκα, Σπινα-Λόγκα. Ὁ Νεόφυτος Πιφούδης θεωρεῖται ὁ ἀνακαινιστής τῆς Ι.Μ. ῾Αγ. Κων/νου καὶ Ἑλένης-Δωριῶν, σύμφωνα μὲ τὸ κείμενο ἐπιγραφῆς: Ὑπὲρ Ἀφέσεως τῶν Ἁμαρτιῶν τοῦ Δούλου τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἀνακαινίσαντος τὴν Ἱερὰν ταύτην Μονὴν Νεοφύτου Ἰωάννου Πι(φ)τούδη τοῦ ἐκ Φουρνῆς του καὶ Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς ταύτης Μονῆς τῶν Ἀποστόλων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης ἐν ἔτι σωτηρίω 4ΩΜΔ Μαρτίου ΙΔ΄ Ἱσταμένου ΧΙΡ Νικολάου Γ(ι)αλ(υ)να”. Ἐπιγραφὴ στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς μονῆς Ἀρετίου ἀναφέρει ὅτι ἡ μονὴ ἀνακαινίσθη τὸ 1881 ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Πέτρας Δωρόθεο, τὸν ἐξ’ Ἀγχιάλου: Χριστιανούς τῆς ᾿Επαρχίας (Χανιά). Στοχαζόμενοι ὅτι ζητείτε καί θέλετε τήν ἀνακαίνιση τῶν ἐκκλησιών σας ἀπό ῾Ημᾶς, διά νά κάμνετε τό προσκύνημά σας ἐλευθέρως κατά τήν θρησκείαν σας, ἡμεῖς μέ τό πνεῦμα τοῦ Μεχμεταλῆ `Εφένδη μας τοῦ ὁποίου ἡ μόνη ἐλπίδα εἶναι νά εὕρωσιν οἱ ἄνθρωποι τῆς Κρήτης ἡσυχίαν, ἀνάπαυσιν καί ἐλευθερίαν, σᾶς ὠμιλήσαμεν πολλαῖς φορές ὅτι θέλομεν ἀπό καρδίας νά ζῆτε ἐλευθέρως καί μέ εὐχαρίστησιν….. διά περισσοτέραν σας βεβαιότητα νά ζῆτε μέ κάθε ἄνεσιν καί ἐλευθερίαν καί νά ἔχετε τήν ἄδειαν νά ἀνακαινίσετε καί νά ὰνακτήσετε τάς ἐκκλησίας σας, ὅπως ἔχετε τόν τρόπον καί θέλετε, μένοντας ἀκαταζήτητοι, χωρίς καμίαν ὑποψίαν καί φόβον, διά ὅσα μοναστήρια ἐκάμετε προτύτερα…. καί κατά τοῦτο μένομεν καί ῾Ημείς εὐχαριστημένοι μέ εἰδικήν σας εὐχαρίστησιν. Διά τοῦτο σᾶς δίδομεν τό παρόν μας Μπουγιουρλντοῦ, βουλόμενον ἀπό ῾Ημάς δι’ ὰσφάλειαν. ᾿Εν Χανίοις τήν 16 Φεβρουαρίου 1831


“Υπέρ Ἀφέσεως τῶν Ἁμαρτιῶν τοῦ Δούλου τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἀνακαινίσαντος τὴν Ἱερὰν Μονὴν ταύτην Δωροθέου Ἀρχιερέως τοῦ Α΄ Λασκάρεως Ἐπαρχία Ἀγχιάλου διὰ Ἀρχιτέκτονος Νικολάου Γιαλυνᾶ τοῦ Κρητός. Ἐν ἔτι σωτηρίω ΑΘΟΔ Γαμηλιῶνος Β΄ Ἰσταμένου”. 1844 Ἰανουαρίου 2 ἀρχομένου. Ἐπιγραφή στον Δυτικό τοῖχο τῆς ᾿Επισκοπικῆς ἐκκλησίας Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τονίζει κι’ ἐδῶ τό γεγονός τῆς καταστροφῆς: “ ὁ ΝΑός οὗτος τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ῎ΑΝΕΚΑΙΝΙΣΘΗ ἐκ βάθρων ΔΑΠΑΝΗ τῶν εὐσεβῶν κατοίκων ᾿Επάνω χωρίου Φουρνῆς ἐν ἔτει σωτηρίω 1891”. ῾Ο ῾Ιερός Ναός Μιχ. ᾿Αρχαγγέλου φέρει τήν παρακάτω ἀνάγλυφη ἐπιγραφή εὑρισκόμενη στό τύμπανο τοῦ ὑπέρθυρου: “ ᾿Απριλίου 20 1862 Σωτήριον ἔτος ἐκτής(θη) οὗτος ὁ Θειότατος Ναός του Μιχαήλ ᾿Αρχαγγέλου καί ῾Αγίου Χαραλάμπου…. (Μνήσθητη) τοῦ Δοῦλου τοῦ Θε(οῦ) Γεωρ(γίου) ἱερέως συμπρεσβυτέρας καὶ τὲκνων αὐτῶν-κτίτορας καὶ ἀνακε(νιστάς) ” – (ὁ ναός αὐτός βρίσκεται στο κάτω χωριό της Φουρνῆς). Ἄλλη ἐπιγραφὴ – κτητορικὴ εὑρισκόμενη στὸ ἐσωτερικό του καθολικοῦ τῆς ῾Ι.Μ. Μιχ. Ἀρχαγγέλου στὸ Λούμα Μιραμπέλλου γράφει: «Ὠκοδομήθη ὁ Θεῖος καὶ Πάνσεπτος Ναὸς οὗτος τοῦ Ταξιάρχου Μιχαὴλ ἐκ βάθρων τῆς δὶ’ ἐξόδου καὶ κόπον Νικοδήμου Μοναχοῦ του Χασὰν ἔτει ἀπὸ κτίσεως κόσμου (=1604) Ἰνδικτιῶνος Θ΄ Νοεμβρίω Δ΄» 191 Βέβαια, ἡ Μονὴ Ἀρετίου χρειάστηκε καὶ δεύτερη ἀνακαίνιση μετὰ ἀπὸ αὐτὴ ποὺ ἔγινε τὸ 1844 καὶ θεωρεῖται μεγαλύτερη γενόμενη τὸ 1881 σύμφωνα μὲ τὸ λιγόλεξο κείμενο τῆς ἐπιγραφῆς τοῦ ὑπερθύρου. “ΑΝΕΚΑΙΝΙΣΘΗ ΕΤΕΙ ΣΩΤΗΡΙΩ 1881” Ἡ ἀνακαίνιση τοῦ ἔτους αὐτοῦ κάλυψε ἕνα μεγάλο τμῆμα τῆς μονῆς ὅπως τοῦ καθολικοῦ αὐτῆς, ἐπισκευὲς ὑδατοδεξαμενῶν, στρώση πλακῶν τῆς αὐλῆς, ἐκρίζωση δένδρων, ἀντικατάσταση στέγης σὲ πολλὰ κελιὰ τὰ ὁποῖα εἶχαν οἰκοδομηθεῖ γιὰ νὰ στεγάσουν τοὺς μοναχούς των γύρω μοναστηριῶν, ἐπικεράμωση τοῦ ἠγουμενίου κ.α. Ἐκεῖνο, ὅμως, τὸ γεγονὸς τὸ ὁποῖο δὲν πρέπει νὰ περάσει ἀπαρατήρητο εἶναι ἡ σύγκληση τῆς Γ΄ Μοναστηριακῆς ἐξελεγκτικῆς ἐπιτροπῆς μὲ πρόεδρο τὸν Θεοφιλ. Ἐπίσκοπο Πέτρας Μελέτιο - ἡ συνέλευση αὐτὴ τοῦ τμήματος Λασιθίου Παραθέσαμε ἐνδεικτικὰ μερικὲς ἐπιγραφὲς ἀνακαινίσεων τῶν ἱερῶν ναῶν τῆς περιοχῆς γιὰ ἱστορικοὺς καὶ μόνο λόγους ἀφοῦ ὁ τόμος αὐτὸς δὲν διαπραγματεύεται τὶς πάμπολλες ἐπιγραφὲς ποὺ βρίσκονται σὲ ὑπέρθυρα ναῶν ἢ σὲ εἰκόνες τῶν ὁποίων οἱ ἐπιγραφὲς γράφουν ὁλόκληρη τὴν ἱστορία τοῦ τόπου, μὲ χρονολογίες, 1862, 1809, 1881, 1842, 1839, κ.ἄ., (βλ. Μιχ. ᾿Εμμ. Πατεράκη «Ἡ Φουρνὴ Μιραμπέλλου» ἐκδ. Σ.Φ.Φ.Φ.) 191


συνῆλθε στὴ Νεάπολη τὸ Μάϊο τοῦ 1876, μὲ παρόντες τοὺς ἐπισκόπους Ἀρκαδίας Γρηγόριο, Ἱερᾶς καὶ Σητείας Νεόφυτο, οἱ Δημογέροντες τῶν ἐπαρχιῶν Μιραμπέλλου, Ἱεράπετρας, Ἀρκαδίας καὶ Σητείας καθὼς καὶ οἱ Ἡγούμενοι τῶν ῾Ι. Μονῶν Τοπλού, Φανερωμένης, Κρουσταλένιας, Κρεμαστῶν, Καρδαμούτζας, Δωριῶν (Ἁγίου Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης προφανῶς), Ἀρετίου, Κεράμου (Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ) καὶ Περάμπελων, προκειμένου νὰ λάβουν ἀποφάσεις σχετικὲς ποὺ ἀφοροῦσαν τὶς ἀνακαινιστικὲς οἰκοδομικὲς δραστηριότητες τῶν ῾Ι. Μονῶν, ἰδιαιτέρως τῆς Μονῆς Ἀρετίου νὰ διαθέσει τὸ ποσὸν τῶν 35.000 γρόσ. “πρός ἀνοικοδόμησιν τοῦ ἐν αὐτῇ ἱεροῦ ναοῦ καὶ ἐπισκευὴ τῆς μιᾶς των μεγάλων δεξαμενῶν καὶ ἄλλων ἀναγκαίων δωματίων…”. Ἡ ἴδια συνέλευση ἀποφάσισε τὴ χορήγηση σχετικοῦ βοηθήματος – ἐπιδόματος στὸν ἡγούμενο Χατζὴ-Νεόφυτο (900 γρόσια ἐτησίως) καθὼς καὶ στὸν Ἱεροδιάκονο Ζαχαρία 192 -μετὰ τὴ χειροτονία του σὲ ἱερομόναχο (πρεσβύτερο) 1.300 γρ. Θὰ παραθέσομε ἀμέσως ἔγγραφο τοῦ Ἱεροδιακόνου Ζαχαρίου ὅπου φαίνεται ἡ εὐρυμάθειά του καὶ γενικὰ ἡ μόρφωσή του μὲ τὸ ὁποῖο ζητᾶ ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Μελέτιο ἀντικατάσταση τῶν λειτουργ. Βιβλίων τῆς Μονῆς. «Πρὸς τὸν θεοφιλέστατον ἐπίσκοπον Ἄγ. Πέτρας κύριον Μελέτιον» Θεοφιλέστατε, Ὁ εὐσεβάστως ὑποφαινόμενος ἱεροδιάκονος Ζαχαρίας ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρετίου φέρω εἰς γνῶσιν τῆς ὑμετέρας θεοφιλίας ὅτι μερικὰ ἐκ τῶν βιβλίων τῆς ρηθείσης Μονῆς (δηλ. τὸ ὡρολόγιον, εὐχολόγιον, ψαλτήριον καὶ ὁ ἀπόστολος) ἕνεκεν τῆς πολυκαιρίας εὐθάρισαν εἰς τρόπον ὥστε κατήντησαν εἰς ἀχρηστίαν καὶ ἐπειδὴ ἡ ἔλειψις τῶν ἐν λόγω βιβλίων μᾶς ἐμποδίζει τῶν καθηκόντων μας, διὰ ταῦτα παρακαλῶ τὴν ὑμετέραν Θεοφιλίαν ἴνα ἐγκρίνουσα διατάξη τὴν ἀντικατάστασιν τῶν ρηθέντων βιβλίων… Ἐν τούτοις πεποιθῶς ὅτι ἡ ταπεινὴ αὕτη αἴτησίς μου θέλει εἰσακουσθῆ, ὑποδιατελῶ μὲ ὅλο το ἀνῆκον σέβας. Ὁ εὐπιθέστατος Ἱεροδ. Ζαχαρίας Νεάπολις τὴν 25 Φεβρουαρίου 1876 » Ὁ Ἱερομόναχος Ζαχαρίας κατήγετο ἀπό τό Καρύδι (χωριὸ τοῦ Δ. Φουρνὴς) καὶ ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα τὸ Μάϊο τοῦ 1874, γενόμενος ἔπειτα καὶ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἀρετίου. Κύριο μέλημά του ἦταν ἡ ἀποκατάσταση τῶν λειτουργικῶν βιβλίων τῆς Μονῆς ἐπειδὴ εἶχαν φθαρεῖ, πράγμα τὸ ὁποῖο φέρει εἰς πέρας, ὕστερα ἀπὸ σχετικὸ ἔγγραφό το ὁποῖο στέλνει πρὸς τὸν Θ. Πέτρας Μελέτιο, μὲ ἀριθ. 25 Φεβρ. 1876 καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο φαίνεται ἡ μόρφωση καὶ κατάρτιση τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ (βλ. πέρ. Μύσων τόμ. 5/36,6.15,28,30 καὶ Α.ΔΗ.Λ. ἄρ.πρώτ. 108/27-2-1876, Α.ΔΗ.Λ. 114/2-3-1876, Α.ΔΗ.Λ. 155/256-1894). 192


Τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἡ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου στὸ (Σύρμεσο) εἶχε τραγικὸ τέλος. Γνωστὸ εἶναι ὀως ἡ Μονὴ αὐτὴ ὅπως σημειώνουμε σὲ σχετικὴ ἐργασία μᾶς ἐξετάζοντες τὰ μοναστήρια τῆς περιοχῆς Συρμέσου τ.Δ. Φουρνής, εἶχε στὸ δυναμικό της ἀπὸ 19 μοναχὲς ἕως καὶ 15, μὲ ἡγουμένη τότε τὴ Μοναχὴ Μαγδαληνή, ἀδελφή του ἱδρυτῆ της Καλοχρυσοῦ μοναχοῦ στὸ μοναστήρι τῆς Ἄγ. Βαρβάρας στὴν ἴδια περιοχή. Ἡ μονὴ τοῦ Ἄγ. Ἀντωνίου λεηλατήθηκε ἀπὸ τουρκαλβανούς, οἱ ὁποῖο ἔκαψαν τὴ μονὴ καὶ ὅτι ὑπῆρχε μέσα σ’ αὐτή. Οἱ μοναχὲς δέ, ἐσφάγησαν ὅλες ὅπως ἀναφέρει ἡ παράδοση, χωρὶς νὰ εἴμαστε σίγουροι γι’ αὐτό. 193 ῾Ο Ν. Ψιλάκης σημειώνει πὼς “ἡ μονὴ ἐξακολουθεῖ νὰ λειτουργεῖ ὡς γυναικεία, πάντα ὡς ἐξάρτημα τοῦ Ἀρετίου καὶ ἀπ’ ὅτι φαίνεται ἐπιβίωσε τῆς τρουρκικῆς κατάκτησης. Εἶναι ἄγνωστο γιὰ τὸ πόσο συνέχισε νὰ λειτουργεῖ…” Ἡ προφορικὴ παράδοση λέει πώς στὴ μονὴ ἔζησαν κατὰ καιροὺς 20 καὶ 30 ἀκόμη καὶ 40 μοναχὲς οἱ ὁποῖες ἐργάζονταν στὰ ἀργαλειὰ παράγοντας ὑφαντὰ καὶ κεντήματα. Τὰ ἐρείπια ὅμως τῶν κελλιῶν ἦταν μικρά, ποὺ δὲν δικαιολογεῖται τόσος ἀριθμὸς μοναχῶν. Μήπως εἶναι ἀλήθεια ἡ παράδοση; Οἱ διάφοροι ποὺ ἔγραψαν κατὰ καιροὺς πιθανὸν νὰ μὴν εἶχαν ὑπ’ ὄψιν τους τὸν Πύργο ὁ ὁποῖος ἀποτελοῦσε ἐξάρτημα τῆς Μονῆς, τὸν ὁποῖο εἶδε καὶ φωτογράφησε ὁ C. Gerola (1902) καὶ μάλιστα σημειώνει καὶ τὶς διαστάσεις του (11,15 Χ 4,25μ.). Ὁ πύργος αὐτὸς ἀποτελεῖτο ἀπὸ δυὸ ὀρόφους καὶ ἑπομένως μποροῦσε νὰ ἐξυπηρετήσει ἀκόμη καὶ 40 μοναχές. Τοῦρκοι τοῦ Χουμεριάκου δολοφόνησαν τὸν ἐπίσκοπο Πέτρας Ἰωακεὶμ Α΄ (Κλώντζα) τὶς ἀρχὲς τῆς ἐπανάστασης (1821) στὸν περίβολο τῆς Παναγίας ἐπάνω χωριοῦ Φουρνῆς. Τούρκοι ἐπίσης συνέλαβαν (70) ἄνδρες μεταξὺ αὐτῶν καὶ (6) ἱερεῖς, τοὺς ὁποίους ὁδηγοῦσαν ὡς πρόβατα γιὰ σφάξιμο -ἀπὸ τὸ σπήλαιο τῆς Μιλάτου, τὸ 1823, μὲ προορισμὸ τὴ Δὲν θὰ ἐπαναλάβουμε τὸ ἱστορικό της σφαγῆς καὶ τῆς λεηλασίας τῆς μονῆς τοῦ Ἄγ. Ἀντωνίου Συρμέσου ἀφοῦ γι’ αὐτὸ τὸ τραγικὸ γεγονὸς μιλήσαμε στὸν 3ο τόμο τῆς σειρᾶς “Φουρνιώτικη βιβλιοθήκη”. Γιὰ τὸ θλίβερο αὐτὸ περιστατικὸ ἀναφέρουν οἱ παρακάτω πηγές: α) ἀπὸ χειρόγραφα ποὺ κυκλοφόρισαν παλαιότερα στὴ Φουρνή. Ἕνα τέτοιο ἀναφέρει ὁ Ν. Ζερβογιάννης ὅτι εἶχε στὴν κατοχὴ τοῦ ὁ Μιχάλης Ἔμμ. Μαγουλάκης, γραμμένο σὲ τετράδιο τοῦ Σχολείου. β) Ν. Τσαμπαρλάκη “τοῦ ἀράπη ὁ Μώλος” δημοσίευμα στὸ περιοδικὸ Δρῆρος…, ἔτος Β΄, 1939, σέλ. 603., βλ. καὶ Χριστ. Κρήτη, Ἃ΄ εὑρετήριο σέλ. 368, Ν. Ζερβογιάννη, “Ἡ ἱστορία τῆς Φουρνής”, Φουρνῆ Μιραμπέλλου, 1993, σέλ. 94-96). Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς –τῆς ὁλοκληρωτικῆς καταστρφῆς τῆς ἱερᾶς ἱστορικῆς αὒτῆς Μονῆς, πέρασε στὴν ἐρήμωση καὶ στὴν ἱστορία τῆς περιοχῆς. Ἡ καταστροφὴ τῆς τοποθετεῖται μεταξύ των ἐτῶν 1821-1829 ἢ ὁ “ἀράπης” ὅπως ἀναφέρει ὁ Τσαμπαρλάκης καὶ ὁ Κ. Ἡλιάκης, “τοῦ θρύλλου ὁ ἀράπης” φέρνει στὸ νοῦ τὴν Αἰγυπτιοκρατία στὴν Κρήτη (1830-1840) καὶ στὰ χρόνια της πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε τὴν καταστροφὴ τῆς Μονῆς. (βλ. Ν. Ψιλάκη “τὰ μοναστήρια τῆς Κρήτης” Τόμ. Ά΄, σέλ. 371, ἐν. 19 “Μονὲς Φουρνὴς Α΄”). 193


Σπίνα-Λόγκα ὅπου καὶ θὰ τοὺς ἐκτελοῦσαν. Κατὰ τὴν παράδοση καὶ τὶς γνωστὲς ἀφηγήσεις τοῦ Διαλυνομιχάλη (ποιητῆ) ἀπὸ τὴ Νεάπολη Λασιθίου, ὅταν ἔφτασαν στὸ Καστέλλι τῆς Φουρνῆς “ἐφόνευσαν λέγει τοὺς μάρτυρες ἱερεῖς, διὰ νὰ σπείρουν τὸν τρόμον εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Φουρνῆς καὶ οἱ Χριστιανοὶ ἔπειτα τοὺς ἔθαψαν εἰς τὸ ἐξωκλήσιον Ἅγιος Ἰωάννης, κείμενον εἰς τὸ κτῆμα τῶν Μαυροφόρηδων πλησίου τοῦ χωρίου τούτου. Ἡ ἐκκλησία αὐτὴ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος εἶναι ἕνας μικρὸς ναὸς στὶς πλαγιὲς τοῦ ὑψώματος Βίγλα εὑρισκομένου Β. Δυτικά του Καστελλίου Φουρνῆς. Πληροφορία ποὺ ἔχομε γι’ αὐτὸ τὸ κτίσμα εἶναι ὅτι στὸ προαύλιό του ἐνταφίασαν οἱ κάτοικοι τοῦ Καστελλίου τοὺς 6 Ἱερεῖς ποὺ κατακρεούργησν οἱ Τοῦρκοι κατὰ τὸ ὁλοκαύτωμα τοῦ Σπηλαίου τῆς Μιλάτου. 194 β) ΜΟΝΑΧΟΙ ΥΠΗΡΕΤΗΣΑΝΤΕΣ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΡΕΤΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟ 1878: Ἀπὸ πληροφορίες ποὺ συλλέξαμε, λίγο μετὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1878 πέθανε ὁ Ἱερομόναχος Μελέτιος Κονδύλης. Κάποιος μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Νεόφυτος ἡγουμένευσε στὴ Μονὴ γιὰ ἀρκετὰ χρόνια καθὼς καὶ ὁ Ἱερο-μόναχος Ζαχαρίας Λουκάκης. Ἡ ἀπογραφὴ τοῦ 1881 ἀναφέρει τὴν ὕπαρξη δύο μοναχῶν στὴ μονὴ (δὲν γνωρίζουμε τὰ ὀνόματά των). Τὸ 1882 προστίθεται στὴ δύναμη ὁ Ἱερομόναχος Μακάριος καὶ τὸ 1883 ὁ Ἰωάννης Μαστοράκης – Ἰωακείμ.

Ἡ πληροφορία δόθηκε ἀπὸ τὸν Μανόλη ᾿Αμαργιώτη. Ἄλλη πληροφορία ἀναφέρει ἐσφαλμένως ὅτι οἱ ἱερεῖς μετὰ τὸ θάνατό τους, ἐκεῖ πού ἐτάφησαν, γιὰ νὰ τιμήσουν τὴν μνήμη των ἵδρυσαν ἐκεῖ τό κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ των, ἐννοεῖ τοὺς κατοίκους τοῦ Καστελλίου, ὅπου εἶναι μέχρι σήμερα”. Ὅμως ὁ κοιμητηριακὸς ναός τοῦ Καστελλίου εἶναι ἡ ζωοδόχος πηγὴ ἀπ’ ὅτι ξέρομε. Γιὰ τὴν ἐπαίσχυντη αὐτὴ περίοδο ὁ Διαλυνομιχάλης σημειώνει: “Μέσα στὸ σπήλαιο τῆς Μιλάτου βρίσκονταν καὶ 40 ἔγκυες γυναῖκες ποὺ ὅταν γέννησαν τεμάχισαν τὰ νεογνὰ καὶ τὰ ἔδωσαν τροφὴ στοὺς σκύλους των!! …ἐντός τοῦ σπηλαίου ἦταν καὶ 18 παππάδες, διέταξε δὲ καὶ τοὺς ἔκοψαν (πάντα μὲ ἐντολὴ κάποιου Τούρκου Χασάν) τὰ 3 δάκτυλα τῆς δεξιᾶς χειρὸς ὅπου ἔκαμναν λέγει τὸ σταυρό τους καὶ τοὺς ἐβούτηξαν τὰ χέρια των σὲ βραστή πίσα διὰ νὰ σταματήσει τὸ αἷμα καὶ ἔπειτα τοὺς ὑποχρέωσε τοὺς ἴδιους παπάδες καὶ τὰ ἔδωσαν τὰ κομμένα δάκτυλα τροφὴ εἰς τοὺς σκύλους τοῦ ἀσκεριοῦ, καὶ τὴν πρώτη Παρασκευὴν ἔκαψε τοὺς 12 ἱερεῖς ζωντανοὺς εἰς τὸν Ἅγιον Ἀθανάσιον, ἐκεῖ ὅπου ἀκριβῶς κεῖνται τὰ ἐλαιοεργοστάσια Καλλιατάκη Λουμπούνη καὶ τοὺς λοιποὺς (6) ἕξι ἱερεῖς ἐκράτησε διὰ νὰ κάμει τὸ αὐτὸ καὶ εἰς τὴν Φουρνὴν διὰ νὰ σπείρει τὸν τρόμον εἰς τοὺς Χριστιανοὺς ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ηὔραν κατὰ τὴν διάβασίν των κανέναν Χριστιανόν, τοὺς ἐφόνευσαν εἰς τὸ Καστέλλι τῆς Φουρνῆς καὶ τοὺς ὁποίους κατόπιν ἔθαψαν ὁ Χριστιανοὶ εἰς τὸ ἐξωκκλήσιον Ἅγιος Ἰωάννης κείμενον εἰς τὸ κτῆμα τῶν Μαυροφόρηδων πλησίον του χωρίου τούτου….” (βλ. Μιχαὴλ Γ. Διαλυνὰ ἢ Διαλυνομιχάλη στὰ “ΑΠΑΝΤΑ” Τόμ. Α΄, “Ὁ Χασάν πασσᾶς ἐν Μεραμβέλλω καὶ ἅλωσις τοῦ Σπηλαίου Μιλάτου” σέλ. 50, ἐν Χανίοις 1927).

194


(Τὸ 1881-1882 βρίσκει τὸν Ἡγούμενο Χατζῆ Νεόφυτο ἀποθανόντα καὶ τὴ θέση του κατέχει ὁ Ζαχαρίας Λουκάκης). Ἡ εἰκοσαετία ἀπὸ τὸ 1880 μέχρι 1900 θεωρεῖται κρίσιμη καὶ ἡ δημοσίευση τοῦ καταστατικοῦ νόμου τῆς ἐκκλησίας τῆς Κρήτης ἔγινε αἰτία νὰ ἀνασάνει τὸ ἱστορικὸ μοναστήρι τοῦ Ἀρετίου γιὰ τοὺς παρακάτω ἀναφερόμενους λόγους: α) εἶναι γνωστὸ πὼς ὁ καταστατικὸς νόμος ἦταν ἀνασταλτικὸς παράγοντας στὴ λειτουργία τῶν ῾Ι. Μονῶν στὴν ἐπαρχία Μιραμπέλλου. Ὁ ἐπίσκοπος Πέτρας Τίτος (Ζωγραφίδης) σκέφτηκε ὅτι ἡ καλύτερη λύση ἦταν νὰ παραμείνουν σὲ ἐνέργεια οἱ Ἱερὲς μονὲς Κρεμαστῶν καὶ Ἀρετίου, ἀφοῦ οἱ ἄλλες θὰ διαλυόταν ὑποχρεωτικῶς. ἔτσι διαμοίρασε λοιπὸν τοὺς μοναχούς τῶν ὑπὸ διάλυση μονῶν. β) Εὐτυχῶς ὅμως γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ Μοναχισμοῦ στὴν περιοχή, ὁ καταστατικὸς αὐτὸς χάρτης δὲν ἐφαρμόστηκε ἀπὸ ὅλους τούς ἐπισκόπους τῆς Κρητικῆς ἐκκλησίας καὶ ἔτσι μπόρεσαν νὰ παραμείνουν μερικὰ μοναστήρια διατηρητέα –μοναχοί της ῾Ι. Μονῆς Καρδαμούτζας διαμοιράστηκαν στὴ μονὴ Ἀρετίου καὶ οἱ ὑπόλοιποι τῶν ἄλλων γειτονικῶν ῾Ι. Μονῶν ἐδῶ κι ἐκεῖ, σὲ ἄλλα μοναστήρια τῆς ἐπαρχίας Μιραμπέλλου. Ὁ ἐπίσκοπος Πέτρας Τίτος ἦταν ἄνθρωπος ἔχοντας σὲ ὑψηλὸ βαθμὸ τὴ θρησκευτικὴ συνείδηση, κατάφερε δὲ νὰ δημιουργήσει ὑποδειγματικὴ μοναχικὴ πολιτεία στὴ Μονὴ Ἀρετίου μὲ κοινοβιακὸ σύστημα καὶ κανόνες, τὸ πόσο ὅμως κράτησε αὐτὸ τὸ “ἐγχείρημα” δὲν εἶναι γνωστό. γ) Ὁ κάθε μοναχὸς πού κατέληγε στὴ μονὴ, συμπληρώνει ὁ Ν. Ψιλάκης, ἔφερε μαζί του τὰ δικά του βιώματα καὶ τὶς δικές του μνῆμες. Ἔτσι δημιουργήθηκαν τὰ διάφορα προβλήματα τὰ ὁποῖα προσπάθησε νὰ λύσει ὁ Ἐπίσκοπος. Σὰν πρῶτο ἐμπόδιο – πρόβλημα ἦταν ὅπως ἀναφέρει σχετικὸ ἔγγραφο τά ἀκατάλληλα κελλιά τῶν μοναχῶν, καθὼς καὶ ἡ ἀκαταλληλότητα τῶν χώρων ὑποδοχῆς καὶ διανυκτέρευσης τῶν ἐπισκεπτῶν -ξένων καὶ γι’ αὐτὸ προέχει ἡ κατασκευὴ νέων πρὸς ἐξυπηρετήσή των, ἐπίσης δὲ ἡ μονὴ στερεῖται ἀποθήκης πρὸς φύλαξη τῶν προϊόντων, ἡ στέρνα πρὸς συλλογὴ ὀμβρίων ὑδάτων χρήζει ἐπισκευῆς, ὅπως καὶ ἡ στέγη τοῦ ἱεροῦ ναοῦ, τοῦ καθολικοῦ αὐτῆς κ.λ.π. Τὸ ἔγγραφο ὑπογράφει ὁ Ἡγούμενος Εὐλάμπιος στὶς 13 Ἰουν. 1911. 195 Βλ. Α.ΔΗ.Λ., ἀριθ. πρωτ.781/8-12-1875, Ν. Σταυράκη, Στατιστική της Κρήτης, Ἀθήνησι 1890, σελ. 155, Α.ΔΗ.Λ ἀριθ. πρωτ. 355/10-12-1844, Α.ΔΗ.Λ. ἀριθ. πρωτ. 49/8-3-1891, Α.ΔΗ.Λ. ἀριθ. πρωτ. 65/21-3-1891, Α.ΔΗ.Λ. ἀριθ. πρωτ. 102/18-4-1891, Ν. Ι Παπαδάκη, “ἡ ἐκκλησία τῆς Κρήτης” Χανιὰ 1936, σελ. 82-95, Μοναχολόγιο Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πέτρας, Α.ΔΗ.Λ. ἀριθ. πρωτ. 113/14-10-1900, Ἀρχεῖο Ι.Μ.Πέτρας ἀριθ. πρωτ. 96/4-2-1922, ᾿Αρχ. Ι.Μ.Π. 207/19-11-1923, Ν. Παπαδάκη ὡς ἀνωτέρω σέλ. 95, Κ. Παρασκάκη, ἡ “Ι.Μονὴ Ἀρετίου, σέλ. 41-41, Π. Μιχ. Πατεράκη, Χειρόγρ. Σημειώσεις, Ἀρχεῖο Ξανθουδίδη Α/Δ 699 Φ.18117. (Ἡ παραπάνω βιβλιογραφία ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν φίλτατο Ν. Ψιλάκη στὸν Α΄ Τόμ. τῆς ἐργασίας του “Τὰ Μοναστήρια τῆς Κρήτης” σελ. 383). 195


γ) Οἱ Μοναχοὶ στὴ Μονὴ Ἀρετίου κατὰ τὰ ἔτη: 1858, 1905, 1921, 1930 Ὕστερα ἀπὸ τὴ διάλυση τῶν ἱερῶν μονῶν στὴν περιοχὴ τῆς Φουρνῆς, οἱ μοναχοὶ κατέληξαν στὴν Ι.Μ.Ἀρετίου σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρο 21 “περὶ διοικήσεως καὶ διαχειρίσεως τῆς ἐν Κρήτη ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας καὶ περὶ συγχωνεύσεως τῶν μικρῶν μονῶν”, τὸ ὁποῖο τονίζει ὅτι: “Ἃπασαι αἱ μοναὶ αἱ ἔχουσαι ὀλιγοτέρους τῶν τριῶν μοναχῶν συγχωνεύονται πρὸς ἄλλας μονὰς τῆς ἰδίας Μητροπόλεως ἐχούσας μεγαλύτερον ἀριθμὸν μοναχῶν ὁριζομένας δὲ ὑπὸ τοῦ οἰκείου ἱεράρχου.” Ἡ ἱερὰ μονὴ Ἀρετίου ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰ. μέχρι τὸ 1905 εὐτύχησε νὰ ἔχει ὀργανωμένη ἀδελφότητα ἀποτελούμενη ἀπὸ τοὺς παρακάτω μοναχούς: (ἀπὸ τὸ 1858-κ.ε.)

-

Τιμόθεος Δινέρης, ἡγούμενος τῆς μονῆς

-

Σωφρόνιος Κουναλάκης, ἱερομόναχος (πρεσβύτερος)

-

Ζαχαρίας Λουκάκης (πρεσβύτερος)

-

Εὐλάμπιος Μπουραντάκης (πρεσβύτερος) ἢ Μπουραντᾶς

-

Μελέτιος Βαρβαδάκης (πρεσβύτερος)

-

Νικόδημος Μεθυμάκης (πρεσβύτερος)

-

Ἰωακεὶμ Μαστοράκης (πρεσβύτερος)

-

Μακάριος Βαρδαβάκης (πρεσβύτερος) ἢ βαρδαβᾶς

-

Κωνστάντιος Πεδιώτης (πρεσβύτερος)

-

Ἀγάπιος Κασωτάκης (διάκονος)

-

Κοσμᾶς Ζουράρης (μοναχὸς)

-

Μελέτιος Βασιλάκης (ἱερομόναχος)

-

Νέστωρ Καλάρχος ἢ Καλαρχάκης

-

Εὐσέβιος Τυράκης

-

Εὐάγγελος Παπαστεφανάκης

-

Ἰωαννίκιος (Παντελάκης;)

Τὸ 1905 οἱ μοναχοὶ ἀνέρχονται στὸν ἀριθμὸ 13 σύμφωνα μὲ πληροφορία τοῦ μοναχολογίου τῶν Ι.Μονῶν τῆς Ἐπισκοπῆς Πέτρας. ᾿Απὸ τὸν κατάλογο ἀπουσιάζουν: ὁ Κωνστάντιος Πεδιώτης καὶ ὁ Ἀγάπιος Κασωτάκης, ὑπάρχουν ὅμως 4 μοναχοὶ ἐπὶ πλέον στὴ δύναμη τῆς μονῆς οἱ: -

Εὐσέβιος, διάκονος

-

Νέστωρ, ἱερομόναχος

-

Εὐάρεστος, ἱερομόναχος καὶ


-

Ἰωαννίκιος, ἱερομόναχος, τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου προστέθηκε ἀργότερα.

Οἱ παρακάτω μοναχοὶ ὑπηρέτησαν στὴ μονὴ ἀπὸ τὸ 1921 καὶ ἀνέρχονται σὲ 8 τὸν ἀριθμό. -

Ἰωαννίκιος Παντελάκης, ὁ ὁποῖος ἐχρημάτισε ἡγούμενος τῆς Μονῆς

-

Εὐσέβιος Τυράκης – προηγούμενος

-

Σωφρόνιος Κουναλάκης – πρωτοσύγγελος

-

Ζαχαρίας Λουκάκης – προηγούμενος

-

Μακάριος Βαρδαβᾶς – ἱερομόναχος

-

Μελέτιος Βασιλάκης – ἱερομόναχος

-

Νέστωρ Καλαρχάκης 196 – ἱερομόναχος

-

Εὐάρεστος Παπαστεφανάκης – ἱερομόναχος

Μέχρι τὸ 1930 στὴ μονὴ ὑπηρετοῦσαν 3 μοναχοὶ ὥσπου διαλύθηκε μὲ ἀπόφαση τοῦ Ἐπισκόπου Διονυσίου. Τὸ 1935 κρίνεται μόνιμη ὅπου ἕνας πιὰ μοναχός, ὁ Νέστωρ Καλαρχάκης, ὑπηρέτησε καὶ τέλειωσε ἐκεῖ τὸν ἐφήμερο βίο του πρὶν ἀπὸ τὴν κατοχὴ, γιὰ νὰ περάσει πιὰ ἡ μονὴ στὴν ἐρήμωση καὶ τὴν καταστροφή. Ἡ Στέρνα τοῦ Εὐλάμπιου Μπουραντᾶ – Μπουραντάκη. Ἐδῶ ὑπῆρχε κάποτε ἡ πλάκα μὲ τὴ γνωστὴ ἐπιγραφὴ: “ΔΙΨΗΣ, ΚΑΤΕΛΘΟΝ ΑΔΙΨΟΣ ΕΣ (ΕΙ) ΑΝΩ ΑΛΛ’ ΕΠΕΙ.. ΚΑΙ ΑΓΛΑΗΣ ΠΗΓΗΣ ΥΔΩΡ, ΘΕΛΩΝ ΔΕΞΑΣΘΕ ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΤΟΥ… (ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ) ΕΥΛΑΜΠΙΟΣ ΜΟΥΡΑΝΤΑΚΗΣ Ὁ μοναχὸς Εὐλάμπιος Μπουραντάκης ἦταν ἀδελφός τῆς Ι.Μ.Ἀρετίου καὶ ἔκανε ἔργα ἀνακαίνισης στὴν περιοχὴ Συρμέσου. Ἡ στέρνα ἔγινε γιὰ τήν ύδρεσυη τῶν μοναχῶν τῆς Μονῆς, ῾Αγ. Ἀντωνίου-Συρμέσου στὴν ὁποία

Ὁ ἄξιος αὐτὸς μοναχὸς προσέφερε τὶς ὑπηρεσίες του γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ ὡς ἐφημέριος στὴ Σπίνα-Λόγκα ὅπου ὡς γνωστὸ εἶχε τὸ 1904 τὸ λεπροκομεῖο. Ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος, λένε γιὰ τὸ μοναχό αὐτὸ ὅσοι θυμοῦνται τὸ γνωστὸ περιστατικό, τὸ σπάσιμο τῆς καμπάνας τοῦ ναοῦ κατὰ τὴν κοίμησή του! Νὰ σήμαινε αὐτὸ τὸ γεγονὸς τὴ διάλυση τῆς Μονῆς; Ποιὸς ξέρει; (Βλ. Μιχάλη ᾿Εμμ. Πατεράκη, “Συμβολὴ στὴν ἱστορία τῆς περιοχῆς Φουρνῆς Λασιθίου τῶν Ι.Μονῶν Ἀρετίου καὶ Καρδαμούτζας κατὰ τὴ Βενετοκρατία καὶ Τουρκοκρατία”, Εὐγενίου Ἀντωνοπούλου, ἀρχιμ. Ι.Μ.Πέτρας» Ἡ ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Τριάδος Ἀρετίου – Μιραμπέλλου Κρήτης»). 196


ὑπῆρχε ἡ ἐπιγραφὴ ἀνάγλυφη πάνω σέ πλάκα, ποὺ ὅμως ἐκλάπη. (Ἡ φωτ. εἶναι τοῦ 1970 ἔτους). Στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, στὶς Δωριὲς Μιραμπέλλου, τὸ 1842 κάνει τὴν παρουσία του ὁ μοναχὸς Νεόφυτος (Πιφτούδης) ἀπὸ τὴ Φουρνή, ὁ ὁποῖος φέρεται καὶ ὡς ἀνακαινιστής τῆς ἐν λόγω μονῆς τὸ 1839). Τὸ 1871-1889 ἡγούμενος τοποθετεῖται ὁ Ἀθανάσιος, ὁ Χατζὴ Μακάριος Περάκης τὴ δεκαετία τοῦ 1830, καὶ ὁ Μελέτιος - ἠγούμενος τὸ 1875. Τὸ 1881 ὑπάρχουν 2 μοναχοὶ στὴ μονή. Ὁ Ἱεροδιάκονος Σύλλας (Φουλεδάκης) ὑπηρετεί το 1905 στὴν Ι.Μ. ῾Αγ. Κωνσταντίνου καὶ στὴ συνέχεια μετατίθεται ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Πέτρας Τίτο στὴν Ι.Μ. Κρεμαστῶν. (Ἡ μονὴ βρίσκεται πολὺ κοντὰ στὸ χωριὸ Βρύσες Μιραμπέλλου Ν. Λασιθίου, μὲ καταπληκτικὴ θέα πρὸς τὴν κοιλάδα – σκάφη Μιραμπέλλου ὅπως λέγεται). Ὁ Μακάριος πῆρε τὸ δρόμο πρὸς τὴν Ι.Μ.Ἀρετίου ἐπειδὴ τὸ 1900 θεωρήθηκε διαλυτέα. Κρίμα! Γιατί ὕστερα ἀπὸ μιὰ πορεία ἀγώνων σὲ ὅλους τούς τομεῖς, τὸ φῶς ποὺ ἔφεγγε καταμεσὶς τοῦ δρόμου πρὸς τὰ ἄλλα ἀδελφὰ μοναστήρια γιὰ 800 χρόνια δὲν ὑπάρχει πιά. Ὁ Θεὸς ἔτσι τὸ ἤθελε, κι ἔτσι ἔγινε. Γιὰ τὴν Ι.Μ.Καρδαμούτζας (Τιμίου Σταυροῦ) θὰ λέγαμε πὼς ἀκολουθεῖ τὸν ἴδιο δρόμο “τὴν ἴδια μοίρα” στὸ μεγάλο σκηνικό τοῦ ἐφήμερου κόσμου μας. ῾Η μονὴ αὐτὴ τῆς Καρδαμούτζας ἦταν ἡ μόνη ἀπὸ τὴν πλειάδα τῶν μοναστηριῶν τῆς Φουρνιώτικης περιοχῆς ποὺ λειτούργησε συνεχῶς γιὰ πολλὰ χρόνια καὶ συγκαταλέγεται ἀνάμεσα στὶς 41 μονὲς τῆς Κρήτης ποὺ ἐπέζησε μέχρι τό 1907, διαλυόμενη ἔπειτα ἐπὶ ἐπισκόπου Πέτρας Τίτου. Τὸ 1749 ἡγούμενος ἔχει τοποθετηθεῖ ὁ Μουρέλλος υἱὸς Κωνσταντῆ ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τῶν Κατζαράδων –ὁ τελευταῖος ἀπὸ τοὺς Κατζαράδες ἦταν ὁ Νεόφυτος, ἀρχὲς τοῦ 19ου αἱ. Ὁ Κωνσταντῖνος Κοζύρης βρίσκεται στὴ Μονὴ τὸ 1835, ὁ δὲ Κωνστάντιος καὶ Γεράσιμος Πεδιώτης πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1866. Οἱ πληροφορίες ἀναφέρουν πὼς ὁ Κωνστάντιος διετέλεσε ἐπιστάτης στὴ Μονὴ πρὶν ἀπὸ τὸ 1879 καὶ ὅλοι σχεδὸν οἱ κάτοικοι τῆς Φουρνῆς γνωρίζουν πὼς ἦταν Φουρνιώτης -ἀπὸ τὸ Κάτω Χωριό, ὁ ὁποῖος ἀναστήλωσε τὸ 1862 τὸν παλαιὸ ναὸ τοῦ Μιχαὴλ Ἀρχαγγέλου-Κάτω Χωριοῦ ποὺ εἶχε καταπέσει ἀπὸ τὸ σεισμὸ τοῦ 1856, ὁ ὁποῖος ἐρήμωσε κυριολεκτικά τούς ἱ.ναούς, ἰδίως τοὺς εὑρισκόμενους στὸ Κάτω Χωριὸ καὶ συνεπῶς ὑπάρχει διακοπὴ τῆς λειτουργίας των μέχρι τὸ 1863, ὁπότε ἐμφανίζεται ὁ κατάλογος καὶ τὰ ἐνθυμήματα ἁπό τὰ ὁποῖα μαθαίνει κανεὶς τὴν ἐκκλ/κὴ ἱστορία τῆς Φουρνῆς. Στὴν εἰκόνα τοῦ ῾Αγ. Χαραλάμπου ποὺ βρίσκεται στὸ ναὸ ὑπάρχει ἐπιγραφὴ μὲ τὸ χαρακτηρι-


στικὸ κείμενο: “ΔΕΗΣΗ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΟΥ Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ΠΕΔΙΩΤΗ 197 ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΑΩΞΑ = 1861” διετέλεσε καὶ ἐφημέριος της ἐνορίας τότε, Μιχ. Ἀρχαγγέλου Κάτω Φουρνῆς. Τὰ σιτηρέσια τῶν μοναχῶν Ὁ Νικ. Ψιλάκης ἀναφέρει πάνω στὸ θέμα αὐτὸ, γνωστὸ καὶ σ’ ἐμᾶς, ὅτι αὐτή ἡ ὑπόθεση τῶν σιτηρέσιων πρὸς τοὺς Μοναχούς τῆς Μεγάλης καί ὑπερήφανης Μονῆς ἔβλαψε τὸ μοναχισμὸ τῆς περιοχῆς ὁ ὁποῖος εἶχε πέσει σὲ μεγάλη φτώχεια ὥστε ἡ Δημογεροντία ἀποφάσισε νὰ βοηθήσει τοὺς ἐναπομείναντες μοναχοὺς μέσω αὐτῶν τῶν σιτηρεσίων, τὴ χορήγηση δηλ. δημητριακῶν καὶ ὀσπρίων, καθὼς καὶ ἕνα μικρὸ ποσὸ χρημάτων τὸ ὁποῖο ὅμως δὲν ἔφτανε οὔτε κάν γιὰ τὴν ἀγορὰ ὑποδημάτων τῶν μοναχῶν. Οἱ συνθῆκες τοῦ τόπου γιὰ ὅποιους δὲν γνωρίζουν τὴ γεωγραφία του εἶναι ἀρκετὰ δύσκολες καὶ ὅταν προχωρήσει κανεὶς στὴν ἡλικία καὶ δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἐργαστεῖ, εἶναι δύσκολη ἡ ἐπιβίωση. Τόπος ἄνυδρος καὶ μὲ πολλές δυσκολίες καὶ γι’ αὐτὸ μὴ σᾶς φαίνεται παράξενο ἂν διαβάζουμε σὲ παραχωρητήριο ἔγγραφο τῆς Ι.Μ.Ἀρετίου ὅτι οἱ μοναχοί τῶν δύο μονῶν Ἀρετίου καὶ Καρδαμούτζας ἐρίζουν γιὰ τὸ ὄμβριο νερὸ ποὺ δὲν ἀφήνουν οἱ μοναχοί τῆς Καρδαμούτζας νὰ φτάσει μέχρι τὸ Ἀρέτι. Καὶ σὲ ἄλλη περίπτωση, κυρὰ τῆς Φουρνῆς, χαρίζει ἀπὸ τὸ νερὸ τῆς στέρνας της “μιὰ πιθαμὴ νερό”! Ἡ φράση αὐτὴ πιστεύουμε τὰ λέγει ὅλα. Μετὰ τὸ 1855 συναντοῦμε στὴ Μονὴ τὸ μοναχὸ Γεώργιο Μπαντάλη ἢ Μπανταλάκη – Γερβάσιο, (τὸ ὀνοματεπώνυμο εἶναι τὸ κοσμικό), ἐνῶ τὸ 1875 ὡς ἡγούμενος φέρεται κάποιος Γεράσιμος, ἡ δὲ περίοδος αὐτὴ θεωρεῖται πολὺ καλὴ ἀφοῦ ἡ μονὴ ἔχει στὴ δύναμή της 5 ἀδελφοὺς – μοναχούς, τους παρακάτω ἀναφερόμενους: 1. Γεράσιμος - ἡγούμενος τῆς μονῆς 2. Κωνστάντιος - ἱερομόναχος 3. Σωφρόνιος - ἱερομόναχος 4. Μακάριος - ἱεροδιάκονος 5. Γερβάσιος - ἱεροδιάκονος Ὁ Κωνστάντιος Πεδιώτης ἦταν νυμφευμένος τὸ πρῶτο καὶ μετὰ τὸ θάνατο τῆς συζύγου του ἔγινε μοναχός. Μάλιστα τὴν περίοδο τῆς ἀπουσίας του ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Καρδαμούτζας ἔλλειψε γιὰ ἕνα διάστημα λόγω οἰκογενειακῶν προβλημάτων – προφανῶς γιὰ τὴν ἀποκατάσταση ἀνυπάνδρου θυγατέρας του. Στὴν αἴτησή του γιὰ ἐπαναφορὰ στὴ μονὴ τῆς Μετανοίας του ἡ Δημογεροντία συγκατατίθεται καὶ θεωρεῖται ὅπως καὶ προηγούμενα ὡς ἀδελφός της Ι.Μονῆς. (βλ. Α.ΔΗ.Λ. 370/1-9-1888). 197


Τὸ 1882 ὁ Μακάριος μετατίθεται στὴ Μονὴ Ἀρετίου καὶ ἡ Μονὴ Καρδαμούτζας μένει μὲ 4 μοναχούς. Ὁ Ἡγούμενος Γεράσιμος πέθανε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπανάστασης (12 Ἰουλ. 1878) χωρὶς νὰ γνωρίζει κανεὶς τὸ λόγο ἀφοῦ δὲν μεσολάβησε οὔτε μιᾶς ἡμέρας ἀσθένεια. Τάφηκε στὸν αὔλιο χῶρο τῆς μονῆς, κοντὰ στοὺς τάφους τῶν Κατζαράδων καὶ τῶν Βαρτζάγγηδων, συνοδευόμενο τὸ σκήνωμά του ἀπὸ πλῆθος κόσμου καὶ ἱερέων τῆς περιοχῆς. Μετὰ τὴν ἐπανάσταση, ἡγούμενος τῆς Μονῆς ἐγκαθίσταται ὁ Μελέτιος Χατζηδάκης, καὶ τὸ 1887 ὁ Σωφρόνιος ὁ ὀποῖος κοιμήθηκε τὸ 1891. Ὑπάρχει ἡ πληροφορία ὅτι ὁ Κωνστάντιος Πεδιώτης ἀνέλαβε τὸ βάρος τῆς ἡγουμενίας πρὶν ἀπὸ τὸ 1894. Κάποιος Εὐσέβιος μοναχὸς κάνει τὴν παρουσία του τὴν ἐποχὴ τοῦ 1897 -ἴσως εἶναι και ὁ τελευταῖος πρὶν ἀπὸ τὴ διάλυση τῆς μονῆς τὸ 1907 ὕστερα ἀπὸ ἐντολὴ τοῦ ἐπισκόπου Πέτρας Τίτου. Ἡ Ἱερὰ Μονὴ “Κεράμου” Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ζεῖ μέσα στὸ αἴνιγμα καὶ στὴν ὁμίχλη τοῦ χρόνου. Δὲν ὑπάρχουν πληροφορίες γιὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἀρκετὲς ὥστε νὰ μπορεῖ κανεὶς μὲ βεβαιότητα νὰ πεῖ περισσότερα ἀπ’ ὅσα θὰ γραφοῦν παρακάτω. Τὸ 1864 ἀναφέρεται τὸ ὄνομα τοῦ Ἡγουμένου Ἀθανασίου, ἐνῶ ὕστερα, μετὰ ἀπὸ 8 χρόνια, παύει πιὰ νὰ ὑπάρχει τὸ ὄνομα τοῦ Ἀθανασίου στὴ Μονή. Ὅμως ἀντ’ αὐτοῦ ὑπάρχει ὁ Μελέτιος ἡγούμενος καὶ ὁ Ἱερομόναχος Χατζῆ-Μακάριος. Τὸ 1878 κάνει τὴν ἐμφάνισή του ἕνας ἀκόμη μοναχὸς ὀνόματι Νικόδημος. Ἀπὸ τὸ 1895 συναντᾶμε καὶ τρίτο μοναχό, τὸν Νέστωρα Καλαρχάκη, ἐνῶ ὁ Νικόδημος (Μεθυμάκης) (1898) μετατίθεται στὴν Ι.Μ. Ἀρετίου, ὅπως ἐπίσης καὶ ὁ Νέστωρας μετὰ τὸ 1900, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔχομε γράψει σχετικὰ στὴν ὑποσημείωση τῆς ἑνότητας “οἱ μοναχοὶ στὴ Μονὴ Ἀρετίου κατὰ τὰ ἔτη 1858, 1905-1921, 1930”. 198

῾Η Ι.Μ.Καρδαμούτζας εἶχε τὴν τύχη νὰ ἔχει ἀνθρώπους καλλιεργημένους ὅπως τὴν οἰκογένεια τῶν Βαρτζάγγηδων, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν γραφὴ καὶ ἀνάγνωση, ὅπως καὶ ὁ ἱερομόναχος Ἱερεμίας ᾿Αμαριανίτης. Πάντως θεωρεῖται σχεδὸν βέβαιο πὼς σὲ μιὰ ἐποχὴ ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται γιὰ τὴν ἀμάθειά της, ἡ μονὴ αὐτὴ ἦταν τόπος θὰ’λεγε κανεὶς “διανοουμένων” καὶ γι’ αὐτὸ μαρτυρεῖται ἡ προσέλευση τῶν ἀνθρώπων ἐκεῖ ποὺ ἤθελαν νὰ μάθουν γράμματα. Ὁ ἀγαπητὸς συμπατριώτης μας Κων/νος Ἡλιάκης, σχολιάζοντας τὸ θέμα αὐτό, τονίζει ὅτι: εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι μόνο σ’ αὐτὴν (Μονὴ) ὑπάρχουν ἐπιγραφὲς καὶ μάλιστα γραμματικὰ καὶ συντακτικὰ ἄψογες…” (Βλ. περ. ΝΕΑΡΧΟΣ” τεύχ. 11, Φεβρ. 1991). 198


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ Τὰ μοναστήρια καὶ οἱ Μοναχοί της περιοχῆς Φουρνῆς στὶς Ἐπαναστάσεις τοῦ Γένους Ἔχει εἰπωθεῖ πὼς “οἱ Κρῆτες ὑπὲρ τοὺς ἄλλους νησιώτας ἠγωνίσθησαν πεισματωδέστερον καὶ γενναιότερον κατὰ πάσης κυριαρχίας καὶ οἱ κληρικοὶ κατὰ τὴν περίοδον τῆς ἐθνικῆς δράσεως δὲν καῖνε μόνον λιβανωτό, ὡς θυμίαμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ξέρουν νὰ καῖνε καὶ μπαρούτι εἰς τὸν βωμὸν τοῦ Ἄρεως, τοῦ θεοῦ τοῦ πολέμου. Κάτω ἀπὸ τὸ ταπεινὸ καὶ πένθιμο ράσο τους κρύβουν μαζὶ μὲ τὸ σταυρὸ καὶ τὸ τουφέκι γεμάτο, ἕτοιμοι πάντα νὰ τὸ ἀδειάσουν εἰς τὸν βάρβαρον κατακτητὴν ποὺ ὕβριζε τὴν θρησκείαν τους, καταπατεῖ τὰ θεῖα τους, ἐκμεταλλεύεται καὶ σκοτώνει τοὺς ἀδελφοὺς τους”. 199 Ὁ ἱερὸς κλῆρος τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας μας παρόλα τὰ προβλήματά του μικρὰ ἢ μεγάλα, καὶ τὶς πληγὲς ποὺ παρουσιάζει ἡ διπλὴ φύση του, συμπαραστέκεται στὸν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο ὀποιασδήποτε ἐποχῆς προσπαθώντας νὰ ἐνσταλάξει αἷμα ἀπὸ τὸ αἷμα του στὶς καρδιὲς τῶν ἄλλων ἀπαλύνοντάς του τὸν πόνο ψυχῆς καὶ σώματος. Οἱ μοναχοί μας στὴν περίοδο τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1878 -ὅσοι εἶχαν ἀπομείνει, συνεργάστηκαν μὲ τὴν ἐπαναστατικὴ ἐπιτροπὴ τῆς ἐπαρχίας Μιραμπέλλου στὴν ὁποία ἀναγνώρισαν τὸ δικαίωμα ἄσκησης τῆς κρατικῆς ἐξουσίας. ὅλοι ἐνάντια στὴ λαίλαπα τοῦ Ἰσλάμ. Ὁ παπα-Γιώργης Πάγκαλος, ἀρχιγραμματέας τῆς ἐπιτροπῆς, μαζὶ καὶ ὁ Ἀντιπρόεδρος καὶ ἄλλα μέλη, διατάσσει τὸν ἐκμισθωτὴ τῶν κτημάτων τῆς Ι.Μ. Καρδαμούτζας νὰ δοθοῦν στοὺς μοναχούς τῆς μονῆς τὰ λεγόμενα ἐτήσια σιτηρέσια (τρόφιμα σὲ ὄσπρια καὶ δημητριακὰ) καθὼς καὶ ἕνα μικρὸ ποσὸ χρημάτων γιὰ κάλυψη ἀναγκῶν τῶν μοναχῶν. Θα’ λεγε κανεὶς πὼς ἡ Ἐπαναστατικὴ Ἐπιτροπὴ ἦταν ὁ κυρίαρχος νοῦς τῆς περιοχῆς, ἕνας μεγάλος ἀδελφὸς ποὺ νοιαζόταν γιὰ τὰ μικρότερα κυνηγημένα ἀδέλφια του. Μερίμνησε ἀκόμα καὶ γιὰ τὰ ἔξοδα τῆς κηδείας τοῦ Ἡγουμένου τῆς Μονῆς Καρδαμούτζας Γερασίμου. Οἱ ἐπαναστάτες εἴχαν τὸν ἀπόλυτο ἔλεγχο στὴν ὕπαιθρο ἀπ’ ὅτι αὐτὸ μαρτυρεῖται ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς μάχης τῆς Φουρνῆς. 200

βλ. Παπαρηγοπούλου Κων/νου, “τὰ διδακτικώτερα πορίσματα τῆς ἱστορίας τοῦ ῾Ελλ. ΄Ἐθνους” Ἀθῆναι 1899, σελ. 488 καὶ “τὸ Ἠράκλειον καὶ ὁ νομός του, σελ. 455. Πρβλ. καὶ Εὐαγγέλου Παχυγιαννάκη, “ὁ ἱερὸς κλῆρος τῆς ἐκκλησίας Κρήτης στὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821”. 200 Βλ. Μιχάλη ᾿Εμμ. Πατεράκη, “ὁ ὁπλαρχηγὸς Κων/νος Μπέμπελης, ἐργασία ἀνέκδοτη. 199


Στὴν ἐπαρχία Μιραμπέλλου δροῦσε ἐπίσης καὶ ὁμάδα ἱππέων ἐπαναστατῶν, μάλιστα σχετικὸ ἔγγραφο πρὸς ἐνοικιαστή κτημάτων τῆς μονῆς παραγγέλλει νὰ δώσει 300 ὀκάδες κριθάρι καὶ ταγῆ γιά τὴ διατροφὴ τῶν ἀλόγων τῆς ἐπαναστατικῆς ὁμάδας. Τὸ ἔγγραφο ἀναφέρει τὰ ὀνόματα τῶν ἱππέων ἐπαναστατῶν τὰ ὁποῖα παραθέτομε παρακάτω: Σταῦρος Τζεδάκης Γεώργιος Ζούλης Νικόλ. Φαφουτάκης Γεώργιος Κουνδουράκης καὶ Δημήτριος Καλύβας, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ καθένας πῆρε ἀπὸ 60 ὀκάδες ζωοτροφὲς γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ ἀλόγου του. ῾Υπογράφει ὁ ἀρχιγραμματέας Ἀντιπρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς π. Γεώργιος Πάγκαλος καὶ τὰ μέλη αὐτῆς Ι.Δ. Λυράκης ὡς πρόεδρος. Βέβαια οἱ ἐνοικιαστές τῶν κτημάτων τῆς Ι.Μ.Καρδαμούτζας ἔδιναν συχνὰ τρόφιμα στους ἐπαναστάτες μάλιστα δέ, ἀπὸ τὸ Μάρτιο ὡς τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1878 παρέδωσαν τρόφιμα πάνω ἀπὸ δώδεκα φορὲς γιὰ θεραπεία τῶν ἀναγκῶν, τόσο τῶν ἐπαναστατῶν ὅσο καὶ τῶν πενομένων μοναχῶν, μιὰ προσφορὰ ποὺ ἔφτανε ἀκόμη καὶ μέχρι τὰ σπιτικά των φτωχῶν οἰκογενειῶν καὶ τῶν προσφύγων οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταφύγει στὰ διάφορα χωριὰ τοῦ Μιραμπέλλου κυνηγημένοι. Ἡ τμηματικὴ ἐπιτροπὴ “τῶν ἐξ΄ ἀνατολικωτέρων ἐπαρχιῶν πρὸς τὸ ἀρχηγεῖο τῆς ἐπαρχίας Μιραμπέλλου ἀποφασίζει μὲ ἔγκριση αὐτῆς πρὸς τὸν ἐκμισθωτὴ τῶν κτημάτων τῆς μονῆς Καρδαμούτζας νὰ χορηγήσει ἀπὸ τὸ ἀπόθεμα τῶν κτημάτων τῆς μονῆς καὶ “διὰ λογαριασμὸ τῆς ἐνοικιοφειλῆς του (210) διακόσιες δέκα ὀκάδας κριθῆς διανεμηθησομένης εἰς τοὺς ἑπομένους πρόσφυγας καὶ ἀπόρους οἰκογενειάρχας ὡς ἑξῆς:” Ἀναγράφονται τὰ ὀνόματα καὶ τὸ ποσὸ κριθαριοῦ ποὺ θὰ λάβει ἡ κάθε οἰκογένεια, ἑπομένως εἰδοποιεῖσθε νὰ προσκαλέσετε τὸν ἄνθρωπο αὐτὸ -ἐκμισθωτήν, ὑποχρεώνοντάς τον νὰ παραδώσει χωρὶς ἄλλη καθυστέρηση πρὸς τὸ ἀρχηγεῖο τῆς ἐπιτροπῆς τὸ παραπάνω ποσὸ κριθαριοῦ ἢ τὴν ἀξία του καὶ νὰ τὸ μοιράσετε ἀνάλογα στὰ πρόσωπα ποὺ ἔχουν ἀπόλυτη ἀνάγκη. 201 Τὸ ἔγγραφο φέρει ὑπογραφὴ 30 Αὐγούστου 1878 καὶ ὑπογράφεται ἀπὸ τὸν Πρόεδρο Ι.Δ.Λυράκη καὶ Ἀντιπρόεδρο πάπα-Γεώργιο Πάγκαλο κ.λ.π. Καὶ ἡ μονὴ “Κεράμου”, Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, δὲν ἔμεινε ἔξω ἀπὸ τὸν ἀγώνα. Ἡ συμβολή της στὴν ἐπανάσταση καὶ στὴ συντήρηση τῶν προσφύγων καθὼς καὶ τῶν ἄλλων μονῶν δὲν ὑστέρησε βλ. Νίκου Ψιλάκη, “Τὰ μοναστήρια τῆς Κρήτης”, ἑνότητα Κ΄, Μονὲς Φουρνῆς Β΄, σελ. 401. Τὸ ἔγγραφο προέρχεται ἀπὸ τὸ Α.ΔΗ.Λασιθίου, ἀριθ. πρωτ. ἐπαναστ. ἐπιτροπῆς 371/30-8-78. 201


σὲ τίποτα. Καὶ ἐδῶ, ἡ τμηματικὴ ἐπιτροπὴ μὲ ἔγγραφό της πρὸς τὸν ἐκμισθωτὴ τῆς Ι.Μ. Κεράμου μὲ χρονολογία 11 Σεπτ. 1878, παραγγγέλλει στὸ Δημήτριο Φανουριάκη νὰ παραδώσει “Πρὸς τὸν ἐκ Φουρνῆς Γεώργιο Μοσχοβιτάκη, πενήντα ὀκάδες κριθαριοῦ γιὰ τὴ διατήρηση τῆς πολύμελοῦς οἰκογενείας του”. Ἡ ἴδια περίπτωση ἰσχύει καὶ γιά κάποιον ἄλλο Μιχαὴλ Καμάρη ἀπὸ τὸ Σκινιὰ Μιραμπέλλου, ἐκμισθωτὴ τῶν κτισμάτων τῆς Μονῆς, ὁ ὁποῖος ὕστερα ἀπὸ πρόσκληση τῶν ἐπαναστατικῶν ἀρχῶν παρέδωσε στὸ προσωρινὸ δικαστήριο Μεραμβέλλου 99 γρόσια γιὰ τὸν ἀγώνα. Γιὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, τὸ μεγάλο μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος “Ἀρέτι” κρατᾶ τὴ σιωπή του καὶ ὁ ρόλος ποὺ διεδραμάτισε κατά τους ἀγῶνες τοῦ γένους μας εἶναι ἄγνωστος, ὅμως δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸ προσκήνιο τῶν ἀγώνων, ὅπως αὐτὸ ἔκαναν ἄλλωστε ὅλα τα μοναστήρια τῆς Κρήτης. Λόγοι ποὺ μᾶς ἀναγκάζουν νὰ παραδεχτοῦμε τὸ θετικὸ ἐνεργὸ μέρος τῆς μονῆς σ’ αὐτὴ τὴν ὑπόθεση εἶναι τὸ φρούριο τῆς Σπίνα-Λόγκας τὸ ὁποῖο ὡς γνωστὸ εἶχε γίνει θέατρο ἐπιχειρήσεων μεταξύ τῶν δύο ἐμπόλεμων πλευρῶν Ἐνετῶν καὶ Τούρκων, τὸ ὁποῖο γιὰ τὴν ἱστορία κατεῖχαν οἱ Ἐνετοὶ μέχρι τὸ 1715. Γνωστὸς ὁ θρύλος-παράδοση γιὰ τὴ σφαγὴ τῶν μοναχῶν γυναικῶν, τῆς Ι.Μ.Ἀντωνίου, ἡ μάχη τῆς Φουρνῆς τὸ 1866 καὶ τὰ γεγονότα ποὺ συνδέονται ἄμεσα μὲ τὴ φουρνιώτικη ἱστορία. 202

Στὸ χωριὸ Χουμεριάκο-Μιραμπέλλου, ἀναφέρει ὁ Διαλυνομιχάλης, “ἦτο ἕνας αἱμοβόρος ὀθωμανὸς ὀνομαζόμενος “Σκιζόραχος”, ὀνομάσθη δὲ οὕτως διότι ἤθελε νὰ πάει στὸ σπίτι κανενὸς Χριστιανοῦ νὰ φάη, νὰ πιῆ, νὰ ὀργιάση ἐπὶ τῆς θυγατρὸς ἢ γυναικός του μὲ τοὺς συντρόφους του καὶ ἔπειτα προσεκάλει τὸν Χριστιανὸν καὶ τοῦ ἔλεγε “νὰ μωρὲ Ρωμιέ, θὰ σοῦ δώσω ἕνα κομμάτι κρέας νὰ τὸ φᾶς κι ἐσὺ κακομοίρη” καὶ τοῦ ἔβγαζε ὕστερα ἀπὸ τὴ ράχη του ἕνα πλευρὸ καὶ τοῦ τὸ ’διδε!!! ὁ ὁποῖος βέβαια κατόπιν ἀπέθνησκε μὲ φοβεροὺς πόνους!” (Αὐτόν τὸν “βρώμικο ἄνθρωπο” ἐξολόθρευσε μὲ τοὺς συντρόφους του ὁ Καπετὰν Καζάνης στὶς Βρύσες Μεραμπέλλου στὸ σπίτι τοῦ Χ΄΄Δημήτρη Παντερμάρα ὅστις καὶ μοῦ τὸ διηγήθη. Σημείωση τοῦ ποητῆ) (βλ. Διαλυνομιχάλη, “ΑΠΑΝΤΑ”, τομ. Α΄, σελ. 39). Στὸ ἴδιο χωριὸ ζοῦσε καὶ κάποιος ἄλλος Τοῦρκος σκληρὸς καὶ ἀπάνθρωπος, ὀνόματι “Πιλαβομεμέτης”. Οὗτος ἅμα ἐπήγαινε σὲ χριστιανικὸ σπίτι ἔλεγε: “ἑτοίμασε μωρὲ Ρωμιὲ τὸ “πιλάβι”. Ὁ ἴδιος εὐθύνεται γιὰ τὴ σφαγὴ στὴ Μονὴ Παπλινοὺ-Ἱεράπετρα τῶν μοναχῶν γυναικών, τὶς ὁποῖες ἀφοῦ ἐβίασαν καὶ ἔκοψαν τὰ στήθη των, ἔκοψαν τὰ ἀπόκρυφα μέλη των κι ἔφυγαν!! Καὶ αὐτοὶ τιμωρήθηκαν ἀπὸ τὸν Καπετὰν Καζάνη τὸ ἴδιο βράδυ ποὺ διέπραξαν τὸ ἀνόσιο καὶ ἀπάνθρωπο ἔγκλημά τους. (κι ἂν θέλετε νὰ μάθετε γιὰ τὸ τέλος τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἄνδρα, πέθανε ἀπὸ ἀσιτία! τὸ 1846!)

202


Β) Τὰ μοναστήρια τῆς περιοχῆς Φουρνῆς στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν παιδεία ῾Οπωσδήποτε ἡ Ὀθωμαντικὴ ἐπέλαση στὴ Φουρνιώτικη περιοχὴ βύθισε τὸν τόπο στὴ νύχτα τῆς ἀμάθειας καθὼς καὶ ὁλόκληρη τὴν ἐπικράτεια τοῦ νησιοῦ. Λαμπάδες φωτεινὲς μέσα στὸ πηχτὸ σκοτάδι τῆς δουλείας, τὰ μοναστήρια καὶ οἱ εὐρισκόμενοι σ’ αὐτὰ μοναχοί. Τὰ παρακάτω γραφόμενα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀπὸ τὸν Σίλβερ δίνουν ὅλη τὴν ἔκταση τοῦ προβλήματος “….ἀς ἀναλογισθῆ τις τὴν χώραν ἐν ἧ οὐδὲν Σχολεῖον, οὐδεμίαν διδασκαλίαν, οὐδεμία θρησκευτικὴ διαπαιδαγώγησις ὑπάρχει… (ἐννοώντας τὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια τότε), ὅπου οὐδὲν δίκαιον ἰδιοκτησίας, οὐδεὶς νόμος, εἰμὶ δουλεία καὶ ζυγὸς ΑΞΕΣΤΟΥ κατακτητή, ξένων καὶ ὀθνείων διδαγμάτων, ἀγρίας μεταχειρίσεως τῶν ὑποταγέντων τῷ ἄρχει… κλπ.). 203 Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πάτησαν τὰ πόδια τους στὸ νησὶ τῆς Κρήτης οἱ Τοῦρκοι, κύριο μέλημά τους ἦταν ἡ ἀπαγόρευση τῆς παιδείας. Ἤθελαν τὸ λαὸ νὰ ζεῖ σὲ παχυλὸ σκοτάδι ἀμάθειας γιὰ νὰ χάσει ἔτσι τὰ προπατορικά του πλεονεκτήματα. Ἔτσι ἡ Κρήτη ἔπεσε σὲ μεγάλη ἀθλιότητα. Τὰ λίγα γράμματα ἐδιδάσκοντο σὲ ἀπομακρυσμένα μοναστήρια καὶ αὐτὰ ἦταν μερικὰ στὴ Φουρνιώτικη περιοχὴ ὄπως ἀναφέραμε. Ἡ ἐκκλησία περίμενε τὴν ἀνάνηψη τῆς ἐθνικῆς συνείδησης μέσω τῆς Παιδείας καὶ γι’ αὐτὸ παρατηρήθηκε τὸ φαινόμενο ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο, ὁ Γραμματοδιδάσκαλος καὶ ὁ ἐθνικὸς “τρόπον τινὰ” παιδαγωγὸς ἦταν ὁ ἱερωμένος, εἴτε ἄγαμος ἦταν εἴτε ἔγγαμος, γιὰ νὰ καταλήξουν στὸ συμπέρασμα οἱ λόγιοι Ματθαῖος Παρανίκας καὶ ὁ Κωνσταντῖνος Σάθας πὼς τὰ δύο τρίτα καὶ πλέον τῶν δασκάλων ἦταν ἱερωμένοι! Ἡ στάση αὐτὴ τοῦ κλήρου δὲν ἦταν καθόλου ἀρεστὴ στοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι ὑπέβλεπαν τὰ μοναστήρια κι ὄχι μόνο, ἀλλὰ τὰ ἐπιτηροῦσαν αὐστηρά. Τὸ μόνο ποὺ ἐνδιέφερε τὸν κατακτητὴ ἦταν νὰ ἐξασφαλιστεῖ ἡ ὁλοκληρωτικὴ ὑποταγὴ τῶν Χριστιανῶν, χωρὶς ξεσηκωμοὺς νὰ ὑπηρετοῦν τὸν “ἀφέντη” τους. “Οἱ Τοῦρκοι ἐτήρουν τὸν κρητικὸν λαὸν εἰς τὸ σκότος τῆς ἀμάθειας, διὰ τοῦτο ἡ Κρήτη κατέπεσεν εἰς μεγάλην ἀθλιότητα. Τὰ πάντα Ἀπὸ τὸ ἔτος 1878 ἐπιτρέπεται ἡ χρησιμοποίηση ἀναγνωστικῶν βιβλίων ἀντὶ τῶν ἐκκλ/κῶν καὶ τὸ 1881 μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ὑπάρχει σχετικὴ αὔξηση τῶν Σχολείων στὸ νησὶ τῆς Κρήτης, ἐνῶ ἀπὸ τὸ (1899-1913) ἡ ἐκπαίδευση διαιρεῖται σὲ Δημόσια καὶ Μέση. Ἡ Δημοτικὴ ἐκπαίδευση περιλαμβάνει τὸ Δ. Σχολείου καὶ τὸ ἀνώτερο Δ. Σχολεῖο. (Ἡ κυραπολίτισσα εἶχε τέτοιο σχολειό), καθὼς καὶ τὸ Γραμματοδιδασκαλεῖο τὸ ὀποὶο περιελάμβανε ἁπλὴ ἀνάγνωση, γραφὴ καὶ στοιχειώδη ἀρίθμηση. Τὸ ἀρνητικό τοῦ σχολείου αὐτοῦ εἶναι ὅτι περιορίζει τὴν ἐκπαίδευση σὲ τρία μόνο μαθήματα (βλ. π.Μιχ. ᾿Εμμ. Πατεράκη, “ἡ παιδεία στὴν περιοχὴ Φουρνὴς 1846-1970, τόμ. 7, -ἐργασία ἀνέκδοτη). 203


ἠρημώθησαν. Οἱ δυστυχεῖς Κρῆτες κατέφυγον εἰς τὰ ὅρη ἢ ἐγκατέλειπον τὴν προσφιλῆ νῆσον των… Κάθε πνευματικὴ ζωὴ ἐξέλιπε. ᾿Ολίγα γράμματα ἐδιδάσκοντο μόνον εἰς τινα ἀπομεμακρυσμένα μοναστήρια”. 204 Ἐκδικούμενοι οἱ Τουρκογενίτσαροι τοῦ Χουμεριάκου τοὺς ἐπαναστάτες τοῦ 1821, εἰσέβαλαν στὴ Φουρνὴ φονεύοντας τὸν Ἐπίσκοπο Πέτρας ᾿Ιωακεὶμ Α΄ (Κλώντζα) καὶ στὴ συνέχεια ἡ ἀπύθμενη μανία καὶ τὸ ἄσβεστο μίσος τους στράφηκε στὰ μοναστήρια, τὰ ὁποῖα λεηλάτησαν ἀρπάζοντας ὅτι πολύτιμο ὑπῆρχε σ’ αὐτά, ὕστερα τούς ἔβαλαν φωτιὰ γιὰ νὰ συμπληρώσουν τὴν καταστροφή. Ἡ μονὴ τοῦ Ἀρετίου διέθετε ἀξιόλογα βιβλία ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Ἐνετοκρατίας στὴ βιβλιοθήκη της καὶ ὅσα μπόρεσαν νὰ γλιτώσουν τὴ φωτιὰ μεταφέρθηκαν ἀργότερα στὴ Δημογεροντία Λασιθίου. Ἐκλάπησαν ὅμως οἱ πολύτιμες περγαμηνές, εἰκόνες μεγάλης ἀξίας καλλιτεχνικῆς γιὰ νὰ μεταφερθοῦν στὴ Σπίνα-Λόγκα κι ἀπὸ κεῖ στὰ παζάρια τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ βαρβαρότητα στὸ ἀπόγειό της! Τὴν ἴδια τύχη εἶχε καὶ ἡ Ι.Μ.Κων/νου καὶ Ἑλένης στὶς Δωριές. Γραπτὲς πληροφορίες δὲν ἔχομε ποὺ νὰ κάνουν λόγο γι᾿ αὐτὸ τὸ θέμα, ὅμως ἡ παράδοση λέγει πὼς ἡ μονὴ πέρασε περιόδους ἐγκατάλειψης πυρποληθεῖσα πολλὲς φορὲς ἂν κρίνει κανεὶς ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς ὁδηγήτριας ποὺ βρίσκεται ἐκεῖ, στὸ Τέμπλο τοῦ Καθολικοῦ της. Σχολεῖο στὴ Μονὴ Καρδαμούτζας – Τιμίου Σταυροῦ λειτούργησε, ὅμως μετὰ τὸ 1900 ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν αὐτὸ οἱ μοναχοί, μὲ ἐντολὴ τοῦ Ἐπισκόπου Τίτου, ἀναγκάστηκε ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ μεταφερθεῖ στὸ χωριὸ Καρύδι. Ἡ παράδοση λέγει πὼς κι ἐδῶ λειτούργησε “Κρυφὸ Σχολειό¨, ἕνα ὑποτυπῶδες σχολεῖο γιὰ νὰ μαθαίνουν τὰ παιδιὰ τῆς ἐποχῆς ἀνάγνωση καὶ γραφή. Τέτοιου εἴδους Σχολεῖο λειτούργησε καὶ στὴ συνοικία Χατζανῷ στὸ ἐπάνω χωριὸ τῆς Φουρνῆς. 205 Ὄχι μόνο στὴν περιοχή μας δὲν λειτούργησαν κρυφὰ σχολειὰ ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες περιοχὲς τοῦ νησιοῦ –αὐτὸ ἀναφέρομε ὡς παράδειγμα, ὅπως στὴ Μονὴ Τοπλοῦ Σητείας ὅπου ἐκεῖ ἐδιδάσκοντο τὰ ἱερὰ γράμματα οἱ μελλοντικοὶ ἱερεῖς, στὴ Νεάοπολη Λασιθίου, στὴ θέση Ἀπάνω Γειτονιά, λειτούργησε τέτοιο σχολειὸ σὲ κάποια ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ θεωρεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα ὀργανωμένα τοῦ τόπου. ῞Ομως οἱ κατακτητὲς τὸ ἐπεσήμαναν ἀπὸ τὸ 1770 καὶ ἐπωφελούμενοι τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ Δασκαλογιάννη μπῆκαν κάποιο βράδυ καὶ σφάξανε τὸν Παναγιώτη Κασιμάτη, “ἱστορικὴ ἐπισκόπησις τῆς ἐν Κρήτη ἐκπαιδεύσεως”, Ἀθῆναι, 1953, σελ. 23 κ.ε. βλ. καὶ Στ. Ξανθουδίδη, “ἐπίτομος ἱστορία τῆς Κρήτης, Ἀθῆναι, 1909, σελ. 118. 205 Οἱ πληροφορίες δόθηκαν ἀπὸ τοὺς μακαριστοὺς συγχωριανοὺς μας Νικ. Ζερβογιάννη καὶ Ἐμμαν. Μαυροειδὴ (Σεισμάκη) τὸ καλοκαίρι τοῦ 1979. 204


ἱερέα καὶ τοὺς ἐκεῖ εὑρισκόμενους. Τὸ αἷμα πλημμύρισε τὸ ἐσωτερικὸ καὶ μέχρι ἔξω του ναοῦ κι ἀπὸ τότε λέγεται “΄Ἀη-Γιώργης ὁ κατάματωμένος”.!!! Στὴν Ι.Μ.Κρεμαστῶν κατὰ τὴν Α΄ περίοδο τῆς τουρκοκρατίας ἀναφέρεται “κρυφὸ σχολειὸ” καὶ ἀργότερα ἔγινε κοινοτικὸ μὲ δασκάλους κληρικούς. Σ’ αὐτὸ ἐφοίτησε ὁ ποιητὴς Διαλυνομιχάλης καὶ ἱστορικός του τόπου. Ὁμοίως στὴν Ι.Μ.Φανερωμένης –τὸ σχολεῖο αὐτὸ ἦταν φημισμένο γιὰ τὴν ἄρτια ὀργάνωσή του, καθὼς καὶ στὴ Μονὴ τῆς Παναγίας “Κερᾶς” Πεδιάδας (Καρδιώτισσας), ὅπου σώζεται ἡ αἴθουσα λειτουργίας τοῦ σχολείου. Στὸ ξωκκλήσι τοῦ ῾Αγ. Γεωργίου-Μεσελέροι Ἱεράπετρας ἐκεῖ κοντὰ βρίσκεται ἡ αἴθουσα τοῦ σχολείου 20 τ.μ. θολωτή, ποὺ στοὺς τοίχους ὑπάρχουν ἀκόμη θυρίδες ὅπου ἐκεῖ φύλασσαν καὶ τοποθετοῦσαν τὰ βιβλία τὰ παιδιά. Ἡ ἴδια προσφορὰ στὸ γένος τῶν Σχολείων αὐτῶν ἀπὸ τὴ Δυτικὴ Κρήτη Χανιά, μὲ τὴν ὀνομαστὴ Μονὴ ῾Αγ. Τριάδος Τζαγκαρόλων, ἡ ὁποία διατηροῦσε σχολειὸ καὶ ἐνίσχυε τὰ γράμματα καθὼς καὶ ἡ Μονὴ Ὁδηγητρίας στὴ Γωνιὰ Κισσάμου, ἀναδεικνύοντας ὀνομαστοὺς δασκάλους τῆς ὀρθοδοξίας καὶ τῆς φιλοπατρίας. Καὶ ἡ Μονὴ Προφήτη Ἠλία στὰ Ρούστικα Ρεθύμνου ὑπῆρξε “φυτώριον ἐθνικῆς συσπειρώσεως καὶ δημιουργίας, ὅπου οἱ μοναχοὶ προσπάθησαν μέσα ἀπὸ καταπίεση ψυχολογικὴ καὶ ἀβάσταχτη κατοχὴ νὰ διαδώσουν τὴ Χριστιανικὴ πίστη 206 βοηθώντας καὶ περιθάλποντας τὴν ἐθνικὴ συνείδηση, συμβάλλοντας ἔτσι στὴν ἀποτίναξη τοῦ ἐπάρατου ζυγοῦ! Γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ “κρυφοῦ σχολειοὺ” ποὺ ἐπισημαίνουμε στὴν ἐργασία αὐτή, στὴν περιοχὴ μᾶς ὑπῆρξαν ἀπό ὁρισμένους “κρητικούς” ἀντιδράσεις. Ὅμως τὸ σχολειὸ αὐτὸ ἦταν ἀληθινὸς θεσμὸς καὶ κανένας σοβαρὸς μελετητὴς δὲν μπορεῖ νὰ ξεχωρίσει τὴν Τουρκικὴ σκλαβιὰ ἀπό τὸ “κρυφὸ σχολειό”. Ὁ ἱστορικὸς Κ. Παπαρηγόπουλος γράφει ὅτι: “ὁ πατριάρχης Ἱερεμίας τὸ 1593 συνεκάλεσε σύνοδο στὸ μετόχι τοῦ Παναγίου Τάφου καὶ ἔλαβε τὴν ἑξῆς ἀπόφαση: “ἕκαστον ἐπίσκοπον ἐν τῇ ἐαυτοῦ παροικία φροντίδα… ποιεῖν, ὥστε τὰ ἱερὰ γράμματα διδάσκεσθαι”. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Δ. Κόκκινος, Πλήρη ἐργασία πάνω στὸ θέμα αὐτὸ τῆς ὕπαρξης τοῦ “Κρυφοῦ Σχολειοὺ” βλ. Πρωτ/ρου Εὐαγγέλου Παχυγιαννάκη “ὁ κλῆρος τῆς ἐκκλησίας Κρήτης κατὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821”, περ. “ΑΜΑΛΘΕΙΑ”, Τόμ. 10, ἔτος Ι, Ἰούλιος – Σεπτ. 1979, τεύχ. 40, σελ.256-276. Ὁ ἴδιος τελειώνει μὲ τὴν ἑξῆς παρατήρηση: “Ὅλα γενικά τα μοναστήρια τῆς Κρήτης στάθηκαν τὰ ζώπυρα τῆς Ἑλληνικῆς Παιδείας, μὲ τὰ λίγα ἔστω κολλυβογράμματα τῶν ταπεινῶν μοναχῶν ὅπως τῆς Κρουσταλλένιας Λασιθίου, τοῦ ῾Αγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καὶ τῆς Παναγίας τῆς “Κερᾶς” στὴν Κριτσά, τοῦ ῾Αγ. Γεωργίου τοῦ “Βραχασώτη”, τῆς Ἁγίας Μονῆς στὴ Βιάννο κ.ἂ. κι ἀνάδειξαν λόγιους ἄνδρες στὰ μαῦρα αὐτὰ χρόνια, ὅπως τὸν Γεράσιμο Καλογνώμονα, ἐπίσκοπο Χερρονήσου κ.ἄ. Βλ. καὶ Γιώργη Τσιγνίδου “Τὸ Σχολειὸ τοῦ Σταυρὲ βοήθει μοι” ΚΡΗΤΟΛ. Γράμ. Ρέθυμνο, Σεπτ. 1990, τεύχ. 2, σελ. 121-122. 206


ἱστορικός της ἐπανάστασης, γράφει: “Τὸ κρυφὸ σχολειὸ δὲν εἶναι θρύλος. Τὸ συνετήρησε, παρὰ τὰς καταδιώξεις, ὁ βαθύτατος πόθος τοῦ τυραννούμενου ἔθνους νὰ ὑπάρξει” καὶ ὁ Τάσος Γριτσόπουλος, ἱστορικός, συμπληρώνει: “ὀφείλομεν νὰ δεχθῶμεν ὅτι ἀπόκρυφον ἔργον συντελεῖτο ἀπὸ τῆς πρώτης στιγμῆς τῆς συμφορᾶς εἰς τὰ μοναστήρια ὅπου πρέπει νὰ τοποθετήσουμε τὰ θρυλικὰ κυρφὰ σχολειά”. Στὰ χρόνια της τουρκοκρατίας μοναχοὶ καὶ ἱερεῖς μισογραμματισμένοι καὶ αὐτοὶ δίδασκαν τὴ νύχτα μὲ τὸ κερὶ πρὶν ἀκόμη ξημερώσει ὁ Θεὸς τὴ μέρα. Δίδασκαν στὸ νάρθηκα τῶν ἱ.ναῶν, σ’ ἕνα μπουντρούμι ἀνήλιαγο, μὲ τὸ αὐτὶ τοὺς τεντωμένο μήπως καὶ ὁρμήσει μέσα κανένας Ὀθωμανός. ᾿Ας μὴν ξεχνοῦμε τὸ κάψιμο τῶν ῾Ι.Ναῶν καὶ τὴν ἁρπαγὴ τῶν Ἱερῶν κειμηλίων αὐτῶν. Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν ὕστερα νὰ ζητάει κανεὶς “ἱστορικὲς μαρτυρίες” περισσότερες ἀπ’ ὅτι μᾶς δίνουν τὰ ἴδια γεγονότα γιὰ τὸ “Κρυφὸ Σχολειό”. Ὁ κάθε ἀρνητικὰ σκεπτόμενος ἄνθρωπος γιὰ τὴν ὑπόθεση αὐτὴ ἀς ρίξει μιὰ ματιὰ στὴν ἐθνικὴ βιβλιοθήκη γιὰ νὰ δεῖ τὰ λεγόμενα “μαθηματάρια” καθὼς καὶ τὰ “Ὀκτωήχια” ποὺ χρησίμευαν ὡς διδακτικὰ βιβλία. Τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας ὅλα γινόταν μυστικά. Πῶς νὰ ἐμπιστευθοῦν οἱ ὑπόδουλοι τά παιδιά τους σὲ φανερὰ σχολεῖα ἀφοῦ τὰ μάζευαν οἱ Τοῦρκοι μὲ τὰ παιδομαζώματα; Τὰ προνόμια ποὺ εἶχαν δοθεῖ ἀπὸ τὸ Σουλτάνο παραβιάζονταν συνέχεια, ὕστερα, “Πότε εἴχανε οἱ Τοῦρκοι μπέσα γιὰ νὰ ’χουν καὶ ἐκείνη τὴν περίοδο. Ξεχνᾶτε “κριτικοὶ” καὶ “ἀρνητές” τῶν θεσμῶν τὶς σφαγὲς στὴν πόλη τὸ 1954, τὴν πρόσφατη σφαγὴ τῆς Κύπρου καὶ τὰ γεγονότα τοῦ ῎Εβρου; Τοὺς ἑκατοντάδες “κρυπτοχριστιανούς” τῆς Μ. Ἀσίας; Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι μία: Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἐνοχλοῦνται ἐπειδὴ οἱ δάσκαλοι προέρχονταν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, ἦταν μοναχοὶ – καλογέροι τῶν ῾Ι.Μονῶν τῆς περιοχῆς Φουρνῆς καὶ ὁλόκληρης φυσικά της τουρκοκρατούμενης πατρίδας μας. Μόνο ἕνας κακεντρεχὴς ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει τὸ ρόλο καὶ τὴν ἱστορικὴ ὑπόσταση τοῦ κρυφοῦ σχολειοῦ. Οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις ποὺ δροῦν στὸν τόπο μας προσπαθοῦν μὲ ὅλους τούς τρόπους, καὶ ἰδία μὲ τοὺς “ἐπιστημονικούς” καὶ τάχα “ἱστορικούς” νὰ μᾶς ξεθεμελιώσουν, γιατί αὐτὸ τοὺς συμφέρει ἐπειδὴ ἡ ἐκκλησία στέκει ἐμπόδιο στὰ καταχθόνια ἔργα τους. Καὶ σήμερα, εἰδικὰ ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά, χρειάζεται πιὸ πολὺ περιφρούρηση τῶν θεμελίων μας, τῆς ἀληθινῆς ἱστορικῆς καὶ πνευματι-κὴς μας ὑπόστασης καὶ τῶν παραδόσεων. ῝Υστερα, ἀς μὴ μᾶς διαφεύγει καὶ τοῦτο. “῝Οταν κοποῦν οἱ ρίζες, τὰ δέντρα πεθαίνουν». 207 Παραθέσαμε αὐτὸ τὸ λιγόλογο κείμενο σχετικὰ μὲ τὴν ὕπαρξη ἢ μὴ τοῦ “Κρυφοῦ Σχολειοὺ” τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, ἔχοντας τὴν πεποίθηση ὅτι δώσαμε ἔναυσμα γιὰ τὴ λύση αὐτοῦ τοῦ προβλήματος τὸ ὁποῖο ἠθελημένα προβάλλουν οἱ

207


Παράλληλα μὲ τὴ μονὴ Κυραπολίτισσας –ἡ παράδοση ζωντανὴ μέχρι σήμερα θεωρεῖ ὅτι καὶ στὴ μονὴ Τιμίου Σταυροῦ (Καρδαμούτζα) λειτούργησε τὸ πρῶτο “Σχολεῖο κρυφό” 208 πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση τοῦ ἔτους 1866 καὶ τοποθετοῦν τὴν ὕπαρξή του ἐκεῖ γύρω στὸ 1880. ῾Ο Ν. Ζερβογιάννης ἀναφέρει στὸ βιβλίο τοῦ “ἱστορία τῆς Φουρνῆς Μεραμπέλλου” πὼς στὸ Σχολεῖο τῆς Καρδαμούτζας παλαιότερα φοιτοῦσαν μαθητὲς ὅπου μεταξύ των δασκάλων ποὺ δίδαξαν ἐκεῖ ἦταν ὁ Ἱερομόναχος Εὐλάμπιος Μπουραντᾶς ἀπὸ τὸ χωριὸ Πινές, ὁ μετέπειτα ἠγούμενος τῆς ῾Ι.Μ.Ἀρετίου καὶ ὁ Εὐστράτιος Τσαγκαράκης ἀπὸ τὸ Κάτω Χωριὸ Φουρνῆς. Ἀργότερα μεταφέρθηκε σὲ οἴκημα ἰδιωτικό το πρώτον στὸ χωριὸ Καρύδι καὶ ἀργότερα μὲ δαπάνες τοῦ Δήμου Φουρνῆς ἔγινε νέο. Οἱ δάσκαλοι πληρώνονταν ἀπὸ τὴν τμηματικὴ Δημογεροντία Λασιθίου. Τὸ 1889 ἱδρύθηκε Γραμματοδιδασκαλεῖο καὶ τὸ 1911 μετατράπηκε σὲ 1τάξιο Δ.Σ. τὸ ὁποῖο λειτούργησε μέχρι τὸ 1970”. Τὸ 1846 ὁ τότε ἐπίσκοπος Πέτρας Δωρόθεος (Μαυροθαλασσίτης) ἐξ’ Ἀγχιάλου, συντάσσει στὸ Καστέλλι Φουρνῆς γράμμα-ἀφιέρωμα πρὸς τοὺς παράγοντες τῆς περιοχῆς μὲ τὸ ὁποῖο παραχωρεῖ κτήματα τῆς Μονῆς Κυραπολίτισσας-Καρδιώτισσας, 209 τὰ προϊόντα τῶν ὁποίων –λάδι, ἀμύγδαλα- ἢ ἀπὸ ἐνοίκια, θὰ θεράπευαν τὶς οἰκονομικὲς ἀνάγκες τῶν δασκάλων. Βέβαια, ἡ πρώτη αἴθουσα ποὺ στεγάστηκε τὸ σχολεῖο αὐτὸ ἦταν ἕνα κελλὶ τῆς ἐν λόγῳ Ι.Μονῆς καὶ ἀργότερα ἔγινε τὸ σύγχρονο σχολεῖο τὸ ὁποῖο στέγασε τοὺς μαθητὲς ὅλης τῆς περιοχῆς μαζὶ καὶ τὰ παιδιάστικα ὄνειρά τους. καλοθελητὲς γιὰ νὰ δημιουργοῦν σύγχυση μέσα στὴν κοινωνία μας ποὺ ἀναπαύεται στὰ παχυλὰ στρώματα τοῦ ὑλισμοῦ καὶ τῆς εὐμάρειας. (Σημ. τοῦ συγγραφέα). 208 Ἡ δεκαετία 1860-70 θεωρεῖται γιὰ τὴν παντελῆ ἔλλειψη ἀναλφάβητων μοναχῶν της Μονῆς, ὁ δὲ ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν ἡγούμενός της Σωφρόνιος ἔχει τὸν τίτλο τοῦ Πρωτοσύγγελου. Γιὰ τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια ὁ ἀναγνώστης ἀς μὴν περιμένει κανένα ὀργανωμένο Σχολεῖο μὲ τὴ σημερινή του μορφή - ἦταν τέτοιες οἱ ἐποχὲς ποὺ ἡ ἀνάγνωση καὶ ἡ γραφὴ ἐθεωροῦντο γιὰ τοὺς “μαθητές” ἀρκετά. Ἔτσι, μόνο κάτω ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρίσμα μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸ “Κρυφὸ Σχολειό”. (βλ. πλήρη ἐργασία μου σὲ εἰδικὸ τόμο μὲ τίτλο “ἡ παιδεία στὴ Φουρνὴ Μιραμπέλλου ἀπὸ τὸ 1846 μέχρι τὸ 1970”, ἀνέκδοτη μέχρι σήμερα.) (βλ. καὶ Νίκ. Ζερβογιάννη, “ἡ ἱστορία τῆς Φουρνῆς Μεραμπέλλου” σελ. 178, Φουρνὴ 1993). 209 Τὰ κτήματα τῆς Ι.Μονῆς δόθηκαν ὄχι γιὰ νὰ οἰκοδομηθεῖ αἴθουσα ὅπως πιστεύουν διάφοροι ἐρευνητὲς -ἱστοριοδίφες, ἀλλὰ γιὰ πληρωμὴ τοῦ δασκάλου ἢ τῶν δασκάλων. Μάλιστα τὸ κείμενο τοῦ ἐγγράφου - ἀφιερώματος εἶναι σαφές: “… διὰ νὰ πληρόνεται ὁ δάσκαλος τοῦ ἄνοθεν σχολίου…”. Παράλληλα ὁ ἐπίσκοπος Πέτρας σημειώνει ὅτι δίδει ἐκτός των ἄλλων,…. καὶ ἕνα καιλὶ ὅπου θὰ στηθῆ τὸ Σχολίον…”. Ἑπομένως ὑπῆρχε ἡ σχετικὴ αἴθουσα στέγασής του. (βλ. κείμενο ἐγγρ. τοῦ ἐπισκόπου).


Ἀπὸ τὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα τῆς ῾Ι.Μ.Κυραπολίτισσας πληρώνονταν καὶ οἱ δάσκαλοι τοῦ ἀρρεναγωγείου καὶ Παρθεναγωγείου Φουρνῆς σύμφωνα μὲ κείμενο σχετικοῦ ἐγγράφου τὸ ὁποῖο παραθέτομε ἀμέσως καὶ φέρει τὴ χρονολογία 28 Σεπτεμβρίου 1895, Σχολ. ἔτους 1895-96.





Καθαρογραφή τοῦ κειμένου. Ἀφιέρωμα Ἡ ταπηνότης ἠμῶν διὰ τοῦ παρόντος ἀρχιερατικοῦ δηλοποιήται ὃτι δεδόκαμεν τὸ πράγμα τῆς ἡπεραγίας Θεοτόκου εἰς τὸ σχολίον τῆς αὐτῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τὴν εὐρισκομένην εἰς τὸ χωρίον Καστέλη Φουρνῆς διὰ νὰ πληρώνονται οἱ δάσκαλοι τοῦ ἀνόθεν σχολίου χωρὶς νὰ δόσο τίποτα ἄλλο μήτε ἰσόδιμα ἄλο ἀπὸ τὸ Μοναστήρι μου Ἀρέτι. Μήτε γρόσια ἀλὰ μόνον τὰ ὑποστατικὰ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ὅσα εὑρίσκονται εἰς τὸ Καστέλη Φουρνὴς καὶ εἰς τὸν τριβαξόνα ἀπὸ ἐλιές, ἀμυγδαλιές, χοράφια καὶ νερὸν καὶ ἕνα καιλὴ ὅπου θὰ συσταθῆ τὸ σχολίον καὶ ἐπὶ τοῦτο ἐγένετο τὸ παρὸν ἀρχιερατικὸν γράμμα καὶ ἐδόθη εἰς τοὺς κατοίκους Φουρνὴς εἰς ἔνδειξιν καὶ ἀσφάλιαν. Ἐν χω(ρίω) Καστέλη τῆς Φουρνῆς Κζ΄Αὐγούστου ἀωμζ΄ (1848) ἢ 1846. (Ὑπογραφὴ)


Συμπέρασμα Τὰ μοναστήρια τῆς Φουρνιώτικης περιοχῆς ἔγιναν σὲ δύσκολους καιροὺς οἱ μυστικὲς πνευματικὲς κολυμπῆθρες – ὅσο καὶ ἂν χτυπᾶ παράξενα στ’ αὐτιὰ τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς μας, ὅπου μέσα ἐκεῖ ἀναβάπτιζαν οἱ κάτοικοι τῆς Φουρνιώτικης ἐπικράτειας (Τ.Δ.Φουρνὴς) συνεχῶς τὴν ἱστορική τους μνήμη στοὺς χρόνους τῆς σκλαβιᾶς. Τὰ μοναστήρια της ἦταν ἐκεῖνα ποὺ ἀνέλαβαν, θὰ’λεγε κανεὶς, τὴν κηδεμονία τῶν ὑπόδουλων καὶ διατήρησαν μὲ τὴν ἑλληνόφωνη λατρεία τὴν προσήλωση τῶν ἀνθρώπων ζωντανή, διατηρώντας ἔτσι τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ἀναχαιτίζοντας τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Λατίνων Ἑνετῶν νὰ ἐκλατι-νίσουν τοὺς πιστοὺς ἢ νὰ ἐξισλαμιστοῦν. Διατήρησε ὅμως παράλληλα καὶ τὰ ἑλληνορθόδοξα ἤθη καὶ ἔθιμα, προβάλλοντας τοὺς τρόπους τῆς περισυλλογῆς, τῆς περιφρούρησης τῆς γλώσσας καθὼς καὶ τῆς ἀφύπνισης τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως. Ἡ ἐμμονὴ πιστεύουμε τῶν ἀνθρώπων στὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη καὶ ἡ συσπείρωσή τους κοντὰ στὶς ἱερὲς μονὲς ἦταν ἡ ζωὴ τοὺς ὅλη. Ὕστερα, πάμπολλα εἶναι ἐκεῖνα τὰ ἔγγραφα τῆς Δημογεροντίας Λασιθίου, τὰ ὁποῖα κάνουν λόγο γιὰ φροντίδα καὶ ἀνακαίνιση τῶν ἱ.ναῶν, καθο-λικά των μοναστηριῶν, τὸν ἐξωραϊσμὸ ἄλλων, ὅπου γύρω τους συσπειρώνονταν ἡ κοινότητα, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τῶν κατοίκων νὰ οἰκοδομήσουν πολλὰ ἐξωκλήσια στὴν περιοχή, μὲ “κάτασπρα μπιμπελὸ στὶς ράχες τῶν βουνῶν καὶ στὶς μικρὲς κοιλάδες τοῦ τόπου μας”. Εὐρισκόμενος ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ τῆς Φουρνῆς, “ὅπως τὸν περιγράφει ὁ συγγραφέας τοῦ ἔργου “ἁμαρτωλῶν σωτηρία” Ἀγάπιος Λάνδος – μοναχός”, κάτω ἀπὸ συνεχῆ δουλεία ἐνετῶν καὶ τούρκων, ὁ μόνος δρόμος γιὰ νὰ διατηρήσουν τὴν ἑνότητά τους καὶ νὰ ἀποφύγουν τὴν ἀφομοίωση καὶ τὴν ἀπορρόφησή τους ἀπὸ τοὺς κατακτητὲς ἦταν ἡ προσκόλληση στὴν πίστη τὴν ὁποία δυνάμωνε ἡ παρουσία τῶν μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν τελικὰ οἱ θεματοφύλακες τῶν χριστιανικῶν παραδόσεων. Αὐτὴ ἡ ἀφοσίωση τοῦ λαοῦ μας στὰ ἱερὰ καὶ στὰ ὅσια των προγόνων του φαίνεται ἀπὸ τὶς θρησκευτικὲς παραδόσεις μὲ τὶς γιορτὲς καὶ θρησκευτικὲς τελετὲς - πολλὲς φορὲς ἔπαιρναν μέρος καὶ οἱ Τοῦρκοι, τὰ παλιὰ κάλαντα τῶν Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιᾶς καὶ Θεοφανίων, ποὺ εἶναι γεμάτα ἀπὸ θεολογικὸ καὶ χριστοκεντρικὸ χαρακτῆρα. Ὅλα αὐτὰ κράτησαν ζωντανὴ στὴ μνήμη ὅλων μας –κυρίως τῶν παλαιοτέρων, τέτοιες σελίδες ἱστορίας, ὀρθοδοξίας καὶ ἑλληνισμοῦ. Οἱ ἄνθρωποι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ προτιμοῦσαν τὸ θάνατο παρὰ τὸν ἐκλατινισμὸ ἢ τὸν ἐξισλαμισμὸ καὶ ἡ Φουρνιώτικη περιοχὴ ἔχει νὰ δείξει νεομάρτυρες καὶ ἐθνομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ


τὴν πίστη, θυσίαζαν καὶ τὴ ζωὴ τοὺς ὅπως: ἡ Μαρία Μεθυμοπούλα, ο Ἰωακεὶμ Κλώντζας, οἱ (6) ἱερεῖς ποὺ κατακρεουργήθηκαν ἀπὸ τοὺς τουρκαλβανοὺς ἔξω ἀπὸ τὸ Καστέλλι Φουρνής, ἕνας ἄλλος ἱερέας στὸ χωριὸ Βρουχὰ στὴν ὥρα τῆς θ. λειτουργίας κ.ἄ. Κάθε Φουρνιώτης ποὺ καυχᾶται γιὰ τὴ δική του γενέτειρα ἢ τὴ γενέτειρα τῶν γονέων του πρέπει νὰ συνειδητοποιήσει πὼς ἡ ἐπιμέρους τοπική, πολιτιστικὴ ἰδιομορφία καὶ προσφορὰ τοῦ τόπου του, ἐντάσσεται σὲ ἕνα εὐρύτερο ὀργανικὸ ὅλο, καὶ πὼς ἡ μακραίωνη ἱστορία του ἀνήκει σὲ ὅλους, γι᾿ αὐτὸ ὅτι ἔχουμε πρέπει νὰ βγαίνει πρὸς τὰ ἔξω, γιὰ νὰ πληροφορηθοῦν οἱ ἐκτὸς Φουρνῆς πὼς ἡ τοπικὴ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ τῆς Φουρνῆς διαμέσου τῶν αἰώνων συνεχίζει μέχρι σήμερα τὴν πορεία της, ἔχει παράδοση καὶ προεκτάσεις στὸ κοινωνικὸ σύνολο, καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο, ἀφορᾶ τὴ σχέση μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ.


Βιβλιογραφία

Ξανθουδίδη Στέφ. = Κρητικὰ Συμβόλαια Ἐνετοκρατίας (1575-1643) Ἡράκλειο 1912. τοῦ αὐτοῦ, = Ἐπίτομος Ἱστορία τῆς Κρήτης, Ἀθῆναι 1909, σελ. 118. Ψιλάκη Νικολάου, = Τὰ μοναστήρια τῆς Κρήτης, ἑνότητα Φουρνῆς, Τόμ. Α΄. Ζερβογιάννη Νικολάου, = Ἱστορία τῆς Φουρνῆς, Φουρνή 1993. Παχυγιαννάκη Εὐαγγέλου, πρωτ/ρου, = Ὁ ἱερὸς κλῆρος τῆς ἐκκλησίας Κρήτης στὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821, Νεάπολη Κρήτης 1912. Πατεράκη Μιχαὴλ ᾿Εμμ. Πρωτ/ρου, = Ἀπὸ ὅλα τά βιβλία ποὺ ἔχουν γραφεῖ γιὰ τὴν περιοχὴ Φουρνῆς καὶ ἀποτελοῦν τὴ “Φουρνιώτικη βιβλιοθήκη”, τίτλους τῶν ὁποίων ἔχομε παραθέσει στὸ τέλος τῆς ἐργασίας. τοῦ αὐτοῦ, = “Συμβολὴ τοῦ μοναχισμοῦ στὴν ἐπαρχία Σητείας – Τὰ μοναστήρια τῆς περιοχής”, Σητεία 1989, (ἐργασία ἀνέκδοτη). τοῦ αὐτοῦ, = “Ἡ Φουρνὴ Μιραμπέλλου”, ἐκδ. Συλλόγου Φουρνιωτῶν καὶ φίλων Φουρνῆς. Περάκη Γεωργίου, = “Καστέλλι Φουρνῆς, τὸ χωριό μου…” Αὔγ. 1993. Σάθα Κωνσταντίνου Νικ., = Μεσαιωνικὴ βιβλιοθήκη Ι, σελ. 116-117. Διαλυνὰ Μιχαήλ, (Διαλυνομιχάλη) = ὁ Χασᾶν Πασσᾶς ἐν Μεραμβέλλω καὶ ἅλωσις τοῦ Σπηλαίου Μηλάτου¨, “ΑΠΑΝΤΑ” Τόμ. Α΄, σελ. 50, ἐν Χανίοις 1927. Σπίθα – Πιμπλὴ Δήμητρα, = ὁ Γιουζέππε Γκερόλα καὶ τὰ Μοναστήρια Μεραμπέλλου, ἐφημ. “Χανιώτικα Νέα”, 15.4.1993. Τσαμπαρλάκη Νικολ., = “του Ἀράπη ὁ Μύλος” ΔΡΗΡΟΣ, ἐτ. Β΄, 1939, σελ. 603. Σταυράκη Νικολ., = “Στατιστική τῆς Κρήτης”, Χανιὰ 1936, σελ. 82-95.


Ἀντωνοπούλου Εὐγενίου ἀρχιμ. = Ἡ ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Τριάδος Ἀρετίου Μιραμπέλλου Κρήτης. ( Νῦν Μητροπολίτου Ι.Μ. Ρεθύμνης – Αυλοποτάμου). Παρασκάκη Κων/νου, = Ἡ ἱερὰ Μονὴ Ἀρετίου σελ. 41-41. Ἡλιάκη Κων/νου, περ. “ΝΕΑΡΧΟΣ”, Τευχ. 11 Φεβρ. 1991. Παπαρηγοπούλου Κων/νου, = “Τὰ διδακτικώτερα πορίσματα τῆς ἱστορίας τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους” Ἀθῆναι, 1899, σελ. 488. Κασιμάτη Παναγιώτη, = “Ἱστορικὴ ἐκπαιδεύσεως” Αθῆναι 1953, σελ. 23 κ.ἑ.

ἐπισκόπησις

τῆς

ἐν

Κρήτη

Ψιλάκη Νικολ. = “Μοναστήρια καὶ ἐρημητήρια τῆς Κρήτης” τ. Α΄

Ἔγγραφα Α.ΔΗ.Λασιθίου, = ἀριθ. πρωτ. 108/27-2-1876 Α.ΔΗ.Λ. = ἀριθ. πρωτ. 114/2-3-1876 Α.ΔΗ.Λ. = ἀριθ. πρωτ. 115/25-6-1894 Α.ΔΗ.Λ. = ἀριθ. πρωτ. 78/8-12-1875 Α.ΔΗ.Λ. = ἀριθ. πρωτ. 355/10-12-1844 Α.ΔΗ.Λ. = ἀριθ. πρωτ. 49/8-3-1891 Α.ΔΗ.Λ. = ἀριθ. πρωτ. 65/21-3-1891 Α.ΔΗ.Λ. = ἀριθ. πρωτ. 102/18-4-1891 Α.ΔΗ.Λ. = ἀριθ. πρωτ. 113/14-10-1900 καὶ ὑπ’ ἀριθμ. 370/1-9-1888 Ἀρχεῖο Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πέτρας, ἀριθ. πρωτ. 96/4-2-1922. ᾿Αρχ. ῾Ι.Μ.Π 207/19-11-1923 Βλ. καὶ Μοναχολόγιο ῾Ι.Μ.Πέτρας. Δήλωση ἐνοριακῶν ἐπιτροπῶν Ἐπάνω καὶ Κάτω Χωριοῦ Φουρνῆς, Νεάπολη, 28 Σεπτ. 1895. Ἀφιέρωμα Ἐπισκόπου Πέτρας Δωροθέου, ὑπ’ ἀριθ. 27 Αὐγούστου 1846-48 (ἀρχεῖο τοῦ συγγραφέα).


Περιοδικὰ “ΜΥΣΩΝ” τόμ. 5/36, σελ. 15,28 καὶ 30 “ΔΡΗΡΟΣ” ἔτ. Β΄, 1939, σελ. 603 “ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΡΗΤΗ” Α΄ εὐρετήριο, σελ. 368 “ΑΜΑΛΘΕΙΑ” Λ.Ε.Ν.Λ. ἔτ. Ι, Ἰουλ. Σεπτ. 1979, τεύχ. 40 σελ. 257. “ΑΠΟΣΤ. ΤΙΤΟΣ” Δελτ. Ἐκκλ. Κρήτης, Ὀκτ.-Δεκ. 1983, τεύχ. ΚΓ΄ σελ. 1153 “ΑΠΟΣΤ. ΤΙΤΟΣ” Ἰανουαρ.-Μάρτ. 1980, τεύχ.Α΄, σελ. 17 Προφορικὴ παράδοση Νικόλαος Ζερβογιάννης Ἐμμανουὴλ Μαυροειδὴς (Σεισμάκης) Ὀλυμπία Μπέμπελη Μαρίκα ᾿Αμαργιώτου Ἐμμανουὴλ ᾿Αμαργιώτης π. Κων/νος Κανιτάκης Ἐμμανουὴλ Πατεράκης Ἐμμανουὴλ Χειράκης (Βασιλικὸς) Μιχαὴλ Χατζηγιάννης Ἱερεῖς: Γεώργ. Τυράκης καὶ Ἐμμαν. Γωνιωτάκης

Ἐπίμετρον Ὅπως ἤδη σημειώσαμε στὴν ἐργασία μας αὐτή, ὁ Ἰωακεὶμ Κλώντζας ἐφονεύθη ἔξω στὸ προαύλιο τῆς Ἐπισκοπῆς ἀπὸ τούς μαινόμενους Τουρκαλβανοὺς τοῦ Χουμεριάκου τὸ 1821 καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Ζαχαρίας ἐσφάγη στὸ Ἡράκλειο τὴ νύχτα τῆς 23-24 Ἰουνίου 1821 μαζὶ μὲ ἄλλους ἐπισκόπους. Χαρακτηριστικό εἶναι τό συμβὰν καὶ ἰδιαίτερα θλιβερό, τῆς θανατώσεως τὸ 1823 στὸ ἱστορικὸ σπήλαιο τῆς Μιλάτου 2000 καὶ πλέον γυναικοπαίδων καθὼς καὶ κληρικῶν ἀπὸ τὸ Χασᾶν Πασά. Ὁ πατριώτης ἱερέας τοῦ Ψυχροῦ Λασιθίου Φραγκιᾶς Καμπάνης ἐσφάγη ὡς ὑποκινητὴς τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 στὰ γόνατα τῆς συζύγου του! Ἀπὸ δὲ τὰ δύο παιδιά του ποὺ γλύτωσαν τὴ σφαγή, ὁ πρῶτος ὁ Ἀντώνης πρόσφερε πολλὰ στὸ ἔθνος ὥστε νὰ ὀνομαστεῖ ἐθνικὸς εὐεργέτης, ἐνῶ ὁ ἄλλος, ὁ Μανώλης, εἶχε ἐντελῶς διαφορετικὴ τύχη. Σύρθηκε διὰ τῆς βίας στὴ σκλαβιὰ τῶν Αἰγυπτιακῶν στρατοπέδων, ὅπου οἱ Τοῦρκοι γρήγορα διέγνωσαν τὶς ἱκανότητές του προάγοντάς τον σὲ στρατάρχη καὶ ὀνομάζοντάς τον τοῦ λοιποῦ Ἰσμαὴλ Φερὶκ Πασᾶ.


Ὅμως εἶναι ἀνεξάντλητο τό μαρτυρολόγιο τῶν θυμάτων τόσον αὐτῆς τῆς δεκαετίας –τῆς Αἰγυπτιακῆς κυριαρχίας, ὅσο καὶ τῆς πρώτης. Τὰ ἐγκλήματα τῶν Ὀθωμανῶν εἶναι τόσα ποὺ οὔτε ἀριθμοῦνται, οὔτε καὶ καταγράφονται. Ἀτέλειωτος ὁ κατάλογος τῶν φονευθέντων…! Τελειώνοντας τὸ θέμα μας, γενικά καί σχετικὰ μὲ τὴ συμβολὴ τοῦ Μοναχισμοῦ στὸ Ν. Λασιθίου καὶ ἐπαρχία Μιραμπέλλου, θὰ λέγαμε πὼς οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς καὶ προσφορᾶς τῶν μοναχῶν αὐτοὺς τοὺς χαλεποὺς καιροὺς ἦταν σκληρὲς καὶ ὁ Σταυρὸς ὅλο καὶ γινόταν πιὸ βαρύς. Οἱ ὀρθόδοξοι μοναχοί μας εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ὕψωσαν τὸ ἀδιαπὲραστο τεῖχος ἀνάμεσα στοὺς κάθε λογὴς κατακτητὲς (Ἄραβες, Βενετούς, Τούρκους), διαφυλάσσοντες ἔτσι παράλληλα καὶ τὴν ἐθνικὴ συνείδηση τοῦ Ὀρθόδοξου πληρώματος τῆς ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Ὁ τουρκικὸς κίνδυνος ποὺ ἄρχισε νὰ φαίνεται ἀπειλητικὰ στὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰ. ἔδωσε τὸ ἔναυσμα μιᾶς ἐκκρηκτικῆς μοναστηριακῆς οἰκοδόμησης, ἀνασύστασης καὶ ἀνακαίνισης τῶν ῾Ι. Μονῶν παντοῦ, μὲ πρωτεργάτες τοὺς μοναχούς. Οἱ περιπτώσεις ἐκείνων ποὺ ἴσως μὲ τὴν προκλητική των στάση προσέβαλαν ἑαυτοὺς καὶ τὸ μοναχικό ἰδεῶδες, ποὺ ὅμως δὲν σκιάζει τὸ καθόλου ἀξιόλογο ἔργο τους, πνευματικό καί κοινωνικό, εἶναι ἐλάχιστες. Στὸ σημεῖο αὐτὸ θεωροῦμε σκόπιμο νὰ ὑπενθυμίσουμε τὴν ἰδιαιτερότητα εἰδικά τῆς Βενετικῆς περιόδου μαρτυρουμένης ἀπὸ ὅλους τους ἐρευνητές, οἱ ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ θέμα αὐτό, τῆς πληθώρας δηλ. προσελεύσεως στὶς τάξεις τῶν μοναχῶν καὶ ὑπερπληρώσεως τῶν ὀρθοδόξων μοναστηριῶν, ὥστε νὰ ἐξηγεῖται κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἡ τόση “ἀγάπη” πρὸς τὸν μοναχισμὸ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἀπὸ σκοπιμότητα ἔταξαν “ἑαυτούς” στὴν ὑπηρεσία τῆς μοναχικῆς πολιτείας. (Βασίλ. Ψιλάκις. ἱστορ. τῆς Κρήτης Τόμ. Β΄, σελ. 31). Παρ’ ὅλα ὅμως αὐτὰ τὰ λυπηρὰ γεγονότα, τὸ λαμπρὸ παράδειγμα ἀπόμεινε στοὺς Πατέρες τῶν Ι. Μονῶν , ὄχι μόνο ὁλοκλήρου του νησιοῦ μας ἀλλὰ καὶ τοῦ περιορισμένου γεωγραφικὰ μικροῦ χώρου μας, οἱ ὁποῖοι ἔμειναν πιστοὶ κοντὰ στὴν ὀρθοδοξία ὅπου ἐτάχθησαν. Ποτὲ δὲν ἔχασαν τὸ θάρρος τους καὶ δὲν ἐγκατέλειψαν τὰ μοναστήρια γιὰ νὰ σώσουν ἑαυτούς. Μὲ γνώση ὅτι τὸ Ἑνετικὸ στοιχεῖο καὶ ἀργότερα τὸ Μουσουλμανικὸ μίσος ἐστρέφετο ἐπάνω τους καὶ μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι αὐτοὶ πρῶτοι θὰ ἐπλήττοντο, παρέμειναν πιστοὶ στὶς ἐπάλξεις τοῦ καθήκοντος. ἐνθάρρυναν ὅλους καὶ διασκόρπιζαν τὴν ἀπογοήτευση τῶν πιστῶν τῆς ἐπαρχίας, ἐμπνέοντάς τους τὴν ἐλπίδα γιὰ ἕνα καλύτερο αὔριο. Καὶ χάραξαν τέτοιες σελίδες ποὺ θὰ τιμοῦσαν ὁποιονδήποτε κλῆρο, ἀφήνο-ντας παράδειγμα βροντόφωνο στοὺς ἐπερχόμενους.


Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ συνάντησαν κολακεῖες ἀπὸ τὸν κατακτητή, ἀπατηλὲς ὑποσχέσεις, ἀπειλὲς καὶ ἀρκετὲς φορὲς αἰσθάνθηκαν τὸ βρόχο νὰ αἰωρεῖται πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια των. Σημαιοφόροι ἀπτόητοι τῆς θρησκευτικῆς καὶ ἐθνικῆς ἰδεολογίας, ἀγωνίσθηκαν παρὰ τὴ φτώχεια στὴν πρώτη γραμμὴ καὶ κατέδειξαν τὴ διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ Κρητικοῦ μοναχοῦ καὶ ἀλλόπιστου Τούρκου. Καὶ πόσο πλανήθηκαν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν σφυγμομέτρησαν κατάλληλα αὐτὸ τὸν παλμὸ ποὺ χτυποῦσε στὴν καρδιά τους, ἀποδίδοντες σ’ αὐτοὺς διαθέσεις, τάσεις καὶ πράξεις χαρακτηριστικὲς γιὰ ἄλλους. Ἡ περίοδος αὐτὴ ἦταν σκοτεινή, παρ’ ὅλα αὐτά ὅμως ἐπέδειξαν λαμπρὰ διαγωγὴ καὶ δράση, τιμώντας τοὺς ἑαυτούς των, τὴν ἐκκλησία καὶ τὸ μοναχικὸ ἰδεῶδες. Αὐτὸ ἄλλωστε ἀποδεικνύει ὁ πραγματικὸς ἡρωισμὸς τὸν ὁποῖο ἐπέδειξαν κατά καιροὺς οἱ ἡγούμενοι διαφόρων ῾Ι.Μονῶν, (ὅπως Τοπλοῦ, Καψᾶ, Ἀρκαδίου, Ἀγκαράθου, Ἐπανωσήφη, Σαββατιανῶν, Πρέβελη, Τζαγκαρόλων, Χαλέπας, Ἀρετίου) καὶ πολλῶν ἄλλων Ἱερῶν Μονῶν, εὔκολα καταλήγει κανεὶς στὸ συμπέρασμα ποιὰ ὑπῆρξε ἡ καθόλου δράση τοῦ κρητικοῦ μοναχισμοῦ, καθὼς καὶ τῆς ἐπαρχίας μας καὶ μόνο αὐτοὶ ποὺ δέν γνώρισαν τὴν προσφορὰ τῶν μοναχῶν πρὸς τὸ ἔθνος καὶ τῆς ἐκκλησίας φυσικὰ καθὼς καὶ τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια, ὅτι ἡ ἑνότητα τοῦ ἔθνους ἐξασφαλιζόταν κατὰ τὴ σκοτεινή της δουλείας περίοδο διὰ τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησίας, μόνο αὐτοί, προσφέροντες ἀρνητικὴ ὑπηρεσία, δικαιολογοῦνται νὰ μιλοῦν καὶ νὰ γράφουν κατὰ τῆς συμβολῆς τοῦ Μοναχισμοῦ.


Άννα Ι. Στραταριδάκη-Κυλάφη Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης

Επιμενίδης ο Κρης: μια ετυμολογική προσέγγιση του ονόματός του

Για τη ζωή και τη δράση του Επιμενίδη από την Κρήτη έχουν διασωθεί ποικίλες παραδόσεις. Τόπος καταγωγής του θεωρείται η Κνωσσός, αν και για τον Πλούταρχο γενέτειρά του υπήρξε η Φαιστός, 210 ενώ πιστεύεται ότι έζησε γύρω στον 6ο αιώνα π.Χ. 211 Ο Επιμενίδης θεωρούνταν στην εποχή του άνθρωπος με ιδιαίτερα χαρίσματα. Θεωρούνταν σοφώτατος και, κατά τον Πλάτωνα, ἀνὴρθεῖος, 212 ενώ οι Κρήτες προσέφεραν σε αυτόν θυσίες, ωσάν να επρόκειτο για θεό.213 Ήταν ιερέας του Δία και της Ρέας, 214 ενώ ως καθαρτής είχε προσκληθεί στην Αθήνα, για να την εξαγνίσει από το Κυλώνειον Ἄγος. 215 Ωστόσο, σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, ο Επιμενίδης φέρεται να κοιμήθηκε για πολλά χρόνια, ενώ πιστευόταν ότι ο πολυετής ύπνος του λειτούργησε σαν δάσκαλος που τον δίδαξε θεία πράγματα. 216 Στην παρούσα εργασία θα παραπέμψομε σε φιλολογικές μαρτυρίες για τον Επιμενίδη, οι οποίες συχνά είναι μυθολογικού περιεχομένου, καθώς δεν υπάρχουν αδιαμφισβήτητα βιογραφικά δεδομένα. Η υπόθεση που διατυπώνομε εδώ είναι ότι το όνομα ‘Επιμενίδης’ φαίνεται να υποδηλώνει ότι ο κάτοχός του έφερε την ιδιότητα του μάντη. Για τον σκοπό αυτό, θα στηριχθούμε αφενός στο οικογενειακό υπόβαθρο του Επιμενίδη και αφετέρου στον ρόλο που διαδραμάτισε ο ίδιος στη ζωή του. Αναφορικά και με τους δυο αυτούς λόγους, ο Επιμενίδης φαίνεται Πλουτάρχου Σόλων 12.4. Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης δέχονται ότι ο Επιμενίδης υπήρξε ιστορικό πρόσωπο. Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει δύο άλλους άνδρες με το ίδιο όνομα: Γεγονέναι δὲ καὶ Ἐπιμενίδαι ἄλλοι δύο, ὅ τε γενεαλόγος, καὶ τρίτος ὁ Δωρίδι γεγραφὼς Περὶ Ρόδου (1.115). Στο παρόν άρθρο μελετούμε τον Κρήτα Επιμενίδη. 212Νόμοι 1.642D. 213Διογένης Λαέρτιος 1.114.Κρῆτεςαυτῷθύουσινὡςθεῷ. 214Schol. Clem. Al. Protr. p.305,3Stӓhlin. 215Αριστοτ. Αθηναίων Πολιτεία 1. 216F. Jacoby, Die Fragmente der Griechischen Historiker III B (Leiden: E.J. Brill, 1964), No 457 T4(f): Ders. Ebd. 38 p. 439: δεινὸς [τὰ θεῖα],…ταῦτα οὐ μαθών, ἀλλ’ ὕπνον αὐτῷ διηγεῖτο μακρὸν καὶ ὄνειρον διδάσκαλον. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Σόλ. 12.7), ο Επιμενίδης ήταν σοφὸς περὶ τὰ θεῖα τὴν ἐνθουσιαστικὴν καὶ τελεστικὴν σοφίαν. 210 211


ότι συνδεόταν με τη λατρεία του Κρηταγενούς Δία· σχετικά με τον πρώτο, υποθέτομε ότι ο Επιμενίδης συνδέεται μέσω της μητέρας του με τη λατρεία της βλάστησης στην Κρήτη, λατρεία που ήταν συνυφασμένη με τον Κρηταγενή Δία, όπως θα δούμε αναλυτικά παρακάτω. Ως προς τον δεύτερο λόγο, θεωρούμε ότι ο ίδιος ο Επιμενίδης διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στη λατρεία του θεού αυτού, κυρίως λόγω της συμμετοχής των εφήβων της Κρήτης. Συγκεκριμένα, η εν λόγω λατρεία συνιστούσε μια αναγκαία για τους εφήβους διαδικασία μύησης, πριν εισέλθουν στο σώμα των πολιτών. Εδώ, η συμβολή του Επιμενίδη ήταν καθοριστική ως εκπαιδευτή και ως μύστη των νέων της Κρήτης. Με άλλα λόγια, η συμμετοχή των νέων στη συγκεκριμένη λατρεία συνιστούσε μέρος της αγωγής, δηλαδή της υποχρεωτικής εκπαίδευσής τους. Στην παρούσα μελέτη θα επιχειρήσομε να στηρίξομε τις δύο αυτές θέσεις. Το όνομα ‘Επιμενίδης’ μπορεί να αναλυθεί λεξικολογικά στα λεξήματα επι-, μεν- και -ιδης. Το λέξημα μεν- ενδέχεται να συνδέεται με την Ινδο-ευρωπαϊκή ρίζα *men, η οποία δηλώνει μια ψυχική κατάσταση και είναι σημασιολογικά συγγενής με τις λέξεις μαίνομαι, μάντις, μέμονα, μένος, μιμνήσκω, μοῦσα. 217 Η ρίζα *menέχει σημασιολογική σχέση με τις ελληνικές ρίζες μεν- και μαν-. 218 Έτσι, η ρίζα μεν- απαντάται στη λέξη μένος, ενώ η ρίζα μαν- στη λέξη μαίνομαι (μαν-[ρίζα αορίστου]-ιομαι)>μανία>μάντις. Επειδή οι ρίζες μεν- και μαν- ανήκουν σημασιολογικά στην Ινδο-ευρωπαϊκή ρίζα *men, η -μεν- στη λέξη ‘Επιμενίδης’ μπορεί να υποδηλώνει ψυχικές καταστάσεις, όπως οργή ή πάθος, οι οποίες είναι σημασιολογικά συγγενείς με τη μανία, ή ακόμη μπορεί να υποδηλώνει και τη μαντική γνώση ή έμπνευση. Η δεύτερη σημασία απαντάται στον Ηρόδοτο 219 και εμπεριέχει την έννοια της μαντικής δύναμης που επιδείκνυαν οι μάντεις με προφητείες, 220 αφού Για τα λεξήματα αυτά, βλ. P. Chantraine, Dictionnaire Etymologique de la Langue Grecque (Paris, 1984), 658, 665, 685, 702-3, 716. H. Frisk, Griechisches EtymologischesWörterbuch, II. Band (Heidelberg, 1973), 160, 172, 206, 208. 218Σύμφωνα με τον H.W. Smyth, Greek Grammar, revised by G.M. Messing (Cambridge, Mass., 1976), 15 §§35, 36, “the qualitative language gradation allows for an interchange among different vowels…in the same root or suffix” [η διαβάθμιση της ποιοτικής μεταβολής επιτρέπει την εναλλαγή διαφορετικών φωνηέντων…στην ίδια ρίζα ή κατάληξη]. Στην προκειμένη περίπτωση η μεταβολή εμφανίζεται στο ε στη ρίζα μενκαι στο α στη ρίζα μαν- . 219 4.79: ὑπὸ τοῦ θεοῦ μαίνεται. Βλ. Και Liddell, Scott & Jones, A Greek-English Lexicon (Oxford, 1996), μαίνομαι, “to be inspired by…, driven mad by”. 220Βλ. Oxford Latin Dictionary, ρήμα ‘divino’. Η λέξη ‘προφήτης’ (Liddell, Scott & Jones, A Greek-English Lexicon,ό.π., λήμ. 3 και 4) είναι“an interpreter of the utterrances of μάντις”, “a possessor of oracular powers,…of Epimenides. ”Βλ. Και Oxford Latin Dictionary, λήμμα propheta, “a spokesman or interpreter of a god”. Βλ. Και την εξαιρετική ανάλυση των 217


προηγουμένως είχαν καταληφθεί από μια θεότητα. Συνεπώς, η ρίζα μεν- στο όνομα ‘Επιμενίδης’ φαίνεται ότι περικλείει την έννοια του μάντη, την οποία φέρεται να κατείχε ο Επιμενίδης (προγνωστικότατος), 221 ο οποίος επίσης θεωρούνταν κύριος της ενθουσιαστικής σοφίας, 222 δηλαδή κάτοχος της μαντικής τέχνης. Η αρχαία ελληνική Γραμματεία περιλαμβάνει κύρια ονόματα, τα οποία συνδέονται ετυμολογικά με τη ρίζα -μεν- και ιδιαίτερα με τη λέξη μένος. Τέτοια ονόματα είναι τα: Ευμένης, Κλεομένης, Επιμένης. 223 Ωστόσο, η ερμηνεία που εισηγούνται οι W. Papeκαι G. Benseler 224 για το όνομα ‘Επιμενίδης’ συνδέεται με ιδιότητες που φέρει ο κάτοχος του ονόματος, όπως σταθερότητα ή επιμονή, ιδιαίτερα σε μια ασυνήθη διανοητική κατάσταση, όπως είναι η έμπνευση η σχετική με τη μαντική γνώση. 225 Η πρόθεση επι- στο ‘Επιμενίδης’ μπορεί να δηλώνει την αφοσίωση στη μαντική τέχνη εκείνου που φέρει το όνομα, ώστε να την ασκεί σε τέλειο βαθμό. 226 Με άλλα λόγια, η επι- στο εν λόγω όνομα μπορεί να προβάλλει εμφατικά τη βαθιά γνώση στην τέχνη της μαντικής. 227 Η κατάληξη -ιδης γενικά ανήκει στα πατρωνυμικά που αναφέρονται στον γιο ή τη θυγατέρα κάποιου και ο οποίος δηλώνεται από το ουσιαστικό που συνοδεύει η κατάληξη -ιδης. 228 Το επίθημα -ιδης στη λέξη ‘Επιμενίδης’ μπορεί να αναφέρεται στον απόγονο της όρων ‘μάντις’και ‘προφήτης’,στο:G. Nagy, “Ancient Greek Poetry, Prophecy, and Concepts of Theory”, στο: Poetry and Prophecy: The Beginnings of a Literary Tradition, επιμ. J. Kugel (Ithaca, 1990), 56-64. Βλ. και G. Nagy, Pindar’s Homer: The Lyric Possession of an Epic Past (Baltimore, 1990), 162-3· W. Burkert, Greek Religion (Cambridge, Mass., 1985), 112. 221Διογένης Λαέρτιος, 1.114. 222Πλουτάρχου Σόλων 12.4. 223Τέτοια ονόματα, σύμφωνα με τους W. Pape και G. Benseler (Wörterbuch der Griechischen Eigennamen (Graz, 1959)), σχηματίζονται από το μένος που ακολουθεί ένα πρόθεμα, όπως τα ευ-, κλεο-, επι-, και σημαίνουν τη μεγάλη επιθυμία κάποιου για ό,τι καθορίζει το πρόθεμα. 224Βλ. λήμμα, στο W. Pape και G. Benseler, ό.π. 225Ο J. Pokorny (Indogermanisches Etymologisches Wörterbuch, I.Band (Bern&München, 1959)), προτείνει μια πιθανή ταύτιση της ρίζας 3.men- ‘denken’ και 5.men ‘bleiben’. Αν όντως ταυτίζονται, τότε η men στο ‘Επιμενίδης’ μπορεί να προέρχεται από το ‘μένω’ ή ‘επιμένω’. Βλ. επίσης και Liddell, Scott & Jones, λήμμα ‘μένω’· ‘επιμένω’. 226Ο Επιμενίδης με την ιδιότητα του καθαρτή και μάντη είχε κληθεί από την Κρήτη στην Αθήνα, για να εξαγνίσει την πόλη από το Κυλώνειον άγος (Αριστοτέλους Αθηναίων Πολιτεία 1). 227Βλ. Λεξικό Liddell, Scott & Jones, A Greek-English Lexicon (Oxford, 1996), λήμμα ‘επί’ ΙΙΙ.2. 228Smyth, Greek Grammar, ό.π., 233-4. Βλ. και Α.Α. Τζάρτζανου, Γραμματική της αρχαίας ελληνικής γλώσσης (Αθήνα: ΟΕΔΒ, 1968), σ. 153 §270.6.


‘μανίας’, 229 η οποία είναι σημασιολογικά συγγενής με τη ρίζα *men. 230 Συνεπώς, η κατάληξη -ιδης, που ακολουθεί τη ρίζα μεν- και η οποία εμπεριέχει τη σημασία του ‘μάντη’, αναφέρεται στο πρόσωπο που ασκεί τη μαντική τέχνη. Το όνομα του Επιμενίδη μπορεί να αναφέρεται ακόμη στην καταγωγή του από τη μητέρα του, η οποία επίσης είναι συνδεδεμένη με τη μαντική. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι αρχαίες πηγές που μιλούν για τη μητέρα του Επιμενίδη αναφέρονται στη Βλάστη, μια νύμφη,231 η οποία μαζί με τις Μούσες συγκαταλεγόταν ανάμεσα στις πρωταρχικές δυνάμεις της μαντικής. 232 Στην Κρήτη λατρευόταν ένας θεός της βλάστησης ήδη από τη μινωική εποχή και αυτή την παράδοση πολύ πιθανόν να διέδωσε ο ίδιος ο Επιμενίδης στην αρχαϊκή περίοδο. Η μητέρα του, η Βλάστη (δωρικός τύπος ‘Βλάστα’) ή Βλάτη, θεωρείται ότι ανήκει στις τοπικές θεότητες της βλάστησης. 233 Ειδικότερα, το όνομα ‘Βλάστη’, όπως μαρτυρεί η ετυμολοΕδώ το επίθημα –ιδης ανακλά ακριβώς τον κάτοχο της σημασίας που περιέχεται στη ρίζα μεν-. Αυτό ισχύει επίσης σε περιπτώσεις όπως κλεπτίδης, μισθαρχίδης, κλπ. Βλ. R. Kühner & F. Blass, Ausführlische Grammatik der Griechischen Sprache, II. Band (Hannover, 1978), 283 §330.9e· Smyth, Greek Grammar, 234 §846d. 230Βλ. παραπάνω, σημ. 9. 231Βλ. Λεξικό Σούδα, λήμμα ‘Επιμενίδης’· Πλουτάρχου Σόλων12.4. Η μνεία του Πλουτάρχου για τη μητέρα του Επιμενίδη ως νύμφη θα πρέπει να ερμηνευθεί σαν μια συμβολική αναφορά στην «παρουσία» μιας Μούσας στο όνειρο του Επιμενίδη, το οποίο του παρείχε το δώρο της μαντικής. Για τον ρόλο των Μουσών ως «guarantors of prophetic powers to tell the future”, βλ. Nagy, “Ancient Greek Poetry”, σ. 59, στην παραπάνω σημ. 11. 232Scholia in Aristophanem, Scholia in Pacem, στ. 1070, 1: αἱ ἔφοροι τῆς μαντικῆς νύμφαι. Βλ. και Ι. Κακριδής, Ελληνική Μυθολογία 2 (Αθήνα, 1986), 283-4. Σύμφωνα με τον Nagy (“Ancient Greek Poetry”, σ. 61), “the form Mousa may well be derived by the same root *men- as in mania”. Συνεπώς, είναι εύκολο να συμπεράνει κανείς τη σημασιολογική σχέση μεταξύ των λέξεων ‘μάντις’ και ‘μούσα’. Οι πηγές αναφέρονται στις Μούσες ως σχετικές με τη μαντική τέχνη: Ησιόδου Θεογονία 31-32: …ἐνέπνευσαν δέ μοι αὐδὴν / θέσπιν, ἵνα κλείοιμι τά τ’ ἐσσόμενα πρό τ’ ἐόντα… Βλ. και Πλουτάρχου De Pythiae oraculis 402D: τὰς δὲ Μούσας ἱδρύσαντο παρέδρους τῆς μαντικῆς… Όπως μαρτυρούν οι πηγές (βλ. παραπάνω σημ. 7), ο Επιμενίδης διδάχθηκε τη μαντική μέσω ονείρου. 233Βλ. Λεξικό Σούδα, λήμμα ‘Επιμενίδης’· Πλουτάρχου Σόλων 12.4. Αν δεχθούμε ότι προελληνικές βλαστικές θεότητες προέρχονταν από την Ανατολή, π.χ., τις Σημιτικές περιοχές (βλ. Th. Poliakov, “The Nymph Balte, Mother of Epimenides”, Rheinisches Museum 130 (1987): 410-12), υποθέτομε ότι το αρχικό όνομα ήταν Ba’alath ή Βααλτίς στα ελληνικά (βλ. Poliakov, 411)· στη συνέχεια, ο τύπος Βααλτ[ις] γίνεται Βαλτ[ις] (κατόπιν συναιρέσεων φωνηέντων, δηλ. α+α=ᾱ· βλ. σχετικά στο Smyth, Greek Grammar, §59) ή ο τύπος Βαλτ[η] γίνεται Βλατ[η] (μετάθεση μεταξύ α+λα που γίνονται λα· Smyth,Greek Grammar, §128). Ίσως στον τύπο Βλατ[η] οι Έλληνες πρόσθεσαν το σ, για να αποδώσουν την έννοια της ‘βλάστησης’ στα ελληνικά ταυτίζοντας τον λεξιλογικό με τον σημασιολογικό τύπο (ο τύπος ‘Βλάστη’ συνδέεται ετυμολογικά με το ρήμα ‘βλαστάνω’)· βλ. Chantraine, Dictionnaire Étymologique, λήμμα ‘βλαστάνω’. 229


γία του, παραπέμπει στη βλάστηση, δηλαδή τη γονιμότητα της γης, η οποία είχε θεοποιηθεί ως Μητέρα Γη και λατρευόταν από τα πανάρχαια χρόνια. Στην Κρήτη η βλάστηση συμβολιζόταν με το θείο ζεύγος αποτελούμενο από τη Μητέρα θεά και τον γιο της, ένα νεαρό βλαστικό θεό, που ακολουθώντας τον ετήσιο κύκλο της φθοράς και της αναγέννησης της φύσης γεννιόταν, πέθαινε και πάλι γεννιόταν κάθε έτος. Αναπαριστώντας την ένωση των θεών για τον εορτασμό της βλάστησης οι αρχαίοι μετείχαν στην ετήσια τελετουργική πράξη του ιερού γάμου. Ο M.P. Nilsson παρατηρεί ότι μέρος των τελετουργιών που συνοδεύουν τις ανατολικές θρησκείες της Μεγάλης Μητέρας είναι ο ιερός γάμος, ο οποίος στα έπη του Ομήρου αναφέρεται στον μύθο της Δήμητρας και του Ιασίωνα στην Κρήτη· η τελετουργία που συνοδεύει τον μύθο, σύμφωνα με τον Nilsson, στοχεύει στην προαγωγή της γονιμότητας της Φύσης και ιδιαίτερα των αγρών, όμως η απλή τελετουργία εξελίχθηκε σε πιο σύνθετη μέσω της ιδέας της φθοράς και της αναγέννησης της Φύσης και ειδικότερα της βλάστησης. Η ιδέα αυτή, πάντα κατά τον Nilsson, υλοποιήθηκε με την παρουσία ενός θεού που πεθαίνει και αναγεννάται και που χωρίζεται αλλά και επανενώνεται με τη θεά της γονιμότητας της Φύσης. Όμως, ο θεός αυτός κατέχει δευτερεύουσα θέση σε σχέση με τη Μεγάλη Μητέρα. 234 Στην κρητική εκδοχή του ιερού γάμου που έχει καταγραφεί από τον Κνώσσιο ιστορικό Πετελλίδα, όπως μας έχει παραδοθεί από κάποιο Υγίνο, 235 οι ενεργές βλαστικές δυνάμεις είναι η Δήμητρα, δηλαδή η Μητέρα Γη ή Μεγάλη Μητέρα, και ο Ιασίων, ένας από τους Ιδαίους Δακτύλους ή Κουρήτες. Οι Κουρήτες θεωρούνταν από τους Κρήτες οι πρώτοι που έφεραν τον πολιτισμό στην Κρήτη, καθώς και εκείνοι που ήταν υπεύθυνοι για την ανατροφή του Δία. 236 Τον ρόλο των Κουρήτων να εισαγάγουν τους Κρήτες στον πολιτισμό διαδραματίζει συμβολικά ο Επιμενίδης, ο οποίος αναλαμβάνει τη μύηση των Κρητών εφήβων, προκειμένου να περάσουν από την εφηβεία στην ενηλικίωση. Ο Επιμενίδης αντλεί την ικανότητά του και τη μυητική Minoan-Mycenaean Religion (New York, 1971), σ. 403. Βλ. και R.F. Willetts, Cretan Cults and Festivals (London, 1962), σ. 148, J.E. Harrison, Prolegomena to the Study of Greek Religion (New York, 1955), σ. 564. 235Ο Υγίνος, άγνωστης ταυτότητας συγγραφέας, έγραψε μια μυθογραφία με τίτλο De Astronomia. Για τον Πετελλίδα, βλ. F. Jacoby, Die Fragmente der Griechischen Historiker IIIB (Leiden: E.J. Brill, 1964) No. 464 και πιο πρόσφατα Strataridaki, Anna. "Petellidas (464)." Brill’s New Jacoby. Editor in Chief: Ian Worthington (University of Missouri). Brill Online, 2015. Reference. University of Crete. 16 January 2015 <http://referenceworks.brillonline.com/entries/brill-s-new-jacoby/petellidas-464-a464> 236Διόδωρος Σικ. 5.65.2-4. 234


γνώση από τη μητέρα του, τη Βλάστη, η οποία όπως και οι νύμφες γενικά θεωρούνται αφενός προστάτιδες της μαντικής και αφετέρου κουροτρόφοι του Κρηταγενούς Δία και πιο συγκεκριμένα του Δικταίου Δία. 237 Κατά συνέπεια, ο ρόλος του Επιμενίδη ως μάντη και ιερέα του Δικταίου Δία238 συνάδει με την επωνυμία που του δόθηκε από τους Κρήτες ως νέος Κούρης. 239 Με αυτή την επωνυμία και μέσω του ονόματος της μητέρας του ο Επιμενίδης συνδέεται στενά με τη λατρεία του ιερού γάμου. Ο ετήσιος κύκλος γέννηση-θάνατος-αναγέννηση του Δικταίου Δία, καθώς και άλλων βλαστικών θεοτήτων, μπορεί να αντιστοιχεί στον κύκλο ζωής των ανθρώπων που διέρχονται από το ένα στάδιο της ζωής στο επόμενο. 240 Ο ιερέας του Δία συμβολικά ηγείται των εφηβικών τελετουργιών που θεωρούνται από τον J.-P. Vernant ως ένα μεταβατικό χρονικό στάδιο μεταξύ παιδικής και ανδρικής ηλικίας. 241 Και όπως ακριβώς οι Κουρήτες πιστεύονταν ότι προστάτευαν τον νεογέννητο Δία, έτσι και ο Επιμενίδης θεωρούνταν ότι θα καθοδηγούσε (μέσω μύησης)

Οι νύμφες Ίδη και Αμάλθεια έτρεφαν τον Δία ως βρέφος: Διόδωρος Σικ. 5.70. Ο Κρηταγενής Ζευς, σύμφωνα με μια παράδοση (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη 1.1.6-7), πιστευόταν ότι γεννήθηκε στο όρος Δίκτη της Κρήτης, από όπου και το επίθετο ‘Δικταίος’. Ο M.L. West στο άρθρο του “The Dictaean Hymnto the Kouros”, Journal of Hellenic Studies 85 (1965), σ. 149-159, αναλύει και σχολιάζει τον ύμνο προς τον Δικταίο Δία που βρέθηκε σε ιερό του Διός στο Παλαίκαστρο της Σητείας. Τον Δικταίο Δία επικαλούνταν οι πιστοί ως Μέγιστο Κούρο. 238Η αφοσίωση του Επιμενίδη σε ένα νεαρό θεό μπορεί συμβολικά να ανακλά την επιθυμία του να παραμείνει νέος στην ηλικία και κατ’ επέκτασιν την προσήλωσή του στους νέους, τους εφήβους. Πρβλ. G.L. Huxley, Greek Epic Poetry from Eumelos to Panyassis (London, 1969), σ. 83. 239Ο Πλούταρχος (Σόλων 12.4) αναφέρει το όνομα της νύμφης μαζί με την επωνυμία «νέος Κούρης» που δόθηκε στον γιο της από τους ανθρώπους της εποχής του. Βλ. και Διογένης Λαέρτιος 1.115. Σύμφωνα με την παράδοση, οι Κουρήτες φρουρούσαν τον μικρό Δία, ο οποίος θα μεγάλωνε και βαθμηδόν θα πέθαινε. Οι νύμφες συχνά ονομάζονταν Κούραι (Ομήρ. Οδύσσεια. 7.122· Ησιόδ. Θεογονία 25-26· Πινδάρ. Πυθιόνικοι 3.78) και θεωρούνταν τα θηλυκά πανομοιότυπα των Κουρήτων (Κακριδής, Μυθολογία, σ. 284, 302). Βλ. West, “Dictaean Hymn”, σ. 149-159. Σύμφωνα με τον Κακριδή (Μυθολογία, σ. 283-284), οι Κούραι-Νύμφες συνόδευαν την Κόρη-Περσεφόνη, η οποία ως θηλυκή βλαστική θεότητα διατήρησε τις ιδιότητες των βλαστικών θεοτήτων, δηλ. να πεθαίνει και να αναγεννάται ετησίως. Για την επωνυμία νέος Κούρης, βλ. και παραπάνω σημ. 4. 240Βλ. το κλασικό έργο τουA. Van Gennep, The Rites of Passage, μετάφρ. M.B. Vizedom & G.L. Caffee (London, 1977). 241 J.-P. Vernant, Mortals and Immortals: Collected Essays, ed. F.I. Zeitlin (Princeton, 1991), σ. 229-232.Ο συγγραφέας εδώ παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα ανάλυση για την Άρτεμη Κουροτρόφο, η οποία θεωρείται ότι ελέγχει τα στάδια μετάβασης από τη μια ηλικιακή φάση στην επόμενη και επομένως εξουσιάζει και το μεταβατικό στάδιο των νέων της Σπάρτης πριν αυτοί εισέλθουν στην τάξη των ανδρών. 237


στη λατρεία του Δικταίου Δία -του μέγιστου Κούρου 242- τους νέους της Κρήτης, οι οποίοι κυριολεκτικά ήταν κουρήτες, δηλαδή, έφηβοι. 243 Συνεπώς, ο Επιμενίδης ως νέος Κούρης επιβλέπει τις τελετές μύησης των Κρητών νέων, καθώς διανύουν το στάδιο της εφηβείας κατά την αγωγή τους. Αυτή η μεταβατική περίοδος περιλαμβάνει όλες τις απαραίτητες δοκιμασίες των Κρητών εφήβων, οι οποίες θα τους επιτρέψουν να ενσωματωθούν στον κόσμο των ώριμων ανδρών, 244 ώστε να είναι έτοιμοι να αναλάβουν τις νέες υποχρεώσεις του κυνηγιού, της γεωργίας, της μελισσοκομίας και της αρμονικής συμβίωσης μεταξύ τους· και όλες αυτές οι υποχρεώσεις ανακλούν δραστηριότητες πολιτισμού. 245 Ο Επιμενίδης θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αντιπροσω-πεύει τον Έτερο, τον Άλλο, 246 ο οποίος μεσολαβεί μέσω τελετουργιών-δοκιμασιών που υφίστανται οι νέοι της Κρήτης, ώστε αυτοί να περάσουν από τη μεταβατική φάση της εφηβείας στον ώριμο, πολιτισμένο και νομοκρατούμενο κόσμο των ανδρών. 247 Βλ. παραπάνω σημ. 28. West, “Dictaean Hymn”, σ. 19-159. Στο άρθρο του “A Cretan Hymn” στο έργο On Greek Margins (Oxford, 1970), σ. 182-198, ο C.M. Bowra παρέχει μια εξαιρετική ανάλυση των φυσικών και κοινωνικών προεκτάσεων του όρου «κούρος» και της σύνδεσής του με τον βλαστικό θεό, καθώς και με την κρητική κοινωνία. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η διάκριση μεταξύ του Κρηταγενούς Δία και του Δικταίου Δία θα πρέπει να τονισθεί εδώ· το δεύτερο επίθετο, δηλαδή Δικταίος, είναι καταλληλότερο να αναφέρεται στον βλαστικό θεό, καθώς το επίθετο ‘Δικταίος’ αναφέρεται στον αγένειο, νεαρό Δία (σ. 186). Ο Επιμενίδης φέρεται να ήταν ο ιερέας του Δικταίου Δία. Σχετικά, βλ. Maxim. Tyr. Diss. 10 p. 110: ἡμέρας ἐν Δικταίου Διὸς τῷ ἄντρῳ κείμενος ὕπνῳ βαθεῖ ἔτη συχνά… Επιπλέον, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο μύθος των Κουρήτων προέρχεται από την κρητική Θεογονία (Διοδ. Σικ. 5.80 και 5.64-65) και μπορεί να ανακλά τελετές μύησης (Κακριδής, Μυθολογία, σ. 300). 244Οι πληροφορίες μας για την αγωγή των νέων της Κρήτης προέρχονται κυρίως από τον ιστορικό ΄Εφορο, για το έργο του οποίου μαθαίνομε από τον Στράβωνα ( Γεωγραφ. 10.4.20). Από την άλλη πλευρά, ο Κρητικός ιστορικός Δωσιάδας (Jacoby, Die Fragmenteder Griechischen Historiker IIIB,No. 458 F2) και ο ιστορικός Πυργίων (Jacoby, Die Fragmenteder Griechischen Historiker IIIB,No. 467F1), οι οποίοι έχουν γράψει για την ιστορία της Κρήτης, αναφέρουν την παρουσία παιδιών στα συσσίτια, δηλαδή τα κοινά γεύματα των πατέρων τους. Όμως, όπως αποκαλύπτουν οι Κρητογράφοι, η συμμετοχή αυτή των παιδιών στα συσσίτια (τους επιτρεπόταν μόνο να κάθονται κοντά στους πατέρες τους, να τρώνε μικρή ποσότητα φαγητού και να ακούν τις συζητήσεις των ενηλίκων) δεν ήταν γι’ αυτά παρά μια μαθητεία στον ρόλο των ανδρών, ως πολιτών και πολεμιστών συγχρόνως, οι οποίοι αποτελούσαν πρότυπα για τα νεαρά αγόρια, όταν και εκείνα θα αναλάμβαναν στο μέλλον ανάλογους ρόλους. 245 Διόδ. Σικ. 5.65. 246 Βλ. J.-P Vernant, Το βλέμμα του θανάτου: μορφές της ετερότητας στην αρχαία Ελλάδα, Άρτεμις, Γοργώ, μετάφρ. Γιάννης Παππάς, (Αθήνα, 1992), σ. 20-24. 247 Βλ. A. Van Gennep, The Rites of Passage, σ. 11. 242 243


Συνεπώς, το όνομα ‘Επιμενίδης’ φαίνεται ότι περικλείει για τον κάτοχο του ονόματος ειδικές γνώσεις για τη μαντική. Ο ίδιος ο Επιμενίδης έχοντας αποκτήσει μαντικές ικανότητες χάρη στη μητέρα του, τη νύμφη Βλάστη -ένα σύμβολο της βλαστικής λατρείας στην Κρήτη- μπορεί να θεωρηθεί ως ο συνεχιστής της βλαστικής λατρείας στην αρχαϊκή Κρήτη, λατρείας, η οποία συνδέθηκε με τον Κρηταγενή Δία. Ωστόσο, το όνομα του Επιμενίδη και ο ρόλος του στην κρητική κοινωνία φαίνεται ότι δρούσαν συμπληρωματικά: έχοντας τις ιδιότητες του μάντη αλλά και του ιερέα του Δικταίου ή του Κρηταγενούς Δία, ο Επιμενίδης πρέπει να ήταν εκείνος, ο οποίος ως παιδαγωγός, κουροτρόφος, μύστης, καθιέρωσε τις τελετές μύησης για τους Κρήτες εφήβους. Αυτές οι τελετές μύησης, που συνιστούσαν ένα ουσιώδες μέρος της κρητικής αγωγής και εκπαίδευσης, προετοίμαζαν τους εφήβους για την ένταξή τους στην κοινωνία των πολιτών.


Κωνσταντίνος Κορώσης Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστήμιο Κρήτης Σχολή Επιστημών Αγωγής Παιδαγωγικό Τμήμα Προσχολικής Εκπαίδευσης

ΤΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

Πρόλογος Τα τελευταία χρόνια ακούμε όλο και περισσότερο για τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης μεταξύ δύο ετερόφυλων ενηλίκων στον κοινωνικό μας περίγυρο. Το ποσοστό των διαζυγίων έχει αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό, με αποτέλεσμα η διάσπαση της δυαδικής σχέσης των συζύγων να θεωρείται πλέον σαν ένα συνηθισμένο γεγονός. Προφανώς, ένα διαζύγιο δεν επηρεάζει μόνο τη ζωή του ζευγαριού. Πιο πολύ προκαλεί σοβαρές αλλαγές στον ψυχικό κόσμο του παιδιού ή των παιδιών που έχει το ζευγάρι. Οι αλλαγές αυτές είναι πιο έντονες, όταν τα παιδιά είναι ακόμη σε μικρή ηλικία. Μια άσχημη συμβίωση στο σπίτι μπορεί να προκαλέσει ανεπούλωτα (αθεράπευτα) τραύματα σε ένα μικρό παιδί. Σε πολλές έρευνες του εξωτερικού φαίνεται πως το διαζύγιο θεωρείται ως κάτι απολύτως φυσιολογικό, και τα παιδιά δεν δυσκολεύονται να προσαρμοσθούν στις νέες συνθήκες. Για την Ελλάδα, μπορεί το διαζύγιο να αποτελεί κάτι συνηθισμένο, δεν παύει όμως να προκαλεί πολλά προβλήματα, τόσο στο ζευγάρι όσο και στο παιδί ή τα παιδιά. Το στίγμα των χωρισμένων γονέων μεταβιβάζεται και στον ανώριμο ή/και ευαίσθητο χαρακτήρα του παιδιού ή των παιδιών, με αποτέλεσμα οι μικροί «συνοδοιπόροι» στη ζωή να απομακρύνονται χωρίς τη θέλησή τους από την ανύπαρκτη θαλπωρή του οικογενειακού περιβάλλοντος και την υποτιθέμενη στοργή δύο ενηλίκων ατόμων που ήταν ανίκανοι να κρατήσουν μαζί τους το παιδί ή/και τα παιδιά, χάριν των οποίων οφείλουν την υπόσταση της οικογένειας.


Εισαγωγή Η οικογένεια είναι η πρώτη κοινωνία του ανθρώπου. Στους κόλπους της συντελείται η πρωτογενής κοινωνικοποίηση, βάσει της οποίας ο άνθρωπος από μικρή ηλικία μαθαίνει το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται, για να συνυπάρχει απρόσκοπτα με άλλους ανθρώπους – μέλη της ίδιας κοινωνίας. Στον μικρόκοσμο της οικογένειας «γεννιέται» και διαμορφώνεται σταδιακά η «κοινωνικο-πολιτισμική» προσωπικότητα του ανθρώπου. Στην οικογένεια, ως μικρογραφία της κοινωνίας, το παιδί μαθαίνει τα πρότυπα συμπεριφοράς, τις αξίες και τους κανόνες, που ρυθμίζουν και αξιολογούν τις κινήσεις του. Το νεαρό άτομο, μεγαλώνοντας, θα γνωρίσει και άλλες μικρές ή μεγάλες ομάδες γύρω από τον εαυτό του και το οικογενειακό του περιβάλλον. Θα αποκτήσει τις πρώτες εμπειρίες σχετικά με τις θέσεις που κατέχουν άλλα άτομα στον στενό και τον ευρύτερο κοινωνικό χώρο, καθώς και τους αντίστοιχους ρόλους που διαδραματίζουν. Αποτέλεσμα αυτών των εμπειριών είναι η απόκτηση της συνείδησης ότι η συνολική κοινωνία αφενός επιτελεί λειτουργίες, για να ικανοποιήσει τις ανάγκες των μελών της, και αφετέρου ενδυναμώνει τις σχέσεις μεταξύ των μελών της, για να μεταβιβάζονται από την προηγούμενη στην επόμενη γενιά χωρίς ενδοιασμούς και συγκρούσεις τα πολιτισμικά εχέγγυα της ύπαρξής μας. Για την ουσιαστική συμμετοχή του ανθρώπου στην κοινωνία που έχει γεννηθεί, απαιτούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις ή/και αντιλήψεις που επικρατούν στη γενική πραγματικότητα. Ο άνθρωπος, από μικρή ηλικία, καλείται να αποκτήσει βαθμιαία την ικανότητα επικοινωνίας με άλλα άτομα και εν γένει με τον πολιτισμικό του περίγυρο. Παρατηρεί, μαθαίνει και εσωτερικεύει εκείνα τα στοιχεία που τον καθοδηγούν στις σχέσεις με άλλους ανθρώπους που βρίσκονται στους ενδοοικογενειακούς κόλπους και έξω από αυτούς. Το έργο που επιτελούν οι γονείς, με σκοπό να προετοιμάσουν το παιδί, να ενταχθεί στην κοινωνική πραγματικότητα, έχει προεξάρχουσα σημασία. «Στον επιστημονικό χώρο της Παιδαγωγικής υπογραμμίζεται ιδιαίτερα το ουσιαστικό και λειτουργικό περιεχόμενο του θεσμού της οικογένειας ως κατεξοχήν ‘πρώτης κοινωνικής ομάδας’ που εξασφαλίζει στο παιδί ‘διαρκή προστασία, φροντίδα, αγαθά, απεριόριστη στοργή και αγάπη.’» 248 Η προετοιμασία ένταξης και ενσωμάτωσης του ατόμου στο κοινωνικό σύνολο συντελείται με τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης. Για να εξελιχθεί η διαδικασία της κοινωνικοποίησης κατά έναν επαρκή τρόπο, είναι αναγκαία μία μακρόχρονη και σταθερά συναισθηματική σχέση μεταξύ 1 ΚΟΡΩΣΗΣ, Κωνσταντίνος (2000). Η οικογένεια ως πρώτη κοινωνία του ανθρώπου. Ύδωρ εκ Πέτρας. Περιοδική Επιστημονική Έκδοση Κέντρου Μελέτης Ορθόδοξου Πολιτισμού. Επετειακός Τόμος 1978-1998. Άγιος Νικόλαος – Κρήτης, σ.735.


ενός άνδρα και μιας γυναίκας, ούτως ώστε το παιδί να αισθάνεται ασφάλεια και σιγουριά πως έχει δύο ανθρώπους, που το αγαπούν και το στηρίζουν σε κάθε ένα βήμα της ζωής του. Χωρίς αυτή τη σταθερή ή/και μόνιμη δυαδική σχέση των εν λόγω ενηλίκων που παρέχουν στο παιδί ασφάλεια, φροντίδα, αγάπη και σιγουριά, το παιδί δεν μπορεί να ανταποκριθεί με επιτυχία στις προσδοκίες που ορίζει η κοινωνία, για να το δεχθεί στους κόλπους της. Τόσο ο άνδρας όσο και η γυναίκα που έχουν αποφασίσει από κοινού να διαδραματίσουν τους γονεϊκούς ρόλους, πρέπει να εμπνέουν εμπιστοσύνη στο παιδί και να το περιβάλλουν με στοργή και αφοσίωση. Σε αυτή την ατμόσφαιρα ζεστασιάς και εγκαρδιότητας θα αισθανθεί το παιδί ότι είναι αποδεκτό και αγαπιέται. Όπου δεν υπάρχουν τα βιώματα που αναφέρονται παραπάνω, με αποτέλεσμα το παιδί να βιώνει διαρκείς εντάσεις μεταξύ του πατέρα και της μητέρας, διαμορφώνεται μία θλιβερή εικόνα ασυνεννοησίας μεταξύ των γονέων του και διασπάται η συνοχή της οικογένειας. Η έλλειψη αμοιβαίας εκτίμησης ανάμεσα στους συζύγους, οι διαξιφισμοί ή/και οι διενέξεις μεταξύ των έγγαμων συντρόφων και συνακόλουθα μεταξύ των γονέων στον οικογενειακό πυρήνα 249 που προκαλούν ψυχικές αποστάσεις στα μέλη του, οι οξείες αντιπαραθέσεις και οι προσωπικές προστριβές μεταξύ του πατέρα και της μητέρας επιβαρύνουν το κλίμα των ενδοοικογενειακών σχέσεων. Απόρροια της κατάστασης αυτής είναι να ενισχύονται σε έντονο βαθμό οι αντιλήψεις σχετικά με το ότι η οικογένεια ως θεσμός ή/και ως πρωτογενής φορέας κοινωνικοποίησης δεν μπορεί να ασκήσει θετική επίδραση στο παιδί, που είναι καθοριστική για τη διαμόρφωση της κοινωνικο-πολιτισμικής του προσωπικότητας. (Lempp σε Fritsch, 1988) Το φαινόμενο του διαζυγίου αποτελεί αντικείμενο συστηματικής διερεύνησης παραγόντων και διαπλεκομένων σχέσεων ενός οικογενειακού και συγγενικού συνόλου ατόμων τόσο στον τομέα της κοινωνιολογίας όσο και σε εκείνον της ψυχολογίας. Όταν το ζευγάρι αποφασίσει να πάρει διαζύγιο, αντιμετωπίζει από το συγγενικό και το ευρύτερο περιβάλλον μια σειρά πιέσεων που στοχεύουν στη διατήρηση του γάμου. Ένα διαζύγιο επιφέρει πολλές δυσκολίες στο ζευγάρι, που γίνεται στόχος κοινωνικής κατακραυγής. Μετά το διαζύγιο ανακύπτουν προβλήματα που δεν μπορούν να υπολογιστούν εκ των προτέρων, ούτε να επιλυθούν εύκολα. Επόμενο βήμα των διαζευγμένων γονέων είναι η προσαρμογή 2 Ως «οικογενειακός πυρήνας» νοείται η τριάδα που συγκροτείται από τον πατέρα, τη μητέρα και το ανήλικο παιδί ή τα ανήλικα παιδιά τους. Αυτόν τον οικογενειακό πυρήνα εννοούμε, όταν αναφερόμαστε στον μικρόκοσμο της οικογένειας. Βλέπε ΜΟΥΣΟΥΡΟΥ, Λουκία Μ. (1989). Κοινωνιολογία της σύγχρονης οικογένειας. Αθήνα: Gutenberg, σσ.16-17.


τους στις νέες συνθήκες, και η ένταξη των παιδιών τους στη νέα τους ζωή. Οι ψυχολόγοι προσπαθούν να κάνουν την ένταξη αυτή ευκολότερη, μελετώντας τις αντιδράσεις των παιδιών, όταν οι γονείς τους αποφασίζουν να χωρίσουν∙ συνακόλουθα εξετάζουν τους αιτιώδεις συντελεστές που τους παρακίνησαν να εγκαταλείψουν τα παιδιά τους, που τους έδωσαν ουσιαστικό και νοηματικό περιεχόμενο στο ξεκίνημα μιας νέας ζωής. Αρκετά περίεργο στο θέμα του διαζυγίου είναι ότι ορισμένοι μελετητές διαφωνούν στο πώς αντιμετωπίζουν τα παιδιά μονογονεϊκών οικογενειών 250 τον θεσμό της οικογένειας μετά τον χωρισμό των γονέων τους. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα παιδιά διαζευγμένων γονέων αρνούνται να δημιουργήσουν δική τους οικογένεια, γιατί έχουν τραυματικές εμπειρίες και αναμνήσεις δυσάρεστων περιστατικών. Αντίθετα, άλλοι ερευνητές υιοθετούν την αντίληψη ότι τα εν λόγω παιδιά σέβονται περισσότερο τον θεσμό του γάμου, προσπαθώντας να δημιουργήσουν την ιδανική οικογένεια, που τα ίδια στερήθηκαν, μακριά από προβλήματα και συγκρούσεις. Οι ψυχολόγοι διατείνονται πως η αντίδραση είναι πάντα ανάλογη με τον χαρακτήρα του παιδιού και τις κοινωνικές αξίες της περιβάλλουσας κοινωνίας που έχει οικειοποιηθεί μέσα από την οικογένεια , είτε αυτή είναι «πυρηνική» 251 είτε μονογονεϊκή. 3Το σχήμα της μονογονεϊκής οικογένειας είναι απόρροια της διάσπασης της συζυγικής ενότητας μέσω του διαζυγίου ή της χηρείας του ενός των συζύγων. «Είναι συνηθισμένο το φαινόμενο, η διαπαιδαγώγηση του παιδιού από τον μόνο γονέα να αναλαμβάνεται από τη μητέρα. Αυτό το σχήμα της οικογενειακής οργάνωσης χαρακτηρίζεται ως ‘μητρική μονογονεϊκή οικογένεια’. Παράλληλα με αυτή τη μορφή της οικογένειας υπάρχει κι ένα χαμηλό ποσοστό πατέρων, στους οποίους έχει παραχωρηθεί ή/και αναγνωρισθεί το δικαίωμα της ανατροφής των παιδιών τους. Αναφορικά με το σχήμα αυτό της οικογενειακής οργάνωσης γίνεται λόγος για την ‘πατρική μονογονεϊκή οικογένεια»(14). Βλέπε ΚΟΡΩΣΗΣ, Κωνσταντίνος (1997). Η μονογονεϊκή οικογένεια από την οπτική γωνία της μόνης μητέρας ή του μόνου πατέρα. (Ερμηνευτική προσέγγιση και κριτική θεώρηση). Παιδαγωγικός Λόγος, τεύχος 3. Πρβλ. ΜΟΥΣΟΥΡΟΥ, Λουκία Μ. (2005). Οικογένεια και Οικογενειακή Πολιτική. Αθήνα: Gutenberg, σσ.154-156 και 184-190. 4«Οι οικογενειακές σχέσεις αναγνωρίζονται πάντα στα ευρύτερα πλαίσια των συγγενικών ομάδων. Σε όλες στην πραγματικότητα τις κοινωνίες μπορούμε να επισημάνουμε αυτό που οι κοινωνιολόγοι και οι ανθρωπολόγοι ονομάζουν πυρηνική (ή συζυγική) οικογένεια, δύο ενήλικες που ζουν μαζί σε ένα σπιτικό με τα δικά τους ή τα υιοθετημένα παιδιά τους. Στις περισσότερες παραδοσιακές κοινωνίες η πυρηνική οικογένεια αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου συγγενικού δικτύου του ενός ή του άλλου τύπου» (σσ.209-210). Βλέπε GIDDENS, Anthony (2009). Κοινωνιολογία (Sociology, μετάφραση Δημήτριος Γ. Τσαούσης). Δεύτερη νέα έκδοση με συμπλήρωμα Το Βοήθημα του Φοιτητή. Αθήνα: Gutenberg. Πρβλ. HUGHES, Michael & KROEHLER, Carolyn J. (2007). Κοινωνιολογία: Οι βασικές έννοιες (Sociology: The Core, μετάφραση Γιώργος Ε. Χρηστίδης). Αθήνα: Κριτική, σσ.505, 521.


Το διαζύγιο δεν θα σταματήσει να αποτελεί «ατομικό πλήγμα» για το παιδί, ούτε θα πάψει να θεωρείται ανεπιθύμητο. Η αντίληψη της κοινωνίας για το διαζύγιο έχει αλλάξει αρκετά σε σύγκριση με το παρελθόν. Παλιότερα, τα παιδιά των διαλυμένων οικογενειών αντιμετωπίζονταν με τον φόβο ότι θα ήταν «προβληματικά», πως δεν θα είχαν «φυσιολογική» ζωή και ότι οι συνέπειες του διαζυγίου θα ασκούσε αρνητικές επιδράσεις στη φάση της εφηβείας και σε εκείνη της ενήλικης ζωής. Παράλληλα, τα ζευγάρια που έπαιρναν διαζύγιο, γίνονταν δύσκολα αποδεκτά από την ευρύτερη κοινωνία, καθώς ο κοινωνικός περίγυρος θεωρούσε πως είχαν διαπράξει κάποιο «αποτρόπαιο έγκλημα» που απέβαινε αφενός εις βάρος τους και αφετέρου θα είχε δυσμενή αντίκτυπο στην εξελικτική πορεία της ζωής των παιδιών τους. Γονείς, συγγενείς και φίλοι συγκροτούσαν έναν «ασφυκτικό κλοιό» γύρω από τις δύο πλευρές που βρίσκονταν σε διαμάχη, με σκοπό να τις μεταπείσουν στις αποφάσεις τους. Στην παραδοσιακή κοινωνία δεν είχαν καμία θέση οι εξατομικευμένες αντιλήψεις για την αμφισβήτηση της οικογένειας ως θεσμού που κρατούσε σε στέρεα θεμέλια την κοινωνική οργάνωση. Στη σύγχρονη κοινωνία επικρατούν νεωτερικές αντιλήψεις, βάσει των οποίων διαφέρει ο τρόπος που αντιμετωπίζει κανείς την οριστική διάσταση στις σχέσεις των συζύγων. Η κοινωνία προφανώς καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια, να μην διακόπτονται οι αρμονικές σχέσεις μεταξύ των έγγαμων συντρόφων και να εξυψώνει τους δεσμούς που ισχυροποιούν την οικογενειακή ενότητα∙ εντούτοις, τα ζευγάρια που αποφασίζουν να χωρίσουν και να πάρουν διαζύγιο για προσωπικούς τους λόγους, δεν στιγματίζονται ούτε περιθωριοποιούνται. Μέλημα της κάθε μίας οικογένειας είναι να διατηρεί στενούς τους δεσμούς που την ενώνουν και να τοποθετεί τον «θεμέλιο λίθο» για την προσδοκώμενη ανατροφή των παιδιών. Αν παρ’ όλα αυτά το ζευγάρι αποφασίσει να πάρει διαζύγιο, πρέπει να φροντίσουν και οι δύο γονείς για τη σωματική και ψυχική υγεία του παιδιού ή των παιδιών, για να αποφευχθούν ακραίες αντιδράσεις και να ενταχθούν απρόσκοπτα στον νέο τρόπο ζωής.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ ΔΙΑΛΥΣΗΣ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ «Το διαζύγιο είναι το αποτέλεσμα μιας πολύχρονης (ψυχο)κοινωνικής διαδικασίας, αφετηρία της οποίας θεωρείται η κλιμάκωση των συγκρούσεων μεταξύ των συζύγων» (Κορώσης, 1997:36). Οι λόγοι που οδηγούν στο διαζύγιο, είναι πολλοί, συνήθως προσωπικοί. Συγκεκριμένα, ένας λόγος διαζυγίου είναι τα προβλήματα επικοινωνίας που αντιμετωπίζει το ζευγάρι μετά από κάποια χρόνια συμβίωσης. Προβλήματα επικοινωνίας ανάμεσα σε ένα ζευγάρι μπορεί βέβαια να υπάρχουν πριν τη σύναψη του γάμου. Οι προσδοκίες ενδέχεται να μην είναι οι αναμενόμενες, και η κατάσταση που επικρατεί, να διαφέρει από εκείνη που ήταν γνώριμη πριν από τον γάμο. Αρκετά συχνά συμβαίνει να γίνεται ο γάμος, αφού οι υποψήφιοι σύζυγοι έχουν διαπιστώσει ότι ταιριάζουν στα περισσότερα ενδιαφέροντά τους, και αργότερα, μετά από μια βραχυπρόθεσμη συμβίωση, αποφασίζουν να χωρίσουν, γιατί έχουν αλλάξει οι προγαμιαίες προτεραιότητές τους. Το πιο παράδοξο απ’ όλα είναι η διάλυση του γάμου μετά την απόκτηση του πρώτου παιδιού (Cuber & Harroff, 2000:276-277). Λόγοι διαζυγίου αποτελούν επίσης τα οικονομικά ζητήματα. Οι διαφωνίες μεταξύ των συζύγων που σχετίζονται με θέματα οικονομικής φύσεως, αφορούν σε άνιση οικονομική κατάσταση, σε διαφορές στον χειρισμό οικογενειακών δαπανών και στην έλλειψη οικονομικής στήριξης. Εντούτοις, αποκαλυπτικά ευρήματα ερευνών δείχνουν ότι τα χρήματα δεν είναι πάντα η μοναδική ή η κύρια αιτία του διαζυγίου. Παρ’ όλα αυτά, ενδεικτικά στοιχεία ενισχύουν το ότι ο οικονομικός παράγοντας εξακολουθεί να είναι σημαντικός παράγοντας στη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας. Μία άλλη σημαντική – αρκετά συχνή τα τελευταία χρόνια – αιτία των διαζυγίων είναι η κακοποίηση και η ενδοοικογενειακή βία. Υπάρχουν πολλές μορφές κακοποίησης, όπως η σωματική, η ψυχολογική (συναισθηματική), η κοινωνική, η οικονομική και η λεκτική. Βία μπορεί να υποστεί είτε ο ένας από τους δύο γονείς – συνήθως η γυναίκα – είτε το παιδί ή τα παιδιά από τον ένα ή και τους δύο γονείς (Wallerstein & Kelly, 2000:316 / Kelly, 2000:336 / Muncie και οι άλλοι, 2008:104 ). Αιτίες διάσπασης της οικογενειακής συνοχής και συνακόλουθα λύσης του γάμου συνιστούν η κατάχρηση παραισθησιογόνων ουσιών, οινοπνευματωδών ποτών (αλκοόλ) και ο υπερβολικός τζόγος. Στην περίπτωση της κατανάλωσης αλκοόλ μπορεί να μην εκδηλώνονται μορφές σωματικής ή/και λεκτικής βίας (κακοποίησης), αλλά δημιουργού-


νται φθορές στην καθημερινότητα του ζευγαριού, του παιδιού/των παιδιών και στην κοινή διαβίωσή τους. Η έρευνα που διεξήχθη από τους Torvik, Rognmo & Tamps (2011), έδειξε ότι όσο περισσότερο αλκοόλ καταναλώνει ένας έγγαμος άνδρας τόσο περισσότερο υπάρχει η πιθανότητα, να χωρίσει. Ένας άλλος λόγος λύσης του γάμου είναι και η συζυγική απιστία. Σήμερα, το 70% των διαζυγίων έχει ως αιτία τη μοιχεία, δηλαδή τη εξωσυζυγική, παράνομη σχέση. Σε μια μονογαμική κοινωνία επίσημενέτε ότι ο γάμος πρέπει να είναι αμοιβαία συμφωνία μεταξύ δύο ενηλίκων ατόμων. Σε περίπτωση που υπάρξει απιστία, μπορεί κανείς να επιδιώξει την έκδοση διαζυγίου, εφόσον υπάρχουν αποδείξεις γι’ αυτή, και ενδεχομένως θα είναι δύσκολο να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη ανάμεσα στο ζευγάρι (Henslin, 2000:301 /Kelly, 2000:332). Λόγος διαζυγίου μπορεί να θεωρηθεί και η ασυμφωνία χαρακτήρων. Έρευνες δείχνουν ότι η ασυμφωνία χαρακτήρων αναφέρεται ως μία από τις κοινές αιτίες διαζυγίου. «Στις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μία τάση κάμψης ως προς την εξιδανίκευση της συζυγικής κοινότητας με το πρόσχημα ότι η μακροπρόθεσμη συνύπαρξη δύο διαφορετικών προσώπων αδυνατεί να εκπληρώσει τις αμοιβαίες προσδοκίες που αφορούν στη σύσφιγξη του συναισθηματικού δεσμού μεταξύ ανδρών και γυναικών. Η ασυμφωνία των χαρακτήρων τους ως δύο διαφορετικών βιοψυχικών ιδιοσυστασιών επιτείνει την απογοήτευση που απορρέει από τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες, οι οποίες εκφράζονται σε στενό, διαπροσωπικό επίπεδο» (Κορώσης, 1997:22). Ενόψει της αυξητικής τάσης των διαζυγίων και για να αποφευχθεί η διάσπαση της συζυγικής ενότητας στον γάμο, τασσόμαστε υπέρ της άποψης ότι μεταξύ των συζύγων πρέπει να επικρατεί κλίμα ομοφωνίας σε όλους τους τομείς που διέπουν την κοινή ζωή τους. Επειδή σήμερα δεν υφίσταται ομοιογένεια στις διατομικές ή/και διασυλλογικές σχέσεις ανάμεσα στα μέλη μιας δεδομένης κοινότητας, και η πειστικότητά τους αντιμετωπίζεται με επιφυλάξεις και διστακτικό ύφος, το ανδρόγυνο πρέπει να έχει ομογνωμοσύνη σε πολλά θέματα που αφορούν στην οικογένεια, και στην ανάπτυξη συμμετρικών (αρμονικών) σχέσεων. Η αρμονία στον γάμο είναι απόρροια μιας εσωτερικοποιημένης αντίληψης σχετικά με το ότι οι σύζυγοι είναι «ομόζυγοι». Δηλαδή ο άνδρας και η γυναίκα έχουν «δεθεί» κάτω από τον ίδιο «ζυγό» (τον γάμο) και προχωρούν ομότιμα στις σχέσεις τους. Δύο ετερόφυλοι ενήλικοι αποφασίζουν να χαράξουν κοινή πορεία στη ζωή, αν και έχουν διαπαιδαγωγηθεί σε διαφορετικές οικογενειακές ομάδες, κατάγονται ή προέρχονται από διαφορετικές (γεωγραφικές) περιοχές, έχουν ενδεχομένως διαφορετικό επίπεδο γραμματικών γνώ-


σεων, άλλους φιλικούς κύκλους κ.λπ. Η κάθε μία πλευρά των συζύγων έχει τη δική της βιοψυχική ιδιοσυστασία και προσαρμόζεται στις κοινωνικο-πολιτισμικές συνθήκες που διαμορφώνονται, ανάλογα με τις περιστάσεις. (Κορώσης, 20022 :37-38) Στη σύγχρονη, σύνθετη πλουραλιστική κοινωνία καλούμαστε να εκλέξουμε τον/τη σύντροφο με όσο το δυνατόν όμοια χαρακτηριστικά ως προϋποθέσεις μιας αρμονικής συμβίωσης, για να μην οδηγηθούμε στον χωρισμό! Με σκοπό την επιδιωκόμενη «ομογαμία» (homogamy)οι Hughes & Kroehler (2007) διατείνονται πως ακόμα και με το κριτήριο της ομογαμίας, εμείς κάνουμε την εκλογή συντρόφου που δεν μας ταιριάζει. « Η επιλογή μας καθορίζεται από πολλούς παράγοντες. Ένας από αυτούς είναι η ομογαμία, η τάση δηλαδή των ανθρώπων να παντρεύονται ανθρώπους που τους μοιάζουν. Η συχνότητα των γάμων ανάμεσα σε ανθρώπους με παρόμοια ηλικία, φυλή, θρησκεία, εθνικότητα, εκπαιδευτικό επίπεδο, ευφυΐα, υγεία, κοινωνική θέση, στάσεις και αναρίθμητα άλλα γνωρίσματα, είναι τόσο μεγάλη, που δεν μπορεί να αποδοθεί σε φυσικούς ή τυχαίους παράγοντες» (σ.513). Παρ’ όλα αυτά, δεν δίνουμε σε αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές την απαραίτητη προσοχή, διαβάζουμε φευγαλέα και αδιάφορα τις συμβουλές των ειδικών, ενώ εστιάζουμε το βλέμμα μας, στρέφοντας το ενδιαφέρον σε πρόσωπα που δεν μας ταιριάζουν. Σε συνάρτηση με αυτή την επιλογή μας γίνεται λόγος για την ετερογαμία 252, στην οποία αποδίδονται πολλά αίτια για την έκδοση διαζυγίων. Η έρευνα των Kitson & Sussman (σε Kelly, 2000:330-331) έδειξε ότι «(...) τα παράπονα στον γάμο διαφέρουν, ανάλογα με τη μόρφωση, την κοινωνική τάξη, τη διάρκεια του γάμου και το εισόδημα. Όσοι ανήκαν σε υψηλότερη κοινωνική τάξη και ήταν παντρεμένοι πολλά χρόνια παραπονιόνταν πιο συχνά για έλλειψη συναισθηματικής στήριξης και ανεπάρκειας στη διαπροσωπική σχέση. Όσοι ήταν παντρεμένοι λιγότερα χρόνια και ανήκαν σε χαμηλότερη κοινωνική τάξη παραπονιόνταν κυρίως για τις αποτυχίες του συζύγου μέσα στην οικογένεια ή στη δουλειά. (...)» Σύμφωνα με αυτά τα αποκαλυπτικά ερευνητικά ευρήματα, ενισχύεται το κριτήριο της ετερογαμίας στην εκλογή του/της συζύγου. Παρεμφερείς ενδείξεις εντοπίστηκαν και στις Μελέτες Διαζυγίων στην Καλιφόρνια, όπου οι άνδρες (39%) εξέφρασαν παράπονα για μεγάλες διαφορές ενδιαφερόντων, αξιών και στόχων από την αρχή του γάμου. Αντίθετα, το ποσοστό των γυναικών που είχαν παράπονα έναντι των ανδρών, ήταν πολύ χαμηλό (13%). Εντούτοις, το ένα τρίτο των γυναικών διατύπωσε παράπονα για τους άνδρες τους, οι οποίοι αμφισβητούσαν 5 Ο όρος είναι γνωστός στον αμερικανικό χώρο των κοινωνιολογικών ερευνών ως «heterogamy».


διαρκώς την ικανότητα και την εξυπνάδα των γυναικών, με αποτέλεσμα να τις κάνουν να νιώθουν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτε σωστά. Επιπλέον, οι άνδρες ήταν ιδιαίτερα επικριτικοί σε ό,τι αφορούσε τη συμπεριφορά, το ντύσιμο, την εμφάνιση, τις ιδέες, τις συζητήσεις και τον τρόπο ανατροφής των παιδιών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΗ ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ Όταν το ζευγάρι αποφασίσει να πάρει διαζύγιο, ακολουθούν διάφορες μορφές πιέσεων από το συγγενικό και το φιλικό περιβάλλον του, με σκοπό τη διάσπαση της οικογενειακής συνοχής. Η ασφυκτική πίεση που τους ασκείται, αναφέρεται σε επιχειρήματα υπέρ των παιδιών 253. Η πιο δυσάρεστη φάση είναι αυτή που προηγείται της οριστικής απόφασης, πρόκειται δηλαδή για τη φάση με τις συνεχείς διαμάχες, εντάσεις και ρήξεις, εχθρικές διαθέσεις που μερικές φορές συνοδεύονται από λεκτικές ή/και σωματικές επιθέσεις. Οι γονείς προσπαθούν συνήθως να κρατήσουν το παιδί μακριά από κάθε υποψία για πιθανό χωρισμό. Τις περισσότερες φορές, οι γονείς αποφεύγουν να μιλήσουν ανοιχτά στα παιδιά τους και να τους εξηγήσουν τα προβλήματα που υπάρχουν στην οικογένεια. Οι μεγάλοι κρύβουν την πραγματικότητα και πλάθουν ιστορίες, για να δείξουν στους μικρούς πως όλα είναι καλά. Στο σπίτι επικρατεί μια διφορούμενη κατάσταση, που επιβαρύνει ψυχολογικά τα παιδιά. Όσο μικρά κι αν είναι τα παιδιά, αντιλαμβάνονται την ατμόσφαιρα που επικρατεί, και προσπαθούν να αποκαταστήσουν το βαρύ κλίμα ανάμεσα στους γονείς τους. Στη φάση της εφηβικής ηλικίας, τα παιδιά συνάπτουν συμμαχία με τη μία ή την άλλη γονεϊκή πλευρά, ενώ ανοίγουν πόλεμο με τον έναν από τους δύο γονείς, αν τον θεωρούν υπαίτιο της δυστυχίας του άλλου (Κυπριανού, 2010). Κατά την ίδια φάση, τα παιδιά εκδηλώνουν παραβατική συμπε-ριφορά (Βερέμης, 2011:13κ.ε.). Στο άκουσμα του ότι οι γονείς θα χωρίσουν, το παιδί βρίσκεται κατ’ αρχάς μετέωρο ανάμεσα σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις, χωρίς να γνωρίζει με ποια από τις δύο να συμπαραταχθεί. Γι’ αυτό καθιστά υπεύθυνο πρώτα απ’ όλα τον εαυτό του. Οδηγούμενο από αμηχανία σε αυτή τη θέση, δεν έχει επίγνωση της κατάστασης που πρόκειται να 6 Συχνά ακούγονται ερωτήσεις, όπως π.χ. «Τί θα απογίνουν τα παιδιά, αν εσείς χωρίσετε; Ποιος θα τα προσέχει; Ποιος θα έχει την καθημερινή μέριμνα;» κ.λπ.


διαμορφωθεί. Πιστεύει εσφαλμένα πως η παρουσία του είναι ενδεχομένως περιττή και ανεπιθύμητη εν μέσω των σοβαρών προβλημάτων, που πιέζονται να αντιμετωπίσουν οι γονείς του. Δεν καταλαβαίνει δυστυχώς πως στην προκειμένη περίπτωση οι γονείς δεν αποδίδουν τη δέουσα σημασία στο παιδί τους, για να το στηρίξουν ψυχικά και σωματικά, να το διαπαιδαγωγήσουν, να το δουν να μεγαλώνει και σταδιακά να ανεξαρτητοποιείται. Το παιδί αναζητά πάντα τη γονεϊκή πλευρά που έχει φύγει από τον χώρο της πρώτης οικογενειακής οργάνωσης (Wallerstein & Kelly, 2000:312-313). Πολλά από τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας συμπαρατάσσονται με εκείνον τον γονέα που έχει αναγκαστεί να φύγει από το σπίτι. Αντίθετα, η γονεϊκή πλευρά που μένει στον οικιακό χώρο με το παιδί, επισύρει αφενός τον θυμό του παιδιού, ενώ η γονεϊκή πλευρά που έχει εγκαταλείψει την εστία, προσελκύει την αγάπη, τη συμπόνια και τη συγκίνηση του παιδιού. Το παιδί αναζητά «με κλάματα» τη γονεϊκή πλευρά που έχει αποχωρήσει, την επιστροφή στην πρώτη οικογενειακή θαλπωρή (Wallerstein & Kelly, 2000:314-315). Αναφορικά με τον διχασμό των παιδιών ανάμεσα στον πατέρα και τη μητέρα που πρόκειται να χωρίσουν, υπογραμμίζεται ότι η πρώτη αντίδραση των παιδιών είναι η άρνησή τους στο να συλλάβουν ή/και να καταλάβουν τη νέα κατάσταση που δημιουργείται. Μετά τον διχασμό, επιζητούν τη μοναξιά και εκφράζουν την επιθυμία να πεθάνουν και γι’ αυτό κλείνονται στον εαυτό τους ∙ νιώθουν θυμό έναντι των γονέων τους, καθώς πιστεύουν ότι προδόθηκαν από αυτούς που αγαπούν, ενώ παράλληλα νιώθουν θυμό και με τον ίδιο τον εαυτό τους, πιστεύοντας ότι η συμπεριφορά τους ήταν αυτή που οδήγησε τους γονείς τους στο διαζύγιο. Όταν πλέον συνειδητοποιούν πως το διαζύγιο είναι μία πραγματικότητα που δεν μπορούν να αλλάξουν, τότε εμφανίζεται η κατάθλιψη με τη μορφή απάθειας και άσχημης συμπεριφοράς (Fritsch, 1988:95-96). Σύμφωνα με τις επισημάνσεις της Dolto (2011), πέραν των συναισθηματικών αλλαγών που προκύπτουν στο παιδί, αυτό που κάνει πιο επώδυνη τη φάση μετά το διαζύγιο είναι ο φόβος του για κοινωνική απόρριψη από την πλευρά των συνομηλίκων του. Ειδικά, όταν το παιδί είναι μικρό, πιστεύει ότι το διαζύγιο των γονέων του θα έχει ως συνέπεια την απώλεια των φίλων του, καθώς θα αντιμετωπίζεται ως «διαφορετικό» από τα υπόλοιπα παιδιά. Τα μικρά παιδιά γίνονται εσωστρεφείς χαρακτήρες και κλείνονται στον εαυτό τους. Όταν τα παιδιά είναι μεγαλύτερα, φοβούνται για την κοινωνική κατακραυγή των γονέων τους, γνωρίζοντας ότι η κοινωνία είναι αντίθετη με τα διαζύγια.


Οι αντιδράσεις των παιδιών σχολικής ηλικίας χαρακτηρίζονται συνήθως από θλίψη, απόσυρση, φόβο, άγχος, θυμό, φαντασιώσεις για συμφιλίωση των γονέων, μείωση της σχολικής επίδοσης, επιθετικότητα, αισθήματα απώλειας ή απόρριψης, ντροπή και ενδοοικογενειακές συγκρούσεις για «τη θέση» που θα πάρουν υπέρ της μίας ή της άλλης γονεϊκής πλευράς. Έχουν ακούσει για το διαζύγιο από το κοινωνικό τους περιβάλλον, όμως δεν μπορούν να αποδεχθούν το γεγονός ότι οι γονείς τους δεν είναι αγαπημένοι και γι’ αυτόν τον λόγο θα χρειαστεί να χωρίσουν (Herbert, 2008). Όσον αφορά στους εφήβους, το διαζύγιο παρουσιάζεται ιδιαίτερα σκληρό. Ο χωρισμός των γονέων σχετίζεται με δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις, στη διαμόρφωση ταυτότητας και στην επίτευξη της αυτονομίας τους (Συμεού, 2005). Παρουσιάζουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, χαμηλή ψυχολογική ευημερία, χαμηλή αίσθηση της εξουσίας και περισσότερη ένταση με τους γονείς (Herbert, 2008). ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Το έργο των γονέων είναι δύσκολο και πολύπλοκο, μέσα σε ένα περιβάλλον έντονης αμφισβήτησης αρχών και αξιών. Πρέπει να αποκτήσουν γνώσεις τόσο από ειδικούς όσο και από βιβλία. Το να μεγαλώνεις παιδιά, ίσως είναι από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στη ζωή μας. Το να τα βλέπεις , να εντάσσονται σε διαδοχικές φάσεις στον κύκλο ζωής, να ανεξαρτητοποιούνται, να αναλαμβάνουν ευθύνες και να είναι χρήσιμα στην κοινωνία, συνιστά τη μεγαλύτερη ανταμοιβή των γονέων. Η οικογένεια είναι ο πρωτογενής φορέας στην καθοδήγηση της ατομικής και συλλογικής συμπεριφοράς, στη γνωριμία με την εκκλησία και την οικειοποίηση της θρησκείας, στη μεταβίβαση του πολιτισμού, στην εκμάθηση της γλώσσας, στην κληροδότηση των ηθών και των εθίμων κ.λπ. Οι γονείς πρέπει να γνωρίζουν ότι τα παιδιά παίρνουν καθημερινά μηνύματα από τους ίδιους, από τον τρόπο της ζωής τους και από τις πράξεις τους, μέσω μιας «βιωματικής μαθητείας». Γι’ αυτό η οποιαδήποτε ενέργεια ή εκδήλωση συμπεριφοράς από την πλευρά των παιδιών αντικα-τοπτρίζει τη γονεϊκή «διδασκαλία», δηλαδή το τι έμαθαν οι γονείς στα παιδιά τους, όσον αφορά στην επικοινωνία τους με τους άλλους έξω από τον οικογενειακό χώρο. Στις διαφωνίες του ζευγαριού ή/και των γονέων που εκδηλώνονται στην καθημερινότητα, η κάθε μία πλευρά επιμένει στη δική της γνώμη, χωρίς να υποχωρεί σε έναν συμβιβασμό, προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία σε κάποιο ζήτημα. Αυτό συμβαίνει, γιατί η κάθε μία διαφωνούσα πλευρά θεωρεί τον εαυτό της πως είναι το επίκεντρο της κοινωνίας. Η εξιδανίκευση του ατόμου έχει διαμορφώσει εγωπαθείς καταστάσεις, στο πλαίσιο των οποίων περιθωριοποιείται η ενότητα του


εμείς, ενώ το εγώ διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. «Η αυτοθυσία του ‘εγώ’ στον βωμό του δυαδικού ‘εμείς’ ερμηνεύεται ως ταπεινωτική υποχώρηση του ενός συζυγικού συντρόφου στην υπερβολική εγωπάθεια του άλλου» (Κορώσης, 20022:37). «Από την πρώιμη κοινωνικοποίησή μας, στις κυρίαρχες ηθικές αξίες της κοινωνίας μας, διαμορφώνεται ο προσανατολισμός μας ως προς τον γάμο και ο ρόλος μας σ’ αυτόν, καθώς και το τι περιμένουμε να δώσουμε και να πάρουμε από τον γάμο. Αυτοί οι ρόλοι και οι προσδοκίες χαρακτηρίζονται από ασυνέπειες που προβάλλουν σε προσωπικό επίπεδο και εμφανίζονται ως προβλήματα που ένα ζευγάρι βιώνει στον γάμο του. Εστιάζοντας κυρίως στις εντάσεις της σχέσης τους, οι άνθρωποι έχουν την τάση να θεωρούν τις ποικίλες διαφοροποιήσεις μεταξύ τους ως προβλήματα προσωπικότητας, ασυμφωνία χαρακτήρων ή ως «κακό ταίριασμα». Αυτό που δεν μπορούν να καταλάβουν είναι οι κοινωνικές ρίζες που βρίσκονται κάτω από τέτοιες προσωπικές δυσκολίες» (Henslin, 2000:307). «Αποδεδειγμένο είναι, επίσης, το γεγονός ότι, αν εκλείψουν οι διαμάχες των διαζευγμένων γονέων, τότε – σίγουρα – καθίσταται ευκολότερη η προσαρμογή των παιδιών στη νέα κατάσταση, που διαμορφώθηκε μετά το διαζύγιό τους. Για το λόγο αυτό οι ψυχολόγοι υποστήριζαν και υποστηρίζουν ότι, αν οι διαμάχες των γονέων είναι έντονες, τότε είναι προτιμότερο αυτοί να χωρίσουν, ασχέτως του αν υπάρχουν παιδιά. Η διαιώνιση μιας προβληματικής – μ’ άλλα λόγια – κατάστασης όχι μόνο δεν ωφελεί σε τίποτα, αλλά – αντίθετα – βλάπτει ανεπανόρθωτα τον προέφηβο οδηγώντας τον τραυματισμένο ψυχικά στην εφηβεία και την ενηλικίωση. Γι’ αυτό όλοι οι άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενοι πρέπει να βοηθήσουν τα παιδιά του διαζυγίου να ατενίσουν το μέλλον με αισιοδοξία, να αποκτήσουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και να πετύχουν στην προσωπική και επαγγελματική τους ζωή. (Βερέμης, 2011:130)»


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΒΕΡΕΜΗΣ, Γεώργιος (2011). Οι επιπτώσεις του διαζυγίου στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών 8-12 ετών. Δημοσιευμένη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Ρόδος GIDDENS, Anthony (2009). Κοινωνιολογία (Sociology, μετάφραση Δημήτριος Γ. Τσαούσης). Δεύτερη νέα έκδοση με συμπλήρωμα Το Βοήθημα του Φοιτητή. Αθήνα: Gutenberg WALLERSTEIN Judith S. & KELLY Joan B. (2000). Πώς αντιδρούν τα παιδιά στο διαζύγιο. Στο Χριστίνα ΝΟΒΑ-ΚΑΛΤΣΟΥΝΗ (επιμ.), Κείμενα Κοινωνιολογίας του Γάμου και της Οικογένειας (309-325). Αθήνα: τυπωθήτω - Γιώργος Δαρδανός KELLY, Joan B. (2000). Πώς αντιδρούν οι ενήλικοι στο διαζύγιο. Στο Χριστίνα ΝΟΒΑ-ΚΑΛΤΣΟΥΝΗ (επιμ.), Κείμενα Κοινωνιολογίας του Γάμου και της Οικογένειας (327-343). Αθήνα: τυπωθήτω - Γιώργος Δαρδανός ΚΟΡΩΣΗΣ, Κωνσταντίνος (1997, 20022). Έφηβοι και Οικογένεια. Πώς βλέπουν την οικογένεια οι μαθητές της Β′ και Γ′ τάξης Λυκείου. Κοινωνιολογική, Εμπειρική, Μελέτη. Αθήνα: Gutenberg ΚΟΡΩΣΗΣ, Κωνσταντίνος (1997). Η μονογονεϊκή οικογένεια από την οπτική γωνία της μόνης μητέρας ή του μόνου πατέρα. (Ερμηνευτική προσέγγιση και κριτική θεώρηση). Παιδαγωγικός Λόγος, τεύχος 3, σσ.14-26 ΚΟΡΩΣΗΣ, Κωνσταντίνος (2000). Η οικογένεια ως πρώτη κοινωνία του ανθρώπου. Ύδωρ εκ Πέτρας. Περιοδική Επιστημονική Έκδοση Κέντρου Μελέτης Ορθόδοξου Πολιτισμού. Επετειακός Τόμος 19781998, (σσ.731-750) Άγιος Νικόλαος – Κρήτης CUBER John F. & HARROFF Peggy B. (2000). Πέντε Τύποι Γάμων. Στο Χριστίνα ΝΟΒΑ-ΚΑΛΤΣΟΥΝΗ (επιμ.), Κείμενα Κοινωνιολογίας του Γάμου και της Οικογένειας (275-286). Αθήνα: τυπωθήτω Γιώργος Δαρδανός


ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ, Δέσπω (2010). Τα ψυχοσυναισθηματικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά των μονογονεϊκών οικογενειών που προκύπτουν από διαζύγιο στην Κύπρο. ΕΣΤΙΑ : Αρχείο διπλωματικών εργασιών Χαροκοπείου Πανεπιστημίου MUNCIE John, WETHERELL Margaret, LANGAN Mary, DALLOS Rudi, COCHRANE Allan (επιμ.)[2009]. Οικογένεια. Η μελέτη και κατανόηση της οικογενειακής ζωής. Αθήνα: Μεταίχμιο ΜΟΥΣΟΥΡΟΥ, Λουκία Μ. (1998). οικογένειας. Αθήνα: Gutenberg

Κοινωνιολογία

της

σύγχρονης

ΜΟΥΣΟΥΡΟΥ, Λουκία Μ. (2005). Οικογένεια και Οικογενειακή Πολιτική. Αθήνα: Gutenberg DOLTO, Françoise (2011). Όταν οι γονείς χωρίζουν (Quand les parents se séparent, μετάφραση Χαρά Πεπελή). Αθήνα: Εστία SINGLY, François de (2012). Το άτομο, το ζευγάρι, η οικογένεια (Le soi, le couple et la famille, μετάφραση Άλκηστη Πρέπη, Κατερίνα Κορώνη). Αθήνα: Κριτική ΣΥΜΕΟΥ, Μαρία (2005). Το στρες και οι επιπτώσεις του σε παιδιά χωρισμένων γονέων. Αδημοσίευτη διπλωματική εργασία. Λεμεσός: Νοσηλευτική Σχολή Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου FRITSCH, Ingrid (1988). Οι γονείς χωρίζουν: παιδιά και γονείς αντιμετωπίζουν μαζί την κρίση (Die Eltern lassen sich scheiden, μετάφραση Ρ. Κυρανός). Αθήνα: ΝΟΤΟS HENSLIN, James M. (2000). Γιατί υπάρχουν τόσα πολλά διαζύγια; Στο Χριστίνα ΝΟΒΑ-ΚΑΛΤΣΟΥΝΗ (επιμ.), Κείμενα Κοινωνιολογίας του Γάμου και της Οικογένειας (297-307). Αθήνα: τυπωθήτω Γιώργος Δαρδανός HERBERT, Michael (2008). Χωρισμός και Διαζύγιο: Βοηθώντας τα παιδιά να το αντιμετωπίσουν. Μετάφραση Γ. Μωραΐτη. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα HUGHES, Michael & KROEHLER, Carolyn J. (2007). Κοινωνιολογία: Οι βασικές έννοιες (Sociology: The Core, μετάφραση Γιώργος Ε. Χρηστίδης). Αθήνα: Κριτική


ΞΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

AROSIO, Laura (2010). The heterogamy effect: does it really exist? A Study on partner selection and marital breakdown in contemporary Italy. XVII ISA WORLD CONGRESS OF SOCIOLOGY. Gothenburg Sweden HIROMI, Ono (2006). Homogamy among the Divorced and the Never Married on Marital History in Recent Decades: Evidence from Vital Statistics Data. Social Science Research, 35, 356-383 KALMIJN, Matthijs (1998). Intermarriage and Homogamy: Causes, Patterns, Trends. Annual Review of Sociology, Vol 24: 395-421 MACNALL, Scott (1974). The Greek Peasant. The Arnold and Caroline Rose Monograph Series of “The American Sociological Association”. Washington TORVIK Fartein Ask, ROGNMO Kamilla & TAMBS Kristian (2011). Alcohol use and mental distress as predictors of non-response in a general population health survey: the HUNT study. Social Psychiatry Epidemiology, 47, 805-816


Δρ. Εμμανουήλ Κ. Δουνδουλάκης Επίκουρος Καθηγητής ΠΑΕΑΚ

ΙΕΡΑ ΠΡΟΣΩΠΑ - ΙΣΤΟΡΙΑ & ΔΙΑΠΛΑΣΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ "ΠΑΣΧΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ" ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ 254

Ο παλιός ιεράρχης του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου, ο Μητροπολίτης Πέργης Ευάγγελος, σημειώνει σε ένα από τα ποιήματά του: "Πήρα την πένα ν' απλωθώ με το γραμμένο λόγο ως τη χαρά του κόσμου και τον πόνο. ................... Πήρα το νυν μαζί με το αιώνιο ώσπου να νιώσω το ανόμοιο."255 Και να τα συμφιλιώσω - θα προσθέσω -. Τα λόγια αυτά ήρθαν στη σκέψη μου καθώς μελετούσα την ποιητική συλλογή του Άγγελου Σικελιανού 256 "Πάσχα των Ελλήνων", η οποία χαρακτηρίζεται από τον ίδιο ως "ο γνήσιος Μύθος του Χριστιανισμού. Μύθος που οι ρίζες του βυθίζονται στην ιστορία ολόκληρης της ανθρωπότητας" 257. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η διατύπωση αυτή του ποιητή, καθώς και η εν γένει προσέγγιση των Ιερών Προσώπων και της Ιεράς Ιστορίας, δεν Το εν λόγω κείμενο αποτελεί συντετμημένη μορφή ομιλίας που πραγματοποιήθηκε στον Ιερό Ναό του Αγίου Νεκταρίου στα Χανιά, στις 1/6/2014. Από τη θέση αυτή ευχαριστώ τόσο τον κ. Ανδρέα Γιακουμάκη (μουσικό, διδάσκοντα στην ΠΑΕΑΚ), όσο και το Σύνδεσμο Ιεροψαλτών του Νομού Χανίων, για την τιμή που μου έκαναν να με συμπεριλάβουν στους ομιλητές της εν λόγω εκδήλωσης. 255 Ε. Γαλάνη, "Εκ Φαναρίου..."Τα Ποιητικά, εκδ. Μίλητος, Αθήνα 2004, σ. 189. Ποίημα: "Τόλμη". 256 Ο Άγγελος Σικελιανός(1884-1951) γεννήθηκε στη Λευκάδα στις 15/3 του 1884 και πέθανε στις 19/6 του 1951. Το συγγραφικό έργο του εκτείνεται σε ποίηση, πεζογραφία, τραγωδίες και μεταφράσεις. Αναλυτικά περί του προσώπου, του έργου του Σικελιανού, καθώς επίσης και εκτενή βιβλιογραφία, βλ. Α. Καραντώνης, Παλαμάς, Σικελιανός, Καβάφης, Βασική βιβλιοθήκη "Αετού", τ. 23, Αθήναι 1955, σσ. 155-262. Συγγραφείς, "Άγγελος Σικελιανός", Νέα Εστία, 52 (1952) 1-244. 257 Α. Σικελιανός, Λυρικός Βίος Α΄, επιμ. Γ. Σαβίδης, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 21965, σ. 35. 254


υποδηλώνει έλλειψη σεβασμού από μέρους του, ούτε στοχεύει στην προσβολή 258 τους. Καταδεικνύει αντίθετα την επιθυμία του ποιητή να αναπλάσει 259 τα γεγονότα, να τα συνδέσει με τα ελληνικά στοιχεία και να τα προσαρμόσει προς τα ανθρώπινα 260. Ας μη λησμονούμε επίσης ότι, σύμφωνα με τον ανθρωπολόγο H. Frankfort: "ο μύθος είναι ένα είδος ποιήσεως, που ξεπερνά την ποίηση, διότι κηρύσσει την αλήθεια..." 261 Ο μύθος λοιπόν, δεν ταυτίζεται με το παραμύθι, αλλά λειτουργεί πάντοτε ως νοηματική επένδυση, ως σκεύος, για την κάθοδο της αλήθειας στη θρησκευτική σφαίρα. 262 Πριν εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στο θέμα που καλούμαστε να προσεγγίσουμε, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούμε συνοπτικά στην ποιητική συλλογή η οποία αποτελεί το αντικείμενο της μελέτης μας. Η περιοδική, από το 1919 κ.εξ. και τμηματική δημοσίευση του έργου «Πάσχα των Ελλήνων», βρήκε την οριστική μορφή της στον Γ΄ τόμο του «Λυρικού Βίου» το 1947, ενώ στον Δ΄ τόμο της εκδόσεως του «Ίκαρου» διαπιστώνονται προσθήκες στο όγδοο από τα ένδεκα τμήματά του. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι δεν πρόκειται να επεκταθούμε σε μορφολογικά ή υφολογικά γνωρίσματα της συλλογής. Θα περιο-ρίσουμε την αναφορά μας στους τίτλους των επί μέρους τμημάτων της, οι οποίοι έχουν ως εξής, σύμφωνα με τη σειρά καταχώρισής τους: «Καθαρμοί», «Ο Ύμνος στην Ελένη», «Το τραγούδι των Αργοναυτών», «Πέμπτο Ευαγγέλιο», «Η φυγή», «Στον Ξενώνα της Βηθλεέμ», «Η Γέννηση», «Ο Δωδεκαετής», «Ο Ιησούς στη Βηθανία», «Μαγδαληνή», «Ύμνος στην Παναγία». Όπως διαπιστώνουμε από τη θεματολογία των τίτλων, οι πρώτοι τρεις συνδέονται με τον Ελληνισμό, σε αντίθεση με τους ακόλουθους οκτώ των οποίων οι διαπλαστικές πηγές αποτελούν πτυχές της Ιεράς Ιστορίας του Χριστιανισμού 263. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται, ενδεικτικά -σύμφωνα με τον Πρεβελάκη 264- η εναρμόνιση του αρχαίου με το χριστιανικό κόσμο. Επιπροσθέτως καταδεικνύεται, η συμπλοκή της θρησκευτικότητας με τη ζωή, η συμφιλίωση του θείου με το ανθρώπινο, 265 του πεπερασμένου με το «άπειρο». Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Α. Σικελιανός διακρίνει το Δόγμα από το «γνήσιο μύθο», τον οποίο αποδέχεται ως φορέα του αυθεντικού νοήματος της πορείας του Χριστού. Θ. Ξύδης, Άγγελος Σικελιανός, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1973, σ. 140, 141. Ό.π., σ. 142. 260 Θ. Ξύδης, ό.π., σ. 142. 261 H. Frankfort, Before Philosophy, London 1961, σ. 16. 262 Β. Γιούλτσης, Κοινωνιολογία της Θρησκείας, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 212, 209. 263 Θ. Ξύδης, ό.π., σ. 139. 264 Κ. Ανδρουλιδάκης, "Θρησκευτικότητα και Θεολογία στο έργο του Άγγ. Σικελιανού", Νέα Εστία, 157, τεύχ. 1776 (2005) 381 και υποσ. 11. 265 Θ. Ξύδης, ό.π., σ. 139. 258 259


Όσον αφορά στο περιεχόμενο του έργου, θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε τα εξής: 1. Τα επιμέρους τμήματα που συνδέονται με το Χριστιανισμό, αναφέρονται, μεταξύ των άλλων, σε πτυχές του βίου της Παναγίας, δηλαδή στη σύλληψη, στη γέννηση, στα Εισόδια και τον Eυαγγελισμό της, καθώς επίσης και στη γέννηση του Χριστού, στα παιδικά Tου χρόνια, στην παρουσία του Κυρίου στο Ναό, στη Βηθανία, κ.ά. 2. Οι διαπλαστικές πηγές των γεγονότων και των προσώπων αντλούνται από τα Αγιογραφικά κείμενα, την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη από την Απόκρυφη Γραμματεία, ακόμη και από την Υμνογραφία της Εκκλησίας. 3. Ο ποιητής αποφεύγει συστηματικά να κάνει λόγο για τους Αγίους και την Αγιότητα, στη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή του, μολονότι ο πρώτος όρος επέχει θέση επιθέτου σε ορισμένα αποσπάσματά 266 της. Η μόνη έμμεση αναφορά στην Αγιότητα, εντοπίζεται στην κατακλείδα του ενδέκατου τμήματός της, η οποία αναφέρεται στη Μαρία τη Μαγδαληνή. Στο τμήμα αυτό εμφανίζεται ο ποιητής ως προσκυνητής του Ιερού Λειψάνου της, του άφθαρτου και ευώδους αριστερού χεριού της, που βρίσκεται στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας. Και στην περίπτωση αυτή, μολονότι ο ποιητής είναι φειδωλός στις εκφράσεις του, αναδεικνύεται το στοιχείο του υπερφυσικού, με τη θερμότητα που διατηρεί το απότμημα του ιερού λειψάνου. Το σχετικό απόσπασμα έχει ως εξής: "Μαγδαληνή, Μαγδαληνή, του πόθου μέγα αστέρι· σε μοναστήρι ανέβασες κ' εμένανε πιστό, για να φιλήσω λείψανο το ατίμητό Σου χέρι· κ' ήταν ακόμα, ως πίθωσα στα χείλια μου, ζεστό! 267 Η προσέγγιση της ποιητικής συλλογής "Πάσχα των Ελλήνων" καταδεικνύει ότι καταγράφονται σε αυτήν 30 Ιερά πρόσωπα σε ένα σύνολο 122 παραθεμάτων, από τα οποία 10 πρόσωπα τοποθετούνται στο πλαίσιο της Παλαιάς Διαθήκης και 20 σ' εκείνο της Καινής. Μεταξύ των προσώπων που συνδέονται με την Παλαιά Διαθήκη είναι κι εκείνα των Νώε, Μωυσή, Ρεβέκκας, Ιωακείμ, Άννας, Δαβίδ, Σολομώντα, Ιερεμία, κ.ά., ενώ, εκτός από το Χριστό, την Παναγία και τον Ιωσήφ, στα πρόσωπα της Καινής Διαθήκης περιλαμβάνονται -μεταξύ των άλλων- τα εξής: Ελισάβετ, Συμεών, Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς, Ιωάννης, Ιούδας, Λάζαρος, Μάρθα, Μαρία, Μαγδαληνή κ.ά. Ο ποιητής αναφέρεται στα παραπάνω πρόσωπα άλλοτε μονολεκτικά, με απλή μνημόνευση του ονόματός τους, προκειμένου να τα συνδέσει με τα γεγονότα ή να αντλήσει δεδομένα από το περιεχόμενο των έργων τους και 266 267

Α. Σικελιανός, Λυρικός Βίος Δ΄, επιμ. Γ. Σαββίδης, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα χ.χ., σ. 62. Α. Σικελιανός, Λυρικός Βίος Δ΄, ό.π., σ. 138.


άλλοτε περιφραστικά και αναλυτικά, προκειμένου να καταγράψει την πορεία και τη συνεισφορά τους στη γένεση και εξέλιξη του Χριστιανισμού. Από τα σημειούμενα ονόματα στη συλλογή που μας απασχολεί, θα αναφερθούμε συνοπτικά μονάχα σε τρία: στη Θεοτόκο, στον Ιωσήφ και στον Ιησού Χριστό. Κεντρικό ρόλο στο πρώτο τμήμα της ποιητικής συλλογής διαδραματίζει η Θεοτόκος η οποία μνημονεύεται ως Μαριάμ 268 και Μαρία 269, ως Παναγία 270, ως Μάνα του Κυρίου 271 και των Ελλήνων 272, ως κόρη 273 των Ιωακείμ και Άννης, ως ανύμφευτη νύφη 274 και μονάχα μία φορά ως "μάνα του Θεού" 275. Με βάση τα ονόματα και τα προσωνύμια που αποδίδονται στη Θεοτόκο, από τον Άγγελο Σικελιανό, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα: 1. Η επιλογή των συγκεκριμένων ονομάτων και προσωνυμίων δεν είναι ανεξάρτητη από τις διαπλαστικές πηγές 276 που χρησιμοποιεί ο ποιητής προκει-μένου να αναπλάσει τα γεγονότα. Ειδικότερα, όσες φορές αντλεί το περιεχό-μενο της ποίησής του από την Απόκρυφη Γραμματεία, επιλέγει για την Παναγία το όνομα "Μαριάμ", όπως αυτό σημειώνεται στο "Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου". 2. Η μη απόδοση στην Παναγία του τίτλου "Θεοτόκος" 277 από το Σικελιανό δεν αποτελεί έκφραση ανευλάβειας από μέρους του, αλλά μία προσπάθεια να εναρμονίσει τις πηγές με τα γραφόμενά του, να εστιάσει στην ιστορικότητα των γεγονότων, ανεξάρτητα από την επίσημη και Δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας 278. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε επίσης το γεγονός ότι η αποσιώπηση του όρου δεν είναι αμάρτυρη ακόμη και σε εκκλησιαστικό περιβάλλον, εφόσον Αντιοχειανοί Εκκλησιαστικοί συγγραφείς και Πατέρες, όπως ο Ιερός Χρυσόστομος, τον αποφεύγουν, 279 χωρίς αυτό να δημιουργεί πρόβλημα στην ορθότητα της διδασκαλίας τους. Ό.π., σ. 79, 86, 92, 99,102, 104, 106, 110, 112, 117, 123. Ό.π., σ. 90, 93, 94, 122. 270 Ό.π., σ. 74, 101, 119, 120, 121, 125, 126, 140. 271 Ό.π., σ. 91. 272 Α. Σικελιανός, Λυρικός Βίος Δ΄, ό.π., σ. 140, 141. 273 Ό.π., σ. 140. 274 Ό.π., σ. 110. 275 Ό.π., σ. 71. 276 Για τη θέση της Θεοτόκου στα Ευαγγέλια, βλ. Ι. Καραβιδόπουλος, "Η Θεοτόκος στα συνοπτικά Ευαγγέλια", Βιβλικές Μελέτες, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1995, σσ. 13-53. 277 Για τη χρήση του όρου "Θεοτόκος" στην Ορθόδοξη και Πατερική Παράδοση, βλ. Χ. Σταμούλης, Η Θεοτόκος κατά τον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, εκδ. Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 1995, σσ. 161-166. 278 Κ. Ανδρουλιδάκης, ό.π., Νέα Εστία, 157, τεύχ. 1776 (2005) 399. 279 Γ. Μαρτζέλος, Ιστορία της Ορθόδοξης Θεολογίας και πνευματικότητας. Σημειώσεις από τις Πανεπιστημιακές παραδόσεις, εκδ. Α.Π.Θ.Υ.Δ., Θεσσαλονίκη 1995-1996, σ. 69. Πρβλ. ο ίδιος, Η Χριστολογία του Βασιλείου Σελευκείας και η οικουμενική σημασία της, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 111, 113. 268 269


3. Η αξιοποίηση του όρου "απάρθενος" 280 δεν χρησιμοποιείται από τον ποιητή για να προσδιορίσει την παρθενία της Παναγίας, όπως την δέχεται η Εκκλησία μας, αλλά για να δηλώσει την εσωτερική της καθαρότητα, σε "διανοητικό" και "καρδιακό" επίπεδο. Στο "Πάσχα των Ελλήνων" περιγράφεται με γλαφυρότητα και παραστατικότητα η ατεκνία της Άννας και ακολούθως η σύλληψη και γέννηση της Θεοτόκου, η είσοδος και αφιέρωσή της στο ναό, η ανάθεση της προστασίας της στον Ιωσήφ, ο Ευαγγελισμός, η συνάντηση με την Ελισάβετ, η πορεία προς τη Βηθλεέμ, η γέννηση του Χριστού, η στάση της προς το Δωδεκαετή Ιησού στο ναό, κ.ά. Μνημονεύεται επίσης ως άγρυπνος φρουρός, "ως υπέρμαχος στρατηγός" της πατρίδας μας, την οποία σκέπει και φυλάσσει 281. Ο Σικελιανός αναφέρεται 23 φορές ονομαστικά στον Ιωσήφ, στο έργο που εξετάζουμε, όμως ο ρόλος που του επιφυλάσσει είναι πάντοτε δευτεραγωνιστικός. Αυτό σημαίνει ότι πάντα ακολουθεί τις εξελίξεις, χωρίς να μπορεί να τις προβλέψει ή να τις διαμορφώσει. Επιπροσθέτως, από τη διατύπωση "Κι ο Ιωσήφ στ' αχνάρια της (εννοεί την Παναγία) ξωπίσω περπατούσε" 282 μέχρι και τη "διαχείριση κρίσεων" με αφορμή την -ασυνήθιστη συμπεριφορά του Ιησού στον περίγυρο, κατά την παιδική Του ηλικία- διαπιστώνουμε ότι ο Ιωσήφ λειτουργεί προστατευτικά, "πατρικά" -θα μπορούσαμε να πούμε- προς τα μέλη του οικείου περιβάλλοντος. Ενδεικτική είναι η έκφραση που χρησιμοποιεί ο ποιητής προκειμένου να περιγράψει την αντίδραση του μνήστορος όταν βρίσκει το μικρό Ιησού να παίζει με τις λάσπες, φτιάχνοντας σπουργίτια, γνωστό σ' εμάς περιστατικό από την Απόκρυφη Γραμματεία: "Αργά φτασμένος ο Ιωσήφ, με σύνεργα στον ώμο, στη λάσπη βλέπει ανάμεσα σκυμμένο το παιδί, και με φωνή το πιτιμά σκληρήν, από το δρόμο: 'Σήκω γοργά απ' τα χώματα, μην πάρω το ραβδί!'" 283 Οι ψυχολογικές μεταπτώσεις του Ιωσήφ, η κλιμάκωση των συναισθημάτων, 284 καθώς και η εν γένει διστακτικότητά του, σε σχέση με όσα διαδραματίζονται, φαίνεται σε όλη την έκταση της ποιητικής συλλογής, όπου έχουμε αναφορά στο πρόσωπό του, αρχής γενομένης από τον τρόπο επιλογής του, ως προστάτου της Παναγίας 285.

Α. Σικελιανός, Λυρικός Βίος Δ΄, ό.π., σ. 107, 129. Ό.π., σ. 140-141. 282 Ό.π., σ. 111. 283 Ό.π., σ. 115. 284 Ό.π., σ. 102 285 Ό.π., σ. 178. 280 281


Το πρόσωπο που αναμφισβήτητα δεσπόζει στη συγκεκριμένη συλλογή του Σικελιανού, είναι εκείνο του Χριστού. Ο ποιητής αναφέρεται περί τις 24 φορές ονομαστικά σε Αυτόν, χρησιμοποιώντας τα ακόλουθα ονόματα και προσδιοριστικά: Ιησούς (7 φορές) 286, Χριστός (2 φορές) 287, Κύριος (2 φορές), 288 σπλάχνο (1 φορά), 289 βρέφος (2 φορές) 290, παιδί (5 φορές) 291, "ανάσα του Θεού" (1 φορά) 292, "νέος Απόλλωνας" 293(1 φορά), "Αυτός" 294 (1 φορά) και ως "Υιός του ανθρώπου" (2 φορές) 295. Με βάση τα δεδομένα αυτά, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα: 1. Ο ποιητής χρησιμοποιεί το χαρακτηρισμό "Λόγος" 296 με κεφαλαίο το λάμδα (Λ), όμως αναφέρεται με αυτόν στον ενδιάθετο (σκέψη) και προφορικό λόγο (ομιλία) του Ιησού, χωρίς να προσδίδει σε αυτόν δογματικό περιεχόμενο, 297 όπως πράττει η Ορθόδοξη Θεολογία και Εκκλησία. 2. Ο Σικελιανός υιοθετεί επίσης δύο φορές 298 τη φράση "Γιός του Ανθρώπου" 299 για το Χριστό, στην ποιητική συλλογή που εξετάζουμε. Χωρίς να μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει το Αγιογραφικό υπόβαθρό της, κρίνεται σκόπιμο να υπογραμμιστεί ότι η σύνδεση της εν λόγω φράσης με το Ιωάννειο χωρίο (Ιωάν. 13, 31) που επιχειρήθηκε από επιφανείς μελετητές 300 του ποιητή στο παρελθόν, δείχνει να μην κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγούμαστε αν αναλογιστούμε ότι η συγκεκριμένη διατύπωση απαντάται τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Στην τελευταία μάλιστα εντοπίζεται 81 φορές (από τις οποίες 12 στον Ιωάννη), εγείροντας πλείστα όσα θεολογικά ζητήματα, σε ακαδημαϊκό επίπεδο και οδηγώντας στη διάκριση των σχετικών χωρίων σε τρεις κατηγορίες 301. Δεν θα Α. Σικελιανός, Λυρικός Βίος Δ΄, ό.π., σ. 115, 117, 119, 120, 123, 132, 136. Ό.π., σ. 45, 133. 288 Ό.π., σ. 94, 102. 289 Ό.π., σ. 92. 290 Α. Σικελιανός, Λυρικός Βίος Δ΄, ό.π., σ. 107, 110. 291 Ό.π., σ. 109, 113, 114, 115, 116. 292 Ό.π., σ. 109. 293 Ό.π., σ. 116. 294 Ό.π., σ. 113. 295 Α. Σικελιανός, Λυρικός Βίος Δ΄, ό.π., σ. 92, 105. 296 Ό.π., σ. 126, 133, 134, 137. 297 Ν. Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 69 εξ. 298 Ο Θ. Ξύδης μνημονεύει μονάχα τη μία φορά στο περισπούδαστο έργο του. Βλ. Θ. Ξύδης, ό.π., σ. 142. 299 Α. Σικελιανός, Λυρικός Βίος Δ΄, ό.π., σ. 92, 105. 300 Θ. Ξύδης, ό.π., σ. 142. 301 Αναλυτικά περί του θέματος βλέπε στην ακόλουθη ενδεικτική βιβλιογραφία: E. Lohse, "Επίτομη Θεολογία της Καινής Διαθήκης", Θεολογία της Καινής Διαθήκης, επιμ. Π. Βασιλειάδης, Θεσσαλονίκη 1998, σσ. 23-29. Πρβλ. Ι. Καραβιδόπουλος, Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1993, σ. 109-111, 268, 439. 286 287


επεκταθούμε περισσότερο ως προς το ζήτημα αυτό. Θα αρκεστούμε να σημειώσουμε ότι το περιεχόμενο των στίχων από τα ποιήματα που εξετάσαμε μας οδηγεί στην εκτίμηση ότι ο ποιητής άντλησε το υλικό του από χωρίο των Συνοπτικών Ευαγγελίων 302, με αναγωγή του σε αντίστοιχο από το βιβλίο του προφήτου Ιεζεκιήλ (Ιεζ. 18, 1). Ας μη λησμονούμε επίσης το γεγονός ότι ο Σικελιανός εστιάζει την προσέγγιση του Χριστού σε καθαρά ανθρωποκεντρικό επίπεδο, χωρίς να ενδιαφέρεται να προβάλλει και να υπογραμμίσει τη θεανθρωπότητά Του. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο έχουμε εστίαση σε ορισμένες καθημερινές δραστηριότητες του Χριστού κατά την παιδική ηλικία, τη συναναστροφή με τους οικείους και συνανθρώπους Του (Λάζαρο, Μάρθα, Μαρία, Μαγδαληνή), κατά την ενηλικίωση, με παράλληλη αποσιώπηση των θαυμάτων που λάμβαναν χώρα κατά τη δημόσια δράση Του. Ένα επίσης ενδιαφέρον στοιχείο που αντλούμε από την ποιητική συλλογή "Πάσχα των Ελλήνων" είναι εκείνο που αναφέρεται στα "αξιώματα" του Χριστού. Από το τριπλό αξίωμα που αναγνωρίζει σε Αυτόν η Εκκλησία μας, δηλαδή το Προφητικό, το Ιερατικό και το Βασιλικό, 303 ο Άγγελος Σικελιανός δείχνει να αποδέχεται μόνο το βασιλικό. Όπως προκύπτει από τη διατύπωσή του, αυτό συνδέεται με την επιφανή καταγωγή του, εφόσον, όπως επισημαίνει, "ξυπνά η κρυφή, στις φλέβες του, βασιλική γενιά" 304. Βεβαίως το πλέον χαρακτηριστικό τετράστιχο για το βασιλικό αξίωμα του Χριστού είναι το ακόλουθο: "Τί, πια, σκιρτά στα βάθη της (εννοεί της Παναγίας) και της ανάβει το αίμα το Βρέφος που μεσάνυχτα σηκώθη και πατεί το δαχτυλίδι, το Σπαθί, το Σκήπτρο και το Στέμμα, και μες στη φούχτα Του τη γη, χρυσόμηλο, κρατεί!" 305 Θα μπορούσε κάποιος να αναφέρει πλείστα όσα στοιχεία που συνδέονται με το πρόσωπο του Χριστού και αντλούνται από την ποιητική συλλογή που πραγματευόμαστε, όμως αυτό είναι ανέφικτο, κυρίως για πρακτικούς λόγους. Θα αρκεστούμε να σημειώσουμε ότι το πρόσωπο του Κυρίου αποτελεί αντικείμενο θρησκευτικού σεβασμού, από τον ποιητή, κυρίως λόγω των ηθικών αξιών που μεταλαμπαδεύει στους ανθρώπους. Στο τελευταίο τμήμα της ομιλίας μας, θα εστιάσουμε την προσοχή μας κυρίως στις διαπλαστικές πηγές που έλαβε υπόψιν του ο ποιητής προκειμένου να εκθέσει όσα αφορούν την Ιερά Ιστορία και τα σχετιζόμενα με αυτήν πρόσωπα. Θα σημειώσουμε απλά ότι, όπως προκύπτει από τη μελέτη και την αντιπαραβολή των ποιημάτων με τις διαπλαστικές πηγές τους, εντοπίστηκε κυρίως νοηματική σχέση και λιγότερο λεκτική εξάρτηση μεταξύ τους. E. Lohse, ό.π., σ. 25. Για τα αξιώματα του Χριστού, βλ. Ν. Ματσούκας, ό.π., σσ. 298-308. 304 Α. Σικελιανός, Λυρικός Βίος Δ΄, ό.π., σ. 116. 305 Ό.π., σ. 107. 302 303


Όπως έχουμε σημειώσει σε άλλο σημείο της ομιλίας μας, τρία είναι τα κύρια πεδία από τα οποία αντλεί ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός το υλικό του προκειμένου να συνθέσει τα ποιήματα που αφορούν την Ιερά Ιστορία. Αυτά είναι η Απόκρυφη Γραμματεία, ειδικότερα το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, καθώς και το Ευαγγέλιο του ισραηλίτη φιλοσόφου Θωμά 306 -όπου καταγράφονται γεγονότα από την παιδική ηλικία του Χριστού. Και στα δύο παραπάνω κείμενα εντοπίσαμε περισσότερα από 20 εκτενή παραθέματα και εξαρτήσεις 307. Τέτοια είναι π.χ., η διαδικασία μετάβαση της Άννας από την ατεκνία στην σύλληψη και γέννηση της Θεοτόκου, η είσοδος και παραμονή της Παναγίας στο ναό, η επιλογή του Ιωσήφ ως προστάτου αυτής, η πλάση πτηνών από λάσπη από το μικρό Ιησού, κ.ά. Το δεύτερο πεδίο από το οποίο αντλεί υλικό ο ποιητής μας είναι η Αγία Γραφή, η Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Στην ποιητική συλλογή που εξετάσαμε διαπιστώσαμε περισσότερα από 35 χωρία και παραθέματα που σχετίζονται με το Αγιογραφικό κείμενο. Τα περισσότερα από αυτά συνδέονται με την Καινή Διαθήκη (περισσότερα από 25) και κυρίως με τους Συνοπτικούς Ευαγγελιστές. Σε αυτά εξιστορείται η συνάντηση της εγκυμονούσης Παναγίας με την Ελισάβετ, το κήρυγμα του Δωδεκαετούς Ιησού στο Ναό, η συνάντηση του Ιησού με τη Μάρθα και τη Μαρία, το περιστατικό με τη Μαγδαληνή, κ.ά. Δεν απουσιάζουν επίσης επιδράσεις από το βιβλίο της Αποκάλυψης του Ιωάννου όπως η διατύπωση "το Άλφα και το Ωμέγα" 308, καθώς επίσης και η συμβολική

Ι. Καραβιδόπουλος, Απόκρυφα Χριστιανικά κείμενα Α΄. Απόκρυφα Ευαγγέλια, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 43-88. 307 Ενδεικτικά σημειώνουμε τα ακόλουθα παραδείγματα: 306

ΠΑΣΧΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ "Πέμπτο Ευαγγέλιο", σ. 74, στ. 53 έως σ. 77, στ. 108 "Πέμπτο Ευαγγέλιο", σ. 78, στ. 129 & σ. 79, στ. 160 "Πέμπτο Ευαγγέλιο", σ. 82, στ. 217-220 "Πέμπτο Ευαγγέλιο", σ. 83, στ. 238-241 "Η φυγή", σ. 89 στ. 5-8 "Η φυγή", σ. 91 έως 93 στ. 57-100 "Η φυγή", σ. 98 στ. 219 "Στον Ξενώνα της Βηθλεέμ", σ. 105, στ. 33-36 "Στον Ξενώνα της Βηθλεέμ", σ. 107, στ. 73-76 "Ο Δωδεκαετής", σ. 114 έως 115 στ. 37-48 "Ο Δωδεκαετής", σ. 117 στ. 89-92 & σ. 122-123 στ. 205-228 308

Αποκ. 1, 8.

ΑΠΟΚΡΥΦΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου, σ. 56, 57, 59, 60 & 61 Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου, σ. 62 & 63 Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου, σ. 63 Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου, σ. 63 Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου, σ. 63 Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου, σ. 64 έως 65 Ευαγγέλιο Θωμά, σ. 82 Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου, σ. 68 Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου, σ. 71 Ευαγγέλιο Θωμά, σ. 80 Ευαγγέλιο Θωμά, σ. 86, 87


απεικόνιση των τεσσάρων Ευαγγελιστών με το λιοντάρι, το μοσχάρι, τον άνθρωπο και τον αετό 309, τα οποία σημειώνει ο Σικελιανός ως εξής: "Έχει ο Ματθαίος τον άγγελο· κι ο Μάρκος το λιοντάρι· έχει ο Λουκάς στα πόδια του το αγνό καματερό· και ο Ιωάννης δίπλα του, σκουτάρι και κοντάρι, τον Αετό, που μ' έτοιμο τονε κοιτάει φτερό." 310 . Το τρίτο πεδίο το οποίο αποτέλεσε διαπλαστική πηγή για το "Πάσχα των Ελλήνων" είναι η Υμνογραφία της Εκκλησίας. Κατά την προσέγγιση της εν λόγω συλλογής εντοπίσαμε τρία υμνογραφικά κείμενα που λειτούργησαν διαπλαστικά σε επιμέρους τμήματα του ποιητικού αυτού έργου: Στο πρώτο απόσπασμα από το "Δωδεκαετή" 311 έχουμε τέσσερις λέξεις κλειδιά (σε δύο στίχους) που μας παραπέμπουν σε συγκεκριμένο ύμνο της Εκκλησίας. Οι λέξεις αυτές είναι: "Ερυθράν", "υμνολογάν", "αβρόχοις επεράσα", "Μαρία". Η σύνδεση της Παναγίας με τη διάβαση της Ερυθράς θάλασσας, μας παραπέμπει στο γνωστό Δογματικό Θεοτοκίο του ήχου πλ. αʹ: "Εν τη Ερυθρά θαλάσση..." 312, από το οποίο έχουν δεχτεί προφανώς επίδραση οι συγκεκριμένοι στίχοι του Σικελιανού. Σε άλλο σημείο της συλλογής, στο "Πέμπτο Ευαγγέλιο" (στ. 311-312) 313 η χρησιμοποιούμενη εκεί ορολογία μας ωθεί να δεχτούμε ως διαπλαστική πηγή του το γνωστό τροπάριο του Όρθρου της Μεγάλης Εβδομάδας: "Ιδού ο νυμφίος έρχεται" 314 το οποίο φέρεται σε ήχο πλ. δ΄. Το τρίτο υμνογραφικό κείμενο που επέδρασε διαπλαστικά στη συλλογή του Σικελιανού που προσεγγίσαμε, είναι ο Ακάθιστος Ύμνος. Μολονότι ο Θ. Ξύδης κάνει λόγο για "αόριστη αναδρομή" 315 στο συγκεκριμένο έργο, τα ευρήματα μας πείθουν ότι οι επιδράσεις προέρχονται τόσο από τον Κανόνα, όσο και από το Κοντάκιο του Ακαθίστου. Ειδικότερα, εκτός από τις γενικές αναφορές στους "Χαιρετισμούς" 316, ως Ακολουθία, και στο "Νικητήριο Ύμνο" 317, διαπιστώνονται επαναλήψεις του "χαιρετισμού" κατά το πρότυπο του Κοντακίου, στα ποιήματα 318, αναφορά στην "ανύμφευτη νύφη" 319, καθώς Αποκ. 4, 7-8 & Ιεζεκιήλ 1, 10. Πρβλ. Ι. Καραβιδόπουλος, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 115. 310 Α. Σικελιανός, Λυρικός Βίος Δ΄, ό.π., σ. 72. 311 Ό.π., σ. 122: "Την Ερυθράν υμνολογάν, σαν άβροχοι επεράσα,/ που της Μαρίας το τύμπανο εχτύπησεν, ιερό".... 312 Συγγραφείς, Παρακλητική, εκδ. Φως ΧΕΕΝ, Αθήναι 2001, σσ. 278-279. 313 Α. Σικελιανός, Λυρικός Βίος Δ΄, ό.π., σ. 86. 314 Συγγραφείς, Τριώδιον, εκδ. Φως, Αθήναι χ.χ., σ. 396. 315 Θ. Ξύδης, ό.π., σ. 149. 316 Α. Σικελιανός, Λυρικός Βίος Δ΄, ό.π., σ. 71, 74, 88, 140. 317 Ό.π., σ. 71. 318 Ό.π., σ. 62 (3 φορές), 110. 319 Ό.π., σ. 110. 309


επίσης και καταγραφή υμνογραφικών προσωνυμίων της Παναγίας, όπως βάτος, 320 δάμαλις, 321 θρόνος, 322 νεφέλη 323, περιστερά, 324 τα οποία απαντώνται στον Κανόνα του Ακαθίστου. Πριν ολοκληρώσω τη συνοπτική αυτή (διαπιστωτική και όχι επικριτική) μελέτη σε μία πτυχή της ποιητικής συλλογής του "Πάσχα των Ελλήνων", επιτρέψτε μου να συνοψίσω τα κυριότερα συμπεράσματα: 1. Ο Α. Σικελιανός αποδεικνύεται γνώστης των Ιερών Κειμένων, της Αγίας Γραφής, της Απόκρυφης Γραμματείας, καθώς και ικανού μέρους της Υμνογραφίας της Εκκλησίας, τα οποία αξιοποιεί δημιουργικά στο ποιητικό έργο του, αναπλάθοντας τα γεγονότα της Ιεράς Ιστορίας και παρουσιάζοντας τα σχετιζόμενα με αυτήν Ιερά πρόσωπα. 2. Μεταξύ των ποιημάτων και των Ιερών κειμένων διαπιστώνεται πρωτίστως και κυρίως νοηματική σχέση και δευτερευόντως λεκτική εξάρτηση. 3. Ο ποιητής εστιάζει στην ιστορικότητα των Ιερών προσώπων, χωρίς να ενδιαφέρεται για τη θεολογία που τα συνοδεύει σε επίπεδο Δογματικής και Διδασκαλίας της Εκκλησίας.

Ό.π., σ. 111, 110. Α. Σικελιανός, Λυρικός Βίος Δ΄, ό.π., σ. 97, 96. 322 Ό.π., σ. 85. 323 Ό.π., σ. 125, 111. 324 Ό.π., σ. 100. 320 321


Δρ. Ιωάννης Ν. Λίλης Λέκτορας της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης

Ο ορθόδοξος ιερέας απέναντι στην σύγχρονη οικονομική κρίση ˙ προβλήματα, προβληματισμοί, και προοπτικές με βάση τη θεολογική διδασκαλία του Χριστιανισμού 325

Η οικονομία είναι μια μορφή πολύ υψηλού πολιτισμού. Δεν παρέχει κάποιος ένα αγαθό, π.χ. αυγά, και τον πληρώνει ο έτερος με άλλο προϊόν, π.χ. βούτυρο, που πάντα θα περιέχει την αδικία (κανένα προϊόν δεν είναι ακριβώς ισάξιο με το άλλο), αλλά ανταλλάσσουμε την αξία των προϊόντων με κάτι το ουδέτερο, το χρήμα, ώστε να είμαστε σίγουροι ότι οι συναλλαγές μας θα είναι έντιμες. Το χαρακτηριστικό του χρήματος είναι ότι ανεβάζει το βιοτικό επίπεδο και την αξιοπρέπεια όλων των ανθρώπων. Μπορεί κάποιος να είναι πλούσιος και να έχει στην τράπεζα π.χ. 100.000 ευρώ, κάποιος άλλος να είναι μετρίων εισοδημάτων και να έχει στην τράπεζα 2.000 ευρώ, όμως μέχρι αυτές τις 2.000 ευρώ και οι δύο έχουν ακριβώς την ίδια δυνατότητα και την ίση μεταχείριση. Διαφέρουν στις 98.000 ευρώ, αλλά για αυτές τις 2.000 ευρώ είναι ακριβώς ισάξιοι και απολαμβάνουν ισότιμα τον ίδιο σεβασμό που μεταφράζεται στην πράξη με την παροχή ίδιων αγαθών. Στην αρχαιότητα υπήρχε το σύμβολο για την ανταλλαγή των προϊόντων. Όταν γινόταν μια συμφωνία οι δύο που μετείχαν σε αυτήν έσπαζαν ένα πιάτο κι έπαιρνε ο καθένας το μισό. Όταν μετά από καιρό θα βρίσκονταν με το κομμάτι που κατείχε ο καθένας, θα έβλεπαν αν ταίριαζε, δηλαδή αν μπορούσε να συμβάλλει το ένα κομμάτι στο άλλο. Αν συνέβαλε σήμαινε ότι και οι δύο είχαν κάνει την συμφωνία και ήταν σε ισχύ. Αυτό ονομαζόταν σύμβολο γιατί συνέβαλε το ένα κομμάτι στο άλλο. Όταν η ανθρωπότητα άρχισε να προοδεύει εφευρέθηκε το νόμισμα, το οποίο προέρχεται από τη λέξη νομίζω γιατί στην ουσία είναι ένα χαρτί, νομίζεις ότι είναι κάτι, αλλά δεν μπορεί κανείς να το παραβεί και υπάρχει η ισότιμη συμφωνία μεταξύ των ανθρώπων. Με το νόμισμα Το παρόν άρθρο στηρίχτηκε στην ομιλία που πραγματοποίησε ο συγγραφέας στους κληρικούς της Ιεράς Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας την 28η Φεβρουαρίου 2014 στις Μοίρες, κατόπιν προσκλήσεως του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γορτύνης και Αρκαδίας κ.κ. Μακαρίου. Εδώ δημοσιεύεται ελαφρώς τροποποιημένη. 325


που ονομάστηκε χρήμα, καθώς το χρησιμοποιούμε, το σύμβολο της αρχαιότητας περιθωριοποιήθηκε και ήρθε το συμβόλαιο και η σύμβαση μεταξύ των ανώτερων ανεπτυγμένων κοινωνιών που πλέον χρησιμοποιούν τα νομίσματα, δηλαδή το χρήμα. Η ιστορία της ανθρωπότητας μας δείχνει ότι οι λαοί που κάποια στιγμή στην ιστορία τους έγιναν πλούσιοι, αλλά δεν ήξεραν πως να χρησιμοποιήσουν τον πλούτο τους, εξαφανίστηκαν. Ένας τέτοιος λαός είναι οι Φοίνικες, οι οποίοι εξαφανίστηκαν, γιατί δεν ήξεραν να χρησιμοποιήσουν το χρήμα που τους έφερε η ναυτιλία. Οι Έλληνες, παρότι πήραν το αλφάβητο από τους Φοίνικες, με τη λογική και τη σύνεση έκαναν καλή χρήση του χρήματος και όχι μόνο δεν εξαφανίστηκαν, αλλά αντίθετα μεγαλούργησαν. Επίσης κραταιές αυτοκρατορίες ενώ μεγαλούργησαν κάποια στιγμή παρήκμασαν οικονομικά. Το υψηλό νόμισμα απαιτεί και υψηλή παιδεία για τη σωστή διαχείριση του. Οι πολύ ανεπτυγμένοι λαοί χρησιμοποιούν λίγα νομίσματα, πολύ μεγάλης αξίας, και σπάνια αγγίζουν οι ίδιοι τα χρήματα. Συναλλάσσονται με ουδέτερα χαρτιά, επιταγές, γραμμάτια, απευθείας συναλλαγές μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών χωρίς οι άνθρωποι να αγγίζουν νομίσματα. Το νόμισμα των φτωχών λαών είναι φλύαρο, δηλαδή πολυπληθές. Το νόμισμα των ανεπτυγμένων χωρών συντετμημένο και σύντομο. Πολυπληθές νόμισμα ήταν η δραχμή, το νόμισμα της Ελλάδος μέχρι τις αρχές του 2002 που υιοθετήθηκε το ευρώ. 340 δραχμές αποτέλεσαν μόλις ένα ευρώ. Παρατηρούμε σήμερα πως περίπου 1000 ρούβλια της Ρωσίας είναι μόνο 26 ευρώ. Ο μισθός στην Ρωσία θα είναι εκ των πραγμάτων χαμηλός ˙ θα πρέπει να είναι δεκάδες χιλιάδες ρούβλια το μήνα για να φτάσει τον μισθό των χωρών που κατέχουν το ευρώ, οι οποίοι με λίγα νομίσματα (ευρώ) καλύπτουν την αξιοπρεπή διαβίωση. Παρατηρούμε πως ο υψηλός πολιτισμός πάντοτε μεταφράζεται σε νούμερα και αριθμούς. Όταν διατυπώθηκε το χριστιανικό δόγμα στην Κωνσταντινούπολη και στα μεγάλα κέντρα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, δηλαδή στο πιο ανεπτυγμένο κομμάτι του τότε κόσμου, οι εκκλησιαστικοί θεολόγοι πάντοτε επέμεναν στους αριθμούς και ο ασφαλέστερος τρόπος για να εντοπίσουν έναν αιρετικό ήταν να του ζητήσουν να αριθμήσει τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος και τις δύο φύσεις του Ενανθρωπήσαντος Λόγου. Η θεωρητική διδασκαλία των αιρετικών ήταν εύκολο να παρασύρει και να παγιδέψει τους θεολόγους, ενώ οι αριθμοί ποτέ. Ο Νεστόριος εντοπίστηκε ως αιρετικός, γιατί αριθμούσε δύο πρόσωπα στο Χριστό και όχι ένα, ώστε να εξασφαλίζεται ο πλήρης αγιασμός της ανθρωπίνης φύσεως του Κυρίου από την θεϊκή του


φύση. Ο Άρειος ενώ μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για το πρόσωπο του Κυρίου, επειδή τον θεωρούσε ως το τελειότερο δημιούργημα του Πατρός, ποτέ δεν έλεγε ΄΄Αγία Τριάδα,΄΄ ποτέ δεν εκφωνούσε τον αριθμό «τρία» (3) για τον Θεό, ακριβώς γιατί δεν θεωρούσε τον Υιό ως Θεό και Λόγο του Πατρός. Το Χριστιανικό δόγμα ποτέ δεν χρησιμοποιεί ζυγούς αριθμούς παρά μόνο μονούς. Οι μονοί αριθμοί προτιμώνται από το χριστιανικό δόγμα γιατί είναι «κινητοί» αριθμοί, όπως θα τους ονομάσει ο Μάξιμος Ομολογητής. Έχουν ένα σταθερό κέντρο και δύο ισόποσα και ισοβαρή τμήματα και από τις δύο πλευρές. Το τρία έχει κέντρο το δύο και ένα αριθμό και από τις δύο πλευρές το ένα και το τρία. Η έννοια της κινήσεως καθώς ήταν πολύ χρήσιμη για το χριστιανικό δόγμα, επειδή έδειχνε πως ο Τριαδικός Θεός είναι κινητικός απαντώντας στην αριστοτελική έννοια του Θεού που τον ήθελε ακίνητο, διατυπώθηκε με τον καλύτερο τρόπο μέσα από τη χρήση του κινητού, μονού, αριθμού τρία.326 Όλοι οι μονοί αριθμοί είναι πρώτοι αριθμοί καθώς διαιρούνται μόνο με τον εαυτό τους και με την μονάδα (εξαιρούνται κάποιοι μονοί όπως το π.χ. το 9, το 15 ή το 21 που διαιρούνται και με το 3 ή το 5 ή το 7, όμως και αυτοί είναι και πρώτοι). Το «δύο» είναι ο μοναδικός ζυγός αριθμός που είναι όμως πρώτος αριθμός καθώς εκ των πραγμάτων διαιρείται μόνο με τον εαυτό του και με τη μονάδα. Έτσι ο μοναδικός ζυγός αριθμός που χρησιμοποιείται από τη θεολογία, για τις δύο φύσεις του Κυρίου, έχει στοιχεία και χαρακτηριστικά μονού αριθμού, δηλαδή κινητού αριθμού, ενός ζωτικού στοιχείου του χριστιανικού δόγματος. 327 Επιπλέον η θεολογία στη διατύπωση του χριστιανικού δόγματος χρησιμοποίησε μόνο ρητούς αριθμούς και ποτέ άρρητους. Οι ρητοί αριθμοί, όπως τα κλάσματα, οι δεκαδικοί, οι τετραγωνικές ρίζες, μετρούν συνεχή ποσά, ενώ οι άρρητοι μόνο ασυνεχή. Το χριστιανικό δόγμα με τη χρήση μόνο ρητών αριθμών έδειχνε πολύ καθαρά πως τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι ασυνεχή, δηλαδή ανεπανάληπτα και διακεκριμένα. Ακριβώς το ίδιο συνέβαινε και με τις δύο φύσεις του Κυρίου. Αυτό το ασυνεχές ποσό ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός θα το ονομάσει «διωρισμένο» γιατί είναι διαφορετικό από τα άλλα και ξεχωρίζει καθώς ορίζεται. 328 Πολύ χαρακτηριστικά ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής σημειώνει : «Πᾶς γάρ ἄρτιος ἀριθμός ἀκίνητος κέντρον οὐκ ἔχων˙ κίνησιν δέ τῷ πρό αὐτοῦ, ἡ τῷ μετ’ αὐτόν συντιθέμενος˙ ποιεῖ γάρ περιττόν ἀριθμόν. Πᾶς γάρ περιττός ἀριθμός κατ’ ἑαυτόν κινητός, κατά τήν τῶν ἄκρων αὐτοῦ πρός τό μέσον ἴσην ἀπόστασιν» : Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων ἀπόρων PG 90, 569C. 327 Ματσούκα (1992) 222 κ.ε. 328 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως (Kotter) 126 – 127 : «Εἰ δέ τις ἐρωτῶν περί τῶν τοῦ Κυρίου φύσεων, εἰ ὑπό τό συνεχές ποσόν ἀναφέροιντο ἤ ὑπό τό διωρισμένον, ἐροῦμεν, ὅτι αἱ τοῦ Κυρίου φύσεις οὔτε ἕν σῶμα εἰσίν οὔτε μία 326


Αν παρατηρήσουμε τις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις των πολύ ανεπτυγμένων χωρών, όπως το Παρίσι, το Λονδίνο, το Βερολίνο, αλλά και τη Νέα Υόρκη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, αντικρίζουμε την εξής εικόνα : στο κέντρο των πόλεων αυτών δεν κατοικεί κόσμος, αλλά υπάρχουν μόνο εμπορικά κέντρα και μεγάλες τράπεζες. Οι πολίτες με μέτρια εισοδήματα κατοικούν μακριά από το κέντρο σε ειδικές περιοχές, όπως και οι πολύ πλούσιοι πολίτες σε ξεχωριστές περιοχές. Στο κέντρο των πόλεων αυτών κατοικούν συνήθως πολύ λίγοι, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα πλούσιοι. Έχουν την οικονομική δυνατότητα να κρατήσουν την εξωτερική κλασική όψη των κτηρίων και εσωτερικά να το ανακαινίσουν αλλάζοντας τα πάντα. Επίσης μπορούν μονίμως να πληρώνουν χώρο στάθμευσης για το αυτοκίνητό τους. Επιπλέον παρατηρούμε πως στο κέντρο των πλούσιων αυτών πόλεων υπάρχουν εκτεταμένες πεζοδρομήσεις, μεγάλα πάρκα ή και δάση ακόμη, όπως παρατηρούμε γύρω από το Μπάκιγχαμ του Λονδίνου ή το δάσος της Βουλώνης στο Παρίσι. Αλλά και στις μεγάλες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής υπάρχει αυτή η εικόνα. Στο Σικάγο απαγορεύεται να κτίσει κάποιος σπίτι που να εφάπτεται στο σπίτι του γείτονα. Πρέπει να αφήσει τόση απόσταση με το διπλανό σπίτι, όσο θα είναι η οικία που πρόκειται να κτίσει, με αποτέλεσμα όλα τα σπίτια της πόλης περιμετρικά είναι ελεύθερα, με προσωπικό χώρο στάθμευσης του αυτοκινήτου, κήπο και βεβαίως μία ανθρώπινη κατάσταση επιβίωσης μέσα σε μία μεγαλούπολη εκατομμυρίων κατοίκων. Η παρουσία τόσο σπουδαίων ερευνητικών πανεπιστημιακών κέντρων, φέρνει υψηλή ανάπτυξη της λογικής και της χρησιμοποίησης του χρήματος (η πλειοψηφία των βραβείων Νόμπελ αποδίδεται σε αυτά τα ερευνητικά, τα οποία έρχονται βέβαια από τα πρώτα στον κόσμο με κορυφαίο το Χάρβαντ και το Γέιλ), και αυτή η χρήση θα φανεί και στην εξωτερική των πόλεων. Αντιθέτως, παρατηρούμε πως στις πρωτεύουσες των φτωχών χωρών υπάρχει εντελώς διαφορετική εικόνα. Στο κέντρο υπάρχουν εμπορικά καταστήματα, όχι τόσο πλούσια και οργανωμένα και εκεί κατοικούν όλοι οι φτωχοί ή μέτριοι οικονομικά πολίτες. Οι ευκατάστατοι μόνο κατοικούν μακριά από το κέντρο σε ειδικές περιοχές συνήθως εκτός πόλεως. Αν ένας μισθωτός πολίτης αυξήσει τα εισοδήματα του, ο πρώτος ἐπιφάνεια οὔτε μία γραμμή, οὐ χρόνος, οὐ τόπος, ἴνα ὑπό τό συνεχές ἀναχθῶσι ποσόν˙ ταῦτα γάρ εἰσί τά συνεχῶς ἀριθμούμενα. Ἰστέον δε, ὡς ὁ ἀριθμός τῶν διαφερόντων ἐστι καί ἀδύνατον ἀριθμεῖσθαι τά κατά μηδέν διαφέροντα˙ καθ’ ὅ δέ διαφέρουσι, κατά τοῦτο καί ἀριθμοῦνται. Οἷον ὁ Πέτρος καί ὁ Παῦλος, καθ’ ὅ μέν ἤνωνται, οὐκ ἀριθμοῦνται˙ τῷ λόγω γάρ τῆς οὐσίας ἐνούμενοι δύο φύσεις οὐ δύνανται λέγεσθαι, καθ’ ὑπόστασιν δέ διαφέροντες δύο ὑποστάσεις λέγονται. Ὥστε ὁ ἀριθμός τῶν διαφερόντων ἐστι, καί ᾧ τρόπῳ διαφέρουσι τά διαφέροντα, τούτῳ τῷ τρόπῳ καί ἀριθμοῦνται».


τρόπος για να το δείξει είναι να μετακομίσει από το κέντρο σε μία ήσυχη περιοχή, όπου κατοικούν οι ευκατάστατοι. Οι πεζοδρομήσεις είναι σπάνιες έως ανύπαρκτες και η έλλειψη πρασίνου εντονότατη. Η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, το Ηράκλειο της Κρήτης μέχρι το 1979, χρονιά εισόδου μας στην τότε ΕΟΚ, εμφάνιζαν την εικόνα των επαρχιωτικών πόλεων με το πιο αισθητό σημείο στο κέντρο να κατοικούν οι φτωχοί ή μέτριοι οικονομικά πολίτες. Από το 1992 που η τότε ΕΟΚ μετεξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση, με το Μάαστριχ, οι πόλεις της Ελλάδος άρχισαν να παίρνουν σταδιακά την εξωτερική μορφή των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων. Έχει σημασία να παρατηρήσουμε το Ηράκλειο της Κρήτης. Η περιοχή γύρω από τον Άγιο Τίτο κατοικείται πλέον από πολύ λίγους ενορίτες ενώ μέχρι το 1992 ήταν από τις μεγαλύτερες ενορίες. Γύρω από τον συγκεκριμένο ναό σήμερα υπάρχει άκρως καλαίσθητη πεζοδρόμηση, όπως παρατηρείται σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και υπερσύγχρονα πολυκαταστήματα όπως στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στη Ρώμη. Το ίδιο παρατηρούμε και στην περιοχή γύρω από τον Άγιο Μηνά. Η εικόνα αυτή είναι ακόμα πιο έντονη στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη. Σε λίγα χρόνια και το κέντρο του Ηρακλείου δεν θα υστερεί σε τίποτα από τις δύο μεγαλύτερες πόλεις, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, αλλά και όλες οι ελληνικές πόλεις θα διαφέρουν ελάχιστα από τις ευρωπαϊκές. Αυτό δεν είναι ευχή ή μία επιθυμία, αλλά επίσημη συμφωνία που υπάρχει μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, η οποία επικυρώθηκε στις 29 Μαΐου του 1979, ημέρας υπογραφής της εισόδου μας στην τότε ΕΟΚ, επισημοποιήθηκε το 1992 με το Μάαστριχ, αλλά κλείδωσε οριστικά το 1999 με την ένταξη μας στη ΟΝΕ. Η αλλαγή στην εξωτερική όψη των πόλεων αυτών έγινε γιατί προηγήθηκε η οικονομική ένωση από το 1979 και εξής με κυριότερους σταθμούς το 1992, το Μάαστριχ, και το 1999, η Ο.Ν.Ε., η νομισματική ένωση. Το συντετμημένο ισχυρό νόμισμα που είναι το ευρώ, μεταφράζεται και στην εξωτερική μορφή των πόλεων, όπου κάθε περιοχή υποδέχεται συγκεκριμένα οικονομικά στρώματα και το κέντρο είναι συνήθως εμπορικό με ωραία μεγάλα πάρκα και πεζοδρομήσεις για όλους. Κάτι άλλο που δεν θα πρέπει να λανθάνει της προσοχής μας είναι και οι πεζοδρομήσεις αλλά και οι πινακίδες των πόλεων αυτών. Στις μεγάλες πόλεις όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρατηρούμε πως τα αρχαιολογικά μνημεία και οι εκκλησίες αναγράφονται σε πινακίδες καφέ χρώματος και οι πόλεις και οι κωμοπόλεις σε μπλε. Οι πινακίδες των εθνικών δρόμων είναι πράσινες. Επιπλέον παρατηρούμε πως οι πεζοδρομήσεις των πόλεων αυτών, των ελληνικών με των ευρωπαϊκών, έχουν πολλά κοινά σημεία γιατί χρηματοδοτούνται από τα


προγράμματα ΕΣΠΑ, κοινά μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προγράμματα που όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί τα χρηματοδοτούν, ως ισότιμα μέλη. Όμως όλοι οι λαοί δεν έχουν τη δυνατότητα να τα χρησιμοποιήσουν, γιατί στερούνται των δυνατοτήτων σύγχρονης εκταμίευσης (ηλεκτρονική καταγραφή αρχείων, σύγχρονο τραπεζικό σύστημα κ.τ.λ.). Η περιοχή γύρω από τον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Τίτου, όπως διαμορφώθηκε την τελευταία δεκαετία από το 2004 και εξής, μοιάζει πάρα πολύ με την πεζοδρόμηση γύρω από την Παναγία των Παρισίων, την Μονμάρτη, μέρη που πριν από το 1979 δεν είχαν απολύτως καμία ομοιότητα με τις ελληνικές πόλεις. Μία ακόμα απόδειξη πως το κοινό νόμισμα μεταφράζεται και στα μνημεία του πολιτισμού, κορυφαίο των οποίων είναι σίγουρα η κοινή εξωτερική όψη των πόλεων. Το μεγάλο πρόβλημα βρίσκεται στο ότι μέσα σε αυτήν την ομοιομορφία – πανομοιότυπες πινακίδες, κοινά οικονομικά προγράμματα, κοινό νόμισμα – ο λαός που δεν έχει τη δυνατότητα να προσφέρει πρωτότυπη πρόταση ζωής κινδυνεύει άμεσα να εξαφανιστεί. Και είναι αλήθεια ότι μέχρι σήμερα η Ευρώπη δίνει τις ιδέες και η Ελλάδα μονάχα αντιγράφει, χωρίς να προσφέρει η ίδια την πρόταση της. Το πρώτο θετικό βήμα, της εντάξεως, η Ελλάδα το έκανε. Μένει από εδώ και πέρα να κάνει και το δεύτερο αποφασιστικό βήμα που δεν είναι άλλο από το να προσφέρει και αυτή πρωτότυπες ιδέες και οι άλλοι να την ακολουθούν διαφορετικά δεν θα γίνει ποτέ ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Σε αυτή την πραγματικότητα μόλις ξέσπασε η οικονομική κρίση, η οικονομία της ελληνικής κοινωνίας ήταν η πρώτη των ευρωπαϊκών χωρών που έπεσε και βρέθηκε σε δεινή κρίση, ενώ κατείχε το πιο ισχυρό νόμισμα, το ευρώ. Αυτό έγινε γιατί η ελληνική κοινωνία δεν είχε την κατάλληλη παιδεία που απαιτούνταν για να διαχειριστεί ένα τόσο υψηλό νόμισμα. Πράγματι το είχε υιοθετήσει ουσιαστικά ως συνάλλαγμα. Μέσα σε μία μέρα, αρχές του 2002, από την δραχμή, ένα επαρχιωτικό νόμισμα με πάρα πολλές διαιρέσεις, βρέθηκε στο πιο ισχυρό νόμισμα του κόσμου, ωσάν να είχε κάνει συνάλλαγμα, όπως έκανε μέχρι τότε με το δολάριο. Η διαφορετική αντίληψη των ευρωπαϊκών χωρών για το νόμισμα φάνηκε πολύ καθαρά μόλις υιοθέτησαν όλες το ίδιο νόμισμα. Διαφορετικά το χειρίστηκαν οι Γερμανοί, διαφορετικά οι Γάλλοι, διαφορετικά οι Ιταλοί, διαφορετικά οι Έλληνες. Η παρακολούθηση της σειράς με την οποία έπεσαν οι ευρωπαϊκές οικονομίες (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία,) φανερώνει ποια είναι η περισσότερο αδύναμη οικονομία, ώστε να φτάσουμε διαδοχικά στην πιο ισχυρή. Επίσης ένα πολύ λυπηρό σημείο είναι ότι μόνο στην Ελλάδα χρεωκόπησε το ίδιο το κράτος. Σε όλες τις άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου, χρεωκόπησαν


μόνο οι τράπεζες. Είναι πολύ πιο προσβλητικό να χρεωκοπήσει το κράτος, γιατί το κράτος είναι η πιο πρακτική έκφραση του ίδιου του λαού. Οι τράπεζες είναι κάτι διαφορετικό, πέρα από το γεγονός ότι χρεωκοπία του κράτους σημαίνει εκ των πραγμάτων χρεωκοπία και των τραπεζών. Μέσα σε αυτό το κλίμα πρέπει να προβούμε και σε μία άλλη διαπίστωση. Το μεγαλύτερο μέρος των Γερμανών πολιτών δεν κατέχει δικό του σπίτι, αλλά η πλειοψηφία των Γερμανών νοικιάζει το σπίτι, στο οποίο κατοικεί. Μόνο οι πολύ πλούσιοι Γερμανοί αγοράζουν δικό τους σπίτι. Το ίδιο συμβαίνει και στην Ελβετία και στη Σουηδία. Στην Ελβετία δε, τα τελευταία πέντε χρόνια, ελάχιστοι είναι εκείνοι που αγοράζουν το σπίτι τους. Επιπλέον παρατηρούμε ότι στη Σουηδία οι υψηλόμισθοι υπάλληλοι του κράτους το 70% του μισθού τους το επιστρέφουν στο κράτος με τη μορφή ποικίλων φόρων. Η απουσία ιδιοκατοίκησης και η βαριά φορολογία των υψηλόμισθων θα πρέπει να προσεχθούν ιδιαίτερα από τους σημερινούς Έλληνες πολίτες. Ο Γερμανός πολίτης δεν επιδιώκει να αγοράσει δικό του σπίτι, έτσι ώστε να τυγχάνει ελαφράς φορολογίας και να εμφανίζεται στο κράτος χωρίς ιδιοκτησία. Η νοοτροπία του αυτή απορρέει από την διαφορετική αντίληψη που έχει για την γερμανική κοινωνία από αυτή που έχει ο Έλληνας για την ελληνική. Ο Γερμανός, όπως και ο Σουηδός, πιστεύουν πως όλο το κράτος, στο οποίο κατοικούν, είναι μια κοινότητα. Αντιθέτως ο Έλληνας δεν νιώθει το ελληνικό κράτος ως δική του κοινότητα και γι’ αυτό πιστεύει πως η ιδιοκατοίκηση του εξασφαλίζει μια ασφάλεια. Δεν είναι τυχαίο ότι παράλληλα στην ελληνική κοινωνία παρουσιάζονται έντονα φαινόμενα φοροδιαφυγής. Κάτι που είναι αδιανόητο, ή τουλάχιστον τρομερά μειωμένο, στις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί πως η έντονη παρουσία φοροδιαφυγής σε μία χώρα δεν σημαίνει τίποτα άλλο από την παντελή έλλειψη της έννοιας του κράτους ως κοινότητος. Όμως είναι αδιανόητο και όλοι οι Έλληνες να έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν δικό τους σπίτι. Όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση η απορία αυτή λύθηκε αμέσως, καθώς διαπιστώθηκε πως η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων είχε αγοράσει δικό της σπίτι, αλλά με δάνειο. Το τραγικό είναι πως οι Έλληνες πολίτες, ακριβώς επειδή είχαν πολύ ανεπτυγμένη την ιδιοκατοίκηση, θεωρήθηκαν ιδιαίτερα πλούσιοι και φορολογήθηκαν αγρίως για την μόνιμη κατοικία τους (είναι αλήθεια πως μόνο η Ελλάδα εμφανίζει τόσο υψηλό δείκτη ιδιοκατοίκησης). Αν η πλειοψηφία των Ελλήνων νοίκιαζε το σπίτι που κατοικούσε, όπως συμβαίνει στους πραγματικά πλούσιους λαούς της Ευρώπης, τότε οι Έλληνες πολίτες θα είχαν αποφύγει αυτόν τον σκόπελο της άγριας φορολογίας. Το μοιραίο, που συνέβη στην


περίπτωση των Ελλήνων, ήταν ότι αγόρασαν δικό τους σπίτι με δάνειο και επομένως η ιδιοκατοίκησή τους δεν ήταν ακριβής. Γι’ αυτό το λόγο βρέθηκαν την ίδια ώρα να πληρώνουν το δάνειο του σπιτιού στην τράπεζα και να είναι υποχρεωμένοι ταυτοχρόνως να υποβάλλουν και άγρια διπλή και τριπλή φορολογία. Είναι φανερό δείγμα μιας κοινωνίας, η οποία δεν παράγει. Όλες οι αυτοκρατορίες του παρελθόντος (αναφερόμαστε σ΄ αυτές καθώς τότε δεν υπήρχαν τα σημερινά εθνικά κράτη) λίγο πριν πέσουν ως μόνη πηγή κρατικών εσόδων είχαν τον φόρο ακινήτων και τα τελωνεία, εφόσον δεν παρήγαγαν. Ο Κάρολος Ντυλ μας πληροφορεί πως τον 14ο αιώνα «η καταστροφή της βυζαντινής οικονομίας ήταν αναπόφευκτη. Οι κύριες πηγές εσόδων της αυτοκρατορίας ήταν ο φόρος ακινήτων και τα τελωνεία. Παρά τις απαιτήσεις του δημοσίου ταμείου, ο φόρος εισπραττόταν με δυσκολία και απέφερε ανεπαρκείς πόρους στο δημόσιο ταμείο» 329, για να συμπληρώσει αμέσως παρακάτω πως : «στα μέσα του 14ου αιώνα, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Κατακουζηνός δηλώνει : ¨Δεν υπάρχουν πια χρήματα. Τα αποθέματα έχουν ξοδευτεί, τα αυτοκρατορικά κοσμήματα έχουν πουληθεί, και οι φόροι δεν εισπράττονται πια. Η χώρα έχει καταστραφεί εντελώς¨». 330 Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα βρέθηκε και αυτή απέναντι σε μια τέτοια οικονομική κατάσταση. Όχι μόνο Έλληνες Ορθόδοξοι κληρικοί και θεολόγοι βρέθηκαν προσωπικά υπερχρεωμένοι με ανάλογα δάνεια, αλλά και η Εκκλησία ως θεσμός δεν είχε προλάβει να εκσυγχρονίσει τον τρόπο ενοικίασης των ακινήτων της, τα οποία αποτελούν την περιβόητη εκκλησιαστική περιουσία. Η ποιμαντική της δεν μπορεί να είναι άμοιρη, όχι μόνο της οικονομικής κρίσεως, αλλά και της υψηλής παιδείας που απαιτείται για τη χρήση ενός πολύ σπουδαίου νομίσματος. Η Εκκλησία πολλές φορές στην ιστορία της προβληματίστηκε για το χρήμα, καθώς πολύ μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας ήταν ιδιαίτερα πλούσιοι. Αυτό συνέβηκε και με τους τρεις Ιεράρχες οι οποίοι είχαν ιδιαίτερο πλούτο, ο οποίος παρατηρείται και στα κείμενά τους. Νομίζω αξίζει τον κόπο να δούμε τη σκέψη των μεγάλων Εκκλησιαστικών Πατέρων για τον πλούτο. Ο Μέγας Βασίλειος έχει συγγράψει ένα έργο με τον τίτλο Εἰς τόν 48ο ψαλμό όπου σημειώνει τα εξής: «Μην πτοείσαι όταν πλουτίσει κάποιος κακός άνθρωπος ή αυξηθεί η οικογενειακή του δόξα. Υπάρχει ο Δαυίδ για να σε καθησυχάσει. Ίσως να το είπε ειδικά για σένα: ¨Μην πτοείσαι όταν πλουτίσει κάποιος άδικος άνθρωπος¨. Είναι σίγουρο 329 330

Diel (2010) 269. Diel (2010) 269.


ότι ο πλούτος του φέρνει ευτυχία; Και όταν πεθάνει δεν θα πάρει τίποτα μαζί του. Ένα ένδυμα για να κρύψει την ασκήμια του εκείνη την ώρα. Μην είσαι μικρόψυχος με τον πλουτισμό άδικων ανθρώπων. Σκέψου είναι η πρώτη και τελευταία προς αυτούς φιλανθρωπία». Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, επίσης πολύ πλούσιος Πατέρας της Εκκλησίας, στο έργο του Μή φοβοῦ ὅταν πλουτίσει ἄνθρωπος, Ὁμιλία α΄ ρωτά: «Είναι δυνατόν να σωθεί ο πλούσιος; Βεβαιότατα. Ο Ιώβ ήταν πλούσιος, ο Αβραάμ ήταν πλούσιος. Είδες τα πλούτη του; Δες και τη φιλοξενεία του. Είδες το πλούσιο τραπέζι του; Δες και την περιποιητικότητά του. Τι έκανε λοιπόν ο Αβραάμ; Αφού άφησε σπίτι, γυναίκα, παιδιά και υπηρέτες αν και είχε 318, αφού τους άφησε όλους βγήκε και άπλωσε το δίχτυ της φιλοξενίας μην τυχόν περάσει κανένας οδοιπόρος, κανένας ξένος και προσπεράσει το σπίτι του.». Ο Μέγας Βασίλειος καθώς ερμηνεύει τον 33ο ψαλμό της Παλαιάς Διαθήκης, το στίχο 7: «Αυτός εγώ ο φτωχός φώναξα και ο Κύριος με άκουσε με ευμένεια» για να σχολιάσει: «Δεν είναι πάντοτε αξιέπαινη η φτώχεια αλλά εκείνη που κατορθώνεται με τη διάθεση σύμφωνα με το σκοπό του Ευαγγελίου. Γιατί πολλοί είναι φτωχοί ως προς την περιουσία, αλλά έχουν πλεονεκτική διάθεση. Αυτούς δεν τους σώζει η φτώχεια, αλλά τους καταδικάζει η διάθεση. Δεν είναι πάντοτε άξιος μακαρισμού ο φτωχός, αλλά εκείνος που θεώρησε την εντολή του Χριστού ανώτερη από τους θησαυρούς του κόσμου». Είναι γνωστό πως και η Παλαιά Διαθήκη και ο Χριστός και οι Πατέρες της Εκκλησίας καταδικάζουν σφόδρα τον τόκο. Πράγματι ο τόκος νομιμοποιήθηκε μόνο από το 1580 και μετά, μετά την προτροπή του Καλβίνου, ο οποίος για πρώτη φορά εισηγήθηκε την νομιμοποίηση του τόκου. Ο Μέγας Βασίλειος στο έργο του Εἰς τόν ΙΔ΄ ψαλμό καί περί τοκιζόντων σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ζητάς χρήματα από έναν φτωχό; Αν ήταν πλούσιος και μπορούσε να σε κάνει πλουσιότερο, για ποιο λόγο θα ερχόταν έξω από την πόρτα σου; Ήρθε να σε βρει σύμμαχο και σε βρήκε εχθρό. Ενώ έπρεπε να ανακουφίσεις τη φτώχια του δυστυχισμένου αυτού ανθρώπου, εσύ αντίθετα αυξάνεις τη στέρηση, ζητώντας να πάρεις καρπούς από την έρημο. Σαν το γιατρό που επισκέπτεται τους αρρώστους και αντί να τους βοηθήσει να αναρρώσουν, αυτός τους αφαιρεί και την ελάχιστη δύναμη που τους έχει απομείνει». Στο ίδιο έργο ο ιερός Πατήρ θα σημειώσει: «Ο δίκαιος δεν πρέπει ποτέ να δανείζει τα χρήματά του με τόκο. Σε πολλά μέρη της Αγίας Γραφής καταδικάζεται αυτή η αμαρτία. Ο προφήτης Ιεζεκιήλ περιλαμβάνει ανάμεσα στα πιο μεγάλα αμαρτήματα και το να παίρνει


κανείς τόκο και επιπλέον χρήματα (Ιεζεκιήλ 22,12). Αλλά και ο Μωσαϊκός νόμος απαγορεύει κατηγορηματικά τον τοκισμό: δεν θα τοκίσεις χρήματα στον αδερφό σου και στον πλησίον (Δευτερονόμιο 23,20-21). Στο έργο του Πρός Πλουτοῦντας σημειώνει: «Τι θα απολογηθείς στον Κριτή εσύ που ντύνεις τοίχους και δεν ντύνεις άνθρωπο, εσύ που στολίζεις τα άλογα και περιφρονείς τον γυμνό αδερφό σου;». Στο έργο Ἐπιστολή 188η Ἀμφιλοχίῳ Περί Κανόνων σημειώνει : «Εκείνος που παίρνει τόκους αν δεχθεί να διαθέσει στους φτωχούς τα άδικα κέρδη του και να απαλλαγεί στο εξής από την αρρώστια της φιλοχρηματίας, γίνεται δεκτός στην ιεροσύνη». Αλλά και στο προαναφερθέν έργο του Εἰς τόν ΙΔ΄ Ψαλμό καί περί Τοκιζόντων θα ξανασημειώσει: «Να μην δεχθείς ποτέ δανειστή που σε πολιορκεί για να σου δώσει δάνειο. Το δάνειο είναι η αρχή του ψεύδους. Είναι αφορμή αχαριστίας, αγνωμοσύνης και επιορκίας. Είσαι φτωχός τώρα αλλά και ελεύθερος. Όταν δανειστείς όχι μόνο δεν θα πλουτίσεις αλλά θα χάσεις και την ελευθερία σου». Όμως δεν μπορούμε να μην σημειώσουμε και την προτροπή του στο ίδιο έργο Εἰς τόν ΙΔ΄ Ψαλμό καί περί Τοκιζόντων: «Να δανείζετε σε εκείνους που δεν ελπίζετε να πάρετε πίσω τα δανεισθέντα» φράση που είναι γραμμένη στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο 6,34. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος στο έργο του Εἰς Ματθαῖον 44η : «Ο πλούτος έχει δύο ελαττώματα αντίθετα μεταξύ τους. Το ένα είναι η μέριμνα που δημιουργεί ένταση και το άλλο είναι η καλοπέραση που μας κάνει μαλθακούς. Όλα όσα έχουν σχέση με τον πλούτο είναι απατηλά. Είναι δηλαδή νοήματα που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Γιατί η ηδονή και η δόξα και ο καλλωπισμός και όλα τα παρόμοια είναι μια φαντασία και όχι η πραγματική αλήθεια». Επιπλέον ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στο έργο του Ἐγώ ὁ Κύριος ὁ Θεός ἐποίησα φῶς καί σκότος θα σημειώσει: «Ο πλούτος φαίνεται σε πολλούς ότι είναι κάτι καλό, αλλά γενικά δεν είναι καλός αν δεν το χρησιμοποιεί κανείς όπως πρέπει. Αν βέβαια ο πλούτος ήταν γενικά κάτι καλό θα ήταν καλοί και αυτοί που τον κατείχαν. Εφόσον όμως δεν είναι ευάρεστοι όλοι οι πλούσιοι, αλλά μόνο εκείνοι που κάνουν καλή χρήση, άρα δεν είναι καλός». Καταλαβαίνει κανείς εύκολα πως σήμερα δεν μπορούμε να είμαστε αρνητικοί απέναντι τόκο. Από την εποχή των μεγάλων Πατέρων μεσολάβησε ο Καλβίνος, κορυφαίος εκπρόσωπος του Προτεσταντισμού, ο οποίος για πρώτη φορά στη Γενεύη της Ελβετίας νομιμοποίησε τον τόκο, κάτι που αρνείται η Αγία Γραφή, καθώς πίστευε πως με αυτό τον τρόπο περιοριζόταν η διαφθορά. Η σκέψη του ήταν ιδιαίτερα ευφυής για την απανθρωπιά του Μεσαίωνα και η απόδειξη είναι πως όλος ο μετέπειτα πολιτισμός υιοθέτησε την άποψη του. Αν υιοθετήσουμε την


άρνηση του τόκου θα γίνουμε ακριβώς όπως οι Μουσουλμάνοι, οι οποίοι αρνούνται μέχρι και σήμερα τον τόκο – το Κοράνι είναι αρνητικό για την νομιμοποίηση του – ή τους συντηρητικούς Εβραίους, οι οποίοι επίσης δεν δέχονται τον τόκο, ακολουθούμενοι βέβαια την Παλαιά Διαθήκη, όπου, όπως είδαμε, καταδικάζεται ο τόκος. Άλλωστε δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι η Ελβετία, ως η μήτρα της νομιμοποιήσεως του τόκου, εμφανίζει σήμερα πολύ χαμηλά επιτόκια στο δανεισμό των ασθενέστερων τάξεων και από τα υψηλότερα επίπεδα διαβίωσης των πολιτών της. Ίσως δεν θα πρέπει να ξεχνούμε πως εκεί βρίσκεται η συντριπτική πλειοψηφία των διεθνών οργανισμών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία έχουν επισκεφθεί όλοι οι Προκαθήμενοι των Ορθοδόξων Εκκλησιών, αλλά και η Λωζάνη, όπου έσπευσε να υπογράψει την ομώνυμη ιστορική συνθήκη ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1923, με αβάσταχτο κόστος την ανταλλαγή των πληθυσμών, αλλά με σκοπό μία ανεπτυγμένη και ακμάζουσα Ελλάδα κατά τα σύγχρονα διεθνή πρότυπα. Το τραγικό λάθος των εκλογών του 1920 έτρεξε αμέσως να το διορθώσει το 1923 μεσολαβούσης δυστυχώς της Μικρασιατικής Καταστροφής. Παρότι όμως δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε την αποστροφή για τον τόκο, μπορούμε όμως να υιοθετήσουμε την τακτική των Πατέρων, η οποία είναι ιδιαίτερα σύγχρονη. Έκλεψαν τα πιο σύγχρονα στοιχεία του τότε πολιτισμού για να βιώσουν και να διαδώσουν το Ευαγγέλιο. Το βυζαντινό όμως παρελθόν του ελληνισμού δεν έχει νόημα να καταστεί φωτεινό παράδειγμα για τον σύγχρονο ελληνισμό απλώς με την παραπομπή κάποιων πατερικών χωρίων, αλλά με το συνολικό πολιτισμό του, κεντρικό κομμάτι του οποίου είναι η διατύπωση του χριστιανικού δόγματος. Ο Κάρολος Ντύλ υπογραμμίζει πως στη βυζαντινή εποχή «δίπλα στην ιστορία, η θεολογία είναι ασφαλώς η επιστήμη που ενδιέφερε περισσότερο τη βυζαντινή σκέψη˙ και σ’ αυτή την περίπτωση είναι αναμφισβήτητο ότι αυτή η θεολογική λογοτεχνία ήταν, τουλάχιστον ως τον 12ο αιώνα, πολύ ανώτερη από την αντίστοιχη παραγωγή της Δύσης. Η αφθονία αυτής της θεολογικής φιλολογίας είναι αξιοθαύμαστη. Ο συνεχής αγώνας κατά των διαφόρων αιρέσεων, μονοφυσιτισμού, μονοθελητισμού, εικονομαχίας, που αναστάτωσαν τον βυζαντινό κόσμο από τον 5ο ως τον 9ο αιώνα και αργότερα η πολεμική κατά της ειδωλολατρίας και του ιουδαϊσμού, κατά των Μουσουλμάνων και κυρίως κατά των Λατίνων, η συνεχής φροντίδα για την υπεράσπιση της ορθοδοξίας και την παγίωση του δόγματος, οδήγησαν στη γέννηση ενός πλήθους έργων». 331 Ο ίδιος βυζαντινολόγος σημειώνει με έμφαση 331

Diel (2010), 303.


πως η έλλειψη πρωτοτυπίας στη διατύπωση του δόγματος από τον 12 αιώνα και μετά, ήταν η θεωρητική έκφραση της οικονομικής καταρρεύσεως της αυτοκρατορίας. 332

Ο ορθόδοξος ιερέας τι θα μπορούσε να κάνει σήμερα απέναντι στη σύγχρονη οικονομική κρίση; Μερικά παραδείγματα θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμα. Στην προσπάθεια του να οργανώσει οικονομικά την ενορία ο ιερέας, αρχής γενομένης με τη φορολογική δήλωση της ενορίας, θα πρέπει να απευθυνθεί στο καλύτερο φοροτεχνικό γραφείο της Ελλάδος, και όχι της περιοχής του. Το διαδίκτυο καθιστά όλη τη χώρα μία γειτονιά. Η Αλεξανδρούπολη σήμερα βρίσκεται δίπλα στο Ηράκλειο της Κρήτης. Αυτό με τη σειρά του καθιστά ανταγωνιστικό το λογιστή της γειτονιάς καθώς γνωρίζει πως με την παρουσία του διαδικτύου η πελατεία του δεν είναι εξασφαλισμένη, αν δεν παρέχει τις καλύτερες υπηρεσίες. Η τοπική απόσταση είναι πλέον ξεπερασμένη λόγω των υπερσύγχρονων ηλεκτρονικών μέσων. Ο ιερέας για να εντοπίσει το καλύτερο γραφείο θα πρέπει ψάξει ένα φοροτεχνικό γραφείο όπου δεν θα ξέρει τα πρόσωπα, αλλά θα αποτελείται από πολλούς λογιστές, δηλαδή θα είναι μία ανώνυμη εταιρεία. Ένα τέτοιο γραφείο, δηλαδή μία ανώνυμη εταιρεία με φοροτεχνικές υπηρεσίες, θα το εντοπίσει πολύ εύκολα στα μεγάλα αστικά κέντρα και πολύ δύσκολα στις μικρές κωμοπόλεις. Όσο πολύπλοκο και να είναι κάποιο πρόβλημα της ενορίας του, οι πολλοί υπάλληλοι, με τους οποίους δεν διατηρεί προσωπική γνωριμία, θα του εξασφαλίσουν σύντομα τη λύση του προβλήματος στα χρονικά διαστήματα που θα απαιτεί. Αν υποκύψει στον πειρασμό να απευθυνθεί σε κάποιον γνωστό λογιστή, εξαιτίας απλώς της προσωπικής τους γνωριμίας, θα βρεθεί σκλαβωμένος χωρίς να λύσει τα προβλήματα της ενορίας του. Ένας πρώτος, εξωτερικός τρόπος, για να εντοπίσει το καλύτερο γραφείο είναι η αμοιβή που απαιτεί να είναι ακριβότερη από τα υπόλοιπα φοροτεχνικά γραφεία. Το ακριβότερο γραφείο είναι η καλύτερη εγγύηση πως υπερτερεί έναντι των άλλων (άλλωστε το συγκεκριμένο δεν είναι τελικά το ακριβότερο, γιατί οι υψηλές του υπηρεσίες θα αποφέρουν σημαντικότατα κέρδη σε βάθος χρόνου συν το γεγονός ότι εκ των πραγμάτων η οικονομική του διαφορά θα είναι ελάχιστη από τα υπόλοιπα˙ αυτό είναι το όφελος του δυνατού νομίσματος, όπως το ευρώ). Η μετέπειτα εμπειρία του θα επαληθεύσει αυτήν την εκτίμηση καθώς πάντοτε στην ιστορία της ανθρωπότητας το χρήμα είναι η εξωτερική μορφή του πολιτισμού που το χρησιμοποιεί. Μορφωμένος πλέον ο ιερέας 332

Diel (2010), 303 – 304.


κοινωνικά, θα ξαναγυρίσει στο φοροτεχνικό γραφείο της γειτονιάς του μόνο αν διακρίνει σύγχρονη οργάνωση, μακριά από προσωπικές γνωριμίες και εξαρτήσεις. Το υψηλά οργανωμένο λογιστικό γραφείο θα του προτείνει νόμιμες οικονομικές διευκολύνσεις, οι οποίες προβλέπονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά απαιτούν υψηλή γνώση, την οποία είναι σε θέση να του βρουν μόνο τα άρτια επιστημονικά οργανωμένα γραφεία. Ο ιερέας αρκεί να είναι σε θέση να τα εντοπίσει και όχι να τα γνωρίζει ο ίδιος. Μόνο με αυτόν τον τρόπο η κοινωνία βρίσκεται στην υπηρεσία του πολίτη. Ο ιερέας, ως δημόσιο πρόσωπο στην Ελλάδα, πρέπει να είναι ο πρώτος που θα το γνωρίζει. Η χρήση μεγάλων γραφείων ή ανώνυμων εταιρειών για την εξυπηρέτηση των σύγχρονων κοινωνιών και οικονομιών δεν είναι άσχετη με την ιστορία του ελληνισμού και της Ευρώπης. Οι ανώνυμες εταιρείες έχουν πάντοτε ένα επίθετο – όνομα π.χ. Παπαδόπουλος Α.Ε. και δεν είναι ανώνυμες. Απλώς υπάρχει μόνο το όνομα του προσώπου που κατέχει το μεγαλύτερο ποσοστό τις μετοχές της εταιρείας και οι υπόλοιποι δεν εμφανίζονται στην επωνυμία. Γιατί υπάρχει ένα επίθετο; Τα επίθετα είναι κατάκτηση της δυτικής Ευρώπης και όχι της Ανατολής. Στο Βυζάντιο επίθετο είχαν μόνο οι αυτοκράτορες όπως Κομνηνός, Παλαιολόγος, 333 Άγγελος, 334 οι οποίοι ανήκαν στις μεγάλες αυτοκρατορικές δυναστείες, και όχι οι υπήκοοι. Ακόμα και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, γόνος μεγάλης οικογένειας και ο γιος του υπουργού των οικονομικών, δεν είχε επίθετο. 335 Όταν έπεσαν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, η Δύση άρχισε να δίνει επίθετα στους απλούς ανθρώπους καθώς σταδιακά αποκτούσαν ανθρώπινα δικαιώματα και γίνοταν πολίτες. Η μετάβαση, μέσα από αιματηρούς αγώνες, από την έννοια του υπηκόου στην έννοια του πολίτη με σταθμούς τη Γαλλική, τη βιομηχανική και την Αμερικανική επανάσταση, φάνηκε εξωτερικά με την παρουσία των επιθέτων στη ζωή των απλών ανθρώπων. Μετά από αυτήν την εξέλιξη οι βασιλείς στη Δύση έχασαν το επίθετο, ώστε να διαφοροποιηθούν από το λαούς. Αυτή είναι άλλωστε και η κυριότερη εξωτερική διαφορά μεταξύ των δυτικών ευγενών και των βυζαντινών αυτοκρατόρων˙ οι βυζαντινοί είχαν επίθετο, ενώ οι δυτικοί όχι καθώς ήδη επίθετο απέκτησαν οι πολίτες.

Diehl (2010), 132 κ.ε. Αρβανίτη (2008), 31. 335 Για το θέμα του επιθέτου στην οικογένεια του Ιωάννου Δαμασκηνού, γενικότερα των επιθέτων στην ζωή των ανθρώπων εκείνης της εποχής, αλλά και πως άρχισαν να εμφανίζονται στην ύστερη ζωή του ελληνισμού βλ. Louth (1998), 248˙ Auzepy (1994), 184. 333 334


Οι περισσότεροι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως κατά τη βυζαντινή περίοδο ήταν πρώτα ξαδέρφια των αυτοκρατόρων. Οι υπόλοιποι προκαθήμενοι των πρεσβυγενών πατριαρχείων ήταν γνώστες αυτής της πραγματικότητος (και ο ίδιος ο Πάπας, ο οποίος επίσης τότε ήταν μακρυά από την εξουσία της Κωνσταντινουπόλεως), και γι’ αυτό πολύ εύκολα αναγνώριζαν ως αιρετικούς τους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως και πολύ δυσκολότερα τους υπόλοιπους. Μάλιστα δεν δίσταζαν να δίνουν το όνομα του Κωνσταντινουπόλεως σε ολόκληρη την αίρεση όπως έγινε με τον Νεστόριο, όπου η αίρεση ονομάστηκε Νεστοριανισμός, ενώ οι αντίπαλη αίρεση δεν ονομάστηκε Ευτυχιανισμός από τον Ευτυχή, αλλά μονοφυσιτισμός. Η παρουσία επιθέτου στους απλούς ανθρώπους έφερε τις ανώνυμες εταιρείες και την παραγωγή στη ζωή των απλών ανθρώπων. Η σημερινή υπεροχή των δυτικών λαών στον εθνικό τους πλούτο και ταυτόχρονα η τόσο μειωμένη ανεργία τους, είναι απόρ-ροια του γεγονότος ότι καλλιέργησαν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η οικονομική άνεση που θα εξασφαλίσει στον σημερινό ιερέα το καλύτερα οργανωμένο φοροτεχνικό γραφείο, θα του δώσει τη δυνατότητα να αναδείξει σταδιακά το ευαγγέλιο μέσα στην κοινωνία, με προσεκτικές, μελετημένες κινήσεις. Καταρχήν θα μπορέσει να νοικιάσει την καλύτερη εταιρία security για την ασφάλεια και του ίδιου του ιερού ναού και των αντικειμένων των πιστών την ώρα της θείας λειτουργίας. Η αίσθηση της ασφάλειας του ποιμνίου κατά την ώρα της θείας λειτουργίας είναι το πρώτο βήμα για να αγκαλιάσει ο κόσμος το λειτουργικό τυπικό. Κατόπιν θα εξασφαλίσει το προσωπικό που θα είναι υπεύθυνο για την τήρηση της τάξης την ώρας της θείας λειτουργίας και των ιερών μυστηρίων. Ειδικό έμμισθο προσωπικό που θα παραλαμβάνει τον πιστό την ώρα του ιερού μυστηρίου από την πόρτα του ναού και θα τον τοποθετεί στη θέση του. Η ηρεμία, η ησυχία και κυρίως η τάξη την ώρα της λατρείας, είναι οι πιο βασικές προϋποθέσεις για την προσευχή και τη βίωση των αγιασμένων κειμένων της Εκκλησίας μας. Με τον καιρό και την καλλιέργεια της συγκεκριμένης νοοτροπίας στην ενορία ο ιερέας θα προβεί στο επόμενο βήμα και στην τύπωση φυλλαδίου με το κείμενο των ιερών μυστηρίων, το οποία θα βρίσκεται σε κάθε στασίδι και θα δίδεται στον πιστό, από το ειδικό προσωπικό, κατά την ώρα της ακολουθίας. Οι γάμοι, οι βαφτίσεις, οι εξόδιες ακολουθίες, αλλά και η ίδια η θεία λειτουργία θα αποκτήσουν την ιεροπρέπεια και την ησυχία που τους αρμόζει, κάτι που λείπει δυστυχώς από τις σημερινές ελλαδικές ενορίες. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως τότε μόνο το ποίμνιο θα γνωρίσει τον λατρευτικό πλούτο της εκκλησίας μας, αποφεύγοντας τα


γνωστά εκείνα βαρετά για τη μετάφραση των κειμένων. Όλοι θα ζητούν να τελέσουν το γάμο τους σε μία τέτοια ενορία όχι μόνο γιατί θα εξασφαλίζουν την τάξη στο γάμο τους, αλλά και γιατί θα καταλαβαίνουν τι είναι ακριβώς το ιερό μυστήριο το γάμου. Στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, στα οποία ανήκει η Ορθόδοξη Εκκλησία της ελληνικής επικράτειας, παρέχονται φοβερές διευκολύνσεις καθώς είναι νομικά πρόσωπα κοινής ωφέλειας του λαού και είναι ιστορικό έγκλημα οι ορθόδοξοι ιερείς του ελλαδικού χώρου να το αγνοούν. Η συγκεκριμένη υψηλή κοινωνική συμπεριφορά του ορθοδόξου ιερέως, θα τον βοηθήσει να αποκτήσει σύντομα την εμπιστοσύνη του οικείου Ιεράρχου, καθώς ο Επίσκοπος θα διαπιστώνει καθημερινά πως έχει δίπλα του ένα σύγχρονο και δημιουργικό συνεργάτη. Όλοι οι ιερείς μπορεί να είναι εργατικοί και φιλότιμοι, όμως αυτό δεν αρκεί αν δεν γίνεται με τα σύγχρονα ευρωπαϊκά μέσα, με άλλα λόγια αν δεν είναι σύγχρονοι παραγωγοί ιστορίας. Αυτό ισχύει βέβαια ισχύει και για τη φιλανθρωπία. Δεν είναι τυχαίο πως φιλανθρωπικοί οργανισμοί διεθνούς εμβέλειας προσφέρουν σημαντικότατο φιλανθρωπικό έργο, δίπλα στο οποίο το έργο της Εκκλησίας είναι ισχυρά φτωχό. Ο αντίλογος πως η Εκκλησία δεν υπάρχει για τη φιλανθρωπία δεν είναι αρκεί, καθώς θα υπάρξει ο αντίλογος πως στην πιο λαμπρή περίοδο του Βυζαντίου η Εκκλησία είχε έντονη φιλανθρωπική δράση, αντίστοιχη της οποίας είναι οι σύγχρονοι παγκόσμιοι φιλανθρωπικοί οργανισμοί. Απλώς η μακραίωνη απουσία της εκκλησίας από τον πολιτισμό λόγω Τουρκοκρατίας – στην Τουρκοκρατία έσωσε την ελληνική γλώσσα μέσω του θείας λατρείας, σεβαστό αλλά δεν έφτανε˙ μετά από ένα σημείο καταντούσε συντήρηση (αλλά και των τελευταίων αιώνων της βυζαντινής περιόδου καθώς η παρακμή είχε αρχίσει πολύ πριν το 1453) – τη φέρνουν αδύναμη να παρακολουθήσει τις εξελίξεις, με ιδιαίτερα φτωχή παρουσία, εμφανίζοντας ως απαντητική δικαιολογία τη φράση η φιλανθρωπία δεν είναι έργο της Εκκλησίας. Και η κοσμική φιλανθρωπία και η άλλη πρόταση της Εκκλησίας (που σίγουρα είναι κάτι πολύ περισσότερο από την φιλανθρωπία εφόσον είναι ο αγιασμός και η θεώση), αν δεν μεταφράζονται καθημερινά σε μορφή πολιτισμού κινδυνεύουν να καταντήσουν μία ωραιολογία ή ρομαντισμός. Από εκεί και πέρα όταν η όλη ποιμαντική συμπεριφορά και νοοτροπία του ιερέως κινείται εντός των σύγχρονων θεσμικών πλαισίων, ο ιερέας καθίσταται πραγματικός ποιμένας. Μάλιστα αυτή η νοοτροπία θα πρέπει να ξεκινά από την ίδια του την οικογένεια. Και στην προσωπική του ζωή θα πρέπει να αφομοιώσει την σύγχρονη ιστορία. Στις ανεπτυγμένες κοινωνίες, όπως η Σουηδία, οι πολίτες στην ετήσια


φορολογική τους δήλωση εμφανίζουν μόνο το μισθό τους, χωρίς κανένα σχεδόν περιουσιακό στοιχείο. Ενδιαφέρονται ελάχιστα για την περιουσία και περισσότερο αν είναι εξασφαλισμένος δια βίου ο μισθός τους, ασχέτως αν είναι πενιχρός. Πολλοί εξ αυτών δεν έχουν ούτε αυτοκίνητο. Νοικιάζουν και το αυτοκίνητο και την κατοικία τους. Με την ελάφρυνση από την απουσία πληρωμής των τελών κυκλοφορίας, της ασφάλειας του αυτοκινήτου, αλλά και την πολυέξοδη συντήρηση του αυτοκινήτου, τα εισοδήματα τους εκ των πραγμάτων αυξάνονται αλλά και η ζωή τους αποκτά χρώμα. Νοικιάζουν όποτε θέλουν το αυτοκίνητο της αρεσκείας τους. Η συνεργασία τους με τις καλύτερες εταιρείες ενοικίασης αυτοκινήτων, τους επιτρέπει με την πάροδο του χρόνου και τη φερέγγυα συνεργασία να νοικιάζουν τα καλύτερα αυτοκίνητα στις πιο προσιτές τιμές (αυτοκίνητα που δεν θα μπορούσαν ποτέ να πλησιάσουν ως ιδιοκτήτες). Το πιο σπουδαίο είναι ότι οι πολίτες των βόρειων ευρωπαϊκών χωρών ενεργούν με αυτόν τον τρόπο ενσυνειδήτως, γιατί μόνο η συγκεκριμένη νοοτροπία τους εξασφαλίζει την ελευθερία από τις βιοτικές μέριμνες αυτού του κόσμου. Νιώθουν το περιβάλλον στο οποίο ζουν, π.χ. τις εταιρείες ενοικίασης αυτοκινήτων ή κατοικιών, ως πραγματική κοινότητα στην οποία ανήκουν οργανικά. Η αντίληψη αυτή απορρέει από την χριστιανική προτεσταντική παράδοση στην οποία ανήκουν, και την οποία κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, γιατί μεταφράστηκε σε καθημερινό τρόπο ζωής. Η έλλειψη ιδιοκατοίκησης αλλά και κατοχής αυτοκινήτου ταιριάζει απόλυτα στην προτροπή του Κυρίου να μην μεριμνούμε για το αύριο αλλά να ζούμε όπως τα πετεινά του ουρανού, τα οποία δεν νοιάστηκαν ποτέ για την ένδυση ή την τροφή τους, και όμως ακόμα και ο Σολομών θα ζήλευε την μεγαλοπρέπεια τους. Η νοοτροπία των Ελλήνων στο συγκεκριμένο θέμα, μαρτυρά δυστυχώς το εντελώς διαφορετικό. Αν οι σημερινοί Έλληνες γνώριζαν την παράδοση τους θα είχαν φροντίσει να τη μεταφράσουν σε καθημερινό τρόπο ζωής, μέσω θεσμών, με εντελώς πρωτότυπο τρόπο δίνοντας το στίγμα τους στην Ευρώπη. Η βασίλισσα της Αγγλίας Βικτώρια, γιαγιά της νυν βασίλισσας της Αγγλίας Ελισσάβετ, όταν συζητούσε για την καθημερινή ζωή των βασιλείου της συνήθιζε πάντοτε να λέγει πως η Αγγλία είναι η χώρα της Βίβλου, εννοώντας ακριβώς την μετάφραση της Αγίας Γραφής στην καθημερινή ζωή των υπηκόων της. Οι πλούσιοι, όπως οι εφοπλιστές, οι βιομήχανοι, οι επιχειρηματίες καθώς είναι πολίτες του κόσμου γνωρίζουν πολύ καλά αυτήν την νοοτροπία και την εφαρμόζουν. Οι πλούσιες κατοικίες στις οποίες διαβιώνουν, εμφανίζονται νομικά ως συνεδριακά κέντρα των εταιρειών τους και οι ίδιοι ως απλοί υπάλληλοι αυτών των εταιρειών, που απλώς


αναλαμβάνουν πρόεδροι του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας. Η ετήσια προσωπική φορολογική τους δήλωση είναι μία δήλωση ενός απλού μισθωτού και το υπηρετικό τους προσωπικό εμφανίζεται ως προσωπικό της εταιρείας, την οποία διοικούν. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο χρησιμοποιούν και τα αυτοκίνητα τους. Ανήκουν στις εφοπλιστικές εταιρείες και οι ίδιοι τα ενοικιάζουν. Καταλαβαίνουμε πόσο μακριά από αυτήν την πραγματικότητα βρίσκεται η επαρχιώτικη νοοτροπία του Έλληνα, ο οποίος επιδιώκει συνεχώς την απόκτηση ακινήτων – η προσωπική φορολογική του δήλωση είναι πιο παχυλή από αυτή των επιχειρηματιών, αλλά και πόσο παράφωνη ακούγεται στα αυτιά του Ευρωπαίου είναι η φράση πως μόνο οι μισθωτοί πιάνονται. Ο Ορθόδοξος ιερέας θα πρέπει να είναι ο πρώτος που θα υιοθετήσει τη συγκεκριμένη νοοτροπία στη ζωή του αν θέλει να γίνει παραγωγός ιστορίας και όχι μουσειακό είδος. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα γίνει φως για την κοινωνία : όχι μόνο αν κατέχει ελάχιστα περιουσιακά στοιχεία με ταπεινή συμπεριφορά, αλλά αν μπορεί να το δείξει με αφομοιωμένο τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Η εποχή των κηρυγμάτων ταίριαζε στον Νικηφόρο Θεοτόκη και τον Μελέτιο Πηγά. Στον σημερινό κληρικό ταιριάζει η αφομοίωση της Ευρώπης, ακριβώς όπως στους Καππαδόκες Πατέρες ταίριαζε η αφομοίωση των φιλοσοφικών όρων της αρχαιοελληνικής πλατωνικής Ακαδημίας και το αριστοτελικού Λυκείου. Η ίδια συμπεριφορά πρέπει να υπάρχει και στην ηγεσία της Εκκλησίας. Άλλωστε αν ξεκινά από εκεί εύκολα διαχέεται και στον πυρήνα της Εκκλησίας που είναι ο εφημέριος και στη βάση της που είναι το ποίμνιο. Νομίζω πως ένα παράδειγμα θα αρκούσε. Αν αύριο ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών συγκέντρωνε την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και ζητούσαν επιμόνως από τον Υπουργό Παιδείας της Ελλάδος να προσθέσει μόνο ένα άρθρο από τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος που θα όριζε ότι δεν θα μπορούσε κάποιος να γίνει Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος αν ήταν άνω των 45 ή το πολύ των 50 ετών. Αμέσως θα ετίθεντο τα θεμέλια για να καταστεί η Εκκλησία το κέντρο του Ελληνισμού. Σε μία κοινωνία όπου το Σύνταγμα των Ελλήνων – δηλαδή το πιο αντιπροσωπευτικό κείμενο του σύγχρονου ελληνισμού – τονίζει πως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μπορεί να είναι κάτω των 40 ετών (το ειρωνικό είναι πως έχουμε το πιο νέο Σύνταγμα στην Ευρώπη, μόλις του 1975) με τόσο, άλλωστε, μειωμένες αρμοδιότητες, η Εκκλησία της Ελλάδος ζητά μία τόσο προοδευτική πρόταση που θα τη συνοδεύει για τα επόμενα 100 χρόνια : οι νέοι στο προσκήνιο ως πρόταση της σύγχρονου ελληνισμού με κορυφαίο κομμάτι την Εκκλησία του. Αυτή πρέπει να είναι η απάντηση


της θεσμικής Εκκλησίας στη σύγχρονη οικονομική κρίση με τόσο πρακτικές κινήσεις. Τα οικονομικά αίτια της κρίσης είναι για τη θεολογία μόνο εκκλησιολογικά. Μία τέτοια κίνηση θα έλυνε προβληματικές συμπεριφορές χρονίζουσες στη εκκλησία π.χ. το μεταθετό που τόσο έχει συζητηθεί και κατακριθεί στην εκκλησία, χωρίς κανένας ποτέ να δώσει αποτελεσματική λύση. Πληθώρα άλλων προβλημάτων λύνονται με την πρόσθεση του συγκεκριμένου άρθρου, όπως η σχέση των ιεραρχών με τους πολιτικούς και τους διανοουμένους καθώς όλοι θα θαυμάσουν τη σοβαρότητα των εκκλησιαστικών ταγών. Η σοβαρότητα βρίσκεται μόνο στην προοδευτικότητα και τη δροσιά˙ ποτέ στη στασιμότητα και στη μούχλα. Επιπλέον η πρόταση θα πρέπει να ισχύει από τον επόμενο Αρχιεπίσκοπο και μετά, όχι για το νυν. Με αυτόν τον τρόπο δεν χρεώνεται ένα πρόσωπο την αλλαγή, αλλά όλη η Εκκλησία. Μόνο όταν νιώθουμε και πορευόμαστε ως κοινότητα λύνονται τα οικονομικά προβλήματα (τα οποία για την Εκκλησία είναι μόνο θεολογικά – εκκλησιολογικά) και προχωρεί ο ελληνισμός.

Το παρόν άρθρο ήθελε να δείξει πως τα οικονομικά αίτια της κρίσης είναι και εκκλησιολογικά. Η έλλειψη οργάνωσης, διαφάνειας και η φοροδιαφυγή δηλώνουν έλλειψη λόγου λογικής αναλύσεως και επεξηγήσεως (δηλαδή συνέσεως και φρονήσεως), στοιχεία, τα οποία απουσιάζουν από τη ζωή των σημερινών Ελλήνων. Δεν λείπουν παντελώς από την προσωπική ζωή των Ελλήνων, όμως δεν είναι σε θέση να τα μεταφράσουν θεσμικά στη σύνολη ελληνική πραγματικότητα. Γι’ αυτό ήρθε η κρίση. Για τον θεολόγο η εν λόγω εικόνα είναι ιδιαίτερα αποκαρδιωτική, γιατί κάποτε ο λόγος χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο στη ζωή των Ελλήνων αλλά και για ονομαστεί ο ίδιος ο Θεός. Το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος ονομάστηκε από τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή Λόγος, με Λ κεφαλαίο, (με τη φράση ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος ξεκινά το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο). Ο Υιός είναι ο Λόγος του Πατρός, ασάρκως στην Παλαιά και ενσάρκως στην Καινή Διαθήκη. Η θεσμική επαναφορά του Λόγου και λόγου στη ζωή μας – και με κεφαλαίο Λ και με μικρό – θα μας βοηθήσει να βάλουμε τη βαθιά ανάλυση στη ζωή μας, εκφράζοντας καθημερινά, ως πρόταση, την πλουσιότατη παράδοση μας. Δηλαδή να βγούμε από την κρίση.


Βιβλιογραφία Αρβανίτη Χρ. Η πολιτική και κοινωνική θεωρία των Βυζαντινών κατά τον 11ο και 12ο αι. Μελέτη στο κείμενο του Κεκαυμένου Στρατηγικόν και στο ποίημα του Σπανέα, 2008, Θεσσαλονίκη Auzepy M – F. (1994). «De la Palestine a Constantinople (VIIIe – IXe siecles) : Etienne le Sabaite et Jean Damascene», στο Traveaux et Memoires 12, 1994, σελ. 183 – 218. Diehl, Ch. (2010). Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, μεγαλείο και παρακμή Β΄ τόμος (μετάφρ. Ελένη Ταμπάκη), Αθήνα Kotter B. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Die Schriften des Johannes von Damaskos, εκδ. B. Kotter, Walter – De Gruyter 1973, t. II (Patristische Texte und Studien 12) Louth, A. «St. John Damascene» στο Preacher and audience, M. B. Cunningham, P. Allen, 1998, σελ. 247 – 266. Ματσούκα, Ν. (1992). «Μαθηματικές, φιλοσοφικές και θεολογικές έννοιες σε πατερικά κείμενα» στο Μυστήριον επί των ιερώς κεκοιμένων και άλλα μελετήματα, Θεσσαλονίκη, σελ. 209 – 245.


Γεώργιος Μιχ. Πατεράκης Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε.

Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΒΡΥΣΩΝ ΜΕΡΑΜΠΕΛΛΟΥ 8 Αυγούστου 1867 336

Ένα τόσο λαμπρό όσο και παραγνωρισμένο γεγονός, όπως αυτό της Μάχης των Βρυσών 1867, αποτελεί μια σοβαρή αφορμή για την ενασχόληση μας και προσέγγιση θεμάτων της Τοπικής μας Ιστορίας, αφού η διδασκαλία της στη θεσμοθετημένη εκπαίδευση δεν το επιτυγχάνει τόσο, ή έστω στο βαθμό που θα έπρεπε. Επετειακά δίδεται η ευκαιρία, της επιπλέον ανακοίνωσης νέων ευρημάτων, αρχειακής ιστορικής έρευνάς για το χωριό Βρύσες Μεραμπέλλου. Προικισμένος από τη φύση ο χώρος της λεκάνης, Σκάφη του Μεραμπέλλου την ονομάζουν οι ντόπιοι, διαθέτει εδάφη, ορεινά, πεδινά, παραθαλάσσια, εύφορα και άγονα, υγιεινό κλίμα και συνθήκες που καλύπτουν όλες τις ανθρώπινες ανάγκες. Διαχρονικά, υπήρξε τόπος ανάπτυξης οργανωμένων μορφών ζωής και αξιόλογων εστιών πολιτισμού. Από την αρχαιότητα μαρτυρούνται εδώ σπουδαίες εστίες ανθρώπινης δραστηριότητας, από τα μινωικά ακόμη χρόνια. Στην Ενετοκρατία υπήρξε έξαρση του πολιτισμού και αξιοποιήθηκε ο χώρος του στο έπακρο, κτίζοντας το ομώνυμο φρούριο στην Καστελανία τότε του Μεραμπέλλου. Όταν ενέσκηψε η κατάρα της Τουρκοκρατίας όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Σε αντίθεση με το Χάνδακα, η περιφέρεια άρχισε να μαραζώνει με ταχείς ρυθμούς, από την είσπραξη επαχθούς φορολογίας και την χωρίς έλεος, αφαίμαξη του ιδρώτα των ραγιάδων. Αποτέλεσμα η οικονομία να καταρρεύσει. Η ιδιοκτησία να περάσει στα χέρια των αγάδων. H ζωή, η τιμή και η αξιοπρέπεια των Χριστιανών, να κρέμεται στις ορέξεις και του πιο ασήμαντου Οθωμανού. Η εργασία αυτή πήρε τη μορφή πανηγυρικού, στις εκδηλώσεις που οργανώθηκαν για την επέτειο της Μάχης. Εκφωνήθηκε στην επιμνημόσυνη δέηση, αμέσως μετά το πέρας της Πανηγυρικής Θείας Λειτουργίας, στο χωριό Βρύσες, την Παρασκευή 6 Αυγούστου 2010. Συνδιοργάνωση : Δήμος Νεάπολης, Τοπικό Συμβούλιο Βρυσών, Ενορία Βρυσών. Εμπλουτίστηκε, υπομνηματίστηκε και τεκμηριώθηκε με βιβλιογραφικές αναφορές και παραπομπές, για να πάρει την τελική μορφή της. 336


Τα εύφορα μέρη του Μεραμπέλλου κατέλαβαν οι Οθωμανοί απωθώντας τους ντόπιους Χριστιανούς στα κακοτράχαλα, τα αδιάφορα, ως μη παραγωγικά μέρη. Έτσι διαμορφώθηκαν τότε κεντρικοί και περιφερειακοί πυρήνες. Οικισμοί όπου ζούσαν οι περισσότεροι Τούρκοι. Νέο Χωριό (Νεάπολη), Καστέλι Φουρνής, Χουμεργιάκο, Λίμνες, Βραχάσι. Ενώ στα πιο ορεινά χωριά, όπως Βρύσες, Πρίνα, Κρούστας, Κριτσά, κλπ., ζούσαν μόνοι ή οι περισσότεροι Χριστιανοί. Αλλά ας δούμε το τοπίο στο χωριό Βρύσες, που χαρακτηρίζεται ως ένα «…από τα ηρωικότερα και μαγευτικότερα χωριά της επαρχίας Μεραμπέλλου, σε υψόμετρο 400 μ., απέχει 3 χλμ. από τη Νεάπολη. Γαντζωμένο καθώς είναι στη βόρεια πλαγιά του βουνού Καβαλαρά, είναι κυριολεκτικά κρυμμένο μέσα στον πράσινο χώρο με ανοικτό ορίζοντα και αποτελεί το μόνιμο φύλακα και βιγλάτορα όλης της περιοχής. Το κλίμα του είναι ξηρό και υγιεινό…». 337 Στις αρχειακές πηγές, το χωριό αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Καστροφύλακα, στα 1577, με 209 κατοίκους. Στην απογραφή του 1671, που έγινε από τον Αχμέτ Πασά Κιουπρουλή αμέσως μετά την άλωση της Κρήτης, 338 για τους υπόχρεους κεφαλικού φόρου Χριστιανούς, το χωριό απόγράφηκε με 63, συνολικά άτομα, χαράτσια. Όπως δείχνει και ο παρακάτω πίνακας για τα χωριά – οικισμούς της περιοχής. αα

Χωρίον

1.

Άγιος Νικόλαος Μίλατος Βραχάσι Λατσίδα

2. 3. 4.

Nefs Meranblo Milato Virehas Laside

Πλούσιοι

Μεσαίας τάξεως

Πτωχοί εργαζομ.

Άτομα

21

17

4

42

11 28 21

20 49 43

3 9 8

34 86 72

Δήμος Νεάπολης Λασιθίου Κρήτης, Οδηγός. σ. 7, αλλά και λήμμα στο Εγκυκλοπαιδικό λεξικό Ηλίου : «ΒΡΥΣΕΣ : Κοινότης της επαρχίας Μέραμβέλλου του νομού Λασηθίου. Κάτοικοι 666. Έχει δημοτικόν σχολείον, λειτουργεί δ’ εν αυτώ γεωργικός πιστωτικός συνεταιρισμός Έχει άφθονα πηγαία ύδατα, εξ ου πιθανώς και το όνομά της. Ευρίσκεται πλησίον της Νεαπόλεςως και εν αυτή το 1826 ο Καζάνης εφόνευσε τον ωμόν Τούρκον Σκιζόρραχον και 10 έτέρους Τούρκους, το δε 1866 γενομένης ετέρας φονικής μάχης ηνδραγάθησεν ο αρχηγός Κοκκίνης και εγένετο αρχηγός της επαρχίας Μεραμβέλλου. Εις την κοινότητα Βρυσών ανήκουσιν αι μοναί Κρεμαστών (ανδρών) επ’ ονόματι των Ταξιαρχών τιμωμένη και η Κουφή Πέτρας (γυναικών), επ’ ονόματι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου τιμωμένη. Επίσης εις την ιδίαν κοινότητα ανήκει και η αγροικία Δράση. Μέσω του χωρίου διέρχεται η αμαξιτή οδός η συνδέουσα την Νεάπολιν με την επαρχίαν Λασηθίου.» 338 Κιουπρουλής Ζαδέ Φαζίλ Αχμετ Πασάς. Είναι ο τούρκος αρχιστράτηγος, που άλωσε το φρούριο του Χάνδακα και μαζί μ’ αυτό ολόκληρη την Κρήτη, στα 1667-1669. 337


5.

Βουλισμένη

6.

Νεάπολις

7. 8.

Κάτω Φουρνή Καστέλλι Φουρνής Απάνω Φουρνή Λίμνες Πλατυπόδι Βρύσες Χουμεριάκος Κρούστα Πρίνα Κρητσά

9. 10. 11. 12. 13. 14. 15. 16.

ΣΥΝΟΛΟ

Vulizmeni Kenuryo Horio Turki Yeni Koyi Kato Fruni Kastel Fruni

33

56

11

100

95

159

39

293

57

55

2

114

33

33

4

70

Apano Fruni Limyez Pladi Podi Vrisez Hamaryaku Kruste Pirnye Kirce

17 32 29 21 112 25 18 105

27 44 37 31 107 19 10 116

2 2 6 11 26 1 1 31

46 78 72 63 245 45 29 252

EΠΑΡΧΙΑΣ

658

823

160

1641

Από αρχειακές μαρτυρίες της ίδιας εποχής, 339 προκύπτει ότι οι κάτοικοι των Βρυσών γενικά ήταν φιλήσυχοι άνθρωποι. Αναφέρεται μάλιστα ότι έσπευσαν να δηλώσουν υποταγή και προκειμένου να υπογράψουν συνυποσχετικό έγγραφο "…εμφανίζονται ενώπιον του ιερού συμβουλίου, οικειοθελώς, και υπόσχονται να πληρώσουν τον Κεφαλικό φόρο του έτους, 190 ασλανίων γροσίων". Επειδή αδυνατούσαν ίσως να πληρώσουν, το χρέος τους αυτό, υπόγραψαν γραμμάτιο οφειλής, στο οποίο θεωρείτο ότι τους δόθηκε δάνειο το ποσό αυτό, από τον Δεφτερδάρη (Έφορο) της Νήσου Κρήτης, Μεχμέτ Εφένδη και όφειλαν να του το επιστρέψουν. Αναφέρονται ονόματα χωριανών όπως : παπά Γιώργης υιός Δημήτρη, παπά Γιάννης Ρωμανίτης υιός Νικολάου, παπά Μανώλης υιός Γιώργη, Μανόλης Ρωμανίτης υιός Γιάννη, Κωσταντής Δαματεράκης υιός Μανιού, Μανόλης Χαμάλης υιός Αποστόλου, Νικολοσήφης υιός Σήφη, Γιάννης Μπαλής υιός Πέτρου, Κώστας Συμιακός υιός Νικολάου, Μιχάλης Σκουμπρής υιός Μαρή κι άλλοι. Είναι σύνηθες να φαίνεται ότι προσέρχονταν «οικειοθελώς», οι Χριστιανοί στο Ιεροδικείο, κάτι αντίστοιχο με την σημερινή Εισαγγελία, για να δηλώνουν υποταγή. Έτσι σοφίστηκε ο πονηρός ανατολίτης και σκηνοθετούσε την υπόθεση. Σταυρινίδης Νικολ, Μεταφράσεις Τούρκικων Ιστορικών εγγράφων, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου, Ανατύπωσης 1986, τόμος Α΄, έγγραφο 498, με ημερομηνία 1 Δεκεμβρίου

339

1671, σελ. 399. Συνυποσχετικό Χριστιανών κατοίκων του χωριού Βρύσες Μεραμπέλλου, Οι κάτοικοι των Βρυσών ενώπιον του ιερού συμβουλίου, υπόσχονται να πληρώσουν το ποσό των 190 ασλανίων γροσίων, Κεφαλικό φόρο του τρέχοντος έτους.


Συχνά οι Χριστιανοί κάτοικοι υποχρεώνονταν με την αρχή της συλλογικής ευθύνης, να εγγυηθούν το χωριό τους, πως δεν θα φιλοξενήσει, δεν θα τροφοδοτήσει ή θα υποθάλψει, απροσκύνητους χαΐνηδες, με την προσωπική εγγύηση των προεστών. Έτσι στις 10 Απριλίου 1689, είκοσι χρόνια μετά την άλωση του νησιού, «…εκλήθησαν εις το Ιεροδικείον οι …παπά Γεώργης και Δασκαλογιώργης εκ του χωρίου Βρύσες,…ο Κετχουντάς της επαρχίας Γιάννης και λοιποί άλλοι, οίτινες ομοφώνως κατέθεσαν ότι …καθίστανται αλληλεγγύως υπεύθυνοι, δηλώσαντες τα εξής : «Εάν από σήμερον και εις το εξής οι άθρησκοι χαΐνηδες αιχμαλωτίσωσι μουσουλμάνον τινά εν τη επαρχία μας ή προξενήσωσιν ζημίαν τινα εις την περιουσίαν του ας ζητήται η ζημία αύτη από ημάς. Μετά δε την εξαγοράν δι’ ι-δικών μας χρημάτων του αιχμαλωτισθέντος μουσουλμάνου, ας τιμωρούμεθα και ημείς οι ίδιοι…». Κατόπιν της γενομένης υφ’ εκάστου τούτων δηλώσεως ταύτης, εγράφη το παρόν έγγραφον σήμερον τη εικοστή Τζεμαζιελαχίρ του έτους χίλια εκατόν. Οι Μάρτυρες: Ρετζέπ Αγάς, ο διακεκριμένος μεταξύ των ομοίων του Αλή Αγάς, Αχμέτ Αγάς, Ελχατζ Μουσταφά Αγάς, Σαχίν Μπεσέ, κλπ.». 340 Τονίζεται, ότι εδώ αναφέρεται ότι έγιναν όλα οικειοθελώς κατά το γνωστό : «… Σφάξε με αγά μου να αγιάσω !!! ». Άλλο αχρονολόγητο έγγραφο γύρω στα 1689, απογράφει τους Πύργους, του κατακτητή, στην περιοχή. Εργαλεία επιβολής της κυριαρχίας του στον τόπο, κάτι σαν Σταθμούς Χωροφυλακής και έδρα ένοπλων φρουρών. Στην περιοχή των Βρυσών συναντούμε να διατηρεί ένα τέτοιο πύργο. Στο διπλανό χωριό, Χουμεργιάκο δύο, ενώ στο χωριό Κριτσά τέσσερεις. Ήταν δείγματα πρόνοιας, ανάλογα του βαθμού της επικινδυνότητας κάθε περιοχής. 341 Στο πρώτο εθνικό σκίρτημα της Επανάστασης του Δασκαλογιάννη, στα Σφακιά 1770, οι συνθήκες απείλησαν αισθητά την Οθωμανική εξουσία. Οι εσωτερικές πιέσεις στους Οθωμανούς ήταν αφόρητες από τους συγγενείς των θυμάτων, ώστε να καταστραφούν εκ θεμελίων τα Σφακιά και να συνεχιστεί άγριο το κυνήγι των κατοίκων και πρωτεργατών της επανάστασης εκείνης. Χαροκαμένες χανούμισσες, με μοιρολόγια ζητούσαν πίσω το αίμα των δικών τους. Κυνηγημένοι οι Σφακιανοί, διέφυγαν τότε άλλοι στα νησιά κι άλλοι εσωτερικοί μετανάστες, σε διάφορα μέρη του νησιού. Γέμισε η Σταυρινίδης Νικ., Μεταφράσεις Τούρκικων Ιστορικών εγγράφων, Ανατύπωσης 1986, Ό. π. τόμος Β΄, αριθ. Μτφρ. 972, σελ. 326-7. 341 Σταυρινίδης Νικολ., Μεταφράσεις Τούρκικων Ιστορικών εγγράφων, ο. π. τόμος Β΄, 340

έγγραφο 986.


Κρήτη τότε Σφακιανούς. Στο νέο τόπο κατοικίας τους αναφέρονται έκτοτε με το δηλωτικό της καταγωγής τους, το οποίο έμεινε και ως επώνυμο σε μερικούς όπως : Σφακιανός, Σφακιανάκης, 342 Σφακιωτάκης κλπ.. Στο ορεινό Μεραμπέλλο, οι πιο απόμεροι, πετρώδεις και αδιάφοροι για την τούρκικη βουλιμία χώροι, απορρόφησαν πολλούς τέτοιους κατατρεγμένους Σφακιανούς. Και το χωριό Βρύσες προσφέρθηκε άριστα. Ορεινό, απόμερο και κεντρικό συνάμα μέρος, με θέα προς την κοιλάδα αλλά και με φυσικές εφεδρικές εξόδους διαφυγής προς άλλες κατευθύνσεις, σε περίπτωση απειλής. Εδώ να σημειώσουμε πως από τις πιο δυνατές και πολυπληθείς οικογένειες. Στους «Καλόσειρους» και στους «Αναγυρισμένους» των Σφακίων, ήταν και οι γαλανομάτες, Πάτεροι, και ότι ένας από τους στρατηγούς του επιτελείου του Δασκαλογιάννη, ήταν ο Γεώργιος Πάτερος. 343 Από αρχειακές πηγές συναντούμε αναφορές στις Βρύσες Μεραμπέλλου, εκτός των άλλων και για τους πρώτους μέτοικους Πάτερους, που οι Τούρκοι αποκαλούσαν τώρα με το υποκοριστικό –άκης ως «Πατεράκης». Το γεγονός αυτό μακροσκοπικά, αλλάζει την ειρηνική ως τότε σύνθεση των κατοίκων και στοχοποιούσε πλέον περισσότερο το χωριό, στα μάτια των Τούρκων. Ανιχνεύοντας αίτια και αφορμές των γεγονότων διαπιστώνουμε ότι, οι Βρύσες από ήσυχο, προσκυνημένο και νομοταγές χωριό –οι πρόκριτοί του είχαν μουτίσει και εγγυηθεί προσωπικά και γραπτά την ησυχία και νομοταγή τους– έχουν εμβολιαστεί τώρα, με νέο αίμα. Αποτελούν ύποπτο πυρήνα, εν δυνάμει επικίνδυνων, για τους Τούρκους, μπαρουτοκαπνισμένων και αδίστακτων επαναστατών. Δεοντολογικά, στα πλαίσια της προληπτικής τρομοκρατίας, την οποία εφάρμοζαν οι Τούρκοι, θα πρέπει οι νέας σύνθεσης κάτοικοι των Βρυσών να πάρουν το μάθημά τους, για να μην ξεχαστούν να παρασυρθούν και τολμήσουν ξανά να σηκώσουν κεφάλι στο μέλλον. Έτσι στην επανάσταση του 1821 στην Κρήτη αναφέρονται οχτώ, επώνυμα θύματα στο χωριό Βρύσες. Από τον Κώδικα των Θυσιών 344 Στο χωριό Βραχάσι συναντούμε την οικογένεια Σφακιανάκη. Είναι η γενέτειρα των Αρχηγών Κωνσταντίνου και Ματθαίου Σφακιανάκη. 343 Κελαϊδής Πάρις, Η οικογένεια Πάτεροι των Σφακίων, εκδόσεις «Καράβι και τόξο», Αθήνα 1990. Βλ. Μέρος 3, Κεφάλαιο 2. Γεώργιος Πάτερος στρατηγός του Δασκαλογιάννη, σελ. 28. 344 Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, «Ο Κώδικας των θυσιών… κατά την επανάσταση του 1821» Επιμέλεια: Βασίλης Δημητριάδης - Διονυσία Δασκάλου. Συνέκδοση Πανεπιστημιακές εκδόσεις - Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου. Ηράκλειο 2003. Ο Νικ. Σταυρινίδης, στη σελ. 207, κάνει λόγο για το χωριό Βρύσες, υποκείμενο στο Κουμαριάκο και εννοεί το Χουμεριάκο. 342


πληροφορούμαστε τα ονόματα τους ως εξής : Νικολής Πατεράκης, Γιώργος Λιανός, Μανόλης Δημητράκης, παπα-Κωνσταντής-Παρμαράς, Γιώργης Βασίλη, Γιώργης Παντερμάρος, Βασίλης Mαρής και Κωνσταντής Λύρης. Παρατηρούμε εδώ ότι ενώ τα ονόματα καταχωρούνται χωρίς αλφαβητική σειρά, πρώτο θύμα αναφέρεται ο προεστός, με την όχι αμελητέα για την εποχή περιουσία : 3 σπίτια, 7 χωράφια, 10 Αμπέλια, 30 αμυγδαλιές, 72 ελιές, ο Νικολής Πατεράκης. Να είναι συμπτωματικό το γεγονός ή μήπως δηλωτικό μιας άτυπης αξιολόγησης που υποκρύπτει σημειολογία κοινωνικής ιεράρχησης σπουδαιότητας, ταξικής διάκρισης, σοβαρότητας των θυμάτων και των οικογενειών τους, την οποία θα πρέπει να αναζητήσουμε ; Είναι ο «Καλόσειρος» κάτοικος των Βρυσών με την μεγαλύτερη περιουσία, από αυτές που κατασχέθηκαν τότε στο χωριό, για την επαναστατική τους δράση. Αργότερα, ο Χασάν Πασάς στα 1823, στην πορεία του από τη Δυτική Κρήτη προς τα Ανατολικά, και για την καταστροφή του Οροπεδίου Λασιθίου, δεν είχε ξεχάσει στην επιστροφή του να επισκεφτεί και τις Βρύσες. Ήταν απαίτηση και υπόδειξη των γενιτσάρων της περιοχής. Είχε κάψει και σκορπίσει τον όλεθρο κι εδώ, για να καταλήξει έπειτα στο γνωστό δράμα της εποχής, που εξελίχτηκε με την εξόντωση των γυναικόπαιδων που είχαν καταφύγει στο δίπλα, Σπήλαιο της Μιλάτου. 345 Στα 1826 εδώ, στις Βρύσες, στο σπίτι του Χ” Δημήτρη Παντερμαρά, ο Καζάνης φόνευσε τον Σκιζόρραχο, ωμό Τούρκο δυνάστη, του δίπλα χωριού Χουμεριγιάκο, μαζί με δέκα γενιτσάρους συντρόφους του, οι οποίοι καταδυνάστευαν την περιοχή. 346 Θα μπορούσαμε να επεκταθούμε περισσότερο, αλλά περιοριζόμαστε στην ανάπτυξη του κυρίως θέματός μας, της Μάχης των Βρυσών στα 1867. Παρόλα αυτά δεν μπορούμε να αντιπαρέλθουμε πάλι με ασχολίαστες λεπτομέρειες και γεγονότα για τις Βρύσες, όπως ότι : • Από τις Βρύσες κατάγεται ο Μελέτιος, κατά κόσμον Εμμ. Χλαπουτάκης, ο γνωστός επίσκοπος Πέτρας (1855-1889), στις δύσκολες για τον τόπο περιστάσεις της ύστερης Τουρκοκρατίας. Πρωταγωνιστής των γεγονότων ως Πρόεδρος της Χριστιανικής

Βλ. Πατεράκης Γ., Το δράμα του σπηλαίου της Μιλάτου… 1823, ομιλία στις επετειακές εκδηλώσεις του Δήμου Νεαπόλεως, Πολιτιστικού Συλλόγου Νεαπόλεως, Νεάπολη 1612-2000. 346 Πρβλ. Μουρέλλος Ι. Δ. Ιστορία της Κρήτης, σ. 664. καθώς και Κοζύρη Η. Μιχ., Το Λασίθι εις τον Αγώνα, Αγ. Νικόλαος Κρήτης 1973, σ. 58. 345


Δημογεροντίας Λασιθίου στη Νεάπολη, την εικοσαετή τρικυμιώδη περίοδο 1869-89. 347 • Εδώ συναντούμε την ιστορική οικογένεια των Στριάνηδων. 348 Των σημερινών Παπαγιαννάκηδων, με κύριο εκπρόσωπο τους τον οπλαρχηγό Νικόλαο Κ. Παπαγιαννάκη ή Στριάνο. • Γαμπρός του χωριού ήταν ο οπλαρχηγός Κωνσταντίνος Κοζύρης, από την Κριτσά. • Στις αρχειακές μας έρευνες στο Ιστορικό Αρχείο της Χριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου, 349 συναντήσαμε γραπτά έγγραφα, ντοκουμέντα της περιόδου 1869-98 για πολλούς κατοίκους των Βρυσών και κυρίως της οικογένειας Πατεράκη. 350 (Ιεροδιάκονος Δανιήλ, Γρηγόριος παιδονόμος, Κων/νος Διδάσκαλος, Νικόλαος Δημογέρων Βρυσών, Αριστόδημος Εισαγγελέας, και άλλοι από δίπλα χωριά της περιοχής), που συνιστούσαν ισχυρό πυρήνα των μέτοικων Σφακιανών στο χωριό. Στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο χωριστής μελέτης στο μέλλον. • Στην κατάσταση μαθητών, π.χ. που επιθυμούσαν να γραφτούν στο υπό σύσταση δημοτικό Σχολείου Αγίου Νικολάου, στα 1882, επί συνόλου 45 ενδιαφερομένων, συναντούμε οκτώ (8) μαθητές με το επώνυμο Πατεράκης. 351 Παραγκωνισμένα από την Οθωμανική εξουσία, γύρω στα 1850, το Μεραμπέλλο, με τις υπόλοιπες επαρχίες του Χάντακα, είχαν περιέλθει σε εξαθλίωση. Περισσότερα πρβλ. Πατεράκης Γεωρ. Η Παιδεία στην Κρήτη κατά το αρχείο της Χριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου, 1869-98, Διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα 2002. Σελ. 42 υποσ. 23. 348 Η γενιά των Στριάνηδων είναι οι σημερινοί Παπαγιαννάκηδες από τις Βρύσες μας λέει ο Διαλλινομιχάλης. Ιερωνυμικής προέλευσης το επίθετο παππα-Γιάννης, Παπαγιάννης, Παπαγιαννάκης, φαίνεται να ακολουθεί τις προγονικές καταβολές. Περισσότερα πρβλ. Βλαχάκης Ευστρ. πρωτοπρεσβύτερος, Τα Κρεμαστά, κεφ. 3 Οπλαρχηγός της επαρχίας Μεραμπέλλου Νικόλαος Κ. Παπαγιαννάκης ή Στριάνος, σελ. 113. 349 Για την ψηφιοποίηση και έρευνα του περιεχομένου του Ιστορικού Αρχείου της Χριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου (ΙΑΧΔΛ) βλ. Παπαϊωάννου Απ. «Το Ιστορικό Αρχείο της Χριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου (1868-98)» Εργαστήριο Ιστορίας Νεότερης Ελλάδας και Νεοελληνικού Πολιτισμού, Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Νεάπολη Κρήτης-Ιωάννινα, 2005. 350 Πρβλ. Πατεράκης Γεώργιος : Το επώνυμο Πατεράκης στην Ανατολική Κρήτη, συμβολή εις την ιστορία της οικογένειας. Ανακοίνωση στο Ι΄ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο, Χανιά, Οκτώβριος 2006. 351 Στα νεότερα χρόνια μεταξύ των θυμάτων των Βαλκανικών πολέμων διακρίνουμε τον Αντώνιο Εμ. Πατεράκη από Βρύσες Λασιθίου, εθελοντής αγωνιστής του Ηπειρωτικού αγώνα 1912-13. Σημαιοφόρος στο Σώμα του Ι. Δεληγιαννάκη, έπεσε στην Σκάλα Παραμυθιάς. Απεβίωσε συνεπεία των κακουχιών του πολέμου Δεκ. 1912. 347


Τα προνόμια των Χριστιανών και των άλλων ετερόδοξων, μη Οθωμανών υπηκόων του σουλτάνου, από το Χάττι Χουμαγιούν 1858, εκμεταλλεύτηκαν πολιτικοί και εκκλησιαστικοί κύκλοι του Χάνδακα, με την ιδιοτελή διαχείριση των εσόδων της Μοναστηριακής περιουσίας υπέρ του Κέντρου. Εγκατέλειψαν έτσι στο περιθώριο, στο σκότος της αμάθειας και στην εξαθλίωση τους Χριστιανούς των επαρχιών. Οι «Επαρχιώτες» όμως, όπως υποτιμητικά αποκαλούσαν οι προύχοντες του Μεγάλου Κάστρου τους Χριστιανούς της περιφέρειας, υποκινούμενοι από την ανάγκη, αλλά και από τους λόγιους ομογενείς και Κρήτες φοιτητές, αξίωσαν ηχηρά, τα δικαιώματά τους. Αντίδρασαν με κύριους πυρήνες αντίδρασης το Μεραμπέλλο, το Λασίθι και τη Μεσαρά και επόμενη την ανάδυση του γνωστού ως «Μοναστηριακού Ζητήματος». Η τρίχρονη επανάσταση του 1866-69 ξέσπασε άγρια, όταν στην εσωτερική αυτή διαφορά των Χριστιανών, αναμείχτηκαν ως διαιτητές οι Τούρκοι, υπέρ των «Μητροπολιτικών», όπως καλούνταν η παράταξη των προυχόντων του Ηρακλείου. Στρατιές τακτικού στρατού και άτακτων βασιμπουζούκων, κινήθηκαν τότε και ποταμός αιμάτων κύλισε για την αντιμετώπιση και καταστολή της λαϊκής οργής και του ξεσπάσματος των Κρητικών επαναστατών. Βωμοί θυσιών υψώθηκαν για την υποταγή των επαναστατημένων και την αποκατάσταση της τάξης. Μετά το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, και αφού οι θηριώδεις τακτικές του Μουσταφά Πασά Γκιριτλή όχι μόνο δεν απέδιδαν πλέον, αλλά εξέθεταν περισσότερο την οθωμανική εξουσία στη διεθνή κοινότητα, ο σουλτάνος τον ανακάλεσε στέλνοντας στη θέση του στην Κρήτη, τον Ομέρ πασά με πιο πολύ στρατό, για να πνίξει κυριολεκτικά, στο αίμα την επανάσταση και να εμφανίσει έτσι το νησί υποταγμένο. Σαρώνοντας στο πέρασμά του τις επαναστατικές εστίες, από τη Δυτική Κρήτη, ο Ομέρ-πασάς βάδισε κατά του Οροπεδίου Λασιθίου. Παρά τη σθεναρή αντίσταση των Κρητικών, υπό τον Γενικό Αρχηγό των Ένδεκα Ανατολικών επαρχιών, καπετάν Μιχάλη Κόρακα, ο Ομέρ πασάς με τακτι-κό στρατό 32.000 Τουρκοαιγυπτίων, κατέλαβε, ύστερα από προδοσία, το τρίτο δεκαήμερο του Μαΐου 1867, το Οροπέδιο Λασιθίου. Το κατέστρεψε ολοσχερώς, για δεύτερη φορά. Επειδή κατά περίεργο τρόπο όμως, οι νικητές Τουρκοαιγύπτιοι, πάνω στο Λασίθι, δεν καταδίωξαν έπειτα τους Κρητικούς επαναστάτες. Το γεγονός της ολιγωρίας αποδόθηκε στον κρητικής καταγωγής, από τα


μέρη αυτά, Αιγύπτιο στρατηγό, Φερίκ Ισμαήλ πασά, 352 τον οποίο με δόλο δηλητηρίασαν έπειτα στο Καστέλλι της Πεδιάδας. 353 Απερίσπαστος ο Ομέρ πασάς, με την έπαρση του αιμοσταγή νικητή, τριχοτόμησε στην επιστροφή και διέσπειρε για λόγους τακτικής, το σώμα της στρατιάς του και πήρε το δρόμο της επιστροφής, με επόμενο προορισμό-στόχο του τα Σφακιά. Το ένα μέρος, θα βάδιζε από το γνωστό δρόμο, προς τα χανιώτικα. Το δεύτερο μέρος, θα περνούσε από τη Μεσαρά, νότια, και αφού εξουδετέρωνε τους Μεσαρίτες Κενταύρους του Κόρακα, θα κατέληγε στα Σφακιά, από τη νότια είσοδό τους. Το τρίτο μέρος, θα σάρωνε το Μεραμπέλλο, εκτονώνοντας τις εδώ πιέσεις των Χριστιανών στο Οθωμανικό στοιχείο. Αποκλίνοντας έτσι από την πορεία της στρατιάς, το τρίτο τμήμα του, ξεχώρισε υπό τη διοίκηση του Ρεσίτ-Πασά του Ηρακλείου και λοξοδρόμησε. 354 Μέσα από τα βουνά και το χωριό Ποτάμοι, έφτασε στα Μεραμπελλιώτικα, και κατασκήνωσε στην περιοχή γύρω και πάνω από τη Νεάπολη. 355 Κατέλαβε αμφιθεατρικά, τις οχυρές θέσεις, πιο πάνω από το χωριό Βρύσες, την Ιερά Μονή Κρεμαστών, και την τοποθεσία «Πρόβαρμα», από όπου μπορούσαν να επισκοπούν όλη την περιοχή της Σκάφης του Μεραμπέλλου. Πρώτο μέλημα των Οθωμανών στρατιωτών, ήταν να ρημάξουν τον τόπο. Έπρεπε να τρομάξουν τους άμαχους, μα πιο πολύ τους απόγονους των Σφακιανών προσφύγων της περιοχής. Γι αυτό και τα εγκλήματα που διέπραξαν, ήταν πρωτοφανή, σε αγριότητα. 356 Μόνος στο χωριό Βρύσες : • Κατάστρεψαν την Ιερά Μονή Κρεμαστών και • Κατακομμάτιασαν κυριολεκτικά, ένα «χρηστόν νέον» από τις Βρύσες, τα μέλη του οποίου πέταξαν στο πηγάδι της Σοφουλιάς. • Ατίμασαν και κατακρεούργησαν μια κορασίδα των Βρυσών.

Την άποψη υποστηρίζει και η ιστορικός-αρχαιολόγος Ρέα Γαλανάκη στη μυθιστορηματική βιογραφία του Ισμαήλ πασά. Πρβλ. Γαλανάκη Ρέα, «Ο βίος του Ισμαήλ πασά». Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2008. 353 Ξανθουδίδου Στεφ. Επίτομος Ιστορία της Κρήτης, εν Αθήναις 1909, σελ. 155. 354 Βλ. Αγγελάκης Εμμ. «Σητειακά» τόμος Β΄, τεύχος Β΄, σ. 168. 355 Κριάρης Παναγιώτης, Ιστορία της Κρήτης, Εν Χανίοις 1902. σελ. 434 356 Όπως μας πληροφορεί, καταγράφοντας την παράδοση, η Έκθεσις Ομοτήτων του 1866, που συνέταξε η Ι. Μητρόπολη Κρήτης (Μητροπολίτης Κρήτης Τιμ. Βενέρης). Βλ Τσατσαρωνάκη Κ. Μια έκθεσις ομοτήτων του 1866, περιοδ. Κρητικά Χρονικά τ. Η΄(1954) σσ. 7-43. 352


Βεβήλωσαν τρεις χριστιανικές εκκλησίες και τα ιερά σύμβολα τους. • Κατέκαψαν την εικόνα της Μεταμορφώσεως και πυροβόλησαν την εικόνα της Παναγίας. • Θανάτωσαν τους : Ιωάννη Τσένιο, Χατζή Αντώνιο, Σπανάκη Ιωάννη, Λεμπίδη Ιωάννη, Τζανή Ρούσο, Γραμματικάκη Κ., Βελονάκη Εμμ.. 357 Πανικόβλητοι οι άμαχοι έσπευδαν να καταφύγουν σε δυσπρόσιτα μέρη, κυρίως στις περιοχές Τραπέζας και Βοθώνι, ενώ η κατάσταση εξελισσόταν δραματική. Κατά τις υποδείξεις όμως της Κεντρικής Επιτροπής του Αγώνα, ο αγώνας των επαναστατημένων Κρητικών έπρεπε να φανεί ότι δεν είχε τελειώσει ακόμη. Η φλόγα της Επανάστασης, παρά τα συντρίμμια και τις στάχτες των καταστροφών «πάση θυσία», δεν θα έπρεπε να σβήσει. Κλεφτοπολεμιστές οι Κρητικοί, αδυνατούσαν πλέον να συνάψουν τακτική μάχη με τον εχθρό, που από τις πρόσφατες επιτυχίες του στο Λασίθι, διέθετε και ηθικό αλλά και την έπαρση του νικητή. Παρά το ότι οι επαναστάτες είχαν λυγίσει μπροστά στον όγκο, την πίεση και την στρατιωτική τάξη του εχθρού, παρακολουθούσαν εκ του αφανούς την πορεία επιστροφής των τουρκοαιγυπτίων από το Λασίθι προς τα δυτικά. Καιροφυλακτούσαν όμως και δεν άφησαν ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία, όταν τους δόθηκε. Άριστοι γνώστες του ανάγλυφου της περιοχής οι τοπικοί οπλαρχηγοί : Νικόλαος Παπαγιαννάκης, και Κωνσταντίνος Κοζύρης από τις Βρύσες. Ο Εμμ. Κοκκίνης από τη Νεάπολη, ο Κρανιωτάκης από το Κράσι, ο Μπέμπελης από τη Φουρνή, ο Μουρελλογιάννης από το Χουμεργιάκο, ο Βιαννίτης Μιχαλοδημητράκης, ο Στειακός Σήφης Δερμιτζάκης, ο Γεραπετρίτης Λακέρδας κ.ά., σχεδίασαν την αιφνιδιαστική προσβολή της εγκλωβισμένης στην περιοχή τους στρατιωτικής δύναμης του εχθρού και έσπευσαν στην εκτέλεση οργανωμένου σχεδίου, την επομένη. Τις επιχειρήσεις διεύθυνε ο Αρχηγός των Έξι ανατολικών επαρχιών, Κων. Σφακιανάκης. Έτσι 6 Αυγούστου, γιορτή του Αφέντη Χριστού, συνέλαβαν την ιδέα και ξημερώματα 7ης Αυγούστου, άρχισε το «γλέντι». Η επίθεση των επαναστατών σχεδιάστηκε να γίνει σιωπηλά από δυο μέρη. Μετά την εξουδετέρωση των εκεί δύο εχθρικών φυλακίων, να αρχίσει η κυρίως μάχη. Από την πολεμική έκθεση του Αρχηγού Σφακιανάκη, πληροφορούμαστε επίσημα, αλλά πολύ σύντομα, για τους επαναστάτες ότι : « Διετάχθησαν •

357

Τσατσαρωνάκη Κ. Μια έκθεσις ωμοτήτων του 1866, ό. π., σ. 36.


να καταλάβωσιν το λόφο Καβαλαρά 358εις τας παρακείμενα των οχυρών θέσεις, άνωθεν του χωρίου Βρύσες και να προσβάλωσι τoν εχθρόν κατά μέτωπον. Συγχρόνως δε διατάξαμεν τον Εμμανουήλ Κοζύρη με τoυς Κριτσώτους να καταλάβη την θέσιν "Κατσόματος" να προφυλάττη τα νότα του, τα "Καστριά" καταλαβαίνοντας ενδεχόμενη περικύκλωση ο δε oπλαρχηγός Κων/voς Κοζυράκης μετά του Εμμανουήλ Κρανιωτάκη, του Νικολάου Παπαγιαννάκη και με τoυς λοιπούς ιππείς, διετάχθησαν να εισβάλλωσι στον κάμπο του Μεραμπέλλου δια της θέσεως "Παρακαλούρι". Σημειωτέον δε, ότι οι Λασηθιώτες διατάξαμεν να παρενοχλούν τον προ δύο ημερών αφιχθέντα νέον στρατόν εις Καστέλιον. Ούτω διαιρεθέντες απήρχετο έκαστος εις την ορισθείσα θέσιν και ότε το φως εφώτισε τας κορυφάς των ορέων, ημείς κατερχόμενοι τηv Καβαλαράν επιτέθημεν κατά της εκεί μικράς φρουράς άνευ αντιστάσεως που υπεχώρησε και ενώθη μετά του λοιπού στρατού. Συγχρόνως καταλαβόντες και τα "Καστριά" και αποδιώξαντες και ούτοι την εκεί φρουρά, επιτέθημεν πανταχόθεν κατά του εχθρού. Εν τη μάχη ταύτη κατά τας ομολογίας των ιδίων των Οθωμανών υπέρ τους 250 εφονεύθησαν εκ δε των ημετέρων εφονεύθησαν τρεις και επληγώθησαν 5. Ο εχθρός φοβηθείς και δευτέραν προσβολήν ανεχώρησεν δια νυκτός από Νιοχώριον και κατέλαβε τον "Καλαρίτην" ένθα οχυρώνεται από τότε ασφαλέστατα και όπου περιμένει νέαν επικουρίαν, ήτις αν δεν έλθη, προτίθεται να εγκατάλειψη τo Μεραμπέλλον ολοταχώς». 359 Πιο αναλυτικά τώρα, όπως προκύπτει από τις πηγές και την προφορική παράδοση, οι επιχειρήσεις διεξήχθησαν ως εξής : Ευάριθμο τμήμα Κρητικών επαναστατών βάδισε με προφυλάξεις, νύκτα κατά του εχθρικού φυλακίου, στην θέση Πόρος της Καβαλλαράς. Καβαλλαρά (Ορεογραφία). Κορυφογραμμή, εννέα περίπου χιλιομέτρων μήκους, εκφυομένη εκ της Σελένας (ΒΑ, κλάδου της Δίκτης) της Κρήτης, έχουσα κατεύθυνσιν από Β Δ. προς ΝΑ. και καλύπτουσα από Νότου την εύφορον κοιλάδα, ήτις καλείται «σκάφη του Μεραμπέλλου». Επί της κορυφογραμμής αυτής ευρίσκονται κορυφαί, εκ Δ.προς Α . η Τσεκούρα (998 μ.), ο Προφήτης Ηλίας των Βρυσών και ο Αγκιναράς (578 μ.). Επί της Ανατολικής πλευράς της ευρίσκονται εις υψηλάς μεν θέσεις η μονή «Κρεμαστά» (Αρχαγγέλου Μιχαήλ) και το χωρίον Βρύσες, χαμηλά δε εις τους πρόποδας τα χωρία Πλατυπόδι και Χουμεριάκος. Βλ. Αλεξάκης Ι., Στρατηγός, λήμμα Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ηλίου, τόμος 10ος σελ 7. 359 Κωνσταντίνος Σφακιανάκης : Έκθεσις της εν Βρύσαις Μεραμπέλλου μάχης (8-8-1867). Κρητικό Αρχείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, αριθ. εγγράφου 27769. Η πολεμική αυτή έκθεση συντάσσεται την 8η Αυγούστου 1867 στο Λασήθι, από τον Γενικό Αρχηγό των Έξι Ανατολικότερων επαρχιών Κων. Σφακιανάκη. Καταγράφει αναλυτικά το μεγάλο γεγονός, που ενδεχομένως πολλοί ιστορικοί δε το τόνισαν όσο θα έπρεπε στην ιστορία του τόπου μας. 358


Για εξαπάτηση των φρουρών, κάθε Κρητικός καταδρομέας κρέμασε στο λαιμό του από ένα κουδούνι. Ως ζώα της βοσκής πλησίασαν άνετα, ξεγέλασαν και εξόντωσαν τη φρουρά. Έτσι το ένα εχθρικό φυλάκιο εξουδετερώθηκε. Παράλληλα ένα δεύτερο τμήμα επαναστατών προσέβαλλε το δεύτερο εχθρικό φυλάκιο, που ήταν πάνω στο ύψωμα Προφήτης Ηλίας, στην άλλη άκρη, Ν. Α. των Βρυσών. Η επίθεση, που έγινε εναντίον του από τις θέσεις Κατσόματος και Καστριά, στέφθηκε και αυτή από πλήρη επιτυχία. Απ’ εκεί, δόθηκε ύστερα το σύνθημα προσβολής του υπόλοιπου κυρίως στρατοπέδου. Οι επαναστάτες που καιροφυλακτούσαν περιμένοντας το σινιάλο, επέπεσαν έτσι στο εχθρικό στρατόπεδο, με ορμή και με τσεκούρια, μαχαίρια, ξύλα, πέτρες και ό,τι άλλο εύρισκαν μπροστά τους. Έπιασαν κυριολεκτικά στον ύπνο τους Τουρκοαιγυπτίους. Οι εχθροί κοιμούνταν αμέριμνοι και όπως πίστευαν ασφαλείς, στο χωριό Βρύσες, αφού στη Μονή και στα γύρω μέρη, είχαν εγκαταστήσει τις απαραίτητες φρουρές, στις θέσεις Πρόβαρμα και Προφήτης Ηλίας. Αμήχανοι, ξυπνούσαν, εκλαμβάνοντας την αναταραχή ως ανταρσία των Αιγυπτίων στρατιωτών, του λίγο πριν δηλητηριασμένου Ισμαήλ πασά. Επικράτησαν σύγχυση και πανικός και όταν πλέον η μάχη είχε μετατραπεί σε κόλαση, άρχιζαν να συνειδητοποιούν την πραγματικότητα. Η επίθεση όμως εξελίχθηκε σε πολύωρη και πολύνεκρη μάχη. Οι Τούρκοι έπαθαν αληθινή πανωλεθρία, με πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Εγκατέλειψαν την Νεάπολη, που μέχρι τότε ήταν το καταφύγιό τους και οχυρώθηκαν στον Καλαρύτη. Η νίκη των επαναστατών ήταν μεγάλη. Από τα λάφυρα οπλίστηκαν πολλοί άοπλοι επαναστάτες. Σημειώθηκε τότε βέβαια και το εξής παράδοξο, που επισήμανε ο στρατηγός Αλεξάκης. 360 Οι αιγύπτιοι Χριστιανοί στρατιώτες (Κόπτες), πολέμησαν με άσφαιρα πυρά. Πυροβολούσαν μεν με εικονικά, για τον «Ιστορία. Εις την Καβαλλαράν Μεραμβέλλου, πλησίον του χωρίου Βρύσες έγινε μάχη (την 7-8-1867) μεταξύ του υπό τον Ομέρ πασά τουρκικού στρατού, στρατοπεδεύσαντος εκεί, και των Κρητών επαναστατών, οίτινες τον ηνάγκασαν να απέλθη εις Νεάπολιν. Μετά την μάχην ταύτην ως και εις άλλας παρετηρήθησαν επί τόπου σωροί σφαιρών τουρκικού τυφεκίου, όπερ επιστοποίει ότι οι εν τω τουρκικώ στρατώ, υπηρετούντες τότε χριστιανοί στρατιώτες εξ Ασίας και Αιγύπτου (Κόπται) δια να μη φονεύουν τους χριστιανούς Κρήτας, αφήρουν τας σφαίρας (βολίδας) εκ των φυσιγγίων και επυροβολούν μόνον δια της πυρίτιδος». Βλ. Αλεξάκης Ι., Στρατηγός, λήμμα Καβαλλαρά, στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ηλίου, τόμος 10ος , τεύχος 1ο, σελ. 7. 360


κρότο, άλλα με σφαίρες που δεν είχαν μολύβι (βλήμα), για να μην φονεύουν τους Κρήτες Χριστιανούς επαναστάτες. Στον αγώνα αυτόν των Κρητικών δεν υστέρησε κανείς. Συναγωνιζόμενοι, ο ένας αναδείχτηκε γενναιότερος από τον άλλο και όλοι τους ανδρείοι. Άστραψαν οι αδελφοί Σφακιανάκηδες, Κων/νος και Ματθαίος. Βρόντηξαν οι οπλαρχηγοί των Βρυσών Παπαγιαννάκης και Κοζύρης. Χόρευαν δίπλα τον πυρρίχιο ο Κοκκίνης και Κρανιώτης, ενώ παραπέρα τον τσάμικο, οι εθελοντές οπλαρχηγοί, με τους άνδρες τους. Η νίκη έστεψε τα όπλα των επαναστατών, με μόνο τρεις νεκρούς, τους οποίους κήδεψαν στη συνέχεια στη γειτονιά των Μαυρίκηδων, (Μαυρικάκηδων) στις Βρύσες. 361 Ο Μουρέλλος, ως ντόπιος ιστορικός, γίνεται πιο αναλυτικός στις περιγραφές του. 362 «…Ύστερα απ’ όλ’ αυτά οι εχθροί αποσύρθηκαν στην αρχή μεν στο Καινούριο Χωριό (Νεάπολη) αλλά αμέσως μετά, και επειδή κι εδώ δεν αισθάνονταν ασφαλείς, κατέλαβαν την οχυρή θέση Καλαρείτης, όπου στρατοπέδευσαν και ανασυγκροτήθηκαν. Επιδόθηκαν δε από εδώ σε λεηλασίες, κάθε είδους καταστροφές, πυρπολήσεις, και άλλα ακατονόμαστα εγκλήματα, μέχρι που ήλθαν ενισχύσεις από το Ηράκλειο στον Καλαρείτη και μπόρεσαν να απεγκλωβιστούν και να τραβήξουν προς το Σείσι κι από εδώ στο Ηράκλειο, όπου έφτασαν στις 25 Αυγούστου με καταρρακωμένο το πριν από λίγο αναπτερω-μένο ηθικό τους. Οι επαναστάτες δεν τους άφησαν ήσυχους, τους ακολουθούσαν σ’ όλη τη διαδρομή, σχεδόν μέχρι τον τελικό τους προορισμό». Απλή, αγνή, αλλά ουσιαστική καταγραφή των γεγονότων αποτελεί η καταγραφή τους ως ενθύμησης, πάνω σε βιβλίο της Εκκλησίας του, από τον τότε εφημέριο του χωριού Καστελλίου Φουρνής, Παπά Χατζή. 363 Σύντομα, λιτά και απέριττα, καταγράφουν τα γεγονότα οι λοιποί ιστορικοί της Κρήτης. Ο Εμμ. Αγγελάκης αναφέρει : «Οι εκ του τμήματος τούτου επαναστάται διασκορπισθέντες συνεκεντρώθησαν εκ νέου και προσέβαλον τον τουρκικό στρατό εις το χωρίον τούτο». Βλ. Αγγελάκης Εμμ. «Σητειακά» τόμος Β΄, τεύχος Β΄, σ. 168. Και ο Β. Ψιλάκης στην Ιστορία Κρήτης, τόμ. Δ΄. σ. 2326. σημειώνει : « Οι επαναστάται κατελθόντες εκ του Λασιθίου δια της κοιλάδος του χωρίου Ποτάμων έστησαν εν Μετόχι Δράσι κι εκείθεν υπό τους περί τον Σφακιανάκην επιτίθενται τη 7η Αυγούστου (1867) κατά των τουρκικών θέσεων εν Βρύσαις αφ΄ων εξεδίωξαν αυτούς μέχρι Νεα-πόλεως, όπου και το εν τοις ανατολικοίς στρατόπεδον αυτών» Βλ. και (Μτφρ. του ιδίου, τόμ. 4, σ. 312). 362 Βλ. Μουρέλος Ι. Δ. Ιστορία της Κρήτης. Ηράκλειο 1953, σελ. 1383. 363 «Στα 1867, Αυγούστου 7, ημέρα Δευτέρα εκατεβήκανε οι χριστιανοί από το Αόρι και εκατα-πάτησαν τη βάρδια που είχανε οι Ισλάμηδες το τακτικό ασκέρι από πάνω τζι βρύσες και όσοι ήταν στη βάρδια εσκοτοθήκανε, έπειτα έτρεξαν το επίλοιπο ασκέρι και ζήγωξαν τους χριστιανούς ως το Δράσι στο Ποταμό αλλά δεν έπαθε κανείς χριστιανός τίποτης οι δε Ισλάμηδες εφοβηθήκανε και έφυγαν από τζη Βρύσες και επήγαν στον 361


Πρέπει να σημειωθεί πως, παρά το πάθημα των Τουρκοαιγυπτίων και την οδυνηρή ήττα τους, το παραπάνω σκηνικό, με τους ίδιους περίπου πρωταγωνιστές επαναλήφτηκε στον ίδιο χώρο, τον επόμενο μήνα Σεπτέμβρη 1867. 364 Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται γραπτά : «…Κατά τον Σεπτέμβριον του έτους 1867 συνελθόντες εν Λασηθίω από κοινού ο Κωνσταντίνος Σφακιανάκης, Γενικός Αρχηγός, και οι Μιχαλοδημήτρης, Ηλιακής, Ιωάννης Γιαννίκος και Χατζάκης, Αρχηγοί Ρίζου, Μηλιαράς, Καζάνης και Βασιλογιάννης, Αρχηγοί Λασηθίου, Κωνσταντίνος Κοζύρης και Κοκκίνης, Αρχηγοί Μεραμβέλλου, Αντώνιος Τρυφόπουλος, Αρχηγός Πεδιάδος, και λοιποί διώρισαν τον Ματθαίον Σφακιανάκην Αρχηγόν Μεραμβέλλου, απεφάσισαν δε να επιτεθώσι μετά των υπ’ αυτούς ανδρών και κατά του σώματος του Τουρκικού στρατού, όπερ ανερχόμενον εις 3 - 4 χιλιάδας στρατιωτών μετά 500 Τούρκων εντοπίων / (σ. 27) κατείχε την θέσιν «Μονή Κρεμαστά»77 και το χωρίον Βρύσες Μεραμβέλλου όθεν κατελθόντες όλοι οι οπλίται των ανωτέρω ειρημένων αρχηγών νύκτωρ εις θέσιν «Δράση Μετόχια», κειμένην όπισθεν του υπεράνω χωρίου Βρύσες όρους, διηρέθησαν εις δύο σώματα, ων το μεν αποτελούμενον εξ ανδρών εκ Βιάννου, Ιεραπέτρου και Πεδιάδος μετά των Αρχηγών των κατέλαβε τας άνωθεν τού χωρίου Βρύσες και της θέσεως «Μονή Κρεμαστά» ορεινάς τοποθεσίας, το δε έτερον συνιστάμενον εξ ανδρών εκ Μεραμβέλλου υπό την αρχηγίαν του Κωνσταντίνου Σφακιανάκη, Γενικού Αρχηγού, και Ματθαίου Σφακιανάκη, Αρχηγού Μεραμβέλλου, προυχώρησε και προσέβαλε περί τα εξημερώματα εκ τριών διαφόρων σημείων τας άνωθεν της «Μονής Κρεμαστά» προφυλακάς του Τουρκικού στρατού. Κατόπιν μεγάλης συγχύσεως, επελθούσης εις τας τάξεις του Τουρκικού στρατού ως εκ της κατά τοιαύτην ώραν αιφνίδιου προσβολής, ήρξατο η μάχη καθ’ όλην την γραμμήν, έλαβον δε μέρος εις αυτήν μετά του Τουρκικού στρατού οι εντόπιοι Τούρκοι. Οι Χριστιανοί κατείχον ισχυράς αμυντικάς θέσεις, δι’ ο μετά πεντάωρον σφοδράν μάχην, καθ’ ην οι εχθροί επιτιθέμενοι εδεκατίζοντο, εξετοπίσθησαν / (σ. 28) της θέσεως «Μονή Κρεμαστά», τραπέντες εις φυγήν και καταφυγόντες εις το χωρίον Βρύσες, ένθα ηνώθησαν μετά των λοιπών. Ενταύθα εξηκολούθησεν η μάχη, παρουσιασθείσης όμως δυστυχώς κατόπιν ελλείψεως πολεμοφοδίων εις τούς χριστιανούς, ήρξαντο ούτοι υποχωρούντες κανονικώς, καίτοι κατεδιώκοντο ερρωμένως υπό του Τουρκικού στρατού, μέχρις ου εσώθησαν, Καλαρίτη». Περισσότερα βλ. Απόσπασμα του με αριθ. 19/7-9-2011 Πρακτικού συνεδριάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου Αγίου Νικολάου με θέμα : Καθιέρωση επετείου για ετήσιο εορτασμό της ιστορικής μάχης των Βρυσσών. σ. 8. 364 Πρβλ. Δετοράκης Θεοχ., Η δράση του Ματθαίου Σφακιανάκη, Αρχηγού Μεραμπέλλου. Περιοδικό Αμάλθεια, τεύχος 72-3, 1987, σελ. 163-4.


διασκορπισθέντες εις τα διάφορα ορεινά χωρία της Επαρχίας Μεραμβέλλου. Κατά την μάχην ταύτην, καθ’ ην αι απώλειαι των Τούρκων υπήρξαν σημαντικαί, αι των Χριστιανών δε ασήμαντοι, διεκρίθησαν πολλοί των Αρχηγών και οπλιτών, αλλά προπάντων ο Ματθαίος Σφακιανάκης, δείξας ως Αρχηγός αρκούσαν αποφασιστικότητα και τόλμην, συντελέσας δε διά των προς τους οπλίτας πατριωτικών παροτρύνσεων και ενθαρρύνσεων του, έτι δε του γενναίου περί το μάχεσθαι ως απλούν στρατιώτην παραδείγματός του εις την εκ της θέσεως «Μονή Κρεμαστά» εκτόπισιν και τροπήν εις φυγήν του εχθρού, και ο Ιωάννης Καλαϊτζάκης εκ Δαφνών Μαλεβυζίου, αψηφήσας ως σημαιοφόρος εν τη ορμή της μάχης μέχρι κινδύνου της ζωής του τας σφαίρας του εχθρού και δοξάσας διά τούτου την Εθνικήν σημαίαν…». 365 Η «περιφανής» αυτή, όπως χαρακτηρίζεται Μάχη των Βρυσών και η ηρωική, συλλογική δράση των Λασιθιώτικων επαναστατικών σωμάτων, ανακούφισε το ήδη «πεσμένο» ηθικό του Κρητικού λαού, καθώς η επανάσταση αργόσβηνε στα Δυτικά. Συγχρόνως αποτέλεσε ηχηρή απάντηση αργότερα, σε όλους όσους στα έργα τους, από άκρατο τοπικισμό, 366 ή και άγνοια ακόμη, υποβάθμιζαν το ρόλο της Ανατολικής Κρήτης στον αγώνα κατά της Τουρκοκρατίας. Στις σημερινές περιστάσεις, η σημειολογία της Μάχης των Βρυσών, έχει βαρύνουσα σημασία. Το παράδειγμα των Λασιθιωτών οπλαρχηγών πρέπει να φωτίζει τα βήματα και τις ενέργειες των σημερινών, κάθε λογής ηγητόρων. Οι Λασιθιώτες κατόρθωσαν το ακατόρθωτο, εδώ στις Βρύσες στα 1867. Μετάστρεψαν το κλίμα και την πύρινη πορεία των γεγονότων, όταν όλα ήταν στο κρίσιμο σημείο, μαύρα και άραχνα, από τη φωτιά και το ατσάλι που έσπερνε στο πέρασμα του ο Οσμάν πασάς, κι όλοι έτρεχαν να κρυφτούν, ενώ ο σουλτάνος διεκήρυττε ότι είχε υποτάξει την Κρήτη. Η ενωμένη, αδελφική και συγκροτημένη ενέργειά τους, ανέτρεψε την πορεία της βίας και του ολέθρου. Το παράδειγμά τους μας διδάσκει ότι : πάντα υπάρχει ελπίδα, αρκεί να την επιζητούμε. Και στις μέρες μας, που απειλούμαστε καμουφλαρισμένα τώρα, από άλλες ορδές, νεοφανών Ομέρ πασάδων, με τις ανακατατάξεις και τα οικονομικά αδιέξοδα, που εφευρίσκουν και Βλ. «Σημειώσεις περί της επαναστάσεως του 1866 εν ταις Ανατολικαίς επαρχίαις Κρήτης και της δράσεως του Ματθαίου Σφακιανάκη, Αρχηγού Μεραμπέλλου. Κυριώτεραι μάχαι». - Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, Δωρεά Ι. Μουρέλλου, Α/Α 385, φ. 9β/1. σσ. 26, 27, 28. 366 Παπαδοπετράκης Γρηγ. προηγούμενος, Ιστορία των Σφακίων, Επανέκδοση Αφων Βαρδινο-γιάννη, Αθήναι 1971, σελ. 538. 365


δημι-ουργούν. Στις μέρες μας, της αβεβαιότητας, που δοκιμάζεται άγρια και προκλητικά το κοινωνικό μας σύνολο και κάθε πολίτης χωριστά, οι λέξεις «Εγκαρτέρηση και Κουράγιο», είναι ότι πιο παρήγορο μπορεί να ακουστεί.


π. Αυγουστίνος Μπαϊραχτάρης, Επ. Καθηγητής Πατριαρχικής Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης

Ανάλυση του κειμένου “Ένας Κύριος - Ένα Βάπτισμα” της Επιτροπής Πίστη και Τάξη, (Σκωτία 1960). *** Εισαγωγικά Μία πρόταση που διατυπώθηκε το 1952 στην πόλη Λούνδη της Σουηδίας κατά τις εργασίες του Γ΄ Παγκοσμίου Συνεδρίου της Επιτροπής Πίστη και Τάξη του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών έδωσε την αφορμή, προκειμένου να δημοσιευθεί το 1960 στο Saint Andrews της Σκωτίας, μία από τις πιο αξιόλογες και πιο εμπεριστατωμένες μελέτες αναφορικά με το βάπτισμα, που έχουν συνταχθεί μέχρι σήμερα. Η συγκεκριμένη πρόταση είχε διατυπωθεί από τον καθηγητή Torrance, εκπρόσωπο της Εκκλησίας της Σκωτίας, 367 η οποία μεταξύ άλλων έλεγε ότι, η άρνηση της Θείας Ευχαριστίας σ’ εκείνους που έχουν βαπτιστεί στο όνομα του Χριστού και έχουν ενσωματωθεί στο αναστάσιμο Σώμα Του, ισοδυναμεί είτε με άρνηση της υπερβατικής πραγματικότητας του Μυστηρίου του βαπτίσματος, είτε με την απόπειρα δημιουργίας σχίσματος εντός του Σώματος του Χριστού. 368 Μία τέτοια δήλωση δεν μπορεί παρά να προκαλέσει αντιδράσεις, καθώς ως έναν ορισμένο βαθμό «ταράζει» την κάθεστηκυία τάξη της εκκλησιολογικής πραγματικότητας. Έτσι η Επιτροπή Πίστη και Τάξη προχώρησε στη συγκρότηση μίας ειδικής ολιγομελούς επιτροπής, η οποία θα ασχολείτο αποκλειστικά με τη σχέση του Χριστού με την Εκκλησία, όπως αυτή διαφαίνεται στο Πρέπει να σημειώσουμε ότι η Εκκλησία της Σκωτίας την τριετία 1956-1958 είχε δημοσιεύσει μία σειρά από μελέτες, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν εν μέρει από την Επιτροπή Πίστη και Τάξη στις δικές της εργασίες. Συγκεκριμένα οι μελέτες αυτές ήταν: (1) “Baptismal belief and practice through the time of Augustin” (1956), (2) “The Baptismal practice in the Middle Ages and the Reformation” (1957), (3) “The Baptismal practice in the Scottish Reformers” (1958). 368 Βλ. T. F. Torrance, “Where do we go from Lund?”, στο Scottish Journal of Theology, τομ.6 (1953), σ.45. Είναι χαρακτηριστικό ότι η προβληματική αυτή του Torrance ώθησε ένα βήμα πιο μπροστά τα πορίσματα των εργασιών της Β΄ Γενικής Συνέλευσης του ΠΣΕ στο Έβανστον της Αμερικής: “We must learn afresh the implications of the one Baptism for our sharing in the one Eucharist”. Βλ. σχετικά F.O. Archive/ 23.9.010, “FOC and Working Committee – The meaning of the Baptism, 1959”, σ.2. 367


μυστήριο του βαπτίσματος. Αυτή η επιτροπή ονομάστηκε Θεολογική επιτροπή επί του Χριστού και της Εκκλησίας - (Theological Commission on Christ and the Church) και συμμετείχαν εκ μέρους της Ορθοδόξου Εκκλησίας ο π. Γεώργιος Φλορόφσκυ και ο (τότε) καθηγητής, μετέπειτα Γέροντας Μητροπολίτης Εφέσου, Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης. *** 1. Προεργασία του κειμένου Ένας Κύριος - Ένα Βάπτισμα. Η επιτροπή αυτή εργάστηκε από κοινού επί πέντε χρόνια πριν από την τελική δημοσίευση και αποστολή του κειμένου προς τις Εκκλησίες. 369 Μία πρώτη προσέγγιση του ζητήματος αυτού πραγματοποιήθηκε στο New Haven το 1957, όπου το τελικό συμπέρασμα ήταν, ότι παρά την αμοιβαία αναγνώριση της σημασίας του βαπτίσματος μεταξύ των Εκκλησιών, δεν υπάρχει καμία απολύτως πρακτική και λειτουργική βάση η οποία θα μπορούσε να επιβεβαιώσει την ενότητα αυτή. Στη συνέχεια τα πρακτικά της συναντήσεως αυτής παραδόθηκαν στους καθηγητές Fairweather από τον Καναδά και Devadutt από την Ινδία, προκειμένου να συντάξουν ένα memorandum. Αυτή είναι συνοπτικά η προϊστορία της μελέτης «Ένας Κύριος, Ένα Βάπτισμα» που ακολούθησε το καλοκαίρι του 1960 στο Saint Andrews και την οποία ο πρόεδρος της Επιτροπής Πίστη και Τάξη Oliver Tomkins την χαρακτήρισε ως την εμπροσθοφυλακή - (advance guard) της Οικουμενικής Κίνησης στη μετα-Λούνδη εποχή. Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο βασικός και κυρίαρχος σκοπός αυτού του κειμένου ήταν να ενημερώσει τις Εκκλησίεςμέλη του οργανισμού αναφορικά με τα κύρια ζητήματα τα οποία διατηρούν τους χριστιανούς διαιρεμένους. Μεταξύ αυτών των θεμάτων είναι και το βάπτισμα. Είναι γνωστό ότι το θέμα του βαπτίσματος απασχόλησε το ΠΣΕ ήδη από την αρχή της ιδρύσεώς του (1948), ενώ πάντοτε είχε μία θέση στη λίστα των συνομιλιών των διάφορων θεολογικών επιτροπών εργασίας στα ποικίλα οικουμενικά fora διαλόγου. Μέσα όμως από τη μελέτη αυτή του Saint Andrews διαπιστώθηκε πέρα από τη σημαντικότητα του βαπτίσματος που έχει στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει στο θέμα της ενότητας των Εκκλησιών σε

Βλ. Studies in Ministry and Worship, One Lord, One Baptism, World Council of Churches, Commission on Faith and Order - Paper No.29, SCM Press, London, 1960, σ.5-79. Πρβλ. Un seul Seigneur, un seul baptême, Conseil Œcuménique des Églises, 1960, στο Verbum Caro, τομ.59 (1961). 369


επίπεδο οικουμενικό. Έτσι η παρούσα μελέτη επιδιώκει να δώσει απαντήσεις σε καίρια ερωτήματα όπως είναι: -Ποιοι μπορούν να βαπτίζονται; -Μόνο όσοι είναι σε θέση να ομολογούν προσωπικά την πίστη τους στον Χριστό, ή και τα παιδιά; -Ποια είναι η μυστηριακή δύναμη του βαπτίσματος; -Ποια είναι ακριβώς η σχέση μεταξύ του χρίσματος και του βαπτίσματος; -Η ύπαρξη διαφορετικών πρακτικών τέλεσης του βαπτίσματος επηρεάζει την εγκυρότητα του μυστηρίου; -Μη θεολογικοί παράγοντες έχουν ασκήσει επιρροή στην διαμόρφωση του τυπικού του βαπτίσματος ή όχι; -Είναι δυνατόν το βάπτισμα να χρησιμοποιηθεί ως ένα εξωτερικό σημείο, το οποίο θα μπορούσε να διασφαλίζει και να εγγυάται την ενότητα της Εκκλησίας; -Ποια είναι η σχέση μεταξύ πίστεως και βαπτίσματος; -Ποια είναι η εσχατολογική προοπτική του βαπτίσματος και ποιά είναι η σχέση του με την θεία ευχαριστία; Όλη η παραπάνω προβληματική λοιπόν άρχισε τη δεκαετία του ’60, στο κείμενο που μελετούμε, και κορυφώθηκε αργότερα στις αρχές του ’80 με το κείμενο της Λίμα Βάπτισμα, Ευχαριστία, Ιερωσύνη γνωστό ως ΒΕΜ (1982). Παράλληλα, πρέπει να σημειώσουμε ότι η πρωτοτυπία της μελέτης αυτής έγκειται στη μεθοδολογία που χρησιμοποίησαν τα μέλη της Επιτροπής Πίστη και Τάξη, καθώς ανέλυσαν το μυστήριο του βαπτίσματος μέσα από την Χριστολογική προοπτική της ενότητας της Εκκλησίας. Έτσι απέφυγαν τους σκοπέλους που δημιουργεί η συγκριτική και απολογητική θεολογία, ενώ παράλληλα προσπάθησαν να περάσουν από την περιφέρεια του κύκλου στο κέντρο, εκεί όπου βρίσκεται το πρόσωπο του Χριστού. Η κυρίαρχη φράση στην διάρκεια των εργασιών τον Αύγουστο του 1960 στην Σκωτία ήταν: «Εάν θέλουμε να κατανοήσουμε το νόημα και τη σημασία του Βαπτίσματος, πρέπει να εξετάσουμε το σωτηριώδες έργο του ίδιου του Ιησού». 370 *** 2. Θεολογική σημασία και έννοια του βαπτίσματος. Η Επιτροπή λοιπόν μελέτησε και ανέλυσε το μυστήριο του βαπτίσματος όχι μέσα από την ομολογιακή πλευρά των Εκκλησιών, αλλά μέσα από τις ευαγγελικές περικοπές και τις Παύλειες επιστολές που αναφέρονται στο έργο του Υιού του Θεού στον κόσμο, ξεκινώντας από 370

Βλ. όπ. παρ., Studies in Ministry and Worship, One Lord, One Baptism, σ.49.


το γεγονός της Βάπτισης στον Ιορδάνη ποταμό και φθάνοντας μέχρι την Σταυρική θυσία και την Ανάσταση του Ιησού. Κατ’ αυτό τον τρόπο απέφυγαν να μελετήσουν το βάπτισμα ως μία μεμονωμένη, ατομική και απομονωμένη πράξη. Αντίθετα πέτυχαν να το εντάξουν στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο της εποχής του Χριστού και ουσιαστικά να το διαφωτίσουν μέσα από την προσωπικότητα και τις σωτηριώδεις ενέργειες του ίδιου του Θεανθρώπου. Επομένως η διαφορετικότητα αυτής της μελέτης της Επιτροπής Πίστη και Τάξη δεν ήταν κάτι άλλο, παρά ο τρόπος προσέγγισης και κατανόησης του βαπτίσματος. Δηλαδή εξέτασαν την σχέση του βαπτίσματος με τον ίδιο τον Ιησού Χριστό και όχι έχοντας ως κριτήριο κάποια παράδοση των ομολογιακών Εκκλησιών. Μ’ άλλα λόγια, διευρύνοντας το στοιχείο της Χριστοκεντρικότητας του βαπτίσματος, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι: «Παρά την ιστορική διαίρεση των Εκκλησιών η ενότητα που παρέχει το βάπτισμα έχει παραμείνει». 371 Ωστόσο, πέρα από τον ιστορικό χαρακτήρα του βαπτίσματος, η επιτροπή ανέλυσε και την εσχατολογική διάστασή του, καθώς το βάπτισμα φέρνει τον βεβαπτισμένο πιο κοντά στη μεσσιανική Βασιλεία του Υιού του Θεού. Ακόμη προσέγγισαν την έννοια και τον ρόλο του νερού ως μέσο εξαγνισμού και καθαρμού του σώματος του πιστού, κατά συνέπεια ως στοιχείο απαραίτητο για την τέλεση του μυστηρίου. Παράλληλα, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην Χριστολογική ερμηνεία του βαπτίσματος, όπου μέσω αυτού του μυστηρίου ο πιστός εισάγεται στην οδό που θα τον οδηγήσει προοδευτικά στον Σταυρικό θάνατο. Όπως λοιπόν ο Χριστός διά του βαπτίσματος χρίστηκε Μεσσίας των ανθρώπων, έτσι και ο πιστός χρίεται ως μέλος του Σώματος του Κυρίου συμμετέχοντας στη μεσσιανική Βασιλεία Του. 372 Όταν η Εκκλησία βαπτίζει τον πιστό, ουσιαστικά είναι παρών ο ίδιος ο Χριστός, που τελεί το μυστήριο εν Αγίω Πνεύματι. Το βάπτισμα δεν είναι καρπός και αποτέλεσμα των ανθρώπινων ενεργειών και της ανθρώπινης ικανότητας και αρετής, αλλά αντίθετα αποτελεί μία δωρεά των ενεργειών του Τριαδικού Θεού στο όνομα του οποίου τελείται το άγιο μυστήριο. Γι’ αυτό δεν είναι κάτι που κάνουμε εμείς, αλλά κυρίως είναι κάτι που παθαίνουμε. Έτσι όλοι οι βαπτισμένοι αποτελούν μέλη του της Σώματος του Χριστού, εφόσον το βάπτισμα τελείται εις τύπον Χριστού και εις το όνομα του Χριστού, πράγμα που οδηγεί ταυτόχρονα τον Βλ. όπ. παρ., One Lord, One Baptism, σ.47: “Within the disunity of the Churches, the unity of baptism has remained”. 372 Βλ. Αρχείο Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, φάκελος «Πίστη και Τάξη»/23.9.011, “FOC and Working Committee-The Meaning of Baptism”, 1959, σ.1-8. 371


πιστό τόσο στη μετοχή του θανάτου, όσο και της αναστάσεως του Κυρίου. Γινόμαστε σύσσωμοι και σύμφυτοι του Ιησού, καθώς συνθαπτόμεθα και συνεγειρόμαστε. 373 Κατά συνέπεια το βάπτισμα έχει μία παγκόσμια, πανανθρώπινη και εσχατολογική διάσταση, που ξεπερνά κάθε ομολογιακό όριο. *** 3. Οντολογικές συνέπειες της συμμετοχής του πιστού στο βάπτισμα. Το τρίτο μέρος της μελέτης Ένας Κύριος - Ένα Βάπτισμα είναι εκτενέστερο σε σύγκριση με τα υπόλοιπα και διαπραγματεύεται το ζήτημα των οντολογικών συνεπειών της συμμετοχής του πιστού στο μυστήριο του βαπτίσματος. Κεντρική ιδέα είναι ότι η συμμετοχή του βαπτισμένου στην ζωή της Εκκλησίας, δηλαδή στο Σώμα του Ιησού μέσω του βαπτίσματος, παραπέμπει στην έννοια της κοινωνίας και του αρραβώνος τόσο με τον Θεό, όσο και με τον συνάνθρωπο. Συμμετοχή και ενσωμάτωση σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει, ούτε πολύ περισσότερο δεν υποδηλώνει, απορρόφηση ή αφανισμό της προσωπικότητας του πιστού. Πυρήνας αυτής της βαπτισματικής αλήθειας είναι το Παύλειο χωρίο της προς Γαλάτας επιστολής: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (2,20). Έτσι μέσα από το γεγονός της βάπτισης και της συμμετοχής του πιστού στον Χριστό έχουμε την επαναφορά της ανθρώπινης φύσης στο αρχέγονο κάλος και το άνοιγμα της ανθρώπινης ζωής απέναντι στην προοπτική της καινούργιας ζωής. 374 Σ’ αυτή την πορεία ο παράγοντας της πίστεως διαδραματίζει καίριο ρόλο. Πίστη δεν σημαίνει μία απλή επιβεβαίωση ή αποδοχή ενός πράγματος ή μίας διδασκαλίας, αλλά αντίθετα δηλώνει το ολοκληρωτικό δόσιμο και άνοιγμα της ζωής του πιστού προς τον Χριστό μέσω του μυστηρίου του βαπτίσματος. Έτσι αρετές όπως, αγάπη, ελπίδα, εμπιστοσύνη, συμπεριλαμβάνονται στον όρο και στην έννοια της πίστεως. Ακόμη μέσω της πίστης ο βαπτισμένος συμμετέχει στην ζωή του Χριστού και κοινωνεί τον λόγο και το έργο του Λόγου, ο οποίος αποτελεί την κεφαλή του εκκλησιαστικού σώματος, από την οποία Βλ. όπ. παρ., One Lord, One Baptism, σ.56-57: “For us baptism means that we are consecrated as members of the messianic people. Our baptism means that we, the many, are incorporated into him and become one with him and in him. Through baptism we are members in the body of Christ […], means being baptized into participation in his death […], also participation in his resurrection. It is therefore administered in the name of Trinity. 374 Βλ. Αρχείο Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, φάκελος «Πίστη και Τάξη»/ 23.9.010, “FOC and Working Committee – The meaning of the Baptism, 1959”, σ.10. 373


απορρέει η ζωή στα μέλη. 375 Γι’ αυτό δεν μπορούμε να πούμε ότι το βάπτισμα αποτελεί ένα απλό συμβάν με συγκεκριμένα χρονικά όρια, εντός των οποίων περιορίζεται η δραστηριότητα του Θεού. Αντίθετα το βάπτισμα είναι η σφραγίδα και το σύμβολο της μετοχής του πιστού στην κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό, μία σχέση που προεκτείνεται σ’ ολόκληρη την ιστορία της σωτηρίας της κτίσης, χωρίς ωστόσο να ορίζεται, ούτε να περιορίζεται, παρά μονάχα να περιγράφεται μέσα από την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Το βάπτισμα σηματοδοτεί μ’ άλλα λόγια το νέο ξεκίνημα και την εκ νέου γέννηση, την ανάπλαση εν Χριστώ του ανθρώπου, μέσω του οποίου ο πιστός θα γίνει δεκτός στη Βασιλεία του Θεού που είναι να έρθει. 376 Επομένως γίνεται κατανοητό ότι η πίστη αποτελεί μία sine qua non προϋπόθεση της συμμετοχής του ανθρώπου στο μυστηριακό γεγονός της βάπτισης· πίστη και βάπτισμα αποτελούν αλληλοσυμπληρούμενα και αλληλένδετα στοιχεία, καθώς ο πιστός καλείται διά της πίστεως μέσα στην ζωή του να εκπληρώσει τους βαπτισματικούς όρκους και να πραγματοποιήσει τους ευαγγελικούς λόγους. Μέσα από την προοπτική αυτή η πίστη αποτελεί την ανθρώπινη απάντηση στην δωρεά του Θεού, λαμβάνοντας τη χάρη Του. Έτσι στο βάπτισμα ο Θεός διά του Υιού εν Αγίω Πνεύματι κηρύσσει το ευαγγέλιο της λυτρωτικής αγάπης και ο άνθρωπος από την άλλη ομολογεί και πιστεύει στην αλήθεια και στη μορφωτική δύναμη αυτού του ευαγγελίου. 377 Στη συνέχεια η μελέτη περνά στο ζήτημα του νηπιοβαπτισμού. Εδώ ένας μελετητής των κειμένων της Οικουμενικής Κίνησης μπορεί να διαπιστώσει μία σημαντική αλλαγή, όσον αφορά την στάση των Προτεσταντικών Εκκλησιών για το θέμα του νηπιοβαπτισμού. Ενώ προγενέστερα, όπως αναλύσαμε σ’ άλλη μελέτη μας οι Προτεσταντικές Εκκλησίες τάσσονταν σαφέστατα και με τρόπο αποκλειστικό, παρουσιάζοντας ανθρωπολογικά και θεολογικά επιχειρήματα, υπέρ του βαπτίσματος των ενηλίκων και όχι των νηπίων, εδώ στο κείμενο Ένας Κύριος Βλ. όπ. παρ., One Lord, One Baptism, σ.60: “Participation in Christ means deriving life from Christ, expressing the life of the head through the life of the members, the subordinating the members to the head and the mutual participating of the members in each other. So we share in him and are in him”. 376 Βλ. όπ. παρ., One Lord, One Baptism, σ.61: “In such a context one can speak of regeneration in baptism. To speak of baptismal regeneration as if it were merely a momentary event is both to separate the rite of incorporation from Christ’s own mighty act and to neglect the reference of baptism to the whole of life”. 377 Βλ. Αρχείο Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, φάκελος «Πίστη και Τάξη»/ 23.9.010, “FOC and Working Committee-The Meaning of Baptism”, σ.13. 375


- Ένα Βάπτισμα αποδέχονται πλήρως την εκκλησιαστική πρακτική του βαπτισμού των βρεφών. Ειδικότερα τονίζουν ότι κατά τον νηπιοβαπτισμό η έμφαση δίδεται όχι στο στοιχείο της προσωπικής ομολογίας του κατηχουμένου, αλλά στην πίστη και στην ομολογία ολόκληρης της λατρευτικής κοινότητας, καθώς αυτή είναι υπεύθυνη για την χριστιανική διδασκαλία και την κατήχηση, που θα λάβει ο νεοφώτιστος είτε στο σπίτι, είτε στην Εκκλησία. Αναφέρεται συγκεκριμένα στη μελέτη: «Το βάπτισμα των προσήλυτων ήταν η συνήθης πρακτική στην περίοδο της Καινής Διαθήκης, μολονότι ένα κείμενο, όπως είναι η επιστολή Α΄ Κορ. 7:14 δηλώνει ότι η περίπτωση του βαπτίσματος των παιδιών μίας χριστιανικής ή μίας μερικώς χριστιανικής οικογένειας απαιτούσε ήδη την ανάλογη προσοχή. Έτσι και αλλιώς το βάπτισμα των νηπίων τελούνταν στην πρώϊμη Εκκλησία, και πολύ γρήγορα κατέστη ένας κανονικός τρόπος τέλεσης του χριστιανικού βαπτίσματος, μαζί με το βάπτισμα των πιστών. […] Η πρακτική του νηπιοβαπτισμού λαμβάνει χώρα σε ένα περιβάλλον στο οποίο η έμφαση τίθεται στην πίστη της κοινότητας, σ’ ένα περιβάλλον πίστης περισσότερο, παρά στην αποκλειστική απόφαση εκείνου που δέχεται το βάπτισμα. Στην περίπτωση αυτή (δηλαδή του νηπιοβαπτισμού) ολόκληρη η κοινότητα βεβαιώνει την πίστη της στον Θεό και δεσμεύεται να διδάσκει και να μαρτυρεί υπέρ της Εκκλησίας είτε στο σπίτι, είτε στην λατρεία. Έτσι το βάπτισμα των νηπίων δεν αντικαθιστά την πίστη, αλλά η πίστη είναι προαπαιτούμενο». 378 Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι στην περίπτωση της πρακτικής του νηπιοβαπτισμού η πίστη, η μαρτυρία και το βίωμα της εκκλησιαστικής κοινότητας σε τίποτε δεν υποκαθιστούν τον παράγοντα της πίστης του νηπίου, εφόσον το βάπτισμα, ανεξάρτητα από το πότε συνέβη χρονικά στη ζωή του ανθρώπου, ενεργοποιεί την βούληση και την ελεύθερη συγκατάβαση του νηπίου αργότερα, ώστε το ίδιο κατά την διάρκεια της ενηλικίωσής του να πραγματώσει στη ζωή του τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος. Επίσης στην ίδια συνάφεια για άλλη μια φορά θα τονιστεί από την επιτροπή ότι μέσω του βαπτίσματος όλοι γινόμαστε μέλη του ενός Σώματος του Χριστού και έτσι ο βαπτισμένος δεν αποτελεί πλέον

378

Βλ. όπ., παρ., One Lord, One Baptism, σ.63-64.


μία απλή μονάδα, ένα εξατομικευμένο πρόσωπο, αλλά μέλος και μέρος του Ναού του Κυρίου. Κατά συνέπεια, σ’ αυτό το σημείο πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση, ότι το βάπτισμα λειτουργεί ενάντια στην εκκλησιαστική εσωστρέφεια και στον απομονωτισμό λαμβάνοντας έναν χαρακτήρα οικουμενικό και μία σημασία εσχατολογική. 379 Παράλληλα, τα μέλη της επιτροπής δεν αρνούνται τη σημαντικότητα της προσωπικής ομολογίας του πιστού κατά το βαπτισματικό γεγονός, πράγμα που προϋποθέτει τη συνειδητή και την προσωπική απόφαση εκ μέρους του. Παρ’ όλα αυτά ακόμη και αυτό το εντάσσουν μέσα στα ευρύτερα πλαίσια της ζωής και της πίστης ολόκληρης της Εκκλησίας. Δηλαδή μ’ απλούστερα λόγια ακόμη και η προσωπική ομολογία του πιστού στο βάπτισμα αποκτά την δέουσα και αρμόζουσα βαρύτητα, μόνο όταν προσδιορισθεί και εντοπισθεί εντός της ζωής και της μαρτυρίας ολόκληρης της εκκλησιαστικής κοινότητας. Σημειώνει χαρακτηριστικά η επιτροπή: «Η προσωπική απόφαση του ατόμου σχηματίζεται μέσα στη ζωή και στην πίστη της Εκκλησίας και μέσω της ζωής και της μαρτυρίας ολόκληρης της Εκκλησίας που δηλώνει την πίστη στον Θεό». 380 ***

Επιλογικά Συνοψίζοντας το περιεχόμενο, τη σημαντικότητα, αλλά και τη συμβολή της μελέτης Ένας Κύριος - Ένα Βάπτισμα στη μετέπειτα εξέλιξη του οικουμενικού διαλόγου επί του βαπτίσματος μπορούμε να πούμε ότι δύο είναι τα καίρια σημεία της: (α) Τονίσθηκε ιδιαίτερα η έννοια της συμμετοχής όλων των βαπτισμένων στο ένα Σώμα του Κυρίου και κατά συνέπεια η κοινωνία των Βλ. όπ., παρ., One Lord, One Baptism, σ.68-69: “The baptized is no longer simply an individual person, but a member of the Church. […] Baptism thus stands guard against all ecclesiastical introversion and isolationism, and in this too it displays its universal and eschatological significance”. Ήδη βλέπουμε δηλαδή ότι από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 η Δυτική θεολογία, όπως αυτή αποτυπώνεται στα κείμενα του ΠΣΕ, να κάνει λόγο για την έννοια του εκκλησιολογικού προσώπου σε αντίθεση με την έννοια του εξατομικευμένου χριστιανού. Αυτό το στοιχείο από μόνο του υποδεικνύει τον βαθμό της καλής επιρροής που άσκησαν οι Ορθόδοξοι θεολόγοι μέσα από την πράξη του διαλόγου στην θεολογική έκφραση των άλλων δυτικών χριστιανικών Εκκλησιών. 380 Βλ. όπ., παρ., One Lord, One Baptism, σ.63: “The personal decision of the individual has its setting within the life and faith of the Church and through the life and witness of the whole Church declares the faithfulness of God”. 379


βαπτισμένων μεταξύ τους, εξαιτίας της ενότητας που ο ίδιος ο Χριστός χορηγεί στην ανθρωπότητα. Ωστόσο, αν και αυτή η βαπτισματική ενότητα είναι ήδη παρούσα ως δωρεά του Θεού, από την άλλη μεριά οι Εκκλησίες οφείλουν ν’ αγωνιστούν για να την κάνουν φανερή και ορατή. (β) Το δεύτερο σημείο είναι ότι όσο ο βαπτισμένος χριστιανός μαθαίνει να βλέπει και να ερμηνεύει την ζωή του μέσα από το φως του βαπτίσματος, τόσο η ζωή του μεταβάλλεται και μεταμορφώνεται γενόμενη όμοια μ’ εκείνη του Χριστού. Έτσι αναγνωρίσθηκε απ’ όλους όσους συμμετείχαν στις επιτροπές εργασίας η νέα μέθοδος προσέγγισης του βαπτίσματος, δηλαδή η αποφυγή της ομολογιακής αντιπαράθεσης και η ενότητα που φέρει η Χριστολογική προσέγγιση αυτών των θεμάτων. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν σημεία στη μελέτη, τα οποία χρήζουν περαιτέρω επεξεργασίας και τα οποία παρουσίασαν οι Εκκλησίες στις απαντητικές τους επιστολές. Συγκεκριμένα τα σημεία αυτά είναι τα εξής: (α) Η διαμάχη μεταξύ εκείνων των Χριστιανών που εφαρμόζουν το βάπτισμα των ενηλίκων και εκείνων που ακολουθούν το νηπιοβαπτισμό πρέπει να αποχρωματιστεί από τα ομολογιακά πλαίσια, ώστε να φανερωθούν οι θεολογικοί λόγοι της διαφωνίας και να διευκρινιστεί πλήρως το σχετικό ζήτημα. (β) Η βαπτισματική ακολουθία δηλαδή το τυπικό της τέλεσης του μυστηρίου πρέπει ν’ αναλυθεί προσεκτικά διευκρινίζοντας εκείνα τα σημεία που επηρεάστηκαν από τον ανθρώπινο πολιτισμό τόσο στο χώρο της Δύσης, όσο και της Ανατολής. (γ) Ομοίως την ίδια, αν όχι περισσότερη προσοχή, τα μέλη της Επιτροπής Πίστη και Τάξη πρέπει να δώσουν στην αναφυόμενη σχέση μεταξύ της θεολογίας του βαπτίσματος και του τυπικού του βαπτίσματος. (δ) Επίσης κάποιες Εκκλησίες παρότρυναν να μην συγχέεται η θεολογία της χάριτος με τη θεολογία του βαπτίσματος, ενώ παράλληλα επισημαίνεται ότι στο τελικό κείμενο δεν έχει δοθεί αρκετή έμφαση στη θεία χάρη, ούτε στην έννοια της «διαθήκης» που περιλαμβάνει την οικογένεια, όταν έχουμε να κάνουμε με την περίπτωση του νηπιοβαπτισμού. (ε) Επιπλέον η ίδια η Επιτροπή αναγνωρίζει την αδυναμία της αναφορικά με την ορολογία και τη φρασεολογία του κειμένου. (στ) Τέλος στην έκθεση παρατηρήσεων της μελέτης τονίζεται ότι πρέπει να τύχει ευρύτερης και συστηματικότερης μελέτης η σχέση του βαπτίσματος και του χρίσματος, καθώς επίσης είναι αναγκαίο να γίνει


μία πιο επαρκής αναφορά στις επιπτώσεις και στις συνέπειες που έχει το βάπτισμα στον πιστό. 381 Πάντως πέρα απ’ όλα αυτά μπορεί κανείς να διακρίνει στη μορφή, στο ύφος, στο λεξιλόγιο και στη διαπραγμάτευση αυτού του κειμένου εργασίας τη συμβολή της Ορθόδοξης παράδοσης και θεολογίας. Αυτό αποτελεί ένα απλό, αλλά συνάμα και σημαντικό παράδειγμα της αναγκαιότητας της παρουσίας και της συνεργασίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας εντός των οργάνων του ΠΣΕ για την διαπραγμάτευση και την διευκρίνιση των διάφορων θεολογικών ζητημάτων. Τέλος κάποιος μπορεί πολύ εύκολα να διαπιστώσει τη δυναμική και το κύρος του περιεχομένου του κειμένου αυτού παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει 55 ολόκληρα χρόνια!

Βλ. Αρχείο Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, φάκελος «Πίστη και Τάξη»/ 23.2.003, “Saint Andrews Meeting 1960-Documents. Report of the Baptism Sub-Committee on the report “The meaning of the Baptism”, σ.1-3. 381


ΒIBΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ 1. Αγγελάκης Εμμ., Σητειακά, ήτοι συμβολή εις την ιστορίαν της Σητείας από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς τ. Β΄, τευχ. Β΄, Αθήναι 1949. 2. Αλεξάκης Ι., Στρατηγός, λήμμα Καβαλλαρά, Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ηλίου, τόμ. 10ος . 3. Βλαχάκης Ευστράτιος π/πρεσβύτερος, Η Μάχη των Βρυσών 1867. Έκδοση Πνευματικού πολιτιστικού Κέντρου Δήμου Νεάπολης Κρήτης 1999, (Φυλλάδιο – Ομιλία – Πανηγυρικός). 4. Βλαχάκης Ευστράτιος, πρωτοπρεσβύτερος, Τα Κρεμαστά, σκέπη των πτερύγων των Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ, Βρύσες Μεραμπέλλου 2007. 5. Γαλανάκη Ρέα, Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2008, ISBN: 978-960-03-4618-3. 6. Δετοράκης Θεοχ. Η δράση του Ματθαίου Σφακιανάκη, Αρχηγού Μεραμπέλ-λου, περιοδ. Αμάλθεια, τεύχος 72-3, Άγιος Νικόλαος Κρήτης, 1978. 7. Δήμος Αγίου Νικολάου, Αρ. Αποφ. 385. Απόσπασμα του με αριθ. 19/7-9-2011 πρακτικού συνεδριάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου Αγίου Νικολάου με θέμα : Καθιέρωση επετείου για ετήσιο εορτασμό της ιστορικής μάχης των Βρυσσών. 8. Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, «Ο Κώδικας των θυσιών… κατά την επανάσταση του 1821». Επιμέλεια : Βασίλης Δημητριάδης Διονυσία Δασκάλου. Συνέκδοση Πανεπιστημιακές εκδόσειςΒικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου. Ηράκλειο 2003. 9. Ιστορικό Αρχείο Χριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου, Ιερά Μητρόπολη Πέτρας και Χερρονήσου. Νεάπολη. 10. Καλογεράκης Γεώργιος, Η Μάχη των Βρυσών 1867. ΟμιλίαΠανηγυρικός 11. Κελαϊδής Πάρις, Η οικογένεια Πάτερου από τα Σφακιά, Εκδόσεις «Καράβι και τόξο», Αθήνα 1990. 12. Κρανιωτάκης Εμμ. Πολεμική έκθεση της Μάχης των Βρυσών, 1867. 13. Κριάρης Παναγιώτης, Ιστορία της Κρήτης, Εν Χανίοις 1902. 14. Μουρέλος Ι. Δ., Ιστορία της Κρήτης. Ηράκλειο 1953. 15. Ξανθουδίδης Στεφ., Επίτομος Ιστορία της Κρήτης, εν Αθήναις 1909. 16. Παναγιωτάκης Γεώργιος, Ομιλία για τη Μάχη των Βρυσών 1867. Εκφωνήθηκε, 06 Αυγούστου 2003. 17. Παπαδοπετράκης Γρηγόριος, προηγούμενος, Ιστορία των Σφακίων. Επανέκδοση Αφων Βαρδινογιάννη, Αθήναι 1971.


18. Παπαϊωάννου Απόστολος, Το Ιστορικό Αρχείο της Χριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου (1869-1898). Εργαστήριο Ιστορίας Νεότερης Ελλάδας και Νεοελληνικού Πολιτισμού, Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Νεάπολη Κρήτης- Ιωάννινα 2005. 19. Πατεράκης Γεώργιος, Η Παιδεία στην Κρήτη κατά το αρχείο της Χριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου, 1869-98, Διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα 2002. 20. Πατεράκης Γεώργιος,Το δράμα του σπηλαίου της Μιλάτου, κατά την εκστρατεία των τουρκοαιγυπτίων στην Ανατολική Κρήτη, 1823. Ομιλία στον Δήμο Νεαπόλεως Κρήτης, 16-12-2000. 21. Πατεράκης Γεώργιος, Το επώνυμο Πατεράκης στην Ανατολική Κρήτη, ανακοίνωση στο Ι΄ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο, Χανιά, Οκτώβριο 2006. 22. Σάββας Δημήτρης, Η Μάχη των Βρυσών 1867. Εφημερίδα Πατρίς, Ιστορικές Σελίδες, Παρασκευή, 15 Αυγούστου, 2008 σελ. 11. 23. «Σημειώσεις περί της επαναστάσεως του 1866 εν ταις Ανατολικαίς επαρχίαις Κρήτης και της δράσεως του Ματθαίου Σφακιανάκη, Αρχηγού Μεραμπέλλου. Κυριώτεραι μάχαι» . - Ιστορικό Μουσείο Κρήτης[Ηράκλειο] - Δωρεά Ι. Μουρέλλου, Α/Α 385, φ. 9β/1. 24. Σπανάκης Στ., Πόλεις και χωριά της Κρήτης, τόμοι Α’-Β’, Λήμμα, Βρύσες. 25. Σταυρινίδης Νικ. Ο Καπετάν Μιχάλης Κόρακας, και οι συμπολεμιστές του, τ. 3, Ηράκλειο 1971-74. 26. Σταυρινίδης Νικ., Μεταφράσεις Τούρκικων Ιστορικών εγγράφων, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου, Ανατύπωση, Τόμος Α΄Β΄, 1986. 27. Σφακιανάκης Κων/νος, Αρχηγός Έξι Ανατολικότερων Επαρχιών Κρήτης η από 9-8-1867 χειρόγραφη έκθεση: Έκθεσις της εν Βρύσαις Μεραμπέλλου μάχης. Κρητικό Αρχείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, Αριθ. εγγράφου, 27769. 28. Τσατσαρωνάκη Κατίνα, Μία Έκθεσις ομοτήτων του 1866, (Τιμόθ. Βενέρη, Ι. Μητροπόλεως Κρήτης), περιοδ. Κρητικά Χρονικά, τ. Η΄(1954) σ. 7-43. 29. Χρηστάκης Γ. – Πατεράκης Γ., Η Κρήτη και η Ιστορία της, εκδ. Καλέντη, β΄ έκδοση, Αθήνα 2002. 30. Χρηστάκης Γιάννης, Η Μάχη των Βρυσών στο Μεραμπέλλο (7-81867). Διάλεξη στις Βρύσες, στις εκδηλώσεις τιμής του Δήμου Νεαπόλεως, Ηράκλειο, Ιούνιος 2002.


Ιωάννης Καστρινάκης Διδάσκων Καθηγητής Π.Α.Ε.Α.Κ. Καλλιτεχνικός Δντης του Ωδείου << Ιωάννης Μανιουδάκης>>

ΤΟ ΡΙΖΙΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΑΙ Η ΜΕΛΙΚΗ ΤΟΥ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΟΚΤΑΗΧΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ 382

Προοίμιο Τα ριζίτικα, ή τα λευκορείτικα κρητικά άσματα 383 όπως χαρακτηριστικά κατ΄ άλλους ονομάζονται, αποτελούν το ζωντανό πνευματικό και καλλιτεχνικό δημιούργημα του κρητικού λαού, και ανήκουν στα σημαντικότερα και πολυτιμότερα είδη της εθνικής μας μουσικής κληρονομιάς. Η εις βάθος μελέτη και ενασχόληση με το αριστούργημα αυτό της ποίησης και του μέλους, απαιτεί υψηλή ευθύνη και ταυτόχρονα ιερό χρέος. Η αίσθηση αυτής της ευθύνης γιγαντώνεται, όταν μέσα από τον χώρο αυτό, ασχολήθηκαν και διέπρεψαν σπουδαίοι ερευνητές, γνώστες και μελετητές τόσο της μουσικής όσο και της νεοελληνικής φιλολογίας και λαογραφίας . Η πρώτη απόπειρα διερεύνησης του ριζίτικου, σε σχέση με την πατρώα μας εκκλησιαστική μουσική πέρα από τις πάμπολλες και διάφορες διάσπαρτες, πλην όμως σαφώς πολύτιμες και σημαντικές συλλογές, πραγματοποιήθηκε και επιχειρήθηκε πριν από 30 περίπου χρόνια, στην Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης, από τον σύλλογο Ιεροψαλτών

Ένα μέρος της παρούσας εργασίας, παρουσιάστηκε και εκφωνήθηκε στην ημερίδα που οργάνωσε η Ιερά Μητρόπολη Κυδωνίας και Αποκορώνου σε συνεργασία με τον σύλλογο Ιεροψαλτών Χανίων καθώς και άλλων παραδοσιακών συλλόγων (Κρητικές Μαδάρες, - Ν. Κυδωνίας - Ετεοκρήτες και Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης) τον Νοέμβριο του 2012 στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων με θέμα: «Η Βυζαντινή μουσική και η Μουσική του Ριζίτικου» (Συνάφεια – Συγγένεια). 383 Το θέμα της ονομασίας είναι ένα θέμα που θα πρέπει να μελετηθεί από την επιστημονική κοινότητα, καθότι ο όρος «ριζίτικα» αυτονόητο είναι ότι δεν συμπεριλαμβάνει μονάχα τις ρίζες των Λευκών Ορέων αλλά και τις ρίζες των Ορέων του νησιού. Ήδη έχουν προταθεί οι όροι, Χανιώτικα, Μαδαρίτικα, Ομαλίτικα, Λευκορείτικα, βλ. Ν. Αποστολάκης, Ταυτότητά μας το ριζίτικο, Χανιώτικα νέα 2002, εισήγηση σε συνέδριο για την παράδοση. 382


Χανίων, στο Α΄ Παγκρήτιο Συνέδριο Ιεροψαλτών το 1983 384 με κύριο ομιλητή τον Άρχοντα μαΐστορα της ψαλτικής τέχνης και διδάσκαλο κ. Γεώργιο Χατζηθεοδώρου, με θέμα «Ριζίτικα της Κρήτης και Βυζαντινή Μουσική» 385. Αν εξαιρέσουμε και τις πολύ σημαντικές και σπουδαίες ανακοινώσεις του Καθηγητή του Ιονίου Πανεπιστημίου Ευστάθιου Μακρή 386, και του ερευνητή της παραδοσιακής μας μουσικής Ανδρέα Γιακουμάκη 387, μπορούμε να πούμε ότι έκτοτε, δεν υπήρξαν σημαντικά βήματα προόδου, για την περαιτέρω εμπεριστατωμένη συγκριτική μουσικολογική διερεύνηση του θέματος. Το ριζίτικο ως κληροδότημα του βυζαντινού εκκλησιαστικού μέλους. Μια τέτοιου είδους έρευνα και προσέγγιση, σίγουρα δεν αντικαθιστά την ακροαματική μελωδική πρακτική του ριζίτικου, όπως πολλοί από τους ριζίτες καλλιτέχνες εσφαλμένα πιστεύουν και αυτονόητο είναι ότι το ίδιο το τραγούδι, δεν το έχει απόλυτα ανάγκη. Έχει εξακριβωθεί, από τις επιστημονικές μελέτες, και τις πάμπολλες καταγραφές στην Βυζαντινή παρασημαντική και στο δυτικό μουσικό σύστημα 388, ότι το εξαιρετικό και ιδιότυπο κρητικό αυτό τραγούδι, είχε και έχει συναφή και παράλληλη ιστορική διαδρομή με το Εκκλησιαστικό μέλος, κατά την Γηγόριος Στάθης, το Α΄ Παγκρήτιο Συνέδριον Ιεροψαλτών, Ορθόδοξος Ακαδημία Κρήτης – Κολυμπάρι (27-29 Μαρτίου 1983), Αθήνα 1983, ανατύπωση από το περιοδικό «Εκκλησία» έτος Ξ΄, 1 Ιουνίου 1983 αριθμ. 11, σσ. 305-307. 385 Γεώργιος Χατζηθεοδώρου, Τα Ριζίτικα Τραγούδια της Κρήτης και Βυζαντινή Εκκλησιαστική Μουσική, Μελουργία, επιστημονική περιοδική έκδοση, έτος Α΄, Τεύχος Α΄, Θεσσαλονίκη 2008, σσ 342-353. 386 Ευστάθιος Μακρής, Τροπικότητα και οκταηχία στην παραδοσιακή μουσική. Μερικές παρατηρήσεις στα ριζίτικα τραγούδια, Οι δύο όψεις της ελληνικής μουσικής κληρονομιάς. Αφιέρωμα εις μνήμην Σπυρίδωνος Περιστέρη, Ακαδημία Αθηνών, πρακτικά της Μουσικολογικής συνάξεως που πραγματοποιήθηκε στις 10 και 11 Νοεμβρίου 2000 στο μέγαρο της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 2003, σ. 199-221 Αθήνα 2003. 387 Ανδρέας Γιακουμάκης, Γνωριστικά στοιχεία και σχέση Ριζίτικων Τραγουδιών και Βυζαντινού Μέλους. Η εργασία εκφωνήθηκε κατά την διάρκεια των εργασιών της ημερίδας που ήδη αναφέρθηκε παρά πάνω. 388Οι σημαντικότερες καταγραφές ριζίτικων α) στην βυζαντινή παρασημαντική έχουν πραγματοποιήσει σε διάφορες συλλογές που έχουν κατά καιρούς εκδοθεί ή που παραμένουν ακόμα ανέκδοτες: ο Π. Βλαστός, ο Κ. Ψάχος, ο Σ. Καράς κ.ά. β) στο πεντάγραμμο κατά το δυτικότροπο μουσικό σύστημα: ο S. Baud-Bovy, ο Μιχ. Βλαζάκης (πρόκειται για την πληρέστερη και την μοναδική στο είδος αυτοτελή συλλογή ριζίτικων στο πεντάγραμμο, που εκδόθηκε στα Χανιά το 1961 με τίτλο Ριζίτικα Τραγούδια της Κρήτης με την επιμέλεια του καθηγητή Ιωάννη Μανιουδάκη), ο Ελ. Μαυρομάτης (νότες των τραγουδιών συμπεριλαμβάνονται στην συλλογή του Ιδ. Παπαγρηγοράκη με τίτλο τα Κρητικά Ριζίτικα, Χανιά 1957), κ.ά. 384


διάρκεια της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου. Ένας από τους σημαντικότερους εθνομουσικολόγους ο Samuel Baud-Bovy, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «στα ριζίτικα, συναντάμε μια αιωνόβια παράδοση, στενά δεμένη με την εκκλησιαστική βυζαντινή μουσική» 389. Είναι απαραίτητο λοιπόν να εξετασθεί και να μελετηθεί εις βάθος, όχι μονάχα σε λαογραφικό, φιλολογικό και μουσικό επίπεδο που αφορά αποκλειστικά την καταγραφή και την ιστορική έρευνα, όπως άλλωστε επιτυχώς έχει γίνει μέχρι σήμερα, αλλά κυρίως και αυτός είναι και ο στόχος της παρούσας εργασίας, σε πρακτική – ακουστική, σημειογραφική, μορφολογική και θεωρητική μουσική βάση, παραδίδοντας χρήσιμα συμπεράσματα στον ανεξερεύνητο και άβατο αυτόν τομέα της μουσικής τέχνης και επιστήμης, τεκμηριώνοντας έτσι με σαφήνεια την παραπάνω άποψη που κατά καιρούς έχει εκφρασθεί. Το ριζίτικο εξελίσσεται, και αναπτύσσεται ως φυσικό κληροδότημα των βυζαντινών μελών του εκκλησιαστικού είδους του ειρμολογίου και του στιχηραρίου, παρουσιάζοντας διακριτές ομοιότητες σε ότι αφορά την πλοκή , την μορφολογική δομή, την κατασκευή του μέλους και την μελική του πορεία και ανάπτυξη, βασιζόμενο κυρίως στην τροπικότητα (ήχους), στην τονιαία βάση, στην κλίμακα (την χρήση 4χόρδων και 5χόρδων), στην ποικιλία των φυσικών διαστημιαίων απόστάσεων, στους δεσπόζοντες φθόγγους, στις μελωδικές θέσεις και καταλήξεις, στο γένος, στις μεταβολές, μεταθέσεις και συστήματα, στα ιδιώματα και στους νόμους των έλξεων, στην έκταση, καθώς και στο ήθος, που αποτελούν τα κύρια και βασικά, πρωτογενή και δευτερογενή στοιχεία και γνωρίσματα, της θεωρίας των βυζαντινών εκκλησιαστικών μελών. Καταγωγή – ιστορική αναφορά. Η δωρικότητα των τραγουδιών κατά κοινή ομολογία, αναγνωρίζεται στους περισσότερους σκοπούς των τραγουδιών, καθότι η «δωριστί αρμονία» περικλείει όλα τα στοιχεία που κάνει σήμερα το ριζίτικο, να εμφανίζεται εντυπωσιακό και γοητευτικό με φωνή βροντώδη και ανδροπρεπή, σε όλες τις εκδηλώσεις που αφορά τις χαρές και τις λύπες της καθημερινής ζωής, τραγουδώντας - ψάλλοντας τον πόνο, τα πάθη, την χαρά, τον ενθουσιασμό του απλού και καθημερινού ανθρώπου. Ο Ηρακλείδης ο Αθηναίος έλεγε ότι « Η μεν ουν Δώριος αρμονία, το ανδρώδες εμφαίνει και το μεγαλοπρεπές, και ου διακεχυμένον ουδ΄ ιλαρόν, αλλά

Samuel Baud-Bovy, Μουσική καταγραφή στην Κρήτη 1953-1956, τ. Α΄, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ, Αθήνα 2006, σ. 24. 389


σκυθρωπόν και σφοδρόν, ούτε δε ποικίλον ούτε πολύτροπον» 390. Η μαρτυρία αυτή του Ηρακλείδη, φανερώνει όχι μονάχα τον τύπο της μελωδίας, αλλά και τον τρόπο της ερμηνείας, το ήθος δηλαδή, όπου διαπιστώνεται η πραγματική καταγωγή των κρητικών αυτών ασμάτων της Δυτικής Κρήτης, η οποία μας οδηγεί στην αρχαϊκή ελληνική μουσική τέχνη που ανάγεται από τον πρώτο και μεγάλο ραψωδό τον Όμηρο. Άλλωστε το σπουδαιότερο θρησκευτικό και λατρευτικό κέντρο των Δωριέων Λευκορειτών, υπήρξε το λιμάνι της αρχαίας Τάρρας, η σημερινή Αγία Ρουμέλη, στην περιοχή εκείνη δηλαδή που καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε η μουσική και το τραγούδι, γνωστός από την αρχαιότητα ήταν ο Κιθαρωδός Χρυσόθεμις 391. Δεν είναι τυχαίο που η περιοχή παρήγαγε μια πλειάδα σπουδαίων και καλλικέλαδων τραγουδιστών, γνήσιων εκφραστών της κρητικής μουσικής παράδοσης. Ως γνωστόν, τα ριζίτικα, τραγουδιούνται χωρίς την συνοδεία οργάνων, είναι μονοφωνικά και χωρίζονται κυρίως σε τραγούδια της τάβλας (αυτά που αποδίδονται στο τραπέζι που στρώνεται στις τάβλες) και της στράτας (μεγαλύτερα σε μέγεθος τραγούδια ιδανικά για μεγάλη πεζοπορία)392. Η θεματολογία τους ανάλογα με το περιεχόμενο τους , είναι ηρωικά - επαναστατικά, ιστορικά, αφηγηματικά, της ξενιτιάς, θρησκευτικά, αλληγορικά, της αγάπης, ποιμενικά 393 κλπ. πρόκειται για ένα μουσικό παραδοσιακό είδος, διαδομένο στην Δυτική Κρήτη, στις ρίζες των Λευκών Ορέων, όπου και οφείλεται η ονομασία τους 394, όπου περίτεχνα μέσα από τους στίχους του, εκφράζεται απόλυτα η κρητική διάλεκτος η οποία σπάνια νοθεύεται από ξενικές λέξεις. Από τα μινωικά χρόνια, ο Κρητικός δείχνει να αγαπά τη μουσική. Ήδη από το α΄ ήμισυ της 2ης χιλιετηρίδας π.Χ, ο πολιτισμός του, ήταν ο περισσότερο διαδομένος και ανεπτυγμένος πολιτισμός, του αρχαίου μεσογειακού κόσμου 395. Ο υπέρτατος πολιτισμικός του χαρακτήρας, διαφαίνεται σε όλες τις τέχνες και τις επιστήμες, με συνέπεια να κορυφώνεται στην Αθηναίου Δειπνοσοφισταί, ΙΔ΄,624D,19. Αντώνης Βασιλάκης, 147 πόλεις της αρχαίας Κρήτης, Ηράκλειο 2000, πρβλ. Δρ. Γ. Πολυράκης, Ευθύνη νάσαι Κρητικός, περιοδικό Στιγμές, 2004, σ . 68. 392 Πέτρος Χατζιδάκης, Ριζίτικα Τραγούδια, Κρητική Εστία, Κρητικό δημοτικό τραγούδι, Χανιά 1952, σσ. 10-11. 393 Περισσότερες πληροφορίες για τα είδη και τη θεματολογία των ριζίτικων, βλ. Ιδομενέα Παπαγρηγοράκη, Τα Κρητικά Ριζίτικα Τραγούδια τ. Α΄, Χανιά, 1957 και Σταμάτη Αποστολάκη, «ριζίτικα» τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης, εκδ. γνώση 1993. 394 Υπάρχουν κι άλλες απόψεις για την ονομασία του ριζίτικου. Μελετητές υποστηρίζουν ότι προέρχεται από την πόλη Ριζηνία (Μεσκλά). 395 Βλ. Σερ Λ. Γούλεϊ Λ. Παρέτι, Ιστορία της ανθρωπότητας, τόμος Γ΄, εκδ. Ελευθεροτυπία, Αθήνα 1970, σ. 922. 390 391


εξελικτική του πορεία σε ότι αφορά τη μουσική, που μαζί με το χορό και το τραγούδι, αποτελούν μια φυσική ενότητα, άρρηκτα συνδεδεμένη, που μέχρι σήμερα, ακολουθεί σε όλες τις εκδηλώσεις, της καθημερινής ζωής του κρητικού λαού. Ο γεωγράφος Στράβων, αναφέρει για μεγάλη μουσική και ορχηστρική ακμή στην πανάρχαια Κρήτη, που περιβάλλεται στους περίφημους κρητικούς νόμους της μουσικής, της ποίησης και της όρχησης 396. Το κράμα των πολιτισμών στο νησί, δημιούργησε μια άρτια , ανεπανάληπτη και αμοιβαία πολιτισμικότητα, η οποία αφομοιώθηκε από την ήδη υπάρχουσα ισχυρή στερεά πολιτιστική και πνευματική βάση, κυρίως της αρχαιότητας, και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Νίκος Καβρουλάκης, «διατηρήθηκαν με στοργή όλες οι πανάρχαιες καταβολές που τρέφουν διαρκώς το λαϊκό αίσθημα και ζωοποιούν και ανασταίνουν τον πολιτισμό και την εθνική μας πίστη» 397. Άλλωστε οι Κρήτες αφομοιώνουν, εμπλουτίζουν, απορίπτουν, ανάλογα με τις ιστορικοκοινωνικές συνθήκες την μουσική τους παράδοση. Κατά τον Κυριακίδη, «η δημώδη ελληνική ποίηση, είναι ένα δένδρο πολύκλαδον, αειθαλές και αιωνόβιον, όπου οι ρίζες ριζούνται εις το γόνιμον έδαφος της αρχαιότητας, ο κορμός γιγαντούται εις τους ηρωικούς του βυζαντίου χρόνους, οι δε κλάδοι αναθάλλουν εις τους χρόνους της κλεφτουριάς και των επαναστάσεων». 398 Από το γλωσσικό ιδίωμα των ποιητικών κειμένων, μπορεί να χρονολογηθεί και να προσδιοριστεί, κατά προσέγγιση βέβαια, τόσο η καταγωγή των τραγουδιών 399, όσο και η χρονική πορεία της εξέλιξης των η οποία χάνεται στα βάθη της ιστορίας. Με βάση αυτό το σημαντικό στοιχείο, η απαρχή των τραγουδιών, αν και δεν είναι εφικτό να εξακριβωθεί με βεβαιότητα, εμφανίζεται στα χρόνια των Βενετών, αν και η ακριτική ποίηση χρονολογείται από τον 10ο ήδη αι. όπου εξ αιτίας των αγώνων και τα κατορθώματα των ακριτών (φυσιολογικό αποκύημα του λαού η εξύμνηση των κατορθωμάτων), γεννήθηκε και μορφώθηκε η Στράβων, Γεωγραφικά 10, C 481 - 483, IV 17 – 20, Γ και Χρηστάκη-Γ. Πατεράκη, Η Κρήτη και η Ιστορία της, εκδ. Καλέντης Αθήνα 1995, σ. 54 397 Νίκος Καβρουλάκης, Οι ρίζες των ριζίτικων τραγουδιών Β΄ έκδοση με δαπάνη του μορφωτικού συλλόγου Καράνου «η ρίζα», Χανιά 1992, σ. 10. 398 Στίλπων Π. Κυριακίδης, το Δημοτικό τραγούδι, συναγωγή μελετών, νεοελληνικά μελετήματα 3, Ερμής Αθήνα 1990, σ. 72. 399 «Για να φτάσουμε στη σωστή ερμηνεία της προέλευσης και καταγωγής του, πρέπει να μελετήσουμε το περιβάλλον που υπάρχει και ζει και τα σημεία που συνάπτεται χαρακτηριστικά στην ιστορική γραμμή που ενώνει το παρελθόν με το παρών», βλ. Ν. Καβρουλάκη οι ρίζες ό.π, σ.12, πρβλ. επίσης Μ. Ανδρουλιδάκη, τρόποι και τόποι επικοινωνίας των Κρητών στο ριζίτικο τραγούδι, πεπραγμένα Ι΄ διεθνούς Κρητολογικού συνεδρίου, φιλολογικός σύλλογος «ο Χρυσόστομος» Χανιά 2006. 396


νεοελληνική δημώδη ποίηση 400. Αξιοσημείωτη είναι η είδηση, ότι η πρώτη πληροφορία για την ύπαρξη ακριτικών ασμάτων, προέρχεται από τον Αρχιεπίσκοπο Καισάρειας Αρέθα τον 9ο προς 10ο αι. 401. Παράλληλα με την ύπαρξη του ποιητικού κειμένου, συμπορεύεται και η μελωδία του, που σύμφωνα με τη δομή και τη μελική του κατάσκευή, θα μπορούσαμε και πάλι κατά προσέγγιση να προσδιορίσουμε την χρονολόγηση του. Και αν δεχτούμε ότι τα ριζίτικα ήταν πολύ σύντομα και σχεδόν επιγραμματικά 402, ταυτόχρονα, και η μουσική τους, αρχικά ήταν περισσότερο, αρχέγονη και σύντομη με πολλά στοιχεία της αρχαίας παρακαταλογής δηλ. της εμμελούς απαγγελίας (retsitativo), κάτι που συμβαίνει ακόμα και σήμερα. Δεν αποκλείεται βέβαια το γεγονός ότι πάνω στο παλαιότερο ποιητικό κείμενο, να υπάρχει παρέμβαση νέας και περισσότερο επιτηδευμένης μελωδίας. Μελετώντας και ακούγοντας τις 32 περίπου ομάδες των αυτόμέλων (τραγούδια με έναν συγκεκριμένο ρυθμομελωδικό πρότυπο), των αναρίθμητων προσομοίων τους (τραγούδια που προσομοιάζουν με τα αυτόμελα), και των ιδιομέλων (έχουν δικό τους – ίδιον μέλος χωρίς να μιμούνται άλλα τραγούδια), με βάση την ήδη υπάρχουσα μελωδία που έφτασε στις μέρες μας, αλλά και την εξέλιξη της στην β΄ μέση βυζαντινή μουσική σημειογραφία (από τον 10ο αι και έπειτα), με βάση πάντα τους χειρόγραφους κώδικες, θα μπορούσαμε χαρακτηριστικά να τα διακρίνομε σε: α) ριζίτικα παλαιότερα και αρχέγονα (10ος -14ος αι.) του ακριτικού κύκλου της μέσης βυζαντινής περιόδου (με βάση την αρχαιοπρεπή και λιτή τους μελωδία). Χαρακτηριστικό δείγμα είναι το τραγούδι «τα χελιδόνια τση Βλαχιάς και τα πουλιά τση δύσης», ή κρούσος της Ανδριανούπολης όπως χαρακτηριστικά ονομάζεται. Κατά τον Ν. Πολίτη είναι το πλέον παλαιότερο ίστορικό τραγούδι της στράτας 403, που αναφέρεται στην άλωση της Αδριανούπολης το 1361. β) Ριζίτικα της α΄ μεταβυζαντινής περιόδου της βενετοκρατίας (14ος-17οςαι.) γ) της β΄ μεταβυζαντινής περιόδου της τουρκοκρατίας (17ος-αρχές 20ου αι.) και Στ. Π. Κυριακίδης, το Δημοτικό ό.π, σ. 172. Στ. Π. Κυριακίδης, το Δημοτικό, ό.π, σ. 186. 402 Στυλιανός Αλεξίου, το ριζίτικο τραγούδι, πρακτικά συνεδρίου 25, 26, 27 Ιουλίου 2003, εκδ. δήμος Ακρωτηρίου 2009, σ. 46. 403«Επειδή σχεδόν άνευ εξαιρέσεως τα ιστορικά άσματα είναι σύγχρονα των γεγονότων, το άσμα τούτο δυνάμεθα να θεωρήσωμεν ως το παλαιότατον των ιστορικών δημοτικών ασμάτων μας», βλ. Ν. Πολίτη, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Αθήνα 1914 πρβλ. επίσης Στ. Αποστολάκη, ριζίτικα τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης, εκδ. «Γνώση», Αθήνα 1993, σ.106. 400 401


δ) στα νεοριζίτικα, με στιχουργική μονάχα εξέλιξη, αφού η ήδη υπάρχουσα μελωδία, βασίζεται σε παλαιότερα μελωδικά πρότυπα και μοτίβα. Τα τραγούδια αυτά, στην εξελικτική τους πορεία, διαδόθηκαν σύμφωνα με την προφορική παράδοση, με έντονο το υφολογικό μιμητικό στοιχείο, όπως άλλωστε συμβαίνει με όλα τα δημώδη τραγούδια του ελλαδικού χώρου. Όλοι οι διδάσκαλοι, τονίζουν την μίμηση των παλαιοτέρων υπό των νεωτέρων ως μεγάλη αρετή, και αυτό συνέργησε στο να διασωθούν ανόθευτα και ανεπηρέαστα 404.

Οι καταγραφές του ριζίτικου στην βυζαντινή παρασημαντική. Προσπάθειες καταγραφής τόσο με το δυτικό σημειογραφικό σύστημα, όσο και με την βυζαντινή παρασημαντική, υπάρχουν πάμπολλες οι οποίες έχουν κατά καιρούς εκδοθεί και βρίσκονται διάσπαρτες σε διάφορες συλλογές όπως ήδη έχει αναφερθεί παραπάνω και δεν είναι του παρόντος να επεκταθούμε περαιτέρω. Ωστόσο η παλαιότερη καταγραφή στην Βυζαντινή σημειογραφία, φέρεται να είναι ο χειρόγραφος κώδικας του 17ου αι. 405 της Ι.Μ Ιβήρων 406, του Αθηναίου Ιερομονάχου Αθανασίου Καπετάνου στην παλαιά παρασημαντική 407. Τον κώδικα ανακάλυψε ο Σπύρος Λάμπρου, το 1880 και τον δημοσίευσε στην αρχή του προηγούμενου αιώνα το 1914. Πρόκειται για ένα σταχωμένο Κρατηματάριο, όπου συμπεριλαμβάνεται η περίφημη πραγματεία του Γαβριήλ Ιερομονάχου «περί των σημαδίων της ψαλτικής και άλλων χρησίμων και περί της ετοιμολογίας αυτών» και 13 τραγούδια Ιβηρίτικα και ριζίτικα 408 στην παλαιά σημειογραφία 409. (Πιν. 1) Το ίδιο συνέβη και στην ψαλτική τέχνη, «τούτο πάρα πολύ συνέργησαν εις το να διαδοθεί έως ημάς η διαφορά των μελών, των ειδών της ψαλμωδίας» βλ. Χρυσάνθου «Μέγα θεωρητικόν της Βυζ. Μουσικής», Τεργέστη 1932, ανατ. Γ΄ έκδ. μετά εισαγωγής Γ. Χατζηθεοδώρου, Αθήνα 1976, σελ. 178, §400. 405 Χφ. Ι.Μ Ιβήρων Κ. 1203. 406 Στ. Π. Κυριακίδης, το Δημοτικό τραγούδι, ό.π, σ. 319 407 Η μουσική αυτή της παλαιάς βυζαντινής σημειογραφίας (του Κουκουζέλους) δεν έχει επεξηγηθεί, αλλά τα κείμενα αυτά έχουν μεταφερθεί εξηγημένα, από τους εκάστοτε εξηγητές της εποχής. Σήμερα γίνονται σοβαρές προσπάθειες εξηγήσεων από τους ερευνητές της βυζαντινής μουσικολογίας, κυρίως με την γνωστή συγκριτική μέθοδο, των θέσεων των μεγάλων υποστάσεων, εγχείρημα αρκετά δύσκολο. Ωστόσο ακόμα δεν έχει δημοσιευθεί επίσημα και υπεύθυνα, η κλείδα της επεξήγησης αυτής της μεσαιωνικής μουσικής γραφής, ώστε να ανοιχτεί ο δρόμος μιας κοινής, όσο το δυνατόν επεξηγηματικής αναφοράς των εκκλησιαστικών μελών των χειρογράφων κωδίκων. 408 Ό λόγος που βρέθηκαν τα τραγούδια αυτά, στον ιδιαίτερο και αγιασμένο αυτό χώρο, είναι ότι από τον 16ο αι κιόλας, πολλοί αγιογράφοι Κρητικοί, σύμφωνα με ιστορικά 404


Η πληροφορία αυτή, ενισχύει το γεγονός, ότι η καταγραφή του ριζίτικου μπορεί να γίνει με ακρίβεια στη Βυζαντινή σημειογραφία, διότι δύναται να αποτυπωθεί πιστότερα και εκφραστικότερα, η απόδοση και η ερμηνεία της μελωδίας , οι διαστηματικές αποστάσεις και η ιδιαίτερη τεχνική των μελωδιών. 410 Ηχολογική, ρυθμολογική και θεωρητική θεώρηση. Τα ριζίτικα βρίσκονται σε ελάχιστους αλλά και σε διαφορετικούς ήχους της βυζαντινής μουσικής. H συντριπτική πλειοψηφία των τραγουδιών, ανήκει στο διατονικό γένος και είναι προσαρμοσμένα στον πρώτο και στον πλάγιο του ήχο, τον αρχαίο δώριο και υποδώριο τρόπο 411, με θέσεις και καταλήξεις που περνούν και καταλήγουν, πότε στον πρώτο σύντομο η αργό ειρμολογικό τρίφωνο , και πότε στον στιχηραρικό πρώτο 4φωνο, μεταχειρίζοντας δυο πολύ γνωστά , κατά την ψαλτική τέχνη συστήματα, το διαπασών και τον τροχό ή 5χορδο σύστημα όπως ονομάζεται. Η πανομοιότυπη αυτή χρήση και μεταχείριση της οκταηχίας, η οποία βασίζεται και προσδιορίζεται σε αυστηρούς κανόνες και νόμους, δίδει την αίσθηση στην μελωδία του ριζίτικου ότι «ψάλλεται», όπως χαρακτηριστικά έλεγε ένας από τους κορυφαίους εκτελεστές του ριζίτικου, ο παπα - Άγγελος Ψυλλάκης 412. Η φαινομενική τους αρρυθμία, που μας εισάγει στην ελευθερία της απόδοσης του ρυθμού, και βασίζεται στο τονικό ρυθμικό σύστημα με τις εξαιρέσεις του τρισήμου του απλού χρόνου, μας υπενθυμίζει τους καλοφωνικούς ειρμούς, αργούς μελικούς εκκλησιαστικούς ύμνους του 17ου αιώνα, που έψαλλαν κατά τη διάρκεια της διανομής του αντιδώρου στη λατρεία, αλλά και στις κοινωνικές συνάξεις, όπως στα διάφορα στοιχεία, εργάζονται για την αγιογράφηση πολλών μοναστηριών τού Αγίου Όρους. Αυτοί λοιπόν οι μοναχοί, αποτύπωσαν στην παλαιά παρασημαντική, εκτός από θρησκευτικές μελωδίες και ύμνους και κάποια ριζίτικα τραγούδια και φυσικό ήταν αφού αποτελούσαν τα τραγούδια του τόπου τους. 409Bertrand Bouvier, Δημοτικά Τραγούδια από Χειρόγραφο της Μονής Ιβήρων, Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο, Αθήνα 1960, πρβλ. Δ. Μαζαράκη Μουσική ερμηνεία δημοτικών τραγουδιών από Αγιορείτικα χειρόγραφα α΄ εκδ. 1967, β΄ εκδ. Φ. Νάκας 1992. 410 Γ. Σπυριδάκη, Σ. Περιστέρη, Ακαδημία Αθηνών, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια τόμος Γ΄, Μουσική εκλογή, φωτομηχανική ανατύπωση, Αθήνα 1999, σ. ιε΄ - περισσότερα για τη μουσική καταγραφή των δημοτικών τραγουδιών βλ. Γ. Χατζηθεοδώρου Τραγούδια και σκοποί στην Κω, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 2008, σελ. 21-23. 411 Οι Δωριείς μεταχειρίστηκαν πρώτοι αυτόν τον τρόπο, εξ ου και η ονομασία. Εφευρέτης φέρεται ο μυθικός αοιδός Θάμυρις από την Θράκη , όπως αναφέρει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς. 412Σφακιανομαδαρίτης ιερέας εφημέριος του αγ. Χαραλάμπους Λενταριανών (19341996), σύγχρονος άριστος και καλλικέλαδος ερμηνευτής του ριζίτικου, με πάμπολλες συναυλίες ανά το πανελλήνιο εξ αιτίας του οποίου το ριζίτικο έγινε ευρύτερα γνωστό.


πανηγύρια και συμπόσια, που εξ αιτίας της επιτηδευμένης μελωδίας του, απαιτούσε να ερμηνεύεται από έναν ψάλτη, τον μονοφωνάρηκαλλοφωνάρη (πανάρχαια πράξη, όπου ο κορυφαίος του χορού έδινε την έναρξη του τραγουδιού). Το βασικό κύτταρο της ψαλμώδισης, είναι ο ήχος (κατά τους παλαιότερους ο τρόπος), δηλ. πορεία του μέλους, το οποίο προβαίνει κατά ένα ιδιαίτερο και χαρακτηριστικό τρόπο και έχει ορισμένα διακριτικά γνωρίσματα 413. Με τον ίδιο ηχολογικό τρόπο πορείας της μελωδίας, συμβαίνει να ακολουθούν και να κατευθύνονται και τα ριζίτικα, και αυτό αντικατοπτρίζεται και εντοπίζεται μέσα από το σύστημα της βυζαντινής θεωρίας και παρασημαντικής όπως προαναφέραμε. Ο ήχος βασίζεται στην βάση, την κλίμακα και στα συστατικά του στοιχεία. Η έννοια των βαθμίδων της κλίμακας, όπως συμβαίνει στο δυτικό μουσικό σύστημα, στην ψαλτική τέχνη δεν υφίσταται και δεν βρίσκεται σε χρήση πάντοτε, καθότι η μελωδία στηρίζεται στους φθόγγους των 4χορδων και 5χορδων, οι οποίοι «άλλως φθέγγονται εν αναβάσει και άλλως εν καταβάσει» 414, κατά τον μεγάλο και δημοφιλή μεσαιωνικό βυζαντινό θεωρητικό του 14ου αι. Μανουήλ Βρυέννιο. Το ιδιαίτερο αυτό χαρακτηριστικό γνώρισμα εφαρμόζεται στην πράξη και στο ριζίτικο, που δανείζεται στοιχεία, από τα παραπάνω γνωριστικά συστατικά, διαμορφώνοντας όμως, σύμφωνα με την δική του πρακτική του οντότητα και ολότητα, διαφοροποιημένα και πολλές φορές αυτόνομα και αυτοτελή στοιχεία, διατηρώντας πιστά την αρχέγονη και λιτή και κατά κάποιο τρόπο ανεξάρτητη μορφή του.

Για να δικαιολογηθεί αυτή η θεωρητική ανεξαρτησία της ριζίτικης μελωδίας θα πρέπει εδώ να αναφέρουμε ως παράδειγμα ότι δεν εμμένει στο νόμο των έλξεων, όπως στην εκκλησιαστικά μέλη, όπου προσδιορίζεται και το ύφος και το ήθος της ψαλμώδισης, παραμένοντας στα καθαρά διατονικά 4χορδα, 5χορδα, και στις φυσικές τονιαίες αποστάσεις με ελάχιστες εξαιρέσεις (όπως η βάρυνση της ΙΙ βαθμίδας, ή στην κατάβα-ση όπου γίνεται ένα ιδιαίτερο ολίσθημα, σύρσιμο της φωνής – glissando). Ένα άλλο διαφορετικό στοιχείο σημαντικό και βασικό για την τέχνη της μελοποιίας του ριζίτικου, είναι ότι στις λεγόμενες καταλήξεις και θέσεις, οι οποίες ακολουθούνται ως γνωστόν από τα σημεία στίξης του κειμένου, ένα μεγάλο μέρος των τραγουδιών, περιλαμβάνει κατάΔ.Γ. Παναγιωτοπούλος, Θεωρία και πράξις της Βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής εκδ. 3η . ο Σωτήρ, Αθήνα 1982, σ. 123. 414 Περισσότερα επί του θέματος βλ. Χρυσάνθου, Μέγα Θεωρητικόν ό.π. σ. 103, § 238. 413


ληκτικές φράσεις, οι οποίες επαναλαμβάνονται χαρακτηριστικά και είναι διαφοροποιημένες από τις καταλήξεις των ύμνων, και φυσικά δεν χρησιμοποιούν την καθιερωμένη αυστηρή καταληκτική πρακτική όπως αυτό συμβαίνει στα τροπάρια, διαμορφώνοντας μια εντελώς διαφορετική τεχνική των μελωδικών θέσεων. Ο Μανουήλ Χρυσάφης αναφέρει για τις θέσεις ότι, «θέσις γαρ λέγεται η των σημαδίων έκτασις, ήτις αποτελεί το μέλος» 415. Χωρίς λοιπόν την μελική ανάπτυξη των μελωδικών θέσεων που πάντοτε οδηγούν σε μια πτώση –κατάληξη, είτε στους δεσπόζοντες φθόγγους είτε στην βάση του μέλους, δεν μπορεί να λειτουργήσει ο ήχος και να πορευθεί και να γίνει ιδιαίτερα χρηστικός. Οι καταλήξεις στο ριζίτικο όπως και στην ψαλτική τέχνη, παρ ότι οι μελωδίες έχουν μια ολοκληρωμένη και ενιαία μουσική φράση, είναι συγκεκριμένες, διακριτές, και διακρίνονται σε ατελείς (στον φθόγγο των δεσπόζοντων φθόγγων) , εντελείς (στο φθόγγο της τονιαίας βάσης) και τελικές (στον φθόγγο της βάσης). Στον πίνακα μπορούμε να παρατηρήσουμε ένα μικρό δείγμα των συχνότερων καταλήξεων του ριζίτικου. (Πιν. 2) Σε ότι αφορά τις μεταφορές και μεταβολές τόνων, ήχων, γενών και συστημάτων χρησιμοποιούνται πυκνά συχνά, ως δάνειο από τα εκκλησιαστικά μέλη, χωρίς όμως να υφίσταται ιδιαίτερος λόγος για την μεταβολή τους, για την ιδιαίτερη μελωδική απόδοση των εννοιών και των φράσεων, όπως είναι τα σχήματα έκφρασης και πλοκής. Ο Μιχάλης Βλαζάκης στο σπουδαίο έργο που μας παρέδωσε, χαρακτηριστικά αναφέρει επί τούτου ότι «συνήθως τα ριζίτικα δεν δέχονται κανένα συμβιβασμό ή υποχώρηση για χάρη του έμμετρου λόγου, αλλά συμβαδίζουν παράλληλα μ αυτόν κυρίαρχα στο μέλος και με τις ίδιες αξιώσεις – όπως και ο έμμετρος λόγος –στην ολική μορφή απόδοση του τραγουδιού 416. Το σύστημα του τροχού και ο προσλαμβανόμενος φθόγγος. Το σύστημα του τροχού ή πεντάχορδο σύστημα όπως ονομάζεται, είναι το σύστημα που εμφανίζεται συχνότερα, με την ίδια ακριβώς πρακτική που παρουσιάζεται και στο βυζαντινό μέλος. Ένα κλασικό παράδειγμα του τροχού βρίσκεται στο γνωστό μας ριζίτικο «Για ιδές περβόλιν έμορφο», στην φράση «για ιδές κατάκρυα βρύση στο περιβόλι μας» που κατέρχεται στην υπάτη στον κάτω δι ως πα δια της διατονικής φθοράς.

Εμμανουήλ Βαμβουδάκης, Συμβολή εις την σπουδήν της παρασημαντικής των βυζαντινών μουσικών, βλ. Μανουήλ Χρυσάφη, «περί των ενθεωρουμένων τη ψαλτική τέχνη» , τ. Α΄ Σάμος 1938, σ. 39. 416Μιχάλης Βλαζάκης, «Ριζίτικα τραγούδια της Κρήτης», βλ. στο πρόλογό του «ανάλυσις κρητικής μελωδίας», Γ΄ έκδ. Χανιά 1990. 415


Σε ορισμένα ριζίτικα επίσης, υπάρχει μια ιδιαίτερη εμμονή στον προσλαμβανόμενο φθόγγο 417 των τετραχόρδων, αυτό συμβαίνει συχνά ως στήριγμα στην τονική βάση της μελωδίας, διατηρώντας μια σημαντική και κεντρική καταληκτική θέση. Κάποια τραγούδια βασίζονται στο μεγαλύτερο μέρος της μελωδικής τους ανάπτυξης και των καταλήξεων των, στον προσλαμβανόμενο δημιουργώντας την αίσθηση μεταφοράς σε άλλον ήχο. Ο Κυριακός ο Φιλοξένης μιλάει για το θέμα αυτό, «διότι αυτόν τον διατονικόν τροχόν, ο Νη φθόγγος κείται προσλαμβανόμενος, κατά την ιδέαν της απηχήσεως του αργού Στιχηραρίου, και τινών μαθημάτων του παπαδικού μέλους κατά το κυριώτερον ίσον του ήχου τούτου»418 (του α΄ ήχου δηλαδή). Αυτή η μεταφορά του υποκείμενου της τονιαίας βάσεως φθόγγου που αναφέρει ο Φιλοξένης, απαντάται και στα σύντομα και αργά ειρμολογικά μέλη, ενδεικτικά αναφέρομε την πρώτη κατάληξη της θ΄ ωδής των ειρμών του α΄ ήχου της Αναστάσεως «Φωτίζου, φωτίζου», και της Σταυροπροσκυνήσεως «Ω Μήτερ Παρθένε».

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το υπέροχο τραγούδι «Εξορισεμ΄ η μοίρα μου σε δάση δασωμένα» σε ήχο α΄, όπου διαπιστώνουμε τα δυο αυτά σπουδαία θεωρητικά στοιχεία που προαναφέραμε. Το πρώτο στοιχείο αποτελεί, ένα τρανό παράδειγμα της εμμονής του μέλους στον προσλαμβανόμενο υποκείμενο φθόγγο νη. Το άλλο στοιχείο μας εισάγει και πάλι στον τροχό, στην φράση «κάτω στη μαύρη θάλασσα» από τις ελάχιστες περιπτώσεις προσαρμογής της μελωδίας με βάση την έννοια Προσλαμβανόμενος είναι ο φθόγγος που προσέθεταν οι αρχαίοι μια δευτέρα προς τα κάτω από το πιο χαμηλό 4χορδο. 418 Κυριακού Φιλοξένους του Εφεσιομάγνους, Θεωρητικόν στοιχειώδες της Μουσικής, Κων/πολη 1859, σ.111. 417


του κειμένου, όπου κατέρχεται η φωνή αποδίδοντας ένα σπάνιο μορφολογικό σχήμα για τα τραγούδια, το σχήμα βάθους, στον κάτω δι της υπάτης ως πα.

Μορφολογική θεώρηση. Η κοινή χρήση του γορθμικού νε και του πελαστικού να, χρησιμοποιείται και στα ριζίτικα, στις επαναλήψεις των επιφωνημάτων, δανεισμένο από τους πολυσύλαβους φθόγγους των απηχημάτων της Βυζαντινής μουσικής καθώς και τα γνωστά τερερίσματα κρατήματα. Όταν αυτό συμβαίνει στην αρχή της μελωδίας, έχει την μορφή υποτυπώδους απηχήματος. Παραδείγματα αποτελούν οι φράσεις «Ε νε σιγανέψαν οι καιροί» ή «Ε μ΄ Άνδρες γυναίκες και παιδιά». Το φαινόμενο, της επανάληψης συνεχόμενων λέξεων και συλλαβών, ή άλλων λέξεων αντί των λέξεων του κειμένου και των μουσικών φράσεων, διανθίζει πράγματι το τραγούδι, που μας παραπέμπει στους αναγραμματισμούς και τους αναποδισμούς, (στη Κρήτη λέγονται «αναγιαέρματα», «αναγυρίσματα»), όροι που απαντούν στις παπαδικές του 14ου αι 419. Αντιθέτως τα σχήματα επαλληλίας, μίμησης κλίμακας, έκφρασης ψυχικών καταστάσεων, παλιλλογίας (εννοούμε την επανάληψη μελωδικών μοτίβων – αρμονική αλυσίδα) δεν χρησιμοποιούνται συχνά. Στους παρακάτω πίνακες παρατηρούμε συνοπτικά και παραστατικά τα θεωρητικά και τα μορφολογικά στοιχεία του εκκλησιαστικού μέλους που σχετίζονται με τα ριζίτικα. (πιν.3 και 4)

Ηχολογικές ιδιορρυθμίες και ιδιαιτερότητες.

Γρ. Στάθη, Αναγραμματισμοί και τα μαθήματα της Βυζαντινής μελοποιίας, Ίδρυμα Μουσικολογίας, Μελέται 3, Αθήνα 1994. 419


Απορίας άξιον είναι το γεγονός, ότι ενώ γενικά χρησιμοποιείται η πλειονότητα των ήχων, είτε αυτοτελώς, είτε κατά την διάρκεια της μελικής πορείας των τραγουδιών, διαπιστώνεται, ότι δεν χρησιμοποιούνται και οι οκτώ ήχοι. Ο β΄ ήχος, κατά τους αρχαίους λύδιος τρόπος, ή ο τρόπος του σολ 420, όπως χαρακτηριστικά λέγεται στην δυτική γραφή, στα ριζίτικα, είναι ανύπαρκτος. Επίσης ο δ΄ (ο αρχαίος μιξολύδιος) και ο πλάγιος του δ΄ δεν χρησιμοποιείται στα ριζίτικα τραγούδια. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι εξ αιτίας της στιβαρότητας των τραγουδιών, όπου στην ερμηνεία ταιριάζει απόλυτα το βροντώδες ύφος και το ανδροπρεπές ήθος, χαρακτηριστικό ιδίωμα του Κρητός ανδρός, αρμόζει η «δωριστί αρμονία» η «μόνη ελληνική αρμονία» κατά τον Πλάτωνα. Ο ίδιος εκφράζει την απέχθεια του και τη δυσφορία του, για τις μαλακές και φιλήδονες αρμονίες της μιξολυδικής, της Ιωνικής και της συντονολυδικής κλίμακας, που «είναι ανάρμοστες στο χαρακτήρα ανδρών ενάρετων και πολεμικών» 421. Αυτός είναι και ο λόγος που στην συντριπτική τους πλειοψηφία τα τραγούδια είναι γραμμένα στον πρώτο ήχο.

Ενδεικτική ταξινόμηση των δημοφιλέστερων ριζίτικων στους ήχους της Β.Μ

ΠΙΝΑΚΑΣ 5 ΗΧΟΣ Α΄ Ήχος A΄ κατά το διαπασών, Ήχος Α΄ με χρήση του τροχού και 4φωνο εκ του πα στη διάρκεια της μελωδίας

Η καθιέρωση της ονομασίας με βάση τους πρώτους φθόγγους των κλιμάκων άνευ της αυξήσεως του προσαγωγέως (τρόπος του ρε, τρόπος του μι κτλ.) καθιερώθηκε από την Μέλπω Μερλιέ. 421 Πολιτεία, Βιβλ. Γ΄, Χ. 399 420


1. Σε ψηλό βουνό 2. Ο Διγενής ψυχομαχεί (4φωνος) 3. Αγρίμια κι αγριμάκια μου 4. Είντα ‘χετε γυρού γυρού (4φωνος δίηχος α-πλ ΄δ α 4φωνος – άγια)

1. Εκατό δυό αρχοντόπουλα 2. Τον Πλουσιογιώργην ηύρηκα 3. Εξόρισέ μ’ η μοίρα μου 4. Να ‘μουν πουλί τση Γένοβας.

5. Μάνα, κι αν έρθου οι φίλοι μας 6. Ακούστ’ είντα μηνύσανε 7. Σιγά σιγά ‘βρεχεν ο Θιός 8. Απόψε κρύος έπιασε 9. Κάλεσμα κάν’ ο Κωσταντής (4φωνος) 10. Κόσμε χρυσέ, κόσμ’ αργυρέ, 11. Σιγά σιγά ‘βρεχεν ο Θιός (4φωνος)

Πλ. A΄ εκ του Πα

ΗΧΟΣ ΠΛ. Α΄ Πλ. Α΄ εκ του Κε με εξ αρχής χρήση του τροχού


1. Μάνα, πολλά μαλώνεις με 2. Γυάλινος πύργος έδειξε στα’ ανατολής τη

1. Τα χελιδόνια τση Βλαχιάς (4φωνος τροχός κατάληξη στον Δι) 2. Χίλια καλώς το βρήκαμε

μπάντα (δίηχο γ΄ -

του φίλου μας το σπίτι

πλ α΄)

(4φωνος – τροχός)

3. Τριανταφυλλάκι μ’

3. Ένα πουλί θαλασσινό κι

κόκκινο, μήλο μου

ένα πουλί βουνίσιο

μυρωδάτο (εκ του

(4φωνος – τροχός)

Κε) 4. Κάτω στη Ρόδο, στη Ροδονήσι

ΗΧΟΣ Γ΄ ΚΑΙ ΠΛ Β΄ Ήχος Γ΄ εκ του γα Ήχος πλ Β΄ εκ του πα 1. Ο Γιάννης με τον ήλιο συνορίζετο (ιδιόμελο) 2. Πότες θα κάμει ξεστεριά, πότες θα φλεβαρίσει 3. Γυάλινος πύργος έδειξε στα’ ανατολής τη μπάντα (δίηχο γ΄ πλ α΄) 4. Αητός περδίκιν έπιασε κι ύστερα τ’

1. Μυρίζουν οι βασιλικοί, μυρίζουν κι οι βαρσάμοι 2. Αιτέ που κάθεσαι ψηλά


αναρώτα

Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η κατανομή των τραγουδιών σε ήχους, ορισμένες φορές είναι υποκειμενική, διότι σίγουρα μπορεί να υπάρξει ασυμφωνία των ερευνητών, λόγω της υποκειμενικής αντίληψης περί τη θεωρητική άποψη και της αξιόπιστης ή μη, της ηχητικής πηγής στην διάρκεια της μουσικής ερμηνείας και έπειτα καταγραφής. Και στο παρελθόν συναντήσαμε διαφορετικές απόψεις μεγάλων επιστημόνων – ερευνητών επί του θέματος. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα στο τραγούδι «Είντα χετε γυρού γυρού» ο Σ. Καράς το κατατάσσει στον δ΄ παπαδικό άγια και ο Κ . Ψάχος στον πλ. α΄. 422 Επίσης σε κάποια τραγούδια υπάρχουν κάποιες ιδιαιτερότητες όπου γίνεται χρήση δυο ήχων ταυτοχρόνως με ιδιάζουσα μελική και καταληκτική διαχείριση όπως τα τραγούδια: Είντα ‘χετε γυρού γυρού (4φωνος δίηχος επιφωνών α-πλ. δ΄ ή πλ. α΄ 4φωνος – άγια) Γυάλινος πύργος έδειξε στ’ ανατολής τη μπάντα (δίηχος γ΄ - πλ , α΄) Τα χελιδόνια τση Βλαχιάς, υποφωνών (4φωνος - τροχός κατάληξη στον Δι) Για να τεκμηριωθούν τα παραπάνω, έγινε προσπάθεια καταγραφής στην Βυζαντινή παρασημαντική, ενός πανέμορφου και μελωδικού ριζίτικου τραγουδιού, και συγκεκριμένα το «Μυρίζουν οι βασιλικοί μυρίζουν οι βαρσάμοι». Η ηχητική καταγραφή βασίστηκε στην ερμηνεία του αξέχαστου Παντελή Αναστασάκη και την χορωδία του συλλόγου Κρητικές Μαδάρες όπου και γίνεται στη συνέχεια θεωρητική και μορφολογική ανάπτυξη και ανάλυση του μουσικού κειμένου. (Πιν. 5)

Βλ. Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων, 50 δημώδη άσματα, συλλογή Ωδείου Αθηνών σε καταγραφή Κ. Ψάχου βλ πρόλογο, Αθήνα 1930, σ. 64, Σίμων Καράς, Μέθοδος της Ελληνικής Μουσικής, Πρακτικόν Μέρος, έτος Δ΄, τεύχος Α΄, (ήχοι κύριοι), Αθήνα 1985, σ 346. 422


Μυρίζουν οι βασιλικοί μυρίζουν κι οι βαρσάμοι μα σα μυρίζει ο φρόνιμος βαρσάμια δε μυρίζουν, βαρσάμια ουδέ βασιλικοί ουδέ καρεφυλλάτα Μυρίζ΄ εκειά που πορπατεί μυρίζ΄ εκειά 'που στέκει 423 Το ριζίτικο αυτό είναι γνωμικό της τάβλας, αυτόμελο με το οποίο προσομοιάζουν άλλα 8 τραγούδια, όπως το «Αητέ που κάθεσαι ψηλά» (αλλά με μια μικρή στιχουργική αλλαγή – τσάκισμα - με τη προσθήκη αητέ και σταυραετέ), «Ούλες οι χώρες χαίρονται» κ.ά 424. Προβάλλει την αξία της σωφροσύνης ή της φρονιμάδας, και εξυμνεί τον φρόνιμο ως πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς, ο οποίος λόγω αυτής του της στάσης δεν δημιουργεί προβλήματα στην κοινωνία. 425.

Θεωρητική και μορφολογική ανάλυση. Το συγκεκριμένο, ριζίτικο, ανήκει στο πλ. β΄ ήχο του σκληρού χρωματικού γένους και έχει ως βάση το πα. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η μελωδική βάση του τραγουδιστή είναι σχετική, ανάλογα από που επιθυμεί να ξεκινήσει σύμφωνα με τις φωνητικές του δυνατότητες. Η κλίμακα που χρησιμοποιεί είναι η μικτή χρωματική με δυο 4χορδα ανόμοια, μικτά, ένα σκληρό χρωματικό στο βαρύ και ένα διατονικό στο οξύ. Η έκταση περιλαμβάνει το κάτω δι της υπάτης μέχρι το άνω νη΄ της νήτης περιοχής. Η μορφολογική του δομή, με βάση τα 3 ημιστίχια, χωρίζεται σε τρεις πόδες -φράσεις. Ο Α πόδας περιλαμβάνει το 1ο ημιστίχιο 8στιχο «Μυρίζουν οι βασιλικοί», ο Β΄ πόδας το 2ο ημιστίχιο 7στιχο, «μυρίζουν κι οι βαρσάμοι», και ο Γ πόδας το 3ο ημιστίχιο του 2ου στίχου. Έτσι έχουμε το γνωστό τριμερές δομικό σχήμα Α Β Α (όπου το δεύτερο Α εμπεριέχει την μελωδική επανάληψη του πρώτου) και με τις επαναλήψεις σχηματίζεται η μορφή ΑΑ ΒΒ ΑΑ. Στον Α΄ πόδα (και στον Α΄ πόδα του 3ου ημιστιχίου) κάνει ατελή κατάληξη στον Δι και ταυτόχρονα χρησιμοποιεί δια της διατονικής φθοράς του Δι , την 4φωνία (άγια) στο διατονικό γένος, κάνοντας χρήση της μικτής χρωματικής κλίμακας, επιστρέφοντας έπειτα από λίγο στο Στ. Αποστολάκη, ριζίτικα, ό.π, σ .466. Ό.π, σ.σ. 529-536 . 425 Ε. Τωμαδάκης, ο φρόνιμος στο ριζίτικο τραγούδι, πρακτικά συνεδρίου, ό.π . σ. 179. 423 424


αρχικό ήχο και γένος, και καταλήγοντας με εντελή κατάληξη στην βάση του ήχου τον πα. (Πιν 6) Στον Β πόδα στην φράση «μυρίζουν οι βαρσάμοι» γίνεται μετάθεση της βάσης και μεταβολή κατά τόνο, ήχο, γένος και σύστημα. Ο πα μεταβάλλεται με την φθορά σε δι του διατονικού γένους, δανείζοντας από το διατονικό γένος το τετράχορδο ή κατά τριφωνίαν σύστημα, κάνοντας κατάληξη στον παράμεσό του ήχο. (Πιν. 7)


Επίλογος Το θεωρητικό υπόβαθρο του ριζίτικου είναι κατασκευασμένο πάνω στους κανόνες της ψαλτικής τέχνης, όπου μέσα από το ίδιο το κείμενο, φανερώνεται η πλαστότητα του μέλους, η ακρίβεια, και η προσαρμογή τόσο σε πρακτικό εμπειρικό, όσο και μουσικό επιτηδευμένο επίπεδο, του βυζαντινού σημειογραφικού μουσικού συστήματος, συστήματος που μπορεί να αποδώσει με ακρίβεια τις ασματικές μουσικές παραδόσεις της δημώδους μουσικής του τόπου μας. Το σημαντικό αυτό στοιχείο ταυτόχρονα δημιουργεί ένα διαφορετικό μελικό και θεωρητικό μουσικό περιβάλλον, λόγω του αρχικού προορισμού της ύπαρξης του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό το πνευματικό δημιούργημα, γνήσιο αποκύημα της λαϊκής πνευματικής έκφρασης, γράφτηκε από ανώνυμους ποιητές και μουσικούς, την εποχή που κυριαρχούν και δεσπόζουν οι μελωδοί και οι μαΐστορες που σημαίνει ο δημιουργός ίσως να είναι ο ο ποιητής και ο μελωδός ταυτόχρονα, που σίγουρα διέθετε την βαθύτερη και μοναδική αίσθηση της λόγιας παράδοσης του τόπου μας. Αυτονόητο είναι ότι κανένα μουσικό σύστημα μουσικής γραφής δεν μπορεί να αντικαταστήσει την αυθεντική φωνητική παράδοση των ριζίτικων, με τις όποιες ιδιαιτερότητες, εκφραστικές και βιωματικές, καθώς και τις φωνητικές λεπτομέρειες και δυνατότητες της ανθρώπινης φωνής. Το δυτικό μουσικό σύστημα δια του πενταγράμμου, μπορεί απλά και μόνον να μας προσδώσει τον συγκερασμένο σκελετό της μελωδίας σε μια ουδέτερη τροπική καταγραφή. Η Βυζαντινή μουσική γραφή όμως, θεωρείται ότι βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην αποτύπωση αυτών των στοιχείων, καθώς και οι δυο τέχνες, δηλαδή ψαλτική και ριζίτικο, αντρώθηκαν εξελίχθηκαν και πορεύτηκαν από την ίδια μητρική πηγή, την αρχαία ελληνική μουσική . Ο ανώνυμος δημιουργός, μέσα από το κάλος και την μουσική επιτηδεία του ριζίτικου, είναι γεγονός ότι μας παρέδωσε έναν σπουδαίο και αρίφνητο θησαυρό της εθνικής μας μουσικής κληρονομιάς, και όπως έλεγε ο σοφός μακαριστός γέροντας μας Ειρηναίος ο Κισσάμου, «τα ριζίτικα είναι η ίδια η ψυχή της Κρήτης, που χρόνια τώρα γεννούσε ήρωες κι έπλαθε πολιτισμούς σ΄ αυτόν τον ευλογημένο τόπο».


ΠΙΝΑΚΑΣ 1

«διώχνεις με μάνα, διώχνεις με» ένα από τα 13 Ιβηρίτικα (17ος αι.) τραγούδια που ανακάλυψε ο Σπ. Λάμπρου στα 1880.


ΠΙΝΑΚΑΣ 2 Συχνές καταληκτικές θέσεις (καταλήξεις)


ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΜΕΛΗ √

ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ (α) Τονιαία βάση του ήχου - αρκτική μαρτυρία Απήχημα

ΡΙΖΙΤΙΚΑ

Κλίμακα (με βάση 4χορδα – 5χορδα) Δεσπόζοντες φθόγγοι

Καταλήξεις

Έλξεις

σπάνια

Μεταβολές τόνων, ήχων, γενών & συστημάτων Εμμονή και κατάληξη στον προσλαμβανόμενο φθόγγο Χρήση γορθμικού & πελαστικού

√ √

σπάνια √

√ ×

√ √

ΠΙΝΑΚΑΣ 3

ΠΙΝΑΚΑΣ 4 ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΜΕΛΗ √

ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ (β) Γενική μορφολογική δομή μελωδίας

ΡΙΖΙΤΙΚΟ

Σχήματα επαλληλίας

σπάνια

Σχήματα Αντιφωνίας

×

Μίμηση κλίμακας

Έκφραση τόπου & ψυχικών καταστάσεων Απόδοση εννοιών πλήθους & μεγέθους Παλιλλογία

σπάνια

Επανάληψη συνεχόμενων λέξεων & συλλαβών-αναγραμματισμοί

√ √ √

ΠΙΝΑΚΑΣ 5

× ×




ΠΙΝΑΚΑΣ 6 Μορφή και καταλήξεις


ΠΙΝΑΚΑΣ 7 Μεταβολές-συστήματα


Νεκτάριος Μαρκάκης Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Αντισυνταγματάρχης (ΣΙ) – Th.M.

ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΔ

Η δημιουργία Θρησκευτικής Υπηρεσίας στις Ένοπλες Δυνάμεις του νέου Ελληνικού κράτους και η κατοχύρωση της παρουσίας ιερέων στο στρατό, οφείλονται στις ενέργειες του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια (1776 – 1831), οι οποίες απέρρεαν από τη βαθειά ευσέβειά του 426. Η παρουσία ιερέων στο στρατό είχε σκοπό να εμπνεύσει στο στράτευμα την Ορθόδοξη Πίστη. Ο Καποδίστριας σεβόταν την Παράδοση της Εκκλησίας, τους Ιερούς Κανόνες 427 και είχε πρόθεση να οργανώσει μια Θρησκευτική Υπηρεσία σε αμιγώς εκκλησιαστικές βάσεις. Ένα τέτοιο έργο προερχόταν από «τήν προσήλωσή του στήν ἀξία τῆς συνεποῦς λατρευτικῆς καί μυστηριακῆς ζωῆς» 428. Ο σεβασμός του κυβερνήτου προς την ιερωσύνη διακρίνεται από την αναφορά του σε επιστολή του, για την εκπλήρωση των «χρεών» της ιεράς ημών Πίστεως 429, και από την επισήμανση της πιστής τήρησης των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας από τους Ευέλπιδες 430. Παρόλο που η Θρησκευτική Υπηρεσία δημιουργείται από τον Καποδίστρια, τελικώς οργανώνεται από το ρωμαιοκαθολικό βασιλέα Όθωνα 431 (1833 – 1862) και τους βαυαρούς αντιβασιλείς, ιδιαιτέρως τον προτεστάντη και γιό πάστορα 432 Μάουερ και συμπίπτει χρονικά με την αυτονόμηση της Εκκλησίας της Ελλάδος την οποία επέβαλαν οι Βαυαροί αντιβασιλείς. Έως την εποχή εκείνη, οι εκκλησιαστικές επαρχίες του Μελέτιος Κουράκλης Αρχιμανδρίτης, Θρησκευτικοί Λειτουργοί στο Στράτευμα διά μέσου των Αιώνων, Αθήνα 2010, σ. 525. – Χρήστος Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεότερη Ελλάδα, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2006, σ. 248. 427 Εμμανουήλ Κωνσταντινίδης, Ιωάννης Καποδίστριας και η Εκκλησιαστική του Πολιτική, Αθήνα 1996, σ. 25, 28 – 29. – Γεώργιος Μεταλληνός Πρωτοπρεσβύτερος, Σύγχυση Πρόκληση Αφύπνιση, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2004, σ. 95 – 96 κ 236. – Χρήστος Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση.., σ. 248. 428 Μελέτιος Κουράκλης Αρχιμανδρίτης, Θρησκευτικοί Λειτουργοί.., σ. 527. 429 Όπ. π., σ. 528. 430 Όπ. π., σ. 526. 431 Ιωάννης Αναστασίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμ. Δεύτερος, Θεσσαλονίκη, σ. 677. 432 Χρήστος Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση.., σ. 251 – 252. 426


νέου ελληνικού κράτους υπαγόταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο 433. Το 1833 ο Μάουερ και ο κληρικός Θεόκλητος Φαρμακίδης 434, εξέδωσαν μια Διακήρυξη – Κατάστατικό χάρτη «Περί τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἐλληνικής Ἐκκλησίας» 435. Η επέμβαση της κοσμικής εξουσίας 436 δημιούργησε μια αντικανονική 437 αυτοκέφαλη κρατική Εκκλησία με «πραξικοπηματική απόσπαση» 438, η οργάνωση της οποίας στηρίχθηκε σε εκκοσμικευμένα δυτικά προτεσταντικά πρότυπα και μοντέλα 439. Αυτοανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη χωρίς την έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία ήταν απαραίτητη, σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας, για την ανακήρυξη 440, Σύμφωνα με τον καταστατικό χάρτη του 1833, η Εκκλησία της Ελλάδος είχε αρχηγό τον Βασιλέα 441. Της Συνόδου προήδρευε Βασιλικός Επίτροπος και όλα τα μέλη της Συνόδου διοριζόταν από τον Βασιλέα και την κυβέρνηση 442. Για να έχουν κύρος οι αποφάσεις της Συνόδου, έπρεπε να εγκρίνονται από την υπέρτατη εξουσία του κράτους 443. Η κυβέρνηση μπορούσε να απαγορεύσει αποφάσεις της Συνόδου με κρατικά διατάγματα 444. Με την πράξη αυτή «ὁ Φαρμακίδης ὡς ἐκφραστής τῆς δυτικῆς

Ήδη από το έτος 732. Βλ. Γ. Κονιδάρης, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, τομ. Β΄, Αθήνα 1970, σ. 10 κ. εξ. 434 Εμμανουήλ Κωνσταντινίδης, Ιωάννης Καποδίστριας.., σ. 39 – 50. 435 Φ.Ε.Κ. 23/1 Αυγούστου 1833. 436 Εμμανουήλ Κωνσταντινίδης, Η Ανακήρυξις του Αυτοκεφάλου της εν Ελλάδι Εκκλησίας (1850) και η Θέσις των Μητροπόλεων των “Νέων Χωρών” (1928), Αθήνα 1995, σ. 22 – 23. 437 Εμμανουήλ Κωνσταντινίδης, Η Ανακήρυξις του Αυτοκεφάλου.., σ. 13. – Παναγιώτης Χριστινάκης, Ελληνικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο, τ. Β2, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1995, σ. 171 κ 174. 438 Χρυσόστομος Ζαφείρης Μητροπολίτης Περιστερίου, Quo Vadis Ελλαδική Ορθοδοξία;, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1988, σ. 347, υποσημ. 178. – Χρήστος Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση.., σ. 269. 439 Ιωάννης Αναστασίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 677. – Χρυσόστομος Ζαφείρης Μητροπολίτης Περιστερίου, Quo Vadis Ελλαδική Ορθοδοξία;, σ. 347, υποσημ. 178. 440 Βλ. Κανόνα 17 και 18 της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Ο Μητροπολίτης Περιστερίου Χρυσόστομος αναφέρει ότι, το Οικουμενικό Πατριαρχείο «βάσει τοῦ εἰδικοῦ Κανόνος τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔχει τό ἀποκλειστικόν προνόμιον ὄχι νά ἀναγνωρίζῃ ὡς ἐσφαλμένως γράφουν ορισμένοι, ἀλλά νά ἀνακηρύσῃ μίαν Τοπικήν Ἐκκλησίαν εἰς Αὐτοκέφαλον». Χρυσόστομος Ζαφείρης Μητροπολίτης Περιστερίου, Quo Vadis Ελλαδική Ορθοδοξία;, σ. 62 – 63, υποσημ. 27β. – Βασίλειος Σταυρίδης, Συνοπτική Ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ΠΙΠΜ, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 70. – Εμμανουήλ Κωνσταντινίδης, Η Ανακήρυξις του Αυτοκεφάλου.., σ. 17. 441 Καταστατικός Χάρτης 1833, άρθρο 1 κ 2. 442 Όπ. π., άρθρο 3, 6 κ 7. 443 Όπ. π., άρθρο 9. 444 Όπ. π., άρθρο 13. 433


ἀντίληψης, προώθησε τήν ὑποδούλωση τῆς Ἐκκλησίας στήν πολιτεία» 445. Έτσι η Εκκλησία της Ελλάδος κατέστη ένα κρατικό σωματείο, υποταγμένο όργανο του κράτους 446, σύμφωνα με τις πολιτειοκρατικές 447 αντιλήψεις του Φαρμακίδη και του Μάουερ 448. Κεφαλή της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος τοποθετήθηκε ο ετερόδοξος Όθωνας, η Εκκλησία έγινε δημόσια υπηρεσία 449, η Ιερά Σύνοδος μεταβλήθηκε σε σωματειακό διοικητικό συμβούλιο 450 και οι Ιερείς έγιναν υπάλληλοι του κράτους 451. Ο Μοναχός Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος ή Παπουλάκος (1770 – 1861) διαμαρτυρήθηκε για την αλλοτρίωση που επέφερε η βαυαροκρατία στον ορθόδοξο κλήρο και «καταγγέλει τόν ὑπαλληλοποιημένο κλῆρο» 452. Το διάταγμα του 1833 χαρακτηρίζεται ως «ὅλως ξένον πρός τούς κανόνας τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πρός τάς παραδόσεις αὐτῆς καί τό ἱστορικόν παρελθόν» 453. Συνεπώς «Ἡ Ἐκκλησία, ἡ περιέχουσα τό Γένος, ἔγινε κρατική ὑπηρεσία» 454. Η αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ελλάδος και η διοικητική της οργάνωση, στηρίχθηκαν σε εκκοσμικευμένα δυτικά προτεσταντικά μοντέλα, με σκοπό την υποδούλωση της Εκκλησίας στο κράτος, αλλοιώνοντας έτσι την ορθόδοξη εκκλησιολογία, καταστρατηγώντας τους εκκλησιαστικούς Κανόνες και περιφρονώντας τη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου 455. Έτσι επικράτησε η αρχή «cujusregio, ejusreligio» 456.

Ανδρέας Νανάκης Αρχιμανδρίτης (νυν Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου), Εκκλησία Γένος Ελληνισμός, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1993, σ. 35. 446 Γεώργιος Μαντζαρίδης, Χριστιανική Ηθική, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 371. 447 Νίκος Ζαχαρόπουλος, Ιστορία των Σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας στην Ελλάδα, τ. Α΄, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 72 κ. εξ. 448 Ανδρέας Νανάκης Αρχιμανδρίτης, Εκκλησία.., σ. 35. – Παναγιώτης Χριστινάκης, Ελληνικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο, σ. 173 – 174, υποσημ. 12. 449 Χρήστος Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση.., σ. 271. – Εμμανουήλ Περσελής, Χριστιανική Αγωγή και Σύγχρονος Κόσμος, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1994, σ. 30 «Ἐπιπλέον, τό 1833 ἡ Ἐκκλησία κάτω ἀπό τήν πίεση τοῦ ἀντιβασιλέα Μάουερ... ἀποσπάσθηκε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως καί ἔγινε αὐτοκέφαλη. Ὡς συνέπεια αὐτοῦ, ἡ Ἐκκλησία ὑποτάχθηκε ἐντελῶς στόν κρατικό ἔλεγχο». 450 Ανδρέας Νανάκης Αρχιμανδρίτης, Εκκλησία.., σ. 35 – 36. 451 Βλ. Χρυσόστομος Ζαφείρης Μητροπολίτης Περιστερίου, Quo Vadis Ελλαδική Ορθοδοξία;, σ. 345. 452 Χρήστος Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση.., σ. 291. 453 Βλ. το κείμενο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου στο: Ανδρέας Νανάκης Αρχιμανδρίτης, Εκκλησία.., σ. 36. 454 Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος, Κήρυγμα στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012. 455 Εμμανουήλ Κωνσταντινίδης, Η Ανακήρυξις του Αυτοκεφάλου.., σ. 13. 456 «Σε όποιον ανήκει το κράτος, ανήκει και η θρησκεία». 445


Η εκδυτικοποίηση και εκκοσμίκευση της Ελλαδικής Εκκλησίας επηρέασε τη λειτουργική της τάξη. Η μορφή ναοδομίας αλλοιώθηκε. Οικοδομήθηκαν νέοι Ναοί άσχετοι από τα βυζαντινά πρότυπα 457, σε μια «ἀθεολόγητη καί ἁπλῶς διακοσμητική ἀρχιτεκτονική» 458. Τα μέσα λατρείας μετατράπηκαν σε διακοσμητικά στοιχεία 459. Σε κάποιους Ιερούς Ναούς αγιογραφήθηκαν εικόνες δυτικής τέχνης και εισήχθησαν μουσικά όργανα. Ορισμένοι θεολόγοι επηρεάσθηκαν από τη σχολαστική θεολογία και το δυτικό ευσεβισμό 460 και συγκροτήθηκαν εκκλησιαστικές ομάδες στα προτεσταντικά πρότυπα, οργανωμένες ανεξάρτητα από τις μητροπολιτικές επαρχίες και τις ενορίες. Την εποχή αυτή διαδραματίσθηκε η αλλοίωση της εκκλησιαστικής τέχνης, η αλλοτρίωση του εκκλησιαστικού βίου και η θρησκειοποίηση της Εκκλησίας 461. Το μάθημα των θρησκευτικών αποσκοπούσε πλέον στη διαμόρφωση ηθικών και νομοταγών πολιτών 462. Η ηθική διαπαιδαγώγηση αντικατέστησε τη μυστηριακή προοπτική της Ορθόδοξης Κατήχησης. Έτσι «ἡ θρησκεία χρησιμοποιήθηκε κυρίως ὡς ἕνα ὄχημα ἠθικῆς ἀγωγῆς» 463. Η «Θρησκευτική Αγωγή» ως όρος, φορτίστηκε από τον προτεσταντικό ευσεβισμό και το δυτικό ηθικισμό. Αυτά συνέβησαν σε μια εποχή όπου όλες οι κρατικές δομές υπέστησαν βίαιο προσανατολισμό στα δυτικά πρότυπα 464. Η Εκκλησία της Ελλάδος ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με το Συνοδικό τόμο του 1850 465, το Οποίο Όπως ο Ι. Ν. αγίου Κωνσταντίνου Ομονοίας, η Χρυσοσπηλιώτισα και η αγία Ειρήνη στην οδό Αιόλου κ.λ. Χαρακτηριστική αντιορθόδοξη κίνηση είναι η κατεδάφιση εβδομήντα δύο βυζαντινών και μεταβυζαντινών Ναών στην Αθήνα για να χρησιμοποιηθούν τα υλικά τους στην ανοικοδόμηση του Μητροπολιτικού Ναού Αθηνών. Βλ. Χρήστος Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση.., σ. 258 – 260. Την ίδια τακτική ακολούθησαν οι Βαυαροί αντιβασιλείς και για τις Ιερές Μονές που είχαν λίγους μοναχούς, όπου οι μοναχοί εκδιώχθηκαν, οι Ιερές Μονές σφραγίσθηκαν, τα δε υπάρχοντά τους συλλέχθηκαν σε σωρούς (κειμήλια, εικόνες, ιερά σκέυη κ.λ.) και πωλήθηκαν ανάλογα με την αξία τους, τα δε «άχρηστα» κάηκαν. Βλ. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος Αρχιεπί-σκοπος Αθηνών, Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2011σ. 140 – 141. 458 Χρήστος Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση.., σ. 260. 459 Χρυσόστομος Ζαφείρης Μητροπολίτης Περιστερίου, Quo Vadis Ελλαδική Ορθοδοξία;, σ. 261. 460 Εμμανουήλ Περσελής, Χριστιανική Αγωγή.., σ. 31 . 461 Χρήστος Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση.., σ. 261. 462 Εμμανουήλ Περσελής, Χριστιανική Αγωγή.., σ. 30. – Εμμανουήλ Κωνσταντινίδης, Ιωάννης Καποδίστριας.., σ. 27, 51, 54. 463 Εμμανουήλ Περσελής, Χριστιανική Αγωγή.., σ. 31. 464 Κωνσταντίνος Σαρδέλης, Η Ευρώπη των Φράγκων, εκδ. Τήνος, Αθήνα, σ. 88. 465 Βλ. Ανδρέας Νανάκης Αρχιμανδρίτης, Εκκλησία.., σ. 38 κ. εξ. – Εμμανουήλ Κωνσταντινίδης, Η Ανακήρυξις του Αυτοκεφάλου.., σ. 17 κ. εξ. 457


προσπάθησε να την καταστήσει ελεύθερη από κάθε κοσμική εξουσία 466, αλλά δεν απεγκλωβίστηκε πλήρως από τη δυτική αντίληψη της πολιτειοκρατίας 467. Με τον Καταστατικό Χάρτη του 1977 468 έγινε προσπάθεια αποκατάστασης της διοικητικής Της δομής στα ορθόδοξα πλαίσια 469. Τελικώς όμως «Ἡ Ἐκκλησία καί πάλι βρίσκεται ὑπό τόν ἔλεγχο τῆς Πολιτείας» 470, ως κατάλοιπο της βαυαρικής επιρροής 471. Σήμερα, η Εκκλησία της Ελλάδος χαρακτηρίζεται ως Ν.Π.Δ.Δ. 472 και οι κληρικοί ως υπάλληλοι Ν.Π.Δ.Δ. 473. Η Θρησκευτική Υπηρεσία οργανώθηκε την εποχή της αυτονομήσεως και κρατικοποιήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος, σε εποχή όπου η Εκκλησία και ο Στρατός οργανώθηκαν στα δυτικά πρότυπα 474. Τα διατάγματα της εποχής αποτυπώνουν την προτεσταντίζουσα βαυαρική επίδραση. Στο διάταγμα του 1836 (τρία χρόνια μετά την έλευση του Όθωνα) γίνεται μνεία για θεσμοθέτηση ιερέα σε κάθε τάγμα 475 χωρίς σαφείς οδηγίες για την αποστολή των ιερέων στο στράτευμα. Το Μάρτιο του 1837 εκδίδονται οδηγίες από την Ιερά Σύνοδο για τους πρεσβυτέρους που υπηρετούν στο Βασιλικό Στρατό 476, οι οποίες όμως δεν συμπεριλαμβάνονται στα επόμενα βασιλικά διατάγματα που ρυθμίζουν την αποστολή των ιερέων στο στρατό. Ο όρος «Στρατιωτικός Ιερεύς» παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο διάταγμα του 1838 477, με απώτερο σκοπό την υπαλληλική ένταξη της ιερωσύνης στο στράτευμα. Πέντε έτη αργότερα, το 1843, οι «Στρατιωτικοί Ιερείς» οργανώνονται στην «Υπηρεσία της Θρησκείας» 478, μια ονομασία που περιέχει όρους, ξένους προς την Ορθόδοξη παράδοση. Ο όρος «Υπηρεσία» προβάλλει την Εμμανουήλ Κωνσταντινίδης, όπ. π., σ. 25 κ 94. Νίκος Ζαχαρόπουλος, Ιστορία.., σ. 72 κ. εξ. – Παναγιώτης Μπούμης, Κανονικόν Δίκαιον, Αθήνα 1991, σ. 270 κ. εξ. 468 Νόμος αριθ. 590/1977, ΦΕΚ 146. 469 Βλ. Χρυσόστομος Ζαφείρης Μητροπολίτης Περιστερίου, Quo Vadis Ελλαδική Ορθοδοξία;, σ. 45 – 46, υποσημ. 16β. 470 Ανδρέας Νανάκης Αρχιμανδρίτης, Εκκλησία.., σ. 40. 471 Παναγιώτης Χριστινάκης, Ελληνικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο, σ. 172 – 173 κ 177 κ. εξ. 472 Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, Νόμος 590/1977, Φ.Ε.Κ. Α΄, 146/31 Μαΐου 1977, άρθρο 1, § 4. – Παναγιώτης Χριστινάκης, Ελληνικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο, σ. 204, υποσημ. 112 κ 113, όπου δηλώνεται ότι ο χαρακτηρισμός της Εκκλησίας ως Ν.Π.Δ.Δ. είναι αντικανονικός, αλλά και αντισυνταγματικός (αφού το Σύνταγμα της Ελλάδος δεν αναφέρει πουθενά τον χαρακτηρισμό Ν.Π.Δ.Δ. για την Εκκλησία). Η Εκκλησία δεν ανήκει στο κράτος ή σε πρόσωπα. 473 Παναγιώτης Χριστινάκης, όπ. π., σ. 205. 474 Χρήστος Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση.., σ. 254 – 255. 475 Μελέτιος Κουράκλης Αρχιμανδρίτης, Θρησκευτικοί Λειτουργοί.., σ. 538. 476 Όπ. π., σ. 633 – 636. 477 Όπ. π., σ. 540. 478 Όπ. π., σ. 541. 466 467


υπαλληλική αντίληψη για τους Στρατιωτικούς Ιερείς και ο όρος «θρησκεία» αποτυπώνει τη δυτική θρησκευτική νοοτροπία 479. Η «Υπηρεσία της Θρησκείας» εντάχθηκε στο στρατιωτικό διοικητικό οργανόγραμμα, όπως οι υπόλοιπες στρατιωτικές υπηρεσίες 480 και απομακρύνθηκε από τις εκκλησιαστικές δομές 481, αποξενωμένη από τη θεσμική Ορθόδοξη Εκκλησία. Το 1853 οι Στρατιωτικοί Ιερείς εντάχθηκαν στους στρατιωτικούς βαθμούς 482, ανεξάρτητα από το βαθμό ιερωσύνης. Όσα διατάγματα εκδόθηκαν στη συνέχεια, στηρίχθηκαν στις βαυαρικές διατάξεις. Η ορθόδοξη Θεία Λειτουργία συνοδεύτηκε με παιανισμούς εμβατηρίων (1889) 483, οι Ιερείς υποτάχθηκαν στις διαταγές των συνταγματαρχών, χαρακτηρίστηκαν «στρατιωτικοί υπάλληλοι» (1901) 484, η ιερατική αποστολή τέθηκε υπό τη διαταγή του συνταγματάρχου 485 και η στρατιωτική αρχή καθόριζε τη δικαιοδοσία των Στρατιωτικών Ιερέων 486. Ο διορισμός και η παύση των Στρατιωτικών Ιερέων οριζόταν με βασιλικό διάταγμα σύμφωνα με διάταγμα του 1904, χωρίς τον ενεργό ρόλο της Εκκλησίας 487. Σε μεταγενέστερο διάταγμα «Περί Θρησκευτικής Υπηρεσίας του Στρατού» (1911) τονίζεται η απαγόρευση τελέσεως ιερατικών καθηκόντων εκτός στρατού 488. Όλα τα διατάγματα που αφορούσαν τη Θρησκευτική Υπηρεσία είχαν επηρεασθεί από τα βαυαρικά προτεσταντικά πρότυπα489. Η «Θρησκευτική Αγωγή Στρατεύματος» ή «Θρησκευτική και Ηθική Διαπαιδαγώγηση», ακολουθούσε κι εκείνη τη δυτική νοοτροπία έως το 1969 490, όπου αρχίζει να φαίνεται τάση απαλλαγής από το βαυαρικό παρελθόν.

Περί της θρησκειοποίησης της Εκκλησίας, βλ. Χρήστος Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση.., σ. 261. 480 Μελέτιος Κουράκλης Αρχιμανδρίτης, Θρησκευτικοί Λειτουργοί.., σ. 541. 481 Όπως ολόκληρη η Εκκλησία είχε μεταβληθεί σε κρατική υπηρεσία. Βλ. Χρήστος Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση.., σ. 271. 482 Μελέτιος Κουράκλης Αρχιμανδρίτης, Θρησκευτικοί Λειτουργοί.., σ. 542. 483 Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 258 (1889) 1146 – 1147, άρθρον 349. 484 Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 106 (1901) 21 – 22, άρθρον 107. Παρόλο που έχει προηγηθεί η διαμαρτυρία του Μοναχού Παπουλάκου περί «υπαλληλοποιημένου Κλήρου», εν τούτοις συνεχίζει να χρησιμοποιείται ο όρος «υπάλληλος» για τους κληρικούς. Βλ. Χρήστος Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση.., σ. 291. 485 Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 106 (1901) 21 – 22, άρθρον 108. 486 Όπ. π. 487 Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 261 (1904) 2 – 4, άρθρον 2, 6 κ 13. 488 Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 223 (1911) 1115 – 1116, άρθρον 6. 489 Βλ. Χρυσόστομος Ζαφείρης Μητροπολίτης Περιστερίου, Quo Vadis Ελλαδική Ορθοδοξία;, σ. 345. – Χρήστος Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση.., σ. 291. 490 Εμμανουήλ Περσελής, Χριστιανική Αγωγή.., σ. 37. – Βασιλικό Διάταγμα 723, ΦΕΚ 225, 10 Νοεμβρίου 1969. 479


Στα νεότερα χρόνια, τα νομοθετικά διατάγματα που αφορούν τους Στρατιωτικούς Ιερείς, αναφέρονται μόνο στα υπαλληλικά προσόντα και περιορίζονται στη διαδικασία κατατάξεως. Το Βασιλικό Διάταγμα του 1946 491 και το Νομοθετικό Διάταγμα του 1973 492, εκφράζουν μια ιερωσύνη υπό περιορισμό. «Οἱ στρατιωτικοί ἱερεῖς δέν δύνανται νά ἀσκοῦν ἐκτός τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων τήν ἐκ τῆς ἱερωσύνης των ὡς κληρικῶν τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, άπορρέουσαν ἐξουσίαν τελέσεως τῶν μυστηρίων καί λοιπῶν ἱεροπραξιῶν...» 493. Η διατύπωση αυτή στερεί στους Στρατιωτικούς Ιερείς την αμεσότητα με την εκκλησιαστική τους ιεραρχία. Η θεσμοθέτηση Αρχιερέως Ενόπλων Δυνάμεων 494, απομάκρυνε περισσότερο τους Στρατιωτικούς Ιερείς από τον τοπικό επίσκοπο και τις παραδοσιακές εκκλησιαστικές δομές. Στη σημερινή εποχή, η αποστολή των Στρατιωτικών Ιερέων στις Ένοπλες Δυνάμεις είναι σημαντική και οφείλει να ακολουθεί τα ορθόδοξα πρότυπα της Εκκλησίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, έχει την αρχή της στον Ιησού Χριστό 495 και δεν ανήκει σε καμία κοσμική εξουσία 496. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός διαχωρίζει τις αρμοδιότητες λέγοντας ότι «Βασιλέων ἐστίν ἡ πολιτική εὐπραξία, ἡ δέ ἐκκλησιαστική κατάστασις ποιμένων καί διδασκάλων» 497. Αυτή η αντίληψη στηρίζεται στη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης: «ἀπόδοτε οὖν τά τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ»498 και «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις» 499. Η επιβολή της πολιτείας στην Εκκλησία αντιτίθεται στην Παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας και στα ελληνικά έθιμα 500. Δυστυχώς όμως έχουν διατηρηθεί στη Θρησκευτική Υπηρεσία, κατάλοιπα των ιδεολογικών αντιλήψεων της προτεσταντικής Βαυαροκρατίας, όπως η διαδικασία τοποθέτησης των Στρατιωτικών Ιερέων δίχως διοριστήριο του Αρχιερέως

Βασιλικό Διάταγμα 27 Σεπτεμβρίου 1946, ΦΕΚ 294, 1634 – 1635. Νομοθετικό Διάταγμα αριθ. 90, 28/31 Ιουλίου 1973, ΦΕΚ 168, 1086 – 1088. 493 Βασιλικό Διάταγμα 27 Σεπτεμβρίου 1946, ΦΕΚ 294, 1634 – 1635, άρθρο 6. – Νομοθετικό Διάταγμα αριθ. 90, 28/31 Ιουλίου 1973, ΦΕΚ 168, 1086 – 1088, άρθρο 6, 2. 494 Καταργήθηκε με τον Νόμο αριθ. 199, 13/18 Οκτωβρίου 1975, ΦΕΚ 228, άρθρα 1 κ 2. Η θέση επισκόπου ΕΔ ήταν αντικανονική και ανύπαρκτη στην ορθόδοξη Εκκλησιολογία. 495 Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, Νόμος 590/1977, Φ.Ε.Κ. Α΄, 146/31 Μαΐου 1977, άρθρο 1, § 1. 496 Ιωάν. 18, 36. «Ἡ βασιλεία ἡ ἐμή οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Βλ. Νίκος Ζαχαρόπουλος, Ιστορία των Σχέσεων.., σ. 65. – Παναγιώτης Χριστινάκης, Ελληνικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο, σ. 201. 497 Ιωάννου Δαμασκηνού, Προς τους Διαβάλλοντας τας Αγίας Εικόνας, PG 94, 1297b. 498 Ματθ. 22, 21. 499 Πράξ. 5, 29. 500 Χρυσόστομος Ζαφείρης Μητροπολίτης Περιστερίου, Quo Vadis Ελλαδική Ορθοδοξία;, σ. 346 – 347. 491 492


και μόνο με στρατιωτική διαταγή 501, η τοποθέτηση σε γραφείο και όχι σε Ιερό Ναό κ.λ. Η ιερωσύνη βέβαια, δεν έχει σκοπό να αψηφήσει τις στρατιωτικές δομές. Όμως, αυτές οφείλουν να προσαρμόζονται στις εκκλησιαστικές, όταν αφορούν εκκλησιαστικά θέματα, Ιερείς και Ιερούς Ναούς. Οι στρατιωτικοί κανονισμοί στερούν τη διοικητική δικαιοδοσία των Στρατιωτικών Ιερέων στη διαχείριση των Στρατιωτικών Ιερών Ναών, αφού η δικαιοδοσία αυτή έχει περιέλθει στο διοικητή 502. Όμως, η αντικατάσταση του Ιερέα από μη κληρικό στη δικαιοδοσία των Ιερών Ναών, συνιστά προτεσταντισμό. Ασυμβίβαστο με την ιερωσύνη, είναι επίσης η υπαγωγή των Στρατιωτικών Ιερέων σε διοικητές που δεν είναι ορθόδοξοι, που είναι αιρετικοί ή άθεοι. Η νομοθεσία δεν αφήνει περιθώρια αρμοδιότητας της Εκκλησίας επί της Θρησκευτικής Υπηρεσίας και των κατά τόπους Αρχιερέων επί των Στρατιωτικών Ιερεών 503. Όμως ο ιερεύς δεν μπορεί να κηδεμονεύεται από μη εκκλησιαστικές διοικητικές δομές. Οι Στρατιωτικοί Ιερείς ως Σώμα, υπάγονται στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, όμως τοποθετούνται και σε επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου (Κρήτη – Δωδεκάνησα) χωρίς τη συγκατάθεσή Του. Ως βασική αποστολή του Στρατιωτικού Ιερέως ορίζεται η «Θρησκευτική Αγωγή» ή αλλιώς «Χριστιανική και Ηθική Διαπαιδαγώγηση» 504. Έτσι, το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από την Αγία Τράπεζα στο ηθικιστικό κήρυγμα 505, στα πρότυπα των προτεσταντών παστόρων και στερείται του ορθόδοξου λατρευτικού προσανατολισμού. Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 106 (1901) 21 – 22, άρθρον 107. Κανονισμός αριθ. 8/1979, ΦΕΚ 1, άρθρα 13 κ 15. Η νομοθεσία για τους Στρατιωτικούς Ιερούς Ναούς ορίζει ότι, η διαχείρισή τους διενεργείται από αντιπροσώπους του Μητροπολίτη και επιπλέον οποιαδήποτε εκτέλεση εργασιών στους Ναούς εγκρίνεται από τον Μητροπολίτη και το Μητροπολιτικό Συμβούλιο. Όμως αυτός ο Νόμος σήμερα βρίσκεται σε αχρησία. 503 Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, Νόμος 590/1977, Φ.Ε.Κ. Α΄, 146/31 Μαΐου 1977, άρθρο 2. «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἐλλάδος συνεργάζεται μετά τῆς Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος, ὡς... τῆς ἐν τῷ στρατεύματι θρησκευτικῆς ὑπηρεσίας». Βλ. επίσης: Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπ’ αριθ. 2185/17 Απριλίου 1978 Εγκύκλιος και υπ’ αριθ. 4128/2204/20 Νοεμβρίου 2003 επιστολή προς τον τότε Αρχηγό ΓΕΕΘΑ. 504 Ενδεικτικά βλ. Κανονισμός 106/1901, άρθρο 108. Νομοθετικό Διάταγμα 90/1973. – ΙΣΕΕ, Συνοδική Επιτροπή Θείας Λατρείας και Ποιμαντικού Έργου, Η Ποιμαντική Διακονία της Εκκλησίας εις τας Ενόπλους Δυνάμεις, σ. 25 – 29. 505 Το 1995, σε ημερίδα των Στρατιωτικών Ιερέων που διοργάνωσε η Συνοδική Επιτροπή Θείας Λατρείας και Ποιμαντικού έργου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος με θέμα: «Η Εκκλησία εις τας Ενόπλους Δυνάμεις», αναφέρθηκε ότι, η Θρησκευτική Αγωγή είναι χρήσιμη στο στράτευμα διότι, μεταξύ άλλων, ο στρατιώτης ως πιστός Χριστιανός θα περιορίσει τα στρατιωτικά παραπτώματα, τα στελέχη θα δαπανούν λιγότερο χρόνο να ασχολούνται με αυτά, θα μειωθούν οι πειθαρχικές ποινές και θα 501 502


Ο όρος «Στρατιωτικός Ιερεύς» 506 ανάγεται στο Ρωμαιοκαθολικισμό 507. Υπάρχει η άποψη ότι οι Στρατιωτικοί Ιερείς οφείλουν να είναι «Στρατιωτικοποιημένοι». Όμως «ἡ ἄποψη αὐτή, ἄν δέν εἶναι ἀφελής, θεωροῦμε ὅτι πηγάζει άπό μιά στρεβλή καί ἐπιδερμική ἀντίληψη περί τοῦ ρόλου καί τῆς ἀποστολῆς τῶν κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας στό Στράτευμα, πού μεταλλάσσει, τελικῶς, τόν κληρικό σέ καρικατούρα Ἀξιωματικοῦ» 508. Ο Στρατιωτικός Ιερέας δεν διαφέρει σε τίποτα από τους λοιπούς κληρικούς της Εκκλησίας, γι αυτό το λόγο και δεν φέρει στρατιωτικά διακριτικά, αλλά την περιβολή του κάθε Ορθοδόξου κληρικού 509. Οι Στρατιωτικοί Ιερείς φέρουν βαθμό αξιωματικού. Στο παρελθόν έγιναν απόπειρες αναπροσαρμογής των βαθμών με αντίστοιχους ιερατικούς, «Πρωθιερεύς» και «Ιερεύς» 510, αλλά τελικώς δεν επικράτησε αυτή η τακτική 511. Σήμερα έχουν επικρατήσει οι στρατιωτικοί βαθμοί στους υπάρχει κέρδος χρήματος αφού η πολιτεία δεν θα δαπανά μεγάλα ποσά λόγω των ατυχημάτων. Βλ. ΙΣΕΕ, Συνοδική Επιτροπή Θείας Λατρείας και Ποιμαντικού Έργου, Η Ποιμαντική Διακονία της Εκκλησίας εις τας Ενόπλους Δυνάμεις, Αθήνα 1997, σ. 16 – 17. 506 Μελέτιος Κουράκλης Αρχιμανδρίτης, Θρησκευτικοί Λειτουργοί.., σ. 540. 507 Όπ. π., σ. 315. 508 Όπ. π., σ. 751 – 752, υποσημ. 24. 509 Αυτό έχει επισημανθεί από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος με την υπ’ αριθ. αρ. πρωτ. 2377/94, διεκπ. 338, 30 Μαρτίου 1995 Συνοδική Εγκύκλιο και από τη Διεύθυνση Θρησκευτικού ΓΕΕΘΑ με δύο έγγραφα προς τους Στρατιωτικούς Ιερείς (Φ.482/1/111892/Σ.4241/8 Αυγούστου 1993/ΓΕΕΘΑ/ΔΠΡΣ κ ΔΜ/Τμ. Θρησκευτικού και Φ.482/315393/Σ.25/24 Οκτωβρίου 1995/ΓΕΕΘΑ/Διεύθυνση Θρησκευτικού). Τα έγγραφα της Διευθύνσεως Θρησκευτικού ΓΕΕΘΑ και της Ιεράς Συνόδου περί περιβολής των Στρατιωτικών Ιερέων, θέλοντας να αποκαταστήσουν την ιερατική περιβολή, αποκλίνουν σε ζητήματα δεοντολογίας. Η Διεύθυνση Θρησκευτικού ΓΕΕΘΑ με το να εξουσιοδοτεί τους στρατιωτικούς σχηματισμούς να ελέγχουν τους Στρατιωτικούς Ιερείς για την ιερατική περιβολή, προκαλεί τη επέμβαση του στρατού σε καθαρώς ενδοεκκλησιαστικά θέματα. Ο Χρυσόστομος Ζαφείρης Μητροπολίτης Περιστερίου αναφέρει σε παρόμοια περίπτωση ότι μια τέτοια πράξη προάγει μια επιβλαβής εκκοσμίκευση στην Εκκλησία και έναν καισαριπαπισμό (βλ. Quo Vadis Ελλαδική Ορθοδοξία;, σ. 67). Στο έγγραφο της Ιεράς Συνόδου αναφέρεται ότι «διακριτικά ἀλλότρια τῆς ἐκκλησιαστικής τάξεως καί παραδόσεως ἀπάδουσι τοῖς κληρικοῖς». Θεωρούμε όμως ότι, τα στρατιωτικά διακριτικά αποφεύγονται επί του ράσου, επειδή ο Στρατιωτικός Ιερέας δεν διαφέρει σε τίποτα από κάθε Ορθόδοξο κληρικό, και όχι επειδή «ἀπάδουσι τοῖς κληρικοῖς», αφού οι Ιερές Μονές και τα Εκκλησιαστικά κτήρια είναι κατάμεστα από φωτογραφίες κληρικών που φέρουν επί του ράσου πλήθος διακριτικών και διασήμων, προερχόμενα από στρατιωτικές και πολιτικές αρχές. 510 Νόμος ΣΛΘ΄/1 Αυγούστου 1853, ΦΕΚ 24 και Νομοθετικό Διάταγμα 90/1973. Οι στρατιωτικοί βαθμοί: Συνταγματάρχης, Αντισυνταγματάρχης, Ταγματάρχης, Λοχαγός, Υπολοχαγός, Ανθυπολοχαγός, αντικαταστάθηκαν με τους: Πρωθιερεύς Α΄, Πρωθιερεύς Β΄, Πρωθιερεύς Γ΄, Ιερεύς Α΄, Ιερεύς Β΄, Ιερεύς Γ΄. 511 Σχετικά με τις αντιστοιχίες των βαθμών παρατηρούμε ότι, ενώ σε όλες τις περιπτώσεις θεσμών (Ενόπλων Δυνάμεων, σωμάτων ασφαλείας, διπλωματικού σώματος, ακόμη και των αντίστοιχων ιερατικών βαθμών) υπάρχει αντιστοιχία και


Ιερείς των ΕΔ και ο χαρακτηρισμός «Στρατιωτικοί Ιερείς». «Ὁ χαρακτηρισμός τῶν ἱερέων στό στράτευμα ὡς “στρατιω-τικῶν”, ὁ ὁποίος ἔχει παγιωθεῖ ὡς terminus technicus, δέν μπορεῖ νά νοεῖται ὡς προσδιοριστικός μιᾶς ἰδιαίτερης, δῆθεν “στρατιωτικῆς ἱερωσύνης”, θεραπαινίδας κάποιου κρατικοῦ θεσμοῦ, ἤ πολύ χειρότερα μιᾶς “κρατικῆς” ἰδεολογίας, ἀλλά ὡς δηλωτικός μόνον τοῦ ἰδιαιτέρου χώρου τῆς ποιμαντικῆς διακονίας τῶν συγκεκριμένων ἱερέων, πού εἶναι τά στρατευμένα μέλη τῆς Ἐκκλησίας» 512. Σύμφωνα με την ορθόδοξη Εκκλησία, ο ιερεύς δεν μπορεί να είναι υπάλληλος 513, η ιερωσύνη δε μπορεί να είναι ένα επάγγελμα 514, δεν μπορεί να αποσκοπεί μόνο στην παροχή ψυχολογικής υποστήριξης και στην κοινωνική πρόνοια 515. Ένα τέτοιο σχήμα κληρικού «εἶναι πραγματικά ἄχαρο καί ξένο γιά τήν Ὀρθοδοξία. Δυτικίζει στό σύνολό του» 516. Η αποστολή της Ορθοδόξου ιερωσύνης στο στράτευμα οφείλει να είναι συνέχεια της αποστολικής παραδόσεως. «Ἡ ἀποστολική παράδοση δέν εἶναι, ὅπως νομίζεται, ἕνα συγκροτημένο σύστημα διδασκαλίας τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἀλλά εἶναι μία μαρτυρία τῆς ἐμπειρίας τῆς πίστεως, ἡ ὁποία συγκεφαλαιώνεται μέ τή μετοχή τῶν πιστῶν στή βεβαία εὐχαριστία (δηλ. τη Θεία Λειτουργία) τῆς Ἐκκλησίας» 517. Κέντρο της ορθόδοξης πίστεως είναι η Θεία Λειτουργία. Για να μη στερηθούν τα εκστρατευτικά σώματα τη Θεία Λειτουργία, όταν απομακρύνονται από τους Ιερούς Ναούς των ενοριών τους, τους δόθηκε ως έκτακτη λύση η συνοδεία ιερέως μαζί με φορητή Αγία Τράπεζα 518. Αυτό ισχύει ως μία έκτακτη κατάσταση για τους στρατιωτικούς χώρους τους απομακρυσμένους από τις ενορίες. Δεν μπορεί όμως αυτή η έκτακτη κατάσταση να θεωρηθεί ως μόνιμη. «Ὅπου ὑπάρχει “θεῖος ναός” καί λειτουργεῖ ἡ εξομοίωση, στην περίπτωση στρατεύσεως των κληρικών (Νόμος 3421/2005, άρθρο 13, παράγρ. 1, περίπτ. 6), δεν απονέμεται αντίστοιχος στρατιωτικός βαθμός στους ιερείς που υπηρετούν την θητεία τους, παρά το γεγονός ότι είναι αναγνωρισμένοι και διορισμένοι από το κράτος, φέρουν ιερατικό βαθμό και διοικητική θέση (οι περισσότεροι είναι πρόεδροι εκκλησιαστικών συμβουλίων, «διοικητές» ενοριών), αλλά υποβαθμίζονται στον οπλίτη. 512 Μελέτιος Κουράκλης Αρχιμανδρίτης, Θρησκευτικοί Λειτουργοί.., σ. 543 – 544. 513 ΙΣΕΕ, Συνοδική Επιτροπή Θείας Λατρείας και Ποιμαντικού Έργου, Η Αποστολή του Ιερέως στον Σύγχρονο Κόσμο, Αθήνα 2012, σ. 140 – 141. 514 Μακάριος Γρινιεζάκης Αρχιμανδρίτης, Ποιμένες και Ποιμενόμενοι, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2006, σ. 51. 515 Όπ. π., σ. 60. 516 Όπ. π., σ. 61. 517 ΙΣΕΕ, Συνοδική Επιτροπή Θείας Λατρείας και Ποιμαντικού Έργου, Η Ποιμαντική Διακονία.., σ. 40. 518 Το λεγόμενο Αντιμήνσιο. Βλ. Μ. Γεδεών, Κανονικαί Διατάξεις, 2, 1888, 57. Την παραπομπή μνημονεύει ο Βλάσιος Φειδάς στο ΙΣΕΕ, Συνοδική Επιτροπή Θείας Λατρείας και Ποιμαντικού Έργου, Η Ποιμαντική Διακονία.., σ. 46.


Τράπεζα τοῦ Κυρίου, έκεῖ οἱ στρατευμένοι πιστοί δέν ἔχουν άνάγκη ἰδίου θυσιαστηρίου καί ἰδίου ἱερατείου, γιατί καλύπτονται ἀπό τίς δομές τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας» 519. Η στρατιωτική ιερωσύνη προϋποθέτει τη συναίνεση του τοπικού επισκόπου, διαφορετικά «εἶναι κατακριτέα ὡς ξένη πρός τήν ὀρθόδοξη παράδοση καί πράξη» 520. Η Ορθόδοξη Θρησκευτική Υπηρεσία των Ενόπλων Δυνάμεων οφείλει να αποτινάξει κάθε δυτικό και εκκοσμικευμένο στοιχείο που εισχώρησε στη δομή και οργάνωσή της. Το ζητούμενο δεν είναι μια διοικητική αναβάθμιση της Θρησκευτικής Υπηρεσίας, αλλά η ριζική αναθεώρηση και «μεταρρύθμιση» 521 που θα την απαλλάξει από τη μορφή σωματείου και κρατικής υπηρεσίας και θα την οδηγήσει ξανά στις ορθόδοξες εκκλησιαστικές δομές. Δεν απαιτείται η αντικατάσταση των όρων «θρησκευτική Υπηρεσία» ή «Σώμα Στρατιωτικών Ιερέων», αλλά η αναθεώρηση του περιεχομένου τους. Η αναθεώρηση μπορεί να σχεδιαστεί από την Εκκλησία σε συνεργασία με τις Ένοπλες Δυνάμεις, στα πρότυπα της ενοριακής δομής σύμφωνα με την Εκκλησιαστική Παράδοση και τους Κανόνες της Εκκλησίας. Βασική προϋπόθεση για την ενότητα της Εκκλησίας είναι η σύνδεση με τον Επίσκοπό 522. Τίποτε δεν μπορεί να επιτελεσθεί στην Εκκλησία χωρίς την υπαγωγή στον επίσκοπο. Η προοπτική του σχεδιασμού οφείλει να συμπεριλαμβάνει την αμεσότητα με τον επίσκοπο 523. Κανένας διοικητικός θεσμός δεν μπορεί να παρεμβάλλεται ανάμεσα στον επίσκοπο και στον ιερέα. Ο Ιερός Ναός να καταστεί κεντρικό σημείο αναφοράς για κάθε Στρατιωτικό Ιερέα και να λειτουργεί σύμφωνα με τις ορθόδοξες ενοριακές δομές. Θα μπορούσαν να οργανωθούν οι στρατιωτικοί οικισμοί με τους Ναούς τους ως ενορίες. Έτσι, ο Ιερέας δεν θα είναι της τάδε Μονάδος, αλλά του τάδε Ιερού Ναού και από εκεί θα εκτείνεται η αποστολή του στα στρατόπεδα. Τα γραφεία Στρατιωτικών Ιερέων ΙΣΕΕ, Συνοδική Επιτροπή Θείας Λατρείας και Ποιμαντικού Έργου, Η Ποιμαντική Διακονία.., σ. 46. 520 Όπ. π., σ. 47. 521 Τον όρο «μεταρρύθμιση» τον χρησιμοποιεί ο Μητροπολίτης Περιστερίου Χρυσόστομος για την αποκρατικοποίηση και την αποκατάσταση της Εκκλησίας της Ελλάδος. Βλ. Χρυσόστομος Ζαφείρης Μητροπολίτης Περιστερίου, Quo Vadis Ελλαδική Ορθοδοξία;, σ. 372. 522 Ενδεικτικά βλ. ΛΘ΄ Κανών Αγίων Αποστόλων «Οἱ πρεσβύτεροι καί οἱ διάκονοι, ἄνευ γνώμης τοῦ ἐπισκόπου μηδέν ἐπιτελείτωσαν». Βλ. επίσης Ε΄ Κανών Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου, Κ΄ Κανών Τέταρτης Οικουμενικής Συνόδου, Ι΄ Κανών Εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου. 523 Ιωάννης Ζηζιούλας Μητροπολίτης Περγάμου, Η Ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και τω Επισκόπω, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1990, σ. 151 κ. εξ. 519


οφείλουν να λειτουργούν μόνο ως προσκτίσματα του Ιερού Ναού, ανεξάρτητα από επιτελική και υπηρεσιακή μορφή και να προέχει το ποιμαντικό, το διακονικό, το πνευματικό έργο 524. Για την οργανωτική ανανέωση των Στρατιωτικών Ιερέων οφείλουμε να εμπνευσθούμε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο 525, το Οποίο δεν λειτουργεί σύμφωνα με υπηρεσιακές κρατικές δομές, αφού εδρεύει σε χώρο άφιλο για την Ορθοδοξία, αλλά επειδή είναι το πρότυπο των ορθοδόξων εκκλησιαστικών δομών, ακτινοβολεί την Ορθοδοξία σε οικουμενική εμβέλεια και αναγνωρίζεται διεθνώς. Το Σώμα των Στρατιωτικών Ιερέων οφείλει να επαναπροσδιοριστεί στις Ορθόδοξες δομές, στην Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, στην Εκκλησιαστική Παράδοση, στη λειτουργική εμπειρία και τους Κανόνες της Εκκλησίας 526, εμπνεόμενο από τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης: «Μή συσχηματίζεσθαι τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλά μεταμορφοῦσθαι» 527, απαλλαγμένο από τις δυτικές ιδεολογικές προϋποθέσεις στις οποίες συστάθηκε. Μια αναθεώρηση σε σωστές εκκλησιολογικές βάσεις δεν μπορεί να ενδιαφέρεται μόνο για την νομική αποκατάσταση, αλλά να διακατέχεται και από την αγάπη, την «ἀγάπη ἐν ἀληθείᾳ», τον τρόπο συνύπαρξης αλήθειας και αγάπης. Έτσι θα ενισχυθεί η προσδοκία για την ανανέωση του Σώματος των Στρατιωτικών ιερέων επάνω στις ορθόδοξες Εκκλησιαστικές δομές, με την πεποίθηση ότι διά της αγάπης, ο Θεός θα συνεργήσει στο αγαθό, αφού «τοῖς ἀγαπῶσι τόν Θεόν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» 528.

ΙΣΕΕ, Συνοδική Επιτροπή Θείας Λατρείας και Ποιμαντικού Έργου, Η Ποιμαντική Διακονία.., σ. 20 – 22. Μια εισήγηση για την αναθεώρηση του Σώματος των Στρατιωτικών Ιερέων κατατέθηκε στην ημερίδα των Στρατιωτικών Ιερέων το 1995, η οποία προτείνει την ύπαρξη Διευθύνσεως Θρησκευτικού στο ΓΕΕΘΑ, όμως οι θέσεις των κατά τόπους Στρατιωτικών Ιερέων να πληρώνονται από τους Μητροπολίτες και οι Ιερείς να υπάγονται στις Μητροπόλεις στις οποίες θα ανήκουν οργανικά. 525 Χρυσόστομος Ζαφείρης Μητροπολίτης Περιστερίου, Quo Vadis Ελλαδική Ορθοδοξία;, σ. 372. 526 Όπ. π., σ. 371. 527 Ρωμ. 12, 2. 528 Ρωμ. 8, 28. 524


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

● Αναστασίου Ιωάννης, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμ. Δεύτερος, Θεσσαλονίκη. ● Γιανναράς Χρήστος, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεότερη Ελλάδα, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2006. ● Γρινιεζάκης Μακάριος Αρχιμανδρίτης, Ποιμένες και Ποιμενόμενοι, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2006. ● Εφημερίς της Κυβερνήσεως. ● Ζαφείρης Χρυσόστομος Μητροπολίτης Περιστερίου, Quo Vadis Ελλαδική Ορθοδοξία;, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1988. ● Ζαχαρόπουλος Νίκος, Ιστορία των Σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας στην Ελλάδα, τ. Α΄, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1991. ● Ζηζιούλας Ιωάννης Μητροπολίτης Περγάμου, Η Ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και τω Επισκόπω, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1990. ● ΙΣΕΕ, Συνοδική Επιτροπή Θείας Λατρείας και Ποιμαντικού Έργου, Η Αποστολή του Ιερέως στον Σύγχρονο Κόσμο, Αθήνα 2010. ● ΙΣΕΕ, Συνοδική Επιτροπή Θείας Λατρείας και Ποιμαντικού Έργου, Η Ποιμαντική Διακονία της Εκκλησίας εις τας Ενόπλους Δυνάμεις, Αθήνα 1997. ● Ιωάννου Δαμασκηνού, Προς τους Διαβάλλοντας τας Αγίας Εικόνας, PG 94. ● Καταστατικός Χάρτης 1833. ● Καταστατικός Χάρτης 1977. ● Κονιδάρης Γ., Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, τομ. Β΄, Αθήνα 1970. ● Κουράκλης Μελέτιος Αρχιμανδρίτης, Θρησκευτικοί Λειτουργοί στο Στράτευμα διά μέσου των Αιώνων, Αθήνα 2010. ● Κωνσταντινίδης Εμμανουήλ, Η Ανακήρυξις του Αυτοκεφάλου της εν Ελλάδι Εκκλησίας (1850) και η Θέσις των Μητροπόλεων των “Νέων Χωρών” (1928), Αθήνα 1995. ● Κωνσταντινίδης Εμμανουήλ, Ιωάννης Καποδίστριας και η Εκκλησιαστική του Πολιτική, Αθήνα 1996. ● Μαντζαρίδης Γεώργιος, Χριστιανική Ηθική, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1991. ● Μεταλληνός Γεώργιος Πρωτοπρεσβύτερος, Σύγχυση Πρόκληση Αφύπνιση, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2004. ● Μπούμης Παναγιώτης, Κανονικόν Δίκαιον, Αθήνα 1991.


● Νανάκης Ανδρέας Αρχιμανδρίτης (νυν Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου), Εκκλησία Γένος Ελληνισμός, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1993. ● Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον. ● Παπαδόπουλος Χρυσόστομος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2011. ● Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος 1850. ● Περσελής Εμμανουήλ, Χριστιανική Αγωγή και Σύγχρονος Κόσμος, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1994. ● Σαρδέλης Κωνσταντίνος, Η Ευρώπη των Φράγκων, εκδ. Τήνος, Αθήνα. ● Σταυρίδης Βασίλειος, Συνοπτική Ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ΠΙΠΜ, Θεσσαλονίκη 1991. ● Χριστινάκης Παναγιώτης, Ελληνικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο, τ. Β2, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1995.


Μαμάκης Γεώργιος Εκπαιδευτικός

Το «φιλολογικόν Γυμνάσιον εν Νεαπόλει Κρήτης» και το ασύμπτωτο της σχέσης του με τον «πρακτικό βίο».

Περίληψη Κάνοντας χρήση της Ιστορικής – Συγκριτικής Ανάλυσης, η παρούσα αναδρομική έρευνα εξιστορεί γεγονότα και εντοπίζει σχέσεις αιτίου – αιτιατού, προσθέτοντας νέα ιστορικά στοιχεία στις αναζητήσεις του ειδικότερου χώρου της τεχνικής παιδαγωγικής επιστήμης εμπλουτίζοντας έτσι τον διάλογο για τον απαραίτητο εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης στην Ελλάδα. Παρουσιάζει, με βάση ένα σύνολο θεωρητικών προτάσεων και εννοιολογικών παραμέτρων και σε συνάρτηση με το κοινωνικοοικονομικό σύστημα έτσι όπως εξυφαίνεται και προσδιορίζεται ιστορικοπολιτικά, ορισμένες, σημαντικές μεταβλητές που με επίκεντρο τους προβληματισμούς για την συνέχιση ή μη της λειτουργίας του φιλολογικού Γυμνασίου της Νεάπολης σχετίζονται με τις πρώτες ανησυχίες και προσπάθειες για την αναδιάρθρωση επί το «πρακτικότερον» της χριστιανικής εκπαίδευσης σε μια λιγότερο μελετημένη πλευρά της σε τοπικοπεριφερειακό επίπεδο, στο διαμέρισμα του Λασιθίου της Κρήτης κατά τη διάρκεια της ύστερης τουρκοκρατίας. Με την ολοκλήρωσή της η έρευνα καταδεικνύει ότι το στάτους της επαγγελματικής εκπαίδευσης εξαρτάται από τις συνθήκες και τους συσχετισμούς που επικρατούν στην εκάστοτε κοινωνία, όπου αυτή είναι ενταγμένη.


Εισαγωγή Σήμερα ο δομικός και ο διαρθρωτικός σχηματισμός των εκπαιδευτικών συστημάτων ως μια λειτουργική ενότητα και οντότητα αποτελεί αντικείμενο επιστημονικής θεώρησης όχι μόνο της εκπαιδευτι-κής αλλά και της οικονομικής επιστήμης ως ειδικότερου πεδίου θεωρίας και έρευνας του ευρύτερου τομέα της εκπαιδευτικής και οικονομικής θεωρίας. Μάλιστα, η ιστορική διερεύνηση των προϋποθέσεων και των προσπαθειών δόμησης αποτελεσματικών εκπαιδευτικών συστημάτων έχει προσελκύσει το αναλυτικό ενδιαφέρον πολλών ερευνητών σε συνδυασμό με το συνεχώς αυξανόμενο γενικότερο ενδιαφέρον για τη μελέτη της τοπικής ιστορίας. Το ενδιαφέρον αυτό συνδέεται, σε παγκόσμιο επίπεδο, με τη μεταμοντέρνα έμφαση στην αναζήτηση των απαρχών μας, των παραστάσεων, των μύθων ή των πραγματικοτήτων μέσα στις οποίες ζούμε. Επιπλέον, σε μια εποχή που δεν υπάρχει πλέον αυθόρμητη μνήμη, η διάλυση αυτής ακριβώς της μνήμης εξαγοράζεται από μια γενικευμένη επιθυμία καταγραφής του «αδέσποτου» 529 χρονικού πεδίου, που εκτείνεται πέρα από την ατομική μνήμη, του πεδίου της ιστορίας. Στο πλαίσιο αυτής της καταγραφής, οι ειδικότερες αναζητήσεις σχετικά με περιγραφικές, θεωρητικές και ερμηνευτικές προσεγγίσεις της εκπαιδευτικής δομής και διάθρωσης στο χώρο της τοπικής ιστορίας 530, συνιστούν παράλληλες προσπάθειες νοσταλγικής επαναφοράς συναισθηματικού χαρακτήρα αλλά και κριτικής, συγκριτικής και εννοιολογικής αποτίμησης γνωστικής υφής της εσωτερικής λειτουργίας, των σχέσεων με το εξωτερικό οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, του κοινωνικού ρόλου, της αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών συστημάτων στο πλαίσιο της γενικότερης ιστορίας, μερίκευση και υποστασιοποίηση της οποίας συνιστά η τοπική εκπαιδευτική ιστορία.

Hobbsawm E., H εποχή των αυτοκρατοριών 1875-1913, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σελ. 13. 530 Βλπ. μερικές ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις στην τοπική εκπαιδευτική ιστορία: Ανδρέου Α., «Ιστοριογραφία της νεοελληνικής εκπαίδευσης. Μια περιοδολόγηση» στο περ. Θέσεις, τ. 45 (1993), Ντούλας, Χ., «Σχολικά βιβλία ιστορίας και τοπική ιστορία: η περίπτωση της Θεσσαλίας», στο περ. Σεμινάριο, τ. 9, Αθήνα, Μάρτης 1988, σσ. 88-107, Λεοντσίνης, Γ., Τοπικές ιστορικές σπουδές και μελέτη περιβάλλοντος, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1990, Χαρίτος, Χ., «Από την τοπική ιστορία στην αυτογνωσία» στο περ. Εκπαιδευτικά, τ. 12, (1988), σσ. 94-98, Βώρος, Φ., «Τοπική ιστορία» στο περ. Νέα Παιδεία, τ. 52, 1989, σσ. 176-178, Ιστορικό Αρχείο Σάμου, Δήμος Σαμίων, Τοπική ιστορία και αρχεία, Πρακτικά διημέρου, Σάμος, 1992. 529


Στοχοθεσία-οριοθέτηση του προβλήματος Η προσπάθεια που θα πραγματοποιήσουμε με την εμπειρική και αναδρομική έρευνά μας 531 θα έχει ως σκοπό της να αναδείξει με επίκεντρο τους προβληματισμούς για την συνέχιση ή μη της λειτουργίας του φιλολογικού Γυμνασίου της Νεάπολης το θεωρητικό και πραγματολογικό πλαίσιο στο οποίο είχε υπαχθεί η δομή και η διάρθρωση της χριστιανικής εκπαίδευσης στο διαμέρισμα του Λασιθίου της Κρήτης κατά την διάρκεια της ύστερης τουρκοκρατίας. Έτσι, λοιπόν, θα προχωρήσουμε στη δημιουργία ενός «μνημονικού τόπου» ο οποίος θα συνίσταται από δύο επιμέρους αλληλοδιαπλεκόμενα επίπεδα: Tο πρώτο θα αφορά τη θεωρητική κατασκευή για την σχέση μεταξύ εκπαίδευσης και οικονομίας. Tο άλλο θα αναφέρεται στην ιστορική προσέγγιση 532 (διάγνωση, ανάλυση 533 και ερμηνεία 534) της σχέσης Χρησιμοποιούμε εναλλασσόμενα τους όρους «έρευνα» και «μελέτη» γνωρίζοντας ότι αυτό δεν είναι γενικώς αποδεκτό. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι μια έρευνα είναι ένας περισσότερο απαιτητικός και τεχνικά σύνθετος τύπος μελέτης. Οι Howard και Sharp διαπραγματεύονται αυτό το ζήτημα στο βιβλίο τους The Manacement of a Student Researh Project (1983), σελ.6, ορίζοντας την έρευνα ως την «μέσω μεθοδικής διαδικασίας προσπάθεια προσθήκης γνώσεων στο σώμα των γνώσεων του ερευνητή, και ίσως και στο σώμα των γνώσεων των άλλων, με την ανακάλυψη νέων γεγονότων και την απόκτηση ενσυναίσθησης». 532 Γκύρβιτς, Ζ., Μελέτες για τις κοινωνικές τάξεις, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1986, σελ. 18. Βλπ. επίσης Πολυχρονόπουλος, Π., (1980) Παιδεία και πολιτική στην Ελλάδα, τ. Α, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, σελ. 46. 533 Η ανάλυση επιχειρώντας την αποκρυπτογράφηση λέξεων, φράσεων, εννοιών, «καταδυόμενη» στον κόσμο των κειμένων, των αρχείων και κάθε άλλης πηγής γραφικών στοιχείων, ανήκει στο «ιστορικο-ερμηνευτικό παράδειγμα», βλπ. Μακρής, Κ., «Η δομή του συμβόλου στη λογική του Charles S. Peirce, στον τ. Ι, (1996) Άνθρωπος ο Σημαίνων: λόγος και ιδεολογία, Α.-Φ. Λαγόπουλος-Κ. Μπόκλουντ-Λαγοπούλου, Β. Τεντοκάλης, Κ. Τσουκαλάς, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, σελ. 49 . 534 Το ερμηνευτικό φαινόμενο βρίσκεται στη βάση της επικοινωνίας του ανθρώπου με τον κόσμο και στη βάση της γνωσιολογικής του συγκρότησης: προσπαθούμε να κατανο-ήσουμε τις συνθήκες που επιτρέπουν την επικοινωνία ανάμεσα στον κόσμο που είμαστε και σε εκείνον που μας περιβάλλει ως κάτι δοσμένο, περιγεγραμμένο μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια. Η κάθε μορφή επικοινωνίας μας-π.χ. η μελέτη αρχειακού υλικού- προϋποθέτει την ερμηνεία αυτού με το οποίο ερχόμαστε σε επικοινωνία, με άλλα λόγια την ανάπτυξη της αντιληπτικής μας ελευθερίας μέσα στα συγκεκριμένα όρια που η άγνωστη ακόμη πραγματικότητα μας θέτει. Οι δύο αναγνώσεις για τα γραπτά κείμενα, η κυριολεκτική και η αλληγορική, συστηματοποιούν τις τυπολογίες και αποτελούν τους δύο πόλους επικοινωνιακής διάδρασης: από τη μία, το σταθερό μέρος της ερμηνευτικής πράξης, δηλαδή, η πραγματολογική στιγμή της γραφής, από την άλλη, το μεταβαλ-λόμενο μέρος, δηλαδή, οι πραγματολογικές στιγμές των αναγνώσεων, βλπ. Τζούμα, Ά., «Ιστορική κατανόηση και ερμηνευτική οικονομία» στον τ. Ι, επιμ. Α. Λαγόπουλος-Κ. Μπόκλουντ-Λαγοπούλου, Β. Τεντοκάλη, Κ. Τσουκαλά, (1996), Άνθρωπος ο σημαίνων: λόγος και ιδεολογία, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, σελ. 182. 531


που υπήρχε ανάμεσα στην οικονομία και την διάρθρωση του χριστιανικού εκπαιδευτικού συστήματος την συγκεκριμένη περίοδο και στον συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο με βάση το σχετικό πραγματολογικό υλικό. Η διερεύνησή μας λοιπόν δεν αποσκοπεί μονάχα στο να δείξει ποια ήταν και πως διαμορφώθηκε η δομή του εκπαιδευτικού συστήματος της περιόδου που εξετάζουμε 535. Απώτερος στόχος μας δεν είναι μόνο ο εντοπισμός των διαδοχικών φάσεων από τις οποίες πέρασε η διάρθρωση της εκπαίδευσης σε σχέση με την οικονομία. Στοχεύουμε περαιτέρω, μέσα από τον προσδιορισμό του μεγέθους και της έντασης της συσχέτισης ανάμεσα στην δομή της εκπαίδευσης και στην οικονομική εξέλιξη, στον εντοπισμό και στην αξιολόγηση του ρόλου των διαφόρων παραμέτρων 536 του εκπαιδευτικού συστήματος, στην κατανόηση της σχέσης σχολείου και οικονομίας και συνολικά της τοπικής ιστορικής, οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης 537. Φιλοδοξούμε να καταλάβουμε αυτήν την εξέλιξη και να την ερμηνεύσουμε 538, ν’ αποκαταστήσουμε τα

Δεν μας ενδιαφέρει δηλαδή η εμπειρική καταγραφή μιας κάποιας κοινής γνώμης πάνω σε εκπαιδευτικά ζητήματα, στα πλαίσια μιας κοινωνιολογίας που ο P. Mills στηλίτευσε ως αφηρημένο εμπειρισμό και η σχολή της Φρανκφούρτης αποδίδει στην αναλυτική τάση. «Σε πολλές περιπτώσεις οι εμπειρικές ανακαλύψεις είναι απλά επιφαινόμενα. Χωρίς τον κριτικό αναλογισμό για το ότι οι τρόποι συμπεριφοράς και το περιεχόμενο της συνείδησης των ατόμων είναι απείρως διαμεσολαβημένα, κοινωνικά παραγμένα, η εμπειρική κοινωνική έρευνα γίνεται θύμα των ίδιων των αποτελεσμάτων της», Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών της Φρανκφούρτης, 1987, σελ. 150. 536 Για την οριοθέτηση των όρων «παράμετρος» και «μεταβλητή» βλπ. ΡέππαΑθανασούλα Α., «Ο εκπαιδευτικός οργανισμός και το ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον» στο Ρέππα-Αθανασούλα Α., Κουτούζης Μ., Χατζηευστρατίου Ι., Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων, τόμ. Γ΄, ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 49. 537 Σύμφωνα με τον Anweiler (Anweiler Ο., Εκπαιδευτικά συστήματα στην Ευρώπη, μετφ. Θωίδης Δημήτριος, εκδ. Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 17) «Τότε μόνο μπορεί κανείς να εξετάσει σωστά τις λειτουργίες του εκπαιδευτικού συστήματος, όταν αναλύσει από τη μια μεριά τη σχέση εξάρτησης του εκπαιδευτικού συστήματος από το πολιτικό σύστημα (κρατική διοίκηση) και από το οικονομικό σύστημα και από την άλλη να εξετάσει τις προσδοκίες απέναντι στο εκπαιδευτικό σύστημα αλλά και το τι πράγματι προσφέρει το σύστημα αυτό στο πολιτικό και το οικονομικό σύστημα-και θα πρέπει βέβαια να συμπεριλάβει εδώ και την μετάδοση των πολιτιστικών και ηθικών αξιών». 538 Ο Holsti λέει τα εξής: «η λεγόμενη ανάγνωση πίσω από τις γραμμές […] δηλαδή, μετά το πέρας της κωδικοποίησης, στα γενικά συμπεράσματα συμβάλλουν όχι μόνο τα έκδηλα μετρήσιμα μηνύματα,, αλλά και τα λανθάνοντα νοήματα που συνάγει ο ερευνητής, βέβαια μέσα από έναν γενικότερο ερευνητικό σχεδιασμό που του επιτρέπει την ανεξάρτητη επιβεβαίωση αυτών των νοημάτων με συμπληρωματικά στοιχεία», βλπ. Κυριαζή , Ν., (1998), Η κοινωνιολογική έρευνα: κριτική επισκόπηση των μεθόδων και των τεχνικών, εκδ. Ελληνικές Επιστημονικές Εκδόσεις, Αθήνα, σσ. 292-295. 535


διαδοχικά στάδιά της 539, να δώσουμε στην κίνησή τους ενότητα, να εντοπίσουμε τις συνθήκες εμφάνισής τους και να προσδιορίσουμε τη γενετική σύνδεσή τους με προηγούμενες και επόμενες καταστάσεις. Στόχος είναι να παρουσιάσουμε μια σφαιρική αποτύπωση των μεταβλητών του πλαισίου του εκπαιδευτικού συστήματος στην συσχέτισή του με την οικονομία σε μια λιγότερο μελετημένη πλευρά της εκπαίδευσης σε τοπικο-περιφερειακό επίπεδο. Η αναζήτηση των εξωεκπαιδευτικών οικονομικών και κοινωνικών αιτίων τα οποία κάθε φορά επενεργούν και διαμορφώνουν την δομή του εκπαιδευτικού συστήματος εγγράφεται στους στόχους αυτής της παρουσίασης. Με την έναρξη της παρούσας έρευνας υποθέσαμε ότι η εκπαίδευση είχε πάντα όχι μόνο κοινωνικό και πολιτιστικό σκοπό αλλά και οικονομική αξία, αφού διαχρονικά ήταν αποδεκτή η σημαντική συμβολή της στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Έτσι προχωρήσαμε σε μια προσπάθεια να αποδώσουμε μια γενικότερη οριοθέτηση και θεωρητική προβληματική που θα αγκαλιάζει, ως επιστημονικό και ιστορικό πρόβλημα, αλλά και ως αποτύπωση την κοινωνική και την εκπαιδευτική πραγματικότητα καθώς και τη διάρθρωση της εκπαίδευσης της συγκεκριμένης περιοχής και εποχής συνολικά, πάντα, βέβαια, σε σχέση με ένα ευρύτερο και γενικότερο πολιτικο-κοινωνικό και κυρίως οικονομικό πλαίσιο. Μια έρευνα όμως που αναφέρεται στην ιστορικότητα και περιφερειακότητα της εκπαιδευτικής κατάστασης στην χώρα μας ιδίως στο κομμάτι που αφορά την Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση, ανάγεται μοιραία και σε μια ανθρωπολογική κατηγορία: συμβάλει στο να ενισχυθεί εκείνη ακριβώς η προσπάθεια που θα δώσει στους ανθρώπους του τόπου μας τη δυνατότητα ανάπτυξης κοινωνικής ευθύνης και ανέλιξης της ιστορικής τους αυτοπεποίθησης και συνείδησης σε ιστορική κοινωνικοποίηση (historische Sozialisation) με σκοπό την αποκατάσταση της σχέσης τους με το ιστορικό τους κεφάλαιο. Όπως σημειώνει ο κοινωνικός ερευνητής Langeveld «οι τοπικές ιστορικές έρευνες […] αποτελούν μια πρακτική επιστήμη, με την έννοια ότι δεν θέλουμε μόνο να γνωρίζουμε τα δεδομένα και να κατανοούμε σχέσεις για εμπλουτισμό γνώσεων, αλλά θέλομε να γνωρίζουμε και να καταλαβαίνουμε προκειμένου να είμαστε ικανοί να ενεργούμε, και να ενεργούμε καλύτερα απ’ ό,τι πριν» 540. Έτσι, λοιπόν, έρευνες όπως η δική μας μπορούν να ερμηνεύσουν και να κατανοήσουν, και χωρίς άσκοπες γενικεύσεις να διαγνώσουν κάποιες τάσεις. Μπορούν να ανακαλύψουν Ανδρέου, Α., «Ιστορία της παιδείας και της εκπαίδευσης», στο περ. Σύγχρονη Εκπαίδευση, σελ. 43. 540 Langeveld, M., J., In Search of Research», στο Paedagogica Europoea: The European Year Book of Educational Research, τ.1, 1965. 539


πτυχές του παρελθόντος που πιθανόν να παραμένουν άγνωστες ή απλά λιγότερο γνωστές (ιδίως όταν αναφερόμαστε σε θέματα τοπικής ιστορίας), να παρουσιάσουν ίσως πιο ανάγλυφα τις εγγενείς αδυναμίες της ελληνικής κοινωνίας στις καταβολές της και πέραν τούτου συνεπικουρούμενες και από την κοινωνιολογική προσέγγιση να τις ερμηνεύσουν και με αυτόν τον τρόπο να τις συνδέσουν με το παρόν συγκεκριμενοποιώντας την πολική σκέψη και την εκπαιδευτική πολιτική που πρέπει να εφαρμοστεί. Και τελικά να αναδείξουν αυτό που ο Hosbawm αποκαλεί «επείγουσες διαστάσεις» του υπό μελέτη προβλήματος. Και με τον τρόπο αυτό να συντηρήσουν ανοικτό αλλά και να εμπλουτίσουν έναν διάλογο προειδοποιώντας μας για την εμφάνιση διαστάσεων που δεν είναι εντελώς καινούργιες, άρα και εντελώς δυσύλληπτες 541. Η προοπτική αυτή διαγράφεται υπό το βάρος της ανάγκης για συνεισφορά στην ερευνητική προσπάθεια για συσσώρευση γνώσης και για απαντήσεις σε ερωτήματα που αναφέρονται στην διάρθρωση της εκπαίδευσης σε σχέση με τον οικονομικό παράγοντα, στους συναισθηματικούς, παιδαγωγικούς οικονομικούς, λειτουργικούς, ιστορικούς και φιλοσοφικούς παράγοντες που επιδρούσαν και επηρέαζαν αρνητικά την ανάπτυξη της τεχνικής εκπαίδευσης, στο αν έγιναν προσπάθειες θέσπισης της τεχνολογικής εκπαίδευσης και εκτίμησης της χρησιμότητάς της και τέλος στο με ποιες προοπτικές έγιναν οι όποιες προσπάθειες για να αναγνωριστεί ως αναγκαία συνθήκη η σύνδεση της οικονομίας με την εκπαίδευση και στις εκτός των ορίων του νεοελληνικού κράτους ελληνικές περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Γεωγραφικό και χρονικό σημείο αναφοράς Γεωγραφικό σημείο αναφοράς μας είναι μια συγκεκριμένη περιοχή με διακριτά κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά χαρακτηριστικά: η Κρήτη και ιδιαίτερα το Διαμέρισμα του Λασιθίου. Πρόκειται για ένα νησί και για μια περιοχή με διαφοροποιημένες κοινωνικο-επαγγελματικές δομές που διάρθρωναν έναν σχετικά αυτόνομο, ομοιογενή εσωτερικά, «Για να βοηθηθούν οι πολίτες, εκεί που ζουν να συνειδητοποιήσουν τις θεμελιακές αιτίες που καθορίζουν την επιδείνωση των αντινομιών που εκδηλώνονται σ’ αυτούς άμεσα, πρέπει να γίνει πρώτα η ανάλυση με τρόπο συγκεκριμένο και ακριβή αυτών των αντινομιών έτσι όπως εκδηλώνονται σε τοπικό επίπεδο, στους τόπους δουλειάς και καθημερινής ζωής, λαμβάνοντας υπόψη τις οικολογικές συνθήκες που συχνά αποτελούν έναν παράγοντα επιδείνωσης. Στη συνέχεια είναι δυνατό να δειχθεί με ακρίβεια με ποιο τρόπο οι τοπικές αντινομίες [...] απορρέουν από μια τοπική αντινομιακή κατάσταση [...] η οποία με τη σειρά της εντάσσεται σε μια γενικότερη εθνική, διεθνή ή παγκόσμια κρίση», Ι. Ρέντζος, Σημειώσεις για το μάθημα της Διδακτικής των Κοινωνικών Επιστημών, μέρος Ι, σελ 36. 541


γεωγραφικό, κοινωνικό και οικονομικό χώρο πρόσφορο για τη μελέτη των εκπαιδευτικών πραγμάτων σε συνάρτηση με τον κοινωνικό σχηματισμό. Η χρονική έκταση που καλύπτει η έρευνά μας αφορά μια προσδιορισμένη περίοδο ιδιαίτερα σημαντική σε σχέση με τη δημιουργία των προϋποθέσεων της μετέπειτα εξέλιξης όχι μόνο της κοινωνικής δομής αλλά και του Εθνικού Ζητήματος δηλαδή την Ένωση με την Ελλάδα. Πρόκειται για την περίοδο της ύστερης τουρκοκρατίας ή αλλιώς την περίοδο της ημιαυτονομίας του νησιού (1868-1897). Η ένωση με την Ελλάδα που ακολούθησε δεν ήταν μια προσχεδιασμένη διαδικασία αλλά μια πορεία πολλαπλών διεργασιών και ανασυγκροτήσεων. Το εξουσιαστικό σύστημα της μεταβατικής αυτής περιόδου ήταν ρευστό, η κρατική εξουσία μόλις είχε αρχίσει να συγκροτείται και να συγκεντρώνεται και η αστική πληθυσμιακή συγκέντρωση ήταν περιορισμένη. Στον χώρο της εκπαίδευσης οι προσπάθειες που καταβάλλονται αποσκοπούν κυρίως στην εξάπλωση του σχολικού δικτύου δημοτικής εκπαίδευσης, την αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού και την στήριξη ενός περιορισμένου δικτύου μέσης γενικής εκπαίδευσης όπου κυριαρχούν οι κλασικές σπουδές. Η παραγωγή στηρίζεται κυρίως στην γεωργία η οποία όμως λόγω του ιδιόμορφου χαρακτήρα της (μικρός κλήρος, διεθνής ανταγωνισμός, έλλειψη μηχανικών μέσων) δεν αρκούσε για να εξασφαλίσει όχι μόνο την επιβίωση των αγροτών αλλά και την στήριξη των δημοσίων εσόδων. Παράλληλα, αυξάνεται η διαθεσιμότητα εργασιακών θέσεων στον νεοσύστατο δημόσιο τομέα ενώ σταδιακά εμφανίζεται και το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων. Πηγές Ως πρωτεύουσα άμεση πηγή άντλησης των πληροφοριών για την αποτύπωση της δομής της εκπαίδευσης και των δεδομένων της οικονομίας (πηγές δηλαδή που διαμορφώθηκαν κατά την περίοδο στην οποία αναφέρεται η έρευνά μας και που χρησιμοποιούντα εδώ για σκοπό διάφορο εκείνου για τον οποίο ήταν αρχικά διαμορφωμένες) 542 θα χρησιμοποιηθεί βασικά το αρχείο της Χριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου το οποίο φυλάσσεται στα γραφεία της Ι. Μητρόπολης Πέτρας και Χερρονήσου στη Νεάπολη. Ως δευτερεύουσες πηγές θα αξιοποιηθούν οι εφημερίδες «Μίνως» και «Ηράκλειον» του Ηρακλείου καθώς και η υπάρχουσα σχετική βοηθητική βιβλιογραφία που παρατίθεται στο τέλος της εργασίας.

542

Μarwick, A., The Natureof History. London, Masmillan. 1970, σελ. 134.


Μεθοδολογία Πολλοί επιστήμονες, μεταξύ των οποίων και ο κ. Καζαμίας προτείνει σε ανάλογες με την έρευνά μας περιπτώσεις την χρήση της Ιστορικής – Συγκριτικής Ανάλυσης (Ι.Σ.Α.) 543, η οποία στοχεύει στην κατανόηση, την εξήγηση και την ερμηνεία. Βασικά χαρακτηριστικά της μεθόδου αυτής είναι η εξιστόρηση γεγονότων, η αναζήτηση σχέσεων αιτίου – αιτιατού, στηριζόμενη κυρίως στην ποιοτική έρευνα. Η Ι.Σ.Α. μας επιτρέπει να χρησιμοποιήσουμε ανεπιφύλακτα έννοιες, θεωρίες ή μοντέλα από άλλες επιστήμες (κοινωνικές ή ανθρωπιστικές), παρέχοντάς μας το κατάλληλο πλαίσιο ερμηνείας και κατανόησης (verstehen) των διαφορετικών συνθηκών ανάδειξης των ιστορικών φαινομένων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων εννοιών είναι: «κοινωνική τάξη», «αστική τάξη», «κράτος», «αστικό κράτος», «εξουσία», «αποκέντρωση», «κοινωνική κινητικότητα», «κοινωνική αναπαραγωγή» κ.ά. Η μελέτη μας υιοθετεί, επίσης, τα επίπεδα ανάλυσης της εκπαιδευτικής πολιτικής, που σύμφωνα με τον Μπουζάκη 544 είναι το γεωπολιτικό, οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό, ιδεολογικό και εκπαιδευτικό. Η υφή αυτής της στρατηγικής έρευνας επιδιώχθηκε, επίσης, σκόπιμα να είναι γενεαλογική. Βασικό πρόταγμα μιας γενεαλογικής ανάγνωσης αποτελεί το ότι η γενεσιουργός αιτία ενός Λόγου, μιας πρακτικής και γενικότερα ενός φαινομένου διαφέρει «από την τελική χρησιμότητα αυτού μέσα σ’ ένα σκοποθετημένο σύστημα-δόμηση» 545. Εννοιολογικοί προσδιορισμοί. Στην παρούσα εργασία η εκπαίδευση προσεγγίζεται και ερευνάται ως ένα σύστημα 546, ένα σύνολο δηλαδή δομών που εμπεριέχει τα στοιχεία της παραγωγικής ανάπτυξης της κοινωνίας όπως, επίσης, των συγκρούσεων και των σχέσεων των μηχανισμών από τις οποίες έλκει την διαμόρφωση και την εξέλιξή του. Σ’ αυτές τις σχέσεις περιλαμβάνονται τόσο οι εξωτερικές κοινωνικές δομές όσο και οι εσωτερικές οργανωτικές προϋποθέσεις του. Ονομαστικός σκοπός του είναι να βοηθήσει τα νεαρά άτομα να αποκτήσουν ένα σύνολο διανοητικών ή και χειρωνακτικών ικανοτήτων και να διαμορφώσουν ένα σύνολο ηθικών αξιών. Μπορούμε να Καζαμίας Ανδρέας, «Για μια νέα ανάγνωση της ιστορικο-συγκριτικής μεθόδου: Προβληματισμοί και Σχεδίασμα», στο Θέματα Ιστορίας της Εκπαίδευσης, τ. 1, 2003, σ. 14 544 Μπουζάκης Σήφης, Εκπαιδευτικές Μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, (Εισηγητικές εκθέσεις εκπαιδευτικών νομοσχεδίων-Συζητήσεις στη Βουλή – Σχόλια), τόμ Α΄ και Β΄, Gutenberg, γ΄ έκδοση, Αθήνα, 2002, σ. 230- 231 545 Χουρδάκης, Α., ό.π. σελ. 125. 546 Ανδρέου Αποστόλης, Παπακωνσταντίνου Γιώργος, Οργάνωση και διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος, εκδ. Εξάντας, Αθήνα, 1990, σελ. 17. 543


εντάξουμε στο δυναμικό και πολυδιάστατο ρόλο της γενικής εκπαίδευσης τη διαμόρφωση συγκροτημένης προσωπικότητας, δημοκρατικής συνείδησης, την κοινωνική ένταξη και την κατοχύρωση ρόλου ενεργού πολίτη. Η Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση αποτελεί ξεχωριστή εκπαιδευτική μορφή. Διαφοροποιείται από τη γενική εκπαίδευση ως προς εκείνο το εκπαιδευτικό σκέλος που αποτελεί την προϋπόθεση της όποιας (επαγγελματικής) απασχόλησης και μπορεί επομένως να αναφέρεται σε μια μικρότερη ή μεγαλύτερη εκπαιδευτική περίοδο: από το εννιάχρονο υποχρεωτικό σχολείο μέχρι τις μεταπτυχιακές πανεπιστημιακές σπουδές. Η (επαγγελματική) κατάρτιση (συνεχιζόμενη-εκπαίδευση, επιμόρφωση) μπορεί να οριστεί είτε α) ως η συνέχιση είτε β) ως το ξαναξεκίνημα της οργανωμένης επαγγελματικής μάθησης, μετά την ολοκλήρωση μιας πρώτης φάσης τυπικής εκπαίδευσης, μεγαλύτερης ή μικρότερης διάρκειας. Ως σκοπό έχει τη διεύρυνση, συγκεκριμενοποίηση ή τον αναπροσανατολισμό των επαγγελματικών γνώσεων και ικανοτήτων 547. Ο όρος οικονομία χρησιμοποιείται εδώ για να δηλώσει τον τρόπο παραγωγής και διανομής των αγαθών με βάση οικονομικά αξιώματα όπως η επιδίωξη του ανώτερου δυνατού αποτελέσματος με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Η οικονομία συνιστά βασικό συστατικό της κοινωνίας. Ο προσανατολισμός, η διάταξη αλλά και η συγκεκριμένη μορφή και λειτουργία του οικονομικού συστήματος δεν επηρεάζουν απλώς αλλά καθορίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό το κοινωνικό σύνολο και αντίστροφα. Στην εκπαίδευση επομένως μπορούμε να αποδώσουμε διαστάσεις ανθρωπιστικές, πολιτιστικές, κοινωνικές και οικονομικές. Κατά την οικονομική της διάσταση, η τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση προετοιμάζει τους ανθρώπους για την επαγγελματική τους ζωή και τους βοηθά να βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση. Έτσι, η διαλεκτική σχέση που δημιουργήθηκε μεταξύ σχολείου και αγοράς οδήγησε ήδη από τον 19ο αιώνα τις κοινωνίες να αναζητήσουν εκπαιδευτικά μοντέλα ΤΕΕ που να καλύπτουν τις ανάγκες τις οικονομίας αφού σταδιακά η απλή μαθητεία δε αρκούσε. Στο πλαίσιο αυτών των αναζητήσεων δημιουργήθηκε το αμιγώς «σχολικό μοντέλο» το οποίο εφαρμόζεται και στην Ελλάδα. Το μοντέλο αυτό οικοδομείται πάνω στην Μηλιός Ι., Από τη «στροφή στην τεχνική εκπαίδευση» στη «γενίκευση της συνεχούς κατάρτισης», περ. ΘΕΣΕΙΣ, Τεύχος 47, περίοδος: Απρίλιος - Ιούνιος 1994 547


γενική εκπαίδευση και λειτουργεί παράλληλα με το γενικό λύκειο με διάστημα φοίτησης 2 με 3 χρόνια. Η μάθηση του επαγγέλματος επιτυγχάνεται μέσα από τη σχολική πρακτική. Πρόκειται για ένα μοντέλο που οδηγεί στην υποτίμηση της ΤΕΕ αφού οδηγεί σε ανισότητα στην κατανομή των κοινωνικών ρόλων μέσα από την εξυπηρέτηση διαφορετικών κοινωνικών προσανατολισμών (πανεπιστήμιο-αγορά εργασίας) με τη λειτουργία δύο τύπων σχολείων στο πλαίσιο του ίδιου εκπαιδευτικού συστήματος. Όπου υπήρχαν μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις εμφανίστηκε το μοντέλο του «δυικού συστήματος» που προϋποθέτει την συνεργασία του σχολείου με την επιχείρηση. Εφαρμογή έχει επίσης και το «ενδοεπιχειρησιακό μοντέλο» σε χώρες που διαθέτουν μεγάλες βιομηχανίες. Θεωρητικό πλαίσιο Σύμφωνα με την θεωρία του «ελέγχου των τάξεων» το σχολείο είναι ο κυρίαρχος ιδεολογικός μηχανισμός εγχάραξης της κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτής της θεωρίας η ΤΕΕ εξυπηρετεί την εξασφάλιση του αναγκαίου εργατικού δυναμικού με περιορισμένη γενική εκπαίδευση κάτι που σημαίνει μειωμένο κοινωνικό κύρος για έναν εκπαιδευόμενο ο οποίος ως εργαζόμενος συμβάλει στην μεγιστοποίηση της υπεραξίας της εργασίας του χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις. Όμως, με την αυτοματοποίηση και την βιομηχανοποίηση προέκυψε η ανάγκη όχι μόνο για την εκμάθηση ενός επαγγέλματος αλλά και η αναγκαιότητα για την εκμάθηση νέων επαγγελμάτων σύμφωνα με την «τεχνολειτουργική» θεωρία. Μια άλλη θεωρητική προσέγγιση, αυτή της «νομιμοποίησης», η οικονομική αναγκαιότητα της επαγγελματικής εκπαίδευσης αποτελεί φυσιολογική εξέλιξη μιας ανθρώπινης κουλτούρας. Η δημιουργία της υπεραξίας που προκύπτει από την εξειδικευμένη εργασία δεν ωφελεί οικονομικά μόνο τον εργοδότη αλλά συμβάλει στις υψηλότερες απολαβές και σηματοδοτεί καλύτερες και ανθρωπινότερες σχέσεις εργασίας και κοινωνική ευημερία. Η εργασία μεταβάλλεται σε έναν περισσότερο αναγκαίο παράγοντα που ονομάζεται ανθρώπινο κεφάλαιο εξευγενίζοντας την εργατική υπόσταση. Έτσι, σήμερα η θεωρία του «ανθρώπινου κεφαλαίου» υποστηρίζει την χρησιμοποίηση της αναγκαίας γνώσης ως πλουτοπαραγωγικού αγαθού και συστατικού στοιχείου της οικονομικής ανάπτυξης. Μια ενδιαφέρουσα ερμηνευτική προσέγγιση για το ασύμπτωτο της σχέσης μεταξύ ΤΕΕ και οικονομίας στην χώρα μας είναι εκείνη που προσπαθεί να εξηγήσει τις αδυναμίες της ΤΕΕ μέσα από το πρίσμα της «κυρίαρχης κουλτούρας». Η κουλτούρα γενικά δρα ως καταλυτικός


μηχα-νισμός προσαρμογής και έχει σημαντικές λειτουργίες στην κοινωνική ζωή. Η νεοελληνική κοινωνία διαμορφώθηκε με βάση τις κοινωνικές αξίες της αρχαίας Ελλάδας. Η συνάντηση της αστικής τάξης με την ελληνοχριστιανική ιδεολογία οδήγησε σε μια κλασσικότροπη εκπαίδευση προς την οποία προσέτρεχαν και τα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων. Έτσι, στην χώρα μας είναι τεκμηριωμένη μια μεγάλη αφοσίωση στην εκπαίδευση, ως παράγοντα δύναμης για την ατομική και την κοινωνική ανάπτυξη 548. Ωστόσο η αφοσίωση αυτή είναι απονευρωμένη και άγονη σε κάθε φάση της, από ένα εν πολλοίς ακατάλληλο «εκπαιδευτικό σύστημα» που ουσιαστικά προετοιμάζει το μαθητή και το φοιτητή να εργασθεί σε μια οικονομία μικρομεσαίων βιοτεχνιών ή σ’ ένα διογκωμένο δημόσιο τομέα. Ένα σύστημα που είναι συνδεδεμένο μ’ ένα νομικίστικο, συγκεντρωτικό και πολιτικοποιημένο πελατειακό σύστημα που ενδεχομένως «οδηγεί σε ασφυξία» ανθρώπους προικισμένους με ικανότητες και ανώτερα κίνητρα. Όμως, παρά τα αδιέξοδα αυτά, ιστορικά η τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση συνέχιζε και συνεχίζει να μη χρίζει της ίδιας αποδοχής και καταξίωσης στην ελληνική κοινωνία με την Γενική Εκπαίδευση 549. Η επαγγελματική εκπαίδευση στην Ελλάδα αποτελεί εδώ και δεκάδες δεκαετιών έναν υποβαθμισμένο χώρο στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, μολονότι η ζήτηση για εξειδικευμένους τεχνίτες μεσαίου επιπέδου προσόντων ήταν ανέκαθεν έντονη. Διαπιστώνεται δηλαδή μια ασύμβατη σχέση ανάμεσα στην ΤΕΕ και στην οικονομία. Η δυσκολία προσαρμογής και αναπροσαρμογής του ρόλου του σχολείου στις εξελίξεις του κοινωνικού γίγνεσθαι αποτελεί διαχρονικά το άλυτο πρόβλημα του ελληνικού εκπαιδυετικού συστήματος 550. Οι ελλείψεις στις υποδομές και στο εκπαιδευτικό προσωπικό της τεχνικής εκπαίδευσης, η ανορθολογική οργάνωση της παραγωγής, αλλά και παλιές, βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις ενάντια στη δήθεν «υποδεέστερη χειρωνακτική εργασία», μαζί με βεβιασμένες και ελάχιστα πειστικές μεταρρυθμίσεις σ’ αυτό το πεδίο διατηρούν αυτήν την κατάσταση μέχρι σήμερα σχεδόν αμετάβλητη. Όμως, η ανάδειξη της σημασίας μόνο της κουλτούρας εις βάρος της πολιτικής και των ευρύτερων κοινωνικών διαδικασιών οδηγεί επίσης σε Educational issues and reports: Κριτική Επισκόπηση του Ελληνικού Εκπαιδευτικού Συστήματος από τον ΟΟΣΑ, διαθέσιμο στο www.nostos.com/education/rep_OECD.htm (30/1/2015). 549 Αργυρίου Α., Γατσώρης Θ., «Η τεχνική εκπαίδευση στην Ελλάδα-Μύθοι και Αλήθειες» Πρακτικά 2ου Επιστημονικού Συνεδρίου «Τεχνολογικές Εξελίξεις και Διδακτικές Εφαρμογές στην ΤΕΕ» - 16 & 17 Δεκεμβρίου 2011. 550 Ιακωβίδης Γ., «Η τεχνική και επαγελματική εκπαίδευση στην Ελλάδα», εκδ. Gutemberg, Αθήνα 1998, σελ. 28. 548


αδιέξοδα. Αυτό που χρειαζόμαστε πραγματικά σήμερα είναι μια πλατιά ιστορική προσέγγιση, η οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη της και τις πολιτισμικές και τις θεσμικές πλευρές. Το έργο του ιστορικού δεν μπορεί να ερμηνευτεί αποκλειστικά με κοινωνιολογικούς ή πολιτικούς όρους όπως δεν μπορούμε και από την άλλη μεριά να ισχυριστούμε ότι προέχει η ιδεολογική του λειτουργία. Την ιστορία οφείλουμε να τη βλέπουμε συνολικά μέσα στο κοινωνικο-πολιτισμικό και το πολιτικό της πλαίσιο. Η ιστορία είναι τελικά κάτι το πολυκεντρικό και το διάσπαρτο, το νοητό σε πολλά επίπεδα και διαστάσεις. Αυτό συνεπάγεται σύμφωνα με την αρχή της διαψευσιμότητας του Popper ότι πρέπει να είμαστε έτοιμοι στο ενδεχόμενο διάψευσης κάθε σχετικής επιστημονικής θεωρίας. Η απελευθέρωση από αξιωματικές απαιτήσεις ορθολογικών, δογματικών ή κριτικιστικών ή ακόμη και σχετικιστικών αποχρώσεων και η αντικατάστασή τους από την κοινά δεδομένη εμπειρία της υποκειμενικότητας ως υπαρκτού γεγονότος που όμως ελέγχεται από την διυποκειμενική ανταπόκριση στη σημαινόμενη εμπειρία, συνεπάγεται τη διεύρυνση του πεδίου της έμπνευσης, την πολλαπλότητα προέλευσης των δημιουργικών προκλήσεων, την άντλησή τους και από χώρους που σχετίζονται τόσο με την καλλιέργεια της προσωπικής ετερότητας του υποκειμένου όσο και με τη δυναμική του ευρύτερου πολιτιστικού, πολιτικού και κοινωνικού γίγνεσθαι. Στο επίκεντρο της κάθε ιστορικής μικροπεριόδου που μας ενδιαφέρει τίθενται υποκείμενα. Λέγοντας υποκείμενα εννοούμε είτε μεμονωμένες προσωπικότητες, είτε συλλογικά αλλά και ιστορικά υποκείμενα. Τα υποκείμενα αυτά επιδεικνύουν μια κάποια σχετική αυτονομία και δρουν ως τελεστές πρακτικών. Η ανθρώπινη δράση είναι επιδεκτική άπειρων δυνατοτήτων οι οποίες ακυρώνουν τις τυχών δεοντολογικές προβολές ανελαστικών μορφών αιτιοκρατίας και τις ντετερμινιστικές προεκτάσεις τους. Από την άλλη, όμως, η παρουσία του «συντυχιακού» 551 στο ιστορικό γίγνεσθαι δεν λαμβάνεται ως μια περιοδική έκχυση χάους. Το συντυχιακό μπορεί να αναφέρεται σε κάτι που δεν υπάγεται σε μια «προβλεπόμενη κανονικότητα αλλά προκύπτει μέσα από μια δική του κανονικότητα που στηρίζεται σε κάποιες επιλογές ομάδων ή ατόμων κατόπιν σκέψης, βούλησης και αξιολόγησης […] εδράζεται στην απρόβλεπτη ενδεχομένως πρωτοβουλία κάποιων ατομικών ή συλλογικών παραγόντων που προκύπτει κάποια συγκεκριμένη στιγμή εξαιτίας κάποιων νέων αποτιμήσεων του κοινωνικού γίγνεσθαι ή εξαιτίας κάποιων μετατροπών των συλλογικών επιλογών» 552.

Βλ. Αριστοτέλους, Φυσική Ακρόασις, 2ο βιβλίο. Κουτσουράκης Γ., Όψεις της εθνικής ταυτότητας στα σχολικά εγχειρίδια γλώσσας και ιστορίας του Δημοτικού Σχολείου: Η περίπτωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Διδακτο551 552


Το φαινόμενο της ασύμπτωτης σχέσης ανάμεσα στην τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση που είχε ήδη εκδηλωθεί με έμφαση από τον 19ο αιώνα, μελετήθηκε αρχικά από τον Κ. Τσουκαλά στο βιβλίο του «Εξάρτηση και Αναπαραγωγή» 553. Σύμφωνα με την συγκεκριμένη ερμηνεία το φαινόμενο οφειλόταν κυρίως σε μια οικονομική νοοτροπία ευκαιριακής μορφής και μεταπρατικού προσανατολισμού της ανάπτυξης του εμπορίου και σε μια ανάλογη πολιτική παρεμβατικότητα που εξυπηρετούσε τις επικρατούσες στάσεις των οικογενειών απέναντι στην εκπαίδευση 554. Επιδίωκαν με κάθε θυσία να σπουδάσουν τα παιδιά τους στη μέση γενική εκπαίδευση και στη συνέχεια, αν ήταν δυνατόν, στην τριτοβάθμια, ώστε να εξασφαλίσουν κοινωνική ανέλιξη και κοινωνικό κύρος. Πράγματι, σε μια κοινωνία σαν την ελληνική, που μέχρι πρόσφατα υπήρξε αγροτική, το ασφαλέστερο εφαλτήριο για κοινωνική άνοδο, αλλά και για εξασφάλιση, ήταν η μετάβαση από την ύπαιθρο στις πόλεις και η απόκτηση, μέσα στις πόλεις, μιας θέσης στο δημόσιο τομέα ή στα άλλα μη χειρωνακτικά επαγγέλματα. Τις βλέψεις αυτές υποδαύλιζαν οι θέσεις που αφειδώς δημιουργούνταν στις δημόσιες υπηρεσίες, οι οποίες, ήδη τον 19ο αιώνα, ήταν εντυπωσιακά διογκωμένες σε σύγκριση με τα ισχύοντα σε όλες τις γειτονικές χώρες αλλά και σε άλλες προηγμένες, όπως λ.χ. η Μεγάλη Βρετανία. Στην χώρα μας μία εξαιρετική συγκυρία παραγόντων οδήγησε στην ανάγκη πού είχε η μαζική ροή προς τη μικροαστική τάξη να ενεργοποιείται μέσω ειδικών μηχανισμών, έτσι ώστε ή εκπαίδευση να καθίσταται ο παράγοντας κλειδί της διαδικασίας της διαγενεϊκής ανοδικής κινητικότητας. Αν αυτή η επιμεριστική λειτουργία της παιδείας είναι κοινή και θεμελιακή στις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες, υπήρξε γενικά δευτερεύουσας σημασίας στις περιφερειακές κοινωνίες. Και ανάμεσα στις τελευταίες, πάρα πολύ λίγες είναι — τουλάχιστον το 19ο αιώνα — εκείνες οπού οι μέσες και ανώτερες κοινωνικές τάξεις να διογκώνονται με ρυθμούς αρκετά γοργούς, ώστε να μην είναι δυνατόν να καλυφθούν οι διαθέσιμες θέσεις μέσω της απλής αναπαραγωγής των «κατεστημένων» ανώτερων στρωμάτων, έτσι ώστε να υπολείπεται «χώρος» για πολλούς νέους υποψήφιους. Στις περισσότερες περιφερειακές χώρες οι δομικοί προσδιορισμοί της κινητικότητας προς την αστική και μικροαστική τάξη επιτρέπουν μία περιορισμένη μόνο κοινωνική ανέλιξη. Στην περίπτωση αυτή, και σύμφωνα με την θεωρία των συγκρούσεων, η κοινωνική τάξη που επικρατεί επιβάλλει τα ρική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Πατρών, Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημ. Εκπ/σης, Πάτρα 1997, σελ. 175. 553 Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: «Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922)» Εκδόσεις: Θεμέλιο, 1975 554 Τουκαλάς Κ., «Κράτος, κοινωνία, εργασία», Αθήνα 1986, σσ. 19-27.


συμφέροντά της και μεταχειρίζεται αλλά και διαμορφώνει το εκπαιδευτικό σύστημα με τέτοιον τρόπο ώστε να εξασφαλίζει τον κατάλληλο μηχανισμό επιβολής και προβολής για τις οικονομικές και τις κοινωνικές σκοπιμότητές της. Έτσι, η ΤΕΕ αντιμετωπίζεται εχθρικά γιατί προσελκύει τα ενδιαφέροντα των φτωχότερων στρωμάτων της κοινωνίας. Όμως, νομίζουμε, ότι το κύριο «διαστρεβλωτικό» αποτέλεσμα πού απέρρευσε από την ενσωμάτωση του ελληνικού κόσμου στα κυκλώματα του παγκόσμιου καπιταλισμού συνοψίζεται ακριβώς στις «εξαιρετικές» μορφές κινητικότητας. Η «ασύμπτωτη» ανάπτυξη των ταξικών σχέσεων στην Ελλάδα όπως προκύπτει από την αύξουσα δυσυμμετρία ανάμεσα στις υπό εκμετάλλευση παραγωγικές τάξεις και στις άρχουσες μη παραγωγικές τάξεις, αντανακλάται άμεσα στους μηχανισμούς της αναπαραγωγής πού ενεργοποιούν τη δυναμική του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας: σε τελευταία ανάλυση ή αντίφαση ανάμεσα στην «υπερεκπαίδευση» και στην «ημιμάθεια» υπερκαλύπτει την κοινωνική διάσταση, πού αντιπαραθέτει από τη μία μεριά το μέρος εκείνου του κοινωνικού σώματος πού μένει έξω από τις ροές της κινητικότητας και αναπαράγεται με αυτόματο τρόπο χωρίς προκαταβολική επέμβαση του σχολικού ιδεολογικού μηχανισμού, και από την άλλη μεριά του μέρους εκείνου του πληθυσμού πού καλείται να πραγματοποιήσει το ποιοτικό άλμα της προσπέλασης στη μικρή αστική τάξη των πόλεων, ένα άλμα πού προϋποθέτει ακριβώς μια συστηματική ιδεολογική εγχάραξη. Κατά το μεγαλύτερο λοιπόν μέρος του 19ου αιώνα, η κυριαρχία της αγροτικής παραγωγής στην οικονομία σε συνδυασμό με τους βραδύτατους ρυθμούς της βιομηχανικής ανάπτυξης, οδήγησαν σε ένα σύστημα παραγωγικών σχέσεων με ελάχιστες ανάγκες σε ειδικευμένο εργατικό και τεχνικό δυναμικό. `Ετσι δικαιολογείται ο μονοδιάστατος χαρακτήρας του εκπαιδευτικού συστήματος, η ανυπαρξία δηλαδή, ενός δεύτερου σχολικού δικτύου 555. Έτσι, σύμφωνα με ένα άλλο ερμηνευτικό πλαίσιο, εκείνο του δομολειτουργισμού, η απουσία ενδιαφέροντος για την δημιουργία τεχνικών και επαγγελματικών δομών οφείλεται εντέλει στην ανυπαρξία κοινωνικής ανάγκης για οικονομική οργάνωση τέτοιας μορφής (βιομηχανική, βιοτεχνική) που θα την καθιστούσε αναγκαία. Όταν όμως από πολύ νωρίς ήταν φανερό ότι και στον ελλαδικό χώρο η ζήτηση απόφοίτων γενικής εκπαίδευσης δεν αρκούσε για να καλύψει την πλεονάζουσα προσφορά, η ΤΕΕ άρχισε να τοποθετείται στο επίκεντρο των εκπαιδευτικών ανησυχιών. Έτσι, οι πρώτες πιέσεις για τη δημιουργία επαγγελματικού κλάδου στην ελληνική εκπαίδευση αρχίζουν να εκδηλώνονται ήδη από το 1885, ό.π., Ρηγοπούλου Δ. (1998).

555


αφού έχει προηγηθεί μία περίοδος οικονομικών και κοινωνικών ανακατατάξεων 556. Η τελευταία άλλωστε εικοσαετία του 19ου αιώνα συμπίπτει ουσιαστικά με την πρώτη φάση της βιομηχανικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, αλλά και με το ξεκίνημα μιας νέας εποχής στο χώρο των ιδεών και της πνευματικής ζωής (γενιά του 1880). Στον ελλαδικό χώρο, και σε μια σειρά νομοσχεδίων που υποβλήθηκαν το 1899 στη Βουλή υπήρχε, για πρώτη φορά, με σαφήνεια διατυπωμένη, η πρόθεση της τότε κυβέρνησης Γ. Θεοτόκη να δώσει στην εκπαίδευση έναν πρακτικότερο χαρακτήρα. Δύο σημεία αυτών των νομοσχεδίων αξίζει να προσεχθούν ιδιαίτερα: το πρώτο είναι ότι στόχευαν στην αυτοτέλεια του δημοτικού σχολείου με το χωρισμό του σε δυο κύκλους, από τους οποίους ο κατώτερος θα οδηγούσε στην αγορά εργασίας και ο ανώτερος στο γυμνάσιο, περιείχαν, δηλαδή, τη λογική του διπλού σχολικού δικτύου σε εμβρυακή μορφή. Και το δεύτερο είναι η πρόταση να καταργηθεί στο δημοτικό σχολείο η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών, πρόταση που, σε συνδυασμό με το πρακτικό περιεχόμενο των παρεχομένων στη στοιχειώδη εκπαίδευση γνώσεων εναντιώνεται στο μονοδιάστατο κλασικιστικό προσανατολισμό του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Τα νομοσχέδια αυτά, παρόλο που δεν ψηφίστηκαν, είναι πολύ σημαντικά για δύο κυρίως λόγους: αφενός διότι εξέφραζαν για πρώτη φορά μια λογική ενάντια στη μονολιθικότητα του εκπαιδευτικού μας συστήματος και συγχρόνως αποτελούσαν μια πρώτη απόπειρα σύνδεσης του σχολείου με την αγορά εργασίας και αφετέρου διότι, θέτοντας τις βάσεις μιας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης εκσυγχρονιστικής και δημοκρατικής αναφέρονται στα βασικά ζητήματα, που κυριαρχούν σε ολόκληρη την ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης. Οι προβληματισμοί στο πλαίσιο της γενικότερης εκπαίδευσης και ειδικότερα της επαγγελματικής εκπαίδευσης, δεν έλειψαν ποτέ ούτε και από τις εκτός των ορίων του νεοελληνικού κράτους ελληνικές περιοχές όπως η Κρήτη. Η λήψη μέτρων όχι μόνο για την καθολική μόρφωση του λαού αλλά και για την εξυπηρέτηση των αναγκών σε εξειδικευμένη γνώση κρίθηκε αναγκαία από πολύ νωρίς και ο προβληματισμός «περί γεωργικῆς,τεχνῶν καί ἐμπορίου» 557 διαπιστώνεται στον τύπο της εποχής και το αρχειακό υλικό. Είχε προηγηθεί και εδώ ο οραματισμός, κατά τον οποίο οι «ραγιάδες» πρέπει μέσα από την παιδεία να γίνουν πολίτες και ο λαός να αποβάλει τα «ελαττώματα» που είχαν συσσωρευθεί την περίοδο της τουρκοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά, ο μεταφυτευμένος από τη Βαυαρία κλασικισμός, το φαναριώτικο πνεύμα της εποχής και η «αριστοκρατική» παιδεία με παράλληλη περιφρόνηση κάθε χειρωνακτιΡηγοπούλου Δ. (1998). Η πολιτική των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων στο Virtual School, The sciences of Education Online, τόμος 1, τεύχος 1, 557 Α. Μάμουκας, Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος, Πειραιάς 1839, τόμ. 4, σ. 17.. 556


κής εργασίας, αφού το γενικό σχολείο εθεωρείτο ως ο μόνος δρόμος κοινωνικής ανόδου, οδήγησαν και στην Κρήτη σε ένα δίκτυο γενικής εκπαίδευσης, που δεν ικανοποίησε τις κοινωνικές απαιτήσεις, όπως αυτές διαμορφώθηκαν κυρίως από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και εξής, ενώ αρνήθηκε πεισματικά να προσαρμοστεί στις διαγραφόμενες νέες οικονομικές συνθήκες 558. Μόνιμα χαρακτηριστικά του ήσαν: προσήλωση στις κλασικές σπουδές, επιμονή στην ομοιομορφία και υποτίμηση της γεωργικής, της τεχνικής και της εμπορικής εκπαίδευσης, παρόλο που η Κρήτη ήταν καθαρά γεωργική και εμπορική και υστερούσε σε μεθόδους, μέσα και εργαλεία, και παρά τις μεγάλες ελλείψεις που υπήρχαν σε εξειδικευμένους «τεχνικούς άνδρας» και υπαλλήλους. Ερμηνεύοντας το φαινόμενο αυτό μπορούμε να αναφέρουμε ότι πολλές λειτουργίες (όπως διοίκηση, δικαστήρια, εκπαίδευση, αστυνομία), οι οποίες στο παρελθόν ασκούνταν τοπικά από κοινοτικούς και θρησκευτικούς παράγοντες άρχισαν να συγκεντρώνονται πια σε μια κεντρική δομή εξουσίας. Από τότε άρχισαν να διαμορφόνονται μάζες μόνιμων υποψηφίων για όλες τις βαθμίδες των δημοσίων υπηρεσιών που αποτελούσαν τα βασικότερα στηρίγματα του συστήματος «πελατείας». Ουσιαστικός προβληματισμός για την κατάσταση αυτή αναπτύσσεται το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και διατυπώνονται προτάσεις για την οργάνωση της γενικής και τεχνικής‐επαγγελματικής εκπαίδευσης από αρκετούς πολιτικούς αλλά και εκκλησιαστικούς άνδρες με πρώτο τον Επίσκοπο Πέτρας, ο οποίος μάλιστα προτείνει ένα ολοκληρωμένο σύστημα γενικής και τεχνικής‐επαγγελματικής εκπαίδευσης που θα συνέδεε την εκπαίδευση με την οικονομία πιστεύοντας στην ανάγκη προσαρμογής της εκπαίδευσης στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της κοινωνίας και την προετοιμασία του μαθητή για την ένταξή του στην κοινωνική και επαγγελματική ζωή. Οι προτάσεις αυτές αναπτύσσονται στο πλαίσιο μιας θεαματικής αναδιάρθρωσης των αστικών στρωμάτων, ενώ‐ ένας εξαιρετικά γοργός ρυθμός αστικοποίησης, με επίκεντρο τα αστικά κέντρα του νησιού και μια κοινωνικο‐επαγγελματική δομή που κυριαρχείται από έναν εντυπωσιακά αντιπαραγωγικό αστικό πληθυσμό, προβληματίζει ολοένα και περισσότερο. Παράλληλα, η εντεινόμενη κινητικότητα του αγροτικού πληθυσμού προς τις πόλεις και η εσωτερική μεταναστευτική κίνηση είναι παράγοντες που θα έχουν καθοριστικό αντίκτυπο στην εκπαίδευση, ιδιαίτερα των αρρένων, αφού οι πληθυσμιακές μεταβολές συντελούν στη δημιουργία νέων κοινωνικών και οικονομικών δομών, στην Χαρ. Νούτσος, Προγράμματα μέσης εκπαίδευσης και κοινωνικός έλεγχος (1931‐1973), Θεμέλιο, Αθήνα 1979, σσ. 27‐28. 558


επέκταση της δραστηριότητας των ιδιωτών και πολλές φορές στη δημιουργία θεσμικών μεταβολών. Οι οικονομικές και κοινωνικές αυτές μεταβολές στρέφουν και πάλι την κοινή γνώμη προς το σχολείο με την πεποίθηση ότι αυτό με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις μπορεί να στερεώσει και στη συνέχεια να προαγάγει τα νέα δεδομένα. Η αύξηση του χρηματικού όγκου κατέστησε τη ζήτηση σε εξειδικευμένο προσωπικό μεγάλη, με αποτέλεσμα με τον καιρό να εντείνονται και οι φωνές για την αναγκαιότητα της εμπορικής εκπαίδευσης. Οι φωνές για την αναθεώρηση του όλου εκπαιδευτικού συστήματος πληθαίνουν. Κεντρικά αιτήματα είναι η καθολική στοιχειώδης εκπαίδευση, η στροφή του περιεχομένου της διδασκαλίας σε πρακτικότερες κατευθύνσεις και η προσαρμογή της εκπαίδευσης στις απαιτήσεις της οικονομικής ανάπτυξης με την καθιέρωση συστήματος δημόσιας εμπορικής και «πρακτικής» εκπαίδευσης. Επομένως, από πολύ νωρίς και στην Κρήτη ήταν εμφανής η αυξανόμενη γνωριμία με τα ευρωπαϊκά πρότυπα εκπαίδευσης. Οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι άρχισαν να ενδιαφέρονται όχι μόνο για την καθολική μόρφωσητου λαού αλλά και για πρακτικότερη εκπαίδευση, η οποία θα απορροφούσε όλο εκείνο το μαθητικό δυναμικό που δεν κατευθυνόταν προς την κλασική παιδεία. Παράλληλα, η ανερχόμενη αστική τάξη που τη συγκροτούν οι μεγαλέμποροι, οι μικροβιομήχανοι, οι αστοί‐επιχειρηματίες, οι υπάλληλοι ‐όλοι αυτοί που τα παιδιά τους είχαν ήδη πρόσβαση στη μέση εκπαίδευση‐, διεκδικεί μία εκπαίδευση που να εστιάζεται λιγότερο στις κλασικές ανθρωπιστικές σπουδές και να στρέφεται περισσότερο προς τις επιστήμες, τις γλώσσες και την οικονομική δραστηριότητα. Έτσι λοιπόν, στην ερευνητική μας προσπάθεια είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε και εδώ επιστημονικές επισημάνσεις που προκύπτουν από τη μελέτη είτε της κοινωνικής συμπεριφοράς η οποία σχετίζεται με τον επιλεκτικό ρόλο του σχολείου, είτε της αγοράς εργασίας και του κατανεμητικού ρόλου της εκπαίδευσης. Κοντά σ’ αυτό θα πρέπει να εξηγηθεί η εκπαιδευτική πολιτική συμπεριφορά που καταγράφει εξακολουθητικά τη μεταπρατική μορφή της οικονομίας αλλά δεν καταφέρνει τελικά να την συνδέσει με έναν ανάλογο εκπαιδευτικό σχεδιασμό παρά τις όποιες προσπάθειες καταβάλλονται περιοδικά.


Τα πραγματολογικά δεδομένα και η ερμηνεία τους Η επανάσταση του 1866 - O Οργανικός Νόμος και η ίδρυση Γυμνασιακής τάξης στην Νεάπολη Το αίτημα για την αύξηση της χρηματοδότησης της παιδείας από την μοναστηριακή περιουσία, κάτω από συνθήκες οικονομικής δυσπραγίας των μοναστηριών και αντίδρασης όλων όσων είχαν συμφέροντα από την διαχείρισή της 559, η απαίτηση των προκρίτων για συμμετοχή των λαϊκών στην εποπτεία της εκπαίδευσης και στα ταμεία διαχείρισης της μοναστηριακής περιουσίας με σκοπό την ίδρυση σχολείων σε όλες τις περιοχές, καθώς και η ανάμειξη του Ισμαήλ Πασά στα αυτοδιοικητικά των χριστιανών με σκοπό την υποβάθμιση και αποδυνάμωση του πρωτοβάθμιου κοινοτικού συστήματος προς όφελος της Κεντρικής Δημογεροντίας, αποτέλεσε μια από τις κυριότερες αιτίες της επανάστασης του 1866. Η επαναστατική έξαρση, που ακολούθησε οδήγησε τελικά στην υπογραφή του Οργανικού Νόμου 560 το 1868. Η Πύλη, κάτω από τις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες καθοδηγούνταν από τις «επικρατέστερες ιδέες του 19ου αιώνα περί ελευθερίας των ατόμων και εθνικής αποκαταστάσεως των λαών με την εθνικοποίηση των κρατών ή την ίδρυση εθνικών κρατών» αλλά και από τον «ρωμαντισμό που ετόνιζε και τη διαφορά των Χριστιανών από τους ανθρώπους των άλλων θρησκειών καθώς και από τον νεοκλασικισμό που εξύψωνε την Αρχαία Ελλάδα με τις ανθρωπιστικές της ιδέες στην πρώτη θέση, προσπάθησε με παραχωρήσεις και υποχωρήσεις να ησυχάση την Κρήτη, να ικανοποιήση τις Δυνάμεις και να καθησυχάση την κοινή γνώμη του κόσμου. Η δυναμική πολιτική αντικαθίσταται από μια πολιτική κατευνασμού. Ο εκπρόσωπος τη Γαλλικής Κυβέρνησης είχε δηλώσει άλωστε στον Τούρκο πρέσβη ότι η Γαλλία και η Αγγλία δεν θα ήθελαν παρά να εξασφαλιστή η συμβίωση μεταξύ των λαών των δύο θρησκευμάτων και ότι επροσπάθησαν πάντα να πείσουν τον Σουλτάνο ότι είναι προτιμώτερες οι βαθμιαίες παραχωρήσεις που έρχονται μόνες τους, παρά οι παραχωρήσεις που τις εκβιάζουν οι Δυνάμεις» 561. Με τον Οργανικό Νόμο το «Βιλαέτι» της Κρήτης χωρίστηκε σε 5 Διοικήσεις και 20 Επαρχίες υποδιαιρεμένες σε Δήμους 562. Η Κρήτη Περισσότερα για το μοναστηριακό ζήτημα βλ. Τσιριντάνη, Ν., Η πολιτική και διπλωματική ιστορία της εν Κρήτη εθν. Επαναστάσεως, 1866-1868, τ. Α΄, Αθήνα 1950. 560 Για μια αναλυτική περιγραφή του Οργανικού Νόμου βλπ. Καλλιατάκη-Μερτικοπούλου, Κ., Ελληνικός αλυτρωτισμός και οθωμανικές μεταρρυθμίσεις. Η περίπτωση της Κρήτης 1868-1877, σσ. 135-149. 561 Μαμαλάκης Ιωάννης, Ο Αγώνας του 1866-1868 για την Ένωση της Κρήτης, Θεσσαλονίκη 1947, σελ. 148-164. 562 Κρητικού Κώδικος τεύχος πρώτον όπ. σελ. 22. 559


ορίστηκε να διοικείται «πολιτικώς από ένα Γενικό Διοικητή (Βαλήν) διοριζόμενον υπό της Αυτού Μεγαλειότητος του Σουλτάνου». Τις 5 Διοικήσεις επόπτευαν ισάριθμοι τοπικοί Διοικητές που περιστοιχίζονταν από το Διοικητικό Συμβούλιο στο οποίο συμμετείχαν εκτός από τον Διοικητή, ο τοπικός Επίσκοπος, οι υπηρεσιακοί παράγοντες αρμόδιοι για την δικαιοσύνη, τη διοίκηση και την οικονομία και έξι αιρετά μέλη. Η κάθε Διοίκηση υποδιαιρέθηκε σε Επαρχίες (Καζάδες) διοικούμενες από τους Επάρχους. Έδρα της νέας διοίκησης Λασιθίου, η οποία περιλάμβανε τις επαρχίες «Λασσιθίου, Μιραμβέλλου, Σιτείας και Ιεραπέτρας» ορίστηκε η Νεάπολη. Οι μεταρρυθμίσεις του Οργανικού Νόμου, παρά το γεγονός ότι δεν προώθησαν πάντοτε ριζοσπαστικά μέτρα, προκάλεσαν μια πρωτοφανή για την Αυτοκρατορία ρήξη με την παράδοση. Η αύρα που περιέβαλλε το ιδεολογικοποιημένο παρελθόν, ο σεβασμός που κάλυπτε καθετί το οποίο νομιμοποιούνταν από την πραγματική ή όχι μακρόχρονη χρήση ως κανόνας συμπεριφοράς, ως «συνήθεια» (αντέτ-adet), υποχώρησε μπροστά στο ιδεολογικό οπλοστάσιο των νέων καιρών. Έννοιες που είχαν εισαγάγει στην Αυτοκρατορία οι διανοούμενες ελίτ των βαλκανικών λαών, όπως η πρόοδος, τα φώτα του πολιτισμού, η ανεξιθρησκία, η έννοια του πολίτη, χρησιμοποιούνταν τώρα από την ίδια την οθωμανική εξουσία. Τούτο, σε συνδυασμό με τις τολμηρές μεταρρυθμιστικές διακηρύξεις περί ισότητας, αντιπροσώπευσης και ορθολογικοποίησης της διοίκησης, γέννησε σε πολλούς υπηκόους της Αυτοκρατορίας νέες προσδοκίες. Tο μέλλον ήταν πια ο κατεξοχήν χρόνος αναφοράς, ο χρόνος στον οποίο κράτος και υπήκοοι εναπόθεταν την ευόδωση των ελπίδων τους. Έτσι, οι μη μουσουλμάνοι περίμεναν την πραγματοποίηση των προσδοκιών που είχαν γεννήσει οι κρατικές υποσχέσεις περί ισότητας, οι έμποροι την κωδικοποίηση του εμπορικού δικαίου και γενικά την παροχή διευκολύνσεων κατά τις ανταλλαγές, οι αγρότες την ασφάλεια κατοχής των γαιών τους και οι λόγιοι την κατοχύρωση των δικαιωμάτων έκφρασης και ελευθεροτυπίας. Η εκπαίδευση, στα πλαίσια της πληθώρας των θέσεων που δημιούργησε ο Οργανικός Νόμος, αποβλέποντας στον σχηματισμό ενός συμπαγούς κυβερνητικού κόμματος, στην χαλάρωση του αγώνα και στον προσεταιρισμό των τοπικών επιρροών 563 καθώς συνδέθηκε με τις διαδικασίες κοινωνικής αναπαραγωγής, αντί να αναπτύξει μια σχετική αυτονομία μετατράπηκε σε χώρο άμεσα εξαρτημένο από την τοπική πολιτική σφαίρα συνιστώντας έναν κοινωνικό χώρο στον οποίο επεκτεινόταν ο αγώνας για την κατοχύρωση νομίμων διαπιστευτηρίων 563

Καλλιατάκη-Μερτικοπούλου Κάλια, ό.π. σελ. 154.


πρόσβασης στην πολιτική εξουσία. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η εποπτεία στο εκπαιδευτικό σύστημα γινόταν αντιληπτή και επιζητούνταν στη βάση της ίδιας της παραπάνω λογικής που διαπερνούσε ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό. Άλλωστε, η πληθώρα των διοικητικών θέσεων που δημιουργήθηκε με τον Οργανικό Νόμο είχε ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση του δημοσίου ταμείου από τους μισθούς των υπαλλήλων που επάνδρωναν τον πολύπλοκο διοικητικό μηχανισμό αυξάνοντας κατακόρυφα τη ζήτηση της εκπαίδευσης 564. Μετά τις παραπάνω εξελίξεις, η εκπαίδευση «καίπερ ουδεμιάς υποστηρίξεως απολαύουσα και κατά την περίοδον ταύτην υπό των κυβερνώντων αλλ’ εις την ιδιωτικήν πρωτοβουλίαν αφεθείσα ήρξατο να εξαπλώνηται εις τα διάφορα χωρία και να διαφεύγη τας χείρας των ιερέων δια της προσκλήσεως, είτε εκ της ελευθέρας Ελλάδος είτε εκ της δούλης, της ευμοιρούσης ανωτέρων εκπαιδευτηρίων, διδασκάλων οίτινες κυρίως εν ταις πόλεσιν και τοις επαρχιακοίς κέντροις εδίδασκον συστηματικώτερον των ιερέων και με πρόγραμμα. Ούτοι εισήγαγον εις τα δημοτικά σχολεία την διδασκαλίαν Ιστορίας, Γεωγραφίας, Φυσικής και Μαθηματικών. Τοσαύτη δε ήτο η φιλομάθεια του Κρητικού Λαού και η προς τα γράμματα αγάπη αυτού, ώστε εν τισι πόλεσιν και Ελληνικά Σχολεία ελειτούργουν κανονικώτατα κατά το πρόγραμμα των εν Ελλάδι Ελληνικών Σχολείων ή κατά πρόγραμμα συντασσόμενον υπό του διευθυντού του οικείου Ελληνικού Σχολείου. Και τάξεις τινές γυμνασιακαί αι δύο κατώτεραι, ιδρύθησαν εν Ηρακλείω, εν Χανίοις και εν Νεαπόλει ολίγον μετά τον του 1866 έτους χρόνον αίτινες ελειτούργουν μέχρι του 1878» 565. Στο Διαμέρισμα του Λασιθίου σημαντική, επιπλέον, ώθηση στην ανάπτυξη της εκπαίδευσης δόθηκε το έτος 1868, όταν ο Κωστής Αδοσίδης Πασάς ανάλαβε «εν χαλεποίς καιροίς» πρώτος χριστιανός Διοικητής Λασιθίου και εγκαταστάθηκε στο «Καινούργιο Χωριό» δίνοντάς του τον χαρακτήρα της πόλης και τη μετονομασία «Νεάπολη» 566. Την μεγένθυνση της Νεάπολης βοήθησε σημαντικά εκείνη την περίοδο και η πλούσια σοδειά του λαδιού της τελευταίας τετραμηνίας του 1868 και της πρώτης του 1869 567 κάτι που δημιούργησε την ανάγκη για την δημιουργία ενός μεταπρατικού κέντρου. Πριν το 1868 «η Νεάπολις ήτο κώμη μεγάλη μεν, αλ’ ουδέν σχεδόν έχουσα το προσιδιάζον συνοικισμώ ανθρώπων αξιούντι δικαίως συγκαταλέγηται μεταξύ των πόλεων και να φέρη το όνομα πόλιν». Ψιλάκης, Ν., ό. π., σσ. 1049-1050. Κρητική Πολιτεία,(1904), Η εν Κρήτη εκπαίδευσις, εν Χανίοις εκ του τυπογραφείου της Κρητικής Πολιτείας, σελ. 6. 566 Σταυράκης, Ν., ό.π., στη σημ. με αριθμό 13, σελ. 163, υποσ. 1 και σελ. 164. 567 Σκουλούδης προς Λαγόβσκη, 15/27 Νοεμβρίου 1871: Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, Αρχείο Ρωσσικού προξενίου Χανίων, φακ. Δ΄. 564 565


Όμως, ο Κωστής Αδοσίδης Πασάς, «ούτω δ’ ευρών την κόμην ταύτην ότε τω 1868 εξελέξατο αυτήν έδραν της διοικήσεως Λασιθίου, επεξέτεινεν αυτήν εγείρας μεν δημόσια οικοδομήματα, δους δ’ αφορμήν εις ίδρυσιν πολλών τοιούτων ιδιωτικών, χαράξας δ’ οδούς κανονικούς και αγοράς και πλατείας, διοχετεύσας δ’ ύδατα μακρόθεν και ιδρύσας κρήνας και άλλα πολλά […] όπου προ εικοσιπεντατείας υπήρχον ολίγα μόνον επί των δακτύλων αριθμούμενα παντοπωλεία, υπάχρουσι σήμερον εκατοντάδες καταστημάτων διαφόρων και εργαστηρίων τεχνιτών, όπου αγροί σμικράν αποφέροντες πρόσοδον και σμικράν κατ’ ακολουθίαν έχοντες αξίαν μεταβλήθησαν εις οικόπεδα και η αξία αυτών, κατά πήχεις ήδη ουχί κατά μουζούρια εκτιμωμένων, ηυξήθη κατά πολύ, ότι επ’ αυτών ηγέρθησαν και εγείρονται οσημέραι και οικήματα ικανώς ευπρεπεή και καταστηματα, ότι το εμπόριον της πόλεως, όλως ασήμαντον ον τότε, νυν ανέρχεται εις ικανάς χιλιάδας λιρών ενιαυσίως δια τε την ένεκα τούτων φοίτησιν πολλών εκ τε των περιεχώρων και των άλλων του τμήματος επαρχιών». Σύμφωνα με τον Αντ. Βορεάδη, Διευθυντή της εφημερίδας «Ηράκλειον», βουλευτή Λασιθίου και μέλος της Χριστιανικής Τμηματικής Εφορείας Λασιθίου, ο Κωστής Αδοσίδης Πασάς αν και «τον τόπο εύρεν καταστραμμένον εκ της τριετούς επαναστάσεως του 1866, ηρειπωμένα δε και τα προ της επαναστάσεως ταύτης υπάρχοντα ολίγα σχολεία», εργάστηκε «υπέρ της εκπαιδεύσεως του λαού» 568 και κατόρθωσε «εν βραχεί χρόνω να οικοδομηθώσιν ικανά δημοτικά σχολεία εκ βάθρων» κάνοντας χρήση του χρηματοδοτικού πρωτοκόλου του Μοναστηριακού Διοργανι-σμού 569. Η επέκταση του σχολικού δικτύου υπήρξε ταχύτατη από εκείνη τη στιγμή και μετά επειδή εκτιμήθηκε ότι η δημιουργία εγγράμματου περιβάλλοντος θα επέτρεπε την ανάπτυξη της χρήσης της ανάγνωσης και της γραφής στην καθημερινή ζωή και θα διευκόλυνε την ένταξη των ατόμων στο γραπτό δίκτυο επικοινωνίας και μάθησης. Η ένταξη αυτή ήταν αναγκαία για την μετάβαση σε μια συγκροτημένη κοινωνική και πολιτική δομή τέτοια που απαιτούσε η ανάδειξη της πόλης ως διοικητικό κέντρο του διαμερίσματος 570.

«Λόγος Α. Βορεάδου περί του θανάτου Κωστή Αδοσίδη Πασά», στην εφημ. Ηράκλειον, 22/7/1895, έτος Β΄, αριθμ. 102. 569 Καλλιατλακη-Μερτικοπούλου, Κ., «Η παιδεία στην Κρήτη 1868-1878, μια επισκόπηση», Πεπραγμένα Ε΄Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. γ΄, Ηράκλειο Κρήτης, 1984, σελ.80. 570 Σύμφωνα άλλωστε και με την έκθεση της Ανωτέρας Διεύθυνσεως της Παιδείας και της Δικαιοσύνης της Κρητικής Πολιτείας «[…] η μεταξύ του 1866 και 1878 περίοδος της εκπαιδεύσεως εν Κρήτη ως επί το πολύ κατά τα εν Ελλάδι ισχύοντα γινομένη δεν ήτο δυνατόν να μη γίνηται μετά τινος σκποπιμότητος και να μη προσελκύση πολλούς τροφίμους, ων οι ευπορώτεροι συνεπλήρουν τας σπουδάς αυτών εν Ελλάδι […]», βλπ. 568


Η γέννηση του προνομιούχου αστεακού χώρου στη Νεάπολη σηματοδότησε μια μείζονα ρήξη με τον χύδην χώρο του άμεσου φυσικού περιβάλλοντος. Ήταν ένας χώρος που άρχισε να δημιουργείται ρητά ως κοινωνικό προϊόν. Στους δρόμους, στην πλατεία και στην αγορά αυτή της πόλης άρχισαν να παράγονται και να αναπαράγονται οι πλούσιες σημασίες που κλήθηκαν να αντιστοιχήσουν στις νέες σύνθετες κοινωνικές σχέσεις και λειτουργίες. Και βαθμιαία, η συλλογική ζωή οργανώθηκε και επενδύθηκε με τα σύνθετα ειδοποιά της νοήματα, σε ομόκεντρους κύκλους που χαράσσονταν γύρω από τους συγκεκριμένους χώρους όπου οι άνθρωποι συνήθιζαν να συρρέουν για να πληροφορηθούν, για να πάρουν το λόγο, για να αναλάβουν κοινή συλλογική δράση και για να υποκλιθούν από κοινού στις εμπεδωμένες εξουσίες. Εκεί ονοματίστηκε ο δήμος, η τάξη αλλά και οι τάξεις. Εκεί κυοφορήθηκαν οι κατ’ εξοχήν αστεακές αξίες της ισονομίας και της ισηγορίας. Η έδρα της Επισκοπής Πέτρας μεταφέρθηκε από το γειτονικό χωριό Φουρνή στην Νεάπολης. Από τότε, όπως συνέβαινε και σε όλες στις οθωμανικές βαλκανικές πόλεις η δημόσια ζωή εκτυλισσόταν γύρω από αυτό το κέντρο της τοπικής εξουσίας. Tο διοικητήριο, έδρα της οθωμανικής αρχής, συνέδεε την πόλη -και την ύπαιθρο που την περιέβαλλε- με την κεντρική εξουσία μέσω του διοικητικού συστήματος της Αυτοκρατορίας, ενώ οι κοινότητες και οι Δημογεροντίες εξέφραζαν την τοπική συσπείρωση των υπηκόων σε εθνοθρησκευτικά πλαίσια. Η εκκλησιαστική αρχή, εντασσόμενη σ’ ένα διοικητικό πλέγμα παράλληλο με το οθωμανικό, συνέδεε την εθνοθρησκευτική ομάδα με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και την καθιστούσε οργανικό μέρος ενός όλου, του πολιτικοθρησκευτικού οργανισμού του Μιλέτ, όπως το κρατικό διοικητικό σύστημα ενσωμάτωνε τους κατοίκους στο σώμα των υπηκόων της Αυτοκρατορίας. 'Ένας άλλος παράγοντας σύνδεσης του βιωμένου με το φαντασιακό χώρο ήταν βέβαια οι οικονομικές σχέσεις, οι οποίες διαμόρφωναν τοπικές ενότητες παραγωγής και αγοράς καθώς και δίκτυα μεταφοράς και ανταλλαγής αγαθών τόσο εντός όσο και εκτός της Αυτοκρατορίας. Tους όρους της συγκρότησης των οικονομικών ενοτήτων και δικτύων καθόριζαν και οι νέες τεχνολογικές εξελίξεις: τηλέγραφος, ατμόπλοια κ.λ.π. Η τεχνολογία του έντυπου λόγου από την άλλη διευκόλυνε τη διασπορά της πληροφορίας και συγκροτούσε τους εγγραμμάτους σε πολιτισμική κοινότητα πέρα από τα στενά τοπικά πλαίσια. Το επίτευγμα του Αδοσίδη στον εκπαιδευτικό τομέα έγινε κατορθωτό κάνοντας χρήση του χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου του Κρητική Πολιτεία, Ανωτέρα Διεύθυνσις της Παιδείας καις της Δικαιοσύνης, Η εν Κρήτη εκπαίδευσις, εν Χανίοις, 1904, σελ. 7.


Μοναστηριακού Διοργανισμού 571 το οποίο εξασφάλισε αξιόλογους πόρους «υπέρ της παιδείας εκ των μοναστηριακών περιουσιών». Ο ίδιος ο Αδοσίδης «συνετέλεσε μεν πολύ εις επικύρωσιν του διοργανισμού του διέποντος νυν τας Ι. Μονάς, εφήρμοσε δε αυτόν επικυρωθέτα μετά πολλής αυστηρότητος. Και εις το δεύτερον τούτο πρέπε ν’ αποδώση τις μείζον σπουδαιότητα, διότι εκ πείρας γιγνώσκομεν πάντες οπόσα προσκόμματα παρεμβάλλονται εν τη εφαρμογή νόμου τινός εν Κρήτη» 572. Ο Μοναστηριακός Διοργανισμός επισημοποίησε για πρώτη φορά με τρόπο σαφή την ανάληψη της οργάνωσης και της εποπτείας της εκπαίδευσης από τους Αρχιερείς και τις Δημογεροντίες καθώς όρισε στο πρώτο άρθρο του ότι «οι τε Αρχιερείς και αι Κεντρικαί Δημογεροντίαι εκάστου Τμήματος θέλουσι φροντίζει περί της συστάσεως των αναγκαίων και καταλλήλων Δημοτικών Σχολείων εις τα κεντρικώτερα μέρη των οικείων επαρχιών το Τμήματος και Ελληνικών, αναλόγως των χρηματικών μέσων εις την Έδραν εκάστου Επαρχείου». Επίσης, καθορίστηκε με το άρθρο 2 ότι «η διατήρησις των τε Δημοτικών και των άλλων Σχολείων εν ταις επαρχίαις θέλει γίνεται εκ των Μοναστηριακών περισσευμάτων τη φιλοτίμω και φιλομούσω προσπαθεία και προθυμία του τε Αρχιερέως και της Κεντρικής Δημογεροντίας του Τμήματος» 573. Θεσπίστηκε ακόμη η ετήσια Σύγκληση Συνέλευσης των μονών η οποία μεταξύ των άλλων θα θεωρεί «και τους λογαριασμούς της δημοσίας εκπαιδεύσεως» 574. Ο Μοναστηριακός Διοργανισμός σε συνάρτηση με τον Οργανικό Νόμο ο οποίος καθιέρωσε ως επίσημη την ελληνική γλώσσα δημιούργησε ιδιαίτερα θετικές προϋποθέσεις για την εξάπλωση της εκπαίδευσης: «Από τε του 1871, ότε ίσχυσεν εν Κρήτη ο οργανικός νόμος κεθιερώθη δ’ επισήμως εν τοις δικαστηρίοις η Ελληνική Γλώσσα, εις όλην την Κρήτην πρωτοβουλία των τμηματικών δημογεροντιών, ζωηρός έπνευσεν ο άνεμος της ιδρύσεως Ελληνικών σχολείων κατ’ επαρχίας, δαπάναις των δημογεροντιών και των κατά τόπους μονών»575. Σε έκθεση της Ανωτέρας Διευθύνσεως της Παιδείας και της Δικαιοσύνης της Κρητικής Πολιτείας αναφέρεται για την περίοδο εκείνη: «η μεταξύ 1866 και 1878 περίοδος της εκπαιδεύσεως εν Κρήτη ως επί το πολύ κατά τα εν Ελλάδι ισχύοντα γινομένη και υπό διδασκάλων τυχόντων άλλων μεν Καλλιατάκη-Μερτικοπούλου, Κ., «Η παιδεία στην Κρήτη 1868-1878, μια επισκόπηση», Πεπραγμένα Ε΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. γ΄, Ηράκλειο Κρήτης, 1984, σελ.80. 572 Παπαδάκης Ν., Η εκκλησία της Κρήτης, Χανιά 1931. 573 Ό.π., σελ. 24. 574 Ό.π., άρθρον 2ον. 575 Καταπότη Γ.Μ., «Η εκπαίδευσις εν Σητεία», στο περ. Μύσων. Τόμος Α΄, Αθήναι 1932, σελ. 22. 571


Γυμνασιακής άλλων δε και Πανεπιστημιακής παιδεύσεως δεν ήτο δυνατόν να μη γίνηται μετά τινος σκοπιμότητος και να μη προσελκύση πολλούς τροφίμους, ων οι ευπορώτεροι συνεπλήρουν τας σπουδάς αυτών εν Ελλάδι» 576. Σύμφωνα, άλλωστε, με έκθεση του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Φιλίππου Ιωάννου κατά το 1869 σε ολόκληρη την Κρήτη λειτουργούσαν 198 σχολεία εκ των οποίων τα 35 στο τμήμα του Λασιθίου 577. Με βάση τις χρηματοδοτήσεις των μοναστηριακών προσόδων ανεγέρθηκε την περίοδο εκείνη στην Νεάπολη το κτίριο της Ελληνικής Σχολής 578 και ελήφθη πρόνοια για την ευώδοση μιας ανάλογης προσπάθειας στην Σητεία 579 όπου μετά την οικοδόμηση του διδακτηρίου εκλέχθηκε αμέσως επταμελής Εφορεία από τους κατοίκους η οποία και προέβη σε διορισμό δασκάλου 580. Λίγο αργότερα αποπερατώθηκε και το κτίριο της Ελληνικής Σχολής στην Ιεράπετρα, συστάθηκε και εκεί Σχολική Εφορεία και αναζητήθηκε κατάλληλο πρόσωπο για την διδασκαλία 581. Παράλληλα, καταβλήθηκε προσπάθεια για την σύσταση Γυμνασίου στην Νεάπολη με την διασφάλιση προς τον σκοπό αυτό των εισοδημάτων της μονής των αγίων Πάντων στο Χουμεριάκο 582. Έναν χρόνο μετά, οι Δημογέροντες και οι πρόκριτοι της Νεάπολης διεκδίκησαν και πέτυχαν την ίδρυση και λειτουργία και του πρώτου Παρθεναγωγείου στο διαμέρισμα του Λασιθίου 583 καθώς και την τοποθέτηση ευταξία στην Κρητική Πολιτεία, Ανωτέρα Διεύθυνσις της Παιδείας και της Δικαιοσύνης, Η εν Κρήτη εκπαίδευσις, εν Χανίοις 1904, σελ. 7. 577 Ολύμπια του 1870, περίοδος Β΄ υπό της επί των Ολυμπίων και των Κληροδοτημάτων Επιτροπής, Αθήναι 1872 578 Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με αριθμό πρωτοκ. 27/15-5-1871. 579 Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με αριθμό πρωτοκ. 36/24-2-1871. 580 Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με αριθμό πρωτοκ 130/3-3-1871. 581 Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με αριθμό πρωτοκ. 110/16-2-1872. 582 Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με χρονολογία 22-5-1871. 583 «Θεοφιλέστατε Άγιε Πέτρας και έντιμοι δημογέροντες, πανθομολογούμενον υπάρχει ότι η ευημερία και ευτυχία παντός τόπου είναι πάντοτε ανάλογος της τε διανοητικής και ηθικής μορφώσεως των κατοίκων αυτού. Αλλά τις δεν γιγνώσκει ότι τα αγαθά αυτά ταύτα προσκτώνται ου μόνον του ενός αλλ’ αμφοτέρων των φύλλων των τε αρρένων και θηλέων; δια τούτο παντού μετ’ ακαμάτου πόθου και δια παντός τρόπου επιδιώκεται η ίδρυσις ου μόνον σχολείων δια τους άρρενας αλλά και παρθεναγωγείων δια τας θήλεις, διότι ουδείς ο αρνούμενος σήμερον ότι η αληθής ευτυχία του ανθρώπου κατά μέγα μέρος ,ίνα μη είπωμεν όλως, εξαρτάται εκ του γυναικείου φύλου. Αι γυναίκες είναι το μόνον κατάλληλον όργανον δι’ ου δύνανται να ενσταλαχθώσι και δια παντός να μείνωσι εν τη καρδία και τη διανοία των παιδιών, ου μόνον η αγάπη και η αφοσίωσις προς τε την θρησκείαν και την πατρίδα, η υποταγή και το σέβας προς τους γονείς και τους άρχοντας και η αγάπη προς τον πλησίον αλλά και η αποστροφή προς πάσαν κακίαν. Ταύτα και ημείς αναλογιζόμενοι, κύριοι Δημογέροντες, και επιθυμούντες, ίνα και εν τη ημετέρα κοινωνία μορφωθώσι μητέρες άξιαι του ονόματος τούτου, 576


ελληνική σχολή της πόλης «προς παύσιν των αταξιών και πρόληψιν της διαφθοράς των ηθών» 584. Επιπλέον, και προκειμένου, η οργάνωση και διοίκηση της εκπαίδευσης στο διαμέρισμα του Λασιθίου να αποκτήσει πιο στέρεες και συστηματικές βάσεις η Δημογεροντία Λασιθίου υιοθέτησε 585 τον «Κανονισμό των κατά το τμήμα του Ηρακλείου Κρήτης ιδρυθέντων δημοτικών σχολείων» 586 τον οποίο και εφάρμοζε από το έτος 1873 στα σχολεία της αρμοδιότητάς της 587 καθώς διαπίστωσε ότι η έλλειψη ενός τέτοιου κανονισμού «ου μικράν ζημίαν προξενεί τοις μαθητευομένοις εν αυτόθι η ποικιλία του τρόπου της διδασκαλίας και του είδους των μαθημάτων». Η υιοθέτηση του Κανονισμού αυτού από τη Δημογεροντία, η οποία συνέπεσε με την μετάθεση του Κωστή Αδοσίδη πασά στη Διοίκηση των Σφακίων, εξέφραζε την πρόθεσή της για την πραγμάτωση μιας διοικητικής και οργανωτικής ομοιομορφίας588 καθώς και την επιθυμία της να θέσει κάτω από τον άμεσο έλεγχό της τον σχολικό μηχανισμό και να εξοπλίσει την κεντρική και περιφερειακή σε επίπεδο διαμερίσματος δομή του. Η οργάνωση της εκπαίδευσης στην περιοχή του Λασιθίου ολοκληρώθηκε τα επόμενα χρόνια με τη σύσταση από την Δημογεροντία, το έτος 1876, της πρώτης γυμνασιακής τάξης προσαρτημένης στο Σχολαρχείο, στο οποίο λειτουργούσε ήδη και «ανωτέρα κορασιακή τάξη καθώς εκτιμήθηκε το «ανεπαρκές των απολύτως αναγκαίων παρακαλούμεν ευσεβάστως, όπως ληφθή η δέουσα πρόνοια περί ιδρύσεως ενταύθα Παρθεναγωγείου υφ’ υμών. Καίτοι δεν είμεθα βέβαιοι ότι εισακούσαντες την παράκλησιν ημών μετά προθυμίας θέλετε ζητήσει και εξεύρει πρόσωπα ικανά, ουχ’ ήττον όμως ως τοιαύτα κατά την γνώμην ημών, συνιστώμεν υμίν την του κ. Κ. Σφακιανάκη θυγατέρα την κ .Αικατερινην μαθητρίαν της Αρσακίου Σχολής, της Σχολής δηλονότι εκείνης ,εξ ης εξήλθον και εξέρχονται άπασαι της ανατολής αι διδασκάλισσαι του ημετέρου έθνους. Ως βοηθόν δε ταύτης την ορφανήν Αθηνάν της από ενταύθα Καλής Χλαπουτοπούλας. Ευελπιστούντες προς τα καλά και την καλήν καγαθήν διάθεσιν υμών και πλήρη πεποίθησιν έχοντες ότι η αίτησίς μας θέλει ληφθή υπ’όψιν και μετά πατρικού ζήλου εκπληρωθή, διατελούμεν μετά μεγίστης προς ημάς υπολήψεως. Νεοχώριον Μεραμβέλλου, 1 Νοεμβρίου 1872 Οι Δημογέροντες και Πρόκριτοι Νεαπόλεως Χατζή Εμμαν. Λουμπούνης, Ν. Πλευριτάκης, Ιωαν. Αποστολάκης, Χατζή Ιωάννης Τζαμπαρλής, Ελευθέριος Συλλιγάρδος, Γεώργιος Λυδάκης, Χαράλαμπος Μαγκώνης, Δημήτριος Λύρης, Κων/νος Στεφανάκης, Χατζή Κων/νος Φρουζάκης, Πέτρος Φαητάκης, Ιωάννης Παντερμαράκης, Ιωάννης Τσιχλής». 584 Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με αριθμ. πρωτοκ. 762/22-12-1872. 585 Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με αριθμ. πρωτ. 1873-08-31/447. 586 Α.Χ.Δ.Η., έγγραφο με αριθμ. πρωτοκ. 1870/1511/883. 587 Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με αριθμ. πρωτοκ. 1873-8-31/476. 588 Βλπ. σχετικά Κοντόνη, Α., Το νεοελληνικό σχολείο και ο πολιτικός ρόλος των παιδαγωγικών συστημάτων, εκδ. Κριτική, Αθήνα1997.


γνώσεων των μαθητών απολυομένων εκ της τρίτης τάξεως του Ελληνικού Σχολείου» και «το ένεκα της απορίας των πλείστων δύσκολον ή αδύνατον της μεταβάσεως εις ανώτερα σχολεία». Η περίοδος μετά τη Σύμβαση της Χαλέπας Στην πορεία του χρόνου, ο Οργανικός Νόμος ο οποίος είχε δημιουργήσει τις παραπάνω ιδιαίτερα θετικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη και την οργάνωση ενός στοιχειώδους σχολικού δικτύου στην περιοχή σύντομα έπαψε να ισχύει ουσιαστικά καθώς καταπατούνταν συστηματικά τα κυριότερα άρθρα του. Η Πύλη έστελνε στην Κρήτη ως Γενικούς Διοικητές μουσουλμάνους στρατιωτικούς, εχθρούς κάθε μεταρρύθμισης. Εκτός τούτου, και η ίδια η Οθωμανική Αυτοκρατορία από το έτος 1871 και μετά πέρασε σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας κατά την οποία ισχυροποιήθηκε το κίνημα του πανισλαμισμού, το οποίο ήταν αντίθετο σε κάθε προσπάθεια εισαγωγής φιλελεύθερων αρχών στο διοικητικό σύστημα της Αυτοκρατορίας. Στην Κρήτη φορέας της αντίδρασης υπήρξε το ισχυρό κόμμα των Μπέηδων, που εναντιώνονταν σταθερά στην εξίσωση χριστιανών και μουσουλμάνων. Για την μελέτη των μετέπειτα εξελίξεων είναι σκόπιμο να αναφέρουμε ότι η κρητική οικονομία βασιζόταν κυρίως στην αγροτική παραγωγή. Υπάρχει κατά τη διάρκεια όλου του 19ου αιώνα μία κοινωνική διαστρωμάτωση διαμορφωμένη με βάση αυτήν την κλασσική, παρά τις κατά τόπους διαφοροποιήσεις, οθωμανική δομή κοινωνίας, που έχει ως πυρήνα την αγροτική παραγωγή 589. Ακόμη και, το 1900, όταν ήδη είχαν περάσει δύο χρόνια από την αυτονόμηση, οι κάτοικοι των αστικών κέντρων της μεγαλονήσου δεν υπερέβαιναν το 25% του συνολικού πληθυσμού, ενώ το σύνολο των ασχολουμένων με τη βιομηχανία βιοτεχνία, το εμπόριο, τα ελεύθερα επαγγέλματα και τη δημόσια διοίκηση μόλις άγγιζε το 15% του ενεργού πληθυσμού του νησιού 590. Πολύ λίγο οι κάτοικοι της Κρήτης σχετίζονται με τα ναυτιλιακά και το εμπόριο. Δεν έχουμε στην Κρήτη ντόπιους μεγάλους ή και μικρότερους ναυτιλιακούς εμπορικούς οίκους, όπως στα άλλα μικρότερα νησιά του Αιγαίου και γενικότερα οι κάτοικοι δεν έχουν σαν βασικό βιοποριστικό μέσο τη θάλασσα αλλά τη γη. Η Κρήτη μοιάζει περισσότερο με τις χερσαίες περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας παρά με τις νησιωτικές. Παλούκης Κ., Η άρχουσα τάξη της Κρήτης και του Ρεθύμνου κατά την Α’ περίοδο της Κρητικής Πολιτείας (1898-1905), σεμιναριακή εργασία στο Τμήμα ΙστορίαςΑρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Παν/μίου Κρήτης, 1998. 590 Σβολώπουλος Κωνσταντίνος, «Η αυτονομία στην Κρήτη, Ιστορία και πολιτισμός, Τόμος Δεύτερος», (1988), εκδ. Σύνδεσμος τοπικών ενώσεων, δήμων και κοινοτήτων Κρήτης, Κρήτη, σελ.472. 589


Το οθωμανικό φορολογικό σύστημα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για κοινωνική διαστρωμάτωση στον χώρο της χριστιανικής αλλά και της ντόπιας μουσουλμανικής κοινότητας. Οι πρόκριτοι και οι προεστοί με εκμίσθωση των φόρων αναλαμβάνουν να συγκεντρώνουν τη φορολογία για χάρη του Οθωμανικού Δημοσίου. Από όλη αυτή την ιστορία όμως ο εκμισθωτής έπρεπε να βγάλει και κάποιο κέρδος, κάτι που πετύχαινε αυξάνοντας το ποσό του φόρου σε βάρος του καλλιεργητή. Στη συνέχεια ο εκμισθωτής εμπορευότανε το μέρος εκείνο του φόρου που κρατούσε για τον εαυτό του, που στην περίπτωση της Κρήτης ήταν κυρίως το λάδι, το πούλαγε και το μετέτρεπε σε κάποιο πρωταρχικό κεφάλαιο. Με το πρωταρχικό αυτό κεφάλαιο αργότερα δάνειζε με μεγάλο τόκο στους φτωχούς αγρότες όντας ο τραπεζίτης της εποχής ή και με υποθήκη αγόραζε, πολύ πριν από τη συγκομιδή σε πολύ φτηνή τιμή, τα παραγόμενα προϊόντα τους και τα εμπορευόταν. Το όλο αυτό καθεστώς δυσαρεστούσε, καθώς οδηγούσε στην εξαθλίωση τις αγροτικές μάζες. Ούτε, όμως, και οι πρόκριτοι αυτοί ήταν ευχαριστημένοι από το οθωμανικό καθεστώς γιατί οι δομές του περιόριζαν τις επιδιώξεις τους. Κυρίως, δεν έβλεπαν το λόγο που θα έπρεπε να φεύγουν οι φόροι έξω από το νησί σε μία μακρινή πρωτεύουσα που δεν είχε τη διάθεση να εφαρμόσει καμιά αναπτυξιακή πολιτική και να κατατίθενται σε ένα καταχρεωμένο Δημόσιο Οθωμανικό Ταμείο. Δεν έβλεπαν το λόγο που θα έπρεπε να κυβερνώνται από έναν Τούρκο κυβερνητικό αξιωματούχο. Οι προύχοντες και οι οπλαρχηγοί των μεγάλων και παλιών οικογενειών με πολλές αγωνιστικές περγαμηνές και με μεγάλη κοινωνική καταξίωση επεδίωκαν πρόσβαση στην τοπική εξουσία και ουσιαστικό ρόλο στην πολιτική διακυβέρνηση των πραγμάτων στο νησί. Παράλληλα, η ένωση με την Ελλάδα ήταν μία πολύ καλή προοπτική απεγκλωβισμού από το παρηκμασμένο καθεστώς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η κοινωνική διάρθρωση της Ελλάδας, που προέρχεται και αυτή από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στα μέσα του 19ου αιώνα αποτελούσε ακόμη μία καθυστερημένη αγροτική οικονομία στην οποία κυβερνούσαν οι τάξεις που είχαν κυριαρχήσει στην επανάσταση, δηλαδή οι προύχοντες και οι αναδειγμένοι στις μάχες οπλαρχηγοί. Επομένως, η δομή του ελληνικού κράτους είχε πάρα πολλά κοινά στοιχεία με τη μορφή του καθεστώτος που η κρητική ηγετική ομάδα είχε ως πρότυπο και στόχο να εφαρμόσει αντικαθιστώντας το σουλτανικό. Από αυτό το σημείο όμως, αρχίζει και η σύγκρουση με το μουσουλμανικό στοιχείο, που φυσικά έβλεπε αρνητικά οποιαδήποτε προοπτική σύνδεσης με τον ελληνικό εθνικό κορμό. Εκείνη την περίοδο ενώ οι ελληνόφωνοι χριστιανοί είχαν αποκτήσει ελληνική συνείδηση και ένιωθαν κοντά στην Ελλάδα, οι μουσουλμάνοι συνέχιζαν να


αυτοπροσδιορίζονται με βάση το θρήσκευμα. Με την άρνησής τους βέβαια στην προοπτική της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ακολουθούσαν έναν αμυντικό οθωμανισμό κοντά σ’ αυτόν που ο Αβδούλ Χαμίτ Β΄ (1876–1909) ήθελε να δημιουργήσει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έχοντας, λοιπόν, δημιουργήσει οι χριστιανοί προεστώτες, που αποτελούσαν και την πλειοψηφία άλλωστε του νησιού σε σχέση με τους αντίστοιχους μουσουλμάνους, ένα πολιτικό πλέγμα εξάρτησης με τους καλλιεργητές, κατάφεραν να ελέγξουν και να ρίξουν όλο το κύμα της δυσαρέσκειας των αγροτών ενάντια στις σουλτανικές αρχές και να κάνουν συνείδηση το αίτημα της ένωσης με την ελεύθερη από τον Τουρκικό ζυγό Ελλάδα. Κατά την διάρκεια όλου του 19ου αιώνα με μια σειρά εξεγέρσεις πέτυχαν υπέρ τους πολλές ευνοϊκές ρυθμίσεις Στο πλαίσιο αυτό, ο τοπικός χριστιανικός πληθυσμός με την επισιτιστική αρωγή των μοναστηριών επαναστάτησε και πάλι το έτος 1877 ενώ η Τουρκία βρισκόταν περιπλεγμένη σε νέο πόλεμο με την Ρωσία 591. Η επανάσταση επέφερε για μια ακόμη φορά την «ανατροπήν του καθεστώτος ως εκ του οποίου διαλυθείσης της Δημογεροντίας διελύθησαν κατά λόγους φυσικούς και τα υπ’ αυτής εξαρτώμενα εκπαιδευτικά καταστήματα» 592. Κάτω από την πίεση που ασκήθηκε τότε, η Πύλη προτίμησε, με υπόδειξη της Αγγλίας, να καταφύγει και πάλι στην πολιτική του συμβιβασμού και των υποσχέσεων προτείνοντας νέες παραχωρήσεις και προνόμια στα πλαίσια του Οργανικού Νόμου. Το 1878 ύστερα από εξέγερση ο Σουλτάνος υποχρεώθηκε με την «Σύμβαση της Χαλέπας» να αποδεχτεί τον «Οργανικό Νόμο». Από τότε τέθηκε για πρώτη φορά σε ισχύ και έγινε η πρώτη προσπάθεια να εφαρμοστεί ένα υποτυπώδες σύστημα κοινοβουλευτικής αυτοδιοίκησης 593. Από τότε η κρητική ιθύνουσα τάξη, που ξεσήκωνε συνεχώς τον λαό σε ενωτικές εξεγέρσεις, άρχισε να «φλερτάρει» και με την ιδέα της αυτονομίας. Μέχρι εκείνη τη φάση θεωρούσε ως λύση του αδιεξόδου και εξυπηρέτηση των επιδιώξεών, με τις όποιες εσωτερικές αντιθέσεις της, μόνο την ένωση 594. Οι θετικές συνέπειες στην προοπτική της εφαρμογής του «Οργανικού Νόμου», ο πολιτικός εγκλωβισμός της άρχουσας τάξης και ο φόβος μιας γενικευμένης καταστροφής που θα επέβαλε ολοκληρωτικά και τελειωτικά την επικυριαρχία του Σουλτάνου είναι οι Κωφός, Ε., «Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος και η πολιτική της οικουμενικής κυβερνήσεως» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήνα 1977, τ. 13, σσ. 326-330. 592 Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με αριθμ. πρωτοκ. 1881-07-08/387/552/2. 593 Παπαμανουσάκης Στράτης, «Το Ενωτικό Κίνημα της Κρήτης στα 1908 και ο Εμμ. Ξηράς», Χανιά 1985, σελ. 20 594 Παπαμανουσάκης Στράτης, «Η ξενοκρατία στην Κρήτη», σελ. 87 έως 112 591


παράγοντες που συντέλεσαν στην αλλαγή του προσανατολισμού. Οι ιθύνοντες στα κρητικά πράγματα άρχισαν να αναζητούν μία πιο ρεαλιστική λύση. Η ένωση ήταν βέβαια ο τελικός σκοπός αλλά από το 1878 έως το 1898 σταδιακά οι απόψεις όλο και περισσότερων κρητικών ηγετών, που μπορούσαν να ξέρουν τι ακριβώς γίνεται στην Ελλάδα και είχαν ανεπτυγμένα τα πολιτικά τους ένστικτα και βαθιά γνώση του συμφέροντός τους, προσανατολίζονταν σε μία υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων προσωρινή αυτονομία. Από δω και πέρα το αίτημα της Ένωσης και οι επαναστάσεις καταλήγουν να είναι απλώς μέσα πίεσης για περισσότερη δύναμη και αυτονομία. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1878 υπογράφηκε τελικά η Σύμβαση της Χαλέπας με την οποία επικυρώνονταν τα προηγούμενα προνόμια και διευρύνονταν τα δικαιώματα των χριστιανών ενώ, επίσης, προβλέφθηκε η δημιουργία Κρητικής Βουλής με την εγκατάσταση ενός «κοινοβουλευτικού» συστήματος τοπικής αυτοδιοίκησης 595, η ανάθεση της Γενικής Διοίκησης ακόμη και σε χριστιανό διοικητή καθώς και η ειδική μέριμνα για την παιδεία, καθώς επιτράπηκε «η εν τη Νήσω σύστασις φιλεκπαιδευτικών συλλόγων, τυπογραφείων και η έκδοσις εφημερίδων, συμφώνως τοις κειμένοις Νόμοις του Κράτους». Επίσης, ομαλοποιήθηκε και πάλι η διαδικασία διάθεσης δημοσίων πιστώσεων για «την σύστασιν εκπαιδευτικών καταστημάτων» 596. Η Σύμβαση της Χαλέπας έθεσε τις βάσεις για την ημιαυτονομία του νησιού και την σύσταση ενός κεντρικού κρατικού μορφώματος το οποίο θα αναλάμβανε με δραστήριο πια τρόπο την διαχείριση σημαντικών ζητημάτων τα οποία μέχρι τότε ήταν στα χέρια αυτοδιοικούμενων τοπικών οργανισμών, όπως τα δημόσια έργα, η εκπαίδευση κ.λ.π. Σύμφωνα, εξάλλου, με το 13ο άρθρο της Σύμβασης «αφαιρουμένων των δαπανών της τοπικής αρχής εκ των εισοδημάτων της νήσου, το ήμισυ του καθαρού περισσεύματος θέλει αποστέλλεσθαι εις το αυτοκρ. ταμείον, το δ’ άλλο ήμισυ θέλει δαπανάσθαι εις επιτόπια έργα δημοσίου ωφελείας, ήτοι 1ον εις την διοργάνωσιν των φυλακών, 2ον εις την σύστασιν εκπαιδευτικών καταστημάτων, 3ον εις τον σχηματισμόν νοσοκομείων και 4ον εις την κατασκευήν και επισκευήν δρόμων και λιμένων. Τα έργα ταύτα θέλουν συζητείσθαι και ψηφίζεσθαι υπό της Γεν. Συνελεύσεως». Με την δημοσιοοικονομική αναδιοργάνωση της Σύμβασης της Χαλέπας το νησί είχε απαλλαχθεί από το βαρύ έξοδο της διατήρησης Παπαμανουσάκης Σ., «Κρήτη: 1897-1898. Από την επανάσταση στο κράτος», στο Η τελευταία φάση του Κρητικού Ζητήματος, (επιμ. Θ. Δετοράκης-Α. Καλοκαρινός, Ηράκλειο 2001, σελ. 188. 596 Κρητικού κώδικος τεύχος πρώτον…, ό.π., σελ. 138. 595


φρουράς. Την διεύθυνση όσων στρατιωτικών σωμάτων είχαν απομείνει και το κόστος διατήρησής τους το είχε αναλάβει η ίδια η Πύλη. Με τον οργανικό νόμο όμως είχαν δημιουργηθεί πολλές δημόσιες θέσεις που δεν ανταποκρίνονταν στην εξυπηρέτηση υπηρεσιακών αναγκών αλλά ικανοποιούσαν ορισμένα αιτήματα των Κρητών. Από την πρώτη κιόλας χρονιά της εποχής της Χαλέπας ο Φωτιάδης Πασάς είχε εγκαινιάσει μια συστηματική προσπάθεια περιορισμού ορισμένων δαπανών με την κατάργηση δημοσίων θέσεων. Η συγκυρία ήταν τότε ευνοϊκή καθώς υπό τον νέο τύπο διακυβέρνησης είχε απομακρυνθεί από αυτό ένα μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων δημοσίων υπαλλήλων και αξιωματούχων κάθε βαθμού. Έτσι ήταν ανοικτό το ζήτημα της διατήρησης ή τα περικοπής κάποιων διοικητικών θέσεων. Από τις πρώτες κιόλας συνεδριάσεις της Γενικής Συνέλευσης είχε αποφασιστεί η μείωση των μισθών και η κατάργηση των περιττών θέσεων. Χαρακτηριστική σε αυτήν την απόφα-ση ήταν η συναίνεση και των πληρεξουσίων από τους οποίους είχε συσταθεί ειδική επιτροπή για να διερευνήσει το θέμα. Υπό το βάρος των μεγάλων οικονομικών πιέσεων που δεχόταν το κρητικό δημόσιο στις αρχές του 1879 το ζήτημα των περικοπών των μισθών ήταν τόσο επείγον που στις αρχές Ιανουαρίου είχε προταθεί η αναστολή της πληρωμής των μισθών των υπαλλήλων, προτού καν γνωστοποιηθεί η περικοπή τους597. Το 1885 για πρώτη φορά από το 1879 παρατηρήθηκε στην Κρήτη η πρώτη μεγάλη δημοσιοοικονομική κρίση. Μέχρι τότε οι ελλειμματικές χρονιές είχαν εξισορροπηθεί από τις ιδιαίτερα πλεονασματικές. Όπως φαίνεται από τα έσοδα του κρητικού δημοσίου από την δεκάτη, το 1885 πραγματοποιήθηκαν οι δεύτερες κατά σειρά πιο φτωχές εισπράξεις της περιόδου. Επιπλέον, το 1886 ήταν η δεύτερη πιο φτωχή ως προς τα έσοδα χρονιά της περιόδου 1879-1886 παρουσιάζοντας λίγο μεγαλύτερες εισπράξεις σε σχέση με εκείνες του 1880. Μετά από αυτή την εξέλιξη μοναδική λύση φάνταζε η εξεύρεση πόρων μέσα από το νησί καθώς η Πύλη είχε αντιρρήσεις για την σύναψη εξωτερικού δανείου φοβούμενη την εξάρτηση του νησιού από τις μεγάλες δυνάμεις. Αλλά στο εσωτερικό οι λύσεις δανεισμού ήταν περιορισμένες. Η ένδεια χρημάτων αποτελούσε γενικευμένο φαινόμενο στην Κρήτη σε περιόδους οικονομικών κρίσεων. Ο δανεισμός από ιδιώτες δεν αποτελούσε αξιόπιστη λύση. Έτσι, το κρητικό δημόσιο είχε στραφεί στην μοναδική λύση μέσα στο νησί να δανειστεί 8182 στερλίνες από το μοναδικό πια πιστωτικό ίδρυμα, το Κοινωφελές ταμείο. Επίσης, σε μια κλασσική μέθοδο κατάχρησης των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων είχε κατακρατήσει το ποσό των 4545 στερλινών που προερχόταν από κρατήσεις υπέρ της βλπ. Περάκης Μ. (2008), Το τέλος της Οθωμανικής Κρήτης, οι όροι κατάρευσης του καθεστώτος της Χαλέπας (1878-89), εκδ. Βιβλιόραμα. 597


χωροφυλακής και έπρεπε κανονικά να καταβάλλονται στο κοινωφελές ταμείο για να τοκίζονται. Η γενική Συνέλευση δεν είχε ιδιαίτερο κίνητρο να προχωρήσει είτε στην επιβολή νέων γενικών φόρων είτε στην αύξηση των παλιών. Η οποιαδήποτε βελτίωση της αποδοτικότητας του φορολογικού συστήματος δεν θα απέφερε μια ανάλογη αύξηση των εσόδων του κρητικού Δημοσίου. Αντίθετα, το μεγαλύτερο μέρος από την αύξηση αυτή θα το καρπωνόταν το οθωμανικό κράτος, όταν δημιουργούνταν πλεόνασμα η Πύλη εισέπραττε το μισό από αυτό και κατά συνέπεια το κρητικό δημόσιο θα καρπωνόταν μόνο το 50% της αύξησης των εσόδων. Επίσης, η μείωση των ετήσιων ελλειμματικών προϋπολογισμών που θα προέκυπτε από την αύξηση των εσόδων του κρητικού προϋπολογισμού θα λειτουργούσε έτσι ώστε η Πύλη να συνεισφέρει από τις τελωνειακές εισπράξεις μικρότερα ποσά στο κρητικό ταμείο. Ο περιορισμός των δαπανών δεν είχε ολοκληρωθεί το 1879 και είχε εκ των προτέρων αποφασιστεί η επιβολή, στο μέλλον και νέων περικοπών στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων. Είχαν γίνει δραστικότατες περικοπές στους θεωρούμενους υψηλούς μισθούς διαφόρων ανώτερων διοικητικών υπαλλήλων. Το 1881 είχε γίνει μια επιπλέον τακτοποίηση του προϋπολογισμού με οικονομίες στους μισθούς και ακόμη μεγαλύτερη συμπίεση των περιττών εξόδων. Η γενική συνέλευση είχε αποφασίσει την περαιτέρω μείωση των μισθών των υπαλλήλων. Επίσης ο αριθμός των χωροφυλάκων είχε περιοριστεί κατά περίπου 20% . Πρώτος εκπαιδευτικός Νόμος Σ’ αυτό το ασφυκτικό οικονομικό πλαίσιο η Γενική Διοίκηση Κρήτης στο αμέσως επόμενο διάστημα φαίνεται ότι είχε πάρει τις αποφάσεις της αναφορικά με την οργάνωση και την εποπτεία της εκπαίδευσης κάτω από τον έλεγχό της. Η λειτουργία της Τμηματικής Εκπαιδευτικής Εφορείας, άλλωστε την οποία είχε συστήσει η Δημογεροντία Λασιθίου παρέμεινε μόνο στα χαρτιά. Από το αρχειακό υλικό δεν προκύπτει καμιά ενέργειά της. Παρά την σύσταση της Τμηματικής Εκπαιδευτικής Εφορείας, η Δημογεροντία εξακολουθούσε να συγκεντρώνει πάνω της σε επίπεδο διαμερίσματος την εκπαιδευτική εξουσία αναφορικά με τις προσλήψεις και τις τοποθετήσεις του διδακτικού προσωπικού υπενθυμίζοντας στην Εφορεία Σητείας ότι «επειδή ουδεμία εφορία έχει δικαίωμα να διορίζη και συμφωνή απ’ ευθείας διδασκάλους πληρωνομένους παρά της ην αποτελούμεν Δημογεροντίας, αλλ’ αυτή η Δημογεροντία ευρίσκει και συμφωνεί τα αρμόδια πρόσωπα άτινα κατόπιν διορίζει και αποστέλλει εις τας οικείας θέσεις, δια τούτο μη δυνάμενοι να αναγνωρίσωμεν ως έγκυρον γενομένη εν αγνοία της Δημογεροντίας συμφωνίαν και τον διορισμόν της διδασκαλίσσης, προλαμβάνομεν να


γνωστοποιήσωμεν δια της υμετέρας αιδεσιμότητος τη εν λόγω εφορία περί τούτου ίνα μη εγείρη κατόπιν ματαίας αξιώσεις και απαιτήσεις, διότι η Δημογεροντία δεν εννοεί να χορηγήση ουδ’ οβολόν δια μισθοδοσίαν διδασκάλου της οποίας αγνοεί την αξίαν και ικανότητα» 598. Η ουσιαστική άσκηση της εποπτείας της εκπαίδευσης και πάλι μέσω της Δημογεροντίας θεωρήθηκε από τη Γενική Διοίκηση ότι ασκούσε ιδιαίτερα αρνητική επίδραση στο εκπαιδευτικό σύστημα 599. Για να εξακριβώσει την κατάσταση η οποία επικρατούσε στον χώρο της εκπαίδευσης αλλά και για να δηλώσει την πρόθεσή της για ανάληψη εκ μέρους της εκπαιδευτικής πολιτικής παρέκαμψε την Δημογεροντία και έστειλε προς την Διοίκηση Λασιθίου «υπόδειγμα στατιστικούς πίνακος προς τον οποίο εντέλεσθε να καταστρώσητε πλήρη και λεπτομερή στατιστικήν των εν τη περιφερεία υμών σχολείων και υποβάλητε εις την Γεν. Διοίκησιν εντός μηνός το πολύ από της λήψεως της παρούσης εγκυκλίου μεθ’ όλων των αναγκαίων ειδικών πληροφοριών τα οποίας ηθέλατε συλλέξη επί τη ευκαιρία ταύτη περί της εν γένει καταστάσεως της δημοσίας εκπαιδεύσεως καθώς και των παρατηρήσεων τα οποίας ηθέλατε νομίσει αναγκαίον να επιφέρητε επί του αντικειμένου τούτου» 600. Τον αποκλειστικό και ουσιαστικό έλεγχο της εκπαιδευτικής διαδικασίας από την Δημογεροντία προσπάθησε να τον ανατρέψει η Γενική Διοίκηση εισάγοντας το έτος 1881 στη Βουλή «Νομοσχέδιον περί Δημοσίας Εκπαιδεύσεως» το οποίο όμως τελικά δεν ψηφίστηκε επειδή το βουλευτικό σώμα αν και επιθυμούσε την δημιουργία ενός πιο σύγχρονου θεσμικού πλαισίου οργάνωσης και εποπτείας της εκπαίδευσης «εύρεν τούτο ότι συνεκέντρου όλην την διεύθυνσιν των σχολείων εις την Γενικήν Διοίκησιν, και δεν ενέκρινεν αυτό» 601. Έτσι, λοιπόν, ανατέθηκε στον Αντώνιο Μιχελιδάκη και τον Αντώνιο Βορεάδη, φοιτητή τότε και έπειτα γυμνασιάρχη Νεαπόλεως, η σύνταξη ενός νέου εκπαιδευτικού νομοσχεδίου. Το νομοσχέδιο αυτό απετέλεσε λίγο αργότερα τον πρώτο Νόμο

Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με αριθμ. πρωτοκ, 114/1-3-1879. Την άποψη ότι η εκπαίδευση είναι θέμα της κεντρικής πολιτικής εξουσίας την βλέπουμε διατυπωμένη για πρώτη φορά με σαφή τρόπο στην διακήρυξη της Πελοποννησιακής Γερουσίας όπου αναφέρεται ότι «ο άνθρωπος δεν γεννάται φύσει κακούργος ή ενάρετος, αλλ’ η διοίκησις τον αποκατασταίνει τοιουτότροπον», Δασκαλάκη, Α., Κείμενα-πηγαί της ιστορίας της ελληνικής επαναστάσεως, σειρά τρίτη, Τα περί παιδείας […] μέρος πρώτον, Αθήναι 1968, σελ. 29. 600 Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με αριθμ. πρωτοκ 18/14-1-1881. 601 Κρητική Πολιτεία, Ανωτέρα Διεύθυνσις της Παιδείας και της Δικαιοσύνης, Η εν Κρήτη εκπαίδευσις, εν Χανίοις, 1904, σελ. 8. 598 599


«περί παιδείας» 602, ο οποίος ψηφίστηκε τον Μάιο του 1881 από την Γενική Συνέλευση και ο οποίος αν και δεν επέφερε μια υψηλού επιπέδου συγκέντρωση της εκπαιδευτικής εξουσίας στην Κεντρική Διοίκηση, ωστόσο περιόρισε σημαντικά τις σχετικές δικαιοδοσίες που είχαν μέχρι τότε οι Δημογεροντίες και οι Δήμοι. Διάρθρωση της εκπαίδευσης Με βάση τον πρώτο εκπαιδευτικό Νόμο, το εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής διαρθρώθηκε από την κατώτερη και τη μέση εκπαίδευση. Στην κατώτερη εκπαίδευση ανήκαν τα Δημοτικά Σχολεία, τα οποία «διαιρούνται εις πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια και πρωτοβάθμια μεν είναι τα των πρωτευουσών των διαμερισμάτων, των κωμοπόλεων και των κεφαλοχωρίων τα οποία έχουσι πλέον των 80 μαθητών. Δευτεροβάθμια δε τα έχοντα ολιγότερους των 80 μαθητών. Στην κατώτερη εκπαίδευση ανήκαν και τα παρθεναγωγεία τα οποία αποτελούνταν από δύο τμήματα: το Δημοτικό και το Ελληνικό. Η Μέση Εκπαίδευση διαρθρώθηκε από τα τριτάξια Ελληνικά Σχολεία, ένα στην έδρα κάθε διοίκησης και τα Γυμνάσια. Το Γυμνάσιο της Νεάπολης είχε δύο μόνο τάξεις «διοργανωμένας συμφώνως προς το Βασιλικό Πρόγραμμα των ελληνικών γυμνασίων», συντηρούνταν δε «δαπάναις της σεβαστής Δημογεροντίας Λασιθίου σκοπούσης την σύστασιν και τρίτης τάξεως κατά το προσεχές έτος, κατά δε το μεθεπόμενον την κατάρτισιν ολοκλήρου του Γυμνασίου». Το ένα από τα δύο Ελληνικά Σχολεία βρισκόταν στην Κριτσά και «συντηρείται συνδρομαίς των κατοίκων, αριθμεί δ’ επί του παρόντος δύο μόνον τάξεις». Με δαπάνες της Δημογεροντίας «προθυμοποιουμένης εκ παντός τρόπου να συντελέση εις την διάδοσιν της παιδείας» οργανώθηκε στη Νεάπολη και το Δημοτικό Σχολείο «το μόνον όπερ ιδρύθη εν Κρήτη κατά την νέαν γερμανικήν μέθοδο». Την επόμενη χρονιά η διαβάθμιση της εκπαίδευσης στο Διαμέρισμα του Λασιθίου προχώρησε ακόμη περισσότερο με την ίδρυση Γ΄ τάξης 603 στο Γυμνάσιο Νεαπόλεως. Λίγο αργότερα εξαγγέλθηκε η λειτουργία και της Δ΄ τάξης του Γυμνασίου, κάτι που ουσιαστικά σήμαινε την σύσταση πλήρους Γυμνασίου το οποίο και αναγνωρίστηκε από το ελληνικό κράτος. Τα χριστιανικά σωματεία του Λασιθίου (Δημογεροντία και Τμηματική Εφορεία) έστειλαν τότε ευχαριστήρια επιστολή προς τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας Χαρίλαο Τρικούπη στην οποία αναφέρονταν μεταξύ των άλλων και τα εξής: «[…] μετ’ ανεκλαλήτου χαράς και Βλπ. εφημ. «Κρήτη της Γενικής Διοικήσεως Κρήτης», έτος ΙΓ΄, εν Χανίοις, 27 Ιουνίου, αριθμ. 603. Ο Νόμος ψηφίστηκε στις 12 Μαΐου 1881 και κηρύχθηκε εκτελέσιμος στις 24 Ιουνίου 1881, με το αριθμ. 801/957 διάταγμα. α.φ. 614, εν Χανίοις 27-6-1881. 603 Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με χρον. 1883-10-06. 602


αγαλιάσεως ο λαός του ημετέρου τμήματος έμαθεν ότι ή σ. Ελληνική Κυβέρνησις ης επαξίως προΐστασθε ευμενέστατα αποδεχθείσα την δια της Γενικής Διοικήσεως Κρήτης υποβληθήσαν αυτή αίτησιν περί αναγνωρίσεως του ενταύθα Γυμνασίου, ευηρεστήθη να αναγνωρίση το Γυμνάσιον τούτον ως ισότιμον τοις γυμνασίοις του ελληνικού κράτους και να παράσχη τοις εξ’ αυτού απολυομένοις μαθηταίς το δικαίωμα της εν τω πανεπιστημίω φοιτήσεως. Όθεν γενόμενοι ερμηνείς των αισθημάτων των υπέρ πεντηκοντακισχιλίων κατοίκων του ημετέρου τμήματος, σπεύδομεν να εκφράσωμεν υμίν και δι’ υμών τη σ. Ελληνική Κυβερνήσει τας ενδομύχους ευχαριστίας και την διάπυρον ευγνωμοσύνην δια την αναγνώρισιν του ενταύθα γυμνασίου και την εν γένει προστασίαν και μέριμναν της σεβ. ταύτης Κυβερνήσεως υπέρ της εν Κρήτη παιδείας. Η πολύπαθος ημών πατρίς μετά θάρρους και ελπίδος ατενίζει εις αισιώτερον μέλλον» 604. Σκοποί της εκπαίδευσης-σχολικό δίκτυο Σε επίπεδο προθέσεων, τουλάχιστον, με το εκπαιδευτικό νομοθέτημα του 1881 επιδιώχθηκε η εξάπλωση μιας παιδείας που θα αγκάλιαζε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Ιδιαίτερη μέριμνα δόθηκε στα Δημοτικά Σχολεία στα οποία εναποτέθηκε η υποχρέωση «αφ’ ενός μεν να προπαρασκευάζουσι ους δια την ανωτέραν εκπαίδευσιν προορισμένους μαθητάς, αφ’ ετέρου δε να μεταδίδουσιν εις άπασας τας κοινωνικάς στιβάδας τας δια τον πρακτικόν βίον και την εξάσκησιν όλων ανεξαιρέτως των επαγγελμάτων χρησιμωτάτας πρακτικάς γνώσεις». Ο σκοπός των Παρθεναγωγείων προσδιορίστηκε απλά από την δήλωση του νομοθέτη ότι «η μόρφωσις της κοινωνίας εξαρτάται κατά μέγα μέρος και εκ της μορφώσεως καλών μητέρων». H σημαντικότερη από τις ρυθμίσεις επιλογής υπήρξε η πρόβλεψη του εκπαιδευτικού Νόμου του 1881 αναφορικά με την διάρθρωση της τυπικής δομής του σχολικού συστήματος για θεσμοθέτηση της λειτουργίας όχι μόνο των Δημοτικών Σχολείων αλλά και του Ελληνικού Σχολείου, «συνιστάμενον εκ τριών τάξεων» καθώς και του Γυμνασίου. Το έτος 1883 η αύξηση των σχολείων και του μαθητικού δυναμικού ήταν εντυπωσιακή: «εν τω Τμήματι Λασιθίου επικρατεί αξιέπαινος φιλομουσία, το μάλλον δ’ αξιοσημείωτον και ευχάριστον είναι ότι καίπερ οι κάτοικοι ανήκουσιν ως επί το πλείστον εις την εσχάτην σχεδόν βαθμίδα της κοινωνικής κλίμακος άμα ως κατορθώσωσι να απολαύσωσι ποια τινος ευπορίας αισθάνονται την ανάγκην να χορηγήσωσιν εις τα τέκνα των παίδευσιν ευρυτέραν εκείνης ην εδυνήθησαν να τύχωσιν ενταύθα και μετ' ευχαριστήσεως αποστέλλουσι ταύτα εις την αλλοδαπήν όπως προσκτή604

Α.Δ.Λ. έγγραφο με α.π. 340, 23-9-1884


σωσιν ανωτέραν εκπαίδευσιν» . 605 Σύμφωνα με επίσημη έκθεση προς την Γεν. Διοίκηση στο Μεραμπέλλο λειτουργούσαν 20 σχολεία με 1218 μαθητές (εκ των οποίων 184 μαθήτριες) έναντι 267 μαθητών στο Λασίθι, 513 στην Ιεράπετρα και 778 στη Σητεία. Στα 20 αυτά σχολεία περιλαμβάνονταν 1 Γυμνάσιο 2 Ελληνικά Σχολεία.13 Δημοτικά Σχολεία και 4 Παρθεναγωγεία. Με το Νόμο του 1881, και κάτω από την αναγκαιότητα εκσυγχρονισμού του εκπαιδευτικού συστήματος, γενικεύτηκε πια και στην περιοχή του Λασιθίου η συνδιδακτική μέθοδος διδασκαλίας στα πλαίσια του «νέου διαφωτισμού» 606, του συγχρονισμού της δημοτικής εκπαίδευσης με την πνευματική και κοινωνική ζωή του τόπου και της πραγματοποίησης της «Μεγάλης Ιδέας» 607. Με τον πρώτο εκπαιδευτικό Νόμο, ο οποίος ψηφίστηκε το 1881, εισήχθηκε στην περιοχή του Λασιθίου η χρήση της συνδιδακτικής μεθόδου διδασκαλίας καθώς στο άρθρο 4 του Νόμου αυτού ορίστηκε ότι ο διευθυντής του δημοτικού Σχολείου της έδρας της Διοικήσεως Λασιθίου, δηλαδή της Νεάπολης, όφειλε να φέρει δίπλωμα του ελληνικού διδασκαλείου στο οποίο, μετά την επικράτηση του «νεωτερικού κόμματος» του Τρικούπη, διδασκόταν η συνδιδακτική μέθοδος. Η παλαιά μέθοδος χαρακτηρίστηκε ως «ολεθρία, συνισταμένην εις την μηχανικήν αποστήθισιν λέξεων ή κανόνων άνευ πρακτικής εφαρμογής και εις την ξηράν και άμουσον εκείνην διδασκαλίαν καθ’ ην οι ποιηταί και συγγραφείς της αρχαιότητος ενομίζετο ότι ήσαν προωρισμένοι μόνον δια την εφαρμογήν των κανόνων του συντακτικού και της γραμματικής οιονεί πτώματα επί ανατομικής τραπέζης εκτάδην κείμενα και κατατεμνόμενα χάριν της διδασκαλίας των θεωμένων…» 608. Η εφαρμογή λοιπόν της συνδιδακτικής μεθόδου σε τοπικό επίπεδο συμβάδιζε με τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό του διοικητικού συστήματος και την πολιτική ωρίμανση. Προήγαγε, επίσης, την καλλιέργεια μιας ηθικής θεμελιωμένης στην εσωτερική ελευθερία, την τελειότητα, την αγάπη, το δίκαιο και τη δικαιοσύνη. Επιπλέον, διαπαιδαγωγούσε πάνω στο έδαφος των δύο στοιχείων της εθνικής ταυτότητας: την κλασική αρχαιότητα και την ορθοδοξία. Σκοπός της νέας μεθόδου ήταν ακόμη ο σχηματισμός παραστάσεων που θα διαμόρφωναν ένα ηθικό χαρακτήρα πάνω στο έδαφος αξιών, οι οποίες συνδέονταν με την απελευθερωτική Εφημ. Μίνως, 7 Ιουνίου 1883. Φραγκουδάκη, Α., Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και φιλελεύθεροι διανοούμενοι, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1987, σελ. 19. 607 Βενθύλος, Γ., Θεσμολόγιον της Δημοτικής εκπαιδεύσεως, 1833-1883, Αθήνα 1884, σσ. 107-109. βλπ. επίσης και Παπάδακη, Λ., Η αλληλοδιδακτική μέθοδος διδασκαλίας στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα –Γιάνννενα 1992. 608 Εφημ. Μίνως, αριθμ. 275, 21/6/1886. 605 606


ιδεολογία. Βάση της συνδιδακτικής μεθοδολογίας θεωρήθηκε όχι η παθητική αποδοχή των κυρίαρχων αυτών αξιών, όπως έκανε η αλληλοδιδακτική μέθοδος, αλλά η νομιμοποίησή τους στη συνείδηση των εκπαιδευομένων. Επιπλέον, και καθώς σκοπός του συνδιδακτικού σχολείου ήταν «να μορφώση τον κύκλον των ιδεών των μαθητών, ούτως ώστε να παράγηται ορθή κρίσις και άρα ορθή βούλησις» 609, η συνδιδακτική μέθοδος συνδέθηκε άρρηκτα με την ενίσχυση του αντιπροσωπευτικού συστήματος το οποίο εγκατέστησε η Σύμβαση της Χαλέπας καθώς θεωρήθηκε ως η πλέον κατάλληλη μέθοδος για την καλλιέργεια του προτύπου του αστούπολίτη αλλά και για την προβολή του στους εκπαιδευόμενους ως απόλυτα ορθού και συνεπώς μη αμφισβητούμενου. Καθώς, επίσης, στόχος του σχολείου της εποχής ήταν τόσο η παροχή των αναγκαίων γνώσεων για την επιτυχή άσκηση του εκπαιδευόμενου ως μελλοντικού επαγγελματία, όσο και η αναπαραγωγή των κυρίαρχων αξιών και προτύπων, τα συνδιδακτικά σχολεία χωροθετούνταν σε κεντρικά σημεία των οικισμών αφού «κατά τον Έρβαρτον αι ιδέαι πηγάζουσιν από δύο κυρίως πηγάς-εμπειρίαν και κοινωνικήν αναστροφήν» 610. Η γνώση της φύσης «ατελής και ακατέργαστος, ορμάται από το πρώτον», συνεχίζει ο Έρβαρτος, «το τελευταίον παρέχει τα αισθήματα τα απευθυνόμενα προς τον πλησίον, άτινα, μακράν του να ώσιν επαινετά, εισί τουναντίον πολλάκις αξιόμεμπτα. Η βελτίωσις τούτων είνε η μάλλον επείγουσα εργασία χωρίς να παραμελήσωμεν και την γνώσιν της φύσεως». Λίγα χρόνια, όμως, μετά την εφαρμογή του πρώτου εκπαιδευτικού Νόμου, τα μικροαστικά και τα αστικά στρώματα διαπίστωσαν ότι το εκπαιδευτικό σύστημα έπρεπε να συναρτηθεί ακόμη περισσότερο με τις λειτουργικές ανάγκες της δικής τους αναπαραγωγής. Έτσι καταβλήθηκε μία ακόμη προσπάθεια για τη συστηματικότερη εφαρμογή της συνδιδακτικής μεθόδου καθώς θεωρήθηκε ότι η μέθοδος αυτή θα μπορούσε να επέμβει δυναμικά στο σχηματισμό των παραστάσεων των μαθητών ώστε να υπηρετηθεί ο πρακτικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης και η απόσυμφόρηση των ανώτερων εκπαιδευτικών βαθμίδων. Μέσα στα παραπάνω πλαίσια, η αρχή της άμεσης εποπτείας καθιερώθηκε ως βασική παράμετρος της διδασκαλίας σε όλα τα μαθήματα. «Οι ερβαρτιανοί παιδαγωγοί πίστευαν ότι οι αφηρημένες έννοιες στηρίζονταν στην εποπτεία και επομένως ο δάσκαλος όφειλε να παρουσιάσει μπροστά στα μάτια των παιδιών αυτές τις έννοιες με διάφορα εποπτικά μέσα» 611. Σίγαλος Δ., Παιδαγωγικαί θεωρίαι Ερβάρτου, Αθήναι, 1923, σελ. 13. Σίγαλος Δ., ό.π., σελ. 13. 611 Κοντόνη Ά., Το νεοελληνικό σχολείο και ο πολιτικός ρόλος των παιδαγωγικών συστημάτων, εκδ. Κριτική, Αθήνα, σελ. 140. 609 610


Επιπλέον, και ο εμπειρισμός του Lock οδήγησε στην άποψη ότι η μάθηση πρέπει να αρχίζει από το άμεσο περιβάλλον του παιδιού καθώς αυτό αποτελεί το σημείο εκκίνησης για την κατανόηση και των αφηρημένων εννοιών. Η φύση, στη βάση του πραγματισμού, αποτέλεσε τότε αντικείμενο επισταμένης παρατήρησης και άντλησης παραστάσεων για τους μαθητές. Συλλογές από φυτά, φλοιούς, ρίζες, σπόρους, αποξη-ραμένα άνθη, εκδρομές «χωρογνωστικαί και φυσιογνωστικαί», πρακτικές ασκήσεις στο μάθημα της ζωολογίας κ.λ.π συνιστούσαν τις πρώτες πραγματικές ρίζες συγκρότησης της οικολογίας μέσα στα πλαίσια του σχολείου καθώς η μεν φυτογεωγραφία επιχείρησε να δώσει συστηματικές ερμηνείες για τη χωρική κατανομή των φυτικών συνόλων ενώ η γεωγραφία εμπλουτίστηκε με την έννοια της βιοκοινότητας. Έτσι, η συνδιδακτική μέθοδος εγκαινιάσε για πρώτη φορά την εποπτική διδασκαλία. Η χρήση εποπτικών οργάνων για την παρατήρηση του γύρω κόσμου θεωρήθηκε βασική αρχή διδασκαλίας. Στα πλαίσια εφαρμογής της συνδιδακτικής μεθόδου, η Δημογεροντία Λασιθίου προμηθεύτηκε από το εθνικό αστεροσκοπείο διαμέσου του ελληνικού Υπουργείου Παιδείας ακόμη και όργανα για μετεωρολογικές παρατηρήσεις όπως προκύπτει από τα σχετικά ευχαριστήρια έγγραφα. Η γενίκευση, όμως, της συνδιδακτικής μεθόδου απαιτούσε όχι μόνο κατάλληλη εκπαίδευση και επιλογή των εκπαιδευτικών που κλήθηκαν να την εφαρμόσουν αλλά και ανάλογη υποστήριξή της με ένα νέο σύστημα συγγραφής και διακίνησης των διδακτικών βιβλίων. Έτσι, λοιπόν, ανατέθηκε με βάση το Κεφάλαιο Γ΄, άρθρο 40β΄ του υπ’ αριθμ. 81/957 Διατάγματος στην διαρκή Εξεταστική Επιτροπή η οποία αποτελούνταν «εκ του Γυμνασιάρχου ή Διευθυντού του Ελληνικού Σχολείου, του Διευθυντού του Δημοτικού Σχολείου της έδρας, της Διοικήσεως», που στην προκειμένη περίπτωση ήταν η Νεάπολη, «και εξ ενός των Ελληνοδιδασκάλων ή καθηγητών, ον από κοινού οι συνάδελφοί του ήθελον υποδείξει», το έργο του να «φροντίζει περί του συστήματος της διδασκαλίας δια να είναι όσον το δυνατόν καλήτερον και να υποδεικνύει τα κατάλληλα διδακτικά βιβλία». Η επιτροπή αυτή λειτουργούσε κάτω από τις εντολές της Τμηματικής Εφορείας η οποία στα πλαίσια υλοποίησης του νέου εκπαιδευτικού νόμου ανέλαβε εκτός από την «διεύνθυνσιν των εν τη περιφερεία ημών εκπαιδευτηρίων» και την ουσιαστική φροντίδα «των νέων αναγκαιούντων αυτοίς βιβλίων». Ο χαρακτήρας της οικονομίας στην περιοχή παρέμενε μέχρι την περίοδο εκείνη βασικά αγροτικός οριοθετημένος από μια πολυάριθμη αγροτική τάξη. Ωστόσο, πολλοί χριστιανοί είχαν αρχίσει να ασχολούνται


με επαγγέλματα που άλλοτε ήταν προνόμιο μόνο των μουσουλμάνων. Οι μεταβολές αυτές στις παραγωγικές σχέσεις προκάλεσαν την ανατροπή των ως τότε καθιερωμένων κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή διαφοροποίησαν τον χαρακτήρα της κοινωνίας και δημιούργησαν μια νέα συνείδηση και μια νέα ιδεολογία. Την δεκαετία 1889-1898 οι περισσότεροι μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν τις εστίες τους και μεγάλα τμήματα της περιουσίας τους περιήλθαν στους χριστιανούς. Ακόμη και περιορισμένα κεφάλαια έδιναν την δυνατότητα σε έναν χριστιανό μικροϊδιοκτήτη να μεγαλώσει την περιουσία του, καθώς το τίμημα των ακινήτων προσδιοριζόταν από τη ρευστότητα της μεταβατικής αυτής εποχής 612. Χριστιανοί βιομήχανοι, έμποροι, δημόσιοι υπάλληλοι, ναυτικοί κ.λ.π. συνιστούσαν τα νέα ανερχόμενα κοινωνικά στρώματα. Στα στρώματα αυτά ανήκαν και οι χριστιανοί εκείνοι, οι οποίοι κάτω από διάφορες συνθήκες είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν στα χέρια τους σημαντικές εκτάσεις γης και να απασχολούνται «αποκλειστικώς εις την διεύθυνσιν αυτής» 613 χαρακτηριζόμενοι ως κτηματίες. Η μετάβαση από την παραδοσιακή στη νέα κοινωνία, διαδικασία που άρχισε να κλονίζει οικονομικά και κοινωνικά την ενδοχώρα και κυρίως τον οικονομικό ιστό της Νεάπολης και να ισχυροποιεί τον Άγ. Νικόλαο, άρχισε να διαφαίνεται ήδη από το 1883. Το έτος αυτό «η Α. Εξ. ο Διοικητής Λασιθίου κ. Αξελός μετά του Διοικητικού Συμβουλίου κηδόμενοι περί της προόδου του λιμένος τούτου (σ. του Αγ. Νικολάου) απεφάσισαν προ διετίας, όπως τα δικαιώματα της ζυγίσεως (κανταριέ) Αγ. Νικολάου συμποσούμενα εις γρ.7-10 χιλιάδας κατ’ έτος δαπανώνται εις τας ανάγκας του λιμένος ούτω λοιπόν τη φροντίδι του δημαρχείου Κριτσάς εδαπανήθη εκ των δικαιωμάτων τούτων ανάλογον ποσόν προς κατασκευήν της προκυμαίας της Λίμνης». Πολύ πριν, με τον Οργανικό Νόμο του 1870, επιτράπηκε στους χριστιανούς να εγκαθίστανται στα παράλια οικοδομώντας αποθήκες και σπίτια 614. Από τότε ο Άγιος Νικόλαος γνώρισε ραγδαία ανάπτυξη εξαιτίας κυρίως του λιμανιού του το οποίο είχε ανακτήσει τη σημασία του μετά και την υποβάθμιση της σπουδαιότητας του Φρουρίου της Σπιναλόγκας. Στον Άγιο Νικόλαο εγκαταστάθηκαν σημαντικοί άνθρωποι από τα γύρω χωριά και κυρίως από την Κριτσά οι οποίοι μαζί με τους εθελοντές από τα Σφακιά οργάνωσαν το εμπόριο της περιοχής. Στον Άγιο Νικόλαο εγκαταστάθηκε τότε και ο Βραχασώτης Ανδριώτης Νίκος, «Τα τελευταία χρόνια παραμονής των μουσουλμάνων στην Κρήτη και η αναχώρησή τους για την Τουρκία» στο (επιμ. Τσιστελίκης Κωνσταντίνος) Η Ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2007, σελ. 209. 613Σταυράκης, Ν., ό.π., σελ. 62. 614 Μ. Κοζύρη, Το Λασίθι εις τον Αγώνα, εκδ. Περιφερειακής Διοικήσεως Κρήτης, Άγιος Νικόλαος 1973 612


αρχηγός των επαναστατών Κωνσταντίνος Σφακιανάκης, ο οποίος διεξήγαγε ευρύτατο εμπόριο με πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Από τότε η εσωστρεφής εμπορική κίνηση της Νεάπολης άρχισε να αντιμετωπίζει τα όρια της και τα πρώτα της προβλήματα. Αντίθετα, το λιμάνι του Αγίου Νικολάου θεωρούνταν πια «κοινωφελέστατο έργο» «εκ της καλής ή κακής καταστάσεως του οποίου εξαρτάται η ανάπτυξις και η πρόοδος ή η στασιμότης και η κοινωνική απονέκρωσις » 615 και ένα «των καλλιτέρων λιμένων της Κρήτης, εξ ου ικανά προϊόντα οιον χαρούπια, ελαιόλαδον κ.λ.π. εξάγονται επί πλοίων ευρωπαϊκών μεγάλης χωρητικότητος». Η σημασία του λιμανιού ήταν τόσο σημαντική ώστε από πολύ νωρίς εκφράστηκε η άποψη για μεταφορά της πρωτεύουσας στον Άγιο Νικόλαο. «Θα ήτο δε και μεγίστη ωφελεία και δια το μέλλον του τόπου και δια τον λαόν του Τμήματος εάν ήθελεν αποφασισθή η μετάθεσις της έδρας της Διοικήσεως Λασιθίου εις Άγιον Νικόλαον» 616. Το λιμάνι του Αγίου Νικολάου θα καταστεί από τις αρχές του 20ου αιώνα «ο πρώτος εμπορικός λιμήν των ανατολικών επαρχιών δι’ ου εξάγονται προϊόντα χαρούπι, έλαιον και αμυγδαλόψυχα» 617. Ο Κρητικός Αστήρ επισήμανε ότι «η τοιαύτη εμπορική κίνησις οφείλεται κυρίως εις τους φιλοπροόδους εμπόρους του Αγίου Νικολάου, οίτινες δια της δραστηρίας αυτών εργασίας κατορθώνουσι να κρατούν εις τας χείρας των εμπόριον ανωτέρας αξίας άλλων εμπορικών κέντρων. Καλόν δε θα ήτο εάν ο εμπορικός σύλλογος Χανίων ελάμβανε πρόνοιαν προς συνεργασίαν των εμπόρων Χανίων μετά των του Αγίου Νικολάου». «Η δε βιομηχανία», συνέχισε ο Κρητικός Αστήρ, «σημαντικώς αυξάνει και καθημερινώς παρατηρείται εν γένει αύξησις παντός εμπορικού και βιομηχανικού κλάδου. Μεγάλως δε τιμά τον Άγιον Νικόλαον το εργοστάσιον της ελαιοπαραγωγής, εφάμιλλον των ευρωπαϊκών του κ. Κουνδούρου, ως και επίσης το της σαπωνοποιίας του κ. Συμινελάκη. Παρά την προκυμαίαν υπάρχει άγαλμά τι αρχαίον παριστών γυναίκα ήτις κατά τινα παράδοσιν λέγουσιν ότι είναι της Θεάς Αρτέμιδος». Η μεγέθυνση της σημασίας του Αγίου Νικολάου και η παρακμή της Νεάπολης σηματοδότησε παράλληλα την αλλαγή της σήμανσης της συλλογικότητας και την παρακμή των παλιών μορφών ύπαρξής της καθώς ο Άγιος Νικόλαος άρχισε να υπάρχει εν πολλοίς μέσω και δια των αναγκαίων νέων υλικών λειτουργιών του. Στο έξωθεν δεδομένο αστεακό περιβάλλον του Αγίου Νικολάου το κάθε συμφεροντούχο άτομο διάβαζε, ιεραρχούσε και χρησιμοποιούσε το χώρο με τα δικά του κριτήρια και για αποκλειστικό λογαριασμό του. Έτσι, όμως για πρώτη φορά σε τοπικό επίπεδο η κοινή συμβίωση των εφημ. Μίνως 10-5-1883 εφημ. Μίνως, 10-5-1883. 617 περ. Κρητικός Ασήηρ, ό.π. 615 616


ανθρώπων άρχισε να αντιπαρέρχεται όχι μόνο τις χωροταξικές της συμβολικές αλλά και τις συμπαγείς και ιδεοποιημένες συλλογικές αξίες καθώς η άμεση εμπλοκή του ατόμου σε μια χωροθετημένη αστεακή κοινωνική διαδικασία δε φαινόταν πια να έχει αυθύπαρκτο πολιτιστικό νόημα. Η πόλη του Αγίου Νικολάου όφειλε να παγιωθεί ως τόπος που θα εξυπηρετούσε αποκλειστικά τις κωδικο-ποιημένες πια ανάγκες ενός συνεχώς αναπτυσσόμενου και ψυχαναγκαστικά ρέοντος ορθολογικού συστήματος. Τα νέα ανερχόμενα κοινωνικά στρώματα που συγκροτούσαν τον κυρίαρχο αυτό κοινωνικό και πολιτικό χώρο της εποχής δεν μπορούσαν να εξελιχθούν περαιτέρω με ένα εκπαιδευτικό σύστημα που άφηνε το μέγιστο τμήμα του πληθυσμού ουσιαστικά αγράμματο και εθνικά απαίδευτο. Από την άλλη μεριά, όμως, απαίτησαν από το σύστημα αυτό μια τέτοια οργάνωση που να υπηρετεί και τις δικές τους ανάγκες αναπαραγωγής. Η καθολική, λοιπόν, φοίτηση έπρεπε να προσφέρεται συστηματικά από ένα εκτεταμένο δίκτυο δημοτικών σχολείων. Προκειμένου, όμως, να μην ευνοείται ο παρασιτισμός και η αποστροφή από την παραγωγική εργασία και προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτροπή «από των σχολείων της μέσης εκπαιδεύσεως του μεγάλου πλήθους των μαθητών, οίτινες παρασύρονται εις αυτά χωρίς ούτε πρέπον, ούτε αναγκαίον, ούτε χρήσιμον να είναι εις αυτούς ούτε εις την κοινωνίαν» 618, αναβαθμίστηκε το Ελληνικό Σχολείο ως ενδιάμεση βαθμίδα ανάμεσα στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο. Για τα μεσοαστικά στρώματα η φοίτηση στο ελληνικό σχολείο και το γυμνάσιο κρίθηκε ότι θα έπρεπε να είναι ελεγχόμενη οδηγώντας στην αναπαραγωγή των στρωμάτων αυτών στην βάση μιας κάπως αυστηρής κοινωνικο-επαγγελματικής και τοπικής διαδοχής. Ανάμεσα στα τρία αυτά σχολεία θεσμοθετήθηκαν εξετάσεις εμποδίζοντας την κάθετη εκπαιδευτική κινητικότητα των μαθητών (δυνατότητα μεταπήδησης από τη μια βαθμίδα εκπαίδευσης στην αμέσως ανώτερη χωρίς εισαγωγικές εξετάσεις). Έτσι, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι διαδικασίες αναπαραγωγής του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας δηλαδή οι διαδικασίες επιλογής, δεν αφήνονταν αποκλειστικά έξω από τους σχολικούς μηχανισμούς, αλλά μεταφέρονταν και μέσα σ’ αυτούς. Αυτή η αναπαραγωγική λειτουργία των εκπαιδευτικών μηχανισμών στη βάση μιας επιλεκτικής κινητικότητας κρίθηκε απαραίτητη την περίοδο εκείνη καθώς η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του ντόπιου πληθυσμού, η οποία είχε αρχίσει να γίνεται ορατή αμέσως μετά την μεγάλη επανάσταση του 1868 με την πτώση των τιμών των Έκθεσις της Αγωνοδίκου Επιτροπείας του Συλλόγου προς διάδοσιν των ελληνικών Γραμμάτων. Περί Κατωτέρας και μέσης Παιδείας εν Ελλάδι. Αθήναι 1872, σελ. 5. 618


αγροτικών προϊόντων, έγινε ιδιαίτερα αισθητή στις αρχές της δεκαετίας του 1880. Η οικονομική αυτή κρίση δημιουργούσε σημαντικές κοινωνικές πιέσεις και ανταγωνιστικές ταξικές μεταπηδήσεις καθώς και μια διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση της εκπαίδευσης από τα θιγόμενα κοινωνικά στρώματα τα οποία άρχισαν να αποκτούν συναίσθηση της θέσης, των αναγκών και των δυνατοτήτων που άνοιγε η ένταξή τους στην εκπαιδευτική διαδικασία 619. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, επισημαινόταν η ανάγκη για μεταβολή και του οργανωτικού πλαισίου της εκπαίδευσης. Έναν πρακτικό και κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της εκπαίδευσης, ο οποίος θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν ενιαίο παγκόσμιο οικονομικό χώρο προς χάριν της ευημερίας τελικά και της προόδου του ατόμου είχε περιγράψει από πολύ νωρίς και ο Γυμνασιάρχης Νεαπόλεως Π. Βρυώνης σε λόγο του κατά την τελετή των εγκαινίων του Γυμνασίου Νεαπόλεως: «Προφανής ζήλος Υμών, κύριοι, υπέρ προαγωγής της εκπαιδεύσεως μ’ απαλάττει του κόπου ν’ απαριθμήσω τα καλά τα εκ ταύτης προερχόμενα επειδή αισθάνομαι ότι Υμείς γιγνώσκετε ότι μόνον δια της Παιδείας προάγονται οι λαοί εις ευημερίαν, παρατηρήσαντες βεβαίως ότι όπου η Παιδεία μάλλον καλλιεργείται, εκεί η ευημερία μάλλον ως καρπός συγκομίζεται. Τω όντι, κύριοι η Παιδεία χορηγεί τα εις την γεωργίαν, εις τας τέχνας και το εμπόριον απαιτούμενα φώτα και δια τούτων και η γεωργία και η βιομηχανία και το εμπόριον άπερ είναι τα μέσα της ευημερίας, εν Ευρώπη και εν Αμερική τοσούτον καταπληκτικώς προήχθησαν και ετελειοποήθησαν. Την Παιδεία καλλιεργούντες, κύριοι, ακολουθήτε τον νόμον της προόδου, όστις διέπει την τε υλικήν και την πνευματικήν φύσιν. Δυνάμει του νόμου τούτου θα φθάσωσι πάντες οι λαοί εις το σημείον να κατανοήσωσιν την μεγάλην αλήθειαν ότι το συμφέρον του ατόμου κείται εν τω συμφέροντι ολοκλήρου της ανθρωπότητος. Η δε γνώσις της μεγάλης ταύτης αληθείας θα επενέγκη την παύσιν του μεταξύ των διαφόρων εθνών μίσους και πάντων των λαών την αδελφοποίησιν» 620. Στην διόγκωση της δημοσιοοικονομικής ανεπάρκειας και στην κατάρρευση όμως τελικά του δημοσιοικονομικού συστήματος οδήγησε η αδράνεια και η διστακτικότητα των ίδιων των Κρητών πληρεξουσίων. Το φορολογικό σύστημα της επαρχίας Σφακίων και άρνηση των Σφακιανών να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, η έλλειψη εργατικών χεριών και η υποπαραγωγικότητα της Κρητικής γης, η αποτυχημένη απόπειρα αλλαγής στον τρόπο είσπραξης της δεκάτης και η αντιστάσεις των ηγετικών ομάδων των πόλεων στην επιβολή φόρων και η απόπειρα για απαλλαγή τους και από άλλους φόρους και η αποτυχία αποκόμισης πλεονάσματος στην εύφορη περίοδο 1879-1886 και η υπέρογκη για τα 619 620

Τσουκαλάς, Κ., (1975), ό.π. Βλ.π. εφημ. Μίνως, αριθμ. 193/13-10-1884.


δεδομένα της Κρήτης αύξηση των δαπανών με αφορμή την καλή χρονιά του 1884 και η δυσανάλογη μικρή αύξηση των εσόδων είχαν αποφέρει μεγάλα ελλείμματα το 1885 που με μαζί μα τις ατυχείς καιρικές συγκυρίες οδήγησαν την Κρήτη σε δημοσιοικονομική αποτυχία το επόμενο διάστημα. Ο δανεισμός δεν ήταν μια εντελώς νέα πρακτική για το κρητικό δημόσιο. Η έναρξη της δημοσιοοικονομκής και νομοθετικής περιόδου του 1887 είχε σχεδόν συμπέσει με την αντικατάσταση του Σάββα Πασά. Έτσι η νέα σύνοδος του 1887 αναμενόταν ότι θα ήταν σφοδρή λόγω της οικονομικής δυσπραγίας του πληθυσμού και της δημοσιοοικονομικής καχεξίας. Έτσι στον εναρκτήριο λόγο του ο νέος διοικητικής Ανθόπουλος είχε αναστείλει τις πιστώσεις για την οδοποιία και την παιδεία στο μέλλον. Όμως η Γενική Συνέλευση παρασυρμένη από την παραχώρηση μέρους των τελωνειακών εισπράξεων στον προϋπολογισμό του νησιού για να αντιμετωπιστεί το έλλειμμα αντί να προβεί σε κάποιο νοικοκύρεμα του προϋπολογισμού είχε προχωρήσει στην αύξηση του προϋπολογισμού των δαπανών. Έτσι δημιουργήθηκαν νέες δημόσιες θέσεις, αυξήθηκε η μισθοδοσία. Οι αντιπολιτευόμενοι τότε φιλελεύθεροι πληρεξούσιοι διαμαρτυρήθηκαν ότι η αύξηση των δαπανών αποσκοπούσε στο να διαφθαρεί ο τόπος. Το αποτέλεσμα σε κάθε περίπτωση ήταν να περιέλθει σε δεινή θέση το δημόσιοι ταμείο. Έτσι η συνομολόγηση δανείου φάνταζε για μια ακόμη φορά μοναδική λύση που μπορούσε να ανακουφίσει το κρητικό δημόσιο. Η δυσχερής οικονομική κατάσταση του 1887 είχε καταστήσει κρίσιμες τις συνεδριάσεις της γενικής συνέλευσης και τις αποφάσεις που θα λαμβάνονταν για το μέλλον το νησιού. Οι αποφάσεις των πληρεξουσίων έπρεπε να προσανατολίζονται πια στην λήψη έκτακτων μέτρων που θα απέφεραν άμεσα αποτελέσματα. Οι προβλέψει για το μέλλον ήταν δυσοίωνες. Ήδη από το 1887 υπολογιζόταν ότι το έλλειμμα το 1889 θα έφτανε τις 109091 στερλίνες. Μοιραία η γενική συνέλευση καλούνταν να αντιμετωπίσει για πρώτη φορά στην πράξη το ζήτημα του εφικτού και νόμιμου της επιβολής νέων φόρων. Η ανάγκη άμεσης εξεύρεσης χρημάτων είχε αναγκάσει τη διοίκηση να σκληρύνει τη στάση της και απέναντι σε συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού που δεν είχαν εκπληρώσει τις οικονομικές τους υποχρεώσεις και είχαν συσσωρεύσει πολλές οφειλές προς το δημόσιο. Όμως ριζοσπαστικά μέτρα λήφθησαν μόνο όταν η κατάσταση έφτασε σε απελπιστικό σημείο. Στη σύνοδος του 1889 η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης είχε αναγκάσει την γενική συνέλευση να προβεί σε μεγαλύτερες οικονομίες εφαρμόζοντας τις προτάσεις του Πολεογιωργάκη τις οποίες είχε απορρίψει την προηγούμενη χρονιά. Έτσι είχαν περικοπεί μισθοί και είχαν καταργηθεί διάφορες δημόσιες θέσεις. Η άσχημη δημοσιοοικονομική κατάσταση θεωρούνταν


ότι μπορούσε να διαταράξει την ομαλότητα στο νησί ώστε από το 1888 να θεωρείται αναπόφευκτη η προσφυγή και πάλι στον δανεισμό. Τελικά το 1889 είχε επιτευχθεί η συνομολόγηση ενός μεγάλου δανείου από την Τράπεζας τη Κωνσταντινούπολης προκειμένου να καλυφθούν επείγουσες ανάγκες. Επίσης τον Ιανουάριο του 1889 είχε ψηφισθεί διάταγμα σχετικό με τον τρόπο σύνταξης των δημοτικών προϋπολογισμών σε μια προσπάθεια αρτιότερης οργάνωσης και απόδοσης των δήμων. Το φορολογικό σύστημα της Κρήτης επιβάρυνε αναλογικά περισσότερο τον αγροτικό πληθυσμό και μάλιστα τους πιο ασθενείς οικονομικά ενώ οι αστικοί πληθυσμοί φορολογούνταν πολύ ελαφρά. Η περίοδος μετά την επανάσταση του 1889. Ιστορικό πλαίσιο Ξαφνικά το πολιτικό σκηνικό άλλαξε με την ανάληψη της εξουσίας από τους «ξυπόλυτους». Οι νέοι δημογέροντες αποφάσισαν με συνοπτικές διαδικασίες «κωλυομένου του προέδρου» την απόλυση ακόμη και του γραμματέα του οργάνου με την πρόφαση ότι είναι «πάντη αγράμματος και ανίκανος να υπηρετή εις την θέσιν ην παρανόμως κατέχει» 621. Οι κομματικές αυτές μεθοδεύσεις επεκτάθηκαν γρήγορα και στο χώρο της εκπαίδευσης προκαλώντας ακόμη και την παρέμβαση του Έλληνα Γενικού Προξένου στα Χανιά ο οποίος απείλησε ότι «η Ελληνική Κυβέρνησις θέλει περιέλθει εις την ανάγκην να άρη μετά πολλής αυτής λύπης την αναγνώρισιν των εν Ηρακλείω και Νεαπόλει Μεραμβέλλου Γυμνασίων, εάν οι προϊστάμενοι ή άλλοι εκ των εν αυτοίς διδασκόντων εξακολουθήσωσιν επί προφανή της σπουδαζούσης νεότητος βλάβη πολιτευόμενοι» 622. Οι κομματικές αντιπαραθέσεις ήταν εξάλλου μια από τις βασικότερες αιτίες που οδήγησαν στην αποτυχημένη επανάσταση του 1889, στην ανάκληση του Χάρτη της Χαλέπας, στην κήρυξη στρατιωτικού νόμου 623 και στην επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης των αγροτικών πληθυσμών του Λασιθίου, εξαιτίας του γεγονότος της παγίωσης στο φορολογικό σύστημα του καθεστώτος της είσπραξης της δεκάτης σε χρήμα. Ο εκπαιδευτικός νόμος του 1889 Καθώς, λοιπόν, τα πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα με βάση τα οποία είχε συνταχθεί ο εκπαιδευτικός νόμος της 9ης Μαΐου του 1881 είχαν μεταβληθεί σημαντικά, ακολούθησε, το 1889, μια δεύτερη νομοθετική Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με αριθμ. πρωτοκ. 1889-4-13/047. Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με αριθμ. πρωτοκ. 1889-6-24/017. 623 Βλπ. περ. Τάλως, Χανιά, τ. Α΄, σελ. 248. 621 622


παρέμβαση 624 στο χώρο της εκπαίδευσης στα πλαίσια ακριβώς της προσπάθειας εκείνης, που αποσκοπούσε στο να καταστεί το σχολείο συμβατό με τις τρέχουσες εξελίξεις. Στην εκπαίδευση ο λόγος της αλλαγής συμπυκνωνόταν στην παιδαγωγική ανανέωση του σχολείου και στην σύνδεσή του με την οικονομία στον χώρο της οποίας σημειώνονταν σοβαρές ανακατατάξεις. Η κατοχή γης άλλαζε με γρηγορότερους ρυθμούς τώρα εις όφελος των χριστιανών, οι οποίοι γίνονταν πλέον κύριοι της γης τους. Αυτές οι ανακατατάξεις εισοδημάτων οδηγούσαν και σε κοινωνικές ανακατατάξεις. Μόνο που δεν ωφελούσαν το σύνολο του χριστιανικού πληθυσμού, αλλά τους κατόχους γης και κεφαλαίων που άρχισαν να επενδύουν στην γη και στον δευτερογενή τομέα και όχι τον μέσο χωρικό ο οποίος εξακολουθούσε να κατέχει τη θέση του αγρότη καλλιεργητή 625. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία διατηρούσε γενικά στο νησί έναν ημιφεουδαλικό χαρακτήρα, εξευρωπαϊσμένο μόνο στο μέτρο που βόλευε τις δυτικές χώρες και τα ντόπια εμπορικά συμφέροντα που διαπλέκονταν με αυτές. Μέσα σε αυτήν την παραπαίουσα κατάσταση είχαν αναπτυχθεί οικονομικές δυνάμεις οι οποίες ασφυκτιούσαν σε ένα τέτοιο παρωχημένο θεσμικό, ιδεολογικό και πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο. Έτσι άρχισαν να εντοπίζονται τάσεις οικονομικής ανάπτυξης με διαφορετικούς προσανατολισμούς και διαφορετικούς ρυθμούς που έβρισκαν όμως εμπόδια στο θεσμικό πλαίσιο και στη δομή του Οθωμανικού Κράτους. Στον πολιτικό αγώνα έλαβε τότε θέσεις και ένα νέο εκσυγχρονιστικό αστικό στρώμα που διεκδικούσε το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τον κρατικό μηχανισμό προκειμένου να προωθήσει το εκσυγχρονιστικό του ιδανικό μέσα σε πλαίσια ενός ενδιάθετου φιλελευθερισμού 626. Το εμπορευματικό κεφάλαιο, όμως, δεν μπορούσε από μόνο του να διαλύσει τις φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής 627. Εξ άλλου, αυτό το μη συνδεόμενο με το κράτος κοινωνικό στρώμα απέβλεπε αντιστρόφως στο να οικειοποιηθεί το δυναμικό της αστικής ανάπτυξης προκειμένου να σταθεροποιήσει την δική του θέση μέσα στο κράτος. Εθνική ιδεολογία, Βλπ. Κρήτη, Εφημερίς της Γενικής Διοικήσεως Κρήτης, έτος ΚΑ΄ 1889/αριθμ. 1039, εν Χανίοις τη 7η Ιουνίου. 625 Αρχοντάκης Στ., «Μελετώντας τις απογραφές του 1881 και του 1900», στο 90 χρόνια από την Ένωση της Κρήτης με την Ελεύθερη Ελλάδα, ΕΚΙΜ, Ρέθυμνο 2007, σελ. 376. 626 Γάλλος αξιωματικός μάλιστα κατά την περιοδεία του στην περιοχή του Μεραμβέλλου παρατήρησε χαρακτηριστικά ότι πολλοί επαγγελματίες και σχεδόν όλοι οι διανοούμενοι μιλούσαν την γαλλική γλώσσα και πρέσβευαν τις φιλελεύθερες ιδέες, βλπ. A. AR., 7N/85, Bouysson a lubanski, 8 Aout 1905. 627 Αγιανόγλου, Π., Το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό στην Ελλάδα. Η πρωταρχική συσσώρευση του Κεφαλαίου, η εξέλιξη της οικονομικής ιστορίας και τα αίτια της υπανάπτυξης, Αθήνα 1992, σελ. 12. 624


εθνικισμός, κρατικά εισοδήματα μόνιμη σύγχυση των εξουσιών και υπαγωγή της ιδιωτικής κοινωνίας στο έλεγχο της πολιτικής και κομματικής γραφειοκρατίας ήταν οι κύριοι άξονες γύρω από τους οποίους περιστρεφόταν ο χώρος της αντίδρασης στον εξαστισμό των δομών. Αντίθετα, το στρατόπεδο της μεταρρύθμισης οριζόταν από τα ιδιωτικά εισοδήματα και την ιδεολογία της οικονομικής ανάπτυξης. Έτσι, η πορεία της θεσμικής μεταβολής εξέφραζε κάθε φορά τη δύναμη ή την αδυναμία των δύο αυτών χώρων. Καθώς, όμως, την περίοδο εκείνη το εκσυγχρονιστικό στρώμα δεν ήταν ιδιαίτερα δυναμικό και πληθωρικό ώστε να συντελέσει στην εγκαθίδρυση μιας ισχυρής κοινωνίας των πολιτών οι δομές της κοινωνίας δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν ουσιαστικές εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες 628. Η ενδυνάμωση του συντηρητικού κοινωνικού στρώματος εξύψωνε τη σημασία των κομματικών και συντεχνιακών δικτύων σε τέτοιο βαθμό ώστε να συρρικνώνονται και να υποβαθμίζονται όλοι οι δυναμικοί παράγοντες της αγοράς. «Η έλλειψις του βιομηχανικού κεφαλαίου είχε μεγάλας συνεπείας. Ο αστισμός ήταν μονόπλευρος. Ως εκ τούτου, αι μορφαί του κοινωνικού και πολιτικού βίου ευρίσκονται ακόμη υπό την επίδρασιν των παλαιών αντιλήψεων και αντιδρούν εις κάθε νεωτερισμόν και εις κάθε μεταβολήν» 629. Η παραπάνω πολιτική τροχιά υπήρξε αποφασιστική για την διαιώνιση της κρίσης και του εκπαιδευτικού συστήματος. Έτσι, οι αποφάσεις που αφορούσαν την εκπαίδευση λαμβάνονταν στο πολιτικό πεδίο δύναμης και όχι στο οικονομικό 630. Αυτή η απόσταση ανάμεσα στο «οικονομικό γίγνεσθαι από τη μια και στην ιδεολογία του παραδοσιακού κράτους» από την άλλη καθήλωνε την εκπαίδευση σε μια κατάσταση υπολειτουργίας, στεγανά προστατευμένη από την παραδοσιακή ιδεολογία και τα σύμβολά της 631. Ο απόλυτα θεωρητικός προσανατολισμός των σπουδών παραμέριζε κάθε ενδιαφέρον για οργάνωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης, η οποία ως παράλληλος εκπαιδευτικός κλάδος συστηματικών σπουδών ήταν ανύπαρκτος 632. Η κρίση της παιδείας αποτελούσε

Πυργιωτάκης, Ι., Εκπαίδευση και Κοινωνία στην Ελλάδα, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2001, σελ. 260. 629 Κορδάτος, Γ., Η κοινωνική σημασία τη Ελληνικής επαναστάσεως του 1821, εκδ. Διεθνούς Επικαιρότητος, Αθήνα 1972, σσ. 93-94 και Σβορώνος, Ν., (1982), Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, σελ. 196. 630 Μπουζάκης Σ., Εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, τ. Α΄, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1994,, σελ. 28. 631 Δημαράς, Α., Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Τεκμήρια Ιστορίας, τ. Ι, Αθήνα 1973, σελ. ιθ΄-κ΄. 632 Τσουκαλάς, Κ., ό.π. σελ. 505. 628


εκδήλωση-σύμπτωμα, αλλά και οργανικό συστατικό της κρίσης της κοινωνίας γενικότερα 633. Παρ’ όλα αυτά, με την πάροδο του χρόνου όλο και περισσότεροι συμφωνούσαν ότι η εκπαίδευση έπρεπε να ξεφύγει από την ιδιωτεύουσα μορφή της, από την τοπική της διάσταση, να δημοσιοποιηθεί και να οργανωθεί όχι ως αυτοδιοικητικός αλλά ως κοινωνικός θεσμός και ως κρατικός μηχανισμός. Τα κοινωνικά αιτήματα που αφορούσαν την εκπαίδευση άρχισαν να θεωρούνται εισροές για το πολιτικό σύστημα το οποίο θα έπρεπε να θεσπίζει, να εφαρμόζει και να εκδικάζει κανόνες ώστε να τα ικανοποιήσει. Η πολιτική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη συστημική προσέγγιση της πολιτικής, εμφανίζεται με στόχο να απορροφήσει ως εισροές τα αποτελέσματα της κοινωνικής δραστηριότητας και να τις καταστήσει πράξη με την μετατροπή τους σε εκροές. H παραδοχή που είχε αρχίσει να εξαπλώνεται για τη φιλοσοφία και την εκπόνηση των νομοθετικών μέτρων που έπρεπε να ληφθούν θεωρούσε ότι για το κράτος το ζήτημα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, ως συνέχεια ή και προϋπόθεση της κοινωνικής μεταρρύθμισης, σχετιζόταν με την εγκαθίδρυση ενός νέου πλαισίου που θα τοποθετούσε την εκπαίδευση κάτω από την εποπτεία της κρατικής διοίκησης και όχι της Δημογεροντίας. Μιλώντας ήδη από το έτος 1886 στους πληρεξουσίους ο Γενικός Διοικητής Σάββας Πασάς αναγνώρισε ότι «η δημοσία εκπαίδευσις, όπως είναι διωργανισμένη εν τω τόπω, ισοδυναμεί μάλλον με άρνησιν πάσης καλώς εννοουμένης παιδείας. Το εν ισχύει σύστημα, όπερ ως αποκεντρωτικόν δήθεν εχαρακτηρίσθη υπό των εισαγαγόντων αυτό, άνευ υπερβολής τινός, αποσυνθετικόν μάλλον δύναμαι να ονομάσω [...] Νόμος πλήρης χασμάτων και ατελειών διέπει τα σχολεία υμών. Σωματεία πολλαπλά και ετεροφυή προΐστανται αυτών, τα σωματεία δε ταύτα ή αενάως εις συγκρούσεις προς άλληλα έρχονται ή εν τοις ιδίοις αυτών κόλποις στοιχεία τοιούτων ακαταπαύστων συγκρούσεων και διαπληκτισμών περικλείουσιν [...] ου μόνο οι εφορείαι αλλά και τα σχολεία αυτά εισίν ως επί το πλείστον κέντρα κομματισμού και πρακτορεία εκλογικών συμφερόντων [...] η έκρυθμος κατάστασις των σχολείων υμών οφείλεται αναντιρρήτως εις την έλλειψιν αρχής ανωτέρας, μη εξαρτωμένης μεν από της ψήφου των πολλών και μη εκφοβιζομένης υπό οχλαγωγιών, αρκούντως δ’ ισχυράς όπως διευθύνη τα των σχολείων και επιβάλλη τον Νόμον εις τους θέλοντας να καταπατήσωσιν αυτόν [...]» 634. Silberman Ch Crisis in the Classroom. The Remaking of American education, N.Y., 1971, σελ. 5. 634 Κρήτη, Εφημερίς της Γενικής Διοικήσεως Κρήτης, 1/7/1886, έτος ΙΘ΄, Αριθμ. 7., Πρακτικά της Γενικής Συνελεύσεως των Κρητών της ΙΖ΄Συνόδου, Συνεδρίασις Α΄. 633


Στην εφημερίδα «Ηράκλειον» δημοσιεύεται άρθρο με τίτλο «Ανάγκη ν’ αλλάξη το εκπαιδευτικόν μας σύστσημα» όπου αναφερεται ότι «… προκειμένου περί πνευματικών προιόντων ου μόνο ουδεμίαν προς μεταρρίθμισιν δεικνύομεν προθυμίαν, αλλά και τον εισηγούμενον τοιαύττας μεταρρυθμίσεις λάθρα διαβάλλομεν πολλάκις ως προσπαθούντα ν’ αφαιρέση ημάς την Ελληνοπρεπή μόρφωσιν και να στερήση ημάς του προγονικού κλέους, ωσεί η μόρφωσις των Ελλήνων περιωρίζετο εις τους κανόνας της γραμματικής και το κλέος αυτών εις το διδασκαλικόν επάγγελμα. … βελτίωσιν εις τα της εκπαιδεύσεως λέγοντες δεν εννοούμεν νυν τελειοτέραν και ακριβεστέραν εκτέλεσιν του καθιερωμένου προγράμματος εν τοις ημετ. Σχολείοις, αλλά μεταρρύθμισιν και δη ριζικήν μεταρρύθμισιν αυτού, ήτοι μετατροπήν του όλου εκπαιδευτικού ημών συστήματος επί το πρακτικώτερον… το υπάρχον πρόγραμμα καθ’ ημάς εκτελείται ανελλιπώς και επιτυχώς υπό των τεταγμένων προς εκτέλεσιν αυτού προσώπων, αλλά μόλα ταύτα οι εκ των σχολείων μας αποφοιτώντες ελάχιστα φέρουσιν εφόδια προς τον πρακτικόν βίον…Οι διδάσκαλοι εξετέλεσαν ευσυνειδήτως το καθήκον τους, εδίδαξαν επιμελώς και μεθοδικώς τα Ελληνικά, τα Λατινικά κα ιπάντα τάλλα μαθήματα, οι μαθηταί έμαθον καλώς τα διδαχθέντα, αλλ’ αν εις τους ρητορικούς λόγους του Δημοσθένους και εις τους στίχους του Ομήρου δεν υπάρχωσιν πάντες οι όροι της εμπορικής γλώσσης, αν την Λατινικήν αγνοώσιν εκείνοι, προς ους έχετε συναλλαγάς, τι πταίουν οι διδάσκαλοι…τα ημέτερα σχολεία στολίζουσιν τους φοιτώντας εις αυτά δια πολλών και καλών γνώσεων, αλλ’ η χρησιμοποίησις των γνώσεων τούτων ως βιοποριστικού επαγγέλματος είνε λίαν περιορισμένη…». Διάχυτη ήταν τότε η εντύπωση ότι οι Τμηματικοί Έφοροι και οι Δημοτικοί Άρχοντες «εξ ολεθρίων κομματικών παθών ορμώμενοι πεισματωδώς αντενεργούσιν αλλήλοις και συνεπώς ουδεμία βελτίωσις και προαγωγή της παιδείας λαμβάνει χώραν παρ’ αυτοίς, σπουδαίως ένεκα τούτου χωλαινούσης» 635. Έτσι, ο νέος Εκπαιδευτικός Νόμος 636 αν και δεν έγινε ευρέως αποδεκτός καθώς συντάχθηκε και ψηφίστηκε μέσα στο καθεστώς του στρατιωτικού Νόμου, που είχε επιβληθεί στο νησί, προσπάθησε να «συμπληρώση τα εν τω κανονισμώ της παιδείας χάσματα». Επρόκειτο, όμως, για μια ακόμη κρατική παρέμβαση στο χώρο της εκπαίδευσης, η οποία πολύ λίγο επηρέασε τις βασικές σχολικές δομές και ακόμη Βλ. εφημ. Μίνως αριθμ. 196/3-11-1884. «Εψηφίσθη κατά την κη΄συνεδρίαν της κ΄συνόδου της Γενικής των Κρητών Συνελεύσεως, εκηρύχθη εκτελεστός δια του υπ’ αριθμ 1232 1603 της 2 Ιουνίου 1889 διατάγματος της Γενικής Διοικήσεως και εδημοσιεύθη εν τω υπ’ αριθμ. 1039 της 7 Ιουνίου 1889 φύλλω της Κρήτης». 635 636


λιγότερο, έδειξε να επιθυμεί οποιαδήποτε ανατροπή τους. Εξαντλήθηκε στην νομιμοποίηση και τυποποίηση των γνωστών σχολικών λειτουργικών προτύπων με αποτέλεσμα όχι μόνο την διαιώνισή τους αλλά και την ενδυνάμωσή τους σε διαμερισματικό επίπεδο.

Διαβάθμιση της εκπαίδευσης-Διδασκόμενα μαθήματα Με βάση τις διατάξεις του νέου νόμου τα χριστιανικά σχολεία διαβαθμίστηκαν σε Νηπιαγωγεία, Δημοτικά Σχολεία, Ελληνικά Σχολεία, Γυμνάσια και Παρθεναγωγεία. Στο άρθρο 3 του νέου νόμου ορίστηκε ότι στις επαρχίες τα Δημοτικά Σχολεία θα διαιρούνταν σε Πρωτοβάθμια, Δευτεροβάθμια και Τριτοβάθμια και ότι για την ίδρυση τους απαιτούνταν τουλάχιστον 20 μαθητές. Στο άρθρο 10 καθορίστηκε ότι η εκπαίδευση ήταν υποχρεωτική για τα αγόρια «από επτά μέχρι ένδεκα ετών». Ο Νόμος του 1889 καθόριζε, επίσης, ότι «εν ταις έδραις των διοικήσεων ιδρύεται εν Ελληνικόν Σχολείον πλήρες με τρεις τάξεις και τρεις διδασκάλους, εν δε ταις επαρχίαις ιδρύονται Ελληνικά Σχολεία με τρεις τάξεις αλλά με δύο διδασκάλους […] Ο διδάσκαλος της ανωτέρας τάξεως φέρη τον τίτλο του Σχολάρχου και προΐσταται του Ελληνικού Σχολείου». Τα ελληνικά σχολεία θεωρήθηκαν ως παραρτήματα του Γυμνασίου «είτε πλήρους είτε ημιτελούς όπου υπάρχη τοιούτον. Ο δε Γυμνασιάρχης ή διευθυντής του Γυμνασίου εποπτεύει τα ελληνικά σχολεία λαμβάνον μέρος εις την σύνταξιν του προγράμματος συμφώνως προς τον Νόμον [...] Εν εκάστη έδρα Διοικήσεως ιδρύεται εν Παρθεναγωγείον το οποίον θέλει συντηρείσθαι εκ των μερικοτέρων πόρων και των επιβαλλομένων διδάκτρων. Τα εν ταις έδραις των Διοικήσεων Παρθεναγωγεία μεταβάλλονται εις πλήρη Δημοτικά Σχολεία […] Τα εν ταις επαρχίαις δημοτικά σχολεία διαιρούνται εις τρεις τάξεις. Εις πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια. Και πρωτοβάθμιον καλείται το εις ο φοιτώσιν 80 και πλέον μαθηταί, δευτεροβάθμιον δε το εις ο φοιτώσιν υπέρ τους 40, τριτοβάθμιο δε το εις ο φοιτώσιν ολιγότεροι των 40». Με το νόμο του 1889 στο Νομό Λασιθίου ιδρύθηκαν 74 σχολεία, στον Νομό Ηρακλείου 79, στον Νομό Ρεθύμνου 55 στο Νομό Σφακίων 54 και στο Νομό Χανίων 77. Ο ίδιος νόμος προέβλεπε και την δυνατότητα ίδρυσης, ιδιωτικών σχολείων μετά από άδεια της τμηματικής εφορείας. Εξεταστικό σύστημα Ο νόμος του 1889 προέβλεπε, επίσης, σαφέστερες διατάξεις σχετικά με τη διαδικασία των εξετάσεων των μαθητών. Στη διαδικασία αυτή οι κρίσεις των εξεταστικών επιτροπών είχαν αποφασιστική σημασία στην αξιολόγηση όχι μόνο των μαθητών αλλά και των


δασκάλων. Σύμφωνα με το άρθρο 60, τα μέλη των εξεταστικών επιτροπών εξακρίβωναν «την κατάστασιν της προόδου των μαθητών, την επιμέλειαν και ευσυνειδησίαν ή τουναντίον των δασκάλων, τον αριθμό των μαθητών, την κατάστασιν του οικοδομήματος και το πλήρες ή ελλιπές των χρειωδών δια την διδασκαλίαν». Οι εξεταστές, οι οποίοι περιέρχονταν τα σχολεία, δεν δίσταζαν να προτείνουν με βάση τις εκθέσεις τους την απόλυση των δασκάλων όπως και τον έπαινο τους. Χαρακτηριστική είναι η έκθεση της τριμελούς εξεταστικής επιτροπής αποτελούμενης από τους Ι. Παπαδάκη, Λ. Παπαδάκη και Ε. Αγγελάκη η οποία διεξήγαγε τις εξετάσεις στο δημοτικό σχολείο Βραχασίου. Στην έκθεση αυτή οι εξεταστές τόνισαν ότι τα αποτελέσματα των εξετάσεων ήταν «αρκούντως ευάρεστα» και επαίνεσαν το δάσκαλο του Σχολείου Κ. Τζαμπαρλάκη επειδή, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, «εκ της ελλείψεως πολλών απαιτουμένων […] και της ατάκτου φοιτήσεως των μαθητών […] εργάσθη μετά πολλής φιλοτιμίας και επιμελείας προσπαθήσας να συμμορφωθή […] προς το νέον παιδαγωγικόν σύστημα και ν’ αποφέρη ικανούς καρπούς εκ της εργασίας του». Σε αντίστοιχη έκθεση για τα αποτελέσματα των εξετάσεων του παρθεναγωγείου Χουμεριάκου ο εξεταστής Εμμ. Σηφάκης σημείωσε ότι στην διαδικασία παραβρέθηκε πλήθος κόσμου. Σύμφωνα με την έκθεση, αρχικά, η παρθεναγωγός έκαμε τον απολογισμό της χρονιάς και στη συνέχεια εξετάστηκαν οι μαθήτριες στα εξής μαθήματα: Ανάγνωση, Γραμματική και απαγγελία ποιημάτων. Παράλληλα, έγινε έκθεση με τα χειροτεχνήματά τους. Αναφερόμενος στο αποτέλεσμα των εξετάσεων ο εξεταστής σημείωσε ότι αυτό «κατέδειξεν την μεγίστην επιμέλειαν της δεσποινίδος παρθεναγωγού, το ακάματον αυτής και τον μεταδοτικότατον τρόπον του διδάσκειν» 637. Αυτή ήταν βέβαι η μια πλευρά των εξετάσεων γιατί υπήρχαν και απόψεις όπως η παρακάτω την οποία αντλήσαμε από τον τύπο της εποχής και ανήκει σε δάσκαλο: «…και διανέμονται προσκλητήρια καλλιγραφημένα, και συνάζονται καθίσματα και ετοιμάζονται ντουαλέτταις και κρεμώνται σημαίαι και δρέπονται άνθη και ανοίγονται πύλαι και σημαίνεται ο κώδωνη κωμωδία αρχίζει. Γίνονται εξετάσεις. Ορίστε κύριοι. Εδώ βλέπετε τον μεγαλοσχήμονα διδάσκαλον με την μακράν γενειάδα και τα ομματογυάλια αριθμούντα εις λόγον αρχαιομανή τους καρπούς της σοφίας του. Εκείνη η γηραιά κομψευομένη, η ορθία μεγαλοπρεπώς, η ανταλλάσσουσα βλέματα φιλάρεσκα και μειδιάματα με όλους τους προσκεκλημένους είνε η χαριτόβρυτος και σοφή διδασκάλισσα. Ειργάσθη, εμόχθησεν, εδαπάνησε πνεύμα και μέθοδον εις απεργασίαν του εμπο637

Α.Δ.Λ., έγγραφο με αριθμ. πρωτοκ. 269/ 6-8-1892.


ρεύματος που σήμερα μάς παρουσιάζει. Ιδού η μόστρα. Βλέπετε αυτόν τον μικρόν Μίμην, εκείνην την χαριτωμένην Τιτίκαν, τον Γεώργη, το πνευματωδέστατον τέκνον του κ. Βουλευτού, όλα αυτά είνε έργα των χειρών μας, έξοχα πλάσματα αληθώς, ωραία, κομψά, πνευματώδη, σοφά. Χειροκροτήσατε. Και ύστερα: χειραψίαι, ευχαί, συγχαρητήρια, πόζα των ευτυχών διδασκάλων και των γονέων των ευτυχέστερων που εγέννησαν τέκνα μεγαλοφυή. Και ύστερα; ποίον το πρακτικόν αποτέλεσμα όλων αυτών; Ω! το γνωρίζω! Θα φανώ εκεκντρικός, βέβηλος, ίσως και πεσσιμιστής, αλλά θα σας το είπω με τρεις λέξεις, ιδού το: Σπατάλη χρόνου. Σπατάλη δυνάμεων. Πηγή ματαιότητος και κουφότητος. Πληγή αληθής εθνική, μία και αυτή των πολλών. Μη εξανίστασθε οι φίλοι του ψεύδους και της ρεκλάμας…. «αλλά μανθάνουν τόσα πράγματα» θα ειπήτε. Σωστά, μα την αλήθειαν, πάρετε έναν άρρωστον από το στομάχι του, άρρωστον από ασιτίαν και φορτώσετέ τον με φαγητά, ας φάγη λοιπόν το παν και ας ιδούμεν αν γείνη καλά, αν δεν πέση άρρωστος ευθύς, και τι άλλο λοιπόν παρά αρρώστια και εξάντλησις ψυχική είνε η νάρκη και η ηλιθίωσις, η οποία διαδέχεται την μελέτην των εξετάσεων εις τα παιδιά σας; Τι γίνεται λοιπόν τόσο πνεύμα; Που τόση σοφία από την οποίαν δεν εβγήκεν ένας άνθρωπινός επιστήμων; Πού αι τόσαι αρεταί;. Απλούστατα, ουδέποτε υπήρξαν. Ήσαν πούδρα απλή που ρίξατε στα μάτια σας, ήσαν ψεύτικα, κωμική παράστασις ητοιμασμένη, την εξελάβετε ως πραγματικότητα. Ιδού που σας ηπατήσαμεν! ». Εποπτεία της εκπαίδευσης Σύμφωνα με τον νέο εκπαιδευτικό Νόμο (άρθρο 61), «διαρκείς και φυσικοί επόπται των σχολείων εν εκάστω τμήματι είνε αι τμηματικαί εφορείαι, αίτινες δικαιούνται και υποχρεούνται ίνα εποπτεύωσι τακτικώς πάντα τα σχολεία του τμήματός των από του Γυμνασίου μέχρι του Νηπιαγωγείου». Η Τμηματική Εφορεία συγκροτήθηκε και πάλι «εξ ενός αντιπροσώπου εξ εκάστης επαρχίας και εξ ενός πολίτου κατοίκου της έδρας της διοικήσεως επιστήμονος, εκλεγόμενοι δε επί διετίαν υπό των βουλευτών του τμήματος εν ειδική συνεδρία των χριστιανών πληρεξουσίων». Στην Τμηματική Εφορεία ορίστηκε να «προεδρεύη ο οικείος Αρχιερεύς ή η αρχιερατική έδρευσις. Αρνουμένου δε του Αρχιερέως ή του Επιτρόπου αυτού, θα προεδρεύη της Εφορείας ο πρεσβύτερος των εφόρων». Η συγκεντροποίηση της εποπτείας της εκπαίδευσης σε διαμερισματικό επίπεδο επέφερε, όμως, την κατάργηση των Επαρχιακών και των Δημοτικών Εφορειών αφού ορίστηκε, σύμφωνα με το άρθρο 62, ότι «οι δήμαρχοι ή οι δημαρχιακοί πάρεδροι κατά δεύτερον λόγον εποπτεύουσιν έκαστος τα εις τον δήμο του σχολεία, φροντίζουσι να


μανθάνωσιν εξ ιδίας αντιλήψεως αν οι διδάσκαλοι εκτελώσι τα καθήκοντά των και εργάζωνται ανελλιπώς, το δε αποτέλεσμα των ερευνών των εκθέτουσιν εις την οικείαν τμηματικήν εφορείαν». Ο κεντρικός έλεγχος της εκπαίδευσης διατηρήθηκε στο άρθρο 64 με το οποίο ορίστηκε ότι «εκ των εκθέσεων τας οποίας οι παριστάμενοι εις τας εξετάσεις καθηγηταί και διδάσκαλοι πέμπουσιν εις τας τμηματικάς εφορείας, ως και εξ εκείνων, τας οποίας οι διάφοροι επιθεωρηταί κάμνουσι περί της καταστάσεως των σχολείων, αι τμηματικαί εφορείαι καταρτίζουσιν πλήρη έκθεσιν της καταστάσεως της παιδείας και των σχολείων εν τω τμήματι των και αποστέλλουσι κατ’ έτος εις την Γεν. Διοίκησιν, ήτις την υποβάλλει εις την Γεν. Συνέλευσιν». Παράλληλα, επιχειρήθηκε να ενισχυθεί και ο κοινωνικός έλεγχος του εκπαιδευτικού συστήματος με την θεσμοθέτηση της υποχρέωσης της Γενικής Διοίκησης να «δημοσιεύη κατ’ έτος δια της εφημερίδος της Γεν. Διοικήσεως πάσας τας τμηματικάς ταύτας εκθέσεις δια να λαμβάνη γνώσιν το κοινόν περί της καταστάσεως της παιδείας εν τη Νήσω» (άρθρο 65). Συνεχείς μεταβολές του πολιτικο-οικονομικού και κοινωνικού πλαισίου Το ιστορικό πλαίσιο Η εφαρμογή του νέου εκπαιδευτικού Νόμου συνέπεσε με σημαντικές αλλαγές, που επήλθαν στο καθεστώς της Χαλέπας μεταξύ των οποίων η σημαντικότερη ήταν η μείωση του αριθμού των πληρεξουσίων από 80 σε 57 (35 χριστιανοί, 22 μουσουλμάνοι) και η μεταβολή στον τρόπο επίτευξης της πλειοψηφίας των 2/3 για την ψήφιση των νομοσχεδίων, κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα να πληγεί η νομοθετική δυνατότητα των χριστιανών πληρεξουσίων, οι οποίοι αν και περισσότεροι δεν μπορούσαν πια να σχηματίσουν την πλειοψηφία των 2/3 όλων των μελών της Γενικής Συνέλευσης χωρίς την σύμπραξη και των μουσουλμάνων. Επίσης, μεταβλήθηκε και ο τρόπος σύνταξης του προϋπολογισμού. Νέα κρίση στον χώρο της εκπαίδευσης Η τελευταία μεταβολή σε συνδυασμό με τις σπατάλες που άρχισαν να καταγράφονταν στον τομέα της διοίκησης είχε σαν αποτέλεσμα την μείωση τελικά των ποσών που διατίθονταν για την παιδεία. Η εξέλιξη αυτή δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στην εφαρμογή του εκπαιδευτικού Νόμου του 1889, σώρευσε σημαντικά ελλείμματα στην Τμηματική Εφορεία Λασιθίου και προκάλεσε όχι μόνο την «ελάττωση των μισθοδοσιών των διδασκάλων» 638 οι οποίοι τελικά 638

Βλπ. εφημερίδα «Ηράκλειον», 3/8/1895.


διορίζονταν και δίδασκαν «επί 10 και 20 μήνας επί πιστώσει» αλλά επίσης και μεγάλη δυστοκία στις προσλήψεις και τις πληρωμές του εκπαιδευτικού προσωπικού. Μάλιστα, η Τμηματική Εφορεία, προφασιζόμενη λόγους οικονομικούς, αλλά πιθανόν και μέσα στα πλαίσια μιας επιβαλλόμενης πολιτικής για τον περιορισμό της δημόσιας μαζικής και δωρεάν παιδείας, καθόσον κρίθηκε ότι «μεγάλο πλήθος μαθητών παρασύρονται εις τα σχολεία χωρίς ούτε πρέπον, ούτε αναγκαίον, ούτε χρήσιμον να είναι εις αυτούς ούτε εις την κοινωνίαν» 639, προχώρησε σε μαζικές απολύσεις «ελληνοδιδασκάλων και δημοδιδασκάλων» ευρισκόμενη «εις μεγίστην οικονομικήν δυσχέρεια» 640, γεγονός που ανάγκασε τόσο την Δημογεροντία όσο και τις κατά τόπους δημοτικές αρχές να επέμβουν διορίζοντας και πληρώνοντας παράτυπα δικούς τους δασκάλους. Σε μια περίπτωση μάλιστα η Δημογεροντία προκειμένου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της αναγκάστηκε και «επώλησεν εις τον εν Αγίω Νικολάω έμπορον κ. Ρούσον Κουνδουράκην ελαιόλαδον καθαρόν οκάδες χιλίας προς γρόσια 4 κατ’ οκάν αξίας γροσίων τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων πεντήκοντα όπερ ποσόν ληφθέν τοις μετρητοίς κατεβλήθη εις τους καθηγητάς του ενταύθα Γυμνασίου έναντι της μισθοδοσίας των». Επιπλέον, διατυπωνόταν τότε με έντονο τρόπο και το αίτημα για την μεταβολή του οργανωτικού και του διοικητικού πλαισίου του εκπαιδευτικού συστήματος καθώς θεωρήθηκε ότι οι τμηματικές εφορείες δεν μπορούσαν να σηκώσουν το βάρος της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας. «Όταν ο έφορος» σημείωσε σε κύριο άρθρο της η εφημερίδα Ηράκλειον 641 «αφ’ ου διορίση τον διδάσκαλον, εγκαταλείπη αυτόν όλως ανεπιτήρητον και ούτε περί πληρωμής αυτού ούτε περί της υπ’ αυτού γινομένης εργασίας φροντίζη πως είνε δυνατόν ο διδάσκαλος ούτος να αισθάνηται δεν λέγομεν ενθουσιασμόν αλλ’ αγάπην προς το έργον αυτού; [...] ούτως η εποπτεία δεν είναι επαρκής [...]». Σύμφωνα με άλλη αρθογραφία της εποχής «δέον να εξετασθή επισταμένως ο περί των τμηματικών εφορειών θεσμός κατά πόσον ούτος αντεπεκρίθη εν τω παρόντι εις τας εκπαιδευτικάς ανάγκας, κατάν πόσον δέον να τροποποιηθή ή μεταβληθή ή όλως αντικατασταθή δ’ ετέρου μάλλον ευεργετικού θεσμού» 642. «Εν τούτοις εκ των πολιτών» υπογραμμίστηκε σε άλλο άρθρο «οι μάλλον νοήμονες ήρχισαν ήδη εκ των πραγμάτων διδασκόμενοι να κατανοώσιν την αλήθειαν, αλλ’ ουδέν ούτοι δύνανται να πράξωσιν εις την Έκθεσις της Αγωνοδίκου Επιτροπείας του Συλλόγου προς διάδοσιν των ελληνικών Γραμμάτων. Περί Κατωτέρας και μέσης Παιδείας εν Ελλάδι. Αθήναι 1872, σελ. 5. 640 Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με χρονολογία 1889-06-21. 641 Βλ. εφημερ. Ηράκλειον, αριθμ. 98/22-06-1895. 642 «Η δημοτική εκπαίδευσις», άρθρο στην εφημ. Ηράκλειον, 4/5/1895, έτος Β΄, αριθμ. 90. 639


του εκπαιδευτικού ημών συστήματος αλλαγήν, αφ’ ου οι διευθύνοντες τα της παιδείας παρ’ ημίν, οι τμηματικοί δηλονότι έφοροι, υπεράγαν ευλαβείς προς τα καθεστώτα φαίνονται και λίαν υπόπτως έχουσι προς πάσαν εισήγησιν αφορώσαν εις τοιαύτην μεταρρύθμισιν». Παρόλα αυτά, η Τμηματική Εφορεία συνέχιζε να ασχολείται με πολύ πιο πρακτικά θέματα καθόσον εντεινόταν η δεινή οικονομική της κατάσταση η οποία περιγράφηκε και σε έγγραφο, που η ίδια απέστειλε, το 1891, προς τον Γενικό Διοικητή και στο οποίο αναφέρονταν ότι: «η επιτόπιος Εφορεία Λασιθίου ευρίσκεται εις δεινήν θέσιν υπό άποψιν οικονομικήν και κατά συνέπειαν τα υπολειφθέντα υπ’ αυτής συντηρούμενα ολίγα δημοτικά σχολεία κινδυνεύουσι να διαλυθώσιν εντός μικρού ελλείψει πόρων[...]. Οι εν τω ημετέρω Τμήματι διδάσκαλοι έχοντες λαμβάνειν ήδη υπέρ τους επτά μισθούς εις παντελή περιήλθον ένδειαν μη δυνάμενοι πόθεν να συντηρήσσουσιν εαυτούς και τας οικογενείας των. Οι πλείστοι τούτων πτωχοί οικογενειάρχαι όντες αναγκάζονται να προεξοφλώσι τους γλισχρούς αυτών μισθούς όπως απλώς προμηθευθώσι τα προς ζωάρκειαν απολύτως αναγκαία με έκπτωσιν τριάκοντα και τεσσαράκοντα τοις εκατόν. Ασπασθέντες ούτοι το διδασκαλικόν επάγγελμα πίστευαν ότι ανετώτερον θα αντεπεξήρχοντο κατά των βιωτικών αναγκαίων και μετά θάρρους και προθυμίας επελάβαιτο έκαστος του έργου της πνευματικής μορφώσεως των υπό της κοινωνίας εμπιστευθέντων αυτοίς προς τούτο τέκνων της.Και όμως η μεν ελπίς η δε θάρρους και προθυμίας εις απογοήτευσιν μετατράπησαν αι δε πτωχοί διδάσκαλοι μ’ όλας τας παραινέσεις και υποσχέσεις ημών περί προσεχούς πληρωμής των απειλούσιν ημάς ότι θα προβώσιν εις απεργίαν εν τω προκειμένω σπουδαιοτάτω της διδασκαλίας αυτών σταδίω, των επαναλήψεων, καίπερ ως λέγουσι αναγκάζονται συναισθανόμενοι και αναλογιζόμενοι την επιζημίαν και ανατρεπτικήν του μέτρου τούτου φύσιν. Ήδη εξοχώτατε η καθ’ ημάς εφορεία αγνοεί εν τοιούτη δυσχερή θέση ευρισκομένη ποία διέξοδον να ακολουθείση αφ’ ου τους μεν δυστυχείς διδασκάλους καθ’ εκάστην ιδίοις όμμασιν βλέπει γινωμένους έρμαια της αδυσωπήτου πλεονεξίας των προεξοφλητών και αληθώς ειπείν επαιτούντας, το δε ταμείον αυτής κενότατον, ουδενί τρόπω δυνάμενον να έλθη επίκουρον εις τας δυστυχίας των διδασκάλων. Και εποιησάμεθα μεν πάντας τας δεούσας παρά τη ενταύθα Διοικήσει ενεργείας αλλ’ η εξοχώτης του ο διοικητής ημών μ’ όλας τας υπέρ της παιδείας αγαθάς αυτού διαθέσεις και αξιεπαίνους μερίμνας ης οφείλομεν να το ομολογήσωμεν πάντα επιδεικνύει, είπεν ημίν ότι αδυνατεί να επληρώση την τοιούτην της εφορείας απαίτησιν καίτοι έχει διαταγήν της προκατόχου ημών Γ. Διοικήσεως καθότι ούτε χρήματα υπάρχουν εν τω ταμείω της ενταύθα διοικήσεως, ούτε πιθανότης να εισπραχθώσιν τοιαύτα προ της αρχής του


νέου οικονομικού έτους. Ούτως τα πράγματα περιήλθον εις δεινή θέσιν, η δε Εφορεία και η Διοίκησις εντός της προσεχούς εβδομάδος θα μάθουν ότι οι διδάσκαλοι του Τμήματος απεσύρθησαν της ενεργούς υπηρεσίας των, υπέρ τρεις δε και ημίσειας χιλιάδες μαθητών διέκοψαν τα μαθήματά των. Εν τοιαύτη δε περιπτώσει Εξοχώτατε απολύτως αναγκαίο καθίσταται η αποστολή χρημάτων. Επειδή δε, Εξοχώτατε, εφέτως το Τμήμα ημών εκ των πλουσιωτέρων τυγχάνει και ουκ ευκαταφρόνητον ποσόν συμβάλλομεν κατ’ έτος εκ των προσόδων προς θεραπείαν των αναγκών των άλλων τμημάτων έτυχε να στερείται χρημάτων δεν είνε νομίζομεν άδικον όπως διατάξητε την εκ του ταμείου των τελωνείων άλλων τμημάτων πληρωμήν χρηματικού τινός ποσού δια τα σχολεία Λασιθίου προς αποσόβησιν του επικειμένου της διαλύσεως αυτών κινδύνου. Διο παρακαλούμεν την Υμετέρα Εξοχώτητα όπως ευαρεστουμένη διατάξη την εκ του ταμείου των τελωνείων άλλων τμημάτων αποστολήν 70.000 τουλάχιστον γροσίων προς πληρωμήν δυο τουλάχιστον μισθών εις τους διδασκάλους του Τμήματός μας. Εκ καθήκοντος αναφέροντες ταύτα τη Εξοχώτητι Υμών πεποίθαμεν ότι θέλει προστήσητε και προλάβεται την επικειμένην των σχολείων του Τμήματος Λασιθίου διάλυσιν και εκφράζομεν Αυτή τα σέβη ημών» 643. Η καταβολή, όμως, των εγκεκριμένων πιστώσεων για την παιδεία από την Κεντρική Διοίκηση καθυστερούσε συστηματικά και καθώς οι ενοικιοφειλέτες υποστήριζαν ότι δεν μπορούσαν να αποδώσουν τα ενοίκια 644, η Τμηματική Εφορεία απείλησε με κλείσιμο των σχολείων που 643

Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με χρονολογία 7-6-1891.

«Αίτησις των υποφαινομένων ενοικιαστών των κτημάτων των ιερών Μονών Μεραμβέλλου Ενώπιον της Χριστ. Δημογεροντίας Λασσιθίου Κύριοι δια της παρούσης αιτήσεώς μας υποβάλλομεν τη Σεβ. Δημογεροντία τα εξής: Καθ’ ην εποχήν προσεφέρθημεν και ενοικιάσαμεν τα κτήματα των ιερών μονών Μεραμβέλλου επεκράτει το παλαιόν καθιερωμένον φορολογικόν σύστημα της δεκάτης. Επειδή δε η Κυβέρνησις προ ενός έτους περίπου επέβαλλεν νέον φορολογικόν σύστημα, όλως διάφορον του πρώτου και ως εκ τούτου μεγάλη ζημία επέρχεται εις ημάς ένεκα του συστήματος τούτου, διότι εκτός του ότι ζημιούμεθα από τα αλλεπάλληλα άφορα έτη εκ των εισοδημάτων, είμεθα υποχρεωμένοι να πληρώνωμεν τακτικά, έχομεν δεν έχομεν εισόδημα, εις το Μοναστηριακόν Ταμείον τας διαφόρους δόσεις μετά των τόκων, εν περιπτώσει καθυστερήσεως ποσού τινός από της προθεσμίας, μας υποχρεώνει δε ήδη και η Κυβέρνησις να πληρώνωμεν δυσαναλόγους φόρους των εισοδημάτων, ώστε κινδυνεύομεν να καταστραφώμεν και μείνωμεν εις τους δρόμους, διότι εάν έχωμεν μικρά τινά περιουσίαν θα εκποιηθή δια να πληρώνωμεν όλας ταύτας τας ζημίας. Λοιπόν παρακαλούμεν υμάς να λάβητε υπ’ όψιν την παρούσαν μας αίτησιν, να κάμητε σπουδαίαν τινά και δικαίαν έκπτωσιν εκ της αξίας του ενοικίου προς κάλυψιν των παρουσιαζομένων ζημιών με οιονδήποτε τρόπον θεωρήσητε δίκαιον.Ελπίζομεν δε ότι θα εισακουσθώμεν δια τας δικαίας απαιτήσεις μας διότι νομίζομεν ότι και ο σκοπός του ιερού Καταστήματος το

644


δεν διέθεταν δικούς τους οικονομικούς πόρους. Ήταν η στιγμή που ξέσπασε ένα δεύτερο κύμα έντονων απεργιών των δασκάλων. Η εξέλιξη αυτή ανάγκασε την Τμηματική Εφορεία να απειλήσει ότι «εάν και μίαν και μόνην ημέραν αργήση τις και παραμελήση τα καθήκοντά του θα θεωρήται καθ’ ολοκληρίαν παυμένος, εκτός αν αιτία δεδικαιολογημένη επιτρέπει αυτώ τούτο». Η Εφορεία κατέφυγε, επίσης, και πάλι σε μια ύστατη προσπάθεια συγκέντρωσης χρημάτων από τους ενοικιοφειλέτες. Μερικοί δάσκαλοι εκχώρησαν τότε με υψηλή προμήθεια την διεκδίκηση είσπραξης των μισθών τους σε τρίτους. Άλλοι κατέφυγαν στην δικαστική διεκδίκηση, ενώ μερικοί φάνηκαν πρόθυμοι να διαπραγματευτούν σε ατομική βάση με την Τμηματική Εφορεία την καταβολή έστω και μέρους μόνον των δεδουλευμένων. Αρκετοί ασκούσαν συστηματικά πιέσεις στην Εφορεία μέσω διαφόρων παραγόντων, πολιτευτών, συγγενών κ.λ.π. Κάποιοι, όμως, κράτησαν σκληρή στάση απέναντι στην Τμηματική Εφορεία διακόπτοντας την παροχή εκπαιδευτικού έργου. Από την πλευρά της η Τμηματική Εφορεία, προκειμένου να περιορίσει το λειτουργικό κόστος σε μισθούς προέβη και πάλι στην απόλυση των δημοδιδασκάλων νωρίτερα από ό,τι συνήθως αναθέτοντας στον γραμματέα της «την ευθύνην όπως κοινοποιήση εις τους καθ’ όλον το τμήμα σχολάρχες, ελληνοδιδασκάλους και δημοδιδασκάλους την παύσιν των, απολυομένων των μεν δημοδιδασκάλων την 20ην Ιουλίου των δε ελληνοδιδασκάλων την 30ην Ιουλίου» 645. Η απόφαση αυτή προκάλεσε ένα μεγάλο κύμα αντιδράσεων συνοδευμένο από παραιτήσεις δασκάλων, οι οποίες άφηναν μετέωρη την διεξαγωγή των τελικών εξετάσεων και για το λόγο αυτό δεν έγιναν αποδεκτές. Μπροστά, μάλιστα, στον κίνδυνο να διαταχθούν κατασχέσεις περιουσιακών της στοιχείων από τα δικαστήρια, η Τμηματική Εφορεία κατέφυγε στην σύναψη νέου δανείου για την πληρωμή των μισθών επειδή ήταν «αδύνατον να ειπράξη προς το παρόν χρήματα εκ των οφειλετών της ως εκ της μαστιζούσης τον τόπον χρηματικής ανέχειας». Όμως, το κύμα των δικαστικών διεκδικήσεων των μισθών εντεινόταν με αποτέλεσμα η Τμηματική Εφορεία όχι μόνο να χρεώνεται με τα δικαστικά έξοδα, αλλά και «εκ της χορηγηθήσης πιστώσεως» να μην δικαιούται «λαβείν ποσοστόν τι καθόσον το εν τω ταμείω υπολειπόμενον έτι ποσόν έχει κατασχεθή προ πολλού υπό των οποίον έχετε την τιμήν να αντιπροσωπεύητε δεν είνε τοιούτος. Άλλως τε προσφερόμεθα να παραιτηθώμεν της ενοικιάσεως και ζητήσωμεν δε και αρμοδίως τας δικαίας και ευλόγους απαιτήσεις. Διατελούμεν μετά σεβασμού. Εν Νεαπόλη 4 Σεπτεμβρίου 1890 Οι αιτούντες ενοικιασταί των κτημάτων των ιερών Μονών Μεραμβέλλου». 645

Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο της Χ.Τ.Ε.Λ. προς τον γραμματέα της με αριθμ. πρωτ. 74/ 1888-6-10.


διδασκάλων» μέσω των δικαστηρίων πριν αυτό ενταλματοποιηθεί στην Εφορεία. Για την αντιμετώπιση, μάλιστα, των αγωγών στις οποίες προέβαιναν οι δάσκαλοι, η Δημογεροντία προσέλαβε ως δικηγόρο, μεταξύ άλλων, και τον Ελευθέριο Βενιζέλο προκειμένου να παρίσταται ως πληρεξούσιός της στο Εφετείο Χανίων όπου και εκδικάζονταν οι αγωγές. Ιδιαίτερα δυναμικοί εμφανίστηκαν το 1892 οι δάσκαλοι της επαρχίας Μεραμβέλλου, οι οποίοι δήλωσαν ότι θα απεργήσουν αν δεν τους καταβληθούν τα δεδουλευμένα. Από τη μεριά της, η Τμηματική Εφορεία αποφάσισε «παμψηφεί να καταδιωχθώσιν άπαντες ανεξαιρέτως οι ενοικιοφειλέτες των παρελθουσών ετών» προκειμένου να διασφαλιστούν οι οικονομικοί πόροι των σχολείων. Απαντώντας μάλιστα στη Γενική Διοίκηση σχετικά με τις κατηγορίες της ότι η χαλάρωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας οφείλεται στον κομματισμό και στην κακοδιαχείριση, η Τμηματική Εφορεία αντιπαρήλθε τις κατηγορίες αυτές επισημαίνοντας ότι οι «ελλιπείς πόροι, ελλιπήν εκπαίδευσιν αποδίδουν». Επειδή, όμως, οι πόροι από την Κεντρική Διοίκηση εξακολουθούσαν να δίνονται με φειδώ, η Τμηματική Εφορεία σκλήρυνε περισσότερο την εργοδοτική στάση της απέναντι στους δασκάλους και στους καθηγητές. Αυθαίρετα περιέκοψε και πάλι το 1892 τον μισθό του Αυγούστου ανακοινώνοντας παράλληλα ότι θα αντικαθιστούσε όποιον διαφωνούσε με την ενέργεια αυτή. Η συγκεκριμένη στάση της Τμηματικής Εφορείας προκάλεσε νέο κύμα απεργιακών κινητοποιήσεων των δασκάλων οι οποίοι «διέκοψαν τα μαθήματα και έκλεισαν τα σχολεία ένεκα μη πληρωμής πολλών καθυστ-ρουμένων μισθοδοσιών των». Λίγα χρόνια αργότερα, το 1894, «τα αναγραφόμενα υπέρ της παιδείας κονδύλια περιωρίσθησαν μεγάλως». Μέσα σ’ αυτό το κλίμα της μείωσης των κονδυλίων η Τμηματική Εφορία Λασιθίου «εσκέφθηκεν ότι εις ουδένα όφειλε να προβή διορισμόν πριν βεβαιωθή αν θα έχη χρήματα όπως πληρώση μισθοδοσίας τινάς των μελλόντων να υπηρετήσωσι κατά το έτος τούτο διδασκάλων και των υπηρετησάντων κατά τα προηγούμενα έτη» 646. Μάλιστα, δια του Προέδρου της «εδήλωσε τοις καθηγηταίς και ελληνοδιδασκάλοις ότι ουδεμίαν απέναντι αυτών φέρει ευθύνην, αν δεν δυνηθή, ελλείψει πόρων, να διατηρήση, τα σχολεία». Προκειμένου, μάλιστα, «να προβή εις οικονομίας δυνατάς» ελάττωσε τον μισθό των «διδασκάλων σχεδόν κατά το ήμισυ του υπό του Νόμου οριζομένου» 647. Σύμφωνα με μισθολογική κατάσταση της Δημογεροντίας Λασιθίου οι μισθοί των δασκάλων της επαρχίας Μεραμβέλλου είχαν διαμορφωθεί την περίοδο εκείνη ως εξής: Ελληνοδιδάσκαλος 400-500 γρ., Διευθυντής 646 647

Βλέπε. εφημ. Ηράκλειον αριθμ. φύλ. 55/1893-05-07. Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με χρονολογία 1891-06-17.


προτύπου σχολής 700 γρ., Βοηθοί προτύπου σχολής 250-350 γρ., Δημοδιδάσκαλος 200-300 γρ., Παρθεναγωγός 100 γρ. Χαρακτηριστική για την πτώση της κοινωνικής αναγνώρισης του έργου του δασκάλου εκείνης της περιόδου είναι επίσης και η παραίτηση του δασκάλου της δημοτικής σχολής Αγίου Νικολάου Γεωργίου Σεργίου ο οποίος οδηγήθηκε στην απόφασή του αυτή επειδή οι μαθητές έδειχναν ανάρμοστη συμπεριφορά στο πρόσωπό του και οι ίδιοι οι γονείς τον έβριζαν και τον κατηγορούσαν 648. Γενική ήταν τότε η αίσθηση στον τύπο της εποχής ότι οι δάσκαλοι «διήλθον τον χρυσούν αιώνα τους και ευρίσκονται εν τω σιδηρώ. Παλιότερα η ταχύτερος φήμη προανήγγελλε τοις χωρικοίς την προσεχήν άφιξιν του καθηγητού. Ούτοι δε εν μεγάλη συγκινήσει και ανησυχία έσπευδον να ευπρεπισθώσιν όπως δεξιωθώσιν ευπροσώπως τον Καθηγητήν. Ούτινος και αυτός ο τίτλος ενεποίει αυτοίς θρίαμβον και σεβασμόν […] Κατά την ημέραν της αφίξεως του καθηγητού, σύμπαντες οι κάτοικοι εν εορτασίμω περιβολή εξήρχοντο υπό τους ήχους του κώδωνος της εκκλησίας εις υπάντησιν του επισήμου τούτου ξένου […] ουδείς έμενεν οίκοι διότι ουδείς έστεργε να απολέση την σπανίως παρουσιαζομένην ευκαιρίαν να ίδη καθηγητήν […] Τοιούτων τιμών και περιποιήσεων ηξιούντο κατά τον ευδαίμονα εκείνον αιώνα οι διδάσκαλοι και μάλιστα οι καθηγηταί. Επί πάσι δε ή μάλλον προ πάντων μισθός παχύς και τακτικός καταβαλλόμενος παρασκεύαζεν αυτοίς εντός ολίγων ετών περιουσίαν ουκ ευκαταφρόνητον, ήτις συνετέλει εις το να επαυξάνη την δύναμιν και την δόξαν των και να καθιστά την θέσιν των μάλλον επίζηλον, διότι «μακάριος όστις ουσίαν και νουν έχει» 649. Σύμφωνα, όμως, με άλλη αναφορά: «την σήμερον τα πράγματα είνε πολύ διάφορα […] Περιεστάλη ο κύκλος της ενεργείας των λογίων μας, ο αριθμός αυτών ηυξήθη και αυξάνεται καθ’ εκάστην καταπληκτικώς. Επί πάσιν ο περί υπάρξεως αγών επιτείνεται οσ’ ημέραι πολλαπλασιαζομένων των του βίου αναγκών, και οι πτωχοί λόγιοί μας καταναλίσκουσι το πλείστον της ευφυΐας και της ενεργείας αυτών όχι εις προαγωγήν των γραμμάτων και των επιστημών, αλλ’ εις πορισμόν των αλφίτων […] Ο παρών αιών είνε αιών της ύλης και ο διακαής ζήλος, τον οποίον είχεν άλλοτε ο κόσμος προς τα γράμματα, εψυχράνθη ήδη μεγάλως […] Την σήμερον οι πολλοί θεωρούσι τους λογίους ως κοινούς επαγγελματίας και την αξίνα αυτών κρίνουσιν εκ της προσόδου ήν αποφέρει αυτοίς το επάγγελμά των […] Η υπερβολική αυτών αύξησις ελαττούσα τα κέρδη των συντελεί εις την υποτίμησιν της κοινωνικής αυτών θέσεως, όπως η Α.Δ.λ. α.π. 84, 1-5-1894. «Ο χρυσούς αιών των διδασκάλων», άρθρο στην εφημ. Ηράκλειον 7/7/1893, έτος Α΄, αριθμ. 48. 648 649


επέκτασις των αμπελοφυτειών συνετέλεσεν εις την έκπτωσιν των τιμών των οίνων […]» 650. Η συρρίκνωση των μισθών, πράγματι, είχε οδηγήσει τότε σε μια τέτοια απαξίωση την κοινωνική θέση των δασκάλων ώστε «οι πλείστοι ήταν πλέον νεανίσκοι φοιτήσαντες επί εν ή δύο έτη εις τι των παρ’ ημίν γυμνασίων, αναγκασθέντες δε να διακόψωσι τας σπουδάς αυτών υπό της πενίας. Ούτοι ασπάζονται προσωρινώς το επάγγελμα του διδασκάλου επειδή δεν ευρίσκουσι πρόχειρον άλλο βιοποριστικόν επιτήδευμα, αλλ’ είνε έτοιμοι να εγκαταλείψωσιν αυτό ευθύς ως παρουσιασθή εις αυτούς ευκαιρία να πορίζωνται τα προς το ζην δι’ άλλης εργασίας» 651. Χαρακτηριστικό της κατάστασης στην οποία είχαν περιέλθει οι δάσκαλοι είναι το απόσπασμα άρθρου του πρώην Γυμνασιάρχη Νεαπόλεως Α. Βορεάδη το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ηρά-κλειον: «προ καιρού, ότε εγένοντο οι διορισμοί των διδασκάλων, συνέπεσε να διέρχωμαι πλησίον του γραφείου μιας εκ των πέντε της Κρήτης Τμη. Εφορειών. Παρετήρησα πλήθος νεανιών συνωστιζομένων παρά τας θύρας του γραφείου τούτου και δεν εβράδυνα να εννοήσω ότι οι συνωθούμενοι ούτοι ήσαν υποψήφιοι δια τας διαφόρους διδασκαλικάς θέσεις. Ίσταντο πάντες μετ’ αγωνίας περιμένοντες την απόφασιν της συνεδριαζούσης εφορείας. Επί του προσώπου αυτών διεκρίνετο η αθυμία, η κατηφεία, η ανησυχία […]. Το τοιούτον μοι έκαμεν αλγεινήν εντύπωσιν […] Ό, τι είχον επώλησαν δια να τελειώσουν το γυμνάσιον. Ήλπιζον ότι, αφ’ ου λάβωσιν απολυτήριον του γυμνασίου, θα υψωθώσιν υπεράνω της κοινωνικής θέσεως των γονέων των και θα εξασφαλίσωσιν εαυτοίς διαρκή πόρον ζωής. Αι ελπίδες των αποδείχθησαν φρούδες. Τα γράμματα του γυμνασίου δεν δίδουσιν εις αυτούς συνήθως εισόδημα άνω των 200 γρ. κατά μήνα και τούτο όχι εις όλους […] Αλλά και τι άλλο δύνανται να κάμωσιν οι δυστυχείς ούτοι νεανίσκοι; Να παραιτήσωσιν τα γράμματα και να επιδοθώσιν εις άλλο επιτήδευμα πρακτικόν; Αλλά ποιό; Ουδέν τοιούτον είνε εφοδιασμένοι. Να επανέλθουν εις τα χωρία των ίνα επιδοθώσιν εις το πατρικόν επάγγελμα, την γεωργίαν; Αλλ’ εκτός του ότι, εκθηλυθέντες υπό του σχολαστικού βίου, κατέστησαν προς την γεωργίαν ανίκανοι, δεν έχουν γαίας ιδίας οι πλείστοι να καλλιεργώσι, διότι τας επώλησαν, ίνα σπουδάσουν […] Πως είνε λοιπόν δυνατόν εις τοιούτος νεανίας να μη βλέπη «Η θέσις των λογίων της Κρήτης», άρθρο στην εφημ. Ηράκλειον, 27/1/1894, έτος Α΄, αριθμ. 25. 651 Σύμφωνα με τον Τιρς «οι δάσκαλοι έπρεπε να αναζητηθούν αποκλειστικά στις κατώτερες τάξεις της κοινωνίας, ανάμεσα σε νεαρούς που δείχνουν σχετική κλίση για να είναι βέβαιος κανείς ότι θα αγαπούν πάντα τη μέτρια θέση τους, και θα αντέξουν, χωρίς γκρίνια, στις στερήσεις και θα έχουν, τέλος, τις πιο στενές σχέσεις με το λαό», Τιρς, Φ., Η Ελλάδα του Καποδίστρια, τ.β΄, εκδ. Αφοι Τολίδη, Αθήνα 1972, σελ. 109. 650


ζοφερόν το παρόν και ζοφερότερον το μέλλον […] Δεν δύναται να κάμη τον έμπορον, δεν δύναται να επαγγελθή τον τεχνίτην, δεν είνε εις θέσιν να ασχοληθή εις την γεωργίαν, δεν έχει την απαιτουμένην ισχύν και δεν θεωρεί και πρέπον να εγγραφή τουλάχιστον χωροφύλαξ, αδυνατεί εν συντόμω να εύρη οιονδήποτε βιοποριστικόν μέσον εκτός του διδασκαλικού […] Όταν ακούωμεν επαινούμενον το θαυμάσιον εκπαιδευτικόν μας σύστημα σπουδαίως υπό ανδρών αξιούντων ότι είνε σπουδαίοι, όταν ακούωμεν αυτούς εκθειάζοντας τους αδρούς και αγλαούς καρπούς του συστήματος τούτου, δεν ηξεύρομεν μα την αλήθειαν, αν πρέπει να γελώμεν ή να κλαίωμεν […] Με τα γερά Ελληνικά και τα κολοβά Λατινικά, τα οποία μανθάνουσιν εν τοις φιλολογικοίς γυμνασίοις οι νέοι μας δεν δύνανται να ζήσωσιν ει μη ως πτωχοί διδάσκαλοι […]» 652. Το Γυμναστικό Ζήτημα Λίγο αργότερα, ο χειρισμός των εκπαιδευτικών πραγμάτων σε κοινοτικό επίπεδο, αναφορικά με το κλείσιμο ή την αναστολή λειτουργίας του «φιλολογικού» Γυμνασίου της Νεάπολης έφερε στην επιφάνεια όλη εκείνη την ποικιλία των τάσεων και των αντιθέσεων που ανέκυπταν στο χώρο του σχολείου, οι οποίες ταυτόχρονα προεκτείνονταν και στο χώρο της πολιτικής ιδεολογίας και οι οποίες είναι απολύτως διαφωτιστικές για τη μελέτη των συγκρούσεων που υπήρχαν στην τοπική κοινωνία οι οποίες άλλοτε βρίσκονταν σε ύπνωση και άλλοτε σε κατάσταση μεγεθυνόμενης όξυνσης. Στην περίπτωση της σύγκρουσης για τη λειτουργία ή μη του Γυμνασίου εντοπίζουμε από τη μια μεριά εκείνους που επιδίωκαν τη συνέχιση της λειτουργίας του Γυμνασίου εις βάρος της δημοτικής εκπαίδευσης που κάλυπτε τον συνολικό σχεδόν πληθυσμό και οι οποίοι ασφαλώς πίστευαν ότι δεν απαιτούνταν μια συνολική αναδιοργάνωση του εσωτερικού κοινωνικού χώρου. Από την άλλη υπήρχαν οι πολέμιοι της συνέχισης της λειτουργίας του Γυμνασίου εις βάρος της Δημοτικής Εκπαίδευσης οι οποίοι θεωρούσαν ότι μια πρακτική σχολή θα μπορούσε να τους προσφέρει τα τεχνικά και ιδεολογικά προαπαιτούμενα που ήταν αντικειμενικά αναγκαία για την οικονομική και την κοινωνική ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτό, οι πρόκριτοι των χωριών απέβλεπαν άμεσα στην αναρρίχηση των αγροτόπαιδων σε μια τάξη ανώτερη προσλαμβάνοντας τις τεχνικές και ιδεολογικές εκείνες ικανότητες οι οποίες θα αποτελούσαν το εφόδιο που θα τους βοηθούσε να διαφοροποιηθούν από την κατάσταση της υπερεκμετάλλευσης .

652

«Οι διδάσκαλοί μας», άρθρο στην εφημ. Ηράκλειον, 28/10/1893, έτος Α΄, αριθμ. 12.


Η διαμάχη για την συνέχιση ή μη της λειτουργίας του Γυμνασίου ξεκίνησε στις 10 Αυγούστου 1891 όταν η Δημογεροντία αποφάσισε να γνωρίσει στην Τμηματική Εφορεία ότι λόγω οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε θα μπορούσε να διαθέσει «50000 γρόσια χάριν της κατωτέρας εκπαιδεύσεως εάν απαλλαγή της υποχρεώσεως να διατηρή το εν Νεαπόλει Γυμνάσιον», και πρότεινε «να διακοπή προσωρινώς η λειτουργία του Γυμνασίου μέχρι βελτιώσεως της κατωτέρας παιδείας». Πάντως η διένεξη σχετικά με το δίλημμα αν θα έπρεπε να συνεχιστεί η χρηματοδότηση του φιλολογικού γυμνασίου Νεαπόλεως ή αν θα έπρεπε να στηριχθεί η στοιχειώδη εκπαίδευση εδραζόταν σε μια κατ’ ουσίαν πολιτική διένεξη η οποία είχε βαθιές οικονομικές παραμέτρους. Οι πρόκριτοι των χωριών του Μεραμπέλλου οι οποίοι αγωνιούσαν για το μέλλον της στοιχειώδους εκπαίδευσης που αφορούσε το συντριπτικό μέρος του πληθυσμού πιέζονταν από την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης των κατοίκων οι οποίοι άρχισαν να επενδύουν εντατικά στην εκπαίδευσή τους. Έτσι, «τίνες των επαρχιών έφοροι ήσαν έκτοτε υπέρ της καταργήσεως ελπίζοντες ότι η Δημογεροντία θα διέθετε ποσόν τι προς ανακούφισιν της κατωτέρας παιδείας. Η Τμημ. Εφορία είχε πάντα υπ’ οψιν της την αθλιότητα της κατωτέρας παιδείας και επεζήτει την βελτίωσην αυτής». Στην πρόταση, όμως αυτή υπήρξε σφοδρή αντίδραση η οποία στηρίχθηκε σε μια αντίληψη για ένα σχολείο που ως κοινωνικός θεσμός θα προήγαγε την κοινωνική δικαιοσύνη ανασύροντας από τη φτώχια τους ικανούς, του οποίους στην συνεχεία θα αναγνώριζε η αγορά. Είναι ο γνωστός ηγεμονικός λόγος της ουδετεροποίησης του ταξικού χαρακτήρα της κοινωνίας 653. Μέσα από αυτόν τον λόγο εκφράστηκε, επίσης, η φονξιοναλιστική άποψη σύμφωνα με την οποία είναι πιθανό η αύξηση των εκπαιδευτικών ευκαιριών να είναι τόσο μεγάλη ώστε οι προσδοκίες για ανοδική κοινωνική κινητικότητα να ξεπερνούν τον αριθμό των υψηλών θέσεων οπότε στην περίπτωση αυτή η λειτουργία της επιλογής του σχολείου θα έπρεπε να αντικατασταθεί από τη λειτουργία της «ψύχρανσης» όσων έτρεφαν υπερβολικές προσδοκίες κινητικότητας 654. Οι υποστηριχτές αυτής της άποψης πρότειναν τελικά τη «διαδικαστική συναίνεση» όπως προκύπτει και από το παρακάτω κείμενο: «Πολλοί φρωνούσι ότι το Γυμνάσιον πρέπει να καταργηθή καθολοκληρίαν, να αντικατασταθή δε δι’ ενός διδασκαλείου ή μιας πρακτικής σχολής, άλλοι φρονούσι ότι το Γυμνάσιο ήτο προνόμιον Ανθογαλίδου Θ., Κοινωνική κριτική και ιδεολογία στην εκπαίδευση, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1990. 654 P. Musgrave, The sosiology of education, Λονδίνο ,1965. 653


σπουδαίον χρήσιμον υπό πολλάς απόψεις. Υπό πρακτικήν δε άποψιν δύναται τις να παραδεχθή ότι η πληθώρα των γραμματισμένων είναι πρόξενος ζημίας ότε παραμελουμένης της γεωργίας και του εμπορίου και επομένως και του πλούτου όστις είνε μετά των άλλων παραγόντων του πολιτισμού αλλά και ολισθηρόν αν φαίνηται το έδαφος της υποστηρίξεως υπό πρακτικήν άποψην του Γυμνασίου. Ας υπάρχη το μέσον να σπουδάζει όστις θέλει, εν τη αμίλλη δε εν τω πρακτικώ σταδίω θα αμοίβωνται οι ικανότεροι. Ελπίζομεν ότι ο σεβαστός Γ.Δ. θα σπεύση να υποστηρίξη δεόντως την κατωτέραν παιδείαν εν τω τμήματι μας, ούτω δε θα αφεθώσι ελεύθεροι οι πόροι της Δημογεροντίας προς συντήρισιν του Γυμνασίου μας […]» 655 . Για το Γυμνασιακό Ζήτημα ο Τμηματικός Έφορος Σητείας Εμμ. Αγγελάκης εξέθεσε τις παρακάτω απόψεις: «Ουδαμώς αναγνωρίζω ότι υφίσταται γυμνασιακόν ζήτημα, δυνάμενο να τεθή υπό νέαν σύσκεψιν, αφ’ ου η αρμοδία αρχή, η εφορεία εις ην αποκλειστικώς ανήκει η διεύθυνσις του εν Μεραμβέλλω γυμνασίου, δυνάμει νόμου ψηφισθέντος υπό της Γενικής των Κρητών Συνελεύσεως τη 2α Αυγούστου 1886 κατά την ιζ΄ σύνοδον αυτής και κηρυχθέντος εκτελεστού υπό του Γεν. Διοικητού τη 14η Αυγούστου ιδίου έτους, προ ολίγου έτι χρόνου διεκανόνισε τα του γυμνασίου τούτου. Εις την Χριστιανικήν δε Δημογεροντίαν εκ του νόμου τούτου ουδέν δικαίωμα χορηγείται επί του γυμνασίου, επιβάλλεται δε μόνον εις αυτήν η υποχρέωσις να χορηγή εις την Εφορείαν τα ετησίως δια την συντήρησιν αυτού απαιτούμενα χρήματα. Η ανάμειξις λοιπόν της Χριστιανικής Δημογεροντίας εν τη διακανονίσει του γυμνασίου είνε κατά την εμήν γνώμην όλως έκνομος, η δ’ Εφορεία ουδόλως πρέπει ν’ ανεχθή την επέμβασιν ετέρας αρχής, άλλην εχούσης εξουσίαν» 656. Αξιοσημείωτες είναι οι απόψεις του τότε Επισκόπου Πέτρας ο οποίος σε συνέντευξη του τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της αναστολής λειτουργίας του Γυμνασίου μέχρι « της βελτιώσεως της καταστάσεως της δημοτικής παιδείας». Σύμφωνα με τον Επίσκοπο, η λειτουργία του Γυμνασίου απαιτούσε το υπέρογκο ποσό των 100.000 γροσίων τη στιγμή κατά την οποία από τη μια μεριά η Δημογεροντία μπορούσε να διαθέσει μόνο 50000 γρόσια και από την άλλη η δημοτική εκπαίδευση βρισκόταν σε «αθλίαν κατάστασιν». Άλλωστε, συνέχισε, ο Επίσκοπος «δεν ήτο δυνατή η ύπαρξη γυμνασίου καρποφόρως λειτουργούντα μη υπαρχόντων οπωσούν καλών κατωτέρων σχολείων». Για το μέλλον ο Επίσκοπος πίστευε ότι μια εμπορική σχολή «εν η προς τοις εμπορικοίς μαθήμασι να

655 656

Βλπ. εφημερίδα «Ηράκλειον», 1/9/1894. Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με αριθμ. πρωτοκ 102/25-0-1891.


διδάσκονται και 2-3 ξέναι γλώσσαι θ’ απέβαινε επ’ ωφελείας πρόξενος εν τω τόπω ή το φιλολογικόν γυμνάσιον». Για την «κατωτέραν μοίραν εις ην ευρίσκεται η παιδεία» ενταύθα» υπεύθυνη θεωρήθηκε και πάλι τότε τόσο από τους γονείς των μαθητών 657 όσο και από τη γενική Διοίκηση «η κακή διαχείρησις αφ’ ενός και αφ’ ετέρου ο κομματισμός» 658 ο οποίος διέρρεε το εκπαιδευτικό σύστημα ιδίως στον τομέα της διοίκησής του. Τα αίτια αυτού του έντονου κομματισμού θα πρέπει να αναζητηθούν ακριβώς στο σημείο ανάπτυξης ενός ατροφικού ιδιωτικού αστισμού ο οποίος συνυπήρχε με ένα δυναμικό διοικητικό αστικό μόρφωμα. Το διοικητικό αυτό μόρφωμα συμπύκνωνε ολόκληρη την κοινωνία μη επικυρώνοντας απλώς τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις αλλά και διαπλάθοντάς τις. Οι κομματικές, οι πολιτικές, οι οικονομικές και οι οργανωτικές εκπαιδευτικές ιδέες δεν αποτελούσαν έτσι μια απλή ιδεολογική έκφραση των κοινωνικών διαφοροποιήσεων, αλλά συνιστούσαν υλικά πεδία στα οποία εγχαράσσονταν πρωτογενώς οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Οι δύο πολιτικές παρατάξεις εκτός από τις διαφορές που είχαν στα θέματα εξωτερικής πολιτικής παρουσίαζαν όσον αναφορά την εσωτερική οικονομική και κοινωνική προοπτική δύο εναλλακτικές δυνατότητες: του ιδιωτικού και του δημόσιου γραφειοκρατικού αστισμού. Πάντως, για την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε, το βασικό χαρακτηριστικό της κεντρικής διοίκησης στην Κρήτη ήταν ότι δεν λειτουργούσε ορθολογιστικά με κριτήρια τα βεμπεριανά πρότυπα γραφειοκρατίας 659. Το κράτος λειτουργούσε κυρίως σαν μισθοδοτικός «Προς τον Πρόεδρον της Χριστ. Τμηματικής Εφορείας Λασηθίου Θεοφιλέστατον Επίσκοπον Πέτρας Κύριε Πρόεδρε, Εν ω πας τις ήλπιζεν ότι τα εν τω Τμήματι ημών Σχολεία και ιδίως το Γυμνάσιον θα εβελτιούντο σήμεραν, δυστυχώς και παρά πάσαν ελπίδα ουχί μόνον η πέρισιν καλή κατάστασις του Γυμνασίου δεν διετηρήθη, αλλ’ μετ’ απορίας μεγίστης εκδηλουμένης παρά πάντων ανεξαρτήτως των αληθώς πατριωτών, είδομεν να διορίζωνται εν τω υπό την εποπτείαν Υμών Ελληνικώ άκλειονΙωάννης Σαπουντζάκης, ένεκα του οποίου αναγκαζόμεθα δυστυχώς ν’ αποσύρωμεν εκ του Γυμνασίου τους υιούς μας και ν’αποστείλωμεν αυτούς όπως όπως εις άλλα Γυμνάσια, εάν η υφ’ υμάς Εφορεία δεν διορθώση την κατάστασιν των κακώς εκόντων. Περιμένοντες την όσον τάχος ενέργειαν χαρακτηριζούσης δικαιοσύνης της υμετέρας Θεοφιλίας, διατελούμεν μετά του προσήκοντος σεβασμού. Εν Νεαπόλει τη 30η Αυγούστου 1892 Ευπειθέστατοι Οι γονείς των μαθητών». 658 Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με αριθμ. πρωτοκ. 1891-12-30/093/1468/1α. 659Τσουκαλάς Κ., «Κράτος και κοινωνία στην Ελλάδα του 19ου αιώνα», στο Όψεις της Ελληνικής Κοινωνίας του 19ου αιώνα, (Επιμ. .Τσαούση), Αθήνα 1984, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 47. 657


οργανισμός, σαν μηχανισμός ανακατανομής του χρήματος με τη μορφή εισοδήματος σε ιδιώτες υπαλλήλους και μάλιστα υπήρξε ο βασικότερος μηχανισμός άντλησης και ανακατανομής του οικονομικού πλεονάσματος. Όταν, όμως, διαπιστωνόταν ότι το επίπεδο ανάπτυξης που ήταν αναγκαίο χρειαζόταν ένα εκσυγχρονισμένο σύστημα οργάνωσης και διοίκησης της εκπαίδευσης, στηλιτεύονταν το φαινόμενο του κομματισμού. Μόνο από τη στιγμή που άρχισαν να αναπτύσσονται ιδιωτικές διαδικασίες συσσώρευσης πλούτου κυρίως από εμπορικές δραστηριότητες φτάσαμε στην διατύπωση του αιτήματος για μια νέα αστικού τύπου πολιτική οργάνωσης και διοίκησης του εκπαιδευτικού συστήματος. Πρόκειται για την διεκδίκηση του αστικού ορθολογισμού, της αιτιοκρατικής σκέψης, την διεκδίκηση της δίκαιης και απροσωπόληπτης διοικητικής εξουσίας, της σωστής λειτουργίας του αντιπροσωπευτικού συστήματος, την διεκδίκηση της οικονομικής ανάπτυξης και της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, την ενσωμάτωση του σχολείου στην οικονομική ανάπτυξη, το πέρασμα στην αστική κοινωνία.

Η κατάρρευση της οικονομίας. Το ιστορικό πλαίσιο Οι διαμάχες γύρω από την εκπαίδευση εντείνονταν όλο και περισσότερο σε συνάρτηση με την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης, η οποία, ας σημειωθεί, υπήρξε ταχύτατη σε παγκόσμιο επίπεδο. Σύμφωνα με πληροφορίες της Αμερικανικής Γεωργικής και Βιομηχανικής εφημερίδας «The farn implemente News» που αναδημοσίευσε το 1894 η τοπική εφημερίδα «Ηράκλειον»: το έτος 1893 «θέλει είσθαι αξιομνημόνευτον δι' όλον τον πεπολιτισμένον κόσμον. Ο μαρασμός του εμπορίου, η έπτωσις των αξιών, αι οικονομικαί διαταράξεις και αι εξ αυτών προερχόμεναι απώλειαι, έλαβον χώραν καθ’ όλην την οικουμένην και ήσαν τ’ αποτελέσματα των αυτών γενικών αιτίων. Η γνώμη ότι η χώρα αύτη (Αμερική) ηδύνατο ν’ αποφύγη την κρίσην απεδείχθη γελοία. Διότι μ’ όλον ότι αι κερδοσκοπικαί και βιομηχανικαί επιχειρήσεις εξακολουθητικώς ηύξανον, εν τούτοις η έκπτωσις των τιμών των κυριωτέρων γεωργικών προϊόντων υπήρξε συνεχής». Η εφημερίδα Ηράκλειον επισήμανε και αυτή τα «αίτια τα προκαλέσαντα την γενικήν ταύτην καχεξίαν, ήτοι μεγάλαι κερδοσκοπικαί και χρηματιστικαί επιχειρήσεις αποτυχούσα, πτωχεύσεις τραπεζών και η εκ τούτων προελθούσα έλλειψις εμπιστοσύνης, ασθένειαι και μεγάλαι εν μέρει εσοδείαι». Και κατέληξε «ο δυνάμενος να παράγη περισσότερα και ευθηνότερα θέλει είσθαι ο κύριος της καταστάσεως». Η επιδείνωση της θέσης των αγροτικών πληθυσμών του Λασιθίου εντάθηκε ιδιαίτερα όταν το 1889 το φορολογικό σύστημα τροποποιήθηκε


με την παγίωση της δεκάτης και την είσπραξή της σε χρήμα. Σα βάση για την παγίωση της δεκάτης λήφθηκε το ποσό που αντιστοιχούσε προς το ένα έκτο της απόδοσης που είχε ο φόρος αυτός κατά οικονομική περιφέρεια μέσα σε έξι χρόνια, από τα οποία τα τρία ήταν άφορα και τα άλλα τρία εύφορα. Το ποσό αυτό κατανέμονταν στους κτηματίες της οικείας οικονομικής περιφέρειας ανάλογα με την περιουσία του καθενός. Όμως, κατά την εκτίμηση των περιουσιών γινόταν σοβαρές αδικίες εις βάρος των πτωχότερων οι οποίοι επωμίζονταν φόρους που έπρεπε να καταβάλλουν οι ευπορότεροι. Το νέο φορολογικό σύστημα δημιούργησε πρόσθετες δυσκολίες στους μικροϊδιοκτήτες κατά τα έτη της αφορίας. «Μη έχοντας ούτε την πρόνοια ούτε και την ευχέρεια να αποταμιεύουν, όταν η σοδειά ήταν πλούσια αναγκάζονταν για να πληρώσουν το φόρο όταν η σοδειά ήταν πτωχή να καταφεύγουν στους τοκογλύφους και να επιδεινώνουν έτσι την οικονομική και την κοινωνική τους κατάσταση» 660. Σύμφωνα με τη νέα φορολογική νομοθεσία, «τα διάφορα ελαιόδεντρα διηρούντο εις τάξεις και αναλόγως επεβάλλετο ο φόρος όστις ότε και λόγω μεροληψιών δημιούργησεν μεγάλας αδικίας. Επειδή δε εν Κρήτη δυστυχώς σπανίζει το χρήμα, ο φόρος εις χρήμα ήταν πολύ επαχθέστερος του φόρου εις είδος διότι δια την πληρωμήν αυτού ο φορολογούμενος αναγκάζεται να προσφύγη εις τον τοκογλύφον παρ’ ου τελείως απεμυζάτο και κατά κοινήν παροιμίαν του “κόστιζε ο κούκος αηδόνι”» 661. Έτσι, οι διαμάχες γύρω από το φιλολογικό γυμνάσιο της Νεάπολης, οι επανειλημμένες μεταβολές στο εκπαιδευτικό σύστημα καθώς και η εκτεταμένη ζήτηση της εκπαίδευσης από τους απλούς κατοίκους της περιοχής αποδεικνύουν ότι υπήρχε από πολύ νωρίς επίγνωση τόσο της ταξικής διάρθρωσης της κοινωνίας όσο και του ρόλου του εκπαιδευτικού συστήματος. Έτσι, οι διαμάχες γύρω από την εκπαίδευση εντείνονταν όλο και περισσότερο καθώς «η γεωργία αληθώς ναρκά ο δε γεωργικός λαός και ο καθ’ όλον λαός της νήσου πάσχει. Μύριοι όσοι άνθρωποι κεκτημένοι εύκαρπον γην και άλλην ουσίαν αμελούσιν ή εγκαταλείπουσιν αυτήν τρέπονται επί άλλην ασχολίαν όπως ζησωσιν βίον ημερόβιον και άπορον». Οι κτηματικές περιουσίες υπέστησαν ήδη από τη δεκαετία του 1890 «υποτίμησιν ανάλογον προς το ήμισυ και έτι πλέον της προτέρας αξίας των και οι τέως μετρίας τάξεως γεωργοί υπεβιβάσθησαν εν βραχεί χρόνου διαστήματι εις την κατωτάτην τάξιν διότι το εισόδημα αυτού μόλις εξαρκεί να παρέχη τεμάχιον ξηρού άρτου εις την καλλιεργούσαν την γην μετά πολλών μόχθων γεωργικήν οικογένειαν». Πρεβελάκης Ε., «Το καθεστώς της Χαλέπας και το Φιρμάνι του1889», στο περ. Κρητικά Χρονικά, τ. Ι, 1963 661 Οικονομικής Ελλάς, εφημερίς οικονομολογική και πολιτική,έτος 1ο, τόμος 1ος, εν Αθήναις 1912. 660


Αιτία για την κατάσταση αυτή ήταν μια αιφνίδια «υποτίμησις, ή μάλλον ο εξευτελισμός των τιμών του λαδιού. Το έλαιον μόνον άλλοτε εχρησίμευεν εις φωτισμόν, εις βρώσιν εις σαπωνοποιείαν και εις πολλάς άλλας χρείας, αλλά κατά τας τελευταίας δεκαετηρίδας ή χρήσις αυτού περιωρίσθη μεγάλως, ένεκα της χρησιμοποιήσεως αντ’ αυτού άλλων λιπαρών ουσιών […] η προσφορά αυξάνεται κατ’ έτος, ενώ η ζήτησις ελαττούται». Η πτώση των τιμών αποδόθηκε τότε στον περιορισμό της χρήσις του, στο ότι «εκτείνονται αι ελαιοφυτείαι καθ’ άπασαν την ζώνην, εν η δύναται να ευδοκιμήση η ελαία»,αλλά και στις εισαγωγές λαδιών «δι’ ων νοθεύεται το ελαιόλαδον». Η νόθευση του ελαιόλαδου είχε φτάσει σε τέτοια επίπεδα ώστε ο Γενικός Διοικητής Κρήτης αναγκάστηκε να απαγορεύσει με Νόμο «την εισαγωγήν του εκ του σπόρου του βάμβακος και του ηλιοτροπίου εξαγομένου ελαίου». Ο νόμος προέβλεπε αυστηρό πρόστιμο σε όσους «λαθραίως εισάγουν έλαια δι’ οποιουδήποτε λιμένος ή παραλίας, για όσους εν γνώσει βοηθούν και διευκολύνουν την αποβίβασιν και την εκ του λιμένος ή της παραλίας μεταφοράν, για τους αναμειγνύοντες τοιαύτα έλαια μετά ελαιολάδου και για τους αγοράζοντες τοιούτον νοθευμένον έλαιον εμπόρους […]» 662. Η πτώση της τιμής του λαδιού παρέσυρε τα εισοδήματα όχι μόνο των κατοίκων και των μοναστηριών της περιοχής αλλά αργότερα και της Κρητικής Πολιτείας η οποία διαπίστωσε το 1899 ότι οι εισπραχθέντες φόροι από την εξαγωγή λαδιού βρέθηκαν στο κατώτατο επίπεδο της εικοσαετίας 1879-1899. Συγκεκριμένα από το ποσό που προέρχονταν από το φόρο εξαγωγής του λαδιού μειώθηκε από 6.658.796 γρόσια που εισέπραξε το έτος 1880 η Γενική Διοίκηση Κρήτης σε 567.000 γρόσια που εισέπραξε η Κρητική Πολιτεία το 1899. Η χαμηλή αποδοτικότητα οφειλόταν, επίσης, και στις συχνές επαναστάσεις και στην χρησιμοποίηση απαρχαιωμένων γεωργικών μεθόδων. Ξένοι προς τις εξελίξεις της γεωπονίας οι Κρητικοί ως τα μέσα της δεκαετίας του 1870 «αγνοούσαν το κλάδεμα, ενώ ως τα μέσα της δεκαετίας του 1880 χρησιμοποιούσαν το αλέτρι των κλασικών χρόνων της αρχαιότητας. Τα παλιά ξύλινα ελαιοτριβεία μόλις τότε είχαν αρχίσει να αντικαθίστανται από μεταλλικά αλλά η καλλιέργεια και η συλλογή της ελιάς παρέμεναν σε υποτυπώδη κατάσταση» 663. Όμως πρόβλημα δεν παρουσίαζε μόνο το λάδι. Ένα ακόμη βασικό προϊόν για την περιοχή, το χαρούπι, άρχισε να αντιμετωπίζει και αυτό σοβαρά προβλήματα διάθεσης. Σε εμπορικό δελτίο του 1895 διαβάζουμε: «περί χαρρουπίων ούτε λόγος να γίνεται αφού και φορτώσεις εν τη παρούση εποχή δεν είναι δυνατόν να γίνωσι δια Ρωσσίαν και Δούναβιν. 662 663

Εφημερίς της Γενικής Διοικήσεως Κρήτης,12/1/1886. Καλλιατάκη- Μερτικοπούλου Κάλια, ό.π.


Ονομαστικώς δε διατηρούνται αι τιμαί των γροσ. 17 δια του Αγίου Νικολάου. Εν τούτοις η εν ταις αγοραίς ταύταις της καταναλώσεως επικρατούσα απαραδειγμάτιστος αζητησία και το σπουδαίον των εκεί παρακαταθηκών ουχί μόνον δεν δίδει, έστω και κατά την άνοιξιν ελπίδα βελτιώσεως των τιμών αλλά απεναντίας κίνδυνον μεγαλυτέρου εξευτελισμού του είδους» 664. Έτσι, η τοπική αγροτική οικονομία εισήλθε από τότε σε μια μακρά περίοδο αστάθειας: «υπάρχη μια τεράστια πλάστιγξ επί του ενός δίστου της οποίας ο έμπορος ετοποθέτησεν την παγκόσμιον παραγωγήν, επί δε του ετέρου την παγκόσμιον κατανάλωσιν. Αι διαρκείς δε ταλαντεύσεις αυτής τείνουν εις ισοστάθμισιν περί το φυσικόν κέντρον, την τιμήν ρυθμιζομένη και υπό του αγρύπνου οφθαλμού της κερδοσκοπίας […]». Η επιδείνωση αυτή των οικονομικών συνθηκών πολλαπλασίασε τις φωνές που επισήμαιναν όχι μόνο την αδικία την οποία επέφερε το «νέον φορολογικόν σύστημα», το οποίο ήταν «όλως διάφορον του πρώτου» προκαλώντας ζημιές στους ενοικιαστές των Μοναστηριακών κτημάτων κατά «τα αλλεπάλληλα άφορα έτη», αλλά και τα αδιέξοδα του εκπαιδευτικού συστήματος καθ’ όσον, όπως υποστηριζόταν, οι μαθητές «έμαθον καλώς τα διδαχθέντα αλλά αν εις τους στίχους του Ομήρου δεν υπάρχωσιν πάντες οι όροι της εμπορικής γλώσσης, αν την Λατινικήν αγνοώσιν εκείνοι προς ους έχετε συναλαγάς τι πταίουν οι διδάσκαλοι; [...] Tα ημέτερα σχολεία στολίζουσι τους φοιτώντας εις αυτά δια πολλών και καλών γνώσεων, αλλ’ η χρησιμοποίησις των γνώσεων τούτων ως βιοποριστικού επαγγέλματος είνε λίαν περιορισμένη». Ο μεταρρυθμιστικός λόγος για την εκπαίδευση Έτσι, οι προσπάθειες για την βελτίωση και τον εξορθολογισμό του διοικητικού συστήματος, οι οποίες εκδηλωνόταν κυρίως μέσα και από τις επαναστάσεις εκφράζονταν και στο χώρο της εκπαίδευσης με την επιδίωξη για την εγκατάσταση ενός νέου οργανωτικού και διοικητικού πλαισίου λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος. Μπροστά στα οικονομικά αδιέξοδα αλλά και στην απαξίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας που εντείνονταν λόγω και των αναξιοκρατικών πρακτικών αναφορικά με την διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος, τις υπηρεσιακές μεταβολές και τον διορισμό του εκπαιδευτικού προσωπικού που είχαν σαν συνέπεια να «διορίζωνται εν τω Ελληνικώ Γυμνασίω, άνθρωποι μη έχοντες παντάπασι προσόντα Καθηγητών υφ’ όλας τας επόψεις», ο ίδιος ο Διοικητής Λασιθίου «μετά ψυχικού άλγους εξεφράσθη προ τινών ημερών δημοσίως ειπών περίπου τάδε: ουδέποτε τα σχολεία του Τμήματος 664

Εφημερίδα «Ηράκλειον» 10/5/1895.


μας έφθασαν εις το σημερινόν σημείον της κακής διοργανώσεως, εις την αποσύνθεσιν ήτις τα διακρίνει, ουδέποτε εφορεία επί των σχολείων τοσούτον ασυγνώστως ημέλησεν. Εστέ δε βέβαιοι κύριοι ότι εντός ολίγου χρόνου εάν δεν επέλθη η δέουσα θεραπεία υπό των αρμοδίων η διατήρησις του Γυμνασίου τούτου θα είνε προβληματική προς μεγίστην βλάβην της νεολαίας. Εγώ παρέστησα μετά λύπης μου εις την Γενικήν Διοίκησιν την οικτράν ταύτην κατάστασιν όσον μοι ήτο δυνατόν. Η πλειοψηφία της Τμηματικής Εφορείας Λασσιθίου εις ην οφείλεται η κατάστασις αύτη σύγκειται εκ παιδαρίων του κόμματος, εμπαθών, κενόδοξων ουδέν δυναμένων ως εκ των ιδιοτήτων τούτων να ιδώσι πέραν της ρινός των. Ούτοι ουδέν άλλο πράττουσι ή ευχόμενοι περί της ταχυτέρας περιστροφικής κινήσεως της γης προς ταχυτέραν πληρωμήν του μισθού των [...] Τα εν λόγω παιδάρια επωφεληθέντα την δειλίαν και απλότητα του προέδρου της Εφορείας αφ’ ου κατόρθωσαν να επιπληχθή ούτος παρά του προϊσταμένου αυτού αδίκως, συνεδριάζουσιν εν τη παρά την πλατείαν Νεαπόλεως μπιραρία συντάττουσι πρακτικόν των διορισμών, αναγκάζουσι τον πρόεδρον προς υπογραφήν αυτού και εκτέλεσιν δια του ρηθέντος, τρόπου της επιπλήξεως, και ιδού βλέπομεν εκδιώξεις των δημοδιδασκάλων Πρίνας, Λιμνών και Μιλάτου. Παράδοξον τωόντι το τοιούτον. Το δε παραδοξότερον ότι οι αμέσως ενδιαφερόμενοι εις την τοιαύτην κατάστασιν και συνεπώς υπέχοντες ευθύνας απέναντι του λαού, οι εφορίσκοι ούτοι οι εκ της μπιραρίας εκτοξεύοντες τους διορισμούς τούτους αδιαφορούσιν ούτε φροντίζουσι περί δικαιολογίας αποχρώσης προ της κοινής γνώμης, αμερίμνως δ’ έχοντες περί ενισχύσεως κομματικής, εφ’ ης στηρίζουσι την κλίμακα της φιλοδοξίας των διατηρούντες προς τούτο αίθουσαν […] Παντού υψούται φωνή ικετευτική προς πάντα δυνάμενον είτε δια λόγου ή οπωσδήποτε να συνδράμη την νεολαίαν την σπαργώσαν εκείνην νεολαίαν προς ην η πατρίς έχει το βλέμμα εστραμμένον και εναποθέση τας χρυσάς της ελπίδας ως προς τον πολικόν ο εν τω πελάγει ναύτης […] αν εξαιρέση τις το εν Νεαπόλει Γυμνάσιον και το ελληνικό σχολείον πάντα τα λοιπά δημοτικά και ελληνικά σχολεία ευρίσκονται εν αποσυνθέσει πραγματική εν παντελεί χαλαρώσεως. Ως προς τα Δημοτικά Σχολεία Μεραμβέλλου, εν Βουλισμένη διωρίσθη ο Εμμ. Χρυσάκης πάντη ανίκανος και αμαθής , εν Λούμα ο κ. Παπαγιαννάκης, άγνωστον που μαθών ολίγα γράμματα τη οκτωήχου, εν Λίμναις ο Ι. Μενεγάκης παιδάριον πάσχον εξ ημιπληγίας και αμαθέστατον ως απεφοίτησεν μόνο εκ του ελληνικού Σχολείου. Αντί δε τούτων έμειναν διαθέσιμοι οι ικανοί και τελειόφοιτοι του ενταύθα Γυμνασίου Εμμ. Χουρδάκης, Καλλιοράκης και Γ. Μαρκάκης» 665.

665

« Η παιδεία εν Λασσιθίω», στην εφημ. Ηράκλειον, 30/10/1887, έτος Α, αριθμ. 20.


Οι Τμηματικοί Έφοροι, οι οποίοι νόμιζαν «ότι η εργασία αυτών περιορίζεται εις τους διορισμούς των διδασκάλων» 666, ακόμη και όταν δεν κατηγορούνταν ως κομματάρχες θεωρούνταν εχθροί της μεταρρύθμισης. Στον τύπο της εποχής κυριαρχούσαν και πάλι δημοσιεύματα τα οποία τόνιζαν την ανεπάρκεια των εφορειών να ανταποκριθούν στο έργο τους. «ουδεμία εξησκείτο εποπτεία καθ’ όλον το σχολικό έτος υπό των αρμοδίων εφορειών, φύσει ρέποντας και ούτοι, ως άνθρωποι, προς την οκνηρίαν και επωφελούμενοι της ολιγωρίας των προϊσταμένων των αρχών παρημέλουν καθ’ όλον το χρονικό διάστημα τούτο τας εις αυτούς ανατεθειμένα ιερά καθήκοντα, ότε δε κατά τον χρόνον των εξετάσεων προσεκαλούντο να δώσωσι δημοσία ευθύνας των πεπραγμένων προσεπάθουν να ρίπτωσι στάκτην εις τους οφθαλμούς των παρευρισκομένων δια των ατελευτήτων απαγγελιών ποιημάτων, δια της παραστάσεως παιδικών δραμάτων και διαλόγων και λοιπών ασμάτων. Εν τούτοις μεταξύ των θεατών υπήρχον και άνθρωποι οίτινες ανεγνώριζον μεν την ωφέλειαν των επιδεικτικών τούτων μαθημάτων μετά λύπης των όμως έβλεπον την παντελή έλειψιν των άλλων βιωφελών γνώσεων […]» 667. Χαρακτηριστική στο σημείο αυτό είναι επιστολή του Γεν. Διοικητή Κρήτης προς την Διοίκηση Λασιθίου στην οποία αναφέρονταν: «Μία εκ των σπουδαιοτέρων αναγκών ης την πλήρωσιν επιδιώκει ο κρητικός λαός, εστιν η πρόοδος και ανάπτυξις της παιδείας, τούτ’ αυτό δηλονότι όπερ και η Σεβ. Αυτοκρατορική Κυβέρνησις επιθυμεί. Πλην, κατά τας ερεύνας ας η Γεν. Διοίκησις εσχάτως ενήργησεν, η παιδεία εν τη νήσω ευρίσκεται τη παρούση εποχή εις πολύ κατωτέραν μοίραν, ή εις άλλα μέρη, εν ω έπρεπε να ακμάζη ενταύθα, αφού πόροι αρκούντως επαρκείς υπέρ αυτής διατίθενται. Αλλά φαίνεται ότι η κακή υπό των κατά τόπους Εφορειών διαχείρησις τούτων αφ’ ενός και αφ΄ ετέρου ο κομματισμός όστις παρ’ ελπίδα επικρατεί μεταξύ ενίων εφόρων εισί τα αίτια άτινα κωλύουσι την βελτίωσιν της παιδείας λ.χ. ενώ δια τάξεις τινάς ενίων σχολείων αρκεί εις μόνος διδάσκαλος, αι εφορείαι κομματικώς εργαζόμεναι, διορίζουσιν πλείονες ή ενώ εις τι χωρίον υπάρχει σχολείον και δύναται να φοιτώσιν εν αυτώ και οι των εγγύς χωρίων μαθηταί αι εφορείαι διορίζουσιν εις έκαστο των χωρίων τούτων διδάσκαλον ίδιον, χωρίς να υπάρχη ο νόμιμος αριθμός μαθητών, κατ’ ακολουθίαν μια τοιαύτη κακή διαχείρισις των σχολειακών πραγμάτων, βεβαίως δεν δύνανται ή να περιαγάγη εις παρακμήν και μαρασμόν την παιδείαν. Τοιαύται παρεκτροπαί εκ μέρους των εφορειών εισχωρούσαι εις τα σχολεία, δεν επιτρέπονται διο η Γεν. Διοίκησις εν τη υπέρ της ευημερίας του λαού πατρική μερίμνη της, εσκέφθη ότι έχει καθήκον να παρεμποδίση την επανάληψιν αυτών εν τω μέλλοντι 666 667

Βλπ. εφημ. «Ηράκλειον», 14/7/1894. Βλπ. εφημ. «Ηράκλειον», 28/2/1894.


αναθέτουσα εις τι σωματείον υπ’ αυτής εντελόμενον την τε εσωτερικήν και εξωτερικήν διεύθυνσιν αυτών. Ελπίζει δ’ ότι τυγχάνουσα επί του προκειμένου της υποστηρίξεως και αρωγής πάντων θέλει κατορθώσει ν’ αποσκορακισθή η πλημμελής διαχείρησις και εν γένει να ορθοποδίση η παιδεία» 668. Στις θέσεις αυτές του Γεν. Διοικητή Κρήτης απάντησε η Τμηματική Εφορεία Λασιθίου αποκρούοντας τις κατηγορίες για κακοδιαχείριση διαγιγνώσκοντας παράλληλα το γνωστό και διαχρονικό για την εκπαίδευση ρητό του Δημοσθένη «δει δη χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν εστιν γενέσθαι των δεόντων»: «Μετά πολλής χαράς ανέγνωμεν εγκύκλιον της Υμ. Εξοχότητος, την πραγματευομένην περί της παρούσης καταστάσεως των σχολείων της νήσου μας και ζητούσαν τον τρόπον της βελτιώσεως αυτών. Τη αληθεία, εξοχώτατε, δεν δύναταί τις μάλλον να ευεργετήση τον πολλάς δοκιμασίας υποστάντα τόπο μας ή προνοών περί αρτιωτέρας και τελειοτέρας μορφώσεως των μήπω υποστάντων τας επηρείας της ατμοσφαίρας νέων αυτού βλαστών οι οποίοι συν τω χρόνω θα αυξηθώσιν εις τέλεια δέντρα, ευθαλή μεν και καρποφόρα, εάν τύχωσιν της δεούσης επιμελείας, καχεκτικά δε και άγονα εν εναντία περιπτώσει. Το ότι δε η Υμ. Εξοχότης πρώτη επεχείρησε το ευγενές και σωτήριον προς βελτίωσιν της παρ’ ημίν εκπαιδεύσεως έργον, τούτο ουδαμώς παρά τας ημετέρας προσδοκίας συμβαίνει, διότι τοιαύτας αείποτε ετρέφομεν ελπίδας, εξ ότου εμάθομεν ότι προέστητε των πραγμάτων της ημετέρας νήσου Υμείς όστις και εν άλλοις υψηλοτέροις αξιώμασιν έδειξε πολλάκις ότι είπερ τις καν άλλος οξέος κατανοεί και κατανοών προθύμως επιτελεί τας αγαθάς υπέρ των λαών του βουλάς της Α.Μ. του Σεβαστού ημών Αυτοκράτορος. Τοιούτων λοιπόν ιδεών και ελπίδων εμφορούμενοι είμεθα διατεθειμένοι ασμένως παν το εφ’ ημίν και εν τω νυν και εν τω μέλοντι να πράξωμεν προς ευόδοσιν των υπέρ της παιδείας αγώνων της Υμ. Εξοχότητος και δια τούτο με όλον το θάρρος το οποίον εμπνέει η ειλικρίνεια θα εκθέσωμεν εις Αυτήν και την παρούσαν κατάστασιν των εν τω ημετέρω τμήματι σχολείων και τα μέσα όσα νομίζομεν πρόσφορα και συντελεστικά εις την κατόρθωσιν της βελτιώσεως τούτων. Εν πρώτοις ομολογούμεν, ότι η της κατωτέρας εκπαιδεύσεως κατάστασις εν τω ημετέρω τμήματι πολύ απέχει από του να είναι τοιαύτη, ώστε να αναπτύσση τον νουν και να διαπλάττη την καρδίαν των παίδων αποχρώντος και κατά τας απαιτήσεις του παρόντος αιώνος. Εν τούτοις ούτε η φατριαστική πολιτεία της εφορείας, ούτε ο διορισμός υπεραρίθμων 668

Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με αριθμ. πρωτοκ. 93/30-12-1891.


διδασκάλων υπ’ αυτής ούτε άλλη τις έκνομος ενεργεία ή ακηδία αυτής είνε αιτία της ουχί ευχαρίστου καταστάσεως. Και επειδή ο λόγος είνε περί της εφορείας ην ημείς αυτοί αποτελούμεν, ίνα μη φαινώμεθα περιαυτολογούντες, ας αφήσωμεν αυτά τα πράγματα να λαλήσωσιν προς πίστωσιν των ανωτέρω. Απλή εξέτασις του προσωπικού του εργαζομένου εν τοις διαφόροις του τμήματος σχολείοις, από του ανωτάτου παρ’ ημίν εκπαιδευτηρίου δηλ. του Γυμνασίου μέχρι του τελευταίου γραμματοδιδασκαλείου, δύναται πάντα τίνα να πείση ότι ήκιστα επεκράτησε παρ’ ημίν πνεύμα κομματισμού εν τοις διορισμοίς των διδασκάλων , αφ’ ου ανήκουν εκ τούτων άλλοι εις την μίαν και άλλοι εις ετέραν των υφισταμένων τέως εν Κρήτη πολιτικών μερίδων. Η παρατήρησις αυτή ίσως είνε περιττή, διότι η ηφ’ ημών αποτελουμένη εφορεία κατά τους διορισμούς των διδασκάλων εξελέξατο τους ικανοτέρους και πλείονα κεκτημένους προσόντα ουδαμώς αναλαβούσα το άχαρι έργον της εξελέγξεως των κομματικών αυτών φρονημάτων, αλλ’ εκρίθη καλόν να σημειωθή ενταύθα όπως εκλίπη πάσα εξ εσφαλμένων πληροφοριών βεβαίως, σχηματισθείσα ιδέα περί φατριασμού της υφ’ ημών αποτελουμένης εφορείας. Και πως είνε δυνατό να εργάζηται παρ’ ημίν φατριαστικώς η εφορεία όταν παρ’ ημίν φατρίαι δεν υπάρχουσι πλέον (και διατί να υπάρχωσιν;) αι δε υπάρξασαι άλλοτε ελησμονήθησαν. Ότι δ’ υπεράριθμοι διδάσκαλοι ουδέποτε διωρίσθησαν υπό της εφορείας Λασιθίου ούτε εν μια και τη αυτή τάξει ούτε εν δυσί εγγύτατ’ αλλήλων κειμένοις χωρίοις, θα πεισθή πας τις όταν μάθει, ότι η εφορεία αύτη καίπερ αναγνωρίζουσα πληρέστατα, ότι μόνον όταν θα λειτουργήσσωσιν όσα υπό του περί παιδείας νόμου ορίζονται σχολεία θα διαδοθή ευρέως η παιδεία εις τας αγροτικάς τάξεις των κατοίκων, εν τούτοις ηναγκάσθη ελλείψει επαρκών πόρων να ελλατώση τον νόμιμον τούτων αριθμόν των σχολείων του τμήματος κατά το ήμισυ και πλέον και ενιαχού όπου η απόσταση των χωρίων ήτο μεγάλη να διαιρέση τον άλλως γλισχρότατον μισθό ενός δημοδιδασκάλου εις δύο γραμματοδιδασκάλους και να έχη ούτω δύο γραμματοδιδασκαλεία αντί ενός δημοτικού σχολείου προτιμήσασα δικαίως να διδαχθώσι τα παιδιά δύο μακράν αλλήλων απεχόντων χωρίων απλήν ανάγνωσιν και γραφήν ή να καταρτισθώσι του ενός μεν εκ των χωρίων τούτων τα παιδία τελειότερα πως, του ετέρου δε να μείνωσι παντάπασιν άγευστα γραμμάτων. Εφορεία λοιπόν η οποία ελαττοί κατά το ήμισυ και πλέον τον αριθμόν των σχολείων δεν οφείλει βεβαίως να φέρει τον μώμον ότι κατασπαθά τα ιερά χρήματα, τα ωρισμένα δια την παιδείαν εις υπεραρίθμους διδασκάλους ή υπεράριθμα και μη αναγκαία σχολεία και εφορεία η οποία ούτως επιμελώς εξοικονομεί τα πράγματα ώστε εκ των υπαρχόντων ενδεών πόρων να επαρκή εις θεραπείαν όσον το δυνατόν


περισσοτέρων αναγκών, δεν πρέπει νομίζομεν να θεωρηθή ακηδής. Πόσον η εφορεία αυτή αγρυπνεί υπέρ των σχολείων και πόσον συνεπή χρήσιν ποιήται των εμπεπιστευμένων αυτή χρημάτων μαρτυρούσι τα σχετικώς ευάρεστα και πάντως ανώτερα των γενομένων δαπανών αποτελέσματα της εν τοις υπό την διεύθυνσιν αυτής σχολείοις εργασίας. Τι δε ηδύνατο αύτη να κατορθώση εάν διέθετε μεγαλύτερα ποσά, μαρτυρεί αδήλως το υπ’ αυτής διευθυνόμενο εν Νεαπόλει Γυμνάσιον όπερ ακμάζει, ουδενός των εν Κωνσταντινουπόλει ομοταγών εκπαιδευτηρίων υστερούν, διότι τα προς συντήρησιν αυτού χρήματα καταβάλονται τακτικώτερον υπό της Δημογεροντίας του ημετέρου τμήματος. Εκ των ειρημένων, νομίζομεν ότι κατεδείχθη σαφώς ότι αιτία της μη ανθηράς καταστάσεως των σχολείων μας δε είνε η διευθύνουσα αυτά εφορεία, και επομένως ανάγκη να ζητήσωμεν αλλαχού την αιτίαν του κακού τούτου. Καθ’ ημάς ίνα απολαύση χώρα τις των αγαθών της δημοτικής εκπαιδεύσεως πρέπει να έχη τα εξής: α) σχολεία ανάλογα προς τον πληθυσμό και τας αποστάσεις απ’ αλλήλων των χωρίων β) διδασκάλους κεκτημένους τα απαιτούμεν προσόντα γ) εποπτείαν διηνεκή και άγρυπνον υπό της διευθυνούσης αρχής Αλλά, δια να έχωμεν πάντα ταύτα, πλην της εποπτείας ήτις παρ’ ημίν γίνεται δωρεάν απαιτείται πρώτιστα πάντων να έχωμεν τ’ απαιτούμενα χρήματα, καθότι ελλιπείς πόροι ελλιπή εκπαίδευσιν αποδίδουσιν. Ημείς μη έχοντες πόρους ικανούς δεν είνε δυνατόν να έχωμεν ικανοποιούσαν τας απαιτήσεις της κοινωνίας εκπαίδευσιν. Ενταύθα λοιπόν έγκειται η αρχή της χαλαρώσεως της παρ’ ημίν εκπαιδεύσεως. Όταν ο περί παιδείας νόμος ορίζη να συσταθώσι εν τω ημετέρω τμήματι 1 πρότυπον, 11 πρωτοβάθμια, 13 δευτεροβάθμια και 48 τριτοβάθμια σχολεία δια την συντήρησιν των οποίων απαιτώνται κατ’ αυτόν τον νόμον ετησίως το ποσόν των 191880 γροσίων ημείς δε ουδέν τούτων ελείψει επαρκών πόρων συνιστώμεν. Πώς είνε δυνατόν να γενικευθή η λαϊκή εκπαίδευσις και τα εκ ταύτης καλά αποτελέσματα; Και όμως χάριν της δημοτικής εκπαιδεύσεως ηναγκάσθημεν να κλείσωμεν καθ’ όλον το παρελθόν έτος τα ελληνικά λεγόμενα σχολεία ίνα διαθέσωμεν υπέρ αυτής τα εις τους ελληνοδιδασκάλους δαπανώμενα. Όταν εις διδάσκαλος λαμβάνει το ήμισυ του μισθού ενός χωροφύλακος ποίας απαιτήσεις δικαιούμεθα να έχωμεν παρ’ αυτού. Εν τούτοις είνε αληθές ότι πολλούς διδασκάλους διωρίσαμεν με τον ευτελή μισθόν των 100 ή 150 γροσίων και τούτων μη τακτικώς καταβαλλομένων. Εάν δε λάβωμεν υπ’ όψιν ότι οι πτωχοί ούτοι διδάσκαλοι υπό της πενίας αναγκαζόμενοι προεξοφλούσιν τους μισθούς των συνήθως με έκπτωσιν του 1/3, δεν δυνάμεθα να μην καταληφθώμεν υπό φρίκης αναλογιζόμενοι, ότι


είνε εμπεπιστευμένη η μόρφωσης των τέκνων μας εις ανθρώπους αντί 70 ή 90 γροσίων μισθουμένους. Και όμως αυτή είνε η πικρά αλήθεια. Εφ’ όσον δεν ευρεθώσι τα απαιτούμενα χρήματα για την συντήρησιν των σχολείων, δεν δυνάμεθα να έχωμεν ούτε κατά ποσόν ούτε κατά ποιόν τοιαύτα αντάξια του προορισμού των. Εφόσον οι πόροι σπανίζουσι ούτε τα υπάρχοντα σχολεία δύνανται να βελτιωθώσιν ούτε άλλα νέα να ιδρυθώσι και κατά συνέπειαν η παρ’ ημίν λαϊκή εκπαίδευσις ή θα είνε ελλιπής ή θα ελλίπη όλως. Ηδυνάμεθα να συστήσωμεν και άλλα τινά μέτρα τα οποία κρίνομεν αναγκαία προς την τελιοποίησιν των σχολείων μας, κατά τας νέας παιδαγωγικάς θεωρίας, αλλά πως δυνάμεθα να ζητήσωμεν το τέλειον δια τα σχολεία μας ων τα ήμισυ τουλάχιστον είνε κλειστά, τα δ’ άλλα διάγουσιν φθισικόν βίον; Όταν στερούμεθα εν ράκος δι’ ου να συγκαλύψωμεν την γυμνότητά μας παραδόξος ίσως θα φανή η συζήτησις περί ευτελούς και κομψής ενδυμασίας. Προ της εξευρέσεως των απαιτούμενων χρημάτων αδύνατον καθ’ ημάς να γείνη σοβαρά συζήτησις περί της των σχολείων βελτιώσεως. Τούτο φαίνεται έχων υπ’ όψιν και ο εξοχώτατος Γεν. Διοικητής εμερίμνησε προ παντός να εξασφαλίση τ’ απαιτούμενα δια την συντήρησιν των σχολείων χρήματα δια της επιβολής φόρου τινός επί των εισαγομένων εμπορευμάτων. Όταν, ως ελπίζομεν, ένεκα του ληφθέντος τούτου μέτρου οι πόροι των σχολείων καταστώσι επαρκείς, τότε εύκολον είνε ταχέως να εξαπλωθεί πανταχού και ακμάση η του λαού εκπαίδευσις δια της ιδρύσεως του απαιτουμένου υπό του νόμου αριθμού στων σχολείων και του διορισμού διδασκάλων κεκτημένων τα υπό του νόμου οριζόμενα προσόντα και δια της αυστηράς επιβλέψεως και εξελέγξεως της γενομένης εν τοις σχολείοις εργασίας υπό της εφορείας». Στην συνέχεια, όπως προκύπτει από αρχειακό υλικό, η Τμηματική Εφορεία προσπάθησε να ανασυγκροτήσει οργανωτικά το εκπαιδευτικό σύστημα. Αντέδρασε, μάλιστα, έντονα στις προσπάθειες ίδρυσης ιδιωτικών σχολείων προσπαθώντας να διαφυλάξει τον δημόσιο χαρακτήρα της εκπαίδευσης 669, δεν αναγνώριζε δασκάλους που αυθαίρετα προσελάμβαναν οι Δήμαρχοι, επενέβαινε στις περιπτώσεις εκείνες που καθηγητές εξασκούσανε και άλλο επάγγελμα εις βάρος των διδακτικών τους καθηκόντων 670, ζητούσε συχνά από το λογιστήριο της Διοίκησης αναλυτική κίνηση του λογαριασμού της παιδείας 671 και περιέκοψε και πάλι τον μισθό του Αυγούστου στους δασκάλους. Παρά τις ενέργειες, όμως, αυτές το κοινωνικό σώμα εξακολουθούσε να υπολειτουργεί. Αυτό είχε σαν συνέπεια την ανάπτυξη Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με αριθμ. πρωτοκ 37/24/9/1892. Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με αριθμ. πρωτοκ. 41/11-9-1892. 671 Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με αριθμ. πρωτοκ. 160/24-7-1892. 669 670


ενός παθολογικού, αντιπαραγωγικού μικροαστισμού, ο οποίος εκδηλωνόταν σε όλα τα επίπεδα. Δεν πραγματοποιούνταν το απαραίτητο αστικού τύπου ρήγμα με την έννοια την αυστηρή του όρου, αλλά εμφανιζόταν μια βραδύτατη μετεξέλιξη, που επέτρεπε απλώς σε ορισμένα μικροαστικά στοιχεία να πληθύνονται, κάτι όμως το οποίο οπωσδήποτε δεν συναρτούνταν με θεμελιακό κοινωνικό μετασχηματισμό. Έτσι, και η εκπαίδευση όπως ήταν οργανωμένη έγινε και εκείνη στοιχείο κοινωνικής δυσλειτουργίας που οδηγούσε στη δημιουργία εξωπαραγωγικών στρωμάτων, άμεσα εξαρτημένων από το πελατειακό σύστημα 672. Επιπλέον, και ο εκπαιδευτικός Νόμος του 1889 αν και κανόνισε σε σημαντικό βαθμό καλύτερα τα εκπαιδευτικά πράγματα, δεν εφαρμόζονταν πάντα είτε λόγω των επαναστάσεων που μεσολαβούσαν, είτε επειδή οι Γενικοί Διοικητές που έστελνε η Πύλη «ουδεμίαν ή όλως ασήμαντον πίστωσιν χορηγούσαν εις τας Εφορείας των σχολείων, αφήρεσαν δε σχεδόν πάντα τα μέσα και τους πόρους της συντηρήσεως των σχολείων και ούτω η κατάστασις τούτων ήτο αξιοθρήνητος». Η συντήρηση των σχολείων επαφίονταν στα ποσά που διέθεταν οι κοινότητες και στις προσόδους των Μοναστηριακών Κτημάτων. Επιπλέον, υπήρχαν καταγγελίες σύμφωνα με τις οποίες οι δάσκαλοι «είχον λαμβάνωσιν ετών καθυστερημένους μισθούς». Εξαιτίας της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης οι παρεχόμενες εκπαιδευτικές υπηρεσίες υποβαθμίστηκαν και εκείνες και έτσι «επήλθεν χαλάρωσις του ιερού τούτου των Μουσών ιδρύματος και τότε μαθηταί αβρόχοις ποσί διήλθον τας τάξεις του Γυμνασίου Νεαπόλεως κατά το έτος εκείνο ένεκεν των συχνών απεργειών, διαμαρτυριών και διαδηλώσεων των τε διδασκόντων και διδασκομένων» 673. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, διατυπωνόταν συνεχώς αιτήματα που αφορούσαν την ουσία των σπουδών 674 και ζητούσαν όχι «την τελειοτέραν Ιωανίδης Ν., «Αναπαραγωγή και εκπαίδευση στην Ελλάδα», στο Νεοελληνική κοινωνία, ιστορικές και κριτικές προσεγγίσεις, επιμ. Θ. Σακελλαρόπουλος, εκδ. Κριτική, ειδική έκδοση 2, σσ. 149-185. 673Βλπ. εφημ. Μινως 5/2/1888. 674 Από αιτήματα μαθητών για την χορήγης δωρεάν βιβλίων συμπερένουμε τα διδασκόμενα μαθήματα της περιόδου στο Γυμνάσιο της Νεάπολης: ΤΑΞΗ Α Ξενοφώντος Ελληνικά, Λυσίας Λουκιανός, Συνατκτικό Καλαιβαίνη, Καινή Διαθήκη, Λειτουργική Ρομπότου, Κορνηλίου Νέπως, Λατινική Γραμματική Σεμιτέλου, Θεωρητική αριθμητική Λάκωνος, Γεν. Ιστορία Α. Αντωνιάδου, γεωγραφία Αντωνιάδου, Γαλλική χρηστομάθεια Βίλμπεργκ, Γαρμματική Γαλλική Καρασούτσα , Α.Δ.Λ. α.π. 257, 27-9-887. ΤΑΞΗ Β Ελληνικά (Ισοκράτης, Δημοσθένους Α΄ Ολυνθιακός, Ηρριανός, Θουκιδίδης), Γραμματολογικά Ομήρου Οδύσεια Α΄ τόμος, Μαθηματικά (θεωρητική αριθμητική Χαλκιαδάκη, Γεωμετρία και Άλγεβρα Χατζηδάκη), Χριστιανική ηθική Κυριακού, Λατινικά, Συντακτικόν Σακελλαρίου, Ιστορία Ρωμαική Ζαχαριάδου, Φυσική Ιστορία 672


και ακριβεστέραν εκτέλεσιν του καθιερωμένου προγράμματος εν τοις ημετ. Σχολείοις, αλλά μεταρρύθμισιν και δη ριζικήν μεταρρύθμισιν αυτού 675» ώστε «να καταστή η Δημοτική εκπαίδευσις αυτοτελής και ανεξάρτητος. Τα δημοτικά σχολεία να παύσουν εξυπηρετούντα τα Ελληνικά λεγόμενα. Το πρόγραμμα αυτών να γίνη πλουσιώτερον εις πρακτικάς γνώσεις και πτωχότερον εις γραμματικούς κανόνας. Η διάρκεια της δημοτικής εκπαιδεύσεως να γείνη εξαετής δια της συμπεριλήψεως εις αυτήν των δύο κατωτέρων τάξεων του Ελλ. Σχολείου της ανωτάτης προσκολλωμένης τω γυμνασίω. Εν τοις δημοτικοίς σχολείοις να διδάσκηται μόνον η νέα Ελληνική, η δε εις αυτά φοίτησις να είνε υποχρεωτική μέχρις ωρισμένης ηλικίας [...] να περιορισθή μεγάλως ο αριθμός των φιλολογικών γυμνασίων, να ιδρυθή σχολή εμπορική [...] να ιδρυθή γεωργική σχολή και πλείονες γεωργικοί σταθμοί εν οις διδάσκωνται εμπράκτως οι γεωργοί τα α προς βελτίωσιν και προαγωγήν του έργου των συντείνονα »676. Επιπλέον, διατυπωνόταν και πάλι με έντονο τρόπο και το αίτημα για την μεταβολή του οργανωτικού και του διοικητικού πλαισίου του εκπαιδευτικού συστήματος, ενώ σε κάποια σχολεία η βιωματική μέθοδος διδασκαλίας άρχισε να εισάγεται δειλά-δειλά 677. Κυριακοπούλου, Γαλλικά 2ος τόμος γαλλικής χρηστομάθειας, Συνατκτικόν και Γαλλική θεματογραφία Καρασούτσα, Γεωγραφικά χάρτης του Νεράτζη, Α.Δ.Λ. αίτηση του μαθητή Ι. Δαμηλάκη α.π. 307, 13-10-1888. ΤΑΞΗ Γ Ομήρου Ιλιάδα, Δημοσθένους ο προς Λεττίνην λόγος, Ηρόδοτος, Ιστορία των μέσων χρόνων, Ψυχολογία Ολυμπίου, γαλλικό λεξικό, εκκλησιαστική ιστορία, Φυσική Λάκωνος, γαλλική Χρηστομάθεια και Ελληνικό λεξικό, Α.Δ.Λ. αίτηση του μαθητή Μ. Σουριά , α.π. 239, 12-10-1889 ΤΑΞΗ Δ Σοφοκλέους Αντιγόνη, Πλάτωνος Γοργίας, Ιλιάδα Ομήρου, Ευριπίδης Βιργίλιος, κικέρωνας, Οράτιος, Λογική Σταθάκη, Ιστορία νεωτέρων χρόνων, γαλλλική Χρηστομάθεια, τριγωνομετρία Χατζηδάκη, Κοσμογραφία, Α.Χ. Δ.Λ. αίτηση του μαθητή Ι.Παπαδάκη, έγγραφο με α.π. 258, 15-10-1889. 675 «Ανάγκη να αλλάξη το εκπαιδευτικόν μας σύστημα»,άρθρο στην εφημ. Ηράκλειον, 14/07/1894. 676 «Ποία τα σχολεία μας και ποίαι αι απαιτήσεις μας παρ’ αυτών», στην εφημ. Ηράκλειον, 14/10/1893, έτος Α΄, αριθμ. 10. 677 Εφημερίδα «Ηράκλειον» 1/7/1892: […] Εν τω της Νεαπόλεως γυμνασίου είθιστε μετά το πέρας της θεωρητικής διδασκαλίας της Ζωολογίας να ασκώνται οι μαθηταί και πρακτικώς. Η τοιαύτη άσκησις εγένετο και εφέτως . Επί αμνού νεοσφαγούς δεικνύων τα σχετικά όργανα ανέπτυξεν ο γυμνασιάρχης και καθηγητής των μαθηματικών και των φυσικών κ.Κ.Περιστερίδης εις τους διδαχθέντες την ζωολογίαν μαθητάς τα της κυκλοφορικής και αναπνευστικής συσκευής ως και τα του πεπτικού σωλήνος των μηρυκαστικών εν συγκρίσει προς τα λοιπά ζώα, ο δε νεαρός αλλ’ευδόκιμος ιατρός κ. Ν. Μουρελάκης τη παρακλήσει της Διευθύνσεως του γυμνασίου έδειξεν εις τους μαθητάς δια μικροσκοπίου την κυκλοφορίαν του αίματος εν τω βατράχω. Μετά το τερπνότατον τούτο και διδακτικώτατον μάθημα εξέδραμον ο σύλλογος των καθηγητών και οι μαθηταί


Σε άρθρο του ο Βορεάδης εξέφρασε με αρκετή σαφήνεια τις σκέψεις για το παρόν και το μέλλον του εκπαιδευτικού συστήματος: «παρά τις εκάστοτε μεταρρυθμίσεις και βελτιώσεις εις τα της παιδείας το νόσημα μένει και θα μένη αθεράπευτον, εφ’ όσον δεν γείνη ακριβής αυτού διάγνωσις. Είπομεν ανωτέρω ότι η μεγαλυτέρα απαίτησις, την οποίαν έχομεν από τα σχολεία, είνε να διδάξωσι ταύτα γράμματα εις τα τέκνα μας, τα οποία να χρησιμεύσουν εις αυτά ως βιοποριστικόν επάγγελμα, αλλά τοιαύτην χρήσιν των γραμμάτων, τα οποία μανθάνουσι, δύνανται να κάμουν μόνο όσοι θέλουσι και δύνανται να διωρισθώσι διδάσκαλοι. Εάν δε νομίζωμεν, ότι δύνανται τα σχολεία μας, κατηρτισμένα όπως είνε κατηρτισμένα να παρέχωσιν εις τα τέκνα μας και τα αναγκαία εις την γεωργίαν, τας τέχνας, το εμπόριο και εν γένει τον πρακτικόν βίον εφόδια, πλανώμεθα οικτρώς [...] σκοπός κυριώτατος των σχολείων μας είνε των μεν δημοτικών να παρασκευάζωσι μαθητάς δια τα Ελληνικά Σχολεία, των δε Ελληνικών να παρασκευάζωσι τοιούτους δια τα Γυμνάσια και των Γυμνασίων τέλος σκοπός είνε να απολύωσι μαθητάς δυναμένους να φοιτήσωσιν εις το Πανεπιστήμιον. Βεβαίως ο νομοθέτης ο διατάξας πρώτος τα της εκπαιδεύσεως παρ’ ημίν και άλλον πρακτικόν εφαντάζετο και ώριζε σκοπόν της κατωτέρας εκπαιδεύσεως, αλλ’ ο σκοπός ούτος αυτού δεν εστάθη ποτέ δυνατόν να επιτευχθή και διότι δεν ήτο εύκολον δυο συγχρόνως σκοποί να επιδιώκωνται αποτελεσματικώς και διότι υπέταξεν εκάστην τάξιν της εκπαιδεύσεως εις την αμέσως ανωτέραν αυτής και κατέστησεν ίνα μη είπω ούτως, θεραπαινίδας, εις τας ανωτέρας τάξεις τας κατωτέρας, αφαιρέσας πάσαν ανεξαρτησίαν και αυτοτέλειαν από αυτάς. Η νέα λεγομένη μέθοδος εζήτησε κατά τα τελευταία έτη να επιδιώξη προς των ετέρω και τον επί πολύ λησμονηθέντα πρακτικόν σκοπόν, αλλά μη ούσα αποχρώντως παρασκευασμένη και επομένως μη έχουσα το θάρρος να ανταπεξέλθη κατά της φοβεράς κλασσικομανίας και των προκατειλημμένων πολλών οπαδών αυτής απεφάσισεν ίσως εξ αβρότητος παιδαγωγικής ν’ ακολουθήση οδόν πολιτικωτέραν, και εδήλωσε, πράγμα αδύνατον, ότι κατέχει την δύναμιν και επιδιώκη συγχρόνως και αποτελεσματικώς και τον έναν σκοπόν και τον άλλον. Και κατόρθωσε μεν ίσως τοιουτοτρόπως να εξευμενίση την εξοργισθείσαν κατ’ αρχάς γηραιάν προϊσταμένην της, αλλ’ έπαθεν αυτή η ιδία ό,τι παθαίνει όστις κατά την κοινήν παροιμίαν κυνηγά δυο λαγούς […] δυστυχείς γονείς! Εσκέφθητε άρα γε ποτέ το μέλλον, το οποίον παρασκευάζετε εις τα τέκνα σας, όταν τα στέλλητε εις τα εις την γραφικωτάτην θέσιν Κρεμαστά ,όπου συνεγευμάτισαν υπό την δροσεράν σκιάν των πρίνων και των δρυών. Κατόπιν επεδόθησαν εις άσματα και σωματικάς ασκήσεις και προς εσπέραν επανήλθον δια των χωρίων Βρυσών και Χουμεριάκου εις Νεάπολιν πλήρεις ζωής και χαράς […]


υπάρχοντα σχολεία μας και υφίστασθε τόσας στερήσεις δια να τα εκπαιδεύσητε; σεις περιπατείτε ημίγυμνοι και ανυπόδητοι δια να κάμητε μακροτέραν την βράκαν του σπουδάζοντος υιού σας, δια να τον ενδύσητε ευρωπαϊκά , σεις τρέφεσθε με ξηρόν άρτον, δια να θρέψητε τον μαθητήν με κρέας, σεις υποφέρετε όλας τας κακουχίας και ταλαιπωρίας εργαζόμενοι αδιακόπως και εκτεθειμένοι εις τα δριμέα ψύχη του χειμώνος, δια να παρέχητε εις αυτόν την ευκαιρίαν να θαυμάζη υπό την αμφιλαφή σκιάν του σχολείου το ύψος των ιδεών του Πλάτωνος, την βαθύνοιαν του Θουκυδίδου και την ρητορικήν δεινότητα του Δημοσθένους. Σεις τέλος πωλείτε την μικράν κληρονομίαν ,την οποίαν κατέλιπον εις υμάς οι γονείς σας δια να τελειοποίση ο υιός σας τας κλασσικάς γνώσεις του αι οποίαι θα τω ετοιμάσωσιν εν τω πρακτικώ βίω την άσχημον θέσην την οποία περιγράψαμεν αλλού. Αλλά προς θεού είνε φρόνιμον να καταβάλλη κανείς τόσους αγώνας δια να παρασκευάση την δυστυχίαν των τέκνων του;» 678. Μιλώντας εξάλλου κατά την έναρξιν των εξετάσεων του Κρητικού Γυμνασίου, ο Γυμνασιάρχης Αντ. Μιχελιδάκης ανέφερε μεταξύ άλλων ότι «… Ημείς εις την τετριμμένην και πεπατημένη οδόν ακολουθούντες αρκούμεθα να διδάσκωμεν τους νέους λέξεις και φράσεις και θεωρίας διαστρέφοντας την εύκαμπτον αυτών διάννοιαν δι’ ορισμών ακαταλήπτων και πληρούντες τον εγκέφαλον αυτών γνώσεων αι οποίαι εν τω πρακτικώ βίω ουδαμώς θα φανώσιν ωφέλιμοι εις αυτούς… Αμελούμεν δε τα πράγματα αυτά, τας αληθείς ανάγκας ας αισθάνονται αι σημεριναί κοινωνίαι, διαπράττοντες ούτω διπλούν αμάρτημα, το μεν διδάσκομεν αντί των δεόντων και αναγκαίων τα μη αναγακία και άχρηστα, το δε παρά την φύσιν του ανθρωπίνου πνεύαμτος ενεργούντες διαστρέφομεν αυτό καθιστώμεν ανίκανον δια πάσαν εργασίαν…η γραμματική ήτις είνε μια των θεωρητικών μελετών προτάσσεται πάντοτε εις τα δημοτικά σχολεία. Αλλά και ταύτης δεν προηγούνται τα πράγματα και η ουσία, αλλ’ αι θεωρίαι και ο ακατάληπτος πιθηκισμός λέξεων, αι οποίαι επιβαρύνουσι και καταφορτώνουσι την παιδικήν μνήμην μετά την πάροδον του χρόνου ουδέν άλλον ίχνος καταλείπουσαι ή ρυτίδας και ρίκνωσιν, τα σημεία προώρου μαρασμού και γήρατος του εγκεφάλου. Τις εξ ημών δεν ενθυμείται με πόσην αηδίαν και ενδόμυχον αποστροφήν δεν αποστηθίζομεν τα κορακίστικα εκείνα και ακατάληπτα, τί έστι διάθεσις, τί έστι έγκλισις, τι έστι ρήμα; Τι μας ωφέλησε το έρμα εκείνο των λέξεων, ή τι παιδευτικόν ίχνος εχάραξεν εις το πνεύμα μας;…» 679.

678 679

Βλπ. εφημ. Ηράκλειον, 14/10/1893. Βλπ. Εφημ. Μίνως 23/2/1894.


Νέος εκπαιδευτικός Νόμος Προκειμένου να ανασχεθούν οι παρακμιακές τάσεις που είχαν εμφανιστεί στο χώρο της εκπαίδευσης εξαιτίας κυρίως της επιδείνωσης των οικονομικών δεδομένων η Ιερά Μητρόπολις Κρήτης το Μάιο του 1894 «εκ καθήκοντος μεριμνώσα όπως η εκπαίδευσις της νεολαίας αποβαίνη τελειοτέρα και προς τας αεί αυξανομένας κοινωνικάς ανάγκας μάλλον σύμμετρος έγνω να συγκαλέση εις Ηράκλειον κατά τας διακοπάς των μαθημάτων Συνέδριον των εν Κρήτη καθηγητών και διδασκάλων υπό την προεδρίαν της Μητροπόλεως ίνα μετά κοινήν μελέτην και συζήτησιν υποδείξωσι ταις διευθυνούσαις τα των ημετέρων σχολείων αρχαίς όσα ήθελον νομίση πρόσφορα μέτρα προς βελτίωσιν των εκπαιδευτικών ημών πραγμάτων, εφ’ όσον θα είνε δυνατή η εφαρμογή των προταθησομένων επί τη βάσει των υπαρχόντων πόρων»680. Η Εκκλησία κατέβαλλε έτσι μια ύστατη προσπάθεια να ομογενοποιήσει το εκπαιδευτικό σύστημα κρατώντας το κάτω από τον έλεγχό της. Όπως επισήμανε στον τύπο της εποχής «επιφανές μέλος της ημετέρας κοινωνίας: «και μόνον ότι θα καθιερούτο οπωσδήποτε η αρχή της από κοινού και άνευ τμημ. διακρίσεων συσκέψεως περί κοινοτικών ζητημάτων θα ήτο μέγα κατόρθωμα και υπό πολλάς απόψεις σωτήριον» 681. Παράλληλα, η Μητρόπολη Κρήτης υπέβαλε στην Βουλή πρόταση με βάση την οποία οι τοπικοί Επίσκοποι έπρεπε να θεωρούνται τακτικά μέλη των Χριστ. Τμημ. Εφορειών. Όμως, η Βουλή απέκρουσε την πρόταση δίνοντας άτυπα μόνο την δυνατότητα στους επισκόπους που δε ήταν μέλη των Τμημ. Εφορειών να επιβλέπουν την εκπαιδευτική διαδικασία. 682. Με το ίδιο νομοθέτημα ανάγκης περιορίστηκαν τα Ελληνικά Σχολεία σε ένα στην έδρα κάθε Διοίκησης, επιτράπηκε ο διορισμός δασκάλων «και με ελάσσονας μισθοδοσίας των εν τω περί Εφημ. Ηράκλειον, αριθμ. 41, 19/5/1894. Βλπ. σφημ. Ηράκλειον, 19/5/1894. 682 «ΝΟΜΟΣ Εν τη συνεδρία της 6ης Μαΐου ε.ε. ελήφθη η κατωτέρω απόφασις επί του υπ’ αριθμ. Πρωτ. 153 ΔΙΕΕΠ. 144 της 25 Απριλίου 1895 εγγράφου της Ιεράς Μητροπόλεως Κρήτης , όσον αφορά το δεύτερον μέρος αυτού: «Πας Επίσκοπος μη ων μέλος της Τμηματικής Εφορίας έχει το δικαίωμα να επιβλέπη επί της καταστάσεως των Σχολείων και της διαγωγής των διδασκόντων και διδασκομένων εν τη περιφερεία της Επισκοπής του και να απευθύνη εις την Τμηματικήν Εφορείαν τας παρατηρήσεις και την γνώμην του περί παντός αφορόντως την παιδείαν, η δε Τμηματική Εφορεία είνε υποχρεωμένην να λαμβάνη υπό σπουδαίαν έποψιν την γνώμην του και να απαντά προσηκόντως». Εψηφίσθη τη 6η Μαΐου 1895 υπό των Χριστ. Πληρεξουσίων της ΚΑ΄ συνόδου, εκηρύχθη εκτελεστός δια του υπ’ αριθμ. 557/749 της 4ης Ιουνίου 1895 διατάγματος της Γεν. Διοικήσεως και εδημοσιεύθη εν τω υπ’ αριθμ. 1406 της 5ης Ιουνίου 1895 φύλλω της Κρήτης». 680 681


Παιδείας Νόμω αναγραφομένων» ενώ, παράλληλα, ανατέθηκε «εις τον σύλλογον των καθηγητών του εν Ηρακλείω Γυμνασίου, τους Γυμνασιάρχας των άλλων εν Κρήτη γυμνασίων, τους πρώην Γυμνασιάρχας των εν Κρήτη Γυμνασίων και τους πτυχιούχους διδασκαλείων, διευθυντάς των εν Κρήτη Δημοτικών Σχολείων» η εντολή «να συντάξωσι πρόγραμμα, καθ’ ο μεταρρυθμισθήσεται η Δημοτική και Μέση εκπαίδευσις εν τη ημετέρω Νήσω» 683. Παρά ταύτα, οι απεργίες και οι διαμαρτυρίες των δασκάλων συνεχίστηκαν και το επόμενο διάστημα. Σύμφωνα με το αρχειακό υλικό, «οι δάσκαλοι ευρέθησαν εις την αναπόδραστον ανάγκην να προβώσιν εις απεργίαν, διακόψαντες από της χθες την διδασκαλίαν». Ο Σχολάρχης Ιεράπετρας αναγκάστηκε να απευθυνθεί με δραματικό τρόπο προς τον Πρόεδρο της Χριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου: «Υποβάλλων τη υμετέρα θεοφιλία και εντιμότητι ότι ο κ. Μ. Καραντινός διδάσκαλος εν τη ενταύθα δημοτική σχολή απεσύρθη της θέσεως του περί τας αρχάς τρέχοντος μηνός διότι δεν λαμβάνει μισθόν. Το χείριστον δε είνε ότι μόλις συγκρατούνται και οι λοιποί διδάσκαλοι και ενταύθα και εις άλλους δήμους της επαρχίας. Η ελεεινή κατάστασις όλων, θεοφιλέστατε, έφθασεν εις το απροχώρητον. Δεν είνε δε υπερβολή εάν είπωμεν ότι οι ταλαίπωροι διδάσκαλοι πεινώσιν. Δεν αρνούμεθα ότι η οικονομική αύτη κρίση μαστίζη πάντας, η θέσις όμως των διδασκάλων είνε ασυγκρίτω λόγω χείρων της των υπαλλήλων, διότι ούτοι έχοντες ελπίδας 90 τοις 100 ότι θα λάβωσι τα χρήματά των ευρίσκουν ολίγην πίστωσιν και οπωσδήποτε οικονομούνται, οι δε διδάσκαλοι, ως έχουσι τα πράγματα παρ’ υμίν και αυτών των ελπίδων στερούνται, εντεύθεν δε ούτε πίστωσις ούτε άλλη τις ανακούφισις, αλλά τα πάντα ελεεινά και αξιοδάκρυτα. Δεν θέλω δε να επιτραγωδήσω όσας εγώ ιδιαιτέρως ήδη υφίσταμαι ταλαιπωρίας καθ’ εκάστην, πας τις δύναται να εννοήση αυτάς αναλογιζόμενος ότι εν διαστήματι 18 μηνών έλαβον όπως οικονομίσω δεκαμελή οικογένειαν 4/12 μισθούς. Ταύτα δε λέγοντες παρακαλούμεν να μη εκληφθώμεν ότι μεμψιμοιρούμεν καθ’ υμών καθότι καλώς γιγνόσκωμεν τινες οι δημιουργοί της οικτράς καταστάσεως. Ό,τι δε θερμώς παρακαλούμεν είνε ν’ ανακουφίσητε ημάς ει δυνατόν αποστέλλοντες τι, εν εναντία δε περιπτώσει να ευαρεστηθήτε να οδηγήσετε ημάς περί του πρακτέου. Διατελούμεν μετά βαθυτάτου σεβασμού της υμετ. Θεοφιλίας και εντιμότητος. Εν Ιεραπέτρω τη 10 Φεβρουαρίου 1896 Παντάλας, Σχολάρχης».

Ειδικοί Νόμοι παρά τοις Χριστιανοίς και Οθωμανοίς Κρήτης, εκδίδονται οι μεν παρά Χριστιανοίς υπό Γ. Πλουμίδου, οι δε παρ’ Οθωμανοίς υπό Κ. Φουρναράκη, εν Χανίοις εκ του Τυπογραφείου της Μεσογείου, 1895, σσ. 144-146.

683


Τότε η Δημογεροντία φτάνοντας σε αδιέξοδο εκχώρησε στους καθηγητές την δυνατότητα να εισπράττουν οι ίδιοι τα οφειλόμενα από τους ενοικιοφειλέτες ποσά έναντι των οφειλομένων μισθών. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια η Τμηματική Εφορεία Λασιθίου ανασύνταξε τις δυνάμεις της και απαίτησε από την Γενική Διοίκηση με την απειλή κλεισίματος των σχολείων να αναλάβει τις οικονομικές υποχρεώσεις της απέναντι στην παιδεία αναθέτοντας στον Πρόεδρό της να ρωτήσει τον Γεν. Διοικητή «ένα δοθή η υπέρ της Παιδείας πίστωσις διότι άνευ τούτου τα σχολεία κλείνονται» 684. Στην απάντηση του Γεν. Διοικητή «ότι επειδή η Συνέλευσις δεν ώρισεν κονδύλιον της Παιδείας δια το ερχόμενο έτος και κατά συνέπειαν δεν έμεινεν άλλο μέτρο ειμή το έλεος της Σεβ. Κυβερνήσεως» 685 ανταπάντησε με το κλείσιμο των Σχολείων: «η εφορεία ταύτη κλείει πάντα τα σχολεία τα υπό την δικαιοδοσίαν της υπαγόμενα, επιφυλάσσεται να μεταβάλη απόφασιν τότε μόνον όταν συνωδά σχετικώ τηλεγραφήματι της Γενικής Διοικήσεως γνωσθή αυτή ότι δοθήσεται η υπέρ της παιδείας εν τω προϋπολογισμώ αναγραφείσα πίστωσις» 686. Μάλιστα, ο Επίσκοπος Πέτρας αναφέρθηκε τότε στην Ι. Μητρόπολη Κρήτης περιγράφοντας την κατάσταση και ζητώντας την άμεση παρέμβαση του Μητροπολίτη: «η οικτρά κατάστασις εις ην περιήλθον τα σχολεία του ημετέρου τμήματος, ως εκ της εντελούς ανεχείας του Ταμείου της ην αποτελούμεν Εφορείας, η οποία εξηνάγκασε τους πάντας τους διδασκάλους να διαμαρτηρηθώσιν επί τη μη εγκαίρω πληρωμή αυτών, και τινας και να παραιτηθώσιν ήδη, ενέβαλεν ημίν το καθήκον να αποτανθώμεν παρά τη Σεβ. Διοικήσει εξαιτούμενοι την ταχίστην ενέργειαν των δεόντων προς πρόληψιν της αφεύκτου αποσυνθέσεως των σχολείων, δηλονότι συνάμα ότι απεκδυόμεθα επί τούτου πάσαν ευθύνη. Εκ καθήκοντος γνωρίζοντες ταύτα τη Υμ. Σ. παρακαλούμεν Αυτήν ίνα ευαρεστουμένη συντελέση το εν Αυτή προς καταβολήν μέρους τουλάχιστον των καθυστερούμενων» 687. Η επανάσταση του 1896. Τις σχεδιαζόμενες, όμως, ριζικές παρεμβάσεις στο χώρο της εκπαίδευσης πρόλαβε η επανάσταση του 1896. Η διοίκηση κατέρρευσε και μαζί και το εκπαιδευτικό σύστημα 688. Τα λίγα σχολεία που φαίνεται Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με αριθμ. πρωτοκ. 92/14-7-1895. Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με αριθμ. πρωτοκ.94/15-7-1895 686 Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με αριθμ. πρωτοκ. 104/18-7-1895. 687 Α.Χ.Δ.Λ., έγγραφο με αριθμ. πρωτοκ 53/13-2-1895. 688 Στο μαθητολόγιο της Δημοτικής Σχολής Κριτσάς βιαβάζουμε σχετικά: «1Φεβρουαρίου 1897 Διαλυθέντων εν απάση την Νήσον των σχολείων, ένεκα της επαναστάσεως, αναγκάζομαι κι εγώ να κηρύξω την διάλυσιν του Δημοτικού Σχολείου Κριτσάς μετατρέπων τούτο εις 684 685


ότι εξακολούθησαν την λειτουργία τους εποπτεύονταν από τις Ενοριακές Εφορείες, όπως προκύπτει από το αρχειακό υλικό. Η επανάσταση αυτή δεν ήταν καθόλου άσχετη με την ένταση των επιπτώσεων που επέφερε στην τοπική οικονομία η δημιουργία στα τέλη του 19ου αιώνα μιας «ενιαίας οικονομίας σε πλανητική κλίμακα που βαθμιαία εισχωρούσε και στα πιο απόμακρα σημεία του κόσμου» 689 με αποτέλεσμα την «αύξησιν της παγκοσμίου παραγωγής ένεκα της κατάκτήσεως και καλλιεργείας νέων και πλουσίων χωρών». Χαρακτηριστικό της νέας εποχής στο χώρο της οικονομίας ήταν, επίσης, η αυξανόμενη σύγκλιση της πολιτικής και των οικονομικών, η εδραίωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής με άλλα λόγια ο διευρυμένος ρόλος του κράτους και του δημόσιου τομέα, ο οποίος, όμως σε τοπικό επίπεδο δεν μπορούσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά κάτω από το καθεστώς της ημιαυτονομίας. Έτσι το έτος 1898, η ένταση του ριζοσπαστικού και επαναστατικού φιλελευθερισμού δημιούργησε ένα νέο ιδεολογικό και πολιτικό οπλοστάσιο μέσα σε έναν κοινωνικό ιστό ευαίσθητο, λόγω της οικονομικής κρίσης, απέναντι σε κάθε επαναστατικό και εθνοτικό κίνημα. Θα έλεγε κανείς ότι το άλυτο εθνικό θέμα όχι μόνο δεν καθυστερούσε την ωρίμανση και των κοινωνικών αγώνων αλλά την επιτάχυνε. Με δυο λόγια, ο αλυτρωτισμός ήταν ο κεντρικός χώρος στον οποίο ωρίμασαν και εσωτερικές κοινωνικές διαδικασίες 690. Μέσα, όμως, σε μια περίοδο όπου δημιουργήθηκε κοινωνική πόλωση, εξαιτίας της οικονομικής καταστροφής των κατώτερων αστικών και μη στρωμάτων και παρατηρήθηκαν ταχύτατες μεταβολές στην παγκόσμια οικονομία, οι αντίκτυποι της συνολικής οικονομικής δυσπραγίας ήταν ο βασικός συντελεστής για τη διαμόρφωση μιας υψηλής συνειδητοποίησης της κοινωνικής πραγματικότητας έτσι ώστε οι εθνικές-απελευθερωτικές προοπτικές να ορίζονται και από τις κοινωνικές οξύτητες και επαναστάσεις 691. Οι χριστιανοί κρητικοί εγκλωβισμένοι στους υπανάπτυκτους θεσμούς της Οθωμανικής Αυτόκρατορίας επιδίωκαν την ένωση με την Ελλάδα. Είχαν δημιουργήσει στα τέλη της δεκαετίας του 1890, ως καταστάλαγμα ενός ταραχώδους 19ου αιώνα, μία κατάσταση τόσο έκρυθμη και συγκρουσιακή με το ιδωτικόν ότε οι γονείς των φοιτώντων μαθητών θα υποχρεούνται να πληρώνωσι δίδακτρα επί ιδιαιτέρα συμφωνία δι’ έκαστον. Ο διδάσκαλος Νικόλαος Ταβλάς». 689 Βλπ. εφημ. Ηράκλειον, αριθμ. φύλ. 82/2-3-1895. 690 Βεργόπουλος Κ., Κράτος και οικονομική πολιτική στον 19ο αιώνα, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1978, σελ. 34. 691 Παπαδάκις Ν., Ζημίαι και αποζημιώσεις Κρητικών Επαναστάσεων, Μελέτη ιστορικοπολιτική και οικονομική, Χανιά 1934, Τύποις Εφεδρικού Αγώνος, σελ. 15.


μουσουλμανικό στοιχείο και με όλους τους φορείς που στήριζαν την οθωμανική νομιμότητα. Το 1897 μετά από αλλεπάλληλες σφαγές και συγκρούσεις τα πράγματα είχαν οδηγηθεί σε απόλυτο αδιέξοδο. Το επίδοξο εμπορικό κέντρο της Ανατολική Μεσογείου έπρεπε να ηρεμήσει για να μπορέσει να ανταποκριθεί στους στόχους του διεθνούς κεφαλαίου. Έπρεπε να βρεθεί γρήγορα μία λύση η οποία όμως να ήταν και ωφέλιμη για τις δυνάμεις. Η προοπτική μιας γενικευμένης σφαγής των χριστιανών από τον Σουλτάνο για την υποταγή τους με καμία δύναμη δεν συνέφερε. Οι χριστιανοί αποτελούσαν την οικονομική δύναμη στο νησί και συνδέονταν με το ευρωπαϊκό κεφάλαιο και επομένως, η εξαφάνισή τους θα οδηγούσε σε οικονομική απονέκρωση της περιοχής. Η Κρήτη έπρεπε αναγκαστικά να φύγει από τον έλεγχο του σουλτάνου. Από την άλλη όμως η κατάσταση της Ελλάδας δεν αποτελεί για αυτές τις δυνάμεις την καλύτερη άμεση λύση. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, καθώς μια ακόμη επανάσταση είχε γενικευτεί σε ολόκληρη την Κρήτη προκαλώντας εκτός των άλλων και την παύση κάθε δημόσιας εκπαιδευτικής δραστηριότητας, οι Τούρκοι επενέβησαν δυναμικά για την πάταξή της. Τότε, προς βοήθεια των επαναστατών στάλθηκε ελληνικός στρατός και στόλος. Η Πύλη αντέδρασε έντονα και ζήτησε την ανάκληση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων. Όμως, η ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο δεν απέσυρε τις στρατιωτικές της δυνάμεις αλλά προχώρησε επιπλέον στην πολιτική διοργάνωση του εδάφους της Κρήτης κάτω από την ελληνική διοίκηση. Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε την άμεση στρατιωτική επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων εναντίον των ελληνικών θέσεων. Η επέμβαση των Μεγάλων δυνάμεων κατέληξε τελικά στην απόφαση των Ευρωπαίων ναυάρχων να κηρύξουν την αυτονομία του νησιού. Έτσι, στις 9 Δεκεμβρίου 1898 έφτασε στα Χανιά ο Πρίγκιπας Γεώργιος ως Ύπατος Αρμοστής της νεοσύστατης Κρητικής Πολιτείας. Αμέσως τότε, άρχισε να οργανώνεται επίσημα η νεοσύστατη Κρητική Πολιτεία. Οι κοινωνικές, πολιτικές, διοικητικές και πολιτειακές αλλαγές της περιόδου μετά το 1898 και οι αναδιαρθρώσεις της οικονομίας που επέφεραν την ραγδαία αύξηση του χριστιανικού στοιχείου και την δημιουργία νέων προϋποθέσεων στο επίπεδο της κρατικής οργάνωσης και της οικονομικής ζωής συνέβαλαν ουσιαστικά στην διεύρυνση και την ανάδειξη των μεσοαστικών χριστιανικών στρωμάτων 692.Στην προβιομηχανική κρητική κοινωνία των αρχών του 20ου αιώνα ο βασικός μηχανισμός πολιτικού εναγκαλισμού και χειραγώγησης των κατώτερων Σαββάκης Εμμ., Οι λεπροί της Σπιναλόγκας (1903-1957), εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2008, σελ. 52. 692


τάξεων από τις ανώτερες ήταν οι πελατειακές σχέσεις. Οι σχέσεις αυτές διαμορφώθηκαν μέσα στα πλαίσια της προκαπιταλιστικής ημιφεουδαλικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτελώντας τον φορολογικό μηχανισμό της. Το σύγχρονο αστικό καθεστώς που διαδέχτηκε την οθωμανική κοινωνία παίρνει έναν ποιοτικά διαφορετικό αναβαθμισμένο πολιτικοκοινωνικό ρόλο. Θέτει τους προύχοντες και τους προεστώτες κυρίαρχους του πολιτικού οικοδομήματος, ανεξάρτητους και αδέσμευτους από την απομυζητική επιβολή της σουλτανικής εξουσίας.Οι πελατειακές σχέσεις γίνονται στο αστικό σύστημα ένας άτυπος μη θεσμικός, πλέον, αλλά κεντρικός λειτουργικός θεσμός της κοινωνίας. Είναι οι αμοιβαίες προσωπικές σχέσεις ανάμεσα σε δύο πρόσωπα με άνιση οικονομική εξουσία, του δανειστή και του οφειλέτη, που μετατρέπεται στην άνιση πολιτική εξουσία του πολιτικού ή πολιτευόμενου και του πολίτη – ψηφοφόρου μετουσιώνοντας την οικονομική εξάρτηση σε κοινωνική και πολιτική υπαγωγή. Ο φτωχός αγρότης της Κρήτης, δεν έχει τα χρήματα για να καλλιεργήσει τα κτήματά του και αδυνατεί να προστατεύσει την παραγωγή του από κάθε τυχόν λογής φυσικούς ή ανθρώπινους κινδύνους. Η εξέλιξη αυτή ενδυνάμωσε τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς οδηγώντας στην ανάδυση μιας πιο κανονιστικής, συγκεντρωτικής και ορθολογικής προοπτικής αναφορικά με την κοινωνική οργάνωση 693. Η σύσταση της Κρητικής Πολιτείας εξέφραζε επίσης την έντονη πεποίθηση ότι η εισαγωγή φιλελεύθερων αστικών θεσμών και η δημιουργία ενός δυτικού-αστικού τύπου κρατικού μορφώματος στην Κρήτη θα καθησύχαζε τις ανησυχίες 694 των Μεγάλων Δυνάμεων σχετικά με την «επαναστατική» διάσταση του εγχειρήματος απαγκίστρωσης από την οθωμανική άμεση κυριαρχία και θα καθιστούσε δυνατή την Ανδριώτης Ν., Πληθυσμοί και Οικισμοί της Αντολικής Κρήτης (16ος-19ος αιώνας), εκδ. Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου, Ηράκλειο 2006. 694 Όπως τονίζει ο John Dunn, «Είναι σημαντικό ν’ αναγνωρισθεί ότι το σύγχρονο κράτος κατασκευάστηκε, προσεκτικά και εσκεμμένα, κυρίως από τους Jean Bodin και Thomas Hobbes, με την ρητή πρόθεση της απάρνησης ότι οποιοσδήποτε λαός έχει είτε την ικανότητα είτε το δικαίωμα να ενεργεί για τον εαυτό του, ανεξάρτητα, ή ακόμη και εναντίον προς την κυρίαρχη εξουσία. Το κεντρικό σημείο της αντίληψης αυτής ήταν η άρνηση της ίδιας της πιθανότητας ότι οποιοσδήποτε δήμος (και βέβαια δεν συζητιέται καν η δημογραφική κλίμακα μιας Ευρωπαϊκής μοναρχίας) θα μπορούσε να είναι ένα αυθεντικό πολιτικό υποκείμενο, ότι θα μπορούσε να πράξει γενικά, και, πολύ περισσότερο, να πράξει κατά τρόπο που θα έδειχνε τη συνέχεια της ταυτότητας και την πρακτική συνοχή που απαιτεί η αυτο-κυβέρνηση (...) η ιδέα του σύγχρονου κράτους εφευρέθηκε ακριβώς για να αποκρούσει την πιθανή συνεκτικότητα των δημοκρατικών αιτημάτων για κυριαρχία, ή έστω για αυθεντική πολιτική πράξη (...) η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν είναι παρά μια προσχεδιασμένη ακίνδυνη δημοκρατία για το σύγχρονο κράτος», John Dunn, Democracy, σελ. 247-8. 693


επανένταξη του νησιού στο πολιτισμένο τμήμα της Ευρώπης και την ένωση με την Ελλάδα. Ας σημειωθεί ότι μέχρι την οκτωβριανή επανάσταση του 1917 το δυτικο-αστικοφιλελεύθερο μοντέλο αποτελούσε το μοναδικό πρότυπο ανάπτυξης προς το οποίο θα μπορούσαν να προσβλέπουν οι κοινωνίες που επιδίωκαν να εκσυγχρονιστούν 695. Όμως ενώ στις δυτικές κοινωνίες ο αστισμός εμφανίστηκε σαν αντισυγκεντρωτισμός σε μια προοπτική αποσυμφόρησης των επιπέδων της κοινωνικής ζωής και των εξουσιών, που ήταν συσσωρεμένες στις (εκκλησιαστικά ελεγχόμενες) εξουσιαστικές δομές 696, στην Κρήτη η παρουσία ενός ισχυρού και συγκεντρωτικού Κράτους ήταν όχι επιπρόσθετη, αλλά σύμφυτη, οργανικά απαραίτητη, για την διαμόρφωση των αστικών κοινωνικών σχέσεων. Η εξάρτηση της οικονομίας της Κρητικής Πολιτείας από τα κυκλώματα της διεθνούς αγοράς, παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για την αυτόνομη ανάπτυξη της εσωτερικής οικονομίας, είχε σαν αποτέλεσμα η αστικοποιητική διαδικασία να απορροφάται στρεβλά και να εξαντλείται στους ποικίλους μηχανισμούς του Κράτους. Έτσι υπό την επίφαση ενός ατροφικού ιδιωτικού αστισμού, αναπτύχθηκε ένα δυναμικό αστικό Κράτος και ένας αντίστοιχος δημόσιος αστισμός. Το μοντέλο αυτό εφαρμόστηκε στην Κρήτη μετά το 1899 με την δημιουργία ενός συνταγματικού κράτους δικαίου οργανωμένου όμως κατά τρόπο γραφειοκρατικό, δηλαδή κράτος ικανό να λειτουργήσει σύμφωνα με τα πρότυπα που ήταν διατυπωμένα στους δυτικούς νομικούς κώδικες, να προσεγγίζει τις σχέσεις του με τον πολίτη μέσα από ένα πλέγμα απρόσωπων κανονισμών, οι οποίοι εξασφαλίζουν την ίση αντιμετώπιση και μεταχείριση αλλά από την άλλη κράτος με διογκωμένες δημόσιες υπηρεσίες, κράτος επικυρωτή και κυρίως διαπλάστη των κοινωνικών διαφοροποιήσεων. Έπεται ότι μια τέτοια σύλληψη της Κρητικής Πολιτείας ήταν διαμετρικά αντίθετη με εκείνη του οθωμανικού κράτους και του κοινοτισμού του οποίου βασικό χαρακτηριστικό ήταν η προσωποποίηση της εξουσίας. Οι κοινότητες της Κρητικής Πολιτείας που εισήχθησαν με τον Νόμο 176/191 «περί αντιπροσωπεύσεως των κοινοτήτων» δεν αποτελούσαν πια κοινότητες ως μορφή διοικητικής διαίρεσης, ούτε τις γνωστές κοινότητες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας 697 αλλά ήταν ομάδες διαχείρισης των οικονομικών σε Διαμαντούρος Ν., « Ο ελληνικός απελευθερωτικός αγώνας του 1821: μια φιλελεύθερη επανάσταση;», στο Ο Φιλελευθερισμός στην Ελλάδα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1991, σελ. 43. 696 Βεργόπουλος Κ., Κράτος και οικονομική πολιτική στον 19ο αιώνα, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1978, σελ. 30. 697 Σταυριδάκης Γ., «Από την αυτονομία στην ένωση. Νομοθετικό πλαίσιο», στο 90 χρόνια από την ένωση της Κρήτης με την ελεύθερη Ελλάδα, Ρέθυμνο 2007, σελ. 106. 695


επίπεδο επαρχίας, χωρίς άλλες αρμοδιότητες οι οποίες είχαν αναγνωρισθεί και από την τουρκική νομοθεσία κυρίως από το 1858 και μετά 698. Μια άλλη διάσταση του φιλελεύθερου μοντέλου στο οποίο βασίστηκε η Κρητική Πολιτεία ήταν η κοσμικότητα της εξουσίας, δηλαδή η σύσταση ενός κράτους με διαχωρισμένες αρμοδιότητες πολιτείας και εκκλησίας. Ο αγώνας για την ισχυροποίηση της Κρητικής Πολιτείας ως ένα βήμα για τη ένωση με την Ελλάδα που απαιτούσε συγκέντρωση δύναμης σε κεντρικό επίπεδο σε συνδυασμό με μια ογκούμενη ιδεολογία γενικής εκλογίκευσης οδήγησε αναπόφευκτα σε μια γραφειοκρατικοποιημένη ορθολογική κρατική οργάνωση 699. Και είναι απολύτως κατάνοητό ότι οι Κοινότητες και οι Δημογεροντίες που είχαν υποκαταστήσει το ρόλο μιας εθνικής κρατικής οντότητας που δεν υπήρχε κατά την προηγούμενη περίοδο, δεν μπορούσαν μετά την δημιουργία της Κρητικής Πολιτείας να συνεχίσουν τον ίδιο ρόλο. Ο ανταγωνιστικός προς την οθωμανική εξουσία ρόλος τους δεν ήταν νοητό ότι θα μπορούσε να συνεχιστεί με ανταγωνιστή την νεοσύστατη πολιτεία. Η έκταση συνεπώς των δραστηριοτήτων τους και το είδος των καθηκόντων τους δεν μπορούσαν να παραμείνουν ανεπηρέαστα από την ένταξή τους στην Κρητική Πολιτεία, χωρίς αυτό πάντως να δικαιολογεί την πλήρη παραγνώρισή τους, την ολοσχερή εγκατάλειψη της ιστορικής τους παράδοσης και την εγκαθίδρυση ασφυκτικής εποπτείας της κρατικής εξουσίας στη διαχείριση των τοπικών υποθέσεων 700. Για να υπηρετηθεί η νέα κατάσταση που άνοιξε με την σύσταση της Κρητικής Πολιτείας ήταν απαραίτητη η εδραίωση ενός καλά οργανωμένου κράτους 701 και η «απαλλοτρίωση» των αυτόνομων κοινοτικών φορέων της διοικητικής εξουσίας του παρελθόντος 702. Η δημιουργία του αστικού κράτους προϋπέθετε αστικές μεταρρυθμίσεις στους θεσμούς του κοινωνικού εποικοδομήματος, όπως είναι η εκπαίδευση. Η οικονομική πρόοδος, η συγκέντρωση κεφαλαίων, η προσπάθεια για τραπεζική οργάνωση, η υποχώρηση του μουσουλμανικού Σχετικές και οι Α.Π. 251/1926, Θέμις ΛΗ΄. Max Weber, Κοινωνιολογία του κράτους, εκδ. Κένταυρος, Αθήνα 1996, σελ. 17. 700Ανδρόπολους Β.-Μαθιουδάκι Μ., « Περιφερειακή Διοίκηση/Τοπική Αυτοδιοίκηση» στο Το Ελληνικό Κράτος (επιμ. Ανδρόπολους Β.-Μαθιουδάκι Μ.,), Αθήνα 1991, σελ. 118. 701 Σβολόπουλος Κ., «Η περίοδος της αυτονομίας», στο Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός, τ. 2ος, επιμ. Ν. Παναγιωτάκης, Κρήτη, ΣΤΕΔΚΚ, 1988, σελ. 471. 702«Η καταστροφή τόσο της κοινοτικής δομής όσο και των μορφών κοινοτικής αλληλεγγύης είχε προαναγγελθεί προ πολλού από τους κοινωνιολόγους. Η κοινότητα, όπως υποστηρίχθηκε από τον Εμίλ Ντυρκέμ και τον Φέρντιναντ Ταίνις, στις αρχές του αιώνα, έχει αντικατασταθεί από απρόσωπους δεσμούς, οι οποίοι οφείλουν την ύπαρξη και το χαρακτήρα τους στην οικονομική κατανομή της εργασίας», Anthony Giddens: Η μεταπαραδοσιακή κοινωνία των πολιτών, ό.π. 698 699


στοιχείου και η παρουσία των ευρωπαϊκών δυνάμεων στο νησί δημιούργησαν, συνεπώς, νέα δεδομένα και στον χώρο της εκπαίδευσης 703. Πρόσθετη διάσταση του κράτους δικαίου ήταν και το αίτημα εκσυγχρονισμού 704 και αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος το οποίο συνοδεύτηκε από την αύξηση της έκτασης του ελέγχου του από την κεντρική εξουσία κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας και την ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτηση των οικονομικών της εκπαίδευσης από το κράτος. Το αίτημα για μια τέτοιας οργάνωση του αστικού σχολείου που θα προετοίμαζε τους μαθητές για την ένταξη τους στην κοινωνική και οικονομική ζωή έγινε τότε πολύ πιο συγκεκριμένο από ό,τι στο παρελθόν 705. Αναδείχθηκε τότε έντονα η λειτουργική αλληλεξάρτηση μεταξύ της οικονομικής και της εκπαιδευτικής δομής, καθώς και ο εξωτερικός σκοπός της συγκεκριμένης αλληλεξάρτησης, ο οποίος μέσα από την ανάγκη στήριξης και υποστήριξης της αποτελεσματικότητας του πεδίου παραγωγής επιδίωκε την εξυπηρέτηση των αναγκών της κοινωνίας και την εγκατάσταση της κοινωνικής τάξης και σταθερότητας 706. Έτσι, η Κρητική Πολιτεία κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες για την καθιέρωση της στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης σε συνάρτηση με το αρχαίο ελληνικό και το νεότερο ευρωπαϊκό πνεύμα. Προς την κατεύθυνση αυτή μιμήθηκε σε πολλές περιπτώσεις ξένες εκπαιδευτικές πρακτικές και θεσμούς. Η διαμόρφωση ενός συγκεντρωτικού καθεστώτος στη διοίκηση και εποπτεία της εκπαίδευσης, το οποίο θα εισήγαγε και θα υποστήριζε τις ταχύτατες αλλαγές που έπρεπε να γίνουν ακολούθησε από τότε μια σταδιακή και σταθερή πορεία 707.

Βλπ. Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας, Τεύχος Δ΄, Εστενογραφημένα Πρακτικά της Βουλής, 13 Ιουλίου 1901.», βλπ. επίσης Στυλιανού Παπαδάκη, υπόμνημα προς την Α.Υ. τον Πρίγκηπα Γεώργιον, εν Αλεξανδρεία 1899 704 Καραφύλης Γ., Νεοελληνική πολιτική και κοινωνική φιλοσοσφία, Θεσσαλονίκη 1990, εκδ. ΒΑΝΙΑΣ, σελ. 19. 705 Μπουζάκης Σ., Νεοελληνική εκπαίδευση, εκδ.Gutenberg, Αθήνα, 1999, σελ. 46. 706 Λάμνιας Κ., Κοινωνιολογική θεωρία και εκπαίδευση, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα2001, σελ. 120. 707 Βλπ. υπ’ αριθμ. 42 Νομοθετικό Διάταγμα, Επίσημος Εφημερίς Κρητ. Πολ., Α΄, αριθμ. 58, 10/7/1899. 703


Επίλογος Η παραπάνω μελέτη έδειξε ότι ιστορικά τα συστήματα επαγγελματικής εκπαίδευσης διαμορφώνονται βάσει εθνικών παραδόσεων και ιστορικο - πολιτιστικών εξελίξεων. Ο χαρακτήρας τους είναι κυρίως εργαλειακός και συμβάλλουν στην επίτευξη συγκεκριμένων εθνικών, πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών, δημοκρατικών ή ατομικών επιδιώξεων. Για το λόγο αυτό, τόσο η ποιότητα όσο και οι αποδόσεις της επαγγελματικής εκπαίδευσης εξαρτώνται από τις συνθήκες και τους συσχετισμούς που επικρατούν στην κοινωνία, όπου αυτή είναι ενταγμένη, καθώς και από το βαθμό στον οποίο η επαγγελματική εκπαίδευση επιτυγχάνει τους στόχους της. Τα μεταρρυθμιστικά μέτρα παίρνουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους στα πλαίσια της συγκεκριμένης πολιτικής συγκυρίας. Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η σύνδεση της εκπαίδευσης με την οικονομία δεν αφορά μόνο τη συγχρονία αλλά έχει και μια ιστορικά διάσταση. Ακόμη και σε κοινωνίες οι οποίες βρίσκονταν κάτω από καθεστώς μετάβασης όπως η κοινωνία της ύστερης τουρκοκρατίας της Κρήτης αναγνωριζόταν ότι η εκπαίδευση συντελεί στη διαμόρφωση του κοινωνικού ατόμου, στη βελτίωση του νοητικού επιπέδου και της ικανότητάς του να κατανοεί τον κόσμο και να λαμβάνει τις καλύτερες δυνατές αποφάσεις για τη ζωή του, να μεταφέρει στις νεότερες γενιές γνώσεις και ικανότητες που τους παρέχουν τη δυνατότητα να ζουν αποτελεσματικά, προετοιμάζοντάς τες για την επαγγελματική τους ζωή, βοηθώντας τους να αυξήσουν την οικονομική τους αξία. Από την άλλη μεριά, η συνεχιζόμενη εδώ και έξι χρόνια ύφεση στην σύγχρονη Ελλάδα όξυνε τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας, της αγοράς εργασίας, του συστήματος υγείας και κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και του εκπαιδευτικού συστήματος. Τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος έλαβαν τόσο επείγοντα χαρακτήρα, ώστε προκύπτει η ανάγκη για άμεσες και ριζικές μεταρρυθμίσεις. Όμως, η οικονομική κρίση και η δραστική μείωση των δημόσιων δαπανών δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο ένα τέτοιο εγχείρημα. Παρ’ όλα αυτά, το μέλλον όσον αφορά στην οικονομική ανάπτυξη, στην κοινωνική συνοχή, στη δημοκρατική συμμετοχή και σε μια δικαιότερη κοινωνική διάρθρωση εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από το αν θα μπορέσει να βελτιωθεί η ποιότητα και η αποδοτικότητα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Στόχος είναι να μειωθούν οι κίνδυνοι κατά τη μετάβαση στην επαγγελματική ζωή και να δοθούν στους νέους περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης.


Βιβλιογραφία

1. 2.

3. 4. 5. 6. 7. 8.

9. 10. 11.

12.

13.

14. 15.

Anweiler Ο., Εκπαιδευτικά συστήματα στην Ευρώπη, μετφ. Θωίδης Δημήτριος, εκδ. Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 1987 Educational issues and reports: Κριτική Επισκόπηση του Ελληνικού Εκπαιδευτικού Συστήματος από τον ΟΟΣΑ, διαθέσιμο στο www.nostos.com/education/rep_OECD.htm (30/1/2015). Hobbsawm E., H εποχή των αυτοκρατοριών 1875-1913, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σελ. 13. Langeveld, M., J., In Search of Research», στο Paedagogica Europoea: The European Year Book of Educational Research, τ.1, 1965. Max Weber, Κοινωνιολογία του κράτους, εκδ. Κένταυρος, Αθήνα 1996. P. Musgrave, The sociology of education, Λονδίνο, 1965. Silverman Ch. Crisis in the Classroom. The Remaking of American education, N.Y., 1971 Αγιανόγλου, Π., Το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό στην Ελλάδα. Η πρωταρχική συσσώρευση του Κεφαλαίου, η εξέλιξη της οικονομικής ιστορίας και τα αίτια της υπανάπτυξης, Αθήνα 1992. Ανδρέου Α., «Ιστοριογραφία της νεοελληνικής εκπαίδευσης. Μια περιοδολόγηση» στο περ. Θέσεις, τ. 45 (1993), Ανδρέου Α., Παπακωνσταντίνου Γ., Οργάνωση και διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος, εκδ. Εξάντας, Αθήνα, 1990. Ανδριώτης Ν., Πληθυσμοί και Οικισμοί της Ανατολικής Κρήτης (16ος19ος αιώνας), εκδ. Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου, Ηράκλειο 2006. Ανδριώτης Νίκος, «Τα τελευταία χρόνια παραμονής των μουσουλμάνων στην Κρήτη και η αναχώρησή τους για την Τουρκία» στο (επιμ. Τσιστελίκης Κωνσταντίνος) Η Ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2007. Ανδρόπολους Β.-Μαθιουδάκι Μ., « Περιφερειακή Διοίκηση/Τοπική Αυτοδιοίκηση» στο Το Ελληνικό Κράτος (επιμ. Ανδρόπολους Β.Μαθιουδάκι Μ.,), Αθήνα 1991. Ανθογαλίδου Θ., Κοινωνική κριτική και ιδεολογία στην εκπαίδευση, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1990. Αργυρίου Α., Γατσώρης Θ., «Η τεχνική εκπαίδευση στην ΕλλάδαΜύθοι και Αλήθειες» Πρακτικά 2ου Επιστημονικού Συνεδρίου «Τεχνολογικές Εξελίξεις και Διδακτικές Εφαρμογές στην ΤΕΕ» - 16 & 17 Δεκεμβρίου 2011.


16. Αρχοντάκης Στ., «Μελετώντας τις απογραφές του 1881 και του 1900», στο 90 χρόνια από την Ένωση της Κρήτης με την Ελεύθερη Ελλάδα, ΕΚΙΜ, Ρέθυμνο 2007. 17. Βενθύλος, Γ., Θεσμολόγιον της Δημοτικής εκπαιδεύσεως, 1833-1883, Αθήνα 1884, σσ. 107-109. βλπ. επίσης και Παπάδακη, Λ., Η αλληλοδιδακτική μέθοδος διδασκαλίας στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα –Γιάνννενα 1992. 18. Βεργόπουλος Κ., Κράτος και οικονομική πολιτική στον 19ο αιώνα, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1978. 19. Βεργόπουλος Κ., Κράτος και οικονομική πολιτική στον 19ο αιώνα, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1978. 20. Βώρος, Φ., «Τοπική ιστορία» στο περ. Νέα Παιδεία, τ. 52, 1989 21. Γκύρβιτς, Ζ., Μελέτες για τις κοινωνικές τάξεις, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1986 22. Δημαράς, Α., Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Τεκμήρια Ιστορίας, τ. Ι, Αθήνα 1973, σελ. ιθ΄-κ΄. 23. Διαμαντούρος Ν., « Ο ελληνικός απελευθερωτικός αγώνας του 1821: μια φιλελεύθερη επανάσταση;», στο Ο Φιλελευθερισμός στην Ελλάδα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1991. 24. Έκθεσις της Αγωνοδίκου Επιτροπείας του Συλλόγου προς διάδοσιν των ελληνικών Γραμμάτων. Περί Κατωτέρας και μέσης Παιδείας εν Ελλάδι. Αθήναι 1872, σελ. 5. 25. Έκθεσις της Αγωνοδίκου Επιτροπείας του Συλλόγου προς διάδοσιν των ελληνικών Γραμμάτων. Περί Κατωτέρας και μέσης Παιδείας εν Ελλάδι. Αθήναι 1872. 26. Ιακωβίδης Γ., «Η τεχνική και επαγελματική εκπαίδευση στην Ελλάδα», εκδ. Gutemberg, Αθήνα 1998, Κουτσουράκης Γ., Όψεις της εθνικής ταυτότητας στα σχολικά εγχειρίδια γλώσσας και ιστορίας του Δημοτικού Σχολείου: Η περίπτωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Πατρών, Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημ. Εκπ/σης, Πάτρα 1997, σελ. 175. 27. Ιωανίδης Ν., «Αναπαραγωγή και εκπαίδευση στην Ελλάδα», στο Νεοελληνική κοινωνία, ιστορικές και κριτικές προσεγγίσεις, επιμ. Θ. Σακελλαρόπουλος, εκδ. Κριτική, ειδική έκδοση 2α. 28. Καζαμίας Ανδρέας, «Για μια νέα ανάγνωση της ιστορικο-συγκριτικής μεθόδου: Προβληματισμοί και Σχεδίασμα», στο Θέματα Ιστορίας της Εκπαίδευσης, τ. 1, 2003 29. Καλλιατάκη-Μερτικοπούλου, Κ., Ελληνικός αλυτρωτισμός και οθωμανικές μεταρρυθμίσεις. Η περίπτωση της Κρήτης 1868-1877.


30. Καλλιατλακη-Μερτικοπούλου, Κ., «Η παιδεία στην Κρήτη 1868-1878, μια επισκόπηση», Πεπραγμένα Ε΄Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. γ΄, Ηράκλειο Κρήτης, 1984, σελ.80. 31. Καραφύλης Γ., Νεοελληνική πολιτική και κοινωνική φιλοσοσφία, Θεσσαλονίκη 1990, εκδ. ΒΑΝΙΑΣ . 32. Καταπότη Γ.Μ., «Η εκπαίδευσις εν Σητεία», στο περ. Μύσων. Τόμος Α΄, Αθήναι 1932, σελ. 22. 33. Κοζύρης Μ.,, Το Λασίθι εις τον Αγώνα, εκδ. Περιφερειακής Διοικήσεως Κρήτης, Άγιος Νικόλαος 1973 34. Κοντόνη, Α., Το νεοελληνικό σχολείο και ο πολιτικός ρόλος των παιδαγωγικών συστημάτων, εκδ. Κριτική, Αθήνα1997. 35. Κορδάτος, Γ., Η κοινωνική σημασία τη Ελληνικής επαναστάσεως του 1821, εκδ. Διεθνούς Επικαιρότητος, Αθήνα 1972. 36. Κρητική Πολιτεία,(1904), Η εν Κρήτη εκπαίδευσις, εν Χανίοις εκ του τυπογραφείου της Κρητικής Πολιτείας. 37. Κυριαζή , Ν., (1998), Η κοινωνιολογική έρευνα: κριτική επισκόπηση των μεθόδων και των τεχνικών, εκδ. Ελληνικές Επιστημονικές Εκδόσεις, Αθήνα 38. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: «Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922)» Εκδόσεις: Θεμέλιο, 1975 39. Κωφός, Ε., «Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος και η πολιτική της οικουμενικής κυβερνήσεως» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήνα 1977, τ. 13, σσ. 326-330. 40. Λάμνιας Κ., Κοινωνιολογική θεωρία και εκπαίδευση, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2001. 41. Λεοντσίνης, Γ., Τοπικές ιστορικές σπουδές και μελέτη περιβάλλοντος, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1990, Χαρίτος, Χ., «Από την τοπική ιστορία στην αυτογνωσία» στο περ. Εκπαιδευτικά, τ. 12, (1988) 42. Μarwick, A., The Natureof History. London, Masmillan. 1970. 43. Μακρής, Κ., «Η δομή του συμβόλου στη λογική του Charles S. Peirce, στον τ. Ι, (1996) Άνθρωπος ο Σημαίνων: λόγος και ιδεολογία, Α.-Φ. Λαγόπουλος-Κ. Μπόκλουντ-Λαγοπούλου, Β. Τεντοκάλης, Κ. Τσουκαλάς, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, σελ. 49 . 44. Μαμαλάκης Ιωάννης, Ο Αγώνας του 1866-1868 για την Ένωση της Κρήτης, Θεσσαλονίκη 1947. 45. Μάμουκας, Α. Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος, Πειραιάς 1839, τόμ. 4. 46. Μηλιός Ι., Από τη «στροφή στην τεχνική εκπαίδευση» στη «γενίκευση της συνεχούς κατάρτισης», περ. ΘΕΣΕΙΣ, Τεύχος 47, περίοδος: Απρίλιος - Ιούνιος 1994


47. Μπουζάκης Σ., Νεοελληνική εκπαίδευση, εκδ.Gutenberg, Αθήνα, 1999. 48. Μπουζάκης Σήφης, Εκπαιδευτικές Μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, (Εισηγητικές εκθέσεις εκπαιδευτικών νομοσχεδίων-Συζητήσεις στη Βουλή – Σχόλια), τόμ Α΄ και Β΄, Gutenberg, γ΄ έκδοση, Αθήνα, 2002 49. Νόμος περί παιδείας, εν Χανίοις 1889, τύποις Γεν. Διοικήσεως Κρήτης. 50. Νούτσος, Χ. Προγράμματα μέσης εκπαίδευσης και κοινωνικός έλεγχος (1931‐1973), Θεμέλιο, Αθήνα 1979. 51. Ντούλας, Χ., «Σχολικά βιβλία ιστορίας και τοπική ιστορία: η περίπτωση της Θεσσαλίας», στο περ. Σεμινάριο, τ. 9, Αθήνα, Μάρτης 1988 52. Ολύμπια του 1870, περίοδος Β΄ υπό της επί των Ολυμπίων και των Κληροδοτημάτων Επιτροπής, Αθήναι 1872 53. Παλούκης Κ., Η άρχουσα τάξη της Κρήτης και του Ρεθύμνου κατά την Α’ περίοδο της Κρητικής Πολιτείας (1898-1905), σεμιναριακή εργασία στο Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Παν/μίου Κρήτης, 1998. 54. Παπαδάκης Ν., Η εκκλησία της Κρήτης, Χανιά 1931. 55. Παπαδάκις Ν., Ζημίαι και αποζημιώσεις Κρητικών Επαναστάσεων, Μελέτη ιστορικοπολιτική και οικονομική, Χανιά 1934, Τύποις Εφεδρικού Αγώνος. 56. Παπαμανουσάκης Σ., «Κρήτη: 1897-1898. Από την επανάσταση στο κράτος», στο Η τελευταία φάση του Κρητικού Ζητήματος, (επιμ. Θ. Δετοράκης-Α. Καλοκαρινός, Ηράκλειο 2001, σελ. 188. 57. Παπαμανουσάκης Στράτης, «Το Ενωτικό Κίνημα της Κρήτης στα 1908 και ο Εμμ. Ξηράς», Χανιά 1985. 58. Περάκης Μ. (2008), Το τέλος της Οθωμανικής Κρήτης, οι όροι κατάρευσης του καθεστώτος της Χαλέπας (1878-89), εκδ. Βιβλιόραμα. 59. Πολυχρονόπουλος, Π., (1980) Παιδεία και πολιτική στην Ελλάδα, τ. Α, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 60. Πρεβελάκης Ε., «Το καθεστώς της Χαλέπας και το Φιρμάνι του1889», στο περ. Κρητικά Χρονικά, τ. Ι, 1963 61. Πυργιωτάκης, Ι., Εκπαίδευση και Κοινωνία στην Ελλάδα, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2001. 62. Ρέντζος, Σημειώσεις για το μάθημα της Διδακτικής των Κοινωνικών Επιστημών, μέρος Ι. 63. Ρέππα-Αθανασούλα Α., «Ο εκπαιδευτικός οργανισμός και το ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον» στο Ρέππα-Αθανασούλα Α., Κουτούζης Μ., Χατζηευστρατίου Ι., Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων, τόμ. Γ΄, ΕΑΠ, Πάτρα 1999.


64. Ρηγοπούλου Δ. (1998). Η πολιτική των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων στο Virtual School, The sciences of Education Online, τόμος 1, τεύχος 1, 65. Σαββάκης Εμμ., Οι λεπροί της Σπιναλόγκας (1903-1957), εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2008. 66. Σβολόπουλος Κ., «Η περίοδος της αυτονομίας», στο Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός, τ. 2ος, επιμ. Ν. Παναγιωτάκης, Κρήτη, ΣΤΕΔΚΚ, 1988. 67. Σβολόπουλος Κ., «Η αυτονομία στην Κρήτη, Ιστορία και πολιτισμός, Τόμος Δεύτερος», (1988), εκδ. Σύνδεσμος τοπικών ενώσεων, δήμων και κοινοτήτων Κρήτης, Κρήτη. 68. Σβορώνος, Ν., (1982), Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα. Μπουζάκης Σ., Εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, τ. Α΄, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1994. 69. Σίγαλος Δ., Παιδαγωγικαί θεωρίαι Ερβάρτου, Αθήναι, 1923. 70. Σταυριδάκης Γ., «Από την αυτονομία στην ένωση. Νομοθετικό πλαίσιο», στο 90 χρόνια από την ένωση της Κρήτης με την ελεύθερη Ελλάδα, Ρέθυμνο 2007. 71. Στυλιανού Παπαδάκη, υπόμνημα προς την Α.Υ. τον Πρίγκηπα Γεώργιον, εν Αλεξανδρεία 1899 72. Τζούμα, Ά., «Ιστορική κατανόηση και ερμηνευτική οικονομία» στον τ. Ι, επιμ. Α. Λαγόπουλος-Κ. Μπόκλουντ-Λαγοπούλου, Β. Τεντοκάλη, Κ. Τσουκαλά, (1996), Άνθρωπος ο σημαίνων: λόγος και ιδεολογία, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, σελ. 182. 73. Τιρς, Φ., Η Ελλάδα του Καποδίστρια, τ.β΄, εκδ. Αφοι Τολίδη, Αθήνα 1972, σελ. 109. 74. Τουκαλάς Κ., «Κράτος, κοινωνία, εργασία», Αθήνα 1986. 75. Τσιριντάνη, Ν., Η πολιτική και διπλωματική ιστορία της εν Κρήτη εθν. Επαναστάσεως, 1866-1868, τ. Α΄, Αθήνα 1950. 76. Τσουκαλάς Κ., «Κράτος και κοινωνία στην Ελλάδα του 19ου αιώνα», στο Όψεις της Ελληνικής Κοινωνίας του 19ου αιώνα, (Επιμ. .Τσαούση), Αθήνα 1984, Βιβλιοπωλείον της Εστίας. 77. Φραγκουδάκη, Α., Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και φιλελεύθεροι διανοούμενοι, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1987.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.