Επιστημονική Επετηρίδα - Τόμος ΣΤ' - Μέρος 2ο

Page 1



<< Επιστημονική Επετηρίδα Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας & Χερρονήσου >> Εκδίδεται προνοία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πέτρας & Χερρονήσου κ.κ. Γερασίμου

Επιστημονική Επιτροπή Βασίλειος Φθενάκης, καθηγητής Πανεπιστημίου Βρέμης. Μιχαήλ Κασωτάκης, Πρώην Πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και του κέντρου Επιστημονικής Έρευνας Ελλάδος. Βασιλική Συθιακάκη, Αρχαιολόγος, Προισταμένη 13ης Εφορείας Βυζαντι νών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρήτης.

Εκδοτική Επιτροπή Αρχ. Τίτος Ταμπακάκης, Πρωτοσύγκελλος Ι.Μ. Πέτρας & Χερρονήσου Αρχ. Εμμανουήλ Κατσαρός, Ιεροκήρυξ Ι.Μ. Πέτρας & Χερρονήσου Απόστολος Παπαιωάννου, Ομότιμος καθηγητής Παν/μιου Ιωαννίνων. Την ευθύνη του περιεχομένου της εγκυρότητας και των δικαιωμάτων των χρησιμοποιούμενων πηγών κάθε εργασίας έχει ο συντάκτης. Νεάπολη Κρήτης 724 00 Τηλ. 28410 32320, Φαξ 28410 31344 Website: www.impeh.gr / email: info@impeh.gr Ηλεκτρονική σελιδοποίηση, κατασκευή e-book ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΚΙΜΑΚΗΣ / BIGBOOK publications Καντανολέων 4, Ηράκλειο Κρήτης Τηλ. / Φαξ 2810 285541 Email : info@bigbook.gr Website : www.Bigbook.gr


Περιεχόμενα ΣΟΜΟ΢ Α Θεοχάρης Δετοράκης ……………………………………………………………….. 8 Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης. ΚΤΠΡΟ΢ KAI ΚΡΗΣΗ ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ Γεώργιος Ε. Κρασανάκης ……………………………………………………………. 17 Ὁμότιμος Καθηγητὴς ΧυχολογίαςΠανεπιστημίου Κρήτης Η ΝΟΗΜΟ΢ΤΝΗ ΣΟΤ ΑΝΘΡΨΠΟΤ Απόστολος Γ. Παπαϊωάννου ……………………………………………………….. 32 Ομ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΡΗΣΙΚΗ ΕΠΑΝΑ΢ΣΑ΢Η (1866 - 1869) ΜΑΝΟΛΗ΢ ΢ΚΟΤΛΑ΢ (1845 - 1866) Ο ΠΤΡΠΟΛΗΣΗ΢ ΣΗ΢ ΜΟΝΗ΢ ΑΡΚΑΔΙΟΤ

Φρύσα Δαμιανάκη …………………………………………………………………… 80 Καθηγήτρια Ιστορίας της Σέχνης Πανεπιστήμιο του ΢αλέντο (Ιταλίας) Η ΢ΤΓΓΕΑΥΗ ΣΟΤ «ΒΙΟΤ ΣΟΤ ΑΓΙΟΤ ΑΡ΢ΕΝΙΟΤ ΣΟΤ ΚΑΠΠΑΔΟΚΗ» ΑΠΟ ΣΟΝ Ο΢ΙΟ ΠΑÏ΢ΙΟ ΣΟΝ ΑΓΙΟΡΕΙΣΗ Κωνσταντίνος Κορώσης …………………………………………………………… 93 Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνιολογίας Παν/μιου Κρήτης Η ΚΑΚΟΠΟΙΗ΢Η ΣΗ΢ ΜΗΣΕΡΑ΢ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΔΡΑ΢ΕΙ΢ ΣΗ΢ ΢ΣΟ ΠΑΙΔΙ Ευάγγελος Παχυγιαννάκης ………………………………………………………. 111 Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Ι΢ΣΟΡΙΚΕ΢ ΑΝΑΥΟΡΕ΢ ΢ΣΗΝ ΑΓΙΑ ΖΨΝΗ Δρ. Εμμανουήλ Κ. Δουνδουλάκης ……………………………………………… 122 Επίκουρος Καθηγητής Π.Α.Ε.Α.Κ. ΤΜΝΟ-ΑΓΙΟΛΟΓΙΚΕ΢ ΠΑΡΑΣΗΡΗ΢ΕΙ΢ ΢ΣΑ ΤΜΝΟΓΡΑΥΙΚΑ ΣΟΤ Κ. ΔΗΜΗΣΡΙΟΤ ΔΑ΢ΚΑΛΑΚΗ ΠΡΟ΢ ΣΙΜΗΝ ΣΟΤ Ο΢ΙΟΤ ΚΤΡ ΙΨΑΝΝΟΤ ΣΟΤ ΞΕΝΟΤ Δρ. Ιωάννης Ν. Λίλης ……………………………………………………………… 128 Λέκτορας Δογματικής και ΢υμβολικής Θεολογίας της Πατριαρχικής Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης Η ΑΡΦΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΥΙΛΟ΢ΟΥΙΑ ΢ΣΟΝ Τ΢ΣΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙ΢ΜΟ. Η ΒΑ΢Η ΓΙΑ ΣΟΝ ΑΚΡΙΒΗ ΕΝΣΟΠΙ΢ΜΟ ΣΗ΢ ΔΙΑΚΡΙ΢ΕΨ΢ ΜΕΣΑΞΤ «ΒΤΖΑΝΣΙΝΗ΢ ΥΙΛΟ΢ΟΥΙΑ΢» ΚΑΙ ΦΡΙ΢ΣΙΑΝΙΚΟΤ ΔΟΓΜΑΣΟ΢


Ευάγγελος Πετράκης, Θεολόγος-΢υγγραφέας………………………………….. 156 Ροδάνθη Ανδρουλιδάκη- Πετράκη, Δρ. Επιστημών Αγωγής ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ: ΚΛΕΙ΢ΣΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ Ή ΑΝΟΙΚΣΗ ΠΡΟΟΠΣΙΚΗ; Εμμανουήλ Γ. Φαλκιαδάκης ……………………………………………………… 165 Δρ. Ιστορίας Α.Π.Θ., Διδάσκων Πατριαρχικής Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης, Ερευνητικός ΢υνεργάτης Ινστιτούτου Ορθόδοξων Φριστιανικών ΢πουδών Κέιμπριτζ ΕΝΑ ΑΓΝΨ΢ΣΟ ΠΕΡΙ΢ΣΑΣΙΚΟ ΔΙΑ΢Ψ΢Η΢ ΦΡΙ΢ΣΙΑΝΨΝ ΑΠΟ ΜΟΤ΢ΟΤΛΜΑΝΟ΢ΣΟ ΠΛΑΙ΢ΙΟ Σης ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ΢ΣΙΚΗ΢ ΚΑΙ ΠΟΛΙΣΙΚΗ΢ ΣΕΛΕΣΗ΢ ΢ΣΗ ΝΗ΢ΙΔΑ ΣΗ΢ ΢ΟΤΔΑ΢ ΣΟ 1913 Αντώνης ΢ανουδάκης ………………………………………………………….….. 175 Καθηγητής Ιστορίας της Π.Α.Ε.Α.Κ. ΑΡΦΑΙΟ ΚΑΙ ΒΤΖΑΝΣΙΝΟ ΘΡΗ΢ΚΕΤΣΙΚΟ ΘΕΑΣΡΟ Ιωάννης Γ. Λότσιος ……………………………………………………………….. 181 Δρ. Θεολογίας Μέλος του κέντρου Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών, << Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγεωργίου>> ( CEMES ). http://aristoteleio.academia.edu/ioannislotsios. ΠΡΨΣΕΙΟ ΚΑΙ ΢ΤΝΟΔΙΚΟΣΗΣΑ ΢ΣΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΗ΢ ΡΑΒΕΝΝΑ΢ Μιχαήλ Ἐ. Πατεράκη ……………………………………………………………… 219 Πρωτοπρεσβυτέρου “τοῦ Υουρνιώτη„ Ο ΘΡΗ΢ΚΕΤΣΙΚΟ΢ ΦΑΡΑΚΣΗΡΑ΢ ΣΗ΢ ΜΕΣΑΒΤΖΑΝΣΙΝΗ΢ ΕΚΚΛ/ΚΗ΢ ΥΟΡΗΣΗ΢ΕΙΚΟΝΑ΢, ΣΟΤ 18ου ΑΙΨΝΑ, ΢ΣΗΝ ΠΕΡΙΟΦΗ ΣΗ΢ ΥΟΤΡΝΗ΢ ΜΕΡΑΜΠΕΛΛΟΤ ΛΑ΢ΙΘΙΟΤ Γεώργιος Πατεράκης ……………………………………………………………… 241 Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ΢χολικός ΢ύμβουλος Π. Ε. Ο ΕΠΙ΢ΚΟΠΟ΢ ΠΕΣΡΑ΢ ΣΙΣΟ΢ ΖΨΓΡΑΥΙΔΗ΢, Ψ΢ ΕΚΠΑΙΔΕΤΣΙΚΗ ΑΡΦΗ ΣΟΤ ΣΜΗΜΑΣΟ΢ ΛΑ΢ΙΘΙΟΤ, ΣΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1889-1898. Γεώργιος Καλογεράκης …………………………………………………………... 299 Δ/ντής Δημοτικού ΢χολείου Καστελλίου υποψ. Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Ο ΓΙΑΝΝΗ΢ ΜΑΤΡΑΝΣΨΝΑΚΗ΢, Ο ΜΙΦΑΛΗ΢ ΑΚΟΤΜΙΑΝΑΚΗ΢, Η ΢ΤΝΘΗΚΟΛΟΓΗ΢Η ΣΨΝ ΙΣΑΛΨΝ ΚΑΙ Η ΝΕΑΠΟΛΗ ΛΑ΢ΙΘΙΟΤ Ἀρχιμανδρίτης Δαμιανός Μπελέρης ………………………………………….. 328 Προηγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Κρουσταλλένιας Ὀροπεδίου Λασιθίου Ο ΠΡΟΟΙΜΙΑΚΟ΢ ΧΑΛΜΟ΢ ΣΟΤ Ε΢ΠΕΡΙΝΟΤ Αρχιμανδρίτης Σιμόθεος ΢αριδάκης …………………………………………. 335 Ηγούμενος Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής Βιδιανής Οροπεδίου Λασιθίου ΣΟ ΜΤ΢ΣΗΡΙΟ ΣΗ΢ ΜΕΣΑΝΟΙΑ΢ ΚΑΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗ΢Η΢


Αρχιμανδρίτης Εμμανουήλ Κατσαρός ………………………………….…… 347 Ιεροκήρυξ Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας & Φερρονήσου Η ΙΕΡΟ΢ΤΝΗ ΢ΣΗΝ ΡΨΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ

Περιεχόμενα ΣΟΜΟ΢ Β

Πρωτοπρεσβυτέρος Ευαγγέλος Κλώνος ………………………………..…..….. 8 Η ΚΑΤ΢Η ΣΨΝ ΝΕΚΡΨΝ Ι΢ΣΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΨΡΗ΢Η Εμμανουήλ Αντωνακάκης ……………………………………………………..… 67 Πρωτοπρεσβύτερος-Καθηγητής Θεολόγος-masterΒιοηθικής Η ΔΙΑΚΟΠΗ ΣΗ΢ ΚΤΗ΢Η΢ ΤΠΟ ΣΟ ΠΡΙ΢ΜΑ ΣΗ΢ ΟΡΘΟΔΟΞΗ΢ ΠΑΣΕΡΙΚΗ΢ ΘΕΟΛΟΓΙΑ΢ Πρεσβυτέρος Ευάγγελος Ζαφειρόπουλος, …………………………………… 78 Θεολόγος, Εφημέριος Ενορίας Αρμένων Ρεθύμνου ΑΙΡΕ΢ΕΙ΢ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗ΢ΚΕΤΣΙΚΕ΢ ΟΡΓΑΝΨ΢ΕΙ΢ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΘΕΨΡΗ΢Η ΣΗ΢ ΜΕΣΕΝ΢ΑΡΚΨ΢Η΢ Παναγιωτάκης Γεώργιος …………………………………………………………120 ΢υγγραφέας Η ΢ΤΜΜΕΣΟΦΗ ΣΨΝ ΚΑΣΟΙΚΨΝ ΣΟΤ ΟΡΟΠΕΔΙΟΤ ΛΑ΢ΙΘΙΟΤ ΢ΣΟΤ΢ ΚΑΣΑ ΚΑΙΡΟΤ΢ ΕΘΝΙΚΟΤ΢ ΜΑ΢ ΑΓΨΝΕ΢ Mihailo St. Popović (Βιέννη, Αὐστρία) ………………………………….…..….. ..137 Doz. Mag. Dr. Mihailo Popović, Austrian Academy of Sciences, Institute for Medieval Research, Division of Byzantine Research; Mihailo.Popovic@oeaw.ac.at. Η ΦΡΙ΢ΣΙΑΝΗ ΢ΟΤΝΣΑΝΑ ΜΑΡΑ ΜΠΡΑΝΚΟΒΙΣ΢ ΚΑΙ Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΤ ΠΑΤΛΟΤ Ιωάννης Γ. Σσερεβελάκης …………………………………………………....… .153 Θεολόγος-Υιλόλογος Η «Α΢ΘΕΝΕΙΑ» Ω΢ «ΔΤΝΑΜΙ΢»:ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΣΗ΢ ΠΑΤΛΕΙΑ΢ ΘΕΟΛΟΓΙΑ΢ Ευαγγελία Γ. Πατεράκη ……………………………………………….…..….… 174 Εκπαιδευτικός Υυσ. Αγωγής Τποψ. Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ΢ΤΓΓΡΑΥΗ ΚΑΙ ΕΓΚΡΙ΢Η ΣΨΝ ΢ΦΟΛΙΚΨΝ ΕΓΦΕΙΡΙΔΙΨΝ ΣΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΣΗ΢ ΚΡΗΣΙΚΗ΢ ΠΟΛΙΣΕΙΑ΢


Ευαγγέλος Παχυγιαννάκης, Πρωτοπρεσβυτέρος……………………..…… 223 Εμμανουήλ Αθ. Λουκάκης, θεολόγος Ο Ε΢ΦΑΣΟΛΟΓΙΚΟ΢ ΦΑΡΑΚΣΗΡΑ΢ ΣΗ΢ ΘΕΙΑ΢ ΛΕΙΣΟΤΡΓΙΑ΢ ΚΑΙ Η ΢ΤΓΦΡΟΝΗ ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΠΡΑΞΗ: ΠΡΟΒΛΗΜΑΣΑ ΚΑΙ ΔΤΝΑΣΟΣΗΣΕ΢ Μαρία Γ. ΢εργάκη ………………………………………………………….….... 264 Υυσικός, τ. Προϊσταμένη των Γ.Α.Κ.- Ν. Λασιθίου ΠΟΙΟ΢ ΗΣΟ Ο ΕΚΛΙΠΨΝ ΑΡΦΙΜΑΝΔΡΙΣΗ΢ ΑΝΘΙΜΟ΢ ΒΑ΢ΙΛΑΚΗ΢ Γεώργιος Μαμάκης ………………………………………………………...….. 355 ΢χολικός ΢ύμβουλος Π.Ε. ΣΑ ΠΑΛΑΙΑ ΛΕΙΣΟΤΡΓΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ Σης ΕΝΟΡΙΑ΢ ΠΑΝΑΓΙΑ΢ ΟΔΗΓΗΣΡΙΑ΢ ΚΡΙΣ΢Α΢, ΟΙ ΦΕΙΡΟΓΡΑΥΕ΢ ΢ΗΜΕΙΨ΢ΕΙ΢ τους ΚΑΙ Η ΢ΤΓΦΡΟΝΗ ΔΙΔΑ΢ΚΑΛΙΑ ΣΗ΢ Ι΢ΣΟΡΙΑ΢ Μανόλης Κ. Μακράκης, …………………………………………………..…... 381 Διδάκτορας της ΢χολής Επιστημών Αγωγής του Παν/μίου Ιωαννίνων, συγγραφέας ΟΙ ΑΓΨΝΕ΢ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΨΝΙΕ΢ ΣΟΤ ΥΟΤΡΝΙΨΣΗ ΕΠΙΘΕΨΡΗΣΗ ΝΙΚΟΛΑΟΤ ΜΠΕΜΠΕΛΗ ΓΙΑ ΣΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΤ΢Η ΣΨΝ ΚΡΗΣΟΠΑΙΔΨΝ ΢ΣΟ ΛΤΚΑΤΓΕ΢ ΣΟΤ 20ου ΑΙΨΝΑ Νικόλαος Λεβέντης ……………………………………………………….…… .404 Πτυχιούχος του Σμήματος Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

΢ΤΝΟΠΣΙΚΗ ΕΠΙ΢ΚΟΠΗ΢Η ΣΟΤ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΣΙΚΟΤ ΖΗΣΗΜΑΣΟ΢ ΢ΣΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


Εισαγωγικό σημείωμα

Με τη χάρη του Θεού, τις ευλογίες της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, τις ευχές της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης και την πρόνοια του Σεβ. Μητροπολίτου Πέτρας και Χερρονήσου κ.κ. Γερασίμου, η έκδοση του τέταρτου ψηφιακού Τόμου της Επιστημονικής Επετηρίδας της Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας και Χερρονήσου, συνεχίζει την έκδοση επί χάρτου που έχει προηγηθεί ήδη δύο φορές. Η Επιστημονική Επετηρίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας και Χερρονήσου δηλώνοντας παρούσα στον ψηφιακό κόσμο και με σταθερή την πίστη της στο ευαγγελικό μήνυμα, αγκαλιάζει τις νέες ψηφιακές κοινότητες και περνά σε μια νέα δυναμική φάση με την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που μας παρέχει ο σύγχρονος ηλεκτρονικός πολιτισμός. Προκαλεί μια οργανική διάδραση ανάμεσα σε αυτήν και τον ψηφιακό πολιτισμό, έχοντας ως στόχο το άνοιγμα αυτού του πολιτισμού στη γονιμότητα του Ευαγγελίου. Καθιστά ζωντανή, κατανοητή σε όλους, προσβάσιμη από όλους και επίκαιρη την παρουσία του Θεού μέσα σε κάθε σπίτι και σε κάθε χώρο, όπου ο σύγχρονος άνθρωπος κινείται δρά και εργάζεται. Επαναβεβαιώνει το εύρος και την ποικιλία του ερευνητικού έργου πλήθους επιστημόνων, περικλύοντας τον εγνωσμένο κόπο τους. Καταξιώνεται έτσι ως ένα σύγχρονο βήμα επιστημονικού διαλόγου και ως πηγή γνώσης που δεν περιορίζεται σε ερευνητικά, γεωγραφικά ή γλωσσικά όρια. Η Επιστημονική Επετηρίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας και Χερρονήσου αγκαλιάζει ολόκληρη τη Μεγαλόνησο Κρήτη. Δίνει ένα παρόν στην καταξίωση, στον θαυμασμό και στην σωστή αξιολόγηση της θέσης της σ’ αυτόν τον ευαίσθητο γεωπολιτικό χώρο.

Η Επιστημονική Επιτροπή


ΑΝΩΤΑΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΙΩΣΙΣ

Πρωτοπρεσβυτέρου Ευαγγέλου Κλώνου

Η ΚΑΥΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

3


ΠΡΟΛΟΓΟΣ Μέσα στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης των σπουδών μας στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Ηρακλείου Κρήτης είναι και η, κατόπιν έρευνας και παραθέσεως πηγών και βιβλιογραφίας, εκπόνηση πτυχιακής εργασίας. Το θέμα της πτυχιακής εργασίας που επελέγη για το σκοπό αυτό είναι: «Η καύση των νεκρών – Ιστορική και Θεολογική θεώρηση». Από τον τίτλο αντιλαμβάνεται κανείς ότι στην παρούσα εργασία πρόκειται να μελετηθεί το φαινόμενο αυτό, το οποίο, οφείλουμε να ομολογήσουμε δεν είναι σύγχρονο αφού ήδη απαντάται σε αρχαίους λαούς. Γι’ αυτό στην εργασία κατατίθεται πρώτα μια εκτενής και όσο μας επιτρέπεται εμπεριστατομένη ιστορική αναδρομή του φαινομένου, στη συνέχεια παρουσιάζονται τα υπέρ και τα κατά, της καύσης των νεκρών, επιχειρήματα, ενώ, τέλος, γίνεται μια προσπάθεια προσέγγισης του φαινομένου από από απόψεως θεολογικής και Χριστιανικής. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον επιβλέποντα Καθηγητή μου π. Μακάριο Γρινιεζάκη για όσα με δίδαξε, για το επιστημονικό υλικό που μου πρότεινε και κυρίως για τον πολύτιμο χρόνο, που μου αφιέρωσε ώστε να αποσαφηνίσει απορίες πάνω στην συγκεκριμένη πτυχιακή. Επιπρόσθετα, αγάπη και ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω να εκφράσω στην οικογένεια μου, η οποία με στήριξε ηθικά με την συμπαράσταση της και την απεριόριστη κατανόηση που μου έδειξε καθ’ όλη τη διάρκεια της εκπόνησης αυτής της πτυχιακής. Είναι αυτονότητο ότι μέσα στα περιορισμένα πλαίσια μιας πτυχιακής εργασίας δεν μπορεί να εξαντηλθεί η μελέτη ενός θέματος και μάλιστα τόσο σημαντικού. Για το λόγο αυτό επικαλούμε την κατανόηση και την επιείκεια των αναγνωστών της.

4


ΕΙΣΑΓΩΓΗ Είναι φανερό πως θέλησα να διερευνήσω το συγκεκριμένο θέμα, γιατί τα ταφικά έθιμα είναι πάντα επίκαιρα. Ακόμη και σήμερα υπάρχει προβληματισμός για κάθε άνθρωπο είτε είναι χριστιανός είτε είναι αλλόθρησκος σχετικά με το θάνατο και την ταφή. Είναι ένα θέμα που επιτάσσει συζήτηση και προσεκτική τοποθέτηση. ΌΌσοι προτιμούν την καύση φαίνεται πως δεν πιστεύουν στη μετά θάνατον ζωή και προβάλλουν λόγους υγειονομικούς όπως θα δούμε στη συνέχεια. Αξιοσημείωτο είναι πως για να τονίσουν τη θέση τους προβάλλουν ως επιχείρημα ιστορικό πως η καύση των νεκρών είναι συνήθεια και παράδοση των Αρχαίων Ελλήνων. Με τον χριστιανισμό και τον βυζαντινό πολιτισμό επικρατεί η συνήθεια της ταφής των νεκρών και θεωρείται πια ειδωλολατρική συνήθεια το να καίγονται οι νεκροί. Γι’ αυτό το λόγο παραθέτω σχετική αρχαιολογική έρευνα, που έχει γίνει την εποχή του Ομήρου και αποδεικνύει πως εξαιτίας της ηρωολατρείας οι άνθρωποι ένιωθαν την ανάγκη να συνδεθούν με το παρελθόν και να έχουν τάφους των προγόνων τους. Μάλιστα αυτοί οι τάφοι, θα δούμε στην εργασία, πως οριοθετούσαν και την πόλη τους. Είναι ξεκάθαρο πως με αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύεται όντως πως ναι μεν δεν αποκλείεται η καύση νεκρών στην Ομηρική εποχή, όμως χρειάζεται προσοχή για να μην υπάρχει σύγχυση. Γιατί πάντα, ακόμη και στα χρόνια του Ομήρου η καύση του νεκρού φαίνεται να συνοδεύεται από ιεροτελεστία και νεκρική πομπή. Στη συνέχεια, τα υπολείμματα οστών τα έβαζαν σε πολύτιμες λάρνακες και τα θάβανε σε ειδικό τάφο, ενώ ακολουθούσε νεκρόδειπνο στον ίδιο χώρο. Μάλιστα κυκλικές κατασκευές έχουν βρεθεί σε όλο τον Ελλαδικό χώρο, πάνω στις οποίες υπάρχουν σημάδια καύσης σωμάτων. ΌΌμως έχουν βρεθεί ευρήματα από αποφάγια των νεκρόδειπνων και αυτό υποδηλώνει τη λειτουργική χρήση του χώρου και όχι την καύση νεκρών, όπως αρκετοί μελετητές βιάζονται να υποστηρίξουν. Επιπλέον, χαρακτηριστικό είναι πως η ιεολογική προσέγγιση του θέματος είναι πολύ σημαντική για να δούμε ποια είναι η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας και γιατί είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί η θέση της με

6


ξεκάθαρα επιχειρήματα. Εν αντιθέσει, η Καθολική Εκκλησία επιτρέπει την αποτέφρωση των νεκρών δημιουργώντας πνευματική σύγχυση στους χριστιανούς. Από την μια μεριά, όσοι προτιμούν την ταφή του νεκρού βασίζονται κυρίως σε θεολογικά επιχειρήματα και κυρίως στο ότι ο Θεός μας δημιούργησε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Του για να αναστηθούμε, με σεβασμό του ανθρώπινου σώματος, που είναι αλληλένδετο με την ψυχή. Από την άλλη, όσοι προτιμούν την καύση του νεκρού, εκτός από φιλοσοφικές αναζητήσεις, χρησιμοποιούν πρακτικά επιχειρήματα για εξοικονόμηση χώρου και μάλιστα υγειονομικής φύσεως. Στόχος της παρούσης έρευνας, λοιπόν, είναι να μελετήσω ιστορικά και θεολογικά το τιθέμενο ζήτημα. Για αυτό τον λόγο, τίθεται αρχικά ο προβληματισμός: Πότε συναντάμε για πρώτη φορά δείγματα καύσης στους νεκρούς; Είναι σαφές, πως ιστορικά η αντίληψη των ανθρώπων αλλάζει και από τον νομαδικό τρόπο σκέψης της Νεολιθικής εποχής περνάνε σε μια οργανωμένη κοινωνία στα Ομηρικά χρόνια και γίνεται ανάγκη να οριοθετήσουν οι πόλεις-κράτη τον χώρο τους με την ύπαρξη νεκροταφείων. Χαρακτηριστικό είναι, πως τα νεκροταφεία είναι στα σύνορα των πόλεων. ΈΈτσι αρχίζει να προτιμάται η ταφή και θεωρείται ο πολιτισμένος τρόπος τακτοποίησης του νεκρού, ο οποίος τελικώς επικρατεί από τα βυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα, συνοδευόμενος μάλιστα και από τα σχετικά μνημόσυνα. Η ιστορική θεώρηση του ζητήματος καταλαμβάνει το πρώτο μέρος της εργασίας μας. Στη συνέχεια, στο δεύτερο μέρος, γίνεται μια γενική αναφορά στα επιχειρήματα υπέρ της καύσης των νεκρών και σε αναφορές της Αγίας Γραφής, οι οποίες μάλιστα την απαγορεύουν. Μας απασχολούν ερωτήματα, όπως ποια η θέση της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας; Ποια Θεολογικά επιχειρήματα προτάσσονται για την κατάργηση της καύσης των νεκρών; Ενώ, γίνεται και μια ενδεικτική αναφορά στη θέση του Ελληνικού κράτους και του Συντάγματος. Μάλιστα εν προκειμένω είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε αν η καύση των νεκρών αποτελεί θρησκευτική ελευθερία ή απλά σωματική αυτοδιαχείριση; Τα δεδομένα που θα αποκομίσουμε μέσα από αυτή την εργασία θα φιλτραριστούν στο τέλος από το Θεολογικό πρίσμα για να

7


εξαχθούν τα συμπεράσματα, τα οποία παρατίθενται πριν τη σχετική βιβλιογραφία. Σχετικά με τη βιβλιογραφία να τονίσουμε ότι υπάρχουν αρκετές προγενέστερες ερευνητικές εργασίες και άρθρα για το συγκεκριμένο θέμα, καθώς όπως προανέφερα είναι πάντα ζήτημα επικαιρότητας. Αξίζει να σημειωθεί ότι για το θέμα υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία, κυρίως ελληνική, αλλά και ξενόγλωσση, που με βοήθησε αρκετά για να αποσαφηνίσω τυχόν ερωτήματα και προβληματισμούς που είχα όταν ξεκίνησα να γράφω την παρούσα εργασία. Εξάλλου πολύτιμη πηγή αποτελεί η ίδια η Αγία Γραφή για να στηρίξει την θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας θεολογικά. Μάλιστα, στην Καινή Διαθήκη ο ίδιος ο Κύριος δέχθηκε τον ενταφιασμό του σώματός του, λέγοντας στον Ιούδα: «ΆΆφες αυτήν, εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τετήρηκεν αυτό» (Ιωάν. 12, 7). Αρκετοί Πατέρες της Εκκλησίας, επίσης, όπως ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος

Αθηνών

και

πάσης

Ελλάδος

Χριστόδουλος

και

ο

Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου κ. Ιερόθεος έχουν την άποψή τους επί του θέματος. Αλλά και καθηγητές και φοιτητές Ελληνικών Θεολογικών και Νομικών Σχολών έχουν ερευνήσει επί του θέματος. Τα επιχειρήματα τους, που είναι υπέρ ή κατά της καύσης των νεκρών, τεκμηριώνονται ιστορικά, νομικά και θεολογικά. Γι’ αυτό το λόγο είναι απαραίτητη αρχικά η ιστορική αναδρόμιση και μια έρευνα πάνω στους λόγους που επιτάσσουν την χρήση είτε της ταφής είτε της καύσης ανάλογα με τις κοινωνικό – θρησκευτικές συνθήκες. Τέλος, να σημειωθεί ότι η παρούσα εργασία δεν εξαντλεί πλήρως το θέμα. Δίνει όμως πολλά εναύσματα και κίνητρα για όσους επιθυμούν να ασχοληθούν περισσότερο και πιο εμπεριστατομένα με το υπό εξέταση θέμα. Αυτός είναι και ο σκοπός μας, δηλαδή η παρακίνηση και η παροχή μιας βάσης ιστορικής και θεολογικής για μια περεταίρω διατριβή. Πάντως η ιστορία και η θεολογία αποδεικνύνουν περίτρανα ότι ως άνθρωποι πρέπει να σεβαστούμε το ανθρώπινο σώμα, κι αυτό είναι που εμείς μέσα από αυτή την εργασία θέλουμμε να καταδείμουμε.

8


Α΄ ΜΕΡΟΣ ΚΑΥΣΗ ΝΕΚΡΩΝ: ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

9


1. ΠΑΝΑΡΧΑΙΟ ΕΘΙΜΟ Η ΚΑΥΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ Σύμφωνα με την έρευνα του Εμμανουήλ Κ. Δουνδουλάκη στο βιβλίο του «Η καύση των νεκρών στην Ορθόδοξη Εκκλησία» η καύση των νεκρών επικρατεί την Νεολιθική Εποχή έναντι του ενταφιασμού. Αυτό εξηγείται πρακτικά καθώς τότε ζούσαν σε όλη την Ευρώπη νομαδικοί λαοί, που πολεμούσαν και μετακινιόνταν συνεχώς. Επομένως, ήταν πιο εύκολο και πρακτικό γι’ αυτούς να κάψουν τους νεκρούς τους. Παράλληλα,

λόγω

επιδημιών προτεινόταν η καύση ώστε να μην υπάρχει φόβος έξαρσης της φονικής επιδημίας. Η φωτιά σκότωνε τα μικρόβια. Επικρατούσε η φιλοσοφία πως με την καύση των νεκρών μεταφυσικά εξαγνιζόταν η ψυχή από τις αμαρτίες, όπως το σώμα από τις αρρώστιες. Με την καύση αποτρέπανε και την ανάσταση του νεκρού, καθώς υπήρχε φόβος για βρικολάκιασμα. ΌΌμως αξίζει να σημειωθεί πως υπήρχαν λαοί, όπως οι Αιγύπτιοι, οι Πέρσες, οι Χαλδαίοι κ.α. που ήταν κατά της καύσης των νεκρών. Οι Αιγύπτιοι βρισκόταν στο άλλο άκρο από την υιοθέτηση της καύσης και ήταν υπέρ του ενταφιασμού μάλιστα με διατήρηση του νεκρού σώματος με ταρίχευση (μούμια). Για τους Αιγύπτιους ήταν σημαντικό να διατηρηθεί όσο περισσότερο γίνεται το νεκρό σώμα για να συνεχιστεί η ζωή μετά θάνατον. Παρόμοιους λόγους είχαν και οι Πέρσες, οι οποίοι είχαν κάποιο τρόπο βαλσαμώματος του νεκρού, ενώ ήταν κατά της καύσης λόγω της Ζωροαστρικής πίστης τους και της θεοποίησης της φωτιάς. Οι Πέρσες κυρίως φοβόντουσαν

μη

τυχόν

λερώσουν,

υποτιμήσουν

τη

φωτιά

αν

τη

χρησιμοποιήσουν για αυτό το λόγο. Επομένως, στη Νεολιθική εποχή επικρατούσε η γενικότερη άποψη, εκτός με τις εξαιρέσεις που προαναφέραμε για την μη συνέχιση της ζωής μετά θάνατον και πίστευαν πως μόνο η ψυχή συνέχιζε να υπάρχει. ΆΆρα το σώμα θα έπρεπε να καταστραφεί γρήγορα και θεωρείται μη αποδεκτό για αυτούς ιδεολογικά να αφήσεις το νεκρό στο χώμα με σκουλήκια. Ανασκαφικά δεδομένα επιβεβαιώνουν την καύση των νεκρών κατά τη Νεολιθική εποχή. Πιο συγκεκριμένα, οι παλαιότερες καύσεις νεκρών στον Ελλαδικό χώρο ήταν στη σημερινή περιοχή της Λάρισας. Μάλιστα στα μέσα

10


του 6ης χιλιετίας ανακαλύπτεται στη Σουφλί Μαγούλα, 5 χλμ. ΒΑ Λάρισας η αρχαιότερη καύση στην Ευρώπη. Επιπλέον στα μέσα της 4ης χιλιετίας ανακαλύπτεται στη Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου, 30 χλμ Δ Λάρισας άλλη μια καύση νεκρών. Επιπλέον κατά την Προμυκηναϊκή και Πρωτογεωμετρική εποχή γίνεται εκτεταμένη χρήση καύσης στους νεκρούς σε όλη την Ελλάδα σύμφωνα με τις ανασκαφές. Στην Ομηρική Γραμματεία υπάρχουν αναφορές, όπως για τους Πάτροκλο, Αχιλλέα, ΈΈκτορα ως φόρος τιμής για τους γενναίους πολεμιστές και την υστεροφημίας τους. ΌΌμως με την επικράτηση του Χριστιανισμού και του Βυζαντινού πολιτισμού η καύση των νεκρών θεωρείται ειδωλολατρική και απαγορεύεται. Μάλιστα, καίγανε ζωντανούς ως ποινή παραδειγματισμού, όπως μάγισσες, δολοφόνους, αιρετικούς ή σε περιπτώσεις λοιμών και μεταδοτικών ασθενειών.1

1

Εμμανουήλ Κ. Δουνδουλάκη, «Η καύση των νεκρών στην Ορθόδοξη Εκκλησία (Μελέτες Ορθοδόξου Θεολογίας», εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 21-29.

11


2. ΣΥΝΔΕΣΗ ΟΜΗΡΟΥ ΜΕ ΚΑΥΣΗ ΝΕΚΡΩΝ ΚΑΙ ΗΡΩΟΛΑΤΡΕΙΑ Στον ΌΌμηρο αναφέρεται πως η ψυχή του νεκρού δεν ηρεμεί αν δεν καεί το σώμα, από τους συγγενείς του νεκρού. ΈΈτσι η ψυχή του νεκρού αιωρείται ανάμεσα στα βασίλεια των νεκρών και δεν γίνεται δεκτή στον ΆΆδη. ΆΆρα οι άνθρωποι της Ομηρικής εποχής πιστεύανε στην ύπαρξη της ψυχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το αίτημα του Πατρόκλου προς τον Αχιλλέα για να τον κάψει (Ιλιάδα, Ψ 65-76). Το να μην θαφτεί ο νεκρός ακόμα και μετά την καύση θεωρείται ιεροσυλία και τιμωρία για τον νεκρό. Βέβαια μετά την έλευση της ψυχής στον ΆΆδη η ψυχή για τον ΌΌμηρο φαίνεται να μην επηρεάζει ξανά την ζωή των ζωντανών και να υπάρχει λήθη της επίγειας ζωής. 2 Μάλιστα οι αρχαίοι ΈΈλληνες ακολουθούσαν μια συγκεκριμένη ιεροτελεστία πριν την καύση του νεκρού. Τον καθάριζαν προσεκτικά με κρασί και

προσπαθούσανε

να κλείσουνε τυχόν

τραύματα που είχε. ΆΆρα

περιποιότανε το σώμα του νεκρού προσεκτικά και το θεωρούσαν κάτι ιερό, που άξιζε σεβασμό. ΆΆλειφαν με λάδι το σώμα του και πριν τον κάψουν. Επιπλέον του βάζανε καθαρά ρούχα ανάλογα της κοινωνικής του θέσης. Σε κάποιες περιπτώσεις όπως του Πατρόκλου προσπαθούσαν με τεχνάσματα να σταματήσουν την αποσύνθεση του σώματος μέχρι να θαφτεί. Στη συνέχεια προθέτανε τον νεκρό για θρήνο Ο θρήνος κρατούσε μέχρι και 6 με 9 ημέρες.3 Αξίζει να σημειωθεί πως ο ΌΌμηρος από την αρχή ξεκαθαρίζει στην Ιλιάδα Α 52 πως η καύση των νεκρών είναι ο μοναδικός τρόπος ταφής του νεκρού σώματος. Ιστορικά όμως αποδεδειγμένα υπάρχει ετεροχρονισμός, αφού φαίνεται ο ΌΌμηρος να μεταφέρει μια συνήθεια της δικής του εποχής στα χρόνια που υποτίθεται πως έγιναν τα γεγονότα της Ιλιάδας. Πράγματι σύμφωνα με αρχαιολογικές ανασκαφές την εποχή του Τρωικού πολέμου

2

Erwin Rohde, «Ψυχή - ἡ λατρεία τῶν ψυχῶν καί οἱ ἀντιλήψεις περί ἀθανασίας στους ἀρχαίους Ἕλληνες», μετάφραση Κ. Παυλογεωργάτου, Ιάμβλιχος 1998, τόμος Ι, 32. 3 Donna Kurtz & John Boardman, «Ἔθιμα ταφῆς στόν ἀρχαῖο ἑλληνικό κόσμο», μετάφραση Ο. Βιζυηνού - Θ. Ξένος, Ινστιτούτο του βιβλίου - Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1994, σελ. 135.

12


βρισκόμαστε ιστορικά στην ύστερο-μυκηναϊκή περίοδο (13Ος αι. π.χ.), όπου έχουν βρεθεί αρκετοί θολωτοί τάφοι. ΆΆρα την εποχή του Τρωικού πολέμου η πρακτική θανάτου ήταν η ταφή και όχι η κάψη του νεκρού. Ενώ το κάψιμο των νεκρών και το θάψιμο του δοχείου με τη στάχτη κυριάρχησε τον 9ο με 8ο αι π.χ. Ο ΌΌμηρος, που πολύ ποιητικά περιγράφει το θάνατο ως δίδυμο αδερφό του ύπνου, αναφέρει περιπτώσεις αποτέφρωσης όπου αποδίδονταν τιμές με επιτάφια τραγούδια ή επικούς ύμνους. Για παράδειγμα, του Πάτροκλου, του Αχιλλέα, του Ηετίωνα πατέρα της Ανδρομάχης και του ΈΈκτορα. Ακόμα, μας παρουσιάζει το Νέστορα να προτρέπει τους Αχαιούς στην αποτέφρωση των νεκρών τους. Μάλιστα ο πρώτος διασκορπισμός τέφρας έγινε σύμφωνα με επιθυμία στη σορό του νομοθέτη Σόλωνα. Πράγματι, ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει πως ο Σόλωνας είχε ορίσει, όταν πεθάνει να καεί το σώμα του και να μεταφερθεί στη Σαλαμίνα, και εκεί να διασκορπιστεί η τέφρα του. ΌΌπως αναφέρεται στην Ιλιάδα, μετά την ταφή ενός σημαντικού νεκρού ακολουθούσαν αγώνες για την τιμή της μνήμης και υστεροφημίας του νεκρού πολεμιστή. Το μεγαλύτερο μέρος της 23ης ραψωδίας της Ιλιάδας είναι αφιερωμένο στην περιγραφή των αγώνων που διοργανώθηκαν από τον Αχιλλέα για το θάνατο του Πάτροκλου. Οι αγώνες που διεξάγονταν στις κηδείες των ηρώων, εμφανίζονται στην ομηρική ποίηση σαν ένα συνηθισμένο φαινόμενο της τότε πολεμικής ζωής, κάτι που συνεχίστηκε ως τις μέρες του Ησίοδου. Για αυτό το λόγο αρχικά αξίζει να συνδέσουμε τον ΌΌμηρο με την ηρωολατρεία, ώστε να διαπιστώσουμε ότι στο δεύτερο μισό του 8ου αι. οι άνθρωποι μέσα από την προφορική παράδοση του Ομήρου άρχισαν να αφήνουν αναθήματα σε μυκηναϊκούς τάφους. Ταυτόχρονα ιδρύσανε ιερά για ήρωες, αλλά και μιμηθήκανε τα ηρωικά ταφικά έθιμα, ώστε τελικά να απεικονίσουν τα ηρωικά κατορθώματα τους και στην τέχνη. ΈΈτσι θα δούμε την ανάγκη των Ελλήνων στα γεωμετρικά χρόνια να τονίσουν την κοινή κληρονομιά του ηρωικού παρελθόντος τους, ώστε να διασφαλίσουν την γη και την καταγωγή τους. Στο άρθρο του ο Coldstream, αναφέρεται στην λατρεία των ηρώων την εποχή του Ομήρου και επισημαίνει πως αυτή η λατρεία ξεκίνησε από την επιρροή από τον ΌΌμηρο, αλλά και από άλλους επικούς ποιητές, όπως είναι ο Ησίοδος. Ταυτόχρονα επισημαίνει την μέθοδο του L. R. Farnell το 1921, που κατηγοριοποιεί την λατρεία των ηρώων

13


σε λατρεία ανώνυμων ηρώων μέσα σε τάφους της προϊστορικής περιόδου, λατρεία επιφανών ανδρών που μετά θάνατον τιμήθηκαν από τους προγόνους τους ως ήρωες και στην λατρεία επώνυμων ηρώων από τα έπη. ΈΈτσι, σύμφωνα με τον Coldstream, στο β’ μισό του 8ου αι, που άρχισαν να διαδίδονται τα Ομηρικά έπη εγκαθιδρύθηκαν και οι λατρείες των Ηρώων. Αυτό συμβαίνει, επειδή παρατηρείται πως ιδρύονται ιερά σε πολλές μυκηναϊκές θέσεις, που ήταν επί αιώνες εγκαταλειμμένες. Μάλιστα συνηθίζεται να καίνε τους νεκρούς σε νεκρική τελετή αποτελώντας τους ειδικό φόρο τιμής.4 ΆΆλλοι μελετητές, όπως η Th. Hadzisteliou – Price, διαχωρίζουν την εμφάνιση της ηρωικής λατρείας από τον ΌΌμηρο, αφού τα επικά ποιήματα μεταδίδονταν προφορικά πριν απ’ τον 8ο αι. Παράλληλα υποστήριξαν πως μέσω της λατρείας των ηρώων σε τάφους οι αριστοκράτες διασφαλίζουν ή οριοθετούν την γη τους και νομιμοποιούν την περιουσία και την καταγωγή τους. ΈΈτσι υποστήριζαν ότι τους άνηκε η γη από τα προϊστορικά χρόνια και ήταν δική τους ως πάτρια κληρονομιά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Αθήνα, σύμφωνα με τον Whitley, που οι γαιοκτήμονες ως αριστοκράτες στα χωράφια τους λάτρευαν τους ήρωες για να τα διασφαλίσουν από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και να μην τα διεκδικήσουν με την ισονομία. Ακόμα, ο A. Snodgrass, αναφέρει πως οι σύγχρονοι του Ομήρου καταλάβαιναν πως οι θολωτοί-θαλαμοειδείς τάφοι με τους πολλαπλούς ενταφιασμούς των μυκηναϊκών χρόνων, διέφεραν με την περιγραφή του τρόπου ταφής της καύσης στον Ομηρικό κόσμο. ΆΆρα, στα τέλη του 8ου αι.( τέλη γεωμετρικής περιόδου) εμφανίζεται η λατρεία των ηρώων σε τάφους, σύμφωνα με τον Polignac, λόγω εδαφικής διεκδίκησης από τις ίδιες τις πόλεις για να διαχωρίσουν και να διασφαλίσουν τα σύνορά τους, μέσω της διάδοσης των επών και της λατρείας των ηρώων. Και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα προς το τέλος του 8ου αι., όπου ακόμα και πάνω στα ερείπια των μυκηναϊκών μεγάρων οικοδομήθηκαν ναοί και τάφοι. Τελικά, είναι φανερό πως η καύση των νεκρών στα ομηρικά χρόνια σχετίζεται με την ηρωολατρεία. ΌΌμως είναι φανερό πως δεν μιλάμε για πλήρη 4

J. N. Coldstream, “Hero cults in the Age of Homer”, στο The journal of Hellenic Studies, Published by: The society for the Promotion of Hellenic Studies, vol96, 1976, σελ.8-17.

14


αποτέφρωση, αφού τα οστά θαβόντουσαν μέσα σε τάφο και συνεχίζανε να τιμάνε τους νεκρούς τους με νεκρικές τελετές. Δεν ήταν μια αποτέφρωση για πρακτικούς λόγους καθαρά, αλλά κυρίως για ιδεολογικούς και με τις κυκλικές κατασκευές που ανακαλύφθηκαν μαρτυράτε ο λειτουργικός χαρακτήρας για νεκρόδειπνα και σύνδεση με το παρελθόν. Δεν καίγανε το νεκρό ώστε να το ξεχάσουν ή για οικονομία χρόνου, αντιθέτως οι αρχαίοι ΈΈλληνες πίστευαν στην υστεροφημία και στην μετά θάνατο ζωή, κάτι που μαρτυράτε από το πλήθος των κτερισμάτων σε τάφους. Με τους τάφους οριοθετούσαν τις πόλεις τους, αφού τα νεκροταφεία συνήθως ήταν στα σύνορα των πόλεων τους. Τέλος, τα νεκροταφεία ήταν σύνδεση με το παρελθόν και για αυτό ήταν σημαντικό να υπάρχει ένας χώρος όπου θα θάβονται. Απλά προτιμούσαν την καύση ως τρόπο ταφής και είχε γίνει παράδοση για τους αρχαίους ΈΈλληνες, όμως με σεβασμό στο ανθρώπινο σώμα και διατηρούσαν σχέσεις με το παρελθόν. 5

5

ΑΛ. Μαζαράκης Αινίαν, ΌΌμηρος και Αρχαιολογία, Ινστιτούτο του βιβλίου Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2000, σελ.194-198.

15


3. ΠΕΡΙΔΕΙΠΝΑ Το νεκρόδειπνο υπάρχει ως παράδοση από τα Μυκηναϊκά χρόνια, σύμφωνα με τον ΌΌμηρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι όταν ο Ορέστης σκοτώνει την μητέρα του και τον Αίγισθο, και για να φάνε οι ΆΆργητες στρώνει τραπέζι για τον θάνατό τους.(Οδύσσειας Γ 309). Ταυτόχρονα, ο Αχιλλέας στρώνει τραπέζι για να φάνε οι στρατιώτες του μπροστά από τον νεκρό Πάτροκλο (Ιλιάδα Ψ29). Το ίδιο συμβαίνει και στο παλάτι του Πρίαμου, όταν φέρνουν τον ΈΈκτορα νεκρό (Ιλιάδα Ω803).

Πριν την ταφή οι συγγενείς

στρώνανε νεκρικό τραπέζι στη μνήμη του νεκρού. Η λύπη του Αχιλλέα όμως στο θάνατο του Πάτροκλου δεν τον άφησε να φάει , αλλά ούτε να πιεί. (Ιλιάδα Τα, 209-210 και 319-320). ΈΈτσι φαίνεται πως μετά τον ενταφιασμό του νεκρού είναι έθιμο να μαζεύονται στην οικία του νεκρού οι συγγενείς του και να δειπνούν προς τιμή του νεκρού. Αξίζει να σημειωθεί πως στον ΌΌμηρο η λέξη τάφος σημαίνει πάντα «νεκρικές τελετές» και ποτέ τάφος. 6 Ακόμα, τον 9ο π.χ. αι. στη Κρήτη, υπάρχουν τάφοι που βρέθηκαν αγγεία πόσεως, που δείχνουν την τέλεση κάποιου επιτάφιου εορτασμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το δάπεδο του τάφου IV του Αγ. Ιωάννη, που βρέθηκαν υπολείμματα γεύματος.7 Ταυτόχρονα, στην Αθήνα στον Κεραμεικό παρατηρήθηκε πως σε μερικούς από τους πλουσιότερους τάφους του 700 π.χ. αι. υπάρχει πάνω από την ταφή ή ακόμα και μέσα στον τάφο, ένα στρώμα με στάχτες, καμένα όστρακα και οστά ζώων. ΌΌλα αυτά πρέπει να είναι υπολείμματα από το νεκρόδειπνο, που είχε ετοιμαστεί σε κοντινή πυρά. Βρέθηκε μάλιστα και η μερίδα του νεκρού δίπλα στα πόδια του, στον τάφο με αριθμό 11 της Αγοράς, μέσα σε έναν άκαυτο αμφορέα που περιείχε οστά ζώων. Αυτό μαρτυράει ταφική λατρεία, καθώς βρέθηκε το εργαστήριο 894 των Αθηνών, που είχε κατασκευαστεί για τις ανάγκες αυτών των νεκρόδειπνων. Επίσης, έφτιαχνε 6

Γεώργιος Βας. Σιέττος, «Νεκρικά ήθη και έθιμα. Αρχαιοελληνικά – Βυζαντινά – Νεοελληνικά», Κύβελη, Αθήνα 1997, σελ.60-61. Γεώργιος Ν. Φιλάρετος, Δείπνα και Συμπόσια των αρχαίων Ελλήνων, Εκάτη 1907, σελ. 104 7 J. N. Coldstream, Γεωμετρική Ελλάδα, Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1997, σελ.66.

16


και τα αγγεία, τα ειδώλια σε μικρογραφία που έσπαζαν πάνω στη φωτιά. ΌΌλα αυτά βρέθηκαν μαζί με τον αμφορέα σε υπολείμματα καύσεις που εγκαταλείφθηκαν στο πάτωμα με τις οικογενειακές ταφές της Αγορά. Η απεικόνιση ενός κρατήρα, που βρέθηκε εκεί δείχνει τις ετοιμασίες για την επιτάφια γιορτή, μετά την άφιξη στον τάφο: μια σειρά ανδρών με κράνη, ξίφη και εγχειρίδια φέρνουν προμήθειες σε πουλερικά, ψάρια και κρέας, για να τεμαχιστούν.8

8

ΌΌπως παραπάνω, σελ. 164.

17


4. ΚΥΚΛΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕ ΤΑ ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΑ ΔΕΙΠΝΑ Στη συνέχεια, θα μελετήσουμε τις κυκλικές κατασκευές που έχουν βρεθεί σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, ώστε να διαπιστώσουμε την τελική τους χρήση και αν συνδέονται με την ηρωολατρεία ή την καύση νεκρών και τα νεκρόδειπνα. Ενώ θα δούμε ότι θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, αφού μπορεί να μην έχουν λατρευτική χρήση, αλλά απλά λειτουργική. Τέλος, θα δούμε πιο συγκεκριμένα για τα νεκρόδειπνα: που έχουν βρεθεί με υπολείμματα κρέατος σε τάφους, αλλά και θα μελετήσουμε τα λατρευτικά δείπνα που γινόντουσαν μέσα στην οικία, αλλά και στον τάφο προς τιμή του νεκρού.

Οι

κυκλικές

είναι

υπερυψωμένες

μικρές

πέτρινες

κυκλικές

«τράπεζες», με διάμετρο από 1 έως 2,50 μέτρα, των υστερογεωμετρικών χρόνων και του 7ου αι. π.χ. Ταυτόχρονα, σχετίζονται με λατρείες νεκρών και των προγόνων. Μπορούμε να τις εντοπίσουμε σε νεκροταφεία ή σε μέρη που έχουμε σημάδια για παλιές λατρείες. Αυτές οι κυκλικές κατασκευές συχνά συσχετίζονται με υπολείμματα θυσιών ή λατρευτικών δείπνων. Ενώ θα δούμε ότι θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, αφού μπορεί να έχουν όχι λατρευτική χρήση για προγονική λατρεία (σύμφωνα με τον Hagg), αλλά εσωτερική λειτουργική χρήση. ΆΆρα πρόκειται για λατρείες, που τελούσαν οικογένειες ή ακόμα και γένη προς τιμή των προγόνων ή και των ιδρυτών τους, ανάλογα. 9 Μέρη που έχουν βρεθεί τέτοιες κυκλικές κατασκευές για λατρευτική χρήση είναι: 1. στο ΆΆργος (σε έναν τύμβο), 2. στο βόρειο νεκροταφείο της Ερέτριας, που είναι κοντά στη ΒΔ πύλη φαίνεται πως άνηκε σε αριστοκράτες από τα πλούσια κτερίσματα του. Γύρω στο 680 π.χ., πάνω στους τάφους ιδρύθηκε ένα τριγωνικό πέτρινο μνημείο, με εναπόθεση προσφορών, τέλεση θυσιών και λατρευτικών 9

ΑΛ. Μαζαράκης Αινίαν, ΌΌμηρος και Αρχαιολογία, Ινστιτούτο του βιβλίου Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2000, σελ.182.

18


δείπνων προς τιμή του νεκρού.10 Ο Δαφνηφόρειος ναός, λοιπόν, είναι ένα αψιδωτό κτίσμα του 8ου αι. π.χ. και είναι δίπλα στο ναό του Απόλλωνα και αποτελεί την οικία του ηγέτη της Ερέτριας. Ο βωμός μπροστά από το κτίριο, χρησιμοποιείται για θυσίες. Ταυτόχρονα, εστίες στο εσωτερικό του ναού δείχνουν ότι λατρευτικά δείπνα τελούνταν μέσα στην οικία του

άρχοντα.11 3. στον Ωροπό, βρέθηκε μια λίθινη κυκλική τράπεζα και δίπλα της θρυμματισμένα αγγεία του 7ου αι., κάρβουνα και καμένα οστά ζώων. Η πέτρινη μακρόστενη κατασκευή, είχε διαστάσεις 2 επί 0,70 μέτρα και στο μέσο της υπήρχε μια όρθια χαμηλή ορθογωνισμένη πέτρα σαν ταφικό σήμα. Νότια της κατασκευής βρέθηκε ένα τετράγωνο πλακόστρωτο πλευράς 1,20 μ. καλυμμένο με στάχτη, ενώ το στρώμα της πυράς επεκτεινότανε ανατολικά. ΈΈτσι, συμπεράνουμε πως στο χώρο υπήρχε ένα ηρώο. Βρέθηκε και ένα πήλινο ομοίωμα πλοίου, που δείχνει πως είναι το κενοτάφιο ενός σημαντικού ανθρώπου, που χάθηκε στη θάλασσα.

10

ΑΛ. Μαζαράκης Αινίαν, ΌΌμηρος και Αρχαιολογία, Ινστιτούτο του βιβλίου Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2000, σελ.188. 11 Μαζαράκης Αινίαν Α., «Λατρευτικά δείπνα στις κατοικίες των αρχόντων των πρωτογεωμετρικών και γεωμετρικών χρόνων», στο Ο Ομηρικός Οίκος, Πρακτικά του Ε’ Συνεδρίου για την Οδύσσεια, 11-14 Σεπτ.1987, Ιθάκη 1990, σελ. 185-186.

19


Ταυτόχρονα και η ύπαρξη πήλινων, ακρωτηριασμένων αλόγων που βρέθηκαν εκεί μαρτυρούν ότι πρόκειται για μια παλιά λατρεία. 12 4. στην Ασίνη, όπου στην υστερογεωμετρική περίοδο από τους απογόνους των ενοίκων του αψιδωτού σπιτιού κατασκευάστηκε στα ερείπια μια κυκλική τράπεζα με μικρές πέτρες, ώστε με λατρευτικά δείπνα και σπονδές να τιμηθούν οι πρόγονοι και να υπογραμμίσουν την ηρωική τους καταγωγή.13 Στην Ασίνη στο Αργολίδι, σύμφωνα με τον Hagg, έγιναν νέες ανασκαφές το 1970 υπό την αιγίδα του σουηδικού ιδρύματος στην Αθήνα στη νότια κλίση του βουνού Βαρβούνα, απέναντι από το βράχο της ακρόπολης Καστράκι, επειδή σε αυτή την κλίση, που είναι γνωστή ως νεκρόπολη της γεωμετρικής περιόδου είχαν ανασκαφτεί λίγοι τάφοι και πολύ βιαστικά γύρω στο 1920 από παλαιές σουηδικές ανασκαφές. Εκεί λοιπόν βρήκανε μια μικρή, επίπεδη περιοχή, που είχε κοπεί στην απότομη

κλίση (σχέδιο 1). Αυτό οριοθετήθηκε σε δύο πλευρές από τους τεράστιους πέτρινους τοίχους, που συναντούν κάθετα και φθάνουν σε ύψος 2 μ. Οι άκρες χτίστηκαν προσεχτικά των πετρών και η κεντρική επιφάνεια κάθε κύκλου τακτικά στρώθηκε με τις μικρότερες πέτρες και τα χαλίκια. Τίποτα σπουδαιότητας δεν βρέθηκε μέσα στους κύκλους, μόνο μερικά “sherds”, που φορέθηκαν μάλλον και πολύ λίγα ζωικά κόκκαλα. Χαρακτηριστικό είναι πως στον νοτιότερο κύκλο αποκαλύφθηκε μια κατάθεση της γεωμετρικής

αγγειοπλαστικής,

αφού

μέσα

σε

μια

περιοχή

δύο

12

ΑΛ. Μαζαράκης Αινίαν, ΌΌμηρος και Αρχαιολογία, Ινστιτούτο του βιβλίου Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2000,, σελ. 189. 13 ΌΌπως παραπάνω, σελ.183.

20


τετραγωνικών μέτρων βρήκαμε περίπου 40 βάζα : αμφορείς, οινοχόες, κρατήρες. Στον τρίτο κύκλο βρήκαμε μια επίπεδη πλάκα πετρών που κάλυψε μια περιοχή της μαύρης γης. Κάτω από αυτό υπήρχε μια κοιλότητα στο μαλακό βράχο, που γέμισε με την καμένη γη και κόκαλα προβάτων ή αίγας και μερικών ασήμαντων “sherds”. Πρόκειται για δάπεδο τζακιού ή για κοιλότητα που κρατούσε τις χόβολες. ΆΆρα γινόντουσαν επικήδεια γεύματα στην Ασίνη. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί, πως πάνω από την πέτρα βρέθηκε πάλι ενδιαφέρουσα αγγειοπλαστική. Το υλικό είναι ομοιογενές, άρα η περιοχή ήταν για χρήση σε σύντομη χρονική περίοδο. 14 5. στα Νιχώρια της Μεσσηνίας, μέσα στο κτίριο IV-1, που οι ανασκαφείς το ταύτιζαν με την κατοικία του τοπικού ηγέτη, στο βάθος του κεντρικού δωματίου υπάρχει μια υπερυψωμένη λίθινη κυκλική κατασκευή , που ήταν καλυμμένη με τέφρα και μια εστία. Οι ανασκαφείς την ταύτισαν με ένα είδος βωμού για έμπυρες θυσίες. Στο δάπεδο του κτιρίου IV-1 γύρω από την κυκλική πλατφόρμα του δωματίου, το «βωμό», βρέθηκαν οστά ζώων με ίχνη από μαχαιριά. ΆΆρα εξυπηρετούσε λατρευτικές ανάγκες το κτίριο IV-1 (σχέδιο 4). 15Επομένως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κάτοικοι του οικισμού συναθροίζονταν στην κατοικία του άρχοντα και μάλιστα συμμετείχαν σε δείπνα, ακόμα και λατρευτικά.16

14

R. Hagg, “Funerary Meals in the Geometric Necropolis at Asine?”, στο The Greek Renaissence of the Eighth Century BC.: Tradition and Innovation. Proccedings of the second International Symposium at the Swedish Institute in Athens, 1-5 June 1981, Stockholm, σελ. 189-193. 15 ΌΌπως παραπάνω. 16 Μαζαράκης Αινίαν Α., «Λατρευτικά δείπνα στις κατοικίες των αρχόντων των πρωτογεωμετρικών και γεωμετρικών χρόνων», στο Ο Ομηρικός Οίκος, Πρακτικά του Ε’ Συνεδρίου για την Οδύσσεια, 11-14 Σεπτ.1987, Ιθάκη 1990, σελ. 188-189.

21


6. στο «ηρώων» του Λευκαντίου, που χρονολογείται στο πρώτο μισό του 10ου αι. π.χ. και το κτίριο ήταν ένας βασιλικός οίκος, που μετά το θάνατο του βασιλικού ζεύγους μετατράπηκε σε «ηρώο». Η πολυπλοκότητα του κτιρίου εσωτερικά θυμίζει Ομηρικό οίκο, ενώ και η πλούσια ταφή του πολεμιστή πιστοποιούν ότι ο νεκρός πολεμιστής ήταν ο βασιλιάς του Λευκαντίου στο πρώτο μισό του 10ου αι. Η λειτουργία των δύο κυκλικών επιστρώσεων στο ανατολικό δωμάτιο του είναι αβέβαιη. Κατάλοιπα δείπνων είναι δύσκολο να εντοπιστούν, αφού το κεντρικό δωμάτιο που είχε και τις δύο ανασκαφές καταστράφηκε πρωτού ανασκαφεί και τα κινητά αντικείμενα ήδη από τα αρχαία χρόνια μεταφέρθηκαν έξω από το κτίριο

για

να

κατεδαφιστεί

και

να

μετατραπεί

σε

τύμβο.17

7. στις Μυκήνες, στο Ταφικό κύκλο Β 8. στην Τροία, φάση VIII του 7ου π.χ. αι., δίπλα του τείχους της πόλης VI, βρέθηκαν 28 στρωμένοι κύκλοι περίπου 2 μ. στη διάμετρο. Φάνηκαν να τακτοποιούνται αρχικά σε δύο σειρές περίπου παράλληλες στον τοίχο

17

Ainian Mazarakis, A. 1997, “From Rulers’ Dwellings to Temples: Architecture”, στο Religion and Society in Early Iron Age Greece (1100-700 B.C.), Jonsered, σελ. 122-123.

22


οχυρώσεων VI και να επεκτείνονται περίπου 12 μ. στο μήκος (σχέδιο 2)μμ

Αυτοί οι κύκλοι βρέθηκαν σε διάφορα διαδοχικά στρώματα, το οποίο σημαίνει ότι ανανεώθηκαν κατά διαστήματα σε διάρκεια μιας μεγάλης περιόδου χρήσης. Σε μερικούς υπήρξαν ίχνη ασβεστοκονιάματος αργίλου. Δεν μπορούσαν να εξηγήσουν οι εκσκαφείς την πραγματική τους χρήση. Στη δημοσίευση αναφέρουν ότι ίσως πρόκειται για μικρογραφίες των κανονικών «κρεβατιών» για τα σταφύλια και τα σύκα, δηλαδή κυκλικό πατητήρι. Αυτή η ερμηνεία για τον Hagg όμως δεν είναι πειστική, επειδή είναι πολύ μικροί και ανανεώνονταν. ΆΆρα πρόκειται για μια λατρεία προγόνων.18 9. στη Μίλητο, πάνω στον πύργο του μυκηναϊκού τείχους και πάνω από ένα ελλειψοειδές κτίριο του 8ου αι. π.χ. υπάρχει μια κυκλική πλατφόρμα και περιβλήθηκε με μια τετραγωνική οικοδόμηση μικρών διαστάσεων (σχέδιο 3). 18

R. Hagg, “Funerary Meals in the Geometric Necropolis at Asine?”, στο The Greek Renaissence of the Eighth Century BC.: Tradition and Innovation. Proccedings of the second International Symposium at the Swedish Institute in Athens, 1-5 June 1981, Stockholm, σελ189-193.

23


Ερμηνεύθηκε ως βωμός και έχουν βρεθεί εκεί ζωικά κόκαλα.19 Στην Αθήνα, επάνω από το ωοειδές κτήριο Β, (εικόνα 420).20

10. στη Γρόττα της Νάξου, όπου ο οικισμός ανάγεται στα μυκηναϊκά χρόνια και στην ΥΕΧ εγκαταλείφτηκε. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τον Λαμπράκη χρησιμοποιήθηκε τον 8ο αι ως νεκροταφείο. ΈΈτσι παραλιακά βρέθηκαν 5 τάφοι ΥΠΓΧ και περιβάλλονταν από κυκλικό περίβολο. Πάνω στις καλυπτήριες πλάκες του ενός τάφου βρέθηκε σε στάχτες μια υδρία της ΥΕ ΙΙΙΓ περιόδου, που μαρτυρά την τέλεση λατρείας κατά τον ενταφιασμό. ΆΆρα πάλι οι κάτοικοι της Γρόττας θέλανε να δείξουνε την συγγένεια τους με τους προγόνους των μυκηναϊκών χρόνων. Ενώ στα γεωμετρικά χρόνια, έχουμε αναδιοργάνωση των τοπικών περιβόλων. ΈΈτσι έχουμε πέτρινες υπερυψωμένες κατασκευές με διάμετρο 1-2,20 μ. 19

ΌΌπως παραπάνω. Ainian Mazarakis, A. 1997, “From Rulers’ Dwellings to Temples: Architecture”, στο Religion and Society in Early Iron Age Greece (1100-700 B.C.) , Jonsered, σελ. 122-123. 20

24


και

με

γέμισμα

εσωτερικά

από

βότσαλα.

Από

τα

ευρήματα

καταλαβαίνουμε ότι χρησίμευαν για να τέλεση λατρευτικών δείπνων: αγγεία πόσεως, λίγα οστά ζώων και θαλάσσια όστρεα.21

21

ΑΛ. Μαζαράκης Αινίαν, ΌΌμηρος και Αρχαιολογία, Ινστιτούτο του βιβλίου Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2000, σελ.184-185.

25


5. ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΕΘΙΜΟ ΤΑΦΗΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ; Γενικά πλήθος κτερισμάτων, δηλαδή προσωπικών αντικειμένων του νεκρού ανάλογα την κοινωνική θέση που είχε τοποθετούνταν δίπλα του μέσα στον τάφο. Ενώ ειδώλια και λατρευτικά σκεύη ήταν οι προσφορές των ζωντανών όταν υπήρχε ενταφιασμός. ΌΌμως όταν γινόταν καύση των νεκρών (αποτέφρωση) τότε καίγανε και τις συμβολικές προσφορές, οι οποίες κυρίως ήταν είδη φαγητού όπως προείδαμε. Χαρακτηριστικό είναι πως τα υπολείμματα των προσφορών τοποθετούνταν μετά τον ενταφιασμό πάνω από τον τάφο ως φόρος τιμής στον νεκρό και του αφήνανε μερίδιο στα νεκρόδειπνα. Αυτό μαρτυρά η χρήση κυκλικών κατασκευών δίπλα σε τάφους. Αξίζει να σημειωθεί πως γενικότερα υπήρχε η παράδοση από τα μυκηναϊκά χρόνια να λατρεύεται ο νεκρός και γι’ αυτό παρατηρούμε πως σε αρκετούς τάφους έχουν βρεθεί υπολείμματα από λατρευτικά δείπνα, ενώ και από αγγεία βλέπουμε απεικονίσεις λατρευτικών δείπνων. Τα ίχνη καύσης σε ταφικά σημεία είναι διάσπαρτα σε όλη τον Ελλαδικό χώρο και φαίνεται να επαναλάμβαναν τελετές ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Μάλιστα σε βασιλικούς

τάφους

της

Βεργίνας

έχουν

βρεθεί

τέτοια

υπολείμματα

προσφορών. Τελικά σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα ο ενταφιασμός χρησιμοποιούταν παράλληλα με την καύση του σώματος. ΆΆρα η αποτέφρωση είναι χαρακτηριστικό ταφής των Αρχαίων Ελλήνων όμως δεν υπήρχε πλήρη αποτέφρωση. Επίσης, πριν κάψουν τον νεκρό στην Αρχαία Ελλάδα ακολουθούσαν μια νεκρική τελετή, περιποιόντουσαν το σώμα, το αλείφανε με λάδι (δηλώνει σεβασμό στο ανθρώπινο νεκρό σώμα) και τα καμένα οστά τα τοποθετούσαν μέσα σε τεφροδόχη αγγεία όπου στη συνέχεια τα θάβανε μέσα στη γη. Στον Κεραμεικό στην Αθήνα καθώς και σε πολλά νεκροταφεία της Αρχαίας

Ελλάδας

ανακαλύφθηκαν

τεφροδόχοι

και

λάρνακες

αποτεφρωμένων σωμάτων. Αξιοσημείωτο παράδειγμα αποτέφρωσης είναι η χρυσή τεφροδόχος λάρνακα στη Μακεδονία του Φιλίππου Β’, η οποία σήμερα

26


βρίσκεται στο μουσείο Βεργίνας. Αποτέφρωση και διασκορπισμός της τέφρας έγινε και στον αρχαίο ΈΈλληνα νομοθέτη Σόλωνα (640-560 π.χ.). ΌΌμως με την επικράτηση του Χριστιανισμού τελικά στα Βυζαντινά χρόνια τον 3ο αι. μΧ. επικρατεί η ολόσωμη ταφή του νεκρού σώματος και θεωρείται η καύση των νεκρών ειδωλολατρική συνήθεια των αρχαίων Ελλήνων και προς αποφυγήν. ΌΌμως εδώ είναι που χρειάζεται προσοχή. Οι αρχαίοι ΈΈλληνες όπως προείδαμε ναι μεν χρησιμοποιούσαν την καύση ως ταφή όμως με απόλυτο σεβασμό στο ανθρώπινο σώμα και πίστευαν στη μετά θάνατο ζωή, αφού του προσέφεραν λατρευτικές ακολουθίες και νεκρόδειπνα. Κάτι παρόμοιο δηλαδή με τα μνημόσυνα των χριστιανών.22

22

Ηλεκτρονικό βιβλίο «Αποτέφρωση των νεκρών αίτημα του καιρού» , Αθήνα. Πρόσβαση: 10 Μαρτίου 2014 στην διεύθυνση http://www.cremation.gr/book.pdf σελ. 13-14

27


6. ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ Αρκετά ταφικά έθιμα επικράτησαν από τους αρχαίους ΈΈλληνες στα βυζαντινά χρόνια ως πολιτισμική συνέχεια παραδόσεων. Χαρακτηριστικό είναι πως ο θρήνος με το τράβηγμα των μαλλιών ή να τα κόβουν και να τα αφιερώνουν στο νεκρό.23 Επιπλέον τα νεκρόδειπνα παρέμειναν ως συνήθεια με στόχο της κοινωνική συμπαράσταση των ζωντανών μέσω της έκφρασης κοινής λύπης.24 ΌΌμως στα βυζαντινά χρόνια με την επικράτηση του Χριστιανισμού επικράτησαν σταδιακά μέχρι σήμερα τα μνημόσυνα σε συγκεκριμένες μέρες από το θάνατο του νεκρού και οι συγγενείς πάνε κόλλυβα στην εκκλησία για την μνήμη του νεκρού. Τα κόλλυβα ήταν από σιτάρι ανάμικτα με μαϊντανό, σταφίδες και αμύγδαλα. Αυτό συμβολίζει τα λόγια του χριστού για το σιτάρι, που ως σπόρος φυτρώνει στη γη το ίδιο και ο νεκρός που θα αναστηθεί. Τα αμύγδαλα συμβολίζουν τα ξεγυμνωμένα οστά του νεκρού, ο μαϊντανός την χλόη που βρίσκεται ο νεκρός θαμμένος και οι σταφίδες συμβολίζουν την γλύκα της Ανάστασης. Τα κόλλυβα είχαν στόχο ως προσφορές στον Θεό για να συγχωρεθεί ο νεκρός, αφού στην Ανάσταση θα επέλθει η τελική κρίση. Υπάρχουν και δυο ψυχοσάββατα το χρόνο, τα οποία είναι αφιερωμένα από την εκκλησία για όλους τους νεκρούς. Τα νεοελληνικά νεκρικά έθιμα είναι συνέχεια της βυζαντινής χριστιανικής παράδοσης και της πίστης στη μεταθανάτιο ζωή. ΌΌμως λόγω της ζωής στις μεγαλουπόλεις ο σύγχρονος άνθρωπος αποξενώνεται από την εκκλησία και από τα έθιμα ξεχνώντας τον συμβολικό τους χαρακτήρα και το πραγματικό νόημα τους.25 23

Βίος Συμεών τοῦ Στυλίτου, ἔκδοσις 2η Lietzmann 1908, 19 Γεωργίου Κ. Σπυριδάκη, "Τά κατά τήν τελευτήν ἔθιμα τῶν Βυζαντινῶν ἐκ τῶν ἁγιολογικῶν πηγῶν", ἀνάτυπον ἐκ τοῦ Κ τόμου τῆς ἐπετηρίδος τῆς Ἐταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν, Ἀθήνα 1950, 164-165. 25 Διακόνημα, «ΈΈθιμα των Βυζαντινών – Θάνατος – Ταφή», Πρόσβαση: 28 Μαρτίου 2014 στη διεύθυνση http://www.diakonima.gr/2013/08/03/%CE%AD%CE%B8%CE%B9%CE%BC%CE%B1%CF%84%CF%89%CE%BD%CE%B2%CF%85%CE%B6%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD%CF%8E%CE%BD -%CE%B8%CE%AC%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82%CF%84%CE%B1%CF%86%CE%AE/ 24

28


Πιο συγκεκριμένα, η αξία των μνημόσυνων είναι τεράστια και φανερώνει την σχέση ζωντανών και νεκρών, η οποία συνεχίζεται μέσω της μνήμης, ανάμνησης των νεκρών και εκφράζουν την αγάπη τους. Και τούτο, διότι, όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος, ζωντανοί και νεκροί είμαστε «σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους» (Α' Κορ. 12,27). Οι ζωντανοί προσφέρουν τα κόλλυβα για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες των νεκρών και ανάβουν κερί για τη μνήμη τους. Ενώ ο παπάς διαβάζει σχετική ευχή. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί ό νεκρός κοιμάται και δεν έχει επέλθει η τελική κρίση του Κυρίου. Η τελική κρίση θα γίνει την Ανάσταση των νεκρών, που τότε θα κρίνει ζώντες και νεκρούς ο Θεός για όσα δεν έχουν μετανιώσει. Ο Θεός είναι τόσο μεγαλόψυχος, που και την μεγαλύτερη αμαρτία να κάνει ο πιστός αν δείξει ειλικρινή μεταμέλεια και ζητήσει συγχώρεση μέσω της εξομολόγησης θα συγχωρεθεί. ΌΌμως μπορεί να μην πρόλαβε να ζητήσει συγχώρεση πριν φύγει ή να έκανε αρκετές αμαρτίες και δεν είχε χρόνο να τις ξεπληρώσει. ΈΈτσι οι ζωντανοί αν δείξουν πως τον συγχωρούν ή πως ειλικρινά πονάνε για αυτόν και τον σκέφτονται ο Θεός θα συγκινηθεί και θα συγχωρέσει τις αμαρτίες του νεκρού. Είναι σημαντικό οι ζωντανοί να μην ξεχνάνε τον νεκρό και να θυμούνται πως απλά κοιμάται. Προσευχόμενοι για αυτούς τους δίνουμε ψυχική ανακούφιση. Πλήθος αναφορών από την Αγία Γραφή, από Βίους αγίων και πατερικά κείμενα δηλώνουν την αξία των μνημόσυνων. Στην Αγία Γραφή στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε την πρώτη αναφορά στο βιβλίο τού Νεεμία, όπου οι Ισραηλίτες παρακάλεσαν τον Θεό να συγχώρεση τις αμαρτίες των προκεκοιμημένων Πατέρων τους. «Την εικοστή τέταρτη μέρα τού ιδίου μήνα, άρχισαν οι Ισραηλίτες νηστεία. Φορούσαν πένθιμα ρούχα και έριχναν χώμα στο κεφάλι Τους. Αυτοί είχαν χωρισθεί από όλους τούς μη Ιουδαίους πού

υπήρχαν

στην

περιοχή

τους

και

είχαν

συγκεντρωθεί

για

να

εξομολογηθούν τις αμαρτίες τις δικές τους και των προγόνων τους. Επί τρεις ώρες στέκονταν όρθιοι και άκουγαν την ανάγνωση από το βιβλίο τού νόμου τού Κυρίου τού Θεού τους για να τού ζητήσουν συγχώρεση» (Νεεμίας 9,1-5). Στη συνέχεια, έχουμε αναφορές και σε βίους Αγίων, όπως στον βίο τού Αγίου Μακαρίου τού Αιγυπτίου κάνει εντύπωση το ακόλουθο περιστατικό «Περπατώντας κάποια μέρα στην έρημο συνάντησε να κρανίο. Το σκούντησε

29


με το ραβδί του και ρώτησε. Ποιος είσαι εσύ; Και απάντησε το κρανίο λέγοντας ότι εγώ ήμουν αρχιερέας των ειδώλων και των ειδωλολατρών πού έμεναν στον τόπο αυτό. Εσύ είσαι ο Μακάριος ο πνευματικός; Να γνωρίζεις ότι την ώρα πού θα σπλαχνισθείς αυτούς πού βρίσκονται στην κόλαση και προσευχηθείς γι' αυτούς, ελευθερώνονται λίγο και βρίσκουν κάποια ανακούφιση». Επιπλέον, στις Θείες Λειτουργίες του Αγίου Βασιλείου και τού Αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου γίνεται λόγος για τούς κεκοιμημένους « ...μνήσθητι πάντων των κεκοιμημένων έπ' έλπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου, και άνάπαυσον αυτούς όπου επισκοπεί το φως τού προσώπου Σου κύριε». Ενώ στην αγία Λειτουργία τού Αποστόλου Μάρκου αναφέρεται για τούς κεκοιμημένους η εξής ευχή «Και τούτων (για τούς όποιους πρόσφερε ό ιερεύς την Θεία Λειτουργία κι προσευχήθηκε) και πάντων τας ψυχάς ανάπαυσον, Δέσποτα Κύριε ο Θεός ημών, εν ταις των αγίων σου σκηναίς... Αυτάς μεν ουν τας ψυχάς ανάπαυσον, Κύριε, και βασιλείας ουρανών αξίωσον». ΆΆρα είναι φανερό πως είτε πεθάναμε είτε ζούμε συνεχίζουμε να ανήκουμε στον Θεό και θα πρέπει να εκπληρώσουμε τον σκοπό της δημιουργίας μας, δηλαδή να φτάσουμε στην Θέωση και να αγιάσουμε. Ο Θεός μας βοηθάει ακόμα και μετα θάνατον με τα μυστήρια να συγχωρεθούν οι αμαρτίες μας. Οι πιστοί καμιά φορά μπερδεύονται και αντί για μνημόσυνο μέσω της Θείας Λειτουργίας και το άναμμα κεριού κάνουν ελεημοσύνη. ΌΌμως μπορεί η ελεημοσύνη να είναι φυσικά μια θεάρεστη πράξη δεν μπορεί όμως να αντικαταστήσει την μνημόνευση του ονόματος του νεκρού στη Θεία Λειτουργία και τον σκοπό του μνημόσυνου. Κάθε μυστήριο έχει το σκοπό του και ο χριστιανός θα πρέπει να το γνωρίζει. Μάλιστα μεγάλη σημασία δίνει ο ιερός Χρυσόστομος στην προσφορά της ανιδιοτελής αγάπης που γίνεται υπέρ των κεκοιμημένων και αναφέρει σχετικά: «Δεν γίνονται άσκοπα οι προσφορές για τούς απελθόντες, ούτε οι ελεημοσύνες. ΌΌλα αυτά έχει προστάζει το ΆΆγιο Πνεύμα, διότι θέλει να ωφελούμαστε ό ένας από τον άλλον. Ωφελείται εκείνος από εσένα και εσύ από εκείνον... Να μην αμφιβάλλεις ότι ό νεκρός θα κερδίσει κάποια ωφέλεια...». Και ο ΆΆγιος Αθανάσιος προσθέτει πως : «Και αν ακόμη στον αέρα πεθάνει ο ευσεβής, μη διστάσεις να προσφέρεις γι' αυτόν λάδι και κερί. Διότι αυτή την Προσφορά την δέχεται ο Θεός και ανταποδίδει την ωφέλεια».

30


ΆΆρα είναι φανερό πως τα μνημόσυνα ωφελούν, όμως το πώς και τον τρόπο αυτό εξαρτάται από τον Θεό. Είναι πάνω από τις ανθρώπινες δυνάμεις να ερμηνευτεί και δεν είναι δουλεία μας. Το σημαντικό είναι να κάνουμε εμεις την κίνηση και από κει και πέρα δεν εξαρτάται από εμάς. Εξάλλου μην ξεχνάμε πως είναι ένα μυστήριο και τα μυστήρια απαιτούν την συμμετοχή του Αγίου Πνεύματος και του Τριαδικού Θεού. Σημειώνει χαρακτηριστικά και ο πολύς Ανδρούτσος στη Δογματική του πως «Ως δεν δυνάμεθα να καθορίσωμεν πώς ο Θεός, ο διέπων τον κόσμων καθ ορισμένους νόμους, προσδιορίζεται υπό τίνος ευχής και επεμβαίνει τής πορείας των φυσικών και των ανθρωπίνων πραγμάτων, ούτως αδύνατον να κατανοήσομε πώς αι ευχαί ώφελούσι τούς κεκοιμημένους». Επομένως είναι φανερό πως ευνοούν τα μνημόσυνα όμως όταν γίνονται με αγαθά κίνητρα και ειλικρινή αγάπη. Μάλιστα αυτό που προσευχόμαστε δεν είναι αντίθετο της Θείας δικαιοσύνης τότε ο Θεός θα μας εισακούσει. ΌΌμως από την μεριά του και ο νεκρός θα πρέπει να είναι δεκτικός στις προσευχές μας και να είναι κοντά στον Θεό. Θα έπρεπε να έχει μετανοήσει για όσα έκανε και να θέλει την συγχώρεση. Τα μνημόσυνα δεν γίνονται σε όσους είναι δογματικούς ή επέλεξαν με τον τρόπο ζωής τους να αφοριστούν από την Εκκλησία. Για παράδειγμα, κάποιος που επιλέγει την καύση αντί της ταφής είναι φανερό πως αποκόπηκε από την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία και τα μνημόσυνα δεν μπορούν να γίνουν για αυτόν. Δεν θα έχουν ισχύ, αφού η παρούσα ζωή είναι ένας αγώνας δοκιμασιών για την μέλλουσα ανταπόδοση. Βέβαια προσωρινά και αυτών η ψυχή ανακουφίζεται και εξάλλου όπως προαναφέραμε ο Θεός είναι αυτός που αποφασίζει και κρίνει. Στα μάτια του είμαστε όλοι ίσοι και παιδιά του. Τέλος, είναι φανερό πως με τα μνημόσυνα ωφελούνται ζωντανοί και πεθαμένοι, αφού και οι ζωντανοί κρατάνε σχέσεις με το παρελθόν τους νεκρούς του. Ταυτόχρονα, αποτελεί παιδευτικό ρόλο για αυτούς ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι, αλλά βοηθούν και την ψυχή τους σκεπτόμενοι τον συνάνθρωπο τους και νιώθουν την απέραντη αγάπη του Θεού, που ελεεί και μετα θάνατον.26 26

«Τα μνημόσυνα και η ωφέλεια τους» Πρόσβαση: 15 Απριλίου 2014 στη διεύθυνση http://www.egolpion.com/mnhmosuna_wfeleia.el.aspx

31


Β΄ ΜΕΡΟΣ ΚΑΥΣΗ ΝΕΚΡΩΝ: ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

32


1. Η ΚΑΥΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ Αφορμή υπήρξε το 1857 με εισαγωγή δια νόμου στη Γαλλία η καύση των νεκρών ως αποδεκτός τρόπος ταφής. ΈΈτσι ακολούθησαν και άλλα κράτη το παράδειγμα της Γαλλίας. Το πρόβλημα έγκειται στα χριστιανικά ορθόδοξα κράτη που έπρεπε να πάρουν θέση, γιατί όσο ο κόσμος μάθαινε για αυτή την επιλογή του ήθελε να γνωρίζει τι είναι; Το 1937 το Οικουμενικό Πατριαρχείο απάντησε αρνητικά με σχετική Σύνοδο του, την ίδια πολιτική ακολούθησαν και τα υπόλοιπα χριστιανικά ορθόδοξα πατριαρχεία. Μάλιστα διαπιστώθηκε πως η ευθανασία και η καύση των νεκρών είναι νέα θεολογικά θέματα, τα οποία χρειάζονται άμεση απάντηση θεολογική.27 Επιπλέον, είναι φανερό πως πέρα από τις κοινωνικές αφορμές υπάρχει ένα επίπεδο υπαρξιακό και γενικότερα ηθικών επιλογών του κάθε ανθρώπου μέσα του. Για αυτό το λόγο η καύση των νεκρών είναι ένα θέμα που συνεχώς έρχεται στο προσκήνιο και ξεκινάει από απλό προβληματισμό μεταξύ απλών πολιτών είτε είναι χριστιανοί είτε είναι αλλόθρησκοι. Ο νέος τρόπος ζωής και η απομάκρυνση από την Χριστιανική Εκκλησία και χριστιανικό τρόπο ζωής έχει κάνει να ξεχάσουν οι πιστοί το νόημα και την χριστιανική παράδοση της ταφής ως ένδειξη χριστιανικού σεβασμού στο ανθρώπινο σώμα για την Ανάσταση του. Υπάρχει κρίση του σημερινού ανθρώπου με τον Θεό, με τον συνάνθρωπο του και με τον ίδιο του τον εαυτό. ΌΌταν ένας άνθρωπος θέλει να υιοθετήσει την πρακτική της καύσης για τον ίδιο του τον εαυτό δηλώνει σημάδια αυτοκαταστροφής και αποστροφής του από τον Θάνατο. Υπερεκτιμά τον εαυτό του και ξεπερνάει την ανθρώπινη φύση, αφού θέλει να αποκόψει κάθε σχέση ανάμνησης που έχει με την προηγούμενη του ζωή. Αρνείται την μετά θάνατον ζωή και αρνείται τα μνημόσυνα ως θύμηση από τους ζωντανούς για τους νεκρούς για να συγχωρεθούν

οι

αμαρτίες

τους.

Ενώ

για

την

αποσυμφόρηση

των

νεκροταφείων ήδη γίνονται προσπάθειες από την Εκκλησία να υπάρχουν οικογενειακοί τάφοι και ο κάθε πιστός να θάβεται στον τόπο καταγωγής του. 27

Εμμανουήλ Κ. Δουνδουλάκη, «Η καύση των νεκρών στην Ορθόδοξη Εκκλησία (Μελέτες Ορθοδόξου Θεολογίας», εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 40

33


Τελικά, οι απαντήσεις που χρειάζεται κάθε πιστός είναι μέσα του, αφού ο Θεός κατοικεί μέσα σε κάθε άνθρωπο Είναι φανερό πως ο άνθρωπος θα πρέπει να ξαναβρεί τη σχέση του με τον Θεό και να μελετήσει ιστοριογραφικά το θέμα αν τυχόν έχει αμφιβολίες και ύστερα να επιλέξει συνειδητά ταφή ή καύση; Για αυτό το λόγο λοιπόν είναι αναγκαία η θεολογική έρευνα πάνω σε αυτό το θέμα για να υπάρξει έγκυρη ενημέρωση των πιστών από την ίδια την Εκκλησία.28 Επιπλέον στις 6 Νοεμβρίου 2013 έγιναν συζητήσεις για «το Μυστήριο του Θανάτου στη Λατρεία της Εκκλησίας» στο Θ’ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, το οποίο διοργανώνεται από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Συνεδριακό Κέντρο της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και Αλμυρού, στα Μελισσιάτικα Νέας Ιωνίας Βόλου. Πιο συγκεκριμένα, υπήρξε προβληματισμός και εποικοδομητικός διάλογος μεταξύ πατέρων της Εκκλησίας και ακαδημαϊκών της Θεολογίας και αρχαιολογίας. Μάλιστα ο πρώτος εισηγητής Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Ηλείας και Ωλένης κ. Γερμανός υποστήριξε πως η καύση των νεκρών είναι αρκετά επίκαιρη μαζί με την αυτοκτονία και την ευθανασία. ΌΌμως συνεχίζει υποστηρίζοντας πως δεν αφορούν τον άνθρωπο μόνο σε αυτή την ζωή του, αλλά είναι επιλογές που θα καθορίσουν την αιώνια ζωή του μετά θάνατον. Για αυτό το λόγο η Εκκλησία οφείλει να βοηθήσει τους πιστούς να κάνουν την χριστιανική επιλογή, σύμφωνα με το ορθόδοξο δόγμα ώστε να ωφεληθούν. Επιπλέον , ο δεύτερος εισηγητής Ελλογιμώτατος κ. Παναγιώτης Σκαλτσής,

επίκουρος

καθηγητής

θεολογικής

σχολής

πανεπιστημίου

Θεσσαλονίκης υποστήριξε πως η νεκρώσιμος ακολουθία είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη Θεία Λειτουργία. ΈΈτσι ο θάνατος αντιμετωπίζεται πιο ψύχραιμα και δεν είναι το τέλος για το ανθρώπινο σώμα, αφού η εκκλησία συνεχίζει να ψάλλει για τους κεκοιμημένους της και δεν τους ξεχνάει. Στην απογευματινή Συνεδρία ο εισηγητής Αιδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος κ. Δημήτριος Τζέρπος, ο οποίος είναι αναπληρωτής καθηγητής θεολογικής σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών υποστήριξε πως το θέμα της καύσης των νεκρών δεν είναι ένας εσωτερικός προβληματισμός ή μια ανάγκη της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας ως φυσική εξέλιξη. Για τον κ. Τζερπό 28

ΌΌπως παραπάνω, σελ. 53-55.

34


πρόκειται για μια έξω-χριστιανική ανάγκη και μάλιστα πιέζει τον ορθόδοξο κόσμο να δεχτεί και να ενστερνιστεί αυτή την επιλογή. Επομένως, πρόκειται για πόλεμο πίστεως, που δέχεται η Ορθοδοξία και θα πρέπει να πάρει θέση, αφού η καύση των νεκρών στις μέρες μας παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις. Για αυτό το λόγο και η Εκκλησία από τη μεριά της προσπαθεί να πάρει θέση και αφορίζει όσους με τις επιλογές τους μπορεί να παρασύρουν και άλλα χριστιανικά μέλη. ΆΆρα η Εκκλησία είναι ξεκάθαρη στο θέμα της καύσης των νεκρών, όπως είναι ξεκάθαρη με κάθε τι που την αφορά και είναι αντίθετο στο ορθόδοξο δόγμα, όπως ο πολιτικός γάμος, η νομιμοποίηση αμβλώσεων κ.α. Ο άνθρωπος χρειάζεται την Εκκλησία να του βάζει όρια και να του θυμίζει ότι ο σκοπός της ύπαρξης του είναι η θέωση.29 Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαο σε σχετική ημερίδα με θέμα «Το σήμερα, το χθες και το για πάντα της ταφής και της καύσεως των νεκρών» αναφέρεται στην σημερινή κατάσταση των εθίμων της ταφής και περιγράφει τι πραγματικά συμβαίνει. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει πως σήμερα έχουν αλλάξει αρκετές συνήθειες του παρελθόντος και οι άνθρωποι έχουν πάψει να δένονται τόσο πολύ με τα ταφικά έθιμα. Αυτό συμβαίνει κυρίως λόγω του αστικού τρόπου ζωής στις μεγαλουπόλεις, όπου αποξενώνει τους ανθρώπους. Ξεχνάνε ποιοι είναι, νιώθουν μοναξιά, λειτουργούν άτομο κεντρικά, ξεχνάνε τον συνάνθρωπό τους και φτάνουν στο σημείο να ξεχάσουν και τον ίδιο τον Θεό. Με αυτό τον τρόπο διαφεύγουν στην επιλογή της καύσης των νεκρών τους, ξεχνώντας την ύψιστη σημασία που έχει για την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία η διατήρηση του ανθρώπινου σώματος ακέραιου και η ολόσωμη ταφή. Ακόμα, και η διαδικασία της ταφής στις μέρες μας έχει χάσει την παλιά ιερότητα της. Παρατηρείται, ο νεκρός πια να μην διανυκτερεύει σπίτι του για τον σχετικό θρήνο, ενώ προτιμάνε να τον αφήνουν στο ψυγείο και την επόμενη μέρα να γίνεται εκφορά στο νεκροταφείο. Με αυτό τον τρόπο οι 29

«Μυστήριο του Θανάτου στη Λατρεία της Εκκλησίας» Θ’ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων , Πρόσβαση στις 10 Απριλίου 2014 στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/anakoinothenta.asp?archive=yes&what_sub=announce&id=95 9

35


άνθρωποι αποξενώνονται από τον νεκρό και η διαδικασία παίρνει μια τυπική και απρόσωπη μορφή. Μάλιστα αρκετές φορές οι συγγενείς δεν θέλουν να αναμιχθούν καθόλου με την όλη διαδικασία και πληρώνουν άτομα, τα οποία μεριμνούν για όλα και είναι ξένα προς το νεκρό. Από τη μια μεριά, οι άνθρωποι στις μέρες μας, σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαο φαίνεται να προσπαθούν να αποκοπούν συναισθηματικά από όλη τη διαδικασία του θανάτου. Ενώ από την άλλη μεριά και οι παπάδες φαίνεται να είναι ψυχικά στην ίδια πνευματική κατάσταση με τους συγγενείς του νεκρού και να μην ενδιαφέρονται πραγματικά για την ιερότητα της στιγμής, αλλά απλά για να ολοκληρωθεί τυπικά η διαδικασία. Δυστυχώς, οι παπάδες φαίνεται στις μέρες μας να έχουν κουραστεί από την διαδικασία και να κάνουν την δουλεία τους ψυχρά και απλά να προσφέρουν παρηγοριά στους συγγενείς. ΌΌμως ξεχνάνε πως η ταφή έχει σκοπό πνευματικό και ιερό. Με αυτό τον τρόπο, οι συγγενείς αποκτάνε μια κακή πνευματική εμπειρία και νιώθουν την ανάγκη να αποκοπούν από όλη αυτή τη διαδικασία. Στο παρελθόν πράγματι η ταφή είχε άλλη σημασία και αποτελούσε ένα γεγονός σεβασμού από τους συγγενείς αλλά και από την κοντινή κοινωνία ή γειτονιά του νεκρού, η οποία έπαιρνε μέρος για συμπαράσταση και στην αγρυπνία του νεκρού. Αυτό βέβαια συνέβαινε, γιατί οι κοινωνίες ήταν μικρότερες και οι άνθρωποι είχαν πιο στενές σχέσεις. Ακόμα και η εκταφή έχει χάσει την σημασία της. Στο παρελθόν γινόταν με υπομονή, σεβασμό και τα οστά πλένονταν σε αγνό κρασί. Ενώ σήμερα, η εκταφή γίνεται βεβιασμένα, με χημικά από εργάτες, που πληρώνονται και θέλουν να τελειώσει γρήγορα η διαδικασία και χρησιμοποιούν σακούλες. Με αυτό τον τρόπο, οι συγγενείς νιώθουν πως ο νεκρός τους είναι ένα σκουπίδι και δεν του δίνει η Εκκλησία τον ανάλογο σεβασμό. Επομένως, είναι φανερό πως η Εκκλησία θα πρέπει να αναθεωρήσει τις θέσεις της και να ανασυγκροτήσει τις αξίες της, ώστε να αντιμετωπίσει σήμερα την αποστροφή των πιστών τους και την επιλογή της καύσης των νεκρών. Καθώς το

36


φαινόμενο

αυτό

είναι

κυρίως

λόγω

ψυχολογικών

και

πνευματικών

διερευνήσεων, αμφιβολιών των πιστών. 30

30

Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαο «Το σήμερα, το χθες και το για πάντα της ταφής και της καύσεως των νεκρών»,myriobiblos, Πρόσβαση στις 12 Απριλίου 2014, στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/tafi_i_kaysi_hatzinikolaou.html

37


2. Η ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ Η Ελλάδα είναι ένα κράτος με γραπτό σύνταγμα, το οποίο έχει ως πολίτευμα την Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία (άρθρο 1 παρ. 1), πρωταρχική του υποχρέωση είναι ο σεβασμός και η προστασία της ανθρώπινης αξίας (άρθρο 2 παρ. 1) και επικρατούσα σε αυτό θρησκεία είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού (άρθρο 3 παρ. 1). Μάλιστα σε ένα οργανωμένο Κράτος οι ιδιαιτερότητες κάθε πολίτη αναγνωρίζονται και είναι σεβαστές από το Νόμο. Για αυτό το λόγο στην Ελληνική κοινωνία τέθηκε ως θέμα η καύση των νεκρών το 1987 όταν ο τότε Δήμαρχος Αθηνών κος Μιλτιάδης ΈΈβερτ έστειλε επιστολή στην Ορθόδοξη Εκκλησία χωρίς αποτέλεσμα. Αργότερα όμως λόγω του εκσυγχρονισμού του Ελληνικού Κράτους δεχόταν πιέσεις από ομάδες πολιτών να εναρμονίσει το Δίκαιο του με το Διεθνές Δίκαιο. Κάτι που έγινε το 1998 με την ψήφιση του Νόμου 3448/2006 και το άρθρο 35. Πιο συγκεκριμένα, καθορίζονται οι προϋποθέσεις, που χρειάζονται για τη δημιουργία Κέντρων Αποτέφρωσης Νεκρών, τους όρους και τον έλεγχο της λειτουργίας τους και τις ειδικότερες προϋποθέσεις για την αποτέφρωση νεκρών.31 ΌΌμως μέχρι σήμερα λόγω τεχνικών προβλημάτων δεν έχει πραγματοποιηθεί η ίδρυση και λειτουργία Κέντρων Αποτέφρωσης Νεκρών. Αυτός ο Νόμος ήταν σύμφωνος με τα Διεθνή Ανθρώπινα Δικαιώματα (άρθρα για ελευθερία σκέψης-συνείδησης-Θρησκείας 9,18 και 14) και το άρθρο 13 του Ελληνικού Συντάγματος για Θρησκευτική Ελευθερία. Με αυτό τον τρόπο ο Νόμος 3448/2006 επιτρέπει στους αλλόθρησκους, δηλαδή μη ορθόδοξους χριστιανούς που μένουν στην χώρα μας να κάνουν αποτέφρωση στους νεκρούς τους. ΌΌμως φυσικά εδώ υπάρχει ένα νομικό κενό, γιατί δεν επιτρέπει ακόμα ο Νόμος την ίδρυση αποτεφρωτηρίου χώρου στο Ελληνικό κράτος και έτσι θα πρέπει να ταξιδέψουν σε γειτονικές χώρες. Το Ελληνικό κράτος έτσι χάνει 31

Εφημερίδα της Κυβέρνησης, «NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3448» Τεύχος πρώτο, Αρ. φύλλου 57 ,15 Μαρτίου 2006. Πρόσβαση: 10 Φεβρουαρίου 2014 στη διεύθυνση http://www.poeota.gr/_download/N.3448-2006.pdf, σελ 598

38


λεφτά. Τέλος, ο Νόμος ξεκαθαρίζει πως θεωρούνται αλλόθρησκοι, άρα η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει δικαίωμα να μην τελέσει μυστήριο. ΆΆρα μέχρι σήμερα για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς δεν επιτρέπεται η αποτέφρωση ούτε από την Εκκλησία, αλλά ούτε από το Ελληνικό κράτος. 32 Με το άρθρο 13 κατοχυρώνεται λοιπόν η Θρησκευτική Ελευθερία, η οποία είναι προέκταση της ατομικής και πνευματικής ελευθερίας χωρίς διακρίσεις. Το να υπερασπίζεται το Σύνταγμα την Θρησκευτική Ελευθερία είναι σημαντικό ώστε να υπάρχει σεβασμός στην ιδιωτική ζωή του κάθε πολίτη μέσα σε ένα οργανωμένο κράτος Δικαίου. Η θρησκευτική ελευθερία σημαίνει ελευθερία της λατρείας. Μάλιστα η προστασία κάθε δικαιώματος σημαίνει αυτόματα και προστασία του αντιθέτου του, δηλαδή να είναι και ΆΆθεος. Φορείς του δικαιώματος είναι κάθε φυσικό πρόσωπο, νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων. Παρ’ όλο που η Εκκλησία χαρακτηρίζεται από την εθνική νομοθεσία ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, παραμένει ένας μη κυβερνητικός οργανισμός (αρχική διατύπωση του άρθρου 25 της Ε.Σ.Δ.Α) και έτσι είναι και η ίδια φορέας του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας. Επομένως, σε περίπτωση που κρατικές ενέργειες προσβάλλουν αυτό της το δικαίωμα, μπορεί η Εκκλησία να αποζητήσει προστασία στα ευρωπαϊκά όργανα ελέγχου. Βέβαια αυτό το δικαίωμα της Θρησκευτικής Ελευθερίας έχει περιορισμούς μέσα σε μια δημοκρατική κοινωνία και απαγορεύεται η κατάχρηση του δικαιώματος. Η θρησκευτική ελευθερία θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τα χρηστά ήθη κατά την άσκηση της λατρείας, το Σύνταγμα και να μην προσβάλλει γενικότερα τα δικαιώματα άλλων πολιτών μέσα στο κράτος (δημόσια ασφάλεια).33 ΌΌμως είναι η καύση του νεκρού σώματος ανθρώπινο δικαίωμα και αποτελεί δικαίωμα σωματικής αυτοδιαχείρισης; Ο Συνήγορος του Πολίτη στο υπ’ αριθ. 13189/2005 Πόρισμά του, αναφέρει πως «η ελεύθερη επιλογή από τον καθένα του τρόπου της μετά θάνατον διάθεσης του σώματός του αποτελεί αναμφίβολα άσκηση ατομικού δικαιώματος. Η δυνατότητα καύσης των νεκρών, παρέχοντας σε σημαντικό αριθμό ενδιαφερομένων την ευχέρεια της 32

Βουλή των Ελλήνων, «Σύνταγμα της Ελλάδας». Πρόσβαση: 10 Φεβρουαρίου 2014 στη διεύθυνση http://www.teilam.gr/nomothesia/Syntagma.pdf 33 Δαγτόγλου Π.Δ., «Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα», εκδ. Σάκκουλας, Αθήνα 2012, σελ. 440-445 και 472-483.

39


μετά θάνατον διάθεσης του σώματός τους κατά τρόπο που ανταποκρίνεται σε βασικές ιδεολογικές τους αρχές ή, ακόμη περισσότερο, στον πυρήνα της θεώρησης με την οποία αυτοί προσεγγίζουν τα αιώνια μεταφυσικά ερωτήματα της ζωής και του θανάτου, ασφαλώς συνάδει προς το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος περί ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, όπως και προς το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την ισότητα ενώπιον του νόμου».34 Εν κατακλείδι, συνταγματικά θεμελιώνεται η καύση των νεκρών με το άρθρο 5 παράγραφο 1 του Ελληνικού Συντάγματος, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα του κάθε πολίτη να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα του, δηλαδή να είναι ο εαυτός του. Μάλιστα σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 κάθε πολίτης είναι ίσος απέναντι στο νόμο χωρίς διακρίσεις θρησκευτικές ή κοινωνικές. Η δυνατότητα καύσης των νεκρών, εφόσον βέβαια υπήρξε επιθυμία του θανόντος δίνεται από το Ελληνικό Σύνταγμα και αποτελεί ατομικό δικαίωμα αυτοδιαχείρισης του σώματος, δηλαδή στη διάθεση του πτώματος του και τρόπου ταφής του ή αποτέφρωσής του. Συνοψίζοντας διαπιστώνουμε πως η καύση των νεκρών στα πλαίσια της έκφρασης της θρησκευτικής λατρείας είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα. ΆΆρα

όποιος

νόμος

επιτρέπει

μόνο

την

ταφή

θεωρείται

αντισυνταγματικός και η καύση των νεκρών είναι δικαίωμα θρησκευτικής ελευθερίας, το οποίο αν αρνηθεί έχει δικαίωμα ο συγγενείς του νεκρού να κινηθεί νομικά.

34

Μάνεσης Αριστόβουλος, «Συνταγματικά Δικαιώματα Α», τέταρτη έκδοση, εκδ. Σάκκουλας, Αθήνα 1982, σελ. 116-117.

40


3. ΤΑ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΚΑΥΣΗΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ Η καύση των νεκρών σήμερα γίνεται από οργανωμένα αποτεφρωτήρια, τα οποία βρίσκονται σε χώρες που επιτρέπεται η αποτέφρωση. Για παράδειγμα στην Ολλανδία, Γαλλία, Ιταλία και Αγγλία. ΈΈτος σταθμός θεωρείται το 1873 όταν στην Παγκόσμια ΈΈκθεση της Βιέννης ο Ιταλός καθηγητής Μπρουνέττι τελειοποίησε έναν κλίβανο για χρήση αποτέφρωσης. Αυτό έδωσε ώθησε σε νέους επιστήμονες να στραφούν στην έρευνα και να συνειδητοποιήσουν πως η αποτέφρωση είναι οικονομικότερος και πιο υγιεινός τρόπος ταφής σε σχέση με την ολόσωμη ταφή του νεκρού. Πράγματι η Αγγλία ακολούθησε το παράδειγμα και το 1874 ιδρύθηκε ο οργανισμός Αποτέφρωσης της Μεγάλης Βρετανίας. Ενώ και η Ιταλία το ίδιο έτος με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου στο Μιλάνο αποφάσισε την επίσημη εφαρμογή της αποτέφρωσης. Στη συνέχεια, η Γερμανία το έτος 1878 στην πόλη Γκόθα ίδρυσε το πρώτο αποτεφρωτήριο. Μάλιστα και στις ΗΠΑ το κίνημα εμφανίστηκε το 1876 και ιδρύθηκε στην Ουάσιγκτον το πρώτο αποτεφρωτήριο. Ταυτόχρονα, για να διασφαλιστεί η αξιοπιστία της ποιότητας παροχής υπηρεσιών παγκόσμια ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1937 η Διεθνής Ομοσπονδία Αποτέφρωσης (I.C.F.). Ενώ το 1966 αναγνωρίστηκε από τον Ο.Η.Ε. Ποια η θέση των χριστιανών; Η ρωμαιοκαθολική εκκλησία επιτρέπει την αποτέφρωση από το 1966. Η αποτέφρωση αναγνωρίζεται από τις Δημόσιες Αρχές Υγείας κατά πλειοψηφία από τα μέλη της Ε.Ο.Κ. ως πιο υγιεινός τρόπος ταφής των νεκρών. Η μεγάλη Βρετανία μάλιστα έχει 244 αποτεφρωτήρια, ενώ η Γερμανία 121. Στην Τσεχία και στη Δανία περίπου το 70% του πληθυσμού προτιμάει τα αποτεφρωτήρια. Για ποιο λόγο τόσο πολύς κόσμος στρέφεται στην αποτέφρωση; Ο λόγος είναι λειτουργικός. Σύμφωνα με τους ειδικούς απαλλάσσει την οικογένεια των νεκρών από την ψυχοφθόρα διαδικασία της ταφής και της εκφοράς του νεκρού στο σπίτι, όπου θα πρέπει να θρηνήσουν και να δουν το δικό τους άνθρωπο να ταλαιπωρείται και να τον φάνε τα σκουλήκια. Εξάλλου γλυτώνουν τα μνημόσυνα και τόσα περιττά εκκλησιαστικά έξοδα. Βέβαια παρέχεται η δυνατότητα στους συγγενείς δίπλα

41


στους χώρους αποτέφρωσης αίθουσα ειδική για να τελεστεί κάποια νεκρώσιμη ακολουθία και να προσφερθεί κάποιος καφές για συλλυπητήρια. Επιπλέον, δεν θα χρειαστεί να μπει στη διαδικασία να εκταφή η σορός στα τρία χρόνια και να συντηρούν ένα τάφο άσκοπα. Μάλιστα η ίδια η Εκκλησία χρησιμοποιεί μεθόδους αποτέφρωσης για να λιώσει τα κόκκαλα και μάλιστα σε αδιευκρίνιστες συνθήκες και μη υγιεινές. Εξάλλου λόγω του αστικού τρόπου ζωής είναι φανερό πως τα νεκροταφεία πια ασφυκτιούν μέσα στις πόλεις και αποτελούν σημεία μόλυνσης. Ταυτόχρονα με τις βροχές εισέρχονται νερά μέσα στους τάφους, τα οποία καταλήγουν σε πόσιμες πηγές νερού και μολύνεται ο υδροφόρος ορίζοντας. Η διαδικασία της αποτέφρωσης είναι απλή, σύντομη και καθαρή, αφού η διαδικασία ολοκληρώνεται μέσα σε 1 με 1:30 ώρα το πολύ. Η σωρός του νεκρού εισέρχεται μέσα σε υπερσύγχρονο κλίβανο, αφού πρώτα αφαιρεθούν όλα τα μεταλλικά αντικείμενα του νεκρού. Ο κλίβανος λειτουργεί με αέριο ή πετρέλαιο σε μεγάλες θερμοκρασίες. Η τέφρα του νεκρού στη συνέχεια τοποθετείται μέσα σε ειδική σύγχρονη τεφροδόχο, για την οποία επιλέγουν οι συγγενείς και υπάρχει μεγάλη ποικιλία. Τέλος, όσοι υποστηρίζουν την μέθοδο της καύσης των νεκρών στηρίζονται ιστορικά στην αρχαία Ελλάδα, όπου υπήρχε ταφή και καύση νεκρών. Μάλιστα υπάρχουν σχετικές αναφορές και στην Ιλιάδα. ΈΈτσι υποστηρίζουν πως είναι έθιμο όπως θα δούμε στη συνέχεια.35 Επιπλέον, οι υποστηρικτές της αποτέφρωσης θεωρούν πως ο άνθρωπος πρέπει να έχει γενικότερη ελευθερία στην επιλογή, αφού μπορεί και αποφασίζει μόνος του για το αν θα δωρίσει τα όργανά του ή να προσφέρει αίμα, άρα έτσι μπορεί να επιλέγει την ταφή ή την καύση. Πιο συγκεκριμένα, οι υποστηρικτές της αποτέφρωσης βασίζονται στα άρθρα 5 και 13 του Ελληνικού Συντάγματος, τα οποία είναι σχετικά με την ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας και της θρησκευτικής συνείδησης. Για αυτό το λόγο καταθέτονται στη Βουλή συχνά προτάσεις νόμου για την καύση των νεκρών. Με την καύση των νεκρών απελευθερώνονται και οι ψυχές των ζωντανών, αφού θα είναι θλιβερό να δούνε το δικό τους άνθρωπο να θάβεται και να 35

Ηλεκτρονικό βιβλίο «Αποτέφρωση των νεκρών αίτημα του καιρού» , Αθήνα. Πρόσβαση: 10 Μαρτίου 2014 στην διεύθυνση http://www.cremation.gr/book.pdf Σελ 16-24

42


υπάρχει ένα μνήμα που πάντα θα τους τον θυμίζει. Μάλιστα σύμφωνα με τους Ιουδιστές με την φωτιά επιστρέφει το σώμα πιο γρήγορα στα 4 στοιχεία που αποτελείται το ανθρώπινο σώμα: φωτιά, νερό, γη και αέρας. Ενώ σύμφωνα με τους Θιβετιανούς εμποδίζουν τον βαμπιρισμό, γιατί καταστρέφοντας το σώμα η ψυχή δεν μπορεί να επιστρέψει. Για τον χριστιανισμό πιστεύουν δεν υπάρχει πρόβλημα, αφού ο Θεός μπορεί από τα πάντα να φέρει Ζωή, άρα δεν θα έχει πρόβλημα αν το πτώμα έχει γίνει χώμα ή στάχτη. Για τους Αρχαίους ΈΈλληνες , βλέπουμε στην Ιλιάδα του Ομήρου η σκιά του Πάτροκλου να εξηγεί στον Αχιλλέα πως η αποτέφρωση δίνει στις ψυχές ολική γαληνή και ανάπαυση ανοίγοντας γρήγορα τις πύλες του ΆΆδη. Τέλος, αρκετοί υποστηρίζουν πως η εκταφή είναι μια βεβήλωση του ανθρώπινου σώματος και δεν γίνεται με σεβασμό στη μνήμη του νεκρού. Αρκετοί αμφισβητούν τη διαδικασία εκταφής από τη μεριά της Εκκλησίας και υποστηρίζουν πως δεν έχει καμία διαφορά με την αποτέφρωση. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρουν πως η ίδια η Εκκλησία στα 3 χρόνια για να εξοικονομήσει χώρο στα νεκροταφεία. Μάλιστα σε σχετική συνέντευξη ο κ. Αντώνης Αλακιώτης, πρόεδρος της Επιτροπής για το Δικαίωμα της Αποτέφρωσης των Νεκρών στην Ελλάδα αναφέρει πως η εκταφή είναι μια πράξη Ιεροσυλίας και χρησιμοποιεί σκληρά λόγια για την Εκκλησία. Την κατηγορεί και για αδιαφορία, αφού πολλές φορές δεν υπάρχει παπάς ώστε να δώσει ιερότητα στη στιγμή και να εμψυχώσει τους συγγενείς. Βέβαια, η άποψη του είναι σεβαστή, αλλά μην ξεχνάμε πως έχει οικονομικά συμφέροντα να υποστηρίζει την αποτέφρωση. Μάλιστα ο ίδιος συνεχίζει αναφέροντας μια προσωπική του εμπειρία πως αν και βάση Νόμου επιτρέπεται στην Ελλάδα στους αλλόθρησκους δεν δίνεται χώρος για αποτεφρωτήριο και οι ΈΈλληνες λανθασμένα για αυτόν πιστεύουν ότι είναι ένα στίγμα, ένα λάθος η αποτέφρωση.36

36

Ηλίας Μαγκλίνης, «ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ Αποτέφρωση, εκταφή», 18.4.2014, http://www.lifo.gr/mag/features/3788

43


4. Η ΚΑΥΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ Χαρακτηριστικό είναι πως η ίδια η Αγία Γραφή δεν αποτρέπει την καύση των νεκρών ως πρακτική, αλλά ούτε δίνει κατάρα σε όποιον διαλέξει την αποτέφρωση. Παρ’ όλα αυτά αν γίνει προσεκτική μελέτη της θα διαπιστωθεί πως ναι μεν γινόταν καύσεις νεκρών από Ισραηλίτες όμως δεν ήταν κοινή πρακτική για τους πιστούς της Καινής Διαθήκης. Παρατηρείται πως η ταφή ήταν η γενική πρακτική σύμφωνα με τα βιβλία της Γένεσης, όμως δεν αναφέρεται πουθενά ξεκάθαρα πως είναι ο μοναδικός τρόπος ταφής. ΈΈτσι υποστηρίζεται από κάποιους πως η ταφή ή η καύση είναι στην χριστιανική ελευθερία του πιστού, αφού ο Θεός μπορεί είτε από καύση είτε από ταφή να επαναφέρει στην Ανάσταση του κυρίου κάθε σώμα στην πρωταρχική του κατάσταση ώστε να κριθεί. ΌΌμως υπάρχει το φυσικό Δίκαιο που μπορούμε να απευθυνθούμε. ΌΌ ίδιος ο Θεός μας έδωσε πνοή ζωής από το χώμα και είπε πως σε αυτό θα ξαναγυρίσουμε με τον θάνατο. Δηλαδή «Γή ει και εις γην απελεύση» (Γένεσης 3,19). ΆΆρα τα ακόλουθα λόγια θα μπορούσαν να ερμηνευτούν ως εξής: η φυσική κατάληξη του ανθρώπου είναι το χώμα, όπου θα πρέπει να αποσυνθεθεί φυσικά. Επιπλέον, στην Παλαιά Διαθήκη ο πατριάρχης Ιακώβ ζήτησε από τον υιό του Ιωσήφ όταν πεθάνει να τον θάψει στον τάφο των πατέρων του, προγόνων του (Γεν. 47,30). Μάλιστα υπάρχουν μαρτυρίες στην Παλαιά Διαθήκη πως η καύση ήταν τιμωρία για την ανομία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι στο σημείο ΛευΪτ 20,14 όπου αναφέρεται πως : «Ος εάν λάβη γυναίκα και την μητέρα αυτής, ανόμημα εστίν. Εν πυρί κατακαύσουσιν αυτόν και αυτάς και ουκ έσται ανομία εν υμίν». Ενώ η ταφή ήταν Ιουδαϊκό έθιμο, το οποίο ο ίδιος ο Χριστός ακολούθησε και σεβάστηκε. Μάλιστα ο Ευαγγελιστής Ιωάννης αναφέρει πως «ΈΈλαβον ουν το σώμα του Ιησού και έδησαν αυτό οθονίοις μετάτων αρωμάτων, καθώς έθος εστί τοις Ιουδαίοις ενταιάζειν» (Ιωάννης 19,40). Και ο Χριστός σεβάστηκε αυτό το έθιμο, επειδή το έβρισκε σωστό καθώς είναι γνωστό πως με πράξεις και λόγια του κατηγόρησε πολλές φορές

44


τους Ιουδαίους για κατάχρηση εξουσίας ή για συμπεριορές μη ανάλογες της αγάπης του Θεού.37

37

Παναγιώτη Ι. Μούμη, «Η καύση των σωμάτων», Ορθόδοξος Κόσμος, Πρόσβαση: 28 Μαρτίου 2014, στη διεύθυνση: http://orthodox-world.pblogs.gr/2008/10/tafh-h-kaysh-twn-swmatwnti-leei-h-hristianikh-paradosh.html

45


5. ΘΕΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ Η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία φαίνεται ξεκάθαρα να είναι αντίθετη στην καύση των νεκρών και προτιμάται η ταφή ακέραιου του σώματος. Μάλιστα με προσεκτική μελέτη της Παλαιάς Διαθήκης βλέπουμε στο βιβλίο της Γενέσεως να μας παρουσιάζεται η ταφή της Σάρρας, του Αβραάμ, της Ραχήλ, του Ιωσήφ κ.α. Ενώ η περίπτωση κάποιος να μην ταφεί γίνεται συνήθως για τιμωρία από τον Θεό ώστε η ψυχή του να μην αναπαυτεί. Σε αρχαίες τραγωδίες, όπως στην «Αντιγόνη» βλέπουμε πως θυσίασε την ζωή της για να πάρει το νεκρό σώμα του αδελφού της από τον βασιλιά Κρέοντα και να το θάψει. Επιπλέον, στην Ιλιάδα του Ομήρου γίνανε οι δύο μεγαλύτερες μάχες ώστε να πάρουν πίσω τα νεκρά σώματα του Πατρόκλου και του ΈΈκτορα. Χαρακτηριστική είναι η Ραψωδία Ω, όπου οι θεοί παίρνουν θέση για να σταματήσουν τον Αχιλλέα να φέρεται ανόσια στο πτώμα του ΈΈκτορα. ΆΆρα και για τους αρχαίους ΈΈλληνες θεωρείται ύβρις και προσβολή να μην θαφτεί ο νεκρός και να μην σεβαστούν οι ζωντανοί το σώμα του. Ο σεβασμός στο νεκρό σώμα επιτάσσει την διατήρηση του, για αυτό το λόγο όταν πεθαίνει κάποιος του κλείνουνε τα μάτια και θεωρείται πως κοιμάται. Τα νεκροταφεία αποκαλούνται κανονικά κοιμητήρια για μια κοίμηση μέχρι την Ανάσταση του κυρίου και κατ’ επέκταση των νεκρών. Αξιοσημείωτο είναι σύμφωνα με τον Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιερόθεο πως «Πρώτον όλα τα τροπάρια κάνουν λόγο για κεκοιμημένο και όχι για αποτεφρωμένο…Δεύτερον η εκκλησιαστική ακολουθία της ταφής έχει σχέση με ενταφιασμό σώματος και όχι με ενταφιασμό τέφρας.» ΆΆρα το σώμα είναι σε συνάρτηση με την ψυχή και θεωρείται βωμός του Θεού. ΌΌπως αναφέρει και ο Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος «η Εκκλησία δεν μπορεί αν δεχθεί για τα μέλη της την αποτέφρωση σωμάτων, γιατί σέβεται το ανθρώπινο σώμα που το θεωρεί ναό του Αγίου Πνεύματος, το ένα στοιχείο της υποστάσεως του ανθρώπου… το φυσικό τέλος του σώματος είναι η αποσύνθεση… ΈΈτσι κάτω από την επιθυμία της καύσεως κρύβεται η περιφρόνηση προς το σώμα, η απιστία στην ανάσταση των νεκρών…και η άρνηση την ύπαρξης της ψυχής μετά τον θάνατο.»

46


Ο άνθρωπος πράγματι δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση κυρίου και είναι ένα Θείο δημιούργημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ταφής αποτελεί η ίδια η ταφή του Ιησού Χριστού και γίνεται λεπτομερή αναφορά από τέσσερις ευαγγελιστές. Επιπλέον, αρκετοί αντικρούουν το επιχείρημα πως ο ίδιος ο Χριστός θάφτηκε και αναφέρουν πως απλά ίσως να ακολούθησε μια παράδοση Ιουδαϊκή. ΌΌμως ιστορικά αποδεικνύεται πως ο Χριστός αρκετές παραδόσεις των Ιουδαίων που θεωρούσε μη αποδεκτές δεν τις ακολουθούσε και αντιθέτως τις ακύρωνε με λόγια και έργα του. Ο Αρχιμανδρίτης Νικόλαος Χατζηνικολάου σε ομιλία του στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Ελλάδας ανέφερε χαρακτηριστικά για το αν η καύση των νεκρών αποτελεί ανθρώπινο δικαίωμα τα ακόλουθα: «Η καύση των νεκρών δεν είναι ατομικό δικαίωμα του νεκρού…ως αυτοδιάθεσης… η διατήρηση του σώματος του αποτελεί κοινωνική υποχρέωση σεβασμού και επιβίωσης του προσώπου του… Αυτοί που αγνόησαν το δικαίωμα του ανθρώπου για το Θεό και πρόσβαλαν τα απαράγραπτα δικαιώματα του Θεού για τον άνθρωπο, αυτοί και μόνο μπορούν να επικαλούνται τα λεγόμενα ανθρώπινα δικαιώματα για να νομιμοποιήσουν την ασέβειά τους στον άνθρωπο. Η καύση των νεκρών δεν είναι ατομικό δικαίωμα του νεκρού πλέον ανθρώπου η διατήρηση του σώματός τους αποτελεί κοινωνική υποχρέωση σεβασμού και επιβίωσης του προσώπου του. Είναι αδύνατο το θέλημα του ενός –κι ας αποκαλείται αυτό δικαίωμα- να προσκρούει στην ανάγκη για σεβασμό του συνόλου. Δεν μπορεί να είναι δικαίωμα κάποιου να τον … κάψουμε εμείς! Το θέμα δεν είναι αν κάποιος επιθυμεί να καεί είναι αν η κοινωνία θα δεχτεί να τον κάψει». Με αυτή την άποψη φαίνεται να συμφωνεί ο Σεβ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, ο οποίος σε πρόσφατο δημοσίευμα του αναφέρει: « το σώμα του κάθε πιστού ανήκει και στα λοιπά εκκλησιαστικά μέλη. ΆΆρα και η μετά θάνατον τύχη ενός σώματος δεν αφορά μόνον την επιθυμία του νεκρού, αλλά είναι υπόθεση όλων των μελών του εκκλησιαστικού σώματος». Επιπλέον αντίθετη στην καύση του νεκρού σώματος είναι η εγκληματολογική υπηρεσία, γιατί χάνονται στοιχεία έρευνας για αιτία θανάτου από την ιατροδικαστική υπηρεσία. Η εκκλησία για αυτό το λόγο όσοι επιλέγουν την καύση των σωμάτων αρνείται να τελέσει εξόδιος ακολουθία ή επιμνημόσυνη δέηση για συγχώρεση αμαρτιών. Και αυτό το κάνει γιατί αυτές οι ακολουθίες

47


είναι λατρευτικής φύσεως και χρειάζεται πίστη στη μετά θάνατον ζωή, στην Ανάσταση νεκρών και στην τελική κρίση τους από τον Θεό. Αν ο νεκρός και οι συγγενείς του δεν έχουν σεβασμό στις διαδικασίες που ακολουθεί η Εκκλησία δεν υπάρχει λόγος να κάνουν αίτηση για να συμμετάσχουν σε αυτές. Μετά δεν θα είχε νόημα και οι ακολουθίες θα ήταν απλά τυπικές και με ψεύτικες ευχές. Μάλιστα αφορμή υπήρξε η άρνηση της Εκκλησίας με απόφαση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεοκλήτου Β’ να τελέσει νεκρώσιμη ακολουθία για την τέφρα του κ. Μητρόπουλου. Μετά το περιστατικό ακολούθησε σχετική επίσημη απόφαση από Ιερά Σύνοδο. Η ταφή είναι ένα Θείο μυστήριο, ενώ η καύση είναι περισσότερο μια διαδικασία, που εξευτελίζει το ανθρώπινο σώμα.38 Το θέμα της καύσης των νεκρών έχει απασχολήσει και προβληματίσει αρκετούς

ακαδημαϊκούς

ως

πιστοί

της

Ορθόδοξης

Εκκλησίας.

Για

παράδειγμα ο κος. Δημήτριος Σκαρβέλης, έστειλε σχετική επιστολή που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Απογευματινή στις 8/3/2006. Αφορμή υπήρξε η ψήφιση σχετικού Νόμου στο Ελληνικό Σύνταγμα με την καθιέρωση της προαιρετικής καύσης στους αλλόθρησκους. Συγκρίνει το συγκεκριμένο περιστατικό με την καθιέρωση του πολιτικού γάμου, που ήταν αίτημα μειοψηφίας του Ελληνικού λαού και θεωρεί πως έχει στόχο να αποκόψει το Κράτος από την Εκκλησία. Μάλιστα στη συγκεκριμένη επιστολή προσπαθεί να τονίσει πως η Ορθόδοξη Εκκλησία σωστά είναι κατάτης καύσης εκτός από ιδεολογικούς λόγους και για πολιτισμικούς λόγους. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει πως με την καύση των νεκρών θα χαθούν πολύτιμα στοιχεία για τα έθιμα ταφής και τον πολιτισμό των Ελλήνων. Είναι γνωστό πως οι αρχαιολόγοι κάνουν έρευνα και μελετάνε έθιμα ταφής στα νεκροταφεία. Ενώ σπουδαία συμπεράσματα για την κοινωνική ιεραρχία υπάρχουν από τα κτερίσματα, αλλά και από τα δόντια για την διατροφή. Ταυτόχρονα αναφέρει πως οι προγονικοί τάφοι οριοθετούσαν μια πόλη και την πάτρια γη. Η πατρίδα είναι ο τόπος των προγονικών τάφων, χωρίς τάφους εξασθενεί η σχέση ανθρώπων με την γη και κατ’ επέκταση με την πατρίδα. Οι 38

Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδας 11 Μαΐου 2010, «Αποτέφρωση Νεκρών» Πρόσβαση: 22 Φεβρουαρίου 2014 στη διεύθυνση http://www.imml.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=290:apotefrosinekrwn&catid=19:2012-01-29-11-12-07

48


άνθρωποι θα ξεχάσουν το παρελθόν τους και ποιοι είναι. Μην ξεχνάμε πως οι πυραμίδες, γνωστά μαυσωλεία ως έργα τέχνης και θαυμασμού μέχρι σήμερα και αποτελούν κέντρα ιστορικής έρευνας, αλλά και τουριστικού, πολιτισμικού προορισμού. Στη συγκεκριμένη επιστολή προσπάθησε να προβάλει τις αμφιβολίες του για το αν χρειάζεται η καύση των νεκρών στο Ελληνικό Κράτος και προβάλλει σαφώς την προτίμηση του στην ολόσωμη ταφή. Κυρίως λόγω του ότι ο ενταφιασμός συμβάλει στην ανάπτυξη της τέχνης αρχιτεκτονικής, γλυπτικής, αγιογραφία κ.α. , ενώ η καύση λειτουργεί ανασταλτικά.39 Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς φαίνεται ξεκάθαρα να συμφωνούν και να διατυπώνουν την ίδια άποψη κατά της καύσης. Επιπλέον, θεωρούν πως είναι απάνθρωπη και βίαιη πράξη κατά του Χριστιανισμού, αλλά κυρίως κατά του ίδιους του ανθρώπου. Φαίνεται πως θεωρούν την πράξη της καύσης του νεκρού ειδωλολατρική συνήθεια. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει πως όσοι πιστοί επιλέγουν την αποτέφρωση νεκρού θα πρέπει να θεωρούνται φονιάδες. Ενώ υποστηρίζουν πως είναι αδύνατο να Αναστηθεί κάποιος που έχει αποτεφρωθεί. Πάνω σε αυτό το επιχείρημα της εκκλησίας, πολλοί το έχουν ερμηνεύσει ποικιλοτρόπως. Είναι γνωστό πως στην Ανάσταση ο Θεός με δωρεά προς τους ανθρώπους θα ζωντανέψει πιστούς και άπιστους για να κριθούν. ΆΆρα πρόκειται για καθολικότητα της Ανάστασης και ο Οικουμένιος αναφέρει «Τι ουν, είποι τις,… μερική έσται η ανάστασις, ως των απίστων μη ανισταμένων; Ου τύτο, αλλ’ ότι πάντες μεν ανίστανται, ου πάντες δε αχθήσονται». Επομένως, είναι ξεκάθαρο πως σύμφωνα με την χριστιανική παράδοση οι πάντες θα αναστηθούν ακόμα και οι αποτεφρωμένοι. ΌΌμως προσοχή αυτό δεν σημαίνει πως ο Θεός επιβραβεύει την πράξη τους, θα κριθούν και για αυτή την επιλογή τους. Η χριστιανική Εκκλησία κυρίως λόγω παράδοσης του ενταφιασμού λόγω ενσώματο ταφή του Χριστού είναι κατά της καύσης. Χαρακτηριστικό είναι πως το ανθρώπινο σώμα μέσω των μυστηρίων της Εκκλησίας θεοποιείται και αγιάζεται. Με το βάπτισμα και τη Θεία Λειτουργία λαμβάνει το ΆΆγιο 39

Δημήτριος Σκαρβέλης, «Η καύση των Νεκρών και το Σύνταγμα», Myriobiblos: on the Library of the Church of Greece, Πρόσβαση: 18 Απριλίου 2014 στη διεύθυνση: http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/tafi_skarvelis.html

49


Πνεύμα. ΆΆρα το ανθρώπινο σώμα θα πρέπει να λαμβάνει αντίστοιχο σεβασμό. Παράλληλα για την Ορθόδοξη Εκκλησία το ανθρώπινο σώμα δεν είναι μονοδιάστατο, αλλά είναι σε άμεση συνάρτηση με την ψυχή και αλληλοεπηρεάζονται. Η ψυχή όταν φύγει από το σώμα συνεχίζει να υπάρχει και το σώμα μπορεί να νεκρώνεται όμως παραμένει σεβάσμιο και το ΆΆγιο Πνεύμα κατοικεί μέσα του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα σώματα Αγίων, τα οποία μετα θάνατον λαμβάνουν την χάρη του Αγίου Πνεύματος και ευωδιάζουν χωρίς να λιώνουν. Ενώ αν καίμε τα σώματα τότε τα σώματα Αγίων που κάνουν θαύματα με την θέληση του Θεού ακόμα και μετά θάνατον δεν θα μπορούν. Ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος είπε χαρακτηριστικά για τα σώματα των Αγίων: « ΌΌταν έλθη το τέλος και χωρίσει η ψυχή από το σώμα, τότε η χάρις του αγίου πνεύματος, οικειοποιείται και αγιάζει καθολικώς όλο το κορμί, και δια τούτο τότε οστέα γυμνά και λείψανα των αγίων εκβλύζουσιν ιάματα και θεραπεύουν κάθε ασθένεια». Επιπλέον μέσω της ταφής και της θέας των κοιμητηρίων οι πιστοί θα αναθεωρούν την επίγεια ζωή τους και θα προσπαθήσουν να γίνουν καθημερινά καλύτεροι. Θα κατανοούν την ματαιότητα της ζωής και το πόσο εύκολα μπορεί να έρθει ο θάνατος ώστε θα πρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι έτοιμοι. Ενώ με την καύση οι άνθρωποι ξεχνάνε τον θάνατο ή μάλλον καλύτερα φαίνεται να τον απαξιώνουν. Τέλος, φαίνεται όπως προείπαμε πως για την Ορθόδοξη Εκκλησία με την λέξη θάνατος και ενταφιασμός σημαίνει υπνός και κοίμηση. Μάλιστα ο Ιερός Χρυσόστομος αναφέρει πως « επειδή … ήλθεν Χριστός, και υπέρ ζωής του κόσμου απέθανεν, ουκέτι θάνατος καλείται ο θάνατος, αλλά ύπνος και κοίμησις… δια τούτο και αυτός ο τόπος (τα νεκροταφεία) κοιμητήριον ωνόμασται, ίνα μάθης ότι οι τετελευτηκότες και ενταύθα κείμενοι, ου τεθνήκασιν, αλλά κοιμώνται και καθεύδουσιν». 40 Πράγματι ακόμα και στην αγγλική γλώσσα η λέξη για τον χώρο ταφής άλλαξε και από νεκροταφείο που λεγότανε, δηλαδή graveyard, τώρα ονομάζεται σωστά κοιμητήριο, δηλαδή cemetery. Μάλιστα η Ορθόδοξη Εκκλησία για να ξεκαθαρίσει την θέση της υπέρ του ενταφιασμού αντικρούει τα επιχειρήματα ένα προς ένα, τα οποία είναι υπέρ της ταφής. Πιο 40

Εμμανουήλ Κ. Δουνδουλάκη, «Η καύση των νεκρών στην Ορθόδοξη Εκκλησία (Μελέτες Ορθοδόξου Θεολογίας», εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 36-39 και 49-52.

50


συγκεκριμένα, αρχικά για τα άρθρα 5 παράγραφος 1 και 13 παράγραφος 1 του Ελληνικού Συντάγματος, τα οποία επικαλούνται όσοι είναι υπέρ της καύσης για την ανάπτυξη ελεύθερα της προσωπικότητας και της έκφρασης της θρησκείας. Η Ορθοδοξία επικαλείται την εξαίρεση και αναφέρει πως προσβάλλουν και απαξιώνουν τα χρηστά ήθη του Ελληνικού κράτους, το οποίο είναι Ορθόδοξο κατά πλειοψηφία. Μάλιστα επικαλούνται ακόμα και την Ελληνική παράδοση των Αρχαίων Ελλήνων, όμως η Ορθοδοξία αντικρούει αυτό το επιχείρημα καθώς στα βυζαντινά χρόνια επικρατούσε ο ενταφιασμός και μην ξεχνάμε πως η ορθοδοξία υπήρξε για πάνω από 1000 χρόνια. Επιπλέον, οι αρχαίοι ΈΈλληνες αποδεικνύεται αρχαιολογικά πως μετα την καύση ακολουθούσε ενταφιασμός με λατρευτικές συνήθειες και δεν είχαν πλήρη αποτέφρωση, ούτε απαξίωση του θανάτου. Οι αρχαίοι ΈΈλληνες ήταν ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένοι με την ταφή και θεωρούσαν πως όποιος δεν ταφή δεν μπορεί να ηρεμήσει η ψυχή. Βέβαια όπως θα δούμε στα Ομηρικά ΈΈπη λόγω πολέμου ή λοιμών χρησιμοποιούσαν την καύση. Επιπλέον, όσο αφορά το επιχείρημα τους για την έλλειψη χώρου στα κοιμητήρια είναι φανερό πως ήδη η Εκκλησία έχει κάνει βήματα και προόδους. Για παράδειγμα, προσπαθεί να δημιουργεί οικογενειακούς τάφους. ΌΌμως αυτό και πάλι δεν θεωρείται πρόβλημα, αφού ακόμα και οι Μουσουλμάνοι που απαγορεύεται η εκταφή και η κατακόρυφη ταφή στα κοιμητήρια βρίσκουν χώρο για τους νεκρούς τους. ΆΆρα εμείς δεν μπορούμε να βρούμε χώρο για να αναπαυτούν οι νεκροί μας; Ακόμα και μέσα στις μεγάλες πόλεις όσο πολυπληθείς και να είναι υπάρχει χώρος για parking κέντρα διασκέδασης. Εξάλλου και η καύση χρειάζεται χώρο για την ύπαρξη ειδικών χώρων έξω από την πόλη. ΆΆρα αν θέλει η πολιτεία μπορεί να μεριμνήσει και για αυτό και δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για να προτιμηθεί η καύση. Επιπλέον, για το επιχείρημα όσων προτιμούν την καύση πως είναι πιο υγιεινός τρόπος δεν ευσταθεί. Αφού τι πιο υγιεινό από αυτό που ακολουθεί τους φυσικούς κανόνες της φύσης και τον φυσικό κύκλο της ζωής. Ενώ η καύση βίαια μετατρέπει το νεκρό σώμα σε στάχτες. Το ανθρώπινο σώμα όταν είναι μέσα στον τάφο θα ανοικοδομηθεί φυσικά και θα αποτελέσει θρεπτικά στοιχεία για το έδαφος. Μην ξεχνάμε πως

51


μέσα από τον θάνατο με αυτό τον τρόπο έρχεται η ζωή. Το πρόβλημα δεν είναι οι νεκροί ούτε τα κοιμητήρια. Εστία μόλυνσης είναι τα σκουπίδια στις χωματερές, τα νέφη μέσα στην πόλη και γενικότερα ο σύγχρονος τρόπος ζωής που δεν σέβεται την φύση. ΆΆρα όσοι είναι υπέρμαχη της καύσης γιατί δεν βρίσκουν υγιεινό τρόπο καύσης των σκουπιδιών για να μην είναι εστίες μόλυνσης και να αφήσουν ήσυχα τα ανθρώπινα σώματα; Εδώ υπάρχει προβληματισμός. Η Εκκλησία επιζητά την προσοχή των πιστών της να αναλογιστούν αν είναι οικονομικό θέμα λόγω των κερδών από την καύση ή γενικότερα πόλεμος που δέχεται η ίδια η Ορθοδοξία; Τα γραφεία τελετών κάνουν συμβόλαια ετών με κρεματόρια Γερμανίας και κόστος από 2300 ευρώ για καύση νεκρού. ΆΆρα είναι φανερό πως δεν είναι ένας οικονομικότερος τρόπος ταφής. Αφού στην τιμή είναι απλά η παραλαβή τέφρας χωρίς έξοδα μνήματος ή θρησκευτικής τελετής. Ακόμα, πολλοί υποστηρίζουν πως τα νεκροταφεία είναι χώρος μαύρης μαγείας όμως ξεχνάνε πως είναι απλά ένας από τους πολλούς χώρους και πια η μαύρη μαγεία μπορεί να γίνει παντού. Απλά ακριβώς λόγω της ιερότητας του μέρους προτιμάται και είναι φανερό πως αξίζει ως μέρος και έχει θρησκευτικό, μυστηριακό περιβάλλον ακόμα και για τους αλλόθρησκους. Τέλος, μην ξεχνάμε πως οι ιατροδικαστικές συμφωνούν με την Εκκλησία και είναι κατά της καύσης, αφού μπορεί να προτιμηθεί για να συγκαλυφτούν στοιχεία εγκληματολογικής ενέργειας και να αποκρυφτούν στοιχεία έρευνας αιτίας θανάτου.41 Επιπλέον όσο αφορά το θέμα της σωματικής αυτοδιαχείρισης και πως κάθε άνθρωπος πρέπει μόνος του να επιλέγει για το αν θέλει να ταφεί η να καεί η Εκκλησία έχει πάρει θέση. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει πως ως χριστιανική θρησκεία πρεσβεύει την ελευθερία και ο κάθε πιστός έχει το δικαίωμα της επιλογής είτε του καλού είτε του κακού. ΌΌμως αυτό δεν σημαίνει πως η Εκκλησία θα επιβραβεύσει τις επιλογές όταν θα είναι 41

Ενημέρωσης Πενταπόσταγμα, «Ταφή ή καύση των νεκρών;», Πρόσβαση: 14 Φεβρουαρίου 2014 στην διεύθυνση: file:///C:/Documents%20and%20Settings/USER/%CE%95%CF%80%CE%B9%CF%86%CE%AC%C E%BD%CE%B5%CE%B9%CE%B1%20%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%83%CE%AF %CE%B1%CF%82/ptyxiakes%20ritas/PAPAS/%CE%A4%CE%B1%CF%86%CE%AE%20%CE%A E%20%CE%BA%CE%B1%CF%8D%CF%83%CE%B7%20%CF%84%CF%89%CE%BD%20%CE %BD%CE%B5%CE%BA%CF%81%CF%8E%CE%BD%3B%20%20.htm

52


λανθασμένες. Το ανθρώπινο σώμα είναι ο χώρος, που φιλοξενεί την ψυχή και όπως προαναφέραμε ο άνθρωπος είναι κτίσμα του Θεού. ΆΆρα η σωματική του αυτοδιαχείριση έχει κάποιους περιορισμούς. Θα πρέπει να χρησιμοποιεί το σώμα του με τέτοιο τρόπο που θα είναι ανάλογος των σκοπών του Θεού. Αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να το σέβεται. Με το σώμα της αυτοδιαχείρισης σώματος δεν προέκυψε μόνο το θέμα της καύσης, αλλά το θέμα της έκτρωσης ή ακόμα και της κλωνοποίησης. Είναι φανερό πως κρίνεται ο σκοπός και τα κίνητρα της αυτοδιαχείρισης από τον άνθρωπο. Η εκκλησία δεν έχει κανένα πρόβλημα αρκεί ο άνθρωπος να κάνει έργα που να προβάλουν τον δημιουργό του, την δόξα του Θεού και την αγάπη του προς αυτόν. Για παράδειγμα, η δωρεά οργάνων είναι αποδεκτή γιατί φανερώνει την αγάπη μας για τον συνάνθρωπο και αποτελεί μια πράξη ανιδιοτελής προσφοράς. Ενώ η κλωνοποίηση αποτελεί εγωιστική πράξη για να αναπαραχθεί ο εαυτός μας. ΌΌπως και με την έκτρωση ή την αυτοκτονία μόνο ο θεός έχει δικαίωμα να πάρει ή να δώσει ζωή. Η καύση ως πρακτική μπορεί να γίνει για πολλούς λόγους όμως φανερώνει την απαξίωση στο ανθρώπινο σώμα και κατ’ επέκταση την απαξίωση στον ίδιο τον Θεό. Αφού το ανθρώπινο σώμα είναι ναός του θεού και αγιάζεται μέσα από τα θεία μυστήρια. Ακόμα και η κηδεία αποτελεί το τελευταίο μυστήριο. ΆΆρα για την Εκκλησία η καύση δεν αποτελεί δικαίωμα σωματικής αυτοδιαχείρισης για τους πιστούς της και είναι μη επιτρεπτή. ΌΌμως το δικαίωμα της θρησκείας, δηλαδή το να πιστεύουν ή μη στον Ορθόδοξο Θεό είναι δικαίωμα του κάθε ανθρώπου και ο καθένας μπορεί να κάνει ότι θέλει αρκεί να μην προσβάλλει τον άλλο. Απλά δεν μπορεί να επιβληθεί η καύση για τους ορθόδοξους χριστιανούς ως πρακτική, αφού το δόγμα είναι αντίθετο. Βέβαια εξαιρείται η σωματική αυτοδιαχείριση ανιδιοτελής προσφοράς που έκανε ο ίδιος ο Χριστός ώστε να σώσει την ανθρωπότητα42. Τέλος, η εκταφή που γίνεται στα 3 χρόνια δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός, αλλά ούτε γίνεται για να προσβάλει την μνήμη του νεκρού. Το ανθρώπινο σώμα σε 3 περίπου χρόνια διαλύεται. Ορισμένα χρειάζονται 5-7 χρόνια, ανάλογα την μορφολογία του εδάφους και την θερμοκρασία. Στα τρία χρόνια 42

Εμμανουήλ Κ. Δουνδουλάκη, «Η καύση των νεκρών στην Ορθόδοξη Εκκλησία (Μελέτες Ορθοδόξου Θεολογίας», εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 83-89.

53


γίνεται εκταφή και ελέγχονται τα οστά του νεκρού. Αν έχουν λιώσει συλλέγονται τα υπολείμματα, τα οποία με σεβασμό πλένονται και τοποθετούνται σε ειδικό κιβώτιο. Στη συνέχεια γίνεται μνημόσυνο και διαβάζονται σχετικές ευχές από τον παπά. Αν παρατηρηθεί πως είναι παραμορφωμένα ή μυρίζουν πολύ άσχημα και δεν λιώνουν πιθανόν να είναι δείγμα πως ο νεκρός δεν έχει ηρεμήσει η ψυχή του λόγω αμαρτιών ή κάποιος τον καταράστηκε. ΆΆρα ο παπάς θα διαβάσει σχετική ευχή συγχώρεσης και θα ξανά βάλει τα κόκαλα στον τάφο μέχρι να λιώσουν. Αν τα λείψανα ευωδιάζουν και δεν λιώνουν πιθανόν να είναι ΆΆγιος άνθρωπος τότε τοποθετούνται ξανά μέσα και ελέγχονται με τα χρόνια. Η εκκλησία στη συνέχεια με συνεδρίαση της θα αποφασίσει τι θα κάνει συλλογικά. Είναι φανερό πάντως πως κάποιος που επιλέγει την καύση αφήνει μόνο στάχτες και αφανίζεται. 43 Επιπλέον, σύμφωνα με τον Γ. Μαντζαρίδη, καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, προβληματισμός υπάρχει για το τι θα πρέπει να κάνει αυτός που ως κληρονόμος ή συγγενής του νεκρού θα πρέπει να εκτελέσει την επιθυμία του. ΌΌταν έχουν τα ίδια πιστεύω φυσικά δεν τίθεται θέμα. ΌΌμως όταν η επιθυμία του να αποτεφρωθεί έρχεται σε κόντρα με την επιθυμία του Ορθόδοξου Χριστιανού, που είναι ζωντανός. Τι να κάνει; Να εκτελέσει την επιθυμία του νεκρού ακόμα και ενάντια στη συνείδηση του; Η αλήθεια είναι πως αν αγαπάς τον νεκρό, αλλά και ως συνάνθρωπο σου δεν μπορείς να επιτρέψεις την κάψη του σώματος του. Η ελευθερία που έχει ο άνθρωπος να επιλέξει θεολογικά και πρακτικά έχει όρια. Εξάλλου μην ξεχνάμε κανείς δεν μας ρώτησε για το αν θέλουμε να γεννηθούμε και κανείς δεν θα μας ρωτήσει για το αν θέλουμε να πεθάνουμε. ΆΆρα γιατί στον τρόπο ταφής μας να έχουμε άποψη; Η Εκκλησία πιστεύει η ελευθερία του ανθρώπου είναι στον τρόπο ζωής του, που πρέπει να είναι σύμφωνα με τον θέλημα του Θεού. Η ατομοκεντρική άποψη της εποχής μας είναι σε αντίθεση με τον χριστιανισμό, που κέντρο της είναι μόνο ο Θεός. Τα λείψανα των νεκρών είναι ιερά και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αποφασίσει να εξαφανίσει την πολιτισμική κληρονομιά μας. Η 43

«Η ταφή, η εκταφή και τα άλιωτα σώματα. Θεολογική προσέγγισης», Προσκυνητής, Πρόσβαση στις 2 Απριλίου 2014 στη διεύθυνση http://proskynitis.blogspot.gr/2011/07/blogpost_1354.html

54


ταφή έχει συμβολική σημασία, όπως το σιτάρι στα κόλλυβα πως θα αναστηθούμε. ΌΌταν ο άνθρωπος επιλέξει την καύση εξουδετερώνει την συμβολική αυτή πρακτική και δείχνει μη σεβασμό στο ανθρώπινο σώμα, που είναι βωμός του Θεού και του Αγίου Πνεύματος. Το να ρίξεις τα λείψανα στη θάλασσα και να τα σκορπίσεις δεν ηρεμείς έτσι τον νεκρό, αλλά ξεγελάς τον εαυτό σου και προσπαθείς να εξευτελίσεις την έννοια του θανάτου. ΌΌμως επομένως ο θάνατος είναι κοίμηση για την χριστιανική κοινωνία και το σώμα μας ανήκει στο Θεό.44 Αξιοσημείωτο είναι πως σύμφωνα με τον 7ο Κανόνα της Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο επιτάσσει, πως ο καθαγιασμός της Αγίας Τράπεζας μέσα στην Εκκλησία γίνεται με την τοποθέτηση των λειψάνων των αγίων της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας. Επομένως αν γίνει κάυση νεκρών τότε πως θα αναγνωριστούν οι ΆΆγιοι; Αφού μην ξεχνάμε πως μέσω της εκταφής γίνεται συνήθως η αναγνώριση ενός Αγίου. Πιο συγκεκριμένα, με την εκταφή, που συμβαίνει στα 3 χρόνια ελέγχεται αν ο νεκρός έλιωσε με την φυσική διαδικασία. Η εκταφή γίνεται με σεβασμό στο νεκρό για να γίνει μνημόσυνο και να πλυθούν με κρασί τα κόκαλα του, ενώ τοποθετούνται σε ειδικό κιβώτιο δίπλα στην εκκλησία. Αν δεν έχει λιώσει τον αφήνουν άλλα 3 χρόνια, επειδή φυσιολογικά το ανθρώπινο σώμα θέλει 5-7 χρόνια να διαλυθεί πλήρως. Αν μετά από αυτά τα χρόνια ο νεκρός δεν λιώνει τότε η εκκλησία οφείλει να παρέμβει. Αυτό μπορεί να συμβαίνει είτε λόγω μορφολογίας εδάφους και θερμοκρασίας είτε επειδή έχει αγιάσει, ώστε να κάνει θαύματα με τα λείψανα του και μετά θάνατον ως ΆΆγιος είτε επειδή η ψυχή του δεν έχει ηρεμήσει και μπορεί να είναι καταραμένος ή να είχε κάνει πολλές αμαρτίες. Για αυτό θα πρέπει να γίνει παρατήρηση των οστών. Είναι παραμορφωμένα ή ευωδιάζουν; Τα συμπεράσματα δεν είναι βεβιασμένα και απαιτεί προσοχή. Αν είναι παραμορφωμένα του διαβάζουν ευχή συγχώρεσης και περιμένουν να δουν αν θα ηρεμήσει η ψυχή και τα τοποθετούν στον τάφο. Αν ευωδιάζουν τότε κάνουν το μνημόσυνο και τα ξανά τοποθετούν στο τάφο περιμένοντας κάποια 44

Γεώργιος Μαντζαρίδης, «Η καύση των νεκρών από την άποψη της χριστιανικής ανθρωπολογίας και ηθικής», Myriobiblos, http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/tafi_i_kaysi_mantzaridis.html

55


χρόνια να δουν αν συνεχιστεί και μετά με σχετική σύνοδο της Εκκλησία θα αποφασιστεί αν θα ανακηρυχθεί ΆΆγιος ή όχι. Είναι φανερό πως η Εκκλησία δείχνει σεβασμό στο ανθρώπινο σώμα και η εκταφή γίνεται με παρουσία παπά και εργάτη, ο οποίος θα βοηθήσει στη διαδικασία. Οι συγγενείς αν θέλουν δίνεται η δυνατότητα να είναι παρών σε όλη τη διαδικασία. Η εκκλησία είναι προσεκτική σε αυτό. Είναι φανερό πως για τους πιστούς που θα επιλέξουν την καύση δεν αφήνουν κανένα οστό πίσω τους παρά μόνο στάχτες. ΆΆρα με την επιλογή της καύσης οι πιστοί χάνουν τα ΆΆγια λείψανα των Αγίων και τα θαύματα που απορρέουν από αυτά. Οι υπέρμαχη της καύσης είναι κυρίως λόγω αθεΐας, έλλειψης πίστεως στη μετα θάνατον ζωή. Η ορθοδοξία όμως πρεσβεύει την Ανάσταση των Νεκρών. Η ΆΆγια Τράπεζα συμβολίζει τον τόπο ταφής του Χριστού και πάνω στην Αγία Τράπεζα τελείται η Θεία Λειτουργία.45

45

Οικουμενικό Πατριαρχείο Ιερά Μητρόπολης Βελγίου, Λατρεία -Σύμβολα-Αγία Τράπεζα. Πρόσβαση στις 25 Απριλίου 2014 στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.enoria.be/index.php?option=com_content&task=view&id=24&Itemid=38

56


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σύμφωνα με τα παραπάνω είναι φανερό πως η καύση των νεκρών ως πρακτική στις μέρες μας λαμβάνει γενικά ευρεία αποδοχή από όλο και περισσότερες χώρες ως εναλλακτική πρακτική ταφής επίσημα μέσα στο Σύνταγμα τους. Βάση της αποδοχής της είναι η αντίληψη πως αποτελεί παγκόσμιο

ανθρώπινο

δικαίωμα

της

ελεύθερης

έκφρασης

της

προσωπικότητας και της Θρησκείας. Αυτό σημαίνει πως βάση Νόμου προστατεύεται και το αντίθετο δικαίωμα της αθεΐας, δηλαδή το δικαίωμα κάποιου να μην πιστεύει στο Θεό. Αρκετές χώρες έχουν κρεματόρια και ήδη το 70% του πληθυσμού τους, όπως η Ρουμανία και η Αγγλία επιλέγει την καύση. Ο προβληματισμός υπάρχει για τους λόγους που μπορούν να ωθήσουν κάποιον ώστε να επιλέξει την καύση αντί την ταφή. ΆΆλλοι λόγω ιδεολογίας δεν θέλουν να «σκουληκιάσουν» και θεωρούν πιο γρήγορο, οικονομικό, ασφαλή και υγιεινό τρόπο ταφής την καύση. Μάλιστα κατηγορούν τα νεκροταφεία ως εστίες μόλυνσης μέσα στις πόλεις και πως έτσι και αλλιώς η εκκλησία στα 3 χρόνια κάνει εκταφή του νεκρού. Μάλιστα αρκετοί υποστηρίζουν πως η καύση είναι πατροπαράδοτο έθιμο των αρχαίων Ελλήνων. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού η συνήθεια των αρχαίων Ελλήνων θεωρείται ειδωλολατρική και αποφεύγεται. Ο χριστιανισμός υιοθετεί την ολόσωμη ταφή των νεκρών σύμφωνα με την Αγία Γραφή. ΌΌμως κάποια έθιμα ταφής συνεχίζονται, όπως τα νεκρόδειπνα , το θρήνος και ο σεβασμός στο νεκρό. Εν κατακλείδι, η καύση όμως καταπατά αυτό τον σεβασμό στο ανθρώπινο σώμα, που είναι βωμός του Θεού. ΌΌμως η χριστιανοσύνη εκθέτει τις θεολογικές απόψεις της και αφήνει τους πιστούς της από μόνοι τους να αποφασίσουν. Πάντως είναι ξεκάθαρο πως είτε αποτεφρωθούν είτε ταφούν όλοι οι άνθρωποι θα αναστηθούν από τον Θεό την Δευτέρα Παρουσία για να κριθούν και εξάλλου την τελική κρίση την έχει ο ίδιος ο Θεός.

57


Είναι σημαντικό οι πιστοί να καταλάβουν την σπουδαιότητα της ολόσωμης ταφής. Οι αλλόθρησκοι μπορούν να καούν αλλά οι ορθόδοξοι χριστιανοί δεν επιτρέπεται από την εκκλησία. ΌΌπως προαναφέραμε μπορεί στην Αγία Γραφή να μην αναφέρει ξεκάθαρα πως η ταφή είναι ο μοναδικός τρόπος καύσης όμως ο ίδιος ο Χριστός θάφτηκε και σεβάστηκε το Ιουδαϊκό έθιμο. Εξάλλου ο άνθρωπος πήρε πνοή ζωής από το Θεό και από το χώμα απέκτησε πνεύμα και ζωή. ΈΈτσι αγιάστηκε το σώμα του και είναι οίκος του Αγίου Πνεύματος και στο χώμα με την φυσική εξέλιξη της ζωής θα πρέπει να γυρίσει. Επιπλέον, λόγω της παγκοσμιοποίησης ασκούνται πιέσεις στο Ελληνικό Κράτος να επισημοποιήσει την ύπαρξη κρεματορίου και στην Ελλάδα. Πράγματι το Ελληνικό Κράτος σεβόμενο την ιδιαιτερότητα των πολιτών του ως δημοκρατικό κράτος ψήφισε Νόμο όπου εκφράζει τις ανάγκες της μειοψηφίας για την καύση των νεκρών. ΌΌμως το Ελληνικό κράτος είναι θεοκρατικό κράτος με επίσημη θρησκεία την Ορθοδοξία (άρθρο 3 του Συντάγματος). Αυτό σημαίνει πως κάθε έκφραση θρησκειών μονοψηφίας θα πρέπει να σέβεται τα χρηστά ήθη. Εδώ υπάρχει προβληματισμός από την Εκκλησία καθώς όχι μόνο αλλόθρησκοι, αλλά και ορθόδοξοι χριστιανοί ζητάνε συνεχώς την καύση του σωρού τους. Θεολογικά η καύση των νεκρών αποδοκιμάζεται για τους ορθόδοξους χριστιανούς, αφού φανερώνει μη σεβασμό στο ανθρώπινο σώμα και στα πιστεύω της Εκκλησίας. Ο κάθε πιστός πρέπει να ξέρει τις υποχρεώσεις του και την θέση του. Για αυτό το λόγο η Εκκλησία παίρνει θέση και εξηγεί ξεκάθαρα γιατί είναι κατά της καύσης. Εξάλλου όταν κάποιος επιλέξει την καύση φανερώνει πως δεν πιστεύει στη μετα θάνατον ζωή και δεν έχει νόημα η εκκλησία να του κάνει ακολουθία ή μυστήρια, αφού κάθε τροπάριο αναφέρεται σε «κεκοιμημένο» και όχι σε καμένο. Δεν είναι αποδεκτή από την Εκκλησία η δικαιολογία πως δεν υπάρχει χώρος για κοιμητήρια, αφού ακόμα και για την καύση χρειάζεται χώρος για το κλίβανο. Μάλιστα η ύπαρξη κλιβάνου δεν είναι πιο υγιεινή, αφού θέλει συγκεκριμένες

πρακτικές

και

να

είναι

εκτός

πόλεως.

Μάλιστα

απελευθερώνονται χημικές ουσίες στο περιβάλλον τοξικές κυρίως από την καύση και όσο αυξάνεται η θερμοκρασία τόσο πιο τοξικές γίνονται.

58


Είναι φανερό πως για τους πιστούς που θα επιλέξουν την καύση δεν αφήνουν κανένα οστό πίσω τους παρά μόνο στάχτες. Ειδικά όταν πρόκειται για ΆΆγιο χάνονται τα ΆΆγια λείψανα του, όπου σύμφωνα με την Ζ Οικουμενική Σύνοδο θα πρέπει να τοποθετούνται και στην Αγία Τράπεζα. Τέλος, η δυνατότητα καύσης των νεκρών, εφόσον βέβαια υπήρξε επιθυμία του θανόντος δίνεται από το Ελληνικό Σύνταγμα και αποτελεί ατομικό δικαίωμα αυτοδιαχείρισης του σώματος, δηλαδή στη διάθεση του πτώματος του και τρόπου ταφής του. ΈΈτσι διαπιστώνουμε πως η καύση των νεκρών στα πλαίσια της έκφρασης της θρησκευτικής λατρείας είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα. Από το 2006 επιτρέπεται η ίδρυση αποτεφρωτηρίου στην Ελλάδα βάση Νόμου, αλλά ακόμα καθυστερεί η ίδρυση του για λόγους θρησκευτικούς.

59


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. ΑΛ. Μαζαράκης Αινίαν, ΌΌμηρος και Αρχαιολογία, Ινστιτούτο του βιβλίου Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2000. 2. Γεώργιος Βας. Σιέττος, «Νεκρικά ήθη και έθιμα. Αρχαιοελληνικά – Βυζαντινά – Νεοελληνικά», Κύβελη, Αθήνα 1997. 3. Γεώργιος Ν. Φιλάρετος, Δείπνα και Συμπόσια των αρχαίων Ελλήνων, Εκάτη 1907. 4. J. N. Coldstream, Γεωμετρική Ελλάδα, Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1997. 5. Μαζαράκης Αινίαν Α., «Λατρευτικά δείπνα στις κατοικίες των αρχόντων των πρωτογεωμετρικών και γεωμετρικών χρόνων», στο Ο Ομηρικός Οίκος, Πρακτικά του Ε’ Συνεδρίου για την Οδύσσεια, 11-14 Σεπτ.1987, Ιθάκη 1990. 6. Ainian Mazarakis, A. 1997, “From Rulers’ Dwellings to Temples: Architecture”, στο Religion and Society in Early Iron Age Greece (1100-700 B.C.) , Jonsered. 7. R. Hagg, “Funerary Meals in the Geometric Necropolis at Asine?”, στο The Greek Renaissence of the Eighth Century BC.: Tradition and Innovation. Proccedings of the second International Symposium at the Swedish Institute in Athens, 1-5 June 1981, Stockholm. 8. J. N. Coldstream, “Hero cults in the Age of Homer”, στο The journal of Hellenic Studies, Published by: The society for the Promotion of Hellenic Studies, vol96, 1976. 9. Εμμανουήλ Κ. Δουνδουλάκη, «Η καύση των νεκρών στην Ορθόδοξη Εκκλησία (Μελέτες Ορθοδόξου Θεολογίας», εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2003 10. Δαγτόγλου Π.Δ., «Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα», εκδ. Σάκκουλας, Αθήνα 2012 11. Μάνεσης Αριστόβουλος, «Συνταγματικά Δικαιώματα Α», τέταρτη έκδοση, εκδ. Σάκκουλας, Αθήνα 1982 12. Erwin Rohde, «Ψυχή - ἡ λατρεία τῶν ψυχῶν καί οἱ ἀντιλήψεις περί ἀθανασίας στους ἀρχαίους Ἕλληνες», μετάφραση Κ. Παυλογεωργάτου, Ιάμβλιχος 1998, τόμος Ι

60


13. Donna Kurtz & John Boardman, «Ἔθιμα ταφῆς στόν ἀρχαῖο ἑλληνικό κόσμο», μετάφραση Ο. Βιζυηνού - Θ. Ξένος, Ινστιτούτο του βιβλίου - Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1994 14. Βίος Συμεών του Στιλάτου, ΈΈκδοσις 2η Lietzmann 1908, 19 Γεωργίου Κ. Σπυριδάκη, "Τα κατά των τελευτών έθιμα των Βυζαντινών και των αγιολογικών πηγών", ανάτυπων του

Κ τόμου της επετηρίδας της

εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, Αθήνα 1950 15. Ηλεκτρονικό βιβλίο «Αποτέφρωση των νεκρών αίτημα του καιρού» , Αθήνα.

Πρόσβαση:

10

Μαρτίου

2014

στην

διεύθυνση

http://www.cremation.gr/book.pdf 16. Εφημερίδα της Κυβέρνησης, «NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 344» Τεύχος πρώτο, Αρ. φύλλου 57 ,15 Μαρτίου 2006. Πρόσβαση:10 Φεβρουαρίου 2014 στην διεύθυνση http://www.poeota.gr/_download/N.3448-2006.pdf, σελ 598 17. Βουλή των Ελλήνων, «Σύνταγμα της Ελλάδας. Πρόσβαση: 10 Φεβρουαρίου

2014

στη

διεύθυνση

http://www.teilam.gr/nomothesia/Syntagma.pdf 18. Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδας 11 Μαΐου 2010, «Αποτέφρωση Νεκρών» Πρόσβαση: 22 Φεβρουαρίου 2014 στη διεύθυνση http://www.imml.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=290:apot efrosi-nekrwn&catid=19:2012-01-29-11-12-07 19. Δημήτριος Σκαρβέλης, «Η καύση των Νεκρών και το Σύνταγμα», Myriobiblos: on the Library of the Church of Greece, Απριλίου

2014

στη

Πρόσβαση: 18 διεύθυνση:

http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/tafi_skarvelis.html 20. Ενημέρωσης Πενταπόσταγμα, «Ταφή ή καύση των νεκρών;», Πρόσβαση: 14

Φεβρουαρίου

2014

στην

διεύθυνση:

file:///C:/Documents%20and%20Settings/USER/%CE%95%CF%80%CE%B9% CF%86%CE%AC%CE%BD%CE%B5%CE%B9%CE%B1%20%CE%B5%CF %81%CE%B3%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1%CF%82/ptyxiakes%20r itas/PAPAS/%CE%A4%CE%B1%CF%86%CE%AE%20%CE%AE%20%CE% BA%CE%B1%CF%8D%CF%83%CE%B7%20%CF%84%CF%89%CE%BD% 20%CE%BD%CE%B5%CE%BA%CF%81%CF%8E%CE%BD%3B%20%20.h tm

61


21. Διακόνημα, «ΈΈθιμα των Βυζαντινών – Θάνατος – Ταφή», Πρόσβαση: 28 Μαρτίου

2014

στη

διεύθυνση

http://www.diakonima.gr/2013/08/03/%CE%AD%CE%B8%CE%B9%CE%BC %CE%B1-%CF%84%CF%89%CE%BD%CE%B2%CF%85%CE%B6%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%B D%CF%8E%CE%BD%CE%B8%CE%AC%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82%CF%84%CE%B1%CF%86%CE%AE/ 22. Παναγιώτη Ι. Μούμη, «Η καύση των σωμάτων», Ορθόδοξος Κόσμος, Πρόσβαση:

28

Μαρτίου

2014,

στη

διεύθυνση:

http://orthodox-

world.pblogs.gr/2008/10/tafh-h-kaysh-twn-swmatwn-ti-leei-h-hristianikhparadosh.html 23. «Η ταφή, η εκταφή και τα άλιωτα σώματα. Θεολογική προσέγγισης», Προσκυνητής, Πρόσβαση στις 2 Απριλίου 2014 στη διεύθυνση http://proskynitis.blogspot.gr/2011/07/blog-post_1354.html 24. «Τα μνημόσυνα και η ωφέλεια τους» Πρόσβαση: 15 Απριλίου 2014 στη διεύθυνση http://www.egolpion.com/mnhmosuna_wfeleia.el.aspx 25. Γεώργιος Μαντζαρίδης, «Η καύση των νεκρών από την άποψη της χριστιανικής

ανθρωπολογίας

και

ηθικής»,

Myriobiblos,

http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/tafi_i_kaysi_mantzaridis.html 26. Οικουμενικό Πατριαρχείο Ιερά Μητρόπολης Βελγίου, Λατρεία Σύμβολα-Αγία Τράπεζα. Πρόσβαση στις 25 Απριλίου 2014 στην ηλεκτρονική

διεύθυνση

http://www.enoria.be/index.php?option=com_content&task=view&id=24&Itemi d=38 27. Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαο «Το σήμερα, το χθες και το για πάντα της ταφής και της καύσεως των νεκρών»,myriobiblos, Πρόσβαση στις 12 Απριλίου 2014, στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/tafi_i_kaysi_hatzinikolaou.html

62


π. Εμμανουήλ Αντωνακάκης Πρωτοπρεσβύτερος-Καθηγητής Θεολόγος-master Βιοηθικής

Η ΔΙΑΚΟΠΗ ΣΗ΢ ΚΤΗ΢Η΢ ΤΠΟ ΣΟ ΠΡΙ΢ΜΑ ΣΗ΢ ΟΡΘΟΔΟΞΗ΢ ΠΑΣΕΡΙΚΗ΢ ΘΕΟΛΟΓΙΑ΢

Ορισμός-Ηθικά και κοινωνικά διλήμματα Η διακοπή της κύησης, που ονομάζεται και έκτρωση ή άμβλωση, είναι «η τεχνητή διακοπή ανεπιθύμητης κυήσεως με πρόωρη απομάκρυνση του εμβρύου από τη μήτρα».1Η πράξη αυτή, που συνδέεται με το βίαιο τερματισμό μιας εγκυμοσύνης, συνιστά ένα από τα μεγαλύτερα ηθικά προβλήματα στο χώρο της ιατρικής. Κι αυτό, διότι ως πράξη έρχεται σε αντίθεση με το βασικό σκοπό που επιτελεί η ιατρική επιστήμη, που δεν είναι άλλος από την υποστήριξη της ζωής και της υγείας του ανθρώπου. Η εκτροπή από την αρχή αυτή οδηγεί σε έντονους προβληματισμούς, ακόμα και από την αρχαιότητα. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι με τον όρκο του Ιπποκράτη υπόσχεται ο ιατρός λέγοντας: «ουδέ γυναικί πεσόνφθόριον δώσω<». Σο πρόβλημα αυτό καθιστά οξύτερο η άποψη διαφόρων παραγόντων της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής ότι η γυναίκα έχει το δικαίωμα να αποφασίζει μόνη της για τη τύχη του εμβρύου που κυοφορεί στη μήτρα της. Ευνόητο όμως είναι ότι η πράξη αυτή γεννά πολλά ηθικά και κοινωνικά διλήμματα. Κάθε λογικός άνθρωπος διερωτάται αν μια μητέρα αυτενεργώντας μπορεί να αποφασίζει μόνη της για την τύχη του εμβρύου το οποίο κυοφορεί. Αλήθεια, το κυοφορούμενο ανήκει αποκλειστικά και μόνο σ’ αυτήν; Ο σύζυγός της δεν έχει λόγο; Και ακόμα, το κυοφορούμενο παιδί δεν έχει δικαιώματα που πρέπει να τύχουν προστασίας; ΢ε τελευταία ανάλυση, «είναι λογικό να χαρακτηρίζεται ως ανθρώπινο δικαί-

Μπαμπινιώτη Γ., Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 1998, σ. 135.

1


ωμα κάτι, το οποίο συνεπάγεται τη στέρηση του δικαιώματος ζωής μιας ανθρώπινης υπάρξεως που άρχισε ήδη να διαμορφώνεται; 2 Σα ερωτήματα αυτά, που είναι μάλλον ηθικής φύσεως, συνδέονται με άλλα ερωτήματα που χρήζουν άμεσων και υπεύθυνων απαντήσεων. Οι απαντήσεις αυτές μπορούν να οδηγήσουν σε κάποια διέξοδο από το αδιέξοδο. Σο πρώτο και βασικό ερώτημα αναφέρεται στην αρχή της ζωής. Σο έμβρυο έχει ζωή; Αν ναι, όποιος τη διακόπτει βιαίως μήπως διαπράττει φόνο; Μήπως όμως το έμβρυο δεν έχει ζωή, αλλά αποτελεί μια μάζα κυττάρων; Αν αυτό γίνει δεκτό, μήπως οι ηθικοί ενδοιασμοί των γονέων και των γιατρών δεν υφίστανται; Μήπως χωρίς φόβο και συνειδησιακά προβλήματα μπορούν να προβούν στην διακοπή της κύησης; Η ανθρώπινη ζωή αρχίζει από τη σύλληψη ή από τη γέννηση; Σο έμβρυο συνιστά μια ανεξάρτητη ψυχοσωματική ύπαρξη, η οποία έχει τα δικά της δικαιώματα; Ποιος μπορεί να προσβάλει τα δικαιώματα αυτά με τη διακοπή της κύησης; Όλα αυτά λένε ότι το πρόβλημα της διακοπής της κύησης δεν είναι ένα απλό θέμα, αλλά συνιστά κεφάλαιο ιατρικό και βιοηθικό μέγα. Σα ηθικά ερωτήματα που σχετίζονται με τη διακοπή της κύησης είναι πολλά και σύνθετα.3 Η αρχή της ζωής, χωρίς αμφιβολία, αποτελεί το πιο βασικό ιατρικό και βιοηθικό θέμα. Οι αποφάσεις βιοηθικών επιτροπών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο για το θέμα αυτό, όπως είναι φυσικό, προβληματίζουν κάθε ενδιαφερόμενο άνθρωπο και μάλιστα σε πολύ μεγάλο βαθμό. Σα πορίσματα δεν οδηγούν σε ομόφωνες αποφάσεις.4 Όπως τονίσαμε παραπάνω, τα ηθικά ερωτήματα που σχετίζονται με την διακοπή της κύησης είναι πολλά και σύνθετα. ΢υνήθως δύο είναι οι απόψεις για την ηθική αντιμετώπιση της διακοπής της κύησης. Η μια Μαντζαρίδη Γ., Χριστιανική Ηθική, Χριστιανική Ηθική, Εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 417. 3Γαλανάκη Ε., Η λυτρωτική θανάτωση στην αρχαία Ελληνική γραμματεία-αυτοκτονία, ευθανασία, βρεφοκτονία. Διατριβή επί διδακτορία. Ιωάννινα 1996, σ.29. 4 «Είναι γνωστό ότι αρκετές βιοηθικές επιτροπές, που επιτρέπουν την έρευνα σε έμβρυα, θέτουν χρονικό περιορισμό τις 14 ημέρες από τη σύλληψη. Οι ίδιες ή μερικές φορές παρόμοιες επιτροπές επιτρέπουν, χωρίς καμιά ανάγκη για αιτιολόγηση, την έκτρωση μέχρι και τον τρίτο περίπου μήνα της κυήσεως (abortionondemand). Οι αποφάσεις αυτές πραγματικά δοκιμάζουν τη λογική μας, αφού αλληλοαναιρούνται ως προς την ουσία τους. Διότι η πρώτη απαγορεύει τη θανάτωση των εμβρύων για ερευνητικούς σκοπούς μετά τη δεύτερη εβδομάδα, ενώ η άλλη την επιτρέπει και μάλιστα για οποιοδήποτε λόγο, μέχρι και τον τρίτο μήνα. Γίνεται, νομίζω σαφές πως αυτές οι επιτροπές δεν αποφασίζουν με κύριο γνώμονα το ποιο είναι το έμβρυο (του οποίου τη θανάτωση συζητούν), αλλά κυρίως με γνώμονα το ποιες ανάγκες καλούνται να τακτοποιήσουν με την απόφασή τους και, επομένως, τα χρονικά όρια που θέτουν είναι ελαστικά και προσαρμόσιμα στις κάθε φορά νέες συνθήκες». (Παντελίδου Η., «Ποια είναι η ηθική αξία του εμβρύου στα αρχικά του στάδια;», στο περ. Η Δράσις μας, 2002, 417, 102-104). 2


υποστηρίζεται από τους «συντηρητικούς» και η άλλη από τους «προοδευτικούς».5 Η συντηρητική, όπως αποκαλείται, άποψη στρέφεται κατά της διακοπής της κύησης, επειδή τη θεωρεί ως φόνο. Τποστηρίζεται ότι το έμβρυο δεν διαφέρει από το νεογέννητο παιδί. Άρα, οι γονείς έχουν υποχρέωση να προστατεύσουν το έμβρυο όπως και το παιδί που έχει ήδη γεννηθεί. Αντίθετα, η προοδευτική, όπως αποκαλείται, άποψη «νομιμοποιεί» ηθικά την διακοπή της κύησης προβάλλοντας ως επιχειρήματα την αυτονομία και τη χειραφέτηση της γυναίκας. ΢ύμφωνα με την άποψή τους, όποιος απαγορεύει τη διακοπή της κύησης ενεργεί αντίθετα με τη βούληση των γυναικών εκείνων που αρνούνται την εγκυμοσύνη και τη γέννηση ενός παιδιού. Βασικό τους σύνθημα είναι το εξής: «Ένας νόμος που νομοθετεί περισσότερα κακά από ό,τι καλά αποτελέσματα είναι ένας κακός νόμος».6 Σο επιχείρημα λοιπόν αυτό στρέφεται όχι κατά της πράξης αυτής καθ’ αυτής αλλά κατά των νόμων εκείνων που την απαγορεύουν. Γι’ αυτούς τίθεται το ερώτημα εάν το έμβρυο αποτελεί ανθρώπινο όν και κατ’ επέκταση πρόσωπο. ΢το μεγάλο αυτό θέμα της διακοπής της κύησης η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ξεκάθαρες θέσεις.

Διακοπή της κύησης και Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, από τα πρώτα χρόνια της ιστορικής της πορείας, ασχολήθηκε με το θέμα αυτό και οι θέσεις της ήταν συγκεκριμένες. Για την Εκκλησία το θέμα που αφορά τη διακοπή της κύησης είναι ξεκάθαρο. Η προσέγγισή του γίνεται με καθαρά πνευματικά κριτήρια, τα οποία εδράζονται στην πίστη ότι ο άνθρωπος ως εικόνα του δημιουργού Θεού ζει ως ανεξάρτητη ύπαρξη από την πρώτη ακόμα στιγμή της σύλληψής του. Η αρχή της ζωής τοποθετείται στη γονιμοποίηση, δηλαδή στην ένωση του ωαρίου με το σπερματοζωάριο. Σο έμβρυο από την πρώτη στιγμή της ζωής του είναι εμψυχωμένο. Η πίστη στην εμψύχωση του εμβρύου από τη στιγμή της συλλήψεώς του αποτελεί πάγια και άκαμπτη δογματική θέση της Εκκλησίας, η οποία υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος «είναι ψυχοσωματικός από την πρώτη στιγμή της υπάρξεώς του, από τη γονιμοποίησή του».7Οι Πατέρες της Εκκλησίας με επιμονή ταύτισαν την εμψύχωση με τη σύλληψη, λόγο των ποιμαντικών αναγκών της εποχής τους. Οι θέσεις τους, επομένως, ήταν επίκαιρες και σκόπιμες. « Ο σκοπός τους ήταν να αποδεί5

Νικολαϊδη Απ., Προβληματισμοί Χριστιανικού Ήθους, Αθήνα 2000, σσ. 412-416 Νικολαϊδη Απ., ο.π.π, 416 7 Φατζηνικολάου Ν., «Ανθρώπινη ζωή: Με αρχή, δίχως τέλος-Εκκλησιαστική οπτική στην προβληματική για το πότε αρχίζει η ζωή», στην Εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 1 Ιουνίου 2003 ή στο www. Bioethics. org.gr. 6


ξουν ότι η νέα πίστη που έρχεται να αναπληρώσει όλες τις ειδωλολατρικές δοξασίες και τις φλήναφες ρητορείες των φιλοσόφων είχε τη δική της θέση στο ζήτημα της εμψύχωσης και κατ’ επέκταση στο ζήτημα της αρχής της ζωής».8 ΢τα πατερικά κείμενα έχουμε μεγάλο αριθμό αναφορών στο θέμα αυτό, που τονίζουν ότι «άμα δε το σώμα και η ψυχή πέπλασται, ού το μεν πρότερον, το δε ύστερον κατά του Ωριγένους ληρρήματα», όπως έγραψε ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός. 9 Κατά την αγιοπατερική και εκκλησιαστική γραμματεία το γεγονός της αρχής της ζωής θεωρείται ιερό. Με τη γονιμοποίηση αρχίζει η βιολογική και η αιώνια ζωή. Η Εκκλησία «με ιδιαίτερο σεβασμό αντικρίζει μια ψυχή που οικοδομεί την αιώνια και θεϊκή προοπτική της. Σε κάθε σύλληψη έχουμε αρχή ατέρμονης αιωνιότητος, γέννησης ανεπανάληπτου προσώπου, ξεκίνημα ακατάλυτου αυτεξουσίου. Αυτό το γεγονός, όσο συχνό και καθημερινό κι αν είναι ως βιολογικό συμβάν, είναι μοναδικό ως πνευματικό.10 Επίσης «η βιολογική αρχή του ανθρώπου είναι σημαντικότερο γεγονός από τον θάνατο. Διότι μαζί με τον χρόνο δίνει στον άνθρωπο την αιωνιότητα, ενώ ο θάνατος τον απαλλάσσει από τη χρονικότητα».11 Η Εκκλησία, λοιπόν, μπροστά σ’ αυτό το ιερό μυστήριο της αναπαραγωγής του ανθρώπου στέκεται με ιδιαίτερο σεβασμό. Πιστεύει και διακηρύττει ότι ο άνθρωπος αποτελεί μια ενιαία ψυχοσωματική ύπαρξη από την πρώτη στιγμή της συλλήψεώς του. Αυτό αποτελεί πάγια δογματική θέση της. Γι’ αυτό και η διακοπή της ζωής του εμβρύου σε οποιοδήποτε χρονικό στάδιο ισοδυναμεί με φόνο. Η πράξη αυτή παραβιάζει το αναφαίρετο δικαίωμα της ζωής. Η Ορθόδοξη Εκκλησία ασχολήθηκε πολύ με το θέμα αυτό από τα πρώτα ακόμα χριστιανικά χρόνια, επικυρώνοντάς τις θέσεις της με αποφάσεις τοπικών και Οικουμενικών ΢υνόδων. Η Εκκλησία στρέφεται κατά της πράξης διακοπής της κύησης θεωρώντας την ως παράβαση της βασικής θεϊκής εντολής «ου φονεύσεις».12 ΢το βιβλίο «Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων» τονίζεται ρητά η απαγόρευση της διακοπής της κύησης με την προτροπή «Ου φαρμακεύσεις, ου φονεύσεις τέκνον εν φθορά ουδέ γεννηθέντα αποκτενείς».13 Σο «εν φθορά»

Γρινιεζάκης Μ., Νομική επάρκεια ή ανεπάρκεια στα σύγχρονα επιτεύγματα της ιατρικής βιοτεχνολογίας, Ηράκλειο 2000, σ. 107. 9 Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις Ορθοδόξου Πίστεως. PG. 94:921. 10 Φατζηνικολάου Ν., Ελεύθεροι από το Γονιδίωμα- Προσεγγίσεις Ορθόδοξης Βιοηθικής, Αθήνα, Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας, 2002, σ. 160. 11 Φατζηνικολάου Ν., όπ. π., σ. 161. 12Έξ. 20, 15. 13 Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων ΙΙ, 2, ΒΕΠ 2, 215. 8


υπονοεί σαφώς την έκτρωση.14 ΢το ίδιο πνεύμα και με τις ίδιες φράσεις αναφέρεται και η «Επιστολή του Βαρνάβα».15 Από τα κείμενα αυτά και από πολλά άλλα προκύπτει η ξεκάθαρη άποψη της Εκκλησίας για τη μη θανάτωση του παιδιού. Δεν γίνεται διάκριση μεταξύ γεννημένου και αγέννητου παιδιού. Δηλαδή, η Εκκλησία δεν διαχωρίζει το παιδί που βρίσκεται στην κοιλιά της μητέρας του από εκείνο που έχει ήδη γεννηθεί. ΢ημαντική, επίσης, είναι η διάκριση που κάνουν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς Σερτυλλιανός και Θεοδώρητος Κύρου16 μεταξύ «εξεικονισμέ-νου» και μη «εξεικονισμένου» εμβρύου με αφορμή ένα παλαιοδιαθηκικό κείμενο17, το οποίο φαίνεται να κάνει τη διάκριση αυτή. Αλλά και ο Μέγας Βασίλειος για το ίδιο αυτό θέμα γράφει: «Η φθείρασα κατ’ επιτήδευσιν, φόνου δίκην υπέχει΄ Ακριβολογία δε εκμεμορφωμένου και ανεξεικονίστου παρ’ ημίν ουκ έστιν».18 Η ερμηνεία που δίδει ο Θεοδώρητος Κύρου στο σχετικό παλαιοδιαθηκικό κείμενο είναι διευκρινιστική, δηλαδή τονίζει ότι το χωρίο αυτό δεν αναφέρεται στο πότε ενώνεται η ψυχή με το σώμα, αλλά στην τιμωρία εκείνου που διαπράττει το φόνο κατά του εμβρύου.19 ΢ύμφωνα με την πατερική θεολογία δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ εξεικονισμένου και μη εξεικονισμένου εμβρύου, δηλαδή η ψυχοσωματική οντότητα του εμβρύου υφίσταται από τη σύλληψή του. Σο ίδιο βεβαιώνει το γεγονός της συνάντησης της Θεοτόκου με την εγκυμονούσα Ελισάβετ, η οποία ανεφώνησε και είπε : «ευλογημένη σύ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου».20 Βεβαιώνεται, έτσι, ότι «η ψυχοσωματική ενότητα του σεσαρκωμένου Λόγου ως εμβρύου και προσώπου στη μήτρα της Φωρεπισκόπου Αρσινόης Γεωργίου, «Προβλήματα βιοηθικής και η στάση της Εκκλησίας-Άμβλωση», στο περ. Απόστολος Βαρνάβας, 2002, 6, σ., 273. 15 Βαρνάβα Επιστολή ΦΙΦ, 5, ΒΕΠ 2, 242. 14

«Σι εστιν εξεικονισμένον; Υασί του σώματος εν τη μήτρα τελείου διαπλασθέντος, τότε ψυχούται το έμβρυον. Και γαρ του Αδάμ το σώμα πρότερον ο Ποιητής διαπλάσας ούτως ενεφύσησε την ψυχήν. Κελεύει τοίνυν ο νομοθέτης γυναικός εγκύμονος αμβλωσάσης εν μάχη, ει μεν εξεικονισμένον ον εξέλθη το βρέφος, τουτέστι μεμορφωμένον, μη λογίζεσθαιφόνον, επειδή περουδέπωψυχωθένεξημβλώθη». (Θεοδώρητου Κύρου, Εις την έξοδον 48, PG 80, 272d-273a). 17 «Εάν δε μάχωνται δύο άνδρες και πατάξωσι γυναίκα εν γαστρί έχουσαν και εξέλθη το παιδίον αυτής μη εξεικονισμένον, επιζήμιον ζημιωθήσεται, καθότι αν επιβάλη ο ανήρ της γυναικός, δώσει μετά αξιώματος, εάν δε εξεικονισμένον η, δώσει ψυχήν αντί ψυχής, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, χείρα αντί χειρός, πόδα αντί ποδός, κατάκαυμα αντί κατακαύματος, τραύμα αντί τραύματος, μώλωπα αντί μώλωπος».(Έξ. 21, 22-25). 18 Μ. Βασιλείου, Προς Αμφιλόχιον περί εικόνων, ΕΠΕ 1, 191. 19ΝικολαϊδηΑπ., όπ.π., σ. 419. 20Λουκ. 1, 39-45. 16


Υπεραγίας Θεοτόκου, καθώς το άλλο έμβρυο, ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος σκιρτά στην κοιλιά της μητέρας του και η Ελισάβετ αποκαλύπτει εν αγίω Πνεύματι την εγκυμοσύνη και τον ευλογημένο καρπό της Παρθένου Μαρίας».21 Πέραν αυτών, πρέπει να τονίσομε ότι η Εκκλησία δίδει τόση μεγάλη βαρύτητα στο θέμα αυτό, ώστε με κανόνες που έχει θεσπίσει επιβάλλει επιτίμια στις γυναίκες εκείνες που προχωρούν στη διακοπή της κύησης.22,23 Από τα παραπάνω φαίνεται ότι η Εκκλησία καταδικάζει την διακοπή της κύησης, την οποία θεωρεί φόνο, άρα πράξη καταδικαστέα και κολάσιμη. Αυτή είναι η δογματική θέση της Εκκλησίας. Σο έμβρυο είναι άνθρωπος και μάλιστα εικόνα του Θεού με αιώνιο και αθάνατο προορισμό. Για το νέο αυτό άνθρωπο μεριμνά ο Θεός, όπως ακριβώς μεριμνά και για κάθε άλλο άνθρωπο. Αυτό διαπιστώνεται από πάρα πολλά χωρία τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης.24 Ο Γρηγόριος Νύσσης στο έργο του «Περί ψυχής και αναστάσεως» κάνει λόγο για την ταυτόχρονη δημιουργία της ψυχής και του σώματος και τονίζει ότι «μίαν και την αυτήν ψυχής τε και σώματος αρχήν της συστάσεως».25Αυτό σημαίνει ότι η ψυχή και το σώμα έχουν κοινή στιγμή που έρχονται στην ύπαρξη. Δηλαδή δεν προηγείται η δημιουργία της ψυχής από το σώμα ή το αντίθετο. Ομοίως, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό «άμα δε το σώμα και η ψυχή πέπλασται, ου το μεν πρότερον, το δ’ ύστερον..».26Δηλαδή η δημιουργία του σώματος και της ψυχής είναι ταυτόχρονη. Ούτε η μία προηγείται ούτε η άλλη έπεται κατά τη δημιουργία. Βεβαιώνεται δηλαδή το ταυτόχρονο της ψυχοσωματικής δημιουργίας του ανθρώπου. Σην άποψη αυτή ενισχύει και ο άγιος Μάξιμος ο Υανάρα Β., Τποβοηθούμενη αναπαραγωγή - Ηθικοκοινωνική προσέγγιση, Θεσσαλονίκη, 2000, σ. 37. 22«Σας τα αμβλωθρίδιαδιδούσας φάρμακα και τας δεχομένας τα εμβρυοκτόνα δηλητήρια, τω του φονέως επιτιμίω καθυποβάλλονται» (91ος Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής ΢υνόδου). 23 «Περί των γυναικών των εκπορνευουσών και αναιρουσών τα γεννώμενα, και σπουδαζουσών φθόρια πιείν, ο μέν πρώτερος όρος μέχρι εξόδου εκώλυσε και τούτω συντίθενται. Υιλανθρωπότερον δε τι ευρόντες, ωρίσαμεν δεκαετή χρόνον, κατά τους βαθμούς τους ωρισμένους» (21ος Κανών της εν Αγκύρα ΢υνόδου). 24 « Εκ κοιλίας μητρός μου εκάλεσε το όνομά μου..» (Ησαΐας 49,1). «Και νυν ούτω λέγει Κύριος ο πλάσας με εκ κοιλίας δούλον εαυτώ του συναγαγείν τον Ιακώβ..» (Ησαΐας 49, 5). «Πρό του με πλάσαι σε εν κοιλία επίσταμαί σε και προ του σε εξελθείν εκ μήτρας ηγίακάς σε, προφήτην ει έθνη τεθεικά σε» (Ιερεμ. 1,5). «Ότε δε ευδόκησεν ο Θεός ο αφορίσας με εκ κοιλίας μητρός μου και καλέσας δια της χάριτος αυτού αποκαλύψαι τον υιόν αυτού εν εμοί,..»(Γαλ. 1,15). 25 Γρηγορίου Νύσσης, Περί ψυχής και αναστάσεως 84, PG 46, 125c. 26 Ιωάννου του Δαμασκηνού, Έκδ. ορθ. Πίστεως 2,2, PG 94, 921. 21


Ομολογητής λέγοντας ότι «ούκ έστιν ουνόλως σώμα δυνατόν ή ψυχήνευρείν ή λέγειν άσχετον. Θατέρω γάρ άμα συνεισάγεται το τινός είναι θάτερον, ώστε ει προϋπάρχει θατέρουθάτερον, ως τινός προσυπακουστέον. Η γαρ σχέσις ακίνητος».27 Γίνεται λοιπόν φανερό ότι «η Ορθόδοξη παράδοση βλέπει το ταυτόχρονο της γέννησης ψυχής και σώματος στον άνθρωπο και τη σημασία της συνύπαρξής τους. Υπό την έννοια αυτή, η βιολογική αρχή σηματοδοτεί την ψυχοσωματική γέννηση του ανθρώπου».28 Αυτό σημαίνει ότι ο θάνατος του σώματος σε οποιαδήποτε φάση της ζωής συνιστά φόνο και μάλιστα έγκλημα, το οποίο καταδικάζουν οι κανόνες της Εκκλησίας. Ώστε, χωρίς καμία συζήτηση η Εκκλησία απορρίπτει την πράξη της διακοπής της κύησης. Η θέση αυτή της Εκκλησίας είναι διαχρονική και ομόφωνη. Γι αυτό και την ίδια αυτή αλήθεια τόνισε το Διεθνές Επιστημονικό ΢υνέδριο, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη από 28 Αυγούστου έως 2 ΢επτεμβρίου 2002, με πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, για την εξέταση του θέματος «Η δημιουργία του κόσμου και η δημιουργία του ανθρώπουΠροκλήσεις και προβληματισμοί του 2000». ΢το ΢υνέδριο αυτό τονίστηκε το μήνυμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο μεταξύ άλλων υπογράμμισε και τα εξής: Ουδείς δύναται να αμφισβητήσει ότι το «μυστήριον» της ζωής από του κυτταρικού σταδίου μέχρι του σχηματισμού συνθέτου οργανισμού περιστρέφεται πέριξ της εννοίας της «υπάρξεως». Επομένως η κύησις είναι στάδιον αναπτύξεως ενός εξ αρχής αυτονόμου ζωντανού οργανισμού, μιας ανθρώπινης υπάρξεως η οποία ούτως ή άλλως θα ολοκληρωθή εις μεταγενέστερον χρονικόν στάδιον. Κατά συνέπειαν δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συμφώνως προς την Ορθόδοξον πίστιν η άμβλωσις είναι πράξις πολλαπλώς απευκτέα.29 Η Εκκλησία στηρίζει και τονίζει πάνω απ’ όλα το ρόλο και την ευθύνη της μητέρας έναντι του κυοφορούμενου εμβρύου. Προσπαθεί ταυτόχρονα με τη ζωή του εμβρύου να προστατεύσει και την ίδια τη ζωή της μητέρας που προβαίνει στη διακοπή της κύησης. Ενδέχεται η διακοπή της εγκυμοσύνης, είτε αυτή είναι εκούσια είτε είναι ακούσια, να βλάψει

Μαξίμου Ομολογητού, Φιλοσοφικά και θεολογικά ερωτήματα, Αθήνα, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1978, σ.222. 28Αρχιμ. Φατζηνικολάου Ν., «Ανθρώπινη ζωή: Με αρχή, δίχως τέλος-Εκκλησιαστική οπτική στην προβληματική για το πότε αρχίζει η ζωή», Εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 1 Μαΐου 2003, ή www. Bioethics.org.gr. 29 Μήνυμα του «Διεθνούς Επιστημονικού ΢υνεδρίου» στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, « Η δημιουργία του ανθρώπου-Προκλήσεις και προβληματισμοί του 2000», στο Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Βιοηθική και βιοθεολογία, όπ.π., σσ. 367-372. 27


σωματικά και πνευματικά και την ίδια τη μητέρα. Μπορεί π.χ. να της στερήσει την ικανότητα για μια επόμενη εγκυμοσύνη αλλά και να της δημιουργήσει ψυχολογικά προβλήματα, όπως τύψεις, ενοχές, μελαγχολίες, εφιάλτες, καθώς και την αίσθηση καταρράκωσης της αξιοπρέπειάς της.30 Και στην περίπτωση ακόμα που η διακοπή της κύησης επιβάλλεται για λόγους ανωτέρας βίας, όπως είναι οι θανατηφόρες ασθένειες, οι νοητικές ανεπάρκειες κ.ά., η απόφαση της μητέρας είναι δύσκολη. Σα εμφανιζόμενα ως αλληλοσυγκρουόμενα ηθικά προβλήματα στις περιπτώσεις αυτές μπορούν να επιλυθούν μόνο με μια συμπεριφορά αγάπης και εμπιστοσύνης από μέρους των πνευματικών πατέρων, που και αυτή βασίζεται στην εμπιστοσύνη και στην πρόνοια του Θεού. Αναφέρονται περιπτώσεις ανθρώπων που ξεπέρασαν τα ηθικά τους διλήμματα με τη θαυματουργό δύναμη της προσευχής.31 Απίστευτο, ίσως, θεωρείται από τους πολλούς ότι πολλές περιπτώσεις τέτοιων θαυμάτων έχουν ιδεί το φως της δημοσιότητας. Για την Εκκλησία «η διακοπή της κύησης είναι διακοπή της ζωής. Και η διακοπή της ζωής αποφασίζεται αναρμοδίως με κριτήρια ωφελιμιστικά. Η Χριστιανική ηθική αντίληψη για τη ζωή και το θάνατο διαφέρει από τη λεγόμενη «κοινωνική ηθική». Η πνευματική ηθική μιλάει για θυσία, για υπομονή, για σταυρό, για Γολγοθά, για πόνο, για στέρηση, για άσκηση, για ανάσταση, για δικαίωση, για αγώνα, για θέωση. Που πάνε όλα αυτά, ενώπιον της αποφάσεως για διακοπή της κύησης επειδή το παιδί που έρχεται είναι προβληματικό; Τελικά, ποιος μπορεί να μας πείσει πως το θέλημα του Θεού δεν είναι για μας ευλογία;».32 Η Εκκλησία κατά καιρούς έχει εκφράσει επίσημα τη θέση της για το θέμα της διακοπής της κύησης. ΢υγκεκριμένα, τον Οκτώβριο του 1937 η Εκκλησία της Ελλάδος καταδίκασε ομόφωνα τόσο την αποφυγή της τεκνογονίας όσο και τις εκτρώσεις. Η σχετική εγκύκλιος μεταξύ άλλων τονίζει και τα εξής: «Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος μετά πολλής λύπης διεπίστωσε ότι μια από τας χαρακτηριστικοτέρας κακίας του αιώνα μας, μια ομολογουμένως εκφυλιστική τάσις και εκδήλωσις, η αποφυγή της τεκνογονίας και τεκνοτροφίας, τείνει να σαλεύσει τας βάσεις της οικογενείας και καταστρέψει την ηθικήν έννοιαν του γάμου. Της κακίας τούτης πρώτη μεν εκδήλωσις είναι η λεγομένη άμβλωσις ή έκτρωσις<».33

ΝικολαϊδηΑπ., όπ.π., σ. 421. ΝικολαϊδηΑπ., όπ.π. 32Αρχιεπισκόπου Αθηνών Φριστοδούλου, «Τπερηχογραφικός Προγεννητικός έλεγχος: Η Ορθόδοξη Θεολογική Άποψη», στο περ. Εκκλησία , 2006, 3, 174-178. 33 ΢πάρου Π., «Εκτρώσεις: Μια σύγχρονη κοινωνική πληγή», στο περ. Άγκυρα Ελπίδος,2004,20,36. 30 31


Ομοίως, η με αριθμό 3397/29.5.1968 εγκύκλιος της Εκκλησίας της Ελλάδος προς τους Ορθοδόξους Έλληνες αναφέρει: «Πλείστοι σύζυγοι εις την πατρίδα μας έχουν παρασυρθεί υπό του επιδημικού κύματος των εγκληματικών εκτρώσεων και διαπράττουν το έγκλημα της εξοντώσεως του καρπού των σπλάχνων των». Και συνεχίζει πιο κάτω σημειώνοντας και τονίζοντας τις αγιάτρευτες συνέπειες των εκτρώσεων. «Αι εκτρώσεις δημιουργούν αθεράπευτα ψυχικά τραύματα και πλέγμα πιεστικής ενοχής εις την συνείδησιν πολυαρίθμων γονέων και του θεράποντος ιατρού. Δημιουργούν τύψεις εις την συνείδησιν, μαρασμόν εις την καρδίαν, θλίψιν και στενοχωρίαν εις την ψυχήν, βαρείαν και καταθλιπτικήν ενοχήν, ήτις προέρχεται εκ του ότι δι’ αυτών αφαιρείται μια ζωή άνευ δικαιώματος και παρά πάντα θείον και ανθρώπινον νόμον. Τοιουτοτρόπως η ειρήνη και η χαρά εξαφανίζονται εκ της οικογενείας εκείνης, εις την οικίαν της οποίας πλανώνται αι σκιαί των ανθρωπίνων υπάρξεων, αίτινες εθυσιάσθησαν εις τον Μολώχ του εγωϊσμού ωρισμένων ανθρώπων. Το αίμα των φονευμένων πλασμάτων του Θεού βοά και κράζει ενώπιον του θρόνου και ταράσσει και αναστατώνει την ψυχήν των παιδοκτόνων γονέων και ιατρών, οι οποίοι κατεπάτησαν θείους και ανθρώπινους νόμους».34 Επίσης, στο ίδιο θέμα αναφέρεται και η με αριθμό 2426/ 1-4-1986 εγκύκλιος της Ιεράς ΢υνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος η οποία ενημερώνει σχετικά τον πιστό λαό και υπογραμμίζει την αντίθεσή της για τη νομιμοποίηση των εκτρώσεων, σύμφωνα πάντα με τις δογματικές αλήθειες της Ορθοδόξου πίστεως. Σο κείμενο έχει ως εξής:35«Προς Τον ευσεβή Λαό το Πλήρωμα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αγαπητοί αδελφοί, Είναι σε όλους γνωστό, ότι πριν από μερικά χρόνια ορισμένοι κύκλοι προκάλεσαν το ζήτημα των εκτρώσεων, που από τότε παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις. Το γεγονός αυτό επιβάλλει στην Εκκλησία μας να μην αφήσει τα τέκνα της απληροφόρητα, αλλά να τα πληροφορήσει όσο το δυνατόν πιο υπεύθυνα. 1. Το ζήτημα αυτό δεν είναι πρόσφατο. Η αμαρτία είναι πολύ παλαιά. Και εκτρώσεις εγίνοντο πάντοτε. Αλλά δεν εύρισκαν καμιά από πουθενά δικαίωση. Η κοινωνία αντιδρούσε σωστά. Εστιγμάτιζε το κακό. Και η διδασκαλία της Εκκλησίας μας εγίνετο δεκτή από όλους. Γιατί όλοι ήξεραν και διακήρυτταν ότι το παιδί μέσα στην κοιλιά της μητέρας του είναι ολόκληρος και τέλειος άνθρωπος από την αρχή της συλλήψεώς του. 2. Τώρα τελευταία όμως, ορισμένοι κύκλοι βλέπουν το θέμα αυτό εντελώς διαφορετικά. Ισχυρίζονται ότι ο άνθρωπος μέσα στην κοιλιά της μητέρας του για μεγάλο χρονικό διάστημα είναι ΢πάρου Π., όπ.π., σ. 36. Η ΙΕΡΑ ΢ΤΝΟΔΟ΢ ΣΗ΢ ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ΢ ΣΗ΢ ΕΛΛΑΔΟ΢. ΕΓΚΤΚΛΙΟ΢ 2426. Αριθ. Πρωτ. 1169. Διεκπ. 523/1-4-86 34 35


απλώς ένα κομμάτι από το μητρικό σώμα, χωρίς ψυχή και δική του ζωή. Σαν συνέπεια αυτής της γενικής τοποθετήσεως, η απαγόρευση της εκτρώσεως παραστήθηκε σαν παρέμβαση στο ατομικό δικαίωμα της γυναίκας να διαθέτει το σώμα της, όπως θέλει. Και ζητείται από την Κυβέρνηση να νομιμοποιήση τις εκτρώσεις, διότι τάχα έτσι θα λυθεί ένα κοινωνικό πρόβλημα, μια αδικία εις βάρος των γυναικών, που συμβαίνει να έχουν ανεπιθύμητη σ’ αυτές σύλληψη και κυοφορία. Και ισχυρίζονται ότι το κράτος οφείλει να μεριμνά για την υγεία τους, που σήμερα με τις συνθήκες που γίνεται η έκτρωση, κινδυνεύει. 3. Τα προβλήματα αυτά δεν αφήνουν ασυγκίνητη την Εκκλησία. Γιατί η Εκκλησία δεν έκανε ποτέ συμβιβασμό με κανενός είδους καταπίεση και κοινωνική αδικία. Η Εκκλησία όχι απλώς συμφωνεί ότι πρέπει να γίνουν τα προβλήματα αυτά αντικείμενο κοινωνικής μέριμνας από την πλευρά του κράτους, αλλά και υπερθεματίζει. Γιατί κάθε μορφή αδικίας πρέπει να λείψει από τη ζωή. Όμως στην περίπτωση των εκτρώσεων το θέμα είναι διαφορετικό. Γιατί εκτός από την γυναίκα έγκυο υπάρχει και ένα άλλο πρόσωπο, το έμβρυο, που έχει ίση με αυτή ανθρώπινη ιδιότητα και ίσα δικαιώματα ζωής. Γιατί το έμβρυο, όπως είπαμε, είναι πλήρης, τέλειος και ολόκληρος άνθρωπος από τη στιγμή της συλλήψεως. Και συνεπώς η έκτρωση είναι φόνος. Φόνος εκ προμελέτης. Είναι μια ενέργεια, που στερεί έναν άνθρωπον από το υπέρτατο αγαθό, την ζωή. Και πρέπει να τονιστεί, ότι ακόμη κι αν υποτεθεί, ότι την ζωή στον άνθρωπο την δίνει η μητέρα του, αυτό δεν της δίνει το δικαίωμα και να την αφαιρεί όποτε θέλει. Και συνεπώς κάθε γυναίκα που κάνει έκτρωση είναι ένας απαίσιος φονιάς. Και όχι μόνο η μητέρα, αλλά και ο πατέρας και κάθε πρόσωπο που συνεργεί στο απαίσιο αυτό έγκλημα, έστω και μόνο με συμβουλή και υπόδειξη, είναι φονιάδες. 4. Η διδασκαλία της Εκκλησίας είναι αδαμάντινη. Και σήμερα έχει αποδειχθεί και επιστημονικά. Περιοριζόμαστε να υπενθυμίσωμε μόνο την δήλωση των αξίων κάθε επαίνου γι’ αυτήν ενενήντα δύο καθηγητών της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ότι ο άνθρωπος έχει δική του ζωή από τη στιγμή της συλλήψεώς του. Ακόμη σήμερα έχει επιστημονικά αποδειχθεί, ότι ένα παιδί μπορεί να αποκτήσει ζωή και έξω απο το σώμα μιας γυναίκας (παιδί του σωλήνα), και ότι, αν η επιστήμη ήξερε να το συντηρήσει, θα ζούσε έξω από το σώμα της γυναίκας και θα μεγάλωνε χωρίς να έχει ανάγκη την γυναίκα αυτή. Και είναι τερατώδες μια γυναίκαμητέρα να αρνείται την ζωή σ’ ένα παιδί της γιατί της δίνει βάρος. Και γι’ αυτό κάθε ενέργεια που διακόπτει την ζωή ενός εμβρύου αποτελεί ειδεχθές έγκλημα. Και κάθε είδους συμβολή ή συμβουλή για να γίνει έκτρωση, αποτελεί ηθική αυτουργία για φόνο. 5. Γι’ αυτό η Ιερά Σύνοδος, αφού εμελέτησε υπεύθυνα το θέμα αποφάσισε: α) Κάνει έκκληση στην Κυβέρνηση, όχι μόνο να αποφύγει να θεσπίσει διατάξεις που θα «νομιμοποιούν» το έγκλημα των εκτρώσεων, αλλά και να αντιμετωπίσει το θέμα στην ευρύτερη κοινωνική του σημασία, ώστε με την θέσπιση των καταλλήλων μέτρων (επιχορήγηση των μη εργαζομένων μητέρων, μεγαλυτέρα ενίσχυση των


πολυτέκνων, ίδρυση αναλόγων νηπιακών και παιδικών σταθμών κ.ά.) να πάψει η έκτρωση να αποτελεί την «καλύτερη» λύση. β) Κάνει έκκληση σε όλους τους ευσεβείς χριστιανούς να αποφεύγουν με κάθε τρόπο την έκτρωση, γιατί αποτελεί φόνο εκ προμελέτης, αμαρτία θανάσιμη, που τιμωρείται με αυστηρά εκκλησιαστικά επιτίμια, και, χωρίς μετάνοια, επιφέρει την στέρηση της βασιλείας του Θεού. γ) Καλεί όλους τους ευσεβείς χριστιανούς σε εκστρατεία διαφωτίσεως του λαού μας και των αρμοδίων, επί του σοβαροτάτου αυτού ηθικού προβλήματος. δ) Ευλογεί όλους εκείνους, που θέτουν επάνω από τις πρόσκαιρες δυσκολίες και σκοπιμότητες την ευθύνη έναντι του Θεού και του μεγάλου χαρίσματός Του, της ζωής, και θέλουν να κυβερνάει την ζωή τους το φώς του θελήματος του Θεού και το καθήκον».


Πρεσβύτερος Ευάγγελος Ζαφειρόπουλος, Θεολόγος, Εφημέριος Ενορίας Αρμένων Ρεθύμνου

ΑΙΡΕ΢ΕΙ΢ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗ΢ΚΕΤΣΙΚΕ΢ ΟΡΓΑΝΨ΢ΕΙ΢ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΘΕΨΡΗ΢Η ΣΗ΢ ΜΕΣΕΝ΢ΑΡΚΨ΢Η΢

ΠΡΟΛΟΓΟ΢ Η Ορθοδοξία μας δεν είναι ένας εγκόσμιος οργανισμός, δεν είναι ένα ανθρώπινο σύστημα, είναι βασιλεία του Θεού, σώμα Φριστού 1, κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Είναι «ἡ σκηνή τοῦ Θεοῦ μετά τῶν άνθρώπων», η «καινή Ἱερουσαλήμ ἡ καταβαίνουσα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ», «ἡ ἁγία καί καθαρά πόλις». Ἡ ορθοδοξία είναι ότι γνησιότερο, ότι ωραιότερο, ότι ιερότερο, ότι αγιότερο υπάρχει στον κόσμο. Η ελπίδα της σωτηρίας του κόσμου βρίσκεται μόνο σ’ αυτήν2. Γι’ αυτό και ο διάβολος θέλει να την εξοντώσει και έπειτα μάλιστα από την επικράτηση του χριστιανισμού συγκέντρωσε τις δυνάμεις του στα εσώτερα μέρη της εκκλησίας, ταράζοντάς την με τις πλάνες, τις αιρέσεις και τα σχίσματα. Υθονείται η Ορθοδοξία από παντού. Υθονείται και κινδυνεύει ο θησαυρός της Εκκλησίας απ’ τον διάβολο και τα όργανά του που θέλουν να τον αμαυρώσουν και να τον αφανίσουν. Δεν πρέπει, ωστόσο, ποτέ να λησμονούμε ότι πίσω από κάθε ψευδοδιδάσκαλο και αιρεσιάρχη του παρελθόντος και μέχρι των ημερών μας, είναι ο ίδιος ο διάβολος που θέλει να πλανά τον κόσμο για να τον οδηγήσει στην απώλεια. Οι αιρετικές και πλανεμένες αποκλίσεις δεν είναι απλές ανθρώπινες απόψεις, αλλά έμμονες σατανικές ιδέες. Η Ορθοδοξία όμως χρησιμοποιεί δύο όπλα για να υπερασπισθεί το θησαυρό της αληθείας της: α) το λόγο του πνεύματος από τη Θεία Γραφή καί β) τη Θυσία των Μαρτύρων και Ομολογητών της3. Ο μεν λόγος ήταν εκείνος που έλαμψε στις Αγίες ΢υνόδους όπου οι Θεοφόροι Πατέρες συγκρούσθηκαν με τους αιρετικούς, δεν υποχώρησαν και δεν συμβιβάσθηκαν ούτε στο παραμικρό. Ήταν αποφασισμένοι και γεμάτοι από μαχητικό φρόνημα όπως μας μαρτυρούν οι πηγές. Η δε θυσία έλαμψε στα βάσανα, τις εξορίες, στις στερήσεις, τις κακουχίες των τέκνων της που ήταν έτοιμοι να υποστούν τα πάντα παρά Β Κορ. 5,17 & Σιτ. 3,4-7 Εβρ. 2,14-15 3 Αποκ. 7,14 1 2


να την προδώσουν και να την αρνηθούν. Γι’ αυτό και σήμερα, μέσα στη γενική πτώση των αξιών η Ορθοδοξία μας ως Ευαγγελίστρια Φριστού, καλεί τον κόσμο στη σωτηρία και στην δοξολογία του προαιώνιου Θεού. Για το θέμα των αιρέσεων πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν πως αυτές αποτελούν πλέον παρελθόν. Αυτό οπωσδήποτε δεν είναι αλήθεια, μάλιστα μπορούμε να πούμε ότι σήμερα είναι περίοδος που όχι μόνο αυξάνονται τα μέλη των αιρετικών δοξασιών και παραθρησκευτικών οργανώσεων, αλλά πολλαπλασιάζονται και αυτές οι ίδιες οι αιρέσεις, οι οποίες εκμεταλλευόμενες τις πνευματικές αναζητήσεις του σύγχρονου ανθρώπου, υπόσχονται εκπλήρωση των πνευματικών και ψυχικών του επιθυμιών. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι όλες σχεδόν οι νεοφανείς αιρέσεις και παραθρησκευτικές ομάδες στηρίζονται στη δοξασία του Κάρμα και της Μετενσάρκωσης. Πολλοί ισχυρίζονται πως η μετενσάρκωση εναρμονίζεται με την «ἐν Φριστῷ ἐλπίδα» καί πως αποτελούσε διδασκαλία της πρώτης Εκκλησίας, γεγονός που οπωσδήποτε αποτελεί τη μεγαλύτερη διαστροφή της αλήθειας και της Ορθόδοξης Θεολογίας. Οι σκέψεις που ακολουθούν, αποτελούν μία προσπάθεια προσέγγισης στο μεγάλο αυτό θέμα της Μετεμψύχωσης, που απασχολεί αρκετούς συνανθρώπους μας στις ημέρες μας. Μέσα στα Κεφάλαια της εργασίας αυτής καταδεικνύονται εν συντομία οι ιστορικές απαρχές της καθώς και βασικές πτυχές της διδασκαλίας των θιασωτών αυτής της θεωρίας. Σα συμπεράσματα που βγαίνουν από την παρακάτω μελέτη ομόφωνα αποδεικνύουν ότι η Μετενσάρκωση δεν ταυτίζεται με την Ανάσταση επισημαίνοντας παράλληλα πως ότι υπάρχει ένα βαθύτερο νόημα στη ζωή ανεξάρτητο από τις όποιες συνθήκες αυτού του βίου.

ΚΕΥΑΛΑΙΟ Α´ ΟΡΙ΢ΜΟ΢ ΣΗ΢ ΑΙΡΕ΢ΕΨ΢ 1. Η έννοια της αιρέσεως. Ο Φριστιανισμός, σαν φαινόμενο τόσο υψηλό, ήταν φυσικό επακόλουθο να γίνει σημείο έρευνας μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών προελεύσεων, πνευματικού επιπέδου και διαφόρων αντιλήψεων. Επομένως δεν ήταν δυνατό όλοι να τον κατανοήσουν. Γι' αυτό από τα πρώτα χρόνια που φανερώθηκε έγιναν πολλές λανθασμένες αλλαγές. Όπως θα δούμε, ζούσαν ακόμα οι Άγιοι Απόστολοι και είχε αρχίσει η παρερμηνευμένη γραμμή από την αληθινή διδα-


σκαλία. Οι καινούριοι Φριστιανοί αμέσως δεν μμπορούσαν να διαγράψουν όλα τα στοιχεία που είχαν σχέση με τη πρώτη τους θρησκεία. Οι συνήθειες, τα έθιμα και ο τρόπος σκέψεως τους είχαν επηρεασθεί από την παλιά θρησκεία. Ο Φριστιανισμός κηρύχθηκε αρχικά προς τους Ιουδαίους και στους ειδωλολάτρες ή εθνικούς. Τπήρχε όμως διπλός κίνδυνος να αναμμιχθούν ιουδαϊκά στοιχεία με ειδωλολατρικά στοιχεία. Η ανάμιξη ή η παρέκκλιση από την αληθινή, ανόθευτη και ορθή διδασκαλία, οδήγησε στις αιρέσεις4. 2. Η έννοια της αιρέσεως στους Αρχαίους Έλληνες. Σην έννοια της αιρέσεως την συναντάμε μέσα στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία κυρίως ως φιλοσοφική αίρεση ή φιλοσοφική θεωρία. Η φιλοσοφική αίρεση είναι μια φιλοσοφική σχολή που δημιουργήθηκε από κάποιο φιλόσοφο ο οποίος δημιούργησε ένα σύστημα φιλοσοφικών αρχών. Παλαιότερα χρησιμοποιούσαν την λέξη «αίρεση» για τους οπαδούς των διαφόρων φιλοσοφημάτων π.χ. Πλατωνικοί, Επικούριοι κ.λ.π. Για τους επόμενους Έλληνες υπήρχε και άλλη έννοια του όρου «αίρεσις». Ο Διογένης, όμως, ο Λαέρτιος5 που περιέγραψε τα φιλοσοφικά συστήματα της εποχής του μας δίνει και τον ορισμό της αιρέσεως. Αυτός λέγει «αἳρεσιν μέν λέγομεν τήν λόγω τινί κατά τό φαινόμενον ἀκολουθοῦσαν ἤ δοκοῦσα ἀκολουθεῖν<». Επίσης με την ίδια έννοια και άλλοι κλασικοί συγγραφείς6 χρησιμοποιούν την λέξη «αίρεσις». Γενικώτερα η ιδέα πού κυριαρχούσε για το τι είναι αίρεση στην αρχαία Ελλάδα φαίνεται από το παρακάτω χωρίο: «Σό μέν ἀγενές καί γυναικῶδες τῆς αἳρέσεως νά ἀφήσωμε, τό δέ τῆς ἱστορίας οἰκεῖν ἃμα καί χρήσιμον ἐξεταζέσθω»7.

Αίρεσις α) εκ του αφηρημένου ρήματος αιρώ (κυριεύω, συλλαμβάνω, άλωση, σύλληψις), β) εκ του αφηρημένου αιρούμαι ( εκλέγω, εκλέγομαι, προτίμησις, δικαίωμα εκλογήςπροτιμήσεως). Ο Ηρόδοτος έλεγε: « δυών οδών παρευουσεών δίδωμι αίρεσιν υπό πέραν βούλεσι τραπέσθαι». Ηροδ. 1,11. Ο Αισχύλος έλεγε: «δυσίν λόγοιν σε θατέρω δωρήσομαι ποίον, πρόδειξον αίρεσιν τ΄μοί δίδου». Αισχύλου Προμηθέας 779. Η λέξη αίρεσις, επίσης σημαίνει: προαίρεση, γνώμη, βούληση, φιλοσοφική αίρεση, φιλοσοφική θεωρία, δόγμα, θρησκευτική αίρεση, αίρεση ιδιωματική, δυστροπία σε ανθρώπους και ζώα. Για περισ. βλ. Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια, τόμος β΄ σελ. 819 Αθήνα 1927. 5 Διογένης ο Λαέρτιος, 10, 18-19 H. S. Long Oxonii σελ. 17. 6 ΢οφοκλέους Προμηθεύς 770: «Πότερα δ΄αν η νέμος τι αίρεσιν, λάβοις φίλοις ανιών αυτός ηδονάς έχει ή κοινώς εν κακοίσι λυπείσθαι ξυνών». Πλάτωνος Πολιτικός: «Αύτη η κρατίστη αίρεσις». Πλάτωνος Νόμοι Ν 7346: «Η βούλησις της αιρέσεως των βίων». Πλάτωνος Πρωταγόρας 357Α: «Εν ορθή αιρέσει». Πλάτωνος Γοργίας 455Β: «όταν περί ιατρών αιρέσεως ή ... σύλλογος». 7 Πολύβ. Β 56, 9 4


3. Η έννοια της αιρέσεως στην εποχή της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. ΢τη μετάφραση των εβδομήκοντα δεν υπάρχει ο όρος «αἳρεσις» με την γενική σημασία της εκλογής8. ΢πουδαιότερη όμως είναι η σημασία της στον Ελληνιστικό Ραβινικό Ιουδαϊσμό. Ο Ιώσηπος9 χαρακτηρίζει ως αίρεση τις θρησκευτικές κοινότητες καθώς και κάθε θρησκευτική ΢χολή των Ιουδαίων10. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Φ. οι χριστιανοί εχαρακτηρίζοντο ως «αιρετικοί» υπό την έννοια της θρησκευτικής ομάδας σύμφωνα με την διακήρυξη περί ανεξιθρησκίας των Μεδιολάνων11. Σην εποχή της Καινής Διαθήκης οι ΢αμαρείτες12 όπως γνωρίζουμε είχαν αποχωρισθεί από τους Ιουδαίους και για αυτούς αργότερα οι χριστιανοί αυτοκράτορες είχαν πάρει αυστηρά μέτρα εναντίον τους επειδή τους θεωρούσαν αποσχισματικούς. Τπήρχαν όμως και άλλες Ιουδαικές αιρέσεις. Όπως οι ΢αδουκαίοι13 που αρνούνταν την ανάσταση των νεκρών, οι Υαρισαίοι14, οι Μασβωθαίοι15 που αρνούνταν την πρόνοια του Θεού, οι Εβιωναίοι16, που αρνούνταν την άσπορο γέννηση του Φριστού καθώς και οι Εσαίοι που ήταν πιστοί στην παράδοση. Μέσα στην Καινή Διαθήκη η λέξη «αἳρεσις» χρησιμοποιείται με διαφορετικές ερμηνείες. ΢τις Πράξεις των Αποστόλων διαφορετικά17. ΢τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου χρησιμοποιείται με κακή έννοια σημαίνει κυρίως διχοστασίες18, φθόνοι κ.α. ΢την Β΄ Πέτρου19 και στην προς Σίτον επιστολή του Αποστόλου Παύλου20 φανερώνει την απόκλιση από την ορθή διδασκαλία. Απ’ αυτά συμπεραίνουμε ότι αίρεση είναι η απομάκρυνση, η φυγή από την ορθή διδασκαλία της χριστιανικής πίστεως και κάθε διαφωνία προς την δογματική διδασκαλία της αληθινής εκκλησίας και αποκοπής της κοινωνίας και ενότητας με την Εκκλησία. Ακόμη και από αγαθή συνείδηση απαγορεύεται η αλλαγή, η συμπλήρωση ή διόρθωση κάποιου χωρίου της Αγίας Γραφής21. Ο Απόστολος Παύλος πρώτος απευθύνεται στον Απόστολο Σίτο και του επισημαίνει να απομακρύνεται από τους Γέν. 49, 5. Λευιτ. 22, 18 και 22, 21. Α΄ Μακ. 8, 30 Ιωσήπου, Ιστορία Ιουδαϊκού Πολέμου 11, 19 10 Ιωσήπου, Αρχαιολογία, 13, 171 και 17, 41 11 Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, 52, ΘΗΕ τόμος Θ΄ σελ. 284. 12 Παναγιώτου Μπρατσιώτου, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, Αθήνα 1937 σελ. 66. 13 Ματθ. 22, 23. Πραξ. 5, 11. 14 Πραξ. 15, 5 και 26, 5. 15 Αποστολικαί Διαταγαί, 6, 6. ΒΕΠΕ΢ τόμος Β΄ σελ. 97. 16 Αποστολικαί Διαταγαί, 6, 7. ΒΕΠΕ΢ τόμος Β΄ σελ. 97. 17 Πραξ. 24, 5. 2, 4,14. 28, 22 18 Γαλ. 5, 20 19 Β΄ Πέτρ. 2, 11 20 Σίτ. 3, 10-11. 21 Μάρκου ΢ιώτου, Αι Δογματικαί Παραλλαγαί του Κειμένου της Καινής Διαθήκης, Α΄ Προλεγόμενα, Αθήνα 1960. 8 9


αιρετικούς «αἳρετικόν ἂνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ»22. Η Εκκλησία της Καινής Διαθήκης αποστρέφεται τις αιρέσεις. Σις θεωρεί βλαβερές για την ενότητα της χριστιανικής κοινότητας. Ο Απόστολος Παύλος23 αυτούς που διαστρέφουν το Ευαγγέλιο τους αναθεματίζει προαναγγέλλοντας την τιμωρία τους μάλιστα δε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης24 τους ονομάζει Αντίχριστους και λέει στους πιστούς ότι πρέπει να διακόπτουν κάθε σχέση ακόμη και τον χαιρετισμό γιατί όποιος τους χαιρετάει είναι σαν να συμμετέχει στα πονηρά τους έργα. 4. Η έννοια της αιρέσεως κατά στους Πατέρες της Εκκλησίας. Οι Αποστολικοί Πατέρες είναι αυτοί που χειροτονήθηκαν από τους Αποστόλους λ.χ. Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, Πολύκαρπος ΢μύρνης κ.α. Αυτοί οι Πατέρες κατάλαβαν ότι πίσω από τους αιρετικούς κρύβονται οι ειδωλολάτρες οι οποίοι με φανατισμό προσπάθησαν και αγωνίσθηκαν να διασπάσουν την ειρήνη, την ενότητα και την ευταξία της εκκλησίας. Γι’ αυτό το λόγο ο Θεοφόρος Ιγνάτιος επαινεί τους χριστιανούς που ζούσαν με ομόνοια και ευταξία και διατηρούσαν ανόθευτον την διδασκαλίαν του Φριστού. Ονομάζει τις αιρέσεις ως εφευρέσεις του διαβόλου: «Υεύγετε οὖν τάς αἳρέσεις τοῦ διαβόλου γάρ ἐφευρέσεις<»25. Κατά τον Επιφάνιον Κύπρου αίρεση είναι η κακόδοξη γνώμη πλανεμένων ανθρώπων οι οποίοι εσχίσθησαν από την Ευαγγελικήν διδασκαλίαν26, ενώ ο Μέγας Βασίλειος ονομάζει τους αιρετικούς «ἐχθρούς τῆς ἀληθείας, λύκους βαρεῖς, ζύμη πονηρίας καί βλάσφημους»27. Ο Μέγας Αθανάσιος28 από την πλευρά του χαρακτηρίζει τους αιρετικούς «προδρόμους του αντιχρίστου» χαρακτηρίζοντάς τους ως «ἐνεργήματα τοῦ διαβόλου καί κατηγόρους τῆς ἀληθείας». Μετά από τα παραπάνω θα μπορούσαμε συμπερασματικά να πούμε ότι η «αἳρεσις» είναι κάθε απομάκρυνση από την ορθή διδασκαλία της χριστιανικής πίστεως. Κάθε παρέκκλιση από το δόγμα της Εκκλησίας και παρερμηνεία των Γραφών, κατά τα προτεσταντικά πρότυπα, προκαλεί διάβρωση στο σώμα της Εκκλησίας αποπροσανατολίζοντας τους πιστούς.

Σίτ. 3, 10. Γαλ. 1, 8. Β΄ Κορ. 11, 13-15. 24 Β΄ Ιω. 10-11. 25 Ιγνατίου Θεοφόρου, Προς Εφεσσίους, 6, 1 ΒΕΠΕ΢ τόμος Β΄ σελ. 265. Προς Σραλλιανούς 10 ΒΕΠΕ΢ τόμος Β΄ σελ. 302. 26 Επιφανίου ΢αλαμίνος, Βίος PG 41σελ. 108 27 Μ. Βασιλείου, Επιστολή 71, ΕΠΕ τόμος Β΄ σελ. 14. Επιστολή 72, ΕΠΕ τόμος Β΄ σελ. 20. Επιστολή τοις Δυτικοίς, ΕΠΕ τόμος Β΄ σελ. 28. Επιστολή 75 Προς Ιταλούς και Γάλλους Επισκόπους ΕΠΕ τόμος Β΄ σελ. 38. 28 Μ. Αθανασίου, Κατά των Αρειανών, ΒΕΠΕ΢ τόμος Η΄, σελ. 123 22 23


ΚΕΥΑΛΑΙΟ Β΄ ΜΕΣΕΜΧΤΦΨ΢Η Ή ΜΕΣΕΝ΢ΑΡΚΨ΢Η 1. Η μετεμψύχωση γενικά. Η Μετεμψύχωση ή μετενσάρκωση απασχολεί αρκετούς ανθρώπους ακόμη και στις ημέρες μας. ΄Εχει πάρει διαστάσεις τέτοιες, που δεν θα το περίμενε κανείς για την εποχή μας. Σι είναι όμως η μετεμψύχωση; Κατ’ αρχήν δεν θα έπρεπε να μιλάμε για Μετεμψύχωση, αλλά για μετενσάρκωση ή μετενσωμάτωση. Διότι δεν πρόκειται για εμψύχωση της ψυχής, αλλά για μετάβασή της σε διάφορα κάθε φορά σώματα. Μετεμψύχωση ή μετενσάρκωση είναι η διδασκαλία, η οποία υποστηρίζει ότι η ψυχή μετά τον θάνατο περνάει σε διάφορα σώματα ανθρώπων ή ζώων ή εντόμων ή δέντρων και φυτών και διανύει και μία άλλη ζωή με σκοπό να πετύχει την ηθική καθαρότητά της ή να τιμωρηθεί για τις αμαρτίες της. Η ανακύκληση αυτή μπορεί να κρατήσει και ολόκληρες χιλιετίες. Ο Βούδας29, για παράδειγμα, όπως υποστηρίζουν οι μαθητές του, υπέστη 550 γεννήσεις και μετενσαρκώσεις. Κι αυτό είναι ίσως μία εξήγηση στο γεμάτο απαισιοδοξία και πόνο κήρυγμά του. Ο Irving S. Cooper30 δίνει τον παρακάτω ορισμό για την μετεμψύχωση: «Μετεμψύχωση είναι η διαδικασία του να λαμβάνει η ψυχή συνεχώς νέα σώματα. Είναι ένα γεγονός που λαμβάνει χώρα σ’ ολόκληρο το σύμπαν, όχι μόνο στο ανθρώπινο βασίλειο, αλλά σε όλη τη φύση». Πολλοί στην μετενσάρκωση βλέπουν ένα υποκατάστατο της αθανασίας. Ήδη η μυθολογία κάνει λόγο για μυθικούς προγόνους, που μεταμορφώνονταν σε βράχους, δένδρα ή τελετουργικά αντικείμενα. Η εξαφάνισή τους δεν ήταν οριστική. Από τη μια μεριά αγρυπνούσαν για την προστασία των ανθρώπων και από την άλλη μετενσαρκώνονταν αδιάκοπα. Σο μόριο της «ζωής» που εμφύσησαν κατά το σχηματισμό των ανθρώπων, αποτελεί ένα είδος αθάνατης ψυχής. ΢το βάθος κάθε άτομο μετενσαρκώνει τουλάχιστον εν μέρει ένα μυθικό πρόγονο, αλλά δεν μαθαίνει αυτό καθ’ αυτό το μυστήριο παρά μόνο στο τέλος της μυήσεώς του. Η μετενσάρκωση, δηλαδή, δεν είναι παρά μια άρνηση του θανάτου. Παρά το λανθασμένο δρόμο, που ακολουθεί, θέλει να δείξει με τον τρόπο της, πως ο θάνατος μπορεί να ξεπερασθεί. Δεν είναι το τέρμα της ζωής˙ καί τον θάνατο δεν τον διαδέχεται η πλήρης εξαφάνιση. Η ανθρώπινη ψυχή εξακολουθεί να υπάρχει σε άλλη μορφή, μέσα σε ένα άλλο σχήμα, με αποτέλεσμα να έχουμε εξαφάνιση όχι όμως εκμηδένιση. Είτε συμβολική, είτε σαν φαινόμενο οντολογικό, ή πραγματικό όπως πραγματικά

π. Φαραλάμπους Καμηλάκη, Βουδισμός και Φριστιανισμός, Μια Θρησκειολογική Προσέγγιση, Ρέθυμνο 2006 σελ. 33 κεξ. 30 Irving S. Cooper, Η Μετενσάρκωση, Μια Ελπίδα για τον Κόσμο, Μτφ από τα Γαλλικά, Αιμιλίας Ίβου, Θεοσοφικές Εκδόσεις, Αθήνα 1975, σελ. 9-10. 29


παρουσιάζεται η μετεμψύχωση έχει σαν κύριο σκοπό νά δείξει πως παρά τις αδιάκοπες παρεμβάσεις του θανάτου για τη διακοπή της ζωής, η ζωή συνεχίζεται, ανανεώνεται και πλουτίζεται, διότι η νέα γέννηση έχει μια ζωτικότητα ανώτερη από την προηγούμενη. Έπειτα από αυτά δεν είναι ανεξήγητο γιατί η μετεμψύχωση έχει κάτι το ελκυστικό για τους ανθρώπους της εποχής μας. Παρουσιάζεται και σήμερα με πολύ ενδιαφέρον. Θεωρείται σαν κάτι το νέο και αξιοπερίεργο και για τον Ασιατικό και για το Δυτικό κόσμο. Άλλωστε σημείωνε μεγάλη άνθηση στα μέσα του 17ου αιώνα και ιδιαίτερα του 18ου αιώνα στους Ευρωπαίους διανοούμενους. Πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι προτιμούν την Μετεμψύχωση και όχι την Ανάσταση. Η Μετεμψύχωση τοποθετεί τον άνθρωπο σ’ ένα μυστηριώδες σύμπαν. Λέγει ο C.J. Ducasse: ότι «ο άνθρωπος σήμερα είναι περισσότερο δεμένος σε μια κοσμολογία παρά σε μια ανθρωπολογία. Να μετενσαρκώνεσαι δεν σημαίνει να εισέρχεσαι μέσα στη λογική της συνολικής πραγματικότητας. Και αυτό αρέσει σε μερικούς Δυτικούς που είναι κουρασμένοι από τον περσοναλισμό ή την ευρωπαϊκή ατομοκρατία και επιθυμούν να ξαναβρούν τους δεσμούς με τη φύση. Ή να βυθιστούν στη γεμάτη μυστήριο Ανατολή»31. Πέρα όμως από αυτή την εξήγηση, στο βάθος της θεωρίας της μετεμψύχωσης κρύβεται, όπως είπαμε, ο καθολικός πόθος της αθανασίας και η χωρίς περιορισμούς διάρκεια της υπάρξεως. Αυτά είναι προκαταβολικά δεδομένα μέσα στην μετενσάρκωση. Η ανθρώπινη ύπαρξη εδώ δεν έχει ένα αυστηρά καθορισμένο και μοναδικό προορισμό. Οι αδιάκοπες εναλλαγές αφήνουν πάντα κάποια ελπίδα βελτιώσεως. Ο ατακτοποίητος εσωτερικά και ακόρεστος άνθρωπος τρομάζει, στην ιδέα μιας σύντομης ζωής. ΢την Μετεμψύχωση όμως βρίσκει μια εύκολη λύση. Και ακόμα κάποια απάντηση για την αδικία και ανισότητα, που ταλανίζουν την ανθρωπότητα. Γενικότερα η μετενσάρκωση παρουσιάζεται, από τους οπαδούς της, σαν «πανάκεια»32και σαν «γεγονός» που φωτίζει περισσότερο από κάθε άλλη θεωρία τα σκοτεινά προβλήματα που αναφέρονται στη συγκρότηση του ανθρώπου, τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, την πορεία της εξελίξεως και το απώτερο του προορισμού του. Άλλωστε ένας «Διδάσκαλος»33 υποστηρίζει ότι «η μετενσάρκωση και το Κάρμα είναι οι αναγκαιότερες διδασκαλίες για τη Δύση»34. Ένα κλασικό κείμενο καθορισμού της μετενσάρκωσης θεωρείται και το εξής: «Όπως C. J. Ducasse, A΄ Critical Examination of the Bebite in the Life after Death, Springfield 1961. Δημήτρη Δώριζα, Η Δευτέρα Παρουσία, Εσωτερικός Φριστιανισμός, εκδ. Γ΄ Αθήνα 2001, σελ. 32. 33 Αρχ. Φριστοφόρου Σσιάκα, Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Αιρέσεων και Παραθρησκείας, εκδ. Ιεράς Μονής Σροοδοτίσσης Κύπρου. Βλπ. Ινδουϊσμός, σελ. 434,437. 34 Μ. Παγκαβάδ Γκιτά, Ενθάρυνση του Αρζούνα από τον Κρίσνα, Κέντρο Γιόγκας Αθηνών, Αθήνα 1982, σελ. 3. 31 32


κάθε άνθρωπος αφήνει τα φορέματά του τα παλιά για να πάρει τα καινούργια, έτσι και η ψυχή πετάει τα σώματα της κι άλλα ντύνεται, καινούργια. Σην ψυχή σπαθί δεν κόβει ούτε και φωτιά την καίει, νερό δεν την μαλακώνει, ούτε την ξεραίνει αγέρας. Γι’ αυτό τη λένε άκοφτη, άκαυτη κι αμαλάκωτη, αμάραντη κι αχάλαστη, κι ολούθε πώς περνάει άναρχη κι αμετάβλητη, αόρατη, ανείπωτη, απάθητη, τέτοια σαν ξέρεις την ψυχή δεν πρέπει να λυπάσαι». Η Α. Besant35και ο Cooper36 από τους πιο αντιπροσωπευτικούς εκπρoσώπους της μετενσαρκώσεως, καθορίζουν o καθένας ξεχωριστά ως εξής τις θεωρίες τους. Η A. Besant υποστηρίζει: «΢ύμφωνα με τη θεωρία της μετενσαρκώσεως, της εσωτερικής φιλοσοφίας, υπάρχει ένα ατομικοποιημένο στοιχείο που ζει μέσα στο ανθρώπινο σώμα και το ζωογονεί και όταν το σώμα πεθάνει πηγαίνει σε ένα άλλο σώμα ύστερα από ένα χρονικό διάστημα, μεγάλο ή μικρό. Έτσι οι διαδοχικές σωματικές ζωές είναι δεμένες μεταξύ τους σαν τα μαργαριτάρια τα περασμένα σε νήμα. Σο νήμα είναι το στοιχείο που ζει αιώνια και τα περασμένα μαργαριτάρια είναι οι χωριστές ανθρώπινες ζωές». Ο Cooper προσθέτει: «Ένα βασικό και ουσιαστικό γεγονός είναι ότι η ψυχή ή το ενσυνείδητο Εγώ του ανθρώπου αναπτύσσεται με τον τρόπο που αναπτύσσεται ένα φυτό και από το πρώτο ξύπνημα έως την ωρίμανση της η συνείδηση χρειάζεται τεράστιο χρονικό διάστημα, που μεταφράζεται σε μια περίοδο χιλιάδων ετών (δέκα περίπου χιλιάδων)» 37. Από αυτά γίνεται φανερό ότι η μετενσάρκωση ανακαλύφθηκε για να δοθεί μια λύση στο μεγάλο πρόβλημα της αποκαταστάσεως των ηθικών αξιών και να καθορισθεί το είδος της μετά το θάνατο ζωής. 2. Ιστορική Αναδρομή- Βασικές διδασκαλίες38. Εάν εξετάσουμε ιστορικά το ζήτημα θα δούμε ότι η μετενσάρκωση ξεκίνησε από λαούς, που δεν έκαναν καμιά διάκριση ανάμεσα στα ζώα και τους ανθρώπους. Έτσι δεν τους πείραζε η μετάβαση της ψυχής από τα σώματα των ζώων. Σους έδινε ίσα-ίσα και άλλες ανθρωπολογικές απαντήσεις που ανταποκρίνονταν στα νηπιακά τους πνεύματα. Μια τέτοια απάντηση ήταν και ότι οι πίθηκοι υπήρξαν άλλοτε άνθρωποι, που τώρα τιμωρούνται για τις παλιές τους αμαρτίες. Οι Ζουλού, οι Μαλαίοι και οι Νέγροι δέχονταν, όχι ότι ο άνθρωπος, κατάγεται από τον πίθηκο, αλλά ο πίθηκος από τον άνθρωπο. Κύριοι όμως οπαδοί της μετεμψυχώσεως στην π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος, Μετενσάρκωση ή Ανάσταση, Ορθόδοξη Θεώρηση του Κακού, βλέπε ενότητα Bessant, Β΄ έκδ. Αθήνα 1995, σελ. 32 κεξ. 36Inving S. Cooper, Η Μετενσάρκωση, Μια Ελπίδα για τον Κόσμο, Μτφ από τα Γαλλικά, Αιμιλίας Ίβου, Θεοσοφικές Εκδόσεις, Αθήνα 1975, σελ. 14-15. 37 Inving S. Cooper, βλ. ο.π. σελ. 20-22. 38 π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος, Μετενσάρκωση ή Ανάσταση, Ορθόδοξη Θεώρηση του Κακού, Β΄ έκδ. Αθήνα 1995, σελ. 31-49. 35


αρχαιότητα ήσαν οι Αιγύπτιοι39, οι Πυθαγόρειοι40 στην Ελλάδα και οι Βραχμάνες, ενώ μεταγενέστερη είναι στον Ινδουϊσμό41 η πίστη στην μετενσάρκωση, πίστη που εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι σήμερα. Είναι η κεντρική ιδέα στην ινδουϊστική σκέψη, αφού η θεωρία αυτή αναπτύσσεται στις Ουπανισάδες, που περιέχουν τα βασικά φιλοσοφικά κείμενα του Ινδουϊσμού. Πιστεύεται ότι μετά τον θάνατο η ψυχή του «Γιόγκι»42, εκείνου δηλαδή που ενώθηκε με τον Κύριο, δεν θα επανέλθει στη γη για να ξαναζήσει μια νέα ζωή. Όλοι όμως οι άλλοι πρέπει να ξαναγεννηθούν με ποικίλους τρόπους. Οι Ουπανισάδες43 διδάσκουν πως, όταν πεθάνει κανείς, αν υπήρξε κακός, μεταβάλλεται σε μύγες, κουνούπια, σκνίπες και διάφορα άλλα ενοχλητικά έντομα. Αν υπήρξε αγαθός, αλλά από τους συνηθισμένους, πηγαίνει στη ΢ελήνη και από εκεί επιστρέφει στα φυτά σαν βροχή. Οι γυναίκες τρώνε τα φυτά, συλλαμβάνουν και νέοι άνθρωποι από τους παλαιούς γεννιούνται. Με τον τρόπο αυτό μεταφέρουν την ψυχή από ανθρωπο σε άνθρωπο. Έτσι εξηγούνται και οι αυξομειώσεις της ΢ελήνης, ανάλογα με το αν έχουν πολλούς ή λίγους νεκρούς. Αν όμως ο πεθαμένος υπήρξε πραγματικά τέλειος πηγαίνει κατ’ ευθείαν στον ΄Ηλιο και εκεί ενώνεται με το Brahman44. ΢το Βουδισμό ειδικότερα45, άλλες ψυχές εισέρχονται στο Νιρβάνα και άλλες επανέρχονται πάλι στη γη, για να συνεχίσουν μια άλλη ζωή. Εδώ βρίσκει και την εξήγησή του το Νιρβάνα. Όπως είναι γνωστό η απαισιοδοξία, η θλίψη και ο πόνος είναι τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ζωής κατά τη Βουδιστική διδασκαλία. Αλλά και ο θάνατος δεν είναι το τέρμα της ανθρώπινης οδύνης. Είναι μετάβαση σε νέες γεννήσεις με νέους πόθους και καινούργια βάσανα. Αυτό είναι οι συνεχείς μετεμψυχώσεις. Πρέπει, λοιπόν, να δοθεί έν τέρμα για να απαλλαγή επί τέλους ο άνθρωπος, από το αδιάκοπο μαρτύριό του. Και το τέρμα αυτό είναι το

Μάριου Μπέγζου, Θρησκειολογικό Λεξικό, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000, βλπ. ενότητα Μετενσάρκωση, σελ. 381-383. 40 Β. Κάλφας- Γ. Ζωγραφίδης, Αρχαίοι Έλληνες Υιλόσοφοι, εκδ. Ινστιτούτου Νεοελληνικών ΢πουδών, Ίδρυμα Μανώλη Σριανταφυλλίδη, σελ. 47 κεξ. 41 Αναστασίου Γιαννουλάτου, Ίχνη από την Αναζήτηση του Τπερβατικού, Γ΄εκδ., εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 2006, σελ. 145-162. 42 π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος, Νεοφανείς Αιρέσεις-Καταστροφικές Λατρείες στο φως της Ορθοδοξίας, εκδ. Διάλογος, Αθήνα 1995, σελ. 59-61. 43 Αναστασίου Γιαννουλάτου, Ίχνη από την Αναζήτηση του Τπερβατικού, Γ΄εκδ., εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 2006, σελ. 149-158. 44 Α. Καλογερέα, Μεταψυχική, Η Επιστήμη του Πνευματισμού, έκδ. Β΄, Μεταψυχικής Εταιρίας Αθηνών, Αθήνα 1975, σελ. 320 45 π. Φαραλάμπους Καμηλάκη, Βουδισμός και Φριστιανισμός, Μια Θρησκειολογική Προσέγγιση, Ρέθυμνο 2006 . 39


Νιρβάνα46. ΢υχνά όμως θεωρούμε το Νιρβάνα σαν την πλήρη εκμηδένιση της υπάρξεως. Κυρίως όμως είναι το σταμάτημα των περαιτέρω περιπλανήσεων στη σειρά των νέων επιβιώσεων, η απάθεια και η νέκρωση της σάρκας με τους πόνους της, η απόθεση του δεσμωτηρίου της προσωπικότητας και η βύθιση στο απρόσωπο και απόλυτο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι Αιγύπτιοι ήταν οι πρώτοι που δίδαξαν την αθανασία της ψυχής και την μετενσάρκωση, πράγμα που ανταποκρινόταν στην αιγυπτιακή ζωολατρεία. Πιό συγκεκριμένα έλεγε: «Πρῶτοι<. τόνδε τόν λόγον Αἰγύπτιοι εἰσίν οἱ εἰπόντες ὡς ἀνθρώπου ψυχή ἀθάνατός ἐστι, τοῦ σώματος δέ καταφθίνοντος εἰς ἂλλον ζῶον ἀεί γινόμενον ἐσδύεται, ἐπέαν δέ πάντα περιέλθη τά χερσαῖα καί τά θαλάσσια καί τά πετεινά, αὖτης εἰς άνθρώπου σῶμα γινόμενον ἐσδύνειν, τήν περιήλυσιν δέ αὐτῇ γίνεσθαι ἐν τρισχιλίοισι ἒτεσι. Σόυτῳ τῷ λόγῳ εἰσίν οἱ Ἑλλήνων ἐχρήσαντο, οἱ μέν πρότερον, οἱ δέ ὓστερον ὧς ἰδίῳ ἑαυτῶν ἐόντι <..»47. Η ψυχή, δηλαδή, του ανθρώπου περνάει από όλα τα χερσαία και τα θαλάσσια και τα πετεινά μέχρις ότου, ύστερα από τρισχιλιετή περιπλάνηση, αποκατασταθεί και πάλι σε ανθρώπινο σώμα. Αλλά και οι Έλληνες δεν έμειναν ανεπηρέαστοι από την θεωρία της μετεμψύχωσης. Από τον Πυθαγόρα48 η μετενσάρκωση περνάει στον Πλάτωνα. Ο Πλάτωνας παρουσιάζει τις αμαρτωλές και ακάθαρτες ψυχές να πηγαίνουν ανάλογα με τα πάθη τους σε αντίστοιχα ζώα. Οι γαστρίμαργοι και μέθυσοι στους όνους, οι άδικοι άρπαγες στους λύκους και στα γεράκια, όσοι ασκούν πολιτική χωρίς φιλοσοφία στις μέλισσες, τις σφήκες και τα μυρμήγκια ή και πάλι στους ανθρώπους. Μονάχα ο αληθινός φιλόσοφος απαλλάσσεται από όλη αυτήν την περιπέτεια μετενσαρκώσεων. Πάντως εκφράζονται σοβαρές επιφυλάξεις εάν πράγματι ο Πλάτωνας πίστευε στην μετεμψύχωση, εξ αιτίας του ότι στις περιπτώσεις αυτές φαίνεται μάλλον να μιλάει σαν ποιητής παρά σαν φιλόσοφος όπως υποστηρίζουν διάφοροι μελετητές. Πέρα όμως από αυτά πολλοί θιασώτες της μετενσάρκωσης, μεταξύ αυτών και ο Cooper49, υποστηρίζουν εντελώς αυθαίρετα ότι και ο Φριστός δεχόταν τη μετενσάρκωση στηριζόμενοι στο ερώτημα του Κυρίου προς τους μαθητές του: «Σίνα μέ λέγουσιν οἱ ἃνθρωποι εἶναι;»50. Πολύ φυσιολογικά θα μπορούσε κάποιος να διερωτηθεί ποια είναι όμως η σωστή ερμηνεία του χωρίου αυτού; Ψς απάντηση έχουμε τα λόγια του ιερού Αρχ. Φριστοφόρου Σσιάκα, Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Αιρέσεων και Παραθρησκείας, εκδ. Ιεράς Μονής Σροοδοτίσσης Κύπρου. Βλπ. Ινδουϊσμός, σελ. 153. 47 Ηροδότου Ιστορία, 2, 123 48 Β. Κάλφας- Γ. Ζωγραφίδης, Αρχαίοι Έλληνες Υιλόσοφοι, εκδ. Ινστιτούτου Νεοελληνικών ΢πουδών, Ίδρυμα Μανώλη Σριανταφυλλίδη, σελ. 53-55. 49 Irving S. Cooper, Η Μετενσάρκωση, Μια Ελπίδα για τον Κόσμο, Μτφ από τα Γαλλικά, Αιμιλίας Ίβου, Θεοσοφικές Εκδόσεις, Αθήνα 1975, σελ. 38-40. 50 Μαρκ. 8, 27-30. Λουκ. 9, 18-21. 46


Φρυσοστόμου: «όταν τήν πεπλανημένην τοῦ λαοῦ δόξαν εἰς μέσον ἢγαγε, τότε ἐπήγαγεν, ὑμεῖς δέ τίνα μέ λέγετε εἶναι; Ἐκκαλούμενος αὐτούς διά τῆς δευτέρας ἐρωτήσεως εἰς τό μεῖζον τί φαντασθῆναι περί αὐτοῦ ἐνδεικνύμενος αὐτοῖς ὃτι ἡ προτέρα ψῆφος σφόδρα ἐστίν ἀποδέουσα αὐτοῦ τῆς ἀξίας»51. Γίνεται, λοιπόν σαφές, πως τόσο ο Κύριος όσο και οι μαθητές απορρίπτουν τις τυχόν μετεμψυχωτικές ιδέες ορισμένων. Και λέμε τις τυχόν, γιατί όπως γράφει ο J. A. Βengel52 «δεν είναι απαραίτητο να σχετίσουμε το χωρίο αυτό με τις περί μετεμψυχώσεως σύγχρονες ιδέες μερικών, γιατί ο λαός περίμενε την επάνοδο του Ηλία που δεν είχε πεθάνει, αυτοπροσώπως ή επί τέλους την Ανάσταση από τους νεκρούς μερικών άλλων προφητών». Οι μετεμψυχωτές δηλαδή συγχέουν την Ανάσταση με τη μετενσάρκωση αλλά αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες. Ση δυσκολία αυτή αντιλαμβάνεται και ο Cooper γι’ αυτό και προςθέτει ότι: «Εν τούτοις θα μπορούσε κανείς δικαιολογημένα να αντιτείνει ότι ο ίδιος ο Ιησούς δεν επιβεβαίωσε καμιά από τις φήμες αυτές. Αντίθετα φαίνεται να επιδοκίμασε την απάντηση, ότι ήταν ο Τιός του Θεού». Όμως, καθώς παρατηρούμε, ποτέ δεν αρνήθηκε την αλήθεια της μετενσαρκώσεως και προ παντός την επιβεβαιώνει με τα λόγια αυτά τα πολύ γνωστά, αλλά ελάχιστα κατανοητά. «΢ας λέγω ότι ο Ηλίας ήλθε ήδη, αλλά δεν τον εγνώρισαν˙ έπραξαν σ’ αυτόν όσα ηθέλησαν. Και οι μαθητές κατάλαβαν τότε ότι μιλούσε για τον Ιωάννη το Βαπτιστή»53. Όμως εδώ ο Cooper παρερμηνεύει τα λόγια του Κυρίου . Η αδυναμία του να στηρίξει τη μετενσάρκωση στο παραπάνω χωρίο τον κάνει να καταφεύγει σε άλλο, που δεν έχει πια καμία σχέση με τον Ιησού, αλλά με τον Πρόδρομο. Και πάλι δεν είναι σε θέση να ξεχωρίσει την ομοιότητα από την ταυτότητα. Σο να έχει κανείς κοινά πνευματικά χαρακτηριστικά, δηλαδή να μοιάζει με κάποιον, δεν σημαίνει, πως ταυτίζεται με κάποιον. Ο Φριστός στην προκειμένη περίπτωση μιλάει για τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, που σαν άλλος Ηλίας ήλθε. Δηλαδή ο Ιωάννης ήταν κατά πάντα όμοιος με τον μεγάλο εκείνο προφήτη. Αναλυτικότερος όμως επ’ αυτού είναι ο Ψριγένης54 ο οποίος λέγει χαρακτηριστικά: «Οὐχ ἡ ψυχή Ἠλιού δοκεῖ μοι λέγεσθαι, ἳνα μή ἐμπίπτω εἰς τό ἀλλότριον τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ περί τῆς μετενσαρκώσεως δόγμα, ούτε παραδιδόμενον ὑπό τῶν ἀποστόλων οὒτε ἐμφαινόμενόν που τῶν Ιερού Φρυσοστόμου, Λόγος ΛΖ΄ Εις το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, 3 ΕΠΕ 10, σελ. 571573. 52 π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος, Μετενσάρκωση ή Ανάσταση, Ορθόδοξη Θεώρηση του Κακού, Β΄ έκδ. Αθήνα 1995, βλπ. J. A. Bengel, σελ. 22-49. 53 Ιερού Φρυσοστόμου, Λόγος ΝΖ΄, 1 Εις το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ΕΠΕ 11, σελ. 283285. 54 Γ. Β. Μελέτη, Σι γίνεται μετά τον Θάνατο, εκδ. Αδελφότης Θεολόγων Ζωή, Αθήνα 1983, σελ. 128-129. 51


γραφῶν». Και συνεχίζει με τη θαυμαστή αποκάλυψη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ στο Ζαχαρία, τον πατέρα του Προδρόμου 55. Ύστερα από αυτά είναι φανερό, πως οι λόγοι του Κυρίου σήμαιναν ότι ο Ιωάννης ήταν ένας νέος ανακαινιστής όμοιος με τον Ηλία. Δεν πρόκειται για το ίδιο πνεύμα και την ίδια δύναμη. Ο Ιωάννης δεν έκανε θαύματα όπως έκανε ο Ηλίας56 σημειώνει ο ιερός Ευαγγελιστής. Άλλωστε ο Ηλίας δεν πέθανε αλλά ανελήφθη57. Ο Ιωάννης58 και ο Ηλίας έμοιαζαν στο θάρρος και στη ατρόμητη παρρησία για την υπεράσπιση του δικαίου, όταν παραβιαζόταν από τους ισχυρούς. Άλλωστε η δράση και το κήρυγμά τους ακόμη και οι διωγμοί τους ήταν παρόμοιοι. «Οὐ γάρ ἐν ψυχῇ Ἠλιοῦ, ἐπαναλαμβάνει ὁ Ὡριγένης. Οὐ γάρ ἧν μετεμψύχωσις. Ἀλλά ἐν πνεύματι καί δυνάμει Ἠλιοῦ< Σό ἐν πνεύματι<ἐν τῷ προφητικῷ λέγει χαρίσματι»59. 3. Η Μετενσάρκωση μέσον για την κάθαρση της ψυχής. ΢ήμερα τη μετενσάρκωση υποστηρίζουν ιδιαίτερα οι θεοσοφιστές 60 και οι οπαδοί του Πνευματισμού61 σαν μέσον για την κάθαρση της ανθρώπινης ψυχής. Που την στηρίζουν; Απλούστατα στην δικαιοσύνη του Θεού. Ένας αγαθός πατέρας, ισχυρίζονται, αφήνει πάντα στα παιδιά του ανοικτή την πόρτα της μετανοίας. Δεν θα ήταν αντίθετο στην αγάπη του θεού να στερήσει οριστικά την αιώνια μακαριότητα σ’ όλους εκείνους, που δεν τους δόθηκαν τα μέσα της διορθώσεως; Αλλά ποιος τους είπε ότι ο Θεός δεν δίνει στη ζωή αυτή όλες τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες στις επιδεκτικές ψυχές για μετάνοια; Σο έλεος του Θεού να στερήσει οριστικά την αιώνια μακαριότητα σ’ όλους εκείνους, που δεν τους δόθηκαν τα μέσα της διορθώσεως; Αλλά ποιος τους είπε, ότι ο Θεός δεν δίνει στη ζωή αυτή όλες τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες στις επιδεκτικές ψυχές για μετάνοια; Σο έλεος του θεού μας καταδιώκει αδιάκοπα και μόνον οι σκληρημένες και αμετανόητες, στον έσχατο βαθμό της πωρώσεως, ψυχές, που απορρίπτουν τις προσκλήσεις της θείας αγάπης. Η θεωρία της μετενσάρκωσης παραγνωρίζει εντελώς τον παράγοντα ελευθερία και μεταφέρει τη θεωρία της εξέλιξης, της προόδου και της αναγκαιότητας στον ηθικό χώρο. «Όλα είναι αποκλειστικά υπόθεση εξελίξεως» γράφει ο Cooper62. Έτσι δέχεται, ότι με τις συνεχείς μετενσαρκώσεις επέρχεται κατά ανάγκη η ηθική τελείωση. Αλλά εφόσον το πνεύμα είναι Λουκ. 1, 11-20 Γ΄ Βασ. 17,1-22,54. Μαλαχ. 4,4-5 57 Δ΄ Βασ. 2,11 58 Λουκ. 3,7-19. Ιω. 10,41 59 Ψριγένους, Εις το Κατά Ματθαίον, Σομ. ΙΓ΄,2 ΒΕΠΕ΢ 13, σελ. 167. 60 Σ. Besterman, A Dictionary of Theosophy, London 1927 61 Π. Ν. Σρεμπέλα, Ο Πνευματισμός, εκδ. Αδελφότης Θεολόγων ο ΢ωτήρ, Αθήνα 1967. 62 Irving S. Cooper, Η Μετενσάρκωση, Μια Ελπίδα για τον Κόσμο, Μτφ από τα Γαλλικά, Αιμιλίας Ίβου, Θεοσοφικές Εκδόσεις, Αθήνα 1975. 55 56


ελεύθερο, μπορεί να παραμείνει αμετακίνητο στην αμετανοησία του. ΢το χώρο όμως της ελευθερίας δεν ισχύει η αναγκαιότητα ούτε η εξελικτική πρόοδος και κάθε πρόβλεψη είναι παρακινδυνευμένη. Οι οπαδοί της μετεμψύχωσης63 υποστηρίζουν: «η τωρινή μας μοίρα, είναι αποτέλεσμα πράξεων του παρελθόντος μας». Και η «μοίρα» μας αυτή θα βελτιωθεί και θα διορθωθεί με τις συνεχείς μετενσαρκώσεις. Όπως ακριβώς ένα παιδί πηγαίνει κάθε μέρα στο σχολείο, μαθαίνει τα μαθήματα του, συλλέγει γνώσεις και προχωρεί από τάξη σε τάξη, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο στο μεγάλο σχολείο της ψυχής μας ερχόμαστε πολλές φορές πάνω στην γη, διδασκόμαστε μαθήματα, συλλέγουμε πείρα και αλλάζουμε κάθε φορά επίπεδο ζωής. Και συνεχίζει ο Cοοper: «Κατά την απαρχή της ανθρώπινης εξελίξεως μας ήμασταν άγριοι, γιατί τόσο οι ηθικές όσο και οι διανοητικές μας ικανότητες ήταν ελάχιστα αφυπνισμένες. Αφού διανύσαμε πολλές ζωές μέσα στις πρωτόγονες αυτές συνθήκες, αρχίσαμε να εμφανίζουμε μία ελαφρά τάση για ηθικές και διανοητικές ικανότητες και τότε ήλθαμε να γεννηθούμε μέσα σε ένα περιβάλλον πιο εξελιγμένο<»64. Υανερή είναι εδώ η αντίφαση των μετενσαρκωτών. Πως μπορεί να συμβιβασθεί ότι «κατά την απαρχή της ανθρώπινης εξέλιξης μας είμαστε άγριοι» με το γεγονός ότι δεν προηγήθηκε άλλη εφάμαρτη ζωή; Η μετεμψύχωση δέχεται ότι η αθλιότητα της ζωής οφείλεται σε κακές πράξεις του παρελθόντος. Επομένως, η πρώτη εμφάνιση της ζωής, που δεν ήταν βεβαρυμένη, θα έπρεπε να είναι καλή, όμως υποστηρίζουν το αντίθετο. Ο Φριστιανισμός βέβαια έχει δώσει την απάντηση για το κακό από τη δημιουργία του ανθρώπου μέχρι σήμερα. Σην ερμηνεία όμως του Φριστιανισμού απορρίπτουν οι μετεμψυχωτές. Πιο συγκεκριμένα γράφουν: «Είναι αλήθεια ότι ο Φριστιανισμός έχει προσπαθήσει να λύσει αυτά τα προβλήματα, δίδοντας γενικά δύο εξηγήσεις: Σο προπατορικό αμάρτημα και τη θέληση του Θεού. Αλλά καμία από τις λύσεις αυτές δεν ικανοποιεί πλέον τον νου του σύγχρονου ανθρώπου. Η πρώτη απάντηση είναι ανεπαρκής, γιατί είμαστε πεπεισμένοι, ότι ούτε ο Αδάμ υπήρξε ποτέ, ούτε κανένα προπατορικό αμάρτημα<.»65. Ναι, αλλά αν δεν υπήρξε κανένα προπατορικό αμάρτημα66, πως το κακό εισήλθε στον κόσμο; Γεννιώμαστε με τα σπέρματα της κακίας μέσα μας απαντούν ο μετεμψυχωτές. Και ενώ αδυνατούν να δώσουν μια απάντηση μένουν σε μία στείρα άρνηση. Και όμως χωρίς το προπατορικό αμάρτημα θα παρέμενε μυστήριο ανεξήγητο όχι μόνο ο άνθρωπος, αλλά και ο Θεός και ο ενανθρωπήσας Κύριος και ολόκληρο το έργο της Irving S. Cooper, βλ. ο.π. Irving S. Cooper, βλ. ο.π. 65 Irving S. Cooper, Η Μετενσάρκωση, Μια Ελπίδα για τον Κόσμο, Μτφ από τα Γαλλικά, Αιμιλίας Ίβου, Θεοσοφικές Εκδόσεις, Αθήνα 1975. 66 Γεν. 2,17. 3, 8-11. 3, 12-13 63 64


σωτηρίας. Ένας μεγάλος σοφός παρατηρεί ότι: «χωρίς αυτό το μυστήριο το πιο ακατάληπτο από όλα, είμαστε εμείς οι ίδιοι για τον ίδιο τον εαυτό μας»67. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει πως γεννιόμαστε με την κλίση και την ροπή προς το κακό; «Δεν έγκειται η διάνοια του ανθρώπου επιμελώς επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτού»; Πανανθρώπινη η πεποίθηση αυτή. Μονάχα στην ερμηνεία του φαινομένου ποικίλουν οι απόψεις. Ποιος όμως μπορεί να δώσει πειστική απάντηση στα αγωνιώδη ερωτήματα; Από πού έχει την αρχή της η πνευματική βαρύτητα, που μας τραβάει προς τα κάτω; ΢τα ερωτήματα αυτά δεν υπάρχουν παρά μονάχα δυο απαντήσεις: ή ο Θεός μας δημιούργησε ελαττωματικούς ή μας έπλασε «καλούς λίαν»68 και κάτι άσχημο μεσολάβησε, που αλλοίωσε την πρώτη μας ωραιότητα. Η πρώτη αντιβαίνει στην πανσοφία και αγάπη του Θεού. Ήταν δυνατόν ο Θεός να πλάσει το δημιούργημα της αγάπης του τόσο ελαττωματικό; Σου φύτεψε μέσα του τόσους μεγάλους και ιερούς πόθους, χωρίς να του έχει δώσει και όλες τις δυνατότητες για την πραγμάτωσή τους; Η κοινή λογική το απορρίπτει. Από τον τέλειο Θεό δεν μπορούσε να προέλθει ατελές δημιούργημα. Η δεύτερη απάντηση είναι η φυσική και παραδεκτή. Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα» δική του και «καλόν λίαν» τον προίκισε με μοναδικά χαρίσματα, με την δυνατότητα να φθάσει στο «καθ’ ομοίωσιν». Ο αυτεξούσιος όμως και ελεύθερος άνθρωπος έκανε κακή χρήση των θεϊκών δώρων και έπεσε πτώση μεγάλη. Σραυματίστηκε βαριά. Έχασε την πρώτη του ομορφιά και μαζι με αυτόν και ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Έτσι εισήλθε το κακό και όλος ο θολός χείμαρρος του στην ανθρωπότητα. 4. Κάθε πότε μετενσαρκώνεται μια ψυχή. Οι θιασώτες της μετενσάρκωσης απαντούν ότι: «Η μετενσάρκωση δεν προϋποθέτει την επαναγέννηση αμέσως μετά τον θάνατο, αν και αυτό μπορεί να συμβεί σε μερικές περιπτώσεις αρκετά σπάνιες. Σα αποτελέσματα σχετικών ερευνών που έγιναν τα τελευταία χρόνια, με σειρές πειραμάτων, έχουν δείξει ότι η μεσολαβούσα περίοδος μεταξύ θανάτου και επόμενης γεννήσεως μπορεί να είναι εξαιρετικά σύντομη προκειμένου για ένα άτομο ανεξέλικτο και αντιθέτως να παρατείνει επί αιώνες για μια οντότητα υψηλής εξελικτικής αναπτύξεως. Η μέση, πάντως χρονική περίοδος ανάμεσα σε δύο ενσαρκώσεις για ένα άτομο συνηθισμένης εξελίξεως, θα πρέπει να κυμαίνεται γύρω στα πεντακόσια χρόνια. Εννοείται ότι το διάστημα αυτό δεν είναι σταθερό και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, ώστε να είναι αδύνατο να καθορίσει κανείς ένα μέσο όρο, που να εφαρμόζεται γενικά» 69.

π. Ιωάννου Ρωμανίδου, Σο Προπατορικό Αμάρτημα, Αθήνα 1970,σελ. 45-48. Γεν. 1,31. 1,15 69 Γ. Β. Μελέτη, Σι γίνεται μετά τον Θάνατο, εκδ. Αδελφότης Θεολόγων Ζωή, Αθήνα 1983, σελ. 134-134 67 68


Επίσης: «΢οβαρές και πολυάριθμες έρευνες έχουν δείξει ότι μεταξύ δύο ενσαρκώσεων είναι δυνατό να μεσολαβεί μία χρονική περίοδος, που κυμαίνεται γύρω στα πέντε χρόνια για τους κατώτερους ανθρώπινους τύπους και φθάνει στις δύο έως δυόμιση χιλιάδες χρόνια για τις εξαιρετικά προχωρημένες οντότητες, που έχουν ακόμη ανάγκη ενσαρκώσεως για την εκμάθηση ορισμένων μαθημάτων. Κατά μέσο όρο πάντως, για τους συνήθεις ανθρώπους το διάστημα κυμαίνεται γύρω στα 500 χρόνια»70. Ισχυρίζονται ακόμα πως ο κύκλος μίας ψυχής δεν διαρκεί πάνω από 10 χιλιάδες χρόνια. Όμως εδώ γεννάται ένα ερώτημα: Πως στον κατεξοχήν ανεπτυγμένο Βούδδα έγιναν 550 μετενσαρκώσεις σε τόσο μικρό διάστημα, αφού θα χρειαζόταν σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους τουλάχιστον διακόσιες χιλιάδες ως ένα εκατομμύριο χρόνια71; Ισχυρίζονται ακόμη πως: «Η φυσική συνείδηση, η κατώτερη, περιορισμένη μέσα στο στενό ορίζοντα μίας και μόνης γήινης ζωής, δεν επιθυμεί να ξαναγεννηθεί. Αλλά η όλη συνείδηση, η ψυχή που βλέπει αυτή τον λαμπρό της προορισμό, περιμένει με ανυπομονησία τη στιγμή της επιστροφής της στη γη»72. ΢το σημείο αυτό είναι φανερή η αντίφαση. Η κατώτερη συνείδηση, που δεν επιθυμεί την επιστροφή στη γη μετενσαρκώνεται και η ανώτερη, που την λαχτάρα με ανυπομονησία παραμένει αδρανής πεντακόσια ή δυόμιση χιλιάδες χρόνια! Και αυτό γιατί όταν εισέρχεται κανείς σε χώρους μεταφυσικούς και ανεξερεύνητους, χωρίς το υπερφυσικό φως της αποκαλύψεως και προσπαθεί με καθαρά ανθρώπινα και δήθεν ερευνητικά – πειραματικά μέσα να ερμηνεύσει τα ανερμήνευτα, τότε είναι επόμενο το αυθαίρετο και μυθικό στοιχείο να κυριαρχούν.

5. Τποβιβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η θεωρία της μετενσάρκωσης απορρίπτεται και για ένα ακόμα λόγο. Είναι αναντίρρητο ότι η ηθική πρόοδος και βελτίωση προϋποθέτει συνείδηση, ηθική κρίση και ελευθερία. Με ότι δηλαδή είναι προικισμένος ο άνθρωπος και στερείται το ζώο ή φυτό. Αλλά όταν η μετενσάρκωση δέχεται ότι η ψυχή πηγαίνει και στα ζώα και τα φυτά, από τα οποία απουσιάζουν όλες οι προϋποθέσεις του ηθικού βίου, ποια πνευματική ζωή και πρόοδος μπορεί να υπάρξει; Αυτή τη δυσκολία προσπαθούν να την ξεπεράσουν με τις συνεχείς αναθεωρήσεις τους! Αλλά όσο κι αν το επιχειρούν δεν είναι καθόλου εύκολο, γιατί είναι πολύ παλιά η πίστη αυτή των μετενσαρκωτών.

Γ. Β. Μελέτη, βλ. ο.π. σελ. 135 Γ. Β. Μελέτη, βλ. ο.π. σελ. 137 72 π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος, Μετενσάρκωση ή Ανάσταση, Ορθόδοξη Θεώρηση του Κακού, Β΄ έκδ. Αθήνα 1995, βλπ. J. A. Bengel, σελ. 32. 70 71


Ο Εμπεδοκλής στην αρχαιότητα έλεγε: «Ἢδη γάρ ποτ’ ἐγώ γενόμην κοῦρος τε, κόρη τε, θάμνος, τ’ οἰωνός τε, καί ἐξ ἁλός ἒμπυρος ἰχθύς» 73. Αυτό όμως, όπως είναι φυσικό, προσκρούει στις γνωστές ανυπέρβλητες δυσκολίες. Δεν υπάρχει καμία πρόοδος και βελτίωση στη ζωώδη ή φυτική κατάσταση. Γι’ αυτό ακριβώς μερικοί απορρίπτουν σήμερα τελείως την μετενσάρκωση αυτού του είδους. Ο Cooper74 υποστηρίζει ότι: «Η μετενσάρκωση δεν σημαίνει ότι μία ανθρώπινη ψυχή είναι δυνατό να ξαναγεννηθεί μέσα σε σώμα ζώου. ΢υναντά κανείς την δοξασία αυτή στους μύθους των πρωτογόνων λαών, στον λαϊκό Ινδουϊσμό και Βουδισμό, καθώς και σε μερικές αφηγήσεις του Πλάτωνος, αλλά πρόκειται ασφαλώς για παρεξήγηση ή δεισιδαιμονία. Είναι εντελώς παράλογο να πιστέψει κανείς, ότι μία ανθρώπινη οντότητα, προικισμένη με ευαισθησία, με ηθικό αισθητήριο και λογική, θα μπορούσε να ενσαρκωθεί μέσα στο σώμα ενός ζώου, χωρίς λογική και ηθική κρίση. Σο πράγμα αυτό δεν θα ανταποκρινόταν άλλωστε σε καμία αναγκαιότητα της παγκόσμιας εξελίξεως. Όλα τα πράγματα της φύσεως τείνουν προς ένα καθορισμένο σκοπό και η μετενσάρκωση δεν είναι δυνατό να κάνει εξαίρεση στον κανόνα αυτό». Και όμως αυτό, που σήμερα μερικοί μετενσαρκωτές το θεωρούν «παρεξήγηση ή δεισιδαιμονία» και «εντελώς παράλογο να πιστέψει κανείς», άλλοι το θεωρούσαν και το θεωρούν αδιαμφισβήτητο δόγμα πίστεως. Αλλά και ο ίδιος ο Cooper αναιρεί τα λεγόμενά του υποστηρίζοντας ότι: «Η εξέλιξη των μορφών είναι ένας από τους σκοπούς του ΢χολείου του Κόσμου, αλλά δεν είναι ο μόνος. Ο κόσμος μας, καθώς και οι άλλοι, έχουν επίσης για σκοπό την ανάπτυξη και πλήρη άνθιση των δυνατοτήτων της συνειδήσεως. Με τον τρόπο αυτό η άπειρη Ζωή εκδηλώνει ολοένα και περισσότερη δύναμη και ομορφιά. Η εξέλιξη της ύλης εκδηλώνει την αργή μεταμόρφωση του ορυκτού σε φυτό, του φυτού σε ζώο, του ζώου σε άνθρωπο και του ανθρώπου σε υπεράνθρωπο. Η εξέλιξης της Ζωής εκδηλώνει το Πνεύμα, που παρουσιάζει τα πάντα και εκφράζεται μέσω των υλικών μορφών, στις οποίες κατοικεί»75. 6. Αδυναμία ενθύμησης των παλαιοτέρων ενσαρκώσεων. Πως εξηγείται ή έλλειψη συνειδήσεως της προηγούμενης ζωής μας ενώ η ψυχή μας μεταφέρεται από άνθρωπο σε άνθρωπο; Δεν είναι περίεργο πως, ενώ θυμόμαστε, και λεπτομέρειες της παιδικής μας ζωής δεν θυμόμαστε τίποτα από τα τόσα και τόσα που υποτίθεται ζήσαμε σε τόσες μακρές προυπάρξεις. Η απορία αυτή γίνεται μυστήριο ανεξήγητο, αν σκεφθεί κανείς , ότι το πνεύμα προτού μετενσαρκωθεί θυμάται όλο το Πλάτωνος, Απολογία ΢ωκράτους 26d Irving S. Cooper, Η Μετενσάρκωση, Μια Ελπίδα για τον Κόσμο, Μτφ από τα Γαλλικά, Αιμιλίας Ίβου, Θεοσοφικές Εκδόσεις, Αθήνα 1975, σελ. 136 75Irving S. Cooper, Η Μετενσάρκωση, Μια Ελπίδα για τον Κόσμο, Μτφ από τα Γαλλικά, Αιμιλίας Ίβου, Θεοσοφικές Εκδόσεις, Αθήνα 1975, σελ. 137 κεξ. 73 74


παρελθόν του, βλέπει τα σφάλματα του, που είναι και η αιτία της ταλαιπωρίας και μετενσαρκώσεως του. Και ξαφνικά όλα αυτά τα λησμονεί. Αλλά αν λησμονεί, τότε παύει να υπάρχει και ο λόγος της επαναφοράς του στη ζωή. Απλούστατα διότι στοιχειώδης αρχή της πνευματικής ζωής είναι η συνειδητή άσκηση της. Φωρίς τη γνώση της προηγούμενης ζωής μας και χωρίς τη διατήρηση της ενότητας της συνειδήσεως δεν μπορεί να γίνει καμιά αναθεώρηση, αλλαγή και βελτίωση. Αν λοιπό η ψυχή λησμονεί το παρελθόν της δεν έχει καμιά σημασία η ανταμοιβή της ούτε η τιμωρία της. Είναι απαράδεκτο να τιμωρείται ένα κακό με άλλο όμοιο του, όπως υποστηρίζει η μετενσάρκωση. Έτσι ή τιμωρία δεν γίνεται αφορμή διορθώσεως, αλλά ευκαιρία επαυξήσεως της κακίας. Επομένως, το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον, για να έχουν ηθική αξία, πρέπει να συνδέονται στενά στο ίδιο πρόσωπο. Φωρίς αυτόν τον προσωπικό σύνδεσμο οι θείες τιμωρίες μεταβάλλονται σε ιδιότροπες σκληρότητες ενώ οι θείες αμοιβές σε άσκοπη σπατάλη των θεϊκών δωρεών. Η εντύπωση που έχουν κάποιοι ότι έζησαν σε μια προηγούμενη ζωή προέρχεται είτε από ασαφείς παραστάσεις της παιδικής ζωής τους, είτε από διχασμό της προσωπικότητας. Όμως δεν είναι δυνατό μόλις μετενσαρκωθούμε, να διαγράφεται όλο το παρελθόν μας. Γι’ αυτό άλλωστε από τις πιο μεγάλες δυσκολίες, που αναγνωρίζουν και οι μετενσαρκωτές, είναι αυτή η έλλειψη αναμνήσεως από τις προηγούμενες ζωές, που υποτίθεται πως ζήσαμε. Προσπαθούν να την δικαιολογήσουν και να την εξηγήσουν με αυθαίρετους και αναπόδεικτους συλλογισμούς. Για να την ερμηνεύσουν διασπάνε τον άνθρωπο και δημιουργούν μια διχασμένη προσωπικότητα. Αυτό απόδεικνύεται από τα ίδια τα κείμενα τους. Η Besant σημειώνει: «Η ερώτηση που έρχεται πολύ φυσικά στο νου και που σε μας έγινε πολλές φορές. Γιατί δεν υπάρχει καμιά ανάμνηση από τις περασμένες ζωές», βασίζεται στη λανθασμένη ιδέα που οι άνθρωποι γενικά έχουν για τη θεωρία της Μετενσαρκώσεως. Σο «Εγώ», το αληθινό «Εγώ», θυμάται. Ο άνθρωπος ζώο όμως, που δεν έφθασε σε τέλεια ανταποκριτική ένωση με τον «Αληθινό Εαυτό» δεν μπορεί να θυμηθεί τα περασμένα στα οποία δεν έλαβε μέρος το «Προσωπικό του εγώ». Η εγκεφαλική μνήμη μπορεί να περιέχει όλα τα γεγονότα με τα οποία ενδιαφέρθηκε ο ίδιος ο εγκέφαλος. Με αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος εξωστρακίζεται από τον πραγματικό εαυτό του και εισάγεται η αρχή ενός άλλου υπέρ Εγώ, φανταστικού και απρόσιτου. ΢κοπός πλέον του ανθρώπου είναι να μπορέσει να έλθει σε επικοινωνία με αυτό το ανώτερο Εγώ «διανοητή» και να δεχθεί τους κραδασμούς του76. Μόνον όταν αισθανθεί αυτούς, τους κραδασμούς των ανώτερων πεδίων διαπερνούν σαν αστραπή από την συνείδησή του οι περασμένες ενσαρκώσεις του. Ύστερα οι αναλαμπές αυτές γίνονται μονιμότερα οράματα, ώσπου να αναγνωρι76

I. Stevenson, Twenty Cases suggestive of Reincarnation, εκδ. Β΄ Charlotte Sville 1974


σθούν τα περασμένα, από το αδιάκοπο νήμα της μνήμης, που δίνει το αίσθημα της ατομικότητας. Όλα αυτά έχουν σαν αποτέλεσμα να χάνεται όχι μόνο το αίσθημα της προσωπικής ζωής, αλλά και της προσωπικής ευθύνης, αφού εισάγεται η αρχή ενός ξένου ουσιαστικά «Εγώ» που είναι και ο «πραγματικός ιδιοκτήτης».77 Όμως πόσοι έχουν αναμνήσεις των περασμένων ενσαρκώσεων τους; Η απάντηση είναι μία. Κανένας. Γι’ αυτούς σχεδόν κανένας ή ελάχιστοι. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος, που ανακάλυψαν το ανώτερο «Εγώ». Αλλά αφού δεν έχουμε γνώση και συνείδηση της περασμένης μας ζωής, πως μπορούμε να την διορθώσουμε ή να την βελτιώσουμε; Αυτή την ανυπέρβλητη δυσκολία αναγνωρίζουν όλοι οι μετενσαρκωτές, γι’ αυτό κι αδιάκοπα προσπαθούν με ανεδαφικά επιχειρήματα να απαντήσουν. Ο Cooper78 μπροστά στο αδιέξοδο αυτό επισημαίνει: «Η φυσική ή η εν εγρηγόρσει συνείδηση μας δεν διατηρεί τις λεπτομέρειες των παλαιών ενσαρκώσεων. Ο λόγος είναι εντελώς φυσιολογικός γιατί τόσο ο φυσικός μας εγκέφαλος, καθώς και το αστρικό και νοητικό μας σώμα δεν υφίσταντο κατά τις προηγούμενες ενσαρκώσεις μας. Σα σώματα αυτά είναι νέα και έχουν ζήσει μόνον τα περιστατικά της παρούσης ενσαρκώσεως, επομένως διατηρούν τη ανάμνηση αυτής μόνον της και καμιά άλλης. Κατά διαστήματα μόνον και εντελώς στιγμιαία μπορεί πραγματοποιηθεί μια θέα, με αποσπάσματα σκηνών από περασμένες ζωές αλλά αυτό αποτελεί κάτι το μη φυσιολογικό. Οι λεπτομερείς αναμνήσεις από το παρελθόν μας δεν ανήκουν παρά μόνον στη δυνατότητα της υπερσυνειδήσεως ή της συνειδήσεως της ψυχής <». Εάν δεχθούμε όλα τα παραπάνω τότε γιατί οι αναμνήσεις του παρελθόντος δεν αποθησαυρίζονται στο σώμα αλλά στην ψυχή. Γιατί η ψυχή δεν τις μεταφέρει σε κάθε καινούρια γέννηση; Καθώς επίσης γιατί αυτή η ριζική αποξένωση της ψυχής από το σώμα; Δεν υπάρχει πλέον καμία σχέση και καμία εξάρτηση. Η Χυχή 79 είναι πλέον ένας μακρινός επισκέπτης, που αδιαφορεί ουσιαστικά για την ύπαρξή του και το εγκαταλείπει περιφρονητικά, όταν το βαρεθεί, για να αλλάξει κατοικία. Σο σώμα για αυτούς δεν είναι το ιερό κατοικητήριο της ψυχής, ναός του Θεού, όπως το θέλει ο χριστιανισμός. Είναι ένα κτηνώδες περίβλημα. Παρ’ όλα αυτά το πρόβλημα παραμένει οξύ. Ακριβώς γιατί η ανάμνηση του παρελθόντος για τη μετενσάρκωση αποτελεί θεμελιώδες κεφάλαιο. Ο Cooper υποστηρίζει: «Είναι αλήθεια και πρέπει να το ομολογήσουμε, ότι αν πράγματι ο σκοπός της μετενσαρκώσεως είναι η ηθική εκπαίδευση και η ανάπτυξη γενικά της συνειδήσεώς μας, θα πρέπει οι λεπτομεΓ. Β. Μελέτη, Σι γίνεται μετά τον Θάνατο, εκδ. Αδελφότης Θεολόγων Ζωή, Αθήνα 1983, βλ. ενότητα Bessant, σελ. 139-141 78 Irving S. Cooper, Η Μετενσάρκωση, Μια Ελπίδα για τον Κόσμο, Μτφ από τα Γαλλικά, Αιμιλίας Ίβου, Θεοσοφικές Εκδόσεις, Αθήνα 1975, σελ. 82. 79 Πλάτωνος, Υαίδρος, 245C, E. Πλάτωνος, Πολιτεία 608D. Πλάτωνος, Υαίδων 80Β 77


ρείς αναμνήσεις του παρελθόντος να διατηρούνται κάπου στη μνήμη μας. Διαφορετικά πως θα μπορούσαμε να είμαστε βέβαιοι, ότι ένα τμήμα της τωρινής μας μοίρας είναι το αποτέλεσμα πράξεων του παρελθόντος μας; Τπάρχουν μέσα μας λεπτομερείς αναμνήσεις από τις προηγούμενες ζωές και αν ναι, που διατηρούνται; Κατά τα τελευταία χρόνια, διάφοροι ψυχολόγοι έχουν πετύχει αξιόλογα αποτελέσματα στις έρευνες τους για την επαναφορά των χαμένων αναμνήσεων. Έχει παρατηρηθεί ότι πρόσωπα βυθισμένα σε καταληπτική ύπνωση, ή ακόμα σε κατάσταση ημιυπνώσεως, μπορούν να ξαναβρούν τη λεπτομερή ανάμνηση πολύ παλαιών περιστατικών αυτής εδώ της ζωής τους»80. Ψς καταληκτικό συμπέρασμα των παραπάνω θέσεων διαφαίνεται ότι οι θιασώτες της μετενσάρκωσης διαγράφουν την «εν εγρηγόρσει συνείδηση», και καταφεύγουν στη «καταληπτική ύπνωση» ή την «ημιύπνωση» για να ερμηνεύσουν τα ανερμήνευτα. Σο υπογραμμίζουμε αυτό, γιατί αποτελεί βασική αρχή κάθε ηθικής αξίας και καταλογισμού των πράξεων. Δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος, βελτίωση, αμοιβή ή τιμωρία χωρίς συνειδητή συμμετοχή σε κάτι. Αναγκάζονται κάτω από την πίεση των γεγονότων να το ομολογήσουν και οι ίδιοι ότι εάν δεν διατηρήσουμε καμιά ανάμνηση από το παρελθόν, αν η ψυχή δεν έχει τη δυνατότητα, προσαρμόζοντας τα αποτελέσματα προς τα αίτια ,να επωφεληθεί από τα διδάγματα που της δίνει η μοίρα της τότε πράγματι ή μετενσάρκωση είναι μάταιη και η όλη η εξέλιξη δεν είναι παρά μια ταλαιπωρία σκληρή και ανώφελη. Όχι μόνον η αξία της μετενσαρκώσεως, αλλά και ο ηθικός σκοπός της εξελίξεως εξαρτώνται από το σύντομο αυτό ερώτημα: «Διατηρούμε αναμνήσεις»; Αν η απάντηση είναι καταφατική η μετενσάρκωση προκύπτει αληθινή. Αν όχι, τίποτε δεν την επιβεβαιώνει. Οι μετεμψυχωτές επιμένουν αυθαίρετα ότι έχουμε ένα τόσο μακρινό παρελθόν, ένδοξο αλλά και άσημο, αγγελικό και ακόλαστο, αθώο και εγκληματικό, ανδρικό και γυναικείο, που οι ρίζες του χάνονται στα βάθη της προϊστορίας. Σο περιγράφει με πολλή ποιητική διάθεση ο Cooper: «Πόσο είναι αλήθεια συγκλονιστικό το ποίημα αυτό του παρελθόντος μας. Τπήρξαμε πρωτόγονοι < Είχαμε πολεμήσει στις στρατιές των Υαραώ και των άλλων βασιλέων, που έχουν ξεχασθεί μέσα στις χιλιετηρίδες. Είχαμε παραδοθεί στην ακολασία μέσα σε πολιτείες φιλήδονες και πολιτισμούς, που βρίσκονται θαμμένοι κάτω από τη γη. Έμποροι πουλήσαμε υφάσματα, υφασμένα από αργαλειούς και τεχνίτες, που έγιναν σκόνη πολύ πιο πριν από τα ιστορικά χρόνια. Είχαμε λατρέψει το θεό κάτω από διάφορες ονομασίες και κάθε φορά η μορφή της θρησκείας μας, μας φαινόταν η μόνη αληθινή81. Είχαμε προσκυνήσει σκοτεινές εικόνες, θεών μέσα στους

Irving S. Cooper, Η Μετενσάρκωση, Μια Ελπίδα για τον Κόσμο, Μτφ από τα Γαλλικά, Αιμιλίας Ίβου, Θεοσοφικές Εκδόσεις, Αθήνα 1975, σελ. 87-88 81 Irving S. Cooper, Η Μετενσάρκωση, Μια Ελπίδα για τον Κόσμο, Μτφ από τα Γαλλικά, Αιμιλίας Ίβου, Θεοσοφικές Εκδόσεις, Αθήνα 1975, σελ. 98. 80


αχανείς ναούς της θαμμένης κάτω από τον Ψκεανό Ατλαντίδας82 και γεμάτοι ευφροσύνη είχαμε αποθέσει λουλούδια στα πόδια των αιγυπτιακών θεοτήτων. Συφλωμένοι από ιερό δέος είχαμε πέσει κατάχαμα, όταν το ιερό πυρ κατέβαινε με μορφή αστραπής πάνω στο βωμό του ζωροάστρη. Είχαμε κάνει προσφορές στο Βισνού μέσα σε ινδικά ιερά σκαλισμένα στο βράχο κι είχαμε φορέσει το κίτρινο ρούχο του Βούδα και τραγουδήσει τα παραγγέλματα της Ευγενικής Οκταπλής Ατραπού. Μέσα σε καλλιμάρμαρους ναούς είχαμε προσφέρει θυσίες στους πανέμορφους θεούς της Ελλάδας κι είχαμε συμμορφωθεί με τα αυστηρά διατάγματα του Ρωμαϊκού Νόμου». Και όμως κάτι τέτοια παραμύθια, που ξεπερνούν και την πιο αχαλίνωτη φαντασία, προβάλλονται με αξιώσεις σοβαρότητας από τους μετεμψυχωτές. 7. Σο φαινόμενο της λήθης - εξήγηση της ανθρώπινης ιδιοφυίας. Σο φαινόμενο της λήθης θέτει και άλλα μεγάλα προβλήματα και σ’ αυτούς τους μετεμψυχωτές, που φυσικά δεν καταφεύγουν στις μυθικές απαντήσεις για το νερό της λήθης και τα άλλα μυθολογικά ευρήματα. Γι’ αυτό αναζητούν την λύση στις έμφυτες και πρόωρες ικανότητες και ιδιοφυίες, όπως και στις πρώιμες εκδηλώσεις της κακίας ή αρετής, που παρουσιάζουν τα μικρά παιδιά. Που στηρίζονται όμως αυτοί οι ισχυρισμοί; Γιατί και οι μεγαλύτερες ιδιοφυίες πρέπει να μαθητεύσουν και ακόμα αφού η μετενσάρκωση είναι γενική γιατί οι εξαιρετικές αυτές γνώσεις παρατηρούνται σαν μια εξαίρεση μέσα σε ένα πλήθος παιδιών; Για να ερμηνεύσουν τις έμφυτες ικανότητες των παιδιών ερωτούν: «Δεν έχουμε το δικαίωμα να πιστέψουμε, ότι οι έμφυτες ιδιότητες ενός παιδιού δείχνουν καθαρά τις μεγάλες κατευθυντήριες γραμμές της που κατά τις προηγούμενες ενσαρκώσεις, καθώς και ότι κάθε ιδιότητα δεν είναι παρά ένα καταστάλαγμα από αναμνήσεις των εμπειριών αυτών των ενσαρκώσεων;» Και απαντούν: «Δεν είναι ασφαλώς παράλογο το να υποθέσουμε ότι έχοντας κανείς αγαπήσει τη μουσική κατά το παρελθόν και έχοντας ζήσει πολλές φορές τη ζωή ενός μουσικού, κατορθώνει τέλος να αφομοιώνει με ευχέρεια την εκμάθηση της μουσικής τέχνης. Και ακόμη ότι μια οντότητα θα έλθει να ενσαρκωθεί μέσα σε μια οικογένεια μουσικών, προκειμένου να έχει την εκπαίδευση, που της χρειάζεται και ένα φυσικό σώμα με ένα νευρικό σύστημα ευαίσθητο παλλόμενο. Είναι φυσικό επίσης μια οντότητα, που δεν είχε καθόλου ενδιαφερθεί για τη μουσική κατά τις προηγούμενες ενσαρκώσεις της να μη κατορθώνει τίποτε σ’ αυτή την ενσάρκωση, παρά τη μουσική εκπαίδευση που μπορεί να της παρέχεται σήμερα».

Glenn R. Morrow, Platos Cretan City, A Historical Interpretation of the Laws, Princeton N J. 1979 82


Αυθαίρετος και εδώ ο ισχυρισμός. Πολλές μουσικές ιδιοφυίες γεννήθηκαν σε άσημο περιβάλλον από γονείς που μονάχα μουσική προπαιδεία και κλίση δεν είχαν. Αλλά και πέρα από αυτό, αν ήταν σωστό το επιχείρημα τους, τότε όλα τα παιδιά μιας οικογένειας με μουσικό ταλέντο, θα έπρεπε να είναι διάσημοι μουσικοί. Οι ίδιοι άλλωστε ομολογούν ότι μέσα στην ίδια οικογένεια, πολλές φορές και ανάμεσα σε δίδυμα, για τα οποία οι προγεννητικές συνθήκες είναι όμοιες, να παρουσιάζουν τεράστιες διαφορές. Αυτό και μόνο φανερώνει την αυθαιρεσία των ισχυρισμών τους83.

ΚΕΥΑΛΑΙΟ Γ΄ ΜΕΣΕΝ΢ΑΡΚΨ΢Η, ΙΝΔΟΤΪ΢ΜΟ΢ ΚΑΙ ΓΝΨ΢ΣΙΚΙ΢ΜΟ΢ 1. Η μετενσάρκωση υπό το πρίσμα του Ινδουϊσμού. ΢ύμφωνα με την Ινδουϊστική άποψη κάθε άνθρωπος έχει ένα εσωτερικό πυρήνα (Jiva) ο οποίος περιπλανάται σε ένα ατέλειωτο κύκλο γεννήσεων και θανάτων (Samsara), περιβαλλόμενος από χονδροφυή και λεπτοφυή σωματικά περιβλήματα ή «σώματα». ΢ύμφωνα με αυτό, το δόγμα της μετεμψύχωσης είναι συνδεδεμένο με την δοξασία του Κάρμα. Πρόκειται για τη δύναμη που κρατάει τον άνθρωπο αιχμάλωτο στη Samsara, στον ατελείωτο κύκλο γεννήσεων και θανάτων. Η λέξη Κάρμα προέρχεται από τη ρίζα Kri, που σημαίνει ενεργώ, πράτω, αλλά κυρίως την ενέργεια. ΢ύμφωνα με το νόμο του Κάρμα κάθε πράξη, καλή ή κακή, συσσωρεύει Κάρμα και έχει επακόλουθα που ενεργούν και πέρα από αυτή τη ζωή. ΢ύμφωνα με τον ΢ουάμι Αμπεντανάντα84 κάθε ενέργεια έχει αναγκαστικά την αντίδρασή της ή το αποτέλεσμά της. Έτσι αυτό αποτελεί επίσης Κάρμα. ΢’ αυτή την οικουμενική έννοια, κίνηση, έλξη, θέληση, ελπίδα και κάθε ενέργεια του σώματος, του μυαλού και των αισθήσεων είναι Κάρμα. Κάρμα δηλαδή σημαίνει δράση, και η δράση είναι αναπόφευκτη γι’ αυτό και ο άνθρωπος δεν μπορεί να αποφύγει τη συσσώρευση από Κάρμα. Οι οπαδοί της Γιόγκα υποστηρίζουν85: «Όσο υπάρχει αναπνοή

Γ. Β. Μελέτη, Σι γίνεται μετά τον Θάνατο, εκδ. Αδελφότης Θεολόγων Ζωή, Αθήνα 1983, βλ. ενότητα Bessant, σελ. 147-149. 84 Abhedananda, Doctrine of Carma, A study in Philosophy and practice of work, Calcuta 1975. 85 Γιόγκα: Ετυμολογικά σημαίνει ζεύξη, ένωση, σύνδεση, άσκηση. Η πραγματική έννοια του όρου προέρχεται από την ΢ανσκριτική ρίζα «γιούτζ», που σημαίνει συνάντηση, ένωση, επικοινωνία, συμπλήρωση, αφαίρεση, πραγματοποίηση, απορρόφηση ή μεταφυσική ή φιλοσοφία του Ανωτάτου Σύπου, που υπόσχεται να φέρει σε στενή εγγύτητα την Χυχή με την Τπερ-Χυχή. Για περισσότερα βλ. Αρχ. Φριστοφόρου Σσιάκα, Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Αιρέσεων και Παραθρησκείας, εκδ. Ιεράς Μονής Σροοδοτίσσης Κύπρου, ενότητα Κίρπαλ ΢ίσνη, Σα συστήματα της Γιόγκα. 83


στο σώμα, η Κάρμα υπερισχύει. Και παρατηρούμε τα αποτελέσματα αυτού του Κάρμα στον εαυτό μας, και τελικά στην κοινωνία γύρω μας< Επομένως, πρέπει να έχουμε επίγνωση ότι, όσο ζούμε, κάνουμε Κάρμα, και μ’ αυτή την έννοια το πεπρωμένο μας είναι ήδη αποφασισμένο». ΢ύμφωνα με τη διδασκαλία του Κάρμα ολόκληρη η ζωή μας στη γη αξιολογείται αρνητικά και οι οποιεσδήποτε καταστάσεις πρέπει να γίνουν δεκτές με τρόπο εντελώς παθητικό. Επί τούτου ο W.T.R. Sheddy 86παρατηρεί ότι η θεωρία του Κάρμα είναι χρήσιμη φιλοσοφία για την άρχουσα τάξη. Σην άποψη αυτή την υποστηρίζει και η Nellie Kostling87 και συμπληρώνει ότι το Ινδουϊστικό σύστημα είναι το καλύτερο φεουδαρχικό σύστημα που υπήρξε ποτέ. Είναι το σύστημα όπου η συντήρηση και η κληρονομιά της εξουσίας της άρχουσας τάξης έχει εξασφαλιστεί απόλυτα μέσω του δόγματος της μετενσάρκωσης. Ο νόμος του Κάρμα είναι βασικός ακόμη και για την ηθική συμπεριφορά των ανθρώπων. Όποιος υπακούει στο νόμο του Κάρμα είναι πιο ηθικός και δίκαιος, παρά ένας που ακολουθεί τον νόμο του Θεού. Βρίσκεται θα λέγαμε σε μια πιο ορθολογιστική βάση από κάποιον που φοβάται την τιμωρία του Θεού. Άλλωστε αυτό που ονομάζουμε τιμωρία του Θεού δεν είναι τίποτε άλλο από την αντίδραση των δικών μας πνευματικών και φυσικών πράξεων88. Γενικότερα σε ολόκληρη την Ανατολή, η ιδέα του να γεννηθεί κανείς ξανά σε μια νέα ενσάρκωση, είναι κάτι πολύ αρνητικό, κάτι που πρέπει να το αποφύγει. Γι’ αυτό και υποβάλλεται στις ποικίλες ταλαιπωρίες. Σο ιδανικότερο εδώ είναι η απελευθέρωση, η επιστροφή στο Brahman. Μέσω των πνευματικών ασκήσεων του πόνου και της ταλαιπωρίας επιδιώκουν την απελευθέρωση από τη ζωή. Γι’ αυτό το λόγο τόσο η Ινδουϊστές όσο και οι Βουδιστές συγκλίνουν ότι το πέρασμα της ψυχής στην τελική κατάσταση είναι δύσκολο και αποτελεί επικίνδυνη διαδικασία, που απαιτεί χιλιάδες ανθρώπινες ζωές. Η θεωρία αυτή όπως αντιλαμβανόμαστε έχει τρομακτικές επιπτώσεις τόσο στην προσωπική όσο και στην κοινωνική συμπεριφορά του ανθρώπου. Η διδασκαλία περί «΢αμσάρα και Κάρμα»,89 ενώ παρουσιάζεται ως μια ερμηνεία ηθική, που τονίζει τη σημασία των πράξεων ή την ερμηνεία του θανάτου, στην ουσία αποτελεί μια επικίνδυνη δικαίωση του κακού και οδηγεί στην αδρανοποίηση του ατόμου και της κοινωνίας. Όλα αυτά κάνουν τον άνθρωπο να είναι ανεύθυνος και να μη μπορεί να αναπτύξει την προσωπικότητά του. Κάθε μορφή κοινωνικότητας θεωρείται ως κάτι το κακό γιατί ο στόχος είναι η αποχή από κάθε ενεργό και ουσιαστική συμμετοχή στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Σο ιδανικό για την θεωρία της μετενσάρκωσης είναι η πλήρης απόσταση από τις υποθέσεις W.T.R. Sheddy, Brahmanism Bangalore 1981, σελ. 19. Nellie Kostling, Reincarnation in the service of Colonialism, N.J. 1991 88 Abhedananda, Doctrine of Carma, A study in Philosophy and practice of work, Calcuta 1975, σελ. 17-19 89 «Υώς στη σχέση Γκουρού και Μαθητή», εκδ. Κέντρου Γιόγκας Αθηνών, Αθήνα 1984 86 87


της ζωής, η αδιαφορία για τον κόσμο, και η αναζήτηση της λύτρωσης μέσω λανθασμένων τεχνικών. Η θεωρία της μετενσάρκωσης επειδή στηρίζει τη θέση πως κάθε άνθρωπος έχει αλλάξει αμέτρητες φορές διάφορους ρόλους, του αφαιρεί τη δυνατότητα δημιουργίας διαπροσωπικών σχέσεων που στηρίζονται στη μοναδικότητα του ανθρώπου ή της οικογενειακής ζωής. Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο εξ αιτίας του ότι διαλύεται ο οικογενειακός ιστός καθώς και το ότι αφαιρείται από τον άνθρωπο το στοιχείο της ευθύνης αφού τα πάντα στη ζωή του είναι αποτέλεσμα των πράξεών του σε προηγούμενες ζωές και πρέπει να τα υπομένει όλα με σκοπό να ξεπληρώσει το Κάρμα του. Απ’ όλα τα παραπάνω συνάδει ότι η Ασιατική έκδοση της μετενσάρκωσης αποβλέπει στην εξουδετέρωση της ζωής και στην απελευθέρωση από τον κύκλο των διαδοχικών ζωών και θανάτων, σε αντίθεση με τη Δυτική έκδοση90 που προϋποθέτει την ολιστική θεώρηση του κόσμου και του ανθρώπου αφού πιστεύουν σε νέες δυνατότητες μέσα από διαδοχικές μετενσαρκώσεις ώστε να ικανοποιηθούν όλες οι επιθυμίες, που δεν μπόρεσαν να ικανοποιηθούν σ’ αυτή τη ζωή. 2. Αδιέξοδα της θεωρίας της μετενσάρκωσης. Σο πρώτο ερώτημα που τίθεται σχετικά με την θεωρία της μετεμψύχωσης είναι το εξής: Ποιος καθορίζει τα χαρακτηριστικά του ατόμου, τη φυλή, το έθνος, την ιδιαίτερη οικογένεια που θα δώσει το νέο σάρκινο σκήνωμα και ποιος θα ορίσει το φύλο σε μια νέα μετενσάρκωση; Μήπως η ελεύθερη εκλογή; Μήπως η ανάγκη; Και απαντούν «Αυτός που χωρίς ποτέ να σφάλει διευθύνει κατά τη φυλή και το έθνος, όπου βρίσκονται τα γενικά χαρακτηριστικά από τα θα κατασκευασθεί το σώμα είναι ο νόμος Κάρμα. Αυτός προμηθεύει το κατάλληλο κοινωνικό περιβάλλον για να εκδηλωθούν όλες οι ιδιότητες, που απέκτησε το Εγώ σε προηγούμενες ζωές. Ο νόμος Κάρμα είναι απόλυτα καθοριστικός για την μετενσάρκωση. Κάρμα είναι λέξη σανσκριτική, που σημαίνει το έργο, την πράξη και τις συνέπειές της. Είναι το αποτέλεσμα των έργων μας, που μας βαραίνει από προηγούμενες ζωές και καθορίζει κάθε νέα γέννηση και τα χαρακτηριστικά της. Είναι ένα είδος απόλυτου προορισμού, που έχει τον πρώτο λόγο για το εσχατολογικό μέλλον μας. Σο Κάρμα είναι κάτι σαν το νόμο της αιτιότητας. Είναι η αναπόφευκτη σχέση αιτίου και αιτιατού. Όλη η ζωή διαμορφώνεται κάτω από την πίεση του νόμου του Κάρμα. Αυτό καθορίζει τις συνθήκες της ζωής. Ο άνθρωπος δεν είναι ο συνειδητός δημιουργός της ζωής του. Σο Κάρμα είναι η αιτία, που άλλος γεννιέται πλούσιος και άλλος φτωχός, υγιής και άλλος ασθενής, άλλος όμορφος άλλος άσχημος, άλλος καλός άλλος κακός. Και πρέπει να περάσει κανείς από πολλές μετενσαρκώσεις για να απαλλαγεί στο τέλος από τα 90

M. Albrecht, Reincarnation versus Ressurrection, Areopagus 3\1991, σελ. 18


πιεστικά δεσμά του Κάρμα91. Ότι δηλαδή μας συμβαίνει δεν έχει καμιά σχέση με τη τωρινή σου ύπαρξη και τη σημερινή σου ζωή. Η ζωή βρίσκεται καταδικασμένη μέσα στο σιδερένιο κλοιό κάποιου παρελθόντος σου και αυτό κατ’ αποκλειστικότητα, ρυθμίζει κάθε πράξη και ενέργεια. Ότι και να κάνει τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, το μέλλον είναι αυστηρά προδιαγεγραμμένο. Ο άνθρωπος έχει καταδικασθεί σε άγνοια λόγω της προηγούμενης ζωής του. Η προσωπικότητά του καθώς και η ελευθερία του έχουν πλέον καταργηθεί. Έτσι καταργώντας κάθε σοβαρή επιστημονική ερμηνεία και αυτούς ακόμα τους νόμους της κληρονομικότητας βρίσκουν και πάλι αποκούμπι στις μυθικές φαντασιώσεις. Προσπαθώντας κατά κάποιο τρόπο να ερμηνεύσουν τις έμφυτες ιδιότητές μας λέγοντας ότι αυτές δεν είναι τίποτα άλλο από τους πόθους και τις τάσεις της προηγούμενης ζωής. Που όμως στηρίζουν μια τέτοια θεωρία; Και ποια είναι τα επιστημονικά ή άλλα ερείσματα τους; Με τέτοια επιχειρήματα δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να υπογραμμίζουν τον ανεύθυνο χαρακτήρα των ισχυρισμών τους . Γιατί μια τέτοια ζωή ουσιαστικά μοιρολατρική, στερημένη από το σχολείο του προσωπικού αγώνα, της προσωπικής επιτυχίας, ασφαλώς δεν είναι άξια μιας ελεύθερης, αυτόνομης και υπεύθυνης προσωπικότητας. Η μετεμψύχωση δηλαδή αποξενώνει τον άνθρωπο από τον ίδιο τον εαυτό του. Αυτός δεν είναι πια αυτός αλλά κάποιος άλλος. Και αυτός ο άλλος εργάζεται για κάποιον άλλο άγνωστο. Δηλαδή πλήρης αβεβαιότητα και διάλυση προσωπικότητας. Με τον τρόπο αυτό καταργείται ουσιαστικά ο καταλογισμός ευθύνης, για τις πράξεις της σημερινής ζωής από το συγκεκριμένο τωρινό άτομο. Και φυσικά δεν υπάρχει καταλογισμός, αφού απουσιάζει η ελεύθερη θέληση. Ο ανθρώπινος ρόλος πλέον είναι τελείως παθητικός. Η προσπάθεια και ο πνευματικός αγώνας ουσιαστικά ανύπαρκτος. Η βίωση της ελευθερίας, η βασική αυτή προϋπόθεση για την ηθική τελείωση του ανθρώπου, έχει καταργηθεί. Ο μόνος μεγάλος σκοπός της ζωής είναι η ανάπτυξη των λανθανουσών δυνατοτήτων μας, γράφει ο Cooper. Εφ’ όσον προχωρούμε αναπτυσσόμαστε, δεν προστίθεται τίποτα στην ψυχή μας ή στο πνευματικό μας «Εγώ», απλώς αφυπνίζεται αυτό που υπνώνει μέσα μας. Η μορφή αυτή, συνεχίζει ο Cooper92, είναι η μήτρα όπου θα χυθεί ο ακόλουθος άνθρωπος, και σαν πεθάνει κι αυτός η νέα μήτρα θα είναι λιγότερο ζωoδική και θα χρησιμοποιηθεί για το ακόλουθο φυσικό σώμα και έτσι η τελειοποίηση, προχωρεί από γέννηση σε γέννηση μέσα σε χιλιάδες χρόνια με χασομέρια που πάντα ξανακερδίζονται, με αποτυχίες που διορθώνονται ανδρεία, με πληγές που γιατρεύονται αργά. Τπάρχει πάντως πρόοδος μα και ανέβαΡ. Νάτζεμυ, Ο Μυστικός Κύκλος της Ζωής, 1978, σελ. 179-180 Irving S. Cooper, Η Μετενσάρκωση, Μια Ελπίδα για τον Κόσμο, Μτφ από τα Γαλλικά, Αιμιλίας Ίβου, Θεοσοφικές Εκδόσεις, Αθήνα 1975, σελ. 97. 91 92


σμα. Σο ζώο ελλατώνεται, ο άνθρωπος αυξάνει. Είναι αυτή η εξελικτική ιστορία του ανθρώπου, είναι η προσπάθεια που κάνει αργά το Εγώ όσο εξυψώνεται κατά τη θεϊκή ανθρωπότητα. Ένα άλλο ερώτημα που τίθεται είναι: Ποιος θα ορίσει το φύλλο σε μια νέα μετενσάρκωση; Τπάρχει κάποιος κανόνας που το καθορίζει; Σο αδιέξοδο της θεωρίας της Μετενσάρκωσης φαίνεται ειδικότερα από το πρόβλημα του φύλλου. Η Μετενσάρκωση δέχεται την εναλλαγή των φύλων. Ένας άνδρας στην επόμενη γέννησή του μπορεί να πάει σε γυναικείο σώμα, όπως και μια γυναίκα σε ανδρικό. Γράφει πολύ χαρακτηριστικά η Besant: «την ερώτηση ποιος θα ορίσει το φύλλο είναι δύσκολο να απαντήσουμε. Δεν υπάρχει γι’ αυτό κανένας ορισμένος κανόνας. Σο ίδιο το «Εγώ» δεν έχει φύλλο και το ίδιο «Εγώ» στις μυριάδες ενσαρκώσεις του κατοικεί το ίδιο καλά σε σώματα ανδρικά ή γυναικεία. Επειδή σκοπός της μετενσάρκωσης είναι η πρόοδος της ανθρωπότητας, κατά την τελειοποίηση και επειδή σε μια τέλεια ανθρωπότητα, τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία πρέπει να ισορροπούνε τέλεια, ότι το Εγώ πρέπει με την πείρα να αναπτύξει στον ανώτατο βαθμό τις χαρακτηριστικές του ιδιότητες σε κατάλληλα φυσικά σώματα και επομένως ότι είναι αναγκαία η αλλαγή φύλλου»93. Όμως όλος αυτός ο παράξενος ερμαφροδιτισμός είναι όχι μόνο αφύσικος αλλά και απορρίψιμος τόσο από την ανθρωπολογική και ψυχολογική σκοπιά όσο και απ’ την ηθική θεώρηση. Με αυτό τον τρόπο η προσωπικότητα όχι απλώς διχάζεται αλλά αλλοιώνεται και παραμορφώνεται. Αυτή η εναλλαγή των φύλλων στο ίδιο πρόσωπο δεν είναι φυσιολογική, δημιουργεί μια ψυχοπαθολογική κατάσταση αφού οι μετενσαρκωτές δίδουν μυθολογικό χαρακτήρα ερμηνείας σε ένα καθαρά ψυχοπαθολογικό πρόβλημα. Ένα τρίτο ερώτημα που πολύ λογικά εγείρεται είναι αν τελικά η Μετενσάρκωση είναι γεγονός αληθινό, τότε γιατί ο πληθυσμός της γης δεν θα μπορεί να αυξηθεί; Η απάντηση του ερωτήματος αυτού αποτελεί μια από τις πιο σοβαρές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η θεωρία της μετενσάρκωσης. Η απάντηση που δίδουν αποτελεί το κορύφωμα ενός παραλογισμού. Παραθέτουμε αυτούσιο το κείμενό τους: «Είναι αλήθεια ότι ο συνολικός πληθυσμός δεν μεταβάλλεται πια σε αριθμό. Γιατί ο πολιτισμός δεν είναι αρκετά προχωρημένος, ώστε να γίνουν δεκτές πολλές ψυχές που έρχονται από το ζωικό βασίλειο. Δεν πρέπει βέβαια να μας διαφεύγει η συνεχής εξέλιξη των όντων σε όλα τα βασίλεια κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, που ένα συνεχές ρεύμα μαθητών περνάει τις διάφορες τάξεις ενός σχολείου. Αργότερα σε ένα κύκλο εξελίξεως, ένα πλήθος από ατομικοποιημένες ψυχές θα περά-

Γ. Β. Μελέτη, Σι γίνεται μετά τον Θάνατο, εκδ. Αδελφότης Θεολόγων Ζωή, Αθήνα 1983, βλ. ενότητα Bessant, σελ. 156. 93


σουν από το ζωικό στο ανθρώπινο όπου είχαμε κάνει εμείς πριν εκατομμύρια χρόνια»94. Σέλος τίθεται το ερώτημα: Ποιο όφελος θα μπορούσε να αποκομίσει η αθάνατη ψυχή από μερικές ώρες φυσικής υπάρξεως και ιδιαίτερα μέσα από τη μορφή ενός βρέφους ελάχιστα συνειδητού; Έχει νόημα μια σύντομη ζωή; Τποστηρίζουν οι αποδέκτες της μετεμψύχωσης ότι μια μοναδική γήινη ζωή, παραμένει συχνά χωρίς αποτέλεσμα. Επομένως αυτοί που πιστεύουν ότι ζούμε πάνω στη γη μια και μόνο φορά δεν λαμβάνουν υπόψη τους ότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις η μοναδική αυτή ζωή παραμένει χωρίς αποτέλεσμα. Αν κάθε ανθρώπινη ύπαρξη κατόρθωνε να ζήσει εβδομήντα περίπου χρόνια γήινης ζωής, θα μπορούσαμε λογικά να συμπεράνουμε ότι η ζωή αυτή επέδρασε στην ψυχή και συνετέλεσε στην πρόοδό της μετά τον θάνατο. Αλλά καθώς όλοι όμως ξέρουμε πως χιλιάδες παιδιά πεθαίνουν ύστερα από μερικά μόνον χρόνια ή ακόμη και μερικές ώρες ζωής, χωρίς να φθάσουν στην ώριμη ηλικία. ΢την περίπτωση αυτή ποιο όφελος θα μπορούσε να αποκομίσει η αθάνατη ψυχή από μερικές ώρες φυσικής υπάρξεως και από την μορφή ενός βρέφους ελάχιστα συνειδητού; Η απάντηση που περιμένουμε είναι: Κανένα όφελος δεν θα μπορούσε να αποκομίσει από μια τόσο σύντομη ζωή. Αντιλαμβάνονται όμως αμέσως το αδιέξοδο το δικό τους ακριβώς γιατί το ερώτημα αντιστρέφεται και γι’ αυτούς τους ίδιους. Αν μια τέτοια σύντομη ζωή δεν έχει κανένα νόημα, για όσους δέχονται τη μετεμψύχωση, γιατί έχει νόημα για τους μετεμψυχωτές ; Αφού κάθε νέα γέννηση έχει σαν σκοπό την πρόοδο και τελείωση του ανθρώπου, ποια πρόοδος έγινε με τη σύντομη ζωή ενός βρέφους; Γιατί η ψυχή έκανε τον κόπο να ξαναενσαρκωθεί για λίγες ώρες χωρίς να έχει κανένα αποτέλεσμα. Όσο σύντομη κι αν είναι η ζωή προσθέτει ένα δικό της χρήσιμο στοιχείο στις αναμνήσεις της ψυχής. Για τη χριστιανική φυσικά θεώρηση, όσο σύντομη και αν είναι η ζωή έχει νόημα και ένα σκοπό στο σχέδιο του Θεού. 3. Γνωστικισμός και μετενσάρκωση. Η ιδέα ότι μια ζωή δε φτάνει για να οδηγηθεί κανείς στην τελειότητα καθώς και ο προβληματισμός γύρω από τη γέννηση και ύπαρξη της ψυχής, αλλά και η ανάγκη να δοθεί μια «λογική εξήγηση» στο ερώτημα «γιατί υπάρχει τόσο κακό στον κόσμο και γιατί άλλοι να υποφέρουν και άλλοι να ευημερούν» αποτελούν τη δικαιολογία για την εξάπλωση της θεωρίας της «Μετενσάρκωσης» και του «Κάρμα». ΢την εποχή μας πρωτοIrving S. Cooper, Η Μετενσάρκωση, Μια Ελπίδα για τον Κόσμο, Μτφ από τα Γαλλικά, Αιμιλίας Ίβου, Θεοσοφικές Εκδόσεις, Αθήνα 1975, σελ. 102. Γ. Β. Μελέτη, Σι γίνεται μετά τον Θάνατο, εκδ. Αδελφότης Θεολόγων Ζωή, Αθήνα 1983, βλ. ενότητα Cooper, σελ. 159160. 94


πόροι αυτής της πίστης είναι σύγχρονα γνωστικιστικά ρεύματα και διάφορες γκουρουιστικές ομάδες που από τη δεκαετία κυρίως του 1960 διέδωσαν τις ελκυστικές περί Μετενσάρκωσης δοξασίες τους ως πανάκεια για την επίλυση πολλών προβλημάτων. Η Μετενσάρκωση υπόσχεται στον άνθρωπο πολλές ζωές και αλλεπάλληλες διαδοχικές γεννήσεις ύστερα από κάθε θάνατο. Έτσι ώστε όλες οι επιθυμίες του που δεν μπόρεσαν να ικανοποιηθούν σ᾿ αυτή τη ζωή να βρουν τη λύση τους και την εκπλήρωση τους σε κάποια άλλη εξελικτική της φάση, μέχρι να φτάσει στο επίπεδο του υπερανθρώπου95 . Οι απόψεις του δασκάλου της «Αρμονικής ζωής» Β. Νάζεμυ96 πάνω στο θέμα αυτό είναι ότι, οι άνθρωποι ως προς το βαθύτερο είναι αιώνιοι, δηλαδή δημιουργήματα της ουσίας του Θεού που βρίσκονται συνεχώς κάτω από τον αιώνιο νόμο της αιτίας και του αποτελέσματος που ονομάζεται «Κάρμα». Ο νόμος αυτός του σύμπαντος ορίζει πώς κάθε σκέψη, λόγος ή πράξη του ανθρώπου επιστρέφει πάλι σ’ αυτόν κατά τη νέα του σάρκωση. Με λίγα λόγια, η βάση αυτού του νόμου στον οποίο είμαστε υποχείριοι είναι ακριβώς το «ό,τι σπείρεις θα θερίσεις». Εμείς οι ίδιοι είμαστε οι δημιουργοί της μοίρας μας και δεν επιβάλλεται απ’ έξω από μια άλλη δύναμη ούτε παίζει κανένα ρόλο στην ζωή μας η Θεία πρόνοια. Κάθε καλό και κάθε κακό που μας συμβαίνει δεν είναι παρά αποτέλεσμα μιας αιτίας που εμείς δημιουργήσαμε. Οι ηθικές μας ικανότητες, ο χαρακτήρας μας, η φυσική μας εμφάνιση καθώς και όλα τα σημαντικά γεγονότα κάθε ενσάρκωσης, δεν είναι παρά αποτέλεσμα των πράξεών μας από τις προηγούμενες ενσαρκώσεις μας. Ακόμη και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες γεννιέται ένα παιδί υπαγορεύονται από πράξεις, λόγια και σκέψεις του σε προηγούμενες ενσαρκώσεις. Με την παραπάνω λογική ότι εμείς είμαστε υπεύθυνοι της μοίρας μας εξαρτώμενοι φυσικά από προηγούμενες ενσαρκώσεις της ψυχή μας, δεν υπάρχει καμιά αδικία στον κόσμο αντιμετωπίζεται εύκολα το πρόβλημα του κακού, αφού ότι υποφέρουμε δεν είναι τιμωρία, αλλά αποτέλεσμα για να διδαχθούμε μέσω των βιωμάτων μας το καλό και το κακό, τη σύνεση και την αφροσύνη να φθάσουμε τελικά στην τελειότητα. Άρα η μετενσάρκωση είναι αναγκαία ως ένας ηθικός νόμος για την επικράτηση της δικαιοσύνης και της ηθικής τάξης. Είναι σαν ένα «δικαστήριο» από το οποίο πρέπει όλοι να περάσουν, είτε το θέλουν, είτε όχι. Είναι ακόμη εκπαιδευτήριο συνεχές για την ανάπτυξη των τεράστιων εσωτερικών μας ικανοτήτων και δυνατοτήτων, για την ικανοποίηση της εσωτερικής μας δίψας για γνώση και συμμετοχή «στην πάλουσα κίνηση της φυσικής ζωής».

95 96

Leone L. Wright, Reincarnation, San Diego 1975, σελ. 25. Ρ. Νάτζεμυ, Ο Μυστικός Κύκλος της Ζωής, 1978, σελ. 175-176.


Ο κύκλος των μετενσαρκώσεων θα τελειώσει όταν ο άνθρωπος θα γίνει ένα με το Θεό. Γι’ αυτό και ο Samael aun Weor97 μεσσίας του «Πανελληνίου Κέντρου Γνωστικών ΢πουδών» χαρακτηρίζει τη ζωή του ανθρώπου «ζωντανή ταινία», που ο καθένας «φέρνει και ξαναφέρνει» σε κάθε μετενσάρκωση «για να τη προβάλλει στην οθόνη μιας καινούργιας ύπαρξης». Προκειμένου οι οπαδοί της μετενσάρκωσης να στηρίξουν τις απόψεις τους, ισχυρίζονται ότι και ο Φριστός μίλησε γι’ αυτήν, όπως π.χ. όταν ρώτησε τους μαθητές του «ποιος, λέγουν οι άνθρωποι ότι είναι ο Τιός του Ανθρώπου». ήθελε τάχα να μάθει ποιος νόμιζαν οι άνθρωποι ότι ήταν σε μια προηγούμενη ζωή. Η αλήθεια όμως, είναι πως στο διάλογο αυτό με τους μαθητές Σου ήθελε ακριβώς να τονίσει τη θεανδρικότητά του αναφερόμενος στην πίστη που διακήρυξε ο Πέτρος «΢ύ εἶ ὁ Φριστός ὁ Τἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»98. Σο ότι όμως ο Φριστός δεν έρχεται με αλλεπάλληλες ενσαρκώσεις φαίνεται καθαρά και στην προς Εβραίους Επιστολή όπου σημειώνεται ότι «όπως οι άνθρωποι μια φορά πεθαίνουν και ύστερα έρχεται η κρίση, έτσι και ο Φριστός, αφού μια φορά θυσιάστηκε για να πάρει επάνω του τις αμαρτίες πολλών, θα εμφανισθεί για δεύτερη φορά όχι για ζήτημα αμαρτίας, σ’εκείνους που τον αναμένουν για τη σωτηρία τους»99. Ασφαλώς οι διάφοροι γκουρουιστές, αποκρυφιστές και οπαδοί της «Μετενσάρκωσης» δεν πιστεύουν ούτε στη Δευτέρα Παρουσία, ούτε στη σωτηρία του ανθρώπου από το ΢ταυρωμένο και Αναστάντα Φριστό. Δεν πιστεύουν στο ρόλο, ούτε ότι ο άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού. Απεναντίας πιστέυουν ότι η σωτηρία είναι αποτέλεσμα μόνο της ανθρώπινης προσπάθειας και ότι η τελείωσή του είναι μακροχρόνια και δε γίνεται μόνο σε μια, ζωή τη στιγμή μάλιστα που το παράδειγμα του ληστή μας λέγει πώς η σωτηρία μπορεί να γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη. Όλο όμως το σωτηριολογικό σύστημα του δόγματος της μετενσάρκωσης έχει ως βάση του την ολιστική θεώρηση του κόσμου ότι δηλαδή τα πάντα σ’ αυτόν τον κόσμο είναι Θεός, τα ζώα, τα φυτά, τα έντομα κλπ. Δεν υπάρχει διάκριση Δημιουργού και δημιουργήματος. Ο άνθρωπος μέσα απ᾿ αυτήν την πανθεϊστική αντίληψη πιστεύει πως είναι αιώνιος και άκτιστος και όχι κτίσμα και παύει να είναι ψυχοσωματική ύπαρξη και είναι εικόνα του Θεού, η οποία βρίσκει το νόημά της όταν είναι σε κοινωνία με το Θεό και στηρίζει την ελπίδα της όχι στην «απελευθέρωση», από το σώμα αλλά στην Ανάσταση, την αφθαρσία και την αθανασία του σώματος. Αλλά γενικά η θεωρία της μετενσάρκωσης, δημιουργεί ένα χάος στην ψυχή του ανθρώπου. Η συνεχής ανακύκλωση των πάντων δεν μπορεί να δώσει νόημα στη ζωή. Δημιουργεί μια απέραντη μοναξιά. Μας Samael aun Weor, Επαναστατική Χυχολογία, Αθήνα 1982, σελ. 124. Μτθ. 16,13 99 Εβρ. 9, 27-28 97 98


αφήνει αβοήθητους στο «πεπρωμένο μας» και μας παγιδεύει στον τυφλό νόμο τον «Κάρμα» και των προγραμματισμένων από τη μοίρα εξελίξεων. Σις οποιεσδήποτε αδικίες σε βάρος μας πρέπει να τις υπομένουμε γιατί μας βοηθούν να προχωρήσουμε στην εξέλιξη μας σε μια άλλη ζωή. Προσωπική ευθύνη και συμμετοχή στο γεγονός της σωτηρίας μας δεν υπάρχει αλλά όλα είναι προκαθορισμένα. Η έννοια της αμαρτίας δεν υφίσταται. Σο γεγονός της Ανάστασης και της εν Φριστώ σωτηρίας μας αντικαθίσταται από το δόγμα του «Κάρμα» και της «Μετενσάρκωσης». Σο μήνυμα όμως του Ευαγγελίου και η παράδοση της Ορθοδοξίας λέγουν πως ο άνθρωπος δεν πεθαίνει πολλές φορές μιας και μετά έρχεται η κρίση, «καθ’ ὃσον ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν μετά δέ τοῦτο κρίσις»100. Άλλωστε ο άνθρωπος δε σώζεται από μόνος του αλλά σε συνεργασία με τη χάρη και την αγάπη του Θεού ο οποίος εν Φριστώ μας λύτρωσε από την αμαρτία και το θάνατο101. 4. Οι Πατέρες της Εκκλησίας για την μετενσάρκωση. Οι διάφορες αποκρυφιστικές ομάδες υποστηρίζουν ότι οι πρώτοι πατέρες της Εκκλησίας δίδασκαν την μετενσάρκωση, υποστηρίζουν ότι εκκλησιαστικοί πατέρες που πρέσβευαν την θεωρία της μετεμψύχωσης ήταν Κλήμεντας ο Αλευξανρέας, ο Σερτυλλιανός102, ο Ψριγένης, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και αναρίθμητοι άλλοι. Τποστηρίζουν ακόμα ότι το δόγμα της μετενσάρκωσης αφαιρέθηκε από τα κείμενα της εκκλησίας κατά τον 6ο αι. στην Ε΄ Οικουμενική ΢ύνοδο. Όμως οι ισχυρισμοί αυτοί αποδεικνύονται ανακριβείς και αυτό διαφαίνεται μέσα απ’ τις απόψεις των πατέρων της εκκλησίας που παραθέτουμε παρακάτω. Κατά της μετενσάρκωσης τάσσεται ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας103. ΢το έργο του «΢τρωματεῖς» μιλάει για δοξασίες γύρω από «Σό περί τήν μετενσωμάτωσιν τῆς ψυχῆς δόγμα», τις οποίες παρέλαβαν «οἱ ἂριστοι τῶν φιλοσόφων» από τους Αιγυπτίους. Πρόκειται δηλαδή για μια εξωχριστιανική ασυμβίβαστη με την πίστη της εκκλησίας διδασκαλία. Αλλά και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός104 είναι πολέμιος της μετενσάρκωσης. Πιο συγκεκριμένα υποστηρίζει: «Πολέμησε τις θεωρίες του Πλάτωνος περί ιδεών και περί του ότι οι ψυχές μετά τον θάνατο εισέρχονται σε άλλα σώματα και ότι περιοδεύουν και ότι ενθυμούνται την προύπαρξή τους και ότι οι αισχροί έρωτες προς τα ωραία σώματα ανάγονται στην ψυχή». Η πρωτοχριστιανική εκκλησία απορρίπτει και αυτή το δόγμα της μετενσάρκωσης και υπογραμμίζει πως η προέλευσή Εβρ. 9,27 π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος, Μετενσάρκωση ή Ανάσταση, Ορθόδοξη Θεώρηση του Κακού, Β΄ έκδ. Αθήνα 1995, σελ. 32 κεξ. 102 Σερτυλιανού, Περί Χυχής, Κεφ. 28-35, ANF 3,213. 103 Κλήμεντος Αλεξανδρείας, ΢τρωματείς, ΢τ΄, κεφ.4 ΒΕΠΕ΢ 8,190 104 Γρηγορίου Θεολόγου, Α΄ Θεολογικός Λόγος, 1, ΒΕΠΕ΢ 59, 218 100 101


του είναι εξωχριστιανική. Αυτό το υποστηρίζουν και άλλοι πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Ο Θεόφιλος Αντιοχείας105 έγραψε σχετικά με το θέμα κατά το 180 μ.Φ. τα εξής: «Και ο Πλάτωνας λοιπόν, που τόσα είπε για την εξουσία του ενός Θεού και την ψυχή του ανθρώπου, που τη θεωρεί αθάνατη, δεν αντιφάσκει με τον εαυτό του στη συνέχεια, όταν λέγει ότι οι ψυχές μερικών ανθρώπων εισχωρούν και σε άλλα ζώα; Δεν είναι φοβερό και ανόσιο το δόγμα του για όσους έχουν νου, το ότι δηλαδή αυτό που ήταν κάποτε άνθρωπος θα γίνει πάλι λύκος ή σκύλος ή κάποιο άλλο κτήνος;». Ο Μέγας Βασίλειος106, ένας από τους μεγαλύτερους πατέρες της εκκλησίας μας από την πλευρά του σημειώνει: «Διώξε μακριά τις φλυαρίες των σοβαρών “φιλοσόφων”, που δεν ντρέπονται να υποστηρίζουν, ότι οι ψυχές τους και οι σκυλίσιες ψυχές είναι ίδιες μεταξύ τους, που λένε ότι οι ίδιοι υπήρξαν κάποτε και γυναίκες και θάμνοι και ψάρια. Εγώ δεν λέω ότι υπήρξαν ποτέ ψάρια λέω όμως και το υποστηρίζω, ότι, όταν έγραφαν αυτά τα πράγματα, ήταν αλογώτεροι και από τα ψάρια». Ο Ιωάννης ο Φρυσόστομος107 στο υπόμνημά του στην προς Εφεσίους επιστολή τονίζει πολύ χαρακτηριστικά: «Εκείνοι που εισάγουν την ειμαρμένην και λένε ότι τα πάντα είναι χωρίς πρόνοια και κανείς δεν προνοεί για τίποτα, αλλά σχηματίζονται από άτομα; Ποιοι το λέγουν αυτό; Οι φιλόσοφοι που ανακάλυψαν κάτι σπουδαίο και ανώτερο από αυτά; Ή μήπως άλλοι που απεκάλεσαν τον Θεό σώμα; Αλλά πείτε μου, ποιοί; Εκείνοι που μετατρέπουν τις ψυχές των ανθρώπων σε ψυχές σκύλων και να πείθουν τους ανθρώπους ότι και ο σκύλος έγινε κάποιος κάποτε και λιοντάρι και ψάρι. Μέχρι πότε δεν θα παύσετε να λέτε ανοησίες;». Ο Γρηγόριος Νύσσης108 πάλι επ’ αυτού λέγει: «Πράγματι εάν εξετάσει κανείς ακριβώς, θα εύρει ότι απαραιτήτως ο λόγος τους σύρεται προς τούτο που λέγουν ότι είπε κάποιος από τους σοφούς εκείνους, ότι το ίδιο πρόσωπο έγινε άνδρας, μεταμφιέστηκε σε σώμα γυναίκας, πέταξε μαζί με όρνεα, εφύτρωσε ως θάμνος, και έγινε υδρόβιος<Σα δόγματα αυτού του είδους είναι άξια φλυαρίας βατράχων ή κοράκων ή σιωπής ιχθύων ή της αναισθησίας των δένδρων». Όλα αυτά που αναφέρθησαν παραπάνω αποτελούν μαρτυρίες που δεν εκφράζουν ατομικές απόψεις αλλά τη διδαχή της εκκλησίας. Οι μεγάλοι αυτοί πατέρες υπογραμμίζουν πως τέτοιες δοξασίες προέρχονται από την Ελληνική Υιλοσοφική ΢κέψη και είναι ξένες προς την πίστη της Εκκλησίας. Τποστηρίζουν ότι η ιδιότητα του χριστιανού είναι ασυμβίβαστη με την πίστη στο Κάρμα και στη μετενσάρκωση109. Αλλά ακόμα και Θεοφίλου Αντιοχείας, Προς Αυτόλυκον, βιβλίο Γ΄3, ΒΕΠΕ΢ 5, 53-54 Μ. Βασιλείου, Εις την Εξαήμερον, Η΄2΄8,9 ΕΠΕ 4, 303-305 107 Ιω. Φρυσοστόμου, Λόγος ΙΒ΄3, ΕΠΕ. 21, 21-23 108 Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, κεφ. ΚΗ΄- ΚΘ΄, ΕΠΕ. 5, 198-216. 109 E. Caspar, Geschichte dew Papstums 1,2 Tubingen 1978, σελ. 42. 105 106


οι ιστορικές πηγές βρίσκονται σε αντίθεση με τις αποκρυφιστικές πηγές. Πολλοί θιασώτες της μετενσάρκωσης υποστηρίζουν ότι η Ε΄ Οικουμενική ΢ύνοδος έσβησε τη διδαχή της μετενσάρκωσης κάτω από την πίεση του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Αυτό όμως αποτελεί ένα είδος βανδαλισμού της ιστορικής αλήθειας. Η Ε΄ Οικουμενική ΢ύνοδος καταδικάζοντας τον Ψριγενισμό, δεν καταδίκασε τη δοξασία της μετενσαρκώσεως, όπως την κηρύττουν οι διάφορες ομάδες σήμερα αλλά τις κακοδοξίες του Ψριγένη που αναφερόταν στην προΰπαρξη της ψυχής στο χριστολογικό δόγμα και στην αποκατάσταση των πάντων. Οι 15 Κανόνες της ΢υνόδου της εν Κωνσταντινουπόλει Αγίας Ε΄ Οικουμενικής ΢υνόδου των Αγίων ρξε΄ Πατέρων, συνοψίζουν αυτές τις κακοδοξίες και αποδεικνύουν ανιστόρητους τους ισχυρισμούς των απόκρυφιστών που συσχετίζουν την Ε΄ Οικουμενική ΢ύνοδο με την δοξασία της μετενσάρκωσης. Οι 15 αυτοί κανόνες αποδεικνύουν με τον ποιο κατηγορηματικό τρόπο ότι η ΢ύνοδος δεν καταπιάστηκε με την μετενσάρκωση δηλαδή με τη διδασκαλία που λέγει ότι οι ψυχές των ανθρώπων ενσαρκώνονται πάνω σ’ αυτή τη γη διαδοχικά πολλές φορές σε διαφορετικά σώματα110.

ΚΕΥΑΛΑΙΟ Δ΄ ΑΝΑΙΡΕ΢Η ΣΟΤ ΔΟΓΜΑΣΟ΢ ΣΗ΢ ΜΕΣΕΝ΢ΑΡΚΨ΢Η΢ 1. Σο δόγμα της Μετενσάρκωσης. Για να μπορέσουμε να αναιρέσουμε το δόγμα της μετενσάρκωσης οφείλουμε να συνοψίσουμε σε γενικές γραμμές τη διδασκαλία και των δύο αντιλήψεων, δηλαδή της Ινδουιστικής και της Δυτικής αντίληψης και εν συνεχεία μέσα από την αντιπαράθεση με την χριστιανική διδασκαλία, να μπορέσουν να αναφανούν οι κακοδοξίες του δόγματος αυτού και να καταφανεί η ανωτερότητα της Φριστιανικής Διδασκαλίας. Τπάρχουν δύο αντιλήψεις, όπως προαναφέραμε παραπάνω, για την Μετενσάρκωση. Η Ινδουιστική έκδοση της Μετενσάρκωσης βασίζεται στο δόγμα, ότι κάθε άνθρωπος κατά το εσώτατο είναι του, είναι αιώνιος και βρίσκεται κάτω από τον αιώνιο νόμο της αιτίας και του αποτελέσματος, που ονομάζεται «Κάρμα». Αυτός ο νόμος σπρώχνει τον άνθρωπο σε διαδοχικές γεννήσεις ύστερα από κάθε θάνατο.

Μελετίου, Μητροπολίτου Νικοπόλεως, Η Ε΄ Οικουμενική ΢ύνοδος, Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 1985, σελ. 616-618. 110


Κάθε σκέψη, λόγος και ύπαρξη επιστρέφει πάλι στον άνθρωπο κατά την νέα σάρκωση. Βασικός στόχος τίθεται το πέρασμα μέσα από όλες τις εμπειρίες που αντιστοιχούν στο συσσωρευμένο «Κάρμα» και η προσπάθεια περιορισμού των δραστηριοτήτων και των προσκολλήσεων, ώστε να αποφευχθεί η συσσώρευση νέου «Κάρμα». Σελικός σκοπός είναι η απελευθέρωση όχι μόνο από τον θάνατο αλλά και από τη ζωή. Αντίθετα οι Δυτικοί υποστηρικτές της Μετενσάρκωσης βλέπουν τη δοξασία αυτή ως δυνατότητα για καλύτερη μελλοντική ζωή πάνω στη γη, ως πορεία που οδηγεί σε όλο και ανώτερες βαθμίδες εξέλιξης μέχρι το επίπεδο του Τπερανθρώπου. Η διδασκαλία του Κάρμα και της Μετενσάρκωσης αξιολογεί αρνητικά το ανθρώπινο σώμα καθώς επίσης ερμηνεύει τις αρνητικές καταστάσεις της παρούσης ζωής για πράξεις που πραγματοποιήθηκαν σε προηγούμενες ζωές. Γι’ αυτές τις πράξεις ο άνθρωπος καλείται να τιμωρηθεί, για να απαλείψει το Κάρμα και τις προσκολλήσεις του, με στόχο την ολοκληρωτική απελευθέρωση. Οι αλλαγές που συντελούνται στον ανθρωπο και οι εξελίξεις, όπως αυτές εκλαμβάνονται από τους οπαδούς της Μετενσάρκωσης πραγματοποιούνται χωρίς την επαφή με την απόλυτη ύπαρξη και με χωρίς καμία κοινωνία με ένα Θεό προσωπικό. Ο άνθρωπος πλέον αυτονομείται απόλυτα. Δεν έχει τη συναίσθηση της ύπαρξης ενός Θεού που μπορεί να επέμβει στη ζωή του. Δεν αναζητά κάποιο Θεό έξω από τον εαυτό του. Όταν ευτυχεί αποδίδει την ευτυχία του στον εαυτό του και αυτοεγκλωβίζεται σε αυτόν με αποτέλεσμα να βυθίζεται περισσότερο στη δυστυχία του και να μην ελπίζει. Οφείλει να δεχθεί παθητικά την κατάστασή του χωρίς προσκόλληση με αποτέλεσμα να μη διαθέτει την εμπειρία της πίστης και της ευγνωμοσύνης για την παρουσία του Θεού στη ζωή του. Οι οπαδοί της μετενσάρκωσης υποστηρίζουν πως στην πορεία προς την απελευθέρωση υπάρχει μία ενδιάμεση κατάσταση στις Κοσμικές ΢φαίρες111 του πνευματικού κόσμου. ΢’ αυτήν την κατάσταση, η προσωπικότητα της προηγούμενης ζωής διαλύεται και εξαφανίζεται πριν η ψυχή ξαναγεννηθεί σε νέο σώμα. Με την Μετενσάρκωση λοιπόν, δεν υπάρχει συνέχεια μεταξύ των διαδοχικών ζωών, αφού στην πραγματικότητα το μόνο πράγμα που μετενσαρκώνεται είναι το Κάρμα που διασπάται από το σώμα. Πολλές αποκρυφιστικές ομάδες κηρύττουν την Μετενσάρκωση ως λύση για τα υπαρξιακά προβλήματα. Πολλοί Θεοσοφιστές πιστεύουν ότι η πίστη στην θεία πρόνοια οδηγεί την εκκλησία στην ερήμωση και για να αποφευχθεί αυτό πρέπει η χριστιανική εκκλησία να αντικαταστήσει αυτή την πίστη με την δοξασία του Κάρμα, που ικανοποιεί πλήρως την εξελιγμένη διάνοια του σύγχρονου ανθρώπου.

π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος, Μετενσάρκωση ή Ανάσταση, Ορθόδοξη Θεώρηση του Κακού, Β΄ έκδ. Αθήνα 1995, σελ. 22-30. 111


Άλλωστε υπάρχουν δύο θρησκευτικές προσεγγίσεις επάνω στο μεγάλο θέμα τα γέννησης του σύμπαντος. Ο Ρόμπερτ Νάτζεμυ112 αναφέρεται στις διάφορες θρησκευτικές ομάδες που η κάθε μία προσφέρει τις δικές της ιστορίες για τη δημιουργία η οποίες είναι πέρα από την ικανότητα της περιορισμένης αντίληψης του ανθρωπίνου πνεύματος. Από τα παραπάνω διαφαίνεται ότι η δοξασία της μετενσάρκωσης δεν ικανοποιεί καθόλου τον εξελιγμένο νου του σύγχρονου ανθρώπου. ΢ημειώνει ο Νάτζεμυ, ότι ο νους ανήκει στον κόσμο του δυαδισμού. Για να φθάσει λοιπόν στην εμπειρική απάντηση στο πρόβλημα της δημιουργίας πρέπει να υπερβεί τον κόσμο του δυαδισμού. Αλλά ακόμα και εάν κάποιος έχει την εμπειρία μιας τέτοιας απάντησης, δεν μπορεί όμως να την μεταδώσει, γιατί είναι πέρα από την αντίληψη του νου. Όμως και μια παρόμοια θρησκευτική προσέγγιση επιχειρεί να κάνει και ο λεγόμενος «Εσωτερικός Φριστιανισμός». Εκπρόσωπος αυτού ήταν ο Μπόρις Μουράγεφ113 ΢ύμφωνα με την Εσωτερική του Ορθοδοξία πίστευε ότι η Ορθόδοξη Παράδοση διδάσκει ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε με μια θυσία του Θεού. Η Θυσία είναι ο προορισμός του εγώ με την εκδήλωση. Η ζωή μέσα στο σύμπαν δεν είναι παρά μόνο μια αιώνια διαδικασία σε όλους τους τομείς και τα επίπεδα. ΢ύμφωνα με τους μετενσαρκωτές ο άνθρωπος δεν πρέπει ούτε καν να προσπαθεί να αλλάξει το σενάριο της ζωής του. Αυτό που πρέπει να κάνει είναι να παίξει το ρόλο του χωρίς ταύτιση και προσκολλήσεις. Δεν έχει σημασία ποιος είναι αυτός ο ρόλος. ΢ε καμία περίπτωση δεν υπάρχει το σημείο της ευθύνης για το συνάνθρωπο ή η έννοια της αδικίας. Ο άνθρωπος υπόκειται μόνο στον νόμο του Κάρμα και δεν θα δώσει λόγο σε κανένα για τις όποιες πράξεις του. Δεν υπάρχει ένας Θεός που θεσπίζει ηθικούς νόμους και καλεί τον άνθρωπο να ακολουθήσει το δρόμο του Θεού που θα τον οδηγήσει στην εκπλήρωση του νοήματος της ζωής του ανθρώπου σύμφωνα με τη βούληση του Θεού. Άλλωστε κάθε πράξη, καλή ή κακή, είναι εξίσου μια εκδήλωση της μίας οικουμενικής συνειδητότητας και γι’ αυτό δικαιούται τον ίδιο σεβασμό και αγάπη114. ΢την πραγματικότητα η αδικία δεν υπάρχει. Εκείνοι που μας αδικούν είναι μόνο οι φορείς των πράξεων που σύμφωνα με τα δικά μας εξελικτικά σενάρια, πρέπει να συμβούν για χάρη της δικής μας εξέλιξης. Κανένας δεν αδικεί κανένα. Αυτοί που έχουν διαφορετική αντίληψη κινούνται στο επίπεδο της δυνατότητας και βρίσκονται σε χαμηλό εξελικτικό επίπεδο. Αυτό είναι το θεωρητικό θεμέλιο της ηθικής με βάση τη Μετενσάρκωση. Γιατί τελικός

Ρόμπερτ Νάτζεμυ, Οικουμενική Υιλοσοφία, σελ.74. Μπόρις Μουράγιεφ, Α΄ Εσωτερικός Κύκλος, 139, 146. 114 π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος, Μετενσάρκωση ή Ανάσταση, Ορθόδοξη Θεώρηση του Κακού, Β΄ έκδ. Αθήνα 1995, σελ. 44. 112 113


σκοπός της Μετενσάρκωσης δεν είναι μια καλύτερη ζωή, αλλά η εξουδετέρωση της ζωής και η απορρόφησή της σε μία απρόσωπη ΢υμπαντική Πραγματικότητα. 2. Η απάντηση της Ορθοδοξίας. Η Αγία Γραφή μας λέγει πως ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο ως ψυχοσωματική ενότητα και του έδωσε την ευλογία και την εντολή, του να πληρώσει όλη τη γη. Αν η ζωή αυτή μέσα στο σώμα είναι κατάρα τότε ο Θεός δεν θα ευλογούσε τον άνθρωπο. ΢την Παλαιά Διαθήκη υπογραμμίζεται η διάκριση ανάμεσα στο δημιουργό και τα δημιουργήματα. Ο άνθρωπος δεν είναι λοιπόν αιώνιος και άκτιστος αλλά κτίσμα και καρπός της θείας βούλησης και αγάπης. Μόνο ο άνθρωπος είναι «κατ’ εἰκόνα Θεοῡ»115 που σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού μεταφράζεται σε σχέση υπευθυνότητας και αγάπης εκ μέρους του ανθρώπου προς όλη τη δημιουργία. Η Αγία Γραφή αναφέρει πως ο Θεός έθεσε τον άνθρωπο στον παράδεισο και όχι σε κάποιο κολαστήριο116. Ήταν ένας τόπος τρυφής όπου ο άνθρωπος καλέστηκε να διακονήσει τον παράδεισο του Θεού και όχι να εξουδετερώσει την σχέση του μ’ αυτόν. Ο άνθρωπος, ως κατ’ εικόνα του Θεού, δεν προσδιορίζεται με βάση κάποιους τυφλούς νόμους αλλά συμμετέχει ο ίδιος στον προσδιορισμό της πορείας του. Ακολουθώντας ο άνθρωπος τον δρόμο του Θεού παραμένει σε συνεχή κοινωνία μαζί του και γίνεται μέτοχος της δωρεάς του. Γι’ αυτό η ζωή μέσα στο σώμα δεν είναι τιμωρία. Ο Θεός προειδοποίησε τον άνθρωπο ότι η βιολογική του ζωή θα τερματιστεί όταν αμαρτήσει, και όχι όταν μείνει πιστός. Αν η ζωή αυτή ήταν αποτέλεσμα του Κάρμα τότε θα έπρεπε οι αμαρτωλοί να ζουν και οι δίκαιοι να παθαίνουν, γιατί αυτή η ζωή θα λογιζόταν σαν κατάρα και όχι απαλλαγή απ’ τη ζωή. Γι’ αυτό η ελπίδα του ανθρώπου δεν είναι η απελευθέρωση από το σώμα, αλλά η Ανάσταση, η Αφθαρσία και η Αθανασία του σώματος. Αυτή την κατάσταση της κοινής κτίσεως της αφθαρσίας ζει ο Φριστιανός ήδη από αυτή τη ζωή μέσα στη Θεία Ευχαριστία. Η διδαχή της μετενσάρκωσης που αξιολογεί αρνητικά το σώμα, δεν ακυρώνει απλώς το νόημα της θείας λατρείας αλλά και ολόκληρο το μυστήριο της εν Φριστώ ΢ωτηρίας. Η σάρκωση του Φριστού αποτελεί το θεμέλιο της εκκλησίας και ταυτίζεται με το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου117. Θεμέλιο της σωτηρίας του ανθρώπου αποτελεί η πρόληψη του σώματος ως φανέρωση της δόξας του Θεού 118. Ο Φριστός νίκησε τον θάνατο, όχι με την απελευθέρωση από το σώμα αλλά

Γεν. 1,27. Γεν. 2,15 117 Μτθ. 16, 17-18. 118 Ιω. 1,14. Εβρ. 1, 1-3 115 116


με την Ανάσταση και την αφθαρσία του σώματος. Η Ανάσταση είναι θεμέλιο της πίστης μας. ΢’ αυτήν στηρίζεται ολόκληρη η ελπίδα μας. Ο Απόστολος Παύλος119 ταυτίζει τη χριστιανική ελπίδα με την Ανάσταση και την αφθαρσία του σώματος. Ο Φριστός νίκησε όχι με την έννοια της εκμηδένισης του σώματος ή της απελευθέρωσης, αλλά με την έννοια της Ανάστασης του σώματος. Όχι με την έννοια του τελικού χωρισμού ή της απαλλαγής από το σώμα, αλλά με την έννοια της αθανασίας του σώματος. Η ελπίδα των ανθρώπων είναι η ανάσταση του σώματος, κατά τη Δευτέρα παρουσία του Φριστού και η ολοκλήρωση του ανθρώπου μέσα της επανένωσης της ψυχής με το σώμα σε κατάσταση ευθανασίας. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Φριστός μας υπέδειξε πως η πορεία του ανθρωπίνου γένους είναι από την γη προς την ουράνια δόξα. «Ἐγώ εἰμί ἡ ζωή καί ἡ Ἀνάστασις»120. Εάν η διδαχή του Φριστού περιελάμβανε τη δοξασία της Μετενσάρκωσης, δεν θα μπορούσε ποτέ ο Φριστός να πει αυτό το λόγο. Για τον χριστιανό δεν υπάρχουν αλλεπάλληλες κρίσεις, που κάθε φορά προσδιορίζουν την ποιότητα μιας νέας ζωής αλλά υπάρχει μία μόνο βιολογική ζωή και μία μόνο κρίση που θα γίνει μπροστά στο βήμα του Κυρίου. Εάν παραδεχθούμε πως ο άνθρωπος τιμωρείται για πράγματα που δεν είναι σε θέση να θυμηθεί καταλύεται με αυτό τον τρόπο η έννοια της παιδαγωγίας. Άλλωστε όταν δεν υπάρχει μνήμη η τιμωρία δεν έχει παιδαγωγικό νόημα. Ο άνθρωπος όπως προείπαμε είναι από τη φύση του κοινωνία προσώπων. Γι’ αυτό και η απόλυτη μοναξιά στην οποία το δόγμα της μετενσάρκωσης βυθίζει τον άνθρωπο αποτελεί παραφύση κατάσταση. Ο χριστιανός όμως δέχεται με ευγνωμοσύνη τις όποιες κατάστάσεις της ζωής του και αναζητάει τη λύση έξω από τον εαυτό του. Αναζητάει το πρόσωπο του Θεού και την κοινωνία αγάπης με το Θεό. Έχει τη συναίσθηση ότι ο Θεός δεν θα τον εγκαταλείψει ακόμη κι αν αντιμετωπίζει αρνητικές καταστάσεις. Ο χριστιανός δεν αντιμετωπίζει τίποτα με παθητικότητα αλλά με υπευθυνότητα και με τη συναίσθηση της παρουσίας του Θεού στη ζωή του. Αξίζει να επισημάνουμε εδώ ότι οι θρησκευτικές προσεγγίσεις που υπάρχουν γύρω από το ζήτημα της γέννησης του σύμπαντος κινούνται έξω από το χώρο της χριστιανικής πίστης. Είναι αντιχριστιανικές διδασκαλίες που προβάλλουν τον απόλυτο μονισμό και την κυκλική θεώρηση της ιστορίας121. Όλο αυτό το ατελείωτο παιχνίδι των συνεχόμενων εναλλαγών δεν είναι δυνατόν να μας προσφέρει μία ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα για ένα βαθύτερο νόημα της ζωής. Είναι μία θρησκευτική άποψη που δεν προσφέρει λύσεις, αλλά οδηγεί σε αδιέξοδα Α΄Κορ. 15,17 Ιω. 11,25 121 Ρόμπερτ Νάτζεμυ, Οικουμενική Υιλοσοφία, σελ.95. 119 120


και βυθίζει τον άνθρωπο σε μία απέραντη μοναξιά. Απ’ όλα τα παραπάνω γίνεται φανερό πως η δοξασία της μετενσάρκωσης δεν οδηγεί στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανθρώπου παρά μόνο στην εξουδετέρωσής της. Καλλιεργεί ανάμεσα στους ανθρώπους τον εγωκεντρισμό. Η δοξασία της Μετενσάρκωσης σημαίνει αντίστροφη αξιολόγηση της κοινωνίας. Η πίστη αυτή απειλεί όλα τα θεμέλια του πολιτισμού. Και αυτό γιατί κάθε μορφή κοινωνικότητας αξιολογείται αρνητικά αφού στόχος της είναι η αποχή από κάθε ουσιαστική συμμετοχή στις κοινωνικές σχέσεις. Αντίθετα λοιπόν με όλες αυτές τις κακοδοξίες της Μετενσάρκωσης προβάλει η χριστιανική πίστη η οποία προσφέρει σωτηριολογικές και εποικοδομητικές απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα που θέτει ο σύγχρονος άνθρωπος, και οι οποίες αποδεικνύουν πως η δοξασία της μετενσαρκώσεως ακυρώνει την εν χριστώ ελπίδα που αποβλέπει στην Ανάσταση και την αφθαρσία του σώματος και όχι στην εξουδετέρωσή του122.

ΕΠΙΛΟΓΟ΢ - ΢ΤΜΠΕΡΑ΢ΜΑΣΑ Με ιδιαίτερη προσοχή έγινε μία προσπάθεια παρουσίασης της δοξασίας της Μετενσαρκώσεως, σε αντιπαράθεση με την χριστιανική διδασκαλία. Μετά από τη μελέτη του θέματος της μετενσάρκωσης υπό το πρίσμα της Ορθόδοξης Θεολογίας μπορούμε να τονίσουμε συμπερασματικά τα εξής: Η Εκκλησία υπήρξε πάντοτε αυστηρή και ανυποχώρητη σε παραχαράξεις, παρανοήσεις, παρερμηνείες, αλλοιώσεις, αιρέσεις και κάθε είδους εκτροπές από την Ορθόδοξη Αγιοπατερική Διδασκαλία. Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα του «΢υνοδικοῦ τῆς Ορθοδοξίας» της Ζ΄ Οικουμενικής ΢υνόδου, που επαναλαμβάνει το ανάθεμα όχι μόνο εναντίων όλων των προηγουμένων αιρέσεων, αλλά και για όποιον αποτολμήσει στο μέλλον να καινοτομήσει. «Ἅπαντα τά παρά τήν ἐκκλησιαστικήν Παράδοσιν καί τήν διδασκαλίαν καί ὑποτύπωσιν τῶν Ἁγίων καί ἀοιδίμων Πατέρων καινοτομηθέντα ἤ μετά τοῦτο πραχθησόμενα, ἀνάθεμα»123. Κάθε αίρεση και κάθε πλάνη είναι ιεροσυλία και προδοσία του Ευαγγελίου και της χριστιανικής πίστης. Σο πρόβλημα των αιρέσεων δεν είναι πρόβλημα λέξεων, αλλά ουσίας. Δεν είναι μία απλή ιδεολογική διαφοροποίηση σε θέματα δευτερεύοντα και

π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, Πίστη-Λατρεία-Ζωή, Πρέβεζα 1991, σελ. 33 κεξ. 123 Ιω. Καρμίρη, Σα Δογματικά και ΢υμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήνα 1960, τομ. Α΄, σελ. 248. 122


επουσιώδη, αλλά υπαρξιακή αλλοτρίωση και έκπτωση απ’ τη σωτηρία. Είναι ανταρσία κατά του Σριαδικού Θεού. Η κάθε αίρεση124 θα παραμένει για πάντα ο πιο ύπουλος, ο πιο μεγάλος, ο πιο επικίνδυνος εχθρός της Αγίας Ορθόδοξης Εκκλησίας του Φριστού. Ο ιερός Φρυσόστομος125 συμπληρώνει: «Οὐδέ μαρτυρίου αἷμα ταύτην δύνασθαι ἐξαλείφειν τήν ἁμαρτίαν». Επομένως, συμπερασματικά σημειώνουμε ότι η μετενσάρκωση ή η μετεμψύχωση δεν είναι μια μορφή φιλοσοφίας αλλά μια αίρεση η οποία έχει όλους τους πνευματικούς κινδύνους κάθε αιρέσεως.

Μιχαήλ Μιχαηλίδη, Ορθοδοξία και σύγχρονες τάσεις εκτροπής, εκδ. Αδελφότης Θεολόγων ο ΢ωτήρ, Αθήνα 1992 125 Ιω. Φρυσοστόμου, Εις Εφεσίους, Ομιλία ΙΑ΄, PG 62,85. 124


Πίνακας Βιβλιογραφίας Α΄ Πηγές Αθανασίου Αλεξανδρείας

Βασιλείου Καισαρείας

Γρηγορίου Θεολόγου

Γρηγορίου Νύσσης

Διδαχή Αποστόλων Διαταγαί Αποστόλων Επιφανίου ΢αλαμίνος Θεοδώρητου Κύρου Θεοφίλου Αντιοχείας Ιγνατίου Αντιοχείας

Ιππολύτου Ρώμης

Λόγος Β΄, Περί Ενανθρωπήσεως, ΕΠΕ 1, 226. Περί Ενανθρωπήσεως, Λόγος Β΄, 9, PG 25,111Α Περί Ενανθρωπήσεως, Λόγος Β΄, 8, PG 25,112Α Επιστολή 188, PG 32, 669A. Περί της του ανθρώπου κατασκευής, Λόγος Ι΄, 22-23 PG 30,33-36. Εις την Εξαήμερον Η΄ β΄ 8, 9 ΕΠΕ 4, 303-305 Λόγος Α΄, 23, PG 35,785C Λόγος ΛΒ΄, 12-13, PG 36, 188BD. Λόγος ΢Σ, Θ PG 35,733Α Λόγος ΛΖ΄, 6, PG 36, 289Β Περί Ανθρώπου γενέσεως, Ομιλία Α΄ PG 44,260C. Περί Κατασκευής του ανθρώπου, ΚΒ΄, PG 44,205Α Περί Κατασκευής του ανθρώπου, ΚΒ΄, PG 44, 205C Περί Κατασκευής του ανθρώπου, IH, PG 44.192A Περί Κατασκευής του ανθρώπου, PG 44. 185b ΒΕΠΕ΢, τομ. 2, κεφ. Ι, σελ. 218 Βιβλία Γ΄,΢Σ΄, PG 1,769Α-776Α Κατά Αιρέσεων, 59 PG 42,745. Πανάρειον, 49, 2-3 PG 41, 880-881. Εις την Γένεσιν, ερώτηση Λ΄, PG 80,128 Πρός Αυτόλυκον, βιβλίο Η΄, PG 6, 1092Β Επιστολαί: Προς Σραλλιανούς, 3, ΒΕΠΕ΢ 2, 272. Προς ΢μυρναίους, 9, ΒΕΠΕ΢ 2, 269. Προς Μαγνησιείς, 6,1 ΒΕΠΕ΢ 2, 269. Κατά πασών των αιρέσεων, 4-5, PG


16, 3020C. Έλεγχος, Ε΄, 6,7 PG 16,18. ΢τρωματείς, 1,1. 2,14. 5,7. 6,15. ΒΕΠΕ΢ 8, 128-129, 221-228. Προτρεπτικός 4. ΒΕΠΕ΢ 7,40-50, 235241, 330. Εις Ματθαίον, Ομιλία Ρ΢Σ΄, PG 13,1777 Κατά Κέλσου Η΄ 30 ΒΕΠ 10, 196. Κατά Κέλσου Γ΄ 75 ΒΕΠ 9, 228. Περί αρχών Ι, 8, S.C.

Κλήμεντος Αλεξανδρείας

Ψριγένους

Β΄ Βοηθήματα Γιαννουλάτου Αναστασίου, Αρχιεπισκόπου Σιράνων και πάσης Αλβανίας Δώριζα Δημήτρη

Καλατζάκη Ε. ΢ταύρου

Κάλλιστος Ware Επίσκοπος Διοκλείας

Καραβιδόπουλος Ιωάννης

Καρμίρη Ιωάννου

Καριώτογλου ΢. Αλεξάνδρου Καλογερέα Α.

Λέκχου Π. Ευαγγέλου

Ίχνη από την αναζήτηση του Τπερβατικού, Γ΄ έκδοση, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2006 Η Δευτέρα Παρουσία, Εσωτερικός Φριστιανισμός, έκδοση Γ΄, Αθήνα 1961 Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, μεταφρ. Από τα Αγγλικά Ιωσήφ Ροηλίδης, Δ΄ έκδοση, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2007. Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007. Δογματική, Πανεπιστημιακές ΢ημειώσεις, εκδ. του Υοιτητικού Θεολογικού ΢υνδέσμου του έτους 1964, Αθήναι 1995 ΢πουδή στην Θρησκειολογία, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2005 Μεταψυχική, Η Επιστήμη του Πνευματισμού, εκδ. Β΄ Μεταψυχικής Εταιρείας Αθηνών, Αθήνα 1975 Πανόραμα 20 αιώνων Φριστιανισμού-Πρόσωπα και


Μαντζαρίδου Ι. Γεωργίου Μπέγζου Μάριου Κάλφα Π.- Ζωγραφίδη Γεωργίου

π. Αλεβιζόπουλου Αντωνίου

Ματσούκα Α. Νικολάου

Νάσιου Φρήστου

π. Καμηλάκη Φαραλάμπους Παπαδόπουλου Μ. Αντωνίου

Μπούκα Θεοδώρου

γεγονότα 2000 χρόνων, εκδ. Γρηγόρης, Αθήνα 2000. Φριστιανική Ηθική, τομ. Β΄, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2004 Θρησκειολογικό Λεξικό, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000 Αρχαίοι Έλληνες Υιλόσοφοι, εκδ. Ινστιτούτου Νεοελληνικών ΢πουδών, Ίδρυμα Μανόλη Σριανταφυλλίδη Εγχειρίδιο Αιρέσεων και Παραχριστιανικών Ομάδων, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, Πρέβεζα 1991 Νεοφανείς Αιρέσεις και Καταστροφικές λατρείες στο φώς της Ορθοδοξίας, εκδ. Διάλογος, Αθήνα 1995 Μετενσάρκωση ή Ανάσταση, Μια θεολογική θεώρηση του κακού, Β΄έκδοση, Αθήνα 1995 Δογματική και ΢υμβολική Θεολογία Β΄, Έκθεση της Ορθόδοξης Πίστης σε αντιπαράθεση με την Δυτική Φριστιανοσύνη, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1996. Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, ΢ημεία, Νοήματα, Αποτυπώματα, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002. Ο Μυστικισμός του Δυτικού Φριστιανισμού, έκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000. Βουδισμός και Φριστιανισμός, Ρέθυμνο 2006 ΢ύγχρονες Αιρέσεις, Θρησκευτικά Κινήματα, Νέα Εποχή, Γ΄ έκδοση, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2005 Ο δρόμος της έκστασης με ερωτική αλχημεία, εκδ. Κέντρου Προγραμματισμού Ζωής, Αθήνα


π. Υλορόφσκυ Γεωργίου Σρεμπέλα Ν. Παναγιώτου Σσιάκκα Φριστοφόρου, Αρχιμανδρίτου Πρωτ. Ρωμανίδου Ιωάννου

Ράλλη- Ποτλή ΢τογιάνου Βασιλείου

΢τεφανίδου Βασιλείου Υούντα Ιερεμίου

Φρήστου Παναγιώτου

Μελετίου, Μητροπολίτου Νικοπόλεως και Πρεβέζης ΢ταυριανίδη Ι. Νικολάου

NAJEMY ROBERT

SHEDDY W.T.R. COORER J.S.

2002 Η Αληθινή Εκκλησία, Περιοδικό Επίγνωση, τεύχ. 88, 2006. Ο πνευματισμός, εκδ. Αδελφότης Θεολόγων ο ΢ωτήρ, Αθήνα 1967 Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Θρησκειών και Αιρέσεων, εκδ. Ιεράς Μονής Σροοδοτίσσης Δογματική και ΢υμβολική θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1999 Σο προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 1970 ΢ύνταγμα Ιερών Κανόνων, τόμ. 2ος, Αθήναι 1852. Ορθοδοξία και Αίρεση, Ανάτυπο από το βιβλίο Βιβλικών Μελετών, εκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 1999 Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. Αστέρος, Αθήναι 1970. Η Παλαιά Διαθήκη, περιεχόμενο και θεολογία της, Θεολογικές μελέτες και σπουδές, Αθήνα 2003 Ερμηνεία Παλαιάς Διαθήκης, Γέννεσις, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2005. Εκκλησιαστική Γραμματολογία, τομ. Α εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005 Η Ε΄ Οικουμενική ΢ύνοδος, Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 1985 Θεοσοφία, Νέα Εποχή, Αντίχριστη Ιδεολογία Παγκόσμιου Ναζισμού, Αθήνα 1997 Ο μυστικός κύκλος της Ζωής, Αθήνα 1985 Οικουμενική Υιλοσοφία, Αθήνα 1991 Brahmanism Bangalore 1981 Η Μετενσάρκωση, Μία ελπίδα για


ALBRECHT M. SAMUEL A. BEHOR

WRIGHT A. LEONE COOPER S. IRVING

KOSTLING NELLIE

τον κόσμο, μτφ. Αιμιλία Ίβου, Θεοσοφικές Εκδόσεις, Αθήνα 1975 Reincarnation Versus Resurrection, Areoragus 1991 Επαναστατική Χυχολογία, εκδ. Κέντρου Γνωστικής Ανθρωπολογίας, Αθήνα 1982 Reincarnation, San Diego 1975 Η Μετενσάρκωση, Μια ελπίδα για τον Κόσμο, μετάφραση από τα γαλλικά Αιμιλίας Ίβου, Θεοσοφικές Εκδόσεις, Αθήνα 1975 Reincarnation in the service of Colonianism 1991


Γεώργιος Παναγιωτάκης ΢υγγραφέας

Η ΢ΤΜΜΕΣΟΦΗ ΣΨΝ ΚΑΣΟΙΚΨΝ ΣΟΤ ΟΡΟΠΕΔΙΟΤ ΛΑ΢ΙΘΙΟΤ ΢ΣΟΤ΢ ΚΑΣΑ ΚΑΙΡΟΤ΢ ΕΘΝΙΚΟΤ΢ ΜΑ΢ ΑΓΨΝΕ΢

H Ιστορία είναι ο θεματοφύλακας των μεγάλων πράξεων, η λαμπάδα της αλήθειας, η ζωή της μνήμης, ο αγγελιοφόρος της αρχαιότητας, παράδειγμα και δάσκαλος για το παρόν και μεγάλος σύμβουλος για το μέλλον. Παίρνοντας αφορμή από το σοφό αυτό απόφθεγμα του Ρωμαίου πολιτικού και ρήτορα Κικέρωνα, θέλω να υπογραμμίσω, ότι υπάρχουν περίοδοι της κρητικής ιστορίας ή και γεωγραφικά διαμερίσματα της Κρήτης, που δεν έχουν φωτιστεί επαρκώς ή διαθέτουν ακόμα άγνωστες και ανερεύνητες πτυχές. Όσο όμως ο χρόνος προχωρεί, ο κίνδυνος αποχρωματισμού και αφανισμού τους είναι υπαρκτός. Οι επίσημοι ιστορικοί του έθνους μας σταμάτησαν με απάθεια μπροστά στα γεγονότα της Κρήτης, καταδικάζοντάς τα στην απομόνωση και αφωνία. ΢την κατηγορία αυτή της παράπλευρης πληροφόρησης και μνήμης εντάσσεται και το Οροπέδιο Λασιθίου, με αποτέλεσμα οι αγώνες του να κινούνται στην αθέατη πλευρά της ιστορίας. Δημιουργείται έτσι ένα αδικαιολόγητο κενό και μια παράλειψη, που συνθέτουν μια ιστορική αδικία σε βάρος του τόπου μας. Μπροστά στο διαμορφωμένο αυτό κενό και το διαπιστωμένο ιστορικό έλλειμμα, έχουμε υποχρέωση, ερευνώντας τις προσφερόμενες πηγές, να καλύψουμε το άνοιγμα αυτό. Η έρευνα, ο φωτισμός και η ανάδειξη των ιστορικών γεγονότων βοηθούν στην ακεραιότητα της ιστορικής κληρονομιάς, που ως παρακαταθήκη αφήνουμε στις νεότερες γενιές. ΢τερεώνουμε ακόμα και ανακρατούμε στην επιφάνεια της μνήμης μας τα γεγονότα αυτά, τα οποία τροφοδοτούν την εθνική μας υπερηφάνεια και αιμοδοτούν το εθνικό μας φρόνημα. Παράλληλα διδάσκουν, φρονηματίζουν και καθοδηγούν τους νέους μας στο


δρόμο του καθήκοντος. Σα πρόσωπα που θυσιάστηκαν στους κατά καιρούς εθνικούς αγώνες είναι εκείνα, που έκαναν επώνυμους τους αγώνες αυτούς. Ο ξεσηκωμός της Ελλάδας στην Επανάσταση του 1821 δεν άργησε να επεκταθεί και στην Κρήτη παρά τη δεινή, καταπιεστική θέση του λαού της. Τπολογίζεται ότι τα θύματα της Επανάστασης στα χωριά της Ανατολικής Κρήτης έφτασαν τις 20.000. Οι ιερείς που υπέστησαν τις συνέπειες της επαναστατικής εξέγερσης συμποσώνονται σε 158. ΢την επαναστατική συνέλευση που είχε πραγματοποιηθεί στις 15 Απριλίου 1821 στην «Παναγία την Θυμιανή» στα ΢φακιά, είχαν πάρει μέρος και οι λασιθιώτες οπλαρχηγοί Εμμανουήλ Καζάνης από το Μαρμακέτω και ο Γεώργιος Βασιλογιώργης από το Γεροντομουρί, που ήταν μυημένοι στη Υιλική Εταιρεία. Επιστρέφοντας στο Οροπέδιο μετέφεραν την επαναστατική φλόγα και κάλεσαν τους κατοίκους σε εξέγερση. Αποτέλεσμα της εξέγερσης ήταν το ξέσπασμα της οργής των Σούρκων και κατά των Λασιθιωτών. . ΢ύμφωνα με τον Κώδικα των Θυσιών, που αποτελεί την πιο επίσημη ιστορική πηγή, διασώθηκαν τα ονόματα και η τύχη των περιουσιακών στοιχείων των Λασιθιωτών που έπεσαν θύματα της τουρκικής θηριωδίας. Προφανώς δεν αναγράφονται τα ονόματα όσων σκοτώθηκαν ή πέθαναν από τις κακουχίες και δεν διέθεταν περιουσιακά στοιχεία. Σα ονόματα αυτά κατά χωριό σύμφωνα με τον Κώδικα των Θυσιών, είναι: 1) ΕΠΑΝΑ΢ΣΑ΢Η 1821 Σζερμιάδω Σκοτώθηκαν:

Πέθαναν:

Γιώργης Παπαγιαννάκης

Ζαχαρίας Σζερμιάκης

Μιχελής Παπαγιαννάκης

Π΄΄Δημήτρης Βερίκος

Μαθιός Γεράκης

Κωνσταντής Μαρκόπουλος

Μαθιός Υυσάρης

Μανόλης Μηλιαράς

Μισελής ΢ιγανός

Μιχελής Μπογιατζής

Παναγιώτης Πλατής Μανόλης Ατίκαρης Νικολής Παπακαλής Π΄΄Νικολής Κυπριγιώτης Δημήτρης Κυπριγιώτης Λαγού Σκοτώθηκαν: Παπα ΢τεφανής

Πέθαναν: Κωσταντής Βερίγος


Νικολής Μαγαράκης Κωσταντής Σσομπάνος Άγιος Κωνσταντίνος Σκοτώθηκαν: Μιχάλης Σραπουλάρης

Πέθαναν: -0-

Γιάννης Υραγκιάς Γιώργης Ζμυδής Υραγκιάς Σζανής Νικόλης Σορίφας Γιώργης Βορμάς Παπα Γιάννης Αντώνης Βιδάσης Μανόλης του ΢αρπαθά Αντώνης Σζανής Κωσταντής Ατσαλής Αντώνης Ατσαλής Γιώργης Ατσαλής Κωσταντής ΢ακελάρης Δημήτρης Καλαμπούρας Άγιος Γεώργιος Σκοτώθηκαν:

Πέθαναν:

Μανόλης Βίδος

Κατερίνα Αγγελίνα

Κωσταντής Παναγιωτάκης

Μαρία Θεοδωροπούλα

Γιώργης Σαμιωλής

Γαλή Γαλανοπούλα Ανεζίνα Αδαμοπούλα Παπα Υραγκιάς Μάρκος Πυρινιέζος ΢οφούλα Σσικαλοπούλα

Καμινάκι Σκοτώθηκαν: Παπα Μιχελής Μαυρόγενος Γιώργης Γουναλής Μιχαήλ Γουνταραλής

Πέθαναν: -0-


Μέσα Λασίθι Σκοτώθηκαν: Γιώργης Ξανθοδημήτρης

Πέθαναν: -0-

Κωσταντής Μύτης Μιχελής Αλογυρίγος Γιώργης Κατερίνης Καλή Κατερινοπούλα Μιχελής Υαρσάρης Μαρμακέτω Σκοτώθηκαν: Γιάννης Σζανάκης

Πέθαναν: -0-

Βασίλης Παναδολαρίσης Μανόλης Μαστοράκης Απάνω και Κάτω Ποτάμοι Σκοτώθηκαν: Γιώργης Βλάσσης

Πέθαναν: -0-

Μιχελής Δουλοφός Παπα Μιχελής Αρχαύλης Κωσταντής Αρχαδοβουλίσης Γιώργης Λιάκος Μιχάλης Ρουσάκης Χυχρό Σκοτώθηκαν: Παπα Γιωργάκης Παπα Κωσταντής Παπα Υραγκιός Μιχελής Ζυμπραγός Κωσταντής Μανωλόπουλος Μανόλης Ξενοφραγκιάς Παπα Μανόλης Βαρδής Γιάννης Ζυμπραγός Μιχελής Μανωλόπουλος

Πέθαναν: -0-


Γεροντομουρί Σκοτώθηκαν:

Πέθαναν:

Γιάννης Βασιλάκης

Γιάννης Ματζουράκης

Μαθιός Βασιλάκης

Μανόλης Πατεράκης

Πελαγιώ Πετρολοπούλα

Γιώργης Πέτρου ΢οφούλης ΢μυρνοπούλας Νικολής Βασιλάκης Γιώργης Ματζουράκης Γιάννης ΢ιγανός Μιχελής ΢φανάκης Μηνάς Πατερουμής Δημήτρης Πετράκης Γιάννης Σζανής Κωσταντής Πατεράκης Κωσταντής Μεγάλος Μιχελής Παπανδρουλής

Πλάτη Σκοτώθηκαν:

Πέθαναν:

Γιάννης Υραγκιαδόνης

-0-

Μανόλης Ατσατάκης Μανόλης Μαρνίκος Μανόλης Ντουλγκέρης

2) 1823. ΥΟΝΙΚΕ΢ ΜΑΦΕ΢ ΚΑΙ ΚΑΣΑ΢ΣΡΟΥΗ ΣΟΤ ΛΑ΢ΙΘΙΟΤ ΢ε μια από τις θυελλώδεις επιθέσεις κατά του Οροπεδίου, ο Αιγύπτιος Φασάν Πασάς κατορθώνει και το καταλαμβάνει. Σο αφύλακτο «Καθαρό» αποτέλεσε την κερκόπορτα της εποχής, αφού απ’ αυτό πέρασε πάνοπλη η τουρκική δύναμη των 2.000 Σούρκων. ΢την παγερή και αποφράδα μέρα της 23ης του Γενάρη 1823 το Λασίθι παραδόθηκε σε μια άγρια σφαγή κι έναν ανελέητο εξολοθρεμό. Αφού επί 18 ώρες διαγούμιζαν το Λασίθι, παρέδωκαν στη φωτιά τα γραφικά χωριά του. Όσοι δε σφάχτηκαν, κατέφυγαν στα παγωμένα γειτονικά βουνά. Ο καρπός της απάνθρωπης τουρκικής σοδιάς, που ήταν τα κεφάλια των σκοτωμένων, συγκεντρώθηκε και κάλυψε ολόκληρο αλώνι στο χωριό Άγιος Κωνσαντίνος. Ο ιστορικός Κριτοβουλίδης μας παραδίδει σχετικά: «Οι εχθροί κατέκαυσαν και κατερήμωσαν άπαντα τα χωρία, εθανά-


τωσαν τότε πολλούς και ηχμαλώτισαν γυναίκας, παιδιά και απολέμους άνδρας πλέον των 400». ΢τοιχεία σχετικά με τα ονόματα των φονευθέντων δεν έχουν διασωθεί.

3) Η ΑΙΓΤΠΣΙΟΚΡΑΣΙΑ ΢ΣΗΝ ΚΡΗΣΗ (1830-1840) Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου η Κρήτη παραδόθηκε στον αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλυ ως ευχαριστήριο δώρημα για την υπηρεσία που πρόσφερε στο ΢ουλτάνο κατά τη διάρκεια καταστολής της επανάστασης στην Κρήτη και την Πελοπόννησο. Είναι η περίοδος της «εστιλβωμένης δουλείας», όπως τόσο εύστοχα την αποκαλεί ο ιστορικός Β. Χιλάκης. Η υφαντουργική τέχνη ήταν αναπτυγμένη σε ιδιαίτερα ικανοποιητικό βαθμό στο Λασίθι και το Μεραμπέλλο. Ο Μωχάμετ Άλυ θαύμασε την υφαντική εργασία που γίνεται στα πανωφόρια (ρασίδια) και πήρε ομάδες κατοίκων των περιοχών αυτών, τους οποίους εγκατέστησε μόνιμα στη Δαμασκό της ΢υρίας. Φωρίς καθυστέρηση άρχισε η εργασία και ο εφοδιασμός των Αιγύπτιων στρατιωτών με τα νέου τύπου πανωφόρια. Όπως αναφέρει η Αιγύπτια Ζενάπ Ράσεντ στο βιβλίο της «Η Κρήτη υπό την αιγυπτιακή εξουσία (1830-1840)», απαγορεύτηκε η εξαγωγή μαλλιών των αιγοπροβάτων από την Κρήτη, αφού κάλυπτε τις ανάγκες του αιγυπτιακού στρατού. Δεν διασώθηκαν ονόματα ούτε γνωρίζουμε την παραπέρα πορεία της τύχης τους. 4) Η ΕΠΑΝΑ΢ΣΑ΢Η ΣΟΤ 1841 ΢την επανάσταση αυτή ο λασιθιώτικος λαός συγκροτείται σε σώμα από 1.000 οπλοφόρους, που επιφέρουν μεγάλες καταστροφές στους Σούρκους των γειτονικών επαρχιών Μεραμβέλλου και Πεδιάδας. Σης επανάστασης ηγείται ο παλιός οπλαρχηγός και αξιωματικός της Βασιλικής Υάλαγγας αγωνιστών μετέπειτα, Γ. Βασιλογιώργης από το Γεροντομουρί. ΢κληρή μάχη μεταξύ Λασιθιωτών και Σούρκων συνάπτεται στην περιοχή μεταξύ των χωριών Ξιδά και Κασταμονίτσα. Η άνιση όμως διαφορά μεταξύ των επαναστατών και των Σούρκων, που αριθμούσαν 3.000 με επικεφαλής τον Φαφίζ πασά και η έλλειψη πολεμοφοδίων και πυρομαχικών, όπως συνέβαινε σε κάθε κρητική επανάσταση, ανάγκασε τους Λασιθιώτες αγωνιστές να αποσυρθούν στα γειτονικά βουνά. Οι Μ. Δυνάμεις από την πλευρά τους πίεζαν τους επαναστάτες για ανακωχή. Έτσι η επανάσταση αυτή, που στις δυτικές επαρχίες αρχηγοί ήταν οι αδερφοί Φαιρέτη, είχε άδικο τέλος. Σα εκτενή υπομνήματα που υποβλήθηκαν στις μεγλάλες δυνάμεις, δεν έτυχαν καμιάς ανταπόκρισης. ΢το υπόμνημα που υποβλήθηκε στις 5 Απριλίου 1841, διαβάζουμε μεταξύ των άλλων: «…Σο χριστιανικό αίμα νομιζόμενον υπ’ αυτών (Σούρκων) αχριέστερον και


αυτού του αίματος του σκύλου, εχύνετο αφειδώς και ατιμωρήτως… Αγεληδόν συνήθροιζον τους αθλίους ανθρώπους, αόπλους και χωρίς τινός αντιστάσεως, τους έσφαζον ανηλεώς…». Ο Βασιλογιώργης μετέφερε την πολεμική του δράση στη Θεσσαλία και σκοτώθηκε το Μάη του 1854 στην περιοχή της Καλαμπάκας. 5) Η ΕΠΑΝΑ΢ΣΑ΢Η 1866-69 Οι ώμοι του λασιθιώτικου λαού κράτησαν το βάρος της νέας επανάστασης. Ο εξωμότης Ομέρ πασάς με τις καταστροφικές του επιδιώξεις ήθελε να μερώσει τα ΢φακιά και να κάψει το Λασίθι, που αποτελούσαν μόνιμες εστίες επαναστατικού αναβρασμού. Έτσι, πριν ακόμα σκορπίσει ο καπνός από την ηφαιστειακή έκρηξη της κρητικής ψυχής στη Μονή Αρκαδίου, μια άλλη, ισοδύναμη σε αγωνιστικότητα και πάθος, έκρηξη σημειώνεται στο Οροπέδιο του Λασιθίου. Αρχηγοί και οπλαρχηγοί από το Λασίθι και άλλα επαρχιακά διαμερίσματα της Κρήτης αλλά και της Μάνης ακόμα, με μια δύναμη 2.000-3.000 ένοπλων ανδρών συγκρούονται, και μάλιστα πολλές φορές σώμα με σώμα με τον πολυάριθμο τουρκικό στρατό, που αριθμούσε 25-30.000. Η τιτανομαχία αυτή κράτησε από τις 21 μέχρι τις 30 του Μάη 1867. Ο ΢φακιανάκης μνημονεύει στην έκθεσή του, ότι «όπως ο Κόρακας και πάντες ωμολόγησαν, είναι η σημαντικοτέρα και ενδοξοτέρα μετά το Αρκάδι μάχη. Πάντες εν τη μάχη ταύτη επολέμησαν μετά της αυτής γενναιότητος και ενθουσιασμού». Από τον μεγάλο όγκο του τουρκικού στρατού, το Λασίθι το γ΄ δεκαήμερο του Μάη 1867 δοκιμάστηκε με τον πιο τραγικό και απάνθρωπο τρόπο. Άμαχος πληθυσμός σκοτώθηκε, ναοί βεβηλώθηκαν και πυρπολήθηκαν, η κινητή περιουσία διαρπάχθηκε και τα περισσότερα οπωροφόρα δέντρα αποκόπηκαν. Οι απώλειες του τουρκικού στρατού έφτασαν τους 2.000 νεκρούς. Από την πλευρά των επαναστατών σκοτώθηκαν 89. Ση θλιβερή εικόνα και την τραγικότητα της κατάστασης την αποδίδει τόσο εύστοχα ο ποιητής Ι. Κωνσταντινίδης, όταν γράφει: «Όπου στραφείς ένα κορμί νεκρό θε ν’ απαντήσεις χωριό δε βρίσκεις να σταθείς, δεντρό για ν’ ακουμπήσεις. Έκαμε τόση ρημαγή απ’ όπου κι αν περνούσε Που σκύλος να ’ταν άνθρωπος, πάλι θα τα πονούσε». Σόσο το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου όσο και η γιγαντομαχία του Λασιθίου όπως την αποκάλεσαν, έδωσαν ένα ηχηρό ράπισμα στον Σούρκο δυνάστη και άνοιξαν ένα νέο μονοπάτι για περιορισμένες και αργότερα ευρύτερες παραχωρήσεις στον δεινοπαθούντα κρητικό λαό. Έπληξαν ακόμα το κύρος της εμπόλεμης τουρκικής στρατιωτικής δύναμης. Ανακαλείται ο Ομέρ πασάς στην Πύλη και δεν επιχειρείται άλλη εκστρατεία. Σα ονόματα των σφαγιασθέντων κατά χωριό Λασιθιωτών κατά τις μάχες του Μαΐου 1867, είναι:


Κάτω Μετόχι Ζαχαρίας Καλίκης Λαμπρής Παπαδούλης Γεροντομουρί Κωνσταντίνος Ορφανός Γεώργιος Μαθιουδάκης Πλάτη Εμμανουήλ Ντοζόγιας Γεώργιος Πορτάλιος Αικατερίνη Λουχούναινα Ελένη Ντεζογιοπούλα Βασιλική Πετρογοπούλα Χυχρό Ζαμπία Μαρκοπούλου Μαρία Φουζουροπούλα Δέσποινα Κουγιάραινα Μαγουλάς Γεώργιος Παπαδάκης Ευφροσύνη Παπαδάκη Δέσποινα Ζερβοπούλα Κων/νος Δραμυτινός Μιχαήλ Καλίκης Καμινάκι Κων/νος ΢τρατάκης ΢ύζυγος Κ. ΢τρατάκη Πελαγία Γουνάλη Μαρία Μάρκαινα Αβρακόντε Γεώργιος Μπελιμπασάκης Ζαχαρίας Μαθιουδάκης Μιχαήλ Καλίκης ΢ύζυγος Μ. Καλίκη Πελαγία Πεντάραινα


Άγ. Γεώργιος και Κουδουμαλιά Αντώνιος Σαμιώλης Γεώργιος Ροδίτης Γεώργιος Μπελιβάνης Ελένη Κασάπαινα Γεώργιος Γωνιωτάκης Γεώργιος ΢τιβακτάκης Ιωάννης Σσουκάκης Εμμανουήλ Παπαδάκης Ζαχαρίας Μαθιουδάκης Σέκνο Ζαχ. Διασάκη Σέκνο Εμμ. Σαμιώλη Σέκνο Εμμ. Μπελιμπασάκη Άγ. Κωνσταντίνος Ιωάννης ΢ακελάρης Αντώνιος ΢ακελάρης Κων/νος Μύτης Γεώργιος Βλάσης Ιωάννης Λοντής Μέσα Λασίθι Μιχαήλ Βενέρης Παπαμιχελίνα Μαρμακέτω – Υαρσάρω – Σζερμιάδω Γεώργιος Φαρκιαδάκης Ματθαίος Δημητρόπουλος Εμμανουήλ Θεοδωράκης Εμμανουήλ Γιαπιτζής Καλή Φαρκιάδαινα Παπαδιά Παπαγιαννιού Σέκνο Κων/νου Σσαμάντουρα Σέκνο Γεωργ. Παπακωνσταντίνου Λαγού – Πινακιανό Γεώργιος Σσιλεγκίρης Αικατερίνη Γιασάδαινα


Από τις επιτροπές που συγκροτήθηκαν στην Ανώτερη Διεύθυνση Εσωτερικών στα Φανιά το 1902, αντλούμε πληροφορίες και για άλλα άτομα που προέρχονταν από το Λασίθι και είχαν χάσει τη ζωή τους σε εμπόλεμες καταστάσεις. Σα άτομα αυτά είναι: Κυριάκος ΢κουλικάρης από το Μαρμακέτω. ΢κοτώθηκε στη μάχη της Κασταμονίτσας τον Οκτώβρη του 1866. Αντώνιος Καμπάνης ή Μαραγκός από το Χυχρό. ΢κοτώθηκε τον ίδιο μήνα και χρόνο στην Κασταμονίτσα επίσης. Γεώργιος Βρετός από τον Μαγουλά. ΢κοτώθηκε στην ίδια μάχη τον ίδιο χρόνο. Υωτεινή Πλεντογιαννάκη ή Δρυλεράκη από το Χυχρό. Δικαιώθηκε σύνταξης, γιατί οι μοναδικοί προστάτες της, που ήταν ο πατέρας, η μητέρα και ο αδελφός της, κατακρεουργήθηκαν από τους Σούρκους στις 20 Ιουλίου 1889 στην περιοχή Ρουσσές έξω από το Ηράκλειο. Οι σύζυγοι των παραπάνω σκοτωμένων και η θυγατέρα του ενός έτυχαν συνταξιοδότησης. Ελευθέριος Λιάκας ή Λιακάκης από το Σζερμιάδω. ΢κοτώθηκε στις Γούρνες. Πεδιάδας στη σφαγή της 27ης Ιουλίου 1896. Ορφανός Φ΄΄ιερεμίας, ιερομόναχος από το Κάτω Μετόχι. Λιάπης ή Λιαπάκης, ιερομόναχος από τον Άγ. Κωνσταντίνο. Λιάκας ή Λιακάκης Ιωακείμ, ιερομόναχος από το Σζερμιάδω. Όλοι αυτοί υπήρξαν θύματα του τουρκικού δεσποτισμού κατά τη σφαγή της Ανώπολης και της παρακείμενης μονής του Αγ. Ιωάννου στην επανάσταση του 1896.

6) ΛΑ΢ΙΘΙΨΣΕ΢ ΠΟΤ ΕΠΕ΢ΑΝ ΢ΣΟΤ΢ ΕΘΝΙΚΟΤ΢ ΜΑ΢ ΑΓΨΝΕ΢ ΚΑΣΑ ΣΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΣΟΤ 20ΟΤ ΑΙΨΝΑ Η πλούσια και περιπετειώδης ιστορία της Κρήτης δεν περιορίζεται στα δικά της γεωγραφικά όρια. ΢τους αιματηρούς αγώνες του έθνους μας στη διάρκεια του 20ού αιώνα η παρουσία και η δράση των Κρητικών υπήρξε ευδιάκριτη και δυναμική. Η εμπόλεμη συμμετοχή τους στους αγώνες αυτούς έπαιξε σημαντικό ρόλο στην υπεράσπιση και αλώβητη διατήρηση των εθνικών μας εδαφών και την επιβίωση του ελληνισμού γενικότερα. ΢τους εθνικούς αυτούς αγώνες, που αναπτέρωναν το ηθικό, τόνωναν τον εθνικό παλμό και καλλιεργούσαν την εθνική ομοψυχία, συμμετείχαν άλλοτε ως εθελοντές και άλλοτε ως επιστρατευμένη κατηγορία οι λασιθιώτες μαζί με τους άλλους Κρητικούς πολεμιστές. Σο αίμα τους χύθηκε στα διάφορα μέτωπα του πολέμου, έχουν


μείνει όμως τα ονόματά τους, που τιμούν τη δόξα τους και μιλούν για το μεγαλείο τους. Σα ονόματα αυτά, που καταγράφονται και κοσμούν τους διάφορους πολέμους, είναι κατά περίοδο και τόπο καταγωγής τα ακόλουθα: Α. ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ 1912-13 1. Ανυφαντάκης Εμμανουήλ

Αβρακόντες

2. Γραμματικόπουλος Ιωάννης

Σζερμιάδω

3. Μανουσάκης Εμμανουήλ

Μαγουλάς

4. Παπαδάκης Εμμανουήλ

Χυχρό

5. Παπαδάκης Κωνσταντίνος

Καμινάκι

6. Παπαντωνάκης Εμμανουήλ

Σζερμιάδω

Β. Α΄ ΠΑΓΚΟ΢ΜΙΟ΢ ΠΟΛΕΜΟ΢ 1914-18 1. Αγαπάκης Γεώργιος

Άγ. Γεώργιος

2. Ανδρουλάκης Δημήτριος

Πλάτη

3. Βερίγος Εμμανουήλ

Σζερμιάδω

4. Γαρυφαλάκης Εμμανουήλ

Καμινάκι

5. Γραμματικάκης ΢τέφανος

Σζερμιάδω

6. Ζερβάκης Εμμανουήλ

Χυχρό

7. Καλυκάκης Υραγκίσκος

Αβρακόντες

8. Καρδουλάκης Εμμανουήλ

Πλάτη

9. Μιτάκης Εμμανουήλ

Άγ. Κωνσταντίνος

10. Παπαδάκης Κωνσταντίνος

Καμινάκι

11. Πατεράκης Αντώνιος

Πλάτη

12. Πατεράκης Ιωάννης

Σζερμιάδω

13. Περβολαράκης Γεώργιος

Σζερμιάδω

14. Πιταροκοίλης Ιωάννης

Χυχρό

15. Πιταρίδης Νικόλας

Άγ. Γεώργιος

16. ΢τιβακτάκης Γεώργιος

Άγ. Γεώργιος

17. ΢τρατάκης Κωνσταντίνος

Άγ. Κωνσταντίνος

18. Σζερνιάς Φαρίλαος

Σζερμιάδω

19. Σζιράκης Κωνσταντίνος

Αβρακόντες

20. Δουκιαντζάκης Ιωάννης

Κουδουμαλιά

21. Σσαγκουρνής Δημήτριος

Χυχρό

22. Σσικαλάς Δημήτριος

Σζερμιάδω

23. Υουκαράκης Νικόλας

Αβρακόντες

24. Φαλκιαδάκης Εμμανουήλ

Σζερμιάδω


25. Φατζάκης Βασίλειος

Κάτω Μετόχι

Γ. ΜΙΚΡΑ΢ΙΑΣΙΚΗ ΕΚ΢ΣΡΑΣΕΙΑ 1919-1922 1. Ανδρουλάκης Ευστάθιος

Χυχρό

2. Βεληβασάκης Εμμανουήλ

Αβρακόντες

3. Βιλανάκης Νικόλαος

Σζερμιάδω

4. Γιαλούρης Εμμανουήλ

Λαγού

5. Διακάκης Κωνσταντίνος

Αβρακόντες

6. Καλαϊσάκης Κωνσταντίνος

Πλάτη

7. Καλογεράκης Νικόλαος

Λαγού

8. Καμαράτος ΢ταύρος

Σζερμιάδω

9. Καυκάκης Ηλίας

Κουδουμαλιά

10. Κουνετάκης Νικόλαος

Άγ. Γεώργιος

11. Κρασανάκης Γεώργιος

Πλαθιανώ

12. Κυπριωτάκης Μιχαήλ

Σζερμιάδω

13. Λαμπράκης Ηρακλής

Κάτω Μετόχι

14. Λουράκης Νικόλαος

Πλαθιανώ

15. Μανουσάκης Γεώργιος

Μαγουλάς

16. Μπαμιές Ιωάννης

Μαρμακέτω

17. Παναγιωτάκης Μιχαήλ

Άγ. Γεώργιος

18. Φαραλαμπάκης Εμμανουήλ

Σζερμιάδω

Δ. ΠΕ΢ΟΝΣΕ΢ ΢ΣΟ ΑΛΒΑΝΙΚΟ ΜΕΣΨΠΟ 1940-41 Σο αλβανικό έπος αποτελεί μια άλλη ακόμα κορυφαία σε αίγλη και δόξα καμπή της νεότερης ιστορίας μας. Η κατάκτηση της Αλβανίας και ο τορπιλισμός του ελληνικού πλοίου «Έλλη» στις 15 Αυγούστου 1940, έκαναν φανερές τις εμπόλεμες κατά της χώρας μας διαθέσεις των Ιταλών. Η απόρριψη του ιταλικού τελεσίγραφου στις 28 Οκτωβρίου μετέτρεψε τις υποθέσεις σε απτή πραγματικότητα, αφού σήμαινε και την άμεση έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. ΢τα αλβανικά βουνά γράφτηκαν νέες σελίδες δόξας και μεγαλείου. Οι επιτυχίες των ελληνικών δυνάμεων και η νικηφόρα προέλασή τους στο αλβανικό έδαφος ανέτρεψαν τα κατακτητικά σχέδια των Ιταλών και λοξοδρόμησαν την πορεία του πολέμου. Οι επιτυχίες των Ελλήνων με τους οποίους συμπολεμά και η 5η Μεραρχία


Κρητών, δημιουργεί έντονο προβληματισμό τόσο στον Μουσολίνι όσο και στον έτερο επίδοξο κοσμοκράτορα, τον Φίτλερ. Για να διευκολύνει την έξοδο από τη δύσκολη θέση που είχε περιέλθει ο ιταλικός στρατός, έθεσε σε εφαρμογή το δικό του σχέδιο «Μαρίτα». Έτσι στις 9 Απριλίου 1941 το άλλο τμήμα του άξονα, που αποτελούσαν οι πάνοπλες γερμανικές δυνάμεις, εισβάλλει στη χώρα μας, η οποία μετά από μερικές μέρες υποκύπτει στο βάρος των συνεργαζόμενων κατακτητών. Ο ρόλος και η δράση της 5ης Μεραρχίας Κρητών έχει εξαρθεί και ιδιαίτερα επαινεθεί. Η 5η Μεραρχία, που αρχίζει και συμπτύσσεται από τον Απρίλιο του 1941, αντιμετωπίζει ιδιαίτερες δυσκολίες και ανυπολόγιστες κακουχίες, μέχρι να επιστρέψει στην Κρήτη, στο έδαφος της οποίας μεταφέρεται ο πόλεμος. ΟΝΟΜΑΣΑ ΠΕ΢ΟΝΣΨΝ 1. Αλεξάκης Γεώργιος

Όξω Ποτάμοι

2. Βερίγος Κωνσταντίνος

Άγ. Κωνσταντίνος

3. Γαλιωτζάκης Νικόλαος

Πλάτη

4. Γιαλουράκης Νικόλαος

Σζερμιάδω

5. Γριμάνης Μιχαήλ

Μαρμακέτω

6. Ζαχαριάς Δημήτριος

Άγ. Γεώργιος

7. Θεοδωράκης Λουκάς

Σζερμιάδω

8. Κοκκινάκης Εμμανουήλ

Σζερμιάδω

9. Κυριακάκης Εμμανουήλ

Άγ. Γεώργιος

10. Παναγιωτάκης Αντώνιος

Χυχρό

11. Παπαδάκης Εμμανουήλ

Κουδουμαλιά

12. Παπαδάκης Κωνσταντίνος

Πλάτη

13. Πετράκης Ευστάθιος

Πλάτη

14. Πυθαρούλης Νικόλαος

Όξω Ποτάμοι

15. ΢ακελάρης Μιχαήλ

Χυχρό

16. ΢κουλικάρης Γεώργιος (Ρίμινι)

Μαρμακέτω

17. ΢κυβαλάκης Ελευθέριος

Καμινάκι

18. ΢τιβακτάκης Εμμανουήλ

Άγ. Γεώργιος

19. Σαμιωλάκης Κων/νος

Χυχρό

20. Σζανάκης Εμμανουήλ

Κάτω Μετόχι

21. Σζερμιαδιανός Ιωάννης

Μέσα Λασίθι

22. Σζερμιάς Ζαχαρίας

Σζερμιάδω

23. Σζιρής Εμμανουήλ

Άγ. Κωνσταντίνος

24. Υουκαράκης Ελευθέριος

Αβρακόντες

25. Φατζάκης Εμμανουήλ

Σζερμιάδω


26. Φρονάκης Ιωάννης

Έξω Ποτάμοι

27. Φρυσός Κωνσταντίνος

Μέσα Λασίθι

Ε. ΣΟ ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΛΑ΢ΙΘΙΟΤ ΚΑΙ ΣΑ ΘΤΜΑΣΑ ΣΟΤ ΢ΣΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΣΗ΢ ΙΣΑΛΟΓΕΡΜΑΝΙΚΗ΢ ΚΑΣΟΦΗ΢ 1941-45 Η μοίρα του νομού Λασιθίου είναι λίγο διαφορετική από τη μοίρα των άλλων νομών της Κρήτης. Καταλαμβάνεται τελευταίος, όχι από τους ουρανόπεμπτους Γερμανούς επιδρομείς αλλά από τους Ιταλούς, που ακολούθησαν τη θαλάσσια οδό. Η κατάκτηση του νομού Λασιθίου κατ’ άλλους η απλή απόβαση, έγινε στις 28 Μαΐου 1941, όταν είχε κριθεί ήδη η Μάχη της Κρήτης. Οι Ιταλοί κατακτητές ήταν συντηρητικότεροι και ηπιότεροι. Η συμπεριφορά τους δεν ήταν τόσο καταπιεστική και σκληρή όσο των Γερμανών, που κατείχαν τους άλλους νομούς. Η αφαίρεση βέβαια γεωργικών προϊόντων, οι φθορές περιουσιών προς ίδιον όφελος, οι αγγαρείες, τα περιοριστικά μέτρα κυκλοφορίας με τα άλλα μέτρα ασφάλειας που έπαιρναν οι Ιταλοί, δημιουργούσαν ένα κλίμα καταπιεστικό και δυσάρεστο. ΢τον ιταλοκρατούμενο νομό Λασιθίου οι Ιταλοί μεταφέρουν 20.000 στρατιώτες από το ελληνικό νησιωτικό σύμπλεγμα που κατέχουν. ΢την επαρχία Λασιθίου εγκαθιστούν τις ακόλουθες στρατιωτικές μονάδες: α. Μια φρουρά με δύναμη ενός λόχου είχε έδρα το Σζερμιάδω με Διοικητή τον περίφημο Γαβριέλο, με φυλάκια στα διάφορα χωριά. β. Σο 339 στρατιωτικό νοσοκομείο με έδρα το Χυχρό. γ. Ένα φυλάκιο με ομάδες ξυλοκόπων στους Ποτάμους, που εφοδίαζε με καύσιμη ύλη τις διάφορες ιταλικές μονάδες της Μεραρχίας της Νεάπολης. δ. Μια ομάδα που διατηρούσε και λειτουργούσε τον ασύρματο στην κορυφή της ΢ελένας. Οι Ιταλοί κατακτητές παρέμειναν στο Λασίθι μέχρι τις 8 ΢επτεμβρίου 1943, τότε δηλαδή που ανακοινώθηκε η στρατιωτική ανακωχή με την Ιταλία. Σην επόμενη οι Γερμανοί αναλαμβάνουν τη Διοίκηση της Νότιας Ελλάδας στην οποία ανήκε διοικητικά και ο νομός Λασιθίου. Από τις πρώτες μέρες της κατοχής είχαν συγκροτηθεί πυρήνες αντίστασης, αρχικά μεταξύ του κτηνοτροφικού στοιχείου της περιοχής (Αδάμ Κρασανάκης, Φρήστος Ζαμπετάκης, ΢ηφογιάννης κ.ά). Ο αρχικός αυτός πυρήνας πήρε μαζικότερη μορφή με τη συμμετοχή και άλλων κατοίκων του Οροπεδίου. Σο ορεινό συγκρότημα της Δίκτης, το δυσπρόσιτο της περιοχής και η δυσκολία προσπέλασης, σε συνδυασμό με το φρόνημα του λαού ευνοούσαν τη δημιουργία και δράση αντιστασιακών πυρή-


νων. Η βοήθεια φυγάδευσης του Ιταλού στρατιωτικού Διοικητή Άγγελο Κάρτα και η γενικότερη υποβοήθηση της οργανωμένης αντίστασης ανάγκασαν τον περιβόητο ΢ούμπερτ, Γερμανό υπαξιωματικό, να στρέψει το μίσος του κατά των κατοίκων της περιοχής. Μια ομάδα των καλούμενων σουμπεραίων

ανέβηκε στο Λασίθι και

σκότωσε εφτά από τα πιο επίλεκτα άτομα της λασιθιώτικης κοινωνίας. Ο θλιβερός απολογισμός των θυμάτων του Οροπεδίου κατά την περίοδο αυτή είναι: 1. Ιωάννης Ανυφαντάκης

Αβρακόντες

3/2/1942

2. Γεώργιος Πλευράκης

Άγ. Γεώργιος

8/10/1942

3. Παύλος Πετράκης

Άγ. Γεώργιος

16/1/1943

4. Αντώνιος ΢τακάκης

Σζερμιάδω

16/1/1943

5. Δωρόθεος Σσαγκαράκης

Χυχρό

6. Εμμανουήλ Καλυκάκης 7. Αδαμ. Καροφυλλάκης 8. Κωνσταντίνος Πυθαρούλης

Αβρακόντες Κουδουμαλιά Σζερμιάδω

25/10/1943 3/11/1943 3/11/1943 5/11/1943

9. Γεώργιος Παπαδάκης

Σζερμιάδω

5/11/1943

10. Νικόλαος ΢πανάκης

Σζερμιάδω

5/11/1943

11. Ιωάννης Σσαμάνδουρας

Σζερμιάδω

5/11/1943

12. Γεώργιος Πυθαρούλης

Σζερμιάδω

5/11/1943

13. Εμμανουήλ Πυθαρούλης

Σζερμιάδω

25/5/1944

14. Νικόλαος Κλεισαρχάκης

Άγ. Γεώργιος

8/9/1944

15. Γεώργιος Κρασανάκης

Άγ. Γεώργιος

8/9/1944

16. Κων/νος ΢πανάκης

Σζερμιάδω

8/10/1944

17. Γεώργιος Σζιράκης

Αβρακόντες

----

΢υλληφθήκανε επίσης ως όμηροι οι: 1. Αριστείδης Υαρσάρης από το Μέσα Λασίθι, που μεταφέρθηκε στις φυλακές Θεσσαλονίκης, όπου και πέθανε. 2. Εμμανουήλ Βελιβασάκης από τον Αβρακόντε. 3. Βασίλειος ΢κυβαλάκης από το Καμινάκι. 4. Μιχαήλ Σρουλάκης από το Μαγουλά (πατέρας). 5. Ιωάννης Σρουλάκης από το Μαγουλά (γιος). 6. Εμμανουήλ Γαλανάκης από τον Αβρακόντε. 7. Αθανάσιος Αθανασάκης από το Καμινάκι. 8. Ιωάννης Δραμυτινός από το Μαγουλά (πατέρας). 9. Θεόδωρος Δραμυτινός από το Μαγουλά (γιος). 10. ΢τα θύματα πρέπει να προστεθεί τέλος και η Ελένη σύζυγος Κων/νου Καλυκάκη από τον Αβρακόντε, που σκοτώθηκε από αδέσποτο θραύσμα αντιαεροπορικού


βλήματος μέσα στο σπίτι της. 11. Ιπποκράτης Σζενάκης ασυρματιστής-πολυβολητής. ΢κοτώθηκε κατά την πτώση του πολεμικού αεροσκάφους του κοντά στην περιοχή της μονής Βιδιανής, το 1946. ΢την κατηγορία τέλος των αθώων θυμάτων εντάσσονται και τα άτομα εκείνα, τα οποία περνώντας αμέριμνα από ναρκοθετημένες περιοχές, διαμελίστηκαν από τις εκρήξεις των ναρκών ξηράς. Σέτοιο προστατευτικό ναρκοπέδιο είχε στρωθεί στην παράκτια περιοχή της Ανάληψης του Δήμου Φερσονήσουυ.Σραγικά θύματα υπήρξαν οι: 1. Κωστής Γρηγοράκης από τον Άγιο Γεώργιο 2. Μαρία Μαράκη

»

»

»

3. Μιχαήλ Κασαπάκης

»

»

»

4. Αδαμ. ΢τιβακτάκης

»

»

»

5. Καλλιόπη ΢πανάκη

»

»

»

Κατάλοιπα των άλλοτε γραφικών ανεμόμυλων στο Οροπέδιο Λασιθίου.


Σο λάβαρο της επανάστασης του 1841, που βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο Λασιθίου ( Άγιος Γεώργιος ).


Mihailo St. Popović (Βιέννη, Αὐστρία) Doz. Mag. Dr. Mihailo Popović, Austrian Academy of Sciences, Institute for Medieval Research, Division of Byzantine Research; Mihailo.Popovic@oeaw.ac.at.

Ἡ χριστιανὴ σουλτάνα Μάρα Μπράνκοβιτς καὶ ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Παύλου1

1. Σύντομη ἀνασκόπηση τῆς ζωῆς της Ἡ ΢έρβα πριγκίπισσα Μάρα Μπράνκοβιτς γεννήθηκε μεταξὺ 1417 καὶ 1420 – πιθανὸν γύρω στὰ 1418, κόρη τοῦ Σζούρατζ Μπράνκοβιτς καὶ τῆς Εἰρήνης Καντακουζηνῆς. Ἀπὸ τὸν πατέρα της καταγόταν ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τῶν ΢έρβων εὐγενῶν Μπράνκοβιτς, ἡ ὁποία εἶχε μακρινὴ συγγένεια μὲ τὴ δυναστεία τῶν Νεμανιδῶν, ἐνῶ ἀπὸ τὴ μητέρα της καταγόταν ἀπὸ τὶς βασιλικὲς δυναστεῖες τῶν Παλαιολόγων καὶ τῶν Καντακουζηνῶν. Ἡ Μάρα, ποὺ ἔφερε τὸ ὄνομα τῆς πρὸς πατρὸς μάμμης της, εἶχε πέντε ἀδέρφια. Μὲ μόνη ἐξαίρεση ἕνα σερβικὸ δημοτικὸ τραγούδι, ποὺ φέρει τὸν τίτλο «Σὸ χτίσιμο τοῦ μοναστηριοῦ Ντέβιτς», τὸ ὁποῖο ἀνεφέρεται στὴ νόσο τῆς ΢έρβας πριγκίπισσας, στὶς γραπτὲς πηγὲς δὲν γίνεται καμία μνεία περὶ τῶν παιδικῶν της χρόνων, τὰ ὁποῖα πέρασε πιθανότατα στὴν περιοχὴ ὅπου κυβερνοῦσαν τότε οἱ Μπράνκοβιτς. Ὅταν ὁ ΢έρβος δεσπότης ΢τέφανος Λαζάρεβιτς πέθανε στὶς 19 Ἰουλίου 1427, τὸν διαδέχθηκε ὁ ἀνιψιός του, Σζούρατζ Μπράνκοβιτς. ΢τὴ συνέχεια ὁ τουρκικὸς στρατὸς ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ σουλτάνου Μουρὰτ τοῦ Β΄ ἐπιτέθηκε στὸ ΢ερβικὸ Δεσποτᾶτο καὶ κατέκτησε τὸ ἕνα τρίτο τοῦ συνολικοῦ ἐδάφους ποὺ βρισκόταν ὑπὸ τὴν κυριαρχία τῶν ΢έρβων. Σὸν Μάιο τοῦ 1428 ὁ δεσπότης Σζούρατζ κατάφερε νὰ συνάψει ἐκεχειρία μὲ τὸν Μουρὰτ τὸν Β΄, στὸν ὁποῖο ὑποσχέθηκε νὰ δώσει τὸ χέρι τῆς κόρης του Μάρως. Ὁ γάμος δὲν τελέστηκε ἀμέσως μετὰ τὸν ἀρραβῶνα, τὸ 1428, ἐπειδὴ ἡ νύφη ἦταν μόλις 10 χρονῶν. Μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο, δηλαδὴ τὸ 1429, ὁ ΢έρβος δεσπότης Σζούρατζ 1

Ἡ μελέτη αὐτὴ βασίζεται στὴ μονογραφία μου περὶ τῆς ΢έρβας πριγκίπισσας Μάρας Μπράνκοβιτς. Ἡ ἐν λόγω μονογραφία δημοσιεύθηκε τὸ 2010 στὴ γερμανικὴ γλῶσσα καὶ τὸ 2014 στὰ σερβικά: Mihailo St. Popović, Mara Branković: Eine Frau zwischen dem christlichen und dem islamischen Kulturkreis im 15. Jahrhundert (Peleus, Studien zur Archäologie und Geschichte Griechenlands und Zyperns 45). Mainz-Ruhpolding 2010· Михаило Ст. Поповић, Мара Бранковић. Жена између хришћанског и исламског културног круга у 15. веку. Нови Сад (Академска књига) 2014.


Μπράνκοβιτς παρεχώρησε προνόμια στὴν μονὴ Ἐσφιγμένου στὸ Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθωνα ἐκδίδοντας ἔγγραφο, στὴ μικρογραφία τοῦ ὁποίου, μεταξὺ ἄλλων, παριστάνεται καὶ ἡ Μάρα Μπράνκοβιτς. Μὲ τὸ ἔγγραφο αὐτὸ ἡ Μάρα ἐξέρχεται ἐπιτέλους ἀπὸ τὴν ἀφάνεια. Σὸ 1433 ἡ ΢έρβα πριγκίπισσα ἦταν πλέον σὲ ἡλικία γάμου, ἀλλὰ ὁ γάμος ἀνεβλήθη, διότι ὁ πατέρας της ἤθελε νὰ ἑτοιμάσει τὴν προῖκα. Σέλος, ὁ γάμος μεταξὺ τοῦ σουλτάνου Μουρὰτ τοῦ Β΄ καὶ τῆς Μάρας Μπράνκοβιτς τελέστηκε στὴν Ἁδριανούπολη τὸ 1436 πρὸς τὰ τέλη Αὐγούστου - ἀρχὲς ΢επτεμβρίου. Ἡ προῖκα ἀποτελεῖτο ἀπὸ ἀκριβὰ ροῦχα, κοσμήματα καὶ δῶρα γιὰ τοὺς ἀξιωματούχους τοῦ σουλτάνου, ἀξίας 400.000 λιρῶν, μαζὶ μὲ ἐδαφικὲς παραχωρήσεις ἀπὸ πλευρᾶς τῶν ΢έρβων. ΢χετικὰ μὲ τὴ ζωὴ τῆς Μάρας Μπράνκοβιτς στὸ χαρέμι τοῦ Μουρὰτ τοῦ Β΄ στὶς πηγὲς κυρίως δὲν γίνεται λόγος. Μετὰ τὴν τέλεση τοῦ γάμου ἡ Μάρα Μπράνκοβιτς στάλθηκε στὴν Προῦσα. Ὡς γυναῖκα τοῦ σουλτάνου κατάφερε νὰ διαφυλάξει τὴν πίστη της. Ἀπὸ τὸν γάμο της μὲ τὸν Μουρὰτ τὸν Β΄ δὲν ἀπέκτησε παιδιά, ὡστόσο μεταξὺ 1436 καὶ 1451 γνώρισε τὸν γιό του, Μεχμὲτ τὸν Β΄, ὁ ὁποῖος ἀργότερα, μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, τὴν ἐκτιμοῦσε καὶ τὴ σεβόταν ὡς μητέρα του. Αὐτὴ ἡ σχέση τους βασιζόταν πιθανῶς, μεταξὺ ἄλλων, στὸ γεγονὸς ὅτι ἐκείνη ὑποστήριξε ἄμεσα τὶς ἀξιώσεις του στὸν θρόνο καὶ βοήθησε τὸν ΢κεντέρμπεη νὰ ἐκδικηθεῖ τὸν τουρκικὸ δυναστικὸ οἶκο. Σὸ θῦμα αὐτῆς τῆς ἐκδίκησης ἦταν ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ Μεχμέτ, Ἀλῆ. Χάρη σ’ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὁ Μεχμὲτ ἔγινε πρῶτος στὴ σειρὰ διαδοχῆς τοῦ θρόνου. Παρὰ τὴ θέση ποὺ κατεῖχε στὴν τουρκικὴ αὐλὴ ὅμως, ἡ Μάρα Μπράνκοβιτς δὲν πρόλαβε τὸ 1441 νὰ ἐμποδίσει τὸν Μουρὰτ νὰ τυφλώσει τοὺς ἀδελφούς της, τὸν Γκργκοὺρ καὶ τὸν ΢τέφανο, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν μέρος στὸν σχεδιασμὸ πολεμικῆς ἐκστρατείας ἐναντίον τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Κατόπιν τῆς ἐπιτυχημένης χριστιανικῆς ἐκστρατείας τὸ 1444, μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ σουλτάνου καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ πατρός της, Σζούρατζ Μπράνκοβιτς, ἐκείνη μεσολάβησε μεταξὺ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας καὶ τοῦ Βασιλείου τῆς Οὐγγαρίας. Ὅταν ὁ Μεχμὲτ ὁ Β΄ στὶς 8 Φεβρουαρίου 1451 διαδέχθηκε τὸν Μουρὰτ τὸν Β΄, ἀπέλυσε τὴ μητριά του ἀπὸ τὸ χαρέμι καὶ τὴν ἔστειλε μὲ πολλὲς τιμὲς πίσω στὸν πατέρα της. Ἀργότερα, γιὰ τὴ συντήρησή της, τῆς χάρισε τὴν Σόπλιτσα καὶ τὴν Ντουμπότσιτσα στὸ νοτιοανατολικὸ τμῆμα τοῦ ΢ερβικοῦ Δεσποτάτου. Μεταξὺ 1451 καὶ 1453 ἡ Μάρα Μπράνκοβιτς διέμενε ἐναλλὰξ στὰ ἀναφερθέντα κτήματα καὶ στὸ ΢μεντέρεβο. Σὸ ἔτος 1451 ἀπέρριψε τὴν πρόταση γάμου τοῦ τελευταίου βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα, Κωνσταντίνου ΙΑ΄ τοῦ Παλαιολόγου. Σὸ ἴδιο ἔκανε καὶ τὸ 1454 μὲ τὴν πρόταση τοῦ Σσέχου ἐπικεφαλῆς μισθοφόρων Ἰὰν Ἴσκρα (Jiskra).


Ὅταν ὁ πατέρας της, Σζούρατζ Μπράνκοβιτς, πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα στὶς 24 Δεκεμβρίου 1456 στὸ ΢μεντέρεβο, ἦταν παροῦσα στὴν κηδεία του. ΢τὶς οἰκογενειακὲς διενέξεις ποὺ ἀκολούθησαν σχετικὰ μὲ τὴ διαδοχὴ τοῦ θρόνου τοῦ ΢έρβου δεσπότη, ἡ Μάρα πῆρε τὸ μέρος τοῦ μεγαλύτερου ἀδελφοῦ της, Γκργκούρ, ἐναντίον τοῦ μικρότερου ἀδελφοῦ της, Λαζάρου. Ἐπειδὴ στὸ τέλος ἐπικράτησε ὁ Λάζαρος, ἡ Μάρα, ἡ μητέρα της, Εἰρήνη, ὁ ἀδελφός της Γκργκοὺρ καὶ ὁ θεῖος της Θωμᾶς Καντακουζηνὸς ἀναγκάστηκαν νὰ φύγουν ἀπὸ τὸ ΢ερβικὸ Δεσποτᾶτο. Ἐνῶ ἡ Εἰρήνη πέθανε κατὰ τὴν ἀπόπειρα φυγῆς, οἱ ὑπόλοιποι τρεῖς δραπέτευσαν στὸν σουλτᾶνο Μεχμὲτ τὸν Β΄ στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία, ὅπου γιὰ τὴ Μάρα ἄρχισε μιὰ καινούργια περίοδος. Μετὰ τὴ φυγὴ ἀπὸ τὸ ΢ερβικὸ Δεσποτᾶτο στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία, ὁ προστάτης της, Μεχμὲτ ὁ Β΄, χάρισε στὴ Μάρα Μπράνκοβιτς περιοχὲς στὸ βόρειο τμῆμα τοῦ σημερινοῦ ἑλληνικοῦ κράτους. Μᾶς εἶναι γνωστὰ μόνο τὰ ὀνόματα τῶν τριῶν περιοχῶν: Γέζεβο, Μραβίντσοι καὶ Δοξόμπους, νοτιοανατολικὰ τῶν ΢ερρῶν. Ἡ Μάρα ἔμεινε στὸ πρῶτο καὶ συγκέντρωσε γύρω της ὅλους τοὺς ΢έρβους ἄρχοντες καὶ τὸν σερβικὸ κλῆρο. Ἕνας πύργος στὸ Γέζεβο (σήμερα χωριὸ Δάφνη στὴν Ἑλλάδα), ὁ ὁποῖος καὶ σήμερα φέρει τὸ ὄνομα «Ὁ πύργος τῆς Μάρως», ὑπενθυμίζει τὴν παρουσία τῆς ΢έρβας πριγκίπισσας. Πρέπει νὰ καταδειχθεῖ καὶ ὁ μεσολαβητικὸς ρόλος τῆς Μάρως μεταξὺ Ντουμπρόβνικ καὶ Βενετίας, ἀφενός, καὶ τῆς Ὑψηλῆς Πύλης ἀφετέρου. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ βενετοτουρκικοῦ πολέμου ὁ ὁποῖος διήρκεσε ἀπὸ τὸ 1463 ἕως τὸ 1479, ἐκείνη μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφή της Αἰκατερίνα Καντακουζηνὴ ἐπιστρατεύτηκε ἀπὸ τὰ ἐμπόλεμα μέρη κατὰ τὴν περίοδο μεταξὺ 1470 καὶ 1475 γιὰ νὰ μεσολαβήσει στὶς διπλωματικὲς διαπραγματεύσεις γιὰ ἐκεχειρία. Ἐπιπλέον, τὸ 1471 ἡ Μάρα συνόδεψε καὶ ἕναν Βενετὸ ἀπεσταλμένο γιὰ διαπραγματεύσεις στὴν Κωνσταντινούπολη, οἱ ὁποῖες ὡστόσο δὲν ὁλοκληρώθηκαν μὲ ἐπιτυχία. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐκκλησία, ἡ Μάρα Μπράνκοβιτς –ὅπως παλαιότερα ὅλη ἡ οἰκογένειά της– ἀκολούθησε τὴν πολιτικὴ τῶν Νεμανιδῶν. Ἔτσι ἀπὸ τὸ 1457 ἀνέλαβε τὴν προστασία τῶν μονῶν Χιλανδαρίου καὶ Ἁγίου Παύλου στὸ Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθωνα. Κατάφερε νὰ μεταφέρει σὲ αὐτὰ τὰ μοναστήρια, ἀπὸ τὸ ἐγκαταλελειμένο μοναστήρι τῶν Ἁγίων ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ στὰ Ἰεροσόλυμα, τὴν εἴσπραξη φόρου τὸν ὁποῖο πλήρωνε ἡ πόλις Ντουμπρόβνικ ἀπὸ τότε ποὺ ἀπέκτησε ἀπὸ τὸν ΢έρβο βασιλιὰ ΢τέφανο Οὔρεση τὸν Δ’ τὸ 1333 τὴ χερσόνησο Ston (Peljašac). Ἡ ἐπιρροὴ τῆς Μάρως στὴν ἐκκλησιαστικὴ πολιτικὴ τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας γίνεται ἐμφανὴς στὴν ἐκλογὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου. Σὸ φθινόπωρο τοῦ 1466 ἐπέβαλε τὸν ὑποψήφιό της, τὸν Διονύσιο Α΄. Σὸ 1469 ἡ Μάρα ἀπέκτησε ἀπὸ τὸν σουλτᾶνο Μεχμὲτ τὴν ἄδεια γιὰ μετακομιδὴ τῶν


ἁγίων λειψάνων τοῦ ἁγίου Ἰβὰν Ρίλσκι ἀπὸ τὸ Μεγάλο Σρνόβο στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ρίλας. Μετὰ ἕνα χρόνο (1470), ἡ Μάρα προσπάθησε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν μονὴ Ἁγίου Παύλου στὸ Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθωνα, ἀλλὰ, σύμφωνα μὲ τὴν προφορικὴ παράδοση, ἡ Παναγία τὴν ἀνάγκασε νὰ γυρίσει πίσω μόλις ἀποβιβάστηκε στὴν ἀκτή, γεγονὸς γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ γίνει λόγος στὸ τρίτο μέρος τοῦ ἄρθρου μας. Γιὰ νὰ μὴ μείνουν χωρίς προστασία οἱ μονὲς Χιλανδαρίου καὶ Ἁγίου Παύλου μετὰ τὸν θάνατό της, τὸ 1481 ἐκείνη μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφή της Αἰκατερίνα Καντακουζηνή, ἡ ὁποία ἀπὸ τὸ 1469 διέμενε μαζί της στὸ Γέζεβο, μεταβίβασε τὴν προστασία τῶν ἀναφερθέντων μοναστηριῶν στὸν βοϊβόδα τῆς Βλαχίας, Βλὰντ Δ΄ Μοναχό, καὶ τοὺς διαδόχους του. Ὑστερα ἀπὸ μιὰ περιπετειώδη ζωή, τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ὁποίας πέρασε στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία καὶ ὄχι στὴν πατρίδα της, ἡ ΢έρβα πριγκίπισσα Μάρα Μπράνκοβιτς πέθανε τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Σιμίου ΢ταυροῦ, στὶς 14/27 ΢επτεμβρίου 1487. Εἰκάζεται ὅτι ὁ τελευταῖος τόπος ἀνάπαυσής της ὑπῆρξε τὸ Γέζεβο ἢ ἡ μονὴ Παναγίας Εἰκοσιφοινίσσης (Κοσίνιτσα), νοτιοανατολικὰ τῆς Δράμας.2

2. Ἡ κτητορικὴ δραστηριότητα τῆς Μάρας Μπράνκοβιτς Κατόπιν αὐτῆς τῆς σύντομης ἀνασκόπησης τῆς ζωῆς της θὰ ἤθελα νὰ ἀναφερθῶ στὴν ποικίλη κτητορικὴ δραστηριότητα τῆς Μάρως. Δίχως ἄλλο, ἡ προσοχή της στράφηκε πρωτίστως στὶς μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους τοῦ Ἄθωνα – γεγονὸς ποὺ ἀποδεικνύεται ἀπὸ πλούσιες ἱστορικὲς μαρτυρίες– καὶ ἰδιαίτερα στὶς μονὲς Χιλανδαρίου καὶ Ἁγίου Παύλου. Ἡ Μάρα δὲν διάλεξε τυχαῖα νὰ γίνει τὸ Γέζεβο ὁ τόπος τῆς διαμονῆς της.3 Γιὰ τὴ ΢έρβα πριγκίπισσα ἡ ἐγγύτητα αὐτοῦ τοῦ μέρους στὸ Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθωνα καὶ στὰ μοναστήρια του ἀποτελοῦσε σημαντικὸ παράγοντα ὅσον ἀφορᾶ τὴν κτητορική της δραστηριότητα. Γιὰ τὸν ρόλο τῆς Μάρως ἀκριβῶς σχετικὰ μὲ αὐτὰ τὰ μοναστήρια, οἱ σερβικὲς χρονογραφίες μᾶς πληροφοροῦν τὰ ἑξῆς: «...καὶ ἐκείνη [ἡ Μάρα Μπράνκοβιτς] γιὰ τοὺς μοναχοὺς τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τῶν ἄλλων μοναστηριῶν ἦταν ὡς μητέρα...»4 2

Михаило Ст. Поповић, Мара Бранковић. Жена између хришћанског и исламског културног круга у 15. веку. Нови Сад (Академска књига) 2014, 35-154. 3 Σὸ Γέζεβο ἀπέχει 64 χμ. σὲ εὐθεῖα γραμμὴ ἀπὸ τὰ σημερινὰ σύνορα τοῦ Ἁγίου Ὄρους. 4 Δική μου μετάφραση: «...и мнихѡм Светы Горы и инымь монастиромь ꙗко мати обрѣташе се...» *Љубомир Стојановић, Стари српски родослови и летописи (Српска Краљевска Академија, Зборник за историју, језик и књижевност српског народа, Прво


Ἡ σχέση τῆς Μάρας Μπράνκοβιτς μὲ τὶς μονὲς Χιλανδαρίου καὶ Ἁγίου Παύλου δὲν προέκυψε ὡς βραχυπρόθεσμη πρωτοβουλία, ἀλλὰ ἀποτελοῦσε συνέχεια μιᾶς μακρᾶς παράδοσης τὴν ὁποία εἶχε ἤδη ἐγκαινιάσει ὁ μεγάλος θεῖος της, Νικόλαος Ράντονια Μπράνκοβιτς. Ἐκεῖνος μετὰ τὸν θάνατο τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειάς του, γύρω στὰ 1364, ἀποσύρθηκε στὴν μονὴ Χιλανδαρίου, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ μοναχικὸ ὄνομα Ρωμανός. Κατὰ τὸ 1364/65 οἱ ἀδελφοί του, Γκργκοὺρ καὶ Βοὺκ Μπράνκοβιτς, χάρη στὶς προσπάθειές του, δώρισαν στὴν ἐν λόγῳ μονὴ τὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς Ντρενίτσα, τὴν ὁποία κυβερνοῦσαν ἐκείνη τὴν ἐποχὴ. Μὲ τὴν πράξη αὐτὴ οἱ Γκργκοὺρ καὶ Βοὺκ ἀπέκτησαν τὸ δικαίωμα νὰ μνημονεύονται στὸ Χιλανδάρι, συνεπῶς ἀπέκτησαν καὶ κτητορικὰ δικαιώματα. Γύρω στὰ 1371 ὁ Νικόλαος Ράντονια ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχὸς καὶ μετονομάστηκε Γεράσιμος. Μεταξὺ 1376 καὶ 1380 ὁ Γεράσιμος ταξίδεψε στὴ ΢ερβία, στὸν ἀδελφό του Βοὺκ καὶ στὸν κνιάζη Λάζαρο Χρεμπελιάνοβιτς, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει καὶ ἀπὸ τοὺς δύο δωρεὲς γιὰ τὸ μοναστῆρι του. Σὸ 1382 ὁ ἴδιος, ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν Ἀντώνιο Μπαγκάς, βλαστὸ μιᾶς διακεκριμένης σερβικῆς οἰκογένειας εὐγενῶν ἀπὸ τὰ Βράνια, πῆρε τὴν πρωτοβουλία γιὰ ἀνακαίνιση τῆς μονῆς Μονῆς Ἁγίου Παύλου, ποὺ ἦταν σὲ κακὴ κατάσταση, πρᾶγμα ποὺ συνέβη μεταξὺ 1382 καὶ 1385. Ἤδη τὸ 1385 ὁ Ἀντώνιος Μπαγκὰς ἐξελέγη ἡγούμενος τοῦ ἀνακαινισμένου μοναστηριοῦ. Μὲ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἄρχισε ἡ σερβικὴ περίοδος τῆς μονῆς Ἁγίου Παύλου5, τὴν ὁποία οἱ Μπράνκοβιτς μέχρι τέλους τοῦ 15ου αἰῶνα θεωροῦσαν μοναστῆρι τῆς οἰκογένειάς τους. Ὁ Γεράσιμος ἐγκαταστάθηκε στὴν ἀνακαινισμένη μονή, ὡστόσο παρέμεινε δεμένος καὶ μὲ τὴ μονὴ Χιλανδαρίου. Ὅταν ὁ ἀδελφός του Βοὺκ πέθανε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1397, μετέφερε τὰ ὀστᾶ του στὸ Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθωνα καὶ τὰ ἐντάφιασε στὸ Χιλανδάριο ἢ στὸν Ἅγιο Παῦλο. Παρὰ τὶς συνεχεῖς δωρεὲς στὴν μονὴ Χιλανδαρίου, τῆς χήρας τοῦ Βοὺκ Μπράνκοβιτς, Μάρως Λαζάρεβιτς, καὶ τῶν γιῶν της, Γκργκούρ, Σζούρατς καὶ Λαζάρου, τὸ 1405/06 ὁ ΢έρβος δεσπότης ΢τέφανος Λαζάρεβιτς βάσει τῶν δικῶν του μεγάλων δωρεῶν ἀντικατέστησε τοὺς Μπράνκοβιτς ὡς κτήτωρ τῆς ἀναφερθείσης μονῆς Χιλανδαρίου. Ὡστόσο ὁ Γκργκούρ –ἕνας ἀπὸ τοὺς γιοὺς τῆς Μάρως Λαζάρεβιτς, τοὺς ὁποίους ἤδη ἀναφέραμε– ἐγκαταστάθηκε τὸ 1406 ἐπίσης ὡς μοναχὸς Γεράσιμος στὴ μονὴ одељење, Споменици на српском језику 16) (Сремски Карловци: Српска Манастирска Штампарија, 1927), 43 (бр. 35)+· πρβλ. ἐπίσης στό: Реља Новаковић, Бранковићев летопис (Српска академија наука и уметности, Посебна издања, Књига 339, Одељење друштвених наука, Књига 35) (Београд: Научно дело, 1960), 58· Љубомир Стојановић, „Српски родослови и летописи“ Гласник Српског Ученог Друштва, 53 (1883), 1-160, ἐδῶ 42. 5 Ἕως τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 18ου αἰῶνα στὸ μοναστῆρι ζοῦσαν κυρίως ΢έρβοι μοναχοί *Phōkiōn P. Kotzageōrgēs, Η αθωνική μονή Αγίου Παύλου κατά την οθωμανική περίοδο (Bibliothēkē historikōn meletōn 2) (Thessalonikē: University Studio Press, 2002), 212+.


Χιλανδαρίου, ὅπου καὶ πέθανε τὸν Μάρτιο τοῦ 1408, ἐνῶ οἱ Μπράνκοβιτς στράφηκαν ἀκόμα περισσότερο πρὸς τὴ μονὴ Ἁγίου Παύλου, ὅπου ἐν τέλει ἀπέκτησαν τὸ δικαίωμα νὰ μνημονεύονται καὶ συνεπῶς ἀπέκτησαν καὶ τὰ κτητορικὰ δικαιώματα.6 Μετὰ τὸ 1427 ὁ ΢έρβος δεσπότης Σζούρατζ Μπράνκοβιτς ἔκανε δωρεὲς σὲ πολλὰ ἁγιορείτικα μοναστήρια, μεταξὺ τῶν ὁποίων στὶς μονὲς Ἁγίου Παντελεήμονος, Μεγίστης Λαύρας, Ἐσφιγμένου καὶ Ἁγίου Παύλου. ΢τὴν περίπτωση τῆς μονῆς Χιλανδαρίου ἐπικύρωσε τὰ ἔγγραφα τῶν προκατόχων του.7 Παρόλο ποὺ ὁ ΢έρβος δεσπότης ἄφησε πέντε παιδιά, μόνο ἡ Μάρα κράτησε σχέσεις μὲ τὰ ἁγιορείτικα μοναστήρια μετὰ τὸ 1457. Ὁ λόγος ἀναμφίβολα ἔγκειται καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι ἐκείνη, ὡς μοναδικὸς βλαστὸς τῶν Μπράνκοβιτς, ἔμεινε τὸν περισσότερο χρόνο στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία καὶ χάρη στὰ κτήματα ποὺ διέθετε εἶχε τὰ ἀπαραίτητα μέσα γιὰ τὴ συντήρηση αὐτῶν τῶν μοναστηριῶν, ἐνῶ τὰ ὑπόλοιπα ἀδέρφια της ἤδη εἶχαν πεθάνει ἢ ζοῦσαν πολὺ μακριά. Ὁ μικρότερος ἀδελφός της, Λάζαρος, πέθανε πρῶτος στὶς 20 Ἰανουαρίου τοῦ 1458.8 Σὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1459 πεθαίνει καὶ ὁ ἀδελφός του Γκργκούρ, ὁ ὁποῖος ὡς μοναχὸς Γερμανὸς εἶχε ἐγκατασταθεῖ στὴ μονὴ Χιλανδαρίου.9 Ὁ ΢τέφανος Μπράνκοβιτς μετὰ τὸ 1459 6

Zaga Gavrilović, „10. The Gospels of Jakov of Serres (London, B.L., Add. MS 39626), the Family Branković and the Monastery of St. Paul, Mount Athos“, στὸ: Robin Cormack, Elizabeth Jeffreys, (ἔκδ.), Through the Looking Glass. Byzantium through British Eyes, Papers from the Twentyninth Spring Symposium of Byzantine Studies, London, March 1995 (Society for the Promotion of Byzantine Studies, Publications 7) (Aldershot, Burlington, Singapore, Sydney: Ashgate, 2000), 138-142· Радослав М. Грујић, „Светогорски азили за српске владаоце и властелу после Косовске битке“ Гласник Скопског научног друштва, 11 (1932), 81-95· Cyril Pavlikianov, The Medieval Aristocracy on Mount Athos (Monumenta slavico-byzantina et mediaevalia europensia 15) (Sofia: University Press, 2001)· Момчило Спремић, „Бранковићи и Хиландар (1365–1427)“, στό: Војислав Кораћ, (ἔκδ.), Међународни научни скуп Осам векова Хиландара. Историја, духовни живот, књижевност, уметност и архитектура, Октобар 1998 (Српска академија наука и уметности, Научни скупови, књ. 95, Одељење историјских наука, књ. 27) (Београд: Српска академија наука и уметности, 2000), 71-83· Момчило Спремић, Деспот Ђурађ Бранковић и његово доба (Београд, Бања Лука: Clio – Глас српски, 21999), 93 κ. ἑξ.· Гојко Суботић, „Обнова манастира Светог Павла у XIV веку“ Зборник радова Византолошког института, 22 (1983), 207-258· Гојко Суботић, „Манастир Светог Павла“, στό: Милка Јанковић, (ἔκδ.), Казивања о Светој Гори (Београд: Просвета, 1995), 114-142. 7 Спремић, Ђурађ Бранковић, 133-136, 378 καὶ ἑξ.· Суботић, „Манастир Светог Павла“, 129132. 8 Erich Trapp καὶ ἄλλοι, (ἔκδ.), Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit (PLP), 1-12. Faszikel (Veröffentlichungen der Kommission für Byzantinistik 1:1-12) (Wien: Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften, 1976-1994), ἀριθ. 14354· Спремић, Ђурађ Бранковић, 602. 9 PLP, ἀριθ. 4395· Спремић, Ђурађ Бранковић, 640.


ἔζησε στὴ σημερινὴ Ἀλβανία καὶ στὸ Ντουμπρόβνικ, ὅπου μεταξὺ 1460 καὶ 1462 παντρεύτηκε τὴν ἀδελφὴ τῆς συζύγου τοῦ ΢κεντέρμπεη, ὀνόματι Ἀγγελίνα, ἡ ὁποία τοῦ γέννησε παιδιά: τὸν Σζούρατζ, τὸν Ἰωάννη καὶ τὴ Μάρα. Σὸ 1462 ἐκεῖνος παρέμεινε στὴ Βενετία. Ἀπὸ τὸ 1465 ὁ ΢τέφανος Μπράνκοβιτς, μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφή του Αἰκατερίνα Καντακουζηνή, ἐγκαταστάθηκε στὸ κάστρο τοῦ Βελιγραδίου τῆς Φρίουλι, ὅπου καὶ πέθανε στὶς 9 Ὀκτωβρίου 1476.10 Σέλος, μόνο ἡ Αἰκατερίνα Καντακουζηνὴ κατάφερε νὰ ἐγκατασταθεῖ στὸ Γέζεβο, τὸ 1469, κοντὰ στὴν ἀδελφή της Μάρα καὶ νὰ τὴ βοηθᾶ στὶς κτητορικές της δραστηριότητες. Ἔτσι ἀπὸ τὸ 1457 ἡ Μάρα Μπράνκοβιτς διαδραμάτισε τὸν ρόλο τὸν ὁποῖο τὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς της εἶχαν ἀναλάβει ἀπὸ τὸ 1360 ὡς διάδοχοι τῶν Νεμανιδῶν.11 ΢τὶς 21 Μαΐου 1466 στὸ Γέζεβο ἡ Μάρα ἐξέδωσε ἔγγραφο ὑπὲρ τῶν μονῶν Χιλανδαρίου καὶ Ἁγίου Παύλου.12 ΢τὸ ἔγγραφο γράφει πῶς ἡ Μάρα ἀπέκτησε τὰ κτήματα στὸ Γέζεβο καὶ στοὺς Μραβίντσοι. ΢τὴ συνέχεια ἀναφέρονται κατὰ σειρὰ τὰ εἰσοδήματα καὶ ἀπὸ τὰ δύο κτήματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μετὰ τὸν θάνατο τῆς Μάρας τὰ τρία πέμπτα ἔπρεπε νὰ περιέλθουν στὴ μονὴ Χιλανδαρίου, ἐνῶ τὰ δύο πέμπτα στὴ μονὴ Ἁγίου Παύλου. Ὡς ἀντίδοση καὶ τὰ δύο μοναστήρια ἔπρεπε νὰ μνημονεύουν τὰ ἑξῆς μέλη τῆς οἰκογένειάς της: τὴ γιαγιά της Μάρα Λαζάρεβιτς, τοὺς γονεῖς της, Σζούρατζ καὶ Γέρινα, τοὺς ἀδελφούς της Γκργκοὺρ καὶ Λάζαρο, τὸν θεῖο της Θωμᾶ Καντακουζηνό, τὴν ἀδελφή της Αἰκατερίνα Καντακουζηνὴ καὶ τὴν ἴδια. ΢τὴ συνέχεια στὸ ἔγγραφο ἀναφέρονται οἱ μάρτυρες οἱ ὁποῖοι ἦταν παρόντες PLP, ἀριθ. 26804· Спремић, Ђурађ Бранковић, 646-648. PLP, ἀριθ 17210· μὲ ἄλλα λόγια: «In about a quarter of a century she [ἡ Μάρα Μπράνκοβιτς] rose to fame as a great patroness and left an inerasible trace in the history of Athonite monasteries; and not only of Chilandar and St. Paul’s, under her care as a hereditary ktetor, which is the responsibility she had assumed as the most influential member of the Branković dynasty.» *Aleksandar Fotić, „Despina Mara Branković and Chilandar: between the Desired and the Possible“, στὸ: Војислав Кораћ, (ἔκδ.), Међународни научни скуп Осам векова Хиландара. Историја, духовни живот, књижевност, уметност и архитектура, октобар 1998 (Српска академија наука и уметности, Научни скупови, књ. 95, Одељење историјских наука, књ. 27) (Београд: Српска академија наука и уметности, 2000), 93-100, ἐδῶ 93]. 12 Δημοσιεύθηκε στό: Ружа Ћук, „Повеља царице Маре манастирима Хиландару и Св. Павлу“ Историјски часопис, 24 (1977), 103-116, ἐδῶ 113 κ. ἑξ.· Βλ. περισσότερο: Ружа Ћук, „Царица Мара“ Историјски часопис, 25-26 (1978-1979), 53-97, ἐδῶ 88 κ. ἑξ.· Fotić, „Despina Mara Branković“, 95 κ. ἑξ.· Александар Фотић, Света Гора и Хиландар у Османском царству (XV-XVII век) (Београд: Српска академија наука и уметности, 2000), 184-186, 385-387· Душан Синдик, „Српске повеље у светогорском манастиру Светог Павла“ Мешовита Грађа (Miscellanea), 6 (1978), 183-205, ἐδῶ 200 κ. ἑξ. (ἀριθ. 14)· Суботић, „Манастир Светог Павла“, 134; Michael Ursinus, „An Ottoman Census Register for the Area of Serres of 859 H. (1454-1455)? A Reconsideration of the Date of Composition of Tahrir Defteri TT 3“ Südost-Forschungen, 45 (1986), 25-36, ἐδῶ 33. 10 11


στὴν ἔκδοσή του. Οἱ κυρώσεις στὴν περίπτωση ποὺ δὲν θὰ ἀξιοποιοῦνταν ἡ δωρεά της, περιλαμβάνουν τὴν ἀπειλὴ ἀναθέματος ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν Παναγία, τοὺς δώδεκα ἀποστόλους, τοὺς γονεῖς τῆς Μάρως καὶ τὴν ἴδια τὴ Μάρα – «ἂν καὶ ἡ ἴδια εἶναι ἁμαρτωλή», ὅπως γράφει.13 Πρέπει νὰ σταθοῦμε σὲ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἔγγραφο, τὸ ὁποῖο εἶναι ἄξιο ἰδιαίτερης προσοχῆς, ποὺ λέει τὰ ἑξῆς: «...Καὶ ἐκεῖνα τὰ παιδιὰ ποὺ εἶναι κοντά μου [στὴ Μάρα Μπράνκοβιτς], γιὰ τὰ ὁποῖα φρόντιζα ἐγώ, ἐὰν κάποια ζήσουν μετὰ τὸν θάνατό μου, τὰ παραδίδω στὰ μοναστήρια νὰ τὰ φροντίσουν καὶ νὰ τὰ βοηθήσουν, νὰ ἐξασφαλίσουν τροφὲς γιὰ αὐτὰ ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ χωριά [Γέζεβο καὶ Μραβίντσοι], ἐνῶ ἐκεῖνες [οἱ κοπέλες] νὰ γίνουν μοναχές...»14 ΢τὴ δευτερεύουσα βιβλιογραφία μέχρι στιγμῆς δὲν δόθηκε μεγάλη προσοχή σὲ αὐτὸ τὸ χωρίο.15 Προφανῶς ἦταν ὑπὸ τὴν προστασία τῆς Μάρας κάποιες κοπέλες οἱ ὁποῖες πιθανῶς κατάγονταν ἀπὸ φτωχὲς οἰκογένειες ἢ ἴσως εἶχαν μείνει ὀρφανές. Ἐκείνη τὶς ἀνέτρεφε καὶ τὶς εἰσῆγε στὴ μοναχικὴ ζωή, ἐνῶ τὰ μοναστήρια ποὺ εἶχαν λάβει δωρεὲς ἀπὸ τὴν ἴδια, ὡς διάδοχοί της, ἀνέλαβαν ἀργότερα τὴ φροντίδα γιὰ αὐτὲς τὶς κοπέλες. Αὐτὴ ἡ ἑρμηνεία μοῦ φαίνεται ἀποδεκτὴ καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο: διότι γιὰ αὐτὸ τὸ ἔργο τῆς Μάρως ὑπῆρχε πρότυπο ἀνάμεσα στὶς ἄλλες ΢ερβίδες ἀρχόντισσες, ἡ προσωπικότητα τῆς Γέλενας τοῦ Ἀνζοῦ, τῆς συζύγου τοῦ κράλη ΢τεφάνου Οὔρεση τοῦ Α΄.16 Ὁ ΢έρβος ἐπίσκοπος Δανιὴλ ὁ Β΄17 στὸ ἔργο του «Βίος τῶν ΢έρβων κράληδων καὶ ἐπισκόπων» μᾶς πληροφορεῖ τὰ ἑξῆς: «...ἐκείνη [ἡ Γέλενα τοῦ Ἀνζοῦ] διέταξε σὲ ὅλη τὴ χώρα νὰ συναχθοῦν οἱ κόρες τῶν πτωχῶν γονέων, οἱ ὁποῖες ἦταν μικρὰ κορίτσια, καὶ τὶς ἀνέτρεφε στὰ ἀνάκτορά της, τοὺς μάνθανε τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν εὐταξία, Ћук, „Повеља царице Маре“, 113 κ. ἑξ. [„... и ѡд мене ако сьмь и грѣшна. ...“+. Δική μου μετάφραση: «...И що сѹ челꙗд конь мене, що сьмь ꙗа хранила, коꙗ ѡстане ѡд них по моѡи съмрти, прѣдавамь их на монастире да их чѹваю и да их помилѹю, да им даваю хлѣбь ѡд тех сель и да сѹ сестре монастирске...» *Ћук, „Повеља царице Маре“, 114+. 15 Αὐτὸ τὸ γεγονός ἁπλῶς μνημονεύεται στό: Ћук, „Повеља царице Маре“, 111. 16 Οἱ ΢ερβίδες βασίλισσες καὶ ἀρχόντισσες μιμοῦνται βυζαντινά πρότυπα: Alexander P. Kazhdan (ἔκδ.), The Oxford Dictionary of Byzantium 1-3 (New York, Oxford: Oxford University Press, 1991), III 1537 (Orphanages), III 1537 κ.ἐξ. (Orphanotrophos). 17 Περὶ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἔργου του: Гордон Мак Данијел, Дамњан Петровић, Данило Други. Животи краљева и архиепископа српских, Службе (Стара српска књижевност 6) (Београд: Просвета, 1988), 9-40· πρβλ. ἐπίσης: Гордон Мак Данијел, Дамњан Петровић, Данило Други. Животи краљева и архиепископа српских, Службе (Стара српска књижевност) (Београд: Просвета, 2008). 13 14


τοὺς δίδασκε ἐργόχειρο, ὅπως ἁρμόζει στὸ γυναικεῖο φῦλο. Φρόντιζε γιὰ αὐτὲς στὴν οἰκία της ὅπως γιὰ τὶς κόρες της. Ὅταν πλέον μεγάλωναν, τὶς πάντρευε μὲ ἄνδρες, στὶς οἰκίες τῶν ὁποίων πήγαιναν, καὶ τοὺς ἔδινε ὅλο τὸν ρουχισμό. ΢τὴ θέση τους ἔπαιρνε ἄλλες κοπέλες, οἱ ὁποῖες ἀκολουθοῦσαν τὸ παράδειγμα τῶν πρώτων...»18 ΢τὴν προσπάθεια αὐτὴ τῆς Μάρως εἶναι σαφὴς ἡ σύγκρισή της μὲ τὴ Γέλενα. Ἡ μοναδικὴ διαφορὰ ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Μάρα τὶς προστατευόμενές της τὶς μεγάλωνε γιὰ τὴ μοναστικὴ ζωή, ἐνῶ ἡ Γέλενα τὶς πάντρευε.19 Σὸ ἀναφερθὲν χωρίο στὸ ἔγγραφο, κατὰ τὴ γνώμη μου, ἀποτελεῖ ἕνα ἐπιπλέον ἐπιχείρημα ὑπὲρ τῆς ἄποψης ὅτι στὸ Γέζεβο ὑπῆρχε εὐρύχωρη οἰκία-ἔπαυλη, ὅπου ἦταν δυνατὸν νὰ συγκεντρώνονται καὶ νὰ ἀνατρέφονται οἱ κοπέλες. Μετὰ τὸ ἔγγραφο τῆς 21ης Μαΐου 1466, ἀκολουθεῖ ἄλλο ἔγγραφο μεταξὺ 4ης καὶ 13ης Φεβρουαρίου 1469 στὴν ἀραβικὴ γλώσσα. ΢ὲ αὐτὸ ἡ Μάρα ὡς «πρώτη μεταξὺ τῶν χριστιανῶν ἀρχοντισσῶν, Δέσποινα, κόρη τοῦ Δεσπότη»20 δωρίζει ὅλην τὴν κινητὴ καὶ ἀκίνητη περιουσία της ἔτσι ὥστε τὰ τρία πέμπτα νὰ ἀνήκουν στὴ μονὴ Χιλανδαρίου καὶ τὰ δύο πέμπτα στὴ μονὴ Ἁγίου Παύλου. Λόγῳ τῆς ἀγροτικῆς μεταρρύθμισης τοῦ Μεχμὲτ τοῦ Β΄ τὸ 1476, βάσει τῆς ὁποίας τὸ βακούφιο καὶ ἡ ἰδιωτικὴ ἰδιοκτησία τοῦ ἀγροκτήματος ἀναβαθμίστηκαν σὲ τιμάρια, ἡ διαθήκη της δὲν ἐκτελέστηκε. Μετὰ τὸν θάνατό της, τὸ 1487, τὰ εἰσοδήματα ἀπὸ τὰ κτήματα Γέζεβο καὶ Μραβίντσοι δὲν περιέρχονται –ὅπως ἤθελε ἐκείνη– στὶς μονὲς Χιλανδαρίου καὶ Ἁγίου Παύλου, ἀλλὰ στὸ τέλος συγχωνεύονται μὲ τὰ κτήματα τοῦ σουλτάνου, ἐνῶ ὁ Βαγιαζὴτ ὁ Β΄ μεταξὺ 1501 καὶ 1505 τὰ ὑπήγαγε σὲ νεοϊδρυμένο βακούφιο στὴν Κωνσταντινούπολη.21 Μετάφραση ἀπό: Stanislaus Hafner, Serbisches Mittelalter. Altserbische Herrscherbiographien, Band 2: Danilo II. und sein Schüler: Die Königsbiographien (Slavische Geschichtsschreiber 9) (Graz, Wien, Köln: Verlag Styria, 1976), 114 βλ. περὶ αὐτοῦ ἐπίσης τὴ μετάφραση στό: Мак Данијел, Петровић, Данило Други (1988), 88· δημοσιεύθηκε στό: Ђура Даничић, Животи краљева и архиепископа српских написао архиепископ Данило и други (Загреб: Светозар Галац, 1866), 69, ὑποσημ. 3. 19 Σὸ πρότυπο τῆς Γέλενας μελετήθηκε περισσότερο στό: Mihailo Popović, „Sie befahl, im ganzen Land Töchter armer Eltern zu sammeln... Zur Vorbildwirkung der Stiftertätigkeit der serbischen Königin Jelena († 1314)“ Thetis, Mannheimer Beiträge zur Klassischen Archäologie und Geschichte Griechenlands und Zyperns, 15 (2008), 77-81. 20 Μετάφραση στὰ ἑλληνικὰ τοῦ Φ. Κοτζαγεώργη «...πριγκίπισσα των χριστιανών κυριών, κυρία, κόρη του δεσπότη...» *Kotzageōrgēs, Η αθωνική μονή, 228+. 21 Evangelia Balta, Les vakifs de Serrès et de sa région (XVe et XVIe s.) (Centre de recherches néohelléniques de la fondation nationale de la recherche scientifique 53) (Athènes: Centre de recherches néo-helléniques, 1995), 165 καὶ ἑξ.· Irène Beldiceanu-Steinherr, „Les illusions d’une 18


Ὅπως στὸ ἔγγραφο τοῦ 1466, ἔτσι καὶ στὸ ἔγγραφο τοῦ 1469 ἡ Μάρα Μπράνκοβιτς παραχώρησε προτεραιότητα στὴ μονὴ Χιλανδαρίου ὡς παλαιότερο καὶ σημαντικότερο μοναστῆρι σὲ σύγκριση μὲ τὴ μονὴ Ἁγίου Παύλου, κι ἔτσι προόρισε γιὰ αὐτὴν τὰ τρία πέμπτα τῆς περιουσίας της. Οἱ πηγὲς ἀπὸ τὸ τελευταῖο τέταρτο τοῦ 15ου αἰῶνα ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ ΢έρβα πριγκίπισσα προβάλλεται ὡς κληρονομικὴ κτητόρισσα καὶ τῶν δύο μοναστηριῶν.22 Ἡ κτητορικὴ δραστηριότητα τῆς Μάρως δὲν περιορίστηκε ἀποκλειστικὰ στὴ μονὴ Χιλανδαρίου. Φρόντισε καὶ γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς μονῆς Ἁγίου Παύλου. ΢ὲ ἕνα ἔγγραφο στὴ σερβικὴ γλῶσσα τῆς 1ης Μαρτίου 146923, πληροφορούμεθα πρωτίστως γιὰ τὴ συμφωνία τῆς μονῆς Ἁγίου Παύλου μὲ τὴ μονὴ Ἐσφιγμένου περὶ ἀγοραπωλησίας ἑνὸς μετοχίου μὲ πύργο στὴν περιοχὴ τοῦ Προαβλάκα24 γιὰ «πενῆντα χιλιάδες» ἄσπρα25. Πρόκειται μεταξὺ ἄλλων γιὰ μετάφραση τοῦ ἑλληνικοῦ ἐγγράφου ποὺ φέρει τὴν ἴδια ἡμερομηνία.26 Ὅπως ἀπέδειξε ὁ Φωκίων Κοτζαγεώργης, καὶ τὰ δύο εἶναι πλαστὰ ἔγγραφα τοῦ 15ου αἰῶνα. Καὶ στὰ δύο περιλαμβάνονται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ γνήσια ἔγγραφα, τὰ σύνορα τοῦ νεοαποκτημένου μετοχίου τῆς Ἁγίου Παύλου στὸν Προαβλάκα καὶ πιθανότατα εἶχαν σκοπὸ νὰ προστατέψουν στὸ μέλλον τὴν ἰδιοκτησία τοῦ μοναστηριοῦ ἀπὸ φιλονικίες γύρω ἀπὸ τὰ σύνορα.27 Σὰ γνήσια ἔγγραφα ἀποδεικνύουν, ἀντίθετα μὲ τὰ ἀναφερθέντα πλαστά, τὴ μεσολάβηση τῆς Μάρως Μπράνκοβιτς στὴν ἀγοραπωλησία τοῦ μετοχίου πρὸς ὄφελος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Παύλου. Ἕνα ἔγγραφο στὴν princesse. Le sort des biens de Mara Branković“, στό: Sabine Prätor, Christoph K. Neumann, (ἔκδ.), Frauen, Bilder und Gelehrte, Studien zu Gesellschaft und Künsten im Osmanischen Reich, Festschrift Hans Georg Majer (İstanbul: simurg, 2002), 43-59, ἐδῶ 51-58· Fotić, „Despina Mara Branković“, 95-97· Фотић, Хиландар, 385-388· Kotzageōrgēs, Η αθωνική μονή, 134 καὶ ὑποσημ. 230· Konstantinos Moustakas, „The Transition from Late Byzantine to Early Ottoman Southeastern Macedonia (14th-15th Centuries). A Socioeconomic and Demographic Study“, διδακτορικὴ διατριβή (Birmingham, 2001), 157· Phokion P. Kotzageorgis, „Two vakfıyyes of Mara Branković“ Хиландарски Зборник, 11 (2004), 307-323, ἐδῶ 315. 22 Фотић, Хиландар, 184. 23 Δημοσιεύθηκε στό: Синдик, „Српске повеље“, 201 καὶ ἑξ. (ἀριθ. 15). 24 Ὁ Προαβλάκας εἶναι ἰσθμὸς πλάτους δύο χιλιομέτρων, ὁ ὁποῖος συνδέει τὴ χερσόνησο τοῦ Ἁγίου Ὄρους μὲ τὴ Χαλκιδική *Kotzageōrgēs, Η αθωνική μονή, 140 καὶ ἑξ.· Peter Soustal, Makedonien, südlicher Teil (Tabula Imperii Byzantini 11) (Wien: Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften, ἑτοιμάζεται), χωρὶς ἀριθμὸ σελίδας (Proaulakas)]. 25 Ἡ χρηματικὴ μονάδα δὲν ἀναφέρεται στὸ ἔγγραφο. Πιθανῶς νὰ γίνεται λόγος περὶ ἄσπρων [πρβλ. Бошков, „Мара Бранковић“, 194+, σύμφωνα μὲ τὸ ὅτι 50.000 ἄσπρα ἀντιστοιχοῦν περίπου σὲ ποσὸ 1.111 χρυσῶν λιρῶν. 26 Kritōn Chrysochoidēs, „Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Παύλου. Κατάλογος τοῦ Ἀρχείου“ Symmeikta, 4 (1981), 251-300, ἐδῶ 278 (ἀριθ. 30). 27 Kotzageōrgēs, Η αθωνική μονή, 141 καὶ ἑξ.


ἑλληνικὴ γλῶσσα, τὸ ὁποῖο ἡ Μάρα ἐξέδωσε τὴν 1η Μαρτίου τοῦ 146928, μᾶς εἰδοποιεῖ ὅτι «ἡ Μάρα, ἡ κυρὰ ἀπὸ τὴν Ἔζοβα»29 ἐξαγόρασε τὸ μετόχιο τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου στὴν περιοχὴ Προαβλάκας μαζὶ μὲ τὸν πύργο καὶ τὸν νερόμυλο γιὰ 30.000 ἄσπρα, ποὺ περίπου ἀντιστοιχεῖ σὲ 667 χρυσὲς λίρες. Δύο χρόνια ἀργότερα (1471) ἡ Μάρα Μπράνκοβιτς ἐπικύρωσε τὴν ἀγοραπωλησία καὶ τὸ καθεστὼς τοῦ μετοχίου μέσῳ δύο τουρκικῶν ἐγγράφων, τὰ ὁποῖα σώθηκαν σὲ μορφὴ χοτζετιοῦ. ΢τὸ πρῶτο ἔγγραφο30, τὸ ὁποῖο ἐξέδωσε ὁ Μεχμὲτ –υἱὸς τοῦ Μεχμὲτ Sah καὶ μουσουλμάνος δικαστὴς ἐπὶ τουρκοκρατίας στὶς ΢έρρες– μεταξὺ 16ης καὶ 25ης Ὀκτωβρίου τοῦ 1471 στὴν τουρκικὴ γλῶσσα, φαίνεται ἡ αἰτία τῆς πώλησης τοῦ μετοχίου ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου. Ὑστερα ἀπὸ τὴ ζημιὰ ποὺ ὑπέστη τὸ μοναστῆρι ἀπὸ πυρκαγιά, οἱ μοναχοὶ στεροῦνταν τὰ οἰκονομικὰ μέσα γιὰ τὴν ἀνακαίνιση καὶ αὐτὸ στάθηκε ὁ λόγος ποὺ πούλησαν τὸ μετόχι τους στὸν Προαβλάκα εἰς τὴν «...κυρίαν τῶν χριστιανῶν γυναικῶν Δέσποιναν θυγατέρα Δεσπότου...»31, ἡ ὁποία μὲ 30.000 ἄσπρα ἔδωσε τὴν καλύτερη προσφορά. Σὸ δεύτερο ἔγγραφο32 γράφτηκε στὴν ἀραβικὴ γλῶσσα ἀπὸ τὸν προαναφερθέντα Μεχμὲτ καὶ τὸν χατζῆ Μεχμέτ –υἱὸ Mesud καὶ μουσουλμάνο δικαστὴ τῆς Θεσσαλονίκης– μεταξὺ 16ης καὶ 25ης Ὀκτωβρίου τοῦ 1471. ΢ὲ αὐτὸ καὶ οἱ δύο δικαστὲς ἐπιβεβαιώνουν τὴ νομιμότητα τῆς δωρεᾶς τοῦ μετοχίου στὸν Προαβλάκα ἀπὸ τὴν «κυρία μεταξὺ τῶν χριστιανικῶν γυναικῶν, Δέσποινα-Χατούν, τὴν κόρη τοῦ Δεσπότου»33 στὴν μονὴ Ἁγίου Παύλου. Ἡ Μάρα Μπράνκοβιτς ἐδῶ ἐμφανίζεται ὡς κτητόρισσα. Ἀπὸ τοὺς τουρκικοὺς θεσμοὺς ὀνομάζεται «κόρη τοῦ Δεσπότου», γεγονὸς μὲ τὸ ὁποῖο τονίζεται ἡ σχέση της μὲ τὴν κτητορικὴ δραστηριότητα τοῦ πατέρα της. Ὁ προσωπικὸς τίτλος τῆς Μάρως εἶναι μόνο «κυρὰ τοῦ Ἔζεβο». Ἐξ αὐτοῦ μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε ὅτι ἡ ΢έρβα πριγκίπισσα ἐμφανιζόταν Δημοσιεύθηκε στό: Χρονογραφικὴ καὶ τοπογραφικὴ ἱστορία τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω. Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Παύλου, στό: Ἅγιος Παῦλος ὁ Ξηροποταμίτης, 10 (1959), 41-50, ἐδῶ 45-47· πρβλ. περὶ αὐτοῦ: Stéphane Binon, Les origines légendaires et l’histoire de Xéropotamou et de SaintPaul de l’Athos. Étude diplomatique et critique (Bibliothèque du Muséon 13) (Louvain: Bureaux du Muséon, 1942), 301-303 (ἀριθ. 32)· Chrysochoidēs, „Μονὴ Ἁγίου Παύλου“, 277 καὶ ἑξ. (ἀριθ. 29). 29 «...̓Εγὼ ἡ Μάρο, ἡ κυρὰ ἀπὸ τὴν ἔζοβα,...» *Χρονογραφικὴ καὶ τοπογραφικὴ ἱστορία, 45+. 30 ΢ὲ νεοελληνικὴ μετάφραση: Χρονογραφικὴ καὶ τοπογραφικὴ ἱστορία, 47. Περιλήφθηκε στό: Бошков, „Мара Бранковић“, 193. 31 Χρονογραφικὴ καὶ τοπογραφικὴ ἱστορία, 47. 32 ΢ὲ ἀγγλικὴ μετάφραση: Kotzageorgis, „Two vakfıyyes“, 318 καὶ ἑξῆς. Περιλήφθηκε στό: Бошков, „Мара Бранковић“, 193. 33 «...lady of Christian ladies, lady Despina, daughter of the Despot...» *Kotzageorgis, „Two vakfıyyes“, 318+. 28


δημοσίως –ὡς πρὸς τὴν τουρκικὴ διοίκηση– ὡς κτητόρισσα, ἐνῶ ὅσον ἀφορᾶ τὰ τοπικὰ δεδομένα –σὲ σχέση μὲ τὴν μονὴ Ἁγίου Παύλου– διαδραμάτισε καὶ τὸν ρόλο τῆς εὐεργέτιδος. Ἡ ἰδιαιτερότητα αὐτοῦ τοῦ σχετικοῦ μὲ τὴ διαθήκη ἐγγράφου τοῦ Ὀκτωβρίου τοῦ 1471 γιὰ τὴν μονὴ Ἁγίου Παύλου, ὅπως καὶ γιὰ τὰ ἤδη ἀναφερθέντα ἔγγραφα ἀπὸ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1469 γιὰ τὶς μονὲς Χιλανδαρίου καὶ τοῦ Ἁγίου Παύλου, ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι ἐδῶ πρόκειται γιὰ τὰ παλαιότερα σωζόμενα ἔγγραφα περὶ διαθήκης –ἱδρυτικῆς πράξεως (vakfiye)– μιᾶς χριστιανῆς στὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία. Οἱ κληροδοτήσεις ἀπὸ χριστιανοὺς σὲ ἐκκλησίες καὶ μοναστήρια ἀναγνωρίζονταν ἀπὸ τὸν νομοθέτη. Ὅπως τὰ χριστιανικὰ ἔτσι καὶ τὰ μουσουλμανικὰ κληροδοτήματα ὀνομάζονται «βακούφια». Κάθε ἀλλαγὴ στὴν ἰδιοκτησία τῶν ἀκινήτων ἔπρεπε νὰ ἐπικυρωθεῖ στὸν ἁρμόδιο μουσουλμάνο δικαστή. Πολὺ σπάνια ἔγγραφα περὶ κληροδοτημάτων χριστιανῶν στὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία σώθηκαν σὲ ἁπλὴ μορφὴ χοτζετιοῦ. Κατὰ τὴν τουρκικὴ νομοθεσία τὰ κτήρια πρὶν ἀπὸ τὴ μετατροπή τους σὲ βακούφια πρωτίστως εἶχαν τὸ καθεστὼς τοῦ μούλκ (κτῆμα σὲ πλήρη ἰδιωτικὴ ἰδιοκτησία), δηλαδὴ ἦταν στὴν ἰδιοκτησία αὐτῶν ποὺ ὑπέβαλλαν τὴν αἴτηση. Μετὰ τὴ μετατροπή, τὰ εἰσοδήματα ἀπὸ τὰ κτήρια χρησιμοποιοῦνταν γιὰ κοινωφελεῖς σκοποὺς ἢ ὡς βοήθεια γιὰ τὰ πρόσωπα ποὺ ὁρίζονταν ἀπὸ τοὺς ὑποβάλλοντες τὸ αἴτημα.34 Ἐὰν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν ὅτι τὰ εἰσοδήματα τῆς Μάρως ἀπὸ ὅλα τὰ κτήματά της τὸ 1477 ἦταν συνολικὰ 759 χρυσὲς λίρες35, τότε γίνεται σαφὴς ἡ σημασία τῆς πράξης της κατὰ τὴν ἀγορὰ τοῦ μετοχίου σὲ τιμὴ 667 χρυσῶν λιρῶν. ΢τὴ Μάρα Μπράνκοβιτς αὐτὸ τὸ ἔδαφος παραχωρήθηκε ἐπειδὴ ἔδωσε τὴν καλύτερη προσφορὰ καὶ τὸ προστάτευσε ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους ἐνδιαφερόμενους γιὰ τὴν μονὴ Ἁγίου Παύλου, γεγονὸς μὲ τὸ ὁποῖο ἀναμφισβήτητα ἀποδέχθηκε τὸν ρόλο τῆς κτητόρισσας. 3. Ἡ Μάρα Μπράνκοβιτς ὡς δωρήτρια κειμηλίων Ἡ δωρεὰ τοῦ μετοχίου στὸν Προαβλάκα δὲν ἦταν ἡ μοναδικὴ ἐπαφή της μὲ τὸ ἁγιορείτικο μοναστῆρι τοῦ Ἁγίου Παύλου. Κατὰ προφορικὴ παράδοση ἡ ὁποία καταγράφηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνα, οἱ μοναχοὶ τοῦ μοναστηριοῦ παρέχουν τὴν πληροφορία ὅτι ἡ ΢έρβα πριγκίπισσα τοὺς ἔφερε τὰ δῶρα τῶν Σριῶν μάγων, κειμήλιο τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖτο ἀπὸ χρυσό, θυμίαμα καὶ σμύρνα. ΢ύμφωνα μὲ αὐτὴν τὴν παράδοση ἡ Μάρα ἀπέπλευσε τὸ 1470 μὲ πλοῖο τοῦ

Фотић, Хиландар, 232· Kotzageorgis, „Two vakfıyyes“, 307-313· Бошков, „Мара Бранковић“, 194. 35 Поповић, Мара Бранковић, 189-194. 34


Ὀθωμανοῦ σουλτάνου ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Μαζί της ἔφερε πολλοὺς θησαυρούς, συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν δώρων τῶν Σριῶν μάγων. Σὸ καράβι της ἔφτασε στὸ λιμανάκι τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Ἁγίου Παύλου στὸν Ἄθωνα, ὅπου ἡ ΢έρβα πριγκίπισσα ἀποβιβάστηκε στὴν ἀκτὴ παρὰ τὴν ἀπαγόρευση τῆς εἰσόδου γυναικῶν. Ὅλοι οἱ μοναχοὶ μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἡγούμενο βγῆκαν ἀπὸ τὸ μοναστῆρι γιὰ νὰ συναντήσουν τὴ Μάρα καὶ νὰ τὴν ὑποδεχθοῦν. Μόλις ἡ Μάρα ξεκίνησε νὰ κατευθύνεται πρὸς τὸ μοναστῆρι, αἰφνιδίως ἄκουσε τὴ φωνὴ τῆς Παναγίας ἐξ οὐρανοῦ, ἡ ὁποία τῆς εἶπε: «Μάρω, μὴ προχωρήσεις ἄλλο». Ἐκείνη μετὰ ἀπ’ αὐτὸ σταμάτησε, προσευχήθηκε καὶ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο παρέδωσε τὰ κειμήλια στοὺς μοναχοὺς τοῦ μοναστηριοῦ. Ὡς ἀνάμνηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος οἱ μοναχοὶ ἔχτισαν παρεκκλήσιο ἀκριβῶς σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ἡ Μάρα ἐπέστρεψε στὸ καράβι καὶ συνέχισε τὸ ταξίδι της γιὰ τὸ Γέζεβο.36 Ἡ αὐθεντικότητα αὐτῆς τῆς ἱστορίας ἀμφισβητεῖται στὴ δευτερεύουσα βιβλιογραφία, ὡστόσο, κατὰ τὴ γνώμη μου, κάποιες ἐνδείξεις θὰ μποροῦσαν νὰ συνηγοροῦν ὑπὲρ τῆς ἀληθοφάνειάς της. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι «τὰ Σίμια Δῶρα τῶν Μάγων», ποὺ ἀναφέρονται σὲ αὐτὴν τὴν ἱστορία, βρίσκονται ἀκόμα καὶ σήμερα στὴν μονὴ Ἁγίου Παύλου.37 Πρὶν συμβεῖ αὐτὸ τὸ γεγονὸς αὐτὰ φυλάσσονταν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου τὰ κατεῖχε ἀπὸ τὸ 1453 ὁ Μεχμὲτ ὁ Β΄. Ἕνα ἄλλο παράδειγμα σαφῶς καταδεικνύει ὅτι ἡ Μάρα καὶ ἡ ἀδελφή της Αἰκατερίνα Καντακουζηνὴ εἶχαν πρόσβαση σὲ κειμήλια στὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία. ΢τὶς 11 Μαρτίου τοῦ 1469 ἡ Αἰκατερίνα Καντακουζηνὴ ἦλθε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ Ντουμπρόβνικ μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς προσφέρει γιὰ ἀγορὰ ὡς μεσίτρια κάποια κειμήλια, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν ἱερὸν χιτῶνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ:

Αὐτὴ ἡ ἱστορία μεταφέρθηκε στή: Χρονογραφικὴ καὶ τοπογραφικὴ ἱστορία, 43 καὶ ἑξ.· πρβλ. ἐπίσης: Ђорђе Бошковић, „Светогорски пабирци“ Старинар, 14 (1939), 99-100, ἐδῶ 99· Richard McGillivray Dawkins, The Monks of Athos (London: George Allen & Unwin Ltd., 1936), 103-105· Franz Dölger, Mönchsland Athos. Mit 183 Abbildungen und 1 Karte (München: F. Bruckmann Verlag, 1943), 274· Fotić, „Despina Mara Branković“, 98 καὶ ἑξ.· Gavrilović, „Gospels“, 142· Стојан Новаковић, „Царица Мара. Историјске црте из XV века“ Летопис Матице српске, 174 (1893), 1-35, ἐδῶ 29· Надежда Д. Павловић, Царица Мара (Београд: Вук Караџић, 1982), 194 καὶ ἑξ.· Gerasimos Smyrnakēs, Σὸ Ἅγιον Ὄρος (Athēnai: 1903· ἐπανεκτύπωση Karyes: Panselēnos, 1988), 599, 605· Суботић, „Манастир Светог Павла“, 134 καὶ ἑξ.· Бошков, „Мара Бранковић“, 198. 37 Kotzageōrgēs, Η αθωνική μονή, 58, ὑποσημ. 132. Ἡ φωτογραφία αὐτοῦ τοῦ κειμηλίου δημοσιεύθηκε στό: Dölger, Mönchsland, 275. 36


«Proposuit nostro dominio Magnifica Comitissa Cilie [Αἰκατερίνα Καντακουζηνή] materiam vestis domini nostri Iesu Christi et certarum aliarum setarum reliquiarum praeterito recuperandarum de manibus turci...»38 ΢τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 1470 διέμειναν στὰ ἀνάκτορα τῆς Μάρως Μπράνκοβιτς ἀπεσταλμένοι ἀπὸ τὴ Βενετία γιὰ νὰ πληροφορηθοῦν γιὰ τὶς τιμὲς τῶν προαναφερόμενων ἱερῶν ἀντικειμένων. Ἡ συμφωνία ὡστόσο δὲν ἔκλεισε, τὸ πολύτιμο κειμήλιο παρέμεινε στὴν ἰδιοκτησία τῆς Μάρως, καὶ τίποτε ἄλλο δὲν γνωρίζουμε πλέον σχετικὰ μὲ τὴ μοῖρα του. Βάσει αὐτοῦ τοῦ παραδείγματος μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἡ Μάρα εἶχε καὶ τὴ δυνατότητα νὰ ἀποκτήσει τὰ δῶρα τῶν τριῶν μάγων ἀπὸ τὸ θησαυροφυλάκιο τοῦ Ὀθωμανοῦ σουλτάνου καὶ νὰ τὰ παραδώσει ὡς δῶρο στὴν μονὴ Ἁγίου Παύλου.39 Δεύτερη ἔνδειξη εἶναι ἡ ὕπαρξη τοῦ παρεκκλησίου ποὺ ἀνεγέρθη ὡς μνημεῖο τῆς παράδοσης τῶν κειμηλίων στοὺς μοναχοὺς τοῦ ἁγιορείτικου μοναστηριοῦ. Ὁ ἀρχικὸς ναός, ἁγιογραφημένος μὲ τὶς σκηνὲς τοῦ γεγονότος ποὺ ἀναφέραμε, περὶ τῆς χρονολογίας τοῦ ὁποίου δὲν ὑπάρχουν στοιχεῖα, καταστράφηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνα ἀπὸ χείμαρρο ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸ βουνό. Σὸ 1928 τὸ παρεκκλήσιο ἀνακαινίστηκε καὶ ὑπάρχει μέχρι καὶ σήμερα.40 Σὸ κυριότερο ἀντεπιχείρημα γιὰ τὴ μέχρι στιγμῆς εἰσήγησή μας ἔγκειται ἀκριβῶς στὸ γεγονὸς ὅτι τότε στὶς γυναῖκες, ὅπως καὶ σήμερα, ἀπαγορευόταν ἡ εἴσοδος στὸ Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθωνα καὶ στὰ μοναστήρια του. Ἀληθεύει ὅτι ἱστορικὰ ὑπῆρξαν καὶ ἐξαιρέσεις αὐτοῦ τοῦ κανόνα: ὅταν ὁ ΢έρβος βασιλιὰς ΢τέφανος Οὔρεσης ὁ Δ΄ Ντουσάν –φεύγοντας γιὰ νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὴν πανούκλα– μεταξὺ Αὐγούστου 1347 καὶ Ἀπριλίου 1348 παρέμεινε στὸ Ἅγιον Ὄρος, τὸν συνόδεψε ἡ σύζυγός του, Γέλενα, καὶ ὁ υἱός του ΢τέφανος Οὔρεσης ὁ Ε’. Μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτὴ ἡ Γέλενα ἐπισκέφθηκε,

Поповић, Мара Бранковић, 261 *βλ. περὶ αὐτοῦ „Прилог“ (11 Μαρτίου 1469)]. Иван Божић, „Белешке о Бранковићима (1460–1480)“ Зборник Филозофског факултета, 13:1 (Београд 1976), 103-122, ἐδῶ 106 κ. ἑξ.· Павловић, Мара, 194· περὶ ἀγοραπωλησίας κειμηλίων στὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία γενικά: Franz Babinger, Reliquienschacher am Osmanenhof im XV. Jahrhundert. Zugleich ein Beitrag zur Geschichte der osmanischen Goldprägung unter Mehmed II., dem Eroberer. Mit zwei Tafeln (Bayerische Akademie der Wissenschaften, Philosophisch-historische Klasse, Sitzungsberichte, Jahrgang 1956, Heft 2) (München: Verlag der Bayerischen Akademie der Wissenschaften, 1956), 3-29. 40 Бошковић, „Светогорски пабирци“, 99· Fotić, „Despina Mara Branković“, 98 κ. ἑξ.· Smyrnakēs, Ἅγιον Ὄρος, 599. Φωτογραφία τοῦ παρεκκλησίου, ποὺ λήφθηκε στὴ δεκαετία τοῦ ’30 τοῦ 20οῦ αἰῶνα, δημοσιεύθηκε στό: Бошковић, „Светогорски пабирци“, 100. 38 39


μεταξὺ ἄλλων, καὶ τὴ μονὴ Χιλανδαρίου.41 Αὐτὸ τὸ παράδειγμα ἀποδεικνύει ὅτι, ἐὰν ἐπρόκειτο γιὰ γυναῖκα ὑψηλῆς κοινωνικῆς τάξεως, ἡ ὑφισταμένη ἀπαγόρευση δὲν ἴσχυε πάντοτε. Ὁ ἰσχυρισμὸς στὴ μελέτη τῆς Ruža Ćuk ὅτι στὴ μονὴ Ἁγίου Παύλου βρέθηκε ἀχρονολόγητη νομικὴ ἄδεια σὲ μορφὴ χοτζετιοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία στὴ Μάρα Μπράνκοβιτς δόθηκε ἡ ἄδεια νἀ ἀποβιβασθεῖ στὸ ἔδαφος τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὶς μονὲς Ἁγίου Παύλου, Χιλανδαρίου καὶ Ζωγράφου, ἔφερε ἐπιπλέον σύγχυση σὲ ὅλες τὶς μέχρι στιγμῆς ἀναφορές.42 Ἡ Ćuk ἀναφέρεται στὸ χειρόγραφο τοῦ Vančo Boškov, ποὺ μέχρι τότε δὲν εἶχε δημοσιευθεῖ, τὸ ὁποῖο ὅταν δημοσιεύθηκε δὲν περιελάμβανε αὐτὸ τὸ χωρίο.43 Ὅπως ὁ Ἀλεξανδρος Fotić ἐπαλήθευσε44, ἡ διήγηση περὶ ἐπίσκεψης τῆς Μάρως στὸν Ἅγιον Ὄρος μέχρι στιγμῆς δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ βάσει τῶν πηγῶν. Ἡ ἀνακάλυψη τοῦ ἀναφερθέντος χοτζετιοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ ὕπαρξη ἀμφισβητεῖται, θὰ ἔδινε τὴ δυνατότητα νὰ διασαφανιστεῖ τελικὰ τὸ γεγονὸς ποὺ ἀποτελεῖ θέμα αὐτῆς τῆς συζήτησης. ΢ὲ αὐτὸ τὸ ζήτημα Dušan Korać, „The Empress, the Despoina, the Sultana, and Black-Robed Monks: Three Serbian Ladies on Mount Athos“, στό: Twenty-sixth Annual Byzantine Studies Conference, October 2629, 2000, Harvard University. Abstracts of Papers (Maryland: The University of Maryland, 2000), 106-107, ἐδῶ 106· Георги Н. Николов, „Жени на Света гора през Средновековието“, στό: Светогорска обител Зограф II (София: Фондация „Св. Климент Охридски“, 1996), 25-44, ἐδῶ 35-38· Alice-Mary Talbot, „Women and Mt Athos“, στό: Anthony Bryer, Mary Cunningham, (ἔκδ.), Mount Athos and Byzantine Monasticism. Papers from the Twenty-eighth Spring Symposium of Byzantine Studies, Birmingham, March 1994 (Society for the Promotion of Byzantine Studies, Publications 4) (Aldershot: Variorum, 1996), 70· Ђорђе Трифуновић, „Цар Душан о свом боравку на Светој Гори“, στό: Са светогорских извора. Београд 2004, 183-195· Mirjana Živojinović, „De nouveau sur le séjour de l’empereur Dušan à l’Athos (À propos d’une nouvelle publication: Actes de Lavra IV)“ Зборник радова Византолошког института, 21 (1982), 119-126 (μὲ ἐκτενῆ βιβλιογραφία). ΢τὴν παράδοση συσχετίζεται ἡ Galla Placidia μὲ τὴν μονὴ Βατοπεδίου καὶ ἡ Πουλχερία μὲ τὴν μονὴ Ἐσφιγμένου. Ἀληθεύει ὅμως ὅτι τὸν 4ο καὶ τὸν 5ο αἰ. π.Χ. δὲν ὑπῆρχαν μοναστήρια στὸ Ἅγιον Ὄρος. Περὶ αὐτοῦ: Николов, „Жени на Света гора“, 27-29. Θὰ ἤθελα νὰ εὐχαριστήσω τὴν κα Δρ Irena Špadijer (Βελιγράδι) γιὰ τὴ βιβλιογραφική μου ἐνημέρωση σχετικὰ μὲ αὐτὸ τὸ ζήτημα, καθὼς καὶ γιὰ τὸ γράμμα της ἀπὸ τὶς 28 Φεβρουαρίου 2014, στὸ ὁποῖο ἐπιβεβαιώνει καὶ τὴ γνώμη μου, ποὺ ἀνέφερα παραπάνω. 42 Ћук, „Мара“, 93. 43 Ћук, „Мара“, 93, ὑποσημ. 19. Σὸ ἔγγραφο τοῦ Vančo Boškova δημοσιεύθηκε στό: Бошков, „Мара Бранковић“, 189-214. Κατὰ τὴ Ruža Ćuk τὸ ἔγγραφο τοῦ πρόωρα ἀποθανόντος Boškov περιελάμβανε στὴν ὑποσημείωση 35а πληρέστερα στοιχεῖα περὶ τοῦ χοτζετιοῦ ποὺ εἶχε βρεθεῖ. ΢τὴ δημοσιευμένη ἐκδοχὴ αὐτὴ ἡ σημείωση δὲν ἐμφανίζεται πλέον [πρβλ. περὶ αὐτοῦ: Бошков, „Мара Бранковић“, 198+, καὶ ὁ λόγος δὲν μᾶς εἶναι γνωστός. ΢τὴν οὐσία, τὴν πληροφορία περὶ χοτζετιοῦ παρέλαβε ὁ Gojko Subotić *βλ.: Суботић, „Манастир Светог Павла“, 134 κ. ἑξ.], ἀλλὰ καὶ πάλι ἐκείνη σχετικοποιήθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο κατόπιν ἀφισβήτησης ποὺ ἐκφράστηκε σχετικὰ μὲ τὴ γραπτὴ ἐκδοχὴ τῆς μελέτης του. 44 Fotić, „Despina Mara Branković“, 99 καὶ ὑποσημ. 17· Фотић, Хиландар, 35 καὶ ὑποσημ. 66. 41


παραχωρήθηκε πολὺς χῶρος ἐδῶ, διότι θὰ θέλαμε νὰ δείξουμε ὅτι ἡ ἀμφισβήτηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, μόνο ἐπειδὴ περιλαμβάνει στοιχεῖα θρύλου, δὲν παρουσιάζει ἐπαρκῆ ἐπιχειρηματολογία, καθὼς ὑπάρχουν πολλὲς ἐνδείξεις γιὰ τὴν ἀληθοφάνειά της. ΢υνεπῶς, κατὰ τὴ γνώμη μου, ἡ ἀπέλασή της «στὴ βασιλεία τῆς φαντασίας» δὲν μπορεῖ νὰ γίνει a priori δεκτή. Ὁ ρόλος τῆς Μάρως Μπράνκοβιτς ὡς κτητόρισσας θὰ μποροῦσε, βάσει τῶν πηγῶν ποὺ παρουσιάστηκαν, νὰ συνοψισθεῖ ὡς ἑξῆς: ξεκινῶντας ἀπὸ τὶς σερβικὲς χρονογραφίες ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἴδια, τὴ βλέπουμε κυρίως «ὡς μητέρα τῶν μοναστηριῶν». Αὐτὴ ἡ εἰκόνα, ἡ ὁποία θὰ μποροῦσε νὰ ἀξιολογηθεῖ ὡς κοινὸς τόπος, ἐπιβεβαιώνεται καὶ στὶς πηγὲς ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν μοναχῶν –εἴτε ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἴτε ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα μοναστήρια στὴ νοτιοανατολικὴ Εὐρώπη– ἡ Μάρα ὀνομάζεται κόρη τοῦ ΢έρβου δεσπότη Σζούρατζ Μπράνκοβιτς. Ὡς κτητόρισσα ἡ ἴδια διαδέχεται τὸν πατέρα της. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτό, οἱ μοναχοὶ τὴ βλέπουν ὡς χήρα τοῦ Μουρὰτ τοῦ Β΄ ἢ μητριὰ τοῦ ἄρχοντος σουλτάνου. Μὲ βάση στοιχεῖα ἀπὸ τὴ βιογραφία της, κατὰ τὴν ὁποία ἀποτελεῖ μέλος τῆς οἰκογένειας τοῦ σουλτάνου, συμπεραίνουμε ὅτι αὐξάνονται οἱ ἐπαφές της μὲ τὴν ὀθωμανικὴ αὐλή, χάρη στὶς ὁποῖες παρέχεται βοήθεια, δηλαδὴ κάποιο ὄφελος, πρὸς τὰ ἀναφερθέντα μοναστήρια. (μετάφραση: Μαρίνα Βελίκοβιτς)


Ιωάννης Γ. Σσερεβελάκης Θεολόγος-Υιλόλογος

Η «Α΢ΘΕΝΕΙΑ» Ω΢ «ΔΤΝΑΜΙ΢»:ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΣΗ΢ ΠΑΤΛΕΙΑ΢ ΘΕΟΛΟΓΙΑ΢1 ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ Δύο όροι που βρίσκονται στην καρδιά, θα λέγαμε, της θεολογίας του αποστόλου Παύλου και δένονται πολύ στενά μεταξύ τους, παρουσιάζοντας, ως εκ τούτου, ιδιαίτερο θεολογικό ενδιαφέρον, είναι οι όροι «ασθένεια» και «δύναμις». Με τις έννοιες αυτές ο Παύλος συνδέει την ανθρωπολογία με τη Φριστολογία, δηλαδή τον περί ανθρώπου λόγο του με τη διδασκαλία του για το Φριστό. Σο θεολογικό οικοδόμημα του Παύλου ερείδεται πάνω στους πυλώνες της παντοδυναμίας του Θεού και της παν-αδυναμίας του ανθρώπου. Ωστόσο, για τον Παύλο, η δύναμη του Θεού αποκαλύπτεται ιστορικά στο σταυρό του Φριστού ως «ασθένεια» και δια της «ασθενείας», ενώ ο ίδιος βλέπει ότι στη ζωή του και στην αποστολή του η «ασθένεια» είναι το πεδίο στο οποίο ενεργεί η δύναμη του Θεού. Η ως «ασθένεια» αποκαλυπτόμενη στο σταυρό δύναμη του Θεού συναντάται με την όντως ασθένεια του Παύλου, από τη συνάντηση δε των δύο «ασθενειών» ο τελευταίος εξέρχεται πλήρης δυνάμεως. Αυτό το παράδοξο για την ανθρώπινη λογική, όχι όμως και για την εμπειρία του Παύλου, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε σε τούτο το κείμενο Καταρχάς θα αναφερθούμε σύντομα στις δυο κομβικές λέξεις «ασθένεια» και «δύναμις» και, στη συνέχεια, στη διαλεκτική μεταξύ τους σχέση. Ι . ΟΙ ΕΝΝΟΙΕ΢ «Α΢ΘΕΝΕΙΑ» ΚΑΙ «ΔΤΝΑΜΙ΢» ΢ΣΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΣΟΤ ΠΑΤΛΟΤ Α. Η «ασθένεια» Η λ. «ασθένεια» στην προχριστιανική γραμματεία είχε περίπου τις σημασίες που έχει και σήμερα, σήμαινε δηλαδή γενικά την έλλειψη δυνάμεως, την αδυναμία, την ατονία, και ειδικότερα την έλλειψη πλήρους υγείας, την αρρώστια. Ήδη όμως στον Πλάτωνα λαμβάνει και ηθική σημασία, δηλώνοντας την αδυναμία της ανθρώπινης φύσεως (Νόμοι, 854 α). Από την άλλη μεριά, η λ. «δύναμις» είχε επίσης παρόμοια με τη σημερινή σημασία, δηλώνοντας την ισχύ, τη ρώμη, την ικανότητα για δράση, Πρόκειται για κείμενο ομιλίας που έλαβε χώρα στον Ιερό ναό του Αγίου Πνεύματος του Λειτουργικού Κέντρου της Ενορίας Αγίου Σίτου Ηρακλείου (περιοχή Ρογδιάς), στις 28 Ιουνίου 2010, και ήταν αφιερωμένη στον καθηγητή μου, μακαριστό πλέον, π. Μιχαήλ Καρδαμάκη. Βασικό βοήθημά μου υπήρξε το βιβλίο του: «Ἡ διαλεκτική μεταξύ ἀσθενείας καὶ δυνάμεως ἐν τῇ παυλείῳ θεολογίᾳ». 1


αλλά και το αξίωμα, την πολεμική δύναμη, την ποσότητα, την ικανότητα, την οποιαδήποτε τέχνη, την ικανότητα του υπάρχειν ή ενεργείν κατ’ αντίθεση προς το πραγματικώς υπάρχειν ή ενεργείν.2 ΢τον απόστολο Παύλο, ωστόσο, οι λέξεις λαμβάνουν ένα καινούργιο περιεχόμενο, καθώς συνδέονται με το γεγονός της ΢αρκώσεως του Θεού και της εισόδου Σου στην ιστορία. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι έννοιες «ασθένεια» και «δύναμις» στη θεολογία του Παύλου αποτελούν τους δυο πόλους της Ιστορίας της εν Φριστώ σωτηρίας και χαρακτηρίζουν, αντίστοιχα, τους δυο σαφώς διακρινόμενους μεταξύ τους κόσμους, σύμφωνα με την παύλεια διάκριση της ανθρώπινης ιστορίας: τον παλαιό προχριστιανικό κόσμο από τη μια, του οποίου χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι η «ασθένεια», δηλαδή η αμαρτία ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης πτώσεως, και τον καινούργιο κόσμο της χάριτος από την άλλη, αυτόν που εγκαινιάστηκε με τη ΢άρκωση του Φριστού, του οποίου γνώρισμα είναι η «δύναμις», δηλαδή η απολύτρωση ως ουσία της χριστιανικής ζωής. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο οι λέξεις «ασθένεια» και «δύναμις» λειτουργούν πλέον ως όροι της θεολογίας του Παύλου με συγκεκριμένο περιεχόμενο, το οποίο και θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια. Η λ. «ασθένεια» συναντάται 15 φορές στις Επιστολές του Παύλου, ενώ, αν προσθέσουμε και τις συγγενείς λέξεις «ασθενώ, ασθενής, ασθένημα και αδύνατος», συναντώνται όλες μαζί 52 φορές, πράγμα που απότελεί σαφή απόδειξη της κεντρικής θέσεως που κατέχει η έννοια αυτή στη θεολογία του Παύλου. Έτσι η λέξη, ως αυτοτελής έννοια, αποκτά εντός των επιστολών ένα ευρύτατο νόημα και περιεχόμενο, όπως ήδη έχει επισημάνει ο άγιος Ιωάννης ο Φρυσόστομος: «…μία γὰρ λέξις, πολλά δὲ τὰ νοούμενα. Καὶ γὰρ ἀσθένεια λέγεται ἡ τοῦ σώματος ἀρρωστία…Λέγεται πάλιν ἀσθένεια τὸ μὴ πεπηγέναι ἐν τῇ πίστει ἁπλῶς, μηδὲ τέλειον εἶναι καὶ ἀπηρτισμένον…Καὶ τρίτον ἕτερον, ὅ καλεῖται ἀσθένεια, οἱ πειρασμοί, αἱ ἐπαγωγαί…»3. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η λ. «ασθένεια», με τις ποικίλες σημασίες που αποκτά στον Παύλο, συνιστά ένα από τους βασικότερους όρους της θεολογίας του. Ας δούμε τώρα το περιεχόμενο του όρου αυτού, όπως προκύπτει από τις επιστολές του Αποστόλου των εθνών. α. Πρώτα-πρώτα, η λ. «ασθένεια» είναι όρος της ανθρωπολογίας, δηλ. της διδασκαλίας του Παύλου για τον άνθρωπο. Για τον Παύλο, ο οποίος βλέπει τον άνθρωπο και την ανθρώπινη ιστορία υπό το φως της εν Φριστώ αποκαλύψεως, υπάρχουν, όπως ήδη σημειώσαμε, δυο καταστάσεις: η κατάσταση της αμαρτίας και η κατάσταση της απολύτρωσης· υπάρχει η προ Φριστού και η μετά Φριστόν ανθρωπότητα, ο άνθρωπος της

Για τις σημασίες των λέξεων «ασθένεια» και «δύναμις» δες: H. Liddel- R. Scott, Μέγα Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, Μετ. υπό Ξενοφ. Μόσχου, τομ. Α΄, σ. 405 και 652 αντίστοιχα. 3 MPG, 61, 598. 2


πτώσεως και ο άνθρωπος της Αναστάσεως. Ο πρώτος είναι ο «ψυχικός», ο «παλαιός», ο «χοϊκός», ενώ ο δεύτερος ο «πνευματικός», ο «νέος», ο «επουράνιος»4. Εκείνο που χαρακτηρίζει τον παλαιό άνθρωπο, αυτόν που δεν γνώρισε το Φριστό και δεν πίστεψε σ’ Αυτόν, είναι ότι κυριαρχείται υπό της αμαρτίας, η οποία είναι μια κατάσταση ασθένειας: «ἔτι γὰρ Χριστὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανε…Συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε.»5 . Σο χωρίο δείχνει ότι στη συνείδηση του Παύλου οι λέξεις «ασθένεια», «ασέβεια» και «αμαρτία» είναι συνώνυμες και ταυτόσημες ως έννοιες, δηλώνουν δε την κατάσταση του μεταπτωτικού ανθρώπου. Όλα αυτά σημαίνουν ότι η ανθρώπινη φύση πριν από το Φριστό και λόγω της πτώσεως είχε εξασθενήσει, είχε υποταχθεί στο θάνατο και αδυνατούσε να επανενωθεί με την πηγή της ζωής, το Θεό, μόνο με τις δικές της δυνάμεις. β. Όμως ο Παύλος κάνει λόγο ειδικά για την ασθένεια της «σαρκός», όπου η λ. «σάρξ» ανήκει στις βασικές ανθρωπολογικές έννοιες που χρησιμοποιεί. Η λέξη δεν σημαίνει απλώς το υλικό -σωματικό στοιχείο του ανθρώπου, αλλά κυρίως σημαίνει τη ζωντανή υλική υπόσταση του ανθρώπου, που όμως έχει φρόνημα και βούληση, σαν να ήταν προσωπικό ον6, και εκφράζει την πραγματικότητα του ανθρώπου που ζει και πράττει στην κατάσταση της αμαρτίας. Η «σάρξ» είναι μολυσμένη λόγω των παθών, δεν είναι δηλαδή οντολογικά διεφθαρμένη, αλλά απλώς έχει υποταχθεί στην κυριαρχική δύναμη της αμαρτίας· είναι ο τόπος, η έδρα, το όργανο της αμαρτίας στον άνθρωπο, η βάση μέσω της οποίας η αμαρτία προσβάλλει τον άνθρωπο7, λόγω του ότι η ανθρώπινη φύση είναι ασθενής8. Αναφερόμενος στην ασθένεια της σαρκός του ανθρώπου, ο Παύλος δεν εννοεί μονομερώς μια διανοητική ή γνωστική αδυναμία, μια αδυναμία της ηθικής βουλήσεως ή της κριτικής ικανότητας του ανθρώπου, αλλά περιγράφει το πρόβλημα της εν γένει ασθένειας του φυσικού ανθρώπου, του ανθρώπου που είναι εγκλωβισμένος στην κατάσταση της πτώσης. Είναι σαφές ότι σάρξ και σώμα, αν και ενίοτε εννοιολογικά συμπίπτουν, δεν ταυτίζονται: ενώ η «σάρξ» είναι ο τόπος της αμαρτίας στον άνθρωπο, στο σώμα θα εμφανιστούν τα σημάδια της αμαρτίας συνολικά του ανθρώπου, όπως στο σώμα θα εκδηλωθεί και η σωτηρία εν Φριστώ και μάλιστα δια της αναστάσεως του σώματος: «Οὕτω καὶ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν

Ρωμ.6,6. Α΄ Κορ. 2,14. 15, 47-49. Εφεσ. 4,22. Κολ. 3, 9 Ρωμ. 5, 6-8. 6 Κολ. 2,18. Ρωμ. 5,6 κ.ά. 7 Ρωμ. 7,5.25. 8,3 κ.α. 8 Ρωμ. 6,19. 7,18. 21. 23. 4 5


δυνάμει· σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν. Ἔστι σῶμα ψυχικόν, καὶ ἔστι πνευματικόν»9. γ. ΢τον Παύλο η λ. «ασθένεια» χρησιμοποιείται και για το χαρακτηρισμό της αδυναμίας στην πίστη καθώς και των ηθικών αδυναμιών. Όσον αφορά την πίστη, θα πρέπει να πούμε ότι, κατά τον Παύλο, η ζωή του χριστιανού κυριολεκτικά υπάρχει εντός της περιοχής της πίστεως: «πᾶν δὲ ὅ οὐκ ἐκ πίστεως ἁμαρτία ἐστίν», γράφει στην προς Ρωμαίους επιστολή του10, ενώ στη Β΄ προς Κορινθίους γράφει επίσης: «διὰ γὰρ πίστεως περιπατοῦμεν, οὐ διὰ εἴδους»11. Η πίστη είναι η αποδοχή από το χριστιανό της αποκάλυψης του Θεού εν Φριστῷ, εντός της οποίας ο άνθρωπος βιώνει με βεβαιότητα τη θεία αγάπη και φιλανθρωπία, μια βεβαιότητα που εκφράζεται ως αφιέρωση στο θέλημα του Θεού, ως ομολογία, ως υπακοή και ελπίδα στο Φριστό12. Ωστόσο, συχνά ο Παύλος ζητεί τη σταθερότητα στην πίστη, επειδή οι πιστοί είναι δυνατόν να παρουσιάσουν «ὑστερήματα πίστεως»13 και «ἀσθενήματα»14 ή να μη παραμένουν εδραίοι στην πίστη15. Αυτή η «ασθένεια της πίστεως» δεν έχει σχέση με αυτό που θα χαρακτηρίζαμε ως σκεπτικισμό έναντι των αληθειών της πίστεως. Πρόκειται γι’ αυτό που θα ονομάζαμε με τη λέξη «αίρεσις», μια κατάσταση η οποία οδηγεί στη διάσπαση της ενότητας των πιστών, της νέας κοινωνίας της Εκκλησίας, του ενός σώματος του ζώντος Φριστού. Πρόκειται, ακόμη, για την αδυναμία κατανόησης του γεγονότος ότι η πίστη στο Φριστό σημαίνει οντολογική μεταβολή και μεταμόρφωση του ανθρώπου και πλήρωση της ζωής με νέο ηθικό περιεχόμενο. Απέναντι σ’αυτή την «ασθένεια» της πίστεως ο Παύλος αντιτάσσει την «υγιαίνουσα διδασκαλία», όπως γράφει στην προς Σίτον επιστολή του16. δ. ΢τις επιστολές του ο Παύλος κάνει λόγο και για «ἀσθενῆ συνείδησιν»17. Η λ. «συνείδησις» στον Παύλο έχει την έννοια της συναίσθησης του γεγονότος ότι ο άνθρωπος ίσταται ενώπιον του Θεού και ο Θεός κοντά στον άνθρωπο έτσι, ώστε ο άνθρωπος να ρυθμίζει το σύνολο της ζωής του βάσει αυτής της σχέσεως. Τπό την έννοια αυτή, η συνείδηση σημαίνει την αδιαφώτιστη γνώση, όπου όμως η γνώση ταυτίζεται με την πίστη18. Μεταξύ πίστεως και γνώσεως υπάρχει μια συγγενής σχέση: η πίστη είναι προσωπική γνώση, πράγμα που σημαίνει προσωπική πείρα.

9

Α΄ Κορ. 42-44. 14,23. 11 5,7. 12 Ρωμ. 16,18.19. Α΄ Κορ. 1,18-31, Εβρ. 11,1. Α΄ Σιμ. 2,4. Γαλ. 3,11. Σιτ. 2,13 κ.ά. 13 Α΄ Θεσ. 3,10 14 Ρωμ. 15,1. 15 Α΄ Κορ. 15,18. 16 1,9. 17 Α΄ Κορ. 8, 7-10 18 Α΄Κορ. 8, 4. 7. 10. 10


Διότι η χριστιανική πίστη είναι βιωματική, δεν είναι ιδεολογικής φύσεως. Επομένως, οι ασθενείς στη συνείδηση είναι οι ασθενείς στην πίστη, αυτοί που δεν έχουν τη δύναμη να μείνουν σταθεροί στο χριστιανικό τρόπο ζωής. ε. Ση λ. «ασθένεια» ο Παύλος χρησιμοποιεί και για τη δική του σωματική ασθένεια, για την οποία κάνει για πρώτη φορά λόγο στην προς Γαλάτας επιστολή: «Οἴδατε δὲ ὅτι δι’ ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς εὐηγγελισάμην ὑμῖν πρότερον, καὶ τὸν πειρασμὸν ὑμῶν ἐν τῇ σαρκὶ μου οὐκ ἐξουθενήσατε…»19 και αργότερα στη Β’ προς Κορινθίους: «Και τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἱνα μὴ ὑπεραίρωμαι. Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ’ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται»20. Για την σωματική ασθένεια του Παύλου έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, που όμως δεν είναι του παρόντος. Πάντως οριστική και σίγουρη άποψη για το είδος της ασθενείας του Παύλου δεν υπάρχει. Σο μόνο βέβαιο είναι ότι ήταν επώδυνη. Ωστόσο, αυτή η ασθένεια του Παύλου δεν σήμαινε καθόλου και αποστολική αδυναμία ή έλλειψη αποστολικού θάρρους: «Ἐὰν ἔλθω πάλιν οὐ φείσομαι, ἐπεὶ δοκιμὴν ζητεῖτε τοῦ ἐν ἐμοὶ λαλοῦντος Χριστοῦ, ὅς εἰς ὑμᾶς οὐκ ἀσθενεῖ, ἀλλὰ δυνατεῖ ἐν ὑμῖν»21. Μάλιστα, στον Παύλο η «ασθένεια» αποτελεί ένα ειδικό, θα λέγαμε, όρο της ποιμαντικής και ιεραποστολικής του μεθόδου. Αν ο Παύλος δεν χρησιμοποιεί την αποστολική του δύναμη κατά το δοκούν, αν αντί της τιμωρίας μεταχειρίζεται την αγάπη και την πραότητα22, αν γι’ αυτόν η δύναμη του Φριστού είναι δύναμη για να οικοδομεί και όχι να γκρεμίζει23, αυτό δεν μαρτυρεί αδυναμία, αλλά ποιμαντική συνείδηση και ιεραποστολική γνώση και πείρα. Διότι σκοπός του Παύλου, τον οποίο υπηρετούσε με την ιεραποστολική μέθοδο της ελεύθερης προσέγγισης του ανθρώπου και της προσαρμογής της διδασκαλίας του σε κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, ήταν η διαφύλαξη και αύξηση της πίστεως και της ενότητας των χριστιανών, η εδραίωσή τους, δηλαδή, στη νέα κατάσταση της «ἐν Φριστῷ» ζωής, πράγμα που μετέβαλλε τη ζωή του σε ζωή παθημάτων: «ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί», γράφει στην Α΄ προς Κορινθίους24. Για την «ασθένεια» και τα παθήματά του αυτά ο Παύλος καυχιέται: «Εἰ καυχᾶσθαι δεῖ τὰ τῆς ἀσθενείας μου καυχήσομαι»25 και «ἥδιστα οὖν καυχήσοναι έν ταῖς ἀσθενείαις μου»26. Η πρόοδος στην Γαλ. 4,13. 12, 7-9. 21 Β΄ Κορ. 13,2-3. 22 Α΄ Κορ. 4,21 23 Β΄Κορ. 13,10. 24 4, 10. 25 Β΄ Κορ. 11,30. 26 Β΄Κορ. 12,9. 19 20


πίστη των χριστιανών, ως αποτέλεσμα της συγκεκριμένης ιεραποστολικής και ποιμαντικής στάσης του, γέμιζε τον Παύλο μα χαρά: «Χαίρομεν γὰρ ὅταν ἡμεῖς ἀσθενῶμεν, ὑμεῖς δὲ δυνατοὶ ἦτε», γράφει στη Β΄ προς Κορινθίους επιστολή του27. Β. Η «δύναμις» Θα έλθουμε τώρα στη λ. «δύναμις», μια λέξη που απαντάται 54 φορές στις επιστολές του Παύλου, ενώ, αν προσθέσουμε και τις συγγενείς λέξεις «δυνατός, ενδυναμοῦμαι, ἰσχύω, ἰσχύς» κλπ., θα ξεπεράσουμε τις 120 αναφορές, στοιχείο που από μόνο του είναι ικανό να δηλώσει ότι η «δύναμις» είναι από τις πιο προσφιλείς στον απόστολο λέξεις. Όπως η λ. «ασθένεια», έτσι και η λ. «δύναμις» παρουσιάζει μια αφθονία σημασιών, δίχως όμως αυτή η ποικιλία να οδηγεί σε ασάφεια σχετικά με την έννοια και τα νοούμενα μέσω αυτής. Ο Παύλος ξεκινά από την παλαιοδιαθηκική αντίληψη για τη δύναμη του Θεού, διαμορφώνοντας έτσι, σύμφωνα και με την προσωπική του θεολογική εμπειρία, τη δική του έννοια της δυνάμεως. Για τον Παύλο δεν υπάρχει γενικά, αόριστα και απρόσωπα κάποια δύναμη, αλλά η δύναμη του προσωπικού Σριαδικού Θεού, που αποκαλύπτεται δια του Ιησού Φριστού στην ιστορία. Η φανέρωση της «ἐν Φριστῷ» θείας αγάπης δεν νοείται ούτε και ερμηνεύεται διαφορετικά, παρά μόνο ως δύναμη Θεού, η οποία δίνει νέο νόημα στη ζωή και την ιστορία του ανθρώπου. Ας δούμε τώρα πιο συγκεκριμένα το περιεχόμενο του όρου «δύναμις» και τον τρόπο με τον οποίο ο Παύλος τον χρησιμοποιεί, προκειμένου να εκφράσει μια ποικιλία σχέσεων και θεολογικών αληθειών. α. Για τον Παύλο, όπως είπαμε και προηγουμένως, υπάρχει μόνο μία αληθινή δύναμη: η δύναμη του Θεού, της οποίας το νόημα φανερώνουν όλα τα υπέρλογα και συγχρόνως ιστορικά γεγονότα της αποκάλυψης του Θεού στο θεανθρώπινο Πρόσωπο του Φριστού. Ο πυρήνας της αντίληψης του Παύλου για τη δύναμη του Θεού βρίσκεται στο σωτηριώδες έργο του Φριστού, γι’ αυτό και κέντρο του κηρύγματός του είναι η αποκαλυφθείσα στην ιστορία δύναμη και εξουσία του Φριστού. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η θεολογία του Παύλου είναι πάνω από όλα Φριστολογία και η διδασκαλία του χριστοκεντρική. Ο Φριστός είναι «υἱός Θεοῦ»28, «θεοῦ δύναμις καὶ θεοῦ σοφία»29, «εἰκὼν Θεοῦ τοῦ ἀοράτου»30, «ἀπαύγασμα τῆς δόξης καὶ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ»31, «ἐν ᾧ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς»32. Έτσι σε καμιά περίπτωση η δύναμη 13,9. Ρωμ. 1,4. 29 Α΄ Κορ. 1,24. 30 Κολ. 1,15. 31 Εβρ. 1,3. 32 Κολ. 2,9. 27 28


του Φριστού δεν διακρίνεται από τη δύναμη του Θεού, η οποία μόνο δια του Ιησού Φριστού χορηγείται στους πιστούς. Η δύναμη του Θεού αποκαλύπτεται στο Πρόσωπο του Φριστού, ειδικά στο ΢ταυρό και στην Ανάστασή Σου, ως δύναμη σωτηρίας του ανθρώπου, δηλαδή ως δύναμη απαλλαγής του από την καταδυνάστευση των αντίθεων δυνάμεων του κόσμου τούτου αλλά και ως χορήγηση συγχρόνως νέας ζωής, της ζωής του Θεού, και συμμετοχής του στην «καινήν κτίσιν». β. Ειδικότερα ο Παύλος επιμένει στη σωτηριολογική δύναμη του σταυρικού θανάτου του Φριστού και γίνεται έτσι ο θεμελιωτής της θεολογίας του σταυρού. Κατά τον απόστολο των εθνών, η σωτηριώδης σημασία του σταυρικού θανάτου του Φριστού έγκειται ακριβώς στην άβυσσο της αγάπης του Θεού προς τον κόσμο33, στο μέγεθος της ταπείνωσης και στη μέχρι σταυρού υπακοή του Φριστού34. ΢το σταυρό λαμβάνει χώρα η νίκη επί της αμαρτίας και η συντριβή της δύναμής της καθώς και η δια του θανάτου του Φριστού υπερνίκηση του θανάτου 35. Ο σταυρός είναι η συντριβή του άρχοντος του αιώνος τούτου36 κι έτσι μέσω της «αδυναμίας» του Θεού αποκαλύπτεται η παντοδυναμία Σου. Ας θυμηθούμε τα λόγια του Παύλου από την Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του: «Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σωζομένοις ἡμῖν δύναμίς Θεοῦ ἐστι….Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας. Ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν, αυτόῖς δὲ τοῖς κλητοῖς Ἰουδαίοις τε καῖ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν· ὅτι τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν άνθρώπων έστί, καὶ τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν άνθρώπων έστί…37Κἀγὼ ἐλθὼν πρὸς ἡμᾶς, ἀδελφοί, ἦλθον οὐ καθ’ ὑπεροχὴν λόγου ἤ σοφίας καταγγέλλων ἡμῖν τὸ μαρτύριον τοῦ Θεοῦ. Οὐ γὰρ ἔκρινα τοῦ εἰδέναι τι ἐν ὑμῖν εἰ μὴ Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον»38. Σο χωρίο αυτό δείχνει ότι το κέντρο του κηρύγματος του Παύλου είναι ο σταυρός του Φριστού και ότι ο σταυρός αποκαλύπτει ποιος είναι ο Θεός και ποιο είναι το έργο του για τη σωτηρία του κόσμου. Ο σταυρός, αυτή η με τα κοσμικά μάτια «ασθένεια» του Θεού, είναι η πιο τρανή απόδειξη της αγάπης Σου προς τον άνθρωπο, διότι «μόνον κάτι που δεν απαιτεί, δεν απειλεί, δεν εκβιάζει, δεν έχει δύναμη υλική για να επιβληθεί, μόνον αυτό, που χωρίς να ’ναι αδύναμο από τη φύση του, με μια πλήρη αυτοκένωση, με αυτοθυσία και αγάπη, προσφέρεται στους Εφεσ. 5,2. Ρωμ. 5, 6-9. Β΄Κορ. 5,14 κ.ά. Υιλ. 2,8. 35 Εβρ. 2,14. 36 Α΄ Κορ. 2,8. 37 1,18-25. 38 2, 1-2. 33 34


άλλους, μόνον αυτό ασκεί αληθινή δύναμη στην καρδιά των ανθρώπων.»39 . γ. Αν δια της δυνάμεως του σταυρικού θανάτου του Φριστού επήλθε η καταλλαγή μεταξύ Θεού και κόσμου, η Ανάστασή Σου αποτελεί την επιβεβαίωση του σωτηριώδους χαρακτήρα της σταυρικής θυσίας και της αποφασιστικής σημασίας της για την ανθρωπότητα. Γι’ αυτό και χωρίς την Ανάσταση του Φριστού είναι «κενόν τὸ κήρυγμα» του Παύλου και «κενή» και «ματαία η πίστις» των χριστιανών40. Η Ανάσταση είναι η ιστορική αποδειξη της παντοδυναμίας του Θεού, ο οποίος με το «ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ» και την «ἐνέργειαν τοῦ κράτους τῆς ἰσχύος αὐτοῦ» «ἐνήργησεν ἐν τῷ Χριστῷ ἐγείρας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν, καὶ ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματος ὀνομαζομένου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ μέλλοντι˙ καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ αὐτὸν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου41. ΢τη διδασκαλία, δηλαδή, του Παύλου το γεγονός της Αναστάσεως του Φριστού συνδέεται με την κυριαρχία Σου πάνω σε όλη τη κτίση και συγχρόνως αποκαλύπτει ότι ο Φριστός είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου. Η Ανάσταση είναι ο θρίαμβος της θείας δυνάμεως πάνω στην «ασθένεια» της ανθρώπινης φύσης, καθώς δείχνει το χωρίο από τη Β΄ προς Κορινθίους: «ἐσταυρώθη ἐξ ἀσθενείας, ἀλλὰ ζῇ ἐκ δυνἀμεως Θεοῦ». Η Ανάσταση, ως έργο της παντοδυναμίας του Θεού, μπορεί να στηρίξει και την ελπίδα της δικής μας αναστάσεως. δ. Θα πρέπει, ακόμη, να επισημανθεί ότι η προσωπική μεταστροφή του Παύλου και η κλήση του στο αποστολικό έργο στο δρόμο του προς τη Δαμασκό βιώνονται από τον ίδιο ως έργο της δυνάμεως του Φριστού, η επέμβαση της οποίας γέμισε την ψυχή του από φως και δύναμη έτσι, ώστε στο εξής η ζωή και η ύπαρξή του να ρυθμίζονται αποκλειστικά από αυτήν. Από τη στιγμή της συνάντησής του με τον προσωπικό Φριστό και της μεταστροφής του, στον Παύλο δόθηκε η χάρις ή η δύναμη του Θεού, η οποία ενεργεί μέσω αυτού θαύματα, τον συνοδεύει σε όλες τις εκδηλώσεις και τις περιπέτειες της αποστολικής του ζωής και τον οπλίζει με τη βεβαιότητα ότι είναι «θεοῦ διάκονος ἐν πνεύματι ἁγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ»42. Έχοντας αυτή την πίστη στη δύναμη του Θεού και λόγω της προσωπικής του σχέσης με το Φριστό, ο οποίος είχε κατακλύσει την ύπαρξή του, ο Παύλος γίνεται μάρτυρας και απόστολος του σταυρού και της αναστάσεως του Φριστού. Γι’ αυτό η ΢άββας Αγουρίδης, Απ’ τη φάτνη ως το μνημείο το κενό, Εκδόσεις ΣΗΝΟ΢, Αθήναι 1973, σ. 24. 40 Α΄Κορ. 15,14.17. 41 Εφεσ. 1, 19-23. 42 Β΄ Κορ. 6,7. 39


δύναμη του Θεού θα αποτελέσει την ουσία του αποστολικού του κηρύγματος: «Καὶ ὁ λόγος μου καὶ τὸ κήρυγμά μου οὐκ ἐν πειθοῖς σοφίας λόγοις, ἀλλ’ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμεως, ἵνα ἡ πίστις ὑμῶν μὴ ᾖ ἐν σοφίᾳ ἀνθρώπων, ἀλλ’ ἐν δυνάμει Θεοῦ», γράφει στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του43. Αυτή η δύναμη θα είναι και η δημιουργός αιτία θαυματουργικών πράξεων, «σημείων και τεράτων», όπως ο ίδιος γράφει στην προς Εβραίους: «Συνεπιμαρτυροῦντος τοῦ Θεοῦ σημείοις τε καὶ τέρασιν καὶ ποικίλαις δυνάμεσιν καὶ Πνεύματος ἁγίου μερισμοῖς κατὰ τὴν αὐτοῦ θέλησιν»44. ε. Σέλος, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε και το γεγονός ότι θεμέλιο της Εκκλησίας, κατά τον Παύλο, είναι η σωστική δύναμη του Θεού, δηλαδή ο Ιησούς Φριστός. Ο Παύλος εύχεται για την κραταίωση του ανθρώπου στην πίστη δια του αγίου Πνεύματος45, αφού μόνο δι’ αυτού γνωρίζουμε το Φριστό και πιστεύουμε σ’ Αυτόν46 και γινόμαστε ικανοί για τη χριστιανική ζωή. Έτσι η δύναμη του Θεού, όπως αυτή αποκαλύπτεται δια του αγίου Πνεύματος, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της νέας πίστεως και ζωής και, συνεπώς, της ενότητας της σύναξης των πιστών, δηλαδή της Εκκλησίας. ΙΙ. Η «Α΢ΘΕΝΕΙΑ»Ω΢ «ΔΤΝΑΜΙ΢»: ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΟΞΟ Παρουσιάσαμε μέχρι τώρα δυο βασικούς όρους της παύλειας θεολογίας και είδαμε την ποικιλία των νοημάτων και των σχέσεών τους εντός του όλου θεολογικού οικοδομήματος του αποστόλου των εθνών. ΢τη συνέχεια θα εξετάσουμε το παράδοξο της σχέσεως αυτών των δυο αντίθετων μεταξύ τους εννοιών, όπως αυτό προκύπτει από τις Επιστολές του Παύλου. Πρώτα-πρώτα θα πρέπει να αναφερθούμε με λίγα λόγια στην έννοια του «παραδόξου», όπως αυτό παρουσιάζεται στη χριστιανική Γραμματεία. Η λ. είναι επίθετο, σύνθετο από την πρόθεση «παρά» και τη λ. «δόξα» (από το ρ. δοκῶ), και σημαίνει γενικώς καθετί που είναι αντίθετο προς την κοινή «δόξαν», δηλαδή προς την κοινώς παραδεκτή αντίληψη και άποψη, επομένως το απίστευτο και θαυμαστό. ΢υνώνυμη προς το παράδοξο είναι η λ. «παράλογο», η οποία έχει τη σημασία αυτού που είναι πέραν παντός υπολογισμού, του εκτός και πέραν της ανθρώπινης λογικής, του ατόπου. Σο παράδοξο διαφέρει σημασιολογικά από το παράλογο, καθότι, ενώ παράδοξο είναι ό,τι υπερβαίνει τις καθιερωμένες αντιλήψεις καθώς και τα θεωρούμενα από τους ανθρώπους ως ορθά,

2, 4. 2,4. Δες και Β΄ Κορ. 12,12. 45 Εφεσ. 3,16. 46 Α΄ Κορ. 12,3. 43 44


εγκλείει επομένως την έννοια του ανερμηνεύτου, παράλογο είναι ό, τι αντίκειται στη λογική κι, επομένως, το ανόητο, αυτό που δεν μπορεί να υπολογιστεί λογικά ή και το απροσδόκητο. Με το παράδοξο τονίζεται η έννοια του θαύματος που έχει τις ρίζες του εκτός του κόσμου τούτου και δεν έχει καμιά σχέση με τις ανθρώπινες δυνάμεις και δυνατότητες, έχει την αναφορά του, δηλαδή, στον κόσμο του υπερβατικού, ενώ το παράλογο τονίζει το γεγονός ότι κάτι δεν είναι σύμφωνο με τον ορθό λόγο. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς και υμνογράφοι χρησιμοποιούν κυρίως τον όρο «παράδοξο», για να δηλώσουν το ανερμήνευτο, το ακατάληπτο για τις ανθρώπινες νοητικές και αντιληπτικές δυνατότητες των θαυμασίων του Θεού, το υπέρλογο και υπερφυσικό. Ερανιζόμαστε κάποια σκόρπια παραδείγματα γνωστά από την υμνολογία: «φοβερόν καὶ παράδοξον μυστήριον»47. «μέγα και παράδοξον θαῦμα»48, «μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον»49, «ὤ τοῦ παραδόξου θαύματος»50, «τὸ καινὸν καὶ παράδοξον θαῦμα»51κ.ά.. Η σημασία αυτή του παραδόξου φαίνεται καθαρά στο α΄ θεοτοκίο του βαρέος ήχου, όπου υμνείται η αειπαρθενία της Θεοτόκου και η θαυμαστή σύλληψη του Λόγου: «Μήτηρ μὲν ἐγνώσθης ὑπὲρ φύσιν, Θεοτόκε, ἔμεινας δὲ Παρθένος ὑπὲρ λόγον καὶ ἔννοιαν· καὶ τὸ θαῦμα τοῦ τόκου σου ἑρμηνεῦσαι γλῶσσα οὐ δύναται· παραδόξου γὰρ οὔσης τῆς συλλήψεως, Ἁγνή, ἀκατάληπτός ἐστιν ὁ τρόπος τῆς κυήσεως…». Εδώ, προκειμένου να δηλώσουμε το παράδοξο της σχέσης ασθενείας και δυνάμεως στη θεολογία του Παύλου, χρησιμοποιούμε τη λέξη και με τις δυο βασικές και αλληλοσυμπληρούμενες σημασίες: α) αυτής του υπέρλογου και ακατάληπτου θαύματος και β) αυτής του αντίθετου προς τις κρατούσες αντιλήψεις. ΢το Φριστιανισμό, ως αποκάλυψη του Θεού δια του Ιησού Φριστού στην ανθρώπινη ιστορία, ένα γεγονός που, κατά τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό, είναι το «πάντων καινῶν καινότατον», το παράδοξο είναι εκδήλωση της νέας «ἐν Φριστῷ» ζωής, στην οποία ο άνθρωπος αποκρίνεται με την πίστη. Έτσι ο Παύλος, με τη θεολογία του περί δυνάμεως του Θεού η οποία αποκαλύπτεται στην ανθρώπινη ασθένεια, παρέχει τη δική του μαρτυρία, που απορρέει από την προσωπική του πείρα, από το βίωμα των πιο παράδοξων γεγονότων της ιστορίας: της ΢άρκωσης, του Πάθους και της Ανάστασης του Τιού του Θεού. Για τούτο η διαλεκτική μεταξύ θείας δυνάμεως και ανθρώπινης ασθένειας δεν μπορεί να ερμηνευτεί με τους όρους της ανθρώπινης λογικής ούτε και με τους όρους της ιστορικής αναγκαιότητας. Ερμηνεύεται και κατανοείται μόνο στο πλαίσιο της απόκάλυψης του Θεού «ἐν Φριστῷ» ως ένα ιστορικό και συνάμα βιωματικό 47

Τμνολογία Εσπερινού Μ. Παρασκευής Απόστιχα Φριστουγέννων 49 Ειρμός θ΄ ωδής α΄ Κανόνος των Φριστουγέννων. 50 Προσόμοιον εσπερινού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. 51 Αναστάσιμα απόστιχα εσπερινού α΄ ήχου. 48


γεγονός. Από αυτή την οπτική γωνία βλέποντας τα πράγματα ο Παύλος έχει επίγνωση ότι η ανθρώπινη ασθένεια δεν είναι κάτι αντίθετο προς τη θεία δύναμη, αλλ’ ότι μπορεί να αποτελέσει το μέσο και το χώρο δια του οποίου και στον οποίο ενεργεί και αποκαλύπτεται στην πληρότητά της η θεία δύναμη. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ότι δηλαδή η ένωση της ανθρώπινης ασθένειας με τη θεία δύναμη είναι η ουσιαστική προϋπόθεση της ανθρώπινης αρετής52. Όπως δείξαμε ήδη, η ασθένεια ως φυσική και ηθική αδυναμία είναι στοιχείο της ανθρώπινης φύσεως μετά την πτώση, πράγμα που ο πιστός ζει ως μια καθημερινή πραγματικότητα. Αλλά και η δύναμη του Θεού είναι επίσης ένα γεγονός αποφασιστικής σημασίας για τον καθημερινό βίο του πιστού. Σο παράδοξο και θαυμαστό είναι ότι αυτή τη δύναμη του Θεού ο πιστός την αισθάνεται να ενεργεί πλούσια πάνω στην αδυναμία και την ασθένειά του, κυρίως όταν ο ίδιος υποφέρει και διώκεται. Γι’ αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Φρυσόστομος θεωρεί ότι ο λόγος για τον οποίο ο Θεός επιτρέπει τη δοκιμασία του ανθρώπου είναι, «ἵνα τὴν ἑαυτοῦ δείξῃ δύναμιν»53. Σο ζήτημα είναι ο βαθμός επίγνωσης από τον άνθρωπο τόσο της αδυναμίας και ασθένειάς του, όσο και της ενέργειας πάνω του της θείας δυνάμεως, αφού αυτή η επίγνωση αποτελεί την προϋπόθεση της σωτηρίας, όπως γράφει ο Ωριγένης: «Ὁ μὴ αἰσθανόμενος τῆς ἰδίας ἀσθενείας καὶ τῆς θείας χάριτος, κἄν εὐεργετῆται, μὴ ἑαυτοῦ πεπειραμένος μηδὲ ἑαυτοῦ κατεγνωκώς, οἰήσεται ἴδιον εἶναι ἀνδραγάθημα τὸ ἀπὸ τῆς οὐρανίου χάριτος αὐτῷ χορηγηθέν»54. Σο παράδοξο της δύναμης του Θεού που αποκαλύπτεται ως ασθένεια, εμφανίζεται στο σταυρικό θάνατο του Φριστού, ο οποίος «ἐσταυρώθη ἐξ ἀσθενείας, ἀλλὰ ζῇ ἐκ δυνἀμεως Θεοῦ»55. Ο Φριστός λαμβάνει ανθρώπινη σάρκα χωρίς την αμαρτία, γίνεται κατά πάντα άνθρωπος, θνήσκει ως άνθρωπος, για να νικήσει την ασθένεια της σαρκός, δηλαδή τη φθορά και την αμαρτία, με τη δύναμη της θείας Σου φύσης. Σο γεγονός αυτό αποκαλύπτεται κυρίως στο σταυρικό Σου θάνατο: ο Φριστός σταυρώνεται και πεθαίνει ως άνθρωπος, είναι όμως και Θεός και ανασταίνεται ως Θεός. Αν ο σταυρικός θάνατος του Φριστού φάνηκε σαν υπερίσχυση της εξουσίας του θανάτου, η Ανάστασή Σου είναι η νίκη κατά του θανάτου. Έχουμε δηλαδή μια φαινομενική και μια πραγματική νίκη: τη φαινομενική νίκη του θανάτου στο ΢ταυρό του Φριστού και την πραγματική νίκη της ζωής στην Ανάστασή Σου. Ο άγιος Ιωάννης ο Φρυσόστομος γράφει ότι «τὴν ζωὴν οὐ διέκοψεν ὁ Σταυρός, οὐδὲ ἐνεπόδισεν τὴν Ἀνάστασιν, ἀλλ’ ἀνέστη

Περὶ Θεολογίας κεφαλαίων ἑκατοντὰς πέμπτη, Υιλοκαλία Ἱερῶν Νηπτικῶν, τ. δεύτερος, σ. 142. 53 Εἰς ἅγιον Εὐστάθιον Αντιοχέα, 50, 603. 54 MPG, 13, 272. 55 Β΄Κορ. 13,4. 52


καὶ ζῇ»56. Είναι γνωστή η προκλητική φράση του Παύλου ότι «τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστίν, καὶ τὸ ἀσθενές τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν άνθρώπων ἐστί»57, όπου ως «ασθενές» λογίζεται το κήρυγμα περί του εσταυρωμένου Φριστού, κήρυγμα που απευθύνεται προς εκείνους που θεωρούν το σταυρικό θάνατο ως απόδειξη ανθρώπινης ασθένειας. Μάλιστα για τους Έλληνες, δηλαδή τους μορφωμένους εθνικούς της εποχής του Παύλου, ήταν «μωρία» και ανοησία να τιμούν οι χριστιανοί ένα Θεό νεκρό πάνω στο ΢ταυρό. Η σοφία τους δεν μπορούσε να συλλάβει τούτο το παράδοξο, όπως δεν μπορούσε να το δεχτεί και η νομική αντίληψη των Ιουδαίων, για τους οποίους ο ΢ταυρός ήταν «σκάνδαλον», δηλαδή αιτία πειρασμού. Όμως ο ΢ταυρός, που στα μάτια των ανθρώπων φαίνεται αδυναμία, αποτελεί ακριβώς τη δύναμη του Θεού και η θεωρούμενη από τους ανθρώπους δύναμη είναι αδυναμία ενώπιον του Θεού, αφού κάθε ανθρώπινη δύναμη είναι ασθένεια συγκρινόμενη με τη δύναμη του Θεού. Επειδή τη δύναμή Σου ο Θεός την αποκαλύπτει στην πληρότητά της μέσα στην ασθένεια και δια της ασθένειας, γι’ αυτό και ο Παύλος προβάλλει το σταυρό-σημείο του πάθους και της «ασθένειας» του Θεού- έτσι, ώστε ο άνθρωπος να μην προσέχει το σταυρό καθ’ εαυτό, αλλά «πρὸς τὴν τοῦ σταυρουμένου δύναμιν», η οποία ήταν εκείνη που κλόνισε την κτίση, διέρρηξε το καταπέτασμα του ναού κι ανάστησε τους νεκρούς από τα μνήματα. ΢ημειώνει ο Φρυσόστομος: «Διὰ τοῦτο ἐκεῖ (στο σταυρό) ἐπιδείκνυσί σοι τὴν ἰσχὺν αὐτοῦ. Ού γὰρ νεκρὸν ἀναστήσας, οὐ θαλάττῃ ἐπιτάξας, οὐ δαίμοσιν ἐπιτιμήσας, ἀλλ’ ἐσταυρωμένος, προσηλωμένος, ὑβριζόμενος, ἐμπτυόμενος, λοιδορούμενος, χλευαζόμενος, παρὰ πάντων διασυρόμενος ἴσχυσε τὴν πονηρὰν τοῦ ληστοῦ διάνοιαν ἐφ’ ἑαυτὸν ἐπισπάσασθαι»58. Έτσι, για τον Παύλο ο ΢ταυρός συνιστά αυτό ακριβώς που δεν μπορεί να κατανοήσει ο άνθρωπος με τις δικές του νοητικές δυνάμεις. Κέντρο του περί ΢ταυρού λόγου του είναι το μέγα θαύμα της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο, ένα θαύμα που κάνει το «μωρόν και ἀσθενές» του Θεού, δηλαδή τον Εσταυρωμένο Φριστό, να είναι για τους πιστούς, Ιουδαίους και Έλληνες, «δύναμις Θεοῦ εἰς σωτηρίαν»59. Ο ΢ταυρός είναι η κορύφωση της «κενώσεως» του Φριστού, είναι το μυστήριο της αήττητης αδυναμίας του Θεού, της ευσπλαγχνίας και φιλανθρωπίας Σου, της ελεύθερης απάρνησης της παντοδυναμίας Σου χάριν του πλάσματός Σου. Διότι, όπως γράφει ο Ν. Μπερντιάεφ, «ο Θεός εις τον κόσμον υποφέρει μάλλον παρά κυβερνά»60. Σο ασθενές του Θεού δεν είναι άλλο από αυτό που οι Πατέρες ονομάζουν «μανικό έρωτα» του Θεού προς τον άνθρωπο, MPG, 61,590. Α΄ Κορ. 1, 25 58 Ομιλία β΄ Εἰς τὸν σταυρόν, 49,409,46. 59 Α΄ Κορ. 1,24. Ρωμ. 1,16. 60 Αλήθεια και Αποκάλυψη, Μτφρ. Φρ. Μαλεβίτση Αθήνα 1967, σ. 170. 56 57


ένα έρωτα του οποίου η δύναμη νικά το θάνατο και ανασταίνει το ανθρώπινο γένος, για να το κάνει κοινωνό της «καινής κτίσεως». «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής61. Πρόκειται για μια αγάπη μέχρι θυσίας, μια αγάπη ισχυρή σαν το θάνατο: «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ»62. Είναι τα λόγια με τα οποία χαρακτήρισε την αγάπη Σου προς τους μαθητές Σου ο Ιησούς. Όταν ο Παύλος ζήτησε από τον Κύριο να τον απαλλάξει από την ασθένειά του, Εκείνος του απάντησε με τη φράση: «Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Πρόκειται για μια φράσηκλειδί, όσον αφορά την κατανόηση της σχετικής με την αήττητη αδυναμία του Θεού σκέψης του Παύλου. Η δύναμη του Θεού δεν είναι σαν τη δύναμη των ανθρώπων, δεν είναι δύναμη εξουσίας, δεν είναι δύναμη επιβολής, βίας και καταστροφής, ακριβώς γιατί «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς»63, δεν είναι δηλαδή εγωιστική και ιδιοτελής. Αντίθετα, είναι «χάρις», δηλαδή ενέργεια της αγάπης του Θεού και πλούτος θείων δωρεών· είναι δύναμη αγαπητική, κενωτική, δοτική· είναι εκούσιο «άδειασμα» του Θεού από αυτό που είναι, για να γίνει αυτό που δεν είναι· είναι θυσία, προσφορά, απόλυτο δόσιμο. Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού ο Θεός αποκαλύφθηκε ως Θεός της αγάπης στο πρόσωπο του Φριστού, ο οποίος είπε το : Οἴδατε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. Οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὅς ἐὰν θἐλῃ ἐν ὑμῖν μέγας γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν διάκονος. Και ὅς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος»64. ΢τα λόγια αυτά συναιρείται και συνοψίζεται η στάση του Φριστού απέναντι στη δύναμη της ανθρώπινης εξουσίας. Ο Φριστός δεν είναι ένας κοσμικός άρχοντας, η δύναμη και η εξουσία Σου δεν έχουν σκοπό την επιβολή και την καταδυνάστευση αλλά τη διακονία του ανθρώπου. Ο Φριστός όχι μόνο αρνείται αλλά και στηλιτεύει αυτά που οι άνθρωποι θεωρούν ως αξίες: τη δύναμη, την εξουσία, τον πλούτο, την έπαρση, την επιβολή και την προβολή, και κάνει τη μεγάλη αντιστροφή: στη θέση τους τοποθετεί την αγάπη που εκφράζεται ως ταπεινότητα, θυσία, διακονία, και υπηρεσία χάριν του πλησίον. Ο Φριστός δείχνει έναν άλλο δρόμο, ένα δρόμο που δεν έχει σκοπό τη δύναμη και την εξουσία, αλλά τον πλησίον, τον άλλο άνθρωπο. Γι’ αυτό και ζητεί από τους ανθρώπους να γίνουν σαν τα παιδιά, τα μικρά και αδύναμα, αν θέλουν να γίνουν κληρονόμοι και τέκνα της Βασιλείας του Θεού. Αυτή τη νέα «λογική», τη λογική της αγάπης, ακολουθεί και ο Παύλος,

Ιωάν. 3,16. Ιωάν. 15,13. 63 Α΄Κορ. 13,5. 64 Ματθ. 20, 26-27. 61 62


ερμηνεύοντας έτσι με τον πιο αυθεντικό τρόπο τη διδασκαλία του Φριστού. Πράγματι, η δύναμη του Θεού «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται», γιατί στα μάτια των ανθρώπων η αγάπη είναι «ασθένεια», είναι αδυναμία, είναι ταπείνωση. Και ο αδύναμος δεν επιβιώνει, σύμφωνα με το «φυσικό» νόμο του ισχυρού και το δίκαιο της πυγμής. Ωστόσο, ο Παύλος, ερειδόμενος στη διδασκαλία και στο σταυρό του Φριστού, προσανατολίζει τον άνθρωπο προς την κατεύθυνση της έκδυσης από την ψευδαίσθηση της ανθρώπινης δύναμης, χάριν της συναίσθησης της αήττητης αδυναμίας της θείας αγάπης. Όμως, οι Πατέρες της Εκκλησίας έδωσαν στην «ἐν τῇ ἀσθενείᾳ» του ανθρώπου αποκάλυψη της θείας δυνάμεως και άλλες ερμηνείες. Κατά τον άγιο Ειρηναίο, επίσκοπο Λουγδούνων, ο Θεός «ὡς ὄντως τῷ θνητῷ τὴν ἀθανασίαν περιποιεῖ καὶ τῷ φθαρτῷ τὴν ἀφθαρσίαν προσχαρίζεται, ὅτι ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται, ἵνα μὴ ὡς ἐξ ἡμῶν αὐτῶν ἔχοντες τὴν ζωὴν φυσιωθῶμεν καὶ ἐπαρθῶμέν ποτε κατὰ τοῦ Θεοῦ ἀχάριστον ἔννοιαν ἀναλαβόντες, πείρᾳ δὲ μαθόντες ὅτι ἐκ τῆς ἐκείνου ὑπεροχῆς ἀλλ’ οὐκ ἐκ τῆς ἡμετέρας φύσεως τὴν εἰς ἀεὶ παραμονὴν ἔχομεν…, ἀλλ’ εἰδῶμεν τὶ ὁ Θεὸς δύναται καὶ τὶ ἄνθρωπος εὐεργετεῖται, καὶ μὴ σφαλῶμέν ποτε τῆς ἀληθοῦς περί τῶν ὄντων ὡς ἔστι καταλήψεως, τοὐτέστι Θεοῦ τε καὶ ἀνθρώπων»65. Με άλλα λόγια, η δύναμη του Θεού αποκαλύπτεται με τον πιο πλήρη τρόπο στην ανθρώπινη φθαρτότητα και θνητότητα, προκειμένου να καταλάβουμε πως η ζωή που έχουμε ως άνθρωποι, η αθανασία και η αφθαρσία που λάβαμε είναι δωρεές του Θεού και όχι έργο δικό μας. Έτσι θα αποφύγουμε την έπαρση, θα συνειδητοποιήσουμε τη δική μας αδυναμία αλλά και τη δύναμη και τις ευεργεσίες του Θεού προς εμάς και θα αποκτήσουμε έτσι μια πιο ορθή γνώση και επίγνωση για το ποιος είναι ο Θεός και ποιοι εμείς οι άνθρωποι. Εξάλλου, αυτό το παράδοξο της «ἐν τῇ ἀσθενείᾳ» των μαρτύρων της πίστεως εκδήλωσης της θείας δυνάμεως απότέλεσε, κατά το Φρυσόστομο, την αιτία που πολλοί πίστεψαν στο Φριστό. Γράφει: «Καὶ γὰρ οἱ μηδέπω τῷ λόγῳ τοῦ χριστιανισμοῦ προσελθόντες καὶ ἐντεῦθεν μειζόνως, ἐὰν νήφωσι, κερδαίνουσι. Καὶ γὰρ ὅταν ἴδωσι ἀδικουμένους, λοιδορουμένους, δεσμωτήριον οἰκοῦντας, ἐπηρεαζομένους, ἐπιβουλευομένους, ἀποτεμνομένους, καιομένους, καταποντιζομένους καὶ μηδενὶ τῶν δεινῶν τούτων εἴκοντας, ἐννόησον ὅσον ἔχοντες θαῦμα τῶν παραδόξων τούτων ἀθλητῶν ἀπήρχοντο καὶ οἱ τότε καὶ οἱ νῦν.»66. Ο Θεός νικά τις δυνάμεις και τους άρχοντες του κόσμου τούτου όχι με τη δύναμη και την ισχύ του χρήματος και των όπλων, αλλά μέσα από την ανθρώπινη «ασθένεια», μέσα από την αδυναμία των μαρτύρων, που οδηγούνταν «ὡς πρόβατα ἐπὶ σφαγήν»,. «Ὅταν γὰρ παιδία καὶ γέροντες τὰ ὑπὲρ τὴν φύσιν ἰσχύωσι, διὰ πάντων λαμπρῶς ἡ τοῦ δι’ αὐτῶν ἐνεργοῦντος διαφαίνεται 65 66

Κατά αἱρέσεων, 4, 32-45. Πρὸς τοὺς σκανδαλιζομένους<, 22,1,1


χάρις», γράφει και πάλι ο Φρυσόστομος67. Θα αναφερθώ στο σημείο αυτό σε ένα περιστατικό που αφηγείται στα «Απομνημονεύματά» του ο στρατηγός Μακρυγιάννης, για να φανεί έτσι ότι η πίστη στη δύναμη του Θεού που εκδηλώνεται μέσα από την ανθρώπινη αδυναμία είναι ένα σταθερό στοιχείο της παράδοσής μας. Γράφει ο Μακρυγιάννης: «Εκεί οπού ‘φκιανα τις θέσεις τους εις τους Μύλους ήρθε ο Ντερνύς να με δει. Μου λέγει: «Σι κάνεις αυτού; αυτές οι θέσες είναι αδύνατες· τι πόλεμο θα κάμετε με τον Μπραΐμη αυτού; -Σου λέγω: Είναι αδύνατες οι θέσες κι εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός που μας προστατεύει· και θα δείξωμεν την τύχην μας σ’ αυτές τις θέσες τις αδύνατες.». Ο αδύναμος μπροστά στο στρατό του Ιμπραήμ Μακρυγιάννης δεν ακολουθεί τις επιταγές της λογικής, όπως τις διατυπώνει ο Γάλλος ναύαρχος, διότι δεν έχει εναποθέσει τις ελπίδες του στην ανθρώπινη δύναμη, αλλά, έχοντας πλήρη επίγνωση της αδυναμίας του, αφήνεται με απόλυτη εμπιστοσύνη στα χέρια του Θεού. Ο Μακρυγιάννης αφήνει χώρο στο Θεό, δεν τα εξαρτά όλα από τον, ούτως ή άλλως, μικρό και αδύνατο εαυτό του, αλλά γνωρίζοντας τα όριά του προσφέρει τις αδύνατες θέσεις του, όντας βέβαιος ότι μέσα από αυτές θα αποκαλυφθεί η θεία δύναμη και ότι τελικά ο Θεός είναι το Τποκείμενο της ιστορίας, Εκείνος ο οποίος κατευθύνει την ιστορία. Διαφορετικά, όπως γράφει και πάλι ο Φρυσόστομος, «οὐκ ἄν ἐδείκνυτο αυτοῦ (του Θεού) ἡ δύναμις, τούτων μὴ γινομένων, ὡς γινομένων μέν, οὐκ ἰσχυόντων δέ. Ἐπεὶ καὶ κυβερνήτην ἐκεῖνον ἄριστον εἶναί φαμεν, οὐ τὸν ἐν γαληνῷ πόντῳ δυνάμενον κατευθύνειν τὸ σκάφος, ἀλλὰ τὸν μεταξὺ σκοπέλων καὶ κυμάτων καὶ χειμώνων καὶ πνευμάτων διασώζοντα τοὺς ἐμπλέοντας· καὶ ἰατρὸν τὸν μυρίων νοσημάτων ἐπικειμένων ἐξαρπάζοντα τὸν κάμνοντα· καὶ στρατηγὸν τὸν πανταχόθεν τῶν πολεμίων ἐπιτεθέντων καὶ βαλλόντων δυνάμενον στῆσαι τὸ τρόπαιον· καὶ ποιμένα τὸν μυρίων λύκων ἐπικειμένων καὶ ἑτέρων ἐπιβούλων διατηροῦντα τὴν ἀγέλην ἐν ἀσφαλείᾳ»68. Η βεβαιότητα αυτή περί της «ἐν τῇ ἀσθενείᾳ» του ανθρώπου αποκάλυψης της δύναμης του Θεού ήταν για τον Παύλο απόρροια όχι μόνο του ιστορικού γεγονότος της σταυρικής θυσίας του Τιού και Λόγου του Θεού αλλά κι ένα δικό του προσωπικό βίωμα. Ο Παύλος, τόσο στην αποστολική όσο και στην προσωπική του ζωή, βίωσε με ένταση αυτό το γεγονός σε σημείο, ώστε να καυχιέται τόσο για τη σωματική του ασθένεια όσο και για τα παθήματά και τις κακουχίες του ως αποστόλου του Φριστού, του οποίου υπήρξε μιμητής. Ας προσεγγίσουμε, λοιπόν, τη διαλεκτική μεταξύ ασθενείας του ανθρώπου και δυνάμεως του Θεού ως στοιχείο της προσωπικής πείρας του Παύλου. Η δύναμη του Θεού είναι η μοναδική πηγή από την οποία αντλεί ο Παύλος την ισχύ της αποστολικής του διακονίας. Ο Παύλος ζει και 67 68

Εἰς τοὺς ἁγίους Μακκαβαίους, Ὁμιλία α΄, 50,619,47. Ὁμιλία εἰς τὸν ναόν τῆς ἁγίας Ἀναστασίας, 63, 499, 19 κ.ε.


υπάρχει με τη δύναμη του Θεού, δρα και κινείται στο πλαίσιό της. Η δύναμή του είναι η δύναμη του Φριστού, η οποία σε καμιά περίσταση δεν έρχεται σε αντίθεση προς τις ασθένειες και τις αδυναμίες της ζωής του. Όσο περισσότερο μάλιστα τον καταπιέζει η ανθρώπινη ασθένεια και αδυναμία, τόσο πληρέστερα ζει το μεγαλείο της δύναμης του Θεού, την ενεργή παρουσία του Κυρίου «ἐν ἁγίῳ Πνεύματι», η οποία τον καθιστά «ἄρτιον τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπον»69 και του παρέχει τη δυνατότητα να λέγει το «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ»70. Πρώτα-πρώτα, ο Παύλος γνωρίζει εκ προσωπικής πείρας ότι κατά τη δική του εκλογή στο αποστολικό αξίωμα συναντήθηκε η θεία δύναμη με τη δική του προσωπική αδυναμία. Ο Παύλος ήταν αυτός που, όπως ο ίδιος γράφει, «καθ’ ὑπερβολήν ἐδίωκεν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθει αὐτήν» 71. Αυτόν ακριβώς τον εχθρό της Εκκλησίας Σου διάλεξε ο Φριστός, για να γίνει ο μέγας των εθνών Απόστολος. Ο Παύλος υπήρξε, σύμφωνα με τα λόγια του Φριστού, το «σκεῦος τῆς εκλογῆς»72, αυτός που έκανε γνωστό το Φριστό στα έθνη, υπομένοντας φυλακές, στενοχωρίες, μαστιγώσεις και θλίψεις, και που τελικά μαρτύρησε για Εκείνον που τον κάλεσε στο αποστολικό αξίωμα. Πώς έγινε όμως τούτη η μεταστροφή του πρώην διώκτη σε κήρυκα της πίστεως; Ο Παύλος έχει επίγνωση ότι αυτό το παράδοξο, αυτό το θαύμα το γέννησε η συνάντηση της προσωπικής του αμαρτίας και αδυναμίας με τη θεία δύναμη κι ότι, επομένως, το πέρασμα του ανθρώπου από την κατάσταση της ασθενείας στη νέα εν Φριστῷ ζωή, η νέα ύπαρξη του ίδιου του Παύλου και ο νέος χριστιανικός τρόπος ζωής, το νέο «εν Φριστῷ γίγνεσθαι και εἶναι», ο αγιασμός και η σωτηρία, δεν νοούνται εκτός της δυνάμεως του Θεού. «Βλέπετε γὰρ τὴν κλῆσιν ὑμῶν, ἀδελφοί,», γράφει, «ὅτι οὐ πολλοὶ σοφοὶ κατὰ σάρκα, οὐ πολλοὶ δυνατοὶ, οὐ πολλοὶ εὐγενεῖς· ἀλλὰ τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ, ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ»73. Οι λόγοι αυτοί του Παύλου απεικονίζουν με τον πιο χαρακτηριστικό και εύγλωττο τρόπο τη διαλεκτική σχέση και συνάντηση της ανθρώπινης ασθένειας με τη θεία δύναμη στο πρόσωπο του Παύλου και των αποστόλων γενικότερα. Η μωρία, η ασθένεια, η ασημότητα, όλα αυτά που ο κόσμος περιφρονεί, αποτελούν το χώρο εκδήλωσης της δύναμης του Θεού, ακριβώς διότι ο κόσμος δεν μπορεί να παράσχει τίποτε άλλο, αφού, ως παραδομένος στην Β΄ Σιμ. 3,17. Υιλιπ. 4,13. 71 Γαλ. 1,13. 72 Πράξ. 9,15. 73 Α΄ Κορ. 1,26-29. 69 70


πτώση και τη φθορά, είναι ασθενής. Ο Παύλος βιώνει το γεγονός ότι το αποστολικό του έργο δεν μπορεί να είναι έργο δικό του, αφού και αυτός ανήκει στα «μωρά», στα «ασθενή», στα «αγενή» και στα «εξουθενημένα» του κόσμου και, επομένως, όλα οφείλονται στο Θεό, που τα πάντα δημιουργεί εκ του μηδενός. Γι’αυτό και «ο καυχώμενος ἐν Κυρίῳ καυχάσθω»74. Για τον Παύλο δυνατός είναι εκείνος που στερείται από κάθε ανθρώπινη δύναμη κι έχει συγχρόνως συναίσθηση της ασθένειάς του και αναγνωρίζει, για το λόγο αυτό, την ενέργεια της δύναμης του Θεού πάνω του. Για τούτο δεν μπορεί να καυχιέται για τη δική του δύναμη και για τα δικά του επιτεύγματα, αλλά για τις ενέργειες και τη δύναμη του Θεού, δια της οποίας δημιουργούντα τα πάντα. Ως γνήσιος απόστολος του Φριστού ο Παύλος θεωρεί τον εαυτό του όργανο στην υπόθεση της σωτηρίας του ανθρώπου, που επιτελείται δια της χάριτος του Θεού: «Ἔχομεν τὸν θησαυρὸν τοῦτον έν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν»75. Ο Παύλος έχει επίγνωση ότι είναι ένα πήλινο σκεύος, δηλαδή ένας μικρός, ταπεινός, αδύνατος και εύθραυστος άνθρωπος. Γι’ αυτό το μέγα έργο του ευαγγελισμού των ανθρώπων που επιτελεί ως απόστολος δεν μπορεί να είναι έργο δικό του· είναι έργο του Θεού που τον ενδυναμώνει και τον ικανώνει. Σο αποστολικό έργο πραγματώνεται θριαμβευτικά μέσα από την αδυναμία του ίδιου του Παύλου και μετά πολλών των δυσχερειών, των πειρασμών και των κινδύνων. Σην πραγματικότητα αυτή διατυπώνει ο Παύλος μέσα από μια σειρά αντιθέσεων, στις οποίες εξυμνείται με συγκλονιστικό τρόπο η μοναδική σημασία της θείας δύναμης για τη χριστιανική και αποστολική ζωή: «Ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ’ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ’ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ’ οὐκ ἐγκαταλειπό-μενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ’ οὐκ ἀπολλύμενοι, πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν»76. Σο παράδοξο, το υπερανθρώπινο, το υπέρλογο και το θαυμαστό, αυτό που η κοινή λογική αδυνατεί να κατανοήσει. αποτελούν το αληθινό νόημα της χριστιανικής ζωής, όπως δηλώνουν οι παραπάνω αντιθέσεις. ΢το πλαίσιο αυτής της νέας λογικής ή, καλύτερα, της μη-λογικής ή της «λογικής» του υπερλόγου (χρησιμοποιώ το οξύμωρο, γιατί μόνο έτσι συλλαμβάνουμε το παράδοξο του πράγματος), όπου το θαυμαστό και παράδοξο γίνονται μια ζώσα πραγματικότητα της ζωής των χριστιανών, μπορούμε τώρα να δούμε και να κατανοήσουμε κάποιες φράσεις του Παύλου, που ηχούν εντελώς παράλογα στα αυτιά των ορθολογιστών. Α΄ Κορ. 1,31. Β΄ Κορ. 4,7. 76 Β΄ Κορ. 4, 8-11. 74 75


Γράφει: «Ἥδιστα οὖν καυχήσομαι ἐν ταῖς άσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ’ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ. Διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι»77· και αλλού: «χαίρομεν γὰρ ὅταν άσθενῶμεν»78· Οι λόγοι αυτοί του Παύλου, και μάλιστα σε α΄ πρόσωπο, αποτελούν, θα έλεγε κανείς, την κορύφωση της παραδοξολογίας του σχετικά με τη διαλεκτική σχέση της ανθρώπινης ασθένειας και της θείας δυνάμεως στο πρόσωπό του. Πώς ηχούσαν άραγε οι λόγοι αυτοί στα αυτιά των ανθρώπων της εποχής του Παύλου και πώς ηχούν και στα δικά μας αυτιά; Σο να καυχιέται κανείς και να χαίρεται για την ασθένειά του, για τους διωγμούς που υφίσταται, για τις βρισιές και την καταπίεση που δέχεται, είναι το λιγότερο παράδοξο, για να μην πω τρελό. Ο άνθρωπος πάντοτε αναζητούσε κι εξακολουθεί να αναζητεί την υγεία, την άνεση, την ευχαρίστηση, την αποδοχή, την επιβεβαίωση. Όλα αυτά όμως ανατρέπονται από το παύλειο παράδοξο της χαράς που πηγάζει από την ασθένεια και τους διωγμούς. Είναι μήπως κάτι που ανάγεται στο χώρο της ψυχοπαθολογίας ή μήπως μια αντίληψη ενός ιδιόρρυθμου ανθρώπου; Είναι σαφές ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τέτοιες τοποθετήσεις και τέτοιες αντιλήψεις μακριά από την όλη θεολογία και χριστολογία του Παύλου, μακριά από το βιωματικό και υπέρλογο γεγονός της ζωής του, όπως αυτό εκφράζεται στη φράση: «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός»79. Σα πάντα: η ζωή του, η ύπαρξή του, το αποστολικό του έργο είναι θεμελιωμένα στο Φριστό. Ό, τι έχει και δεν έχει, η περίσσεια της χάριτος που τον επισκιάζει είναι έργα της δύναμης του Θεού «ἐν Φριστῷ». Επομένως, δεν μπορεί να καυχιέται και να χαίρεται για κάτι που δεν είναι δικό του. Καυχιέται και χαίρεται για την ασθένειά του, γιατί αυτή μόνο μπορεί να προσφέρει ο ίδιος στο Φριστό. Δεν έχει τίποτε άλλο. Ο Παύλος γνωρίζει καλά την ασθενή ανθρώπινή του φύση και κατάσταση, έχει επίγνωση των αδυναμιών και της ασθένειάς του, των ορίων της ανθρώπινης ύπαρξής του από τη μια, αλλά και της δύναμης του Θεού από την άλλη. Αυτή η γνώση και επίγνωση τον κάνει να μην υπεραίρεται, όπως ο ίδιος γράφει: «Ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἵνα με κολαφίζῃ, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι»80. Προσφέρει λοιπόν την ασθένειά του στο Θεό με πίστη και εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν, αφήνοντας τον εαυτό του να γίνει όργανο της θείας χάριτος. «Δεῖ οὖν παραχωρεῖν τῷ δημιουργῷ τῆς ἡμετέρας φύσεως, κἀκεῖνα μετὰ χαρᾶς δέχεσθαι καὶ πολλῆς τῆς ἡδονῆς, ἅπερ αὐτòς δοκιμάσει καὶ μὴ πρὸς τὴν ὄψιν τῶν γινομένων ὁρᾶν, ἀλλὰ πρὸς τὰ δοκοῦντα τῷ Δεσπότῃ», γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Φρυσόστομος81. Αυτή την οδό της Β΄Κορ. 12,9. Β΄ Κορ. 13,9. 79 Γαλ. 2, 20. 80 Β΄ Κορ. 12,7. 81 Εἰς τὴν Γένεσιν, Ὁμιλία, 53,281. 77 78


ταπείνωσης ενώπιον του Θεού και της χαρούμενης αποδοχής του θείου θελήματος ακολούθησε και ο Παύλος. Ακολουθώντας αυτό το δρόμο, ο Παύλος βλέπει το αποστολικό του έργο να καρποφορεί. Κι όσο το ασθενές «εγώ» του υποχωρεί, τόσο μέσω αυτού εργάζεται ο Θεός και αποκαλύπτεται η δύναμή του. Εδώ βρίσκεται η πηγή της χαράς του, η αιτία της καύχησής του. Φάνει τον παλαιό, αδύναμο και αμαρτωλό εαυτό του, για να τον ξαναβρεί μεταμορφωμένο και ανανεωμένο από τη χάρη και τη δύναμη του Θεού. Η άβυσσος της θείας αγάπης και δύναμης κατέρχεται μέχρι τον πυθμένα της αβύσσου της ανθρώπινης αδυναμίας και ασθένειας, για να ανακαινίσει και να αναπλάσει τον άνθρωπο ντύνοντάς τον με το νέο ένδυμα «κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν.»82 Ο Παύλος ακολουθεί τα λόγια του Φριστού: «ὅς γὰρ ἄν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὅς δ’ ἄν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὕρήσει αὐτήν»83. ΢το βάθος της ψυχής του Παύλου εκείνο που τελικά βρίσκει κανείς είναι η χωρίς όρια, απόλυτη αγάπη, ο θείος έρως του προς το Φριστό, από τον οποίο κανείς δεν μπορεί να τον χωρίσει: «Τὶς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμὸς ἤ λιμὸς ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα;…πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν»84. Και μια τελευταία επισήμανση: πίσω από την παράδοξη θεολογία του Παύλου σχετικά με την αποκάλυψη της θείας δυνάμεως μέσα από την ασθένεια του ανθρώπου, υποφώσκει η περίφημη αποφατική θεολογία που αναπτύχθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία το Θεό δεν μπορούμε να τον γνωρίσουμε και να τον κατανοήσουμε με τους όρους και τους κανόνες της ανθρώπινης λογικής. Γνωρίζουμε όχι τι είναι, αλλά τι δεν είναι ο Θεός. Γι’ αυτό, όταν μιλάμε για το Θεό, μιλάμε με όρους αποφατικούς, π.χ. απρόσιτος, ακατάληπτος, αναφής, υπερούσιος κλπ. Γνωρίζουμε τις άκτιστες ενέργειες του Θεού, όχι την απρόσιτη ουσία Σου. Διότι, αν ο Θεός ήταν κατανοητός για τη λογική μας, τότε θα ήταν δέσμιός της, δεν θα υπερέβαινε αυτό που είναι ο άνθρωπος, θα ήταν δημιούργημα του ανθρώπου. Ωστόσο, ο Θεός είναι υπερβατικός, είναι πέραν των λογικών κατηγοριών του ανθρώπου: «Οὐ γὰρ εἰσιν αἱ βουλαί μου ὥσπερ αἱ βουλαὶ ὑμῶν οὐδὲ ὥσπερ αἱ ὁδοὶ ὑμῶν αἱ ὁδοί μου, λέγει Κύριος. Ἀλλ’ ὥς ἀπέχει ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τῆς γῆς, οὕτως ἀπέχει ἡ ὁδός μου ἀπὸ τῶν ὁδῶν ὑμῶν καὶ τὰ διανοήματα ὑμῶν ἀπὸ τῆς διανοίας μου», γράφει ο προφήτης Ησαΐας85, δείχνοντας με τον πιο σαφή τρόπο την οντολογική

Κολ. 3, 10. Ματθ. 16,25. 84 Ρωμ. 8,35-39. 85 Κεφ. 55,8-9 82 83


απόσταση που χωρίζει το Θεό από τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και η ιστορική φανέρωση και παρουσία στον κόσμο του υπερούσιου, απρόσιτου, απερίγραπτου και αχώρητου Θεού, στο θεανθρώπινο πρόσωπο του Φριστού, αποτελεί ένα ακατανόητο θαύμα, το θαύμα της θείας συγκατάβασης και φιλανθρωπίας, όπως μέγιστο θαύμα είναι και η κατά του θανάτου νίκη του σταυρωμένου Φριστού καθώς και η Ανάστασή Σου. Καταλαβαίνει, λοιπόν, κανείς γιατί η γνώση του Θεού είναι εμπειρία και προσωπική συνάντηση Θεού-ανθρώπου, ένα φοβερό και παράδοξο μυστήριο που συγκλονίζει ολόκληρη την ανθρώπινη ύπαρξη και προσγράφεται στον τρόπο ζωής του πιστού. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο Παύλος μας λέει να μην ερευνούμε το μυστήριο με την απλή λογική· χρειάζεται η πίστη, ως εμπιστοσύνη στη δύναμη του Θεού, ως ταπείνωση, που είναι αποτέλεσμα της επίγνωσης ότι η ανθρώπινη φύση είναι ασθενής, υποκείμενη στην περατότητα, στη χρονικότητα και στη φθαρτότητα. Γιατί, πράγματι, είναι μυστήριο παράδοξο η συνάντηση του υπερβατικού και άπειρου Θεού με την ανθρώπινη ύπαρξη, στο πεδίο της «ασθενούς» και πεπερασμένης ανθρώπινης φύσης. Είναι το μέγα και παράδοξο θαύμα, θαύμα που επιτελέστηκε ιστορικά με τη ΢άρκωση του Λόγου κι εξακολουθεί να επιτελείται στην προσωπική ζωή των πιστών. ΕΠΙΛΟΓΙΚΟ Παρουσιάσαμε στο πλαίσιο τούτου του κειμένου μια πτυχή της θεολογίας του αποστόλου των εθνών. Προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι οι έννοιες «ασθένεια» και «δύναμις» και η μεταξύ τους σχέση αποτελούν το κέντρο της διδασκαλίας του για το Φριστό και τον άνθρωπο. Παράλληλα, έγινε φανερό οι δυο αυτοί όροι ανήκουν στις πιο προσωπικές εμπειρίες του Παύλου και ότι η μεταξύ τους σχέση κατανοείται από τον ίδιο ως ιστορικό και, ταυτόχρονα, υπέρλογο γεγονός, το οποίο για το λόγο αυτό προσεγγίζεται μόνο μέσω της εμπειρίας και της πίστης. Ίσως, σε μια εποχή αποθέωσης της δύναμης, ορθολογισμού, θετικισμού και αυτοθέωσης του ανθρώπου σαν τη δική μας, η αντίληψη και η εμπειρία αυτή του Παύλου να ακούγεται εξωπραγματική. Ο σύγχρονος άνθρωπος άλλα λατρεύει, άλλα θεωρεί ως αξίες. Δύσκολα ή και καθόλου δεν καταλαβαίνει μια τέτοια στάση ή, κι αν την καταλαβαίνει, αδυνατεί να την εφαρμόσει. Ωστόσο, το παράδοξο της αγάπης είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο αληθινό άνθρωπο. Είμαστε άνθρωποι, όταν σχετιζόμαστε θετικά με τους άλλους, όταν είμαστε προσανατολισμένοι προς τον πλησίον. Αυτό σημαίνει έξοδο από το εγώ, αυτό που ζητά την αυτοεπιβεβαίωση μέσα από την επιδίωξη της δύναμης και της επιβολής πάνω στους άλλους. Ο Παύλος διδάσκει με τη ζωή του πως ο μόνος αληθινός δρόμος για τη γνησιότητα της ζωής είναι η απάρνηση της δύναμης που καταρρακώνει και εξευτελίζει τον άλλο, υπέρ της «ασθένειας», δηλαδή


της αγάπης μέχρι αυτοθυσίας, κατά το παράδειγμα του Φριστού. Από την άλλη, τη θεολογία της «ασθένειας», αυτήν που ο Παύλος έκαμε βίωμά του αποδεχόμενος με χαρά και εμπιστοσύνη στο Θεό τους κόπους, τις ύβρεις, τους ραβδισμούς, τους λιθοβολισμούς, τις αγρύπνιες, τα ναυάγια, τις φυλακές, ίσως την κατανοούν μόνο όσοι ασθενούν, όσοι βρίσκονται στο κρεβάτι του πόνου, όσοι αντιμετωπίζουν δυσεπίλυτα ή και άλυτα προβλήματα και δύσκολες καταστάσεις. Σο θέμα είναι σ’ αυτές τις περιπτώσεις να αποδεχτούν το πρόβλημά τους, έχοντας εμπιστοσύνη στη θεία δύναμη και αφήνοντας το Θεό να ενεργήσει μέσω αυτών. Για τούτο, για έναν άνθρωπο που σκέφτεται και πράττει με αυτό τον τρόπο, η ασθένεια ή η δοκιμασία δεν είναι αφορμή για γογγυσμούς κατά του Θεού, αλλά για ταπείνωση και υπακοή στο θέλημά Σου, ώστε να μπορέσει να αποδεχτεί και να αντιμετωπίσει αγόγγυστα ή και με χαρά τη δοκιμασία. Είναι μια ευκαιρία που του παρέχεται, για να γνωρίσει τον εαυτό του, τα όριά του, την πεπερασμένη και ασθενή φύση του και, απαλλαγμένος από κάθε ψευδαίσθηση παντοδυναμίας, ν’ αφήσει χώρο για να τον επισκιάσει η χάρη και η δύναμη του Θεού. Δύσκολος δρόμος, αλλά αυτή είναι θεολογική παρακαταθήκη και το κληροδότημα του Παύλου προς τους χριστιανούς κάθε εποχής.


ΕΤΑΓΓΕΛΙΑ Γ. ΠΑΣΕΡΑΚΗ Εκπαιδευτικός Υυσ. Αγωγής Τποψ. Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

΢ΤΓΓΡΑΥΗ ΚΑΙ ΕΓΚΡΙ΢Η ΣΨΝ ΢ΦΟΛΙΚΨΝ ΕΓΦΕΙΡΙΔΙΨΝ ΣΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΣΗ΢ ΚΡΗΣΙΚΗ΢ ΠΟΛΙΣΕΙΑ΢

Εισαγωγικά Ανέκαθεν το διδακτικό βιβλίο αποτελούσε το βασικότερο και σπουδαιότερο μέσο καθώς και σημείο αναφοράς της διδασκαλίας και μάθησης, γι’ αυτό έχει ενδιαφέρον η θεματική του. Σο διδακτικό βιβλίο, ορίζεται και ως σχολικό εγχειρίδιο, αποτελεί έννοια για την οποία θα πρέπει να εντρυφήσουμε περισσότερο.1 Σο βιβλίο όταν προορίζεται για σχολική χρήση και μάλιστα για εκπαίδευση ανηλίκων, θα πρέπει να τηρεί κάποιους κανόνες, προδιαγραφών, περιεχομένου, αισθητικής, δεοντολογίας και φιλοσοφίας.2 Οι σύγχρονες απόψεις για το βιβλίο : Από τους επιστήμονες της Αγωγής, υποστηρίζεται σήμερα ότι τα σχολικά βιβλία θα πρέπει να τηρούν κάποιες προϋποθέσεις και προδιαγραφές, τέτοιες που να ικανοποιούν τις μαθησιακές, αναπτυξιακές και πρακτικές ανάγκες των αναπτυσσόμενων μαθητών, στους οποίους απευθύνονται. Έτσι θα πρέπει να υπάρχει μέριμνα και φροντίδα για τα σχολικά βιβλία ως προς τις διαστάσεις, την εμφάνιση, την λειτουργικότητα, το μεΣα σπουδαιότερα, ίσως, από τα παραδοσιακά διδακτικά μέσα είναι τα διδακτικά ή σχολικά εγχειρίδια. Σα εγχειρίδια όχι μόνο βοηθούν το μαθητή να επαναλάβει, μελετώντας τα, την ύλη που διδάχτηκε, αλλά χρησιμεύουν, συχνά, και ως οδηγοί στον ίδιο το δάσκαλο. Φωρίς βιβλία η εκπαίδευση αλλά και η ανθρωπότητα ολόκληρη δεν θα είχαν φτάσει στο επίπεδο στο οποίο βρίσκονται σήμερα. Περισσότερα βλ. Κασσωτάκης Μιχ.- Υλουρής Γεώρ., Μάθηση και διδασκαλία, τόμος Β΄, Θεωρία, πράξη και αξιολόγηση της διδασκαλίας, Αθήνα 2006, σελ. 390. 2Κασσωτάκης Μιχ.- Υλουρής Γεώρ., Μάθηση και διδασκαλία, τόμος Β΄, Θεωρία, πράξη και αξιολόγηση της διδασκαλίας, Αθήνα 2006. 1


γεθος των στοιχείων, την αισθητική παρουσία και συγκρότηση καθώς και την πρακτική χρήση - αναγνωσιμότητά τους-. Βέβαια η έννοια του απλού διδακτικού βιβλίου έχει ξεπεραστεί σήμερα από την έννοια των «διδακτικών πακέτων». Ενός συνόλου δηλαδή βοηθημάτων και διδακτικών εξαρτημάτων, που έχει σχεδιαστεί κατάλληλα σύμφωνα με ένα Αναλυτικό Πρόγραμμα, η φιλοσοφία του οποίου διέπει και την παρεχόμενη εκπαίδευση. Σο σύνολο αυτό του υλικού, συνοδεύει το βιβλίο του μαθητή, για την πληρέστερη και ανετότερη εξυπηρέτηση της μαθησιακής διαδικασίας (βιβλίο διδασκάλου, βιβλίο μαθητή, τετράδιο ασκήσεων, λογισμικό, βιντεοκασέτες, κασέτες ήχου, διαγράμματα, χάρτες και πίνακες, μακέτες και προπλάσματα κ.λ.π.) που εντάσσονται σε ευρύτερα πλαίσια Προγραμμάτων ΢πουδών που έχουν θεσπιστεί και εφαρμόζονται σήμερα από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.3

Περισσότερα βλ. Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων ΢πουδών. Αθήνα. ΥΕΚ 303β και 304β/13-03-2003. 3


Ιστορικό πλαίσιο αναφοράς ΢την περίοδο της ύστερης τουρκοκρατίας στην Κρήτη, την αρμοδιότητα των σχολείων και της σχολικής εκπαίδευσης είχε ο θεσμός των Φριστιανικών Δημογεροντιών κάθε διοικητικού Σμήματος. Σου αντίστοιχου δηλαδή νομού σήμερα, της Κρήτης. Σα σχολεία αυτά εποπτεύονταν κεντρικά από τον Μητροπολίτη Κρήτης, ως ανωτέρου στην τάξη Αρχιερέα στο νησί, ενώ την επιστημονική εποπτεία στην εκπαίδευση ασκούσε δια του Γυμνασιάρχη και των καθηγητών ή ελληνοδιδασκάλων, ο επίσκοπος της περιοχής. Σην περίοδο αυτή, το θέμα των σχολικών βιβλίων είναι ευαίσθητο, έχει ενδιαφέρον και απασχολεί συχνά την επικαιρότητα, φανερά αλλά και κρυφά. Θεσμικά, το θέμα βιβλίο προσπερνιέται σιωπηλά, από τις Φριστιανικές Δημογεροντίες του νησιού. Άθικτο ως αυτονόητο, χωρίς ρυθμίσεις, συγκεκριμένα μέτρα και κανόνες, με αποτέλεσμα, η πρακτική και οι αποφάσεις που παίρνονται σε τοπικό επίπεδο Κρήτης, να είναι αυθαίρετες και μεροληπτικές.4 ΢υνήθως, κάθε συγγραφέας ή εκδότης, που είχε πρόσβαση στη (Χριστιανική) διοίκηση, προωθούσε τα βιβλία του στηριζόμενος στις σχέσεις γνωριμίας που είχε μαζί της. Έτσι συναντούμε συχνά πλούσιο αρχειακό υλικό σε επιστολές προς τους διδασκάλους και τους καθηγητές της Κρήτης, για να προτιμηθεί το βιβλίο τους. ΢υστατικές επιστολές, εγκύκλιοι και υπηρεσιακή αλληλογραφία, προς τα σχολεία και τους διδάσκοντες, κάποτε σε έντονο ύφος και με αυστηρότητα, υπέδειχναν βιβλία από «Πίνακες εγκεκριμένων βιβλίων» κατά τάξη, και τύπο σχολείου (Δημοτικό, Ελληνικό και Γυμνάσιο). Υαίνεται όμως ότι οι υπηρεσιακές υποδείξεις, λόγω έλλειψης θεσμικού πλαισίου, να μην εφαρμόζονταν απόλυτα. Έτσι είχαμε ως αποτέλεσμα τη συχνή υπόμνηση των εντολών αυτών και την απειλή επιβολής ακόμη και ποινών στους παραβάτες εκπαιδευτικούς και ΢χολάρχες.5 Βέβαια, όλα τα σχολικά βιβλία, σε γενικές γραμμές, κινούνταν στον απόηχο πάντα της φιλοσοφίας, της βιβλιογραφίας και της πρακτικής των συγγραφέων της κυρίως Ελλάδας. Έτσι συναντούμε να κυκλοφορούν στο νησί, οι πιο κάτω τίτλοι ελληνικών σχολικών βιβλίων : Αλφαβητάριο ΢κορδέλη, Ελληνική Γραμματική Βερναρδάκη, ΢τοιχειώδης Αριθμητική Λάκωνος, Χρηστομάθειες Αντωνιάδη ή ΢ακελλαρίου, Ιερά Ιστορία Κοραή, Ιερά Ιστορία Βερναρδάκη, Ιερά Κατήχηση Βερναρδάκη, Παλαιά Διαθήκη ΜοσχάΠατεράκης Γεώρ. Η Παιδεία στην Κρήτη κατά το Αρχείο της Χριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου. 1869-1898, Δρ. διατριβή,Ιωάννινα 2002. 5 Βλ. ΙΑΦΔΛ] 1870-09-06]502]΢ύσταση σχολικού βιβλίου Γραμματικής του διδασκάλου Ιωάν. Περίδη από τον Κρήτης Μελέτιο, καθώς και έγγραφα για την π.χ. Γεωγραφία Κρήτης, Εμμ. Γενεράλι, κ. ά. 4


κη, Ελληνική Ιστορία Βρατσάνου, ή Κείτλη ή Πανταζή ή Αντωνιάδη, ΢υντακτικόν Ασωπίου ή Χριστοδούλου, ΢τοιχεία Γεωμετρίας Γεράκη, Γραμματική Γαλλικής Καρασούτα, Γραμματική Λατινικής Ουλερίχου, Μαθημάτων Λατινικής Ουλερίχου, Γεωγραφία ΢ακελλαρίου ή Δραΐκη, Κατάλογος Ανωμάλων ρημάτων ΢ακελλαρίου.6 Επειδή στο νησί διδάσκεται και η τουρκική γλώσσα, συναντούμε και τίτλους οθωμανικών σχολικών βιβλίων, όπως : Μέθοδος Ορθογραφίας Οθωμαν. Ρεσίτ Εφένδη, Αναγνωσματάρια Οθωμαν. Χαβέζ Ρεβιάτ, Αραβογαλλο-ελληνο-τουρκικό λεξικό, κ.ά. ΢τους δύο «Περί παιδείας» Νόμους της Κρήτης, που ψηφίστηκαν κατά τα έτη 1881 και 1889, η πολιτική του βιβλίου υφέρπει, με ευκαιριακές αναφορές σε παρεμφερή άρθρα τους. Έτσι στον πρώτο «περί παιδείας» Νόμο του 1881, προβλέπεται : Εξεταστική Επιτροπή των εν ταις έδραις των Διοικήσεων ελληνικών σχολείων και γυμνασίων.7 Η Επιτροπή αυτή απαρτίζεται από : τον γυμνασιάρχη ή σχολάρχη, τον διευθυντή του Δημοτικού σχολείου της έδρας, και από ένα ελληνοδιδάσκαλο ή καθηγητή, αιρετό από τους συναδέλφους τους. Ψς καθήκοντα δε της Επιτροπής αυτής, προβλέπονται : α) Οι εξετάσεις υποψηφίων για διορισμό δημοδιδασκάλων, καθώς και η πιστοποίηση της διδακτικής ικανότητας, ακόμη και των ήδη υπηρετούντων. β) «Να φροντίζη περί του συστήματος της διδασκαλίας δια να είναι όσον το δυνατόν καλλίτερον και να υποδεικνύη τα κατάλληλα διδακτικά βιβλία…».8 Η παραπάνω πρόβλεψη, στο νόμο, συμπληρώνεται αμέσως μετά, με επόμενη εγκύκλιο, όπου επιτάσσεται η επαγρύπνηση στις μεθοδολογικές εξελίξεις διδασκαλίας και οι κατάλληλες προσαρμογές τόσο στη νέα μέθοδο διδασκαλίας, όσο και στα απαραίτητα διδακτικά βιβλία. Τποχρεούνται δηλαδή οι «Εξεταστικές Επιτροπές» όπως «…παρακολουθούσαι, εισάγωσι τας αναγκαίας βελτιώσεις και τα ευμέθοδα βιβλία.».9

Περισσότερα βλ. Ιστορικό Αρχείο Φριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου, στην Ι. Μητρόπολη Πέτρας και Φερρονήσου, Νεάπολη. Εικόνες εξωφύλλων των πιο πάνω τίτλων σχολικών βιβλίων, ή εγκριτικές εγκυκλίους της κυκλοφορίας τους, βλέπε στο τέλος, Εικόνες στο Παράρτημα. 7Νόμος Περί παιδείας, της Κρήτης του 1881 (Υωτιάδη Ι.), Κεφάλαιο Γ΄, Περί εξετάσεων και εξεταστικών επιτροπών, Άρθρο 38. 8 Περί παιδείας Νόμος Κρήτης 1881, Κεφάλαιο Γ΄, Περί εξετάσεων…, ό. π. Άρθρα 39-40. 9 Βλ. Κρήτη, Εφημερίς Γενικής Διοικήσεως Κρήτης, α.φ. 614/10-10-1881/Εγκ. 56/Περί εκτελέσεως του περί παιδείας νόμου όσον αφορά εις τα Χριστιανικά ΢χολεία. Γ΄ Περί των προσόντων των διδασκάλων. «Αλλά της ειρημένης εκτάκτου εξεταστικής Επιτροπής έργον ωσαύτως σπουδαιότατον είναι, κατά το εδάφιον του άρθρου 40, και το να φροντίζη περί του συστήματος της διδασκαλίας και να υποδεικνύη τα κατάλληλα βιβλία. Ως γνωστόν αι καθ’ 6


Αλλά και από τον δεύτερο «περί Παιδείας» Νόμο της Κρήτης,10 του 1889, συνιστώνται πέντε διαρκείς Εξεταστικαί Επιτροπείαι,11 στα καθήκοντα των οποίων προβλέπεται, ότι : « Προ της ενάρξεως του σχολειακού έτους ορίζωσι δι άπαντα τα σχολεία του Σμήματος, είτε δημόσια είτε ιδιωτικά, βιβλία συμφώνως προς τα ισχύοντα εν τοις σχολείοις της Ελλάδος, απαγορευομένων των κλεψιτύπων…».12 Εδώ διακρίνουμε για πρώτη φορά, την σαφή, θεσμοθετημένη θέση, προσανατολισμού της εκπαίδευσης της Κρήτης «…κατά τα εν Ελλάδι ισχύοντα», που διατυπώνεται ξεκάθαρα, σε παρακάτω εδάφιο των Γενικών Διατάξεων, του ίδιου νόμου.13 Η σχολική νομοθεσία του ελληνικού βασιλείου, αναφέρεται στα σχολικά βιβλία, με απανωτά νομοθετήματα (έξι νόμοι στη σειρά) που συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο, για τη ρύθμιση των προϋποθέσεων συγγραφής, έγκρισης, εκτύπωσης και διάθεσής τους στο εμπόριο. (Νόμοι του 1882, 1887, 1893, δύο του 1895, 1900, 1907). Σο τέλος λειτουργίας του θεσμού της Φριστιανικής Δημογεροντίας στην Κρήτη, επέρχεται στις 9 Δεκέμβριου 1898. Με τη ίδρυση του καθεστώτος της Αυτονομίας στο νησί, και τη σύσταση της Κρητικής Πολιτείας, ξεκίνησε να πνέει άνεμος δημιουργίας σ’ όλες τις πτυχές του δημόσιου βίου της Κρήτης, και επομένως και στην εκπαίδευσή της.

΢την Κρητική Πολιτεία ΢τον τομέα της Παιδείας σημειώθηκαν σημαντικές δομικές αλλαγές και το εκπαιδευτικό σύστημά της Κρήτης μεταρρυθμίστηκε εκ θεμελίων. Ψς πρότυπο λειτούργησε «…το εν τω Ελληνικώ Βασιλείω εκπαιδευτικόν καθεστώς και επί τη βάσει τούτου λαμβανομενών υπ’ όψιν και των νομοθεσιών ξένων εθνών ίδια των Γερμανών και Γάλλων». Όπως μας πληροφορεί σχετική πηγή της περιόδου : εκάστην επιτελούμεναι πρόοδοι περί την μέθοδον της διδασκαλίας και την έκδοσιν κατάλληλων διδακτικών βιβλίων, απαιτούσιν όπως αι ειρημέναι επιτροπαί αγρύπνως τας προόδους ταύτας παρακολουθούσαι, εισάγωσι τας αναγκαίας βελτιώσεις και τα ευμέθοδα βιβλία…». 10 Σο Νόμο του 1889, βλ. Πατεράκης Γ., Η Παιδεία στην Κρήτη, ό. π., Παράρτημα σ. 419 κ.ε. 11 Περί παιδείας Νόμος, Κρήτης 1889, (Ν. ΢αρντίσκη) Κεφάλαιο Ζ΄, Περί εξεταστικών επιτροπειών. 12 Περί παιδείας Νόμος Κρήτης 1889, ό. π., Άρθρα 54, 55, α,β,γ. 13 Περί παιδείας Νόμος Κρήτης 1889, ό. π., Κεφάλαιο ΙΔ΄, Γενικαί Διατάξεις, Άρθρο 74 : «Σα περί προγραμμάτων, περί εορτών και τα κατά την εσωτερικήν διοίκησιν των ΢χολείων κα-νονίζονται υπό των Εφορειών και των διαρκών εξεταστικών επιτροπειών κατά τα εν Ελλά-δι ισχύοντα και πέμπονται εις τα σχολεία αι προσήκουσαι οδηγίαι».


« … Προκειμένου δε περί της εσωτερικής οργανώσεως των σχολείων, πρώτον μεν διά λόγους πραγματικούς, σχετιζομένους προς την εύκολον παραδοχήν των ημετέρων μαθητών εις τα έκτος της Κρήτης παντός βαθμού Ελληνικά εκπαιδευτήρια, εις ά συχνότατα γίνεται μετάβασις δια την άμεσον και στενήν ημών προς αυτά επικοινωνίαν, έπειτα και δι’ ευνοήτους εθνικούς λόγους υψίστης σπουδαιότητος, ελήφθη ως βάσις το εν τω Ελληνικώ Βασιλείω εκπαιδευτικόν καθεστώς και επί τη βάσει τούτου λαμβανομένων υπ’ όψιν και των νομοθεσιών ξένων εθνών, ίδια των Γερμανών και Γάλλων, και των περί εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων μελετών των εν Ελλάδι γενομένων προσέτι δε και των εκ της πείρας του παρελθόντος διδαγμάτων κατηρτίσθη ο οργανισμός της εκπαιδεύσεως. Ούτινος αντίτυπον αποστέλλομεν συν τη παρούση. Προσέτι αποστέλλομε αντίτυπον του κατά την πρώτην σύνοδον της Βουλής ψηφισθέντος νόμου και έτερον του κατά την δεύτεραν σύνοδον τροποποιηθέντος του και νυν ισχύοντος. Εν τω Οργανισμώ της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως ανεγράφησαν ως διδακτέα μαθήματα, αυτά ταύτα τα και εν Ελλάδι εισηγμένα. Μόνον το περί καθήκον των και δικαιωμάτων του συνταγματικού πολίτου προσετέθη ως επιβαλλόμενον υπό της νέας των πραγμάτων τάξεως και αι γεωργικαί εν αγροκηπίοις εργασίαι. Εκανονίσθησαν ομοιόμορφα αναλυτικά προγράμματα, εισήχθησαν βιβλία υπηρεσιακά και εθεσπίσθη ο θεσμός της επιθεωρήσεως προς ποδηγέτησιν των απειροτέρων διδασκάλων και εφαρμογήν των σχολικών νόμων και διατάξεων. Σα αναλυτικά προγράμματα αυτολεξεί σχεδόν παρελήφθησαν εκ των εν Ελλάδι ισχυόντων. Καίτοι το δημοτικόν σχολείον έχει και πρέπει να έχη γενικής μορφώσεως χαρακτήρα παρέχον τας παντί ανθρώπω αναγκαίας γνώσεις, όμως η Κρητική Πολιτεία έκρινεν αναγκαίον και εν αυτή τη στοιχειώδει εκπαιδεύσει να δοθή διεύθυνσίς τις εις πρακτικότεραν διά τον βίον μόρφωσιν. Σοιούτον δ’ έχει σκοπόν η υποχρέωσις του να εργάζωνται οι μαθηταί εν αγροκηπίοις εις τα σχολεία προσηρτημένοις. Βεβαίως οι ημέτεροι διδάσκαλοι δεν είναι προς τοιαύτας εργασίας, θεωρητικώς τουλάχιστον παρασκευασμένοι…».14 Οξύς δημιουργικός οργασμός επικράτησε τότε, με την ψήφιση νόμων και διαταγμάτων. Η ψήφιση του «Oργανισμού της δημοσίας εκπαιδεύσεως»15 ήταν από τις πιο βασικές νομοθετικές ενέργειες. Κάτω από το ανανεωτικό αυτό πνεύμα, το νοσηρό κλίμα γύρω από το διδακτικό βιβλίο, την επιλογή, εμπορία και διακίνησή του, επιχειρείται να αναστραφεί. Έτσι συγκροτήθηκε σταθερό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της εκπαίδευσης, με την παράλληλη δημιουργία εκπαιδευτικών υποδομών. Βλ. Κρητική Πολιτεία, Η εν Κρήτη εκπαίδευσις, Εν Φανίοις 1904, σσ. 21-22. Κρητική Πολιτεία, Νόμος, Αριθ. 82. Περί Οργανισμού της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, Εν Φαλέπα τη 30η ΢επτεμβρίου 1899. 14 15


Από τα πρώτα εκπαιδευτικά διατάγματα, υπήρξε πρόνοια και ορίστηκε η διαδικασία συγγραφής των διδακτικών βιβλίων και μάλιστα η αξιολογική κρίση και επιλογή των πλέον κατάλληλων, από ειδική επιτροπή, με αντικειμενικά κριτήρια. ΢υγκεκριμένα, στον Oργανισμό της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, του 1899 προβλέπεται : «Σα εκάστοτε εισακτέα διδακτικά βιβλία ορίζονται δια διαγωνισμού κατά τριετίαν ανανεουμένου· των διαγωνισμών τούτων τα καθ’ έκαστα κανονίζονται εκάστοτε δι’ Ηγεμονικών Διαταγμάτων».16 Παρακάτω συναντούμε την διευκρίνιση : «Διαρκούντος του σχολικού έτους 1899-1900 θέλει προκηρυχθή διαγωνισμός διδακτικών βιβλίων. Σα δε δια το έτος τούτο εισακτέα διδακτικά βιβλία ορισθήσονται δι’ Ηγεμονικού Διατάγματος των μεν δημοτικών σχολείων παντός βαθμού γνωμοδοτήσει του εποπτικού ΢υμβουλίου, των δε Προγυμνασίων και Γυμνασίων γνωμοδοτήσει των συλλόγων των καθηγητών».17 ΢το πνεύμα του νόμου αυτού προκηρύχτηκε έτσι, με επείγουσες διαδικασίες ο διαγωνισμός συγγραφής νέων σχολικών, διδακτικών εγχειριδίων και βιβλίων. Ορίστηκε και Κριτική Επιτροπή με τον τίτλο «Επιτροπεία των Κριτών», για την κρίση και επιλογή των πλέον καταλλήλων για χρήση στα σχολεία της Κρήτης. ΢τις 18-2-1900 εκδόθηκε Διάταγμα – κάλεσμα της Ανωτέρας Διευθύνσεως Δημοσίας εκπαιδεύσεως της Κρητικής Πολιτείας.18 ΢την πρόσκληση αυτή ανταποκρίθηκε πλήθος ενδιαφερομένων και υπέβαλε σώματα χειρόγραφων εγγράφων, που απαρτίζουν τα προς κρίση βιβλία τους, στην ελληνική γλώσσα, καθώς και ελάχιστα βιβλία στην τουρκική γλώσσα, αφού συνέχιζαν να υπάρχουν στο νησί και μουσουλμανικά σχολεία. Η ανταπόκριση των συγγραφέων και εκδοτών, τόσο από τον κρητικό αλλά και τον ελλαδικό χώρο γενικά, ήταν ικανοποιητική. Ενδεικτικά, αναφέρονται τα ονόματα των ενδιαφερόμενων συγγραφέων, υποψηφίων για κρίση των έργων τους όπως : Ανδρέα Ζ. Κοκκινάκη, Μιλτιάδη Βρατσάνου, Παύλου Α. Βαλάκη, Δημητρίου Γ. Παπαγρηγορίου, Βασιλείου Ψιλάκη και άλλων.

Βλ. Κρητικής Πολιτείας, Οργανισμός της Δημοσίας εκπαιδεύσεως, εν Φανίοις, 1899. Βλ. Κρητικής Πολιτείας Αριθ. Νόμου 82, Διάταγμα Περί Οργανισμού της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, της. Χηφίστηκε Εν Φαλέπα τη 30 ΢επτεμβρίου 1899. ΢το κεφάλαιο ΚΑ΄ Ακροτελεύτιοι διατάξεις, Άρθρο 226 προβλέπει : Σα εκάστοτε εισακτέα διδακτικά βιβλία ορίζονται δια διαγωνισμού κατά τριετίαν ανανεουμένου· των διαγωνισμών τούτων τα καθ’ έκαστα κανονίζονται εκάστοτε δι’ Ηγεμονικών Διαταγμάτων. σ. 37. 17 Βλ. Νόμος, αριθ. 82. Περί Οργανισμού της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, Εν Φαλέπα 1899. ό. π.. ΢το κεφάλαιο ΚΒ΄ Προσωριναί διατάξεις, Άρθρο 243, σ. 40. 18 Βλ. ΙΑΚ, Αρχείο Ανωτέρας Διευθύνσεως Δημοσίας Εκπαιδεύσεως της Κρητικής Πολιτείας, Φανιά. 16


΢το πνεύμα της εποχής, ανιχνεύουμε στο αρχειακό υλικό εκπαίδευσης της Κρητικής Πολιτείας, πληθώρα υλικού και σχετική αλληλογραφία, για την υπόθεση συγγραφής κι έγκρισης διδακτικών εγχειριδίων με τις σχετικές αποφάσεις.19 Εγκριτικές αποφάσεις, που ίσχυαν για μια πενταετία 1897-1902 και 1902-1907. Κάθε έγκριση βιβλίων, αποτελεί τεκμήριο ποιότητας, και φυσικά το εισιτήριο εισόδου του συγκεκριμένου βιβλίου στο δίκτυο διάθεσης, διακίνησης και εμπορίου, πάνω στην οποία ορίζεται πάντα και το ύψος της τιμής πώλησής του. Ενδιαφέρον έχουν, τόσο οι περιπτώσεις των ενδιαφερομένων συγγραφέων και εκδοτών, όσο και οι παρενέργειες που σημειώθηκαν στη συνέχεια. Ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος και φυσικά είχε και επακόλουθα. Από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις αναφέρεται η διαμάχη και φυσικά η καταγγελία του συγγραφέα-εκδότη Ανδρέα Ζ. Κοκκινάκη, από τη Ηράκλειο, σε ανταγωνιστές του, ότι : «…εν Ρεθύμνη αντί του εγκριθέντος αλφαβηταρίου του,20δια την πενταετία 1897-1902, με τον τίτλον «Μεθοδικόν Αλφαβητάριον», εν Αθήναις 1897, κυκλοφορεί πλαστογραφημένο το «Μεθοδικόν Αλφαβητάριον» του κ. Μιλτιάδου Ι. Βρατσάνου».21 Σα σχετικά θέματα στο Ιστορικό Αρχείο είναι πλούσια, και απασχολούν τους διοικητικούς φορείς της Κρητικής Πολιτείας αρκετά. ΢τα 1901, τροποποιείται η διαδικασία έγκρισης των σχολικών βιβλίων της Κρήτης με τον υπ’ αριθ. 391, Νόμο περί Οργανισμού της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, όπου και προβλέπεται ότι τα : «Αναγνωστικά βιβλία και διδακτικά λαμβάνονται εκ των εν Ελλάδι εγκεκριμένων. Και τα μεν του δημοτικού ΢χολείου και ανωτέρου Παρθεναγωγείου ορίζουσιν οι επιθεωρηταί της εκπαιδεύσεως, τα δε των ελληνικών σχολείων και γυμνασίων τα συμ-

Βλ. Τλικό στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, στα Φανιά όπου και το Αρχείο της Κρητικής Πολιτείας. 20 Βλ. Κοκκινάκης Ζ. Ανδρέας, Ελληνικόν Μεθοδικόν Αλφαβητάριον εγκριθέν επί πενταετίαν, κατά τον εν έτει 1902 τελεσθέντα διαγωνισμόν των διδακτικών βιβλίων της δημοτικής εκπαιδεύσεως ήτοι από του 1897-1902. Εν Αθήναις, εκδοτικός οίκος Γεωρ. Δ. Υέξη 1904. Εικόνα του, Παράρτημα σ. 26. 21 Βρατσάνος Ι. Μιλτιάδης, διδάκτορας της φιλοσοφίας και παιδαγωγικής του εν Λειψία πανεπιστημίου, καθηγητής. Μεθοδικόν Αλφαβητάριον εγκριθέν εν τω διαγωνισμώ των διδακτικών βιβλίων υπό της επί τούτω Επιτροπείας των Κρητών δια την πενταετίαν 18971902, μέρος πρώτον, έκδοσις Β΄, εν Αθήναις, Μιχαήλ Ι. ΢αλίβερος εκδότης, 1898. Εικόνα του εξωφύλλου του βλ. Παράρτημα σελ. 28. 19


βούλια των καθηγητών των γυμνασίων και ημιγυμνασίων. Αποκλείονται τα μέχρι τούδε εισαχθέντα και μη όντα εγκεκριμένα εν Ελλάδι…».22 Δυο χρόνια αργότερα, στα 1903, ο πιο πάνω νόμος τροποποιείται με προσθήκες στο παραπάνω άρθρο. Σροποποιείται η χρονική διάρκεια ισχύος της έγκρισης «δια μιαν τετραετίαν», καθώς και η αρμοδιότητα έγκρισης, που θα γίνεται πλέον πιο προσεκτικά «με την έγκριση του οικείου ΢υμβούλου» (Τπουργού) και την δυνατότητα της εκ μέρους του εισαγωγής στα δημοτικά σχολεία της Ιστορίας και της Γεωγραφίας Κρήτης. Έτσι προβλέπεται τελικά : « Άρθρ. 162. Αναγνωστικά βιβλία και διδακτικά λαμβάνονται εκ των εν Ελλάδι εγκεκριμένων δια μίαν τετραετίαν. Και τα μεν του δημοτικού ΢χολείου και ανωτέρου Παρθεναγωγείου ορίζουσιν οι Επιθεωρηταί της Εκπαιδεύσεως, τα δε των Ελληνικών ΢χολείων και Γυμνασίων τα συμβούλια των καθηγητών των Γυμνασίων και Ημιγυμνασίων υπό την έγκρισιν του οικείου ΢υμβούλου. Δύναται ο επί της Παιδείας ΢ύμβουλος να εισάγη εν τοις δημοτικοίς ΢χολείοις την Ιστορίαν και Γεωγραφίαν της Κρήτης …».23 Από τα βιβλία που υποβλήθηκαν για κρίση, αλλά εγκρίθηκαν και άλλα όχι. Σα εγκεκριμένα βιβλία, περιέχουν την εγκριτική απόφαση, εσωτερικά, που αναφέρεται στο Ηγεμονικό Διάταγμα, το οποίο προβλέπει την διαδικασία, ισχύει για συγκεκριμένο χρόνο και προορίζεται για συγκεκριμένη τάξη του σχολείου. Η εγκριτική προτρέπει το συγγραφέα να συμμορφωθεί στις υποδείξεις της Επιτροπής κρίσης για βελτίωση του τελικού αποτελέσματος, και ορίζει την τελική τιμή πώλησής τους.24 Ση διαδικασία υπηρεσιακής έγκρισης των σχολικών βιβλίων, υπονόμευαν πολλές περιπτώσεις. Οι συγγραφείς-εκδότες κάτω από διάφορες αιτίες και προσχήματα επιχειρούσαν να παρακάμψουν και να αποφύγουν την κρίση. Έτσι άλλα βιβλία τυπώθηκαν και κυκλοφόρησαν εγκεκριμένα. Άλλα κυκλοφόρησαν και χωρίς έγκριση. Σέλος άλλα τυπώθηκαν στη Αθήνα, κυκλοφόρησαν ως εγκεκριμένα από το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων της Ελλάδος, τα οποία τα νομιμοποιούσε, τα επικύρωνε, και τα εξίσωνε με τα εγκεκριμένα της Επιτροπής Κρίσης της Κρητικής Πολιτείας. Βλ. Νόμος περί Οργανισμού της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως υπ’ αριθ. 391/1901, Άρθρο 184, σελ. 45. 23 Βλ. Νόμος περί Οργανισμού της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως υπ’ αριθ. 485/1903, Άρθρο 162, σελ. 41. 24 Εγκριτική του Βασιλείου της Ελλάδος, για τη Γραμματική Δ. Βερναρδάκη, βλ. Παράρτημα, Εικ. 10, σελ. 23. Εγκριτικές της Κρητικής Πολιτείας για Δ. Παπαγρηγορίου (Κοκκινάκη) βλ. Εικ. 16. σελ. 29. Εικ. 17, σελ. 30, Εικ.19. σελ. 32. Για την Κρήτη Παλαίουσα, Α. Βορεάδη, βλ. Παράρτημα, Εικ. 27,. σελ. 40. 22


Θεματικά, τα σχολικά βιβλία αυτά που επέμενε η Κρητική Πολιτεία να ελέγχει, όπως είδαμε παραπάνω, ήταν αυτά της Ιστορίας της Κρήτης, και της Γεωγραφίας της Κρήτης.25 Όλα τα υπόλοιπα, ήταν σχεδόν αποδεκτά, με την προϋπόθεση να φέρουν την έγκριση του Ελληνικού Τπουργείου Παιδείας. Παραθέτουμε και άλλα σχολικά βιβλία, καθένα των οποίων έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, τα οποία αποτυπώνονται στα εξώφυλλά τους. Σα χαρτόδετα εξώφυλλά των σχολικών βιβλίων συνήθως ήταν από έγχρωμο χαρτί μεγαλύτερου βάρους των σελίδων του. Με μαύρο μελάνι, έφεραν το όνομα του συγγραφέα στη κορυφή, τον τίτλο του βιβλίου, το έτος έκδοσης και μικρά ψιμύθια. Προοδευτικά η εμφάνιση των εξώφυλλων βελτιώθηκε και απόκτησε όλα τα παραπάνω και έγχρωμες παραστάσεις.26 Σο δέσιμο των σχολικών βιβλίων ήταν ποικίλο. Από συραμμένα με σπάγκο στη ράχη φύλλα, τα πιο φροντισμένα, έως συρραμμένα με συρμάτινους συνδετήρες. Πρόχειρα με μεταλλικά συρραπτικά στοιχεία. Ενδεικτικά, παραθέτουμε στη συνέχεια παραδείγματα σχολικών βιβλίων αντιπροσωπευτικών, από κάθε περίπτωση : Α) Η Ιστορία της Κρήτης, του καθηγητή Παύλου Βαλάκη, για παιδιά του Δημοτικού ΢χολείου, τυπικό παράδειγμα εγκεκριμένου σχολικού βοηθήματος σε όλα του τα στάδια συγγραφής, έγκρισης, εκτύπωσης και κυκλοφορίας του στην Κρήτη. Β) Η Ιστορία και Γεωγραφία της Κρήτης, για χρήση των ΢χολείων, του Ιωάννου Κονδυλάκη. Γ) Ελληνική Χρηστομάθεια, του καθηγητή Αθαν. ΢ακελλαρίου, για μαθητές του Ελληνικού ΢χολείου, αλλά και της Ελληνικής Χρηστομάθειας, του Αντ. Αντωνιάδη. Δ) Η Κρήτη Παλαίουσα, του Αντωνίου Βορεάδη. Ε) Διάφορα σχολικά βιβλία, που έχουν ελληνική έγκριση, και αξιοποιήθηκαν και στην εκπαίδευση της Κρήτης. ΢την πρώτη περίπτωση, του εγκεκριμένου σχολικού βιβλίου, παρουσιάζουμε την Ιστορία Κρήτης του καθηγητή Παύλου Βαλάκη.

Βλ. Φουρδάκης Αντώνης, Η παιδεία στη Κρητική πολιτεία 1898-1913, Εκδόσεις Gutenberg – Γιώργος κ΄ Κώστας Δαρδάνος (2011). 26 Βλ. Παράρτημα, σελ. 43 το βιβλίο : Κρητική Ιστορία, του Παντελή Π. Βαβουλέ, Φανιά, χ.χ. 25


Ο συγγραφέας υποβάλλει χειρόγραφο σώμα του έργου του, έκτασης εικοσιπέντε σελίδων, στην Επιτροπή Κρίσης,27 η οποία ύστερα από εξονυχιστικό έλεγχο των περιεχομένων του δίνει την έγκρισή της. ΢τη συνέχεια βλέπουμε την τελική μορφή που παίρνει το έργο του, κατά την έκδοση και κυκλοφορία του28 ΢τη δεύτερη περίπτωση : Ιστορία και Γεωγραφία της Κρήτης, του Ι. Κονδυλάκη τυπώθηκε και κυκλοφόρησε αυτόνομα. Δεν περιέχει καμία αναφορά για έγκριση, αν και προορίζεται για μαθητές του Δημοτικού σχολείου.29 ΢την τρίτη περίπτωση, των βιβλίων που είναι εγκεκριμένα από το Ελληνικό ΤΠΕΠΘ, παραθέτουμε δύο βιβλία, Ελληνικής Φριστομάθειας, που προορίζονται για τη χρήση των μαθητών των Ελληνικών ΢χολείων, των συγγραφέων : - Αντωνιάδου Ι. Αντ., γυμνασιάρχου εν Αθήναις, και - Αθαν. ΢ακελλαρίου, καθηγητή του εν Αθήναις Βαρβακείου Λυκείου. Επίσης και άλλα σχολικά βιβλία, που χρησιμοποιήθηκαν στην Κρήτη, όπως π.χ. των : - Βερναρδάκη Δημ., Δρ. Υ. και καθηγητή Πανεπιστημίου της Ιστορίας και Υιλοσοφίας, στην Αθήνα. - Βρατσάνου Ι. Μιλτιάδη, καθηγητή, διδάκτορα της Υιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Λειψίας.30 ΢ημειώνεται ότι ο συγγραφέας, καθηγητής, Μιλτιάδης Βρατσάνος είναι γνωστός από παλιά και σχετικός με την εκπαίδευση της Κρήτης.31 ΢ιωπηλά, τα έργα αυτά είναι αποδεκτά, αφού όμοιά τους δεν έχουν υποβληθεί για έγκριση, προοριζόμενα για το περιορισμένο αγοραστικό χώρο της Κρήτης. Έτσι εισάγονται και χρησιμοποιούνται ελεύθερα, αφού αφ’ ενός μεν ελλείπει ο εμπορικός ανταγωνισμός και αφετέρου καλύπτεται η εκπαιδευτική δεοντολογία τους, ηλεγμένη από τις επίσημες ελληνικές εκπαιδευτικές αρχές, στοιχείο το οποίο τους προσδίδει ακόμη πιο ισχυρό εφόδιο κυκλοφορίας τους για τα Φριστιανόπουλα της Κρήτης. Σέλος στην περίπτωση : Η Κρήτη Παλαίουσα, του Αντ. Βορεάδη. Έχει ασπρόμαυρο εξώφυλλο, πάνω σε γκρι φόντο, μέσα σε μια κορνίζα Βλ. Παράρτημα, σσ. 37-38. Βλ. Παράρτημα, σελ. 36. 29 Βλ. Παράρτημα, σελ. 35. 30 Βλ. Παράρτημα, σσ. 13-43 31 Ο συγγραφέας, καθηγητής Μιλτιάδης Βρατσάνος, είχε υπηρετήσει κατά το παρελθόν ως καθηγητής στο Ηράκλειο, με επιτελικά καθήκοντα κοντά στην Εφορεία ΢χολείων Ηρακλείου και είχε οργανώσει και κανονικοποιήσει τότε (1863) το εκπαιδευτικό σύστημά της. 27 28


φέρει την παράσταση του Κρητικού επαναστάτη Γ. Καντανολέου, δίπλα στο υποζύγιό του. Εισήχθη ως αναγνωστικό βιβλίο του Δημοτικού ΢χολείου, στα 1911 και χρησιμοποιήθηκε προς το τέλος της περιόδου της Κρητικής Πολιτείας. Διαθέτει ένδειξη της υπηρεσιακής έγκρισης των περιεχομένων 32 του. Ο συγγραφέας του υπήρξε Γυμνασιάρχης Νεαπόλεως. Ο ανώτατος στην τάξη υπηρεσιακός παράγοντας της εκπαίδευσης του Σμήματος Λασιθίου. Έπειτα σταδιοδρόμησε ως πολιτικός και εκδότης της Εφημερίδας Ηράκλειο, στην πόλη του Ηρακλείου, αλλά και ως ΢ύμβουλος (Τπουργός) της Παιδείας στην Κρητική Πολιτεία. Οι ιδιότητες του αυτές, συν την επιστημονικότητά του33 προσέδιδε εγκυρότητα και διδακτική αξία στα περιεχόμενα του έργου του. Αν ληφθή υπ’ όψη ότι ο Γυμνασιάρχης ασκούσε τότε και εποπτικό έλεγχο στα δημοτικά ΢χολεία του Σμήματος, αντιλαμβανόμαστε το κλίμα, τις συνθήκες αποδοχής και το καθεστώς επιβολής και κυκλοφορίας του στα σχολεία όλης της Κρήτης.

Βλ. Παράρτημα σελ. 40. Ο Βορεάδης Αντώνιος, ήταν υπότροφος της Φριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου, αριστούχος διδάκτωρ της Υιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Ιένας και Γυμνασιάρχης Νεαπόλεως. 32 33


Περίληψη Από την πλήρη αναρχία, στην πολιτική γύρω από την έννοια του σχολικού βιβλίου, στην ύστερη Σουρκοκρατία στην περίοδο των δημογεροντιών (1858–1898) στην Κρήτη, προβάλλουν σταδιακά το ενδιαφέρον, και κάποια δεοντολογία για την προτίμηση των διδακτικών βιβλίων στα σχολεία της. Αυθαίρετη και ασύδοτη ήταν αρχικά η προτίμηση των σχολικών βιβλίων, που στηριζόταν εμπειρικά, στις γνωριμίες των συγγραφέων με το ιερατείο, που προεξήρχε της εκπαίδευσης και στην προώθησή τους στην εκπαίδευση, με προσωπικές συστάσεις και υποδείξεις προς τους εκπαιδευτικούς, χωρίς συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο. Αναλυτικό Πρόγραμμα μαθημάτων, δεν υπήρχε τότε. Σέλος στους δύο «Περί παιδείας Νόμους» της Κρήτης, που ψηφίστηκαν στα έτη 1881 και 1889, η πολιτική του βιβλίου υφέρπει, με ευκαιριακές αναφορές σε παρεμφερή άρθρα και με τον σαφή προσανατολισμό της εκπαίδευσης «κατά τα εν Ελλάδι ισχύοντα». ΢την κεντρική Ελλάδα λειτουργεί Επιτροπή κριτών του Τπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων και ανάλογη νομοθεσία, που βελτιούμενη και συμπληρούμενη διαρκώς, ρυθμίζει τις λεπτομέρειες και περνά από κρίση το διδακτικό βιβλίο. Βιβλία της κυρίως Ελλάδας χρησιμοποιούνταν αρχικά άτυπα, αλλά ως εγκεκριμένα, πλέον και στην Κρήτη. Έτσι συναντούμε τους γενικούς τίτλους ελληνικών σχολικών βιβλίων όπως : Αλφαβητάριο ΢κορδέλη, Ελληνική Γραμματική Βερναρδάκη, ΢τοιχειώδης Αριθμητική Λάκωνος, Χρηστομάθειες Αντωνιάδη ή ΢ακελλαρίου, Ιερά Ιστορία Κοραή, Ιερά Ιστορία Βερναρδάκη, Ιερά Κατήχηση Βερναρδάκη, Παλαιά Διαθήκη Μοσχάκη, Ελληνική Ιστορία Βρατσάνου, ή Κείτλη ή Πανταζή ή Αντωνιάδη, ΢υντακτικόν Ασωπίου ή Χριστοδούλου, ΢τοιχεία Γεωμετρίας Γεράκη, Γραμματική Γαλλικής Καρασούτα, Γραμματική Λατινικής Ουλερίχου, Μαθημάτων Λατινικής Ουλερίχου, Γεωγραφία ΢ακελλαρίου ή Δραΐκη, Κατάλογος Ανωμάλων ρημάτων ΢ακελλαρίου.34 Επειδή όμως διδάσκεται και η τουρκική γλώσσα, συναντούμε στο νησί και τίτλους οθωμανικών σχολικών βιβλίων όπως : Μέθοδος Ορθογραφίας Οθωμαν. Ρεσίτ Εφένδη, Αναγνωσματάρια Οθωμαν. Χαβέζ Ρεβιάτ, Αραβο-γαλλο-ελληνο-τουρκικό λεξικό, κ.ά. Η αναγκαιότητα θεσμοθέτησης πλαισίου ενεργειών κρίσης και έγκρισης των σχολικών βιβλίων και για την Κρήτη, αντιμετωπίζεται λίγο

Περισσότερα βλ. Ιστορικό Αρχείο Φριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου. Ι. Μητρόπολη Πέτρας και Φερρονήσου, Νεάπολη. Εικόνες εξωφύλλων των πιο πάνω τίτλων σχολικών βιβλίων, ή εγκριτικές της κυκλοφορίας τους βλέπε στο Παράρτημα. 34


πριν από το νεοσύστατο καθεστώς της Κρητικής Πολιτείας στα 1897 και κορυφώνεται με την έναρξή του καθεστώτος. Μεγάλες μορφές εκπαιδευτικών της περιόδου (Βορεάδης Αντ., Μιχελιδάκης Αντώνιος, Γιαμαλάκης Νικόλαος) που αναμιγνύονται και στην πολιτική του νησιού, εργάζονται κατάλληλα και εισάγουν ισχυρό θεσμικό πλαίσιο στο νεοσύστατο καθεστώς, που ρυθμίζει νομοθετικά το θέμα. Διαμορφώνεται έτσι και θεσμοθετείται τότε Αναλυτικό Πρόγραμμα μαθημάτων και εφαρμόζονται κανόνες για την ποιότητα του βιβλίου. Έτσι στα πλαίσια αυτά, προκηρύσσεται διαγωνισμός συγγραφής διδακτικών βιβλίων, ανά τριετία αρχικά, και πενταετία αργότερα, και καλούνται οι ενδιαφερόμενοι να υποβάλλουν τα βιβλία τους για έγκριση. ΢την προκήρυξη του έτους 1900, που προβλέπει ο σχετικός νόμος της Κρητικής Πολιτείας (Άρθρο 226] αριθ. Νόμου 82]1899] Ηγεμονικό Διάταγμα) ανταποκρίνονται πολλοί συγγραφείς Κρήτες αλλά και από την άλλη Ελλάδα. Άλλοι από τους οποίους επιτυγχάνουν την έγκριση των συγγραφικών έργων τους, και άλλοι αποτυγχάνουν. Η εγκριτική απόφαση της Κριτικής Επιτροπής, με τις παρατηρήσεις και υποδείξεις προς τους συγγραφέα-εκδότη, συνοδεύει έκτοτε το συγκεκριμένο σχολικό βιβλίο, για ορισμένο χρονικό διάστημα (συνήθως για πενταετία) και ορίζεται απ’ αυτήν υποχρεωτικά και τιμή διάθεσής του, που αναγράφεται πάνω στο βιβλίο. ΢ημειώνονται όμως και παράπονα. Σα σχετικά Αρχεία του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης στα Φανιά, περιλαμβάνει πλούσιο υλικό σχετικά. Σον υποσκελισμό των κρίσεων, επιδιώκουν για διαφορετικούς λόγους πολλοί από τους συγγραφείς, που είτε παρακάμπτουν την κρίση της αρμόδιας επιτροπής και κυκλοφορούν τα βιβλία τους παράτυπα και αυθαίρετα, (χωρίς έγκριση δηλαδή). Είτε εκμεταλλεύονται ως πιο ουσια-στική και εμπορική, την κρίση του Τπουργείου Παιδείας της Ελλάδας, (αφού απευθύνεται σε ευρύτερο αγοραστικό κοινό) και έτσι εγκεκριμένα από την Ελλάδα αξιοποιούνται και στη σχολική πράξη της Κρητικής εκπαίδευσης. ΢υμβιβασμοί και υποχωρήσεις σημειώνονται από τα σχολεία, στις θεματικές των βιβλίων όλων των αποχρώσεων, πλην αυτών που αναφέρονται στην Ιστορία και στην Γεωγραφία της Κρήτης, επειδή αφενός το νησί αποτελεί χωριστή κρατική οντότητα (Αυτονομία) αφετέρου από τις αυξημένες υψηλές απαιτήσεις που έχουν οι πιο πάνω πολιτικοί, που θέτουν υψηλά τον πήχη της εκπαίδευσης των Κρητικόπουλων.


Αργότερα η νομοθεσία της Κρητικής Πολιτείας επιτρέπει και προτρέπει τη χρήση διδακτικών βιβλίων με συγγραφείς από την κεντρική Ελλάδα, εκτός φυσικά από την Ιστορία και την Γεωγραφία Κρήτης.*35 ΢την ανακοίνωσή μας, παρατίθενται τέλος σε Παράρτημα, υλικό των βιβλίων της συγκεκριμένης εποχής για τα οποία γίνονται αναφορές και εικόνες από τα εξώφυλλα των βιβλίων των κυριότερων κρητικών συγγραφέων, αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις, όσων αναφέρθηκαν, (Βερναρδάκης Δημ., Βαλάκης Παύλος, Κονδυλάκης Ιωάννης, Γενεράλις Εμμ., Αντωνιάδης Αντ., Παπαγρηγορίου Γ.Δ., ΢ακελλαρίου Αθαν., Βορεάδης Αντ., Βρατσάνος Μιλτιάδης, Κοκκινάκης Ανδρ. Ψιλλάκης Βασίλειος, Βαβουλές Παντ.). Αναπτύσσονται επίσης οι σύγχρονες απόψεις γύρω από το σχολικό βιβλίο, το οποίο συν τω χρόνω, έγινε πολύ πιο κρίσιμο εργαλείο και σύνθετο στη λειτουργία του, με την ύπαρξη των «διδακτικών πακέτων» πλέον. Διδακτικού υλικού, δηλαδή, τα οποία γίνονται και εκπονούνται σε εκτέλεση συγκεκριμένης φιλοσοφίας της Παιδείας, μέσα από τα Αναλυτικά Προγράμματα ΢πουδών, που αποτελούν θεσμικά και τον οδηγό πλέον, με λεπτομέρειες για τη σύνταξή τους.36

Βλ. Άρθρα του Οργανισμού Δημοσίας Εκπαιδεύσεως184/1901, σ. 45, και άρθρο 162] Οργανισμού Δημοσίας Εκπαιδευσεως, αρ 485/1903] σελ. 41, των σχετικών διαταγμάτων της Κρητικής εκπαίδευσης. 36 Βλ. Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων ΢πουδών, (Δ. Ε. Π. Π. ΢.) του Ελληνικού Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Αθήνα, ΥΕΚ 303β και 304β /13-03-2003. 35


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΥΙΚΕ΢ ΑΝΑΥΟΡΕ΢ 1.

Καψάλης Γ. Αχ. – Φαραλάμπους Υ. Δημ., ΢χολικά Εγχειρίδια : Θεσμική εξέλιξη και σύγχρονη προβληματική, Αθήνα 1995 ΄Εκφραση.

2.

Κασσωτάκης Μιχ.- Υλουρής Γεώρ., Μάθηση και διδασκαλία, τόμος Β΄, Θεωρία, πράξη και αξιολόγηση της διδασκαλίας, Αθήνα 2006.

3. Ξωχέλης Δ. Παναγιώτης, Λεξικό της Παιδαγωγικής, επιμέλεια. ΢υνεργασία 112 ειδικών επιστημόνων, εκδ. οίκος Αφων Κυριακίδη α.ε. 4.

Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων ΢πουδών (Δ.Ε.Π.Π.΢.) Αθήνα. ΥΕΚ 303β και 304β/13-03-2003.

5. Πατεράκης Γεώρ. Η Παιδεία στην Κρήτη κατά το Αρχείο της Χριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου, 1869-1898. Ιωάννινα 2002. Δρ. διατριβή. 6. Φουρδάκης Αντώνης, Πολιτεία υπό αναίρεση, Η εκπαίδευση στη Κρήτη πριν την ΄Ενωση της με την ελεύθερη Ελλάδα. Εκδόσεις Gutenberg, Γιώργος & Κώστας Δαρδανός 2010, τόμοι 1,2,3. 7. Φουρδάκης Αντώνης, Η παιδεία στη Κρητική Πολιτεία 1898-1913, Εκδόσεις Gutenberg – Γιώργος κ΄ Κώστας Δαρδάνος (2011) 8. Νόμος, Περί παιδείας Νόμος (Κρήτης), 27-06-1881. 9. Νόμος, Περί παιδείας Νόμος (Κρήτης), 07-06-1889. 10. Νόμος, Περί Οργανισμού της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως. Αριθ. Νόμου 82. Σύποις Κρητικής Πολιτείας, Εν Φαλέπα τη 30 ΢επτεμβρίου 1899. 11. Νόμος περί Οργανισμού της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Κρήτης, υπ’ αριθ. 391, Εν Φανίοις 1901, Εκ του τυπογραφείου της Κυβερνήσεως. 12. Νόμος περί Οργανισμού της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Κρήτης, υπ’ αριθ. 485, Εν Φανίοις 1903 ΝΟΜΟΙ (της Ελλάδας) : 13. ΑΜΒ΄] 22 Ιουν. 1882. Περί διδακτικών βιβλίων της μέσης και κατωτέρας εκπαιδεύσεως. 14. ΑΦΙ΄] 20 Δεκ. 1887. Περί διδακτικών βιβλίων της μέσης και στοιχειώδους εκπαιδεύσεως. 15. ΒΡΑ΄] 14 Ιαν. 1893. Περί μεταβολής διατάξεων τινών των ΑΜΒ΄ και ΑΦΙ΄ νόμων περί διδακτικών βιβλίων της μέσης και στοιχειώδους εκπαιδεύσεως. 16. ΒΣΜΘ΄] 3 ΢επτ. 1895. Περί στοιχειώδους ή δημοτικής εκπαιδεύσεως. 17. ΒΣΣ΄] 12 Ιουλ. 1895. Περί διδακτικών βιβλίων της τε δημοτικής και μεσης εκπαιδεύσεως. 18. ΒΧΛΑ΄] 10 Απριλ. 1900. Περί συμπληρώσεως του περί στοιχειώδους ή δημοτικής εκπαιδεύσεως ΒΣΜΘ΄ νόμου. 19. Γ΢Α΄] 4 Απριλ. 1907. Περί διδακτικών βιβλίων.


΢ χ ο λ ι κ ά

β ι βλ ί α

20. Αντωνιάδης Ι. Αντ., γυμνασιάρχης εν Αθήναις, Ελληνική Χρηστομάθεια, μετά κριτικών, ερμηνευτικών, ιστορικών και γεωγραφικών σχολίων. Έτι δε λεξιλογίου των κύριων ονομάτων και των δυσκολωτέρων λέξεων. ΢υμφώνως τοις υπό του Τπουργείου της Εκπαιδεύσεως διατεταγμένοις). Προς χρήσιν των Ελληνικών ΢χολείων, Σόμος τρίτος, Εν Αθήναις 1883 (τιμάται δραχμών 2,50). 21. Βαβουλέ Π. Παντελή, Κρητική Ιστορία, εκδότης Κωνστ. Γ. Αλικιώτης, Φανιά. Για τα Δημοτικά σχολεία, έκδοση Β΄,χ.χ. 22. Βαλάκης Α. Παύλος, καθηγητής. Ιστορία της Κρήτης προς χρήσιν των μαθητών των Δημοτικών ΢χολείων, εν Φανίοις, εκ του τυπογραφείου «Η Πρόοδος» Ε. Δ. Υραντζεσκάκη, 1900 (Σιμάται λεπτών χρυσών 50). 23. Βαλάκης Α. Παύλος, καθηγητής εν τω Γυμνασίω Φανίων. Ιστορία της Κρήτης προς χρήσιν των μαθητών της Γ΄ και Δ΄ τάξεων των δημοτικών σχολείων εν Κρήτη, εν Φανίοις, 1900 (Φειρόγραφο). 24. Βερναρδάκης Ν. Δ., Δ. Υ. Καθηγητής της Ιστορίας και Υιλολογίας εν τω Εθνικώ Πανεπιστημίω, Ελληνική Γραμματική, εις χρήσιν των Ελληνικών ΢χολείων. Κατ’ έγκρισιν της Κυβερνήσεως. Έκδοσις Δευτέρα. Επί το βέλτιον και διδακτικώτερον μεταρρυθμισθείσα Αθήνησι, τύποις Α. Α. ΢ακελλαρίου, 1868. 25. Βερναρδάκης Ν. Δ., Ιερά Ιστορία, επί τη δοκιμασία και κρίσει της Κεντρικής Εκκλησιαστικής Επιτροπής, Βραβευθείσα Πατριαρχικώς και ΢υνοδικώς εν τω περί των ιερών μαθημάτων ειδικώ διαγωνισμώ της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας…(Αδεία του επί της εκπαιδεύσεως Αυτοκρ. Τπουργείου) Εν Πάτραις, Εκδοτικόν Κατάστημα ο «Κάδμος», 1889. 26. Βορεάδης Αντ., Δ. Υ., Η Κρήτη Παλαίουσα : Δράμα εις πράξεις 4, Εν Ηρακλείω : Εκ του Συπογραφείου ΢πυρ. Δ. Αλεξίου, 1911. Εισήχθη δια του υπ’ αριθμ. 31 και χρονολογίαν 2 Μαρτίου 1911 Διατάγματος της Κρητικής Κυβερνήσεως. 27. Βρατσάνος Ι. Μιλτιάδης, Γενικός Επιθεωρητής των Δημοτικών ΢χολείων, ΢ύντομος Ιστορία του Ελληνικού Έθνους από της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Σούρκων μέχρι της βασιλείας του Όθωνος. Κατά το Πρόγραμμα του Τπουργείου, προς χρήσιν των πλήρων Δημοτ. και Ελληνικών ΢χολείων και Παρθεναγωγείων. Έκδοσις Β΄ ΢υμπεπληρωμένη, εν Αθήναις 1892. 28. Βρατσάνος Ι. Μιλτιάδης, διδάκτορος της φιλοσοφίας και παιδαγωγικής του εν Λειψία πανεπιστημίου, καθηγητού. Μεθοδικόν Αλφαβητάριον εγκριθέν εν τω διαγωνισμώ των διδακτικών βιβλίων υπό της


επί τούτω επιτροπείας των κριτών δια την πενταετίαν 1897-1902, μερος πρώτον, έκδοσις Β΄, εν Αθήναις, Μιχαήλ Ι. ΢αλίβερος εκδότης, 1898. 29. Γενέραλις Γ. Εμμανουήλ, Δ. Υ. Καθηγητής. Επίτομος Γεωγραφία της νήσου Κρήτης. Προς χρήσιν της εν τοις Δημοτικοίς ΢χολείοις της Κρήτης σπουδαζούσης νεότητος αμφοτέρων των φύλων. Έκδοσις Έκτη. Εν Αθήναις, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» εκδότης Ιωάννης Δ. Κολλάρος, 1904. 30. Δάβαρης Ν. Δημ., Εγχειρίδιον Χριστιανικόν, Εκ της Βασιλικής Συπογραφίας, εν Αθήναις 1837. 31. Ζαννούβιος Ν. Κρης, Ιερά Κατήχησις, τη εγκρίσει της Ιεράς ΢υνόδου, εν Αθήναις 1873. 32. Ίρβιγγος Ι. Γ., ΢ύνοψις της Ελληνικής Ιστορίας, Μτφρ εκ του Αγγλικού υπό ΢. Αντωνιάδου, προς χρήσιν των Δημοτικών ΢χολείων, εν Πάτραις 1884. 33. Κοκκινάκης Ζ. Ανδρέας, πρώην νομαρχιακός Επιθεωρητής των Δημοτικών σχολείων Ηρακλείου, Ελληνικόν Μεθοδικόν Αλφαβητάριον εγκριθέν επί δευτέραν πενταετίαν, κατά τον εν έτει 1902 τελεσθέντα διαγωνισμόν των διδακτικών βιβλίων της δημοτικής εκπαιδεύσεως ήτοι από του 1902-1907. Σεύχος Α΄, Εν Αθήναις, εκδοτικός οίκος Γεωργίου Δ. Υέξη 1904. 34. Κοκκινάκης Ζ. Ανδρέας, πρώην νομαρχιακός Επιθεωρητής των Δημοτικών σχολείων Ηρακλείου, Αλφαβητάριον τεύχος Δεύτερον Αναγνωσματάριον, εγκριθέν επί δευτέραν πενταετίαν, κατά τον άρτι τελεσθέντα διαγωνισμόν των διδακτικών βιβλίων της Δημοτικής εκπαιδεύσεως ήτοι από του 1902-1907. Έκδοσις δέκατη Έβδομη, εν Αθήναις, Εκδοτικός οίκος Γεωργίου Δ. Υέξη 1902. 35. Κονδυλάκης Ιωάννης, Ιστορία και Γεωγραφία της Κρήτης, προς χρήσιν των ΢χολείων. Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Π. Δ. ΢ακελλαρίου, 1900. 36. Κοραής Αδ., ΢ύνοψις της ιεράς Κατηχήσεως, προς χρήσιν των Δημοτικών σχολείων, Εν Κεφαλληνία, 1865. 37. Παπαγρηγορίου Γ. Δ., Εγχειρίδιον περί καθηκόντων και δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Πολίτου, Σεύχος Α΄, Ο άνθρωπος, Προς χρήσιν των μαθητών της Γ΄ τάξεως των Δημοτικών ΢χολείων, Εν Αθήναις, εκδότης Δημ. Κοκκινάκης 1900 (Σιμάται λεπτά χρυσά τριάκοντα (30). 38. ΢ακελλαρίου Α. Αθαν., καθηγητής του εν Αθήναις Βαρβακείου Λυκείου, Ελληνική Χρηστομάθεια εκ των δοκιμοτέρων Ελλήνων Πεζογράφων, μετά σημειώσεων ερμηνευτικών, ιστορικών, γεωγραφικών, κριτι-


κών και λεξιλογίου απάντων των εν τω κειμένω κυρίων ονομάτων. Προς χρήσιν των Ελληνικών ΢χολείων, κατ’ έγκρισιν της κυβερνήσεως. Σόμος πρώτος, έκδοσις έκτη, μετά πολλών βελτιώσεων. Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Π. Δ. ΢ακελλαρίου, 1879. (Σιμάται δραχμ. 2,50)


ΠΑΡΑΡΣΗΜΑ

Δηθόλα 1. Δμώθπιιν ηνπ ζρνιηθνύ βηβιίνπ:Δγρεηξίδηνλ Χξηζηηαληθόλ, Γεκ., Ν. Γαβάξεσο, Δθ ηεο Βαζηιηθήο Τππνγξαθίαο, ελ Αζήλαηο 1837.


Δηθόλα 2. Δμώθπιιν ηνπ βηβιίνπ : Σύλνςηο ηεο ηεξάο Καηερήζεσο, πξνο ρξήζηλ ησλ Γεκνηηθώλ ζρνιείσλ, Αδακαληίνπ Κνξαή, Δλ Κεθαιιελία, 1865.


Δηθόλα 3. Δμώθπιιν ηνπ ζρνιηθνύ βηβιίνπ: Ηεξά Καηήρεζηο, ηνπ θξεηηθνύ ζπγγξαθέα, Ν.Εαλλνύβηνπ,ελ Αζήλαηο 1873.


Δηθόλα 4. Δμώθπιιν ηνπ βηβιίνπ : Σύλνςηο ηεο Διιεληθήο Ηζηνξίαο, Μηθξ. εθ ηνπ Αγγιηθνύ ππό Σ. Αλησληάδνπ, πξνο ρξήζηλ ησλ Γεκνηηθώλ Σρνιείσλ, ηνπ ζπγγξαθέα Γ. Η.Ίξβηγγνο.Δλ Πάηξαηο 1884.


Δηθόλα 5. Δμώθπιιν ηνπ βηβιίνπ: Ηεξά Ηζηνξία, ηνπ θαζεγεηή Παλεπηζηεκίνπ Αζελώλ, Βεξλαξδάθε Ν. Γεκ..Δλ Πάηξαηο, 1889.Βξαβεύηεθε ζηνλ δηαγσληκόηεο Κεληξηθήο Δθθιεζηαζηηθήο Δπηηξνπήο ηνπ Οηθνπκεληθνύ Παηξηαξρείνπ,γηα ηε ζπγγξαθή ζρνιηθώλ βηβιίσλ ησλ ηεξώλ καζεκάησλ ηεο Μεγάιεο ηνπ Χξηζηνύ Δθθιεζίαο, από ηνλ Παηξηαξρε θαη ηελ Η. Σύλνδν.


Δηθόλα 6.Κξεηηθή Πνιηηεία, Οξγαληζκόο ηεο Γεκνζίαο Δθπαηδεύζεσο, 1899. Βαζηθό λνκνζέηεκα ηεο Δθπαίδεπζεο, ηνλ πξώην ρξόλν δσήο ηνπ πνιηηεύκαηνο ηεο Κξεηηθήο Πνιηηείαο.


Δηθόλα 7. Κξεηηθή Πνιηηεία, Οξγαληζκόο ηεο Γεκνζίαο Δθπαηδεύζεσο 1899, Κεθάιαην ΚΑ΄, άξζξν 226. Αλαθέξεηαη ζην δηαγσληζκό ησλ εηζαθηέσλ ζηα ζρνιεία, δηδαθηηθώλ βηβιίσλ.


Δηθόλα 8. Δμώθπιιν ηνπ βηβιίνπ : Σύληνκνο Ηζηνξία ηνπ Διιεληθνύ Έζλνπο από ηεο Αιώζεσο ηεο Κσλζηαληηλνππόιεσο ππό ησλ Τνύξθσλ κέρξη ηεο βαζηιείαο ηνπ Όζσλνο, ηνπ Μηιηηάδε Η. Βξαηζάλνπ, Δλ Αζήλαηο 1892.


Δηθόλα 9. Δμώθπιιν ηνπ βηβιίνπ : Διιεληθή Γξακκαηηθή, εηο ρξήζηλ ησλ Διιεληθώλ Σρνιείσλ. Καη’ έγθξηζηλ ηεο (Διιεληθήο) Κπβεξλήζεσο, ηνπ Γξ. Φ., Γεκ. Ν. Βεξλαξδάθε,θαζεγεηή ηεο Ηζηνξίαο θαη Φηινινγίαο ζην Δζληθό Παλεπηζηήκην. Έθδνζε Α. Α. Σαθειιαξίνπ,Αζήλαη 1868.


Δηθόλα 10. Δγθξηηηθή ηνπ βηβιίνπ : Διιεληθή Γξακκαηηθή, εηο ρξήζηλ ησλ Διιεληθώλ Σρνιείσλ. Καη’ έγθξηζηλ ηεο (Διιεληθήο) Κπβεξλήζεσο, ηνπ ζπγγξαθέα Γξ. Φ., Γεκ. Ν. Βεξλαξδάθε, Καζεγεηή ηεο Ηζηνξίαο θαη Φηινινγίαο ζην Δζληθό Παλεπηζηήκην.Έθδνζε Α. Α. Σαθειιαξίνπ, Αζήλαη 1868.


Δηθόλα 11. Δμώθπιιν ηνπ βηβιίνπ : Διιεληθή Χξεζηνκάζεηα, κεηά θξηηηθώλ, εξκελεπηηθώλ, ηζηνξηθώλ θαη γεσγξαθηθώλ ζρνιίσλ…, ηνπ γπκλαζηάξρε Αζελώλ, Αλη. Η. Αλησληάδε, Δλ Αζήλαηο 1883, (ηηκάηαη δξαρκώλ 2,50).


Δηθόλα 12. Δμώθπιιν ηνπ βηβιίνπ : Διιεληθή Χξεζηνκάζεηα εθ ησλ δνθηκνηέξσλ Διιήλσλ Πεδνγξάθσλ…, ηνπ θαζεγεηή ηνπ Βαξβαθείνπ ΛπθείνπΑζελώλ,Αζαλ. Α.Σαθειιαξίνπ, Δλ Αζήλαηο,1879. (Τηκάηαη δξαρκ. 2,50).


Δηθόλα 13.Δμώθπιιν ηνπ βηβιίνπ : Διιεληθόλ Μεζνδηθόλ Αιθαβεηάξηνλ, ηεύρνο Α΄, ηνπ ζπγγξαθέα, Αλδξέα Ε. Κνθθηλάθε, πξώελ λνκαξρηαθνύ Δπηζεσξεηή ησλ δεκνηηθώλ ζρνιείσλ Ζξαθιείνπ, Δλ Αζήλαηο 1904.


Δηθόλα 14. Δμώθπιιν ηνπ βηβιίνπ : Αιθαβεηάξηνλ ηεύρνο Γεύηεξνλ Αλαγλσζκαηάξηνλ, ηνπ ζπγγξαθέα, ΑλδξέαΕ. Κνθθηλάθε, πξώελ λνκαξρηαθνύ Δπηζεσξεηή ησλ Γεκνηηθώλ ζρνιείσλ Ζξαθιείνπ. Δλ Αζήλαηο 1902.


Δηθόλα 15. Δμώθπιιν ηνπ βηβιίνπ : Μεζνδηθόλ Αιθαβηηάξηνλ εγθξηζέλ ελ ησ δηαγσληζκώ ησλ δηδαθηηθώλ ΜΙΛΣΙΑΔΟΤ Ι. ΒΡΑΣ΢ΑΝΟΤ ΑΛΥΑΒΗΣΑΡΙΟΝ βηβιίσλ ππό ηεο επί ηνύησ επηηξνπείαο ησλ θξηηώλ δηαΜΕΘΟΔΙΚΟΝ ηελ πεληαεηίαλ 1897-1902, ηνπ δηδάθηνξνο ηεο θηινζνθίαο θαη παηδαγσγηθήο ηνπ ελ Λεηςία παλεπηζηεκίνπ, θαζεγεηνύ, θ.Μηιηηάδε Η. Βξαηζάλνπ.


Δηθόλα 16. Δζσηεξηθέο ζειίδεο ηνπ ζρνιηθνύ βηβιίνπ, κε ηελ εγθξηηηθή δηαηαγή ηεο Κξεηηθήο Πνιηηείαο θαη ηηο ππνγξαθέο ηνπ ζπγγξαθέα θαη εθδόηε ηνπ.


Δηθόλα 17.Δγθξηηηθή ηεο Κξεηηθήο Πνιηηείαο γηα ην βηβιίν : …Ο κελ Άλζξσπνο εηο ηελ Γ΄ηάμηλ, ν δε Πνιίηεο εηο ηελ Γ΄ ηάμηλ ησλ δεκνηηθώλ ζρνιείσλ, δεκνζίσλ θαη ηδησηηθώλ, ηνπ Γ. Γ., Παπαγξεγνξίνπ, Έθδνζε Γ.Κ. Κνθθηλάθε, Αζήλαη.


Δηθόλα 18. Δμώθπιιν ηνπ βηβιίνπ:Ο άλζξσπνο, πξνο ρξήζηλ ησλ καζεηώλ ηεο Γ΄ ηάμεσο ησλ Γεκνηηθώλ Σρνιείσλ, ηνπ Γ.Γ.,Παπαγξεγνξίνπ, Έθδνζε Γ. Κ. Κνθθηλάθε, Αζήλαη.


Δηθόλα 19. Δγθξηηηθή ηεο Κξεηηθήο Πνιηηείαο γηα ην βηβιίν ηνπ Γ. Γ., Παπαγξεγνξίνπ, Έθδνζε Γ.Κ. Κνθθηλάθε, Αζήλαη. Οξίδεηαη ε ηηκή ηνπ βηβιίνπ, ζε … ιεπηά ρξπζά ηξηάθνληα (αξηζ. 30).


Δηθόλα 20. Σειίδα ηίηινπ ηνπ βηβιίνπ :Δγρεηξίδηνλ πεξί θαζεθόλησλ θαη δηθαησκάησλ ηνπ Αλζξώπνπ θαη Πνιίηνπ, ηνπ Γ.Γ.Παπαγξεγνξίνπ.


Δηθόλα 21. Δμώθπιιν ηνπ βηβιίνπ:Δπίηνκνο Γεσγξαθία ηεο λήζνπ Κξήηεο,ηνπ Γξ. Φ., θαζεγεηή, Δκκαλνπήι Γ. Γελεξάιη.


Δηθόλα 22. ΄Δληππν εμώθπιιν ηνπ ζρνιηθνύ βηβιίνπ : Ηζηνξία θαη Γεσγξαθία ηεο Κξήηεο ηνπ Ησάλλε Κνλδπιάθε – Δλ Αζήλαηο 1900.


Δηθόλα 23.Έληππν εμώθπιιν ηνπ βηβιίνπ ηεο Ηζηνξίαο ηεο Κξήηεο ηνπ θαζεγεηή Παύινπ Α. Βαιάθε.


Δηθόλα 24. Δμώθπιιν, ρεηξόγξαθνπ (ζώκα 25 ζειίδσλ) ηεο Ηζηνξίαο ηεο Κξήηεο, ηνπ θαζεγεηή ηνπ Γπκλαζίνπ Χαλίσλ Παύινπ Α. Βαιάθε, πνπ ππνβιήζεθε γηα έγθξηζε ζηελ αξκόδηα επηηξνπή ηεο Κξεηηθήο Πνιηηείαο..


Δηθόλα 25. Χεηξόγξαθν δνθίκην, πξώηε ζειίδα,ηεο Ηζηνξίαο ηεο Κξήηεο ηνπ θαζεγεηή Παύινπ Α. Βαιάθε.


Δηθόλα 26. Γηαθεκεζηηθό έληππν ησλ ζρνιηθώλ εθδόζεσλ ηνπ Βηβιηνπσιείνπ Ησαλ. Κ. Κνθθηλάθε – Ζξάθιεην.


Δηθόλα 27. Έγθξηηηθή δηαηαγή ηεο Κξεηηθήο Πνιηηείαο γηα ην βηβιίν : Ζ Κξήηε Παιαίνπζα, ηνπ Γξ. Φ., ΑλησλίνπΒνξεάδε.


Δηθόλα 28. Δμώθπιιν ηνπ ζρνιηθνύ βηβιίνπ : Ζ Κξήηε Παιαίνπζα ηνπ Αλησλίνπ Βνξεάδε.(Βηθειαία Γεκνηηθή Βηβιηνζήθε Ζξαθιείνπ).


Δηθόλα 29. Σειίδα ηίηινπ ηνπ ζρνιηθνύ βηβιίνπ ε΄ θαη ζη΄ ηάμεο. Ζ Κξήηε Παιαίνπζα ηνπΓξ. Φ., ΑλησλίνπΒνξεάδε.


Δηθόλα 30. Δμώθπιιν ζρνιηθνύ βηβιίνπ : Κξεηηθή Ηζηνξία, ηνπ Παληειή Π. Βαβνπιέ, Χαληά, ρ.ρ.


Ευαγγέλου Παχυγιαννάκη, Πρωτοπρεσβυτέρου Εμμανουήλ Αθ. Λουκάκη, θεολόγου

Ο Ε΢ΧΑΣΟΛΟΓΙΚΟ΢ ΧΑΡΑΚΣΗΡΑ΢ ΣΗ΢ ΘΕΙΑ΢ ΛΕΙΣΟΤΡΓΙΑ΢ ΚΑΙ Η ΢ΤΓΧΡΟΝΗ ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΠΡΑΞΗ: ΠΡΟΒΛΗΜΑΣΑ ΚΑΙ ΔΤΝΑΣΟΣΗΣΕ΢

«Η Θεία Ευχαριστία είναι εικόνα της Βασιλείας του Θεού, εικόνα των εσχάτων. Σίποτα δεν είναι τόσο φανερό στην Ορθόδοξη Λειτουργία όσο αυτό. Η Λειτουργία μας αρχίζει με την επίκληση της Βασιλείας, προχωρεί με την αναπαράστασή της, και καταλήγει με τη συμμετοχή μας στο Δείπνο της, την ένωση και κοινωνία μας με τη ζωή του Σριαδικού Θεού1». Εισαγωγή Είναι γνωστό ότι στη Δύση ήδη από τις αρχές του περασμένου αιώνα, στα πλαίσια της περίφημης Λειτουργικής Κινήσεως, έγιναν βαθιές και σοβαρές μεταρρυθμίσεις στη θεία λατρεία και ιδιαίτερα σε όσα αφορούν τον ναό και τη Θ. Λειτουργία, όπου η ανανέωση υπήρξε εντυπωσιακή με βάση την πράξη της αρχαίας Εκκλησίας και μάλιστα τη λειτουργική παράδοση της Ορθόδοξης Ανατολής. Εν τούτοις, στην Ορθόδοξη Εκκλησία και ιδιαίτερα στον ελλαδικό χώρο, δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο πώς αντιμετωπίζομε οι ίδιοι οι Ορθόδοξοι τη λειτουργική μας παράδοση. Και είναι διαπιστωμένο, ότι, παρόλο που σε άλλους τομείς, π.χ. φιλανθρωπία, κοινωνική προσφορά, εκκλησιαστική τέχνη, πολιτιστική παρουσία κ.λπ. έχουν γίνει σημαντικές πρόοδοι, στο θέμα της λειτουργικής παράδοσης και ζωής, παρά τις κατά καιρούς επιχειρούμενες προσπάθειες, ακόμη και τα μικρά βήματα που αρχίζουν να γίνονται οπισθοχωρούν. Ένα απλό παράδειγμα είναι η προσπάθεια που έγινε πρόσφατα με την πρωτοβουλία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρού Φριστοδούλου για την επαναφορά του Αλληλουαρίου του Αποστόλου, που μετά την κοίμησή του περιέπεσε γενικώς Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου, ‘Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού’, Σύναξη, 49, 1994, σ. 7. 1


σε αχρησία, αφού – ακόμη και σ αυτά τα μοναστήρια, όπως αναμεταδίδεται από ραδιοφωνικούς σταθμούς της Εκκλησίας – κανείς δεν κατανόησε τη σημασία του και τους λόγους επαναφοράς του! Εκείνο βέβαια που αγνοείται ή παραθεωρείται είναι ότι, οποιαδήποτε προσπάθεια σε όλους τους τομείς της εκκλησιαστικής μας διακονίας γίνεται ή επιχειρείται να γίνει, πρέπει να στηρίζεται στο Ευχαριστιακό και Λειτουργικό της μυστήριο. Η Θ. Λειτουργία ως Ευχαριστία είναι η διαρκής φανέρωση της Εκκλησίας και κάθε εκκλησιολογική και μυστηριακή συρρίκνωσή της ή αλλοίωση της τυπικής (δηλαδή όπως ορίζει το Συπικό) περιφρούρησης του εκφραζόμενου νοήματός της με την ανάμειξη προσωπικών πρωτοβουλιών ή ατομικών επιθυμιών, περιέχει τον κίνδυνο της μεταβολής της σε μια απλή θρησκευτική τελετή. Η παρεμβολή νέου πνεύματος, της εκκοσμίκευσης, που εκφράζεται με επινοήσεις κοινωνικοποιημένου φολκλορικού ενδιαφέροντος με τους μεγαλοπρεπείς πανηγυρισμούς, στους οποίους προσδίδεται θεαματικός τόνος ή ραδιοτηλεοπτική προβολή, καταστρέφει πρωτίστως τον λειτουργικό χαρακτήρα του γεγονότος της εορτής. Σο μυστήριο και η σιωπηλή βίωσή του, ως του πλέον σημαντικού γεγονότος της ενορίας, αντικαθίσταται από τα προβαλλόμενα και πολλές φορές διαφημιζόμενα πολυαρχιερατικά συλλείτουργα, την μετάκληση κάποιου ονομαστού ιεροκήρυκα για να καλύψει το διδακτικό μέρος ή κάποιου καλλίφωνου ιεροψάλτη, δημιουργούν τις συνθήκες αποξένωσης των πιστών, οι οποίοι σε ανάλογες περιπτώσεις παύουν να υπάρχουν ως ενσυνείδητα μέλη της τοπικής Εκκλησίας και μεταβάλλονται σε θεατές ενός θρησκευτικού σόου. Όμως δεν είναι αρμοδιότητα των συγγραφέων του παρόντος να κάνουν εκτιμήσεις. Βέβαια πάνω απ’ όλα, όπως πίστευε ακράδαντα ο αείμνηστος Αλέξανδρος ΢μέμαν, η μελέτη της λειτουργικής μας παραδόσεως «συνεπάγεται την επανεύρεση της ενυπάρχουσας στη λειτουργία ιδίας θεολογίας, εκείνης της θεολογίας, η οποία τροφοδότησε ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας, καθώς, επίσης, και τα συγγράμματα των αρχηγών (κορυφαίων μορφών) της Πατερικής εποχής2». Εξάλλου, κατά τον καθηγητή Π. Βασιλειάδη, «η λειτουργική αναγέννηση δεν αφορά στην ατομική προσευχή, αλλά σ’ αυτή καθαυτή τη λειτουργία, την κοινή δηλαδή λατρεία της πιστεύουσας κοινότητας, και κυρίως στην Ευχαριστία, η

. Fisch, «Schmemann’s Theological Contribution to the Liturgical Renewal of the Churches», στο: T. Fisch (ed.), Liturgy and Tradition: Theological reflections of Alexander Schmemann, Crestwood 1990, σ. 4. Μετάφραση δική μας. Παραθέτουμε το κείμενο στην Αγγλική γιατί είναι δυσκολομετάφραστο: Schmemann recognized that the renewal of the churches requires a rediscovery of the liturgy’s own inherent theology, that same theology which once informed the whole of the church’s life as well as the teachings and writings of the leaders of the Patristic age. 2


οποία αποτελεί το κεντρικό και προσδιοριστικό της στοιχείο3». ΢την ελλαδική Εκκλησία, όμως, εκτός φυσικά διακεκριμένων φωτεινών εξαιρέσεων κυρίως από την Πανεπιστημιακή και Ακαδημαϊκή κοινότητα και μεμονωμένες περιπτώσεις στις κοσμικές ενορίες, απέχομε πολύ από τον σκοπό αυτό. Αδυνατούμε να ακούσομε τη φωνή της Θεολογίας και της Λειτουργικής επιστήμης στα πρόσωπα και το έργο εμπνευσμένων εκπροσώπων της και να ενστερνισθούμε τα μηνύματα και τις αγωνίες της. Αυτό συμβαίνει πρωταρχικά στον χώρο των λειτουργών και διακόνων των μυστηρίων του Θεού – τόσον εντός του ιερού Βήματος όσο και στον χώρο του ιερού Αναλογίου – οι οποίοι, καίτοι επιφορτισμένοι με την κατήχηση και μυσταγωγία των πιστών στα μυστήρια της Εκκλησίας, ώστε να τους ποδηγετήσουν στην οδόν Σου, «του πορεύεσθαι εν τη αληθεία» Σου, οι ίδιοι σε μέγιστο ποσοστό αδιαφορούν στο να εμβαθύνουν καλύτερα και να τελούν ακριβέστερα τη θεία λατρεία. ΢υμμεριζόμαστε και κατανοούμε τις ανησυχίες του καθηγητού Γ. Υίλια από λειτουργικές «εμπειρίες» του σε διάφορες ενορίες: «<Με πόνο βλέπαμε να ψάλλεται ο ευχαριστήριος ύμνος για τη Θεία Μετάληψη, ενώ εκείνη συνεχιζόταν και μετά από την απόλυση της Λειτουργίας. Κι όμως επί δεκαετίες ολόκληρες ουδείς (τουλάχιστον στις συγκεκριμένες ενορίες) θεωρούσε ότι η λειτουργική αυτή πρακτική ήταν άκρως επιλήψιμη, όπως το ίδιο ήταν η πρακτική της μνημονεύσεως από τον πρεσβύτερο σωρείας ονομάτων κατά τη Μεγάλη Είσοδο (ενώ μόλις είχε προηγηθεί η ανάγνωση των ονομάτων κατά την ακολουθία της Προθέσεως) ή της αναγνώσεως των περισσότερων ευχών της Θείας Λειτουργίας κατά την ψαλμώδηση των αντιφώνων. Και εάν κάποια τέτοια φαινόμενα ήταν η «κορυφή του παγόβουνου» των λειτουργικών ατασθαλιών (οι οποίες, όμως, δεν συνιστούσαν απλά τελετουργικά παραπτώματα, αλλά είχαν σωτηριολογικές συνέπειες), υπήρχε πλήθος άλλων θεμάτων τα οποία ανέμεναν την επάνοδό τους εις το ορθόν μέσα από τη σπουδή, την ανταλλαγή απόψεων και την αφύπνιση των συνειδήσεων4». Η τελευταία αυτή πρόταση του καθηγητού Υίλια ότι όλες αυτές οι λειτουργικές ατασθαλίες – και πολλές άλλες – έχουν σωτηριολογικές συνέπειες, είναι πολύ σημαντική και θα πρέπει, επιτέλους, να αποτελέσει κέντρο λειτουργικού προβληματισμού για την τελετουργική μας ορθότητα, διότι εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα: «Η συμμετοχή του λαού μας στην ευχαριστιακή σύναξη γίνεται εν πολλοίς χωρίς επίγνωση και συνείδηση περί των τελουμένων. Η μετοχή τους είναι περισσότερο προϊόν δεισιδαιμονιών, φόβων και αγνώστων θολών ψυχολογικών αναζητήσεων.

Π. Βασιλειάδης, «Σο αίτημα της λειτουργικής αναγεννήσεως και τα ιδεολογικά αίτα των αντιδράσεων», Lex Orandi, Αθήνα 2005, σ. 86. 4 Γ. Υίλια, Παράδοση και Εξέλιξη στη Λατρεία της Εκκλησίας, Αθήνα 2006, σσ. 328-329. 3


Πολλοί πιστοί μας μετέχουν στη λατρεία στα πλαίσια μιας καθηκοντολογίας και μιας συνηθείας χωρίς ουσία5». «Ο συνήθης εκκλησιαστικός λόγος μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη διατήρηση της ιδιοπροσωπίας του Νέου Ελληνισμού παρά για τη χριστιανική καθολικότητα και οικουμενικότητα6». Σα όσα αναφέρονται στη συνέχεια, έχομε την πεποίθηση ότι δικαιολογούν την άποψη αυτή. Έτσι, η παραπάνω βαθυστόχαστη παρατήρηση του Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου Ζηζιούλα για τον εσχατολογικό χαρακτήρα της Θ. Λειτουργίας, όπως και οι παρατηρήσεις του στη σύγχρονη λειτουργική πράξη ως προς τον τρόπο τελέσεως και συμμετοχής μας σ’ αυτήν και γενικά το άρθρο ‚Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού,‛ με το πλουσιότατο θεολογικό και εκκλησιολογικό του περιεχόμενο και την περιγραφή των «κακοπαθημάτων της Λειτουργίας μας στα χέρια των κληρικών της 7», (καθώς και άλλες παρόμοιες μελέτες του), δεν έχουν, νομίζομε, προσεχθεί ούτε μελετηθεί ιδιαίτερα και συνεπώς δεν μας έχουν προβληματίσει, όπως φαίνεται στη λειτουργική ζωή των ελληνόφωνων Εκκλησιών, εντός και εκτός Ελλάδας. Και δεν είναι μόνο ο Ιωάννης Ζηζιούλας. ΢το βιβλίο του αειμνήστου καθηγητού Ι. Υουντούλη, Λειτουργική Α΄ Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία και συγκεκριμένα στο Κεφάλαιο «Θεία Λειτουργία», γίνεται οχτώ φορές αναφορά στην πράξη των Μονών και των σλαβικών Εκκλησιών σε ισάριθμα σημεία της Θ. Λειτουργίας, οι οποίες και επαινούνται τρόπον τινά, ενώ σχολιάζεται δυσμενώς η επικρατήσασα κατά τους τελευταίους καιρούς τάξη στις ενοριακές εκκλησίες της Ελλάδος8. Παρόμοια κριτική (καθώς και υποδείξεις για τελετουργική ακρίβεια) υπάρχει και στους πέντε τόμους των βιβλίων του Απαντήσεις εις Λειτουργικάς Απορίας και σε άλλα κείμενά του. Αλλά και στη σπουδαία μελέτη του πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Παπαγιάννη «Λειτουργικών Ατόπων Επισήμανσις9», γίνεται εκτεταμένη αναφορά στις «εσφαλμένες λειτουργικές πράξεις, που παρατηρούνται συχνότατα εκ μέρους των ιερέων και των ψαλτών, οφειλόμεναι εις άγνοιαν της ορθοδόξου λειτουργικής παραδόσεως και της δομής των ακολουθιών», ιδιαίτερα δε στη Θ. Λειτουργία. Γιατί βέβαια η Θ. Λειτουργία είναι «το βασιλικό μυστήριο, το μυστήριο των μυστηρίων, κέντρο και τέλος των εκκλησιαστικών

Αθανασίου Γκίκα, «Ποιμαντικοί προβληματισμοί με αφορμή τη Θ. Λειτουργία σήμερα», στον τόμο Η Θ. Λειτουργία, Δράμα 1998, σ. 60. 6Π. Καλαϊτζίδη, «Εσχατολογία, Θεολογία και Εκκλησία», στον τόμο Εκκλησία και Εσχατολογία, Αθήνα 2003, σ. 13. 7 ΢το ίδιο, σ. 14. 8Ι. Υουντούλη, Λειτουργική Α΄ Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, Θεσσαλονίκη 1993, σσ. 193,217,219,227, 228,233,242,248. 9 Κ. Παπαγιάννη, ‘Λειτουργικών Ατόπων Επισήμανσις’, Θεσσαλονίκη 1997, ιδιαίτερα σσ. 214-230. 5


μυστηρίων10». Είναι «το μυστήριο της Καινής Διαθήκης, το καινό Πάσχα που εορτάζει ο λαός του Θεού και δι’ αυτού μεταβαίνει εκ του θανάτου στη ζωή11». Είναι, συνεπώς, «η φανέρωση της Εκκλησίας, ως του νέου αιώνα12» και επιπλέον αποτελεί «ύψιστο κριτήριο και τη βάση της εκκλησιαστικής δομής», κατά την ωραία παρατήρηση του μακαριστού Ιωάννου Μάγιεντορφ13. Λειτουργικές «προτιμήσεις» και «απορρίψεις»

Παρ’ όλα αυτά, όπως εύστοχα παρατηρεί ο καθηγητής Π. ΢καλτσής, «η Θ. Λειτουργία μας έχει καταντήσει συνθήματα14». Άλλωστε, πώς αλλιώς να εξηγηθεί η αποσιώπηση των ευχών της, μάλιστα δε της «ευχής των ευχών», της αγίας Αναφοράς15 και η απαγγελία μόνο ορισμένων τμημάτων, που λέγονται εκφωνητικά; Η διαλεκτική τελέσεώς της κυμαίνεται μεταξύ προτίμησης και απόρριψης16. Μια διαλεκτική εκ του προχείρου, χωρίς προμελέτη και λογική, και το χειρότερο, χωρίς θεολογική και λειτουργική στήριξη και συχνά με στανική επιμονή στον αντίποδα της Ορθοδόξου λειτουργικής παραδόσεως. Ένας εκκλησιολογικός δοκητισμός υφέρπει κατά την τέλεσή της, ο οποίος στηρίζεται στην πρακτική του «ως εάν»: «οι ευχές είναι ‘σαν να λέγονται’, ο κόσμος ‘σαν να συμμετέχει’, η δομή της Λειτουργίας ‘σαν να παραμένει ακέραια’ (την στιγμή που διαβάζονται μυστικά οι ευχές με αλλοπρόσαλλη σειρά)17», ή ψάλλονται άλλα αντ’ άλλων, περικόπτοντας, αφαιρώντας και «καταστρέφοντας την ‘εικόνα’ της Βασιλείας, που πρέπει να είναι η Λειτουργία18». Επειδή δε οι εν λόγω προτιμήσεις και απορρίψεις γίνονται αυθαίρετα, Μητροπολίτου Δράμας Διονυσίου, «Η Θ. Λειτουργία επίκεντρον της Ορθοδόξου Λατρείας», Η Θ. Λειτουργία, ό. π., σ. 15. Η επισήμανση δική μας. ΢’ αυτήν επανερχόμαστε κατωτέρω. 11 Ι. Υουντούλη, Λειτουργική Α΄ Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, ό π., σ. 183. 12A. Schmemann, Introduction to Liturgical Theology, New York 1996, σ. 72. Ελληνική μετάφραση Η Εκκλησία Προσευχομένη. Εισαγωγή στη λειτουργική Θεολογία, Αθήνα 1986, σ. 84. 13John Meyendorf, Byzantine Theology, New York 1971, σ. 246. 14 Απόσπασμα από διαλέξεις του στην Ανωτέρα Εκκλησιαστική ΢χολή Κρήτης, στο Ηράκλειο, κατά το ακαδημαϊκό έτος 2000-2001. 15 A. Schmemann, Ευχαριστία, Αθήνα 1987, σ. 182. Επισήμανση δική μας. 16Πρβλ. την ωραία (προφητική;) παρατήρηση του ΢μέμαν, ‚in the Eucharist and the sacraments<the pattern (of celebration) is everywhere the same: a ‘selection’ of certain elements, a ‚rejection‛ of others; a selection, however, based not on the principles of the lex orandi itself but on considerations totally alien to it.‛ Church, World, Mission, Crestwood 1979, σ. 131. 17 Βασιλείου Θερμού, «Εκκλησιολογικός δοκητισμός», Σύναξη, 58, 1996, σσ. 45-47. 18 Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου, ‘Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού’, ό. π., 49, 1994, σ. 14. 10


χωρίς δηλαδή την εποπτεία ή τη φροντίδα και καθοδήγηση της κεντρικής εκκλησιαστικής αρχής είναι επόμενο να προκαλούν ανομοιομορφίες κατά τόπους και καταστροφικές για την ίδια την ακολουθία διευθετήσεις ή παραλείψεις. Όλα αυτά έχουν ως συνέπεια στη συνείδηση των ιερέων και ιεροψαλτών κάποια στοιχεία της να «εξαίρονται» γι’ αυτό και προτιμούνται (υπερτονίζονται) ιδιαίτερα, (τρισάγιος ύμνος με τεριρέμ, χερουβικό κατά παρόμοιο τρόπο, μνημονεύσεις με άσχετες και συχνά ασυνήθιστες αναφορές κατά τη Μεγάλη Είσοδο, αργόσυρτα λειτουργικά, ΄΄Άξιόν εστιν΄΄, πολυέλαιοι ή ο ύμνος του Αγ. Νεκταρίου προς την Τπεραγία Θεοτόκο ως Κοινωνικά, Αρτοκλασία όπου λάχει κλπ.), ενώ άλλα είναι «δευτερεύουσας σημασίας» και ανάξια προσοχής (αντίφωνα, αλληλουιάριο του Αποστόλου, ανάγνωση του Ευαγγελίου και του Αποστόλου χύμα, η μεγάλη εκτενής και τα κατηχούμενα, η ευχή της αγίας Αναφοράς, «Πληρωθήτω»), ώστε να θεωρούνται «απορριπτέα». ΢την προοπτική αυτή ο Α. ΢μέμαν στο ωραίο βιβλίο του Ευχαριστία ομιλεί μεταξύ άλλων και για «ιδιόμορφη ευχαριστιακή κρίση στην Εκκλησία19», για την οποία αναφέρει πάμπολλα παραδείγματα. Έτσι αποκτούν ιδιαίτερη σημασία οι επισημάνσεις σύγχρονου μελετητή: «΢την εποχή μας η εσχατολογική προοπτική της ευχαριστιακής σύναξης μένει εγκλωβισμένη στην ανερμήνευτη και εν πολλοίς ακατανόητη τυπολογία και συμβολική της λατρείας. Η δυναμική της ευχαριστίας εκπίπτει σ’ έναν ιεροτελεστικό αυτοματισμό, που εξυπηρετεί τελετουργικά τις θρησκευτικές ανάγκες ενός απρόσωπου πλήθους. Ικανοποιεί απλώς ένα θρησκευτικό καταναλωτικό ευδαιμονισμό, που αφορά τα άτομα στην ιδιώτευση και στη μοναξιά και όχι τα πρόσωπα της ευχαριστιακής κοινότητας20». Αλλοίωση της Λειτουργικής Ευσέβειας; Ψστόσο, ενώ πολύς λόγος γίνεται σήμερα για τη Λειτουργία μας, τον επανευαγγελισμό και την επαναγνωριμία μας με την πατερική και λατρευτική παράδοση, η οποία θα έπρεπε να αναδύεται κατεξοχήν από τον τρόπο τελέσεως και βιώσεως του μυστηρίου, ο οποίος και καθορίζει τη λειτουργική ευσέβεια των πιστών, στην ουσία επαληθεύεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά η παρατήρηση του π. Γεωργίου Μεταλληνού για την «αταξία (ή πτώση αν θέλετε), στην οποία βρίσκεται η ‚χριστιανική‛ ζωή μας: Πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι ο λαός μας είναι εν πολλοίς ακατήχητος, αλλά ότι και όταν κατηχείται, τι είδους κατήχηση παίρνει, αφού κατά κανόνα η κατήχηση περιορίζεται σε ό. π., σσ. 9, 11-26. ΢τ. Γιαγκαζόγλου, «Οι θεολογικές προϋποθέσεις της Εκκλησίας ως εσχατολογικής κοινότητας», Εκκλησία και Εσχατολογία, Αθήνα 2003, σ. 83. 19 20


ηθικολογίες και ευσεβιστικές προτροπές, σε πλαίσια δηλαδή ουμανιστικά-ανθρωπιστικά, μη διαφέρουσα όχι μόνο από την κατήχηση των ετεροδόξων, αφού ουμανιστές είναι και εκείνοι, αλλά και από τις ηθικολογίες των αθέων ακόμη, όσο και αν αυτό φαίνεται παράδοξο. Αυτό που συνήθως λείπει από την κατήχησή μας, είναι η ουσία της πίστεώς μας, η μύηση στη ζωή της ασκήσεως και μετανοίας και η συνεχής επαφή και σχέση με τον λόγο της Αγίας Γραφής και των αγίων Πατέρων, που συνιστά τον αυθεντικό οδηγό στην γνώση της εν Φριστώ αληθείας21». ΄Ο,τι δηλαδή εκφράζει και εκφράζεται στη Θ. Λειτουργία. Πρόκειται ίσως για συνέχιση της «λειτουργικής κρίσεως», που αναφέρει και πάλι ο Α. ΢μέμαν, τη «λανθασμένη αντίληψη για το ρόλο και τη θέση της λατρείας (Θ. Λειτουργίας), στη βαθειά μεταβολή που υπέστη η έννοια της λατρείας μέσα στο πνεύμα της Εκκλησίας22». Αυτή η μεταβολή (ή μεταμόρφωση στη γλώσσα του ΢μέμαν, κατά το Αγγλικό κείμενο), εκφράζει και την αλλοίωση της λειτουργικής ευσέβειας, δηλαδή, του ορθού τρόπου βίωσης της λατρείας μέσα στη θρησκευτική σκέψη, της διάθλασής της μέσα από τη συνείδηση των πιστών: «Η λειτουργική ευσέβεια μιας περιόδου μπορεί συχνά να μην ανταποκρίνεται απόλυτα στη λειτουργία και τη λατρεία γενικότερα, των οποίων ωστόσο αποτελεί ψυχολογική έκφραση και βίωση. Αυτό σημαίνει ότι η ευσέβεια βιώνει συχνά τη λατρεία μ’ έναν τρόπο διαφορετικό από εκείνο με τον οποίο κατανοείται και εκφράζεται ως κείμενο, ακολουθία ή τελετουργικός τύπος. Η λειτουργική ευσέβεια έχει μια παράξενη δύναμη να «μεταφέρει» τα κείμενα και τις ακολουθίες, να τους αποδίδει, δηλαδή, νόημα διαφορετικό από την κύρια και αρχική τους σημασία. Και δεν οφείλεται αυτό σε μη κατανόηση ή ανεπαρκή γνώση της σημασίας αυτής. Πρόκειται μάλλον για έναν ορισμένο χρωματισμό της θρησκευτικής συνείδησης, που δημιουργείται ανάμεσα στη θεία λατρεία, όπως είναι πραγματικά, και την εσωτερική της αποδοχή. Είναι, δηλαδή, κάτι σαν πρίσμα, που διαθλά την πραγματικότητα και εξαναγκάζει τον πιστό να βιώνει τη λατρεία σε μια ορισμένη ‘κλείδα’23». Με βάση το εμπνευσμένο αυτό κείμενο, εξηγούνται όσα θ’ αναφερθούν παρακάτω. Σέλος, ας σημειωθεί ότι, όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση στον ελλαδικό χώρο σήμερα, η Εκκλησία θα πρέπει να εξετάσει με προσοχή δύο ζητήματα που αφορούν στην τέλεση της Θ. Λειτουργίας: 1) Σην αναμετάδοσή της από τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά μέσα, ιδιαίτερα επί καθημερινής βάσεως, καθόσον ως «σύναξη ‘επί το αυτό’, είναι αντίθετη με τη φύση της Ευχαριστίας ως εικόνας της Βασιλείας η προβολή της από τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά μέσα, είτε για ποιμαντικούς είτε για Γ. Μεταλληνού, Σύγχυση, Πρόκληση, Αφύπνιση, Αθήνα 1991, σσ. 62,63. A. Schmemann, Introduction to Liturgical Theology, ό.π., σ. 28. 23 ΢το ίδιο, σ. 113. 21 22


ιεραποστολικούς λόγους<24». «Δεν μπορούμε να μετάσχουμε στην τέλεση των μυστηρίων από την τηλεόραση<25». 2) Σην τέλεσή της σε σύνδεση με τις ακολουθίες που προηγούνται απ’ αυτήν στις ενορίες κατά τις πρωινές ώρες, δηλαδή του μεσονυκτικού ή λιτής, του όρθρου και σε συνάρτηση με την ακολουθία του εσπερινού, η οποία ήδη διέρχεται σοβαρή κρίση, και δη ο εσπερινός του ΢αββάτου26. Παρατηρήσεις-διαπιστώσεις Από τα παραπάνω μπορεί, ίσως, να συμπεράνει κανείς ότι το άρθρο αυτό κινείται στα πλαίσια της «θεολογίας της γκρίνιας<μιας συνεχούς γκρίνιας που παρατηρείται από ετών για τα εκκλησιαστικά δρώμενα από διαφόρους κληρικούς, λαϊκούς και μοναχούς, θεολόγους και μη», όπως πολύ σωστά έχει γράψει ο π. Μωυσής27. Μπορεί και να είναι έτσι, με πρόφαση δηλαδή την επισήμανση των κακώς κειμένων στη Θ. Λειτουργία, να εκφράζεται εδώ απλά και μόνο μια κάποια υπερβολική ευαισθησία των συντακτών του άρθρου ή η ανάδειξη τάσεων αυτοπροβολής σε κύκλους του ιερατείου, των θεολόγων, ιεροψαλτών κ.λ.π. Πάντως, ανεξαρτήτως των όσων μπορούν να καταμαρτυρηθούν, επιθυμούμε εξαρχής να δανειστούμε, παραφράζοντας κάπως, τα λόγια του αειμνήστου καθηγητού Ι. Υουντούλη, κατά την εισήγησή του στο Ιερατικό ΢υνέδριο Δράμας το 1998: «Δεν έχω πρόθεση να θίξω κανέναν ή να παρουσιαστώ ως διορθωτής σφαλμάτων και των κακώς κειμένων. Ακούσετε τα λεγόμενα σαν μια φωνή από τους μη κληρικούς πιστούς, το πλήρωμα της αγίας Εκκλησίας, που αγαπά και αυτό, όσο και σεις (εννοείται οι ιερωμένοι), την θεία λατρεία και οραματίζεται, όπως και σεις, μια θεία λειτουργία που να τελείται κατά την αποστολική εντολή ‚ευσχημόνως και κατά τάξιν‛ (Α΄ Κορ. 14,40), δηλαδή σύμφωνα με την ακριβή λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας μας28». ΢ε άλλη μελέτη του ο αείμνηστος καθηγητής αναφέρει τα εξής για τη λειτουργική ανανέωση στην Ορθόδοξη Εκκλησία: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία συνέχεται πάντοτε από το αίσθημα της αγωνίας για την ανανέωση της λατρείας της και το αντιμετωπίζει ως διαρκές αίτημα. Δεν διακατέχεται από το αίσθημα της αυταρεσκείας και δεν επαναπαύ-

Μητρ. Περγάμου Ιωάννου, ‘Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού’, ό. π., 49, 1994, σ. 16. Ι. Υουντούλη, Απαντήσεις εις Λειτουργικάς Απορίας, Γ΄ , σ. 55. Σου ίδιου, «Η Μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης», Εκκλησία, 2, (Υεβρουάριος 2000). 26 Ι. Υουντούλη, Λειτουργική Α΄ Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, ό π., σσ. 192-195. Π. Βασιλειάδη, Lex Orandi, ό. π. σ. 128. 27 Μωϋσής μοναχός, Αγιορείτης, «Η θεολογίας της γκρίνιας», Σύναξη, 85, 2003, σσ. 73-74. 28 Ι. Υουντούλη, «Η Θεία Λειτουργία – Σελετουργική Θεώρηση», Η Θ. Λειτουργία, ό. π., σσ. 147-148. 24 25


εται στην πατραγαθία, ούτε σύρεται από πρωτοβουλίες ξένων Εκκλησιών ή εντυπωσιάζεται από τυχόν ρεύματα ή καιρικά φαινόμενα29». ΢ημείο αναφοράς μας, λοιπόν, είναι και πάλι η τελετουργική ορθότητα, ο τρόπος τελέσεως και βιώσεως της Θ. Λειτουργίας, ιδιαίτερα «το τι ψάλλεται στη Θ. Λειτουργία, για το οποίο και απαιτείται ιδιαιτέρα πρόνοια30», τα σταθερά δηλαδή σημεία της. Σα σημάδια που έχουμε, ωστόσο μέχρι τούδε, δεν δείχνουν να είναι και τόσο ενθαρρυντικά, ώστε να δικαιολογείται αλλαγή στάσης, όπως φαίνεται από τις παρακάτω, υποκειμενικές βέβαια, παρατηρήσεις - διαπιστώσεις, που αφορούν τελετουργικούς προβληματισμούς, τόσο στα τελούμενα – και ψαλλόμενα στη Θ. Λειτουργία, όσο και στη συμμετοχή του λαού (εκκλησιάσματος) σε αυτήν. Ας μας συγχωρηθεί εδώ η καταχώρηση μερικών: Δεν είναι λίγες οι φορές, που σε πανηγύρεις και μάλιστα ιερουργούντος αρχιερέως, με πολλούς συλλειτουργούντες ιερείς και πλήθος κόσμου και πολλές αρτοκλασίες, η ευλόγηση των άρτων γίνεται κατά την ώρα της Θ. Λειτουργίας, αυθαίρετα σε οποιοδήποτε σημείο, εις επήκοον πάντων! ΢ε κάποια περίπτωση μάλιστα πρόσφατα, σε μια μεγάλη εορτή λειτουργούντος αρχιερέως, αυτό έγινε κατά την απαγγελία του ΢υμβόλου της πίστεως στο προαύλιο της εκκλησίας, από έναν ιερέα, ενώ συνεχιζόταν η Θ. Λειτουργία! ΢ε πρόσφατη πανήγυρη (Αύγουστος 2007) με χοροστατούντα και συμψάλλοντα αρχιερέα, κατά την ώρα των Διπτύχων απήτησε να ψάλλουμε το Μεγαλυνάριο του αγίου. ΢την παρατήρηση ότι στην ενορία μας δεν ψάλλομε Μεγαλυνάρια των αγίων ούτε εορτών στη Θ. Λειτουργία εκτός από το της Τπεραγίας Θεοτόκου («΄Αξιόν εστιν» κ.λ.π.) αντέταξε με έμφαση: «Γνωρίζετε καλά, αγαπητέ μου, ότι δεν είναι ορθό να καταφρονούμε την παράδοση των Αγίων Πατέρων (sic!)». Και φυσικά το έψαλε μόνος του! Γέρων ιερεύς επέπληξε νεώτερον ιερέα γιατί τον άκουσε να διαβάζει εκφώνως την Μεγάλη Εκτενή και τα Κατηχούμενα της Θ. Λειτουργίας: «Αυτά λέγονται μόνο στις Προηγιασμένες», είπε. – «Μα τότε γιατί υπάρχουν στο Ιερατικόν;» απάντησε ο νεώτερος. Προφανώς ο ιερέας αυτός δεν τα έχει διαβάσει ποτέ ούτε καν μυστικώς στη Θ. Λειτουργία. ΢ε κάποιο ενοριακό ναό λειτουργούσε αρχιερέας, εν Κυριακή ημέρα και εξέφρασε την επιθυμία να ψάλει από το στασίδιό του τα Αντίφωνα, οπότε και του δόθηκε το Νέον Εγκόλπιον του Αναγνώστου και Ψάλτου, της Αποστολικής Διακονίας, με τον σελιδοδείκτη στη σελίδα των Αντιφώνων των Χαλμών 91, 92 και 94, προφανώς για να ειπωθούν αυτά, αφού και Ι. Υουντούλη, «Η Λειτουργική Ανανέωση στην Ορθόδοξο Εκκλησία. Δυνατότητες και Εμπόδια», στον τόμο Τελετουργικά Θέματα Β΄, Αθήνα 2006, σσ. 47-48. 30 Ι. Υουντούλη, «Σελετουργική προσέγγιση της Θ. Λειτουργίας» στον τόμο Το Μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας, Πρακτικά Γ΄ Πανελληνίου Λειτουργικού ΢υμποσίου, Αθήνα 2004, σ. 172. 29


άλλοτε είχαν ψαλθεί παρουσία του. ΢τη θέα των όμως πήγε στην απέναντι σελίδα και έψαλε την επιτομή των τυπικών «Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον<, Αίνει η ψυχή μου τον Κύριον<» κ.τ.λ.! Αλλά οι παρατηρήσεις-απορίες πληθαίνουν: Γιατί να μην μπορούμε στην ελλαδική εκκλησία να ψάλλουμε ποτέ τις Κυριακές τα Συπικά και τους Μακαρισμούς ή τουλάχιστον τα κανονικά Αντίφωνα της Θ. Λειτουργίας (Χαλμούς 91, 92 και 94), και όχι πάντοτε και μόνο την επιτομή των Συπικών με ελάχιστους στίχους; Και αναρωτείται κανείς: Για να τα ακούμε και να τα ψάλλομε, πρέπει να πηγαίνομε στις Ρωσικές Εκκλησίες; Γιατί να μη διαβάζεται ο Απόστολος στο μέσον του ναού και όχι από μια ‚dark corner‛ του αναλογίου, όπως θα έλεγε ο ΢μέμαν; Γιατί το θυμίαμα να γίνεται κατά την ανάγνωση του Αποστόλου προς όλο το εκκλησίασμα, επιφέροντας πλήρη ακαταστασία και όχι όπως απαιτεί η τάξη κατά την ψαλμωδία του Αλληλουαρίου, το οποίο βέβαια ουδέποτε ψάλλεται στις Ενορίες, εκτός τελευταία σε ορισμένους μόνο Μητροπολιτικούς και ελάχιστους ενοριακούς ναούς; Πως δικαιολογούνται τα «Ειρήνη σοι τω αναγιγνώσκοντι», ή «τω αναγνώντι» ή «τη αναγινωσκούση» (σε γυναικεία μοναστήρια), «τω ευαγγελιζομένω» ή «τω ευαγγελισαμένω» και οι άλλοι παρόμοιοι προσδιορισμοί κατά την ευλογία του αναγνώστου και ευαγγελιστού; Κατά τη μνημόνευση, επίσης, ονομάτων στη Μεγάλη Είσοδο η πλειοψηφία των ιερέων μνημονεύουν οικεία πρόσωπα δικά τους και των συλλειτουργούντων ιερέων (πρεσβυτέρες, τέκνα, γονείς κ.τ.λ.) και ό,τι άλλο επινοήσει η φαντασία τους εκείνη τη στιγμή, μη σεβόμενοι την τάξη της Εκκλησίας και υποπίπτοντας στον κίνδυνο της ανθρωπαρέσκειας και συχνά σε γραμματικά και συντακτικά λάθη. Σο ίδιο συμβαίνει και με Αρχιερείς της ελλαδικής Εκκλησίας, που ακούει κανείς –προς διδασκαλίαν; – από μεταδιδόμενες Λειτουργίες: «υπέρ των παρακολουθούντων την αγίαν και ιεράν μυσταγωγίαν ταύτην» ή «των συλλειτουργούντων ημάς (sic) ιερομονάχων, ιεροδιακόνων και ιερέων», αγνοούντες πρώτον: ότι στη Θ. Λειτουργία δεν υπάρχουν θεατές του μυστηρίου αλλά συμμέτοχοι - συλλειτουργοί και δεύτερον, ότι το προβάδισμα, κατά την αρχαίαν τάξιν μνημονεύσεως, ανήκει στα ενοριακά και όχι στα μοναστικά πράγματα, πλην των αφορούντων εις τα της Μονής και εν τη Μονή, όπου και έχουν θέση προβαδίσματος οι φέροντες τον τίτλον του Αρχιμανδρίτου. Γιατί το κήρυγμα να έχει καθιερωθεί να γίνεται (αν γίνεται) πάντοτε στο Κοινωνικό και όχι στη θέση του, μετά δηλαδή μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου; ΢τις ελληνόφωνες εκκλησίες παραλείπονται (διαβάζονται, τουλάχιστον, μυστικώς;) πάντοτε κατά τις επίσημες λειτουργίες των Κυριακών, εορτών και καθημερινών η Μεγάλη Εκτενής και τα Κατηχούμενα, επειδή


δήθεν επιμηκύνουν τη λειτουργία, ενώ λέγονται πάντοτε στην Προηγιασμένη, καταχρηστικώς λεγόμενη Λειτουργία, γιατί δεν είναι λειτουργία31 και δεν συμμετέχει και πολύ εκκλησίασμα. Δεν είναι κακομεταχείριση και ασέβεια τόσο προς το μυστήριο όσο και προς την πίστη της αγίας μας Εκκλησίας αυτό; Και βέβαια, η Μεγάλη Εκτενής και τα Κατηχούμενα κατά κανόνα παραλείπονται. Αν όμως προσέξει κανείς, οσάκις ακολουθεί μετά τη Λειτουργία Αρτοκλασία ή γενικά οποιαδήποτε φορά κι αν τελείται Αρτοκλασία (σε ορισμένες ενορίες ακόμη και μετά την Μικρή είσοδο, προ του Κοντακίου), από αυτήν δεν παραλείπεται «ούτε εν ιώτα, ούτε μία κεραία»! Πως δικαιολογούνται και ποια λειτουργική και θεολογική στήριξη έχουν τα «Ελέησον ημάς ο Θεός<» και οι λοιπές δεήσεις, μνημονεύσεις, κεφαλοκλισία κλπ. της Αρτοκλασίας αμέσως μετά την ευχή της αγίας Αναφοράς και το «Είδομεν το φως το αληθινόν»; Εκτός εάν η Κοινωνία των αχράντων μυστηρίων δεν είναι «το τέλος του μυστηρίου παντός32». ΢τις περισσότερες εκκλησίες η πλειοψηφία των εκκλησιαζομένων (ακόμη και οι μη έχοντες ανάγκη) κάθονται στο διάστημα μετά τη Μεγάλη Είσοδο μέχρι τη Θ. Κοινωνία. Έτσι στα κελεύσματα του ιερέως «΢τώμεν καλώς<», «Άνω σχώμεν τας καρδίας», «Ειρήνη πάσι», ή και κατά τη στιγμή του καθαγιασμού των Σιμίων Δώρων, δε φαίνεται να υπάρχει η ανάλογη ανταπόκριση. ΢το «Σας κεφαλάς ημών τω Κυρίω κλίνωμεν», δεν σκύβει το κεφάλι κανείς. Πως εξηγείται αυτό; Ποια είναι η θέση των Μεγαλυναρίων των Αγίων και των εορτών κατά την ώρα των Διπτύχων; ΢τις ελληνικές εκκλησίες δεν λέγεται ποτέ το «Πληρωθήτω». Σο ψάλλουν όμως στις σλαβικές εκκλησίες, στο Άγιο Όρος και σε αρκετά μοναστήρια και τώρα τελευταία δειλά-δειλά αρχίζει να ψέλνεται και σε μερικές ενορίες. Αν κατά σύμπτωση βρεθεί κανείς εν ώρα λειτουργίας σε διαφόρους ενοριακούς ναούς της Ρωσικής Εκκλησίας, εκεί τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. ΢το παρελθόν, που μας δόθηκε αυτή η ευκαιρία να εκκλησιαστούμε σε διάφορες Ρωσικές ενορίες, προς μεγάλη μας έκπληξη, τη μια Κυριακή έψαλαν τα Συπικά και τους Μακαρισμούς και την άλλη τα κανονικά Αντίφωνα της Θ. Λειτουργίας, τηρουμένης επακριβώς της τάξεως της Μικράς Εισόδου. Η λειτουργία των Προηγιασμένων είναι ακριβώς κοινωνία των φρικτών του Φριστού μυστηρίων κατά την πένθιμη περίοδο (καθημερινές) της Μεγάλης Σεσσαρακοστής. Δεν περιέχει Αναφορά. ΢υνάπτεται στην ακολουθία του Εσπερινού και δεν περιλαμβάνει τίποτε άλλο παρά μόνο την προπαρασκευή, τη μεταφορά των προηγιασμένων δώρων από την πρόθεση στο θυσιαστήριο και τη θ. κοινωνία. Πλαισιώνεται κατά το πρότυπο της θ. λειτουργίας με προπαρασκευαστικές ευχές για τη μετάληψη και ευχαριστήριες μετά από αυτήν και την συνήθη απόλυση της θ. λειτουργίας. 32΢υμεών Θεσσαλονίκης, PG. 155, 85B. 31


Η ασυμφωνία των ισχυόντων Συπικών ΢τα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος, ήδη από την έκδοση του 2007 (Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος), παρατηρείται ότι στη Θεία Λειτουργία, εκτός από τις πρόσφατες καίριες και ουσιώδεις προσθήκες (επαναφορά) του Προκειμένου και του Αλληλουιαρίου του Αποστόλου, προστέθηκε και νέος ύμνος, άγνωστος μέχρι σήμερα στις ελληνόφωνες Εκκλησίες, καίτοι μαρτυρούμενος υπό της αρχαίας παραδόσεως, το «Πληρωθήτω». Η προσθήκη αυτή θα έλεγε κανείς ότι έγινε σταδιακά, με πολύ ορθό τρόπο, προφανώς για την αποφυγή αντιδράσεων (;) γιατί μόνο στην έκδοση του 2008 παρατίθεται για πρώτη φορά ολόκληρος ο ύμνος με σχετικά σχόλια33. Όμως είναι προφανές ότι σε όσες ενορίες γίνεται χρήση του εν λόγω Συπικού μόνο σε ευάριθμες ψάλλεται. Σην προσθήκη αυτή φαίνεται να αγνοούν τα άλλα ισχύοντα Συπικά, όπως το «Ημερολόγιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου» και η «Τυπική Διάταξις των ιερών ακολουθιών» του Απ. Παπαχρήστου, ενώ από του 2009 προστέθηκε, με επαρκείς εξηγήσεις, και στο «Μικρόν Συπικόν», συντασσόμενο υπό επιτροπής. Επιπλέον, το «Μικρόν Συπικόν» διατάσσει την ψαλμωδία μεγαλυναρίου στη Θ. Λειτουργία της εορτής της Μεταμορφώσεως (6 Αυγούστου), «Θέλων επιδείξαι τοις μαθηταίς<», διάταξη η οποία (ευτυχώς) δεν υπάρχει στα άλλα Συπικά. ΢ε όλα δε τα παραπάνω Συπικά, κατά πιστή εφαρμογή του Συπικού της Μεγάλης Εκκλησίας (ΣΜΕ), διατάσσεται κατά την 1η Ιανουαρίου μόνο, για άγνωστο λόγο, εις τα δίπτυχα, το μεγαλυνάριο του Μ. Βασιλείου «Σον ιεροφάντορα του Φριστού». Αλλ’ η διάταξη αυτή εκ πρώτης όψεως – τηρουμένων των αναλογιών – φαίνεται να αδικεί τη λειτουργία του ιερού Φρυσοστόμου κατά την ημέρα της μνήμης του 13 Νοεμβρίου, για την οποία ουδέν αναφέρεται. Σο ΣΜΕ διατάσσει, επίσης, την ψαλμωδία μεγαλυναρίου και κατά την εορτή της Ζωοδόχου Πηγής (Παρασκευή της Διακαινησίμου), «Ύδωρ το ζωήρρυτον της Πηγής...», διάταξη, την οποία μιμούνται και τα άλλα Συπικά. Κατά το ίδιο σκεπτικό, όμως, θα έπρεπε και οι άλλες Θεομητορικές εορτές να δικαιούνται μεγαλυνάρια και μάλιστα οι εορτές του Γενεθλίου, των Εισοδίων, του Ευαγγελισμού και της Κοιμήσεως, οι οποίες και αποτελούν τον πυρήνα της Θεομητορικής λατρείας και Θεολογίας της Εκκλησίας (και όχι η εορτή της Ζωοδόχου Πηγής)34. Ο μακαριστός όμως Ι. Υουντούλης, έχει άλλη γνώμη, την οποία Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος 2008, σ. 13. Βέβαια για πληρέστερη ενημέρωση επί του θέματος των Μεγαλυναρίων, ας σημειωθεί εδώ ότι κατά το Τυπικόν του Κωνσταντίνου, (Τυπικόν Εκκλησιαστικόν κατά την τάξιν της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, 7η έκδοση, Κωνσταντινούπολη 1874), διατάσσονται Μεγαλυνάρια κατά την ώραν των Διπτύχων, στις εορτές τεσσάρων Αγίων: Αγ. Ανθίμου επισκόπου Νικομηδείας (σ.10), Αγ. Αικατερίνης (σ. 44), Μεγάλου Βασιλείου (σ.75), Αγ. 33 34


δεν έχει προσέξει κανείς: «Άλλο μεγαλυνάριο πλην του Θεομητορικού (δηλαδή του «Άξιον εστίν…» και του «Επί σοί χαίρει…» στις λειτουργίες του I. Χρυσοστόμου και Μ. Βασιλείου αντίστοιχα ή του ειρμού της θ΄ ωδής στις Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές) δεν ψάλλεται στη θ. λειτουργία35». Και βέβαια είναι πανθομολογούμενο ότι τα παραπάνω Συπικά, στηρίζονται και εξαρτώνται κατ’ εξοχήν από το ισχύον ΣΜΕ – για το οποίο υπάρχουν επιφυλάξεις ως προς την πλήρη και ακριβή εφαρμογή των διατάξεών του στις Ενορίες – γι’ αυτό και συχνά παρεμβαίνουν με διευκρινιστικές παρατηρήσεις σε αρκετά σημεία, οι οποίες αν και αξιοπρόσεκτες, φυσικά δε μας ενδιαφέρουν εδώ36. Αλλά το θέμα των μεγαλυναρίων στη θ. λειτουργία δεν εξαντλείται εδώ και γι’ αυτό θα επανέλθουμε.

Παραμελημένα και άτοπα σημεία της θ. Λειτουργίας

1. Η μεγάλη συναπτή ή ειρηνικά Κατά τη σημερινή τάξη, εδώ μπορεί να πει κανείς (ως διάκονος ή ως ιερεύς όταν λειτουργεί) και να ακούσει ό,τι θέλει ή ό,τι δεν θέλει. Παραθέτουμε τις παρατηρήσεις για το μέρος αυτό της Θ. Λειτουργίας του καθηγητού Ι. Υουντούλη: «Σο ‘Τπέρ των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών’ δεν λέγεται. Αυτό το αίτημα αντικατέστησε επί τουρκοκρατίας την υπέρ των βασιλέων αίτηση για ευνόητους λόγους. Δεν υπάρχει στα δόκιμα χειρόγραφα και στα παλαιά έντυπα. Σο υπέρ του αρχιερέως αίτημα λέγεται όπως έχει σε όλα τα Ιερατικά και τα Ευχολόγια: ‘Τπέρ του αρχιεπισκόπου ημών (δείνος). Η προσθήκη της λέξεως «πατρός» προ του «αρχιεπισκόπου» είναι άτοπος. Αυτό ισχύει και για το «Εν πρώτοις<» και για όπου αλλού. Σο υπέρ βασιλέως και του στρατού αίτημα διαμορφώνεται ως εξής: «Τπέρ των ευσεβεστάτων αρχόντων ημών και του φιλοχρίστου στρατού του Κυρίου δεηθώμεν». Σα «πάσης αρχής και εξουσίας εν τω κράτει ημών και του κατά γην (ή ξηράν), αέρα και θάλασσαν φιλοχρίστου στρατού ημών και των σωμάτων ασφαλείας της πατρίδος ημών» είναι το λιγότερο φλύαρα. ΢ε κάθε αίτημα ο λαός-χορός απαντά εμμελώς αλλά απλά, με το «Κύριε ελέησον». Σο «Αμήν» λέγεται μόνο μετά την εκφώνηση. ΢το «Αντιλαβού<τη ση Κωνσταντίνου (σ.171) και για την εορτή της Ζωοδόχου Πηγής (σ.245). ΢το Συπικό του Γ. Βιολάκη μειώνονται σε δύο, του Μεγάλου Βασιλείου και της Ζωοδόχου Πηγής. 35 Ι. Υουντούλη, Λειτουργική Α΄ Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, ό π., σ. 243. 36Πρβλ. Γεωργίου Βεργωτή, Τελετουργική (Συμβολή στην Ιστορία της Χριστιανικής Λατρείας), Θεσσαλονίκη 1993, με σοβαρές και ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις επί του θέματος ιδιαίτερα σσ. 56-57.


χάριτι» λέγεται πάντοτε «Κύριε ελέησον» και όχι «Αμήν», όπως κακώς συνηθίζουν μερικοί37». Ειδικότερα για τη χρήση της λέξεως «Πατήρ», η οποία τον τελευταίο καιρό ακούγεται κατά κόρον, σημειώνει τα εξής: «<τα ιερά λειτουργικά μας κείμενα δεν κινδυνεύουν τόσο από τους ασεβείς, όσο πάσχουν από την αυθαιρεσία των ευσεβών εκείνων που κυριολεκτικά τα καταστρέφουν με ποικίλες ευλαβείς προσθήκες λέξεων ή και φράσεων ολόκληρων. Σο να παρουσιάζουμε τον εαυτό μας ευλαβέστερο από τους πατέρες μας είναι εγωισμός και αμαρτία38».

Ι. Υουντούλη, Λειτουργική Α΄ Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, ό π., σσ. 213-214. Βέβαια εδώ θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς, ότι και η νέα έκδοση του Ιερατικού της Αποστολικής Διακονίας (έκδοσις Δ΄ 2002) έγινε χωρίς πλήρως να ληφθούν υπόψη και να αξιοποιηθούν τα πορίσματα της συγχρόνου λειτουργικής επιστήμης, όπως ρητά όριζε η υπ αρ. 2745/8 Ιουλίου 2002 εγκύκλιος της Ιεράς ΢υνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αναφέρουμε τρεις περιπτώσεις: α) Βλ. π.χ. για τα Ειρηνικά στη σελ. 110 σε σχέση με τις παραπάνω παρατηρήσεις του Ι. Υουντούλη περί «πάσης αρχής και εξουσίας εν τω κράτει ημών και του κατά γην (ή ξηράν), αέρα και θάλασσαν φιλοχρίστου στρατού ημών» και για την αναφερθείσα εγκύκλιο σελ. 5. β) ΢τις σελίδες 140, 176 και 227 (Λειτουργία Ι. Φρυσοστόμου, Μ. Βασιλείου και Προηγιασμένων) αφέθηκε ως έχει σε παλαιότερα Ιερατικά το «Ευλογητός ο Θεός ημών», λεγόμενο χαμηλοφώνως για τη μεταφορά του αγίου δίσκου και του ποτηρίου στην Πρόθεση, παρά τις αντιρρήσεις όλων των σύγχρονων λειτουργιολόγων ως κακώς παρεμβληθέν, καθόσον πρόκειται περί παρερμηνείας της ως ακεφάλου θεωρηθείσης τάξεως «Πάντοτε νυν και αεί<»: «Με το ‘ευλογητός<’» αρχίζουν και δεν τελειώνουν οι ιερές ακολουθίες» (επισήμανση δική μας). Ούτε και εδώ όμως υπάρχει συμφωνία διότι ορισμένοι ιερείς το απαγγέλλουν μεγαλοφώνως και δη από ραδιοφώνου. Βλ. Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου, ‘Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού’, ό. π., 52, 1994, σ. 93. Π. Ν. Σρεμπέλα, Aι τρεις Λειτουργίαι κατά τούς εν Αθήναις Κώδικας, Aθήναι ²1982, σσ. 151-152. Ι. Υουντούλη, Βυζαντιναί Θ. Λειτουργίαι Βασιλείου του Μεγάλου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 10. γ) ΢τη σελίδα 28, υποσ. 8, προβλέπεται διάταξις τελέσεως αρτοκλασίας στο τέλος της ακολουθίας του Όρθρου παρά την αντίθετη άποψη του Ι. Υουντούλη ως κακώς τελούμενη στο σημείο αυτό. Βλ. Λειτουργική Α΄ Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, ό π. σ. 150, καθώς και παρακάτω στο παρόν άρθρο τα περί Αρτοκλασίας. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι κατά το Συπικόν του Αγ. ΢άββα, στο τέλος της ακολουθίας του όρθρου Δεσποτικών, Θεομητορικών, και εορτών μεγάλων Αγίων «δίδοται και άγιον έλαιον τοις αδελφοίς υπό του προεστώτος», διάταξη, την οποία τελούσαν παλαιότεροι ιερείς, τηρείται δε ακόμη και σήμερα στις σλαβικές εκκλησίες και στο Άγιον Όρος, ενώ περιέπεσε σε αχρησία κατά τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα στις ελληνόφωνες εκκλησίες. Βλ. Συπικόν της Εκκλησιαστικής Ακολουθίας της εν Ιεροσολύμοις Αγίας Λαύρας του Οσίου καί Θεοφόρου Πατρός Ημών ΢άββα, Ενετίησιν 1771, καθώς και τη νέα έκδοσή του υπό Αρχιμ. Δοσιθέου, Τυπικόν του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός Ημών Σάββα του Ηγιασμένου, Έκδοσις Ιεράς ΢ταυροπηγιακής Μονής Παναγίας Σατάρνης. 38 Ι. Υουντούλη, Απαντήσεις εις Λειτουργικάς Απορίας, Δ΄, σ. 18. 37


2. Σα αντίφωνα της θ. Λειτουργίας

΢τις ελληνικές Ενορίες επικρατεί ήδη από αρκετό καιρό πλήρης σύγχυση σχετικά με τα αντίφωνα της Θ. λειτουργίας και ιδιαίτερα των Κυριακών, η δε νέα έκδοση του Εγκολπίου Αναγνώστου και Ψάλτου, καταρτισθέντος υπό του πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Παπαγιάννη, καταξιωμένου λειτουργιολόγου, δεν μοιάζει, ως ώφειλε, να δίνει λύση στο πρόβλημα (όπως φαίνεται ιδιαίτερα στο «Εισαγωγικόν σημείωμα» σελ. 1119). ΢το προπαρασκευαστικό ή εισαγωγικό αυτό τμήμα της Θ. λειτουργίας «παρατηρείται μια αναρχία39», «υφίσταται δε μια άνευ προηγουμένου κρίση40», που επιτείνεται από την όπως-όπως απαγγελία των αντιφώνων – δηλαδή να ψάλλονται χωρίς Βιβλικούς στίχους, κατά δε τις καθημερινές να παραλείπεται το Β΄ αντίφωνο «Ο Κύριος εβασίλευσεν<» και το χειρότερο, χωρίς την κατακλείδα «Δόξα και νυν» σε κάθε αντίφωνο, επομένως και πριν από το Κοντάκιο – άνευ στίχου ή με άσχετους στίχους κατά την μικρά είσοδο, την τάση πολλαπλασιασμού της ψαλμωδίας των τροπαρίων μετά την είσοδο κτλ. Η σύγχυση κατά τη γνώμη μας, είναι συνάρτηση τριών παραγόντων: α) Σης παρεμβολής των τυπικών και των μακαρισμών του μοναχικού τυπικού στο σημείο αυτό της Θ. Λειτουργίας, η διάταξη των οποίων από το ΣΜΕ αλλά και τα άλλα Συπικά για να ψάλλονται τις Κυριακές, γενικά δεν τηρείται στις Ενορίες. β) Από παρεξήγηση αυτού του σημείου της Θ. λειτουργίας, ότι δηλ. άλλα αντίφωνα ψάλλονται τις Κυριακές και άλλα τις καθημερινές, λες και η Θ. Λειτουργία έχει άλλο χαρακτήρα για τις μεν και άλλο για τις δε ή και ακόμη πιο απλά, άλλα χερουβικά για τις μεν και άλλα για τις δε (π.χ. τα σεραφικά). γ) Από την, προϊόντος του χρόνου, επελθούσα ατονία και λήθη των αρχαίων αντιφώνων και στη συνεπακόλουθη άγνοιά τους στις ελληνόφωνες εκκλησίες. Έτσι «φτάσαμε σε τελεία αποδιοργάνωση (δεν πρόκειται για υπερβολή) του ωραίου αυτού και ζωτικού λειτουργικού στοιχείου, (με) τις αδόκιμες λύσεις, που από καλή πρόθεση προτάθηκαν και προωθήθηκαν<41». 2 α). Ποια είναι τα κανονικά αντίφωνα της θ. λειτουργίας ΢το έργο του αειμνήστου καθηγητού Ι. Υουντούλη, υπάρχουν αρκετές αναφορές στα κανονικά αντίφωνα της Θ. Λειτουργίας με αλλεπάλληλες επικλήσεις επαναφοράς των, οι οποίες και επέσυραν πολλές επικρίσεις της «τάξεως» που έχει επικρατήσει. ΢την ουσία ουδεμία μεταβολή ή Ι. Υουντούλη, Απαντήσεις εις Λειτουργικάς Απορίας, Δ΄, σ. 35. Ι. Υουντούλη, Λειτουργική Α΄ Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, ό π., σ. 218. 41 Ι. Υουντούλη, Απαντήσεις εις Λειτουργικάς Απορίας Ε΄, σ. 157. 39 40


βελτίωση έγινε. «Είναι δε τα τρία αντίφωνα τρεις αναστάσιμοι ψαλμοί, που εστιχολογούντο ολόκληροι, με εφύμνια< Οι τρεις ψαλμοί με τα αντίστοιχα εφύμνια είναι: α΄ αντίφωνο: Ψαλμός 91 («Αγαθόν το εξομολογείσθαι<»). Εφύμνιο: «Σαις πρεσβείαις της Θεοτόκου<». β΄ αντίφωνο: Ψαλμός 92 («Ο Κύριος εβασίλευσεν<»). Εφύμνιο: «Πρεσβείαις των αγίων σου<». γ΄ αντίφωνο: Ψαλμός 94 («Δεύτε αγαλλιασώμεθα<») Εφύμνιο: «΢ώσον ημάς Τιέ Θεού<» Κατά το τρίτο αντίφωνο γινόταν η είσοδος και ως εισοδικό ψαλλόταν πανηγυρικότερα ο στίχος 6 του ιδίου ψαλμού «Δεύτε προσκυνήσωμεν<» με εφύμνιο το ίδιο με του γ΄ αντιφώνου «΢ώσον ημάς Τιέ Θεού<». Σα αντίφωνα αυτά ψαλλόταν σ’ όλες τις λειτουργίες, είτε Κυριακή είτε καθημερινή ετελούντο, μια και η θεία λειτουργία έχει πάντοτε πασχάλιο χαρακτήρα42». Αλλά οι ψαλμοί αυτοί δεν επιλέχτηκαν τυχαία: «Οι δύο ψαλμοί, ο 91ος και 92ος ερμηνεύονται από τους Πατέρες και ως προφητικά αναφερόμενοι στην ανάσταση του Κυρίου, πράγμα που ταίριαζε με τον πασχαλινό χαρακτήρα της θ. λειτουργίας και ιδιαίτερα με το αναστάσιμο θέμα της Κυριακής43<Ο δε αρχικός 94ος επελέγη διότι αποτελεί μέχρι τον 6ο στίχο μια θαυμάσια πρόσκληση για δοξολογία του Θεού από τη λατρεύουσα κοινότητα: «Δεύτε αγαλλιασώμεθα<αλαλάξωμεν<προφθάσωμεν το πρόσωπον αυτού εν εξομολογήσει<και εν ψαλμοίς αλαλάξωμεν αυτώ<Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν αυτώ<». Από όλες τις ενδείξεις πρέπει να συμπεράνομε πως εφύμνιό του είχε το «Αλληλούια» και πως η στιχολογία του διακοπτόταν στον κατ’ εξοχήν εισοδικό στίχο, το «Δεύτε προσκυνήσωμεν». Αργότερα ο στίχος υπέστη μια επιτυχή χριστολογική διασκευή: το «αυτώ» έγινε Φριστώ44». Αργότερα έγινε μια αλλαγή, όχι στους ψαλμούς αλλά στα εφύμνια, που ίσως άρχισε από την Κυριακή. Σο πρώτο εφύμνιο παρέμεινε το ίδιο. Σο δεύτερο εξέπεσε και αντικαταστάθηκε από το τρίτο. Ψς τρίτο δε εφύμνιο εψάλλετο το αναστάσιμο απολυτίκιο ή το απολυτίκιο του εορταζομένου αγίου. Σο εισοδικό όμως, στίχος και εφύμνιο, παρέμειναν τα ίδια. Έτσι έχουμε δύο τύπους αντιφώνων που έμειναν<σε χρήση. Σα πρώτα που τα ονομάζουμε «αρχαία» και τα δεύτερα, για να διακρίνονται από τα πρώτα, «νεώτερα». Σα νεώτερα, για να γίνει σαφέστερο το πράγμα, πήραν την εξής μορφή:

Ό. π., σσ. 214-218. Επισήμανση δική μας. ΢υμβαίνει άραγε το ίδιο με την επιλογή στίχων των τυπικών; 44 Ι. Υουντούλη, Απαντήσεις εις Λειτουργικάς Απορίας, Δ΄, σσ. 34-43. 42 43


α΄ αντίφωνο: Ψαλμός 91 («Αγαθόν το εξομολογείσθαι<»). Εφύμνιο: «Σαις πρεσβείαις <». β΄ αντίφωνο: Ψαλμός 92 («Ο Κύριος εβασίλευσεν<»). Εφύμνιο: «΢ώσον ημάς Τιέ Θεού<» γ΄ αντίφωνο: Ψαλμός 94 («Δεύτε αγαλιασώμεθα<») Εφύμνιο: Σο απολυτίκιο. ΢ήμερα τα δύο πρώτα αντίφωνα έχουν συρρικνωθεί κατά το πλείστο στην τριπλή επανάληψη των εφυμνίων, χωρίς στίχους των ψαλμών, το δε τρίτο αντίφωνο στην άπαξ ψαλμωδία του απολυτικίου. Κι αυτό για να δοθεί χρόνος στην εκτέλεση συνθέτων μελών, όπως το δύναμις του τρισαγίου, το χερουβικό, το «΄Αξιον εστί<» και το κοινωνικό, ακόμα και των λειτουργικών ή και των εκφωνήσεων και των διακονικών. Σα απλά λαϊκά μέλη των αντιφώνων θεωρούνται ανάξια προσοχής, ή από τους «προοδευτικούς» κουραστικά λόγω της επαναλήψεως των εφυμνίων. Ατυχής ομοίως και αλλόκοτη υπήρξε η προσπάθεια συγκερασμού των ψαλμών των τυπικών με τα εφύμνια των αντιφώνων, με το σκεπτικό διασώσεως της μοναχικής πράξεως των τυπικών στις ενορίες, όπου επεβίωνε ακόμη η αντιφωνική ψαλμωδία»45. Η παρατήρηση είναι σαφής. Γι’ αυτήν την προσπάθεια αναφέρει (πολύ αργότερα, αφού το βιβλίο του καθηγητού Υουντούλη είχε ήδη πριν αρκετό καιρό κυκλοφορήσει) ο πρωτ. Κ. Παπαγιάννης τα εξής: «Σο άτοπον της τοιαύτης συνηθείας (της αχρησίας δηλ. των Συπικών και Μακαρισμών και της απλής ψαλμωδίας των εφυμνίων άνευ στίχων) κατανοήσασα η Ι. ΢ύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ώρισεν από τινων δεκαετιών στίχους αντιφώνων δια μεν το α΄ και β΄ εκ των ψαλμών των Συπικών (ρβ΄ και ρμε΄): Ευλόγει η ψυχή μου, τον Κύριον, και πάντα τα εντός μου το όνομα το άγιον αυτού. Σαις πρεσβείαις της Θεοτόκου, ΢ώτερ σώσον ημάς. Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον, και μη επιλανθάνου πάσας τας ανταποδόσεις αυτού. Σαις πρεσβείαις της Θεοτόκου... Κύριος εν τω ουρανώ ητοίμασε τον θρόνον αυτού, και η Βασιλεία αυτού πάντων δεσπόζει. Σαίς πρεσβείαις της Θεοτόκου... Αίνει, η ψυχή μου, τον Κύριον, αινέσω Κύριον εν τη ζωή μου, ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω. ΢ώσον ημάς, Τιέ Θεού, ο αναστάς εκ νεκρών, ψάλλοντάς σοι. Αλληλούια. Μακάριος, ου ο Θεός Ιακώβ βοηθός αυτού, η ελπίς αυτού επί Κύριον τον Θεόν αυτού. ΢ώσον ημάς, Τιέ Θεού, ... Βασιλεύσει Κύριος εις τον αιώνα, ο Θεός σου, Σιών, εις γενεάν και γενεάν. ΢ώσον, ημάς, Τιέ Θεού, ... 45

Ό. π., σσ. 214-218. Επισήμανση δική μας.


Διά δε το γ΄ δύο στίχους κατ’ εκλογήν: «Αύτη η ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος, αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή» (ψαλμ, ριζ΄ 24) και «Αινεσάτωσαν αυτόν οι ουρανοί και η γη» (Χαλμ ξη΄ 35) μετά του αναστασίμου απολυτικίου. Δια δε τας μνήμας των αγίων ώρισεν όπως λέγωνται εις το γ΄ αντίφωνον οι στίχοι των αποστίχων του Εσπερινού. Η ρύθμισις αύτη είναι αναμφιβόλως ορθοτέρα της άνευ στίχων ψαλμωδίας των εφυμνίων. Ορθότερον όμως θα ήτο να επαναφερθούν εις τας Κυριακάς και τας μνήμας των αγίων τα αρχαία αντίφωνα, διατηρουμένων των εφυμνίων, ως έχουν επικρατήσει σήμερον (α΄ Σαις πρεσβείαις<β΄ ΢ώσον ημάς< γ΄ του απολυτικίου). Παρά ταύτα δεν ευρίσκομεν εντελώς άστοχον και την γενομένην ρύθμισιν46». 2 β). Επιτομή των τυπικών ως αντίφωνα; Από τα παραπάνω φαίνεται σαφώς ότι ο πρωτ. Κ. Παπαγιάννης, υποστηρίζει την επαναφορά των αρχαίων αντιφώνων, όπως σημειώνει στη συνέχεια: «Κατά τας Κυριακάς οπωσδήποτε δέον να λέγωνται είτε τα αρχαία αντίφωνα είτε τα υπό της Ι. ΢υνόδου ορισθέντα, καταλλήλως συμπληρούμενα και βελτιούμενα47». Βέβαια στο Σύστημα Τυπικού των Ιερών Ακολουθιών του όλου ενιαυτού, παραδέχεται ότι τα υπό της Ι. ΢υνόδου ορισθέντα «είναι ελλιπή, ήτοι τα μεν δύο τρίστιχα, το α΄ μάλιστα άνευ του Δόξα και νυν, το δε γ΄ δίστιχον<», γι αυτό και τα συμπλήρωσε επί το ορθότερο δυνατόν48. Έτσι ενώ θα περίμενε κανείς στη νέα έκδοση του Εγκολπίου Αναγνώστου και Ψάλτου να επανέλθει η ψαλμωδία των αρχαίων αντιφώνων, στην ουσία εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ότι αυτά αφήνονται να λέγονται στις καθημερινές, ενώ προτάσσονται ως «αντίφωνα» τις Κυριακές, η επιτομή των τυπικών. Απουσιάζει το β΄ εφύμνιο, ψαλλόμενο τις Κυριακές «΢ώσον ημάς, Τιέ Θεού, ο αναστάς εκ νεκρών», η δε υποσημείωση 36: «τα αντίφωνα ταύτα κάλλιστα είναι δυνατόν να λέγονται και κατά τας Κυριακάς<», στην οποία και παρατίθεται, δεν τυγχάνει της δεούσης προσοχής και κατανοήσεως των ιερέων και των ιεροψαλτών, ιδιαίτερα όσων στερούνται λειτουργικής παιδείας. Αυτό, τουλάχιστον, φαίνεται να ισχύει από την επικρατούσα τάξη. Γι’ αυτό ο αείμνηστος καθηγητής – προφανώς έχοντας υπόψη του την έκδοση του Εγκολπίου Αναγνώστου και Ψάλτου και τη σημερινή «τάξη» – μιλώντας για το συγκερασμό αντιφώνων, τυπικών και μακαρισμών κάνει λόγο για «καταποντισμό όλων και

Ό. π., σ. 218. Επισήμανση δική μας. Ό. π., σ. 219. 48 Βλ. Κ. Παπαγιάννη, Σύστημα Τυπικού των Ιερών Ακολουθιών του όλου ενιαυτού, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος (Έκδοση Α΄ 2006), σ. 99. 46 47


τώρα ζούμε τις συνέπειες του ναυαγίου49», πουθενά δε σ’ ολόκληρο το έργο του δε βρίσκουμε αναφορά και συγκατάθεση υπέρ της επιτομής των τυπικών. Αλλά και ο διακεκριμένος Ρωμαιοκαθολικός λειτουργιολόγος R. Taft, γνώστης προφανώς της καταστάσεως αυτής, κάνει την εξής σοβαρότατη παρατήρηση: «Today the three antiphons have been reduced to a few scraps of their original form, and the troparia after the third antiphon have been so multiplied as to take on an independent existence detached from the psalmody which they were originally destined to serve as refrains. This exemplifies another common development in liturgical history: the process whereby ecclesiastical compositions multiply and eventually suffocate the scriptural element of a liturgical chant, forcing, in turn, the decomposition of the original liturgical unit, so that what we are left is simply debris, bits and scraps of this and that, a verse here, a refrain there, that evidence no recognizable form of unity until they are painstakingly reconstituted into their original structures by piercing together the remaining scraps, then filling in the blanks, sort of like doing a jig-saw puzzle with only a tenth of pieces50». Θα κλείσουμε την παράγραφο αυτή με δύο παρατηρήσεις του αειμνήστου καθηγητού: 1) Καταδείχθηκε, από όσα ανωτέρω είπαμε, ότι τα χαρακτηριζόμενα ως «καθημερινά» αντίφωνα είναι τα αρχαία αντίφωνα των Κυριακών κατά το ενοριακό τυπικό. Νόμιμα μπορούν να επανέλθουν με τους θαυμάσιους τέσσερις στίχους των ψαλμών τους και με τα απλά εφύμνιά τους, που τόσο διευκολύνουν τη συμμετοχή του λαού στην ψαλμωδία τους. 2) Ο συνδυασμός της ενοριακής πράξεως με τη μοναχική, η ανάμειξη δηλαδή των εφυμνίων των αντιφώνων με Ι. Υουντούλη, «Σελετουργική προσέγγιση της Θείας Λειτουργίας», στον τόμο Το Μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας, Πρακτικά Γ΄ Πανελληνίου Λειτουργικού ΢υμποσίου, Αθήνα 2004, σ. 173. 50 Robert Taft S J, «How Liturgies Grow. The Evolution of the Byzantine Divine Liturgy», στο Beyond East and West: Problems in Liturgical Understanding, Rome 1997, σσ. 214-215: «΢ήμερα τα τρία αντίφωνα έχουν ελαττωθεί σε μερικά τεμάχια της αρχικής τους μορφής και τα τροπάρια μετά το τρίτο αντίφωνο έχουν τόσο πολλαπλασιαστεί, ώστε είναι τελείως ανεξάρτητα, αποκομμένα από την ψαλμωδία στην οποία ήταν προορισμένα να χρησιμοποιηθούν ως εφύμνια. Αυτό διευκρινίζει μια άλλη κοινή ανάπτυξη της λειτουργικής ιστορίας: τη διαδικασία κατά την οποία οι εκκλησιαστικές συνθέσεις πολλαπλασιάζονται και τελικά αποπνίγουν το βιβλικό στοιχείο μιας λειτουργικής ενότητας, προκαλώντας έτσι την αποσύνθεση της αρχικής λειτουργικής ενότητας, κι έτσι μένουμε απλά με συντρίμμια, κομμάτια και τεμάχια από τούτο και κείνο, ένας στίχος εδώ, ένα εφύμνιο εκεί, που μαρτυρούν όχι αναγνωρίσιμη μορφή ενότητας, μέχρις ότου ανασυντεθούν προσεκτικά στις αρχικές τους δομές, ενώνοντας μαζί τα εναπομείναντα τεμάχια και μετά συμπληρώνοντας τα κενά, κάνοντας ένα τεμαχιόγριφο με ένα μόνο δέκατο κομματιών» (μετάφραση δική μας). Εδώ εκφράζεται η συρρίκνωση των αντιφώνων, ό,τι ακριβώς συνέβη με την επιλογή της επιτομής των τυπικών, δηλ. παίρνουμε ένα στίχο από δω, ένα εφύμνιο από κει, ο πολλαπλασιασμός των τροπαρίων μετά τη μικρή είσοδο κτλ. 49


στίχους από τους ψαλμούς των τυπικών, ούτε δόκιμος είναι ούτε αναγκαίος ούτε σύμφωνος με την παράδοση. Δίνει την ανακριβή εντύπωση ότι διασώζει το γράμμα του Συπικού, που ορίζει την ψαλμωδία των τυπικών κατά την Κυριακή. ΢την πραγματικότητα όμως συγχέει και αλλοιώνει τις δύο ανεξάρτητες και διαφορετικής προελεύσεως σεβάσμιες παραδόσεις51. Ποτέ, βέβαια, δεν είναι αργά... 3.Σο Αλληλουάριο του Αποστόλου, η θυμίαση και η μετάβαση του διακόνου στον άμβωνα

΢την υπ’ αριθ. 286 ερώτηση των Απαντήσεων εις Λειτουργικάς απορίας, τόμος Β΄, σελ. 326-331, ο αείμνηστος καθηγητής αναλύει διεξοδικά περί του Αλληλουαρίου του Αποστόλου και την κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας του θυμίαση. ΢αφής διάταξη υπάρχει επίσης στο Ιερατικόν της Αποστολικής Διακονίας (έκδοσις Δ΄ 2002), σσ. 116 και 335, § 4 «ώστε να αποφεύγεται το άτοπον της θυμιάσεως και της μεταβάσεως του διακόνου εις τον άμβωνα καθ' ον χρόνον αναγινώσκεται ο Απόστολος». Παρά ταύτα και δεδομένου ότι ο Απόστολος περικλείει βαθιά και δυσνόητα θεολογικά νοήματα, η σύγχρονη λειτουργική πράξη γνωρίζει μιαν άλλη «διάταξη», αυτήν που θέλει το θυμίαμα να γίνεται κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης και στον «περιορισμό αυτού «του πολυύμνητου άσματος», κατά τον ΢υμεών Θεσσαλονίκης52 ή κατά τον Παύλο Ευδοκίμωφ «του ύμνου της αιωνιότητος»53 μόνο στο τριπλό Αλληλούια: «Αυτό επέφερε τελεία αναστάτωση στη λειτουργική τάξη. Όλα τα προ του Ευαγγελίου λεγόμενα και πραττόμενα μετατοπίστηκαν και γίνονται κατά τη διάρκεια του Αποστόλου, πράγμα που παρακωλύει την ακρόαση του αναγνώσματος και από τους λειτουργούς και από το λαό. Επιβάλλεται για τους λόγους αυτούς η αποκατάστασή του για την ευτακτότερη τέλεση της θείας λειτουργίας54».

Ι. Υουντούλη, Απαντήσεις εις Λειτουργικάς Απορίας, Δ΄, σσ. 42-43. Βλ. και παρόμοια σχόλια στο άρθρο του «Η θεία λειτουργία – τελετουργική θεώρηση», Η Θ. Λειτουργία, ό. π., σσ. 158-159. Σου ιδίου, Βυζαντιναί Θ. Λειτουργίαι Βασιλείου του Μεγάλου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 8. 52 P.G. 155, 225 c. 53 Π. Ευδοκίμωφ, Η Προσευχή της Ανατολικής Εκκλησίας, Αποστολική Διακονία, 1982, σ. 166. 54 Ι. Υουντούλη, Λειτουργική Α΄ Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, ό π., σ. 224. 51


4. Ευλογία αναγνώστου και ευαγγελιστού Και στο σημείο αυτό επικρατεί αναρχία, οι δε προσδιορισμοί που λέγονται και στις δύο περιπτώσεις, δηλώνουν ταυτόχρονα άγνοια της παραδόσεως αλλά και της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και σύνταξης. Επιπλέον ηχούν και κακόηχα. Για όλα αυτά γράφει ο Ι. Υουντούλης: «Μετά το ανάγνωσμα του Αποστόλου και του Ευαγγελίου ο ιερεύς ‘ειρηνεύει’, δηλαδή εύχεται την ειρήνη-ευλογεί τον αναγνώστη και ευαγγελιστή αντίστοιχα. Ο παλαιός τύπος ευλογίας ήταν και στις δυο περιπτώσεις το απλό ‘ειρήνη σοι’, που λεγόταν μάλιστα σε χαμηλό τόνο, εφ’ όσον δεν αφορούσε στην κοινότητα, αλλά μόνο σ’ αυτόν που διάβαζε τις περικοπές σαν ‘αντιμισθία του έργου’ κατά τον άγιο ΢υμεών Θεσσαλονίκης. Πρόσφατα επικρατεί η συνήθεια όχι μόνο η ευλογία να γίνεται δυνατά, αλλά και να επαυξάνεται με προσδιορισμούς και να επεκτείνεται προς όλο το λαό. Έτσι το ‘ειρήνη σοι’ του Αποστόλου γίνεται ‘ειρήνη σοι τω αναγιγνώσκοντι’, ή ‘τω αναγνώντι’ ή τω αναγνώσαντι ή «τη αναγινωσκούση» ή τη αναγνούση ή τη αναγνωσάση (σε γυναικεία μοναστήρια) ή ακόμη το «ειρήνη υμίν και ημίν» και προστίθεται ‘και παντί τω λαώ’. Και για μεν το ‘και παντί τω λαώ’ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι τελείως απόβλητο και σόλοικο, αφού η ευλογία δεν αφορά στο λαό αλλά στον αναγνώστη. Ελάχιστα δευτερόλεπτα αργότερα (αν δεν ψάλλεται μάλιστα το αλληλουιάριο) ευλογείται ο λαός με το αρχαίο ‘Ειρήνη πάσι’ προ της αναγνώσεως του Ευαγγελίου. Για δε τις μετοχές ‘αναγιγνώσκοντι’ κλπ. εκτός του ότι δεν μαρτυρούνται από την παράδοση είναι ένα τραγικό δείγμα στο πού μπορεί να οδηγήσει ο σχολαστικισμός και η αυθαιρεσία και στο πού οδηγούμαστε μη σεβόμενοι τη σεπτή τάξη της Εκκλησίας. Μια μικρή εκτροπή μπορεί να δημιουργήσει λαβύρινθο υπερβασιών και σύγχυση χωρίς προηγούμενο. Σο ίδιο και στην ευλογία του ευαγγελιστού η αρχαία ορθή τάξη προβλέπει το απλό ‘ειρήνη σοι’. Η προσθήκη ‘τω ευαγγελιζομένω’ ή ‘τω ευαγγελισαμένω’ είναι για τους ίδιους λόγους απαράδεκτη55». Φαρακτηρίζουμε, επίσης, απαράδεκτη τη συνήθεια ο Απόστολος να αναγιγνώσκεται πάντοτε από κάποια γωνία ή θέση του αναλογίου και όχι στο μέσον του ναού, όπως επιβάλλει η τάξις56. Κατά δε την ανάγνωσή του δεν θυμιάζει ο ιερεύς τις εικόνες και το λαό, όπως αντιπαραδοσιακά έχει επικρατήσει57.

Ι. Υουντούλη, Λειτουργική Α΄ Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, ό π., σσ. 222-223. Ιερατικόν της Αποστολικής Διακονίας (έκδοσις Δ΄ 2002), σ. 115. 57 Βλ. Γ. Υίλια, Παράδοση και Εξέλιξη στη Λατρεία της Εκκλησίας, ό. π., σσ. 287, 288. 55 56


5. Παραλαβή του Αποστόλου από την ωραία πύλη;

΢ε μερικούς ναούς έχει εισαχθεί άλλη καινοτομία για τον δήθεν εξωραϊσμό ή την ανάδειξη του αποστολικού αναγνώσματος. Ο αναγνώστης παραλαμβάνει τον Απόστολο από τον ιερέα κατά το Δύναμις του τρισαγίου από την ωραία πύλη και τον παραδίδει, όταν τελειώσει την ανάγνωση, κατά την ευλογία. Προβάλλεται δε προς δικαιολογία ότι ο Απόστολος είναι ιερό βιβλίο, περιέχει περικοπές της Αγίας Γραφής, θεόπνευστα κείμενα, κ.λπ. και πρέπει να βρίσκεται στην αγία τράπεζα. Αυτά είναι ψευδείς θεολογικές επινοήσεις. Ο Απόστολος είναι βιβλίο του χορού, του αναγνώστου< στην αγία τράπεζα τίθεται μόνο το ευαγγέλιο, ο τύπος και το σύμβολο του Φριστού. Σέτοιου είδους αντιπαραδοσιακές πρωτοβουλίες προκάλεσαν τη βιβλιοδεσία του Αποστόλου από τους προμηθευτές εκκλησιαστικών ειδών με επάργυρα ή επίχρυσα καλύμματα κακίστης εμπνεύσεως με τους Αποστόλους, το Φριστό, την Παναγία, και ό,τι άλλο επενόησε η φαντασία τους. Οι δε ιερείς τα θέτουν στην αγία τράπεζα. Πράγματα απαράδεκτα58. 6. Ανάγνωση του Ευαγγελίου και του Αποστόλου χύμα; Πρόσφατα παρακολουθήσαμε την περιπέτεια αναγνώσεως του Αποστόλου και Ευαγγελίου στη δημοτική γλώσσα, παράλληλα με το αρχαίο κείμενο. Ψστόσο, οι συζητήσεις και η όλη φιλολογία επί του θέματος, μοιάζει να μην προβλημάτισαν αρκετούς αναγνώστες και ιερείς, οι οποίοι, επιμένουν στην ανάγνωσή των χύμα και όχι εμμελώς, (ή και ακόμη με παράλειψη ή διασκευή λέξεων ή φράσεων του κειμένου για να μη σκανδαλίζονται οι πιστοί!), προτάσσοντες (ιδιαίτερα οι ιερείς) το επιχείρημα ότι έτσι γίνονται πιο κατανοητά από το λαό. Παραθέτουμε επ’ αυτού τις παρατηρήσεις του Ι. Ζηζιούλα: «Σο θέμα της εμμελούς ή μη απαγγελίας των αγιογραφικών αναγνωσμάτων κατά τη Θεία Λειτουργία δεν πρέπει να είναι άσχετο με την εσχατολογική ή μη προσέγγιση της Θείας Ευχαριστίας. Η ανάγνωση ενός κειμένου με σκοπό διδακτικό και ηθικοπλαστικό διαφέρει ριζικά από την ανάγνωσή του με πνεύμα δοξολογικό. ΢την πρώτη περίπτωση οι λέξεις συλλαμβάνονται και καταλαμβάνονται από τον ανθρώπινο λόγο. ΢τη δεύτερη περίπτωση οι λέξεις «πλατύνονται» (εξ ου και το μέλος), για να «περιλάβουν» και «καταλάβουν» αυτές τον ανθρώπινο λόγο. Είναι φανερό ότι το δεύτερο αυτό είδος αναγνώσεως (το δοξολογικό) προσκρούει ευθέως στον ορθολογισμό, ο οποίος αξιώνει την «κατάληψη» της αλήθειας από

58

΢το ίδιο, σσ. 223-224.


τον ανθρώπινο λόγο<59». ΢το πνεύμα αυτών των παρατηρήσεων καταλαβαίνει κανείς την ευσέβεια των προγόνων μας, οι οποίοι καίτοι αγράμματοι ή ολιγογράμματοι, ως γεννημένοι στα χρόνια της Σουρκοκρατίας, είχαν άριστες προσλαμβάνουσες επί του θέματος: Χιθύριζαν ευλαβικά το «Κύριε ελέησον» μετά από κάθε τελεία κατά την ανάγνωση του Ευαγγελίου. Παρακαλούσαν δηλαδή τον Κύριο να τους φωτίσει στην κατανόηση των νοημάτων του κειμένου, χωρίς την παρεμβολή μεταφράσεων και αλλαγών των λέξεων. 7. Σο κήρυγμα Για το κήρυγμα έχουν γραφεί πάρα πολλά το τελευταίο διάστημα, ιδιαίτερα για την παράλογη μετατόπισή του στο κοινωνικό και δεν επιθυμούμε εδώ να προσθέσουμε παρά μόνο δύο παρατηρήσεις: α) Ότι σε αρκετές Ενορίες, κυρίως στην επαρχία και ενίοτε στις πόλεις, απουσιάζει παντελώς το κήρυγμα κατά τη Θ. Λειτουργία. Και ενώ οι ιερείς μας, καίτοι απόφοιτοι θεολογικών ή ιερατικών σχολών, είναι πρόθυμοι να τελέσουν οποιαδήποτε άλλη ακολουθία (π.χ. μνημόσυνο, αγιασμό ή αρτοκλασία) μέσα στα πλαίσια της λειτουργίας, δεν διαθέτουν χρόνο για το κήρυγμα, το θεωρούν ασήμαντο. Και αυτό ανατρέπει όλη την παράδοση, αφήνοντας ακάλυπτο όλο το διδακτικό μέρος της θ. λειτουργίας. β) ΢το κήρυγμα τα τελευταία χρόνια έχει επικαθήσει «ο τεράστιος και δυσκίνητος ογκόλιθος του ηθικισμού60», της ατομικής ευσέβειας και του «γλυκερού χριστιανισμού61», που εξαντλείται τόσο κατά τις Εορτές όσο και τις Κυριακές σε αναλύσεις βίου και θαυμάτων του Φριστού, της Θεοτόκου ή των Αγίων και στο «βαθύτερο νόημά των». «΢υχνά το κήρυγμα είναι ηθικό και όχι δογματικό62». Γι’ αυτό, εξάλλου, έχει παρατηρηθεί (και δικαίως) ότι «τα κηρύγματα που ακούει ο Νεοέλληνας στις εκκλησιές< – στις περισσότερες περιπτώσεις – τον έχουν αποκλείσει από τις ίδιες τις ρίζες του, τον έχουν ποτίσει με βαθειά περιφρόνηση για την πνευματική του Παράδοση63». Γενικά απουσιάζει το λειτουργικό και μυσταγωγικό κήρυγμα, ο απλός αλλά χαριτωμένος και ζωντανός αγιογραφικός, και, ως επεξεργασία

Ι. Ζηζιούλα, «΢υμβολισμός και Ρεαλισμός στη Ορθόδοξη Λατρεία», Σύναξη, 71, 1999, σσ. 7-21. 60Η φράση είναι του αειμνήστου καθηγητού Ν. Ματσούκα, «Θεολογική θεώρηση των σκοπών του θρησκευτικού μαθήματος», Κοινωνία, 1981. τ.3, σσ. 311-312. 61Ν. Ματσούκας, «Εκκλησία και Βασιλεία του Θεού, Ιστορία και Εσχατολογία», Εκκλησία και Εσχατολογία, ό. π., σ. 62. 62 Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου, «Εκκλησία και Έσχατα», στον τόμο Εκκλησία και Εσχατολογία, Αθήνα 2003, σ. 31. 63Φ. Γιανναρά, Το κενό στην τρέχουσα πολιτική, κριτικές παρεμβάσεις στη Νεοελληνική αλλοτρίωση, Αθήνα 1989, σ. 210. 59


του, πατερικός λόγος συνυφασμένος με το εορτολόγιο και τις ακολουθίες της Εκκλησίας. Έτσι αποκτούν ιδιαίτερη σπουδαιότητα οι παρεμβάσεις του Ι. Ζηζιούλα: «΢κοπός της Λειτουργίας (προφανώς όπως τελείται σήμερα) δεν είναι η συμμετοχή στην κοινωνία των εσχάτων, αλλά η δημιουργία ηθικών προτύπων χρήσιμων στην κοινωνία ή η εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών του ανθρώπου, ο οποίος επιζητεί ‘ανάπαυση’, ‘κατάνυξη’ και τα τοιαύτα. Έτσι παρατηρείται μια μετατόπιση και νέα αξιολόγηση των λειτουργικών συμβολισμών, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι σκοποί της ηθικής τελειώσεως, της κατανύξεως κ.λπ. Σο κήρυγμα θεωρείται ως ηθικοπλαστικό τόσο σπουδαίο, που μεταφέρεται στο κοινωνικό όταν το εκκλησίασμα είναι περισσότερο, στραπατσάροντας έτσι όλο τον εσχατολογικό εικονισμό της Λειτουργίας64». Λέτε ο αμοραλισμός και η θρησκευτική αδιαφορία των ημερών μας να έχει να κάνει με όλ’ αυτά;

8. Η μεγάλη εκτενής

Ενώ η Μεγάλη ΢υναπτή βρίσκεται στην αρχή κάθε ακολουθίας, η εκτενής ικεσία αποτελεί, κατά κανόνα, το τελείωμά της. Κατά τον ΢μέμαν επειδή αποτελείται από τις ίδιες αιτήσεις της Μεγάλης ΢υναπτής και κατά την ίδια σειρά, γι’ αυτό στην ελληνική πρακτική απλά την παραλείπουν ως επαναληπτική (δηλ. πλεονάζουσα), η οποία πρακτική όμως θεωρείται τελείως λανθασμένη65: «Η εκτενής ουδέποτε παραλείπεται, όπως κακώς επικράτησε να γίνεται στις ενοριακές εκκλησίες της Ελλάδος. ΢τις μονές και στις σλαβικές εκκλησίες λέγεται πάντοτε. Πρόκειται για ένα εύπλαστο στοιχείο, πολύτιμο για την προσαρμογή σε ειδικότερα αιτήματα και μνημόνευση ονομάτων ζώντων, ασθενών, εμπεριστάτων αδελφών και κεκοιμημένων66». Σο κείμενο μιλάει από μόνο του.

9. Σα κατηχούμενα και οι ευχές των πιστών Είπαμε προηγουμένως ότι είναι σκάνδαλο και ασέβεια προς το μυστήριο η αποσιώπηση της λειτουργίας των κατηχουμένων στην επίσημη λειτουργία των Κυριακών, εορτών και καθημερινών. ΢’ αυτό το

Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου, «΢υμβολισμός και Ρεαλισμός στην Ορθόδοξη Λατρεία, ό. π., σ. 20. Επισήμανση δική μας. 65 Ευχαριστία, ό. π., σ. 87. 66Ι. Υουντούλη, Λειτουργική Α΄ Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, ό.π., σ. 227. 64


σημείο φαίνεται καθαρά η «μεταμόρφωση» της λειτουργικής ευσέβειας. Η ελλαδική εκκλησία όμως σήμερα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, νομίζει ότι δεν έχει κατηχούμενους. Θέλει μόνο τα παιδιά του κατηχητικού, που συνάζονται μετά τη Λειτουργία, χωρίς να κόπτεται και πολύ για τη συμμετοχή τους σ’ αυτήν και αυτό που συνήθως τα διδάσκει ανακεφαλαιώνεται – ακόμη και μετά τη δύση των θρησκευτικών οργανώσεων – στο «Σα χριστιανόπουλα θα πάνε με φτερά<» και στο «Ο Φριστός αρχηγός μας, στρατιώτες του εμείς<». Έτσι οι δεήσεις που λέγονται στο σημείο αυτό θεωρούνται αναχρονιστικές, γι’ αυτό και «Κύριος οίδε την τύχη τους». Άλλοι τις διαβάζουν μυστικά, άλλοι καθόλου. Και εδώ βέβαια η κριτική των λειτουργιολόγων είναι καίρια: «Οι δεήσεις δεν είναι των κατηχουμένων μόνον – πολύ λίγο είναι των κατηχουμένων (‘Εύξασθε οι κατηχούμενοι τω Κυρίω’), αλλά των πιστών που δέονται για τους κατηχούμενους (Οι πιστοί υπέρ των κατηχουμένων δεηθώμεν’ Ίνα ο Κύριος αυτούς ελεήση<αποκαλύψη<ενώση<’). Η Εκκλησία ποτέ δεν είναι στείρα. Πάντοτε έχει κατηχούμενους, παρόντες ή απόντες κατά την σύναξη. Γι’ αυτούς προσευχόμαστε67». Ποιοι, όμως, είναι οι κατηχούμενοι; «Είναι δε οι κατηχούμενοι τα αβάπτιστα νήπια και όλοι όσοι στα πέρατα της οικουμένης ακούουν το λόγο του Θεού και ετοιμάζονται να γίνουν μέλη της Εκκλησίας<Κατά κάποια διαφορετική έννοια «κατηχούμενοι» δεν μπορούν να ονομαστούν και τα παιδιά, που διδάσκονται μετά το βάπτισμα τη χριστιανική κατήχηση; Και γι’ αυτού του είδους τους κατηχουμένους δεν πρέπει να αναφερθούν δεήσεις;<68». «Ο ευαγγελισμός του κόσμου δεν έχει τελειώσει69». «Η πρόφαση ότι η εκτενής, τα κατηχούμενα και οι δύο ευχές των πιστών δεν παραλείπονται αλλά λέγονται «μυστικώς» για οικονομία χρόνου, είναι τελείως αδικαιολόγητη. Απαράδεκτη εξ’ άλλου είναι η μυστικώς απαγγελία τους, ενώ είναι προτροπές προσευχής προς το λαό, και η μεταφορά τους σε άλλο σημείο της Θ. Λειτουργίας (κατά τα απολυτίκια, το τρισάγιο, το χερουβικό), προκαλεί τελεία ανατροπή της ομαλής ροής της όλης τελεσιουργίας70». Κατά την μαρτυρία μάλιστα του ιερού Φρυσοστόμου κατά την αρχαία τάξη, ο διάκονος προέτρεπε τους πιστούς: «Τπέρ των κατηχουμένων εκτενώς δεηθώμεν71». Για φανταστείτε, λοιπόν, πώς θα ήταν τα πράγματα όταν ο ιερέας μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου, κατά την παραγγελία του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, «να το κλεις και να το βάνεις εις την αγκαλιά σου να το εξηγάς ΢το ίδιο, σσ. 228-229. Επισημάνσεις δικές μας. Ι. Υουντούλη, Απαντήσεις εις Λειτουργικάς Απορίας, Α΄, σ. 142. 69 Λειτουργική Α΄ Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, ό. π., σ. 229. 70 Ι. Υουντούλη, «Η θεία λειτουργία – τελετουργική θεώρηση», Η Θ. Λειτουργία, ό. π., σ. 163. 71 Π. Ν. Σρεμπέλα, Aἱ τρεῖς Λειτουργίαι κατά τούς ἐν Ἀθήναις Κώδικας, Aθήναι ²1982, σ. 61. 67 68


εις τους χριστιανούς τι παραγγέλλει ο Φριστός να κάνουν< 72», εξηγούσε και κάποτε στον κόσμο ποιοι είναι αυτοί οι κατηχούμενοι, να τους προτρέψει να προσευχηθούν γι’ αυτούς, να διδάξει για ποιο λόγο τελείται η Θ. Λειτουργία και να τους μεταδώσει έτσι το νόημα του Ευαγγελίου ή της φερόμενης εορτής<Έχει όμως η ελλαδική εκκλησία δυνατότητες για τέτοιου είδους «λεπτομέρειες»;

10. Η ευχή της Αγίας Αναφοράς

Αν είναι αλήθεια ότι ο ιερέας κρίνεται από το πώς λειτουργεί, τότε αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος της συσσωρευμένης ευθύνης στο κέντρο της τελέσεως του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, που αναδείχνει την Εκκλησία ως Κοινωνία Ευχαριστίας. Η Λειτουργία, που τελείται ως Ευχαριστία, είναι η Εκκλησία εν έργω, εν αληθεία και ζωή, ως μυστήριον απολυτρώσεως. Κάτι περισσότερον από μια «μίμηση, μια μυστηριακή πραγματικότητα 73», «είναι η Εκκλησία, εν τη οδώ προς τη Βασιλεία, με όλη τη χριστολογική και πνευματολογική θεμελίωσή της, τη μεταμορφωτική και σωτηριολογική αποστολή της74». Όλο αυτό το συνειδησιακό βάρος του λειτουργικού νοήματος της Ευχαριστίας, καθορίζει το πώς της τελέσεως της Λειτουργίας και δεν αρκεί μόνο η βεβαιότητα της αναφοράς μας λόγοις προς τον αεί θυσιαζόμενον «Αμνόν του Θεού, υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας»: «Σύ γαρ ει ο προσφέρων και πρσφερόμενος, ο προσδεχόμενος και διαδιδόμενος, Χριστέ ο Θεός», αλλά χρειάζεται και η δική μας προσωπική συμμετοχή και αλλοίωση, που, «ανάξιοι όντες», αξιωνόμαστε να προσφέρομε την λογική λατρεία στον Θεό, διά λόγων και συμβολικών πράξεων. Σο κεντρικότερο τμήμα της Λειτουργίας σημαίνεται με τους λειτουργικούς όρους «Ευχαριστία», «Αναφορά» ή και τους δύο μαζί: «Ευχαριστιακή Αναφορά». Εμείς, στη ανάπτυξη του θέματός μας χρησιμοποιούμε ανάλογα τους όρους Ευχαριστιακή ευχή και Αναφορά, σχετικά με τις πηγές που επικαλούμεθα για την παρουσίαση και ανάπτυξή του. Όλα όσα προηγούνται της Ευχαριστιακής Αναφοράς δεν είναι παρά στάδια προετοιμασίας αυτής της υπέρτατης στιγμής, που «σαρκώνει και ανακεφαλαιώνει τη μια ανεξάντλητη Φάρη, το μέγα και πλούσιο έλεος, τις αμέτρητες δωρεές και ευεργεσίες, τις αναρίθμητες οράσεις και αποκαλύψεις, που συνοδεύουν την απύθμενη Κένωση του Θεού, Κοσμά του Αιτωλού, Διδαχές, έκδ. Ι. Β. Μενούνου, Αθήνα, σ. 216. Γ. Υλορόφσκυ, Δημιουργία και Απολύτρωση, έκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη. 1983, σ. 179. 74 Μ. Καρδαμάκη, Μετάληψις Πυρός, εκδ. ‘Εν Πλώ’, σ. 58. 72 73


νοούμενη από τη σοφία της ταπεινώσεως των ανθρώπων75». ΢τα αρχαία λειτουργικά κείμενα η Ευχαριστιακή ευχή, στις Λειτουργίες του αγίου Βασιλείου και του αγίου Ιωάννου του Φρυσοστόμου (και αναφερόμαστε μόνο σ’ αυτές επειδή μας ενδιαφέρουν άμεσα, γιατί αυτές είναι κυρίως που έχομε σε λειτουργική χρήση) ήταν ενιαία. Αρχίζει μετά την απαγγελία του ΢υμβόλου της Πίστεως, από την προτροπή: «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου<» και προχωρεί μέχρι την μετά τα Δίπτυχα ευλογία: «Και έσται τα ελέη του μεγάλου Θεού<». Η διαίρεση που έχει επικρατήσει α) με τον εισαγωγικό διάλογο ιερουργού και λαού, β) το πρώτο τμήμα της ευχής της Αναφοράς (το ευχαριστιακό τμήμα), γ) τον «επινίκιο ύμνο», δ) το δεύτερο τμήμα της ευχής της Αναφοράς, ε) τους λόγους της συστάσεως και την κορύφωσης της αναμνήσεως, στ) την επίκληση, ζ) τα Δίπτυχα και η) την καταληκτική δοξολογία76, δημιουργήθηκε, όπως συμπεραίνει ο π. Αλέξανδρος ΢μέμαν77, προκειμένου «να είναι χρήσιμη για την κατανόησή της σαν πραγματικά τέλεσης της Λειτουργίας και, πρέπει να πιστεύομε, ότι μ’ αυτό ακριβώς τον σκοπό δημιουργήθηκε στη λειτουργική επιστήμη». Δυστυχώς ο τεμαχισμός αυτός της ευχής της Αναφοράς συνέβαλε στο να επικρατήσει στην πράξη η συνήθεια της μυστικής ανάγνωσης από τους λειτουργούς, ορισμένων μερών της, και μάλιστα των κυριοτέρων, με αποτέλεσμα να μην γεύεται το σύνολο του εκκλησιάσματος το κάλλος των νοημάτων και την πληρότητα της συμμετοχής, που εκπέμπει η ενότητα των επιμέρους στοιχείων της Ευχαριστίας. Η ευχή της Αναφοράς είναι μια ευχετική δοξολογική ανθοδέσμη, που, όπως προσφέρεται σήμερα στο εκκλησίασμα, χωρίς να χάνει, φυσικά, το άρωμά της, δυσκολεύει τους πιστούς να απολαμβάνουν την μυστική ευωδία της. «Είναι ένας ύμνος, μάλλον, παρά προσευχή. Είναι η ιερή Ακολουθία της θριαμβευτικής χαράς, το συνεχές Πάσχα, το βασιλικό δείπνο του Κυρίου της ζωής και της δόξας, μυστήριο της πάσχουσας και θριαμβεύουσας αγάπης, εορτασμού όλης της θείας Οικονομίας78». Και μπορούμε να πούμε, ότι η συνέχεια, παρά τις επισημάνσεις των ειδικών του κατακερματισμού αυτού του μεγαλειώδους ύμνου, αποτελεί βαρύτατη πράξη ασέβειας, εκ μέρους των υπευθύνων της λειτουργικής τάξεως, όπως επίσης και η μυστική ανάγνωσή της. Ας θυμηθούμε επίσης, ότι και ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός εζήτησε, με την 137, VI Νεαρά του, όπως «όλοι οι επίσκοποι και οι πρεσβύτεροι λένε τις ευχές της Αναφοράς ΄΄μετά φωνής τω πιστοτάτω λαώ εξακουομένης΄΄, διότι ΄΄εάν είπης τας ευχάς

Βλ. Μ. Καρδαμάκη, ό.π., σ. 61. Βλ. Γ. Υίλια, «Η Ευχαριστιακή Αναφορά», Πρακτικά Γ΄ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου, ό. π., σ. 102. 77 Ευχαριστία, ό.π., σ. 181. 78 Γ. Υλωρόφσκυ, ό.π., σ. 179. 75 76


μυστικώς΄΄, πώς ο λαός που συμπαρίσταται θα πη το «Αμήν, τω Θεώ επί τη ευχαριστία;79». Αυτή η πρακτική, της μυστικής δηλαδή αναγνώσεως τμημάτων της ευχαριστιακής Αναφοράς, «ήταν τελείως άγνωστη στην πρώιμη Εκκλησία<(οι λαϊκοί) δεν ακούν, γι’ αυτό φυσικά και δεν γνωρίζουν αυτή την αληθινή ευχή των ευχών, με την οποία τελείται το μυστήριο και εκπληρώνεται η ουσία και η αποστολή της ίδιας της Εκκλησίας», σημειώνει ο πατήρ ΢μέμαν80. Και είναι κρίμα ειδικά σ’ αυτή την ευχή, όπου οι δύο κόσμοι ο αγγελικός και ο ανθρώπινος ενώνονται και «κοινήν την ευφημίαν εποιήσαντο», κατά τον άγιον Ιωάννη τον Φρυσόστομο81, να μη συμμετέχει το σύνολο του συναγμένου λαού στην Ευχαριστία. «Και αν σ’ αυτό προσθέσομε», συνεχίζει ο π. ΢μέμαν, «ότι σε πολλές ορθόδοξες Εκκλησίες αυτή η ευχή, που έγινε ΄΄μυστική΄΄ διαβάζεται επί πλέον και με την ωραία πύλη κλεισμένη και μερικές φορές, ακόμα και με τραβηγμένο το παραπέτασμα του ιερού, τότε δεν θα είναι υπερβολή να πούμε ότι η ευχή της Ευχαριστίας στην πραγματικότητα ξέπεσε από την εκκλησιαστική διακονία. Οι λαϊκοί απλά δεν την γνωρίζουν, οι θεολόγοι δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτήν και ο ιερέας είναι υποχρεωμένος να την διαβάζει με τα μάτια, υπό το ψάλσιμο – και μάλιστα συχνά «κοντσερτικό» - της χορωδίας, χωρίς να είναι ίσως ικανός να την εννοήσει σ’ όλη της την πληρότητα, ενότητα και ολότητα. Και τέλος στα ίδια τα λειτουργικά βιβλία τυπώνεται ήδη από καιρό ακριβώς, κατά τον κομματιασμένο τύπο, χωρισμένη με τελείες εκεί που από την έννοιά της δεν πρέπει να υπάρχουν, καθώς και με διάφορες προσθήκες, που εισχώρησαν σ’ αυτήν από καθαρά τυχαίες πηγές82». Επειδή η λειτουργική πράξη της Εκκλησίας και η διάρθρωση της Λειτουργίας είναι τέτοια, ώστε να επιβάλλεται η συμμετοχή και η συλλειτουργία κλήρου και λαού, που είναι ένας ουσιαστικός και όχι πλασματικός διάλογος, θα σημειώσομε ορισμένες παρατηρήσεις και σκέψεις πάνω στο ζήτημα αυτό της αναγνώσεως της Ευχαριστιακής Αναφοράς. Κατ’ αρχήν, έχομε τη γνώμη, ότι ορισμένα τμήματα της ευχής, έτσι όπως διαβάζονται μυστικά, οι ξεκομμένες από αυτά λιγοστές εκφωνήσεις, όπως ακούονται, φαίνονται ακατανόητες. Δεν έχουν λογικό ειρμό. Όταν π.χ. ο ιερέας εκφωνεί: «Τον επινίκιον ύμνον άδονται, βοώντα, κεκραγότα και «Προς τούτοις κελεύομεν πάντας επισκόπους και πρεσβυτέρους μη κατά το σεσιωπημένον, αλλά μετά φωνής τω πιστοτάτω λαώ εξακουομένης<προς το καντεύθεν τας των ακουόντων ψυχάς εις πλείονα κατάνυξιν και την προς τον δεσπότην Θεόν διανίστασθαι δοξολογίαν». Βλ. και Κ. Αθανασοπούλου, Ορθόδοξος Λειτουργική, Λάρισα, 1985, σσ. 247-248. 80 Α. ΢μέμαν, ό.π., σ. 182 81 Ερμηνεία εις τον προφήτην Ησαϊαν, Κεφ. στ΄, P.G. 56.71. 82 Α. ΢μέμαν, ό. π. 79


λέγοντα», ποιό είναι το υποκείμενο; Σο υποκείμενο βρίσκεται στο μέρος της ευχής που προηγήθηκε, που αναφέρει ότι γύρω από τον θρόνο του Θεού παραστέκονται «τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, τον επινίκιον ύμνον άδοντα<.83» κατά συνέπεια η νοηματική αλληλουχία διακόπτεται. Επίσης, η Εκφώνηση «Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα», που συνηθίζεται μέχρι σήμερα να λέγεται είναι, προφανώς, λάθος. Σο σωστό είναι στη θέση του ρήματος να μπει η μετοχή «προσφέροντες», γιατί έτσι μόνο κατανοείται νοηματικά και συντακτικά η παρακάτω συνέχεια της ευχής, «Σε υμνούμεν, σε ευλογούμεν<». «Η μετοχή εξυπηρετεί καλύτερα την ενότητα και τη συνέχεια του κειμένου, καθώς και τον διαλογικό χαρακτήρα της ευχής της Αναφοράς. Έτσι, το «΢ε υμνούμεν<», που ακολουθεί δεν είναι άσχετο με τη συνάφεια του κειμένου, αλλά γίνεται κατανοητό, εάν θεωρηθεί ως απόδοση της μετοχής «προσφέροντες84». «Με την αποδοχή της μετοχής στο «Τα σα εκ των σων<» και την μεταφορά του κυρίου ρήματος στο «Σε υμνούμεν<», αποκαθίσταται η φιλολογική τάξη, αλλά αποφεύγονται και οι άσκοπες λειτουργικές πράξεις τη στιγμή αυτή (σταυροειδής κίνηση των Δώρων από τον Διάκονο, ύψωση των Δώρων από τον Ιερέα)», επισημαίνει ο αείμνηστος καθηγητής Ιωάννης Υουντούλης85. Σέλος, για τον τρόπο που πρέπει να λέγονται τα μέρη της Ευχαριστιακής Αναφοράς, από τον λειτουργό και από τους χορούς των ψαλτών, σημειώνομε: Όπως τα Ειρηνικά, Πληρωτικά και οι Εκφωνήσεις πρέπει να συναποτελούν ένα σύνολον αρμονικό με αυτά που ψέλνονται, από τους χορούς, το ίδιο και τα εκφωνητικά μέρη της Ευχής, ποτέ δεν ψέλνονται αλλά λέγονται ΄΄εμμελώς΄΄. «Ορισμένοι κληρικοί, που γνωρίζουν καλά τις μουσικές κλίμακες των ήχων και έχουν το χάρισμα της καλλιφωνίας, πέφτουν συχνά σε ένα μεγάλο σφάλμα. Φρησιμοποιούν ολόκληρη την μουσική κλίμακα του ήχου στον οποίο οι χοροί ψάλλουν τα λ ε ι τ ο υ ρ γ ι κ ά, με εξεζητημένα μελωδικά ποικίλματα και καταλήξεις σχοινοτενείς και λησμονούν ότι ο ιερεύς δεν ψάλλει αλλά απαγγέλλει – εκφωνεί ΄΄εμμελώς΄΄86, με ύφος Βλ. Κ. Αθανασοπούλου, Ορθόδοξος Λειτουργική, ό.π., σ. 247. Ι. Κογκούλη, Φρ. Οικονόμου, Π. ΢καλτσή, Η θεία Λειτουργία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 171. 85 Βλ. Ι. Υουντούλη, «Ερμηνεία επτά δυσκόλων σημείων του κειμένου της θείας λειτουργίας από τον Νικ. Καβάσιλα», Ανάτυπο από τον τόμο του συνεδρίου για την αναγνώριση ως αγίου του Νικολάου Καβάσιλα. 86Βλ. Ευαγγέλου Παχυγιαννάκη, Εκ του Βήματος, εκδ. Πολυχρονάκη, Άγιος Νικόλαος, 1999, σ. 17: «Λειτουργικά επεκράτησε να λέγονται τα εκφωνητικά μέρη της ενιαίας ευχής της Αναφοράς, που είναι ο κύριος κορμός της Ευχαριστίας, και αποτελούν το συγκλονιστικότερο λειτουργικό διάλογο ανάμεσα στον ιερέα και τον λαό. Επειδή, όμως, ο ιερεύς είναι ο ευχόμενος και η Ευχή κυριαρχεί στη Λειτουργία, η ψαλμωδία δεν υπερκαλύπτει τον πρωτεύοντα ρόλο του ιερέως». Βλ. π. Ευαγγ. Παχυγιαννάκη, ό.π., σε υποσημείωση. ΄΄Ο λαός ακροάται εν σιγή και απαντά στις προσκλήσεις του ιερέως ή του 83 84


ιεροπρεπές και κατανυκτικό». Σο ίδιο και τα μέρη της Ευχής, που ψέλνονται από τους χορούς, τα λεγόμενα λ ε ι τ ο υ ρ γ ι κ ά87. Σα λειτουργικά άλλωστε, «μέχρι και τα μέσα του περασμένου αιώνα απαγγέλλονταν όπως ακριβώς τα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα. Αργότερα οι μουσικοδιδάσκαλοι τα μελοποίησαν σε όλους τους ήχους και κατά ποικίλους τρόπους»88. Και τα κείμενα αυτά, αποστολικά και ευαγγελικά, είναι γνωστόν ότι «ούτε ψέλνονται με σχοινοτενείς, εξεζητημένους μελωδικούς μαιάνδρους, σαν ανατολίτικοι αμανέδες, ούτε «διαβάζονται όπως τα κοινά κείμενα, πεζά και αχρωμάτιστα σαν εφημερίδα, αλλά απαγγέλλονται εμμελώς, χωρίς θεατρινισμούς, με ύφος ιεροπρεπές και κατανυκτικό»89. «Ο ενδιάμεσος – μεταξύ εκφώνου και μυστικού – τρόπος αναγνώσεως των ευχών στην πληθή των μελετηθέντων χειρογράφων ευχολογίων είναι ο ΄΄εις επήκον΄΄, δηλαδή ο χαμηλόφωνος, ο αποπνέων την ιερότητα των λεγομένων και τελουμένων< ΢ε όλες όμως τις περιπτώσεις το συμπέρασμα είναι σαφές: οι ευχές ακούγονται (δηλαδή ούτε εκφωνούνται, ούτε αναγιγνώσκονται μυστικώς), εκφωνούνται όμως οι επίλογοί τους ως δοξολογικές κατακλείδες, οι οποίες πρέπει να αναγνωσθούν με «λαμπρή φωνή» (όπως επεξηγούν το ΄΄εκφώνως΄΄ αρκετά χειρόγραφα ευχολόγια). Αυτό επομένως ισχύει και για τα διαφορετικά τμήματα της ευχαριστιακής Αναφοράς»90. Σέλος, οι Κυριακές λεγόμενες εκφωνήσεις («Λάβετε, φάγετε<», «Πίετε εξ αυτού<», «Ειρήνη πάσι», «Και έσται τα ελέη<», καθώς και όλα τα εκφωνητικά μέρη της Αναφοράς «Τον επινίκιον ύμνον<», «Τα Σα εκ των σων<» κ.λπ.), πρέπει να λέγονται απλούστερα των άλλων, επί των φθόγγων των σταθερών βάσεων των ήχων με εμμελή απαγγελία, απλά, δωρικά και σε αρμονική αντιστοιχία με εκείνα που οι χοροί ψάλλουν. Οι δε χοροί πρέπει να ξαναγυρίσουν στην παλαιά παράδοση όπου τα λεγόμενα λ ε ι τ ο υ ρ γ ι κ ά λεγότανε με τρόπον λ ο γ α ο ι δ ι κ ό ν 91, και μόνο το «Άξιόν εστιν» λεγότανε εμμελώς στην ίδια βάση και πάντοτε σε ήχον δεύτερον.

διακόνου με το ‘Αμήν’, το ‘Κύριε ελέησον’, ‘Παράσχου Κύριε’, ‘Και μετά του πνεύματός σου’, ‘Έχομεν προς τον Κύριον’, ‘Άγιος, Άγιος<’ και τα όμοια Βλ. Ι. Υουντούλη, Λειτουργική Α΄ Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, ό. π., σ. 209. 87 Ευαγγ. Παχυγιαννάκη, ό.π. 88Βλ. Γεωργ. Κ. Αγγελινάρα, Θρασύβουλος Στανίτσας , έκδ. Κουλτούρα, Αθήνα 1988, σ. 23. 89 Ευαγγ. Παχυγιαννάκη, ό.π., σ. 16. 90 Γ. Υίλια, «Η Ευχαριστιακή Αναφορά», Πρακτικά Γ΄ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου, σ. 115. 91 π. Ευαγγ. Παχυγιαννάκη, ό. π., σ. 16. Βλ. και «Πίνακας τονικών βάσεων των εκφωνήσεων με παραδείγματα κατ’ ήχον», σ. 22-33.


. 11. Σα «μεγαλυνάρια» ΢την παραπάνω σύντομη αναφορά μας, διαπιστώθηκε το άτοπο της παρεμβολής και ψαλμωδίας των στο σημείο αυτό της συνάξεως. Έτσι στη νέα έκδοση του Εγκολπίου Αναγνώστου και Ψάλτου αφαιρέθηκαν τα μεγαλυνάρια των Αγίων και εορτών που είχαν καταχωρηθεί σε προηγούμενες εκδόσεις του. Η αιτιολογία που προβάλλεται είναι σαφής και επαρκής καίτοι δεν δείχνει να ικανοποιεί τη νοοτροπία των ιεροψαλτών, ιερέων, ακόμη και επισκόπων, όπως παρατηρήσαμε, αρκετοί από τους οποίους επιμένουν να τα ψάλλουν ακόμη σε ήχο δεύτερο ή πλάγιο του τετάρτου και τα οποία ηχούν μάλλον ως εμβατήρια ή συνθήματα, παρά τροπάρια. Έτσι φαίνεται και εδώ η διαστρέβλωση της λειτουργικής ευσέβειας, που αναφέρει ο ΢μέμαν. Έλκει η συνήθεια ενός πράγματος, αλλά εδώ πρόκειται πραγματικά περί μιας «καινοφανούς και αστόχου» παρεμβολής στο ιερότατο αυτό σημείο, κατά το οποίο η ευχαριστία μάς προτρέπει να μνημονεύσουμε «Και ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει<», δηλαδή τους οικείους μας, όποιους θέλουμε. Αν κατά το λόγο του Ιωάννου Ζηζιούλα α) είναι «αληθινό δυστύχημα διότι το μνημόσυνο των ονομάτων έπαυσε πλέον κατά την ώρα εκείνη και μετατοπίστηκε σχεδόν αποκλειστικά στην Προσκομιδή για πρακτικούς λόγους<(και τη θέση του βέβαια επί των ημερών μας κατέλαβαν τα ‘μεγαλυνάρια’), β) «Σότε, στην αγία Αναφορά της Θυσίας, τίθενται ενώπιον του Θεού «εις μνημόσυνον αιώνιον» οι μνημονευόμενοι, οι οποίοι χάρη στη θυσία του Αρνίου όχι μόνον συγχωρούνται αλλά και λαμβάνουν αιώνιον ζωήν, δηλαδή αληθινή υπόσταση. γ) Είναι παρών τη στιγμή εκείνη ο Κύριος και είναι μεγάλη τιμή γι’ αυτούς να μνημονεύονται την ώρα εκείνη92», καταλαβαίνει κανείς πόση ζημιά μπορεί να προκαλέσει η «ξένη και αντιπαραδοσιακή παρεμβολή αυτή ως διακόπτουσα την ευχήν της Αγίας αναφοράς<κι’ επιπλέον αλλοιώνει και φθείρει την αριστοτεχνική δομή της Θ. Λειτουργίας93». Για όλα αυτά, ο Ι. Υουντούλης τα αποκαλεί «ευλαβή μάστιγα: Μεγαλυνάρια δεν ψάλλονται στη θ. λειτουργία, αλλά μετά την θ΄ ωδή του κανόνος του όρθρου ή στην αντίστοιχη θέση των παρακλητικών κανόνων. ΢τη Θ. Λειτουργία διακόπτουν τη ροή του μυστηρίου και αποπροσανατολίζουν τη σύναξη από την τελεσιουργία της θ. ευχαριστίας σε θέματα που έχουν ήδη εξαντληθεί στον όρθρο και στο πρώτο μέρος της συνάξεως94». Ασφαλώς το ίδιο ισχύει και για το Μητρ. Περγάμου Ιωάννου, ‘Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού’, ό.π., 51, 1994, σσ. 96-99. Κ. Παπαγιάννη, «Εισαγωγικόν ΢ημείωμα», Εγκόλπιον Αναγνώστου και Ψάλτου, σσ. 910. 94 Ιωάννη Υουντούλη, «Σελετουργική προσέγγιση της Θείας Λειτουργίας», ό. π., σσ. 173174. 92 93


Μεγαλυνάριο του Μ. Βασιλείου κατά την ημέρα της εορτής του ή οποιουδήποτε άλλου αγίου ή εορτής στο σημείο αυτό. 12. Σο Κοινωνικόν Σο Κοινωνικόν δεν είναι ένας ψαλμικός στίχος που τοποθετήθηκε στο σημείο αυτό της θ. Λειτουργίας εική και ως έτυχε. Έχει επιλεγεί με πολλή προσοχή και έχει ή άμεση σχέση με τη θεία Ευχαριστία ή με την εορτή. Η ψαλμωδία των Κοινωνικών έχει λειτουργήσει στη λειτουργική πράξη της Εκκλησίας με καθαρότητα και σαφήνεια και σκοπό τη συμβολή του στις ανάγκες της ώρας κατά την οποία οι συλλειτουργούντες κληρικοί και οι πιστοί, σύμπας δηλαδή ο λαός του Θεού «μετά φόβου Θεού<», προσέρχεται να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων. Επομένως, οι μελοποιοί, έχοντας αυτό κατά νουν, έχουν συντάξει ανάλογα, προς το πλήθος των συμμετεχόντων αργά, σύντομα ή αργοσύντομα Κοινωνικά, τα οποία μόνο μετά τη θεία Κοινωνία όλων κληρικών και λαϊκών διεκόπτοντο. Αυτή η πρακτική μαρτυρείται ιστορικά από των αρχαίων χρόνων. ΢ήμερα άλλα γίνονται. ΢την καλύτερη περίπτωση θα ειπωθεί το προβλεπόμενο Κοινωνικό χύμα στην τονική βάση εκείνου που ή ο ψάλτης ή ο προϊστάμενος του ναού θα υποδείξει να ειπωθεί αντί του καθορισμένου Κοινωνικού. Έτσι ακούμε να ψάλλονται άσχετα τελείως αντί Κοινωνικού οι Πολυέλεοι ««Εξομολογείσθε τω Κυρίω», «Δούλοι Κύριον», «Λόγον αγαθόν», «Που πορευθώ», ή τροπάρια θεομητορικά, ψαλμοί και ύμνοι μελοποιημένοι, Καλοφωνικοί Ειρμοί, ενίοτε με κρατήματα, παραλειτουργικές συνθέσεις κ.ά. Σελευταία έχει καθιερωθεί σε Μητροπολιτικό ναό της Κρήτης, ημέρα εορτής του πολιούχου της πόλεως, να ακούγεται από τα μέσα αναμεταδόσεως της Λειτουργίας αντί Κοινωνικού ο γνωστός πολυέλεος «Επί των ποταμών Βαβυλώνος»! ΢την απορία μας, γιατί έτσι, η απάντηση ήταν: αφού αρέσει στον προϊστάμενο; Σο ίδιο επίσης συμβαίνει να ψέλνονται αντί Κοινωνικού μελοποιημένοι στίχοι από τον Θεομητορικό ύμνο του αγίου Νεκταρίου «Αγνή Παρθένε» και από τις Εκλογές το «Εξομολογείσθε τω Κυρίω» σε ρυθμό ¾ . Ο τρίσημος ρυθμός αυτούσιος, ως περισσότερο κατάλληλος για χορό (βάλς), επειδή υποβάλλει σε λίκνισμα το σώμα και απάδει προς το ήθος της Εκκλησίας δεν υιοθετήθηκε από αυτήν. Οι νεώτερες συνθέσεις σε τρίσημο ρυθμό δοξολογίες, στιχολογίες του εσπερινού, και μετατροπή του κρατήματος του γνωστού Οκτάηχου «Θεοτόκε Παρθένε» του Μπερεκέτου σε τρίσημο ρυθμό, είναι επιεικώς απαράδετα (Πρβλ.: Εμμελής Μυσταγωγία, Ιωάν. Σσερεβελάκη, σελ. 135 κ.ε.). Ακόμη και τα


Μεγαλυνάρια της Τπαπαντής «Ακατάληπτόν εστιν», που πολλοί χρησιμοποιούν ψέλνοντάς τα αμιγώς τον τρίσημο ρυθμό είναι λάθος95. Επίσης, τελειώνομε με τις επισημάνσεις: α) το πολύ συνηθισμένο τροπάριο της Μ. Πέμπτης «Σου δείπνου σου του Μυστικού» μόνο την Μ. Πέμπτη επέχει θέση Κοινωνικού, ως και Φερουβικού και μόνο την ημέρα αυτή και ποτέ άλλοτε ψέλνεται αντί αυτών, ή κατά τη διάρκεια της θείας Κοινωνίας όσο ταιριαστό και αν φαίνεται. β) ΢ε πολλές Ενορίες υπάρχει η συνήθεια σε Μνημόσυνα αντί Κοινωνικού να λέγεται ο νεκρώσιμος «Άμωμος» και τα νεκρώσιμα Ευλογητάρια, ακόμη και αν είναι Κυριακή, σε ορισμένες δε λέγεται και Απόστολος και Ευαγγέλιο της νεκρωσίμου ακολουθίας, πράγματα απαράδεκτα. Μετά τη Θ. Λειτουργία τα πάντα έχουν γεμίσει από αναστάσιμο φως. Φωρίς αυτή τη συνειδητοποίηση με όλα τα άλλα που συνεχώς παρεισφρέουν στο χώρο της δημιουργούν αλλοτρίωση του λειτουργικού φρονήματος της Εκκλησίας και απομακρύνουν τον άνθρωπο από την όντως ζωή και τον απογυμνώνουν από το νόημα της ευχαριστιακής σωτηριολογίας.

13. Σο «Πληρωθήτω»

΢το ΣΜΕ όπως και στο Συπικό του Κωνσταντίνου, δεν περιλαμβάνεται το «Πληρωθήτω», ενώ υπάρχει σ’ όλα τα προγενέστερά τους Συπικά, καθώς και στο Σριώδιο. Έτσι παραλήφθηκε και σ’ όλες μετέπειτα τις εκδόσεις Ιερατικών, Εγκολπίων κτλ. και συνεπώς ήταν (και είναι) άγνωστο στις ελληνόφωνες εκκλησίες. Ο αρχαίος αυτός ύμνος – βιβλικός στίχος – έχει ως εξής: «Πληρωθήτω το στόμα ημών αινέσεως σου, Κύριε, όπως υμνήσωμεν την δόξαν σου, ότι ηξίωσας ημάς μετασχείν των αγίων μυστηρίων σου. Στήριξον ημάς εν τω σω αγιασμώ, όλην την ημέραν μελετάν την δικαιοσύνην σου. Αλληλούϊα».[3] Κατά τον Ι. Υουντούλη, «εισήχθη στη θ. λειτουργία το 624 επί του Πατριάρχου ΢εργίου κατά τη μαρτυρία του Πασχαλίου Φρονικού. Η εισαγωγή δεν έγινε αμελέτητα. Αντίθετα η παράλειψή του στην ελληνική ενοριακή πράξη έγινε αμελέτητα, ενώ στις μονές και στις σλαβικές εκκλησίες διατηρείται. Είναι ύμνος καλυπτήριος, που αποβλέπει στο να δοθεί ο απαιτούμενος χρόνος στους λειτουργούς να μεταφέρουν με ευπρέπεια και κοσμιότητα τα περισσεύματα των τιμίων δώρων και τα ιερά σκεύη από την αγία τράπεζα στην πρόθεση ή παλαιότερα στο διακονικό και να επιστρέψουν στην αγία τράπεζα, ο δε διάκονος στη θέση του, χωρίς να

Βλ. Οι ψάλτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Αθήνα 1996, σελ. 216.

95


λένε καθ’ οδόν, γι’ αυτό συχνά λανθασμένα, το ‘Ορθοί μεταλαβόντες<’96». Αρχικώς εψάλλετο ως συνέχεια του Κοινωνικού χωρίς την παρεμβολή οποιασδήποτε ευλογίας. Η τάξις αυτή διατηρείται μέχρι σήμερα στο Άγιον Όρος και στις μη ελληνόφωνες ορθόδοξες Εκκλησίες, μετά το «΢ώσον ο Θεός<». 14. Η Απόλυση: Ως αγαθός και φιλάνθρωπος και ελεήμων Θεός; Και στο σημείο αυτό υπάρχει άγνοια της παραδόσεως, δεδομένου ότι «επειδή η απόλυση γίνεται από στήθους και από μνήμης, πάσχει από επιδράσεις του ‘΢ώσον ο Θεός τον λαόν σου<’ του όρθρου και από ευλαβείς άκοσμες προσθήκες λέξεων ή ονομάτων αγίων, που καταστρέφουν την αρχικώς σοβαρή και λιτή μορφή της< Όλες οι απολύσεις τελειώνουν με τη φράση ‘ως αγαθός και φιλάνθρωπος’, που βρίσκεται σε αντιστοιχία με τις δύο προηγούμενες ευκτικές ελεήσαι και σώσαι’. Σο ‘και ελεήμων Θεός’ είναι προσθήκη πρόσφατη και καταστρεπτική της αρμονίας του κειμένου97», δηλώνοντας ταυτόχρονα και άγνοια της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και συντάξεως. Δυστυχώς στο σημείο αυτό οι αταξίες πληθαίνουν. Αδαείς ιερείς παίρνουν του αγίους όπως είναι από το μηνολόγιο, που βρίσκεται στο τέλος του ιερατικού και λένε π.χ.: «Γεωργίου του μεγαλομάρτυρος», «Ευθυμίου του οσίου» ή «Μαρίνης της μεγαλομάρτυρος», «Ευπραξίας της οσίας», ενώ κανονικά προτάσσονται τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας του μνημονευομένου αγίου (αγίας) και έπεται το όνομα: «του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου», «του οσίου πατρός ημών Ευθυμίου του μεγάλου» ή «της αγίας ενδόξου μαγαλομάρτυρος Μαρίνης», «της οσίας μητρός ημών Ευπραξίας» κ.λπ. Περισσότερα μπορεί να δει κανείς στο εφετινό Μικρό Τυπικό 2010, συνταχθέν υπό Επιτροπής.

15. Η Αρτοκλασία Η αρτοκλασία ή «ευλόγηση των άρτων», είναι μια ξεχωριστή ακολουθία, που η αρχική και κανονική θέση της βρίσκεται στο τέλος του μεγάλου εσπερινού των ολονυκτιών. Κατά τον Άγιο ΢υμεών Θεσσαλονίκης (+1429), όταν δεν τελείται αγρυπνία δεν γίνεται και Λειτουργική Α΄ Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, ό π., σσ. 248-249. Βλ. και Γ. Υίλια, Παράδοση και Εξέλιξη στη Λατρεία της Εκκλησίας, ό.π., σ. 287. 97 Ι. Υουντούλη, Λειτουργική Α΄ Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, ό. π., σσ. 249-250. Σου ιδίου, Απαντήσεις εις Λειτουργικάς Απορίας, Β΄, σσ. 197-198, 225. Κ. Παπαγιάννη, «Λειτουργικών ατόπων επισήμανσις», ό. π., σσ. 227-230. 96


ευλόγησις των άρτων, «ότι αύτη εξαιρέτως διά τον κόπον διετυπώθη της αγρυπνίας, ίνα και ευλογίας Φριστού και μικράς παρακλήσεως οι αδελφοί διά τον κόπον τυχόντες, έκτοτε προσευχήν διά την κοινωνίαν των φρικτών μυστηρίων έχωσι και μάλιστα οι ιερωμένοι98».΄Ετσι δεν έχει καμιά σχέση με τη Θ. Λειτουργία, ούτε φυσικά και με τον όρθρο, στο τέλος των οποίων τη βλέπουμε ή τη θέλουμε να γίνεται σήμερα. Φαρακτηριστική και βαρυσήμαντη επί του θέματος είναι η άποψη του Αρχιμ. Δοσιθέου, της Ιεράς Μονής Παναγίας Σατάρνης στη νέα έκδοση του Τυπικού του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Σάββα: «Η τέλεσις αρτοκλασίας εις το τέλος του όρθρου ή της Θ. Λειτουργίας, ουδαμού αναφερομένη, είναι παντάπασι ξένη προς την τάξιν της Εκκλησίας99». Και είναι φανερό ότι αναφέρεται στην πράξη των ενοριών. Κατά τη μεταφορά της, βέβαια, από τα μοναστήρια στις ενορίες υπέστη ορισμένες τροποποιήσεις – αφού στη σύγχρονη λειτουργική ευσέβεια βιώνεται κατά τρόπο εντελώς διαφορετικό από εκείνο που είχε αρχικά ως ακολουθία – που εδώ θ’ αναφερθούν με συντομία: α) διατηρήθηκε μεν ο σκοπός της ιεράς αυτής τελετής, δηλαδή ο αγιασμός των πιστών δια της μεταλήψεως του ηγιασμένου άρτου, γι’ αυτό και είναι ιδιαίτερα λαοφιλής. β) Έχασε όμως το αρχικό της νόημα, απέκτησε ιδιωτικό χαρακτήρα και δεν έχει πια την έννοια του στηριγμού διά τον κόπον της αγρυπνίας. ΢υνδέθηκε με τις εορτές (συνήθως οικογενειακές) και μνήμες πανηγυριζομένων αγίων ή και άλλων γεγονότων, που πολλές φορές δεν έχουν σχέση με την Εκκλησία (π.χ. «εορτές» διαφόρων ομίλων, πολιτιστικών ή αθλητικών συλλόγων κτλ.). Προσέλαβε μάλιστα και εμπορικό χαρακτήρα (αφού ντόπιοι άρτοι δεν ζυμώνονται πια) προσφερόμενη<επί παραγγελία και συνοδευμένη με «πρόσφορο» και φυσικά χωρίς τα έτερα είδη της αρτοκλασίας, δηλ. σίτον και έλαιον και τη συνεπαγόμενη χρήση τους. Παλαιότερα (πριν μερικές δεκαετίες) ετελείτο ως επί το πλείστον μόνο σε εορτές αγίων και λιγότερο σε Θεομητορικές και Δεσποτικές εορτές, ποτέ όμως τα Φριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Θεοφάνεια ή τις Κυριακές της Μ. Σεσσαρακοστής, της Αγίας Κυριακής του Πάσχα και του Πεντηκοσταρίου ή της Τψώσεως του Σιμίου ΢ταυρού. ΢ήμερα έχει επικρατήσει παντού κατακλύζοντας και «επισφραγίζοντας» όλες αυτές τις εορτές. Είναι δε δυνατό να ισχυριστεί κανείς ότι κατά κάποιο τρόπο λειτουργεί εις βάρος της προσέλευσης στα Μυστήρια της Εξομολογήσεως και Ευχελαίου για ευνόητους λόγους. Παρατηρείται ακόμη (το και λυπηρόν) ότι οι εορτάζοντες και Ι. Υουντούλη, Απαντήσεις εις Λειτουργικάς Απορίας, Α΄, σσ. 30-31, 39. Τυπικόν του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός Ημών Σάββα του Ηγιασμένου, σ. 78. ΢ημειωτέον ότι ο Αρχιμ. Δοσίθεος ασκεί αυστηρότατη κριτική της επικρατούσης σημερινής «τάξεως» στις σσ. 77 κ.ε. Αξίζει να προσέξει κανείς τις χρονικές περιόδους του εορτολογίου, κατά τις οποίες δεν τελείται αρτοκλασία! 98 99


προσφέροντες την αρτοκλασία να μην κοινωνούν, ως όφειλαν, των αχράντων μυστηρίων. γ) «Σο χειρότερο, κατασκευάστηκε γι’ αυτήν μια ιδιόρρυθμη ακολουθία, μείγμα λιτής, εκτενούς και εσπερινού100», η οποία στην κανονική της διάρκεια απαιτεί 10-15 λεπτά. δ) Αφού έχασε το φυσικό της περιβάλλον του μεγάλου εσπερινού, δηλαδή τις αγρυπνίες, κατέλαβε θέση σε κάποια από τις βασικές ακολουθίες του ημερονυχτίου, που τελούνται στις ενορίες, δηλ. εσπερινό και όρθρο και, το χειρότερο, στη Θ. Λειτουργία101! ΢υχνά βέβαια τελείται στην ίδια εορτή και στον εσπερινό και στη Θ. Λειτουργία πιέζοντάς την ασφυκτικά, οι δε ιερείς μας επιστρατεύουν τις καλύτερες φωνές για την ψαλμωδία του «Θεοτόκε Παρθένε<» και του «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν<», έπειτα από ένα ατέλειωτο μνημόσυνο αγίων. Και για μεν τον εσπερινό δεν θα είχε κανείς καμιά αντίρρηση, διότι δεν φαίνεται να παρουσιάζει δυσκολία, άσχετα αν «τελείται στο μέσο μετά από μια υποτυπώδη λιτή, ή στο τέλος μετά τα απολυτίκια102». Προβλήματα όμως δημιουργεί στην ακολουθία του όρθρου, στο τέλος του οποίου πολλάκις τελείται, για δύο κυρίως λόγους: α) ΢τον όρθρο παραλείπεται ως γνωστόν στις ελληνόφωνες εκκλησίες σχεδόν ολόκληρο το Βιβλικό στοιχείο (Καθίσματα του Χαλτηρίου, Πολυέλαιος, βιβλικές ωδές, στίχοι των αίνων) προς μεγάλη φθορά ή και «πτώχευση» της μεγαλοπρεπούς αυτής ακολουθίας. β) Παραλείπονται (δηλ. διαβάζονται μυστικώς) η εκτενής, τα πληρωτικά, η κεφαλοκλισία και η απόλυση. Γι’ αυτό η παρεμβολή της αρτοκλασίας στο σημείο αυτό είναι άτοπη και χαρακτηρίζεται ως «κακώς έχουσα103». Ι. Υουντούλη, Λειτουργική Α΄ Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, ό. π., σ. 150. Ο μακαριστός καθηγητής μιλάει για ιδιόρρυθμη ακολουθία, που κατασκευάστηκε για την Αρτοκλασία. Υυσικά δεν είναι εδώ χώρος για σχόλια, διερωτάται όμως κανείς: 1. Μόνο οι προσκομίσαντες τους άρτους είναι και «οι επιτελούντες την αγίαν εορτήν ταύτην<» (sic) όπως αναγράφεται στο Ιερατικόν και όχι όλη η Εκκλησία, εν προκειμένω η ενορία; 2. Σα περισσότερα αιτήματα της αρτοκλασίας έχουν ήδη ειπωθεί στις Δεήσεις του Εσπερινού (και του Όρθρου). Εις τί αποσκοπεί η διπλή μνημόνευσή των; (Ιερατικόν της Αποστολικής Διακονίας, έκδοσις Δ΄ 2002, σσ.22-27). ΢το Ζητήματα Τυπικού (Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 23-25) του οικονόμου Γ. Ρήγα, διατάσσεται τέλεση αρτοκλασίας στο τέλος του Εσπερινού, με απλή και πολύ λιτότερη δομή, η οποία είναι αξιοπρόσεκτη. 101 Ο Αθανάσιος ο Πάριος, ένας εκ των κορυφαίων των Κολλυβάδων πατέρων, στο έργο του Δήλωσις περί των εν Αγίω Όρει ταραχών της αληθείας, (έκδ. Θεοδωρήτου μοναχού, Αθήνα 1988), σσ. 80-84, διακηρύσσει ότι ουδεμία ακολουθία πρέπει να μετατίθεται ακόμη και αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι. 102 Ι. Υουντούλη, Λειτουργική Α΄ Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, ό. π., σ. 150. 103 ΢το ίδιο. Βλ. και τις παρατηρήσεις μας πιο πάνω, στην υποσ. 37. Για τον παραγκωνισμό του βιβλικού στοιχείου στη σύγχρονη ορθόδοξη λατρεία (ακολουθίες του εσπερινού και του όρθρου κλπ.) βλ. και τα εξής άρθρα του αειμνήστου καθηγητού: ‘Περί μίαν μεταρρύθμισιν της θ. λειτουργίας’, Θεσσαλονίκη, 1961, σ. 18. ‘Ο Λόγος του Θεού εν 100


΢τα πλαίσια της θ. Λειτουργίας (που βασικά μας ενδιαφέρει εδώ), εάν τελεσθεί όπως έχει (είτε στο τέλος μετά το «Είη το όνομα Κυρίου<» είτε σ’ οποιοδήποτε άλλο σημείο της), μόνο παρασιτικά και επομένως καταστρεπτικά μπορεί να λειτουργήσει: Ανατρέπει όλη τη δομή και τον εικονισμό της και βάζει στο στόμα κλήρου και λαού «αιτήματα και δεήσεις», τα οποία μόλις πριν από λίγα λεπτά έχουν διεξοδικώς και καταλλήλως αναπεμφθεί προς το Θεό στα οικεία μέρη της και τα οποία μόνο υπερβολικά, άτοπα, αδόκιμα, άκομψα ή ακόμη και περιττά μπορεί να χαρακτηρισθούν (δεδομένου ότι τα ίδια έχουν ειπωθεί και στον εσπερινό)! Με λίγα λόγια, τελείται η αρτοκλασία σαν να μην προηγήθηκε τίποτα πριν. Και αυτό επιβάλλεται να γίνει κατανοητό κυρίως από τον κλήρο. «Σέλος γαρ του μυστηρίου παντός η κοινωνία των μυστηρίων» και όχι η αρτοκλασία, κατά τον Άγιο ΢υμεών. ΢ε σχέση μάλιστα με ό, τι ειπώθηκε παραπάνω ως προς τα παραμελημένα σημεία της Θ. Λειτουργίας, μη έχοντας την παραμικρή έστω ιστορική, θεολογική ή λειτουργική στήριξη, και λαμβανομένου υπόψη ότι τα ονόματα των προσφερόντων την αρτοκλασία έχουν ήδη μνημονευθεί είτε στην πρόθεση ή στα Δίπτυχα, καταλαβαίνει κανείς τη φθορά που της προκαλεί, αφού οι ιερείς μας επιταχύνουν την τέλεσή της, αφήνοντας ακόμη και την κοινωνία του λαού στο τέλος, για την «μεγαλοπρεπή» τέλεση της αρτοκλασίας! Έτσι η εντύπωση που δίνεται σήμερα από την επικρατούσα «τάξη» στην ακολουθία αυτή είναι η εξής: «Όποιος παραλείπει στη Θ. Λειτουργία ‘ουδέν εστίν’. Εκείνος όμως που παραλείπει από την αρτοκλασία ‘οφείλει’»! Γι’ αυτό και ο αείμνηστος καθηγητής αποφαίνεται ως «κάκιστα104» τελούμενη στο τέλος της Θ. Λειτουργίας η δε ακολουθία αυτή δημιουργήθηκε σε καιρούς λειτουργικής και θεολογικής παρακμής. Θα πρόβαλλε όμως κάποιος την αντίρρηση ότι οι ιερείς είναι υποχρεωμένοι να δεχθούν την αρτοκλασία και να ευλογήσουν τους άρτους εφόσον πρόκειται για προσφορές των πιστών, αλλιώς δημιουργούν σκάνδαλο, αφού η «παράδοση» δεν μπορεί να σταματήσει κτλ. Άλλωστε τα γραφόμενα εδώ δεν είναι για να σταματήσουν την προσφορά και τέλεση αρτοκλασίας. Βέβαια με κατάλληλη διδασκαλία, οι ιερείς πρέπει να αντιμετωπίσουν καταλλήλως το πρόβλημα, προτρέποντας (χωρίς ηθικολογίες και καθωσπρεπισμούς) τους πιστούς να φέρνουν τις αρτοκλασίες έγκαιρα και μόνο στον εσπερινό, οπότε και θα ψαλεί η ακολουθία κανονικά. Επιβάλλεται, επιπλέον, να τους επισημάνουν, ότι η αρτοκλασία, όπως και το πρόσφορο, είναι καρπός

τη Θ. Λατρεία’, ΕΕΘΣΘ, 9 (1964), σ. 362: «ο αναδιφών σήμερον την ιστορίαν της χριστιανικής λατρείας θα ηδύνατο να λυπήται δια τον παραγκωνισμόν του βιβλικού στοιχείου». 104 ΢το ίδιο.


πίστεως και προσευχής και προετοιμάζεται με ευλάβεια κατ’ οίκον, όπως γινόταν παλαιότερα και όχι<επί παραγγελία στα αρτοποιεία και τα ζαχαροπλαστεία! ΢ε κάθε άλλη περίπτωση και για τους λόγους που προαναφέραμε (σε προφορική παρατήρηση του αοιδίμου καθηγητού), ο ιερεύς ας αρκεστεί μόνο να διαβάσει την ευχή της ευλογήσεως των άρτων «Κύριε<ο ευλογήσας τους πέντε άρτους<». Αυτό και μόνο αρκεί. 16. Μνημόσυνα Σα μνημόσυνα, όπως τελούνται σήμερα, δηλαδή στη συνεπτυγμένη τους μορφή, αποτελούν ταυτόχρονα και αιτία προσέλευσης στις ακολουθίες του εσπερινού (ιδιαίτερα του ΢αββάτου, ο οποίος συνήθως τελείται τελευταία από μόνο τον ιερέα και τον ψάλτη, αν υπάρχει κι αυτός), του όρθρου και της θ. λειτουργίας, πιστών, που σε κανονικές περιπτώσεις, δεν εκκλησιάζονται. Και στον χώρο αυτό, όμως, επικρατεί σύγχυση τόσο στους ιερείς και ιεροψάλτες όσο και στο χριστεπώνυμο πλήρωμα, ιδιαίτερα, όταν τελούνται στη θ. λειτουργία, όπου έχουμε συχνά αδόκιμες παρεμβάσεις. Αφήνοντας κατά μέρος τη συνήθεια να γίνονται τα μνημόσυνα «όχι με κόλλυβα αλλά με υποκατάστατά τους παξιμάδια, βουτήματα κτλ.105», συνήθεια αποδοκιμαστέα και αντιπαραδοσιακή, μεταφέρουμε εδώ τρεις παρατηρήσεις του Ι. Υουντούλη, οι οποίες είναι κατατοπιστικές και αξιοπρόσεκτες: α) Εφ’ όσον είναι καθημερινή ημέρα, το μνημόσυνο συνάπτεται στη θεία λειτουργία μετά το δεύτερο «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον<»<λέγονται τα ευλογητάρια, το «Μετά των αγίων<», τα τέσσερα νεκρώσιμα «μετά πνευμάτων<», η νεκρώσιμος συναπτή και η ευχή «Ο Θεός των πνευμάτων<». Μετά την εκφώνηση «Ότι συ εί η ανάστασις<», αμέσως το τρίτο «Είη το όνομα <» και η συνήθης απόλυση της θ. λειτουργίας (όχι η νεκρώσιμος). β) Μνημόσυνα δεν τελούνται κατά τις μεγάλες δεσποτικές εορτές και ούτε, κατ’ ακρίβειαν, και την Κυριακή. Οι ανάγκες της ζωής στις πόλεις, κατ’ οικονομίαν, οδήγησαν και στην τέλεση μνημοσύνων κατά τις εορτάσιμες και αναστάσιμες αυτές ημέρες. Φωρίς να εγκαταλείπεται η προσπάθεια κατηχήσεως των χριστιανών, ώστε να προτιμούν τα ΢άββατα κατά τα μνημόσυνά τους, θα πρέπει πάντα να λαμβάνεται πρόνοια να μην υπερκαλύπτεται ο αναστάσιμος χαρακτήρας της Κυριακής και να μη συμπλέκονται νεκρώσιμα και αναστάσιμα. Έτσι, κατά τις Κυριακές δεν μπορεί να ψάλλεται το κοντάκιο «Μετά των αγίων<» στη θεία λειτουργία ούτε ο άμωμος κατά το κοινωνικό ούτε, φυσικά, νεκρώσιμα ευλογητάρια, όπως απαιτούν πολλοί από τον κλήρο. Ούτε να εφαρμόζεται το σχήμα των καθημερινών κατά την παρεμβολή του μνημοσύνου στο «Είη το όνομα <». γ) Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στη χρήση της αρχαιοτάτης 105

Βλ. και Γ. Υίλια, Παράδοση και Εξέλιξη στη Λατρεία της Εκκλησίας, ό. π., σ. 290.


θαυμασίας ευχής «Ο Θεός των πνευμάτων<», που τείνει να παραγκωνισθεί από μεταγενέστερες και αδόκιμες πολύλογες συγχωρητικές ευχές. Ομοίως απαράδεκτη είναι και η αύξηση ή μείωση των τροπαρίων ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες των συγγενών των νεκρών106.

Επίμετρο «By accepting monastic spirituality as a general pattern for its worship, the Christian East as a whole expressed the eschatological meaning of the Christian message. The very magnitude of the liturgical requirements described in the Typikon, the impossibility for an average community to fulfill them integrally, and the severity of penitential discipline implied in the liturgical books always served as a safeguard against any attempt to identify the church too closely with the present aion, and as a signpost of the Kingdom to come. If properly understood, the Eastern liturgy places the Church in a permanent eschatological tension107».

H ελλαδική Εκκλησία ευλογήθηκε εξαιρετικά τόσο στον παρελθόντα όσο και στον παρόντα αιώνα με την παρουσία φωτεινών και εγνωσμένων προσωπικοτήτων (ακόμη και ετερόδοξων), που εκπροσωπούν όλους τους κλάδους της Θεολογίας, τα έργα των οποίων δύνανται να θεωρηθούν αντάξια εκείνων των μεγάλων Πατέρων της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Δυστυχώς, ο πλούτος αυτός, o δυναμισμός και η Λειτουργική Α΄ Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, ό. π., σσ. 307-309. John Meyendorf, Byzantine Theology, ό. π., σσ. 119-120: «Αποδεχόμενη τη μοναστική πνευματικότητα ως ενιαία τάξη για τη λατρεία της, η Φριστιανική Ανατολή στην ολότητά της εξέφρασε το εσχατολογικό νόημα του Xριστιανικού μηνύματος. Η ίδια η σπουδαιότητα των λειτουργικών απαιτήσεων όπως περιγράφονται στο Τυπικόν, το αδύνατο ολοκληρωτικής εφαρμογής τους στις κοσμικές ενορίες και η αυστηρότητα των πειθαρχικών παραπτωμάτων που εξυπακούεται στα λειτουργικά βιβλία, λειτούργησαν πάντοτε ως ασπίδα προστασίας ενάντια σ’ οποιαδήποτε προσπάθεια να ταυτιστεί η Εκκλησία τόσο στενά με τον παρόντα αιώνα και ως ένα σημείο της ερχομένης Βασιλείας. Αν γίνει κατάλληλα κατανοητή, η λειτουργία της Ανατολής τοποθετεί την Εκκλησία σε μια διηνεκή εσχατολογική διάσταση». Μετάφραση δική μας. 106 107


συμβολή τους παραμένουν εισέτι ανεκμετάλλευτα με τραγικές συνέπειες για τη χρονίως χειμαζόμενη λατρεία και την πίστη της Εκκλησίας. Προσπαθήσαμε στα μέτρα των δυνατοτήτων μας στις γραμμές που προηγήθηκαν, να δείξουμε με βάση την αναστάσιμη και εσχατολογική διάσταση της Θ. Ευχαριστίας τον λανθασμένο δρόμο στον οποίο την έχει οδηγήσει η σύγχρονη «λειτουργική μας ευσέβεια». «Ευσέβεια» που δεν της αρέσει το Χαλτήριο και γενικά το Βιβλικό στοιχείο και μαζί η αρχαία λιτή δομή της Θ. Λειτουργίας, αλλά ερανίζεται ένα στίχο από δω κι εν’ από κει, που «κινδυνεύει και ενοχλείται από τις αρχαιοπρεπείς λέξεις του ιερού αναγνώσματος108», δεν λέει τίποτα χωρίς «ακροατήριο» και μικρόφωνο, δεν ξέρει για Κατηχούμενους, δεν την ενδιαφέρει η μνημόνευση ονομάτων ζώντων, ασθενών, εμπεριστάτων αδελφών και κεκοιμημένων, αντιστέκεται στις παρατηρήσεις της Θεολογίας και της Λειτουργικής, θεωρώντας την «παράδοση» ως Παράδοση και γενικά δεν έχει λειτουργική παιδεία, αρκεί να ικανοποιηθούν οι θρησκευτικές ανάγκες του ποιμνίου, εκφραζόμενες ως επί το πλείστον στην τέλεση μιας αρτοκλασίας. Η εκκοσμίκευση σ’ όλη τη μεγαλοπρέπειά της. «Κι όταν έχουμε μία εκκοσμικευμένη Εκκλησία και ιερωσύνη, η καθόλου λειτουργική ζωή, που βρίσκει την ανακεφαλαίωση και την τελείωσή της στη λειτουργία της Ευχαριστίας, κατάντησε μία συνήθης ή τυπική, και αυτή περιορισμένη, επανάληψη στο περιθώριο της πολυάσχολης ιερωσύνης του κλήρου, εκείνη που κέντρο της δεν έχει την Αγία Σράπεζα, αλλά το ενοριακό γραφείο109». Πανεπιστημιακός καθηγητής είπε προ καιρού, ας μη μας φανεί παράξενο αν ψάλλουμε κάποτε στο μέλλον και τον Εθνικό μας Ύμνο αντί για Κοινωνικό! Έτσι, φτάσαμε να τελούμε μιαν Ευχαριστία, που ασφυκτιά και ταλαιπωρείται πιεζόμενη αφ’ ενός από τη σύνδεσή της με τις ακολουθίες του Μεσονυκτικού, της Λιτής, του Όρθρου110 (δεδομένου ότι η σύνδεση με τον Όρθρο ζημίωσε και τις δύο111) ιδιαίτερα της Αρτοκλασίας και μάλιστα Ι. Υουντούλη, Απαντήσεις εις Λειτουργικάς Απορίας, Α΄, σ. 139. Μιχ. Καρδαμάκη, «Ιερωσύνη και εκκοσμίκευση», στο Γ. Υίλια, Παράδοση και Εξέλιξη στη Λατρεία της Εκκλησίας, ό. π., σ. 256. 110 Βλ. επ' αυτού τις ενδεικτικές προτάσεις-παρατηρήσεις του Π. Βασιλειάδη στο Lex Orandi, ό.π., σ. 46: «Επιβάλλεται θεολογικά η ανάδειξη του αποκλειστικά εσχατολογικού χαρακτήρα της Ευχαριστίας ως μυστηρίου της Βασιλείας και όχι ως μιας θρησκευτικής τελετής ανάμεσα σε πολλές, και της ευχαριστιακής σύναξης ως αναλαμπής της ογδόης ημέρας και με ποιο τρόπο; με τη μεταφορά π.χ. του όρθρου το βράδυ του ΢αββάτου και τη σύνδεσή του με την ακολουθία του εσπερινού κατά το σαββαϊτικό τυπικό»; 111«Η σύνδεση με τον όρθρο προήλθε για πρακτικούς λόγους, για να μη γίνουν δύο συνάξεις αλλά μία. Και αυτό μεν επετεύχθη, αλλά δεν ήταν προς όφελος και των δύο ακολουθιών, που πιεζόμενες αμοιβαίως για να μείνει η τέλεση και των δύο μεγάλων ακολουθιών σε λογικά για την ενορία χρονικά πλαίσια, ζημιώθηκαν και οι δύο. Έτσι ο μεν όρθρος έχασε όχι μόνο το φυσιολογικό τέλος του...αλλά παρελείφθη και η στιχολογία του Χαλτηρίου και των ωδών, οι δε κανόνες τείνουν να αντικατασταθούν 108 109


κατά τις αρχαίες μεγάλες Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές και αφ’ ετέρου από τις δικές μας επιλογές και προτιμήσεις, που επιτείνουν την εκκοσμίκευση της Εκκλησίας και την ταύτισή της με τον παρόντα κόσμο και αιώνα. «Φάσαμε τον εικονισμό των εσχάτων στη Λειτουργία μας, είτε γιατί την παραφορτώσαμε με τύπους που δεν εκφράζουν τον ερχομό της Βασιλείας, είτε γιατί αφαιρούμε ή ανακατεύομε τα δομικά στοιχεία της Λειτουργίας, και αλλοιώνομε έτσι επικίνδυνα τον εσχατολογικό της χαρακτήρα112». Πάντως, ο μακαριστός ΢μέμαν μας έχει αφήσει μια σημαντικότατη παρατήρηση στο τέλος του βιβλίου του Ευχαριστία, την οποία, καλοπροαίρετα, θέτουμε υπόψη κάθε ενδιαφερόμενου ανωτέρου και κατωτέρου κληρικού και σ’ όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας: «Κάθε τι που αφορά στην Ευχαριστία, αφορά την Εκκλησία, και ό,τι αφορά την Εκκλησία αφορά την Ευχαριστία, και κάθε πάθηση στη Λειτουργία επιδρά στην πίστη και σε όλη τη ζωή της Εκκλησίας113». .

από τις καταβασίες. Η δε Θεία Λειτουργία υπέστη τη μεγαλυτέρα ζημία με τη συρρίκνωση των αντιφώνων, την ατροφία των προκειμένων και αλληλουαρίων και την παράλειψη της εκτενούς και των συνδεδεμένων μ' αυτή δεήσεων υπέρ των κατηχουμένων και των δύο ευχών των πιστών με τα διακονικά τους. Πρόσφατες πρωτοβουλίες για τη δήθεν εξυπηρέτηση των ποιμαντικών αναγκών, που μεταθέτουν σε χαρμόσυνες ημέρες την τέλεση της Θ. Λειτουργίας το απόγευμα ή το βράδυ προ του μεσονυκτίου, είναι αντιπαραδοσιακές και απαράδεκτες» Ι. Υουντούλη, Λειτουργική Α΄ Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, ό. π., σ. 194. 112 Μητρ. Περγάμου Ιωάννου, ‘Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού’, ό. π., 49, 1994, σ. 14. 113 Ό. π., σ. 256.


Μαρία Γ. ΢εργάκη Υυσικός, τ. Προϊσταμένη των Γ.Α.Κ.- Ν. Λασιθίου «Ποίος ήτο ο εκλιπών Αρχιμανδρίτης ΑΝΘΙΜΟ΢ ΒΑ΢ΙΛΑΚΗ΢1» ΢τη μνήμη του Μανόλη Πιτυκάκη2

ΕΙ΢ΑΓΨΓΗ «Πλησιάζοντας να περάσω του ενός αιώνος ζωή, σκέφτηκα να γράψω ό,τι μου αφήκεν ο καταλύτης χρόνος στη μνήμη μου, με το σκοπό ν’ αφήσω πίσω μου ορισμένα από την πολυτάραχη εποχή που έζησα. Όσα χρόνια κράτησε η δραστηριότητά μου, στην περίοδο αυτή συνέβησαν γεγονότα που συντάραξαν όχι μόνο την Πατρίδα μας, μα κι’ ολόκληρο τον κόσμο και άλλαξαν τις συνθήκες της ζωής τόσο, που να φτάξωμε στο σημείο εμείς οι παλαιοί να μη γνωρίζωμε τους νέους που διαφοροποιήθηκαν τόσο, από την επαφή με τόσους λαούς, ξένους στην ελληνική ψυχή<.»3. (απόσπασμα από το προσωπικό Ημερολόγιο του Άνθιμου)

ΠΑΣΡΙ΢ 24-1-1963, Επί τη 4ονθημερω μνημοσύνω του. MΑΝΟΛΗ΢ ΠΙΣΤΚΑΚΗ΢.: Γεννήθηκε στη Βουλισμένη Μεραμπέλλου το 1898 και πέθανε στη Νεάπολη το 1981. Σο 1917 κατατάχτηκε στη Ελληνική Φωρ/κη, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του στη Νομική Αθηνών. Αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη το 1947, και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σην περίοδο 1935 έως το 1947 αντιμετώπισε σειρά επαγγελματικών διώξεων, από το μεταξικό καθεστώς αλλά και από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις, λόγω των πολιτικών του φρονημάτων. Είχε σημαντική αντιστασιακή δράση κατά την περίοδο της ιταλο-γερμανικής κατοχής. Ανάπτυξε πλούσια πνευματική και συγγραφική δραστηριότητα. Από το 1937 έως το 1941 εξέδιδε στη Νεάπολη το γνωστό περιοδικό «ΔΡΗΡΟ΢», το οποίο υπήρξε για την εποχή εκείνη η πνευματική όαση του τόπου. Επέστρεψε και εγκαταστάθηκε οριστικά στη Νεάπολη το 1963.Σο διάστημα 1965-67, έγραφε το χρονογράφημα της εφημερίδας «ΔΡΗΡΟ΢» και παράλληλα είχε αναλάβει την Διεύθυνση της ΢ύνταξης της εφημερίδας «ΕΠΑΡΦΙΑΚΑ ΝΕΑ». ΢ύζυγός του ήταν η διδασκάλισσα Μαρία Καλλιατάκη, διανοούμενη και συγγραφέας από τη Βουλισμένη, εγγονή του Μιχαήλ Διαλλυνά (Διαλλυνομιχάλη), η οποία εξέδωσε μετά το θάνατό του μερικά από τα ανέκδοτα έργα του. Έχει συστήσει κληροδότημα, στο οποίο άφησε την προσωπική του περιουσία, και από το οποίο χορηγούνται υποτροφίες σε σπουδαστές του τόπου μας. 3 Α.Α.Β. Ημερολόγιο σελ. 1 1 2


Ο Αρχιμανδρίτης Άνθιμος Βασιλάκης, φέρων τα τιμητικά μετάλλια και παράσημα που του απονεμήθηκαν για τη συμμετοχή του στους εθνικούς αγώνες 1912-1922. Α.Ι.Μ.Α.Γ.Ε

Σο 1870, έτος γέννησης του Άνθιμου Βασιλάκη, και έναρξης της τελευταίας περιόδου της Οθωμανικής κατοχής επί της Κρήτης που σηματοδοτήθηκε από το οικτρό τέλος της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης (186669) και βρήκε την Κρήτη κατεστραμμένη, τον δε κρητικό λαό εξαθλιωμένο, μπορεί να θεωρηθεί χρονικά το σημείο καμπής της νεώτερης κρητικής ιστορίας. Νέο «εξελιγμένο» διοικητικό σύστημα εφαρμόστηκε τότε από την Πύλη στο νησί, που προέκυψε από την εφαρμογή του ΟΡΓΑΝΙΚΟΤ ΝΟΜΟΤ της ΚΡΗΣΗ΢. ΢το νόμο αυτό δεν υπήρχε πρόβλεψη για δημιουργία κοινωφελών έργων, όπως την λειτουργία σχολείων, την οδοποιία ή τη γεωργία. Η ίδρυση όμως των πέντε Φριστιανικών Δημογεροντιών, μία σε κάθε νεοσύστατο νομό της Κρήτης, υπήρξε σπουδαίο κοινωνικό βήμα, διότι στα επόμενα χρόνια η παιδεία αλλά και οι άλλες κοινωνικές παροχές ήταν στη δικαιοδοσία και τη φροντίδα της Εκκλησίας και χρηματοδοτήθηκαν από τους Μοναστηριακούς πόρους. Η Εκκλησία της Κρήτης στάθηκε τότε, περισσότερο από ποτέ, ο στυλοβάτης της κρητικής κοινωνίας. Επομένως είναι ευνόητοι οι λόγοι που ώθησαν ένα έντιμο και φιλόπατρι νέο της εποχής όπως ήταν ο Άνθιμος, να ενταχθεί από τη νεανική του ηλικία στους κόλπους της εκκλησίας και από εκεί, με τις δυνατότητες που θα του παρείχε, να διαθέσει τις πνευματικές και σωματικές δυνάμεις του στη υπηρεσία του τόπου και των συνανθρώπων του. Διατρέχοντας τη ζωή του Άνθιμου, μπροστά μας ξεδιπλώνεται το Πανόραμα της Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας. Βίωσε, με την ενεργή συμμετοχή


του, τις σημαντικότερες εθνικές περιπέτειες δύο αιώνων: Σην τελευταία φάση των αγώνων της Κρήτης για την απελευθέρωσή της από τον Οθωμανικό ζυγό αλλά και από τη δεσποτεία των Μεγάλων Δυνάμεων. Σην περιπέτεια της Κρητικής Πολιτείας. Σον Α’ και Β’ Βαλκανικό πόλεμο. Σον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ση Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή. Ση Μάχη της Κρήτης, τη Γερμανική Κατοχή και την εναντίον των κατακτητών Κρητική αντίσταση. ΢ε όλες τις εθνικές περιπέτειες, ο μικρόσωμος τούτος ρασοφόρος με τη μεγάλη καρδιά, το αετίσιο βλέμμα και τη φλογερή ψυχή, βρήκε τρόπο να γεφυρώσει το ειρηνικό μοναχικό σχήμα με την τραχιά αποστολή του γενναίου πολεμιστή. Σαπεινός, σεμνός, ήρεμος με το μοναχικό ράσο, μαχητικός, παράτολμος και ριψοκίνδυνος με τη στολή της εκστρατείας. Τπήρξε ευσεβής λευίτης, γενναίος αξιωματικός και πατριώτης, θαυμάσιος άνθρωπος που έζησε μια πλούσια, γεμάτη, βασανισμένη, μια έντιμη και αξιοζήλευτη ζωή, εξ ολοκλήρου ταγμένη στην προσφορά: προς την Μονή και τους Αδελφούς, προς τον κρητικό λαό και προς την Ελλάδα συνολικά, κατακτώντας επάξια τη θέση του στο Πάνθεον των αξιότιμων και αξιοσέβαστων ανθρώπων της τοπικής εκκλησίας και κοινωνίας.

Η ΑΡΦΗ Ο Άνθιμος είχε καταγωγή από το χωριό Θραψανό4 της Επαρχίας Πεδιάδος. Ο πατέρας του, Γεώργιος Β. Βασιλάκης, ο Μακρής5, στις ειρηνικές περιόδους ασκούσε το επάγγελμα του αγγειοπλάστη, κατά τη διάρκεια όμως των επαναστάσεων εγκατέλειπε τα πιθάρια και αγωνιζόταν για την ελευθερία με το σώμα του Αντώνη Σρυφίτσου6 οπλαρχηγού της Επαρχίας και στενού του φίλου.

Σο Θραψανό είναι κωμόπολη του Νομού Ηρακλείου, και απέχει 30 km Ν.Α. της πόλης του Ηρακλείου. Πολλοί από τους κατοίκους είναι αγγειοπλάστες, επάγγελμα κληρονομικό. Η ονομασία του επί τουρκοκρατίας ήταν Σζομλεκτζή- κιόι (χωριό αγγειοπλαστών). Η παλαιότερη γραπτή αναφορά του στα Ενετικά Αρχεία είναι το 1379 όπου αναγράφετε ως Trapsano ή Thrapsiano. 5 Μακρής ήταν το παρανόμι του πατέρα του, διότι ήταν ασυνήθιστα υψηλός. 6 Αντώνης Σρυφίτσος ή Σρυφόπουλος. Από τους γενναιότερους κρήτες οπλαρχηγούς. Έδωσε τα πρώτα δείγματα της ανδρείας του νεότατος, κατά την επανάσταση 1866-68. Κατά την επανάσταση του 1878 ανακηρύχθηκε οπλαρχηγός, κατόπιν Αρχηγός και κατά την επανάσταση του 1897 Γενικός Αρχηγός Πεδιάδος. Ήταν τότε 60 ετών. Παρ’ ότι αγράμματος διακρινόταν για την σπάνια ευστροφία του πνεύματός του. ΢κοτώθηκε στη μάχη της 25ης Ιουνίου 1997 στη θέση Φριστός κοντά στην Επισκοπή Πεδιάδος, όταν όρμησε μόνος του εναντίον των Οθωμανών του χωριού ΢καλάνι 4


Όταν παντρεύτηκε την συγχωριανή του Ειρήνη Μαυραντωνάκη έπιασαν χέρι με τον Σρυφίτσο, για να τους βαφτίσει το πρώτο παιδί που θα αποκτούσαν. Ο Άνθιμος γεννήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1870,7 και του δόθηκε το όνομα του Νονού του, Αντώνης. Ο Αντώνης εκδήλωσε για πρώτη φορά την έμφυτη επαναστατικότητά του όταν σε ηλικία 7-8 χρόνων δήλωσε κατηγορηματικά στον πατέρα του, ότι θέλει να μάθει γράμματα. Ο πατέρας του όμως τον προόριζε για διάδοχό του στην μαστορική του αγγειοπλάστη. Ήθελε να τον έχει κοντά του για να τον διδάξει τα μυστικά του επαγγέλματος, όπως ήταν η συνήθεια της εποχής και να τον έχει βοηθό στις πολλές και συνεχείς αγροτικές εργασίες της οικογένειας, έτσι για σχολείο δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα. Ο μικρός Αντώνης άρχισε να αντιδρά, αψηφώντας τις τιμωρίες της πατρικής εξουσίας. Σο παιδί από τον καημό του, ή από άλλη ίσως αιτία αρρώστησε βαριά, και η μητέρα του, θεοσεβούμενη καθώς ήταν, τον έταξε8 στον Άγιο Γεώργιο, στην ομώνυμη Μονή του Επανωσήφη. Μπορεί να γιατρεύτηκε από την αρρώστια ο Αντώνης, αλλά δεν γιατρεύτηκε από τον καημό του να μάθει γράμματα. Όταν ήταν δώδεκα χρονών, ένας φωτισμένος άνθρωπος της εποχής Νικόλαος Αγγελάκης ονομαζόμενος, μέλος της τοπικής ΢χολικής Εφορείας, πρόσεξε την ασυνήθιστη για παιδί της ηλικίας του ετοιμότητα πνεύματος, εκτίμησε τη σεμνότητα και το θάρρος του και διέκρινε στη ματιά του τον δυναμισμό και την αυτοπεποίθηση που έκρυβε το αγράμματο αγροτόπαιδο. Πήρε ιδιαιτέρως τον πατέρα του και τον έπεισε πως πρέπει να στείλει το παιδί στο σχολείο, και πως είναι κρίμα να πάει χαμένο ένα τέτοιο μυαλό πάνω από τον τροχό του αγγειοπλάστη. Ο Αντώνης, βλέποντας να πραγματοποιείται το όνειρό του, διασκέλισε γεμάτος ενθουσιασμό το κατώφλι του σχολείου του χωριού του. ΢ε ένα μόνο σχολικό έτος παρακολούθησε με επιτυχία τις τρεις πρώτες σχολικές τάξεις και αφού εξετάστηκε στα αντίστοιχα μαθήματα, πήρε το σχετικό ενδεικτικό. Σην επόμενη σχολική χρονιά, με την παρέμβαση και πάλι του Αγγελάκη ο πατέρας του τον έστειλε να παρακολουθήσει τα μαθήματα στο ανώτερο σχολείο της Μονής Αγκαράθου9, το οποίο διεύθυνε ο Αρχιμανδρίτης Σίτος Ζωγραφίδης, μετέπειτα Επίσκοπος Πέτρας (1899-1922) ΢το Μοναχολόγιο της Ι.Μ. Επανωσήφη αναγράφεται ως έτος γέννησης του Άνθιμου το 1870, ενώ στο Υύλλο Μητρώου του ΢τρατού η 30η Ιανουαρίου 1872 8 Σον αφιέρωσε 9 Η Μονή Αγκαράθου καθιερωμένη στην Κοιμήση της Θεοτόκου, είναι από τις παλαιότερες της Κρήτης. Δεν είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε. Αναφέρεται σε χειρόγραφο του 1532 στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη. Βρίσκεται στην Επαρχία Πεδιάδος σε απόσταση 23 km Ν.Α. της πόλης του Ηρακλείου. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο σε όλους τους εθνικόαπελευθερωτικούς πολέμους της Κρήτης. 7


και στη συνέχεια Μητροπολίτης Κρήτης (1922-1933). Η επίδοσή του ήταν καταπληκτική, γεγονός που διαπίστωσε και εκτίμησε ιδιαίτερα ο Πατέρας Σίτος. Όμως εκείνη τη χρονιά, η παραγωγή των σιτηρών ήταν ιδιαίτερα καλή και έτσι, πριν από τη λήξη του σχολικού έτους κατά τον μήνα Μάιο, ο πατέρας του που χρειαζόταν τη βοήθεια του για το θερισμό, τον απέσυρε από το σχολείο και τον έφερε πίσω στο Θραψανό. Καινούργιο ψυχικό τραύμα τούτο, καθώς η επιστροφή του στο ΢χολαρχείο της Αγκαράθου, αποκλείστηκε κατηγορηματικά από τον πατέρα του. Σο παιδί βρέθηκε σε αδιέξοδο και προσπαθώντας να βρει τρόπο για να πραγματοποιήσει την βαθειά του επιθυμία, θύμισε στη μητέρα του πως τον είχε τάξει στον Άγιο Γεώργιο Επανωσήφη και πως πρέπει οπωσδήποτε να εκτελέσει την υπόσχεση που είχε δώσει. Τπολόγιζε πως στον Επανωσήφη, που ήταν μεγαλύτερο Μοναστήρι από της Αγκαράθου, όχι μόνο θα υπήρχε σχολείο αλλά σίγουρα θα ήταν και καλλίτερο. Η μητέρα του κατάλαβε τις επιδιώξεις του παιδιού της, και παρά το ότι δεν ήταν ακόμη σε ηλικία για να μπει σε Μοναστήρι, έπεισε τον άνδρα της πως πρέπει να εκτελέσουν το τάμα. Έτσι, στις 3 Νοεμβρίου 1886, ανήμερα της εορτής του Αγ. Γεωργίου του «Μεθυστή», η οικογένεια πήγε στο Μοναστήρι. Ο Αντώνης απογοητεύτηκε όταν διαπίστωσε ότι, δυστυχώς, στη Μονή δεν λειτουργούσε σχολείο, ενθουσιάστηκε όμως από τον ιεροψάλτη, ο οποίος ήταν σπουδαίος διδάσκαλος της Βυζαντινής μουσικής, και καθώς ήταν ο ίδιος καλλίφωνος, σκέφτηκε πως μπορεί να υστερούσε σε γραμματικές γνώσεις, αλλά τουλάχιστον θα μορφωνόταν μουσικά. Ο Βασιλογιώργης όμως δεν δέχτηκε ούτε αυτό. Ο ιεροψάλτης δεν ήταν άλλος από τον ιεροδιάκονο Καλλίνικο Ντουντουλάκη, Μοναχό του Αγ. Όρους, ο οποίος λόγω της εξαιρετικής μουσικής του μόρφωσης, είχε προσληφθεί ως δεξιός ψάλτης στην Ιερά Μητρόπολη Αθηνών, όπου υπηρέτησε για διάστημα δεκαπέντε ετών. Όταν αποσύρθηκε σε ηλικία 70 ετών, εγκαταστάθηκε στο Κανλί Καστέλι Ηρακλείου. Ο Ηγούμενος του Επανωσήφη τον έπεισε τότε να γίνει Αδελφός της Μονής και διδάσκαλος της Βυζαντινής Μουσικής. Ηγούμενος της Μονής ήταν ο αγωνιστής στη Μεγάλη Κρητική Επανάσταση 1866-69 Ιωακείμ Κλινάκης από το Βενεράτο, μεγαλόσωμος γέροντας που υπέφερε από ποδάγρα, και που με δυσκολία μπορούσε να μετακινηθεί μέσα στο κελί του χρησιμοποιώντας δύο μπαστούνια, όταν η αρρώστια ήταν σε έξαρση. Ο αγωγιάτης από το Θραψανό Εμμ. Φναράκης ή Κουκάκης που κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του συχνά διανυκτέρευε στη Μονή, κατάλαβε πως ο Ηγούμενος είχε απόλυτη ανάγκη από βοήθεια, και γνωρίζοντας για το Σάμα της Ειρήνης Βασιλάκη, του πρότεινε να δεχτεί τον Αντώνη ως βοηθό.


Ο ΑΝΘΙΜΟ΢ ΢ΣΗ ΜΟΝΗ ΕΠΑΝΨ΢ΗΥΗ Ο Βασιλογιώργης κάτω από την επιμονή της γυναίκας του αυτή τη φορά υποχώρησε. Υρόντισε να εφοδιάσει το παιδί του με τα απαραίτητα, και στις 17 Ιανουαρίου 1887 το συνόδευε ο ίδιος στο Μοναστήρι, όπου ο Αντώνης προσελήφθη ως δόκιμος. Θα ήταν στην υπηρεσία του Ηγούμενου και ταυτόχρονα θα παρακολουθούσε μαθήματα Βυζαντινής Μουσικής από τον πατέρα Καλλίνικο. Η επίδοσή του στη Βυζαντινή υπήρξε εξαιρετική και σταδιακά απόκτησε τη φήμη σπουδαίου ιεροψάλτη, που τον συνόδεψε σε όλη του τη ζωή. Πάντα ο Άνθιμος θυμόταν με συγκίνηση ότι, κατά ευτυχή συγκυρία, υπήρξε δεξιός ψάλτης κατά τον εγκαινιασμό του Αγ. Μηνά, Πολιούχου Ναού της πόλης του Ηρακλείου, στις 16 Απριλίου 1895. ΢τον εγκαινιασμό είχαν παρασταθεί όλοι οι Αρχιερείς, και γύρω στους 200 ιερείς από όλη την Κρήτη. ΢ύμφωνα με το τυπικό, είχε ορισθεί από τον Μητροπολίτη Σιμόθεο Α’ Καστρινογιαννάκη10 ως δεξιός ψάλτης ο Αρχιδιάκονος της Μητροπόλεως, ο οποίος με τη σειρά του είχε επιλέξει ως βοηθό του τον Άνθιμο. Όταν κατά τη διάρκεια της τελετής αφίχθηκε με καθυστέρηση, ο Γενικός Διοικητής Κρήτης Αλέξανδρος Καραθεοδωρής11, ο Αρχιδιάκονος αναγκάστηκε να εγκατέλειψε τη θέση του δεξιού ψάλτου για να υποδεχθεί και να συνοδέψει τον Διοικητή στη θέση του, με αποτέλεσμα να αντικατασταθεί επάξια από τον Άνθιμο. Η ΕΠΑΝΑ΢ΣΑ΢Η ΣΟΤ 1889 Η ψευδο-επανάσταση του 1889 στην Κρήτη, είχε σαν αποτέλεσμα την κήρυξη από την Οθωμανική Διοίκηση ΢τρατιωτικού Νόμου στην Κρήτη, και την κατάργηση των παραχωρήσεων προς το Φριστιανικό στοιχείο που προέβλεπε η ΢υνθήκη της Φαλέπας, το 1878,. Μόλις οι μουσουλμάνοι κλείστηκαν στα Κάστρα για προστασία, οι χριστιανοί αντί να υπηρετήσουν την «επανάσταση», επιδόθηκαν στη λεηλασία των τουρκικών περι-

Σιμόθεος Α’ Καστρινογιαννάκης (1841- 1897). Γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1841. Υοίτησε στη Θεολογική ΢χολή της Φάλκης. Σο 1870 εκλέγεται Επίσκοπος Φερρονήσου. Διετέλεσε Σοποτηρητής και κατόπιν Μητροπολίτης Κρήτης το διάστημα 1882-1897. Σο Υεβρουάριο του 1897 διαρκούσης της επανάστασης στην Κρήτη αναχώρησε για την Αθήνα, όμως καθώς αποβιβαζόταν στον Πειραιά υπέστη αποπληξία και απεβίωσε. Ήταν ο τελευταίος Μητροπολίτης της Κρήτης επί Οθωμανικής δεσποτείας. Επί των ημερών του συγκροτήθηκε η Ι. ΢ύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης με δικαιοδοσία την εκλογή των αρχιερέων της Κρήτης (Επισκοπικό ζήτημα).. 11 Ο Αλέξανδρος Καραθεοδωρής διατέλεσε Διοικητής της τουρκοκρατούμενης τότε Κρήτης για βραχύ χρονικό διάστημα, από 10 Μαρτίου 1895 μέχρι 25 Υεβρουαρίου 1896. Ανακλήθηκε από το ΢ουλτάνο στην Κωνσταντινούπολη, λόγω της αδυναμίας του να ελέγξει τις πολιτικές ταραχές που επικρατούσαν στο νησί εκείνη την περίοδο. 10


ουσιών. Μετά το άδοξο τέλος της, υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν τα διαρπαχθέντα στους ιδιοκτήτες τους. ΟΙ Μοναχοί που υποψιάστηκαν επίθεση και διαρπαγή της Μονής από τους τούρκους ως αντίποινα, μετέφεραν με τους βοσκούς τα αιγοπρόβατα της Μονής στα βοσκοτόπια των Απεζανών12, με επικεφαλής τον Ηγούμενο Ιωακείμ. Ο Ηγούμενος, όντας μακριά από τη Μονή, μήνυσε στο Ηγουμενάτορα Σίτο13 και τον Άνθιμο να μεταφέρουν τα χρήματα της Μονής συνοδευόμενοι από τους δούλους του Γουμενικού, μεταξύ των οποίων ήταν ένας ονομαζόμενος Μπεκιάρης από το Βενεράτο. Όταν έφτασαν στου Βουρβουλίτη, ο Άνθιμος άφησε το όπλο του κάτω και έσκυψε να πιεί νερό. Σότε δέχτηκε μία σφαίρα από τον Μπεκιάρη, ο οποίος γνώριζε ότι εκτός από τα χρήματα της Μονής, είχε μαζί του 150 χρυσές λίρες τούρκικες του Αδελφού Γερβάσιου από το Κανλί Καστέλι και 100 του Αδελφού Γεράσιμου από τους Αποστόλους Πεδιάδος. Όταν είδε ότι απέτυχε η απόπειρα κλοπής του Άνθιμου, έφυγε με δύο συντρόφους του. Οι Σούρκοι των γύρω χωριών μπήκαν στην εγκαταλελειμμένη από τους Μοναχούς Μονή. Περιορίστηκαν στο σπάσιμο των εικόνων και των Αγίων Σραπεζών για να πάρουν τα άγια λείψανα και τα λοιπά μύρα, με τα οποία συνήθιζαν να κατασκευάζουν φυλαχτά, διότι πίστευαν ότι αυτοί που τα φορούσαν ήταν τυχεροί και άτρωτοι στις σφαίρες. Η πληγή του Άνθιμου μολύνθηκε. Από τον Πλάτανο όπου τον μετέφεραν οι σύντροφοί του πληγωμένο, τον ανέλαβαν ο πατέρας και ο αδερφός του Γιάννης και τον πήγαν στο Θραψανό. Όταν γιατρεύτηκε το τραύμα και η αγκύλωση περιορίστηκε, επέστρεψε στη Μονή, όπου βρήκε τους Αδελφούς σε διαμάχη για την κατανομή των διαφόρων υπηρεσιών. Λόγω της αγκύλωσης δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του Κελλάρη και το Νοέμβριο του 1891 ανέλαβε το διακόνεμα του Νεωκόρου, ως ελαφρύτερο. Κελλάρης ανέλαβε ο δόκιμος Ησύχιος14. Μεταξύ των καθηκόντων του Άνθιμου ως Εκκλησάρη (Νεωκόρου), ήταν να διδάσκει τον Ησύχιο το τυπικό των ακολουθιών και της ψαλτικής. Σο καλοκαίρι του 1892 ο Ηγούμενος Ιωακείμ αρρώστησε από ρευματοαρθρίτιδα. Κατά την διάστημα της θεραπείας του στο Ηράκλειο, οι γιατροί του συνέστησαν να δοκιμάσει τη λουτροθεραπεία στα ιαματικά λουτρά ΢τη Μονή Επανωσήφη αποκαλούν τους των Απεζανών ‘Θείους’, επειδή ο κτήτωρ του Επανωσήφη Παΐσιος ήταν από τα Απεζανά. Ημερολόγιο Άνθιμου Βασιλάκη, σελ. 10 13 Σίτος Βαρελτζάκης από τους Κουνάβους. Φειροτονήθηκε Ιερομόναχος το 1908. Ήταν άριστος ψάλτης. Μοναχολόγιο Ι.Μ. Επανωσήφη. 14 Ησύχιος Μαρκατάτος από το ΢χοινιά Μονοφατσίου. Ηγούμενος της Ι.Μ. Αγ. εωργίου Επανωσήφη την περίοδο 1914-1921. 12


της Κύθνου. Ειδοποίησε τότε τον παραγιό του Άνθιμο που παρέμενε στη Μονή, να πάει στο Ηράκλειο για να τον συνοδεύσει στη Κύθνο, συναποκομίζοντας και το απαραίτητο για το ταξίδι χρηματικό ποσό. Ο Γραμματικός όμως της Μονής Πανάρετος συνέστησε στον Αντώνη να μην τον ακολουθήσει, και υπέδειξε στο Ηγούμενο να μη στερήσει από το νεαρό δόκιμο την ευκαιρία να καταλάβει μία θέση καντηλανάφτη, ζυμωτή ή μάγειρου15, θέσεις που επρόκειτο να συμπληρωθούν εκείνο το διάστημα και που, κατά το τυπικό της Μονής, αποτελούσαν απαραίτητο προσόν του δόκιμου για να έχει το δικαίωμα της χειροτονίας. Ο Ηγούμενος όμως δήλωσε πως χωρίς τη συνοδεία του Άνθιμου δεν θα ήταν δυνατό να ταξιδέψει, και κάτω από την πίεση των συγγενών του Γέροντά του, ο Αντώνης αναγκάστηκε να υποκύψει. ΢την επιστροφή τους από την Κύθνο, παρέμειναν για λίγες ημέρες στην Αθήνα, σε ξενοδοχείο κοντά στους Αέρηδες. ΢τον Κυριακάτικο εκκλησιασμό της Αγιοταφίτικης Μονής των Αγ. Αναργύρων στην Πλάκα, ο Ηγούμενος συναντήθηκε με τους αρχηγούς της Επαρχίας Πεδιάδος Σσαγκαραντώνη, Καπετάν Φαραλάμπη Αγγελιδάκη και Ηρακλή Αϊνικολιωτάκη που ετοιμάζονταν να κατεβούν στην Κρήτη για να ενισχύσουν τη σχεδιαζόμενη εξέγερση. Σον δεξιό χορό διεύθυνε ένας διάσημος τότε ιεροψάλτης ο Αρχιμανδρίτης Οικονόμου Μελίτων, Έξαρχος του Παναγίου Σάφου στην Αθήνα, που εκείνη την ημέρα επέλεξε ως βοηθό του τον καλλίφωνο Αντώνη. Σόσο εκτίμησε την επίδοση στη Βυζαντινή μουσική και την έφεση για μόρφωση του νεαρού δόκιμου, ώστε του πρότεινε να τον στείλει με δικά του έξοδα στη ΢χολή του ΢ταυρού στους Αγ. Σόπους, όπου μπορούσε να συνεχίσει τις σπουδές του και, εφ’ όσον ήθελε, θα μπορούσε να παραμείνει εκεί ως Αδελφός, ή να επιστρέψει στον Επανωσήφη, όπου καταρτισμένος πλέον θα μπορούσε να προσφέρει πολλά. Ο Αντώνης δέχτηκε πρόθυμα την προσφορά και τόσο απογοητεύτηκε από την κατηγορηματική άρνηση του Γέροντά του, ο οποίος προφασίστηκε πως για να πάει ο Άνθιμος στον Άγιο Σάφο πρέπει να έχει την έγκριση Ο δόκιμος στη Μονή για να πάρει τον πρώτο βαθμό της ιεροσύνης, του Ιεροδιακόνου έπρεπε να περάσει πρώτα ένα στάδιο σκληρής δοκιμασίας, διάρκειας τριών –τεσσάρων ετών, υπηρετώντας σε διάφορα πόστα ως (Οι)γουμενάτορας, υπεύθυνος για την περιποίηση των ξένων και των Γερόντων κατά τα κοινά γεύματα, ως Μάγερος, Νεωκόρος, υπηρέτης του Ναού, ως Κελλάρης, υπεύθυνος για το ζύμωμα και το ψήσιμο των σεβεντούκων (μικρά ψωμάκια κρίθινα ή σίτινα (από σιτάρι) βάρους μισού κιλού περίπου) ή Βορδονάρης, υπεύθυνος για την περιποίηση των μουλαριών της Μονής και για την μεταφορά ανθρώπων και προϊόντων. Σην υπηρεσία του Ζευγο(οι)κονόμου δηλαδή του υπευθύνου για τα ζευγάρια των βοδιών που χρησιμοποιούσαν για το όργωμα, και για την καλλιέργεια των αγρών της Μονής και του Προβατο(οι)κονόμου, του υπεύθυνου για τα αιγοπρόβατα της Μονής, τα οποία εκείνα τα χρόνια είχαν φτάσει στις 2.500 κεφάλια, αναλάμβαναν πάντοτε μεγάλοι στην ηλικία Μοναχοί, γνώστες των μυστικών της κάθε ειδικότητας. Ημερολόγιο ΑΝΘΙΜΟΤ ΒΑ΢ΙΛΑΚΗ, σελ. 7-8. 15


του πατέρα του, ώστε σκέφτηκε να φύγει κρυφά χωρίς την συγκατάθεσή του. Δεν τα κατάφερε όμως, και επέστρεψε στη Μονή περιμένοντας να του δοθεί η ευκαιρία της απόδρασης το επόμενο καλοκαίρι, όταν ο καιρός θα επέτρεπε στα βαπόρια να ταξιδεύουν από την Κρήτη στους Αγίους Σόπους με ασφάλεια. Ο Ηγούμενος που είχε αντιληφθεί τις προθέσεις του, του ανέθεσε τη θέση του «ζυμωτή», και με την ευκαιρία επίσκεψης του Μητροπολίτη Κρήτης Σιμόθεου στη Μονή του πρότεινε να χειροτονήσει τον Αντώνη Ιεροδιάκονο, κατά παρέκκλιση των προθεσμιών που ίσχυαν. Ο Μητροπολίτης που αποκαλούσε τον Αντώνη, χαϊδευτικά «σκουλοπετρίδα»16 για την ευκινησία και το μικρό του ανάστημα, του υποσχέθηκε πως σύντομα θα τον χειροτονούσε Ιερομόναχο και Αρχιμανδρίτη, όμως τον πρόλαβε ο θάνατος. ΢ε Ιερομόναχο χειροτονήθηκε ο Άνθιμος από τον διάδοχο του Σιμοθέου, Ευμένιο Ξηρουδάκη17 το 1998. Έτσι την Κυριακή των Μυροφόρων στα 1893, σε ηλικία 22 ετών, χειροτονήθηκε Διάκονος με το όνομα Άνθιμος, ο δε Ηγούμενος του ανέθεσε τα καθήκοντα του «Ηγουμενάτορα». Οι αποφάσεις αυτές του Ηγουμένου έφεραν το αναμενόμενο αποτέλεσμα, που ήταν να εγκαταλείψει ο φιλότιμος νεαρός μοναχός το σχέδιο απόδρασης του για τον Αγ. Σάφο, και να θέσει στο εξής τις φυσικές του ικανότητες εξ ολοκλήρου στην υπηρεσία της Μονής, εργαζόμενος σε κάθε θρησκευτική, κοινωνική και πατριωτική περίσταση για την ανύψωση της. Ο ενθουσιασμός από την εκτέλεση των νέων καθηκόντων του δεν διάρκεσε περισσότερο από χρόνο. Άρχισε να αισθάνεται μελαγχολία και απομόνωση. Με τη φροντίδα του Επισκόπου Φερρονήσου Διονυσίου18 Έντομο μικρόσωμο, και αεικίνητο λόγω των πολλών μικρών ποδιών του. Ευμένιος Ξηρουδάκης (1850 - 1920). Γεννήθηκε στη Κων/πολη το 1850, με το κοσμικό όνομα Νικόλαος. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Θεολογική ΢χολή της Φάλκης διορίστηκε διδάσκαλος στα ΢φακιά και αργότερα σχολάρχης στα Φανιά. Σο 1880 -85 δίδαξε στη ΢χολή της Φάλκης. Σο 1886 χειροτονήθηκε επίσκοπος της Ι. Ε. Λάμπης και ΢φακίων και το 1898 εκλέχθηκε μητροπολίτης Κρήτης διαδεχόμενος τον θανόντα Σιμόθεο Καστρινογιαννάκη. Σην εκλογή όμως αυτή δεν την αναγνώρισε το Εκτελεστικό, υπό την προεδρία του Ιωάννη ΢φακιανάκη. Δύο χρόνια μετά την εκλογή του, το 1900, ο τότε σύμβουλος της Δικαιοσύνης της Κρήτης Ελευθέριος Βενιζέλος αναγνώρισε, κατόπιν πιέσεων, τον Ευμένιο Β’ ως Μητροπολίτη Κρήτης. Όταν εκδηλώθηκε το κίνημα της Εθνικής Άμυνας, το 1916, ο Ευμένιος Β΄ στράφηκε ενάντια σε αυτό. Η κυβέρνηση του Βενιζέλου διάταξε τη σύλληψη και τον εκτοπισμό του στη Φίο, και πέθανε τρία χρόνια αργότερα, στην 1 Απριλίου του 1920 απεβίωσε. 18 Διονύσιος Καστρινογιαννάκης, ετεροθαλής αδελφός του Σιμοθέου Β’ Μητροπολίτου Κρήτης . ΢πούδασε στη ΢χολή του Σιμίου ΢ταυρού στα Ιεροσόλυμα. Επίσκοπος Φερρονήσου (1882-1896) και στη συνέχεια Επίσκοπος Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, μέχρι της εκδημίας του, το 1910 16 17


επισκέφτηκε τον ιατρό Αμάμπιλε Ιτάρ19 στο Ηράκλειο, ο οποίος διάγνωσε την αιτία και ενημέρωσε τον Διονύσιο. Ο ορίζοντας του Μοναστηριού ήταν πολύ στενός για τον Άνθιμο. Ο Διονύσιος εισηγήθηκε στον Ηγούμενο Πανάρετο Μαργαρίτη ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Ιωακείμ, να του αναθέσει περισσότερα καθήκοντα. Για να αισθάνεται χρήσιμος και δημιουργικός ο Ηγούμενος του ανέθεσε τη φροντίδα διαφόρων υποθέσεων της Μονής, οικονομικών και άλλων και τον έστειλε να επισκεφτεί τα γύρω χωρία όπου η Μονή είχε συμφέροντα. Ο Άνθιμος έλειψε 40 ημέρες επισκεπτόμενος τις Αγ. Παρασκιές, το Περιβολάκι, το ΢κυλούς (σημερινή Καλλονή), Μελέσσες, Φουδέτσι, όπου εκτός των άλλων υποχρεώσεών του λειτούργησε σε μια σειρά από εκκλησίες που δεν είχαν εφημέριο, και επέστρεψε στη Μονή ανανεωμένος και ικανοποιημένος από την επιτυχή εκτέλεση της αποστολής του. Η ΣΤΦΕΡΗ ΕΠΑΝΑ΢ΣΑ΢Η ΣΟΤ 1895 Σα επόμενα χρόνια μετά την επανάσταση του 1889, η Οθωμανική Διοίκηση ασκούσε στο νησί τρομοκρατία αλλά παράλληλα είχαν αρχίσει οι προσπάθειες για την οργάνωση νέας εξέγερσης από τους χριστιανούς, με σκοπό την ανάκτηση των χαμένων προνομίων. Σο 1895 στις Δυτικές επαρχίες σχηματίστηκε η ονομαζόμενη Μεταπολιτευτική Επιτροπή υπό την προεδρία του Μανούσου Κούνδουρου. Μία αντίστοιχη Επιτροπή σχηματίστηκε στην Κεντρική Κρήτη με έδρα τα Ανώγεια Μυλοποτάμου. Μεταξύ των μελών της επιτροπής ήταν και ο ηρωικός Επίσκοπος Φερρονήσου, Διονύσιος. Μεταξύ των θεμάτων που έπρεπε να λύσει η επιτροπή ήταν ο τρόπος με τον οποίο θα ειδοποιούνταν οι αρχηγοί, οι υπαρχηγοί καθώς και οι διάφοροι προεστοί για την προετοιμαζόμενη εξέγερση. Σο πρόβλημα αυτό ήταν πολύ σοβαρό, λόγω της τρομοκρατίας και της σκληρής αστυνόμευσης που ασκούσαν οι Οθωμανικές αρχές που παρακολουθούσαν άγρυπνα κάθε κίνηση του χριστιανικού στοιχείου. Ο Διονύσιος που γνώριζε ήδη το χαρακτήρα και είχε σταθμίσει τις ικανότητες του Άνθιμου πρότεινε, και έγινε δεκτό από την Επιτροπή, την επείγουσα μετάκλησή του από τη Μονή και την ανάθεση σε αυτόν της επικίνδυνης αποστολής. Ο Άνθιμος δέχτηκε την πρόκληση και το σχέδιο της επικοινωνίας των επαναστατών καταστρώθηκε. ΢ύμφωνα με αυτό ο Επίσκοπος Διονύσιος θα έπειθε τον αδελφό του και Μητροπολίτη Κρήτης Σιμόθεο, να μεσολαβήσει στον Πασά Ηρακλείου για τη χορήγηση άδειας διενέργειας εράνου μεταξύ των επαρχιών του Ν. Ηρακλείου, με σκοπό τη συλλογή πόρων για την ανέγερση ναού της Αγίας Παρασκευής. Ο Πασάς εύκολα έδωσε τη Αμάμπιλε Ιτάρ (1832-1904). Επιφανής Ιατρός , Ιταλικής Καταγωγής και Τποπρόξενος της Ιταλίας στο Ηράκλειο. 19


συγκατάθεσή του, αποσκοπώντας στον κατευνασμό των πνευμάτων των Φριστιανών, και ταυτόχρονα διέθεσε στην επιτροπή που θα διενεργούσε τον έρανο, την τιμητική συνοδεία μιας ομάδας Ζαπτιέδων20, με σκοπό βέβαια την παρακολούθηση της. Η Επαναστατική Επιτροπή κατάρτισε τον κατάλογο εκείνων που έπρεπε να ειδοποιηθούν και την παράδωσε στον Άνθιμο, με την εντολή να την καταστρέψει αφού την αποστηθίσει, από το φόβο μήπως πέσει στα χέρια των Σουρκικών Αρχών. Εκείνος, αφού στάθμισε την κατάσταση, σχεδίασε την αποστολή του. Εφοδιάστηκε με μία μεγάλου μεγέθους εικόνα της Αγ. Παρασκευής σε κορνίζα, και με κατάλληλο τρόπο τοποθέτησε ένα κομμάτι λευκό χαρτί μεταξύ της εικόνας και του επικαλύμματος. Εξέλεξε μια ολιγομελή επιτροπή εμπίστων προσώπων και ξεκίνησε για την περιοδεία του με την συνοδεία των έφιππων Ζαπτιέδων. Περνώντας από τα διάφορα χωριά του νομού φρόντιζε να συναντά κατ’ ιδίαν τα πρόσωπα που έπρεπε να ειδοποιηθούν, και αφού τους μυούσε, τους έβαζε να υπογράφουν στο χαρτί που είχε κρύψει μέσα στην εικόνα, πειστήριο πως είχαν ειδοποιηθεί, και πως ο ίδιος είχε εκτελέσει την αποστολή του στο ακέραιο. Αν τυχόν το ανακάλυπταν οι Οθωμανικές αρχές θα ισχυριζόταν πως η κατάσταση αφορούσε τους μεγαλύτερους δωρητές του εράνου. Η αποστολή του στέφτηκε από επιτυχία. Σο προϊόν του εράνου, σε χρήματα και σε είδος, μεταφέρθηκε και παραδόθηκε πάντα με τη συνοδεία των Ζαπτιέδων στο Μητροπολίτη Κρήτης, η δε κατάσταση με τις υπογραφές ήρθε στα χέρια της Επαναστατικής Επιτροπής που τον συγχάρηκε για την επιτυχία αυτής της επικίνδυνης αποστολής. Ο δε νονός του Καπετάν Σρυφίτσος τον αγκάλιασε και του είπε: « Ά μωρέ φιλιότσο, ήβαλες την κεφαλή σου στον ντρουβά, και πως εγλύτωσες, κιανένα Άγιο είχες βοηθό». ΣΟ ΠΡΨΣΟ ΒΑΠΣΙ΢ΜΑ ΣΟΤ ΠΤΡΟ΢ Σον επόμενο χρόνο το 1896, οι διαμάχες μεταξύ των Μουσουλμάνων και των Φριστιανών εξαπλώθηκαν σε όλη την Κρήτη, ως αποτέλεσμα την αντίδραση των πρώτων στα προνόμια που πρόβλεπε για τους χριστιανούς ο νέος Διοικητικός Νόμος του νησιού. ΢ε όλες τις προηγούμενες Κρητικές επαναστάσεις υπήρχε η σιωπηρή συμφωνία μεταξύ των χριστιανών και μουσουλμάνων να γίνεται η έναρξη των εχθροπραξιών μετά την μετακίνηση των μουσουλμανικών οικογενειών στα Κάστρα. Σώρα όμως αυτή η συμφωνία παραβιάστηκε από τους χριστιανούς γεγονός που εξαγρίωσε τους Μουσουλμάνους, με αποτέλεσμα να οργανωθούν σε όλες τις

20

΢ώμα τακτικών Οθωμανών στρατιωτών


επαρχίες ανταρτικές ομάδες μουσουλμάνων -κρητικών, που δρούσαν παράλληλα με τον τακτικό Σουρκικό ΢τρατό. Προς το τέλος Ιουλίου έφυγε από το Ηράκλειο μια επίλεκτη ομάδα τούρκων με σχέδιο να αρπάξει και να οδηγήσει στο Ηράκλειο τα 2.500 αιγοπρόβατα της Μονής του Επανωσήφη, με ταυτόχρονη καταστροφή της Μονής. Οι Σούρκοι είχαν εκπονήσει πλήρες σχέδιο επιδρομής και είχαν τοποθετηθεί γύρω από τη Μονή. Παράλληλα μια μικρή ομάδα Μουσουλμάνων βρισκόταν κιόλας μέσα στη Μονή ζητώντας ολιγοήμερη φιλοξενία, την οποία οι Αδελφοί δεν μπορούσαν να τους αρνηθούν. Ο Ηγούμενος Πανάρετος πληροφορήθηκε εγκαίρως τις προθέσεις των μουσουλμάνων από το βοσκό της Μονής Κρουσσονιώτη Υίλιππο Σσικαντηλάκη και φρόντισε να λάβει τα μέτρα του. Επειδή τα ποίμνια κινδύνευαν περισσότερο όταν τα οδηγούσαν για πότισμα στους Πλήθους, επέλεξε τον Ιερομόναχο Αρσένιο Χωμαδάκι να συνοδεύσει τους βοσκούς μέχρι να απομακρυνθούν τα ζώα με ασφάλεια. Ο Αρσένιος πήρε μαζί του ως βοηθό τον Άνθιμο, και οι δύο τους οπλισμένοι πήγαν στη θέση Πάτημα που βρίσκεται μεταξύ Αγ. Αντωνίου και Καρκαδιώτισσας, από όπου θα περνούσαν τα ζώα. Εκείνη την ημέρα οι Φριστιανοί των χωριών Δαφνών, Βενεράτου και Αυγενικής είχαν νικήσει σε μάχη τους Μουσουλμάνους από το Γαλένι, Ρουκάνι, Καλό Αρκάδι και Κακό Φωριό, και τους είχαν αναγκάσει να υποχωρήσουν. Παρά το ότι το Κακό Φωριό ήταν το πιο κοντινό χωριό προς τη Μονή του Επανωσήφη21, οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του μισούσαν και Η Ι. Μ. Αγ. Γεωργίου Επανωσήφη βρίσκεται στην Επαρχία Μονοφατσίου και απέχει 32 km Ν.Δ. του Ηρακλείου. Από τις παλαιότερες Μονές της Κρήτης. Ιδρύθηκε από τον μοναχό Παΐσιο επί ενετικής περιόδου. Κατά την παράδοση ο Παΐσιος, Μοναχός της Μονής Απεζανών Μεσσαράς, φιλονίκησε με ένα συνάδελφό του και οδοιπορώντας προς τη Μονή της Αγκαράθου έφτασε στο κτήμα του Ενετού άρχοντα Λαγουβάρδου, όπου διανυκτέρευσε στο σημείο που σήμερα βρίσκεται το Καθολικό της Μονή του Επανωσήφη. Μετά από εντολή του Αγ. Γεωργίου ο οποίος του παρουσιάστηκε στον ύπνο του, άρχισε το επόμενο πρωί να εργάζεται για την ανέγερση Ναού. Ο ιδιοκτήτης της περιοχής Λαγουβάρδος μετά την πρώτη αντίδραση, όχι μόνο τον άφησε ανενόχλητο, αλλά και τον ενίσχυσε στο έργο του. Είναι πιθανό, μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Οθωμανούς, οι Μοναχοί να κατάλαβαν το κτήμα του Λαγουβάρδου. Έτσι μπορεί να δοθεί εξήγηση για την πολύ μεγάλη έκταση που ανήκει στη Μονή και εκτείνεται γύρω από αυτή. Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κατοχής στην Κρήτη, η περιουσία της Μονής αυξήθηκε πολύ από δωρεές, και απλώθηκε σε πολλές επαρχίες της Κρήτης. ΢πουδαιότερη όμως ήταν η Μονή των Ξερών Ξύλων στην επαρχία Μεραμπέλλου, η οποία είχε καθαρό ετήσιο εισόδημα 40 χιλιάδες χρυσές δραχμές. Μετά την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς, η Μονή αγόρασε μεγάλες περιουσίες από αυτούς, κυρίως στις επαρχίες Μονοφατσίου, Πεδιάδας, Σεμένους, Μαλεβιζίου. Μετά από την αφαίρεση των 3/5 της περιουσίας της, λόγω της ίδρυσης του Σαμείου Εφέδρων, 21


αυτή και τους μοναχούς όσο κανείς άλλος μουσουλμάνος. Μεταξύ τους, μοναδική εξαίρεση αποτελούσε ο Γετίμης Λαγουβάρδος, απόγονος ίσως του άρχοντα Λαγουβάρδου. Κατά το μεσημέρι και ενώ τα μισά περίπου ζώα είχαν περάσει για πότισμα οι μοναχοί είδαν την ομάδα από τους οκτώ Κακοχωριανούς μουσουλμάνους, να επιστρέφει από το σημείο της μάχης κατευθυνόμενους προς τη Μονή, με σκοπό να την καταλάβουν και να την λεηλατήσουν. Οι μουσουλμάνοι είχαν μαζί τους μέχρι την Καρκαδιώτισσα τον ηλικιωμένο Μοναχό Δοσίθεο ο οποίος, έχοντας άγνοια για τους σκοπούς τους, τους είχε δώσει πληροφορίες για τα ονόματα των μοναχών και για τρεις καρκαδιώτες μουσουλμάνους που δεν θέλησαν να συμμετέχουν στην επιδρομή κατά της Μονής. Οι οκτώ μουσουλμάνοι με επικεφαλής τον περίφημο ΢αντίκ, γνωστό πρωτοπαλίκαρο της περιοχής, έφτασαν στη θέση που φύλαγαν οι μοναχοί. Φωρίς να δείξουν εχθρικές διαθέσεις, αφίππευσαν, άρχισαν να συζητούν μαζί τους φιλικά και να καπνίζουν, μέχρι που ήρθε η ώρα να φύγουν. Ο ΢αντίκ χαιρέτησε φιλικά τον Αρσένιο και κινήθηκε προς το μέρος του Άνθιμου που βρισκόταν λίγα μέτρα μακρύτερα. Μόλις ο Αρσένιος έμεινε μόνος του, ένας από τους τούρκους που στεκόταν παράμερα στήριξε το όπλο του στη σέλλα του αλόγου και τον πυροβόλησε. Η σφαίρα τον βρήκε στο στήθος και ο Αρσένιος έπεσε νεκρός. Σότε ο Άνθιμος σήκωσε το όπλο του, και καθώς τον πλησίαζε ο ΢αντίκ τον πυροβόλησε όμως, παρ’ ότι ήταν άριστος σκοπευτής βρισκόμενος σε μεγάλη ταραχή, δεν τον πέτυχε. Ο ΢αντίκ όρμησε καταπάνω του με το μαχαίρι στο χέρι, αλλά ο σβέλτος και ταχύς Άνθιμος ξεγλίστρησε και έτρεξε προς την κατηφοριά, ενώ οι σύντροφοι του ΢αντίκ τον πυροβολούσαν από τριγύρω. Δύο σφαίρες τον βρήκαν στον ώμο και κοντά στους νεφρούς, ωστόσο συνέχισε να τρέχει ώσπου εξαντλημένος από την αιμορραγία έπεσε ημιαναίσθητος μέσα σε ένα αμπέλι. Οι διώκτες του έσπευσαν να τον αποτελειώσουν όταν, στο άκουσμα των πυροβολισμών, η ομάδα από τους ένοπλους μουσουλμάνους Καρκαδιανούς κατέφτασε τρέχοντας και μαζί με τους δύο βοσκούς της Μονής που βρισκόταν ψηλότερα έτρεψαν σε φυγή πυροβολώντας την ομάδα του ΢αντίκ, που όμως δεν παρέλειψε φεύγοντας να πάρει μαζί του το σασεπώ (το όπλο) του νεκρού μοναχού Αρσενίου.

στο οποίο παραχώρησε όλα σχεδόν τα απομακρυσμένα κτήματα, διατήρησε τη συνεχόμενη προς τη Μονή έκταση, καθώς και τα 2/5 της περιουσίας της Μονής των Ξερών Ξύλων. (Από τη διήγηση του πατέρα Άνθιμου προς τον Πολύμερο Μοσχοβίτη συμπολεμιστή του στη Μ. Ασία και δημοσιογράφο, ανταποκριτή της εφημερίδας ΕΘΝΟ΢, 11-4-1931.


Επικεφαλής των απροσδόκητων σωτήρων ήταν ο μουσουλμάνος Ασάνης, προσωπικός φίλος του Άνθιμου, που καθώς πλησίαζε για να τον βοηθήσει, και για να τον πείσει για τους αγαθούς του σκοπούς, πέταξε πέρα το τουφέκι που κρατούσε, λέγοντας: «έρχομαι σα φίλος Άνθιμε και εσύ όπως θέλεις διάξε», ενώ ο Άνθιμος τον σημάδευε με το όπλο του. Οι Καρκαδιανοί μουσουλμάνοι είχαν από παλιά καλές σχέσεις με τη Μονή, διότι το Μετόχι τους βρισκόταν μέσα στην επικράτειά της, οι βοσκότοποι τους συνόρευαν και είχαν συχνές ανταλλαγές προϊόντων και αμοιβαία συμφέροντα. Ο Ασάνης και οι σύντροφοι του τον μετέφεραν στη Μονή. Σις πρώτες βοήθειες του παρείχε ο σημαιοφόρος του Καπετάν Αριστοτέλη Μ. Κόρακα που έτυχε να βρίσκεται εκεί και είχε αρκετές γνώσεις εμπειρικής ιατρικής. Επειδή η κατάστασή του ήταν σοβαρή, οι Μοναχοί Παΐσιος και Κάλλιστος τον μετέφεραν στις Αρχάνες στο σπίτι του Ηγουμένου Παναρέτου Μαργαρίτη, όπου κατέφθασαν δύο ιατροί ένας Σούρκος και ο νεαρός ιατρός και αργότερα διάσημος μαιευτήρας Ηρακλείου Νικόλαος Βογια-τζάκης. Επειδή ο Άνθιμος ήταν πολύ εξαντλημένος από την αιμορραγία, οι γιατροί ανέβαλαν την χειρουργική επέμβαση για μερικές ημέρες. Ο Άνθιμος ανακρινόμενος από τον Ειρηνοδίκη Φιλμή Εφένδη κατέθεσε ότι τραυματίστηκε από αγνώστους κατά τη διάρκεια ζωοκλοπής, μη θέλοντας να εκθέσει στις αρχές τους μουσουλμάνους που τον βοήθησαν. Σην παραμονή της ημέρας που θα γινόταν η εγχείρηση για την αφαίρεση των βλημάτων, διαδόθηκε στις Αρχάνες πως οι Σούρκοι έκαιγαν τον Επανωσήφη. Ο Άνθιμος οπλισμένος με το σασεπώ του, εγκατέλειψε λαθραία το ιατρείο και μαζί με τον αδερφό του Ηγουμένου Παναρέτου, Αντώνη Μαργαρίτη πήγαν στη Μονή, όπου διαπίστωσαν πως δεν αληθεύει η διάδοση και δια νυκτός επέστρεψαν στις Αρχάνες. Μετά τη νέα αυτή καταπόνηση και τον πολύ υψηλό πυρετό που παρουσίασε, η εγχείρηση αναβλήθηκε. Η σφαίρα στο νεφρό δεν στάθηκε δυνατό να αφαιρεθεί ποτέ, και η μόνιμη αγκύλωση που έπαθε από το τραύμα του ώμου δεν του επέτρεπε την ελεύθερη κίνηση του δεξιού του χεριού, χωρίς αυτό να τον δυσκολεύει ιδιαίτερα στα ιερατικά του καθήκοντα, ούτε στη χρήση του όπλου, που για πολλά χρόνια ήταν ο μόνιμος σύντροφός του στις μάχες. Μετά το φόνο του Αρσενίου και τον τραυματισμό του Άνθιμου, με την επέμβαση μιας ομάδας Αρχανιωτών αγωνιστών που κατέλαβαν επίκαιρες θέσεις γύρω από τη Μονή, εκδιώχτηκαν οι φιλοξενούμενοι μουσουλμάνοι. Έτσι ματαιώθηκε το σχέδιο για την καταστροφή της Μονής, εξακολουθούσε όμως να υπάρχει ο κίνδυνος διαρπαγής των ποιμνίων της. Σα ποίμνια απομακρύνθηκαν από την περιοχή με τη ασφαλή συνοδεία των Αρχηγών Ζουδιανού από τις Δαφνές και Σσαγκαραντώνη από το


Βενεράτο και με υπόδειξη του έμπειρου προβατο - οικονόμου της Μονής του ΢φακιανού ΢φινιά, μεταφέρθηκαν μέσω Μυρθιώτη στην τοποθεσία Πλάτανος. ΕΠΙΠΟΛΑΙΟΣΗΣΕ΢ ΣΨΝ ΝΕΑΡΨΝ ΑΓΨΝΙ΢ΣΨΝ Κατά το διάστημα που ο Άνθιμος νοσηλευόταν στις Αρχάνες δεν έλειψε από το προσκέφαλό του ο αδερφικός του φίλος Γιάννης Καπετανάκης, νέος ριψοκίνδυνος. Όταν ο Άνθιμος έγινε καλά, ο Γιάννης τον έπεισε ότι πρέπει να εκδικηθούν για την απόπειρα των Σούρκων εναντίον του. Οπλισμένοι, επιδόθηκαν σε μια περιπέτεια που θα μπορούσε να είναι η σπίθα για τη δημιουργία νέας σύρραξης με απρόβλεπτες συνέπειες. Μετά από μιας ημέρας πορεία έφτασαν δυτικά του Γιούχτα στη θέση Κελιά των Καλογράδω και έστησαν ενέδρα στους τούρκους. Ση στιγμή που περνούσε μπροστά τους ένας έφιππος, ο Καπετανάκης πετιέται, τον σκοτώνει και ως λάφυρο παίρνει τον οπλισμό του. Σο βράδυ που επέστρεψε ο Άνθιμος στις Αρχάνες πληροφόρησε τον πατέρα του φίλου του Γεώργιο Καπετανάκη, παλιό καπετάνιο και συνετό άνθρωπο για το γεγονός. Αυτός θύμωσε πολύ, τους μάλωσε για την κακή τους πράξη και τους απαγόρευσε αυστηρά να επιδοθούν ξανά σε τέτοιες περιπέτειες. Ευτυχώς δεν εξακριβώθηκε ποτέ ποιοί ήταν οι δράστες και έτσι προλήφθηκαν αντίποινα και τοπικές συρράξεις, που θα μπορούσαν εύκολα να πάρουν πολύ μεγάλες διαστάσεις. Η ΜΑΦΗ ΣΨΝ ΑΡΦΑΝΨΝ Σον Οκτώβρη του 1896 και σε όλη τη διάρκεια της συγκομιδής του ελαιόλαδου στην Κρήτη επικράτησε η συνήθης άτυπη ανακωχή (λαδομουτουλούκι) μεταξύ Μουσουλμάνων και Φριστιανών. Μετά τη συγκομιδή του λαδιού, τον Ιανουάριο του 1897 οι ένοπλοι Μουσουλμάνοι πιεζόμενοι από τους χριστιανούς εγκατέλειψαν τη γραμμή των Αρχανών και συμπτύχθηκαν, ο ταχτικός στρατός προς το ΢καλάνι, οι άτακτοι προς την Εληά, ενώ οι Φριστιανοί κράτησαν την Επισκοπή, τις Αρχάνες και τα κάτω Καλέσσα. Σην 1η Υεβρουαρίου 1897 ο ΢υνταγματάρχης του Ελληνικού ΢τρατού Σιμολέων Βάσσος αποβιβάζεται με 1500 άνδρες στο Κολυμπάρι Κισσάμου και με προκήρυξή του προς τον Κρητικό λαό δηλώνει πως κατάλαμβάνει το νησί στο όνομα του Βασιλέα των Ελλήνων. Σαυτόχρονα εθελοντές και πολεμοφόδια αποστέλλονται στην Κρήτη από την Ελλάδα. Σο νησί ξεσηκώνεται σύσσωμο, και μεγάλος αριθμός αγωνιστών σπεύδει να πυκνώσει τις γραμμές του Ελληνικού στρατού υπό τον Βάσσο, ενώ οι Σούρκοι για μια φορά ακόμη κλείνονται στα Κάστρα.


Σότε επεμβαίνουν οι Μεγάλες Δυνάμεις που αποκλείουν τα παράλια του νησιού, απαγορεύοντας κάθε στρατιωτική επικοινωνία μεταξύ Ελλάδας και Κρήτης. Μετά από αυτό ο νέος απελευθερωτικός αγώνας στην Κρήτη διεξάγεται και πάλι μεταξύ του Μουσουλμανικού και του Φριστιανικού κρητικού στοιχείου. Ο Νομός Ηρακλείου βρισκόταν υπό την Αγγλική επιρροή, που δεν ασκούσα κανένα ουσιαστικό έλεγχο στους Οθωμανούς, με αποτέλεσμα αυτοί να αναθαρρήσουν και να επιδοθούν σε επιδρομές. Με τις πρώτες αψιμαχίες, οι άμαχοι των κάτω χωριών (Κουνάβων, Πεζών, Αγ. Παρασκιών, ΢κυλούς, Αγ. Βασιλείου, Μελεσών και Φουδετσίου), εγκαταλείψαν τα χωριά τους και κατέφυγαν στη Μονή. Σο ψύχος ήταν δριμύτατο. Σα πάντα, ακόμη και ο Ναός είχαν υπερπληρωθεί από πρόσφυγες. Μετά την μετακίνηση των αμάχων μακριά από τη γραμμή των συμπλοκών, ο Γεν. ΢τρατιωτικός Διοικητής του Ν. Ηρακλείου Αριστοτέλης Μιχ. Κόρακας, κάλεσε από κάθε Δήμο ένα αντιπρόσωπο, με σκοπό τη σύσταση Επαρχιακών Επαναστατικών Επιτροπών. Η ενέργεια αυτή απέβλεπε στην οργάνωση της διοίκησης των επαρχιών και στον τρόπο άσκησης της εξουσίας, που θα ακολουθούσε την προσδοκώμενη αποχώρηση των Οθωμανών από την Κρήτη. Αντιπρόσωπος του Δήμου Σεφελίου, και ταυτόχρονα Πρόεδρος της Επαναστατικής Επιτροπής της επαρχίας Μονοφατσίου ανέλαβε ως κληρικός, ο Άνθιμος22. Έδρα της Επαναστατικής Επιτροπής ήταν ο Φάρακας. Για την τήρηση της τάξης, κάθε Επιτροπή διέθετε ένα αριθμό ενόπλων πολιτοφυλάκων, που είχαν επιστρατευτεί από όλη την επαρχία. Οι Επαναστατικές Επιτροπές υπήρξαν βραχύβιες. Διαλύθηκαν την άνοιξη του 1897 όταν έγινε φανερό, μετά την ήττα της Ελλάδας κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο, ότι η Οθωμανική κυριαρχία επί της Κρήτης δεν είχε φτάσει στο τέλος της. ΢το μικρό διάστημα της λειτουργίας των Επίτροπών, συνέβη στην Επαρχία Μονοφατσίου ένα θλιβερό γεγονός. Κατά τη διάρκεια απόπειρας κλοπής των ζώων Μουσουλμάνου κτηνοτρόφου από το Φουδέτσι, από συνεπαρχιώτες του χριστιανούς και στην προσπάθειά του να αμυνθεί, οι κλέφτες τον σκότωσαν. Η Επαναστατική Επιτροπή ανακάλυψε και συνέλαβε τους κλέφτες από τους οποίους κράτησε μόνο τον φονιά, που καταδίκασε σε θάνατο, τους δε άλλους απέλυσε μετά την επιστροφή των ζώων στην οικογένεια του φονευμένου. Η απόφαση της Επιτροπής ήταν αντίθετη με τις χριστιανικές αρχές και τις προσωπικές αντιλήψεις του Άνθιμου για την θανατική καταδίκη, με αποτέλεσμα να μειοψηφήσει σε

22

Α.Α.Β., Ημερολόγιο, σελ. 29


αυτή. Φωρίς την συναίνεση του Άνθιμου ως Προέδρου η εκτέλεση του κατηγορούμενου δεν ήταν νόμιμη, και γι’ αυτό το λόγο η υπόθεση παραπέμφθηκε στα τακτικά Μικτά Δικαστήρια. Μετά από αυτό, με σύσταση του αρχηγού Α. Κόρακα, ο Άνθιμος παραιτήθηκε από την Επιτροπή και επέστρεψε στη Μονή. Οι επιχειρήσεις στο μέτωπο των Αρχανών ήταν σε εξέλιξη. Από τον Ιανουάριο μέχρι τον Αύγουστο του 1897, στους Νομούς Ηρακλείου και Λασιθίου διεξάχθηκαν δεκάδες μάχες, από τις οποίες οι σπουδαιότερες έλαβαν χώρα στην περιοχή των Αρχανών, όπου είχε μεταφερθεί και η Έδρα της Επαναστατικής Επιτροπής. Σην υπεράσπιση των Αρχανών είχε αναλάβει ο καπετάνιος Γιάννης Νταφώτης από το Αβδού, με το Σάγμα των Επιλέκτων Κρητών, στο οποίο είχαν συρρεύσει αγωνιστές από όλη την Ανατολική Κρήτη. ΢τα πολεμικά γεγονότα εκείνης της περιόδου, σημαντικό ένοπλο ρόλο είχαν οι καλόγεροι των Μονών Αγκαράθου και Επανωσήφη με ειδικά οργανωμένα ένοπλα σώματα. Από τον Επανωσήφη έφυγαν όλοι οι γεροντότεροι Αδελφοί, αφήνοντας για την προστασία της εκκλησίας του Αγ. Γεωργίου μία οκταμελή ομάδα νεαρών μοναχών με αρχηγό τον Άνθιμο: τους Ησύχιο, ΢τέφανο, Μελέτιο, Σιμόθεο, Κάλλιστο, Σίτο και τον γέροντα ΢υμεών. Οι Αδελφοί αυτοί θεώρησαν σωστό να ενταχθούν ως ανεξάρτητη ομάδα στο σώμα του Αρχηγού Αϊνικολιωτάκη. Η ομάδα πήρε μέρος σε εννέα μάχες από τις δέκα που έγιναν στην περιοχή των Αρχανών, και διακρίθηκε για την ευτολμία και τη συνετή ηγεσία της. ΢τις 2 Υεβρουαρίου, ημέρα της Τπαπαντής, έφτασε στις Αρχάνες ο Ιερομόναχος Μισαήλ, που μη θέλοντας να υστερήσει από τους άλλους Αδελφούς της Μονής, έσπευσε να λάβει μέρος στη μάχη,. Ήταν ψύχραιμος, ατρόμητος, ο αγιότερος και πτωχότερος από τους Μοναχούς. Φωρίς καθυστέρηση έλαβε θέση πίσω από το οχυρό, στο αριστερό μέρος της παράταξης των επαναστατών. Ο Άνθιμος ήταν στο δεξί μέρος, κοντά στον καπετάν Νικόλαο Μαρή από το Άγιο Θωμά και τον Γεώργιο Καπετανάκη από τις Αρχάνες. Εκείνη την ώρα είχε εκδηλωθεί σφοδρή επίθεση των Σούρκων, πολλοί από τους οποίους για παραπλάνηση ήταν ντυμένοι όπως οι χριστιανοί με μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. Όταν είδαν τον Μισαήλ του φώναξαν: «από εδώ έλα Γέροντα, έλα μαζί μας» Εκείνος ανορθώθηκε νομίζοντας ότι είναι δικοί του. Αμέσως αντιλήφθηκε το λάθος του, αλλά πριν να προλάβει να οπλίσει, δέχτηκε μια σφαίρα. Έπεσε νεκρός σε τέτοια θέση ώστε στάθηκε αδύνατο στους συντρόφους του να πάρουν το σώμα του. Οι Σούρκοι καλυπτόμενοι από τα πυρά πλησίασαν και αφού του


έκοψαν το κεφάλι, το πήραν μαζί τους φεύγοντας, και το περιέφεραν στο Ηράκλειο ως τρόπαιο23. Ο Άνθιμος κινδύνευσε να έχει την τύχη του Μισαήλ. ΢ώθηκε μόνο χάρη στη ετοιμότητά του να πέσει αστραπιαία κάτω, και να αποφύγει το κτύπημα της σφαίρας που πέρασε από πάνω του. Οι σύντροφοί του νομίζοντας τον νεκρό, έτρεξαν να πάρουν το πτώμα του για να εμποδίσουν τους τούρκους να αποκεφαλίσουν και αυτόν. Αυτός κατόρθωσε να οπισθοχωρήσει έρποντας, μέχρι να βρεθεί σε ασφαλές σημείο. Μετά τον θάνατο του Μισαήλ, όλοι οι Αδελφοί της Μονής έφυγαν από τις Αρχάνες και επέστρεψαν στη Μονή για να την προστατεύσουν από τυχόν επιδρομές. Όταν παρουσιαζόταν ανάγκη έτρεχαν από εκεί στις Αρχάνες, για να πυκνώνουν τις θέσεις των επαναστατών. Αυτή η τακτική του ανταρτοπόλεμου εξακολούθησε μέχρι ότου οι Μ. Δυνάμεις, πιεζόμενες από την κοινή γνώμη των λαών τους, αποφάσισαν να σταματήσουν το αιματοκύλισμα στην Κρήτη. Σις 11 Απριλίου 1897 οι Οθωμανοί πραγματοποίησαν εκτεταμένη επίθεση κατά του Μαλεβιζίου. ΢τις Αρχάνες οι αγωνιστές, για αντιπερισπασμό, αποφάσισαν να επιτεθούν από τα πλάγια κατά των Οθωμανών. Η εκτέλεση του σχεδίου ανατέθηκε στους αρχηγούς Αγγελιδάκη και Αϊνικολιωτάκη, που οι άνδρες του κατείχαν τις υπώρειες του Γιούχτα, απέναντι από τον πύργο της ΢ίλαμος όπου είχε οχυρωθεί μεγάλος αριθμός Σούρκων και αποτελούσε ισχυρή απειλή για τις θέσεις των Φριστιανών. Ο αρχηγός Αϊνικολιωτάκη ενίσχυσει την ομάδα του Άνθιμου με Αποκορωνιώτες αγωνιστές υπό τον καπετάν Δημήτρη ΢έργη και τους ανέθεσε να επιχειρήσουν το κάψιμο του πύργου και του χωριού. Κατά την επάνοδό στη βάση τους, καθώς ήταν πολύ εκτεθειμένοι στον συνεχώς ενισχυόμενο εχθρό κινδύνεψαν σοβαρά, μετά την άφιξη τμήματος του τακτικού Σουρκικού στρατού που τους επιτέθηκε αιφνιδιαστικά. Η επιχείρηση υπήρξε επιτυχής και εκτελέστηκε χωρίς άλλες απώλειες εκτός του τραυματισμού του καπετάν Δημήτρη ΢έργη24. Ο Ιερομόναχος Μισαήλ Καλογεράκης από το Μεσοχωριό ήταν τελειόφοιτος Γυμνασίου. Ήταν Αδελφός της Μονής Επανωσήφη, και υπηρετούσε ως Εφημέριος στη Γέργερη. Όταν ο Μητροπολίτης Κρήτης Σιμόθεος Καστρινογιαννάκης έμαθε για την περιφορά της κεφαλής του Μισαήλ στο Ηράκλειο, ζήτησε από τον Πασά να του την παραδώσει. Ο Πασάς του απάντησε, να παύσει να ενδιαφέρεται για τις κεφαλές των επαναστατών, και να φροντίσει για το ποιος θα θάψει την δική του. Μετά από αυτό ο Μητροπολίτης, φοβισμένος αναχώρησε για την Αθήνα, αλλά μόλις αποβιβάστηκε στον Πειραιά, βαθιά λυπημένος, απεβίωσε. 24 ΒΟΤΣΙΕΡΙΔΟΤ ΗΛΙΑ: Ημερολόγιον του Σάγματος Επιλέκτων Κρητών (1897), σελ. 290296 23


Μετά τον θάνατο του Σιμοθέου Καστρινογιαννάκη το 1897, Μητροπολίτης Κρήτης εξελέγη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ο Ευμένιος Ξηρουδάκης το Μάιο του 1898.Λυσσώδεις μάχες διεξάγονταν σε όλο το νησί και στις 25 Αυγούστου οι Οθωμανοί προέβηκαν σε άγριες σφαγές των Φριστιανών στο Ηράκλειο και στην πυρπόληση των σπιτιών και των καταστημάτων των, με αφορμή την παράδοση του Σελωνείου. Όταν το γεγονός έγινε γνωστό ο Ευμένιος αναχώρησε από τη Μονή για τις Αρχάνες, που ήταν ο τόπος φιλοξενίας του κατά το πρώτο διάστημα της άφιξής του, ως Μητροπολίτης, στην Κρήτη, για να βρίσκεται πιο κοντά τα τραγικά γεγονότα. Μαζί του αναχώρησαν όλοι σχεδόν οι Αδελφοί της Μονής και ο Άνθιμος, ο οποίος μόλις την προηγουμένη είχε χειροτονηθεί Ιερομόναχος και είχε τελέσει την πρώτη του λειτουργία. Ο Μητροπολίτης εξεπλάγη και του σύστησε να μείνει στη Μονή για να συνεχίσει τις λειτουργίες του. Ο Άνθιμος, με τη σύμφωνη γνώμη του Ηγουμένου Παναρέτου, δεν υπάκουσε στην εντολή του Μητροπολίτη και τους ακολούθησε στις Αρχάνες.

Η ΚΑΣΟΦΗ των ΜΕΓ. ΔΤΝΑΜΕΨΝ – ΑΥΙΞΗ ΠΡΙΓΚΗΠΑ ΓΕΨΡΓΙΟΤ - ΚΡΗΣΙΚΗ ΠΟΛΙΣΕΙΑ Οι Κρήτες που είχαν απορρίψει αρχικά, το καλοκαίρι του 189825 την πρόταση των Μ. Δυνάμεων περί αυτονομίας του Νησιού, αναγκάστηκαν να την δεχτούν. Ιδρύεται τότε η αυτόνομη ηγεμονία της Κρητικής Πολιτείας (1898-1913), η οποία από τη φύση της υπήρξε θνησιγενής, καθώς ο κρητικός λαός την αντιμετώπισε ως ένα σύντομο, ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ της Οθωμανικής Κατοχής και της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Από τη μεριά της η Πύλη, θέλοντας να στραφεί ανενόχλητη στην τακτοποίηση των εσωτερικών της πολιτικών προβλημάτων, διότι ήδη είχαν αρχίσει να διαφαίνονται τα πρώτα νέφη της θύελλας που ξέσπασε αργότερα με τη μορφή του κινήματος των Νεότουρκων, επιδίωξε να αποκαταστήσει τις εξωτερικές της σχέσεις, κυρίως με τις Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Για το λόγο αυτό συναίνεσε στην ανακήρυξη της Κρήτης ως ανεξάρτητης Αρμοστείας, υπό την υψηλή επικυριαρχία του ΢ουλτάνου. Σότε άρχισε στα παρασκήνια του πολιτικού στίβου ένας άλλου είδους αγώνας με πρωταγωνιστές τα πέντε ευρωπαϊκά κράτη, Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Γερμανία και Ιταλία, που προσπάθησαν να εξασφαλίσουν η κάθε μια για τον εαυτό της τα προνόμια, τα οποία θα της έδιναν την εξουσία να 25

Αρχικά στις 17-2-1897


κυριαρχήσει στον νησί που λόγω της θέσης του αποτελούσε εκείνη την εποχή νευραλγικό σημείο για την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Επειδή καμία από αυτές δεν ανεχόταν να αναγνωρίσει στις άλλες το ρόλο της ελευθερώτριας του νησιού, συμφώνησαν να αποβιβάσουν στην Κρήτη το δικό τους στρατό κατοχής και αφού διαμοίρασαν το νησί σε τέσσερεις ζώνες επιρροής, η κάθε μία έθεσε υπό τον απόλυτο έλεγχό της ένα νομό: οι Γάλλοι το Λασήθι, οι Άγγλοι το Ηράκλειο, οι Ρώσοι το Ρέθυμνο και οι Ιταλοί στα Φανιά. Οι Γερμανοί μην έχοντας συμφέροντα και εδάφη στη Μεσόγειο εκείνη την εποχή, μετά την άφιξη του Γεωργίου αποχώρησαν. ΢υστήνεται τότε πενταμελής Εκτελεστική επιτροπή, το «Εκτελεστικό Κρήτης», που ανέλαβε την εσωτερική διακυβέρνηση του νησιού μέχρι την άφιξη του Αρμοστή Γεωργίου. Ουσιαστικά όμως τον έλεγχο της Κρήτης για το επόμενο διάστημα ασκούσαν οι Μ. Δυνάμεις. Ο τακτικός Οθωμανικός στρατός υποχρεώθηκε να φύγει οριστικά από την Κρήτη το Νοέμβρη του 1898, οι δε άτακτοι Κρήτες, μουσουλμάνοι και χριστιανοί επέστρεψαν στα χωρία τους, για να ασχοληθούν με ειρηνικά έργα, μετά από τη μεταξύ τους διαμάχη που είχε διαρκέσει δυόμισι αιώνες. ΢τις 9 Δεκεμβρίου 1898 αποβιβάζεται στην «ελεύθερη» Κρήτη, ο Ύπατος Αρμοστής, με τη σύμφωνη γνώμη των Μεγάλων Δυνάμεων. Σο πρώτο διάστημα που ο Πρίγκιπας Γεώργιος της Ελλάδας ήρθε στην Κρήτη ως Ύπατος Αρμοστής, σύσσωμος ο Κρητικός λαός τον υποδέχτηκε με αισθήματα λατρείας. Οι πολεμιστές Αδελφοί του Επανωσήφη κρέμασαν τα όπλα τους και ευχαρίστησαν τον Θεό που φύλαξε αβλαβή τη Μονή, παρ’ όλες τις διαρπαγές των αγαθών και την πυρπόληση των Μετοχιών της. Σο μόνο που είχε διασωθεί, χάρη στη μεγάλη προσπάθεια τους, ήταν τα ποίμνια. Ο Άνθιμος με υπερηφάνεια δέχτηκε να εκπροσωπήσει τη Μονή του συμμετέχοντας στις περιοδείες που επιχείρησε στο νησί ο Γεώργιος, όμως παρατηρώντας από κοντά τη στάση και τις αντιδράσεις του Πρίγκιπα στα αισθήματα λατρείας που εκδήλωνε στο πρόσωπό του ο κρητικός λαός κατά τη διάρκεια αυτών των περιοδειών, η γνώμη του γι’ αυτόν μεταβλήθηκε. Ο Άνθιμος έπαψε να εμπιστεύεται τον Γεώργιο και υιοθέτησε αντιηγεμονική πολιτική στάση, στην οποία έμεινε πιστός με φανατισμό, τα επόμενα χρόνια. Σο διάστημα 1900-1905 ο Άνθιμος υπηρέτησε ως εφημέριος στην Ενορία του Αγ. Νικολάου στο χωριό ΢κυλούς Πεδιάδος που βρίσκεται σε μικρή


απόσταση από τη Μονή. Σο χρονικό δε διάστημα 1906 -191226, καθώς και κατά το διάστημα 1913-1916 υπηρέτησε ως Εφημέριος στην Ενορία Φουδετσίου Πεδιάδος. Η ζωή του κατά τα διαστήματα της υπηρεσίας του στα χωριά αυτά υπήρξε υποδειγματική, και η υπηρεσία του καρποφόρος για την οργάνωση της Ενορίας του, αποσπώντας αισθήματα αγάπης και ευγνωμοσύνης από τους Ενορίτες του. ΣΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΟΤ ΘΕΡΙ΢ΟΤ Σο Μάρτιο του 1905 εκδηλώθηκε στην Κρήτη το Κίνημα του Θέρισου. Ψς έδρα της Σοπικής Επιτροπής του Κινήματος στο Ν. Ηρακλείου ορίστηκε το χωριό ΢κυλούς όπου ήταν η Ενορία του Άνθιμου, υπό τον γνωστό για την μετέπειτα δράση του συνεργάτη του Ελευθερίου Βενιζέλου Αριστείδη ΢τεργιάδη27 και μέλη, τους Νικόλαο Σζαγκαράκη, Γεώργιο Κοκκινάκη, Αντώνιο Φατζηδάκη ή Νίβα, Γεώργιο Δοκουμετζίδη δικηγόρους, και Ανδρέα Υανουράκη χρυσοχόο. Ο Άνθιμος ήταν από τους πρώτους που μυήθηκαν στο κίνημα. Ανέλαβε τη επιχείρηση προσεταιρισμού διαφόρων ισχυρών παραγόντων της περιοχής, στους οποίους μπορούσε ως εφημέριος να ασκήσει επιρροή όπως στον προεστό ΢ταύρο Μαρκουλάκη με αποτέλεσμα, να εμφανιστεί στο χωριό μεγάλος αριθμός οπαδών, μόλις έγινε γνωστό το κίνημα. Ο Άνθιμος είχε τον έλεγχο της οργάνωσης, παρέχοντας συμβουλές και οδηγίες και επηρεάζοντας έτσι τους τοπικούς αρχηγούς, τους καπεταναίους ΢πανογιάννη, και Κουρουπογιώργη από το Φουδέτσι, που ενσωματώθηκαν με τους ΢κυλιανούς σε ενιαία ηγεσία. ΢ύνδεσμος μεταξύ των αρχηγών των δύο χωριών ήταν η έξυπνη και ικανή Μαρία Μανουσάκη, ηλικίας μόλις δεκαοκτώ ετών. ΢τη συνέχεια ο Άνθιμος πήγε στο Θέρισο ως απεσταλμένος της Σοπικής Επιτροπής, με σκοπό να κατατοπιστεί προσωπικά από τον Βενιζέλο για ζητήματα οργανωτικά και τακτικά του Κινήματος έναντι των Αρχών. Σο Ο Άνθιμος υπηρέτησε ως εφημέριος στο Φουδέτσι από το 1906 έως το 1916 εκτός από το διάστημα (1912-13), της εθελοντικής κατάταξής του στον ελληνικό στρατό και της συμμετοχής του στους Βαλκανικούς πολέμους. 27Αριστείδης ΢τεργιάδης. Πρόκειται για μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης από εύπορη οικογένεια. ΢πούδασε νομικά στην Αθήνα και το Παρίσι και εργάστηκε ως δικηγόρος στην γενέτειρά του από το 1889. ΢υνδέθηκε με στενή φιλία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και πρωταγωνίστησε στην επανάσταση του Θέρισου. Διορίστηκε από τον Βενιζέλο Γενικός διοικητής Ηπείρου (1917 - 1919) και Ύπατος Αρμοστής της ΢μύρνης το Μάιο του 1919, όπου εκτός από Τπουργός της Ελληνικής Κυβέρνησης, ήταν και εκπρόσωπος των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι ενέργειές του χαρακτηρίστηκαν από πολλούς φιλοτουρκικές και ενάντια στα Εθνικά συμφέροντα. Σον Ιούλιο του 1922, πρότεινε τη δημιουργία αυτόνομου Μικρασιατικού κράτους υπό την ψιλή επικυριαρχία του ΢ουλτάνου. Μια μέρα πριν την είσοδο των Σούρκων στη ΢μύρνη διέφυγε με πλοίο των ξένων Δυνάμεων. Εγκαταστάθηκε στις αρχές του 1923 στη νότιο Γαλλία και δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα. Απεβίωσε σε ηλικία 88 ετών στη Νίκαια, στις 22 Ιουνίου του 1949. 26


πρώτο διάστημα ο στόχος ήταν να παραμείνει μυστική η συνωμοτική τους δράση, ώστε να τους δοθεί η χρονική ευχέρεια της οργάνωσης ανατρεπτικών ενεργειών κατά του αρμοστιακού καθεστώτος. Όπως γράφει στο ημερολόγιό του ο Άνθιμος, μέχρι τότε είχε τη γνώμη πως ο Βενιζέλος ήταν ένας έξυπνος πολιτικός ο οποίος προσάρμοζε τις ιδέες και τις επιδιώξεις του σύμφωνα με το κοινό αίσθημα, και στη συνέχεια τις παρουσίαζε ως δικές του. Με άλλα λόγια, πως ήταν ένας ικανός δημεγέρτης, δημαγωγός και λαοπλάνος, ικανός να οδηγήσει τον λαό σε αποφάσεις και ενέργειες για τις οποίες αργότερα θα μετανοούσε, αισθανόμενος εθνικό όνειδος. ΢το Θέρισο γοητεύτηκε από τον Βενιζέλο και τα εθνικά του οράματα, που υπερέβαιναν τον πόθο της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, καθώς ο εθνικός του ορίζοντας περιέβαλε όλα τα παιδιά της, προς Βορρά, Ανατολή και Νότο. Έτσι άνοιξαν τα μάτια της ψυχής του και κάθε φορά που θα λιποψυχούσε στο μέλλον, αρκούσε να στρέψει το βλέμμα του προς αυτό το όραμα για να αντλήσει θάρρος και υπερηφάνεια. Επιστρέφοντας στον τόπο του ήταν έτοιμος να παλέψει υπέρ του κινήματος, εμπνεόμενος από την ολόφωτη προσωπικότητα και τα οράματα του Βενιζέλου. Οι παράγοντες του Νομού Ηρακλείου, πολιτικοί και κομματάρχες, από τον Μητροπολίτη Ευμένιο μέχρι τον τελευταίο κλητήρα των υπηρεσιών, είχαν τοποθετηθεί ενάντια στο κίνημα. Δύο επεισόδια που διαδραματίστηκαν κατά το διάστημα που εκδηλώθηκε το κίνημα του Θέρισου και στα οποία ο Άνθιμος είχε σημαντική συμμετοχή, προσδιορίζουν την προσωπικότητα και τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τα πολιτικά και κοινωνικά θέματα στα οποία συμμετείχε και μάλιστα έχοντας αναλάβει την υποχρέωση να βοηθήσει στη επίλυση τους. ΢τις 29 Ιουνίου 1905, εορτή των Αγίων Αποστόλων, οι Θερισινοί από τον Αγ. Βασίλειο, Φουδέτσι και ΢κυλούς επιτέθηκαν εναντίον του ΢ταθμού Φωροφυλακής που είχε έδρα το ΢κυλούς τον οποίο κατέλαβαν, αλλά τμήμα του Αγγλικού στρατού που ήταν μόνιμα σταθμευμένο στον Επανωσήφη ειδοποιήθηκε και έφτασε ταχύτατα για να ανακαταλάβει τον ΢ταθμό. Οι κινηματίες μπροστά στην ασύγκριτα ισχυρότερη αγγλική δύναμη αποσύρθηκαν, εκτός από τους έξη τελευταίους που δεν πρόλαβαν να υποχωρήσουν και εγκλωβίστηκαν στο χωρίς εξωτερικά παράθυρα κρατητήριο του ΢ταθμού, φοβούμενοι να παραδοθούν. Για την απελευθέρωσή τους, ο Άνθιμος πρότεινε στον ιδιοκτήτη του γειτονικού προς το κρατητήριο σπιτιού, να επιτρέψει τη διάνοιξη περάσματος στον μεσότοιχο, ώστε να τους φυγαδεύσουν. Επειδή ο άνθρωπος αυτός


φοβόταν τα αντίποινα, χρησιμοποίησε ως επιχείρημα, ότι μεταξύ των έξη ανδρών που είχαν εγκλωβιστεί, ήταν και ο κουνιάδος του Λεωνίδας Ροκαδάκης, παρότι γνώριζε ότι αυτός ήταν μεταξύ των διαφυγόντων. Ο ιδιοκτήτης κάμφθηκε, η διάνοιξη έγινε και με αυτόν τον τρόπο οι άνδρες σώθηκαν, αλλά μετά από αυτό ο ΢ταθμός Φωροφυλακής μεταφέρθηκε από το ΢κυλούς στον ασφαλέστερο για τους άνδρες του, Άγ. Βασίλειο. Σο δεύτερο επεισόδιο ήταν από πολιτικής άποψης σοβαρότερο και είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργήσει αναστάτωση στην τότε ηρακλειώτικη κοινωνία, καθώς το δικαστήριο της Αγγλικής Διοίκησης που είχε τον έλεγχο του Ν. Ηρακλείου και μετά την κήρυξη ΢τρατιωτικού Νόμου προχώρησε στην εκδίκαση μιας υπόθεσης που αφορούσε τα εσωτερικά ζητήματα του τόπου, χωρίς να λάβει υπόψη τους νόμους του Κρητικού κράτους. Σο γεγονός αυτό που δεν ήταν φυσικά το μοναδικό, σχετίζεται με την πολιτική που οι Αγγλικές δυνάμεις ασκούσαν στην Κρήτη και που απέβλεπε στη διασφάλιση της επιρροής του ΢ουλτάνου, κυρίως όμως στην επιβολή των αγγλικών θέσεων για προώθηση του πολιτικού καθεστώτος που προσπαθούσαν από δεκαετίες να επιβάλουν στον κρητικό λαό, ένα καθεστώς υποτιθέμενης αυτονομίας κάτω φυσικά από τον δικό τους πολιτικό και οικονομικό έλεγχο. Μετά το πρώτο επεισόδιο που περιγράφεται πιο πάνω, τα επτά μέλη της Επαναστατικής Επιτροπής συμφώνησαν να βαπτίσουν από κοινού το κοριτσάκι του συναγωνιστή τους ΢ταύρου Μαρκουλάκη από το ΢κυλούς δίνοντάς του το όνομα Ελευθερία, και αυθημερόν το κοριτσάκι του Γεωργίου Παναγιωτάκη από το Φουδέτσι με το όνομα Ένωση. Σα δύο αυτά μυστήρια τελέστηκαν από τον Άνθιμο. Μετά τις βαπτίσεις και το γλέντι που επακολούθησε, τα επτά μέλη της Επιτροπής συνελήφθηκαν με την κατηγορία ότι κραύγαζαν συνθήματα αντικυβερνητικά και αντιπριγκιπικά και μεταφέρθηκαν δέσμιοι στις φυλακές Ηρακλείου για να δικαστούν, ο δε Άνθιμος κλήθηκε από τον Μητροπολίτη Ευμένιο να λογοδοτήσει διότι είχε τελέσει μυστήριο σε ξένη ενορία, ενέργεια που σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες επιφέρει καθαίρεση. Σον κανόνα αυτό του θύμισε ο Μητροπολίτης όταν παρουσιάστηκε μπροστά του, ο οποίος μέχρι τότε είχε δείξει ότι έτρεφε προς τον Άνθιμο αισθήματα συμπάθειας, που οφείλονται στο εξής γεγονός. Σο 1900 η Ιερά ΢ύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης είχε παρει την απόφαση28 για κατάργηση των Μονών του Νησιού με εξαίρεση μίας από Με τον 276/ 1900 «Kαταστατικόν Nόμον της εν Kρήτη Oρθοδόξου Eκκλησίας», ο οποίος καταρτίστηκε από τους ιεράρχες του νησιού και επικυρώθηκε με διάταγμα του Πρίγκιπα Γεωργίου, οι Μονές, που υπερέβαιναν τότε τις 50, περιορίστηκαν στις μισές. Οι υπόλοιπες κρίθηκαν διαλυτέες, εφόσον ο αριθμός των μοναχών δεν υπερέβαινε τους έξι. Εάν είχε τελεσίδικη ισχύ η εφαρμογή του νόμου αυτού, θα διασώζονταν τότε μόλις εννιά 28


κάθε Νομό. Για το Νομό Ηρακλείου μεταξύ των καταργημένων θα ήταν και η Μονή Επανωσήφη, ενώ η Μονή της Αγκαράθου θα παρέμενε ως παλαιότερη. Σότε ο Άνθιμος πήρε την πρωτοβουλία για την σύνταξη μιας αναφοράς υπέρ της διατήρησης των Μονών συνολικά, και περιοδεύοντας στην Κρήτη, φρόντισε για την υπογραφή της από όλους τους καπετάνιους του νησιού. Η αντίδραση των επαρχιών είχε ως αποτέλεσμα να διασωθούν οι Μονές, μεταξύ αυτών η Μονή Επανωσήφη αλλά και η Πρεβέλης, Μονή Μετανοίας του Ευμενίου. Γνωρίζοντας πόσο ο Ευμένιος είχε εκτιμήσει την πρωτοβουλία του αυτή, είχε την ελπίδα πως η τιμωρία του μπορεί να μην ήταν η βαρύτερη, δηλαδή η καθαίρεση. Όμως η οποιαδήποτε ποινή, θα δημιουργούσε αρνητικά σχόλια γύρω από το όνομά του, διότι με αφορμή τη μεγάλης διάρκειας απουσία του από την Ενορία του, λόγω της εμπλοκής του στο Κινήματος του Θέρισου, συχνά κάποιοι τον επέκριναν, προσθέτοντας πως τώρα που η Κρήτη απέκτησε την ελευθερία της, οφείλει πλέον να αφοσιωθεί αποκλειστικά στα εφημεριακά του καθήκοντα. Ο Άνθιμος αντιμετώπισε την κατηγορία προσκομίζοντας στον Μητροπολίτη την γραπτή άδεια του εφημερίου Φουδετσίου, με την οποία του είχε παραχωρήσει την άδεια να τελέσει το μυστήριο στην επικράτεια της Ενορίας του, επειδή ο ίδιος αδυνατούσε λόγω ασθενείας. Ο πραγματικός λόγος ήταν πως ο εφημέριος Φουδετσίου ήταν αντιβενιζελικός, επομένως ανεπιθύμητος στους γονείς και αναδόχους αλλά και ο ίδιος αρνητικός να συμμετέχει στη βάπτιση αυτή. Ο Ευμένιος δέχτηκε την εξήγηση αυτή, και επέτρεψε στον Άνθιμο να παρουσιαστεί στο αγγλικό δικαστήριο ως μάρτυρας υπεράσπισης εφόσον είχε επίσημα κληθεί, διότι αν παρουσιαζόταν εκεί απρόσκλητος, θα εξέθετε την ιδιότητά του κληρικού αλλά και τον ίδιο τον Μητροπολίτη, ως προϊστάμενό του. Κατά τη διάρκεια της δίκης ως γλώσσα χρησιμοποιήθηκε η γαλλική, διότι ο επίσημος μεταφραστής των Άγγλων Σσογκάκης ήταν ένας από τους κατηγορούμενους. Δημόσιος Κατήγορος ήταν ο λοχαγός που είχε τη Διοίκηση των αγγλικών δυνάμεων που έδρευαν στον Επανωσήφη. Μεταξύ των 40 μαρτύρων υπεράσπισης, το Δικαστήριο εξέτασε μόνο δύο, τον Άνθιμο και τον Κοκκίνη από το ΢κυλούς και εξέδωσε απόφαση σύμφωνα με την οποία, επιβλήθηκε στους κατηγορούμενους πρόστιμο 100 λιρών, με την αποπληρωμή των οποίων αφέθηκαν ελεύθεροι. Μετά μονές σε όλη την Kρήτη. Αλλά με βάση το νεότερο Νόμο 553/17-7- 1903, που εκδόθηκε μονομερώς από την Kρητική Πολιτεία, παρά την αντίθετη γνώμη της Εκκλησίας, ανασυστάθηκαν ως αυτοτελείς όλες οι μονές που είχαν τουλάχιστον έξι μοναχούς και ως παραρτήματά τους όσες είχαν λιγότερους. O Kαταστατικός Nόμος (276/1900) εξακολούθησε να ισχύει ως προς τις άλλες διατάξεις και μετά την Ένωση της Kρήτης με την Eλλάδα (1913), και υπήρξε η βάση για τη δημιουργία του ημιαυτόνομου καθεστώτος της Εκκλησίας της Kρήτης. Ιστοσελίδα Ι.Μ. Ρεθύμνου και Αυλοποτάμου.


την απόλυσή τους οι κατηγορούμενοι ειδοποίησαν τους υπόλοιπους σημαίνοντες ομοϊδεάτες τους να περάσουν στο Ν. Λασιθίου που ήταν κάτω από τον έλεγχο των γαλλικών δυνάμεων. Παρέμειναν εκεί μέχρι την αποκατάσταση της τάξης και την εξομάλυνση των πολιτικών πραγμάτων. ΢το Λασίθι ήταν ασφαλείς από του Άγγλους, καθώς οι Γάλλοι δεν αντιμετώπιζαν ευνοϊκά την ισχυρή επιρροή που ασκούσαν οι Άγγλοι στο Ν. Ηρακλείου. Σο σημαντικότερο επίτευγμα του Κινήματος του Θέρισου, ήταν η αποχώρηση του Πρίγκιπα Γεωργίου από την Κρήτη, με τις όποιες πολιτικές απόρροιες προέκυψαν από αυτή. Ση μονόπλευρη διακήρυξη της Κυβέρνησης της Κρητικής Πολιτείας υπό τον Παπαμαστοράκη, το 1908, για την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα ακολούθησε η οριστική αποχώρηση από το νησί των στρατευμάτων των Μεγάλων Δυνάμεων τον Ιούλιο του 1909. Οι ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ (1912-13) Σο Κίνημα στο Γουδί ή Κίνημα του 1909 εκδηλώθηκε την 15η Αυγούστου 1909 στην Αθήνα, όταν ο ΢τρατιωτικός ΢ύνδεσμος προχώρησε στη ΢τάση που επηρέασε την ιστορία της νεώτερης Ελλάδας. Επικεφαλής του κινήματος τέθηκε ο συνταγματάρχης του πυροβολικού Νικόλαος Ζορμπάς. Σους όρους των Επαναστατών αποδέχθηκε ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, που σχημάτισε κυβέρνηση μετά την παραίτηση του Ράλλη, οπότε ο Νικόλαος Ζορμπάς, έδωσε διαταγή στις επαναστατημένες μονάδες να επιστρέψουν στις θέσεις τους, χωρίς την εγκαθίδρυση δικτατορία. ΢ημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων είχε ο Ελευθέριος Βενιζέλος ο οποίος κατέφθασε στον Πειραιά προσκαλεσμένος από τον ΢τρατιωτικό ΢ύνδεσμο, κομίζοντας συμβιβαστικές προτάσεις. Αρχικά αρνήθηκε την πρόταση να σχηματίσει κυβέρνηση, και συμβούλευσε την προκήρυξη εκλογών για την ανάδειξη αναθεωρητικής Βουλής, που θα προχωρούσε στην πραγματοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Μετά τις εκλογές του Αυγούστου του 1910 για την ανάδειξη της Α' Αναθεωρητικής Βουλής, ο Βενιζέλος που δεν είχε πλειοψηφία στη Βουλή, ζήτησε άμεσα νέες εκλογές. ΢τις εκλογές του Νοεμβρίου 1910, βγήκε νικητής με μεγάλη πλειοψηφία, και παρέμεινε στην εξουσία έως το 191529. Εκείνη την περίοδο οι Βαλκανικές χώρες ήταν σε πολεμική προετοιμασία εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με στόχο την απελευθέρωση των εδαφών τους. Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1910 ο Ελευθέριος Βενιζέλος διατέλεσε Πρωθυπουργός από τις 6 Οκτωβρίου 1910 μέχρι τις 25 Υεβρουαρίου 1915. 29


Ο Βενιζέλος έκρινε απαραίτητη τη συμμαχία με τα άλλα βαλκανικά κράτη, ΢ερβία, Βουλγαρία, Μαυροβούνιο, εναντίον της Σουρκίας. Η ΢ερβία και η Βουλγαρία που είχαν υπογράψει μεταξύ τους μυστική συνθήκη συμμαχίας, προσκάλεσαν την Ελλάδα τις τελευταίες ημέρες του ΢επτεμβρίου 1912 να πάρει μέρος στον πόλεμο εναντίον της Σουρκίας. Η Ελλάδα συμφώνησε να πολεμήσει μαζί τους30. Σην κήρυξη του Α’ Βαλκανικού πολέμου το 1912 που στόχευε στη απελευθέρωση των ελλήνων ομογενών που ήταν κάτω από ξένο ζυγό, υποδέχτηκαν οι Κρητικοί, λαϊκοί και κληρικοί με ακράτητο ενθουσιασμό. ΢την Ελλάδα κηρύχτηκε επιστράτευση. Επιστράτευση πραγματοποιήθηκε και στην Κρήτη31, κυρίως για όσους είχαν υπηρετήσει στην Κρητική Πολιτοφυλακή32. Αλλά χάριν της Σουρκίας, τα Ευρωπαϊκά Κράτη απαγόρευσαν τη μετάβαση των επιστράτων από την Κρήτη στην Ελλάδα.

Οι εθελοντές επίστρατοι Άνθιμος Βασιλάκης και Θεόδωρος Πέρος. Ηράκλειο, ΢επτέμβριος 1912,. Α.Α.Β.

Αρχικά στον Πειραιά33 και κατόπιν στην Αθήνα οργανώθηκε με τη συμμετοχή εθελοντών το 1ο Ανεξάρτητο ΢ύνταγμα Κρητών, από το οποίο το πρώτο Σάγμα, υπό την αρχηγία του γενναίου Σαγματάρχη Γεωργίου Κολοκοτρώνη, εγγονού του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, στάλθηκε σιδηροδρομικώς στη Λάρισα, και από εκεί στο μέτωπο του πολέμου, στη Μακεδονία34. Μόλις έγινε γνωστή στην Κρήτη η επιστράτευση, δώδεκα μοναχοί από τις Μονές Αγκαράθου και Επανωσήφη, αποφάσισαν να καταταχθούν Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος κηρύχτηκε στις 30 ΢επτεμβρίου 1912 Η επιστράτευση άρχισε στην Κρήτη στις 18-9-1912 32 Η Κρητική Πολιτοφυλακή ιδρύθηκε το 1908 και ήταν σε δράση μέχρι την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. 33 Σο 1ο Ανεξάρτητο ΢ύνταγμα Κρητών άρχισε να οργανώνεται στον Πειραιά από 24-9 μέχρι 6-10-1912. 34ΑΛΕΞΑΚΗ ΢ΨΣ. ΙΨΑΝΝΟΤ, ΢τρατηγού, Ο Νομός Ηρακλείου και ο ΢τρατός του, σελ. 29-31. Σο υπόλοιπο του ΢υντάγματος, αποτελούμενο από τρία Σάγματα, στάλθηκε διά θαλάσσης στην Άρτα μέσω Πρέβεζας και από εκεί πήρε μέρος στον πόλεμο στην Ήπειρο. 30 31


εθελοντικά στο ελληνικό στρατό, ως απλοί στρατιώτες. ΢ύστησαν μια τριμελή επιτροπή αποτελούμενη από τους Αδελφούς Άνθιμο και ΢τέφανο του Επανωσήφη και ΢υμεών της Αγκαράθου, η οποία πήγε στο Ηράκλειο για να ζητήσει από το Μητροπολίτη Κρήτης τη σχετική άδεια. Από τους δώδεκα μοναχούς ο Μητροπολίτης έδωσε άδεια για κατάταξη, μόνο στα τρία μέλη της επιτροπής, τα οποία την επομένη έφυγαν για την Αθήνα. ΢την Αθήνα ο Άνθιμος παρουσιάστηκε στον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο τον οποία γνώριζε από την εποχή του κινήματος του Θέρισου. Ο Βενιζέλος τους δέχτηκε και τους εφοδίασε με προσωπικό σημείωμα προς τον Διοικητή του 1ου Ανεξάρτητου ΢υντάγματος των Κρητών, τον ΢υνταγματάρχη Λάμπρο ΢ινανιώτη. Καθώς ο Άνθιμος ήταν μικρόσωμος και αδύνατος με ασκητική μορφή, ο ΢ινανιώτης σκέφτηκε πως η κατάλληλη θέση γι’ αυτόν ήταν του βοηθού του στρατιωτικού ιερέα στο ΢ύνταγμα, του κυπρίου Μακαρίου Μαριανθέως35, κατόπιν Αρχιεπισκόπου Κύπρου. Ο Άνθιμος στην πρόταση αυτή απάντησε κατηγορηματικά, πως αν ήθελε να είναι παπάς θα έμενε στο Μοναστήρι του. Πως εκεί πήγε για να πολεμήσει, και ζήτησε να τον τοποθετήσει στο Α’ Ανεξάρτητο Σάγμα Κρητών που είχε πρόσφατα συσταθεί, αποτελούμενο από 1000 επίλεκτους πολεμιστές. Γνώριζε πως εκεί υπηρετούσαν κάποιοι από τους παλαιούς συμπολεμιστές του στην Κρήτη. Σο υπόλοιπο 1ο Ανεξάρτητο ΢ύνταγμα Κρητών, από την έναρξη36 του 1ου Βαλκανικού Πολέμου προωθήθηκε στο μέτωπο της Ηπείρου.

Μακάριος Β’ Μυριανθεύς. Εθνικός αγωνιστής, αρχιεπίσκοπος Κύπρου από το 1947 μέχρι το 1950, και πιο πριν επίσκοπος Κυρηνείας από το 1917 μέχρι το 1947. Γεννήθηκε το 1870 και πέθανε στη Λευκωσία το 1950. Σο κοσμικό του όνομα ήταν Μιχαήλ Φαραλάμπους Παπαϊωάννου Είναι γνωστός ως Μακάριος Μυριανθεύς επειδή καταγόταν από την Μαραθάσα. Με την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων το 1912, κατατάχθηκε ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό, όπου υπηρέτησε και διακρίθηκε ως στρατιωτικός ιεροκήρυκας. Σιμήθηκε με τον Αργυρούν ΢ταυρό του ΢ωτήρος και με μετάλλιο. Ήταν αδιάλλακτος μαχητής, ενάντιος σε κάθε είδους συμβιβασμό με τους Βρετανούς αποικιοκράτες και υπέρ της λύσης στο πρόβλημα της Κύπρου με άμεση και άνευ όρων ένωση του νησιού με την Ελλάδα. 36 Σο 1ο Ανεξάρτητο ΢ύνταγμα Κρητών ήταν στο μέτωπο της Ηπείρου από τις 7-10-1912. 35


Ο Άνθιμος Βασιλάκης με Έλληνες Αξιωματικούς στην πορεία για το Μακεδονικό μέτωπο. Λάρισα, Οκτώβριος 1912, στις όχθες του Πηνειού. Α.Α.Β.

Η επιθυμία του έγινε δεκτή από τον ΢ινανιώτη που τον εφοδίασε με το απαραίτητο φύλλο πορείας και τον διέταξε να αναχωρήσει αμέσως για τη Λάρισα, προς συνάντηση του Α’ Σάγματος των Κρητών. Καθώς είχε φέρει από την Κρήτη το δικό του όπλο, ζήτησε ως μόνο εφόδιο μία χλαίνη. Υτάνοντας με το τρένο στη Λάρισα συνάντησε τον ΢υνταγματάρχη Αριστοτέλη Κόρακα ο οποίος τον πληροφόρησε πως το Σάγμα είχε προχωρήσει ήδη προς την Ελασσόνα και έπρεπε να σπεύσει το ταχύτερο. Εφοδιάζεται με πλήρη στρατιωτική στολή και επιβαίνοντας στο βαγόνι με τις ζωοτροφές φτάνει στην Ελασσόνα όπου, μετά τη μάχη, το Σάγμα ετοιμαζόταν να ανασυνταχθεί και να προελάσει προς βορρά. Όλοι οι άνδρες του Σάγματος είχαν ως κοινό διακριτικό γνώρισμα τα κρητικά στιβάνια. Κατά σύμπτωση οι διοικητές των τεσσάρων λόχων του τάγματος, λοχαγοί Γ. Παπαδόπουλος, Γ. Αλεξάνδρου, Ι. Ζουτουνιάτης και ο υπολοχαγός Καλ. Λυμπέρης ήταν παλαιοί γνώριμοι του Άνθιμου από στο Ηράκλειο, την εποχή που υπηρετούσαν στην Κρητική Πολιτοφυλακή που είχε ιδρυθεί το 1908 και τον υποδέχτηκαν εγκάρδια. Ο Διοικητής του Σάγματος, Γ. Κολοκοτρώνης απογοητεύτηκε από την εξωτερική του εμφάνισή, όπως είχε απογοητευτεί και ο ΢ινανιώτης πριν από αυτόν, για να αλλάξει σύντομα γνώμη όταν τον παρακολούθησε να μάχεται στην πρώτη γραμμή, κατά τη διάρκεια της σκληρής μάχης του ΢αραντάπορου37 Η έκβαση της μάχης αυτής, ήταν για τον ελληνικό στρατό επιτυχής. Ο Διοικητής συγχάρηκε τον Άνθιμο και του διέθεσε άλογο και ιπποκόμο με ημίονο για τις αποσκευές του. Αυτή ήταν η πρώτη επίσημη πράξη για την 37

Η μάχης του ΢αραντάπορου έγινε στις 9-10-1912.


ένταξή του στις Εθνικές Ένοπλες Δυνάμεις και παρότι του ανέθεσαν καθήκοντα στρατιωτικού ιερέα, εκείνος εννοούσε κατά τη διάρκεια των μαχών να βρίσκεται ανάμεσα στους πολεμιστές της πρώτης γραμμής. Από το ΢αραντάπορο έφτασαν στον Κολυνδρό, από όπου τη νύκτα ήταν ορατά τα φώτα του περίφημου φρουρίου Καραμπουρνού, που φρουρούσε την είσοδο του Θερμαϊκού προς τη Θεσσαλονίκη. ΢τη μάχη της Κατερίνης38 ο Ελληνικός ΢τρατός πολεμώντας εκτόπισε τον Σουρκικό και τον καταδίωξε μέχρι τα Γιαννιτσά, τα οποία οι Σούρκοι προσπάθησαν να κρατήσουν όσο το δυνατό περισσότερο, διότι η θέση αυτή ήταν το προκάλυμμα της Θεσσαλονίκης. ΣΟ ΠΕΡΑ΢ΜΑ ΣΟΤ ΛΟΤΔΙΑ (20-10-1912) Η περιοχή της λίμνης των Γιαννιτσών ήταν πολύ δύσκολη στην προσπέλαση και επικίνδυνη για τον ελληνικό στρατό, καθώς ο τουρκικός στρατός ενέδρευε μέσα τους καλαμιώνες. Προς Βορρά της λίμνης τοποθετήθηκε η 6η Μεραρχία, και προς Ανατολάς με κατεύθυνση τη γέφυρα του Λουδία βάδισε η πυροβολαρχία του λοχαγού Βάγια, στη οποία επιτέθηκε το τουρκικό πυροβολικό κατά τη διάρκεια της διέλευσής της με αποτέλεσμα να την διαλύσει. ΢υγχρόνως το Σάγμα των Κρητών που αποτελούσε ως πλαγιοφυλακή το στήριγμα του Ελληνικού ΢τρατού στη λίμνη των Γιαννιτσών, μετακινούμενο πλησίασε στη γέφυρα του ποταμού Λουδία. ΢το Σάγμα δόθηκε η διαταγή να μην επιχειρήσει κανείς από τους άνδρες του να περάσει τη γέφυρα. Ο Άνθιμος εκτιμώντας πως ήταν προς το συμφέρον τους να διαβούν το γρηγορότερο δυνατόν τη γέφυρα, παράκουσε τις σχετικές διαταγές. Πήρε την πρωτοβουλία να μπει μπροστά κρατώντας στο ένα χέρι το σταυρό και στο άλλο το περίστροφο και φώναξε: «όποιος πιστεύει στη θρησκεία και στην πατρίδα μας να με ακολουθήσει», πράξη παράτολμη και επικίνδυνη, καθώς σύντομα βρέθηκε μόνος του στην άλλη άκρη της γέφυρας. Αλλά η πρωτοβουλία του αυτή ηλέκτρισε τους άνδρες που, τη στιγμή που κινδύνευε η πυροβολαρχία, ανασυντάχτηκαν και όρμησαν εμπρός. Πολλοί από τους στρατιώτες πέρασαν τη γέφυρα ακολουθώντας τον, με αποτέλεσμα να τραπούν σε φυγή οι Σούρκοι. Όταν ο Διοικητής του Σάγματος Γ. Κολοκοτρώνης κατέφθασε, του αφαίρεσε το περίστροφο χαρακτηρίζοντας την ενέργειά του ως αντικανονική λόγω της ιερατικής του ιδιότητας αλλά και διότι παράκουσε τις εντολές. Ο Άνθιμος για την παρακοή του τιμωρήθηκε, αλλά όταν αποδείχτηκε εκ των υστέρων πως το πέρασμα ήταν προς όφελος των 38

Η μάχη της Κατερίνης έγινε στις 15-10-1912.


επιχειρήσεων, έτυχε ηθικής αμοιβής. Σο περίστροφο επιστράφηκε στον Άνθιμο από τον Κολοκοτρώνη, κατά την διαμονή τους στον Πολύγυρο της Φαλκιδικής, μετά από την υπόσχεσή του στον Διοικητή, πως παρόμοιο επεισόδιο με αυτό της γέφυρας του Λουδία δεν θα αποτολμήσει να επαναλάβει. Η ΑΠΕΛΕΤΘΕΡΨ΢Η ΣΗ΢ ΘΕ΢΢ΑΛΟΝΙΚΗ΢ (26-10-1912) Μετά την διάβαση του Λουδία και τη μάχη των Γιαννιτσών, το Σάγμα προέλασε και στις 25η Οκτωβρίου έφτασε έξω από τη Θεσσαλονίκη, όπου στρατοπέδευσε. Σις συνεχόμενες ήττες του Σουρκικού στρατού ακολούθησαν πολυήμερες διαπραγματεύσεις μεταξύ του διοικητού των Σουρκικών Δυνάμεων Φασάν Σαξίν Πασά και της Ελληνικής ηγεσίας. ΢τις 26 προς 27 Οκτωβρίου 1912, ώρα 11.30 μμ. υπογράφεται το Πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης στο Ελληνικό κράτος. Σότε, μετά από δύο εικοσιτε-τράωρα αναμονής κατά τα οποία οι άνδρες του Σάγματος Κρητών αγωνιούσαν, αδυνατώντας να κατανοήσουν τον λόγο της αδράνειας τους, ήρθε η διαταγή να εισέλθουν στην πόλη πρώτοι αυτοί, από τον υπόλοιπο ελληνικό στρατό. Παρά την απαίτηση των ανδρών του Σάγματος να παραμείνουν στη Θεσσαλονίκη, ήρθε διαταγή διά του Επιτελούς του Σάγματος Εμμ. Μαρκαντωνάκη να προωθηθούν αμέσως προς τη Φαλκιδική. Οι άνδρες αρνήθηκαν να συμμορφωθούν, ζητώντας να αναπαυθούν για λίγο, μετά από τις ατέλειωτες πορείες και τις πολυάριθμες μάχες που είχα δώσει. Οι διαμαρτυρίες των ανδρών και η αναταραχή που δημιουργήθηκε έφεραν σε πολύ δύσκολη θέση τον Διοικητή Γ. Κολοκοτρώνη. Ο Κολοκοτρώνης ζήτησε τη βοήθεια του Άνθιμου που συγκέντρωνε το σεβασμό των ανδρών. Ο Άνθιμος τους συγκέντρωσε και έκανε έκκληση στον πατριωτισμό τους. Σους εξήγησε ότι θα είναι προσβολή στην τιμή τους και στην Κρήτη να παρακούσουν τις εντολές του ΢τρατηγείου. Μετά από ώρες έντονης συζήτησης οι άνδρες πείστηκαν με τα επιχειρήματα του Άνθιμου. Σα πνεύματα ηρέμησαν και στις 31-10-12 το Σάγμα διέσχισε την πόλη κατευθυνόμενο προς τον Πολύγυρο, με ενδιάμεσους σταθμούς τα Βασιλικά και τη Γαλάτιστα. Κατά τη διάρκεια της παρέλασης δια μέσου της Θεσσαλονίκης, χιλιάδες άνθρωποι τους έραιναν με άνθη και κουφέτα. Υτάνοντας στην Έπαυλη Αλλατίνη βρήκαν ΢ταθμό αναπαραγωγής και εκτροφής ζώων διαφόρων ειδών, από όπου το Σάγμα προμηθεύτηκε άλογα, ένα από τα οποία παρέλαβε ο Άνθιμος. Επειδή όμως ήταν πολύ μεγαλόσωμο και αυτός μικρόσωμος, δεν μπορούσε να το ιππεύσει χωρίς βοήθεια.


Ο Άνθιμος Βασιλάκης στη ελληνική Θεσσαλονίκη. Οκτώβριος 1912. Α.Ι.Μ.Α.Γ.Ε Έχοντας λάβει το Επιτελείο την πληροφορία πως οι Βούλγαροι προετοίμαζαν απόβαση πεζοναυτών στα ανατολικά της Φαλκιδικής με στόχο την κατάληψη του Αγ. Όρους, το Σάγμα των Κρητών διατάχθηκε να προωθηθεί ανατολικά. Υτάνοντας στον Πολύγυρο το Σάγμα διαιρέθηκε, για να απλωθεί και να πετύχει πρώτο την κατάληψη της Φαλκιδικής. Ένας λόχος με αρχηγό τον Καλοπόθο Λυμπέρη διατάχθηκε να σταθμεύσει στην Ιερισσό. Ο Άνθιμος παρακάλεσε τον Διοικητή να του επιτρέψει να συνοδεύσει το λόχο, με την ελπίδα πως ίσως του δινόταν η ευκαιρία να πραγματοποιήσει μια παλιά και έντονη επιθυμία του, να επισκεφτεί το Άγιο Όρος. Η φήμη για την απόβαση των Βουλγάρων δεν επαληθεύτηκε και έτσι στις 5 Νοεμβρίου ο Άνθιμος μπόρεσε να πραγματοποιήσει την επίσκεψή του στο Αγ. Όρος, όπου παρέμεινε δεκαπέντε ημέρες συνολικά. Η πρώτη Μονή που επισκέφτηκε ήταν η Μονή Ζωγράφου. ΢την είσοδό της υπήρχαν αναπεπταμένες δύο σημαίες, η Ελληνική και η Βουλγαρική. Εκεί τον υποδέχτηκε ο Βουλγαρικής καταγωγής υποπροϊστάμενος με διερμηνέα τον Ηπειρώτη Μοναχό Κουρούκλη. Όπως τον είχαν συμβουλεύσει πριν από την επίσκεψή του στο Άγιο Όρος να πράξει, ο Άνθιμος εκθείασε τη γενναιότητα του Βουλγαρικού ΢τρατού και την αξία των συμμαχικών δεσμών Ελλάδας- Βουλγαρίας εναντίον του κοινού εχθρού, της Σουρκίας.


Σην επομένη ημέρα επισκέφτηκε τη Μονή Βατοπεδίου, και στη συνέχεια τις Μονές Ξηροποτάμου, Παντοκράτορος (Πρωτάτο) και τη Ρωσική, όπου συνάντησε τον Μοναχό Γερόντιο από τις Αρχάνες. Ο Γερόντιος είχε αναχωρήσει από τη Μονή Επανωσήφη για το Ρωσικό Μοναστήρι μαζί με τον Μοναχό Πανάρετο, που βρισκόταν στη Μονή Ξηροποτάμου. Μετά την επίσκεψή του στη ΢κήτη του Αγ. Ανδρέου, εντυπωσιασμένος από το μέγεθος των μοναστηριών, τον πλούτο των θρησκευτικών κειμηλίων, των ιερών σκευών, αμφίων, εικόνων αλλά και από την ομορφιά της φύσης, επέστρεψε στη Δάφνη και από εκεί με πλοίο στη Θεσσαλονίκη, όπου βρισκόταν η μονάδα του. Μαζί του ταξίδεψαν και οι Προϊστάμενοι των Μονών, για να επισκεφτούν τον Βασιλιά. Σον τερματισμό του Α’ Βαλκανικού πολέμου ακολούθησε η ΢υνδιάσκεψης Ειρήνης39 που οδήγησε στη ΢υνθήκη του Λονδίνου. Πριν όμως την επικύρωση της ξέσπασε ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος. Β’ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ΢ ΠΟΛΕΜΟ΢ Ο Άνθιμος με το Σάγμα των Κρητών έμεινε στη Θεσσαλονίκη μέχρι την έναρξη του Ελληνο-βουλγαρικού πολέμου. ΢τις 17 Ιουνίου 1913 κηρύχθηκε ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος, που σηματοδοτήθηκε από την επίθεση του Βουλγαρικού στρατού με στόχο την κατάληψή της Θεσσαλονίκης. Σο Σάγμα τέθηκε σε καταδίωξη των Βουλγάρων, μαζί με τον υπόλοιπο ελληνικό στρατό. Ο Βασιλέας Κωνσταντίνος Β’ ως Αρχιστράτηγος, μετά τη δολοφονία του Γεωργίου Α'40, ηγήθηκε των ελληνικών δυνάμεων που απώθησαν τις βουλγαρικές από τη Θεσσαλονίκη, και κατήγαγαν αλλεπάλληλες νίκες επί του βουλγαρικού στρατού. Νικημένοι από τους Έλληνες και τους ΢έρβους κι ενώ ο ρουμανικός στρατός προέλαυνε προς τη ΢όφια, οι Βούλγαροι ζήτησαν ανακωχή. Ο Βενιζέλος πήγε στο Φατζή Μπεϊλίκ, έδρα του ελληνικού στρατηγείου, όπου προσδιόρισε μαζί με τον Κωνσταντίνο τις εδαφικές αξιώσεις της Ελλάδας στη συνδιάσκεψη της ειρήνης που θα ακολουθούσε. ΢τις 28 Ιουλίου 1913 υπογράφτηκε συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Ελλάδας, του Μαυροβούνιου, της ΢ερβίας και Ρουμανίας αφενός, και της Βουλγαρίας αφετέρου. Οι αξιώσεις της Ελλάδας έγιναν όλες δεκτές. Ο Άνθιμος μπόρεσε να συμμετέχει στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Σάγματος των Κρητών μέχρι41 τις μάχες του Κιλκίς – Λαχανά, όπου σκοτώθηκε ο Ανθυπολοχαγός Εμμ. Μαρκαντωνάκης. Σότε η εξάντληση Η ΢υνδιάσκεψης Ειρήνης του Λονδίνου διάρκεσε από το Δεκέμβριο του 1912 έως το Μάιο του 1913, με ενδιάμεσες περιόδους διακοπής των συνομιλιών, μία από τις οποίες οφείλεται στη δολοφονία του Βασιλέα Γεωργίου Α’. 40 Ο Βασιλέας Γεώργιος Α’ δολοφονήθηκε στις 5/18-3-1913, στη Θεσσαλονίκη 41 Οι Μάχες του Κιλκίς - Λαχανά έγιναν από 19 έως 21-6-1913. 39


του από τις κακουχίες του πολέμου και κυρίως τα δύο παλιά τραύματος που πάντα τον ενοχλούσαν, αλλά κατά διαστήματα τον επιβάρυναν περισσότερο, τον έριξαν στο κρεβάτι σοβαρά άρρωστο. Διακομίστηκε αμέσως στο Α’ ΢τρατιωτικό Νοσοκομείο Μακρυγιάννη στην Αθήνα, όπου υποβλήθηκε σε μακροχρόνια θεραπεία. Εκεί υπηρετούσαν ως αδερφές - νοσοκόμες κυρίες και δεσποινίδες των καλύτερων αθηναϊκών οικογενειών. ΢υχνά επισκεπτόταν το Νοσοκομείο η Βασίλισσα Όλγα με τη συνοδεία της μητέρας του Γεωργίου Κολοκοτρώνη, που σκοτώθηκε στη Μάχη της Αρισβανίτσας στην Άνω Σζουμαγιά42, την οποία διαβεβαίωσε ο Άνθιμος πως η φήμη των ανδραγαθημάτων του γιού της υπολείπεται πολύ της πραγματικότητας. Ο Άνθιμος ασπάστηκε το χέρι της Βασίλισσας, η οποία είχε πληροφορηθεί την πλούσια πολεμική του δράση και του προσέφερε ως δώρο ένα ΢ταυρό αδαμαντοκόλλητο, Ρωσικής τέχνης. Σο δώρο της Βασίλισσας ο Άνθιμος το φύλασσε ως πολύτιμο κειμήλιο, και το έφερε πάνω του συνεχώς κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, μέχρι την αιχμαλωσία του από τους Σούρκους στα Μουδανιά, όπου αυτοί του το αφαίρεσαν μαζί με τα υπόλοιπα υπάρχοντά του. Επειδή μέχρι τη λήξη του Ελληνοβουλγαρικού πολέμου και την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης στο Βουκουρέστι43 η υγεία του εξακολουθούσε να παραμένει επισφαλής44, δεν του επετράπη να επανέλθει στο μέτωπο. Βρισκόμενος σε αναρρωτική άδεια πήγε στην Κρήτη, όπου μετά τη λήξη του Β’ Βαλκανικού πολέμου και μέχρι την εκδήλωση του Κινήματος της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκης45 παρέμεινε ως εφημέριος στην Ενορία του στο Φουδέτσι. Οι απώλειες του 1ου Ανεξάρτητου Σάγματος Κρητών στους δύο Βαλκανικούς πολέμους ήταν τρομακτικές. Ο Διοικητής του Κολοκοτρώνης Γεώργιος σκοτώθηκε. Από τους λοχαγούς των τεσσάρων λόχων οι τρεις σκοτώθηκαν και ο τέταρτος τραυματίστηκε. Όλοι οι αξιωματικοί του σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν εκτός από έναν. Από τους 1000 άντρες που είχε, οι 950 σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν. Μόνο 50 στρατιώτες έμειναν σώοι μετά το τέλος όλων των μαχών. ΣΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΟΤ 1916 Κατά το χρονικό διάστημα που ο Άνθιμος υπηρετούσε για δεύτερη φορά ως εφημέριος στο Φουδέτσι (1913-1916), σπουδαία πολιτικά και στρατιωΗ Μάχη της Αρισβανίτσας στην Άνω Σζουμαγιά έγινε στις 13-7-1913, Η συνθήκης ειρήνης του Β’ Βαλκανικού πολέμου υπογράφτηκε στο Βουκουρέστι στις 28-7-13. 44 ΢υνθήκη των Αθηνών, 1/14-11-1913) 45 Σο Κίνημα της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκης εκδηλώθηκε στις 17/30-8-1916. 42 43


τικά γεγονότα καθοριστικά για την μετέπειτα ιστορική εξέλιξη του Ελληνικού κράτους, συνέβησαν στην Ελλάδα και στην Ευρώπη: Η δολοφονία του Βασιλέα Γεωργίου Α’ και η ανάρρηση στο θρόνο του Αρχιστράτηγου- Διαδόχου Κωνσταντίνου. Ο κατά της Βουλγαρίας 2ος Βαλκανικός Πόλεμος, ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος που ξέσπασε το καλοκαίρι του 1914. Οι πολεμικές επιχειρήσεις στο Δυτικό μέτωπο. Η Ελλάδα παρέμεινε εκτός της σύρραξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μέχρι το 1915, που της ζητήθηκε από την Αντάντ να συμμετέχει στην εκστρατεία για την κατάληψη των Δαρδανελλίων. Ο Βενιζέλος, που πίστευε στην τελική νίκη της Αντάντ και είχε τη γνώμη ότι θα ήταν προς όφελος της χώρας να συμμετέχει στον πόλεμο, διαφώνησε με το βασιλιά Κωνσταντίνο που υποστήριζε την ουδετερότητα της χώρας, και του υπέβαλε την παραίτησή του. Η Βουλή διαλύθηκε κατόπιν βασιλικού διατάγματος, κι ακολούθησαν οι εκλογές46 που έδωσαν την πλειοψηφία στο Κόμμα των Υιλελευθέρων. Ακολούθησε η ραγδαία εξέλιξη των πολιτικών γεγονότων στη χώρα: Η παραίτηση της Κυβέρνησης Βενιζέλου47 που προήλθε από τις εκλογές, και η δημιουργία και η σταδιακά διογκούμενη διάσταση Βενιζελικών- Βασιλικών, κατέληξε στο πολιτικό φαινόμενο που ονομάστηκε Εθνικός Διχασμός. Ακολούθησαν το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη και ο σχηματισμός προσωρινής Κυβέρνησης48 στα Φανιά, υπό τον Βενιζέλο η εγκατάστασή της στη Θεσσαλονίκη, και η απόφασή της49 να εξέλθει η Ελλάδα από την ουδετερότητα και να κηρύξει τον πόλεμο κατά των Κεντρικών Ευρωπαϊκών Φωρών στο πλευρό των ΢υμμαχικών Δυνάμεων της Αντάντ. Η νέα επιστράτευση στην Κρήτη ήταν αναμενόμενο γεγονός. ΢τις 9 Δεκεμβρίου 1916 οι οπαδοί του Βενιζέλου ειδοποιήθηκαν να μπουν ένοπλοι στην πόλη του Ηρακλείου για να την καταλάβουν. Ο Άνθιμος με 96 άνδρες από το Φουδέτσι, τον Αγ. Βασίλειο και το ΢κυλούς συναντήθηκαν στα ΢πήλια με τους Αρχανιώτες και μαζί προχώρησαν προς το Ηράκλειο. ΢το Νεκροταφείο του Αγ. Κων/νου τους περίμεναν ο Μελισσουργάκης με τους Αγιοπαρασκίτες, ο Ανδρέας Υανουράκης και ο Ιωάννης Ανδρουλάκης που τους συμβούλεψαν να μπουν στην πόλη από την Καινούργια Πόρτα και όχι από τις Σρεις Καμάρες, όπου οι Βασιλικοί ήταν οχυρωμένοι στο Θέατρο Πουλακάκη. Φωρίστηκαν σε δύο ομάδες και χωρίς αντίσταση κατέλαβαν τη Νομαρχία και τις υπόλοιπες δημόσιες υπηρεσίες. Μόνο στη Φανιόπορτα υπήρξε σύγκρουση των βασιλικών υπό τον Οι εκλογές έγιναν στις 31 Μαΐου 1915 Η Κυβέρνησης Βενιζέλου παραιτήθηκε στις 22-9/5-10-1915. 48 Η προσωρινή Κυβέρνησης στα Φανιά, υπό τον Βενιζέλο σχηματίστηκε στις 13/26-91916. 49 ΢τις 11/24-11-1916 46 47


Σσαγκαραντώνη, με το Μακράκη και μια ομάδα βενιζελικών από τη Μεσαρά, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένας άνδρας από τους Βόρους. Μετά την επικράτηση του κινήματος ακολούθησαν οι συλλήψεις των αντιβενιζελικών οπλοφόρων, τόσο στην πόλη του Ηρακλείου όσο και στην ύπαιθρο. Κατά διαταγή της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, οργανώθηκε μία Μεραρχία στην Κρήτη50. Αρχικά τη διοίκηση είχαν Κρήτες αξιωματικοί, όμως αργότερα περιέλαβε μεγάλο αριθμό εφέδρων αλλά και μονάδων προερχομένων και από άλλες περιοχές της Ελλάδας, χωρίς αυτό να αλλοιώσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της51. Μεταξύ των μονάδων της Μεραρχίας ήταν το 9ο ΢ύνταγμα Κρητών, αποτελούμενο από άνδρες των Νομών Λασιθίου και Ηρακλείου, στο οποίο εντάχθηκε ο Άνθιμος από την αρχή της δημιουργίας του. Σέλος Μαΐου του 1917 ο Τποστράτηγος Εμμ. Ζυμβρακάκης ανέλαβε τη Διοίκηση της Μεραρχίας με επιτελάρχη τον Γεώργιο Κατεχάκη, και την μεταφορά της στη Θεσσαλονίκη όπου ήταν η έδρα της Προσωρινής Κυβέρνησης. Μετά από ένα μήνα η Μεραρχία αποστέλλεται στον τομέα της Λούμνιτσας υπό την διοίκηση του ΢υνταγματάρχη του Μηχανικού ΢πηλιάδη ο οποίος αντικατέστησε τον Ζυμβρακάκη, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση του ΢ώματος ΢τρατού της Εθνικής Αμύνης. Μετά την παραίτηση και την αποχώρηση του Βασιλέα Κωνσταντίνου από την Ελλάδα, ο Βενιζέλος φτάνει στην Αθήνα52 και την επομένη ορκίζεται πρωθυπουργός. Με απόφαση του Γάλλου ΢τρατηγού Εντού, το αποτελούμενο από πιστούς στο Βενιζέλο 9ο ΢ύνταγμα Κρητών, που βρισκόταν μέχρι τότε μαζί την υπόλοιπη Μεραρχία (7ο και 8ο ΢ύνταγμα Κρητών) στην πρώτη γραμμή του Μετώπου στον τομέα της Λούμνιτσας αποστέλλεται στην Αθήνα για την υποστήριξη της νέας Κυβέρνησης «Μετά μεσημβρίαν (27ης Ιουνίου) αποβιβάζεται εις τον ΢ιδηροδρομικόν ΢ταθμόν εν ΢ύνταγμα Κρητών (9ον Εθνικής Αμύνης). Η δύναμις των λόχων είναι πλήρης. Οι άνδρες υψηλού αναστήματος, έχουν ωραίον παράστημα και επιδεικνύουν έξοχον συμπεριφοράν και κατά την διάβασίν των προξενούν εντύπωσιν»53 .

Η Κρητική Μεραρχία οργανώθηκε στο διάστημα 20-4 έως 5-5-1917. ΢υνταγματάρχου BUJAC: Η Μεραρχία Κρήτης, σελ. 3 52 Ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετέβη από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα στις 26-6-17 53 ΢τρατηγός Regnault: Le conquete d’ Athenes, σελ. 102 50 51


Παρέλαση του βενιζελικού 9ου ΢ύνταγμα της Εθνικής Αμύνης στην Αθήνα. ΢το μέσον της πρώτης έφιππης τριάδας ο ιερέας του ΢υντάγματος Άνθιμος Βασιλάκης. Αριστερά ο Διοικητής του, Θεόδωρος Πάγκαλος. Από καρτ ποστάλ της εποχής.

Η αποστολή στην Αθήνα του 9ου ΢υντάγματος υπό την διοίκηση του Θεοδώρου Πάγκαλου, δυσαρέστησε πολύ τα δύο άλλα Κρητικά ΢υντάγματα αποτελούμενα κυρίως από Ρεθυμνιώτες και Φανιώτες. Σο 9ο έφτασε στην Αθήνα και κατέλαβε την πόλη. Κατά την διέλευσή του όμως, οι κεντρικοί δρόμοι είναι έρημοι, και όλα τα παράθυρα των σπιτιών παρέμειναν κλειστά. Μόνο μετά τη διάλυση του κινήματος των αντιβενιζελικών στην Πελοπόννησο και την επιστροφή στο Γουδί του ΢ώματος ΢τρατού, υπήρξε συμφιλίωση και εκδηλώσεις χαράς εκ μέρους του αθηναϊκού λαού. Κατά το διάστημα της παραμονής του Άνθιμου στην Αθήνα, γάλλοι αξιωματικοί της ΢τρατιωτικής Οργανωτικής Αποστολής είχαν οργανώσει σειρά μαθημάτων πολεμικής τέχνης. Παρά την ιδιότητα του στρατιωτικού ιερέως, ο Άνθιμος έγινε δεκτός ως ακροατής, όπου κατά ομολογία των εκπαιδευτών αναδείχτηκε ταλαντούχος εκπαιδευόμενος, με ιδιαίτερες δεξιότητες γύρω από τη στρατιωτική τεχνική και τις γνώσεις του μάχιμου αξιωματικού. ΟΙ Γάλλοι εκτίμησαν την επίδοσή του, και του επέτρεψαν να λάβει μέρος στους σκοπευτικούς αγώνες που οργάνωσαν στο Γουδί όπου πρώτευσε, επιτυγχάνοντας το στόχο στις τέσσερεις από τις πέντε βολές. Μετά από αυτό του πρότειναν να συμμετέχει στην εκπαίδευση ρίψης χειροβομβίδων, όμως η αγκύλωση του δεξιού του χεριού από τα παλιά τραύματα δεν του επέτρεψε να εκπαιδευτεί στον τομέα αυτό. Ενώ ο Άνθιμος ήταν στην Αθήνα και πριν από την επιστροφή του στο Μέτωπο αισθάνθηκε την ανάγκη και επισκεφτεί και να χαιρετήσει τους Αδελφούς και τους συγγενείς του στην Κρήτη.


Μεραρχία ΢ερρών, 9ο ΢ύνταγμα Εθνικής Αμύνης Υύλλον 30-ημέρου κανονικής αδείας Φορηγούμεν εις τον ιερέα του ΢υντάγματος Αρχιμανδρίτην Άνθιμον Βασιλάκη μηνιαία κανονικήν άδειαν απουσίας δι’ Ηράκλειον Κρήτης. Αθήναι τη 11 Αυγούστου 1917 Ο Δ/της του ΢υντάγματος Σαβουλάρης Αρ. 6653. Εθεωρήθη διά την αναχώρησιν του, σήμερον, Αθήναι τη 11 Αυγούστου 1917. Σο Υρουραρχείον.

Α’ ΠΑΓΚΟ΢ΜΙΟ΢ ΠΟΛΕΜΟ΢ Μετά την επιβολή από την Κυβέρνηση Βενιζέλου του πολιτικού και στρατιωτικού ελέγχου της πρωτεύουσας, οι στρατιωτικές μονάδες επέστρεψαν στο μέτωπο. Οι άνδρες του 1ου ΢ώματος ΢τρατού της Εθνικής Αμύνης, μοιράστηκαν σε Μεραρχίες (Κρήτης, ΢ερρών, Αρχιπελάγους). Η Μεραρχία Κρήτης βρισκόταν στον τομέα της Δοϊράνης (το 7ο ΢ύνταγμα στα αριστερά, το 8ο στη μέση και το 9ο στα δεξιά του κέρατος). ΢τη μάχη της Δοϊράνης54 το 9ο ΢ύνταγμα είχε μεγάλες απώλειες σε αξιωματικούς και άνδρες. Μεταξύ αυτών που τραυματίστηκαν ήταν ο Ι. Ν. Μαυραντωνάκης πρώτος εξάδελφος του Άνθιμου, ο Διοικητής Καλομενόπουλος, ο υπολοχαγός Ιερεμίας, ο ανθυπολοχαγός Ν. Λουλακάκης55 τον οποίο μετέφερε βαριά τραυματισμένο στο χειρουργείο του 29ου ΢υντάγματος ο Άνθιμος. Ο Τπασπιστής του 9ου ΢υντάγματος Γεώργιος Καφφετζάκης (Μαράντης)56 μάλιστα, συμβούλευσε τον ΢υνταγματάρχη τους, να επιτρέΗ μάχη της Δοϊράνης διεξήχθη στις 5/18-9-1918 Αδερφός του Εμμανουήλ Λουλακάκη (Ηράκλειο 1895- Αθήνα1966), Τπουργού Γεν. Διοικητή Κρήτης στην Κυβέρνηση Σσολάκογλου. Προηγουμένως ο Εμμ. Λουλακάκης είχε διατελέσει Νομάρχης Καβάλας (1924), γενικός γραμματέας στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας (1928-29) και στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας (1929-32), ως ανερχόμενο στέλεχος του Κόμματος Υιλελευθέρων. Η πρόταση για την υπουργοποίηση του Ε. Λουλακάκη το 1941 έγινε από τους Κρητικούς ηγέτες Ι. Κούνδουρο, Γ. Σσόντο-Βάρδα και Ν. Σζερμιά, καθώς και από τους πολιτικούς ηγέτες Θ. ΢οφούλη, ΢τ. Γονατά και Κ. Ρέντη. Είναι ο μοναδικός κατοχικός υπουργός που ανέλαβε παρόμοια θέση σε μεταπολεμική κοινοβουλευτική κυβέρνηση – και μάλιστα τέσσερις φορές, μία στην κυβέρνηση ΢οφούλη το 1949, μία στην κυβέρνηση Διομήδη την ίδια χρονιά, μία στην κυβέρνηση ΑθανασιάδηΝόβα το 1965 και μία στην κυβέρνηση ΢τεφανόπουλου το 1966 μέχρι τον θάνατό του. 56 Γεώργιος Καφφετζάκης – Μαράντης (1886- 1967), από τη Νεάπολη Μεραμπέλλου. ΢πουδαίος δημοσιογράφος και πολυγραφότατος συγγραφέας γνωστός κυρίως για τις Κρητικές ηθογραφίες του. Πήρε μέρος στον Ηπειρωτικό πόλεμο με το Ανεξάρτητο Σάγμα Κρητών και τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο στη Μακεδονία. Σο βιβλίο του: ΟΙ ΚΡΗΣΕ΢ 54 55


ψει την προσέγγιση του Άνθιμου στην πρώτη γραμμή, διότι η παρουσία του εκεί ενθάρρυνε τους στρατιώτες, καθώς φρόντιζε για τους τραυματίες και για την ταφή των νεκρών. Ο ίδιος ο Γ. Καφφετζάκης –Μαράντης τραυματισμένος, μεταφέρεται στο Α’ ΢τρατιωτικό Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης από όπου στέλνει μια κάρτα στον Άνθιμο, στην οποία του γράφει57: Θεσ/κη, Α’ ΢τρατ. Νοσοκομείο

27-9-1918

Αγαπημένε μου, Ποτέ δεν θα ξεχάσω την ωραία illusion που μου αφήκες στο χειρουργείον. Ήσουν ένα κομμάτι πολεμιστού Θεού μέσα εις τους τραυματίες. ΢ε συγχαίρω με όλη μου την καρδιά. Γ. Καφφετζάκης

Μακεδονία, 1917. Ο Άνθιμος Βασιλάκης μεταξύ των αξιωματικών του 9ου ΢υντάγματος των Κρητών. Α.Α.Β.

Κατά τη διάρκεια της μάχης της Δοϊράνης οι άνδρες του 9ου ΢υντάγματος είχαν σημαντικές απώλειες, βαλλόμενοι από το εχθρικό πυροβόλο που βρισκόταν σε όρυγμα πίσω από τον κορμό μιας πελώριας δρυός, πάνω στο οποίο οι βούλγαροι υποχωρώντας είχαν δέσει τον χειριστή του. Ένας στρατιώτης από το Βενεράτο, κατάφερε έρποντας να πλησιάσει την δρυ και να το εξουδετερώσει με χειροβομβίδα. Ο Άνθιμος παρακάλεσε μια ομάδα άγγλων στρατιωτών που έσκαβαν ένα λάκκο πιο πέρα, για να ΢ΣΟΝ ΑΓΨΝΑ (Από την Δράσιν του Ανεξαρτήτου, 1912-13), Ηράκλειο 1915, βασίζεται στις πολεμικές του αναμνήσεις στην Ήπειρο. 57 Α. Α. Β.


σκεπάσουν τους ανθρώπους και τα ζώα μιας μεγάλης αγγλικής εφοδιοπομπής που είχε καταστραφεί από το βουλγαρικό πυροβολικό, να τον βοηθήσουν για να θάψει και τους δικούς του νεκρούς, μεταξύ των οποίων ήταν ο ανδρείος υπολοχαγός Μηλιώτης. Διοικητής του 9ου ΢υντάγματος μέχρι τη μάχη της Πλάγκα- Πλάνινα του Μπέλες ήταν ο Σαγματάρχης Κων/νος ΢πανόπουλος, ο οποίος πολλές φορές είχε εκφράσει τη λύπη του στον Άνθιμο, διότι δεν ήταν Κρης. Όταν ο λοχίας Πρατικάκης αντέδρασε αρνητικά σε διαταγή του αδερφού και διοικητή του, Τπολοχαγού Εμμ. Πρατικάκη, για τη μεταφορά τραυματία που κινδύνευε να καεί από τις φλόγες58 κατά τη διάρκεια της μάχης, αυτός του είπε πως αν δεν υπακούσει χωρίς αντιρρήσεις στη διαταγή του, θα τον πυροβολήσει παρ’ ότι ήταν αδερφός του. Κατά τη μάχη της Πλάγκα Πλανίνα59 στο αριστερό μέρος του μετώπου, το 9ο ΢ύνταγμα υπό την διοίκηση του ΢υνταγματάρχη Μίνη ανυπομονούσε για δράση. Φωρίς να περιμένουν το Πυροβολικό να τους ανοίξει διόδους διά μέσου των συρματοπλεγμάτων, μικρές ομάδες από τους άνδρες του έρποντας με κόπο, κατορθώθηκαν να κόψουν τα συρματοπλέγματα και να προχωρήσουν. Αλλά τρομερό πυρ φραγμού ανέκοψε την ορμή τους, με αποτέλεσμα να υποστούν σοβαρές απώλειες σε αξιωματικούς, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Μίνης60. Μετά τη μάχη και ενώ είχαν υπερβεί την κορυφή Αλέξαινα του Μπέλες, το 9ο ΢ύνταγμα συνέχισε να προχωρεί εναντίον των Βουλγάρων κατηφορίζοντας μέχρι την κατεστραμμένη από το αγγλικό πυροβολικό γέφυρα του ΢τρυμώνα, από την άλλη μεριά της οποίας βρισκόταν ο βουλγαρικός στρατός. Ο Μέραρχος ΢πηλιάδης διέταξε τους άνδρες του να αποσυρθούν, λόγω του ότι η Μεραρχία είχε αποδεκατιστεί. Οι στρατιώτες αντέδρασαν δηλώνοντας πως δεν δέχονται ιδιαίτερη μεταχείριση, αντίθετα όφειλαν να συνεχίσουν την καταδίωξη των Βουλγάρων που υποχωρούσαν άτακτα. Μεταξύ των πρώτων που αντέδρασαν δυναμικά ήταν ο Αντώνης Καστρινάκης, που εκτελέστηκε στην Κρήτη κατά τη διάρκεια της Κατοχής από τους Γερμανούς. Ο ΢πηλιάδης τους είπε ότι, μετά τις Έκρηξη οβίδας είχε μεταδώσει τη φωτιά στους θάμνους που με τη βοήθεια του ανέμου απλώθηκε. Η πυρκαγιά έφερε τα τμήματα της πρώτης γραμμής που ήδη είχαν δοκιμαστεί από τη μάχη, σε πολύ δύσκολη θέση και τα υποχρέωσε να παραχωρήσουν λίγο από το έδαφος που είχαν καταλάβει, ενώ τα πυροβόλα μιας από τις πυροβολαρχίες της ΙΙ Μοίρας είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές. BUJAC: Η ΜΕΡΑΡΦΙΑ ΚΡΗΣΗ΢, υποσ. 2, σελ. 9 59 Η μάχη της Πλάγκα Πλανίνα διεξήχθη στις 17-18 ΢επτεμβρίου 1918 60 Σα ΢υντάγματα 9ο και 29ο παρουσίασαν τις εξής απώλειες: Αξιωματικοί 10 νεκροί, 30 τραυματίες, Οπλίτες: 91 νεκροί, 37 αγνοούμενοι, 511 τραυματίες. ΢το 8ο ΢ύνταγμα: Αξιωματικοί 4 τραυματίες, Οπλίτες: 5 νεκροί, 29 τραυματίες. BUJAC: Η ΜΕΡΑΡΦΙΑ ΚΡΗΣΗ΢, υποσ.1, σελ. 9 58


μεγάλες απώλειες που είχαν υποστεί οι άνδρες του και ενώ υποχωρούν οι εχθροί, δεν επιτρέπεται να διακινδυνεύσει τη ζωή ούτε ενός ακόμη στρατιώτη. Σο επόμενο δεκαήμερο61 οι μάχες προς τη δεξιά όχθη του Αξιού συνεχίζονται. Ο ΢πηλιάδης δίνει διαταγή στο 9ο ΢ύνταγμα να ανέβει στις κορυφές 1492 και 1327 του Μπέλες, και κατόπιν με τη συνδρομή ενός τάγματος του 8ου ΢υντάγματος και 2 βρετανικών πυροβολαρχιών να κινηθούν ως «μικτό απόσπασμα» προς Σσουγκαράκ (1692) και Σούμπα, και επί πλέον να βοηθήσουν την 14η Ελληνική Μεραρχία που είχε αποκλειστεί από τη Βουλγαρική οπισθοφυλακή στο στενό Γενίκιοϊ – ΢τρόμνιτσα. Η Βουλγαρία ζήτησε ανακωχή στις 30 ΢επτεμβρίου 1918. Σις τελευταίες ημέρες του πολέμου62 οι επιθέσεις του μικτού αποσπάσματος εναντίον της κορυφής 1640 είχαν προκαλέσει κάμψη της αντίστασης του εχθρού που αποφάσισε κατά τη διάρκεια της νύκτας να υποχωρήσει οριστικά. Σην ίδια νύκτα τηλεφωνικές διαταγές από το ΢ώμα Εθνικής Αμύνης και από το 12ο Βρετανικό ΢ώμα επέβαλαν την αναστολή της προέλασης των συμμαχικών δυνάμεων πέρα των θέσεών τους, λόγω της ανακωχής που υπέγραψε τελευταία από τις Κεντρικές Δυνάμεις, η Γερμανία. Η Μεραρχία τις επόμενες ημέρες εγκαταστάθηκε στο Δεμίρ- Ισσάρ (΢ιδηρόκαστρο) των ΢ερρών. Ανάμεσα στα έγγραφα του Άνθιμου διασώζεται το κείμενο μιας ημερησίας διαταγής του 9ου ΢υντάγματος, απόσπασμα της οποίας παραθέτω: ΜΕΡΑΡΦΙΑ ΚΡΗΣΗ΢ 9ο ΢ύνταγμα Κρητών

Ημερησία διαταγή 18ης ΢επτεμβρίου 1918

Εις τους κάτωθι αξιωματικούς εκτελέσαντας μετά θάρρους, ορμής και αποφασιστικότητος το καθήκον αυτών κατά τας μάχας της 12 ης και 16ης ΢/βρίου ε.ε. παρ’ όλας τας παρουσιασθείσας εκ του εδάφους δυσκολίας και το σφοδρόν πυρ του εχθρού εκφράζω τα θερμά συγχαρητήριά μου: 4) Ιερέαν Βασιλάκην Άνθιμον Ο Δ/της του ΢υντάγματος Λ. Καλλιδόπουλος, ΢υνταγματάρχης Παράλληλα το Τπ. ΢τρατιωτικών απονέμει στον Άνθιμο Μετάλλιο ΢τρατιωτικής αξίας: 61 62

Από τις 19 έως τις 29 ΢επτεμβρίου 1918 Από τις 29-10 έως 11-11-1918


ΒΑ΢ΙΛΕΙΟΝ ΣΗ΢ ΕΛΛΑΔΟ΢ Δ/σις Προσωπικού, Σμήμα 2ο , Αρ.πρωτ.192489, κ.ε. Περίληψης : Περί απονομής Μεταλλίων ΢τρατιωτικής Αξίας Αλέξανδρος Βασιλεύς των Ελλήνων Προτάσει του ημετέρου κλπ, *<+, ομοίως απονέμομεν το Μετάλλιον ΢τρατιωτικής Αξίας Γ’ Σάξεως εις τον ιερέαν του 9ου Πεζικού ΢υντάγματος Κρητών, Βασιλάκη Άνθιμον, διότι προσχωρήσας εκ των πρώτων εις τον Εθνικόν ΢τρατόν ειργάσθη ως ιερεύς του ΢υντάγματος μετ’ αφοσιώσεως εις το να εμπνέει και δίδει εις τους άνδρες το καλόν παράδειγμα. Εν Αθήναις τη 19η Οκτωβρίου 1918 Ο ηρωισμός, η γενναιοφροσύνη και η αυταπάρνηση του Άνθιμου υπερβαίνουν τα όρια του Μετώπου και γίνονται γνωστά με θαυμασμό στο Ηράκλειο και στην ευρύτερη περιφέρεια της Μονής Επανωσήφη. Αυτό μαρτυρεί το γράμμα που έλαβε από τον Αδελφό της Μονής Διονύσιο ΢τεφανίδη63. Εν Επανωσήφη τη 1η Υεβρουαρίου 1918 ΢εβαστέ μοι Πάτερ Άνθιμε, Φριστός Ανέστη. Είναι ο χαιρετισμός μου επί τη χαρμοσύνω ειδήσει των δαφνοστεφών νικών του Ελληνικού ΢τρατού και δη του 9ου ΢υντάγματος του οποίου Τμείς έχετε την τύχην να είσθε Ιερεύς. Είναι ο χαιρετισμός μου επί τη διασώσει Τμών κατά τας τρομεράς επιθέσεις του ΢υντάγματός ΢ας κατά του εχθρού, μαθών την γενναιοφροσύνην και αυταπάρνησιν Τμών, κατ’ αυτάς. Αψηφών το θάνατον και λαμβάνων τον ΢ταυρόν τιθέμενος ως προπύργιον του ΢υντάγματός ΢ας και περιφρονών τας εχθρικάς βολάς διεισδύων εντός των εχθρικών χαρακωμάτων μετά του ΢υντάγματος, ενσπείρων ρίγος και πανικόν εις τον εχθρόν. Σιμή και δόξα εις Τμάς τους επιδιώκοντας και διεκδικούντας την δόξαν και το μεγαλείον του έθνους. Κατά σύμπτωσιν ευρέθην προ 3 ημερών εις Ηράκλειον, μαθών τα κατορθώματά ΢ας ταύτα και τας ανδραγαθίας ΢ας παρά φίλου τινός, όστις τα έμαθε παρά του κ. Δοκουμετσίδου, διηγούμενος ταύτα στρατιώτης λαβών μέρος εις την επίθεσιν εκείνην (και) γενόμενος αυτόπτης μάρτυς. Είναι απερίγραπτος η χαρά μου και πάντων των χωριανών Φουδετσανών εκ μέρους των οποίων έχετε ασπασμούς. Όπως δε και εκ μέρους μου εις τους αγαπητούς μου, Γιώργον κουνιάδον μου, και Ιωάννην Ανδρουλάκην.

Ο Διονύσιος ΢τεφανίδης, ήταν Αδελφός της Μονής Επανωσήφη, και προστατευόμενος του Άνθιμου. Ήταν καλός ιερέας, καλλίφωνος και μορφωμένος. Πέθανε από συγκοπή, σε ηλικία μόλις τριάντα ετών. 63


Ευχόμενος τω Τψίστω όπως διαφυλάττει αυτούς τε και Τμάς εν πλήρει υγεία, επανερχόμενοι ταχέως νικηταί και τροπαιούχοι. Ασπαζόμενος Τμάς. Διονύσιος ΢τεφανίδης, Ιερομόναχος. Αξίζει να αναφερθούν εδώ οι εγκωμιαστικές μαρτυρίες του ΢τρατηγού ΢πηλιάδη, που πιστοποιούν τη στρατιωτική αρετή των Κρητικών ΢υνταγμάτων που πολέμησαν στο Skra- di- legen και στη ΠλάγκαΠλανίνα, όπως με συγκίνηση δήλωσε στον ανταποκριτή της εφημερίδας ΕΛΕΤΘΕΡΟ΢ ΣΤΠΟ΢: «Κατά τη διάρκεια του στρατιωτικού μου σταδίου, ουδέποτε έσχον καλλιτέραν αμοιβήν από εκείνην, ην αποτελεί η διοίκησις της Μεραρχίας Κρήτης. Επί 14 μήνες εις τα χαρακώματα, και έπειτα, κατά την διάρκειαν των μαχών, η Μεραρχία μου, πάντοτε ηνωμένη, πάντοτε ανδρεία, πάντοτε πειθαρχούσα, πάντοτε εις την πρώτην γραμμήν του πυρός, άνευ διακοπής ή αναπαύσεως, επεδείξατο τας καλλιτέρας ιδιότητας και τας ωραιοτέρας αρετάς ας θα ηδύνατό τις να απαιτήση παρά στατιωτικής μονάδος. Είμαι υπερήφανος διά τους άνδρας μου και διά την διαγωγήν των, ην, καθ’ όλον τον αγώνα, άνευ διακρίσεως βαθμού ή όπλου, επεδείξαντο. Η επίθεσις του ΢κρά, η πρόσφατος μάχη της Δοϊράνης, η προέλασις αυτών διά μέσου των αποκρήμνων κορυφών του όρου Μπέλλες, ένθα κατεδίωξαν τον εχθρόν υπό τας μάλλον δυσμενείς συνθήκας και ένθα συνέτριψαν την λυσσώδη αυτού άμυναν, ην καθίστων μάλλον αποτελεσματικήν η φύσις του εδάφους και τα πολυάριθμα οχυρά συγκροτήματα, εξηγούσι και δικαιολογούσι την υπερηφάνειάν μου. Προς την γενναίαν Μεραρχίαν μου προς ην με έχει συνδέση αδιαρρήκτως ολόκληρος σειρά αγώνων, θα διατηρήσω πάντοτε την μάλλον βαθείαν εκτίμησιν και συμπάθειαν, όπως επίσης θα διατηρήσω εις τα μύχια της καρδίας μου και της μνήμης μου την ανάμνησιν των γενναίων μου, οίτινες έπεσον ενώπιον του εχθρού»64 Μετά την ανακωχή τον Νοέμβριο του 1918, η Μεραρχία Κρήτης επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όπου ο Βενιζέλος είχε διορίσει ως Νομάρχη τον Ηρακλειώτη δικηγόρο και πολιτευτή Γεώργιο Δοκουμετζίδη. Ο Βενιζέλος είχε αρχικά υποσχεθεί στο Δοκουμετζίδη τη Νομαρχία Αττικής, την οποία απαίτησε και έλαβε αντί γι’ αυτόν, ο Γεώργιος Παπανδρέου.

64

BUJAC: Η ΜΕΡΑΡΦΙΑ ΚΡΗΣΗ΢, σελ. 12


Η ΜΙΚΡΑ΢ΙΑΣΙΚΗ ΕΚ΢ΣΡΑΣΕΙΑ (1919-1922) Η Μικρασιατική εκστρατεία που συντελέστηκε σε μια περίοδο σημαντικών διεθνών εξελίξεων κατέληξε, όπως είναι γνωστό, σε ολοκληρωτική συντριβή των ελληνικών δυνάμεων από τους Νεότουρκους του Κεμάλ, και σε καταστροφή του Μικρασιατικού Ελληνισμού65. Η Ελληνική Κυβέρνηση, με αφορμή τις διώξεις και τις σφαγές στην Πέργαμο και το Αϊδίνιο απέσπασε την εντολή των ΢υμμάχων για απόβαση στη ΢μύρνη και το Μάιος του 1919 έστειλε στρατό υπό τον αντιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, για να καταλάβει την ευρύτερη περιοχή. Οι κάτοικοι υποδέχτηκαν τους έλληνες στρατιώτες ως ελευθερωτές.

10 Ιουνίου 1920. Ο Άνθιμος Βασιλάκης στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Α.Α.Β.

Μετά τη ΢ύνοδο Ειρήνης του Παρισιού66 που ακολούθησε τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την ανακωχή των κρατών των Κεντρικών Δυνάμεων, παραχωρήθηκε στην Ελλάδα67 για πέντε χρόνια η Διοίκηση των Νομαρχιών Αϊδινίου και Προύσας μεγάλο μέρος της περιοχής ΢μύρνης, στις δε Ιταλία και Γαλλία άλλα τμήματα της Μ. Ασίας.

Οι ιστορικοί ερευνητές που μελετούν τη Μικρασιατική εκστρατεία τη διαιρούν σε δύο περιόδους: Σην Α΄ Περίοδο της πρωθυπουργίας του Ελευθερίου Βενιζέλου που διαρκεί από το Μάιο του 1919 μέχρι 31-10-1920, και τη Β΄ Περίοδος της παλινόρθωση της Βασιλείας, από 1-11-1920 μέχρι το ΢επτέμβριο του 1922. 66 Η ΢ύνοδος Ειρήνης του Παρισιού είχε διάρκεια πέντε μηνών, Ιανουάριος -Μάιος 1919 . 67 ΢υνθήκη των ΢εβρών 12 Αυγούστου 1920 65


Η Μικρασιατική εκστρατεία βρίσκει τον Άνθιμο ιερέα του 9ου ΢υντάγματος, της 5ης Μεραρχίας Κρήτης. Ο Άνθιμος είναι πλέον εμπειροπόλεμος. Βάζει το ράσο σε δεύτερη μοίρα και συμμετέχει ενεργά στις πολεμικές επιχειρήσεις του ΢υντάγματός του. Προσελκύει την εκτίμηση των συμπολεμιστών του, αξιωματικών και οπλιτών, διακρίνεται για τις πολεμικές του αρετές, και αντιμετωπίζει τις κακουχίες της εκστρατείας με αξιοθαύμαστη ηρεμία. Μετά την κατάληψη της ΢μύρνης από τον Ελληνικό ΢τρατό, υπήρξε ανάγκη αποστολής ενισχύσεων. Σο ΢ύνταγμα68 του Άνθιμου στάλθηκε αιφνίδια στην ΢μύρνη, ενώ αυτός βρισκόταν σε άδεια διάρκειας σαράντα ημερών. Σο ίδιο διάστημα είχε άδεια νοσηλείας σε νοσοκομείο της Αθήνας ο ιπποκόμος και ανιψιός του, Κωστής Μαλλικούτης. ΢το Νοσοκομείο αυτό ήταν Διευθυντής ο ιατρός Ζορμπάς αδερφός του αρχηγού της Επανάστασης στο Γουδί. Με τη λήξη της άδειας του, ο Άνθιμος με τη συνοδεία του Μαλλικούτη, παρ’ ότι αυτός δεν είχε αποθεραπευθεί κατά τη γνώμη του ιατρού Ζορμπά, ακολούθησε το ΢ύνταγμα του στη ΢μύρνη και διασχίζοντας το Κορδελιό παρουσιάστηκαν στην έδρα της Μεραρχίας της Κρήτης. Σο Κορδελιό ήταν από τα ωραιότερα προάστια της ΢μύρνης, γεμάτο επαύλεις πλουσίων ελλήνων και τούρκων, κτισμένες μέσα σε ολάνθιστα πάρκα. Είχε πυκνή συγκοινωνία με τη ΢μύρνη, με σιδηρόδρομο και ατμακάτους. ΢τη συνέχεια η Μεραρχία μεταστάθμευσε στο βόρειο τομέα των επιχειρήσεων στη Νικομήδεια, από όπου κάλυπτε όλο τον τομέα Νικομήδειας – Προποντίδας- Γκεϊβέ69. Εκεί ήταν αγκυροβολημένο ένα πολεμικό πλοίο για την προστασία της περιοχής, στη περίπτωση που ο τουρκικός στρατός προερχόμενος από το στενό Γκεϊβέ, που βρισκόταν στα γύρω γυμνά υψώματα, επιτεθεί. Αρχικά, Διοικητής της Μεραρχίας ήταν ο ικανός και δραστήριος αξιωματικός Παναγιώτης Γαργαλίδης70. ΢το ΢ύνταγμα του Άνθιμου οι περισσότεροι αξιωματικοί ήσαν φανατικοί βενιζελικοί. Ο Μανόλης Πιτυκάκης σε συζήτησή του στη Θεσσαλονίκη, με τον Φριστ. Φριστόπουλο Ανώτερο Γενικό Αρχιάτρο ε.α., πολλά χρόνια αργότερα, ανέφερε τυχαία το όνομα του Άνθιμου. ΢το άκουσμα του ονόματός του ο Φριστόπουλος πετάχτηκε κυριολεκτικά όρθιος: «Σον ξέρεις τον πατέρα Άνθιμο; Ζει ακόμη; Που βρίσκεται να του γράψω;». Ο Πιτυκάκης απόρησε, και εκείνος του εξήγησε πως υπηρέτησαν μαζί, στο Σο 9ο ΢ύνταγμα εντάχθηκε τότε στην 5η/11η Μεραρχία 69 Ένα Σάγμα εγκαταστάθηκε στην Κάντρα κοντά στις εκβολές του ΢αγγάριου ποταμού και στην Αμάσεια τοποθετήθηκε το 7ο ΢ύνταγμα Κρητών. 70 ΢τρατηγός Παναγιώτης Γαργαλίδης (1870-1948). Από τους διοργανωτές του αποτυχόντος στρατιωτικού κινήματος της 22ας Οκτωβρίου 1923 68


ίδιο ΢ύνταγμα στη Μ. Ασία, και ότι σ’ αυτόν τον άνθρωπο χρωστά τη ζωή του: «Βρισκόμουν υπό διωγμό σαν αντιβενιζελικός και μου έδωσαν φύλλο πορείας για το 45ο ΢ύνταγμα, όπου όλοι οι αξιωματικοί ήταν βενιζελικοί. Μόλις έφθασα, βρέθηκα σ’ ένα περιβάλλον που μπορώ να το χαρακτηρίσω εχθρικό, όπου όλοι με απέφευγαν επιδεικτικά. Ένιωθα την ανάγκη κάποιας συναδελφικής συμπάθειας, κάτω μάλιστα από τις συνθήκες που βρισκόμαστε. Επειδή είχα και την περιποίηση των τραυματιών καθυστερούσα να πάω εγκαίρως στο κοινό συσσίτιο και συνήθως έτρωγα μόνος μου, όταν ένα βράδυ βλέπω τον Άνθιμο να κάθεται σε μια γωνιά. «Γιατί κάθεσαι μοναχός παππούλη;», τον ρωτάω. Μου απάντησε πως με περιμένει να φάμε μαζί και να τα πούμε. ΢υζητώντας μου είπε πως με βλέπει στενοχωρημένο. Πως ξέρει τι έχω. Αλλά να μην τους αδικώ. Ότι δεν είναι κακοί. Η κατάσταση είναι τέτοια, αλλά θα περάσει». Ο Άνθιμος στάθηκε στο εξής ο άγγελος παρηγοριάς του, ένας αδελφικός φίλος, που του τόνωνε το ηθικό, που τον βοήθησε να επιβιώσει. Σον θαύμαζε, όταν τον έβλεπε με το ντουφέκι στο χέρι, να δίνει το παράδειγμα της αυτοθυσίας στους στρατιώτες. Ας σημειωθεί ότι ο Φριστόπουλος ήταν όχι μόνο ιατρός, αλλά και ένας τολμηρός πολεμιστής, ένα πραγματικό παλληκάρι. Η πεδιάδα γύρω από τη Νικομήδεια ήταν κατάφυτη από οπωροφόρα δένδρα, τόσο φορτωμένα με καρπούς που έπεφταν στη θάλασσα. Για να περισυλλέξουν τα φρούτα έστελναν βάρκες που επέστρεφαν γεμάτες. Μεταξύ Νικομήδειας και Γκεϊβέ όλη η περιοχή ήταν κατάφυτη από κερασιές που ήταν φορτωμένες εκείνη την εποχή. Οι κάτοικοι προσέφεραν με προθυμία σε όλο το ΢τρατό μεγάλες ποσότητες κεράσια, για να αποφύγουν την καταστροφή των δένδρων από την αυθαίρετη συγκομιδή τους. Σο Σάγμα της Κάντρας στις εκβολές του ποταμού ΢αγγάριου, είχε διοικητή τον ταγματάρχη Υραγκούλη που διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τις καλλίτερες τουρκικές (αντικεμαλικές) οικογένειες της περιοχής, από τις οποίες συγκέντρωνε χρήσιμες πληροφορίες για τα σχέδια των κεμαλικών δυνάμεων. Πληροφορούμενος κάποτε, πως την επομένη το πρωί επρόκειτο να τους επιτεθούν κατά μέτωπο, έστησε ενέδρα από απόσταση 50 μέτρων, με πολυβόλο και χειροβομβίδες με αποτέλεσμα να φονευτεί μεγάλος αριθμός τούρκων. Αλλά ο σκοπός κατά λάθος πυροβόλησε τον ανθυπολοχαγό Μαδαριωτάκη, όταν αυτός δεν απάντησε στο σύνθημά του. Ο Άνθιμος πήγε στην Κάντρα και για να μεταφέρει τη σωρό του ανθυπολοχαγού στη Νικομήδεια όπου τον ενταφίασε. Κοντά στο Σάγμα του Υραγκούλη ήταν στρατοπεδευμένο ένα Αγγλικό Άγημα. Οι δύο διοικητές, ο Έλληνας και ο Άγγλος, με τη συνοδεία στρατιωτών περιόδευαν στα 42 χωρία της περιοχής ευθύνης τους, χωρίς


να ενοχλούν τους τούρκους κατοίκους. Από τους έλληνες έπαιρναν κότες, και ως πληρωμή οι άγγλοι τους έδιναν κονσέρβες.

Νοέμβριος 1920. Η διάταξη των Αντιπάλων στη Μικρά Ασία. Φάρτης Γ.Ε.΢ .

Μετά τις δραματικές εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, στις οποίες ο Βενιζέλος δεν εξελέγη ούτε βουλευτής, την πτώση της Κυβερνήσεως Βενιζέλου, την άνοδο στην εξουσία των φιλοβασιλικών και την παλινόρθωση του Κωνσταντίνου, τα πάντα άλλαξαν. Άλλαξε ακόμα και η σύνθεση και η ονομασία των ελληνικών στρατιωτικών μονάδων. Οι βετεράνοι αρχηγοί και αξιωματικοί του Ελληνικού ΢τρατού αντικαταστάθηκαν από απειροπόλεμους. Αρχιστράτηγος αναλαμβάνει αρχικά ο Παπούλας, και μετά το Μάιο του 1922 ο αντιστράτηγος Γ. Φατζηανέστης. Η Αντάντ εγκατέλειψε την Ελλάδα. Οι ΢ύμμαχοι, ιδιαίτερα οι Γάλλοι και οι Ρώσοι, τήρησαν στο εξής εχθρική στάση προς τους Έλληνες, και εφοδίαζαν τον Κεμάλ με ανεξάντλητο πολεμικό υλικό. Ο Κεμάλ, που δεν αναγνώρισε τη συνθήκη των ΢εβρών, είχε ορίσει ως πρωτεύουσά του την ασήμαντη μέχρι τότε Άγκυρα. Είχε ως στόχο να εκδιώξει τους έλληνες από τις χώρες (Αν. Θράκη, ΢μύρνη) που είχαν παραχωρηθεί στην Ελλάδα με αυτή τη συνθήκη, αλλά και από όλη τη Μ. Ασία συνολικά. Ο νέος Διοικητής της 11ης71 Μεραρχίας υποστράτηγος Νικόλαος Κλαδάς, κατά τη διάρκεια στρατιωτικής επιχείρησης κατέστρεψε τα σαράντα δύο χωριά της περιοχής ευθύνης του, κατακαίοντας τα. ΢ε παρατήρηση του θαρραλέου Σαγματάρχη Υραγκούλη, ο οποίος δεν είχε αντικατασταθεί Σότε το 9ο ΢ύνταγμα του Άνθιμου μετονομάστηκε σε 45ο και εντάχθηκε στην 11η Μεραρχία, όπως μετονομάστηκε η 5η. . 71


κατά την αλλαγή της ηγεσίας του στρατεύματος που ακολούθησε τις αλλαγές του ελληνικού πολιτικού καθεστώτος, δήλωσε ότι θα σφάζει και θα καίει τα πάντα. Αυτή ήταν η αιτία που ο Κεμάλ ονόμασε τη 11 η Μεραρχία «Μεραρχία δολοφόνων και πυρπολητών». Αυτός ήταν ο λόγος που οι άνδρες της βασανίστηκαν ιδιαίτερα από τους Σούρκους κατά την αιχμαλωσία τους. Μετά το κακούργημα του Κλαδά, η Σαχυδρομική επικοινωνία μεταξύ των ελληνικών τμημάτων Νικομήδειας και Κάντρας έπαψε. Οι άνδρες του Σαχυδρομείου που είχαν ως σημείο συνάντησης το μέσον της απόστασης Νικομήδειας - Κάντρας, έπεσαν σε ενέδρα των Σούρκων που τους σκότωσαν όλους και έριξαν τα πτώματά τους στο ΢αγγάριο. Σο γεγονός αυτό, διηγήθηκε στον Άνθιμο ο μοναδικός από τους ταχυδρόμους που σώθηκε, ο οποίος προσποιούμενος τον σκοτωμένο έπεσε στον ποταμό και σκεπάστηκε από χόρτα. Μετά από αυτά τα γεγονότα, και προς επίδειξη ισχύος κατελήφθη με διαταγή του Κλαδά, η πόλη Αντά Παζάρ από τον ελληνικό στρατό. Πριν από την παλινόρθωση, σύνδεσμος του ΢υντάγματος του Άνθιμου με τις αγγλικές δυνάμεις, ήταν ο άγγλος λοχαγός Μακ Ρόμπινς. Επειδή πολλά από τα ονόματα των αξιωματικών του ΢υντάγματος κατέληγαν σε –άκης, λόγω της κρητικής τους καταγωγής, ο άγγλος αξιωματικός από εκτίμηση προς αυτούς συστηνόταν ως Μακρομπάκης!! Μετά την Παλινόρθωση ο Μακ Ρόμπινς διατάχθηκε να επιστρέψει στη μονάδα του που στάθμευε στην Κωνσταντινούπολη. Επειδή δεν υπήρχε διαθέσιμο όχημα, ήρθε έφιππος με δύο ακολούθους στη Νικομήδεια, για να αποχαιρετήσει στο Αρμασάν τον Ασημακόπουλο, Διοικητή μέχρι τότε του ΢υντάγματος που υπηρετούσε ο Άνθιμος. Αυτός του είπε: «Γιατί έκανες τόσο κόπο παιδί μου; Μπορούσες να χρησιμοποιήσεις το τηλέφωνο». Ο ΢υνταγματάρχης Ασημακόπουλος, γενναίος και καλός στρατιωτικός και άνθρωπος, αντικαταστάθηκε από τον Κακουσαίο, λοχαγό του Οικονομικού στο Gorlitz72, ο οποίος εστάλη στη Μ. Ασία ως Διοικητής ΢υντάγ-

Σο Gorlitz (Γκέρλιτς) είναι Γερμανική πόλη που βρίσκεται κοντά στα Πολωνικά σύνορα. Σο ΢επτέμβριο του 1916, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μεταφέρθηκαν εκεί 7.000 στρατιώτες του Δ’ ΢ώματος του ελληνικού ΢τρατού, μετά την κατάκτηση της Ανατολικής Μακεδονίας από τους Βουλγάρους, διότι η ηγεσία του Δ’ ΢ώματος θεώρησε την παράδοσή της στους Γερμανούς προτιμότερη από την αιχμαλωσία τους από το Βουλγαρικό στρατό. Ογκώδεις διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν τότε στην Αθήνα, ενώ στην Θεσσαλονίκη εκδηλώθηκε το κίνημα της «Εθνικής Αμύνης». Περίπου 3.000 στρατιώτες με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Φριστοδούλου προτίμησαν αντί να παραδοθούν στους γερμανούς να αυτομολήσουν για να ενωθούν με την Εθνική Άμυνα, και άλλοι κατέφυγαν στα βουνά, για να αποτελέσουν τον πυρήνα της μετέπειτα αξιόμαχης Μεραρχίας ΢ερρών. 72


ματος. Ο Ασημακόπουλος παρέμεινε ως υποδιοικητής, και στη μάχη της Αβγκίν- Κουβαλίτσα73 υπέδειξε ότι η διάταξη των Σμημάτων της Μεραρχίας ήταν λανθασμένη, διότι μετά από έρευνα είχε διαπιστωθεί πως ο εχθρός ήταν σε διάταξη όχι μόνο μπροστά, αλλά και δεξιά και αριστερά πιθανώς δε και πίσω, εκτός από την αναμενόμενη αεροπορική επίθεση, και γι’ αυτό το λόγο φρόντισε να αφήσει ένα Σάγμα ως οπισθοφυλακή. Μετά από πεισματική αντιπαράθεση με τον Κακουσαίο, αυτός δέχτηκε να μετατοπιστούν οι μονάδες, όπως θεωρούσε ο Ασημακόπουλος σωστό. Ο Ασημακόπουλος επαληθεύτηκε διότι δέχτηκαν ισχυρή επίθεση πίσω, την οποία απέκρουσαν με την αντιστροφή ενός ακόμη Σάγματος. Κατά τη διάρκεια μάχης ήρθε διαταγή στο Σάγμα υπό τη Διοίκηση του Κων/νου Υραγκούλη να φύγει από την έδρα της Μεραρχίας και να σπεύσει προς ενίσχυση του Σάγματος74 που είχε ως βάση το Αντά Παζάρ, με στόχο την καταστροφή πορθμείων και τον αφοπλισμό χωριών, και στη συνέχεια να το συνοδεύσει στη βάση του. Επειδή το Σάγμα του Αντά Παζάρ καθυστέρησε να φτάσει στο καθορισμένο σημείο συνάντησης, το Σάγμα του Υραγκούλη, αναγκάστηκε κατά τη διάρκεια της επίθεσης του τακτικού τουρκικού στρατού να αντιμετωπίσει μόνο του εχθρικές δυνάμεις υπέρτερες των δικών του,. Ο αγώνας υπήρξε σκληρός και η μάχη διάρκεσε τρείς ώρες. Οι αξιωματικοί του Σάγματος, οι προερχόμενοι από το Γκέρλιτς δήλωσαν αδυναμία, και έτσι επικεφαλής τέθηκε ο ίδιος ο Υραγκούλης, ο οποίος έπεσε νεκρός από μία χειροβομβίδα που δέχτηκε στο κεφάλι. Ο εχθρός αναγκάστηκε να υποχωρήσει με μεγάλες απώλειες.75 Σο Σάγμα αποδεκατισμένο, μπήκε στο Αντά Παζάρ, διακομίζοντας τον σώμα του Σαγματάρχη Υραγκούλη. Ο Άνθιμος που τον αγαπούσε ιδιαίτερα, πήγε στο Αντά Παζάρ για να ασπαστεί τον νεκρό. Μετά από απαίτηση του αδερφού του νεκρού Ανθυπασπιστή Υραγκούλη που υπηρετούσε στο ΢ύνταγμα του Κακουσαίου, να φροντίσει για την ταφή του νεκρού στη Νικομήδεια, και παρά τις αντιρρήσεις που υπήρξαν εκ μέρους των

Οι τελευταίοι από τους στρατιώτες και αξιωματικούς του Γκέρλιτς, επέστρεψαν στην Ελλάδα το Υεβρουάριο του 1919. Οι αξιωματικοί πέρασαν από στρατοδικείο και τιμωρήθηκαν. Μετά την ήττα του Βενιζέλου το 1920 και την επιστροφή του Κωνσταντίνου, οι αξιωματικοί που τιμωρήθηκαν πήραν προαγωγές και ανέλαβαν σημαντικές θέσεις στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. 73 Η μάχη της Αβγκίν- Κουβαλίτσα έγινε το Μάρτιο του 1921 74 Διοικητής του Σάγματος που είχε ως βάση το Αντά Παζάρ ήταν ο Σαγματάρχης Αθανάσιος Μπασιάκος. Γ.Ε.΢.: Η ΕΚ΢ΣΡΑΣΕΙΑ ΕΙ΢ ΣΗΝ ΜΙΚΡΑ Α΢ΙΑΝ (1919-1922). ΕΠΙΘΕΣΙΚΑΙ ΕΠΙΦΕΙΡΗ΢ΕΙ΢ Σόμος ΣΡΙΣΟ΢ 75 Η μάχη έλαβε χώρα στις 16 Μαρτίου 1921. Γ.Ε.΢.: Η ΕΚ΢ΣΡΑΣΕΙΑ ΕΙ΢ ΣΗΝ ΜΙΚΡΑ Α΢ΙΑΝ (1919-1922). ΕΠΙΘΕΣΙΚΑΙ ΕΠΙΦΕΙΡΗ΢ΕΙ΢ Σόμος ΣΡΙΣΟ΢ ΢ελ. 88


Διοικητών ο Άνθιμος το κατάφερε 76. Ο Άνθιμος φρόντισε για την κατασκευή διπλού φέρετρου, εσωτερικά από λαμαρίνα και εξωτερικά από ξύλο και μετέφερε το σώμα του Υραγκούλη από το Αντά Παζάρ στη Νικομήδεια επιτάσσοντας ένα βαγόνι χωρίς μηχανή και αγγαρεύοντας εξήντα Σούρκους, που στην ανηφόρα έσπρωχναν το βαγόνι. Ο Υραγκούλης κηδεύτηκε στη Νικομήδεια, όπου οι κάτοικοι για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους προς αυτόν, κατασκεύασαν μέσα σε 10 ημέρες ένα μεγαλόπρεπο μαρμάρινο τάφο. ΢τοχεύοντας στη σωτηρία της Μεραρχίας, οι Αξιωματικοί του Σάγματος που επέζησαν από τη μάχη αποφάσισαν να αναλάβουν την ευθύνη της σύλληψης του Μεράρχου και όσων από τους αξιωματικούς αποδείχτηκαν ανάξιοι και ανίκανοι κατά τη διάρκειά της,. Η κίνηση τους έγινε γνωστή με προδοσία, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τους απομακρύνουν, διασκορπίζοντας τους σε άλλες μονάδες. Ο Ασημακόπουλος τοποθετήθηκε στο Νότιο ΢υγκρότημα και ο Άνθιμος που συμμετείχε στην πρωτοβουλία αυτή μετακινήθηκε στο ΢ύνταγμα Ζήρα, όπου παρέμεινε μέχρι την τελική υποχώρηση77. Εν τούτοις ο Κακουσαίος αναγνωρίζοντας τις ικανότητες του, τη συμμετοχή του στις μάχες, την προσήλωση του στο καθήκον ως στρατιώτης και ως ιερωμένος, γνωμοδότησε θετικά στο Υύλλο ποιότητος του και τον πρότεινε για μονιμοποίηση78 Εν τω μεταξύ ο Αρχιστράτηγος Φατζηανέστης εκτιμώντας την αδυναμία του ελληνικού στρατού να υποστηρίξει τις θέσεις του, διέταξε σταδιακή και συντεταγμένη οπισθοχώρηση, ορίζοντας ως οπισθοφυλακή το ΢ύνταγμα του Ζήρα79. Ο Ζήρας αρνήθηκε να υπακούσει δηλώνοντας στον Αρχιστράτηγο ότι θα υποχωρήσει μαχόμενος. Ο Άνθιμος επιθυμόντας να επιστρέψει στο 8ο ΢ύνταγμα που τώρα είχε Διοικητή τον Καμμένο, ρώτησε τον Ζήρα, τι να κάμει. Αυτός του απάντησε, πως μπορεί να μείνει στο ΢ύνταγμα μαζί του και να πολεμήσει αν θέλει, ή να φύγει, αλλά πως η Σον Άνθιμο προσπάθησαν να αποτρέψουν οι αξιωματικοί Πρατικάκης και Κακουσαίος Διοικητής του 9ου ΢υντάγματος. Παρά τις αντιρρήσεις που προέβαλε ο Κακουσαίος, αναγκάστηκε τελικά να υποχωρήσει και να επιτρέψει την ταφή του Υραγκούλη στη Νικομήδεια. 77 Ο Άνθιμος παρέμεινε στο ΢ύνταγμα Ζήρα μέχρι τις 24 Αυγούστου 1922. 78 Ημ. εγγράφου, 20-8-1921. Α.Α.Β. 79 Ο ΢υνταγματάρχης Γεώργιος Ζήρας ήταν διοικητής του 16ου ΢υντάγματος. Ο Πλαστήρας και ο Ζήρας ήταν δύο από τους αξιωματικούς του στρατού μας που κατά την υποχώρηση στη Μ. Ασία, έσωσαν την τιμή του, υποχωρώντας εν τάξει και συγκεντρώνοντας –όπου αυτό ήταν δυνατό- στρατιώτες διαλυμένων μονάδων. Η υποχωρητική κίνηση υπήρξε σωτήρια και για μεγάλο αριθμό προσφύγων, στους οποίους δόθηκε έτσι η δυνατότητα να κινηθούν προς τα παράλια και να αποφύγουν τη μανία των διωκτών τους. ‘Ο Ζήρας ήταν από τους οργανωτές του αποτυχόντος στρατιωτικού κινήματος της 22ας Οκτωβρίου 1923, συμπληρώνοντας την τριάδα των Γαργαλίδη και Λεοναρδόπουλο,. 76


μετακίνηση προς το 8ο ήταν αδύνατη επειδή οι Σσέτες είχαν διακόψει την επικοινωνία μεταξύ των Ελληνικών μονάδων. Ο Άνθιμος τότε αποφάσισε να διασχίσει με δική του ευθύνη την ακάλυπτη από τις ελληνικές δυνάμεις περιοχή, με τη συνοδεία 5 ιππέων. Δεξιά από το σημείο στο οποίο έκαναν στάση για να γευματίσουν υπήρχαν λόφοι, ενώ αριστερά τους εκτεινόταν ο κάμπος και καθώς ήταν κινούμενοι στόχοι, δέχτηκαν επίθεση από τους τούρκους. Εγκαταλείποντας ότι είχαν μαζί τους, έσφιξαν τα έποχα και τους αναβολείς και καλπάζοντας ξέφυγαν από τους εχθρούς. Αλλά μόλις αισθάνθηκαν ασφαλείς, βρέθηκαν εντός βολής της προφυλακής του 8ου ΢υντάγματος που τους εξέλαβαν για τούρκους και πυροβολώντας, τους διέταξαν να κινηθούν βάδην με σκοπό να τους αιχμαλωτίσουν. Αλλά ο φρουρός παρατηρώντας πιο προσεκτικά με τα κιάλια, αναγνώρισε τον παπά τους τον Άνθιμο. Όταν παρουσιάστηκε στον Διοικητή Δημήτριο Καμμένο, τον βρήκε πολύ στενοχωρημένο, διότι όπως του είπε, «επροδόθημεν». Ο Άνθιμος όρκισε επτά αξιωματικούς που θα αντικαθιστούσαν τους φονευθέντες, και μετακινήθηκε προς την έδρα της Μεραρχίας δια των θέσεων του πλησιέστερου 9ου ΢υντάγματος, όταν ο ΢υνταγματάρχης Κακουσαίος τους ανακοίνωσε ότι μετά από διαταγή του Αρχιστράτηγου Γεωργίου Φατζηανέστη για υποχώρηση, έπρεπε να ετοιμάσουν τις αποσκευές τους για να μετακινηθούν προς την γραμμή που όριζε η ΢υνθήκη των ΢εβρών. Όλες οι ελληνικές μονάδες άρχισαν να μετακινούνται για την εφαρμογή του σχεδίου υποχώρησης του Φατζηανέστη. Αντίθετα ο ΢υνταγματάρχης Πλαστήρας καλούσε όλες τις μονάδες να μετακινηθούν προς το Σουλού Μπουνάρ για να ανακόψουν με ασφάλεια την επίφοβη προέλαση των Σούρκων. Ο Κεμάλ μόλις πληροφορήθηκε για το σχέδιο υποχώρησης του Φατζηανέστη κατανοώντας το στρατιωτικό σφάλμα του ελληνικού στρατού και το όφελος που θα είχαν οι Σούρκοι από αυτό, είπε στους στρατιώτες του: «μη φοβάστε, τους νικήσαμε» Αλλά ενώ ήταν έτοιμοι με τις αποσκευές τους φορτωμένες, ειδοποιήθηκαν για το θάνατο δύο ακόμη Κρητών αξιωματικών στο λόφο Ντοβά Σεπέ, όπου οι λόχοι του Πρατικάκη και του Μπασάκου είχαν εμπλακεί σε μάχη με τους τούρκους. Ο συνταγματάρχης τον ρώτησε αν θα ήθελε να πάει εκεί για να κηδέψει τους πατριώτες του. Ο Άνθιμος πήγε με στρατιώτες και κήδεψε τους νεκρούς. Υρόντισε ώστε οι τάφοι να έχουν μεγάλο βάθος και επάνω τους φύτεψε φυτά καλαμποκιού για να τους κρύψει από τους Σούρκους και τα τσακάλια. Επέστρεψαν στο ΢ύνταγμα και αφήνοντας αριστερά την Προύσα προχώρησαν προς Μουδανιά περνώντας από το Παλαδάρ. Όταν, κατά


την απαγκίστρωση τους βρισκόταν στη Γιαϊλά, πλησίασε μια ομάδα Σούρκων στρατιωτών από αυτούς που ετοιμάζονταν να τους επιτεθούν και φώναξαν με χλευασμό: «Σι περιμένετε μωρέ εδώ ακόμα; Ο Κεμάλ μπαίνει στη ΢μύρνη». Σην αποχώρηση του ΢υντάγματος κάλυψε ένας στρατιώτης, βάλλοντας εναντίον των Σούρκων μόνος με το πολυβόλο του και με τη σύμφωνη γνώμη του ΢υνταγματάρχη. Σο ΢ύνταγμα προχώρησε και στρατοπέδευσε στο ύψωμα πάνω από την πόλη των Μουδανιών. ΢ε όλη αυτή τη διαδρομή ο Σσαλίκος όπως ονόμαζε το άλογό του ο Άνθιμος, ήταν πολύ ανήσυχο. Ο ιπποκόμος του το έδεσε στη ρίζα ενός πεύκου και επειδή συνέχισε να είναι εκνευρισμένο, το μετακίνησε στο διπλανό πεύκο όπου βρισκόταν ο Άνθιμος. Σο άλογο όλη τη νύκτα ακουμπούσε το κεφάλι του στα πόδια του Άνθιμου. Ο Σσαλίκος ήταν ένα όμορφο κρητικό άλογο, αχώριστος σύντροφος του Άνθιμου σε όλες τις μάχες. Σο είχε επιτάξει από τον Σσαλικάκι μπέη του Ηρακλείου και το είχε πάντα μαζί του80. Όταν κατέβηκαν την άλλη ημέρα στα Μουδανιά, ο ασυρματιστής του ΢υντάγματος προσπάθησε χωρίς επιτυχία να επικοινωνήσει με το ΢ώμα ΢τρατού για να ζητήσει ενισχύσεις που θα υποστήριζαν την υποχώρησή τους. ΢το λιμάνι των Μουδανιών ναυλοχούσαν Αμερικανικά, Αγγλικά και Γαλλικά πολεμικά πλοία. Ο ασύρματος του Γαλλικού πολεμικού πλοίου που ήταν ισχυρότερος από τον δικό τους, παρεμπόδιζε σκόπιμα την επαφή τους με τη ΢τρατιά και ο έλληνας ασυρματιστής αποφάσισε να καταστρέψει τον ασύρματό του για να μην πέσει σε εχθρικά χέρια. Ο Άνθιμος αγωνιούσε και αναρωτιόταν τι πρέπει να γίνει. Μαζί με τον συστρατιώτη και φίλο του Αθηνόδωρο Ποιητίδη81, έψαξαν να βρουν τον Α.Α.Β. Ημερολόγιο σελ. 99 Ο Αθηνόδωρος Ποιητίδης ήταν Έλληνας από την Κων/πολη. Σούρκος υπήκοος, υπηρετούσε στον Σουρκικό ΢τρατό με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού. Όταν ο Ελληνικός ΢τρατός αποβιβάστηκε στη Μ. Ασία ο Ποιητίδης λιποτάκτησε και κατατάχτηκε ως Ανθυπολοχαγός, αξιωματικός των πληροφοριών και διερμηνέας της τουρκικής του 9 ου ΢υντάγματος που ανήκε στην 11η Μεραρχία. Όταν έγινε η οπισθοχώρηση και η παράδοση του 9ου, ο Ποιητίδης είπε στον Άνθιμο πως δεν θα παραδοθεί διότι ως λιποτάκτης του τουρκικού στρατού θα εκτελεστεί επί τόπου. Παρέμειναν μαζί κρυμμένοι στην περιοχή του λιμανιού των Μουδανιών, μέχρι που ο Ποιητίδης αποφάσισε κολυμπώντας να βρει καταφύγιο σε ένα από τα ξένα πλοία που βρισκόταν σε απόσταση 500 μέτρων, και ήταν από τους ελάχιστους που διασώθηκαν. Γράμμα με τα νέα του Ποιητίδη έλαβε ο Άνθιμος, στις 20-1-1925. Από αυτό έμαθε πως περνώντας στη Ανατολική Θράκη μετά τη διάσωσή του, κατατάχτηκε στο 29 ο ΢ύνταγμα ως Τπασπιστής και υπηρετούσε στην Κομοτηνή και ότι παντρεύτηκε με την Αριστέα ΢κουντή Φανιώτισσα, κόρη ιερέα, ενώ η αδερφή του Καίτη είχε παντρευτεί τον ΢τρατηγό Ναπολέοντα Ζέρβα. Επί της Δικτατορίας Θ. Πάγκαλου ο Ποιητίδης υπηρέτησε στην Αθήνα ως λοχαγός στο Β’ Σάγμα Ασφαλείας υπό την διοίκηση του κουνιάδου του,. Σην επόμενη χρονιά 1926, με τη συμβολή των διοικητών των δύο ταγμάτων της Δημοκρατικής Υρουράς, Ζέρβα και 80 81


΢υνταγματάρχη τους. Σου υπέβαλαν την παράκληση, να επιτεθεί με τους άνδρες του εναντίον του Σουρκικού στρατού κατά μέτωπο. Ασφαλώς, του είπαν, δεν είναι οι κατάλληλοι για να καταρτίζουν επιτελικά σχέδια αλλά, κατά τη γνώμη τους, με αυτό τον τρόπο είχαν αρκετές ελπίδες να σωθούν περνώντας προς το Μιχαλίτσι. Εν τω μεταξύ ένα Γάλλος αξιωματικός ήρθε στη Μεραρχία για να διαπραγματευτεί με τον Μέραρχο Νικόλαο Κλαδά. Οι συζητήσεις διήρκεσαν οκτώ ώρες, και σε αυτό το διάστημα της απραξίας τους τρεις Σουρκικές Μεραρχίες κύκλωσαν τη δική τους. Ο Γάλλος τους προειδοποίησε πως αν προσπαθούσαν να βοηθήσουν τους πρόσφυγες, θα χτυπήσει τα γυναικόπαιδα που ήταν γύρω στις 25 χιλιάδες. Σότε ο ΢υνταγματάρχης Γεώργιος Ζήρας που ήταν κουφός χωρίς αυτό να τον εμποδίσει σε αυτή την κρίσιμη στιγμή να δράσει, ύψωσε το ανάστημά του και αρνήθηκε να υποκύψει στην απαίτηση του Γάλλου για να παραδώσουν τα όπλα. Σον απείλησε πως αν επιτεθεί στα γυναικόπαιδα, θα βουλιάξει το γαλλικό βαπόρι, και αμέσως με δική του πρωτοβουλία και τη συναίνεση των ανδρών του, επιτίθεται με το ΢ύνταγμά του κατά μέτωπο εναντίον των Σούρκων, και κατόρθωσε να σώσει τους άνδρες του περνώντας από το Μιχαλίτσι προς το Πάνορμο και από εκεί με πλοία, μετά από μεγάλες ταλαιπωρίες, στη Ανατολική Θράκη. Ο Μέραρχος Κλαδάς καθώς ήταν άβουλος και φοβισμένος καθυστέρησε να δράσει και ζήτησε να του δοθούν δυνάμεις για να ανασύρει από τις λάσπες τα πεδινά πυροβόλα που είχαν κολλήσει. Η γνώμη του Άνθιμου ήταν ότι για να σωθεί ο στρατός πρέπει να εγκαταλείψουν αυτά τα παλιοσίδερα, λάφυρα του βουλγαρικού πολέμου, αλλά ο Γάλλος αξιωματικός τους δήλωσε πως πρέπει να παραδοθούν διότι είναι κυκλωμένοι από τους Σούρκους. Μετά από αυτό δύο από τα ΢υντάγματα της Μεραρχίας τους με τους αξιωματικούς τους παραδόθηκαν. Ο Άνθιμος δεν παραδόθηκε, προτιμώντας να καταφύγει στους πρόσφυγες. Εκεί τον ειδοποίησε ο ιερέας του χωριού ΢ουρσουλού, από όπου Ντερτιλή ανατρέπεται ο Θεόδωρος Πάγκαλος και αναλαμβάνει ο Γεώργιος Κονδύλης. Ψς Πρωθυπουργός θα απαιτήσει από τους Ζέρβα και Ντερτιλή την διάλυση των Σαγμάτων στις 8-9-1926. Οι δύο διοικητές των Σαγμάτων δεν υπάκουσαν και κινήθηκαν με τις μονάδες τους για να καταλάβουν το Τπουργείο ΢τρατιωτικών. Η άρνησή τους αυτή οδήγησε σε αιματηρές συγκρούσεις στο κέντρο της Αθήνας, με αποτέλεσμα την ήττα των ταγμάτων και τη σύλληψη των διοικητών τους. Σα επεισόδια έληξαν στις 9-91927 το απόγευμα, με 300 περίπου νεκρούς και τραυματίες, από τους οποίους οι 200 ανήκαν στα τάγματα Δημοκρατικής Υρουράς . Μεταξύ αυτών ήταν και ο Ποιητίδης που από απόσταση 60 μέτρων δέχτηκε οβίδα στο στήθος και κομματιάστηκε. Σον μετέφεραν με κουβέρτα στο 2 ο ΢τρατιωτικό Νοσοκομείο, όπου ο Άνθιμος, με μεγάλη λύπη, τον αναγνώρισε μόνο από τα πόδια και τις μπότες. Α.Α.Β.


καταγόταν ο γνωστός ιεροψάλτης Υ. ΢ουκατζίδης, και του πρότεινε να του δώσει ράσο και καλυμμαύχι, για να μπορέσει ως ιερέας να διαφύγει μαζί με τους πρόσφυγες. Ο Άνθιμος που είχε μόνο τα μεταξωτά άμφια, φόρεσε το ράσο που του έδωσε ο παπάς και για μια εβδομάδα έμεινε με τους πρόσφυγες χωρίς να πάψει να φορά την κυλόττα και τις μπότες κάτω από το ράσο. Ση δεύτερη βραδιά άκουσε μέσα στο σκοτάδι να τον φωνάζουν χαμηλόφωνα οι φρουροί της σημαίας του ΢υντάγματός του, κρυμμένοι πίσω από ένα τράφο82: «Γέροντα, Γέροντα, τι να κάμωνε τη σημαία; Να την κάψωμε για να μην πέσει στα χέρια των Σούρκων;». Αυτός τους είπε όχι. Οι ΢ημαίες δεν καίγονται. Σους πρότεινε να πετάξουν τον κοντό στη θάλασσα και αφού κόψουν σε λωρίδες τη σημαία να κρατήσει και να φροντίσει για να σώσει από μία ο καθ’ ένας τους. Έτσι η ΢ημαία του ΢υντάγματος, που είχε πάνω της κεντημένο τον Αγ. Γεώργιο, σώθηκε για δεύτερη φορά από τον Άνθιμο. Η πρώτη φορά, ήταν στο μέτωπο κατά τη διάρκεια της μάχης: «΢τη μάχη του Μπεξετξίκ, όταν ο σημαιοφόρος εφονεύθη, την σημαία την άρπαξε στα χέρια του ο ίδιος (ο Άνθιμος) και αμέσως περιεκυκλώθη από τους τούρκους για να την πάρουν. Γύρω από τη σημαία μας τότε έγινεν ένας φοβερός αγώνας στήθος με στήθος, όταν ένας τούρκος κατώρθωσε να πιάση τη σημαία από τον ΢ταυρό, ενώ ο παπάς Άνθιμος πιστός στον όρκο του να τη φυλάσση μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματός του, την τραβούσε από το άλλο μέρος να την σώση. Ένας στρατιώτης τότε δικός μας σκότωσε τον τούρκο και η θρυλική σημαία εσώθη και μαζύ της και ολόκληρο το ΢ύνταγμα<»83 Όταν μετά από χρόνια ανέλαβε Διοικητής του 9ου ΢υντάγματος Κρητών ο κατόπιν ΢τρατηγός Αλεξάκης και ζήτησε να μάθει τι είχε απογίνει η ΢ημαία πληροφορήθηκε το περιστατικό από τον Άνθιμο. Μετά την επανασύνδεση των λωρίδων και την αποκατάσταση της, η σημαία παραδόθηκε το 1935 στην έδρα του ΢υντάγματος στο Ηράκλειο από τον Φανιώτη λοχία Φρυσάκη, που είχε επιβιώσει κατά την υποχώρηση στη Μ. Ασία ως διερμηνέας των αιχμαλώτων, και έκτοτε αποτελεί το ιερότερο κειμήλιό του. Κατά την παράδοση των Ελληνικών ΢υνταγμάτων στα Μουδανιά, πολλοί από τους στρατιώτες τους απέδρασαν. ΢την προσπάθειά τους να διασωθούν έπεφταν στη θάλασσα και κατέφευγαν στα πλοία των ξένων Δυνάμεων. Όσοι από αυτούς έφταναν στα αμερικάνικα και αγγλικά πλοία σωζόταν. Από τα γαλλικά πλοία τους έριχναν βραστό νερό ή τους 82 83

ξερολιθιά ΠΑΣΡΙ΢, 24-1-1963 Ζαχ. Δ. Κορνηλάκη, Εφέδρου Αξιωματικού.


κτυπούσαν στα χέρια και τους πετούσαν στη θάλασσα όπου πολλοί πνιγόταν, ενώ οι Σούρκοι από την ακτή πυροβολούσαν και σκότωναν όσους από αυτούς επέπλεαν. Η ΑΙΦΜΑΛΨ΢ΙΑ ΢το λιμάνι των Μουδανιών ήταν δεμένα Σουρκικά εμπορικά πλοία για τη μεταφορά των προσφύγων στην Κων/πολη. Ο Μαλλικούτης, ιπποκόμος του Άνθιμου, αγόρασε δύο εισιτήρια αντί τριάντα τουρκικών λιρών, για να διαφύγουν με αυτά. Όταν ανέβηκαν στο πλοίο, ένας ηλικιωμένος Σούρκος λοχαγός που ήταν στον έλεγχο των επιβατών, ζήτησε από τον Άνθιμο να ανοίξει την τσάντα του. Εκεί βρήκε το χρυσό ρωσικό σταυρό δώρο της Βασίλισσας Όλγας και ένα μικρό χρυσό Ευαγγέλιο, το Κοράνιο των Γιουνάνι, όπως το αποκάλεσε και του δήλωσε ότι απαγορεύεται η εξαγωγή χρυσών και αργυρών αντικειμένων από την Σουρκία. Ο Άνθιμος παράδωσε την τσάντα με όλα τα προσωπικά του αντικείμενα και του είπε: «Λοχαγέ εφένδη όλα αυτά είναι δικά σου». Ο Σούρκος λοχαγός τους επέτρεψε να ανεβούν στο πλοίο, αλλά λίγο πριν να αποπλεύσουν ένας τούρκος ανθυπολοχαγός πλησίασε τον Άνθιμο και τον ρώτησε αν γνωρίζει τουρκικά. ΢την καταφατική του απάντηση, ζήτησε να μάθει την ιδιότητά του. Ο Άνθιμος του απάντησε ότι είναι ιερέας στο Πέραν, στην Πόλη, και ότι βρέθηκε εκεί για λουτροθεραπεία. Ο Σούρκος ανασήκωσε το αντερί του και είδε τη κυλόττα και τις μπότες. Σότε έβγαλε από το αμπέχονο του μια δέσμη φωτογραφιών. Ανάμεσά τους υπήρχε μία του Άνθιμου με στρατιωτική στολή: «αυτός δεν είσαι εσύ;» τον ρώτησε. Εκείνη τη στιγμή πλησίασε ο Σούρκος λοχαγός και πρότεινε στον ανθυπολοχαγό να τον αφήσουν ελεύθερο. Ο ανθυπολοχαγός όμως αρνήθηκε με το επιχείρημα πως θα μπορούσαν να τον ανταλλάξουν με ένα αιχμάλωτο πασά εφένδη, από αυτούς που είχαν αιχμαλωτίσει οι Έλληνες. Δίπλα με τον Σούρκο Ανθυπολοχαγό ήταν και ένας Γάλλος Αξιωματικός που παρακολουθούσε το συμβάν. Ο Άνθιμος στράφηκε προς αυτόν και τον ρώτησε, πως είναι δυνατό να αφήνει τους μέχρι χθες συμπολεμιστές του στα χέρια αυτών των βαρβάρων. Αυτός του απάντησε, πως τώρα οι Σούρκοι είναι σύμμαχοι τους και έχει υποχρέωση να τον παραδώσει σε αυτούς. Σότε ο Σούρκος με τον Γάλλο, τον οδήγησαν έξω από το πλοίο και τον αφόπλισαν. ΢την παραλία ο όχλος κακουργούσε σε βάρος των αμάχων και οι Σούρκοι στρατιώτες σκότωναν όσους από τους έλληνες στρατιώτες τολμούσαν να πλησιάσουν στο ποτάμι για να πιούν νερό.


1921. Ο Άνθιμος Βασιλάκης στη Μικρά Ασία με στρατιωτική περιβολή. Α.Ι.Μ.Α.Γ.Ε.

Από το μυαλό του Άνθιμου πέρασε η σκέψη να θέσει τέρμα στη ζωή του, όμως δεν του ήταν πια δυνατόν, αφού του είχαν αφαιρέσει οι Γάλλοι το πιστόλι. Δήλωσε στον Σούρκο ανθυπολοχαγό ότι προτιμά να τον εκτελέσει αυτοστιγμεί, αντί να τον παραδώσει στον όχλο για να τον ατιμάσει. Σην στιγμή που οι δύο Σούρκοι αξιωματικοί συλλάμβαναν τον Άνθιμο, γύρω στους πενήντα στρατιώτες του 9ου ΢υντάγματος έπεφταν στη θάλασσα προσπαθώντας να διαφύγουν την αιχμαλωσία. Είναι βέβαιο ότι λίγοι από αυτούς σώθηκαν. Μεταξύ αυτών που σώθηκαν ήταν δύο γνωστοί του Άνθιμου, ο φίλος του Ποιητίδης και ένας στρατιώτης καταγόμενος από το χωριό Πιτσίδια του Ν. Ηρακλείου. Ο δεύτερος μετά από ταλαιπωρίες επέστρεψε στην Κρήτη. ΢το δρόμο προς το χωριό του φιλοξενήθηκε στη Ι. Μ. Παλιανής, όπου μεταξύ άλλων διηγήθηκε στις Αδελφές τις περιπέτειες και την σύλληψη του Άνθιμου. Ο Εφημέριος της Παλιανής που ήταν Επανωσηφιώτης μετέφερε αυτές τις πληροφορίες στη Μονή μαζί με τη γνώμη του στρατιώτη, πως δεν είδε βέβαια την εκτέλεση του Άνθιμου από τους Σούρκους, αλλά κάτω από τις συνθήκες που τον συνέλαβαν, ήταν αδύνατο να διασώθηκε. Μετά από αυτή τη μαρτυρία του στρατιώτη, στη Μονή και την οικογένειά του ο Άνθιμος θεωρήθηκε νεκρός. Ο Μαλλικούτης αρνούμενος να τον εγκαταλείψει, είχε αποβιβαστεί από το πλοίο μαζί του. Μετά τη σύλληψη τους, ο Σούρκος ανθυπολοχαγός τους οδήγησε στο Νοσοκομείο της πόλης, στην είσοδο του οποίου υπήρχε αμέτρητο πλήθος προσφύγων και τους βοήθησε να μπουν μέσα από ένα παράθυρο, χρησιμοποιώντας μια σκάλας μήκους πέντε μέτρων. Σην επομένη ήρθε στο Νοσοκομείο ένας Σούρκος Σαγματάρχης και ζήτησε να μιλήσει με τον αξιωματικό από την Κρήτη. ΢υνάντησε τον Άνθιμο και του είπε πως η πατρίδα του είναι το Ηράκλειο, και σαν πατριώτης ζήτησε να μάθει ποια από τις τρείς Σουρκικές Μεραρχίες που τους είχε κυκλώσει ήταν αυτή που τους αιχμαλώτισε. Διότι, είπε, η δική του Μεραρχία τους παρακολουθούσε συνεχώς, αλλά μόνο όταν υπέκλεψαν τα σήματα του ασυρμάτου της 11ης που ζητούσε βοήθεια, διέταξε ο Κεμάλ τις δύο άλλες Μεραρχίες να πλησιάσουν για να ενισχύσουν την δική του. Ο Άνθιμος του είπε πως ασφαλώς η δική του Μεραρχία ήταν


αυτή που τους αιχμαλώτισε, χωρίς όμως να γνωρίζει ποια από τις τρείς Σουρκικές Μεραρχίες πήρε τελικά το «Αφερίμ», τα εύσημα, για αυτή την πολεμική επιτυχία. Σότε ο Σούρκος Σαγματάρχης του υπέβαλε το καίριο και εν μέρει αναπάντητο ερώτημα, γιατί ο Ελληνικός ΢τρατός, ο οποίος κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας σχεδόν πάντα νικούσε τον τουρκικό, τώρα, κατά την κρισιμότερη στιγμή οπισθοχώρησε χωρίς να πολεμήσει. Ο Άνθιμος του απάντησε πως αυτή είναι η τύχη του πολέμου. Μπορεί να νικάς λίγες ή και πολλές φορές αλλά κάποτε θα νικηθείς. Ο Σαγματάρχης τον παρηγόρησε, του είπε να μην στενοχωριέται και έφυγε. ΢το Νοσοκομείο έμεινε οκτώ ημέρες μαζί με πλήθος αρρώστων και τραυματιών. Για την τροφή του φρόντιζε ο Διευθυντής του Νοσοκομείου, που ήταν άλλοτε Καβάσης (Σιμητική Υρουρά) του Μητροπολίτη της Δυτικής Μακεδονίας και γνώριζε την ελληνική γλώσσα. Μετά από οκτώ ημέρες, όλοι μαζί οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικά από τα Μουδανιά στην Προύσα. Εκεί παρέλαβε τους αξιωματικούς ένας τούρκος Ίλαρχος γιός Ηπειρώτη πασά, που η μητέρα του ήταν Ελληνίδα. Η συμπεριφορά του υπήρξε ευγενική. Ο Ίλαρχος προχωρούσε έφιππος, ενώ πίσω ακολουθούσε η καράμαξά του συρόμενη από δύο άλογα. Για την μεταφορά των ελλήνων αξιωματικών στο Αφιόν Καραχισάρ, οι βοϊδάμαξες και νταλίκες (άμαξες με άλογα), που επιτάχθηκαν, εισέπραξαν 500 μπανκανότες84. Οι τούρκοι βλέποντας τον Άνθιμο πάνω στη βοϊδάμαξα, ενώ πριν ίππευε το εκλεκτό του άλογο τον Σσαλίκο, γελούσαν κοροϊδευτικά. Αυτός τους απαντούσε «σουκιούρ Αλλάχ» και τότε αντέλεγαν: «Αυτός ο παπά- εφένδης είναι άνθρωπος του Αλλάχ, γιατί δεν θυμώνει, ούτε βλασφημεί». ΢τους σταθμούς ανάπαυσης, τα τουρκάκια ερχόταν τρέχοντας και πετούσαν στον Πατέρα Άνθιμο πέτρες. Οι άλλοι έλληνες αξιωματικοί δεν τον πλησίαζαν για να μην χτυπηθούν από αυτές. Ο Ίλαρχος που το πρόσεξε αυτό, τον πήρε στη δική του νταλίκα. Οι υπόλοιποι έλληνες αιχμάλωτοι παραξενεύτηκαν από αυτή την ιδιαίτερη αντιμετώπιση και τότε ο Πρατικάκης τους είπε, πως τον παπά τους τον «βλέπει» (τον προφυλάσσει) ο Αγ. Γεώργιος, και πώς ακόμη και να τον πετάξουν στη θάλασσα με μια πέτρα στο λαιμό, δεν θα βυθιστεί. Μέχρι το Αφιόν Καραχισάρ οι Σούρκοι δεν τους αφαίρεσαν ούτε μία μπανκανότα. Εκεί τους παράδωσαν σε ένα τούρκο Τπολοχαγό που φορούσε ελληνικό αμπέχονο, κυλόττα, και για παπούτσια γυναικείες γόβες. Ο Άνθιμος είπε στους έλληνες αξιωματικούς που ήταν 70, να συγκεντρώσουν άλλες 500 μπανκανότες για τον υπολοχαγό, όμως αυτοί

84

Σραπεζογραμμάτια


δεν συμφώνησαν. Από εκεί ταξίδεψαν ως το Εσκή ΢εχίρ με αραμπάδες, τους οποίους είχε επιτάξει το τουρκικό κράτος χωρίς να πληρώσει την παραμικρή αποζημίωση στους ιδιοκτήτες τους. Κατά το ταξίδι ο Άνθιμος κρατούσε το καλυμμαύχι του τυλιγμένο με ένα κομμάτι πανί. Ο αραμπατζής που νόμισε πως μέσα στο πανί υπήρχε κάτι πολύτιμο ρώτησε τι είχε εκεί μέσα. Όταν άκουσε από τον Άνθιμο ότι ήταν ο καρναβάς, του είπε «ασικτίρ παπά- εφένδη» και αρπάζοντας του τη γενειάδα της αριστερής παρειάς την ξεκόλλησε μαζί με το δέρμα. Φωρίς διαμαρτυρία ο Άνθιμος τον ακολούθησε στο κάρο, όπου άνοιξε τη σιτιοδόχη του και έβγαλε ένα κομμάτι κουραμάνα. Σα μάτια του αραμπατζή τότε άστραψαν και τον ρώτησε, αν ήταν δικό του. Ο Άνθιμος την έκοψε, κράτησε ένα μικρό μέρος από το ψωμί και του έδωσε το μεγαλύτερο. Ο αραμπατζής φιλούσε το ψωμί, ακόμη και τα ψίχουλα που έπεφταν, τα έφερνε στο μέτωπο του και έτρωγε. ΢το Εσκί ΢εχίρ οι Σούρκοι υποδέχτηκαν τους έλληνες αξιωματικούς με πέτρες, αυγά, ψόφιες κότες, μαχαίρια. ΢αράντα από τους εβδομήντα κατέληξαν στο Νοσοκομείο μαχαιρωμένοι και με σπασμένα κεφάλια. Ο Πολύμερος Μοσχοβίτης85 μαχαιρώθηκε με κάμα και έπεσε ημιθανής. Κάποιος άλλος Σούρκος κτύπησε τον Κλαδά στο πρόσωπο με μια ψόφια κότα. Ο αραμπατζής μόλις είδε την υποδοχή, έσπρωξε τον Άνθιμο να πέσει πρηνηδόν και τον σκέπασε με τη γάμπα του για να τον προφυλάξει από τα χτυπήματα. Υτάνοντας δε στο Υρουραρχείο σταμάτησε στην είσοδο, τον σήκωσε και τον μετέφερα με ασφάλεια μέσα, εκφράζοντας με αυτό τον τρόπο την ευγνωμοσύνη του για το ψωμί που του είχε δώσει. Μετά τις πρώτες βοήθειες σε όσους από τους αξιωματικούς είχαν τραυματισθεί από την επίθεση, συνέχισαν το ταξίδι για την Άγκυρα πάλι με κάρα και βοϊδάμαξες. Έφτασαν στο ΢ιδηροδρομικό ΢ταθμό όπου οι αξιωματικοί επιβιβάστηκαν σε βαγόνια, ο Κλαδάς σε κλειστό, ο Άνθιμος σε ανοικτό. Κάποιος είπε στον Σούρκο λοχία πως ο Άνθιμος είναι Καϊμακάμ – εφένδης και αυτός τον μετέφερε αμέσως σε σκεπαστό βαγόνι. Μετά από μιας ημέρας πορεία έφτασαν σε ένα πλινθόκτιστο σταθμό όπου τους πρόσφεραν τροφή και κλινοσκεπάσματα. Σην επόμενη συνέχισαν την πορεία τους. Περνώντας τον ποταμό Άλυ, ο Άνθιμος

Πολύμερος Μοσχοβίτης. Γεννήθηκε το 1892. Κατά την εκστρατεία της Μ. Ασίας ήταν ΢υνταγματάρχης Πυροβολικού. Μετά την επιστροφή από την αιχμαλωσία, εργάστηκε ως δημοσιογράφος στον ημερήσιο αθηναϊκό τύπο. Ήταν ο μόνος από τους έντεκα πρώτους δημοσιογράφους που βρέθηκαν το 1940 στο Μέτωπο της Πίνδου κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο που είχε πολεμική εμπειρία, αφού είχε λάβει μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία. 85


θυμήθηκε την αρχαία προφητεία86. ΢το Κισκί Μαντέμ μετά τον Άλυ, τους περιποιήθηκαν οι Έλληνες αλλά και οι Σούρκοι της περιοχής που δεν είχαν φανατιστεί από τα δεινά του πόλεμου καθώς βρισκόταν μακριά από τη ζώνη των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Σο ταξίδι τους που διάρκεσε τρείς ημέρες ακόμα τελείωσε στο Κιρ- ΢εχίρ, ανατολικά της Άγκυρας στα σύνορα της Καππαδοκίας, όπου οι τούρκοι είχαν εγκαταστήσει το στρατόπεδο των αιχμαλώτων ελλήνων αξιωματικών. Σο στρατόπεδο αποτελούνταν από δύο ανεξάρτητα κτίρια. ΢το δυτικό που ήταν το παλιό Διοικητήριο της περιοχής, ένα πολύ μεγάλο σουλτανικό κτίριο, οδηγήθηκαν όσοι από τους αξιωματικούς είχαν τον βαθμό λοχαγού και άνω, ενώ στο ανατολικό οι κατώτεροι αξιωματικοί. ΢υνολικά μεταφέρθηκαν εκεί αιχμάλωτοι 750 έλληνες αξιωματικοί, μεταξύ των οποίων και τέσσερεις στρατηγοί, οι Κλαδάς, Σρικούπης, Δημαράς και Διγενής. Από τους 750 επιβίωσαν μόνο οι 400. Ο Άνθιμος διέμενε με εννέα ακόμη αξιωματικούς σε ένα θάλαμο. Οι συγκάτοικοί του ήταν ένας λοχαγός- ιατρός, ένας λοχαγός πυροβολικού και επτά επιτελείς της Μεραρχίας, λοχαγοί και ταγματάρχες. Οι τέσσερεις στρατηγοί έμεναν σε ένα θάλαμο χωρίς καρέκλες, με μόνη επίπλωση τέσσερα κρεβάτια ένα σε κάθε γωνία. Μόνο αργότερα όταν άρχισε να τους επισκέπτεται ο Διοικητής ο υπεύθυνος για τους αιχμαλώτους ΢υνταγματάρχης Εφραίμ μπέης που είχε σπουδάσει στη Γερμανία, άνδρας ισχυρός παρότι αντικεμαλικός, ο Σρικούπης αγόρασε καρέκλες και τραπέζι. Ο Άνθιμος τελούσε λειτουργίες και αγιασμό. Οι τέσσερεις στρατηγοί, τον καλούσαν συχνά για να συζητήσουν μαζί του θεολογικά θέματα. Σο κλίμα στην περιοχή του Κιρ ΢εχίρ ήταν πολύ ψυχρό και τα πρωινά το νερό ήταν παγωμένο στις βρύσες. Δέκα άνδρες σε κάθε θάλαμο, τα κρεβάτια ξύλινα με αχυρόστρωμα- πάπλωμα, μισό πάνω μισό κάτω, και για σίτηση του θαλάμου ανά εικοσιτετράωρο μισός τενεκές συσσίτιο, ένα ψωμί (τριβίδι) της μισής οκάς και ζεστό τσάι το πρωί. Σο συσσίτιο έφερναν οι αιχμάλωτοι στρατιώτες. Τποδιοικητής των αιχμαλώτων ήταν ο Τπολοχαγός Εμίν αγάς, ένας από τους 70 αξιωματικούς που είχαν πρώτοι ακολουθήσει τον Κεμάλ στο κίνημα των Νεοτούρκων.

Πρόκειται για την προφητεία του Μαντείου των Δελφών προς τον Κροίσο κατά τη διάρκεια του πενταετούς πολέμου 546-541 π.Φ, μεταξύ Κροίσου και Κύρου Βασιλέα των Περσών, των οποίων τα βασίλεια είχαν ως σύνορο τον ποταμό Άλυ. ΢ύμφωνα με την προφητεία: ΚΡΟΙ΢Ο΢ ΑΛΤΝ ΔΙΑΒΑ΢ ΜΕΓΑΛΗΝ ΑΡΦΗΝ ΚΑΣΑΛΤ΢ΑΙ. Ο Κροίσος διαβαίνοντας τον Άλυ νικήθηκε από τον Κύρο. Η αρχή που καταλύθηκε ήταν η δική, με αποτέλεσμα το Περσικό βασίλειο να απλωθεί μέχρι το Αιγαίο πέλαγος. 86


΢τη δεύτερη αποστολή ανταλλαγής και επιστροφής αιχμαλώτων στην Ελλάδα, συμπεριλήφθητε και ο ΢υνταγματάρχης Κακουσαίος, ο οποίος ήταν πολύ στενοχωρημένος, διότι δεν είχε καθόλου χρήματα. Σότε ένας ΢υνταγματάρχης, Λευκάδιος, προσφέρθηκε να του δώσει χωρίς να ζητήσει την επιστροφή τους. Ο Κακουσαίος έμαθε τη διεύθυνση της συζύγου του, Μαρίας Βλάχου που διέμενε στη Λευκάδα. Μόλις έφτασε στην Ελλάδα, την πληροφόρησε τηλεγραφικά ότι ο σύζυγος της υγιαίνει, και της έμβασε τα δανικά χρήματα. Η ζωή κάτω από αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες εγκλεισμού, αποκάλυψε σταδιακά τον χαρακτήρα αυτών των ανθρώπων. ΢υνταρακτική είναι η μαρτυρία του ΢υνταγματάρχη Πυροβολικού και σπουδαίου δημοσιογράφου Πολύμερου Μοσχοβίτη για τις φρικτές συνθήκες διαβίωσης στο Κιρ ΢εχίρ, και για το πώς οι Έλληνες αξιωματικοί βίωσαν το Πάσχα του 1923 στην αιχμαλωσία, χάρη στον πατέρα Άνθιμο 87: «Κουβαριασμένος σε τέσσερες σανίδες επάνω, μέσα σ’ ένα φρικτό παλιοπάπλωμα που μας έχουν δώσει, διπλώνομαι όσο μπορώ και προσπαθώ να κλείσω τα μάτια μου. Σο κορμί μου μαζεμένο, τα πόδια διπλωμένα, το πηγούνι στα γόνατα, τα χέρια χωμένα στα μηριά, μάταια προσπαθώ να κοιμηθώ.*<+ Ο θάλαμος που κοιμώμαστε ‘οι αχμάλωτοι’ ένα μεγάλο δωμάτιο του Διοικητηρίου του Κιρ – ΢εχήρ, όπου μας έχουν μαντρώση σαν πρόβατα – είναι σωστό ψυγείο. Τποφέρω σαν κολασμένος. Είμαι βλέπεις και θεόγυμνος. Εσώρρουχα δεν έχω, και μοναδικά μου ρούχα είναι μια παλιοκυλότα και ένα χιτώνιο. Και αυτά άλλωστε σκισμένα. Ευρέθηκα αναγκασμένος να τα σκίσω, για να μη μου τα πάρουν οι Σούρκοι και μείνω με το πουκάμισο. Έτσι κάναμε πολλοί. *<+ Υυσικά κοιμούμαι ντυμένος. Αλλά κουρέλια τα ρούχα και δίχτυ το πάπλωμα. Πως να ζεσταθώ; Σο Κίρ – ΢εχίρ είναι στα βάθη της Μικράς Ασίας. Σρείς μέρες δρόμο πέρα από την Άγκυρα και καταμεσής εις το υψίπεδο της κεντρικής Ανατολίας! Σο κλίμα του είναι κλίμα στέπας, σκληρότατο. Από κάτω, από το μέρος της Καισαρείας, ανάμεσα από τις χιονισμένες πλαγιές του πανύψηλου Αργαίου, θανάσιμα ψυχρές πνοές μαστίζουν το υψίπεδο έως την Άγκυρα, όλον τον χειμώνα ως αργά την άνοιξη. Εκείνη τη χρονιά το χιόνι ακόμα εσκέπαζε – τέλη Μαρτίου – τον απέραντο κάμπο. Ειδικά εκείνο το βράδυ είτε ήταν, είτε μου φαίνουνται πιο ανυπόφορο, πιο δυνατό το κρύο. Ίσως γιατί αντί δώδεκα Σο Πάσχα εορτάστηκε από τους αιχμαλώτους έλληνες αξιωματικούς στο Κιρ –΢εχίρ στις 26-3-1923 σύμφωνα με το Ιουλιανό Ημερολόγιο, ενώ στην Ελλάδα με την αντικατάσταση του Ιουλιανού Ημερολογίου από το Γρηγοριανό, που άρχισε να εφαρμόζεται από τις 16-2/1-3-1923 εορτάστηκε στις 8-4-1923. 87


που είμαστε χθές, τώρα είχαμε μείνει μόνον τέσσερες στο θάλαμο. Οι άλλοι είχαν φύγει με την προτελευταία αποστολή των αιχμαλώτων που ήταν στους ανταλλασσομένους. Ίσως γιατί η ψυχή μου ήταν πιο μαύρη, πιο πονεμένη εκείνο το βράδυ. Πώς να μην είναι ; Είδα τους άλλους, αυτούς που ανταλλάσσοντο ένας προς έναν, τόσοι δικοί μας, όσοι ήσαν οι Σούρκοι αιχμάλωτοι στην Ελλάδα να φεύγουν. Εγώ ήμουν από κείνους που θα μέναμε. Έπειτα, την ίδια μέρα εκείνη, γιατί ήταν η Εθνική μας Εορτή, οι Σούρκοι, όλοι οι Σούρκοι από τον γιγαντόσωμο αγριάνθρωπο επιλοχία Ρετζέπ έως τον διαβόητο λοχαγό Εμίν, έκαναν εκείνο το Μεγάλο ΢άββατο που ήταν και του Ευαγγελισμού, ότι περισσότερο μπόρεσαν για να μας πληγώσουν ηθικώς βαθύτερα. Και αύριο ξημέρωνε Πάσχα. ΢υλλογιζόμουνα ακόμα πως αύριο θάφευγε ανταλλασσόμενος και ο παπά Άνθιμος! Είχα τόσο συνδεθή μαζύ του! Και είναι τόσο εξαιρετικός, τόσο σπάνιος, τόσο μεγάλος, ναι μεγάλος, ο απλός, ο ανεπιτήδευτος, ο ασκητικός, ο θαυμάσιος αυτός κρητικός Αρχιμανδρίτης εις την 11η Μεραρχία. Εις την μάχη υπέροχος, εις την αιχμαλωσία θείος. Με κανένα τρόπο δεν εδέχθη να βγάλη το καλιμαύχι αν και το ιερατικό του αυτό κάλυμμα απεθηρίωνε τον όχλο των Σουρκικών χωριών, από τα οποία περνάγαμε μεταφερόμενοι ως αιχμάλωτοι προς το στρατόπεδο Κιρ – ΢εχίρ όπου καταλήξαμε. ΢το Αϊνεγκιόλ του ξερρίζωσαν μια τούφα γένεια, και μήνες η παρειά του σεβαστού λευίτη απέμεινε χάσκουσα αιματηρά επιφάνεια, φρικτή άφωνη διαμαρτυρία εναντίον της βαρβαρότητος. Εις την Κιουτάχεια φρικτά προπηλακιζόμενος, αλλά ολύμπια ατάραχος ανάμεσα στον όχλο τον μαινόμενο, υπήρξε περίφημος. Κινδυνεύων να λυντσαρισθή επέμεινε εν τούτοις και με το καλιμαύχι στο κεφάλι επέρασε ανάμεσα ίσιος σαν λαμπάδα, από την λυσσασμένη θάλασσα πληθυσμού ολοκλήρου, αφρίζοντος από μίσος. Έσχισε τον όχλο πετροβολούμενος χωρίς να σκύψη το κεφάλι του απιόντος, και μόνον από τα αργοσάλευτα χείλη του έβγαιναν με ηρεμίαν φρικιαστικήν φοβερά τα λόγια της τρομερώτερης βιβλικής κατάρας, την οποία ενώπιον του ουρανού εξηκόντιζε κατά των Σούρκων, την τραγικήν εκείνην ώραν με την ανηλεή ακαμψία μιάς υπέρτερης έννοιας Δικαιοσύνης. *<+ Καμμιά κίνησις για να προφυλαχθή, καμμία ένδειξις φόβου, κανένα ίχνος δισταγμού ή απελπισίας. Πλήρης, ολοκληρωτική, τραγικώς ανυπέρβλητος, η ηθελημένη αποδοχή εκ μέρους του, του πιθανωτέρου παρουσιαζομένου μαρτυρίου, ενός αγρίου λυνταρίσματος. Ιδού ποιος ήτο ο πολύτιμος φίλος, ο μέγας παρηγορητής και αγαθός σύντροφος των μαύρων ημερών μιάς φρικτής περιόδου της ζωής μου, ο φίλος που θάχανα από αύριο. Πώς να μην αισθάνομαι, λοιπόν τον εαυτόν


μου φορτωμένον εκείνο το βράδυ με πόνον αβάσταχτο; *<+ Δάγκωνα το πάπλωμα να μη φωνάξω. Ώρες έτσι. Από τις εννιά που έγινε ο τελευταίος, ο έκτος εκείνη την ημέρα, γιοκλαμάς (προσκλητήριο) βασανιζόμουνα άυπνος και πονεμένος.*<+ Σον γιοκλαμά αυτόν τον έκανε ένας Σούρκος υπολοχαγός ο Ριζά, ένα τέρας βλακείας και κακίας. *<+ Εχαμογέλασε κοροϊδευτικότερα εκφωνών την τυπικήν προσφώνησιν ‘εφέντηλερ’(κύριοι). Μας μέτρησε και μας ξαναμέτρησε τριάντα φορές. Έκανε τάχα πως μας εύρισκε περισσότερους: <<Μιραλάϊ ντοκούζ. Καϊμακάμ γιρμή μπές (συνταγματάρχαι εννέα, αντισυνταγματάρχαι είκοσι πέντε)>>. Μεθ’ ό εσταμάτησε λίγο και απεφάνθη χαμογελών κοροϊδευτικά:<< -Ική φαζλά βαρ. Ζαράρ γιόκ (είναι δύο παραπάνω, αλλά δεν πειράζει)>>. ΢τη Λωζάνη88 η διάσκεψις είχε διαλυθή άπρακτη. Η ειρήνη δεν είχε υπογραφή γιατί οι Σούρκοι ζήταγαν .. τον κακό τους τον καιρό και ο Βενιζέλος ακλόνητος είχε πάρει το καπέλλο του και έφυγε. Ποτέ του δεν αγαπήθηκε ο Βενιζέλος για τίποτα περισσότερο από αξιωματικούς, όσο γι’ αυτή την αντίστασι στη Λωζάνη, και από μας (βενιζελικούς ή φανατικούς βασιλικούς, αδιάφορο) που απομείναμε βέβαια θλιβερά ενέχυρα εις τα χέρια των Σούρκων *<+. Αλλ’ επί τέλους η Πατρίδα δεν είχε υποκύψει εις την Λωζάνη, και εις την Θράκη –το ξέραμε- ένας στρατός καινούργιος και δυνατός εστεκόταν ορθός ενάντια στην Σουρκική υπερφιαλοσύνη89. *<+ Εκείνη τη ώρα με σκούντηξε κάποιος. Άνοιξα τα μάτια μου. Είδα από πάνω μου τον πάτερ Άνθιμο: «΢ήκω και έλα στο θάλαμό μου», μου μουρμούρισε, «θα αναστήσουμε». Σινάχθηκα, τουρτουρίζοντας πήγα στο διπλανό θάλαμο. Νύχτα ακόμη. ΢το βάθος του θαλάμου δυό στρίποδα κρεββατιού ξύλινα κι από πάνω δύο κοντές τάβλες. Ένα άσπρο χιονάτο – που βρέθηκε Θεέ μου- τραπεζομάνδηλο απάνω. Δυό κεριά αναμμένα και στη μέση στημένος, χωμένος σ’ένα ψωμί για να μένη όρθιος, ένας ξύλινος σταυρός πελεκημένος από τον Η Διάσκεψη της Λωζάννης οδηγήθηκε σε αδιέξοδο και διακόπηκε στις 24-1-1923, ύστερα από διαβουλεύσεις δύο μηνών, όταν διαπιστώθηκε ότι σειρά ζητημάτων που αφορούσαν τις σχέσεις του νέου Σουρκικού κράτους με την Ελλάδα αλλά και με τους ΢υμμάχους βρισκόταν στο κενό. Σα μέλη της ελληνικής αντιπροσωπίας ήταν οι : Δ. Κακλαμάνος, πρεσβευτής της Ελλάδας στο Λονδίνο, Ελευθ. Βενιζέλος, Ανδρ. Μιχαλακόπουλος και ο υποστράτηγος Αλ. Μαζαράκης. 89 Η διασκέψεις για την υπογραφή της ΢υνθήκης της Λωζάννης επαναλήφθηκαν τον Μάιο του 1923 . Σο μακρό διάστημα των διαπραγματεύσεων επέτρεψε στους Νικ. Πλαστήρα και Θεόδωρο Πάγκαλο να καταστήσουν ετοιμοπόλεμη τη ΢τρατιά του Έβρου, ώστε να δώσουν τη διαπραγματευτική δυνατότητα στο Βενιζέλο, όχι μόνο να απειλήσει ότι θα τινάξει στον αέρα τις εργασίες της διάσκεψης, αλλά και ότι θα κηρύξει πόλεμο στην Σουρκία, με την εισβολή της Ελλάδας στην Ανατολική Θράκη. Αποτέλεσμα υπήρξε η στις 25-7-1923 υπογραφή της ΢υνθήκης, της ΕΝΣΙΜΟΤ ΕΙΡΗΝΗ΢, για την Ελλάδα, όπως ονομάστηκε από τον Βενιζέλο. 88


πατέρα Άνθιμο που έχει χαράξη επάνω με την πυρωμένη αιχμή ενός καρφιού, την πονεμένη μορφή του ΢ωτήρος. Ένα μικρό Ευαγγέλιο μαυρίζει εμπρός στο ΢ταυρό και δίπλα σκεπασμένα με ένα φτωχικό Αέρα μαντεύονται τα Ιερά ΢κεύη. Είναι το Δισκοπότηρο της ταπεινής, από μήνες, αφ’ ότου εκδιώχτηκαν οι Έλληνες, αλειτούργητης Εκκλησίας του Κιρ ΢εχήρ. Πως μπόρεσε και τα δανείστηκε ο πάτερ Άνθιμος, μου έμεινε πάντα μυστήριο. Ο Βωμός οπωσδήποτε ήτο εκεί έτοιμος ταπεινός, αλλ’ υπέροχος. Μπροστά ‘φορεμένος’ με ένα ταπεινό πετραχείλι και ένα ξεφτυσμένο φελόνι ο πάτερ Άνθιμος. Γύρω, λιγοστοί, όσους μπόρεσε κλεφτά να ειδοποιήση ο άξιος κληρικός, ευλαβικοί, έκθαμβοι και συγκινημένοι οι αιχμάλωτοι, περιμένουν. Ο πάτερ Άνθιμος κάνει τον ΢ταυρό του. Θα αναστήση! Εκεί. ΢τη γκαρνψόν. ΢τη σκλαβιά, εις τη μύτη και εις το πείσμα των Σούρκων. Και αρχίζει. Ξεχνιόμαστε. Γοργά, μεγαλόπρεπα, ελπιδοφόρα ανεβαίνουν αι λειτουργικαί φράσεις, απερίγραπτο θυμίαμα λατρείας προς το Θεό των πονούντων, των νοσούντων, των καμνόντων και των αιχμαλώτων. «Δεύτε λάβετε φως», καλεί ο πάτερ Άνθιμος. Από μία λαμπάδα του αυτοσχέδιου βωμού ανάβει ένα φτωχό κεράκι και αυτό περνά από όλους διαδοχικά, για να καταλήξη πάλι στο Λειτουργό. Η στιγμή του Ευαγγελίου. ΢κύβομε το Κεφάλι. Ο πάτερ Άνθιμος Διαβάζει: «Ούσης οψίας τη ημέρα εκείνη τη μια των ΢αββάτων<». Όταν τελειώνει το Ευαγγέλιο ξαφνικά ανοίγει η πόρτα. Είναι ο Ρετζέπ. Μαίνεται. Πως; Αιχμάλωτοι, οι δούλοι οι γιουνάνηδες, οι κιαφέρηδες, οι κιαρατσλάρ ετόλμησαν νύχτα να βγουν από τα δωμάτιά των, και ακόμη ανήκουστο, μπροστά στα μάτια, αυτών, των δεσμοφυλάκων, χωρίς άδεια του Εμίν του Διοικητού, να κάνουν «Εκκλησία»; Όλοι μας εμείναμε άναυδοι, σαστισμένοι σα χαμένοι. Όλοι μας; Όχι. Ο πάτερ Άνθιμος ήρεμος, ανυπέρβλητος και απερίγραπτος με το ταπεινό του πετραχείλι εγύρισε προς τον Ρετζέπ. ΢ιγά ,κατέβηκε από το σκαμνί που του χρησίμευε για βάθρο, εμπρός στον αυτοσχέδιο εκείνο βωμό. Φωρίς να πη λέξι, προχώρησε προς την πόρτα. Έφτασε στον μαινόμενο Σουρκαλά ο οποίος τον κοίταζε κατάπληκτος. Σον έπιασε από το χέρι. ΢ηκώνοντας το άλλο χέρι ψηλά και κοιτάζοντας προς το νταβάνι του είπε μια μόνο λέξι – Γιαζήκ! (αμαρτία). Κρατώντας τον πάντοτε μαλακά, σιγά, χωρίς βιασύνη και δύναμι, τον έβγαλεν έξω, αυτός ο ασθενικός και γέρων παπάς αυτόν τον πελώριο και μεστόν άνδρακλα. Και ήσυχα έκλεισε την πόρτα. Μεθ’ ό ξαναγύρισε, έκανε


το σταυρό του. Προσκύνησε. Γύρισε σε μας που τον κυττάζαμε σαν υπνωτισμένοι. Και έξαφνα απερίγραπτο, διάτορο, θριαμβευτικό, ακατάλυτο, αιώνιο, αντήχησε Χαλμός θριάμβου και νικητήριος παιάν, ένα αξέχαστο «Φριστός Ανέστη<». Όταν τελείωσε η λειτουργία, αυτή η μοναδική, ένοιωσα μέσα μου μια απέραντη γαλήνη. Είχα ξεχάσει και κρύο και γύμνια και πληγές και πόνους και ερημιά και αιχμαλωσία. Εκείνη τη στιγμή κάποιος με σκούντηξε: «Βρε συ, κλαις;» Ποτέ μου δεν το κατάλαβα, γιατί έκλαιγα. Π. ΜΟ΢ΦΟΒΙΣΗ΢»90 ΣΟ ΣΕΛΟ΢ ΣΗ΢ ΑΙΦΜΑΛΨ΢ΙΑ΢ Οι αποστολές ανταλλαγής αιχμαλώτων ξεκίνησαν την άνοιξη του 1923. Πρώτους επέλεξαν για ανταλλαγή, τους ασθενέστερους αξιωματικούς, αυτούς που παρουσίασαν σοβαρά σωματικά και ψυχολογικά προβλήματα. Από τους τέσσερεις ΢τρατηγούς ο Κλαδάς, συναισθανόμενος την τραγικότητα της θέσης του, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει και ήταν ο πρώτος που έφυγε με ανταλλαγή91. Ο Άνθιμος ανταλλάχτηκε τον Απρίλιου του 1923, μετά από εννεάμηνη αιχμαλωσία. Η διαδικασία της ανταλλαγής ήταν ένας προς ένα, υπό τον έλεγχο της Διεθνούς Επιτροπής στη ΢μύρνη. ΢τους ανταλλασσόμενους, έδιναν ως μόνο εφόδιο ένα σακίδιο με ιματισμό. Όταν τελείωσε η διαδικασία ελέγχου της Επιτροπής, ο Άνθιμος και οι υπόλοιποι ανταλλαγέντες σε εκείνη την αποστολή επιβιβάστηκαν στο ατμόπλοιο Ε΢ΠΕΡΙΑ. Οι άνδρες ευτυχείς που θα επέστρεφαν στην πατρίδα ζήτησαν να ψάλουν το Φριστός Ανέστη, όμως ο Άνθιμος τους είπε, όχι πριν να ξεκινήσει το πλοίο. Έμειναν κατάπληκτοι, όταν μια ώρα αργότερα δόθηκε διαταγή να μεταφερθούν σε άλλο πλοίο, διότι το Ε΢ΠΕΡΙΑ προοριζόταν ως χώρος διαμονής των Μελών της Επιτροπής Ανταλλαγής, κατά το ταξίδι της μεταφορά τους στην Ελλάδα. Μόλις έφτασαν στον Πειραιά, ο πρώτος σταθμός γι’ αυτούς ήταν το λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου. Μετά τον κλιβανισμό ο Άνθιμος παρέα με ένα αντισυνταγματάρχη πήγαν σε μια κοντινή ταβέρνα για φαγητό. Εκεί συνάντησε το Γιάννη, ένα Κρητικό από το Ακρωτήρι τον οποίο γνώριζε. Αυτός και ο αδερφός του ήταν οι Καβάσηδες του Πρίγκιπα Γεωργίου, όταν αυτός είχε επισκεφτεί τον Επανωσήφη. Σότε ο Άνθιμος

ΕΘΝΟ΢, 11-4-1931 Ο Τποστράτηγος Κλαδάς μετά από την απόπειρα αυτοκτονίας μεταφέρθηκε από το Κιρ ΢εκίρ σε Νοσοκομείο της Άγκυρας, από όπου έφυγε τέλος Μαρτίου για τη ΢μύρνη για να ανταλλαγεί με τον τούρκο ΢τρατηγό Σζαφέρ Σαγιάρ που είχε συλληφθεί στην Αδριανούπολη τον Ιούλιο του 1920. Από εκεί ταξίδεψε με το ΑΓΙΟ΢ ΜΑΡΚΟ΢ για τον Πειραιά, όπου αφίχθηκε στις 11-4-1923. 90 91


του είχε περιποιηθεί τον μαλάθρακα92 από τον οποίο υπέφερε. Ο Γιάννης τους πρόσφερε κονιάκ και τους οδήγησε σε ένα κοντινό οίκημα, όπου τους παρέθεσε γεύμα με ψητά ψάρια, και τους παραχώρησε δύο αναπαυτικά κρεβάτια για να ξεκουραστούν εκείνο το βράδυ. Θέλοντας να επιστρέψει στη μονάδα του το συντομώτερο, την επομένη πήγε στην Αθήνα και ζήτησε πληροφορίες από το Τπουργείο ΢τρατιωτικών για την θέση και την κατάσταση της Μεραρχίας Κρήτης. Λαμβάνοντας υπόψη τις κακουχίες που είχε υποστεί, του συνέστησαν από το Τπουργείο να παρουσιαστεί στο 14ο ΢ύνταγμα, και του έδωσαν μερικά χρήματα για τις πρώτες του ανάγκες. Όταν πήγε να τα εισπράξει από την Σράπεζα, η υπάλληλος στο ταμείο για το φόβο πιθανής μόλυνσης, αρνήθηκε να παραλάβει το απόκομμα. Ο Άνθιμος της είπε ότι δεν πρέπει να φοβάται διότι είχε ήδη απολυμανθεί.

1924-25. Ο Άνθιμος Βασιλάκης στα Λουτρά Αιδηψού. A.A.B.

Χευδάνθρακας (Καλοήθης άνθρακας) ΢ταφυλοκοκκική φλεγμονώδης πάθηση του δέρματος. Ψς λέξη έχει δημιουργηθεί από προληπτική αφομοίωση του ουσιαστικού, Μέλας- άνθρακας. (Λεξικά Μανόλη Πιτυκάκη, Γεωργίου Παγκάλου, Δ. Δημητράκου) 92


ΠΙ΢Ψ ΢ΣΗΝ ΚΡΗΣΗ (1924-29) Μετά την παράδοση στους Σούρκους των δύο ΢υνταγμάτων της 5ης/11ης Μεραρχίας Κρήτης93, το αποτέλεσμα των λανθασμένων στρατιωτικών χειρισμών του Διοικητή Κλαδά, τα απομεινάρια του ελληνικού στρατού που δεν παραδόθηκαν μεταφέρθηκαν από το Σσεσμέ, με πλοία στη Φίο94. Οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις που διασώθηκαν στα νησιά Φίο και Λέσβο, φιλοβενιζελικές στην πλειονότητα του, προχώρησαν υπό την ηγεσία του Νικόλαο Πλαστήρα στην οργάνωση Κινήματος για την ανατροπή της φιλοβασιλικής κυβέρνησης και την απομάκρυνση του Βασιλέα Γεωργίου Β’95. Σον Οκτώβριο του 1923 η Ελλάδα βάδιζε ολοταχώς για τις εκλογές της 2ας Δεκεμβρίου, τις οποίες είχε προκηρύξει η φιλοβενιζελική Επαναστατική Επιτροπή που προήλθε από το Κίνημα. Η πολιτική αντίδραση στο κίνημα της Φίου εκδηλώθηκε με το στρατιωτικό κίνημα96 των στρατηγών Παναγιώτη Γαργαλίδη97 και Γεώργιου

Αρχές του 1923 η Μεραρχία Κρήτης ανασυγκροτείται, με τη συγχώνευση της 5 ης /11ης με την 9η και έδρα τις ΢έρρες, και από τις 30-6-23 υπάγεται προσωρινά στο Γ’ ΢ώμα ΢τρατού 94 Η μεταφορά στη Φίο της 5 ης/11ης Μεραρχίας έγινε στις 31-8-1922 95 Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και το Κίνημα της 11ης ΢επτεμβρίου 1922 των στρατιωτικών δυνάμεων στη Φίο και τη Λέσβο, ο Πλαστήρας ανέλαβε την αρχηγία της επαναστατικής επιτροπής (όπου απέκτησε και το προσωνύμιο 'Αρχηγός'), και αναδείχτηκε ως ο ισχυρότερος στρατιωτικός και πολιτικός παράγων της χώρας Σον ΢επτέμβριο του 1922 μετέβη στην Αθήνα, ανέτρεψε την κυβέρνηση, υποχρέωσε τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α' σε παραίτηση υπέρ του γιου του Γεωργίου Β' και σχημάτισε επαναστατική κυβέρνηση χωρίς όμως να συμμετάσχει σ’ αυτήν. Ο Πλαστήρας κάλεσε από την εξορία τον Ελευθέριο Βενιζέλο για να ηγηθεί της ελληνικής αντιπροσωπείας στις διαπραγματεύσεις με την Σουρκία, που οδήγησαν στη ΢υνθήκη της Λωζάνης (1923). Φάρη σ’ αυτόν και τον Θεόδωρο Πάγκαλο αναδιοργανώθηκε ο στρατός και ανασυντάχθηκε η στρατιά του Έβρου, ενισχύοντας τον Ελευθέριο Βενιζέλο, κατά τις διαπραγματεύσεις για την ΢υνθήκη της Λωζάνης, να περιορίσει τις απαιτήσεις του Κεμάλ. Επίσης υποστήριξε και ανέλαβε την ευθύνη για την «εκτέλεση των έξι», κατευνάζοντας τον λαό που ζητούσε την τιμωρία των υπεύθυνων για την Μικρασιατική καταστροφή. Η Επαναστατική Επιτροπή αντιμετώπισε επιτυχώς το φιλοβασιλικό πραξικόπημα των υποστρατήγων Γαργαλίδη και Λεοναρδόπουλου (Οκτώβριος 1923), Μετά τις εκλογές τον Δεκέμβριο του 1923 κατέθεσε την εξουσία στα χέρια της εκλεγμένης κυβέρνησης. Σον Ιανουάριο του 1924 παραιτήθηκε και αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του Αντιστράτηγου. Η Δ' Εθνοσυνέλευση τον ανακήρυξε «Άξιο της Πατρίδος». 96 Σο κίνημα αυτό που εκδηλώθηκε στις 22-10-1923, ήταν μια συμμαχία ετερόκλητων στρατιωτικών στοιχείων. Παρά την αριθμητική τους υπεροχή οι κινηματίες έμειναν αδρανείς, χάνοντας πολύτιμο χρόνο. Αυτό έδωσε το χρόνο στο Κίνημα του Πλαστήρα να αναδιοργανωθεί και να προετοιμάσει την αντεπίθεσή του. 1.284 αξιωματικοί μεταξύ αυτών και ο ΢κουλάς αποτάχθηκαν ως ενεχόμενοι ή συμπαθούντες το αντεπαναστατικό 93


Λεοναρδόπουλου98 και του βασιλόφρονα συνταγματάρχη Γεωργίου Ζήρα. Πρόθεση των δύο στρατηγών ήταν να αναγκάσουν την κυβέρνηση Γονατά σε παραίτηση, αποσκοπώντας στην ανάληψη της εξουσίας από μία κυβέρνηση που θα οδηγούσε τη χώρα σε τίμιες εκλογές. ΢την Πελοπόννησο οι δυνάμεις των Γαργαλίδη και Λεοναρδόπουλου, που αριθμούσαν 4.500 άνδρες, συγκεντρώθηκαν στην Κόρινθο, με σκοπό να βαδίσουν στην Αθήνα. Μεταξύ αυτών ήταν και οι άνδρες του 14ου Κρητικού ΢υντάγματος, υπό την Διοίκηση του ΢υνταγματάρχη Αχιλλέα ΢κουλά99. Ο στόλος που ήταν πιστός στο Κίνημα υπό τον Πλαστήρα, απείλησε με βομβαρδισμό την Κόρινθο αναγκάζοντας τον φρούραρχο Μανιαδάκη100 να παραδώσει την πόλη χωρίς αντίσταση. ΢τις 27 Οκτωβρίου, ο Γαργαλίδης αποδέχεται την άνευ όρων παράδοση που του επέβαλε ο Πλαστήρας. Οι εκλογές έγιναν τελικά και εξελίχθηκαν σε θρίαμβο των βενιζελικών κομμάτων, καθώς τα φιλομοναρχικά απείχαν101. Σέλος του 1924102 η 5η Μεραρχία επανέρχεται στην Κρήτη και αρχές του 1925 ο Άνθιμος παρουσιάζεται στην έδρα της στα Φανιά. κίνημα. Οι αρχηγοί του κινήματος, Παναγιώτης Γαργαλίδης και Γεώργιος Λεοναρδόπουλος, καταδικάσθηκαν σε θάνατο, αλλά τους δόθηκε χάρις στη συνέχεια. 97 Παναγιώτης Γαργαλίδη (1870-1948) 98 Γεώργιος Λεοναρδόπουλος (1867-1936) 99 ΢κουλάς Αχιλλέας Ραδάμανθυς. (Φανιά 1887 – 1968) ΢πούδαζε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όταν κατετάγη εθελοντής στο 1ο Σάγμα Φανίων. Σο 1911 εισήλθε στη ΢χολή Τπαξιωματικών. Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους 1912-13. Πολέμησε για την απελευθέρωση της Βορ. Ηπείρου με το ανεξάρτητο ΢ύνταγμα Κρητών. Προάγεται σε Λοχαγό. ΢υμμετείχε με τον Βενιζέλο στο κίνημα της Αμύνης στη Θεσσαλονίκη 1916. Πολεμά στον Α΄ Παγκόσμιο και συμμετέχει στην Μικρασιατική εκστρατεία. Διετέλεσε επιτελάρχης του ΓΕ΢. Δ/της Μεραρχίας και Δ/της ΢χολής Τπαξιωματικών. Μετεκπαιδεύεται στην Ανωτέρα ΢χολή Πολέμου, ΢χολή Πυροβολικού, επίσης στη Γαλλία. Αποστρατεύεται λόγω συμμετοχής στο κίνημα Γαργαλίδη – Λεοναρδόπουλου. Ανακλήθηκε το 1941 και στέλνεται στην Κρήτη με τον βαθμό του Αντιστράτηγου. Γίνεται ανώτερος στρατιωτικός διοικητής της Μεγαλονήσου και συμμετέχει στη μάχη της Κρήτης. Καταφεύγει στην Αίγυπτο και τοποθετείται υπαρχηγός στρατού, (7/1941 – 5/1942). ΢τη συνέχεια αποστρατεύτηκε. Έλαβε πολλά μετάλλια και διακρίσεις. 100 Μετέπειτα στέλεχος της 4ης Αυγούστου. 101 Σο αποτυχόν κίνημα των Γαργαλίδη - Λεοναρδόπουλου απέκτησε σημασία για την κατοπινή εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων. Ισχυροποίησε τα αντιμοναρχικά αισθήματα των βενιζελικών, με αποτέλεσμα την έξωση του βασιλιά Γεώργιου Β' και την ανακήρυξη της Αβασίλευτης Δημοκρατίας στις 25 Μαρτίου 1924 από την κυβέρνηση Παπαναστασίου. 102 Η 5η Μεραρχία επανέρχεται στην Κρήτη το 1924, με έδρα τα Φανιά, ,όπου και παραμένει μέχρι το 1940. Οι έδρες των ΢υνταγμάτων της, ήταν του 14 ου τα Φανιά, του 44ου το Ρέθυμνο και του 43ου το Ηράκλειο: ΕΝΗΜΕΡΨΣΙΚΟ΢ ΟΔΗΓΟ΢ ΣΗ΢ 5 ης ΜΕΡΑΡΦΙΑ΢ Απρίλιος 2010


5η Μεραρχία Κρήτης

Φανιά τη 16η Ιανουαρίου 1925

14ο ΢ύνταγμα Πεζικού Φύλλον μεταβάσεως διά τον ΢τρατιωτικόν Ιερέα Α’ τάξεως Βασιλάκην Άνθιμον του Γεωργίου, απερχόμενον ίνα παρουσιασθεί εις την 5η Μεραρχία Κρήτης, παρ’ η τοποθετείται, εις εκτέλεσιν της υπ’ αριθ. 755 Ε.Δ. Τπουργείου ΢τρατιωτικών Ο Δ/της του ΢υντάγματος 5η Μεραρχία Κρήτης, Γραφείο 1ο Παρουσιασθείς σήμερον ανέλαβεν υπηρεσίαν Φανιά τη 17η Ιανουαρίου 1925 Ο Διοικητής του 14ου ΢υντάγματος ονομαζόταν Φαϊδεμενάκης. ΢τις φυλακές του Υιρκά στα Φανιά υπήρχαν φυλακισμένοι στρατιωτικοί, οι οποίοι είχαν υποβάλει προς τη Διοίκηση του ΢υντάγματος μια σειρά αιτημάτων σχετικών με τις συνθήκες διαβίωσής τους στη φυλακή τα οποία δεν είχαν γίνει αποδεκτά. Σότε ξέσπασε στο ΢ύνταγμα ανταρσία και επεισόδια γινόταν καθημερινά. Οι κρατούμενοι αρνούνταν να κουρευτούν, έβαζαν άμμο στα μαλλιά τους ώστε να καταστρέφονται οι κουρευτικές μηχανές, δεν γυμνάζονταν, ούτε πλενόταν. Ο Διοικητής ζήτησε από τον Άνθιμο να τους καθησυχάσει. Αυτός πήγε με την άδεια της Μεραρχίας. ΢την αναγγελία της παρουσίας του στη φυλακή από τον Αρχιφύλακα οι κρατούμενοι άρχισαν να φωνάζουν «Αέρα, αέρα», νομίζοντας πως είναι ο ιερέας της πόλης. Η ομιλία του Άνθιμου ήταν τόσο πειστική, που στο τέλος οι κρατούμενοι συναίνεσαν να περιορίσουν τα αιτήματα τους στην απομάκρυνση του Αρχιφύλακα, λόγω της σκαιής του συμπεριφοράς απέναντί τους. Ο Αρχιφύλακας αντικαταστάθηκε, αν και έκτοτε υπήρξε συνεργάσιμος. Οι κρατούμενοι ηρέμησαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι σκοπιές σχεδόν καταργήθηκαν. Μετά την εξομάλυνση της κατάστασης στη φυλακή, ο Διοικητής πρότεινε στους κρατούμενους να εκπαιδευτούν σε διάφορες τέχνες, εφόσον ήθελαν, και στους αναλφάβητους να μάθουν γράμματα, με την καθοδήγηση του Άνθιμου.


Χανιά, 1927. Ο Άνθιμος Βασιλάκης (δεξιά), δίπλα στον Επίσκοπο Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελο. Α.Α.Β.

Κατά την επίσκεψή στο ΢ύνταγμα του Διοικητή Μεραρχίας Παναγιωτάκου, ο Φαϊδεμενάκης ζήτησε από τον Άνθιμο να μιλήσει και να κοινωνήσει τους στρατιώτες. Η λειτουργία έγινε στην εκκλησία της Αγ. Μαγδαληνής στη Φαλέπα. Η εξομολόγηση ήταν ομαδική και οι στρατιώτες κοινώνησαν μπαίνοντας με τάξη στη γραμμή. Μετά από αυτό ο υποστράτηγος Δημήτριος Καμμένος103 που υπήρξε ο Διοικητής του 8ου ΢υντάγματος στη Μ. Ασία και συναιχμάλωτος του Άνθιμου, του ζήτησε να πάει στην έδρα της Μεραρχίας στη Δράμα για να κάνει μια σειρά από ομιλίες στους στρατιώτες. Επειδή στην ενορία των Υοκοθιανών δεν είχαν ιερέα, μία επιτροπή αναπήρων ήρθε για να παρακαλέσει τον Άνθιμο να τελέσει τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας. Ο Άνθιμος ζήτησε την άδεια από τον Επίσκοπο Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελο. Ση Μ. Πέμπτη παρακολούθησαν εκεί τα Δώδεκα Ευαγγέλια ο Γυμνασιάρχης Γενεράλης με το ΢ύλλογο των Καθηγητών και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος Ο Δημήτριος Καμμένος υπήρξε Διοικητής του 7ου ΢υντάγματος Πεζικού στην Ουκρανία, και του 8ου ΢υντάγματος του Γ’ ΢ώματος στη Μ. Ασία. Σο Μάρτιο του 1935, ως Διοικητής του Δ’ ΢ώματος ΢τρατού ηγήθηκε των επαναστατών της Ανατολικής Μακεδονίας, κατά το αποτυχημένο κίνημα των Βενιζελικών. Σο πρωί της 11ης Μαρτίου 1935 τηλεφωνεί στο Βενιζέλο ότι τα πάντα χάθηκαν Σο απόγευμα της ίδιας ημέρας οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν καταλάβει όλες τις επαναστατημένες πόλεις. Αυθημερόν ο Καμμένος διέφυγε με τους αξιωματικούς του στην Βουλγαρία, όπου και ζήτησε πολιτικό άσυλο 103


μάλιστα έψαλλε στον Επιτάφιο θρήνο. Από τα τριαντάφυλλα που έραιναν οι πιστοί σχηματίστηκε στρώμα. Σα χρήματα που συλλέχτηκαν κατά τη Δεύτερη Ανάσταση στην Αγ. Μαγδαληνή, κατά πρόταση του Άνθιμου και των συλλειτουργών του, δόθηκαν σε νέο φτωχό εφημέριο. ΕΠΙ΢ΣΡΟΥΗ ΢ΣΗ ΜΟΝΗ (1929-1940) Από το ΥΤΛΛΟ ΜΗΣΡΨΟΤ στο οποίο υπάρχουν τα στοιχεία της στρατιωτικής υπηρεσίας του Άνθιμου, πληροφορούμαστε ότι υπηρέτησε το διάστημα 1912-13 ως Εθελοντής Ιερέας104. Σο 1917 κατατάχτηκε ως ΢τρατιωτικός Ιερέας105 και ανέβηκε σταδιακά όλες τις βαθμίδες της Ιερατικής στρατιωτικής ιεραρχίας. ΢υνολικά υπηρέτησε στον Ελληνικό ΢τρατό δεκατέσσερα χρόνια, από τα οποία για εννέα εξάμηνα ήταν σε εμπόλεμη υπηρεσία και εννέα μήνες σε καθεστώς αιχμαλωσίας. Για την παραδειγματική αυτοθυσία και τον ηρωισμό του τιμήθηκε με πολλά στρατιωτικά μετάλλια, αριστεία ανδρείας και εξαιρέτων πράξεων των δύο Βαλκανικών και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου106: Σο Μετάλλιο του Ελληνοβουλγαρικού Πολέμου, το Μετάλλιο ΢τρατιωτικής αξίας, το Διασυμμαχικό Μετάλλιο του Ελληνοτουρκικού Πολέμου με τρείς Διεμβολές Μαχών, τον Πολεμικό ΢ταυρό Γ’ Σάξεως, το Αναμνηστικό Μετάλλιο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και το Φρυσό Αριστείο Ανδρείας107. Σο 1929 ψηφίστηκε ο Νόμος «Περί εθελουσίας Εξόδου» των εν ενεργεία ΢τρατιωτικών. Ο Άνθιμος αποφάσισε να τον χρησιμοποιήσει για να υποβάλει την παραίτησή του από τις τάξεις του ΢τρατού. ΢υντάκτης και εισηγητής του σχεδίου αναδιοργάνωσης του ΢τρατού το οποίο προέβλεπε τη δυνατότητα αποστράτευσης με μειωμένη θητεία, ήταν ο Αρχηγός του Επιτελείου και συναιχμάλωτος του Άνθιμου στο Κιρ ΢εχίρ, Τποστράτηγος Αλέξανδρος Μερεντίτης108. Όταν έμαθε την απόφασή του Άνθιμου να παραιτηθεί από τον ΢τρατό, προσπάθησε να τον αποτρέψει. Αυτός όμως δεν ήθελε να παραμείνει Ο Άνθιμος κατατάχθηκε ως Εθελοντής Ιερέας για πρώτη φορά, στις 6 Οκτωβρίου 1912 και υπηρέτησε μέχρι τις 25 Ιουλίου 1913. Α.Α.Β. 105 Ο Άνθιμος διορίστηκε ως ΢τρατιωτικός Ιερέας με την υπ.αρ.10944/202 Δ.Π.Κ.Θ στις 152-1917. ΢τις 9-10-1917 έγινε ΢τρατιωτικός Ιερέας 3ης Σάξεως, στις 9-1-20 2ας Σάξεως και στις 17-10-1923 1ης Σάξεως. Α.Α.Β. 106 Σις πληροφορίες σχετικά με τις ηθικές αμοιβές που απονέμονται για διακεκριμένες πράξεις στο πεδίο της μάχης (Αριστεία ανδρείας, πολεμικούς σταυρούς, Μετάλλια εξαιρέτων πράξεων, διεμβολές κλπ) οφείλω στον φίλο κ. Μανώλη Διαλυνά, καθηγητή Υυσικής Αγωγής, τον οποίο ευχαριστώ θερμά. 107 Ημερομηνίες απονομής: Μετάλλιο ΢τρατιωτικής αξίας (18-10-1918), Πολεμικός ΢ταυρό Γ’ Σάξεως (10-9-1918), Φρυσό Αριστείο (30-;-1921), Α.Α.Β. 108 Αλέξανδρος Μερεντίτης (Θήβα 1880, Αθήνα 1964). 104


περισσότερο. Η αιχμαλωσία είχε αφήσει μέσα του ανεξίτηλα τα ίχνη της εθνικής και προσωπικής ταπείνωσης. Όλα αυτά τα χρόνια αγωνιούσε με την πιθανότητα της προσβολής που θα βίωνε, αν βρισκόταν στη δύσκολη θέση να απαντήσει στο ερώτημα: γιατί δεν προτίμησε την έντιμη αυτοκτονία, όπως έπραξαν πολλοί αξιωματικοί από την ατίμωση της αιχμαλωσίας. Παραιτήθηκε λοιπόν. Αποστρατεύτηκε ως Λοχαγός με τον βαθμό του Σαγματάρχη και επέστρεψε στη Μονή της Μετανοίας του στον Επανωσήφη. ΢τη Μονή, είχαν θεωρήσει από το ΢επτέμβρη του 1922 τον Άνθιμο νεκρό, σύμφωνα με τις πληροφορίες του διασωθέντος στρατιώτη από τα Πιτσίδια που είχε παρακολουθήσει τη σύλληψη του Άνθιμου από τους Σούρκους. Μετά από 6 μήνες, στη διάρκεια των οποίων δεν είχαν καμιά πληροφορία στη Μονή για τυχόν διάσωσή του διέλυσαν το σπίτι του σύμφωνα με τον κανονισμό. Η προσαρμογή και η επανένταξή του στις νέες συνθήκες ζωής όπως είχαν διαμορφωθεί στη Μονή κατά τη διάρκεια των δεκατριών χρόνων απουσίας του, αποδείχτηκε ότι δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Πριν να περάσει η πρώτη εβδομάδα της επιστροφής του, ο ΢ύμβουλος Παρθένιος απαίτησε τη σύγκληση του ΢υμβουλίου των Αδελφών, αμφισβητώντας το δικαίωμα του Άνθιμου για παραμονή στη Μονή. Όμως ο Ηγούμενος Σιμόθεος Σζαγκαράκης, τοποθετήθηκε επιτιμητικά απέναντι στην πρόταση αυτή. Τποστήριξε τον Άνθιμο και αρνήθηκε να ενεργοποιήσει αυτή η διαδικασία. Σο 1930 ιδρύθηκε το Εφεδρικό Σαμείο και με τον νέο νόμο «Περί Διαχειρίσεως της Μοναστηριακής Περιουσίας» μεταφέρθηκαν σε αυτό, και τέθηκαν στη διάθεσή του τα 3/5 των περιουσιών των Μονών. ΢τον Επανωσήφη αναγκάστηκαν να πωλήσουν και κάποια επιπλέον από τα περιουσιακά στοιχεία, για να κατασκευάσουν και να διαμορφώσουν την Κεντρική είσοδο της Μονής. Πέρασαν τα χρόνια και Μητροπολίτης Κρήτης έγινε ο μορφωμένος αλλά υποχείριο του περιβάλλοντός του, Σιμόθεος Βενέρης109, του οποίου το ενδιαφέρον μονοπωλούσε η συγγραφική του εργασία εις βάρος των λοιπών υποχρεώσεών του. Μετά την κήρυξη του Ελληνοαλβανικού πολέμου ορισμένοι εκκλησιαστικοί κύκλοι της πόλεως του Ηρακλείου τον κατήγγειλαν στο Πατριαρχείο. Σον Ιανουάριο του 1941 το Πατριαρχείο τον κήρυξε έκπτωτο. Ψς Σοποτηρητής της Εκκλησίας της Κρήτης τοποθετήθηκε ο Επίσκοπος Αρκαδίας, Βασίλειος Μαρκάκης 110. 109 110

Ο Σιμόθεος Βενέρης υπήρξε Μητροπολίτης Κρήτης το διάστημα 1934-1941 Ο Βασίλειος Μαρκάκης ήταν Μητροπολίτης Κρήτης τα έτη από 1941 έως 1950.


ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΚΑΣΟΦΗ (1941-44) Μετά την κατάρρευση του Ελληνικού μετώπου στη Μακεδονία την άνοιξη του 1941, η Ελληνική Κυβέρνηση και η Βασιλική οικογένεια κατέφυγαν στην Κρήτη. Η Ναζιστική Γερμανία επιχείρησε την κατάληψη της Κρήτης, χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά τις επιλεγμένες μονάδες των αλεξιπτωτιστών. Ο Κρητικός λαός ζήτησε με επιμονή από τους Ελληνες και Βρετανούς επιτελείς όπλα για να αντιμετωπίσει και να αναχαιτίσει τους Γερμανούς καταδρομείς. Η στρατιωτική διοίκηση δήλωσε ότι δεν υπήρχε διαθέσιμος εξοπλισμός και ότι αδυνατούσε να εξοπλίσει τον κρητικό λαό. Οι κρήτες θεώρησαν ως υπαίτιο το μεταξικό καθεστώς, που με τέχνασμα, είχε αφοπλίσει την Κρήτη πριν από την κήρυξη του πολέμου. Κατά τη Μάχη της Κρήτης: «στο Μοναστήρι του Αγ. Γεώργιο Επανωσήφη είχαν καταφύγει πολλές Οικογένειες από το Ηράκλειο και στο τέλος του αγώνα, εκεί συγκεντρώθηκαν αρκετές δεκάδες τραυματίες της μάχης. Όλους αυτούς περιέθαλπε το μοναστήρι, που οι φούρνοι και τα καζάνια δούλευαν όλη την ημέρα. ΢την περίθαλψη αυτή έδειξε θερμό ενδιαφέρον ο ηγούμενος Σιμόθεος Σζαγκαράκης και ο αρχιμανδρίτης Άνθιμος Βασιλάκης ο παλιός ήρως των Κρητικών Επαναστάσεων και των Βαλκανικών πολέμων.*<+Σα μοναστήρια τόσο το Αρκάδι, όσο και ο Επανωσήφης αντιπροσωπεύθηκαν στη μάχη με τους καλογέρους τους από την πρώτη στιγμή που άρχισαν να πέφτουν οι αλεξιπτωτιστές. Ο γράφων τις γραμμές αυτές (Γιάννης Μουρέλλος) παρακολούθησα τον ενθουσιασμό, που συνεπήρε τους καλογέρους του Επανωσήφη σαν έτρεχαν στη μάχη. Ήταν έξι και είχαν δύο τουφέκια! Οι άλλοι κρατούσαν χοντρά ραβδιά. Σο ίδιο βράδυ τους είδα, που γύριζαν από τη μάχη κατάφορτοι από τα λάφυρα και ωπλισμένοι σαν αστακοί»111. . Σο μοναστήρι και προσωπικά ο αρχιμανδρίτης Άνθιμος διέτρεξαν κατ’ επανάληψη σοβαρότατο κίνδυνο, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όπως θα δούμε αργότερα. Μόλις εκδηλώθηκε η επίθεση των Γερμανών κατά της Κρήτης, ο Άνθιμος επικεφαλής ομάδας δέκα μοναχών, πήγε στο Ηράκλειο για να ζητήσει από τον Μητροπολίτη Κρήτης Βασίλειο Μαρκάκη την άδεια να υπερασπίσουν τη Μονή με τα όπλα, ώστε να αποφύγουν την πιθανή διαρπαγή της. Πολλοί από τους μοναχούς, -ο ανθυπασπιστής ΢ωφρόνιος, οι λοχίες Αγαθάγγελος και Παΐσιος, ο δεκανέας Φρυσόστομος- ήταν εμπειροπόλεμοι. Ο Μητροπολίτης αρνήθηκε στους Μοναχούς να χρησιμοποιήσουν όπλα, τονίζοντας πως το μόνο όπλο που τους αρμόζει είναι ο ΢ταυρός. Ο Άνθιμος του υπενθύμισε τα παραδείγματα

111

ΜΟΤΡΕΛΟΤ ΙΨΑΝΝΗ : ΜΑΦΗ ΣΗ΢ ΚΡΗΣΗ΢ σελ. 523-524


τόσων ιερέων που πολέμησαν υπερασπιζόμενοι την ελευθερία της πατρίδας, όπως ο Αθανάσιος Διάκος, ο Παπαφλέσσας και ο Ξωπατέρας όταν τον κυνηγούσαν οι Σούρκοι, χωρίς να καταφέρει να του αλλάξει τη γνώμη. Αφού ενημέρωσε τον ΢υνταγματάρχη Παπαθανασόπουλο112 γνώστη της πρωτοβουλίας αυτής για την αποτυχία του διαβήματός του προς τον Μητροπολίτη, επέστρεψε στη Μονή όπου ασχολήθηκε με την οργάνωση ομάδας παθητικής αντίστασης. Η πρόταση των μοναχών να αναλάβουν πρωτοβουλία για την ένοπλη προστασία της Μονής ήταν γνωστή αλλά όχι αποδεκτή και από τον Ηγούμενο Σιμόθεο Σζαγκαράκη, ο οποίος είχε πρώτος επισκεφθεί τον Μητροπολίτη. Όπως γράφει ο Άνθιμος στο ημερολόγιό του, σε σχετική σύσκεψη που έγινε στη Μονή, ο Ηγούμενος είχε πει στους Αδελφούς: «Σι έχει να περιμένει η Ελλάδα από δέκα Μοναχούς;». Και στη συνέχεια απευθυνόμενος στους νεώτερους αδελφούς: «Εάν έχετε στο μυαλό σας, να βγείτε στο βουνό να σας μαγεροτσικαλιάζω (να σας διατρέφει η Μονή), κάνετε λάθος. Έχω εργάτες και θα κοιτάξω αυτούς», προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να αποτρέψει τη συμμετοχή τους στην ένοπλη αντίσταση εναντίον των Γερμανών113. Οι περισσότεροι μοναχοί, υπάκουσαν στην απόφαση του Μητροπολίτη, με εξαίρεση 3-4 μεταξύ των οποίων ήταν και ο ΢ωφρόνιος Ρουπάκης, οι οποίοι κατά την τελευταία και καθοριστική μάχη εναντίον των αλεξιπτωτιστών του τομέα Ηρακλείου που διεξήχθη στον Προφήτη Ηλία (25-51941), πολέμησαν κάτω από τις διαταγές του Εμμ. Μπαντουβά. Οι επτά άνδρες του Μπαντουβά που τραυματίστηκαν σε αυτή τη μάχη, ένας από τους οποίους ήταν ο ένθερμος θαυμαστής του Άνθιμου νεαρός Θεοχάρης ΢αριδάκης, μεταφέρθηκαν με τη συνοδεία του ΢ωφρόνιου στη Μονή, ενώ όρκισε τους υπόλοιπους μαχητές ότι θα συνεχίσουν τον Αγώνα εναντίον των Γερμανών κατακτητών114.

Ο ΢υνταγματάρχη Φαράλαμπος Παπαθανασόπουλος ήταν σύνδεσμος των ελληνικών δυνάμεων (στρατού και χωροφυλακής) με το Βρετανικό ΢τρατηγείο. Τπηρετούσε ως Διοικητής του 3ου ΢τρατιωτικού Διαμερίσματος με σταθμό διοίκησης το Ηράκλειο, κάτω από τον Τποστράτηγο Μιχαήλ Λιναρδάκη, Διοικητή των Ελληνικών δυνάμεων στον τομέα Ηρακλείου (2η ΢τρατιωτική Διοίκηση, αποτελούμενη από δύο ΢υντάγματα και ένα Σάγμα, συνολικής δύναμης 2. 400 ανδρών). Η ΜΑΦΗ ΣΗ΢ ΚΡΗΣΗ΢, ΓΕ΢ Διεύθυνση Ιστορίας Αθήναι 1967, σελ.145-161 και 179-180, και ΣΑ ΝΕΑ. Κείμενα έρευνα , Λεωνίδας Καλλιβρετάκης. σελ. 118-122 113 Α.Α.Β. Ημερολόγιο σελ. 107 114 Η ορκωμοσία των αγωνιστών από το Μοναχό ΢ωφρόνιο Ρουπάκη, έγινε στη ΢πηλιά του Φαμαμουντζή στον Αγ. ΢ύλλα στις 2-6-1941 και ήταν η πρώτη οργανωμένη αντιστασιακή εκδήλωση ενάντια στη Γερμανική Κατοχή 112


Ο Θεοχάρης ΢αριδάκης115 ευφυής, πολύγλωσσος και μορφωμένος, ήταν ο σύνδεσμος των αρχηγών της αντίστασης Μπαντουβά και Πετρακογιώργη με τη Μονή Επανωσήφη σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Θαύμαζε τον Άνθιμο και συνδέθηκε μαζί του με δυνατούς φιλικούς δεσμούς. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών συνέχισε να επισκέπτεται τον Επανωσήφη, όπου έγραψε το δραματικό θεατρικό έργο «Σο Ράσσο», εμπνεόμενος από την δράση του Άνθιμου εναντίον των γερμανών κατακτητών. Όταν πλέον κρίθηκε το αποτέλεσμα της Μάχης της Κρήτης στις 29-5-41, ο Διοικητής της 2ης ΢τρατιωτικής Διοίκησης Κρήτης, Τποστράτηγος Μιχαήλ Λιναρδάκης αποδέχτηκε τους όρους των Γερμανών, και την επομένη υπέγραψε ανακωχή με τον Γερμανό Διοικητή Μπρόγιερ στο Ηράκλειο116. Η Μονή του Επανωσήφη, κυρίως χάρι στον παλαίμαχο Άνθιμο είχε γίνει κέντρο και στήριγμα του Εθνικού Αγώνα117. ΢ε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, ήταν από τους μεγαλύτερους τροφοδότες των μαχητών, διαθέτοντας μεγάλες ποσότητες τροφίμων δικής της παραγωγής, κυρίως σιτάρι, τυρί και λάδι για τις ανάγκες του Αγώνα118. Τπήρξε επίσης χώρος φιλοξενίας και περίθαλψης των ανταρτών και των άγγλων συνεργατών τους, χώρος αποθήκευσης όπλων και πολεμοφοδίων και σημείο συνάντησης των διαφόρων αντιστασιακών ομάδων. Εκεί έγινε το πρώτο πολεμικό συμβούλιο των οπλαρχηγών της ομάδας Μπαντουβά, με τη συμμετοχή των Ηγουμένων και Μοναχών των Μονών της περιοχής119. ΢τις 12-1-1942, ο άγγλος σύνδεσμος λοχαγός Κρίστοφερ Woodhouse με τον Μανώλη Μπαντουβά κάλεσαν σε σύσκεψη στο χώρο της Μονής τους αξιωματικούς του Νομού Ηρακλείου μεταξύ των οποίων και τον

Θεοχάρης (Φάρης) ΢αριδάκης με λογοτεχνικό όνομα Παύλος Κεδραίος. ΢τις 8-41949, από τον Υουρφουρά Αμαρίου όπου υπηρετεί ως δημοδιδάσκαλος με τη γυναίκα του Καλλιόπη, γράφει στον Άνθιμο, σχετικά με το έργο του ‘Σο Ράσσο’: «ζεις εκεί μέσα εσύ παππούλη, ο Αθανάσιος, ο Αγαθάγγελος, ο κ. Σόμ, ο Θεοφιλέστατος Αρκαδίας, ο Φάρης, και τόσοι άλλοι γνωστοί μας< Είμαι τρισευτυχής που το 6 ο θεατρικό έργο που έγραψα ως τώρα είναι χαρισμένο σε σένα και στο Ράσσο που αντιπροσωπεύεις εκεί μέσα, στην ιστορική περίοδο της Κατοχής. Σο διαβάζω και ξαναγίνομαι ο στρατοκόπος που εγνώρισες τότε *<+ Καλέ και σεβαστέ μου φίλε. Εμπνευστή των πιο όμορφων μου σκέψεων και των πιο κρυφών μου πόθων. Εγώ εξακολουθώ να αγαπώ ότι αγάπησα τότε με το ίδιο πείσμα, με το ίδιο παιδική αφέλεια, με το ίδιο άπατο και ατέρμονο βάθος<» 116 Η ΜΑΦΗ ΣΗ΢ ΚΡΗΣΗ΢, ΣΑ ΝΕΑ. Κείμενα έρευνα, Λεωνίδας Καλλιβρετάκης.σελ. 136139 117 ΠΕΣΡΑΚΗ Λ. Εμμ.: Η Εθνική Οργάνωσις Κρήτης (ΕΟΚ) Σμήμα Ηρακλείου κατά την Γερμανικήν Κατοχήν, σελ. 35 118΢ΑΝΟΤΔΑΚΗ Κ. ΑΝΣΨΝΗ: Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΤΜΑΣΑ, σελ. 466 119 ΢τις 22-6-1941. Ο.π. σελ 454 115


ταγματάρχη Αλέξανδρο Ραπτόπουλο, εκτελώντας διαταγές του Γραφείου Κρήτης του Καΐρου. ΢κοπός της συγκέντρωσης ήταν η ενεργοποίηση των κρήτων αξιωματικών, των οποίων η στάση απέναντι στην αντίσταση ήταν μέχρι τότε ουδέτερη. Η περίοδος ήταν κρίσιμη διότι τον Ιανουάριο 1942 άρχισαν να φτάνουν στο Νομό Ηρακλείου γερμανικές ενισχύσεις, με σκοπό την προώθηση στρατευμάτων προς τη Λιβύη χρησιμοποιόντας ενδιάμεσο σταθμό την Κρήτη120. Ο αντικειμενικός στόχος ήταν η γενίκευση της αντίστασης στο νομό Ηρακλείου υπό την ηγεσία των άγγλων και του Μπαντουβά. ΢τον Επανωσήφη έφτασαν γύρω στους 150 αξιωματικούς, αλλά πριν να λάβουν το μήνυμα, ότι οι Woodhouse και Μπαντουβάς επρόκειτο να φτάσουν με καθυστέρηση, έφυγαν διότι θεάθηκαν στη Μονή άνθρωποι των γερμανικών υπηρεσιών. Ση σύσκεψη στον Επανωσήφη είχε πληροφορηθεί ο αρχηγός της γερμανικής κατασκοπίας λοχαγός Φάρτμαν, που έστειλε άνδρες της Γκεστάπο για να ερευνήσουν τη Μονή. Δεν βρήκαν τα όπλα που ήταν φυλαγμένα σε μυστικές κρύπτες και άφησαν ελεύθερους τους Μοναχούς. Ελεύθερος αφέθηκε και ο μοναχός ΢ωφρόνιος Ρουπάκης που συνελήφθη έξω από τη Μονή μεταφέροντας το έγγραφο με τις υπογραφές των Κρητών αξιωματικών που είχε συντάξει ο Woodhouse, καθώς πρόφτασε να το καταστρέψει πριν να πέσει στα χέρια των γερμανών.121 ΢τις 26 Μαρτίου 1942 ο Μητροπολίτης Κρήτης Βασίλειος αποπέμπεται από την Κρήτη και εκτοπίζεται στην Αθήνα, μετά από το εμπνευσμένο κήρυγμα που είχε εκφωνήσει την προηγουμένη ημέρα στο Ναό του Αγ. Μηνά και με το οποίο καταφερόταν εναντίον των κατακτητών. Πριν να φύγει ανέθεσε με πλήρη εξουσιοδότηση καθήκοντα Πρωτοσυγκελεύοντος και Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου στον ήδη υπηρετούντα στη Μητρόπολη Κρήτης, Αρχιμανδρίτη Ευγένιο Χαλιδάκη122. Σο πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου 1942 ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας ΢τρατηγός Σσολάκογλου επισκέφτηκε την Κρήτη, με τη συνοδεία του Τπουργού Γεν. Διοικητή Κρήτης Εμμ. Λουλακάκη, κάνοντας αρχή από τα Φανιά. Μετά από εισήγηση του Πρωτοσύγκελου Ευγένιου Χαλιδάκη οι Ηγούμενοι του Νομού Ηρακλείου παράθεσαν γεύμα στον πρωθυπουργό στο οίκημα της Μητρόπολης. ΢το γεύμα αυτό πρώτος αφίχθηκε ο Γερμανός Διοικητής με τον Ιταλό Διοικητή του Ν. J. Smith Hughes και ΢ΑΝΟΤΔΑΚΗ Κ. ΑΝΣΨΝΗ: Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΤΜΑΣΑ, σελ. 182 121 Κάββος Γεώργιος: ΓΕΡΜΑΝΟ-ΙΣΑΛΙΚΗ ΚΑΣΟΦΗ και ΑΝΣΙ΢ΣΑ΢Η ΚΡΗΣΗ΢ 19411945, ΗΡΑΚΛΕΙΟ 1991 σελ. 164 και ΢ανουδάκης Αντώνιος: Εκκλησία Κρήτης και Αντίσταση (1941-45), σελ. 140-141 122 + ΝΕΚΣΑΡΙΟΤ ΠΑΠΑΔΑΚΗ, Μητροπολίτου Ι.Μ. Πέτρας και Φερρονήσου: Ο Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος και η Εκκλησία της Κρήτης , ΝΕΑΠΟΛΙ΢ 2002, σελ. 38-41 120


Λασιθίου στρατηγό Άγγελο Κάρτα και στη συνέχεια ο Σσολάκογλου με τον υπασπιστή του ΢υνταγματάρχη Μπαλή, ο οποίος είχε υπηρετήσει στο πυροβολικό της 11ης Μεραρχίας κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία και ήταν συναιχμάλωτος του Άνθιμου στο Κιρ ΢εχίρ. Μετά το γεύμα και την αναχώρηση των Γερμανών και Ιταλών, ο Σσολάκογλου ρώτησε τον Άνθιμο, αν είχαν συναντηθεί οι Μεραρχίες τους στη Μ. Ασία. Ο Άνθιμος απάντησε με λύπη, πως οι Μεραρχίες τους είχαν πολεμήσει μαζί στη μάχη Αβκίν- Κουβαλίτσα, και ότι μετά από την ήττα του ΢τρατού μας, υπονοώντας ότι ο Σσολάκογλου είχε τότε ουσιαστικά λιποτακτήσει, ο Κεμάλ που είχε προβλέψει πως η Κουβαλίτσα θα γίνει ο τάφος του Ελληνικού ΢τρατού επαληθεύτηκε. ΢την ιδιαίτερη συζήτηση τους με τον Άνθιμο, ο Σσολάκογλου123 του εξομολογήθηκε πως ο λόγος που υπέγραψε την ανακωχή και την παράδοση του Ελληνικού ΢τρατού στους Γερμανούς και στη συνέχεια ανέλαβε πρωθυπουργός, ήταν για να σώσει τον ΢τρατό από την αιχμαλωσία εν γνώσει του ότι θα χάσει όχι μόνο τα γαλόνια αλλά και τη ζωή του. Κατά το διάστημα 1942-43 ο Άνθιμος χρημάτισε Ηγούμενος της Μονής θέτοντας στην υπηρεσία των συμφερόντων και της προστασίας της, την ευστροφία και το πνεύμα του. Είχε αναλάβει επίσης τη σύνδεση της Μονής και της γύρω περιοχής με μονάδες αντίστασης, τη διακίνηση Άγγλων στρατιωτικών και ανταρτικών ομάδων και την τροφοδοσία τους. Μέσα από το ημερολόγιό του παρακολουθούμε τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκείνη την περίοδο στη Μονή και στα οποία είχε πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Ηγούμενος Σιμόθεος Σζαγκαράκης αποχωρώντας το 1941, ανέθεσε στον ιερομόναχο Παρθένιο τη διαχείριση της Μονής. Όμως σύντομα αποδείχτηκε, ότι ο Παρθένιος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί ικανοποιητικά στα καθήκοντά του που κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο απαιτούσαν λεπτούς χειρισμούς, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν και να συσσωρευτούν ποικίλης φύσης προβλήματα. Αυτή υπήρξε η αιτία της διαίρεσης των Αδελφών σε δύο στρατόπεδα, και των ερίδων που δημιουργήθηκαν Σην 21 Απριλίου 1941 στην Λάρισα, ο Σσολάκογλου, «υπό το κράτος βίας», υπέγραψε ως διοικητής της Ελληνικής ΢τρατιάς Ηπείρου και Μακεδονίας την άνευ όρων παράδοση του Ελληνικού ΢τρατού στους Γερμανούς. ΢τις 30 Απριλίου του 1941, ορκίσθηκε πρωθυπουργός στα Παλαιά Ανάκτορα, κατόπιν αποδοχής των κατοχικών δυνάμεων και παρουσία των ανωτάτων διοικητών τους. Παραιτούμενος από το αξίωμά του τον Δεκέμβριο 1942, μετά από τις πιέσεις που του άσκησαν εγγράφως πολλοί πολιτικοί αρχηγοί, αλλά και μετά από δύο ανεπιτυχείς γύρους διαπραγματεύσεων με τους Γερμανούς και Ιταλούς σε θέματα που αφορούσαν τα ελληνικά δημοσιονομικά, ιδιώτευσε. 123


μεταξύ τους. Η ταραχή γενικεύτηκε και το γεγονός έγινε γνωστό σε όλη την περιοχή ακόμη και στο Ηράκλειο. Ο Αρχιμανδρίτης Ευγένιος Χαλιδάκης124 Αδελφός της Μονής, βαθειά στενοχωρημένος από το γεγονός αυτό, στην προσπάθειά του να βοηθήσει στην επίλυσή του προβλήματος και στην εξομάλυνση της κατάστασης, στέλνει το πιο κάτω γράμμα στον Άνθιμο: Εν Ηρακλείω τη 24-1-42,

Αγαπητέ Π’ Άνθιμε,

Μετά λύπης βαθείας πληροφορούμαι ότι εν τη ιερά ημών Μονή εξακολουθεί η ιδία έκρυθμος κατάστασις, λόγω του περιφήμου ζητήματος της εκλογής, ότι εν τω ιερώ αυτόν χώρω αντί της Μοναστηριακής γαλήνης βασιλεύει ταραχή συνειδήσεων και έριδες και μάχαι και < Πόσον η τοιαύτη κατάστασις είναι αντίθετος προς το αληθές συμφέρον της Μονής, το ηθικόν και το υλικόν, και πόσον υποβιβάζει άπαντας εις τας συνειδήσεις των χριστιανών είμαι βέβαιος ότι η υμετέρα Πανοσιότης περισσότερον από κάθε άλλον είναι εις θέσιν να αντιληφθή. Πάτερ Άνθιμε! Εις την Μονήν μας δεν έχομεν μόνον δικαιώματα, αλλά και καθήκοντα, διότι προσφέραμεν υπηρεσίας εις αυτήν, αλλά και αύτη προσέφερεν υπηρεσίας περισσοτέρας εις Ημάς. Και το κυριότερον και πρώτιστον καθήκον μας είναι πώς να διατηρήσωμεν το όνομα αυτής τίμιον, πώς να της δόσωμεν την θέσιν η οποία της ανήκει εις την ιστορίαν της Εκκλησίας. Βεβαίως η πνοή προς ανύψωσιν των Μονών πρέπει να πνεύση άνωθεν, από τους αρχηγούς της Εκκλησίας, αλλά τούτο δεν συμβαίνει δυστυχώς, και δεν συμβαίνει διότι δεν υπάρχουν εν τη εκκλησία άνδρες οίτινες να εμπνέονται από ιδανικά ανώτερα, από τα θεία ιδανικά της θρησκείας του Ιησού, τα οποία περιέχονται εις την διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Ημών Εκκλησίας. Αλλά δεν έπεται εκ τούτου ότι ημείς οι υπό τοιούτους αρχηγούς υπηρετούντες και αντιπροσωπεύοντες θεσμούς ιερούς ως ο μοναχικός θεσμός, ο τόσας προσενεγκών υπηρεσίας εις την εκκλησίαν και το γένος ημών εν ημέραις δουλείας, ότι πρέπει να αδιαφορήσωμεν, ή μάλλον διά της αδιαφορίας μας να συμβάλλομεν εις την κατάπτωσιν της Μονής. Σουναντίον περισσότερον τότε, από κάθε άλλην φοράν, οφείλομεν να εργασθώμεν υπέρ των τιμίων συμφερόντων, και αν τούτο πράξωμεν τότε μεγάλη η τιμή και πολύς ο έπαινος εκ μέρους πάντων των υγιώς αντιλαμβανομένων των συμφερόντων της εκκλησίας. Ευγένιος Χαλιδάκης (κατά κόσμον Ευάγγελος). (1812- 1978) Γεννήθηκε στη Βουλισμένη Μεραμπέλλου. ΢πούδασε στη Θεολογική ΢χολή της Φάλκης. Φρημάτισε καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης και Πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως Κρήτης. Σο 1940 χειροτονείται Επίσκοπος Αρκαδίας και το 1950 εξελέγη από τη ΢ύνοδο του Πατριαρχείου Αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Α. Ι.Μ. Α. Γ. Ε. από το Μοναχολόγιο 124


Αλλά διά τούτο κάμνω θερμήν παράκλησιν προς Τμάς και δι’ υμών προς άπαντας τους αδελφούς, δώσατε δεξιάς κοινωνίας, συμφιλιωθείτε, όπως παύση ο τάραχος και επανέλθη η ειρήνη εις την Μονήν. Αναλάβητε Π’ Ανθιμε την σταυροφορίαν αυτήν της ειρηνεύσεως, θα είναι η μεγαλυτέρα υπηρεσία την οποίαν θα προσφέρετε εις την Μονήν. ΢υνεργασθείτε με όλους τους συνετούς και ψυχραίμους αδελφούς και των δύο μερίδων, χάριν της Μονής, χάριν του θεσμού του Μοναχικού. Ας ζητήσωμεν μόνοι μας, μόνο μόνοι μας, άνευ ουδεμιάς εξωτερικής επεμβάσεως να αποκτήση, εις τους καιρούς τούτους τους τόσον δυστυχισμένους, η Μονή μας καλόν όνομα, να επιβληθή εις την συνείδησιν της Κοινωνίας προς μείζονα ηθικά οφέλη, αλλά προς δόξαν αυτής και της εκκλησίας. Εγώ Θεού θέλοντος θα έλθω την παραμονήν των Απόκρεω, ίνα μαζύ συμφάγωμεν, οπότε και προφορικώς τα συζητώμεν. Πάντως αναλάβητε εν τω μεταξύ το έργον της συμφιλιώσεως. Ο Θεός μαζύ σας, Αρχιμανδρίτης Ευγένιος Χαλιδάκης Έτσι είχαν τα πράγματα στη Μονή μέχρις ότου οι Αδελφοί με δική τους πρωτοβουλία και χωρίς εξωτερικές επιρροές, αποφάσισαν να λύσουν το πρόβλημα. ΢ε εκείνη την εποχή της πείνας, αφαίρεσαν τη διαχείριση από τον Παρθένιο και συντάσσοντας το σχετικό Πρωτόκολλο, την ανάθεσαν στο μόνο πρόσωπο που συγκέντρωνε την εκτίμηση και εμπιστοσύνη της πλειονότητας, στον Άνθιμο. Επειδή ο παραγκωνισμένος αισθάνθηκε θιγμένος και ταπεινωμένος όπως και οι γύρω από αυτόν, μερικοί από τους οποίους ήταν γερμανόφιλοι, δοθείσης ευκαιρίας κατάγγειλαν για την εθνική του δράση τον Άνθιμο στους Γερμανούς125. Ο Άνθιμος κατηγορήθηκε ότι με τη σύμφωνη γνώμη και ενθάρρυνσή του, δύο από τους Αδελφούς της Μονής ενώθηκαν με τους αντάρτες και ανέβηκαν στο βουνό. Ο διοικητής Φωροφυλακής Ηρακλείου Ι. Πωλιουδάκης, μετά από εντολή της Γερμανικής Μυστικής Αστυνομίας, διέταξε τον ΢ταθμάρχη Σεφελίου Παπατζανή να συλλάβει και να συνοδεύσει τον Άνθιμο στο Ηράκλειο126. Α. Α. Β. Ημερολόγιο σελ. 107 Σαυτόχρονα διατάχθηκε η σύλληψη του ανθυπολοχαγού Μπέρκη από το Κακό Φωριό (Μεταξοχώρι). Ο Σ. Μπέρκης ήταν μεταξύ των ελλήνων αξιωματικών που συνελήφθησαν στις 17-9-1943 κατά διαταγή του Μίλλερ, οδηγήθηκαν στις φυλακές τις Αγυιάς και δικάστηκαν. Πέντε από αυτούς καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν, μεταξύ αυτών και ο Μπέρκης ΠΕΣΡΑΚΗ Λ. Εμμ.: Η Εθνική Οργάνωσις Κρήτης (ΕΟΚ) Σμήμα Ηρακλείου κατά την Γερμανικήν Κατοχήν, σελ. 30. 125 126


ΔΙΟΙΚΗ΢Ι΢ ΦΨΡ/ΚΗ΢ ΗΡΑΚΛΕΙΟΤ Αρ. 60/16/641

ΕΠΕΙΓΟΤ΢Α

Εν Ηρακλείω τη 7η ΢/βρίου 1943

Προς ΢ταθμόν Φωρ/κής Σεφελίου Άμα τη λήψει της παρούσης εντέλλομαι όπως προσωπικώς ο ΢ταθμάρχης υμών, μεταβή εις Μονήν Επανωσήφη, περιφερείας σας, και οδηγήσει ενώπιόν μου τον Ηγούμενον αυτής, προκειμένου να υποβληθή εις εξέτασιν επί τινος υποθέσεως. Μετά του ανωτέρω Ηγουμένου να οδηγηθή ωσαύτως ενώπιόν μου εις εκ των αδελφών Μαργετάκη, εργαζομένων ως τυροκόμων της Μονής. Ο ΔΙΟΙΚΗΣΗ΢ ΣΗ΢ ΔΙΟΙΚΗ΢ΕΨ΢ (υπογραφή) Ιωάννης Πωλιουδάκης

8 ΢επτεμβρίου 1943. Έγγραφο της σύλληψης του Ηγουμένου Άνθιμου Βασιλάκη. Α.Α.Β.

Ο ΢ταθμάρχης πρότεινε να καθυστερήσει στη σύλληψη τους, για να τους δώσει την ευκαιρία να δραπετεύσουν. Ο Άνθιμος αρνήθηκε κατηγορηματικά και ο Παπατζανής υπακούοντας στην εντολή τους παρέδωσε στο Φάρτμαν.


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΨΡΟΥΤΛΑΚΗ ΢ταθμός Φωροφυλακής Σεφελίου

Μετά δύο ατόμων Σεφέλη 8 ΢/βριου 1943

Αρ. Πρωτ. 18/67/154 Προς την Δ/σιν Φωρ/κης Ηρακλείου Αποστολή διά συνοδείας των Ανθίμου Βασιλάκη κλπ Λαμβάνω την τιμήν ν’ αποστείλω διά συνοδείας, εις εκτέλεσιν της υπ. αριθ. 60/16/641 ε.ε. διαταγής σας, τους 1) Άνθιμον Βασιλάκην, ηγούμενον της Ιεράς Μονής Επανωσήφη και 2) Ιωσήφ Μαργετάκην ποιμένα της αυτής Μονής και να παρακαλέσω διά τα καθ’ υμάς. Ο ΢ταθμάρχης (υπογραφή) Παπατζανάκης Ιωανν. Ενωμ/ρχης Κατά την ανάκριση του Άνθιμου ο Φάρτμαν ήταν παρών, είχε δε βοηθό ένα λοχαγό του πυροβολικού του Γερμανικού στρατού, γνωστού του Άνθιμου και φίλου της αντίστασης. Ο λοχαγός είπε στον Φάρτμαν, ότι δεν είναι σκόπιμο να τουφεκίσει τον Άνθιμο, διότι είναι ηλικιωμένος και ο θάνατός του θα γίνει αιτία ηρωοποίησης και διαμαρτυρίας. Επειδή ο εγκλεισμός του σε επανορθωτική φυλακή λόγω της ηλικίας του, κρίθηκε άσκοπος ήταν τότε εβδομήντα δύο ετών ήδη, ο Φάρτμαν δεν τον φυλάκισε αλλά απαίτησε να μην απομακρυνθεί από το Ηράκλειο και να παρουσιάζεται στο Υρουραρχείο καθημερινά. Σην επομένη ημέρα ο Διοικητής Φωρ/κης Ηρακλείου ζήτησε τη άμεσον σύλληψη και προσαγωγή ενώπιόν του, του υπηρέτη της Μονής Φρήστου, πρόσφυγα από την Μακεδονία που νοσηλευόταν στο χωριό Ασήμι. Βρισκόμαστε στο μέσο του 1943. Από το καλοκαίρι είχε εγκατασταθεί στον Επανωσήφη ο Αβραμάκης, για να επιβλέπει την συγκέντρωση των σιτηρών της Μονής και της γύρω περιοχής για λογαριασμό της Νομαρχίας Ηρακλείου. Σον Αύγουστο μετά από πληροφορίες που είχε η Γκεστάπο, ότι στη μονή είχε αναπτυχθεί δραστηριότητα σε βάρος των στρατευμάτων κατοχής και για να πληροφορηθεί τι ακριβώς συνέβαινε, μετά από συνεννόηση με τον γερμανόφιλο Νομάρχη Ηρακλείου Εμμ. Ξανθάκη, έστειλε εκεί τον πληροφοριοδότη της Μιχαήλ Μακράκη, με την ιδιότητα του βοηθού- γραμματέα του Αβραμάκη. Ο Μακράκης αναγνωρίστηκε από τους πατριώτες, και τότε ο καπετάν Μανώλης Μπαντουβάς από τις Λασιθιώτικες Μαδάρες όπου είχε το λημέρι του, διέταξε την εκτέλεσή του. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος για τη Μονή127. Η κουνιάδα του Άνθιμου, ο οποίος βρισκόταν υπό επιτήρηση στο Ηράκλειο, τον ειδοποίησε αυθημερόν ότι πρέπει να κρυφτεί όπως και οι

127

΢ΑΝΟΤΔΑΚΗ Κ. ΑΝΣΨΝΗ: Εκκλησία και Αντίσταση, σελ. 130


λοιποί μοναχοί, διότι οι γερμανοί θα προβούν σε αντίποινα και κινδυνεύει να εκτελεστεί. Ήταν οι ημέρες που διαδραματίζονταν τα τραγικά γεγονότα της Βιάννου.128 Μετά από τρείς ημέρες απουσίας του Άνθιμου από το προσκλητήριο, οι Γερμανοί δήλωσαν στον Πρωτοσύγκελο Ευγένιο Χαλιδάκη, πως αν δεν παρουσιαστεί ο Ηγούμενος στο Υρουραρχείο θα πυρπολήσουν τη Μονή. Μόλις ο ΢ούμπερτ, πληροφορήθηκε το θάνατο του συνεργάτη του Μακράκη, πήγε ο ίδιος με μικρή δύναμη από άνδρες του στη Μονή, εξερεύνησε την περιοχή, συνέλαβε τους κρυμμένους μοναχούς Κάλλιστο, ΢τέφανο και Παρθένιο και επανέλαβε την απειλή ότι θα κάψει τη Μονή, εάν δεν παρουσιαστεί ο Ηγούμενος. Επανωσήφη τη 12η ΢επτεμβρίου 1943 Προς την Δ/σιν Χωρ/κης Ηρακλείου Λαμβάνω την τιμήν ν’ αποστείλω τους κατωτέρω σημειούμενους μοναχούς της ενταύθα Μονής κατόπιν προφορικής διαταγής των αφιχθέντων χθες ενταύθα Γερμανικών αστυνομικών: 1) ΢τέφανον Μαραγκάκην, 2) Παρθένιον Μακράκην, 3) Κάλλιστον Γενιατάκην, 4) Ιερεμίαν Μανουσάκην Ο Περιοδεύων ΢ταθ/χης Σεφελίου, Ι. Παπατζανάκης Τ.΢. Παρεδόθησαν Γερμανικήν Μυστικήν Αστυνομίαν Ο Πρωτοσύγκελος τότε ειδοποίησε τον Άνθιμο για την απειλή των Γερμανών, και αυτός μπροστά στο φόβο της καταστροφής της Μονής παρουσιάστηκε και δήλωσε ότι μόνος υπεύθυνος για ότι συμβαίνει στη Μονή είναι ο ίδιος και όχι οι Μοναχοί. Ότι κανείς άλλος δεν ευθύνεται για τα γεγονότα, πολύ περισσότερο δεν ευθύνονται τα άψυχα κτίρια, επομένως αυτός μόνο πρέπει να τιμωρηθεί. Σαυτόχρονα ο Διοικητής Φωροφυλακής Ηρακλείου Ι. Πωλιουδάκης διέταξε τη σύλληψη του Φαρίδημου Κωστάκη, ανιψιού του Άνθιμου: Διοίκηση Φωροφ. Ηρακλείου Αρ. 60/16/641α

Εξ. Επείγουσα

Προς τον ΢ταθμόν Σεφελίου

Άμα τη λήψει της παρούσης εντέλλομαι όπως προβείτε πάραυτα εις την σύλληψιν και προσαγωγήν ημίν υπό συνοδεία, του ιδιώτου Φαριδήμου 128

ΜΟΤΡΕΛΛΟΤ Δ. ΙΨΑΝΝΗ: Η ΜΑΦΗ ΣΗ΢ ΚΡΗΣΗ΢, σελ. 716


Κωστάκη ανεψιού του Ηγουμένου της Μονής Επανωσήφη, Ανθίμου Βασιλάκη, προκειμένου να υποβληθή εις εξέτασιν επί τινος υποθέσεως. Αξιώ την ακριβή και ταχείαν εκτέλεσιν της παρούσης μου προς αποφυγήν ευθυνών του ΢ταθμάρχου, όστις έχει παρεξηγηθή επί ολιγωρία. Ο ΔΙΟΙΚΗΣΗ΢ ΣΗ΢ ΔΙΟΙΚΗ΢ΕΨ΢ Ι. Πωλιουδάκης ΚΟΙΝΟΠΟΙΗ΢Ι΢: 1) ΢.Χ. Αγ. Παρασκιών, διά τον αυτόν ως άνω σκοπόν, εάν ούτος έχει καταφύγει εις το χωρίον του Υιλίσσια, περιφερείας του, εις ο οπωσδήποτε να αναζητηθή αμέσως και άνευ της ελαχίστης χρονοτριβής, υπό την άμεσον προσωπικήν ευθύνην του ΢ταθμάρχου, του συλληφθησομένου να αποσταλή αυτοστιγμεί. 2) ΓΡΑΦΕΙΟΝ κ. ΧΑΡΣΜΑΝ ΢την εντολή αυτή που κοινοποιεί ο Πωλιουδάκης και στο ΢ταθμό Φωροφυλακής του Κανλί Καστελλίου, περιοχή που θεάθηκε ο Κωστάκης, απάντησε αυθημερόν ο ΢ταθμάρχης Σεφελίου, δίδοντας ταυτόχρονα πληροφορίες για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Μονή, μετά τον θάνατο του Μακράκη και τη σύλληψη του Άνθιμου και των άλλων Αδελφών. Επανωσήφη τη 14η ΢/βρίου 1943

Κατεπείγουσα

Προς την Δ/σην Φωρ/κης Ηρακλείου, Γραφ. Δημ. Ασφαλείας Περί της αναζητήσεως Φαριδήμου Κωστάκη Λαμβάνω την τιμήν ν’ αναφέρω, εις εκτέλεσιν της υπ. αριθ. 60/16/641α ε.ε. διαταγής σας ότι, ο εν περιλήψει αναφερόμενος, αναχωρήσας εκ της ενταύθα Μονής από της 10ης τρέχοντος μηνός, ότε αφίχθη ο χωροφύλαξ Νικηφόρος και τον αναζήτησεν, δεν επανήλθεν εισέτι ενταύθα, ως δε με επληροφόρησεν ο ιδιωτικός αγροφύλαξ της Μονής Μιχαήλ ΢ουριαδάκης, ο ειρημένος Φαρίδημος Κωστάκης εθεάθη χθες εις Μερθιώτη - Μετόχι της Μονής, δικαιοδοσίας του ΢.Φ. Κανλί Καστελλίου και παρακαλώ όπως διατάξητε τον οικείον ΢ταθμάρχην ίνα ενεργήση διά την σύλληψίν του. Επί τη ευκαιρία αναφέρω ότι, κατόπιν των λαβόντων χώραν γεγονότων ενταύθα, ανεχώρησαν άπαντες οι μοναχοί και το προσωπικόν της Μονής, το δε εργαστήριον διέκοψε τας εργασίας του και ούτω είναι αδύνατον να επανέλθη πλέον ούτος ενταύθα αλλά θα καταφύγη ασφαλώς εις Υιλίσσα ή Θραψανό. Πάντως η υπηρεσία μας θέλει παρακολουθήση δι’ οργάνων της και εις ην περίπτωσιν εμφανισθεί εις την περιφέρειάν μου, θα ενεργήσω την σύλληψιν του. Ο ΢ταθμάρχης Σεφελίου Παπατζανάκης


Αμέσως μετά129 ο ΢ταθμάρχης δέχεται νέα διαταγή από τον Πωλιουδάκη να συλλάβει αυτοπροσώπως και να μεταγάγει ενώπιον του, δύο ακόμη Αδελφούς, τους Μοναχούς Παΐσιο Φουδετσανάκη και ΢ωφρόνιο Ρουμπάκη. Ο Παπατζανάκης τους συλλαμβάνει και τους αποστέλλει προς το Γραφείο Δημόσιας. Ασφάλειας της Δ.Φ.Η με συνοδεία, στην οποία δεν μετέχει ο ίδιος προφασιζόμενος ασθένεια λόγω υπερκόπωσης. Όμως πάνω το έγγραφο έχει προσθέσει χειρόγραφα τη σημείωση: ΠΑΡΕΔΟΘΗ ΜΟΝΟΝ Ο ΕΙ΢130. Ο ΢ταθμός Φωροφυλακής Σεφελίου λόγω της θέσης του, ιδιαίτερα κατά την εποχή εκείνη, παρουσίαζε κινδύνους και περιπέτειες για το προσωπικό του, διότι ήταν περιοχή διακίνησης και διέλευσης των αντιστασιακών ομάδων από τον Χηλορείτη προς τα Λασιθιώτικα βουνά. Γι’ αυτό το λόγο στην έδρα του στάθμευε το Σάγμα του ΢ούμπερτ. Μετά τα γεγονότα της Βιάννου που ταυτίζονται χρονικά με όσα συνέβηκαν στη Μονή Επανωσήφη, οι προδότες και οι γκεσταμπίτες βρισκόταν στο προσκήνιο131. Ο Πωλιουδάκης μετά την αποτυχία του να συλλάβει τον Φαρίδημο Κωστάκη, ενημερώνει εγγράφως132 στη Γερμανική Μυστική Αστυνομία Γραφείο Φάρτμαν, ότι ο Κωστάκης πέρασε πράγματι από τα Υιλίσσια και το Θραψανό αλλά τράπηκε σε φυγή και αγνοείται τελείως η διαμονή και το κρησφύγετό του, όμως οι ενέργειες για τη σύλληψή του συνεχίζονται και μετά από την εντολή της Γερμανικής Μυστικής Αστυνομίας καλεί για μια φορά ακόμη τον Άνθιμο σε ανάκριση: ΔΙΟΙΚΗ΢Ι΢ ΦΨΡ/ΚΗ΢ ΗΡΑΚΛΕΙΟΤ Αρ. πρ. 60/16/646

ΕΠΕΙΓΟΤ΢Α

Ηράκλειον τη 28-9-43

Προς τον ΢ταθμόν Σεφελίου, ΣΕΥΕΛΙ Κατ’ εντολήν της ενταύθα Γερμανικής Μυστικής Αστυνομίας, παραγγέλω όπως ειδοποιήσητε πάραυτα τον Ηγούμενον της Ιεράς Μονής Επανωσήφη Άνθιμον Βασιλάκην να προσέλθη προς ανάκρισιν, άνευ ουδεμίας χρονοτριβής.

Α. Μ. Π. Υ. Α. Β Δ.Φ.Η. αρ. προτ.60/16/645/19-9-1943 Α. Μ. Π. Υ. Α. Β ΢.Φ.Σ.. αρ. προτ 18/67/155/19-9-1943 131 ΚΡΙΣ΢ΨΣΑΚΗ ΝΙΚΟΔΗΜΟΤ, ΢ημαδιακά Φρόνια σελ. 246: Απόσπασμα από την Έκθεση του Ενωμοτάρχη Εμμ. Ι. Γιούργου από τη Μίλητο Μεραμπέλλου, Διοικητού ΢.Φ. Σεφελίου, προς τον Νικ. Κριτσωτάκη. Ο Γιούργος είχε αντικαταστήσει τον Ενωμοτάρχη Παπατζανή, στη διοίκηση του ΢ταθμού Σεφελίου κατά τα τέλη του 1943. ΢τις 26-7-1944 ο Γιούργος με τους άνδρες του, πληροφορούμενοι ότι πρόκειται να συλληφθούν από τους γερμανούς εγκατέλειψαν τον ΢ταθμό, και με τον οπλισμό τους ανέβηκαν στον Χηλορείτη και ενώθηκαν με την ομάδα των Ποδιά -Πασπαράκη 132 στις 29-9-1943 129 130


Ο ΔΙΟΙΚΗΣΗ΢ ΣΗ΢ ΔΙΟΙΚΗ΢ΕΨ΢, Ι. Πωλιουδάκης, Μοίραρχος Όταν ο Πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως Κρήτης και Αδελφός της Μονής Ευγένιος Χαλιδάκης πληροφορείται: «ότι επιτάσσεται ολόκληρος η κινητή αυτής περιουσία» και ότι έχουν συλληφθεί ως όμηροι οι μοναχοί, στην προσπάθειά του να σώσει τη Μονή από την καταστροφή, απευθύνει έγγραφο προς τον Υρούραρχο Ηρακλείου133 και συγχρόνως ζητά τη βοήθεια του Επισκόπου Κυδωνίας Αγαθαγγέλου 134: «<θα είναι, λοιπόν, κατάφωρος αδικία αν διά τον φόνον του Μακράκη καταστραφή η ιερά Μονή Επανωσήφη. Η Μονή αυτή έχει προσφέρει καθόλον το διάστημα της μακραίωνης αυτής ιστορίας μεγάλας υπηρεσίας εις την Εκκλησίαν και την κοινωνίαν. Η φιλοξενία αυτής είναι απαράμιλλος. Η διενεργουμένη υπ’ αυτής περίθαλψις απόρων είναι παραδειγματική *<+»135. Είναι το δεύτερο έγγραφό του προς τον Αγαθάγγελο με το οποίο ζητά να μεσιτεύσει προς τον Διοικητή του Υρουρίου Κρήτης «όπως μειωθή εις το ήμισυ το στρεμματικόν παρακράτημα διά τας Ιεράς Μονάς, ίνα δυνηθώσιν αύται να ανταποκριθώσι στοιχειωδώς έστω εις τας ανάγκας αυτών, και συνεχίσωσι το έργον της φιλοξενίας και φιλανθρωπίας, το οποίον είπερ ποτέ σήμερον επιβάλλεται αυταίς<»136. Παρόμοιο γράμμα είχε υποβάλλει προ μηνών και στη Νομαρχία Ηρακλείου. Ψστόσο δεν μπόρεσε να αποτρέψει την διαρπαγή των αγαθών της Μονής. Κατά διαταγή της Νομαρχίας Ηρακλείου και όχι των Γερμανών όπως είναι γνωστό137, έγινε η λεηλασία των τιμαλφών της Μονής και η διαρπαγή 30.000 οκάδων δημητριακών, 5.000 οκάδων λάδι 500 οκ. τυρί κ.α.138 Παρά τις διαβεβαιώσεις του Γεν. Διοικητή Κρήτης και του Ανωτέρου Διοικητή Φωροφυλακής, ότι «διεσώθησαν πάντα τα τιμαλφή της Μονής» και ότι: «επετράπη η επάνοδος των Μοναχών εις την Μονή των», όπως διαμήνυσε με επιστολή του ο Επίσκοπος Κυδωνίας προς τον Πρωτοσύγκελο, ορισμένοι από τους Μοναχούς κρατήθηκαν ως όμηροι. Επίσης από έγγραφο του Επισκόπου Πέτρας Διονυσίου Μαραγκουδάκη προς τον Αγαθάγγελο, γνωρίζουμε ότι «δεν επεστράφησαν εξ ολοκλήρου, αλλά μόνον το 1/3 από τα τιμαλφή, συν 1.000 οκ. σιτηρών139», για να Α.Ι.Α.Κ. αρ. 662/361/15-9-43 Ευγένιος Χαλιδάκης προς το Υρούραρχο Ηρακλείου Αγαθάγγελος Ξηρουχάκης (1872-1958). Γεννήθηκε στη ΢ούρη Αποκορώνου. Λόγιος. Επίσκοπος Κυδωνίας και Αποκορώνου το 1936. Σο 1945 διορίστηκε Γενικός Διοικητής Κρήτης. 135 Αρχείο Ι.Μ.Κ.Α Επιστολή Ευγενίου αρ.πρ. 659/358/12-9-1943: Προς Θεοφιλέστατον Επίσκοπον Κυδωνίας και Αποκορώνου κ. ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΝ. Ελήφθη αρ. πρ. 534/14-9-1943. 136 Αρ.πρ. 303/145/χ.α. ενδ. Ευγένιος προς Αγαθάγγελον. Ελήφθη 1-7-1942/αρ. πρ. 221 137 Α.Α.Β. Ημερολόγιο σελ. 108 138 ΧΙΛΑΚΗ΢ ΝΙΚΟ΢: Μοναστήρια και ερημητήρια της Κρήτης Σόμος Α’ σελ. 55 139 Α.Ι.Μ.Κ.Α. Έγγραφο Διονυσίου Μαραγκουδάκη προς Αγαθάγγελο, αρ. πρ. 586/4-121943 133 134


χρησιμοποιηθούν την επομένη καλλιεργητική περίοδο στη σπορά.140 Αποτράπηκε, ευτυχώς, η καταστροφή των κτισμάτων και της εκκλησίας της Μονής, και έτσι συνέχισαν να φιλοξενούνται εκεί, οι μαχητές της αντίστασης εναντίον των κατακτητών, μέχρι το τέλος της Κατοχής. Μετά από αυτά τα γεγονότα, οι γερμανικές αρχές διέταξαν την αντικατάσταση του Άνθιμου ως Ηγουμένου και την εκτόπιση του. ΢ε συνεννόηση του Πρωτοσύγκελλου με τον Γερμανό Υρουράρχο, δόθηκε ο απαιτούμενος χρόνος για τον ορισμό του αντικαταστάτη του. Ο Άνθιμος που γνώριζε ποιος ήταν ο επιθυμητός υποψήφιος, τον υπέδειξε. Όταν ανέλαβε τα καθήκοντα του ο νέος Ηγούμενος, ο Άνθιμος εγκατέλειψε τη Μονή. Πέρασε από το Θραψανό για να χαιρετήσει τους δικούς του και κατά διαταγή των Γερμανών, εκτοπίστηκε στο Μεραμπέλλο. Εκεί έμεινε για το υπόλοιπο διάστημα της γερμανικής Κατοχής φιλοξενούμενος από τους συγγενείς του στο χωριό Βουλισμένη, ένα χρόνο περίπου. ΢το Θραψανό όμως, ο ανιψιός του Άνθιμου, Γεώργιος Βασιλάκης οργανώθηκε στην αντίσταση και συνέχισε τον αγώνα του θείου του εναντίον των Γερμανών141. Μετά τη αποχώρηση των Γερμανών από το Ηράκλειο, τον Οκτώβρη του 1944 ο Άνθιμος επέστρεψε στη Μονή του για μια ακόμη φορά.

Ο Άνθιμος Βασιλάκης με το ΢τρατηγό Ζέρβα στην Ι.Μ. Αγ. Γεωργίου Επανωσήφη, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του ΢τρατηγού στο Λασίθι, όπου, κατά την

τελευταία Κρητική Επανάσταση, ο πατέρας του Νικόλαος Ζέρβας, είχε τραυματιστεί θανάσιμα. Α.Α.Β.

Κάββος σελ. 413 και ΢ανουδάκης Εκκλησία Κρήτης και Αντίσταση (1941-45), σελ 130131 141 ΠΕΣΡΑΚΗ Λ. Εμμ.: Η Εθνική Οργάνωσις Κρήτης (ΕΟΚ) Σμήμα Ηρακλείου κατά την Γερμανικήν Κατοχήν, ΢ελ. 35 140


Σο 1948 συστάθηκε στο Ηράκλειο το ΢ωματείο Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης - ομάδων Μπαντουβά, και ιδρύθηκε το Μουσείο του ΢υλλόγου. Σο Προεδρείο ζήτησε τη συνεργασία του Άνθιμου για τη συλλογή στοιχείων της αντιστασιακής δράσης της Μονής του Επανωσήφη και των Μοναχών του: ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΣΙ΢ΣΑ΢Ι΢ ΚΡΗΣΗ΢ Αρ. πρ. 184

Εν Ηρακλείω τη 20 φεβρουαρίου 1949

Προς τον Πανοσιολογιώτατον Αρχιμανδρίτην κ.κ Άνθιμον Βασιλάκην

Προηγούμενον Ιεράς Μονής Επανωσήφη, Ενταύθα Δια την εφαρμογή του ψηφισθέντος υπό της Κυβερνήσεως 844/48 Νόμου περί απονομής ηθικών αμοιβών εις τους εργασθέντας εις την Εθνικήν Αντίστασιν Κρήτης προς ανάκτησιν των ελευθεριών της Πατρίδος, έχομεν την τιμήν να παρακαλέσωμεν όπως μας πέμψετε γενικήν έκθεσιν διά την Εθνικήν δράσιν της ανωτέρω Μονής κατά τον χρόνον της κατοχής και συνοπτικήν τοιαύτην δι’ ένα έκαστον των εν αυτής Μοναχών. Εάν τινές των προσώπων τούτων κέκτηνται πιστοποιητικά ή άλλα έγγραφα ημετέρων αρχηγών αντιστάσεως ή τοιούτων ξένων Κρατών παρακαλούμεν όπως κατατεθώσι ημίν ταύτα μετά μιας φωτογραφίας τούτων. Μετά τιμής. Ο Πρόεδρος

Ο Γεν. Γραμματεύς

ΣΟ ΣΕΛΟ΢ Μετά τον γάμο του ανιψιού του Γεωργίου Βασιλάκη, ο Άνθιμος αποσύρθηκε από τη Μονή και εγκαταστάθηκε στο Θραψανό, στο σπιτάκι142 που Α.Α.Β. Ποίημα αφιερωμένο στον πατέρα Άνθιμο από τον ανηψιό του Εμμ. Μαυραντωνάκη: Παππούλη Άνθιμε εχθές, πήγα στην Παναγία/ Κι είδα το σπίτι πού ‘χτισες με τέχνη και σοφία./ Είν’ ένα πρώτης τάξεως , είν’ ένα παλατάκι,/ Είναι αριστοτεχνικό, είν’ όλα του εν τάξει./ Όμως να ζήσης Άνθιμε και να το καμαρώνης,/ Σώρα πού ‘μεθα λεύτεροι, τώρα που πάνε οι πόνοι./ Ν’ ακούμε τις κουβέντες σου, και τα χρυσά σου λόγια,/ Όχι τρία και τέσσερα, αλλά σαράντα χρόνια./ Σους άθλους σου, τις δόξες σου, τα πάθη και τους πόνους,/ που υπέφερες εις το στρατό, άνω από δέκα χρόνους./ Να τα διηγούμεθα κι εμείς σ’ αυτούς όπου θα ζούνε,/ Για να τα μάθουνε κι’ αυτοί, εις άλλους να τα πούνε./ 142

Θραψανό 16-8-1956

Με σεβασμό, σου φιλώ το χέρι, Εμμ. Μαυραντωνάκης


είχε κατασκευάσει. Εκεί έζησε τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του κοντά σε μέλη της οικογένειας του, τιμώμενος από τους συγχωριανούς, τους συγγενείς και τους Αδελφούς της Μονής του. ΢ε επιστολή με ημ. 5-8-1954, ο Ηγούμενος της Μονής του γράφει: «όπως σας είχαμε όταν ήσαστε εδώ στο μοναστήρι, ευχαρίστως θα λαμβάνετε κάθε τι που λαμβάνουν όλοι οι αδελφοί. Περισσότερον πρέπει εις εσάς, που διά το Μοναστήρι είστε Ιστορία, τιμή και υπερηφάνεια και εκαταναλώσατε την ζωή σας εις την υπηρεσίαν της πατρίδος και του μοναστηριού143<»

Θραψανό, 14 Δεκεμβρίου 1962. Η Κηδεία του Άνθιμου Βασιλάκη. Διακρίνεται ο Μητροπολίτης Κρήτης Ευγένιος Ψαλιδάκης. Α.Ι.Μ.Α.Γ.Ε

Απεβίωσε στο Θραψανό Πεδιάδος στις 14-12-1962 σε ηλικία 92 ετών. ΢την κηδεία του, που έγινε συνοδεία τιμητικού ΢τρατιωτικού αγήματος, το οποίο μετέφερε το καλυμμένο με την ελληνική σημαία φέρετρο του Άνθιμου, παρευρέθηκε ο ΢εβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ευγένιος Χαλιδάκης, σύσσωμη η Αδελφότητα της Ι. Μ. Αγ. Γεωργίου Επανωσήφη υπό τον Ηγούμενο Αρχιμανδρίτη Ευμένιο Γωνιανάκη, και μεγάλος αριθμός φίλων του από όλη την Κρήτη.

143

Α.Α.Β.


ΕΠΙΛΟΓΟ΢ Σρία χρόνια πριν από το θάνατό του, ο Άνθιμος επισκέφτηκε για τελευταία φορά το Μεραμπέλλο όπου φιλοξενήθηκε στο σπίτι του ανιψιού του Μανόλη Πιτυκάκη στη Βουλισμένη, για να «αποχαιρετήξει τους εκ μητρός συγγενείς του144», όπως του είπε χαμογελώντας. Έμεινε εκεί μια ολόκληρη εβδομάδα. Σότε βρήκε ο Πιτυκάκης την ευκαιρία για να του αποσπάσει μερικές πληροφορίες για την πολυτάραχη ζωή του: πως τραυματίστηκε για πρώτη φορά στον ώμο, για την περιπέτεια της αιχμαλωσίας του στη Μικρά Ασία κλπ. Παρά τη σφοδρή επιθυμία του Πιτυκάκη, οι βασισμένες τις διηγήσεις του Άνθιμου σημειώσεις που σύνταξε τότε δεν ήταν επαρκείς για μια ολοκληρωμένη συγγραφή της βιογραφίας του, όπως σημειώνει η σύζυγός και εκτελέστρια της διαθήκης του Μαρία Πιτυκάκη στο εσώφυλλο του Υακέλλου για τον Άνθιμο που διασώθηκε στο Αρχείο του Πιτυκάκη: «Όπως θα παρατηρήση ο ενδιαφερόμενος για το περιεχόμενο του φακέλλου τούτου, ο Πιτυκάκης το είχε «θέσει», σαν υποχρέωση για τον εαυτό του να επεξεργασθή το θέμα «Ζωή και δράση» του Ανθίμου Βασιλάκη και να το εκδόση σε φυλλάδιο. Επεξεργαζόμενος όμως την ύλη αυτή, παρουσιάστηκαν πολλά κενά, για τα οποία μόνον ο ανηψιός του Γεώργιος Βασιλάκης, μπορούσε να τον πληροφορήση, και ο οποίος παρά τις επίμονες προσπάθειές του, δεν μπόρεσε να τον συναντήση, εξ αιτίας των πολλών ασχολιών του δευτέρου. Και είναι λυπηρόν διότι ίσως ήτο ο μόνος, ο Μανόλης Πιτυκάκης που μπορούσε να δώση μια πλήρη βιογραφία του ήρωα αυτού, γιατί ήτο ο μόνος, εις τον οποίον ο Βασιλάκης είχε εκθέσει προσωπικά όλο τον ταραχώδη βίο του. Υλεβάρης 1894. ΜΑΡΙΑ ΠΙΣΤΚΑΚΗ, ΝΕΑΠΟΛΙ΢ΚΡΗΣΗ΢145». Με βάση αυτά τα τεκμήρια που είχε συλλέξει τότε ο Πιτυκάκης, βοηθούμενη από την σχετική ιστορική βιβλιογραφία που έχει εμπλουτιστεί πολύ τα τελευταία χρόνια, άρχισα να συνθέτω συνοπτικά στην

Ο Ιωάννης Αντ. Μαυραντωνάκης από το Θραψανό, αδερφός της μητέρας του Άνθιμου, προσελήφθη το 1873 από τη Φριστιανική Δημογεροντία Λασιθίου ως ιεροψάλτης και δημοδιδάσκαλος του Δημοτικού σχολείου Βουλισμένης. Εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί και νυμφεύτηκε τη ΢οφία Κ. Λαυρεντάκη, από την οποία απόκτησε δύο κόρες. Σην Καλλή, μετέπειτα σύζυγο του Ιωάννη Πιτυκάκη και μητέρα του Μανόλη Πιτυκάκη και την Μαριγώ σύζυγο του Αντωνίου Γραφανάκη. Ώστε ο Άνθιμος είχε στενή συγγένεια με τον Μανόλη Πιτυκάκη, ως πρώτος εξάδελφος της μητέρας του: Μανόλη Αντ. Παπαδογιάννη: Η ΒΟΤΛΙ΢ΜΕΝΗ, σελ. 88-91 145 Α.Μ.Π.Υ.Α.Β. 144


αρχή, τη βιογραφία του ανθρώπου αυτού του οποίου η ζωή υπήρξε ένας συνεχής αγώνας, μια συνεχής περιπέτεια. Η βιογραφία όμως θα παρέμενε ατελής, χωρίς δύο σημαντικά για την ολοκλήρωσή της κείμενα, των οποίων την ύπαρξή είχα την τύχη να πληροφορηθώ κατά την επίσκεψή μου την Ιερά Μονή του Αγ. Γεωργίου Επανωσήφη, στο πλαίσιο της έρευνάς μου για τον Άνθιμο Βασιλάκη: Σο Προσωπικό Ημερολόγιο του Άνθιμου, καθώς και τη βασισμένη σε αυτό μελέτη, με τίτλο: «Ο Αγωνιστής Καλόγερος, Αρχιμανδρίτης Άνθιμος Βασιλάκης», των Αδελφών της Ι.Μ. Επανωσήφη κ.κ. Βαρθολομαίου Βογιατζόγλου, Αρχιμανδρίτου Ηγουμένου της Ι.Μ., και Παϊσίου Λαρεντζάκη, Αρχιμανδρίτου, την οποία εκπόνησαν στο πλαίσιο των μεταπτυχιακών Θεολογικών σπουδών τους στο Πανεπιστήμιο Νεαπόλεως Πάφου. Η χρήση αυτών των δύο κειμένων, μου επέτρεψε να ολοκληρώσω τη μελέτη μου για τον Άνθιμο Βασιλάκη. Για την σημαντική αυτή βοήθεια, καθοριστική για την ολοκλήρωση αυτού του πονήματος, που μου προσέφεραν με καλοσύνη, ευγένεια και προθυμία οι Αδελφοί της Μονής του Αγ. Γεωργίου Επανωσήφη, θέτοντας στη διάθεσή μου τις δύο αυτές πηγές συνοδευόμενες από πλούσιο φωτογραφικό υλικό, ευχαριστώ από καρδιάς.


ΠΗΓΕ΢ Αρχεία ΑΡΦΕΙΟ ΜΑΝΟΛΗ ΠΙΣΤΚΑΚΗ, Υακ. Άνθιμου Βασιλάκη,(Α.Μ.Π.Υ.Α.Β.), ΓΑΚ- Αρχεία Ν. Λασιθίου ΑΡΦΕΙΟ ΑΝΘΙΜΟΤ ΒΑ΢ΙΛΑΚΗ, (Α.Α.Β.) ΑΡΦΕΙΟ Ι. Μ. Αγ. Γεωργίου Επανωσήφη, (Α.Ι.Μ.Α.Γ.Ε) Εφημερίδες ΔΡΑ΢Ι΢ 25-1-1963 ΚΡΗΣΙΚΗ ΕΝΟΣΗ΢, α.φ.1617/7-3-1948 ΚΡΗΣΙΚΟ΢ ΚΟ΢ΜΟ΢, α.φ.70(260)/21-4-1965 ΠΑΣΡΙ΢ 24 & 25-1-1963 Βιβλία +ΝΕΚΣΑΡΙΟΤ ΠΑΠΑΔΑΚΗ, Μητροπολίτου Ι. Μ. Πέτρας και Φερρονήσου: Ο Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος και η Εκκλησία της Κρήτης, ΝΕΑΠΟΛΙ΢ 2002. ΑΛΕΞΑΚΗ ΢ΨΣ. ΙΨΑΝΝΟΤ, Αντιστρατήγου: ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΑΠΕΛΕΤΘΕΡΨΣΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ (1912-13) και το 1ο Ανεξάρτητον Σάγμα Κρητών (Σάγμα Κολοκοτρώνη) Μέρος Β’ ΑΘΗΝΑΙ 1967. ΑΛΕΞΑΚΗ ΢ΨΣ. ΙΨΑΝΝΟΤ, ΢τρατηγού, Ο Νομός Ηρακλείου και ο ΢τρατός του, εν ειρήνη και εν πολέμω (1907 μέχρι σήμερον), ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ, 1973 ΑΛΕΞΑΚΗ Η. ΙΨΑΝΝΗ, Αντιστρατήγου, ΕΓΚΨΜΙΟΝ Γενναίου ΢τρατηγού, εναρέτου Πατριώτου ΙΨΑΝΝΗ ΢ΨΣ. ΑΛΕΞΑΚΗ, ΗΡΑΚΛΕΙΟ 2012. ΑΡΦΗΓΕΙΟΝ ΢ΣΡΑΣΟΤ: ΑΝΕΥΟΔΙΑ΢ΜΟΙ ΚΑΙ ΜΕΣΑΥΟΡΑΙ ΚΑΣΑ ΣΗΝ ΜΙΚΡΑ΢ΙΑΣΙΚΗΝ ΕΚ΢ΣΡΑΣΕΙΑΝ (1919-1922). ΕΚΔΟ΢Ι΢ ΔΙΕΤΘΤΝ΢ΕΨ΢ Ι΢ΣΟΡΙΑ΢ ΢ΣΡΑΣΟΤ, ΑΘΗΝΑΙ 1969 ΒΟΓΙΑΣΖΟΓΛΟΤ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΤ & ΛΑΡΕΝΣΖΑΚΗ ΠΑΪ΢ΙΟΤ: Ο ΑΓΨΝΙ΢ΣΗ΢ ΚΑΛΟΓΕΡΟ΢, ΑΡΦΙΜΑΝΔΡΙΣΗ΢ ΑΝΘΙΜΟ΢ ΒΑ΢ΙΛΑΚΗ΢ (1970-1962). Μεταπτυχιακή εργασία στο Σμήμα Μεταπτυχιακών ΢πουδών του Πανεπιστημίου ΝΕΑΠΟΛΙ΢ ΠΑΥΟΤ. Τπεύθυνος Καθηγητής: Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου: ΑΝΔΡΕΑ΢ ΝΑΝΑΚΗ΢. ΠΑΥΟ΢ 2014 ΒΟΤΣΙΕΡΙΔΟΤ ΗΛΙΑ: Ημερολόγιον του Σάγματος Επιλέκτων Κρητών (1897). Δήμος Αρχανών, Ένωση Υιλολόγων Ν. Ηρακλείου. ΗΡΑΚΛΕΙΟ 1997.


ΓΕΝΙΚΟΝ ΕΠΙΣΕΛΕΙΟΝ ΢ΣΡΑΣΟΤ: Η ΕΚ΢ΣΡΑΣΕΙΑ ΕΙ΢ ΣΗΝ ΜΙΚΡΑ Α΢ΙΑΝ (1919-1922). ΕΠΙΘΕΣΙΚΑΙ ΕΠΙΦΕΙΡΗ΢ΕΙ΢ Σόμος ΣΡΙΣΟ΢ (12ος 1920 – 3ος 1921) και ΣΕΣΑΡΣΟ΢ ( 6ος -7ος 1921). ΕΚΔΟ΢Ι΢ ΔΙΕΤΘΤΝ΢ΕΨ΢ Ι΢ΣΟΡΙΑ΢ ΢ΣΡΑΣΟΤ, ΑΘΗΝΑΙ 1963, 1964. ΓΕΝΙΚΟΝ ΕΠΙΣΕΛΕΙΟΝ ΢ΣΡΑΣΟΤ : Η ΜΑΦΗ ΣΗ΢ ΚΡΗΣΗ΢, Διεύθυνσης Ιστορίας ΢τρατού, Αθήναι 1967, ΚΑΒΒΟ΢ ΓΕΨΡΓΙΟ΢: ΓΕΡΜΑΝΟ-ΙΣΑΛΙΚΗ ΚΑΣΟΦΗ και ΑΝΣΙ΢ΣΑ΢Η ΚΡΗΣΗ΢ 1941-1945, ΗΡΑΚΛΕΙΟ 1991 ΚΑΛΛΙΒΡΕΣΑΚΗ ΛΕΨΝΙΔΑ: Η ΜΑΦΗ ΣΗ΢ ΚΡΗΣΗ΢, Κείμενα έρευνα, ΣΑ ΝΕΑ. ΚΟΣΖΙΑ΢ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ΢: Ο ΕΘΝΙΚΟ΢ ΔΙΦΑ΢ΜΟ΢, ΒΕΝΙΖΕΛΟ΢ ΚΑΙ ΚΨΝ΢ΣΑΝΣΙΝΟ΢. ΥΟΒΕΡΑ ΝΣΟΚΟΤΜΕΝΣΑ. ΣΑ ΝΕΑ 2011. ΚΡΙΣ΢ΨΣΑΚΗ ΝΙΚΟΔΗΜΟΤ, ΢ημαδιακά Φρόνια. ΔΨΡΙΚΟ΢, ΑΘΗΝΑ 1979 ΜΟΤΡΕΛΛΟΤ Δ. ΙΨΑΝΝΗ: Η ΜΑΦΗ ΣΗ΢ ΚΡΗΣΗ΢, ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ ΚΡΗΣΗ΢, 1954 ΝΑΝΑΚΗ΢ ΑΝΔΡΕΑ΢: Η ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ ΣΗ΢ ΚΡΗΣΗ΢ ΢ΣΗΝ ΕΠΑΝΑ΢ΣΑ΢Η ΣΟΤ 1897-98. Από την εθναρχική στην εθνική συνείδηση. ΕΚΔΟ΢ΕΙ΢ Π. ΠΟΤΡΝΑΡΑ 1η Έκδοση, ΘΕ΢΢ΑΛΟΝΙΚΗ 1998 ΠΑΠΑΔΟΓΙΑΝΝΗ΢ ΑΝΣ. ΜΑΝΟΛΗ΢: Η ΒΟΤΛΙ΢ΜΕΝΗ του Μεραμπέλλου της Κρήτης. ΜΕ΢Α ΢ΣΟ ΦΨΡΟ ΚΑΙ ΣΟ ΦΡΟΝΟ. Έκδοση ΕΠΙΜΟΡΥΨΣΙΚΟΤ ΠΟΛΙΣΙ΢ΣΙΚΟΤ ΢ΤΛΛΟΓΟΤ ΒΟΤΛΙ΢ΜΕΝΗ΢. ΘΕ΢΢ΑΛΟΝΙΚΗ 1992 ΠΕΣΡΑΚΗ Λ. ΕΜΜ.: Η Εθνική Οργάνωσις Κρήτης (ΕΟΚ) Σμήμα Ηρακλείου κατά την Γερμανικήν Κατοχήν, ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ ΚΡΗΣΗ΢, 1953 ΠΕΣΡΑΚΙ Λ. ΕΜΜ: Ο Άγιος Γεώργιος ο Απανωσήφης. Η Ιστορία μιας Μονής. Ανάτυπον εκ του Θ’ τόμου των ΚΡΗΣΙΚΨΝ ΦΡΟΝΙΚΨΝ. ΕΚΔΟΣΗ΢ ΑΝΔΡΕΑ΢ Γ. ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ΢. ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ ΚΡΗΣΗ΢ 1956 ΠΙΣΤΚΑΚΗ Ι. ΜΑΝΨΛΗ: Θύελλα στην Κρήτη. Έκδοση Περιοδικού ‘Η ΔΡΗΡΟ΢’. ΘΕ΢΢ΑΛΟΝΙΚΗ 1947. ΢ΑΝΟΤΔΑΚΗ Κ. ΑΝΣΨΝΗ: Εκκλησία και Αντίσταση: Ο ρόλος της Εκκλησίας της Κρήτης στις Μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων σχέσεις (1941-45). ΚΝΨ΢Ο΢, ΑΘΗΝΑ 1993


΢ΑΝΟΤΔΑΚΗ Κ. ΑΝΣΨΝΗ: Καπετάν Μανόλη ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΤΜΑΣΑ. ΚΝΨ΢Ο΢, Αθήνα 1979

Μπαντουβά,

ΧΙΛΑΚΗ΢ ΝΙΚΟ΢: Μοναστήρια και ερημητήρια της Κρήτης Σόμος Α’, ΗΡΑΚΛΕΙΟ 1992 REGNAULT, ΢τρατηγού: Le conquete d’ Athenes BUJAC, ΢υνταγματάρχου: Η συμβολή του Ελληνικού ΢τρατού εις την Μακεδονικήν Επίθεσιν. Η Μεραρχία Κρήτης. Μετάφραση εκ του Γαλλικού Περιοδικού: LES ETUDES FRANCO- GREEQES. ΕΝ ΑΘΗΝΑΙ΢ ΣΤΠΟΙ΢ ΤΠΟΤΡΓΕΙΟΤ ΢ΣΡΑΣΙΨΣΙΚΨΝ 1920. ΢ημείωση: ΢τα αποσπάσματα κειμένων που παρατίθενται στην παρούσα μελέτη και αποτελούν πηγές πληροφοριών της προσωπικότητας και της εποχής του Άνθιμου Βασιλάκη, διατηρήθηκε η στίξη καθώς και η ορθογραφία, εκτός της υπογεγραμμένης και του πολυτονικού συστήματος.


Μαμάκης Γεώργιος ΢χολικός ΢ύμβουλος Π.Ε.

Τα παλαιά λειτουργικά βιβλία της Ενορίας Παναγίας Οδηγητρίας Κριτσάς, οι χειρόγραφες σημειώσεις τους και η σύγχρονη διδασκαλία της ιστορίας

Περίληψη Η διδασκαλία της τοπικής ιστορίας στο δημοτικό σχολείο κερδίζει τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερο έδαφος και στηρίζεται σε γραπτές και προφορικές πηγές που δεν υστερούν σε εγκυρότητα και αξιοπιστία εφόσον επιλεγούν με προσοχή από τους μαθητές, τους εκπαιδευτικούς και τους κατοίκους της περιοχής. ΢τις γραπτές πηγές ανήκουν εκπαιδευτικά, κοινοτικά, εκκλησιαστικά έγγραφα και βιβλία κ.λ.π. Οι «Ενθυμίσεις» των παλαιών λειτουργικών βιβλίων της Κριτσάς μπορούν να αποτελέσουν ιστορικές πηγές στο πλαίσιο της νέας ιστορίας η οποία ως σύγχρονη πρόταση για το πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο σχολείο ανιχνεύεται στο εσωτερικό της αμφισβήτησης της αφηγηματικής σχολικής ιστορίας και επιχειρεί να συνδέσει για λογαριασμό του σχολείου την γνώση της ιστορίας με την έρευνα. Αποτελεί έτσι μία από τις όψεις των αλλαγών που προβάλλονται για την ανανέωση του ιστορικού μαθήματος στην εκπαίδευση χωρίς ωστόσο να συνοδεύεται πάντοτε από τις ανάλογες μεθοδολογικού χαρακτήρα σύγχρονες προσεγγίσεις της διδακτικής της ιστορίας. Εισαγωγή Η ιστορία ήταν πάντα κάτι το πολυκεντρικό και το διάσπαρτο, το νοητό σε πολλά επίπεδα και διαστάσεις. Ιδιαίτερα, όμως, σήμερα, οι νέες τάσεις στο χώρο της ιστοριογραφίας στρέφονται στη μελέτη της κουλτούρας αποδίδοντας έμφαση στις συνθήκες της καθημερινής ζωής και της καθημερινής εμπειρίας των απλών περιφερειακών ανθρώπων. ΢ε αντίθεση με τον προηγούμενο ιστορικό ρεαλισμό, ο «νέος ιστορισμός» συμφωνεί πάνω στις βασικές θέσεις της μεταμοντέρνας λογοτεχνικής θεωρίας για την κεντρικότητα και την αδιαφάνεια της γλώσσας, καθώς και πάνω σε ανθρωπολογικές αντιλήψεις για τις τοπικές κουλτούρες και τα βιώματα των απλών ανθρώπων ως συμβολικά δίκτυα νοήματος. Η ανάταση της


τοπικής ιστορίας σαν ιστοριογραφικό φαινόμενο ενισχύεται στις μέρες μας και από την διάθεση διαφοροποίησης των περιοχών τόσο μεταξύ τους όσο και απέναντι στην κεντρική εξουσία επιχειρώντας να διατηρήσει ή και να δημιουργήσει τοπική ιστορική μνήμη εντός ή και σε αντιδιαστολή με το εθνικό κράτος και την ενιαία ιστορία του. Παράλληλα, καταγράφεται μια γενικότερη αμφισβήτηση κάθε δυνατότητας άσκησης «αντικειμενικής» ιστορικής έρευνας. Η απελευθέ-ρωση αυτή από αξιωματικές απαιτήσεις ορθολογικών, δογματικών ή κριτικιστικών ή ακόμη και σχετικιστικών αποχρώσεων και η αντικατάστασή τους από την κοινά δεδομένη εμπειρία της υποκειμενικότητας των απλών ανθρώπων ως υπαρκτού γεγονότος που, όμως, ελέγχεται από την διυποκειμενική ανταπόκριση στη σημαινόμενη εμπειρία, συνεπάγεται τη διεύρυνση του πεδίου της έμπνευσης. ΢υνεπάγεται επίσης την πολλαπλότητα προέλευσης των ιστορικών δεδομένων, την άντλησή τους και από χώρους που σχετίζονται τόσο με την καλλιέργεια της προσωπικής ετερότητας του υποκειμένου όσο και με τη δυναμική του τοπικού πολιτιστικού, πολιτικού και κοινωνικού γίγνεσθαι. Σο ιστορικό αυτό γίγνεσθαι αφορά την κοινωνική, πολιτική, πολιτισμική, οικονομική ιστορία ενός ορισμένου τόπου σε συνάφεια ή συσχετισμό με την ιστορία της ευρύτερης επαρχίας ή του γεωγραφικού διαμερίσματος αλλά και σε έναν συσχετισμό με την γενική ή την εθνική και την παγκόσμια ιστορία, όπου αυτό είναι δυνατόν. Έτσι, η ιστορία γενικότερα δεν είναι τίποτε άλλο από μια εγγραφή στο χρόνο γεγονότων και συμβάντων, τα οποία περικλείουν έναν πλούτο σημασιών και σε τούτη τη συνάφεια μάς δείχνουν το βάθος της γνώσης και ανάγνωσης του κόσμου. Η τοπική Ιστορία στο περιθώριο της γενικής σχολικής ιστορίας και του αναλυτικού προγράμματος Παρόμοια, η τοπική ιστορία διαμεσολαβεί μέσα στο χρόνο νοήματα και σημασίες γεγονότων ή καταστάσεων, όχι λιγότερο δε αναδεικνύει το ατομικό, το ειδικό και το μοναδικό. Η τοπική ιστορία, συνεπώς, συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός ιστοριογραφικού λόγου, ο οποίος μπορεί να καλλιεργείται, να αναπτύσσεται, να συστηματοποιείται μέσα στην εκπαίδευση και προς όφελός της1. ΢ήμερα η τοπική ιστορία δηλώνει παρούσα στο περιθώριο της γενικής σχολικής ιστορίας και του αναλυτικού προγράμματος ως μια προσπάθεια ανανέωσης του μαθήματος της ιστορίας συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον των εκπαιδευτικών και των μαθητών 2. Έχει ιδιαίτερη σημασία ο σημερινός μαθητής να αποκτά μια πολλαπλή ιστοριΡεπούση Μ., «Σοπικές ιστορίες στο σχολείο, από το γενικό παρελθόν στο παρελθόν του τόπου, ΢ύγχρονη Εκπαίδευση 112(2000), σσ. 97-108. 2 Ίγκερς Γ., Νέες κατευθύνσεις στην ευρωπαική ιστοριογραφία, Αθήνα 1991. 1


κή περιουσία και να καλλιεργεί μια κριτική στάση, ήτοι να συλλαμβάνει εποπτικά το κάθε επί μέρους και αποσπασματικό. Η ιστορική διερεύνηση διαφόρων πλευρών του καταγωγικού τόπου βοηθά τον μαθητή να συνδέεται με ιστορικές μνήμες, να εκτιμά συλλογικές προσπάθειες του παρελθόντος και αναλόγως να παραδειγματίζεται. Εξάλλου, με τη διδασκαλία της τοπικής ιστορίας δημιουργούνται οι όροι για άμεση μελέτη των ιστορικών πηγών, για εξευγενισμό της μαθητικής συνείδησης και για προϊούσα αποδόμηση οποιασδήποτε δογματοκρατίας που προκύπτει συνήθως από την καταβαράθρωση του ανθρώπου σε έναν αντιπνευματικό επαρχιωτισμό. ΢τη συνάφεια τούτη το εκάστοτε ιστορικό υλικό αποκτά παιδαγωγική αξία για τον μαθητή, γιατί τον καθιστά αλληλέγγυο με τους συνανθρώπους του και συνυπεύθυνο για το μέλλον του τόπου του. Κατ’ αυτό το πνεύμα, ένα τέτοιο υλικό δεν προβάλλει μόνο την ιστορική πληροφόρηση, αλλά καλλιεργεί και προσωπικά κριτήρια στο μαθητή, εν τέλει μια αισθητική, κατά το δυνατόν, επάρκεια που του επιτρέπει να αναπτύσσει δημιουργικά τη σκέψη του, να εμπλουτίζει τον συναισθηματικό του κόσμο, να αναδεικνύει τις ιδιαίτερες κλίσεις του και να καλυτερεύει τους όρους της μαθητικής του ζωής3. Από την πλευρά του διδάσκοντος χρειάζεται να ανευρίσκεται εκάστοτε εκείνη η μέθοδος, εκείνοι οι τρόποι, που καθιστούν ελκυστική τη διδασκαλία της τοπικής ιστορίας. ΢την περίπτωση της τοπικής ιστορίας μεταβάλλεται η ίδια η χωροταξία του μαθησιακού χώρου, καθώς η σχολική τάξη διευρύνεται από τον περιβάλλοντα χώρο του σχολείου και απαιτούνται νέες μεθοδολογικές και οργανωτικές συμβάσεις. Η μεθοδολογία της τοπικής ιστορίας δεν θα μπορούσε να έχει διαφορές από τις ερευνητικές μεθόδους που χρησιμοποιεί η γενική ιστορία: επιλέγεται το θέμα, διαμορφώνονται τα ερευνητικά ερωτήματα, πραγματοποιείται συγκέντρωση, μελέτη και επεξεργασία των πληροφοριών, οργανώνεται η παρουσίαση των αποτελεσμάτων και, τέλος, αξιολογείται η όλη προσπάθεια4. Μεταφερμένα στη σχολική πραγματικότητα, τα παραπάνω περιγράφουν με μεγάλη ακρίβεια αυτό που είναι γνωστό με τον όρο «μέθοδος project». Η μέθοδος project που οδηγεί μέσα από συνεργατικές μεθόδους (καταιγισμό ιδεών, διατύπωση υποθέσεων), βιωματική προσέγγιση (Παιχνίδια ρόλων, δραματοποιήσεις) και έρευνα πεδίου στην κατάκτηση της γνώσης και στην ανάπτυξη δεξιοτήτων, είναι ένας ασφαλής δρόμος για την επίτευξη των στόχων της τοπικής ιστορίας.

Γ. Ν. Λεοντσίνης – Μ. Ρεπούση, Η τοπική ιστορία ως πεδίο σπουδής στο πλαίσιο της σχολικής παιδείας, Τπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, εκδ. Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, Αθήνα 2001. 4 Ασωνίτης, ΢πυρίδων & Παππάς, Θεόδωρος (2006): Σοπική Ιστορία Γ’ Γυμνασίου – Βιβλίο Εκπαιδευτικού, σελ. 22. 3


΢το πλαίσιο αυτό, κάθε ίχνος ανθρώπινης παρουσίας μέσα στο χρόνο είναι δυνατόν να εμπλουτίζει τη θεματογραφία της ιστορικής έρευνας και της διδακτικής πράξης. ΢την διδακτική της ιστορίας οι ιστορικές πηγές αξιοποιούνται από τους μαθητές μέσα από την οπτική τους ως εκπαιδευτικό υλικό. Οι δυνατότητες των μαθητών ακόμη και του πρωτοβάθμιου σχολείου, να οδηγηθούν σε ιστορικά συμπεράσματα στη βάση των ερωτημάτων που θέτουν και δια των ιστορικών πηγών υποστηρίζεται σήμερα από τα ερευνητικά δεδομένα του χώρου της γνωστικής ψυχολογίας5. Μέχρι πρόσφατα στα περισσότερα εκπαιδευτικά συστήματα κυριαρχούσε η εξελικτική θεωρία του Piaget, σύμφωνα με την οποία το παιδί μπαίνει μετά τα 11 και 12 στο στάδιο των μορφικών λειτουργιών και της αφηρημένης σκέψης, στη φάση δηλαδή που αρχίζει να αναπτύσσει ικανότητες που θα του επιτρέψουν να καλλιεργήσει ιστορικές δεξιότητες. Μάλιστα, ένας από τους οπαδούς της θεωρίας του Piaget, ο Hallam επεξέτεινε την είσοδο στην αφηρημένη σκέψη στην ηλικία των16 και 17 ετών και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μόνη μορφή ιστορίας που μπορεί να διδαχτεί στο σχολείο είναι η φρονηματιστική6. ΢ήμερα οι θεωρίες αυτές δεν είναι αποδεκτές. Νεότερες έρευνες, που εδράζονται κυρίως στη θεωρία που εισηγήθηκε ο J. Brunner, έχουν αποδείξει ότι οι μαθητές μπορούν να αξιοποιούν ιστορικά τεκμήρια, να αντλούν πληροφορίες από πηγές, να διατυπώνουν υποθέσεις και να εκφράζουν απόψεις για το παρελθόν, αρκεί αυτό να γίνεται με τον κατάλληλο κάθε φορά τρόπο7. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι καλό είναι να φέρνουμε τα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία σε επαφή με τις ιστορικές πηγές, όχι επειδή θέλουμε να γίνουν ιστορικοί ούτε επειδή φιλοδοξούμε να αποκαλύψουν νέα ιστορικά στοιχεία. Η επαφή τους με τα κατάλοιπα του παρελθόντος είναι απολύτως αναγκαία για να επιτευχθεί η ιστορική κατανόηση, η λειτουργία δηλαδή εκείνη που αποτελεί το θεμέλιο όλων των άλλων νοητικών και ψυχολογικών λειτουργιών που επιδιώκουμε με τη διδασκαλία της Ιστορίας. Αν ωστόσο η πλούσια θεματογραφία της τοπικής ιστορικής έρευνας δεν κατέστη ακόμη δυνατόν να αποδώσει και να συνδυασθεί επαρκώς με ανάλογη ιστορική ύλη των σχολικών εγχειριδίων ιστορίας και τη διδασκαλία της ιστορίας, η πολλαπλότητα εντούτοις της τοπικής ιστορικής ύλης μπορεί επαρκέστερα να αποβαίνει συμβατή με την ιστορική ύλη και τη διδασκαλία της τοπικής ιστορίας. ΢την περίπτωση αυτή η προσέγγιση που παραπέμπει στη μέθοδο της σχολικής ιστορικής έρευνας και έχει ως

Donalson M., Children’s Minds, Λονδίνο 1987. Γιώργος Κόκκινος, Από την ιστορία στις ιστορίες, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα,1998, σσ. 298-299. 7 Henri Moniot, Η διδακτική της Ιστορίας, Μεταίχμιο, Αθήνα 2002, σσ . 134-135. 5 6


στόχο την καλλιέργεια διατύπωσης ιστορικού λόγου και κριτικού τρόπου σκέψης, όταν και εφόσον είναι εφικτή, αξιολογείται ως απαραίτητη, γι’ αυτό και αναγνωρίζεται γενικά ως ανεπαρκές το διδακτικό εγχειρίδιο ιστορίας και όποια ακόμη επικουρικά μέσα «επιστρατεύονται» στην αίθουσα διδασκαλίας. Οι μαθητές μπορούν να επισημάνουν ότι ίχνη και αποτυπώματα της ζωής του ανθρώπου στο χρόνο υπάρχουν παντού γύρω τους και να κατανοήσουν ότι, αν υποβάλουν σε αυτά τις κατάλληλες ερωτήσεις μπορούν να λάβουν απαντήσεις για το παρελθόν του τόπου τους, το κοντινό ή μακρινό, και να πραγματοποιήσουν προεκτάσεις μέσα στο ευρύτερο ιστορικό γίγνεσθαι8. Τπό αυτές τις προϋποθέσεις, η ιστορική προσέγγιση ενός τόπου ενδιαφέρει περισσότερο ως μέθοδος και λιγότερο ως γνωστική ιστορική ύλη. Αναζητεί κάθε μορφής έμμεση και άμεση ιστορική μαρτυρία και επιχειρεί να αξιοποιήσει κάθε ίχνος που άφησε η ανθρώπινη δραστηριότητα στο παρελθόν στο συγκεκριμένο τόπο. Οι επιστημολογικές εξελίξεις στην ιστοριογραφία, η ανάδειξη νέων αντικειμένων, η μετάβαση του επιστημονικού ενδιαφέροντος από τους επώνυμους στους ανώνυμους, από τα γεγονότα στον υλικό και πνευματικό πολιτισμό, από την «κορυφή» στην κοινωνική δομή διευρύνουν την έννοια της ιστορικής πηγής και τις μεθόδους αξιοποίησής της. Η ανάπλαση της καθημερινής ζωής των ανθρώπων, για παράδειγμα, απαιτεί νέου τύπου πηγές που μπορούν να απαντήσουν σε ανάλογα ιστορικά ερωτήματα. Σα τελευταία χρόνια και κάτω από την πίεση της επινόησης νέων προσεγγίσεων της ιστοριογραφικής έρευνας και της διδακτικής της ιστορίας καταβάλλεται προσπάθεια να αξιοποιηθούν ιστορικές πηγές στη διδακτική πρακτική, με σκοπό να γεφυρωθεί η αποστασιοποίηση που υπάρχει ανάμεσα στη σχολική ιστορία και τις πηγές, ώστε να γίνουν αρμονικότερες οι σχέσεις ανάμεσα στη σχολική ιστορία και τις ιστορικές σπουδές. Η ίδια η εργασία των μαθητών με τις ιστορικές πηγές μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μάθησης, στη βάση τριών κυρίως αξόνων9: (α) της αναζήτησης των πηγών, που ποικίλλει ανάλογα με το θέμα και τον τόπο που κάθε φορά επιλέγεται για ιστορική έρευνα, (β) της επεξεργασίας των πηγών, που αφορά κυρίως στην τοποθέτηση της πηγής στο ιστορικό της πλαίσιο, την ταξινόμησή της, την κατανόηση των εννοιών που εμπεριέχονται σ’ αυτήν και τέλος την αξιολόγησή της ως ιστορικής μαρτυρίας, και (γ) της ερμηνείας των πηγών, που συσχετίζεται με την εξαγωγή συμπερασματικών προσεγγίσεων για το ανθρώπινο παρελθόν.

Γ. Ν. Λεοντσίνης, Θεωρητικά και μεθοδολογικά ζητήματα διδακτικής της ιστορίας και του περιβάλλοντος, εκδ. «Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα», Αθήνα 2003, σ. 217. 9 Γ. Ν. Λεοντσίνης, Σοπική ιστορία και διδακτική της ιστορίας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, σελ. 13. 8


Οι «Ενθυμίσεις» ως ιστορική πηγή ΢το πλαίσιο αυτού του προβληματισμού, βασικός στόχος της παρούσας εργασίας αποτελεί η ανάδειξη τρόπων σύνδεσης μιας σύγχρονης ιστοριογραφικής προσέγγισης με τις διαδρομές της τοπικής ιστορίας όπως και με τις εφαρμογές της στη διδακτική πράξη αναφορικά με την χρήση γραπτών τοπικών ιστορικών τεκμηρίων γνωστών και ως «Ενθυμίσεις»10. Πρόκειται για ένα είδος σύντομου χρονικού, όπου αναφέρονται συμβάντα εντελώς υποκειμενικά και εντυπωσιακά σε προσωπικό επίπεδο. Σα σύντομα αυτά χρονικά βρίσκονται συνήθως καταχωρημένα στο μέσα μέρος των σελίδων διαφόρων βιβλίων, κυρίως λειτουργικών, που χρησιμοποιούνταν τακτικά ή στα «δεφτέρια» και στα κατάστιχα, ή ακόμη σε κάποια άγραφη σελίδα χειρογράφων. ΢υνήθως, αναφέρονται σ’ επιδρομές και πολέμους, φυσικές καταστροφές, επιδημίες, θανάτους, γεννήσεις, κ.λ.π. Σα γραπτά αυτά μνημεία αποτελούν αψευδείς μαρτυρίες ιστορικών γεγονότων από την μεριά των απλών ανθρώπων, γι’ αυτό και δίκαια χαρακτηρίζονται ως η «μνήμη του λαού». Αν προχωρήσουμε ακόμη περισσότερο, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οι ενθυμίσεις αυτές μας παρέχουν συχνά, ανεξάρτητα από το κείμενο που μεταφέρουν, ιστορικές πληροφορίες της ίδιας ακριβώς τάξης με εκείνες που έχουμε συνηθίσει να αναζητούμε στα αρχεία. Και ιδού τώρα μέσα στις ενθυμίσεις αυτές ο λαός της εποχής, καθώς τα πολλαπλά του πρόσωπα έρχονται το φως, διαγράφονται μέσα στο πλήθος. Σα κομμάτια ζωής που κείνται στα κείμενα των ενθυμήσεων είναι μικρά αλλά εντυπωσιακά. Με την παρουσία τους γεμίζουν τις σελίδες των λειτουργικών βιβλίων. Σις περισσότερες φορές, όμως, οι ενθυμήσεις αυτές δεν απεικονίζουν τους ανθρώπους στην ολότητά τους. Σους συλλαμβάνουν στην καθημερινή τους ζωή. Σους ακινητοποιούν καθώς ζουν την καθημερινότητά τους. Άνθρωποι που ταλαντεύονται ανάμεσα στην μετριότητα και τη διάνοια εκθέτουν με λίγες λέξεις ευαίσθητες διαδρομές που παρουσιάζουν τη λειτουργία τους και τις αναγκαίες προσαρμογές ανάμεσα στον εαυτό, την κοινωνική ομάδα και την εξουσία. Πίσω από τις λέξεις που εκτίθενται μπορούμε να διαβάσουμε το μόρφωμα μέσα στο οποίο ο καθένας προσπαθεί να τοποθετηθεί απέναντι στην κοινω-

“Ενθύμημα: το εν τω νω τιθέμενον, στοχασμός, σκέψις. Σο ενθύμιον, το προς ανάμνησιν διδόμενον, το δι’ ου ενθυμούμεθα τι, θυμητάρι, σουβενίρ. Εις την Λογικήν: ατελής συλλογισμός του οποίου παραλείπεται η ετέρα των προκειμένων, ως ευκόλως νοούμενη. Ενθύμησις: η διατήρησις εις την μνήμην, η ανάμνησις. Ενθυμίζω: φέρω τι εις την μνήμην, κάμνω τινά να ενθυμηθεί. Ενθύμιος: αντικείμενον οιοδήποτε το οποίον φυλάσσεται επί τω σκοπώ όπως ανακαλή εις την σκέψιν του κατόχου του προσώπου ή άλλως προσώπων μεταγένεστα πρόσωπον τι, ή τόπον ή γεγονός. Ενθυμούμαι: διατηρώ εις την σκέψιν μου, αναπολώ, αναμιμνήσκομαι (Λήμματα από το «Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου», τ. ΢τ΄, έκδοσις της Εγκυκλοπαιδικής Επιθεωρήσεως «Ήλιος», Αθήναι). 10


νική, την πολιτική και την διοικητική πραγματικότητα, μέσα στο οποίο αρθρώνει με ή χωρίς επιτυχία τη δική του ζωή απέναντι σε εκείνη της κοινωνικής ομάδας και σε σχέση με την ιστορία. Φιλιάδες χειρόγραφα ίχνη πάνω στα βιβλία! Σο όνειρο κάθε ερευνητή. Σο να διαβάσει κανείς όλο αυτό το υλικό που τελικά συγκεντρώνεται είναι ένα πράγμα. Σο να βρεις τον τρόπο να το καταγράψεις είναι κάτι διαφορετικό. Θα προκαλούσαμε την έκπληξη αν δηλώναμε ότι τις ώρες που περάσαμε μελετώντάς το, τις περάσαμε αντιγράφοντάς το. Όταν βράδιαζε, μετά από αυτήν την κοινή και παράξενη άσκηση αναρωτιόμασταν για τούτη την κοπιαστική, και αναγκαστική ενασχόληση. Φαμένος χρόνος ή μήπως ένας ουτοπικός τρόπος να ξαναβρούμε τον χαμένο χρόνο με οποιοδήποτε κόστος; Σον χρόνο που ανακαλεί κατά κάποιον τρόπο τα φθινόπωρα της παιδικής ηλικίας που πέρασαν ανάμεσα στα κίτρινα φύλλα κάνοντας ξανά την αντιγραφή που ο δάσκαλος το ίδιο πρωί είχε κρίνει κακογραμμένη. ΢την εποχή της πληροφορικής τούτη η πράξη της αντιγραφής με δυσκολία μπορεί να δηλωθεί. Ψστόσο, μπροστά στις χειρόγραφες σημειώσεις δημιουργείται η κατεπείγουσα ανάγκη που σε καλεί να γλιστρήσεις με μιας στο απότομο κύμα των φράσεων, στην αναρχία των λέξεων. Η αίσθηση των ενθυμήσεων περνά από τούτη την αργή και ελάχιστα αποδοτική χειρονομία του τεχνίτη που αντιγράφει κείμενα, το ένα κομμάτι μετά το άλλο, χωρίς να τροποποιεί ούτε την μορφή, ούτε την ορθογραφία, ούτε καν την σύνταξη. Φωρίς να το πολυσκέφτεται. Οι ενθυμήσεις που αντιγράφονται με το χέρι πάνω σε μια λευκή κόλλα χαρτί είναι κομμάτι του εξημερωμένου χρόνου. Αργότερα, θα χωριστούν θέματα, θα διατυπωθούν ερμηνείες. Αυτό παίρνει καιρό και μερικές φορές βλάπτεται ο ώμος, ταλαιπωρείται ο σβέρκος. Αλλά έτσι αποκαλύπτεται ένα νόημα. Πολύ γρήγορα, όμως, οι ενθυμήσεις επιβάλλουν και μιαν εντυπωσιακή αντίφαση. Σην ίδια στιγμή που εισβάλλουν και ξεχύνονται, με την υπερβολή τους σε ρίχνουν σε ένα είδος αναστολής. Σι ακριβώς πάει να πει να διαθέτεις αμέτρητο υλικό και πώς να ανασύρεις αποτελεσματικά από τη λήθη τόσες υπάρξεις και καταστάσεις; Εάν η ιστορία είναι ακέραια ανάσταση του παρελθόντος, τότε το έργο είναι ανέφικτο. Η ένταση εκδηλώνεται ανάμεσα στο πάθος από τη μια μεριά, που ωθεί στην εξαντλητική συλλογή, για να προσφερθεί ολόκληρο το υλικό στην ανάγνωση και στη λογική από την άλλη, που απαιτεί να τεθούν οι κατάλληλες ερωτήσεις ώστε το υλικό να αποκτήσει νόημα. Ανάμεσα στο πάθος και τη λογική παίρνει κανείς την απόφαση να γράψει ιστορία με βάση τις ενθυμήσεις. Όμως, το ξέρουμε. Δεν υπάρχει ένα και μοναδικό νόημα στα πράγματα του παρελθόντος, και οι ενθυμήσεις εμπεριέχουν ένα μάθημα. ΢αν φευγαλέα ανάμνηση επιτρέπουν στον ιστορικό να απομονώνει τα αντικείμενα και να τα δοκιμάζει. Ο ιστορικός που στοχάζεται πάνω σε ένα


αντικείμενο πρέπει να κατασκευάζει την ιστορία που χρειάζεται και να το πράττει σε συνεργασία με άλλους κλάδους, αφού καμιά σημείωση δεν έχει νόημα καθεαυτή. Σα γεγονότα είτε προέρχονται από τις χειρόγραφες σημειώσεις είτε όχι, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον ιστορικό όσο δεν τα έχει επεξεργαστεί. ΢υνεπώς, αντί να βλέπουμε απλώς στις διάφορες ενθυμήσεις να ευθυγραμμίζονται λέξεις που μεταφράζουν με ορατούς χαρακτήρες σκέψεις ή πράξεις που έχουν συσταθεί πριν και αλλού, οφείλουμε να διαγνώσουμε μέσα στην πυκνότητα των πρακτικών του λόγου, τα συστήματα εκείνα που εγκαθιδρύουν τις διατυπωμένες σκέψεις ως συμβάντα με το πεδίο και τις συνθήκες εμφάνισής τους. Οφείλουμε, δηλαδή, να εντοπίσουμε εκείνο που κάνει τόσα πράγματα γραμμένα μέσα στις ενθυμήσεις να μην εμφανίζονται με βάση μόνο τους νόμους της σκέψης και της γραφής ή μόνο σύμφωνα με το παιχνίδι των περιστάσεων, να μην αποτελούν απλώς σηματοθέτηση στο επίπεδο των λεκτικών αποδόσεων εκείνου που μπόρεσε να εκτυλιχθεί μέσα στην ζωή αλλά να εμφανιστούν χάρη σε ένα ολόκληρο παιχνίδι σχέσεων που χαρακτηρίζουν και προϋποθέτουν ειδικά το πεδίο του χειρόγραφου γραπτού λόγου που έχει εγκλωβιστεί στις σελίδες των λειτουργικών βιβλίων. Δεν φτάνει, λοιπόν, μόνο να έχουμε στη διάθεσή μας τα συγκεκριμένα γραπτά μνημεία τοποθετημένα μέσα στο χρόνο και στο χώρο, προσδιορισμένα ως προς το είδος τους και σχολιασμένα ως προς την αξιοπιστία τους. Φρειάζεται ακόμη να είμαστε ικανοί να τα ενεργοποιούμε, να αντλούμε όλα τα διδάγματα που μπορούν να μας δώσουν. Αυτό προϋποθέτει από την μεριά του ερευνητή την αίσθηση των αληθινών προβλημάτων που πρέπει να λύσει, των ερωτημάτων που πραγματικά αξίζει να θέσει. Και, για να διατυπώσει ερωτήματα και προβλήματα με γόνιμο τρόπο, δεν αρκεί μια εκτεταμένη ενημέρωση και μια συγκεκριμένη τεχνική ικανότητα. Πρέπει, ακόμα, να διαθέτει κάποιον εσωτερικό πλούτο, μια παιδεία βαθιά ανθρώπινη, ικανή να κατανοήσει, μα αισθανθεί και να ξαναβρεί όλον τον πλούτο και τη ζωή ενός παρελθόντος που υπήρξε το παρόν των ανθρώπων που το έζησαν και που κρύβεται πίσω από αυτά τα γραπτά μνημεία, τις ενθυμήσεις. Για να κατανοήσει αυτό το ανθρώπινο παρελθόν, πρέπει να ξέρει τι είναι ο άνθρωπος και η ζωή, να έχει κάποια αντίληψη για τη δομή αυτών των δύο-ας τολμήσουμε να το πούμε: χρειάζεται ένα ελάχιστο όριο φιλοσοφικού βάθους. Αν μάλιστα πρόκειται για μαθητές, τότε η μελέτη των «Ενθυμήσεων» ως πηγών θα πρέπει να περιλαμβάνει: α) τη γλωσσική εξομάλυνσή τους β) τη στοιχειώδη πληροφόρηση των μαθητών για την ιδιότητα των συντακτών τους και το βαθμό αξιοπιστίας τους γ) την αναγνώριση του είδους των πηγών και της αξιοπιστίας τους δ) τη διερεύνηση της πρόθεσης του συντάκτη τους ε) τον εντοπισμό των σημαντικότερων στοιχείων των κειμένων στ) την «ανάγνωσή» τους με βάση τη διατύπωση συγκεκριμένων ερωτημάτων ζ) την ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των μαθητών


(κριτική) η) την αξιολόγηση του βαθμού της εκούσιας ή ακούσιας πληροφορικότητας της πηγής θ) το συσχετισμό και τη σύγκριση με άλλες πηγές ι) την αναζήτηση της αιτίας των διαπιστούμενων διαφορών και ια) την τελική σύνθεση του περιεχομένου και την εξαγωγή συμπερασμάτων. Επικουρικά παραθέτουμε τα πέντε ερωτήματα που, σύμφωνα με τον Levesque, συνιστούν τα θεμέλια της ιστορικής σκέψη και που πρέπει να έχει διαρκώς υπόψη του ο εκπαιδευτικός: Σι είναι σημαντικό στο παρελθόν; ιστορική σημασία. Σι άλλαξε και τι παρέμεινε το ίδιο; συνέχεια και αλλαγή. Σα πράγματα αλλάζουν προς το καλό ή το κακό; πρόοδος και παρακμή. Πώς βγάζουμε νόημα από τα ακατέργαστα υλικά του παρελθόντος; τεκμήρια. Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε προγενέστερους ανθρώπους που είχαν διαφορετικό σύστημα ηθικών αξιών; Ιστορική ενσυναίσθηση. ΢ε κάθε περίπτωση, οι γραπτές πηγές χρησιμοποιούνται στην τάξη ως μεθοδολογικά εργαλεία και όχι ως αποδείξεις της εγκυρότητας του περιεχομένου της ενότητας (αποτελούν monumenda και όχι documenda). Ανάλογα με τις πηγές (έκταση, δυσκολία κειμένων κ.ά.) προγραμματίζεται και η μελέτη τους. Μερικές πηγές, στις οποίες η πρόσβαση είναι ευκολότερη, μπορούν να μελετηθούν στην τάξη κατά τη διδασκαλία τη ιστορικής ενότητας, ενώ για άλλες μπορεί να υπάρξει προεργασία από το σπίτι. Η προεργασία αυτή περιλαμβάνει εκτός από την ανάγνωση των πηγών και απαντήσεις σε συγκεκριμένες γραπτές ερωτήσεις που δίνονται στους μαθητές από το προηγούμενο μάθημα. Τα παλαιά λειτουργικά βιβλία της Ενορίας Παναγίας Οδηγητρίας Κριτσάς και οι χειρόγραφές «ενθυμίσεις» τους Για τη διάσωση, όμως, των τόσο σημαντικών αυτών γραπτών μνημείων έχει γίνει μέχρι σήμερα μικρή μόνο κι όχι συστηματική, δυστυχώς, προσπάθεια. Έτσι, συνεχώς μειώνονται οι πιθανότητες περισυλλογής και διατήρησής τους. Μια φωτεινή εξαίρεση συνιστά η περίπτωση της Ι. Μητρόπολης Πέτρας και Φερρονήσου και ιδιαίτερα οι Ενορίες της Κριτσάς οι οποίες διέσωσαν και διαφύλαξαν ένα μεγάλο αριθμό παλαιών λειτουργικών βιβλίων στα οποία υπάρχει πληθώρα τέτοιων Ενθυμήσεων. Έτσι, μπορέσαμε να συλλέξουμε το υλικό που παρουσιάζουμε σε τούτο εδώ το ευσύνοπτο κείμενο ερευνώντας όλα τα διαθέσιμα βιβλία της Ενορίας Παναγίας της Οδηγητρίας Κριτσάς και καταγράφοντας από όλα τα χειρόγραφα σημειώματά τους όσα μετέφεραν μια αξιοπρόσεκτη πληροφορία. Οι ενθυμίσεις που παρατίθενται εδώ στο μεγαλύτερο μέρος τους είναι επώνυμες. Γνωρίζουμε δηλαδή τον συντάκτη τους αφού ταυτίζεται με τον κτήτορα του βιβλίου. Η Κριτσά είναι ένα χωριό που βρίσκεται στην επαρχία Μεραμβέλλου στο Νομό Λασιθίου Με την απογραφή του 2001 ο πληθυσμός του χωριού είναι 1614 κάτοικοι. Είναι ένα από τα αρχαιότερα χωριά της


Κρήτης και διατηρεί σε σημαντικό βαθμό ακόμη αναλλοίωτη την παλιά αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της. Σο χωριό χρονολογείται αρχικά από την λίθινη εποχή. Η αρχική παρουσία των κατοίκων ήταν στην περιοχή της σημερινής αρχαίας πόλη Λατώ. ΢τους μετέπειτα χρόνους και μετά από τις συνεχόμενες κατακτήσεις οι κάτοικοι μετακινήθηκαν στο σημερινό σημείο . ΢ήμερα είναι κτισμένο αμφιθεατρικά στους πρόποδες των βουνών "Κεφαλόβρυσο" & " Κάστελλο". Εκεί κρίθηκε σαν η καταλληλότερη θέση, αφενός για να αντιμετωπίζει και να ελέγχει κυρίως την πεδιάδα που ήταν ο ποιό σύντομος και εύκολος τρόπος για να κατακτηθεί και αφετέρου γιατί εκεί υπήρχαν πηγαία και άφθονα νερά, γεγονός που διαπιστώνεται από τους φυσιολάτρες και οδοιπόρους που πέρασαν από τα βουνά και το χώρο της Κριτσάς. Οι κάτοικοι της είναι απόγονοι της Λατούς Ετέρας και που βορειοανατολικά του χωριού σε απόσταση 3 χιλιόμετρα απ αυτό βρίσκονται τα ερείπια. Από τις ανασκαφές που έχουν γίνει ως τώρα , ήρθαν στο φως ο χώρος της αγοράς με το Πρυτανείο, την εξέδρα και το Ιερό της Πόλης. Από τα υστερομινωϊκά χρόνια και μετά διαπιστώνεται και καταγράφεται η αδιάκοπη παρουσία με οποιαδήποτε μορφή κατάκτησης, η παρουσία των χωρικών ασχολούμενοι κυρίως με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Σα Βυζαντινά χρόνια παρουσιάζεται μεγάλη ακμή και αυτό οφείλεται κυρίως στη παρουσία οικογενειών που εγκαταστάθηκαν κατά την περίοδο της κατάκτησης της Κρήτης από τους Υράγκους. Είναι αξιοσημείωτη η ιστορική της πορεία. Ερημώνεται από τους Άραβες το 823 μΦ, κατοικήθηκε ξανά το 961 μΦ και στα χρόνια της Υραγκοκρατίας τον 13ο και 14ο αιώνα αρχίζει και πάλι η ζωντανή παρουσία της στην περιοχή και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στα γεγονότα και την διοίκηση της Κρήτης. Από τα ιστορικά στοιχεία σε όλη την περίοδο του Μεσαίωνα είναι το μεγαλύτερο χωριό της Κρήτης. Σο 1867 έγινε έδρα Δήμου που συμπεριλάμβανε τον Κρούστα, την Πρίνα, το Καλό Φωριό, το Μαρδάτι, τον Άγιο Νικόλαο, τα Μέσα Λακώνια και τις Σάπες. ΢την Κριτσά ,όπως περιγράφει Οι Κριτσώτες είναι μια ξεχωριστή κοινωνία ανθρώπων που είχαν και έχουν η δική τους αρχοντιά και λεβεντιά και πάντα στάθηκαν δίπλα σε κάθε άνθρωπο που είχε ανάγκη, με δικό της πολιτισμό, παράδοση ντόπια διαλεκτική συμπεριφορά και σημαντική διηγηματική ικανότητα. Για να αντιληφθεί κάποιος αυτή τη διαφορά θα πρέπει να ζήσει μαζί τους και να ακούσει από τους ίδιους την φιλοσοφημένη άποψη τους για τη ζωή άποψη και που στάθηκε ικανή ώστε επιζήσουν από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, χωρίς να υποστούν αλλοιώσεις στον τρόπο σκέψης και διαβίωσης. Οι κάτοικοι της στήριξαν από τα βάθη των αιώνων και στηρίζουν ακόμη και σήμερα κάθε προσπάθεια που αναβαθμίζει τον άνθρωπο και τον τόπο. Εξακολουθεί να διατηρεί την παράδοση, τη λαϊκή αρχιτεκτονική, με απλά και λιτά σπίτια. Είναι ένα παραδοσιακό χωριό που έχει καταφέρει να διατηρήσει τις παραδόσεις του. Όπως θα διαβάσετε στα στις περιγραφές


και στις διηγήσεις που κατάφερε ν συγκεντρώσει σε πέντε τόμους στα "Ραντολόγια" ο κ Γεώργιος Ι. Περάκης διδάσκαλος και ένα από τους σημαντικούς και άξιους επιστήμονες του Νομού μας και της Κρήτης, η Κριτσά διατηρεί έντονα το κρητικό παραδοσιακό χρώμα, στα στενά γραφικά σοκάκια του και τα χαμηλά κάτασπρα σπίτια, με τα περίτεχνα κάγκελα των μπαλκονιών του. Όλα όσα δημοσιεύει μέσα στους τέσσερις τόμους "Σα Ραντολόγια" "είναι λαογραφικά και ιστορικά κείμενα του τόπου που θα μείνουν αναλλοίωτα στη μνήμη όλων μας γιατί με τον τρόπο αυτό διατηρεί και παραδίνει σε όλους ,την ιστορία ,τα έθιμα και τις παραδόσεις του τόπου μας". Ο τρόπος ζωής ,του σήμερα που είναι αποτέλεσμα της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης, δεν έχει μεταβάλλει τις τοπικές παραδοσιακές δομές. Η παραγωγή των αγαθών η καθημερινή διατροφή, τα ήθη και τα έθιμα, η λαϊκή τέχνη και η αναβίωση των τοπικών γιορτών και εκδηλώσεων είναι αυτά που συνθέτουν το νέο πνεύμα και η συνέχιση του τρόπου ζωής και ανάπτυξης του τόπου. Για την παράθεση του υλικού των «Ενθυμήσεων» ακολουθήσαμε τις αρχές του Αριστ. ΢τεργέλλη όπως αυτές προβάλλουν στο άρθρο του «Φειρόγραφα σημειώματα στα βιβλία της Παλαιάς Βιβλιοθήκης της Ελληνικής Κοινότητος Βενετίας»11. Με βάση τις αρχές αυτές αναγράφουμε και εμείς εδώ πρώτα τον τίτλο του κάθε βιβλίου που έχει σημειώματα κατά τη χρονολογική σειράς της έκδοσής του. Ύστερα παραθέτουμε το σημείωμα. Περιγραφή των βιβλίων δεν γίνεται αφού το βάρος επικεντρώνεται στην καταγραφή των τίτλων και των σημειωμάτων των βιβλίων. ΢την έρευνά μας λάβαμε, επίσης, υπόψη μας και την πολύ αξιόλογη δουλειά του καθηγητή Σαβλά Εμμανουήλ «Ενθυμήσεις-Έγγραφα», έκδοση της Επιτροπής Σουριστικής Αναπτύξεως Κριτσάς, καθώς και το άρθρο του Μαυροειδή Εμμανουήλ «Ενθυμήματα» στο περ. Δρήρος, τ. Απριλίου 1940, σελ. 937.

1) ΢ε μηναία του 1755: «1790 επέρασεν ο μάρτης ολος με βροχές κρηγηαδες χιονηά ως τζη τριάντα μηα μόνον ήκαμε καψα κε ο Απρήλης τη πρότη του καψα και αξοσαμεν και το απέλη και δεν ήτονε ροβηθηασμένον και ήσανα τα πράματα παράκερα και δεν τα ήδαμε ποτέ τέτοιο κέρο» «1790 φλεβαρήου στη πρότη του ήκαμε μηα χηονηά τέσερης ημέρες εχόνηζε και τζη κοσηοκτό άλη μια χιονιά και εποιγε πρότα και ύστερα έως το περ. ΘΗ΢ΑΤΡΙ΢ΜΑΣΑ του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών ΢πουδών, τόμος 4ος, Βενετία 1967, σελ. 114-176. 11


γοιαλό σε ολον το κόσμον και εψοφησαν χοιληάδες οζά κρήος φοβερον όλος ο φλεβάρης». «1770 εποίγασι υ Σούρκυ σα σφακιά κε κάψασιντα κεκάμασι μεγάλο κακό». «1798 εφήτεψα το απέλη του φράχτη Απριλίου 7 Πατέρας ματθέος σηγανός». «1786 νοεμβρίου 1 έσηρα την πέτρα… από Καστέλι την έφεραν τρης ημέρες την επολεμούσαν». «1825 Ηουνίου 11 ήκαμε μια χιωνιά μεγάλι κε εχιόνιζε και ηκαψε τό χιόνι και σπάσανε τα δεντρά όλα τα ζοα του κοσμου λιανά και χοντρά φίγανε και ίγινε μεγάλι καταδίκι και φλορά πολί» «1858 επέρασε ο Μάρτιος χορής να βρέξη επέρασεν όμως μέτριος μήτι πολύ ζεστός μήτι πολή δροσερός εκάμαμεν λειτανία διό φορές τα γενήματα εβάσταξεν ο Απριλιος ήβρεξε εις την πρώτην με κερόν ορέον βροχάς πολάς, έσηραν οι ποταμή εχόθη ο χόνος του Λασηθιού προς τη Παναγία το Βοδιανώ».

2) ΢την « Επιτομή αναγκαία προς χρήσιν των ιερέων εις την Εκλησίαν περιέχουσα την ακολουθίαν του Λυχνικού και Ορθίου ανήκουσαν τοις ιερεύσι, τας των Λειτουργειών Διατάξεις, τας Θείας και Ιεράς Λειτουργίας, Ιωάννου Φρυσοστόμου, Βασιλείου του Μεγάλου, και την των Προηγιασμένων Γρηγορίου του Διαλόγου, έτι δε και ετέρας Ευχάς αναγκαίας, λεγομένας εν τη Εκκλησία εις τινας ημέρες και περιστάσεις. Εκ της Πατριαρχικής Συπογραφίας διευθυνομένης παρά ΢τ. Δομεστίκου και Θ. Αργυριάδου. Εν Κωνσταντινουπόλει. Εν Έτει 1841». «1855 Νοεμβρίου 1, Κυργιακή βράδυ ορες: 3 τις νικτός εσιχορέθη ο *…+ γιόργιος προσκηνητής το επίκλιν περος και ο θεός νατονε σιχωρήση εν τω νι εονι». 3) ΢ε «Μηναίον του Ιανουαρίου περιέχον άπασαν την ανήκουσαν αυτώ ακολουθίαν, μετά και της προσθήκης του Συπικού κατά την νεωστί διάταξιν της Αγίας του Φριστού Μεγάλης Εκκλησίας, διορθωθέν και ως ην δυνατόν εκακριβωθέν υπό Βαρθλομαίου Κουτλουμουσιάνου του Ιμβρίου, Βενετία, εκ της Ελληνικής Συπογραφίας του Υοίνικος, 1845, 1873 Ιανουαρίου 17»: «Έλαβε το κεινώ χρέος καλή πρεσβυτέρα Παγκαλοπούλα Γεώργιος Πέρος του παπά χ. γράφω τα άνοθεν»

4) ΢ε «Μηναίον του Υεβρουαρίου περιέχον άπασαν την ανήκουσαν αυτώ ακολουθίαν, μετά και της προσθήκης του Συπικού κατά την νεωστί


διάταξιν της Αγίας του Φριστού Μεγάλης Εκκλησίας, διορθωθέν και ως ην δυνατόν εξακριβωθέν υπό Βαρθλομαίου Κουτλουμουσιάνου του Ιμβρίου, Βενετία, εκ της Ελληνικής Συπογραφίας του Υοίνικος, 1845»: «1852 φλεβαρίου 16= Χ. Εμμανουήλ Περάκης επίρα ένα σομα μηναία, παρακλητικάς δεκατρία αρηθμόν 19 δια γρο. 300 και όπιος θα μεταξ.. να έχει την κατάραν των αγίων αμήν. Σέλος πάντον» «Ση 29 φεβρουαρίου 1940 έκεμε σεισμόν. Σην επαύριον ήτο πρώτη Μαρτίου Έγραψε Πάγκαλος»

5) ΢ε «Μηναίον του Μαίου περιέχον άπασαν την ανήκουσαν αυτώ ακολουθίαν, μετά και της προσθήκης του Συπικού κατά την νεωστί διάταξιν της Αγίας του Φριστού Μεγάλης Εκκλησίας, διορθωθέν και ως ην δυνατόν εξακριβωθέν υπό Βαρθλομαίου Κουτλουμουσιάνου του Ιμβρίου, Βενετία, εκ της ελληνικής Συπογραφίας του Υοίνικος, 1845»: «Σω τρομερόν ΢άββατον της ΢αμαρίτειδος τη 25 Μαίου 1940 την 12 ώραν της ημέρας άνοιξε ο θεός τους καταράκτας μεταξύ βροντών, αστραπών και χαλάζης και εις πολλά μέρη έγιναν καταστροφαίς. Ο Θεός να φυλάξη από την οργήν του Θεού. Έγραψε Δημ. Πάγκαλος»

6) ΢ε «Μηναίον του Ιουλιου περιέχον άπασαν την ανήκουσαν αυτώ ακολουθίαν, μετά και της προσθήκης του Συπικού κατά την νεωστί διάταξιν της Αγίας του Φριστού Μεγάλης Εκκλησίας, διορθωθέν και ως ην δυνατόν εξακριβωθέν υπό Βαρθλομαίου Κουτλουμουσιάνου του Ιμβρίου, Βενετία, εκ της Ελληνικής Συπογραφίας του Υοίνικος, 1845»: «Σω 1944 Ιουλίου 17 τη αυτή ημέρα της Αγίας Μαρίνης μετά την απόλυσιν της εκκλησίας εκύκλωσαν οι Γερμανοί τω χωρίω» «Ση 17η του παρόντος μηνός Ιουλίου του έτους 1883 μετήλλαξε τον βίον ο κτήτωρ των παρόντων μηναίων παπά χ. Εμμ. Περάκης ου την ψυχήν ευχόμεθα ίνα ο ύψιστος εν σκηναίς δικαίων κατατάξη. Γένοιτο».

7) ΢ε «Μηναίον Αυγούστου περιέχον άπασαν την ανήκουσαν αυτώ Ακολουθίαν μετά και της προσθήκης του Συπικού κατά την νεωστί διάταξιν της Αγίας του Φριστού Μεγάλης Εκκλησίας διορθωθέν και ως ην δυνατόν εξακριβωθέν υπό Βαρθλομαίου Κουτλουμουσιάνου του Ιμβρίου, Βενετία, εκ της Ελληνικής Συπογραφίας του Υοίνικος 1845»:


«Κριτσά 29 Αυγούστου 1855 Ετούτο το Μηναίον είναι εμένα του Παπά χατζή του Περάκη Και όπιος του το πάρει να έχει την κατάραν του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου και Βαπτιστού και της αγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας Αμήν» «Κριτσά 1855 Εκοιμήθη ο δούλος του Θεού π. χατζή γιοργάκης του αγίου γεωργίου την ημέρα Σρίτη και να τον αναπαύση ο θεός μετά τους δικαίους Αμήν». «Ση 25 του παρόντος μηνός Αυγούστου του έτους 1883 μετήλαξε τον βίον η Δεσπίνη χ. Εμμ Περάκη Ης την ψυχήν ευχόμεθα όπως ο ύψιστος εν σκηναίς δικαίων τάξη. Γένοιτο». «Ση 21 Αυγούστου 1877 εκοιμήθη ο παππάς Εμμανουήλ καρόφυλλος από τον κρούστα, ο Θεός να τον αναπαύση με τους δικαίους. Αμήν». «Σω 1944 Αυγούστου 26=27 έβρεχε επί δυο ημέρας Έγραψε Δημη. Πάγκαλος» 8) ΢ε «Μηναίον του ΢επτεμβρίου περιέχον άπασαν την ανήκουσαν αυτώ ακολουθίαν, μετά και της προσθήκης του Συπικού κατά την νεωστί διάταξιν της Αγίας του Φριστού Μεγάλης Εκκλησίας, διορθωθέν και ως ην δυνατόν εξακριβωθέν υπό Βαρθολομαίου Κουτλουμουσιάνου του Ιμβρίου, Βενετία, εκ της Ελληνικής Συπογραφίας του Υοίνικος, 1845»: «1857 ΢επτεμβρίου 23 ημέρα Παρασκευή εγεννήθη ο ιος παπά χ. εμμανουήλ Περάκης και να του χαρήση ο Θεός χρόνους πολλούς και καλούς Αμήν». «Κατά το έτος 1883 μήνα ΢επτέμβριον ημέραν Πέμπτην περί ώραν 7 (εβδόμην) της νυκτός έγινε βροχή ραγδαιοτάτη ούτως ώστε διάφορα μέρη μετεβλήθησαν πολύ».

9) ΢ε «Θείον και Ιερόν Ευαγγέλιον εκ αρίστων εκδόσεων της Νέας Διαθήκης μετά προσθήκης των της Παλιάς μαρτυριών και νυν λαμπρότερον εκδοθέν τη εγγράφω αδεία της Αγίας του Φριστού Μεγάλης Εκκλησίας. Έκδοσις έκτη, Βενετία, εκ του Συπογραφείου Υοίνιξ, 1883»: «΢ήμερον 27-6-1946 παρεχωρήθησαν τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα». 10) ΢ε «Ευχολόγιον το Μέγα περιέχον τας των επτά μυστηρίων ακολουθίας τας των χειροτονιών τάξεις, κατά την εν τω αρχιερατικώ ερμηνείαν την τε των εγκαινίων του ναού ακολουθίαν, κατά την εν Βουκορεστίω έκδοσιν και άλλας πολλάς ακολουθιας και ευχάς, έκδοσις νέα, επιστασία τυπογραφική ΢πυρίδωνος ιερομονάχου Ζερβού, εν Βενετία εκ της Ελληνικής Συπογραφίας του Υοίνικος 1851»:


«1879 Απριλίου 7 το επήρα από το Ηράκλειον ετούτω το εφχολόγιον ίνε εμένα του παπά εμανουήλ κοζύρη και όπιος μου τοπάρι να έχη την κατάραν του δεσπότη χριστού και της παναγίας αμήν». (γραμμένο από άλλο χέρι) «Έφχεσθε και μην καταράσθε» «1892 ΢επτεμβρίου 1 εξεδήμησεν προς Κύριον ο μακαριστός πάππος μου Παππά Ιωάννης Σαβλάς ετών 65 εκ Κριτσάς ας αναπαύσοι αυτού το πνεύμα ο των πνευμάτων Θεός». «Ο τα άνω γράψας απεβίωσε τη 25 ΢επτεμβρίου 1928 εν Ρεθύμνη». «1887 Νοεμβρίου 9 απεβίοσε ο Κωνστ. Λιανός ετόν 91 και αιωνία του η μνίμη» «1889 αυγούστου 2 απεβίοσε ο Άγιος πέτρας Μελέτιος στη κουφή πέτρα και εκεί ετάφοι ημέρα Σετάρτη και εονία του η μνήμη». «1892 ΢επτεμβρίου 1η ημέρα Δευτέρα προς Σρίτη μεσονύκτιον εκοιμήθη ο τα ανωτέρω γράψας Παππά Κ. Σαβλάς εκ Κρητσάς ετών 65, ετάφη δε εις τον αυτόν τάφον μετά του παππά Κ. λιανού εις την Αγίαν Μαρίνα (ΝΑ) και αναπαύσει αυτού το πνεύμα ο των πνευμάτων Θεός».

11) ΢ε «Μηναίον Αυγούστου περιέχον άπασαν την ανήκουσαν αυτώ ακολουθίαν, διορθωθέν το πριν υπό Βαρθλομαίου Κουτλουμουσιάνου του Ιμβρίου και παρ’ αυτού αυξηθέν τη του Συπικού προσθήκη κατά την διάταξιν της Αγίας του Φριστού Μεγάλης Εκκλησίας, ης τη εγγράφω Αδεία αναθεωρηθέν και ακριβώς επιδιορθωθέν εκδίδοται νυν τρίτον, εν Βενετία εκ της Εκκλησιαστικής τυπογρ. του Υοίνικος , 1863. «Σω 25 Αυγούστου 1944 ο άγιος Θεος εστειλεν βροχήν αρκετήν διήρκεσεν περί 1 ημέραν και .. και ημέραν εορτήν του αγιου Αποστόλου Σίτου πρώτου ιεράρχου Κρήτης εποτίσθη καλώς η περιφέρειαν της κοινότητος μας». 12) ΢ε «Μηναίον ΢επτεμβρίου περιέχον άπασαν την ανήκουσαν αυτώ ακολουθίαν, διορθωθέν το πριν υπό Βαρθλομαίου Κουτλουμουσιάνου του Ιμβρίου και παρ’ αυτού αυξηθέν τη του Συπικού προσθήκη κατά την διάταξιν της Αγίας του Φριστού Μεγάλης Εκκλησίας, ης τη εγγράφω Αδεία αναθεωρηθέν και ακριβώς επιδιορθωθέν εκδίδοται νυν τρίτον, εν Βενετία εκ της Εκκλησιαστικής τυπογρ. του Υοίνικος , 1863». «Σω 1944 ΢επτεμβρίου 20 ανεχώρησαν οι Γερμανοί από τον Νομόν Λασιθίου και τη 15=8βρίου από Ηράκλειον 1944. Όταν αναγνώσουν τα άνω γραμμένα τη θα πη Γερμανοί, άθεοι αγνώμονες, δολοφόνοι ανελεήμονες και σκύλοι μας ετουφέκιζαν μας έκαμαν μεγάλα μαρτύρια»

13) ΢ε «Μηναίον Οκτωβρίου περιέχον άπασαν την ανήκουσαν αυτώ ακολουθίαν, διορθωθέν το πριν υπό Βαρθλομαίου Κουτλουμουσιάνου του


Ιμβρίου και παρ’ αυτού αυξηθέν τη του Συπικού προσθήκη κατά την διάταξιν της Αγίας του Φριστού Μεγάλης Εκκλησίας, ης τη εγγράφω Αδεία αναθεωρηθέν και ακριβώς επιδιορθωθέν εκδίδοται νυν τρίτον, εν Βενετία εκ της Εκκλησιαστικής τυπογρ. του Υοίνικος , 1863». «Σω 1938 Κυριακήν των Αγίων πατέρων 16-8βρίου έγινε μεγάλος εγκενιασμός του Αγίου Νικολάου μετά του Επισκόπου και 18 ιερέων και μεγάλης πομπής και μουσικής . Σαύτα και γράφω να φένονται ενθύμιον. Δημήτριος Πάγκαλος». «Ση 19=8βρίου 1944 έγινε δοξολογίαν παρά ω Ιερώ Ναώ της οδιγητρίας δια την απελευθέρωσιν της Ελλάδος. Έγραψε Δ. Πάγκαλος». «Ση 20=8βρίου 1944 ημέρα Παρασκευή οι γερμανοί παρεδόθησαν εις τους Άγγλους εις τα Χανιά. Μεγάλη χαρά ανωτέρα παρά τη ημέρα της Αναστάσεως. Έγραψε Δημ. Πάγκαλος» «Ση 20 οκτωβρίου 1944 ημέρα Παρασκευή παρεδόθησαν εις τους άγγλους όλοι όσοι ευρίσκοντο εις Χανιά όπου συγκεντρώθησαν όλοι οι Γερμανοί της Κριτσάς. Η χαρά των κατοίκων της νήσου είνε απερίγραπτος». «Σω 1945, 26 Οκτωβρίου εχειροτονίθη διάκος εις Λίμνες μεραμπέλου και την Κυριακήν 28 του ιδίου μηνός έγινε Ιερεύς εις Νεάπολιν και έλαβε και μέρος εις την περιφανή δοξολογίαν 28=βριου.Εμμ. Πάγκαλος» 14) ΢ε «Μηναίον Νοεμβρίου περιέχον άπασαν την ανήκουσαν αυτώ ακολουθίαν, διορθωθέν το πριν υπό Βαρθολομαίου Κουτλουμουσιάνου του Ιμβρίου, και παρ’ αυτού αυξηθέν τη του Συπικού προσθήκη κατά την διάταξιν της Αγίας του Φριστού Μεγάλης Εκκλησίας, ης τη εγγράφω αδεία αναθεωρηθέν και ακριβώς επιδιορθωθέν εκδίδοται νυν τρίτον, εν Βενετία εκ της Εκκλησιαστικής τυπογρ. του Υοίνικος, 1863»: «Σω αιματηρόν ΢άββατον τη 6 νοεμβρίου 1943 και ο άδικος θάνατος του Εμμ. Σζανάκη και Ιωάννου Κουτουλάκη τουφεκισθέντων υπό των Γερμανικών αρχών ο μεν Σζανάκης γαμβρός 8 ημερών ο δε Κουτουλάκης θα εστεφανούτο το αυτώ εσπέρας της Κυριακής». 15) ΢ε «Εξομολογητάριον ήτοι βιβλίον ψυχωφελέστατον περιέχον διδασκαλίαν προς τον πενυματικόν πώς να εξομολογή με καρπόν τους Κανόνας του Αγίου Ιωάννου του Νηστευτού ακριβώς εξηγημένους. ΢υμβουλήν γλαφυράν προς τον μετανοούντα πώς να εξομολογήται καθώς πρέπει και λόγον ψυχωφελή περί μετανίας, ΢υνερανισθέν μεν εκ διαφόρων Διδασκάλων, και εις αρίστην τάξιν ταχθέν, παρά του εν τω Αγίω Όρει ασκήσαντος Αοιδήμου Διδασκάλου Νικοδήμου, Όγδοη έκδοσις, Εν Βενετία εκ της Ελληνικής Συπογραφίας του Υοίνικος 1868»: «1885 Απρηλήου 14 εγώ παππά Εμμανουήλ Κοζήρης τω αγόρασα αφτώ τω εξομωλωγητάριον και έχη γρ 25».


«1886-Ιουνίου 10 Π. Ι. Σαβλάς το αγόρασα από τον Π. Εμανοήλ κοζηράκι γρ 22». 16) ΢ε βιβλίο με τίτλο «Σα Ιερά Γράμματα μεταφρασθέντα εκ των θείων αρχετύπων Εν Οξωνίω ετυπώθη δι’ επιμελείας των των τυποθέτων της Ακαδημίας δαπάνη της Ιερογραφικής Εταιρείας προς διάδοσιν του Θείου λόγου εις τε την Βρεταννίαν και τα άλλα έθνη αω΄ο΄β΄»: «1892 Ιανουάριος 312 εγενήθη το παιδί της Ζαμπίας Ν Αλέξη και το εβάπτισεν ο Ι. Σαβλάς νόθος και το ονόμασεν σοφία και μετά 6 μήνας απέθανεν». «1919 Ιανουαρίου 11 απεβίωσεν ο Χρίστος Σαβλάς και άφισε 3 τέκνα». «1920 Ιανουαρίου 26 απεβίωσε ο Κ. Ν. Κοκκίνης διευθυντής της ΢χολής Κρητσάς». «1881 Ιουνίου 23 ημέραν τρίτην έδοσεν το κινό χρεώς η μιτέρα μου παπαδιώ δρακοπουλα ετόν ούσα 80, αναπαύση αυτής το πνεύμα ο των πνευμάτων θεός αμήν. Εγώ Π. Ι. Σαβλάς γράφει». «1892 Μαρτίου 3 ημέρα Σρίτη απεβίοσεν ο π. γεόργιος Ν. Σαβράδος εφιμέριος στο μανδράκι και εωνία του η μνήμη». «1892 ΢επτεμβρίου 1η απεβίωσεν ο κεκτημένος την βίβλον ταύτην Παππά Ιωάννης Σαβλάς. Ο θεός να κατατάξη την ψυχήν αυτού ένθα οι δίκαιοι αναπαύονται. Αμήν. Ο γράψας Ν. Σαβλάς». «1919 Ιανουαρίου 16 απεβίωσε η θυγατέρα του άνοθεν παπ. Ι. Σαβλά δεσποινιά συζηγος Ν. Αρχαύλη η δε Νίμφυ της Βαγγελινιά την 18 του ιδίου μηνός». «Χωρίον Μεσα Λασήθι τις 12 Μαίου 1869 Δια του παρόντος αφιερωτικού ο υποφαινόμενος Γεώργιος Χατζουδάκις σήμερον έχον τον νουν ηγιά και ανελλιπές εις την Εκκλησίαν του Ευαγγελησμού της υπεραγίας Θεοτόκου….την κειμένην εις το χορίον μέσα Λασίθι… το οποίον έχω εις την θέσιν Παπαδουλιά, μουζούρια, τεσσάρων συνορεύον από το έν μέρος Παπά Ζαχαρίου και από το άλλο Βασιλείου τζουλή αποξενόνομον δε σίμερον από χωράφιν … κειμένην εις την κυριότητα μου, όθεν δια κάθεν ενδεχόμενον γίνετε αφιερωτικόν έγγραφον επί παρουσία του παρεμή προσκληθέν μαρτύρου χωρίον μέσα Λασίθι. Δια του αφιεροτικού εγγράφου ο υποφ… εν…».

17) ΢ε «Συπικόν της του χριστού Μεγάλης Εκκλησίας όμοιον καθ’ όλα προς την εν Κωνσταντινουπόλει εγκεκριμένην έκδοσιν ήτις δις εξεδόθη υπό Κωνσταντίνου πρωτοψάλτου με πολλάς προσθήκας και επιδιορθώσεις υπό του πρωτοψάλτου Γεωργίου Βιολάκη εργασθέντος μετά δύο


αλλεπάλληλων επιτροπών, επί τούτω Πατριαρχική διαταγή ορισθεισών. Εκδότης Μιχαήλ Ι. ΢αλίβερος. Εν Αθήναις βιβλιοπωλείον Μιχαήλ Ι. ΢αλιβέρου 1923»:

«Ση 25Απριλίου 1924 ημέραν Μεγ. Παρασκευήν απέθανεν ο παπά Χ. Ι. Πάγκαλος. Ετάφη το Μ. ΢άββατον». «Ση 16 Αυγούστου 1924 ενημφεύθην την θυγατέραν του αποβιώσαντος Π. Χ. Παγκάλου Καλλιόπην και τη 23 Νοεμβρίου 1924 έγινα ιερεύς». «1926 Νοεμβρίου 21 έγινα πνευματικός και πρωθιερεύς» «1927 5 Ιανουαρίου διωρίσθην αρχιερατικός επίτροπος Κρητσάς». «7 Μαίου 1935 απεβίωσε ο ανωτέρω υπογεγραμμένος Π. Ζ. Σαβλάς εις Αθήνας και εκηδεύθη την επομένην 8 ιδίου μηνός μετά μεγάλων τιμών, αιωνία η μνήμη. Κ.Π. Σαβλάς». «18 Μαρτίου 1936 απεβίωσεν εν Παρισίοις ο μέγας Πρωθυπουργός κ. Ελευθ. Βενιζέλος. Μεταφέρθη εις Χανιά Κρήτης και εκηδεύθη την 29 Μαρτίου. Κόσμος πολύς συνέρρευσεν εκεί και όλοι οι επίσημοι. Σου απενεμήθησαν πλείσται τιμαί. Αιωνία του η μνήμη. Κ.Π. Σαβλάς». «18 ΢επτεμβρίου 1928 απέθανεν ο μέγας φιλόσοφος και αρχαιολόγος στέφανος Ξανθουδης εν Ηρακλείω». «25 ΢επτεμβρίου 1928 απέθανεν ο αδελφός μου Ιωάννης Γ. ταβλάς πρωτοδίκης εν Ρεθύμνη. Ετάφη 26/9/1928». «Ση 13 Νοεμβρίου 1928 έβρεξε πρώτη φοράν και διήρκεσεν η βροχή 3 ημέρας». «Ση 3 Φεβρουαρίου 1929 εχιόνισε πολύ. Διήρκεσεν το χιόνι μέσα εις την Κρητσάν 4 ημέρας και εις τα βουνά άνω των 20ημερών». «Ση 6 Ιανουαρίου 1929 απεβίωσεν ο Ιεράς και ΢ητείας Αμβρόσιος». «Ση 4 Ιουλίου 1929 ενεκατεστάθημεν εις την νέαν οικίαν μας εις θέσιν Μποτσανό παρά την Οδηγήτριαν». «Ση 14 Φεβρουαρίου 1930 ημέραν Παρασκευήν και ώραν 9 ¼ μ.μ. έγινε σεισμός δυνατός (δις) και διαρκείας 8.45 μ.μ». «Ση 19 Ιουνίου 1930 ημέραν Πέμπτην έγινεν βροχή δυνατή». «3 Φεβρουαριου 1931 απέθανεν ο καπετάν Γιάννης Ν. Σαβλάς. Εγένετο μεγαλοπρεπής κηδεία, απενεμήθησαν στρατιωτικαί τιμαί παρόντων πάντων των αντιπροσώπων των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών, κατετέθησαν πολλοί στέφανοι εκ μέρους και των σχολείων και ερίφθησαν πολλοί τουφεκισμοί. Εκηδεύθη δημοσία δαπάνη». «25 Δεκεμβρίου 1931 11 μ.μ. απέθανεν αιφνιδίως ο Ιωάννης Ε. Περάκης εμποροράπτης και ετάφη εις Άγιον Νικόλαον υπό μνημείου μεγαλοπρεπούς». «25 Απριλίου 1933 ημέραν Σρίτην ώραν 2 μ.μ. απέθανεν ο ΢εβασμιώτ. Μητροπολίτης Κρήτης Σίτος Ζωγραφίδης, εκηδεύθη την Σετάρτην».


«5 Μαρτίου 1926 Παρασκευή παραμονή ψυχοσαββάτου έγινε μεγάλη πλημμύρα εν Κρητσά και επέφερεν ανυπολογίστους ζημίας προ παντός εις κήπους». «20 Απριλίου 1926 Σρίτη. Απέθανεν ο σοφός γυμνασιάρχης γυμν. Νεαπόλεως Νικόλαος Γραμματικάκης. Ετάφη εν σορροή κόσμου εκτιμούντος τας αρετάς του. ΢τέφανοι πολλοί κατετέθησαν». «26 Ιουνίου 1926 και ώραν 9 ½ έγινεν σεισμός μεγάλης δυνάμεως και μεγάλης διαρκείας». «22 Ιουλίου 1926 ημέραν Πέμπτη απέθανεν και ετάφη ο επί 40 έτη χρηματίσας καθηγητής των Ιερών, ο Αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος Γαλανάκης. Ετάφη μεγαλοπρεπεστάτως εις Νεάπολιν». «1926 Νοεμβρίου 22 ενυμφεύθηο ιατρός Ε. Περάκης την ΢τυλιανήν Γ. Μαστοράκην εκ λιμένος ΢ητείας». «Ση 7 Δεκεμβρίου 1926 έβρεξε πρώτην φοράν και την 10=ιδίου έγινε χιονιά μεγάλη». «Ση 11 Αυγούστου 1927 ημέραν Πέμπτην απέθανεν ο γυμνασιάρχης Νεαπόλεως Ι. Κονταράκης εις λουτράκι». «Ση 25 ΢επτεμβρίου 1927 εγένοντο τα εγκαίνια της μεγάλης Παναγίας Νεαπόλεως». «Ση 23 Απριλίου 1928 εγένετο σεισμός και κατεστράφη η Κόρινθος». «Ση 11 Ιουνίου 1928 απεβίωσεν ο επίσκοπος λάμπης και ΢φακίων Αγαθάγγελος Παπαδάκης». «Ση 6 Ιουνίου 1933 απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου και Έλενας του». ΢την Κριτά διατηρούνται ενθυμήσεις και στα μαθητολόγια έτους 18961897 του δημοτικού ΢χολείου γραμμένες από τον Νικ. Σαβλά: « Κριτσά 6-2-1897 ΢ήμερον εκίνησαν υπέρ τα 100 παληκάρια υπό την οδηγίαν διαφόρων καπεταναίων δια την Ιεράπετρον αφού πρώτον συνηθροίσθησαν εις την Παναγίαν και εψάλη παράκλησις και ευλογήθη η κατά πρώτον υψηθείσα Ελληνική σημαία υπό σημαιοφόρον Ιω. Ν. Κοντογιάννη. Αλλά καθ’ οδόν άλλα πληροφορηθέντες ετράπησαν εις ΢ητείαν». « 17-18 ώρα 6 νυτκός 3/97 Ανεχώρησεν ο Ιω. Ν. Σαβλάς οπλαρχηγός Κριτσάς δι’ Αθήνας προς ζήτησιν όπλων και πολεμοφοδίων άγων μεθ’ εαυτού και τινα οθωμανίδα αιχμάλωτον ην κατά την σφαγήν ΢ητείας διασώθη εκ του θανάτου. Σαύτην μετά την εις Αθήνας μετάβασίν της ανέλαβε και εβάπτισε πλουσία της χήρα επονωμάσασαν αυτήν Όλγαν». «10-11 ώρα 6 νυκτός Γ/97 Κυριακή ΢αμαρείτιδος


Ήλθε εις Μίλατον Ατμόπλοιον φέρον 800 Μαρτίνια και 200 όπλα ΢ασεπώ υπό την οδηγίαν Γ. Κοκκίνη εκ Νεαπόλεως, αλλά δυστυχώς καίτοι οι Κριτσώται ειδοποιηθέντες έτρεξαν δεν επρόφθασαν να πάρουν ειμή 6-7 Μαρτίνια και περί τα 20 ΢ασεπά και τινας λόγχας. Εκ των 300 σάκων αλεύρου τα οποία ωσαύτως εξεφορτώθησαν εκεί υπό του Ατμοπλοίου δεν κατορθώσαμεν να πάρωμεν ουδέν. Μεταξύ όμως των 6-7 Μαρτινίων άτινα κατορθώσαμεν να πάρωμεν ήτο και το ιδικόν μου και τούτο τουλάχιστον με ικανοποίησε». «Διαλυθέντων εν απάση την Νήσον των σχολείων, ένεκα της επαναστάσεως, αναγκάζομαι κι εγώ να κηρύξω την διάλυσιν του Δημοτικού ΢χολείου Κριτσάς μετατρέπων τούτο εις ιδιωτικόν ότε οι γονείς των φοιτώντων μαθητών θα υποχρεούνται να πληρώνωσι δίδακτρα επί ιδιαιτέρα συμφωνία δι’ έκαστον. Εν Κριτσά τη 1η Φεβρουαρίου 1897 Ο διδάσκαλος Νικόλαος Γεωργ. Σαβλάς». Βεβαίως λειτουργικά βιβλία με ενθυμίσεις υπήρχαν πολλά στην περιοχή του Μεραμπέλλου. Φαρακτηριστική είναι η περίπτωση Οκταήχου στην Υουρνή στην οποία ο παπα-Φατζής αποτύπωσε το γεγονός του καταστρεπτικού σεισμού του 1856 που ισοπέδωσε και το σχολείο της Κυραπολίτισσας: «1856 σετεμβριου 30 ημέρα κηριακης ξημερομα ενεα παρακαρτο εγινε ενας σησμως φοβερος και εχαλασε το μεγαλο καστρο όλα τα σπηθια μοναχα οληγα αργαστηργηα εμηναν και τα βασηληκα κονακια απου εραγησαν μαδενεπεσαν ταχορηα του μαλεβηζου όλα τα περησοτερα κηγεραπετρο το καστελλι και το κατοχορηο τζηγεραπετρου και ης στη στηα τα περισοτερα χορηα και το μεγαλο μοναστηρη τακεληα και το κατο χοργηω τζη φουρνης και η λημνες τοπερησοτερο ομηος και η μηλατο ολοτοπλια επλακοθηκαν ανθροπη και στο μεγαλο καστρο καθος πλιροφορουμεθα πεντακοσηη και επεκηνα ης δε τα αλα χορηα του καστρου σαντζακι αλητοση και ο θεος να φυλατη των κοσμο αμην». «1856 εχαλασε με το σησμο ολο το τηχηον της αβλης και το ξανακτησα και γραφομε τους μαστορους και τους αργατες κατά ονομα». «Γεοργηος βλαστος μεροκαματα ηκα με ενηα λεγε 9 ταλαβε μετρητα Εγο εκαμα όλα όλα δοδεκα μερκαματα 12 εγο δεν λαμβαο τηποτης Κονσταντης περακις του γιοργη μεροκαματα οκτο λεγε 8 τουτος ταλαβε μετρητα.


Γιανης πετρακις του Νικολο μεροκαματα τεσερα λεγο 4 στο χρεος του τακαμα καλα στ.. φνουντε και αργατες Ο κοστατης κονομακις του γηοργη μερες επτα λεγο 7 ελαβε Γρος. 20 κηρηα 4 βαπτησης 24 Κονσταντη καλαρχο μερες μια 1 ο γηος του πεντε 5 6 ΢το χρος του τα καμα καλα Ο Γιοργης ανηφιο ς μου μερες τεσερα 4 ελαβε μετρητα δι αβαπτηση γρος. 15 Εξοδα ότι ασβεστη εγορασα του Παπα Ιωανη ταπακι γρος 3 Χατζη κοσταντηνου γρος 4 του Παπα μανολι δρακονα γρος 6 του πεπελι μανολι γρος 8 21. «1857 Ιουληου 10 εκαμαμε αρχη ηστο σχολιον της Κιρήας κεραπολητισα και φανερονομε κατά ονομα τζη μαστορους και τζη αργατες ονομα προς ονομα και οτη αλο αξοδο θελη ακολουθήση ξηληκή σιδερα αρφχιά μάσκουλα μαραγγούς και ληπα με ξεκαθάρηση στο κάθε ένα» «12 ιουλιού ο σπηρήδος καβετζάκκι με το τζηράκι του εως 13 ιουλιου μέρε 2Χ12 φερη γροσια 24 15 εως 19 μέρες 5Χ12 γροσια 60 Γοργης βλαστως αρχη οπουηρθε στο κτηρη 15 Ιουλιού εως 19 μέρες 5Χ6 φερι γρος. 30 16 Ιουλιού ο σήφης μαβρικάκις εως 19 μερες 4Χ8 φερη γροσια 32 17 ιουλιού μηχάλης παπακοσταντηνάκης νεοχορίο εως 19 μερες 3Χ13 φερη γροσ. 39». «ο γιανης καπητζή του κοστατη 10 Ιουλιού εως 13 μέρες 3Χ3:20 φέρ γρος. 11:20 15 Ιουλιού εως 19 μέρε 5 φερη γρος. 17 20 Ιουλιού γρο. 10 ελαβε μετριτα στο ντου 28:20 Κιανι τα δοσα Γρ. 25 στο γιανιο του χτζη γιόργη μαυροηδι» «μαστορο ΢πηρηδος γρ. 144 Βλαστος γρ. 54 Κπήτζης γρ. 14 ΢ήφης γρ. 72 284 Παπακοσταντινακις 90 Ο κοσταντής περακις 24 398 Αργατο Ο διμητρις γρ. 39


Ο γιανις γρ. 42 Ο κουπανιός γρ. 25 Ο μαυρίκος γιοργις γρ. 14 Ο κοσταντής καπητζης γρ. 10:20 Ο κονομακις γρ. 40 170:20 398 568:20» «1857 οτη εξοδο καναμε στο σχολίον από φαγόσημα 10 Ιουλιού εβαλα λαδη οκ. 4 γρ. 04 10 Ιουλιού ψομνια δηα τρης ημερες 16 γρ. 04 10 ιδίου αλευβρι οκ. 40 γρ. 24 16 ιδηου ρακι δρ. 100 φερι γρ. 02 16 ιδιου 4 βουρλιες α. 50 φερη γρ. 05 39» «3 ξηλα μεγαλα από τη χορα αγορα γρ. 240 Χαμαλιτηκα καστρου γρ. 05 Ναβλοι στο καραβη εως σπηναλόγγα γρ. 45 ΢τη βάρκα ναβγουν στην πλακα γρ. 05 Εδοθηκανε με χερη του Γιοργι χαβακη γρ. 295 Εξοδο ναρθούν απανο στη κηρία Εδοσε ο Παπά Χατζής Εδοσε ο Γιοργάκης πετράκις Εδοσε ο γιοργάκης περάκις Εδοσε ο γιργης χαβακης». ΢την Βουλισμένη επίσης και σε Μηναίο Ιουλίου, έκδ. Βενετίας 1852, υπάρχουν οι παρακάτω ενθυμήσεις: «Σην 8 8βρίου εκαμε τον όρθον βροχήν 1888» «εγινεν μεγάλη τελετή την ημέρα της οσίας Πελαγίας εις οικίαν του παππα Γεωργίου το 1888» ΢ε βιβλίο Χαλμών και Παροιμιών υπάρχει η παρακάτω εγγραφή: «Προς τον Κύριον Ιωάννη Συράκη από χωρίον Βουλισμένη τη 3 Δεκεμβρίου το έγραψε Η χειρ του ιδίου αυτού ο οποίος είναι εις την πρώτην τάξιν του Ελληνικού μαζί με τον συμμαθητήν του Εμμανουήλ Καμαρατάκη, διαβάζουν ομάδι και συντάξ…τες το έγραψαν μια αργανιτήν εν τη οικία μας μία εσπέραν, να είμασταν επιμελείς να πάμε εις την Δευτέρα τάξιν του Ελληνικού Εμμ. Μ. Καμαρατάκης Από χωρίον Βουλισμένη τη 3 Δεκεμβρίου έτος 1883».


Επίλογος Η ανάδειξη της περιφέρειας στο πλαίσιο ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών ανακατατάξεων στη ∆ύση και η ανανέωση των ιστορικών σπουδών αποτελούν το κέλυφος των αλλαγών και δρομολογούν ένα νέο ενδιαφέρον για την ιστορία του τόπου. Οι τοπικές ιδιαιτερότητες παύουν να ταυτίζονται αποκλειστικά με την οπισθοδρόμηση και διεκδικούν θέση στις νέες συνθέσεις. Ο τόπος παράλληλα εντάσσεται με νέους όρους στα αντικείμενα της ιστορικής έρευνας και συγκεντρώνει το ενδιαφέρον όχι μόνον των «Ιστορικών της Κυριακής» αλλά και των επαγγελματιών ιστορικών. Σο μικρό, το καθημερινό, το ασήμαντο, το ατομικό, το ανθρώπινο που είναι καταγεγαραμμένο στις «Ενθυμίσεις» των λειτουργικών βιβλίων της Κριτσάς μπορούν μέσα από την διδακτική αξιοποίησή τους όπου η έμφαση δίνεται στη σύγχρονη διδακτική μεθολογία του μαθήματος της Ιστορίας και ειδικότερα στην ερευνητική μέθοδο, τα σχέδια εργασίας, τις βιωματικές προσεγγίσεις και τη διαθεματικότητα να κάμουν τη δυναμική τους εμφάνιση εντός της σχολικής ιστορίας και να συμβάλλουν στη νέα φυσιογνωμία των ιστορικών σπουδών. Η Σοπική Ιστορία προσφέρει τεράστιες δυνατότητες και προκλήσεις που κινούνται σε δύο άξονες: δίνει την ευκαιρία στους μαθητές αφενός να έρθουν σε επαφή με πρωτογενείς ιστορικές πηγές, με το ανεπεξέργαστο υλικό της Ιστορίας και αφετέρου να δουλέψουν πάνω σ’ αυτό χρησιμοποιώντας τα βασικά εργαλεία του ιστορικού: να θέσουν ιστορικά ερωτήματα, να αναζητήσουν πηγές και να αντλήσουν απαντήσεις μέσα από αυτές, να διακριβώσουν την ταυτότητά τους, να ελέγξουν την εγκυρότητά τους, να τις διασταυρώσουν με άλλες πηγές που αναφέρονται στο ίδιο θέμα, να διατυπώσουν κρίσεις και να οδηγηθούν σε ενδεχόμενες γενικεύσεις και συμπεράσματα για το ιστορικό ζήτημα που εξετάζουν. Η διαδικασία αυτή ανατροφοδοτεί διαρκώς το νου με γνώσεις και μεθόδους και συνιστά τον ασφαλέστερο και πιο δυναμικό τρόπο για την οικοδόμηση ιστορικής σκέψης.


Ενδεικτική βιβλιογραφία 1. Ασδραχάς ΢πύρος, Ιστορική έρευνα και ιστορική παιδεία: πραγματικότητες και προοπτικές, Μνήμων, Αθήνα 1982. 2. Ασδραχάς ΢πύρος, Ιστορικά απεικάσματα, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1995. 3. Ασωνίτης ΢πύρος, «Ιστορική τεκμηρίωση βάσει αφηγηματικών πηγών. Μια ολισθηρή διαδρομή», Σεκμήριον, 3 (2001) 11-39 4. Βαϊνά Μαρία, Θεωρητικό πλαίσιο διδακτικής της τοπικής ιστορίας για τον εικοστό αιώνα, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1997. 5. Bernard Alain-Jean-Marie, Geneviève Joutard, Jean-Pierre Rioux (et alii), A la recherche du temps présent: Histoire orale et enseignement, CRDP, Amiens 1987. 6. BraudelFernand, Μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος την εποχή του Φιλίππου Β΄ της Ισπανίας, τόμος Α΄: Ο ρόλος του περίγυρου, μτφρ. Κλαίρη Μητσοτάκη, εκδ. Μ.Ι.Ε.Σ., Αθήνα 1993 (1991¹). Σόμος Β΄: ΢υλλογικά πεπρωμένα, μτφρ. ΚλαίρηΜιτσοτάκη, εκδ. Μ.Ι.Ε.Σ., Αθήνα 1997. Σόμος Γ΄: Γεγονότα, πολιτική, άνθρωποι, μτφρ. Κλαίρη Μιτσοτάκη, εκδ. Μ.Ι.Ε.Σ., Αθήνα 1998. 7. Βώρος Υανούριος, «Σοπική Ιστορία», Εκπαιδευτικά 20 (1990), 33-41. 8. Βώρος Υανούριος, «Σοπική Ιστορία», Διάλογος 9 (1991), 27-39. 9. Γιαννόπουλος Γιάννης, «Η διδασκαλία της ιστορίας», Νέα Παιδεία, 42 (1987), σσ. 166-172. 10. Γιαννόπουλος Γιάννης, «Η τοπική ιστορία», στο Σοπική Ιστορία και Αρχεία. Πρακτικά Διημέρου (΢άμος, 26-27 Απριλίου 1991), ΢άμος 1992, σσ. 17-41. 11. Γιαννόπουλος Γιάννης, Δοκίμια θεωρίας και διδακτικής της ιστορίας, εκδ. Βιβλιογονία, Αθήνα 997. 12. Γιωτοπούλου–΢ισιλιάνου Έλλη, Η διδασκαλία της ιστορίας στη Μέση Εκπαίδευση, Αθήνα 1965. 13. Croix Alain – Guyvarc’h Didier (et alii), Guide de l’histoire locale, éd. du Seuil, Paris 1990. 14. DerruauMax, Ανθρωπογεωγραφία, μτφρ. Γ. Πρεβελάκης, εκδ. Μ.Ι.Ε.Σ., Αθήνα 1987 (1991²). 15. Dewey J., Εμπειρία και Εκπαίδευση (μτφ. Λ. Πολενάκης). Γλάρος, Αθήνα, χ.χ. 16. DosseFrançois, Η ιστορία σε ψίχουλα. Από τα Annales στην Νέα Ιστορία, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1993. 17. Douch D., Local History and the Teacher, Redwood Press, London 1972. 18. Dymond D., Writing Local History, Sussex 1988. 19. DubyGeorges, Η ιστορία συνεχίζεται, εκδ. Ολκός, Αθήνα 1995. 20. Frey K., Η μέθοδος project: μια μορφή συλλογικής εργασίας στο σχολείο ως θεωρία και πράξη. ΑφοιΚυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1999. 21. Goubert Pierre, «Local History», Daedalus, c (1971), σσ. 113-127.


22. Hoskins W.G., Local History in England, Longman, London-New York 1984. 23. Zonabend Françoise, La mémoire longue. Temps et histoire au village, PUF, Paris 1980. 24. Καλαφάτη Ελένη, Σα σχολικά κτίρια της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (1821-1929), Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1988. 25. Κουλικούρδη, Γ., Αίγινα Ι & ΙΙ, Αθήνα 2002. 26. Ματσαγγούρας Η., ΢τρατηγικές διδασκαλίας. Gutenberg, 1997. 27. LeGoffJacques, PierreNora (επιμέλεια), Σο έργο της ιστορίας, τ. 1-3, εκδ. Ράππας, Αθήνα 1981, 1983, 1988. 28. LeGoffJacques, Ιστορία και μνήμη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1998. 29. Le Roy Ladurie Emmanuel, Montaillou, village occitan de 1294 à 1324, Παρίσι 1975. 30. Λεοντσίνης Γεώργιος, Διδακτική της Ιστορίας. Γενική – Σοπική ιστορία και περιβαλλοντική εκπαίδευση, Αθήνα 1996. 31. Λεοντσίνης Γεώργιος, Ιστορία-Περιβάλλον και η διδακτική τους, Αθήνα 1999. 32. Leuillot Paul, «Histoire locale et politique de l’histoire», Annales E.S.C. (1974), σσ. 139-150. 33. Μιχαηλάρης Παναγιώτης, “Η πρόσληψη της τοπικής ιστοριογραφίας”, Επιστημονική ΢υνάντηση στη μνήμη του Κ. Θ. Δημαρά, εκδ. Κ.Ν.Ε. – Ε.Ι.Ε., Αθήνα 1994, σσ. 211-221. 34. Ντούλας Φαρίλαος, «΢χολικά βιβλία ιστορίας και τοπική ιστορία: η περίπτωση της Θεσσαλίας», ΢εμινάριο 9 (1988), σσ. 88-107. 35. Page S.J., «Research methods and techniques-researching local history: methodological issues and computer-assisted analysis», Local History 23, (1993), σσ. 20-30. 36. Παπαδημητρίου Βάσω, Περιβαλλοντική εκπαίδευση και σχολείο. Μία διαχρονική θεώρηση, έκδ. Συπωθήτω, Αθήνα 1998. 37. Parker J.C., «Local History and Genealogy in the Classroom. Without Cooperation between Teachers and Librarians, Research Assignments Risk Failure», The History Teacher 23 (1989-90), σσ. 375-381. 38. Παππάς Θεόδωρος (επιμ.), Κέρκυρα. Εγχειρίδιο Σοπικής Ιστορίας, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο – Δήμος Κερκυραίων, Αθήνα 2000 39. Rogers Alan, Approaches to Local History, ed. Longman, London and New York 1977² (1972¹). 40. RomanoRuggiero, Πού οδεύει η ιστορία; Αναζητήσεις της σύγχρονης ιστοριογραφίας, μτφρ. Φρ. Κουλούρη, Αλ. Κράους, Π. Μιχαηλάρης, Μ. Σραπεζανλίδου, Ευθ. Υαλίδου, E.M.N.E. - Mνήμων, Αθήνα 1988. 41. Samaran Charles, Encyclopédie de la pléiade, Ιστορία και μέθοδοί της, μτφρ. Ελ. ΢τεφανάκη, εκδ. Μ.Ι.Ε.Σ., Αθήνα τ. Α΄: 1979, τ. Β1 και Β2: 1981, τ. Γ΄: 1987, τ. Δ΄: 1980.


42. ΢πυρόπουλος Ηλίας, «Η περιβαλλοντική εκπαίδευση στην Ελλάδα. Ένας πρώτος απολογισμός», Νεοελληνική Παιδεία, 7(1986), σσ. 72-84. 43. ΢πυρόπουλος Ηλίας, «Η διδασκαλία αρχαιοελληνικών κειμένων από τοπικά ανθολόγια», Νεοελληνική Παιδεία, 25-26 (1992), σσ. 22-31. 44. Troux Albert, La Géographie et l’histoire locale, Baillière et fils, Paris 1972. 45. Υλογαΐτη Ευγενία, Περιβαλλοντική εκπαίδευση, Αθήνα 1993. 46. Φαρίτος Φαράλαμπος, «Από την τοπική ιστορία στην αυτογνωσία», Εκπαιδευτικά 12(1988), σσ. 92-98. 47. Φαρίτος Φαράλαμπος, Η τοπική ιστορία στο σχολείο, Βόλος 1999. 48. Φριστιάς Ιωάννης, Μελέτη περιβάλλοντος. Θέματα διδασκαλίας, εκδ. Υελέκη, Αθήνα 1985. 49. Φριστιάς Ιωάννης, Από την πατριδογνωσία στη μελέτη περιβάλλοντος, εκδ. Συπωθήτω, Αθήνα, 1998. 50. Φρυσαφίδης Κ., Βιωματική-Επικοινωνιακή Διδασκαλία: η εισαγωγή της μεθόδου project στο σχολείο. Gutenberg, Αθήνα 2000.


Μαλόιεο Κ. Μαθξάθεο, Γηδάθηνξαο ηεο ΢ρνιήο Δπηζηεκψλ Αγσγήο ηνπ Παλ/κίνπ Ησαλλίλσλ, ζπγγξαθέαο

« Οη αγώλεο θαη νη αγσλίεο ηνπ θνπξληώηε επηζεσξεηή Νηθνιάνπ Μπέκπειε γηα ηελ εθπαίδεπζε ησλ θξεηνπαίδσλ ζην ιπθαπγέο ηνπ 20νπ αηώλα »

Νηθφιανο Μπέκπειεο, Ννκαξρηαθφο Δπηζεσξεηήο Ζξαθιείνπ Βηνγξαθηθό Νηθνιάνπ Μπέκπειε Ο Νηθφιανο Μπέκπειεο γελλήζεθε ζηε Φνπξλή ην 1871 Τπήξμε γηνο ηνπ νπιαξρεγνχ Φνπξλήο θαηά ηηο επαλαζηάζεηο ησλ εηψλ 1866-1878 Κσλζηαληίλνπ Μπέκπειε. -Μαζεηήο ζηελ Διιεληθή ΢ρνιή Νεαπφιεσο ην 1884, ζε ειηθία 13 εηψλ : « Μπέκπειεο Νηθόιανο η. Κ., εηώλ 13, παηξίο Φνπξλή, δηακνλή Φνπξλή ». Σν άζηξν ηνπ αλέηεηιε απφ λσξίο. Γηαθξίζεθε γηα ηελ επηκέιεηα θαη ηηο επηδφζεηο ηνπ θαζψο ππήξμε ν κνλαδηθφο καζεηήο ηεο Διιεληθήο ΢ρνιήο Νεαπφιεσο πνπ ιακβάλεη άξηζηα ζε φια ηα καζήκαηα Έηε 1887-88 «…εηώλ 16 & 17, παηξίο Φνπξλή, δηακνλή Φνπξλή Μαζεηήο ηνπ Γπκλαζίνπ Νεαπόιεσο ». Απφθνηηνο ηεο Φηινζνθηθήο ΢ρνιήο ηνπ Παλεπηζηεκίνπ Αζελψλ θαη ηνπ Αλψηεξνπ Γηδαζθαιείνπ Αζελψλ. Δηζεγεηήο ζην Γηδαζθαιηθφ ΢πλέδξην ζηε Νεάπνιε 12-15 Aπξηιίνπ 1900, κε ππνδεηγκαηηθέο δηδαζθαιίεο ζηα καζήκαηα σδηθήο θαη Γπκλαζηηθήο. Ννκαξρηαθφο Δπηζεσξεηήο Ζξαθιείνπ 1903-1911 Γηνξγάλσζε Γηδαζθαιηθψλ ΢πλεδξίσλ ζην Καζηέιιη Πεδηάδνο (12 & 13 Ηαλ. 1910), αξζξνγξαθία θαη παξεκβάζεηο ζηνλ ηνπηθφ ηχπν ΢πληδξπηήο θαη πξψηνο Πξφεδξνο ηνπ Γηδαζθαιηθνχ ΢πιιφγνπ Ζξαθιείνπ ην 1906 (εμειέγε πακςεθεί !)


Πιεξεμνχζηνο-Βνπιεπηήο Μεξακβέινπ ζηα έλνπια ζπιιαιεηήξηα γηα ηελ Έλσζε ηεο Κξήηεο κε ηελ Διιάδα ην 1911, πνπ δηνξγάλσζε ε Κξεηηθή Βνπιή ην Ννέκβξην ηνπ 1911 (ζην Μεξακπέιν έγλε ζηελ Αγία Σξηάδα Λαθσλίσλ). Μεηά ηελ Έλσζε έθηαζε ζηε βαζκίδα ηνπ Γεληθνχ Δπηζεσξεηή Γεκνηηθήο Δθπαηδεχζεσο Διιάδνο Οηθνγελεηαθή θαηάζηαζε παληξεκέλνο κε ηελ θ.Κνχιε αδειθή ηνπ βνπιεπηή Κνχιε θαη απφθηεζε δχν παηδηά. Σνλ Κσλζηαληίλν δεκφζην ππάιιειν θαη ηε Μαξία παηδαγσγφ.

Σν ηζηνξηθό πιαίζην – Ο Μπέκπειεο θαη ε επνρή ηνπ (19νο αηώλαο - Κξεηηθή Πνιηηεία) Η πεξίνδνο ησλ κεηαξξπζκίζεσλ ( Σαλδηκάη ) Ο 19νο αηψλαο ππήξμε αηψλαο ζπρλψλ επαλαζηάζεσλ απφξξξνηα ησλ νπνίσλ ήηαλ νη αιιαγέο ζην εζσηεξηθφ ηεο Οζσκ. Απηνθξαηνξία. Δίλαη γλσζηέο σο Σαλδηκάη∙ εθαξκφδνληαη δειαδή κεηαξξπζκίζεηο πνπ ζηφρεπαλ ζηελ ηζνλνκία ησλ κε κνπζνπικαληθψλ πιεζπζκψλ. Μεηά ηνλ Κξηκατθφ πφιεκν (1856) ε Οζσκαληθή Απηνθξαηνξία εμέδσζε ην Υάηη Υνπκαγηνχλ, (Λακπξά Γξαθή ) κεηαξξπζκηζηηθφ δηάηαγκα κε ην νπνίν ρνξεγνχζε βαζηθέο ειεπζεξίεο ζηνπο ππφδνπινπο ρξηζηηαλνχο. Οη παξαρσξήζεηο απηέο πξνο ηνπο Κξήηεο εθαξκφζηεθαλ απφ ην 1858 κεηά ηελ επαλάζηαζε ηνπ Μαπξνγέλε. Οη παξαρσξήζεηο βέβαηα ηεο Πχιεο γίλνληαλ κεηά απφ έλνπια επαλαζηαηηθά θηλήκαηα, χζηεξα θαη απφ παξεκβάζεηο ησλ Μεγάισλ Γπλάκεσλ, ην ελδηαθέξνλ ησλ νπνίσλ γηλφηαλ εληνλφηεξν, νπφηε θαη απμάλνληαλ νη πηέζεηο ηνπο πξνο ηελ Τςειή Πχιε. Πξέπεη λα επηζεκαλζεί φηη νη πηέζεηο γηα παξαρσξήζεηο ειεπζεξηψλ ζηνπο ππφδνπινπο ρξηζηηαλνχο εμππεξεηνχζε ηα ζπκθέξνληα ησλ Μ. Γπλάκεσλ ζηελ αλαηνιηθή Μεζφγεην αθνχ πάγηα ηαθηηθή θαη ζηξαηεγηθφο ζηφρνο ηνπο, θαζ’ φιε ηε δηάξθεηα ηνπ 19νπ αηψλα, ήηαλ ε δηαηήξεζε ηεο εδαθηθήο αθεξαηφηεηαο κε ηαπηφρξνλε φκσο εμαζζέλεζε ηεο Οζσκαληθήο Απηνθξαηνξίαο. ΢ηφρνο ηνπο ήηαλ λα θαηαζηεί ‘ν κεγάινο αζζελήο’ φπσο θαη ζπλέβε. -Σν 1846 ηδξχεηαη ζηελ Κεξαπνιίηηζζα ζρνιείν, έλα απφ ηα πξψηα ζην λνκφ Λαζηζίνπ. Η ζύζηαζε ησλ Γεκνγεξνληηώλ-H Γεκνγεξνληία Λαζηζίνπ -

-

Αλάκεζα ζηα παξαρσξεζέληα απφ ην Υάηη-Υνπκαγηνχλ πξνλφκηα ήηαλ ε ίδξπζε ζρνιείσλ πξνθεηκέλνπ λα αληηκεησπηζηεί ε κεγάιε ακάζεηα ηνπ ρξηζηηαληθνχ ζηνηρείνπ. Παξαρσξήζεθαλ ηφηε ζηνπο κε κνπζνπικαληθνχο πιεζπζκνχο δηθαηψκαηα αλάκεζά ζηα νπνία ήηαλ ε αλαγλψξηζε ησλ Γεκνγεξνληηψλ θαη ε δπλαηφηεηα ίδξπζεο ζρνιείσλ. Να ζεκεηψζνπκε φηη ιεηηνπξγνχζαλ ζρνιεία κφλν ζηηο ηξεηο πφιεηο : Υαληά, Ρέζπκλν θαη Ζξάθιεην θαη ειάρηζηα ζηελ χπαηζξν ρψξα. Οη Γεκνγεξνληίεο ιεηηνχξγεζαλ θαη σο εθπαηδεπηηθή αξρή ησλ ρξηζηηαλψλ. Σα ζρνιεία κ’ απηφλ ηνλ ηξφπν ηέζεθαλ ππφ ηελ πξνζηαζία αιιά θαη ηνλ


έιεγρν ηεο Γηνίθεζεο. Οη κέρξη ηφηε ιεηηνπξγνχζεο Δθνξίεο εμαθνινχζεζαλ λα πθίζηαληαη σο ζπιινγηθά φξγαλα, πνπ είραλ επηθνπξηθφ ζθνπφ, λα βνεζνχλ ηε Γεκνγεξνληία ζηνλ ηνκέα ησλ εθπαηδεπηηθψλ ηεο δξαζηεξηνηήησλ. Με ηελ πάξνδν ησλ εηψλ δηεπξχλζεθαλ νη αξκνδηφηεηέο ηνπο θαη απφ ην 1881, απηνλνκήζεθαλ θαη αλαδείρηεθαλ σο ε κνλαδηθή εθπαηδεπηηθή αξρή. -

Αύγνπζηνο 1866. Σν Μνλαζηεξηαθό πξόβιεκα ππξνδνηεί ην θηηίιη ηεο επαλάζηαζεο

Σν δηάζηεκα 1858-1865 ηα ζρνιεία πνπ ζπληεξνχζε ε εθθιεζία ήηαλ ειάρηζηα παξά ηε κεγάιε αθίλεηε πεξηνπζία πνπ είρε ζηελ θαηνρή ηεο. Σν γεγνλφο απηφ πξνθάιεζε ηελ αληίδξαζε ησλ θαηνίθσλ ηεο επαξρίαο Μεξακβέιινπ, νη νπνίνη παξνηξπλφκελνη απφ ηνπο εππάηξηδεο ινγίνπο Υξ. Αξγπξάθε θαη Λ. Γεσξγηάδε (Λφγηνο) θαη ελζαξξπλφκελνη απφ ηηο δειψζεηο ηνπ Σνχξθνπ Γεληθνχ Γηνηθεηή θαηεγφξεζαλ ηνλ επίζθνπν Πέηξαο «δηόηη θαίηνη αξρηεξεύσλ από πνιιώλ εηώλ, νύηε έλ ζρνιείνλ αλήγεηξε θαηαρξώκελνο ηα αθηεξώκαηα ησλ πξνπαηόξσλ απηώλ». Εεηνχλ πεξηζζφηεξε παηδεία, πεξηζζφηεξν θσο πνπ ζα ηνπο νδεγήζεη ζηνλ εζληθφ ζηφρν ζηελ Έλσζε κε ηελ Διιάδα. Ο Σνχξθνο Γεληθφο Γηνηθεηήο παξελέβε θαη δηφξηζε επηηξνπή Μεξακπειησηψλ, ηνπο ιεγφκελνπο εθφξνπο, κε αληηθείκελν ηελ ίδξπζε ζρνιείσλ. Οη έθνξνη απνθάζηζαλ ην 1865 « λα ιακβάλνπλ παξά ησλ ελνηθηαζηώλ ηα ελνίθηα ησλ κνλαζηεξηαθώλ θηεκάησλ » θαη λα ηα δηαζέηνπλ γηα ηελ αλέγεξζε θαη ιεηηνπξγία ζρνιείσλ. Ζ απφθαζε απηή ησλ εθφξσλ πξνθάιεζε ηελ αληίδξαζε ηφζν ηεο Δπηζθνπήο Πέηξαο, φζν θαη ηεο Μεηξφπνιεο Κξήηεο. Με ηελ πξνθιεηηθή αλάκεημε ηνπ Ηζκαήι παζά Γεληθνχ Γηνηθεηή Κξήηεο ε ππφζεζε έιεμε ππέξ ηεο εθθιεζίαο. Ζ ζηάζε φκσο ηνπ Ηζκαήι απνηέιεζε κηα απφ ηηο αηηίεο ηεο ηξίρξνλεο επαλάζηαζεο ηνπ 1866. Καηά ηε δηάξθεηα απηήο ηεο επαλάζηαζεο, ηα πεξηζζφηεξα δηδαθηήξηα θαηαζηξάθεθαλ θαη ε εθπαίδεπζε απνδηνξγαλψζεθε. Η εθπαίδεπζε από ηνλ Οξγαληθό λόκν ( 1868) ζηε ζύκβαζε ηεο Υαιέπαο ( 1878) Με ηε ιήμε ηεο επαλάζηαζεο παξαρσξήζεθε ν Οξγαληθφο Νφκνο ηνπ 1868. ΢χκθσλα κε ην λφκν απηφ ππνζηεξίρηεθε θαη νξγαλψζεθε ζπζηεκαηηθφηεξα ε παηδεία, ηδξχζεθαλ Γεκνηηθά ΢ρνιεία ζηα κεγαιχηεξα ρσξηά θαη ειιεληθά ζρνιεία (΢ρνιαξρεία ) ζηηο ηέζζεξηο θσκνπφιεηο ηνπ λνκνχ Λαζηζίνπ ( Νεάπνιε, Βηάλλν, Ηεξάπεηξα θαη ΢εηεία ). Ο θπξίαξρνο ζηφρνο ηεο Έλσζεο δελ επεηεχρζε. Οη Κξήηεο φκσο πέηπραλ ηελ εμαζθάιηζε πφξσλ γηα ηελ εθπαίδεπζε ησλ παηδηψλ ηνπο. Μεηά ηελ επαλάζηαζε, ςεθίδεηαη (1870) ν « Γηνξγαληζκόο ησλ ελ Κξήηε Ιεξώλ Μνλώλ » ή ‘Μνλαζηεξηαθφο Γηνξγαληζκφο’, λνκηθφ θείκελν ην νπνίν ξχζκηδε θαη ζέκαηα ηεο εθπαίδεπζεο. Πξνέβιεπε δηάζεζε ησλ εζφδσλ απφ ηελ ελνηθίαζε ησλ κνλαζηεξηαθψλ θηεκάησλ γηα ίδξπζε θαη ιεηηνπξγία ζρνιείσλ. ΢εκαληηθή ήηαλ ε ζπκβνιή ηνπ Κσζηή Αδνζίδε δηνηθεηή Λαζηζίνπ ζηελ ηήξεζε ηνπ Γηνξγαληζκνχ θαη ζηελ πξνψζεζε ηεο παηδείαο ζην ηκήκα Λαζηζίνπ. -Σν επφκελν έηνο (1871) ιεηηνχξγεζαλ ηα ΢ρνιαξρεία ή Διιεληθά ΢ρνιεία έλαο ζεζκφοζρνιείν ζθαινπάηη κεηά ην 4/ηάμην Γεκνηηθφ πξνο ην Γπκλάζην. ΢ην λνκφ Ζξαθιείνπ ιεηηνχξγεζε ζηελ πφιε ελψ ζην λνκφ Λαζηζίνπ ζε Νεάπνιε, ΢εηεία, Ηεξάπεηξα θαη Βηάλλν. Η ΢ύκβαζε ηεο Υαιέπαο - Ζ θαηάζηαζε βειηηψζεθε αθφκε πεξηζζφηεξν κε ηελ ΢χκβαζε ηεο Υαιέπαο, κηα ζχκβαζε πνπ πξνέθπςε κεηά ηελ επαλάζηαζε ηνπ 1878 θαη δεκηνπξγνχζε θαζεζηψο


απηνλνκίαο ζην λεζί. «….από ηόηε δε θπξίσο άξρεηαη ε επί ηα πξόζσ ηεο παηδείαο δηαξξύζκηζηο….» ζχκθσλα κε ηνλ Αληψλην Μηρειηδάθε, Πξφεδξν ηεο Βνπιήο ησλ Κξεηψλ ζε αγφξεπζή ηνπ, ην 1901 - Ηδξχζεθαλ Γπκλάζηα (κέρξη ηφηε ιεηηνπξγνχζαλ γπκλαζηαθέο ηάμεηο πξνζαξκνζκέλεο ζηα Διιεληθά ΢ρνιεία (΢ρνιαξρεία) ή πξνγπκλάζηα. Σν πξψην γπκλάζην ιεηηνχξγεζε ζην Ζξάθιεην ην 1882 θαη ηελ ίδηα ρξνληά σο πιήξεο ζηε Νεάπνιε. ΢ρνιαξρεία θαη Γπκλάζην ηα ζπληεξνχζε ε Γεκνγεξνληία Λαζηζίνπ κε πφξνπο απφ ηηο κνλαζηεξηαθέο πξνζφδνπο. Σα Γεκνηηθά, ηεηξαηάμηα αξξελαγσγεία θαη παξζελαγσγεία ζπληεξνχληαλ απφ ηηο ηνπηθέο εθνξίεο κε ηε ζπλδξνκή ηεο Γεκνγεξνληίαο. - Σα εθπαηδεπηηθά πξάγκαηα ξχζκηδαλ ν Καλνληζκφο ηνπ 1870 θαη ζηε ζπλέρεηα ν λφκνο πεξί παηδείαο ηνπ 1881 θαη ν νκψλπκνο ηνπ 1889. Σα έηε 1889-1895 θαηαξγείηαη ε ΢χκβαζε ηεο Υαιέπαο θαη επηβάιιεηαη ζηξαηησηηθφο λφκνο. Δίλαη έηε νπηζζνδξφκεζεο γηα ηελ Κξήηε επνκέλσο θαη γηα ηελ εθπαίδεπζή ηεο.

ΚΡΗΣΙΚΗ ΠΟΛΙΣΔΙΑ Ζ ιήμε ηεο επαλάζηαζεο ησλ εηψλ 1897-98, κε ηελ απνρψξεζε ησλ ηνπξθηθψλ ζηξαηεπκάησλ απφ ηελ Κξήηε, θαη ε έιεπζε ην Γεθέκβξην ηνπ 1898, ηνπ Γεσξγίνπ δεπηεξφηνθνπ γηνπ ηνπ βαζηιηά ηεο Διιάδνο, σο Όπαηνπ Αξκνζηή, ζεκαηνδνηνχλ ην ιπθαπγέο ηεο θξεηηθήο ειεπζεξίαο θαη κηα λέα πεξίνδν ζηελ ηζηνξία ηνπ λεζηνχ, ηελ επνρή ηεο Απηνλνκίαο ή ‘ Κξεηηθήο Πνιηηείαο’ φπσο είλαη επξχηεξα γλσζηή. Ακέζσο κεηά ηελ αλαθήξπμε ηεο απηνλνκίαο μεθηλά ε πξνζπάζεηα ζπγθξφηεζεο ηεο λενπαγνχο Πνιηηείαο. Σν πξψην ζεκαληηθφ γεγνλφο είλαη ε θήξπμε εθινγψλ ηνλ Ηαλνπάξην ηνπ 1899, απφ ηηο νπνίεο αλαδείρηεθαλ νη πιεξεμνχζηνη, (138 ρξηζηηαλνί θαη 50 κνπζνπικάλνη) ζηελ Κξεηηθή Βνπιή θαη ε ςήθηζε ηνπ Κξεηηθνχ ΢πληάγκαηνο, ην νπνίν αθνχ εγθξίζεθε απφ ηηο Μεγάιεο Γπλάκεηο δεκνζηεχηεθε ζηελ Δπίζεκε Δθεκεξίδα ηεο Κξεηηθήο Πνιηηείαο ζηηο 16 Απξηιίνπ ηνπ ίδηνπ έηνπο. Λίγεο κέξεο κεηά, ζηηο 29 Απξηιίνπ ζρεκαηίζηεθε ε πξψηε θπβέξλεζε ηεο Κξεηηθήο Πνιηηείαο κε ηνπο παξαθάησ ζπκβνχινπο (ππνπξγνχο) : Δι. Βεληδέιν ηεο Γηθαηνζχλεο, Κ. Φνχκε ησλ Οηθνλνκηθψλ, Μ. Κνχλδνπξν ησλ Δζσηεξηθψλ θαη ηεο ΢πγθνηλσλίαο, Ν. Γηακαιάθε ηεο Γεκνζίαο Δθπαηδεχζεσο – Θξεζθεπηηθψλ θαη Υνπζεΐλ Γεληηζαξάθε ηεο Γεκνζίαο Αζθάιεηαο. Πξσηαξρηθφ πξφβιεκα ηεο πξψηεο θπβέξλεζεο ηεο αξηηζπζηάηνπ Πνιηηείαο ήηαλ ε ζηειέρσζε ηεο θξαηηθήο κεραλήο, ε θαηαπνιέκεζε ηνπ αλαιθαβεηηζκνχ (218.344 αλαιθάβεηνη επί 303.543 θαηνίθσλ ! ), ε γεσξγηθή θαη εκπνξηθή αλάπηπμε. Ζ θπβέξλεζε ιακβάλεη δάλεην 4.000.000 ρξπζψλ δξαρκψλ θαη ζηήλεη ηελ θξαηηθή κεραλή. Πξνρψξεζε ζηελ ίδξπζε ηξάπεδαο θαη ζηελ θνπή λνκίζκαηνο. Πξνζθιήζεθαλ Ηηαινί αμησκαηηθνί γηα λα νξγαλψζνπλ ηελ εληφπηα ρσξνθπιαθή. Οξγαλψζεθε ηαρπδξνκηθή ππεξεζία. Σν έξγν ηεο Πνιηηείαο ήηαλ ηηηάλην αξθεί λα θαληαζηνχκε φηη ην λεζί έβγαηλε απφ κηα καθξά πεξίνδν επαλαζηάζεσλ πνπ είραλ επηθέξεη κεγάιεο θαηαζηξνθέο θαη ην είραλ πιήμεη θαίξηα. Με ηελ ςήθηζε ηνπ πξψηνπ ΢πληάγκαηνο, επίζεκε γιψζζα ηεο Πνιηηείαο νξίζηεθε ε Διιεληθή Καζηεξψζεθε ε ππνρξεσηηθή θαη δσξεάλ δεκνηηθή εθπαίδεπζε θαη γηα ηα δχν θχια δηάηαμε πνπ δελ είρε πξνβιεπηεί ζην ζχληαγκα ηεο ειεχζεξεο Διιάδνο. 523 ζρνιεία ηδξχνληαη ζ’ φιν ην λεζί. Ζ παηδεία ήηαλ ην πξφηαγκα. Ζ παηδεία ζεσξήζεθε απαξαίηεηε πξνυπφζεζε ηφζν γηα ηελ θνηλσληθή αλέιημε ησλ αηφκσλ φζν θαη γηα ηελ πξφνδν θαη επεκεξία ηνπ ηφπνπ. Ζ δεκνηηθή εθπαίδεπζε ζχκθσλα κε ηνλ Πξφεδξν ηεο Βνπιήο Αλη. Μηρειηδάθε ζεσξήζεθε ν ‘επηνύζηνο άξηνο’ ησλ Κξεηηθφπνπισλ.


Ο ίδηνο ηφληζε ζε ζπδήηεζε ζηε Βνπιή φηη «…Η παηδεία, θύξηνη, πξέπεη λα πξννδεύζε θαη λα πιεζπλζή. Δγώ δελ θνβνύκαη ην θσο, θύξηνη. Πξέπεη λα θσηηζζή ε Παηξίο καο θαη λα ίζηαηαη εηο ηελ πεξησπήλ εηο ηελ νπνίαλ ίζηαληαη ιανί αλώηεξνη εκώλ…». Μέιεκα επίζεο ηεο Πνιηηείαο ήηαλ λα δηακνξθψζεη πνιίηεο νη νπνίνη ζπγθξηλφκελνη κε ηνπο ιανχο ηεο Δπξψπεο δελ ζα πζηεξνχλ. Ζ παηδεία επηπξνζζέησο ζα ηνπο βνεζνχζε λα δηαηεξήζνπλ ηελ ηδηαίηεξε ηαπηφηεηά ηνπο, ηελ θξεηηθή, λα κελ αθνκνησζνχλ φπσο ραξαθηεξηζηηθά ηφληδε ν Πξφεδξνο ηεο Βνπιήο ην 1901, αιιά λα ελζσκαησζνχλ νξγαληθά ζηνλ εζληθφ θνξκφ. -Σν ελδηαθέξνλ ηεο Πνιηηείαο θαλεξψλεηαη αθφκε απφ ηηο δαπάλεο ηνπ δεκφζηνπ πξνυπνινγηζκνχ γηα ηελ εθπαίδεπζε, πνπ ήηαλ ηδηαίηεξα απμεκέλεο,: απφ 14% ην 1899 ζθαξθάισζαλ ζην 34% ην 1903, γηα λα κεησζνχλ ην 1910 ζην 19% . Μηα καηηά ζηελ ειιεληθή πξαγκαηηθφηεηα, φρη θαη’ αλάγθελ ζηε κλεκνληαθή, κφλν ζιίςε πξνθαιεί. Ζ εληππσζηαθή απηή αχμεζε ησλ πφξσλ γηα ηελ εθπ/ζε πξνήιζε απφ ην γεγνλφο ηεο απαιιαγήο απφ ην θφζηνο νξγάλσζεο θαη ζπληήξεζεο ζηξαηνχ θαη ρσξνθπιαθήο κηαο θαη ππήξραλ ζηελ Κξήηε ηα Δπξσπατθά ζηξαηεχκαηα ησλ πξνζηαηηδψλ δπλάκεσλ - Ζ εθπαίδεπζε κε ην « πεξί Οξγαληζκνύ ηεο Γεκνζίαο εθπαηδεύζεσο » δηάηαγκα, δηαηξείηαη ζε Καηψηεξε ή Γεκνηηθή θαη ζε κέζε ή Γπκλαζηαθή. Σε Γεκνηηθή εθπαίδεπζε απνηεινχζαλ ηα Νεπηαγσγεία, ηα Γξακκαηνδηδαζθαιεία θαη ηα Γεκνηηθά ζρνιεία κε ηέζζεξηο ηάμεηο. Αθφκε ηδξχζεθαλ Γξακκαηνδηδαζθαιεία φπνπ ν αξηζκφο ησλ καζεηψλ ήηαλ απφ 20-30 θαη ηα νπνία δελ εμέδηδαλ απνιπηήξην, αιιά νη απνθνηηνχληεο θαηαηάζζνληαλ αλάινγα κε ηελ ηθαλφηεηά ηνπο ζε κηα απφ ηηο ηάμεηο ηνπ Γεκνηηθνχ ΢ρνιείνπ. Σν 1899 ςεθίζηεθε ην κε αξ. λφκνπ 82 Γηάηαγκα « πεξί Οξγαληζκνύ ηεο Γεκνζίαο εθπαηδεύζεσο», ην νπνίν ζπλέηαμε ν Η. Πεξδηθάξεο (1851-1909) Γεληθφο Δπηζεσξεηήο Κξήηεο. Με ην λνκνζεηηθφ απηφ Γηάηαγκα ε εθπαίδεπζε ζηελ Κξήηε δηαηξείηαη ζε Καηψηεξε ή Γεκνηηθή θαη ζε κέζε ή Γπκλαζηαθή. Σε Γεκνηηθή εθπαίδεπζε απνηεινχζαλ ηα Νεπηαγσγεία ηα νπνία αθήλνληαη ζηελ ηδησηηθή πξσηνβνπιία ππφ ηελ επνπηεία ηεο Αλσηέξαο επί ηεο Παηδείαο θαη ησλ Θξεζθεπκάησλ Γηεπζχλζεσο θαη ηα Γεκνηηθά ζρνιεία κε ηέζζεξηο ηάμεηο. Σα Γεκνηηθά αλάινγα κε ηνλ αξηζκφ ησλ δαζθάισλ θαινχληαλ κνλνηάμηα ( Πξσηνβάζκηα 60-80 καζεηέο θαη Γεπηεξνβάζκηα 30-60 καζεηέο ), Γηηάμηα, Σξηηάμηα, Σεηξαηάμηα, θαη ηα επηαηάμηα Αλψηεξα Γεκνηηθά ή Αλψηεξα Παξζελαγσγεία πνπ ηδξχζεθαλ ζηηο ηξεηο κεγάιεο πφιεηο. Αθφκε ηδξχζεθαλ Γξακκαηνδηδαζθαιεία φπνπ ν αξηζκφο ησλ καζεηψλ ήηαλ απφ 20-30 θαη ηα νπνία δελ εμέδηδαλ απνιπηήξην, αιιά νη απνθνηηνχληεο θαηαηάζζνληαλ αλάινγα κε ηελ ηθαλφηεηά ηνπο ζε κηα απφ ηηο ηάμεηο ηνπ Γεκνηηθνχ ΢ρνιείνπ. Σα καζήκαηα πνπ δηδάζθνληαλ ζην Γεκνηηθφ ήηαλ : Θξεζθεπηηθά, Νέα Διιεληθή Γιψζζα, Πξαθηηθή Αξηζκεηηθή, ΢ηνηρεηψδεο Γεσκεηξία, Ηζηνξία Δζληθή θαη Ηζηνξία ηεο Κξήηεο, Παγθφζκηα Ηζηνξία, Γεσγξαθία ηεο Κξήηεο, ηεο Διιάδνο, ηεο Δπξσπατθήο θαη Αζηαηηθήο Σνπξθίαο, Δπξψπεο & Ζπείξσλ, Καζήθνληα θαη ηα δηθαηψκαηα ηνπ ΢πληαγκαηηθνχ Πνιίηνπ, Φπζηθή Ηζηνξία, Φπζηθή θαη Υεκεία, Καιιηγξαθία, Ηρλνγξαθία, Χδηθή, Δθθιεζηαζηηθή Μνπζηθή, Γπκλαζηηθή. - Δπηπξφζζεηα ζηα ΢ρνιεία ησλ αξξέλσλ δηδάζθνληαλ πξαθηηθέο γλψζεηο Κεπνπξηθήο, Γεληξνθνκίαο, Μειηζζνθνκίαο θαη γεληθά ηεο γεσξγίαο θαη ησλ γεσξγηθψλ βηνκεραληψλ, ζχκθσλα κε ηηο αλάγθεο ησλ ζρνιηθψλ πεξηθεξεηψλ θαη ζηα Αλψηεξα Γεκνηηθά θαη ε Υεηξνηερλία, - ΢ηα ζρνιεία ησλ ζειέσλ Αλζνθνκία, ΢εξνηξνθία, Δξγφρεηξα, (Ραπηηθή, Κνπηηθή, Πιεθηηθή, Πνηθηιηηθή (θεληεηηθή)), Μαγεηξηθή, Οηθηαθή Οηθνλνκία θαη Οηθηαθή Παηδαγσγηθή θαη ζηα Αλψηεξα Παξζελαγσγεία ε Γαιιηθή γιψζζα.


-

Αλαιπηηθά πξνγξάκκαηα ηεο Πνιηηείαο

-

΢εκαίλνληα ξφιν γηα ηελ επίηεπμε ησλ ζθνπψλ ηεο εθπαίδεπζεο, ηελ νπνία ε Πνιηηεία έζεζε σο πξψηε πξνηεξαηφηεηα, έπαημαλ ηα αλαιπηηθά πξνγξάκκαηα. Σν ηη δειαδή θαη ζε πνηα έθηαζε (βαζκφ) ζα δηδαρηεί. Δπζχο, κε ηε ζχζηαζε ηεο Πνιηηείαο εθπνλήζεθαλ αλαιπηηθά πξνγξάκκαηα ηα νπνία δηαθξίλνληαλ γηα ηελ θαηλνηνκία ηνπο, ηηο πγηείο αληηιήςεηο θαη ηελ πξννδεπηηθφηεηά ηνπο. ΢χκθσλα κε ηα αλαιπηηθά πξνγξάκκαηα εηζήρζεζαλ λέα δηδαθηηθά αληηθείκελα φπσο : Τγηεηλή, Μαζήκαηα Γεσξγίαο, ηα νπνία πξφζθεξαλ πξαθηηθέο γλψζεηο ρξήζηκεο ζην κεηέπεηηα βίν ησλ καζεηψλ.

-

Αξθεηά απ’ απηά ηα λεσηεξηθά ζηνηρεία ησλ αλαιπηηθψλ πξνγξακκάησλ ζα εηζαρζνχλ πνιχ αξγφηεξα ζην Διιεληθφ Βαζίιεην.

- Ο ζεκαληηθφο ξφινο ηνπ δαζθάινπ σο δεκηνπξγνχ ηνπ εζηθνχ θαη πλεπκαηηθνχ πινχηνπ ηεο ρψξαο, ‘ε έδξα εθ’ ήο εδξάδεηαη νιόθιεξν ην νηθνδόκεκα’, αλαγλσξηδφηαλ απφ ηε Βνπιή ησλ Κξεηψλ. Ο δάζθαινο είλαη απηφο πνπ ζα δηαπιάζεη ην ήζνο θαη ηελ θαξδηά ησλ καζεηψλ, ζα ηνπο δψζεη ηηο γλψζεηο, ζα ηνπο κνξθψζεη θαη ζα ηνπο θάλεη άξηζηνπο βηνπαιαηζηέο, ζα δηαπαηδαγσγήζεη ηε λέα γεληά, ηνπο κειινληηθνχο θαη ρξεζηνχο πνιίηεο. Γηα ηνπο παξαπάλσ ιφγνπο ε Πνιηηεία έπξεπε λα κεξηκλήζεη ηφζν γηα ηελ νηθνλνκηθή ηνπ αλαβάζκηζε, φζν θαη γηα ην θχξνο ηνπ θαη ηελ θαηάξηηζή ηνπ. ΋πσο είπε ν Πξφεδξνο ηεο Βνπιήο Αλη. Μηρειηδάθεο : «…Πξέπεη λα ηνλ πεξηβάισκελ κε ηελ ιακπεδόλα εθείλελ ε νπνία ζα θαηαζηήζε ην έξγνλ ηνπ νπ κόλνλ αλαγθαίνλ θαη απαξαίηεηνλ αιιά θαη αγαπεηόλ θαη ελδηαθέξνλ…», ελψ ν ΢χκβνπινο (Τπνπξγφο ηεο Παηδείαο) Αλη. Βνξεάδεο αλέθεξε φηη νη δάζθαινη κνρζνχλ, ηαιαηπσξνχληαη θαη ηειηθά θζείξνληαη σο «… αη θαηόκελαη ιακπάδεο αλαιίζθνληαη ίλα θσηίζσζη ηα ηέθλα καο ! » νη απνδνρέο ηνπο φκσο δελ ήηαλ αλάινγεο απηήο ηεο εθηίκεζεο θαη ησλ πξνζδνθηψλ πνπ ε Πνιηηεία έηξεθε απ’ απηνχο. Απηέο ήηαλ νη πξνζδνθίεο ηεο Πνιηηείαο. Αο δνχκε φκσο ηελ πνηφηεηα ηνπ δηδαζθαιηθνχ πξνζσπηθνχ. Γεκνδηδάζθαινη δηνξίδνληαλ φζνη είραλ πηπρίν Γηδαζθαιείνπ απφ ηελ Κξήηε ή απφ ηελ Διιάδα. Ζ ηεξάζηηα φκσο έιιεηςε ησλ παξαπάλσ πηπρηνχρσλ αλάγθαδε ηελ Πνιηηεία λα δηνξίδεη πξνζσξηλά απνθνίηνπο γπκλαζίνπ ή θάπνηαο ηάμεο ηνπ, ή αθφκε θαη γξακκαηνδηδάζθαινπο κε ιηγφηεξα πξνζφληα (απφθνηηνπο ΢ρνιαξρείνπ ή θάπνηαο ηάμεο ηνπ). Σν ρακειφ επίπεδν πξνζπάζεζε ε Πνιηηεία λα αλεβάζεη κε ηε ζέζπηζε εμεηάζεσλ, κε δηδαζθαιηθά ζπλέδξηα θαη ζεκηλάξηα. Γηδαζθάιηζζεο δηνξίζηεθαλ νη πηπρηνχρνη ησλ Γηδαζθαιείσλ ηεο Αζήλαο ή απφθνηηεο Παξζελαγσγείσλ. Γειαδή κπνξνχζε θάπνηνο λα απνθνηηήζεη απφ ην ηεηξαηάμην Γεκνηηθφ, λα θνηηήζεη γηα 3 ρξφληα ζην ΢ρνιαξρείν θαη λα γίλεη δάζθαινο ! Ο κηζζφο ησλ δαζθάισλ εμαξηφηαλ απφ ηα πξνζφληα ηνπο . Ο γξακκαηνδηδάζθαινο, ν δάζθαινο κε ηηο ειάρηζηεο γλψζεηο, ακνίβνληαλ κε 40 δξαρκέο κεληαίσο, ελψ ν απφθνηηνο ηνπ Γηδαζθαιείνπ 100 δξαρκέο. ΢πλήζσο 60-70 ειάκβαλε ν απφθνηηνο γπκλαζίνπ. Σε δηνίθεζε θαη επνπηεία ηεο εθπαίδεπζεο αζθνχζαλ ζχκθσλα κε ην κε αξηζ. 42 /1007-1899, Ννκνζεηηθφ Γηάηαγκα ν ΢χκβνπινο (Τπνπξγφο) ηεο Γεκνζίαο Δθπαίδεπζεο θαη ησλ Θξεζθεπκάησλ. Σε δηνίθεζε θαη επνπηεία ν ΢χκβνπινο αζθνχζε ηεξαξρηθά κε ην ‘ππό ησλ Δπηζεσξεηώλ Δπνπηηθό Σπκβνύιην’, ην ‘ Γεληθό Δπηζεσξεηή’ ν νπνίνο δηνξηδφηαλ ζηελ έδξα ηεο Α.Γ.ηεο Παηδείαο, ηνπο ηέζζεξεηο Ννκαξρηαθνχο Δπηζεσξεηήο, θαη ηνπο δηεπζπληέο ησλ ζρνιείσλ θάζε βαζκνχ. Ζ εθπαηδεπηηθή πνιηηηθή ηεο Κξεηηθήο Πνιηηείαο,


ππήξμε ζπγθεληξσηηθή, πξνθεηκέλνπ λα αληαπνθξηζεί ζην αίηεκα γηα νκνηνκφξθε ιεηηνπξγία ηεο εθπαίδεπζεο, θαη έδσζε ηδηαίηεξν βάξνο ζηελ επηινγή, θαηάξηηζε θαη αμηνιφγεζε ησλ εθπαηδεπηηθψλ, ζηελ εθπφλεζε νκνηνκφξθσλ πξνγξακκάησλ θαη ζηελ εηζαγσγή εγθεθξηκέλσλ κφλν δηδαθηηθψλ βηβιίσλ ζηα ζρνιεία.

Σα έηε 1901-1904 -Με ην λφκν 391 ηνπ 1901 « πεξί Οξγαληζκνύ ηεο Γεκνζίαο εθπαηδεύζεσο » ε ειεχζεξε Κξήηε έπξεπε λα εμαλζξσπίζεη ηνλ άλζξσπν θαη λα ηνλ πινπηίζεη. Ο εμαλζξσπηζκφο ζα επηηπγραλφηαλ δηά ησλ ζρνιείσλ θαη ηεο παηδείαο, ν δε πινπηηζκφο κε ηελ αλάπηπμε ζε επηζηεκνληθή βάζε ηεο γεσξγίαο ην κεγαιχηεξν κέξνο ηεο νπνίαο έκελε αθαιιηέξγεην θαη ηεο αλάπηπμεο ησλ κέζσλ ζπγθνηλσλίαο ζαιαζζίσλ θαη ρεξζαίσλ. Με ηνλ πξναλαθεξφκελν λφκν : -Δπαληδξχνληαη ηα Διιεληθά ΢ρνιεία (΢ρνιαξρεία) -Ηδξχεηαη Γηδαζθαιείν ζην Ζξάθιεην γηα ηελ εθπαίδεπζε θαη θαηάξηηζε ησλ κειινληηθψλ δηδαζθάισλ -Ηδξχνληαη Αλψηεξα παξζελαγσγεία ζηηο πφιεηο γηα ηελ εθπαίδεπζε θαη θαηάξηηζε ησλ κειινληηθψλ δηδαζθαιηζζψλ Ο ίδηνο λφκνο φξηδε φηη - ΢ε θάζε Γεκνηηθφ ζρνιείν πξνζαξηάηαη θήπνο, αγξφο ή θηήκα, δεκηνπξγνχληαη δει. ηα αγξνθήπηα ζηα νπνία νη καζεηέο αζθνχληαλ ζηηο γεσξγηθέο εξγαζίεο, κηαο θαη ηα 9/10 ησλ καζεηψλ ζα αζθνχζαλ ην επάγγεικα ηνπ γεσξγνχ. Με ηε ζπκπιήξσζε ηεο πξψηεο δηεηίαο έιεμε ην έξγν ηεο αξρηθήο νξγάλσζεο ηεο εθπαίδεπζεο ζηελ Κξήηε. Σνλ Ηνχιην ηνπ 1901 εηζήρζε γηα ζπδήηεζε θαη ςεθνθνξία ζηε Βνπιή ην λνκνζρέδην ηνπ παηδαγσγνχ Π. Οηθνλφκνπ, ην νπνίν ςεθίζηεθε, θαη ηελ 1ε Απγνχζηνπ 1901 δεκνζηεχηεθε ν κε αξ. 391 λφκνο « πεξί Οξγαληζκνύ ηεο Γεκνζίαο εθπαηδεύζεσο ». Με ην λφκν απηφ θαηαξγήζεθε ν πξνεγνχκελνο εθπαηδεπηηθφο λφκνο ηνπ 1899. Ζ ειεχζεξε Κξήηε έπξεπε λα εμαλζξσπίζεη ηνλ άλζξσπν θαη λα ηνλ πινπηίζεη. Ο εμαλζξσπηζκφο ζα επηηπγραλφηαλ δηά ησλ ζρνιείσλ θαη ηεο παηδείαο, ν δε πινπηηζκφο κε ηελ αλάπηπμε ζε επηζηεκνληθή βάζε ηεο γεσξγίαο θαη ηεο αλάπηπμεο ησλ κέζσλ ζπγθνηλσλίαο ζαιαζζίσλ θαη ρεξζαίσλ. Να ζεκεηψζνπκε φηη ε νηθνλνκία ηνπ λεζηνχ ζηεξηδφηαλ ζηε γεσξγία ε νπνία έπξεπε λα επεθηαζεί θαη λα εθζπγρξνληζζεί, ην νδηθφ δίθηπν ήηαλ ζε ππνηππψδε θαηάζηαζε, ηα ιηκάληα ηνπ κηθξά πνπ δελ κπνξνχζαλ λα δερηνχλ ηα κεγάια πινία ηεο επνρήο. Ζ θαηάζηαζε απηή άξρηζε λα βειηηψλεηαη απφ ην 1905, νη εμαγσγέο ησλ πξντφλησλ, ηδηαίηεξα ηνπ ειαηνιάδνπ, απμήζεθαλ θαη μεπέξαζαλ ηηο εηζαγσγέο, ε νηθνλνκία φκσο εμαθνινπζνχζε λα ζηεξίδεηαη ζε παξαδνζηαθέο βάζεηο, αδπλαηψληαο λα πξαγκαηνπνηήζεη κεγάια έξγα. ΋πσο αλέθεξε ζηελ αηηηνινγηθή ηνπ έθζεζε ν ζπληάθηεο ηνπ λένπ εθπ/θνχ λφκνπ Π.Π. Οηθνλφκνο ην λνκνζρέδην βαζηδφηαλ ζηηο αλάγθεο ηνπ θξεηηθνχ ιανχ θαη κεξηκλνχζε γηα ηελ αλάπηπμε θαη πξφνδν φισλ ησλ θνηλσληθψλ ηάμεσλ ζηα πιαίζηα ησλ νηθνλνκηθψλ δπλαηνηήησλ ηεο Πνιηηείαο. Ζ δεκφζηα εθπαίδεπζε ζηελ Κξήηε κε βάζε ην λέν Οξγαληζκφ πεξηειάκβαλε ηα Νεπηαγσγεία, ηα Γεκνηηθά ΢ρνιεία, ηα Διιεληθά ΢ρνιεία, ηα Αλψηεξα Παξζελαγσγεία, ηα Γπκλάζηα θαη εκηγπκλάζηα, ην λενζπζηαζέλ δηηάμην Γηδαζθαιείν (πεξηιακβάλσλ δχν πξφηππα Γεκνηηθά ζρνιεία) ζην Ζξάθιεην ην νπνίν αληηθαηέζηεζε ηα παηδαγσγηθά ηκήκαηα ησλ Γπκλαζίσλ θαη ην Ηεξνδηδαζθαιείν ζηελ Αγία Σξηάδα. Καηαξγήζεθαλ ηα


Γξακκαηνδηδαζθαιεία θαη ηα εκηεκεξήζηα ΢ρνιεία. Δπαληδξχζεθαλ ηα Διιεληθά ΢ρνιεία , κε ην ζθεπηηθφ φηη ν πξνεγνχκελνο ζεζκφο ησλ επηαηαμίσλ Γεκνηηθψλ δελ αληαπνθξηλφηαλ ζηηο επηδηψμεηο ησλ καζεηψλ, νη νπνίνη εγθαηέιεηπαλ κεηά ηελ ηέηαξηε ηάμε ην Γεκνηηθφ θαη πήγαηλαλ ζηα επηαεηή Διιεληθά ΢ρνιεία ησλ πφιεσλ. Με ηνλ ίδην λφκν ηδξχζεθαλ αλάινγα πξνο ηα Διιεληθά ΢ρνιεία, ηα Αλψηεξα Παξζελαγσγεία ζηα Υαληά, ζην Ρέζπκλν ,ζην Ζξάθιεην θαη ζηε Νεάπνιε . ΢ηα Αλψηεξα Παξζελαγσγεία ζα θνηηνχζαλ φζα θνξίηζηα απνθνηηνχζαλ απφ ηα ήδε ππάξρνληα Γεκνηηθά ΢ρνιεία ζειέσλ (Παξζελαγσγεία) ηα νπνία δηαηεξήζεθαλ ζηηο επαξρίεο. Ο λφκνο 485 ηνπ 1903 ζην άξζξν 13 πξνέβιεπε φηη «...όπνπ ν αξηζκόο ησλ ζειέσλ ππεξβαίλεη ηα 40 ηδξύεηαη ίδηνλ ζρνιείνλ ζειέσλ » . Ζ Κξεηηθή Πνιηηεία έδηλε κεγάιε ζεκαζία ζηελ εθπαίδεπζε ησλ θνξηηζηψλ, πξνζπαζψληαο λα εμαιείςεη ηελ θαζεζηπθπία λννηξνπία πνπ ζεσξνχζε ηελ εθπαίδεπζε αλψθειε γηα θνξίηζηα αιιά θαη ηα ίδηα ηα ζήιεα αλίθαλα γηα πξφνδν. Δπηθξίζεθε φκσο έληνλα ε θαηαβνιή δηδάθηξσλ ζηα Διιεληθά ΢ρνιεία θαη ηα Αλψηεξα Παξζελαγσγεία αθνχ απέθιεηε απ’ απηά κεγάιν κέξνο ηνπ πιεζπζκνχ πνπ βξηζθφηαλ ζε δπζρεξή νηθνλνκηθή θαηάζηαζε θαη αδπλαηνχζε λα θαηαβάιεη δίδαθηξα. ΢ηηο 28 Ηνπλίνπ ηνπ 1903 , ν λφκνο 391 ηξνπνπνηείηαη κε ηνλ 484 θαη δεκνζηεχεηαη ζην ίδην θχιιν λένο Νφκνο ν 485 « Πεξί ηνπ Οξγαληζκνύ ηεο Γεκνζίαο Δθπαηδεύζεσο ». ΢ηε δεκφζηα εθπαίδεπζε πεξηειήθζεζαλ : ηα Νεπηαγσγεία, ηα Γεκνηηθά ΢ρνιεία Αξξέλσλ θαη Θειέσλ, ηα Διιεληθά ΢ρνιεία, ηα Αλψηεξα Παξζελαγσγεία, ηα Γπκλάζηα, ην Γηδαζθαιείν θαη ην Ηεξνδηδαζθαιείν. Ζ Μέζε εθπαίδεπζε πεξηειάκβαλε 2 Γπκλάζηα, 2 Πξνγπκλάζηα, 22 Διιεληθά ΢ρνιεία θαη 4 Αλψηεξα Παξζελαγσγεία. ΢’ απηήλ δίδαζθαλ 63 θαζεγεηέο, 32 ειιελνδηδάθαινη θαη θνηηνχζαλ 4.505 καζεηέο. Οη καζεηέο ζηα Γεκνηηθά, ηα νπνία απμήζεθαλ ζε 566, αλεξρφηαλ ζε 31.581. Ζ αχμεζε ησλ Γεκνηηθψλ έγηλε ρσξίο αληίζηνηρε αχμεζε ηνπ δηδαθηηθνχ πξνζσπηθνχ θαη ησλ δαπαλψλ πνπ παξέκεηλαλ ζηαζεξέο ζηηο 467.665 δξαρκέο. -Σν 1903 ν λένο Νφκνο 485 « Πεξί ηνπ Οξγαληζκνύ ηεο Γεκνζίαο Δθπαηδεύζεσο » ηξνπνπνηεί ηνλ πξνεγνχκελν. - Οη ζθνπνί ηεο εθπαίδεπζεο παξέκεηλαλ νη ίδηνη. Σα Γεκνηηθά έρνπλ ζθνπφ: «… ηελ κόξθσζηλ ζξεζθεπηηθνύ θαη εζηθνύ ραξαθηήξνο, σο θαη ηελ γεληθήλ πξνπαξαζθεπήλ δηά ηνλ βίνλ », ηα Διιεληθά ηελ « πιεξεζηέξαλ κόξθσζηλ ησλ καζεηώλ ζξεζθεπηηθήλ θαη πξαθηηθήλ ηεο ελ ηνηο Γεκνηηθνίο Σρνιείνηο παξερνκέλεο », ηα Αλψηεξα Παξζελαγσγεία ηελ « πιεξεζηέξαλ, κόξθσζηλ ζξεζθεπηηθήλ θαη εζηθήλ σο θαη ηελ ηειεηνηέξαλ πξνπαξαζθεπήλ δηά ηνλ βίνλ δηά γλώζεσλ θαη δεμηνηήησλ εμππεξεηνπζώλ ηνλ πξννξηζκόλ ησλ γπλαηθώλ ». Σα Γπκλάζηα θαη Ζκηγπκλάζηα « ηελ παξαζθεπήλ δηά ηελ ελ ησ παλεπηζηεκίσ ζπνπδήλ ησλ επηζηεκώλ ». -΢ην Γηδαζθαιείν πξνζηίζεηαη κία αθφκε ηάμε θαη γίλεηαη ηξηηάμην θαη εμαθνινπζνχζε λα επηδηψθεη ηε ζεσξεηηθή θαη πξαθηηθή κφξθσζε ησλ δεκνδηδαζθάισλ. Σν Ηεξνδηδαζθαιείν γίλεηαη ηεηξαηάμην. Σα Αδηαίξεηα Γεκνηηθά ζρνιεία κε 60-80 καζεηέο θαινχληαλ Πξσηνβάζκηα, κε 40-60 Γεπηεξνβάζκηα θαη κε ιηγφηεξνπο απφ 40 Σξηηνβάζκηα. Με ην λφκν 485 ξπζκίζηεθαλ ην Αλαιπηηθφ θαη Χξνιφγην Πξφγξακκα ησλ Γεκνηηθψλ ΢ρνιείσλ. Αθφκε ζχκθσλα κε ηελ νκφθσλε απφθαζε ησλ Ννκαξρηαθψλ επηζεσξεηψλ εηζήρζεζαλ απφ ηελ Διιάδα ζηα Υξηζηηαληθά Γεκνηηθά ΢ρνιεία εγθεθξηκέλα δηδαθηηθά εγρεηξίδηα. Ζ επηδίσμε ηεο Κξεηηθήο Πνιηηείαο λα ζηξέςεη έλα κεγάιν κέξνο ηνπ πιεζπζκνχ ηεο πξνο ηε γεσξγία θαη ηελ παξαγσγή ζηελ νπνία ζηεξηδφηαλ ε νηθνλνκία ηνπ λεζηνχ δελ επηηεχρζεθε ζηνλ επηδησθφκελν βαζκφ. ΋ινη νη εγγξάκκαηνη, πεξί ηνπο 45.000 αλαδεηνχζαλ κηα ζέζε ππαιιήινπ ζηελ Πνιηηεία. Σν Μάξηην ηνπ 1905 μεζπά ε επαλάζηαζε ζην Θέξηζν. Μεηά ηελ επαλάζηαζε, αλαζεσξήζεθε ην Κξεηηθφ ΢χληαγκα θαη θαζηεξψζεθαλ λένη φξνη γηα ηε δηαθπβέξλεζε


ηνπ λεζηνχ. Οη ζπληάθηεο ηνπ επηρείξεζαλ επηηπρψο λα δηνξζψζνπλ ηα ζθάικαηα ηνπ πξνεγνπκέλνπ ζπληάγκαηνο, ζηα νπνία ζεσξήζεθε φηη νθεηιφηαλ ε ξήμε ΠξίγθηπαΒεληδέινπ. Έηζη απφ ηε κηα κεξηά κείσζαλ ηηο ππεξμνπζίεο ηνπ Όπαηνπ Αξκνζηή θαη απφ ηελ άιιε δηεχξπλαλ ηηο εμνπζίεο ηεο Βνπιήο. Δλίζρπζαλ επίζεο ηα αηνκηθά θαη πνιηηηθά δηθαηψκαηα. -Ηδξχζεθε ζην Ζξάθιεην απφ ηνλ Η. Πεξδηθάξε, π. Γεληθφ Δπηζεσξεηή Κξήηεο, ην ηδησηηθφ εθπαηδεπηήξην « Λχθεηνλ - ν Κνξαήο ». Σν ζρνιείν ιεηηνπξγνχζε θαζ’ φιε ηε δηάξθεηα ηεο Κξεηηθήο Πνιηηείαο θαη ην ζπλαπνηεινχζαλ ην Νεπηαγσγείν, Γεκνηηθφ, Διιεληθφ θαη Γπκλάζην. Σν ΢επηέκβξην ηνπ 1905 δεκνζηεχηεθε ν κε αξ. 601 Νφκνο « Πεξί ηξνπνπνηήζεσο θαη ζπκπιεξώζεσο ηνπ ππ’ αξηζ. 485 λόκνπ ». Με ην λέν λφκν απαηηνχληαη πιένλ 30 θαη άλσ καζεηέο έλαληη 20 ηνπ πξνεγνχκελνπ λφκνπ, ηδξχζεθαλ Διιεληθά ΢ρνιεία, δηεπζεηήζεθαλ ζέκαηα κηζζνδνζίαο θαη ηειψλ εγγξαθήο θαη θαηαξγήζεθε ην Ηεξνδηδαζθαιείν ζηελ Αγία Σξηάδα Υαλίσλ. Ζ αχμεζε ηνπ αξηζκνχ ησλ καζεηψλ γηα ηελ ίδξπζε ζρνιείσλ είρε ζαλ απνηέιεζκα ην θιείζηκν αξθεηψλ. Αηηία γη’ απηφ ηνλ πεξηνξηζκφ ησλ ζρνιείσλ ππήξμε ε πηνζέηεζε κηαο ζθηρηήο νηθνλνκηθήο πνιηηηθήο κε πεξηθνπή ρξεκάησλ απφ ηελ εθπαίδεπζε. Με ηε άθημε ηνπ λένπ Αξκνζηή Αι. Εαΐκε ην ΢επηέκβξε ηνπ 1906 κπαίλεη ηέινο ζηελ πνιηηηθή θξίζε ησλ πξνεγνπκέλσλ εηψλ. Τπήξμε έλα ζπλαηλεηηθφ θιίκα πνπ ζε ζπλδπαζκφ κε ηε βειηίσζε ηεο νηθνλνκίαο βνήζεζε ζηελ νξγάλσζε ηεο δεκφζηαο δηνίθεζεο θαη ζηελ ςήθηζε λέσλ λφκσλ ζηελ πγεία θαη ηελ εθπαίδεπζε. Με ηελ ςήθηζε ησλ δηαθφξσλ λφκσλ πνπ αθνξνχζαλ ζηελ εθπαίδεπζε επηηεχρζεθαλ αλαληίιεθηα θαη ζεηηθά απνηειέζκαηα. Τπήξρε φκσο κηα έληνλε αλεζπρία γηα ηελ αληαπφθξηζε απηψλ ησλ κέηξσλ ζηηο αλάγθεο ησλ Κξεηψλ. Δμαθνινπζνχζαλ λα ππάξρνπλ πνιιέο αηέιεηεο θαη πνιιά πξνβιήκαηα ζηνλ ηζρχνληα πεξί παηδείαο λφκν. Σα πξνβιήκαηα απηά δηνγθψλνληαλ απφ ηελ θπξηαξρία κηαο λέαο δηνηθεηηθήο ηάμεο πνπ καδί κε ηελ ηάμε ησλ πνιηηηθψλ επηδξνχζε θαηαιπηηθά, κέζσ ηνπ ζπζηήκαηνο ησλ πειαηεηαθψλ ζρέζεσλ ζηελ θνηλσληθνπνιηηηθή δσή ηεο λενζχζηαηεο Πνιηηείαο θαη επεξέαδε ηελ εθπαίδεπζε δηνγθψλνληαο ηα πξνβιήκαηά ηεο. -Σν έηνο 1906, ηδξχεηαη ν ΢χιινγνο Γηδαζθάισλ λνκνχ Ζξαθιείνπ ‘ ν Πξνκεζεχο ’ θαη ν ΢χλδεζκνο Λεηηνπξγψλ Μέζεο Δθπαηδεχζεσο Κξήηεο. « Σθνπόο ηνπ ζσκαηείνπ είλαη ε πλεπκαηηθή αλάπηπμηο, ε εζηθή ππνζηήξημηο ησλ εαπηνύ κειώλ θαη ε πξνο ηειεηνηέξαλ εμάζθεζηλ ηνπ έξγνπ απηώλ ζπλδξνκή». Πξφεδξφο ηνπ Γηδαζθαιηθνχ ΢πιιφγνπ αλαιακβάλεη ν Νηθφιανο Μπέκπειεο. Αλαθέξεη ραξαθηεξηζηηθά ε εθεκεξίδα ΊΓΖ « …Πξόεδξνο ηνπ Σπιιόγνπ αλεδείρζε πακςεθεί ν θ. Ν. Μπέκπειεο Ννκαξρ. Δπηζεσξεηήο ησλ δεκ. Σρνιείσλ Ηξαθιείνπ αλήξ γλώξηκνο ησλ παηδαγσγηθώλ πξαγκάησλ δξαζηήξηνο θαη θηινπνλόηαηνο, αθαηαπνλήησο εξγαδόκελνο ππέξ ηεο αλνξζώζεσο θαη πξνόδνπ ηεο παξ’ εκίλ Γεκνηηθήο Δθπαηδεύζεσο ». Ζ ίδξπζε ηνπ Γηδαζθαιηθνχ ΢πιιφγνπ Ζξαθιείνπ ραηξεηίζηεθε κε ηδηαίηεξε ραξά απφ ηελ εθεκεξίδα ηνπ Ζξαθιείνπ ‘ ΗΓΖ’ : « Μεηά ραξάο αγγέισκελ ηελ ίδξπζηλ ελ ηε εκεη. Πόιεη, δηδαζθαιηθνύ Σπιιόγνπ ηνπ Ννκνύ Ηξαθιείνπ. Η επηηπρήο εθινγή ηνπ δηνηθεηηθνύ Σπκβνπιίνπ εγγπάηαη ηειείσο ηελ επδνθίκεζηλ ηνπ πνιιά ηα αγαζά ππηζρλνπκέλνπ ζσκαηείνπ ηνύηνπ. Πξόεδξνο ηνπ Σπιιόγνπ αλεδείρζε πακςεθεί ν θ. Ν. Μπέκπειεο Ννκαξ. Δπηζεσξεηήο ησλ δεκ. Σρνιείσλ Ηξαθιείνπ αλήξ γλώξηκνο ησλ παηδαγσγηθώλ πξαγκάησλ δξαζηήξηνο θαη θηινπνλόηαηνο αθαηαπνλήησο εξγαδόκελνο ππέξ ηεο αλνξζώζεσο θαη πξνόδνπ ηεο παξ’ εκίλ Γεκνηηθήο Δθπαηδεύζεσο. Καη ησλ άιισλ δε κειώλ ηνπ Γηνηθεηηθνύ Σπκβνπιίνπ ε εθινγή δελ ππήξμελ νιηγώηεξνλ επηηπρήο. [….]


Η πξάμηο απηή ησλ θ.θ. δηδαζθάισλ ηνπ Ννκνύ καο ηηκά απηνύο κεγάισο ηνζνύησ κάιινλ θαζ’ όζνλ απνδεηθλύνπζη νπνία ηεξά ηδεώδε δηαπλένπζη ηνπο νηξεξνύο ηνύηνπο εξγάηαο ηεο θνηλσληθήο πξνόδνπ θαη ηνπ κεγαιείνπ ηεο παηξίδνο. Σπλελσζέληεο θαη δύλακηλ ηζρπξάλ νύησ απνηεινύληεο νη θ. θ. δεκνδηδάζθαινη, ζα επηηύρσζηλ, σο επηζπκνύκελ λα θαζνξηζζή θαη εηο ηνπο πεξηθξνλεκέλνπο ηνύηνπο, σο κε ώθεηιε, δεκνζίνπο ιεηηνπξγνύο, ε πξνζήθνπζα απηνίο ζέζηο ελ ησ νξγαληζκώ ηεο Πνιηηείαο. Μεηά ζσθξνζύλεο δε εξγαδόκελνη θαη θαηά ηα πξόηππα ηνπ ελ Δπξώπε βίνπ ηελ δεκνη. Δθπαίδεπζηλ αλαθαηληδόκελνη θαη εαπηνύο θαη ηελ παηξίδα κεγάισο ζα σθειήζσζηλ. Χαηξεηίδνληεο ηελ επ’ αηζίνηο νησλνίο ίδξπζηλ ηνπ ελ ιόγσ Σπιιόγνπ επρόκεζα νινςύρσο πιήξε θαη ηειείαλ ηελ επηηπρίαλ ηνπ επηδησθνκέλνπ ζθνπνύ. ». Ο Παγθξήηηνο Γηδαζθαιηθόο ΢ύιινγνο Ο ΢χιινγνο ηδξχζεθε ην 1902 θαη είρε έδξα ηα Υαληά. Αλαζπζηήζεθε ην 1909 θαη απφ ηνλ Ηαλνπάξην ηνπ 1910 εμέδηδε ην 15λζήκεξν πεξηνδηθφ ‘Αζπίο’ κε ζεκαληηθέο παξεκβάζεηο ζηα εθπαηδεπηηθά δξψκελα, αιιά θαη αγψλεο γηα ηελ αλαβάζκηζε ηνπ Κξεηφο δαζθάινπ. 1908 Η θήξπμε ηεο Έλσζεο κε ηελ Διιάδα. Δηζαγσγή εθπαηδεπηηθώλ δηαηάμεσλ από ην Βαζίιεην ηεο Διιάδνο Φεθίζκαηα ζ’ φινπο ηνπο δήκνπο ηεο Κξήηεο θαη πάλδεκν ζπιιαιεηήξην ζηα Υαληά, δεηνχζαλ ηελ Έλσζε. ΢ηηο 24 ΢επηεκβξίνπ ηνπ 1908 ε Βνπιή ηεο Κξεηηθήο Πνιηηείαο, επηθχξσζε ηε ζέιεζε ηνπ ιανχ θαηάξγεζε ηελ αξκνζηεία θεξχζζνληαο ηελ αλεμαξηεζία ηεο Κξήηεο θαη ηελ Έλσζή ηεο κε ηελ Διιάδα. Ζ λνκνζεζία ηεο Κξεηηθήο Πνιηηείαο θαη ζηνλ ηνκέα ηεο παηδείαο ελαξκνλίδεηαη κε εθείλελ ηνπ Διεχζεξνπ Διιεληθνχ Βαζηιείνπ. Σνλ Ηνχιην ηνπ 1908 νη Πξνζηάηηδεο Γπλάκεηο απέζπξαλ κεγάιν κέξνο ησλ ζηξαηεπκάησλ ησλ θαη αλαθνίλσζαλ ηελ απφθαζή ηνπο λα απνρσξήζεη θαη ν ηειεπηαίνο ηνπο ζηξαηηψηεο κέζα ζ’ έλα ρξφλν. Οη Κξήηεο ληψζνπλ φηη ε Απηνλνκία βαίλεη πξνο ηελ νινθιήξσζή ηεο. Σα γεγνλφηα φκσο ζηνλ επξχηεξν ρψξν ησλ Βαιθαλίσλ επηηάρπλαλ ηα πξάγκαηα θάλνληαο λα μεζπάζεη αζπγθξάηεηνο ν πφζνο ηνπ Κξεηηθνχ ιανχ γηα Έλσζε. Σν θίλεκα ησλ Νεφηνπξθσλ, ε πξνζάξηεζε ηεο Αλαηνιηθήο Ρσκπιίαο απφ ηε Βνπιγαξία θαη ε αλαθήξπμή ηεο ζε αλεμάξηεην βαζίιεην, ε πξνζάξηεζε ηεο Βνζλίαο & Δξδεγνβίλεο απφ ηελ Απζηξία ήηαλ νη αηηίεο απηνχ ηνπ μεζπάζκαηνο. Φεθίζκαηα ζ’ φινπο ηνπο δήκνπο ηεο Κξήηεο θαη πάλδεκν ζπιιαιεηήξην ζηα Υαληά, δεηνχζαλ ηελ Έλσζε κε ηελ Διιάδα. ΢ηηο 24 ΢επηεκβξίνπ ηνπ 1908 ε Βνπιή ηεο Κξεηηθήο Πνιηηείαο, επηθήξσζε ηε ζέιεζε ηνπ ιανχ θαηάξγεζε ηελ αξκνζηεία θεξχζζνληαο ηελ αλεμαξηεζία ηεο Κξήηεο θαη ηελ έλσζή ηεο κε ηελ Διιάδα. Πξφεδξνο ηεο θπβέξλεζεο ήηαλ ν Γεψξγηνο Παπακαζηνξάθεο λνκηθφο, ππνπξγφο ηεο δηθαηνζχλεο. Ζ Βνπιή εηζήγαγε ην Διιεληθφ ΢χληαγκα ζην λεζί. ΢πγθξνηήζεθε 5κειήο εθηειεζηηθή επηηξνπή (πξνζσξηλή δηαθνκκαηηθή θπβέξλεζε) κε πξφεδξν ηνλ Αλη. Μηρειηδάθε θαη κέιε ηνπο : Δι. Βεληδέιν, Δκ. Ππηηθάθε, Δκ. Λνγηάδε θαη Υαξάι. Πσινγηψξγε πνπ αλέιαβε λα δηνηθήζεη ην λεζί ζη’ φλνκα ηνπ βαζηιηά ησλ Διιήλσλ Γεσξγίνπ ηνπ Α΄. Σελ ίδηα πεξίνδν εηζήρζεζαλ απφ ηελ Δθηειεζηηθή Δπηηξνπή Παηδείαο δηαηάμεηο άξζξσλ απφ ηνπο λφκνπο ηνπ Διιεληθνχ Βαζηιείνπ πνπ δελ εξρφηαλ ζε αληίζεζε κε ην λφκν 485, θαη αθνξνχζαλ ηα ζρνιηθά βηβιία, ηηο δηαθνπέο θαη ηε γπκλαζηηθή.


Η θαηάξγεζε ησλ Διιεληθώλ ΢ρνιείσλ ζηηο επαξρίεο Βαζηθφο ζηφρνο ηεο λνκνζεζίαο ηεο Κξεηηθήο Πνιηηείαο, εμαθνινπζνχζε λα είλαη ζχκθσλα κε δειψζεηο ηνπ επί ηεο παηδείαο ΢πκβνχινπ Μ. Πεηπράθη ε γεσξγηθή εθπαίδεπζε ηεο λενιαίαο. Γηα ην ιφγν απηφ φξηδε ηηο γεσξγηθέο εξγαζίεο ηφζν ζην πξφγξακκα ησλ Γεκνηηθψλ φζν θαη ησλ Διιεληθψλ ΢ρνιείσλ. ΢χκθσλα κε ην κε αξηζ. 110 Γηάηαγκα ηνλ Αχγνπζην ηνπ 1908, « πεξί θαηαξγήζεσο ησλ Διιεληθώλ Σρνιείσλ » ε Δθηειεζηηθή Δπηηξνπή θαηάξγεζε ηα Διιεληθά ΢ρνιεία θαη ηα αληηθαηάζηεζε κε ηα Αλψηεξα Δμαηάμηα Γεκνηηθά. Με ην κε αξ. 146 Γηάηαγκα θαζνξίζηεθε ν αξηζκφο, νη έδξεο, ην δηδαθηηθφ πξνζσπηθφ θαζψο θαη ην σξνιφγην θαη αλαιπηηθφ πξφγξακκα. Σνλ Αχγνπζην ηνπ 1908 θαηαξγνχληαη κε πξφηαζε ηνπ Μπέκπειε ηα Διιεληθά ΢ρνιεία θαη αληηθαζηζηψληαη κε ηα Αλψηεξα Δμαηάμηα Γεκνηηθά κε ηελ πξνζζήθε δχν αθφκε ηάμεσλ (Δ & ΢Σ). Ζ θαζηέξσζε ηνπ ζεζκνχ ησλ εμαηαμίσλ δεκνηηθψλ, πάγην αίηεκα ηνπ δηδαζθαιηθνχ θφζκνπ, ήηαλ κηα ζπνπδαία θαηλνηνκία, ζπλέβαηλε γηα πξψηε θνξά ζ’ νιφθιεξν ηνλ ειιαδηθφ ρψξν θαη ζπλέβαιε ζηελ αλαβάζκηζε ηεο παξερφκελεο ζην ιαφ εθπαίδεπζεο. ΢ην Διιεληθφ Βαζίιεην ν ζεζκφο ησλ εμαηαμίσλ Γεκνηηθψλ εθαξκφζηεθε γηα πξψηε θνξά ην 1929. -1911. ΢ηελ χπαηζξν ρψξα νξίζηεθε παληνχ ζπκθνίηεζε « ίλα κε κέλσζη θαη ηα ζήιεα άκνηξα παηδεύζεσο ». Ζ θαηάξγεζε ησλ Παξζελαγσγείσλ ηα νπνία δηεχζπλαλ πξνζσξηλέο δαζθάιεο, ζα νδεγνχζε ηα θνξίηζηα ζηα Γεκνηηθά θαη επνκέλσο ζηελ θαιχηεξε εθπαίδεπζή ηνπο. Με ην κε αξ. 79 Γηάηαγκα πνπ ππνγξάθεθε ζηηο 22 Απγ. 1912 « πεξί θαζνξηζκνύ ησλ Αλσηέξσλ πιήξσλ Γεκνηηθώλ Σρνιείσλ » θαζνξίζηεθαλ ν αξηζκφο θαη νη έδξεο ησλ 56 Αλψηεξσλ Γεκνηηθψλ ΢ρνιείσλ. ΢ηελ πεξηνρή ηνπ Μεξακπέινπ ηδξχζεθαλ Αλψηεξα ζρνιεία « κε ηξεηο δηδαζθάινπο » ζηελ Κεξαπνιίηηζζα ηεο Φνπξλήο, ζηε Νεάπνιε θαη ζηελ Κξηηζά. Με εμνπζηνδφηεζε ηεο Δπηηξνπήο ηεο Κξεηηθήο Βνπιήο γηα ηελ Αλψηεξε Γηεχζπλζε ηεο Παηδείαο δφζεθε ην πξάζηλν θσο ζηελ Δθηειεζηηθή Δπηηξνπή λα θαηαξγήζεη ηα επαξρηαθά Παξζελαγσγεία ζηα νπνία δελ θνηηνχζαλ θαηά ην πξψην δεθαπελζήκεξν ηνπ Οθησβξίνπ 40 καζήηξηεο. Αθφκε ξπζκίζηεθε κε δηάηαγκα ην ζέκα ησλ ΢ρνιηθψλ πεξηθεξεηψλ, θαηαξγήζεθε ε ζέζε ηνπ Γεληθνχ Δπηζεσξεηή, αληί ησλ Διιεληθψλ ΢ρνιείσλ ησλ επαξρηψλ πξνηάζεθε λα ιεηηνπξγήζεη ε Δ΄ ηάμε ησλ Αλσηέξσλ Γεκνηηθψλ παληνχ φπνπ ππήξραλ Διιεληθά ΢ρνιεία θαη ε ΢η΄ ηάμε εθεί φπνπ ζα ππήξραλ 20 ηνπιάρηζηνλ καζεηέο. ΢ηηο 12 ΢επηεκβξίνπ ηνπ 1909 δεκνζηεχηεθε ν κε αξ. 146 λένο εθπαηδεπηηθφο λφκνο ν νπνίνο εηζήγαγε ηα Αλψηεξα εμαηάμηα Γεκνηηθά ζρνιεία, κε ηελ πξνζζήθε δχν αθφκε ηάμεσλ (E΄ & ΢η΄) ζηηο ηέζεξηο πνπ ιεηηνπξγνχζαλ. Με ην άξζξν 21 ζεζπίζηεθαλ γηα ηνπο δαζθάινπο ζεσξεηηθέο θαη πξαθηηθέο αζθήζεηο θαηά ηελ πεξίνδν ησλ δηαθνπψλ θαη εμεηάζεηο « ησλ κε νξηζηηθώλ δεκνδηδαζθάισλ ». Οη δύν εμαεηείο θύθινη – Μηα ζεκαληηθή δηθαίσζε ηνπ δηδαζθαιηθνύ θόζκνπ Απφ ην ΢επηέκβξε ηνπ 1908 πνπ ςεθίζηεθε απφ ηελ Κξεηηθή Βνπιή ε Έλσζε κε ηελ Διιάδα, ην δηάζηεκα απηφ ήηαλ δηάζηεκα αλακνλήο γηα ηελ Έλσζε. ΢ην ρψξν ηεο εθπαίδεπζεο ζπλερηδφηαλ ε πξνζπάζεηα ελαξκφληζεο ησλ εθπαηδεπηηθψλ λφκσλ ηεο Πνιηηείαο κε απηά ηνπ ειεχζεξνπ Διιεληθνχ Βαζηιείνπ. Σνλ Ηνχιην ηνπ 1911, ζχκθσλα κε ην κε αξ. 103 θαλνληζηηθφ λνκνζεηηθφ Γηάηαγκα « Πεξί ηεο Γεκνζίαο εθπαηδεύζεσο » ε δεκφζηα εθπαίδεπζε ζηελ Κξήηε δηαηξέζεθε ζε δχν εμαεηείο θχθινπο.


Ο θαηψηεξνο πεξηειάκβαλε ηε Γεκνηηθή ή Πξνθαηαξθηηθή εθπαίδεπζε θαη ν αλψηεξνο ηε Μέζε ή Γπκλαζηαθή εθπαίδεπζε. Ζ κεηάβαζε απφ ηε Γεκνηηθή ζηε Γπκλαζηαθή εθπαίδεπζε γηλφηαλ κε εηζηηήξηεο εμεηάζεηο. Ζ έληαμε ησλ δχν ηάμεσλ ζην δεκνηηθφ ήηαλ πάγηo αίηεκα θαη λίθε ηνπ δηδαζθαιηθνχ θφζκνπ, πνπ έβγαηλε ληθεηήο απφ ηε δηακάρε κε ηνπο θαζεγεηέο νη νπνίνη δηεθδηθνχζαλ ηελ πξνζάξηεζε ησλ ειιεληθψλ ζρνιείσλ εμ’ νινθιήξνπ ζηα Γπκλάζηα, ελψ νη δάζθαινη ησλ δχν θαησηέξσλ ηάμεσλ ζηα ηεηξαηάμηα δεκνηηθά ψζηε απηά λα θαηαζηνχλ εμαηάμηα. Σα Γεκνηηθά έγηλαλ κε ην λφκν απηφ Αλψηεξα ή πιήξε κε έμη ηάμεηο θαη θαηψηεξα ή κε πιήξε κε 4 ηάμεηο. Ολνκάδνληαλ Αδηαίξεηα κε έλα κφλν δάζθαιν φηαλ ν αξηζκφο ησλ καζεηψλ ήηαλ κηθξφηεξνο ηνπ 80 θαη Γηεξεκέλα ή πνιπηάμηα φηαλ ήηαλ πάλσ απφ 80 καζεηέο. Σα Γπκλάζηα ζηα Υαληά, Ρέζπκλν, Ζξάθιεην θαη Νεάπνιε έγηλαλ εμαηάμηα κε ηε ζπγρψλεπζε ζ’ απηά ησλ κέρξη ηφηε ιεηηνπξγνχλησλ ζηηο πφιεηο Διιεληθψλ ΢ρνιείσλ. Σα ιεηηνπξγνχληα Αλψηεξα Παξζελαγσγεία ηεο Μέζεο Δθπαίδεπζεο δηαηεξήζεθαλ κε ηξεηο ηάμεηο ζηα Υαληά, ζην Ρέζπκλν θαη ζηε Νεάπνιε, ελψ ζην Ζξάθιεην κε 5. Απφ ηε ζπγρψλεπζε ησλ ζρνιείσλ ζα γηλφηαλ πξάμε ε βειηίσζή ηνπο, αθνχ ζα είραλ πεξηζζφηεξνπο καζεηέο, ζα απνθηνχζαλ θαιχηεξνπο δαζθάινπο απαιιαζζφκελνη απφ γξακκαηνδηδαζθάινπο θαη πξνζσξηλνχο. 1911. ΢ηελ χπαηζξν ρψξα νξίζηεθε παληνχ ζπκθνίηεζε « ίλα κε κέλσζη θαη ηα ζήιεα άκνηξα παηδεύζεσο ». Ζ θαηάξγεζε ησλ Παξζελαγσγείσλ ηα νπνία δηεχζπλαλ πξνζσξηλέο δαζθάιεο, ζα νδεγνχζε ηα θνξίηζηα ζηα Γεκνηηθά θαη επνκέλσο ζηελ θαιχηεξε εθπαίδεπζή ηνπο. Σα Αλώηεξα Γεκνηηθά ζρνιεία θαη νη απνιύζεηο εθπαηδεπηηθώλ Με ην κε αξ. 79 Γηάηαγκα πνπ ππνγξάθεθε ζηηο 22 Απγ. 1912 « πεξί θαζνξηζκνύ ησλ Αλσηέξσλ πιήξσλ Γεκνηηθώλ Σρνιείσλ » θαζνξίζηεθαλ ν αξηζκφο θαη νη έδξεο ησλ Αλψηεξσλ Γεκνηηθψλ ΢ρνιείσλ ζε 56 ζπλνιηθά (αλά 5.000 θάηνηθνη, φπνπ ήηαλ εθηθηφ). ΢ηελ πεξηνρή ηνπ Μεξακπέινπ ηδξχζεθαλ Αλψηεξα ζρνιεία « κε ηξεηο δηδαζθάινπο » ζηε Νεάπνιε θαη ζηελ Κξηηζά. Με ηελ έλαξμε ησλ Βαιθαληθψλ Πνιέκσλ ηνλ Οθηψβξην ηνπ 1912 απνδηνξγαλψζεθε γηα άιιε κηα θνξά ε εθπαίδεπζε αθνχ πνιινί δάζθαινη επηζηξαηεχηεθαλ θαη πνιιά ζρνιεία έθιεηζαλ. Η Έλσζε ηεο Κξήηεο κε ηελ Διιάδα Με ηε ληθεθφξα ιήμε ηνπ Α΄ Βαιθαληθνχ Πνιέκνπ επηιχζεθε νξηζηηθά ην Κξεηηθφ Εήηεκα. Με ζπλζήθε Διιάδαο –Σνπξθίαο (1/11/1913) ν ΢νπιηάλνο παξαηηήζεθε απφ θάζε θπξηαξρηθφ δηθαίσκα ζην λεζί. Ζ επίζεκε αλαθήξπμε ηεο Έλσζεο παξνπζία ηνπ Βαζηιηά Κσλζηαληίλνπ θαη ηνπ Πξσζππνπξγνχ Βεληδέινπ πξαγκαηνπνηήζεθε έλα κήλα αξγφηεξα (1/12/1913), κε ηελ έπαξζε ηεο ειιεληθήο ζεκαίαο ζην θξνχξην Φηξθά ηνπ ελεηηθνχ ιηκαληνχ ησλ Υαλίσλ. Σα φλεηξα θαη νη πφζνη ησλ Κξεηψλ γηα έλσζε δηθαηψζεθαλ. Με ην Βαζηιηθφ Γηάηαγκα (Νφκνο 402) ηνπ ΢επηεκβξίνπ ηνπ έηνπο 1914 « Πεξί επεθηάζεσο εηο ηαο Νέαο Χώξαο ηεο Ννκνζεζίαο πεξί Γεκνηηθήο θαη Μέζεο εθπαηδεύζεσο » επεθηείλεηαη θαη ζηελ Κξήηε ε θνηλή εθπαηδεπηηθή θαη πνιηηηθή λνκνζεζία ηνπ Διιεληθνχ Βαζηιείνπ. Η επθαηξία πνπ ράζεθε Καηά ηελ έλσζε ηνπ λεζηνχ κε ηελ Διιάδα απνιέζηεθε ε επθαηξία λα εθαξκνζηνχλ ζην Διιεληθφ Βαζίιεην θαηλνηφκνη λφκνη, άθξσο πεηπρεκέλνη ζην λεζί ηελ πεξίνδν ηεο Απηνλνκίαο. Υαξαθηεξηζηηθή είλαη ε άπνςε ηνπ Νηθνιάνπ Πηκπιή, πξνέδξνπ ηνπ


Παγθξήηηνπ Γηδαζθαιηθνχ ΢πιιφγνπ, ηελ πεξίνδν ηεο Κξεηηθήο Πνιηηείαο, ζπληάθηε πνιιψλ λνκνζρεδίσλ θαη κεηέπεηηα επηζεσξεηή, ηνπ νπνίνπ ε γλψκε βάξπλε πνιχ ζηα εθπαηδεπηηθά πξάγκαηα ηεο Πνιηηείαο : «… Από ηεο εθαξκνγήο ηνπ Νόκνπ ηνύηνπ ην εθπαηδεπηηθόλ θαζεζηώο ηεο απηνλόκνπ Κξεηηθήο Πνιηηείαο, ην ηόζν πξαθηηθό θαη πινύζην, έπαπζε, λα επξίζθεηαη ζηε δσή, δηόηη, θαηά θαλόλα άλεπ εμαηξέζεσο, όιαη αη ειεπζεξσζείζαη θαη ελσζείζαη κε ην ειεύζεξνλ Διιεληθόλ Βαζίιεηνλ ειιεληθαί Χώξαη εθήξκνζαλ λόκνπο θαη ζπζηήκαηα δηαθπβεξλήζεσο ηνπ παιαηνύ Κξάηνπο, θαηήξγεζαλ δε θαη ερξήζηεπζαλ λόκνπο ηδίνπο θαη ζπζηήκαηα εμαηξέησο επηηπρείο ελ ηε δηαθπβεξλήζεη, ηδία ηνπο εηζεγκέλνπο θαη ηζρύνληαο ηεο Κξεηηθήο Πνιηηείαο […] Αληί ην θξάηνο λα επσθειεζή ηεο επθαηξίαο λα βειηηώζε ηελ λνκνζεζίαλ ηνπ θαη ηαο ππεξεζίαο ηνπ, βάζεη ηεο ελ Κξήηε εηζεγκέλεο λνκνζεζίαο, εγλόεζε ηα πάληα, εγλόεζε ην ηόζν πξαθηηθό θαη πινύζην εθπαηδεπηηθόλ θαζεζηώο, έζεθελ εαπηό ππεξάλσ πάζεο λεαξάο θαη πξννδεπηηθήο πξαγκαηηθόηεηνο, αληί δειαδή λα αθνινπζήζε ηνλ ξνπλ ξεόλησλ δηαπγώλ πδάησλ, εθνινύζεζε ηα ζνιά ύδαηα ελόο ηέικαηνο… » Η έθζεζε ηνπ Ννκαξρηαθνύ επηζεσξεηή Νηθνιάνπ Μπέκπειε πξνο ην Γεληθό Δπηζεσξεηή ηεο Παηδείαο γηα ηε « δεκνηηθήλ παίδεπζηλ » ησλ Κξεηνπαίδσλ ζην δηακέξηζκα Ηξαθιείνπ. Ζ έθζεζε απηή ππνβιήζεθε ζηε Γεληθή Δπηζεψξεζε ηεο Παηδείαο θαη αθνξά ηελ θαηάζηαζε ζην ηκήκα Ζξαθιείνπ θαηά ην ζρνιηθφ έηνο 1906-7. Ζ ζπνπδαηφηεηα ηεο έθζεζεο απνδεηθλχεηαη απφ ην γεγνλφο ηεο δεκνζίεπζήο ηεο ζηελ Δθεκεξίδα ηεο Κπβεξλήζεσο. ΢ηελ έθζεζε ηνπ Ννκαξρηαθνχ Δπηζεσξεηή Ζξαθιείνπ Νηθνιάνπ Μπέκπειε (΢εκ. Δλ Ζξαθιείσ ηε 15ε Μαξηίνπ 1908) πξνο ηελ Γεληθήλ Δπηζεψξεζηλ ηεο Παηδείαο αλαθέξεη σο ζπνπδαηφηεξεο απφ ηηο αηηίεο, γηα ηε κε δηάδνζε ηεο δεκνηηθήο παηδεχζεσο, ζρνιηθέο, « γεληθαί αηέιεηαη » ηηο θαηνλνκάδεη, ηα εμήο : « … Α) ν ζεζκόο ηεο ππνρξεσηηθήο θνηηήζεσο Β) Η πελία θαη ε αβειηεξία ησλ γνλέσλ Γ) Η έιιεηςηο αλαιόγνπ αξηζκνύ ζρνιείσλ ζειέσλ » Αλαθέξεη αθφκε άιιεο 4 αηηίεο γηα ηελ « θαζ’ όινπ πξόνδν ηεο εξγαζίαο ησλ καζεηώλ », «άιιαη αηέιεηαη» φπσο ηηο θαηνλνκάδεη : « α) ηα αθαηάιιεια Γηδαθηήξηα β) ηα θαθά δηδαθηηθά βηβιία γ) Η έλαξμηο ηεο εξγαζίαο πνιύ αξγόηεξνλ ηεο λνκίκνπ πξνζεζκίαο δ) Η αληθαλόηεο πνιιώλ δηδαζθάισλ » Σα πξναλαθεξφκελα ππήξμαλ πξνβιήκαηα πνπ θαηέηξπραλ ηελ εθπαίδεπζε, απνηειψληαο κηα ραίλνπζα πιεγή ζην ζψκα ηεο λενπαγνχο Πνιηηείαο. ΢ΥΟΛΙΚΑΙ ΑΣΔΛΔΙΑΙ ΓΔΝΙΚΑΙ ΑΣΔΛΔΙΑΙ « Δπί ηεο πθηζηακέλεο ηαύηεο θαηαζηάζεσο σο πξνο ηελ δηάδνζηλ ηεο Γεκνηηθήο εκώλ παηδεύζεσο επέδξαζαλ, θαη’ εκήλ γλώκελ, πνιιά κελ θαη άιια αίηηα πεξί ώλ ζα αλαθέξσ (716), θπξίσο όκσο ηα εμήο : Α) ν ζεζκόο ηεο ππνρξεσηηθήο θνηηήζεσο Β) Η πελία θαη ε αβειηεξία ησ γνλέσλ


Γ) Η έιιεηςηο αλαιόγνπ αξηζκνύ ζρνιείσλ ζειέσλ Α) Ο πεξί θνηηήζεσο ζεζκόο «…Όηη ν πεξί ππνρξεσηηθήο θνηηήζεσο ζεζκόο δελ εθεξκόζζε, ζαθώο δείθλπηαη εθ ηνπ Γνπ πίλαθνο ηεο ζηαηηζηηθήο θαζ’ όλ, αλ θαη από ηνπ ζρνι. έηνπο 1904-5 θαη εληεύζελ θέξνληαη επηβιεζέληα πξόζηηκα δη’ απνπζίαο 8725 δξαρκαί, εηζεπξάρζεζαλ κέρξη ζήκεξνλ κόιηο 676 δξαρκαί, αλήθνπζαη θαη αύηαη θαηά ην πιείζηνλ εηο πξόζηηκα πξν ηνπ 1905 επηβιεζέληα » «…21. Οη ιόγνη ηεο ηνηαύηεο ξαζπκίαο ησλ δεκνηηθώλ νξγάλσλ είλε επλόεηνη, δηό θαη θξνλώ όηη πξνο ην ζπκθέξνλ ηεο δεκνηηθήο παηδεύζεσο ε είζπξαμηο ησλ πξνζηίκσλ δένλ λα αλαηεζή εηο ηνπο θαηά ηόπνπο ζηαζκάξραο ηεο ρσξνθπιαθήο. Τελ γλώκελ ηαύηελ δύλαηαη πιεξέζηαηα λα δηθαηνινγήζε θαη ε γεληθή παξαηήξεζηο όηη ε ζηξαηησηηθή αζηπλνκία εβειηίσζελ ελ πνιινίο ηελ δηνίθεζηλ. Όηαλ δε γελλεζή παξά ηνηο απιντθνίο αιι’ αβειηέξνηο γνλεύζηλ ε πεπνίζεζηο όηη νη ηνλ ζεζκόλ ηεο ππνρξεσηηθήο θνηηήζεσο παξαβαίλνληεο όλησο θαηαδηώθνληαη ππό ηεο αζηπλνκίαο ήλ θνβνύληαη ππέξ πάζαλ άιιελ αξρήλ, ν αξηζκόο ησλ αηάθησο ή νπδόισο θνηηώλησλ εηο ηα ζρνιεία παληειώο ζα εθιίπε …» Ο Μπέκπειεο αλαθέξεη φηη δελ ηεξήζεθε ‘ν πεξί θνηηήζεσο ζεζκφο’ θαη δελ εηζπξάηηνληαλ ηα επηβιεζέληα πξφζηηκα απφ ηνπο δεκνηηθνχο ππαιιήινπο έπεηηα απφ εληνιή ησλ δεκάξρσλ ιφγσ πνιηηηθνχ θφζηνπο φπσο αθήλεη λα ελλνεζεί, πξνηείλνληαο ζηα κέηξα ζεξαπείαο ηελ είζπξαμή ηνπο απφ ηνπο ζηαζκάξρεο ηεο ρσξνθπιαθήο. Ζ ίδηα ε Πνιηηεία δηείδε ηνπο πξαγκαηηθνχο ιφγνπο πνπ εκπφδηδαλ ηε θνίηεζε ησλ καζεηψλ ζην ζρνιείν (π.ρ. θαηαβνιή δηδάθηξσλ, αληηθεηκεληθέο δπζθνιίεο κεηαθίλεζεο ησλ καζεηψλ) θαη ζε πνιιέο πεξηπηψζεηο ζηάζεθε επηεηθήο απέλαληη ζηνπο ‘κε ζπκκνξθσζέληεο γνλείο’. Ο λφκνο πνπ βξηζθφηαλ ζε ηζρχ (485, θεθ. Γ΄) θαζφξηδε ηηο πεξηπηψζεηο ηηκσξίαο ησλ απνπζηψλ ησλ καζεηψλ θαζψο θαη ην επηβαιιφκελν πξφζηηκν (άξζξα 20-22 ). Ο λφκνο φκσο δελ έιπζε ην πξφβιεκα ηεο αθνηηεζίαο ζηα ζρνιεία, αληίζεηα δεκηνπξγνχζε πξνβιήκαηα. ΢ε πνιιά Μαζεηνιφγηα αλαγξαθφηαλ δίπια απφ ηηο απνπζίεο ηνπ θάζε καζεηή ε ιέμε ‘θαηεγγέιζε’. Ζ θαηαγγειία φκσο ηνπ δαζθάινπ δελ έιπλε ην πξφβιεκα. Τπήξρε κεγάιε θαη ρξνλνβφξνο γξαθεηνθξαηία απφ ηελ νπνία έπξεπε λα πεξάζεη ε εθαξκνγή ηεο δηάηαμεο γηα ηελ ππνρξεσηηθή θνίηεζε (Δπηζεσξεηήο-Γήκαξρνο-Δπφπηεο Αγξνθπιαθήο-Σκεκαηάξρεο Υσξνθπιαθήο-΢ηαζκάξρεο γνλέαο). Ζ ρξνλνβφξα απηή δηαδηθαζία πξνθαινχζε ζχγρπζε θαη αηαμία ζηα καζεηνιφγηα, ζηηο ηάμεηο θαη ζην πξφγξακκα ηνπ ζρνιείνπ, ηδηαίηεξα δε ζην δάζθαιν. Ζ απεηιή εθαξκνγήο ησλ ζρεηηθψλ λφκσλ θαη θαηάξγεζεο ησλ ζρνιείσλ είρε πξνζσξηλά απνηειέζκαηα. Ζ ίδηα ε Πνιηηεία δηείδε ηνπο πξαγκαηηθνχο ιφγνπο πνπ εκπφδηδαλ ηε θνίηεζε ησλ καζεηψλ ζην ζρνιείν (π.ρ. θαηαβνιή δηδάθηξσλ, αληηθεηκεληθέο δπζθνιίεο κεηαθίλεζεο ησλ καζεηψλ) θαη ζε πνιιέο πεξηπηψζεηο ζηάζεθε επηεηθήο απέλαληη ζηνπο ‘κε ζπκκνξθσζέληεο γνλείο’.

Β) Η πελία θαη ε αβειηεξία ησλ γνλέσλ «…Οπθ νιίγνλ όκσο, σο ππαηλίρζελ ήδε, ζπλέηεηλαλ εηο ηελ ειιηπή δηάδνζηλ ηεο δεκνηηθήο Παηδεύζεσο ε σκνινγνπκέλε πελία ησλ γνλέσλ, αλαγθαδνκέλσλ έλεθα ηνύηνπ λα απαζρνιώζηλ ηνπο ππνρξένπο εηο θνίηεζηλ παίδαο απηώλ εηο γεσξγηθά εξγαζίαο θαζ’ άπαλ ην έηνο, θαη ε αβειηεξίαλ ελίσλ εμ’ απηώλ, νίηηλεο αλ θαη αληέρνπζηλ εηο ηελ πελίαλ, εθ ηεο θαθήο πξνο ηα γξάκκαηα εθηηκήζεσο δεηθλύνπζηλ πεξηζζόηεξνλ ελδηαθέξνλ δηά ηελ βόζθεζηλ ρνίξσλ θαη πξνβάησλ, ή δηά ηελ αλαηξνθήλ ησλ ηέθλσλ ησλ ...». Αλαιχνληαο ηνπο δχν παξαπάλσ ιφγνπο, αθνηηεζία θαη πελία - αβειηεξία ησλ γνλέσλ νη νπνίνη ζρεηίδνληαη άκεζα, πξέπεη λα ηνλίζνπκε φηη ππήξμαλ ηξνρνπέδε ζηελ πξφνδν ησλ καζεηψλ. Ζ αθνηηεζία ήηαλ κηα ραίλνπζα πιεγή ζην ζψκα ηεο λενπαγνχο


Πνιηηείαο πνπ νη ηζχλνληεο πξνζπάζεζαλ λα αληηκεησπίζνπλ θπξίσο κε λνκνζεηηθά κέηξα, κε επηβνιή πξνζηίκσλ ζηνπο γνλείο ησλ καζεηψλ.

Λόγνη Αθνηηεζίαο νη επηδεκηθέο αζζέλεηεο (ηιαξά, επινγηά, δηθζεξίηεο). Καηαγξάθνληαη επηδεκίεο ηιαξάο ηα έηε 1902 θαη 1908 θαη επινγηάο ην 1909 - νη αληίμνεο ζπλζήθεο κεηαθίλεζεο ησλ καζεηψλ - ηα εθπαηδεπηηθά ηέιε, ε δαπάλε αγνξάο δηδαθηηθψλ βηβιίσλ θ. ά. - Ζ λννηξνπία ησλ γνλέσλ ππήξμε ε ζεκαληηθφηεξε αηηία. Ο Μπέκπειεο κέκθεηαη ηνπο γνλείο γη’ απηήλ ηε λννηξνπία, « ηελ θαθήλ πξνο ηα γξάκκαηα εθηίκεζηλ ». Τπήξρε φκσο θαη ε ζθιεξή πξαγκαηηθφηεηα, ε αλάγθε. Δθηφο φκσο απφ ηελ πξνζσπηθή πεπνίζεζε ηνπ θάζε γνλέα απέλαληη ζηελ εθπαίδεπζε, ζπρλά νη γνλείο ήηαλ αλαγθαζκέλνη, ιφγσ ησλ αγξνηηθψλ αζρνιηψλ, λα θξαηνχλ ηα παηδηά θνληά ηνπο ζηα ρσξάθηα, καθξηά απφ ην ζρνιείν. Οη γνλείο πξνηηκνχζαλ λα απαζρνινχλ ηα παηδηά ηνπο ζηελ ειαηνζπιινγή πεξίνδν φπνπ παξαηεξνχληαη νη πεξηζζφηεξεο απνπζίεο, ζηε κεηαθνξά δεκαηηψλ θαηά ην ζέξνο, ζηε βφζθεζε δψσλ θαη ζε άιιεο γεσξγηθέο εξγαζίεο, ζηελ αλαηξνθή κηθξφηεξσλ αδειθψλ ηα θνξίηζηα, παξά λα ηα ζηείινπλ ζην ζρνιείν λα κάζνπλ γξάκκαηα. Απηφ κπνξνχζε λα δηθαηνινγεζεί θαηά ηελ χζηεξε ηνπξθνθξαηία , φρη φκσο θαηά ηελ Κξεηηθή Πνιηηεία πνπ ην ζρνιείν παξείρε ζην καζεηή πξαθηηθέο γηα ηε δσή γλψζεηο. Ζ ηάζε απηή ησλ γνλέσλ επηζεκαίλεηαη ζε πνιιέο εθζέζεηο επηζεσξεηψλ θαη δαζθάισλ. Ζ πελία ησλ γνλέσλ πνπ επηζεκαίλεη ν Μπέκπειεο θαη πνπ θαηέηξπρε ηελ εθπαίδεπζε κηαο θαη ζρεδφλ φινη νη καζεηέο δελ κπνξνχζαλ νχηε καζεηηθά βηβιία λα πξνκεζεπηνχλ, νχηε εθπαηδεπηηθά ηέιε λα θαηαβάιινπλ, ππήξμε κηα ζνβαξή αηηία καζεηηθήο δηαξξνήο. Γελ είραλ πεξάζεη νχηε δέθα ρξφληα απφ ηελ ηειεπηαία θξεηηθή επαλάζηαζε πνπ είρε θαζπξκάμεη ηα πάληα. Οη αθνξίεο ησλ εηψλ 1900 & 1901 πνπ έπιεμαλ ην λεζί, επηδείλσζαλ ην πξφβιεκα.Οη πεξηζζφηεξνη ησλ γνλέσλ ηξέθνληαη « δηά μεξνύ κόλνλ άξηνπ » φπσο δηαβάδνπκε ζηνλ ηνπηθφ ηχπν ηεο επνρήο. -

Γ) Η έιιεηςηο ζρνιείσλ ζειέσλ «…8. Αιιά θαη ε έιιεηςηο αλαιόγνπ αξηζκνύ ζρνιείσλ ζειέσλ βεβαηόηαηα εδεκίσζελ παληόο άιινπ πεξηζζόηεξνλ ηελ δεκνηηθήλ εκώλ παίδεπζηλ…». ΢ηε κε εκεξ/λία 15/3/1908 έθζεζε ηνπ Ννκαξρηαθνχ Δπηζεσξεηή Ζξαθιείνπ Νηθνιάνπ Μπέκπειε πξνο ην Γεληθφ Δπηζεσξεηή Αλη. Γηάλλαξε αλαθέξεη φηη ην ζρνι. έηνο 1906-1907 ιεηηνπξγνχζαλ ζην λνκφ Ζξαθιείνπ 120 Γεκνηηθά ζρνιεία αξξέλσλ (αξξελαγσγεία) κε θνηηψληεο καζεηέο 5.845 καζεηέο έλαληη 6459 εγγεγξακέλσλ θαη 30 παξζελαγσγεία κε 2.482 θνηηψζεο καζήηξηεο έλαληη 2.848 εγγεγξακέλσλ. Απφ ηνπο παξαπάλσ αξηζκνχο έβγαηλε ην ζπκπέξαζκα φηη ε Κξεηηθή Πνιηηεία πζηεξεί σο πξνο ηε δηάδνζε ηεο δεκνηηθήο εθπαίδεπζεο αθνχ ζην ζχλνιν ηνπ πιεζπζκνχ ηνπ λνκνχ Ζξαθιείνπ πνπ ήηαλ 90.000 αλαινγνχζαλ 8.327 καζεηέο δει. 10 % άξξελεο 16,5 ελψ ζήιεηο 6. Σελ εηο βάξνο ησλ θνξηηζηψλ δηαθνξά εληνπίδεη παξαθάησ ν Μπέκπειεο ηελ έιιεηςε ζρνιείσλ ζειέσλ ε νπνία «...βεβαηόηαηα εδεκίσζελ παληόο άιινπ πεξηζζόηεξνλ ηελ δεκνηηθήλ εκώλ παίδεπζηλ ». ΢ηα κέηξα ζεξαπείαο πξνηείλεη γηα ηελ « αλφξζσζηλ ηεο δεκνηηθήο παηδεχζεσο »: « Να πεξηνξηζηεί ν αξηζκόο ησλ ζειέσλ όζηηο θαηά ηνλ ηζρύνληα


λόκνλ δηθαηνινγεί ηελ ίδξπζηλ Παξζελαγσγείσλ, από 40 εηο 30, όηε ν αξηζκόο ησλ καζεηξηώλ δελ ζα πζηεξή ηόζνλ κεγάισο ηνπ αξηζκνύ ησλ καζεηώλ. -Τν δήηεκα ηεο κεηαμύ αξξέλσλ θαη ζειέσλ παξαηεξνπκέλεο αληζόηεηνο σο πξνο ηελ παίδεπζηλ ήλ θαζηεξνί ν ππάξρσλ λόκνο λνκίδσ όηη πξέπεη λα απαζρνιήζε ηνπο αξκνδίνπο πνιύ. Γηόηη αλ θαη ε γπλή δελ ήξρηζελ αθόκε παξ’ εκίλ λα αληαγσλίδεηαη πξνο ηνλ άλδξα εηο ζηάδηα θαζαξώο βηνπνξηζηηθά, σο ζα εδύλαηό ηηο λα δηθαηνινγήζε ηελ ηνηαύηελ αληζόηεηα, ζα ζπληειέζε πνιύ εηο ηελ πξναγσγήλ ηεο Διιεληθήο θνηλσλίαο σο κήηεξ θαη νηθνθπξά όηαλ αύηε ηύρε επηκειεζηέξαο κνξθώζεσο …» θαη ζπλερίδεη παξαθάησ « είκαη πεπεηζκέλνο όηη αλ ν αξηζκόο ησλ καζεηξηώλ πεξηνξηζζή ν δηθαηνινγώλ ηελ ίδξπζηλ ησλ παξζελαγσγείσλ εηο 30, νπόηε ζ’ απμεζώζη ηαύηα, θαη’ αθνινπζίαλ δε θαη ν αξηζκόο ησλ καζεηξηώλ, ιεηηνπξγήζε δε θαιώο θαη ν ζεζκόο ηεο ππνρξεσηηθήο θνηηήζεσο, ε ζέζηο εκώλ σο πξνο ηελ δηάδνζηλ ηεο δεκνηηθήο παηδεύζεσο ζα είλε εππξόζσπνο κεηαμύ ησλ θξαηώλ ηεο Δπξώπεο εθείλσλ ελ νίο νπδείο απνκέλεη απαίδεπηνο ..» Ο Μπέκπειεο ζέηεη ην ζεκαληηθφ πξφβιεκα ηεο εθπαίδεπζεο ησλ θνξηηζηψλ ζηελ Κξεηηθή Πνιηηεία. Ζ κνξθσκέλε κεηέξα ζα ζπληειέζεη πνιχ ζηελ πξναγσγή ηεο ειιεληθήο θνηλσλίαο. Ζ πξφηαζε ηνπ Μπέκπειε είλαη έλα βήκα γηα ηε ιεηηνπξγία πεξηζζφηεξσλ παξζελαγσγείσλ. Απηφ ην έιιεηκκα, ην κηθξφ αξηζκφ ησλ παξζελαγσγείσλ, ε Κξεηηθή Πνιηηεία πξνζπάζεζε λα ην δηνξζψζεη κε ηε θαηάξγεζε ησλ παξζελαγσγείσλ θαη ηε ζπκθνίηεζε αγνξηψλ θαη θνξηηζηψλ ηνλ Ηνχιην ηνπ 1911. Σν δήηεκα ηεο πξναγσγήο ηεο θνηλσλίαο κέζσ ησλ κνξθσκέλσλ κεηέξσλ ζέηνπλ αξθεηέο δεθαεηίεο πξσηχηεξα θηινπξφνδνη άλζξσπνη απφ ηε Νεάπνιε θαη ηε Φνπξλή δεηψληαο ηελ ίδξπζε Παξζελαγσγείσλ ζηνλ ηφπν ηνπο. ΢ηε Νεάπνιε ηδξχζεθε ην 1872 θαη ζηε Φνπξλή ην 1882. Ζ Κξεηηθή Πνιηηεία έδηλε κεγάιε ζεκαζία ζηελ εθπαίδεπζε ησλ θνξηηζηψλ. Σαζζφηαλ ππέξ κηαο δηαθνξνπνηεκέλεο εθπαίδεπζεο ε νπνία ζα παξήγαγε δηδαζθάιηζζεο γηα λα κνξθψζνπλ ηα ζήιεα ζηνπο αγξνηηθνχο πιεζπζκνχο αιιά θαη ηε ‘κεηέξα νηθνδέζπνηλα’. Ζ βαζηθή ηάζε πνπ επηθξαηνχζε ζε φηη αθνξά ηε ζηνρνζεζία ηεο Πνιηηείαο, ηαζ-

ζφηαλ ππέξ κηαο δηαθνξνπνηεκέλεο γπλαηθείαο εθπαίδεπζεο κε θαηεχζπλζε ηε «κεηέξανηθνδέζπνηλα» θαη αλαγλώξηδε ζε απηήλ σο θύξηα επηδίσμή ηεο ζηνλ εξγαζηαθό ρώξν θπξίσο ην δηδαζθαιηθό επάγγεικα ». Δίλαη γεγνλφο πάλησο φηη ζηελ Κξήηε ν βαζκφο πξνζπέιαζεο ησλ θνξηηζηψλ ζην ζρνιείν δελ ήηαλ θάηη απηνλφεην νχηε εχθνιν θαη ζπλδεφηαλ φπσο ζε φιεο ηηο παξαδνζηαθέο θνηλσλίεο, κε ηε δηαθνξνπνίεζε ηεο ζέζεο ηνπο ζε ζρέζε κε ηα αγφξηα ηφζν κέζα ζηελ νηθνγέλεηα φζν θαη ζηνλ επξχηεξν θνηλσληθφ ρψξν. Παξ’ φια απηά, επί Κξεηηθήο Πνιηηείαο ε εθπαηδεπηηθή πνιηηηθή πξνζπάζεζε λα δψζεη έλαλ άιιν ραξαθηήξα θαη κηα άιιε κνξθή ζηελ ηππηθή ηνπο εθπαίδεπζε, ζεσξψληαο φηη ηα σθειήκαηα πνπ πξνέθππηαλ ηφζν βξαρππξφζεζκα φζν θαη καθξνπξφζεζκα ζα ήηαλ πνιιά θαη ζεκαληηθά.

ΑΛΛΑΙ ΑΣΔΛΔΙΑΙ « Όηη ηα απνηειέζκαηα ελ ηε θαζ’ όινπ πξνόδνπ ηεο εξγαζίαο ηθαλώο ππνιείπνληαη ηνπ πξνζήθνληνο κέηξνπ, νπδείο δύλαηαη ζνβαξώο λα ακθηζβεηήζε. Γηόηη όληνο εμεθξηβσκέλνπ θαηά η’ αλσηέξσ, όηη επί 8327 καζεηώλ απειύζεζαλ ή πξνήρζεζαλ ελ όισ 4800, ήηε 52%, ελ ώ όηαλ ηα πξάγκαηα έρσζη θαιώο ε αλαινγία ησλ απνιπνκέλσλ θαη πξναγνκέλσλ είλαη ζπλήζσο 80%, αλαληίξξεηνλ είλαη όηη ηα απνηειέζκαηα ηεο εξγαζίαο ηθαλώο ππνιείπνληαη ηνπ πξνζήθνληνο κέηξνπ. Δηο ηελ παξαηεξνύκελε ηαύηελ έιιεηςηλ σο πξνο ηελ πξόνδνλ ηεο εξγαζίαο θπξίσο επέδξαζαλ - α) ηα θαθά δηδαθηήξηα, β) ηα θαθά δηδαθηηθά βηβιία, γ) ε έλαξμηο ηεο εξγαζίαο πνιύ αξγόηεξνλ ηεο λνκίκνπ πξνζεζκίαο θαη δ) αη πνιιαί αξγίαη θαη ε) ε αληθαλόηεο πνιιώλ δηδαζθάισλ »


-Σν πνζνζηφ ησλ πξναρζέλησλ ή απνιπζέλησλ καζεηψλ επί ηνπ ζπλφινπ ήηαλ 52%, ελψ ζα έπξεπε λα είλαη 80%. Αηηίεο ζχκθσλα κε ην Μπέκπειε :

« Α. Σα αθαηάιιεια Γηδαθηήξηα «... Τνύησλ ειάρηζηα κελ ελ ηε πεξηθεξεία κνπ δύλαληαη λα ζεσξεζώζηλ αλεθηά ππό ηελ έπνςηλ θηηξίνπ, νπδέλ δ’ αλεθηά ππό ηελ έπνςηλ επηπιώζεσο, άηε κή έρνληα ζρνιηθά έπηπια κεδέ δηδαθηηθά όξγαλα όζα θαη όπσο ρξεηάδνληαη. Τνπλαληίνλ ηα πιείζηα είλε πάληε αθαηάιιεια λα πξνθπιάμσζη ηνπο ηε καζεηάο θαη δηδαζθάινπο από ηελ επηβιαβή ηεο αηκνζθαίξαο επηξξνήλ ». - Θα πξέπεη λα ηνληζηεί ζ’ απηφ ην ζεκείν, φηη ηα ππάξρνληα δηδαθηήξηα δεκηνχξγεκα ησλ ηνπηθψλ θνηλνηήησλ ηηο πξνεγνχκελεο δεθαεηίεο, κε ηελ θαζηέξσζε ηεο ππνρξεσηηθήο εθπαίδεπζεο θαη ηελ αχμεζε ηνπ αξηζκνχ ησλ καζεηψλ απνδείρηεθαλ εληειψο αλεπαξθή γηα λα ζηεγάζνπλ ηφζν κεγάιν αξηζκφ καζεηψλ, κηαο θαη ήηαλ ζρεδηαζκέλα ζε άιιεο επνρέο γηα λα εμππεξεηήζνπλ πνιχ κηθξφηεξν αξηζκφ καζεηψλ. Ζ Πνιηηεία αδπλαηνχζε λα αλεγείξεη δηδαθηήξηα θαη λα πξνκεζεχζεη ζηα ζρνιεία ηνλ απαξαίηεην εμνπιηζκφ. Μνηξαία αλαηέζεθε ζηηο Κνηλφηεηεο ε αλέγεξζε ησλ δηδαθηεξίσλ θαη ε πξνκήζεηα ησλ επίπισλ. Δπεηδή θαη απηέο αδπλαηνχζαλ λα αλεγείξνπλ δηδαθηήξηα, δηεχξπλαλ ηα ππάξρνληα ή πξνέβαηλαλ ζηε κίζζσζε θάπνηνπ νηθήκαηνο ζπλήζσο αλήιηνπ θαη αθαηάιιεινπ . ΢ε αξθεηά ρσξηά νη λανί θιήζεθαλ λα ζπλδξάκνπλ ζηελ επίιπζε ηνπ πξνβιήκαηνο, ζηεγάδνληαο ηνπο καζεηέο. ΜΔΣΡΑ ΘΔΡΑΠΔΙΑ΢ Γηα ηελ επίιπζε ηνπ δηδαθηεξηαθνχ πξνβιήκαηνο, ηελ επίπισζε ησλ ζρνιείσλ θαη ηελ πξνκήζεηα ησλ επνπηηθψλ νξγάλσλ ν Μπέκπειεο αθνχ αλαγλσξίδεη ηελ νηθνλνκηθή αδπλακία ηεο Κξεηηθήο Πνιηηείαο λα αληαπνθξηζεί ζηηο ηεξάζηηεο αλάγθεο (6.000.000δξρ.), πξνηείλεη ηε ζχζηαζε ζρνιηθψλ ηακείσλ ζε θάζε Γήκν ησλ νπνίσλ πφξνη ζα ήζαλ : εθηφο απφ ηηο εηζθνξέο ησλ Γήκσλ θαη ησλ κνλαζηεξηαθψλ επηηξνπψλ ηα εθπαηδεπηηθά ηέιε θαη ηα πξφζηηκα ζηνπο απεηζνχληεο γνλείο, ην ήκηζπ επί ηνηο % ησλ ήδε θνξνινγνπκέλσλ πξντφλσλ. Μέζα ζε κηα πεληαεηία ζχκθσλα κε ηνπο πξνρεηξφηεξνπο ππνινγηζκνχο αλαθέξεη ν Μπέκπειεο, ην πξφβιεκα ζα είρε επηιπζεί : « Η Πνιηηεία νθείιεη λα ιάβε πξόλνηαλ δηά ηελ αλέγεξζηλ δηδαθηεξίσλ, ηελ θαηάιιεινλ επίπισζηλ απηώλ θαη ηελ παξνρήλ ησλ αλαγθαηνύλησλ ηε δηδαζθαιία δηδαθηηθώλ νξγάλσλ. Ταύηα ιέγσλ βεβαίσο δελ ελλνώλ όηη πξέπεη ε πησρή Πνιηηεία καο ηδίαηο δαπάλαηο λα πξνβή εηο ηελ αλέγεξζηλ ησλ εμαξηεκάησλ απηώλ, δηόηη ηαύηα ζα απήηνπλ άλσ ησλ 6.000.000 δξαρκώλ, πνζόλ δήινλ όηη δπζαλάινγνλ πξνο ηελ νηθνλνκηθήλ απηήο θαηαζηάζηλ αιι’ όηη νθείιεη λα εμεύξε θαηάιιεινλ ηξόπνλ δη’ νύ ππό ηελ ηδίαλ απηήο θξνληίδα θαη πξνζηαζίαλ, ζα εδύλαην λα ζεξαπεπζή ην θαθόλ. Πεξί ηνπ δεηήκαηνο ηνύηνπ απεπζπλόκελνο άιινηε πξνο ηελ Σεβαζηήλ Αλσηέξαλ Γηεύζπλζηλ ηεο Παηδείαο αλέθεξνλ όηη πξνο ηνλ ζθνπόλ ηνύηνλ έδεη όπσο ζπζηαζώζη ζρνιηθά ηακεία ελ εθάζησ Γήκσ σλ πόξνη ζα ήζαλ : α) εηζθνξαί ησλ Γήκσλ θαη ησλ Μνλαζηεξηαθώλ Δπηηξνπεηώλ, β) ηα εηζπξαηόκελα πξόζηηκα ησλ απνπζηώλ, θαη γ) ηα παηδεπηηθά ηέιε. Δάλ δε εηο ηνπο πόξνπο ηνύηνπο πξνζηεζεί ήκηζπ επί ηνηο % θόξνο επί ησλ ήδε θνξνινγνπκέλσλ πξντόλησλ ππέξ ηνπ ζρνιείπν εθείλνπ εθ ηεο πεξηθεξείαο ηνπ νπνίνπ εηζεπξάρζε κέρξη ηεο ζπκπιεξώζεσο ηνπ πνζνύ ην νπνίνλ ζα απείηεη ε αλέγεξζηο, ε επίπισζηο θαη ηα δηδαθηηθά όξγαλα απηώλ, ζα εδύλαην ε Πνιηηεία ρσξίο πνζώο λα επηβαξύλε εαπηήλ εηο δηάζηεκαλ κηαο ην πνιύ πεληαεηίαο, θαηά ηνπο πξνρεηξνηέξνπο ππνινγηζκνύο, λ’ απνθηήζε η’ απαηηνύκελα δηδαθηήξηα »


΢ρνιηθέο Δπηηξνπέο -: « ... (ε) Ο ηζρύσλ πεξί ζρνιηθώλ επηηξνπεηώλ ζεζκόο θαη’ εκέ απέδεημε ηνύην ηνπιάρηζηνλ όηη, εθ’ όζνλ ηα θαζήθνληα ηαύηα είλε αλαηεζεηκέλα εηο επηηξνπείαο όισο αζπκπαζώο πξνο ηα ζρνιεία δηαθεηκέλαο θαηά ην πιείζηνλ, άιι’ όπεξ θαη ζπνπδαηόηεξνλ, νπδέλ ερνύζαο αληίθξπζκα ηεο απαηηνπκέλεο δαπάλεο, νπδέπνηε ε Πνιηηεία, κεζ’ όζαο θαη νίαο αλ κεηαρεηξηζζή απεηιάο, ζα δπλεζή λα απνθηήζεη εθπαηδεπηήξηα αλάινγα κελ αθ’ ελόο πξνο ηαο ζεκεξηλάο αλάγθαο εκώλ, αληαπνθξηλόκελα δ’ αθ’ εηέξνπ πξνο ηνπο ππό ηεο επηζηήκεο θαη ηεο ζπγρξόλνπ ζρνιηθήο πξνόδνπ παξαδεδεηγκέλνπο ηύπνπο θαη θαλόλαο...». - Ζ αληηθαηάζηαζε ησλ κειψλ ησλ ΢ρνιηθψλ Δπηηξνπεηψλ ηνπ λφκνπ 1901, εππαίδεπησλ θαη εγγξακκάησλ, απφ ηα κέιε ησλ ελνξηαθψλ επηηξνπψλ, ζηειηηεχεηαη απφ ην Μπέκπειε. Αλαθέξεη ζηελ έθζεζή ηνπ φηη ηα θαζήθνληα ησλ ζρνιηθψλ επηηξνπεηψλ αλαηέζεθαλ ζε επηηξνπείεο αζπκπαζψο δηαθείκελεο πξνο ηα ζρνιεία θαη αλ επηζπκεί ε Πνιηηεία λα απνθηήζεη εθπαηδεπηήξηα αλάινγα κε ηηο αλάγθεο ηεο εθπαίδεπζεο ζα πξέπεη αληί γηα απεηιέο πξνο ηνπο ελνξηαθνχο επηηξφπνπο λα δηαζέζεη ρξήκαηα. O ζεζκφο ησλ ΢ρνιηθψλ Δπηηξνπψλ ήηαλ γλσζηφο θαη θαηά ηηο ηειεπηαίεο δεθαεηίεο ηνπ 19νπ αηψλα. Σφζν ν Καλνληζκφο ηνπ 1870 φζν θαη ν «πεξί παηδείαο» λφκνο ηνπ 1881 έθαλαλ ιφγν γηα ηηο Γεκνηηθέο Δθνξείεο. Σηο ηξηκειείο ή πεληακειείο Γεκνηηθέο Δθνξείεο απνηεινχζαλ νη εππαίδεπηνη θάηνηθνη ησλ νηθηζκψλ θαη νπσζδήπνηε ν ηεξέαο. Καζήθνλ ηνπο ήηαλ ε κέξηκλα ησλ ζρνιηθψλ δηδαθηεξίσλ θαη ε επίβιεςε ηνπ δηδαζθαιηθνχ έξγνπ. ΢ε αξζξνγξαθία ηεο επνρήο ζηειηηεχεηαη ν ξφινο ησλ ζρνιηθψλ επηηξνπψλ, επηζεκαίλεηαη ε δεκηνγφλνο ηαχηηζε ελνξηαθψλ θαη ζρνιηθψλ επηηξνπψλ θαη ε αδηαθνξία ησλ επηηξφπσλ. « Ο ζεζκόο ησλ ζρνιηθώλ επηηξνπεηώλ εζηόρεζελ επηβιαβέζηαηα θαη είλαη αλάγθε όπσο νη αξκόδηνη ζθεθηώζη δηά θαηαιιήινπ λνκνζεηήκαηνο λα δηνξζώζσζη ην θαθφλ » αλαθέξνπλ ραξαθηεξηζηηθά. Δπίηξνπνη αγξάκκαηνη, αδηάθνξνη θαη ηειηθά δεκησγφλνη γηα ην ζθνπφ ηνπ ζρνιείνπ. Δμαζθνχλ φια ηνπο ηα δηθαηψκαηα κε ππέξκεηξν δήιν αιιά θακκηά ππνρξέσζή ηνπο.

Β. Σα θαθά δηδαθηηθά βηβιία Σα βηβιία πνπ δηδάζθνληαλ ζην Γεκνηηθφ ζρνιείν αλ θαη έθεξαλ ‘ ηχπνλ πςειήο εγθξίζεσο’ ‘πφξσ απείραλ’ ηνπ ζθνπνχ ησλ. Οη ζπγγξαθείο, ζχκθσλα κε ην Μπέκπειε, αγλννχζαλ ηειείσο θαη ηα πξάγκαηα θαη ηε γιψζζα ζηελ νπνία αλέπηπζζαλ ηα πξάγκαηα. ΢ε φια ηα βηβιία απνπζίαδε ε ινγνηερληθή νξζνέπεηα, ε ζαθήλεηα θαη ε πεξηεθηηθφηεηα. ΢ρεδφλ φια ηα βηβιία, θαηαιήγεη ζπκππθλψλνληαο ηηο απφςεηο ηνπ γηα ηα δηδαθηηθά βηβιία, ν Μπέκπειεο « είλε αθαιαίζζεηα ζπξξάκκαηα αλνπζίσλ δηεγήζεσλ, ή αλακάζεζηο πεξηγξαθώλ νπδόισο εθπιεξνπζώλ ηνλ ζθνπόλ όο επηδηώθεηαη. Δίλε δε θαη ηα δεκνηηθά βηβιία ηεηππσκέλα επί ράξηνπ ζπλήζσο θαθίζηεο πνηόηεηνο θαη δηά ηύπνπ ειεεηλνύ….» ΢πγθεθξηκέλα αλαθέξεη o Μπέκπειεο αλαιπηηθά γηα ην βηβιίν θάζε καζήκαηνο : « […] 12. (α) Δλ ηε Γπαμματική, δηόηη ελ ώ ελ απηή ηδέαη ηηλέο αλαπηύζζνληαη ππεξκέηξσο, άιιαη κέλνπζηλ αηξνθηθαί, πνιιαί δε θαη παξαιείπνληαη, ηδίσο δ’ εθείλαη ηαο νπνίαο ε παξ’ εκώλ ιαινπκέλε θαη γξαθνκέλε γιώζζα δελ παξέιαβελ εθ ηεο αξραίαο, εθ δε ηνύηνπ πνιιάθηο ζπκβαίλεη αλεμήγεηόο ηηο ζύγρπζηο κεηαμύ επηζηεκνληθήο θαη πξαθηηθήο Γξακκαηηθήο. 13. (β) Δλ ηε Ιστοπία, δηόηη ελ απηή θπξηαξρεί ε κνλνκεξήο εμηζηόξεζηο ηνπ πνιεκηθνύ βίνπ, παξαγθσλίδεηαη δε ζρεδόλ ηέιενλ ε απεηθόληζηο ηνπ πλεπκαηηθνύ βίνπ ηνπ


εμηζηνξνπκέλνπ ιανύ. Πιελ ηνύηνπ θαη εληαύζα ην ιεθηηθόλ είλε αθηιόθαινλ θαη αθαηάιιεινλ. Δλίνηε κάιηζηα ελ ηε δηεγήζεη παξεληίζεληαη, θαη δε σο ελ παξέξγσ, ηνηαύηαη ιέμεηο θαη θξάζεηο δηά ηελ αλάιπζηλ ησλ νπνίσλ δελ αξθεί πνιιάθηο νιόθιεξνο ε ώξα ηνπ καζήκαηνο. Δθηόο από ην αξρατθό ιεμηιόγην πνπ δπζρέξαλε ηελ πιόζιεςε ηεο γλώζεο από ηνπο καζεηέο, ν Μπέκπειεο ζέηεη ζην κάζεκα ηεο ηζηνξίαο ην ζέκα ηεο κνλνκεξνύο εμηζηόξεζεο ησλ πνιεκηθώλ γεγνλόησλ εηο βάξνο ησλ πλεπκαηηθώλ δεκηνπξγηώλ ηνπ εμηζηνξνύκελνπ ιανύ, απηό δει. πνπ κέρξη ηε δεθαεηία ηνπ 1980 ραξαθηήξηδε ηα βηβιία ηεο ηζηνξίαο ζηελ ειιεληθή εθπαίδεπζε ». Θέηεη αθφκα ν Μπέκπειεο ην πξφβιεκα ηεο Γιψζζαο, αξραΐδνπζαο θαη πνιιέο άγλσζηεο ιέμεηο θαη γηα ην ιφγν απηφ δπζλφεηε απφ ηνπο καζεηέο. Η γιώζζα ησλ δηδαθηηθώλ βηβιίσλ Έλα πνιχ ζεκαληηθφ πξφβιεκα ην νπνίν δπζρέξαηλε θαίξηα ηελ θαηαλφεζε θαη αθνκνίσζε ηεο γλψζεο απνηειψληαο ηξνρνπέδε, ζηε κάζεζε, ήηαλ ε ζρεδφλ αξραΐδνπζα γιψζζα ησλ δηδαθηηθψλ βηβιίσλ. Οη ζπγγξαθείο ησλ βηβιίσλ, αθφκε θαη ησλ αλαγλσζηηθψλ, φπσο καζαίλνπκε απφ ηνλ εθπαηδεπηηθφ ηχπν ηεο επνρήο κάιινλ επίδεημε θαιήο ρξήζεο ηεο θαζαξεχνπζαο έθαλαλ κεηαηξέπνληαο ηα επλφεηα ζε δπζλφεηα, ελψ γηα ηελ επεμήγεζε ηεο πιεζψξαο ησλ αγλψζησλ ιέμεσλ απαηηνχληαλ νιφθιεξε ε ψξα ηνπ καζήκαηνο. « […] 14. (γ) Δλ ηε Γεωγπαυία, ηδίσο ηεο Γεο ηάμεσο, πξνο ηαηο αλαθξηβείαηο θαη ηνηο δηαλνήηνηο γεσγξαθηθνίο όξνηο παξαηεξείηαη μεξά θαη απνπληθηηθή νλνκαηνγξαθία, νπδείο δε ιόγνο γίλεηαη νύηε πεξί ηνπ βίνπ ησλ θαηνίθσλ, νύηε πεξί ησλ πξντόλησλ, νύηε πεξί ησλ ηνπίσλ θαη ινηπώλ ηδηνηήησλ ηεο θύζεσο, δη’ ώλ λα εμεγείξεηαη ησλ παίδσλ ην ελδηαθέξνλ πξνο ην θαιόλ θαη ε αγάπε πξνο ηελ πάηξηνλ γελ ». Θέιεη δειαδή ν Μπέκπειεο ην δήηεκα ηεο παηξηδνγλσζίαο, αιιά ηνπ επνηθνδνκηηηζκνχ (θνλζηξνπθηηβηζκνφο) φπσο επηθξάηεζε ηε δεθαεηία ηνπ 1980 ! απφ ηνλ Ρψζν παηδαγσγφ Βηγθφθζθη. Σελ νηθνδφκεζε ηεο γλψζεο απφ ην βίσκα, απφ ηηο εκπεηξίεο, απφ ην άκεζν θαη θνληηλφ ζην καθξηλφ, φπσο πξεζβεχεη ν επηθνδνκεηηζκφο. « […] 15. (δ) Εν τοιρ αναγνωστικοίρ βιβλίοιρ πιελ δπζθνισηάησλ ηηλώλ πεξηγξαθώλ θπζηνγλσζηηθώλ αληηθεηκέλσλ νπδεκία άιιε γλώζηο πγηεηλήο, γεσξγίαο, θηελνηξνθίαο, λαπηηιίαο, βηνκεραλίαο, ζπγθνηλσλίαο ππάξρεη, νπδέ ππάξρεη κλεία ηεο ηζηνξίαο ησλ έξγσλ ηέρλεο, ησλ επαγγεικάησλ θαη ησλ νκνίσλ ηνύηνηο, ελ ώ ησλ ηνηνύησλ γλώζεσλ πξσηίζησο έπξεπε ηα παηδία λα κε κέλσζηλ άγεπζηα, θαη κάιηζηα αθνύ ην δεκνηηθόλ ζρνιείνλ, πξνο ησ κνξθσηηθώ ηνπ ραξαθηήξνο ζθνπώ, πξνηίζεηαη λα κεηαδώζε εηο ηνπο καζεηάο θαη ηα αλαγθαία δηά ηνλ βίνλ ζηνηρεία πξαθηηθώλ γλώζεσλ». Δδψ ν Μπέκπειεο θαηαθξίλεη, κέκθεηαη ηε ζηάζε ησλ ζπγγξαθέσλ λα απνθεχγνπλ λα παξαζέζνπλ θείκελα πνπ ζα είραλ σο ζηφρν λα πξνζδψζνπλ ζην καζεηή ηελ ρξήζηκε, ηελ σθέιηκε γηα ην βίν γηα ηε δσή ηνπο γλψζε. Απηφο εμάιινπ ήηαλ θαη ν ζθνπφο ηνπ Γεκνηηθνχ ζρνιείνπ θαηά ηελ Κξεηηθή Πνιηηεία. Σα αλαγλσζηηθά βηβιία αληηκαρφηαλ ηνλ θχξην ζηφρν ηεο Πνιηηείαο θαη ηνπο ζθνπνχο ηνπ Γεκνηηθνχ ζρνιείνπ. «… 16 (ε) Δλ ηε Φπζηθή Ιζηνξία ηε Ιεξά Ιζηνξία θαη ηνηο Μαζεκαηηθνίο δύλαηαη παο ηηο λα παξαηεξήζε κείδνλαο έηη ειιείςεηο.

Γ. Η έναπξιρ τηρ επγασίαρ πολύ απγότεπον τηρ νομίμος πποθεσμίαρ «…17. Τεο ζνβαξάο ηαύηεο ειιείςεσο αίηηνλ είλαη ε θαη’ έηνο αδηθαηνιόγεηνο κεηαηόπηζηο (sic) ηνπ πξνζσπηθνύ ησλ ζρνιείσλ θαηά ην από ηνπ Σεπηεκβξίνπ κέρξη ηνπ Ννεκβξίνπ έζηη


δ’ όηε θαη ηνπ Γεθεκβξίνπ κελόο δηάζηεκα, θαζ’ ό ηα ζρνιεία έδεη νκαιώο λα εξγάδσληαη. Απιή επηζθόπεζηο ηνπ πίλαθνο Β΄, πείζεη κε αζθαιώο όηη ην ¼ ησλ εξγαζίκσλ εκεξώλ ηνπ ζρνιηθνύ έηνπο θαηαλαιίζθεηαη αλσθειώο εηο ηελ κεηαθίλεζηλ ηνπ πξνζσπηθνύ ησλ ζρνιείσλ ηεο πεξηθεξείαο κνπ. Καθίζηελ δ’ έρεη ηελ επίδξαζηλ επίζεο θαη ην ηζρύνλ ενξηνινγηθόλ Γηάηαγκα, άηε θαζηεξνύλ θαη ηνύην πιένλ ησλ 170 εκεξώλ δη’ όινπ ηνπ ζρνιηθνύ έηνπο εηο ζρνιηθάο αξγίαο. Η ζέζπηζε εμεηάζεσλ γηα ηνπο δαζθάινπο, νη επαλαδηνξηζκνί ησλ, νη ζπρλέο κεηαζέζεηο ιόγσ πνιηηηθώλ θξνλεκάησλ είραλ σο απνηέιεζκα ηελ θαζπζηέξεζε ζηελ έλαξμε ιεηηνπξγίαο, ζηελ αλαζηάησζε ησλ ζρνιείσλ θαη ζηε κε νκαιή ιεηηνπξγία πνιιώλ απ’ απηά. Γ) αη πνιιαί αξγίαη…» ΢ηηο πξνεγνχκελεο αηέιεηεο ν Μπέκπειεο πξνζζέηεη θαη ηηο ζρνιηθέο αξγίεο, νη νπνίεο φπσο επηζεκαίλεη αλέξρνληαη ζε 170, κε απνηέιεζκα λα πεξηνξίδεηαη ν δηδαθηηθφο ρξφλνο. Να ζεκεηψζνπκε φηη αλάκεζα ζ’ απηέο (ζρνιηθέο αξγίεο) ππήξραλ πνιιέο ζξεζθεπηηθέο αξγίεο.

Δ) Η αληθαλόηεο πνιιώλ δηδαζθάισλ «ε΄) Η αληθαλόηεο πνιιώλ δηδαζθάισλ Πξνο απόδεημηλ ηνύηνπ λνκίδσ όηη είλε αξθεηόλ θαη κόλνλ λ’ αλαθέξσ όηη νη ππό ησλ θαηά θαηξνύο επηηξνπεηώλ ρξηζζέληεο δηδάζθαινη, νίηηλεο απνηεινύζη ηα ¾ ηεο όιεο θάιαγγνο ηνπ δηδαζθαιηθνύ ζώκαηνο, απόθνηηνη όληεο ηάμεώλ ηηλσλ ησλ Διιεληθώλ Σρνιείσλ, ησλ Αλσηέξσλ Παξζελαγσγείσλ θαη ησλ Γπκλαζίσλ, ελίνηε δε θαη απόβιεηνη ιόγσ ηεο πλεπκαηηθήο απηώλ λσζξόηεηνο, αγλννύζηλ όρη κόλνλ ηα ζηνηρεία ηεο Παηδαγσγηθήο αιιά θαη εθείλα ηα καζήκαηα άηηλα αλεηέζε απηνίο λα δηδάμσζηλ. Καη νκνινγώ κελ όηη κεηαμύ ηνηνύησλ δηδαζθάισλ δπλαηόλ λα ππάξρσζη πνιιαί εμαηξέζεηο, αιι’ αύηαη δελ αίξνπζη ηνλ γεληθόλ θαλόλα. ΢αλ κέηξν ζεξαπείαο πξνηείλεη ηε κνληκνπνίεζε ησλ δαζθάισλ θαη ηελ ίδξπζε Τπνδηδαζθαιείνπ « ..Να ςεθηζζή ζεζκόο ελ ησ Νόκσ θαζηεξώλ θαη κνληκνπνηώλ ηελ ζέζηλ ησλ δηδαζθάισλ, δηόηη εθηόο ηνπ όηη γίλεηαη πξόμελνο απσιείαο πνιπηίκνπ ρξόλνπ, παξαιύεη ηέιενλ ηελ ζπλείδεζηλ απηώλ θαζίζηεζηλ απηνύο εξέκα αιι’ απνηειεζκαηηθώο από ζθαπαλείο θαη ηνπ Δζληθνύ κεγαιείνπ δεισηάο, επηδεμίνπο εκπδεηάο ηνπ δεκνζίνπ ρξήκαηνο. Δάλ δε ην θαη’ έηνο θαηαζηξεπηηθόλ ηνύην έζνο, όπεξ είλαη απνηέιεζκα ηεο πνιηηηθήο επεξείαο, εμαθνινπζήζε επί ηηλα έηη θαηξόλ, ε παίδεπζηο ζα πεξηέιζε εηο ζέζηλ κάιινλ ηεο παξνύζεο αμηνζξήλεηνλ, δηόηη θαη’ αλάγθελ, απνρσξνύλησλ εμ’ απηήο ησλ ηθαλσηέξσλ δηδαζθάισλ, ην δπζθνιώηαηνλ ησλ έξγσλ ζα αλαηεζή εηο ρείξαο εθείλσλ, νίηηλεο εηξάπεζαλ εηο απηό σο εηο ηειεπηαίνλ θαηαθύγηνλ, δηόηη θύζεη αλίθαλνη ή ειιηπείο όληεο δελ εδύλαλην λα επδνθηκήζσζηλ νπδακνύ αιιαρνύ. Η Πνιηηεία νθείιεη λα κεξηκλήζε δηά ηελ πλεπκαηηθήλ ησλ δηδαζθάισλ κόξθσζηλ ηδξύνπζα ππνδηδαζθαιείνλ. Αλαθέξνκελ ήδε ελ ηνηο πξόζζελ όηη εηο ηελ παξαηεξνπκέλελ ελ ηε πξνόδσ ηεο εξγαζίαο θαηάζηαζηλ πξσηίζησο επέδξαζαλ πξνο ηνηο άιινηο θαη ε αληθαλόηεο ησλ δηδαζθάισλ, δηόηη σο γλσζηόλ, όζνλ θαη αλ ππνηεζή πιήξεο ε ελ ηνηο θαζέθαζηα νξγάλσζηο ελόο ζρνιείνπ, νπδέπνηε εμαζθαιίδεηαη ε επηηπρία ηνπ ζθνπνύ, όλ επηδηώθεη ηνύην εθ’ όζνλ ν δηδάζθαινο δελ είλε θάηνρνο ηεο ηέρλεο ηνπ. Δπεηδή δε είλε νηθνλνκηθώο αδύλαηνλ λ’ αληηθαηαζηαζώζηλ πάληεο νη δηδάζθαινη ππό πηπρηνύρσλ, ε Πνιηηεία νθείιεη δηά ηελ κόξθσζηλ ηνπ δηδάζθνληνο πξνζσπηθνύ λα ηδξύζε ζρνιείνλ ηεο αλάγθεο νίνλ πξέπεη λα ελλνεζή ην ππνδηδαζθαιείνλ…» Να ζηαζνχκε ζ’ απηφ ην ζεκείν γηα ιίγν θαη λα αλαιχζνπκε ηηο εθθξάζεηο : « …είλαη απνηέιεζκα ηεο πνιηηηθήο επεξείαο …» θαη ηε δεχηεξε


«…ε Πνιηηεία νθείιεη δηά ηελ κόξθσζηλ ηνπ δηδάζθνληνο πξνζσπηθνύ λα ηδξύζε ζρνιείνλ ηεο αλάγθεο νίνλ πξέπεη λα ελλνεζή ην ππνδηδαζθαιείνλ…» ε έθθξαζε « …είλαη απνηέιεζκα ηεο πνιηηηθήο επεξείαο …» H εμάξηεζε ησλ δαζθάισλ απφ ην θφκκα ε νπνία είρε ηηο ξίδεο ηεο ζηα θφκκαηα, ησλ Καξαβαλάδσλ θαη ησλ Ξππφιπησλ, πνπ δεκηνπξγήζεθαλ κε ηε ΢χκβαζε ηεο Υαιέπαο ην 1878, θνξπθψζεθε ην 1887, έηνο δηεμαγσγήο εθινγψλ. Οη Κξήηεο δηαζπάζηεθαλ ζε νξδέο αληηκαρφκελσλ ζεζηζήξσλ θαη θνκκαηηθψλ θαηξηψλ νδεγνχκελνη ζε νμχηαηεο θαη αθξαίεο ζπκπεξηθνξέο. Οη εθινγέο γηα ηελ αλάδεημε πιεξεμνπζίσλ (αληηπξνζψπσλ) ζηε ΢πλέιεπζε ζα γίλνπλ ε αηηία θνκκαηηθνχ θαλαηηζκνχ, δηαίξεζεο θαη θαηξηαζκψλ κε αξλεηηθφηαηεο επηπηψζεηο ζηελ εζσηεξηθή γαιήλε θαη ζηελ αλάπηπμε ηνπ Νεζηνχ. Σν κηθξφβην ηεο πνιηηηθήο επέδξαζε θαη ζηελ εθπαίδεπζε. Σν θφκκα πνπ θέξδηδε ηηο εθινγέο θαη είρε ηελ πιεηνςεθία ζηε Γεληθή ΢πλέιεπζε εμέιεγε ηνπο δηθαζηέο. Αθφκα θαη νη ζέζεηο ησλ αμησκαηηθψλ ηεο ρσξνθπιαθήο, ησλ ππαμησκαηηθψλ θαη ησλ απιψλ ρσξνθπιάθσλ θαη ησλ δαζθάισλ ! θαιχπηνληαλ ζπρλά απφ ηνπο νπαδνχο ηνπο πιεηνςεθνχληνο θφκκαηνο Σν θαηλφκελν ζπλερίζηεθε ακείσην θαη θαηά ηελ πεξίνδν ηεο Κξεηηθήο Πνιηηηηείαο. Σν θαηλφκελν ηεο πνιηηηθήο επεξείαο πνπ αλαθέξεη ν Μπέκπειεο εθπνξεπφηαλ απφ ηελ αδηνξηζηία ησλ δαζθάισλ ηε ζέζπηζε εμεηάζεσλ θαη ην επαλαδηνξηζκφ ηνπο θάζε ΢επηέκβξην. Τπήξρε ζπλαιιαγή αλάκεζα ζηνπο πνιηηεπηέο θαη ηνπο δαζθάινπο. Ο δάζθαινο, αλ θαη νιηγνγξάκκαηνο, ήηαλ έλα αμηνζέβαζην πξφζσπν κε κεγάιε επηξξνή ζηηο αγξάκκαηεο θνηλσλίεο. (ζηνπο ηπθινχο βαζηιεχεη ν κνλφθζαικνο). Ήηαλ ινηπφλ ην θαηαιιειφηεξν πξφζσπν γηα ηελ ςεθνζεξία, γηα άγξαλ ςήθσλ. Οη δάζθαινη κάδεπαλ ςήθνπο θαη νη πνιηηηθνί δηφξηδαλ ηνπο ςεθνζπιιέθηεο. Σν λνζεξφ απηφ θαηλφκελν ηεο πνιηηηθήο δηαθζνξάο θαη δηαπινθήο ζπλερίζηεθε ακείσην θαη θαηά δηάξθεηα ηεο Κξεηηθήο Πνιηηείαο. Β΄ Πξόηαζε Μπέκπειε γηα ίδξπζε Τπνδηδαζθαιείνπ «…ε Πνιηηεία νθείιεη δηά ηελ κόξθσζηλ ηνπ δηδάζθνληνο πξνζσπηθνύ λα ηδξύζε ζρνιείνλ ηεο αλάγθεο νίνλ πξέπεη λα ελλνεζή ην ππνδηδαζθαιείνλ…» Ο Μπέκπειεο κε ηε δηπιή ηνπ ηδηφηεηα, εθείλε ηνπ Ννκαξρηαθνχ Δπηζεσξεηή θαη απηή ηνπ Πξνέδξνπ ηνπ Γηδαζθαιηθνχ ΢πιιφγνπ, γλσξίδεη ην πξφβιεκα ζε φιεο ηνπ ηηο δηαζηάζεηο θαη πξνηείλεη ηελ ελδεδεηγκέλε ιχζε. Σν κείδνλ πξφβιεκα ηεο παξαγσγήο θαηεξηηζκέλσλ δαζθάισλ ζε ζχληνκν ρξφλν ζα έιπλε ε ίδξπζε θαη ιεηηνπξγία ηεζζάξσλ ππνδηδαζθαιείσλ. Με ηε ιεηηνπξγία Τπνδηδαζθαιείνπ ζηα 4 θέληξα πφιεηο ηεο Κξήηεο : (Υαληά, Ρέζπκλν, Ζξάθιεην θαη Νεάπνιε) ζα ηθαλνπνηνχληαλ νη αλάγθεο γηα θαηεξηηζκέλν εθπαηδεπηηθφ πξνζσπηθφ, αλάγθεο πνπ ε ιεηηνπξγία ηνπ ιεηηνπξγνχληνο ζην Ζξάθιεην Γηδαζθαιείνπ, ελφο θαη κφλνπ, αξγνχζε λα ηθαλνπνηήζεη, αθνχ παξήγαγε 40 δαζθάινπο θαη’ έηνο, ελψ κε ηε ιεηηνπξγία ησλ Τπνδηδαζθαιείσλ ζα θαηαξηίδνληαλ 160 δάζθαινη θαη’ έηνο.

Δλ θαηαθιείδη - ΢πλνςίδνληαο - Αλαληίιεθηα ν Νηθφιανο Κσλ/λνπ Μπέκπειεο ππήξμε έλαο ζεκαληηθφο άλδξαο κε κεγάιε ζπλεηζθνξά ζηα εθπαηδεπηηθά πξάγκαηα ηηο Κξήηεο ζηηο αξρέο ηνπ 20νπ αηψλα θαη ζηε ζπλέρεηα ηνπ Διιεληθνχ Βαζηιείνπ. Έλαο πξσηνπφξνο παηδαγσγφο πνπ έβαιε ηε δηθή ηνπ ζθξαγίδα, ηηκψληαο ηελ Κξήηε θαη ηελ ηδηαίηεξε παηξίδα ηνπ ηε Φνπξλή. -Παηξηψηεο έλζεξκνο ππνζηεξηθηήο ηεο Έλσζεο ηνπ λεζηνχ κε ηελ Διιάδα, βνπιεπηήο – πιεξεμνχζηνο δηά βνήο ζηα έλνπια ζπιιαιεηήξηα ηνπ 1911, αγσληνχζε γηα ηελ εθπαίδεπζε


ησλ Κξεηνπαίδσλ θαη θαηέβαιε λπρζεκεξφλ άνθλεο πξνζπάζεηεο γηα ηε βειηίσζε ηεο εθπαίδεπζήο ηνπο. - Αγσλίζηεθε « δηά ηελ δηάδνζηλ ηεο δεκνηηθήο παηδεύζεσο » «…δηά λα θαηαζηεί ε Κξήηε εππξόζσπνο κεηαμύ ησλ θξαηώλ ηεο Δπξώπεο εθείλσλ ελ νίο νπδείο απνκέλεη απαίδεπηνο ..». -Έραηξε ηεο εθηίκεζεο ησλ πάλησλ, εθιέρηεθε πακςεθί απφ ηνπο δαζθάινπο ηνπ λνκνχ Ζξαθιείνπ Πξφεδξνο ηνπ Γηδαζθαιηθνχ ΢πιιφγνπ Ζξαθιείνπ -Άξηζηνο γλψζηεο θαη ρεηξηζηήο ηεο ειιεληθήο γιψζζαο -Χο κηαο ηζρπξή πξνζσπηθφηεηα ζε θαίξηα ηεο εθπαίδεπζεο ζέζε βνήζεζε ζηελ νηθνδφκεζε, καδί κε ηνλ Νηθφιαν Γξακκαηηθάθε, Ννκαξρηαθφ Δπηζεσξεηή Λαζηζίνπ θαη κεηέπεηηα γπκλαζηάξρε Νεαπφιεσο, ζ’ απηφ πνπ ν Μπνπξληηέ νλνκάδεη « κνξθσηηθό πξνλόκην » θαη παξψζεζε καδί κε άιινπο θνηλσληθννηθνλνκηθνχο παξάγνληεο πνιινχο θνπξληψηεο ζηε κφξθσζε, κεηαηξέπνληαο ηελ αλάγθε γηα θπγή ζε αμία, ζε κνξθσηηθή αμία. ΢πλέβαιε ζηε δεκηνπξγία ηνπ κνξθσηηθνχ θεθαιαίνπ ηεο Φνπξλήο κε ηνπο δεθάδεο, επηζηήκνλεο θαη παηδαγσγνχο πνπ γλσξίδνληαο πσο ε γλψζε είλαη έλα απφ ηα ιίγα πξάγκαηα πνπ έπξεπε λα κνηξαζηεί, λα δηαηξεζεί γηα λα πνιιαπιαζηαζηεί ζηε ζπλέρεηα, άλαςαλ θαη’ αξρήλ ην ιπρλάξη γηα λα δηαιχζνπλ ηα ζθνηάδηα ηεο ακάζεηαο θαη ηεο αγξακκαηνζχλεο θαη ζηε ζπλέρεηα πνιιαπιαζίαζαλ κε γεσκεηξηθή πξφνδν ηηο γλψζεηο θαη ηηο αμίεο θαη ζθφξπηζαλ ηα θψηα ηεο παηδείαο θαη ηνπ πνιηηηζκνχ ζε ρηιηάδεο ειιελφπνπια. Ο Μπέκπειεο έβαιε έλα γεξφ αγθσλάξη ζηα ζεκέιηα ηνπ κνξθσηηθνχ νηθνδνκήκαηνο ηεο Φνπξλήο, ζην θηίζηκν ηνπ κνξθσζηαθνχ πξνηχπνπ. ΢ην ζεκείν απηφ ζα θάλσ κηα παξέλζεζε γηα λα ζαο δηεγεζψ έλα πεξηζηαηηθφ πνπ δείρλεη ηε ζηάζε θαη ζπκπεξηθνξά κηαο αγξάκκαηεο θνπξληψηηζζαο, εμεγεί ηνλ πςειφ αμηνινγηθφ πξνζαλαηνιηζκφ πνπ δηαθαηείρε ηνπο θνπξληψηεο, ηελ ηζρπξή επηζπκία ηνπο λα ζπνπδάζνπλ ηα παηδηά ηνπο δεκηνπξγψληαο ηνπο θίλεηξν επηηπρίαο θαη ιεηηνπξγψληαο σο εθαιηήξην ηεο θνηλσληθήο εμέιημεο γελλψληαο ηειηθά ην κνληέιν ηνπ κνξθσκέλνπ αλζξψπνπ, ηε κνξθσζηνιαηξεία. Σν αιίεπζα απφ ην βηβιίν ηνπ αείκλεζηνπ Νίθνπ Εεξβνγηάλλε γηα ηε Φνπξλή. Ζ γπλαίθα ιεγφηαλ Διέλε Εεξβνγηάλλε θαη ήηαλ ζχδπγνο ηνπ Δκκ. Μαγνπιάθε. Πηζαλφηαηα δελ πήγε πνηέ ηεο ζρνιείν. Γελ άθνπζε ηε θξάζε ηνπ Ρήγα Φεξαίνπ πσο « εθ ησλ γξακκάησλ γελλάηαη ε πξνθνπή δηά ηεο νπνίαο ιάκπνπλ ηα έζλε ». Γλψξηδε φκσο ηελ αμία ηεο κφξθσζεο. Ήηαλ θνηλσλφο ηνπ κνξθσηηθνχ πξνλνκίνπ πνπ θαηείρε θαη ν ηειεπηαίνο θνπξληψηεο. Κάηερε θαιά ηη νκνξθαίλεη έλαλ ηφπν, ηη ζηνιίδεη έλα ρσξηφ. Ζ θνπξληψηηζζα ινηπφλ απηή ζχρλαδε ζην ρσξάθη ηεο ζηε ζέζε Μπνληέιν. Μηα κέξα πεξλνχζε έλαο Ληκληψηεο νδεγψληαο δπν γατδνχξηα θνξησκέλα κε θπιιάδεο (ιαραληθά). Ζ Διέλε, ζίκσζε ζηνλ ηξάθν θαη ηνλ ξψηεζε: « -Ίληα ιαιείο θνπκπάξε ; -Φπιιάδεο, δε ζσξξείο ; Νηα έρεηε πξάκα άιιν ζηνλ μεξόηνπό ζαο ; » Γηα λα πάξεη ηελ πνηεηηθή απάληεζε απφ κηα γπλαίθα πηζαλφηαηα αγξάκκαηε ή ρακειήο κνξθσηηθήο ζηάζκεο πνπ φκσο πεξηθιείεη πςειέο αμίεο : « Γελ έρεη θήπνπο ε Φνπξλή, δελ έρεη πξαζηλάδεο κά ’ρεη δαζθάινπο, άξρνληεο, γηαηξνχο, θαζεγεηάδεο πνπ ην ζηνιίδνπλ ην ρσξηφ θαιιηά ’πν ηζη θπιιάδεο » Ο Μπέκπειεο θάηερε θαιά ηε κεγίζηε ζεκαζία ηεο ζσζηήο εθπαίδεπζεο γηα ηελ πιηθή θαη εζηθή πξφνδν ηνπ αηφκνπ θαη ηε κεηαιακπάδεπζε θαη ζηνλ πην απιντθφ Φνπξληψηε. Ηδηαίηεξα επίθαηξε, ζηνπο ραιεπνχο θαηξνχο, ζηελ Διιάδα ηεο πνιιαπιήο ρξεσθνπίαο πνπ δηαβηνχκε, επίθαηξε θαη ζεκαληηθή, θαίξηα, 107 ρξφληα κεηά ! είλαη ε θξάζε κε ηελ νπνία θιείλεη ηελ έθζεζε :


«…ελ ώ δελ αγλννύκελ όηη ε πιηθή θαη ε εζηθή πελία εηο ελ είκεζα βεβπζηζκέλνη είλαη πξντόλ πξν παληόο ηεο ζρνιηθήο θαη αγόλνπ εκώλ παηδεύζεσο » ΋ια ινηπφλ ή ηα ζεκαληηθφηεξα είλαη ζέκα παηδείαο Ο Μπέκπειεο αλήθε « εηο ηελ γεληά εθείλε ησλ Κξεηψλ » ε νπνία ζχκθσλα κε ην Γάιιν θηιέιιελα Reinach, νπνίνο βξηζθφηαλ ζηελ Κξήηε ην 1910: «…κίαλ κόλνλ ζέιεζηλ έρεη. Να θέξε εηο ηελ πξνώξσο γεξάζαζα Διιάδα ηαο λέαο δπλάκεηο άζηηλαο νη Κξήηεο εθ ησλ βαξβάξσλ κόιηο απαιιαγέληεο, αηζζάλνληαη ελ εαπηνίο λα θνριάδσζηλ ». Πξνθεηηθφ ην θείκελν ηνπ νμπδεξθή Γάιινπ, κηαο θαη ε Κξήηε έδσζε ζηελ Διιάδα πξηλ αθφκε ηελ ελζσκάησζή ηεο ζηνλ εζληθφ θνξκφ, ηνλ νξακαηηζηή & πξαγκαηνπνηφ εγέηε Διεπζέξην Βεληδέιν θαη θαηά ηελ Έλσζε πνιινχο ζπνπδαίνπο αλζξψπνπο ζε φινπο ηνπο ηνκείο. Ο Μπέκπειεο ήηαλ έλαο απ’ απηνχο. Φεχγνληαο απφ ηε δσή ν Μπέκπειεο άθεζε έλα ζπνπδαίν έξγν θαη βέβαηα αλεμίηειν ην απνηχπσκά ηνπ, ην δάιν ληνπ, ηα ίρλε ηεο καθξάο θαη αλνδηθήο εθπαηδεπηηθήο ηνπ πνξείαο έληνλα θαη δηαθξηηά ζην δηάβα ηνπ ρξφλνπ. « ΢ην κηζεκφ ληνπ θαζαλείο, ιίγα-πνιιά αθήλεη κα φπνηνο ηε γε βαξνπαηεί ην δάιν ληνπ δελ ζβήλεη ! »


Νικόλαος Λεβένηης1

΢ΤΝΟΠΣΗΚΖ ΔΠΗ΢ΚΟΠΖ΢Ζ ΣΟΤ ΠΑΛΑΗΟΖΜΔΡΟΛΟΓΗΣΗΚΟΤ ΕΖΣΖΜΑΣΟ΢ ΢ΣΖΝ ΔΛΛΑΓΑ

ΔΗ΢ΑΓΩΓΖ Σν δήηεκα ησλ δχν εκεξνινγίσλ απνηειεί έλα απφ ηα θπξηφηεξα πξνβιήκαηα κε ην νπνίν απαηηήζεθε λα αλακεηξεζεί ε Απηνθέθαιε Δθθιεζία ηεο Διιάδνο. Έλα πξφβιεκα κε εθθιεζηαζηηθέο θαη πνιηηηθέο δηαζηάζεηο. Έλα αγθάζη ζην ζψκα ηεο Οξζφδνμεο Δθθιεζίαο επί 90 έηε ηψξα. Δίλαη άξαγε πιένλ κηα παγησκέλε θαηάζηαζε ή δχλαηαη λα ππάξμεη ιχζε ηνπ; Πψο μεθίλεζε θαη γηαηί δηαηεξήζεθε; Πνηα ππήξμε ε ζπλεηζθνξά ηεο Πνιηηείαο ζηελ αληηκεηψπηζε ηνπ πξνβιήκαηνο; Πνηα ε ζέζε ηνπ εθάζηνηε Αξρηεπηζθφπνπ επί ηνπ δεηήκαηνο; Πνηα ε ζηάζε ηνπ ρξηζηεπψλπκνπ πιεξψκαηνο; Δξσηήκαηα βαξχηαηεο ζεκαζίαο γηα ην παξφλ πφλεκα πνπ ππνδεηθλχνπλ ηελ νδφ πξνο ηελ νπνία νθείιεη λα θηλεζεί εληφο ελφο ηζηνξηθνχ πιαηζίνπ. Μηα απφ ηηο πξψηεο αλάγθεο ηνπ αλζξψπνπ ππήξμε ε κέηξεζε ηνπ ρξφλνπ θαη απηφο αθξηβψο ήηαλ ν ιφγνο δεκηνπξγίαο ησλ πξψησλ εκεξνινγίσλ. Όινη νη ιανί είραλ έλα ζχζηεκα κέηξεζεο θαη δηαίξεζεο ηνπ ρξφλνπ αλάινγα κε ηηο αλάγθεο, ηηο αζρνιίεο ηνπο, αιιά θαη ην βαζκφ ηεο πνιηηηζηηθήο αλάπηπμήο ηνπο.2 Μέζσ ηεο παξαηήξεζεο ησλ δηαθφξσλ θπζηθψλ θαηλνκέλσλ θαη ηεο αιιαγήο απηψλ νη αξραίνη ιανί θαζφξηδαλ, κε φζν ην δπλαηφ πεξηζζφηεξε αθξίβεηα, ηε ρξνληθή δηάξθεηα. Μάιηζηα, ρξεζηκνπνηνχζαλ δηάθνξα φξγαλα, κε ζθνπφ λα βνεζεζνχλ ζηε δηαδηθαζία κέηξεζεο θαη δηαίξεζεο ηνπ ρξφλνπ.3Όκσο, ηα κεηνλεθηήκαηα ελφο ηέηνηνπ ηξφπνπ κέηξεζεο, ν νπνίνο εμαξηηφηαλ απφ ηηο θαηξηθέο κεηαβνιέο, είλαη πξνθαλή. ΢πλεπψο, ε θαηάξηηζε εκεξνινγίσλ ζπληζηνχζε επηηαθηηθή αλάγθε. Σα δηάθνξα ζπζηήκαηα κέηξεζεο ηνπ ρξφλνπ δηαθξίλνληαη ζε α) ζειεληαθά εκεξνιφγηα (ι.ρ. ην αξραίν αξαβηθφ ή κνπζνπικαληθφ θαη ην ζηληθφ), β) ειηαθά εκεξνιφγηα (ι.ρ. ην Ηνπιηαλφ, ην Γξεγνξηαλφ θαη ην 1

Ο Νηθφιανο Λεβέληεο είλαη πηπρηνχρνο ηνπ Σκήκαηνο Θενινγίαο ηνπ Παλεπηζηεκίνπ Αζελψλ. Σν παξφλ άξζξν ζπληάρζεθε ζην πιαίζην ησλ πξνπηπρηαθψλ ηνπ ζπνπδψλ, σο ππνρξεσηηθή θξνληηζηεξηαθή εξγαζία ζην κάζεκα, ηνπ Ηζηνξηθνχ Σνκέα, ηεο «Δθθιεζηαζηηθήο Ηζηνξίαο ηεο Διιάδνο». 2 Υξηζηνδνχινπ Μεηξνπνιίηνπ Γεκεηξηάδνο, Ηζηνξηθή θαη θαλνληθή ζεψξεζηο ηνπ παιαηνεκεξνινγηηηθνχ δεηήκαηνο θαηά ηε ηε γέλεζηλ θαη ηελ εμέιημελ απηνχ ελ Διιάδη, Γηαηξηβή επί δηδαθηνξία ζην Α.Π.Θ., Αζήλαη 1982, ζ. 1-3. 3 Δ. Μαληδνπλέα, Πεξί ηνπ εκεξνινγίνπ ηεο Διιαδηθήο Δθθιεζίαο, Απνζηνιηθή Γηαθνλία ηεο Δθθιεζίαο ηεο Διιάδνο, Αζήλαη 1993, ζ. 7.


αηγππηηαθφ) θαη γ) ζχκκεηθηα, δειαδή ζειελνειηαθά ή ειηνζειεληαθά, εκεξνιφγηα (ι.ρ. ην εβξατθφ ή Ηνπδατθφ, ην Ρσκατθφ θαη ην αηηηθφ).4 ΢ην παξφλ πφλεκα, ζα αλαθεξζνχκε ζην Ηνπιηαλφ θαη ην Γξεγνξηαλφ εκεξνιφγην, δηφηη ήηαλ εθείλα πνπ νδήγεζαλ ζηε γέλεζε ηεο εκεξνινγηαθήο έξηδαο θαη ησλ πξνθιεζέλησλ εμ απηήο γεγνλφησλ πνπ ζα επεμεξγαζηνχκε ζηε ζπλέρεηα. Πξψηνο ν Ρσκχινο έθεξε ην εκεξνινγηαθφ ζχζηεκα ζηε Ρψκε, κέρξη πνπ ην ζχζηεκα απηνχ αληηθαηέζηεζε ν Πνκπήηνο Ννπκάο.5Αιιά θαη ην εκεξνινγηαθφ ζχζηεκα ηνπ Ννπκά δελ θαηάθεξε λα δηνξζψζεη ηελ ρξνληθή αηαμία ηνπ είρε δεκηνπξγεζεί, αθνχ νη ηζχλνληεο ηεξείο γηα ηελ θξνληίδα ησλ εκβφιηκσλ κελψλ δελ ήηαλ ζπλεπείο πξνο ηνπο θαλφλεο ηνπ Ρσκατθνχ εκεξνινγίνπ, κε απνηέιεζκα θαηά ηελ επνρή ηνπ Ηνπιίνπ Καίζαξα ην λέν έηνο έθζαζε λα αξρίδεη 80 εκέξεο λσξίηεξα απφ ην θαλνληθφ. 6Έηζη, ν απηνθξάηνξαο αλαγθάζηεθε λα αλαζεσξήζεη ην ηφηε εκεξνιφγην, ζχκθσλα κε ηηο ππνδείμεηο ηνπ Έιιελα αζηξνλφκνπ ΢σζηγέλνπο απφ ηελ Αιεμάλδξεηα θαη ην αλαζεσξεκέλν εκεξνιφγην νλνκάζηεθε Ηνπιηαλφ. ΢ε ζχληνκν ρξνληθφ δηάζηεκα έγηλε ην εκεξνιφγην νιφθιεξνπ ηνπ ηφηε πνιηηηζκέλνπ θφζκνπ.7 Σν 1582 ν αζηξνλφκνο Lilio δηφξζσζε ην Ηνπιηαλφ εκεξνιφγην θαη φξηζε πσο ην έηνο ζα έρεη σο κέζε δηάξθεηα 365 εκέξεο. Σν λέν εκεξνιφγην έιαβε ην ραξαθηεξηζκφ Γξεγνξηαλφ, ιφγσ ηνπ φηη ην έηνο 1582, νπφηε θαη ζπλέβε ε κεηαξξχζκηζε, πάπαο Ρψκεο ήηαλ ν Γξεγφξηνο ΗΓ. 8Ζ Γξεγνξηαλή κεηαξξχζκηζε ζεσξήζεθε απζαίξεηε κε απνηέιεζκα λα πξνθαιέζεη ηελ αληίδξαζε ησλ Οξζνδφμσλ θαη Πξνηεζηαληηθψλ Κξαηψλ. 9Ζ αληηθεηκεληθή, φκσο, αθξίβεηα ηνπ Γξεγνξηαλνχ εκεξνινγίνπ, ζε ζχγθξηζε κε ην Ηνπιηαλφ, νδήγεζε ζηαδηαθά αξθεηέο απφ ηηο ρψξεο ηνπ ηφηε δπηηθνχ θφζκνπ ζε κηα ζρεηηθά άκεζε πηνζέηεζή ηνπ (ι.ρ. Ηηαιία, Γεξκαλία, Αγγιία).10 Οη Οξζφδνμεο ρψξεο δελ δέρνληαλ λα ρξεζηκνπνηήζνπλ ην λέν εκεξνιφγην, δηφηη πίζηεπαλ πσο ελέρεη ν θίλδπλνο ηεο «παξαπιαλήζεσο ηνπ Οξζνδόμνπ πιεξώκαηνο»11 ιφγσ «ησλ πξνζειπηεπηηθώλ θαη επεθηαηηθώλ βιέςεσλ ηνπ Παπηζκνύ».12Μφιηο, ζηα ηέιε ηνπ 19νπ αηψλα ν Οηθνπκεληθφο Παηξηάξρεο Άλζηκνο Ε’ (1896) εμέθξαζε ηε ζέιεζε ηνπ λα ππάξμεη νηθνπκεληθφ εκεξνιφγην γηα φινπο ηνπο ρξηζηηαληθνχο ιανχο θαη ζηηο αξρέο ηνπ 20 νπ αηψλα ν Παηξηάξρεο Ησαθείκ Γ’ (1902) δήηεζε απφ φιεο ηηο Οξζφδνμεο Δθθιεζίεο ηελ πξνζεθηηθή εμέηαζε ηνπ εκεξνινγηαθνχ δεηήκαηνο θαη ηελ

4

Υξηζηνδνχινπ…, έλζ’ αλση., ζει. 2. Δ. Μαληδνπλέα, έλζ’ αλση., ζ. 8–11. Γ. Κάηζε, Ζκεξνιφγηνλ, ζηε Θ.Ζ.Δ., η.6, ζ. 46-48. 5 Υξηζηνδνχινπ…, έλζ’ αλση., ζ. 3. 6 Γ. Κάηζε, έλζ’ αλση., ζ. 47. 7 Βι. Δ. Μαληδνπλέα, έλζ’ αλση. ζ. 9–10. 8 Έλζ’ αλση., ζ. 11-12. 9 Υξηζηνδνχινπ…, έλζ’ αλση., ζ. 16. 10 Γ. Κάηζε, έλζ’ αλση., ζ. 48. 11 Βι. Αλσλχκνπ, Καλνληθή θαη παλνξζφδνμε ε παξαδνρή, ‘Σν εκεξνινγηαθφ δήηεκα δελ είλαη δήηεκα ζξεζθεπηηθφ’, Αζήλαη 1973, ζ. 19. 12 Βι. Υξηζηνδνχινπ…., έλζ’ αλση., ζ. 18.


έθζεζε ζθέςεσλ ζρεηηθά κε απηφ «σο πθηζηάκελνλ γεληθόλ εθθιεζηαζηηθόλ δήηεκα».13 ΓΔΝΔ΢Ζ ΣΟΤ ΠΑΛΑΗΟΖΜΔΡΟΛΟΓΗΣΗΚΟΤ ΕΖΣΖΜΑΣΟ΢΢ΣΖΝ ΔΛΛΑΓΑ Ζ Διιεληθή Πνιηηεία απφ ηε ζηηγκή ζπλεηδεηνπνίεζεο ησλ πξνβιεκάησλ ηνπ Ηνπιηαλνχ εκεξνινγίνπ θαη ηεο ηειεηφηεξεο κνξθήο ηνπ Γξεγνξηαλνχ πξνβιεκαηηδφηαλ ζπλερψο εληνλφηεξα γηα ηελ αλάγθε πηνζέηεζεο ηνπ λένπ εκεξνινγίνπ, ψζηε λα ζπκβαδίδεη κε ηηο άιιεο ρψξεο ζε φια ηα επίπεδα. Έηζη, ην Μάξηην ηνπ 1918 ε Βνπιή ησλ Διιήλσλ ζπδήηεζε ην δήηεκα ηεο εκεξνινγηαθήο πηνζέηεζεο-αιιαγήο ηφζν γηα ηελ Διιεληθή Πνιηηεία φζν θαη ηελ Δθθιεζία.14 Ζ Ηεξά ΢χλνδνο ηεο Δθθιεζίαο ηε Διιάδνο, επηιακβαλνκέλε επίζεο ηνπ ίδηνπ ζέκαηνο, φξηζε επηηξνπή πξνθεηκέλνπ λα εξεπλήζεη ην δήηεκα ηεο εκεξνινγηαθήο κεηαβνιήο θαη λα γλσκνδνηήζεη γη’ απηφ. Ζ επηηξνπή απηή κέζσ Έθζεζεο ελεκέξσζε ηελ Ηεξά ΢χλνδν πσο ε εκεξνινγηαθή κεηαβνιή δελ πξνζθξνχεη ζε θαλνληθνχο θαη δνγκαηηθνχο ιφγνπο. 15 ΢ε ζχλνδν πνπ ζπλήιζε ηνλ Απξίιην ηνπ 1919 απνθαζίζηεθε πσο ήηαλ αλάγθε ε δηφξζσζε ηνπ εκεξνινγίνπ αθνχ ην παιαηφ ήηαλ επηζηεκνληθά ειιηπέο θαη εθφζνλ δελ πθίζηαληαη δνγκαηηθά θαη θαλνληθά θσιχκαηα σο πξνο ηελ δηφξζσζε ηνπ Ηνπιηαλνχ εκεξνινγίνπ.16 Σέζεθε, φκσο, σο πξνυπφζεζε ηεο εκεξνινγηαθήο δηφξζσζεο ε ζπκθσλία φισλ ησλ Απηνθέθαισλ Οξζφδνμσλ Δθθιεζηψλ θαη ηνπ Οηθνπκεληθνχ Παηξηαξρείνπ εηδηθφηεξα.17 Ζ άπνςε ηεο Δθθιεζίαο δελ ήηαλ ζχκθσλε κε απηή πνπ ε Πνιηηεία πεξίκελε. Ζ Κπβέξλεζε ηεο Διιάδαο είρε θάλεη γλσζηφ κέζσ εγγξάθνπ ηνπ Τπνπξγείνπ ησλ Δθθιεζηαζηηθψλ πσο ε κνλνκεξήο εκεξνινγηαθή αιιαγή δελ είλαη απηφ πνπ επηζπκεί.18 Σν 1922 ε Κπβέξλεζε Γνλαηά φξηζε επηηξνπή κε ζθνπφ λα εμεηάζεη ην εκεξνινγηαθφ δήηεκα ιακβάλνληαο κελ ππφςε ηα επηζηεκνληθά δεδνκέλα, ζεβφκελε δε ηα ζρεηηθά πξνο ην δήηεκα εθθιεζηαζηηθά ζηνηρεία θαη ηηο αλάγθεο ηεο παηξίδαο.19 ΢ην δηάζηεκα πνπ ε Δθθιεζία ηεο Διιάδνο αλέκελε ηελ Παλνξζφδνμε ζπλελλφεζε, φζνλ αθνξά ζηελ εκεξνινγηαθή κεηαβνιή, ε Διιεληθή Πνιηηεία πξνέβε ζηελ αιιαγή ηνπ Ηνπιηαλνχ εκεξνινγίνπ κε ην Γξεγνξηαλφ θαη απφ Μάξηην ηνπ 1923 ην Γξεγνξηαλφ εκεξνιφγην θαζηεξψζεθε ζηελ Διιάδα σο πνιηηηθφ εκεξνιφγην κέζσ Βαζηιηθνχ Γηαηάγκαηνο. 20 Όπσο ήηαλ θπζηθφ κηα ηέηνηα θίλεζε δεκηνχξγεζε ζχγρπζε, θαζψο ι.ρ. ε 25ε Μαξηίνπ απνηεινχζε 13

Αλσλχκνπ, έλζ. αλση., ζει. 19. Δ. Μαληδνπλέα, έλζ’ αλση., ζ. 13. Πξβι. Δθθιεζίαο ηεο Διιάδνο. Σν εκεξνινγηαθφλ δήηεκα, Δηζήγεζηο πξνο ηελ Παλνξζφδνμνλ Μεγάιελ ΢χλνδνλ, Αζήλαη 1971, ζ. 6-7. 14 Υξπζνζηφκνπ (Α’) Αξρηεπηζθφπνπ Αζελψλ θαη πάζεο Διιάδνο, Ζ δηφξζσζηο ηνπ Ηνπιηαλνχ εκεξνινγίνπ ελ ηε Δθθιεζία ηεο Διιάδνο, Αζήλαη 1933, ζ. 8-9. 15 Υξπζνζηφκνπ.., έλζ’. αλση., ζ. 9. 16 Αλσλχκνπ, έλζ’ αλση., ζ. 15-16 17 Έλζ’ αλση., ζ. 15-16. 18 Υξηζηνδνχινπ…., έλζ’ αλση., ζ. 45. 19 Υξπζνζηφκνπ…, έλζ’ αλση., ζ. 14. 20 Δ. Μαληδνπλέα, έλζ’ αλση., ζ. 13.


εκεξνινγηαθά μερσξηζηή ενξηή γηα ηελ Δθθιεζία θαη μερσξηζηή γηα ην Κξάηνο. Ζ πηνζέηεζε απηή ηνπ λένπ εκεξνινγίνπ εθ κέξνπο ηνπ Κξάηνπο εθβίαδε ηελ Δθθιεζία ηεο Διιάδνο λα ιάβεη άκεζα νξηζηηθή απφθαζε. 21 Μφιηο ιίγν πξηλ ηελ εηζαγσγή ηνπ λένπ εκεξνινγίνπ ζηελ Διιάδα εμειέγε Αξρηεπίζθνπνο Αζελψλ ν Υξπζφζηνκνο Παπαδφπνπινο (Υξπζφζηνκνο Α’) ν νπνίνο, ιφγσ ηεο ελεξγήο ηνπ ζπκκεηνρήο ζην δήηεκα ηνπ εκεξνινγίνπ ζπγθάιεζε Η.΢.Η., κε πξφεδξν ηνλ ίδην, γηα λα αληηκεησπίζεη ηελ πξνθιεζείζα ζχγρπζε. Ο Αξρηεπίζθνπνο παξνπζίαζε ην δήηεκα ηεο εκεξνινγηαθήο κεηαβνιήο ζηνπο ζπλνδηθνχο παηέξεο θαη ζεκείσζε πσο ην πξφβιεκα ζα κπνξνχζε λα ιπζεί απιά πξνζζέηνληαο 13 εκέξεο ζην Ηνπιηαλφ εκεξνιφγην, ψζηε λα κε γίλεη αηζζεηή ε δηφξζσζε.22 Έηζη, νη ζρεηηθέο κε ηνλ ενξηαζκφ ηνπ Πάζρα απνθάζεηο ηεο Α’ Οηθνπκεληθήο ΢πλφδνπ ζα εθαξκφδνληαλ κε κεγαιχηεξε εθθιεζηαζηηθή θαη επηζηεκνληθή αθξίβεηα. Σν Πάζρα ήηαλ κηα θηλεηή γηνξηή. Τηνζεηήζεθε, φκσο, ε άπνςε πσο ζα πξέπεη λα γηνξηάδεηαη εκέξα Κπξηαθή. Οη Υξηζηηαληθέο Δθθιεζίεο ήξζαλ ζε δηαθσλία ζρεηηθά κε ην δήηεκα ηνπ ρξφλνπ ενξηαζκνχ ηνπ Πάζρα, ρσξίο απηφ λα θινλίζεη ηηο κεηαμχ ηνπο ζρέζεηο θαη λα δηαηαξάμεη ηελ εθθιεζηαζηηθή ελφηεηα,23 αθνχ θπξηάξρεζε ε άπνςε πσο «ε ελόηεο ηεο Δθθιεζίαο δένλ λα ζηεξίδεηαη εηο ηα νπζηώδε, ελώ εηο ηα επνπζηώδε δένλ λα θξαηή ειεπζεξία».24 Ο θαζνξηζκφο ηνπ ρξφλνπ ενξηαζκνχ ηνπ Πάζρα ππήξμε θαηά ηνλ Μ. Αζαλάζην κηα απφ ηηο αηηίεο ζχγθιεζεο ηεο Α΄ Οηθνπκεληθήο ΢πλφδνπ. 25 Σν Παζράιην σο δήηεκα ελδηάθεξε ηνλ απαληαρνχ ρξηζηηαληζκφ. Ζ Α΄ Οηθνπκεληθή ΢χλνδνο απνθάζηζε ην Πάζρα λα ενξηάδεηαη φρη απιά κεηά ηελ εαξηλή ηζεκεξία αιιά κεηά ηελ πξψηε παλζέιελν πνπ ζα αθνινπζήζεη απηή θαη θαηά ηελ πξψηε Κπξηαθή κεηά ηελ πξψηε παλζέιελν, θαη ηέινο πξηλ απφ ην Δβξατθφ Πάζρα. Έηζη, κε απηή ηελ απφθαζε ε ΢χλνδνο φξηζε ην ρξφλν ενξηαζκνχ ηνπ Πάζρα θαη δηέζσζε ηελ εθθιεζηαζηηθή ελφηεηα.26 Ο ενξηαζκφο ηνπ Πάζρα κνινλφηη δελ απνηειεί έλα δνγκαηηθφ δήηεκα, επεξέαζε άκεζα ηελ εθθιεζηαζηηθή ηάμε θαη απηφηαλ παλνξζνδφμνπ απνθάζεσο. Ο νηθνπκεληθφο Παηξηάξρεο Μειέηηνο Γ’ πξνζθάιεζε ην Φεβξνπάξην ηνπ 1923ηνπο εθπξνζψπνπο ησλ Απηνθέθαισλ Οξζφδνμσλ Δθθιεζηψλ ηεο Διιάδνο, Κχπξνπ, Ρνπκαλίαο, ΢εξβίαο, Ηεξνζνιχκσλ, Αληηφρεηαο θαη Αιεμάλδξεηαο λα ζπζηήζνπλ επηηξνπή27 πξνθεηκέλνπ λα κειεηήζεη ηε δπλαηφηεηα δηφξζσζεο ηνπ Ηνπιηαλνχ εκεξνινγίνπ πξνθεηκέλνπ λα ιπζεί ην δήηεκα θαη λα παξνπζηάζεη ηα πνξίζκαηα ηεο κειέηεο απηήο ζην Παλνξζφδνμν ζπλέδξην, ην νπνίν έιαβε ρψξα ζηελ Κσλζηαληηλνχπνιε, απφ 10-5-1923 σο 8-6-1923, θαη

21

Υξηζηνδνχινπ…, έλζ’ αλση., ζ. 55-58. Έλζ’ αλψη., ζ. 48-62 23 Γ. Κνληδάξε, Γεληθή Δθθιεζηαζηηθή Ηζηνξία, Αζήλαη, ζ. 224. 24 Βι. Υξηζηνδνχινπ…, έλζ’ αλση., ζ. 8-9. 25 Β. Γηαλλφπνπινπ, Ηζηνξία θαη ζενινγία ησλ Οηθνπκεληθψλ ΢πλφδσλ, Αζήλα 2011, ζ. 43, 53-54. 26 Υξηζηνδνχινπ…., έλζ’ αλση. ζ. 9-10 27 Πξαθηηθά θαη απνθάζεηο ηνπ ελ Κσλζηαληηλνππφιεη Παλνξζνδφμνπ ΢πλεδξίνπ, 10 Μαΐνπ –8 Ηνπλίνπ 1923, Κσλζηαληηλνχπνιηο 1923, ζ. 7. 22


ζε απηφ έιαβαλ κέξνο εθπξφζσπνη ηνπ Οηθνπκεληθνχ Παηξηαξρείνπ θαη ησλ Δθθιεζηψλ ηεο Διιάδνο, ηεο Κχπξνπ, ηεο Ρνπκαλίαο θαη ηεο Ρσζίαο.28 Ο Οηθνπκεληθφο Παηξηάξρεο θάιεζε ηα κέιε ηνπ ζπλεδξίνπ λα πξνζεγγίζνπλ ην ζέκα ιακβάλνληαο ππφςε δνγκαηηθά, θαλνληθά, επηζηεκνληθά, πξαθηηθά δεδνκέλα. Σξεηο ππνεπηηξνπέο αλέιαβαλ λα εμεηάζνπλ ην δήηεκα, ε θαζεκία απφ δηαθνξεηηθή ζθνπηά. Σα πνξίζκαηα είραλ σο εμήο: α) Γνγκαηηθνθαλνληθή άπνςε: ε 1ε ππνεπηηξνπή έθξηλε πσο δελ πθίζηαηαη θαλελφο είδνπο πξφβιεκα, δνγκαηηθήο θαη θαλνληθήο θχζεσο, σο πξνο ηε δηφξζσζε ηνπ Ηνπιηαλνχ εκεξνινγίνπ.29 β) Πξαθηηθή άπνςε: ε 2ε ππνεπηηξνπή ζεψξεζε πσο ε δηφξζσζε ηνπ Ηνπιηαλνχ εκεξνινγίνπ ζα ήηαλ ρξήζηκε γηα ιφγνπο σθέιεηαο ηνπ νξζφδνμνπ ιανχ, ηελ απνθπγή ζχγρπζήο ηνπ ιφγσ ηαπηφρξνλεο ρξήζεο δχν εκεξνινγίσλ θαη γηα ιφγνπο «θαιήο εληππώζεσο».30 γ) Δπηζηεκνληθή άπνςε: θαηά ηελ 3ε ππνεπηηξνπή παξνπζηάζηεθαλ δχν ζρέδηα λένπ εκεξνινγίνπ, ηνπ ΢έξβνπ Μηιάλθνβηηο θαη ηνπ Ρνπκάλνπ Γξάγγηηο, θαη έγηλαλ πξνηάζεηο πεξί πηνζεηήζεσο θάπνηνπ εθ ησλ δχν ή θαη ησλ δχν.31 Σνλ Μάξηην ηνπ 1923 ην Παλνξζφδνμν ζπλέδξην απνθάζηζε πσο κπνξεί λα επηηεπρζεί εκεξνινγηαθή δηφξζσζε ηνπ Ηνπιηαλνχ, ρσξίο κεηαβνιή ηνπ ενξηνινγίνπ θαη ηνπ ρξφλνπ ενξηαζκνχ ηνπ παζραιίνπ. 32Σα παηξηαξρεία Ηεξνζνιχκσλ θαη Αιεμάλδξεηαο είραλ επί ηνπ φινπ ζέκαηνο αληίζεηε άπνςε, αθνχ δελ ήζειαλ θαλελφο είδνπο εκεξνινγηαθή δηφξζσζε. Δπηζπκνχζαλ ην Ηνπιηαλφ εκεξνιφγην λα κείλεη σο έρεη.33΢εκαληηθέο πξνζσπηθφηεηεο ηφληζαλ επαλεηιεκκέλσο φηη κία εκεξνινγηαθή δηφξζσζε δελ ζα θινλίζεη ηελ θνηλσλία κεηαμχ ησλ Δθθιεζηψλ.34 ΢πλνςίδνληαο, α) ε πξνηεηλφκελε εκεξνινγηαθή δηφξζσζε δελ αληηκεηψπηδε δνγκαηηθνθαλνληθά θσιχκαηα, β) ην Ηνπιηαλφ εκεξνιφγην ήηαλ επηζηεκνληθά ειιηπέο θαη γ) πξαθηηθά, κία δηφξζσζε ζα δηεπθφιπλε ηελ επηθνηλσλία ησλ Δθθιεζηψλ κε ην ιαφ θαη ηελ Πνιηηεία.35 Σηο απνθάζεηο ηνπ Παλνξζνδφμνπ ζπλεδξίνπ ν Αξρηεπίζθνπνο Υξπζφζηνκνο Α’ ππέβαιε ζηελ Η.΢.Η.36 Καηά ηε ζπλεδξίαζε απηή, ν Μαθαξηφηαηνο απεπζχλζεθε ζηε ΢χλνδν ηεο Ηεξαξρίαο ζεκεηψλνληαο α) ηα πξνβιήκαηα πνπ αληηκεησπίδεη ην Ηνπιηαλφ εκεξνιφγην απφ επηζηεκνληθήο άπνςεο θαη φηη ιφγσ απηψλ ησλ πξνβιεκάησλ νη δηαηάμεηο ηεο Α’ Οηθνπκεληθήο ΢πλφδνπ ζρεηηθά κε ηνλ ενξηαζκφ ηνπ Πάζρα δελ ηεξνχληαη, β) ηελ ππάξρνπζα ζχγρπζε ζηελ ειιεληθή θνηλσλία ιφγσ ηεο ηαπηφρξνλεο ρξήζεο δχν εκεξνινγίσλ θαη ηηο αξλεηηθέο επηπηψζεηο έλαληη ηνπ ενξηνινγίνπ θαη ηεο ζπκκεηνρήο ζηα κπζηήξηα, γ) ηελ αξλεηηθή ζηάζε ηνπ Παηξηαξρείνπ Αιεμάλδξεηαο, ηε ζέζε ηνπ Παηξηαξρείνπ Αληηφρεηαο γηα ζχγθιεζε Οηθνπκεληθήο ΢πλφδνπ(ζχκθσλν 28

Υξηζηνδνχινπ…., έλζ’ αλση., ζ. 67-69. Πξαθηηθά…, ζ. 51-53. 30 Βι. έλζ’ αλση., ζ. 55-57. 31 Έλζ’ αλση., ζ. 63-43. 32 Υξηζηνδνχινπ…, έλζ’ αλση., ζ. 73εμ. 33 Έλζ. αλση., ζ. 79. 34 Πξαθηηθά…, ζ. 69. 35 Υξπζνζηφκνπ…., έλζ’ αλση., ζ. 31 36 Α. Παλψηε, Δθθιεζία ησλ Γλεζίσλ Οξζνδφμσλ Υξηζηηαλψλ ή Παιαηνεκεξνινγηηψλ, ζηε Θ.Ζ.Δ., η.1, ζ. 817. 29


κε απηή ηε ζέζε ήηαλ θαη ην Αιεμάλδξεηαο), ηελ αξλεηηθή ζηάζε ηνπ Παηξηαξρείνπ Ηεξνζνιχκσλ εμαηηίαο πξνζθπλεκαηηθψλ ιφγσλ, δ) ηε ζεηηθή ζηάζε πξνο ηελ εκεξνινγηαθή δηφξζσζε ησλ Δθθιεζηψλ ηεο ΢εξβίαο θαη Ρνπκαλίαο θαη ε) ηελ ακθίξξνπε ζηάζε ηεο Ρσζίαο.37Κιείλνληαο ηνλ ιφγν ηνπ ν Αξρηεπίζθνπνο ζθέθηεθε σο ζεκείν ζπλάληεζεο ησλ δχν εκεξνινγίσλ ηνλ θπζηθφ ζπκβηβαζκφ ηνπο κφλν ππφ ηελ πξνυπφζεζε πσο ην Πάζρα θαη νη γηνξηέο πνπ ζπλδένληαη άκεζα κε απηφ ζα γηνξηάδνληαη βάζεη ηνπ Ηνπιηαλνχ εκεξνινγίνπ.38 Σειηθά, ε ΢χλνδνο ηεο Ηεξαξρίαο ςήθηζε ππέξ ηεο εμνκνίσζεο ησλ δηαθνξψλ κεηαμχ εθθιεζηαζηηθνχ θαη πνιηηηθνχ εκεξνινγίνπ, ρσξίο φκσο λα νξίδεη εκεξνκελία έλαξμεο ηεο δηάηαμεο θαη επηκέλνληαο ζηε ζχκθσλε γλψκε ηνπ Οηθνπκεληθνχ Παηξηαξρείνπ επί ηνπ πξνθεηκέλνπ, φπσο θαη ηεο ελεκέξσζεο ησλ Οξζφδνμσλ Δθθιεζηψλ.39Ζ πίεζε, φκσο, πνπ δερφηαλ εμσγελψο ε Δθθιεζία λα ιάβεη άκεζα απνθάζεηο θαη ε ειιηπήο ελεκέξσζε ηνπ ιανχ ζρεηηθά κε ην Παιαηνεκεξνινγηηηθφ δήηεκα απνηέιεζαλ ηε κήηξα κειινληηθψλ εθθιεζηαζηηθψλ αλσκαιηψλ.40 Ο Αξρηεπίζθνπνο Αζελψλ Υξπζφζηνκνο Α’ ιακβάλνληαο ππφςε ηηο απνθάζεηο ηεο Η.΢.Η. ηνπ Γεθεκβξίνπ ηνπ 1923 ζηξάθεθε πξνο ην Οηθνπκεληθφ Παηξηαξρείν θαη ην ελεκέξσζε γηα ηηο ζρεηηθέο απνθάζεηο ηεο Δθθιεζίαο ηεο Διιάδνο πξνηείλνληαο σο ζπκβηβαζηηθή ιχζε ηε δηφξζσζε ηνπ Ηνπιηαλνχ εκεξνινγίνπ, κε ηε πξνζζήθε 13 εκεξψλ, ρσξίο λα ζηγνχλ ε γηνξηή ηνπ Πάζρα θαη νη εμαξηψκελεο απφ απηφ γηνξηέο.41Σν Οηθνπκεληθφ Παηξηαξρείν εμεηάδνληαο ηελ πξφηαζε ηεο Δθθιεζίαο ηεο Διιάδνο δέρηεθε απηή ηε δηφξζσζε θαη έηζη, ηνλ Μάξηην ηνπ 1924 πξαγκαηνπνηήζεθε ε εκεξνινγηαθή αιιαγή. 42 Φπζηθά, ηελ απφθαζε απηή ηεο Δθθιεζίαο ηεο Διιάδνο γλσζηνπνίεζε ν Αξρηεπίζθνπνο αθελφο κελ ζηνπο Παηξηάξρεο Αιεμάλδξεηαο, Αληηφρεηαο, Ηεξνζνιχκσλ, ΢εξβίαο θαη ζηνπο Αξρηεπηζθφπνπο Κχπξνπ θαη Ρνπκαλίαο, αθεηέξνπ δε ηελ ίδηα ρξνληθή πεξίνδν, Μάξηην 1924, ελεκέξσζε θαη ην Οηθνπκεληθφ Παηξηαξρείν. πσο ην δηνξζσκέλν εκεξνιφγην ηέζεθε ζε ηζρχ. 43 Όζνλ αθνξά ζηηο ππφινηπεο Δθθιεζίεο θαη Παηξηαξρεία θαηαβιήζεθε θάζε δπλαηή πξνζπάζεηα γηα λα ππάξμεη παλνξζφδνμε ζπκθσλία, φκσο απηή δελ επηηεχρζεθε.44 Άκεζε ζπλέπεηα ηεο εκεξνινγηαθήο κεηαξξχζκηζεο ήηαλ ε εκθάληζε εληφο ηεο ρψξαο δεισηηθψλ νκάδσλ, νη νπνίεο ππνζηήξηδαλ πσο ην Οξζφδνμν πιήξσκα παξαζηξάηεζε θαη ε Δθθιεζία «εθξάγθεπζε».45 Οη θαλαηηθνί απηνί ήηαλ αγηνξείηεο κνλαρνί αιιά θαη θιεξηθνί πνπ πίζηεπαλ πσο ε πηνζέηεζε ηνπ Γξεγνξηαλνχ εκεξνινγίνπ ήηαλ έλα πξψην δείγκα ησλ κνληέξλσλ αληηιήςεσλ ηνπ Παηξηάξρε Μειεηίνπ.46 Σα ζπληεξεηηθά απηά ζηνηρεία πεξηφδεπαλ ζηα 37

Δθθιεζίαο ηεο Διιάδνο, έλζ’ αλση., ζ. 10-11. Υξηζηνδνχινπ… έλζ’ αλση., ζει. 96. 39 Έλζ’ αλση., ζ. 99-101. 40 Γ. Κνληδάξε, Δθθιεζηαζηηθή Ηζηνξία ηεο Διιάδνο Β΄, Αζήλαη 1970, ζ. 270. 41 Υξηζηνδνχινπ…. έλζ’ αλση., ζ. 106-108. 42 Α. Παλψηε, έλζ’ αλση., ζ. 817. 43 Υξπζνζηφκνπ…., έλζ’ αλση., ζ. 62-63. 44 Υξηζηνδνχινπ…, έλζ’ αλση, ζ. 125. 45 Βι. Δ. Μαληδνπλέα, έλζ’ αλση., ζ. 14. 46 Α. Παλψηε, έλζ’ αλση., ζ. 817. 38


ρσξηά, ζηηο πφιεηο θ.ιπ. αλαπηχζζνληαο θεξπγκαηηθφ έξγν, κε ζθνπφ λα δηαζψζνπλ ηελ παξάδνζε47 θαη λα απνδπλακψζνπλ ηελ Δθθιεζία ηεο Διιάδνο.48Ο Αξρηεπίζθνπνο Υξπζφζηνκνο Α΄ ειπίδνληαο λα πξνιάβεη ηα ρεηξφηεξα απεπζχλζεθε ζηνλ ειιεληθφ ιαφ κέζσ ζπλνδηθήο εγθπθιίνπ ψζηε λα ηνλ ελεκεξψζεη γχξσ απφ ην εκεξνινγηαθφ πξφβιεκα, λα ηνλ πξνεηδνπνηήζεη θαη λα ηνλ πξνζθαιέζεη ζηελ αγθαιηά ηεο Δθθιεζίαο.49 Οη παιαηνεκεξνινγηηηθέο νκάδεο κεηαρεηξίδνληαλ θάπνηα επηρείξεκα ψζηε λα ζηεξίμνπλ ηελ άπνςε ηνπο πσο ε εκεξνινγηαθή κεηαξξχζκηζε ήηαλ ιαλζαζκέλε. ΢πγθεθξηκέλα, πξνζέδηδαλ δνγκαηηθφ ραξαθηήξα ζην δήηεκα, δηαθήξπζζαλ πξνζρψξεζε ζην Γξεγνξηαλφ εκεξνιφγην, απνθαινχζαλ ηελ Δθθιεζία ηεο Διιάδνο ζρηζκαηηθή, ζεσξνχζαλ πσο ε δηφξζσζε ηνπ Ηνπιηαλνχ εκεξνιφγηνχ είλαη έξγν ηεο καζνλίαο θαη ηνπ νηθνπκεληζκνχ, θαηεγνξνχζαλ ηνλ Αξρηεπίζθνπν Αζελψλ γηα πξαμηθνπεκαηηθή απφθαζε, ηελ Δθθιεζία ηεο Διιάδνο γηα κπζεχκαηα πεξί ζχγρπζεο ηνπ ιανχ θ.ιπ. 50 Σν Παλνξζφδνμν ζπλέδξην, φπσο ζεκεηψζακε λσξίηεξα, κε βάζε ηελ 1ε ππνεπηηξνπή δήισζε πσο ε δηφξζσζε δελ πξνζθξνχεη ζε δνγκαηηθνχο θαη θαλνληθνχο ιφγνπο.51 Δπνκέλσο, ε άπνςε ησλ Παιαηνεκεξνινγηηψλ φηη ε δηφξζσζε είλαη δνγκαηηθφ δήηεκα είλαη απιά αβάζηκε θαη άθπξε. Κέληξν ηεο εθθιεζηαζηηθήο ελφηεηαο είλαη κφλν ν Υξηζηφο.52 Ό,ηη πξάηηεη ε Δθθιεζία ζηνρεχεη ζηελ πλεπκαηηθή θαξπνθνξία ηνπ πιεξψκαηφο ηεο. Καη ν ηζρπξηζκφο απηφο ησλ Παιαηνεκεξνινγηηψλ πεξί πξνζρψξεζεο ζην Γξεγνξηαλφ εκεξνιφγην είλαη αβάζηκνο, αθνχ κεηαμχ ηνπ δηνξζσκέλνπ Ηνπιηαλνχ εκεξνινγίνπ θαη ηνπ Γξεγνξηαλνχ ππάξρνπλ πνιιέο δηαθνξέο.53 Απφ ην 1924 νη Παιαηνεκεξνινγίηεο δηαθφπηνπλ ηε ζρέζε ηνπο κε ηελ Δθθιεζία ηεο Διιάδνο ζεσξψληαο ηελ ιφγσ ηεο πηνζέηεζεο ηνπ δηνξζσκέλνπ Ηνπιηαλνχ εκεξνινγίνπ ζρηζκαηηθή.54 Κακία Οξζφδνμε Δθθιεζία δελ ραξαθηήξηζε ηελ Δθθιεζία ηεο Διιάδνο ζρηζκαηηθή, αιιά ζπλέρηζε λα βξίζθεηαη ζε θνηλσλία καδί ηεο. Μφλν νη Παιαηνεκεξνινγίηεο ζεσξνχλ ζρηζκαηηθή ηελ Δθθιεζία ηεο Διιάδνο. Απηή ηνπο ε άπνςε κάιηζηα θαζηζηά φιεο ηηο Δθθιεζίεο πνπ δηαηεξνχλ ζρέζε κε ηελ Δθθιεζία ηεο Διιάδνο ζρηζκαηηθέο!55 Ζ θαηεγνξία πνπ νη Παιαηνεκεξνινγίηεο απεπζχλνπλ πξνο ηελ Δθθιεζία ηεο Διιάδνο σο έρνπζα επεξεαζζεί απφ ηε καζνλία, ηνλ νηθνπκεληζκφ αιιά θαη ηηο ζθνηεηλέο δπλάκεηο θαηαδεηθλχεη απφ κφλε ηεο ην επίπεδν ησλ επηρεηξεκάησλ ηνπο. Ζ Δθθιεζία ηεο Διιάδνο, θαηά ηελ Η.΢.Η. ηνπ Γεθεκβξίνπ 1923, έιαβε ππφςε ηα θνηλσληθνπνιηηηθά δεδνκέλα θαη ην εθθιεζηαζηηθφ ζπκθέξνλ απνθαζίδνληαο ηε δηφξζσζε ηνπ Ηνπιηαλνχ εκεξνινγίνπ. Ζ Δθθιεζία απνθαίλεηαη κφλν κέζσ ηνπ ζπλνδηθνχ ηεο νξγάλνπ. Έλαο Αξρηεπίζθνπνο, φκσο, δελ 47

΢. Καξακήηζνπ-Γακβξνχιηα, Ζ αγσλία ελ ησ θήπσ ηεο Γεζζεκαλή, Αζήλαη 1960, ζ. 62. Πξβι. Α. Παλψηε, έλζ’ αλση. ζ. 817. 49 Υξηζηνδνχινπ…, έλζ’ αλση. ζ. 130-132. 50 Έλζ’ αλση., ζ. 133-177. 51 Πξαθηηθά…, ζ. 51-53. 52 Η. Καξκίξε, Οξζφδνμνο Δθθιεζηνινγία, Αζήλαη 1973, ζ. 239. 53 Βι. Υξηζηνδνχινπ…, έλζ’ αλση., ζ. 150-151. 54 ΢. Καξακήηζνπ-Γακβξνχιηα, έλζ’ αλση., ζ. 119. 55 Υξηζηνδνχινπ…, έλζ’ αλση., ζ. 163-165. 48


είλαη φιε ε Ηεξά ΢χλνδνο. ΢πλεπψο, δελ επζηαζεί ε θαηεγνξία πνπ απεπζχλνπλ νη Παιαηνεκεξνινγίηεο πξνο κφλν ηνλ Αξρηεπίζθνπν Υξπζφζηνκν Α΄ γηα απζαίξεηε εηζαγσγή ηνπ δηνξζσκέλνπ εκεξνινγίνπ ζηελ Δθθιεζία. 56 Ζ 2ε ππνεπηηξνπή ηνπ Παλνξζνδφμνπ ζπλεδξίνπ ζεψξεζε πσο γηα ιφγνπο σθέιεηαο ηνπ νξζφδνμνπ ιανχ, ηελ απνθπγήο ζχγρπζεο ιφγσ ηεο ηαπηφρξνλεο ρξήζεο δπν εκεξνινγίσλ θαη γηα ιφγνπο «θαιήο εληππώζεσο» είλαη σθέιηκν λα ππάξμεη δηφξζσζε ηνπ Ηνπιηαλνχ εκεξνινγίνπ. 57 Δπηπιένλ, ζηελ νκηιία ηνπ Μαθαξηφηαηνπ Πξνέδξνπ ζηηο 27-12-1923 ζηελ Η.΢.Η. ζεκεηψζεθε φηη ππήξρε ζχγρπζε ζηελ ειιεληθή θνηλσλία ιφγσ ηεο ηαπηφρξνλεο ρξήζεο δπν εκεξνινγίσλ κε αξλεηηθέο επηπηψζεηο έλαληη ηνπ ενξηνινγίνπ θαη ηεο ζπκκεηνρήο ζηα κπζηήξηα.58Άξα, αληίζεηα απφ ηε γλψκε ησλ Παιαηνεκεξνινγηηψλ πθίζηαλην θαηλφκελα ζχγρπζεο ηνπ ιανχ. Οη Παιαηνεκεξνινγίηεο εθκεηαιιεχηεθαλ ηελ πνιηηηθή αλσκαιία ηεο πεξηφδνπ ηνπ Απξίιηνπ 1924 θαη παξαπιαλνχζαλ ηνλ απιντθφ ιαφ. 59 Σν 1924 δεκηνπξγήζεθε ην πξψην παιαηνεκεξνινγηηηθφ ζσκαηείν, ν «ζξεζθεπηηθόο ζύιινγνο ησλ Οξζνδόμσλ», πνπ θαηά ην 1926 νλνκάζηεθε «ειιεληθή ζξεζθεπηηθή θνηλόηεηα ησλ Γλεζίσλ Οξζνδόμσλ Χξηζηηαλώλ».60Γεληθφηεξα, ζην δηάζηεκα 1924-1931 δεκηνπξγνχληαη παιαηνεκεξνινγηηηθνί ζχιινγνη θαη παιαηνεκεξνινγηηηθά κνλαζηήξηα, εθδίδνληαη θπιιάδηα, νκάδεο δεισηψλ κάρνληαη ηελ Δθθιεζία ηεο Διιάδνο θαη ζπγθεληξψζεηο παιαηνεκεξνινγηηψλ δηαιχνληαη κε αζηπλνκηθή βία.61Δπηπιένλ, νη Παιαηνεκεξνινγίηεο ρξεζηκνπνηνχλ θαλαηηθνχο αγηνξείηεο κνλάρνπο θαη ηεξείο πξνθεηκέλνπ λα εμππεξεηήζνπλ ηηο αλάγθεο ησλ θνηλνηήησλ ηνπο.62Πξφζσπα-θιεηδηά ζηελ φιε εμέιημε ηνπ δεηήκαηνο ήηαλ νη αγηνξείηεο κνλαρνί Αξζέληνο Κνηηέαο θαη Μαηζαίνο Καξπαζάθεο.63Ήδε απφ ηα πξψηα ζηάδηα ηνπ παιαηνεκεξνινγηηηζκνχ, ην 1924, δηαθξίλνληαλ δχν κεξίδεο, κία κεηξηνπαζήο θαη κία απφιπηα ζπληεξεηηθή θαη αδηάιιαθηε.64Αθξαία παιαηνεκεξνινγίηηθα κέιε επηρείξεζαλ επαλεηιεκκέλα λα πξνπειαθίζνπλ ηνλ Αξρηεπίζθνπν Υξπζφζηνκν Α΄65 ζεσξψληαο ηνλ ππαίηην ηεο απφθαζεο ζρεηηθά κε ηελ εκεξνινγηαθή δηφξζσζε. Καηά ηα έηε 1932-1934, ε Δθθιεζία ηεο Διιάδνο ζθιεξαίλεη ηε ζηάζε ηεο απέλαληη ζηνπο νπαδνχο ηνπ παιαηνχ εκεξνινγίνπ θαηεδαθίδνληαο λανχο θαη κνλέο, εμνξίδνληαο αγηνξείηεο, απαγνξεχνληαο ηελ ίδξπζε λαψλ, αξλνχκελε ην δηθαίσκα ηέιεζεο ηεο ιαηξείαο ηνπο θ.ιπ.66Σν αδηέμνδν ζην νπνίν είρε νδεγεζεί ην παιαηνεκεξνινγηηηθφ δήηεκα ζχληνκα ζπλεηδεηνπνηήζεθε. Σν Γεθέκβξην ηνπ 1932,ην Τπνπξγηθφ ΢πκβνχιην απνθάζηζε ηε ιήμε ησλ δησγκψλ ησλ παιαηνεκεξνινγηηψλ, δίλνληαο θαη’ απηφ ηνλ ηξφπν πεξηζζφηεξν ρψξν ζηηο νκάδεο εθείλεο πνπ κάρνληαλ ηελ Δθθιεζία ηεο Διιάδνο. Σν 56

Γ. Δπζηξαηηάδνπ, Ζ πξαγκαηηθή αιήζεηα πεξί ηνπ εθθιεζηαζηηθνχ εκεξνινγίνπ, Αζήλαη 1929, ζ. 41. Βι. Πξαθηηθά…, ζ. 55-57. 58 Δθθιεζίαο ηεο Διιάδνο, έλζ’ αλση., ζ. 10. 59 Υξηζηνδνχινπ…, έλζ’ αλση., ζ. 180-182. 60 Βι. ΢. Καξακήηζνπ-Γακβξνχιηα, έλζ’ αλση., ζ. 73. 61 Α. Παλψηε, έλζ’ αλση., ζ. 818-819. 62 ΢. Καξακήηζνπ-Γακβξνχιηα, έλζ’ αλση., ζ. 328. 63 Α. Παλψηε, έλζ’ αλψη. ζ. 818-820. 64 Υξηζηνδνχινπ…, έλζ’ αλση., ζ. 188. 65 Α. Παλψηε, έλζ’ αλση., ζ. 818-819. 66 Υξηζηφδνπινπ…, έλζ’ αλση., ζ. 215-216. 57


γεγνλφο απηφ έρεη εξκελεπηεί θαη σο έκκεζε αλαγλψξηζε ηεο «Δθθιεζίαο» ησλ Γ.Ο.Υ.67 Απφ ην 1934 θαη εμήο ην παιαηνεκεξνινγηηηθφ δήηεκα άξρηζε λα παίξλεη κεγάιε δηάζηαζε. Ζ Πνιηηεία έθεξε κεγάιεο επζχλεο ζηε δηαηήξεζε ηνπ θηλήκαηνο ησλ δεισηψλ ππνζηεξηθηψλ ηνπ Ηνπιηαλνχ εκεξνινγίνπ, αθνχ έδεηρλε αλνρή, απνθεχγνληαο λα δξάζεη απνηειεζκαηηθά Έηζη, ζπληεξνχζε ην πξφβιεκα θαη κε ηελ αλεθηηθή ηεο ζηάζε επέηξεπε ηελ επέθηαζε ηνπ παιαηνεκεξνινγηηηζκνχ. Μάιηζηα, αλ θαη ππήξμε απφθαζε ηεο Η.΢.Η. πνπ δεηνχζε απφ ηελ Πνιηηεία λα επηιεθζεί ηνπ ζέκαηνο, ε Πνιηηεία απιά ελεκεξψζεθε.68 ΔΞΔΛΗΞΖ ΣΟΤ ΠΑΛΑΗΟΖΜΔΡΟΛΟΓΗΣΗΚΟΤ ΕΖΣΖΜΑΣΟ΢΢ΣΖΝ ΔΛΛΑΓΑ Ο δεισηηζκφο κε ηε πάξνδν ηνπ ρξφλνπ άξρηζε λα θεξδίδεη έδαθνο θαη ζηελ Δθθιεζηαζηηθή Ηεξαξρία κε απνηέιεζκα ηελ άλνημε ηνπ 1935, ηξεηο Ηεξάξρεο, νη Γεκεηξηάδνο Γεξκαλφο Μαπξνκκάηεο, πξ. Φισξίλεο Υξπζφζηνκνο Καβνπξίδεο θαη Εαθχλζνπ Υξπζφζηνκνο Γεκεηξίνπ, λα ζπληαρζνχλ κε ηηο ζέζεηο ησλ παιαηνεκεξνινγηηηθψλ κεξίδσλ θαη λα δεκηνπξγήζνπλ κηα «ζνξπβώδε εθθιεζηαζηηθήλ επαλάζηαζηλ».69Απφ πιεπξάο Οξζνδφμνπ Θενινγίαο, νη Παιαηνεκεξνινγίηεο δελ ζπληζηνχλ εθθιεζηαζηηθή θνηλφηεηα, θη φκσο παξά ηαχηα απηναπνθαινχληαλ «Δθθιεζία». 70 Ζ Δθθιεζία είλαη άκεζα ζπλδεδεκέλε κε ην πξφζσπν ηνπ Δπηζθφπνπ. Γη’ απηφ, νη ππνζηεξηθηέο ηνπ παιαηνχ εκεξνινγίνπ αλαδεηνχζαλ Οξζφδνμνπο Δπηζθφπνπο, πνπ ήηαλ πξφζπκνη λα βνεζήζνπλ ηνλ αγψλα ηνπο.71 Οη ηξεηο πξναλαθεξζέληεο επίζθνπνη δηέθνςαλ ηε ζρέζε ηνπο κε ηελ Δθθιεζία ηεο Διιάδνο πξνθεηκέλνπ λα απνηειέζνπλ ηνπο πλεπκαηηθνχο εγέηεο ησλ Παιαηνεκεξνινγηηψλ.72Άμην ιφγνπ είλαη ην γεγνλφο πσο απηή ε ηαξαρνπνηφο νκάδα ησλ κεηξνπνιηηψλ, αιιά θαη δεισηψλ κνλαρψλ είρε κηα θάπνηα πνιηηεηαθή ππνζηήξημε, κέζσ νξηζκέλσλ Κνλδπιηθψλ πνιηηηθψλ.73 Ο Αξρηεπίζθνπνο Υξπζφζηνκνο Α΄ ζε ζπλεδξίαζε ηεο Γ.Η.΢. ζηηο 27-51935 ελεκέξσζε γηα ηε ζιηβεξή ζηάζε ησλ ηξηψλ Ηεξαξρψλ ηνπο ζπλνδηθνχο παηέξεο.74΢ηηο 28-5-1935 νη Γεκεηξηάδνο, πξ. Φισξίλεο θαη Εαθχλζνπ έζηεηιαλ επηζηνιή ζηελ Ηεξά ΢χλνδν ηεο Δθθιεζίαο ηεο Διιάδνο δηαθφπηνληαο ηελ θνηλσλία καδί ηεο.75Ζ Δθθιεζία ηεο Διιάδνο παξέπεκςε ζε δίθε ηνπο ηξεηο ηεξάξρεο θαηεγνξψληαο ηνπο γηα «θαηξία, ηπξεία, παξαζπλαγσγή, θαηαθξόλεζε ηεο Δθθιεζηαζηηθήο Αξρήο θαη παξνηξύλζεσο Κιήξνπ θαη Λανύ» γηα επαλάζηαζε θαηά ηεο Γηνηθνχζαο Δθθιεζίαο.76΢ηηο 30-5-1935 νξίδεηαη

67

Α. Παλψηε, έλζ. αλση., ζ. 819. Υξηζηνδνχινπ….., έλζ’ αλση., ζ. 219-220. 69 Βι. Δ. Μαληδνπλέα, έλζ’ αλση., ζ. 14. Πξβι. Α. Παλψηε, έλζ’ αλση., ζ. 820. 70 Υξηζηνδνχινπ…, έλζ’ αλση., ζ. 230-231. 71 Έλζ’ αλση., ζ. 231. 72 Α. Παλψηε, έλζ’ αλση., ζ. 819-821. 73 Δ. Μαληδνπλέα, έλζ’ αλση., ζ. 14. 74 Υξηζηνδνχινπ…, έλζ’ αλση., ζ. 237. 75 Α. Παλψηε, έλζ’ αλση., ζ. 820. 76 Δ. Μαληδνπλέα, έλζ’ αλση., ζ. 15. Πξβι ηνπο ζρεηηθνχο ηεξνχο θαλφλεο απφ Β. Φεηδά., Ηεξνί θαλφλεο θαη θαηαζηαηηθή λνκνζεζία ηεο Δθθιεζίαο ηεο Διιάδνο, Αζήλαη 1998, ζ. 161 (ΛΓ’ θαλφλαο ηεο 68


δηθάζηκνο ησλ αξρηεξέσλ θαη σο δηθαζηέο νη Μεηξνπνιίηεο ΢άκνπ Δηξελαίνο, Ύδξαο Πξνθφπηνο θαη Αθαξλαλίαο Ηεξφζενο, νη νπνίνη κφιηο πξν ηεο δίθεο ππέβαιαλ ππφκλεκα ζηε Γ.Η.΢. δειψλνληαο αδπλακία αληαπνθξίζεσο ζηα νξηζζέληα ηνπο θαζήθνληα αξλήζεθαλ λα δηθάζνπλ ηνπο επηζθφπνπο θαη παξαηηήζεθαλ απφ ηα ζπλνδηθά ηνπο θαζήθνληα. Ζ Ηεξά ΢χλνδνο αξρηθά δελ δέρηεθε ηηο παξαηηήζεηο ησλ ηξηψλ ζπλνδηθψλ, σζηφζν θαζφηη έπξεπε λα νξηζζεί δηθάζηκνο νη ζπλνδηθνί απαιιάρζεθαλ απφ ηα θαζήθνληά ηνπο θαη ηα θαζήθνληα απηψλ αλέιαβαλ νη Σξίθθεο & ΢ηαγψλ Πνιχθαξπνο, Γπζείνπ & Οηηχινπ Γηνλχζηνο, θαη Διαζζφλαο Καιιίληθνο. 77΢ην πξψην δεθαήκεξν ηνπ Ηνπλίνπ 1935,νη ζρηζκαηηθνί Γεκεηξηάδνο, πξ. Φισξίλεο θαη Εαθχλζνπ ρεηξνηφλεζαλ 4 επηζθφπνπο ζπγθξνηψληαο ΢χλνδν.78 Ο Γεξκαλφο Βεξπθφπνπινο αλέιαβε ηε κεηξφπνιε ησλ Κπθιάδσλ, ν Υξηζηφθνξνο Υαηδήο ρεηξνηνλήζεθε Δπίζθνπνο Μεγαξίδνο, Μεηξνπνιίηεο Βξεζζέλεο ρεηξνηνλήζεθε ν αγηνξείηεο θαλαηηθφο κνλαρφο Μαηζαίνο Καξπαζάθεο θαη Δπίζθνπνο Γηαπιείαο ρεηξνηνλήζεθε ν Πνιχθαξπνο Ληψζεο.79 Οη επηά πιένλ επίζθνπνη ζπγθξνηήζαλ ζχλνδν κε πξφεδξν ηνλ Γεκεηξηάδνο Γεξκαλφ, 80 ν νπνίνο ζην παξειζφλ είρε απνηειέζεη ζπλππνςήθην κε ηνλ Υξπζφζηνκν Α΄ γηα Αξρηεπίζθνπνο. 81Ζ Δθθιεζία ηεο Διιάδνο ραξαθηήξηζε αληηθαλνληθέο θαη παξάλνκεο ηηο αλσηέξσ ρεηξνηνλίεο.82 Σνλ Ηνχλην ηνπ 1935 ε Γ.Η.΢. θαηφπηλ δίθεο απνθάζηζε ηελ θαζαίξεζε ησλ ηαξαμηψλ απφ θάζε ηεξαηηθφ αμίσκα θαη ηνλ πεξηνξηζκφ ηνπο σο απινί κνλαρνί γηα πέληε ρξφληα ζε κνλέο. Ο πξ. Εαθχλζνπ απεπζχλζεθε ζηελ Δθθιεζία ηεο Διιάδνο σο κεηαλνεκέλνο. Ζ Ηεξά ΢χλνδνο εμέηαζε ην δήηεκα θαη ηνλ απνθαηέζηεζε ζηνλ επηζθνπηθφ ηνπ ζξφλν, επηβάιινληάο ηνπ σο πνηλή αξγία έμη κελψλ.83Όζνλ αθνξά ζηνπο επηζθφπνπο Μεγαξίδνο Υξηζηφθνξν θαη Γηαπιείαο Πνιχθαξπν, κνινλφηη νη ρεηξνηνλίεο ηνπο είραλ αλαγλσξηζηεί σο παξάλνκεο θαη αληηθαλνληθέο κέζσ δχν ζπλνδηθψλ δελ παξαηηνχληαλ εθ ηεο αξρηεξνζχλεο ηνπο.84Ο Γεκεηξηάδνο Γεξκαλφο ζηέιλεη ππφκλεκα ζηνλ Τπνπξγφ Παηδείαο, δεηψληαο ηνπ βνήζεηα γηα λα επηζηξέςεη ζην επηζθνπηθφ ηνπ αμίσκα. Οη παιαηνεκεξνινγίηεο θιεξηθνί παξεμεγνχλ ηελ θίλεζή ηνπ απηή θαη ν παιαηνεκεξνινγίηεο επίζθνπνο θαιείηαη λα δηθαηνινγήζεη ηε ζηάζε ηνπ, φπσο θαη έπξαμε, κέζσ ππνκλήκαηνο ζεκεηψλνληαο φηη δελ ππνβάιιεη θαλελφο είδνπο κεηάλνηα, αιιά δεηά δηθαηνζχλε. Οκνίσο έπξαμε θαη ν πξ. Φισξίλεο Υξπζφζηνκνο.85Σειηθψο, ην γεγνλφο πσο νη παιαηνεκεξνινγίηεο ηεξάξρεο απεπζχλζεθαλ ζην Οηθνπκεληθφ Παηξηαξρείν, ψζηε λα επηιεθζεί ηνπ δεηήκαηνο, ηνπο ηηκά δηφηη «απεηέιεη έλδεημηλ ηνπιάρηζηνλ ηεο επηζπκίαο απηώλ

Πελζέθηεο Οηθνπκεληθήο ΢πλφδνπ), ζ. 297 (ΗΓ’ θαλφλαο ηεο Πξσηνδεπηέξαο ΢πλφδνπ), ζ. 298 (ΗΔ’ θαλφλαο ηεο Πξσηνδεπηέξαο ΢πλφδνπ). 77 Υξηζηνδνχινπ…, έλζ’ αλση., ζ. 241-244. 78 Ησαθείκ…, έλζ’ αλση., ζ. 16. 79 Α. Παλψηε, έλζ’ αλση., ζ. 821. 80 Υξηζηνδνχινπ…., έλζ’ αλση., ζ. 241. 81 Α. Παλψηε, έλζ’ αλση., ζ. 817. 82 Υξηζηνδνχινπ…, έλζ’ αλση, ζ. 246-248.. 83 Α. Παλψηε, έλζ’ αλση., ζ. 821. 84 Υξηζηνδνχινπ…, έλζ. αλση., ζ. 252-254. 85 Α. Παλψηε, έλζ’ αλση, ζ. 821.


όπσο ην θαζαξώο εθθιεζηαζηηθόλ απηώλ δήηεκα επηιπζή εληόο ηεο Δθθιεζίαο».86΢ηηο 22-10-1938 ν Αξρηεπίζθνπνο Υξπζφζηνκνο Α’ πεζαίλεη. Σν 1937 ν πξ. Φισξίλεο Υξπζφζηνκνο ραξαθηεξίδεη ηε ζηάζε ηεο Δθθιεζία ηεο Διιάδνο «ζρηζκαηηθή “δπλάκεη, νπρί ελεξγεία” δηόηη νπδεκία ζύλνδνο ηελ θαηεδίθαζελ» θαη απηνχ ηνπ είδνπο ε δηαηχπσζε, ζεσξνχκελε σο έλδεημε επηζπκίαο δηαιφγνπ κε ηελ Δθθιεζία ηεο Διιάδνο, πξνθάιεζε έληαζε κεηαμχ ησλ ηεζζάξσλ πηα παιαηνεκεξνινγηηψλ επηζθφπσλ (πξ. Φισξίλεο, Γεκεηξηάδνο, Κπθιάδσλ θαη Βξεζζέλεο).87΢ηαδηαθά εκθαλίζηεθαλ δχν κεξίδεο, κία αδηάιιαθηε ππφ ηνλ Βξεζζέλεο Μαηζαίν θαη κία πην κεηξηνπαζή ππφ ηνλ πξ. Φισξίλεο Υξπζφζηνκν.88Σν 1940, νη Κπθιάδσλ Γεξκαλφο θαη Βξεζζέλεο Μαηζαίνο απνθήξπμαλ απφ θνηλνχ ηνλ πξ. Φισξίλεο απνδνθηκάδνληάο ηνλ σο ξεμηθέιεπζν.89Καηά ηα έηε 1936-1944, νη Δπίζθνπνη Μεγαξίδνο Υξηζηφθνξνο θαη Γηαπιείαο Πνιχθαξπνο αλέκελαλ, κε απνδερφκελνη ηελ θαηαδηθαζηηθή γηα απηνχο απφθαζε ηεο Ηεξάο ΢πλφδνπ ηνπ 1935, κε ηε ειπίδα λα απνθαηαζηαζνχλ απφ ηελ Δθθιεζία ηεο Διιάδνο. Πξνθαλψο, φκσο ε ζέιεζή ηνπο γηα αμηψκαηα ήηαλ εληνλφηεξε απφ ηελ ζέιεζή ηνπο γηα ελ Υξηζηψ ηαπείλσζε, εληφο ησλ θφιπσλ ηεο Δθθιεζίαο ηεο Διιάδνο, αθνχ ην 1945 πξνζρψξεζαλ ζηελ παξάηαμε ηνπ πξ. Φισξίλεο.90 Καηά ηα ρξφληα αξρηεξνζχλεο ηνπ Γακαζθελνχ, ηελ Δθθιεζίαο ηεο Διιάδνο απαζρφιεζε ε αλαρεηξνηνλία ηνπ παιαηνεκεξνινγίηηθνπ θιήξνπ.91΢ηελ Οξζνδνμία, ε ηεξνζχλε είλαη κπζηήξην, πξαγκαηνπνηείηαη κηα κφλν θνξά θαη είλαη έξγν Θείαο Υάξηηνο.92 Δπνκέλσο, ην εξψηεκα πνπ γελλάηαη είλαη αλ νη Παιαηνεκεξνινγίηεο σο απνθνκκέλνη απφ ηελ Δθθιεζία ζπλερίδνπλ λα είλαη θνξείο Θείαο Υάξηηνο; «Δθθιεζία άλεπ ελόηεηνο… είλαη αδηαλόηεηνο», παξαηεξεί ν Η. Εεδηνχιαο.93Αθφκε, ζηνηρείν ηεο εθθιεζηαζηηθήο ελφηεηαο είλαη ε Απνζηνιηθή δηαδνρή, ε νπνία δηαζψδεηαη κέζσ ηνπ Δπηζθφπνπ, ρσξίο ηνλ νπνίν δελ ππάξρεη Δθθιεζία. Σν 1948 ε Ηεξά ΢χλνδνο ηεο Δθθιεζίαο ηεο Διιάδνο εμέηαζε ην ζέκα ηεο αλαρεηξνηφλεζεο ησλ παιαηνεκεξνινγηηψλ θιεξηθψλ θαη «εηάρζε θαη‟ αθξίβεηαλ ππέξ ηεο αθπξόηεηνο ησλ ππό θαζεξεκέλσλ παιαηνεκεξνινγηηώλ θιεξηθώλ ηειεζζέλησλ κπζηεξίσλ θαη δε θαη ρεηξνηνληώλ».94Με ηελ πνηλή ηεο θαζαίξεζεο, ε Δθθιεζία απνγπκλψλεη ηνλ θιεξηθφ ή ηνλ επίζθνπν απφ ηελ ηεξαηηθή ηνπ ηδηφηεηα θαη ηνλ πεξηνξίδεη ζε απιφ ιατθφ ή κνλαρφ θαη, θαη’ επέθηαζε, σο κε θιεξηθφο δελ έρεη δηθαίσκα λα ηειεί κπζηήξηα, αθνχ ε Θείαο Υάξηο ησλ κπζηεξίσλ παξέρεηαη κφλν απφ ηνλ ηεξέα κέζσ ηεο Δθθιεζίαο, εθφζνλ απηφο θνηλσλεί κε ηελ Δθθιεζία. 95

86

Βι. Υξηζηνδνχινπ…, έλζ’ αλση., ζ. 257. Βι. Α. Παλψηε, έλζ’ αλση., ζ. 821. 88 Υξηζηνδνχινπ…, έλζ’ αλση., ζ. 267-271. 89 Ά. Παλψηε, έλζ’ αλση., ζ. 822. 90 Υξηζηνδνχινπ…, έλζ’ αλση., ζ. 252-271. Α. Παλψηε, έλζ’ αλση., ζ. 821-822. 91 Έλζ’ αλση., ζ. 274-281. 92 Ν. Μαηζνχθα, Γνγκαηηθή θαη ΢πκβνιηθή Θενινγία Β΄, Έθζεζε ηεο νξζφδνμεο πίζηεο ζε αληηπαξάζεζε κε ηε δπηηθή ρξηζηηαλνζχλε, Θεζζαινλίθε 1985, ζ. 489-493. 93 Βι. Η. Εεδηνχια, Ζ ελφηεο ηεο Δθθιεζίαο ελ ηε ζεία επραξηζηία θαη ησλ επηζθφπσ θαηά ηνπο ηξεηο πξψηνπο αηψλαο, Γηαηξηβή επί δηδαθηνξία ζην Δ.Κ.Π.Α., Αζήλα 2009, ζ. 13. 94 Βι. Υξηζηνδνχινπ…, έλζ’ αλση., ζ. 289. 95 Έλζ’ αλση., ζ. 287. 87


Καηά ην 1949, ν Βξεζζέλεο Μαηζαίνο, γηα λα εμππεξεηήζεη ηηο αλάγθεο ηεο παξάηαμήο ηνπ, ρεηξνηφλεζε επηζθφπνπο κνινλφηη θαζεξεκέλνο θαη ρεηξνλεζείο απφ απνζρηζζέληεο επηζθφπνπο. Οη αληηθαλνληθέο ρεηξνηνλίεο Δπηζθφπσλ ηεο παξάηαμεο ηνπ Βξεζζέλεο ζπλερίζζεθαλ θαη κεηά ην ζάλαηφ ηνπ, φπσο ην 1957. Φπζηθά, ε Δθθιεζία ηεο Διιάδνο έθξηλε ηηο ρεηξνηνλίεο απηέο άθπξεο θαη αληηθαλνληθέο σο πξνεξρφκελεο απφ Δπηζθφπνπο επίζεο άθπξσλ θαη αληηθαλνληθψλ ρεηξνηνληψλ.96 Ο Αξρηεπίζθνπνο Γακαζθελφο πεζαίλεη ηνλ Μάην ηνπ 1949 θαη ηνλ δηαδέρεηαη ν ΢ππξίδσλ Βιάρνο. Σν 1950 πεζαίλεη θαη ν Βξεζζέλεο Μαηζαίνο. Σν ίδην έηνο, νη Παιαηνεκεξνινγίηεο κέζσ εγθπθιίνπ ππνζηεξίδνπλ αλνηθηά ηελ αθπξφηεηα ησλ κπζηεξίσλ ηεο Δθθιεζίαο ηεο Διιάδνο.97Μεηά, ην ζάλαην ηνπ Μαηζαίνπ Καξπαζάθε, εληζρχζεθε ε παξάηαμε ηνπ πξ. Φισξίλεο, ν νπνίνο ηνλ Φεβξνπάξην ηνπ 1951 ζπλειήθζε θαη εμνξίζηεθε ζε κνλή, αθνχ παξά ηηο πξνζπάζεηεο ηνπ παιηνχ θίινπ ηνπ Αξρηεπίζθνπνπ ΢ππξίδσλα γηα δηάινγν επέκελε πεηζκαηηθά ζηηο ηδέεο ηνπ.98Σν 1950 ν Παιαηνεκεξνινγίηεο Μεγαξίδνο Υξηζηφθνξνο δεηά ηελ αιιαγή ηνπ ηίηινπ ζε Υξηζηηαλνππφιεσο.99Σν 1952 ε λενεθιεγείζα Κπβέξλεζε Πιαζηήξα επαλαθέξεη απφ ηελ εμνξία ηνπο πξ. Φισξίλεο, Γαχιεηαο θαη Υξηζηηαλνππφιεσο100 θαη αλαζπγθξνηείηαη ε ΢χλνδνο ηεο «Δθθιεζίαο» ησλ Γ.Ο.Υ., ε νπνία πξνζπαζεί κάηαηα λα έξζεη ζε επαθή κε εθθιεζηαζηηθά θαη πνιηηηθά πξφζσπα ειπίδνληαο «λα επηηύρε άδεηαλ ειεπζέξαο αζθήζεσο ηεο ιαηξείαο θαηά ην παιαηόλ εκεξνιόγηνλ».101Σνλ ΢επηέκβξην ηνπ 1955 ν πξ. Φισξίλεο πεζαίλεη θαη ηνλ δηαδέρεηαη ην 1957 ζηελ εγεζία ηεο «Δθθιεζίαο» ησλ Γ.Ο.Υ. ν Αθάθηνο Παππάο. Σν δηάζηεκα 1956-1957 ην παιαηνεκεξνινγηηηθφ δήηεκα βξίζθεηαη ζε χθεζε.102Καηά ην 1958, ε δξαζηεξηφηεηα ηεο «Δθθιεζίαο» ησλ Γ.Ο.Υ. ζπλίζηαηαη ζε δηαβήκαηα πξνο ηελ Δθθιεζία ηεο Διιάδνο θαη ηελ Κπβέξλεζε Καξακαλιή.103Σν 1960 ειιείςεη Αξρηεπηζθφπνπ ηεο «Δθθιεζίαο» ησλ Γ.Ο.Υ., ηεο παξάηαμεο ηνπ πξ. Φισξίλεο, ν Αθάθηνο Παπάο, ζηηο 9-12-1960, ρεηξνηνλήζεθε επίζθνπνο «Σαιαληίνπ»104 ζηελ Ακεξηθή, θαηφπηλ ζπκθσλίαο γηα ρεηξνηνλία κφλν ελφο επηζθφπνπ, πνπ ζα εμππεξεηνχζε ηηο αλάγθεο ηεο «Δθθιεζίαο» ησλ Γ.Ο.Υ. απφ ηνλ Δπίζθνπν ΢εξαθείκ. 105 Οη Ηεξνί Καλφλεο απαγνξεχνπλ ηελ ππεξφξην ρεηξνηνλία.106Όηαλ ν Αθάθηνο πέζαλε, ηε ζέζε ηνπ πήξε ν Απμέληηνο Πάζηξαο,107 ν νπνίνο ην 1985 θαζαηξέζεθε θαη ηνλ δηαδέρ-

96

Έλζ’ αλση., ζ. 311-322. Α. Παλψηε, έλζ’ αλση. ζ. 823. 98 Υξηζηνδνχινπ, έλζ. αλση. ζ. 303. 99 Α. Παλψηε, έλζ’ αλση., ζ. 823. 100 ΢. Καξακήηζνπ-Γακβξνχιηα, έλζ’ αλση., ζ. 277. 101 Α. Παλψηε,έλζ’ αλση., ζ. 824.Σν 1926 κεηνλνκάδεηαη ζε ‘Διιεληθήλ Θξεζθεπηηθή Κνηλφηεηα ησλ Γ.Ο.Υ.’ ν ‘΢χιινγνο ησλ Οξζνδφμσλ’. Απηήο ηεο θνηλφηεηαο έιαβε ηελ δηνίθεζε θαη πλεπκαηηθή θαζνδήγεζε ε επηακειήο ζχλνδνο ηνπ 1935, νπφηε είρακε θαη ηελ πξψηε ζπγθξφηεζε ΢πλφδνπ ηεο Δθθιεζίαο ησλ Γ.Ο.Υ 102 Υξηζηνδνχινπ, έλζ’ αλση., ζ. 315. 103 Α. Παλψηε, έλζ’ αλση., ζ. 814-815. 104 Υξηζηνδνχινπ…, έλζ’ αλση., ζ. 345-349. 105 Πξβι. ΢. Καξακήηζνπ-Γακβξνχιηα, έλζ’ αλση., ζ. 319-321. 106 Βι. ζρεηηθφ θαλφλα Β. Φεηδά, έλζ’ αλση., ζ. 193 (ΛΔ’ Απνζηνιηθφο θαλφλαο). 107 Υξηζηνδνχινπ…, έλζ’ αλση., ζ. 355. 97


ζεθε ν Υξπζφζηνκνο Κηνχζεο. ΢ηηο κέξεο καο, Αξρηεπίζθνπνο ηεο «Δθθιεζίαο» ησλ Γ.Ο.Υ. είλαη ν θ. Καιιίληθνο. Σν 1969 νη Παιαηνεκεξνινγίηεο δεηνχζαλ απφ ην Κξάηνο ηελ αλαγλψξηζε ηεο εγθπξφηεηαο ησλ κπζηεξίσλ ηνπο θαη ηελ θαηαγξαθή ησλ αληίζηνηρσλ πξάμεσλ ζηα ιεμηαξρηθά βηβιία, φπσο θαη πέηπραλ, ππφ ηε πξνυπφζεζε πσο ν θιεξηθφο πνπ ηέιεζε ηα κπζηήξηα δελ έρεη νξηζηηθά θαζαηξεζεί. 108Καηά ηα έηε 1970-1972 έγηλαλ πξνζπάζεηεο λα έξζνπλ ζε επαθή νη δχν θχξηεο παιαηνεκεξνινγηηηθέο κεξίδεο, ησλ Βξεζζέλεο θαη πξ. Φισξίλεο, αιιά φιεο θαηέξξεαλ ιφγσ ηεο θάζε θνξά ζθιεξήο ζηάζεο κίαο εθ ησλ δχν. 109Μέζα ζε απηή ηε ρξνληθή πεξίνδν, ε παξάηαμε ηνπ Μαηζαίνπ απεπζχλζεθε ζηελ, ρσξίο δηθαίσκα παξέκβαζεο ζηα ηεο Διιάδαο, ππεξφξηα ξσζηθή Δθθιεζία, κε ζθνπφ λα πεηχρεη ηελ θαλνληθφηεηα.110 Με βάζε ηνπο Ηεξνχο Καλφλεο, ε ππεξφξηα εθθιεζηαζηηθή δξάζε είλαη άθπξε, δηφηη δελ επηηξέπεηαη κεηαμχ ησλ Απηνθέθαισλ Δθθιεζηψλ ε κηα λα επηθαιχπηεη ηελ άιιε. 111 Αξγφηεξα, ν Μεηξνπνιίηεο Φηιάξεηνο, ηεο ππεξνξίνπ ξσζηθήο Δθθιεζίαο, κεηαλφεζε γηα ηελ πξάμε ηνπ θαη δηέθνςε ηελ ζρέζε ηνπ κε ηνπο Παιαηνεκεξνινγίηεο.112 Καηά δηαζηήκαηα πξνηάζεθαλ δηάθνξεο ιχζεηο ηνπ δεηήκαηνο, είηε απφ πιεπξάο ησλ Παιαηνεκεξνινγηηψλ είηε απφ πιεπξάο ηεο Δθθιεζίαο ηεο Διιάδνο είηε αθφκε απφ ηελ Πνιηηεία. Κάπνηεο απφ απηέο ηηο θαηά δηαζηήκαηα πξνηεηλφκελεο ιχζεηο είλαη νη εμήο: α) εμππεξέηεζε ησλ αλαγθψλ ησλ νπαδψλ ηνπ παιαηνχ εκεξνινγίνπ, κε βάζε απηφ, απφ ηεξέα ηεο Δθθιεζίαο ηεο Διιάδνο, β) επηζηξνθή ζην παιαηφ εκεξνιφγην, γ) ζχγθιεζε ζπλφδνπ θαη σο ηεο ζχγθιεζεο απηήο αξκνληθή ζπλχπαξμε ηεο Δθθιεζίαο ηεο Διιάδνο θαη ησλ Παιαηνεκεξνινγηηηθψλ νκάδσλ, δ) δηνηθεηηθή ππαγσγή απηψλ ζηελ Δθθιεζία ηεο Διιάδνο κε θαλνληθφ παιαηνεκεξνινγίηε επίζθνπν θαη αλαθνξά πξνο απηή, ε) λνκνζεηηθή αλαγλψξηζε ησλ παιαηνεκεξνινγηηψλ σο αλεμάξηεηεο ζξεζθεπηηθήο θνηλφηεηαο, ζη) εθαξκνγή ηεο θείκελεο λνκνζεζίαο θαη ιήςε κέηξσλ θαηά ηνπ παιαηνεκεξνινγηηηζκνχ, δ) κεξηθή αλαγλψξηζε ηνπ παιαηνεκεξνινγηηηζκνχ, ε) πξνζηαζία ηνπ επζεβή παιαηνεκεξνινγηηηθνχ ιανχ θαη ηηκσξία ησλ αγπξηψλ «θιεξηθψλ», ζ) δηαηήξεζε ηεο θαηάζηαζεο θαη ζησπεξή αλαγλψξηζε ηεο «Δθθιεζίαο» ησλ Γ.Ο.Υ. (!), η) δηαθψηηζε ησλ Παιαηνεκεξνινγηηψλ θαη ππνδνρή-επηζηξνθή απηψλ ζηελ Δθθιεζία ηεο Διιάδαο θαη ηα) αληηκεηψπηζε ηνπ δεηήκαηνο αλάινγα κε ηε ζχλεζε θάζε Δπηζθφπνπ.113

Ο ΠΑΛΑΗΟΖΜΔΡΟΛΟΓΗΣΗ΢ΜΟ΢ ΢ΣΟΝ 21Ο ΑΗΩΝΑ ΢ηηο 23-3-2014 νη δπν θπξηφηεξεο ειιεληθέο παιαηνεκεξνινγηηηθέο παξαηάμεηο ηνπ Καιιηλίθνπ θαη ηνπ Κππξηαλνχ, πξαγκαηνπνίεζαλ ελσηηθφ 108

Έλζ’ αλση., ζ. 320-321. Έλζ’ αλση., ζ. 340-341. 110 Δ. Μαληδνπλέα, έλζ’ αλση., ζ. 17. 111 Βι. ζρεηηθφ θαλφλα Β. Φεηδά, έλζ’ αλση., ζ. 193 (ΛΔ’ Απνζηνιηθφο Καλφλαο). 112 Υξηζηνδνχινπ…, έλζ’ αλση, ζ. 345. 113 Έλζ’ αλση., ζ. 397-429. 109


ζπιιείηνπξγν, παξνπζία Ρνπκάλσλ θαη Ρψζσλ αξρηεξέσλ ζηελ Ηεξά Μνλή Αγίνπ Νηθνιάνπ Παηαλίαο.114 Σελ ίδηα κέξα αλαγλψζζεθε ε ζρεηηθή εγθχθιηνο, ζηελ νπνία αλαθέξεηαη φηη «ζπλήιζελ ε Αγία θαη Ιεξά Σύλνδνο ηεο Δθθιεζίαο ησλ Γλεζίσλ Οξζνδόμσλ Χξηζηηαλώλ ηεο Διιάδνο ππό ηελ Πξνεδξίαλ ηνπ Μαθαξησηάηνπ Αξρηεπηζθόπνπ Αζελώλ θαη πάζεο Διιάδνο θ.θ. Καιιηλίθνπ, κε απνθιεηζηηθόλ ζέκα ηελ έλσζηλ θαη ελζσκάησζηλ ηεο Οξζνδόμνπ Δθθιεζηαζηηθήο Κνηλόηεηνο ησλ Δληζηακέλσλ εηο ηελ Δθθιεζίαλ ησλ Γλεζίσλ Οξζνδόμσλ Χξηζηηαλώλ ηεο Διιάδνο, ην νπνίνλ θαη επεηεύρζε, Χάξηηη Κπξίνπ».115 Σελ εγθχθιην ππνγξάθνπλ 20 αξρηεξείο. Δλελήληα ρξφληα κεηά ηελ αιιαγή ηνπ εκεξνινγίνπ, ηελ νπνία νη παιαηνεκεξνινγίηεο ζπλερίδνπλ λα ζεσξνχλ αληηθαλνληθή, ελψλνληαη σο κηα «Δθθιεζία» ππφ ηνλ Αρχιεπίζκοπο Αθηνών κ. Καλλίνικο. Πηζηεχεηαη φηη κέζσ απηήο ηεο ελσηηθήο πξάμεο ε Δθθιεζία ησλ Γ.Ο.Υ. εληζρχεη ηε δχλακή ηεο ζε ρψξεο φπσο ε Βνπιγαξία, Ρνπκαλία, Ρσζία θαη Ζ.Π.Α.116Σν ίδην έηνο, ζε εθδήισζε γηα ηα 90 ρξφληα απφ ηελ εκεξνινγηαθή κεηαξξχζκηζε, ε Δθθιεζία ησλ Γ.Ο.Υ. θαηεγνξεί ηελ Δθθιεζία ηεο Διιάδνο γηα νηθνπκεληζκφ.117 ΢ΤΜΠΔΡΑ΢ΜΑΣΗΚΟ΢ ΔΠΗΛΟΓΟ΢ Ζ Δθθιεζία ηεο Διιάδνο πξνρψξεζε ην 1924 ζηελ δηφξζσζε ηνπ εκεξνινγίνπ κε ζθνπφ ην φθεινο ηνπ πιεξψκαηφο ηεο. Οηηδήπνηε πξάηηεη ε Δθθιεζία ην πξάηηεη γηα ην θαιφ ηνπ πιεξψκαηφο ηεο. Ζ δηφξζσζε ηνπ Ηνπιηαλνχ εκεξνινγίνπ δελ ήηαλ κηα θαηλνηνκία, αιιά κηα αλάγθε. Ζ εκεξνινγηαθή δηφξζσζε δελ είλαη δήηεκα δνγκαηηθφ νχηε αληηθαλνληθφ. Σν παιαηνεκεξνινγηηηθφ δήηεκα απεηέιεζε θαη ζπλερίδεη λα απνηειεί έλα αγθάζη ζην ζψκα ηεο Δθθιεζίαο ηεο Διιάδνο. ΢ηφρνο είλαη πάληνηε ε επίηεπμε ηεο Μίαο, Αγίαο, Καζνιηθήο θαη Απνζηνιηθήο Δθθιεζίαο. Ζ επεμεξγαζία ηνπ πιηθνχ καο έδεημε φηη ε Δθθιεζία ηεο Διιάδνο επηδίσμε πνιιέο θνξέο ηελ εθθιεζηαζηηθή ελφηεηα, παλνξζνδφμσο αιιά θαη κεηά ησλ Παιαηνεκεξνινγηηψλ. Αμίδεη λα ζεκεησζεί πσο θακία Δθθιεζία, Παηξηαξρείν ή κνλαζηηθή θνηλφηεηα δελ δηέθνςε ηε ζρέζε κε ηελ Δθθιεζία ηεο Διιάδνο ιφγσ ηεο εκεξνινγηαθήο δηφξζσζεο, πέξα ησλ παιαηνεκεξνινγηηψλ, νη νπνίνη εθφζνλ δελ έρνπλ αιινησζεί δνγκαηηθά δελ απνηεινχλ άιιν δφγκα ή ζξεζθεία, αιιά παξαζπλαγσγή. Απνδείμακε αθφκε, ζε ζρεηηθή ελφηεηα, πσο ηα κπζηήξηα ησλ Παιαηνεκεξνινγηηψλ είλαη άθπξα θαη επνκέλσο πξέπεη λα επαλαιακβάλνληαη. Όζνλ αθνξά ζην δήηεκα ηεο αλαρεηξνηνλίαο ησλ παιαηνεκεξνινγηηψλ θιεξηθψλ πνπ επηζηξέθνπλ ζηελ Δθθιεζία ηεο Διιάδνο, ε Δθθιεζία ηεξεί ζηάζε πεξηπησζηνινγηθήο εμέηαζεο.118΢ηαζεξή βάζε ηεο 114

Βι. Γφγκα - Πξαθηνξείν εθθιεζηαζηηθψλ εηδήζεσλ. Σν ελσηηθφ ζπιιείηνπξγν ησλ Παιαηνεκεξνινγηηψλ. Αλαζχξζεθε απφ: http://www.dogma.gr/ellada/to-enotiko-sylleitourgo-tonpalaioimerologiton/9719/ ζηηο 24/2/2016. 115 Έλζ’ αλση. 116 Έλζ’ αλση. 117 Βι. Δθθιεζία Γ.Ο.Υ. Διιάδνο. ΟκνινγηαθὴΈθδήισζε γηα ηα 90 ρξφληα ηεο Ζκεξνινγηαθήο Καηλνηνκίαο. Αλαζχλξζεθε απφ: http://www.ecclesiagoc.gr/index.php/nea/602-omologiaki-ekdilosi90xronwn-hmerologiakis-kainotomias ζηηο 24/2/2016. 118 Υξηζηνδνχινπ…, έλζ’ αλση., ζ. 310.


Δθθιεζίαο ηεο Διιάδνο ζήκεξα επί ηνπ παιαηνεκεξνινγηηηθνχ δεηήκαηνο είλαη ε εμ αξρήο απνδνρή, απφ πιεπξάο ηνπ Κξάηνπο ηεο εθθιεζηαζηηθήο άπνςεο, πεξί ηεο κε αλαγλψξηζεο ησλ Παιαηνεκεξνινγηηψλ σο «Δθθιεζίαο».119Δθθιεζία ρσξίο ελφηεηα είλαη αδηαλφεηε.120

ΑΝΑΦΟΡΔ΢ Α. Πηγές Πξαθηηθά θαη απνθάζεηο ηνπ ελ Κσλζηαληηλνππφιεη Παλνξζνδφμνπ ΢πλεδξίνπ, 10 Μαΐνπ - 10 Ινπλίνπ 1923, Κσλζηαληηλνχπνιε 1923. 119 120

Έλζ’ αλση., ζ. 423. Βι. Η. Εεδηνχια, έλζ’ αλση., ζ. 13.


Δθθιεζίαο ηεο Διιάδνο, Τν εκεξνινγηαθόλ δήηεκα, Δηζήγεζηο πξνο ηελ ΠαλνξζόδνμνλΜεγάιελΣύλνδνλ, Αζήλαη 1971.

Β. Βοηθήμαηα Αλσλχκνπ, Καλνληθή θαη παλνξζόδνμε ε παξαδνρή, „Τν εκεξνινγηαθό δήηεκα δελ είλαη δήηεκα ζξεζθεπηηθό‟, Αζήλαη 1973. Γηαλλφπνπινπ Βαζηιείνπ, Ιζηνξία θαη ζενινγία ησλ Οηθνπκεληθώλ Σπλόδσλ, Αζήλα 2011. Δπζηξαηηάδνπ Γξεγνξίνπ, Η πξαγκαηηθή αιήζεηα πεξί ηνπ εθθιεζηαζηηθνύ εκεξνινγίνπ, Αζήλαη 1929. Εεδηνχια Ησάλλνπ Μεηξνπνιίηνπ Πεξγάκνπ, Η ελόηεο ηεο Δθθιεζίαο ελ ηε ζεία επραξηζηία θαη ησ επηζθόπσ θαηά ηνπο ηξεηο πξώηνπο αηώλαο, Γηαηξηβή επί δηδαθηνξία ζην Δ.Κ.Π.Α., Αζήλα 2009. Ησαθείκ Μεηξνπνιίηνπ Γεκεηξηάδνο, Τν παιαηνεκεξνινγηηηθό δήηεκα ελ Διιάδη, Βφινο 1948. Καξακήηζνπ-Γακβξνχιηα ΢ηαχξνπ, Η αγσλία ελ ησ θήπσ ηεο Γεζζεκαλή, Αζήλαη 1960. Κάηζε Γεκεηξίνπ, Ηκεξνιόγηνλ, ζηε Θ.Ζ.Δ., η.6, Αζήλαη 1962. Κνληδάξε Γεξαζίκνπ, Δθθιεζηαζηηθή Ιζηνξία ηεο Διιάδνο Β΄, Αζήλαη 1970. Μαληδνπλέα Δπαγγέινπ, Πεξί ηνπ εκεξνινγίνπ ηεο Διιαδηθήο Δθθιεζίαο, Απνζηνιηθή Γηαθνλία ηεο Δθθιεζίαο ηεο Διιάδνο, Αζήλαη 1993. Μαηζνχθα Νηθνιάνπ, Γνγκαηηθή θαη Σπκβνιηθή Θενινγία Β΄, Έθζεζε ηεο νξζόδνμεο πίζηεο ζε αληηπαξάζεζε κε ηε δπηηθή ρξηζηηαλνζύλε, Θεζζαινλίθε 1985. ΠαλψηεΑξηζηείδνπ, Δθθιεζία ησλ Γλεζίσλ Οξζνδόμσλ Χξηζηηαλώλ ή Παιαηνεκεξνινγηηώλ, ζηε Θ.Ζ.Δ., η.1, Αζήλαη 1962. Παπαδνπνχινπ Υξπζνζηφκνπ Αξρηεπηζθφπνπ Αζελψλ θαη πάζεο Διιάδνο, Η δηόξζσζηο ηνπ Ινπιηαλνύ εκεξνινγίνπ ελ ηε Δθθιεζία ηεο Διιάδνο, Αζήλαη 1933. Παξαζθεπαΐδε ΥξηζηνδνχινπΜεηξνπνιίηνπ Γεκεηξηάδνο, Ιζηνξηθή θαη θαλνληθή ζεώξεζηο ηνπ παιαηνεκεξνινγηηηθνύ δεηήκαηνο θαηά ηε ηε γέλεζηλ θαη ηελ εμέιημελ απηνύ ελ Διιάδη, Γηαηξηβή επί δηδαθηνξία ζην Α.Π.Θ., Αζήλαη 1982. Φεηδά Βιαζίνπ, Ιεξνί θαλόλεο θαη θαηαζηαηηθή λνκνζεζία ηεο Δθθιεζίαο ηεο Διιάδνο, Αζήλαη 1998.

Γ. Ηζηοζελίδες


Γφγκα -Πξαθηνξείν εθθιεζηαζηηθψλ εηδήζεσλ. Σν ελσηηθφ ζπιιείηνπξγν ησλ Παιαηνεκεξνινγηηψλ. Αλαζχξζεθε απφ http://www.dogma.gr/ellada/toenotiko-sylleitourgo-ton-palaioimerologiton/9719/ ζηηο 21/1/2016. Δθθιεζία Γ.Ο.Υ. Διιάδνο. ΟκνινγηαθὴΈθδήισζε γηα ηα 90 ρξφληα ηεο Ζκεξνινγηαθήο Καηλνηνκίαο. Αλαζχξζεθε απφ http://www.ecclesiagoc.gr/index.php/nea/602-omologiaki-ekdilosi90xronwn-hmerologiakis-kainotomias ζηηο 21/1/2016.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.