Επιστημονική Επετηρίδα - Τόμος ΣΤ' - Μέρος 1ο

Page 1



<< Επιστημονική Επετηρίδα Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας & Χερρονήσου >> Εκδίδεται προνοία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πέτρας & Χερρονήσου κ.κ. Γερασίμου

Επιστημονική Επιτροπή Βασίλειος Φθενάκης, καθηγητής Πανεπιστημίου Βρέμης. Μιχαήλ Κασωτάκης, Πρώην Πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και του κέντρου Επιστημονικής Έρευνας Ελλάδος. Βασιλική Συθιακάκη, Αρχαιολόγος, Προισταμένη 13ης Εφορείας Βυζαντι νών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρήτης.

Εκδοτική Επιτροπή Αρχ. Τίτος Ταμπακάκης, Πρωτοσύγκελλος Ι.Μ. Πέτρας & Χερρονήσου Αρχ. Εμμανουήλ Κατσαρός, Ιεροκήρυξ Ι.Μ. Πέτρας & Χερρονήσου Απόστολος Παπαιωάννου, Ομότιμος καθηγητής Παν/μιου Ιωαννίνων. Την ευθύνη του περιεχομένου της εγκυρότητας και των δικαιωμάτων των χρησιμοποιούμενων πηγών κάθε εργασίας έχει ο συντάκτης. Νεάπολη Κρήτης 724 00 Τηλ. 28410 32320, Φαξ 28410 31344 Website: www.impeh.gr / email: info@impeh.gr Ηλεκτρονική σελιδοποίηση, κατασκευή e-book ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΚΙΜΑΚΗΣ / BIGBOOK publications Καντανολέων 4, Ηράκλειο Κρήτης Τηλ. / Φαξ 2810 285541 Email : info@bigbook.gr Website : www.Bigbook.gr


Περιεχόμενα ΣΟΜΟ΢ Α Θεοχάρης Δετοράκης ……………………………………………………………….. 8 Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης. ΚΤΠΡΟ΢ KAI ΚΡΗΣΗ ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ Γεώργιος Ε. Κρασανάκης ……………………………………………………………. 17 Ὁμότιμος Καθηγητὴς ΧυχολογίαςΠανεπιστημίου Κρήτης Η ΝΟΗΜΟ΢ΤΝΗ ΣΟΤ ΑΝΘΡΨΠΟΤ Απόστολος Γ. Παπαϊωάννου ……………………………………………………….. 32 Ομ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΡΗΣΙΚΗ ΕΠΑΝΑ΢ΣΑ΢Η (1866 - 1869) ΜΑΝΟΛΗ΢ ΢ΚΟΤΛΑ΢ (1845 - 1866) Ο ΠΤΡΠΟΛΗΣΗ΢ ΣΗ΢ ΜΟΝΗ΢ ΑΡΚΑΔΙΟΤ

Φρύσα Δαμιανάκη …………………………………………………………………… 80 Καθηγήτρια Ιστορίας της Σέχνης Πανεπιστήμιο του ΢αλέντο (Ιταλίας) Η ΢ΤΓΓΕΑΥΗ ΣΟΤ «ΒΙΟΤ ΣΟΤ ΑΓΙΟΤ ΑΡ΢ΕΝΙΟΤ ΣΟΤ ΚΑΠΠΑΔΟΚΗ» ΑΠΟ ΣΟΝ Ο΢ΙΟ ΠΑÏ΢ΙΟ ΣΟΝ ΑΓΙΟΡΕΙΣΗ Κωνσταντίνος Κορώσης …………………………………………………………… 93 Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνιολογίας Παν/μιου Κρήτης Η ΚΑΚΟΠΟΙΗ΢Η ΣΗ΢ ΜΗΣΕΡΑ΢ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΔΡΑ΢ΕΙ΢ ΣΗ΢ ΢ΣΟ ΠΑΙΔΙ Ευάγγελος Παχυγιαννάκης ………………………………………………………. 111 Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Ι΢ΣΟΡΙΚΕ΢ ΑΝΑΥΟΡΕ΢ ΢ΣΗΝ ΑΓΙΑ ΖΨΝΗ Δρ. Εμμανουήλ Κ. Δουνδουλάκης ……………………………………………… 122 Επίκουρος Καθηγητής Π.Α.Ε.Α.Κ. ΤΜΝΟ-ΑΓΙΟΛΟΓΙΚΕ΢ ΠΑΡΑΣΗΡΗ΢ΕΙ΢ ΢ΣΑ ΤΜΝΟΓΡΑΥΙΚΑ ΣΟΤ Κ. ΔΗΜΗΣΡΙΟΤ ΔΑ΢ΚΑΛΑΚΗ ΠΡΟ΢ ΣΙΜΗΝ ΣΟΤ Ο΢ΙΟΤ ΚΤΡ ΙΨΑΝΝΟΤ ΣΟΤ ΞΕΝΟΤ Δρ. Ιωάννης Ν. Λίλης ……………………………………………………………… 128 Λέκτορας Δογματικής και ΢υμβολικής Θεολογίας της Πατριαρχικής Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης Η ΑΡΦΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΥΙΛΟ΢ΟΥΙΑ ΢ΣΟΝ Τ΢ΣΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙ΢ΜΟ. Η ΒΑ΢Η ΓΙΑ ΣΟΝ ΑΚΡΙΒΗ ΕΝΣΟΠΙ΢ΜΟ ΣΗ΢ ΔΙΑΚΡΙ΢ΕΨ΢ ΜΕΣΑΞΤ «ΒΤΖΑΝΣΙΝΗ΢ ΥΙΛΟ΢ΟΥΙΑ΢» ΚΑΙ ΦΡΙ΢ΣΙΑΝΙΚΟΤ ΔΟΓΜΑΣΟ΢


Ευάγγελος Πετράκης, Θεολόγος-΢υγγραφέας………………………………….. 156 Ροδάνθη Ανδρουλιδάκη- Πετράκη, Δρ. Επιστημών Αγωγής ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ: ΚΛΕΙ΢ΣΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ Ή ΑΝΟΙΚΣΗ ΠΡΟΟΠΣΙΚΗ; Εμμανουήλ Γ. Φαλκιαδάκης ……………………………………………………… 165 Δρ. Ιστορίας Α.Π.Θ., Διδάσκων Πατριαρχικής Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης, Ερευνητικός ΢υνεργάτης Ινστιτούτου Ορθόδοξων Φριστιανικών ΢πουδών Κέιμπριτζ ΕΝΑ ΑΓΝΨ΢ΣΟ ΠΕΡΙ΢ΣΑΣΙΚΟ ΔΙΑ΢Ψ΢Η΢ ΦΡΙ΢ΣΙΑΝΨΝ ΑΠΟ ΜΟΤ΢ΟΤΛΜΑΝΟ΢ΣΟ ΠΛΑΙ΢ΙΟ Σης ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ΢ΣΙΚΗ΢ ΚΑΙ ΠΟΛΙΣΙΚΗ΢ ΣΕΛΕΣΗ΢ ΢ΣΗ ΝΗ΢ΙΔΑ ΣΗ΢ ΢ΟΤΔΑ΢ ΣΟ 1913 Αντώνης ΢ανουδάκης ………………………………………………………….….. 175 Καθηγητής Ιστορίας της Π.Α.Ε.Α.Κ. ΑΡΦΑΙΟ ΚΑΙ ΒΤΖΑΝΣΙΝΟ ΘΡΗ΢ΚΕΤΣΙΚΟ ΘΕΑΣΡΟ Ιωάννης Γ. Λότσιος ……………………………………………………………….. 181 Δρ. Θεολογίας Μέλος του κέντρου Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών, << Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγεωργίου>> ( CEMES ). http://aristoteleio.academia.edu/ioannislotsios. ΠΡΨΣΕΙΟ ΚΑΙ ΢ΤΝΟΔΙΚΟΣΗΣΑ ΢ΣΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΗ΢ ΡΑΒΕΝΝΑ΢ Μιχαήλ Ἐ. Πατεράκη ……………………………………………………………… 219 Πρωτοπρεσβυτέρου “τοῦ Υουρνιώτη„ Ο ΘΡΗ΢ΚΕΤΣΙΚΟ΢ ΦΑΡΑΚΣΗΡΑ΢ ΣΗ΢ ΜΕΣΑΒΤΖΑΝΣΙΝΗ΢ ΕΚΚΛ/ΚΗ΢ ΥΟΡΗΣΗ΢ΕΙΚΟΝΑ΢, ΣΟΤ 18ου ΑΙΨΝΑ, ΢ΣΗΝ ΠΕΡΙΟΦΗ ΣΗ΢ ΥΟΤΡΝΗ΢ ΜΕΡΑΜΠΕΛΛΟΤ ΛΑ΢ΙΘΙΟΤ Γεώργιος Πατεράκης ……………………………………………………………… 241 Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ΢χολικός ΢ύμβουλος Π. Ε. Ο ΕΠΙ΢ΚΟΠΟ΢ ΠΕΣΡΑ΢ ΣΙΣΟ΢ ΖΨΓΡΑΥΙΔΗ΢, Ψ΢ ΕΚΠΑΙΔΕΤΣΙΚΗ ΑΡΦΗ ΣΟΤ ΣΜΗΜΑΣΟ΢ ΛΑ΢ΙΘΙΟΤ, ΣΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1889-1898. Γεώργιος Καλογεράκης …………………………………………………………... 299 Δ/ντής Δημοτικού ΢χολείου Καστελλίου υποψ. Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Ο ΓΙΑΝΝΗ΢ ΜΑΤΡΑΝΣΨΝΑΚΗ΢, Ο ΜΙΦΑΛΗ΢ ΑΚΟΤΜΙΑΝΑΚΗ΢, Η ΢ΤΝΘΗΚΟΛΟΓΗ΢Η ΣΨΝ ΙΣΑΛΨΝ ΚΑΙ Η ΝΕΑΠΟΛΗ ΛΑ΢ΙΘΙΟΤ Ἀρχιμανδρίτης Δαμιανός Μπελέρης ………………………………………….. 328 Προηγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Κρουσταλλένιας Ὀροπεδίου Λασιθίου Ο ΠΡΟΟΙΜΙΑΚΟ΢ ΧΑΛΜΟ΢ ΣΟΤ Ε΢ΠΕΡΙΝΟΤ Αρχιμανδρίτης Σιμόθεος ΢αριδάκης …………………………………………. 335 Ηγούμενος Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής Βιδιανής Οροπεδίου Λασιθίου ΣΟ ΜΤ΢ΣΗΡΙΟ ΣΗ΢ ΜΕΣΑΝΟΙΑ΢ ΚΑΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗ΢Η΢


Αρχιμανδρίτης Εμμανουήλ Κατσαρός ………………………………….…… 347 Ιεροκήρυξ Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας & Φερρονήσου Η ΙΕΡΟ΢ΤΝΗ ΢ΣΗΝ ΡΨΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ

Περιεχόμενα ΣΟΜΟ΢ Β

Πρωτοπρεσβυτέρος Ευαγγέλος Κλώνος ………………………………..…..….. 8 Η ΚΑΤ΢Η ΣΨΝ ΝΕΚΡΨΝ Ι΢ΣΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΨΡΗ΢Η Εμμανουήλ Αντωνακάκης ……………………………………………………..… 67 Πρωτοπρεσβύτερος-Καθηγητής Θεολόγος-masterΒιοηθικής Η ΔΙΑΚΟΠΗ ΣΗ΢ ΚΤΗ΢Η΢ ΤΠΟ ΣΟ ΠΡΙ΢ΜΑ ΣΗ΢ ΟΡΘΟΔΟΞΗ΢ ΠΑΣΕΡΙΚΗ΢ ΘΕΟΛΟΓΙΑ΢ Πρεσβυτέρος Ευάγγελος Ζαφειρόπουλος, …………………………………… 78 Θεολόγος, Εφημέριος Ενορίας Αρμένων Ρεθύμνου ΑΙΡΕ΢ΕΙ΢ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗ΢ΚΕΤΣΙΚΕ΢ ΟΡΓΑΝΨ΢ΕΙ΢ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΘΕΨΡΗ΢Η ΣΗ΢ ΜΕΣΕΝ΢ΑΡΚΨ΢Η΢ Παναγιωτάκης Γεώργιος …………………………………………………………120 ΢υγγραφέας Η ΢ΤΜΜΕΣΟΦΗ ΣΨΝ ΚΑΣΟΙΚΨΝ ΣΟΤ ΟΡΟΠΕΔΙΟΤ ΛΑ΢ΙΘΙΟΤ ΢ΣΟΤ΢ ΚΑΣΑ ΚΑΙΡΟΤ΢ ΕΘΝΙΚΟΤ΢ ΜΑ΢ ΑΓΨΝΕ΢ Mihailo St. Popović (Βιέννη, Αὐστρία) ………………………………….…..….. ..137 Doz. Mag. Dr. Mihailo Popović, Austrian Academy of Sciences, Institute for Medieval Research, Division of Byzantine Research; Mihailo.Popovic@oeaw.ac.at. Η ΦΡΙ΢ΣΙΑΝΗ ΢ΟΤΝΣΑΝΑ ΜΑΡΑ ΜΠΡΑΝΚΟΒΙΣ΢ ΚΑΙ Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΤ ΠΑΤΛΟΤ Ιωάννης Γ. Σσερεβελάκης …………………………………………………....… .153 Θεολόγος-Υιλόλογος Η «Α΢ΘΕΝΕΙΑ» Ω΢ «ΔΤΝΑΜΙ΢»:ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΣΗ΢ ΠΑΤΛΕΙΑ΢ ΘΕΟΛΟΓΙΑ΢ Ευαγγελία Γ. Πατεράκη ……………………………………………….…..….… 174 Εκπαιδευτικός Υυσ. Αγωγής Τποψ. Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ΢ΤΓΓΡΑΥΗ ΚΑΙ ΕΓΚΡΙ΢Η ΣΨΝ ΢ΦΟΛΙΚΨΝ ΕΓΦΕΙΡΙΔΙΨΝ ΣΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΣΗ΢ ΚΡΗΣΙΚΗ΢ ΠΟΛΙΣΕΙΑ΢


Ευαγγέλος Παχυγιαννάκης, Πρωτοπρεσβυτέρος……………………..…… 223 Εμμανουήλ Αθ. Λουκάκης, θεολόγος Ο Ε΢ΦΑΣΟΛΟΓΙΚΟ΢ ΦΑΡΑΚΣΗΡΑ΢ ΣΗ΢ ΘΕΙΑ΢ ΛΕΙΣΟΤΡΓΙΑ΢ ΚΑΙ Η ΢ΤΓΦΡΟΝΗ ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΠΡΑΞΗ: ΠΡΟΒΛΗΜΑΣΑ ΚΑΙ ΔΤΝΑΣΟΣΗΣΕ΢ Μαρία Γ. ΢εργάκη ………………………………………………………….….... 264 Υυσικός, τ. Προϊσταμένη των Γ.Α.Κ.- Ν. Λασιθίου ΠΟΙΟ΢ ΗΣΟ Ο ΕΚΛΙΠΨΝ ΑΡΦΙΜΑΝΔΡΙΣΗ΢ ΑΝΘΙΜΟ΢ ΒΑ΢ΙΛΑΚΗ΢ Γεώργιος Μαμάκης ………………………………………………………...….. 355 ΢χολικός ΢ύμβουλος Π.Ε. ΣΑ ΠΑΛΑΙΑ ΛΕΙΣΟΤΡΓΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ Σης ΕΝΟΡΙΑ΢ ΠΑΝΑΓΙΑ΢ ΟΔΗΓΗΣΡΙΑ΢ ΚΡΙΣ΢Α΢, ΟΙ ΦΕΙΡΟΓΡΑΥΕ΢ ΢ΗΜΕΙΨ΢ΕΙ΢ τους ΚΑΙ Η ΢ΤΓΦΡΟΝΗ ΔΙΔΑ΢ΚΑΛΙΑ ΣΗ΢ Ι΢ΣΟΡΙΑ΢ Μανόλης Κ. Μακράκης, …………………………………………………..…... 381 Διδάκτορας της ΢χολής Επιστημών Αγωγής του Παν/μίου Ιωαννίνων, συγγραφέας ΟΙ ΑΓΨΝΕ΢ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΨΝΙΕ΢ ΣΟΤ ΥΟΤΡΝΙΨΣΗ ΕΠΙΘΕΨΡΗΣΗ ΝΙΚΟΛΑΟΤ ΜΠΕΜΠΕΛΗ ΓΙΑ ΣΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΤ΢Η ΣΨΝ ΚΡΗΣΟΠΑΙΔΨΝ ΢ΣΟ ΛΤΚΑΤΓΕ΢ ΣΟΤ 20ου ΑΙΨΝΑ Νικόλαος Λεβέντης ……………………………………………………….…… .404 Πτυχιούχος του Σμήματος Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

΢ΤΝΟΠΣΙΚΗ ΕΠΙ΢ΚΟΠΗ΢Η ΣΟΤ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΣΙΚΟΤ ΖΗΣΗΜΑΣΟ΢ ΢ΣΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


Εισαγωγικό σημείωμα

Με τη χάρη του Θεού, τις ευλογίες της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, τις ευχές της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης και την πρόνοια του Σεβ. Μητροπολίτου Πέτρας και Χερρονήσου κ.κ. Γερασίμου, η έκδοση του τέταρτου ψηφιακού Τόμου της Επιστημονικής Επετηρίδας της Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας και Χερρονήσου, συνεχίζει την έκδοση επί χάρτου που έχει προηγηθεί ήδη δύο φορές. Η Επιστημονική Επετηρίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας και Χερρονήσου δηλώνοντας παρούσα στον ψηφιακό κόσμο και με σταθερή την πίστη της στο ευαγγελικό μήνυμα, αγκαλιάζει τις νέες ψηφιακές κοινότητες και περνά σε μια νέα δυναμική φάση με την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που μας παρέχει ο σύγχρονος ηλεκτρονικός πολιτισμός. Προκαλεί μια οργανική διάδραση ανάμεσα σε αυτήν και τον ψηφιακό πολιτισμό, έχοντας ως στόχο το άνοιγμα αυτού του πολιτισμού στη γονιμότητα του Ευαγγελίου. Καθιστά ζωντανή, κατανοητή σε όλους, προσβάσιμη από όλους και επίκαιρη την παρουσία του Θεού μέσα σε κάθε σπίτι και σε κάθε χώρο, όπου ο σύγχρονος άνθρωπος κινείται δρά και εργάζεται. Επαναβεβαιώνει το εύρος και την ποικιλία του ερευνητικού έργου πλήθους επιστημόνων, περικλύοντας τον εγνωσμένο κόπο τους. Καταξιώνεται έτσι ως ένα σύγχρονο βήμα επιστημονικού διαλόγου και ως πηγή γνώσης που δεν περιορίζεται σε ερευνητικά, γεωγραφικά ή γλωσσικά όρια. Η Επιστημονική Επετηρίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας και Χερρονήσου αγκαλιάζει ολόκληρη τη Μεγαλόνησο Κρήτη. Δίνει ένα παρόν στην καταξίωση, στον θαυμασμό και στην σωστή αξιολόγηση της θέσης της σ’ αυτόν τον ευαίσθητο γεωπολιτικό χώρο.

Η Επιστημονική Επιτροπή


Θεοχάρης Δετοράκης

Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης.

ΚΤΠΡΟ΢ KAI ΚΡΗΣΗ ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ ΢τὰ 1570, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν κατάληψη τῆς Κύπρου ἀπὸ τοὺς Σούρκους, ὁ Ἀβραὰμ Ortelius τύπωσε στὴν Ἀμβέρσα τὸν πρῶτο γεωγραφικὸ Ἄτλαντα. Μαζὶ τύπωσε καὶ ἕνα ξεχωριστὸ δίπτυχο μὲ τοὺς χάρτες τῆς Κρήτης καὶ τῆς Κύπρου, μὲ τὸν τίτλο : «Οἱ δύο ἀδελφὲς νῆσοι». Ἡ ξεχωριστὴ αὐτὴ ἔκδοση σκοπὸν εἶχε νὰ τονίσει τὴ σημασία τῶν δύο ἀδελφῶν νήσων στοὺς θαλάσσιους δρόμους τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου. Ὰλλὰ καὶ στοὺς παλαιοὺς στρατιωτικοὺς χάρτες Κύπρος καὶ Κρήτη εἰκονίζονταν μαζί, ὅπως μᾶς ἐπιτρέπει νὰ εἰκάσουμε ἡ περίφημη Tabula Pentingeniana, τὸ μοναδικὸ λείψανο τῆς ρωμαϊκῆς στρατιωτικῆς γεωγραφίας ποὺ ἔχει σωθεῖ. Αὐτὴ ἡ παράδοση, τῆς κοινῆς ἀπεικόνισης, ποὺ στηρίζεται στὴ γενικότερη ἀντίληψη τῆς συγγένειας τῶν δύο νήσων, φαίνεται νὰ εἶναι ἀρχαία, ὅπως ἐπιτρέπει νὰ εἰκάσουμε ἡ χειρόγραφη παράδοση τῆς «Γεωγραφικῆς Ὑφηγήσεως » τοῦ Κλαυδίου Πτολεμαίου, ἤδη ἀπὸ τὸν 2ο μ.Χ. αἰώνα. ΢τὴν ἱστορικὴ ζωὴ οἱ δύο νῆσοι, Κύπρος καὶ Κρήτη, παρουσιάζουν ἐκπληκτικὴ ἀναλογία περιπετειῶν καὶ ἐξελίξεων στὴ διαδρομὴ ταῶν αἰώνων. Καὶ στὶς δύο ἡ χαραυγὴ τοῦ πολιτισμοῦ χρονολογεῖται στοὺς νεολιθικοὺς χρόνους. Σὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὶς μετέπειτα περιόδους, τοῦ χαλκοῦ καὶ τοῦ σιδήρου. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ὅτι οἱ ἀρχαιολόγοι προτείνουν γιὰ τὸν προϊστορικὸ πολιτισμὸ τῆς Κύπρου σύστημα ἀνάλογο καὶ μὲ τὰ ἴδια περίπου χρονολογικὰ στοιχεῖα μὲ ἐκεῖνο ποὺ ἐπινόησε ὁ Ἔβανς γιὰ τὴν Κρήτη. Ἀλλὰ τὸ πιὸ σημαντικὸ εἶναι οἱ διαπιστωμένες ἀπὸ τοὺς ἀρχαιολόγους σχέσεις τῶν δύο πολιτισμῶν, τοῦ μινωικοῦ καὶ τοῦ κυπριακοῦ. Ἡ Κύπρος τροφοδοτεῖ τὴν Κρήτη μὲ χαλκό καὶ ἄλλα προϊόντα καὶ ἡ Κρήτη τὴν Κύπρο μὲ τὰ ἰδικά της. Ἐμπορικές σχέσεις, ἤδη ἀπὸ τὴν περίοδο τοῦ χαλκοῦ ἐνισχύουν τὴν ἐπικοινωνία μεταξύ τῶν δύο νήσων καὶ τὴν μεταφορἀ ἀμοιβαίως ὄχι μόνον πρϊόντων καὶ ἄλλων ἀγαθῶν, ἀλλὰ καὶ θρησκευτικῶν καὶ ἄλλων κοινωνικῶν ἀντιλήψεων, ὅπως μαρτυροῦν εἰδώλια κρητικὰ ποὺ βρέθηκαν στὶς κυπριακές ἀνασκαφές, καὶ κυπριακὰ ἀντιστοίχως στὴν Κρήτη. Σὸ χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τοῦ εἰδωλίου τῆς μινωικῆς θεᾶς μὲ ὑψωμένα χέρια, ποὺ βρέθηκε στὴν Κνωσό, ἔχει κυπριακὴ προέλευση, ὅπως ἔδειξε ὁ ἀείμνηστος ΢τυλιανὸς Ἀλεξίου, στὴ διδακτορική του διατριβὴ, μὲ τὸν τίτλο «Ἡ μινωικὴ θεὰ μεθ’ ὑψωμένων τῶν χειρῶν». Ἕνα κυπριακὸ ἀλφάβητο, συλλαβογραφικό, μαρτυρεῖ τὴ


μετάδοση τῆς κρητικῆς συλλαβογραφικῆς γραφῆς στὴν Κύπρο. Μιὰ κυπρο-μινωικὴ πινακίδα, που βρέθηκε το 1955 στὴν ἟γκωμη, κοντὰ στὴ ΢αλαμίνα τῆς Κύπρου, εἶναι, κατὰ τὴ γνώμη τοῦ Μ. Βέντρις, πολὺ κοντὰ στὴ μινωική Γραμμικὴ Α. ΢ημαντικὰ ἀρχαιολογικὰ στοιχεῖα, ποὺ ἐκτίθενται στὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο Ἡρακλείου, προέρχονται ἀπὸ τὴν Κύπρο, ἀπὸ τὸ Βουνί, τὸ Ἰδάλιο, τὴν Ἐγκώμη. ΢ημαντικὲς ἀνακοινώσεις ἀρχαιολόγων, Ἑλλήνων καὶ ξένων, ἔθεσαν ἤ ἔλυσαν ἤ προώθησαν τὰ θέματα τῶν σχέσεων μεταξὺ Κρήτης καὶ Κύπρου στοὺς προϊστορικοὺς χρόνους. Ὅπως σημειώνει ὁ μεγάλος Κύπριος ἀρχαιολόγος Δικαῖος Πορφυρίου : «ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον εἶναι ἀξιοσημείωτον, εἶναι ὅτι οἱ Κρῆτες εὶς τὸ θέμα τῶν σχέσεων τῆς Κύπρου μετὰ τοῦ κόσμου τοῦ Αἰγαίου ὑπῆρξαν πρωτοπόροι. Κατὰ πρῶτον ἐναπέθετον ἔργα μινωικῆς τέχνης εἰς τὰ βόρεια παράλια τῆς Κύπρου, κατὰ τὸν 16ον ὅμως αἰῶνα τοὺς εὑρίσκομεν εἰς τὴν καρδίαν τῆς Ἐγκώμης, ὅπου οἱ Μυκηναῖοι ἐγκατεστάθησαν ἕνα αἰῶνα ἀργότερον». Οἱ σχέσεις αύτὲς ἐξακολούθησαν καὶ στοὺς ἑλληνικοὺς χρόνους, καὶ πολὺ μετὰ τὸ 1000 π. Χ., καθὼς ἐπισημαίνονται στὴν Κύπρο πολλὰ κρητικὰ στοιχεῖα, ἰδίως στὴν περιοχὴ τῆς θρησκείας καὶ τῆς λατρείας. Ἔχει ἐπισημανθεῖ καὶ στὴν Κύπρο ἡ λατρεία τοῦ Διὸς Κούρου, ποὺ εἶναι κατεξοχὴν κρητικὸ στοιχεῖο ἑλληνικῆς λατρείας. Κατὰ τοὺς δωρικοὺς χρόνους τῆς Κρήτης (1100-69 π. Χ. ) οἱ πηγὲς δὲν διέσωσαν ἰδιαίτερα στοιχεῖα σχέσεων τῶν δύο νήσων. Εἶναι ἐντούτοις βέβαιο ὅτι οἱ ἐμπορικὲς καὶ συναφῶς οἱ πολιτιστικὲς σχέσεις δὲν διακόπηκαν. Σὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴ μετέπειτα περίοδο τῆς ρωμαιοκρατίας. Κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους οἱ τύχες τῶν δύο νησιῶν εἶναι παράλληλες. Μέχρι τὰ μέσα τοῦ 7ου αίώνα ζοῦν καὶ οἱ δύο ὡς ἐπαρχίες τοῦ βυζαντινοῦ κράτους περίοδο βαθειᾶς εἰρήνης καὶ εὐμάρειας, μὲ ἀκμάζοντα παραλιακὰ κέντρα. Ἡ ἐμφάνιση καὶ ἡ ἐξἀπλωση τοῦ ἰσλαμισμοῦ ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 7ου μ. Χ. αἰώνα ἀνέτρεψε αὐτὴν τὴν εἰκόνα. Ἀρχικὰ τὰ παράλια τῶν νήσων αὐτῶν γίνονται στόχος ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἐρήμωσή τους. Ἡ Ἀνατολικὴ Μεσόγειος, ποὺ ἕως τότε ἦταν ἡ βυζαντινὴ θάλασσα, το mare nostrum, γίνεται σύνορο δύο κόσμων, τοῦ χριστιανικοῦ καὶ τοῦ ἰσλαμικοῦ. Ἡ Κύπρος, ποὺ γεωγραφικὰ ῆταν ἐγγύτερη πρὸς τοῦ Ἄραβες, ὑποδουλώθηκε πρώτη. Σὸ 647/8 πέρασε στὴν κυριαρχία τῶν Ἀράβων καὶ παρέμεινε ἀραβοκρατούμενη ὥς τὸ 965 μ.Χ. Ἡ Κρήτη δεχόταν ἀραβικὲς ἐπιδρομὲς ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοὺ 8ου αἰώνα, καὶ τελικὰ ὑπετἀγη καὶ αὐτὴ τὸ 823-827, γιὰ νὰ μείνει ὑπόδουλη ἐπὶ 135 περίπου χρόνια, ὥς τὸ 961 μ.Χ. Καὶ τὰ δύο νησιὰ ἐλευθέρωσε ὁ ἔνδοξος ἀραβομάχος στρατηγὸς καὶ κατόπιν αὐτοκράτορας, ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς. Ἕνα ὡραῖο ἐπίγραμμα, ποὺ συνέθεσε ὁ ποιητὴς Ἰωάννης Γεωμέτρης, ἀναφέρεται στὶς δύο αὐτὲς μεγάλες νίκες τοῦ Νικηφόρου, ποὺ ἐπανέφεραν στοὺς κόλπους τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας τὴν Κρήτη πρῶτα καὶ τὴν Κύπρο ἔπειτα :


Εὐμεγέθη Κρήτην, Κύπρον ἀριπρεπέα Σὰ προβλήματα τῶν συνεπειῶν τῆς ἀραβικῆς κατακτήσεως στὴν Κρήτη καὶ στὴν Κύπρο δὲν εἶναι ἀπόλύτως ὅμοια, εἶναι ὅμως ἀνάλογα, ὅπως ἔδειξαν οἱ νεότερες μελέτες δύο ἐπιφανῶν Κρητῶν μελετητῶν, τοῦ Ν. Β. Σωμαδάκη γιὰ τὴν Κρήτη καὶ τοῦ Ν. Ε. Οἰκονομάκη γιὰ τὴν Κύπρο. Ὁ ἀγροτικὸς πληθυσμὸς καὶ στὰ δύο νησιὰ διέσωσε τὴν ἑλληνικὴ συνείδηση, τὴ γλώσσα, τὴν ὀρθοδοξία, τὶς παραδόσεις, ὥστε ἡ μακρόχρονη ἀραβικὴ κατοχὴ νὰ μὴν ἀλλοιώσει τὸν ἐθνικὸ καὶ θρησκευτικὸ χαρακτήρα τοῦ γηγενοῦς πληθυσμοῦ. Σὴν ὁμοιότητα τῶν συνθηκῶν τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ καὶ στὶς δύο νήσους ἐκφράζει μιὰ ἐπιστολὴ τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Νικολάου Α΄ Μυστικοῦ τὸ 913 πρὸς τὸν ἀμηρᾶ τῆς Κρήτης. Χρειάστηκε πολὺς χρόνος καὶ μελέτες τῶν ἱστορικῶν, γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι ἡ ἐπιστολὴ ἀπευθύνεται στὸν ἀμηρᾶ τῆς Κύπρου al Mugtadir (908-932). Σόση ἦταν ἡ ἀναλογία τῶν τοπικῶν συνθηκῶν, ὥστε ἡ ἐπιστολὴ νὰ ἁρμόζει καὶ στῖς δύο περιπτώσεις. ΢τὰ πρῶτα χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Ἀλεξίου Α΄ Κομνηνοῦ συνέβησαν σχεδὸν ταυτόχρονα δύο ὀργανωμενα στασιαστικὰ κινήματα στὰ δύο νησιἀ, γιὰ τὰ ὁποῖα μᾶς πληροφοροῦν οἱ βυζαντινὲς πηγές (Ἄννα Κομνηνή, Ἰωάννης Ζωναρᾶς, Βίος ὁσίου Μελετίου). Ὁ ἐγχώριος πλοῦτος τῶν νήσων καὶ ἡ καίρια γεωγραφικὴ θέση τους στὰ σταυροδρόμια τῶν θαλάσσιων δρόμων ἀπὸ τὴ Δύση στὴν Ἀνατολὴ ἐρέθιζε τὶς αὐτονομιστικὲς τὰσεις τῶν ἰσχυρῶν τοπικῶν δουκῶν. ΢τὴν Κρήτη ὀργάνωσε τὴν ἀποστασία ὁ Καρύκης (1092), καὶ σχεδὸν ταυτόχρονα στὴν Κύπρο ὁ Ραψομμάτης. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις τὰ αὐτονομιστικὰ κινήματα καταπνίγηκαν ἐν τῇ γενέσει τους χάρη στὴν ἀποφασιστικότητα τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Α΄Κομνηνοῦ καὶ στὴ συντονισμένη δράση τοῦ βυζαντινοῦ στόλου. ΢τὴν ἐποχὴ αὐτὴ χρονολογοῦν οἱ συναξαριακὲς πηγὲς καὶ ὁμάδα 39 Κυπρίων ἀσκητῶν, ποὺ ἦλθαν στὴν Κρήτη γιὰ νὰ συνενωθοῦν μὲ τὸν κύκλο τοῦ Κρητικοῦ ἁγίου Ἰωάννου τὸν Ἐρημίτη καὶ νὰ ἀποτελέσουν μαζὶ μὲ ἄλλους Κρῆτες καὶ Αἰγυπτίους μοναχοὺς τὸν σύλλογο τῶν 99 Πατέρων, ποὺ τιμῶνται καὶ σήμερα στὴ μονὴ Γδερνέτου, στὸν Ἀζογυρὲ ΢ελίνου καὶ ἀλλαχοῦ. Καὶ τὴν ἴδια ἐποχὴ χρονολογεῖται ἡ ποιμαντορία τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Ἰωάννου τοῦ Κρητικοῦ (1152 -1174). Οἱ ΢ταυροφορίες, ἰδιαίτερα ἡ Γ΄ (1192) καὶ κυρίως ἡ Δ΄ (1204) εἶχαν δραματικὲς συνέπειες γιὰ τὴν ὑπόσταση καὶ τὶς τύχες τῆς πάλαι ποτὲ κραταιᾶς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. ΢τὴ δίνη τῶν δραματικῶν ἐξελίξεων βρέθηκαν καὶ οἱ ἀδελφὲς νῆσοι. Πρώτη ἡ Κύπρος ἔπεσε στὰ χέρια τῶν Φράγκων, καὶ ἦταν τὸ πρῶτο τμῆμα βυζαντινοῦ ἐδάφους ποὺ περιερχόταν στὰ χέρια τῶν δυτικῶν ΢ταυροφόρων καὶ ἄρχισε ἔτσι ἡ περίοδος τῆς φραγκοκρατίας στὴ νῆσο. Μὲ τὴν ἅλωση τῆς βασιλεύουσας τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1204, ἡ βυζαντινὴ αυτοκρατορία οὐσιαστικὰ διαλύθηκε. Σὰ ἐδάφη της μοιράστηκαν μεταξύ τους οἱ ἀρχηγοὶ τῆς Δ΄ ΢ταυροφορίας, ποὺ


ἵδρυσαν ποικιλώνυμα κρατίδια, βασίλεια, δουκάτα, βαρωνίες, ἡγεμονίες. Ἡ Κρήτη παραχωρήθηκε στὸν Βονιφάτιο τὸν Μομφερρατικό, ὁ ὁποῖος μὲ τὴ σειρά του τὴν πούλησε στοὺς Βενετούς. Ἡ νῆσος περνοῦσε πλέον στὴν περίοδο τῆς βενετοκρατίας (1211-1669). Ἀλλὰ καὶ στὴ νέα μακρόχρονη περίοδο τῆς φραγκοκρατίας οἱ σχέσεις τῶν δύο νήσων ἐξακολούθησαν νὰ εἶναι στενές, κυρίως στὸ ἐμπόριο καὶ τὴ ναυσιπλοΐα, ὅπως ἔδειξε ὁ Antonio Lombardo, Cittadini e commerci Cretesi a Cipro…(1360-1362). ΢τὰ πολύτιμα ἱστορικὰ ἔγγραφα τῆς περιόδου 13801485, ποὺ ἐξέδωσε ὁ Η. Noiret, ὑπάρχουν πολλὲς πληροφορίες γιὰ τὴν πολιτικὴ τῶν Βενετῶν, ὅπως γιὰ ἀπαγορεύσεις προσεγγίσεως κρητικῶν πλοίων στὴν Κύπρο σὲ κρίσιμες περιόδους. Ἡ Κύπρος ἦταν ἐπίσης γιὰ τὴ βενετικὴ διοίκηση τῆς Κρήτης τόπος ἐξορίας κακοποιών καὶ ἀνεπιθύμητων προσώπων. Ὑπάρχει μιὰ πολὺ ἐνδιαφέρουσα πληροφορία γιὰ τὴ μεγάλη ἐπαναστατικὴ οἰκογένεια Κόντη ἀπὸ τὸν Ἀλίκαμπο Ἀποκορώνου. Μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς ἐπανάστασης τοῦ Γεωργίου Καντανολέου (1527) 1050 μέλη τῆς οἰκογένειας αὐτῆς, ποὺ θεωροῦνταν ἀπὸ τοὺς Βενετοὺς κακοποιοὶ καὶ ταραχοποιοί, ἐξορίστηκαν στὴν Κύπρο. Λίγα χρόνια ἀργότερα μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς μπόρεσαν να ξαναγυρίσουν στὴν Κρήτη. Ἡ ἀναφορὰ τῆς Κύπρου στὴν ἀναγεννησιακὴ λογοτεχνία τῆς Κρήτης εἶναι πλούσια, ἀλλά, περιέργως, δὲν ἔχει γίνει μέχρι σήμερα ἀντικείμενο ἰδιαίτερης μελέτης. ἞νδεικτικὰ ἀναφέρω ἐδῶ τὴν ἐξαιρετικὴ διάκριση τοῦ Βιτσέντζου Κορνάρου γὰ τὸν Κυπρίδημο, τὸ ἀρχοντόπουλο τῆς Κύπρου, στὴ γκιόστρα, δηλαδὴ στὸ μεγαλειῶδες κονταροχτύπημα, στὸ Β τοῦ Ἐρωτοκρίτου. Σέσσερα ἀρχοντόπουλα φέρνει ὁ ποιητὴς στὴν πρώτη τάξη τὼν ἀγωνιστῶν, τῶν Ἀθηνῶν, τῆς Κρήτης, τοῦ Βυζαντίου καὶ τῆς Κύπρου : Σὴν ὥρα κείνη ἀπὸ μακρὰ πολλὴ λαλιὰ γροικοῦσι, πολλῶν ἀρμάτω ταραχή, φαριὰ χιλιμιντροῦσι. Κι ἤτονε τὸ ρηγόπουλο τσῆ Κύπρος ὁ πετρίτης κι ἤλαμπε ὡς λάμπει Αὐγερινὸς καὶ φέγγει Ἀποσπερίτης. Κι ὡς ἤσωσεν εἰς τοῦ ρηγός, ποιός εἶν’, ἐκεῖ τοῦ λέγει, κάνει ζιμιὸ καὶ φέρνουν του κοντάρια καὶ διαλέγει. Πιάνει τὸ πλιὰ βαρύτερο, πετᾶ το εἰς τὸν ἀέρα, σὰ φύλλο τὸ ἀποδέχτηκε στὴ δυνατή του χέρα. Δείχνει τὲς χάρες τῆς ἀντρειᾶς καὶ τοῦ κορμιοῦ τὰ κάλλη, πολλὰ τὸν ἐρεχτήκασιν ὅλοι μικροὶ μεγάλοι. Κυπρίδημος ἐκράζετο, πολλοὶ τὸν ἐγνωρίζα, κι ὅλα ντου τὰ καμώματα ἀπὸ μακρὰ ἐμυρίζα. Καὶ τ’ ἄρματά του μὲ μαγνιὰ ἤσανε σκεπασμένα καὶ μὲ χρυσὰ ἀποπανωθιὸ δεντρὰ περιπλεμένα. Ἦσαν καὶ βρύσες καὶ πουλιὰ μὲ μαστοριὰ μεγάλη Κι ἤδειξε τούτ’ ἡ φορεσὰ ὄμορφη πλιὰ παρ’ ἄλλη.


΢τὴν περικεφαλαία του ἦτο σγουραφισμένο ἁμάξι καὶ κωλόσυρνε τὸν Ἔρωτα δεμένο κι εἶχε καὶ γράμματ’ ἀργυρὰ, ποὺ κάθε εἷς τὰ ἐγροίκα, πὼς τὸ κοπέλι τὸ τυφλὸ ποτὲ δὲν τὸν ἐνίκα : « Σὸ νικητή, τὸν κερδιστή στ’ ἀπάνω καὶ στα κάτω, δεμένο κωλοσύρνω τον στ’ἁμάξι μου ἀπὸκάκω » (Ἐρωτόκριτος Β 495-516 , Ἀλεξίου) Ἀξίζει νὰ προσθέσουμε ἐδῶ ὅτι τὴν πρώτη ἔκδοση τῆς Ἐρωφίλης τοῦ Χορτάτζη ἐπιμελήθηκε ὁ Κύπριος ἱερέας Ματθαῖος Κιγάλας ( α΄ἔκδοση 1637, ἀνατύπωση 1648) . Ἡ Κύπρος ἔπεσε στὰ χέρια των Σούρκων τὸ 1571, ἑκατὸ χρὀνια πρὶν ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς Κρήτης. Ἕνας μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ ΢ινᾶ, πιθανότατα Κρητικός, περιέγραψε σὲ μακροσκελὲς ποίημα τὸ «Θρῆνο τῆς Κύπρου» γιὰ τὴν τουρκικὴ κατάκτηση. Σὸ χειρόγραφο βρῆκε στὴ βιβλιοθήκη τῆς μονῆς ΢ινᾶ τὸ 1956 ὁ τότε ἀρχιανδρίτης καὶ κατόπιν μητροπολίτης Λάμπης καὶ ΢φακίων καὶ εἶτα Ρεθύμνης καὶ Αὐλοποτάμου μακαριστὸς Θεόδωρος Σζεδάκης καὶ τὸ παρουσίασε στὸ Α΄ Διεθνὲς Κρητολογικὸ ΢υνέδριο. Δυστυχῶς, δὲν πρόλαβε νὰ τὸ ἐκδώσει ὁλόκληρο καὶ σήμερα ἀγνοεῖται ἡ τύχη τοῦ χειρογράφου, ποὺ ὅπως γράφει, τὸ βρὴκε «παραπεταμένο». Παρουσίασε ὅμως ἀρκετὰ ἀποσπάσματα σχετικὰ μὲ τὴν Κρήτη, καὶ εἰκάζεται ἐξαυτοῦ ὅτι ὁ στιχουργὸς ἦταν Κρητικός. Μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κύπρου πολλοὶ Κύπριοι ἐγκατέλειψαν τὸ νησί τους καὶ ἀναζήτησαν καταφύγιο στὴν Κρήτη. Σὰ σημερινὰ οἰκογενειακὰ ἐπίθετα Κυπράκης, Κυπριώτης-Κυπριωτάκης Κυπραῖος στὴν Κρήτη ἀνάγουν τὴν ἀρχή τους σ’ αὐτὴν τὴν ταραχώδη ἐποχή. Σὴν εἰκόνα αὐτὴ τῆς προσφυγιάς παρέχει ἡ κρητικὴ κωμωδία «΢τάθης» (Α 153), ὅπου παρουσιάζεται ἕνας Κυπριώτης νὰ λέγει : Γιὰ νὰ μη στέκω στην τουρκιά καὶ να ‘ρθω στὴ δική μου πατρίδα, ὁπού ‘σανε ἀπὸ δω , γροικώ, οἱ προπάτοροί μου, ἐπούλησα τὸ πράμα μου καὶ τὰ παιδιά μου ἐπῆρα… Ἕνας Κύπριος μοναχὸς ἀπὸ τοὺς Κυπρίους πρόσφυγες, ὀνόματι Βλάσιος, εἶναι ὁ πρῶτος κτίτορας τῆς ὀνομαστῆς μονῆς τῆς Κυρίας Γωνιᾶς Κισάμου : «Βλάσιος ὁ Κύπριος καὶ πρῶτος κτίτωρ τῆς μονῆς ἐκοιμήθη Ἰανουαρίου ιζ΄ αχλα΄(1631)», ὁ ὁποῖος ἐθεμελίωσε τὸ νέον τοῦτο μοναστήριον καὶ ἐτελείωσε καὶ τὴ βέργα, τὰ κατώγαια κελλία ὁποὺ εἶναι δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τῆς πόρτας τῆς μεγάλης, ἔκτισε καὶ τῆς ἐκκλησίας τὸ δρομικὸν καὶ τοὺς χοροὺς ἕως τὸ κορδόνι μόνον. Ἐφύτευσε δένδρα, ἀμπελῶνας, ἐκλλιέργησε τὰ ἄνωθεν περβολάκια μετὰ πολλοῦ μόχθου καὶ ἱδρῶτος, καὶ ἄλλα τινὰ πράγματα πρὸς ὠφέλειαν τῆς μονῆς καὶ ἀνακαίνισιν. ΄Σέλος, ἔζησεν εἰς τὸ μοναστήριον χρόνους ιγ΄. Καὶ ἐκοπίασεν εἰς αὐτὸ ἱκανῶς. Διὰ τοῦτο ἐγράφη τὸ ὄνομα αὐτοῦ εἰς τὴν ἁγίαν πρόθεσιν εἰς μνημόσυον αἰώνιον». Ὁ Ἰωάννης ΢υκουτρῆς, στὴ μελέτη του «Κύπριος κτίτωρ μονῆς ἐν Κρήτῃ » (Κυπριακὰ Χρονικὰ Β΄, 1924, (σ. 60), σημειώνει :


«Ἡ χρονολογία τῆς ἀκμῆς τοῦ Κυπρίου τούτου μοναχοῦ ἄγει εἰς τὴν εἰκασίαν ὅτι ὑπῆρξεν ἐκ τῶν μετὰ τὴν ἅλωσιν τοῦ 1571 φυγόντων Κυπρίων, καταφυγὼν δ’ ὁ Βλάσιος εἰς τὴν βενετοκρατουμένην Κρήτην περιεβλήθη τὸ ράσον, διὰ λόγους σχετιζομένους πρὸς τὴν ἅλωσιν ἐκείνην καὶ τὰς σφαγὰς καὶ τὰς αἰχμαλωσίας αἵτινες ἐπηκολούθησαν », Ὅπως ἦταν φυσικό, ἡ Αὐθεντία τῆς Κρήτης θορυβήθηκε μὲ τὴν ἅλωση τῆς ἀδελφῆς νήσου. Οἱ Βενετοὶ τῆς Κρήτης, ἀπὸ φόβο ὅτι ἔρχεται καὶ ἡ σειρὰ τῆς Κρήτης, ἔλαβαν τὰ μέτρα τους καὶ προχώρησαν τάχιστα στην κατασκευὴ μεγάλων ὀχυρωματικῶν ἔργων, ἰδιαίτερα στὴν πρωτεύουσα τῆς νήσου, τὸν Χάνδακα, καὶ τὰ Χανιά. Ἡ γιγάντια κατασκευὴ τῶν τειχῶν τοῦ Χάνδακα, ποὺ κατέστη ἔτσι τὸ μεγαλύτερο φρούριο τῆς Ἀνατολῆς, ὀφείλεται στοὺς φόβους καὶ τὴν ἀγωνία τῶν Βενετῶν μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κύπρου. Παράλληλα οἱ Βενετοὶ ἄρχισαν νἀ μεταβάλουν τὴν πολιτικὴ τους γιὰ τὸν γηγενὴ πληθυσμὸ τῆς Κρήτης, ἐφαρμόζοντας ἠπιότερα μέτρα σὲ πολλὰ ἐπίπεδα. ΢τὴν Ἔκθεση τοῦ Zuane Moccenigo, δέκα χρόνια μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κύπρου (1589) ὁ Βενετὸς προβλεπτὴς παραδέχεται ὅτι ἡ κακοδιοίκηση τῶν Βενετῶν στὴν Κύπρο εἶναι ἡ κύρια αἰτία τῆς ἀπώλειας τῆς νήσου καὶ προτείνει ὅτι πρέπει νὰ μεταβληθεῖ ἐπὶ τὰ βελτίω ἡ πολιτικὴ στὴν Κρήτη, γιὰ νὰ άποφευχθοῦν τὰ ἀνάλογα, τὰ ὁποῖα, δυστυχῶς, δὲν ἀπεφεύχθησαν. 97 χρόνια μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κύπρου θὰ ἐρχόταν ἡ σειρὰ τῆς ἀδελφῆς Κρήτης. Ὁ ποιητὴς τοῦ Κρητικοῦ Πολέμου, ὁ Μαρίνος Σζάνε Μπουνιαλῆς, παρουσιάζει τὸν σουλτάνο νὰ ἐπαίρεται γιὰ τὶς νέες κτήσεις του : Κύπρος καὶ Κρήτη τὰ νησιὰ εἶναι στὴν ἐξουσιά μου. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν κακοδιοίκηση τῆς Βενετίας γράφει ὁ Μπουνιαλῆς : ΢τ’ Ἀνάπλι, τὴ Μονοβασιὰ καὶ τοὺς Βυζαντιναίους κι εἰς τὸ Μορέα ἤσουνε ἀφέντης στοὺς Ρωμαίους. Σὴν ΢αλονίκην ὥριζες, τὴν Κύπρον ἐκυβέρνας, εἰς ὅλο τ’Αρσιπέλαγος ἤσουν ἀφέντης ἕνας. Μὰ τώρα τα’ἔχουν τοὺς πτωχοὺς οἱ Σοῦρκοι καὶ κρατοῦσι ταὶς χῶρες τοὺς Χριστιανοὺς καὶ πλήσια τυραννοῦσι. Φεῦ, ἐλεεινοὶ Χριστιανοί, τὰ κρίματά σας τόσα ! Φθόνος κι ὑπερηφάνεια τὸ φῶς σας ἐπλακῶσα. ΢’ ἔτοιον καιρὸν ποὺ δίνουνταν νὰ βάλουν λίγον κόπον, Νὰ ξολοθρεύσουν τὸν ἐχθρὸν μὲ πᾶσα λογῆς τρόπον. Μὲ σήμερον μὲ αὔριον ἐπέρασεν ἡ ὥρα καὶ ἄλλος ἐπερίλαβεν τὴν φημισμένην χώρα. Παρόμοια τὸ κάμετε ὥσπερ ποτὲ τὴν Κύπρο, π’ ὁ Σοῦρκος σὰς τὴν ἔδραξε ἀπ’ τὸ χέρι σὰν τὸ κίτρο. Κάτω ἀπὸ τὴν τουρκικὴ κατοχἠ οἱ συνθῆκες ζωῆς καὶ στὰ δύο νησιὰ εἶναι παράλληλες, ὥς τὴ μεγάλη ἐθνικὴ ἐπανάσταση τοῦ 1821.


Ἐνδιαφέρον ἰδιαίτερο ἔχει ἡ θρησκευτικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Λόγιοι Κρῆτες ἱεράρχες καὶ μοναχοὶ ὑπηρέτησαν τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Ὁ Κωνστάντιος ὁ Κρής ὁ ἀπὸ ΢ιναίου Οἰκουμενικὸς πατριάρχης, μετὰ τὴν χειροτονία του ὡς ἀρχιεπισκόπου ΢ινᾶ ἐγκαταστάθηκε στὴν Κύπρο (18051811), ὅπου ἔγραψε τὸ βιβλίο «Κυπριὰς χαρίεσσα» «καθιστορoῦσα τὰ ἐν τῆ ὀλβίᾳ νήσῳ ταύτῃ μνήμης καὶ διηγήσεως ἐπισημότερα». Ἕνα ἐνιαφέρον κεφάλαιο τῶν σχέσεων τῶν δύο νήσων εἶναι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωγραφική. Ἔχει ἤδη παρατηρηθεῖ, ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς τύπους τοῦ ἔνθρονου Χριστοῦ καὶ τοῦ Προδρόμου τῆς Κρητικῆς ΢χολῆς ζωγραφικῆς (τῶν ἀρχῶν τοῦ 16ου αἰώνα, 1511, 1521, 1529) ἔχει τὴν ἐπίδρασή του στὴν κυπριακὴ ζωγραφικὴ τῆς ἐποχῆς, κυρίως τοῦ ζωγράφου ΢υμεὼν Αὐξέντη (1511). Ἀλλὰ μιλώντας γιὰ τὴν ἐπίδραση τῆς κρητικῆς ζωγραφικῆς στὴν Κύπρο, πρέπει νὰ ἀναφέρουμε τὸν σημαντικὸ Κρητικὸ ζωγράφο τοῦ 18ου αἰώνα Ἰωάννη Κορνάρο (1745-1796), ὁ ὁποῖος ἐργάστηκε ἐπὶ μακρὸν στὴν Κύπρο, ἀπέκτησε μαθητὲς καὶ φήμη μεγάλη. Ὁ Ἀντώνιος Ἰντιάνος, στὴ μελέτη του « Εἰκόνες Ἑλληνων Μεταβυζαντινῶν ζωγράφων στὴν Κύπρο » (περ. Κυπριακὰ Γράμματα Ε΄, 1941, 397) γράφει γιὰ τὸν Κορνάρο : «Σὰ ἔργα καὶ ἡ πολύχρονη ζωγραφικὴ δράση του βρίσκονται παντοῦ, ἀπὸ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο ἄκρο τῆς Κύπρου…Ἡ ἐπίδραση τῆς τεχνοτροπίας του δῶ πέρα (δηλ. στὴν Κύπρο) ἦταν τόσο δυνατὴ, ὥστε ἔγινε ἀφορμὴ νὰ σχηματισθῆ ἰδιαίτερη τοπικὴ σχολὴ κάτω ἀπὸ τὴν ἄμεση ἐπίβλεψή του στὶς ἀρχὲς καὶ κάθε μέλος της εἶχε τὴ φιλοδοξία νὰ ὑπογράφεται ὡς μαθητὴς τοῦ Ἰωάννου Κορνάρου. ΢ὲ μιὰ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στὸ ὁμώνυμο παρεκκλήσι ἔξω ἀπὸ τὴ Λευκωσία, ποὺ γι’ αὐτὴν ξόδεψε ὁ ἀρχιεπίσκοπος Χρύσανθος ὑπάρχει ἡ ἐπιγραφή : Ἡ ζωγράφου χεὶρ τῶν μαθητῶν Κορνάρου (1806)». ΢ήμερα εἶναι γνωστὰ τἀ ἀκόλουθα ζωγραφικὰ ἔργα τοῦ Κορνάρου : 1. Φορητὴ εἰκόνα τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ (1795),(σήμερα στὸ Βυζαντινο Μουσεῖο Ἀθηνῶν. 2. Ἀργυρά ἐσθήτα εἰκόνας μὲ ἀνάγλυφη παράσταση τῆς Θεοτόκου, ποὺ δέεται ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Σριάδος καὶ ὑμνολογεῖται ἀπὸ ἀγγέλους καὶ προφῆτες (1795). ΢ήμερα στὴ Μητρόπολη Κιτίου. 3. Σοιχογραφία στὸν νότιο τοῖχο τοῦ Καθολικοῦ τῆς μονῆς τῆς Κυρίας τῆς Μακεδονίτισσας, δυτικὰ τῆς Λευκωσίας. 4. Χρυσῆ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Χρυσοληνιώτισσας στὴ Λευκωσία (1803) 5. Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου στὸ εἰκονοστάσιο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου στὴ Λευκωσία, μὲ τὴν ἐπιγραφή : «Χεὶρ ζωγράφου Ἰωάννου Κορνάρου, 1796». 6. ΢τὂν ἴδιο ναὸ εἰκόνα τοῦ ΢ωτῆρος Χριστοῦ, μὲ χρονολογία 1795. Οἱ παράλληλοι δρόμοι στὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ τῶν δύο νήσων, Κρήτης καὶ Κύπρου, συνεχίζονται ὥς τὸ 1878. Σὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἡ ἀγγλικὴ διπλωματία καλλιεργοῦσε τὴν ἰδέα τῆς ἀνακηρύξεως τῆς Κρήτης σὲ ἀγγλικὸ


προτεκτοράτο. Οἱ ἐπαναστάτες καὶ οἱ πολιτικοὶ ἀρχηγοὶ τῆς Κρήτης ἀπέφυγαν αὐτὴν τὴν παγίδα, ἐμμένοντες στὸ πάγιο αἴτημα τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγὸ καὶ τῆς ἐθνικῆς ἀποκατάστασης μὲ τὴν Ἕνωση. Καὶ τὸ ἐπέτυχαν. Ἡ Κύπρος ἀκολούθησε ἄλλο δρόμο. Μὲ τὴ συνθήκη τοῦ Βερολίνου (1878) ἡ Κύπρος παραχωρήθηκε στὴν Ἀγγλία. Ὁ χρόνος καὶ οἱ μετέπειτα περιπέτειες τῆς Κύπρου μέχρι σήμερα ἔδειξαν ὅτι ἡ ἐπιλογὴ τῶν Κρητῶν ἦταν ἡ πλέον ὀρθή. Ὅμως, παρὰ τοὺς διαφορετκοὺς ἱστορικοὺς δρόμους, ποὺ τὶς περισσότερες φορὲς ἐπιβάλλουν οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς ἐρήμην τῶν λαῶν, ἡ ψυχικὴ συγγένεια τῶν δύο νήσων εἶναι πάντοτε ζωντανή καὶ παντοιοτρόπως ἐκδηλώνεται. Ἡ συμμετοχὴ Κυπρίων ἐθελοντῶν στὶς τελευταῖες ἐπαναστάσεις τῆς Κρήτης ἀνταποδόθηκε μὲ τὴ συμμετοχὴ Κρητῶν στοὺς ἑνωτικους ἀγῶνες τῆς Κύπρου. Σὸ λαϊκὸ αἴσθημα στὴν Κρήτη γιὰ τὴν ἐξορία τοῦ Μακαρίου παλαιότερα καὶ γιὰ τὶς δραματικὲς ἐξελίξεις μετὰ τὸ 1974 ἐκφράστηκε μὲ σειρὰ νεοδημοτικῶν τραγουδιῶν, μὲ κρητικὲς μαντι-νάδες καὶ μὲ πολλὲς ἄλλες ἐκδηλώσεις. Θὰ τελειώσω τὴ σύντομη αὐτὴ μελέτη μου μὲ μερικοὺς νεότερους κρητικοὺς στίχους: α) Ἕνα ριζίτικο χρονολογούμενο στὴ δεκαετία τοῦ 1950 : Οὗλες οἱ χῶρες χαίρουνται κι οὗλες καλή καρδιά ‘χου ἡ Κύπρος ἡ βαριόμοιρη στέκει ἀποσφαλισμένη. Σρεῖς χρόνους τήνε πολεμοῦν, στεριὰ καὶ τοῦ πελάγου κι οἱ πόρτες τση ἀραχνιάσανε… β) Ἀπόσπασμα ἀπὸ ἄλλο νεοκρητικὸ δημοτικό : Να ‘μουνε νιὸς νὰ μπόρουνα νὰ πιάσω τὸ τουφέκι, νὰ τρέξω εἰς τὴν Κύπρο μας ποὺ σκλαβωμένη στέκει. Ἡ Κρήτη μας βασίλισσα, ἡ Κύπρος ρηγοπούλα, σὰν ἀδερφῆδες μοιάζουνε σ’ ὅλα ντως τὰ σουσούμια. Φοροῦν ὁλόχρυσες στολὲς κι ὁλόχρυσο στεφάνι ἡ δόξα καὶ ἡ λευτεριὰ στὴν κεφαλή ντως βάνει. ΢ημάδι πὼς εἶν’ἀδερφές, παιδιὰ μεγάλης μάνας,… γ) Καὶ μόλις πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες σημείωσα μιὰ μαντινάδα, ποὺ ἄκουσα ἀπὸ τὸ κρητικὸ ραδιόδωνο Κύπρο, ἡ Κρήτη σ’ ἀγαπᾶ κι ἀμνώγει στ’ ὄνομά σου, κι ἄν χρεαστεῖ κι ἄλλη φορά, θα ‘ναι ξανὰ κοντά σου.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (κατ’ἐπιλογήν) Ἀρχιμανδρίτου Κυπριανοῦ, Ἱστορία χρονολογικὴ τῆς νήσου Κύπρου, Ἐνετίῃσιν 1788 Ἐπανέκδοση, ἐν Λευκωσίᾳ 1971. Ἔκδοσις παλιγγενεσίας, μετὰ προλόγου Θ. Παπαδοπούλου *= Κυπριολογικὴ Βιβλιοθήκη, 1+. Π. Δικαίου, Αἱ σχέσεις τῆς Κύπρου καὶ Κρήτης κατὰ ταὴν Β΄ π. Χ. χιλιετηρίδα, Πεπραγμένα Α΄Διεθνοῦς Κρητολογικοῦ ΢υνεδρίου =Κρητικὰ Χρονικἀ ΙΕ΄Ι΢Σ΄, 1961-1962, τ. Α΄, 151-155. G. Masson, Remarques sur les rapports entre la Crete et Chypre a la fin de l’ Age du Bronze, αὐτόθι, 156-161. Α. Stylianou, The Map of Crete and Cyprus in the Theatrum Orbis Terrarum of Abraham Ortelius, Antverp. 1570, Πεπραγμένα Γ΄Διεθνοῦς Κρητολογικοῦ ΢υνεδρίου, τ. Β΄, Ἀθῆναι 1974, 291-298. Βάσου Καραγιώργη, Αἱ σχέσεις μεταξὺ Κύπρου καὶ Κρήτης κατὰ τὸν 11ον αἰ. π.Χ., Πεπραγμένα τοῦ Β΄Διεθνοῦς Κρητολογικοῦ ΢υνεδρίου, τ. Β΄, ἐν Ἀθήναις 1968, 180-185. ΢τ. Ἀλεξίου, Ἡ Μινωικὴ Θεὰ μεθ’ ὑψωμένων τῶν χειρῶν, Ἡράκλειον 1958. Ν. Β. Σωμαδάκη, Κρήτη καὶ Κύπρος κατὰ τὴν βυζαντινὴν καὶ μεταβυζαντινὴν περίοδον. Ἱστορικαὶ σχέσεις. Λόγιοι καὶ καλλιτέχναι, Πρακτικὰ τοῦ Α΄Διεθνοῦς Κυπρολογικοῦ ΢υνεδρίου, τ. Β΄, Λευκωσία 1972, 259-275. Κ. Χατζηψάλτη, Ἡ Κύπρος, τὸ Βυζάντιον καὶ τὸ Ἰσλάμ. Ἡ ναυτικὴ σπουδαιότης τῆς Κύπρου κατὰ τὴν περίοδον τῶν ἀραβοβυζαντινῶν συγκρούσεων (648-965), Κυπριακαὶ ΢πουδαί Κ΄, 1956, 15-29. Antonio Lombardo, Cittadini di Creta e commerci Cretesi a Cipro nella seconda metà del secolo XIV da un cartolare notarile rogato a Famagosta 1360-1362, Πεπραγμένα Β΄Διεθνοῦς Κρητολογικοῦ ΢υνεδρίου , τ. Β΄, Ἀθῆναι 1968, 102150. K. Xατχηψάλτη, Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Ἰωάννης ὁ Κρητικός, Κυπριακαὶ ΢πουδαὶ ΚΗ΄, 1955, κθ΄- λε΄. Θεοδώρου Π. Σζεδάκη, Ἡ Κρήτη ἐν ἀνεκδότῳ ποιήματι περὶ τῆς ἁλώσεψς τῆς Κύπρου (ἐκ κώδικος τῆς ΢ιναϊτικῆς Βιβλιοθήκης), Πεπραγμενα Α΄ Διεθνοῦς Κρητολογικοῦ ΢υνεδρίου =Κρητικὰ Χρονικὰ ΙΕ΄-Ι΢Σ, 1961-1962, τ. Α΄, 156-174.


Γεώργιος Ε. Κρασανάκης Ὁμότιμος Καθηγητὴς Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης

Η ΝΟΗΜΟ΢ΤΝΗ ΣΟΤ ΑΝΘΡΩΠΟΤ

Ἡ νοημοσύνη εἶναι ἡ σπουδαιότερη λειτουργία τοῦ γιγνώσκειν. Ὅλες οἱ ἄλλες γνωστικὲς λειτουργίες (αἴσθηση, ἀντίληψη, παράσταση, μάθηση, μνήμη, φαντασία, γλώσσα κ.ἄ.) ἐνισχύονται καὶ κατευθύνονται ἀπὸ τὴ νοημοσύνη. Εἶναι, κατὰ τὴν ἄποψή μας, ἡ πρώτη ἀπ’ ὅλες τὶς γνωστικὲς λειτουργίες. ΢τὴ διεθνὴ ψυχολογικὴ βιβλιογραφία ὁ ὅρος «νοημοσύνη» εἶναι γνωστὸς μὲ τὴ λατινική του ρίζα. Ἔτσι, στὸ γαλλικὸ Λεξικὸ Larousse διαβάζομε: «Νοημοσύνη (intelligence), ἀπὸ τὸ λατινικὸ intelligentia, εἶναι ἡ ἱκανότητα τοῦ ἀτόμου νὰ γνωρίζει, νὰ κατανοεῖ. Νοῆμον ἄτομο εἶναι ἐκεῖνο ποὺ κατανοεῖ εὔκολα.». Παραπλήσιες ἑρμηνεῖες εὑρίσκομε καὶ σὲ ἄλλα εὐρωπαϊκὰ λεξικά, ὅπου ἡ λέξη νοημοσύνη ἔχει περίπου τὸ ἴδιο ὄνομα. Ἀπὸ τὸ λατινικὸ intelligentia παράγονται: τὸ γαλλικὸ intelligence, τὸ ἀγγλικὸ intelligence, τὸ γερμανικὸ Intelligenz, τὸ ἰταλικὸ intelligenza καὶ τὸ ἱσπανικὸ intelligenzia. Ρίζα ὅλων εἶναι τὸ λατινικὸ ρῆμα intellego, ποὺ σημαίνει κατανοῶ, συλλαμβάνω, γνωρίζω. Πρόκειται γιὰ ἔννοια πρακτικὴ καὶ συγχρόνως πνευματική. Αὐτὰ ἐκφράζουν τὰ δύο συνθετικὰ τοῦ ρήματος intellego,ere (inter=ἐντός, μεταξύ, στὸ μέσον, + lego,ere= συλλέγω, περισυλλέγω). Ἡ νοημοσύνη, λοιπόν, δηλώνει μία πνευματικὴ ἐνέργεια συλλογῆς καὶ κατανόησης πληροφοριῶν. ΢τὴν ἑλληνικὴ ψυχολογικὴ βιβλιογραφία ἔχουν ἐπικρατήσει δύο ὅροι, ποὺ δὲν ἔχουν τὴ ρίζα ποὺ προαναφέραμε. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ ὅρος νοημοσύνη καὶ ὁ ἄλλος εἶναι ὁ ὅρος εὐφυΐα. Νοημοσύνη εἶναι ἡ ἱκανότητα τοῦ νοήμονος ἀτόμου, δηλαδὴ ἐκείνου ποὺ σκέπτεται, ποὺ εἶναι ἔξυπνο, συνετό, μυαλωμένο, «ὑγιὲς τὸν νοῦν» κατὰ τοὺς ἀρχαίους. Ἄρα νοημοσύνη σημαίνει ὀρθὴ σκέψη, ὀρθὴ γνώση, κατανόηση. Ὁ ἄλλος ὅρος, ἡ εὐφυΐα, σημαίνει τὴν ἱκανότητα τοῦ εὐφυοῦς ἀτόμου, δηλαδὴ ἐκείνου ποὺ διαθέτει «καλὴν φυήν», τοῦ καλοφτιαγμένου, τοῦ καλοσχηματισμένου σωματικὰ καὶ πνευματικά, τοῦ εὔστροφου, τοῦ ἔξυπνου, τοῦ νοήμονος. Ἄρα εὐφυΐα σημαίνει καλὴ πνευματικὴ κατάσταση, ὀξύνοια, νοημοσύνη. Ἑπομένως, δύο ὅροι περιγράφουν τὴν ἴδια πνευματικὴ κατάσταση. Πολλοὶ θεώρησαν δοκιμότερο τὸν ὅρο εὐφυΐα, ὑποστηρίζοντας μάλιστα ὅτι καλύπτει σὲ βάθος καὶ σὲ πλάτος ὅλες τὶς μορφὲς τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἀτόμου, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ὅρο νοημοσύνη, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται ἀποκλειστικὰ σὲ ἐνέργειες τοῦ νοῦ. Ἡ πορεία ὅμως τῶν πραγμάτων ἐπέβαλε περισσότερο τὸν ὅρο νοημοσύνη, τὸν ὁποῖο συναντοῦμε σὲ ὅλα


τὰ σύγχρονα λεξικά, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλα τὰ βιβλία τῆς ψυχολογίας. Ὁμιλοῦμε, λοιπόν, περισσότερο γιὰ νοημοσύνη παρὰ γιὰ εὐφυΐα. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἀποδοθεῖ καὶ στὸ γεγονὸς τῆς ἐπικράτησης τῆς δημοτικῆς γλώσσας, ἡ ὁποία θεώρησε πιὸ οἰκεία, πιὸ λαϊκή, τὴ λέξη νοημοσύνη. Αὐτά, φυσικά, στὸ γραπτὸ καὶ ἐπιστημονικὸ λεξιλόγιο, γιατὶ στὸ καθημερινὸ ἐπικρατεῖ μία τρίτη λέξη, ἡ ἐξυπνάδα, ποὺ δηλώνει τὴν ἰδιότητα τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ἐκτὸς ὕπνου εὑρισκομένου, τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀντιλαμβάνεται γρήγορα καὶ σωστά, ποὺ εἶναι ὀξύνους, πνευματώδης, εὐφυής, νοήμων. Υυσικά, στὸ καθημερινὸ λεξιλόγιο ἡ λέξη ἔξυπνος ἀντικαθίσταται ἀπὸ ἄλλες πιὸ λαϊκὲς λέξεις, ποὺ ἔχουν ὅμως τὴν ἴδια ἔννοια, δηλαδὴ τοῦ εὔστροφου, τοῦ εὐφυοῦς καὶ τοῦ νοήμονος ἀτόμου. Ἡ γνώμη μας εἶναι ὅτι καὶ οἱ τρεῖς ὅροι, νοημοσύνη, εὐφυΐα καὶ ἐξυπνάδα, δηλώνουν τὴν ἴδια ψυχικὴ λειτουργία, τὴν ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ γνωρίζει καὶ νὰ κατανοεῖ τὰ μηνύματα ποὺ διαρκῶς συλλαμβάνει. ΢τὴν ἐργασία μας αὐτή, ἀκολουθώντας τὴν ἐπικρατέστερη τάση, θὰ κάνουμε λόγο γιὰ νοημοσύνη. Αὐτὸν τὸν ὅρο υἱοθετοῦμε, μὲ τὴν παρατήρηση ὅτι εἶναι συνώνυμος τῶν ἄλλων. ΢τὸν χῶρο ὅμως τῆς ψυχολογίας δὲν εἶναι τόσο ἁπλὰ τὰ πράγματα. Δὲν ὁρίζεται ἡ νοημοσύνη μονολεκτικά, τηλεγραφικὰ θὰ λέγαμε. Ἐδῶ τὰ πράγματα εἶναι συνθετότερα, δυσκολότερα, βαθύτερα, ἐπιστημονικότερα. Ἀπὸ τὸν R.Descartes (1596-1650), Γάλλο φιλόσοφο, ποὺ θεωροῦσε τὴ νοημοσύνη ὡς δύναμη αὐτοεπιβεβαίωσης τῆς προσωπικότητας, μέχρι τὸν J.Piaget (1896-1980) καὶ ἄλλους πιὸ σύγχρονους ψυχολόγους, εὑρίσκομε ἕνα πλῆθος ὁρισμῶν τῆς γνωστικῆς αὐτῆς λειτουργίας, καθένας ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὴν προσεγγίζει κάπως διαφορετικά, ἀπηχώντας τὶς ἀρχὲς τῆς σχολῆς στὴν ὁποία ἀνήκει ὁ δημιουργός της. Ὁ Piaget εἶναι ὁ μόνος ψυχολόγος ποὺ παρουσίασε ἕνα σύστημα, στὸ ὁποῖο φαίνεται καθαρὰ ἡ συνέχεια τῆς πνευματικῆς ἀνάπτυξης ἀπὸ τὴ βρεφικὴ μέχρι τὴν ὥριμη ἡλικία. Ὑποστήριξε μάλιστα ὅτι ἡ νοημοσύνη δὲν εἶναι ἕνας μηχανισμὸς ἕτοιμος κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς γέννησης, ἀλλὰ ἕνας πνευματικὸς δυναμισμὸς ποὺ οἰκοδομεῖται προοδευτικά. Ἡ ἀνάπτυξη αὐτὴ συνεχίζεται, ὥσπου νὰ φθάσει ἡ νοημοσύνη σὲ μιὰ κατάσταση ἰσορροπίας, στὴν ὁποία τείνουν ὅλες οἱ μορφὲς τῶν προσαρμοστικῶν δομῶν τοῦ ὀργανισμοῦ. Ἡ κληρονομικότητα θὰ δώσει στὸ ἄτομο τοὺς «πυρῆνες» ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν ἐπίδραση τοῦ περιβάλλοντος θὰ χαράξουν τὴ γραμμὴ προσανατολισμοῦ τῆς ὅλης συγκρότησης τῆς προσωπικότητας, ὅσο περνᾶ ἀπὸ τὴν παιδικὴ στὴν ὥριμη ἡλικία. Ἡ ζωὴ στὸ σύνολό της δὲν εἶναι παρὰ μία συνεχὴς δημιουργία μορφῶν ὅλο καὶ πιὸ σύνθετων, ἀλλὰ παράλληλα καὶ μία προοδευτικὴ ἰσορροπία τοῦ ὀργανισμοῦ μὲ τὸ περιβάλλον του. Βρισκόμαστε ἔτσι μπροστὰ σὲ δύο βασικὲς καὶ θεμελιώδεις λειτουργίες : τῆς ὀργάνωσης (συγκρότησης) τοῦ ὀργανισμοῦ καὶ τῆς προσαρμογῆς του στὸ περιβάλλον. Ἡ δεύτερη λειτουργία δὲν ἔχει τὴν ἔννοια μίας στατικῆς κατάστασης, ἀλλὰ μίας ἐνεργητικῆς


διαδικασίας. Προσαρμογὴ ἔχομε ὅταν ὁ ὀργανισμὸς μεταβάλλεται, ἀλλάζει, τροποποιεῖται, σὲ σχέση πάντα μὲ τὸ περιβάλλον του, ἀπὸ τὸ ὁποῖο παίρνει στοιχεῖα, τὰ ἀφομοιώνει, τὰ κάνει δικά του, χωρὶς νὰ χάνει τὴν ὀργάνωσή του. Βρισκόμαστε ἔτσι μπροστὰ σὲ μία βασικὴ λειτουργία, τὴν ἀφομοίωση (assimilation). Παράλληλα, ὅμως, συμβαίνει καὶ κάτι ἄλλο. Οἱ πιέσεις ποὺ ἀσκεῖ τὸ περιβάλλον στὸν ὀργανισμὸ τὸν μεταβάλλουν, τὸν τροποποιοῦν. Βρισκόμαστε ἔτσι μπροστὰ καὶ σὲ μία δεύτερη βασικὴ λειτουργία, τὴν τροποποίηση (accommodation). Ἐπειδὴ μὲ τὴ λειτουργία αὐτὴ ὁ ὀργανισμὸς συμμορφώνεται κατὰ κάποιο τρόπο πρὸς τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ περιβάλλοντος, πολλοὶ ἑρμηνευτὲς τῆς θεωρίας τοῦ Piaget ἀπέδωσαν τὸν ὅρο αὐτὸ μὲ τὴν ἑλληνικὴ λέξη συμμόρφωση. Κατὰ τὴν ἄποψή μας, ὁ ὅρος τροποποίηση ἐκφράζει καλύτερα τὸ νόημα τῆς θεωρίας τοῦ Piaget. Τἱοθετοῦμε, λοιπόν, τὸν ὅρο τροποποίηση. Ἐπειδὴ οἱ δύο αὐτοὶ ὅροι, ἀφομοίωση καὶ τροποποίηση, κατέχουν κεντρικὴ θέση στὸ ὅλο ψυχολογικὸ σύστημα τοῦ Piaget, πρέπει νὰ τοὺς ἀναλύσουμε περισσότερο. Ἀφομοίωση (assimilation), μὲ τὴν πιὸ πλατιὰ ἔννοια τοῦ ὅρου, εἶναι ἡ δράση ποὺ ἀσκεῖ ὁ ὀργανισμὸς πάνω στὰ πράγματα ποὺ τὸν περιβάλλουν. Ἀπὸ φυσιολογικὴ ἄποψη, κάθε ὀργανισμός, κάθε σῶμα, παίρνει ἀπὸ τὸ περιβάλλον του διάφορες οὐσίες, τροφές, καὶ τὶς μεταβάλλει σὲ συστατικὰ δικά του. Κατὰ κάποιο τρόπο, τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὶς πνευματικὲς τροφές. Ὁ ψυχικὸς ὀργανισμὸς κάθε ἀνθρώπου προσλαμβάνει νέα πνευματικὰ στοιχεῖα, τὰ ἐπεξεργάζεται καὶ τὰ ἐνσωματώνει στὶς προηγούμενες ψυχικὲς δομές, στὰ «σχήματα διαγωγῆς», τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν τὸν καμβὰ τῶν ἐπαναλαμβανόμενων δραστηριοτήτων. Σροποποίηση (accommodation), συμμόρφωση κατ’ ἄλλους, εἶναι ἡ δράση τοῦ περιβάλλοντος πάνω στὸν ὀργανισμό, ὁ ὁποῖος τροποποιεῖται καὶ ἀναγκάζεται νὰ συμμορφωθεῖ πρὸς τὰ πράγματα ποὺ τὸν πιέζουν. Αὐτὴ εἶναι ἡ φυσιολογική, ὀργανική, τροποποίηση (συμμόρφωση). Ἀπὸ ψυχολογικῆς ἀπόψεως ἔχομε τὰ ἴδια. Ἡ πίεση ποὺ ἀσκοῦν τὰ διάφορα γεγονότα πάνω στὸν ψυχικὸ ὀργανισμὸ προκαλεῖ ἀλλαγὲς δράσης καὶ συμπεριφορᾶς. Δὲν πρόκειται γιὰ μία ἁπλὴ καὶ παθητικὴ ὑποταγὴ τοῦ ψυχικοῦ ὀργανισμοῦ στὶς πιέσεις ποὺ δέχεται, ἀλλὰ γιὰ μία οὐσιαστικὴ ἐσωτερικὴ τροποποίηση τῆς δράσης τοῦ ἀτόμου, δηλαδὴ γιὰ μία συμμόρφωση στὶς πιέσεις ποὺ δέχεται. Ἀποτέλεσμα τῆς συμμόρφωσης αὐτῆς θὰ εἶναι ἡ προσαρμογὴ τοῦ ὀργανισμοῦ σὲ νέες καταστάσεις. Ἡ προσαρμογὴ δηλαδὴ τοῦ ψυχικοῦ ὀργανισμοῦ σὲ νέες καταστάσεις εἶναι μία μορφὴ ἰσορροπίας μεταξὺ ἀφομοίωσης καὶ τροποποίησης, στὰ πλαίσια τῆς ὁποίας μποροῦμε νὰ ἐντάξουμε τὴν ἀνάπτυξη τῶν διαφόρων ψυχικῶν λειτουργιῶν. Σὸ ἔργο αὐτὸ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δράσης τῆς νοημοσύνης, ἡ ὁποία εἶναι κατὰ βάθος μία μορφὴ προσαρμογῆς, δηλαδὴ μίας ἰσορροπίας τῆς ἀφομοίωσης καὶ τῆς τροποποίησης. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ νοημοσύνη


εἶναι ἀφομοιωτικὴ λειτουργία, γιατὶ κάνει κτῆμα της ὅ,τι προσφέρει ὁ ἐξωτερικὸς κόσμος. Εἶναι, ὅμως, καὶ τροποποιητικὴ λειτουργία, γιατὶ μεταβάλλεται, τροποποιεῖται ἀπὸ τὶς ἐπιδράσεις τοῦ περιβάλλοντος, ἀπὸ τὰ δεδομένα τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου. Ἡ ἀφομοίωση καὶ ἡ τροποποίηση εἶναι λειτουργίες συμπληρωματικές. Ὅταν ἀφομοιώνουμε νέα στοιχεῖα καὶ τὰ ἐνσωματώνουμε στὰ προγενέστερα νοητικά μας σχήματα, ἔχομε παράλληλα καὶ τὴν τροποποίηση αὐτῶν τῶν σχημάτων, δηλαδὴ τῶν πνευματικῶν δομῶν, ὥστε νὰ μπορέσουν νὰ προσαρμοσθοῦν στὶς νέες συνεισφορές. Νὰ γιατὶ οἱ δύο αὐτοὶ μηχανισμοί, ὁ ἀφομοιωτικὸς καὶ ὁ τροποποιητικός, εἶναι συμπληρωματικοί. Κάθε γνήσια ἀφομοίωση συνεπάγεται καὶ ἀληθινὴ τροποποίηση τοῦ πνευματικοῦ μας οἰκοδομήματος. Σέλος, κάθε γνήσια προσαρμογὴ προϋποθέτει μία γνήσια ἰσορροπία μεταξὺ τῆς ἀφομοιωτικῆς καὶ τῆς τροποποιητικῆς λειτουργίας. Ἡ νοημοσύνη εἶναι ἡ μόνη λειτουργία, ποὺ μὲ τοὺς ἑλιγμοὺς καὶ τὴ δράση της, τείνει σὲ μία ὁλικὴ ἰσορροπία, ἡ ὁποία ἀποσκοπεῖ στὴν ἀφομοίωση παντὸς πραγματικοῦ καὶ στὴν ἀνάλογη τροποποίηση κάθε πνευματικῆς δράσεως. Δηλαδή, σὲ τελευταία ἀνάλυση, ἡ νοημοσύνη εἶναι φύσεως ἀφομοιωτικῆς, τροποποιητικῆς και, κατ’ ἐπέκταση, προσαρμοστικῆς. Θὰ μπορούσαμε μάλιστα νὰ ὁρίσουμε τὴν προσαρμογὴ ὡς μία ἰσορροπία μεταξὺ ἀφομοίωσης καὶ τροποποίησης, πράγμα ποὺ σημαίνει ἰσορροπία τῶν μεταξύ τοῦ ὑποκειμένου καὶ τῶν ἀντικειμένων ἀνταλλαγῶν. ΢υνοψίζοντας ὁ Piaget τονίζει τὰ ἑξῆς : Ἡ νοημοσύνη δὲν ἀνήκει σὲ μία ἀπομονωμένη καὶ ἀσυνεχὴ κατηγορία γνωστικῶν διαδικασιῶν. Δὲν εἶναι μία πνευματικὴ οἰκοδομὴ μεταξὺ τῶν ἄλλων. Εἶναι ἡ μορφὴ τῆς ἰσορροπίας στὴν ὁποία τείνουν ὅλες οἱ δομές, τὸν σχηματισμὸ τῶν ὁποίων ἀναζητᾶμε ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν ἀντίληψη, τὶς ἕξεις καὶ τοὺς αἰσθησιοκινητικοὺς μηχανισμούς. Εἶναι ὁ γενικὸς ὅρος ποὺ προσδιορίζει τὶς ἀνώτερες μορφὲς ὀργάνωσης ἢ ἰσορροπίας τῶν γνωστικῶν συγκροτημάτων. Ὁ ρόλος της στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ὀργανισμὸ εἶναι κεφαλαιώδης. Πρόκειται γιὰ ἕνα σύστημα ζωτικῶν καὶ δραστικῶν λειτουργιῶν. Πρόκειται γιὰ τὸ πιὸ ἀναγκαῖο ὄργανο ἀνταλλαγῶν μεταξὺ ὑποκειμένου καὶ περιβάλλοντος κόσμου. Γενικὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ νοημοσύνη συνιστᾶ τὴν κατάσταση ἰσορροπίας πρὸς τὴν ὁποία τείνουν ὅλες οἱ διαδοχικὲς αἰσθησιοκινητικὲς καὶ γνωστικὲς προσαρμογές, καθὼς καὶ ὅλες οἱ ἀφομοιωτικὲς καὶ τροποποιητικὲς ἀνταλλαγὲς μεταξὺ ὀργανισμοῦ καὶ περιβάλλοντος. Οἱ ἐπιστημονικὲς αὐτὲς θέσεις τοῦ Piaget, παρὰ τὶς δυσκολίες τους, δὲν παύουν νὰ μᾶς τονίζουν ὅτι ἡ νοημοσύνη δὲν εἶναι μία ἁπλὴ λειτουργία τοῦ πνεύματος, ἀλλὰ μία λειτουργία σύνθετη, στὴν ὁποία ἀνευρίσκονται καὶ ἄλλες γνωστικὲς λειτουργίες (αἰσθησιοκινητικές, ἀντιληπτικές, μνημονικές κ.ἄ.), ἡ ρύθμιση καὶ ἐνεργοποίηση τῶν ὁποίων θὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ τὴ νοημοσύνη.


Ὁ Piaget ἔκανε λόγο γιὰ τέσσερις μεγάλες περιόδους ἀνάπτυξης τῆς νοημοσύνης, οἱ ὁποῖες καλύπτουν τὸ χρονικὸ ἄνοιγμα ἀπὸ τὴ γέννηση μέχρι τὸ 16ο περίπου ἔτος τῆς ἡλικίας τοῦ ἀνθρώπου. ΢ὲ καθεμιὰ ἀπὸ τὶς περιόδους αὐτὲς συντελεῖται μία οὐσιαστικὴ πνευματικὴ οἰκοδομή, μία εὐδιάκριτη συγκρότηση τῆς ψυχικῆς ζωῆς τοῦ ἀτόμου. Οἱ τέσσερις αὐτὲς περίοδοι ἀνάπτυξης τῆς νοημοσύνης εἶναι : 1.Ἡ περίοδος τῆς αἰσθησιοκινητικῆς νοημοσύνης, ἡ ὁποία τοποθετεῖται χρονικὰ στὴ βρεφικὴ ἡλικία (0-2ο ἔτος). 2.Ἡ περίοδος τῆς συμβολικῆς νοημοσύνης, ἡ ὁποία καλύπτει τὰ χρόνια τῆς προσχολικῆς ἡλικίας (2ο-7ο ἔτος). 3.Ἡ περίοδος τῶν συγκεκριμένων νοητικῶν ἐνεργειῶν, ἡ ὁποία ἐκτείνεται σὲ ὁλόκληρη τὴ σχολικὴ ἡλικία (7ο-11ο ἔτος). 4.Ἡ περίοδος τῆς θεωρητικῆς ἢ τυπικῆς νοημοσύνης, ἡ ὁποία καλύπτει τὴν ἐφηβικὴ ἡλικία (11ο-15ο/16ο ἔτος). Ἂν ἁπλοποιούσαμε τὸ σχῆμα αὐτό, μεταφέροντάς το στὴ δική μας σύγχρονη ὁρολογία, θὰ λέγαμε ὅτι ἔχομε τέσσερις ἀναπτυξιακὲς φάσεις τῆς νοημοσύνης, καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἔχει τὰ δικά της γνωρίσματα. Πρόκειται γιὰ τὴ νοημοσύνη τοῦ βρέφους, τοῦ νηπίου, τοῦ παιδιοῦ τῆς σχολικῆς ἡλικίας καὶ τοῦ ἐφήβου. Ἐπιβάλλεται νὰ δοῦμε τὴ νοημοσύνη τοῦ ἀναπτυσσομένου ἀνθρώπου. Θὰ ἀναφερθοῦμε, ἔστω καὶ περιληπτικά, στὴ νοημοσύνη τοῦ ἀνθρώπου τῆς βρεφικῆς, τῆς νηπιακῆς, τῆς σχολικῆς, καθὼς καὶ κάπως ἐκτενέστερα στὴ νοημοσύνη τῆς ἐφηβικῆς ἡλικίας. Κατὰ τὴ βρεφικὴ ἡλικία, ποὺ ἐκτείνεται ἀπὸ τὴ γέννηση μέχρι τὸ 2ο ἔτος, ἡ ἀνάπτυξη τῆς νοημοσύνης ἐμφανίζει ἀξιόλογα χαρακτηριστικά. Κατὰ τὸ μικρὸ αὐτὸ χρονικὸ διάστημα, ποὺ καλύπτει κυρίως τοὺς πρώτους 18 μῆνες τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, σημειώνεται μία ἀξιόλογη ἀνάπτυξη τοῦ πνεύματος καὶ μάλιστα τῆς νοημοσύνης. Πρόκειται γιὰ πνευματικὲς κατακτήσεις, οἱ ὁποῖες δὲν ἀξιολογοῦνται ὅσο πρέπει ἀπὸ τὸ περιβάλλον, λόγῳ τῆς ἀδυναμίας τοῦ παιδιοῦ νὰ ἐκφρασθεῖ καὶ νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τοὺς ἄλλους. Ὅμως, μὲ τὴ βοήθεια τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν κινήσεων τὸ παιδὶ ἀφομοιώνει τὸν κόσμο. Ἡ ἡλικία αὐτή, περίοδος κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Piaget, περιλαμβάνει ἕξι στάδια ἰδιαίτερων γνωρισμάτων τῆς ἀναπτυσσόμενης νοημοσύνης. ΢ὲ καθένα στάδιο τὸ παιδὶ ἐπεξεργάζεται τὸ σύνολο τῶν στοιχείων τῆς ὑποδομῆς τῶν γνωστικῶν λειτουργιῶν, οἱ ὁποῖες θὰ χρησιμεύσουν ὡς ἀφετηρία γιὰ τὴ συγκρότηση τῶν μετέπειτα λειτουργιῶν τῆς ἀντίληψης, τῆς νοημοσύνης καὶ τοῦ συναισθήματος. Κατὰ τὴ νηπιακὴ ἡλικία (2ο-6ο ἔτος) ἤ περίοδο τῆς συμβολικῆς νοημοσύνης, ὅπως τὴ θέλει ὁ Piaget, ἡ σκέψη εἶναι προλογική. Μὲ τὴ βοήθειά της τὸ παιδὶ ἀναπαριστᾶ ἕνα ἀπὸν ἀντικείμενο (σημαινόμενον) μὲ ἕνα παρὸν (σημαῖνον). Προβαίνει σ’αὐτὴ τὴ νοητικὴ ἐνέργεια γνωρίζοντας πολὺ καλὰ ὅτι ἄλλο εἶναι τὸ σημαῖνον καὶ ἄλλο τὸ σημαι-


νόμενον. Ξέρει π.χ. ὅτι τὸ καλάμι ποὺ χρησιμοποιεῖ ὡς ἄλογο δὲν εἶναι τὸ ἴδιο τὸ ζῶο. Ξέρει ὅτι ἄλλο εἶναι τὸ παρὸν καὶ ἄλλο τὸ ἀπὸν ἀντικείμενο. Σὸ σύμβολο εἶναι ἕνας τρόπος ἀναπαράστασης ἑνὸς πράγματος μὲ ἕνα ἄλλο. Οἱ τύποι τῶν συμβόλων ποὺ χρησιμοποιεῖ τὸ παιδὶ εἶναι πολλοί. Ἡ νοημοσύνη τῆς περιόδου αὐτῆς βοηθᾶ τὸ παιδὶ νὰ χρησιμοποιεῖ πολλὰ σύμβολα, δηλαδὴ νὰ δρᾶ σὲ ἕνα εὐρὺ ἀφηρημένο ἐπίπεδο. Ἡ συμβολικὴ αὐτὴ νοημοσύνη ἐκδηλώνεται κυρίως μὲ πέντε διαφορετικὲς μορφές, σύμφωνα μὲ τὴ θεωρία τοῦ Piaget. Αὐτές, κατὰ αὔξουσα πολυπλοκότητα, εἶναι οἱ ἑξῆς : ἡ ἐκ τῶν ὑστέρων μίμηση, τὸ συμβολικὸ παιγνίδι, τὸ σχέδιο (ἰχνογράφημα), ἡ νοητικὴ εἰκόνα (παράσταση) καὶ ἡ γλώσσα. Κατὰ τὴ σχολικὴ ἡλικία (7ο-12ο ἔτος) νέοι μηχανισμοὶ κάνουν τὴν ἐμφάνισή τους. Ἡ νοημοσύνη περνᾶ σὲ ἕνα νέο ἐπίπεδο ἀνάπτυξης· γίνεται λογική, συγκεκριμένη καὶ ἀντιστρέψιμη. Σὰ γνωρίσματα αὐτὰ τὴν κάνουν νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τὴν νοημοσύνη τοῦ παιδιοῦ τῆς νηπιακῆς ἡλικίας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ νοημοσύνη τοῦ ἐφήβου. Ἐνῶ ἀποβαίνει ἰσχυρότερη, ἔχει ἀκόμα μιὰ ἀδυναμία· χρειάζεται συγκεκριμένα στηρίγματα. Οἱ πνευματικὲς ἐνέργειες τοῦ παιδιοῦ τῆς ἡλικίας αὐτῆς εἶναι ἐσωτερικοποιημένες, λογικές, ἀλλὰ «πραγματικές». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι χωρὶς τὸ συγκεκριμένο βάθρο τους θὰ παρέμεναν ἀνίσχυρες. Ἡ σκέψη παραμένει ἀκόμα ὑποβασταζόμενη ἀπὸ τὰ πράγματα. Ἡ ἐποπτεία εἶναι ἀναγκαία. Ἡ λογική, συγκεκριμένη καὶ ἀντιστρέψιμη σκέψη τοῦ παιδιοῦ τῆς ἡλικίας αὐτῆς, τοῦ ἐπιτρέπει νὰ κάνει ὑποθέσεις, συνδυασμούς, ὑπολογισμοὺς καὶ ὅλες τὶς λογικομαθηματικὲς πράξεις, εὐθεῖες καὶ ἀντίστροφες. Ἡ ἀντιστρεψιμότητα τῆς σκέψης ἀνοίγει νέους ὁρίζοντες πνευματικῶν κατακτήσεων. Κατὰ τὴν ἐφηβικὴ ἡλικία (12ο-18ο ἔτος) νέοι μηχανισμοὶ κάνουν τὴν ἐμφάνισή τους. Ἡ σκέψη περνᾶ σὲ νέες λειτουργικὲς μορφές. Ἡ νοημοσύνη γίνεται θεωρητική. Ἀποκτᾶ τὸ θεωρητικό της χαρακτήρα, δηλαδὴ μπορεῖ νὰ κάνει ὅλες τὶς λογικὲς διεργασίες χωρὶς ἐξωτερικὴ ὑποστήριξη. Ἡ νοημοσύνη προτιμᾶ στηρίγματα ἐσωτερικά, πνευματικά, ἀτομικά· στηρίζεται στὸν ἑαυτό της. Υυσικά, ὅ,τι ἔχει κατακτηθεῖ κατὰ τὶς προηγούμενες ἡλικίες δὲν χάνεται, ἀλλὰ παίρνει διαφορετικὸ χρῶμα. Ἡ νοημοσύνη τοῦ ἐφήβου εἶναι παράλληλα αἰσθησιοκινητική, συμβολική, συγκεκριμένη καὶ θεωρητική. Πάνω ὅμως ἀπὸ ὅλα εἶναι ἡ λογικὴ ἐκείνη δύναμη ποὺ θὰ συνοδεύει τὸ ἄτομο σὲ ὅλη του τὴ ζωή. Θὰ εἶναι τὸ ἰσχυρὸ φῶς μπροστὰ στὸ ὁποῖο θὰ διαλύεται κάθε μορφὴ πνευματικοῦ σκότους. Αὐτὴ θὰ τὸν βοηθεῖ νὰ ὀργανώνει καὶ νὰ διατυπώνει τὶς δικές του θεωρίες γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὴ ζωή, τὸν κόσμο. Ἐκείνη θὰ τοῦ ἀνοίγει νέους πνευματικοὺς ὁρίζοντες καὶ θὰ τὸν ὁδηγεῖ σὲ δρόμους φιλοσοφικῶν, ἐπιστημονικῶν, καλλιτεχνικῶν καὶ κοινωνικῶν κατακτήσεων. ΢ύμφωνα μὲ τὴ θεωρία τοῦ Piaget καὶ τῶν συνεργατῶν του, τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ τῆς νοημοσύνης τοῦ ἐφήβου εἶναι πέντε. Θὰ τὰ δοῦμε ἀναλυτικά.


1. Κατὰ τὴν ἐφηβικὴ ἡλικία ἡ σκέψη γίνεται θεωρητικὴ ἤ τυπική, ἀποβαίνει ἱκανὴ γιὰ λογικὲς διεργασίες, χωρὶς νὰ ἔχει ἀνάγκη ἐξωτερικῶν στηριγμάτων, ὅπως συνέβαινε κατὰ τὴ σχολικὴ ἡλικία· στηρίζεται στὸν ἑαυτό της. Ἐλεύθερη ἀπὸ τὰ ὑλικὰ στηρίγματα, προχωρεῖ ἀπὸ τὸ θεωρητικὸ στὸ πραγματικό. Ἄλλη εἶναι ἡ συγκεκριμένη σκέψη τοῦ παιδιοῦ καὶ ἄλλη ἡ θεωρητική σκέψη τοῦ ἐφήβου. Ἡ ἀποδέσμευση τῆς σκέψης ἀπὸ τὸ πραγματικὸ τὴν καθιστᾶ ἱκανὴ γιὰ διεργασίες καθαρὰ πνευματικές. Ὁ «φυσιολογικός» ἔφηβος μπορεῖ νὰ κάνει νοερὲς πράξεις μὲ σύμβολα καὶ ἀριθμούς, νὰ λύνει προβλήματα, νὰ συνδυάζει θεωρίες καὶ νὰ δημιουργεῖ νέες ἄγνωστες καὶ πρωτότυπες, χωρὶς νὰ χρειάζεται ὑλικὰ στοιχεῖα γιὰ στηρίγματα. 2. Ἡ ἐφηβικὴ σκέψη μπορεῖ νὰ συνδυάζει τὶς δύο μορφὲς τῆς ἀντιστρε-ψιμότητας. Σί εἶναι ὅμως ἡ ἀντιστρεψιμότητα καὶ ποιὲς εἶναι οἱ δύο μορφές της, ποὺ κατά τὴν ἡλικία αὐτὴ συνδυάζονται; Ὁ ὅρος ἀντιστρεψιμότητα ἤ ἀναστρεψιμότητα (réversibilité) δηλώνει τὴν ἱκανότητα ἀναπαραγωγῆς μιᾶς φυσικῆς ἤ πνευματικῆς ἐνέργειας κατ’ἀντίστροφη ἔννοια. Ὁ Piaget χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο αὐτό, γιὰ νὰ ἑρμηνεύσει ἕνα βασικὸ γνώρισμα τῆς νοημοσύνης τοῦ παιδιοῦ καὶ τοῦ ἐφήβου, καὶ μάλιστα τὴν ἱκανότητά της να ἐπιστρέφει στὴν ἀφετηρία της παράγοντας ἔργο ἀντίστροφο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἤδη πέτυχε. Μὲ τὸν ὅρο αὐτὸ ἑρμηνεύεται ἡ ἱκανότητα τῆς σκέψης νὰ ξεκινᾶ ἀπὸ μιὰ κατάσταση Α, νὰ κάνει ὅλες τὶς δυνατὲς διεργασίες, νὰ φθάνει στὴν κατάσταση Β, καὶ ἀπὸ αὐτήν, ἀκολουθώντας ἀντίστοφη πορεία καὶ καταργώντας τὸ ἔργο ποὺ δημιούργησε, νὰ ἐπανέρχεται στὴν ἀφετηρία της. Πρόκειται γιὰ τὴ δυνατότητα ποὺ ἔχει ἡ νοημοσύνη νὰ ἐπαναφέρει τὶς λογικὲς διεργασίες στὸ σημεῖο ἀφετηρίας τους, περνώντας ἀπὸ τὶς ἴδιες φυσικὲς ἤ πνευματικὲς καταστάσεις. Ἡ ἱκανότητα αὐτή, ποὺ θεωρεῖται τὸ πιὸ ἔκδηλο γνώρισμα τῆς λειτουργίας τῆς νοημοσύνης, ἀκολουθεῖ μιὰ ἐξελικτικὴ πορεία ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἡλικία καὶ ὁλοκληρώνεται κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἐφηβείας. Οἱ μορφὲς μὲ τὶς ὁποῖες ἐκδηλώνεται εἶναι δύο: ἡ ἀντιστροφὴ ἤ ἄρνηση (invertion ἤ négation) καὶ ἡ ἀμοιβαιότητα ἤ συμμετρία (réciprocité ἤ symétrie). Καὶ οἱ δύο αὐτὲς μορφὲς λειτουργοῦν πλήρως στὴν ἡλικία τῶν 7-11 ἐτῶν, ὅταν φυσικὰ ἡ ἀνάπτυξη τοῦ παιδιοῦ εἶναι φυσιολογική. ΢τὴν ἡλικία αὐτὴ κάθε φυσιολογικὸ παιδί κατακτᾶ την ἱκανότητα γιὰ εὐθεῖες καὶ ἀντίστροφες πνευματικὲς πράξεις.Ὑπάρχουν καὶ παιδιά, εὐτυχῶς ὀλίγα, ποὺ ποτὲ δὲν θὰ κατακτήσουν τὴν ἀντιστρεψιμότητα τῆς σκέψης. ΢τὰ φυσιολογικὰ παιδιὰ ἡ ἀντιστροφὴ ἤ ἄρνηση ἀνευρίσκεται σὲ ὅλα τὰ στάδια τῆς ἀναπτυξιακῆς πορείας τους, καὶ τότε ἀκόμα ποὺ ἡ ἀντιστεψιμότητα δὲν ἔχει κατακτηθεῖ.Ἔκδηλη ἄρνηση ἔχομε, π.χ., σὲ περιπτώσεις ποὺ τὸ παιδὶ ἀπαντᾶ «ὄχι» σὲ προτάσεις ποὺ τοῦ γίνονται. Μὲ τὸ «ὄχι» ἀρνεῖται κάτι ποὺ τοῦ προτείνουν ἄλλοι ἤ ποὺ τὸ ἴδιο τὸ παιδὶ ἔχει ἤδη δεχθεῖ. Πρόκειται, θὰ λέγαμε, γιὰ μιὰ «πρωτόγονη» ἄρνηση ἤ


ἀντιστροφὴ ποὺ βεβαιώνει τὴν παρουσία τοῦ Ἐγώ, πρὶν ἀκόμα κατακτηθεῖ ἡ ἱκανότητα τῆς ἀντιστρεψιμότητας, κατὰ τὴν ὁποία ὁ συνδυασμὸς εὐθείας καὶ ἀντίστροφης ἐνέργειας ὁδηγεῖ στὴν ἀκύρωση τὴ νοητικὴ πράξη (+Α-Α=0). Ἡ νοητικὴ αὐτὴ πράξη εἶναι πλήρως συνειδητὴ ἐνέργεια, γεγονὸς ποὺ ἐπιβεβαιώνει ἡ ἱκανότητα τοῦ παιδιοῦ νὰ ἐξηγεῖ τὴ λογικὴ αὐτὴ διεργασία. Ἡ ἀμοιβαιότητα ἤ συμμετρία συνιστᾶ μιὰ πιὸ λεπτὴ μορφὴ τῆς ἀντιστρεψιμότητας. Πρόκειται γιὰ τὴν ἱκανότητα τῆς σκέψης νὰ ἐπιστρέφει στὸ σημεῖο ἀφετηρίας, ἀφοῦ ἀκυρώσει μὲ λογικὴ διαδικασία μιὰ ὑφιστάμενη διαφορά. Σὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐνέργειας αὐτῆς δὲν εἶναι μηδενικό, ἀλλὰ ἰσοδύναμο. Ἡ ἀφετηρία καὶ ἡ κατάληξη τῆς νοητικῆς πράξης εἶναι ἰσοδύναμες. Λέμε, π.χ., ὅτι τὸ Α ἀντιστοιχεῖ στὸ Β καὶ τὸ Β ἀντιστοιχεῖ στὸ Α. ΢τὴν πράξη αὐτὴ οὔτε προσθέσαμε οὔτε ἀφαιρέσαμε κάτι. Ἡ ἀμοιβαιότητα βεβαιώνει τὴν ὑφιστάμενη ἰσότητα τῶν δύο καταστάσεων. Οἱ δύο αὐτὲς μορφὲς τῆς ἀντιρεψιμότητας, ἡ ἄρνηση καὶ ἡ ἀμοιβαιότητα, λειτουργοῦν παράλληλα καὶ ἀνεξάρτητα κατὰ τὴν περίοδο τῶν συγκεκριμένων νοητικῶν ἐνεργειῶν (7-11 έτος). Πορεύονται δρόμους παράλληλους, χωρὶς νὰ συγκροτοῦν ἕνα ἑνιαῖο σύστημα δυνάμεων. Δὲν ἐμφανίζονται μὲ μιὰ ἑνιαία δομικὴ μορφή. Καθεμιὰ ἐξυπηρετεῖ ἕνα δικό της λειτουργικὸ τομέα· τὶς τάξεις καὶ τοὺς ἀριθμοὺς ἡ ἄρνηση καὶ τὶς σχέσεις ἡ ἀμοιβαιότητα. Ἡ μονομερὴς δράση τους τὶς καθιστᾶ ἀτελεῖς. Κατὰ τὴν ἐφηβικὴ ἡλικία, ἡ ὑφιστάμενη κατὰ τὴν παιδικὴ ἡλικία ἀδυναμία θεραπεύεται. Ἡ ἄρνηση καὶ ἡ ἀμοιβαιότητα, τὰ δύο αὐτὰ βασικὰ γνωρίσματα τῆς ἀντιστρέψιμης σκέψης, θὰ ἐμφανισθοῦν ἑνωμένες σὲ ἕνα ἑνιαῖο σύστημα πνευματικῶν λειτουργιῶν. Ἡ μία θὰ ἀναπληρώνει καὶ θὰ ἐνισχύει τὸ ἔργο τῆς ἄλλης. Καὶ οἱ δύο μαζὶ συγκροτοῦν ἕναν ἰσχυρὸ νοητικὸ μηχανισμὸ δράσης, ποὺ τὶς περιλαμβάνει, ἀλλὰ καὶ τὶς ξεπερνᾶ. Ἡ νέα αὐτὴ γνωστικὴ ἱκανότητα τοῦ ἐφήβου τὸν κάνει νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τὴ γνωστικὴ ἱκανότητα τοῦ παιδιοῦ. 3. Σὸ παιδὶ κατὰ τὴν προσχολικὴ καὶ τὴ σχολικὴ ἡλικία μπορεῖ νὰ κάνει συνδυασμοὺς πραγμάτων, νὰ βρίσκει τὶς σχέσεις τους, νὰ τὰ ταξινομεῖ καὶ νὰ τὰ σειροθετεῖ. Ἡ ἱκανότητα ὅμως αὐτὴ εἶναι ἀκόμα ἀτελής. Σὸ παιδὶ ποὺ προβαίνει στὶς ἐνέργειες αὐτὲς δὲν ἐξαντλεῖ ὅλες τὶς προσφερόμενες συνδυαστικὲς δυνατότητες, ἐνῶ πολλὲς φορὲς στηρίζεται στὴ μέθοδο τῆς δοκιμῆς καὶ πλάνης. Κατὰ τὴν ἐφηβικὴ ἡλικία, ἡ συνδυαστικὴ ἱκανότητα, ποὺ ἄρχισε κατὰ τὶς προηγούμενες ἡλικίες, τελειοποιεῖται καὶ ὁλοκληρώνεται. Ὁ ἔφηβος μπορεῖ νὰ συνδυάζει ὅλους τοὺς γνωστοὺς παράγοντες καὶ νὰ ἀξιοποιεῖ ὅλες τὶς δυνατὲς σχέσεις, νὰ κάνει λογικὲς συγκρίσεις καὶ ἀντιστοιχίες τῶν μελῶν συνόλων, συλλογῶν, φαινομένων καὶ προβλημάτων, ποὺ τίθενται ἐνώπιόν του. Ἡ μέθοδος τῆς δοκιμῆς καὶ πλάνης ὑποχωρεῖ καὶ ἀντικαθίσταται ἀπὸ πράξεις λογικές, συστηματικές, μεθοδικές, πλήρεις καὶ ἀκριβεῖς.


Ἡ κατάκτηση αὐτὴ εἶναι μεγάλη. Εἶναι ἕνα ὄργανο στὴν ὑπηρεσία τῆς σκέψης τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἐπιστημόνων. ΢’ αὐτὴ θὰ στηρίξει κάθε ἐρευνητὴς τὴ διατύπωση ὑποθέσεων, τὴ δοκιμή τους στὴν πράξη, ὥστε νὰ γίνουν δεκτὲς ἤ νὰ ἀπορριφθοῦν. 4. Ἡ ἀντιστροφὴ τῆς σχέσης πραγματικοῦ καὶ δυνατοῦ εἶναι μιὰ ἄλλη σπουδαία κατάκτηση τῆς νοημοσύνης κατὰ τὴν ἐφηβικὴ ἡλικία. ΢ὲ τὶ ὅμως συνίσταται ἡ ἱκανότητα αὐτή; Πραγματικὸ (réel) εἶναι τὸ ὑπάρχον γεγονὸς ἤ πράγμα. Δυνατὸ (possible) εἶναι αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, νὰ συμβεῖ στὸ μέλλον, ἄν συντρέξουν ὁρισμένες προϋποθέσεις. Σὸ πραγματικὸ εἶναι βέβαιο. Σὸ δυνατὸ εἶναι πιθανό, ἱκανὸ νὰ χρησιμοποιηθεῖ γιὰ ἕνα συγκεκριμένο σκοπό, νὰ παίξει θετικὸ καὶ οὐσιαστικὸ ρόλο στὴ διαμόρφωση μιᾶς κατάστασης. Σὸ δυνατὸ πραγματώνεται στὴ σκέψη, ἡ ὁποία συλλαμβάνει ὅ,τι μπορεῖ νὰ οἰκοδομηθεῖ, νὰ γίνει πραγματικό. Μεταξὺ πραγματικοῦ καὶ δυνατοῦ ὑπάρχει κάποια σχέση ποὺ δὲν εἶναι ἡ ἴδια σὲ ὅλες τὶς ἡλικίες. ΢τὴ σκέψη τῶν παιδιῶν τῆς σχολικῆς ἡλικίας τὸ δυνατὸ εἶναι προέκταση τοῦ πραγματικοῦ. Ἀπὸ τὸ συγκεκριμένο καὶ πραγματικὸ πηγάζει τὸ θεωρητικὸ καὶ πιθανό. Δὲν μπορεῖ τὸ παιδὶ τῆς ἡλικίας αὐτῆς νὰ συλλάβει τὸ ἀντίστροφο. Κατὰ τὴν ἐφηβικὴ ἡλικία συμβαίνουν ἀκριβῶς τὰ ἀντίθετα, δηλαδὴ ἰσχύει ἡ ἀντίστροφη σχέση πραγματικοῦ-δυνατοῦ. Ἡ σκέψη, ἐλεύθερη ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ συγκεκριμένου, συλλαμβάνει τὴ σχέση αὐτὴ ἐντελῶς διαφορετικά. Σὸ πραγματικὸ δὲν προηγεῖται τοῦ δυνατοῦ, ὅπως συμβαίνει στὴ σκέψη τοῦ παιδιοῦ τῆς σχολικῆς ἡλικίας. Γιὰ τὸν ἔφηβο τὸ ἴδιο τὸ πραγματικὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ δυνατό. Ἡ νοημοσύνη τοῦ ἐφήβου εἶναι ἱκανὴ νὰ ἐντάσσει τὶς πραγματικὲς σχέσεις τῶν προβλημάτων, ποὺ κάθε φορὰ ἐξετάζονται, στὶς δυνατές. Μπορεῖ νὰ συλλαμβάνει τὸ δυνατὸ καὶ ἀπὸ αὐτὸ νὰ καταλήγει στὸ πραγματικό. Ἀξίζει νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι τὸ δυνατὸ στὴ σκέψη τοῦ ἐφήβου δὲν εἶναι κάτι αὐθαίρετο, ἄτακτο, χωρὶς ἀντικειμενικὴ ὑπόσταση, ἔξω ἀπὸ τὰ κανονικὰ καὶ ρυθμιστικὰ πλαίσια. Ἀντίθετα, εἶναι ὁ φυσικὸς καὶ λογικὸς ἀναγκαῖος ὅρος ὀργάνωσης καὶ λειτουργίας τῆς σκέψης. Ὅταν ὁ ἔφηβος λέει «ἐάν<, ἄρα<», ἐννοεῖ ὅτι ἕνα ἀναγκαῖο συμπέρασμα ἑνώνεται μὲ μιὰ κατάφαση ποὺ εἶναι δυνατή. Πορεύεται ἔτσι ἀπὸ τὴν πιθανὴ στὴν πραγματικὴ λύση ἑνὸς προβλήματος. Γιὰ τὸν ἔφηβο τὸ πραγματικὸ δὲν εἶναι δομημένο, ἀλλὰ δομούμενο ἐλεύθερα, χωρὶς ἐξωτερικοὺς περιορισμούς. Ἀπὸ τὸ συλλαμβανόμενο δυνατὸ θὰ προκύψει μὲ λογικὲς διεργασίες τὸ πραγματικό. 5. Ἡ χρήση τοῦ ὑποθετικοπαραγωγικοῦ συλλογισμοῦ εἶναι ἐπίσης ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ τῆς νοημοσύνης τοῦ ἐφήβου. Πῶς λειτουργεῖ ὁ συλλογισμὸς αὐτός; Ὁ ἄνθρωπος διαθέτει τρεῖς βασικὲς λογικὲς λειτουργίες, χωρὶς τὶς ὁποῖες καμιὰ πνευματικὴ δραστηριότητα δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ. Αὐτὲς


εἶναι: οἱ ἔννοιες, οἱ κρίσεις καὶ οἱ συλλογισμοί. Καὶ οἱ τρεῖς βοηθοῦν κάθε ἄτομο νὰ παράγει γνώσεις καὶ νὰ κτίζει λογικὰ οἰκοδομήματα. Κάθε ἔννοια συγκεντρώνει τὰ μόνιμα καὶ οὐσιώδη γνωρίσματα κάποιου συγκεκριμένου ἤ ἀφηρημένου γνωστικοῦ ἀντικειμένου. Ἔτσι, ἡ ἔννοια ἄνθρωπος δὲν ἀναφέρεται σὲ κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, μικρὸ ἤ μεγάλο, ἄνδρα ἤ γυναίκα, γνωστὸ ἤ ἄγνωστο, ἀλλὰ καλύπτει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, αὐτοὺς ποὺ ζοῦν τώρα, ἀλλὰ καὶ ἐκείνους ποὺ ἔζησαν ἤ θὰ ζήσουν στὸ μέλλον. Ἡ ἔννοια αὐτὴ ἐκφράζει αὐτὸ ποὺ εἶναι κοινό, γενικὸ καὶ σταθερὸ στὴν κατηγορία τῶν ὄντων ποὺ λέγονται ἄνθρωποι. Εὐνόητο εἶναι ὅτι χωρὶς ἔννοιες, καμιὰ γνώση δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ. Ἡ κρίση εἶναι ἡ λογικὴ ἐκείνη λειτουργία ποὺ βοηθᾶ τὸν ἄνθρωπο νὰ συσχετίζει καὶ νὰ ἑνώνει διαφορετικὲς ἔννοιες. Πρόκειται γιὰ βασικὴ πνευματικὴ λειτουργία ποὺ ἀποτελεῖ τὸ κλειδὶ τοῦ θόλου τοῦ γνωστικοῦ συστήματος τοῦ ἀνθρώπου. Φωρὶς αὐτὴ δὲν θὰ ἀνακαλύπταμε τὴν ἀλήθεια, δὲν θὰ ἀποκαλύπταμε τὰ λάθη, δὲν θὰ φθάναμε στὴν ἀκριβὴ γνώση. Κάθε κρίση διαπιστώνει τὴν ἐγκυρότητα τῶν ἐννοιῶν, καθὼς καὶ τὴ σχέση ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχουν. Ὅταν, π.χ., λέμε ὅτι ὁ Γιῶργος εἶναι ὡραῖος, μὲ ἕνα ρῆμα συνδέομε τὴν ἔννοια ἑνὸς ἀνθρώπου μὲ τὴν ἔννοια ἑνὸς ἐπιθέτου, καὶ ἔτσι φθάνομε στὴν ἀποκάλυψη μιᾶς ἀλήθειας, στὴν κατάκτηση μιᾶς γνώσης. Ὁ συλλογισμὸς συνίσταται στὴν παραγωγὴ μιᾶς κρίσης ἀπὸ κάποια ἄλλη, μὲ τὴ βοήθεια μιᾶς ἐνδιάμεσης. Ἀπὸ δύο προκείμενες κρίσεις, τὴ μείζονα καὶ τὴν ἐλάσσονα, βγαίνει μία νέα ὡς συμπέρασμα. Ἡ ποιότητα τοῦ συμπεράσματος ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ποιότητα καὶ τὴν ὀρθότητα τῶν προκειμένων κρίσεων. Ἕνα παράδειγμα ὀρθοῦ συλλογισμοῦ θὰ κάνει σαφέστερα τὰ θεωρητικὰ αὐτὰ στοιχεῖα. Μείζων προκείμενη: Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι θνητοί. Ἐλάσσων προκείμενη: Ὁ Γιῶργος εἶναι ἄνθρωπος. ΢υμπέρασμα: Ὁ Γιῶργος εἶναι θνητός. Ἄς δοῦμε τώρα καὶ ἕνα λανθασμένο συλλογισμό. Μείζων προκείμενη: Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ὑγιεῖς. Ἐλάσσων προκείμενη: Ὁ Γιῶργος εἶναι ἄνθρωπος. ΢υμπέρασμα: Ὁ Γιῶργος εἶναι ὑγιής. Σὸ συμπέρασμα αὐτὸ εἶναι τυπικὰ ὀρθό, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ λανθασμένο, ἐπειδὴ στηρίχθηκε σὲ μιὰ λανθασμένη μείζονα πρόταση (κρίση). Οἱ χρησιμοποιούμενοι συλλογισμοὶ εἶναι τριῶν εἰδῶν: α) Ὁ παραγωγικὸς, ποὺ προχωρεῖ ἀπὸ τὸ γενικὸ στὸ μερικό. β) Ὁ ἐπαγωγικὸς, ποὺ προχωρεῖ ἀπὸ τὸ μερικὸ στὸ γενικό. γ) Ὁ ἀναλογικὸς, ποὺ προχωρεῖ ἀπὸ τὸ μερικὸ στὸ μερικό. Οἱ συλλογισμοὶ τῶν μορφῶν α΄καὶ β΄εἶναι συνηθέστεροι, ἐνῶ ἡ μορφὴ γ΄εἶναι σπανιότερη. Ὁ ἄνθρωπος δὲν διαθέτει τὴν ἴδια συλλογιστικὴ ἱκανότητα σὲ ὅλες τὶς ἡλικίες ἀνάπτυξης. Σὸ παιδὶ τῆς προσχολικῆς ἡλικίας κάνει χρήση τοῦ ἀναλογικοῦ συλλογισμοῦ. Σὸ παιδὶ τῆς σχολικῆς ἡλικίας χρησιμοποιεῖ τὸν ἐπαγωγικὸ συλλογισμό. Ὁ ἔφηβος κάνει χρήση καὶ τῶν τριῶν μορφῶν συλλογισμοῦ.


Οἱ συλλογισμοὶ ποὺ κάνει ἔφηβος ἔχουν ἕνα ἰδιάζοντα χαρακτήρα. Εἶναι ὑποθετικοπαραγωγικοί, δηλαδὴ στηρίζονται σὲ παραγωγικὲς καὶ ὑποθετικὲς προτάσεις. Πρόκειται γιὰ συλλογισμοὺς ποὺ γίνονται πάνω σὲ ὑποθετικὰ λεκτικὰ δεδομένα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μὲ παραγωγικὴ διαδικασία προκύπτουν συγκεκριμένα συμπεράσματα. Ὁ ἔφηβος μπορεῖ νὰ ξεκινᾶ ἀπὸ θεωρητικὲς ὑποθέσεις, νὰ ἐρευνᾶ συστηματικὰ ὅλες τὶς πιθανὲς λύσεις, ὥσπου νὰ φθάσει στὸν ἐπιδιωκόμενο σκοπό. Εὐνόητο εἶναι ὅτι ἐκεῖνο ποὺ ἔχει κατακτηθεῖ στὶς προηγούμενες ἡλικίες δὲν χάνεται. Ὅταν ὁ ἔφηβος κατακτᾶ τὴν ἱκανότητα γιὰ ὑποθετικο-παραγωγικοὺς συλλογισμούς, δὲν χάνει τὴν ἱκανότητα γιὰ ἐπαγωγικοὺς και ἀναλογικοὺς συλλογισμούς. Ὁ ἔφηβος, μπροστὰ σὲ ὁποιοδήποτε πρόβλημα, ἐρευνᾶ ὅλες τὶς πιθανὲς λύσεις, σκέπτεται συνολικά, σφαιρικά, πρὶν προχωρήσει στὴν εἰδικὴ λύση τοῦ προβλήματος. ΢τὴ σκέψη του τὸ πραγματικὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ δυνατό. Ἀνάμεσα στὸν ἴδιο καὶ τὰ πράγματα μπαίνει ἡ πιθανὴ σκέψη, δηλαδὴ ἡ θεωρητικὴ ἐξέταση κάθε γνωστικοῦ προβλήματος. Σὰ συμπεράσματα δὲν ἐξαρτῶνται ἄμεσα ἀπὸ τὰ πραγματικὰ δεδομένα, ἀλλὰ πηγάζουν ἀπὸ τὶς ὑποθέσεις ποὺ καταστρώνει ὁ ἔφηβος. Οἱ λύσεις δοκιμάζονται στὸ θεωρητικὸ πεδίο, πρὶν φθάσουν στὴν πράξη. Ἀντίθετα, ἡ σκέψη τοῦ παιδιοῦ προχωρεῖ ἀπὸ τὸ πραγματικὸ στὸ δυνατό, ὅπως ἔχομε ἤδη προαναφέρει. Ὥστε, τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ τῆς νοημοσύνης τοῦ ἐφήβου, σύμφωνα μὲ τὴ θεωρία τοῦ Piaget, εἶναι τὰ ἑξῆς: α) Ἡ κατάκτηση τῆς θεωρητικῆς σκέψης. β) Ὁ συνδυασμὸς τῶν δύο μορφῶν τῆς ἀντιστρεψιμότητας. γ) Ἡ συνδυαστικὴ ἱκανότητα. δ) Ἡ ἀντιστροφὴ τῆς σχέσης πραγματικοῦδυνατοῦ. ε) Ἡ χρήση τοῦ ὑποθετικοπαραγωγικοῦ συλλογισμοῦ. Μὲ τὴ βοήθεια τῶν δυνάμεων αὐτῶν, ποὺ φέρνουν ἔντονα τὴ σφραγίδα τῆς θεωρητικῆς νοημοσύνης, ὁ ἔφηβος ἀρχίζει νὰ πλησιάζει τὸν ἐνήλικο, ἀπέχει ὅμως ἀκόμα πολὺ ἀπὸ αὐτόν, γιατὶ στερεῖται ἐμπειριῶν. Ἡ ἔλλειψη αὐτή, ὅμως, δὲν τὸν ἐμποδίζει νὰ συμπεριφέρεται σὰν μεγά-λος, νὰ κρίνει, νὰ ἐρευνᾶ, νὰ συζητᾶ, νὰ καταστρώνει σχέδια προσωπικῶν καὶ κοινωνικῶν μετασχηματισμῶν. Βέβαιο εἶναι ὅτι θὰ χρειασθεῖ ἀκόμα πολὺ χρόνο, ὥσπου νὰ φθάσει στὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο τῶν ἐνηλίκων. Ἀπὸ αὐτούς, τοὺς μεγάλους, ἀπαιτεῖ κάτι ἁπλό, ἀλλὰ πολὺ σημαντικό. Θέλει νὰ τὸν θεωροῦν πρόσωπο σοβαρὸ καὶ ἱκανὸ νὰ λειτουργεῖ σὰν μεγάλος καὶ νὰ παίρνει θέση στὴν ἐπίλυση ὅλων τῶν προβλημάτων ποὺ προκύπτουν μέσα στὸ οἰκογενειακό, τὸ σχολικὸ καὶ τὸ κοινωνικὸ περιβάλλον. Ἡ θεωρητικὴ νοημοσύνη του τὸν μεταφέρει σὲ ἐπίπεδο ὑψηλό· τὸν κάνει ἱκανὸ νὰ βλέπει τὴ ζωὴ κάτω ἀπὸ ἕνα πρίσμα ἀναλυτικό, λειτουργικό, ἐρευνητικό. Καὶ κάτι ἀκόμα πολὺ σημαντικό: οἱ πνευματικοί του ὁρίζοντες διευρύνονται, πλουτίζονται. Ὅσοι γνωρίζουν τὴν ψυχολογία τῶν ἐφήβων, χαίρονται νὰ εἶναι κοντά τους. Σοὺς καμαρώνουν μέσα στὸ οἰκογενειακό, σχολικὸ καὶ κοινωνικὸ περιβάλλον, γιατὶ διαπιστώνουν ὅλα τὰ παραπάνω, ἀλλὰ καὶ γιατὶ


ἔχουν δίπλα τους ἀναπτυσσόμενους ἀνθρώπους δυναμικοὺς καὶ ἱκανοὺς νὰ πάρουν ὕστερα ἀπὸ λίγο τὴ σκυτάλη τῆς ζωῆς ἀπὸ τὰ χέρια τους· εἶναι οἱ φυσικοί τους διάδοχοι. Αὐτοί, ὅμως, οἱ μεγάλοι, καὶ μάλιστα οἱ γονεῖς καὶ οἱ δάσκαλοι, πρέπει νὰ ξέρουν ὅτι, ἄν ἀσκήσουν πιέσεις καὶ ἐφαρμόσουν αὐστηρές ἤ αὐταρχικὲς μεθόδους ἀγωγῆς, θὰ ἀποτύχουν καὶ θὰ χάσουν τὴ χαρὰ ποὺ τοὺς προσφέρει ἡ δυναμικὴ παρουσία τῶν ἐφήβων, τῶν νέων ποὺ δὲν εἶναι πλέον παιδιά, ἀλλὰ ἄνθρωποι πορευόμενοι μὲ γοργὸ ρυθμὸ πρὸς τὴν ὡριμότητα. Ἀντίθετα, ἄν ἐφαρμόζουν ἕνα διαλεκτικὸ στύλ σχέσεων, ἄν ἀσκήσουν τὸ παιδευτικό τους ἔργο μὲ ἕνα πνεῦμα διευρυμένης ἀνεξαρτησίας, τὰ ἀποτελέσματα θὰ εἶναι πολὺ καλύτερα. Αὐτὰ ὅλα εἶναι εὐχάριστα, γιατὶ ἔχομε φυσιολογικὴ ἀνάπτυξη τῆς νοημοσύνης τοῦ εφήβου. Ὑπάρχουν, ὅμως, καὶ μορφὲς ζωῆς τῶν ἐφήβων μὴ εὐχάριστες. Ἀναφερόμαστε στὶς περιπτώσεις τῆς ἀνεπαρκοῦς νοημοσύνης, μιᾶς κατάστασης ἀπὸ τὴν ὁποία πηγάζουν πολλὰ δεινὰ ὄχι τόσο γιὰ τὸν νοητικὰ καθυστερημένο ἔφηβο, ὅσο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντός του, μάλιστα δὲ τοὺς γονεῖς, ποὺ μὲ πικρία διαπιστώνουν ὅτι τὸ παιδί τους δὲν εἶναι ὅπως τὰ ἄλλα. Ἀξίζει, νομίζω, νὰ ἀναφερθοῦμε στὴ δυσμενὴ αὐτὴ κατάσταση.

Ἡ ἀνεπαρκὴς νοημοσύνη Ἡ νοημοσύνη, ἡ σπουδαιότερη γνωστικὴ λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἐμφανίζεται ἡ ἴδια σὲ ὅλα τὰ ἄτομα. Ἄλλοι τὴν κατέχουν σὲ μέσο ἤ φυσιολογικὸ βαθμό, ἐνῶ ἄλλοι σὲ ἀνώτερο ἤ ἀκόμα καὶ σὲ κατώτερο. Κάνουμε τότε λόγο γιὰ ἄτομα μὲ φυσιολογική, ἀνώτερη καὶ ὑπολειπόμενη νοημοσύνη. Σὰ ἄτομα τῶν δύο ἄκρων, τῆς χαμηλῆς καὶ τῆς ὑψηλῆς νοημοσύνης, θεωροῦναι ἀποκλίνοντα. Ἡ κατάταξη ἑνὸς ἀτόμου σὲ μία ἀπὸ τὶς κατηγορίες αὐτὲς γίνεται μὲ κριτήρια ψυχομετρικά, ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὴν ἐπίδοση tests εἰδικὰ κατασκευασμένων γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό. Ἡ ἐφαρμογή τους γίνεται ἀπὸ ψυχολόγους ἐξειδικευμένους γιὰ τὸ ἔργο αὐτό. Ἐφαρμόζοντας ἕνα test νοημοσύνης σὲ ἕνα ἄτομο μετροῦν τὴν Πνευματικὴ Ἡλικία (Π.Η.), ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ εἶναι ἴση, ἀνώτερη ἤ κατώτερη ἀπὸ τὴ Χρονολογικὴ Ἡλικία (Φ.Η.) τοῦ ἐξεταζομένου. ΢τὴν πρώτη περίπτωση κάνομε λόγο γιὰ φυσιολογικὸ ἄτομο, στὴ δεύτερη γιὰ ὑπερέχον καὶ στὴν τρίτη γιὰ νοητικὰ ἀνεπαρκές, ὑπολειπόμενο, καθυστερημένο. Ἄν διαιρεθεῖ ἡ Π.Η. διὰ τῆς Φ.Η. καὶ τὸ πηλίκο πολλαπλασιασθεῖ ἐπὶ 100, προκύπτει ὁ Δείκτης Νοημοσύνης (Δ.Ν.). Ἄν ὁ δείκτης αὐτὸς εἶναι ἴσος μὲ 100 (ἤ 100±10=90-110), τὸ ἄτομο κρίνεται ὡς φυσιολογικό· ἄν εἶναι μεγαλύτερος, τὸ ἄτομο κρίνεται ὑπερέχον· ἄν πάλι εἶναι μικρότερος, τὸ ἄτομο κρίνεται νοητικὰ ὑπολειπόμενο. Ὁ γενικὸς αὐτὸς χαρακτηρισμὸς δίδει μιὰ πρώτη εἰκόνα τῆς νοητικῆς κατάστασης τοῦ ἐξετασθέντος ἀτόμου, ἀλλὰ δὲν συμφωνεῖ ἀπολύτως μὲ τὴν κατάστασή του. Γι’αὐτὸ κάθε


test μᾶς δίδει ἕναν πίνακα κατανομῆς τῶν συχνότητων τοῦ Δ.Ν. ΢υμβουλευόμενοι τὸν πίνακα αὐτόν, μποροῦμε νὰ ἀποφανθοῦμε μὲ ἀκρίβεια περί τῆς νοημοσύνης ἑνὸς ἀτόμου. Θὰ γίνουμε σαφέστεροι ἀναφέροντας τὸν πίνακα ποὺ μᾶς δίδει τὸ test Goodenough, τὸ γνωστὸ ὡς test ἀνθρώπου. Ὁ πίνακας αὐτὸς μᾶς δίδει τὶς κατηγορίες καὶ τοὺς δεῖκτες τῆς νοημοσύνης. Σὸν μεταφέρομε ἐδῶ, δίδοντας μέσα σὲ παρένθεση τὸν ἀντίστοιχο σὲ κάθε κατηγορία Δ.Ν. Ἀνώτατη νοημοσύνη (140 καὶ ἄνω). Ἀνώτερη νοημοσύνη (120-139). Ἐλαφρὰ ἀνώτερη νοημοσύνη (110-119). Μέση ἤ φυσιολογικὴ νοημοσύνη (90-109). Διανοητικὴ βραδύτητα (80-89). Ὁριακὴ ζώνη διανοητικῆς βραδύτητας (70-79). Κατώτατο ὅριο ὁμαλότητας (69). Μωρία (50-68). Ἠλιθιότητα (20/25-49). Ἰδιωτεία (κάτω τῶν 20/25). Ἔστω, λοιπόν, ὅτι ἐξετάσαμε μὲ τὸ test αὐτὸ ἕναν δωδεκάχρονο ἔφηβο καὶ βρήκαμε Δ.Ν.95. Ὁ πίνακας μᾶς ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ ἐξετασθεὶς ἔχει μέση ἤ φυσιολογική νοημοσύνη. Εὐνόητο εἶναι ὅτι οἱ ἐξετάσεις ἐφήβων μὲ ψυχομετρικὰ κριτήρια, δηλαδὴ μὲ τὴν ἐπίδοση σ’αὐτοὺς tests νοημοσύνης, θὰ ἀποκαλύψουν καὶ περιπτώσεις νοητικῶς καθυστερημένων. Ἡ διάγνωση εἶναι εὐκολότερη στὶς βαριὲς περιπτώσεις παρὰ στὶς ἐλαφρές. Σὰ ἐρευνητικὰ δεδομένα ἔχουν δείξει ὅτι ἔχομε καὶ ἐφήβους μὲ νοητικὴ ἀνεπάρκεια, ἡ ὁποία φυσικὰ ὑπῆρχε καὶ κατὰ τὶς προηγούμενες ἡλικίες, ἔστω κι ἄν δὲν εἶχε διαγνωσθεῖ. Ἑπομένως, ἔχομε καὶ ἐφήβους ποὺ πάσχουν ἀπὸ ἀμαυρωτικὴ ἤ μογγολοειδὴ ἰδιωτεία (σύνδρομο Down), ἠλιθιότητα, μωρία (ἐλαφρά, μέση ἤ βαριά, ἁρμονικὴ ἤ δυσαρμονική). Ὑπάρχουν καὶ ἔφηβοι ποὺ πάσχουν ἀπὸ ὁριακὴ νοητικὴ ἀνεπάρκεια, εἶναι δυσμαθεῖς ἤ βραδυμαθεῖς. Εὐχάριστο εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἔφηβοι ποὺ πάσχουν ἀπὸ ψευδοκαθυστέρηση (pseudo-arriération) ἤ ψευδοανεπάρκεια (pseudo-insuffisance). Σὰ ἄτομα αὐτὰ δὲν πάσχουν ἀπὸ νοητικὴ ἀνεπάρκεια, ἄν καὶ ἐμφανίζουν τὰ χαρακτηριστικά της. Ἡ νοημοσύνη τους εἶναι ἄθικτη. Ἡ πνευματική τους ἀνεπάρκεια ὀφείλεται σὲ ἀναχαίτιση ποὺ προκαλοῦν συναισθηματικές, αἰσθησιοκινητικές, γλωσσικὲς ἤ ἄλλης φύσεως διαταραχές. Ἔτσι, ἕνας ἔφηβος μπορεῖ νὰ ἐμφανίζει συμπτώματα νοητικῆς ἀνεπάρκειας, νὰ συμπεριφέρεται σὰν καθυστερημένο ἄτομο, νὰ μὴν ἀνταποκρίνεται στὰ ἐρεθίσματα ποὺ δέχεται, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχει χαμηλὸ Δείκτη Νοημοσύνης. Ἡ σκέψη του μπορεῖ νὰ ἐμφανίζεται ἀνοργάνωτη, ἡ προσοχή του ἀσθενής, ἡ ἀντίληψή του μικρῆς δυναμικότητας, τὰ ἐνδιαφέροντά του ρευστά, χωρὶς οὐσιαστικὰ νὰ ὑστερεῖ νοητικά. Ἔτσι, ἕνας μαθητὴς Γυμνασίου μπορεῖ νὰ θεωρεῖται καθυστερημένος ἀπὸ τοὺς καθηγητές του, γιατὶ δὲν σηκώνει ἐπιτυχῶς τὸ πνευματικὸ φορτίο τῆς τάξης του, ἐνῶ μιὰ συστηματικὴ ἐξέταση μπορεῖ νὰ δείξει ὅτι πάσχει ἀπὸ ὀπτικὴ ἥ ἀκουστικὴ ἀνεπάρκεια, ἡ θεραπεία τῆς ὁποίας μπορεῖ νὰ τὸν ἐπαναφέρει στὸ φυσιολογικό του ἐπίπεδο. Ἕνας ἄλλος μαθητής, ποὺ στὸ σχολεῖο ἐμφανίζεται ἀφηρημένος καὶ ἀπρόσεκτος, μπορεῖ νὰ προέρχεται ἀπὸ μιὰ οἰκογένεια στὴν ὁποία ἡ ζωὴ δὲν


εἶναι ἁρμονική. Δὲν διαθέτει τὸ συναισθηματικὸ κλίμα ποὺ χρειάζεται ὁ μαθητὴς αὐτός, γιὰ τὴν ὁμαλή του ἀνάπτυξη καὶ τὴν ἐπιτυχὴ συμμετοχή του στὴν ἐκπαιδευτικὴ διαδικασία. Ἡ ἁπλούστερη μορφὴ τῆς ψευδοκαθυστέρησης ἐμφανίζει βραδεία ἀνάπτυξη ὅλων τῶν νοητικῶν λειτουργιῶν, ὅλων τῶν ὄψεων τῆς προσωπικότητας. Κάποια μορφὴ νοητικῆς καθυστέρησης μπορεῖ νὰ παρατηρηθεῖ καὶ σὲ ἐφήβους λόγῳ τῆς ἀνώμαλης ἠθικῆς τους ἀνάπτυξης. Πρόκειται γιὰ τὰ ἠθικὰ ἀπροστάτευτα παιδιὰ ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἀνώμαλα καὶ ταραγμένα οἰκογενειακὰ περιβάλλοντα. ΢υνήθως τὰ παιδιὰ αὐτὰ δὲν ἀνταποκρίνονται στὰ σχολικά τους καθήκοντα, δὲν ἀποδίδουν στὰ μαθήματα καὶ φαίνονται νοητικὰ καθυστερημένα, χωρὶς ὅμως νὰ εἶναι. Σὰ παιδιὰ αὐτὰ δὲν στεροῦνται νοημοσύνης ἀλλὰ ἀγωγῆς, στοργῆς καὶ ἠθικῆς προστασίας. Οἱ ἔφηβοι ποὺ πάσχουν ἀπὸ νοητικὴ ἀνεπάρκεια, ἐξεταζόμενοι μὲ κριτήρια ἐκπαιδευτικά, μποροῦν νὰ καταταγοῦν στὶς ἑξῆς κατηγορίες : Ἀνεπίδεκτοι μαθήσεως, ἀσκήσιμοι, ἐκπαιδεύσιμοι. Οἱ πρῶτοι δὲν μποροῦν νὰ τύχουν καμιᾶς ἀγωγῆς· χρειάζονται ἱδρυματικὴ προστασία. Οἱ δεύτεροι μποροῦν νὰ ἀσκηθοῦν σὲ ἁπλὲς μορφὲς συμπεριφορᾶς καὶ νὰ ζήσουν ὡς χειρώνακτες. Οἱ τρίτοι μποροῦν νὰ φοιτήσουν σὲ σχολεῖα ἐκπαιδευσίμων ἀτόμων καὶ νὰ ἀποκτήσουν στοιχειώδεις γλωσσικὲς και μαθηματικὲς γνώσεις, ποὺ θὰ τοὺς ἐπιτρέψουν νὰ ζήσουν κάπως ἄνετα μέσα σὲ μιὰ κοινωνία ἡ ὁποία πρέπει νὰ τοὺς ἀποδεχθεῖ ὡς ἄτομα διαφορετικά. Μέσα στὰ σχολεῖα τῆς Μέσης Ἐκπαίδευσης θὰ συναντήσουμε καὶ παιδιὰ καθ’ὅλα φυσιολογικά, ἀλλὰ μὲ μέτρια ἀπόδοση στὶς ἐκπαιδευτικὲς διαδικασίες. Ὅμως, μὲ τὶς συνεχεῖς καὶ ἄοκνες προσπάθειές τους καὶ μὲ ἰσχυρὴ θέληση μποροῦν νὰ ὁλοκληρώσουν τὴ φοίτησή τους, νὰ συνεχίσουν σὲ ἀνώτερες ἤ ἀνώτατες σχολὲς καὶ νὰ ἀσκήσουν ἐπαγγέλματα πολὺ χρήσιμα. Αὐτὰ εἶναι τὰ βραδυμαθὴ ἤ δυσμαθὴ παιδιά.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΥΙΑ Coleman J., Ψυχολογία τῆς ἐφηβικῆς ἡλικίας, μετ. Μ.Κουλεντιανοῦ, Ἀθήνα, Gutenberg, 2013. Coslin P., Psychologie de l’adolescent, Paris, Armand Colin, 2002. Dolto Fr., Dolto C., Percheminier C., Ἔφηβοι: προβλήματα καὶ ἀνησυχίες, μετ.Ἰ. Παπαγιάννη, Ἀθήνα, Πατάκης, 2014. Feldman R., Ἐξελικτικὴ Ψυχολογία-Διὰ βίου ἀνάπτυξη, μετ. Ζ. Ἀντωνοπούλου, Μ. Κουλεντιανοῦ, Ἀθήνα, Gutemberg, 2011. Inhelder Β.- Piaget J., De la logique de l’enfant à la logique de l’ adolescent, Paris, P.U.F., 1970. Κρασανάκη Γ., Ψυχολογία παιδιοῦ καὶ ἐφήβου, Ἡράκλειο 2003. Κρασανάκη Γ., Παιδιὰ μὲ νοητικὴ ἀνεπάρκεια, Ἀθήνα, Γρηγόρης, 2009. Κρασανάκη Γ., Θέματα ψυχολογίας τοῦ ἐφήβου, Ἀθήνα, Γρηγόρης, 2010. Κρασανάκη Γ., Ψυχοπαιδαγωγικὰ προβλήματα τῆς ἐφηβικῆς ἡλικίας, Ἀθήνα, ΢μυρνιωτάκης, 2013. Lehalle Η., Psychologie des adolescents, Paris, P.U.F., 1985. Levine L.,Young Children’s Understanding of the Causes of Anger And Sadness in Child Development, 1995, 66, 697-709. Lightfoot C., Cole M., Cole R.S., Ἡ ἀνάπτυξη τῶν παιδιῶν, μετ. Μ. Κουλεντιανοῦ, Ἀθήνα, Gutenberg, 2014. Osterrieth P., Introduction à la psychologie de l’enfant, Paris, P.U.F., 1971. Παρασκευοπούλου Ἰ., Ἐξελικτικὴ Ψυχολογία, τόμοι 1,2,3,4, Ἀθήνα 1985. Πετρουλάκη Ν., Σχολικὴ ἐπίδοση καὶ νοημοσύνη, Ἀθήνα 1967. Piaget J., Biologie et connaissance, Paris, Gallimard, 1967. Piaget J., Inhelder B., La psychologie de l’enfant, Paris, P.U.F., (Que sais- je ?), 1971. Reuchlin M., Psychologie, Paris, P.U.F., 1977. ShafferR.D., Ἐξελικτικὴ Ψυχολογία-Παιδικὴ ἡλικία καὶ ἐφηβεία, μετ. Μ. Ἀντωνοπούλου, Ἀθήνα, Ἕλλην-Ἴων, 2004. Sillamy M., Dictionnaire de la psychologie, Paris, Larousse, 1991. Smith K.P., Cowie H., Blades M., Understanding children’s Development, Oxford, Blackwell, 1998. Σσακρῆ Π., Ἡ εὐφυΐα τῶν ἑλληνοπαίδων τῆς σχολικῆς ἡλικίας (5 ἕως 12 ἐτῶν), Ἀθήνα 1970. Weil-Barais A., L’ homme cognitif, Paris, P.U.F., 1993.


Απόστολος Γ. Παπαϊωάννου, Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Αμφίδρομες σκέψεις (μεταξύ Ιστορίας

και

Δικαίου) «Στ'Αρκάδι, τσοι Αγίους του, θυμιάζουνε γιατί κι αυτοί τη ρέγονται τη μυρωδιάν

μπαρούτι, ετούτη.»

Η επαναστατική θύελλα του 1866, έκρηξη, ανατίναξη (και ως εξέλιξη) προήγαγε τον Απελευ­ θερωτικό Αγώνα του Κρητικού λαού και επανέφερε οριστικά στο προσκήνιο, εθνικό και κυρίως διεθνές, το Κρητικό Ζήτημα. Η μεγάλη εξέγερση πυροδοτούνταν από όλους τους Κρητικούς, οι οποίοι εκφράζονταν μέσα από τις Γενικές Συνελεύσεις, από τους διανοούμενους νέους της Κρήτης, αλλά και από τον αναπτυσσόμενο στην Ελλάδα και στην Κρήτη ένοπλο επαναστατικό πολιτισμό του Giuseppe Garibaldi. Είχαν προηγηθεί στο ελληνικό βασίλειο, ιδίως στην Αθήνα και τη Σύρο, οι εξεγέρσεις εναντίον του Όθωνα με πρωταγωνιστές τους νέους της εποχής. Μέσα σε αυτές τις εκρηκτικές κοινωνικές πραγματικότητες η μεγάλη Κρητική Επανάσταση δημιούργησε νέες προσδοκίες και προοπτικές. Παρά την ήττα της υποχρέωσε την οθωμανική αυτοκρατορία να υποχωρήσει, να αναδιπλωθεί και εγγράφηκε στην ελληνική και στην κρητική τοπική ιστορία ως παρακαταθήκη απαράμιλλου θάρ¬ ρους, αγωνιστικότητας και νίκης. Το γεγονός της ανατίναξης της Μονής Αρκαδίου από τον Ανωγειανό Μανόλη Σκουλά (1845 1866), Δημοδιδάσκαλο στο Αλληλοδιδακτικό σχολείο της Ερμούπολης της Σύρου από το 1863 και ορκισμένο Γαριβαλδινό από το 1865, είχε γίνει γνωστό τόσο από τον τύπο της εποχής όσο

ΤΟ ΑΡΚΑΔΙΟΝ Από: Μαρίνος Π. Βρετός (εκδ.), Έθνικόν Ήμερολόγιον του δισέκτου έτους 1868 (έτος η').

13


ΤΟ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΝ Από: Μαρίνος Π. Βρετός (εκδ.), Έθνικόν Ήμερολόγιον, ό.π.).

και από τη λιθογραφία που φιλοτέχνησε αμέσως μετά την πυρπόληση ο ζωγράφος και χαράκτης Ανδρέας Βλαχάκης στην Ερμούπολη της Σύρου. Η εγκατάλειψη του πυρπολητή, η αντικατάστασή του, αρχικά από την ηγούμενο της Μονής Γαβριήλ (Μαρινάκη) και έπειτα από τον Κωνσταντίνο Γιαμπουδάκη, κρεοπώλη, κατά τον Νικόλαο Τωμαδάκη, δημιούργησε ένα μείζον πρόβλημα, εν πρώτοις ηθικό, για την ίδια την Κρητική Επανάσταση. Είναι, βέβαια, ιστορικό ευτύχημα, έμμεση τουλάχιστον απάντηση, που μέσα στη Μονή Αρκαδίου, σήμερα στην πυριτιδαποθήκη, στον τσεπανέ, προβάλλεται και επιβάλλεται η λιθογραφία αυτή, που αναδεικνύει τον πυρπολητή μεταξύ των συμπολεμιστών του λίγο πριν ανατινάξει το Αρκάδι. Επισήμως η Εκκλησία της Κρήτης απέφυγε να πάρει θέση στο επίμαχο θέμα του πυρπολητή, ενώ με τη σιωπή της παραδεχόταν την ύπαρξη του προβλήματος. 1866 - 1869. Είναι τα χρόνια της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης, που αποκάλυψαν σε όλες τις διαστάσεις της τη βαρβαρότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας που αιφνιδιάστηκε, που δεν είχε αντιληφθεί τίποτε και επιστράτευσε ό,τι χειρότερο διέθετε, προκειμένου η ελπιδοφόρα Επα¬ νάσταση, πριν γίνει γνώση και δύναμη, να καταλήξει σε καταστροφή και τραγωδία. Οι «άγιοι του Αρκαδίου», με πρώτο μεταξύ «ίσων» τον Μανόλη Σκουλά χαρακτηρίζονται από την κατακόκκινη διαπίστωση του πυρπολητή: «οι επαναστάτες εργάζονται πυρετωδώς». Η νύχτα της 9ης Νοεμ¬ βρίου ανέδειξε το Αρκάδι σε σύμβολο συνώνυμο της Ελευθερίας, της Επανάστασης, της Εξέγερ¬ σης. Η Επανάσταση του 1866 δεν ηττήθηκε. Τροφοδότησε όλες τις εξεγέρσεις από τότε και ώς το 1898. Και μετά το Σύνταγμα του 1899 και τη συγκρότηση της Κρητικής Πολιτείας επήλθε η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα το 1913. Το 1966, εκατό χρόνια μετά την πυρπόληση της Μονής Αρκαδίου, η Κρητική Ιστορία ήρθε, για πολλοστή φορά, αντιμέτωπη με την αλήθεια. Στο Β ' Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο, που συ­ νήλθε στα Χανιά, παρόλο που η ευκαιρία για την ανάδειξη και την επιβολή της ιστορικής πραγ¬ ματικότητας ήταν πολύ κοντά (αλλά και τόσο μακριά, όπως αποδείχτηκε), αποκαλύφθηκαν όλες οι αδυναμίες, οι αγκυλώσεις, οι άγονοι τοπικισμοί, οι διασπάσεις και, χωρίς υπερβολή, η μυωπική τυχοδιωκτική ερμηνεία της Ιστορίας. Μέσα από αυτή τη σκοπίμως και ιδιοτελώς περιορισμένη ορατότητα το Ρέθεμνος και οι σύμμαχοί του επέβαλλαν για δεκαετίες, εκατόν πενήντα χρόνια τώρα, τη νόθα συνταγή. Κάθε φορά επιστρα¬ τευόταν και μια μεγάλη δύναμη: η Περιήγησις στην Κρήτη, η Λογοτεχνία, η Εκκλησία, η κατευθυ¬ νόμενη Ιστορία, ακόμη και η ίδια η Ακαδημία Αθηνών. Μια αμέριμνη και ανίατη υπεροψία είχε απλωθεί παντού, η οποία, παρά τις αλυσιδωτές αντιδράσεις, εμπόδιζε την ανάδειξη της αλήθειας. Η αλόγιστη υποτίμηση της διανόησης της υπαίθρου, ειδικά του Δημοδιδάσκαλου που φαινομενικά και υποκριτικά θεωρήθηκε ότι ζει και κινείται σε πολύ ταπεινωτική θέση από κάθε άποψη, υλικά και


πνευματικά στάθηκε ένα ακόμη ανυπέρβλητο εμπόδιο για την προσέγγιση της ιστορικής πραγματι­ κότητας. Ωστόσο, ο ίδιος έμελλε να βρεθεί στο ύψος των απαιτήσεων της εποχής, να αντιπροσω­ πεύσει το τότε παρόν και το μέλλον που ερχόταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, να προσπαθήσει να ανατρέψει το οθωμανικό καθεστώς και να καταστεί ο πρωταγωνιστής επαναστάτης μεταξύ των συμ­ πρωταγωνιστών, συμπολεμιστών και συντρόφων του. Είχε συνειδητοποιήσει, επειδή είχε υποστεί όλες τις συνέπειες της υποδούλωσης, ότι ήταν ήδη έτοιμος να αναλάβει τις ευθύνες, να βρεθεί οι¬ κειοθελώς στην πρωτοπορία και να αποτελέσει, με ό,τι αυτό σήμαινε, την επαναστατική ηγεσία. Ίσως οι παρατηρήσεις και οι υποσημειώσεις του Νικόλαου Τωμαδάκη να ισοδυναμούσαν με φραστικές ακροβασίες πάνω στο τεντωμένο σκοινί της ιστορικής θεωρίας, εντούτοις ήταν αρκετές για να αποκαλύψουν τα ψευδεπίγραφα σύμβολα, τις εντοιχισμένες επιγραφές στα βάθρα των αγαλ¬ μάτων (μια άλλη μεγάλη και άλλου είδους προσβολή ενός ήρωα που θυσιάστηκε στο Αρκάδι), που είχαν στηθεί από τις ανιστόρητες κατασκευές των συνταγματαρχών της τελευταίας στρατιω¬ τικής δικτατορίας, τις μεταϊστορικές φαντασιώσεις και όλες τις άλλες μεγαλειώδεις σκηνοθεσίες. [Από τη γνωστή βιβλιοκρισία του Ν. Τωμαδάκη:] «ό δούς φλόγα εις την πυρίτιδα ήτο ό έξ Ανωγείων Μυλοποτάμου και έκεΐ διδάσκαλος Εμμανουήλ Σκουλας, τον όποιον φέρει ώς άνατινάξαντα το Αρκάδι και δημοτικόν άσμα άδόμενον εις Ανώγεια, [...]. Φαίνεται ότι εις τούς της έπαρχίας Ρεθύμνης δεν ήτο άρεστόν νά ήρωοποιηθη Μυλοποταμίτης, [...] Πάντως ό εις το μέλλον άσχοληθησόμενοςμε την διακρίβωσιν του προσώπου του πυρπολητου δέον νά παρουσιάσω γραπτάς αΰθεντικάςμαρτυρίας, [...] Σχετικώς άς σημειωθη ότι το [...] λιθογράφημα παριστά νέον άγένειον κρατούντα την πιστόλαν και έτοιμον νά πυροβολήσω». Το νέο κεφάλαιο στην Ιστορία της Κρήτης και του τόπου παραμένει ημιτελές και πλαστογρα¬ φημένο σε ό,τι αφορά την κορυφαία στιγμή της πυρπόλησης. Το 2015, 149 χρόνια μετά, επαναλαμβάνουμε συνεχώς την αναγκαιότητα της χρήσης των τεκ­ μηρίων. Όσο η ιστοριογραφία δεν στηρίζεται σε αυτά εκτρέπεται και γίνεται μυθιστορία. Θεωρώ υποχρέωσή μου να ευχαριστήσω και από τη θέση αυτή όλους εκείνους που με βοήθησαν προκει­ μένου να αναδείξω τη μορφή, την προσωπικότητα και την επαναστατική συνείδηση του Μανόλη Σκουλά. Οι ευχαριστίες μου απευθύνονται επίσης στον Δήμο Ανωγείων και όλους τους Ανωγειανούς που παρακολουθούν τις έρευνές μου και εμπιστεύονται τις ανακοινώσεις μου. «το [...] λιθογράφημα παριστά νέον άγένειον κρατούντα την πιστόλαν και έτοιμον νά πυροβολήσω».


Η σ. τίτλου του δημοσιεύματος, Γαριβάλδου Βίος, Νηπιότης, Ήθη καί Στρατιωτικά Ανδραγαθήματα

έκ του Γαλλικοί), έν Αθήναις 1859.


Από την επαναστατική θεωρία στην εξέγερση και την επαναστατική πράξη. Το Ψήφισμα της Επαναστατικής Συνελεύσεως των Κρητών (Σφακιά 21 Αυγούστου 1866)*. Ο 19ος αι. σε σχέση με την ιστορία της Κρήτης αναμφίβολα μπορεί να θεωρηθεί ως ο αιώνας των Κρητικών Επαναστάσεων. Από το 1821 ώς το 1898 η Ιστορία της Μεγαλονήσου είναι η Ιστο­ ρία της Ελευθερίας. Όλες οι Κρητικές Επαναστάσεις είχαν ως σκοπό την απελευθέρωση και την ένωση της νήσου με την Ελλάδα. Εύκολα διαπιστώνει κανείς από το ένα μέρος τους ιδεολογικούς αγώνες προς αυτές τις κατευθύνσεις και από το άλλο την επαναστατική προπαρασκευή, μια ζων­ τανή ιστορική εμπειρία που είχε τις ρίζες της βαθιά μέσα στο χρόνο, αρκεί να θυμηθεί κανείς τον Δασκαλογιάννη των Σφακιών το 1770-1771. Δεν είναι υπερβολή να κάνει κανείς λόγο για μια Διαρκή Κρητική Επανάσταση, που δεν είχε όρια ούτε ικανοποίηση αν αναλογιστούμε ότι το έτος 1898 μπορεί να αποτελεί ιστορική τομή για τη Μεγαλόνησο, ωστόσο οι αγώνες θα συνεχιστούν στην Ήπειρο, στη Μακεδονία και τη Θράκη ώς το 1912-13, στο μικρασιατικό μέτωπο ώς το 1922, την περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης το 1940-1944. Εξηγείται έτσι γιατί οι Κρητικές Επαναστάσεις προκαλούν το ενδιαφέρον των ερευνητών, γιατί στρέφονται με ιδιαίτερη μέριμνα ή φροντίδα προς το όντως τολμηρό πολιτικό εγχείρημα, το νέο πολίτευμα της Κρητικής Πολιτείας. Από μια άλλη οπτική γωνία το Κρητικό Ζήτημα, που κάνει την εμφάνισή του από την εποχή ακόμη της Βενετοκρατίας, αποκαλύπτει ότι η Μεγαλόνησος, καθώς ζούσε μέσα στην ορμή και με πάθος μιας αδιάκοπης επανάστασης, όπως εννοούμε σήμερα την Ιστορία της μακράς διάρκειας, είχε προδοθεί από όλους, αρχικά από τους κατακτητές της, γεγονός «λογικό» και αυτονόητο, από τη διπλωματία γενικώς και ειδικότερα, και τέλος από την ίδια την Ιστορία. Γι' αυτό ο κρητικός 19ος αιώνας, η εποχή της Διαρκούς Κρητικής Επανάστασης, παρουσιάζει αυξημένο ενδιαφέρον. Ωστόσο δεν είναι εύκολο να προβλέψει κανείς τις εξελίξεις, να αιχμαλωτίσει το μέλλον και να το αποκαλύψει. Αλλά οι Κρητικοί Επαναστάτες είχαν και αυτή την ικανότητα, να προεικάσουν το μέλλον, να το ελέγξουν και να κάνουν πράξη τα οράματα, τους πόθους και τις ελπίδες των προ¬ γόνων τους. Συγκεκριμένα: Από την έναρξη του Αγώνα της Ανεξαρτησίας το 1821 εμφανίστηκε το σημαν¬ τικότερο για την ανατολική Μεσόγειο Κρητικό Ζήτημα, που επρόκειτο να είναι στη διαρκή επι-

Το φ1τ του «Ψηφίσματος».

Συνεδρίασις της Εθνικής Συνελεύσεως των Κρητών.

Από: Μαρίνος Π. Βρετός (εκδ.), Έθνικόν Ήμερολόγιον του δισέκτου έτους 1868 (έτος η').


Το φ1ν του

«Ψηφίσματος».

καιρότητα της ελληνικής και της ευρωπαϊκής διπλωματίας. Ο λαός της Μεγαλονήσου συμμετέχει στην Επανάσταση, αλλά η Μεγαλόνησος δεν επρόκειτο να ενσωματωθεί στο ελληνικό κρατίδιο του 1830. Οι επανειλημμένες Κρητικές Επαναστάσεις (1833, 1841, 1858, 1866 - 69, 1878, 1889, 1895, 1897, 1898) διήρκεσαν ώς το καλοκαίρι του 1898 με τη δραματική σφαγή του Ηρακλείου στις 25 Αυγούστου, γεγονός που προκάλεσε τον άμεσο αποκλεισμό του λιμένα από τον αγγλικό στόλο. Στις αρχές Νοεμβρίου του 1898 οι Τούρκοι αποχώρησαν οριστικά από την Κρήτη και στις 9 Δε­ κεμβρίου ο Γεώργιος, ως ύπατος αρμοστής της Μεγαλονήσου, εγκαινίαζε την κρίσιμη περίοδο της αυτονομίας. Το Κρητικό Ζήτημα λύθηκε μετά τη νικηφόρα προέλαση του ελληνικού στρατού στους βαλ­ κανικούς πολέμους το 1912-13. Η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα τελικά ανακοινώθηκε επί­ σημα την 1η Δεκεμβρίου του 1913. Χωρίς αμφιβολία το σημαντικότερο αλλά και το πιο δραματικό γεγονός των επαναστάσεων της Κρήτης του 19ο αι. είναι η ανατίναξη της Μονής Αρκαδίου στις 9 Νοεμβρίου 1866 από τον Ανωγειανό Εμμανουήλ Σκουλά, Δημοδιδάσκαλο στο Ελληνικό Σχολείο της Ερμούπολης στη Σύρο και Γαριβαλδινό Επαναστάτη.. Θεωρήσαμε σκόπιμο να αναφερθούμε ειδικότερα στα δύο Ψηφίσματα της Γενικής Συνελεύ­ σεως των Κρητών που έγινε στα Σφακιά την 21η Αυγούστου του 1866. Στο πρώτο Ψήφισμα γί­ νεται διεξοδικά λόγος για την «εσφαλμένη Διπλωματία» των Μεγάλων Δυνάμεων, για τις Επαναστάσεις που επακολούθησαν (1833, 1841 και 1858), και για τα απραγματοποίητα προνόμια. Στη συνέχεια αναφέρεται ότι ο χριστιανικός λαός της Μεγαλονήσου ζει μέσα σε συνθήκες βαρ¬ βαρότητας, ιεροσυλίας και εκβιασμών, χωρίς ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας του, με αποτέλεσμα να καταφεύγει στα όρη και «εις την φιλόξενον γην της Ελλάδος». Για τους λόγους αυτούς η Γενική Συνέλευση των Κρητών καταργεί την τουρκική εξουσία τόσο στο νησί της Κρήτης όσο και στα «εξαρτήματά του», διακηρύσσει την «αδιάσπαστον και παντοτεινήν ένωσιν της Κρήτης» με την Ελλάδα και αναθέτει την εκτέλεση του Ψηφίσματος στη ανδρεία του κρη¬ τικού λαού, στη βοήθεια των ομογενών και των φιλελλήνων, στη μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων και στην παντοδυναμία του Θεού. Το Ψήφισμα υπογράφεται από 68 μέλη της Συνέ­ λευσης. Το Ψήφισμα αυτό δόθηκε στον Έλληνα Πρόξενο και στους Προξένους των τριών Δυνά­ μεων Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Το δεύτερο Ψήφισμα αποτελεί περίληψη του πρώτου και δόθηκε στους Προξένους των άλλων Δυνάμεων. Φέρει τις υπογραφές 78 μελών της Συνέλευσης.


Παραθέτουμε τα δύο Ψηφίσματα με τη σειρά που αναφέρθηκαν, διατηρώντας την ορθογραφία, τα σημεία στίξης σύμφωνα με τη διπλωματική μέθοδο. Πρόκειται για ακριβή αντίγραφα ενσφράγιστα, γραμμένα με μαύρη μελάνη και από το ίδιο χέρι. 1. Σφακιά, 21 Αυγούστου 1866 Δίφυλλο, 24 Χ 34,5 εκ., χαρτί μέτριας ποιότητας (Αρχείο Εργαστηρίου Ιστορίας Νεότερης Ελ­ λάδας και Νεοελληνικού Πολιτισμού της Σχολής Επιστημών Αγωγής του Πανεπιστημίου Ιωαννί­ νων). Το κείμενο είναι γραμμένο στις τρεις πρώτες σελίδες του διφύλλου και φέρει ωοειδή σφραγίδα με την επιγραφή Η ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ ΤΩΝ ΚΡΗΤΩΝ 1866. ΨΗΦΙΣΜΑ Ή Γενική Συνέλευσις τών Κρητών. Συνελθοΰσα εις τακτικήν και πλήρη συνεδρίασιν και θέλουσα νά εκπλήρωση πιστώς την έντολήν του λαοΰ και να φέρη είς αϊσιον πέρας τον τελευταϊον και σταθερόν αύτοΰ πόθον, Άναλογισαμένη ότι μετά τόν ιερόν υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνα από τοΰ 1821 - 1830, ότι άπας σχεδόν ό τόπος ήτον έλεύθερος, ούχ ήττον ό λαός της Κρήτης καταδικασθείς υπό έσφαλμένης Δι­ πλωματίας, νά ύποκύψη τόν αύχένα είς τόν ζυγόν ύπό όρους έγνωσμένους, ούδέποτε όμως έδιοικήθη υπό τους όρους τούτους, ους έθεσαν αί Προστάτιδες τρεϊς Μεγάλαι Δυνάμεις, και ότι συνεπεία τών δικαιωμάτων του έπανειλημμένως έδραξε τά όπλα πρός ανακούφισιν κάν τών δεινών του ώς τό 1833, 1841 και 1858 ότε και απέσπασε προνόμιά τινα, ούδέποτε όμως πραγματοποιηθέντα, Βλέπουσα ότι άπαντες οί υπό τάς πεπολιτισμένας λαοί Κυβερνήσεις προάγονται και εύδαιμονοΰν ηθικώς τε και υλικώς, ό δε Κρητικός λαός κατεδικάσθη νά όπισθοπορή και νά μένη είς τό παχυλόν σκότος της αμαθείας και την έσχάτην πενίαν κυβερνώμενος υπό τοΰ Αλκορανίου. Επειδή είς τά δίκαια παράπονα και τά προνόμια τοΰ λαοΰ, άτινα ή κατ' έκλογήν αύτοΰ σχηματισθεϊσα πρό πέντε μηνών «Γενική Συνέλευσις τών Κρητών», διά ταπεινής αναφοράς παρέστησε πρός την Α. Α. Μ. τόν Σουλτάνον και έξητήσατο την θεραπείαν τών κακών και την έφαρμογήν τών Δικαιωμάτων και Προνομίων, αντι εύγενοΰς πατρικής παραδοχής αύτών ή Τουρκική Εξουσία, έπισωρεύσασα στρατούς και στόλους είς την νήσον, απήντησε τέλος μετά τρεϊς μήνας άρνητικώς και απειλητικώς είς την μετριόφρονα και εύγενή συμπεριφοράν τοΰ λαοΰ, Επειδή υπό την Τουρκικήν έξουσίαν ό χριστιανικός λαός ούδεμίαν ούδέποτε χαίρει ασφάλειαν, τής ζωής, τιμής και ίδιοκτησίας του, είς δε την παροΰσαν περίστασιν ίδίως, τά τε Αύτοκρατορικά

Το φ2ν του

«Ψηφίσματος».

19


20

Το φ1τ του

«Ψηφίσματος».

στρατεύματα και οί εντόπιοι Μουσουλμάνοι διεδράσαντο βαρβαρότητας, ιεροσυλίας, βεβηλώσεις, εκβιάσεις και πλείστα όσα άλλα αδικήματα και κακουργήματα, Επειδή ουδεμία ήθική ούτε ύλική πρόοδος είναι δυνατόν νά έπιτευχθή, είς αιώνα τον άπαντα παρά τοιαύτης έξουσίας, Αφού έκ τών χριστιανικών οίκογενειών άλλαι μεν ήσφαλίσθησαν είς τά δύσβατα όρη και τά δάση, άλλαι δε είς τήν φιλόξενον γήν τής Ελλάδος μακράν τού πατρίου έδάφους. Δι' όλα ταύτα ή Γενική Συνέλευσις τών Κρητών, κατά τήν έντολήν και τον Γενικόν Πόθον όλου τού λαού, έγκρίνει και ψηφίζει: Αον. Καταργεί διά παντός έπί τής νήσου Κρήτης και πάντων τών έξαρτημάτων αύτής τήν Τουρκικήν έξουσίαν. Βον. Κηρύττει τήν αδιάσπαστον και παντοτεινήν Έ ν ω σ ι ν τής Κρήτης και πάντων τών έξαρτημάτων αύτής μετά τής Μητρός Ελλάδος ύπό το σκήπτρον τής Α. Μεγαλειότητος τού Βασιλέως τών Ελλήνων Γεωργίου Αου. Γον. Τήν έκτέλεσιν τού Ψηφίσματος τούτου ανατίθησιν είς τήν ανδρείαν τού Γεναίου λαού τής Κρήτης, είς τήν συνδρομήν τών ομοφύλων και ομογενών και πάντων τών φιλελλήνων, είς τήν Κραταιάν μεσολάβησιν τών Προστατίδων και Εγγυητριών Μεγάλων Δυνάμεων και είς τήν Παντοδυναμίαν τού Υψίστου Θεού. (Τ.Σ.) Έγένετο έν Σφακίοις τής Κρήτης τή 21 Αύγούστου 1866. Α. Μανουσογιαννάκης, Κώστας Βελουδάκης, Παρθένιος Κελαϊδής ίερομόναχος, ΠαρθένιοςΠερίδης ίερομ., Ιωσήφ Χ" Ρ. Βουρδουβάκης, Α. Ζ. Μπουμπουλάκης, Ιωσήφ Α. Μανουσογιαννάκης, Έμμ. Ι. Βουγιουκαλάκης, Μανουήλ Μανουσογιαννάκης, Α. Γ. Πολογιαννάκης, Λάμπης Τζοντάκης, Χ" Μιχάλης Γιανναράκης, Κ. Σφακιανάκης, Έμμ. Ίω. Μελισσώτης, Έμμ. Ν. Κρανιωτάκης, Στυλ. Παπαδάκης, Μιχ. Α. Σκουλάς, Μιχαήλ Βιστάκης, Αναγνώστης Παναγιωτάκης, Αναγνώστης Παπαγιαννάκης, Κοκόλιςχ"μ"τυλιανάκης, ΊωάνιςΣφακιανάκης, Κ. Θ. Περιστεράκης, Γ. Σαβάκης, Μ. Κυριακίδης, ΓεώργηςΚοντόγιαννος, Π. Γ. Προσκινίτης, Ιωάννης Φιστάκης, Γεώργιος [...], Α. παπαΓιαννάκης, Ίω"Αναστασάκης, Γ. Γιαννουδάκης, Γ. Καμπουράκης, Κωστ. Κοζυράκης, Έμ. Γ. Τρυπώνης, Μιχαήλ Τσουδερός, Αντ'' Ζωγράφος, Έλευθέριος Γ. Αλεξάκης, Πανταλέων Στρατουδάκης, Γεώργης Μανολεδάκης, Α. Πατακός, Ν. Γ. Ανδρεαδάκης, Α. Φραγκάκης, Γ. Κατραδάκης, Γεώργιος Χριστινάκης, Ν. Χατζιδάκης, ΖαχαρίαςΠαππαδάκης, Νικόλαος Βολονάκης, Κωσταντής Κριγιάρης, Α. Κασελάκης, Α. Γιαννακάκης, Α. Γριφάκης, Παύλος χα" Ντεντιδάκης, Έμμανουήλ Μπαμπουκάκης, Αναγ. Χαιρετάκης, Ν. Νικολουδάκης, Ν. Μαντακάκης, ΠέτροςΛιβιός, Ν. Τράχαλης, Γ. Γαλάνης, Α. Κολοκυθάκης, Έμμ. Τζεπετάκης, Ίω. Κοκολάκης, Ματθιός Μιλονάκης, Σταμάτης Μιλονάκης Προκόπης [...], Α. Μανουσελάκης, Αναγνωστ. [...]».


2. Σφακιά, 21 Αυγούστου 1866 Δίφυλλο, 24 Χ 34,5 εκ., χαρτί μέτριας ποιότητας (Αρχείο Εργαστηρίου Ιστορίας Νεότερης Ελ­ λάδας και Νεοελληνικού Πολιτισμού της Σχολής Επιστημών Αγωγής του Πανεπιστημίου Ιωαννί­ νων). Το κείμενο είναι γραμμένο στο πρώτο φύλλο του διφύλλου και φέρει ωοειδή σφραγίδα με την επιγραφή Η ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ ΤΩΝ ΚΡΗΤΩΝ 1866. ΨΗΦΙΣΜΑ Ή Γενική συνέλευσις τών Κρητών. Συμφώνως πρός τόν όρκον τοΰ 1821 και πρός τόν γενικόν πόθον όλου τοΰ λαοΰ υπέρ τής Ένότητος και Ανεξαρτησίας όλοκλήρου τής Ελληνικής Φυλής Έγκρίνει και Ψηφίζει: Αον. Καταργεϊ διά παντός έπι τής Ν. Κρήτης και πάντων τών προσαρτημάτων αύτής την Τουρκικήν Έξουσίαν. Βον. Κηρύττει την αδιάσπαστον και παντοτεινήν Ενωσιν τής Κρήτης και πάντων τών έξαρτημάτων αύτής μετά τής Μητρός Ελλάδος υπό τό σκήπτρον τής Α. Μεγαλειότητος τοΰ Βασιλέως τών Έλλήνων Γεωργίου Α. Γον. Την έκτέλεσιν τοΰ Ψηφίσματος τούτου ανατίθησιν είς την ανδρείαν τοΰ γενναίου λαοΰ τής Κρήτης, είς την συνδρομήν τών όμοφύλων και όμογενών και πάντων τών Φιλελλήνων, είς την Κραταιάν μεσολάβησιν τών Προστατίδων και Έγγυητριών Μεγάλων Δυνάμεων και είς την Παντοδυναμίαν τοΰ Υψίστου. Έγένετο έν Σφακίοις τής Κρήτης την 21 Αύγούστου 1866. (Τ.Σ.) υπογράφουν 78 μέλη της Συνέλευσης. Η σημερινή συγκυρία, τα αδιέξοδα και οι συνθήκες που έχουν επικρατήσει τα τελευταία χρόνια, προσδίδουν σε αυτήν την επετειακή εκδήλωση των εκατό σαράντα εννέα χρόνων από την ανατί¬ ναξη της Μονής έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Η επικαιρότητα της εθελοθυσίας, η ανυπολόγιστη αξία της Ελευθερίας, σε συνδυασμό με την αναγνώριση της ιστορικής αλήθειας, την απόδοση δι¬ καιοσύνης, με τη γνώση της Ιστορίας και τη συνειδητοποίηση της εθνικής ταυτότητας αποτελούν όχι μόνο πολύτιμη παρακαταθήκη αλλά και την απαραίτητη εγγύηση ασφαλούς και ανεμπόδιστης μελλοντικής προοπτικής. *Πρβλ., πρώτη δημοσίευση π. «Εθνικές Επάλξεις», τεύχ. 105 (2013), σ. 6 - 9.

Το φ1ν του «Ψηφίσματος». Μεταξύ των υπογραφών διακρίνεται και αυτή του Μιχαήλ Σκουλά, Οπλαρχηγού, Γενικού Αρχηγού των αγωνιστών Μυλοποτάμου. Η οικο­ γένεια Σκουλά είχε λάβει ενεργό μέρος σε όλες τις Επαναστάσεις της Κρήτης. Επίσημες και ιδιωτικές συλλογές σεμνύνονται για την προ¬ βολή των προσωπικών αντικειμέ¬ νων και των όπλων που κατείχαν οι επώνυμοι αυτοί αγωνιστές.

Εικονίζεται η πιστόλα του Γεωργίου Σκουλά, αδελφού του πυρπολητή (Ιδιωτικό Αρχείο Κων/νου Μαμαλάκη - Ηράκλειο).

21


Το Γυμνάσιο της Ερμούπολης στο οποίο γράφτηκε ο Μανόλης Σκουλάς το 1861. [Από: Ιωάννη ΤραυλούΑγγελικής Κόκκου, Ερμούπολη, η δημιουργία μιας νέας πόλης στη Σύρο στις αρχές του 19ου αιώνα, Αθήνα 1980, πίν. 33].

22

Η επιστολή - κάλεσμα (4 Μαΐου 1863) του Νικόλα Πιτταδάκη, Διδασκάλου και Γραμματέα του Αλληλοδιδακτικού Σχολείου της Ερμούπολης, στον Δημοδιδάσκαλο Εμμανουήλ Σκουλά, προκειμένου να διδάξει στο σχολείο από τη νέα σχολική χρονιά. Ο Μανόλης Σκουλάς ήταν τότε δεκαοκτώ ετών.


Παιδεία και Επανάσταση Από τα σχολεία της Σύρου στο Γαριβαλδινό Σώμα και την πυρπόληση της Μονής

Αρκαδίου.

Εξαιρετικά είναι τα αγαθά της Κρητικής Ιστορίας" το πολυτιμότερο είναι η αλήθεια της' και είναι το μόνο αγαθό που μας επιτρέπει να το χρησιμοποιούμε ασυγκράτητα, με αποφασιστικότητα και με πάθος. Ίσως είναι το ουσιώδες περιεχόμενο και το σπουδαιότερο αξίωμα που προτείνει και επιβάλλει η Διδακτική της Κρητικής Ιστορίας: «να είμαστε σπάταλοι στο ιδιαίτατο, στο σημαν­ τικότερο από τα αγαθά μας: την αλήθεια». Εξάλλου, κάθε απολογισμός επιστημονικών δράσεων και ερευνών επαληθεύει τον άλλο απαρέγκλιτο κανόνα σύμφωνα με τον οποίο η Ιστορία της Κρή¬ της είναι η Ιστορία της Ελευθερίας. Έτσι, καθώς η αλήθεια συναρθρώνεται με την Ελευθερία, ξε­ προβάλλει ο ακατανίκητος μαζικός ηρωισμός του κρητικού λαού καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα με ανυπέρβλητους αγώνες και τεράστιες θυσίες αίματος που έδωσαν στον κρητικό λαό ξε¬ χωριστή αίγλη και παγκόσμια αναγνώριση. Όταν τελείωσαν οι Επαναστάσεις, το 1898, η Κρήτη είχε γνωρίσει την αποθέωση και τον διεθνή θαυμασμό. Είχαν ήδη αρχίσει οι απολογισμοί, οι κα¬ ταγραφές, οι αναλύσεις, οι ιστορικές αναφορές. Η μνήμη είναι αυτή που φυλάσσει τα πάντα και εγγυάται για όλα. Σήμερα, με βάση τις νέες αυθεντικές μαρτυρίες, το ζήτημα της πυρπόλησης της ιστορικής Μονής Αρκαδίου από τον Ανωγειανό διδάσκαλο και Γαριβαλδινό Μανόλη Σκουλά (1845 - 1866) έχει διαφωτιστεί οριστικά. Ο Νικόλαος Β. Τωμαδάκης (1907 - 1993), στη Βιβλιοκρισία του για το έργο του Τιμοθέου Μ. Βενέρη, μητροπολίτου Κρήτης, Τό Αρκάδι διά τών αιώνων, Αθήναι 1938 [=1940], είχε εκθέσει σαφώς τις σκέψεις του και καθορίσει απερίφραστα τις επιβαλλόμενες ερευνητικές κατευθύνσεις: «... ό εις τό μέλλον άσχοληθησόμενος μέ την διακρίβωσιν του προσώπου του πυρπολητοΰ δέον νά παρουσιάση γραπτάς αύθεντικάςμαρτυρίας,...». 1

2

1

Βλ. Απόστολος Γ. Παπαϊωάννου, Εμμανουήλ Άναγνώστου Βασιλείου Σχουλας (1845 - 1866), Ό Πυρπο­

λητής του Άρχαδίου,Ιωάννινα 2

2003.

Βλ. τ η Βιβλιοκρισία στο π. «Έπετηρίς Εταιρείας Κρητικών Σπουδών», τόμος Δ', Ά θ η ν α ι 1941, σ. 250.

Θεωρώ σκόπιμο να μεταφέρω πλήρεις τους ισχυρισμούς και τις απόψεις του Ν . Β. Τ. όπως τις ανέπτυξε στη Βι­ βλιοκρισία (σ. 249 - 250): «Προκειμένου τώρα περί ουσιωδεστέρων και μη τυπικών πλέον παρατηρήσεων, έχω νά σημειώσω τά κάτωθι: Ό θρύλος, ό ευθύς μετά την άνατίναξιν (9 Νοεμβρίου και ουχί 8, ώς κακώς έπεκράτησεν)

Η Ερμούπολη της Σύρου στα μέσα του 19ου αιώνα (διακρίνονται το Γυμνάσιο και το Δημοτικό Σχολείο στα οποία φοίτησε ο Μανόλης Σκουλάς). [Από: Ιωάννη Τραυ­ λού -Αγγελικής Κόκκου, Ερμούπολη, ό.π.].


Όσο οι γραπτές μαρτυρίες εκείνων των στιγμών, επίσημες και ανεπίσημες, και ο τύπος της εποχής δεν αποτελούσαν αντικείμενο ιστορικής έρευνας τόσο τα ερωτήματα έμεναν αναπάντητα, αιωρούνταν και πλήθαιναν με αποτέλεσμα η ιστορική αλήθεια να είναι υπό αναζήτηση . Δικαιο¬ λογημένα έγινε λόγος για σκόπιμη απόκρυψη των πραγματικών ιστορικών γεγονότων, για απο¬ σιώπηση και διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας, για ασυγχώρητη παράλειψη και για επικράτηση ενός πνεύματος αναχρονιστικού τοπικισμού. Όσο κανείς εμβαθύνει στην έρευνα και τη μελέτη των τεκμηρίων τόσο απομακρύνεται από την άποψη του ερευνητικού ερασιτεχνισμού, του ανθρώπινου λάθους και της ενδεχόμενης αβλεψίας. Έρευνες, σχετικά πρόσφατες, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους των Κυκλάδων και ειδικότερα στο Αρχείο του Ελληνικού Γυμνασίου Σύρου έφεραν στο φως νέα στοιχεία σχετικά με τη σχολική ζωή του Μανόλη Σκουλά που είχε εγγγραφεί το 1861 στο Γυμνάσιο της Σύρου . Συγκεκριμένα ο Σκουλάς εγγράφηκε στην Α ' τάξη του Γυμνασίου της Σύρου την 25η Σεπτεμβρίου του 1861 μαζί με τους Ιωάννη Χιονάκη, Αντώνιο Αυγερινό και Δημήτριο Ζανηδάκη, όπως αναφέρεται στο πρακτικό της Συνεδρίασης. Για τις εγγραφές στο Γυμνάσιο υπογράφουν οι Καθηγητές και για το Ελληνικό Σχολείο οι Διδάσκαλοι. Το πρακτικό, όπως έχει συνταχθεί από τον γραμματέα των Σχο­ λείων, είναι το ακόλουθο : 3

4

5

Συνέχεια τής Συνεδριάσεως. Σήμερον, ήμέραν Δευτέραν, Σεπτεμβρίου 25 τοΰ 1861 συνελθόντες οι μέν Καθηγηταί εις την μεγάλην αϊθουσαν τοΰ Γυμνασίου κατά την όρισθεϊσαν ώραν έξήτασαν και έγκρίναντες ένέγραψαν ώς μαθητάς τής Α ' τάξ.[εως] τοΰ Γυμνασίου τους εξής: Ίωάννην Χιονάκην, Αντώνιον Αύγερινόν, Δηφέρει όλοκαυτώσαντα την πυριτιδαποθήκην τόν ήγούμενον Γαβριήλ, άνδρα τολμηρόν, έγγράμματον και έπιβλητικόν. Τοΰτο δμως κατέπεσεν ευθύς έξ άρχης, άφοΰ ό ήγούμενος κατά τάς μαρτυρίας τών έπιζησάντων είχε φονευθη πρό της εισόδου τών όθωμανών είς την μονήν. Άπεδόθη λοιπόν είς τόν Κωνσταντΐνον Γιαμπουδάκην έξ Άδελε, κρεοπώλην ή άνατίναξις, την τοιαύτην δέ έκδοχήν υποστηρίζει και ό συγγραφεύς. Χωρίς νά πείθωμαι άπολύτως περί τούτου, τό όποιον άγνοοΰν μάρτυρες οίοι ό Κορωναΐος, ό Γ. Σκουλούδης και άλλοι καλώς πληροφο­ ρημένοι περί τοΰ δράματος, άπορώ πώς ό συγγραφεύς παρεσιώπησε την μαρτυρίαν τοΰ Κυριάκου Αποστολάκη (τοΰ πολλάς παρασχόντος αυτω πληροφορίας) την διακηρυσσομένην και σήμερον είς δλους τους έπισκεπτομένους την μονήν και έρωτώντας, δτι ό δους φλόγα είς την πυρίριδα ήτο ό έξ Ανωγείων Μυλοποτάμου και έκεΐ διδάσκαλος

Η Πράξη εγγραφής του Μανόλη Σκουλά στην Α ' Τάξη του Γυμνασίου Σύρου το 1861.

Ε μ μ α ν ο υ ή λ Σκουλας, τόν όποιον φέρει ώς άνατινάξαντα τό Άρκάδι και δημοτικόν ασμα άδόμενον είς Ανώγεια, τό όποιον άναφέρει και ό συγγραφεύς (σ. 370 - 371)' δτι δέ παλαιά είναι ή τοιαύτη παράδοσις δείκνυται έκ τοΰ δτι ό Α ν α γ ν ώ σ τ η ς Ντούνης τ ω 1877 τήν υίοθέτησεν (πρβλ. Ε Ε Κ Σ Β'<1939> σ. 222). Φαίνεται δτι είς τους της


μήτριον Ζανηδάκην και Εμμανουήλ Σκουλάν. Οι δέ διδάσκαλοι τοΰ Έλ[ληνικοΰ] Σχολείου έξήτασαν κατά την όρισθεϊσαν ώραν έν ίδιαιτέρφ δωματίφ και ένέγραψαν ώς μαθητάς διαφόρων τάξεων τοΰ Σχολείου τόν Δημήτριον Κονταράτον και τόν Θεόδωρον Κατζικογιάννην. Εύκολα κανείς διακρίνει τις υπογραφές ορισμένων Καθηγητών, όπως του Γυμνασιάρχη Γε­ ωργίου Σουρία, του Δ. Δουραμάνη, του Κ. Φαβρίκου, του Ν. Πετρή και αντίστοιχα τις υπογραφές Διδασκάλων του Ελληνικού Σχολείου, όπως του Σχολάρχη Αριστοτέλη Τσάτσου, του Ε. Κ. Χούμη, του Ιω. Βασιλειάδη. Στο μαθητολόγιο η εγγραφή του Μανόλη Σκουλά έχει αύξοντα αριθμό 1545 και σε ειδικές πα­ ράλληλες κατακόρυφες στήλες καταγράφονται ο τόπος γέννησης και διαμονής του που είναι η Κρήτη, η ηλικία του 16 ετών, το θρήσκευμα ορθόδοξος, ο χρόνος εγγραφής 25 Σεπτεμβρίου 1861, η τάξη Γυμνασίου, ο τρόπος εγγραφής δι' έξετάσεως και το επάγγελμα των γονέων κτηματίας. Την ίδια χρονιά, έτος σχολαστικόν 1861-1862, είχαν εγγραφεί και άλλοι μαθητές προερχόμενοι από την Κρήτη, όπως οι: Σπυρίδων Δαμβέργης, Ιωάννης Ασκούτσης, Ιάκωβος Μοάτσος, Τιμολέων Βογιατζόγλης, Αντώνιος Δεβογάκης, Νικόλαος Μακαρίνης, Νικόλαος Αθανασιάδης, Επαμεινών­ δας Ξενουδάκης, Ιωάννης Δαμβέργης και Γεώργιος Λιαναντωνάκης. Ο νεαρός Μανόλης Σκουλάς, ως μαθητής στην Ερμούπολη, δέχεται καθοριστικές επιδράσεις από τις έντονες πολιτικοκοινωνικές στάσεις και κινήσεις, οι οποίες τον Φεβρουάριο του 1862 6

έπαρχίας Ρεθύμνης δέν ήτο άρεστόν νά ήρωοποιηθή Μυλοποταμίτης, είς έμέ δμως - διά τόν όποιον παραμένει σκοτεινόν τό ζ ή τ η μ α - συμπαθεστέρα είναι ή μορφή τοΰ Άνωγειανοΰ διδασκάλου. Π ά ν τ ω ς ό είς τό μέλλον άσχοληθησόμενος μέ την διακρίβωσιν τοΰ προσώπου τοΰ πυρπολητοΰ δέον νά παρπυσιάση γραπτάς αυθεντικάς μαρτυρίας, ουτω δέ θά ϊδωμεν ποια είναι ή πρώτη γραπτή περί τοΰ Γιαμπουδάκη. Σ χ ε τ ι κ ώ ς άς σημειωθή δτι τό υπό τοΰ συγγραφέως μετά την σελίδα 272 δημοσιευόμενον λιθογράφημα παριστά νέον άγένειον κρατοΰντα την πιστόλαν και έτοιμον νά πυροβολήση, και τοΰτο παρά την γενικήν έκδοχήν τοΰ ήγουμένου - πυρπολητοΰ (ην βλέπει τις άποτυπουμένην και είς τό άριστοτεχνικόν μετάλλιον < ου άντίτυπον είς τό Ι Α Κ > τοΰ όποίου ή μία οψις έν σελίδι 332 τοΰ παρόντος βιβλίου).». 3

Βλ. ενδεικτικά Ελευθέριος Πρεβελάκης - Βασιλική Πλαγιανάκου - Μ π ε κ ι ά ρ η (έπιμ.), Ή

Κρητική

Έπανάστασις 1866 - 1869, τόμ. Α'-Β', έν Α θ ή ν α ι ς 1967, 1970, ό.π., όπου και βιβλιογραφία. 4

Βλ. Γενικά Αρχεία του Κράτους ( Γ Α Κ ) Κυκλάδων, Άρχεϊο Έλληνικοΰ Γυμνασίου Σύρου, Γενικόν Μ α θ η τ ο -

λόγιον 1 8 5 1 / 5 2 -1888/89, σ. 103. 5

Βλ. Γ Α Κ Κυκλάδων ό.π., Βιβλίον Πρακτικών Β ' ( 1 8 3 5 / 3 6 - 1895/96), σ. 349.

6

Βλ. Γ Α Κ Κυκλάδων ό.π., Γενικόν Μαθητολόγιον 1 8 5 1 / 5 2 - 1888/89, σ. 103.

Πρακτικό απόφασης για την παράταση των μαθημάτων και αναβολή των Γενικών Εξετάσεων του Γυμνασίου και του Ελληνι­ κού Σχολείου το έτος 1862, εξαιτίας του επαναστατικού αντιστασιακού κινήματος εναντίον του Όθωνα τον Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου.


κορυφώθηκαν και έλαβαν τη μορφή επαναστατικού κινήματος εναντίον του Όθωνα. Στο κίνημα αυτό συμμετείχαν ολόκληρος ο Δήμος του νησιού, η εκκλησία με τους εκπροσώπους της και όλος ο λαός. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην πολιτική αντιδυναστική κίνηση κατά του Όθωνα δραστη¬ ριοποιήθηκαν εκπαιδευτικοί των Σχολείων της Σύρου, όπως ο Σχολάρχης Αριστοτέλης Τσάτσος μαζί με τους μαθητές, τους γονείς και τους κηδεμόνες τους. Το γεγονός αυτό αξίζει να αναφερθεί γιατί λίγους μήνες αργότερα οι Καθηγητές και οι Διδάσκαλοι των Εκπαιδευτηρίων συνεδρίασαν για να αποφασίσουν την παράταση των μαθημάτων και την αναβολή των γενικών εξετάσεων. Οι επαναστατικές αυτές εκδηλώσεις και τα πολιτικά επεισόδια σε συνδυασμό με τα επακόλουθά τους, ήταν αδύνατο να αφήσουν τον νεαρό Κρητικό ασυγκίνητο και αδιάφορο. Έτσι το νησί της Σύρου την εποχή αυτή δεν ήταν μόνο εμπορικό σταυροδρόμι. Στην Ερμού¬ πολη διασταυρώνονταν όλα τα ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα, όπως είχαν διαμορφωθεί από τα ευ¬ ρωπαϊκά κινήματα των επαναστάσεων και των εξεγέρσεων του 1848. Ειδικότερα ο μεγάλος Ιταλός επαναστάτης Giuseppe Garibaldi ασκούσε μεγάλη επιρροή, ενέπνεε και κατηύθυνε όλες τις ευ­ ρωπαϊκές επαναστάσεις, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα όλων των λαών και ενθουσίαζε τους επαναστατημένους νέους αυτών των χρόνων . Σε ένα τέτοιο κλίμα σπούδασε και έζησε ο Μανό¬ λης Σκουλάς και ταυτόχρονα βίωσε τις πρώτες νεανικές του ανησυχίες, όταν γύρισε στην υπό οθωμανική κατοχή επαναστατημένη Κρήτη, διδάσκαλος ήδη στα Ανώγεια από το 1865 και έλαβε δραστήριο ενεργό μέρος, ηγέτης πλέον στον Μεγάλο Αγώνα του 1866, τόσο ο ίδιος, όσο και τα αδέρφια του. Βρισκόταν πάντα στο πλευρό του αδερφού του Μιχάλη, που ήταν αρχηγός του Άνω Μυλοποτάμου και του οποίου διατελούσε γραμματέας . Με αυτή την ιδιότητα ο Μανόλης Σκουλάς ήρθε στη Μονή Αρκαδίου κομίζοντας επιστολή του αδερφού του προς τον ηγούμενο Γαβριήλ. Ενώ είχε εντολή να παραδώσει την επιστολή και να επιστρέψει, παρέμεινε στο Αρκάδι και έλαβε δραστήριο και καθοριστικό ρόλο στις τραγικές εξελίξεις. Οι πολύτιμες εμπειρίες που είχε αποκτήσει στο νησί της Σύρου τον είχαν προικίσει από το ένα μέρος με οξυδέρκεια και ελπίδα και από το άλλο με αισθήματα θυσίας και αυταπάρνησης, προ¬ κειμένου να τελειώσει η μεγάλη νύχτα των αιώνων της τυραννίας. Δοσμένος ολοκληρωτικά στην ιδέα της Ελευθερίας γνώριζε πολύ καλά ότι δεν αρκεί κανείς να την υπερασπίζεται, αλλά και να πεθαίνει γι' αυτήν. Είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική η μαρτυρία που διασώζει ο ιστορικός Διονύσιος 7

8

7

Η σ. τίτλου του δημοσιεύματος, Απομνημονεύματα τοΰ Ίωσήφ Γαριβάλδου, Αθήνησι 1861.

Βλ. τις απόψεις και τα ιδεολογήματα που συμπεριέλαβε ο Τιμόθεος Βενέρης στο έργο του Τό Άρκάδι διά τών

αίώνων, Ά θ η ν α ι 1938, σσ. 425 - 427. 8

Βλ. Τιμόθεος Βενέρης, Τό Άρκάδι διά τών αίώνων, ό.π., σσ. 369.


Μαραγκουδάκης, Επίσκοπος Πέτρας, στο σύγγραμμά του «Τό Ιερόν και Ήρωϊκόν τής Κρήτης Άρκάδιον» (Ήράκλειον 1996, σσ. 117-118) για τον Μανόλη Σκουλά: «Ήτο νεώτατος, έζησεν έν Αθήναις καΐ είχε μάθει έν τή Ιστορία δτι ή Ελευθερία τής Πατρίδος άπήτει μεγάλας θυσίας. Έφερεν γαριβαλδινόν χιτώνα δηλών δτι ύφίστατο άγώνα αιμάτων». Στο μεταξύ, από τότε τα πράγματα έχουν αλλάξει, τα Ιστορικά Αρχεία της χώρας λειτουργούν και οι όροι και οι προϋποθέσεις που τίθενται έχουν να κάνουν με τις αρχές της επιστημονικής δε­ οντολογίας. Για την υπ' αριθμ. 284/21,11,1866 Έκθεση - έγγραφο που εναπόκειται στο Διπλω­ ματικό και Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, η αρμόδια υπηρεσία, παραχωρώντας μου στις 29 Ιουλίου 2003 (Α.Π.:Φ.7100/166/ΑΣ 417) άδεια δημοσίευσης του εν λόγω εγγράφου, δεν παρέλειπε να συμπεριλάβει την παρατήρηση: «Η παρούσα άδεια χρήσης και δημοσίευσης του εγγράφου χορηγείται αποκλειστικά και μόνο για την υπό έκδοση μελέτη σας και με την προ¬ ϋπόθεση της απαρέγκλιτης εφαρμογής του κανόνα περί αναφοράς της πηγής προέλευσής του». Διατηρώ, επομένως κάθε ελπίδα, όπως έχω δικαίωμα, και θέλω να πιστεύω ότι έχουν εκλείψει όλοι εκείνοι οι λόγοι που εμπόδιζαν την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, ότι δηλαδή η δι¬ καιοσύνη θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και ο πυρπολητής του Αρκαδίου Εμμανουήλ Σκουλάς θα τιμηθεί, επιτέλους, όπως του αξίζει από την Πολιτεία, το επίσημο Κράτος. Ίσως αυτό να είναι το λιγότερο, όσο κι αν φαίνεται αυτονόητο. Αποτελεί πλέον αναγκαιότητα η αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας σε όλα τα επίπεδα, όπως είναι η οποιαδήποτε σοβαρή ενασχόληση με τις Κρητικές Επαναστάσεις και η πραγματική εξιστόρηση των γεγονότων στα σχολικά εγχειρίδια . Η σχολική ιστορία σε κάθε βαθμίδα της εκπαίδευσης, τόσο στην κάθετη όσο και στην οριζόντια διαίρεση της επίσημης παιδείας, πρέπει να είναι αντικείμενο φροντίδας και ενδιαφέροντος. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να τίθενται εκτός σχολικής ύλης τα αποτελέσματα των ερευνών και τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τις επιστημονικές αναζητήσεις και τις βιβλιογραφικές ιστορικές μελέτες. Ο μαθητής όλων των βαθμίδων έχει κάθε δικαίωμα να γνωρίζει, στα πλαίσια πάντα του εφικτού, όλες τις φάσεις της ιστορίας του ελληνικού έθνους από τη γένεση και την εμφάνισή του ώς τη σημερινή πλήρη διαμόρφωση, και με όλες ασφαλώς τις συνέπειες που αυτή η γνώση (εθνική αυτογνωσία) αναπόφευκτα παράγει και αναπαράγει, επηρεάζοντας τις οποιεσδή¬ ποτε εξελίξεις. 9

9

Πρβλ. τις εμπεριστατωμένες απόψεις που αναπτύσσει ο Νίκος Γ. Σβορώνος στο ερευνητικό του άρθρο Η Ιστο­

ρία μας: Μήπως πρέπει να την ξαναγράψουμε; = Ανάλεκτα Νεοελληνικής Ιστορίας και Ιστοριογραφίας, Α θ ή ν α 1987 (έκδ. Θεμέλιο), σσ. 75 - 83. - Βλ. επίσης και Chris Husbands, Τι σημαίνει διδασκαλία της Ιστορίας; Α θ ή ν α 2004. - Henri Moniot, Η Διδακτική

της Ιστορίας, Α θ ή ν α 2002.

Η Άδεια Δημοσίευσης της υπαρθμ. 284/21 Νοεμβρίου 1866 Εκθέσεως Εγγράφου (Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, 29 Ιουλίου 2003)


Το φ3ν του σχεδίου (Εκθεση) του Ιωάννη Βαρουξάκη.

Σε προηγούμενο μελέτημά μου δημοσίευσα την επίσημη έκθεση υπ' αριθμ. 284/21 Νοεμβρίου 1866 του υποπρόξενου της Ελλάδας στο Ηράκλειο, Ιωάννη Μπαρουξάκη προς τον τότε υπουργό επί των Εξωτερικών Επαμεινώνδα Δεληγεώργη. Η έκθεση ήταν σαφής, ακριβής, άμεση και τεκ­ μηριωμένη. Ωστόσο το επίσημο αυτό 26σέλιδο κείμενο που περιείχε σημαντικότατες ιστορικές πληροφορίες, που για πρώτη φορά έρχονταν στην επιφάνεια, δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο ιστορικής έρευνας, δεν είχε συμπεριληφθεί στις ιστορικές εκδόσεις και τα δημοσιεύματα, που είχαν άμεση ή έμεση σχέση με τη Μεγάλη Κρητική Επανάσταση των ετών 1866 - 1869. Αλλά και τα αποτελέσματα των πρόσφατων ερευνών μου στην Κρήτη υπήρξαν πολυσήμαντα, για τη Μεγάλη Κρητική Επανάσταση των ετών 1866 - 1869, ειδικότερα για την ανατίναξη της Μονής Αρκαδίου και για τον πυρπολητή της Μανόλη Σκουλά. Εντοπίστηκε το αρχικό κείμενο σχέδιο της ιστορικής πλέον Έκθεσης του Ιωάννη Μπαρουξάκη, υποπρόξενου της Ελλάδας στο Ηράκλειο, η οποία είχε σταλεί μυστικά στον υπουργό των Εξωτερικών του ελληνικού βασιλείου Επαμεινώνδα Δεληγεώργη, διά του Κωνσταντίνου Εμμ. Μοάτσου, Ρεθύμνιου, πρόσωπο απολύτου εμπιστοσύνης γι' αυτού του είδους τις αποστολές. Ο Κων. Μοάτσος, μέλος της ιστορικής οικογέ­ νειας του Ρεθέμνους, γνωστής για τη μεγάλη πολιτική και αγωνιστική της δράση, γνώριζε τα γε­ γονότα, συγκέντρωνε και περιέσωζε κάθε πληροφορία ή σχετική είδηση, όπως μαρτυρεί το πλούσιο αρχείο και η βιβλιοθήκη της οικογένειας Μοάτσου, που φυλάσσονται σήμερα στις «Κλει­ στές Συλλογές» του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο Ρέθεμνος. Το σχέδιο - Έκθεση αποτελεί την πρώτη γραπτή μαρτυρία για την ανατίναξη της Μονής Αρ¬ καδίου από τον Μανόλη Σκουλά. Έπειτα από τη σύγκριση των δύο χειρογράφων, της δημοσιευ¬ μένης ήδη Έκθεσης και του εγγράφου αυτού, προέκυψαν τα ακόλουθα: το νέο έγγραφο είναι το σχέδιο, που συντάχτηκε και από το οποίο προήλθαν όλες οι Εκθέσεις, που στάλθηκαν προς τις επίσημες αρχές και τους διάφορους τοπικούς και άλλους φορείς, είχε γραφεί από το ίδιο χέρι και σε ιδίου τύπου χαρτί, όπως το επίσημο. Υπάρχουν ελαφρές αποκλίσεις ως προς την έκφραση σε σχέση με τη δημοσιευμένη Έκθεση, που αντιγράφηκε από αυτό, αλλά οι ιστορικές αλήθειες, όπως τις κατέγραψε ο Ιω. Μπαρουξάκης, είναι ταυτόσημες. Η νέα μαρτυρία ισχυροποιεί τις ιστορικές ειδήσεις της δημοσιευμένης Έκθεσης και επιβεβαιώνει ότι ο πυρπολητής της Μονής Αρκαδίου είναι ο Μανόλης Σκουλάς από τα Ανώγεια της Κρήτης. Συγκεκριμένα: αντιγράφω από το φ. 3v : «Όλόκληρα Τάγματα έπεσαν κατά την πρώτη και δευτέραν έφοδον, πρός τό δειλινόν μετ' έπανειλλημμένην έφοδον έπέτυχε διότι οι Έπαναστάται μετά τής Ιδίας δυνάμεως μεθ' ής ήρξατο, καΐ δτι άφ' ού ενσήλασαν έν τή Μονή πολλοί Όθωμανοί, είς νέος ενκοσιπενταετής Σκουλάς, άδελφός τοΰ οπλαρχηγού, κατά προηγουμένην συνενόησιν και


άπόφασιν τών συμπολεμιστών του, έδωκε πΰρ ενς την πυριταποθήκην καΐ άνέτρεψε την Μονήν μεθ' δλων τών συναδέλφων του καΐ τών ενσβαλόντων Όθωμανών. »'Εντός τής έν λόγω Μονής κατά προηγουμένην καταμέτρησιν ήσαν έν δλω 984 ψυχαί έξ ών 250 οι πολεμισταί, τό ύπόλοιπον ήσαν γυναίκες καΐ παιδία" κατά την έκπυρσοκρότησιν έσώθησαν είς Μοναχός καΐ τριάκοντα περίπου γυναικόπαιδα». Στην επίσημη Έκθεση στο συγκεκριμένο απόσπασμα δε χρησιμοποιούνται αριθμοί, ψηφία, αλλά απόλυτα αριθμητικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι η επίσημη Έκθεση Μπαρουξάκη καταλαμβάνει είκοσι έξι χειρόγραφες σελίδες, ενώ το σχέδιο περιέχεται σε έξι πυκνογραμμένα φύλλα. Επειδή από το σχέδιο αυτό προήλθε η Έκθεση που είχε σταλεί στον τότε υπουργό επί των Εξωτερικών έχει ιδιαίτερη σημασία και για την επιβεβαίωση του πυρπολητή όσο και για τις άλλες πολύτιμες πληροφορίες και ειδήσεις, για τις λεπτομέρειες των γεγονότων, για τις περιγραφές, τα σχόλια, τις ερμηνείες καθώς και για τις συστάσεις τις σχετικές με τον ρόλο του Τύπου και για τις εμπιστευ¬ τικές αποστολές. Ανακαλύφθηκε, επίσης, το Ημερολόγιο που κρατούσε ο Μανόλης Σκουλάς το έτος 1865 (έκ­ δοση Βενετίας, «έκ τής Ελληνικής Τυπογραφίας τοΰ Φοίνικος»), στο οποίο κατέγραφε τα σημαν¬ τικότερα γεγονότα εκείνου του χρόνου. Ο νεαρός δημοδιδάσκαλος των Ανωγείων που πυρπόλησε τη Μονή, διανοούμενος Επαναστά¬ της, εκπαιδευτικός μεταρρυθμιστής και χωρίς υπερβολή κοινωνικός αναμορφωτής, κατά την ιδιό¬ γραφη μαρτυρία του στο Ημερολόγιο ανήκε στο εθελοντικό σώμα του Giuseppe Garibaldi των ερυθροχιτώνων. Στη σ. 1 του Ημερολογίου διακρίνεται το αυτόγραφο σημείωμα με μαύρη μελάνη του Μανόλη Σκουλά με πατρώνυμο και την επαγγελματική του ιδιότητα: «Δημοδιδάσκαλος Σκουλάς Εμμανουήλ τοΰ Βασιλείου». Στη σ. 3, στο κάτω μέρος, μετά το έντυπο «ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΟΝ» του καιρού και την τυπωμένη ευχή «Υγιαίνετε εύτυχοΰντες», ο πυρπολητής του Αρκαδίου έγραψε τη δική του ευχή - προσδοκία «Ενς Κρήτην πάσαν έλευθερία». Στη σ. 46 του Ημερολογίου περιέχεται αυτόγραφο σημείωμα, πολυσήμαντο ιστορικό τεκμήριο για τη διάδοση στην Κρήτη του νέου επαναστατικού πολιτισμού, που είχε ήδη διαδοθεί στην Ευρώπη και στον κόσμο. Το ση¬ μείωμα αυτό περιλαμβάνει ονόματα Κρητών Γαριβαλδινών: Σωτηρόπουλος, Χατζήσκος, Κατσικαπής, Ροντήρης, Χρηστίδης, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Menotti, πρωτότοκος γιος του Giuseppe Garibaldi. Ο σύντομος ονομαστικός κατάλογος φέρει τίτλο «Έρυθροχίτωνες» και στο όνομα του Menotti έχει γραφεί η λέξη «Ιταλία». Πλαγίως, στο ίδιο μέρος της σελίδας ακολουθεί χειρόγραφο σημείωμα με την υπογραφή του πυρπολητή: «Έξετελέσαμεν δοθείσαν ύπόσχεσιν. Σκουλάς Έμμανουήλ τοΰ Βασιλείου». Με τη μαρτυρία αυτή επιβεβαιώνεται από τον ίδιο ότι

Η σ. 46 του Ημερολογίου

(1865).


Επετειακό κείμενο, αυτόγραφη μαρτυρία με τίτλο «Αρκάδι 1866» από τα «Ιστορικά Σημειώματα» του Γε­ ωργίου Ζαχ. Σκουλούδη: ΑΡΚΑΔΙ 1866 Ή 8 Νοεμβρίου είναι ή ένδοξοτέρα ήμέρα τω βίφ τής Κρήτης ο αδάμας έν τω πολυτελή κόσμφ τού μαρτυρικού '66. Αύτη προξενεί ίεράν φρίκην ού μόνον έν Κρήτη αλλά έν παντί τω Πανελληνίφ αναμιμνήσκει ανορθώσα τάς τρίχας τής κεφαλής τήν I αύταπαρνησίαν τών ήρώων τών τού ήμετέρου

ανήκε στο Σώμα των Γαριβαλδινών Επαναστατών στην Κρήτη. Από μια τελείως διαφορετική οπτική γωνία με απλό τεκμηριωμένο γραπτό λόγο είδε τα γεγο­ νότα του Αρκαδίου εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, τα κατέγραψε, τα σχολίασε και τα ερμήνευσε ο Γαριβαλδινός στρατιώτης εθελοντής και ανταποκριτής στην Κρήτη Παναγιώτης Μουτσόπουλος. Σε δύο λυτά φύλλα διαστ. 20 Χ 33 εκ. σε ευτελές χαρτί αλληλογραφίας της εποχής ο επώνυμος Γαριβαλδινός αποστέλλει την ανταπόκρισή του στο Σώμα των Γαριβαλδινών της Αθήνας στις 17 Νοεμβρίου 1866. Το κείμενο της ανταπόκρισης γραμμένο με μαύρο μελάνι κα­ λύπτει την πρώτη σελίδα των λυτών φύλλων. Το γραπτό αυτό τεκμήριο, με την αμεσότητα της έκφρασης, την πλήρη συμμετοχή του στις τότε εξελίξεις, με τις παρατηρήσεις τα σχόλια και τις ερμηνείες καθώς επιχειρεί να κρατήσει ισορροπίες και αποστάσεις, από το ένα μέρος η συγκίνηση από το άλλο η αυτοσυγκράτηση, το κείμενο αυτό ως γραπτή αναφορά, ανταπόκριση, γραπτό ρε¬ πορτάζ θα το λέγαμε σήμερα, διατηρεί αμείωτη την αξία του, την ιδιαιτερότητα και τη μοναδικότητά του. Αντιγράφω από την πρώτη σελίδα του 2ου φύλλου: «Έπί 6 όλοκλήρους ώρας έξηκολούθη πεισματώδης άγών δστις κατά δεκάδες έστελλεν Τούρκους είς τόν Άδην" άλλά τέλος σώσαντες τόν μόλυβδον καΐ μή καταδεχθέντες νά κλίνωσιν γόνυ πρός Τοΰρκον άν καΐ τρίς τοις έπροτάθη νά παραδοθώσι οι γενναίοι έκείνοι μάρτυρες κατέφυγον είς τήν πλέον ύψηλήν καΐ τολμηράν άπόφασιν μετά τοΰ γενναίου Γαριβαλδινοΰ Εμμανουήλ Σκουλά έθεσεν πΰρ είς τήν έξ 70 βαρελίων πυριτιδοθήκην καΐ οΰτως άνατινάχθησαν είς τόν άέρα ώς ήρωες μιμηθέντες ή νέαν έκδοσιν ποιήσαντες τών δραμάτων τών άντάξιων πατέρων ήμών τοΰ 1821». Υπάρχουν και οι επετειακές μαρτυρίες. Στα «Ιστορικά Σημειώματα Προξενικοΰ Πράκτωρος Ρωσσίας Ρεθύμνης Γεωργίου Ζαχ. ΣΚΟΥΛΟΥΔΗ» (1800 ci. - 1899), χαρτόδετο χειρόγραφο διαστ. 11 Χ 15 εκ., έχει διασωθεί αυτόγραφη μαρτυρία με τίτλο «ΑΡΚΑΔΙ 1866», σύμφωνα με την οποία «κατέστησαν [οι ήρωες] τό όνομα τής [Κρήτης] περίπυστον, διεκήρυξεν άνά γήν καΐ ούρανόν τό Άρκάδι. Αντικατοπτρίζει τους θυσιασθέντες μετά τοΰ λεοντόθυμου πού έθεκεν πΰρ Εμμανουήλ Σκουλά άνδρός άγωνισαμένου ύπέρ τοΰ άνθρωπίνου δικαίου». Πρόκειται για μεταφρασμένο από¬ σπασμα από τον ξένο περιοδικό Τύπο εκείνων των χρόνων. Ο Τύπος της εποχής, πράγματι, φιλοξενούσε επιστολές - ανταποκρίσεις, δημοσίευε παρόμοια κείμενα σε περίοπτη μάλιστα θέση των φύλλων του. Η εφ. «Αύγή» της Αθήνας δημοσίευσε αν¬ ταπόκριση από τα Χανιά στις 3 Δεκεμβρίου του 1866 με τίτλο «Τό Άρκάδι καΐ πάλιν». Σε αντι­ στοιχία προς τα προηγούμενα η περιγραφή είναι η ακόλουθη: «Ή άπόφασις έγένετο καΐ τήν έκτέλεσιν αύτής άνεδέχθη [...] εις νεανίας Κρής, Σκουλάς ονομαζόμενος». Οι μαρτυρίες αυτές στο σύνολό τους δεν επιτρέπουν καμιά αμφισβήτηση για την εθελοθυσία


του νεαρού επαναστάτη των Ανωγείων. Η αυτοθυσία του, πέραν της ατομικής επιλογής, εξέφραζε την απόφαση όλων των έγκλειστων συμπολεμιστών του. Ο ιστορικός πυρήνας των γεγονότων, όπως διασώθηκε από τα τεκμήρια, τις πηγές και τις μαρτυρίες, που τα ίδια τα γεγονότα μας άφη¬ σαν, δεν επιτρέπει την αποστασιοποίηση, την απάλειψη, την αλλοίωση και, εν πάση περιπτώσει, την ακύρωση της ιστορικής μνήμης. Αυτή την ιστορική μνήμη διασώζει με το δικό της τρόπο με ιδιαίτερη δύναμη, αποφασιστικό¬ τητα και τόλμη είτε η ανώνυμη λαϊκή δημιουργία είτε η δημιουργική λογοτεχνία, γενικότερα η τέχνη, για να επιβεβαιωθεί η διαχρονική γι' αυτό και επίκαιρη άποψη «κάθε φορά που η ζωή κιν¬ δυνεύει μεταμορφώνεται σε τέχνη». Ο ανώνυμος λαϊκός τραγουδιστής διέσωσε το ιστορικό γε¬ γονός με τον δικό του τρόπο: «Μέ μια μπιστόλα άσημωτή τοΰ Κούντη τοΰ Δημήτρη κεντά ό Σκουλάς τόν τσεπανέ και σείστηκ' όλη ή Κρήτη». Αλλά την πιο περίεργη, πρωτοφανή και μοναδική στον κόσμο για τον τρόπο της έκφρασής της μαρτυρία, την έδωσε ο Τιμολέων Αμπελάς, νομικός, δικαστικός, χαρακτηριστικός τύπος διανο¬ ούμενου της εποχής, ιστορικός, λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας, στο θεατρικό του έργο: «Οι μάρτυρες τοΰ Αρκαδίου», που ανεβάστηκε στη σκηνή στις 31 Ιανουαρίου του 1867 στη Σύρο, τρεις μήνες δηλαδή μετά την ανατίναξη του Αρκαδίου. Στον επίλογο της 4ης πράξης ο Τ. Αμπελάς διά του ηγουμένου Γαβριήλ απευθύνεται στον νεαρό επαναστάτη αμέσως μετά τη μεγάλη συναπόφαση: «Είς σέ Σκουλά θ' άνατεθή τό έργον». Στην Ε' πράξη του ίδιου έργου ο ανθυπολοχαγός του ελληνικού στρατού Ιωάννης Δημακόπουλος, συμπολεμιστής στο Αρκάδι, ανακαλύπτει τη σορό του πυρπολητή και αναφωνεί: «Σκουλά νεκρέ, νέος Καψάλης έγεινες!». Πρέπει να σημει¬ ωθεί, αναφέρει ο συγγραφέας στην εισαγωγή του έργου του «δτι έν τή κατά πρώτον διδαχή τοΰ δράματος τούτου, τήν 31 Ιανουαρίου 1867 έλαβον μέρος, εκουσίως προσφερθέντα πολλά γυναι­ κόπαιδα καΐ γηραιοί Κρήτες [ . . . ] , δράματος, προτιθεμένου νά έξεικονίση πράξιν, ής πιθανόν θύ­ ματα νά ήσαν ή ήρωες καΐ πράκτορες αμα!». Η ιστορική αλήθεια είναι αδιαπραγμάτευτη και το συγκεκριμένο γεγονός είναι ένα και μονα¬ δικό. Τα ιστορικά τεκμήρια, πριν χρησιμοποιηθούν, πριν αξιοποιηθούν υπόκεινται από τον ιστο¬ ρικό ερευνητή σε λεπτομερή έλεγχο και «κριτική βάσανο». Η οποιαδήποτε κατασκευή ιστορικών μύθων είναι ανεπίτρεπτη, απαράδεκτη, αναπόδεκτη. Γι' αυτό, άλλωστε, η αποκάλυψη του μύθου και η ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας «είναι ενέργεια ανατρεπτική». Ο Κρητικός 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται από τις διαδοχικές επαναστάσεις με αποκορύφωμα

τμήματος έπαρχιών οϊτινες μέτ' αίγλήεντος στεφάνου δόξης έστεψαν τών σπαθισμών μες την ιερωτάτην τής Κρήτης κορυφήν και έφαίδρυναν τό κατηφές έκ τών άτυχιών και [...] υπό τοΰ τυραννικοΰ ονείδους προσώ­ που [...] την κεκυφυίαν κεφαλήν της κατέστησαν τό δνομά της περίπυστον, διεκήρυξαν άνα γήν και ούρανόν τό Αρκάδι. Αντικατοπτρίζει τους θυσιασθέντες μετά τοΰ λεοντόθυμου που έθεκεν πΰρ Εμμανουήλ Σκουλά άνδρός άγωνισαμένου υπέρ τοΰ άνθρωπίνου δικαίου. Αναμνήσω τοΰ ιεροΰ έκείνου και σεμνοΰ δράματος τοΰ δίκην άστέρος λάμποντος έν τω στερεώματι τής γής ταύτης. Εκφράσω τόν σεβασμόν πρός τους Γαβριήλ, Δημακόπουλον τών Διοσκούρων Χαιρετών τών άτρομήτων Δασκαλάκηδων, τοΰ Βενιανάκη, τοΰ Κουτρούλη, τοΰ Παχλή, τοΰ Κούβου, τοΰ Δεληδράκου, τοΰ Σ. Καλαματιανοΰ, τοΰ Γιαμπουδάκη, τοΰ Ανθίμου, τοΰ Σαουνάτσου, τοΰ Ζαχα­ ρία ισοτίμων πρός τούς έπίσης μεγακλεεϊς τής Κρήτης άνδραςΔιογένην, καπετάν Τσελεπάκην, Σαββόπωλον VI Αλεβιζάκην, Τανζιδάκην, Παππά Κρανιώτην Κοκκινίδην και τέλος τόν ήρωα Πυρπολητήν Εμμανουήλ Σκουλάν. Αποκαλυφθώμεν πρό τής πανσέπτου υμών σοροΰ κλίνωμεν γόνυ πρό τοΰ άπλοΰ άλλά μαρμαίροντος και διαυγάζοντος δόξα ήρώων. Το επετειακό αυτό κείμενο μεταφρασμένο από τα γαλ¬ λικά φιλοξενήθηκε στο γαλ¬ λικό τύπο της εποχής χάρη στο μεγάλο φιλέλληνα αγωνι¬ στή γαριβαλδινό και αναρ¬ χικό Amilcare Cipriani. Ο Παναγιώτης Μουτσόπουλος «ανταποκριτής της νήσου Κρήτης» είχε, συχνή επικοι¬ νωνία μαζί του, τουλάχιστον ώς το 1898. Η μετάφραση του κειμένου οφείλεται στο Νεοκλή Καζάζη.

Amilcare

Cipriani.


αυτήν των χρόνων 1866 - 1869. Ο κρητικός λαός, ως συγκροτημένη κοινωνική δύναμη, έγινε ο μοχλός των ιστορικών εξελίξεων. Αμέσως μετά το 1869, έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτες αναλύσεις των γεγονότων, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Εδραιώθηκαν, επίσης, τα μέσα ενημέρωσης της εποχής και συγκεκριμένα ο τύπος με τους ανταποκριτές του, ακόμη και τους «πολεμικούς», θα λέγαμε σήμερα. Ο ιστορικός δεν μπορεί να παραγνωρίσει την τότε ενημέ­ ρωση της κοινής γνώμης, τον δικό της ρόλο, τον τρόπο της γένεσής της και με ό,τι αυτό συνεπά¬ γεται, καθώς μελετούμε την ιστορία και στο επίπεδο των ιδεών, των ιδεολογιών, των νοοτροπιών. Οι ερευνητές και οι μελετητές της ιστορίας της Κρήτης γνωρίζουν πλέον πολύ καλά ότι «ιστορικά γεγονότα δεν είναι μόνο οι ανδραγαθίες των ηρώων και τα "θωμαστά" έργα, αλλά το σύνολο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων». Ασφαλώς, υπό τις παρούσες συνθήκες το έργο μας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Οι έρευνές μας δεν εντάσσονται απλώς στους σκοπούς και τις λειτουργίες της Ιστορίας, εν προκειμένω της Κρή­ της. Προσλαμβάνουν και έναν άλλο χαρακτήρα, καθώς οι δραστηριότητες αυτού του είδους συν¬ τελούνται σε στιγμές υποχρεωτικής αντίστασης και πνευματικής ελευθερίας. Ίσως δεν είναι περιττό, στις σημερινές εθνικές περιπέτειες να τονίσουμε την ανάγκη εν πολλοίς πραγματική και συνειδητή, να αναδείξουμε κρητικές δραστηριότητες, ανθρώπινες πράξεις και συ¬ σχετισμούς στην ιστορική συγκυρία και την κοινωνική συγκρότηση του κρητικού λαού. Όσο κι αν είναι αυτονόητο αξίζει να επαναλάβουμε ότι η νεοελληνική παιδεία, γενικότερα ο νεοελληνικός πολιτισμός, έχουν τις ρίζες τους στην Κρήτη. Αλλά ο αμητός των ερευνών μου στην Κρήτη συνεχίζεται. Βρέθηκε το ημερολόγιο που κρατούσε ο Μανόλης Σκουλάς το έτος 1866 (έκδοση Βενετίας, «έκ τής Ελληνικής Τυπογραφίας τοΰ Φοίνικος»). Όπως και στο προηγούμενο ημερολόγιο, του 1865, ο πυρπολητής κατέγραφε τα συγκλονιστικά γεγονότα του κρισιμότατου χρόνου 1866, ώς την ανατίναξη της Μονής, στις 9 Νοεμβρίου, του ίδιου χρόνου. Ταυτόχρονα, είχα τη σπάνια τύχη να εντοπίσω στην Κρήτη έντυπα της προσωπικής βιβλιοθή¬ κης του δασκάλου των Ανωγείων και Γαριβαλδινού Επαναστάτη, Μανόλη Σκουλά, ακριβώς με τα στοιχεία αυτά που μόλις ανέφερα. Σε ένα από τα έντυπα αυτά υπάρχει χειρόγραφη αφιέρωση του Menotti Garibaldi, πρωτότοκου γιου του διεθνούς επαναστάτη Giuseppe Garibaldi με τις φρά­ σεις «insieme nella liberta, uniti alle battaglie» (μαζί στην ελευθερία, ενωμένοι στις μάχες). Αναφέρομαι σε έναν μείζονα επαναστατικό αγώνα, αυτόν της Κρήτης, με ανοιχτές εξεγέρσεις, χωρίς αναστολές, επιστροφή ή οπισθοχώρηση, χωρίς διπλωματικούς χειρισμούς. Επρόκειτο για έναν αγώνα τον οποίο το ελληνικό βασίλειο ήταν ανίκανο να συνδράμει, εξαιτίας των ποικίλων,


οικονομικών, πολιτικών και άλλων, εξαρτήσεών του (τότε...). Είμαστε ακόμη, δυστυχώς, στο στάδιο εκείνο των ερευνών και των εργασιών υποδομής. Η κρητική συνείδηση, η εθνική συνεί­ δηση και οι δεινές πραγματικότητες που είχαν δημιουργηθεί στην ελληνική κοινωνία αναπόφευκτα οδηγούσαν σε αντιστάσεις και επαναστάσεις. Αυτού του αντιστασιακού επαναστατικού πνεύμα­ τος, σε συνδυασμό και με τα αντίστοιχα ιδεολογικά ρεύματα που έπνεαν στην Ευρώπη αυτή την εποχή, και ειδικά αυτό του Giuseppe Garibaldi, υπήρξε γνήσιος εκφραστής ο Μανόλης Σκουλάς. Η θυσία του πυρπολητή του Αρκαδίου πρέπει επιτέλους να αναγνωριστεί, έστω και αργά, όσο κι αν έχει απελπιστικά καθυστερήσει. Οι νέες αυτές ειδήσεις αποκαλύπτουν την πιο σκοτεινή, σκοπίμως, πτυχή της Μεγάλης Κρη¬ τικής Επανάστασης και αποκαθιστούν την ιστορική αλήθεια. Το σχέδιο Έκθεση (21 Νοεμβρίου 1866) Από το σχέδιο αυτό, αρχικό κείμενο, όπως αναφέρθηκε, προήλθε το έγγραφο που εστάλη στον Υπουργό Εξωτερικών Επαμεινώνδα Δεληγεώργη και αποτέλεσε την πρώτη επίσημη γραπτή μαρ­ τυρία για την ανατίναξη της Μονής Αρκαδίου από τον Ανωγειανό δάσκαλο Μανόλη Σκουλά. Ήράκλειον 21 Νβρίου 1866 Κύριε Υπουργέ Κατά την παρελθοΰσαν εβδομάδα ήλθον έν τη πόλει Ηρακλείου πολλά άτομα έκ διαφόρων χωρίων τών έπαρχιών τής Πεδιάδος και τοΰ Μαλεβυζίου πρός άγοραπωλησίαν προϊόντων. Έν γένει έδιηγήθησαν ότι οι Μουδίραι τών Έπαρχιών τής Πεδιάδος ήρχισαν να κακομεταχειρίζονται τούς χωρικούς δια φυλακίσεων και ραβδισμών άπαιτοΰντες να προσφέρωσιν είς την έξουσίαν καλά όπλα και ούχί τα έπιδεικνυόμενα άπερ είσί κατά τό μάλλον ή ήττον πεπαλαιωμένα και άχρηστα ώστε οι κάτοικοι ήρχισαν να μεταμελώνται δια την υποταγήν και ν' άρραιώνωσι τόν έρχομόν των είς Ήράκλειον' προσέτι αίτιώνται τής Συνελεύσεως και τής έν Αθήναις Κεντρικής Επιτροπής διότι ή μέν πρώτη άπ' άρχής μέχρι τοΰδε ούδέποτε έγραψεν πρός αύτούς ένθαρρυντικόν τι αύδ' άπέστειλεν άνάλογον υλικόν τοΰ Πολέμου, ή δέ δευτέρα διότι ποσώς δέν έπιμελήθη ούδέ κάν διενοήθη περί τών Ανατολικών Έπαρχιών δια ν' άποστείλη ικανούς και έμπείρους άρχηγούς δια να τας έμψυχώσωσι και τας όδηγήσωσιν όπου ή άνάγκη άπήτει, τοιουτοτρόπως έμενον έπί πολύνχρόνον άδέσποτοι και περιεπλανώντο περιμένοντες την άφιξιν τών άξιωματικών, άλλ'άφ'ού δέν έλήφθη ούδεμία φροντίς ύπέρ αύτών, ήναγκάσθησαν να πιστεύσωσιν ενα Σφακιανόν άποσταλέντα υπό τοΰ γνωστοΰ Προδότου και Τουρκολάτρου Τσιριδάνη, είπόντος αύτοϊς ότι αι Έπαρχίαι τών Χανίων παρεδέχθησαν την υποταγήν, έδωκαν τα όπλα και ότι ή Συνέλευσις διελύθη.

Το

του σχεδίου - Εκθεση


Το φ1ν του σχεδίου - Έκθεση

Οι κάτοικοι τής Ίεραπέτρου ήσαν οι μάλλον πεφοβισμένοι ότι δέν ήθελον τύχει τής άνηκούσης συνδρομής καθότι άμα κατασταθείσης γνωστής τής Επαναστάσεως άντί να προσέλθη είς την Έπαρχίαν των, παραλίου ούσης, ό άνθρωπος ό δυνάμενος να δώση αύτοϊς τό θαρρος, άφίχθη έξ Ελλάδος είςβακάλης κάτοικος Καλαμακίου τής Κορίνθου, καλούμενος Ιωάννης Βασιλακογιώργης καταγόμενος έκ τών Έπαρχιών τής Πεδιάδος, όστις άπήτησεν άπό τούς κατοίκους τής Ίεραπέτρου να ύπογράψωσιν έγγραφον δια τοΰ όποίου να τόν άναγνωρίσωσιν Ηγεμόνα και Κύριον τής Έπαρχίας των' όσον και άν άδικήση τις την διανοητικήν άνάπτυξιν τών κατοίκων έκείνων δύ­ ναται να παραδεχθη ότι είχον τόν κοινόν νοΰν να αίσθανθώσιν ότι ή άπαίτησις τοΰ Βασιλακογιώργη ήτον άξία άποστροφής και προσβλητική δι'ενα λαόν όστις ήρε τα όπλα δια να έπιτύχη τής ελευθερίας του και άντ' αύτής να έμφανίζεται είς βακάλης έχων την άξίωσιν ν' άναγνωρισθη Ήγεμών, ούτω έδραττον τής εύκαιρίας να δοθη άφορμή διά ν' άναγνωρίσωσι και αύθις τόν ζυγόν τοΰ Τυράννου, άφ' ού ή Κεντρική Έπιτροπή ούδεμίαν πρόνοιαν έλαβε περί τής Έπαρχίας αύτών και τών γειτονευουσών μετ' αύτής' και όμως άπό τής 15 8βρίου ε. ε. ότε ήρχισε να κυκλοφορήση έν ταϊς Έπαρχίαις τής Πεδιάδος ή παραδοχή τής υποταγής, πρώτος ό ήγεμών Βασιλακογιώργης μετά τών Γεωργίου Μπουγιουκλάκη καΐ Θεοδώρου Αρχανιωτάκη, έγκατέλειψαν τόν τόπον και δι'εύκαιρίας μετέβησαν είς Αθήνας, διά να δικαιολογήσωσι δέ την άπόδρασίν των παρεστάθησαν ώς άρχηγοί και άπεσταλμένοι υπό τής Έπιτροπής έκθέσαντες μύρια όσα ψεύδη, έν ώ άπαντα τα είρημένα πρό¬ σωπα είναι τα κοινότερα τοΰ τόπου έκείνου και σχεδόν άχρηστα διά την έλαχίστην συνδρομήν και υπεράσπισιν' ότι ούδεμίαν είχον άποστολήν βεβαιοΰται και έκ τής άπό 7 τρεχ. μηνός έπιστολής τής Έπιτροπής, άντίγραφον τής όποίας υπέβαλλον δια τής προηγουμένης άναφοράς μου, ώστε έάν άπεστέλλοντο έπρεπε νά κάμη μνείαν έν τη είρημένη έπιστολη, ήτις έφερε μεταγενεστέραν χρονολογίαν άπό τής άποδράσεως τών προαναφερθέντων προσώπων. Οι κάτοικοι τής Έπαρχίας Μαλεβυζίου ωφεληθέντες έκ τής πανούργου διαγωγής τοΰ 'Ρεσίτ έφέντη, μη άπαιτήσαντος άμέσως τα όπλα, έδόθησαν είς την συλλογήν τοΰ έλαιοκαρποΰ ώς προανέφερον, άλλά συμβουλευθέντες δια καταλλήλων υποβολέων, δέν άπεφάσισαν να φέρη τας οίκογένειάς των είς τα χωρία άλλ' ούτε, αύτοί οι Ιδιοι να μένωσιν άμέριμνοι και ούτω τα μέν όπλα των έχωσι προφυλαγμένα είς διαφόρους θέσεις αύτοί δέν έν άμύνη διημερεύωσιν είς τας έργασίας των' άλλά δια να μην μένη άγονος ή προδοσία τοΰ Ιούδα Παππά Οικονόμου τοΰ προδώσαντος τοϊς οθωμανοϊς τα τοΰ Σπηλαίου Σάρχου, έσύστησε πρός τόν 'Ρεσίτ έφέντη τόν υιόν του Ίωάννην Οίκονομίδην, άξιον γένημα τοΰ Πατρός του, διά να τόν παραλάβη Γραμματέα και καταδότην γνω¬ ρίζοντα τα πρόσωπα τής Έπαρχίας' καΐ τω δντι έξεπλήρωσε την προδοτικήν άποστολήν του' τουτέστι συνέταξεν άναφοράν υποταγής έκ μέρους δήθεν τής Έπαρχίας Μαλεβυζίου καΐ Τεμένους έν ή


υπέγραψαν ό άδελφός τοΰ Παππά Οίκονόμου, Φιλιππάκης καΐ ολίγοι τινές συγχωρίοι του Σαρχιώτες, μετ'αύτούς, κατά τα είθισμένα τοϊς οθωμανοϊς καΐ τοϊς Προδόταις, παρεγέμησαν την άναφοράν καΐ μέ άλλα ονόματα τών κατοίκων άνευ τής γνώσεως αύτών. Ή έκστρατεία τοΰ Ρεσίτ έφέντη είς την Έπαρχίαν Μεσαράς έπραγματοποιήθη καΐ ήδη πρό τεσσάρων ήμερών διαμένει έκεϊσε μετά τοΰ Στρατοΰ, δέν εύρε μέν ένοπλον άντίστασιν άλλ' ούτε υποταγήν, διερχόμενος τα χωρία ευρίσκει αύτά κατεστραμμένα άνευ κατοίκων, εις τινα, μερικούς γέροντας τούς όποίους μάλιστα κολακεύει διά να είδοποιήσωσι τούς συγχωρίους των να έπανέλθωσιν χωρίς να φοβοΰνται, καθότι ό Στρατός μετέβη έκεϊσε διά να υποστηρίξη την τάξιν και ούχί να τούς πολεμήση' οι Αρχηγοί Μιχαήλ Σκουλάς, Παΰλος Δεδιδάκης, Κόρακας και Ρωμάνος, καθ' ά έβεβαίωσαν ήμάς οι έκεϊθεν έλθόντες, λαβόντες μεθ' εαυτών όσους ήδύναντο να τούς άκολουθήσωσι διατρίβωσιν είς τα δρη τής Έπαρχίας έκείνης μεχρισότου άποφασισθή ή τύχη τής Έπαναστάσεως υπό τών αρματολών τών ευρισκομένων είς τας Έπαρχίας τών Χανίων. Τό οθωμανικόν άτμοκίνητον όπερ άφίχθη ένταΰθα την 14 τρεχ. μηνός και έφερε την ειδησιν τής καταστροφής τοΰ Αρκαδίου, άνεχώρησεν αύθημερόν ό Μητροπολίτης Κρήτης διά να διαδηλώση την πρός τούς οθωμανούς λατρίαν του, έπεβιβάσθη έν τω είρημένφ άτμοπλοίφ και μετέβη είς Ρεθύμνην διά να προσκυνήση και συγχαρή τόν Μουσταφά Πασσά δια τας διαδοθείσας νίκας του, έπέστρεψε δέ την 19 τοΰ μηνός' σύν τω Μητροπολίτη έπανήλθον ένταΰθα πέντε εξ οίκογένειαι αϊτινες είχον προσφύγει είςχωρία τινα τοΰ Μυλοποτάμου κατά τας πρώτας ήμέρας τής Έπαναστάσεως και αι όποϊαι ώς έκ τοΰ έπισυμβάντος δυστυχήματος μετέβησαν είς Ρεθύμνην και ικέτευσαν τόν Μουσταφά να τοϊς έπιτρέψη την έπάνοδόν των' οι έλθόντες έδιηγήθησαν ότι την ογδόην τοΰ μηνός ό Μουσταφά Πασσάς έξεστράτευσε μετά δέκα και τεσσάρων χιλιάδων άνδρών κατά τών έν τη είρημένη Μονη ευρισκομένων Έπαναστατών και ήρξατο τής μάχης ήτις έξηκολούθησε καθ' όλην την ήμέραν έκείνην' είδών ότι τα πυροβόλα άτινα είχε δέν έφερον τό ποθούμενον πρός αύτόν αποτέλεσμα, την εννάτην τοΰ μηνός έφερεν έκ Ρεθύμνης τρία μεγάλα και κανονιοβολών δι' αύτών και τών άλλων ήδυνήθη να φέρη ρήγματα είς την θύραν και τα κάτω παράθυρα τής Μονής, τότε διέταξε τόν Στρατόν του να έφορμήση άλλ' άπεκρούσθη μέ μεγάλην ζημίαν' όλόκληρα Τάγματα έπεσαν κατά την πρώτην και δευτέραν έφοδον, πρός τό δειλινόν μετ' έπανειλλημμένην έφοδον άπέτυχε διότι οι Έπαναστάται είχον άπαυδήσει και δέν ήδύναντο πλέον να μάχωνται μετά τής Ίδίας δυνάμεως μεθ' ής ήρξαντο, και ότι άφ' ού είσήλασαν έν τη Μονη πολλοί οθωμανοί, εις νέος είκοσιπενταετής Σκουλάς, άδελφός τοΰ όπλαρχηγοΰ, κατά την προηγουμένην συνεννόησιν και άπόφασιν τών συμπολεμιστών του, έδωκε πΰρ είς την πυριταποθήκην και άνέτρεψε την Μονήν μεθ' όλων τών συναδέλφων του και τών είσβαλόντων οθωμανών.

H πρώτη πιστόλα του Γαριβαλδινού Σκουλά [Ιδιωτική Συλλογή].

Η πιστόλα Μανόλη

Σκουλά.

(λεπτομέρεια) του Γαριβαλδινού Διακρίνεται

η εγχάρακτη

Επαναστάτη

επιγραφή

Εμμανουήλ Γαριβαλδινό

Εμμανουήλ

και πυρπολητή

στην κοντή

του

Αρκαδίου

κάννη:

Σκουλάς Σώμα

^ ^ ^ ^


Έντός τής έν λόγφ Μονής κατά προηγουμένην καταμέτρησιν ήσαν έν όλφ 984 ψυχαί έξ ών 250 οι πολεμισταί, τό υπόλοιπον ήσαν γυναϊκες και παιδία' κατά την έκπυρσοκρότησιν έσώθησαν είς Μοναχός και τριάκοντα περίπου γυναικόπαιδα, έκ τών οθωμανών κατάτε την μάχην και την έκρηξιν έφονεύθησαν πλέον τών τριών χιλιάδων, έβεβαίωσαν ότι είς άπόστασιν μιάς ώρας ευρίσκωνται σώματα κατακερματισμένα έκ τής έκρήξεως, έξωθεν δέ τών τειχών τής Μονής σωροί οθωμανικών πτωμάτων' ό Μουσταφάς διά να μην άποθαρρύνη τόν Στρατόν του τόν άπέσυρεν άμέσως δια να μην ίδη την μεγάλην καταστροφήν τών όμοφύλων του. Οι διηγηθέντες τ' άνωτέρω προσέθηκαν ότι οι πολιορκούμενοι Έπαναστάται έζήτησαν συνδρομήν παρά τοΰ Κυρίου Κορωναίου ευρισκομένου τότε είςχωρίον Μαργαρίτες τής Έπαρχίας Ρεθύμνης, άλλ'ένώ την έννάτην τοΰ μηνός συνέλλεξε περί τούς χιλίους και ήρξατο να όδεύση, έπήλθε ραγδαία βροχή και τόν έγκατέλειψαν είς τρόπον ώστε, έμεινε μετά 20 περίπου άνδρών και δέν ήδυνήθη να προσφέρη την δέουσαν υπεράσπισιν' κατά πόσον έχεται άληθείας τό γεγονός τοΰτο δέν δύναμαι να τό υποστηρίξω. Ισως ό Κος Κορωναϊος δώσει άκριβεστέρας πληροφορίας περί τής δυστυχοΰς έκείνης περιστάσεως. Την Ήρωϊκήν ταύτην πράξιν τών άειμνήστων Χριστιανικών ψυχών ήτις βεβαίως θα κάμει την μεγαλυτέραν έντύπωσιν είς όλον τόν έξευγενισμένον κόσμον, την έθεώρησεν ώς νίκην ό Μουσταφάς και ένετείλατο τοϊς οθωμανοϊς να την πανηγυρίσωσι δια πυροβολισμών, ό δέ Ύ/προξενος τής Αγγλίας Λυσίμαχος Καλοκαιρινός την ήμέραν τής 14 τοΰ μηνός ύψωσε την σημαίαν, τό δέ εσπέρας έτίμησε την νίκην τών οθωμανών δια μεγάλης φωταψίας, ένθουσιασμόν τόν όποϊον άπέφυγον να μιμηθώσιν οι κάτοικοι οθωμανοί τοΰ Ήρακλείου. Κύριε Ύπουργέ. Τα δεινοπαθήματα τοΰ Κρητικοΰ λαοΰ, δηλονότι ή καταστροφή τών χωρίων των, ή αρπαγή τής περιουσίας των και ή διαγωγή τής έξουσίας κατά τών παραδεξαμένων την υποταγήν, κρατεϊ είσέτι είς τας καρδίας όλων άκμαϊον τό σύνθημα τής Έπαναστάσεως, δυστυχώς αι Ανατολικαί Έπαρχίαι δέν ήδυνήθησαν ούτε δύνανται να τό άναπτύξωσι, διότι δέν ηύτύχησαν ικανών άρχηγών και τής συμπράξεως έμπειροτέρων όπλοφόρων, είδώς έκ τοΰ πλησίον τας έλλείψεις ταύτας έλαβον την τιμήν να γνωστοποιήσω πρός τόν Ύμ. Έξοχότητα δια προηγουμένων άναφορών μου, ότι μεγάλη υπήρχεν ή άνάγκη τής προσελεύσεως ήμετέρων άξιωματικών μετά δυνάμεως τουλάχιστον πεντακο­ σίων άνδρών 'ή άφιξις τών άνδρών τούτων ήθελεν είσθαι ικανή δχι μόνον να προσβάλη τας άσθενεϊς δυνάμεις τών οθωμανών κατά τας Ανατολικάς Έπαρχίας, άλλά και να έπιβάλη τό θαρρος είς τούς κατοίκους να ενώσωσι την τύχην των μετ' αύτών και να έπιφέρωσι πολλά και ένδοξα άποτελέσματα' ίσως αι περιστάσεις δέ ήσαν εύνοϊκαί δια να πραγματοποιηθώσιν αι προσδοκίαι μου και ή έκφραζομένη εύχή τών κατοίκων, πιστεύω ότι και ήδη δέν ευρισκόμεθα μεμακρυσμένοι τοΰ ποθουΤο φ2ν του σχεδίου - Εκθεση


μένου σκοποΰ. Υπάρχει μεγάλη πιθανότης ότι ή Έπανάστασις τής Κρήτης, τουλάχιστον έν ταϊς Έπαρχίαις τών Χανίων, να μακροχρονήση και καθ' έκάστην θα παρουσιάζη τας νίκας της, διά τι να μην έμψυχωθώσιν και αι Ανατολικαί Έπαρχίαι δια να έπασχολώσι τας φροντίδας και έλαττώνωσι τας Στρατιωτικάς δυνάμεις τοΰ έχθροΰ; έάν άπελπισθεϊσαι έξωτερικής σννδρομής έδειξαν υποταγήν, παντάπασι δέν κωλύει τούς κατοίκους να φανώσιν έκ νέου Έπαναστάται άμα παρουσιασθη ό κα­ τάλληλος άνθρωπος να τούς όδηγήση. Αφ' ότου ήρχισεν ή Έπανάστασις δέν έμεινα ψυχρός θεατής, κατέβαλλον πάσαν έφικτήν προσπάθειαν νά ένθαρρύνω τούς δεινοπαθοΰντας και να τούς έγκαρτερώ είς την Ίδέαν τής έλεύσεως βοηθημάτων. Τοιαΰτα πατριωτικά αίσθήματα εύρον και παρά τοϊς υπηκόοις τής Α. Μ. Ίωάννην Μητσοτάκην και Κωνσταντϊνον Έμμ. Μοάτσον οϊτινες ήσαν και μέλη τής διοργανώσεως τής Έπαναστάσεως, ώς έμποροι και κάτοικοι πρό πολλών χρόνων γνωρίζουσι τα πρόσωπα και ταας άνάγκας τών Έπαρχιών, οι Κύριοι ούτοι δέν έπαυσαν είσέτι να ένεργώσιν όλαις δυνάμεσι και δια πολλών θυσιών πάν ό,τι δύνανται να εύοδώση την έπανάστασιν και ναα μοι παρέχωσι την συνδρομήν των κατά πάσαν περίστασιν' πεποισμένος είς τα Είλικρινή και Πατριωτικά αύτών αίσθήματα, παρεκάλεσα τόν Κον Κων. Μοάτσον να μεταβη αύτοπροσώπως είς Αθήνας δια να έγχειρίση την παροΰσαν πρός την Ύμ. Έξοχότητα και διά ζώσης ναα τη παραστήση ταας άνάγκας τοΰ τόπου και τα μέσα δι' ών δύναται να βελτιωθη ή φαινομένη καχεξία και {υποταγή τών Ανατολικών Έπαρχιών, την πρότασιν ταύτην έδέχθη προθύμως και δι' Ίδίων του δαπανών άπέρχεται σήμερον διά να έκτελέση την πατριωτικήν αύτήν έντολήν' τό μέτρον τοΰτο τό έθεώρησα λίαν κατάλληλον κατά ταας παρούσας περιστάσεις, ϊνα μη μένη έν τη συνειδήσει μου ό έλάχιστος έλεγχος ότι δέν έξεπλήρωσα τό πρός την Πατρίδα χρέος μου. Ή Σ. Κυβέρνησις έάν έγκρίνη την άποστολήν τοΰ άρμοδίου άρχηγοΰ μετά τής προσηκούσης ώς είρηται δυνάμεως, θεωρώ λυσιτελές και λίαν άναγκαϊον να συνοδεύση αύτην και μέ δύο τουλά­ χιστον Ιεροκήρυκας έκ τών δεινοτέρων τοΰ λόγου και τής άπαγγελίας' οι Ιεροκήρυκες διά τής δυ¬ νάμεως τοΰ θείου λόγου θέλωσιν ένθουσιάσει τούς λαούς είς την έκπλήρωσιν τοΰ πρός την θρησκείαν και τής Πατρίδος οφειλομένου καθήκοντος και έκάστη διδασκαλία των, κατά ταας παρούσας μάλιστα περιστάσεις, θέλει παρέχει τοϊς άγωνιζομένοις περισσότερον θαρρος άφ' όσον ή έμφάνισις πολυα­ ρίθμων όπλοφόρων' δύναμαι να πιστεύσω ότι ό κλήρος τής έλευθέρας Ελλάδος θέλει προσφέρει την υπηρεσίαν ταύτην μέ την μεγαλυτέραν προθυμίαν, άφ' ού πληροφορηθη ότι ρακένδυτοι και βάρ¬ βαροι Δερβίσηδες έπικαλούμενοι τό Κοράνιον ένθουσιάζωσι τούς άπίστους και άπαξάπαντες ώς τυ¬ φλοί τρέχωσι πρός υποστήριξίν του κατασφάζοντες τό Χριστιανικόν ορθόδοξον γένος. Το φ3τ του σχεδίου - Εκθεση


Έπιτρέψατέ μοι, Κύριε, Υπουργέ,, νά έπιφέρω γνώμην τινά και έπί τής Δημοσιογραφίας σχετικώς με τά γραφόμενα περί τής έπαναστάσεως τής Κρήτης' παρετήρησα ότι ο πολύς ζήλος τών Δημοσιογράφων τής Πρωτευούσης και τής Σύρου, αντί νά ύπηρετή όπως έδει, προσκόπτει πολλάκις είς τήν έκτέλεσιν ωφελίμων πράξεων. Π.χ. ύπηρετεί τήν έπανάστασιν νά διασαλπίζη καθ' έκάστην τούς όρμους τής αφίξεως τών ατμοπλοίων και νά συζητη τήν αποτυχίαν μιάς αποστολής; άπ' έναντίας καθιστά τον Μουσταφά προσεκτικόν νά καταλάβη όλας τάς έπικαίρους θέσεις ώστε νά καταστήση ανέφικτον πάσαν βοήθειαν προς τούς αγωνιζομένους' έάν μέχρι τούδε δεν συνέβη κανένα δυστύχημα πρέπει νά το χρεωστώμεν είς τήν θείαν έπίβλεψιν και τήν δεξιότητα τών ναυτών μας. Προσέτι καθιστά γνωστόν είς τούς έχθρούς τής πίστεως και Πατρίδος πάσαν ήθικήν ένέργειαν τής Κυβερνήσεως και πρόνοιαν τής Κεντρικής Έπιτροπής είς τρόπον ώστε νουθετεί τούς όθωμανούς νά προλαμβάνωσι πάσαν κατ'αύτών ένδεχομένην προσβολήν' λ. χ. ύπηρετεί τήν έπανάστασιν νά είδοποιή καθ' έκάστην τά όνόματα τών προσερχομένων αξιωματικών, τον αριθμόν τών οπλοφόρων και το είδος τού ύλικού τού πολέμου; πολλού γε και δεί' ή δημοσίευσις αύτη καθιστά τον Μουσταφά άγρυπνον καΐ έτοιμον είς τάς προπαρασκευάς τού Πολέμου, είς τήν έκδοσιν προγραφών και ύπόσχεσιν αμοιβών και είς τήν έπίμονον φροντίδα νά μεταχειρίζηται πάσαν θυσίαν προς τούς έγχώριους Χριστιανούς διά τών προδοτών νά έγκαταλείψωσι τούς ξένους και αφοσιωθώσι προς αύτόν όστις τοίς ύπόσχεται προνόμοια και αμοιβάς και ούτω έξαπατά τούς αδυνάτους χαρακτήρας. Όποίαν ύπηρεσίαν προσφέρει ή Δημοσιογραφία είς τον αγώνα τής Κρήτης και τού έθνους όταν δι'έκτάκτων παραρτημάτων είδοποιεί το κοινόν περί ψευδών μαχών και ναυμαχιών; ούδεμίαν, διά τής Δημοσιεύσεως τών τοιούτων παροτρύνει τον Μουσταφά ν' αύξήση τήν ένέργειαν τής απάτης και τού δόλου, άλλως τε πρέπει νά λάβωσιν ύπ' όψιν, ό μή γένοιτο και τήν αποτυχίαν' έν τοιαύτη περιπτώσει ή μέν Τουρκία θά έκατονταπλασιάσει το μίσος της κατά τών έν τή χώρα της διαμενόντων ύπηκόων τής Α.Μ. και θά προσπαθήσει νά έκριζώση το έλληνικόν στοιχείον, οί δέ φιλότουρκοι ξένοι θά μάς έμπαίζωσι διά τάς ίδανικάς μάχας, Ναυμαχίας και περί τής έπιτυχίας αύτών' ή Σ. Κυβέρνησις δύναται κάλλιον έμού νά σκεφθή έάν ή Δημοσιογραφία πρέπη νά έξακολουθήση τον αύτόν δρόμον, άλλως διά καταλλήλων προσώπων άς συστήση είς τον τύπον τής Πρωτευούσης και τής Σύρου μετριοτέραν γλώσσαν και άς ώσι βέβαιοι οί Κύριοι Δημοσιογράφοι ότι πράγματι θά ύπηρετήσωσι τήν Πατρίδα. Ό Κύριος Μοάτσος γνωρίζων όλας τάς έπικαίρους θέσεις και παραλίους όρμους τών Ανατολικών Έπαρχιών, θέλει ύποδείξει, όπου δεί, τά κατάλληλα μέρη τής αποβιβάσεως και κατα¬ λήψεως και πάν ό,τι δύναται νά έπιφέρη αμέσως τήν έπιτυχίαν τών αφιχθησομένων. Το φ6ν του σχεδίου - Εκθεση

Δέχθητε κτλ. κτλ.---


Τα ερευνητικά αποτελέσματα υπήρξαν πράγματι εντυπωσιακά. Όπως είναι ευνόητο, οι ερευ­ νητικές δράσεις αναπόφευκτα στράφηκαν στα Ιστορικά Αρχεία της Αθήνας και του Εξωτερικού, σε αρχειακές συλλογές του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, των Κρατικών Αρχείων Βενετίας και Τεργέστης. Ο Μανόλης Σκουλάς και οι συμπολεμιστές του, σύντροφοι, εθελοντές, επαναστάτες, έγιναν στάχτη στο πυρπολημένο Αρκάδι από το κέντημα του τσεπανέ «με μια μπιστόλα ασημωτή του Κούντη του Δημήτρη» που είχε στα χέρια του ο αδικαίωτος πυρπολητής. Η Κρητική Αυτοδιοίκηση, η Περιφέρεια Κρήτης, η Κρητική Εκπαίδευση, η Εκκλησία της Κρήτης και η Ελληνική Πολιτεία (και η Ακαδημία Αθηνών, ιδιαίτερα αυτή γιατί φέρει την κύρια ευθύνη της απόκρυψης της αλήθειας όπως και η Εκκλησία της Κρήτης), οφείλουν να εγκαταλεί­ ψουν τη σιωπή τους, να αναγνωρίσουν, μετά από τόσες καθυστερήσεις, την ιστορική αλήθεια, να τιμήσουν τον πραγματικό πυρπολητή της ιστορικής Μονής Αρκαδίου και να αποδώσουν, επιτέ¬ λους, δικαιοσύνη.

Προσωπικά αντικείμενα του Μανόλη

Σκουλά.

Το Οικόσημο - Εμβλημα του Μανόλη Σκουλά.


Η εφημερίδα The Illustrated London News, της οποίας ο Μανόλης Σκουλάς ήταν συλλέκτης και θαυμαστής, αφιέρωσε ιδιαίτερο άρθρο για την Ανατίναξη του Αρκαδίου με ειδικό χαρακτικό της ιστορικής Μονής (19 Ιανουαρίου 1867).


Η Μεγάλη Κρητική Επανάσταση (1866-1869) χωρίς τον πυρπολητή Όσο περισσότερο μελετά και ερευνά κανείς το Κρητικό Ζήτημα και ειδικότερα τη Μεγάλη Κρητική Επανάσταση των χρόνων 1866 - 1869, τόσο διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να δοθεί ένας λόγος έγκυρος χωρίς να εξαφανιστούν οι μύθοι που κατασκευάστηκαν, αμέσως μετά την πυρπό­ ληση της ιστορικής Μονής και λίγα χρόνια μετά την Επανάσταση. Πάντα υπήρχαν η ξεκάθαρη αντίληψη της εξαφάνισης των μύθων που κληρονομήθηκαν από το παρελθόν, οι άγονες παραδό¬ σεις, χρόνιες και πανηγυρικές, που απέκρυπταν την αλήθεια. Καμμιά παράδοση δεν μπορεί να σταθεί και να αντέξει όσο κι αν τη στηρίζουν σκοπιμότητες και συμφέροντα, όταν έρχεται σε αν¬ τιπαράθεση με πραγματικότητες, αλήθειες και κοινωνικές αυταπόδεικτες αναγκαιότητες εκείνων των στιγμών. Η Μεγάλη Κρητική Επανάσταση επιζητούσε και απαιτεί, ας πέρασαν σχεδόν 150 χρόνια από την πυρπόληση της ιστορικής Μονής, μια επικύρωση και ακόμη το πραγματικό περιεχόμενο στο πνεύμα του αγώνα και της εγερτήριας πρωτοβουλίας του κρητικού λαού. Χωρίς υπερβολές αυτή η εξέγερση από μόνη της, μπορούσε να εγγυηθεί την ύπαρξη, την πραγματικότητα και ταυτόχρονα την κινητοποίηση όλων εκείνων των κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίες, ως Γενικές Συνελεύσεις των Κρητών, αποδείχτηκαν ικανές να διαδραματίσουν πρωτεύοντα ρόλο όχι μόνο στη μεγαλόνησο αλλά και στο ελληνικό βασίλειο, το οποίο αποδείχτηκε ανέτοιμο από κάθε άποψη και πλευρά να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών και να διαχειρι¬ στεί, τουλάχιστον εθνικά, το Κρητικό Ζήτημα. Κάθε άλλη εκδοχή μοιάζει ουτοπία, φενάκη, άρ¬ νηση της πραγματικότητας και ... φιλολογία (στην κυριολεξία: λογοτεχνία). Η ιδεολογική προετοιμασία του επαναστατικού Κρητικού Αγώνα έχει τη ρίζα της τουλάχιστο στο 1770, στον Δασκαλογιάννη, και δεν εξαντλείται στις εξεγέρσεις και στα κινήματα που ακο­ λούθησαν ούτε ακόμη στα τέλη του 1913, όταν κρητικοί αγωνιστές επαναστάτες, ως εθελοντές πλέον, πήραν μέρος στους απελευθερωτικούς πολέμους του Έθνους. Οι εθελοντές και οι ριψοκίνδυνοι στην Κρήτη του 19ου αιώνα ανέδειξαν τις ελλείψεις που υπήρχαν τόσο στο στρατιωτικό επίπεδο όσο και στα τεράστια ελλείμματα μιας απαράδεκτης εθνι¬ κής πολιτικής απέναντι στους απεγνωσμένα αγωνιζόμενους Κρητικούς επαναστάτες. Πρέπει να

Πολιτικός Χάρτης της Ελλάδας (1850 ci.)


γίνει λόγος για μια άλλη οφειλόμενη τιμή στον επαναστατικό πολιτισμό του Garibaldi, στον εν­ θουσιασμό των Γαριβαλδινών, που αγωνίζονταν και σκοτώνονταν στην Κρήτη, στην Ήπειρο, στην Ελλάδα. Παράλληλα, με βάση τα έγγραφα εκείνων των στιγμών, γνωρίζουμε ότι οι οικογέ­ νειες που απελευθέρωσαν την Κρήτη υπέγραψαν τα ψηφίσματα των Γενικών Συνελεύσεων. Το προνοητικό επαναστατικό πνεύμα και ταυτόχρονα η γνησιότητα της Μεγάλης Κρητικής Επανά­ στασης εκφράστηκαν μέσα από την κορυφαία στιγμή της ανατίναξης της Μονής, από τον πυρπο­ λητή τον οποίο η νεότερη κρητική μυθολογία αποφάσισε να εξαφανίσει: η Μεγάλη Κρητική Επανάσταση, ως Ιστορία, γραφόταν, επισήμως τουλάχιστο, χωρίς τον ήρωα πυρπολητή.

Σταυρός ασημένιος με τον

Εσταυρωμένο.

Φυλακτό από ασήμι με ανάγλυφη παράσταση του Αγίου Γεωργίου.

Από τα προσωπικά αντικείμενα του Μανόλη Σκουλά.

Η Μεγάλη Κρητική Επανάσταση έχει τις αναλογίες της στον Αγώνα του 1821. Είναι η διεκδίκηση της Ελευθερίας, καθώς η οθωμανική κυριαρχία γινόταν καθημερινά όλο και περισσότερο απάν¬ θρωπη. Όταν ξέσπασε ο Μεγάλος Κρητικός Ξεσηκωμός κανείς δεν περίμενε ότι η ιστορική αλήθεια θα υποτασσόταν και θα εξαφανιζόταν μέσα στη δίνη των συμφερόντων και των σκοπιμοτήτων, σε άγονους τοπικισμούς και επικίνδυνες ανιστόρητες αντιλήψεις, που έχουν ωστόσο καθιερωθεί, πα¬ ραμερίζοντας, χωρίς βέβαια να μπορούν να απαλείψουν, την ιστορική αλήθεια. Μπορεί για δεκαετίες το σκοτάδι να κάλυπτε την αλήθεια, αλλά, παρ' όλα αυτά, δεν έλειπαν οι φωνές που προέβλεπαν το φως, αυτό που κάνει ορατές τις πραγματικότητες, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Πράγματι, αξίζει κανείς να στρέψει τις έρευνες και, χωρίς υπερβολή, όλες τις δυνάμεις του (και τις υλικές) προς την κατεύθυνση όχι μόνο της εύρεσης της αλήθειας, αλλά και της διάσωσης της αξιοπρέπειας και της παγίωσης της βεβαιότητας αξιών και πεποιθήσεων. Οι πραγματικές επα¬ ναστάσεις έχουν τις ρίζες τους σε ανεκτίμητες όσο και αθάνατες αρχές και αξίες, στο εθνικό, ηθικό και πνευματικό κεφάλαιο του τόπου, στην ανεξαρτησία, στην ελευθερία, στη δικαιοσύνη. Αιφνι¬ δίως, όταν κανείς αναφέρεται σε αυτού του τύπου, του μεγέθους και της αξίας ιστορικά γεγονότα, οι αιτίες, τα κίνητρα και οι λόγοι γίνονται προσωπικοί και ο πάντοτε δύσκολος διάλογος ανάμεσα στην Ιστορία και τη Δικαιοσύνη, όχι απλώς έχει τη δική του δυναμική, αλλά κυρίως αποκτά απο¬ φασιστική σημασία. Για όσους γνωρίζουν από δίκες, δικαστήρια και άλλους εντυπωσιακούς πα¬ ρόμοιους θεσμούς, η ιστορική ερμηνεία που ακολουθεί ισοδυναμεί με τα πρακτικά μιας δίκης που άργησε απελπιστικά να φτάσει στο ακροατήριο. Ο καλοπροαίρετος φιλίστορας αναγνώστης είναι βέβαιο ότι θα ήθελε οι ένοχοι να λογοδοτήσουν και να υποστούν σε αυτό το δικαστήριο της Ιστο¬ ρίας τις κυρώσεις που αναπόφευκτα θα επιβάλλονταν, όταν και εφόσον (και σε αυτές τις περι¬ πτώσεις) οι οικείες διατάξεις των θεσμών θα λειτουργούσαν.


Είναι αυτονόητο ότι η ιστορική ερμηνεία και γενικότερα η ιστοριογραφία δε λαμβάνει υπόψη καμμιά αντιδικία, γιατί στηρίζεται στα τεκμήρια εκείνων των κρίσιμων και γι' αυτό μεγάλων στιγ­ μών. Υπό αυτή την άποψη η ιστορική αλήθεια είναι μοναδική και μάλιστα μη ανατρέψιμη, όσο κι αν επιμελώς αποκρύπτεται. Έτσι αποκτά ιδιαίτερη σημασία η χρήση των αποδεικτικών στοι­ χείων, των πηγών, οι οποίες λειτουργούν de vivo, καθώς αναπαράγουν καταστάσεις και γεγονότα, που είναι υπό έρευνα, διαρκή αναζήτηση και κριτική αποτίμηση. Είναι επίσης αυτονόητο ότι δεν αναφερόμαστε πλέον σε ιστοριογραφικά πειράματα, όπως συνέβαινε και συμβαίνει τα τελευταία 150 χρόνια. Η αναγκαιότητα της μεταγραφής των χειρόγραφων μαρτυριών και των έντυπων πηγών της εποχής είναι το πρώτο στάδιο στο οποίο δεν επιτρέπονται διαστρεβλώσεις και δεν υπεισέρ¬ χονται σκοπιμότητες. Στην περίπτωση αυτή της αντιγραφής των μαρτυριών η κριτική των πηγών επιτρέπει την ανάδειξη των αποδεικτικών στοιχείων και μας παρέχει την ελευθερία να ακούσομε τις από δεκαετίες αποκλεισμένες φωνές της σιωπής. Αλλά η χρήση των αποδεικτικών στοιχείων δεν είναι και τόσο εύκολη υπόθεση. Ο ερευνητής πρέπει να τους δώσει φωνή, καθώς τα αναζητά στο σκοτεινό βάθος του παρελθόντος, να τα ανα¬ δείξει, να αποκαλύψει το πραγματικό γεγονός. «Οι πέντε δυσκολίες να γράψει κανείς την αλήθεια» του Μπρεχτ έχουν, mutatis mutandis, και σε αυτή την περίπτωση τη δική τους αξία. Σήμερα, πε¬ ρισσότερο από κάθε άλλη φορά, δεν αναφερόμαστε σε υποθέσεις εργασίας, όσο κι αν ενδιαφέρει η ποιότητά τους ούτε σε πολύπλοκες τεχνικές. Πρέπει να βεβαιώσουμε τον αναγνώστη ότι εξέλιπε ο κίνδυνος της ιστοριογραφικής πλάνης και σταθερά και σταδιακά, υπό την έννοια μιας κλίμακος ανόδου, αποκαλύπτονται οι διαστρεβλώσεις, οι σκοπιμότητες, οι παραμορφώσεις, οι διαστροφές, η κάθε είδους νόθευση, συγκάλυψη και αλχημεία. Όταν φθάνομε στα κρίσιμα σημεία, αυτά που όντως έχουν αποφασιστική σημασία, στην πραγματική ανάγνωση δηλαδή των τεκμηρίων ο Τιμό­ θεος Βενέρης, τότε μητροπολίτης Κρήτης, ο συγγραφέας της «χρυσής βίβλου» του Αρκαδίου, εν γνώσει του μας εξαπάτησε, με τη σκόπιμη διαστροφή του αληθινού, με τον στραγγαλισμό των πραγματικών γεγονότων. Σήμερα, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι υπήρχαν εκθέσεις, γραπτά και έντυπα αποδεικτικά στοιχεία, όχι απλώς ίχνη που απαιτούσαν διαπεραστικό βλέμμα και κριτική σκέψη. Οι γενικόλογες απόψεις του Τ. Βενέρη, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στο έργο του, τυπωμένο το 1940, στις παρα¬ μονές του μεγάλου πολέμου, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στο κρισιμότερο στάδιο της συγ¬ γραφής του υπέκυψε σε εκβιασμούς, χειραγωγήθηκε, με αποτέλεσμα όταν έφθασε στην κορυφαία

Το δακτυλίδι του Μανόλη

Σκουλά.


στιγμή της ανατίναξης της Μονής να κατασκευάσει μυθιστορία, μια απίθανη, φανταστική, θρυλική παράδοση, όπως του την υπέβαλαν ύπουλες και δόλιες δυνάμεις από το παρελθόν, τις οποίες δεν μπορούσε να αποφύγει. Αμέσως μετά την έκδοση του έργου «Τό Άρκάδι διά τών αιώνων», ο Ν.Β. Τωμαδάκης απο­ φάσισε, στη Βιβλιοκρισία του, που έμεινε από τότε ιστορική, να αποκαταστήσει τα πράγματα, να μιλήσει «εν ονόματι του Κρητικού λαού» και να στρέψει τις έρευνες προς τη σωστή κατεύθυνση. Το συλλογιστικό τερατούργημα του Βενέρη και όλων των προηγούμενων συγγραφέων που επι¬ χείρησαν να συγγράψουν το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου χωρίς τον πυρπολητή είχε ήδη αρχίσει να καταρρέει από το 1941. Στην όλη υπόθεση είχαν εμπλακεί, ατεκμηρίωτα, ένα συγκε¬ κριμένο πρόσωπο που ήταν και αυτό αγωνιστής και επαναστάτης, καθώς και ένα ολόκληρο χωριό, τόπος καταγωγής του ήρωα χωρίς να είναι αυτός ο πυρπολητής. Δεν υπάρχει γραπτή μαρτυρία ούτε έντυπη πηγή της εποχής που να αναφέρει ως πυρπολητή τον Κωνσταντίνο Γιαμπουδάκη από το Άδελε.

Μελοποιημένο ποίημα "La Captive " του Βίκτωρα Ουγκώ. Σημειωτέον ότι ο Γάλλος ποιητής ήταν από τους πρώτους που αναφέρθηκαν στην ολοκαύτωση της Μονής και την προέβαλε στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ως κορυφαίο γεγονός της εποχής του παραβάλλοντάς το, μάλιστα με την Έξοδο του Μεσολογγίου.

Ο Βίκτωρ Ουγκώ, με βάση τις πρώτες κατευθυνόμενες πληροφορίες, σε άρθρο του δημοσιευ­ μένο το 1867 στον ελληνόγλωσσο τύπο της Τεργέστης, απέδωσε την ανατίναξη της Μονής στον ηγούμενο Γαβριήλ. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εφημερίδες της Τεργέστης «Κλειώ» και «Νέα Ημέρα» είχαν συμπεριλάβει στις σελίδες τους ειδική στήλη αφιερωμένη στο Κρητικό Ζήτημα. Το 1881 ο ιατρός, τότε, Ιωσήφ Χατζιδάκης τύπωσε στην Ερμούπολη το έργο «Περιήγησις εις Κρήτην» στο οποίο αναφέρθηκε δύο φορές ονομαστικώς στον Κωνσταντίνο Γιαμπουλάκη [sic] που «είχε πυροβολήσει διά πιστόλας κατά τής πυρίτιδος». Το 1914 κυκλοφορούσε ακόμη δί¬ γλωσσο, ελληνικά και γαλλικά, επιστολικό δελτάριο το οποίο στην πρώτη όψη έφερε τη Μονή Αρκαδίου και τον ηγούμενο Γαβριήλ ως «άνατινάξαντα τήν Μονήν κατά τήν έπανάστασιν του 1866». Το 1929 ο Νικόστρατος Καλομενόπουλος, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων, κατέγραψε διαζευκτικά τρεις πυρπολητές: τον ηγούμενο, τον Κωνσταντίνο Γιαμπουδάκη, τον Εμμανουήλ Σκουλά. Το 1933 ο Π. Α. Αργυρόπουλος στο έργο του «Τό Όλοκαύτωμα τής Μονής τοΰ Αρκαδίου, πρός έθνικήν κατήχησιν», κατονόμασε ως πυρπολητή τον Κωνσταντίνο Γιαμπουδάκη, που «έξεκένωσε τήν πιστόλαν του πυροβολήσας εις τήν χαμαί χυμένην πυρίτιδα». Το δημοσίευμα αυτό του Π. Α. Αργυρόπουλου το υπουργείο παιδείας του 1939 αποφάσισε να συστήσει στους μαθητές των σχολείων «Μέσης και Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως». Τον επόμενο χρόνο δημοσιεύ¬ τηκε «Τό Άρκάδι διά τών αιώνων», όπως αναφέρθηκε, με τα γνωστά επακόλουθα.


Θεώρησα σκόπιμο τις νέες ειδήσεις, που είχα τη σπάνια τύχη να ανακαλύψω στη Μεγαλόνησο για την ανατίναξη της Μονής Αρκαδίου και του πυρπολητή Μανόλη Σκουλά, να ανακοινώσω στο ΙΑ' Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο, ώστε να γίνουν ευρύτερα γνωστές, γιατί φωτίζουν μια σκο­ τεινή πλευρά της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης των χρόνων 1866-1869 και αποκαθιστούν οριστικά την ιστορική αλήθεια. Επιτακτικώς προέβαλλε η ανάγκη από τη μια πλευρά της μετα¬ γραφής και του αναλυτικού σχολιασμού των νέων γραπτών μαρτυριών που ήρθαν πρόσφατα στην επιφάνεια, και από την άλλη, της εξήγησης και της ερμηνείας όλων εκείνων των λόγων και των αιτίων που εμπόδισαν την αποκάλυψή τους. Έχουν τη σημασία τους οι έξι απολύτως σχετικές με το θέμα μας στρατιωτικές εκθέσεις, πο­ λεμικές ανταποκρίσεις ή επιστολές του Γαριβαλδινού στρατιώτη εθελοντή Παναγιώτη Μουτσόπουλου προς το Σώμα των Γαριβαλδινών της Αθήνας.

Μικρό εγχειρίδιο (μαχαίρι) του Μανόλη καθημερινής χρήσης.

Σκουλά,

Η Ανταπόκριση του Γαριβαλδινού Στρατιώτη Παναγιώτη Μουτσόπουλου (15 Νοεμβρίου 1866).


οι ανταποκρίσεις 1. Δρακώνας Αποκορώνου 3 Νοεμβρίου 1866 Π ε ρ ί λ η ψ η.- Ο Γαριβαλδινός εθελοντής Στρατιώτης Π. Μουτσόπουλος αποστέλλει ανταπό­ κριση στην Αθήνα στον Γαριβαλδινό Γεώργιο. Τον πληροφορεί για τις τελευταίες δραματικές συγκρούσεις στην επαναστατημένη Κρήτη. Παράλληλα αποκαλύπτει τις δυσκολίες και τα αδιέ­ ξοδα της Επανάστασης σε συνάρτηση με τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Ασκεί δριμεία κριτική σε πρόσωπα και γεγονότα και περιγράφει λεηλασίες και συγκρούσεις που συντελέστηκαν τον τε¬ λευταίο καιρό. Χαρτί μέτριας ποιότητας, υποκίτρινο, χιλ. 275X198, μονόφυλλο. Το κείμενο είναι γραμμένο στην πρώτη σελίδα. Έν Δρακώνι Αποκορώνου τη 3 Νοεμβρίου 1866

Το φ1τ της Ανταπόκρισης του Π. Μουτσόπουλου (17 Νοεμβρίου 1866). Αποτελεί την πρώτη, ανεπί­ σημη, είδηση για την πυρπόληση της Μονής Αρ­ καδίου από τον Γαριβαλδινό Εμμανουήλ Σκουλά.

V I I Φίλτατε Γεώργιε Ό άγών τής Κρήτης μή ών αποτέλεσμα τής ανάγκης τοΰ λαοΰ και μή βασανισθής αρκούντως παρά τών άρχόντων ύπεστηρίζετο παρά τών Κρητών έφ' οσον ή ώρα τοΰ έτους τό έπέτρεπεν και τοΰ πολέμου ή τύχη έκλινεν ύπέρ ήμών' ήδη ομως όπότε ό άγών έλαβε τόν πρέποντα βαθμόν όπότε τά οπλα μας δέν εύνοοΰνται ύπό τής τύχης κατά τό μάλλον και ήτον όπότε έπήλθε καθ' ήμών βαρύς ό χειμώνας έγκαταλείφθη παρά τών 2/3 τής Κρήτης ό άγών ούτος ούτινος τό ήθικόν μεγαλειον εύάριθμοι τινές Κρήτες γινώσκουσι σάς γράφω καθαράν τήν άλήθειαν οτι οί Κρήτες κατά τό πλείστον έπολέμουν κατ' άρχάς διά τό πλιάτσικον και διότι δέν έπεφαίνοντο εισέτι τά δεινά τοΰ πολέμου κατά δεύτερον δέ λόγον έτίθετο τό «ύπέρ πίστεως και πατρίδος» άλλ' ήδη όπότε αί κακουχίαι οί έμπρησμοί και αί λεηλασίαι αύξάνουν κατά πάσαν ήμέραν άπαντες κατήλθον και προσεκύνησαν τό κράσπεδο τοΰ Μουσταφά πασά και μόλις ήμεις οί ξένοι και τινές άληθώς Κρήτες κρατοΰμεν μέ τά δόντια τήν Έπανάστασιν. Ούχ ήττον ομως έν τώ μέσω τής πτώ¬ σεως τοΰ άγώνος έχω νά σοί άναγγείλω και τινας νίκας. Τήν 12τρ. ό Χατζημιχάλης και Κριάρης κατελθόντες διά τοΰ Μελιδονίου έπέπεσαν κατά τοΰ έν Πιμαίοις έστρατοπεδευμένου Αιχθροΰ και τοσοΰτον γενναίως τόν προσέβαλλον ώστε έκινδύνευσε νά άρπάξωσι τήν Σημαίαν δύο συγγενείς τών άνω όπλαρχηγών οϊτινες και έπληγώθησαν, άλλά δυστυχώς ή έπελθοΰσα βροχή μάς άφήρεσε τήν νίκην διότι άπεχώρησαν οί Κρητικοί ώς μή δυνάμενοι νά πυροβολώσι έπωφεληθέντες οί Αιχθροί τής εύκαιρίας ταύτης άνήλθον μέχρι τοΰ Μελιδονίου οπου εύρόντες 12 Χριστιανούς κα-


θημένους άμέριμνα έσφαξαν ώς κριούς άπέστειλαν δέ άνά δύο λόχους δεξιόθεν και άριστερόθεν τοΰ Μελιδονίου μέ πρόθεσιν ϊνα κυκλώσωσι τούς ήμετέρους οϊτινες ώς έφθασαν διεσκορπίσθησαν' τοΰτο μαθόντες ήμεΐς έτρέξαμεν κατ' αύτών και ό μέν άνθυπ. V I I I Χαρ. Αναγνωστόπουλος μέ τινάς ξένους και Κρήτας πρός τό Μελιδόνιον έγώ δέ και ό κυρ. Γεώργιος OII Σαπουτζάκης και οί V I I I άνθυπ. Στουρνάρος, Παντόπουλος, Λιναρδόπουλος και τινες άλλοι ώς 15 άνδρες ήναγκάσαμεν τόν έχθρόν νά οπισθοχωρήση πρός τά κάτω. Τήν πρωίαν δέ τής αύτής ήμέρας γενναίοι τινές και έπιδέξιοι ποιήσαντες ένέδραν συνέλαβον ένα άραβα ύπολοχ. παρακολουθούμενον ύπό 7 άνδρών τόν όποιον παρέδωκαν εις τόν Κύριον Ζυμβρακάκην. Έξ αύτοΰ πληροφο­ ρούμεθα οτι τά τάγματα τών Αράβων εισίν λίαν άραιωμένα ένεκα τών θανάτων. Σάς άσπάζομαι όλοψύχως ό Σός Γαριβαλδινός Εθελοντής Στρατιώτης V I I Π. Μουτσόπουλος

2. Δρακώνας Αποκορώνου 5 Νοεμβρίου 1866 Π ε ρ ί λ η ψ η: Ο Π. Μουτσόπουλος αποστέλλει ανταπόκριση στον Γαριβαλδινό Γεώργιο στην Αθήνα. Ενημερώνει για τις τελευταίες κινήσεις των Τούρκων του Μουσταφά πασά, για τις μεθοδεύσεις και τις βαναυσότητες που συνόδευαν τις εξορμήσεις τους. Πληροφορεί ακόμη ότι το ατμόπλοιο του Παπαγιάννη μεταφέρει στην Κρήτη διάφορα πράγματα, ενώ, κατά τη γνώμη του, είναι προτιμότερη η αποστολή πυρίτιδας. Χαρτί μέτριας ποιότητας, υποκίτρινο, χιλ. 300Χ202, μονόφυλλο. Το κείμενο της αντα¬ πόκρισης είναι γραμμένο στην πρώττη σελίδα.

Έν Δρακώνι Αποκορώνου 5 Νοεμβρίου 1866 V I I I Φίλτατε Γεώργιε Ό Μουσταφά πασάς έπειγόμενος νά σβύση τήν Έπανάστασιν μετέρχεται πολιτικήν άλώπεκος περιποιούμενους τούς προσκυνούντας 'ΐνα σαγηνεύση πολλούς τοσαύτη είναι δέ ή πατρική του μέ­ ριμνα ώστε εις μερικάς οικογενείας έδωκε τά ύποζύγιά του ϊνα καταβιβάσωσι τά παιδιά των και τά ροΰχα των έκ τών Όρέων, ομως οί άλλοι Τοΰρκοι νά έπιδεικνύωσι τήν λύσσαν των και τό πρός

Γο p1v της Ανταπόκρισης του Π. Μουτσόπουλου (17 Νοεμβρίου

1866).


τούς Χριστιανούς πάθος. Οΰτω π.χ. πρό τινών ήμερών γυνή τις έκ Περιβολίου μέ τό δεκαετές παιδάριον έπορεύετο έκ Χανίων πρό τοΰ κάμπου, ταύτην άπαντήσας αίμοβόρος Τούρκος τό μέν παιδίον έσφαξεν αύτήν δέ έπλήγωσε βαρέως έννοεΐς δέ οτι παρά Όθωμανών δικαστών άνταμοιβήν μάλλον ή τιμωρίαν θά λάβη. Έμάθομεν οτι άτμόπλοιον τι του O// Παπαγιάννη θέλει άποβιβάσει εις Κρήτην φανέλλας, κουβέρτας, ύποκάμισα κτλ. τά τοιαύτα φίλτατε V// Γεώργιε εύχής έργον ήθελεν είσθαι έάν ήμποδίζοντο καθότι θέλουσι διαρπαχθή παρά τών άνθρώπων έκείνων οϊτινες πρώτοι προσεκύνησαν και κατέθεσαν τά οπλα, ώς συνέβη μέ τό άλευρον έν Σφακίοις. Έκ τοΰ όποίου οί Σφακιανοί διά ψυχικόν έκ τών 200 σάκκων μάς έδωκαν μόνον 6 !! τοσαύτη δέ είναι ή άσυνειδησία των ώστε κατήλθον και πάλιν οί ϊδιοι εις Άγίαν Ρουμέλην ϊνα λαφυραγωγήσωσι και τά έκεΐθεν άποβιβασθέντα πράγματα ώστε ολίγου δεΐν νά άνάψωσιν τουφέκι μετά τών ήμετέρων. Δι' ο καλόν είναι νά μή έξοδεύσετε τά χρήματα και στέλλετε άλλα πράγματα παρά πυρίτιδα, πετσί και παξιμάδι και ούδέν άλλον. Έθελοντής Στρατιώτης V I I I Γαριβαλδινός Παναγιώτης Μουτσόπουλος

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΥΠΟ Α.Ρ. ΡΑΓΚΑΒΗ, ΤΟΜΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ, ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1865. Σχ. 8ο, σ. 402. Το έντυπο προέρχεται από τη Βιβλιοθήκη του Ευ­ γένιου Ρίζου Ραγκαβή όπως αποδεικνύεται από το επικολλημένο Ex Libris στην εσωτερική σελίδα του εξωφύλλου και την ιδιόχειρη υπογραφή του Ευγέ­ νιου Ρίζου Ραγκαβή (Eugene Rizo - Rangabe). Στο κτητορικό σήμα «απεικονίζεται ό σταυρός άνάμεσα στα άρχικά γράμματα Ε.Ν.Τ.Ν. (έν τούτω νίκα), ένώ μια άσπίδα στηρίζεται στο στήθος τοΰ δικέφα­ λου άετοΰ, συμβόλου τής Βυζαντινής Αυτοκρατο­ ρίας», (Νίκος Γρηγοράκης, Ελληνικά Ex Libris, Αθήνα 1997 (έκδόσειςΔιάττων), σ. 27).

3. Σοματάς Κεραμεών 15 Νοεμβρίου 1866 Π ε ρ ί λ η ψ η.- Ο Π. Μουτσόπουλος αποστέλλει ανταπόκριση στον Γεώργιο σχετικά με τις τε­ λευταίες ώρες της πολιορκίας και την ανατίναξη της Μονής Αρκαδίου. Τον πληροφορεί ότι η ανά­ φλεξη της πυρίτιδας «έγένετο ύπό Γαριβαλδινοΰ» και περιγράφει σύντομα και περιεκτικά τα γεγονότα και τις κινήσεις των Τούρκων. Χαρτί μέτριας ποιότητας, υποκίτρινο, χιλ. 229Χ200, μονόφυλλο. Το κείμενο είναι γραμμένο στην πρώτη σελίδα. Έν Σοματά Κεραμεών 15 Νοεμβρίου 1866 V I I Φίλτατέ μοι Γεώργιε Περί Αρκαδίου πληροφορίαι' πριν ό τύραννος θραύση τήν πύλην τοΰ οχυρώματος έκείνου έπρότεινε τοΐς ήμετέροις νά παραδοθώσιν άλλ' Έκεΐνοι τώ άπήντησαν διά χαλάζης σφαιρών, άλλά και κατόπιν οτε εισήλθον τοΐς έπρότεινεν τρις τό αύτό και τήν τελευταίαν φοράν συγκατετέθησαν έπί τώ σκοπώ τοΰ νά προσελκύσωσιν οσους πλείστους Αιχθρούς πρός τό μέρος των ϊνα μετά τήν


άνάφλεξιν τής πυρίτιδος έξαγοράσωσιν ο τι άκριβώτερον τό αίμα των ώσπερ πραγματικώς και έγένετο ύπό Γαριβαλδινοΰ! Έκ τής προτεραίας είχον σχηματίσει δύο ύπονόμους γύρωθεν τών κελλίων άλλ' ή μία ή σπουδαιοτέρα άνετινάχθη μόνον ή άλλη δέν έκπυρσοκρότησεν και οΰτως εσώθη μέρος τών ήμετέρων πολεμιστών, τών γυναικοπαίδων, και ή έκεΐσε έδρεύουσα Έπιτροπή έξ ών λέγεται οτι μόνον ή Έπιτροπή διεσώθη δραπετεύσασα. Εις τό Μοναστήριον τοΰτο ύπήρχε διωρισμένος και φρούραρχος έκ τών ήμετέρων στρατιωτικών. Εις δέ τήν κατασκευήν τών ύπονόμων και τών άλλων άμυντικών έργων είς άνθυπασπιστής Ο Ι Ι ούτινος τό όνομα δέν ένθυμεΐται ό δίδων μοι τάς πλη¬ ροφορίας ταύτας. Ό πασάς μετά τήν καταστροφήν τοΰ Αρκαδίου, δέν έστάθη ούδέ τούς νεκρούς του νά θάψη άλλά έσπευσε πρός καταδίωξιν τοΰ Κορωναίου' άλλ' ούτος διαιρέσας τάς δυνάμεις του διεξέφυγεν μέ στρατήγημα τήν καταδίωξιν τοΰ πασά. Γαριβαλδινός Έθελοντής Στρατιώτης V I I Π. Μουτσόπουλος

4. Σοματάς Κεραμεών 17 Νοεμβρίου 1866 Π ε ρ ί λ η ψ η: Ο Π. Μουτσόπουλος αποστέλλει λεπτομερειακή ανταπόκριση - έκθεση στον Γα­ ριβαλδινό Γεώργιο (Σώμα Γαριβαλδινών) στην Αθήνα. Αναφέρεται στις κινήσεις του Μουσταφά πασά, του αρχηγού Ζυμβρακάκη και του Κορωναίου. Οι Τούρκοι, αφού κατέλαβαν την επαρχία Αποκορώνου, έστρεψαν την προσοχή τους στο Μοναστήρι του Αρκαδίου. Στη θέση αυτή υπήρχαν 212 οπλίτες «(κατά τάς έκεΐθεν προφορικάς πληροφορίας)» και 250 γυναικόπαιδα που πολεμούσαν δυο ημέρες «ώς λέοντες». Περιγράφει με λεπτομέρειες την πολιορκία της Μονής, την αντίσταση των επαναστατών και την ανατίναξη του Μοναστηριού από τον Γαριβαλδινό Εμμανουήλ Σκουλά. Παραλληλίζει την ολοκαύτωση του Αρκαδίου με την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης του Μεσο­ λογγίου από τον Καψάλη και την ολοκαύτωση της Μονής Σέκκου από τον Ολύμπιο στη Μολδα­ βία. Καταγράφει τις βαρβαρότητες των Τούρκων μετά την καταστροφή, τον τραγικό θάνατο του Έλληνα Αξιωματικού Δημακόπουλου, του οπλαρχηγού Κούβου, τη σφαγή εξήντα γυναικών και την παράδοση των παρθένων στους μπέηδες του Μουσταφά. Σημειώνει ότι ο αρχηγός Κορωναίος ήταν εκτός Αρκαδίου και είχε επαφές με τον Ζυμβρακάκη. Δεν παραλείπει να υπογραμμίσει ότι

CAROLISIGONII, DE REP. ATHENIENSIVM, LIBRIIIII, BONONIAE MDLXIIII (1564).Σχ. 8ο, φ. λευκό χ.α. + σ.8χ.α. + 236. Πρόκειται για το παλαιότερο αντίτυπο της Βιβλιοθήκης του Μανόλη Σκουλά.


«»ο φθόνος ήρξατο μεταξύ τών άρχηγών» και καταλήγει με την παρατήρηση «οταν γράφητε εις Έφημερίδας νά προσέχητε πολύ περί τής άληθείας τών ονομάτων». Χαρτί κακής ποιότητας, υποκίτρινο, χιλ. 325Χ205, δύο φύλλα. Το κείμενο είναι γραμμένο στις πρώτες σελίδες.

INSTITVTIONES IVRIS CIVILIS [Iustiniani], LVGDVNI [Λυών], MDLXXX (1580). Σχ. 16ο, σ. 18χ.α. + 992 + πιν. Α - B - C + φ. 2χ.α..

Έν Σοματά / Κεραμεών / τή 17 Νοεμβρίου 1866 Φίλτατέ μοι Γεώργιε Σώμα Γαριβαλδινών Αθήναι Και δευτέραν ήδη φοράν άναγκάζομαι νά έκτελέσω τήν έντολήν Σας έκθέτω σοι τά νέα μας' άλλά τήν φοράν ταύτην δέν θά μέ εΰρης τόσον ψυχρόν ώς πρότερον' διότι εύελπιστώ οτι ή έκθεσίς μου θέλει καταθέλξει τήν εύαίσθητον ύμών καρδίαν και θέλει παρέξει ΰλην εις τό ένθουν ύμών κονδύλιον. Γιγνώσκεις φίλτατε οτι μετά τήν μάχην τοΰ Βαφαί και εις τά Σφακιά ύποχώρησίν μας ό Μουσταφά πασάς έμελλεν νά εισβάλλη εις τήν Έπαρχίαν Σφακιών ϊνα μάς έκδιώξη και έκεΐθεν άλλά άφοΰ διά τών χρημάτων και τών ραδιουργιών καθυπέταξε τήν Έπαρχίαν ταύτην έστρεψεν τήν προσοχήν του κατά τοΰ τμήματος Ρεθύμνης οπου έστρατήγει ό Κ. Κορωναΐος άφήσας τήν ιδικήν μας καταδίωξιν εις τούς ιδίους Χριστιανούς Σφακιανούς οϊτινες πραγματικώς δι' έπισήμου έπιστο-λής των πρός τόν ήμέτερον άρχηγόν Ζυμβρακάκην τόν ειδοποίησαν νά άναχωρήσει έκ τοΰ Ασκύφου. Ό Μουσταφά πασάς λοιπόν, καταλαβών όλόκληρον τήν Έπαρχίαν Αποκορώνου δι' ολίγων δυνάμεων έξεκίνησε μέ τήν έπίλοιπον δύναμιν πρός τήν Ρέθυμνον οπου ένώσας τάς δυνάμεις του διέπραξε οτι και εις Αποκόρωνα πολλάς άψιμαχίας συνεκρότησεν ό Κορωναΐος πρός αύτόν έξ ών τινές μέν άπέβησαν ύπέρ τών Χριστιανών τινές δέ ύπέρ τών Τούρκων εις μιαν μάλιστα τούτων ήτις συνήφθη έξ άπροόπτου όπότε ό Κ. Κορωναΐος προσκληθείς παρά τοΰ Κυρ. Ζυμβρα­ κάκη ήρχετο μέ 250 άνδρας ϊνα βοηθήση τήν έκτέλεσιν μελετημένης τινός έπιθέσεως, έφονεύθησαν έως 6 ξένοι. Αλλ' ή προσοχή τοΰ Πασσά έστράφη πρός τό Μοναστήριον Αρκάδιον οπου έμελλε νά παρασταθεί τό λαμπρότατον άλλά συνάμα και θλιβερότατον δράμα τής Έπαναστάσεώς μας. Τήν θέσιν ταύτην ούσαν οχυράν ώς κτίσμα τών Ενετών είχε άποκαταστήσει ό Κ. Κορωναΐος κέντρον και άποθήκην τών τροφών και τών πολεμοφοδίων. Εις τήν θέσιν ταύτην ύπήρχον 212 τό ολον όπλΐται (κατά τάς έκεΐθεν προφορικάς πληροφορίας) και περί τά 250 γυναικό-παιδα οϊτινες περικυκλωθέντες ύπό τών Τούρκων έπολέμουν έπί 2 ήμέρας ώς λέοντες και διέδιδον τόν θάνατον εις τάς τάξεις τοΰ Αιχθροΰ' άναβαίνοντες μάλιστα εις τούς έπί τών έπάλξεων πύργους έρριπτον έκεΐθεν βαρέλια πυτίτιδος μέ άνημμένην θρυαλίδα και έφόνευον τούς έφορμώντας άπίστους. Έπί τέλους μετά πεισματώδη άντίστασιν οί Τοΰρκοι θραύσαντες τήν πύλην


εισήλθον εις τήν αύλήν τής Έκκλησίας άλλά και πάλιν οί γενναΐοι έκεΐνοι μαχηταί οχυρωθέντες έντός τών πέριξ έως 500 κελλίων έρριπτον σφοδρόν κατά τών Τούρκων πυροβολισμόν. Έπί 6 όλοκλήρους ώρας έξηκολούθη πεισματώδης άγών οστις κατά δεκάδες έστελλεν Τούρκους εις τόν Άδην' άλλά τέλος σώσαντες τόν μόλυβδον και μή καταδεχθέντες νά κλίνωσι γόνυ πρός Τούρκων άν και τρις τοΐς έπροτάθη νά παραδοθώσι οί γενναΐοι έκεΐνοι μάρτυρες κατέφυγον εις τήν πλέον ύψηλήν και τολμηράν άπόφασιν μετά τοΰ γενναίου Γαριβαλδινοΰ V I Έμμανουήλ Σκουλά έθεσεν πΰρ εις τήν έξ 70 βαρελίων πυριτιδοθήκην και οΰτως άνετινάχθησαν εις τόν άέρα ώς ήρωες μιμηθέντες ή νέαν έκδοσιν ποιήσαντες τών δραμάτων τών ένδόξων πατέρων ήμών τοΰ 1821 τοΰ μακαρίτου γέροντος Καψάλη λέγω έν Μεσολογγίω και τοΰ γενναίου όπλαρχηγοΰ Όλυμπίου έν Μολδαυΐα. Αιωνία των ή μνήμη !!. Έκ τών έκεΐθεν πληροφοριών μανθάνομεν έπίσης οτι ό άνθυπολ. Κ. Δημακόπουλος συλληφθείς αιχμάλωτος μετά 2 έτέρων μετά τήν έκπυρσοκρότησιν τοΰ γαριβαλδινοΰ V I έτουφεκίσθη διότι είπεν θαραλ-λέως οτι είναι Έλλην έκ τής Έλευθέρας Ελλάδος. Έπίσης ήχμαλωτίσθη και ό περί­ φημος όπλαρχηγός έκείνου τοΰ μέρους Κοΰβος, 60 δέ γυναΐκες διασωθεΐσαι μετά τήν καταστροφήν τοΰ Αρκαδίου κατεσφάγησαν έλεεινώς έξαιρέσει τών παρθένων άς ό τύραννος διένειμεν εις τούς περί αύτόν βέηδας. Ό Γενναΐος άρχηγός Κορωναΐος οστις κατά καλήν τής Πατρίδος ήμών τύχην ήτο έκτός τοΰ Αρκαδίου παρηνώχλη όπισθεν τόν Αιχθρόν άλλά μή έχων άρκετάς δυνάμεις ούδέν ήδυνήθη νά ώφελήση τούς Πολιουρκουμένους και μετά τήν καταστροφήν κατέφυγεν μέ τά λείψανα τών περί αύτόν Ξένων έως 40 εις Ασκύφου όπόθεν έγραψε πρός τόν άρχηγόν Κ. Ζυμβρακάκην ϊνα τώ άποστείλη τουλάχιστον 100 άνδρας πρός συνοδίαν του διότι ό δρόμος ήτον έπικίνδυνος άλλά φίλτατε άντί ... συνοδίας άπλοΰν γράμμα μόνο τώ άπέστειλεν. Είναι άληθές ομως οτι ό άρχηγός Ζ. έλλειπεν εϊς τι χωρίον 2 ώρας μακράν έντεΰθεν και άντεπροσωπεύετο παρά τοΰ άνθυπολ. Κυρ. Σουλιώτη γαριβαλδινοΰ V I I ' άλλά είναι έπίσης άληθές και μέ πόνον σοΰ τό γράφω οτι ό φθόνος ήρξατο μεταξύ τών Αρχηγών. Ό Κύριος Ζ. δέν δύναται πλέον νά άποκρύψη τό κατά τών λοιπών πάθος του λέγων φανερά και ειρωνικώς οτι έκαστος τών άλλων έρχεται ένταΰθα ϊνα γείνη Καραΐσκος ή Βότσαρης' άλλά άς μή σέ ψυχράνω μέ τά τοιαΰτα καθώς ήμεΐς έκ τής κακής συμπεριφοράς τοΰ ήμετέρου ... Ό Κορωναΐος ήδη διερχόμενος διά τών ορέων τών Σφακίων θέλει φθάσει εις Σέληνον. Σάς παρακαλώ οταν γράφητε εις Έφημερίδας νά προσέχητε πολύ περί τής άληθείας τών ονομάτων καθότι εύρίσκομεν τόν μπελάν μας. Γαριβαλδινός Στρατιώτης Έθελοντής V I Παναγιώτης Μουτσόπουλος

Η σ. τίτλου του δημοσιεύματος του Κων­ σταντίνου Αρμενοπούλου, Ή Έξάβιβλος, Αθήνα 1835.


Η σ. τίτλου του δημοσιεύματος του Lame Fleury, La Storia Greca, Φλωρεντία 1851.

5. Σοματάς Κεραμεών 19 Νοεμβρίου 1866 Π ε ρ ί λ η ψ η: Ο Π. Μουτσόπουλος αποστέλλει ανταπόκριση στον Γεώργιο (Γαριβαλδινό Σώμα) στην Αθήνα. Καταγράφει τα γεγονότα που συνέβησαν στο Καστέλλι Κισσάμου και συγ­ κρίνει την Επανάσταση με την εποχή του Ιμπραΐμ στην Πελοπόννησο. Εκφράζει την άποψη «φαί­ νεται δτι ή Ελλάδα ένεργεΐ κατάκτησιν έν Κρήτη» και ότι η Επανάσταση θα κρατήσει ώς τον Μάρτιο. Αναφέρεται στη γενναιότητα του οπλαρχηγού καπετάν Κριάρη «οστις όμοιάζει τοΰ ήμετέρου Κανάρη». Διασώζει πληροφορίες και ειδήσεις σχετικά με τον ανεφοδιασμό των επανα­ στατών, περιγράφει συμπλοκές με τον εχθρό και καταγράφει τις απώλειες. Χαρτί καλής ποιότητας, υποκίτρινο, χιλ. 210Χ340, μονόφυλλο. Το κείμενο της ανταπό¬ κρισης είναι γραμμένο στην πρώτη σελίδα. Έν Σοματά Κεραμεών 19 Νοεμβρίου 1866 Φίλτατέ μοι Γεώργιε! V I I Εις Καστέλλιον Κισσάμου ήκούομεν πρό 3 ήμερών βαθύν και άδιάκοπον πυροβολισμόν. Οί Τοΰρκοι έξερχόμενοι τοΰ φρουρίου συνάπτουσι συνεχώς μάχας πρός τούς ήμετέρους οϊτινες τούς άναγκάζωσι νά οπισθοχωρώσι πρός τό φρούριον, τό παρελθόν μάλιστα Σάββατον, τοσοΰτον έπλησιάσας εις τό φρούριον οί Χριστιανοί ώστε ήρπασαν τά ήνία και τινά ύποζύγια τών έξωθεν τών τειχών άροτριόντων Τούρκων. Ό Συνταγματάρχης Κυρ. Βυζάντιος ειδοποίησε τόν ήμέτρον οτι προσκληθείς παρά τών Κισσαμιτών άπέρχεται πρός κατασκόπευσιν τοΰ φρουρίου και ει δυ­ νατόν τό έκπορθήση και τώ άπήντησε νά άφήση τοιαύτας έπιχειρήσεις και νά έλθη πρός άντάμωσίν μας, άλλ' άντί νά έλθωσιν έκεΐθεν πηγαίνομεν ήμεΐς πρός τά έκεΐ και ό θεός βοηθός. Έάν θέλης νά μάθης εις ποΐον σημεΐον εύρίσκεται ήδη ή Έπανάστασις σοι γράφω οτι όμοιάζη τήν έν Πελοποννήσω έποχήν τοΰ Ίμπραΐμ πασά και τότε ώς και τώρα οί Χριστιανοί άποδειλιάσαντες ούδέν ένεργοΰσιν άπό κοινοΰ ούδέποτε συναθροίζονται και έάν ποτέ τοΰτο συμβεΐ διασκορπίζονται άμέσως άμα άποφασίσωμεν νά έκτεθώμεν εις μάχην' οπως νΰν έχωσι τά πράγματα φαίνεται οτι ή Ελλάς ένεργεΐ κατάκτησιν έν Κρήτη. Οί Μουτήδες μάς περιεκύκλωσαν και καταπροδίδουσι εις τόν πασάν άπασας τάς ένεργείας μας άφ' έτέρου δέ μάς κατακλέβουν τάς ζωοτροφίας και άρχίζομεν και πάλιν νά πεινώμεν. Χθές διενεμήθη εις τό στρατόπεδον V//o άνά 100 δράμια άλεύρου κρηθίνου εις έκαστον όπλίτη V/. Σήμερον δέ ούδόλως και είναι μεσηβρία. Ούχ ήττον ομως και μέ ολα ταΰτα τά κωλύματα μέ ολας τάς ραδιουργίας τών δειλών και τών τουρκοφίλων ή Έπανάστασις διατηρεΐται και θά διατηρηθή ϊσως και μέχρι Μαρτίου μία μάλιστα Έπαρχία είναι τοσοΰτον ένθουσιασμένη ύπέρ αύτής ώστε και αί γυναΐκες θά λάβωσι τά οπλα έν


άνάγκη, τό άγλάϊσμα τοΰτο τής Κρήτης είναι τό Σέληνον ή Έπαρχία αΰτη ού μόνον άφθόνους τροφάς άποθηκεύει διά τόν στρατόν άλλά και τούς άνδρας της στέλλει πανταχοΰ οπου ύπάρχει άνάγκη προεξάρχοντος τοΰ γενναίου αύτής οπλαρχηγοΰ Καπετάν Κριάρη οστις όμοιάζει τοΰ ήμετέρου Κανάρη κατά τε τήν άπλότητα τών ήθών και τό άτρόμητον τής καρδίας. Εις τήν Έπαρχίαν ταύτην οστις έξ ήμών άπέλθει δέν γνωρίζουσι πώς κάλλιον νά τόν περιποιηθώσι. Ένώ εις τάς άλλας έπαρχίας τρομάζει τις νά φάγη ολίγον ψωμί. Χθές τό έσπέρας άφίχθη πεζοδρόμος άγγέλων τήν άφιξιν άτμοπλοίου και τοΰ ύπολοχαγοΰ V/// Σαρατζόγλου Γαριβαλδινοΰ μέ 400 άνδρας μέ οπλα και τροφάς. 'Άν ταΰτα δέν διαρπαχθώσι κατά τήν άποβίβασιν θέλουσι μεγάλως ώφελήσει τήν Έπανάστασιν. Κατήλθον εις τόν άγώνα άσθενής ών και έμενον εις τό πλευρόν του μετά τοΰ Έπιλοχία VΟ Αξελοΰ άμα ήρχησε ή οπισθοχώρησις άλλά μετά τινά βήματα έπανακαθήσαμεν τον έβίασα νά σηκωθή διότι εϊχομεν έγκαταληφθή παρά τών Κρητών. Ένώ τόν έβίαζον νά σηκωθή έσηκώθη και στρέψαντες οπίσω εϊδαμεν εις άπόστασιν 10 βημάτων τούς τουρκαλβανούς μέ γυμνά ξίφη τήν στιγμήν ταύτην έλαβον τό έν πιστόλιον τό άλλο είχε χάσει ό Κ. Αξελός και έβαδίσαμεν δρομαίως εις μίαν άτραπόν οπου συνενούμεθα περί τούς 60 άνδρας. Εις τόν δρόμον τοΰτον έχασα τόν Πραΐδην και έκτοτε δέν τόν είδα πλέον. Φοβοΰμαι μήπως έπληγώθη καθ' όδόν και συνελήφθη ήμιθανής. Ό Δεκανεύς V// Αντ. Πατήχης είναι καλά έπίσης και ό Θεμιστ. Βούλγαρης μένουσιν ένταΰθα. Έθελοντής γαριβαλδινός V/ στρατιώτης Παναγιώτης Μουτσόπουλος 6. [Κρήτη] 12 Σεπτεμβρίου 1897 Π ε ρ ί λ η ψ η: ο Π. Μουτσόπουλος αποστέλλει ανταπόκριση στην Αθήνα. Αναλύει τα διπλωμα­ τικά γεγονότα της εποχής σε συνδυασμό με τις εξεγέρσεις στην Ήπειρο και τη θεσσαλία το 1854. Αναφέρεται στη Μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866, στο Διεθνές Δίκαιο, στη στάση των Με­ γάλων Δυνάμεων το 1878 και υπενθυμίζει τα ελληνικά αιτήματα στο Συνέδριο του Βερολίνου. Χαρτί μέτριας ποιότητας, ανοιχτό πράσινο, χιλ. 293Χ205, μονόφυλλο. Το κείμενο είναι γραμμένο και στις δύο σελίδες. Τή 12 Σεπτεμβρίου 1897 Κυβερνητική ένέργεια, ή δέ φιλελευθέρα Γαλλία άπροκαλύπτως άνέλαβε τήν προστασίαν τών

Η σ. τίτλ,ου της ΣυλΛογής Μέλισσα", Αθήνα 1860.

"Νομική


Η σ. τίτλου του δημοσιεύματος του F. GUIZOT, ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΑΝΑΤΙΚΗΣ ΠΟΙ­ ΝΗΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΝ ΕΠΟΨΙΝ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΥΠΟ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ Γ. ΖΩ­ ΓΡΑΦΟΥ, Αθήνα 1864. Σχ. 8ο, σ. 112.

οικείων τής Ελλάδος, ύπαγορεύουσα τάς πρός τάς διακοινώσεις τοΰ μακαρίτου Ούάϊς άπαντήσεις τής ήμετέρας Κυβερνή-σεως χωρίς νά προσέξη εις τήν βραδύτερον έπινοηθεΐσαν Εύρωπαϊκήν όμοφωνίαν, έν ονόματι τής όποίας, τά μεγαλείτερα άδικήματα και αί μεγαλείτεραι καταπιέσεις κατά τούς χρόνους τούτους διαπράττονται. Ό τ ε κατά τό έτος 1854 αί ύπόδουλοι έπαρχίαι Ηπείρου και Θεσσαλίας, ώφελούμεναι τοΰ Ρωσοτουρκικοΰ πολέμου, έξανέστησαν κατά τοΰ κατά-κτητοΰ, διεκδικοΰσαι τά έθνικά αύτών δι¬ καιώματα, ό δέ έλληνικός λαός, έπί κεφαλής έχων τούς έπιζώντας άνδρας τοΰ μεγάλου άγώνος, προσέ-τρεξε πρός βοήθειαν τών άγωνιζομένων άδελφών, ένώ συμμαχήσασαι αί δύο δυτικαί Μ. Δυνάμεις, έμάχοντο έν Κριμαία και Σεβαστουπόλει, ή έπίσημος Ελλάς δέν έλιποψύχησεν άπέναντι τής έπελθούσης κατοχής τών δύο έκείνων Δυνάμεων, άλλ' ύπεχώρησεν εις τήν ύλικήν βίαν, διατηρήσασα σεβαστά τά κυριαρχικά τής χώρας δικαιώματα, και συνομολογήσασα τήν μετά τής Τουρκίας συνθήκην τοΰ 1855, δι' ής όχι μόνον δέν έταπεινώθη άπέναντι τής πανισχύρου τότε Αύτοκρατορίας, άλλ' άπήλαυσε μεγάλα προνόμια και δικαιώματα ύπέρ τε τών έν Τουρκία Ελλήνων ύπηκόων και ύπέρ τών Χριστιανών. Έκτοτε δέ περί πολλοΰ ποιούμεναι αί τρεΐς προ­ στάτιδες Δυνάμεις τήν έν τή Ανατολή έξασφάλισιν τής Ειρήνης δέν διενοήθησαν νά άπειλήσωσιν, άλλά διά διπλωματικών φιλοφρονήσεων και ύποσχέσεων προσεπάθουν νά μετριάζωσι τόν Έθνικόν ήμών ένθουσιασμόν, πρός τόν όποΐον άπέδιδον τόν οφειλόμενον σεβασμόν άναγνωρίζουσαι τά έθνικά ήμών δίκαια. Τήν αύτή Διεθνή πολιτική έτήρησεν ή παντοδύναμος Εύρώπη πρός τήν Ελλάδα και κατά τήν έν Κρήτη έκραγεΐσαν έπανάστασιν τοΰ 1866 τήν όποίαν έκείνη έπί τρία ολα έτη άπροκαλύπτως ένίσχυε και έτροφοδότει και πρός τήν όποίαν τά πλοΐα τών Μ. Δυνάμεων παρέσχον πάσαν δυνατήν συνδρομήν ύπό τόν τύπον τής φιλανθρωπίας. Ή Ελλάς, έν πλήρη έλευθερία και ύπό ίδίαν εύθύνην ένεργοΰσα προσεπάθησε νά τηρήση τάς έκ τοΰ Διεθνοΰς δικαίου ύποχρεώσεις της, ή δέ Διπλωματία ώς νόμιμον και άνεπανάληπτον άνεγνώρισε τήν ένέργεια έκείνην ώστε ή Τουρκία διακόψασα έπί τέλους τάς διπλωματικάς σχέσεις δέν έτόλμησε νά προβή εις έχθροπραξίας, αϊτινες ήθελον θεωρηθή ώς άδικοι και έπικίνδυνοι. Τόν αύτόν σεβασμόν πρός τήν άνεξαρτησίαν τής Ελλάδος έτήρησαν αί Μ. Δυνάμεις και κατά τό 1878, οτε έπανάστασις έξερράγη έν Ήπείρω και Θεσσαλία προσπαθήσασαι να τύχωσι τής πρός περιστολήν τής έπαναστάσεως έκείνη συνδρομής τής Ελλάδος έπί τή ρητή ύποσχέσει τοΰ πρωθυπουργοΰ Βηκουρίλδ οτι θέλει τή έπιτραπή νά εισέλθη και ύποβάλη τά αιτήματά της ένώπιον τοΰ έν Βερολίνω συγκληθησομένου Συνεδρίου. Έκ τή Νήσου Κρήτης Π. Μουτσόπουλος


Δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες της εποχής, αντικειμενικές πηγές που να αναφέρουν ως πυρπο­ λητές της Μονής τον ηγούμενο Γαβριήλ και τον Κωνσταντίνο Γιαμπουδάκη. Καμμιά ακολουθία γεγονότων ούτε λογικές αποδείξεις μέσα στην πορεία των χρόνων δεν μπόρεσαν να αντικαταστή­ σουν την εγκυρότητα των εσωτερικών πηγών και των εξωγενών πραγματικών τεκμηρίων. Εξάλ­ λου, αποδείχτηκε ότι ήταν απολύτως αδύνατη η εξαφάνιση όχι τόσο των λογικών αποδείξεων όσο κυρίως των πραγματικών πειστηρίων, τεκμηρίων και πηγών. Οι φανταστικές βιογραφίες του Γα¬ βριήλ και του Γιαμπουδάκη ήταν αδύνατο να αντικαταστήσουν τα αυθεντικά τεκμήρια, όπως επί¬ σης ανεπιτυχής υπήρξε η άκρως επιμελημένη προσπάθεια να αναμειχθούν οι ηρωικές πράξεις με την έλλειψη των μαρτυριών. Στην περίπτωσή μας τα οποιαδήποτε σφάλματα, οι οποιεσδήποτε παραλείψεις, οι παραχαράξεις και οι διαστρεβλώσεις έχουν άμεσες και σοβαρές συνέπειες. Έχει και η Ιστορία το δικό της τρόπο να απαντά, να «εκδικείται», να αποκαθιστά την «καταδίκη» και να αναδεικνύει την αλήθεια, έστω κι αν έχουν περάσει 150 χρόνια από την ανατίναξη της Μονής. Όσα αναφέρθηκαν, ως σκοπιμό¬ τητες, παραλείψεις και άλλα ηχηρά παρόμοια, συγκροτούν ένα μέγιστο σφάλμα ιστορικών δια¬ στάσεων, το οποίο μπορεί και πρέπει, χωρίς άλλες καθυστερήσεις, να αποκατασταθεί.

Σχέδιο του Μανόλη Σκουλά που παραπέμπει στην Κρήτη, στην πρώτη σ. του πρώτου φύλλου στο τέλος του εντύπου (στο έργο JOSEPHMILNER, THE HISTORY OF CHURCH OF CHRIST, VOLUME THE FIRSTCONTAINING THE THREE FIRST CENTURIES, London 1816).

Γνωστό χαρακτικό (από την πλούσια Συλλογή που είχε συγκρο­ τήσει ο Μανόλης Σκουλάς, προκειμένου να χρησιμοποιήσει συγκεκριμένα διδακτικά μέσα στο έργο του. Πρβλ. Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα που είναι ακόμη στο Βρεττανικό Μουσείο).


Το Αρχείο και η Βιβλιοθήκη του Μανόλη Σκουλά

Το υπ'αριθμ. φ766 (20 Οκτωβρίου 1855) της εφ. The Illustrated London News.

Ο Μανόλης Σκουλάς είναι βέβαιο ότι είχε συγκροτήσει πλούσια Βιβλιοθήκη, έργο υπέρογκο και δυσανάλογο σε σχέση με την ηλικία του. Από τα έντυπα που έχουν διασωθεί, ώς τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές αριθμήσαμε πενήντα δύο εκδόσεις από το 1564 ώς το 1865, ποι­ κίλου περιεχομένου, οι οποίες εμφανίζουν ένα νέο άνθρωπο με πάρα πολλά ενδιαφέροντα εκτός από τα αμιγώς επαγγελματικά. Τα βιβλία του έχουν διάφορα σχήματα, ορισμένα από αυτά δηλώ¬ νουν τους προηγούμενους κατόχους και μας επιτρέπουν να κρίνουμε τον νέο επαναστάτη έστω και από αυτή τη μικρή βιβλιακή συλλογή που διασώθηκε. Πρόκειται για μια Βιβλιοθήκη την οποία μπορούμε να θεωρήσουμε διαρκή και αψευδή μαρτυρία, προκειμένου να συγκροτήσουμε την προσωπικότητα, όχι μόνο ενός Δημοδιδασκάλου, βιβλιόφιλου και φιλίστορα, αλλά κυρίως για έναν διανοούμενο που βρισκόταν στο ύψος των απαιτήσεων της εποχής του, που, όπως αποδεί¬ χτηκε, ήταν έτοιμος να αναλάβει ακόμη και τους πιο επικίνδυνους ρόλους, εφόσον επρόκειτο για την απελευθέρωση της Κρήτης. Αρκετά από τα βιβλία που κρατάμε στα χέρια μας περιέχουν σχό¬ λια, παρατηρήσεις και διάφορες σημειώσεις στα παράφυλλα, στα φύλλα του δεσίματος, στους τίτλους και στο περιθώριο. Ενδεικτικά, αναφέρω τη χειρόγραφη αφιέρωση του Menotti Caribaldi, πρωτότοκου γιου του διεθνούς επαναστάτη Giuseppe Garibaldi με τις φράσεις «insieme nella liberta, uniti alle battaglie» (μαζί στην ελευθερία, ενωμένοι στις μάχες). Michele Sartorio, Nuovo Vocabolario Greco Italiano, Μιλάνο 1852. Όλα τα βιβλία φέρουν τη σφραγίδα του Έμμανουήλ Σκουλά με την ιδιότητα του δημοδιδα­ σκάλου στο δημοτικό σχολείο της Σύρου και ορισμένα αυτή του επαναστάτη Γαριβαλδινού, που σημαίνει ότι είχαν αποκτηθεί μετά το 186, που είναι ο χρόνος της ένταξής του στο Γαριβαλδινό Σώμα. Σε ορισμένα δημοσιεύματα υπάρχει και η ιδιόχειρη υπογραφή του καθώς και μικρή απλή σφραγίδα με το αρχικό του ονόματός του και το επώνυμο. Τα χειρόγραφα σημειώματα και οι οποι­ εσδήποτε σημειώσεις και παρατηρήσεις του αποτελούν αντικείμενο ξεχωριστής μελέτης. Στο Αρ¬ χείο του υπάρχουν ήδη τέσσερις επιστολές γραμμένες σε ισάριθμα λυτά φύλλα, οι τρεις εκ των οποίων είναι χρονολογημένες. Σε άλλη αρχειακή κατηγορία κατατάξαμε τα προσωπικά του Ημε-


ρολόγια των κρίσιμων χρόνων 1864, 1865, 1866, (εκδ. Βενετίας, Έκ τής Ελληνικής Τυπογραφίας τοΰ Φοίνικος). Οι πληροφορίες και οι ειδήσεις των Ημερολογίων αποτελούν σημαντική συμβολή στην ιστορία της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης του πρώτου έτους 1866. Σε μια άλλη κατηγο­ ρία που την επέγραψα Έγγραφα, κατέταξα τις Περιλήψεις Ρωμαϊκοΰ Δικαίου, του έτους 1865, όταν ο Σκουλάς είχε αρχίσει να ενδιαφέρεται για τη συνέχιση των σπουδών του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Όθωνος. Στην ίδια κατηγορία συμπεριέλαβα τις χειρόγραφες σημειώσεις του Συνεσίου, Εις τόν Αύτοκράτορα Αρκάδιον, Περί Βασιλείας. Ιδιαίτερη αξία έχουν Τά Ιστορικά Σημειώματα του προξενικού πράκτορος Ρωσσίας Ρεθύμνης Γεωργίου Ζαχ. Σκουλούδη για τα οποία έγινε λόγος. Τέλος στο Αρχείο Τύπου ανακαλύφθηκαν ο πρώτος τόμος της εφ. "Ο Βρεττανικός Αστήρ" (Λονδίνο 1860) και τα φύλλα τεσσάρων εφημερίδων, (Έθνοφύλαξ, 6 Αύγούστου 1864 - Εύαγγελισμός, 29 Αύγούστου 1864 - Πρωινός Ταχυδρόμος, 5 Νοεμβρίου 1864 και Ή Νέα Γενεά, 24 Απριλίου 1865). Στο Αρχείο Τύπου συμπεριέλαβα τις ξενόγλωσσες εφημερίδες The Illustrated London News και L ' Univers Illustre. Ο Μανόλης Σκουλάς, όπως προκύπτει από τις χειρόγραφες σημειώσεις του στα πολυάριθμα φύλλα της εφημ. The Illustrated London News ασκούνταν στην κατασκευή και εκτύπωση χαρακτικών με οδηγό τις όντως περίτεχνες καλλιτεχνικές δημιουργίες του αγγλόγλωσσου περιοδικού. Από την πλουσιότατη συλλογή των φύλλων αυτών αποδεικνύεται ότι ο Μα­ νόλης Σκουλάς ήταν μανιώδης συλλέκτης και θαυμαστής της αγγλικής εφημερίδας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εφημερίδα The Illustrated London News αφιέρωσε ιδιαίτερο άρθρο για την Ανα­ τίναξη του Αρκαδίου με ειδικό χαρακτικό της ιστορικής Μονής (19 Ιανουαρίου 1867) Άλλη κατηγορία συνιστούν οι τυπωμένες καταγραφές των ορχηστρικών και φωνητικών μερών μουσικών έργων μεγάλων γνωστών συνθετών, σε παράλληλα πεντάγραμμα. Έχουν διασωθεί επί¬ σης και οι λυρικές ποιητικές ενότητες, ποιήματα μεγάλων ευρωπαίων λογοτεχνών, όπως του Βίκτωρα Ουγκώ. Ο Γάλλος ποιητής ήταν από τους πρώτους που αναφέρθηκαν στην ολοκαύτωση της Μονής και την προέβαλε στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ως κορυφαίο γεγονός της εποχής του παραβάλλοντάς το, μάλιστα με την Έξοδο του Μεσολογγίου.

Το υπ'αριθμ. φ421 (5 Απριλίου 1865) της εφ. L ' Univers Illustre.


Από: Τιμοθέου Μ. Βενέρη, Τό Αρκάδι διά τών Αιώνων, Αθήναι 1938 [=1940], σ. 370-371.


Η αναγκαιότητα της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης Όλες οι Κρητικές Επαναστάσεις συνδέονται με την κρητική κοινωνία, με το λαό της Κρήτης. Οι Κρητικοί είχαν συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα των διαρκών συγκρούσεων με τον οθω¬ μανό κατακτητή, είχαν απορρίψει την υποδούλωση και παράλληλα είχαν αποκτήσει επαναστατική συνείδηση, που συνεχώς εμπλουτιζόταν έτοιμη να γίνει επαναστατική πράξη. Ο κρητικός λαός ήταν μόνιμα συγκρουσιακός απέναντι στους κατακτητές και διέθετε αμείωτο επαναστατικό κύρος που ερχόταν από ένα μεγάλο βάθος χρόνου. Επρόκειτο για την επαναστατική του αρετή, η οποία ταυτιζόταν απόλυτα με ενεργητική επαναστατική θέληση που είχε ως άμεσο στόχο τη βίαιη και ολική ανατροπή της οθωμανικής κυριαρχίας. Όπως όλα τα μεγάλα επαναστατικά ρεύματα έτσι και η Μεγάλη Κρητική Επανάσταση επικράτησε μακροπρόθεσμα. Η απόλυτα εφικτή Κρητική Επανάσταση αποτυπώθηκε σε όλες τις εκδηλώσεις της κρητικής ζωής και όσο οι έρευνες συνεχί¬ ζονται οι αποκαλύψεις αποκτούν τη σημασία της αυτοψίας και της εξαντλητικής εξέτασης. Είναι γνωστό ότι τα χειρόγραφα, οι πηγές, ο τύπος της εποχής είναι διάσπαρτα σε όλη την Κρήτη και όχι μόνο στη Μεγαλόνησο. Η συστηματική αναζήτησή τους, η φροντίδα για τη συλλογή τους και προπαντός η αγάπη για τον μεγάλο Ανωγειανό διανοούμενο επαναστάτη είναι τα ισχυρά κίνητρα που κάθε φορά μας αποζημιώνουν, καθώς ανακαλύπτουμε και κρατάμε στα χέρια μας ό,τι πολύτιμο εκείνος χρησιμοποιούσε. Ίσως πρέπει να σημειωθεί ότι είμαστε στην ευχάριστη θέση να προσεγγίσουμε τη Μεγάλη Κρητική Επανάσταση και από άλλες πηγές, όχι μόνο από τα ευρωπαϊκά αρχεία αλλά και από τις επίσημες οθωμανικές μαρτυρίες εκείνων των δραματικών χρόνων. Ήδη οι έρευνες είχαν προχωρήσει από καιρό με την αναζήτηση ελληνικών και ευρωπαϊ­ κών πηγών σχετικά με τη δράση των Γαριβαλδινών στην Κρήτη. Έχει τη δική του αξία ακόμη και το δημοτικό τραγούδι που διαδίδεται και διαχέεται μέσα στη ροή του χρόνου. Άλλοτε διευρύνεται και κάποτε γίνεται περιεκτικό, σύντομο, χωρίς να απολέσει το νόημά του και να χάσει την αλήθεια, την ώρα μάλιστα που όλοι την αποκρύπτουν. Οι κρητικές μαντινάδες ανώνυμων και επώνυμων λαϊκών τραγουδιστών «ανέλαβαν» να διασώσουν με τον δικό τους τρόπο τις κρυμμένες πραγματικότητες. Ακόμη αντηχούν, όχι μόνο στα Ανώγεια, αλλά σε όλη την Κρήτη, τα γνωστά κρητικά δίστιχα, όπως αυτά που διασώζει και επαναλαμβάνει με κάποια πίκρα ίσως, αλλά με πάθος, ο σύγχρονος Ανωγειανός Κανάρης, γιατί γνωρίζει την αλήθεια:


Άλλος κεντάει τον τσεπανέ κι άλλος τη δόξα παίρνει, μα δεν υπάρχει μυστικό στα φόρα να μη βγαίνει. Φεγγάρι απού 'σαι στα ψηλά κ' ήσουν κι αυτό το βράδυ πε μας ποιος είναι από τσοι δυο που κέντησε τ' Αρκάδι. Είναι υπό αναζήτηση οι σχέσεις της δικαιοσύνης και της ιστορίας, οι οποίες, όχι λίγες φορές φαίνεται να μοιάζουν πολύπλοκες, δυσδιάκριτες και, ενδεχομένως, μη αναγνωρίσιμες. Ωστόσο και οι δύο επιστήμες χρησιμοποιούν, ασχολούνται και αξιολογούν κοινά αποδεικτικά στοιχεία όπως είναι τα τεκμήρια, οι πηγές και όχι λίγες φορές ενδείξεις ακόμη και προφορικές εκθέσεις. Οι σημερινές πραγματικότητες δεν ευνοούν την Ιστορία, τη διδασκαλία, την έρευνα, την πρό­ σβαση σε σύνθετες και επικίνδυνες ιστορικές έννοιες. Ιδιαίτερα η Τοπική Ιστορία έχει πάψει προ πολλού να είναι αντικείμενο πραγματικού ενδιαφέροντος από την επίσημη πολιτεία. Δημιουργείται βάσιμα η εντύπωση ότι η καλλιέργεια της ιστορικής συνείδησης δεν είναι στις προτεραιότητες των κρατούντων. Εκατόν πενήντα χρόνια μετά την ολοκαύτωση της Μονής οι επετειακές εκδηλώσεις πρέπει να γίνουν μέσα στη Μονή Αρκαδίου και εκεί να τιμηθεί, όπως του πρέπει και του αξίζει, ο αληθινός πυρπολητής. Στα Ανώγεια, στην ιδιαίτερη πατρίδα του Μανόλη Σκουλά, ο ζωγραφικός πίνακας του Ανδρέα Βλαχάκη μπορεί να αναπαραχθεί από αναγνωρισμένο γλύπτη καλλιτέχνη ή καλλιτέ­ χνες, κατά προτίμηση από την Κρήτη, ως έργο γλυπτικό (ανάγλυφη δημιουργία) στις διαστάσεις της απλής φωτομηχανικής αποτύπωσης του πίνακα, που μονίμως υπάρχει και προβάλλεται στην πυριτιδαποθήκη της Μονής Αρκαδίου. Εννοείται ότι τα σχολικά εγχειρίδια δεν είναι δυνατό να διανέμονται στους μαθητές με τα «λάθη» και τις υποτιθέμενες αβλεψίες και αστοχίες που προσβάλλουν την τοπική κοινωνία, το απαιτητικό αντικείμενο της Ιστορίας, την ιστορική εκπαίδευση και τον πολιτισμό. Ο Εμμανουήλ Σκουλάς δημοδιδάσκαλος, γαριβαλδινός, όπως ο ίδιος υπέγραφε στα χειρόγραφα και στα βιβλία του, είναι ζωντανός στις μαρτυρίες των συγχρόνων του, στα προσφιλή του αντι¬ κείμενα, στα όπλα του και κινείται ανάμεσά μας διαχρονικός και επίκαιρος για να τονίζει την ανα¬ γκαιότητα της συνάρθρωσης, της Παιδείας με την Επανάσταση και την Αντίσταση. Η σφραγίδα της Επαναστατικής "ΓενικήςΣυνελεύσεως τών Κρητών 1866".

Για τα εκατόν πενήντα χρόνια της ανατίναξης της Μονής ετοιμάζεται ειδική επετειακή

έκδοση.


Χρύσα Δαμιανάκη Καθηγήτρια Ιστορίας της Σέχνης Πανεπιστήμιο του ΢αλέντο (Ιταλίας)

Η Συγγραφή του «Βίου του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκη» από τον Όσιο Παΐσιο τον Αγιορείτη

Αφιερώνεται στους μακάριους γονείς μου Γεώργιο και Αριάδνη Δαμιανάκη, στον παππού μου Μιχαήλ Μαρκουλάκη, δάσκαλο, και στον προπάππου μου Γεώργιο Καργιώτη, ιερέα του Οροπεδίου Λασιθίου.

Η συγγραφή του έργου Ο άγιος Παΐσιος άρχισε να συλλέγει υλικό για τη συγγραφή του Βίου του Αγίου και αναδόχου του Αρσενίου από το 1964, όταν μόναζε στην Ιβηρίτικη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου στο Άγιον Όρος, εδραιώνοντας την αναφορά του σε προφορικές αλλά έγκυρες μαρτυρίες, και φέρνοντας στο φως για πρώτη φορά το βίο και την πολιτεία ενός μεγάλου τέκνου της αγιοτόκου Καππαδοκίας, και άξιου συνεχιστή της πνευματικής παράδοσης των Καππαδοκών Πατέρων– του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, του Γρηγορίου Νύσσης, του Γρηγορίου του Θαυματουργού, του Αμφιλόχιου επισκόπου Ικονίου, και τόσων άλλων– οι οποίοι θεμελίωσαν τους κανόνες του κοινοβιακού μοναχισμού και γενικά την πνευματική παράδοση της Καππαδοκίας. Ο ιερομόναχος Αρσένιος ο Καππαδόκης (κατά κόσμον Θεόδωρος) γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας, μια κωμόπολη στο εσωτερικό της Τουρκίας, το 1841. Ως μοναχός είχε πάρει το όνομα του Ησυχαστή Αγίου Αρσενίου του Μεγάλου (4ου αιώνα), αλλά ενώ ετούτος λάτρεψε την «αργίαν της ησυχίας»1 της αιγυπτιακής ερήμου όπου άγιασε, ο Αρσένιος ο Καππαδόκης, κατά θεία βούληση, χαριτώθηκε υπηρετώντας τον άνθρωπο, χωρίς να παραμελήσει ποτέ τον κανόνα της αυστηρής ασκητικής ζωής, σύμφωνα με τον οποίο πολιτεύονται οι αγωνιστές μοναχοί που ποθούν τη θέωση. Πέθανε το 1924 σε ηλικία ογδοντατριών ετών και το 1986(εξήντα δύο χρόνια από την εκδημία του), η Ορθόδοξη Εκκλησία, επί ιερατείας του Πατριάρχη Δημητρίου, τον κατέταξε στη Αββά Ισαάκ του Σύρου, Λόγος κγ΄ «Περί αγάπης Του Θεού και υποταγής της εν αυτώ αναπαύσεως». 1


χορεία των αγίων. Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 10 Νοεμβρίου. Μια μονή στην Ορμύλια της Χαλκιδικής, και μια εκκλησία στο Ιερό γυναικείο Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης, τιμώνται στη μνήμη του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκη. Και τα δύο αφιερώθηκαν με προτροπή του οσίου Παϊσίου το 1986 και 1987 αντίστοιχα. Στην αγιοκατάταξη του Αγίου Αρσενίου είχε συντείνει αναμφίβολα και ο Βίος του από το πνευματικό τέκνο του και βαφτισιμιό, τον Παΐσιο, τον οποίον ο άγιος είχε βαφτίσει το 1924, λίγο πριν οι Φαρασιώτες εκδιωχθούν από την πατρίδα τους και καταφύγουν στην Ελλάδα, δίνοντάς του το δικό του όνομα, και ευχόμενος όπως ο νεοφώτιστος ακολουθήσει τον αγγελικό βίο, ευχή που εισακούστηκε από τον Θεό. Ό Αρσένιος, και μετέπειτα Παΐσιος (Φάρασα Καπαδοκίας 1924–Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου Θεολόγου, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1994), έθεσε ως έναν από τους πνευματικούς στόχους του την αποκάλυψη του βίου και των θαυμάτων του αναδόχου και συμπατριώτη του Αγίου Αρσενίου, που ως τότε ήταν άγνωστος στην Ελλάδα. Άρχισε προς τούτο να συλλέγει με αξιοθαύμαστο ζήλο και συνέπεια πληροφορίες για τον βίο του αγίου στα Φάρασα της Καππαδοκίας (όπου ο άγιος έζησε σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του), από τους συμπατριώτες του Φαρασιώτες, που μετά το 1924 διαβίωναν διασκορπισμένοι στην Ελλάδα. Διωγμένοι από τις πατρογονικές τους εστίες, καθώς όλοι οι Μικρασιάτες Έλληνες,2και διασκορπισμένοι σε διάφορα μέρη,– κυρίως της βορείου Ελλάδας–, οι Φαρασιώτες υπέμειναν τη βάσανο του ξεριζωμού από την πάτρια γή, διατηρώντας όμως άσβηστη στη καρδιά τους την ανάμνηση του ευλογημένου τόπου τους, και τη μνήμη του Αγίου Αρσενίου, του «Χατζεφεντή», όπως τον έλεγαν, που υπήρξε επί πενήντα-πέντε χρόνια εφημέριος τους, αλλά και δάσκαλος των ελληνικών γραμμάτων, και γιατρός τους με τη χάρη της Παναγίας Τριάδος. Μια ομάδα προσφύγων του ξεριζωμού εκείνου του 1924, μαζί με τον Άγιο Αρσένιο, είχε φιλοξενηθεί προσωρινά στη Κέρκυρα, και εκεί ο άγιος απέθανε, καθώς το είχε προβλέψει, τον ίδιο χρόνο. To 1958 ο Παΐσιος πήγε στη Κέρκυρα,3 και έκανε την ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου

Μετά τη γενεοκτονία των Ελλήνων του Πόντου από τους Τούρκους, και την υποχώρηση του ελληνικού στρατού από την Μικρά Ασία, αποφασίστηκε η ανταλλαγή των πληθυσμών και υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάνης την24η Ιουλίου 1923 από Έλληνες και Τούρκους. Κατά τη Σύμβαση αυτή η ανταλλαγή δεν ήταν πλέον εκούσια και ελεύθερη αλλά υποχρεωτική. Έτσι οι Έλληνες της Μικράς Ασίας εκδιώχθηκαν από την προαιώνια γη τους, και κατέφυγαν την Ελλάδα, και οι Τούρκοι της Ελλάδας μετοίκισαν στην Τουρκία. 3Το 2010, όταν βρέθηκα στη Κέρκυρα για έρευνα στο Mητροπολιτικό Aρχείο Κερκύρας, είχα την ευλογία να προσκυνήσω στο παρεκκλήσιο του Μητροπολιτικού μεγάρου τα λίγα λείψανα του Αγίου Αρσενίου που είχαν μείνει στο τάφο του. Ήταν ερμητικά κλεισμένα σε μια μικρή γυάλινη λειψανοθήκη, τοποθετημένη πάνω σε μια μικρή αγία 2


Αρσενίου, μεταφέροντάς τα στη Μονή Στομίου του Γενεθλίου της Θεοτόκου στη Κόνιτσα (Ηπείρου) όπου μόναζε4. Το 1970, όταν κτίστηκε το Ιερό γυναικείο Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου Θεολόγου στη Σουρωτή (Θεσσαλονίκης) με δική του μεσολάβηση και μέριμνα, ο Άγιος τα μετέφερε εκεί. Έκτοτε, η χαριτόβρυτη κάρα και τα λείψανα του Αγίου Αρσενίου θησαυρίζονται στο Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου Θεολόγου, μάλιστα στην εκκλησία που οικοδομήθηκε προς τιμήν του το 1987 εντός της μονής, και επιτελούν πολλά θαύματα.5 Η πρώτη γραφή του Βίου του Αγίου Αρσενίου ολοκληρώθηκε το 1971. Τότε ο όσιος Παΐσιος παρέδωσε το κείμενο στον ηγούμενο της μονής Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους στην οποία μόναζε, αλλά δεν το εξέδωσε γιατί τη χρονιά εκείνη τον επισκέφθηκε για δεύτερη φορά ο Άγιος Αρσένιος σε εκείνο το όραμα της 29ης Μαρτίου (ημέρα μνήμης των Αγίων Ιωνά και Βαραχησίου),6 που διαβάζουμε στον Βίο.7 Η ιερή σημασία του οράματος, αλλά κυρίως η ίδια η παρουσία του αγίου και πνευματικού του Πατέρα, πλήρωσε τη καρδιά του οσίου Παϊσίου με την ανεκλάλητη χαρά του Παραδείσου. Ο άγιος διαβεβαίωσε τον όσιο Παΐσιο ότι «κατοικεί» στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου Θεολόγου(όπου βρίσκονταν τα λείψανά του), και τον εμψύχωσε στον πνευματικό του αγώνα. Ενδυναμωμένος από τράπεζα στο παρεκκλήσιο του Μητροπολιτικού μεγάρου. Θα μου μείνει αλησμόνητη η δυνατή εκείνη ευωδία που ανάδιναν τα λείψανα του Καππαδόκη αγίου! 4 Αν και αγιορείτης μοναχός, ο όσιος μετέβει εκεί προσωρινά, κατά βούληση της Θεοτόκου, αποδυόμενος στο έργο της αναστήλωσης της καμμένης και ερειπωμένης από τους Γερμανούς μονής, και βοηθώντας με αυτοθυσία τους κατοίκους της δεύτερης πατρίδας του, της Κόνιτσας, στην οποία είχαν εγκατασταθεί οι πρόσφυγες γονείς και τα αδέλφια του. Αποτιμώντας το έργο του στη Κόνιτσα, ο όσιος είπε αργότερα ότι η Θεοτόκος τον είχε οδηγήσει εκεί για να αναλάβει όχι μόνο την αναστήλωση της μονής της, αλλά και την επιστροφή στην Ορθοδοξία ογδόντα οικογενειών που είχαν προση-λυτισθεί από προτεστάντες: βλ. Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου Λόγοι, τόμ. Β΄. Πνευματική Αφύπνιση. Ιερόν Ησυχαστήριον ‚Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος‛, Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2009, σελ. 256. 5Ιερόν Ησυχαστήριον “Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος”, Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2010, σελ. 45-52. 6 Πολιούχοι των Φαράσων, στους οποίους ήταν αφιερωμένος ο ενοριακός ναός όπου λειτουργούσε ο Άγιος Αρσένιος. 7 Στο Βίο του οσίου Παΐσιου διαβάζουμε ότι τον είχε επισκεφθεί και ο ίδιος ο Χριστός, καθώς και η Αγία Ευφημία. Τα οράματα αυτά ήταν αναμφίβολα ενίσχυση ύψιστου κύρους για τον άξιο αγωνιστή του Θεού. Διαβάζουμε: «Εκεί *στο καλύβι του, κοντά στη Μονή Σταυρονικήτα+ δέχθηκε την επίσκεψη της Αγίας Ευφημίας, η οποία τον γέμησε με ουράνια ευφροσύνη. Εκεί είδε *δεύτερη φορά+ τον Χριστό και αλλοιωμένος από το άρρητο κάλλος Του έγραψε σε επιστολή του: «Θα άξιζε να κάνη κανείς, εάν μπορούσε, όλους τους αγώνες που έκαναν όλοι οι ασκητές από τον πρώτο αιώνα μέχρι τον εικοστό, για να δή τον Χριστό, όχι για πάντα στον Παράδεισο, αλλά έστω για ένα λεπτό»: βλ. Ιερόν Ησυχαστήριον Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, ὀπ. πρ., σελ., 53-55, 161-62. Το πρώτο όραμα με τον Χριστό είχε στη Κόνιτσα, στο εξωκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, όταν ήταν μικρός: βλ. Ιερόν Ησυχαστήριον...,όπ. πρ., σελ. 151-52.


την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, και έχοντας λάβει το χάρισμα της μαρτυρίας της «υποστατικής αιωνιότητας» του αγίου του «εν τω Θεώ»,8 ο Παλιός άρχισε να συλλέγει πιο συστηματικά πληροφορίες για το βίο του, εμπλουτίζοντας το αρχικό κείμενο με περισσότερες μαρτυρίες και θαύματα. Το 1975 το κείμενο είχε εκλάβει την οριστική μορφή και τυπώθηκε. Το βιβλίο αγαπήθηκε ιδιαίτερα στην Ελλάδα, και μέχρι τώρα έχει γνωρίσει τριάντα επανεκδόσεις. Η ευρεία διάδωση, αλλά κυρίως η αγάπη με την οποία περιέβαλε το ορθόδοξο αναγνωστικό κοινό παγκοσμίως το βιβλίο αυτό, οδήγησε τις μοναχές του Ησυχαστηρίου Αγίου Ιωάννου Θεολόγου, και πνευματικά τέκνα του οσίου Παϊσίου, να προβούν σε μεταφράσεις του έργου του. Το ίδιο έχουν κάνει και για τα άλλα βιβλία του, Αγιορείται Πατέρες και αγιορείτικα (1993),Ο Γέρων Χατζή-Γιώργης ο Αθωνίτης (18091886), (1986) και Επιστολές (1999), τα οποία έχουν ήδη μεταφραστεί σε αρκετές ξένες γλώσσες. Ο βίος και τα θαύματα εν ζωή και μετά θάνατον του ιδίου του οσίου Παϊσίου έχουν καταγραφεί σε περισσότερα από δέκα βιβλία από συναθλητές του μοναχούς αγιορείτες και ιερωμένους, καθώς και από λαϊκούς που τον γνώρισαν και ενστερνίστηκαν τις νουθεσίες του. Συνάμα, οι μοναχές του Ιερού Ησυχαστηρίου Αγίου Ιωάννου Θεολόγου έχουν εκδόσει ως σήμερα πέντε τόμους, περισώνοντας τις υποθήκες του οσίου Παϊσίου προς τις ίδιες, αλλά και προς όλους όσους τον επισκέπτονταν στο Ησυχαστήριο ζητώντας τις συμβουλές του. Πρόκειται για εξαιρετικά πολύτιμες διδαχές, διατυπωμένες και αυτές, καθώς ο Βίος του Αγίου Αρσενίου, σε απέριττη γλώσσα, επειδή αποβλέπουν στο να παιδεύσουν τους ανθρώπους όχι με φιλοσοφικά διανοήματα, αλλά με απλές, πατρικές νουθεσίες, αντλημένες από την ορθόδοξη βιωματική θεολογία των ασκητών Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά και από προσωπικά βιώματα.9Συνάμα, οι νουθεσίες του οσίου Παϊσίου φανερώνουν όχι Γράφει ο όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ: «Η πραγματική ένωσις εν Πνεύματι Αγίω μετά των ψυχών των ανθρώπων, των προσφάτως ή προ πολλών αιώνων κεκοιμημένων, μαρτυροί περί της υποστατικής αυτών αιωνιότητος εν τω Θεώ ημών. Η συνάντησης της αγάπης ημών μετά της αγάπης εκείνων, τους οποίους έχομεν κατά νούν εν καιρώ της προσευχής, ‚μεταδίδει ημίν χάρισμα πνευματικόν εις το στηριχθήναι ημάς‛ (πρβλ. Παύλου, Πρός Ρωμαίους, 11, 12)»: Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου Ζαχάρωφ, Περί Προσευχής, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας, 1993, σελ.222. 9Οι λόγοι του οσίου Παϊσίου είναι καρποί όχι ψυχολογικών και θεωρητικών διανοημάτων που στερούνται βιωματική πείρας, αλλά υπαρξιακών και ασκητικών βιωμάτων, ομόλογων προς τους κανόνες της Ορθόδοξης πίστης(βλ., λόγου χάρη, Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου Λόγοι, τόμοι Β΄, Γ΄, και Ε΄, Ιερόν Ησυχαστήριον ‚Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος‛, Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2009, 2012, 2007 αντίστοιχα). Ο μακαριστός Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος του Έσσεξ διαχωρίζει την εμπειρική θεολογία του Ορθοδόξου δόγματος, από την σχολαστική θεολογία της δύσης ως εξής: «Υπάρχουν δύο είδη θεολογίας το έν –ευρέως γνωστόν κατά τους παρελθόντας αιώνας– είναι η επαγγελματική καθέδρα του πολύμαθούς, το άλλο η σταύρωσις μετά του Χριστού *...+. Το πρώτον είδος είναι προσιτόν εις το πλήθος των διανοητικώς πεπροικισμένων ανθρώπων, των προτιμώντων την φιλοσο8


μόνο την πλήρη γνώση, αλλά και την ψυχική συμμετοχή που είχε στα ηθικά, ψυχολογικά και κοινωνικά προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου.10Και με τις αρετές της διάκρισης και της διορατικότητας που είχε αποκτήσει –καρποί του πληρώματος της θείας φώτισης –, προέτρεπε πάντα προς τις σωτηριώδεις εκείνες δοκιμασίες που διανοίγουν την οδό προς την θέωση. Δικαίως οι αδελφές του Ησυχαστηρίου έχουν αποδυθεί στην προσπάθεια της διάδοσης των λόγων του, μεταφράζοντάς τα έργα του σε ξένες γλώσσες. Ως προσκυνητές του Ιερού Ησυχαστηρίου του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η Γερόντισσα Φιλοθέη, με όλη την αδελφότητα, συντηρούν με μεγάλη ευλάβεια τη μνήμη των δύο Καππαδοκών Πατέρων, των τελευταίων ίσως οσίων της αγιοτόκου Καππαδοκίας. Στο μοναστήρι τους διανεύουν δύο πνεύματα γνήσιων θησαυροφυλάκων της Ορθοδοξίας και του ελληνισμού,11που τις καθοδηγούν με τους λόγους και την θαυματουργική παρουσία τους. Η Ηγουμένη και αρκετές μοναχές κρατούν ακόμα ζωντανή την ανάμνηση της παραμονής του οσίου Παϊσίου στο μοναστήρι τους, από το 1967, –όταν άρχιζε να κτίζεται με δική του μεσολάβηση–, ως το τέλος της ζωής του (1994). Η οργάνωση του κοινοβίου, σύμφωνα με την ιερή παράδοση του αυστηρού ασκητισμού των Ορθοδόξων αγίων, ήταν δώρο του οσίου στις πνευματικές θυγατέρες του, καθώς και το γεγονός ότι καθόλη την διάρκεια της ζωής του τις γαλουχούσε με τα νάμματα της Ορθοδοξίας, προστρέχοντας τόσο στις άμεσες πνευματικές εμπειρίες του από την άσκηση στο Άγιον φικήν προσέγγισιν της θεολογίας *...+. Το δεύτερον είδος είναι θεολογία ομολογίας *...+, ήτις εισάγει εις την οντολογικήν πραγματικότητα δια της εμφανίσεως του Ακτίστου Φωτός. Η ακαδημαϊκή θεολογία εν συνδιασμώ μετά της ζώσης πίστεως δίδει αγαθά αποτελέσματα. Ευκόλως όμως ‚εκφυλίζεται‛, αποβαίνει αφηρημένη θεωρία, παύει να είναι εκείνο, όπερ παρατηρείται εν τη ζωή των Αποστόλων, των Προφητών και των Πατέρων ημών, τουτέστιν, άμεσος ενέργεια του Θεού εν ημίν...»: βλ. Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου Ζαχάρωφ, Περί Προσευχής, όπ. πρ., σελ. 99. Λαμπρό παράδειγμα της ζώσας πίστης στην Καθολική Εκκλησία είναι ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, αλλά η πίστη του κρίνεται ότι είναι δυστυχώς σε ευθεία αντίθεση με την τρέχουσα αντίληψη του θρησκευτικού βιώματος του κοινού Ιταλού καθολικού: βλ. Carlo Bo, Se tornase San Francesco, Castelvecchi, Lit Edizioni, 2013. 10Ιερόν Ησυχαστήριον..., όπ. πρ., σελ. 162. Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου Λόγοι, τόμ. Β΄. Πνευματική Αφύπνιση, όπ. πρ., σελ. 24-26. 11 Παροιμιώδεις οι λόγοι του οσίου Παϊσίου για την «πνευματική λεβεντιά» και το «φιλότιμο», ως κύριες αρετές που πρέπει να ωθούν τον χριστιανό σε πνευματικούς αγώνες προς ανταπόδοση της μεγάλης αγάπης του Σταυρωθέντος Χριστού προς τον άνθρωπο.«Η πίστη μας», έλεγε «πρέπει να χει φιλότιμο και από ‘κει ξεκινάει ο φιλότιμος αγώνας»: βλ. Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου Λόγοι, τόμ. Β΄. Πνευματική Αφύπνιση, όπ. πρ., σελ. 257-274, ιδιαίτερα σελ. 273. Είναι επίσης γνωστή η μεγάλη θέρμη με την οποία υποστήριζε ο όσιος τις ελληνορθόδοξες παραδόσεις, και η προτροπή του στον Έλληνα ορθόδοξο να επιστρέψει στις ρίζες του, πριν η βδελυγμία των ηθών, που έχει μεταδοθεί σα μίασμα επιδημίας στις σημερινές κοινωνίες, κατακλύσει το ελληνικό έθνος.


Όρος (1956, 1964-1993), στη Μονή Στομίου (1958-1961) και στο Σινά (19621963),12 όσο και στις διδαχές των Ορθοδόξων αγίων –του Μεγάλου Βασιλείου, του Αγίου Ιωάννη της Κλίμακος, του Αββά Ισαάκ του Σύρου, του Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, του Ευεργετινού, κ. άλλ.–, τις οποίες είχε συλλέξει σ’ ένα τομίδιο που ονόμαζε «Ο Μικρός Ανθόκηπος με αρωματικά πνευματικά άνθη και θεραπευτικά βότανα για την ψυχή».13 Στο Ησυχαστήριο αυτό λοιπόν, και όχι σε μονή του Αγίου Όρους (όπου οι γυναίκες δεν θα είχαν πρόσβαση), ο όσιος Παΐσιος θέλησε, όπως προαναφέραμε, να καταθέσει τα τίμια λείψανα του Αγίου Αρσενίου το 1970, χαρίζοντας στη μονή, κατά δική του ομολογία, ό,τι πολυτιμότερο είχε. Το όραμα που ο όσιος είδε το 1971 στο οποίο άγιος Αρσένιος τον διαβεβαίωνε ότι «κατοικεί» στο Ησυχαστήριο Ιωάννου Θεολόγου, και όσα οράματα με τον άγιο είδαν οι μοναχές του Ησυχαστηρίου,14 φανέρωναν την αποδοχή του Αγίου Αρσενίου να φιλοξενηθούν τα λείψανά του στη μονή αυτή. Ήταν σαν να συντάσσονταν με την απόφαση του πνευματικού του τέκνου να προσφέρει σε όλους ανεξαιρέτως τους πιστούς την δυνατότητα να μπορούν να τα προσκυνούν, και να τυγχάνουν της ευλογίας του, όπως γινόταν όταν ο άγιος ήταν εν ζωή, και παρείχε γενναιόδωρα σε όλους την ευεργεσία της μεσιτείας του προς τον Θεό και το ιαματικό του χάρισμα, θεραπεύοντας τους πάντες, καθώς ό επίσκοπος Λαμψάκου Άγιος Παρθένιος. Η φιλανθρωπία των δύο Καππαδοκών οσίων πήγαζε από την φιλανθρωπία του Χριστού, χωρίς να στερείται διακρίσεως, κατά την Θεία Πρόνοια, έτσι ώστε να συντελείται «τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον»15καθώς πρεσβεύει ο Αββάς Δωρόθεος. Για όλους αυτούς τους λόγους ο όσιος Παΐσιος θέλησε να αναπαυτεί το 1994 στο ίδιο μοναστήρι, όπου ήταν πάντα παρών ο άγιος του, όπως αποκαλούσε τον Άγιο Αρσένιο.16 Ο τάφος του οσίου Παϊσίου αποτελεί, από την ημέρα της κοίμησής του την 12η Ιουλίου 1994 ως σήμερα, πανελλήνιο προσκύνημα, και παραμένει «πηγή ευλογίας και χάρητος για όσους προστρέχουν σ’ αυτόν».17 Οι μοναχές που τόσο πολύ τον αγάπησαν και διδάχτηκαν από την αγία βιωτή του, τοποθέτησαν στον Ιερόν Ησυχαστήριον, όπ. πρ., σελ. 45. Ιερόν Ησυχαστήριον, όπ. πρ., σελ. 27-28, 31. 14Ιερόν Ησυχαστήριον..., όπ. πρ., σελ. 15Παύλου, Προς Ρωμαίους 12, 2. Ο όσιος Παΐσιος είχε καλλιεργήσει σε υψηλό βαθμό την θυσιαστική αγάπη για τον αναξιοπαθούντα συνάνθρωπο, τον άρρωστο, τον ενδεή, τον αδικημένο, τον ευρισκόμενο σε πνευματικό σκότος. Έλεγε μάλιστα ότι «η ανώτερη χαρά βγαίνει από την θυσία. Μόνο όταν θυσιάζεται κανείς συγγενεύει με τον Χριστό, γιατί ο Χριστός είναι θυσία», και ότι «αν ο Χριστιανός δεν καλλιεργήσει το πνεύμα της θυσίας, δεν μπορεί να γίνει κοινωνός της ζωής του Χριστού, οπότε θα μείνει άνθρωπος του τύπου, χωρίς εσωτερική ζωή»: βλ. Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου Λόγοι, τόμ. Β΄. Πνευματική Αφύπνηση, όπ. πρ., σελ. 12, 196-212. 16Ιερόν Ησυχαστήριον..., όπ. πρ., σελ. 29. 17Ιερόν Ησυχαστήριον..., όπ. πρ., σελ. 60. 12 13


τάφο του, κατά δική του επιθυμία, το παρακάτω ποίημα που συνέθεσε ο ίδιος, χαραγμένο σε μια μαρμαρόπλακα το σχήμα της οποίας καθόρισε ό όσιος. Το ποιητικό πόνημα του αγιορείτη μοναχού επισφραγίζει με το περιεχόμενό του την τρισαιώνια παράδοση των Καππαδοκών μοναχών, να ακολουθούν και να μιμούνται, καθ’ όλη την διάρκεια του πνευματικού αγώνα τους, τη διδασκαλία και τον βίο των φωτισμένων και χαρισματούχων πνευματικών Πατέρων τους, καθώς επίσης και την αγιορείτικη παράδοση, σύμφωνα με την οποία προστάτης των μοναχών στον επίγειο βίο, και μεσίτρια ενώπιον του Κριτή Ιησού Χριστού, είναι η Υπεραγία Θεοτόκος. Εδώ τελειώνει η ζωή, Εδώ και η πνοή μου, Εδώ το σώμα θα θαφτή θα χαίρη η ψυχή μου. Ο Άγιος μου κατοικεί, αυτό είναι τιμή μου. Πιστεύω Αυτός θα λυπηθή την άθλια ψυχή μου. Θα εύχεται στον Λυτρωτή νάχω την Παναγιά μαζί μου Μοναχός Παΐσιος Αγιορείτης

Το απλό αυτό στιχούργημα περιέχει όλη την ουσία του βίου του οσίου Παϊσίου: μιμήθηκε τον Άγιο Αρσένιο με τον αυστηρό ασκητικό του βίο, την αδιάλειπτη προσευχή, την άκρα ταπείνωση, την διατήρηση γνήσιου και ηρωικού Ορθόδοξου φρονήματος, και ακόμα με την ακλόνητη θέληση να βοηθά όλους όσους ζητούσαν τον παρήγορο λόγο του και την προσευχή του προς τον Θεό, παρά τη σωματική του κατάπτωση και τους φοβερούς πόνους του καρκίνου. Η ασθένεια αυτή, που είχε ζητήσει από τον Θεό να λάβει προς συμμερισμό των πόνων των συνανθρώπων του, επέσπευσε την αποδημία του στον Πλάστη του. Ο θεάρεστος βίος του και τα θαύματα που έκανε πριν και μετά την κοίμησή του, εδραίωσαν την διακήρυξη της αγιοκατάταξής του από την Ιερά Πατριαρχική Σύνοδο την 13η Ιανουαρίου 2015.

Ό παιδευτικός χαρακτήρας του «Βίου» Στην αρχή του Βίου ο συγγραφέας εκθέτει τους σκοπούς του αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τις επιδιώξεις του: «Ο σκοπός μου δεν ήταν να συγγράψω ένα επιστημονικό κείμενο», γράφει, «αλλά να συλλέξω


όλες τις πληροφορίες για την πνευματικότητα και τα θαύματα του αγίου Αρσενίου, ώστε να ευεργετήσω καμιά ψυχή». Πράγματι, ο χαρακτήρας του έργου είναι γνήσια παιδευτικός. Η εξιστόρηση των γεγονότων είναι απλή, αλλά αυτάρκης και διαυγής, προορισμένη όχι τόσο να συγκινήσει, όσο να νουθετήσει τον αναγνώστη, είτε είναι φωτισμένος, είτε δέσμιος του κοσμικού φρονήματος, είτε καλλιεργημένος πνευματικά, είτε αδαής. Η αντικειμενικότητα του λόγου του οσίου εξ’ άλλου, εμφαίνει το σκοπό αυτό. Είναι μια από τις κυριότερες αρετές του έργου του, και φανερώνεται, λόγου χάρη, από το γεγονός ότι ο όσιος Παΐσιος δεν αποσιωπά τις αρνητικές κρίσεις ορισμένων Φαρασιωτών για τον Άγιο Αρσένιο. Αντίθετα εκθέτει τις εσφαλμένες κρίσεις τους, και με την πνευματική διαύγεια που διαθέτει, εξηγεί και διευκρινίζει τα κίνητρα και τους σκοπούς του Αγίου Αρσενίου που οι άπραγοι από πνευματικά ζητήματα, συμπατριώτες του(ακόμα και μερικοί συγγραφείς), δεν είχαν καταλάβει. Με τον εποικοδομητικό αυτό τρόπο αποκαλύπτει την αλήθεια, διαπαιδαγωγώντας πνευματικά εκείνους που είχαν περιπέσει σε πλάνη, ως προς τις προθέσεις του Αγίου Αρσενίου. Αποκαθιστά έτσι την μνήμη του αγίου στις συνειδήσεις όλων όσων τον είχαν γνωρίσει, και προσδίδει στο έργο του εποικοδομητικό χαρακτήρα πρός όφελος όλων των αναγνωστών. Μεγάλο μέρος του Βίου είναι αφιερωμένο στο κοινωνικό έργο του Αγίου Αρσενίου που ζούσε στο κεφαλοχώρι της μικρής επαρχίας των Φαράσων στο εσωτερικό της Τουρκίας(με είκοσι-επτά χριστιανικά χωριά κατοικημένα από Έλληνες και μία οικογένεια Τούρκων), και δεν περιορίζονταν μόνο στο ιερατικό του λειτούργημα, αλλά έκανε χρέη δασκάλου και γιατρού, λόγω των αναγκών της κοινωνίας που εστερείτο τόσο δασκάλων, όσο και γιατρών. Ως δάσκαλος φώτιζε τους μαθητές του όχι μόνο με τα εκκλησιαστικά κείμενα, αλλά και με τα σπουδαία ιστορικά γεγονότα της ελληνικής ιστορίας. Εκπλήρωνε δε την αποστολή του με διακριτικότητα, διενεργώντας κρυφά μαθήματα (συχνά στη σπηλαιώδη εκκλησία της Παναγίας έξω από τα Φάρασα, που αποκαλούσε «κρυφό σχολειό»), ώστε να προφυλάσσει τους μαθητές του από την έφοδο των άγριων Τσετών Τούρκων, που ελυμαίνονταν τις ελληνικές επαρχίες, προξενώντας καταστροφές και φόνους. Ως γνήσιος μιμητής του Χριστού, ο άγιος θεράπευε θαυματουργικά τους κατοίκους της περιοχής του, ακόμα και τους μουσουλμάνους Τούρκους, οι οποίοι τον σέβονταν. Με την μεγάλη θέρμη της προσευχής του, και την διορατικότητα που τον διέκρινε, έδιωχνε τις νόσους και ελευθέρωνε τους δαιμονισμένους, διαβάζοντάς τους κατάλληλες ευχές από το Ευχολόγιο των Ιερέων, ή από το Ψαλτήρι. Για τους τυφλούς, τους δαιμονισμένους, τους παράλυτους, τους βωβούς, καί όσους υπέφεραν από βαριές ασθένειες χρησιμοποιούσε το ευαγγέλιο, ενώ για τις υπόλοιπες νόσους εύρισκε χωρία από το Ψαλτήρι, ή από το Ευχολόγιο που τα διάβαζε στους ασθενείς, καθώς ήταν γονατισμένοι μπρός του, ή


τους τα έγραφε σε χαρτί για να τα κρατούν επάνω τους. Ο τρόπος αυτός της θεραπείας δεν ήταν μόνο αντιπροσωπευτικός του ήθους του Καππαδόκη ασκητή και ιερωμένου. Ήταν πολύ περισσότερο η θαυματουργία του θείου λόγου, που με την μεσιτεία του αγίου, ευεργετούσε το λαό του Θεού. Αλλά ο στόχος του Αγίου Αρσενίου βρίσκονταν επέκεινα της θεραπείας των νοσημάτων του σώματος. Το Ορθόδοξο φρόνημα τον προέτρεπε να καθοδηγεί το ποίμνιό του στην κατάκτηση των κύριων χριστιανικών αρετών, της ταπείνωσης και της κάθαρσης από τα πάθη. Έτσι προσποιείτο τον κατά Χριστόν σαλό για να κρύψει την αγιοσύνη του, υποβάλλοντας τον εαυτό του στην αφάνεια, ακόμα και στη στέρηση βοήθειας από τους συντοπίτες του, ώστε να μένει προσηλωμένος στον αυστηρό ασκητικό κανόνα του, κατά το παράδειγμα των Καππαδοκών οσίων, γινόμενος ο ίδιος υπόδειγμα πίστεως και ταπεινοφροσύνης. Η διπλή αυτή παιδευτική και κοινωνική αποστολή του ιερομόναχου Αρσενίου υπογραμμίζεται ιδιαίτερα από τον συγγραφέα του Βίου του, με πολλά περιστατικά της καθημερινής ζωής, μοναδικές μαρτυρίες της διάκρισης, της σύνεσης, της ανιδιοτέλειας, της ευπροσηγορίας, αλλά και της γενναιοψυχίας με τις οποίες ο Άγιος Αρσένιος διασφάλιζε τόσο την ειρηνική επιβίωση της ελληνικής κοινότητας των Φαράσων, όσο και την διατήρηση του Ορθοδόξου φρονήματος. Το γεγονός είναι ιστορικής σημασίας γιατί ο Καππαδόκης άγιος αποδεικνύεται θεματοφύλακας ενός μερους του Μικρασιατικού ελληνισμού, διαφυλάσσοντας το Γένος όχι μόνο από τον αφανισμό, αλλά και από τη νοθεία του Ορθοδόξου δόγματος, όπως συνέβη με το ζήτημα του προσηλυτισμού που επιχειρούσαν τότε οι προτεστάντες, διερχόμενοι τα μέρη της Μικράς Ασίας, και που στη περίπτωση των Φαράσων βρήκαν τον Προεξάρχοντα, ως άλλο Αρχάγγελο, να τους εκδιώκει με το σπαθί του λόγου και των έργων του.18

Ο «Βίος» ως καρπός της πνευματικής ανάβασης του Οσίου Παϊσίου Συγγράφοντας τον Βίο του Αγίου Αρσενίου, ο όσιος Παΐσιος παρουσιάζεται παιδευόμενος από τον πνευματικό του Πατέρα στη καλλιέργεια δύο κύριων αρετών του μοναστικού βίου, την μετάνοια και την ταπείνωση, ώστε να υποβάλει στον αναγνώστη του παράδειγμα προς μίμηση. Αποκρύπτοντας τα πνευματικά χαρίσματα, που είχε αποκτήσει από τους

Οι Φαρασιώτες διακρίνονταν για τη γενναιότητά τους, και ο Άγιος Αρσένιος θυμίζει εδώ τον συμπατριώτη του Μητροπολίτη Καισαρείας Παίσιο Β΄ (1777-1871) που, κατά την διήγηση του οσίου Παισίου, επισκέπτονταν τον Σουλτάνο για την λύση των προβλημάτων των Ελλήνων Ορθοδόξων έχοντας περασμένο στο σώμα του σχοινί έδειχνε έτσι ότι δεν φοβώταν τον θάνατο προκειμένου να επιλυθούν τα ζητήματα των Ελλήνων με δικαιοσύνη: βλ. Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου Λόγοι, τόμ. Β΄. Πνευματική Αφύπνηση, όπ. πρ., σελ. 230. 18


άθλους της άσκησής του ως δόκιμος και καλός στρατιώτης του Χριστού,19ο συγγραφέας ομολογεί υποταγή στο πνεύμα της ταπείνωσης και της μετανοίας, επικαλούμενος εκφράσεις, όπως «Εάν *...+ είχε παρουσιάσει ένα ή δύο σημεία ο Πατήρ στην εκταφή του, αυτά ίσως να ήταν αποκλειστικά μόνο για μένα, για να με τονώσει και να διώξη και την μεγάλη μου αμέλεια», ή σε άλλο σημείο του κειμένου, «για να συνέλθω ο πολύ αμελής και αναίσθητος». Σκοπός του είναι να αφυπνήσει τη συνείδηση του αναγνώστη του και να τον παρακινήσει σε αγώνα πνευματικής άμιλλας. Πνεύμα βαθιάς μετανοίας και άκρας ταπείνωσης απορρέει και από την αναφορά στο σάκκο με τη σποδό που κρατούσε πάντα στις πλάτες του ο Άγιος Αρσένιος. Πρόκειται για την πιό αντιπροσωπευτική και υποβλητική εικόνα του αγίου, απ’ όλες όσες σκιαγραφεί ο όσιος Παΐσιος στη βιογραφία του: τον οραματίζεται να κρατά στις πλάτες του το σακκί με τις στάχτες, όπως έκανε πάντα, και να έχει τα χέρια του υψωμένα στο Θεό, ικετεύοντάς τον για το ποίμνιο του, και για τον σύμπαντα κόσμο.«Με αυτόν τον τρόπο σαν καλός ζητιάνος ο Πατήρ Αρσένιος», τονίζει ο συγγραφέας, «με το σακκί στην πλάτη και με τα χέρια στο Θεό απλωμένα, ήταν πάντα γεμάτος από ευλογίες του Θεού και χόρταινε τα παιδιά του». Ο άγιος είχε κατακλυστεί από το φλογερό πνεύμα μετανοίας που πυρπολούσε τις καρδιές των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης που δέονταν στο Θεό για εξιλέωση και συγχώρεση των αμαρτιών του λαού, όπως έκανε ο Δανιήλ φέρνοντας στον ώμο του σακκί με στάχτες, και έχοντας το πρόσωπο και τα χέρια υψωμένα προς τον ουρανό: «καὶ ἔδωκα τὸ πρόσωπόν μου πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν τοῦ ἐκζητῆσαι προσευχὴν καὶ δεήσεις ἐν νηστείαις καὶ σάκκῳ καὶ σποδῷ».20Έτσι δέονταν ο Άγιος Αρσένιος στον Θεό, υποβάλλοντας τον εαυτό του, ως καλός Ποιμένας, σε συνεχή μετάνοια και ικεσία προς τον Θεό για τη σωτηρία του ποιμνίου του, όπως θα έκανε κάθε γνήσιος και θαρραλέος αγωνιστής της Ορθοδόξου πίστεως. Η ψυχή του τελούσε υπό το κράτος του φόβου21αλλά και της εγγύτητας του Θεού, και τούτο διάνοιγε το νού του στο μυστήρια της Παναγίας Τριάδος.

Παύλου, Β΄ Προς Σιμόθεο, 2, 4-5: «οὐδεὶς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις, ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέσῃ· ἐὰν δὲ καὶ ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ». 20Δανιήλ, κεφ. 9, 3. Βλ. επίσης Ιουδήθ 4, 11-12: «καὶ πᾶς ἀνὴρ ᾿Ισραὴλ καὶ γυνὴ καὶ τὰ παιδία καὶ οἱ κατοικοῦντες ἐν ῾Ιερουσαλὴμ ἔπεσον κατὰ πρόσωπον τοῦ ναοῦ καὶ ἐσποδώσαντο τὰς κεφαλὰς αὐτῶν καὶ ἐξέτειναν τοὺς σάκκους αὐτῶν κατὰ πρόσωπον Κυρίου· καὶ τὸ θυσιαστήριον σάκκῳ περιέβαλον καὶ ἐβόησαν πρὸς τὸν Θεὸν ᾿Ισραὴλ ὁμοθυμαδὸν ἐκτενῶς τοῦ μὴ δοῦναι εἰς διαρπαγὴν τὰ νήπια αὐτῶν *...+». 21 Οι Πατέρες της Οθοδόξου Εκκλησίας βεβαιούν ότι, εάν κάποιος δεν διέλθει δια μέσου της καμίνου του πυρός του φόβου του Θεού, η Θεία Αγάπη δεν σκηνοί στην ψυχή. 19


Τους θεοδώρητους καρπούς της άσκησης του Αγίου Αρσενίου, ο όσιος Παΐσιος είχε ποθήσει από την αρχή της πορείας του, εγκαρδιωμένος από το φυσικό του που τον προϊδέαζε για σκληρούς ασκητικούς αγώνες, προκειμένου να αποκτήσει τέλεια αγάπη για τον Θεό και βαθιά συμπόνια για τον σύμπαντα κόσμο. Για τούτο ασκήτεψε επί ένα διάστημα, στην αρχή ήδη του αγώνα της προετοιμασίας του, σε σπήλαια του Αγίου Όρους, μιμούμενος τους αγίους που είχαν ασκητέψει σε αγιορείτικα σπήλαια, όπως τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, τον Άγιο Πέτρο τον Αθωνίτη, κ. άλλ. Συμμορφούμενος έτσι προς τον θάνατο του Χριστού,22 αναγεννήθηκε και γεύτηκε την ενέργεια της θείας Αγάπης, όπως μαρτυρούν οι λόγοι και τα έργα του. Υπό το φως των σκέψεων αυτών, η ίδια η συγγραφή του Βίου του Αγίου Αρσενίου που αρχίζει στα πρώτα στάδια της ασκήσεως και ολοκληρώνεται κατά την περίοδο της πνευματικής ωριμότητας του οσίου, μπορεί να θεωρηθεί και ως μια πνευματική ανάβαση. Ο όσιος την αναλαμβάνει εκούσια και γενναιόψυχα προς όφελος των συνανθρώπων του, χωρίς να φείδεται κόπου και χρόνου, προκειμένου να οδηγήσει τον αναγνώστη του στο στάδιο του πνευματικού αγώνα, όπου ο ίδιος είχε δοκιμασθεί, παρακινώντας τον έτσι να διευρύνει το πνεύμα του με τις θείες εντολές της ταπείνωσης και της μετανοίας. Το σκοπό αυτό υπηρετεί και το απέριττο ύφος της συγγραφής, με το οποίο εξιστορούνται τα γεγονότα. Θα μπορούσαμε να το προσδιορίσουμε ως τεκμήριο της ωριμότητας ενός αγίου της νοεράς προσευχής, για τον οποίον η προσέγγιση της ύψιστης προσευχής συνοδεύεται πάντα, καθώς και για τους νηπτικούς Πατέρες, από βαθιά ταπείνωση και μετάνοια. Η εμφάνιση του Ακτίστου Φωτός, μέσα στο οποίο είχε δει την μορφή Του Χριστού,23 εισάγοντάς τον στην οντολογική πραγματικότητα του θείου, υπήρξε για τον όσιο Παΐσιο το έπαθλο του αγώνα για την πίστη του στη ‚θεολογία ομολογίας‛ που γεννιέται, κατά τον μεγάλο Γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ, από φόβο προς τον Θεό «και εν τω πυρί της φλογεράς μετανοίας».24 Υπό το κράτος αυτής της πνευματικής κατάστασης, ο όσιος Παΐσιος περιγράφει και το θείο συμβάν της πρώτης υπερφυσικής εμφάνισης του Αγίου Αρσενίου, αποδίδοντας τη δωρεά αυτή όχι στην κατάσταση χάρητος στην οποία ευρίσκονταν, αλλά στο έλεος του Θεού για τα «πέντεέξι κομποσχοίνια που έκανε». Απευθύνεται προς τούτο στον αναγνώστη του, και ζητά την προσευχή του στον Θεό, εκμηδενίζοντας έτσι κάθε υπόνοια ότι, ως άγιος, έτυχε θείων επισκέψεων και θείων δωρημάτων. Δεν σφάλει όμως κανείς αν διαπιστώσει ότι με τον τρόπο αυτό ό όσιος απόΠρβλ. Παύλου, Προς Φιλιππησίους, 3, 7-11. Βλ. σημ. 7. 24 Πρβλ. Αρχιμανδρήτου Σωφρονίου, Περί Προσευχής, όπ. πρ., σελ. 103. 22 23


δεικνύεται μιμητής του Χριστού, εμπιστευόμενος τον εαυτό του στο πνεύμα της ταπείνωσης, και προσφέροντας ταυτόχρονα στον αναγνώστη του μοναδικό παράδειγμα Ορθοδόξου φρονήματος. Ο αναγνώστης μπορεί βέβαια να διακρίνει ότι το θείο γεγονός της επίσκεψης του Αγίου Αρσενίου στον όσιο Παΐσιο μπορεί να δηλώνει συνάμα ότι ο άγιος ευλόγησε την βιογραφία που είχε ως τότε συντάξει για αυτόν ο συντοπίτης του Παΐσιος. Είναι επίσης αποκαλυπτικό ότι μετά την πρώτη και την δεύτερη εμφάνιση του στον όσιο Παίσιο (1971), ο κεκοιμημένος Άγιος Αρσένιος άρχισε να κάνει θαύματα στην Ελλάδα. Αρκετά από τα θαύματα που είχε κάνει εν ζωή ο άγιος στα Φάρασα, ο συγγραφέας συνέλεξε και παρέθεσε στο τελευταίο κεφάλαιο της βιογραφίας του. Πλέον ο λόγος ανήκε στους σημερινούς πιστούς να δοξάσουν την αγιότητα μιας μεγάλης μορφής της Ορθοδοξίας των τελευταίων χρόνων. Αλλά ας δούμε το συμβάν από κοντά, καθώς μας το προσφέρει ο άγιος Παΐσιος, με απλό και περιεκτικό λόγο, κάνοντας μας συμμέτοχους της δικής του πρόγευσης του Παραδείσου: «Ήταν ημέρα των αγίων Θεοδώρων στις 21-2-1971, Ψυχοσάββατο.25Είχα γράψει για πρώτη φορά τον βίο του από τα στοιχεία που είχα τότε και τον διάβαζα, μη τυχόν έκανα λάθος στην μετάφραση της Φαρασιώτικης που άκουγα από τους γέρους. Ήθελε δύο ώρες ο ήλιος για να βασιλέψη, κι ενώ διάβαζα, με επισκέφθηκε ο Πατήρ Αρσένιος και όπως ο καθηγητής χαϊδεύει τον μαθητή, που έγραψε καλά το μάθημα, το ίδιο μού έκανε και αυτός. Παράλληλα με άφησε με μία ανέκφραστη γλυκύτητα και αγαλλίαση ουράνια στην καρδιά μου, που ήταν αδύνατο να την αντέξω. Έτρεχα έξω μετά στην περιοχή τού Καλυβιού μου σαν τρελλός και τον φώναζα γιατί νόμιζα ότι θα τον εύρισκα. (Ευτυχώς που δεν είχε έρθει κανένας επισκέπτης, διότι και αυτός θα ανησυχούσε και εγώ δεν θα μπορούσα να τού πώ την αιτία εκείνης της θείας τρέλλας για να τον καθησυχάσω). Άλλοτε φώναζα δυνατά ‚Πάτερ μου, Πάτερ μου‛ και άλλοτε φώναζα σιγώτερα ‚Θεέ μου, Θεέ μου κράτησε λίγο σφιχτά την καρδιά μου μέχρι να ιδώ τι θα απογίνη απόψε‛. Διότι την μεγάλη εκείνη Παραδεισένια γλυκύτητα ήταν αδύνατον να την αντέξη η πήλινη καρδιά μου αν δεν βοηθούσε ο Θεός. Όταν είχε νυχτώσει πια και οι ελπίδες μου είχαν κοπεί γιατί νόμιζα ότι θα τον εύρισκα –κοίταζα πια στον ουρανό. Αυτό που μ’ έκανε να συμμαζευθώ στο κελλί μου ήταν, όταν θυμήθηκα την ημέρα τής Αναλήψεως τού Κυρίου. Οι απόστολοι τον βλέπουν να χάνεται στους Ουρανούς μπροστά στα μάτια τους. Αφού μπήκα στο κελλί μου μετά, την Το πρώτο Σάββατο της Μεγάλης Σαρακοστής (το λεγόμενο Ψυχοσάββατο καθότι αφιερωμένο στη μνημόνευση των νεκρών) είναι ημέρα μνήμης του δια κολλύβων θαύματος του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος, και εορτάζεται από κοινού η μνήμη των Αγίων Θεοδώρων Τύρωνος και Στρατηλάτου. Την ημέρα αυτή εμφανίστηκε ο Άγιος Αρσένιος επειδή ως κοσμικός έφερε το όνομα των αγίων αυτών (Θεόδωρος). 25


γλυκύτητα εκείνη πάλι την ένοιωθα και στη συνέχεια τής νυκτός. Αυτό όμως με έβαλε σε λογισμούς. Μήπως ο Καλός και Δίκαιος Θεός έστειλε τον Πατέρα Αρσένιο, για να μού εξοφλήση σ’ αυτή τη ζωή τα πέντε–έξι κομποσχοίνια που έκανα σαν καλόγηρος με αυτή την Παραδεισένια γλυκύτητα, επειδή οι αμαρτίες μου είναι πολλές και μεγάλες. Δεν ξέρω, γι αυτό σας παρακαλώ, εύχεσθε για την αγάπη τού Χριστού να με ελεήσει ο Θεός». Με το ανεπιτήδευτο αυτό ύφος, που σφύζει όμως από πνευματική ζωτικότητα, ο όσιος Παΐσιος αφηγείται το θείο γεγονός, καθώς και όλο το βίο του Αγίου Αρσενίου, έτσι όπως εξιστορούνται οι βίοι των αγίων στα «Γεροντικά», ή στην «Πατερική σοφία της Ερήμου», προσδιορίζοντας ταυτόχρονα την προσέγγισή του στον άνθρωπο υπό το φως της ταπείνωσης και της φιλανθρωπίας Χριστού του Εσταυρωμένου.26

Πρβλ.. Παύλου, Α΄ Προς Κορινθίους, 2, 2:«οὐ γὰρ ἔκρινα τοῦ εἰδέναι τι ἐν ὑμῖν εἰ μὴ Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον». 26


ΚΩΝ΢ΣΑΝΣΙΝΟ΢ ΚΟΡΩ΢Η΢ Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνιολογίας Παν/μιου Κρήτης

Η ΚΑΚΟΠΟΙΗ΢Η ΣΗ΢ ΜΗΣΕΡΑ΢ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΔΡΑ΢ΕΙ΢ ΣΗ΢ ΢ΣΟ ΠΑΙΔΙ

ΠΡΟΛΟΓΟ΢ Περιστατικά κακοποίησης ενός μέλους της οικογένειας εκ μέρους ενός άλλου μέλους της ίδιας οικογένειας προκαλούν αρνητικές εντυπώσεις και συναφή ερωτήματα σχετικά με τον ιστορικό ρόλο μιας πατροπαράδοτης ομάδας και ενός διαχρονικά στερεωμένου θεσμού τόσο στην κοινωνική συνείδηση του κάθε ενός ατόμου όσο και στους κόλπους της ευρύτερης κοινωνίας. Από την οικογένεια αναμένεται να διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στον διάλογο μεταξύ των μελών της, στην προστασία των ανηλίκων ή/και των αδύναμων προσώπων, στην ισχυροποίηση μιας μικρής κοινωνίας που τη διέπει η ταύτιση του εγώ με το εμείς, η αγάπη, η στοργή και η τρυφερότητα, η σύμπνοια, η ενότητα, η υποστήριξη, η άλληλεγγύη κ.λπ. Όταν λοιπόν ακούγεται και αποδεικνύεται κάποιο περιστατικό κακομεταχείρισης της μητέρας από την πλευρά ενός ενηλίκου μεγάλου και μάλιστα του πατέρα, τί πρέπει να σκεφθεί κανείς γι’ αυτή τη συζυγική σχέση; Ποιους σκοπούς εξυπηρετεί; Ποιες λειτουργίες επιτελεί; Γιατί επιτρέπεται η ύπαρξή της; Είναι ηθικά αποδεκτό το να γίνεται λόγος για συζύγους - γονείς που φέρνουν παιδιά στον κόσμο, και αποτελούν πρότυπο γι’ αυτά, για να δημιουργήσουν και εκείνα με τη σειρά τους τη δική τους οικογένεια; Θα αφήσουμε τους γονείς να πληγώνουν τον ευαίσθητο κόσμο ενός μικρού ανθρώπου, που αντί για σκληρές και άγριες σκηνές, περιμένει τη στοργή, την τρυφερότητα και την προστασία στο κλίμα μιας μικρής κοινωνίας που ενσαρκώνει μοναδικά η οικογένεια; Γύρω από την οικογένεια παραμονεύουν πολλοί κίνδυνοι· καιροφυλακτούν, για να προσελκύσουν νέα μέλη στους κόλπους τους. Σα παιδιά, οχυρωμένα στους παράγοντες της οικογενειακής αντίστασης, απωθούν τα στοιχεία που επιδιώκουν να εισβάλουν στον μικρόκοσμο της οικογένειας και να τη διασπάσουν. Ομάδες ή/και κλίκες συνομηλίκων με διαφορετικά ενδιαφέροντα, κακές συνήθειες που προβάλλουν την άκαιρη ωριμότητα, π.χ. μικροκλοπές, κακός γλωσσικός κώδικας, αγένεια απέναντι σε μεγαλύτερους κ.λπ. προετοιμάζουν το έδαφος για πιο επιθετικές ενέργειες και περισσότερο διαφοροποιημένες συνήθειες από τις αναμενόμενες. Ποιος θα προστατεύσει τους μικρούς μας φίλους από αυτές τις


απειλές; Ο απόμακρος πατέρας που κακομεταχειρίζεται τη μητέρα και αγριεύει με το παραμικρό; Ή απρόσωποι παράγοντες που δεν έχουν καμία συναισθηματική ή/και συγκινησιακή σχέση το παιδί; Ενώ εκείνο περιμένει την υποστηρικτική θέση των γονέων, για να αμυνθεί έναντι των εξω-οικογενειακών επιδράσεων, αντιμετωπίζει μια ψυχρή και αδιάφορη στάση του πατέρα. Η φοβισμένη μητέρα δεν τολμά να αρθρώσει λέξη· περιχαρακώνει το παιδί με όσες ψυχικές δυνάμεις τής έχουν απομείνει, ελπίζοντας πως το παιδί δεν θα την κατηγορήσει για την αδύναμη στάση της.

ΚΕΥΑΛΑΙΟ ΠΡΩΣΟ Εννοιολογικές Αναφορές στον προσδιορισμό της βίας ΕΙ΢ΑΓΨΓΗ Η άσκηση βίας κατά της γυναίκας αποτελεί μια ιδιαίτερη θεματική περιοχή, η οποία κατά τα τελευταία χρόνια έχει βρεθεί στο επίκεντρο διεπιστημονικού ενδιαφέροντος. Σο 1976 οργανώθηκε στις Βρυξέλλες το πρώτο συνέδριο με θέμα «Εγκλήματα κατά των γυναικών». ΢το πλαίσιο του εν λόγω συνεδρίου κατατέθηκαν για πρώτη φορά μηνύσεις κατά της ανδρικής βίας. Παράλληλα, i) η δραστηριοποίηση γυναικείων οργανώσεων σχετικά με την ενημέρωση του ευρύτερου κοινού, ii) η δημιουργία καταφυγίων για κακοποιημένες γυναίκες και iii) η εν γένει ανάπτυξη του γυναικείου κινήματος με σαφή και συγκεκριμένα αιτήματα, αποκάλυψαν τα μέχρι σήμερα δρώμενα στους κόλπους της οικογένειας. (Αντωνοπούλου-Μόσχου, 2000:50-55) Σα Ηνωμένα Έθνη, ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών, το ΢υμβούλιο της Ευρώπης, καθώς και άλλοι κρατικοί και ιδιωτικοί φορείς άρχισαν το 1980 να εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στο ζήτημα της οικογενειακής βίας, η οποία θεωρείτο από πολλούς ως θέμα ιδιωτικής υπόθεσης, με αποτέλεσμα να μην είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, αλλά ούτε και να φαντασθούμε το τι συμβαίνει πίσω από τις ερμητικά κλειστές πόρτες του σπιτιού. Επιπλέον, το 1993 στη διεθνή διάσκεψη της Βιέννης αναγνωρίστηκε ότι οι γυναίκες έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους άνδρες, ενώ μέχρι το 1995 και το 5ο Παγκόσμιο ΢υνέδριο για τις γυναίκες στο Πεκίνο, καμία επιστημονική έρευνα δεν είχε διεξαχθεί στον ελλαδικό χώρο για τις μορφές βίας κατά των γυναικών, σύμφωνα με τη Διεθνή Έκθεση της Ελλάδας. Ακόμη, στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το θέμα της βίας


κατά των γυναικών αναφέρθηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο της ανακοίνωσης του 1996 σχετικά με τη σωματεμπορία γυναικών. Ψστόσο, θα μπορούσε κανείς να πει ότι το κύριο αίτιο της βίας ανάγεται στις δυσμενείς διακρίσεις που γίνονται μεταξύ των ανδρών και των γυναικών˙ σύμφωνα με τις διακρίσεις αυτές, η ανδρική παντοκρατορία στο κοινωνικό σύστημα αρνείται την ισότητα των γυναικών με τους άνδρες, γιατί οι πρώτες θεωρούνται υποδεέστερες εν συγκρίσει με τους τελευταίους σε πολλούς τομείς της κοινωνικο-πολιτισμικής διαβίωσης. Η βία είναι ριζωμένη στις διακρίσεις εις βάρος των γυναικών. ΢υγκεκριμένα, η Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών αποφαίνεται πω ς η βία συνιστά «εκδήλωση των ιστορικά άνισων συσχετισμών ισχύος μεταξύ ανδρών και γυναικών» αλλά και «έναν από τους κοινωνικούς μηχανισμούς που οδηγεί τις γυναίκες στην αντίληψη ότι είναι κατώτερες συγκριτικά με τους άνδρες». Η βία κατά των γυναικών αποτελεί παγκόσμιο και πανάρχαιο φαινόμενο, τόσο παλιό όσο και οι πολιτισμένες κοινωνίες μας. Ερευνητές διατείνονται πως το φαινόμενο της βίας ξεκίνησε πριν από 4.000 χρόνια, παράλληλα με την αφετηρία του πατριαρχικού συστήματος και την εμφάνιση της ιδιοκτησίας, στα πλαίσια των οποίων οι άνδρες καταδυνάστευαν τις γυναίκες, ασκώντας πραγματικά βία σε αυτές και εξουσιάζοντας την ύπαρξή τους, σαν να ήταν αντικείμενα. Σο πρόβλημα και οι συνέπειές του, πρώτα στην οικογένεια, έγιναν ορατές από τους διεθνείς οργανισμούς, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, χάρη στους αγώνες, τις έρευνες και τις μελέτες των φεμινιστριών. Μόλις το 1980 – ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και το ΢υμβούλιο της Ευρώπης, καθώς και άλλοι κρατικοί και ιδιωτικοί φορείς – άρχισαν να εντείνουν τις προσπάθειες και να εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στην ενδοοικογενειακή βία που τις περισσότερες φορές μένει αθέατη, ώστε να μην μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς την έκτασή της. ( ΢πάζοντας τη ΢ιωπή, 2000:9) Εντούτοις, η βία αυτή είναι επαναλαμβανόμενη και κάποιες φορές γίνεται και ορατή. Η άσκηση βίας μέσα στην οικογένεια, είτε είναι αθέατη είτε είναι ορατή, αναπαράγεται από γενιά σε γενιά και μάλιστα από το ένα μέλος της οικογένειας στο άλλο. Τα θύματα γίνονται θύτες. ΢ε έρευνες που έχουν γίνει, επισημαίνεται ότι το 75% των ανδρών που κακοποιούν τις γυναίκες τους, ήταν οι ίδιοι μάρτυρες της κακοποίησης που είχε υποστεί η μητέρα τους, από την πλευρά του πατέρα τους. Από το γεγονός αυτό συμπεραίνουμε ότι η άσκηση της βίας πηγάζει από «την κατάχρηση της άνισης κατανομής δύναμης ή εξουσίας μέσα στην οικογένεια». (΢πάζοντας τη ΢ιωπή, 2000:9-10)


Ο άνδρας που θεωρείται πιο δυνατός, επιβάλλει τη θέλησή του στον αδύναμο, ο οποίος τυχαίνει να είναι η γυναίκα, και κάνει κατάχρηση της εξουσίας του εις βάρος του ανίσχυρου ή του λιγότερο ισχυρού. ΢την πραγματικότητα, το πρόβλημα της βίας κατά των γυναικών συναρτάται με την κοινωνική τους κατάσταση, καθώς η βία αποτελεί το ισχυρότερο μέσο ελέγχου της συμπεριφοράς τους. (΢πάζοντας τη ΢ιωπή, 2000:10) Σο 1995, στην 4η Παγκόσμια Διάσκεψη Γυναικών του Πεκίνου, αναγνωρίστηκαν οι πέντε διαστάσεις της βίας: η σωματική, η σεξουαλική, η ψυχολογική, η οικονομική και η πνευματική βία, ενώ ταυτόχρονα με ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αποτυπώθηκε η εξής διαπίστωση: «Η βία σε βάρος των γυναικών αποτελεί παλιά μάστιγα της κοινωνίας και κατάφωρη παραβίαση των βασικών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Δυστυχώς, πρόκειται για φαινόμενο διαδεδομένο σε όλες τις κοινωνίες και σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, ανεξάρτητα από το επίπεδο ανάπτυξης, το βαθμό πολιτικής σταθερότητας, τον πολιτισμό ή τη θρησκεία.» (poreiagynaikon.gr/ πρβλ. Λαϊνιώτη, 2012 ) Πρόκειται για παγκόσμιο φαινόμενο που είναι διαδεδομένο στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται μέσω ερευνητικών ευρημάτων και μελετών, βάσει των οποίων υπογραμμίζεται το ότι η οικογενειακή βία και ο βιασμός εκδηλώνονται σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. (poreiagynaikon.gr) ΢τοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Τγείας ενισχύουν τη ζοφερή αυτή εικόνα. Ένα ποσοστό γυναικών της τάξεως 16-52% σε παγκόσμια κλίμακα έχει κακοποιηθεί τουλάχιστον σωματικά από τον σύντροφό τους με βιασμό ή έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση άλλης μορφής από την πλευρά του ίδιου προσώπου. Παράλληλα, στην Ινδία ένα ποσοστό 18-45% των νυμφευμένων ανδρών κακοποιεί συστηματικά τη σύζυγο, ενώ στη Ρωσία 13.500 γυναίκες σκοτώνονται κάθε χρόνο από τον σύντροφό τους. ΢τις χώρες της Ασίας, σε μουσουλμανικές περιοχές και στην Αφρική, βλαβερές πολιτιστικές πρακτικές και έθιμα, όπως η κακοποίηση των γεννητικών οργάνων και η καταστολή των σεξουαλικών ορμών με ακρωτηριασμούς1, πλήττουν ανεπανόρθωτα την ψυχοσυναισθηματική ισορροπία χιλιάδων γυναικών, με τραγικές συνέπειες που τις συνοδεύουν μια ολόκληρη ζωή. ΢τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής έχει διαπιστωθεί ότι μια γυναίκα κακοποιείται κάθε 18 λεπτά μέσα στο ίδιο της το σπίτι, ενώ

Η κλειτοριδεκτομή συνιστά την πιο βάναυση (βάρβαρη) και απάνθρωπη εθιμοτυπική συνήθεια πολλών μουσουλμανικών φυλών στην Αφρική, με απώτερο σκοπό τη διαφύλαξη του άσπιλου οικογενειακού ή/και συζυγικού ονόματος˙ πρόκειται περισσότερο για την «τιμή» των ανδρών που υποψιάζονται θυγατέρες και συζύγους, πως θα τους ατιμάσουν, προσβάλλοντάς τους με πιθανή σεξουαλική εξω-οικογενειακή ή εξωσυζυγική συμπεριφορά. (βλέπε ΢τατηγάκη, 2006: υποσημείωση 8, σελ.154) 1


το ποσοστό που ζητά ιατρική περίθαλψη μετά από κάποιο παρόμοιο περιστατικό ανέρχεται στο 22-35%. (antigonipapadopoulou.com) Γίνεται λοιπόν αντιληπτό το ότι στις μέρες μας το θέμα της βίας κατά των γυναικών αναγνωρίζεται διεθνώς ως μείζον πρόβλημα. Έτσι, με το Παγκόσμιο ΢υνέδριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα το 1993 αναγνωρίστηκαν τα δικαιώματα της γυναίκας ως ανθρώπινα. Εντούτοις, παρά το γεγονός ότι 15 χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέγραψαν και επικύρωσαν την Παγκόσμια Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είμαστε σε θέση να διατυπώσουμε την άποψη πως το δικαίωμα των γυναικών, να ζουν με ασφάλεια, είναι ανεδαφικό, γιατί η μία στις τέσσερις γυναίκες έχει την εμπειρία της βίας σε κάποια περίοδο της ζωής της. Τπογραμμίζεται με έμφαση το ότι σε πολλές χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάθε εβδομάδα, μία γυναίκα πέφτει θύμα ενδοοικογενειακής βίας, ενώ ένα ποσοστό της τάξεως 15-25% κακοποιείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Παρά το ότι έχουν έχουν αναγνωριστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα των γυναικών, η καταπίεση και η βία τις κρατούν δε υποδεέστερη θέση. Η άσκηση βίας από τους άνδρες προκαλεί τον θάνατο και την ανικανότητα σε γυναίκες ηλικίας 15-44 ετών, περισσότερο από τον καρκίνο και τα αυτοκινητιστικά ατυχήματα. (΢πάζοντας τη ΢ιωπή, 2000:18) Οι γυναίκες που υφίστανται κακοποίηση, κάνουν πολλές προσπάθειες, προκειμένου να τη σταματήσουν. Όμως, τις περισσότερες φορές, αυτές οι προσπάθειες αποβαίνουν άκαρπες. Ένας από τους λόγους που οι γυναίκες δεν αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την οικογενειακή στέγη, είναι η ηλικιακή κατηγορία των 25-40 ετών. (Παρασκευόπουλος και οι άλλοι, 1998:300) Ο κυριότερος λόγος ωστόσο που κάνει τη γυναίκα, να παραμείνει στο σπίτι με τον θύτη είναι παραδόξως ο φόβος. ΢ύμφωνα με έρευνες που έχουν γίνει, κυρίως στη ΢ουηδία και την Αμερική, οι γυναίκες φοβούνται ότι θα υποστούν χειρότερη κακοποίηση˙ φοβούνται τις συνέπειες στα παιδιά τους, τα οποία είναι σχεδόν πάντα αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες της κακοποίησης. Πολλές κακοποιημένες γυναίκες αναγκάζονται να επιστρέψουν στην οικογενειακή στέγη, επειδή οι άνδρες τους τις απειλούν με περισσότερη βία. Μετά από πιεστική προσπάθεια του άνδρα να πείσει τη γυναίκα, ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει μόνη της, εκείνη υποχρεώνεται να υπομένει το μαρτύριό της σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον καταπίεσης και αδυναμίας. ( ΢πάζοντας τη ΢ιωπή, 2000:6-8 ) ΢ημαντική παράμετρο της αντίδρασης των γυναικών που κακοποιούνται, συνιστά και η επαγγελματική τους απασχόληση. Παρ’ όλα αυτά, το ποσοστό των εργαζόμενων γυναικών δεν είναι αρκετά υψηλό (25-30%),


για να γίνει κάποιο αποφασιστικό βήμα από την πλευρά τους, όσον αφορά στην απομάκρυνσή τους από την εγγύτητα του βάναυσου συζύγου. Ακόμη και όταν η γυναίκα εργάζεται επαγγελματικά, η οικονομική συμβολή της στο νοικοκυριό δεν συνεπάγεται την ανεξαρτητοποίησή της από μια σχέση κακοποίησης, γιατί σε περίπτωση χωρισμού ή διαζυγίου επωμίζεται το μεγαλύτερο – και ενδεχομένως δυσβάστακτο μέρος – της οικονομικής ευθύνης των παιδιών. (Παρασκευόπουλος και οι άλλοι, 1998:300) Άλλοι σημαντικοί παράγοντες που δυσχεραίνουν την αναζήτηση λύσεων εκ μέρους των κακοποιημένων γυναικών, είναι «η αίσθηση της προσωπικής ευθύνης για τη σχέση, τον άντρα και τα παιδιά, η αρνητική εικόνα και το στίγμα της χωρισμένης γυναίκας, οι αρνητικές συνέπειες ενός χωρισμού στα παιδιά καθώς επίσης και η βαθιά εξάρτησή τους, από τον άντρα που τις κακοποιεί». (Παρασκευόπουλος και οι άλλοι, 1998:300301) Η χρόνια κακοποίηση οδηγεί τις γυναίκες σε χαμηλή αυτοεκτίμηση, τάσεις απομόνωσης, συναισθήματα ενοχής, επιθετικότητα προς τον εαυτό της, απώλεια της αξιοπρέπειας, του ελέγχου και της ασφάλειας στη ζωή τους και τελικά στην αίσθηση της αδυναμίας και του πλήρους αδιεξόδου. Η χρήση ηρεμιστικών ανέρχεται σε υψηλά ποσοστά (28,1%), ακόμη και στις περιπτώσεις γυναικών που έχουν τολμήσει να προσφύγουν στη δικαιοσύνη. ΢τοιχεία κατάθλιψης και τάσεις αυτοκτονίας αναφέρονται σε υψηλότερο ποσοστό (35,9%), ενώ δεν είναι σπάνιες και οι απόπειρες αυτοκτονίας. (Παρασκευόπουλος και οι άλλοι, 1998:300-301)

1.1 Η θέση της Ελλάδας έναντι της κακοποίησης της γυναίκας ΢τις 9-11-1999 ο Δικηγορικός ΢ύλλογος Θεσσαλονίκης αποφάσισε την εφαρμογή ενός προγράμματος σχετικά με την παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας στις κακοποιημένες γυναίκες. ΢τόχος του προγράμματος είναι η αποκάλυψη της αλήθειας που τις περισσότερες φορές καλύπτεται μετά από πιέσεις συγγενών και φίλων εξαιτίας του φόβου που ανακύπτει από το κοινωνικό κόστος. Μέσω του εν λόγω προγράμματος αντιμετωπίστηκαν 31 περιστατικά κακοποιημένων γυναικών κατά την περίοδο από τις 9-11-1999 μέχρι τις 31-5-2000, η πλειοψηφία των οποίων αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια μετά από χρόνια κακοποίηση στον έγγαμο βίο τους, έχοντας μάλιστα εξαντλήσει τα περιθώρια υπομονής τους˙ από τα 31 περιστατικά οι 7 γυναίκες ζήτησαν με ασφαλιστικά μέτρα διατροφή, οι 8 επεδίωξαν τη μετοίκηση, οι 12 διεκδίκησαν την επιμέλεια τέκνων και οι 15 απαίτησαν διαζύγιο, ενώ μόνο δύο θέλησαν να καταθέσουν έγκληση


για σωματικές βλάβες λόγω κακοποίησης. (΢πάζοντας τη ΢ιωπή, 2000:5859). Αν και το πρόγραμμα έχει γνωρίσει μεγάλη επιτυχία, θα μπορούσε να υπάρχει κάποιο πιο ολοκληρωμένο, μέσω του οποίου να δίνεται η ευκαιρία στις γυναίκες να ξεφεύγουν απ’ όλη αυτή την κατάσταση, να ξέρουν ότι θα βρουν τόσο ψυχολογική όσο και νομική στήριξη καθώς επίσης και ότι θα βρουν κάποια εργασία που θα τους εξασφαλίζει οικονομική ανεξαρτησία. Εκτός όμως από τις κυρώσεις που προβλέπει ο νόμος του ελληνικού δικαίου και τη βοήθεια που προσφέρει ο Δικηγορικός ΢ύλλογος Θεσσαλονίκης με την εφαρμογή του προγράμματος, στο οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως, υπάρχουν και διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις των οποίων η προσφορά σε θέματα γυναικών, θεωρείται ανεκτίμητη. Η Γενική Γραμματεία Ισότητας του Τπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, έχει αναλάβει την προώθηση και την πραγματοποίηση της νομικής και ουσιαστικής ισότητας των δύο φύλων, όσον αφορά στον πολιτικό, τον οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό τομέα. Έτσι, λειτουργούν διάφορα τμήματα για την ενημέρωση του πολίτη, όπως το νομικό τμήμα, το τμήμα εκδόσεων και εκδηλώσεων και το τμήμα διεθνών σχέσεων. Επίσης, το Κέντρο Τποδοχής για Θέματα Ισότητας λειτουργεί από το 1994 και παρέχει υποστήριξη στις γυναίκες που υφίστανται κακοποίηση, περιθωριοποίηση και κοινωνικό αποκλεισμό. (Φατζηφωτίου, 2005:50-53) Εκτός αυτού, από το 1988 η Γενική Γραμματεία Ισότητας έχει θέσει σε λειτουργία Γραφείο Τποδοχής, ενώ στις αρχές του 1992 ξεκίνησε και η λειτουργία του Γραφείου Ισότητας του Δήμου Αθηναίων. Η λειτουργία του τελευταίου επεκτείνεται σε συμβουλευτικό σταθμό για θέματα κακοποίησης γυναικών, σχέσεων ζευγαριών και γενικότερα οικογενειακών ζητημάτων, ενώ ταυτόχρονα παρέχεται ψυχολογική και κοινωνική στήριξη από ειδικούς επιστήμονες. (΢πάζοντας τη ΢ιωπή, 2000:53) Από το 1993 και σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία Ισότητας ο Δήμος Αθηναίων λειτουργεί τον ξενώνα κακοποιημένων γυναικών, οι οποίες μπορεί να είναι έγγαμες ή όχι, Ελληνίδες ή Αλλοδαπές. Οι γυναίκες παραπέμπονται για εισαγωγή, κυρίως από το Γραφείο Ισότητας, από τα Γραφεία Τποδοχής της Γενικής Γραμματείας Ισότητας, από άλλες κοινωνικές υπηρεσίες ή φορείς, με δική τους πρωτοβουλία.


1.2 Η λειτουργία του Ξενώνα Η λειτουργία του ξενώνα αποβλέπει στο να δώσει τη δυνατότητα στις γυναίκες που απευθύνονται σε αυτόν, να επεξεργαστούν τις εμπειρίες της κακοποίησης, προσφέροντάς τους έναν χώρο μέσα στον οποίο θα έχουν την απαραίτητη υποστήριξη, ώστε να σταθεροποιήσουν και να επανακτήσουν την αυτοεκτίμησή τους. Η παραμονή στον ξενώνα υπάρχει δυνατότητα φιλοξενίας από 20 ημέρες και πάνω. ΢κοπός της λειτουργίας του ξενώνα δεν είναι μόνο η παροχή άμεσης βοήθειας στις κακοποιημένες γυναίκες αλλά και η πρόληψη, η οποία διακρίνεται σε πρωτογενή και σε δευτερογενή. Η πρωτογενής πρόληψη πραγματοποιείται μέσω της δημοσιοποίησης του προβλήματος και της ευαισθητοποίησης του κοινωνικού συνόλου, ενώ η δευτερογενής πρόληψη πραγματοποιείται μέσω της αποτροπής χειρότερων καταστάσεων με σοβαρότερες συνέπειες, τόσο για τις ίδιες τις γυναίκες, τους άνδρες που τις κακοποιούν, και τα παιδιά τους. Ο ξενώνας φιλοξενεί προσωρινά κακοποιημένες γυναίκες, παρέχοντάς τους προστασία και ασφάλεια, κοινωνική και ψυχολογική στήριξη, συμβουλές σχετικά με το νομικό πλαίσιο σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία και με την Παρέμβαση κατά της Βίας και της Κακοποίησης των Γυναικών. Παράλληλα, προσφέρει κάθε είδους πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία άλλων υπηρεσιών, στις οποίες οι κακοποιημένες γυναίκες μπορούν να απευθυνθούν. Ο ουσιαστικότερος σκοπός του ξενώνα είναι η δραστηριοποίηση των γυναικών στο να ανταποκριθούν μόνες πλέον στις απαιτήσεις της ζωής, αναζητώντας εργασία, ένα νέο σπίτι, ένα σωστό περιβάλλον, όπου θα διαμορφώσουν τη ζωή τους από την αρχή. ΢τα 7 χρόνια λειτουργίας του ξενώνα, φιλοξενήθηκαν περίπου 200 γυναίκες με 250 παιδιά. Οι ηλικίες των γυναικών ήταν από 16 έως 75 ετών, ενώ οι ηλικιακές κατηγορίες των παιδιών κυμαίνονταν μεταξύ των 30 ημερών και των 19 ετών. (΢πάζοντας τη ΢ιωπή, 2000:54)


ΚΕΥΑΛΑΙΟ ΔΕΤΣΕΡΟ Η ενδοοικογενειακή βία Η ενδοοικογενειακή βία στη χώρα μας αποτελεί κοινωνικό φαινόμενο το οποίο εμφανίζει ανησυχητικές διαστάσεις, ανεξάρτητα από κοινωνικές και εθνικές ομάδες. ΢την Ελλάδα δεν έχει μελετηθεί συστηματικά η άσκηση της βίας στην οικογένεια. Η συγκέντρωση στοιχείων είναι ιδιαίτερα περιορισμένη που οφείλεται στο γεγονός ότι η βία στους κόλπους της οικογένειας δεν καταγγέλλεται ανοιχτά και σε μεγάλο βαθμό. Η κακοποίηση μέσα στην οικογένεια αποτελεί καθημερινό φαινόμενο που δυστυχώς παραμένει ένα καλά φυλαγμένο μυστικό, αν και είναι μία από τις σοβαρότερες μορφές καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς διαπράττεται από ανθρώπους που εμπνέουν εμπιστοσύνη. (Βλάχου, 2005:76-78)

2.1 Μορφές κακοποίησης ΢ύμφωνα με τους Follingstad, Dettart & Loseke η κακοποίηση της γυναίκας είναι άσκηση σωματικής, ψυχολογικής, σεξουαλικής αλλά και λεκτικής και οικονομικής βίας από την πλευρά του συζύγου ή του συντρόφου της. (Φατζηφωτίου, 2005:45-46) 2.1.1 Σωματική βία Η σωματική βία έχει ως στόχο τη σωματική κακοποίηση του θύματος μέσω του ξυλοδαρμού του που περιλαμβάνει χαστούκισμα, κλωτσιές, πνίξιμο, κουτούλημα, χτυπήματα, καψίματα, τράβηγμα μαλλιών, σπρώξιμο στις σκάλες και συχνή χρήση όπλων κάθε είδους. Οι Gayford, Pagelow & Andrews διατύπωσαν την άποψη πως η σωματική βία και ιδιαίτερα τα χτυπήματα στην κοιλιακή χώρα εμφανίζουν μεγαλύτερη συχνότητα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. (Φατζηφωτίου, 2005:35) 2.1.2 Σεξουαλική βία Η σεξουαλική βία, η οποία αναφέρεται συχνά και ως βιασμός, είναι η πιο άγνωστη και σιωπηρή μορφή κακοποίησης. Παρά το γεγονός όμως ότι είναι ευρέως διαδεδομένη, τα θύματα μιλούν σπάνια γι’ αυτή. Ψστόσο, στη χώρα μας ακόμη και αν έχει σημειωθεί πρόοδος, όσον αφορά στον νομικό ορισμό του βιασμού, ο οποίος χαρακτηρίζεται από το 1984 ως έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, «κάποιες αντιλήψεις παραμένουν ενεργείς» (Σσιγκρής, 1996:101 / πρβλ. ΢τρατηγάκη, 2006: 154 κ.ε.). Έτσι, η βίαιη σεξουαλική συνουσία δεν θεωρείται βιασμός στο πλαίσιο του γάμου ακόμη και αν αποτελεί πολύπρακτο έγκλημα καθώς περιλαμβάνει


ταυτόχρονα τη χρήση βίας και απειλής για τον εξαναγκασμό του θύματος, με απώτερο σκοπό τη συνουσία ή την ανοχή ή την επιχείρηση ασελγούς πράξεως. (Σσιγκρής, 1996:103 / Βαΐου & ΢τρατηγάκη, 2008:185190) 2.1.3 Ψυχολογική βία Η βία που ασκείται στη γυναίκα, μπορεί επίσης να είναι ψυχολογική. Αυτή διακρίνεται σε λεκτική που εξωτερικεύεται με ύβρεις, προσβολές, απειλές και υποτιμητικές εκφράσεις. Παράλληλα, η εν λόγω βία παίρνει και τη μορφή της κοινωνικής βίας η οποία έχει ως στόχο της την απομόνωση του θύματος. ΢ε αυτή την περίπτωση ο θύτης απαγορεύει στο θύμα, να έχει οποιαδήποτε σχέση με συγγενείς, φίλους και γείτονες επιπροσθέτως, ενδέχεται να του απαγορεύει να εργάζεται. Αναφορικά με την ψυχολογική βία ο Οργανισμός «Γυναικείας Βοήθειας» επισημαίνει τα εξής: «Βία μπορεί μεταξύ άλλων να σημαίνει απειλές, εκφοβισμό, χειρισμό, απομόνωση, το να αφήνεις μια γυναίκα χωρίς λεφτά, κλειδωμένη, χωρίς φαγητό ή να χρησιμοποιείς (και να κακοποιείς) τα παιδιά της με διάφορους τρόπους, για να τη φοβίσεις ή να την υποτάξεις. Μπορεί επίσης να περιλαμβάνει συστηματική κριτική και εξευτελιστικά σχόλια.» (Φατζηφωτίου, 2005:34 / πρβλ. Μαγγανάς, 2004:514-519 / Σσουδερού, 2009:41-42 / Hirigoyen, 2006:41-49 ) 2.1.4 Οικονομική βία ΢ε αυτή τη μορφή της άσκησης βίας υφίσταται πλήρης οικονομική εξάρτηση του θύματος από τον θύτη. Ο θύτης δεν επιτρέπει δηλαδή στο θύμα, να έχει δικά του χρήματα, ενώ συχνά του παίρνει (αφαιρεί) ακόμη και αυτά, που κερδίζει από την εργασία του. Παράλληλα, ο θύτης απειλεί το θύμα πως θα του αφαιρέσει ακόμη και τα χρήματα που δίνει για τη συντήρηση ή/και τα δίδακτρα του σταθμού ή του σχολείου του παιδιού/των παιδιών σε περίπτωση που η σύζυγος θελήσει να εγκαταλείψει την οικογενειακή στέγη. (Βλάχου, 2005:85 / Υωτιάδου, 2006:18-20) ΢ε αυτό το σημείο θεωρείται σκόπιμο να αναφερθούν τα πορίσματα ερευνών που έχουν διεξαχθεί με γνωστικό αντικείμενο τις διάφορες μορφές βίας. ΢την έρευνα του Ευρωβαρόμετρου που έγινε για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής καμπάνιας ευαισθητοποίησης κατά της οικογενειακής βίας τον Οκτώβριο του 1999, 15.000 άτομα κλήθηκαν να απαντήσουν στην ερώτηση ως ακολούθως: «Ποιο επίπεδο βαρύτητας δίνουν οι Ευρωπαίοι στις διαφορετικές μορφές της βίας μέσα στην οικογένεια;» Σα αποτελέσματα έδειξαν τη σεξουαλική βία στην πρώτη θέση με ποσοστό 90,1%, ενώ στη δεύτερη θέση βρίσκεται η σωματική βία με ποσοστό 86,6%. Ακολουθούν η ψυχολογική βία με 64,8%, ο


περιορισμός της ελευθερίας με 63,% και οι απειλές για πράξεις βίας με ποσοστό 57,7%. Επιπροσθέτως, η έρευνα που διεξήχθη με πρωτοβουλία του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας, κατά τη διάρκεια του έτους 2003 αναφορικά με τις διάφορες μορφές βίας, έδειξε ότι το 56% των γυναικών βιώνουν μερικές φορές ή/και συχνά καταχρηστικές συμπεριφορές του συζύγου / συντρόφου τους, οι οποίες συναρτώνται με τη λεκτική ή/και την ψυχολογική βία. ΢υγκεκριμένα, το 19% των γυναικών δήλωσε ότι μερικές φορές έως και συχνά ο σύζυγός / σύντροφός τους τις προσβάλλει, ενώ το 16,4% τις βρίζει. Αντιστοίχως, το 10,9% περιορίζεται μερικές φορές ή συχνά από τον σύζυγο / σύντροφο, και το 5,5% αναγκάζεται από αυτόν σε περιορισμό από το φιλικό και οικογενειακό (στενό ή ευρύτερο) περιβάλλον. Σέλος, το 4,3% των γυναικών δήλωσε ότι μερικές φορές ή/και συχνά βιώνει απειλές. ( Αρτινοπούλου & Υαρσεδάκης, 200376-77 ). Επίσης, το 3,6% των γυναικών ανέφερε ότι μερικές φορές ή/και συχνά ο σύζυγός / σύντροφός τους τούς ασκεί σωματική βία, ενώ το 3,5% εξαναγκάζεται από αυτόν σε σεξουαλική επαφή.

2.2 Οι επιδράσεις της κακοποίησης της μητέρας στο παιδί Οι προεκτάσεις και επιπτώσεις της βίας είναι πολυδιάστατες και δεν περιορίζονται μόνο στο θύμα. Αντίθετα, επεκτείνονται και επηρεάζουν αρνητικά και τα παιδιά τα οποία γίνονται αυτήκοοι και αυτόπτες μάρτυρες βίαιων σκηνών, στις οποίες πρωταγωνιστούν οι ίδιοι οι γονείς τους. Αποκαλυπτικά ευρήματα ερευνών αποδεικνύουν πως κάθε χρόνο πάνω από τρία εκατομμύρια παιδιά γίνονται μάρτυρες βίαιων περιστατικών. Αυτά τα παιδιά έρχονται αντιμέτωπα με μια σειρά από προσβολές, ξυλοδαρμούς και επιθέσεις με όπλα ή/και μαχαίρια, εναντίον της μητέρας τους που οδηγούν ακόμη και στον θάνατο. Η έρευνα που έγινε με πρωτοβουλία του ΚΕΘΙ (Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας), προκαλεί την έντονη προσοχή και κινεί αμείωτο το ενδιαφέρον για τις αντιδράσεις των παιδιών στα περιστατικά βίας στα οποία είναι παρόντα. (Αρτινοπούλου & Υαρσεδάκης, 2003:79-80) ΢υγκεκριμένα, το 32,1% των παιδιών δήλωσαν ότι προσπαθούν να ηρεμήσουν τη μητέρα τους, ενώ το 21,9% απάντησαν ότι κλείνονται στο δωμάτιό τους. Ένα μικρότερο ποσοστό της τάξεως 17,5% απάντησε ότι ξεσπάει σε κλάματα, ενώ το 13,9% δήλωσε πως δεν αντιδρά καθόλου˙ το 13,1% δήλωσε πως αποσύρεται σε κάποιον άλλον χώρο του σπιτιού. Μόλις το 6,6% απάντησε ότι επιτίθεται στον πατέρα ή ότι φεύγει από το σπίτι. Ακόμη μικρότερο είναι το ποσοστό των παιδιών που αντιδρούν με βίαιο τρόπο (5,8%). Άλλες μορφές αντίδρασης


των παιδιών που είναι παρόντα στα περιστατικά βίας είναι τα ακόλουθα: i) απειλούν ότι θα τηλεφωνήσουν ή θα πάνε στην αστυνομία (2,2%), ii) απειλούν ότι θα τηλεφωνήσουν για βοήθεια σε συγγενείς ή φίλους (0,7%), iii) υποστηρίζουν τον πατέρα τους (0,7%). Όσον αφορά στις επιπτώσεις της κακοποίησης της μητέρας στο παιδί και σύμφωνα με τον Οργανισμό Γυναικείας Βοήθειας της Αγγλίας, έχει υποστηριχθεί από έρευνες που έχουν γίνει στον Καναδά ότι οι συνέπειες είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν αρρώστια εξαιτίας του άγχους από το οποίο διακατέχονται τα παιδιά, απόδοση ευθυνών στον εαυτό τους, έλλειψη εμπιστοσύνης τόσο στους άλλους όσο και στον εαυτό τους, χαμηλή αυτοεκτίμηση, απομόνωση, φόβο και βία. (Φατζηφωτίου, 2005:36-37) ΢υγκεκριμένα, οι εν λόγω επιπτώσεις μπορεί να είναι ψυχολογικές, κοινωνικές, σωματικές ή να εντοπίζονται στη γενική συμπεριφορά του παιδιού. ΢τις ψυχολογικές επιπτώσεις συγκαταλέγονται τα αισθήματα ντροπής, θλίψης, ενοχής, ο φόβος της εγκατάλειψης, σύγχυση σχετικά με τα αισθήματα για τους γονείς του. Επιπλέον, το παιδί σταματά να ελπίζει, νιώθει αδύναμο να αντιμετωπίσει την κατάσταση και υποφέρει συχνά από κατάθλιψη. ΢χετικά με τις κοινωνικές συνέπειες, αυτές μπορεί να είναι απομόνωση από φίλους και συγγενείς, έλλειψη εμπιστοσύνης ιδιαίτερα σε συνομηλίκους του, υπερβολική κοινωνικότητα, προκειμένου να απόφεύγει να μένει στο σπίτι. Ακόμη είναι πιθανό να έχει δυσκολίες στη σύναψη φιλικών σχέσεων, αφού στην ψυχή του κυριαρχεί από τη μια ο θυμός και από την άλλη η παθητικότητα. Αναφορικά με τις επιπτώσεις που συναρτώνται με την υγεία του παιδιού, η νευρικότητα, η αδράνεια και το άγχος είναι οι πιο συνηθισμένες σε αυτές τις περιπτώσεις. Παράλληλα, είναι πολύ πιθανό, το παιδί να παραπονιέται συχνά για σωματικούς πόνους, όπως στο στομάχι και το κεφάλι. Η πιο ακραία αρνητική επίδραση της βίας στο παιδί είναι οι τάσεις αυτοκαταστροφής, από τις οποίες διακατέχεται και εξαιτίας των οποίων μπορεί να κάνει κακό στον εαυτό του. Επίσης, η συμπεριφορά του παιδιού αλλάζει σε μεγάλο βαθμό. Άλλες φορές είναι επιθετικό και αντιδραστικό, ιδιαίτερα στον χώρο του σχολείου, και άλλες φορές αποστασιοποιείται από τα πάντα, εκφράζοντας ανησυχητική παθητικότητα. ΢ε γενικές γραμμές, έχει κυκλοθυμική συμπεριφορά και συχνά εκρήξεις θυμού. (΢αλπιστής, 2013) Η συμπεριφορά του παιδιού στον χώρο του σχολείου είναι διαφορετική και αποτελεί συνάρτηση της ιδιοσυγκρασίας του κάθε ενός χαρακτήρα. Ένα αρκετά υψηλό ποσοστό παιδιών έχει μειωμένες σχολικές επιδόσεις. Ο νεαρός μαθητής δεν καταφέρνει εύκολα να εστιάσει την


προσοχή του στο μάθημα, γιατί προβληματίζεται συνεχώς για την κατάσταση που βιώνει. Μέσα στο μυαλό του προσπαθεί να εφεύρει λύσεις που θα τον ελευθερώσουν από την σκληρή καθημερινότητα. Πολλά παιδιά έχουν χαμηλή αυτοπεποίθηση και μειωμένο αυτοσεβασμό, γι’ αυτό αποφεύγουν την ενεργή συμμετοχή τους στα ομαδικά παιχνίδια αλλά και τις επαφές με συμμαθητές. Πέραν τούτου, υπάρχουν παιδιά που υιοθετούν αντιδραστική συμπεριφορά. Αρνούνται να υπακούσουν τόσο στους κανόνες της και του σχολείου, αλλά και στους κανόνες ενός παιχνιδιού. Έτσι, καταλήγουν σε τσακωμούς με τα υπόλοιπα παιδιά, υιοθετώντας το μοντέλο του βίαιου πατέρα τους, προκειμένου να υπερισχύσει η άποψή τους. ΢υχνά, χρησιμοποιούν απειλές και βωμολοχίες, δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του σχολείου και εκφράζουν άρνηση ακόμη και να παρακολουθήσουν τα μαθήματά τους. Αντίθετα, κάποια παιδιά, συνειδητοποιώντας τη σοβαρότητα της κατάστασης και σκεπτόμενα με ψυχρή λογική, εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στο διάβασμα. Κλείνουν τα αυτιά τους, γίνονται άριστοι μαθητές και βιάζονται να μεγαλώσουν, για να φύγουν από το σπίτι τους. 2.2.1 Παιδιά εφηβικής ηλικίας Η εφηβική ηλικία είναι από μόνη της μία ιδιαίτερα δύσκολη περίοδος. Ο έφηβος έρχεται αντιμέτωπος με πληθώρα προβληματισμών, όσον αφορά στο μέλλον του, τις φιλικές του σχέσεις και τις σχέσεις με το αντίθετο φύλο. Όταν όμως ο έφηβος αντιμετωπίζει και σοβαρά οικογενειακά προβλήματα, όπως λ.χ. την κακοποίηση της μητέρας του από τον πατέρα του, η ψυχολογική του κατάσταση επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στην κοινωνική του ζωή. Σο παιδί που διανύει την περίοδο της εφηβικής ηλικίας, υποφέρει από τις σκληρές αναμνήσεις των βίαιων περιστατικών που έχουν διαδραματισθεί μπροστά στα μάτια του. (Σσίτουρα, 2009:110 κ.ε.) ΢τις διαπροσωπικές του σχέσεις συμπεριφέρεται με απάθεια. Δεν ενδιαφέρεται για τα αισθήματα των άλλων και αδιαφορεί για το αν κάποιος θα πληγωθεί ή θα προσβληθεί εξαιτίας του. Άλλωστε, για τον δικό του πόνο δεν έδειξε κανένας ποτέ ενδιαφέρον. Παράλληλα, οι έφηβοι που ζουν σε καταστάσεις τρομοκρατίας και βαναυσότητας στην ολιγοπρόσωπη ομάδα της οικογένειας, γίνονται αντικοινωνικοί και εσωστρεφείς καθώς κρίνουν ότι οι περισσότεροι συνομήλικοί τους είναι ανώριμοι και κινούνται σε έναν ουτοπικό κόσμο. Οι ίδιοι δεν μπαίνουν στη διαδικασία να κάνουν όνειρα για το μέλλον τους, γιατί το θεωρούν πως είναι καταδικασμένο.


Εξάλλου, ορισμένοι έφηβοι συμπεριφέρονται επιθετικά τόσο στο στενό οικογενειακό τους περιβάλλον όσο και στην ευρύτερη κοινωνία. Δεν υπακούουν στους νόμους και τους κανόνες του σχολείου και της πολιτείας, με αποτέλεσμα να εμπλέκονται σε επικίνδυνες καταστάσεις και σε διαπληκτισμούς με συμμαθητές και άλλους ενηλίκους. ΢ε άλλες όχι και τόσο ακραίες περιπτώσεις, είναι δυνατόν να οδηγηθούν στην κατανάλωση αλκοόλ ή/και ναρκωτικών. Οι σχολικές τους επιδόσεις παρουσιάζουν σταδιακή πτώση, ενώ πολλές φορές δεν πηγαίνουν καθημερινά στο σχολείο ή διακόπτουν εντελώς τη φοίτησή τους. Γενικά, έχουν τάσεις αυτοκαταστροφής και αποκοπής από την οικογένεια, ενώ διακατέχονται έντονα από αισθήματα εκδίκησης.


ΣΕΛΙΚΕ΢ ΠΑΡΑΣΗΡΗ΢ΕΙ΢ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑ΢ΕΙ΢ ΢την εποχή της μετα-νεωτερικότητας και της παγκοσμιοποίησης έχουν χαλαρώσει οι οικογενειακοί δεσμοί, οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις αυξάνονται, ο διάλογος είναι επιφανειακός έως ανύπαρκτος και το κάθε ένα μέλος της οικογένειας πιστεύει πως είναι το επίκεντρο της κοινωνίας. Οι άνθρωποι εξατομικεύονται και απομονώνονται, τα διαζύγια γνωρίζουν αυξητική τάση, η οικογένεια διασπάται, οι κοινωνικές ανισότητες οξύνονται και η κοινωνία κινείται στην τροχιά της διαπροσωπικής και διασυλλογικής επιθετικότητας. Η οξυμμένη εξω-οικογενειακή ατμόσφαιρα επηρεάζει αρνητικά την εσω-οικογενειακή συνοχή και προκαλεί ρήξη στους δεσμούς της. Η κρίση της κοινωνίας έχει υπεισέλθει στους κόλπους της οικογένειας, ασκώντας αρνητική επίδραση στις διαφυλικές σχέσεις˙ αυτές με τη σειρά τους εκδηλώνονται μέσω επιθετικών συμπεριφορών και κυρίως μέσω της άσκησης βίας από τον άνδρα κατά της γυναίκας, με στόχο την ένδειξη δύναμης, την επιβολή εξουσίας και την εδραίωση της κυριαρχίας του. Η παθητικότητα είναι εμπόδιο στην αντιμετώπιση της βίας και μάλιστα την ενθαρρύνει. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την αντίληψη που είναι κυρίαρχη στις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, στο πλαίσιο των οποίων η βία θεωρείται πως είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης. Ο συμβιβασμός αυτός με τη βία ενισχύεται συχνά από το ίδιο συμφέρον, όπως συμβαίνει για παράδειγμα σε κάποιες περιοχές με το κοινωνικά αποδεκτό δικαίωμα των ανδρών, να κακομεταχειρίζονται τις γυναίκες τους. Πρέπει να διαλυθούν οι δομές της ανδρικής εξουσίας και να δοθεί τέλος στην κοινωνική ανοχή των πράξεων βίας κατά των γυναικών. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος είναι απαραίτητη μια διεπιστημονική προσέγγιση εκ μέρους των επαγγελματιών και όχι απλώς μια μορφή μεμονωμένης ή/και εξειδικευμένης υποστήριξης. Απαιτείται συνεργασία μεταξύ ψυχολόγων, κοινωνιολόγων, κοινωνικών λειτουργών, εγκληματολόγων, δικηγόρων, ιατρών, αστυνομικών κ.ά. προκειμένου να έχουμε μια ολόπλευρη εξέταση του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας. Όμως, η αντιμετώπιση αυτή δεν πρέπει να είναι μονομερής. Όλα τα μέλη της οικογένειας έχουν ανάγκη από υποστήριξη, όχι μόνο το κακοποιημένο μέλος. Ο θύτης πρέπει να βοηθηθεί, για να αλλάξει τους βίαιους τρόπους της συμπεριφοράς του. Τπάρχει ελπίδα, να συνεχιστεί μια σχέση, ένας γάμος˙ ας μην ξεχνάμε ότι πολλές γυναίκες προσπαθούν, να μην διαλυθεί ο γάμος τους, αλλά να κάνουν μια νέα αρχή με τον ίδιο άνθρωπο.


Επίσης, πρέπει να αναπτυχθεί η κοινωνική έρευνα, με στόχο την εκτίμηση της έντασης και της έκτασης του προβλήματος σε κάθε μία γεωγραφική περιοχή και να εκτιμηθεί η καταλληλότερη διϋπηρεσιακή προσέγγιση. Η ανάπτυξη της κοινωνικής έρευνας σε αυτή τη θεματική περιοχή θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική καθώς προσπαθεί αφενός να υπεισέλθει στα πιο σκοτεινά και ανεξερεύνητα σημεία του προβλήματος και αφετέρου να δώσει πληροφορίες μέσα από τις αναφορές των ίδιων των ατόμων που είχαν συμμετάσχει στα βίαια επεισόδια. Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ότι η πρόληψη έχει στενή σχέση με τη συμβουλευτική του πληθυσμού σε ευρεία κλίμακα, όσον αφορά στα θέματα σχέσεων και την εκπαίδευση. Σα εκπαιδευτικά ιδρύματα πρέπει να κατανοήσουν, πόσο σημαντική είναι η ενσωμάτωση των θεμάτων της ισότητας και της οικογενειακής βίας στα προγράμματα σπουδών των τμημάτων τους. Με αυτόν τον τρόπο, είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί ριζική αλλαγή των στερεοτυπικών αντιλήψεων και συμπεριφορών που διαιωνίζουν τη διάκριση των φύλων και κατ’ επέκταση την ενδοοικογενειακή βία. Η κάλυψη των νομικών κενών στον τομέα της κακοποίησης διαδραματίζει βασικό ρόλο. Η άσκηση βίας κατά των γυναικών στην οικογένεια πρέπει να αντιμετωπίζεται από την ελληνική νομοθεσία ως εγκληματική πράξη και να μην προσπαθεί να επιλύσει τη βία σαν ένα είδος εσωτερικής οικογενειακής διαμάχης. Πρέπει να ψηφισθούν νόμοι που θα επιτρέπουν την παρέμβαση και τη δράση των κοινωνικών λειτουργών, δικαστικών, αστυνομικών και όλων εκείνων των φορέων που εκπαιδεύονται, για να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τέτοιες περιπτώσεις. Έτσι, σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ενισχύεται η συστηματική καταγραφή περιστατικών κακοποίησης από τις δικαστικές και τις αστυνομικές αρχές, τα νοσοκομεία και από όλες τις υπηρεσίες στις οποίες απευθύνονται οι γυναίκες. Εν κατακλείδι, όσον αφορά στον τομέα της παροχής υπηρεσιών, προτείνεται η δημιουργία περισσότερων φορέων στήριξης, όπως ξενώνες, συμβουλευτικά κέντρα, ιατροπαιδαγωγικά κέντρα, κέντρα δημιουργικής απασχόλησης, ώστε να προσφέρεται στα θύματα κακοποίησης η ανάλογη υποστήριξη και βοήθεια τόσο κατά την περίοδο της κρίσης όσο και κατά τη διάρκεια της ψυχολογικής, σωματικής αποκατάστασης.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΥΙΑ ΑΝΣΨΝΟΠΟΤΛΟΤ – ΜΟ΢ΦΟΤ, Φριστίνα (2000). Η βία στην οικογένεια. Η γυναίκα ως θύμα. ΢ε Δασκαλάκης Η., Παπαδοπούλου Π., Σσαμπαρλή Δ., Σσιγγάνου Ι. & Υρονίμου Ε., Εγκληματίες και Θύματα στην καμπή του 21ου αιώνα (σσ. 50-55). Ηλίας Δασκαλάκης, Αφιέρωμα. Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών ΑΡΣΙΝΟΠΟΤΛΟΤ Βάσω & ΥΑΡ΢ΕΔΑΚΗ΢ Ιάκωβος (2003). Ενδοοικογενειακή βία κατά των γυναικών. Αθήνα: Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας ΒΑΊΟΤ Ντίνα & ΢ΣΡΑΣΗΓΑΚΗ Μαρία (2008). φυλο@ερευνα. Κείμενα θεωρίας του φύλου από τη Γερμανία. Αθήνα: Μεταίχμιο ΒΛΑΦΟΤ, Βασιλική Δρ. (2005). Η Αντιμετώπιση της ΢ωματικής Βίας κατά των Γυναικών από το ΢ύστημα Απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης. Αθήνα: Έλλην (Εκδοτικός Οίκος «Ίων») ΜΑΓΓΑΝΑ΢, Αντώνης Δ. (2004). Η εγκληματική ενέργεια στην πράξη. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη ΠΑΡΑ΢ΚΕΤΟΠΟΤΛΟ΢ Ιωάννης Ν., ΜΠΕΖΕΒΕΓΚΗ΢ Ηλίας, ΓΙΑΝΝΙΣ΢Α΢ Νικόλαος & ΚΑΡΑΘΑΝΑ΢Η Αρετή (1998). Διαφυλικές ΢χέσεις: Εισηγήσεις στο ΢εμινάριο Κατάρτισης Εκπαιδευτικών – ΢τελεχών σε Θέματα ΢εξουαλικής Αγωγής και Ισότητας των Υύλων. Σόμος Β΄, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα ΢πάζοντας τη ΢ιωπή (2000). Πρακτικά ΢υνεδρίου ΚΕΘΙ/ΚΕΝΣΡΟ ΕΡΕΤΝΨΝ για ΘΕΜΑΣΑ Ι΢ΟΣΗΣΑ΢/ Αθήνα ΢ΣΡΑΣΗΓΑΚΗ, Μαρία (2006). Σο Υύλο της Κοινωνικής Πολιτικής. Αθήνα: Μεταίχμιο Σ΢ΙΓΚΡΗ΢, Άγγελος Α. (1996). Βιασμός, το αθέατο έγκλημα. Αθήνα – Κομοτηνή: ΢άκκουλας Σ΢ΙΣΟΤΡΑ, ΢τέλλα (2009). ΢ωματική Κακοποίηση του Παιδιού. ΢ε Γιώργος Νικολαΐδης & Μεταξία ΢ταυριανάκη (επιμ.), Βία στην Οικογένεια: αποδεδειγμένη χρήση και ενδείξεις της χρήσης. Αθήνα: ΚΧΜ 96, 101-113 Σ΢ΟΤΔΕΡΟΤ, Ιωσηφίνα (2009). Ενδοοικογενειακή Βία και η θεσμική προστασία των γυναικών. Αθήνα: Παρασκήνιο ΥΨΣΙΑΔΟΤ, Αναστασία (2006). Σο φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας στο επίκεντρο της κακοποίησης της γυναίκας από τον σύζυγό της και η


εκδήλωση του μετατραυματικού συνδρόμου από το στρες σε αυτόν τον πληθυσμό. Διπλωματική Εργασία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο HIRIGOYEN, Marie – France (2006). Η κακοποιημένη γυναίκα – Η βία μεταξύ των συντρόφων στον γάμο (Femme sous emprise, Les resorts de la violence dans le couple). Αθήνα: Πατάκης ΦΑΣΖΗΥΨΣΙΟΤ, ΢εβαστή Δρ. (2005). Ενδοοικογενειακή Βία κατά των Γυναικών και Παιδιών. Διαπιστώσεις και Προκλήσεις για την Κοινωνική Εργασία. Θεσσαλονίκη: Σζιόλας

Ι΢ΣΟ΢ΕΛΙΔΕ΢ ΢ΣΟ ΔΙΑΔΙΚΣΤΟ ΛΑΪΝΙΨΣΗ, Βιβέττα (2012). Ενδοοικογενειακή βία: Σο κρυφό πρόσωπο της κακοποίησης. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο http://lifepositive.gr/psixologia/endooikogeniaki-via-to-krifo-prosopo-tis kakopoisis ΢ΑΛΠΙ΢ΣΗ΢, ΢άββας Ν. (2013, Δεκέμβριος). Ενδοοικογενειακή βία. Χυχολογία παιδιού / Γονεϊκότητα. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο http://www.i-psyxologos.gr/endooikogeniaki-via/ www.poreiagynaikon.gr www.antigonipapadopoulou.com


Ευάγγελος Παχυγιαννάκης Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου

Ι΢ΣΟΡΙΚΕ΢ ΑΝΑΦΟΡΕ΢ ΢ΣΗΝ ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ*

Ο μήνας Αύγουστος κλείνει με τη Θεομητορική εορτή της Αγίας Ζώνης. Η εορτή αυτή, όπως και οι άλλες εορτές της Παναγίας μας, είναι αγαπητή στον ευσεβή λαό μας και γιορτάζεται με την ίδια πίστη και ευλάβεια σε όλη την ανά την οικουμένη Ορθοδοξία. Έτσι, λοιπόν, με την ευκαιρία της εορτής της Σιμίας Ζώνης της Παναγίας, θα αναφερθούμε δι’ ολίγων σε ορισμένα από τα πολλά ιστορικά γεγονότα, με τα οποία έχει συνδεθεί, σύμφωνα με τις εγκυρότερες επικρατούσες πηγές. Η Σιμία Ζώνη της Θεοτόκου, διαιρεμένη σήμερα σε τρία τεμάχια, είναι το μοναδικό λείψανο ή κειμήλιο που σώζεται από την επίγεια ζωή της και φυλάσσεται στην Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου. ΢ύμφωνα με την παράδοση, η Αγία Ζώνη φτιάχτηκε από τρίχες καμήλας από την ίδια την Θεοτόκο, και μετά την Κοίμησή της, κατά την Μετάστασή της στους ουρανούς, την παρέδωσε στον απόστολο Θωμά. Μετά, την Σιμία Ζώνη ανάλαβαν να διαφυλάξουν δύο πτωχές ευσεβείς γυναίκες στα Ιεροσόλυμα. Η Παναγία, λίγο πριν την Κοίμηση της, είχε δώσει εντολή στον Ευαγγελιστή Ιωάννη να μοιράσει σε αυτές και τις δύο εσθήτες της. Σο έργο της διαφύλαξης από γενιά σε γενιά συνέχισε μία ευλαβής παρθένος καταγομένη από την οικογένεια αυτή. ΢τα χρόνια του αυτοκράτορα Αρκαδίου, γιού του Μ. Θεοδοσίου, έγινε η μεταφορά της Σιμίας Ζώνης στην Κωνσταντινούπολη. Σην κατέθεσε σε μία υπέροχη λειψανοθήκη, την οποίαν ονόμασε «αγίαν σορόν». Η κατάθεση έγινε στις 31 Αυγούστου και αυτό το γεγονός εορτάζομε. Μετά από λίγα χρόνια ή κόρη του Αρκαδίου, αυτοκράτειρα Πουλχερία, ανάγειρε τον λαμπρό ναό των Φαλκοπρατείων και κατάθεσε εκεί την Σιμία Ζώνη. Η ίδια η αυτοκράτειρα την διακόσμησε με χρυσή κλωστή, έτσι όπως σώζεται μέχρι σήμερα. Σον επόμενο αιώνα, άγνωστο πότε και με ποιόν τρόπο, μεταφέρθηκε η Σιμία Ζώνη στην Ζήλα της Καππαδοκίας, νότια της Αμασείας. ΢τήν Κωνσταντινούπολη μεταφέρθηκε ξανά στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού του Α΄ (527-565), κτήτορα της Αγίας ΢οφίας. Ο διάδοχός του Ιουστίνος Β΄ και η σύζυγός του ΢οφία ανακαίνισαν τον ναό των Φαλκοπρατείων και ανήγειραν παρεκκλήσιο της Αγίας ΢οροῦ. Πάνω στήν Ἁγία Σράπεζα φυλασσόταν ἡ Σιμία Ζώνη. *Δημοσιεύτηκε το πρώτον, σε συνέχειες, στην εφημερίδα ΑΝΑΣΟΛΗ, τον Αύγουστο του 2104.


Γύρω στο 1150 η Σιμία Ζώνη βρισκόταν στο Μεγάλο Παλάτι της Κωνσταντινουπόλεως, στο ναό του Αγίου Μιχαήλ. Μάλλον είχε τεμαχιστεί και τεμάχιά της είχαν μεταφερθεί στους ναούς της Πόλης. Σον 12ο αιώνα, στα χρόνια της βασιλείας του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180), καθιερώθηκε επίσημα η εορτή της Αγίας Ζώνης την 31η Αυγούστου, ενώ παλαιότερα εορταζόταν μαζί με την εορτή της Ιεράς Εσθήτος της Θεοτόκου, την 2α Ιουλίου. Μετά την άλωση της Πόλης από τους ΢ταυροφόρους της Δ΄ σταυροφορίας, το 1204, κάποια τεμάχια αρπάχτηκαν από τα στίφη των βαρβάρων και μεταφέρθηκαν στη Δύση. Ευτυχώς δεν χάθηκαν όλα. Είναι σίγουρο ότι ένα μέρος της Σιμίας Ζώνης παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη και μετά την ανακατάληψή της το 1261 από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο φυλάσσονταν στο ναό των Βλαχερνών. Η μαρτυρία ανώνυμου Ρώσου προσκυνητή στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των ετών 1424-1453 είναι και η τελευταία σχετικά με την ύπαρξη της Αγίας Ζώνης στην Βασιλεύουσα. Είναι άγνωστο, τί απέγινε στη συνέχεια μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453. Σο μεγαλύτερο τμήμα της Σιμίας Ζώνης, που σώζεται σήμερα, φυλάσσεται στην Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, η οποία έφτασε στην Μονή με περιπετειώδη τρόπο. Μία άλλη παράδοση διασώζεται την πληροφορία ότι η Σιμία Ζώνη αφιερώθηκε από τον αυτοκράτορα Ιωάννη ΢Σ΄ τον Καντακουζηνό (13411354), ο οποίος, στη συνέχεια, παραιτήθηκε, ντύθηκε το μοναχικό ράσο κι έγινε μοναχός με το όνομα Ιωάσαφ στην ίδια Μονή. Η σχέση της Αγίας Ζώνης με την Κρήτη. Από τους πρώτους μήνες του 1820 η μεγαλόνησος Κρήτη και μάλιστα το Ηράκλειο εμαστίζετο απὸ φοβερὴ πανώλη, εξ αιτίας της οποίας πολλοὶ κάτοικοι είχαν βρει τον θάνατο. Προκειμένου, λοιπόν, να φύγει η λοιμική εκείνη ασθένεια, ιερωμένοι προεστώτες και λαϊκοὶ Κρήτες, ελθόντες στο Άγιον Όρος, ζήτησαν απὸ την Μονὴ Βατοπαιδίου να τους αποστείλει την Σιμία Ζώνη της Θεοτόκου. Η Μονή, με συνοδεία πέντε μοναχών, απέστειλε τον Ιούνιο του 1820, με ιδιαίτερο καράβι, στο Μεγάλο Κάστρο της Κρήτης, το λεγόμενο «Castello di Mare» δηλ. στὸ Ἡράκλειο», τα παρακάτω ιερὰ λείψανα, με σκοπὸ η επενέργειά τους νὰ αποδιώξει το θανατικὸ απο την μεγαλόνησο: α. Σμήμα της Σιμίας Ζώνης της Θεοτόκου β. Ένα ΢ταυρὸ με τμήμα Σιμίου Ξύλου, και γ. Σην Κάρα του Αγίου Ανδρέου, επισκόπου Κρήτης, του Ιεροσολυμίτου. (βλ.: Ηράκλειο, αφιέρωμα «Επταήμερο» Εφημ. «Καθημερινή» 22.9.1996 σελ. 12, όπου και σχετικὴ βιβλιογραφία). Μετά από ταξίδι δεκαπέντε ημερών, το καράβι έφτασε στην Κρήτη. Οι πατέρες άρχισαν να τελούν αγιασμούς, ώστε να φύγει η ασθένεια με το θανατικὸ που σκόρπιζε στον λαό. Όμως, συνέβαινε, την ιδία περίοδο, οι εντόπιοι Σούρκοι που κυριαρχούσαν σ᾿ ολόκληρη την Κρήτη, να προξενούν λεηλασίες, σφαγὲς και γενικώς να επιδιώκουν την εξόντωση των χριστιανών. Οι τρεις Σούρκοι πασάδες (Ηρακλείου, Ρεθύμνου και Φανίων)


δεν είχαν την ανάλογη στρατιωτικὴ δύναμη να καταστείλουν τα γεγονότα, οπότε οι χριστιανοὶ άρχισαν ένοπλον αγώνα για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού (Αποστ. Βακαλοπούλου, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως 1821, Αθήναι 1971, σελ. 122). Με την έναρξη της Επαναστάσεως του 1821 οι διωγμοὶ των Σούρκων έγιναν φοβερότεροι σέ όλη την μεγαλόνησο, με αποτέλεσμα τρεις από τους πατέρες της Μονής, οι ιερομόναχοι Νεόφυτος και Αμβρόσιος και ο μοναχὸς Μακάριος, μετά απο βασανιστήρια, να θανατωθούν. Σην ίδια τύχη είχε ο μητροπολίτης Κρήτης Γεράσιμος (Παρδάλης) και οι Μητροπολίτες: Νεόφυτος (Υυντικάκης) Κνωσού, Ιωακείμ, Φερρονήσου, Ιερόθεος, Λάμπης, ΢ητείας, Ζαχαρίας – ο Διοπόλεως, Καλλίνικος και ο Αυλοποτάμου ήσαν πεθαμένοι με πανώλην εις την Μονήν Απεζανών, πρότερον. (Μεν. Παρλαμά, «Ιστορικά και βιογραφικά σημειώματα του ΢τεφ. Νικολαϊδου»…). Σότε, «το πρωί της 24ης Ιουνίου, έγινε η μεγαλύτερη σφαγή που γνώρισε η Κρήτη κι έμεινε στη μνήμη του λαού ως «ο μεγάλος αρμπεντές». ΢ε 800 υπολογίζονται οι νεκροί της ημέρας εκείνης στο Μεγάλο Κάστρο και στα περίχωρα. Ανάμεσά τους ήταν οι επισημότεροι Έλληνες, όπως ο διάσημος για τη λογιότητά του γιατρός Ιωάννης Ελευθεραίος (Θεοχ. Δετοράκη, Ι΢ΣΟΡΙΑ ΣΗ΢ ΚΡΗΣΗ΢, σελ. 323,324). Ιερά Ακολουθία των Αγίων ενδόξων νέων Ιερομαρτύρων Γερασίμου Κρήτης, Νεοφύτου Κνωσού, Ιωακείμ Φερρονήσου, Ιεροθέου Λάμπης, Ζαχαρίου ΢ητείας, Ιωακείμ Πέτρας, Γερασίμου Ρεθύμνης, Καλλινίκου Κυδωνίας, Μελχισεδέκ Κισάμου, Καλλινίκου Διουπόλεως και των συν αυτοίς εν Κρήτη μαρτυρησάντων κατά τα έτη 1821-1822, των οποίων η μνήμη εορτάζεται την 23η Ιουνίου, συνέταξαν ο νυν Μητροπολίτης Ρόδου κύριος Κύριλλος και ο Πρωτοπρεσβύτερος Ευάγγελος Παχυγιαννάκης (ΚΡΗΣΙΚΟΝ ΠΑΝΑΓΙΟΝ, τόμ. Α΄, σελ.327-341). Οι εναπομείναντες δύο Βατοπαιδινοὶ μοναχοὶ Διονύσιος και Δωρόθεος και ο ιεροδιάκονος Παρθένιος, εν μέσω πολλαπλών κινδύνων, κρατούντες το σεντούκι με την Σιμία Ζώνη και τον Σίμιο ΢ταυρό, πηδήσαντες απὸ το τείχος της Μητροπόλεως Κρήτης «κατέφυγον εις εν οσπίτιον τούρκικον, απὸ τα λεγόμενα των Κουρμούληδων», κατὰ το έγγραφο, που ήσαν κρυπτοχριστιανοί. Όταν, όμως, οι Σούρκοι τους αντιλήφθησαν, τους κατεδίωξαν, τους πήραν το κιβώτιο με τα άγια κειμήλια και τα έφεραν στον βεζύρη του Ηρακλείου. Μετά τρεις μήνες έπαυσαν οι διωγμοί. Οι αγιορείτες έσπευσαν και τα εζήτησαν, αλλ᾿ «εκείνος τα παρέδωκεν εις τον Αγγλικὸν κόνσολαν κύριον Δομένικον, λαβὼν απὸ αυτὸν ιδιόχειρο ενσφράγιστο μαρτυρικὸν Γράμμα της περιλαβής των, δια ιδικήν του ασφάλειαν» (Ζαχαρία Πρακτικίδη, ΢υνοπτικὴ ἱστορία τοῦ κατὰ τὴν νῆσον Κρήτης... συμβὰντος πολέμου κατὰ τὸ 1821, Περιοδ. Φρυσαλλίς, τόμ. Δ´ (1866) σελ. 158). Οι πατέρες, τότε, παρεκάλεσαν τον Άγγλον πρόξενον Κρήτης Δομήνικον ΢ανταντώνιον να τους προσφέρει προστασίαν. Επειδή, όμως και στο Άγγλικὸ Προξενείο εκινδύνευαν απὸ βίαιο θάνατο, ο πρόξενος, ο αδελφός του και η σύζυγός του ΢τεφανία, τους εφυγάδευσαν με σκάλες απὸ τα παράθυρα του Προξενείου και τους εμπαρκάρησαν σε καράβι με


γαλλικὴ σημαία, αφού πρώτα επλήρωσαν στον πρόξενο 10.000 γρόσια, με σκοπὸ νὰ πάρει πίσω από τον ἡγεμόνα το σεντούκι με τα δύο ιερὰ λείψανα, που με κίνδυνο της ζωής τους είχαν διασώσει από την μανία των Σούρκων. Πράγματι, ευθύς, ως αναχώρησαν οι μοναχοί, ο πρόξενος έσπευσε και παρέλαβε απὸ τον ηγεμόνα της Κρήτης το σεντούκι με τα κειμήλια. Εν τω μεταξύ, επειδὴ το καράβι συνάντησε στο ταξίδι του πολλὰ εμπόδια, αναγκάστηκε να επιστρέψει και πάλι στο Κάστρο της Κρήτης, όπου, καθὼς το είδαν οι επαναστατημένοι Σούρκοι «επήραν τους δύο καλογήρους και τους έδεσαν... και τους επήγαν δέρνοντάς τους εις τον πασάν...». Εκείνος, τον μεν Δωρόθεον εχάρισε ως δούλον σ᾿ έναν Σούρκο, τον δε Διονύσιον οι Σούρκοι εξεβίαζαν να γίνει μωαμεθανός. Μπροστά στη γενναία άρνησή του, οι Σούρκοι ετρύπησαν με πυρωμένη σούβλα τα μηνίγγια του. Μέχρι τέλους ο Οσιομάρτυρας μοναχὸς παρέμεινε ανυποχώρητος... Σο πρωί της Καθαράς Δευτέρας τον εκρέμασαν (Γ. Μαρτζέλου, Οι Άγιοι της Μονής Βατοπαιδίου, Ιερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου, ό.π., σελ. 112). Βλέποντας ο πρόξενος, ότι οι τουρκικὲς ταραχὲς και οι διωγμοὶ συνεχίζοντο, αναγκάσθηκε και εκείνος να εγκαταλείψει την Κρήτη, παίρνοντας μαζὶ το σεντούκι με τα ιερά κειμήλια και επιπλέον την κάρα του αγίου Ανδρέα, χωρὶς τη θήκη της, που είχε παραμείνει προς φύλαξη στη Μητρόπολη με τα άλλα αφιερώματα των χριστιανών. Όταν, λοιπόν, ο πρόξενος έφθασε στο λιμάνι της Δίας (Ντίας), βορείως του Ηρακλείου για να αποπλεύσει, το γράμμα της παραλαβής των «Αγίων» υπέγραψαν, εκτός απὸ τον ίδιο και τέσσερις ορθόδοξοι καπετάνιοι απὸ την ΢κλαβουνία, δηλ. την Ανατολική Μακεδονία, εκ των οποίων ο ένας, όταν επεσκέφθη το Άγιον Όρος, εγνώρισε στοὺς μοναχοὺς της Μονής Βατοπαιδίου τα συμβάντα. Προορισμὸς του προξένου ήτο να φθάσει στὴ Μάλτα και από εκεί στη ΢ικελία. Όμως, στη διάρκεια του ταξιδίου έπνευσαν ισχυροί άνεμοι, το πλοίο άλλαξε πορεία και λόγῳ της καιρικής ανάγκης ελλιμενίστηκε στη ΢αντορίνη. Μας είναι ακόμη άγνωστο αν ο ελλιμενισμός έγινε στον όρμο των Υηρών ή του Αθηνιού. Πιθανότερο είναι ότι έγινε στον Αθηνιό, επειδή την περίοδο εκείνη εξυπηρετούσε την οινεμπορικὴ κίνηση της νήσου, ύστερα απὸ τα βασικὰ λιμενικά του έργα ( Ματθ. Ε. Μηνδρινού, Ο ταρσανάς του Αθηνιού, εφημ. «Θηραϊκά Νέα», Οκτώβριος 1994, σελ. 1). Υέρνοντας μαζί του ο πρόξενος και τα τρία άγια λείψανα, ανέβηκε στα Υηρά, όπου ενημέρωσε το Αγγλικό Θηραϊκό προξενείο περὶ του σκοπού της αφίξεώς του. Αρχικώς προσφέρθηκαν να τον φιλοξενήσουν οι Καθολικοὶ των Υηρών. ΢τη συνέχεια, όμως, γνωρίσθηκε, ως άριστος ιατρός, με άλλα σημαίνοντα πρόσωπα της πόλεως, καθὼς και με Κρητικοὺς που ήταν γνωστοὶ στὴν οικογένειά του κατὰ την διαμονή του στην Κρήτη (Βασ. ΢φυρόερα, Κρητικὰ επώνυμα στις Κυκλάδες. Ανάτυπο από τα πρακτικὰ Β´ Κρητολογικού ΢υνεδρίου (1969), σελ. 465).


Εν τω μεταξὺ τα πολεμικὰ γεγονότα της Επαναστάσεως είχαν απλωθεί και στις Κυκλάδες, όπου εδημιούργησαν κατάσταση αναρχίας, έξαψη πνευμάτων και εμφάνιση φατριών. Οι μεν υπεστήριζαν τον αγώνα, οι δε, κυρίως οι Καθολικοί, αντιδρούσαν. Η κήρυξη της Επαναστάσεως στη ΢αντορίνη, στις 5 Μαΐου 1821, έδωσε στον ΢ανταντώνιο την ευκαιρία να κρίνει, ότι είχε συμφέρον να παραμείνει εκεῖ, αφ᾿ ενός επειδή διέθετε τον κατάλληλο χώρο να κρύψει, με περισσὴ φροντίδα, τα κειμήλια που ιεροκρυφίως είχε μεταφέρει απὸ την Κρήτη - ώστε λησμονημένα απὸ τόπο και χρόνο να σταθεί αδύνατο να επανέλθουν στα χέρια των Ορθοδόξων - και αφ᾿ ετέρου, επειδή, ως ιατρός θα ασκούσε το ιατρικό επάγγελμα, σε μια περίοδο που σ᾿ ολόκληρη την επαρχία ΢αντορίνης, με πληθυσμὸ 17.000 χριστιανοὺς η επιστημονική ιατρική περίθαλψη ήταν ανύπαρκτη ( Μιχ. Φουλιαράκη, Γεωγραφική, διοικητικὴ και πληθυσμιακὴ εξέλιξη της Ελλάδος (1821-1971), τόμ. Α´ (Μέρος Α´), Αθήναι 1977, σελ. 27, 32). Μόλις μετὰ το 1833 παρουσιάζονται επ᾿ αυτῆς οι πρώτοι επιστήμονες ιατροί, ο Γεώργιος Πίντος, χειρουργός, και ο Ιωσήφ Δεκιγάλας, διδάκτωρ της Ιατρικής ΢χολής του Πανεπιστημίου της ΢ιέννας (Ιταλία) (Βασ. ΢φυρόερα, Ιωσήφ Δεκιγάλας, Αθήναι 1960, σελ. 5. Ματθαίου Ε. Μηνδρινού, Οι ιατροί της Θήρας, εφημ. «Κυκλαδικὸν Υώς», φύλ. 383-384/1986 σελ. 3. Πρβλ. και έγγραφο Δήμου Καλλίστης αριθ. 532/10 Νοεμβρίου 1836. ΢ημειώνεται, ακόμη, ότι λίγα χρόνια αργότερα ο υιός του Ιωάννης ΢ανταντώνιος ελειτούργησε το πρώτο φαρμακείο στα Υηρά. Πρβλ. έγγραφο Επαρχείου Θήρας (23 Υεβρουαρίου 1843), όπου υπογράφει για ποσὸν 600 δρχ. ως αντιμισθία του, ένεκα χορηγήσεως «φαρμάκων προς τους ενδεείς» (Υάκελ. Λεπροκομείου). Σο γεγονὸς ότι ο ΢ανταντώνιος περιέθαλψε και επροστάτευσε τους ενδεείς της νήσου σε μια, όντως, κρίσιμη περίοδο, ήταν γνωστὸ όχι μόνο στο ευρύτερο κοινὸ του τόπου, αλλά και στην τότε προσωρινὴ Διοίκηση της Ελλάδος, στο Ναύπλιο, η οποία διά του υπουργού των Εσωτερικών Γρηγορίου Δικαίου (Παπαφλέσσα), του απέστειλε εγγραφο το έτος 1824, με το οποίο τον επαινούσε διά «τα φιλελληνικὰ φρονήματα και τα φιλάνθρωπα έργα του» (Ι. Δελένδα, Οι Καθολικοὶ της ΢αντορίνης, Αθήναι 1949, σελ. 221). Με το τελευταίο δεδομένο δηλ. την προσφορὰ ιατρικών υπηρεσιών προς τους κατοίκους της ΢αντορίνης, ο ΢ανταντώνιος εθεωρείτο υπεράνω κάθε υποψίας, «τιμώμενος και αγαπώμενος παρὰ πάντων μέχρι το 1829, όταν παρουσιάσθηκε το ζήτημα των ιερών κειμηλίων», όπως αναφέρει το «Θηραϊκό» έγγραφο. Καθώς, όμως, πέρασαν τα πρώτα χρόνια απὸ την κήρυξη της Επαναστάσεως και υποχωρούσε η κοινωνικὴ αναταραχή, άρχισε να μεταδίδεται ο πρώτος ψίθυρος γύρω από το θέμα των κειμηλίων, προερχόμενος απὸ ακριτομύθιες της συζύγου του ΢τεφανίας, ανάμεσα στις καθολικὲς οικογένειες των Υηρών. Έγινε, δηλαδή, ό,τι συνέβη στην Αίνο με την σύζυγο του ιερέα, η οποία κρυφά από το σύζυγό της, έκοψε ένα τεμάχιο πριν την παραδώσουν στον προηγούμενο Διονύσιο, η οποία κατόπιν θείας επεμβάσεως αναγκάστηκε να μετανοήσει και με


επιστολή της το 1839, να το αναφέρει στη Μονή και να παρακαλέσει να στείλουν εκπροσώπους για να παραλάβουν το τεμάχιο. Για το περιστατικό της ΢αντορίνης γνώση των πληροφοριών έλαβε και η Μονὴ Βατοπαιδίου, η οποία σε συνδυασμὸ με τα συμβάντα στο λιμάνι του Ηρακλείου, απέστειλε γράμματα στον ΢ανταντώνιο ζητούσα να της επιστρέψει τα ιερά κειμήλια (Σα Γράμματα αυτὰ δεν έχουν ανευρεθεί ακόμη). Παραλλήλως, παρεκάλεσε τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αγαθάγγελο (1826-1830), να παρέμβη επὶ του θέματος, καθὼς και τον Θηραίο Ρώσο πρόξενο Βασίλειο ΢. Μαρκεζίνη (Πρβλ. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Θηραϊκὰ Ανάλεκτα, έκδοση Ιδρύματος Μπελλωνιά, Αθήνα 1995, σελ. 52). Σότε ενημερώθηκε η Μονή από τον Επίσκοπο του νησιού, Ζαχαρία, η οποία έστειλε τον προηγούμενο Διονύσιο, το 1831 στη ΢αντορίνη. Ο πρόξενος ζήτησε για την απόδοση της Αγίας Ζώνης 15.000 γρόσια, και ο λαός με συγκινητική προθυμία συγκέντρωσε το ποσό. Έτσι εξαγοράσθηκε η Αγία Ζώνη και γύρισε στη Μονή Βατοπαιδίου ΢ημειώνομε επίσης το γεγονός ότι, το 1864 η Αγία Ζώνη μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, εξαιτίας της χολέρας που μάστιζε τους κατοίκους της. Μόλις πλησίασε το καράβι στο λιμάνι, η χολέρα έπαυσε και κανένας από τους ασθενείς δεν πέθανε. Αυτό το παράδοξο θαύμα κίνησε την περιέργεια του σουλτάνου, που ζήτησε την Σιμία Ζώνη στα ανάκτορα για να την ασπασθεί. Κατά το διάστημα της παραμονής της Αγίας Ζώνης στην Κωνσταντινούπολη, ένας Έλληνας κάτοικος του Γαλατά ζήτησε να μεταφερθεί στο σπίτι του, γιατί ο γιός του ασθενούσε βαριά. Όταν όμως έφθασε η Αγία Ζώνη, εκείνος είχε ήδη πεθάνει. Οι πατέρες όμως δεν απελπίσθηκαν. Αντίθετα ζήτησαν να δουν τον νεκρό. Μόλις τοποθέτησαν την Σιμία Ζώνη επάνω του, ο νεκρός αναστήθηκε. Επίσης, το 1908, ενέσκηψε στην Κρήτη μια αρρώστια, που απειλούσε τις βελανιδιές, και, ως γνωστόν, τα βελανίδια ήταν ένα από τα σημαντικά εισοδήματα των αγροτών. Σότε οι κρητικοί βρισκόμενοι σε απόγνωση προσέτρεχαν με πίστη στη θεία βοήθεια. Ένα δε γνωστό μέσον ήταν να καταφεύγουν σε ολονύκτιες ακολουθίες, δεήσεις και λιτανείες στους αγρούς και τους κήπους, ανάλογα με την περίπτωση, με θαυματουργές εικόνες, όπως της Παναγίας της Κεράς, της Μεσοπαντήτησας κ. ά., και η μόνη τους ελπίδα απόμεινε στην πίστη. Έτσι εξαιτίας της αρρώστιας που χτύπησε τις βελανιδιές στο νησί, παρακάλεσαν τους πατέρες του Αγίου Όρους να φέρουν την Αγία Ζώνη της Παναγίας για να διώξει το κακό. Έτσι και έγινε. ΢το ιστορικό αυτό γεγονός αναφέρεται και ο Καζαντζάκης, το οποίο σχολιάζει με τον δικό του τρόπο.

Οι ιερομάρτυρες Νεόφυτος και Αμβρόσιος και οι οσιομάρτυρες Μακάριος και Διονύσιος, οι εν Κρήτη μαρτυρήσαντες Για την κατά το δυνατόν ολοκλήρωση του ερχομού της Αγίας Ζώνης στην Κρήτη το 1821 παραθέτομε κείμενο του λογίου Αγιορείτου Μοναχού Μωυσή, εκλεκτού και σεβαστού φίλου, εσχάτως κοιμηθέντος,


για τους Ιερομάρτυρες Νεόφυτο και Αμβρόσιο και τους Οσιομάρτυρες Μακάριο και Διονύσιο, που συνόδευαν την Αγία Ζώνη στην Κρήτη. Τπήρξαν μοναχοί της ιεράς μονής Βατοπαιδίου. Σο 1820 απεστάλησαν οι ιερομόναχοι Νεόφυτος και Αμβρόσιος, ο Ιεροδιάκονος Παρθένιος και οι μοναχοί Διονύσιος και Δωρόθεος και αργότερα ο Μακάριος στην Κρήτη, κατόπιν προσκλήσεως, με τίμια λείψανα, προκειμένου να εκδιωχθεί η φοβερή ασθένεια της πανώλης, η οποία μάστιζε τους κατοίκους του νησιού. Αυτά ήταν, μέρος της Σιμίας Ζώνης της Θεοτόκου, δώρο στη μονή του αυτοκράτορα Ιωάννου Καντακουζηνού, τεμάχιο Σιμίου Ξύλου και η κάρα του Αγίου Ανδρέου Κρήτης. Από τη διήγηση του μοναχού Αρσενίου Παντοκρατορινού, που αντεγράφη στις 25 Ιουνίου 1932 και σώζεται στη μονή Βατοπαιδίου, πληροφορούμεθα πως η μονή απέστειλε στο Μεγάλο Κάστρο της Κρήτης, το Ηράκλειο, τον Ιούνιο του 1820 πέντε αδελφούς της με τα προαναφερόμενα τίμια λείψανα. Μετά από δεκαπενθήμερο ταξίδι οι Βατοπαιδινοί πατέρες έφθασαν στό Ηράκλειο και μετά επίσημη εκεί υποδοχή, έκαμαν αγιασμούς ως το Πάσχα τού 1821 στην μεγαλόνησο. ΢τις 22 Ιουνίου 1821 κληρικοί και λαϊκοί ήταν συναγμένοι στη μητρόπολη του Ηρακλείου για τον φόβο των Σούρκων, αφού σε πολλά μέρη είχαν εξεγερθεί. Κατά την έφοδο των Σούρκων στο κτήριο της μητροπόλεως θανατώθηκαν κληρικοί και λαϊκοί, μεταξύ των οποίων οι Βατοπαιδινοί ιερομόναχοι Νεόφυτος και Αμβρόσιος και ο μοναχός Μακάριος. Ο ιεροδιάκονος Παρθένιος και οι μοναχοί Διονύσιος και Δωρόθεος έλαβαν την Αγία Ζώνη, τον Σίμιο ΢ταυρό και την κάρα τού Αγίου Ανδρέου Κρήτης και κρύφτηκαν σε σπίτια κρυπτοχριστιανών. Μετά από πολλές περιπέτειες συνέλαβαν τον μοναχό Διονύσιο, «τον εβίασαν να τουρκίση και δεν έστρεξε». Μετά από πολλά βασανιστήρια τρύπησαν το κεφάλι του με πυρωμένη σούβλα και τον κρέμασαν την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας του 1822 (13 Υεβρουαρίου). Προηγουμένως είχε εξομολογηθεί και είχε μεταλάβει των θείων και αχράντων μυστηρίων. ΢ε επιστολή του διασωθέντος ιεροδιακόνου Παρθενίου Βατοπαιδινού της 2 ΢επτεμβρίου 1824 επιβεβαιώνεται ότι ο ένας των πατέρων κρεμάσθηκε, προφανώς ο Διονύσιος. Σα τίμια λείψανα περνώντας άπό διάφορα χέρια έφθασαν στη ΢αντορίνη, όπου μετά πολλούς κόπους κατάφερε ο Προηγούμενος Διονύσιος Βατοπαιδινός με τη βοήθεια τού οικείου μητροπολίτου Ζαχαρία να τα παραλάβει και να τα μεταφέρει στο μοναστήρι του στις 2 Μαΐου 1831. Η Μεγάλη του Φριστού Εκκλησία, το ΢επτό Οικουμενικό Πατριαρχείο, διά της υπ΄ αριθμ. πρωτ. 837 της 21.9.2000 Πατριαρχικής και ΢υνοδικής Πράξεως κατέταξε στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας τους ως άνω Βατοπαιδινούς οσιομάρτυρες μετά των άλλων ιερομαρτύρων και μαρτύρων της Κρήτης, «ότι υπέρ Φριστού πανδήμως το μαρτύριον αποδεξάμενοι και ενώπιον πάντων γενναίως τον Ιησού Φριστόν ομολογήσαντες το αίμα αυτών υπέρ της αληθούς ομολογίας εξέχεαν και του μαρτυρίου, ως γνήσιοι μάρτυρες του Φριστού, παρά πάντων των εν τη μεγαλονήσω Κρήτη Ορθοδόξων Φριστιανών μαρτυρηθέντες».


΢υγκεκριμένα στό μηνολόγιο της ιεράς ακολουθίας αυτών αναφέρεται πώς εφόνευσαν αρχιερείς, ιερείς και «αγιορείτας πατέρας εκ της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, προσκομίσαντες εις το Μέγα Κάστρον προς προσκύνησιν κατά της επιδημίας της πανώλους τίμια λείψανα και την Αγίαν Ζώνην της Τπεραγίας Θεοτόκου». Η μνήμη των Ιερομαρτύρων Νεοφύτου και Αμβροσίου και του Οσιομάρτυρος Μακαρίου τιμάται στις 22 Ιουνίου, του δε Οσιομάρτυρος Διονυσίου η μνήμη τιμάται στις 10 Οκτωβρίου. Ιερά Ακολουθία συνέθεσαν ο τότε ιερομόναχος Κύριλλος Κογεράκης, νυν μητροπολίτης Ρόδου κ. Κύριλλος και ο κ. Φαραλάμπης Μπούσιας (Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, ΒΑΣΟΠΑΙΔΙΝΟ ΢ΤΝΑΞΑΡΙ, έκδ. Ι. Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, 2007). ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΚΑΙ ΚΟΝΤΑΚΙΟ ΤΩΝ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΩΝ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΩΝ Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α΄. Σὸν συνάναρχον Λόγον. Ἀθλητῶν τὴν τριάδα ἐγκωμιάσωμεν,* Βατοπαιδίου πατέρας,* τοὺς ἐν τῇ Κρήτῃ λαμπρῶς* μαρτυρίου διανύσαντας τὴν δίοδον,* Θεῖον Νεόφυτον, πιστοί,* καὶ Μακάριον σεπτὸν* σὺν ἔμφρονι Ἀμβροσίῳ,* ὧν μεγαλύνοντες πόνους* θεοπειθείς εὐχάς αἰτούμεθα. Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Σῇ Ὑπερμάχῳ. Βατοπαιδίου μοναστῶν τριάδα μέλψωμεν* Εἰς Κρήτην Ζώνην κομισάντων Θεομήτορος* τὴν τιμίαν καὶ ἀλκίμως μαρτυρησάντων* ἐν αὐτῇ, θεοειδέστατον Ἀμβρόσιον,* φῶς, Μακάριον, ὁσίων καὶ Νεόφυτον* πόθῳ κράζοντες· Φαίροις, σμῆνος τρισάριθμον. (Φαραλάμπους Μ.) Θα ἔλεγε κανείς ὅτι μετά από μιά τέτοια περιπέτεια, ἡ Ἁγία Ζώνη δέν θά ξαναπήγαινε στήν Κρήτη. Ὃμως τόν Μαρτιο τοῡ 1879 έγινε ἡ επόμενη επίσκεψη τῆς Ἁγίας Ζώνης στήν Κρήτη. Άρχικά τήν ὑποδέχτηκαν μέ πολλές τιμές ò Μητροπολίτης Κυδωνίας Γαβριήλ στά Φανιά. Έπειτα τήν περιόδευσαν ὥς τόν ΢επτέμβριο μέ τέλεση ἁγιασμών σέ όλη τήν ὑπόλοιπη Κρήτη. Άλλά καί τόν Μάϊο τοῡ 1888 προσκεκλημένη ὰπό τόν Ἐπίσκοπο Ρεθύμνης, ξαναπηγαίνει στήν Κρήτη, όπου ὰρχίζει ὰπό τήν ἐπαρχία Ρεθύμνης καί συνεχίζει σέ ὅλο τό ὑπόλοιπο νησί τίς λιτανείες καί τούς ἁγιασμούς. ( ΚΡΗΣΙΚΗ ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΚΗ, τομ. Α΄, σελ.16) Σο 1888 τον Απρίλιο η Αγία Ζώνη βρίσκεται στο Βραχάσι. Ποιοι λόγοι συνετέλεσαν να έρθει δεν γνωρίζομε. Γνωρίζομε μόνο πως την Αγία Ζώνη το έτος αυτό περιόδευαν στην Κρήτη Βατοπαιδινοί πατέρες δι’


ευλογίαν. Πλείστοι όσοι Ναοί θεμελιώθηκαν τότε με την ευλογία της, όπως ο Ναός του προφήτη Ηλιού στο Καταλαγάρι, το β΄ κλίτος των Σριών Ιεραρχών στο Χυχρό κ.π.ά., κατά την πληροφορία του ΢εβασμιωτ. Μητροπολίτου Πέτρας κυρός Νεκταρίου. Επίσης, στις 2 Ιουλίου 1888, μετά την Θεία Λειτουργία που τέλεσε στον ιερό Ναό Παναγίας της Υερμαλίνας Νεαπόλεως, ο Επίσκοπος Πέτρας Μελέτιος, έγινε και ο αγιασμός θεμελιώσεως του νέου Μητροπολιτικού μας Ναού, της νυν Μεγάλης Παναγίας. Μετά την θεμελίωση του Ναού, ο Επίσκοπος Πέτρας Μελέτιος συνόδευσε την Αγία Ζώνη στην περιοχή Κριτσάς, όπου ησθένησε και απεσύρθη των καθηκόντων του, μέχρι της ημέρας της κοιμήσεώς του, στις 2 Αυγούστου 1889. Ο ιστορικός τρίκλιτος παλαιός ιερός Ναός της Μεγάλης Παναγίας, της επιλεγομένης Υερμαλίνας, για λόγους αισθητικής, μετά την ανέγερση της νέας Μεγάλης Παναγίας, ο μεν Επίσκοπος Πέτρας κυρός Διονύσιος κατεδάφισε τα δύο κλίτη αυτής, ο δε Επίσκοπος Πέτρας κυρός Δημήτριος το εναπομείναν, το έτος 1963. Ο ΢εβασμιώτατος Μητροπολίτης Πέτρας και Φερρονήσου κυρός Νεκτάριος ανήγειρε στον ίδιο τόπο μονόκλιτον ιερό Ναό επ’ ονόματι της Αγίας Ζώνης, εις ανάμνηση του γεγονότος των θεμελίων υπ’ αυτής του περίλαμπρου Μητροπολιτικού Ναού της Μεγάλης Παναγίας και εις μνήμην του εθνομάρτυρος Ιωακείμ Επισκόπου Πέτρας, ο οποίος ανήγειρε τον παλαιό Ναό της Μεγάλης Παναγίας, της Υερμαλίνας. Ο Ναός της Αγίας Ζώνης εθεμελιώθη το 1993 (Κυριακή των Βαϊων) και εγκαινιάσθη το 1999 (13 Αυγούστου), υπό του ΢εβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πέτρας και Φερρονήσου κυρού Νεκταρίου. Η παρουσία της Αγίας Ζώνης στο Βραχάσι ήταν αφορμή, για να εκπληρωθεί το τάμα της Αικατερίνης Λεμπιδάκη, το γένος Παυλάκη, σύζυγος του Εμμανουήλ Λεμπιδάκη εμπόρου, ο οποίος διετέλεσε και δήμαρχος Βραχασίου (1906-1912). Ετσι, ύστερα από θαυματουργική επέμβαση της Αγίας Ζώνης, γεννήθηκε ο Νικόλαος Λεμπιδάκης, μετά το όνειδος της ατεκνίας που έζησαν επι τριετίαν. Η Αγία Ζώνη ήρθε στο χωριό τον Απρίλιο του 1888 και τον Ιούλιο του 1889 γεννήθηκε ο γιός τους, που έλαβε το όνομα Νικόλαος. Η όλη ιστορία έχει ως εξής: ΢το Βραχάσι έχει δημιουργηθεί μια αξιόλογη συλλογή και έκθεση λαογραφικού υλικού, με την επωνυμία ΒΡΑΦΑ΢ΩΣΙΚΟ ΢ΠΙΣΙ. Σο σπίτι, στο οποίο στεγάζεται, η φροντίδα, η επιμέλεια και ο μόχθος, του όλου στησίματος, είναι των δύο εκλεκτών και φιλοπρόοδων γυναικών του Βραχασίου: της κ. Μαρία Λεμπιδάκη-Λασθιωτάκη και της κ. Αικατερίνης Λεμπιδάκη. Σο ΒΡΑΦΑ΢ΩΣΙΚΟ ΢ΠΙΣΙ φιλοξενεί αντικείμενα λαϊκής τέχνης, καθημερινής διαβίωσης και διατροφής των ανθρώπων του παλιού καιρού, και αποτελείται από: το πόρτεγο, κύριο δωμάτιο της καθημερινής διαβίωσης της οικογενείας, την κάμερα, όπου ο χώρος αποθήκευσης των τροφίμων, του λαδιού και του κρασιού, την αποθήκη με τα γεωργικά σύνεργα, το υπνοδωμάτιο, όπου ο αργαλειός και τα επιτηδεύματα της γυναίκας, υφαντά, κεντήματα, ρουχισμός, το γραφείο του Βραχασώτη δικηγόρου Νικολάου Εμμαν. Λεμπιδάκη και εφέτη Λασιθίου.


Διαθέτει εκθετήριο παλαιών φωτογραφιών λογίων, δημάρχων και επαναστατών, που έλαβαν μέρος στους Κρητικούς αγώνες και δημόσια έγγραφα, που φωτίζουν επαρκώς την χρονική περίοδο στην οποίαν αναφέρονται. Σο οίκημα, που στεγάζει το ΒΡΑΦΑ΢ΩΣΙΚΟ ΢ΠΙΣΙ, είναι ιδιοκτησία της Αικατερίνης Λεμπιδάκη και της Μαρίας Λεμπιδάκη – Λασθιωτάκη και θεμελιώθηκε το 1880. Είναι ένα διώροφο πέτρινο κτήριο, δείγμα χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής της εποχής του και αποτελείται από έξι συνολικά δωμάτια. Όταν έγινε η αναπαλαίωση για τη στέγαση των αντικειμένων της λαογραφικής συλλογής, στο πόρτεγο κατά την αφαίρεση των σοβάδων στον δεξιό τοίχο, μπαίνοντας μέσα, διαπιστώθηκε ένα μικρό κομμάτι από ασβέστη, ενώ όλο το υπόλοιπο κτήριο ήταν από πηλό. Αυτό το ασβεστόκτιστο κομμάτι προστάτευε μια θυρίδα ακανόνιστου σχήματος 14Φ25 εκ.μ., σε ύψος 1.45 μ. από του δαπέδου, η οποία φιλοξενούσε ένα μικρό κουτί 7Φ11εκ.μ., το οποίο περιείχε ένα μικρό κομμάτι υφάσματος, μέσα στο οποίο βρισκότανε μια κορδέλα πολύ φθαρμένη (κομματιασμένη) από τον καιρό κι ένα μικρό κομμάτι σχοινιού, μήκους 15 εκ. μ., από δέρμα καμήλας (;), μάλλον. Η θυρίδα αυτή έχει προστατευθεί και φυλάσσει αυτά τα διασωθέντα ιερά αντικείμενα. Η κορδέλα αυτή είναι μία από τις ευλογημένες κορδέλες με την Αγία Ζώνη της Κυρίας Θεοτόκου, οι οποίες δίδονται, από παλαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα ως ευλογία στους ευλαβείς προσκυνητές και γίνονται πολλά θαύματα (θεραπεύονται ανίατα νοσήματα, καρκινοπάθειες κ.λπ.) κυρίως, όμως λύεται η στείρωση των γυναικών και πολλά άτεκνα ζευγάρια αποκτούν παιδιά. Έτσι έγινε και στην περίπτωση που φιλοξενήθηκε η Αγία Ζώνη στο σπίτι αυτό του Εμμανουήλ και της Αικατερίνης Λεμπιδάκη, όπως εμνημονεύσαμε παραπάνω. Από τις αποδείξεις της εποχής, που βεβαιώνουν την πληρωμή εξόδων της ελεύσεως της Αγίας Ζώνης στο Βραχάσι, μνημονεύομε μόνον εκείνης της Δημοτικής Εφορίας Βραχασίου, με αύξ.αριθ.14, της 11ης Δεκεμβρίου 1888: «Προς τον κ. Εμμανουήλ Ν. Λεμπιδάκην, Σαμίαν της Δημοτικής Εφορείας Βραχασίου», διά της οποίας εντέλλεται «όπως πληρώσει στον Αναστάσιον Κόντε γρόσια 181 προς εξόφλησιν του υπό ημερομηνίαν 5 Απριλίου ε. έ. Εντάλματος και αξίαν πέντε ήμυσι (αρ.5 1/2) οκάδων κηρού ληφθέντος, κατά την τελετήν της μεταβάσεως ενταύθα της Αγίας Ζώνης και λάβητε την επί τούτω απόδειξιν. Ο Πρόεδρος της Δημοτικής Εφορείας Βραχασίου Εμμανουήλ Διαλυνάς». Για την παρουσίαση αυτής της μικρής ιστορικής αφηγήσεως της Αγίας Ζώνης στο Βραχάσι οφείλομε πολλές ευχαριστίες τις ευγενικές Κυρίες·την κ. Μαρία Λεμπιδάκη-Λασθιωτάκη και την κ. Αικατερίνη Λεμπιδάκη. Και, για την όλη προσπάθειά τους να στήσουν, εντελώς δωρεάν και εξ ιδίων πόρων και να λειτουργούν με συνέπεια, αυτό το όμορφο και λειτουργικά από πάσης απόψεως άψογο ΒΡΑΦΑ΢ΩΣΙΚΟ ΢ΠΙΣΙ, που κοσμεί το Βραχάσι, θερμά συγχαρητήρια. Αξίζουν την ευγνωμοσύνη και τη βοήθεια όλων μας.


Σελευταία φορά απ’ ό,τι γνωρίζομε η Αγία Ζώνη ήρθε στην Κρήτη, στα Φανιά, τον Νοέμβριο του 2005, με αφορμή τον εορτασμό της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου, πολιούχου των Φανίων και των Ενόπλων Δυνάμεων. Σην συνόδευσαν Βατοπαιδινοί Πατέρες και ο πανοσιολογιώτατος ηγούμενος Γέροντας Εφραίμ. Για την υποδοχή του μοναδικού αυτού θεομητορικού κειμηλίου η Ιερά Μητρόπολη Κυδωνίας και Αποκορώνου, ο Δήμος Φανίων και το Κέντρον Αρχιτεκτονικής Μεσογείου (Κ.Α.Μ.) διοργάνωσαν έκθεση με τίτλο «Άγιον Όρος – η θέα του Αθέατου» στο Μεγάλο Αρσενάλι. Και στον ίδιο χώρο έλαβε χώραν το ΢άββατο 19 και την Κυριακή 20 Νοεμβρίου Επιστημονικό Θεομητορικό ΢υνέδριο. Η Αγία Ζώνη επισκέφτηκε και την Ιερά Μονή της Φρυσοπηγής, όπου συνέρρευσε πλήθος κόσμου να λάβει την ευλογία και τη χάρη της Παναγίας. Η έκθεση, που έγινε στο Μεγάλο Αρσενάλι, περιελάμβανε αντίγραφα των τοιχογραφιών (14ου αι.) από το Ναό του Πρωτάτου του Αγίου Όρους του μεγάλου αγιογράφου Μανουήλ Πανσέληνου και σπάνιες καλλιτεχνικές φωτογραφίες των αρχών του περασμένου αιώνα του φημισμένου Ελβετού περιηγητή Fred Boissonnas. Σα εκθέματα παραχώρησαν η Αγιορείτικη Εστία και το Μουσείο Φωτογραφίας της Θεσσαλονίκης αντίστοιχα. Η έκθεση εγκαινιάστηκε στις 15 Νοεμβρίου και διήρκησε έως τις 25 του ιδίου μηνός. ΢το συνέδριο αυτό είχαμε την ευλογία να εισηγηθούμε το θέμα: «Θεοτόκος: Σο πρότυπο της παρθενικής και μητρικής ωραιότητος».


Δρ. Εμμανουήλ Κ. Δουνδουλάκης Επίκουρος Καθηγητής Π.Α.Ε.Α.Κ.

ΤΜΝΟ-ΑΓΙΟΛΟΓΙΚΕ΢ ΠΑΡΑΣΗΡΗ΢ΕΙ΢ ΢ΣΑ ΤΜΝΟΓΡΑΥΙΚΑ ΣΟΤ Κ. ΔΗΜΗΣΡΙΟΤ ΔΑ΢ΚΑΛΑΚΗ ΠΡΟ΢ ΣΙΜΗΝ ΣΟΤ Ο΢ΙΟΤ ΚΤΡ ΙΩΑΝΝΟΤ ΣΟΤ ΞΕΝΟΤ1

Μεταξύ των νεότερων υμνογράφων του Οσίου Ιωάννου του Ξένου, συγκαταλέγονται οι: Μητροπολίτης Ρόδου κ. Κύριλλος Κογεράκης, Αρχιμανδρίτης Πρόδρομος Ξενάκης, Πρωτοπρεσβύτερος Ευάγγελος Παχυγιαννάκης και ο συντοπίτης κ. Δημήτριος Δασκαλάκης, οι οποίοι φέρονται ως συνέχεια παλαιότερων,2 με σημαντικότερο εκείνων το μακαριστό μοναχό Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη. Πρακτικοί και μεθοδολογικοί λόγοι περιορίζουν το πεδίο της έρευνάς μου στα υμνογραφικά3 του κ. Δημητρίου Δασκαλάκη, τα οποία περιέχονται στον καλαίσθητο τόμο, προς τιμήν του Οσίου, τον οποίο έχουμε στα χέρια μας. Σο θέμα που πρόκειται να εισηγηθώ, συνδέεται με το περιεχόμενο των υμνογραφικών προς τιμήν του Οσίου, τις κύριες διαπλαστικές πηγές τους, όπως συντάχθηκαν από τον κ. Δημήτριο Δασκαλάκη. Ο υμνογράφος συνέθεσε προς τιμήν του Οσίου Ιωάννου του Ξένου Ευλογητάρια, Φαιρετιστήριους Οίκους, Εγκώμια ή Μακαριστάρια και Μεγαλυνάρια. Η συγγραφή των ύμνων, έλαβε χώρα το Καλοκαίρι του 2013, σύμφωνα με αντίγραφο του καλαίσθητου χειρογράφου, το οποίο ευγενώς μου παραχώρησε ο υμνογράφος, κατά το παρελθόν. Ειδικότερα, τα Ευλογητάρια φέρουν ημερομηνία 12 Ιουνίου. Οι Φαιρετιστήριοι Οίκοι γράφτηκαν μεταξύ 13 και 21 Ιουνίου του ίδιου έτους, τα Εγκώμια μεταξύ 26 Ιουνίου και 4 Ιουλίου, ενώ τα Μεγαλυνάρια στις 4 και 5 Ιουλίου του 2013.

΢υντετμημένη μορφή ομιλίας που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο Εσπερίδας κατά την παρουσίαση βιβλίου με τίτλο: "Ο Άγιος Κυρ Ιωάννης ο Ξένος, ο εν τη Κρήτη", η οποία πραγματοποιήθηκε στο χωριό ΢ίβας, της Επαρχίας Καινουργίου, στις 28/8/2015. Ο ακριβής τίτλος της εκεί ομιλίας ήταν: "Υμνο-αγιολογικές παρατηρήσεις στα νεότερα Υμνογραφικά προς τιμήν του Οσίου Ιωάννου του Ξένου και εικονογραφικές επισημάνσεις". 2 Προς τιμήν του Οσίου Ιωάννου του Ξένου, συνέθεσαν, μεταξύ των άλλων, οι μακαριστοί: ιερέας Δημήτριος ΢ουρούμης, ιερομόναχος Ματθαίος Κιρμιζάκης, Επίσκοπος Κισάμου Άνθιμος Λελεδάκης 3 Αξίζει να σημειωθεί ότι η σύγχυση που επικράτησε, κυρίως κατά το παρελθόν, μεταξύ του Οσίου Ιωάννου του Ξένου και του Οσίου Ιωάννου το Ερημίτου, ως ενός προσώπου, οδήγησε σε ανάλογη στάση και ως προς την κατηγοριοποίηση των Ακολουθιών τους. Βλ. Δ. ΢τρατηγόπουλος, Έντυπες Ακολουθίες Αγίων. Συλλογή Ντόρης Παπαστράτου, Αθήνα 2007, σσ. 198-199. 1


Ο Τμνογράφος υπογράφει το κείμενό του είτε σημειώνοντας ολογράφως, το όνομα, το πατρώνυμο και το επώνυμο -όπως συμβαίνει στην περίπτωση των Εγκωμίων, καθώς επίσης και στα Μεγαλυνάριαδηλαδή: "Δημήτριος π. Εμμ. Δασκαλάκης", είτε χρησιμοποιώντας μόνο τα αρχικά, δηλαδή "Δ. π. Ε. Δ." Αξίζει να σημειωθεί ότι στο Δίστιχο με το οποίο καταλήγουν οι Φαιρετιστήριοι Οίκοι, τα Εγκώμια και τα Μεγαλυνάρια, καταγράφεται το όνομα «Δημήτριος», σε διαφορετικές πτώσεις, ενώ κατά το πρότυπο των αρχαίων διακεκριμένων υμνογράφων, υιοθετούνται, μεταξύ των άλλων, τα προσδιοριστικά: "πτωχός υμνητής", "πανάθλιος", κ.ά. Εξ επόψεως μουσικής, οι ύμνοι του κ. Δασκαλάκη ακολουθούν το πρότυπο παλαιότερων κειμένων, σύμφωνα με την παραδεδομένη τάξη της Εκκλησίας. Σα Ευλογητάρια (6 στον αριθμό) ψάλλονται σε ήχο πλ. α', σύμφωνα με τα γνωστά ακούσματα του Όρθρου του Μεγάλου ΢αββάτου, κατά την Ακολουθία του Επιταφίου Θρήνου. Οι Φαιρετιστήριοι Οίκοι προς τον όσιο Ιωάννη, αποτελούνται από το Κοντάκιο, τους 24 οίκους, τα εναλλασσόμενα, μεταξύ αυτών, δύο εφύμνια και τίθενται σε ήχο πλ. δ΄ σύμφωνα με τον Ακάθιστο Ύμνο, ακολουθώντας τις μορφολογικές – δομικές ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει το πρότυπό τους. Σα Εγκώμια φέρονται σε τρεις στάσεις, σύμφωνα με τον Επιτάφιο Θρήνο, σε ήχο πλ. α΄ οι δύο πρώτες στάσεις, ενώ η τρίτη σε ήχο γ΄. Σο αρχίγραμμα των τροπαρίων σχηματίζει ακροστιχίδα: "Ύμνοις τιμώμεν τον Ξένον Ιωάννην, γέννημα Σίββας και φωτιστής της Κρήτης". Σα Μεγαλυνάρια, τέλος, 27 στον αριθμό, μελλίζονται προς το "Ακατάληπτον εστί" σε ήχο γ΄ και φέρουν Ακροστιχίδα: "Μέλπομεν πόθω τον Ξένον Ιωάννην". Οι διαπλαστικές πηγές του περιεχομένου των υμνογραφικών του κ. Δασκαλάκη είναι δυνατόν να αναζητηθούν σε δύο πεδία: εκείνο της θύραθεν κι εκείνο της εκκλησιαστικής γραμματείας. Ψς προς το πρώτο πεδίο, το οποίο συνδέεται, μεταξύ των άλλων, και με το ύφος των ύμνων, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα: Εξ επόψεως γλωσσικής και υφολογικής, ο υμνογράφος της Ακολουθίας, υιοθετεί τη γλώσσα, της υστεροβυζαντινής υμνογραφίας. Ο λόγος του είναι απλός, κατανοητός και εύληπτος, ενώ το ύφος του είναι ρέον, αβίαστο και ιεροπρεπές. Η εξοικείωση του κ. Δασκαλάκη με την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, τόσο εξαιτίας των σπουδών του στη Υιλοσοφική ΢χολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όσο και εξαιτίας της διαρκούς ενασχόλησής του με τα υμνογραφικά κείμενα της Εκκλησίας, τον καθιστά δόκιμο χειριστή των στοιχείων της κλασσικής γραμματείας, τα οποία αποτυπώνονται αβίαστα στα υμνογραφικά του κείμενα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο υποψιασμένος αναγνώστης, δεν έχει την αίσθηση ότι ο υμνογράφος συμβουλεύεται κάποιο λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας κατά τη διάρκεια της


συγγραφής των ύμνων του, ούτε ότι επιδιώκει να αποσπάσει το δίκαιο έπαινο για τις υψηλού επιπέδου συνθέσεις του, την αρχαιοπληξία που τις διακρίνει. Ο κ. Δασκαλάκης υιοθετεί λέξεις οι οποίες απαντώνται στον Όμηρο, σε τραγικούς και κωμικούς της κλασικής αρχαιότητας, όπως στους: Αισχύλο, Ευριπίδη, Αριστοφάνη. Δείγματος χάριν σημειώνουμε τους ακόλουθους όρους: ὑψικάρηνος, θεοείκελος, ὀμφή, ἀραρότως, ἐρίβωλος, ἄρουρα, ἔτλη, διαπρύσιος, γάνυμα, λύμη, ἀκέστωρ, ρύμη, ἀβρύνομαι, δράγμα, δείμα, φρυκτωρία, βροτός, κ.ά. Μεταξύ των ρητορικών σχημάτων που απαντώνται στα συγκεκριμένα υμνογραφικά του Οσίου είναι η παρομοίωση, η παρήχηση, το ομοιοκάταρκτο, το ομοιοτέλευτο, η αντίθεση, η υπερβολή, το λογοπαίγνιο, κ.ά. Δεσπόζουσα θέση κατέχουν στους Φαιρετιστήριους Οίκους η ισοσυλλαβία και η ομοτονία, το ομοιοτέλευτο με το ομοιόπτωτο. Σα σχετικά ζεύγη υπερβαίνουν τα 6. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε δύο από αυτές τις περιπτώσεις οι λέξεις έχουν κοινή ρίζα, όπως: "φως -σοφώς", "άνοδος - επάνοδος"4. Ο υμνογράφος ακολουθώντας το πρότυπο του Ακαθίστου Ύμνου παραβαίνει τον κανόνα που υπαγορεύει να αποφεύγεται η ομοιοκαταληξία των σύνθετων λέξεων,5 προσφέροντάς μας τους ακόλουθους εύστοχους θεολογικά στίχους: "… Χαίρε τύραννον μ ι σ ά ν θ ρ ω π ο ν εκδιώξας παντελῶς· χαίρε Κύριον φ ι λ ά ν θ ρ ω π ο ν υποδείξας ευσθενώς."6 Ο παροιμιακός λόγος δεν απουσιάζει από τα υμνογραφικά του Οσίου. Δείγματος χάριν μνημονεύουμε τη φράση: "εξ απαλών ονύχων"7, η οποία χρησιμοποιείται από τον κ. Δασκαλάκη προκειμένου να καταδειχθεί η παιδιόθεν σχέση και σύνδεση του Οσίου Ιωάννου του Ξένου με την άσκηση των μοναχών. Οι όροι οι οποίοι υιοθετούνται από τον υμνογράφο προκειμένου να περιγραφεί ο βίος, η πολιτεία και οι αρετές του Οσίου, αντλούνται από διαφορετικά πεδία και η συχνότητα χρήσης τους ποικίλει. Ο υμνητής του Οσίου αξιοποιεί την αθλητική, την πολεμική και την οικονομική ορολογία στους ύμνους του, ενώ το ουράνιο στερέωμα, η κτιστή πραγματικότητα, το φυτικό και ζωικό βασίλειο, τα φυσικά φαινόμενα, κυριαρχούν σε αυτούς. Ενδεικτικά σημειώνουμε τους όρους: δένδρο, λειμώνας, φυτώριον, βλαστός, βλάστημα, κέδρος, ευωδία, εκβλάστημα, ΢υγγραφείς, Ο Άγιος κυρ Ιωάννης ο Ξένος, ο εν Κρήτη, εκδ. Υίλοι του Αγίου Ιωάννου του Ξένου & ΢ύλλογος Υίλων της Ιεράς Μονής Οδηγητρίας, ΢ίβας 2015, σ. 242, 241. 5 Α. Κορακίδη, Βυζαντινή Υμνογραφία, τ. Α΄, Αθήνα 2006, σ. 151. 6 ΢υγγραφείς, ό.π., σ. 238. 7 Ακολουθία, σ. 118. Πρβλ. Α. Κιουρτσίδου, Γιατί το λέμε έτσι. Η προέλευση παροιμιακών εκφράσεων στον καθημερινό μας λόγο, εκδ. Σο Βήμα, Αθήνα 2013, σ. 66· Φ. Πάντος, Νεοελληνικές φράσεις. Εκφράσεις, παροιμίες, γνωμικά, εκκλησιαστικές ρήσεις, φράσεις αργκό, εκδ. Σο Βήμα, Αθήνα 2013, σ. 34. 4


γεώργιον, από το φυτικό βασίλειο, καθώς επίσης και τους όρους εχθρός, επίθεση, βολίς, κίνδυνος, δουλεία, κ.ά., από το πεδίο της πολεμικής ορολογίας. Σο ουράνιο στερέωμα, οι αστέρες, και οι ευεργετικές τους ιδιότητές στον άνθρωπο, τα φυσικά φαινόμενα, επιστρατεύονται από τον υμνογράφο προκειμένου να εκφραστεί η προσωπικότητα του Οσίου Ιωάννη και να παρουσιαστεί η ιεραποστολική δράση του. Οι συνηθέστεροι όροι που χρησιμοποιούνται στην κατηγορία αυτή είναι οι ακόλουθοι: ήλιος, αστήρ, φωστήρ, ακτίς, λαμπτήρ, φως, φέγγος, σκότος, αστραπή, καύσωνας, δροσίζω, κ.ά. Σο δεύτερο πεδίο άντλησης υλικού για τα υμνογραφικά του οσίου από τον κ. Δασκαλάκη, είναι η Εκκλησιαστική γραμματεία, δηλαδή η Αγία Γραφή, οι Πατέρες της Εκκλησίας, τα Λατρευτικά κείμενα, καθώς επίσης και ο Βίος του Οσίου. Σα Αγιογραφικά παραθέματα στα υμνογραφήματα που εξετάζουμε, είναι δεκαέξι, προερχόμενα από την Καινή Διαθήκη, ενώ ένα εξ αυτών έχει το υπόβαθρό του στην Προφητική γραμματεία της Παλαιάς (Ησ. 52, 7). Σα παραθέματα της Καινής Διαθήκης έχουν ληφθεί από τους ΢υνοπτικούς Ευαγγελιστές (Μθ. 7, 14· Μρ. 12, 33· Λκ. 18, 7· 19, 40), τις Πράξεις των Αποστόλων (11, 15), την Προς Ρωμαίους Επιστολή (3,2· 10, 14), τη Β΄ Κορινθίους (6, 16), την προς Εφεσίους (2, 19), Κολοσσαείς (3, 16), και την Β΄ προς Σιμόθεον Επιστολή (4, 8). Σα λειτουργικά και υμνογραφικά κείμενα, επίσης επέδρασαν διαπλαστικά, κατά τη σύνθεση των ύμνων του Οσίου. Δείγματος χάριν σημειώσουμε τον Ακάθιστο Ύμνο, τη διατύπωση "ανέσπερο Φως"8 για το Φριστό, σύμφωνα με την Ακολουθία της Αφής του Αγίου Υωτός, καθώς επίσης και τον όρο "χλοερός"9, τον προερχόμενο από την Εξόδιο Ακολουθία, την Επιμνημόσυνη Δέηση. Μεταξύ των Πατέρων, που άσκησαν επιρροή, εμμέσως τουλάχιστον, στα υμνογραφικά του Οσίου Ιωάννου του Ξένου, συγκαταλέγεται ο Γρηγόριος Θεολόγος, ο οποίος κάνει χρήση του όρου "θεοείκελος", σε κείμενό του. ΢το σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να σημειώσουμε ότι ο κ. Δημήτριος Δασκαλάκης είναι ο μόνος υμνογράφος -τόσο από τους παλαιότερους, όσο και από τους νεότερους, υμνογράφους και ασματογράφους του οσίου Ιωάννου του Ξένου- ο οποίος κάνει συνειδητή χρήση των πληροφοριών που αντλούμε από το Βίο του Οσίου, όπως κατέδειξε συγκριτική μελέτη μεταξύ Τμνογραφικού και Αγιολογικού κειμένου. Σο δεύτερο σημείο που διαφοροποιεί τα προγενέστερα υμνογραφικά προς τιμήν του Οσίου, σε σχέση με εκείνα που εξετάζουμε, είναι ότι 8 9

΢υγγραφείς, ό.π., σ. 246. Ό.π., σ. 248.


στα υμνογραφικά του κ. Δημητρίου Δασκαλάκη μνημονεύεται, με κάθε ευκαιρία, το χωριό ΢ίβας -στο οποίο βρισκόμαστε- είτε ως η γενέτειρα του Κυρ - Ιωάννη, είτε ως ο τόπος που σεμνύνεται για την ιδιαίτερη ευλογία που λαμβάνει από το Θεό, εξαιτίας της χαρίτωσης του Αγίου του. Σο πλέον χαρακτηριστικό τροπάριο ως προς την κατεύθυνση αυτή προέρχεται από τη β΄ στάση των Εγκωμίων, και έχει ως εξής: "Γάνυται, κλεινέ, και αβρύνεται η κώμη Σίββας, σε γεννησαμένη, Πάτερ πανεύφημε, και η Κρήτη, ην διήλθες, σε τιμά."10 Σο τρίτο σημείο το οποίο διακρίνει τα υμνογραφικά του κ. Δασκαλάκη από τα προηγούμενα σχετικά εγχειρήματα, είναι η ονομαστική αναφορά των Αγίων οι οποίοι τιμήθηκαν με την ανέγερση ναών ή Μονών, από τον όσιο. Οι σταθμοί του βίου του Οσίου, οι οποίοι απαντώνται στα υμνογραφικά που εξετάζουμε, είναι –μεταξύ των άλλων- η είσοδός του στο μοναχισμό, η ιεραποστολική συνείδηση και δράση του στην Κρήτη, η ανέγερση Ναών και Μονών, τα περιστατικά της θεοσημίας. Η Ράξος ως πρώτος σταθμός της δοκιμασίας και της μοναστικής πορείας του Οσίου, δεν απουσιάζει από τα υμνογραφικά και καταχωρίζεται δώδεκα φορές. ΢το τοπωνύμιο αυτό λαμβάνει χώρα η πρώτη θεοσημία, σύμφωνα με την οποία αποκαλύπτεται στο νεαρό Ιωάννη ο χώρος ενταφιασμού των αυταδέλφων Ευτυχίου και Ευτυχιανού. Η θεοσημία αυτή, καθώς και η ανεύρεση των τάφων, στάθηκαν αφορμή προκειμένου να ανοικοδομηθεί ναός, στο Φρομοναστήρι11, προς τιμήν των Γορτυναίων αυτών Αγίων. Η ανέγερση της Μονής προς τιμήν της Παναγίας της Αντιφωνήτριας12 στα Μυριοκέφαλα,13 καθώς επίσης και τα γεγονότα που συνδέονται με αυτήν, η θεοσημία14 με την Θεοτόκο, η θεραπεία της οράσεως,15 δείχνουν να κυριαρχούν, στους ύμνους, χωρίς ωστόσο να παραβλέπονται και άλλα ανάλογα εγχειρήματα του Οσίου. Ειδικότερα, στα υμνογραφικά του κ. Δασκαλάκη γίνεται άμεση ή έμμεση αναφορά στις ακόλουθες ανεγέρσεις κτισμάτων από τον όσιο: 1. Σης Μονής της Ζωοδόχου Πηγής του Κουφού16 στην επαρχία Κυδωνίας.17

΢υγγραφείς, ό.π., σ. 249. ΢υγγραφείς, ό.π., σ. 250. 12 Ό.π., σ. 234, 240. 13 Ό.π., σ. 246, 252. 14 Ό.π., σ. 240. 15 ΢υγγραφείς, ό.π., σ. 254. 16 Ό.π., σ. 240. 17 Δ. Αθανασιάδου -΢τεφανάκη, Άγιος κυρ -Γιάννης ο Ξένος, Φανιά 2013, σ. 20. 10 11


2. Σων Ναών προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου,18 δηλαδή της Μονής του Δούβρικα στον Αποκόρωνα, το Ναό του Χαροπιάστη στο χωριό Πηγή Ρεθύμνης και εκείνον στο Αζωγυρέ της επαρχίας ΢ελίνου. 19 3. Σο Ναό προς τιμήν του Υωτίου (τ' Ανικήτω)20 στο μέρος Ακτή της επαρχίας Κισάμου.21 4. Σο Ναό προς τιμήν του Αγίου Παύλου, στα ΢φακιά.22 Ο υμνογράφος αναφέρεται, επίσης, στον τόπο κατοικίας του Ιωάννου, λίγο πριν από την οσιακή κοίμησή του,23 δηλαδή στην Ακτή Κισάμου, στον εκεί ενταφιασμό24 του, καθώς επίσης και στο ιερό λείψανό25 του, στο οποίο έχει δοθεί από το Θεό το χάρισμα των ιάσεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τους ύμνους του κ. Δασκαλάκη δεν απουσιάζουν οι Δογματικές (Σριαδολογικές & Φριστολογικές) αναφορές. Ενδεικτικά σημειώνουμε τις ακόλουθες εκφράσεις: "… ένα προσκυνείν Κύριον, Θεόν Τριαδικόν",26 "… δοξάζειν ένα εν Τριάδι άναρχον Κύριον και Δεσπότην, ποιητήν τε του παντός."27καθώς επίσης και ότι ο Θεός είναι "αναφής"28. Καταλήγοντας την προσέγγιση αυτή, κρίνεται σκόπιμο να υπογραμμιστούν τα ακόλουθα: 1. Οι άμεσες και έμμεσες διαπλαστικές πηγές των Τμνογραφικών του κ. Δημητρίου Δασκαλάκη για τον Όσιο Ιωάννη τον Ξένο κινούνται τόσο στο πλαίσιο της θύραθεν, όσο και της Εκκλησιαστικής Γραμματείας (Αγία Γραφή, Πατέρες, Λατρευτικά και ΢υναξαριακά κείμενα). 2. Μεταξύ των υμνογραφικών και των εκκλησιαστικών πηγών εν γένει, διαπιστώνεται κυρίως νοηματική σχέση και λιγότερο λεκτική εξάρτηση. Αναδεικνύεται, σε κάθε περίπτωση, η ιεροπρέπεια και η ασκητικότατα, που χαρακτηρίζει τον Άγιο, ο οποίος αποτελεί καύχημα όχι μόνο για τη γενέτειρά του το ΢ίβα, αλλά και για ολόκληρη την Κρήτη.

΢υγγραφείς, ό.π., σ. 251. Δ. Αθανασιάδου -΢τεφανάκη, ό.π., σ. 20. 20 ΢υγγραφείς, ό.π., σ. 251. 21 Δ. Αθανασιάδου -΢τεφανάκη, ό.π., σ. 21. 22 ΢υγγραφείς, ό.π., σ. 251. 23 Ό.π., σ. 249. 24 Ό.π., σ. 243, 252. 25 Ό.π., σ. 251. 26 ΢υγγραφείς, ό.π., σ. 241. 27 Ό.π., σ. 248. 28 Ό.π., σ. 240. 18 19


Δρ. Ιωάννης Ν. Λίλης Λέκτορας Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας της Πατριαρχικής Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης

Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία στον ύστερο Ελληνισμό. Η βάση για τον ακριβή εντοπισμό της διακρίσεως μεταξύ «Βυζαντινής Φιλοσοφίας» και Χριστιανικού δόγματος

Η «Βυζαντινή Φιλοσοφία» είναι ο σύγχρονος ερευνητικός χώρος που μελετά την ενασχόληση των βυζαντινών σοφών με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, η οποία παρατηρείται στον ελληνόφωνο χώρο της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τον 9ο μέχρι τον 15ο αιώνα μ.Φ., επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, όμως διατήρησε έντονη τη διαφοροποίηση και την αυτονομία του σε σχέση με αυτήν, καθώς το κέντρο του συγκεκριμένου χώρου παρέμενε πάντοτε η χριστιανική θεολογία και όχι κάποια αρχαία φιλοσοφική σχολή της αρχαίας Αθήνας. Ο συγκεκριμένος χώρος της «Βυζαντινής Υιλοσοφίας» δεν είναι ακριβής φιλοσοφία με τα δεδομένα των φιλοσοφικών σχολών της κλασικής αρχαιότητας, γιατί στο Βυζάντιο δεν υπάρχουν αυτόνομες φιλοσοφικές σχολές με ιδρυτή κάποιον συγκεκριμένο δάσκαλο φιλόσοφο, οι οποίες να διδάσκουν όλες τις επιστήμες της εποχής τους και να συνδέονται με το πολιτικό σύστημα της πόλεως – κράτους της αρχαίας Αθήνας, όπως συνέβαινε στην κλασική αρχαιότητα. ΢τη βυζαντινή αυτοκρατορία οι εθνικοί φιλόσοφοι δάσκαλοι και οι κληρικοί της χριστιανικής Εκκλησίας χρησιμοποιούν κατά το δοκούν την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ανάλογα με τη χρονική περίοδο που ζουν και το χώρο που εκπροσωπούν. ΢το Βυζάντιο οι εθνικοί δάσκαλοι δεν είναι τα κυρίαρχα κεντρικά πρόσωπα της πόλεως, όπως ο ΢ωκράτης ή ο Πλάτων, αλλά δρουν καθαρά ως ιδιώτες και διδάσκουν τη βασική διδασκαλία μίας εκ των διαφόρων φιλοσοφικών σχολών της αρχαίας Αθήνας, αναλόγως τη σχολή που προτιμούσαν,1 και οι κληρικοί της Εκκλησίας χρησιμοποιούν Πολύ χρήσιμες πληροφορίες για την εκπαίδευση στο Βυζάντιο και τον καθαρά ιδιωτικό της χαρακτήρα βλ. Lowel Clucas The Trial of John Italos and the Crisis of Intellectual Values in Byzantium in the Eleventh Century Μόναχο 1981˙ Marie – France Auzepy, De la Palestine a Constantinople (VIIIe – IXe siecles) : Etienne le Sabaite et Jean Damascene, Traveaux et Memoires 1


φιλοσοφικούς όρους από όλες της φιλοσοφικές σχολές της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας για να διατυπώσουν με ευκρίνεια την ευαγγελική διδασκαλία, αναλόγως τη μόρφωση που κατείχαν ή την αίρεση την οποία είχαν να αντιμετωπίσουν. Η διδασκαλία των φιλοσοφικών σχολών της αρχαίας Αθήνας υπήρχε στο Βυζάντιο, εξαιτίας των κατακτήσεων του Μ. Αλεξάνδρου. Η «βυζαντινή φιλοσοφία» που εμφανίζεται επίσημα από τον 9ο μ.Φ. αιώνα και μετά, ερευνά τη συστηματική και εμβριθή ενασχόληση των συγγραφέων της βυζαντινής περιόδου με τα φιλοσοφικά κείμενα των Αρχαίων Ελλήνων, και θα μπορούσε να εξειδικευθεί : α) στον σχολιασμό των κειμένων αυτών β) στη συγγραφή στοχαστικών κειμένων εκ μέρους των βυζαντινών συγγραφέων για τα θέματα της ανθρωπίνης φύσεως και του κόσμου με βάση τη σκέψη των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και γ) στη χρήση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας σε δευτερεύοντα ζητήματα της εκκλησιαστικής διδασκαλίας που δεν θα έθιγαν τις βασικές αρχές του χριστιανικού δόγματος, όπως ζητήματα που αφορούσαν αποκλειστικά την ανθρώπινη φύση χωρίς να αναφέρονται στην Αγία Σριάδα ή την καθημερινότητα του ανθρώπου.2 Η εν λόγω εργασία παρατηρείται έντονα στα κείμενα του Μ. Υωτίου, του Μιχαήλ Χελλού, του Αρέθα, του Πλήθωνα και άλλων σοφών που έζησαν από τον 9ο αιώνα και μετά, οι οποίοι ασχολήθηκαν διεξοδικά με τα κείμενα των αρχαίων φιλοσόφων, γεγονός που δεν παρατηρείται στους προηγούμενους βυζαντινούς αιώνες. Η διαφοροποίηση της «Βυζαντινής Υιλοσοφίας» σε σχέση με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία της κλασικής αρχαιότητος έγκειται στο γεγονός ότι η «Βυζαντινή Υιλοσοφία» : α) δεν ακολουθεί ως κεντρική βάση καμία διδασκαλία αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου, όπως π.χ. τον κόσμο των «Ἰδεῶν» του Πλάτωνα ή τα «εἴδη» του Αριστοτέλη, αλλά τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, χρησιμοποιώντας όμως όρους των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων για να διατυπώσει με πλήρη σαφήνεια το χριστιανικό δόγμα. Αυτό σημαίνει πως δεν ακολουθεί την «οντολογία», δηλαδή την κεντρική διδασκαλία καμίας αρχαίας φιλοσοφικής σχολής, όπως π.χ. τον κόσμο των «Ἰδεῶν» του Πλάτωνα˙ επομένως ό,τι δανείζεται από τις φιλοσοφικές σχολές είναι σε δευτερεύοντα ζητήματα β) δεν αναφέρεται 12, 1994, σελ. 194 – 195˙ Andrew Louth, St. John Damascene. Preacher and audience, ed. M. B. Cunningham, P. Allen, Le 1998, σελ. 247 – 248˙ D. J. Sahas, John of Damaskus on Islam, the “Heresy of the Ishmaelites”, Leiden 1972, σελ. 39. Ο Lowel Clucas και η Marie – France Auzepy τονίζουν ιδιαίτερα στις παραπάνω μελέτες τους το γεγονός ότι η εκπαίδευση στο Βυζάντιο είχε καθαρά ιδιωτικό χαρακτήρα, χωρίς καμία κρατική προστασία, με αποτέλεσμα πολλοί δάσκαλοι της φιλοσοφίας να καταδικαστούν. βλ. για το θέμα Λίνου Γ. Μπενάκη, «Η Βυζαντινή Υιλοσοφία στην σύγχρονη έρευνα» στο Βυζαντινή Φιλοσοφία, (κείμενα και μελέτες), Παρουσία Αθήνα 2002, σελ. 65. 2


στις επιστήμες της εποχής της. Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία όχι μόνο αναφέρεται στις επιστήμες, αλλά μέσω αυτών θεμελιώνει τις αρχές της, γι’ αυτό και όλες οι φιλοσοφικές σχολές της κλασικής Αθήνας δίδασκαν τις επιστήμες της εποχής τους γ) δεν έχει καμία σχέση με το πολίτευμα της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας. Οι διδασκαλίες των αρχαίων Ελλήνων Υιλοσόφων, διατυπωμένες μέσω των επιστημών, θεμελίωσαν και προέκτειναν το δημοκρατικό πολίτευμα της αρχαίας Αθήνας˙ διατύπωση φιλοσοφίας εκτός της αρχαίας Αθήνας δεν μπορεί να υπάρξει δ) η «Βυζαντινή Υιλοσοφία» δεν δημιούργησε καινούριους όρους. Όλοι οι φιλόσοφοι δημιούργησαν καινούριους όρους, οι οποίοι προήλθαν εντελώς αυτονόητα ως απόρροια της φιλοσοφικής τους διδασκαλίας. Ποσοτικά, εκ μέρους του κάθε φιλοσόφου, είναι ελάχιστοι αλλά φανερώνουν την κεντρική σκέψη της κάθε φιλοσοφικής σχολής. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο όρος «ἐνέργεια» του Αριστοτέλη, ο οποίος προήλθε πολύ φυσικά ως προέκταση της φιλοσοφικής του διδασκαλίας για την κίνηση των «δευτέρων οὐσιῶν» και ε) η αρχαία ελληνική φιλοσοφία γέννησε την αττική τραγωδία και κωμωδία, καθώς η τραγωδία και η κωμωδία προήλθαν ως φυσική απόρροια της φιλοσοφίας, ενώ η «βυζαντινή φιλοσοφία» δεν σχετίζεται καθόλου με την αττική τραγωδία. Από την άλλη πλευρά το «χριστιανικό δόγμα» είναι η συστηματική καταγραφή της διδασκαλίας της Εκκλησίας, με την εκφραστική συνδρομή των αρχαιοελληνικών φιλοσοφικών όρων της κλασικής περιόδου, η οποία συντελέστηκε στη βυζαντινή εποχή μεταξύ του 4ου και 9ου αιώνα. Νωρίτερα, μεταξύ 1ου και 4ου αιώνος, το χριστιανικό δόγμα δεν εκφραζόταν μέσω των αρχαίων φιλοσοφικών όρων, αλλά μόνο μέσω κηρυγμάτων, τα οποία ήταν λειτουργικό θέμα καθώς αναγιγνώσκονταν την ώρα της θείας λατρείας. Κορυφαία περίπτωση η ίδια η Καινή Διαθήκη, η οποία είναι τα πρώτα κηρύγματα των αποστόλων μαθητών του Κυρίου που απευθύνονταν, μέσω επιστολών, σε κατηχούμενους, που επρόκειτο να βαπτισθούν, και αναγιγνώσκονταν την ώρα της θείας λατρείας. Η περίοδος της «επίσημης» διατυπώσεως του χριστιανικού δόγματος μεταξύ 4ου και 9 αιώνος μ.Φ. δεν μπορεί να ονομαστεί «Βυζαντινή Φιλοσοφία», γιατί δεν είναι σχολιασμός και στοχασμός επάνω στα αρχαιοελληνικά φιλοσοφικά κείμενα, αλλά η συστηματική διατύπωση της εκκλησιαστικής διδασκαλίας με όρους της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, δηλαδή καθαρή χριστιανική θεολογία διατυπωμένη με φιλοσοφική ορολογία. Η εν λόγω διατύπωση δεν ήταν προϊόν ακαδημαϊκής ερευνητικής εργασίας – ενώ η «βυζαντινή φιλοσοφία» είναι στοχαστική έρευνα της εποχής εκείνης – αλλά αποτέλεσμα σκληρών και πολλές φορές αιματηρών γεγονότων, που είχαν ως αφετηρία τις αιρετικές προκλήσεις σπουδαίων κληρικών της χριστιανικής Εκκλησίας, τις περισσότερες φορές των ίδιων των Προκαθημένων της, όπως του Νεστορίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.


Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός δίνει μία από τις πιο εύστοχες περιγραφές για την παρουσία του χριστιανικού δόγματος με αρχαίους ελληνικούς φιλοσοφικούς όρους. Άλλωστε καθώς ζει τον 8 αιώνα μ.Φ. έχει το πλεονέκτημα να βιώνει το μεταίχμιο μεταξύ του τέλους της διατυπώσεως του χριστιανικού δόγματος και της ενάρξεως της «Βυζαντινής Υιλοσοφίας»˙ ο ίδιος ανήκει στους συγγραφείς που ασχολήθηκαν με το χριστιανικό δόγμα και όχι με τη «βυζαντινή φιλοσοφία» (στην εποχή του δεν διατυπώθηκε κάτι καινούριο, εξ απόψεως δογματικής, αλλά ο ίδιος συνέγραψε δογματικό εγχειρίδιο συμπεριλαμβάνοντας όλα τα δογματικά ζητήματα που ανακίνησαν οι έξι Οικουμενικές ΢ύνοδοι). ΢το έργο του Πρός τοὺς διαβάλλοντας τὰς ἁγίας εἰκόνας ρωτάει τον αναγνώστη του «ποῦ βρῆκες στήν Παλαιά Διαθήκη ἤ στό Εὐαγγέλιο τό ὄνομα τῆς Τριάδος, ἤ τό ὁμοούσιον ἤ τό μία ὑπόστασις τοῦ Χριστοῦ, δύο φύσεις, αὐτολεξεί; Ἀλλά ὅμως, συνεχίζει, ἐπειδή τά ὅρισαν αὐτά οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀπό τίς ἰσοδύναμες μέ αὐτά λέξεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς τά δεχόμαστε καί αὐτούς πού δέν τά δέχονται τούς ἀναθεματίζουμε» : «Ποῦ εὖρες ἐν τῇ Παλαιᾷ ἤ ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ ὄνομα Σριάδος ἤ ὀμοούσιον ἤ μίαν φύσιν θεότητος τρανῶς ἤ τρεις ὑποστάσεις αὐτολεξεί ἤ μίαν ὑπόστασιν τοῦ Φριστοῦ ἤ δύο φύσεις αὐτολεξεί; Ἀλλ’ ὄμως ἐπειδή ἐκ τῶν ἰσοδυναμουσῶν λέξεων τῶν ἐν τῇ γραφῇ κειμένων ὤρισαν ταῦτα οἱ ἅγιοι πατέρες, δεχόμεθα καί τούς μή δεχόμενους ἀναθεματίζομεν».3 ΢το παραπάνω κείμενο εκείνο που ενδιαφέρει πρωτίστως είναι η έκφραση της αλήθειας της Αγίας Γραφής με «ισοδύναμες λέξεις». Η επανάληψη της λέξεως «αὐτολεξεὶ», δύο φορές στην ίδια μόλις σειρά, δείχνει ακριβώς το γεγονός πως η αλήθεια του ευαγγελίου πρέπει να συνεχιστεί ανόθευτη, χωρίς καμία αλλοίωση, ενώ είναι δευτερεύον θέμα αν θα εκφραστεί «αὐτολεξεὶ» με την Αγία Γραφή αυτή η αλήθεια. Αν δεν είναι ακριβώς οι ίδιες λέξεις της Αγίας Γραφής δεν ενοχλεί, αρκεί να έχουν το ίδιο περιεχόμενο, χωρίς να αλλοιώνουν την ευαγγελική αλήθεια. Η χρησιμοποίηση της φιλοσοφικής ορολογίας σε αυτό το έργο ήταν επιτακτική ανάγκη, γιατί με τη φιλοσοφική ορολογία προσπαθούσαν οι αιρετικοί να αλλοιώσουν τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και της Εκκλησίας, και επομένως με τα ίδια όπλα έπρεπε να απαντήσουν οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες. ΢ε άλλο σημείο θα σημειώσει ο ίδιος ιερός πατήρ πως η θεία αποκάλυψη είναι η «πηγὴ τῆς γνώσης» και της «σοφίας» που μπορεί όμως να καταφεύγει στους εθνικούς φιλοσόφους και να τους χρησιμοποιεί, ως «ὑπηρέτες» για να εκφραστεί. Η «υπηρεσία» της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας στη διατύπωση του χριστιανικού δόγματος αποδίδεται από τον Ιωάννη Δαμασκηνό

Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόνας λόγοι τρεις, [Λόγοι ἀπολογητικοὶ πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τὰς ἁγίας εἰκόνας, Die Schriften des Johannes von Damaskos, εκδ. B. Kotter, Walter – De Gruyter 1975, t. III (Patristische Texte und Studien 17)] 111–8 3


ακριβώς ως η χρησιμοποίηση των αρχαίων φιλοσοφικών όρων στο ευαγγελικό κήρυγμα.4 Γιατί η Εκκλησία χρησιμοποίησε τους αρχαίους φιλοσοφικούς όρους για τη διατύπωση της διδασκαλίας της; Αναγκάστηκε εξαιτίας των ίδιων των δομών της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η οποία γεωγραφικά ήταν η συνέχεια των αχανέστατων εκτάσεων των ελληνιστικών επικρατειών του Μεγάλου Αλεξάνδρου, καθώς μόνο η αρχαία ελληνική φιλοσοφία υπήρχε ως συνεκτικός ενοποιητικός κρίκος των εν λόγω δομών. Η βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν αδύνατον να έχει γεωγραφικά σύνορα που θα μπορούσαν να φυλαχθούν στρατιωτικά από το στρατό του αυτοκράτορα, γιατί ήταν αχανέστατη˙ το ίδιο άλλωστε συνέβαινε και στα ελληνιστικά χρόνια. Η αρχαία ελληνική γλώσσα (που δεν μπορούσε ποτέ να απομακρυνθεί εντελώς από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία), ήταν ο κυριότερος συνεκτικός και ενοποιητικός κρίκος των πόλεων της βυζαντινής αυτοκρατορίας αντικαθιστώντας την έλλειψη γεωγραφικών συνόρων. Μετά το 381 μ.Φ. (Β΄ Οικουμενική ΢ύνοδος) προστέθηκε και ο Φριστιανισμός, ως ο δεύτερος συνεκτικός κρίκος των περιοχών της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αίσθηση πατρίδας στο Βυζάντιο έδινε μόνο η ελληνική

Βλ. για τη συγκεκριμένη άποψη του Δαμασκηνού στα έργα : Νίκου Ματσούκα, Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, (Με παράρτημα το σχολαστικισμό του δυτικού Μεσαίωνα), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994 σελ. 36 ε., 186˙ Ἰωάννου Καρμίρη, Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμος Α΄, ἐν Ἀθήναις 1960 σελ. 378 – 379.˙ Herbert Hunger, Die Hochsprachliche profane Literature der Byzantiner, τόμος Α΄, München 1978 σελ. 43. Ο Herbert Hunger, υποστηρίζει ότι η σύνθεση φιλοσοφίας και θεολογίας και στο έργο του Ιωάννη Δαμασκηνού «αποτέλεσε τη στάση αυτού που ονομάζουμε χριστιανικό ανθρωπισμό». Βλ. Herbert Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία (Η λόγια κοσμική γραμματεία των βυζαντινών). Σόμος Α΄ (Μετάφραση Λ. Γ. Μπενάκης, Ι. Β. Αναστασίου). Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Σραπέζης, Αθήνα 1991 σελ. 102. ΢χετικά με τη θέση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας στη διατύπωση του χριστιανικού δόγματος βλ. Φρυσοστόμου ΢ταμούλη, Θεοτόκος και ορθόδοξο δόγμα. (Σπουδή στη διδασκαλία του Αγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας), Εκδόσεις Το Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 1996 σελ. 27 – 29˙ Κ. Ε. Παπαπέτρου, Η ουσία της θεολογίας, Αθήνα 1969 σελ. 173˙ ΢τυλιανού Παπαδόπουλου, Αθανάσιος ο Μέγας και η θεολογία της οικουμενικής συνόδου, Αθήνα 1975 σελ.18 – 20. Λάμπρου Φρ. ΢ιάσου, Αίμα Σταφυλής. Εκδόσεις Αρμός Αθήνα 1998 σελ. 69 – 90˙ Πατερική κριτική της φιλοσοφικής μεθόδου. Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1989 σελ. 18 – 19˙ Μάριος Μπέγζος, Φιλοσοφική ανθρωπολογία της θρησκείας, Ελληνικά Γράμματα Αθήνα 1994 σελ. 82 – 89˙ Ilona Opert, A christianisation of Pagan Etymologies, στο StudPat 5, Berlin 1962, σελ. 532˙ Despo A. Lialiou, Greek philosophy and Christian tradition in st. Gregory of Nazianzus : unity – triplicity, στο έργο Γρηγοριανά Β΄ (τόμος) και σύμμικτα, εκδόσεις Π. Πουρναρά Θεσσαλονίκη 1998 σελ. 45 κ. εξ.˙ G. Bardy, “Philosophie” et “Philosophe” dans le vocabulaire des premiers siecles, στο ZAM 25 (1949), σελ. Bardy, σελ. 97 – 108˙ Ιωάννη Γρ. Πλεξίδα, Πρόσωπο και φύση. Προβληματισμοί γύρω από την έννοια του προσώπου στη σκέψη του Ιωάννη Δαμασκηνού. Εκδόσεις Νησίδες, 2001 σελ. 20. 4


γλώσσα, και ο χριστιανισμός με τον πολιτισμό που εκπροσωπούσαν οι δύο χώροι. Η διαφορετική χρήση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας μεταξύ της «βυζαντινής φιλοσοφίας» και του χριστιανικού δόγματος έγκειται και στον διαφορετικό τρόπο πρόσληψης μεταξύ των δύο χώρων (το δόγμα χρησιμοποίησε τους φιλοσοφικούς όρους και η «βυζαντινή φιλοσοφία» μελέτησε και σχολίασε τα αρχαία ελληνικά φιλοσοφικά κείμενα), αλλά και στην αιτία. Σο χριστιανικό δόγμα προσέλαβε την αρχαία ελληνική φιλοσοφία μέσα σε τραγικές συνθήκες πολεμικών καταστάσεων. Οι αιρετικοί κληρικοί δεν ήταν εύκολο να διαγνωσθούν εξαρχής από την Εκκλησία καθώς α) ήταν και ίδιοι κληρικοί, σχεδόν πάντοτε αρχιερείς και Προκαθημένοι Εκκλησιών και β) δεν μπορούσαν όλοι να γνωρίζουν με ακρίβεια το περιεχόμενο των φιλοσοφικών όρων της κλασικής αρχαιότητας, ώστε να κρίνουν αν ένας φιλοσοφικός όρος, π.χ. το «ἀγέννητον» του Πλάτωνα ή η «οὐσία» του Αριστοτέλη, αλλοιώνει ή όχι την ευαγγελική διδασκαλία, όχι μόνο γιατί δεν γνώριζαν όλοι το ακριβές περιεχόμενο των φιλοσοφικών όρων, αλλά και γιατί τόσους αιώνες μετά την κλασική αρχαιότητα, στις αχανέστατες εκτάσεις των ελληνιστικών επικρατειών (οι οποίες αργότερα έγιναν βυζαντινές εκτάσεις), οι όροι είχαν χάσει το αρχικό τους περιεχόμενο. Όμως και όταν ακόμα εξακριβώνονταν η αιρετική τους απόκλιση, επίσης δεν ήταν εύκολο να διατυπωθεί η σωστή ευαγγελική διδασκαλία με φιλοσοφικούς όρους, γιατί δεν το επέτρεπε ο αυτοκράτορας, γεγονός που φαινόταν πολύ καθαρά με την (αυτοκρατορικώς) καθοδηγούμενη αντίδραση του λαού. Αρκετές φορές δεν το επέτρεπε και ο ίδιος ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, αλλά αυτό συνέβαινε γιατί συνήθως ο Κωνσταντινουπόλεως ήταν συγγενής του αυτοκράτορα. Ποτέ ο αυτοκράτορας δεν θα επέτρεπε την άνοδο στο θρόνο ενός Πατριάρχη που δεν θα μπορούσε να τον ελέγξει (σπάνια παρατηρούνταν ανάλογη τακτική με τους υπόλοιπους Πατριάρχες). Η διατύπωση του χριστιανικού δόγματος δεν ήταν απόρροια εργασίας γραφείου ή στοχασμού. Βέβαια πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας ομολογούν στα κείμενα τους πως δυσκολεύθηκαν πολύ, στα πλαίσια του χριστιανικού δόγματος μεταξύ 4ου και 9ου αιώνος, μέχρι να βρουν τον κατάλληλο όρο, όπως ο Μέγας Αθανάσιος, τον 4ο αιώνα μ.Φ. όταν έπρεπε να μελετήσει όλα τα χωρία της Καινής Διαθήκης στην προσπάθεια του να χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά τους όρους «κτιστό» και «ἄκτιστο» στη θεολογία5 ή ο Μέγας Βασίλειος, όταν αναζητούσε τον κατάλληλο όρο για

Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, Ιστορία της ορθόδοξης θεολογίας και πνευματικότητας. (Σημειώσεις από πανεπιστημιακές παραδόσεις), Θεσσαλονίκη 1995 – 1996, σελ. 23 – 24 5


να δείξει τη σχέση του Αγίου Πνεύματος με τα άλλα δύο πρόσωπα της Αγίας Σριάδος, όμως αναγκάζονταν να εισέλθουν σε αυτήν τη διαδικασία ύστερα από τα έντονα γεγονότα των αιρετικών προκλήσεων, και όχι από διάθεση προσωπικού εκκλησιαστικού στοχασμού. Κάθε φορά που ενσωματώνονταν ένας καινούριος φιλοσοφικός όρος στο χριστιανικό δόγμα, πάντοτε ύστερα από έντονες διαμάχες, καθίσταντο πλέον τεχνικός όρος της εκκλησιαστικής διδασκαλίας, με την επικύρωση Οικουμενικής ΢υνόδου, χωρίς να μπορεί ποτέ να αλλάξει. Αυτό συμβαίνει μέχρι και σήμερα. Οι δογματικοί όροι και στη σύγχρονη Εκκλησία είναι αμετάβλητοι, γιατί είναι δείκτες της αλήθειας που διατυπώθηκαν ύστερα από πολύ σκέψη και αγώνα. ΢την αρχή της δογματικής διατυπώσεως (θα τοποθετούσαμε αυτήν την αρχή το 325 μ.Φ. που έλαβε χώρα η Α΄ Οικουμενική ΢ύνοδος) η χρήση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας εκ μέρους του χριστιανικού δόγματος πρέπει να απασχολούσε ελάχιστους, γιατί οι χριστιανοί ήταν μειοψηφία. Όταν όμως ο Φριστιανισμός αναγνωρίστηκε επίσημα από την αυτοκρατορία και άρχισε να γίνεται ο βασικός ενοποιητικός κρίκος της αυτοκρατορίας, τα δογματικά ζητήματα και η χρήση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας εκ μέρους τους, αφορούσαν όλους τους υπηκόους. Φαρακτηριστικό παράδειγμα τα εκκλησιαστικά μέλη που δεν δέχτηκαν την Δ΄ Οικουμενική ΢ύνοδο της Φαλκηδόνας, το 451 μ.Φ., και έφυγαν από την Εκκλησία, οι συγκεκριμένες Εκκλησίες ονομάστηκαν προ – Φαλκηδόνιες ή αντι – Φαλκηδόνιες, και ο αυτοκράτορας έχασε εδάφη της αυτοκρατορίας. Αντιθέτως η «Βυζαντινή Υιλοσοφία» δεν χρειαζόταν έντονα πολιτικά γεγονότα για να διατυπωθεί, αλλά ήταν καθαρά προϊόν εργασίας προσωπικού στοχασμού. Δεν είναι τυχαίο ότι η παρουσία της ξεκινά μόνον από τον 9ο αιώνα και μετά, όταν θα έχουν παύσει οι αιρετικές έριδες και δεν θα πραγματοποιηθεί πια Οικουμενική ΢ύνοδος, ακριβώς γιατί ήταν προϊόν ακαδημαϊκής έρευνας και στοχασμού. Η «Βυζαντινή Υιλοσοφία» δεν ασχολείται με βασικά ζητήματα του χριστιανικού δόγματος, κατόπιν κάποιας αιρετικής προκλήσεως (π.χ. την Αγία Σριάδα ή το πρόσωπο του Θεανθρώπου), αλλά με ζητήματα που αφορούν την ανθρώπινη φύση, τη ζωή μετά το θάνατο, τη σχέση προσώπου και φύσεως, τη σχέση της διοικητικής οργάνωσης της εκκλησίας με το εκκλησιολογικό της περιεχόμενο, χωρίς να συντρέχει κάποιος λόγος αιρετικής προκλήσεως, αλλά «ακαδημαϊκής» συγγραφικής εργασίας. Κοινό σημείο των δύο χώρων παραμένει η χριστιανική θεολογία, ως βάση, καθώς και η «Βυζαντινή Υιλοσοφία» δεν μπορεί να δραπετεύσει από την ευαγγελική διδασκαλία. Η σύγχρονη έρευνα δεν ομοφωνεί σχετικά με την ύπαρξη και το ακριβές περιεχόμενο της «Βυζαντινής Υιλοσοφίας». Είναι γνωστό πως ο


εισηγητής αλλά και ο θεμελιωτής της επωνυμίας «Βυζαντινή Υιλοσοφία» στον ελλαδικό χώρο, από το 1949, είναι ο Βασίλειος Σατάκης, ο οποίος υπερασπίστηκε για πρώτη φορά τη συνέχεια της αρχαίας ελληνικής σκέψεως μέσα στο Βυζάντιο με τη θεολογική διατύπωση της χριστιανικής Εκκλησίας.6 Σο έργο του υποψίασε για πρώτη φορά τους ερευνητές σχετικά με την παρουσία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και την ελληνικότητα του Βυζαντίου και τους επηρέασε αισθητά. Έχει αδύναμα σημεία καθώς δεν δείχνει με την απαιτούμενη σαφήνεια τη διάκριση μεταξύ <<βυζαντινής φιλοσοφίας>> και χριστιανικού δόγματος, όμως έθεσε για πρώτη φορά τις βάσεις για την μετέπειτα έρευνα. Ο Νίκος Πολίτης στο βιβλίο του, όπου πραγματεύεται το θέμα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας κατά τη βυζαντινή περίοδο, δίνει τον τίτλο Η ελληνική φιλοσοφία εις το Βυζάντιο. Α τόμος : Α΄ – Στ΄ αιώνα. Με άλλα λόγια ο Νίκος Πολίτης α) και μετά τον 3ο μ.Φ. αιώνα παρατηρεί αρχαία ελληνική φιλοσοφία β) αφήνει να εννοηθεί πως και οι Πατέρες της Εκκλησίας κάνουν φιλοσοφία, με τον τρόπο που φιλοσοφούσαν οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, αλλά σε μεταγενέστερο χρόνο, εφόσον οι εκκλησιαστικοί Θεολόγοι Πατέρες δεν μπορούν να μην τοποθετηθούν τον 4ο αιώνα μ.Φ., όπου ζουν οι Καππαδόκες και γ) δεν βλέπει καμία ιδιαίτερη ενασχόληση των Βυζαντινών με τα συγγράμματα των αρχαίων Ελλήνων μετά τον 9ο αιώνα. Είναι πολύ χαρακτηριστικό πως ο Λίνος Μπενάκης, εξειδικευμένος ερευνητής σε θέματα βυζαντινής φιλοσοφίας, διαφωνεί ριζικά μαζί του και πιστεύει πως το συγκεκριμένο έργο θα έπρεπε να τιτλοφορείται : «¨Η Ελληνική φιλοσοφία στους πρώτους έξι χριστιανικούς αιώνες¨ γιατί δεν μπορούμε να μιλούμε για Βυζαντινή Υιλοσοφία πριν από τον 9ο τουλάχιστον αιώνα. Προηγουμένως έχουμε την Υιλοσοφία του ύστερου Ελληνισμού και τη γνώση και χρήση της εθνικής φιλοσοφίας από τους Έλληνες Πατέρες και θεολόγους (ως τον Ιωάννη Δαμασκηνό) στις ανατολικές Ρωμαϊκές επικράτειες και στο πρώιμο Βυζάντιο»7. Διαφωνία, αλλά πιο ήπιας μορφής, εκφράζει ο Λίνος Μπενάκης και με τον Νίκο Ματσούκα, ο οποίος το 1994 κυκλοφόρησε το έργο του Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, από τις εκδόσεις Βάνιας, της Θεσσαλονίκης. Ο Μπενάκης διαφωνεί με τους τίτλους που δίνει ο Ματσούκας στα κεφάλαια του εν λόγω έργου : Οι πρώτοι πέντε αιώνες καθώς και Από τον 6ο ως τον 9ο αιώνα, γιατί ως κεφάλαια ενός έργου που λέγεται Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας δίνουν την ίδια εντύπωση με το έργο του Νίκου Βασιλείου Ν. Σατάκη, Η βυζαντινή φιλοσοφία (σε μετάφραση από τη γαλλική έκδοση Εύας Καλπουρτζή με εποπτεία και βιβλιογραφική ενημέρωση Λίνου Μπενάκη) από την Εταιρεία ΢πουδών νεοελληνικού πολιτισμού και γενικής παιδείας Αθήνα 1977 σελ. 9 και 112˙ Θέματα χριστιανικής και βυζαντινής φιλοσοφίας Αθήνα 1952, σελ. 10. 6

7

Μπενάκη, Βυζαντινή Φιλοσοφία, σελ. 64


Πολίτη, πως οι πρώτοι δηλαδή 9 αιώνες του Βυζαντίου παρουσιάζουν Βυζαντινή Φιλοσοφία. Αντιθέτως ο Λίνος Μπενάκης συμφωνεί με την τιτλοφόρηση των επόμενων κεφαλαίων από τον Ματσούκα, στο προαναφερθέν έργο του, που έχουν το όνομα Σταθμοί της Βυζαντινής διανόησης, γιατί κατά το Μπενάκη «τιτλοφορούνται πιο προσεκτικά».8 Πρέπει να σημειώσουμε στο παρόν σημείο πως ο Νίκος Ματσούκας στο έργο του Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας δεν εντοπίζει την παρουσία της ελληνικής φιλοσοφίας στους σχολιασμούς των κλασικών κειμένων από τους Βυζαντινούς συγγραφείς, όπως υποστηρίζουν οι περισσότεροι των ερευνητών˙ αυτήν την εργασία τη θεωρεί σεβαστή, αλλά δευτερεύουσα. Ο Ματσούκας ψηλαφεί την ελληνική φιλοσοφία στην αφομοίωση του ελληνικού τρόπου ζωής σε όλο το φάσμα της βυζαντινής ζωής : θεολογία, νομική, τέχνη, αρχιτεκτονική, επιστήμες, διπλωματία.9 Η εν λόγω όμως άποψη, κατά τη γνώμη μας, είναι ελλειπής και αδικεί το σημερινό ακριβή επιστημονικό χώρο της «βυζαντινής φιλοσοφίας». Είναι αρκετά αόριστο να εντοπίσουμε ελληνική φιλοσοφία γενικά σε όλο το φάσμα του τρόπου ζωής των Βυζαντινών χωρίς να την διακρίνουμε σε συγκεκριμένους τομείς, όπως είναι π.χ. ο σχολιασμός των αρχαιοελληνικών φιλοσοφικών κειμένων. Η διδασκαλία της ασκητικής γραμματείας «για τη μεταμόρφωση του λογιστικοῦ, του θυμοειδοῦς και του ἐπιθυμητικοῦ»,10 δεν σώζει κατά τη γνώμη μας τον Πλάτωνα στους μετέπειτα αιώνες, γιατί ο Πλάτων διατυπώνει την εν λόγω άποψη σε μία πολύ παλαιότερη, διαφορετική και μακρινή εποχή για πολιτικούς λόγους με βάση τις θρησκευτικές – μεταφυσικές του αντιλήψεις, ενώ οι χριστιανοί ασκητές τη διατυπώνουν για καθαρά εκκλησιαστικούς – ποιμαντικούς λόγους με βάση τη διδασκαλία του Ευαγγελίου. Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε πως μοιάζουν οι δύο διδασκαλίες σε κάποια σημεία καθώς η ασκητική γραμματεία χρησιμοποιεί εκφράσεις, και σε δευτερεύον βοηθητικό σημείο σώζει παρεπιμπτόντως και τη σκέψη του Πλάτωνα, όχι όμως πως ο Πλάτωνας σώζεται μέσω των συναξαρίων και συναφών κειμένων. Θα ήταν υπερβολικό να στηρίξουμε την εν λόγω άποψη καθώς ο Πλάτωνας α) παραμένει πάντοτε κάτι εντελώς αυτόνομο και διαφορετικό από το χριστιανισμό και β) σώθηκε στο Βυζάντιο χάρη στις συστηματικές αντιγραφές και στην εμβριθή μελέτη των αρχαιοελληνικών χειρογράφων εκ μέρους των βυζαντινών σοφών από τον 9ο αιώνα και εξής, και όχι χάρη στις διάσπαρτες αναφορές των εκκλησιαστικών κειμένων. Οι αναφορές των εκκλησιαστικών έχουν στοιχεία του Πλάτωνα αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι αρκετές για να σώσουν τον Πλάτωνα στους

ο.π. 64 Βλ. Ματσούκα, Βυζαντινή Φιλοσοφία, σελ. 34 – 35, 151. 10 Ματσούκα, Βυζαντινή Φιλοσοφία, σελ. 34 – 35. 8 9


επόμενους αιώνες, καθώς έχουν εντελώς διάφορη αφετηρία και σκοπό.11 Φρησιμοποιούν από τον Πλάτωνα κάποιες σκέψεις όπως π.χ. το πώς εκφράζεται η ανθρώπινη ψυχή (μέσω του «λόγου» και του «νου») που θα χρησιμοποιήσει πολλές φορές η χριστιανική θεολογία, αλλά δεν μπορούμε να πούμε πως αυτό αρκεί για να σωθεί ο Πλάτωνας στον μετέπειτα πολιτισμό. Ο Λίνος Μπενάκης διαφωνεί και με τον Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνο Νιάρχο, ο οποίος συνέγραψε έργο με τον τίτλο Ἡ Ἑλληνική Φιλοσοφία κατά τήν Βυζαντινήν της περίοδο «γιατί θεωρεί την φιλοσοφική δραστηριότητα στο Βυζάντιο συλλήβδην συνέχεια των άλλων περιόδων της Ελληνικής Υιλοσοφίας χωρίς υποδήλωση του ιδιαίτερου – χριστιανικού – της στοιχείου».12 Μάλιστα ο Μπενάκης σημειώνει επιλέξει πως «ο τίτλος του βιβλίου όχι μόνο δεν δικαιώνεται από το περιεχόμενο του βιβλίου» αλλά τείνει να πιστέψει «ότι αποτελεί ανεπιτυχή διέξοδο στον προβληματισμό για το περιεχόμενο του όρου ¨Βυζαντινή Φιλοσοφίᨻ.13 Ο Καθηγητής του Αμβούργου Klaus Oehler θεωρεί ως ορόσημο για την έναρξη της Βυζαντινής Υιλοσοφίας όχι τον 9ο αιώνα αλλά τον 6ο αιώνα και συγκεκριμένα το 529 μ.Φ., έτος κατά το οποίο ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιουστινιανός έκλεισε την Πλατωνική Ακαδημία «σηματοδοτώντας φαινομενικά το τέλος της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας».14 Ο Oehler τονίζει ιδιαιτέρως το «φαινομενικά» γιατί όπως σημειώνει : «η ελληνική φιλοσοφία δεν εξέπνευσε το 529 μετά από μία πορεία χιλίων χρόνων, αλλά αντιθέτως είχε μπροστά της μία δεύτερη χιλιετία περαιτέρω ανάπτυξης. Αυτή η δεύτερη μεγάλη φάση, η οποία είναι η Βυζαντινή Φιλοσοφία, δεν μπορεί – όπως γινόταν κατά κανόνα ως σήμερα – να παρουσιάζεται απαξιωτικά ως μία απλή ιστορία αρχαιοελληνικών επιρροών σε χριστιανούς λογίους. Η Βυζαντινή Υιλοσοφία είναι κάτι πολύ περισσότερο : μία άμεση, ζωντανή συνέχεια της Ελληνικής Υιλοσοφίας

Κριτική στις θέσεις του Νίκου Ματσούκα για τη θεώρηση του σχετικά με το ακριβές περιεχόμενο της «Βυζαντινής Υιλοσοφίας» βλ. Νικήτα ΢ινιόσογλου «Από την ορθότητα των ονομάτων στην ορθότητα των δογμάτων : το πρόβλημα με τη βυζαντινή φιλοσοφία», στο Δευκαλίων 2010 27.1/2 (σελ. 45 – 70) και www.academia.edu/1010893, σελ. 56 11

Μπενάκη, Βυζαντινή Φιλοσοφία, σελ. 63 Μπενάκη Βυζαντινή Φιλοσοφία σελ. 63. 14 Βλ. Klaus Oehler, Η συνέχεια στην Ελληνική Φιλοσοφία από το τέλος της Αρχαιότητας ως την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, (από το βιβλίο «Μεσαιωνική φιλοσοφία. Σύγχρονη έρευνα και προβληματισμοί», μετάφραση Πολυτίμη – Μαρία Παλαιολόγου, Εκδ. Παρουσία, Αθήνα, 2000) http : // www. Myriobiblos. gr/ texts/ greek Oehler – greek philosophy, σελ. 1. 12 13


κατά τη βυζαντινή περίοδο».15 Η γνώμη του Oehler, όπως δείχνουν τα ακριβή του λόγια, οριοθετεί πολύ σωστά τα χρονικά όρια και το περιεχόμενο της βυζαντινής φιλοσοφίας όμως, κατά τη γνώμη μας, δεν δείχνει καθαρά την αυτονομία της Πατερικής χριστιανικής σκέψεως και του χριστιανικού δόγματος. Η παρουσία των φιλοσοφικών ΢χολών της κλασικής αρχαιότητας συνδεόταν στενά με την πολιτική ζωή της αρχαίας Ελλάδος. Ουσιαστικά με την κατάρρευση της πόλεως – κράτους έπαψαν να υπάρχουν και οι φιλοσοφικές σχολές. Όσον αφορά καθαρά το περιεχόμενο του χριστιανικού δόγματος, και όχι της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας στο Βυζάντιο, πιστεύω πως αν θεωρήσουμε το κλείσιμο της Πλατωνικής Ακαδημίας ως το χρονικό ορόσημο για την έναρξη της «βυζαντινής φιλοσοφίας», και την έναρξη μίας νέας φιλοσοφικής περιόδου που κράτησε περίπου χίλια χρόνια, τότε η εποχή των Καππαδοκών Πατέρων, δηλαδή ο 4ος μ.Φ. αιώνας, ή θα πρέπει να συγκαταλεχθεί στην περίοδο του «ύστερου ελληνισμού» ή θα πρέπει να αγνοηθεί εντελώς – όμως ο Oehler όχι μόνο δεν την αγνοεί αλλά την υπερασπίζεται σθεναρά. ΢υνεπώς, σύμφωνα με την εκτίμηση του Oehler θα πρέπει να θεωρήσουμε τους θεολόγους Πατέρες της Εκκλησίας που ζουν πριν τον 6ο αιώνα ως «φιλοσόφους», κάτι που σίγουρα δεν είναι ευσταθεί καθώς οι εκκλησιαστικοί θεολόγοι δεν είναι φιλόσοφοι παρά μόνο θεολόγοι.16 Αυτός είναι ο λόγος που πιστεύω πως η αρχή της νέας περιόδου δεν θα πρέπει να είναι το 529 μ.Φ., επί αυτοκρατορίας Ιουστινιανού, αλλά ο 9ο αιώνας. ΢τη σύγχρονη έρευνα επικρατεί η άποψη πως η αρχαία ελληνική φιλοσοφία με τα θέματα και το στοχασμό της απαντούσε εκ των πραγμάτων σε τρία ερωτήματα : α) την «οντολογία» (τι είναι το ον και το μη ον), β) τη «γνωσιολογία» (με ποιο τρόπο μπορούμε να γνωρίσουμε το ον) και γ) την «ανθρωπολογία» ή την «ηθική» (ποιος ο σκοπός της υπάρξεως του ανθρώπου, ποια είναι η συμπεριφορά του κ.τ.λ.). Η χριστιανική θεολογία, εκφρασμένη με τη φιλοσοφική γλώσσα, καθώς εκθέτει τη διδασκαλία της, παρότι είναι βέβαια εντελώς απομακρυσμένη από τους τρεις προαναφερθέντες χώρους, όπως τους εννοούσε η φιλοσοφία, είναι όμως σε θέση να απαντήσει μερικώς σε ένα ή σε δύο ή και στα τρία από τα παραπάνω ερωτήματα της φιλοσοφίας. Αυτό γίνεται εκ των υστέρων, δευτερευόντως, ύστερα από τη θεολογική διδασκαλία, αλλά πάντως ευδιάκριτα. Σονίζω ιδιαιτέρως το «δευτερευόντως» καθώς

Oehler, Ελληνική Φιλοσοφία, σελ. 4. Σον χαρακτηρισμό «Βυζαντινή Υιλοσοφία» δεν τον θέτει εντός εισαγωγικών, καθώς τον θεωρεί ως ακριβώς ισότιμο με τις επίσημα αναγνωρισμένες φιλοσοφικές εποχές. 16 Λίνου Μπενάκη, «Η σπουδή της Βυζαντινής Υιλοσοφίας˙ (Κριτική Επισκόπηση 1949 – 1971» στο Βυζαντινή Φιλοσοφία Παρουσία Αθήνα 2002, 14 – 60 (αναδημοσιευμένο από το Φιλοσοφία. Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Υιλοσοφίας της Ακαδημίας Αθηνών 1 (1971), 390 – 443), σελ. 22. 15


απουσιάζει από τη φιλοσοφία των βυζαντινών η ακριβής «οντολογία» των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων˙ δεν αποδέχονται ούτε τον πλατωνικό κόσμο των «Ἰδεῶν», ούτε τους «ἀριθμοὺς» του Πυθαγόρα, ούτε τις αριστοτελικές «πρῶτες» και «δεύτερες οὐσίες». ΢υνεπώς κατά την άποψη πολλών ερευνητών μπορούμε να πούμε πως η χριστιανική θεολογία των Βυζαντινών, εκφρασμένη με τη φιλοσοφική γλώσσα, γεννάει εκ των υστέρων μία καινούρια «φιλοσοφία», γιατί στηρίζεται στην αλήθεια και τα γεγονότα της Αγίας Γραφής και όχι στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, διευκρινίζοντας βέβαια ακριβώς πώς εννοούμε την εν λόγω καινούρια φιλοσοφία. Σην παραπάνω άποψη υποστηρίζει ο Γεώργιος Μαρτζέλος 17 και συμφωνεί μαζί του και ο Λίνος Μπενάκης καθώς αναλύει σκέψεις του ομότιμου Καθηγητού του Αμβούργου Klaus Oehler, από το 1969 στον τόμο «Antike Philosophie und Byzantinisches Mittelalter» για την ελληνική φιλοσοφία : «<ο συγγραφέας (ενν. ο Klaus Oehler) διαπιστώνει ότι η φιλοσοφική σκέψη στο Βυζάντιο, παρά το ότι κινείται σε ένα χώρο στενά συνδεδεμένο με την Θεολογία, φθάνει σε πρωτότυπες λύσεις καθαρά φιλοσοφικών. Και το σημαντικό είναι ότι στους Βυζαντινούς εμφανίζεται για πρώτη φορά, σε σχέση με άλλους πολιτισμούς, μια κριτική αυτοσυνειδησία απέναντι στην παράδοση της ισχυρής κλασικής φιλοσοφικής σκέψης».18 Σο μεγάλο όμως ερώτημα, που θέτει πολύ εύστοχα ο διδάκτωρ Υιλοσοφίας Νικήτας ΢ινιόσογλου, διαφωνώντας ουσιαστικά με τους τρεις προαναφερθέντες Καθηγητές, είναι ότι το χριστιανικό δόγμα δεν μπορεί να απαντήσει, έστω και δευτερευόντως, στην «οντολογία» της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας καθώς την αγνοεί παντελώς και ασχολείται μόνο με την Αγία Γραφή. Για να μπορέσει να θεωρηθεί μία διδασκαλία ως απάντηση σε οντολογικό ερώτημα της φιλοσοφίας, κατά τον Νικήτα ΢ινιόσογλου, θα πρέπει να δεχθεί την κοσμολογία π.χ. του Αριστοτέλη για το πώς προήλθε ο κόσμος, από τη συνεχή κίνηση των «δευτέρων οὐσιῶν», ή π.χ. του Πλάτωνα από τότε που οι ψυχές ως πλατωνικές «Ἰδέες» έπεσαν μέσα στα υλικά σώματα, του παρόντος αισθητού κόσμου. Διαφορετικά δεν μπορεί να γίνει, κατά τον ίδιο συγγραφέα, σοβαρή συζήτηση για φιλοσοφία. Αυτός είναι ο λόγος, κατά τον ΢ινιόσογλου, που δεν μπορεί να υπάρξει «βυζαντινή φιλοσοφία», την οποία βλέπει καθαρά ως μία αυθαίρετη «μετωνυμική πρακτική», γιατί η αρχαία ελληνική φιλοσοφία είχε την «ορθότητα των ονομάτων», όπως διακρίνεται πολύ καθαρά στον Γεωργίου Μαρτζέλου, «Υιλοσοφία και θεολογία στην πατερική παράδοση», δημοσιευμένο στο Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄ τόμος. Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 21. 17

18

Βλ. Μπενάκη, Βυζαντινή Φιλοσοφία σελ. 6


Πλάτωνα, ενώ η «βυζαντινή φιλοσοφία» είχε την «ορθότητα των δογμάτων», έκφραση που την υποστήριξε ο ίδιος ο Μιχαήλ Χελλός 19. Άλλωστε ο ΢ινιόσογλου κατηγορεί τον K. Oehler και τον E. von Ivanka πως με τις μελέτες τους πυροδότησαν τη λανθασμένη αντίληψη της υποτιθέμενης συνέχειας της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και αντίληψης μέσω της Ορθοδοξίας, στην οποία στηρίχτηκε η θεωρητική βάση της «βυζαντινής φιλοσοφίας».20 Η «ορθότητα των ονομάτων», όπως την εξηγεί ο ίδιος ο ΢ινιόσογλου, είναι η «αυτονομία της ερμηνείας», δηλαδή να ερμηνεύει ο φιλόσοφος στοχαστής τον κόσμο και την ανθρώπινη φύση, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του εκ προοιμίου δεδομένες αρχές, όπως την Αγία Γραφή ή τις βασικές αρχές της χριστιανικής διδασκαλίας, περιοχές που σε περίπτωση που τις χρησιμοποιήσει, σίγουρα θα τον επηρεάσουν μεροληπτικά στην έρευνα του, καθώς εκ των προτέρων έχουν δεδομένη την απάντηση στα πλαίσια πάντοτε της Αγίας Γραφής, ενώ η «ορθότητα των δογμάτων είναι η «ετερονομία της ερμηνείας», δηλαδή η ερμηνεία να μην μένει αυτόνομη, αλλά με επηρεασμούς από έναν συγκεκριμένο χώρο (στην περίπτωση μας το χριστιανισμό). Με άλλα λόγια η «αυτονομία της ερμηνείας», όπως εξηγεί ο ίδιος ο Νικήτας ΢ινιόσογλου, είναι «ο ερμηνευτικός πλουραλισμός», ενώ «η ετερονομία της ερμηνείας» είναι «η αποκλειστικότητα της ορθόδοξης ερμηνείας»21. ΢υν το γεγονός ότι η «βυζαντινή φιλοσοφία», πάντοτε κατά τον Νικήτα ΢ινιόσογλου, δεν διακρίνεται για «αβίαστο φιλοσοφικό λόγο» καθώς δεν αναπτύχθηκε «για την επικοινωνία και την ορθολογική συναίνεση», αλλά στα πλαίσια «ενός ηγεμονικού ερμηνευτικού καθεστώτος (ορθοδοξία), το οποίο επιτυχημένα διεκδίκησε την αποκλειστική διαχείριση των εννοιολογικών εργαλείων και τον έλεγχο των επικοινωνιακών μέσων». Με πολύ σαφή τρόπο ο Νικήτας ΢ινιόσογλου υπογραμμίζει από την αρχή της μελέτης του πως για να δεχθεί κάποιος την ύπαρξη «βυζαντινής φιλοσοφίας» πρέπει να συνειδητά ή ασύνειδα να αποσυνδέσει τον λόγο των χριστιανών θεολόγων, επισκόπων και ρητόρων από τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς που υπήρξαν υπεύθυνοι για την διαμόρφωση του.22 Είναι ξεκάθαρη η σκέψη του συγκεκριμένου ερευνητή φιλοσόφου. Η φιλοσοφία απαιτεί ελευθερία στοχασμού και εκφράσεως, ενώ η θεολογία ζει στο Βυζάντιο, το οποίο όχι μόνο χαρακτηριζόταν για την ανελευθερία και το δογματισμό του, αλλά η ίδια εκκλησιαστική διοίκηση, μέσω της θεολογίας της, ήταν η κυρίως υπεύθυνη για τον εν λόγω δογματισμό και την έλλειψη ελευθερίας. Μέσω της σημερινής αποδοχής της λεγόμενης «βυζαντινής φιλοσοφίας», ως αυτόνομου ερευνητικού χώρου, πιστεύει ο Ν. ΢ινιόσογλου πως σχετικο-

΢ινιόσογλου, Ορθότητα ονομάτων και «δογμάτων» σελ. 47. ΢ινιόσογλου ο.π. σελ. 51. 21 ΢ινιόσογλου ο.π. σελ. 47. 22 ΢ινιόσογλου ο.π., σελ. 46. 19 20


ποιούμε κάθε διάκριση προθέσεως μεταξύ φιλοσοφικού και θεολογικού λόγου, θεωρώντας την πρόθεση των δύο χώρων ακριβώς την ίδια. Όμως η πρόθεση του φιλοσοφικού λόγου είναι η αβίαστη ανάπτυξη ενός φιλοσοφικού (δια) λόγου, ενώ η πρόθεση του θεολογικού λόγου είναι «η χειραγώγηση της φιλοσοφικής δραστηριότητας και η παρακράτηση των προϋποθέσεων ανάπτυξης αυτού του ελεύθερου φιλοσοφικού λόγου».23 Βέβαια ο ΢ινιόσογλου εντοπίζει «ερμηνευτικό πλουραλισμό» και μετά την επίσημη καθιέρωση του χριστιανισμού, αλλά ως ένα σημείο και μόνο «έως την Ε΄ Οικουμενική ΢ύνοδο (553)»24, εννοώντας ότι μέχρι τότε υπήρχαν φιλόσοφοι όπως π.χ. ο Πρόκλος ή ο ΢ιμπλίκιος, οι οποίοι φιλοσοφούσαν σταθερά χωρίς επηρεασμούς από το Φριστιανισμό.25 Γιατί θεωρεί ο Νικήτας ΢ινιόσογλου το 553 μ.Φ. ως το χρονικό όριο για την παντελή εξαφάνιση της κανονικής φιλοσοφίας; Γιατί, κατά τη γνώμη του, τότε ο ΢τέφανος, ένας εκ των τελευταίων ΢χολαρχών της Αλεξανδρινής ΢χολής, γράφει για πρώτη φορά σχόλια στο Περί Ψυχής του Αριστοτέλη με την σημείωση του «σὺν Θεᾧ, φαινόμενο ποὺ παραπέμπει σὲ ἰσλαμικὰ μοντέλα θεολογικῆς ἑρμηνείας μᾶλλον, παρὰ σὲ νεοπλατωνικὰ»,26 ενέργεια που δεν μπορούσε να συμβεί τόσο καθαρά μέχρι τότε. Οι φιλόσοφοι μέχρι τότε ακόμα και όταν αγαπούσαν τη χριστιανική εκκλησία, δεν τολμούσαν να εκφράσουν σε φιλοσοφικό τους κείμενο την έκφραση συν Θεώ. Από εκεί και πέρα, κατά το Νικήτα ΢ινιόσογλου, η φιλοσοφία εξαφανίζεται και γίνεται καθαρή θεολογία, καθώς ο Φριστιανισμός επικρατεί κυριαρχικά παντού. Έχω την εντύπωση πως εδώ χρειάζεται μια διορθωτική διευκρίνιση. Κατά τη γνώμη μου «τα νεοπλατωνικά μοντέλα φιλοσοφικής γραφής και αναζήτησης», όπως τα χαρακτηρίζει ο Νικήτας ΢ινιόσογλου, δεν μπορούν ούτε και αυτά να θεωρηθούν μοντέλα καθαρώς φιλοσοφικά, όπως εκείνα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, γιατί βρίσκονται εκτός αρχαίας Αθήνας, ως πόλης – κράτους. Ο ΢ινιόσογλου πιστεύει πως η προαναφερθείσα «μετάβαση από την (νεο) – πλατωνική αναζήτηση της ορθότητας των ονομάτων (Πλάτων) στην επιβολή ενός ερμηνευτικού καθεστώτος που ο Χελλός ονόμαζε ορθότητα των δογμάτων» συνέβη «κατά τη μετάβαση από την ύστερη αρχαιότητα στο Βυζάντιο»,27 (περίπου 3ος και 4ος αιώνας μ.Φ.) όπως το διατυπώνει με πλήρη σαφήνεια. Η άποψη του είναι πολύ σωστή – άλλωστε έχει ως αφετηρία τις παρατηρήσεις του Jurgen

΢ινιόσογλου ο.π., σελ. 46. ΢ινιόσογλου ο.π., σελ. 47. 25 ΢ινιόσογλου, σελ. 63 – 64. 26 ΢ινιόσογλου, σελ. 64. 27 ΢ινιόσογλου, σελ. 47. 23 24


Habermas στην θεωρία της ισχύος Hannah Arendt28 – όμως, κατά τη γνώμη μου τοποθετείται σε λάθος εποχή. Πρέπει να τοποθετηθεί στη μετάβαση από την κλασική αρχαιότητα στην ελληνιστική εποχή (περίπου 3ος αιώνας π.Φ.), γιατί τότε έγινε η αλλαγή των φιλοσοφικών όρων, καθώς έφυγαν από την αρχαία κλασική Αθήνα. Σότε άλλαξε και η ζωή των αρχαίων Ελλήνων γιατί εξαφανίζεται η πόλη – κράτος και έρχεται η αυτοκρατορία, στην οποία θα γεννηθεί αργότερα και θα ευδοκιμήσει η χριστιανική θεολογία. Ο Ν. ΢ινιόσογλου άλλωστε το τονίζει πως πρόκειται για προσωπική του άποψη.29 Επειδή ο ΢ινιόσογλου τοποθετεί ως κρίσιμη στιγμή την εποχή μεταξύ ύστερης αρχαιότητος και Βυζαντίου, θεωρεί πως για να είναι κάτι ως πραγματική φιλοσοφία αρκεί μόνο να έχει «αβίαστο φιλοσοφικό λόγο» και να αναπτύσσεται «για την επικοινωνία και την ορθολογική συναίνεση» με «ερμηνετικό πλουραλισμό»30. Σα συγκεκριμένα όμως στοιχεία δεν αρκούν για να χαρακτηριστούν ως «Υιλοσοφία», αλλά πρέπει απαραιτήτως να συνδεθούν με την πολιτική ζωή της αρχαίας Αθήνας ως πόλης – κράτους, γιατί η φιλοσοφία ευθύνεται για τη γέννηση και την ανάπτυξη της ίδιας της πόλεως – κράτους, μόνο της Αθήνας. Νομίζω πως οι μεγάλοι φιλόσοφοι έγραψαν και δίδαξαν μόνο για την αρχαία Αθήνα, ως πόλη – κράτος, και για καμία άλλη πόλη της αρχαιότητας, όπως η Κόρινθος ή η Αιτωλία ή η ΢πάρτη. Πόσο μάλλον για τις τόσο μακρυνές πόλεις της αχανέστατης ελληνιστικής εποχής και της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η Υιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, μόνο εντός της αρχαίας Αθήνας, γέννησε το δημοκρατικό πολίτευμα της αρχαίας Αθήνας. Σο αριστοτελικό «πρῶτον ἀκίνητον κινοῦν» ή οι πλατωνικές «Ἰδέες» διατυπώθηκαν για την διοίκηση και την οργάνωση της αρχαίας Αθήνας. Για καμία άλλη πόλη. Εκτός του ότι διατυπώθηκαν μόνο για την αρχαία Αθήνα, γίνεται ευκρινές πως δεν διατυπώθηκαν μόνο για προσωπικό φιλοσοφικό στοχασμό ή απλώς για κάποια φιλοσοφική σχολή της αρχαιότητας, αλλά για πολιτικούς λόγους, όπως τους αντιλαμβάνονταν η αρχαία Αθήνα. Εξού και η μεγαλύτερη τιμωρία στην αρχαία Αθήνα ήταν η εξορία˙ τα δημόσια κτήρια της Αθήνας ήταν πολυδάπανα και καλαίσθητα, ενώ οι ιδιωτικές κατοικίες σχεδόν ανύπαρκτες. Επίσης η φιλοσοφία γέννησε και την αττική τραγωδία και κωμωδία, οι οποίες ζουν και αναπνέουν αυστηρά μόνο στην αρχαία Αθήνα. Ο Αριστοτέλης την ώρα που μιλά για τις «πρῶτες οὐσίες», βασικότατο «οντολογικό» ζήτημα της φιλοσοφίας του, μιλά και για τη συμπεριφορά του νομοθέτη ΢όλωνα στην αρχαία Αθήνα, μόλις είχε θεσπίσει έναν πολύ σημαντικό νόμο, ώστε να αποφύγει την εκ των υστέρων αλλαγή του ΢ινιόσογλου, σελ. 47. ΢ινιόσογλου, σελ. 47. 30 ΢ινιόσογλου, σελ. 47. 28 29


νόμου, εξυπηρετώντας τους πιο ισχυρούς ή τους πολίτες που γνωρίζονταν προσωπικά μαζί του και είχαν την ευχέρεια της ύποπτης προσωπικής συναλλαγής. Επίσης την ίδια ώρα διατυπώνει και τον ορισμό της αρχαίας αττικής τραγωδίας, ακριβώς γιατί η φιλοσοφία γέννησε την τραγωδία˙ στον ορισμό της τραγωδίας υπάρχει ο όρος «εἴδη» (χωρὶς ἐκάστῳ τῶν «εἰδῶν» ἐν τοῖς μορίοις) βασικό κομμάτι των αριστοτελικών «δευτέρων οὐσιῶν», των οποίων η ασταμάτητη κίνηση γεννά τα «εἴδη» και τα «γένη» των όντων. Οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι όπως ο Πλωτίνος ή ο ΢τέφανος της Αλεξανδρινής ΢χολής, που αναφέρει ο Νικήτας ΢ινιόσογλου, κατ’ ουσίαν δεν έχουν, κατά τη γνώμη μου, ούτε και αυτοί καμία σχέση με τον Αριστοτέλη ή τον Πλάτωνα, εφόσον βρίσκονται τόσο μακρυά από την Αθήνα, και χρονικά και τοπικά, και δεν διατυπώνουν τις απόψεις τους για την πολιτική οργάνωση της Αθήνας, ούτε συνδέονται με την αρχαία τραγωδία. Είναι βέβαια φιλόσοφοι αλλά με εντελώς καινούριο περιεχόμενο, διάφορο εκείνου της αρχαίας Αθήνας. Νομίζω πως ο Νικήτας ΢ινιόσογλου τους βλέπει ουσιαστικά το ίδιο. Όμως στην κλασική αρχαιότητα το πρωτεύον ήταν η γεωγραφία μεταξύ Νότιας Ιταλίας και Ιωνίας και δευτερεύουσα ήταν η ελληνική γλώσσα. ΢τη γεωγραφία πρέπει να ψάξουμε πρώτα τη φιλοσοφία της αρχαίας ελληνικής αρχαιότητας όχι μόνο και γιατί η γεωγραφία γέννησε τη συγκεκριμένη φιλοσοφία, αλλά και γιατί κατόπιν η φιλοσοφία επηρέασε και διαμόρφωσε τη συγκεκριμένη γεωγραφία, την οποία γέννησε και στην οποία ζούσε. Η διαμόρφωση των «τειχών» της αθηναϊκής πόλεως – κράτους δεν ήταν καθόλου τυχαία, αλλά συνδέεται άμεσα με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Όλες οι πόλεις μεταξύ της Νότιας Ιταλίας και Ιωνίας, θέλοντας και μη, μιλούσαν την ελληνική. ΢τις ελληνιστικές επικράτειες εκ των πραγμάτων δεν υπάρχει γεωγραφία, καθώς είναι αχανέστατες, δεν μπορούν ασφαλώς να φυλαχτούν από γεωγραφικά σύνορα και το μόνο στοιχείο που ένωνε την αυτοκρατορία ήταν μόνο η ελληνική γλώσσα. Ο Μέγας Αλέξανδρος μετέφερε βέβαια στις κατακτήσεις του και τον λοιπό ελληνικό πολιτισμό της εποχής, όπως αττική τραγωδία και κωμωδία, ηθοποιούς, ποιητές προς ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου, όμως σε σοβαρό επίπεδο, μόνο η ελληνική γλώσσα μπορούσε να μείνει για πάντοτε στις απομακρυσμένες περιοχές και να σώσει, εκεί, τον ελληνισμό. Η ελληνική γλώσσα ένωνε τις απομακρυσμένες περιοχές των ελληνιστικών επικρατειών και διαμόρφωνε τα όρια της αυτοκρατορίας˙ περιοχές που δεν μετείχαν πλήρως στον ελληνικό τρόπο ζωής μιλώντας επαρκώς τα ελληνικά, κινδύνευαν να αποκοπούν από την επικράτεια, καθώς μόνο η μετοχή στον ελληνισμό τους έδινε υπόσταση. ΢το Βυζάντιο (που επίσης ήταν μία αχανέστατη αυτοκρατορία περίπου με τα ίδια όρια των ελληνιστικών επικρατειών και δεν μπορούσε να φυλαχθεί με


γεωγραφικά σύνορα) μετά από ένα σημείο – κατά τη γνώμη μου τη Β΄ Οικουμενική ΢ύνοδο του 381 μ.Φ. – διατηρήθηκε, όπως ήδη αναφέραμε, και εκεί η ελληνική γλώσσα ως πρώτιστος συνεκτικός κρίκος της βυζαντινής αυτοκρατορίας, όμως εκτός από αυτήν προστέθηκε και ο Φριστιανισμός, ο οποίος επίσης ένωνε την αυτοκρατορία και διαμόρφωνε τα όρια της˙ οι μονοφυσίτες που δεν αποδέχτηκαν την Δ΄ Οικουμενική ΢ύνοδο του 451 μ.Φ. έφυγαν από τη βυζαντινή αυτοκρατορία, και ο αυτοκράτορας εξαιτίας τους έχασε αυτοκρατορικά εδάφη. Αν λοιπόν θεωρήσουμε τους αριστοτελικούς σχολιαστές της Αλεξάνδρειας ίδια περίπτωση «φιλοσόφων» με τον Αριστοτέλη, επειδή και οι δύο απλώς ασχολούνται με τις αριστοτελικές «πρῶτες οὐσίες» και η βάση τους είναι μόνο η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, θα έρθουμε σε πολύ δύσκολη θέση όταν δούμε πως ο Αριστοτέλης διατύπωσε τις «πρῶτες οὐσίες» για να θεμελιώσει και με μεταφυσικό στήριγμα το ακέραιον και την ευθύνη του Αθηναίου πολίτη, ενώ οι αριστοτελικοί σχολιαστές της ελληνιστικής και της βυζαντινής εποχής, απλώς για να το μελετήσουν ως φιλοσοφικό ζήτημα και μάθημα, χωρίς κάποιο υποχρεωτικό βασικό αντίκρυσμα στην πολιτική τους καθημερινότητα, αγνοώντας πλήρως την καθημερινότητα της αρχαίας Αθήνας. ΢την εποχή των εθνικών αριστοτελικών σχολιαστών, απουσιάζει παντελώς η έννοια του «πολίτη» με τη σημασία της αρχαίας Αθήνας και υπάρχει μόνο ο «υπήκοος» μιας τεράστιας αυτοκρατορίας. Με την παραπάνω διευκρίνιση φαίνεται πολύ καθαρά πως έχει απόλυτο δίκιο ο ΢ινιόσογλου, όταν λέγει πως δεν είναι δυνατόν η χριστιανική θεολογία να απαντά στην «οντολογία» των φιλοσόφων της κλασικής αρχαιότητος, γιατί βρίσκεται στον αντίποδα αυτής (δεν συμμερίζεται σε σοβαρό επίπεδο π.χ. τον κόσμο των «Ἰδεῶν», όπως τον πιστεύει ο Πλάτων), αλλά πρέπει οπωσδήποτε να προστεθεί στη συγκεκριμένη πρόταση, πως αυτό ισχύει και για τους φιλοσόφους των ελληνιστικών ετών. Και οι εθνικοί φιλόσοφοι ασχολούνται με τον κόσμο των «Ἰδεῶν» καθαρά σε θεωρητικό επίπεδο. Θα μπορούσαμε ίσως να διατυπώσουμε την άποψη ότι η «βυζαντινή φιλοσοφία» απαντά εν μέρει ή εξολοκλήρου στα τρία ερωτήματα της φιλοσοφίας («οντολογία», «γνωσιολογία» και «ανθρωπολογία»), μόνο όμως αν διευκρινίσουμε τις ιδιαίτερες προϋποθέσεις της φιλοσοφικής «οντολογίας» εντός των «τειχών» της αρχαίας Αθήνας σε σχέση με τις μεταγενέστερες εποχές. Φωρίς την εν λόγω διευκρίνιση ο Ν. ΢ινιόσογλου έχει απόλυτο δίκιο. Επειδή οι αριστοτελικοί σχολιαστές δεν είναι φιλόσοφοι της κλασικής αρχαιότητος, δεν σημαίνει βέβαια πως είναι και χριστιανοί θεολόγοι της εποχής εκείνης. Οι θεολόγοι δεν χρησιμοποιούν ποτέ την αρχαία ελληνική φιλοσοφία για να λύσουν υπαρξιακά τους προβλήματα (ούτε τους ενδιαφέρει βέβαια η πολιτική ζωή της αρχαίας Αθήνας).


Φρησιμοποιούν μόνο την εκκλησιαστική ζωή και τα κείμενα της, με κορυφαίο την Αγία Γραφή. Αν χρησιμοποιήσουν και κάποιο φιλοσοφικό επιχείρημα για ζητήματα υπαρξιακά, θα το κάνουν μόνο ως μία διευκρίνιση, εφόσον έχουν ήδη χρησιμοποιήσει εκ των προτέρων την Αγία Γραφή και επειδή τους ανάγκασαν οι αιρετικοί. Η διάκριση του μερικού για το «πρόσωπο» και του καθολικού για την «οὐσία» από τον Αριστοτέλη, γίνεται από τους θεολόγους με δεδομένη εκ προοιμίου την παρουσία της Αγίας Σριάδος, για να διατυπωθεί και με φιλοσοφικούς όρους, με ακόμα μεγαλύτερη σαφήνεια, προς εξυπηρέτηση του ιεραποστολικού τους έργου, τι είναι η Αγία Σριάδα˙ εύκολα οι εθνικοί θα πρόσεχαν μία αριστοτελική έκφραση, ώστε να προσεγγίσουν το τριαδολογικό δόγμα. Δεν γίνεται για την ανάδειξη της συνεχούς κινήσεως των «δευτέρων ουσίων» και τον τερματισμό της εν λόγω κινήσεως στις «πρῶτες οὐσίες» του παρόντος αισθητού κόσμου. Είναι δεδομένη η Αγία Σριάδα της Αγίας Γραφής, χωρίς κανένα περιθώριο αμφισβήτησης, και έρχεται η διευκόλυνση της φιλοσοφική εκφράσεως για να διατυπωθεί και με καινούριους όρους. Είναι προφανές όμως πως η εν λόγω φιλοσοφική έκφραση σε καμία περίπτωση δεν είναι αριστοτελική φιλοσοφία. Σο κοινό που έχουν οι εθνικοί φιλόσοφοι (ως σχολιαστές των κλασικών φιλοσόφων) και οι χριστιανοί θεολόγοι, είναι ότι κανένας από τους δύο δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική ζωή της αρχαίας Αθήνας, καθώς δεν υπάρχει αρχαία Αθήνα όταν δρουν και συγγράφουν. Η καίρια διαφορά τους είναι ότι οι εθνικοί φιλόσοφοι θα ασχοληθούν στην όποια εργασία τους μόνο με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία αγνοώντας πλήρως την Αγία Γραφή, ενώ οι θεολόγοι μόνο με την Αγία Γραφή, χρησιμοποιώντας κάποιους φιλοσοφικούς όρους προς διευκόλυνση της εκκλησιαστικής τους διατυπώσεως (αυτό είναι το «χριστιανικό δόγμα») και κάποιες σκέψεις των φιλοσόφων για δευτερεύουσες πτυχές των εκκλησιαστικών ζητημάτων. Και οι εθνικοί φιλόσοφοι και οι χριστιανοί θεολόγοι μπορούν να βγάλουν συμπεράσματα με βάση τα κείμενα τους για τη ζωή, τον προορισμό του ανθρώπου και τον κόσμο. Κανένα συμπέρασμα εκ των δύο όμως δεν είναι «φιλοσοφία», με την ακριβή σημασία της αρχαίας Αθήνας, καθώς λείπουν οι προϋποθέσεις που αναφέραμε : η πολιτική ζωή της αρχαίας Αθήνας με βάση τις επιστήμες της εποχής ως βάση για τη μύηση στη φιλοσοφική οντολογία της κάθε φιλοσοφικής σχολής. Σα φιλοσοφικά συμπεράσματα για τη ζωή και τον άνθρωπο εκ μέρους των χριστιανών θεολόγων μπορούμε κάλλιστα, κατά τη γνώμη μου, να τα ονομάσουμε «Βυζαντινή Υιλοσοφία», η οποία αναπτύσσεται μεταξύ 9ου και 15ου μ.Φ. αιώνος, διευκρινίζοντας πάντοτε τη διαφορά της συγκεκριμένης φιλοσοφίας με τη φιλοσοφία της αρχαίας Αθήνας.


Η αρχαία Αθήνα του 5ου αιώνος μ.Φ. φυλάσσεται από «τείχη», γιατί δεν έχει καμία σχέση με τις άλλες πόλεις της κλασικής αρχαιότητας˙ η ζωή της οργανώνεται εντελώς αυτόνομα. Οι πόλεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας, έχοντας ή μη έχοντας «τείχη» (κάποιες, οι πιο ισχυρές, είχαν και κάποιες δεν είχαν), δεν μοιάζουν με τα «τείχη» της κλασικής Αθήνας, γιατί οι πόλεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας στη θέση των τειχών της κλασικής αρχαιότητας έχουν δύο ισχυρότατους συνεκτικούς δεσμούς, που τους ένωναν: την ελληνική γλώσσα και το χριστιανικό δόγμα. Φωρίς αυτούς του συνεκτικούς κρίκους δεν μπορούν υπάρξουν. Δύο γειτονικές πόλεις των ελληνιστικών επικρατειών δεν μιλούσαν υποχρεωτικά τα ελληνικά, ενώ μιλούσαν την ελληνική δύο πολύ μακρυνές πόλεις της αυτοκρατορίας (π.χ. η Αλεξάνδρεια με την Αντιόχεια). Κάθε φορά που ο ελληνόφων άκουγε ελληνικά ένιωθε πως έβρισκε τον πατριώτη του. Βέβαια και οι πόλεις της κλασικής αρχαιότητος μιλούσαν όλες την ελληνική γλώσσα, όμως εκεί δεν ήταν η ελληνική γλώσσα ο συνεκτικός κρίκος των πόλεων, αλλά η συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή από την Νότια Ιταλία μέχρι την Ιωνία, στην οποία ούτως ή άλλως μιλούσαν όλοι τα ελληνικά. Σο ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη Νέοι της Σιδώνος˙ 400 μ.Χ. δείχνει πολύ καθαρά την διαφορετική μορφή του ελληνισμού μεταξύ κλασικής Αθήνας και βυζαντινής εποχής και μας βοηθά να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για τη χρήση της φιλοσοφίας στα ελληνιστικά και στα βυζαντινά χρόνια. Πέντε νέοι διασκεδάζουν στη ΢ιδώνα του 400 μ.Φ. έχοντας φέρει έναν ηθοποιό που απαγγέλει «επιγράμματα εκλεκτά», τα οποία είναι επιγράμματα τριών εντελώς ασήμαντων επιγραμματοποιών των ελληνιστικών ετών μεταξύ 3ου και 1ου αιώνους π.Φ., (του Μελέαγρου, του Κριναγόρα και του Ριανού) με φθηνό και ανήθικο περιεχόμενο.31 Ανάμεσα σε αυτά ο ηθοποιός απαγγέλει και την επιγραφή του τάφου του τραγικού ποιητού Αισχύλου, υιού του Ευφορίωνος, η οποία αναφέρει την ηρωϊκή και ανδρεία συμμετοχή του τραγωδού, («ἀλκὴν δὲ εὐδόκιμον») ως απλού στρατιώτη στη μάχη του Μαραθώνα το 480 π.Φ. («τὸ Μαραθώνιον ἄλσος») εναντίον των κορυφαίων στρατηγών του Ξέρξη, του Δάτη και του Αρταφέρνη. Ο Αίσχυλος είχε ζητήσει ο ίδιος να μην γραφτεί στον τάφο του καθόλου η ιδιότητα του ως διάσημου τραγωδού (είχε γράψει 300 τραγωδίες, και θεωρούνταν ο πατέρας της τραγωδίας), παρά μόνο η συμμετοχή του, ως απλού στρατιώτου, στη μάχη του Μαραθώνα. Οι Νέοι της ΢ιδώνος του 400 μ.Φ., θεωρούν εντελώς αδιανόητο να πολεμήσει κάποιος για την πατρίδα του, δηλαδή μία συγκεκριμένη πόλη ή γεωγραφική περιοχή, καθώς οι ίδιοι δεν είχαν καμία

Γ. Π. ΢αββίδη, Κ. Π. Καβάφη, Τα Ποιήματα (1919 – 1933), Β΄ τόμος (19975), Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, σελ. 109 – 110. 31


αίσθηση γεωγραφικής πατρίδας (γιατί να πολεμήσει κάποιος για την ίδια τη ΢ιδώνα, όταν είναι εντελώς ανώνυμος μεταξύ αγνώστων και ανωνύμων – τα ονόματα των νέων δεν αναφέρονται πουθενά – ή για την Κωνσταντινούπολη, ή την Αλεξάνδρεια, τόσο μακρυνές από τη ΢ιδώνα πόλεις). Ένα παιδί εκ των πέντε ΢ιδωνίων νέων, «φανατικό για γράμματα» αντέδρασε έντονα λέγοντας πως δεν συμφωνεί καθόλου με την τετράστιχη επιγραφή του Αισχύλου. Πρέπει να γραφτεί πρωτίστως «της τραγωδίας ο λόγος ο λαμπρός» και όχι μόνο ότι «πολέμησε μες στων στρατιωτών τες τάξεις, το σωρό, τον Δάτη και τον Αρταφέρνη». Οι πολίτες της Αθήνας του 480 π.Φ. θα τα πολεμούσαν αμέσως, γιατί ζούσαν σε μία συγκεκριμένη πόλη με «τείχη» – έξω από τα «τείχη» δεν υπάρχει τίποτα, μόνο η εξορία – όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους ονομαστικά και με δέκα στρατηγούς, που επίσης τους γνώριζαν όλοι˙ πολλοί Αθηναίοι ήταν και συγγενείς τους. Αυτός είναι ο λόγος που οι Νέοι της ΢ιδώνος έχουν στην ίδια ακριβώς θέση την τόσο ηρωϊκή επιγραφή του Αισχύλου με τα ανάξια λόγου επιγράμματα των τριών ασήμαντων επιγραμματοποιών. ΢την κλασική Αθήνα το σημαντικό είναι τα τείχη και η ελληνική ζωή μόνο μέσα σε αυτά, όπως τη ζούσαν οι αρχαίοι Αθηναίοι, ενώ για τους ΢ιδώνιους Νέους το σημαντικό είναι μόνο η ελληνική γλώσσα, χωρίς να τους ενδιαφέρει τίποτα άλλο, ούτε βέβαια η αττική τραγωδία («ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει», ήταν τύπου φτηνού διασκεδαστή˙ δεν θα έπαιζε αρχαία τραγωδία, για την οποία υποτίθεται ενδιαφέρονταν – αρχαία τραγωδία εκτός των «τειχών» της αρχαίας Αθήνας, δεν μπορεί να υπάρξει). Όμως εκείνη την ώρα υπάρχουν δύο σημαντικότατα στοιχεία. Η διασκέδαση των ΢ιδωνίων νέων λαμβάνει χώρα το 400 μ.Φ., όταν έχει γίνει η Β΄ Οικουμενική ΢ύνοδος (381 μ.Φ.) και γίνεται στη ΢ιδώνα, αγαπητό τοπωνύμιο της Καινής Διαθήκης καθώς πολλά καινοδιαθηκικά γεγονότα συμβαίνουν μεταξύ Τύρου και Σιδώνος˙ δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνούμε πως η Β΄ Οικουμενική ΢ύνοδος το 381 μ.Φ. καθιέρωσε το χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας. Ακόμα και αν δεν το γνώριζαν οι ΢ιδώνιοι νέοι, είναι ιστορικό αδήριτο γεγονός. Γίνεται μέσα στη βυζαντινή αυτοκρατορία και όχι στην ελληνιστική εποχή και έτσι η παρουσία του Φριστιανισμού ως δεύτερου συνεκτικού κρίκου μετά την ελληνική γλώσσα είναι εμφανέστατη. Σα δεδομένα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας περνούν πλέον στα χέρια και του Φριστιανισμού με σκοπό την ακριβή διατύπωση του χριστιανικού δόγματος. Η σύγκριση μεταξύ «τειχών» και «συνόρων» δεν μας βοηθά μόνο να εντοπίσουμε τη διαφορά μεταξύ χριστιανικού δόγματος (ανατολικού και δυτικού) και «βυζαντινής φιλοσοφίας» αλλά και να ερευνήσουμε την κρατούσα μέχρι σήμερα αντίληψη για το κλείσιμο των ελληνικών φιλοσοφικών σχολών εκ μέρους της χριστιανικής Εκκλησίας των ημερών


της δόξας της (εποχή του Ιουστινιανού). Η μελέτη του Λίνου Μπενάκη Η επιβίωση της Ακαδημίας του Πλάτωνος στην ύστερη αρχαιότητα και της πλατωνικής φιλοσοφίας στο Βυζάντιο ξεκαθαρίζει ακριβώς τα πράγματα για το δήθεν κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών από τον Ιουστινιανό. Όχι μόνο ο Μπενάκης τονίζει με ιστορική ακρίβεια πως ο Αλάριχος των Βησιγότθων στα τέλη του 4ου αιώνος μ.Φ. είχε καταστρέψει την Αθήνα και στα Ιδρύματα της στο σύνολο τους,32 αλλά όταν φθάνει «στην προβληματική χρονολογία του 529 και το θεωρούμενο κλείσιμο της Ακαδημίας με το διάταγμα του Ιουστινιανού»33 αποδεικνύει με πλήρη επάρκεια πως η αντίληψη για το εν λόγω κλείσιμο επικράτησε «αβασάνιστα»34 και ότι οι χριστιανοί σεβάστηκαν τις φιλοσοφικές σχολές, ακόμα και όταν έκλεισαν. Σα αγάλματα των θεών και ημιθέων, όταν ανεστάλη η λειτουργία της σχολής, αποθηκεύθηκαν στις λουτρικές εγκαταστάσεις της οικίας και βρέθηκαν ακέραια.35 Σο κλείσιμο των σχολών ήρθε ως φυσική απόρροια της ιστορικής πραγματικότητος, η οποία φαίνεται πολύ καθαρά με την εξωτερική σύγκριση μεταξύ τειχών (κλασικών, ελληνιστικών και βυζαντινών) και δυτικών λατινικών συνόρων και όχι ως εχθρική στάση της Εκκλησίας, όπως έχει κυριαρχήσει, ως επικρατούσα άποψη, μέχρι σήμερα. ΢ε αυτό το πλαίσιο πρέπει να ερευνηθεί και να ερμηνευθεί και η καταδίκη του Ιωάννου Ιταλού, μαθητού του Μιχαήλ Χελλού τον 11ο αιώνα από την ανατολική χριστιανική εκκλησία. Η μελέτη του Lowel Clucas The Trial of John Italos and the Crisis of Intellectual Values in Byzantium in the Eleventh Century δείχνει με πολύ καθαρό τρόπο πως στους 11 αιώνες της βυζαντινής αυτοκρατορίας δεν υπήρχε οργανωμένη κρατική εκπαίδευση, ούτε ακαδημαϊκή ούτε εγκύκλια, που να προστατεύει τους καθηγητές και τους διανοητές συγγραφείς. Με αυτό το πρίσμα κρίνει ο Lowel Clucas στην προαναφερθείσα μελέτη του την καταδίκη και του Ιωάννου Ιταλού αλλά και ανάλογες. Ο Λίνος Μπενάκης σχολιάζει με τα καλύτερα λόγια τη συγκεκριμένη μελέτη και πολύ σωστά σημειώνει πως στη Δύση την ίδια ώρα υπήρξε ανάλογη κρατική προστασία εκ μέρους του παπικού και του φραγκικού κράτους,36 δείχνοντας πολύ καθαρά πως τα συγκεκριμένα γεγονότα πρέπει να κρίνονται με βάση μόνο τα ευρύτερα ιστορικά γεγονότα μιας περιόδου. Λίνου Γ. Μπενάκη, «Η επιβίωση της Ακαδημίας του Πλάτωνος στην ύστερη αρχαιότητα και της πλατωνικής φιλοσοφίας στο Βυζάντιο» στο Βυζαντινή Φιλοσοφία Β΄ Παρουσία 2013, σελ. 61. Είχε προηγηθεί η επιδρομή των Ερούλων το 267 μ.Φ. βλ. αναφορά στην ίδια σελίδα. 32

Μπενάκη, «Η επιβίωση της Ακαδημίας του Πλάτωνος», σελ. 62. Ο ίδιος ο συγγραφέας υπογραμμίζει τη συγκεκριμένη φράση. 34 Επίσης υπογραμμίζει μεμονωμένα τη συγκεκριμένη λέξη στη σελ. 62. 35 Μπενάκη, «Η επιβίωση της Ακαδημίας του Πλάτωνος», σελ. σελ. 63. 36 Μπενάκη, Βυζαντινή Φιλοσοφία σελ. 72. 33


Σην ώρα που αναπτύχθηκε το χριστιανικό δόγμα στην Ανατολή, την ίδια ώρα αναπτύχθηκε και στη Δύση, αλλά με πολύ διαφορετικές προϋποθέσεις. Και στη δυτική θεολογία δημιούργησε φιλοσοφικά συμπεράσματα η διατύπωση του χριστιανικού δόγματος, τα οποία βέβαια δεν μπορούν να ονομαστούν «Βυζαντινή Υιλοσοφία», εφόσον δεν είναι στο Βυζάντιο, όμως σίγουρα είναι φιλοσοφία ειδική μορφής, όπως συνέβη και στο Βυζάντιο, και επηρέασαν και εκεί βαθύτατα τη ζωή των εκκλησιαστικών μελών. Σρεις πραγματικότητες έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση και συνεισφορά της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας : η «φεουδαρχία», η λατινική γλώσσα και το δυτικό χριστιανικό δόγμα. Ο κύριος και πρώτιστος ενοποιητικός κρίκος στη δύση ήταν η «φεουδαρχία», δηλαδή η κατοχύρωση της λατινικής γλώσσας και του δυτικού χριστιανικού δόγματος (όπως το διατύπωσε η ρωμαιοκαθολική εκκλησία), μέσω των αγροτικών εκτάσεων, της οικίας, των αγρών και της εκμετάλλευσης αυτών και η ταυτόχρονη αντιστοίχιση της λατινικής γλώσσας και του δυτικού χριστιανικού δόγματος στη γη και στις αγροτικές εκτάσεις. Αντιθέτως στη «βυζαντινή αυτοκρατορία» δεν υπήρχε η φεουδαρχία αλλά μόνο η ελληνική γλώσσα και ο χριστιανισμός. Κατά τόπους οι υπήκοοι μιλούσαν τις δικές του γλώσσες (κατοικούσαν όλοι μαζί Μήδοι, Πάρθοι, Πέρσες) και το κάθε έθνος είχε τη δική του θρησκεία (χαρακτηριστική περίπτωση το Σεράπιον και τα ιερά των εθνικών), όμως σε επίσημο επίπεδο έπρεπε όλοι να μιλούν τα ελληνικά και να είναι χριστιανοί. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούσαν να λογιστούν υπήκοοι της αυτοκρατορίας. Η ελληνική γλώσσα αναμφισβήτητα συνδέονταν άμεσα με τις διάφορες φιλοσοφικές σχολές της κλασικής Αθήνας, όμως τόσους αιώνες μετά το μεγάλειο της αρχαίας Αθήνας (αναφερόμαστε σε εποχή εννέα αιώνων αργότερα) και τοπικά τόσο μακρυά από την αρχαία Αθήνα (Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Έφεσος, Κωνσταντινούπολη, αποστάσεις αδιανότητες για εκείνην την εποχή, χωρίς μέσα μεταφοράς και μέσα μαζικής επικοινωνίας), η φιλοσοφική διδασκαλία των αρχαίων φιλοσόφων είχε ουσιαστικά σβήσει. Έμειναν οι φιλοσοφικοί όροι και μεμονωμένοι φιλόσοφοι που σχολίαζαν και αντέγραφαν τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, όμως είχε χαθεί το περιεχόμενο των φιλοσοφικών διδασκαλιών που γέννησε τους όρους, γιατί το φιλοσοφικό περιεχόμενο ήταν πάντοτε άρρηκτα δεμένο με την αρχαία Αθηναϊκή δημοκρατία. ΢ε αυτό το πλαίσιο και ο κάθε κληρικός της χριστιανικής Εκκλησίας μπορούσε να χρησιμοποιεί τους αρχαίους φιλοσοφικούς όρους όπως ήθελε, εφόσον δεν υπήρχαν πλέον οι φιλοσοφικές σχολές που τους γέννησαν. Να μην τους χρησιμοποιήσει δεν γίνονταν, καθώς οι πόλεις της αχανέστατης βυζαντινής αυτοκρατορίας είχαν ως πρώτιστο συνεκτικό


άξονα την ελληνική γλώσσα, η οποία δεν μπορούσε ποτέ να χωρίσει από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία (οι όροι «ἀγέννητον», «γεννητὸν», «ἐνέργεια», «βούληση» συνδέονταν άμεσα με συγκεκριμένες διδασκαλίες φιλοσοφικών σχολών που ζούσαν στην αχανέστατη αυτοκρατορία μέσω διαφορών δασκάλων φιλοσόφων). ΢υνεπώς ήταν πολύ εύκολο οι φιλοσοφικοί όροι, έξω πλέον από τις φιλοσοφικές σχολές και πολύ μακρυά χρονικά από την αρχαία Αθήνα, να χρησιμοποιηθούν αυθαίρετα από μη φιλοσοφικούς χώρους, όπως η χριστιανική εκκλησία – οι αιρετικοί ήταν κληρικοί της εκκλησίας – και σε αυτό το πλαίσιο να αλλοιώσουν επικίνδυνα το αγιογραφικό περιεχόμενο του χριστιανικού δόγματος. Αυτονοήτως και η επίσημη Εκκλησία ήταν υποχρεωμένη να χρησιμοποιήσει τους ίδιους φιλοσοφικούς όρους για να εκφράσει ορθώς το χριστιανικό δόγμα, απαντώντας στους αιρετικούς, όχι μόνο γιατί τους είχαν χρησιμοποιήσει οι αιρετικοί, αλλά και γιατί η ελληνική γλώσσα ήταν, όπως ήδη αναφέραμε, ο ένας εκ των δύο απαραίτητων συνεκτικών και ενοποιητικών κρίκων της αυτοκρατορίας. Αν ο Μέγας Αλέξανδρος δεν είχε ωθήσει τον ελληνισμό εκτός των στενών ορίων των πόλεων – κρατών της κλασικής αρχαιότητος, το χριστιανικό δόγμα από τον 325 μ.Φ. και εξής, δεν θα είχε χρησιμοποιήσει τους αρχαίους φιλοσοφικούς όρους ως μέσον για την επαρκέστερη διατύπωση της διδασκαλίας του. Ο ακριβής συνειρμός μεταξύ αρχαίων αθηναϊκών «τειχών» της κλασικής αρχαιότητος και ελληνόφωνου χριστιανισμού της βυζαντινής αυτοκρατορίας με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε με επάρκεια τη χρήση της φιλοσοφίας σε όλες τις περιόδους της βυζαντινής περιόδου, και στις δόξες της και λίγο πριν την πτώση της. Ο αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, κατηγορεί τους αντιησυχαστές Βαρλαάμ, Ακίνδυνο και Γρηγορά πως δεν προβαίνουν στη διάκριση μεταξύ «οὐσίας» και «ἐνέργειας» στον Σριαδικό Θεό, με αποτέλεσμα να μην παρουσιάζουν τον βιβλικό Θεό δημιουργό, που «ἐνεργεῖ» δημιουργώντας τον κόσμο, παρά μόνο έναν Θεό ως αποτέλεσμα νοητικών συλλογισμών, χωρίς να δικαιολογείται η «ἐνεργητικὴ» του σχέση με τον δημιουργημένο κόσμο. Πρέπει όμως να ομολογήσουμε πως εκείνη την ώρα, του 14ου αιώνα, ο Αριστοτέλης θα συμφωνούσε περισσότερο με τον Βαρλαάμ και λιγότερο με τον αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά, καθώς η αριστοτελική «οὐσία» δεν έχει το περιεχόμενο της «ἀκτίστης οὐσίας» που απέδωσε τον 4ο αιώνα μ.Φ. η βυζαντινή θεολογία για τον Σριαδικό Θεό, αλλά μόνο της «κτιστῆς οὐσίας» (αν θα μπορούσαμε να κάνουμε μία τέτοια αναχρονιστική σύγκριση) που έδωσε η ρωμαιοκαθολική θεολογία όταν συνάντησε τον Αριστοτέλη – συγκεκριμένα όταν ο Θωμάς ο Ακινάτης εισήγαγε τον Αριστοτέλη στο δυτικό χριστιανικό δόγμα – καθώς για τον Αριστοτέλη μόνο οι «κτιστὲς οὐσίες» υπάρχουν, και στην «μορφή» των «δευτέρων οὐσιῶν», που τώρα δεν τις βλέπουμε μπροστά μας, αλλά


και στη «μορφή» των «πρώτων οὐσιῶν», όπως τις βλέπουμε στον παρόντα κόσμο˙ όμως και οι δύο είναι κτιστές. Ο Νικήτας ΢ινιόσογλου σε ξεχωριστή μελέτη του με τον τίτλο «Αριστοτελισμός και αποφατισμός : η υστεροβυζαντινή οικειοποίηση του Αριστοτέλη και τα σύγχρονα ελληνοχριστιανικά μορφώματα», θίγει ακριβώς αυτό το θέμα υπογραμμίζοντας πως και μόνο με τη σκέψη της χρήσεως του αριστοτελικού όρου «οὐσία» στη βυζαντινή θεολογία, αυτομάτως εισαγάγουμε μία ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της ανατολικής χριστιανικής Εκκλησίας, γιατί αντικαθιστούμε τον προσωπικό υπερβατικό Θεό της Παλαιάς Διαθήκης με μία ανθρώπινη έννοια, την έννοια της αριστοτελικής «οὐσίας».37 Πράγματι μέχρι εδώ έχει δίκιο, γιατί η αριστοτελική «οὐσία» είναι ανθρώπινη, ακόμα και όταν της έδινε ο Αριστοτέλης τη μεταφυσική προέκταση των δευτέρων «οὐσιῶν». Αν χρησιμοποιήσουμε την έννοια της αριστοτελικής «οὐσίας» στον Σριαδικό Θεό του Φριστιανισμού, τότε, κατά τον Ν. ΢ινιόσογλου, εισαγάγουμε «μία λανθάνουσα ασυνείδητη θρησκεία< και νοητή ειδωλολατρία» στη χριστιανική σκέψη38 και συγκεκριμένα ολόκληρη τη σκέψη του Αριστοτέλη περί «πρώτων» και «δευτέρων οὐσιῶν» στην Αγία Σριάδα, με αποτέλεσμα να στερούμε από τον προσωπικό Θεό του χριστιανισμού το «ποιεῖν» και το «ἐνεργεῖν», γιατί η «οὐσία» του Αριστοτέλη είναι εκ των πραγμάτων αποσυνδεδεμένη από την «ποίηση» και την «ἐνέργεια». Σην εν λόγω άποψη του ο ΢ινιόσογλου, την οποία όντως υποστήριζαν οι ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι του 14ου μ.Φ. αιώνα, τη στηρίζει σε δύο πολύ χαρακτηριστικά χωρία του αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, όπου διατυπώνεται η συγκεκριμένη άποψη.39 Σον συγκεκριμένο ανταγωνισμό τον βλέπει πολύ δυνατά ορατό κυρίως στην εποχή του αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, των ησυχαστικών ερίδων και των κολλυβάδων, εποχές όπου διατυπώθηκε η απόψη, εκ μέρους του αγ. Γρηγορίου Παλαμά, πως η εισαγωγή της έννοιας «οὐσία» στο Θεό, μας καθιστά «νεώτερους Ιουλιανούς», όπως συνέβη με τον Βαρλαάμ, τον Ακίνδυνο και τον Γρηγορά.40 Η «νοητή ειδωλολατρία» που διαπιστώνει ο Παλαμάς στον Βαρλαάμ δεν είναι, κατά τον Ν. ΢ινιόσογλου, παρά η γνωσιολογία του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα.41

Νικήτα ΢ινιόσογλου, «Αριστοτελισμός και αποφατισμός : η υστεροβυζαντινή οικειοποίηση του Αριστοτέλη και τα σύγχρονα ελληνοχριστιανικά μορφώματα» στο Νέα Εστία 1863 ΢επτέμβριος 2014 (σελ. 166 – 179) και www.academia.edu/8577853, σελ. 166. 37

Νικήτα ΢ινιόσογλου «Αριστοτελισμός και αποφατισμός» σελ. 168. Νικήτα ΢ινιόσογλου «Αριστοτελισμός και αποφατισμός» σελ. 167 και κυρίως παρ. 2. όπου μνημονεύονται τα δύο έργα του αγ. Γρηγορίου Παλαμά. 40 Νικήτα ΢ινιόσογλου «Αριστοτελισμός και αποφατισμός» σελ. 167. 41 Νικήτα ΢ινιόσογλου «Αριστοτελισμός και αποφατισμός» σελ. 169. 38 39


Πριν από δέκα αιώνες περίπου ο Μέγας Αθανάσιος είχε χρησιμοποιήσει στο χριστιανικό δόγμα τους αριστοτελικούς όρους «οὐσία» και «ἐνέργεια», και λίγο αργότερα ο Μέγας Βασίλειος ενέταξε πλήρως τους συγκεκριμένους όρους, ως επίσημους τεχνικούς όρους, στο δόγμα. Γιατί τότε δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα; Γιατί, κατά τη γνώμη μου, ήταν πολύ διαφορετική η χρήση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας τον 4ο αιώνα σε σχέση με τον 14ο, εξαιτίας των διαφορετικών γεωπολιτικών καταστάσεως της εποχής. ΢τις αχανέστατες εκτάσεις της νέας βυζαντινής αυτοκρατορίας του 4ου αιώνος, οι ελληνικοί φιλοσοφικοί όροι χρησιμοποιούνταν ελεύθερα από όλους, χωρίς να μεταφέρεται αυτονοήτως και το φιλοσοφικό περιεχόμενο των όρων αυτών. Τπήρχε πλήρης ελευθερία και γι’ αυτό εύκολα απογυμνώνονταν οι όροι από το φιλοσοφικό τους περιεχόμενο, κάτι που θα πάψει να ισχύει τον 14ο αιώνα. Εισάγοντας ο Μέγας Αθανάσιος τη διάκριση μεταξύ «οὐσίας» και «ἐνέργειας» στο Θεό, γνώριζε πολύ καλά πως εισήγαγε τη δυνατότητα του «ποιεῖν» και «ἐνεργεῖν» στην αριστοτελική «οὐσία», κάτι με το οποίο δεν θα συμφωνούσε ο ίδιος ο Αριστοτέλης, όμως είχε πλήρη ελευθερία, χωρίς κανέναν περιορισμό, να προβεί σε αυτήν την καινοτομία, εκ μέρους του χριστιανικού δόγματος, όπως την ίδια εποχή οι κατά τόπους εθνικοί φιλόσοφοι χρησιμοποιούσαν με πλήρη ελευθερία τη διδασκαλία των φιλοσοφικών σχολών της αρχαίας Αθήνας. ΢την εποχή του αγ. Γρηγορίου Παλαμά και των ησυχαστικών ερίδων, δηλαδή το 14ο αιώνα μ.Φ., δεν υπήρχε πλέον η ελευθερία της εποχής του Μ. Αθανασίου, γιατί είχε α) είχε διατυπωθεί το ανατολικό χριστιανικό δόγμα β) βρισκόμαστε στην εποχή της «βυζαντινής φιλοσοφίας» ακόμα και για τον αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά, ο οποίος αν και ο ίδιος δεν υπηρετεί τη «βυζαντινή φιλοσοφία», όπως την περιγράψαμε, αναπνέει όμως μέσα σ΄αυτήν την εποχή και γ) είχε προηγηθεί η διαφορετική χρήση του Αριστοτέλη στο δυτικό χριστιανικό δόγμα, δηλαδή ούτε σε αρχαία αθηναϊκά «τείχη», ούτε στα αχανέστατα βυζαντινά εδάφη, αλλά στα συγκεκριμένα φεουδαρχικά «σύνορα» του παπικού κράτους, και είχε παγιωθεί η ταύτιση της αριστοτελικής «οὐσίας», όχι με το ακριβές περιεχόμενο του Αριστοτέλη, αλλά με το θεολογικό περιεχόμενο που έδωσαν οι Λατίνοι θεολόγοι στον, «πρώην» αριστοτελικό, όρο «οὐσία», στον οποίο δεν έκαναν την διάκριση μεταξύ «οὐσίας» και «ἐνεργειῶν» στο Θεό. Γι’ αυτό ανησυχούσε ο αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς. Οι Λατίνοι θεολόγοι ονόμαζαν τις αριστοτελικές «πρῶτες οὐσίες», ή αλλιώς την «ὑπόσταση», ως «οὐσία» και όχι ως «πρόσωπο», όπως έκανε ο Μέγας Βασίλειος στο ανατολικό χριστιανικό δόγμα τον 4ο αιώνα. Με το να ονομάζουν την «ὑπόσταση» ή την «πρώτη οὐσία» ως «οὐσία» και όχι ως «πρόσωπο», δεν εισέρχονταν σε περαιτέρω διευκρίνιση για τη διάκριση «ἐνέργειας» και «οὐσίας», όπως συνέβη στην Ανατολή. ΢την αριστοτελική «οὐσία» οι


δυτικοί θεολόγοι έβλεπαν τα πάντα, και «οὐσία» και «ἐνέργεια» και «πρόσωπο», χωρίς να προβαίνουν σε περαιτέρω διευκρινίσεις. Σο λατινικό χριστιανικό δόγμα, έβλεπε ο Γρηγόριος ο Παλαμάς πίσω από τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό και σήμερα στους Λατίνους θεολόγους θα κατευθυνθούμε για να βρούμε τη διάκριση μεταξύ «οὐσίας» και «ἐνέργειας», που είναι η άμεση γέφυρα, και όχι στον Αριστοτέλη, ο οποίος ήταν πιο μακρυνός και πλέον μακρυνό παρελθόν (εφόσον έπεσαν τα «τείχη» της αρχαίας Αθήνας). Αν δεν είχε προηγηθεί η πρόσληψη του Αριστοτέλη στο δυτικό χριστιανικό δόγμα με διαφορετικό τρόπο από ότι στο ανατολικό χριστιανικό δόγμα, δεν θα υπήρχε πρόβλημα με τη χρήση του αριστοτελικού όρου «οὐσία», όπως ακριβώς δεν υπήρξε όταν χρησιμοποιήθηκε ο συγκεκριμένος όρος από τον Μεγάλο Αθανάσιο κατά την Α΄ Οικουμενική ΢ύνοδο και από τους Καππαδόκες Πατέρες. Καταλαβαίνουμε πως οι αρχαίοι ελληνικοί φιλοσοφικοί όροι δεν χρησιμοποιούνται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις εποχές του Βυζαντίου, και ο διαφορετικός τρόπος θα καθορίσει και τη διάκριση μεταξύ «βυζαντινής φιλοσοφίας» και χριστιανικού δόγματος. Μία ανάλογη διατύπωση παρατηρούμε και στον συγγραφέα φιλόσοφο ΢τέλιο Ράμφο. Ο ΢τέλιος Ράμφος πιστεύει πως η διατύπωση του αγ. Γρηγορίου του Παλαμά για το ότι οι «ἐνέργειες» της Αγίας Σριάδος δεν είναι των «ὑποστάσεων» – «προσώπων» αλλά της «οὐσίας» – «φύσεως», μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως «τα πρόσωπα δεν είναι ενέργειες, όπως ήθελε ο Ακίνδυνος – αλλά οι ενέργειες είναι εννυπόστατες σ’ αυτά».42 Αν όμως δεχτούμε μία τέτοια άποψη πιστεύει ο ΢τέλιος Ράμφος πως τότε δημουργείται ένα πρόβλημα που ο ίδιος ο Ράμφος το χαρακτηρίζει ως «κενό» της παλαμικής θεολογίας : οι θείες ενέργειες ως απρόσωπες, γενικές, υφιστάμενες συγχρόνως και στα τρία πρόσωπα της θεότητος θέτουν εντός εισαγωγικών τον προσωπικό τους χαρακτήρα (πιστεύω πως εννοεί σε αμφισβήτηση). Επομένως θα έφθανε ένα και μόνο πρόσωπο για να εκδηλωθούν. Σο «κενό» που παρατηρεί είναι ότι δεν φαίνεται πώς μπορεί να γίνει η κοινωνία του κτιστού ανθρώπου με το άκτιστο. Σο Εγώ θα ταυτίζεται πάντα με την αμαρτία και η θεραπευτική αγωγή της Φάριτος θα συνοψίζεται στην ενέργεια της προσευχής και στην ασκητική της αποχής και της στερήσεως.43 «Μεταξύ των ουσιωδών μορφών, του απείρου της Φάριτος (π.χ. του τύπου της αληθείας, της δικαιοσύνης κ.λ.π.) και της πεπερασμένης υποστατικής – προσωπικής μορφής του πνεύματος μας δημιουργείται αναντιστοιχία». 44 Όμως αν είναι έτσι, γιατί δεν υπήρξε πρόβλημα δέκα αιώνες πριν, όταν 42

΢τέλιου Ράμφου, Το χρονικό ενός καινούριου χρόνου Αρμός Αθήνα 2008 σελ. 277, 283.

43

Ράμφου, Χρονικό, σελ. 277, 283. Ράμφου, Χρονικό, σελ. 283.

44


διατύπωσαν για πρώτη φορά οι Μ. Αθανάσιος και Μ. Βασίλειος τη διάκριση «οὐσίας» και «ἐνέργειας» και διευκρίνισαν, κυρίως ο Μ. Βασίλειος, ότι οι «ἐνέργειες» είναι της «φύσεως» – «οὐσίας» και όχι του «προσώπου» – «ὑποστάσεως»; Η απάντηση είναι, κατά τη γνώμη μου, γιατί οι αρχαίοι ελληνικοί φιλοσοφικοί όροι, ένας εκ των κυριοτέρων είναι σίγουρα ο αριστοτελικός «ἐνέργεια», δεν χρησιμοποιούνται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις εποχές της βυζαντινής περιόδου. Δέκα αιώνες νωρίτερα η αρχαία ελληνική φιλοσοφία ζούσε σε μία πλήρη ελευθερία που τις χάριζαν οι αχανέστατες εκτάσεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ενώ στην εποχή του Γρηγορίου Παλαμά η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, χωρίς καμία επαφή με την κλασική αρχαιότητα, είχε περάσει στη δυτική φεουδαρχία του λατινικού χριστιανικού δόγματος και στο πεδίο του σχολιασμού της «βυζαντινής φιλοσοφίας». Αν εξετάσουμε μόνο τους αρχαίους ελληνικούς όρους στο χριστιανικό δόγμα, απογυμνώνοντας τους από την ιστορική τους πορεία δεν θα τους κατανοήσουμε. Σότε μόνο θα καταλάβουμε πως η «ὑπόσταση δὲν μπορεῖ νὰ συνδεθεῖ μὲ τὶς ἐνέργειες πέρα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν ἀναφορά τους στὴν οὐσία, στὴν ὁποία ἄλλωστε ἔχουν καὶ τὴν οὐσία τους»,45 όπως σημειώνει ο Φρυσόστομος ΢ταμούλης σχολιάζοντας κριτικά την συγκεκριμένη αναφορά του ΢τέλιου Ράμφου.46 Η διαφορά μεταξύ προστατευτικών «τειχών» των αρχαίων ελληνικών πόλεων και «αχανέστατων εκτάσεων» είναι μία εκ των πρωταρχικών αιτιών της πλήρους αποστάσεως μεταξύ Αριστοτέλους και εθνικών φιλοσόφων, σχολιαστών του Αριστοτέλη, των ελληνιστικών ετών. Οι «πρῶτες οὐσίες», ως απόρροια του τερματισμού της συνεχούς κινήσεως των «δευτέρων οὐσιῶν», εδραιώνουν για τον Αριστοτέλη τον Αθηναίο πολίτη, του οποίου το «πρόσωπο» (η «πρώτη οὐσία») απαιτεί συγκεκριμένη ιερότητα και ευθύνη – την υποχρεωτική συμμετοχή του με κλήρο στα δημόσια αξιώματα της Αθήνας, την έλλειψη ενός ισόβιου άρχοντα που αφαιρεί την ευθύνη των πολιτών, τη βουλή των πεντακοσίων, την εκκλησία του Δήμου και τους υπόλοιπους θεσμούς της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας – καθώς έχει μεταφυσική προέλευση (τις «δεύτερες οὐσίες»), ενώ για τους εθνικούς αριστοτελικούς σχολιαστές της ελληνιστικής εποχής είναι μία φιλοσοφική διδασκαλία με προεκτάσεις προσωπικές, υπαρξιακές και ελάχιστα, ίσως και καθόλου, πολιτικές. Για τους κλασικούς φιλοσόφους το ενδιαφέρον τους ήταν μόνο η πολιτική Φρυσοστόμου ΢ταμούλη, Περί Φωτός (Προσωπικές ή φυσικές ενέργειες; Συμβολή στη σύγχρονη περί Αγίας Τριάδος προβληματική στον Ορθόδοξο χώρο) «Σο Παλίμψηστον» Θεσσαλονίκη 22007, σελ. 137. 45

Εξειδικευμένους εμπεριστατωμένους σχολιασμούς στο προαναφερθέν έργο του ΢τέλιου Ράμφου και συγκεκριμένα το χαρακτηρισμό «κενό» της Παλαμικής Θεολογίας, βλ. ΢ταμούλης, Περί Φωτός, σελ. 65 – 87. 46


καθώς πίστευαν πως από τα πολιτικά ζητήματα εξαρτάται και η πιο κρυφή πτυχή της προσωπικής ζωής των πολιτών.


Ευάγγελος Πετράκης, Θεολόγος-΢υγγραφέας Ροδάνθη Ανδρουλιδάκη-Πετράκη, Δρ. Επιστημών Αγωγής

Η ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ: ΚΛΕΙ΢ΣΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ Ή ΑΝΟΙΚΣΗ ΠΡΟΟΠΣΙΚΗ;

΢την τρέχουσα εκκλησιαστική γλώσσα μπορούμε μερικές φορές να συναντήσουμε μερικούς όρους, οι οποίοι εκφράζουν μια στενόχωρη και ίσως στενόκαρδη αντίληψη της Εκκλησίας π.χ. εκκλησιαστικοί κύκλοι, κύκλοι μελέτης Αγίας Γραφής κλπ. Oι παραπάνω εκφράσεις περιέχουν μια κοινή λέξη, κατανοητή απ’ όλο το φάσμα των ανθρώπινων γνωστικών δυνατοτήτων, την απλή και πασίγνωστη γεωμετρική έννοια του κύκλου. Ας ξαναφρεσκάρουμε όμως τις γεωμετρικές γνώσεις των μαθητικών μας χρόνων, μιας και η κατανόηση του παρόντος άρθρου προϋποθέτει την αποσαφήνιση κάποιων εννοιών. Και πρώτα-πρώτα να δούμε τι είναι ο κύκλος και η περιφέρειά του. Όπως είναι, λοιπόν, γνωστό, περιφέρεια του κύκλου1 λέγεται η επίπεδη κλειστή καμπύλη που όλα της τα σημεία απέχουν ίση απόσταση από δοθέν σημείο που λέγεται κέντρο. Σο μέρος του επιπέδου που περικλείεται από μια περιφέρεια λέγεται κύκλος. ΢ύμφωνα με τα παραπάνω η περιφέρεια είναι μια γραμμή, ενώ ο κύκλος μια επιφάνεια αν και συχνά χρησιμοποιούνται οι παραπάνω όροι, άλλοτε με την πρώτη και άλλοτε με την δεύτερη έννοια. Η σχηματική απόδοση όμως της Εκκλησίας με τον κύκλο περικλείει ένα πρόβλημα, καθόσον ο κύκλος είναι ένα σχήμα κλειστό με σαφώς συγκεκριμένα όρια, τα οποία οριοθετούνται από την περιφέρειά του, η οποία χωρίζει το επίπεδο πάνω στο οποίο κείται σε δύο μέρη, το εσωτερικό και το εξωτερικό μέρος του κύκλου.2 Έτσι αφενός ο κύκλος περιέχει ένα σταθερό και μόνιμο αριθμό σημείων και αφετέρου η κλειστότητά του δεν επιτρέπει την εισροή σημείων εκτός των αυστηρά περιχαρακωμένων ορίων του. Αν λοιπόν υποθέσουμε ότι η Εκκλησία είναι κύκλος και τα σημεία οι άνθρωποι, τότε η εξεικόνιση αυτή παρουσιάζει δυσχέρειες, όπως π.χ. την απομόνωση της Εκκλησίας από τον υπόλοιπο κόσμο και την αδιαφορία σε ό,τι συμβαίνει έξω από τα όρια της, δηλαδή την έλλειψη της εκ1 2

Πέτρου Σόγκα, Θεωρητική Γεωμετρία, εκδ. 27η, εκδ. οίκος «Πέτρου Γ. Σόγκα Ο.Ε.», Αθήναι, σ. 33. Πέτρου Σόγκα, ενθ’ ανωτέρω, σ. 34.


στατικής αγάπης που ανοίγεται με κενωτική διάθεση και θυσιαστικό πνεύμα προς τον άλλον και την απεμπόληση της καθολικότητας και της αποστολικότητάς της, δομικών και αναφαίρετων στοιχείων της πνευματικής της ιδιοσυστασίας. Αν μ’ άλλα λόγια τα όρια της Εκκλησίας ως ανθρώπινου οργανισμού είναι σαφώς προδιαγεγραμμένα υπό την έννοια μιας κλειστής κάστας, μιας πνευματικής ελίτ, ενός θρησκευτικού συλλόγου, μιας εθνικής θρησκείας κλπ, τότε το όραμα της ενότητας των πάντων, μοιραία συρρικνώνεται στα ασφυκτικά όρια μιας κοντόφθαλμης θρησκευτικής μικροψυχίας. Αντίθετα, η ζωή της Εκκλησίας στην ιστορική της διαχρονία είναι ένας διαρκής και γόνιμος διάλογος με τον κόσμο και ένας συνεχής αγώνας για πρόσληψη του κόσμου και πνευματική μεταποίησή του. Όλη η ιεραποστολική προσπάθεια της Εκκλησίας από τον Απόστολο Παύλο μέχρι σήμερα, κινήθηκε και κινείται σε αυτήν την προοπτική. Για να καταδειχθεί η αλήθεια αυτή, αρκεί μόνο να αναφερθούμε στην Αποστολική ΢ύνοδο (48 προς 49 μ.Φ.), με την οποία η Εκκλησία αντιμετώπισε το ενδεχόμενο νόθευσης της πανανθρώπινης προοπτικής της και τη συνακόλουθη συρρίκνωσή της στα στενά πλαίσια ενός φυλετικού θρησκεύματος. Άλλωστε τα συστήματα όταν δεν είναι ανοιχτά αλλά κλειστά, πάσχουν από εντροπία, εξαντλούνται και φθίνουν. Η Εκκλησία μας σεβάστηκε όλους τους λαούς στους οποίους ευαγγελίστηκε το μήνυμα της σωτηρίας σε όλες τις πτυχές της ιδιοπροσωπίας τους. Είναι άλλωστε γνωστό ότι «το Ευαγγέλιο αποδέχεται και μεταμορφώνει καθετί πολιτισμικό, δίνοντάς του νέο οντολογικό περιεχόμενο. Ο πολιτισμός που δημιουργεί δεν ταυτίζεται με μια περιοχή, με ένα λαό. Δεν γίνεται κλειστό κύκλωμα. Είναι συνεχής, ανοικτός προς όλες τις ανθρώπινες ομάδες. Δεν αναζητείται η ομοιομορφία, αλλά η ομοψυχία στην πολυφωνία. Η αποδοχή της πολιτιστικής πολυμορφίας υπήρξε πάντοτε χαρακτηριστικό της ορθόδοξης χριστιανοσύνης. Κάθε λαός κρατώντας την, μπορεί ελεύθερα να εκφράζεται και να δημιουργεί βιώνοντας τις ‘ευαγγελικές σταθερές’. Η διαρκής ανανέωση και αυθυπέρβαση συνιστά τη δυναμική του χριστιανικού Ευαγγελίου. Πρόκειται για μια αδιάκοπη επέκταση με την ενατένιση των εσχάτων. Καμία αιχμαλωσία σε κανένα εγκόσμιο πολιτισμικό σχήμα δεν δικαιολογείται· κανένα κλειστό σοβινιστικό κύκλωμα δεν δικαιώνεται».3 Είναι αλήθεια ότι η Εκκλησία μας δεν είχε ποτέ αποικιοκρατική κουλτούρα. Μάλιστα, η κουλτούρα της χαρακτηρίζεται από διαφοροποιήσεις ανάλογες με τα πολιτιστικά στοιχεία των περιοχών που ευαγγελίστηκε το μήνυμα της σωτηρίας. Όμως, όπως είναι γνωστό από την διοίκηση και υπάρχει στους οργανισμούς που υπερβαίνουν τα γεωγραφικά σύνορα, οι τοπικές διαφοροποιήσεις είναι συμβατές με τις αξίες και τα πιστεύω των οργανισμών που ισχύουν παγκοσμίως. Και μπορεί Αναστασίου Γιαννουλάτου, Αρχιεπ. Σιράνων και πάσης Αλβανίας, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, εκδ. Ακρίτας, 22001, σσ. 131-132. 3


η κάθε τοπική κουλτούρα να ενσωματώνει τα κοινά στοιχεία της εταιρικής κουλτούρας, συγχρόνως όμως πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες και τα δεδομένα της περιοχής και της χώρας όπου είναι εγκατεστημένη. 4 Από την άλλη, η συμπυκνωμένη ιστορική εμπειρία από τις πρακτικές που ακολούθησε η Δυτική Εκκλησία απέναντι στους αλλόθρησκους, όπως είναι οι σταυροφορίες, η αποικιοκρατική αντίληψη των ιεραποστολικών προσπαθειών αλλά και απέναντι σε ετερόδοξους, όπως η Ουνιτική προπαγάνδα, για να περιοριστούμε σε μερικά μόνο κεφαλαιώδη σφάλματα, έχει δημιουργήσει μεγάλη δυσπιστία μέσα στο σύγχρονο κόσμο για το χριστιανισμό συλλήβδην. ΢ήμερα, στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας που ζούμε, αλλά και του θρησκευτικού φονταμενταλισμού είναι περισσότερο από ποτέ αδήριτη η ανάγκη για την Εκκλησία να ανοιχτεί ακόμα περισσότερο σε όλο τον κόσμο. Φρειάζεται να γίνει βίωμα σε όλους μας ότι ο συνάνθρωπος είναι αδελφός ανεξαρτήτως θρησκεύματος, αφού είναι δημιούργημα του Θεού και συγχρόνως να συνειδητοποιηθεί ότι ο Θεός δεν δεσμεύεται να ενεργήσει και σε ανθρώπους εκτός Εκκλησίας, όπως ο Ρωμαίος αυτοκράτορας (Ματθ. 8,10) ή ο Κορνήλιος (Πραξ. 10,111,16). Όπως άλλωστε επισημαίνει ο Ιωάννης Καρμίρης5 «οι εκ των προ και μετά Φριστόν ετεροθρήσκων και ετεροδόξων πιστοί και δίκαιοι πάντων των αιώνων και πασών των των ανθρώπων φυλών δύνανται να θεωρώνται ως ανήκοντες μυστικώς και αρρήτως και αοράτως εις την εν ευρυτέρα εννοία Εκκλησίαν ή οπωσδήποτε ως διατελούντες πόθω εις αόρατον μετ’ αυτής σχέσιν και συνάφειαν, καθ’όσον και επ’ αυτών επεξετάθη και επεκτείνεται η παντουργός πρόνοια, και σωτήριος Φάρις του θέλοντος πάντας ανθρώπους σωθήναι φιλανθρώπου Θεού, του γιγνώσκοντος και δυναμένου βεβαίως και δι’άλλων τρόπων να χορηγή αυτοίς την Φάριν και σωτηρίαν, ουδαμόθεν δε περιοριζομένου ή κωλυομένου προς τούτο». ΢το πλαίσιο αυτό δεν θα πρέπει να μας βρίσκει σύμφωνους η τακτική της δυτικής χριστιανοσύνης,6 όπου «σε πολλές περιπτώσεις κατά τους τελευταίους τέσσερις αιώνες η βαθιά πίστη στην μοναδικότητα του Ιησού Φριστού, τονίστηκε ως αποκλειστικότητα. Μερικοί στίχοι της Καινής Διαθήκης (όπως: «ουδείς έρχεται προς τον πατέρα ει μη δι εμού», Ιωαν. 4,6 και «ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία», Πραξ. 4,12) απομονώθηκαν από το πλαίσιό τους και χρησιμοποιήθηκαν σαν φρούριο για μια Φριστολογία της αποκλειστικότητας». Αυτή την ανοικτότητα πρέπει η Εκκλησία μας να καταφάσκει και να πραγματώνει με τον διάλογο με ανθρώπους άλλων θρησκευμάτων. Έτσι η «υποχρέωση της διεξαγωγής διαλόγου με ανθρώπους άλλων θρησκευτικών πεποιθήσεων είναι για εμάς τους χριστιανούς επιτακτική. Ένας διάλογος για να είναι Δημήτρη Μπουραντά, Ηγεσία. Ο δρόμος της διαρκούς επιτυχίας, εκδ. Κριτική, 2005, σσ. 122-123 Ιωάννου Καρμίρη, «Η παγκοσμιότης της εν Φριστώ σωτηρίας», Θεολογία 52 (1981) 21. 6 Αναστασίου Γιαννουλάτου, Αρχιεπ. Συράννων και πάσης Αλβανίας, ενθ΄ανωτέρω, σ. 196. 4 5


ειλικρινής προϋποθέτει σεβασμό στην προσωπικότητα και την ελευθερία του συνομιλητή, καθώς επίσης ειλικρινή αγάπη, κατανόηση και αναγνώριση των εμπνεύσεων που ενυπάρχουν στις άλλες θρησκευτικές εμπειρίες. Αλλά μια τέτοια διάθεση για διάλογο δεν σημαίνει αναστολή της χριστιανικής μας μαρτυρίας. Ακριβώς το αντίθετο. Ενώ βρισκόμαστε σε διάλογο ερμηνεύουμε και αποσαφηνίζουμε τις μαρτυρίες μας στη συγκεκριμένη περίπτωση. Είμαστε υποχρεωμένοι να μιλούμε και να προσφέρουμε τον πολύτιμο θησαυρό που κατέχουμε. Δεν είναι δυνατόν να μένουμε σιωπηλοί προκειμένου για αυτά που η αγάπη του Θεού μας αποκάλυψε και μας δώρισε: κυρίως την βεβαιότητα μας ότι ο Θεός είναι ΑΓΑΠΗ ότι όλοι οι άνθρωποι καλούνται να συμμετάσχουν στην κοινωνία αγάπης του τριαδικού Θεού<».7 Πρωτίστως αυτή η ανοικτότητα πρέπει να χαρακτηρίζει την Εκκλησία μας σε σχέση με τις άλλες ομολογίες, αφού τα όρια δεν υπάρχουν για να την περιορίζουν και να την απομονώνουν, αλλά για να τη φέρουν σε επαφή με τις άλλες κοινότητες, ώστε να επαναπροσδιορίζεται η σχέση της μαζί τους στο διάλογο της αγάπης. Ο εγκλωβισμός εντός των ορίων της θα σήμαινε άρνηση της αποστολής της στην ανθρωπότητα και το μετασχηματισμό της σε ένα κλειστό σχήμα μπροστά στον κίνδυνο ενός δήθεν θεολογικού συμφυρμού και θρησκευτικού συγκριτισμού.8 Σο κλείσιμο της Εκκλησίας μέσα στο κυκλικό περίγραμμα ενός μικρόψυχου και φοβικού μεταφυσικού απομονωτισμού θα σημάνει αυτόματα την μετατροπή της σε οργάνωση. Και λέγοντας οργάνωση δεν εννοούμε βέβαια την Εκκλησία ως οργανισμό,9 ο οποίος μπορεί να προσεγγιστεί και να μελετηθεί ως ανοικτό κοινωνικό σύστημα, με την έννοια ενός οργανωμένου συνόλου που αποτελείται από μονάδες που αλληλοεπηρεάζονται και βρίσκονται σε οργανωτική σχέση μεταξύ τους και ως τέτοιο δέχεται και ασκεί επιρροές στο εξωτερικό περιβάλλον. Γιατί βέβαια η Εκκλησία ως οργανισμός διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν ένα ανοιχτό κοινωνικό σύστημα: οργανωτική- τυπική δομή, «δεδομένου ότι υπάρχουν συγκεκριμένα καθήκοντα των μελών της, κανονισμοί λειτουργίας και καθορισμένο εργασιακό πλαίσιο λειτουργίας τα οποία χρειάζονται ανάλυση, κατανομή και συντονισμό», άτομα, δηλ. «κλήρο και λαό, όλους τους βαπτισμένους στο όνομα της ομοουσίου και αδιαιρέτου Σριάδος Φριστιανούς», έργοκαθήκοντα, το οποίο όσον αναφορά τον κλήρο έγκειται στη διαμόρφωση των προϋποθέσεων για την βελτιστοποίηση της πνευματικότητας των ανθρώπων, στην παροχή ποιμαντικού και κοινωνικού έργου, καθώς και στην διεκπεραίωση ποικίλων διοικητικών υποθέσεων, όσον αφορά δε το λαό στη «συνδιακοινωνία στη Αναστασίου Γιαννουλάτου Αρχιεπ. Συράννων και πάσης Αλβανίας, ενθ΄ανωτέρω, σσ. 205-206. π. Αυγουστίνου Μπαΐρακτάρη, «Η Ορθόδοξη Εκκλησία στη σύγχρονη οικουμενική μεταβαλλόμενη πραγματικότητα», Απόστολος Τίτος 15 (2011) 208-215. 9 Ροδάνθης Ανδρουλιδάκη-Πετράκη, «΢κέψεις και Προβληματισμοί πάνω στην Δομική και Πνευματική Προσέγγιση της Εκκλησίας», Απόστολος Τίτος 9 (2008) 127-128. 7 8


λειτουργική ζωή της Εκκλησίας» και «στη συνδρομή τους στην παροχή ποιμαντικού, κοινωνικού και διοικητικού έργου». Και τέλος άτυπες κοινωνικές σχέσεις που δημιουργούνται από τις αλληλοεπιδράσεις των ατόμων τα οποία μετέχουν σε αυτήν που για να είναι ουσιαστικές προϋποθέτουν «την ενότητα ως αποτέλεσμα συνειδητής συμμετοχής στη λειτουργική και μυστηριακή της ζωή, ενώ επίσης ο επίσκοπος, ως προεστός της ευχαριστιακής σύναξης, αποτελεί συνεκτικό ιστό για το εκκλησιαστικό σώμα και συγκροτεί την ενότητά του, αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτό τη μονοδιάστατη ιδεολογική και διοικητική θεώρηση της οργανωτικής δομής της Εκκλησίας».10 Αλλά μιλάμε για τη μετατροπή της Εκκλησίας σε ένα είδος εκκλησιαστικής οργάνωσης, δηλ. για σχετικοποίηση των όρων και των ορίων, όπου τα σύνορά της θα οριοθετούνται από τον ίδιο τον αριθμό των μελών της και από μια κοντόφθαλμη σωματειακή λογική. ΢την νεότερη ελληνική εκκλησιαστική ιστορία υπάρχει εμπειρία από την ύπαρξη και λειτουργία εκκλησιαστικών οργανώσεων, οι οποίες «αντλούν την οργανωτική τους υπόσταση από την αστική νομοθεσία, ακριβώς επειδή σκοπεύουν στην αυτονομία από τον τοπικό Επίσκοπο, αυτονομία τόσο στην εσωτερική τους οργάνωση όσο και στην προς τα έξω δράση τους. Γι’αυτό συγκροτούνται και λειτουργούν όχι με βάση τους Κανόνες της Εκκλησιαστικής ευταξίας και ζωής, αλλά με βάση τα εγκεκριμένα από το Πρωτοδικείο σωματειακά καταστατικά, υποκαθιστώντας την ποιμαντική δικαιοδοσία των Επισκόπων και Πρεσβυτέρων με σωματειακούς προέδρους και διοικητικά συμβούλια< *΢το πλαίσιο αυτό+ η εκκλησιολογία που έχουν ανυποψίαστα υιοθετήσει, είναι τυπικά προτεσταντική: «Η μετοχή της Εκκλησίας δεν κρίνεται από την ένταξη στο ευχαριστιακό σώμα, ούτε συνδέεται με την αναγνώριση του Επισκόπου ως κεφαλής του σώματος ‘εις τύπον και τόπον Φριστού’. Η μετοχή της Εκκλησίας κρίνεται με προϋπόθεση την ατομική πίστη και την ατομική ηθική».11 Αυτές οι οργανώσεις πολιτογραφούνται βέβαια ως ορθόδοξες και είναι ορθόδοξες, πλην όμως χαρακτηρίζονται από μια προτεσταντίζουσα οργανωτική δομή και νοοτροπία. Είναι αλήθεια ότι ήδη στα αρχαία χριστιανικά χρόνια υπήρχαν αδελφότητες με έντονο ζηλωτικό πνεύμα και σημαντική φιλανθρωπική δράση και προσφορά, καθώς η εμπερίστατη Εκκλησία δεν είχε ακόμα αναπτύξει το απαραίτητο εκείνο οργανωτικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση επιτακτικών ποιμαντικών και κοινωνικών αναγκών, αλλά και αργότερα στο Βυζάντιο ή στη Ρωσία από το δέκατο έκτο αιώνα, τη ΢ερβία, τη Ρουμανία και αλλού, όμως ποτέ οι οργανώσεις δεν αποτέλεσαν το μέτρο στο πνευματικό ήθος της Εκκλησίας, ούτε αντικατόπτριζαν τη φυσική

10 11

Ροδάνθης Ανδρουλιδάκη-Πετράκη, ενθ΄ανωτέρω, σσ. 129-132. Φρήστου Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση στην νεότερη Ελλάδα, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1996, σσ. 349-350.


εκκλησιολογική της δομή.12 Ο οργανισμός της Εκκλησίας πρέπει να είναι ομοιογενής και διαπερατός από τις πνευματικές και διοικητικές δομές της, ώστε να προστατεύεται και να οικοδομείται η ενότητα και η ελευθερία των μελών της. Ωστόσο και η ίδια η εκκλησιαστική δομή, μπορεί να μετατραπεί σε οργάνωση π.χ. το κύτταρο της Εκκλησίας, η ενορία, όπως και η σχέση του πνευματικού πατέρα με τα πνευματικά του παιδιά, για να περιοριστούμε σε πιο ενδεικτικές περιπτώσεις. Όταν λόγου χάρη η ενορία απομονωθεί από τις υπόλοιπες και παραθεωρήσει το ρόλο και την συμβολή του Επισκόπου ως εγγυητού και εκφραστή της καθολικότητας, τότε κάλλιστα μπορεί να μετατραπεί σε άτυπη οργάνωση με όλα τα παρεπόμενά της, καθόσον «η ενορία δεν διαθέτει ούτε τους πόρους, ούτε την εσωτερική δομή για μια πλήρη καθολικότητα. Μπορεί να την έχει μόνο με άλλες παρόμοιες κοινότητες και όλες μαζί την έχουν μέσα σε μια καθολική δομή, που ξεπερνά την καθεμιά ξεχωριστά και η ζωή τους γίνεται μια ακόμα κοινωνία, και ενότητα σκοπού».13 «Αυτή η πληρότητα υπάρχει μόνο στην Επισκοπή και μάλιστα σε αυτήν όχι όταν είναι αποκομμένη αλλά όταν βρίσκεται σε σύνδεσμο μετά πάσης επισκοπής ορθοδόξων των ορθοτομούντων τον λόγον της αληθείας του Φριστού».14 Ακόμη και η σχέση ενός γέροντα με τα πνευματικά του παιδιά, μπορεί να μεταβληθεί σε οργάνωση, όπως είπαμε, όταν έχουμε υπερέξαρση του χαρίσματος εις βάρος του θεσμού της Εκκλησίας. Είναι αυτές οι περιπτώσεις γεροντισμού που είναι ουσιαστικά θύλακες μέσα στην Εκκλησία, οι οποίοι υπονομεύουν την ενότητα Σης και την ελευθερία του προσώπου. Σο πρόβλημα αυτό έχει πιο βαθιές ρίζες από ότι με μια πρόχειρη ματιά φαίνεται και ανάγεται χρονικά μέχρι την εποχή εκείνη αφότου άρχισε η πνευματική κατάπτωση των χριστιανικών κοινοτήτων και δη των επισκόπων, οι οποίοι όντες ‘εις τύπον και τόπον Φριστού’ σταμάτησαν να δίνουν μαρτυρία αγιότητας στην προσωπική τους ζωή. Ωστόσο, εκτός από την θεσμική ιεροσύνη υπάρχουν στη Εκκλησία και άλλα χαρίσματα που δίνει το Άγιο Πνεύμα σύμφωνα με το Α΄ Κορ. 12, 28-30 και τα οποία μετά τους πρώτους αιώνες εκρύβησαν, αλλά δεν εξαφανίστηκαν, όπως π.χ. η χαρισματική διακονία των γερόντων που τόσο άνθησε στη Ρωσία τον 19ο αιώνα και η οποία δεν μεταδίδεται με κάποια ειδική πράξη χειροτονίας. Μάλιστα η επιρροή τους στο χριστεπώνυμο πλήρωμα, ήταν πολύ μεγαλύτερη από τους σύγχρονούς τους ιεράρχες.15 Έπειτα, «ορισμένοι νεότεροι θεολόγοι της Ρωσικής διασποράς, έχουν τονίσει, ιδιαίτερα αυτή την Δημητρίου Σσάμη, Οι Ορθόδοξες Αδελφότητες. Από τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους μέχρι το τέλος της Βυζαντινής περιόδου, Ορθόδοξη Φριστιανική Αδελφότητα ‘’Λυδία’’, Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 5-7. 13 Αλέξανδρου ΢μέμαν, Η Αποστολή της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο, εκδ. Ακρίτας, 1983, σ. 215. 14 Παναγιώτη Σρεμπέλα, «Παραλειπόμενα περί του Θεσμού της Ενορίας», Ενορία 343 (1962) 315. 15 Κάλλιστου Ware, Επισκόπου Διοκλείας, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, μετάφρ Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ. Ακρίτας, 1998 , σ. 395. 12


‘πνευματική, μη θεσμική πλευρά της εκκλησιαστικής ζωής’. Όμως και πολλοί βυζαντινοί συγγραφείς, έχουν τονίσει αυτή την πλευρά, με κυριότερο εκπρόσωπο τον Αγ. ΢υμεών, το νέο Θεολόγο. Περισσότερες από μία φορά στην ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι χαρισματικοί, ήρθαν σε σύγκρουση με την ιεραρχία αλλά όμως δεν υπάρχει αντίθεση μεταξύ των δύο στοιχείων στη ζωή της Εκκλησίας: το ίδιο πνεύμα είναι αυτό που ενεργεί και στα δύο επίπεδα».16 Από τα παραπάνω, γίνεται φανερό ότι η έλλειψη συνεργασίας και η ανταγωνιστική λογική των δύο παραπάνω παραμέτρων της εκκλησιαστικής ζωής, όχι μόνο δεν συμβάλλει αλλά αντίθετα παρεμποδίζει την επίτευξη του βασικού και κυρίαρχου στόχου της Εκκλησίας που είναι η σωτηρία του ανθρώπου. Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο ΢εβ. ΢υμεών Κούτσας17 «πολλοί κληρικοί μας από τους οποίους αρκετοί μάλιστα με χαρίσματα και ικανότητες ζηλεύουν πολύ ενωρίς δόξαν γέροντος<Περιάγουν, κατά το λόγο του Κυρίου μας, ‘την θάλασσαν και την ξηράν ποιήσαι ένα προσήλυτον (Ματθ. 23,15), να αγρεύσουν δηλαδή οπαδούς<’». Γενικώς, η υπερέξαρση του καθοδηγού και του μύστη στα μονοπάτια της πνευματικότητος είναι μια παθογένεια που συναντάται σε όλες τις θρησκείες και έχει κοινά χαρακτηριστικά και παρεπόμενα στην ψυχολογία και τη ζωή των οπαδών. ΢ύμφωνα με τα παραπάνω, το φαινόμενο του γεροντισμού είναι μια εξουσιαστική διαχείριση της πνευματικής ζωής των ανθρώπων και μια εξουσιαστική διεκδίκηση μέσα στην διοικητική δομή της Εκκλησίας. Από ότι φάνηκε μέχρι τώρα, η σχηματική απεικόνιση της Εκκλησίας με τον κύκλο δεν εκφράζει την ιδιοσυστασία της και την πνευματική της δυναμική. Παραπάνω μιλήσαμε για ‘άτομα’ μέσα στην Εκκλησία ως οργανισμό. Μέσα στο σώμα λοιπόν της Εκκλησίας ως οργανισμό, υπάρχουν πολλές ομάδες18 με συγκεκριμένη κουλτούρα, οι οποίες αγωνίζονται και συσπειρώνονται για διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, την διαιώνιση των προνομίων τους και την εκπλήρωση συντεχνιακών στόχων. Δυστυχώς η δημιουργία μια ταξικής και συντεχνιακής νοοτροπίας που μάχεται για την προάσπιση και διαιώνιση των προνομίων, βαίνει αντίθετα στην προοπτική της εκκλησιαστικότητας. Ωστόσο, ο κύκλος που είναι το τέλειο σχήμα εξέφρασε συμβολικά διάφορες όψεις του θείου στην ιστορική διαχρονία όλων των θρησκευτικών παραδόσεων και βέβαια και στον χριστιανισμό. Οι δίδυμοι κύκλοι ως γνώση και αγάπη εκφράζουν το Φριστό και τη θεάνθρωπη φύση του, ενώ τρεις ομόκεντροι ή αλληλοτεμνόμενοι

Κάλλιστου Ware, Επισκόπου Διοκλείας, ενθ΄ανωτέρω, σ. 395. π. ΢υμεώνος Κούτσα (νυν Μητροπολίτη), Ο πνευματικός πατήρ. Η πνευματική πατρότητα υπό το φως της Ορθοδόξου Παραδόσεως, εκδ. Ι. Μητροπόλεως Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, Αίγιον 1995. 18 Πρωτ. Βασιλείου Θερμού, Οδύνη Σώματος Χριστού. Κεφάλαια Εκκλησιαστικής Αυτογνωσίας, εκ. Ακρίτας, 2009, σσ. 37-62. 16 17


κύκλοι, εκφράζουν τα τρία πρόσωπα της Αγίας Σριάδας.19 Να θυμηθούμε πχ. εδώ το λεγόμενο βορρωμαϊκό κόμβο, όπως αυτός ονομάστηκε από τον Λακάν, ο οποίος τον βρήκε στο οικόσημό του (Αγίου) Καρόλου του Βορρωμαίου, καρδινάλιου της Δυτικής Εκκλησίας με μεγάλη συνεισφορά στην ανανέωση της καθολικής θεολογίας, όπου ο κάθε ένας από τους τρεις αλληλοτεμνόμενους κύκλους απεικονίζει και ένα πρόσωπο της Αγίας Σριάδας.20 Ο τετραγωνισμός του κύκλου είναι η ένωση του ουρανού και της γης, όπως αυτός εκφράστηκε στη βυζαντινή αρχιτεκτονική. Έπειτα, ολόκληρη η δημιουργία μπορεί να συμβολιστεί με τον κύκλο. Να θυμηθούμε, επίσης, μία γκραβούρα από μια υδατογραφία (1400) στο Κάμπο ΢άντο της Πίζας, όπου ο Θεός κρατά τον κόσμο, ο οποίος συμβολίζεται με ομόκεντρους κύκλους. Αλλά και η παγκόσμια Εκκλησία συμβολίζεται με τον κύκλο. Τπάρχει ένας τεράστιος χωμάτινος κύκλος, με μορφή μήτρας, μέσα στον οποίο βρίσκεται η μεσαιωνική καθεδρική πόλη του ΢άρου, εκφράζοντας και αποκαλύπτοντας έτσι τη δημιουργική δυναμική και τον αναγεννητικό ρόλο της Εκκλησίας.21 Επίσης, πολλοί Πατέρες,22 ασκητικοί συγγραφείς και λόγιοι του Βυζαντίου χρησιμοποιούν στο λόγο τους το γεωμετρικό κύκλο προκειμένου να εκφράσουν τις έννοιες του χρόνου, τους κύκλους της ζωής, αλλά και να προσεγγίσουν θέματα δογματικά, όπως ο Καβάσιλας, ο Ιεζεκιήλ, αλλά και ο Ωριγένης, ο Μ. Βασίλειος, ο Ι. Υώτιος, ο Δαμασκηνός, ο αββάς Δωρόθεος και άλλοι. Γεωμετρικά η ανοικτότητα της Εκκλησίας μπορεί να εκφραστεί με το ημικύκλιο, όπως γράφεται στην ορθόδοξη απεικόνιση της Πεντηκοστής, 23 «γενέθλιας της Εκκλησίας ημέρας», κατά την οποία «το Άγιο Πνεύμα οδήγησε στη σύσταση της επίγειας εικόνος της ουράνιας Εκκλησίας των Σριών Θείων Προσώπων: την Εκκλησία των ανθρώπων». Όπως είναι γνωστό η εικόνα παρουσιάζει το υπερώον, όπου πάνω σε σύνθρονο κάθονται οι Απόστολοι. Όλοι είναι στο ίδιο επίπεδο, χωρίς κλιμακώσεις και διαβαθμίσεις, πράγμα το οποίο αντικατοπτρίζει την ισοτιμία τους. ΢το μέσον του ημικυκλίου όπου σχηματίζεται μια τοξοειδής σκοτεινή πύλη, μέσα από το σκοτεινό βάθος ‘τα σκότη και τη σκιά του θανάτου’ κατά το Λουκ. 1,79 ξεπροβάλλει ένας ηλικιωμένος με αυτοκρατορική στολή, ο οποίος εικονίζει τον ‘κόσμο’, τον γηρασμένο μέσα στην αμαρτία και τη φθορά. ΢ε παλιούς εικονογραφημένους κώδικες, στο σκοτεινό φόντο κάτω από το ημικύκλιο εμφανίζεται ένα πλήθος ανθρώπων, μαρτύρων του θαύματος της γλωσσολογίας των Αποστόλων, ενώ σε άλλες συνθέσεις μέσα στο σκοτεινό φόντο υπάρχουν Σζ. Κούπερ, Λεξικό Παραδοσιακών Συμβόλων, μεταφρ. Ανδρέας Σσάκαλης, εκδ. Πύρινος Κόσμος, Αθήνα 1992, σ. 266. 20 Υίλιππου Ζυλιάν, Ο Θεός στη ψυχή μας, μετάφρ. Παναγιώτης Βαρδής, εκδ. Αρμός 2009, σ. 173. 21 Σζ. Κούπερ, ενθ΄ανωτέρω, σσ. 264-267. 22 Φρήστου Παπαγεωργίου, «΢πουδές Υυσικής και Αστρονομίας», Σύναξη 6 (1983) 61-62. 23 Αθανάσιου Διαλεκτόπουλου, Οι εικόνες του Δωδεκάορτου, εκδ. Παρουσία, Ι. Μητροπόλεως Υιλίππων, Καβάλα 1998, σσ. 20, 194-199. 19


γυναίκες στραμμένες προς αλλήλας που αντιπροσωπεύουν τις φυλές και τις γλώσσες. Από πού προκύπτει όμως αυτή η οντολογική ανοικτότητα της Εκκλησίας, αυτής της εν Φριστώ νέας κοινωνίας, όπως απεικονίζεται εικαστικά στην ορθόδοξη εικόνα της Πεντηκοστής; Για να το καταλάβουμε αυτό πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας από το κάτω μέρος της εικόνας, όπου εικονίζεται ο σκοτεινός χώρος της αμαρτίας στο πάνω μέρος, όπου με ημικύκλιο παριστάνεται ο ουρανός και όπου από τρείς ομόκεντρους κύκλους που εκφράζουν την παρουσία της Αγίας Σριάδας, όπως πχ. στην ορθόδοξη απεικόνιση της Αναλήψεως ή της Μεταμορφώσεως εκπηγάζουν οι τριαδικές ενέργειες που με τη μορφή πυρίνων γλωσσών εκχέονται και επικάθηνται στα κεφάλια των Αποστόλων. Πρέπει να επισημάνουμε εδώ ότι η Αγία Σριάδα συμβολίζεται με τους ομόκεντρους κύκλους, καθόσον «ο κύκλος είναι εικονογραφικά το τελειότερο σχήμα και συμβολίζει την αέναη διάρκεια, το θεϊκό». 24

Η ζωή μας όχι μόνο η προσωπική, αλλά και η ζωή σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι ένας φαύλος κύκλος, αφού αποτελείται από δισεκατομμύρια μικρούς κύκλους με κέντρο τον εαυτό μας και περίμετρο τους οικείους, τους συγγενείς και φίλους, τους ομοίους μας, τους ημετέρους. Έτσι δημιουργούμε ή ανήκουμε σε ομάδες, οι οποίες διαχωρίζουν τους δικούς μας από τους άλλους, τους ξένους. Όμως ο Φριστός δεν διέκρινε δικούς του και ξένους, ομοϊδεάτες και αντιπάλους, φίλους και εχθρούς. Όλους αγάπησε και για όλους θυσιάστηκε, ώστε πάντες «σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Σιμ. 2,4). Και γι΄ αυτό ακριβώς οι άγιοι που είναι οι εγχριστωμένοι άνθρωποι δεν διακρίνουν, ούτε διαχωρίζουν τους ανθρώπους σε ημετέρους και αλλοτρίους, δεν έχουν μικρόψυχο και στενόκαρδο υπαρξιακό ορίζοντα, αλλά έχουν μεταβληθεί σε παγκόσμιους ανθρώπους, οι οποίοι περιλαμβάνουν όλο τον Αδάμ και όλη την κτίση. Σέτοιοι παγκόσμιοι άνθρωποι χρειάζονται για να ελκύσουν με την δύναμη του Θεού τον κόσμο στην αγάπη του Φριστού, ώστε να γίνει εκείνο που Εκείνος είπε: «ίνα πάντες εν ώσι» (Ιωαν. 17,21).

24

Αθανάσιου Διαλεκτόπουλου, ενθ’ ανωτέρω, σ. 112.


Εμμανουήλ Γ. Χαλκιαδάκης Δρ. Ιστορίας Α.Π.Θ., Διδάσκων Πατριαρχικής Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης, Ερευνητικός Συνεργάτης Ινστιτούτου Ορθόδοξων Χριστιανικών Σπουδών Κέιμπριτζ

Ένα άγνωστο περιστατικό διάσωσης χριστιανών από μουσουλμάνο στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής και πολιτικής τελετής στη νησίδα της Σούδας το 1913 Αντικείμενο αυτής της μελέτης είναι η παρουσίαση ενός άγνωστου στην ιστοριογραφία περιστατικού διάσωσης χριστιανών από ένα μουσουλμάνο, όταν η λέμβος που μετέφερε τους πρώτους ανατράπηκε, λόγω θαλασσοταραχής, στον κόλπο της ΢ούδας, αμέσως μετά την τελετή υπέρ του βασιλέως Γεωργίου του Α΄ και τη μετονομασία του ναού του Αγίου Νικολάου σε ναό του Αγίου Γεωργίου προς τιμήν του δολοφονηθέντος βασιλέως. Η τελετή έλαβε χώρα στον ερειπωμένο ναΐσκο, στη νησίδα της ΢ούδας, ενώ το περιστατικό, πέρα από τις ανθρωπιστικές του παραμέτρους, αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς πραγματοποιήθηκε λίγους μήνες πριν από την επίσημη τελετή της ένωσης της νήσου με την Ελλάδα, το 1913, όταν οι σχέσεις των μουσουλμάνων με τους χριστιανούς της Κρήτης βρίσκονταν σε στενή σχέση και συνάρτηση με την αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος στο νησί. Η τελετή στη νησίδα της Σούδας ΢υγκεκριμένα, ο γενικός διοικητής Κρήτης ΢τέφανος Δραγούμης με διάταγμά του αποφάσισε να αποκατασταθεί ο ερειπωμένος ναός που βρισκόταν στη νησίδα της ΢ούδας και να εγκαινιαστεί στο όνομα του Αγίου Γεωργίου, στη μνήμη του βασιλέως Γεωργίου του Α΄, που είχε δολοφονηθεί στη Θεσσαλονίκη, στις 5/18 Μαρτίου του ίδιου έτους1. Η όλη τελετή επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στις 23 Απριλίου του 1913, κατά την εορτή του Αγίου Γεωργίου, παρουσία των πολιτικών, στρατιωτικών και εκκλησιαστικών αρχών, και πλήθους κόσμου, προεξάρχοντος του επισκόπου Κυδωνίας Αγαθαγγέλου. Μάλιστα, είχε δημοσιευτεί και το

Γεννάδειος Βιβλιοθήκη – Αμερικανική ΢χολή Κλασικών ΢πουδών, Αρχείο Στ. Ν. Δραγούμη, φάκ. 90, «Κρήτη – Γενική Διοίκηση. Εθνικά – ΢ούδα – Ελληνική ΢ημαία», υποφάκ. 90.1, «΢ούδα – Άγιος Γεώργιος – Αναμνηστική στήλη», ΢ημειώσεις ΢τ. Ν. Δραγούμη σχετικά με τον ναό του Αγίου Νικολάου στη νησίδα της ΢ούδας, τη μετονομασία του σε Άγιο Γεώργιο προς τιμήν του αποθανόντος βασιλιά και την ανέγερση αναμνηστικής στήλης. 1


σχετικό πρόγραμμα αυτής της εκκλησιαστικής και πολιτικής τελετής2. Παράλληλα, επρόκειτο να τελεστεί μνημόσυνο υπέρ του Γεωργίου του Α΄ και τα αποκαλυπτήρια αναμνηστικής στήλης για τα γεγονός της υποστολής της τουρκικής σημαίας3 στη νησίδα της ΢ούδας, το Υεβρουάριο του ίδιου έτους, που σηματοδοτούσε και την απαρχή του τέλους της οθωμανικής κυριαρχίας στην Κρήτη4. Πράγματι, την 1η Υεβρουαρίου του 1913, είχε υποσταλεί η τουρκική σημαία από τη νησίδα της ΢ούδας και είχε ανυψωθεί η ελληνική5. ΢τις 23 Απριλίου του ίδιου έτους, ο επίσκοπος Κυδωνίας, κατά τον Όρθρο, καθαγίασε τον παλαιότερο ναό που βρισκόταν στη νησίδα της ΢ούδας, στο όνομα του Αγίου Γεωργίου, στη μνήμη του δολοφονηθέντος βασιλέως. Παράλληλα, τέλεσε την πρώτη Λειτουργία, ύστερα από αιώνες, και μνημόσυνο για τον Γεώργιο τον Α΄. Ωστόσο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο γενικός διοικητής Κρήτη ΢τέφανος Δραγούμης σε τηλεγράφημά του προς τη βασιλομήτορα Όλγα, «Αἱ ἀρχαὶ καὶ οἱ πολυπληθεῖς ἄλλοι μετὰ τὴν ἑβδόμην τῆς πρωίας ἐκπλεύσαντες ἀπεκλείσθησαν δυστυχῶς τῆς σεμνῆς τελετῆς ὑπὸ αἰφνιδίως ἐκραγείσης φοβερᾶς θυέλλης»6.

Γεννάδειος Βιβλιοθήκη – Αμερικανική ΢χολή Κλασικών ΢πουδών, Αρχείο Στ. Ν. Δραγούμη, φάκ. 90, «Κρήτη – Γενική Διοίκηση. Εθνικά – ΢ούδα – Ελληνική ΢ημαία», υποφάκ. 90.1, «΢ούδα – Άγιος Γεώργιος – Αναμνηστική στήλη», «Πρόγραμμα Επισήμου Εκκλησιαστικής και Εθνικής Σελετής επί της νησίδος ΢ούδας κατά την 23 ην Απριλίου 1913». 3 Για την υποστολή της τουρκικής σημαίας και την ανύψωση της ελληνικής βλ. εφ. Νέα Έρευνα, Φανιά, 5 Υεβρουαρίου 1913, αριθ. 918 και 8 Υεβρουαρίου 1913, αριθ. 919.- Εφ. Το Σύνταγμα, Φανιά, 8 Υεβρουαρίου 1913, αριθ. 324. - Εφ. Ελεύθερον Βήμα, Φανιά, 9 Υεβρουαρίου 1913, αριθ. 407. 4 Εφ. Νέα Έρευνα, Φανιά, 21 Απριλίου 1913, αριθ. 974. 5 Εφ. Νέα Έρευνα, Φανιά, 5 Υεβρουαρίου 1913, αριθ. 918 και 8 Υεβρουαρίου 1913, αριθ. 919.- Πρβλ. εφ. Ανεξάρτητος, Φανιά, 3 Υεβρουαρίου 1913, αριθ. 55 και 10 Υεβρουαρίου 1913, αριθ. 56. 6 Βασίλειον της Ελλάδος, Παράρτημα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εν Κρήτη, τεύχος Α΄, Φανιά, 25 Απριλίου 1913, αριθ. 39, Σηλεγράφημα Γενικού Διοικητή Κρήτης ΢τ. Δραγούμη προς πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο, Φανιά, 23 Απριλίου 1913. – Πρβλ. Εφ. Κήρυξ, Φανιά, 2 Μαΐου 1913, αριθ. 297, όπου εκφράζεται και η συγκίνηση της βασιλομήτορος Όλγας για την τελετή. 2


Πηγή: Εφ. Νέα Έρευνα, Χανιά, 21 Απριλίου 1913, αριθ. 974.

Πηγή: Βασίλειον της Ελλάδος, Παράρτημα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εν Κρήτη, τεύχος Α΄, Χανιά, 25 Απριλίου 1913, αριθ. 39, Τηλεγράφημα Γενικού Διοικητή Κρήτης Στ. Δραγούμη προς πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο, Χανιά, 23 Απριλίου 1913.

Η θύελλα και η διακοπή της τελετής Η τελετή, από ό,τι φαίνεται, δεν ολοκληρώθηκε, και συγκεκριμένα το πολιτικό τμήμα της, με τα αποκαλυπτήρια της αναμνηστικής στήλης, κι


αυτό λόγω της θύελλας που ξέσπασε ξαφνικά7. ΢ύμφωνα με μήνυμα του πρακτορείου Reuter επρόκειτο για μία «μεγάλη καταιγίδα», ένα «ασυνήθιστο και αξιοσημείωτο φαινόμενο»8. Αρκετοί, λοιπόν, μετά την ολοκλήρωση του μνημόσυνου του Γεωργίου του Α΄, έσπευσαν να επιστρέψουν στα Φανιά. Σότε, μία λέμβος που μετέφερε τον κόσμο στη νησίδα βυθίστηκε και έξι άνθρωποι πνίγηκαν, εξαιτίας της θαλασσοταραχής9. Η ανατροπή της λέμβου η διάσωση ναυαγών από Οθωμανό λεμβούχο και η σημασία της Όπως φαίνεται, ήταν τέτοιο το μέγεθος της θύελλας, με αποτέλεσμα την ανατροπή της λέμβου και δυστυχώς τον πνιγμό έξι ατόμων. Ωστόσο, ένας Οθωμανός λεμβούχος κατάφερε, μέσα στη θαλασσοταραχή, με κίνδυνο της ζωής του, να σώσει τη ζωή πέντε ναυαγών, ενώ, ύστερα από το περιστατικό, ο λιμενάρχης και ο αρχηγός της Φωροφυλακής προσπάθησαν να μεταφέρουν τους εκατοντάδες προσκυνητές από τη νησίδα με τη βοήθεια ατμόπλοιου. Αναλυτικά, ο γενικός διοικητής Κρήτης ΢τέφανος Δραγούμης ανακοίνωσε, μεταξύ άλλων, στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο: «Ἕνεκα τῆς φοβερὴς θυέλλης ἕξ τῶν θελησάντων να ἐπανέλθωσιν εἰς Ἀποκορωνὰ μετὰ τὸ μνημόσυνον, ἀνατραπείσης λέμβου, ἐπνίγησαν. Ἐγχώριος ὀθωμανὸς λεμβοῦχος γενναίως σπεύσας μετ΄ἐπικίνδυνον ἀγῶνα διέσωσεν ὑπολοίπους τέσσαρας καὶ λεμβοῦχον. *…+».

Πηγή: Βασίλειον της Ελλάδος, Παράρτημα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εν Κρήτη, τεύχος Α΄, Χανιά, 25 Απριλίου 1913, αριθ. 39, Τηλεγράφημα Γενικού Διοικητή Κρήτης Στ. Δραγούμη προς πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο, Χανιά, 23 Απριλίου 1913.

Εφ. Νέα Έρευνα, Φανιά, 2 Μαΐου 1913, αριθ. 983.- Εφ. Κήρυξ, Φανιά, 2 Μαΐου 1913, αριθ. 297. 8 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη – Αμερικανική ΢χολή Κλασικών ΢πουδών, Αρχείο Στ. Ν. Δραγούμη, φάκ. 90, «Κρήτη – Γενική Διοίκηση. Εθνικά – ΢ούδα – Ελληνική ΢ημαία», υποφάκ. 90.1, «΢ούδα – Άγιος Γεώργιος – Αναμνηστική στήλη», Reuter Message (1913): “Great Storm in Crete – Extraordinary phenomenon”. 9 Εφ. Κήρυξ, Φανιά, 2 Μαΐου 1913, αριθ. 297. 7


΢υγκεκριμένα, η λέμβος έφερε 11 άτομα, από τα οποία και πνίγηκαν τα έξι10, και μετέβαινε από τη νησίδα της ΢ούδας απέναντι, στο Καλάμι, όταν ανετράπη. Κατά την εφημερίδα Ανεξάρτητος, ο Οθωμανός λεμβούχος Αχμέτ Σιράκης κατόρθωσε να σώσει, με κίνδυνο της ζωής του, πέντε άτομα11. Η διάσωση αυτή πέντε ατόμων, χριστιανών στο θρήσκευμα, από το μουσουλμάνο λεμβούχο αποτέλεσε ένα ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός, όχι μόνο ανθρωπιστικό, αλλά και πολιτικό, καθώς αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, λίγο πριν από την οριστικοποίηση της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα.

Πηγή: Εφ. Ανεξάρτητος, Χανιά, 28 Απριλίου 1913, αριθ. 66.

Ένα μήνα νωρίτερα ο μητροπολίτης Κρήτης Ευμένιος Ξυρουδάκης σε εγκύκλιό του προς τους εφημερίους, δημάρχους, επιτρόπους και προκρίτους των χωριών της Μητροπόλεως Κρήτης τούς καλούσε να συστήσουν σε όλους τους χριστιανούς Κρήτες να τηρούν την τάξη με ευλάβεια και να αποφεύγουν κάθε προστριβή με τους Κρήτες μουσουλμάνους, καθώς από την τήρηση της τάξης εξαρτιόταν και η επίλυση του

Επρόκειτο για τους Δημητρούλα Κατσανικάκη, Παρασκευούλα Καστρινάκη, Φριστίνη Μανανεδάκη, Δημήτριο ΢ουρή και το ανδρόγυνο Φαράλαμπο και Κυριακή Λιοδάκη. 11 Εφ. Ανεξάρτητος, Φανιά, 28 Απριλίου 1913, αριθ. 66. 10


Κρητικού Ζητήματος12. Επομένως, μία τέτοια ανθρωπιστική και ηρωική πράξη θα μπορούσε να διευκολύνει την προσέγγιση μεταξύ των χριστιανών και των μουσουλμάνων υπό τις ευαίσθητες πολιτικές συγκυρίες της εποχής. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Ελλάδος Ελευθέριος Βενιζέλος ενδιαφέρθηκε να μάθει το όνομα του διασώστη και τηλεγράφησε σχετικά στο γενικό διοικητή Κρήτης, ζητώντας του το όνομα του μουσουλμάνου λεμβούχου που έσωσε τους ναυαγούς. ΢υγκεκριμένα, αναφέρει στο τηλεγράφημά του: «Παρακαλῶ να μοῦ γνωρίσετε τὸ ὄνομα τοῦ μουσουλμάνου λεμβούχου σώσαντος ναυαγούς. Βενιζέλος». ΢το τηλεγράφημα απάντησε με σχετική καθυστέρηση, προκειμένου προφανώς να το διασταυρώσει, ο επίσκοπος Κυδωνίας Αγαθάγγελος. Σο όνομά του λεμβούχου ήταν «Αλής Ντεντές»13. Ωστόσο, το όνομα αυτό στο τηλεγράφημα δεν συμφωνεί με το όνομα που δημοσιεύτηκε στην τελευταία σελίδα της εφημερίδας Ανεξάρτητος, και δημιουργεί ερωτήματα για το πρόσωπο, προκειμένου να εξακριβωθεί το αληθινό όνομα του «ήρωα» μουσουλμάνου14. Παρόλα αυτά, ένα άλλο δημοσίευμα της εφημερίδας του Ελεύθερου Βήματος επιβεβαιώνει το τηλεγράφημα του επισκόπου Κυδωνίας και αναφέρει το όνομα του «Αλή Σε*ν+τέ», χαρακτηρίζοντάς τον «γενναίο» και «από μηχανής Θεό»15. ΢υνεπώς, ο Αλή *Ν+τεντές έχει και τις περισσότερες πιθανότητες να είναι ο μουσουλμάνος λεμβούχος που έσωσε τους ναυαγούς. Μάλιστα, η εν λόγω εφημερίδα αναφέρθηκε με εγκωμιαστικά λόγια στην πράξη του μουσουλμάνου λεμβούχου, προτρέποντας τη Γενική Διοίκηση και την πολιτική ηγεσία να τον υποστηρίξει με κάθε μέσο για την αυτοθυσία και το παράδειγμά του.

Εμμανουήλ Γ. Φαλκιαδάκης, Κρήτη, 1898-1913: Από την «Αυτονομία» στην Ένωση με την Ελλάδα. Πολιτική, Κοινωνία και Εκκλησία μέσα από τη φαινομενική Αυτονομία και το Ενωτικό Αίτημα, Ηράκλειο (Περιφέρεια Κρήτης) 2013, σ. 355. 13 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη – Αμερικανική ΢χολή Κλασικών ΢πουδών, Αρχείο Στ. Ν. Δραγούμη, φάκ. 90, «Κρήτη – Γενική Διοίκηση. Εθνικά – ΢ούδα – Ελληνική ΢ημαία», υποφάκ. 90.1, «΢ούδα – Άγιος Γεώργιος – Αναμνηστική στήλη», Σηλεγράφημα Ελευθερίου Βενιζέλου προς Γενικό Διοικητή Κρήτης, Αθήνα, Σετάρτη, 8 Μαΐου 1913. Απάντηση Επισκόπου Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθαγγέλου, ΢άββατο, 11 Μαΐου 1913, ώρα 3μ.μ. 14 Εφ. Ανεξάρτητος, Φανιά, 28 Απριλίου 1913, αριθ. 66. 15 Εφ. Ελεύθερον Βήμα, Φανιά, 27 Απριλίου 1913, αριθ. 417. 12


Πηγή: Εφ. Ελεύθερον Βήμα, Χανιά, 27 Απριλίου 1913, αριθ. 417.

΢τη συνείδηση του κόσμου το περιστατικό της ανατροπής της λέμβου και του πνιγμού έξι επιβαινόντων θεωρήθηκε ως θυμός του Αγίου Νικολάου, προστάτη των ναυτικών, επειδή δεν επιθυμούσε τη μετονομασία του ναού που ήταν αφιερωμένος στο όνομά του και η μνήμη του συμβάντος έμεινε ζωντανή μέχρι τις μέρες μας16. Ωστόσο, δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή η διάσωση των πέντε ναυαγών από ένα μουσουλμάνο λεμβούχο που, αψηφώντας τη ζωή του, έπεσε στη θάλασσα, για να σώσει τους συμπολίτες του17. Επίσης, δεν ήταν εύκολο να διαπιστώσει κανείς τις πολιτικές προεκτάσεις του συμβάντος, εντούτοις αναμφίβολα ενίσχυε την επιχειρηματολογία για τη διαφύλαξη της τάξης και την αποφυγή εκτρόπων εκατέρωθεν. Η ολοκλήρωση της εθνικής τελετής Η διακοπείσα τελετή ολοκληρώθηκε την 1η Μαΐου του 1913, στις 11 π.μ. Ο Γενικός Διοικητής Κρήτης, ο Επίσκοπος Κυδωνίας και πλήθος κόσμου μετέβησαν στη νησίδα με το ατμόπλοιο «Νικόλαος». Έγινε μνημόσυνο για το βασιλιά Γεώργιο, αναρτήθηκε η ελληνική σημαία και έγιναν τα αποκαλυπτήρια της αναμνηστικής επιγραφής, στη οποία είχαν χαραχθεί τα ακόλουθα: «ΕΠΙ ΒΑ΢ΙΛΕΩ΢ ΓΕΩΡΓΙΟΤ ΣΟΤ Α΄ Ἐνταύθα τῇ 1 Υεβρουαρίου 1913 ΑΠΕΣΙΝΑΦΘΗ

Πρβλ. εφ. Ανεξάρτητος, Φανιά, 28 Απριλίου 1913, αριθ. 66.- Εφ. Ελεύθερον Βήμα, Φανιά, 27 Απριλίου 1913, αριθ. 417.- Εφ. Χανιώτικα Νέα, Φανιά, 24 Απριλίου 2012. 17 Βασίλειον της Ελλάδος, Παράρτημα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εν Κρήτη, τεύχος Α΄, Φανιά, 25 Απριλίου 1913, αριθ. 39, Σηλεγράφημα Γενικού Διοικητή Κρήτης ΢τ. Δραγούμη προς πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο, Φανιά, 23 Απριλίου 1913. –Εφ. Κήρυξ, Φανιά, 2 Μαΐου 1913, αριθ. 297. 16


Σὸ τελευταῖον λείψανον τῆς Σουρκικῆς κυριαρχίας ΑΓΩΝΙΑ΢ ΕΣΗ 267, ΜΗΝΕ΢ 7, ΗΜΕΡΑΙ 7»

Πηγή: Εφ. Ανεξάρτητος, Χανιά, 6 Μαΐου 1913, αριθ. 67.

Ακολούθησαν επευφημίες του κόσμου και εκφωνήθηκε πανηγυρικός λόγος από το γενικό διοικητή ΢τέφανο Δραγούμη18. Ο ρόλος αυτής της εκκλησιαστικής και πολιτικής τελετής, παρουσία των πολιτικών, στρατιωτικών και εκκλησιαστικών αρχών της νήσου, ήταν ιδιαίτερα συμβολικός και, εκτός από την τιμή που προσέδιδε στο δολοφονηθέντα βασιλιά, σηματοδοτούσε το τέλος μίας εποχής και την αρχή μίας νέας, στο πλαίσιο της επικείμενης Ένωσης. Από την άλλη, η διάσωση των χριστιανών ναυαγών από ένα μουσουλμάνο και η αυτοθυσία του τελευταίου αποτέλεσε, ίσως, μία ξεχωριστή περίπτωση ανθρωπιάς και αποκτά ιδιαίτερη συμβολική σημασία για τη μετάβαση σε αυτή την νέα εποχή, παρά τη μάλλον περιορισμένη πολιτική της αξιοποίηση από την ελληνική κυβέρνηση.

Εφ. Νέα Έρευνα, Φανιά, 2 Μαΐου 1913, αριθ. 983.- Γεννάδειος Βιβλιοθήκη – Αμερικανική ΢χολή Κλασικών ΢πουδών, Αρχείο Στ. Ν. Δραγούμη, φάκ. 90, «Εθνικά – ΢ούδα – Ελληνική ΢ημαία», Σηλεγράφημα Reuter, 14 Μαΐου 1913 *με το νέο ημερολόγιο+: “Today M Dragoumis, accompanied by all the prominent civil and military officials and principal ecclesiastics attended a service at the church on the islet of Suda. Afterwards the Greek flag was hoisted on the spot where formerly the Turkish flag flew, and the foundation – stone of a marble monument commemoratory the Union with Greece was laid”. 18


Πηγές – Βιβλιογραφία Αρχειακό Υλικό Γεννάδειος Βιβλιοθήκη – Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, Αρχείο Στ. Ν. Δραγούμη -Γεννάδειος Βιβλιοθήκη – Αμερικανική ΢χολή Κλασικών ΢πουδών, Αρχείο Στ. Ν. Δραγούμη, φάκ. 90, «Κρήτη – Γενική Διοίκηση. Εθνικά – ΢ούδα – Ελληνική ΢ημαία», υποφάκ. 90.1, «΢ούδα – Άγιος Γεώργιος – Αναμνηστική στήλη», «Πρόγραμμα Επισήμου Εκκλησιαστικής και Εθνικής Σελετής επί της νησίδος ΢ούδας κατά την 23ην Απριλίου 1913». -Γεννάδειος Βιβλιοθήκη – Αμερικανική ΢χολή Κλασικών ΢πουδών, Αρχείο Στ. Ν. Δραγούμη, φάκ. 90, «Κρήτη – Γενική Διοίκηση. Εθνικά – ΢ούδα – Ελληνική ΢ημαία», υποφάκ. 90.1, «΢ούδα – Άγιος Γεώργιος – Αναμνηστική στήλη», Reuter Message (1913). -Γεννάδειος Βιβλιοθήκη – Αμερικανική ΢χολή Κλασικών ΢πουδών, Αρχείο Στ. Ν. Δραγούμη, φάκ. 90, «Κρήτη – Γενική Διοίκηση. Εθνικά – ΢ούδα – Ελληνική ΢ημαία», υποφάκ. 90.1, «΢ούδα – Άγιος Γεώργιος – Αναμνηστική στήλη», Σηλεγράφημα Ελευθερίου Βενιζέλου προς Γενικό Διοικητή Κρήτης, Αθήνα, Σετάρτη, 8 Μαΐου 1913. -Γεννάδειος Βιβλιοθήκη – Αμερικανική ΢χολή Κλασικών ΢πουδών, Αρχείο Στ. Ν. Δραγούμη, φάκ. 90, «Κρήτη – Γενική Διοίκηση. Εθνικά – ΢ούδα – Ελληνική ΢ημαία», υποφάκ. 90.1, «΢ούδα – Άγιος Γεώργιος – Αναμνηστική στήλη», Απάντηση Επισκόπου Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθαγγέλου, ΢άββατο, 11 Μαΐου 1913, ώρα 3μ.μ. -Γεννάδειος Βιβλιοθήκη – Αμερικανική ΢χολή Κλασικών ΢πουδών, Αρχείο Στ. Ν. Δραγούμη, φάκ. 90, «Κρήτη – Γενική Διοίκηση. Εθνικά – ΢ούδα – Ελληνική ΢ημαία», υποφάκ. 90.1, «΢ούδα – Άγιος Γεώργιος – Αναμνηστική στήλη», Σηλεγράφημα Reuter, 14 Μαΐου 1913 *με το νέο ημερολόγιο+. Εφημερίδα της Κυβερνήσεως Βασίλειον της Ελλάδος, Παράρτημα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εν Κρήτη, τεύχος Α΄, Φανιά, 25 Απριλίου 1913, αριθ. 39, Σηλεγράφημα Γενικού Διοικητή Κρήτης ΢τ. Δραγούμη προς πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο, Φανιά, 23 Απριλίου 1913. Τύπος -Εφ. Ανεξάρτητος, Φανιά, 3 Υεβρουαρίου 1913, αριθ. 55. -Εφ. Ανεξάρτητος, Φανιά, 10 Υεβρουαρίου 1913, αριθ. 56. -Εφ. Ανεξάρτητος, Φανιά, 28 Απριλίου 1913, αριθ. 66. -Εφ. Ανεξάρτητος, Φανιά, 6 Μαΐου 1913, αριθ. 67. -Εφ. Ελεύθερον Βήμα, Φανιά, 9 Υεβρουαρίου 1913, αριθ. 407. -Εφ. Ελεύθερον Βήμα, Φανιά, 27 Απριλίου 1913, αριθ. 417. -Εφ. Κήρυξ, Φανιά, 2 Μαΐου 1913, αριθ. 297.


-Εφ. Νέα Έρευνα, Φανιά, 5 Υεβρουαρίου 1913, αριθ. 918 -Εφ. Νέα Έρευνα, Φανιά, 8 Υεβρουαρίου 1913, αριθ. 919. -Εφ. Νέα Έρευνα, Φανιά, 21 Απριλίου 1913, αριθ. 974. -Εφ. Νέα Έρευνα, Φανιά, 2 Μαΐου 1913, αριθ. 983. -Εφ. Το Σύνταγμα, Φανιά, 8 Υεβρουαρίου 1913, αριθ. 324. -Εφ. Χανιώτικα Νέα, Φανιά, 24 Απριλίου 2012. Βοηθήματα -Θεοχάρης Δετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο 1990. -Εμμανουήλ Γ. Φαλκιαδάκης, Κρήτη, 1898-1913: Από την «Αυτονομία» στην Ένωση με την Ελλάδα. Πολιτική, Κοινωνία και Εκκλησία μέσα από τη φαινομενική Αυτονομία και το Ενωτικό Αίτημα, Ηράκλειο (Περιφέρεια Κρήτης) 2013.


Αντώνης Σανουδάκης Καθηγητής Ιστορίας της Π.Α.Ε.Α.Κ.

ΑΡΧΑΙΟ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

Είναι γνωστό ότι μέχρι τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους δεν γράφονταν πλέον κλασικές τραγωδίες και κωμωδίες. Η παρακμή τους ήδη είχε αρχίσει από τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. «Η ελληνιστική περίοδος θα παραστεί στο ψυχογράφημα της δραματικής λογοτεχνίας» (΢ολομός, 23), κατά τον Αλέξη ΢ολομό. Κατ’ αυτήν την περίοδο, όπως και τη ρωμαϊκή, οι λαοί αγκαλιάζουν το μιμοθέατρο και εγκαταλείπουν το κλασικό δράμα, έτσι που «κάποια μέρα το δεύτερο να εξαφανιστεί και το πρώτο να δεθεί με τις πολιτικές και θρησκευτικές τύχες των ανθρώπων» (΢ολομός, 25). Μεταξύ των μίμων της πρωτοχριστιανικής περιόδου είναι και οι άγιοι Γενέσιος, ο Αιγύπτιος Υιλήμονας και ο Εφέσιος Πορφύριος. Ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους γίνεται μια κάποια προσπάθεια να γράφεται ένα είδος θεάτρου, δηλαδή «τα διαλογικά εκείνα έργα που γράφτηκαν από παπάδες και σοφούς της Ανατολής» (΢ολομός, 72). Κέντρα τους ήταν η Μικρά Ασία, η ΢υρία, η Λιβύη και η Αίγυπτος, όπου σύμφωνα με τους θρύλους είχε ξεκινήσει για την περιπλάνησή του ο αρχαίος Βάκχος. Είναι γνωστό ακόμα, όμως, ότι «τα μιμικά θεάματα παρωδούσαν, εκτός των άλλων, και τον Φριστιανισμό. Σο πιο αγαπητό θέαμα δε των μίμων ήταν η παρωδία της βύθισης και του μαρτυρίου του νεοφύτου» (Σσιάνη-Υάτση, 38). Έτσι, από την εποχή των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας υπήρχε ήδη η προτροπή αποφυγής από το Αρχαίο Θέατρο και ιδίως τα μιμικά θεάματα. Οι λόγοι ήσαν διπλοί, εκτός των παραπάνω. Ο πρώτος λόγος ήταν επειδή το Αρχαίο Θέατρο, ως δράμα και κωμωδία, είχε στο κέντρο του Θεάτρου τη Θυμέλη, ως χώρο, αλλά και λόγο θεατρικό, προς τιμήν του θεού Διονύσου. Ο δεύτερος ήταν οι «κανονιστικές» εντολές και προτροπές του Αποστόλου Παύλου, ως προς την περιβολή και τη στάση ζωής των ανδρών και των γυναικών. Ο Άγιος Ιωάννης ο Φρυσόστομος, απευθυνόμενος στον θεατή του λέγει ότι βλέπει την ηθοποιό «γυναίκα πόρνην γυμνή τη κεφαλή» (P.G., 56, 266), εικόνα που ερχόταν σε αντίθεση με την εντολή του Απ. Παύλου: «πάσα γυνή ακατακαλύπτω τη κεφαλή< καταισχύνει την κεφαλήν εαυτής» (Α΄ Κορινθίους, 11,5). Για την ίδια ηθοποιό είναι και οι περιγραφές του Ι. Φρυσοστόμου, που αναφέρονται σε διονυσιακά στοιχεία της ηθοποιού: «Φρυσά περιβεβλημένην ιμάτια, μαλακιζομένην, θρυπτομένην, άσματα άδουσαν πορνικά» (P.G., 56, 266), καθώς και ότι εισέρχεται με «κατακεκλασμένα μέλη<). Σο τελευταίο, επίσης


διονυσιακό, οργιαστικό, έρχεται σε αντίθεση με την προτροπή του Απ. Παύλου «μη μεθύσκεσθε οίνω» (Εφεσίους, 2, 18). Οι άλλοι μεγάλοι Πατέρες ήσαν πιο ελαστικοί απέναντι στο αρχαίο δράμα, ειδικότερα ο Γρηγόριος ο Ναζιανζινός. Από την επιστήμη της ΢υμβολικής ερμηνεύεται ότι ο χριστιανικός ναός, μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων, που απαγόρευσε το κλασικό θέατρο, οργανώθηκε εξ αρχής, ώστε να προσομοιάζει με το Αρχαίο Θέατρο, με τις τρεις Πύλες, τους χορούς, τη μουσική και τη θεατρικότητα της θείας Λειτουργίας, που αποκαλείται το «θείον δράμα» ως υποκατάστατο του αρχαίου δράματος. Σα ως άνω στοιχεία σκοπό είχαν να αποτρέψουν τους χριστιανούς από το Θέατρο και παραλλήλως να τους δοθεί, μαζί με το μυστήριο και τον εξαγνισμό, το ωραίο θέαμα και άκουσμα το εκκλησιαστικό αντί του κοσμικού-διονυσιακού. Αλλά και στα τυπικά της Θείας Λειτουργίας και σε δημώδεις ΢υνεκδήμους υπάρχουν θεατρικές «σκηνοθετικές οδηγίες», π.χ. «είτα ο ιερεύς λαμβάνει το Ευαγγέλιον και εξέρχεται εκ της ωραίας Πύλης» και εν συνεχεία η υπόδειξη «αντιφώνησις ιερέως» ή «ψάλτου» (Γ. Βιολάκης, 1901). Τπήρξε, λοιπόν, ένας «΢υμβιβασμός», κατά τον καθηγητή Θεολογίας του Παν/μίου Θεσσαλονίκης, Ν. Ζαχαρόπουλο, κατά τον οποίο δημιουργήθηκε «συμφυρμός» αρχαιοελληνικών στοιχείων και θρησκευτικών: «Ο ΢υμβιβασμός δεν εμφανίσθηκε μόνο στις σχέσεις Εκκλησίας με την Πολιτική, αλλά και στις σχέσεις Φριστιανισμού και φιλοσοφίας, Φριστιανισμού και ελληνισμού, μεταξύ θεωρίας και πράξης» (Ζαχαρόπουλος, 29). Από τους Πατέρες της Εκκλησίας, όμως, αποφεύγεται ο όρος «θέατρο», γιατί συνδεόταν με τη διονυσιακή λατρεία, που επιβίωνε στα λαϊκά στρώματα. Έτσι, στον ΞΒ΄ κανόνα της εν Σρούλω Πενθέκτης Οικουμενικής ΢υνόδου (691 μ.Φ,.) διαβάζουμε: «τας λεγομένας Καλένδας και τα λεγόμενα Βώτα και τα λεγόμενα Βρουμάλια και την εν τη πρώτη του Μαρτίου μηνός ημέρα επιτελουμένην πανήγυριν, καθ’ άπαξ εκ της των πιστών πολιτείας παριαιρεθείναι βουλόμεθα». Γίνεται, επίσης, λόγος για «των γυναικών δημοσίας ορχήσεις», καθώς και «μηδένα άνδρα γυναικείας στολήν ενδιδύσκεσθαι.. μήτε προσωπεία κωμικά ή σατυρικά υποδύεσθαι, μήτε του βδελυκτού Διονύσου το όνομα την σταφυλήν αποθλίβοντας εν τοις λινοίς επιβοάν». Ως φαίνεται, μέχρι και τον 12ο αιώνα επιβίωνε η διονυσιακή λατρεία, όπως σχολιάζει ο Ιωάννης Ζωναράς τον παραπάνω κανόνα, λέγοντας: «ά και νυν γίνονται παρά τοις αγρόταις» (Γ. Α. Ράλλης- Μ. Ποτλής, 448). Θεατρικότητα, μπορεί να ειπωθεί ότι την πρώιμη εποχή του Βυζαντίου συναντάται, όπως στην ακολουθία του Εσπερινού της Μ. Πέμπτης, που η Θεοτόκος οδύρεται λέγουσα: «θείον τέκνον! Οίμοι, το φως του κόσμου», «Τιέ μου, πού το κάλλος της μορφής σου». Ξένοι ερμηνευτές λένε ότι οι ομιλίες, δηλαδή τα κηρύγματα του Ευσεβίου Εμμέσης, πρέπει να απαγγέλλονταν δραματικά όχι από ένα, αλλά από περισσότερα πρόσωπα. Ο τρόπος αυτός επηρέασε τον Τμνωδό Ρωμανό, στα


Κοντάκια και τον Ακάθιστο Ύμνο (G. Mercati, Rassgna Grecoriana, Roma 1905, σ. 17), με τη χορική αντιφώνηση και τις θρηνητικές παρεμβάσεις της Παναγίας. ΢ε πολλά μέρη της Κρήτης και της κυρίως Ελλάδας συνηθίζεται η αναπαράσταση της Καθόδου στον Άδη, κατά το απόκρυφο Ευαγγέλιο του Νικοδήμου. «Πιθανόν να μην ήταν και πολύ αλλιώτικος ο τρόπος που το εκτελούσαν οι Βυζαντινοί. Μετά την Ανάσταση, ο ιερέας παρασταίνει τον Φριστό, χτυπά την κλειστή πόρτα και ο νεωκόρος «υποκρίνεται τον Διάβολο» (΢ολομός, 126). Ιερέας: Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλας αιωνίας και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης. Νεωκόρος: Σις εστίν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Ιερέας: Κύριος κραταιός και δυνατός, Κύριος εν πολέμω, Κύριος των δυνάμεων, αυτός έστιν ο βασιλεύς της δόξης. Πριν από τις ΢ταυροφορίες και ειδικά την Δ΄, δημιουργούνται τα λεγόμενα λειτουργικά, θρησκευτικά δρώμενα, τα οποία είχαν ημιεπίσημο χαρακτήρα και παριστάνονταν στα περιθώρια της Θείας Λειτουργίας και των διαφόρων Ακολουθιών (W. Puchner, 45). ΢το έργο του Κων. Πορφυρογέννητου De Cerimoniis (Bonn ed, 776-778) μνημονεύεται ότι την ημέρα του Προφήτου Ηλιού «τελείται πεζοδρόμιον βωτόν των πολιτών< και μεθ’ ημέρας δύο τελείται ιππικόν πεζοδρόμιον». Ως θρησκευτικά δρώμενα ο Νιπτήρ, Σρεις Παίδες εν Καμίνω, Πυρφόρος Ανάβασις του Προφήτου Ηλιού, τα οποία, επειδή ήσαν γραπτά, έστω και υποτυπωδώς πρώιμα δράματα, θεωρούνται πρόδρομοι του θρησκευτικού Θεάτρου (Σσιούνη-Υάτση, 46). Ειδικότερα, το λειτουργικό δράμα των Σριών Παίδων μαρτυρείται από τον Ρώσο Ιγνάτιο ΢μολένσκ που βρέθηκε στην Kων/πολη και είδε στην Αγία ΢οφία να ετοιμάζουν την Κάμινο των Σριών Παίδων. Σο ίδιο μαρτυρείται σε χειρόγραφο του 11ου αιώνα, στο Συπικό της Μεγάλης του Φριστού Εκκλησίας (Dresdem, Col. Gr), όπου γίνεται αναφορά σε «άγιον φούρνον», ως ένα από τα λειτουργικά αντικείμενα, τα οποία θύμιαζε λειτουργικά ο Πατριάρχης και ο Αυτοκράτορας το Μέγα ΢άββατο. Σο κείμενο της τελετουργίας των Σριών Παίδων έχει σωθεί σε τέσσερα κείμενα. Σο τελετουργικό του δράμα, όμως, δεν ήταν ενταγμένο στη Θεία Λειτουργία, «αλλά ήταν μια ξεχωριστή λειτουργία που αναπαριστανόταν σκηνικά και προϋπέθετε προπαρασκευή των εκτελεστών (π.χ. ειδικά κοστούμια και άλλα σκηνικά όργανα, όπως η Κάμινος, ο μηχανισμός που κατέβαζε τον άγγελο κ.λπ» (Σσιούνη-Υάτση, 49). Οι παραστάσεις, ως φαίνεται, δίνονταν στη Θεσσαλονίκη και στην Αγία ΢οφία της Κων/λης. ΢ε χειρόγραφο στη Ρωσία διασώζεται παραλλαγή του λειτουργικού δράματος, με τη μορφή «θεατρικού» σεναρίου. Πολλοί μελετητές, όπως η Αικατερίνη Κακούρη (σ. 104-105), καθώς και η ΢οφία Αντωνιάδου, τονίζουν τη θεατρικότητα του δράματος και ότι μέσα από την ελληνορθόδοξη Λειτουργία προέκυψε το λειτουργικό δράμα.


Παρόμοια ρωσικά θρησκευτικά δράματα αναφέρονται κατά τον 15ο αιώνα, ως μεταρρυθμίσεις για να προσελκύσουν τους Ρώσους πιστούς στην Εκκλησία (Η Κάμινος, Βαϊφόρος, ο Νιπτήρας, η εκτέλεση του Υρικτού Δικαστηρίου κ.ά.). ΢τους μεταβυζαντινούς χρόνους, τους μετά την Άλωση, «παραστάσεις θρησκευτικών δραμάτων δεν μνημονεύονται» (Σσιούνη-Υάτση, 54). Τπάρχουν, όμως, σύντομα ποιήματα της Σουρκοκρατίας με δραματικά στοιχεία, για να διαβαστούν ή να τραγουδηθούν, όπως το «Μυστήριον των Παθών του Φριστού» (Μανούσακας, 109-132). ΢την προ της Αλώσεως περίοδο, τον 12ο έως και τον 14ο αιώνα, συναντάται πλέον το καθαρώς Βυζαντινό Θρησκευτικό Θέατρο, σε τρία κείμενα: α) Σο Κυπριακόν Πάθος β) Θείον Πάθος και γ) Φριστός Πάσχων. Αλλά η δημιουργία των θρησκευτικών θεατρικών δραμάτων προϋπέθεταν την ύπαρξη είτε ενός λαϊκού δρώμενου υπό μορφή μοιρολογιού της Παναγίας είτε υπό μορφή ενός πιο παραστατικού δρωμένου. Ως τέτοια εκδοχή είναι το λαϊκό Μοιρολόι της Παναγίας, που υπήρχε ως φυλλάδα μέχρι πρόσφατα και τραγουδιόταν από παιδιά τη Μ. Παρασκευή ως τα μέσα του 20ου αιώνα: ΢ήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται, σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι. Σο μοιρολόι, μάλλον, ήταν ενσωματωμένο στα εγκώμια της Μ. Παρασκευής, επί πατριαρχίας Αθανασίου του Α΄ (1303-1310). Παρόμοιο λαϊκό δρώμενο με το Μοιρολόι είναι και η «Παρισταμένη», που τραγουδιόνταν στη Μ. Ασία, τα νησιά και στο χώρο των Βαλκανίων. Σο «Κυπριακόν Πάθος» αποδίδεται ότι είναι του 12ου αιώνα, αρχίζει από τον Λάζαρο και τελειώνει στην ψηλάφηση του Θωμά. Αν παίχθηκε ενώπιον του κοινού ή όχι, δεν είναι μαρτυρημένο. Όμως, «τόσο από το προοίμιο όσο και από τις «σκηνοθετικές οδηγίες» είναι φανερό ότι το «σενάριο» προοριζόταν να καθοδηγήσει τον «σκηνοθέτη» στην παράσταση» (Σσιούνη-Υάτση, 42). ΢υνεπώς, είναι ένα έργο που επρόκειτο να παρασταθεί. Και ενώ δεν αποτελεί μέρος της Θείας Λειτουργίας, αναπτύχθηκε σε ξεχωριστή Ακολουθία και ενσωματώθηκε στις θρησκευτικές εκδηλώσεις. Β) Σο άλλο θρησκευτικό δράμα «Θείον Πάθος» θεωρείται έργο μεταξύ του ου 14 έως τον 17ο αιώνα και γράφηκε για να ανέβη, έστω και μη ολοκληρωθέν, σε παράσταση. Ο συγγραφέας ίσως είχε υπόψη του το «Κυπριακόν Πάθος» ή το λαϊκό Μοιρολόι της Παναγίας, που θεωρείται λαϊκό δρώμενο. Γ) Σο τρίτο θρησκευτικό βυζαντινό δράμα και το πιο γνωστό είναι το «Φριστός πάσχων», του 12ου αιώνα. Πιθανόν το έργο να είναι απομίμηση αρχαίας τραγωδίας. Ίσως, δε πάλι, με την αττικίζουσα γλώσσα που διαθέτει, να υποκατέστησε κάποιο άλλο δρώμενο για το Θείο Πάθος.


΢τον Πρόλογό του ο συγγραφέας απευθύνεται στους θεατές και ομιλεί σε πρώτο πρόσωπο: «Ακούσας ποιημάτων ποιητικώς< νυν τε κατ’ Ευριπίδην το κοσμοσωτήριον εξερώ πάθος». Από τον πρόλογο συνάγεται ότι υπάρχει εξοικείωση με τα έργα των Αρχαίων Ελλήνων Σραγικών. Κι αυτό έχει συμβεί ήδη από τον 9ο-10ο αιώνα, κατά τη λεγόμενη Βυζαντινή Αναγέννηση, επί Πατριάρχου Μεγάλου Υωτίου, με τη «Μυριόβιβλό του. ΢υνεπώς, την εποχή του συγγραφέα του δράματος «Φριστός Πάσχων» ακουγόταν «ποιήματα», δηλαδή ανεβάζονταν και παίζονταν έργα για το κοινό, ως «υποτυπώδης θεατρική παράσταση». Σο έργο, με τον αττικισμό του, τεκμαίρεται ότι προοριζόταν για το Παλάτι και τη διοίκησή του, οι οποίοι ήσαν λόγιοι και κατανοούσαν το κείμενο. Ακόμα, όμως, αποφεύγεται ο όρος «Θέατρο» από τον συγγραφέα, που πιθανολογείται ότι είναι ο Θεόδωρος Πρόδρομος, διότι ο όρος χαρακτήριζε τις παραστάσεις των μίμων και των ακροβατών, τις αρματοδρομίες και εκδηλώσεις στον Ιππόδρομο. Επισήμως, λοιπόν, και εμφανώς, με την αναφορά του ονόματος του Ευριπίδη ολοκληρώνεται και με το Θρησκευτικό Δράμα ο «συμφυρμός» αρχαιοελληνικών και χριστιανικών στοιχείων. Επίσης, τοιουτοτρόπως από τον Διόνυσο του Ευριπίδη, μεταφέρεται το Δράμα στον Φριστό του Θεόδωρου Πρόδρομου. Δηλαδή, κατά τη θεωρία του «΢υμβιβασμού», του καθηγητή της Θεολογικής ΢χολής του Παν/μίου Θεσσαλονίκης, Ν. Ζαχαρόπουλου, υπήρξε αποδοχή εκ μέρους της Ορθόδοξης Εκκλησίας στοιχείων αρχαιοελληνικών, κυρίως λειτουργικής, τέχνης, φιλοσοφίας, πολιτικής, οικονομίας και καθημερινής ζωής, εν προκειμένω του Θεάτρου. Ειδικότερα, στο Βυζαντινό Θέατρο, παρά τις αρνητικές θέσεις των Πατέρων της Εκκλησίας, στοιχεία αρχαιοελληνικά του Θεάτρου επιβίωναν διαχρονικά, επισήμως ή και αδήλως, υπογείως. Έτσι, με την «Αναγέννηση» του Μεγάλου Υωτίου και τη διάσωση των αρχαίων τραγικών Ελλήνων συγγραφέων, δημιουργήθηκε σταδιακά το Ρωμαίικο Θρησκευτικό Θέατρο της περιόδου του 12ου και του 14ου αιώνα, που ανακόπηκε από τις δυο Αλώσεις, των ΢ταυροφόρων (1204) και των Οθωμανών Σούρκων το 1453. ΠΗΓΕ΢ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΜΑΣΑ 1. Βασιλικής Σσιάνη-Υάτση, Ένα θρησκευτικό Δράμα για το Θείο Πάθος, εκδόσεις Νέα ΢ύνορα, Αθήνα 2000 2. Γ. Βιολάκης, Τυπικόν της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, Αθήνα 1901 3. Ν. Ζαχαρόπουλου, Η Εκκλησία στην Ελλάδα κατά τη Φραγκοκρατία, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2003 4. Γ. Α. Ράλλης-Μ. Ποτλής, Σύνταγμα των θείων και Ιερών κανόνων, Αθήνα 1852, τ. Β΄ 6448 5. Ν. Pucher, Θεωρία του λαϊκού Θεάτρου, Αθήνα 1985 6. Κων. Πορφυρογέννητου, De Cerimoniis, Bonn ed. τ. Α΄, σ. 776-778 7. Αικατερίνη Κακούρη, Προαισθητικές Μορφές Θεάτρου, Αθήνα 1946


8. Μ. Μανούσακας, Κρητικά Φρονικά, 8 (1954) 9. Αλέξης ΢ολομός, Ο Άγιος Βάκχος, εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα 1987


Ιωάννης Γ. Λότσιος, Δρ. Θεολογίας Μέλος του κέντρου Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών, << Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγεωργίου>> ( CEMES ). http://aristoteleio.academia.edu/ioannislotsios.

Πρωτείο και Συνοδικότητα στο Κείμενο της Ραβέννας Ιωάννου Γ. Λότσιου, 1) Η αμοιβαία σχέση του Κειμένου της Ραβέννας με τον στόχο του Θεολογικού Διαλόγου και ορισμένες επισημάνσεις. 1 Το Κείμενο της Ραβέννας 2 , κινείται μέσα στο πλαίσιο του θεολογικού Διαλόγου της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των εργασιών της Μικτής Επιτροπής που καταφεύγει σε συγκεκριμένες παραδοχές που αφορούν την πλήρη κοινωνία και προσφέρει σημαντικές προτάσεις τόσο για την συνέχιση του διαλόγου όσο και για την αφομοίωση των συμπερασμάτων του συγκεκριμένου κειμένου. Με μια δυσχέρεια στο εάν και κατά πόσο είναι αυτά εφαρμόσιμα στην ζωή των δύο Εκκλησιών 3 . Στις

1

Το άρθρο αυτό αποτελεί μια περίληψη της ειδικής μελέτης που πρόκειται να

δημοσιοποιηθεί για την σχέση πρωτείου και συνοδικότητας με βάση το Κείμενο της Ραβέννας και στις προοπτικές και προβληματισμούς που απορρέουν και ειδικά με την τοποθέτηση του Πατριαρχείου της Ρωσίας. 2

Το Κείμενο της Ραβέννας ‘‘Εκκλησιολογικαί και Κανονικαί Συνέπειαι της Μυστηριακής

Φύσεως της Εκκλησίας. Εκκλησιαστική Κοινωνία Συνοδικότης και Αυθεντία’’ σε ελληνική

μετάφραση,

Προβληματισμός.

στο

Γ.

Μελετήματα

ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Δογματικής

Ορθόδοξο Δόγμα

Θεολογίας

Γ΄,

Εκδ.

και

Θεολογικός

Π.

Πουρναρά,

Θεσσαλονίκη 2007, σ. 269-293. Το πρωτότυπο στο «Ecclesiological and Canonical Consequences of the Sacramental Nature of the Church. Ecclesial Communion, Conciliarity and

Authority»

(Ravenna,

http://www.ecpatr.org/docdisplay,1-11.

13

October Και

στο

2007), Βατικανό

στο στo

διαδύκτιο, διαδίκτυο,

http://www.vatican.va/roman_curia/pontifical_councils/chrstuni/ch_orthodox_docs/rc_pc_ch rstuni_doc_2007101documento-ravenna_en.html. Πρβλ. COLIN DAVEY, ‘‘Orthodox- Roman Catholic Dialogue, The Ravenna Agreed Statement’’, στο Sobornost 30 (2008), 7-36. PAUL MCPARTLAN, ‘’The Ravenna Agreed Statement and Catholic-Orthodox Dialogue’’, στο The The Jurist, 69 (2009), το οποίο είναι υπό έκδοση και δεν μπορέσαμε να λάβουμε υπόψιν μας. 3

Πρβλμ. Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Θεολογικός Διάλογος, Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών

(Ιστορία-Κείμενα-Προβλήματα), εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1996, 43136. Ι. ΠΑΝΑΓΌΠΟΥΛΟΥ, ‘‘Ο Θεολογικός Διάλογος των Εκκλησιών Ορθοδόξου και

1


προτάσεις αυτές παρατηρούμε μια βασική δυσκολία που μπορεί να επηρεάζει την σύνολη κατανόηση του κειμένου και είναι η εναλλαγή όρων που μπορεί να έχουν μια πολυσημία που ξεφεύγει από την δυνατότητα έκφρασης της ίδιας σημασίας. Κάτι που προέρχεται και από το γεγονός ότι ο θεολογικός διάλογος ξεκινά με την προϋπόθεση συζήτησης των στοιχείων που ενώνουν τις δύο Εκκλησίες, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει αποφυγή των ζητημάτων που διαιρούν, με σκοπό την πλήρη κοινωνία στο πεδίο της μαρτυρίας της Αρχαίας και Αδιαιρέτου Εκκλησίας 4 . Με αυτό το σκεπτικό θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε το Κείμενο της Ραβέννας

και

πάνω

ακριβώς

στην

σύνθεση

πρωτείου

και

συνοδικότητας γιατί μας οδηγεί σε έναν γόνιμο εκκλησιολογικό προβληματισμό 5 που αποδεικνύει και την προσπάθεια και την πορεία τόσο της Μικτής Επιτροπής όσο και του Θεολογικού Διαλόγου. Με την σημασία αυτή το Κείμενο της Ραβέννας αποτυπώνει την

πιστότητα

της

Ρωμαιοκαθολικής

Εκκλησίας

στην

εκκλησιολογία της, που προσπαθεί να ανακτήσει από τα κοινά εκκλησιολογικά κριτήρια της πρώτης χιλιετίας και σε αναφορά με τις ήδη διαμορφωμένες θέσεις και απόψεις της λεγόμενης Σλαβικής Ορθοδοξίας, σε σχέση με την αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στον Θεολογικό Διάλογο και στην πορεία προς την

Ρωμαιοκαθολικής, κριτική εκτίμηση των επίσημων κειμένων του’’, στο Μόρφωση και Μεταμόρφωση, επιμέλεια Ελένη Κοτίνη- Παναγόπουλου, Έκδ. Άθως, Αθήνα 2000, 300. Βλ και τις απόψεις των: PAUL AVIS, στο ‘‘Conciliarity, Primacy and unity in the Western and Eastern Churches’’, στο The Reformation? Authority, Primacy and Unity in the Conciliαr Tradition, London: T & T Clark 2006, 156-183.C. TAVARD, ‘‘The bilateral Dialogues: speaking together’’, στο One in Christ, 16 (1980), 30-43. A. SCHMEMANN, ‘‘Unite, Separation, reunion a la lumiere de l’ ecclesiologie orthodoxe’’, στο Contacts, 26 (1959), 73-88. 4

Γ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, ‘‘Αξιολόγηση και Προοπτικές του Θεολογικού Διαλόγου της

Ορθοδόξου με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία’’, στο Ορθόδοξο Δόγμα και Θεολογικός Προβληματισμός.

Μελετήματα

Δογματικής

Θεολογίας

Γ΄,

Εκδ.

Π.

Πουρναρά,

Θεσσαλονίκη 2007, 197. 5

Πρβλ. J. M. R. TILLARD, ‘‘The Ecclesiological Implications of Bilateral Dialogue’’, στο

Journal of Ecumenical Studies, 23 (1986), 412-423. N. BASJIK, ‘‘The Significance and problem of dialogue today’’, στο Journal of Ecumenical Studies, 9 (1972), 29-39 και 33.

2


πλήρη κοινωνία μεταξύ των δύο Εκκλησιών, το Κείμενο της Ραβέννας αξιώνει δύο διαφορετικές, ανόμοιες και όχι ταυτόσημες αυτοσυνειδήσεις

που

προέρχονται

από

την

πιστότητα

της

παραδόσεως της πρώτης χιλιετίας και με τα στοιχεία εκείνα που οδηγούν στην θεραπεία του σχίσματος της δεύτερης χιλιετίας, ώστε να πορευθούν κατά την τρίτη χιλιετία οι δύο Εκκλησίες από κοινού. Με βάση την παρατήρηση αυτή η αξιολόγηση του Κειμένου της Ραβέννας είναι ιδιαιτέρως σημαντική, θα μπορούσαμε να πούμε περισσότερο ότι βρίσκεται σε στενή σχέση με την Σύνοδο της Τριδέντου.

Αξιομνημόνευτη

τυγχάνει

η

παρατήρηση

του

Καρδιναλίου Kasper ότι με την έναρξη του Θεολογικού Διαλόγου η πράξη της ‘‘συγχώρεσης’’ και της άρσης των αναθεματισμών, αν και έχει έναν οικουμενικό χαρακτήρα, δεν συνεπάγεται και ταυτόχρονη αλλαγή στην δογματική σκέψη, την κανονική τάξη, θεία λατρεία και της ζωής της Εκκλησίας, αμφοτέρων των Εκκλησιών6. Με αυτό δεν εννοούμε ότι υποβιβάζουμε την παρατήρηση μας αυτή σε γλωσσικό ιδίωμα ή πρόβλημα. Γιατί στο ίδιο το κείμενο υπάρχει μια διάκριση μεταξύ των όρων όπως: εκκλησιαστικήν κοινωνία-εκκλησιακήν κοινωνία 7 , συνοδικότητα και ‘‘conciliarity’’ 8 , ‘‘conciliarity’’ και

6

W. KASPER, Καρδιν. ‘‘Lehrverurteilungen Kirchentrennent ? Uberlequngen zu der Studie

des Okumenischen Arbeitskreises’’, στο Wissenchaft and Kirche Festschrift Eduard Lohse, K. Aland και S. Meurer eds, Texte and Arbeiten zur Bibel, 4 Bielefeld:Luther Verlag, 1989, 200201. Πρβλ. Ι. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, ‘‘Ορθοδοξία και Καθολικισμός εν Διαλόγω Θεολογικαί Παρατηρήσεις και Προοπτικαί’’, στο Γρηγόριος ο Παλαμάς, 682 (1981), 69-77. Βλ. και Χ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, «Τα Έμπροσθεν αυτών Παράδεισος Τρυφής και τα όπισθεν αυτών πεδίον αφανισμού», Σχόλιο για τις σχέσεις Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού στην ιστορία και το παρόν, στο Άσκηση Αυτοσυνειδησίας, Μελετήματα δογματικής θεολογίας, Λειμών Αμφιλαφής 7, εκδ. ‘‘Το Παλίμψηστον’’, Θεσσαλονίκη 2004, 165-176. 7

Πρβλμ. Αρχιμ.Γρηγορίου Καψάνη, ‘‘Το Κείμενο της Ραβέννας και το Πρωτείο του

Πάπα’’,

στο

διαδίκτυο,

http://www.aegean.gr/agios-

therapontas/magazine/hospitality/periodical/parakatathiki/57.html. 8

Πρβλ.

Γ.

ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗ,

‘‘Δογματική

Κατοχύρωσις

της

Συνοδικότητος

και

Συλλογικότητος εν τη Ορθοδόξω Θεολογία’’, στο Γρηγόριος ο Παλαμάς, 652 (1976), 89-90. Καθώς και ο Fontbona Jaume παρατηρεί την διφορούμενη σημασία του όρου Συνοδικότητα που απορρέει από το Κείμενο της Ραβέννας, στο ‘’La Sinodalitat’’, στο Revista Catalana de Teología , Facultat de Teologia, Barcelona, 32 2 (2007), 357-385.

3


‘‘councils’’. Και με την επισήμανση ότι όροι όπως "council", "conciliarity’’ "conciliar communion" και ‘‘synodality’’ είναι γνωστές στον οικουμενικό διάλογο και με ιδιαίτερη σημασία έχουν προστεθεί στο λεξιλόγιο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας9. Το δεύτερο στοιχείο πάνω ακριβώς στην ερμηνεία που πρέπει να ληφθεί υπόψιν μας είναι ότι από την μια μεριά το Κείμενο της Ραβέννας αποτελεί συμφωνηθέν κείμενο της Μικτής Επιτροπής ως συνέχεια των Κειμένων του Μονάχου του Μπάρι και του Νέου Βάλαμο. Ως συνέχεια της προβληματικής των κειμένων αυτών το Κείμενο της Ραβέννας είναι περισσότερο περιγραφικό παρά αναλυτικό. Δεν μας προσφέρει μια απάντηση στην πρωταρχική ερώτηση του Θεολογικού Διαλόγου των δύο Εκκλησιών, ποιο είναι το είδος των

διαφορετικών προϋποθέσεων, ποιο είδος είναι

απαραίτητο για την ενότητα προς την πίστη και συγχρόνως πως μια ποικιλομορφία ή διαφορετικότητα της έκφρασης εμποδίζει ακριβώς την ενότητα ως προς την πίστη. Ανεξάρτητα από αυτό, υπάρχει μια σαφής προσπάθεια να παρουσιαστεί μια αμοιβαία σχέση για την επίτευξη της πλήρης κοινωνίας με την κοινή μαρτυρία, ενώ ακόμα οι Εκκλησίες δεν βρίσκονται ακόμα στην ενότητα. Γι’ αυτό αποτελεί μια συσχέτιση και σύνθεση μεταξύ Ευχαριστιακής

Εκκλησιολογίας

και

της

διδασκαλίας

της

Β΄

Βατικάνειου Συνόδου περί Εκκλησιολογίας της Κοινωνίας ή της Παγκόσμιας Εκκλησιολογίας, για το οποίο ο Ι. Καρμίρης ήδη είχε υπομνηματίσει: « νυν δε άγεται εις νέαν νοθείαν και σύγχυσιν δια των δεδομένων δια της Β΄ Βατικανείου Συνόδου, ήτις εις μάτην απεπειράθη να συμβιβάση τας δύο ασυμβιβάστους αρχάς και εξουσίας, ήτοι αφ’ ενός μεν την θείω δικαίω υφιστάμενην εν τη αρχαία Εκκλησία και εν συνεχεία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία υπέρτατην εξουσίαν των

9

GEORGE TAVARD, "The Catholic Church as Conciliar Church", στο Priests & People,

(2000/1), 3-7. SUSAN WOODS, "Ecclesial Koinonia in Ecumenical Dialogues", στο One in Christ, 30 (1994), 124-145. Πρβλ. X. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ, Μητρ. Εφέσου, ‘‘Τα κατά την προ του Σχίσματος περίοδον ισχύσαντα απτά στοιχεία Εκκλησιαστικής Κοινωνίας μεταξύ Ανατολής και Δύσεως’’, στο Ορθόδοξοι Κατόψεις, τόμος Γ’ Διαχριστιανικαί Σχέσεις, Θεολογικοί Διάλογοι Πορεία προς Ένωσιν, Εκδ. Τέρτιος Κατερίνη 1991, 331-340.

4


επισκόπων, συνερχομένων εν Οικουμενικαίς Συνόδοις, αφ’ ετέρου δε την ανθρωπίνη επινοία εισαχθείσαν εν τη Λατινική μόνον Εκκλησία απολυταρχικήν εξουσίαν του Πάπα, την απορροφήσασαν σχεδόν εξ ολοκλήρου την τε επισκοπικήν και την συνοδικήν εξουσίαν» 10. Για το σημείο που μας ενδιαφέρει εδώ αφορά την αναγκαιότητα της σύνθεσης που προέρχεται από το σημείο της σχέσεως πρωτείου και κοινωνίας σε παγκόσμιο επίπεδο

11

. Από την σύνθεση αύτη

προέρχεται ο στόχος, οι όροι ή οι διαστάσεις της ‘‘Εκκλησιαστικής Κοινωνίας, Συνοδικότητας και Αυθεντίας’’ για να μπορεί να είναι σε θέση

οι

‘‘Εκκλησιολογικές

και

Κανονικές

Συνέπειες

της

Μυστηριακής Φύσεως της Εκκλησίας’’. Όμως η Εκκλησιολογία της Κοινωνίας αποτελεί διδασκαλία της Β΄ Συνόδου

10

του

Βατικανού

που

προσφέρει

μια

δυνατότητα

Ι. ΚΑΡΜΊΡΗ, Το Δογματικόν Σύνταγμα ‘‘Περί Εκκλησίας’’ της Β΄ Βατικάνειου Συνόδου

(Constitutio Dogmatica de Ecclesia), Αθήναι 1969, και στην σ. 25. Βλέπε επίσης, W. KASPER, Καρδιν., Παύλος- Κληρονομία και αποστολή της Οικουμένης σε Ανατολή και Δύση, μετφρ. Π. Λέντζιου, Σ. Τσομπανίδης, Ι. Κουρεμπελές, 8-9. L. HURTLING, ‘‘Communion und Primat’’, στο Una Sancta, 17 ( 1962), 91-125. HANS-JOACHIM SCULS, ‘’The Dialogue with the Orthodox’’, στο Concilioum, 4 (1964), 131-149. Βλ. και B.E. HINZE, ‘‘ Synodality and Ecumenicity Marks of a Trinitarian Church’’, στο In God’s Hands, Essays on the Church and Ecumenism in Honour of Michael A. Fahey, S.J., Edited by Jaroslav Z. Skira & Michael S. Attridge,

Bibliotheca

Ephemeridum

Theologicarum

Lovaniensium

CXCIX

,Leuven

Universtity Press, Leuven-Paris- Dudley, MA, 2006, 214-216. Βλ. και CIUSEPPE DOSSETI, Per Una “Chiesa Eucaristica” Rilettura della portata Dottrinale della Costituzione Liturgica del Vaticano II Lesioni del 1965, Acura di Giuseppe Alberico-Giuseppe Ruggieri, societa editrice il Mulino 2002. Εδώ να σημειώσουμε ότι κατά την σύνταξη του άρθρου μας δεν έχει εκδοθεί ακόμα το βιβλίο, Ressourcement: A Movement for Renewal in Twentieth-Century Catholic Theology, Oxford University Press των Gabriel Flynn και Paul Murray eds, με το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Paul McPartlan, ‘‘Ressourcement, Vatican II and Eucharistic Ecclesiology’’και το οποίο δεν μπορέσαμε να λάβουμε υπόψιν μας. 11

Ι. ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Μητρ. Περγάμου, Η Ενότης της Εκκλησίας εν τη θεία Ευχαριστία και τω

Επισκόπω κατά τους τρείς πρώτους αιώνας, 2η Έκδ. Έκδ. Γρηγορη, εν Αθήναις 1990, 189202. Ι. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, ‘‘Έννοια της Οικουμενικότητος της Ορθοδοξίας εν σχέσει προς τας Εθνικάς Αυτοκεφάλους Εκκλησίας’’,

στο Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής,

τόμος 19, Ειδικόν Τεύχος Ανάτυπον, Θεσσαλονίκη 1974, 190-192, και την υποσημείωση 1, 202-205. Του ιδίου, ‘‘Η Β΄ εν Βατικανώ Γενική Ρωμαιοκαθολική Σύνοδος και η Οικουμενική ανανεωτική προσπάθεια αυτής κατ’ ορθόδοξον θεώρησιν’’, στο Γρηγόριος ο Παλαμάς, 566-567 (1965), 297-304. Ειδικά την υποσημείωση 68.

5


εκκλησιολογικής ιδιαιτερότητας ή ποικιλίας στην έκφραση, σε υποκειμενικό επίπεδο, για κάθε ρωμαιοκαθολικό θεολόγο που συμμετέχει στις Επιτροπές και στον εν γένει Θεολογικό Διάλογο12. Τα πράγματα όμως δεν είναι το ίδιο με την Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία13, και στο θέμα της αναγκαιότητας υπάρξεως του πρωτείου, όπως αυτό διατυπώθηκε από τον Affanasief, που επηρέασε

βαθύτατα

την

αντίληψη

των

ρωμαιοκαθολικών

θεολόγων14, και η οποία δεν έχει μια συνοδική κατοχύρωση, αλλά χρησιμοποιείται σε πανορθόδοξο επίπεδο, χωρίς να συνδυάζεται με το γεγονός ότι η συμμετοχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Οικουμενικό Διάλογο γίνεται με την συγκρότηση της σε Τοπικές Εκκλησίες, που εμπεριέχει την δυνατότητα μιας πλουραλιστικής στάσης, αφού κάθε μια Ορθόδοξη Τοπική Εκκλησία μπορεί να

12

Βλ. Ι. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, ‘‘Ενότης και Διαίρεσις εις την Εκκλησίαν, Κατόψεις από την

Αρχαίαν Εκκλησιαστικήν Ενότητα και την ακόλουθον διαίρεσιν με τας αιρέσεις και τα σχίσματα-υπομνήσεις από την νεωτέραν δραστηριότητα δια την ενότητα και την συμφωνίαν με την αγάπην και την αλήθειαν’’, στο Χαριστήριον, Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ Τίκα, υποσ. 1, σ. 386, ο οποίος υπογραμμίζει ότι ο τότε Καρδινάλιος J. Ratzinger και ο Καρδινάλιος W. Kasper «ανελάμβαναν εις συναφή δημοσιεύματα των, να εναρμονίσουν τας θεμελιώδεις ρωμαιοκαθολικάς εκκλησιολογικάς, και γενικότερον δογματικάς αρχάς, προς την δυνατότητα δια μίαν με τον νέον ρωμαιοκαθολικόν Οικουμενισμόν εγκαινιαζομένην «διαπλάτυνσιν» της προς τους άλλους εκκλησιαστικούς σχηματισμούς στάσεως της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, δια να έχει νόημα και ο υπό τας νέας συνθήκας αναλαμβανόμενος θεολογικός διάλογος της Εκκλησίας αυτής με τους «άλλους»(τους «διισταμένους αδελφούς») και δη κυρίως, δια τα ιδικά μας εδώ ενδιαφέροντα, με την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, όπως και της Ορθοδόξου Εκκλησίας με την Ρωμαιοκαθολικήν». 13

Περισσότερα για την Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία στην σχέση πρωτείου και

συνοδικότητας βλ. Π. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ, ‘’Συνοδικότητα και πρωτείο στην Καινή Διαθήκη. Η παύλεια «περιεκτική» ευχαριστιακή θεολογία αίτιο και προϋπόθεση της συνοδικότητας’’, στο Θεολογία 80, 2(2009), 43-66. 14

PAUL MCPARTLAN, ‘‘Eucharistic Ecclesiology'’, One in Christ, 22 (1986), 314-331.Του

ιδίου, ‘‘Catholic Learning and Orthodoxy-The Promise and Challenge of Eucharistic Ecclesiology’’, στο Receptive Ecumenism and the Call to Catholic Learning: Exploring a Way for Contemporary Ecumenism, Paul D.Murray ed., Oxford University Press, 2008, 160-175.Πρβλ. A. DULLES, ‘‘The Centre of Catholicity: Roman Primacy’’, στο The Catholicity of the Church, Clarendon Press, Oxford, 1987, 126-146.

6


εκφράζεται με το ιδιάζον χαρακτηριστικό της γνώρισμα, και που τις πιο πολλές φορές είναι αρνητικό για ολόκληρη την Ορθόδοξη Εκκλησία15. Η έννοια Ωστόσο το κύριο πρόβλημα του Θεολογικού Διαλόγου είναι ακριβώς η εξέλιξη του Παπικού Πρωτείου στην θεολογία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και η οποία εξέλιξη δεν ήταν σύμφωνη με την παράδοση της πρώτης χιλιετίας. Στην Παπική Εγκύκλιο του Πάπα Ιωάννη Παύλου (Ut Unum Sint) αναφέρεται ότι: «Η Καθολική Εκκλησία έχει την πεποίθηση ότι διατήρησε τη διακονία του διαδόχου του Αποστόλου Πέτρου, του Επισκόπου Ρώμης, που ο Θεός ίδρυσε “ως παντοτεινή και ορατή αρχή και θεμέλιο της ενότητας”» (παράγρ. 88). Και, «Είμαι πεπεισμένος ότι έχω στο σημείο αυτό μια ιδιαίτερη ευθύνη... να βρίσκω μια μορφή άσκησης του πρωτείου, το οποίο, χωρίς ν’ αποποιηθώ με κανένα τρόπο την ουσία της αποστολής του, ν’ ανοίγεται σε μια νέα κατάσταση» (παράγρ. 95)16.

15

Πρβλμ. Χ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΊΔΗ, Μητρ. Εφέσου, ‘‘Προοπτικαί στον Ορθόδοξο-

Ρωμαιοκαθολικό Διάλογο’’, στο Ορθοδοξία, τεύχος γ΄ (1995), 400-401.Και την παρατήρηση του Mgr Johan Bonny, ότι: « Η Εκκλησιολογία, εντούτοις, δεν είναι ένα εύκολο θέμα για καμμιά από τις δύο πλευρές. Τα θέματα που συζητούνται σήμερα συνδέονται πράγματι με τα ζητήματα στα οποία και οι δύο πλευρές χρειάζονται διευκρινήσεις εκ των έσω στα οποία και οι δύο πλευρές χρειάζονται διευκρινήσεις εκ των έσω ομοφωνία, προτού βρεθούν σε θέση να συναντήσουν τους «οικουμενικούς» εταίρους τους με ένα σαφές όραμα και μια συνεπή πολιτική….πρέπει να υφίσταται όχι μόνο μεταξύ των Εκκλησιών μας, αλλά και μέσα στις ίδιες τις Εκκλησίες», στο ‘‘Η Μικτή Διεθνής Επιτροπή για το Θεολογικό Διάλογο μεταξύ της Καθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας’’ στο Ορθόδοξη Θεολογία και Οικουμενικός Διάλογος, επιμέλ. Πέτρου Βασιλειάδη, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2005, 190. 16

Εγκύκλιος Επιστολή ΙΝΑ ΠΑΝΤΕΣ ΕΝ ΩΣΙΝ (UT UΝUΜ SΙΝΤ) του αγίου Πατρός

Ιωάννου Παύλου ΙΙ για το οικουμενικό καθήκον, έκδ. Βατικανού, 106 και 114. Στο πως βλέπουν την αυθεντία των επισκόπων ή εάν αυτή γίνεται σεβαστή, ή το πώς ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β΄ θέτει το θέμα του παγκόσμιου πρωτείου βλέπε και τις ρωμαιοκαθολικές απόψεις που αναφέρουν στα άρθρα τους οι: J.R. QUINN, ‘‘The Claims of the Primacy and the Costly Call to Unity’’, στο Briefing, 26 8 (1996), 18-29. J.M.R. TILLARD, ‘‘The Mission of the Bishop of Rome: What is Essential, What is Expected?’’, στο Ecumenical Trends, 27 1(1998), 1-9. Πρβλ. και J.M. TILLARD, ‘‘In Search of Vatican II: Archbishop Quinn’s ‘The Reform of the Papacy’’, στο One in Christ, 36 (2000), 176-184. Β. ΦΕΙΔΑΣ, ‘‘Η παπική

Εγκύκλιος

Ut

Unum

Sint

και

ο

Διάλογος

Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας’’, στο Εκκλησία, ΟΒ (1995), 585-87, 615-17,

7


Το ερώτημα δηλαδή για το Πρωτείο του Πάπα είναι ανοικτό ερώτημα σε όλη την χριστιανοσύνη, παρά το γεγονός ότι αυτό εκφράζεται

μέσα

στα

εκκλησιολογίας, προσφέρει

πλαίσια

της

ρωμαιοκαθολικής

στο Κείμενο της Ραβέννας την

σύγκλιση προς αντιμετώπιση και ερμηνεία της διαφορετικής κατανόησης του πρωτείου κατά την πρώτη χιλιετία. Όμως η απάντηση, όπως δήλωσε και ο Σεβ. Μητρ. Περγάμου Ιωάννης στο Συμπόσιο στην Ρώμη, θα προέλθει από μια από κοινού απάντηση της θεολογίας κα όχι της βιβλικής εξήγησης ή της ιστορίας17. Ενώ ο V. Nicolne Dura τονίζει την κοινή εργασία Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών για το Παγκόσμιο Πρωτείο σε ολόκληρη την παράδοση της πρώτης χιλιετίας 18 . Η σύνθεση του Παγκόσμιου Πρωτείου και Συνοδικότητας απορρέει από την κοινή παραδοχή που εξάγεται από το πόρισμα της Μικτής Επιτροπής, ότι η πλήρης κοινωνία

μεταξύ

της

Ορθόδοξης

και

της

Ρωμαιοκαθολικής

Εκκλησίας είναι δυνατή όταν τοποθετηθεί το ζήτημα του Πρωτείου του Πάπα στην κοινή παράδοση της πρώτης χιλιετίας και την ερμηνεία αυτής της θέσης του Επισκόπου Ρώμης σε ολόκληρη την

660-663. Ι. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, ‘‘Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και η Ένωση των Εκκλησιών. Κριτικό Σχόλιο στη νέα Παπική Εγκύκλιο «Ίνα πάντες έν ώσιν», στο Κοινωνία, 38 (1995), 246-249. 17

JOHN ZIZIQULAS, “Recent Discussions on Primacy in Orthodox Theology,”, στο The

Petrine Ministry: Catholics and Orthodox in Dialogue, ed. Walter Cardinal Kasper, New York: Newman Press, 2006, Translated by the Staff of the Pontifical Council for Promoting Christian Unity, σ. 244.: «Whether and for what theological reasons we need a universal primus, and how we can understand his nature and function. Such theological reasons can emerge from an ecclesiology of communion.... This would mean that the justification of the Roman primacy would depend on whether we agree that the Church consists of full local churches united into one Church without losing their ecclesial fullness; and that primacy at all levels is a necessary means to realize and guarantee this balance between the many and the one». 18

V. NICOLNE DURA, “The ‘Petrine Primacy’: the Role of the Bishop of Rome according to

the Canonical Legislation of the Ecumenical Councils of the First Millennium: an Ecclesiological-Canonical Evaluation”, στο The Petrine Ministry: Catholics and Orthodox in Dialogue, ed. Walter Cardinal Kasper, New York: Newman Press, 2006, Translated by the Staff of the Pontifical Council for Promoting Christian Unity, 164.

8


Εκκλησία

19

.

Στο

Κείμενο

της

Ραβέννας

επιχειρείται

μια

αλληλοσυμπλήρωση των πρεσβειών του Επισκόπου Ρώμης με την συνοδικότητα των Τοπικών Εκκλησιών για την ζωή της Εκκλησίας. 2) Η Σύνθεση Πρωτείου, Συνοδικότητας και Αυθεντίας Το θέμα κινείται στο γεγονός της ευχαριστίας 20 , ανάμεσα στην σχέση της Τοπικής και Παγκόσμιας Εκκλησίας, στην ενότητα και πολλαπλότητα, και στην σχέση αυθεντίας στον ιδρυματικό και συνοδικό θεσμό, εξαιτίας της κοινωνίας του μυστηρίου της εκκλησίας 21 . Στο κείμενο εξετάζεται η ποικιλομορφία μέσα στην ενότητα για να εγκαθιδρύσει την σχέση ανάμεσα στην τοπικές εκκλησίες

και

την

παγκόσμια,

ενότητα

και

καθολικότητα

βρίσκονται μέσα στην σημασία της ποικιλομορφίας. Ο τονισμός της ευχαριστίας ως δηλωτική της ταυτότητας κάθε Τοπικής Εκκλησίας οδηγεί στην ταύτιση τοπικής εκκλησίας με την επισκοπή ή την επαρχία. Πατριαρχεία και Αυτοκέφαλες Εκκλησίες περιορίζονται ως τοπικές εκκλησίες που η ζωή τους διέπεται από τους αρχαίους κανόνες της Εκκλησίας. Η αναγκαιότητα σχέσεως με τις άλλες τοπικές εκκλησιές είναι μια διάσταση που οφείλει η κάθε τοπική εκκλησία να μην λησμονεί. Γιατί η σχέση αυτή είναι δομικό

19

Πρβλ. Δ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Μητρ. Ελβετίας, ‘‘Συνοδική Συνείδηση και Μυστηριακή

Εμπειρία στο έργο της Συνόδου του Τριδέντου’’, στο Λόγος Διαλόγου, Η Ορθοδοξία ενώπιων της τρίτης χιλιετίας, Έκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1997, 290-292. 20

Κείμενο της Ραβέννας, §3.: «Εφόσον η μία και αγία Εκκλησία πραγματούται τόσον

εντός εκάστης τοπικής Εκκλησίας, η οποία τελεί την Ευχαριστίαν, και ταυτοχρόνως εντός της κοινωνίας όλων των Εκκλησιών, πώς η ζωή των Εκκλησιών καθιστά έκδηλον αυτήν την μυστηριακήν δομήν;» 21

Κείμενο της Ραβέννας, §4.: «Ενότης και πολλαπλότης, η σχέσις μεταξύ της μιας

Εκκλησίας και των πολλών τοπικών Εκκλησιών, αυτή η συστατική σχέσις της Εκκλησίας, θέτει επίσης το ζήτημα της σχέσεως μεταξύ της αυθεντίας, η οποία είναι εγγενής εις έκαστον εκκλησιαστικόν θεσμόν, και της συνοδικότητος, η οποία απορρέει εκ του μυστηρίου της Εκκλησίας ως κοινωνίας. Καθ’ όσον οι όροι «αυθεντία» και «συνοδικότης» καλύπτουν μίαν πολύ ευρείαν περιοχήν, θα αρχίσωμεν ορίζοντες τον τρόπον, κατά τον οποίον τους αντιλαμβανόμεθα». Πρβλ. Καρδιναλίου Bernard Alfrink, ‘‘Ποικιλομορφία και Ενότης στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία’’, μεταφρ. Αθ. Αποστόλου και J. Meijer, στο Γρηγόριος ο Παλαμάς.

9


γνώρισμα της ίδιας της καθολικότητας της. Γι’ αυτό και η Παγκόσμια Εκκλησιολογία βρίσκεται ακριβώς για να υπενθυμίσει την απαραίτητη αυτή σχέση μεταξύ των τοπικών εκκλησιών 22. Η σημασία της αυθεντίας και της συνοδικότητας κινείται μέσα στα πλαίσια ότι η Εκκλησία η Παγκόσμια αποτελείται από τοπικές εκκλησίες. Στην κάθε τοπική εκκλησία υπάρχει η Εκκλησία. Η Παγκόσμια Εκκλησία είναι μια πραγματικότητα, γιατί αποτελείται από τοπικές εκκλησίες που βρίσκονται σε κοινωνία μεταξύ τους: «θα αρχίσωμεν ορίζοντες τον τρόπον, κατά τον οποίον τους αντιλαμβανόμεθα» στο μυστήριο της ευχαριστίας ως κοινωνίας προϋποθέτει την αναγνώριση της καθολικότητας, παρά το γεγονός ότι στην ίδια παράγραφο εκφράζεται η αυτοσυνειδησία των εκκλησιών ξεχωριστά η καθεμία, χωρίς να αναφέρεται στο σχίσμα και την διαίρεση. Επάνω σε αυτή την σχέση Παγκόσμιας Εκκλησίας και Τοπικών Εκκλησιών είναι ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτο σημείο γιατί από την σχέση αυτή θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε πως εννοείται το πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης. Πως όμως μπορούμε να ερμηνεύσουμε την αυθεντία και την συνοδικότητα από κοινού την στιγμή που και οι δύο εκκλησίες δηλώνουν την αυτοσυνειδησία τους ανεξάρτητα από την άλλη; Πως μπορεί να έχει η σύνθεση αυθεντίας και συνοδικότητας αξία και συμβολή στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών όταν οι προϋποθέσεις ερμηνείας είναι διαφορετικές; Εάν στην Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία όπως το Σύμβολο της Πίστεως αναφέρει, μπορεί η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία της οποίας ο Επίσκοπος Ρώμης είναι ο πρώτος, να σχετίζεται με την Ορθόδοξη Εκκλησία, για την οποία ο Επίσκοπος Ρώμης δεν συνυπολογίζεται ως μέλος στην κοινωνία των τοπικών εκκλησιών; Μπορούμε να συνθέσουμε την αρχαία

ευχαριστιακή

εκκλησιολογία

με

την

ανάπτυξη

της

αυθεντίας του πρώτου σε παγκόσμιο επίπεδο; Παρά το γεγονός ότι

22

J.A. KOMONCHAK, ‘‘The Local Church and the Church Catholic: The Contemporary

Theological Problematik’’, στο The Jurist, 52 (1952), 416-442.

10


τα πρεσβεία τιμής, «προκαθημένης της αγάπης» με ότι συνεπάγεται αυτό δεν αμφισβήτησε ποτέ η Ορθόδοξη Εκκλησία23. Περισσότερο η αυθεντία είναι αυτή που βρίσκεται στην συνοδικότητα σε ένα οργανικό σύνολο της φύσεως της κοινωνίας της εκκλησίας. Ακριβώς στην αυθεντία που φαίνεται ως δώρο που παραλαμβάνεται από τον Χριστό από τον Θεό Πατέρα και είναι κοινό με τους αποστόλους δια του Αγίου Πνεύματος, για να μην είναι η αυθεντία κατοχή ενός μόνου 24 . Για αυτόν τον λόγο: « Η άσκησις της αυθεντίας, η οποία λαμβάνει χώραν εν τη Εκκλησία εις το όνομα του Χριστού και διά της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος πρέπει να είναι, εις όλας τας μορφάς της και εις όλα τα επίπεδα, διακονία αγάπης, όπως ήτο αυτή του Χριστού (πρβλ. Μάρκ. 10, 45. Ιω. 13, 116)» 25 . Και η αναζήτηση της αυθεντίας περιλαμβάνει όλες τις μορφές της και όλα τα επίπεδα, δείχνοντας την πορεία από την ενιαία εκκλησία στις εκκλησίες που πορεύονται στην ενότητα 26 .

23

Κείμενο της Ραβέννας, § 41. Βλ. ΑΜ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, ‘‘Το Πολίτευμα της Εκκλησίας ο

Μητροπολίτης Επίσκοπος και ιδία ο Ρώμης’’, στο Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής

Πανεπιστημίου

Αθηνών,

Τιμητικόν

Αφιέρωμα

εις

Αρχιμ.

Βασίλειον

Στεφανίδην,1956-57, Αθήναι 1958, 25-34. 24

Κείμενο της Ραβέννας, § 13.

25

Κείμενο της Ραβέννας, § 13.

26

R. GIRALDO, ‘‘Chiesa Locale, collegialita e Papato’’, στο Studi Ecumenici , AXXVI-2 aprile-

Giuno, 240. Εδώ να υπογραμμίσουμε ότι η συσχέτιση συνοδικότητας, πρωτείου και αυθεντίας δεν έχει ερμηνευθεί στην σύγχρονη Ορθόδοξη Θεολογία σε βάθος. Το θέμα είχε συζητηθεί στην Παν-Ορθόδοξη Σύνοδο το 1923 στην Κωνσταντινούπολη αλλά χωρίς να καταλήξουν σε ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα. Για αυτό το θέμα βλέπε στην πρόσφατη εργασία του Patrick Viscuso, A Quest for Reform of the Orthodox Church: the 1923 Pan-Orthodox Congress. An Analysis and Translation of its Acts and Decisions Berkeley, CA: InterOrthodox Press, 2006. Επίσης το ενδιαφέρον άρθρο του Alexander Schmemann, “The Idea of Primacy in Orthodox Ecclesiology, ”St. Vladimir’s Seminary Quarterly 4 (1960), 49-75. Ακόμα βλέπε και την άποψη του Nikall Lossky, που τονίζει ότι στον ορθόδοξο χώρο δεν υπάρχει κάποια κοινή και αποδεκτή συμφωνία μεταξύ των τριών αυτών θεμάτων, στο “Conciliarity-Primacy in a Russian Orthodox Perspective” στο Petrine Ministry and the Unity of the Church: “Toward a Patient and Fraternal Dialogue,” ed., James F. Puglisi Collegeville, MN: The Liturgical Press, 1999, 127-35. Βλ. και τις τοποθετήσεις του Αρχιεπισκόπου Vsevolod της Σκοπέλου της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αμερικής, στο “Primacy and Conciliarity”, στο We Are All Brothers, Fairfax, VA: Eastern Christian Publications, 1999, 327329. Στις απόψεις του Αρχιεπισκόπου Vsevolod θέλουμε να παρατηρήσουμε ότι η μη

11


Όμως η αυθεντία της Εκκλησίας δεν μπορεί να συνδέεται με κάθε είδους πρωτείου του ενός σε παγκόσμιο επίπεδο27. Στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπει την προτεραιότητα της συνοδικότητας, ως πρωταρχική σημασία για την ενότητα των χριστιανών, εξαιτίας της ταύτισης του όρου κοινωνία με τον λατινικό όρο communion της ευχαριστίας: «την ευχαριστιακήν κοινωνίαν (λατινιστί communio. Βεβαίως η εκκλησιαστική κοινωνία βρίσκεται πρώτιστα ως ευχαριστιακή κοινωνία. Και επειδή η Καθόλου Εκκλησία είναι κοινωνία των τοπικών Εκκλησιών, που τελούν την Ευχαριστία υπό του τοπικού Επισκόπου, η ενότητα εκφράζεται όχι με την πρόταξη ενός πρωτείου αλλά με την συνοδικότητα μιας Οικουμενικής Συνόδου. Στο Κείμενο της Ραβέννας η συνοδικότητα προέρχεται από την σύνδεση τοπικής Εκκλησίας και κοινωνίας. Η ταύτιση των δύο όρων αυτών έρχεται ως εγγύηση της βάσης του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος, της πραγματικής κοινωνίας χωρίς να υπάρχει κάποια ανισότητα ή ελάττωση ή υπαγωγή

28

. Βέβαια η σημασία της

τήρηση της κανονικής τάξης στον χώρο της Διασποράς και ο μη σεβασμός των προνομίων και των δικαιωμάτων του πρώτου, όπου και υπάγονται σε αυτόν, δεν μπορεί να αναχθεί στην αναγκαιότητα της πρόταξης ενός πρωτείου με την αυθεντία για την επίλυση των προβλημάτων της διασαλευόμενης τάξης που επικρατεί, ειδικότερα όταν τα προβλήματα αναφέρονται και σε διαφορετικές εκκλησίες. Για περισσότερα βλέπε και το αξιόλογο άρθρο του Αρχιμ. Γρηγορίου Δ. Παπαθωμά, ‘‘ Η Αντιθετική σχέση κατά τόπον Εκκλησίας και εκκλησιαστικής «Διασποράς» (Η εκκλησιολογική ενότητα έναντι της «συν-εδαφικότητας» και της «πολύ-δικαιοδοσίας»), στο Σύναξη 90 (2004), 28-44. 27

Πρβλ. HILARION V. CANN, S.T.L., J.C.D. ‘‘Changing Emphases in the Concept of

Authority in the Church’’, στο The Jurist 23 (1963), 377-393. Ι. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Αι προ της Συνόδου της Νικαίας Αντιλήψεις περί του Αξιώματος του Αποστόλου Πέτρου, Ανάτυπον εκ της Επιστημονικής Επετηρίς Θεολογικής Σχολής, τόμος ιζ΄, Θεσσαλονίκη 1972, σσ. 42. 28

Κείμενο της Ραβέννας, § 5. « Η συνοδικότης αντανακλά το Τριαδικόν μυστήριον και

ευρίσκει εις αυτό την τελικήν θεμελίωσίν της. Τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος «αριθμούνται», όπως λέγει ο Μέγας Βασίλειος (Περί του Αγίου Πνεύματος, 45), χωρίς ο χαρακτηρισμός των ως «δευτέρου» ή «τρίτου» προσώπου να υποδηλώνη μείωσιν ή υποταγήν τινα. Ομοίως, υφίσταται επίσης μία τάξις μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών, η οποία εν τούτοις δεν υποδηλώνει ανισότητα εις την εκκλησιαστικήν των φύσιν». Βλ. Γ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ουσία και Ενέργειαι του Θεού κατά τον Μέγαν Βασίλειον, Συμβολή εις την Ιστορικοδογματικήν Διερέυνησιν της περί Ουσίας και Ενεργειών του Θεού Διδασκαλίας

12


αρίθμησης μας οδηγεί στο θέμα της μοναρχίας του Πατρός. Το γεγονός

όμως

ότι

στην

Δυτική

Θεολογία

η

θεμελιώδης

εκκλησιολογική κατηγορία σκέψης της ταύτισης Ουσίας και Ενέργειας, Κτιστού και Ακτίστου και η δογματική κατοχύρωση του Filiogue δεν μας εξηγεί επαρκώς εάν αυτή μπορεί να είναι συμβατή με την σημασία της μοναρχίας, όπως αυτή υπάρχει στους Καππαδόκες Πατέρες 29 . Συνέπεια αυτών είναι η δημιουργία των σχημάτων, «Μονάς- Δυάς», «Ένας–Πολλοί» που παραλληλίζονται στην κανονική τάξη της Εκκλησίας. Όμως στην Τοπική Εκκλησία, κατά την ορθόδοξο εκκλησιολογία, δεν αλλοιώνεται η ποιότητα της καθολικότητας, επειδή πρότυπο της Εκκλησίας είναι τα πρόσωπα της

Αγίας

Τριάδος,

αλληλοπεριχωρούμενα

αδιαίρετα κατά

τις

κατά

την

υποστάσεις,

ουσία υπάρχει

και στην

Εκκλησία ο Χριστός, όχι ως συνεχιζόμενος Πέτρος αλλά ως η παρατεινόμενη

Πεντηκοστή

30

.

Έτσι

διατηρείται

ο

αρραγής

σύνδεσμος Χριστολογίας και Πνευματολογίας στην Ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Η πρόταξη αυθεντίας και πρωτείου σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως αυτό κατανοείται στο κείμενο της Ραβέννας, για την

της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993, 70.:

«Εφ’ όσον

«συναριθμείται» μετά του Πατρός και του Υιού, κοινωνεί μετ’ αυτών κατά την φύσιν και είναι ως εκ τούτου άκτιστον. είναι φύσει άγιον, ως και ο Πατήρ και ο Υιός. Δια τον λόγον αυτόν είναι και τούτο, ως και ο Πατήρ και ο Υιός ακατάληπτον κατά την ουσίαν». 5

Βλ. και Αρχιμ. Νεκταρίου Χατζημιχάλη, ‘‘Αγίας Τριάς και Εξωτερική Ιεραποστολή’’, στο

Θεολογία, 46 4 (1975), 803-810. 29

Χ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Περί Φωτός, Προσωπικές ή φυσικές ενέργειες: Συμβολή στη σύγχρονη

προβληματική στον ορθόδοξο χώρο, Λειμών Αμφιλαφής 4, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 1999, 100-103. Χ. ΓΟΥΡΙΔΗ, ‘‘Η Παπική «Διασάφιση» του 1995 στο πρόβλημα του Filioque και η ορθόδοξη προσέγγιση της’’ στο Θεολογία 78 (2007), 660-661. 30

Ι. ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Μητρ. Περγάμου, Η Ενότης της Εκκλησίας εν τη θεία Ευχαριστία και τω

Επισκόπω κατά τους τρείς πρώτους αιώνας, 2η Έκδ. Έκδ. Γρηγόρη, εν Αθήναις 1990, 138. ΜΑΞΙΜΟΥ Μητρ, Σάρδεων, Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, Θεσσαλονίκη 1990, 138. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, ‘‘Η Κοινωνικότητα στη Δομή, την Οργάνωση και το Ήθος της Τοπικής και της Καθόλου Εκκλησίας’’ στο Πρακτικά Δ΄ Επιστημονικού Συνεδρίου, Η Κοινωνική Διάσταση του Έργου της Εκκλησίας, Ένωσις Θεολόγων Βορείου Ελλάδος 4-6 Μαΐου 1989 Καβάλα, Θεσσαλονίκη 1991, 76-78. Γ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, ‘‘Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός Ιστορικοδογματικό σχόλιο στο ερώτημα περί του Σχίσματος Ανατολής και Δύσεως’’, στο Γρηγόριος ο Παλαμάς, 787 (2001), 266-270.

13


πρώτη χιλιετία δεν υπήρχε, το πρωτείο του Πάπα ήταν πρωτείο τιμής, άνευ οποιασδήποτε αυθεντίας στο παγκόσμιο επίπεδο, το πρωτείο τιμής αντιμετωπιζόταν ως σύνηθης πρακτική. Η κοινωνία με την Εκκλησία της Ρώμης ως τοπικής Εκκλησίας με τον Επίσκοπο αυτής με τις υπόλοιπες εκκλησίες, δεν σήμαινε τίποτα περισσότερο από ότι ίσχυε για όλες τις τοπικές εκκλησίες και για όλους τους Επισκόπους31. Με βάση αυτήν την παρατήρηση στο Κείμενο της Ραβέννας υπονοείται ότι ο Πάπας είναι πρώτος, όχι έξω ή πάνω από τους Επισκόπους, τους ‘‘πρώτους’’ των τοπικών Εκκλησιών. Ως πηγή το επισκοπικού λειτουργήματος της κάθε τοπικής Εκκλησίας, όπως ο Πατήρ είναι πηγή του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Έτσι η Μία Αγία Καθολική Εκκλησία αναφέρεται στην τοπική και στην καθολική παγκόσμια κοινωνία των εκκλησιών που σημαίνει ότι κάθε Τοπική Εκκλησία είναι μια εκδήλωση της

Καθολικής

Εκκλησίας σε μια ιδιαίτερη θέση, που δεν μπορεί να υφίσταται στην ορθόδοξη εκκλησιολογία, στην οποία η Τοπική και η Παγκόσμια συνιστούν μία Εκκλησία32. Για να γίνει πιο κατανοητό, αυτό το κείμενο της Ραβέννας κάνει αναφορά στον 34ον Αποστολικό κανόνα που αναγνωρίζεται από κοινού και διέπει την εκκλησιαστική τάξη. Ο Αποστολικός Κανόνας είναι το θεμέλιο της συνοδικότητας και ξεκινά με την αποδοχή της σημασίας του πρωτείου (κεφαλή-πρώτος).

Ο

επίσκοπος στην Τοπική Εκκλησία ως πρώτος (κεφαλή) δεν αποκλείει την συνοδικότητα την προϋποθέτει πράγματι και την

31

Β. ΦΕΙΔΑ, ‘‘Η Θέσις του πρώτου των Επισκόπων εις την κoινωνίαν των τοπικών

εκκλησιών’’, στο Eglise Locale et Eglise Universelle, Τοπική Εκκλησία και κατά την Οικουμένην Εκκλησία, Etudes Theologigues, es Editions Ducentre Orthodoxe, Chambesy 1981, 151-175. E. CLAPSIS, ‘‘Papal Primasy’’, στο Orthodoxy in Conversation, Orthodox Ecumenical Engaments, WCC Publications, Geneva Holy Cross Orthodox Press, Brookline Massachusetts, 2000, 109-110. 32

Ι. ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Μητρ. Περγάμου, Η Ενότης της Εκκλησίας εν τη θεία Ευχαριστία και τω

Επισκόπω κατά τους τρείς πρώτους αιώνας, 2η Έκδ. Έκδ. Γρηγορη, εν Αθήναις 1990, 12-13, υποσημείωση 31.

14


προάγει, αφού η εκκλησιαστική κοινωνία πραγματώνεται στην υπακοή των μελών της κοινότητας προς αυτόν 33 . Με αυτόν τον τρόπο όλα τα χαρίσματα είναι υπό τον Επίσκοπο για την κοινωνία της τοπικής εκκλησίας34. Όμως κατά την γνώμη μας επειδή ο 34ος Αποστολικός Κανόνας είναι γενικός για την αλληλό-συσχέτιση μεταξύ πρωτείου και συνοδικότητας δεν θα ήταν δόκιμο να θεωρηθεί σε μια διαφορετική ερμηνεία του πρωτείου σε παγκόσμιο επίπεδο. Εφόσον αυτός δεν λαμβάνει υπόψιν την διατύπωση του Συμβόλου της Πίστεως και τον καθορισμό των δικαιοδοσιών των Πατριαρχών35. Γιατί αμέσως γεννάται το ερώτημα: η συνοδικότητα που συμπεριλαμβάνει το πρωτείο σε παγκόσμιο επίπεδο μήπως προσφέρει δύο τρόπους ασκήσεως της αυθεντίας, έναν συνοδικό και έναν προσωπικό36; Στην συνέχεια η ερμηνεία του Αποστολικού κανόνα βρίσκεται στο εξής βασικό σημείο: «Η πρακτική εφαρμογή του είναι δυνατόν να ευρεθή εις τας συνόδους μιας επαρχίας, περιφερείας ή πατριαρχείου. Το γεγονός ότι η σύνθεσις μιας επαρχιακής συνόδου είναι πάντοτε κατ' ουσίαν επισκοπική, ακόμη και όταν περιλαμβάνη άλλα μέλη της

33

Κείμενο της Ραβέννας, § 20. «Εν τούτοις, η συνοδικότης περιλαμβάνει επίσης όλα τα

μέλη της κοινότητος τα τελούντα εν υπακοή προς τον επίσκοπον, ο οποίος είναι ο πρώτος και η κεφαλή της τοπικής Εκκλησίας, ως απαιτείται τούτο υπό της εκκλησιαστικής κοινωνίας». 34

Κείμενο της Ραβέννας, § 21. «Όλα τα χαρίσματα και τα αξιώματα εις την Εκκλησίαν

συγκλίνουν εις την ενότητα υπό το αξίωμα του επισκόπου, ο οποίος υπηρετεί την κοινωνίαν της τοπικής Εκκλησίας». 35

Π. DUPREY P.B., μεταφρ. Αρχιμ. Βαρθολομαίου Αρχοντώνη (νυν Οικουμενικού

Πατριάρχου), ‘‘Η Συνοδική Δομή της Εκκλησίας εν τη Ανατολική Θεολογία’’, στο Γρηγόριος ο Παλαμάς, 628 (1972), 110-132 και 629 (1972), 201-213. Εδώ 112-132. 36

Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ‘‘Συνοδικός θεσμός. Χαρισματικός και ενοποιός χαρακτήρας

του. Μια ορθόδοξη θεώρηση’’, στο Πρακτικά θεολογικού Συνεδρίου με θέμα Το Άγιον Πνεύμα, Θεσσαλονίκη 1992, 542-543: «σε καμιά περίπτωση κανένας επίσκοπος μπορεί μόνο αυτός και αποκλειστικώς φορέας του συνόλου της εκκλησιαστικής εξουσίας, ή να κατέχει πρωτείο εξουσίας επί άλλων επισκόπων, διότι αυτό αντιβαίνει προς την αρχαία πράξη της Εκκλησίας….διότι παραμένει η αντίφασις της υπάρξεως εν τη Εκκλησία, παραλλήλως, δύο ανωτέρων εξουσιών, της εξουσίας του σώματος των επισκόπων και εκείνης του Πάπα Ρώμης, η τελευταία των οποίων, εις την ουσίαν και την πράξιν, υπερισχύει της φύσεως της πρώτης εν τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία».

15


Εκκλησίας, αποκαλύπτει την φύσιν της συνοδικής αυθεντίας. Μόνον οι επίσκοποι έχουν φωνήν διαβουλευτικήν. Η αυθεντία μιας συνόδου βασίζεται εις την φύσιν αυτού τούτου του επισκοπικού αξιώματος και φανερώνει την συλλογικήν φύσιν του» 37 . Ο (πρώτος -κεφαλή) στο περιφερειακό επίπεδο υπάρχει κατά ανάλογο τρόπο με εκείνο που αντιστοιχεί στον Μητροπολίτη και τον Πατριάρχη. Στο καθολικό επίπεδο περιγράφεται η κοινωνία με ιδιαίτερη προσοχή και καινοτομία. Αυτή η καινοτομία αφορά την σύνθεση της παγκόσμιας εκκλησιολογίας για το πρωτείο το οποίο εκφράζεται με την ευχαριστιακή εκκλησιολογία με εξαίρετη και ιδιαίτερη έκφραση και είναι το σημαντικότερο θεολογικό σημείο του Κειμένου της Ραβέννας, που μπορεί να γίνει εφαρμόσιμη με βάση και τον 34ον Αποστολικό Κανόνα: «Εκάστη τοπική Εκκλησία ευρίσκεται εν κοινωνία όχι μόνον μετά των γειτνιαζουσών Εκκλησιών, αλλά μετά του συνόλου των τοπικών Εκκλησιών, μετ’ εκείνων, αι οποίαι υπάρχουν τώρα εις τον κόσμον, μετ’ εκείνων, αι οποίαι υπήρξαν απ' αρχής, μετ’ εκείνων, αι οποίαι θα υπάρξουν εις το μέλλον, καθώς και μετά της ήδη εν δόξη ευρισκομένης Εκκλησίας. Συμφώνως προς την θέλησιν του Χριστού, η Εκκλησία είναι μία και αδιαίρετος, η αυτή πάντοτε και πανταχού. Αμφότεραι αι πλευραί ομολογούν εις το Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως ότι η Εκκλησία είναι μία και καθολική.

Η

καθολικότης

αυτής

εμπεριέχει

όχι

μόνον

την

ποικιλομορφίαν των ανθρωπίνων κοινοτήτων αλλ' επίσης και την θεμελιώδη ενότητά των»38. Με βάση τα παραπάνω η συνοδικότητα της Εκκλησίας βρίσκεται στην ύπαρξη των τριών επιπέδων: τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο, αντί για δύο επίπεδα όπως το θέλει η δυτική παράδοση.

Το

ρωμαιοκαθολική

ενδιάμεσο

επίπεδο,

κατανόηση

και

το στην

‘‘περιφερειακό’’ σχέση

τοπικής

στην και

παγκόσμιας εκκλησίας και στον σχολιασμό του Πάπα Βενέδικτου

37

Κείμενο της Ραβέννας, § 25.

38

Κείμενο της Ραβέννας, § 32.

16


ΙΣΤ΄ και του Καρδιναλίου W. Kasper, τοποθετείται σε μια ανανεωμένη κατανόηση των επιμέρους εκκλησιών εντός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας

39

. Το περιφερειακό ως ενδιάμεσο

στάδιο μεταξύ της τοπικής και παγκόσμιας εκκλησίας, εκφράζει μια κοινωνία, μιας μητρόπολης ή ενός Πατριαρχείου, δηλαδή μια ξεχωριστή εκκλησιολογική πραγματικότητα. Το ζητούμενο είναι πως θα προχωρήσει παραπέρα η προσπάθεια για την ενότητα των δύο Εκκλησιών, σε αναφορά στην εκκλησιολογία και στην διαφορετική δομή που έχουν οι δύο Εκκλησίες μετά το σχίσμα. Σύμφωνα με τον Καρδινάλιο

W. Kasper, δύο δρόμοι πρέπει να

αποκλεισθούν: η ‘‘ένωση’’ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών και η περίπτωση της ‘‘μείξης’’. Η

σύνθεση

Παγκόσμιου

Πρωτείου

και

Συνοδικότητας

εμπεριέχεται στην σημασία περί της ‘‘ακεραίας αποκαταστάσεως της κοινωνίας μεταξύ Ανατολής και Δύσεως’’ 40 . Συνεπώς, δεν πρόκειται για επιστροφή στην κανονική τάξη της Αρχαίας και Αδιαιρέτου Εκκλησίας, ούτε ματαίωση της προσπάθειας για της ενότητας. Το πρόβλημα κατά την γνώμη μας είναι μέχρι ποιο σημείο, σύμφωνα με το Κείμενο της Ραβέννας, η αποκατάσταση της κοινωνίας

μπορεί

να

ανεχθεί

την

διαφορετικότητα

ή

την

ποικιλομορφία της καθολικότητας: Πρόκειται περί της ενότητας της πίστης

σε

μια

αμοιβαία

ποικιλομορφία/διαφορετικότητα,

σχέση των

με

την

διατυπώσεων

ενότητα/ της;

«Η

εκκλησιαστική κοινωνία είναι το δώρον, διά του οποίου όλη η ανθρωπότης συνδέεται από κοινού εν τω Πνεύματι του Αναστάντος Κυρίου. Η ενότης αύτη, η οποία δημιουργείται υπό του Πνεύματος, μακράν του να περιπέση εις ομοιομορφίαν, απαιτεί και ούτω

39

Congregation for the Doctrine of the Faith Commentary on the Document, Responses to

some questions regarding certain aspects of the Doctrine on the Church, στο internet, http://www.vatican.va/roman_curia/congregatihtml/dl. 40

W. KASPER, Καρδιν. ‘‘Ενότητα , διατηρώντας την διαφορετικότητα μας’’, συνέντευξη

στο

Αθηναϊκό

Πρακτορείο,

στο

διαδίκτυο,

http://panagiotisandriopoulos.blogspot.com/2008/12/walter-kasper.html.

17


διαφυλάσσει - και, τρόπον τινά, ενισχύει - την ποικιλομορφίαν και την ιδιαιτερότητα»41. Ο Καρδινάλιος W. Kasper, μας αναφέρει την βαθύτερη αναγκαιότητα

της

σχέσεως

καθολικότητας

με

την

ποικιλομορφία/διαφορετικότητα με μια πλουραλιστική θεώρηση: «πρόκειται περί ανταλλαγής των θείων δωρημάτων, τα οποία αξιωθήκαμε να έχουμε και οι δύο, ώστε τελικά να εμπλουτισθούμε και οι δύο, δηλαδή η μία Εκκλησία δια της άλλης και αμφότερες η μία από την άλλη» 42 . Η ποικιλομορφία και η διαφορετικότητα σχετίζονται με την ενότητα: «Ωρισμέναι εξ αυτών των ρυθμίσεων είναι δυνατόν να εφαρμόζωνται κατά διάφορον τρόπον συμφώνως προς τας ανάγκας της εκκλησιαστικής κοινωνίας εις διαφόρους καιρούς και τόπους, υπό τον όρον ότι η ουσιώδης δομή της Εκκλησίας είναι πάντοτε σεβαστή» 43 . Η απαίτηση για να εκφραστεί και να αναγνωριστεί το πρωτείο στο παγκόσμιο επίπεδο γίνεται από το γεγονός ότι στις συνόδους «αναγνωρίζει εις τας αποφάσεις αυτάς την μίαν αποστολικήν πίστιν των τοπικών Εκκλησιών, η οποία ήτο πάντοτε η αυτή και της οποίας διδάσκαλοι και θεματοφύλακες είναι οι επίσκοποι». Η καθολικότητα συνδυασμένη με την ποικιλομορφία των

ανθρώπινων

κοινοτήτων

νομιμοποιεί

την

δυνατότητα

41

Κείμενο της Ραβέννας, § 31.

42

Βλ. και HEINRICH TENHUMERG, ‘‘Η Ένωσις των Εκκλησιών ως Επανένωσις αυτών

υπο την Μορφήν Οργανισμών Σκέψης επί του Σκοπού και της Σημασίας των Οικουμενικής Φύσεως Προσπαθειών’’, μετφρ. Αθανασίου Μπασδέκη, στο Γρηγόριος ο Παλαμάς, 650 (1975), 336-338. J. WILLEBRANDS, ‘‘Address of H. E. Cardinal John Willebrands during the Doxology at the opening of the Patmos meeting’’, στο Information Service, 1 (1980), III-IV, 107: «"There are varieties of gifts, but the same Spirit" said Paul to the Christians of Corinth: and he added "To each is given the manifestation of the Spirit for the common good" (I Cor 12:4, 7). Clearly this is not only true at the level of individuals: it applies also to the lives of our Churches, called as they are to live in different historical and cultural circumstances. Our Churches received the same faith; they have developed this Christian inheritance in different ways and manners, and "the heritage handed down by the apostles was received differently and in different forms, so that from the very beginning of the Church its development varied because of differing mentalities and ways of life" (Unitatis Redintegratio, 14)». 43

Κείμενο της Ραβέννας, § 16.

18


έκφρασης που ανταποκρίνονται στις ανάγκες των κοινοτήτων αυτών, κάτι που αποτελεί πλήγμα στην αυτοσυνειδησία της ορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνία δεν έχει διασπαστεί, δεν υπάρχει διαίρεση, διατηρείται και εκφράζεται πρώτα από όλα από τις σχέσεις μεταξύ των επισκόπων44. Η κατανόηση γίνεται πιο δύσκολη ακόμα όταν η διατύπωση «αι οποίαι υπάρχουν τώρα εις τον κόσμον, μετ’ εκείνων, αι οποίαι υπήρξαν απ' αρχής, μετ’ εκείνων, αι οποίαι θα υπάρξουν εις το μέλλον, καθώς και μετά της ήδη εν δόξη ευρισκομένης Εκκλησίας», και μπορεί να σημαίνει την κοινωνία προ του σχίσματος. Αλλά η διατύπωση αφήνει να εννοηθεί ότι και μετά το σχίσμα η κοινωνία δεν διασπάσθηκε, παρά τις διαφοροποιήσεις: «Μια τάξη επομένως αναγνωρίστηκε και έγινε σεβαστή μεταξύ των επισκόπων» ειδικότερα μεταξύ των πρώτων, των Πατριαρχών, σε όλα τα επίπεδα της Αδιαιρέτου Εκκλησίας. Σε αυτό συμφωνούν και οι Ρωμαιοκαθολικοί και οι Ορθόδοξοι Εκπρόσωποι της Μικτής Επιτροπής για όλα τα επίπεδα: «Αμφότεραι αι πλευραί συμφωνούν ότι η κανονική αύτη τάξις ανεγνωρίζετο υπό πάντων κατά την περίοδον της αδιαιρέτου Εκκλησίας»45. 3) Η Σχέση Συνοδικότητας και Πρωτείου στο Παγκόσμιο Επίπεδο Στο

παγκόσμιο

επίπεδο

προτάσσεται

η

ευχαριστιακή

εκκλησιολογία έναντι της εκκλησιολογίας της κοινωνίας. Η Παγκόσμια Εκκλησία δεν χρειάζεται να είναι η εκκλησιολογία της κοινωνίας, που μπορεί να συμβαδίζει με τους Επισκόπους και την διδασκαλία. Αυτό μπορεί να υπάρχει σε όλες τις τοπικές εκκλησίες

44

Κείμενο της Ραβέννας, § 40 «Αι σχέσεις αύται, μεταξύ των ιδίων των επισκόπων,

μεταξύ των επισκόπων και των αντιστοίχων πρώτων αυτών, καθώς επίσης και μεταξύ των ιδίων των πρώτων κατά την κανονικήν τάξιν, η οποία μαρτυρείται υπό της αρχαίας Εκκλησίας, εξέθρεψαν και εδραίωσαν την εκκλησιαστικήν κοινωνίαν». 45

Κείμενο της Ραβέννας, § 41.

19


και τις σχέσεις μεταξύ τους 46 . Η θεμελίωση της κοινωνίας αυτής απαιτεί όμως το πέρασμα από την ημιτελή στην πλήρη κοινωνία. Η αυθεντία και η

συνοδικότητα σε παγκόσμιο επίπεδο είναι

κατανοητή σε αναφορά με την θέση του πρώτου και την συνοδικότητα ως

ισχνή έκφραση της κοινωνίας των τοπικών

εκκλησιών, που τίθενται παράλληλα. Μια προσεκτική διατύπωση, ιδιαιτέρως σημαντική, που μας βοηθά να κατανοήσουμε την προτεραιότητα της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας στο παγκόσμιο επίπεδο,

είναι

και

η

αναφορά

του

κειμένου

στην

ίδρυση

Αυτοκέφαλων Εκκλησιών και την συγκρότηση των Επισκοπικών Διασκέψεων, αφού αυτές δεν αποτελούν διοικητικές υποδιαιρέσεις μόνο αλλά

και

εκφράζουν

την

κοινωνία.

Πως

μπορεί να

συμβάλλουν οι Επισκοπικές Διασκέψεις αποτελεσματικά στον διάλογο με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία47;

46

G. H. TAVARD, The Church, Community of Salvation ,An Ecumenical Ecclesiology, New

Theology Studies 1, A Michael Glazier Book, The Liturgical Press, Collegeville, Minnesota, 1992, 199-202. 47

Κείμενο της Ραβέννας § 30-31. Εδώ κατά την προσωπική μας άποψη, εάν οι

Επισκοπικές Διασκέψεις εκφράζουν την κοινωνία, πόσο επηρεάζουν όμως τον Θεολογικό Διάλογο Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας; Μήπως αποφάσεις αυτών των Διασκέψεων εντάσσονται στον Θεολογικό Διάλογο χωρίς την σύμφωνη γνώμη τουλάχιστον από πλευράς ορθοδόξου, όλων των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Είναι αξιοσημείωτη η παρατήρηση του B.E.Hinze, στο (‘‘Synodality and Ecumenicity Marks of a Trinitarian Church’’ στο In God’s Hands, Essays on the Church and Ecumenism in Honour of Michael A. Fahey, S.J., Edited by Jaroslav Z. Skira & Michael S. Attridge, Bibliotheca Ephemeridum Theologicarum Lovaniensium CXCIX ,Leuven Universtity Press, LeuvenParis- Dudley, MA, 2006, 216-17) και G. R. EVANS, The Church and the Churches Toward an ecumenical ecclesiology Cambridge University Press, 2002, 278, για το συγκεκριμένο Κείμενο της Ραβέννας. Σε επίπεδο Επισκοπικών Διασκέψεων αναφέρει την συμφωνία των ορθοδόξων κανονικών Επισκόπων της Αμερικής με τους Ρωμαιοκαθολικούς σχετικά με την αυθεντία της συνοδικότητας και του πρωτείου. Το Κείμενο είναι του 1989 με θέμα: ‘‘An Agreed Statement on Conciliarity and Primacy in the Church U.S. Theological Consultation’’, Στο διαδίκτυο http://www.scoba.us/resources/orthodoxcatholic/conciliarityandprimacy.htl. Επίσης και στο Creek Orthodox Theological Review, 35 (1990), 217-220, και στο St. Vladimir's Theological Quarterly, 34 4 (1990), 343–355. Το έγγραφο, όπως αναφέρεται και στο κείμενο, προωθεί τον επίσημο Θεολογικό Διάλογο μεταξύ της Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Πως μπορεί αυτό να είναι αποδεκτό και από την ορθόδοξη Εκκλησία; και το οποίο είναι διάφορο από την αλληλοσυσχέτιση των θεμάτων που συζητούνται στις

20


Ο ίδιος ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ σε άρθρο του αναγνωρίζει ότι δεν υπήρχε στην πρώτη χιλιετία ένα είδους παγκόσμιου πρωτείου48. Η αναζήτηση ενός πρωτείου σε παγκόσμιο επίπεδο δεν υπήρχε στην πρώτη χιλιετία. Μετά και από την περίοδο της συγκλήσεως των κοινών Οικουμενικών Συνόδων και το σχίσμα, και την ανυπαρξία της Αυτοκρατορίας, προσπαθεί

κατά την γνώμη μας να

διασαφηνίσει το Κείμενο της Ραβέννας. Η Παγκόσμια Εκκλησία δηλώνεται ξεκάθαρα στο σημείο: «ότι πρέπει να ομολογήται και να βιώνεται μία και η αυτή πίστις εις όλας τας τοπικάς Εκκλησίας, να τελήται η αυτή μοναδική Ευχαριστία πανταχού, και να επιτελήται μία και η αυτή αποστολική διακονία εις όλας τας κοινότητας» 49 . Στην σύνθεση αυθεντίας και συνοδικότητας λοιπόν έχουμε και την σύνθεση πρωτείου και αυθεντίας. Ακόμα η έννοια της λέξης ‘‘Οικουμενική’’ στην φράση ‘‘Οικουμενική Σύνοδος’’ είναι δύσκολο να κατανοηθεί ότι μπορεί να σημαίνει προώθηση της ενότητας. Η Οικουμενική Σύνοδος είναι Οικουμενική επειδή η σημασία της λέξεως ‘‘Οικουμένη’’ αναφέρεται σε ολόκληρο τον κατοικούμενο κόσμο της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, όπως

ομολογεί

το

Σύμβολο

της

Πίστεως

Νικαίας

Πανορθόδοξες Διασκέψεις εν σχέση με την Ρωμαιοκαθολική θεολογία. Για περισσότερα βλέπε τον σχολιασμό της Ευαγγελίας Βαρέλλα, στο ‘‘Πανορθόδοξοι Διασκέψεις και Β΄ Βατικανή Σύνοδος-μια παράλληλος πορεία’’, στο Γρηγόριος ο Παλαμάς 733 (1990), 558575. 48

JOSEPH RATZINGER, Καρδιν. Νύν Επίτιμου Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ΄, ‘‘The Theological

Locus of Ecclesial Movements’’, στο Communion, International Catholic Review, 25 (1998), 499500 και την υποσημείωση 20, 499.: ‘‘The aversion to the primacy and the disappearance of the sense of the universal Church doubtless have to do with the fact that the concept o that the concept of universal Church is thought to be tied to the papacy alone. The papacy, isolated and without any living connection with universal ecclesial then appears as a scandalous monolith, that upsets the image of a Church reduced to purely local ecclesial ministries and the coexistence of juxtagortred communities. But this image precisely does not capture the reallty of the ancient Church communities”. Βλ. και Miguel MA Garijo-Guembe, ‘‘Αδελφές Εκκλησίες σε Διάλογο, Σκέψεις ενός ρωμαιοκαθολικού θεολόγου’’, μεταφρ. Ιωάννου Σ. Πέτρου, στο Καιρός Τόμος Τιμητικός στον Ομότιμο Καθηγητή Δαμιανό Δόϊκο, στο Επιστημονική Επετηρίς, τόμος 5, Θεσσαλονίκη 1995, 395-397. 49

Κείμενο της Ραβέννας, § 33.

21


Κωνσταντινουπόλεως50. Η Οικουμενική Σύνοδος απαρτίζεται από το σύνολο των Ιεραρχών Επισκόπων της οικουμένης της Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Η Εκκλησία ως Μια Αγία και Καθολική

και Αποστολική συνέρχεται στις Οικουμενικές

Συνόδους. Παρά το γεγονός ότι στο κείμενο τονίζεται ότι ο Επίσκοπος της Ρώμης δεν συγκάλεσε ποτέ Οικουμενικές Συνόδους κατά την περίοδο της πρώτης χιλιετίας51. Περαιτέρω όμως με βάση το Κείμενο της Ραβέννας, η αναγνώριση των Οικουμενικών Συνόδων πέρα από την σύγκληση, που είναι και κοινή θέση και των δύο Εκκλησιών κ.τλ.π. επισημαίνεται: «Η οικουμενικότης των αποφάσεων μιας Συνόδου αναγνωρίζεται δια μέσου μιας διαδικασίας αποδοχής είτε μακράς είτε βραχείας διαρκείας52…. διότι αι επίσημοι δογματικαί αποφάσεις των και αι διατυπώσεις των περί της κοινής πίστεως, ιδίως επί κρισίμων θεμάτων, είναι δεσμευτικαί δι’ όλας τας Εκκλησίας και όλους τους πιστούς, εις οιονδήποτε χρόνον και τόπον. Διά τούτο αι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων παραμένουν κανονιστικαί»

53

, χωρίς να

επεξηγούν γιατί η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αποδέχεται 21 Οικουμενικές Συνόδους, με κύριο χαρακτηριστικό της δεύτερης χιλιετίας, το γεγονός ότι συγκροτούνται με την βούλα του Πάπα. Το κείμενο μας βοηθά και είναι προσεκτικά διατυπωμένο ώστε η Μικτή Επιτροπή για την σύγκληση των Οικουμενικών Συνόδων να αναφέρει το αξιοπρόσεκτο σημείο πως: «Πρέπει να αναζητηθούν τα μέσα,

τα

οποία

θα

επιτρέψουν

την

επανεγκαθίδρυσιν

της

οικουμενικής ομοφωνίας»54. Ποια είναι τα μέσα όμως που πρέπει να αναζητηθούν για την οικουμενική ομοφωνία; Η αναφορά αυτή μας προκαλεί

μια

ανησυχία.

Ο

ισχυρισμός

ότι

χρειάζεται

μια

«επανεγκαθίδρυσιν» μπορεί να κλονίσει το κύρος και την αυθεντία

50

Πρβλ. Ι. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, ‘‘Η Χρησιμοποίησις της λέξεως ‘‘Οικουμενικός’’ εν Σχέσει

προς τας Συνόδους’’, στο Γρηγόριος ο Παλαμάς, 572-573 α΄-β΄(1966), σ. 28. 51

Κείμενο της Ραβέννας, § 42.

52

Κείμενο της Ραβέννας, § 37.

53

Κείμενο της Ραβέννας, § 35.

54

Κείμενο της Ραβέννας, § 39.

22


των Οικουμενικών Συνόδων που συγκροτήθηκαν στην πρώτη χιλιετία; Ίσως στο σημείο αυτό, είναι αναγκαία η συμβολή ή μια απαραίτητη διευκρίνιση των Ορθοδόξων μελών της Μικτής Επιτροπής. Το θέμα μπορεί βέβαια να αποτελεί ένα θέμα προς συζήτηση, αλλά με έναν σαφή τονισμό της σημασίας που έχει η αυθεντία των Οικουμενικών Συνόδων, τουλάχιστον για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Μικτή Επιτροπή στο Κείμενο της Ραβέννας έδωσε ένα «σταθερόν έρεισμα δια μελλοντικήν συζήτησιν του ερωτήματος του πρωτείου επί του παγκοσμίου επιπέδου εν τη Εκκλησία» αναγνωρίζουν

το

δικαίωμα

αυτό

μέσα

στο

πλαίσιο

55

και της

συνοδικότητας, ‘‘του Επισκόπου Ρώμης ως πρώτου μεταξύ των Πατριαρχών’’. Και εδώ αναφύεται η δυσκολία του θέματος επειδή η ερμηνεία

της

πράξης

και

των

κανονικών

θεσπισμάτων

ερμηνεύονται με διαφορετικό τρόπο και από τις δύο εκκλησίες. Εάν υπάρχει

ένα

πρωτείο

σε

τοπικό

και περιφερειακό

επίπεδο

(Μητροπολίτης, Πατριάρχης), αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει και σε παγκόσμιο επίπεδο, διότι τότε δεν μπορεί να είναι οι Επίσκοποι ‘‘πρώτοι’’ πραγματικά, τουτέστιν

να υπάρχουν σε ημιτελή

κοινωνία, αν και βρίσκονται σε μυσταγωγικό επίπεδο. Η αξίωση του Παγκόσμιου Πρωτείου επικαλύπτει μήπως την αρχή ‘‘πρώτος μεταξύ ίσων’’, κάτι που δεν διευκρινίζετε με σαφήνεια και μπορεί να θεωρηθεί ότι οι ‘‘πρώτοι’’ τελικά δεν είναι ‘‘ίσοι’’; 56 . Γιατί αυτό ανοίγει το δρόμο σε μια διάκριση των ‘‘πρώτων’’ σε καθολικό και παγκόσμιο επίπεδο, για την πλήρη κοινωνία. Παγκόσμιο Πρωτείο συνεπάγεται και πλήρη

καθολική κοινωνία. Συγκεκριμένα στο

κείμενο αναφέρεται ότι: « Η συνοδικότης εις το παγκόσμιον επίπεδον, ασκουμένη υπό των Οικουμενικών Συνόδων, συνεπάγεται ενεργόν ρόλον του

επισκόπου

Ρώμης ως πρώτου των επισκόπων των

55

Κείμενο της Ραβέννας, § 46.

56

SSJC-WR Workshop Report, by Anne C. Petach, ‘‘What divides us: Impediments to Unity’’

στο Light of the East, Newsletter of the Society of Saint John Chrysostom Western Region Edition Volume 3, Number 2 Winter, 2009, 4 και 7.

23


κυριωτέρων

επισκοπικών

εδρών,

εν

τη

ομοφωνία

των

συναθροιζομένων επισκόπων»57. Η αναφορά αυτή μας υποχρεώνει να κατανοήσουμε τον ενεργό ρόλο του Επισκόπου Ρώμης μέσα στο πλαίσιο της συνοδικότητας, που γίνεται «εν τη ομοφωνία των συναθροιζομένων επισκόπων» νομιμοποιεί την διαφορετική κατανόηση στο Κείμενο της Ραβέννας. Γίνεται κατανοητό ότι η συγκεκριμένη αυτή αναφορά αποσκοπεί στην σύνθεση της διατύπωσης του Κειμένου της Ραβέννας για την πρόταξη της αυθεντίας και του πρωτείου του Πάπα στα κανονικά κριτήρια και στην τάξη της κοινής παραδόσεως της πρώτης χιλιετίας. Αντίθετα όμως μέσα από τα πλαίσιο κατανόησης της κανονικής τάξης των επτά Οικουμενικών Συνόδων δημιουργείται μια απόσταση και μια αμφισβήτηση των δικαιωμάτων και των προνομίων των Πατριαρχών, που νομιμοποιεί μια διπλή ερμηνεία της σύνθεσης πρωτείου και συνοδικότητας στο παγκόσμιο επίπεδο. Από

πλευράς

της

Ρωμαιοκαθολικής

Εκκλησίας

μπορεί

να

υποστηρίξει την αναγνώριση του Παπικού Πρωτείου σε Παγκόσμιο επίπεδο για την Ορθόδοξη Εκκλησία και από την άλλη μεριά η Ορθόδοξη Εκκλησία φαίνεται να διασφαλίζει την συνοδικότητα και να απορρίπτει την σύνθεση παγκόσμιου πρωτείου και αυθεντίας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Πάνω στην σχέση αυτή το Κείμενο της Ραβέννας αποφεύγει να διευκρινίσει το ζήτημα της σχέσεως της αυθεντίας του Επισκόπου Ρώμης και της αυθεντίας των Οικουμενικών Συνόδων, μολονότι αναφέρεται στα δικαιώματα των Πατριαρχών. Τα δικαιώματα βέβαια αναγνωρίζονται σε όλα τα επίπεδα αρχικώς με την επισήμανση ότι αυτό ισχύει και για τον Επίσκοπο Ρώμης σε παγκόσμιο επίπεδο: «διά τον επίσκοπον Ρώμης ως πρώτον μεταξύ των πατριαρχών». Και «Εις το επίπεδον τούτο επίσης, οι πρώτοι πρέπει να

αναγνωρίζουν ποίος είναι ο πρώτος

μεταξύ αυτών»58.

57

Κείμενο της Ραβέννας, § 42.

58

Κείμενο της Ραβέννας, § 46.

24


Έτσι το ζήτημα της αυθεντίας και παγκόσμιου πρωτείου στην Εκκλησία επικεντρώνεται στην σχέση του πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης

με

τα

δικαιώματα

των

Πατριαρχών,

και

το

οποίο

αντιμετωπίζεται με μια ιδιαίτερη ευεξία, αφού αυτά σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, διατυπώνονται στο αγγλικό κείμενο ως ερωτήματα, εάν έχουν ή όχι πραγματικά τα δικαιώματα αυτά59. Η Μικτή Επιτροπή αναγνωρίζει αυτήν ακριβώς την σημασία εάν είχαν κάποια δικαιώματα(;) και διευκρινίζει κατάλληλα ότι σε παγκόσμιο επίπεδο ο Πάπας της Ρώμης είναι ο Πρώτος των Πατριαρχών ως βέβαιο και όχι αμφισβητήσιμο θέμα: «Η διάκρισις αύτη των επιπέδων δεν μειώνει την μυστηριακήν ισότητα εκάστου επισκόπου ή την καθολικότητα εκάστης τοπικής Εκκλησίας»60. Γι’ αυτό διευκρινίζει η Μικτή Επιτροπή ότι: «Το ζήτημα περί του ρόλου του επισκόπου Ρώμης εν τη κοινωνία όλων των Εκκλησιών εναπομένει να μελετηθή εις μεγαλύτερον

βάθος» 61. Και η μελέτη

αυτή βρίσκεται μεταξύ δύο ερωτημάτων: «1) Ποία είναι η ιδιαιτέρα λειτουργία

του

επισκόπου

της

«πρώτης

έδρας»

εις

μίαν

εκκλησιολογίαν της κοινωνίας και εν σχέσει προς όσα έχομεν είπει περί συνοδικότητος και αυθεντίας εις το παρόν κείμενον; 2) Πώς θα πρέπη να κατανοηθή και να βιωθή η διδασκαλία της πρώτης και της δευτέρας βατικανής συνόδου περί του παγκοσμίου πρωτείου υπό το φως της εκκλησιαστικής πρακτικής της πρώτης χιλιετίας;» 62 . Η αναφορά της Μικτής Επιτροπής όμως έγκειται στο γεγονός ότι αυτό αποτελεί ζήτημα ‘‘βαθύτερης κατανόησης’’: Το Πρωτείο του Πάπα όμως με βάση τις δύο Βατικάνειες Συνόδους αποτελεί το μείζον

59

Κείμενο της Ραβέννας, § 43. ‘‘Ecclesiological and Canonical Consequences of the

Sacramental Nature oftheChurchEcclesialCommunion,ConciliarityandAuthority’’ «locally, for the bishop as protos of his diocese with regard to his presbyters and people; regionally, for the protos of each metropolis with regard to the bishops of his province, and for the protos of each of the five patriarchates, with regard to the metropolitans of each circumscription; and universally, for the bishop of Rome as protos among the patriarchs». 60

Κείμενο Ραβέννας, § 43.Βλ. COLIN DAVEY, ‘‘Orthodox- Roman Catholic Dialogue, The

Ravenna Agreed Statement’’, στο Sobornost, 30 (2008), 27-29. 61

Κείμενο της Ραβέννας, § 45.

62

Κείμενο της Ραβέννας, § 45.

25


ζήτημα της διαίρεσης μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, 63. Επαναλαμβάνεται και πάλι μήπως το θέμα στην εκκλησιολογική συζήτηση εάν η πίστη εξαρτάται από τον Απόστολο Πέτρο ή ο Απόστολος Πέτρος από την πίστη; 64 . Παρά το γεγονός ότι στον ορθόδοξο χώρο ακόμα δεν έχει συζητηθεί το θέμα της σχέσεως της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, κυρίως μετά το πέρας και της Α΄ και Β΄ Γενικών Συνόδων του Βατικανού, γεγονός που θα πρόσφερε μια ομοφωνία των Ορθοδόξων στον Θεολογικό Διάλογο.

Επίλογος Το ζήτημα της σχέσεως πρωτείου και συνοδικότητας τέθηκε από την Μικτή Επιτροπή του Θεολογικού Διαλόγου στην βάση της κοινής παραδόσεως και των κανονικών κριτηρίων της πρώτης χιλιετίας με σαφείς αποκλίνουσες διαφοροποιήσεις 65 , τόσο στην κατανόηση της σχέσεως πρωτείου και αυθεντίας όσο και της σχέσεως συνοδικότητας και πρωτείου στο παγκόσμιο επίπεδο. Το γεγονός

της

διαφορετικής

αυτοσυνειδησίας

ορθόδοξης

και

Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας καταλήγει και στην διαφορετική αντίληψη. Αν και το Κείμενο της Ραβέννας τοποθετείται στο σημείο της «συμφωνίας» 66 και όχι της «πλήρους συμφωνίας» απομακρύνει

63

Ο Bro. Peter Dimond, ‘’The Ravenna Document – the Vatican II sect’s latest ecumenical

outrage

with

the

“Orthodox”,

στο

διαδίκτυο

http://www.mostholyfamilymonastery.com/ravenna_document.html. Το γεγονός είναι ότι θεωρεί τους ορθοδόξους ως σχισματικούς και αιρετικούς καθώς και

το Κείμενο της

Ραβέννας. Επικρίνει τον Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ΄ και τους περί αυτού γιατί με το Κείμενο της Ραβέννας υποχώρησε από τα δόγματα της Α΄ και Β΄ Συνόδου του Βατικανού. Βέβαια αυτό είναι μια αντίληψη όχι μόνο του ιδίου, ότι το Κείμενο της Ραβέννας απορρίπτει τα δόγματα των δύο Συνόδων του Βατικανού. 64

J. Meyendorff, Byzantine Theology, New York: Fordham Univ. Press, 1979, 98.

65

Πρβλ. E. J. KILMARTIN, ‘‘The Orthodox- Roman Catholic dialogue on the Eucharist’’, στο

Journal of Ecumenical Studies, 13 (1976), 214. 66

«Το κείμενο της Ραβέννας και η έγκριση του από τα μέλη της Μικτής Επιτροπής δεν

αποτελεί επίσημη πράξη διδασκαλίας, και δεν δεσμεύει επομένως τις Εκκλησίες τους, αλλά μόνον έκφραση μιας κοινής θεολογικής αναζήτησης, καθότι η Μικτή Επιτροπή δεν

26


την σημασία της «αποδοχής» στην ζωή των Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών 67 . Παρά την επισήμανση του Καρδιναλίου W. Kasper για μια κατάλληλη προετοιμασία του λαού για την «αποδοχή» του Κειμένου, για να μην υπάρχουν οι ίδιες επιπτώσεις, όπως στην Φεράρα-Φλωρεντία, η διεργασία για την σχέση πρωτείου και συνοδικότητας χρειάζεται περισσότερη εμβάθυνση68. Tο ζήτημα της «αποδοχής» απομακρύνει και το γεγονός της αφαίρεσης του τίτλου «Πατριάρχης της Δύσεως» από τον Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ΄, που εξαιρεί τον ίδιο ως Πατριάρχη της Δύσεως, (έχουμε μήπως προσπάθεια την άσκηση της αυθεντίας σε παγκόσμιο επίπεδο69;). Αποδεικνύει με την κίνηση αυτή ποια είναι τα κριτήρια απέναντι στα συμφωνηθέντα κείμενα, παρά την αντίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου: «Οἱ τίτλοι οὗτοι δημιουργοῦν σοβαράς δυσκολίας εἰς τούς Ὀρθοδόξους, δοθέντος ὅτι ἐκλαμβάνονται ὡς ὑποδηλοῦντες παγκόσμιον δικαιοδοσίαν τοῦ

έχει τέτοια εντολή και αρμοδιότητα, και τα πορίσματα της έχουν καθαρά συμβουλευτικό χαρακτήρα και υπόκεινται στην κρίση των αρμοδίων αντίστοιχα εκκλησιαστικών αρχών. Γι΄ αυτό, και καθένας είναι ελεύθερος να ασκήσει κριτική, έχοντας βέβαια υπόψη ότι σκοπός του έργου της Μικτής Επιτροπής είναι να συμβάλει στην πορεία προς την ενότητα της πίστεως. Η πεποίθηση της Μικτής Επιτροπής, όπως τονίζεται στο Κοινό Ανακοινωθέν, είναι ότι το κείμενο αυτό προσφέρει μια στερεή βάση για το μέλλον του Θεολογικού Διαλόγου. Το κείμενο συντάχθηκε στην αγγλική». π. Δ. ΣΑΛΑΧΑΣ, ‘‘Πρωτείο και Συνοδικότητα στο Θεολογικό Διάλογο Καθολικών και Ορθοδόξων’’, (Θέσεις και αντιθέσεις στο Κείμενο (Θέσεις και αντιθέσεις στο Κείμενο της Μικτής Επιτροπής

στη

Ραβέννα),

Διάλεξη,

στο

διαδίκτυο,

http://www.cen.gr/index.php?Itemid=96&id=239&option=com_content&task=view. 67

Πρβλμ. G. R. EVANS, The Church and the Churches Toward an ecumenical ecclesiology,

Cambridge University Press, 2002, 157. GROS JEFFREY, “Reception and Roman Catholicism for the 1990’s”, στο One in Christ, 31 4 (1995), 295-328. G. R. EVANS, Method in Ecumenical Theology The Lessons so far, Cambridge University Press 1996, 182-194. 68

W. KASPER, Καρδιν., Παύλος- Κληρονομία και αποστολή της Οικουμένης σε Ανατολή και

Δύση, μετφρ. Π. Λέντζιου, Σ. Τσομπανίδης, Ι. Κουρεμπελές, 12. 69

J. M. R. TILLARD, ‘‘The Visible Communion of the Churches’’, στο Church of Churches The

Ecclesiology of Communion, translated, by R. C. Peaux, O. Praem, A Michael Clazier Book, The Liturgical Press, Collegeville, Minnesota 1992, 256-257.Πρβλ. G. ALBERIGO, ‘‘The Authority of the Church in the Documents of Vatican I and Vatican II’’, στο Journal of Ecumenical Studies, 19 (1982), 119-145.

27


ἐπισκόπου Ρώμης ἐπί τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, ὅπερ οἱ Ὀρθόδοξοι οὐδέποτε ἀπεδέχθησαν. Διά τῆς διατηρήσεως τῶν τίτλων τούτων καί τῆς ἀπαλείψεως ἐκείνου τοῦ Πατριάρχου τῆς Δύσεως καθίσταται δυσχερής πλέον ἡ ἔννοια τῶν «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν» μεταξύ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας..»70.

70

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ, ‘‘Ἀνακοινωθέν ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας τῆς Ἁγίας

καί Ἱερᾶς Συνόδου ἐπί τῇ καταργήσει ὑπό τοῦ Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου 16ου τοῦ τίτλου "Πατριάρχης

τῆς

Δύσης"

στο

διαδίκτυο,

http://www.ec-

patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=679&tla=gr..Γ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, ‘‘Η Επανέναρξη του Θεολογικού Διαλόγου της Ορθοδόξου με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. το Κείμενο της Ραβέννας’’, στο Ορθόδοξο Δόγμα και Θεολογικός Προβληματισμός. Μελετήματα Δογματικής Θεολογίας Γ΄, Εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, 265.

28


Bιβλιογραφία: Πηγές: -

‘‘Εκκλησιολογικαί και Κανονικαί Συνέπειαι της Μυστηριακής Φύσεως της Εκκλησίας. Εκκλησιαστική Κοινωνία Συνοδικότης και Αυθεντία’’, σε ελληνική μετάφραση στο Γ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο Δόγμα και Θεολογικός Προβληματισμός. Μελετήματα Δογματικής Θεολογίας Γ΄, Εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, 269-293.

-

«Ecclesiological and Canonical Consequences of the Sacramental Nature of the Church. Ecclesial Communion, Conciliarity and Authority»

(Ravenna,

13

October

2007),

στο

http://www.ecpatr.org/docdisplay, 1-11. -

Ecclesiological and Canonical Consequences of the Sacramental Nature of the Church. Ecclesial Communion, Conciliarity and Authority»

(Ravenna,

13

October

2007),http://www.vatican.va/roman_curia/pontifical_councils/chrstu ni/ch_orthodox_docs/rc_pc_chrstuni_doc_2007101documentoravenna_en.html. -

Congregation for the Doctrine of the Faith, ‘‘Commentary on the Document, Responses to some questions regarding certain aspects of the

Doctrine

on

the

Church’’,

στο

διαδίκτυο,

http://www.vatican.va/roman_curia/congregatihtml/dl. -

Εγκύκλιος Επιστολή ΙΝΑ ΠΑΝΤΕΣ ΕΝ ΩΣΙΝ (UT UΝUΜ SΙΝΤ) του αγίου Πατρός Ιωάννου Παύλου ΙΙ για το οικουμενικό καθήκον, έκδ. Βατικανού.

-

Οικουμενικού

Πατριαρχείου,

Ἀρχιγραμματείας

τῆς

Ἁγίας

‘‘Ἀνακοινωθέν καί

Ἱερᾶς

Συνόδου

ἐκ ἐπί

τῆς τῇ

καταργήσει ὑπό τοῦ Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου 16ου τοῦ τίτλου "Πατριάρχης

τῆς

Δύσης"

στο

internet,

http://www.ec-

patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=679&tla=gr. -

Διάσκεψη Ορθοδόξων & Ρωμαιοκαθολικών Επισκόπων της Αμερικής, ‘‘An Agreed Statement on Conciliarity and Primacy in 29


the

Church

U.S.

Theological

Consultation’’,στο

διαδίκτυο

http://www.scoba.us/resources/orthodoxcatholic/conciliarityandpri macy.htl. Επίσης στο Creek Orthodox Theological Review, 35 (1990), 217-220, και στο St. Vladimir's Theological Quarterly, 34 (1990), 343355. Βοηθήματα: ALBERIGO, G., ‘‘The Authority of the Church in the Documents of Vatican I and Vatican II’’, στο Journal of Ecumenical Studies, 19 (1982), 119145. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, ΑΜ., ‘‘Το Πολίτευμα της Εκκλησίας ο Μητροπολίτης Επίσκοπος και ιδία ο Ρώμης’’ στο Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Τιμητικόν Αφιέρωμα εις Αρχιμ. Βασίλειον Στεφανίδην,1956-57, Αθήναι 1958, 25-34. ALFRINK, BERNARD, Καρδιν., ‘‘Ποικιλομορφία και Ενότης στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία’’, μεταφρ. Αθ. Αποστόλου και J. Meijer, στο Γρηγόριος ο Παλαμάς, ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, I., Αι προ της Συνόδου της Νικαίας Αντιλήψεις περί του Αξιώματος του Αποστόλου Πέτρου, Ανάτυπον εκ της Επιστημονικής Επετηρίς Θεολογικής Σχολής, τόμος ιζ΄, Θεσσαλονίκη 1972. -----,‘’Η Χρησιμοποίησις της λέξεως ‘‘Οικουμενικός’’ εν Σχέσει προς τας Συνόδους’’, στο Γρηγόριος ο Παλαμάς, 572-573 α΄-β΄(1966), 21-36. AVIS, PAUL, ‘‘Conciliarity, Primacy and unity in the Western and Eastern Churches’’ στο The Reformation? Authority, Primacy and Unity in the Conciliαr Tradition, London: T & T Clark 2006, 156-183. ΒΑΡΕΛΛΑ, ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ, ‘‘Πανορθόδοξοι Διασκέψεις και Β΄ Βατικανή Σύνοδος-μια παράλληλος πορεία’’, στο Γρηγόριος ο Παλαμάς, 733 (1990), 558-575.

30


ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ, Π., ‘’Συνοδικότητα και πρωτείο στην Καινή Διαθήκη. Η παύλεια «περιεκτική» ευχαριστιακή θεολογία αίτιο και προϋπόθεση της συνοδικότητας’’, στο Θεολογία 80, 2(2009), 43-66. BASJIK, Ν., ‘‘The Significance and problem of dialogue today’’, στο Journal of Ecumenical Studies, 9 (1972), 29-39. BONNY, MGR JOHAN, ‘‘ Η Μικτή Διεθνής Επιτροπή για το Θεολογικό Διάλογο μεταξύ της Καθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας’’ στο Ορθόδοξη Θεολογία και Οικουμενικός Διάλογος, επιμέλ. Πέτρου Βασιλειάδη, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2005, 183-195. CANN, HILARION V. &

S.T.L., J.C.D,. ‘‘Changing Emphases in the

Concept of Authority in the Church’’, στο The Jurist 23 (1963), 377-393. COLIN DAVEY, ‘‘Orthodox- Roman Catholic Dialogue, The Ravenna Agreed Statement’’, στο Sobornost, 30 (2008), 7-36. CLAPSIS, Ε., ‘‘Papal Primasy’’ στο Orthodoxy in Conversation, Orthodox Ecumenical Engaments, WCC Publications, Geneva Holy Cross Orthodox Press, Brookline Massachusetts, 2000, 101-113. ΓΟΥΡΙΔΗ,

X.,‘‘Η Παπική «Διασάφιση» του 1995 στο πρόβλημα του

Filioque και η ορθόδοξη προσέγγιση της’’ στο Θεολογία 78 (2007), 635691. DIMOND BRO. PETER, ‘‘The Ravenna Document – the Vatican II sect’s latest

ecumenical

outrage

with the

“Orthodox”,

στο

Διαδίκτυο,

http://www.mostholyfamilymonastery.com/ravenna_document.html. DUPREY

Π.P.B., Μετάφρ. Αρχιμ. Βαρθολομαίου Αρχοντώνη (νυν

Οικουμενικού Πατριάρχου), ‘‘Η Συνοδική Δομή της Εκκλησίας εν τη Ανατολική Θεολογία’’, στο Γρηγόριος ο Παλαμάς, 628 (1972), 110-132 και 629 (1972), 201-213. DULLES, A., ‘‘The Centre of Catholicity: Roman Primacy’’, στο The Catholicity of the Church, Clarendon Press, Oxford, 1987, 126-146. DOSSETI, CIUSEPPE, Per Una “Chiesa Eucaristica” Rilettura della portata Dottrinale della Costituzione Liturgica del Vaticano II Lesioni del 1965, Acura di Giuseppe Alberico-Giuseppe Ruggieri, societa editrice il Mulino 2002.

31


EVANS, G. R., The Church and the Churches Toward an Ecumenical Ecclesiology, Cambridge University Press, 2002. -----, Method in Ecumenical Theology The Lessons so far, Cambridge University Press 1996. FONTBONA, JAUME, ‘’ La Sinodalitat’’, στο Revista Catalana de Teología , Facultat de Teologia, Barcelona, 32 2 (2007), 357-385. GARIJO-GUEMBE, MIGUEL MA, ‘‘Αδελφές Εκκλησίες σε Διάλογο, Σκέψεις ενός ρωμαιοκαθολικού θεολόγου’’, μεταφρ. Ιωάννου Σ. Πέτρου, στο Καιρός, Τόμος Τιμητικός στον Ομότιμο Καθηγητή Δαμιανό Δόϊκο, Επιστημονική Επετηρίς, τόμος 5, Θεσσαλονίκη 1995, 381-399. GIRALDO, R., ‘‘Chiesa Locale, collegialita e Papato’’, στο Studi Ecumenici , AXXVI-2 aprile-Giuno, 227-243. HINZE, B.E., ‘‘ Synodality and Ecumenicity Marks of a

Trinitarian

Church’’, στο In God’s Hands, Essays on the Church and Ecumenism in Honour of Michael A. Fahey, S.J., Edited by Jaroslav Z. Skira & Michael S. Attridge, Bibliotheca Ephemeridum Theologicarum Lovaniensium CXCIX, Leuven Universtity Press, Leuven-Paris- Dudley, MA, 2006, 203-226. HURTLING, L.,‘‘Communion und Primat’’, στο Una Sancta, 17 ( 1962), 91125. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, I., ‘‘Έννοια της Οικουμενικότητος της Ορθοδοξίας εν σχέσει προς τας Εθνικάς Αυτοκεφάλους Εκκλησίας’’, Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής, τόμος 19, Ειδικόν Τεύχος Ανάτυπον, Θεσσαλονίκη 1974, σ.190-192. -----,‘‘Η Β΄ εν Βατικανώ Γενική Ρωμαιοκαθολική Σύνοδος και η Οικουμενική

ανανεωτική

προσπάθεια

αυτής

κατ’

ορθόδοξον

θεώρησιν’’, στο Γρηγόριος ο Παλαμάς, 566-567 (1965), 297-304. -----, ‘‘Ενότης και Διαίρεσις εις την Εκκλησίαν, Κατόψεις από την Αρχαίαν Εκκλησιαστικήν Ενότητα και την ακόλουθον διαίρεσιν με τας αιρέσεις

και

τα

σχίσματα-υπομνήσεις

από

την

νεωτέραν

δραστηριότητα δια την ενότητα και την συμφωνίαν με την αγάπην και την αλήθειαν’’ στο Χαριστήριον Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ Τίκα, 342393. 32


ΚΑΡΜΙΡΗ, I., Το Δογματικόν Σύνταγμα ‘‘Περί Εκκλησίας’’ της Β΄ Βατικάνειου Συνόδου (Constitutio Dogmatica de Ecclesia), Αθήναι 1969. KASPER,

W.,

Καρδιν.

‘‘Lehrverurteilungen

Kirchentrennent

?

Uberlequngen zu der Studie des Okumenischen Arbeitskreises’’, στο Wissenchaft and Kirche Festschrift Eduard Lohse, K. Aland και S. Meurer eds, Texte and Arbeiten zur Bibel, 4 Bielefeld:Luther Verlag, 1989. -----,‘‘Ενότητα, διατηρώντας την διαφορετικότητα μας’’, συνέντευξη στο

Αθηναϊκό

Πρακτορείο,

στο

διαδίκτυο,

http://panagiotisandriopoulos.blogspot.com/2008/12/walter-kasper.html. -----, Παύλος- Κληρονομία και αποστολή της Οικουμένης σε Ανατολή και Δύση, μετφρ. Π. Λέντζιου, Σ. Τσομπανίδης, Ι. Κουρεμπελές. ΚΑΨΑΝΗ, ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, Αρχιμ., ‘‘Το Κείμενο της Ραβέννας και το Πρωτείο

του

Πάπα’’

στο

διαδίκτυο

http://www.aegean.gr/agios-

therapontas/magazine/hospitality/periodical/parakatathiki/57.html. KILMARTIN, J., EDWARD, ‘‘The Orthodox- Roman Catholic dialogue on the Eucharist’’, στο Journal of Ecumenical Studies, 13 (1976), 213-221. KOMONCHAK, Α. J., ‘‘The Local Church and the Church Catholic: The Contemporary Theological Problematik’’, στο The Jurist, 52 (1952), 416-442. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ, Χ., Μητρ. Εφέσου, ‘‘Τα κατά την προ του Σχίσματος

περίοδον

ισχύσαντα

απτά

στοιχεία

Εκκλησιαστικής

Κοινωνίας μεταξύ Ανατολής και Δύσεως’’, στο Ορθόδοξοι Κατόψεις τόμος Γ’ Διαχριστιανικαί Σχέσεις, Θεολογικοί Διάλογοι Πορεία προς Ένωσιν, Εκδ. Τέρτιος Κατερίνη 1991, σ. 331-340. -----, ‘‘Προοπτικαί στον Ορθόδοξο-Ρωμαιοκαθολικό Διάλογο’’, στο Ορθοδοξία, τεύχος γ΄ (1995), 397-418 ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗ, Γ., ‘‘Δογματική Κατοχύρωσις της Συνοδικότητος και Συλλογικότητος εν τη Ορθοδόξω Θεολογία’’, στο Γρηγόριος ο Παλαμάς, 652 (1976), 88-97. ΜΑΞΙΜΟΥ, Μητρ, Σάρδεων, Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, Θεσσαλονίκη 1990. ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Γ., ‘‘Αξιολόγηση και Προοπτικές του Θεολογικού Διαλόγου της Ορθοδόξου με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία’’, στο 33


Ορθόδοξο

Δόγμα

και

Θεολογικός

Προβληματισμός.

Μελετήματα

Δογματικής Θεολογίας Γ΄, Εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, 190236. -----, ‘‘ Η Επανέναρξη του Θεολογικού Διαλόγου της Ορθοδόξου με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. το Κείμενο της Ραβέννας’’, στο Ορθόδοξο Δόγμα και Θεολογικός Προβληματισμός. Μελετήματα Δογματικής Θεολογίας Γ΄, Εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 237-293. -----, Ουσία και Ενέργειαι του Θεού κατά τον Μέγαν Βασίλειον, Συμβολή εις την Ιστορικοδογματικήν Διερέυνησιν της περί Ουσίας και Ενεργειών του Θεού Διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993. MCPARTLAN, PAUL, ‘‘Ressourcement, Vatican II and Eucharistic Ecclesiology’’, στο Ressourcement: A Movement for Renewal in TwentiethCentury Catholic Theology, Oxford University Press των Gabriel Flynn και Paul Murray eds. -----, ‘‘The Ravenna Agreed Statement and Catholic-Orthodox Dialogue’’, The Jurist, 69 (2009), -----, ‘‘Eucharistic Ecclesiology’’, στο One in Christ, 22 (1986), 314-331. -----, ‘‘Catholic Learning and Orthodoxy-The Promise and Challenge of Eucharistic Ecclesiology’, στο Receptive Ecumenism and the Call to Catholic Learning: Exploring a Way for Contemporary Ecumenism, Paul D.Murray ed., Oxford University Press, 2008, 160-175. MEYENDORFF, J., Byzantine Theology,New York: Fordham Univ. Press, 1979. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Γ.,‘‘Η Κοινωνικότητα στη Δομή, την Οργάνωση και το Ήθος της Τοπικής και της Καθόλου Εκκλησίας’’ στο Πρακτικά Δ΄ Επιστημονικού Συνεδρίου, Η Κοινωνική Διάσταση του Έργου της Εκκλησίας, Ένωσις Θεολόγων Βορείου Ελλάδος 4-6 Μαΐου 1989 Καβάλα, Θεσσαλονίκη 1991, 71-78. LOSSKY, N., “Conciliarity-Primacy in a Russian Orthodox Perspective” στο Petrine Ministry and the Unity of the Church: “Toward a Patient and

34


Fraternal Dialogue,” ed., James F. Puglisi Collegeville, MN: The Liturgical Press, 1999, 127-35. ΠΑΝΑΓΌΠΟΥΛΟΥ, Ι., ‘‘Ο Θεολογικός Διάλογος των Εκκλησιών Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής, κριτική εκτίμηση των επίσημων κειμένων του’’, στο Μόρφωση και Μεταμόρφωση, επιμέλεια Ελένη Κοτίνη- Παναγόπουλου, Έκδ. Άθως, Αθήνα 2000, 283-301. -----,

‘‘Ορθοδοξία

και

Καθολικισμός

εν

Διαλόγω

Θεολογικαί

Παρατηρήσεις και Προοπτικαί’’, στο Γρηγόριος ο Παλαμάς, 682 (1981), 69-89. -----, Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και η Ένωση των Εκκλησιών. Κριτικό Σχόλιο στη νέα Παπική Εγκύκλιο « Ίνα πάντες έν ώσιν», στο Κοινωνία, 38 (1995), 246-249. -----, ‘‘Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός Ιστορικοδογματικό σχόλιο στο ερώτημα περί του Σχίσματος Ανατολής και Δύσεως’’, στο Γρηγόριος ο Παλαμάς, 787 (2001), 247-275. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Ρωμαιοκαθολικών

Α.,

Θεολογικός

Διάλογος,

(Ιστορία-Κείμενα-Προβλήματα),

Ορθοδόξων εκδ.

και

Αδελφών

Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1996, 43-136. -----, ‘‘Συνοδικός θεσμός. Χαρισματικός και ενοποιός χαρακτήρας του. Μια ορθόδοξη θεώρηση’’, στο Πρακτικά θεολογικού Συνεδρίου με θέμα Το Άγιον Πνεύμα, Θεσσαλονίκη 1992, 527-544. ΠΑΠΑΘΩΜΑ, Δ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, Αρχιμ., ‘‘ Η Αντιθετική σχέση κατά τόπον Εκκλησίας και εκκλησιαστικής «Διασποράς» (Η εκκλησιολογική ενότητα έναντι της «συν-εδαφικότητας» και της «πολύ-δικαιοδοσίας»), στο Σύναξη 90 (2004), 28-44. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.,

Μητρ. Ελβετίας, ‘‘Συνοδική Συνείδηση και

Μυστηριακή Εμπειρία στο έργο της Συνόδου του Τριδέντου’’, στο Λόγος Διαλόγου,

Η

Ορθοδοξία

ενώπιων

της

τρίτης

χιλιετίας,

Έκδ.

Καστανιώτη, Αθήνα 1997, 263-292. PETACH, C. ANNE, ‘‘What divides us: Impediments to Unity’’ στο Light of the East Newsletter of the Society of Saint John Chrysostom Western Region Edition Volume 3, Number 2 Winter, 2009, 4 και 7. 35


RATZINGER, JOSEPH, Καρδιν. Νύν Επίτιμου Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ΄, ‘‘The Theological Locus of Ecclesial Movements’’, στο Communion, International Catholic Review, 25 (1998), 480-504 ΣΑΛΑΧΑ, Δ., ‘‘Πρωτείο και Συνοδικότητα στο Θεολογικό Διάλογο Καθολικών και Ορθοδόξων’’, (Θέσεις και αντιθέσεις στο Κείμενο (Θέσεις και αντιθέσεις στο Κείμενο της Μικτής Επιτροπής στη Ραβέννα),

Διάλεξη,

στο

διαδίκτυο,

http://www.cen.gr/index.php?Itemid=96&id=239&option=com_content&ta sk=view. SCULS, HANS-JOACHIM, ‘‘The Dialogue with the Orthodox’’, στο Concilioum, 4 (1964), 131-149. SCHMEMANN, A.,‘‘Unite, Separation, reunion a la lumiere de l’ ecclesiologie orthodoxe’’, στο Contacts, 26 (1959), 73-88. -----, “The Idea of Primacy in Orthodox Ecclesiology,” St. Vladimir’s Seminary Quarterly, 4 (1960), 49-75. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, X., «Τα Έμπροσθεν αυτών Παράδεισος Τρυφής και τα όπισθεν αυτών πεδίον αφανισμού», Σχόλιο για τις σχέσεις Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού στην ιστορία και το παρόν, στο Άσκηση Αυτοσυνειδησίας,

Μελετήματα

δογματικής

θεολογίας,

Λειμών

Αμφιλαφής 7, εκδ. ‘‘Το Παλίμψηστον’’, Θεσσαλονίκη 2004, 165-176. Περί Φωτός Προσωπικές ή φυσικές ενέργειες: Συμβολή στη σύγχρονη προβληματική στον ορθόδοξο χώρο, Λειμών Αμφιλαφής 4, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 1999. TAVARD, C., TAVARD, G. H.,

The Church, Community of Salvation ,An

Ecumenical Ecclesiology, New Theology Studies 1, A Michael Glazier Book, The Liturgical Press, Collegeville, Minnesota, 1992, 199-202. -----, ‘‘The bilateral Dialogues: speaking together’’, στο One in Christ, 16 (1980), 30-43. -----, ‘‘The Catholic Church as Conciliar Church’’, στο Priests & People, (2000/1), 3-7. TENHUMERG, HEINRICH, ‘‘Η Ένωσις των Εκκλησιών ως Επανένωσις αυτών υπο την Μορφήν Οργανισμών Σκέψης επί του Σκοπού και της 36


Σημασίας

των

Οικουμενικής

Φύσεως

Προσπαθειών’’,

μετφρ.

Αθανασίου Μπασδέκη, στο Γρηγόριος ο Παλαμάς, 650 (1975), 331-345. TILLARD, J. M. R.,

‘‘The Ecclesiological Implications of Bilateral

Dialogue’’, στο Journal of Ecumenical Studies, 23 (1986), 412-423. -----, ‘‘The Mission of the Bishop of Rome: What is Essential, What is Expected?,’’ στο Ecumenical Trends 27 1(1998), 1-9. -----, ‘‘In Search of Vatican II: Archbishop Quinn’s ‘The Reform of the Papacy’’, στο One in Christ, 36 (2000), 176-184. -----, The Visible Communion of the Churches’’, στο Church of Churches The Ecclesiology of Communion, translated, by R. C. Peaux, O. Praem, A Michael Clazier Book, The Liturgical Press, Collegeville, Minnesota 1992, 256-318. WOODS, SUSAN, ‘‘Ecclesial Koinonia in Ecumenical Dialogues’’, στο One in Christ, 30 (1994), 124-145. ΖΗΖΙΟΥΛΑ, I., Μητρ. Περγάμου, Η Ενότης της Εκκλησίας εν τη θεία Ευχαριστία και τω Επισκόπω κατά τους τρείς πρώτους αιώνας, 2η Έκδ. Έκδ. Γρηγορη, εν Αθήναις 1990. -----, “Recent Discussions on Primacy in Orthodox Theology,”, στο The Petrine Ministry: Catholics and Orthodox in Dialogue, ed. Walter Cardinal Kasper, New York: Newman Press, 2006, Translated by the Staff of the Pontifical Council for Promoting Christian Unity, 231-248. ZIZIQULAS, JOHN, & V. NICOLNE DURA, “The ‘Petrine Primacy’: the Role of the Bishop of Rome according to the Canonical Legislation of the Ecumenical Councils of the First Millennium: an Ecclesiological-Canonical Evaluation”, στο The Petrine Ministry: Catholics and Orthodox in Dialogue, ed. Walter Cardinal Kasper, New York: Newman Press, 2006, Translated by the Staff of the Pontifical Council for Promoting Christian Unity, 159187. QUINN, J.R., ‘‘The Claims of the Primacy and the Costly Call to Unity’’, στο Briefing, 26 8 (1996), 18-29. ΦΕΙΔΑΣ, Β., ‘‘Η παπική Εγκύκλιος Ut Unum Sint και ο Διάλογος Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας’’, στο Εκκλησία, ΟΒ (1995), 585-87,

615-17,

660-663. 37


-----, ‘‘Η Θέσις του πρώτου των Επισκόπων εις την κoινωνίαν των τοπικών εκκλησιών’’, στο Eglise Locale et Eglise Universelle, Τοπική Εκκλησία και κατά την Οικουμένην Εκκλησία, Etudes Theologigues, es Editions Ducentre Orthodoxe, Chambesy 1981, 151-175. VISCUSO, PATRICK, A Quest for Reform of the Orthodox Church: the 1923 Pan-Orthodox Congress. An Analysis and Translation of its Acts and Decisions Berkeley, CA: Inter-Orthodox Press, 2006. Vsevolod, Αρχιεπισκόπου της Σκοπέλου της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αμερικής, “Primacy and Conciliarity”, στο We Are All Brothers, Fairfax, VA: Eastern Christian Publications, 1999, 327-329. ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ, ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ, Αρχιμ., ‘‘Αγίας Τριάς και Εξωτερική Ιεραποστολή’’, στο Θεολογία, 46 4 (1975), 799-819. WILLEBRANDS, J., ‘‘Address of H. E. Cardinal John Willebrands during the Doxology at the opening of the Patmos meeting’’, στο Information Service, 1 (1980), III-IV, 107. JEFFREY,GROS, “Reception and Roman Catholicism for the 1990’s”, One in Christ, 31 4 (1995), 295-328.

38


Μιχαήλ Ἐ. Πατεράκη Πρωτοπρεσβυτέρου “τοῦ Υουρνιώτη„

Ὁ θρησκευτικός χαρακτῆρας τῆς μεταβυζαντινῆς Ἐκκλ/κῆς φορητῆς εἰκόνας, τοῦ 18ου αἰῶνα, στήν περιοχή τῆς Φουρνῆς Μεραμπέλλου Λασιθίου.

Ὁ χαρακτῆρας τῆς Μεταβυζαντινῆς ζωγραφικῆς - ἰδιαίτερα τῆς φορητῆς εἰκόνας- πιστεύομε πώς δέν ὑπῆρξε ποτέ στατικός καί χωρίς δυναμισμό, ἀλλά πάντοτε εἶχε δύναμη καί μιά ἐλευθερία ἕκφρασης καί σύνθεσης ἀπ’ ὃτι αὐτό φαίνεται ἀπό τήν πληθώρα τῶν ὑπαρχουσῶν εἰκόνων τῆς περιοχῆς τοῦ Υουρνιώτικου Φώρου, ἐκτός ἀπό τίς ἀναφερόμενες πιό πάνω, τῶν Παλαιῶν Ἱ. Μονῶν Ἁγ. Κων/νου- Δωριῶν καί Ἱ.Μ. Ἀρετίου γιά τίς ὁποίες κάναμε λόγο ἀναλύοντες τό περιεχόμενό τους. Οἱ φορητές εἰκόνες τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Υουρνῆς πρέπει νά εἶναι προϊόν σύζευξης στοιχείων παραδοσιακῶν καί ἓξω ἀπό τήν παράδοση. Κάθε ἐποχή- αὐτό εἶναι μαρτυρημένο- εἶχε διαμορφώσει καί τήν τεχνική πάνω στήν εἰκόνα. Οἱ εἰδικοί, στό θέμα αὐτό, πιστεύουν πώς, στή θρησκευτική ζωγραφική ἐπικρατοῦν ἰδιαίτερες συνθῆκες καί προβάλλονται ὁρισμένα ρεύματα πού συνιστοῦν μιά βαθύτερη τομή ἢ καί κρίση στήν ἱστορία τῆς τέχνης τῆς Ὀρθόδοξης ἁγιογραφίας. Ἡ στροφή τῶν ζωγράφων πρός μία τεχνική, μιμούμενοι τήν τέχνη τῶν Δυτικῶν προτύπων φαίνεται καθαρά στίς εἰκόνες τοῦ 18ου αἰ. καί ἕχει τήν ἐντύπωση κανείς πώς, αὐτό γινόταν γιά νά βελτιώσουν ὃπως πίστευαν τήν ζωγραφική τους. Οἱ περισσότερες εἰκόνες ἕχουν ἱστορημένο τό πρόσωπο τῆς Παναγίας, ἀνάλογα, Βρεφοκρατοῦσας, Γλυκοφιλοῦσας, Παντάνασσας, μία περίπτωση τῆς Παναγίας Θηλαζούσης καί ὡς “Ρίζης τοῦ Ἰεσσαί„ (Μιχ. Ἀρχάγγελος Κάτω χωριοῦ Υουρνῆς), ἐκτός τῆς εἰκόνας, „Παναγίας Βάτου„ πού ἱστορικοτεχνοτροπικά, ἀνήκει σέ ἂλλον αἰῶνα. (βλ. φωτ. λεπτομεριακά) καί ιστορεῖται δέ πάντα μέ τούς Ἁγιογραφικούς κανόνες. Ὁ Ἰησοῦς Φριστός στίς εἰκόνες εἰκονίζεται ἕνθρονος, εὐλογῶν μέ τό δεξί του χέρι, ἐνῶ μέ τό ἀριστερό κρατάει ἀνοικτό εὐαγγέλιο ἀκουμπισμένο στό γόνατό του, με τη γνωστή γραφή: «ΕΓΩ ΕΙΜΙ ΣΟ ΥΩ΢ ΣΟΤ ΚΟ΢ΜΟΤ<». Οἱ εἰκονιζόμενοι Ἃγιοι καμιά φορά περιβάλλονται ἀπό τετράγωνα μικρά, πού μέσα τους ἱστοροῦνται τά σπουδαιότερα γεγονότα ἀπό τή ζωή των, περισσότερο ὅμως ἐπιμένουν στήν ἱστόρηση τοῦ μαρτυρίου. Εἰκόνα εὑρισκομένη στήν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Βαρβάρας Κάτω Φωριοῦ Υουρνῆς, ἕχει αὐτή τήν ἰδιαιτερότητα ἱστορημένη στό Ἃγιον ὅρος τό


ἓτος 1878 „ΔΩΡΕΑ ΜΑΡΙΑ΢ Ν. ΒΑΡΔΑΒΑ„, καθώς καί ἂλλη εἰκόνα τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, ἱστορηθεῖσα τό ἓτος 1881 ἀπό κάποιο ζωγράφο ΦατζῆΝικόλαο.2 (βλ. εἰκ. 11,12,13 & ΠΙΝ. Γ’ ) Ἡ “Ρίζα τοῦ Ἰεσσαί“ στήν ἐκκλησία τοῦ Μιχ. Ἀρχαγγέλου Κάτω χωριοῦ Υουρνῆς, (εἰκόνα τῆς Παναγίας) (διαστ. 99Φ110ἐκ.), φέρει τήν ἀφιέρωση: „ΜΝΗ΢ΘΗΣΙ ΚΤΡΙΕ ΣΟΤ ΔΟΤΛΟΤ ΣΟΤ ΘΕΟΤ ΓΕΩΡΓΙΟΤ ΙΕΡΕΩ΢„ (1836), πού μαζί μέ τήν εἰκόνα τοῦ Φριστοῦ- καί οἱ δύο βρίσκονται στό δεξιό κλίτος- ἀποτελοῦν τό στόλισμα στό σύνολο ξυλόγλυπτο διάκοσμο τοῦ ναοῦ. Ὁ Φριστός φαίνεται ἕνθρονος, ἐπιβλητικός στήν ὅψη ἐκατέρωθεν δύο ἁγίων, τοῦ Ἁγίου Φαραλάμπους, ἀριστερά καί τοῦ Ἁγίου Νικολάου δεξιά, φερόντων εἰλητάρια. (βλ. λεπτομέρεια τῆς εἰκόνας, ΠΙΝ. Ε’ ) Ἡ εἰκόνα ἐπίσης μέ τή ζωή, τά μαρτύρια καί τά θαύματα τοῦ Ἁγίου Φαραλάμπου (διαστ. 95Φ78 ἑκ.) μέ ἔτος ἱστόρησης 1847 εἶναι ἀξιόλογη σέ τέχνη καί σύνθεση, ἐνῶ σέ ἂλλη τοῦ ἴδιου Ἁγίου πού βρίσκεται στό προσκυνητάρι τοῦ Μιχ. Ἀρχαγγέλου, (διαστ. 63Φ48) διακρίνεται ὁ δωρη-τής τῆς εἰκόνας Ἱερομόναχος Πεδιώτης σέ στάση προσευχῆς ( τό ὄνομά του Κωνστάντιος), γονατιστός φέρων ἐπιτραχήλιο. Σά χέρια του ἕχουν τοποθετηθεῖ σέ θέση δέησης, μέ τή σημείωση ὃτι μέ τό ἀριστερό κρατάει τό “καμηλαύχιόν„ του, τό δέ βλέμμα του ἕχει καρφωθεῖ κυριολεκτικά πρός τόν Ἃγιο. „ΔΕΗ΢Η ΣΟΤ ΔΟΤΛΟΤ ΣΟΤ ΘΕΟΤ ΚΩΝ΢ΣΑΝΣΙΝΟΤ ΠΕΔΙΩΣΟΤ3 ΙΕΡΟΜΟΝΑΦΟΤ„. (ἕτος ἱστόρησης τῆς εἰκόνας τό αωξα΄ 1861). Οἱ εἰκόνες τῆς Ἐκκλησίας Ἁγίας Ἄννας Υουρνῆς, Σοῦ Φριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἀνήκουν στὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰώνα, (1809). ΢τὴν Παναγία “Κουνέλα” Κάτω χωριοῦ, ἡ εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου μὲ τὴ σύντομη ἐπιγραφὴ “ΥΤΛΑΣΕ ΚΤΡΙΕ ΣΟΤ΢ ΔΟΤΛΟΤ΢ ΢ΟΤ, ΣΟΤ ΙΕΡΕΩ΢ ΕΜΜΑΝΟΤΗΛ ΚΑΙ ΚΩΝ΢ΣΑΝΣΙΝΟΤ ΓΩΝΙΩΣΑΚΗΔΩΝ ΔΙΑ ΠΡΕ΢ΒΕΙΩΝ ΣΗ΢ ΠΑΝΑΦΡΑΝΣΟΤ ΢ΟΤ ΜΗΣΡΟ΢” αωλθ΄-1839, (διαστ. 95Φ63). (βλ. και είκ. στους πίνακες Α’,Β’,Δ’,΢Σ’,Ζ’,Η’). 2 “Ρίζη φυεῖσα, τοῦ Ἰεσσαί Παρθένε, Ὃρους παρῆλθες τῶν βροτῶν τῆς οὐσίας, Πατρός τεκοῦσα, τόν πρό αἰώνων Λόγον˙ Ὡς ηὐδόκησεν αὐτός ἐσφραγισμένην, Νηδύν διελθεῖν, τῇ κενώσει τῇ ξένη„. ( Δ΄ ὠδή Ἰαμν. καν. Φριστουγέννων). 3 Πρόκειται γιά τή γνωστή οἰκογένεια τῶν “ΠΕΔΙΩΣΗΔΩΝ„, ἱδρυτῶν τῆς παλαιᾶς Ἱ. Μ. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, περιοχῆς “΢κουρᾶς„ Υουρνῆς. Ἀπό τά ἕγγραφα τῆς Ἱ. Μ. Ἀρετίου γνωρίζουμε τόν Ἰωαννίκιο καί Ἀρσένιο υἱούς Λέοντος. Ὁ Κωνσταντῖνος ὑπηρέτησε την ἐκκλησία ὡς ἐφημέριος τῆς ἐνορίας Μιχ. Ἀρχαγγέλου Υουρνῆς, ὁ δεύτερος ἀπό τή σύστασή της ὡς ἐνορία, ὁ πρῶτος ἦταν ὁ Μανουήλ Φατζουδάκης (1863). Ἀνῆκε ὀργανικά στή Ἱ. Μ. Καρδαμούτζας, στή Υουρνή ὑπηρέτησε προσωρινά ἀπό τό 1869. (τῶν ἂλλων ἐφημερίων τά ὀνόματα εἶναι:π. Γ. Συράκης (πρεσβύτερος) 1873, Εὐσέβιος Συράκης (πεινές) ἱερομόν. Ἀρετίου, 1900, π. Γ. Δρακωνάκης (προσωρινός), π. Γ.Μαρκ. Συράκης 1911).


΢ὲ ἄλλη εἰκόνα τῆς Παναγίας (βλ.εἰκ.) στὴν ἴδια Ἐκκλησία (διαστ. 86Φ70 ἐκ.) ἐκτός της ἐπιγραφῆς, “ΔΕΗ΢Η ΕΜΜΑΝΟΤΗΛ ΠΑΠΑΜΙΦΕΛΑΚΗ” ὑπάρχει καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Ἱστορήσαντος αὐτές, <χεῖρ Ἐμμανουήλ Γάκη. Οἱ εἰκόνες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Κάτω χωριοῦ Υουρνῆς, τῆς Παναγίας (διαστ. 87Φ63 ἐκ.), τοῦ Φριστοῦ (διαστ. 77Φ20 ἐκ.) καὶ μία μικρή, τοῦ Ἐπιτάφιου Θρήνου (διαστ. 77Φ20 ἐκ.), φέρουν τὴ χρονολογία αωμβ΄ (1842). ΢τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Θεολόγο, ἐπάνω χωριὸ Υουρνὴς βρίσκονται οἱ εἰκόνες: τῆς Παναγίας (διαστ. 93Φ68 ἐκ.) καὶ τοῦ Φριστοῦ (διαστ. 95Φ68 ἐκ.) μὲ τὴν ἐπιγραφή: “ΑΝΑΙΚΕΝΙ΢ΘΗ Η ΕΙΚΟΝΑ ΑΤΣΗ ΠΑΠΑΕΜΑΝΝΟΤΗΛ ΣΤΡΑΚΗ” (αωμα΄, 1841), ΔΕΗ΢Η ΣΟΤ ΔΟΤΛΟΤ ΣΟΤ ΘΕΟΤ ΜΕΛΕΣΙΟΤ ΙΕΡΟΜΟΝΑΦΟΤ”. Γύρω στὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰ. χρονολογοῦνται οἱ εἰκόνες τοῦ τέμπλου τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ( πλατεία Κάτω χωριοῦ Υουρνῆς) τοῦ Φριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου (διαστ. 94Φ56 ἐκ.). Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας εἶναι ἀμφιπρόσωπη, μὲ τὴν ἱστόρηση τῆς Ἁγίας Σριάδος στὴν ἄλλη πλευρά. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ἀφέντη Φριστοῦ (περίβολος Δημοτικοῦ ΢χολείου Κάτω χωριοῦ, φιλοξενεῖ στὸ ξυλόγλυπτο τέμπλο της, τὶς εἰκόνες, τῆς Παναγίας (διαστ. 65Φ90 ἐκ.), τοῦ Φριστοῦ (διαστ.66Φ90 ἐκ.) καὶ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Φριστοῦ (διαστ. 65Φ90 ἐκ.), ὅλες ἱστορημένες τὸ αωλη΄1838 ἔτος ἀπὸ κάποιον Μανουὴλ Μαγριπλὴ ζωγράφο. (βλ.εἰκ. 1, 2). Δὲν εἶναι σπάνιο, τὴν ἱστορία τῆς εἰκόνας νὰ τὴ μαθαίνουμε ἀπὸ τὴν ἐπιγραφὴ ποὺ τὴ συνοδεύει, καὶ μαζί της, τὴν ἱστορία τῆς Υουρνιώτικης κοινωνίας στοὺς νεώτερους αἰῶνες, ὅπως π.χ.”ΑΝΕΚΕΝΙ΢ΘΗ Η ΕΙΚΟΝΑ ΑΤΣΗ ΠΑΠΑΕΜΜΑΝΟΤΗΛ ΣΤΡΑΚΗ<” κ.ἂ. Ὁ Υουρνιώτικος χῶρος, ἂν μπορεῖ νὰ ὀνομασθεῖ ἔτσι, εἶναι ἕνα μεγάλο μουσεῖο φορητῶν εἰκόνων τοῦ 18ου αἰ, καὶ ἀπὸ τὶς λίγες παρατιθέμενες εἰκόνες τῆς περιοχῆς καθὼς καὶ ἀπὸ τὶς χρονολογίες τους: (1838, 1809, 1841, 1842, 1839, 1809, 1861, 1836,1878,1881), ξεχωρίζουν γιὰ τὴν ἀδιάκοπη σύνδεση τῶν καλλιτεχνῶν τους, γνωστῶν καὶ μή, Βενετίας καὶ Κρητικῆς Σέχνης, ἕνα γεγονὸς ποὺ δὲν ἀφήνει περιθώρια γιὰ τὴ μὴ ἀποδοχὴ τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ περιοχή μας, φρόντιζε γιὰ τὴν κατασκευὴ τῶν εἰκόνων καὶ συμμετεῖχε ἐνεργὰ στὴ λατρευτικὴ ζωή, ὥστε νὰ ἐπηρεάζεται μέσα ἀπὸ αὐτὰ ἡ πνευματικὴ πορεία της.4 4 Ὁ 18ος αἰ, χαρακτηρίζεται γιὰ τὸ λαϊκοβυζαντινὸ του θρησκευτικὸ αἴσθημα, ἔτσι τουλάχιστον ὑποστηρίζουν οἱ ἐρευνητὲς ποὺ ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ θέμα αὐτὸ τῆς τέχνης. Μετὰ τὴν πτώση τοῦ Φάνδακα τὸ 1669 ἡ παράδοση τῆς μεγάλης ἐποχῆς ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ ὑποβαθμισμένη μέχρι τὸ τέλος τοῦ αἰώνα στὸ νέο ἱστορικὸ περιβάλλον ποὺ δημιουργεῖ ἡ Σουρκοκρατία. Ἡ συντηρητικὴ κυρίως τάση ποὺ ἀνταποκρίνεται στὴν ἄμεση ἀνάγκη συσπείρωσης γύρω ἀπὸ τὶς πνευματικὲς ἀξίες τῆς παράδοσης, ἐξακολουθεῖ μέχρι καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰ. Παράγονται πιὰ ἔργα μέσης ἢ καὶ κατώτερης καλλιτεχνικῆς στάθμης. Ὡστόσο, γιὰ κάποιο διάστημα ἐπιζεῖ καὶ ἡ παράδοση τῶν


Πιστεύουμε μέσα ἀπὸ τὰ γεγονότα καὶ τὴν πορεία τῆς τέχνης, πὼς οἱ καλλιτέχνες τῆς περιόδου αὐτῆς, ἀντιγράφουν πρότυπα ποὺ θυμίζουν παραλλαγὲς τῆς Κρητικῆς ΢χολῆς, ἐπὶ πλέον δέ, χρησιμοποιοῦν καὶ τὴν τεχνοτροπία τῶν κρητικῶν ἁγιογράφων. ΢τὸν αἰώνα ποὺ μιλᾶμε τώρα, συνεχίζονται τὰ ρεύματα ζωγραφικῆς ἀπὸ τοὺς καλλιτέχνες παίρνοντας στοιχεῖα ἀπὸ προηγούμενους καὶ ἐμφανίζονται νέα. Ἄλλοτε δηλ. παρουσιάζεται στὴν τεχνική τους ἕνα αὐστηρὸ ἀρχαΐζον ὕφος καὶ ἄλλοτε ἡ τεχνοτροπία ἐμφανίζει ἔντονη κλίση πρὸς ἁπλοποίηση “λαϊκοποίηση” ποὺ περιλαμβάνει συχνὰ καὶ δυτικὰ εἰκονογραφικὰ στοιχεῖα. Δὲν παραλείπουμε καὶ τὴν ἐκδοχὴ πώς, οἱ εἰκόνες ἐπηρεάζονται τεχνοτροπικὰ ἀπὸ τὴν Κρητικὴ ΢χολή, ἀκολουθώντας ἴσως ἀστικὰ πρότυπα ὅπου παρατηρεῖται σειρὰ ἰδιομορφιῶν, θὰ τὶς λέγαμε καινοτομίες, ὅμως περιορισμὸς τοῦ εἰκονογραφικοῦ προγράμματος, ἐπίδραση τῆς Κρητικῆς ΢χολῆς στὴν Σεχνική, δανεισμὸς εἰκονογραφικῶν στοιχείων ἀπὸ τὴ Δύση, ἰδιαίτερα ὅταν πρόκειται γιὰ εἰκόνες ἰδιωτικῆς λατρείας. Κάποιοι εἰδήμονες, ἔγραψαν κατὰ καιροὺς πὼς ὁ 18ος αἰώνας εἶναι λιγότερο ὁμοιογενής. ΢τὰ μνημεῖα τῆς ὑπαίθρου, συνήθως ἐνισχύεται ἡ τάση τῶν ζωγράφων πρὸς τὸ “λαϊκό”, ἐνῶ παρεισφέρουν καὶ κοσμικὰ μοτίβα στὸ καλλιτεχνικὸ ρεπερτόριο καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ γενικότερου φαινομένου ἀλληλεπίδρασης κοσμικῆς καὶ θρησκευτικῆς τέχνης. Ὁ ρόλος τῆς τοιχογραφίας τώρα ἔχει περιοριστεῖ ὡς μέσον διακόσμησης καὶ παιδαγώγησης καὶ χρησιμοποιεῖται ἀποσπασματικὰ-ὅπου αὐτὴ χρησιμοποιεῖται. Δὲν μποροῦμε νὰ ἰσχυριστοῦμε πὼς οἱ ζωγράφοι μας ἀντιγράφουν ἔργα Βενετσιάνικα, θὰ τολμούσαμε ὅμως νὰ ποῦμε ὅτι ἡ τέχνη ἔφθασε σὲ ἕνα σημεῖο, ὥστε νὰ ἀντιπροσωπεύει μιά ἁπλή, θρησκευτικὴ ἐμπορευματοποίηση τῶν προϊόντων της. Οἱ καλλιτέχνες δέχονται παραγγελίες ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καὶ παράλληλα ψάχνουν γιὰ πρότυπα-πάντα ἀπὸ τὸ χῶρο τοῦ Βυζαντίου-γιὰ τὴν ἐκτέλεση τοῦ ἔργου τους καὶ παρόλο ποὺ τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι μικτό, παραμένει ὅμως πάντα μέσα στὰ πλαίσια τῆς νομιμότητας καὶ δὲν σηματοδοτεῖ καθόλου ἔλλειψη τῆς Ὀρθοδοξίας. Οἱ ζωγράφοι εἶναι οἱ φορεῖς τῆς Βυζαντινῆς παράδοσης μετὰ τὴν ἅλωση ποὺ ἡ ἀκτινιβολία τοὺς θεωρεῖται κυριαρχική, ἐπιδίδονται ὅμως στὴ μαζικὴ παραγωγὴ εἰκόνων ποικίλων τεχνοτροπιῶν γιὰ τὴ δύσκολη καὶ ποικίλη πελατεία τους καὶ ἕνεκα αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἔχουμε καὶ πνευματικῶν ἐκείνων κύκλων ποὺ εἶχαν ἀποδεχθεῖ τὸν πολιτισμικὸ συγκερασμό, ὅπως παρατηρεῖ κανεὶς ἐνδεικτικὰ στὴν εἰκόνα τῆς ΢ταύρωσης τῆς παλαιᾶς Μονῆς Ἁγίου Κῶν/νοῦ Δωριῶν ( εἰκ. ) τοῦ 1673. Ἐδῶ παρατηρεῖται ρεαλιστικὴ ἀπόδοση τοῦ Ἐσταυρωμένου ποὺ παρεμβάλλεται στὸν παραδοσιακὸ εἰκονογραφικὸ τύπο τῆς ΢ταύρωσης, σχετικὰ μὲ τὴν τέχνη τοῦ “Εὐρωπαϊκοῦ Βορρᾶ<” (βλ.ἐφημ. Καθημερινή, ἑπτὰ ἡμέρες, Κυριακὴ 10 Ὀκτ. 1993 “ ἡ γενιὰ τῆς ἐξόδου<” σέλ. 19).


αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ζωγράφων, πράγμα ποὺ ἔχει τὴν ἀρχή του, περισσότερο στὸ μὲ κάθε ἐπιφύλαξη ἀνερχόμενο οἰκονομικὸ καὶ πολιτιστικὸ ἐπίπεδο-.

1. Εἰκ. Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου: “Παναγία Κουνέλα” Κάτω χωριοῦ Υουρνῆς. (διαστ. 95Φ63 ἐκ.) ΢τὴ σύνθεση αὐτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἡ ὅλη παράσταση σχετίζεται εἰκονογραφικὰ μὲ εἰκόνα ἀρχῶν τοῦ 18ου αἰ., στὴν ὁποία προβάλλονται πολλὰ πρόσωπα, ὅμως κυριαρχικὴ θέση ἐδῶ, κατέχουν τὰ πρόσωπα τοῦ Φριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας ἡ ὁποία ἔχει ἱστορηθεῖ διαδοχικὰ ἀπὸ τρεῖς παραστάσεις τὶς ὁποῖες θὰ ἀναλύσουμε παρακάτω. Ὁ Φριστὸς ἱστορεῖται ἐδῶ σὲ ὄρθια στάση ἀπέναντι στὴν “κοιμωμένη” Θεοτόκο κρατώντας τὴν ψυχή της ποὺ μοιάζει στὴ μορφή, ὅπως τοῦ μικροῦ νηπίου φασκιωμένου. Ἡ παράσταση αὐτὴ καταλαμβάνει μεγάλο μέρος τοῦ κατακόρυφου ἄξονα καὶ τονίζεται μὲ τὸ ἑξαπτέρυγο στὴν κορυφὴ τῆς ἐλλειπτικῆς δόξας ὅπως τὸ θέλουν οἱ ἑρμηνευτὲς τῶν εἰκόνων καὶ ἀπὸ τὴν παρουσία δύο ἀγγέλων ἑκατέρωθεν τῆς μορφῆς τοῦ Φριστοῦ. Φορεία τῶν Ἀποστόλων καὶ Ἱεραρχῶν συνωθοῦνται γύρω ἀπὸ τὸ νεκρικὸ κρεββάτι τὸ ὁποῖο καταλαμβάνει ἕνα μεγάλο μέρος τῆς εἰκόνας. Ὅλη ἡ σκηνὴ συμπληρώνεται ἀπὸ δύο κηροπήγια τὰ ὁποία ἵστανται ὡς τὸ ὕψος τοῦ σκηνώματος τῆς Θεοτόκου συμπληρώνουν τὴ σκηνὴ τῆς σιωπῆς. ΢τὸ κάτω μέρος τοῦ “νεκροκράββατου” ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαὴλ ἀποκόπτει τὸ χέρι ἑβραίου ὀνόματι Ἰεφωνία, ὁ ὁποῖος ὅρμησε πρὸς τὸ σκήνωμα τῆς Θεοτόκου μὲ σκοπὸ προφανῶς τὴ βεβήλωση, “ὁπότε ἄγγελος Κυρίου μετὰ ξίφους πυρὸς ἐκ τῶν ὤμων αὐτοῦ τὰς δύο ἔκοψεν χείρας<”.(βλ.εἰκ. 8, τοῦ ἰδίου ζωγράφου κι ἐδῶ). Ὅλη ἡ ἱστόρηση τοῦ γεγονότος τῆς Κοιμήσεως κλίνει μὲ τὴν παράσταση δύο συμμετρικῶν κτιρίων καθὼς καὶ τῆς Παναγίας ἐνθρόνου μεταξὺ δύο ἱπταμένων ἀγγέλων, ἐνῶ στὸ κάτω μέρος τῆς εἰκόνας ὑπάρχει ἡ ἐπι-γραφή, μὲ κεφαλαία βυζαντινὰ γράμματα τῆς ὁποίας τὸ κείμενο λέγει: ”ΥΤΛΑΣΕ ΚΤΡΙΕ ΣΟΤ΢ ΔΟΤΛΟΤ΢ ΢ΟΤ ΣΟΤ ΙΕΡΕΩ΢ ΕΜΜΑΝΟΤΗΛ ΚΑΙ ΚΩΝ/ΝΟΤ ΓΩΝΙΩΣΑΚΗΔΩΝ ΔΙΑ ΠΡΕ΢ΒΕΙΩΝ ΣΗ΢ ΠΑΝΑΦΡΑΝΣΟΤ ΢ΟΤ ΜΗΣΡΟ΢” (ΑΩΛΘ΄). Σὸ εἰκονογραφικὸ αὐτὸ μοτίβο φαίνεται ὅτι ἀκολουθεῖ μεσοβυζαντινοὺς τύπους τεχνικῆς, ἐνῶ ἡ κατανομὴ τῶν διαφόρων χρωμάτων σ’ ὅλη τὴ σύνθεση –συνδυασμὸς τόνων καὶ ἀποχρώσεων- τὰ λιγοστὰ φῶτα καὶ οἱ ἔντονες ἀντανακλάσεις του, καθὼς καὶ ἡ πτυχολογία ποὺ γίνεται μὲ σκοτεινοὺς τόνους, χαρακτηρίζουν τὴ στάση αὐτῆς τῆς ζωγραφικῆς τῶν νεοτέρων χρόνων.


Γενικά, ἡ ὅλη σύνθεση εἰκονογράφησης τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου παρουσιάζεται ὡς ἑξῆς:5 Οἱ ἀφικνούμενοι ἐπὶ τῶν νεφελῶν Ἀπόστολοι. ΢τὸ μέσον, ἑκατέρωθεν τοῦ Φριστοῦ ὁ ὁποῖος φέρει τὴν ψυχὴ τῆς Θεοτόκου ”οἱ παραγενόμενοι ἄγγελοι”, ἑκατέρωθεν δὲ τοῦ φερέτρου οἱ ἀφιχθέντες πλέον καὶ κηδεύοντες τὴν Θεομήτορα Ἀπόστολοι, ἡ ἀποκοπὴ τῶν χεριῶν τοῦ Ἰεφωνία, ἐνῶ στὴν ἐπάνω σύνθεση ἡ παναγία φαίνεται ἔνθρονος μὲ δύο ἀγγέλους ἱπταμένους, δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ καὶ κλείνει μὲ τὴν ἱστόρηση συμμετρικῶν οἰκιῶν ἐξισοροπώντας ἔτσι τὴν ὅλη σύνθεση.

2. Εἰκ. Ἁγίου Γεωργίου (Δρακοντοκτόνου) 18ου αἰ. Ἡ φορητὴ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου 17ου -18ου αἰ. διαστ. 94Φ56 ἐκ. βρίσκεται στὴν ὁμόνυμη Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου τὴν ὁποία καὶ θὰ ἀξιολογήσουμε παρακάτω. ΢τὸ κάτω ἀριστερὸ τμῆμα της φέρει κεφαλαιογράμματη Βυζ. γραφή:“ΔΕΗ΢Η΢ ΑΝΝΑ΢ ΞΑΝΘΟΤΛΑ΢ ΠΡΟ΢ΚΤΝΗΣΗ΢ (ΣΡΙΑ΢) ΜΕΣΑ ΣΟΤ ΢ΤΜΒΙΟΤ ΑΤΣΗ΢ ΚΑΙ ΣΩΝ ΣΕΚΝΩΝ” ἀωθ΄ 1809. ΢ύμφωνα λοιπὸν μὲ τὰ παραδομένα τῆς χριστιανικῆς τέχνης, ὁ Ἅγιος Γεώργιος κάθεται πάνω σὲ λευκὸ ἄλογο καὶ φέρει στρατιωτικὴ στολή, μὲ ὑποχρεωτικὸ ἐξάρτημα τὸ δόρυ μὲ τὸ ὁποῖο διατρυπᾶ τὸ κεφάλι τοῦ δράκοντα ὁ ὁποῖος βρίσκεται κοντὰ στὰ πόδια τοῦ ἀλόγου. (ὑπάρχουν εἰκονογραφικὲς περιπτώσεις ὅπου τὸ μακρὺ σπαθὶ ἀντικαθιστᾶ σπαθί). Ὁ δράκοντας ποὺ φονεύει ὁ ἅγιος, ἔχει φαιοπράσινο χρῶμα μὲ μακρυνὴ οὐρὰ καθὼς καὶ φτερά. Ἀπὸ τὶς παραστάσεις αὐτὲς τοῦ ἁγίου Γεωργίου δὲν παραλείπομε νὰ ἀναφέρουμε καὶ ἄλλα στοιχεῖα τὰ ὁποῖα συνυπάρχουν σ’ ὁλόκληρη τὴ σύνθεση, ὅπως ἡ τρομαγμένη κόρη τοῦ Βασιλιᾶ μπροστὰ στὸ ἄλογό τοῦ Ἁγίου ἡ ὁποία ἔχει προσφερθεῖ ὡς τροφὴ τοῦ θηρίου. Ἀπὸ τὴν παράσταση ἀπουσιάζουν οἱ Βασιλεῖς στὰ τείχη καθὼς 5 Ἀπὸ τὴν ἀπόκρυφη διήγηση Ἰωάν. Θεολόγου περὶ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (Tischendorf Apocalypses Apoctypfae item Mariae Dormitio, 95-112) ἀναφερομένη ἀπὸ τὸν Κ. Καλοκύρη στὶς πηγὲς τῆς Φριστ. Ἀρχαιολ. Θεσ/νίκη ’67, παραθέτουμε τὸ σχετικὸ κείμενο μὲ τὸ ἐπεισόδιο τοῦ Ἰεφωνία: “και ἰδοὺ ἐν τῷ βαστάζειν αὐτήν, ἑβραῖος τὶς ὀνόματι Ἰεφωνίας γενναῖος τῷ σώματι ὀρμήσας, ἐπεχείρησε κατὰ τῆς κλίνης, τῶν Ἀποστόλων βασταζόντων, καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἀοράτῳ δυνάμει μετὰ ξίφους πυρὸς ἐκ τῶν ὤμων αὐτοῦ τὰς δύο ἔκοψε χείρας καὶ μετεώρους ὑπὸ τὸν ἀέρα περὶ τὴν κλίνην ἀπετέλεσε κρεμασθῆναι. Σούτου δὲ τοῦ θαύματος γενομένου ἀνέκραξε πᾶς ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων, ὅτι ἀληθινὸς Θεὸς ἐστὶν ὁ τεχθεῖς παρά σοῦ, Θεοτόκε ἀειπάρθενε Μαρία. Καὶ αὐτὸς δὲ ὁ Ἰεφωνίας τοῦ Πέτρου κελεύσαντος αὐτῷ πρὸς τὸ δειχθῆναι τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ, ἀναστάς ὀπίσω τῆς κλίνης ἔκραζεν. Ἁγία Μαρία ἡ γεννήσασα Φριστὸν τὸν Θεὸν ἐλέησόν με. Καὶ στραφείς ὁ Πέτρος εἶπεν πρὸς αὐτόν˙ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ τεχθέντος παρ’ αὐτῆς κολληθήσονται αἱ χεῖρες αἱ ἀφαιρεθεῖσαι ἀπό σοῦ<”.


καὶ τὸ πλῆθος τὸ ὁποῖο παρακολουθεῖ ἀπὸ μακρυὰ τὴν ἔκβαση τοῦ ἀγώνα. Ἐδῶ εἶναι παρὸν καὶ ὁ Φριστὸς “ἄνω εὐλογών”. Πίσω στὸ ἄλογο κάθεται μικρὸς νέος ποὺ φέρει στὸ κεφάλι του σκοῦφο καὶ κρατάει κανάτι. Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι σὲ πόλη τῆς Ἀνατολῆς ἀπήχθη κάποτε ἀπὸ τοὺς ΢αρακηνοὺς νέος, ὀνόματι Γεώργιος ὁ ὁποῖος τοποθετήθηκε στὴν ὑπηρεσία τοῦ Βασιλιᾶ. Δὲν ἔπαυσε ὅμως ποτὲ νὰ παρακαλεῖ τὸν Ἅγιο νὰ τὸν λυτρώσει, ὁπότε κάποια μέρα παρουσιάστηκε ὁ ἅγιος Γεώργιος, διατάσσοντάς τον νὰ ἀνεβεῖ στὸ ἄλογό του. Ὁ νέος τότε συμορφώθηκε μὲ τὴν ἐντολὴ του ἀνέβηκε στὸ ἄλογό του καὶ μάλιστα πῆρε μαζί του καὶ τὸ κανάτι ποὺ ἐκείνη τὴν ὥρα κρατοῦσε. Ὁ Ἅγιος τὸν μετέφερε τότε στοὺς δικούς του, εὐχαριστώντας τὸν γιὰ τὸ καλὸ ποὺ τοὺς ἔκανε. Οἱ καλλιτέχνες ἁγιογράφοι μέσα ἀπὸ τὴ σύνθεση αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Δρακοντοκτόνου θέλουν νὰ τονίσουν ἕνα πράγμα. Αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὴ συμμαχία τοῦ Θεοῦ κατανικοῦν τὸν δαίμονα ὁ ὁποῖος ἐνεδρεύει στοὺς δράκοντες σύμφωνα μὲ τὰ σχετικὰ κείμενα. (βλ. ΢υναξαριστὴ Δ΄ Ἀπριλ., Ἀθήνα 1962, σέλ. 480-484, 492-499). Ὑπάρχει καὶ ἄλλος εἰκονογραφικὸς τύπος τοῦ Ἁγίου φονεύοντος δράκοντα, ὅπου ἐμφανίζεται ὄρθιος, νὰ χτυπᾶ μὲ τὸ δόρυ τὸ δράκοντα. Ἡ σύνθεση αὐτή, καλλιεργήθηκε μεταξὺ τῶν Κρητῶν ζωγράφων ποὺ χρησιμοποίησαν ὡς πρότυπα ἀπὸ τὰ καλύτερα σχετικὰ ἔργα τῆς Δύσης, μεταφερόμενος ἔπειτα στὸ χῶρο τῆς Ἀνατολῆς.6

3. Παναγία ἡ “Γαλακτοτροφοῦσα”. Ἐκκλησία Ἁγίας Βαρβάρας Κάτω χωριοῦ. Ἡ εἰκονογράφηση τῆς Παναγίας τῆς Γαλακτοτροφοῦσας εἶναι ἕνα θέμα ποὺ σπάνια συναντᾶμε στὴ Βυζαντινὴ τέχνη καὶ διαδίδεται, στὸν Ὀρθόδοξο κόσμο καὶ ἰδιαίτερα στὴ Ρωσία νωρὶς τὸν 18ο αἰ. Σὸ ξύλο ποὺ ἔχει γίνει ἡ εἰκονογράφηση εἶναι κυπαρίσσι, ὄχι μονοκόμματο καὶ ἔχει διαστάσεις (85Φ58 ἐκ.) ἔργο κάποιου Φατζῆ Νικολάου, μὲ χρονολογία ἱστόρησης τὸ 1887. Ἡ εἰκόνα βρίσκεται στὸ τέμπλο τῆς Ἐκκλησίας Ἁγίας Βαρβάρας Κάτω χωριοῦ Υουρνῆς. Πρόκειται γιὰ ἕνα τύπο εἰκονογραφικὸ ὁ ὁποῖος πιθανὸν νὰ ἔχει τὴν προέλευσή του ἀπὸ τὴ Δύση- θέμα Ἁγίας οἰκογένειας- βασισμένο στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου, (Μάτθ.1, 1-16, 2,

6. Ἡ ὅλη σκηνὴ τῆς νίκης τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἐπὶ τοῦ δράκοντος, συμπληρώνεται ἐδῶ ἀπὸ τὸ ἐπεισόδιο τὸ ὁποῖο φροντίζει νὰ μὴ παραλείψει ὁ ζωγράφος, τὴ διάσωση δηλ. ἑνὸς ἐφήβου ἀπὸ τοὺς ληστές. Ἡ Βυζαντινὴ εἰκονογραφία στὴν παράστασή της συναντᾶται συνήθως στὴ μεταβυζαντινὴ τέχνη.


23,13,55, Λουκᾶ 2,4,24,39,61,3,23-50), καθὼς καὶ στὸ ἀπόκρυφο ΕὐαγγέλιοΠρωτευαγ-γέλιο τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ (τέλος Β΄αἰ.) ΢τὶς λιγοστὲς εἰκόνες αὐτές, εἰκονίζεται στὸ δεξιὸ μέρος τῆς εἰκόνας ὁ “μνήστωρ, Ἰωσήφ” (στὴν Παναγία ποὺ κάνουμε λόγο δὲν ὑπάρχει), ὡς φύλακας ἄγγελος τῆς Παρθενίας τῆς Μαρίας καὶ παιδαγωγὸς τοῦ μικροῦ Φριστοῦ. Ἀντὶ λοιπὸν τῆς παρουσίας τοῦ Ἰωσὴφ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, δύο ἄγγελοι μέσα σὲ πυκνὰ σύννεφα εὐρισκόμενοι, κρατοῦν ἀνοικτὸ εἰλητάριο τὸ ὁποῖο περνᾶ πάνω ἀπὸ κεφάλι τῆς Παναγίας σὲ ἡμικυκλικὸ σχῆμα μὲ τὸ σχετικὸ κείμενο: ”ΦΑΙΡΕ ΟΣΙ ΘΗΛΑΖΕΙ΢ ΣΟΝ ΘΗΛΑΖΟΝΣΑ ΠΑΝΣΑ”. Ἡ Παναγία εἰκονίζεται κατ’ ἐνώπιον καὶ ἐπιγράφεται “ΚΤΡΙΑ Η ΓΑΛΑΚΣΟΣΡΟΥΟΤ΢Α”. Ὁ τρόπος ἀπεικόνισης ἀπὸ τὸ ζωγράφο εἶναι ἰδιόμορφος ἰδιαίτερα τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας, στὸ ὁποῖο συνδυάζονται οἱ παραδοσιακὲς τεχνικὲς (πλάσιμο μὲ μεγάλες ἀνοιχτόχρωμες πινελιὲς) κ.λ.π. χαρακτηριστικό της εἰκόνας, τὸ φωτοστέφανο, τὸ ὁποῖο κοσμεῖται ἀπὸ βλαστόμορφο ἑλισσόμενο διάκοσμο, πολλὲς φορὲς συναντᾶμε καὶ ἄνθη, μοτίβο χαρακτηριστικὸ συνήθως τῶν ἰταλοκρητικῶν εἰκόνων τῆς ἐποχῆς. Ἡ Παναγία φορεῖ μαφόριο κόκκινο καὶ δὲν φαίνεται νὰ κάθεται σὲ θρόνο ἀλλὰ σὲ κάποιο ἄλλο μέρος, ὅπως ἁρμόζει στὴν περίπτωση τοῦ θηλασμοῦσὲ καναπὲ ἴσως-. Πλῆθος δὲ ἀστεριῶν μικρῶν στολίζουν τὸ ἔνδυμά της ἐνῶ κυριαρχικὴ θέση κατέχουν τὰ τρία μεγάλα ἀστέρια εὑρισκόμενα, ἕνα στὸ κεφάλι καὶ ἀπὸ ἕνα στὸν δεξιὸ καὶ ἀριστερὸ ὦμο της, συμβολίζοντας ὡς γνωστὸ τὸ ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου. Ὁ μικρὸς Φριστὸς καθισμένος νωχελικὰ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Μητέρας του, Θεοτόκου Μαρίας, ἀπολαμβάνει τροφή, στὸ δὲ φωτοστέφανο τοῦ κεφαλιοῦ του ἔχουν γραφεῖ τὰ γράμματα, (ὁ Ο, ὁ Ω καὶ Ν) κεφαλαία. Φαρακτηριστικὴ εἶναι καὶ ἡ σύνθεση τῶν χεριῶν τῆς Παναγίας. Μακρυὰ δάκτυλα σὲ παχουλὸ κορμό, ποὺ κρατοῦν μὲ περισσὴ φροντίδα τὸ μικρὸ Φριστὸ-βρέφος- μὲ τὸ ἀριστερὸ τὴ θηλὴ τοῦ μαστοῦ προσφέροντάς την στό μικρό της, μὲ τὸ δεξὶ ἀγκαλιάζει σχεδὸν τὸ μικρό, τὸ ὁποῖο μὲ τὸ χέρι τοῦ ἀκουμπὰ στὸ χέρι τῆς Μητέρας Παναγίας, νοιώθοντας ἔτσι ἀσφάλεια καὶ σιγουριά. Θὰ λέγαμε πὼς ἡ σύνθεση αὐτὴ-γι’ αὐτὸ καὶ τὴν ξεχωρίσαμε ἀπὸ ἄλλες- ἐκτός τοῦ ὅτι ἀποτελεῖ μοναδικότητα, ἔχει ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα τοῦ θηλασμοῦ τὰ ὁποία ὁ ζωγράφος φρόντισε νὰ παραθέσει μὲ κάθε λεπτομέρεια, γιὰ νὰ ἱστορήσει τὴν “ΚΤΡΑ ΓΑΛΑΚΣΟΣΡΟΥΟΤ΢Α” ὅπως ἐπιγραφικὰ σημειώνει τὸ Δεξιὸ μέρος τῆς εἰκόνας. 4. Εἰκόνα Ἁγίας Βαρβάρας Κάτω χωριοῦ Υουρνῆς (18ος αἰ.) Ἡ πολυπρόσωπη αὐτὴ εἰκόνα ἔχει ἐνδιαφέρον περισσότερο ἱστορικὸ παρὰ καλλιτεχνικό. Πρόκειται περὶ λαϊκῆς ζωγραφικῆς, ὅμως σὲ μία


μικρὴ ἐπιφάνεια, διαδραματίζονται ὅλα ἐκεῖνα τὰ γεγονότα τῆς σύντομης ζωῆς τῆς Ἁγίας ἀπὸ τὸ ζωγράφο. Ἱστορημένη πάνω σὲ διπλὸ ξύλο (διαστ.84Φ60 ἐκ.) μὲ χρονολογία 1851, φέρει στὸ κάτω μέρος μία σειρὰ ἀπὸ πέντε εἰκονίδια (διαστ. 10Φ11 ἐκ.) ὅπου ὁ ζωγράφος θεώρησε καλὸ νὰ ἱστορήσει σκηνὲς ἀπὸ τὸ βίο τῆς Ἁγίας Βαρβάρας. ΢ὲ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ εἰκονίδια αὐτὰ στὸ ἐπάνω μέρος ἔχει γραφεῖ: 1. Ἡ Ἁγία πάρεξ τοῦ ἡγεμόνα Μαρκιανοῦ. (δὲν ξέρουμε ἂν ὁ ζωγράφος ἦταν ἐνήμερος σχετικὰ μὲ τὴ ζωή της, πάντως τὸ συναξάρι ἀναφέρει ὅτι μαρτύρησε στὴ Νικομήδεια, στὰ χρόνια τοῦ Μαξιμιανοῦ καί ἦταν θυγατέρα εἰδωλολάτρη Διόσκουρου, βασανισθεῖσα ἀπὸ τὸν ἴδιο (τὸν πατέρα της) ὁ ὁποῖος καὶ τὴν ἀποκεφάλισε τὸ 290 ἔτος μ.Φ. 2. Ἡ Ἁγία δέρεται σκληρὰ ὑπὸ στρατιωτῶν μὲ βούνευρον. 3. Σῆς Ἁγίας ξεσκίζωσι τὰς σάρκας καὶ λαμπάδας καίωσιν. 4. Ἡ Ἁγία προστάζει τοὺς κτίστας νὰ κάμωσι καὶ τρίτον παράθυρον. (πρόκειται γιὰ τὸ κελλὶ τῆς φυλακῆς καὶ ἐπιθυμεῖ ἡ Ἁγία νὰ ἀνοίξουν καὶ τρίτο τιμητικὰ στὸ ὄνομα τῆς Ἁγ. Σριάδος. (ΠΙΝ. 9.10). 5. Ἡ κοίμηση τῆς Ἁγίας Βαρβάρας τὸ 290 ἔτος. Κεντρικὸ θέμα τῆς σύνθεσης εἶναι ἡ ἀποκεφάλιση τῆς Ἁγίας, ἡ ὁποία εἰκονίζεται γονατιστὴ φορῶσα μανδύα καὶ κεφαλομάνδηλο, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα σὲ στάση προσευχῆς. Ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ εἰκονίζονται ἀπὸ δύο στρατιῶτες Ρωμαῖοι μὲ ὅλη τὴ σχετικὴ πανοπλία τους ἐνῶ ἕνας ἀπὸ τὴ συντροφιὰ ἤδη ἔχει σηκώσει τὸ μεγάλο σπαθὶ γιὰ νὰ κόψει τὸ κεφάλι τῆς Ἁγίας. (βλ. εἰκ. 8). ΢τὸ ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνας, ἤδη ἔχει ἀνοιχθεῖ ὁ οὐρανός, ἕτοιμος νὰ δεχθεῖ τὴν ἁγία της ψυχή. Ὁ Δήμιος δὲν φαίνεται νὰ φορεῖ στρατιωτικὴ ρωμαϊκὴ στολὴ καὶ ἡ ὅλη ἐνδυμασία του, μᾶλλον δείχνει ἄρχοντα ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος κατέχει ἐξουσία καὶ πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ πατέρας τῆς Ἁγίας Διόσκορος, ποὺ ἔχει ἀναλάβει αὐτὸ τὸ “θλιβερὸ καθήκον” τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ (τῆς θυγατέρας του). Οἱ κλασικιστικὲς αἰσθητικὲς κατηγορίες, πιστεύομε τῆς Πρωτευουσιάνικης τέχνης ποὺ ἐπικρατοῦν στὴ ζωγραφικὴ αὐτῆς τῆς εἰκόνας ὀφείλονται στὴν ἔντονη ἀναβίωση τῶν Ἑλληνιστικῶν παραδόσεων κατὰ τοὺς ὕστερους χρόνους αὐτῆς τῆς περιόδου, τὸ 18ο αἰ. Ὁ ζωγράφος ἑρμηνεύει τὸ πνεῦμα τῆς ἀριστοκρατικῆς εὐγένειας καὶ χάρης ποὺ διαπνέει τὴν εἰκόνα τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας. (βλ. καὶ πίνακες ὑπ’ ἀριθ. 16, 17, ὅπου εἰκονίζονται οἱ εἰκόνες τῆς Παναγίας ἐνθρόνου καὶ Φριστοῦ ἐνθρόνου μὲ χρονολογία ἱστόρησης τὸ 1830. Οἱ εἰκόνες ἀνήκουν στὴν Ι. Μ. “Περάμπελα” τῆς Θεοτόκου, Μιραμπέλλου. Πρόκειται γιὰ εἰκόνες ἐξαιρετικῆς τεχνικῆς μὲ ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς Βυζ. Σεχνικῆς καὶ Ἑλληνικῶν παραδόσεων.


5. Εἰκόνα “Ρίζα τοῦ Ἰεσσαὶ” ( ΠΙΝ. Ε’) Ἐκκλησία τοῦ Μιχαὴλ Ἀρχαγγέλου Κάτω χωριοῦ Υουρνῆς, ξύλο διπλὸ πιθανὸν κυπαρίσσι (διαστ. 91Φ110 ἐκ), ἔτος ἱστόρησης 1863. Πρόκειται γιὰ τὴ μοναδικὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας “Ρίζα τοῦ Ἰεσσαὶ” στὴ Υουρνιώτικη περιοχή, ἱστορημένη ὅπως καὶ τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν τῆς περιοχῆς στὸ πρῶτο μισό του 18ου αἰ. Καὶ ἀλλοῦ ἔχομε τονίσει πώς, πρόκειται γιὰ φορητὲς εἰκόνες ποὺ μέσω αὐτῶν διαβάζομε τὴν ἱστορία τῆς περιοχῆς, εἶναι αὐτὲς ποὺ διασώθηκαν ἀπὸ τὴ φθορὰ τοῦ χρόνου καὶ τὴ μανία τῶν ἑκάστοτε κατακτητῶν. Δὲν εἶναι ποτὲ δυνατόν, μνημεῖα τοῦ 14ου αἰώνα καὶ τοῦ 15ου, νὰ φιλοξενοῦν εἰκόνες στὰ τέμπλα τους, ἱστορημένες τὸν 18ο αἰ. Αὐτὸ κι ἂν δὲν εἶναι παράλογο καὶ παράξενο. Σί ἀπόγιναν λοιπὸν οἱ ἀρχικὲς εἰκόνες τῶν Υουρνιώτικων ναῶν; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἡ καταστροφὴ ἀπὸ τοὺς κατακτητές, ἡ ἄγνοια ἴσως, ἡ φθορὰ κι ἐγὼ δὲν ξέρω τί ἄλλο παράγοντα νὰ ἐπισημάνω αὐτὴ τὴ στιγμή. Ἂς ἀρκεστοῦμε λοιπὸν στὶς ὑπάρχουσες. ΢’ αὐτὴ τὴν κληρονομιά, ποὺ θὰ ἦταν εὐχὴ νὰ τὶς κρατούσαμε στὴν κατάσταση ποὺ σήμερα βρίσκονται. ΢τὴν πρὸς μελέτη εἰκόνα τῆς Παναγίας, “Ρίζα τοῦ Ἰεσσαί”, εἰκονίζεται ἡ Παναγία ἔνθρονη, σεμνὴ καὶ μεγαλόπρεπη, ἔχοντας στὰ γόνατά της τὸ μικρὸ Φριστὸ τὸν ὁποῖο ἀκουμπᾶ ἐλαφρὰ στὸν ὦμο. Μητρικά. Ὁ Φριστὸς εὐλογεῖ μὲ τὸ δεξί του χέρι, ἐνῶ μὲ τὸ ἀριστερὸ κρατεῖ εἰλητάριο ξεδιπλωμένο μὲ τὴ γραφή: “ΕΓΩ ΕΙΜΙ ΣΟ ΤΔΩΡ ΣΟ ΖΩΝ<”, φορώντας κόκκινο ἔνδυμα-ἱμάτιο, καὶ χιτώνα ἀπὸ ὤχρα. Ἡ Παναγία Μητέρα κάθεται στὴ δεύτερη σειρὰ τῶν κλώνων τοῦ μεγάλου δένδρου καὶ δεσπόζει εἰκονογραφικὰ σὲ ὅλη τὴ σύνθεση, ἐνῶ τὰ πόδια τῆς φθάνουν καὶ ἀκουμποῦν μέχρι τὸ κάτω μέρος τοῦ δένδρου τὸ ὁποῖο πλαισιώνεται μὲ ἀνοικτὸ εἰλητάριο μὲ τὴ γνωστὴ ἐπιγραφὴ: “Ρίζη φυεῖσα, τοῦ Ἰεσσαί Παρθένε, Ὃρους παρῆλθες τῶν βροτῶν τῆς οὐσίας, Πατρός τεκοῦσα, τόν πρό αἰώνων Λόγον˙ Ὡς ηὐδόκησεν αὐτός ἐσφραγισμένην, Νηδύν διελθεῖν, τῇ κενώσει τῇ ξένη„. Κάτω ἀκριβῶς στὸ δένδρο ἱστορεῖται ὁ δίκαιος Ἰεσσαί, ὁ πατέρας τοῦ προφητάνακτος Δαυΐδ πού, ἀπὸ τὰ νῶτα του, ὅπως φαίνεται στὴν εἰκόνα ἐξέρχεται ὁ κορμὸς τοῦ δένδρου χωριζόμενος σὲ τρεῖς δυάδες κλώνων, σχηματίζοντας περιπλοκάδες μέσα στὶς ὁποῖες εἶναι ζωγραφισμένοι οἱ Ἅγιοι Προπάτορες τοῦ Φριστοῦ ἀπὸ τοῦ Δαυΐδ.7 7 ΢υνήθως, στὴν κορυφὴ τοῦ δένδρου εἰκονίζεται ἡ γέννηση τοῦ Φριστοῦ, καὶ γύρω οἱ προφῆτες κρατοῦντες εἰλητάρια μὲ τὶς προφητεῖες αὐτῶν, μέσα στὸν πλόκαμο κλάδου ὁ καθένας, καὶ στὸ κάτω μέρος, δεξιὰ καὶ ἀριστερά τοῦ Ἰεσσαὶ ἱστοροῦνται οἱ σοφοὶ τῶν Ἑλλήνων καὶ ὁ μάντης Βαρλαὰμ κρατοῦντες εἰλητάρια μὲ τὶς ρήσεις αὐτῶν, δείχνοντας παράλληλα πρὸς τὰ πάνω τὴ γέννηση τοῦ Φριστοῦ. ( Ἠσαΐα, ἴα, 10 ). ΢τὴν εἰκόνα ποὺ ἐξετάζουμε ἐδῶ, ἔχει παραληφθεῖ ἀπὸ τὸ ζωγράφο, μᾶλλον γιὰ τὴν οἰκονομία τοῦ χώρου καὶ ὄχι ἀπὸ ἄγνοια τοῦ καλλιτέχνη, τὸ θέμα αὐτό. (βλ. εἰκόνα σχετικά).


΢τὴ ρίζα τοῦ δένδρου ἁπλώνεται ἕνας κάμπος σκουροπράσινος μὲ τὰ σχετικὰ δένδρα τοποθετημένα σὲ ὁλόκληρη τὴν ἐπιφάνειά του. Ἀπ’ ὅτι μπορέσαμε νὰ διακρίνουμε, ἡ τοποθέτηση τῶν ἁγίων Προφητῶν πάνω στὰ κλαδιὰ τοῦ δένδρου τῆς εἰκόνας εἶναι ἡ ἑξῆς: Ἐπάνω ἀριστερά, πρώτη δυάδα. Ὁ Μωϋσῆς κρατῶν τὴν καιομένη βάτο, “εὐφράνθητε οὐρανοὶ ἅμα αὐτῶ καὶ προσκυνησάτωσαν αὐτῶ πάντες ἄγγελοι”. Δεξιὰ του ὁ Προφητάναξ Δαυΐδ, “ἐγὼ δὲ χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναι μοι τὴν δόξαν σου” ἢ ”ἐγὼ κιβωτόν<”. Μεσαία σειρά. Ἀριστερὰ ὁ γέρων Ἰακώβ, Πατριάρχης τοῦ Ἰσραὴλ κρατώντας τὴν κλίμακα. ”ουκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καὶ ἡγούμε-νος<<.ἕως ἂν ἔλθη τὰ ἀποκείμενα αὐτῶ καὶ αὐτὸς προσδοκία τῶν ἐθνών”. Ἐδῶ στὸ εἰλητάριό του ἔχει γραφεῖ: ”Ἐγὼ καθ’ ὕπνους κλίμακα ἐώρακα ΢ε, ἀπὸ γῆς φθάνουσα εἰς θεῖον Πόλον”. Δεξιὰ εἰκονίζεται ὁ Προφήτης Ἠσαΐας μὲ τὸ ΢εραφεὶμ τὸ ὁποῖο τοῦ προσφέρει τὴν ἀνθρακο-φόρο λαβίδα, στὸ εἰλητάριό του ἔχει γραφεῖ σχετικά. ”Εγώ δὲ πρώην λαβίδ’ ἀνθρακοφόρον κέκληκα ΢’ ἁγνή, καὶ θρόνον Βασιλέως”. Κάτω ἀριστερὰ εἰκονίζεται ἡ δυάδα τῶν Προφητῶν Γεδεῶν καὶ Ἀβακούμ. Ὁ Γεδεῶν κρατᾶ τὸν πόκον μέσα σὲ κύπελο καὶ εἰλητάριο μὲ τὴ γραφή: ”πόκον ΢ε, ἁγνή, πρὶν κέκληκα, Παρθένε, τοῦ γὰρ τόκου ΢ου εἰδον ἐν πόκω θαύμα” καὶ ὁ Ἀβακούμ, ”Κύριε εἰσακήκοα τὴν ἀκοήν ΢ου καὶ ἐφο-βήθην, καὶ ἐνόησα τὰ ἔργα ΢ου καὶ ἐξέστη”. Ἐπάνω δεξιά, πρώτη δυάδα Προφητῶν. Ἀριστερὰ ὁ Βασιλιὰς ΢ολομῶν κρατῶν κλίνη καὶ εἰλητάριον ποὺ γράφει: ”ἐγὼ κλίνην τοῦ βασιλέως, κόρη, κέκληκα ΢ε πρίν, κηρύττων ΢ου τὸ θαύμα”. Δεξιὰ ὁ Ἀαρῶν κρατώντας τὴν βλαστήσασα ράβδον. Σὸ εἰλητάριό του γράφει: ”ἐμοὶ δὲ ἀνθοῖσαι ΢ε, τὸν κτίστην, ἄνθος ράβδος προκατήγγειλεν, ἁγνὴ Παρθένε”. ΢τὸ μέσον ἀριστερὰ ὁ προφήτης Ἰεζεκιὴλ κρατεῖ πύλη καὶ εἰλητάριο ποὺ γράφει: ”πύλην τοῦ Θεοῦ εἶδον ΢ε κεκλεισμένην, δὶ’ ἢς διῆλθεν ὁ πάντων Θεὸς μόνος”. Καὶ δεξιὰ γέρων προφήτης εὐλογῶν. ΢τὴν τελευταία δυάδα ἐξέχουσα θέση κατέχουν δύο Προφῆτες νέοι, ὁ Ζαχαρίας κρατώντας ἐφτάφωτον λυχνίαν καὶ εἰλητάριον μὲ τὴ γραφή: ”ἐγὼ λυχνίαν ἑπτάφωτον προεῖδον ΢ε, Παρθένε, φῶς τὸ νοητὸν ἀστράψασαν τῷ κόσμῳ”. Καὶ ὁ προφήτης Δανιὴλ κρατῶν ὅρος καὶ εἰλητάριο μὲ τὴ γραφή: ”Ὅρος νοητόν, ἐξ οὐ ἐτμήθη λίθος, κέκληκα ΢ε πρίν, ἁγνὴ Παρθενομήτορ”. Ἡ παράσταση αὐτὴ λέγεται καὶ ”Σὸ ἄνωθεν οἱ Προφῆται”. Ἡ Παναγία εἰκονίζεται ”εἰς τύπον Πλατυτέρας”. Οἱ παρατιθέμενες μορφὲς τῶν Προφητῶν μὲ τὰ σύμβολά τους, εἶναι αὐτοὶ ποὺ προφήτευσαν τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Φριστοῦ, καθὼς καὶ τὰ σπουδαιότερα ὑπερφυὴ γεγονότα τῆς Παλαιᾶς καὶ Νέας Διαθήκης.


ΠΙΝΑΚΑ΢ Α΄ (Εἰκ. 1) Παναγία Βρεφοκρατούσα. (18) αἵ. “Ἀφέντης Φριστός” (Μεταμορφώσεως τοῦ ΢ωτῆρος) Ναὸς στὸν περίβολο τοῦ Δημοτ. ΢χόλ. Υουρνῆς-Κάτω χωριό.


ΠΙΝΑΚΑ΢ Β΄ (Εἰκ. 2) Εἰκόνα τοῦ Φριστοῦ στὴν ἴδια Ἐκκλησία.


ΠΙΝΑΚΑ΢ Γ΄ (Εἰκ. 3) Εἰκόνα τῆς Παναγίας ἱστορημένη στὸ Ἅγιον Ὅρος τὸ 1878 Ἐκκλησία Ἁγίας Βαρβάρας Κάτω χωριοῦ Υουρνῆς. (Δωρεὰ Μαρίας Ν. Βαρδαβᾶ)


ΠΙΝΑΚΑ΢ Δ΄ (Εἰκ. 4) Παναγία βερεφοκρατούσα. (18ος αἰ.) Ι. Ν. Παναγίας ”κουνέλας ἢ κουναλιᾶς” (Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου).


ΠΙΝΑΚΑ΢ Ε΄ (Εἰκ. 5) Εἰκόνα τῆς Παναγίας ”Ρίζα τοῦ Ἰεσσαί ” ΢τὸ δεξιὸ ξυλόγλυπτο τέμπλου τοῦ Μιχ. Ἀρχαγγέλου Κάτω χωριοῦ Υουρνῆς.


ΠΙΝΑΚΑ΢ ΢Σ΄ (Εἰκ. 6) Εἰκόνα τοῦ Φριστοῦ (18ος αἰ.) Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Καστελίου Υουρνῆς


ΠΙΝΑΚΑ΢ Ζ΄ (Εἰκ. 7) Ἡ Ζωοδόχος Πηγὴ Ἱ. Ν. Παναγίας Υουρνῆς Ἐπάνω χωριὸ (Εἰκ. 8) Κοίμηση τῆς Θεοτόκου


ΠΙΝΑΚΑ΢ Η΄ (Εἰκ. 9) Ὁ Φριστός (busto). Σμήμα ἀπό τήν εἰκόνα. (Εἰκ. 10) Ὁ Φριστός, Μέγας Ἀρχιερεύς. (Λεπτομέρεια) Ἱ. Ν. Ἁγίας Βαρβάρας-Κάτω χωριοῦ Υουρνῆς


ΠΙΝΑΚΑ΢ Θ΄ (Εἰκ. 11) Λεπτομέρεια από το μαρτύριο τῆς Ἁγίας Βαρβάρας Ἱ. Ν. Ἁγίας Βαρβάρας Κάτω χωριοῦ Υουρνῆς. (Εἰκ. 12) Λεπτομέρεια από τήν Κοίμηση τῆς Ἁγίας Βαρβάρας Ἱ. Ν. Ἁγίας Βαρβάρας Κάτω χωριοῦ Υουρνῆς.


ΠΙΝΑΚΑ΢ Ι΄ (Εἰκ. 13) Ἀπὸ τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας Βαρβάρας (Εἰκ. 14) Ἡ Παναγία τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου<(τμῆμα)


ΠΙΝΑΚΑ΢ ΙΑ΄ Ἃγιος Νικόλαος. Λεπτομέρεια ἀπό τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Υορητή εἰκόνα 17ου αἰ. Ἱ. Μ. Ἀρετίου.


Γεώργιος Πατεράκης Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ΢χολικός ΢ύμβουλος Π. Ε.

Ο Επίσκοπος Πέτρας Τίτος Ζωγραφίδης, ως εκπαιδευτική αρχή του Τμήματος Λασιθίου, την περίοδο 1889-1898.

Εισαγωγικά ΢την κατεύθυνση συμβολής μας στην εκκλησιαστική ιστορία, αλλά και στην ιστορία της εκπαίδευσης κυρίως, κρίναμε επιβεβλημένη την κατάθεση των πορισμάτων των ερευνών μας σε ανάλογους αρχειακούς χώρους της Κρήτης.1 Η εισήγησή μας στηρίζεται στην αρχειακή έρευνα των περιεχομένων του Ιστορικού Αρχείου της Φριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου, και αποτελεί ψηφίδα, συμπλήρωμα της εικόνας και δράσης του επισκόπου Πέτρας Σίτου Ζωγραφίδη. Ενός λαμπρού ιεράρχη, ο οποίος εκτός των άλλων διέπρεψε και ως εκπαιδευτική αρχή της χριστιανικής εκπαίδευσης του Σμήματος Λασιθίου, την δεκαετή περίοδο 1889-1898. Οι λεπτομέρειες της δράσης του αυτής παραμένουν ακόμη άγνωστες και θα πρέπει να φωτιστούν, να προβληθούν και να δημοσιοποιηθούν.2 Όπως προκύπτει από την έρευνα, η μορφή του Θεοφιλεστάτου επισκόπου Πέτρας, Σίτου Ζωγραφίδη, πέραν των εκκλησιαστικών, αρχιερατικών καθηκόντων της, υπήρξε καταλύτης των εξελίξεων της Παιδείας Η έρευνά μας έγινε στα πλαίσια της επιστημονικής αποστολής, με θέμα : «Έρευνες στην Κρήτη», στην οποία είχα την τιμή να συμμετάσχω. Επιστημονική αποστολή του Εργαστηρίου Ιστορίας Νεότερης Ελλάδας και Νεοελληνικού Πολιτισμού, του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, για την ψηφιοποίηση του Αρχείου της Φριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου, στα Γραφεία της Ι. Μητροπόλεως Πέτρας, στη Νεάπολη. 2002. Μια πρώτη απόπειρα ανακοίνωσης της εργασίας μας έγινε στις εργασίες του ΙΑ΄ Κρητολογικού ΢υνεδρίου (Ρέθυμνο), στα πρακτικά του οποίου δεν κατέστη δυνατή τελικά, η δημοσίευσή της, σε συμβατική μορφή, λόγω της συνέχειας των ερευνών μας. Πολύ συνεπτυγμένα τώρα. ΢χεδόν σε τηλεγραφικό λόγο, παρατίθενται εδώ τα ευρήματα, για την αρτιότητα και πληρότητα της γενικής εικόνας της μεγάλης μορφής του Σίτου Ζωγραφίδη. 2 Σα στοιχεία που αποθησαυρίστηκαν, ενισχύονται συμπληρωματικά, από τα ευρήματα επέκτασης των ερευνών μας και στο μητρικό Αρχείο της Φριστιανικής Δημογεροντίας Ηρακλείου, που βρίσκεται στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου. 1


την περίοδο ποιμαντορίας της στην Επισκοπή Πέτρας, με έδρα τη Νεάπολη Λασιθίου. Οι σπουδές, η διδακτική πείρα και η προϋπηρεσία του στην εκπαίδευση, καθώς και τα διοικητικά και εποπτικά καθήκοντα, που άσκησε ως ΢χολάρχης, του επέτρεπαν να είναι βαθύς γνώστης των λεπτομερειών της εκπαίδευσης και των προβλημάτων της. Έτσι όταν βρέθηκε στη κορυφαία θέση του αρχιερέα, στην περιοχή ευθύνης του, που ήταν ολόκληρο το διοικητικό Σμήμα Λασιθίου τότε (Επισκοπές Πέτρας, Ιεράς και ΢ητείας καθώς και Αρκαδίας) είχε την ικανότητα να διαχειριστεί με ευχέρεια και σοβαρότητα, με ουσιαστικά και πρωτοπόρα μέτρα, καθώς και με εύστοχες ενέργειες, την υπόθεση της χριστιανικής εκπαίδευσης.

Βιογραφικά - Η εκπαιδευτική σταδιοδρομία του Λόγιος εκπαιδευτικός, ο κατά κόσμον Λεωνίδας Ζωγραφίδης, γεννήθηκε στο χωριό Γαλύφα Πεδιάδας, Ηρακλείου, στα 1859. Δεκαεξάχρονος δίδαξε στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ως δημοδιδάσκαλος του Δημοτικού ΢χολείου της Ι. Μονής Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου, Ανωπόλεως, την περίοδο 1875-77.3 Ο Λεωνίδας, χειροτονήθηκε διάκονος στα 1877, με το όνομα Σίτος και δίδαξε στο ΢χολείο της Ανωπόλεως, ως τον Υεβρουάριο του 1878.4 Μέλος της αδελφότητας των μοναχών της Ι. Μονής Αγκαράθου, ως υπότροφος της Φριστιανικής Δημογεροντίας Ηρακλείου, ο Σίτος έκανε έκτοτε σπουδές στην Πατριαρχική Θεολογική ΢χολή της Φάλκης, στην Κωνσταντινούπολη, από όπου αποφοίτησε, με βαθμό άριστα, στα 1885.5 Ελληνοδιδάσκαλος, ως πτυχιούχος της Θεολογίας πλέον, διορίστηκε και ανέλαβε ΢χολάρχης στην Ελληνική ΢χολή της Ι. Μονής Φριστού Πεδιάδας(Μετόχι της Ι. Μονής Αγκαράθου).6

Πατεράκης, Γ., Η Ανώπολη και η περιοχή της, εκδ. Πολιτιστικού ΢υλλόγου Ανώπολης, Ηράκλειο, 2002, σσ. 254, 255, 256. Βλ. Εικόνα 1. στο Παράρτημα. 4 «…Οπότε διέκοψε τας εργασίας του ένεκα των επελθουσών εν τη νήσω ανωμαλιών…» της επανάστασης του 1878 - ΢ύμβαση της Φαλέπας. Βλ. και Πατεράκης, Γ., Η Ανώπολη και η περιοχή της, ό. π. σσ. 434, 435, 436. Βλ. Εικόνα 2. στο Παράρτημα. 5 ΙΑΦΔΗ]1880-02-18]2.4]3-290]Τπόμνηση ο διάκονος Σίτος Ζωγραφίδης από την κατά την Φάλκη Θεολογική ΢χολή ζητά από τη ΦΔΗ την αποστολή χρημάτων για τις ανάγκες του από τη μερίδα της Μονής μετανοίας του (Αγκαράθου). 6 ΙΑΦΔΗ]1885-04-07]2.4]8-172]Αίτηση του διακόνου Σίτου Ζωγραφίδη στη ΦΣΕΗ, για το διορισμό του ως ΢χολάρχη στην Ελληνική ΢χολή της Ιεράς μονής Φριστού Πεδιάδας. ΙΑΦΣΕΗ]1885-08-25]2.4]8-200]Διορισμός από τη ΦΣΕΗ του διακόνου Σίτου Ζωγραφίδη ως ΢χολάρχη της εν Φριστώ Ελληνικής ΢χολής με μηνιαίο μισθό 900 γρ. Βλ. Εικόνα 3. στο Παράρτημα. 3


Πέραν των διδακτικών και διοικητικών του καθηκόντων ως ΢χολάρχη, άσκησε και εποπτικά καθήκοντα της εκπαίδευσης, στην περιοχή του. Με την ιδιότητά του αυτή, η Εφορεία ΢χολείων Ηρακλείου τον όριζε εκπρόσωπό της στις δημόσιες εξετάσεις των Δημοτικών ΢χολείων στα γύρω χωριά, μετά το πέρας των οποίων όφειλε να υποβάλει σχετική έκθεσή αξιολόγησής τους.7 Για αντικειμενικούς λόγους όμως, η Εφορεία ΢χολείων Ηρακλείου, όριζε παράλληλα αξιολογητή του εκπαιδευτικού και διδακτικού έργου του Σίτου στην Ελληνική ΢χολή Φριστού, το λόγιο επίσκοπο, άγιο Φερρονήσου, Διονύσιο.8 Από την εφαρμογή της πιο πάνω υπηρεσιακής εντολής της Εφορείας ΢χολείων Ηρακλείου, δεν θα πρέπει να μείνουν ασχολίαστες : η αξιολογική έκθεση του επισκόπου Διονυσίου για το έργο του Σίτου, αλλά και του Σίτου για τα σχολεία που επόπτευε. Ο επίσκοπος, στην μακροσκελή έκθεσή του πλέκει εγκώμια για τον Αρχιμανδρίτη ΢χολάρχη «…περί τε της διδασκαλίας και της ανατεθείσης αυτώ διευθύνσεως<». Είναι η πρώτη φορά που συναντούμε τον Σίτο ν’ αναφέρεται από τις πηγές με το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη.9 Έκτοτε υπογράφει ανάλογα στα έγγραφα και στην αλληλογραφία του. Δεν είναι σχήμα λόγου, ούτε έωλα, κολακευτικά σχόλια, τα εγκώμια από τον λόγιο ιεράρχη αυτό, για τον Σίτο, που δεν διστάζει στην ίδια έκθεσή του παράλληλα, με λύπη του, αλλά και τεκμηριωμένα να στηλι-

ΙΑΦΔΗ]1886-06-23]2.4]9-542]Διορισμός του ΢χολάρχη ιεροδιακόνου Σίτου Ζωγραφίδη ως αξιολογητή, αντιπροσώπου της ΦΣΕΗ στις δημόσιες εξετάσεις των δημοτικών ΢χολείων Κουνάβων, Αγ. Βασιλείου, Αγ. Παρασκιών και Αποστόλων. ΢το τέλος, να συντάξει και υποβάλλει έκθεση αξιολόγησής τους. Ορισμός δε συγχρόνως του επισκόπου Φερρονήσου Διονυσίου να επιθεωρήσει και αξιολογήσει την Ελληνική ΢χολή και το έργο του Σίτου. 8Διονύσιος Καστρινογιαννάκης, επίσκοπος Φερρονήσου 1882-1896 και αργότερα Ρεθύμνης. (Περισσότερα βλ. Κορναράκης Γ., Οι Αρχιερατεύσαντες στην Επισκοπή Χερρονήσου κατά την Τουρκοκρατία. Περιοδ. Νέα Φριστ. Κρήτη, Ρέθυμνο 1999/2000, τχ. 19, σ. 265). 9 «… Όσον αφορά εις την εργασίαν του Σχολάρχου του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου κ. Τίτου Ζωγραφίδη, πολλά τα καλά έχω να είπω περί τε της διδασκαλίας και της ανατεθείσης αυτώ διευθύνσεως΄ διότι εκείνη μεν πολλούς επείνεγκε καρπούς, αξίους των κόπων και των γνώσεων της πανοσιολογιότητός του, αύτη δε συνέτεινε εις το να διαπαιδαγωγήσει τους μαθητάς, υπό την άγρυπνον εποπτείαν του βιούντος, και καταστήση τούτους ακριβείς τηρητάς της τάξεως και ευπειθείας και των χριστιανικών αυτών καθηκόντων. Εγώ αυτός ευγνωμονών συνεχάρην πολλάκις δι’ όλου του έτους τη πανοσιολογιότητί του επί τη χρηστότητι και ευσεβεία, εφ’ αις διέπρεπον οι της ειρημένης Σχολής μαθηταί … ». Βλ. ΙΑΦΔΗ] 1886-08-17]2.4]9-586] Έκθεση αξιολόγησης εκπαιδευτικού έργου και λειτουργίας της Ελληνικής Σχολής Χριστού Πεδιάδας, από τον Επίσκοπο Χερρονήσου Διονύσιο. 7


τεύσει καταβαραθρώνοντας το έργο του ετέρου Ελληνοδιδασκάλου της ίδιας ΢χολής.10 Ο Σίτος από την άλλη πλευρά, του εποπτικού έργου ως εκπαιδευτικού, κριτή και αξιολογητή των εξετάσεων των δημοτικών σχολείων της περιοχής του, είναι ακριβοδίκαιος μεν και ειλικρινής, αλλά λιτός και αυστηρός στις κρίσεις του. Μετά από τα στατιστικά στοιχεία που παραθέτει, και τα σχόλια που κάνει για κάθε σχολείο που επισκέπτεται χωριστά, καταθέτοντας τις παρατηρήσεις του. ΢την έκθεσή του, τονίζει γενικά την ανάγκη συστηματικής εποπτείας της εκπαίδευσης. Φαρακτηριστικές είναι οι διαπιστώσεις, που κάνει, ιδίως για τις « …σπουδαίες ελλείψεις, οίον την της ομοιομόρφου διδασκαλίας, του μεν τούτω του δε εκείνω και του άλλου, άλλω συστήματι ακολουθούντος, το πλήθος των απουσιών των μαθητών, αλλά και τινων διδασκάλων, και άλλα, ων την θεραπεία, κατ’ εμέ ταπεινόν κριτήν, επιτευχθήσεται μόνον δια καταλλήλου και αυστηράς εποπτείας<» της εκπαίδευσης.11

«… Όσον δ’ αφορά εις την εργασίαν του ετέρου ελληνοδιδασκάλου… λυπούμεθα μη δυνάμενοι να παραμορφώσωμεν ή μετριάσωμεν την πικράν αλήθειαν. Ο ειρημένος κύριος κατέγινεν αρκούντως, αλλ’ αι δυνάμεις του αρκεταί ίσως ίνα διεκπεραιώσωσιν έργον Δημοδιδασκάλου, ήσαν ασθενείς λίαν εις το να διεξάγωσι εις κάρπιμον έργον Ελληνοδιδασκάλου ΄απορώ δε, επιτραπείτω μοι η παρατήρησις αύτη, πως αδικηθείς ίν΄ αδικήση ο νέος ούτος διωρίσθη εις θέσιν πολύ ανωτέραν των ιδίων δυνάμεων. Κόπους ομολογουμένως ο ειρημένος κύριος κατέβαλλε πολλούς, και επί τούτο αξιούται δικαίων επαίνων, αλλά γνώσεις στερούμενος απέτυχε του σκοπού ον επεδίωκε. Ιδία ήτο ακατάληπτος όλως εξηγούμενος αρχαία κείμενα, ων δεινώς εστρέβλον την του συγγραφέως έννοιαν<». Περισσότερα βλ. ΙΑΦΔΗ]1886-08-17]2.4]9-586] Έκθεση αξιολόγησης εκπαιδευτικού έργου και λειτουργίας της Ελληνικής Σχολής Χριστού Πεδιάδας, από τον Επίσκοπο Χερρονήσου κ. Διονύσιο. 11 ΙΑΦΔΗ]1887-03-19]2.4]10-68] Αναφορά στη ΦΣΕΗ του ΢χολάρχη Αρχιμανδρίτου Σίτου Ζωγραφίδη για την εγγραφή και φοίτηση 62 μαθητών, στην Ελληνική ΢χολή Φριστού. ΙΑΦΔΗ]1887-03-28]2.4]4α-297]Έκθεση αξιολόγησης εκπαιδευτικού έργου των σχολείων της περιοχής Δήμου Καστελλίου (Αποστόλων, Καστελλίου, Ξυδά, Αμαριανού, Ασμαρίου, Θραψανού). ΙΑΦΔΗ]1887-09-23]2.4]10-318] Ανακοίνωση ΦΣΕΗ για τη μείωση του μισθού των ΢χολαρχών στις επαρχίες, στα 750 γρ. το μήνα. ΙΑΦΔΗ]1887-10-08]2.4]10-442] Αναφορά ΢χολάρχη Σίτου Ζωγραφίδη, ότι θ’ αποστείλει καθυστερημένα τα δικαιώματα εγγραφής των μαθητών της σχολής του, στη ΦΣΕΗ. ΙΑΦΔΗ]1888-02-15]2.4]11-136] Αναφορά ΢χολάρχη Αρχιμ. Σίτου Ζωγραφίδη στη ΦΣΕΗ για την εγγραφή και φοίτηση 58 μαθητών στην Ελληνική ΢χολή, που διευθύνει. ΙΑΦΔΗ]1888-07-22]2.4]11-358] Μακροσκελής ουσιαστική και αυστηρή Έκθεση αξιολόγησης των δημοσίων εξετάσεων των ΢χολών Επισκοπής, Ελιάς, Ανωπόλεως και ΢καλανίου, από τον ΢χολάρχη Αρχιμ. Σίτο Ζωγραφίδη. (…Δεν εφαρμόζει κανείς τους τη Νέα Μεθοδο διδασκαλίας). ΙΑΦΔΗ]1889-02-08]2.4]12-31]Αναφορά του Αρχιμ. Σίτου Ζωγραφίδη στη ΦΣΕΗ για την εγγραφή 70 μαθητών στην Ελληνική ΢χολή Φριστού. 10


΢υνεχίζοντας, την έκθεσή του, αναφέρεται από παιδαγωγική άποψη στην εφαρμογή της «Νέας μεθόδου» διδασκαλίας,12 στην περιοχή του. Διαπιστώνει όμως με λύπη του, ουσιαστικές αδυναμίες για να αναφέρει τελικά ότι : «…δύναμαι να είπω ότι ουδείς των τεσσάρων, (διδασκάλων που επιθεώρησε) και αν ισχυρίζονται το εναντίον, ηκολούθησεν την νέαν μέθοδον».13 23 Δεκεμβρίου 1889, ο Σίτος χειροτονείται αρχιερέας, ως Επίσκοπος Πέτρας. Θέση στη οποία έμεινε για τριάντα τρία χρόνια, ως το 1922. Σο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, από το 1917 έως το 1922 ήταν και Σοποτηρητής του Μητροπολιτικού Θρόνου στο Ηράκλειο. Σέλη Υεβρουαρίου 1922 εξελέγη Μητροπολίτης (Αρχιεπίσκοπος) Κρήτης, θέση από την οποία ποίμανε το νησί, και παρέμεινε ως το θάνατο του, 25 Απριλίου 1933.14 Ο νέος αρχιερέας Σίτος, διαδέχθηκε τον γηραιό επίσκοπο Πέτρας Μελέτιο Φλαπουτάκη, κληρονομώντας στα νέα του καθήκοντα τα συσσωρευμένα προβλήματα, που είχαν προκύψει από το γήρας και την κλονισμένη υγεία του προκατόχου του.15 Με την ιδιότητα του Επισκόπου, προέδρευε των δυο τοπικών Φριστιανικών ΢ωματείων του Σμήματος Λασιθίου.16 Σης Φριστιανικής Δημογεροντίας (ΦΔΛ) και του εποπτευόμενου φορέα της Σμηματικής Εφορείας (΢χολείων) Λασιθίου (ΦΣΕΛ). Ο δεύτερος από τους οποίους, αυτονομήθηκε τελικά και λειτούργησε ανεξάρτητος. ΢πουδαίες μορφές, της περιόδου κοντά στον νέο επίσκοπο ήταν οι : –

Βορεάδης Αντώνιος, Δρ. της Υιλολογίας καθηγητής και Γυμνασιάρχης Νεαπόλεως, (1887-1930), Σμηματικός Έφορος Λασιθίου βουλευτής και Τπουργός της Κρητικής Πολιτείας.17 Αγγελάκης Εμμ., Εκπαιδευτικός, Νομικός και Σμηματικός Έφορος ΢ητείας.

«…Με κάποια βραδύτητα η Αλληλοδιδακτική μέθοδος, παρήκμασε. Το μεθοδολογικό σύστημα της Ελλάδας μεταρρυθμίστηκε από το Υπουργείο Παιδείας με το ν.δ. 3-9-1880 (Νομοσχέδια Αυγερινού, περί «κατάργησις της αλληλοδιδακτικής μεθόδου»), καθιερώνοντας νομοθετικά πλέον τη Συνδιδακτική διδασκαλία. Κατά τη Νέα μέθοδο, η διδασκαλία έπρεπε να γίνεται στο εξής, από τους ίδιους τους διδασκάλους και όχι από τα παιδιά. Ο διδάσκαλος διδάσκει όλους τους μαθητές και όλα τα μαθήματα.». Βλ Πατεράκης Γ, Η παιδεία στην Κρήτη, δρ διατριβή, ό. π. σελ. 51. 13 ΙΑΦΔΗ]1888-07-22]2.4]11-358] Μακροσκελής ουσιαστική και αυστηρή Έκθεση αξιολόγησης των δημοσίων εξετάσεων των ΢χολών : Επισκοπής, Ελιάς, Ανωπόλεως και ΢καλανίου, ό. π. 14 Βλ. Φρηστάκης Γ., Βασικό Λεξικό αγωνιστών Κρήτης, Ηράκλειο 2009, τ. Α΄, λήμμα, σ. 165. 15 Πατεράκης, Γ., : Η Παιδεία στην Κρήτη, κατά το Αρχείο της Χριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου (1869-1898). Διδακτορική διατριβή. Ιωάννινα, 2002. 16 ΢ύμφωνα με τους Γενικούς Κανονισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τον Κανονισμό των Δημογεροντιών Κρήτης 1958. 17 Υραγκάκη, Ευαγγελία, Αντώνιος Βορεάδης, Κρης, Αθήναι 1966. 12


– –

Κουνδουράκης Ιωσήφ. Σμηματικός Έφορος Ιεράπετρας. Κοκκίνης Εμμ., Οπλαρχηγός Μεραμπέλλου, αγωνιστής και Δήμαρχος Νεαπόλεως. – Κοκκίνης Δημ., Σμηματικός Έφορος Μεραμπέλλου. – Κόρακας Αριστοτέλης, (Επανάσταση του 1897). Λοχαγός, Γενικός αρχηγός της ελληνικής αποστολής του εκστρατευτικού σώματος στην Ανατολική Κρήτη).

Τα γεγονότα της περιόδου του επισκόπου Τίτου, ως την Κρητική Πολιτεία. ΢τη συνέχεια επιχειρούμε τη θεώρηση των σπουδαιότερων γεγονότων της αρχιερατείας του Πέτρας Σίτου, πιο αναλυτικά, ομαδοποιημένα κατά χρονολογική σειρά, και κατά ημερολογιακό έτος. Εισαγωγικά αναφέρεται, για το έτος 1888 ότι ο επίσκοπος Πέτρας Μελέτιος Φλαπουτάκης,18 πάσχει από ρευματισμούς. Έχει αποσυρθεί στην Μονή μετάνοιάς του, απ’ όπου και διευθύνει εξ αποστάσεως τα Φριστιανικά σωματεία Λασιθίου, στα οποία προεδρεύει με Επίτροπό του τον π. Γεώργιο ΢έργιο.19 Η περίοδος χαρακτηρίζεται από έξαψη των κομματικών παθών στο νησί, που πλήττουν ακόμη και το εσωτερικό της Δημογεροντίας Λασιθίου. ΢υγκροτείται εξεταστική Επιτροπή ικανότητας διδασκάλων,20 ενώ κατάβάλλεται φροντίδα για επιμόρφωση των διδασκάλων και εξάπλωση της «Νέας Μεθόδου» διδασκαλίας στα σχολεία. Σο έτος 1889 χαρακτηρίζεται από την όξυνση των πολιτικών παθών, που δεν αφήνει ανεπηρέαστους και τους εκπαιδευτικούς. ΢την Κρήτη ψηφίζεται ο Νέος περί Παιδείας Νόμος (Ν. ΢αρντίσκη 1889). Ενώ σημειώνεται και η επανάσταση των Φριστιανών της Κρήτης. Ψς αποτέλεσμα η Σουρκία κηρύσσει το στρατιωτικό νόμο στο νησί. Σο χαρακτηριστικότερο ίσως και σημαντικότερο γεγονός της περιόδου ήταν ο θάνατος του επισκόπου τότε Πέτρας Μελετίου. Γεγονός που σηματοδοτεί ανακατατάξεις στην περιοχή του διοικητικού Σμήματος Λασιθίου. Αρχιερατικός επίτροπος, για το πεντάμηνο χηρείας της επισκοπής Πέτρας ορίστηκε και παραμένει, ο ως τότε Επίτροπος του Μελετίου, π. Γεώργιος ΢έργιος.

Βλέπε Εικόνα 5. στο Παράρτημα, σελ . 44. Πατεράκης, Γ., : Η Παιδεία στην Κρήτη, … δρ. διατριβή, ό. π. σ., 143, 147. 20 Βλ. Περί παιδείας Νόμος της Κρήτης 1881, Κεφ. Γ΄, Περί εξετάσεων και εξεταστικών Επιτροπών, Άρθρα 38, 39, 40. 18 19


Μέσα στον ορυμαγδό των γεγονότων, σημειώνονται και επιτείνονται οι διεκδικήσεις των δεδουλευμένων μισθών των εκπαιδευτικών. Πιο αναλυτικά τώρα, σημειώνεται ότι πολιτικό χάος απλώνεται σ’ ολόκληρο το νησί. Περιπετειώδης ήταν και η εκλογή ως βουλευτή Λασιθίου, του Γυμνασιάρχη Νεαπόλεως Αντ. Βορεάδη, που πολιτεύεται με το κόμμα των «Ξυπόλητων», 1889. Μέσα στο γενικό κλίμα τριβών και έντασης τότε, σημειώνονται απολύσεις διδασκάλων καθώς και προσωπικού της ΦΔΛ. Όταν όμως οι ειδήσεις των γεγονότων και της πολιτικής αντιπαράθεσης στο νησί, φτάνουν στην κυρίως Ελλάδα, εξαπολύεται στις 24-6-1889 η απειλή άρσης αναγνώρισης της ισοτιμίας του Γυμνασίου Νεαπόλεως, από το ελληνικό δημόσιο. Ο αναβρασμός στην εκπαίδευση συνεχίζει, ενώ στις 4, και 14 Δεκεμβρίου σημειώνονται δικαστικές αγωγές των εκπαιδευτικών κατά της Εφορείας ΢χολείων Λασιθίου καθώς και κατασχέσεις χρημάτων. Σότε σημειώνεται και το φαινόμενο προεξόφλησης των πιστοποιημένων αμοιβών, με την εκχώρηση σε τρίτους, των δικαιωμάτων δεδουλευμένων μισθών. Οι απεργίες εκπαιδευτικών δεν σταματούν να ταλανίζουν την εκπαίδευση. Μέσα στην ομιχλώδη και άχαρη ατμόσφαιρα που επικρατεί, χαρμόσυνη είδηση καταφτάνει στην Νεάπολη, η εκλογή νέου Επισκόπου. Έτσι 24 Δεκεμβρίου αποστέλλεται συγχαρητήριο τηλεγράφημα από την Νεάπολη, για την εκλογή του Σίτου Ζωγραφίδη, ως επισκόπου Πέτρας. Η χαρμόσυνη είδηση όμως δεν επισκιάζει τα υφιστάμενα προβλήματα στην εκπαίδευση. Οι εκπαιδευτικοί του Λασιθίου συνεχίζουν να αντιδρούν με απεργίες, δικαστικές διεκδικήσεις και κατασχέσεις χρημάτων, από τα ποσά που προορίζονται για την Παιδεία και με τα οποία επιχορηγείται η Εφορεία ΢χολείων. Ο θάνατος του επισκόπου Πέτρας Μελετίου, 2 Αυγούστου 1889,21 σηματοδοτεί αλλαγή δυναμικής και υφιστάμενης νοοτροπίας στην περιοχή αρμοδιοτήτων του. Η εκλογή του νέου στην ηλικία, λόγιου, ιερωμένου και εκπαιδευτικού, Σίτου Ζωγραφίδη, ως νέου επισκόπου Πέτρας, αναπτερώνει τις ελπίδες, δίδει νέα πνοή και ζωντάνια στην ήδη αποτελματωμένη κατάσταση. Εσωτερικές ανακατατάξεις που σημειώνονται στα Φριστιανικά ΢ωματεία Λασιθίου ανατρέπουν τις υφιστάμενες ισορροπίες και φτάνουν σε φατριασμούς και σε συγκρούσεις. Σα κομματικά πάθη υποδαυλίζουν αντιπαλότητες, που πλήττουν ακόμη και το δημογεροντιακό περιβάλλον. ΙΑΦΔΛ]1889-10-15]199]023]Ο Πέτρας Μελέτιος απεβίωσε 02 Αυγούστου 1889, το δημόσιο του χρωστά αμοιβές, ύψους 9.064 γροσίων. 21


Η έκρυθμη κατάσταση στο νησί, που εκτραχύνεται από τον κομματισμό, οδηγεί έτσι τοπικά την Σμηματική Εφορεία ΢χολείων Λασιθίου το 1889, να πάρει μέτρα για την προστασία της εκπαίδευσης. Γι’ αυτό προχωρεί στην απόφαση απαγόρευσης της ανάμειξης των εκπαιδευτικών πλέον στα πολιτικά. Η επανάσταση του 1889 εκτονώνει την εσωτερική ένταση, αλλά αναστέλλει προσωρινά και τη λειτουργία των σχολείων. Νέος, περί Παιδείας νόμος, ψηφίστηκε πραξικοπηματικά από τη Γενική ΢υνέλευση το 1889, όταν διωκόμενη από την οθωμανική εξουσία για την επαναστατική της στάση, η αντιπολίτευση της Κρήτης, είχε καταφύγει στα βουνά. Ο νέος νόμος περί Παιδείας (Ν. ΢αρντίσκη), κατάργησε προηγούμενες εκπαιδευτικές διατάξεις -τον περί Παιδείας νόμο του 1881- και ίσχυσε ως την Αυτονομία. Για το διοικητικό Σμήμα Λασιθίου, προέβλεπε την ίδρυση πολλών σχολείων. 74 Δημοτικών ΢χολείων, (1 Πρότυπου, 11 σχολείων Α΄ τάξεως, 14 Β΄ τάξεως, και 48 Γ΄ τάξεως). 4 Ελληνικών ΢χολείων. 2 Νηπιαγωγείων και 1 Παρθεναγωγείου.22 Από το οικονομικό έλλειμμα όμως, που υπήρχε στο ταμείο της Φριστιανικής Κοινότητας, δεν ιδρύθηκαν ποτέ. Ενώ ανέτειλε το νέο έτος (1890) οι δυο νέοι επίσκοποι στο Σμήμα Λασιθίου : ο Πέτρας Σίτος Ζωγραφίδης αλλά και ο Ιεροσητείας, Αμβρόσιος ΢φακιανάκης, ως νεοεκλεγμένοι, αναλάμβαναν τα καθήκοντά τους. Σα οικονομικά στην περιοχή τους ήταν όχι μόνο σε κακή κατάσταση, αλλά υπήρχε και οικονομικό αδιέξοδο. ΢τα πλαίσια της κατάστασης αυτής πρόβαλε πιεστικά η ανάγκη και το σκεπτικό εξοικονόμησης χρημάτων με την κατάργηση ΢χολείων του Σμήματος. Ας θεωρήσουμε όμως την κατάσταση πραγμάτων πιο αναλυτικά : Η ανάληψη των καθηκόντων του επισκόπου Σίτου, σηματοδοτεί νέα εποχή. Ο νέος επίσκοπος Πέτρας βρίσκεται αντιμέτωπος με μια σειρά προβλημάτων και ενώπιον του οικονομικού αδιεξόδου που υπήρχε. ΢το βαρύ κλίμα της οικονομικής δυσπραγίας που επικρατεί, οι Δήμαρχοι της περιοχής, επεμβαίνουν αναστατωμένοι, ζητώντας ενίσχυση από τη ιδιοκτησίες της αγιοταφιτικής αδελφότητας, στην περιοχή τους.23 Όμως τα μέτρα που παίρνονται από τη Δημογεροντία Λασιθίου, με πρόεδρο τον νέο Επίσκοπο Πέτρας, Σίτο, εν αναμονή της κρατικής επιχο-

Βλ. Περί παιδείας Νόμος της Κρήτης 1889, Κεφ. Β΄, Περί δημοτικών Σχολείων, Άρθρ. 5, ΙΑΦΔΛ]1889-26-15]212] Οι Δήμαρχοι Λασιθίου για τη διαχείριση των προσκυνημάτων του Παναγίου Σάφου. 22 23


ρήγησης της Παιδείας από το Σαμείο της Γενικής Διοικήσεως Κρήτης, ήταν ουσιαστικά και ριζοσπαστικά : – ΢την αρχή του νέου σχολικού έτους, 1η΢επτεμβρίου, αναβάλλει τους διορισμούς του διδακτικού προσωπικού, για το αρχόμενο σχολικό έτος 1890-91.24 – Μαθήματα δεν έγιναν έκτοτε στα σχολεία και για χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών.25 – Όπως μας πληροφορούν οι πηγές, ο Επίσκοπος Πέτρας Σίτος, τήρησε στάση διαμαρτυρίας και αποχής από τα καθήκοντά του. «<Η Αυτού Θεοφιλία απεργεί συνεπώς φρονούμεν ότι προ της λύσεως του ζητήματος τούτου αδύνατον να ληφθή απόφασις τις παρά της Δημογεροντίας ταύτης μη προσερχομένου του προέδρου εις συνεδρίαν…».26 Σο εμφανές οικονομικό αδιέξοδο ώθησε τον επικεφαλής των Φριστιανικών ΢ωματείων το 1890, στο κλείσιμο όλων των σχολείων του Σμήματος. Ενέργεια, τολμηρή, μέχρι να ληφθεί ουσιαστική μέριμνα από το κράτος (Γενική ΢υνέλευση),27που άρχισε όμως να κινεί τον δυσκίνητο κρατικό μηχανισμό της Γενικής Διοικήσεως Κρήτης. Έτσι διατάχτηκαν ημίμετρα αντιμετώπισης της κατάστασης, όπως : - η εκχώρηση γραμματίων ενοικιοφειλετών, για την πληρωμή των καθηγητών, - η πιστοποίηση των ποσών που χρεωστούνται στους εκπαιδευτικούς, - η χορήγηση καρπών και εισοδημάτων, σε είδος. Σα μέτρα αυτά, δεν συνέβαλαν όμως ουσιαστικά στη λύση του προβλήματος. Σο έτος 1891 χαρακτηρίζεται από την τακτική ελιγμών. Μέσα στις πρακτικές της προβληματικής που αναπτύσσεται, αναφύεται το Γυμνασιακό Ζήτημα Λασιθίου, ενώ εκδηλώνεται ουσιαστικό το ενδιαφέρον του Γεν. Διοικητή Κρήτης Δζελλαλεδίν πασά, για τη βελτίωση της Παιδείας του νησιού, και ειδικά του Σμήματος Λασιθίου. Πιο αναλυτικά. Η εσωτερική σύγκρουση των Φριστιανικών ΢ωματείων Λασιθίου, γύρω από τις αρμοδιότητες, την οικονομική διαχείριση

ΙΑΦΔΛ]1890-09-01]ΠΡΚ]Αναστολή διορισμού διδασκάλων μέχρι να χορηγηθούν τα χρήματα, που προορίζονταν για την Παιδεία. 25 Πατεράκης, Γ., : Η Παιδεία στην Κρήτη,.. δρ. διατριβή ό. π., σ. 263. 26 Πατεράκης, Γ., : Η Παιδεία στην Κρήτη,.. δρ. διατριβή ό. π., σ. 262. 27 ΙΑΦΔΛ]1890-09-01]ΠΡΚ]αριθ.16]α-β] απόφαση αναστολής διορισμών διδασκάλων για το σχολικό έτος 1890-91, μέχρις να δοθούν τα χρήματα της επιχορήγησης για την Παιδεία. Πρωτότυπο το έγγραφο βλ. Παράρτημα, σ. 30-31. 24


και τον τρόπο αντιμετώπισής της, δημιούργησε ανοικτή κρίση, γύρω από τη συνέχεια ή μη της λειτουργίας του Γυμνασίου Νεαπόλεως. Η κρίση αυτή δοκίμασε τις αντοχές των αντίπαλων μερών, που προέκυψαν από τις τοποθετήσεις τους πάνω στο θέμα.28 Ση λύση του «Γυμνασιακού ζητήματος» Λασιθίου29 όμως έδωσε η Γενική ΢υνέλευση των Φριστιανών Πληρεξουσίων της Κρήτης, έπειτα από συζήτηση του θέματος σε ειδική συνεδρίασή της στα Φανιά. Αποφάσισε τότε και ανάθεσε: - στην Εφορεία ΢χολείων του Σμήματος Λασιθίου, την εποπτεία και διεύθυνση του Γυμνασίου Νεαπόλεως, και - στη Δημογεροντία Λασιθίου, τη χορηγία οικονομικής συντήρησης του Γυμνασίου και της μισθοδοσίας των καθηγητών του. Από τον επίσκοπο Πέτρας Σίτο, αναφέρονται, για τρίτη φορά, τα προβλήματα της Παιδείας της περιφέρειάς του στον Γενικό Διοικητή Κρήτης Δζεβάτ πασά, και ζητείται η συνδρομή του στη λύση του προβλήματος, που οδηγεί σε αδιέξοδο.30 Εκδηλώνεται έντονο το ενδιαφέρον της ΦΔΛ στην κατεύθυνση άμεσης είσπραξης της πάγιας επιχορήγησης του Γυμνασίου Νεαπόλεως, που είχε εξασφαλιστεί από το κληροδότημα Αντωνίου Παπαδάκη (Καμπάνη) στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.31 Η απάντηση της Οθωμανικής Γενικής Διοικήσεως Κρήτης, στην αναφορά της ΦΣΕΛ, ήταν αποπροσανατολιστική και αδιάφορη. Μαζί με τα έγγραφα μάλιστα έστειλε δυο ρολόγια δώρα για τους άριστους μαθητές.32 Η κρίση σχέσεων και στο εσωτερικό της Φριστιανικής Κοινότητας Λασιθίου εκδηλώνεται και μεταξύ των δυο κορυφαίων Φριστιανικών ΢ωματείων του τόπου. Η Δημογεροντία γνωρίζει εγγράφως στην Σμηματική Εφορεία ΢χολείων ότι παρά τις αποφάσεις της Γενικής ΢υνέλευσης (Βουλής), εξ αιτίας των μειωμένων μοναστηριακών εσόδων της, αλλά και της οικονομικής καχεξίας του τόπου, αδυνατεί πλέον να χρηματοδοτεί και να διαθέτει περισσότερα από 50.000 γρόσια ετησίως, για τη διατήρηση του Γυμνασίου.33 ΙΑΦΔΛ]1891-10-06]101]Σα μέλη της ΦΣΕΛ απευθύνονται στον Πέτρας Σίτο. Αναφέρονται στο «Γυμνασιακό ζήτημα» και δεν αναγνωρίζουν δικαιώματα ανάμειξης της ΦΔΛ στις υποθέσεις της. Πρωτότυπο το πιο πάνω έγγραφο βλ. στο Παράρτημα, σελ. 34-35. 29 Πατεράκη, Ε., Το Γυμνασιακό Ζήτημα Λασιθίου (1886-97), Πεπραγμένα Ι΄ Κρητολογικού ΢υνεδρίου Φανιά (2006), τ. Γ1, σσ. 281-308. 30 Ι.Α.Φ.Δ.Λ.]1891-06-07]068]057]α] Η Φ.Σ.Ε.Λ. αναφέρεται ξανά στον Γ. Δκτή Κρήτης Δζεβάτ πασά, για την οικονομική ενίσχυση της Παιδείας. 31 Ι.Α.Φ.Δ.Λ.]1891-03-29]075]061] Η Φ.Σ.Ε.Λ. αναφέρεται στη ΢ύγκλητο του Πανεπιστημίου για την επιχορήγηση του Γυμνασίου Νεαπόλεως. 32 Πατεράκης, Γ., : Η Παιδεία στην Κρήτη,< δρ. διατριβή ό. π., σ. 266. 33 Ι.Α.Φ.Δ.Λ.]1891-08-10]198]131] Η Φ.Δ.Λ. ανακοινώνει στην Φ.Σ.Ε.Λ. αδυναμία διάθεσης περισσότερων από 50.000 γρ. υπέρ του Γυμνασίου Νεαπόλεως. 28


Η διακοίνωση της Δημογεροντίας αυτή στην Εφορεία ΢χολείων Λασιθίου προκάλεσε την αντίδραση του δημογέροντα Κουνδουράκη, ώστε να εισηγηθεί στη συνέχεια, την κατάργηση του Γυμνασίου Νεαπόλεως για μια διετία, με στόχο τον περιορισμό των γενικών εξόδων, από τη μισθοδοσία των καθηγητών. Η πρόταση συζητήθηκε, για ν’ απορριφθεί τελικά, αλλά και πάλι δεν εξαντλήθηκε, ούτε δόθηκε πειστική λύση στο θέμα. Η προβληματική που προέκυψε, αναπτύχθηκε στη συνέχεια έτσι, γύρω από το Γυμνάσιο Νεαπόλεως, την υπόστασή του, τη διατήρηση και διοικητική υπαγωγή του. Αποτέλεσε έτσι αντικείμενο συζητήσεων, προβληματισμών και αντεγκλήσεων ακόμη, γνωστών πλέον στις πηγές, ως «Γυμνασιακό Ζήτημα» Λασιθίου.34 Σο Γενικό Διοικητικό ΢υμβούλιο της Κρήτης, στα Φανιά, επιλήφθηκε του θέματος και ύστερα από διαλογική συζήτηση, αποφάνθηκε τελεσίδικα πλέον, αναθέτοντας στη Φ. Δημογεροντία Λασιθίου, το ρόλο της χορηγού μόνον. Μέσα στο γενικό κλίμα περιορισμού των δαπανών από τη Δημογεροντία αποφασίστηκε η στάση της χορήγησης δωρεάν βιβλίων στους άπορους μαθητές. Σέλος του έτους, ευαίσθητος ο Γ. Διοικητής Κρήτης Μαχμούτ Δζελαλλεδιν πασάς, τετράκις αποσταλείς στην Κρήτη (τρίτη Φορά το 1889) και τέλος 1891 ως 1894,35 ζήτησε εγγράφως, στις 30 Δεκεμβρίου, τις προτάσεις των άμεσα ενδιαφερομένων, και επομένως και του επισκόπου Πέτρας Σίτου, για την αντιμετώπιση της κακοδαιμονίας της εκπαίδευσης στην Κρήτη.36 Σο επόμενο έτος 1892, χαρακτηρίζεται από τέσσερα σπουδαία γεγονότα γύρω από τα οικονομικά και τους πόρους της παιδείας. – Πρώτον, η άντληση πόρων από τους ομογενείς και τα κληροδοτήματα. – Δεύτερο, η Έκθεση - απάντηση της Δημογεροντίας στον Πασά για τη βελτίωση της Παιδείας. – Σρίτον, τα ημίμετρα που πάρθηκαν για την αντιμετώπισης του οικονομικού αδιεξόδου και τέλος – Σέταρτο, το μέτρο περικοπής των αμοιβών, διδασκάλων και καθηγητών.

Πατεράκη, Ε., Το Γυμνασιακό Ζήτημα Λασιθίου (1886-97), ό. π.. Βλ. και Πατεράκης, Γ., : Η Παιδεία στην Κρήτη,… δρ. διατριβή ό. π., σ. 267. 35 Βλ. Καλαϊσάκης Ιακ. Γ., Οι πασσάδες της Κρήτης, στο Ετήσιο Κρητικό Ημερολόγιο έτους 1902, Φανιά, σελ. 151-2. 36 Ι.Α.Φ.Δ.Λ.]1891-12-30]093]1468]1 α]Ο Δκτής Λασιθίου διαβιβάζει στη Φ.Σ.Ε.Λ. την τουρκιστί, από 23]12 διαταγή του Γενικού Διοικητή Κρήτης Μαχμούτ πασά. 34


Πιο αναλυτικά, τα γεγονότα εξελίχτηκαν ως εξής : Η ΦΔΛ ήρθε σε συνεννόηση διερευνητικά, με τους εκτελεστές της διαθήκης του ευεργέτη Ιωάννη Καμπάνη, για την πορεία της υλοποίησης του κληροδοτήματος του Καμπάνειου Σεχνικού ΢χολείου στο Σμήμα Λασιθίου. Δεοντολογικά, με εγκυκλίους της η ΦΣΕΛ, στην οποία προεδρεύει ο Σίτος, τονίζει και υπενθυμίζει την ευθύνη όλων όσων ασχολούνται με την εκπαίδευση των νέων. Επισημαίνει την ανάγκη τήρησης των κανόνων και επιπλέον την υποχρέωση των εκπαιδευτικών να παρέχουν τα στατιστικά στοιχεία, τα οποία τους ζητούνται ιεραρχικά.37 Η οικονομική στενότητα και το δίλημμα αναστολής ή μη της λειτουργίας των σχολείων, επέβαλε την λήψη πιο ριζοσπαστικών μέτρων, όπως : – Περικοπή των μισθών των εκπαιδευτικών, κάτω ακόμη και από τα προβλεπόμενα και νομοθετημένα όρια, με την υπόμνηση και γενική απειλή ότι «Όποιος διαφωνεί αντικαθίσταται». – Διορισμούς των εκπαιδευτικών, αντί της ετήσιας, με δεκάμηνη σύμβαση εργασίας. – Παύση χορήγησης των δωρεάν βιβλίων στους άπορους μαθητές. – Επιπλέον, έγινε εισήγηση και προτάθηκε στο Γεν. Διοικητή Κρήτης, η απαγόρευση της κατάσχεσης των κονδυλίων του Σαμείου, που προορίζονταν για την Παιδεία, από τους εκπαιδευτικούς, που δικαιούνταν δεδουλευμένα, ως κρατικής περιουσίας. Η πρόταση έγινε δεκτή, με αποτέλεσμα οι ζημιούμενοι εκπαιδευτικοί να αντιδράσουν με διαμαρτυρίες και απεργίες. Ο Σίτος τότε, επιβάλλει κανόνες και δίδει εντολές : – μη αυτόνομης δράσης και περιστολής της αυθαιρεσίας, τόσο στα μελη της ΦΔΛ, όσο και στους υπαλλήλους της. – καταδίωξης απάντων ανεξαιρέτως, των ενοικειοφειλετών της μοναστηριακής περιουσίας, για την « … παρελθούσαν εξαετίαν». – να γίνεται η μισθοδοσία των δικαιούχων εκπαιδευτικών, με τη σύνταξη ομαδικών καταστάσεων πληρωμής τους. Οι απειλές απεργίας εκ μέρους των διδασκάλων, διαβιβάζονται πλέον ενημερωτικά και στο Γενικό Διοικητή Κρήτης. Ανταποκρινόμενη στο κάλεσμα του Γενικού Διοικητή Κρήτης η Φ.Σ.Ε.Λ., διατύπωσε εγγράφως τις απόψεις και εκτιμήσεις της, σε χειρόγραφη αναφορά δεκατριών σελίδων, που συνέταξε για τον Μαχμούτ Δζελλαλεδίν πασά, το 1892. Προβλέπεται από τον Περί Παιδείας Νόμο της Κρήτης του 1889, Κεφάλαιο Ι΄, Στατιστική Σχολείων, Άρθρ. 64, 65. 37


Με καθαρά λόγια, ο Πέτρας Σίτος ανασκευάζει τις έμμεσες και έωλες κατηγορίες για σπατάλες, από υπεράριθμους κομματικούς διορισμούς και άλλα, ενώ προβάλλει πειστικά το γνωστό «<δει δη χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν εστιν γενέσθαι των δεόντων» του Δημοσθένη. Αξιόλογες είναι οι πέραν του οικονομικού προβλήματος προτάσεις του Σίτου, στον Πασά, που γίνονται για την παροχή κινήτρων με : – την καλύτερη αμοιβή των υποαμοιβομένων με 70- 90 γρ. τον μήνα διδασκάλων, – την ίδρυση έδρας Παιδαγωγίας στο Γυμνάσιο, για την ενός έτους, διάρκεια εξειδίκευσης των τελειόφοιτων του, όσων θα ήθελαν να επιδοθούν στο διδασκαλικό έργο. – Σέλος διατυπώνονται προοδευτικές θέσεις για την εξάπλωση της παιδείας στην περιοχή.38 Σο ελληνικό Τπουργείο Παιδείας όμως, ανήσυχο για την κατάσταση κομματισμού στο νησί, έθεσε δι’ αλληλογραφίας προϋποθέσεις για τη συνέχεια αναγνώρισης της ισοτιμίας του Γυμνασίου Νεαπόλεως. Μεταξύ των προαπαιτούμενων, ήλεγξε τα τυπικά προσόντα του διδακτικού προσωπικού και ενδιαφέρθηκε για την πιστή εφαρμογή των εκπαιδευτικών διατάξεών του, και στην περιοχή Λασιθίου. Ο Σίτος φροντίζει την πληρωμή για εξόφληση των δεδουλευμένων μισθών των διδασκάλων του έτους. Για λόγους ενημέρωσης και δημοσίων σχέσεων, γίνεται προεγγραφή της ΦΔΛ, με το ποσόν των 800 χρυσών φράγκων, στην έκδοση από τον Υιλολογικό ΢ύλλογο Ηρακλείου του βιβλίου «Νομισματική» του αρχαιολόγου ανασκαφέα, Υ. Άλμπερ. Εκπαιδευτικός ο ίδιος ο Επίσκοπος Σίτος, εποπτεύει και επιβάλλει την ομοιόμορφη διδασκαλία στην εκπαίδευση, με τη σύνταξη και αποστολή πίνακα εγκεκριμένων βιβλίων στους ΢χολάρχες, καθώς και με θεωρημένο αντίγραφο Προγράμματος μαθημάτων, τα οποία στέλνει στα σχολεία, και των οποίων απαιτεί την «…κατά γράμμα εφαρμογήν» τους.39 Επιδιώκει το νοικοκύρεμα της οικονομικής διαχείρισης της Εφορείας ΢χολείων, στο Λογιστήριο της Διοικήσεως του Σμήματος Λασιθίου.

Μεταγεγραμμένο, αναλυτικό το κείμενο της Έκθεσης στον Δζελλαλεδίν πασά από τη ΦΣΕΛ, βλ. στο Παράρτημα του παρόντος, σελ. 36, 37-40. Πλήρες το κείμενο - σχέδιο του εγγράφου, βλ. Πατεράκης Γ., Η παιδεία στην Κρήτη, < δρ διατριβή, Παράρτημα, ό. π., σελ. 198-205. 39 Περί παιδείας Νόμος Κρήτης 1889, (Ν. ΢αρντίσκη) Κεφάλαιο Ζ΄, Περί εξεταστικών επιτροπειών. Άρθρα 54, 55,α,β,γ. « Προ της ενάρξεως του σχολειακού έτους να ορίζωσι δι άπαντα τα σχολεία τουΤμήματος, είτε δημόσια είτε ιδιωτικά, βιβλία συμφώνως προς τα ισχύοντα εν τοις σχολείοις της Ελλάδος, απαγορευομένων των κλεψιτύπων<». 38


΢υγχρόνως προβληματίζεται και γίνονται ζυμώσεις για τη δεοντολογία γύρω από το δικαίωμα της δικηγορίας των εκπαιδευτικών, ενώπιον του Ειρηνοδικείου, παράλληλα προς τα εκπαιδευτικά τους καθήκοντα. Σο έτος 1893 χαρακτηρίζεται από τις : – Σάσεις και την διαδικασία ελέγχου των οικονομικών στοιχείων της Εφορείας. – Απεργίες καθηγητών και δημοδιδασκάλων. – Προσπάθειες πληρωμών καθυστερούμενων δεδουλευμένων μισθών. Έτσι ο Σίτος καταβάλλει έντονες προσπάθειες ελέγχου της οικονομικής διαχείρισης της ΦΣΕΛ με την αλλαγή προσώπων στην υπηρεσία του Σαμείου. Γι’ αυτό, επιφορτίζεται ένας από τους δημογέροντες, ο Δημήτριος Κοκκίνης.40 Από την κακοδιοίκηση που επικρατούσε και από την εναλλαγή πολλών προσώπων στα Φριστιανικά σωματεία Λασιθίου, προέκυψε σταδιακά η λογιστική αδυναμία ελέγχου των οικονομικών της Σμηματικής Εφορείας ΢χολείων. Η αίτηση παροχής διοικητικής συνδρομής με στοιχεία από τα Λογιστήρια Διοικήσεως Λασιθίου. Καθώς και της Γενικής Διοικήσεως Κρήτης, δεν βοήθησε την κατάσταση, που παρά τις ουσιαστικές ενέργειες και προσπάθειες, έμενε ουσιαστικά ανεξέλεγκτη. Από την μη πληρωμή των χρεωστούμενων δεδουλευμένων μισθών καθηγητών και δασκάλων, εκδηλώνεται ξανά κύμα απεργιακών κινητοποιήσεών τους.41 Ελλείψει χρημάτων, επιχειρείται η εκχώρηση στους καθηγητές του δικαιώματος είσπραξης δικαιουμένων ποσών, από τους οφειλέτες της ΦΔΛ. Επειδή οι δικαστικές υποθέσεις τόσο των διεκδικήσεων, όσο και των υποχρεώσεων προς τρίτους, αυξήθηκαν αρκετά, ο Σίτος ως πρόεδρος της ΦΔΛ αλλά και της Εφορείας ΢χολείων Λασιθίου, αποφασίζει και ορίζει τον Ελευθέριο Βενιζέλο, πληρεξούσιο δικηγόρο των σωματείων που προεδρεύει, στις υποθέσεις τους, στο Εφετείο Κρήτης, στα Φανιά. *42

Ι.Α.Φ.Δ.Λ.]1893-07-14]03]ΠΡΚ]Η ΦΣΕΛ αναθέτει στον δημογέροντα Κοκκίνη Δημ. την εντολή εξακρίβωσης των οικονομικών στοιχείων του Σαμείου της. 41 Ι.Α.Φ.Δ.Λ.]1893-02-19]024]Οι καθηγητές του Γυμνασίου Νεαπόλεως ανακοινώνουν την απόφαση για την απεργίας τους. Ι.Α.Φ.Δ.Λ.]1893-04-05]099]Οι διδάσκαλοι της Νεάπολης δηλώνουν ότι από αύριο διακόπτουν τις παραδόσεις των μαθημάτων τους, γιατί δεν πληρώνονται. 42 Ι.Α.Φ.Δ.Λ.]1893-09-29]205]086] Αλληλογραφία ΦΔΛ με τον Ελευθέριο Βενιζέλο για την εκπροσώπησή της στα Δικαστήρια των Φανίων. 40


Αποκλείει στη συνέχεια τους παλιούς οφειλέτες, από το δικαίωμα συμμετοχής τους στις νέες διαδικασίες ενοικίασης με πλειοδοσία, της μοναστηριακής περιουσίας. Αναφέρει στη Γενική Διοίκηση ότι τα 72.000 γρ. κρατικής επιχορήγησης, που αναλογούσαν στην Εφορεία Λασιθίου, πρόλαβαν και κατασχέθηκαν από τους απλήρωτους εκπαιδευτικούς για τα δεδουλευμένα τους, πριν καν εισπραχθούν. Δυο μέρες μετά, επιτυγχάνει και κηρύσσει την κρατική επιχορήγηση των ΢χολείων του Σμήματος, ως ακατάσχετη. Για λόγους στενότητας και οικονομίας, γίνονται περιορισμένοι διορισμοί εκπαιδευτικών στο Σμήμα Λασιθίου. Ο Πέτρας μάλιστα, τάσσεται υπέρ της συρρίκνωσης και μείωσης του αριθμού του εκπαιδευτικού προσωπικού, που επρόκειτο να προσληφθεί. Ο Έφορος ΢ητείας και νομικός, Εμμ. Αγγελάκης όμως, είναι αντίθετος. Σο συνολικό ύψος του χρέους της Εφορείας ΢χολείων υπολογίζεται ότι ανέρχεται τότε, στο ποσόν των 241.782 γρ. περίπου. Αρχές του σχολικού έτους, 10 ΢επτεμβρίου 1893, υποβάλλεται και γίνεται δεκτή η παραίτηση του ως τότε Γυμνασιάρχη Νεαπόλεως Αντωνίου Βορεάδη, ο οποίος επρόκειτο ν’ ασχοληθεί στη συνέχεια με την δημοσιογραφία και την πολιτική, ως εκδότης της εφημερίδας «Ηράκλειο» στην πόλη του Ηρακλείου. Παύει η δωρεάν χορήγηση βιβλίων, στους άπορους μαθητές. Παράλληλα δημοσιεύεται η απόφαση απαγόρευσης της δικηγορίας των εκπαιδευτικών, και εντείνεται ο έλεγχος στην άσκηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης.43 Σο έτος 1894, σημειώνονται βελτιώσεις στην ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης στα Φριστιανόπουλα του Λασιθίου. ΢ημαντικές ενέργειες με τη δημιουργία γυμναστικών εγκαταστάσεων και τη σύσταση Βιβλιοθήκης. Ρηξικέλευθες είναι οι απoφάσεις λειτουργίας των σχολείων και καθορίζεται η τύχη του Γυμνασίου Νεαπόλεως. Πιο αναλυτικά, σημειώνεται ότι λαμβάνεται μέριμνα για την εισαγωγή της διδασκαλίας του μαθήματος της Γυμναστικής στο Γυμνάσιο Νεαπόλεως και για τη δημιουργία βασικών γυμναστικών εγκαταστάσεων, στην πόλη της Νεάπολης. Παράλληλα γίνεται συντήρηση του κτιρίου, με διακόσμηση και «κοσμηματογράφηση» της αίθουσας συνεδριάσεων του Γυμνασίου Νεαπόλεως.

Ι.Α.Φ.Δ.Λ.]1893-10-01]217]ΠΡΚΣ]α]Απόφαση της Φ.Δ.Λ. για τη μη χορήγηση δωρεάν βιβλίων στους άπορους μαθητές. Ι.Α.Φ.Δ.Λ.]1893-10-02]049]020] Απαγόρευση στους εκπαιδευτικούς να δικηγορούν ενώπιον των δικαστηρίων. 43


Προσφέρεται υλική και ηθική συνδρομή για τη λειτουργία της Βιβλιοθήκης του Γυμνασίου Νεαπόλεως. Σο έργο του Σίτου δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην κατεύθυνση του εκπαιδευτικού έργου. Παράλληλα λειτουργεί η Επιτροπή για την ανέγερση του ναού της Μεγάλης Παναγίας και συνεχίζει το έργο της οικοδόμησής της με τις σχετικές δοσοληψίες της.44 Σότε, από την Οθωμανική Διοίκηση επιχειρείται ο έλεγχος, του περιεχομένου των θεατρικών παραστάσεων που παρουσιάζονται στα χριστιανικά σχολεία. Για την καθυστέρηση πληρωμής της επιχορήγησης της παιδείας του Σμήματος Λασιθίου, συντάσσει άμεσα τηλεγράφημα διαμαρτυρίας στη Γενική Διοίκηση Κρήτης. Σέλη Αύγουστου (24), συνέρχεται επεισοδιακή η συνεδρίαση της ΦΣΕΛ για το νοικοκύρεμα των οικονομικών της Παιδείας Λασιθίου. Πρόταση επιβολής τελών εγγραφής μαθητών στο Δημοτικό, απορρίφτηκε, ενώ παμψηφί εγκρίθηκε η υποχρέωση οικονομικής συμβολής κάθε Κοινότητας του Σμήματος Λασιθίου, ανάλογα με την οικονομική της κατάσταση. Για την εξοικονόμηση χρημάτων ο Έφορος Ιεράπετρας Ιωσήφ Κουνδουράκης επανέφερε την πιο παλιά θέση του. Πρότεινε ξανά, την προσωρινή αναστολή λειτουργίας του Γυμνασίου Νεαπόλεως και τη διάθεση των 50.000 γρ. που θα πλεονάσουν στην κατώτερη εκπαίδευση. Με τον επίσκοπο Πέτρας Σίτο, συμφώνησαν και πλειοψήφησαν τρείς ακόμη Έφοροι. Αντέδρασαν όμως έντονα, διαμαρτυρόμενοι, οι Έφοροι ΢ητείας Αγγελάκης Εμμ. και Μεραμπέλλου, Κοκκίνης, Δημ., χαρακτηρίζοντας την απόφαση «…αντιπατριωτική». Έτσι έγιναν έπειτα οι απαιτούμενοι διορισμοί των ΢χολαρχών, ελληνοδιδασκάλων, διδασκάλων και των παιδονόμων, στο Σμήμα Λασιθίου. Τποπτευόμενοι ως δυνατή και επικείμενη την αναστολή λειτουργίας του Γυμνασίου, οι Δήμαρχοι και πρόκριτοι του Λασιθίου κατέφυγαν για να προλάβουν, διαμαρτυρόμενοι στον Γεν. Δκτή Κρήτης. Εκείνος απαίτησε από τον Σίτο, ως πρόεδρο των Φριστιανικών ΢ωματείων την επαναλειτουργία του Γυμνασίου, για να λάβει όμως αναπάντεχα τη θαρραλέα απάντηση του Επισκόπου ότι είναι : «< γνωστοί οι λόγοι οι προκαλέσαντες την αναστολήν της λειτουργίας αυτού, μηδαμώς αρθέντες<».45 Εναλλακτικά τότε, ο αρχαιότερος Έφορος ΢χολείων Δημ. Κοκκίνης, «...αρνηθέντος του Προέδρου να προσέλθη εις την συνεδρίασιν καίτοι επανηλημμένως προσκληθέντος<», συγκάλεσε 16 ΢επτεμβρίου, σε έκτακτη συΙ.Α.Φ.Δ.Λ.]1894-03-12]122]Δοσοληψίες της Επιτροπής ανέγερσης της Μ. Παναγίας στη Νεάπολη Λασιθίου. Βλ. και εικόνα 9, στο Παράρτημα, σ. 48. 45 Πατεράκης, Γ., : Η Παιδεία στην Κρήτη,< δρ. διατριβή ό. π., σ. 302. 44


νεδρίαση τη ΦΣΕΛ,*46 η οποία, αφού ανέτρεψε τις προειλημμένες αποφάσεις, ανασύστησε και ξαναλειτούργησε το Γυμνάσιο Νεαπόλεως, ενώ έκαμε παράλληλα και τους διορισμούς των καθηγητών του. Επικράτησε σύγχυση και αναστάτωση τότε, στον πληθυσμό αλλά και στους εκπαιδευτικούς, από τις αντικρουόμενες ειδήσεις και τις υπηρεσιακές εντολές που έφταναν άτακτα στα ΢χολεία του Λασιθίου, από διαφορετικές κατευθύνσεις. Ρεαλιστής ο Πρόεδρος, Πέτρας Σίτος επέμενε στην στάση του για την αργία στα σχολεία. Μειοψήφησε μάλιστα στη συνεδρίαση. ΢το πρακτικό της 9ης Οκτωβρίου, φαίνεται να υπογράφει δηλώνοντας : «< απεκδύομαι πάσαν ευθύνην εν παντί και ενώπιον παντός επί τούτου και ουδεμίαν αναλαμβάνω δι’ην πολλάκις αναφέρεται τούτω ευθύνην». Σο θέμα της έντασης στα εκπαιδευτικά θέματα στο Σμήμα Λασιθίου, έληξε με την διακριτική επέμβαση του Μητροπολίτη Κρήτης, (Σιμοθέου Καστρινογιανάκη) και τη σύσταση, που έγινε στον επίσκοπο Πέτρας, Σίτο, να υποχωρήσει και να δεχθεί το αποτέλεσμα, ανασύστασης των σχολείων και επαναλειτουργίας του Γυμνασίου, αφού η πλειοψηφία επικύρωσε όσα αποφασίστηκαν στην έκτακτη εκείνη συνεδρίασή της.47 Από την επιχορήγηση της παιδείας του Σμήματος Λασιθίου με το ποσό των 31.000 γρ. διατέθηκαν τότε, τα μισά για την πληρωμή μισθών των εκπαιδευτικών και τα άλλα μισά για την πληρωμή καθυστερούμενων δεδουλευμένων μισθών. Πληρώθηκαν έτσι όσοι δέχτηκαν συγκαταβατικά, έκπτωση 40% (κούρεμα) των δικαιουμένων τους.48 Φαοτική παραμένει όμως, επιδεινούμενη συνεχώς, η οικονομική διαχείριση της ΦΣΕΛ. Κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους 1895 σημειώνεται και επιτυγχάνεται ο έλεγχος διαχείρισης των οικονομικών της Σμηματικής Εφορείας Λασιθίου. Από την πολιτική αστάθεια, παρουσιάζεται η αδυναμία είσπραξης των μοναστηριακών εσόδων, κατάσταση που οδηγεί στην επιβολή εκπαιδευτικών τελών. Σο οικονομικό αδιέξοδο παραμένει, με αναπόφευκτο το κλείσιμο των σχολείων. Ξεσπάει όμως τότε και η Κρητική Επανάσταση, με την εμφάνιση στο προσκήνιο της «Μεταπολιτευτικής Επιτροπής». Πιο αναλυτικά, για τα γεγονότα του έτους σημειώνεται ότι, αρχές του έτους, 10 Ιανουαρίου 1895, ο φόβος επέκτασης των τουρκικών σφαγών της Αρμενίας και στην Κρήτη, επηρέασε το γενικό κλίμα στο νησί. ΢ύμφωνα με τον Περί παιδείας Νόμο (1889), Κεφάλαιο ΢τ΄, Περί Τμηματικών Εφορειών, Άρθρ. 51. 47 Πατεράκης, Γ., : Η Παιδεία στην Κρήτη, < δρ. διατριβή ό. π.. 48 Ι.Α.Φ.Δ.Λ.]1894-12-09]011]Η ΦΣΕΛ παρακαλεί το Διοικητή Λασιθίου να μετρήσει στο Σαμείο της ολόκληρη την επιχορήγηση των 31.000 γρ. που παρά την οικονομική στενότητα χορηγείται για την Παιδεία του Σμήματος. 46


Εθιμοτυπικά υποβάλλονται ευχές στο νέο Φριστιανό Γενικό Διοικητή Κρήτης, Αλέξανδρο Καραθεοδωρή, που ήρθε στο νησί και αντικατέστησε τον Μαχμούτ Πασά. Παρά την τραγική κατάσταση που επικρατούσε στα ΢χολεία και στην εκπαίδευση Λασιθίου, κατά την ψήφιση του προϋπολογισμού, δεν εγγράφηκε ξανά, κανένα ποσό για την Παιδεία. Ήταν φυσικό να υπάρξουν αντιδράσεις. Έτσι ακολούθησαν οι απεργίες των εκπαιδευτικών του Σμήματος. ΢υνεχίστηκε όμως ο έλεγχος της οικονομικής διαχείρισης της ΦΣΕΛ, με σοβαρές διαπιστώσεις. Έτσι προσδιορίστηκε το ύψος των οφειλομένων μισθών στους εκπαιδευτικούς, στο ποσό των 347.721 γρ., καθώς και το πλήρες οικονομικό ναυάγιο της διαχείρισης των οικονομικών της Εφορείας ΢χολείων.49 Ο πρόεδρος των Φριστιανικών σωματείων Λασιθίου Πέτρας Σίτος, απευθύνει έκκληση στους άλλους Επισκόπους και στους Δημάρχους του Σμήματος Λασιθίου, ζητώντας τη συνδρομή τους και τη συμβολή των ενοριακών επιτροπών του Σμήματος. Παράλληλα διατάσσεται η στάση πληρωμών.50 ΢τα εκπαιδευτικά επιβάλλεται κοινό Πρόγραμμα μαθημάτων. Ένα κατά τύπο σχολείου, (Δημοτικό – Παρθεναγωγείο – Ελληνικό). Ειδήσεις κατέφτασαν στη Νεάπολη για το θάνατο του ιδρυτή της πόλεως, Κωνσταντίνου Αδοσίδη πασά, στην Κων/πολη. Από ευγνωμοσύνη ψάλλεται Αρχιερατικό μνημόσυνο στον ιερό ναό της Παναγίας Νεαπόλεως, με κεντρικούς ομιλητές τον επίσκοπο Σίτο και τον Αντώνιο Βορεάδη. ΢υλλυπητήρια τηλεγραφήματα και ψηφίσματα αποστέλλονται στην οικογένεια του εκλιπόντος, στην Κωνσταντινούπολη.51 Από την ως τότε υποτονική και παθητική στάση της, η ΦΣΕΛ εμφανίζεται να λειτουργεί τώρα δραστήρια και δυναμικά. Προκειμένου να προχωρήσει σε διορισμούς προσωπικού, αποφασίζεται «<να ερωτηθή τηλεγραφικώς ο Γενικός Διοικητής Κρήτης υπό του Θεοφ. Επισκόπου και Προέδρου της Εφορείας ταύτης εάν δοθή η υπέρ της Παιδείας πίστωσις διότι άνευ τούτου τα Σχολεία κλείνονται».52 ΢την διπλωματική απάντηση της Γενικής Διοικήσεως Κρήτης, η απάντηση της Εφορείας ΢χολείων Λ. είναι άμεση και αποσείει από πάνω Ι.Α.Φ.Δ.Λ.]1895-06-10]81]Αναφορά της γενικής διαχειριστικής εικόνας του Σαμείου της ΦΣΕΛ. 50 Ι.Α.Φ.Δ.Λ.]1895-06-15]83]ΠΡΚ] Η ΦΣΕΛ διατάσσει το Λογιστήριο της Διοικήσεως να κάμει στάση των πληρωμών για λογαριασμό της. 51 Εφημερίδα “Ηράκλειον”, αρ. φ. 102, 22 Ιουλ. 1895, σ. α. Ολοσέλιδο, Περί του θανάτου του Κωστή Αδοσίδη Πασά, Σηλεγραφήματα, Λόγοι - Πέτρας Σίτου - Βορεάδη - ψηφίσματα Νεάπολης. 52 Βλ. Πατεράκης, Γ., : Η Παιδεία στην Κρήτη,< δρ. διατριβή, ό. π., σ. 310. 49


της την ευθύνη. Δηλαδή αναφέρει ξεκάθαρα ότι «<Κλείει πάντα τα Σχολεία τα υπό την δικαιοδοσίαν της υπαγόμενα, επιφυλάσσεται να μεταβάλη απόφασιν τότε μόνον όταν συνωδά σχετικώ τηλεγραφήματι της Γενικής Διοικήσεως γνωσθή αυτή ότι δοθήσεται η υπέρ της Παιδείας εν τω προϋπολογισμώ αναγραφείσα πίστωσις<». Παράλληλα ενημερώνει τους εκπαιδευτικούς για το σκεπτικό των ενεργειών της, αλλά και ότι οι «<άλλοι μερικώτεροι πόροι των σχολείων δεν εξηκριβώθησαν εισέτι, η δε Εφορεία αύτη απόφαση έχει να αρχίσει από των δημοτικών Σχολείων και να φθάση μέχρι του σημείου εφό επιτρέπουσιν οι πόροι της, αδυνατεί δε να προβή από τούδε δια τους ως άνω λόγους εις διορισμούς διδασκάλων, μη επιθυμούσα να φέρη ηθικήν ευθύνην απέναντι των εν τη υπηρεσία αυτής διατελούντων καθηγητών και διδασκάλων, Αποφασίζει, Ανατίθησι εις την Α. θεοφιλίαν τον Πέτρας να δηλώση εις τους κ. τουτους ότι ουδεμίαν ευθύνην φέρει απέναντι αυτών εάν ελλείψει πόρων δεν δυνηθή να συστήση Ελληνικά Σχολεία και Γυμνάσιον και επομένως θα τοποθετήση αυτούς κατά το επιόν σχολικόν έτος...». Λακωνικό το τηλεγράφημα της Εφορείας ΢χολείων Λασιθίου, ενημερώνει και τον Γενικό Διοικητή Κρήτης ότι η «<Εφορεία συνεπεία Τηλεγραφήματος Υμετ. Εξοχότητος έκλεισε τα σχολεία».53 ΢υγκεντρωτικά, κατά το έτος 1896 παραχωρείται ο Νέος Οργανικός Νόμος, Οργανισμός Κρήτης, σημειώνονται : απεργιακή κρίση, εμπαιγμός αποπληρωμής μισθών εκπαιδευτικών, επιδημία ιλαράς και νέα Επανάσταση. Προληπτικά όμως επιχειρείται η παράδοση για φύλαξη του Αρχείου της Φριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου. Πιο αναλυτικά. ΢τα μέσα Μαΐου 1896, οι τουρκικές σφαγές και βιαιότητες στην Κρήτη βρίσκονται σε έξαρση. Σον Ιούνιο εκδηλώνονται οι σφαγές στην Ι. Μονή Ανωπόλεως, Πεδιάδας Ηρακλείου. ΢την περιοχή καταγωγής του Πέτρας Σίτου και εκεί όπου είχε διδάξει, στο σχολείο της Ι. Μονής Θεολόγου.54 Μετά την επανάσταση των Φριστιανών της Κρήτης και τη χορήγηση του νέου Οργανικού Νόμου της Κρήτης 1896, (Μεταπολιτευτική Επιτροπή) άλλαξε η φορά των πολιτικών πραγμάτων. Έκτοτε, αντί τους Φριστιανούς, επαναστατούν οι Μωαμεθανοί, για την υπονόμευση και αχρήστευση του Νόμου αυτού. Όπως συνηθίζονταν σε έκτακτες καταστάσεις, στις αρχές Αυγούστου 1896, το Αρχείο της Φριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου παραδόθηκε για ασφάλεια και μεταφέρθηκε στη Διοίκηση Λασιθίου, για φύλαξη. Ι.Α.Φ.Δ.Λ.]1895-07-19]111] Αναφορά στο Γεν. Διοικητή Κρήτης. Η ΦΣΕΛ ύστερα από το τηλεγράφημά σας έκλεισε τα ΢χολεία του Σμήματος. 54 Πατεράκης, Γ., Η Ανώπολη και η περιοχή της, εκδ. Πολιτιστικού ΢υλλόγου Ανώπολης, Ηράκλειο, 2002. Βλ. και Πατεράκης, Γ., : Η Παιδεία στην Κρήτη,< δρ. διατριβή ό. π., σ. 315. 53


Επρόκειτο να σιγήσει εντός ολίγου οριστικά, αφού φθίνοντας ο θεσμός της Δημογεροντίας έπνεε τα λοίσθια. Η επιστολή - αναφορά του Επισκόπου Πέτρας Σίτου στην Ι. Μητρόπολη Κρήτης παρέχει στοιχεία και συμπληρώνει την εικόνα της κατάστασης της περιόδου. «<Η οικτρά κατάστασις, εις ην περιήλθον τα Σχολεία του ημετέρου Τμήματος, ως εκ της εντελούς ανεχείας του Ταμείου της ην αποτελούμεν Εφορείας, η οποία εξηνάγκασε τους πάντας τους διδασκάλους να διαμαρτυρηθώσιν επί τη μη εγκαίρω πληρωμή αυτών, και τινας και να παραιτηθώσιν ήδη, ενέβαλεν ημίν το καθήκον να αποτανθώμεν παρά τη Σεβ. Διοικήσει εξαιτούμενοι την ταχίστην ενέργειαν των δεόντων προς πρόληψιν της αφεύκτου αποσυνθέσεως των Σχολείων, δηλονότι συνάμα ότι απεκδυόμεθα επί τούτου πάσαν ευθύνην. Εκ καθήκοντος γνωρίζοντες ταύτα τη Υμ. Σ. παρακαλούμεν Αυτήν ίνα ευαρεστούμένη συντελέση το εν Αυτή προς καταβολήν μέρους τουλάχιστον των καθυστερουμένων<».55 Οι υποσχέσεις της Γεν. Διοίκησης Κρήτης, για την έκδοση διαταγής πληρωμής όλων των δεδουλευμένων μισθών, που χρωστούνταν στους εκπαιδευτικούς, χωρίς ουσιαστικό όμως οικονομικό αντίκρισμα στο Σαμείο, εκτράχυναν την κατάσταση στην εκπαίδευση, ακόμη περισσότερο. Καθημερινές απειλές απεργίας των εκπαιδευτικών αποδυνάμωναν τη λειτουργία των σχολείων. Η Γενική Διοίκηση Κρήτης (Γεώργιος Βέροβιτς πασάς) δίδει τότε την εντολή πληρωμής όλων των καθυστερούμενων δεδουλευμένων μισθών στους διδασκάλους. Ερωτούμενος γι’ αυτό και ο Διοικητής του Σμήματος Λασιθίου, επιβεβαιώνει την έκδοση της παραπάνω διαταγής. Αλλά δηλώνει με παρρησία, την αδυναμία εκτέλεσής της. «Όντως επετάγημεν παρά της Σεβ. Γεν. Διοικήσεως όπως καταβάληται τη καθ’ ημάς Εφορεία ανάλογον ποσόν κατά μήνα του προϋπολογισθέντος υπέρ της παιδείας του Τμήματος Λασιθίου κονδυλίου ουχ ήττον όμως το ενταύθα Δημόσιον Ταμείον εις εντελή ανέχειαν διατελεί<». Σέλος του έτους, σε σχέδιο αναφοράς προς το Γεν. Διοικητής Κρήτης αναφέρεται, η κακή κατάσταση της παιδείας και η παράλυση των ΢χολείων του Σμήματος με την παύση των μαθημάτων από τους διδασκάλους.

Ι.Α.Φ.Δ.Λ.]1896-02-13]053] Έκκληση μεσολάβησης του Μητροπολίτη Κρήτης, στην τραγική οικονομική κατάσταση της παιδείας του Σμήματος Λασιθίου. 55


Ο Σίτος ηγέτης των μαχόμενων επαναστατών ΢τις πολεμικές επιχειρήσεις των επαναστατών του 1896-1897, πολιορκία του φρουρίου της ΢πιναλόγκας, πολιορκία της Ιεράπετρας και μάχες των Αρχανών, ο επίσκοπος Πέτρας Σίτος, πρωτοστατεί. Ζωσμένος τα άρματα, μάχεται επικεφαλής, ενισχύοντας έμπρακτα, υλικά και ηθικά τους αγωνιζόμενους Φριστιανούς. Η αγωνιστική δράση και η επαναστατική δραστηριοποίηση του Πέτρας Σίτου μαρτυρείται και από τις γραπτές πηγές, όπως η παρακάτω επιστολή του προς τους τοπικούς οπλαρχηγούς του Λασιθίου, με την οποία ζητά πυρομαχικά (φυσίγγια) και για τη δική του χρήση : «Αγαπητοί Κύριοι X. Τουτουντζάκη και Τυλλιανάκη, Επειδή τα αναμενόμενα πολεμοφόδια δια το Μεραμβέλλον δεν έφθασαν ακόμη, ως γνωρίζετε και ως εκ τούτου τέσσαρα χωριά, τα οποία ευρίσκονται πλησίον της Σπιναλόγκας, είναι άοπλα και συνεπώς διατρέχουν κίνδυνον εκ μέρους των Οθωμανών, σας παρακαλώ θερμώς να διατάξετε τον αρμόδιον να μοι παραδώση φυσίγγια του Σασεπώ όσα θεωρείτε ότι είναι αρκετά προς προφύλαξιν των και τινα του Μαρτίνω δι’ ιδίαν μου χρήσιν, και όταν στείλουν και εις ημάς εκεί, αν θέλετε, σας τα επιστρέφομεν. Έχω την πεποίθησιν ότι θα εκτελέσετε την παράκλησίν μου ταύτην εφ’ ω και σας εκφράζω εξ ονόματος των Χριστιανών μου και εμού τας θερμάς μου ευχαριστίας εκ των προτέρων. Εν Ιερά Μονή Κεράς, 16 Αυγούστου 1896 Σας ασπάζομαι Ο φίλος σας Ο Πέτρας Τίτος»56 Ζωντανές περιγραφές και έντονες εικόνες γύρω από την ενεργό ανάμειξη του Σίτου, στα πεδία των μαχών, ακόμη και ως πολεμιστή επαναστάτη, παρά την διοικητική και εκκλησιαστική του ιδιότητα, συναντούμε στο «Ημερολόγιο του Τάγματος των Επιλέκτων Κρητών». Μνημειώδες ιστορικό έργο της περιόδου, που τον χαρακτηρίζει ως : ένα των μαργαριτών της Εκκλησίας Κρήτης.57 Ο Διοικητής του Σάγματος των Επίλεκτων Κρητών, Ιωάννης Νταφώτης, προσκαλώντας πιεστικά τον Επίσκοπο Φερρονήσου κ. Αγαθάγγελο, να προσέλθει στο στρατόπεδο στις Αρχάνες, αναφέρεται για πρώτη

Βλ. 1896-8-16]Επιστολή Πέτρας Σίτου, από το Αρχείο Σίτου Ρούσσου Κούνδουρου στο : ΢άββας Δ., Τίτος Ζωγραφίδης, η πολύπλευρη προσφορά ενός ιεράρχη πατριώτη, αγωνιστή, Νεάπολη 2009, σ. 34-35. 57 Βουτιερίδης Π. Ηλίας, Ημερολόγιον του Τάγματος των επίλεκτων Κρητών (Ο αγών της Κρήτης κατά το 1897 εν ταις Ανατολικαις επαρχίαις). Ηράκλειο 1997. 56


φορά στον Πέτρας Σίτο, και στην συμβολική αξία της εκεί παρουσίας των δυο Επισκόπων. «... Έχω μεγίστην ανάγκην της πολυτίμου συνδρομής σας. Σας ζητώ θρησκευτικά και ηθικά όπλα, ίνα αναπληρώσω τα ελλείποντα πραγματικά. Εάν δεν σπεύσητε υμείς μετά του αγίου Τίτου (Πέτρας) να κάμητε εν Αρχάναις το μνημόσυνο του εις Θεόν μεταστάντος Παν. Μητροπολίτου Κρήτης, καθιστώ υμάς υπευθύνους διά τα περαιτέρω...».58 Αργότερα, από τον συγγραφέα του «Ημερολογίου<», δηλώνεται η συμμετοχή του Σίτου στις επιχειρήσεις για την κατάληψη του φρουρίου της ΢πιναλόγκας, που κατείχαν οχυρωμένες 250 οικογένειες και 200 Οθωμανοί στρατιώτες, ενώ γύρω από τη θάλασσα του φρουρίου περιπολούσαν και ναυλοχούσαν περιοδικά, πολεμικά πλοία του στόλου της πολυεθνικής δύναμης των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλικά και Γαλλικά καταδρομικά). «Αφού εγκατέστησε προφυλακάς πέριξ της Ιεραπέτρου ο Γεν. Αρχηγός κ. Α. Κόρακας, απήλθε μετά των πυροβόλων και πολλών οπλοφόρων εις την Νεάπολιν του Μεραμβέλλου, εις ην αφίχθη την 26ην Φεβρουάριου και όπου έμαθεν ότι τα από τινων ημερών προ της Σπιναλόγκας σταθμεύοντα ξένα πολεμικά πλοία από της προηγουμένης απουσίαζον. Γενομένου πάραυτα πολεμικού συμβουλίου, απεφασίσθη<*την 27ην Φεβρουαρίου 1897+< <Πάραυτα δίδονται αι δέουσαι διαταγαί προς πορείαν και περί την ην 3 π.μ. άπασα η πόλις *Νεαπόλεως+ τίθεται επί ποδός εκ του ήχου των σαλπίγγων, την δε 5ην π.μ. ετοιμασθέντος και του πυροβολικού, εξέρχονται της πόλεως οι πολεμισταί, έχοντες ήδη επί κεφαλής πλην του Γεν. Αρχηγού και τον Αρχηγόν της Θρησκείας, τον τοις πάσι αγαπητόν Θεοφιλέστατον επίσκοπον Πέτρας κ. κ. Τίτον και δη ένοπλον, φέροντα ωραίον Βίντσεστερ. Μεγαλοπρεπές θέαμα παρουσιάζουσιν οι εις τας 2500 ανερχόμενοι επαναστάται, με τας πολυπληθείς αυτών σημαίας, με τα πολεμικά των παραστήματα και με τον αντιπρόσωπον του Χριστού επί κεφαλής. Μετά τινα ώραν ο Διοικητής του Πυροβολικού κ. Μπρισιμιτζάκης, συνοδευόμενος και υπό δύο εγχωρίων, ειδότων τον τόπον, προχωρεί έφιππος προς ανίχνευσιν και εύρεσιν θέσεως καταλλήλου προς τοποθέτησιν των πυροβόλων. Αλλ’ ότε οι επαναστάται επλησίαζον προς το φρούριον και έμελλον ήδη να αναβώσι προκείμενόν τινα λόφον, ο κ. Μπρισιμιτζάκης ειδοποιεί αυτούς εσπευσμένως να μη ανέλθωσι τον λόφον, διότι θα εγίνοντο ορατοί εις περιπολούν, ουχί μακράν της παραλίας, αγγλικόν καταδρομικόν<».59 Και οι σκηνές μάχης από την πολιορκία του φρουρίου, είναι εντονότατες : « … Οι επαναστάται προσβάλλουσιν εξ αποστάσεως 500 μέτρων παΒουτιερίδης Π. Ηλίας, Ημερολόγιον του Τάγματος των επίλεκτων Κρητών, < ό. π. σελ. 68. Βλ. και Παράρτημα, σελ. 41. 59 Βουτιερίδης Η., Ημερολόγιον του Τάγματος των επίλεκτων … , ό. π. σελ. 103, 104. 58


ρατεταγμένους επί των επάλξεων Τουρκοκρήτας και Νιζάμηδες αλλά δεν επιφέρουσιν αποτέλεσμά τι, διότι αμφότερα τα μέρη μάχονται εκ του απροσβλήτου, ένεκα των οχυρών των θέσεων. Ουχ ήττον όμως πολλοί προκινδυνεύουσιν, ουδόλως πτοούμενοι εκ των οβίδων των εχθρών, μεταξύ δε αυτών διακρίνεται και ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Πέτρας, Τίτος. Μετά την σίγησιν του ενός πυροβόλου το πυροβολικόν των ημετέρων έστρεψε τα πυρά του κατά του εσωτερικού του φρουρίου, ήτοι κατά των οικιών. Αι οβίδες επιτυχέστατα βαλλόμεναι, καταρρίπτουσι διαδοχικώς τους τοίχους των οικιών, εκ της πτώσεως των οποίων νέφη κονιορτού φέρονται προς τα άνω. Αι απελπιστικαί φωναί των κατοίκων αφικνούνται μέχρι των πολιορκητών, οίτινες άρχονται σχηματίζοντες την πεποίθησιν, ότι το φρούριον θα αλωθή…».60 Αλλά η δράση του Σίτου, δεν περιορίζεται πλέον στο χώρο του Σμήματος Λασιθίου. Η παρουσία του παράλληλα και στο στρατόπεδο των επαναστατών στις Αρχάνες, προσδίδει κύρος αλλά και θάρρος στους αγωνιζομένους. «… Την 30ην Μαρτίου αφίχθη εις Αρχάνας ο επίσκοπος Πέτρας, Θεοφιλέστατος κ.κ. Τίτος, εις των μαργαριτών της εκκλησίας Κρήτης. Ιεράρχης σεβαστός και γλυκύς, ενών με την θρησκευτικήν γαλήνην και το πυρ του πατριωτισμού, προμαχών εν ώρα μάχης, ως το απέδειξε και κατά την έναντίον της Σπιναλόγκας επίθεσιν. Δεν παρέλειπε στιγμήν κατά την εν Αρχάναις διαμονήν του από του να συμβουλεύη, ενθαρρύνη και εμπνέη ελπίδας εις πάντας προς τήρησιν του αγώνος. Περί την εσπέραν δε αφίχθη παρ’ ημίν εκ των Δυτικών τμημάτων και ο πρίγκηψ Σεβαστιανός Μουρούζης, κατελθών εις Κρήτην χάριν του αγώνος και περιερχόμενος αυτήν, εν συνοδεία του κ. Αντ. Σκαμνάκη, ίνα εκ του σύνεγγυς γνωρίση την κατάσταση και τας σκέψεις πάντων των Κρητών. Κατά το δείπνον ο είχομεν παραθέσει προς τιμήν του επισκόπου Πέτρας, αφίχθησαν εκ μέρους του Γεν. Αρχηγού επιστολαί και εφημερίδες, αίτινες ουδέν ενθαρρυντικόν είχον περί του αγώνος. Τηλεγράφημα όμως γαλλιστί γεγραμμένον, έλεγεν ότι η ελευθερία της Κρήτης είναι η μόνη λύσις προς πρόληψιν διαταράξεως της Ευρωπαϊκής Ειρήνης, αλλά κατά τας δηλώσεις μόνον του Μπάλφουρ εν τη Αγγλική Βουλή. Ημείς, διαστρέψαντες ολίγον την αλήθειαν και παραστήσαντες το πράγμα ως γενικώς παραδεδεγμένον, εξερράγημεν εις ζητωκραυγάς και πλαστόν ενθουσιασμόν και κατήλθομεν εις την κωμόπολιν, ίνα ενθαρρύνωμεν τους τυχόν απογοητευθησομένους εκ των εφημερίδων. Χαρά γενική εβασίλευσεν, άσματα, ζητωκραυγαί διετάραξαν την νυκτερινήν ησυχίαν της κωμοπόλεως και οι πλείστοι εκοιμήθησαν με τα χρυσά της ελευθερίας όνειρα<».61

60 61

Βουτιερίδης Η., Ημερολόγιον του Τάγματος των επίλεκτων …, ό. π. σελ. 106-107. Βουτιερίδης Η., Ημερολόγιον του Τάγματος των επίλεκτων …, ό. π. σελ. 214-215.


΢ύσκεψη στο επιτελείο των μαχών. «< Μετά την εκ της μάχης [1η Απριλίου 1897] επιστροφήν ο Διοικητής και τινες των αξιωματικών του επορεύθησαν εις την οικίαν, εν η εφιλοξενείτο ο επίσκοπος Πέτρας Θεοφιλ. Τίτος και όπου παρευρίσκετο και η Επιτροπή. Γενομένης ερωτήσεως περί του περιεχομένου των εξ Ηρακλείου επιστολών οι επίτροποι απήντησαν ότι τα κομισθέντα νέα ήσαν ευχάριστα- ποια όμως ταύτα δεν εφανέρωσαν<».62 Ο Σίτος υπήρξε ισχυρός παράγων σταθερότητας, σεβαστός, αγαπητός και με μεγάλη επιρροή στα πλήθη. Εκτός των άλλων με την ευφράδειά του, προσέδιδε κύρος και ενίσχυση στις ελληνικές στρατιωτικές αρχές κατοχής. «…(15 Απριλίου - 5 Μαΐου) Η ένδεια εις το Τάγμα επηυξάνετο και ένιοι των επιτρόπων προσεπάθουν να γεννώσιν εις τον Διοικητήν των Επιλέκτων πράγματα και να μη αποστέλλωσι τας υποσχεθείσας ενώπιον του κ. Γεν. Αρχηγού και του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Πέτρας κ. Τίτου τροφάς, ήτοι το 1/4 των εκ των άλλων επαρχιών εισερχόμενων δι’ εισφορών. Ο Διοικητής, ημέρα τη ημέρα, εκ των αναφορών, ας ελάμβανε παρά των αξιωματικών του και παρά του σώματος των πληροφοριών, το οποίον, καίπερ άνευ χρημάτων, είχε λαμπρώς διοργανώσει και όπερ εκράτει αυτόν ενήμερον των συμβαινόντων τόσον εν τη περιφερεία του όσον και απώτερον αύτης, δεν ηδύνατο να εξαγάγη συμπέρασμα τοιούτον, ώστε επ’ αυτού να στηριχθή και να κανονίση την πορείαν του, διότι εκ μεν της στάσεως του λαού εσχημάτιζε την πεποίθησιν ότι ηγαπάτο παρ’ αυτού, εκ δε της στάσεως ενίων επιτρόπων παρετήρει και τέλος επείσθη ότι επεθυμείτο η απομάκρυνσίς του εξ Αρχανών<».63 Στα τέλη της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη Σο έτος 1897 σημειώνεται η νέα Επανάσταση των Κρητικών, οι σφαγές της ΢ητείας, η πολιορκία της Ιεράπετρας και της ΢πιναλόγκας. Καταλύεται η Οθωμανική Διοίκηση Λασιθίου. Επέρχεται η διάλυση του Οθωμανικού καθεστώτος των Δημογεροντιών και του εκπαιδευτικού ιστού, που είχε δημιουργηθεί. Πιο αναλυτικά, η επανάσταση του 1897 κατέλυσε την Οθωμανική εξουσία στο Λασίθι. Σο διοικητήριο λεηλατήθηκε και απειλήθηκε το λιντσάρισμα του Διοικητή του. Αιχμάλωτος ο Οθωμανός Διοικητής Λασιθίου Κων/νος Αξελός, παραδόθηκε από τον Αρχηγό της Ανατολικής Κρήτης, Αριστοτέλη Κόρακα ως χειρονομία καλής θέλησης στο στρατηγείο των πολυεθνικών Μεγάλων Δυνάμεων, στο Ηράκλειο. Ο θεσμός της Δημογεροντίας με τις υπηρεσίες της, καταλύθηκε έτσι και έπαψε να υπάρχει. Οι Φριστιανοί της Κρήτης άρχισαν να οργανώνονται πολιτικά, κατά το σύστημα των Διοικητικών Επιτροπών. Όπως υπε62 63

Βουτιερίδη Η., Ημερολόγιον του Τάγματος …, ό. π., σελ. 223. Βουτιερίδη Η., Ημερολόγιον του Τάγματος <, ό. π., σελ. 338.


δείκνυε, και επεδίωκε ο Αρχηγός της ελληνικής στρατιωτικής αποστολής στο νησί, συνταγματάρχης Σιμολέων Βάσσος. Από τις γενικότερες ανακατατάξεις που επέρχονταν, τη μεταβατική αυτή περίοδο, τα ΢χολεία λειτουργούσαν με τη φροντίδα των τοπικών αρχών και φορέων. Φωρίς το γενικό συντονισμό της Φριστιανικής Δημογεροντίας και του διοικητικού Σμήματος Λασιθίου, που έπαψαν να υφίστανται πλέον ως διοικητικές οντότητες και απολύθηκαν οι Δημογέροντες και υπάλληλοί της. Ο Επίσκοπος περιορίστηκε στο καθαρά ποιμαντικό και πνευματικό του έργο, των χριστιανικών του εκκλησιαστικών καθηκόντων.64 Ενοριακές Επιτροπές ή Εφορείες, οι γνωστές «Επιτροπείες» ανέλαβαν μεταβατικά, την πολιτική διαχείριση και εξουσία στο νησί, με την ανοχή των Μεγάλων Δυνάμεων και φρόντιζαν τη λειτουργία των σχολείων, κάτω από το γενικό συντονισμό της «Εκτελεστικής Επιτροπής», ως τη σύσταση του πολιτεύματος της Κρητικής Πολιτείας.65 Οι σφαγές των Οθωμανών στην ΢ητεία μετά την πολιορκία της Ιεράπετρας και ΢πιναλόγκας. Οι μάχες των Αρχανών. Σο καθεστώς ανάληψης της εξουσίας του νησιού από την Εκτελεστική Επιτροπή των Κρητικών επαναστατών.*66 Η στρατιωτική επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων ΙΑΚ]Φανιά]1898-03-15] έγγραφο : «Η Διοικητική Επιτροπή Μεραμβέλλου Συγκειμένη εκ των υπογεγραμμένων μελών. Συνελθούσα εν τη αιθούση των Συνεδριών αυτής την 15 Μαρτίου 1898 περί διορισμού προσώπου το οποίον να διατίθεται εις την υπηρεσίαν του Επισκόπου Πέτρας και σκεφθείσα Αποφασίζει Χορηγεί εις τον Επίσκοπον Πέτρας γρόσια εκατόν κατά μήνα προς συντήρησιν ενός υπηρέτου διά την υπηρεσίαν της Ιεράς Επισκοπής. Εγένετο τη 15 Μαρτίου 1898 εν Νεαπόλει. Ο Πρόεδρος Τα Μέλη Ε. Περοδασκαλάκης *7 υπογραφές + Μειοψηφώ διότι η γνώμη μου εινε ο υπηρέτης του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Πέτρας να είνε μεν το άτομο εις ο έχει εμπιστοσύνην ο Επίσκοπος, αλλά ο υπηρέτης αυτός να θεωρηθεί ως δέκατος τέταρτος πολιτοφύλαξ του Δήμου Νεαπόλεως χάριν εξισώσεως των δήμων, και ούχι ως δέκατος πέμπτος αναγνωρίζων συνάμα την προς τον Επίσκοπον σπουδαιότητα της υπηρεσίας ταύτης. Ν/πόλει 15/3/98. Ο μειοψηφών Επίτροπος Βραχασίου». 65Αναλυτικότερα, την κατάσταση που διαμορφώθηκε τότε βλέπε : Πατεράκη Άννα, Άτυπες μορφές Κοινωνικής Διοίκησης των Χριστιανών στην ύστερη τουρκοκρατία στην Κρήτη (1858-1898), διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα 2012, σσ. 263-294. 66 Πρβλ. ΙΑΚ] Φανιά] έγγραφο Προσωρινής Διοικητικής Επιτροπής Μεραμβέλλου. Κοινοποίηση στη Φριστιανική Δημογεροντία Λασιθίου (προεδρεύοντα αυτής επίσκοπο) της αποφάσεως αναλήψεως της ευθύνης, για την απαλλαγής της από τα ως τότε καθήκοντά της. Σην κατάργηση δηλαδή του ως τότε θεσμού της Δημογεροντίας : «Προς Την Σεβ. Χριστ. Δημογεροντίαν Λασηθίου Θεοφιλέστατε κ. Πρόεδρε Συνημμένως ήδη διεβιβάσαμεν τη Υμετέρα θεοφιλία αντίγραφον του υπό χρονολ. 29 Ιανουαρίου 1897 της προσωρινής Διοικητικής Επιτροπής Μεραμβέλλου δια τα περαιτέρω. Εν Νεαπόλει τη 8 Φεβρουάριου 1897 64


στο νησί. Η εκδίωξη του τουρκικού στρατού από την Κρήτη, 2 Νοεμβρίου 1897, οριοθέτησαν το τελευταίο στάδιο της πορείας του νησιού από την επανάσταση στο Κράτος.67 Σο έτος 1898 απέρχεται, με την έλευση του Πρίγκηπα της Ελλάδας, Γεωργίου ως Ύπατου αρμοστή των Μεγάλων Δυνάμεων στο νησί, ο οποίος δεν παραλείπει να επισκεφτεί και τη Νεάπολη.68 Έτσι άρχιζε, η νέα περίοδος για την Κρήτη, αυτή του καθεστώτος της Κρητικής Πολιτείας, που διαθέτει ειδικό προς τούτο Τπουργό Παιδείας. Σον «Επί της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και των Θρησκευμάτων Σύμβουλο», όπως ονομάστηκε. Παρά την κατάλυση της Οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί, την κατάργηση των Δημογεροντιών και την απώλεια ως εκ τούτου των αρμοδιοτήτων του Επισκόπου στην Εκπαίδευση, ο Σίτος, ως μέλος της Ι. Επαρχιακής ΢υνόδου Κρήτης δεν θα πάψει να ενδιαφέρεται, να ασκεί επίδραση και να φροντίζει ανάλογα θέματα, θεσμικής συγκρότησης και λειτουργίας στην αναγεννώμενη Παιδεία της Κρήτης.69 Με την ανατολή του νέου έτους 1899, ο επίσκοπος Πέτρας Σίτος, με συγκίνηση, ενθουσιασμό και ανακούφιση, θα δηλώσει πλέον εγγράφως το περίφημο : «<δυνάμεθα και ημείς οι Κρήτες να ονομάσωμεν εαυτούς με το γλυκύτατον όνομα ελευθέρους». Η έκφραση ανακούφησής του αυτή, είναι δηλωτική και ερμηνευτική των ως τότε ενεργειών του. Υανερώνει κάτω από ποιες συνθήκες, δηλαδή και με ποια συναισθήματα λειτούργησε τόσον καιρό ως Επίσκοπος Πέτρας, και ως Πρόεδρος και καταλύτης των Φριστιανικών ΢ωματείων Λασιθίου. Σης Φριστιανικής Δημογεροντίας αλλά και της κυρίως εκπαιδευτικής αρχής, της Σμηματικής Εφορείας ΢χολείων Λασιθίου, που τον εξώθησαν στη θέση, ένοπλος να τεθεί επικεφαλής των επαναστατών στις τελευταίες πολεμικές επιχειρήσεις τους.

Ο Πρόεδρος της Επιτροπής και Αρχηγός Μεραμβέλλου». Περισσότερα βλ. Πατεράκη Άννα, Άτυπες μορφές Κοινωνικής Διοίκησης των Χριστιανών στην ύστερη τουρκοκρατία στην Κρήτη (1858-1898), ό. π., σ. 275. 67 Περισσότερα βλ. Παπαμανουσάκης, ΢τρατής, Κρήτη 1897-1898. Από την επανάσταση στο Κράτος, στο : Η Τελευταία φάση του Κρητικού Ζητήματος, συλλογικός τόμος Ε.Κ.Ι.Μ., Ηράκλειο 2001, σ. 187. 68 ΢χετικές εικόνες από την επίσκεψη του Πρίγκηπα στη Νεάπολη, βλ. στο Παράρτημα. Εικόνα 10, σ. 48 και Εικόνα 11, σ. 49. 69 Περισσότερα βλ. Περδικάρης Ι., Το εκπαιδευτικόν συνέδριον και αι επετηρίδες των γυμνασίων κατά το σχολικόν έτος 1899-1900, εν Φανίοις 1901, σελ. 15-24, όπου Εισήγηση στην Κρητική Πολιτεία, για τη σύσταση Εποπτικών ΢υμβουλίων κατά Νομούς, με πρόεδρο τον αρχιερέα του Νομού «… προς διοίκησιν και επιθεώρησιν των σχολείων και σχετικόν προς τούτο νομοσχέδιον».


Συμπερασματικά Με την εκπαιδευτική πείρα που είχε αποκτήσει, την ευφράδεια που διέθετε, το πύρωμα της ψυχής, τη μόρφωση αλλά και τη δύναμη της προσωπικότητάς του, ο επίσκοπος Πέτρας Σίτος, διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στο εκπαιδευτικό «γίγνεσθαι» του διοικητικού Σμήματος Λασιθίου. Παίρνοντας στα χέρια του το 1890-91, το τιμόνι της εκπαιδευτικής ιεραρχίας Λασιθίου, ήλεγξε την βαλτωμένη εκπαιδευτική κατάσταση, με ριζοσπαστικά μέτρα που έλαβε. Αντιμετώπισε τα συσσωρευμένα προβλήματα και το οικονομικό αδιέξοδο που κληρονόμησε, από τον προκάτοχό του, σε συνδυασμό με τις συχνές ανωμαλίες, τα μειωμένα μοναστηριακά έσοδα και τις επαναστάσεις της περιόδου. Όρθωσε ηγετικό ανάστημα. Διατύπωσε σθεναρά τις θέσεις του για την Παιδεία και την Εκκλησία. Δεν δίστασε να διαφωνήσει ηχηρά με τοπικούς φορείς και Φριστιανούς παράγοντες, για την δίκαιη διαχείριση των εσόδων της μοναστηριακής περιουσίας και των επιχορηγήσεων της Παιδείας. Έφτασε στο σημείο μειοψηφώντας μάλιστα, να προτείνει και την αναστολή της λειτουργίας του Γυμνασίου Νεαπόλεως ακόμη, για την εξοικονόμηση χρημάτων υπέρ της δημοτικής εκπαιδεύσεως των Φριστιανών (Γυμνασιακό ζήτημα). Παροιμιώδης αναφέρεται η στάση του, με τη δήλωση της Δημογεροντίας «…μη προσερχομένου του προέδρου εις συνεδρίαν< η Αυτού Θεοφιλία απεργεί». Απεύθυνε παραινέσεις, νουθεσίες και υπομνήσεις «προς τους εκτροχιαζομένους διδασκάλους» και Φριστιανούς υπαλλήλους του. Δεν δίστασε να προωθήσει μέτρα, εκβιάζοντας με ευγένεια και τακτ πολλές φορές, αλλά και με μαεστρία, την τουρκική διοίκηση του νησιού. Απαιτούσε τις οικονομικές ενισχύσεις και επιδοτήσεις, για τη συνέχεια της λειτουργίας των σχολείων, καθώς και για την αντιμετώπιση του υπερβολικά διογκωμένου χρέους με τους οφειλόμενους δεδουλευμένους μισθούς στους εκπαιδευτικούς. Πολύ χαρακτηριστικά αποτύπωσε τις απόψεις και διαπιστώσεις του για τα προβλήματα και αδιέξοδα της παιδείας σε χειρόγραφη έκθεση – αναφορά, που απεύθυνε στους εκάστοτε Γενικούς Διοικητές Κρήτης, όπως στον Δζεβάτ και στον Δζελλαλεδίν πασά, οι οποίοι, αναζητούσαν τα αίτια της κακοδαιμονίας στην εκπαίδευση. Πνευματικός ηγέτης στους κοινωνικούς αγώνες, ζώστηκε τα άρματα ως ηγέτης των επαναστατών, ενώ ενεθάρρυνε ηθικά, υλικά και με την εκεί παρουσία του τους επαναστάτες, στην Ιεράπετρα, στην ΢πιναλόγκα, στις Μάχες των Αρχανών, του 1897.


Ιανουάριο 1899 πανευτυχής, αξιώθηκε να κάνει την ιστορική διαπίστωσή του ότι «…δυνάμεθα πλέον και ημείς οι Κρήτες να ονομάσωμεν εαυτούς με το γλυκύτατον όνομα ελευθέρους», με τη σύσταση της Κρητικής Πολιτείας και την υποδοχή του Πρίγκιπα Αρμοστή των Μ. Δυνάμεων στο νησί, καθώς και στην έδρα του τη Νεάπολη. Από την επισκοπή Πέτρας αποχώρησε το 1922, για να αναλάβει Μητροπολίτης (Αρχιεπίσκοπος) Κρήτης, στο Ηράκλειο. Έμεινε δε εκεί έκτοτε, ως το θάνατό του, 25 Απριλίου 1933.

΢ΤΝΣΟΜΟΓΡΑΥΙΕ΢ ΙΑΦΔΛ=

Ιστορικό Αρχείο Φριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου

ΙΑΦΔΗ=

Ιστορικό Αρχείο Φριστιανικής Δημογεροντίας Ηρακλείου

ΦΔΛ =

Φριστιανική Δημογεροντία Λασιθίου

ΦΣΕΛ =

Φριστιανική Σμηματική Εφορεία (΢χολείων) Λασιθίου

ΦΣΕΗ =

Φριστιανική Σμηματική Εφορεία Ηρακλείου

ΦΟΣΛ =

Φριστιανική Ορφανική Σράπεζα Λασιθίου

Λ.

=

Λασιθίου

Ν.

=

Νεάπολη (Λασιθίου)

ό. π.

=

όπως παραπάνω

=

Πρακτικά

ΠΡΚΣ


Βιβλιογραφία –Πηγές 1.

Αρχείο Φριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου, Ι. Μητρόπολη Πέτρας και Φερρονήσου, Νεάπολη. (Αρχεία Χριστ. Δημογεροντίας - Αρχεία Τμηματικής Εφορείας Σχολείων).

2.

Αρχείο Φριστιανικής Δημογεροντίας Ηρακλείου, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου. (Αρχεία Δημογεροντίας Κωδικός 2., Αρχεία Χριστιανικής Ορφανικής Τράπεζας Κωδικός 2.2, Αρχεία Τμηματικής Εφορείας Κωδικός 2.4).

3.

Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, Φανιά.

4.

Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, Ηράκλειο.

5.

Αγγελάκης Εμμ., Άγνωστοι Ιστορικαί σελίδες, ήτοι η ιστορία του εν Ψυχρώ Λασηθίου Κρήτης πρακτικού Τεχνικού Καμπανείου Σχολείου. Εν Αθήναις 1953.

6.

Αγγελάκης Εμμ., Σητειακά, ήτοι συμβολή εις την ιστορίαν της Σητείας από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς. τ. Α΄-Β΄,Αθήναι 1935- 1949.

7.

Αλεξάκης, Ιω., Η μονή της Ανωπόλεως, Αθήναι Ι957.

8.

Βλαβογιλάκης, Μιχ., Η συμβολή του κλήρου της Κρήτης στην επανάσταση του 1897, Αφιέρωμα εφημ. “Φανιώτικα Νέα”, τεύχος 11ο, σσ. 4355.

9.

Βουτιερίδης Ηλίας, Ημερολόγιον του Τάγματος των επιλέκτων Κρητών (1897), έκδοση Δήμου Αρχανών, Ένωσης Υιλολόγων Ν. Ηρακλείου 1997.

10.

Βουρλάκης, Αριστ., Η πρώτη οργάνωσις της Εκπαιδεύσεως στην Ανατολική Κρήτη και το ιστορικό Γυμνάσιο Νεαπόλεως, στο περ. Αμάλθεια. Άγιος Νικόλαος, 1977, τ. 31, σσ. 155-172 και τ. 32 σσ. 231-241.

11.

Γερομίχαλος, Α., «Αι επί Τουρκοκρατίας Δημογεροντίαι. Η Δημογεροντία Ξάνθης», Θεσσαλονίκη, 1975.

12.

Γιάνναρης, Αντ., Η Δημόσια Παιδεία αρχαιόθεν μέχρι σήμερον, εν Φανίοις 1908, εκδ. ΢τυλ. Πετράκη.

13.

Γοντικάκης, ΢τεφ., Η παιδεία στην Κρήτη (1878-1889), Ηράκλειο, εκδ. Βικελαίας Δημ. Βιβλιοθήκης Ηρακλείου, 1998.

14.

Δαμάλας Νικ., Πρύτανης Εθν. Πανεπιστημίου «Λόγος εκφωνηθείς κατά το μνημόσυνον του αηδήμου Α. Φ. Παπαδάκη», Αθήναι 1879, Αριθ. καταλόγου Εθνικής Βιβλιοθήκης, Β.Ε.Ι. 290.


15.

Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Η τελευταία φάση του Κρητικού Ζητήματος, ΢υλλ. τόμος, επιμέλεια : Δετοράκης Θ., Καλοκαιρινός Α., Ηράκλειο 2001.

16.

Καραβαλάκης, Μ. Ιωάν., Αντώνιος Φ. Παπαδάκης (Ο Μέγας Πατριώτης και μέγας Εθνικός Ευεργέτης). Συνέχειες περ. Αμάλθεια, τομ. Δ΄ 1973, τ. 16-17 σ. 340-344, τομ. Ε΄ 1974, τ.18-19, σ.119-128, και τ. 20-21, σ. 267-278.

17.

Κορναράκης Γ., Οι Αρχιερατεύσαντες στην Επισκοπή Χερρονήσου κατά την Τουρκοκρατία. Περιοδικό Νέα Φριστιανική Κρήτη, τχ. 19, Ρέθυμνο 1999/2000.

18.

Κρητική Πολιτεία, Ανωτέρα Διεύθυνσις της παιδείας και της δικαιοσύνης, Η εν Κρήτη Εκπαίδευσις, εν Φανίοις. 1904.

19.

Νανάκης. Α., Από την Εθναρχική στην Εθνική συνείδηση. Από τη Χάλκη στην Κρήτη και τη Μακεδονία, ανάτυπο από το περ. Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής ΢χολής Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, 1997, τ. 7.

20.

Νανάκης, Α., Εκκλησία, Γένος, Ελληνισμός, Κατερίνη, εκδ. Σέρτιος, 1993.

21.

Νανάκης, Α., Εκκλησιαστικά Κρήτης (19ος-20ος αι.), Θεσ/νίκη, 1997.

22.

Νομαρχία Λασιθίου, Σουριστικός Οδηγός Λασιθίου. Άγιος Νικόλαος, 1976.

23.

Νόμος "Περί Παιδείας", Εφημ. «Κρήτη» της Γεν. Διοικήσεως Κρήτης, α. φ. 603, εν Φανίοις 27 Ιουν. 1881.

24.

Νόμος "Περί Παιδείας", εν Φανίοις, 1889, τύποις Γενικής Διοικήσεως Κρήτης.

25.

Ο εν Αθήναις ΢ύλλογος προς διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, Η δράσις του Συλλόγου κατά την εκατονταετίαν 1869-1969, Αθήναι 1967.

26.

Παπαδάκης, Ι. Νικ., Η Εκκλησία Κρήτης, Επισκοπαί - Μοναί. α΄ απάσης της Κρήτης (περιληπτικώς) β΄ Ιεράς και ΢ητείας (λεπτομερώς), Φανιά 1936, τύποις «Εφεδρικού Αγώνος».

27.

Παπαδάκης, Ι. Νικ., Η Σητεία κατά τας Κρητικάς επαναστάσεις (18961898), Απομνημονεύματα Νικ. Ι. Παπαδάκη, Έκδ. Δήμου ΢ητείας, ΢ητεία 2001.

28.

Παπαϊωάννου Απ., Το Ιστορικό αρχείο της Χριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου, Νεάπολη Κρήτης-Ιωάννινα, 2005.

29.

Παπαϊωάννου Απ., Χριστιανική Δημογεροντία Λασιθίου, ΢υλλογικός τόμος, Νεάπολη – Ιωάννινα, 2000.


30.

Παπαϊωάννου, Γ. Απόστολος, «Το αρχείο της Χριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου και η ιστορία του», ανέκδοτο άρθρο, δακτυλογραφημένο αντίτυπο.

31.

Παπαμανουσάκης, ΢τρατής, Κρήτη 1897-1898. Από την επανάσταση στο Κράτος, συλλογικός τόμος : Η Τελευταία φάση του Κρητικού Ζητήματος, Ηράκλειο 2001.

32.

Πατεράκης, Γ., Η Ανώπολη και η περιοχή της, έκδοση Πολιτιστικού ΢υλλόγου Ανώπολης, Ηράκλειο, 2002.

33.

Πατεράκη, Ά., Άτυπες μορφές Κοινωνικής Διοίκησης των Χριστιανών στην ύστερη τουρκοκρατία στην Κρήτη (1858-1898), διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα 2012.

34.

Πατεράκη, Ε., Το Γυμνασιακό Ζήτημα Λασιθίου (1886-97), Πεπραγμένα Ι΄ Κρητολογικού Φανιά (2006), τ. Γ1, σσ. 281-308.

35.

Πατεράκης, Γ., Η Παιδεία στην Κρήτη, κατά το Αρχείο της Χριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου (1869-1898). Διδακτορική διατριβή. Ιωάννινα, 2002.

36.

Πατεράκης, Γ., Ιστορικές επιφυλλίδες. Λίγο πριν τη λευτεριά στην Κρήτη, Η επανάσταση του 1897. Περιοδικό Εκπαιδευτικοί Προσανατολισμοί. Μάρ.- Απρ.- Μάιος 98, σ. 29-30.

37.

Περάκης, Μ., Το τέλος της Οθωμανικής Κρήτης. Οι όροι κατάρρευσης του καθεστώτος της Χαλέπας (1878-89), Αθήνα, 2008.

38.

Περδικάρης Ι., Το εκπαιδευτικόν συνέδριον και αι επετηρίδες των γυμνασίων κατά το σχολικόν έτος 1899-1900, εν Φανίοις 1901.

39.

΢άββας, Δ., Τίτος Ζωγραφίδης, η πολύπλευρη προσφορά ενός ιεράρχη, πατριώτη, αγωνιστή, εκδ. Ι. Μητροπόλεως Πέτρας και Φερρονήσου, Νεάπολη,2009.

40.

΢καλτσούνης, I., Απομνημονεύματα αναφερόμενα εις την αναγέννησιν της Κρήτης, Φανιά, 1900.

41.

΢καλτσούνης, I., Η προς τους Κρήτας επιστολή, εν Αθήναις, 1898.

42.

΢ταυράκης, Νικ., Στατιστική του πληθυσμού της Κρήτης, Συπογραφείον Παλιγγενεσία, Αθήνησι,1890.

43.

Σοπική Ένωση Δήμων Κοινοτήτων Κρήτης (ΤΕΔΚ), «Κρήτη Ιστορία και πολιτισμός». ΣΕΔΚ Κρήτης Κρήτη 1988 / Βικελαία Βιβλιοθήκη, τόμ. Α΄-Β΄.

44.

Σρακάκης, Α., Επισκόπησις της εν Κρήτη Εκπαιδεύσεως από του έτους 1899-1907, περ. Δελτίον Κρητικού Αστέρος, εν Φανίοις. 1907, τ. 4-5.


45.

Σωμαδάκης, Ν. Β., Ιστορία της Εκκλησίας της Κρήτης επί Τουρκοκρατίας (1645-1898) τ. Α΄(Αι πηγαί), Αθήναι, 1974.

46.

Υραγκάκη, Ευαγγελία, Αντώνιος Βορεάδης, Κρης, Αθήναι 1966.

47.

Χιλάκης, Βασ., Ιστορία της Κρήτης, από της απωτάτης Αρχατότητος μέχρι των καθ' ημάς χρόνων, εν Φανίοις 1899-1909 τ. Α΄-Γ΄.

48.

Χιλάκης, Βασ., Λόγος περί Εθνικής παιδεύσεως, εν Ερμουπόλει ΢ύρου, 1884.

49.

Φρηστάκης, Γιαν., Βασικό Βιογραφικό Λεξικό Αγωνιστών (330-1898 μ.Χ.) τ. Α΄-Β΄, Ηράκλειο 2009.

50.

Φρηστάκης Γιαν.- Πατεράκης Γ., Η Κρήτη και η Ιστορία της, εκδ. Καλέντη, β΄ έκδοση, Αθήνα, 2002.

51.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 1, 12 Αυγ. 1893, Ποια τα Σχολεία μας και ποίαι αι απαιτήσεις μας παρ’ αυτών. (΢υνέχειες στα φ. 2,3,8,10).

52.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 5, 9 ΢επτ. 1893, σ. 37, Οι κάτοικοι επαρχίας Λασιθίου απεφάσισαν τη συστάσει του επισκόπου τους να επισκευάσουν τα Σχολεία της Επαρχίας δια κοινής συνεισφοράς.

53.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 6, 16 ΢επτ. 1893, σ. 45, Χαρά Νεαπολιτών για την κυκλοφορία εφημερίδας “Ηράκλειον”, λύπη για στέρηση του Δ/ντή της εφημερίδας, πρώην γυμνασιάρχη τους Α. Βορεάδη. σ.45. Μίσθωση Μοναστηριακών κτημάτων για μια 6/ετία. - Το παρελθόν Σάββατο αγιασμός, έναρξη μαθημάτων.

54.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 8, 30 ΢επτ. 1893, σ. 60, Στατιστική των Σχολείων του Τμήματος Ηρακλείου. σ. 60-61 Έναρξη των μαθημάτων Γυμνασίου Νεάπολης, Γυμνασιάρχης Κων. Περιστερίδης.

55.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 13, 4 Νοεμ.1893, σ. 99, Ο Σύλλογος καθηγητών Γυμνασίου Νεαπόλεως, Φιλοφρονήσεις στο Βορεάδη και απάντησή του.

56.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 16, 25 Νοεμ. 1893, σ.122, Το Καμπάνειον Πολυτεχνείον εν Λασιθίω (συνέχειες στα φ. 17, 18, 19, 22, 27, 33).

57.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 22, 6 Ιαν. 1894, σ.180, Απεργία διδασκάλων. σ. 181, Απονομή παρασήμου στο Δ/κτή Λασιθίου Κ. Αξελό.- Αποτελέσματα Πανεπιστημιακών εξετάσεων Αθηνών.

58.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 27, 10 Υεβ. 1894, Το Καμπάνειον Πολύτεχνείον εν Λασιθίω. Τι φρονούσιν οι Δήμαρχοι και οι λοιποί κάτοικοι της επαρχίας. σ. (221) Εν Νεαπόλει λαμπρά η εορτή των Τριών Ιεραρχών και εν Τζερμιάδω.


59.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 38, 28 Απρ. 1894, - Πώς θα μορφώσωμεν καλούς Δημοδιδασκάλους. Το ξύλον εν τοις Σχολείοις.

60.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 39, 5 Μαΐου 1894, Πώς θα μορφώσωμεν καλούς Δημοδιδασκάλους του Νικ. Ε. Γραμματικάκη. Τω κ. Γαλανάκη Υγιαίνειν< απάντηση Α. Βορεάδη.

61.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 41, 19 Μαΐου 1894, Το Διδασκαλικόν Συνέδριον. Ο Κ. Περιστερίδης τρεις μέρες στο Ηράκλειο. Το Νέον Εκπαιδευτικόν Σύστημα εν Κρήτη.

62.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 42, 26 Μαΐου 1894, Σύσκεψις εν Νεαπόλει. - Εξετάσεις Γυμναστικής.

63.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 43, 2 Ιουν. 1894, Διδασκαλικόν Συνέδριον. - Κρίση διδακτικών βιβλίων (παράταση προθεσμίας). Προτάσεις συζητητέων θεμάτων στο προσεχές Διδασκαλικό Συνέδριον. Βιβλιοκρισία. Αλφαβητάριον Α. Κοκκινάκη.

64.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 43, 2 Ιουν. 1894, Καταστροφή εσοδείας στο Λασίθι. Το Διδασκαλικόν Συνέδριον (Προτάσεις συζητητέων θεμάτων). Ανακοίνωση της Χ.Τ.Ε.Λ. για τις εξετάσεις των σχολείων Λασιθίου.

65.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 45, 2 Ιουν. 1894, Τι συνήθως συμβαίνει εν Κρήτη;- Εκλεγέντες πληρεξούσιοι διαμερισμάτων Κρήτης – διαγωνισμός διδακτ. βιβλίων.

66.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 46, 23 Ιουν. 1894, σ. α. Εγκύκλιος του Πάπα και η Ανατολή - Ο διαγωνισμός διδακτικών βιβλίων. σ. β. Εξετάσεις - οι της επαρχίας Λασιθίου - Μη ανέγερση του Πολυτεχνείου.

67.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 48, 7 Ιουλ. 1894, σ. α. Ο Χρυσούς αιών των Διδασκάλων. σ. β. Η Ι. Μ. Κ. προς τους κ. καθηγητάς και διδασκάλους.

68.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 49, 14 Ιουλ. 1894, σ. α. Ανάγκη να αλλάξει το εκ-παιδευτικό μας σύστημα. β. βραβευθέντα διδακτικά βιβλία ακριβής κατάλογος για ένα και τρία έτη - Οι νέοι σεισμοί.

69.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 55, 25 Αυγ. 1894, Διαγωνισμός διδακτικών βιβλίων - Επανεξέτασις των απορριφθέντων μαθητών σ. δ. Πλήθος πράξεων πλειστηριασμών της Χ.Δ.Λασιθίου.

70.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 56, 1 ΢επτ. 1894, Η κατάργηση του εν Νεαπόλει Γυμνασίου (εκτενές), «<Το Γυμνάσιο Λασιθίου ιδρυθέν το 1876 συνεπληρώθη το 1884 και ανεγνωρίσθη τη ενεργεία του τότε Γ. Διοικητού Ιω. Φωτιάδου υπό της Πρυτανείας του Ελληνικού Πανεπιστημίου ισοβάθμιον των εν Ελλάδι γυμνασίων».


71.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 57, 8 ΢επτ. 1894 σ. α. Το εν Νεαπόλει γυμνάσιο. σ. β. χολέρα εν Νεαπόλει. σ. γ. Και πάλι επανεξεταστέοι (ανάκληση του από 12-1-1893 Β.Δ. περί εξετάσεων).

72.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 58, 15 ΢επτ. 1894, σ. α. Συνέντευξις του Αγίου Πέτρας περί του εν Νεαπόλει γυμνασίου (1894). Η παρ’ημίν Εκπαίδευσις (εκτενές). σ. β. Εκ Νεαπόλεως γράφουσι ημίν (3 άρθρα), σ. γ. Τα διδακτικά βιβλία - Ι. Μ. Χερσονήσου - Η Τουρκική γλώσσα - Διατάγματα περί Εθνικής Παιδείας (Ελλάδος).

73.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 59, 22 ΢επτ. 1894, σ. α. Η οικονομική κατάστασις - Η Τούρκικη γλώσσα εν τοις Ελληνικοίς Σχολείοις - σ. β. Ιδιωτικό Παρθεναγωγείον - Ανασύστασις Γυμνασίου Νεάπολης (1894).Την παρελθούσα Κυριακή επανήλθε ο Τίτος στην έδρα του τη Νεάπολη.

74.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 62, 13 Οκτ. 1894, Πανεπιστημιακά, Η υπέρ παιδείας πίστωσης - Η διατήρηση του Γυμνασίου Νεάπολης.

75.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 64, 27 Οκτ. 1894, Εγκεκριμένα διδακτικά βιβλία (κριτική τους) από Α. Βορεάδη.

76.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 65, 3 Νοεμ. 1894, σ. α. Παραίτηση Οικουμ. Πατριάρχου. σ. β. Ατελέσφορος επέμβαση για τη λύση του Σχολικού ζητήματος Λασιθίου.

77.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 67, 17 Νοεμ.1894, σ. α. Παραίτηση Οικουμενικού Πατριάρχη - γράφουσι εκ Νεαπόλεως. (Ο Τουρχάν πασάς στη Νεάπολη) σ. β. Αναστολή πληρωμής χρεών.

78.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 91, 4 Μαΐου 1895, σ. α. Η δημοτική εκπαιδεύσις - Εργασίαι Βουλής, Έναρξη εργασιών ΚΑ΄ Συνόδου της των Κρητών Βουλής υπό Αλεξ. Καραθεοδωρή. - Καταρτισμός Επιτροπειών Κρητικής Βουλής (Παιδείας=) Α. Μιχελιδάκης, Α. Βορεάδης, Μ. Σφακιανάκης, Ιωάν. Τσουδερός, Γ. Ανδρεαδάκης και 3 Οθωμανοί. σ. β. Εργασίαι Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου : Περί ανασυστάσεως των Ορφανικών Τραπεζών - Περί μετοχής των Επισκόπων εις τα της Παιδείας (συνέχεια 91γ). σ. γ. Πράξις ΙΘ΄ περί συστάσεως Ιεροδιδασκαλείου εν Κρήτη - Σχολικά, Επιδημία (διφθερίτιδος).

79.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 92, 11 Μαΐου 1895, σ. α. Τα δημόσια οικονομικά (ολοσέλιδη). Εργασίαι της Βουλής. σ. δ. Δικαίωμα του Επισκόπου να επιβλέπει τα της Παιδείας της Επισκοπής του και όταν δεν είναι μέλος της Τμηματ. Εφορείας.

80.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 93, 18 Μαΐου 1895, σ. β. Ειδικαί συνεδρίαι Χριστιανών Βουλευτών. 11 Μαΐου - Σοβαραί προσθήκαι στον περί Παιδείας Νόμο του 1895 υπό Αντ. Βορεάδη.


81.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 98, 22 Ιουν. 1895, σ. α. Περί Τμηματικών Εφοριών. σ. β. Εκ Νεαπόλεως γράφουσιν ημίν (προφορικαί εξετάσεις Γυμνασίου Νεαπόλεως Κ. Περιστερίδης Γυμνασιάρχης). σ. γ. Διδακτικά βιβλία στην Ελληνική Βουλή.

82.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 99, 29 Ιουν. 1895, σ. α. Οικονομική δυσπραγία (άτιτλο) - Τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια.

83.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 100, 6 Ιουλ. 1895, σ. α. Ξυπόλητοι και Καραβανάδες, άτιτλο, Εκπαιδευτικά (Ελένη Παπαδάκη) Ανά τον κόσμον των Σχολείων και της Εκπαιδεύσεως (μακροσκελές), σ. β. Εξετάσεις Παρθεναγωγείου Νεάπολης - Νεκρολογία Κωστή Αδοσίδη Πασά.

84.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 102, 22 Ιουλ. 1895, σ. α. Ολοσέλιδο, Περί του θανάτου Κωστή Αδοσίδη Πασά, Τηλεγραφήματα, Λόγοι - Πέτρας Τίτου - Βορεάδη– ψηφίσματα Νεάπολης. σ. γ. Διάψευση κατάργησης Κρητικού Γυμνασίου (Ηρακλείου) από Τμηματική Εφορεία.

85.

Εφημερίς “Ηράκλειον”, αρ. φ. 103, 27 Ιουλ. 1895, σ. α. Τα κατά την ΚΑ΄ Σύνοδον της Γ. Συνελεύσεως των Κρητών, Περί Παιδείας θέματα και περί εποπτείας Επισκόπων των σχολείων της περιφέρειας των χριστιανικών Σχολείων. σ. β. Εγχώριαι ειδήσεις (Η Τμηματική Εφορεία Λασιθίου κλείνει τα σχολεία αν δεν δοθεί η υπέρ Παιδείας πίστωση – Τηλεγραφήματα κλπ.).


ΠΑΡΑΡΣΗΜΑΣΑ


Παράρτημα Εγγράφων

ΙΑΦΔΗ]1877-01-08]2]115-76] Αίτηση στη ΦΔΗ. Ο δημοδιδάσκαλος Ανωπόλεως Σίτος Διάκονος Ζωγραφίδης, ζητά να του πληρωθούν οι δεδουλευμένοι μισθοί του.


ΙΑΦΔΗ]1877-01-08]2]115-77]Αναφορά των Δημογερόντων Ανωπόλεως στη ΦΔΗ.Ο δημοδιδάσκαλος Ανωπόλεως Λεωνίδας, χειροτονημένος ως Σίτος Διάκονος Ζωγραφίδης άρχισε να διδάσκει στο ΢χολείο τους, από 9 ΢επτεμβρίου 1876.


ΙΑΦΔΛ]1890-09-01]ΠΡΚ]αριθ.16]α-β] Παμψηφί απόφαση αναστολής διορισμών των διδασκάλων για το σχολικό έτος 1890-91, μέχρις να δοθούν από κράτος τα χρήματα της επιχορήγησης για την Παιδεία.


ΙΑΦΔΛ]1891-08-23] Ο Πέτρας Σίτος απαγορεύει στη Γραμματεία της ΦΔΛ την αλόγιστη χρήση της υπηρεσιακής σφραγίδας. Διακρίνονται ο λογότυπος και η σφραγίδα της Ιεράς Επισκοπής Πέτρας, καθώς και η υπογραφή του Επισκόπου Σίτου Ζωγραφίδη.


ΙΑΦΔΛ]1891-08-23]208]134] Πρόσκληση σε συνεδρίαση των Δημογερόντων Λ. προς τον Θεοφιλέστατο επίσκοπο Πέτρας Σίτο. Διακρίνομε τη νέα σφραγίδα της ΦΔΛ.



ΙΑΦΔΛ]1891-10-06]101]Φειρόγραφη αναφορά. Σα μέλη της ΦΣΕΛ απευθύνονται στον Πέτρας Σίτο. Αναφέρονται στο «Γυμνασιακό ζήτημα» και δεν αναγνωρίζουν δικαιώματα ανάμειξης της Φριστ. Δημογεροντίας Λασιθίου στις υποθέσεις της Εφορείας (ΦΣΕΛ).


ΙΑΦΔΛ]1892-01-00]098]041] Η πρώτη σελίδα του σχεδίου εγγράφου, της μακροσκελούς Έκθεσης της ΦΣΕΛ προς τον Γενικό Διοικητή Κρήτης Δζελλαλεδίν πασά. Μεταγραμμένο, ολόκληρο το κείμενο της παραπάνω Έκθεσης βλ. στη συνέχεια.


Αριθ. 98 /41 Προς Την Α. Εξοχότητα, τον Γεν. Διοικητήν Κρήτης Μαχμούτ –Δζελλαδεδίν πασσάν Εξοχότατε, Μετά πολλής χαράς ανέγνωμεν την υπ’ αριθ. Πρωτ. 1111/Δεκπ.1611 και ημερομ. 25 Δεκεμβρίου παρελθόντος έτους εγκύκλιον της Υμετ. Εξοχότητος, την πραγματευομένην περί της παρούσης καταστάσεως των σχολείων της νήσου μας και ζητούσαν τον τρόπον της βελτιώσεως αυτών. Τη αληθεία, Εξοχώτατε, δεν δύναται τις μάλλον να ευεργετήσει τας πολλάς δοκιμασίας υποστάντα τόπον μας ή προνοών περί αρτιωτέρας και τελειοτέρας μορφώσεως την μήπω υποστάντα τας επηρείας της ατμοσφαίρας νέων αυτής βλαστών, οι οποίοι συν τω χρόνω θα αυξηθώσιν εις τέλεια δένδρα, ευθαλή μεν και καρποφόρα, εάν τύχωσι της δεούσης επιμελείας, καχεκτικά δε και άγονα εν εναντία περιπτώσει. Το ότι δ’ η Υμετ. Εξοχότης πρώτη επεχείρησε το ευγενές και σωτήριον προς βελτίωσιν της παρ’ ημίν εκπαιδεύσεως έργον, τούτο ουδαμώς παρά τας ημετέρας προσδοκίας συμβαίνει, διότι τοιαύτας αείποτε ετρέφομεν ελπίδας, έως ότου εμάθαμεν ότι προέστητε των πραγμάτων της ημετέρας νήσου υμείς, όστις και εν άλλοις υψηλοτέροις αξιώμασιν έδειξε πολλάκις, ότι είπερ τις και άλλος οξέως κατανοεί και κατανοών προθύμως επιτε-λεί τας αγαθάς υπέρ των λαών του βουλάς της Α.Μ. του Σεβαστού Ημών Αυτόκράτορος. Τοιούτων λοιπόν ιδεών και ελπίδων εμφορούμενοι είμεθα διατεθειμένοι ασμένως πάντες εφ’ ημών και εν τω νυν και εν τω μέλλοντι να πράξωμεν προς ευόδωσιν των υπέρ της παιδείας αγώνων της Υμετ. Εξοχότητος και δια τούτο με όλον το θάρρος, το οποίον εμπνέει, η ειλικρίνεια θα εκθέσωμεν εις Αυτήν + και την παρούσαν κατάστασιν των εν τω ημετέρω Τμήματι σχολείων και τα μέσα όσα νομίζομεν πρόσφορα κ΄ συντελεστικά εις την κατόρθωσιν της βελτιώσεως τούτων. Εν πρώτοις ομολογούμεν, ότι η της κατωτέρας εκπαιδεύσεως κατάστασις εν τω ημετέρω Τμήματι πολύ απέχει από του να είναι τοιαύτη, ώστε να αναπτύσση τον νουν και να διαπλάττη την καρδίαν των παίδων αποχρώντως και κατά τας απαιτήσεις του παρόντος αιώνος. Εν τούτοις ούτε η φατριαστική πολιτεία της Εφορείας, ούτε ο διορισμός υπεραρίθμων διδασκάλων υπ’ αυτής ούτε άλλη τις έκνομος ενέργεια, ή ακηδία αυτής είνε αιτία της τοιαύτης ουχί ευχαρίστου καταστάσεως. Και επειδή ο λόγος είνε περί της Εφορείας, ην ημείς αυτοί αποτελούμεν, ίνα μη φαινώμεθα περιαυτολογούντες, ας αφήσωμεν αυτά τα πράγματα να λαλή-


σωσι προς πίστωσιν των ανωτέρω. Απλή εξέτασις του προσωπικού, του εργαζομένου εν τοις διαφόροις του Τμήματος σχολείοις, από του ανωτάτου παρ’ ημίν Εκπαιδευτηρίου δηλ. του γυμνασίου, μέχρι του τελευταίου γραμματοδιδασκαλείου, δύναται πάντα τινά να πείση, ότι ήκιστα επεκράτησε παρ’ ημίν πνεύμα κομματισμού εν τοις διορισμοίς των διδασκάλων, αφ’ου ανήκουν εκ τούτων άλλοι εις την μίαν και άλλοι εις την ετέραν των υφισταμένων τέως εν Κρήτη πολιτικών μερίδων. Η παρατήρησις αύτη ίσως είνε περιττή, διότι η υφ’ημών αποτελουμένη Εφορεία κατά τους διορισμούς των διδασκάλων απέβλεπεν εις την ικανότητα μόνον και ουχί εις φατρίας εξελέξατο τους ικανωτέρους και πλείονα κεκτημένους προσόντα ουδαμώς αναλαβούσα το άχαρι έργον της εξέλεγξης των κομματικών φρονημάτων αλλ’ εθεωρήσαμεν εκρίθη καλόν να σημειωθεί ενταύθα όπως εκλείπη πάσα εξ εσφαλμένων πληροφοριών βεβαίως σχηματισθείσα ιδέα περί φατριασμού της υφ’ ημών αποτελουμένης Εφορείας. Και πώς είνε δυνατόν να εργάζηται παρ’ ημίν φατριαστικώς η Εφορεία, όταν παρ’ ημίν φατρίαι δεν υπάρχουσι πλέον (και διατί να υπάρχωσιν ; ) αι δε υπάρξασαι άλλοτε ελησμονήθησαν ; Διορισμοί Ότι δ’ υπεράριθμοι διδάσκαλοι ουδέποτε διωρίσθησαν υπό της Εφορείας Λασιθίου ούτε εν μια και τη αυτή τάξει, ούτε εν δυσί εγγύτατ’ αλλήλων κειμένοις χωρίοις, θα πεισθή πας τις, ουδαμού όταν μάθη, ότι η Εφορεία αύτη καίπερ αναγνωρίζουσα πληρέστατα, ότι μόνον όταν ιδρυθώσιν θα λειτουργήσωσιν όσα υπό του της περί Παιδείας νόμου ορίζονται σχολεία, θα διαδοθή ευρέως η παιδεία εις τας αγροτικάς τάξεις των κατοίκων, εν τουτοις ηναγκάσθη ελλείψει επαρκών πόρων να ελαττώση τον νόμιμον τούτον αριθμόν των σχολείων του Τμήματος κατά το ήμισυ και πλέον και ενιαχού + όπου η απόστασις των χωρίων ήτο μεγάλη, να διαιρέση τον άλλως γλισχρόν μισθόν ενός δημοδιδασκάλου εις δύο γραμματοδιδασκάλους κ΄ να έχη ούτω δύο γραμματοδιδασκαλεία αντί ενός δημοτικού σχολείου, προτιμήσασα δικαίως να διδαχθώσιν τα παιδία δυο μακράν αλλήλων απεχόντων χωρίων απλήν ανάγνωσιν κ΄ γραφήν ή να καταρτισθώσι του ενός μεν εκ των χωρίων τούτων τα παιδία τελειότερον πως, του ετέρου δε να μείνωσι παντάπασιν άγευστα γραμμάτων. Η Εφορεία λοιπόν, η οποία ελαττοί κατά το ήμισυ και πλέον τον αριθμόν των σχολείων (και αυτή είνε η μόνη υπέρβασις του νόμου η υπ’αυτής γενομένη) δεν δύναται οφείλει βεβαίως να φέρη τον μώμον ότι κατασπαθίζει τα ιερά χρήματα, τα ωρισμένα δια την παιδεία, εις υπεραρίθμους διδασκάλους ή υπεράριθμα και μη αναγκαία σχολεία και Εφορεία η οποία ούτως επιμελώς εξοικονομεί τους υπάρχοντας ενδεείς πόρους τα πράγματα, ώστε εκ των υπαρχόντων ενδεών πόρων να επαρκή εις θεραπείαν όσον το δυνατόν περισσοτέρων αναγκών, δεν πρέπει νομίζομεν, να θεωρηθή ακηδής. Πόσον η Εφορεία αύτη αγρυπνεί υπέρ των σχολείων και πόσον συνετή χρήσιν ποιείται των εμπιστευομένων αυτή χρημάτων μαρτυρούσι τα σχετικώς ευάρεστα και πάντως ανώτερα των γινομένων δαπανών αποτελέσματα της εν τοις υπό την διεύθυνσιν αυτοίς σχολείοις εργασίας. Τί δε ηδύνατο αύτη να κατορθώση, εάν διέθετε μεγαλύτερα ποσά, μαρτυρεί


αριδήλως το υπ’ αυτής διευθυνόμενον εν Νεαπόλει γυμνάσιον, όπερ ακμάζει, ουδενός των εν Κωνσταντινουπόλει ομοταγών εκπαιδευτηρίων υστερούν, διότι τα προς την συντήρησιν αυτού χρήματα καταβάλλονται τακτικώτερον υπό της Δημογεροντίας του ημετ. Τμήματος. Εκ των ειρημένων, νομίζομεν, ότι κατεδείχθη σαφώς, ότι αιτία της μη ανθηράς καταστάσεως των σχολείων μας δεν είνε η διευθύνουσα αυτά Εφορεία, και επομένως ανάγκη να ζητήσωμεν αλλαχού την αιτίαν του κακού τούτων. Καθ’ ημάς, ίνα απολαύση χώρα τις των αγαθών της δημοτ. εκπαιδεύσεως, πρέπει να έχη τα εξής α΄) Σχολεία ανάλογα προς τον πληθυσμόν και τας αποστάσεις απ’ αλλήλων των χωρίων β΄) ικανούς διδασκάλους κεκτημένους τα απαιτούμενα προσόντα εν τοις Σχολείοις τούτοις κ γ΄) Εποπτεία διηνεκή και άγρυπνον υπό της διευθυνούσης αρχής. Αλλά δια να έχωμεν πάντα ταύτα + πλην της εποπτείας, ήτις παρ’ ημίν γίνεται δωρεάν, απαιτείται πρώτιστα πάντων να έχωμεν τ’ απαιτούμενα χρήματα, < καθότι ελλιπείς πόροι ελλιπή εκπαίδευσιν αποδίδουσιν. Ημείς μη έχοντες πόρους ικανούς, δεν είνε δυνατόν να έχωμεν ικανοποιούσαν τας απαιτήσεις της κοινωνίας εκπαίδευσιν. Ιδού Ενταύθα λοιπόν έγκειται η αρχή της χαλαρώσεως της παρ’ ημίν εκπαιδεύσεως < Όταν ο περί παιδείας νόμος ορίζη να συσταθώσιν εν τω ημετέρω Τμήματι 1 Πρότυπον, 11 Πρωτοβάθμια, 13 δευτεροβάθμια και 48 τριτοβάθμια σχολεία, δια την συντήρησιν των οποίων απαιτείται κατά τον αυτόν νόμον ετησίως το ποσόν των 191,880 γροσίων ημείς δε αντί τούτων ελλείψει επαρκών πόρων συνιστώμεν < εις ά δαπανώμεν ετησίως το ποσόν < Πώς είνε δυνατόν να γενικευθή η λαϊκή εκπαίδευσις και τα εκ ταύτης καλά αποτελέσματα; Και όμως χάριν της Δημοτικής εκπαιδεύσεως ηναγκάσθημεν να κλείσωμεν καθ’ όλον το παρελθόν έτος τα Ελληνικά λεγόμενα σχολεία ίνα διαθέσωμεν υπέρ αυτής τα εις τους Ελληνοδιδασκάλους δαπανώμενα. Όταν είς Δημοδιδάσκαλος λαμβάνη το ήμισυ του μισθού ενός χωροφύλακος, ποίας απαιτήσεις δικαιούμεθα να έχωμεν παρ’ αυτού ; Εν τούτοις είνε αληθές, ότι πολλούς διδασκάλους διωρίσαμεν με τον ευτελή μισθό των 100 ή 150 γροσίων και τούτων μη τακτικώς καταβαλλομένων. Εάν δε λάβωμεν υπ’ όψιν, ότι οι πτωχοί ούτοι διδάσκαλοι υπό της πενίας αναγκαζόμενοι προεξοφλούσι τους μισθούς των συνήθως με έκπωσιν του 1/3 δεν δυνάμεθα να μην καταληφθώμεν υπό φρίκης αναλογιζόμενοι, ότι είνε εμπεπιστευμένη η μόρφωσις των τέκνων μας εις ανθρώπους αντί 70 ή 90 γροσίων μισθουμένους. Και όμως αύτη είνε η πικρά αλήθεια. Εφ’ όσον δεν ευρεθώσι τα απαιτούμενα χρήματα δια την συντήρησιν των σχολείων, δεν δυνάμεθα να έχωμεν ούτε κατά ποσόν ούτε κατά ποιόν τοιαύτα, αντάξια του προορισμού των. Εφ’ όσον οι πόροι σπανίζουσιν, ούτε τα υπάρχοντα σχολεία δύνανται να βελτιωθώσιν, ούτε άλλα νέα να ιδρυθώσιν, και κατά συνέπειαν παρ’ ημών η λαϊκή εκπαίδευσις ή θα ελλείπη


όλως ή θα είνε ελλιπής ή θα ελλείπη όλως. Ή δυνάμεθα να συστήσωμεν και άλλα τινά μέτρα, τα οποία κρίνομεν αναγκαία προς την τελειοποίησιν των σχολείων μας κατά τας νέας παιδαγωγικάς θεωρίας, αλλά πως δυνάμεθα να ζητήσωμεν το τέλειον δια τα μηδόλως υφισταμένα, σχολεία μας ων τα 2/3 περί ήμισυ τουλάχιστον είνε κλειστά, τα δ’ άλλα διάγουσι φθισικόν βίον; εάν είχομεν ευρ. Όταν στερούμεθα εν ράκος δι’ού να συγκαλύψωμεν την γυμνότητά μας, Παράδοξος ίσως θα φανή η συζήτησις περί τελείας ευτελούς και κομψής ενδυμασίας. Προ της εξευρέσεως των απαιτουμένων χρημάτων αδύνατον καθ’ ημάς να γείνη σοβαρά συζήτησις περί της των σχολείων συστάσεως. Τούτο φαίνεται, έχων υπ’ όψιν και ο εξοχώτατος Γεν. Διοικητής εμερίμνησε προπαντός να εξεύρει εξασφαλίσει τ’ απαιτούμενα δια την συντήρησιν των σχολείων χρήματα δια της επιβολής φόρου τινός επί των εισαγομένων εμπορευμάτων. Όταν, ως ελπίζομεν, ένεκα του ληφθέντος τούτου μέτρου οι πόροι των σχολείων καταστώσιν επαρκείς, τότε εύκολον είνε ταχέως να εξαπλωθή πανταχού και ακμάση η του λαού εκπαίδευσις δια της ιδρύσεως του απαιτουμένου υπό του νόμου αριθμού των σχολείων και διορισμού εν αυτοίς διδασκάλων κεκτημένων τα υπό του νόμου οριζόμενα προσόντα, και δια της αυστηράς επιβλέψεως και εξελέγξεως της γινομένης εν τοις σχολείοις εργασίας υπό της Εφορείας. Έχομεν πολλούς και ικανούς τελειοφοίτους του γυμνασίου, οι οποίοι ασμένως θα ησπάζοντο το επάγγελμα του δημοδιδασκάλου, εάν εβεβαιώντο ότι η των κόπων αυτών αμοιβή θα είνε δικαία και σταθερά. Οι νέοι ούτοι είνε άριστα κατηρτησμένοι εις πάντα τα εγκύκλια μαθήματα, έχουσι τεθησαυρισμένον πολύ υλικόν, και εάν ηδύναντο να δώσωσιν εις αυτό την προσήκουσαν μορφήν δια της παιδαγωγίας, θα απέβαινον άριστοι διδάσκαλοι. Νομίζομεν δε, ότι δεν παράχει είνε δύσκολος η παιδαγωγική μόρφωσις των τοιούτων νέων ουδέ πολυδάπανος. Εάν προστεθή εις το ημέτερον γυμνάσιον μια έδρα Παιδαγωγίας, υποχρεωθώσιν δ’ οι μέλλοντες εκ των τελειοφοίτων να επιδοθώσιν εις το έργον του διδασκάλου ν’ ακροασθώσιν επί εν έτος παιδαγωγικά μαθήματα, τότε θα έχωμεν ταχέως πολλούς διδασκάλους εφαμίλλους προς τους αποφοιτώντας πτυχιούχους, πολλών δευτερευόντων διδασκαλείων. Επιφυλαττόμεθα να κάμωμεν λεπτομερεστέραν ανάπτυξιν των άνω σκέψεών μας, όταν μάθωμεν, ότι εξησφαλις εξευρέθησαν τ’ απαιτούμενα χρήματα, ων άνευ πανθ’ όσα και αν είπωμεν θα μείνωσιν απλαί ευχαί. Διατελούμεν μετά σεβασμού.70 Α.Φ.Δ.Λ.1892-01- ]098]041]Η απάντηση στην επιθυμία του Δζελλαλεδίν πασά. Έκθεση των αιτίων της κακοδαιμονίας στην παιδεία, κατά την άποψη της Φ.Σ.Ε.Λ.. Βλ. Πατεράκης Γ.,Η παιδεία στην Κρήτη κατά το Αρχείο της Χριστιανικής Δημογεροντίας Λασιθίου, Δρ. διατριβή, ό. π., Παράρτημα, Έγγραφο αριθ. 68, σελ. 198-205. 70


΢ελίδα τίτλου του μνημειώδους ιστορικού έργου, του Ηλία Π. Βουτιερίδη. Εν Αθήναις 1898.


Παράρτημα εικόνων

Εικόνα 1. Λεωνίδασ Ζωγραφίδθσ

Εικόνα 2. Ο Λεωνίδασ… προεχειρίςκθ Διάκονοσ το 1878 με το όνομα Τίτοσ.


Εικόνα 3. Ο Τίτοσ Σχολάρχθσ ςτθν Ελλθνικισ Σχολισ Ι. Μονισ Χριςτοφ Πεδιάδοσ 1885-9.

Εικόνα 4. Μαχμοφτ Δηελλαλεδίν παςάσ, Γεν. Διοικθτισ Κριτθσ.


Εικόνα 5. Ο Επίςκοποσ Πζτρασ Μελέτιος Χλαπουτάκης.


Εικόνα 6. Ο Τίτοσ Ζωγραφίδθσ, Επίςκοποσ Πζτρασ, ωσ εκπαιδευτικι αρχι του Τμιματοσ Λαςικίου.


Εικόνα 7. Ο Επίςκοποσ Πζτρασ Τίτοσ Ζωγραφίδθσ.


Εικόνα 8. Ο Τίτοσ Πζτρασ κακιμενοσ.


Εικόνα 9. Ανεγειρόμενοσ ο ι. ναόσ τθσ Μεγάλθσ Παναγίασ ςτθ Νεάπολθ.

Εικόνα 10. Ο Πζτρασ Τίτοσ με τον Πρίγκθπα Γεώργιο, ςτθ Νεάπολθ Λαςικίου.


Εικόνα 11. Ο Πζτρασ Τίτοσ (με τον ςταυρό ςτο ςτικοσ).υποδζχεται τον Πρίγκιπα Γεώργιο ςτθ Νεάπολθ Λαςικίου.

Εικόνα 12. Ιερά Σφνοδοσ τθσ Εκκλθςίασ Κριτθσ με κακιμενο ςτο κζντρο τον Μθτροπολίτθ Κριτθσ Τιμόκεο Καςτρινογιαννάκθ, Όρκιοσ, αριςτερά του Τιμοκζου, ο Πζτρασ Τίτοσ.


Εικόνα 13. Εξώφυλλο του βιβλίου «Ηκικαί Ομιλίαι» του Επιςκόπου Πζτρασ Τίτου Ζωγραφίδθ.


Γεώργιος Καλογεράκης Δ/ντής Δημοτικού ΢χολείου Καστελλίου υποψ. Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Ο ΓΙΑΝΝΗ΢ ΜΑΤΡΑΝΣΩΝΑΚΗ΢, Ο ΜΙΦΑΛΗ΢ ΑΚΟΤΜΙΑΝΑΚΗ΢, Η ΢ΤΝΘΗΚΟΛΟΓΗ΢Η ΣΩΝ ΙΣΑΛΩΝ ΚΑΙ Η ΝΕΑΠΟΛΗ ΛΑ΢ΙΘΙΟΤ

Α. Ιστορική Επισκόπηση Σην 1η Ιουνίου 1941, η Κρήτη έπεφτε στα χέρια των γερμανοϊταλών, μετά από δεκαήμερη σκληρή μάχη. Σους νομούς Φανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου κράτησαν οι Γερμανοί, το Νομό Λασιθίου οι Ιταλοί. Δύο Μεραρχίες αποτελούσαν την ιταλική στρατιωτική δύναμη στο νομό Λασιθίου. Επικεφαλής ο ΢τρατηγός Άγγελο Κάρτα. Αρχηγό της Ιταλικής αντικατασκοπίας, ο Κάρτα τοποθέτησε τον έμπιστό του Λοχαγό Υράνκο Σαβάνα, με έδρα τη Νεάπολη. Η αντίστροφη μέτρηση για την παράδοση των Ιταλών του Λασιθίου, άρχισε την ημέρα της απόβασης των συμμάχων στη ΢ικελία, (10 Ιουλίου 1943). Ο Βασιλιάς της Ιταλίας Βίκτωρ Εμμανουήλ, στις 24 Ιουλίου 1943, συνέλαβε τον Μπενίτο Μουσολίνι, τοποθετώντας αρχηγό του κράτους το ΢τρατάρχη Μπαντόλιο. Ο ΢τρατηγός Κάρτα, διαβλέποντας την κατάρρευση της χώρας του, ανέθεσε στο Λοχαγό Υράνκο Σαβάνα να έρθει σε επαφή με τους Βρετανούς Αξιωματικούς ΢υνδέσμους της Κρήτης για να παραδώσει και το στρατό και τον οπλισμό του στους συμμάχους. Θα παραδίνονταν και ο ίδιος, αφού δεν ήθελε να πιαστεί αιχμάλωτος των Γερμανών. Ο Υράνκο Σαβάνα, χρησιμοποιώντας ως σύνδεσμο την πατριώτισσα Φριστοθέα Φαλαμπαλάκη, ήρθε σε επαφή με τον Πάτρικ Λη Υέρμορ και τον Αρχηγό της Εθνικής Οργάνωσης Δολιοφθοράς Πληροφοριών (Ε.Ο.Δ.Π.) Ηρακλείου - Λασιθίου Μιχάλη Ακουμιανάκη. Οι διαπραγματεύσεις ήταν δύσκολες. Ξεκίνησαν αμέσως μετά την ανάληψη της Αρχηγίας του Ιταλικού κράτους από το ΢τρατάρχη Μπαντόλιο, στα τέλη Ιουλίου 1943. Ο Πάτρικ Λη Υέρμορ, βρίσκονταν στη μάντρα του ΢ηφογιάννη, στα ορεινά της Κασταμονίτσας. Εκεί κατέφτασε από τη Μέση Ανατολή, αρχές ΢επτεμβρίου, ο επικεφαλής των Βρετανών Αξιωματικών ΢υνδέσμων της Κρήτης Σομ Σαμπάμπιν. Σα γεγονότα της Βιάνου, (η μάχη της ΢ύμης και η


καταστροφή των βιανίτικων χωριών που ακολούθησε), περιέπλεξαν την επιχείρηση παράδοσης του Κάρτα. Σελικά ο ΢τρατηγός Κάρτα, ο Λοχαγός Υράνκο Σαβάνα και αρκετοί υψηλόβαθμοι Ιταλοί αξιωματικοί, παραδόθηκαν στον Πάτρικ Λη Υέρμορ. Οι Γερμανοί προσπάθησαν να το αποφύγουν, κηρύσσοντας στρατιωτικό νόμο στο νομό Λασιθίου, (10 ΢επτεμβρίου 1943), και επικήρυξαν τον Κάρτα. «<ο Ιταλός στρατηγός Κάρτα, μαζί με μερικούς αξιωματικούς του επιτελείου του, διέφυγε εις τα βουνά, πιθανόν με τη σκέψη να δραπετεύση, από την νήσον. Δια την παράδοσίν του ζωντανού ή νεκρού προσφέρεται αμοιβή 30.000.000 δραχμών. Εις εκείνους οίτινες ήθελον λάβει μέρος εις την παράδοσίν του ή ήθελον βοηθήση κατ’αυτήν, παρέχεται πλην τούτου και εγγύησις δια απαλλαγήν των από πάσης ποινής δι’ενδεχομένας αξιοποίνους πράξεις των. 17-9-43 Ο ΔΙΟΙΚΗΣΗ΢ ΥΡΟΤΡΙΟΤ ΚΡΗΡΗ΢<».1 Ο Πάτρικ Λη Υέρμορ, πέτυχε τη προσέγγιση πλωτού μέσου στον Σσούτσουρο,2 στις 20 ΢επτεμβρίου 1943. ΢’αυτό επιβιβάστηκε ο ίδιος με το ΢τρατηγό Κάρτα και τους υπαξιωματικούς του, όχι όμως ο Υράνκο Σαβάνα. Αυτός προτίμησε να παραμείνει στην Κρήτη και να πολεμήσει τους Γερμανούς. ΢την παραλία που προσέγγισε το σκάφος, βρίσκονταν και ο Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς με τους άντρες του. Θα αναχωρούσαν στη Μέση Ανατολή μετά τα γεγονότα της Βιάνου. Σο σκάφος όμως δεν τους παρέλαβε αναγκάζοντάς τους να περιπλανηθούν δυο μήνες στην ενδοχώρα της Κρήτης. Σελικά φυγαδεύτηκαν από το Ροδάκινο Φανίων, στα μέσα Νοεμβρίου 1943. Β. Ο Γιάννης Γεωργίου Μαυραντωνάκης Ο Ιωάννης Γεωργίου Μαυραντωνάκης γεννήθηκε στο Καστέλλι το 1923. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος, γιος του Ιωάννη Μαυραντωνάκη και της Ειρήνης (το γένος Νηστικάκη) και μητέρα του η Ζαχαρένια (το γένος Ζωγραφάκη). Σέλειωσε το Δημοτικό ΢χολείο Καστελλίου και γράφτηκε στο Γυμνάσιο. Βρισκόταν στην Πέμπτη τάξη του Γυμνασίου, όταν ξεκίνησε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Σα μαθήματα σταμάτησαν και το Μάιο του 1941, ο Γιάννης Μαυραντωνάκης, παίρνει μέρος στη Μάχη της Κρήτης. Μετά την κατάληψη του νησιού από τους Γερμανούς, συνέχισε και τελείωσε το Γυμνάσιο Καστελλίου. Από την πρώτη στιγμή εντάχθηκε στην Αντίσταση, (τον μύησε ο Καστελλιανός Μιχαήλ Γαραντωνάκης), και Εφημερίδα ΚΡΗΣΙΚΟ΢ ΚΗΡΤΞ, 18 ΢επτεμβρίου 1943 και Κάββος Γεώργιος, «ΓερμανοΙταλική κατοχή και Αντίσταση Κρήτης 1941-1945», Ηράκλειο 1991, σελ. 375. 2Σσούτσουρος, παραλιακό χωριό νότια της Κρήτης, σήμερα ανήκει διοικητικά στο Δήμο Μινώα Πεδιάδας. 1


το ΢επτέμβρη του 1943 ανεβαίνει στα Λασιθιώτικα βουνά ως ένοπλος αντάρτης του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά. Ο Βρετανός αξιωματικός ΢ύνδεσμος Πάτρικ Λη Υέρμορ του αναθέτει μια αποστολή στη Νεάπολη. Ο Γιάννης Μαυραντωνάκης τη φέρνει σε πέρας, και συμμετέχει μ’αυτόν τον τρόπο στην παράδοση του Ιταλού ΢τρατηγού Κάρτα. Μετά τη μάχη της ΢ύμης, ακολουθεί τον Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά και φυγαδεύεται στη Μέση Ανατολή. Εντάσσεται στις Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, στο σώμα της αεροπορίας. Εκπαιδεύεται πιλότος, δεν ολοκληρώνει την εκπαίδευση του, λόγω του ατίθασου χαρακτήρα του. ΢τη συνέχεια εκπαιδεύεται ως ναυτίλος και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο παραμένει στην Πολεμική Αεροπορία. ΢τον Εμφύλιο Πόλεμο που ακολούθησε, παίρνει μέρος ως ναυτίλος και πραγματοποιεί δεκάδες πτήσεις διακινδυνεύοντας αρκετές φορές τη ζωή του. Σο 1954 ήταν μέλος της αποστολής του εκστρατευτικού ΢ώματος στην Κορέα. Πετούσε με αεροπλάνα Ντακότα και πραγματοποίησε αρκετές αποστολές. Η στρατιωτική του καριέρα ως αξιωματικού, διακόπτεται το ΢επτέμβρη του 1967, όταν αποτάσσεται από τους Φουντικούς. Μετά την κατάρρευση του Δικτατορικού καθεστώτος, επανέρχεται στην Αεροπορία, του αποδίδονται οι οφειλόμενοι βαθμοί και συνταξιοδοτείται ως ΢μήναρχος. Μεταξύ άλλων θήτευσε Διοικητής στο πολεμικό αεροδρόμιο Καστελλίου και στο Κ.΢.Ε.Δ. (Κέντρο ΢υντονισμού Έρευνας Διάσωσης). Σιμήθηκε από την αεροπορία με παράσημα, εύφημες μνείες, τιμητικά διπλώματα κ.α. ΢την ιδιωτική του ζωή παντρεύτηκε την Παναγιώτα Βούρτση και απέκτησε δυο παιδιά, τη Ζαχαρένια και το Γεώργιο. ΢ήμερα ο Ιωάννης Μαυραντωνάκης είναι ενενήντα τριών χρονών και ζει στο αγαπημένο του χωριό Καστέλλι.

Γ. Η διήγηση του Γιάννη Μαυραντωνάκη Ο Γιάννης Μαυραντωνάκης, αμέσως μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών το ΢επτέμβρη του 1943, αναλαμβάνει μία αποστολή απ τον Πάτρικ Λη Υέρμορ, να παραδώσει ένα γράμμα στο Λοχαγό της Ιταλικής αντικατασκοπείας Υράνκο Σαβάνα στη Νεάπολη Λασιθίου. Ο Γιάννης Μαυραντωνάκης με τον Πάτρικ Λη Υέρμορ, βρίσκονταν το ΢επτέμβρη του 1943 στη μάντρα του ΢ηφογιάννη, στα ορεινά της Κασταμονίτσας. «<Σον ήξερα το ΢ηφογιάννη γιατί την Κατοχή μέναμε στην Κασταμονίτσα. Η μάνα μου, ο πατέρας μου εγώ κι η αδερφή μου. ΢του Φαλκιαδογιώργη το σπίτι. Πρώτα πήγαμε στο Διαβαϊδέ, μετά στου Ξειδά και ύστερα στην Κασταμονίτσα. Σώρα γιατί πήγαμε ; Για να αποφεύγομε τους συχνούς βομβαρδισμούς από τα συμμαχικά αεροπλάνα. Κάθε


μέρα εβομβαρδίζανε οι σύμμαχοι το αεροδρόμιο. Πολλές βόμβες πέφτανε στο Καστέλλι. Και μας πήρε ο πατέρας μου και φύγαμε. Σο ΢ηφογιάννη3 δεν τον βλέπαμε και πολύ. Αυτός είχε τα οζά εμείς είχαμε άλλες δουλειές. Ήταν ένας άνθρωπος με πολύ εμπιστοσύνη. Σου’χαμε εμπιστοσύνη. Και τόνε σεβόμαστε όλοι. Όλοι που’μαστε στη μάντρα του δείχναμε σεβασμό. Και οι Εγγλέζοι. Δε θυμούμαι αν στου ΢ηφογιάννη τη μάντρα ειδοποιήσανε τον Πάτρικ Λη Υέρμορ ότι ο Ιταλός ΢τρατηγός Κάρτα ήθελε να παραδοθεί. Ο Υιλεντέμ, ένα πρωί που σηκώθηκε, έβαλε το ραδιόφωνο και άκουσε ότι η απόβαση που έγινε στην Ιταλία πάει καλά για τσι ΢υμμάχους. ΢ε πάρα πολλά από τα βιβλία που έχουν γραφεί για την Εθνική Αντίσταση Κρήτης 1941-1945, γίνεται αναφορά στην μάντρα του ΢ηφογιάννη στα όρη Δίκτη, πάνω από την Κασταμονίτσα. Υωτογραφίζουν και αναφέρουν έναν αγέρωχο άνθρωπο, ανυπόταχτο στους κατακτητές Γερμανούς, φιλότιμο, ακούραστο, ανιδιοτελή, επιβλητικό, με σκληρό βλέμμα αλλά γλυκιά καρδιά, το ΢ηφάκη Ιωάννη ή ΢ η φ ο γ ι ά ν ν η. Η μάντρα του αλλά και ο ίδιος, έπαιξαν ένα σπουδαίο ρόλο στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Δυτικά από τη θέση Καράς το πηγάδι, στην περιοχή Καλόγερος, πάνω στο φρύδι του υψώματος, βρίσκεται η ιστορική μάντρα του ΢ηφογιάννη. Η μάντρα αυτή, αποτελούσε το προπύργιο της Αντίστασης στα χρόνια της Κατοχής, στο νομό Ηρακλείου. Πάνω στα όρη της Κασταμονίτσας, ορθώνονται τα ερείπια της μάντρας. Αντιστέκονται με πείσμα στην φθορά του χρόνου, πιστά στην λέξη αντίσταση, όπως γίνονταν τα κατοχικά χρόνια. Εδώ διάλεξε να χτίσει την μάντρα του ο ΢ηφογιάννης, σε ένα μέρος όπου διακρίνεται όλος ο κάμπος της Πεδιάδας, το αεροδρόμιο του Καστελλίου, η πόλη του Ηρακλείου, ο μισός σχεδόν νομός Ηρακλείου, ο Χηλορείτης, η νήσος Δία και ένα μεγάλο μέρος του Κρητικού πελάγους. Σρία δωμάτια ήταν η μάντρα. Οι τοίχοι στέκονται σήμερα χωρίς την οροφή. ΢το εσωτερικό των πέτρινων δωματίων είναι φυτρωμένα αγριολούλουδα. Πάνω από τα πελέκια της εισόδου διακρίνεται καλλιτεχνική επιγραφή : «1943. Ι.΢.» Σην επιγραφή είχε σκαλίσει ο Πάτρικ Λη Υέρμορ. ΢την μάντρα του ΢ηφογιάννη, βρήκε κατά καιρούς καταφύγιο ο υπεύθυνος του στρατηγείου της Μέσης Ανατολής για την Κρήτη, Άγγλος ταγματάρχης Σομ Σαμπάμπιν. Ο Πάτρικ Λη Υέρμορ, ή Μιχάλης, ή Υιλεντέμ, φιλοξενήθηκε αρκετές φορές και για μεγάλα χρονικά διαστήματα στη μάντρα του ΢ηφογιάννη. Ο Άγγλος Λοχαγός ΢άντυ Ρέντελ ή Αλέξης, εγκατέστησε τον δικό του ασύρματο όταν ήρθε στην Κρήτη, αρχικά στο οροπέδιο του Καθαρού στο Λασίθι και από το Υθινόπωρο του 1943 στη μάντρα του ΢ηφογιάννη. Από του ΢ηφογιάννη τη μάντρα ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις και τα σχέδια για την παράδοση του Ιταλού στρατηγού Κάρτα, από τον Πάτρικ Λη Υέρμορ και τους συνεργάτες του. ΢την Κασταμονίτσα. και κατόπιν στη μάντρα του ΢ηφογιάννη. συγκεντρώθηκαν οι απαγωγείς του στρατηγού Κράιπε το Πάσχα του 1944, εκεί κατέστρωσαν τα σχέδια, φωτογραφήθηκαν, κι από εκεί ξεκίνησαν για το μεγάλο κατόρθωμα της απαγωγής. Ο αγγλικός ασύρματος βρισκόταν λίγο πιο κάτω στη θέση Λημέρι-Βατονερό. ΢τον ασύρματο δεν πλησίαζε κανείς. Σα μηνύματα για τον ασύρματο, που έφταναν από διάφορα μέρη της Κρήτης, τα πήγαινε ο ίδιος ο ΢ηφογιάννης ή τα παιδιά του Μανόλης και Κωστής. 3


Με φώναξε μετά εμένα, το Λευτέρη το Γαζέπη4 και τον Ιάσονα5 και μας λέει : Είναι τρεις αποστολές. Η μια είναι δύσκολη κι επικίνδυνη. Διάλεξα εσένα να πας. ΢ου έχω εμπιστοσύνη. Δέχτηκα. Ο Γαζέπης διαμαρτύρεται ως παλιότερος και μεγαλύτερος. ΢το τέλος πήγανε ο Γαζέπης ο Λευτέρης προς τη Μεσαρά και ο Ιάσονας στην Επισκοπή ή στους Βαρβάρους, δε θυμούμαι. Εγώ έφυγα από κει, μου’δωσε μια επιστολή, τη ράψαμε στη βάτα στον ώμο κι έφυγα. Πέρασα από την Πλάτη κι ήταν εκεί ο ξάδερφος ο Δράκος ο Φουλής με τη γυναίκα του και κάθισα εκεί λιγάκι. Υορούσα μαθητικό πηλίκιο με άσπρο κάλυμμα και μου λέει ένας Πατσιδιώτης από τη Νεάπολη, να σε δει θέλει ο Νταβάνα, που ήταν αρχηγός της Ιταλικής αντικατασκοπίας, και θα σε πιάσει. Εγώ πήγαινα στο Νταβάνα την επιστολή που είχα ραμμένη στο σακάκι μου, δεν πήγαινα στον Κάρτα. Η αποστολή μου ήτανε να πάω στο Νταβάνα, να του πάω την επιστολή και να του πω ότι με στείλανε οι Εγγλέζοι, κι αν θέλετε να σας φυγαδεύσομε στη Μέση Ανατολή. Αν με ρωτούσε που’ναι οι Εγγλέζοι θα του’λεγα στο βουνό. Εκεί που είναι πάει το αυτοκίνητο; Όχι δεν πάει. Από κει που πάει το αυτοκίνητο μέχρι εκεί που είναι οι Εγγλέζοι πόση ώρα είναι ; Πέντε ώρες. Αυτές τις οδηγίες είχα από το Λη Υέρμορ. ΢το δρόμο έκρυψα κάπου την ταυτότητά μου για να προφυλάξω τους δικούς μου αν με πιάνανε. Από το χωριό Πλάτη έφυγα με τον Πατσιδιώτη μαζί και ένα Λευτέρη τον λέγανε που πηγαίνανε κι αυτοί στη Νεάπολη. Όταν φτάσαμε τους άφησα και πήγα κι άφησα μια ομπρέλα που κρατούσα γιατί ήτανε βροχερή μέρα. Πήγα σ’ένα καφενείο, κάθισα κι ήπια ένα καφέ και λέω του καφετζή : - Ξέρεις το σπίτι του Νταβάνα ; Μου λέει : -Σι τόνε θες ; Αυτός βέβαια ήτανε πολύ αυστηρός. Σον φοβόντουσαν το Νταβάνα οι Λασιώτες όλοι. Σου λέω : - Ένα καφενείο έχω στην Πλάτη και μου πήρανε κάτι καρέκλες οι Ιταλοί, αν μπορέσω να τσι ξεμπερδέψω. Και βγαίνει έξω να μου δείξει που’ναι το σπίτι και ερχόντανε από κάτω αυτός και μου λέει : - Αυτός που έρχεται είναι ο Νταβάνα. Σον ακολούθησα. Σον πλησίασα και όταν βρέθηκα πίσω του, δεν υπήρχε κι άλλος, του λέω : Λευτέρης Σζουανάκης ή Γαζέπης. Από το χωριό Αμαριανό με μεγάλη αντιστασιακή δράση. Ανέλαβε σπουδαίες και δύσκολες αποστολές. ΢υμμετείχε και στο Β΄ σαμποτάζ του αεροδρομίου Καστελλίου. 5 Ιάσονας ΢ταυρακάκης από το Καστέλλι Πεδιάδος. ΢τις 6 Ιουλίου 1943, οι γερμανοί εκτέλεσαν τον αδερφό του Μιχάλη στη θέση Ξηροπόταμος Ηρακλείου μετά το σαμποτάζ του αεροδρομίου Καστελλίου (4-5-Ιουλίου 1943). 4


-Κύριε Νταβάνα μπορώ να σας μιλήσω ; Μου λέει : -Ξέρεις σπίτι μου ; -Όχι, του λέω. -Να με ακολουθείς σε απόσταση. Έτσι το’ κανα. Πήγαμε στο σπίτι του, μπήκα μέσα, κάτσαμε, με κέρασε ένα καφέ, μου’βγαλε τσιγάρα, 15 νούμερο, και του είπα ότι έρχομαι εκ μέρους των Εγγλέζων αν θέλετε να σας φυγαδεύσουν στη Μέση Ανατολή. Εγώ τα’λεγα στα Ελληνικά αλλά αυτός είχε και μια γυναίκα διερμηνέα. Καταλάβαινε πάντως και τα Ελληνικά. Δεν τα μιλούσε καλά αλλά τα καταλάβαινε. Σότε θυμήθηκα και το γράμμα. Σο’βγαλα από το βάτο και του το’ δωσα. Σο διάβασε το γράμμα και μου λέει : - Έχεις άλλη δουλειά εδώ ; - Όχι, μια ομπρέλα έχω αφήσει σ’ένα σπίτι να πάω να τη πάρω, είπα. Αυτός μου είπε να πάω και να ξαναγυρίσω στο σπίτι του. Πήγα πήρα την ομπρέλα και γύρισα. Απ’έξω ήταν σταματημένη μια κούρσα και δυο αξιωματικοί με τα όπλα. Με βάλανε στη μέση. Ο οδηγός και ο Νταβάνα μπροστά, εγώ στη μέση με τσι δυο αξιωματικούς στο πίσω κάθισμα. Εγώ του’πα ότι πρέπει να πάμε στο Οροπέδιο. Και ξεκινήσαμε. Όταν εμπήκαμε στο αυτοκίνητο και φύγαμε με ρωτάει ο Σαβάνα πώς τόνε βρήκα. Σου’πα πως τον βρήκα. Μπράβο, είσαι έξυπνος, μου λέει. ΢τη διαδρομή τώρα, εκεί προς τα Ζένια, μετά τα Ζένια, δεν θυμούμαι καλά, είδα το Λη Υέρμορ σ’ένα λιόφυτο μέσα με δυο άλλους με τα όπλα. Εγώ είπα και σταμάτησε το αυτοκίνητο. ΢το γράμμα ο Λη Υέρμορ θα του’γραφε ασφαλώς ότι θα τον συναντήσει στη διαδρομή. Από τη Νεάπολη στο Οροπέδιο. Και τσι σταμάτησα και κατεβήκανε. Ήρθανε και οι άλλοι από το λιόφυτο, μιλήσανε. Μετά μπήκε ο Λη Υέρμορ στη θέση τη δικιά μου στη κούρσα και εγώ μπήκα σ’ένα αυτοκίνητο που ερχόντανε με τσ’άλλους μαζί και πήγαμε πάλι στη Νεάπολη. Από κει έφυγα μ’ένα αυτοκίνητο που’χε στα πλάγια θήκες σά τα τζερτζεμίλια, εβάλαμε τα όπλα κει και φύγαμε προς το Οροπέδιο. Σα όπλα μας τα’δωσε ο Νταβάνα. Πολλά Ιταλικά όπλα. ΢το μεταξύ είχανε πιάσει τα πόστα οι Γερμανοί. Είχα κι ένα γράμμα για το Μπαντουβά από το Λη Υέρμορ. Έφυγα και πήγα στου Κρασαναδάμη το σπίτι στον Άγιο Γεώργιο. Εκεί άφησα τα όπλα και πήγα στο λημέρι. Θυμούμαι ότι ήτανε η μέρα που γίνανε τα επεισόδια στα χωριά της Βιάνου. ΢το λημέρι είδα μόνο το Γιώργη Μπαντουβά, ξάδερφο του Καπετάν Μανόλη, ψαρομάλλη, πρώτη φορά τον έβλεπα. Σου λέω που’ναι ο κόσμος και μου λέει κάτω γιατί έχουμε πόλεμο. Έφυγα και’γω και κατέβηκα


κάτω. Με τον Καπετάν Φαιρέτη το Ζαχάρη και τριάντα αντάρτες, κατεβήκαμε στον Αη Γιώργη, επήραμε τα όπλα και φύγαμε. Σο γράμμα τ’άφησα στο λημέρι να το δώσουνε του Καπετάν Μανόλη. Έφυγα από τον Αη Γιώργη για του ΢ηφογιάννη τη μάντρα κι ένα αεροπλανάκι έριχνε προκηρύξεις κι αποκήρυσσε τον Κάρτα με το Επιτελείο του. Επήρα και μια προκήρυξη και την πήγα του Κάρτα. Ο Κάρτα ήτανε στου ΢ηφογιάννη τη μάντρα με το Υιλεντέμ, το Φναράκη και άλλους. Μετά αυτοί φύγανε, ο Κάρτα με το Νταβάνα, κι έφυγε κι ο Λη Υέρμορ και πήγε μαζί τους στη Μέση Ανατολή. Έφυγα κι εγώ από του ΢ηφογιάννη τη μάντρα και πήγα στο Καθαρό, στη Κριτσά. Εκεί ήτανε ένας άλλος Εγγλέζος ο Μαθιός. Και έμεινα με το Μαθιό. Μετά για ένα διάστημα είμαστε μαζί με το Σαβάνα στο βουνό, στον ασύρματο του Μαθιού. ΢τις Σάπες Λασιθίου. Μου’χε δώσει κι ένα ζευγάρι στιβάνια και μια κυλόττα, όλα ιταλικά. Αυτός ήταν από πλούσια οικογένεια κι είχε δικό του νησί στην Ιταλία. Αυτό το μάθαμε εκ των υστέρων. Μου είχε πει ο Σαβάνα ότι τώρα θέλω να εργαστώ για τους ΢υμμάχους και θα επικοινωνήσω με το Βίκτωρ Εμμανουήλ, να μου διαθέσει ένα υποβρύχιο, και θα’ρθεις μαζί μου. Με ήθελε μαζί του. Ο Βίκτωρ Εμμανουήλ ήταν ο Βασιλιάς της Ιταλίας. αλλά δεν θυμούμαι αν τον είχε καταργήσει ο Μουσολίνι<».6 Δ. Ο Μιχάλης Ακουμιανάκης Η Εθνική Οργάνωση Πληροφοριών Δολιοφθοράς, Ε.Ο.Π.Δ. (Ανατολικής Κρήτης) Ηρακλείου Λασιθίου, ιδρύθηκε από το Γιώργο Δουνδουλάκη και το ΢υμμαχικό ΢τρατηγείο Μέσης Ανατολής, αμέσως μετά την κατάληψη της Κρήτης. Παράπλευρα ιδρύθηκε ανάλογη Οργάνωση (Δυτικής Κρήτης) Ρεθύμνης-Φανίων, με αρχηγό το Γιώργο Φαλκιαδάκη ή Μυλωνά. ΢τις αρχές καλοκαιριού του 1943 και τη φυγή του Γιώργου Δουνδουλάκη στη Μέση Ανατολή, (μετά την προδοσία της Οργάνωσης από το γερμανόφιλο Μπόγρη), στο σπίτι του Αρχηγού Ανωγείων Γιάννη Δραμουντάνη΢τεφανογιάννη, χρίζεται Αρχηγός της Ε.Ο.Δ.Π. Ηρακλείου-Λασιθίου ο Μιχάλης Ακουμιανάκης, και αναλαμβάνει να συνεχίσει το δύσκολο αλλά τόσο σημαντικό έργο της Οργάνωσης : ΢τρατιωτικές πληροφορίες για τις γερμανικές μονάδες στην Κρήτη, το είδος και ο αριθμός τους, η ειδικότητα, τα ονόματα των Διοικητών και των αξιωματικών, το είδος των όπλων, το διαμέτρημα, τις θέσεις των βαρέων όπλων, τις αποθήκες των πυρομαχικών και τροφίμων, τις έδρες των μονάδων, την αυξομείωση της δύναμής τους, τις Καλογεράκης Γεώργιος, Η Λευτεριά είναι αμίλητη, Γερμανική Κατοχή και Αντίσταση στα χωριά του Δήμου Καστελλίου, τόμος Γ΄, Ηράκλειο 2013, σελ. 27-32. 6


μετακινήσεις, γενικά τη διάρθρωση και κατανομή του εχθρού στο νησί. Σα αεροδρόμια Ηρακλείου, Καστελλίου και Συμπακίου, την κίνησή τους, τα μεταφερόμενα στρατεύματα, τον αριθμό των μαχητικών αεροπλάνων που έδρευαν στο νησί, τον αριθμό των βομβαρδιστικών και μεταγωγικών, τις οχυρώσεις των αεροδρομίων και τις αποθήκες βομβών. Σην κίνηση του λιμανιού του Ηρακλείου, τις αφίξεις και αναχωρήσεις νηοπομπών. Όλα αυτά τα στοιχεία συγκεντρώνονταν από ένα ικανό αριθμό προσώπων, μελών της Ε.Ο.Π.Δ., που δρούσαν κρυφά και βεβαίως τα ονόματα των περισσότερων, λόγω της δουλειάς που έκαναν, παρέμεναν μέχρι σήμερα άγνωστα. Ο Μιχάλης Ακουμιανάκης, σε ένα χειρόγραφο κείμενο 289 σελί7 δων, περιγράφει τη δική του δράση και της Οργάνωσης Ε.Ο.Δ.Π., της οποίας ήταν Αρχηγός. ΢το χειρόγραφό του αναφέρεται με λεπτομέρειες στην παράδοση των Ιταλών του νομού Λασιθίου, το ΢επτέμβρη του 1943 στους συμμάχους. ΢το ρόλο που διαδραμάτισε ο ίδιος και τις συναντήσεις του με τον Λοχαγό Σαβάνα στη Νεάπολη Λασιθίου. Ε. Σο χειρόγραφο του Μιχάλη Ακουμιανάκη «<Ειδοποιήθην υπό του Μενέλαου Λιγνού, διευθύνοντα της Επιτροπής ΕΟΚ, όπως τον επισκεφθώ επειγόντως εις την κλινικήν του. Πράγματι επήγα αμέσως και συνήντησα εκεί τον Ιταλόν Λοχαγόν FRANKO TAVANA υπεύθυνον της Ιταλικής Τπηρεσίας Αντικατασκοπίας δια τον Νομόν Λασιθίου. Ο Λιγνός μου έκαμε τις απαραίτητες συστάσεις και η συνομιλία άρχισε στην Γαλλικήν, την οποίαν και εγώ γνώριζα σχεδόν καλά. ΢ε λίγη ώρα κατέφθανε ο ΢υνταγματάρχης Ν. Πλεύρης, ΢τρατιωτικός υπεύθυνος του Νομού Λασιθίου. Ο Σαβάνα εξήγησε τον σκοπόν της επισκέψεώς του. Είπε ότι ήλθε με εντολήν του Διοικητού ΢τρατηγού Κάρτα, για την διαπραγμάτευσιν συνεργασίας με τις τοπικές Οργανώσεις αλλά κυρίως με την συνεργασίαν του ΢υμμαχικού ΢τρατηγείου. Σο Ιταλικό ΢τρατηγείο εφοβείτο ότι οι Γερμανοί θα αιχμαλώτιζαν τους Ιταλούς και θα τους αφόπλιζαν. Από τον Μίλερ είχαν προσκληθεί όλοι οι Ιταλοί αξιωματικοί στη Βίλλα Αριάδνη με τον Κάρτα και το επιτελείο του. Επίσης είπε ότι τα Ιταλικά στρατεύματα θα ήταν εις θέσιν να κρατήσουν προγεφύρωμα στας Νότιας παραλίας του Νομού Λασηθίου δια την αποβίβασιν των Αγγλικών ΢τρατευμάτων. Για την πολύ ενδιαφέρουσα κατάσταση και δια τας προτάσεις του Σαβάνα, επρότεινα όπως την επομένην το βράδυ γίνει συνάντησις των αρμοδίων Άγγλων Αξιωματικών στο Ηράκλειο. Ουδείς από τους συσκεπτόμενους μπορούσε να δώσει απάντηση. Σην επομένην πρωίαν με το αυτοκίνητο του Μιχ. Σο χειρόγραφο κείμενο του Μιχάλη Ακουμιανάκη, βρίσκεται στο ανέκδοτο αρχείο του Γιώργου Καλογεράκη. 7


Βέργη και οδηγός ο ίδιος, (σπουδαίος στενός συνεργάτης και σχεδόν αποκλειστικός μεταφορέας μελών της οργανώσεως και Άγγλων Αξιωματικών), με την αδελφήν μου Υιλία και με τον Μενέλαο Λιγνό, επήγαμε προς την περιοχήν Αμαρίου και στο χωριό Γερακάρι (γενέτειρα του πατέρα μου). Εκεί ευρίσκετο ο Πάτρικ Λη Υέρμορ. Η διαδρομή μας ήτο πολύ εύκολος, διήρκεσε περίπου τέσσερις ώρες από το Ηράκλειο. Δεν είχαμε κανένα έλεγχο στο δρόμο. Οι δρόμοι της εποχής εκείνης ήταν πολύ κακοί. Ήτο η δεύτερη επίσκεψίς μου στο χωριό. Ήτο τέλος εποχής των κερασιών, η σχεδόν αποκλειστική απασχόληση των κατοίκων. Σο αυτοκίνητο σταμάτησε στην αρχή του χωριού. Ζήτησα τον δάσκαλο Κοκονά (πολύ στενός συνεργάτης των Άγγλων και της αντιστάσεως με μεγάλη επιρροή στο χωριό και σε άλλα χωριά της επαρχίας Αμαρίου). Ήτο στο περιβόλι προς τα νότια του χωριού. Υαίνεται ότι τον ειδοποίησαν και τον είδα σε λίγο να έρχεται. Δεν είχαμε συναντηθεί ποτέ αλλά εγνώριζε για μένα. Σου συστήθηκα με το επώνυμό μου που τόσο εγνώριζαν οι συγγενείς μου εκεί. Σου ζήτησα τον Πάτρικ Λη Υέρμορ. ΢ε λίγο ήλθε και αυτός. Δεν του είπα πολλά δια την επίσκεψίν μου στο χωριό. Πρέπει να φύγουμε επειγόντως πίσω στο Ηράκλειον. Πρέπει να συναντηθούμε με αντιπρόσωπον του Ιταλού ΢τρατηγού Κάρτα. Δεν σταματήσαμε καθόλου. ΢ε μισή ώρα από την άφιξίν μας επιστρέφαμε στο Ηράκλειο. Δεν είχαμε καμμία δυσκολία στην επιστροφή. Αλλά δεν έλειψε το κέφι και η καλή διάθεσις στο αυτοκίνητο. Ο Paddy άρχισε να τραγουδά διάφορα ριζίτικα και γνωστά τραγούδια που είχε ακούσει στα χωριά της Κρήτης. Ακολουθούσε στο τραγούδι η αδελφή μου Υιλία όπου και αυτή ήτο εύθυμος και ευχάριστος τύπος. Ένα άγνωστο για τον Paddy τραγούδι άρχισε η Υιλία, το «Υιλεντέμ». Ήτο πολύ ευχάριστο για τον Paddy, και προσπάθησε σ’όλην την διαδρομήν μας να το τραγουδά και πράγματι είχε επιτυχία στο τραγούδι. Και ήτο το τραγούδι αυτό για τον Paddy, το μοναδικό και αποκλειστικό ψευδώνυμο για τον Paddy. Ακόμη και σήμερον τον γνωρίζουν οι παλαιοί στα χωριά ως Υιλεντέμ. Υθάσαμε τις βραδινές ώρες στο Ηράκλειο. Ο Paddy με την αδελφήν μου πήγαν με το αυτοκίνητο στο σπίτι μας στην Κνωσσό. Και αν ενθυμούμαι καλά έτυχε να κάμει παρέα με τους Γερμανούς τακτικούς επισκέπτες σε αυτό από τη Βίλλα Αριάδνη. Ο Λιγνός και εγώ μείναμε στο Ηράκλειο. Σην επομένην πρωία ο Paddy ήλθε στο Ηράκλειο με μένα. Πήγαμε στο σπίτι του οδοντογιατρού ΢ταυριανίδη, γαμπρός των αδελφών Κουνδούρου από Νεάπολη. ΢το σπίτι αυτό ήλθε επίσης ο Λοχαγός Υράνκο Σαβάνα. Μίλησαν στην Γαλλική Γλώσσα. Η σύναξις υπήρξε πολύ εύκολος χωρίς τύπους και επισημότητες. Ο Σαβάνα ανέπτυξε στον Paddy τις προτάσεις του ΢τρατηγού Κάρτα. Ευρίσκοντο σε δυσκολία οι Ιταλοί Αξιωματικοί και στρατιώτες. Περίμεναν σκληρά μέτρα από τους Γερμανούς, εκτελέσεις και σκληρή δοκιμασία


αιχμαλωσίας. Ήσαν έτοιμοι να κάμουν προγεφύρωμα για τους Άγγλους στην Νότιο παραλία δια την αποβίβασή των. Είχαν λάβει πρόσκλησιν από τον ΢τρατηγό Μίλερ αυτός και οι επιτελείς του στο ΢τρατηγείον των Αρχανών για να συζητήσουν επί της δημιουργηθείσης καταστάσεως μετά την πτώσιν του Μουσολίνι. Απεφάσισαν να μην λάβουν μέρος στην πρόσκλησιν αυτήν, την οποίαν ενόμισαν πολύ ύποπτη. ΢τη συνάντησιν αυτήν συνεζητήθη να συναντηθούμε την επομένην 30ην Ιουλίου και αφού ο Paddy θα είχε πάρει την απάντησιν του ΢τρατηγείου επί των προτάσεων του Ιταλικού ΢τρατηγείου. ΢υνηντήθημεν πάλι στου ΢ταυριανίδη. Ο μεν Paddy είχε πάρει απάντηση να υποδείξομε στόχους βομβαρδισμών. Ο δε Σαβάνα είπε ότι ο ΢τρατηγός Κάρτα αποσύρει τις προτάσεις του. Οι Γερμανοί στο διάστημα των δύο τελευταίων ημερών εισήλθαν στο Νομό Λασηθίου με μεγάλες τεθωρακισμένες μονάδες και επλαισίωσαν τα στρατηγικά σημεία, ως εκ τούτου ήτο αδύνατον δια τα Ιταλικά στρατεύματα να προβάλουν αποτελεσματικήν αντίστασιν και να σχηματίσουν προγεφύρωμα εις την Νότιον παραλίαν δια την αποβίβασιν των Άγγλων. Έτσι εματαιώθη κάθε ενέργεια και από τις δυο πλευρές. Κατά το διάστημα των επαφών Paddy-Σαβάνα είχε έλθει εις το Γερμανικόν ΢τρατηγείον ο Γερμανός ΢τρατάρχης Υον-Βάικς. Ήτο πράγματι μια ευκαιρία δια την απελευθέρωσιν της Κρήτης. Πιστεύω όμως ότι οι Γερμανοί δια της αντιστάσεώς των θα εδημιούργουν μεγάλες κατάστροφές σ’αυτήν και ανυπολόγιστα θύματα. ΢ημειώνω ότι ευθύς με την πρώτην μου επαφήν με τον Σαβάνα, έθεσα υπ’όψιν του ΢υνταγματάρχου Ν. Πλεύρη, διοικητής του Νομού Λασηθίου υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως και του ΢υμμαχικού ΢τρατηγείου, τας διαπραγματεύσεις μας με τις Ιταλικές αρχές. Σον ηρώτησα εάν θα μπορούσε με την στρατιωτικήν Οργάνωσίν του να προβάλει αντίστασιν και να καταλάβει τα στενά Αγίου Γεωργίου ΢εληνάρη, μοναδικός δρόμος δια την είσοδον εις Νομόν Λασηθίου. Μου απήντησε ότι είχε οργανώσει πυρήνες, αλλά δεν είχαν όπλα, ούτε υπήρχε εκπαίδευσις των πυρήνων. Δεν μπορούσαμε, είπε, να χρησιμοποιήσομε την επέμβασιν της ανταρτικής ομάδος Ε. Μπαντουβά με 30-40 μέλη, και οπλισμού παλαιού και ανεπαρκή. Έγινε αποχαιρετισμός P.L.F. και Σαβάνα και συνεφωνήθη μια στενή συνεργασία του Ιταλικού ΢τρατηγείου με εμένα. Σην επομένη ο P.L.F. είχε συναντήσεις με συνεργάτας μου και με μέλη της πολιτικής επιτροπής συζητώντας για διάφορα θέματα. Σο άλλο βράδυ μείναμε στο σπίτι μου στην Κνωσσό με σκοπόν να αναχωρήσει δια το λημέρι του Μ. Μπαντουβά που ήτο στα Λασηθιώτικα βουνά πάνω από το χωριό Μάλες και εις θέσιν «Βρύση του Φαμέτη». Αναφέρω ένα περιστατικό σημασίας. Ζήτησα από τον φίλον και συνεργάτην Gehard Frey, οδηγό του Γερμανού ΢τρατηγού Μίλερ, να μας


μεταφέρει με το αυτοκίνητο του ΢τρατηγού μέχρι την επαρχίαν Βιάννου. Εδέχθη την πρότασίν μου αλλά μου είπε ότι ο ΢τρατηγός ήτο στις Αρχάνες και διασκέδαζε με ένα Γερμανικό θίασο. Ίσως είπε ο Γερμανός οδηγός να φύγουν από τις Αρχάνες θίασος και ΢τρατηγός για το Ηράκλειο όπου θα συνέχιζαν την διασκέδασιν. Ο οδηγός G. Fray πήγε προς την αμαξιτή οδό να παρακολουθήσει την επιστροφήν του ΢τρατηγού και θιάσου προς Ηράκλειον. Περίμενε πέραν της μίας ώρας. Σότε επέστρεψε στο σπίτι μου και μου είπε ότι ο ΢τρατηγός με τον θίασον δεν επέστρεψαν προς Ηράκλειον και έτσι δεν μπορούσε να μας μεταφέρει προς Βιάννον. Η δικαιολογία γι’αυτό ήτο ότι εφοβείτο μιαν συνάντηση του ΢τρατηγού στη διαδρομή από βίλλα Αριάδνη μέχρι διακλαδώσεως των Αρχανών. Η διαδρομή μας ήτο μέσω αυτού του δρόμου προς επαρχίαν Βιάννου. Ένα σημαντικό γεγονός που συνέβη στο σπίτι μας τότε που τόσο αναφέρεται σε ιστορικάς δήθεν εκδόσεις είναι το εξής. Σο δωμάτιο που μέναμε στο σπίτι της Κνωσού ήτο απομονωμένον από τα υπόλοιπα μερη του σπιτιού. Μια είσοδος με λίγα σκαλοπάτια και ένα παράθυρο στο βόρειο μέρος με θέα προς τη Βίλλα Αριάδνη 100 μ. περίπου. Ο Πάτρικ Λη Υέρμορ, μια στιγμή, κοιτάζοντας προς τη Βίλλα μου είπε : - Ξέρεις Μιχάλη, σκέπτομαι να κλέψουμε τον ΢τρατηγό από τη Βίλλα. Για μένα η πρότασις φάνηκε όχι σαν κάτι σπουδαίο ή σοβαρό. Σου απάντησα μόνον ότι η σκέψις του ήτο πολύ καλή. Σίποτα περισσότερον δεν είπαμε τις στιγμές αυτές γι’αυτήν την εργασία. Υύγαμε την επομένην με το αυτοκίνητο του Μιχ. Βέργη διά Βιάννον. ΢τη διαδρομή μου είπε ο Πάτρικ Λη Υέρμορ ότι είχε σκοπό να επανασυνδέσει τις σχέσεις της βρετανικής αποστολής με τον Μπαντουβά που είχαν διακοπεί από τότε με το επεισόδιο στον Χηλορείτη. Άφησα τον Πάτρικ Λη Υέρμορ και τον συνοδόν του Μανόλη Πατεράκη λίγο πριν από το χωριό Κάτω Βιάννο απ’όπου θα πήγαιναν προς το λημέρι του Μπαντουβά. Επέστρεψα με τον Μιχ. Βέργην εις Ηράκλειο. Είχα εγκαταλείψει για αρκετές μέρες την Οργάνωσι στο Ηράκλειο και με περίμενε πολλή και σκληρή δουλειά. Ο Μανόλης Κόπακας ήτο άριστος στη συγκέντρωση των πληροφοριών και στην ταξινόμισή των. Από επιθεώρηση που έκαμα σ’αυτές δεν βρήκα καμία παράληψη. Σον βοηθούσαν πολύ οι συνεργάται μας όπως ο Φριστόφορος Μαμάκος, Ηλίας Αθανασάκης, Κ. Μπρουλιδάκης, Ελευθέριος Μαλαγαρδής και άλλοι. Σο σπίτι του εξακολουθούσε να είναι το κέντρον των δραστηριοτήτων μας. Είχα επίσης συσκέψεις με την πολιτικήν επιτροπήν και έκαμα επίσης επίσκεψη στις Αρχάνες για να δω τον Μπετεινάκη. Είχα ένα μεγάλο πρόβλημα πριν να αναλάβω την διοίκηση της Οργανώσεως. Σο ΕΑΜ είχε αναπτύξει από την αρχή της Κρήτης θαυμάσιαν Οργάνωση τόσον στα χωριά όσον και στις πόλεις. Με τον χρησιμοποιούμενον τρό-


πον έκανε μύηση μελών και μπορώ να πω ότι η μύηση αυτή είχε φθάσει τουλάχιστον στο ήμισυ του πληθυσμού της Κρήτης. Εκαλλιεργούσε το μίσος κατά των Γερμανών και μετέδιδε τα πολεμικά νέα στα μέλη του. Αλλά κυρίως η μύησις απέβλεπε στην δημιουργία σπιτιών με κομμουνιστικό προσανατολισμό. Ο Πορφυρογένης, παλαιό και δραστήριο ηγετικό στέλεχος του κομμουνισμού, είχε ως έδρα του την Νεάπολη Μεραμβέλου και είχε αναπτύξει μυήσεις σε όλους τους κατοίκους των χωριών Μεραμβέλου. Επίσης εκεί είχε δημιουργηθεί επιτροπή με πρόεδρον τον Πρόεδρον Πρωτοδικών Φατζηανδρέου και μέλη της επιτροπής τους Κούνδουρο<.(γι’ αυτούς θα αναφέρω σε μεταγενέστερο κεφάλαιο του βιβλίου). Ένας σπουδαίος βοηθός προς προσηλυτισμό των μελών του ΕΑΜ ήταν η έκδοσις εντύπου εβδομαδιαίου με τον τίτλο «ΕΛΕΤΘΕΡΗ ΚΡΗΣΗ» με εκδότην τον δικηγόρον Φριστοφοράκη. ΢την έκδοση αυτή ανεφέροντο τα πολεμικά νέα του μετώπου των Ρώσων και επίσης ανεφέροντο άλλα πολεμικά νέα που αφορούσαν τους βομβαρδισμούς των Γερμανών εναντίον των Άγγλων και την πολεμικήν εξέλιξιν στην Βόρειο Αφρικήν. Αλλά το έντυπο κυρίως ενδιαφέρετο για κομουνιστική προπαγάνδα με κατάλληλα άρθρα και επίσης η πολιτική ειδησεογραφία κυρίως ανεφέρετο στο Γερμανορωσικό μέτωπο όπου εκθειάζοντο τα γεγονότα με έμφαση υπέρ των Ρώσων. Πολλές φορές το έντυπο αυτό «ΕΛΕΤΘΕΡΗ ΚΡΗΣΗ» εξαπέλυε πολεμικές κατά της ΕΟΚ και προσωπικάς επιθέσεις κατά εθνικοφρόνων αντιστασιακών. Η κατάστασις αυτή είχε αναστατώσει πολύ πληθυσμό στην Κρήτην. ΢υνεργάται μου είχαν ακούσει παράπονα και διαμαρτυρίες, τόσον στις πόλεις, όσον και στα χωριά. ΢ε σύσκεψη με τους συνεργάτας μου αποφασίσαμε προσωρινά να ενισχύσομε την πρωτοβουλία εθνικοφρόνων να ακούουν το B.B.C. και να μεταδίδουν προφορικά ή και με σχετικά σημειώματα τας ειδήσεις από τον Αγγλικό ΢ταθμό αυτόν. Προσπαθήσαμε στον Νομό Ηρακλείου και Λασιθίου να έλθομε σε επαφή με κατόχους των ραδιοφώνων αυτών και να προτρέψομε δια την εφαρμογήν των εντολών μας, δηλαδή μεγάλη ακροαματικότης, μετάδοσις των ειδήσεων προφορικώς και επίσης κατατοπίσεις επί των ειδήσεων με την αποστολήν σημειωμάτων. Μερικές φορές μου ζήτησαν οικονομική ενίσχυση των μεταφορέων. Δεν είχα αρκετά χρήματα γι’αυτόν τον σκοπόν αλλά δεν απέφυγα ποτέ να πληρώσω για τέτοιους σκοπούς. Αλλά τα προβλήματα παρά τις προσπάθειές μας αυτές παρέμεναν. Σα τοπικά προβλήματα στην περιοχή της Κρήτης που αφορούσαν την προπαγάνδαν των κομμουνιστών προς συλλογήν οπαδών και από επιθέσεις των εναντίον μας δια την εξυπηρέτηση των σκοπών των. Δια τους λόγους αυτούς ήτο ανάγκη η έκδοσις του δικού μας φύλλου δελτίου ή εφημερίδας ας πούμε. Απεφασίσθη και εισηγήθην στους Άγ-


γλους αξιωματικούς την έκδοσιν της εφημερίδας μας αφού βέβαια τους κατετόπισα για όλα τα προβλήματα που γεννά εναντίον μας η δραστηριότης των κομμουνιστών. Σην ιδέα μου την βρήκαν πράγματι πολύ καλή και συναίνεσαν στην απόφασή μου δια την έκδοσιν της εφημερίδας. Θα μου έστελναν το ταχύτερο δυνατόν το χαρτί και τα τελικά μέσα δια την έκδοσιν της εφημερίδος ήτοι γραφομηχανή, πολύγραφο και τα σχετικά βοηθητικά υλικά. Δυστυχώς καθυστέρησε πολύ η παραλαβή των υλικών αυτών και μόνον τον Οκτώβριον θα εκδοθεί η εφημερίδα «ΝΙΚΗ» και με υλικά που βρίσκαμε στην αγορά μας. Αλλά θα συνεχίσω στο θέμα αυτό σε μεταγενέστερη περιγραφή. Κατά το χρονικό διάστημα από 30 Ιουλίου 1943 μέχρι που διεκόπησαν οι συναντήσεις Υράνκο Σαβάνα και Πάτρικ Λη Υέρμορ στο Ηράκλειο και μέχρι 8 ΢επτεμβρίου του ίδιου έτους που συνθηκολόγησε η Ιταλία, επεσκέφθην τον Υράνκο Σαβάνα τρεις ή τέσσερις φορές στην Νεάπολη Μεραμβέλου. Άρεσε πολύ σ’αυτόν να διατηρεί την επαφήν με μένα. Η συνάντησίς μας γινότανε στο σπίτι του ή στο γραφείο του. Μου έλεγε κάθε τι που τον πληροφορούσε το Γερμανικό ΢τρατηγείο. ΢ύμφωνα με τα γερμανικά έγγραφα τα οποία φυλλομετρούσε από ειδικό φάκελο μου είπε για όλους τους Αγγλικούς ασυρμάτους που υπήρχαν στα Λευκά Όρη στον Χηλορείτη και στα βουνά του Λασιθίου. Σους είχαν εντοπίσει με ραδιογωνιόμετρο, ακόμη σχεδόν στις ακριβείς των τοποθεσίες ή στις μετακινήσεις των. Τπήρχε γι’αυτό συνεχής παρακολούθησις των Γερμανών. Επίσης του ζήτησα για τους πράκτορες των Γερμανών. Μου είπε διάφορα ονόματα αλλά φαίνεται ότι του είχαν αποκαλύψει όλους τους πράκτορές των. Εγνώριζε εκείνους που είχαν ελεύθερη άδεια και προστασία εισόδου στον Νομόν Λασηθίου. Σον ρώτησα για την εκτέλεση των 50 ομήρων στις 14 Ιουνίου 1942. Αν αποτέλεσαν την καλύτερη ποιότητα πατριωτών Κρητών ως αντίποινα για τα σαμποτάζ της 7ης στο αεροδρόμιο Καστελλίου και 13ης Ιουνίου στο αεροδρόμιο Ηρακλείου. Σο πρόσωπό του φάνηκε πολύ ανησυχητικό. Υαίνεται ότι δεν επιδοκίμαζε τέτοια αντίποινα. Άρχισε να μου λέγει ονόματα Κρητών Γερμανοφίλων που έδωσαν την συμβουλή των στην Γκεστάπο Ηρακλείου. Δεν μπορώ ούτε σήμερον που γράφω τις αναμνήσεις αυτές να τα αποκαλύψω. Σα παιδιά και οι στενοί συγγενείς των δεν έχουν καμία ευθύνην γι’αυτούς. Είναι λοιπόν προτιμότερο να μη τους αποκαλύψω. Σο σπουδαίο είναι ότι παρέμειναν χωρίς να αποκαλυφθούν ποτέ ούτε μετά τον πόλεμον. Μου είπε ο Λοχαγός Υ. Σαβάνα κατά τας συζητήσεις μας ότι ο Πορφυρογένης, ηγετικό στέλεχος των κομμουνιστών, εκρύπτετο στην Νεάπολιν. Είχε όλην την ευκολίαν να τον συλλάβει αλλά προτίμησε να ειδοποιηθεί δια τρίτου προσώπου και να εξαφανισθεί αμέσως. Κατέφυγε


στην περιοχήν Φανίων. ΢υζητήσαμε επίσης για τον Μανώλη Μπαντουβά. Η ανταρτική του ομάδα έμενε στα Λασιθιώτικα βουνά πάνω από το χωριό Μάλες. Εγνώριζε τα πάντα γι’αυτόν και συμπλήρωσε ότι στην ομάδα του Μπαντουβά είχε δικό του πράκτορα. Δεν μου αποκάλυψε το όνομά του όπως επίσης δεν μου αποκάλυψε ποτέ για δικούς του Κρητικούς πράκτορες. Δεν είχα καθόλου δυσκολίες στις επισκέψεις μου προς τον Υράνκο Σαβάνα, εκτός από μερικές ελάχιστες. ΢το σπίτι του είχε ένα Ιταλό στρατιώτη, τον Μαμόνε, που του είχε εμπιστοσύνη. Υάνηκε πολύ εξυπηρετικός σε μένα πολλές φορές. Ένα δεύτερον που είδα εδώ στο σπίτι του Υ. Σαβάνα ήτο ο Αναστάσιος Καζάκης ή ΢υμεωνίδης. Έλληνας από τον Πειραιά, αλλά ως εγκατεστημένος στα Δωδεκάνησα είχε προσληφθεί στην Τπηρεσία των Ιταλών. Δεν είχα καμιά γνωριμία μαζί του αλλά φαίνεται ο Σαβάνα του είχε εμπιστοσύνη. Αλλά όπως θα εξηγήσω παρακάτω μου δημιούργησε τον μεγαλύτερο κίνδυνο. ΢ε μια άλλη επίσκεψή μου στη Νεάπολη και ενώ ήμουν πάλι στο σπίτι του Σαβάνα ήλθε μέσα ο Βουκυκλάκης, πράκτορας του Σαβάνα αλλά όταν τον είδε μέσα στο σπίτι ο Σαβάνα έγινε έξω φρενών από τον θυμό του. Μου είπε έπειτα ο Σαβάνα ότι ήτο μεν στην Τπηρεσία του αλλά δεν του είχε καθόλου εμπιστοσύνη. Μετά τον πόλεμον κατεδικάσθη από Ελληνικά Δικαστήρια σε πολυετή φυλάκιση ως πράκτωρ των Ιταλών. Επίσης θυμάμαι ότι ευρισκόμουν στο γραφείο του Σαβάνα, το γραφείο ήτο δεξιά του κεντρικού δρόμου από την πλατεία της Νεαπόλεως προς Ηράκλειον και περίπου 100 μέτρα απ’αυτήν. Μια πέτρινη σκάλα εξωτερικά, χωρίς κάλυψη, ανέβαινε προς το γραφείο. Μες στο γραφείο ήμαστε ο Σαβάνα και εγώ. Ακούσαμε κτύπους στην πόρτα αλλά ο σκοπός δεν άνοιγε και έπειτα δυο συνεχείς δυνατούς κτύπους. Άνοιξαν την πόρτα. Μπήκε μέσα η Φριστοθέα Φαλαμπαλάκη. Με είδε με έκπληξη αλλά φαίνεται ότι του Σαβάνα δεν του άρεσε η επίσκεψη αυτή, παρόλο που η οικογένεια Φαλαμπαλάκη είχε φιλικές σχέσεις, τόσο με τον ΢τρατηγό Κάρτα, όσον και με τους αξιωματικούς επιτελείς του. Η οικογένεια αυτή προσέφερε πολύ σπουδαίες και μεγάλες υπηρεσίες εις την πατρίδα όπως εκθέτω παρακάτω. Σην 8ην ΢επτεμβρίου 1943, ευρισκόμουν πάλι στην Νεάπολη. Ήτο από τις συνηθισμένες μου επαφές με το Ιταλικό ΢τρατηγείο. Ήμουν στο σπίτι του Σαβάνα τις βραδινές ώρες της ημέρας αυτής. Άκουσα μεγάλο θόρυβο στην πλατεία της Νεαπόλεως και φωνές από το πλήθος των Ιταλών στρατιωτών που ευρίσκοντο εκεί. Μου έκαμε πολύ αίσθηση η φασαρία αυτή. Δεν ήξερα ακριβώς τι ήτο. Ρώτησα τον Μαμόνε, υπηρέτη του Σαβάνα, τι συμβαίνει. Μου απάντησε Ιταλικά, αλλά δεν κατάλαβα τίποτε από την απάντησίν του. Μου είχε ετοιμάσει το βραδινό φαγητό. Έφαγα και σε λίγο πήγα στο δωμάτιό μου για ύπνο.


Τπήρχαν ακόμη οι φωνές στην πλατεία. Κατά τις δέκα περίπου ενώ ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι ήλθε ο Σαβάνα. Μου είπε ανήσυχος ότι δεν πρέπει να φύγω την επομένη. Με είχε απόλυτον ανάγκην. Σον ρώτησα τι συμβαίνει. Εκείνος μου είπε ότι αφού γνωρίζεις τι συμβαίνει γιατί με ρωτάς. Επίστευε ότι εγνώριζα ότι θα, (δυσανάγνωστη λέξη<), ο Μουσολίνι και το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας, και ο ΢τρατάρχης Μπαντόλιο είχε αναλάβει την Κυβέρνησιν της Ιταλίας. Ενώ η παρουσία μου εκεί ήταν μία σύμπτωσις με τα μεγάλα αυτά γεγονότα. Μιλήσαμε αρκετή ώρα για λύσεις για όλα αυτά. Σου είπα ότι ο Πάτρικ Λη Υέρμορ θα μπορούσε να δώσει λύσεις, αφού θα έχει την άμεσον επαφήν με το ΢υμμαχικό ΢τρατηγείον της Μέσης Ανατολής. ΢υμφωνήσαμε να φύγω την επομένη το πρωί προς συνάντησιν του Πάτρικ Λη Υέρμορ. Σου είπα ότι βρίσκεται κοντά, στου ΢ηφογιάννη την μάντρα. Σο άλλο πρωί ο Υράνκο Σαβάνα είχε ετοιμάσει ένα ημιφορτηγό αυτοκίνητο και μαζί με ένα Ιταλό αξιωματικό, ένα Έλληνα ονόματι Παναγιώτη από τα Δωδεκάνησα, βέβαια ως Ιταλός στρατιώτης, και του Ιταλού οδηγού έφυγα για το οροπέδιο Λασιθίου. Υθάσαμε στο χωριό «Άγιος Γεώργιος» του οροπεδίου. Ζήτησα και συνάντησα εκεί τον Σηλέμαχο Πλεύρη γενικό πράκτορά μου στο οροπέδιο του Λασιθίου. Σου ζήτησα οδηγόν δια του ΢ηφογιάννη την μάνδρα. Δεν εγνώριζα την διαδρομήν από το Οροπέδιο, συνήθως ανέβαινα στου ΢ηφογιάννη την μάνδρα από το χωριό Κασταμονίτσα. Μου έφερε οδηγόν αλλά μόλις μπήκε στο αυτοκίνητο των Ιταλών άρχισε γι’αυτόν μία φοβερή ψυχική κατάστασις. Ενόμιζε ότι τον πηγαίναμε για εκτέλεση. Προσπάθησα να τον ησυχάσω. Μου είπε ότι δεν γνωρίζει τον δρόμον και θα μου εύρισκεν οδηγόν από το χωριό Χυχρό. Δυστυχώς τον άφησα εκεί, έξω από το χωριό Χυχρό. Υοβήθηκα ότι μπορούσε να μας προξενήσει μεγάλο κακό. Είπα στους Ιταλούς να απομακρυνθούν από το χωριό και μπήκα προς τους δρόμους του Χυχρού. ΢υνήντησα δύο αγροφυλάκους. Σους παρακάλεσα να μου δείξουν την διαδρομή προς του ΢ηφογιάννη τη μάνδρα. Εδέχθησαν να με εξυπηρετήσουν με ευχαρίστηση. Αλλά μόλις είδαν τους Ιταλούς και το αμάξι των τους έπιασε μεγάλη φοβία. Αφού παρέλαβα τον Παναγιώτη, φορτωμένον με το σακίδιο των χειροβομβίδων και το σερβικό πολυβόλον, αρχίσαμεν να ανεβαίνομε προς το μονοπάτι αλλά σε μια στιγμή ο ένας αγροφύλακας μας διέφυγε προς ένα διπλανό μικρό χωριό. Προχωρούσαμε και ο οδηγός μας αγροφύλακας με παρακάλεσε να μην τον εκτελέσω. Είχε οικογένεια με μικρά παιδιά και θα με βοηθούσε εις ότι ήθελα. Κατάλαβα την αγωνίαν του, αλλά τι μπορούσα να κάμω. Μετά από δύο ωρών πορεία φθάσαμε στου ΢ηφογιάννη την μάντρα. Αλλά σε λίγη ώρα έφθασε μία ομάδα πολιτών από το χωριό Χυχρό με επικεφαλής τον διαφυγόντα αγροφύλακα. Ρώτησαν εάν ένας Ιταλός και ένας Γερμανός (εγώ) είχαν


φθάσει εκεί. Ο Λη Υέρμορ έμεινε έκπληκτος και του είπα την ιστορία της διαδρομής. Εκάλεσε τους πολίτες με τον αγροφύλακα, τους προσέφερε τσιγάρα και τους είπε να φύγουν και προπαντός να κλείσουν το στόμα των με την ιστορίαν αυτήν. Είπα στον Λη Υέρμορ για τα γεγονότα της Ιταλίας και την επιθυμίαν του ΢τρατηγού Κάρτα και Σαβάνα να τους δούμε στην Νεάπολιν. Σην επομένη το πρωί ο Paddy μου είπε ότι θα καθυστερήσει λίγο για την αναχώρησίν μας, διότι ήθελε να γίνουν συνεννοήσεις με το ΢τρατηγείον για την Ιταλικήν κατάστασιν. Σου είπα ότι το αυτοκίνητο περιμένει στο Οροπέδιο. Έφυγα και έφθασα στο Οροπέδιο περίπου σε μία και μισή ώρα. Εκεί περίμενε το αυτοκίνητο, αλλά με ευχαρίστησε το οροπέδιο. ΢ε ένα μικρό λόφο δενδροφυτευμένο υπήρχε ένα εκκλησάκι και από εκεί έβλεπα το μονοπάτι απ’όπου θα ερχόταν ο Raddy. Καθυστέρησε αρκετά. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο με τον Ιταλό Αξιωματικό και τραβήξαμε προς την Νεάπολη. ΢το χωριό «Ποτάμους» συναντήσαμε τον Σαβάνα με το πολυτελές αυτοκίνητο του ΢τρατηγού Κάρτα. Μας είπε ότι ανησυχούσε για την καθυστέρησή μας και αναγκάστηκε να έλθει προς το Οροπέδιο. Μπήκαμε ο Paddy και εγώ στο αυτοκίνητο του ΢τρατηγού και φθάσαμε στην Νεάπολη. ΢υναντήσαμε τον ΢τρατηγό Κάρτα στο γραφείο του, στη Λέσχη Νεαπόλεως. Η συνομιλία άρχισε στην Γαλλικήν παρουσία του Σαβάνα. Περιεστράφηκε σε πολλά θέματα. Οι Γερμανοί είχαν πλαισιώσει πολύ τον Νομόν Λασηθίου. Ιταλική αντίστασις δεν μπορούσε να γίνει. Δεν έλαβα μέρος εις άλλας συναντήσεις Κάρτα και Paddy. Έμεινα στο σπίτι του Σαβάνα. Σην μεθεπομένη μέρα ο Υ. Σαβάνα έφερε στο σπίτι του δύο μεγάλους σάκους γεμάτους με έγγραφα. Σους βάλαμε στην πίσω από το σπίτι μεγάλην αυλήν, που είχε διάφορα φρουτοφόρα δένδρα (ρογδιές, ροδακινιές, λεμονιές, πορτοκαλιές). Αρχίσαμε να βάζομε φωτιά στα έγγραφα. Σον ρώτησα κατά πόσον θα με βοηθούσε δίδοντάς μου ονόματα Ελλήνων συνεργατών του στο Νομό Λασιθίου. Αρνήθηκε βέβαια αλλά δεν επέμεινα διότι το θεωρούσα απρεπή ερώτηση. Ένα βράδυ μου είπε εάν είχα τρόπο να φορτώσομε δύο φορτηγά αυτοκίνητα με αποθέματα της αποθήκης του επιτελείου (αξιωματικών) της Ιταλικής Μεραρχίας. Ήσαν πολύτιμα όλα αυτά, τρόφιμα, ιματισμός όπλα κλπ. ΢κέφθηκα μήπως ο ΢αρής από την Νεάπολη, σύνδεσμός μας και ιδιοκτήτης φορτηγού θα μπορούσε να μας βοηθήσει. Δυστυχώς αρνήθηκε και έτσι δεν μπόρεσα να εκμεταλλευθώ την ευκαιρία αυτή. Εκ των διαπραγματεύσεων των ημερών εκείνων μετά του ΢τρατηγού Κάρτα και Λη Υέρμορ διεπιστώθη ότι το ΢υμμαχικό ΢τρατηγείο δεν μπορούσε να αποφασίσει δι’ αποβάσεις εις Κρήτην. Ήδη είχαν αρχίσει αι αποβάσεις των ΢υμμάχων στην ΢ικελίαν και ως εκ τούτου δυνάμεις αποβάσεως δια Κρήτην δεν υπήρχαν διαθέσιμες.


Ο Λη Υέρμορ κατέφυγε εις την εξοχικήν οικίαν του ΢τέλιου Κούνδουρου εις χωρίον «Έξω Ποτάμους». Επεσκέφθηκα τον Λη Υέρμορ στο χωριό «Έξω Ποτάμοι» δύο ή τρεις φορές στο εξοχικό σπίτι του ΢τέλιου Κούνδουρου. Είχε αποφασισθεί η φυγάδευσις του ΢τρατηγού Κάρτα μετά δύο επιτελών Αξιωματικών, οι οποίοι θα είχαν μαζί τους τα σχέδια οχυρώσεων της Κρήτης και το Γερμανικό σχέδιο επιχειρήσεων στην Κρήτη. ΢τις 15 ΢επτεμβρίου πήγα πίσω εις Νεάπολιν και την επομένη 16 ΢επτεμβρίου ο Σαβάνα με παρουσίασε σε δύο Ιταλούς ΢υνταγματάρχας οι οποίοι θα είχαν συνεργασία μαζί μου. Δυστυχώς δεν τους είδα ποτέ από την στιγμήν εκείνην. Ο Σαβάνα μου έδωσε ένα στρατιωτικό αμάξι μετά οδηγού Ιταλού. Υύγαμε για το Ηράκλειο. Πριν φθάσομε στον Άγιον Γεώργιον στο ΢εληνάρι ο οδηγός με ρώτησε εάν είχα μαζί μου πιστόλι διότι το φυλάκιο των Γερμανών στον Άγιο Γεώργιο ίσως θα με ερευνούσαν. Σου έδωσα το πιστόλι για ασφάλεια δική μου, και μόλις περάσαμε την Γερμανική Υρουρά στο ΢εληνάρι, βέβαια δεν μας σταμάτησαν, μου έδωσε πίσω το περίστροφο. Ίσως είχαμε προχωρήσει περί το ένα χιλιόμετρο και συναντήσαμε τον ΢τρατηγό Μίλερ να πηγαίνει προς Νεάπολιν. Ανησύχησα πολύ γι’αυτό και σκέφτηκα ότι θα προλάμβανε τον Κάρτα στην Νεάπολιν. Καθυστέρησε όμως να φθάσει στην Νεάπολιν. Επεσκέφθηκε τις Γερμανικές φρουρές στα χωριά προ της Νεαπόλεως και έφθασε στην Νεάπολη μετά από δύο ώρες. Ο ΢τρατηγός Κάρτα είχε φύγει δια το οροπέδιο του Λασηθίου. Βέβαια είχε κάμει πολλές προσπάθειες ο Μίλερ να συναντήσει τον Κάρτα. Ο Κάρτα με τον Λη Υέρμορ πήγαν στο Οροπέδιο και έφθασαν στο χωριό «Άγιος Γεώργιος» με τους συνοδούς των που ήσαν στο μοναστήρι Κρεμαστά. Σράβηξαν από το χωριό «Άγιος Γεώργιος» προς τα βουνά και σε μια μάντρα πέρασαν τη νύκτα 16 προς 17 ΢επτεμβρίου. Ήμουν πολύ κουρασμένος στην επιστροφή μου στο Ηράκλειο και προτίμησα όπως την επομένην 17 ΢επτεμβρίου να πηγαίνω στο πατρικό μου στην Κνωσσόν. Είναι εορταστική ημέρα για τους ανθρώπους της Κνωσσού η 17η ΢επτεμβρίου, ημέρα της Αγίας ΢οφίας. Εορτάζει η εκκλησία της Κνωσσού. Κατά την θείαν λειτουργίαν ήμουν στον περίβολο της εκκλησίας. Γερμανικό αεροπλάνον έριχνε προκηρύξεις και καλούσε τον πληθυσμόν να συλλάβουν τον ΢τρατηγόν Κάρτα ή να υποδείξουν το κρησφύγετό του με αμοιβή 30 εκατομμυρίων δραχμών. Με πολύ σκεπτικισμό πέρασαν απ’το μυαλό μου αυτές οι 10 προηγούμενες μέρες. Έβλεπα στα πρόσωπα των εκκλησιασμένων την αγωνία των και συζητούσαν για τον Κάρτα, αλλά δεν ήξεραν τίποτα ακόμη και για το όνομα του Ιταλού ΢τρατηγού. Έκανα όπως λέμε στην Κρήτην «το μισό κακομοίρη». Με ρώτησαν τι θα πει Κάρτα, τους απάντησα ότι δεν ξέρω τίποτα. Εφημερίδες δεν υπήρχαν.


Ο ΢τρατηγός Κάρτα με τους δύο Ιταλούς επιτελείς του αξιωματικούς, με τον Λη Υέρμορ και Γ. Συράκη, Μανώλη Πατεράκη, Γρηγόρη Φναράκη και άλλους διέσχισαν την Άνω Βιάννο και έφυγαν την 23 ΢επτεμβρίου 1943 προς Μέση Ανατολή. Ο Υράνκο Σαβάνα παρέμεινε στην Κρήτην. Όπως μου έλεγε ήθελε να πολεμήσει εναντίον των Γερμανών. Επήγε προς το λημέρι του Sandy Rendel στο Καθαρό, οροπέδιο στο ανατολικό μέρος του οροπεδίου του Λασιθίου. Ο Λοχαγός Sandy Rendel είχε έλθει στις 23 ΢επτεμβρίου με το ίδιο μέσον που έφυγαν Λη Υέρμορ, ΢τρατηγός Κάρτα και οι Ιταλοί Αξιωματικοί. Είδα τον Λοχαγόν Sandy Rendel στη μάντρα Θραψανιώτη, υπολογίζω περίπου 25 ΢επτεμβρίου. Επρόκειτο να αναλάβει το τμήμα στρατιωτικών πληροφοριών της περιοχής Λασιθίου. Υαίνεται ότι είχε λάβει πληροφορίες για μένα από τον Σαγματάρχην τότε Tom Dunbabin. Ευχαριστήθηκε πολύ όταν του είπα το όνομά μου. Είχαμε μεγάλη και μακρά συνεργασία μαζί του σ’εκείνη την συνάντηση. Σου έδωσα τα ονόματα των πρακτόρων μου στον Νομό Λασηθίου. Σον Κωνσταντίνο Λουμπούνη δια την περιοχήν Νεαπόλεως και της Επαρχίας Μεραμβέλλου. Σον ιατρόν Γ. Φατζηκώσταν δια Επαρχίαν ΢ητείας, την Επαρχίαν Ιεραπέτρας με τον Γ. Φανιωτάκην, το οροπέδιον Λασιθίου τον δικηγόρον Σ. Πλεύρην, διαμένοντα στον Άγιον Γεώργιον του Οροπεδίου, δια τον Άγιον Νικόλαον και τα χωριά γύρω επί αυτού στον Λοχαγόν Κλόντζα. Επίσης ταυτοποίησα γι’αυτόν συνδέσμους, προμήθεια τροφίμων. Επίσης τον κατετόπισα για τα Γερμανικά στρατεύματα και τις μονάδες των εν τη περιοχή. Ούτος παρέμεινε εν τη περιοχή Λασιθίου μέχρι τον Ιανουάριον του 1944. Ερρίφθη δι αλεξιπτώτου στην περιοχήν Καθαρού ο Πάτρικ Λη Υέρμορ με αποστολήν την σύλληψιν του Γερμανού ΢τρατηγού Κράιπε. Πολλές φορές πήγα προς τον Λοχαγόν S. Rendel. Μία σπουδαία περίπτωσις ήτο όταν επρόκειτο οι Γερμανοί να κάμουν επίθεση εναντίον των Δωδεκανήσων. Οι Ιταλοί είχαν καταρρεύσει. Είχαν αντικατασταθεί νομίζω στο Καστελλόριζο με Αγγλικό τμήμα. Ο φίλος και συνεργάτης Gehard Fray, οδηγός του ΢τρατηγού Μύλλερ με ειδοποίησε για την επικειμένην επίθεσιν των Γερμανών. Έφυγα από το Ηράκλειον με φορτηγό αμάξι. ΢ταματήσαμε στο ανατολικό τμήμα του αεροδρομίου Ηρακλείου διότι την στιγμήν αυτήν εβομβαρδίζετο από της ΢υμμαχικής Αεροπορίας. Βρήκαμε το αυτοκίνητο μετά το τέλος του βομβαρδισμού στο Κακό Όρος και από εκεί βγήκα στο Αβδού. Από το χωριό αυτό αναρριχήθηκα προς το οροπέδιο του Λασιθίου και συνέχισα μέχρι το Καθαρό, όπου συνήντησα τον S. Rendel με τον ασύρματό του. Μετέδωσε την πληροφορία προς το ΢τρατηγείο. Ήταν μία επίπονος διαδρομή αλλά άξιζε πολύ. ΢τον S. Rendel κατέφυγε, μετά την αναχώρηση του ΢τρατηγού Κάρτα, ο Υ. Σαβάνα. Όπως μου έλεγε ήθελε να πολεμήσει τους Γερ-


μανούς. Δεν θυμούμαι ακριβώς για την επίσκεψιν μου εκεί. Νομίζω ότι ήταν περίπου 15 Οκτωβρίου όταν πήγα στο Καθαρό. Ήτο εκεί ο Υράνκο Σαβάνα. Ήτο εις αθλίαν κατάστασιν. Όλο το σώμα του ήτο με πληγές και ήτο πολύ απογοητευμένος. Μου είπε ότι δεν μπορεί να μείνει εκεί. Ότι δεν συμφωνούσε καθόλου με τις δραστηριότητες του S. Rendel. Ήθελε να φροντίσει για την υγείαν του. Αποφασίσαμε να πάμε προς το οροπέδιο Λασηθίου στο χωριό «Χυχρό» όπου έμενε η οικογένεια Φαλαμπαλάκη. Εκεί θα βρίσκαμε φάρμακα και ότι άλλο είχε ανάγκην δια θεραπεία. Ξεκινήσαμε τις απογευματινές ώρες και φθάσαμε έπειτα από δύο ώρες πορεία στον «Άγιον Γεώργιον» του Οροπεδίου. Εκεί έμενε μια μεγάλη μονάδα Γερμανών δια το Οροπέδιο. Ήτο αν θυμούμαι καλά ΢άββατο. Οι Γερμανοί ήταν όλοι παρατεταγμένοι δεξιά και αριστερά του δρόμου. Σους έκαναν επιθεώρηση ελέγχου οι Γερμανοί Αξιωματικοί. Περάσαμε μέσα από τους στόχους Γερμανών, περίπου 100 μέτρα. Ο Σαβάνα στο κεφάλι του είχε μια τραγιάσκα, αλλά όπως τον είδα εκείνη την στιγμή το πρόσωπό του είχε ασπρίσει και όταν περάσαμε τους Γερμανούς τον ρώτησα τι είχε. Μου είπε ότι φοβήθηκε μήπως κάποιος Γερμανός αξιωματικός θα τον αναγνώριζε. Είχε πολλούς γνωστούς Γερμανούς αξιωματικούς στην Νεάπολη και στο Ηράκλειο συναντήσει. Υθάσαμε καλά στο χωριό «Χυχρό». Πήγαμε στην οικογένεια Φαλαμπαλάκη. Μας δέχθηκαν με έκπληξη και μεγάλη χαρά. Μας περιποιήθηκαν με ωραίο βραδινό φαγητό. Μείναμε εκεί την νύκτα. Σην επομένη φροντίσαμε για εξεύρεση φαρμάκων και προπαντός αλοιφές δέρματος. Σο βράδυ φύγαμε πίσω για το Καθαρό όπου έμεινε ο Υ. Σαβάνα. Δεν τον είδα καθόλου μετά. Έφυγε δια Μέση Ανατολή με τον Μανώλη Μπαντουβά<».8

Σαχατάκη Ειρήνη-Καλογεράκης Γεώργιος, Νύχτα Πήχτρα- Aπομνημονεύματα Μιχάλη Ακουμιανάκη, Ηράκλειο 2010, σελ. 77-89. ΢την αντιγραφή των απομνημονευμάτων του Μιχάλη Ακουμιανάκη διατηρήσαμε την ορθογραφία και τη σύνταξη του πρωτοτύπου εγγράφου.. 8


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΥΙΑ Δ.Ι.΢., Αγώνες και Νεκροί 1940-1945, Αθήνα 1990. Η Εθνική Οργάνωσις Κρήτης (ΕΟΚ), τμήμα Ηρακλείου κατά την Γερμανικήν Κατοχήν», υπό Ε.Λ.Πετράκη, διευθυντού Λυκείου Ο ΚΟΡΑΗ΢, Ηράκλειο 1953. Κάββος Γεώργιος, Γερμανο-Ιταλική κατοχή και Αντίσταση Κρήτης 19411945, Ηράκλειο 1991. Καλογεράκης, Γεώργιος, Γιάννης Δραμουντάνης ΢τεφανογιάννης, Αρχηγός Ανωγείων και Άνω Μυλοποτάμου, 1941-13 Υεβρουαρίου 1944, Ηράκλειο 2008. Καλογεράκης Γεώργιος, Δώδεκα παρά τέταρτο, Γερμανική Κατοχή και Αντίσταση στα χωριά του Δήμου Καστελλίου, τόμος Α΄, Ηράκλειο 2007. Καλογεράκης Γεώργιος, Η Λευτεριά είναι αμίλητη, Γερμανική Κατοχή και Αντίσταση στα χωριά του Δήμου Καστελλίου, τόμος Γ΄, Ηράκλειο 2013. Κοκονάς 1991.

Νίκος, Βρετανοί κατάσκοποι στην Κρήτη 1941-45, Αθήνα

Μπήβορ Άντονυ, Κρήτη-η μάχη και η Αντίσταση, Γκοβόστης 2004. Πολιουδάκης Μάρκος, Η Εθνική Αντίσταση κατά τη Γερμανοϊταλική Κατοχή στην Κρήτη, 1 Ιουνίου 1941 ως 30 Ιουνίου 1945, Ρέθυμνο 2002. ΢αριδάκης Θεοχάρης, Αντίλαλοι της Κρητικής Ελευθερίας, ΢μυρνιωτάκης, Αθήνα 1988. Σαχατάκη Ειρήνη-Καλογεράκης Γεώργιος, Νύχτα Πήχτρα- απομνημονεύματα Μιχάλη Ακουμιανάκη, Ηράκλειο 2010. Σζακ ΢μιθ Φιουζ, Απόρρητη Έκθεση της δράσεως της S.O.E. στην Κρήτη 1941-1945, μετάφραση Ελευθέριος Παπαγιαννάκης, Ελεύθερη ΢κέψις, Αθήνα 1991.


Ο Γιάννης Μαυραντωνάκης μαθητής Γυμνασίου Καστελλίου το 1940. Υορώντας το ίδιο μαθητικό πηλίκιο και προσκοπικά ρούχα παρουσιάστηκε στο Λοχαγό Καλλίνο και πήρε μέρος στη Μάχη της Κρήτης στην περιοχή Κοψά των Γουβών.


Η μάντρα του ΢ηφογιάννη στη θέση «Καλόγερος» στα ορεινά της Κασταμονίτσας. Κατά διαστήματα, τόπος απόκρυψης του συμμαχικού ασυρμάτου και των Άγγλων αξιωματικών συνδέσμων Πάτρικ Λη Υέρμορ (Μιχάλη), Σομ Σαμπάμπιν (Ιωάννη), και Άλεξ Ρέντελ (Αλέξη).


Άγιος Νικόλαος Κρήτης. Ο ΢τρατηγός Σζελότο κατά την επίσκεψίν του εις Κρήτην επιθεωρεί Ιταλικά τμήματα. Πίσω του ο ΢τρατηγός Κάρτα. (αρχείο και σχόλια Β.Δ.Β.Η.)


Ο ΢τρατηγός Κάρτα (ο δια σταυρού σημειούμενος) παρακολουθεί ασκήσεις πυροβολικού των Ιταλών εις Φουμεριάκο Λασιθίου Κρήτης. (αρχείο και σχόλια Β.Δ.Β.Η.)


Εις τον κόλπον του Μεραμβέλλου (αρχείο και σχόλια Β.Δ.Β.Η.)


Βοηθητικόν αεροδρόμιον Λιμνών Μεραμβέλλου. Ο Γερμανός διοικητής της Λουφτβάφφε Κρήτης ΢τρατηγός Υον Βαλντάου χαιρετά παρατεταγμένα Ιταλικά τμήματα μετά την παρασημοφορία του ΢τρατηγού Κάρτα. Αριστερά του Υον Βαλντάου ο Διοικητής των εν Κρήτη Ιταλικών δυνάμεων αν/γος Άντζελο Κάρτα. ΢ημείωση : Ο Υον Βαλντάου εφονεύθη αργότερα εις αεροπορικόν δυστύχημα πλησίον της Θεσσαλονίκης (αρχείο και σχόλια Β.Δ.Β.Η.)


Η Φριστοθέα Φαλαμπαλάκη. Θερμή πατριώτισσα, με σπουδαίο ρόλο στην παράδοση των Ιταλών του νομού Λασιθίου. (Αρχείο Γεωργίου Καλογεράκη)


Μια σειρά από αμερικάνικα ιατρικά οχήματα προς τη Ρώμη. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας τραυματίστηκαν χιλιάδες στρατιώτες. (από την απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη ΢ικελία. Daily Mail Reporter).


20 Απριλίου 1944, Νεάπολη Λασιθίου. Οι Γερμανοί γιορτάζουν την 55η επέτειο γενεθλίων του Φίτλερ με παρέλαση στους κεντρικούς δρόμους της Νεάπολης. (Η φωτογραφία ανακτήθηκε από τον ιστότοπο www.cretalive.gr).


Ἀρχιμανδρίτης Δαμιανός Μπελέρης, Προηγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Κρουσταλλένιας Ὀροπεδίου Λασιθίου

Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου Κύριε πάντα ἐν σοφία ἐποίησας. ( Ψάλμ. 103,24).

Ὁ Προοιμιακὸς Ψαλμὸς τοῦ Ἑσπερινοῦ.

Ὁ ποιητὴς ἐδῶ ὑμνεῖ τὸ Θεὸ τῆς δημιουργίας ὅπου τὸ μεγαλεῖο, ἡ παντοδυναμία καὶ ἀγαθότητά του ἀποδεικνύονται, διὰ τῶν δημιουργημάτων του. Πρόκειται περὶ μίας ὑπέροχης ποιητικῆς καὶ λυρικῆς ἔκθεσης παρμένης ἀπὸ τὸ Ἃ’ Κεφάλαιο τῆς Γένεσης. Μᾶς εἶναι γνωστὸς ὡς Προοιμιακὸς Ψαλμὸς γιατί τὸν διαβάζουμε στὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ. Εἶναι δυνατὸν αὐτὸς ὁ ψαλμὸς νὰ διαιρεθεῖ σὲ 5 μέρη. Στὸ Ἃ’ Μέρος (στίχ. 1-4), ὅπου ἐδῶ κάνει λόγο γιὰ τὰ ἔργα τῆς πρώτης καὶ δεύτερης ἡμέρας τῆς δημιουργίας, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ φωτὸς καὶ τοῦ οὐράνιου στερεώματος. Στὸ Β’ Μέρος (στίχ. 5-18), ἐξυμνεῖται τὸ ἔργο τῆς τρίτης ἡμέρας, τὸ ὁποῖο ὁ ποιητὴς διαπραγματεύεται ἐκτενέστερα καὶ μὲ τρόπο ἔξοχα ποιητικὸ ὁμιλώντας διὰ τὸν χωρισμὸ τῶν ὑδάτων ἀπὸ τῆς ξηρᾶς, περιγράφων τὰς πηγᾶς τοὺς διὰ μέσου τῶν κοιλάδων, τοὺς ρέοντας ποταμούς, εἰς τὰ ὕδατα τῶν ὁποίων κατασβήνουν τὴν δίψαν τῶν τὰ ζῶα καὶ τὰ πτηνά, ποτίζεται δὲ καὶ ἡ γῆ διὰ νὰ ἀναφύη ἐξ αὐτῆς χόρτος πρὸς χορτασμὸν τῶν κτηνῶν καὶ καρποφόρος βλάστησις πρὸς διατροφὴν τοῦ ἀνθρώπου, ἀναπτυχθοῦν δὲ καὶ τὰ ἐπὶ τῶν ὑψηλῶν ὀρέων δένδρα καὶ τεράστιοι κέδροι. (π. Κωνσταντῖνος Καλλίνικος). Στὸ Γ’ μέρος (στίχ. 19-23), γίνεται λόγος γιὰ τὸ ἔργο τῆς τέταρτης ἡμέρας, δήλ. γιὰ τὴ δημιουργία τῆς Σελήνης καὶ Ἥλιου. Στὸ Δ’ μέρος, (στίχ. 24-30), ἐπανέρχεται πάλι στὴ θάλασσα γιὰ νὰ πεῖ μερικὰ πράγματα γιὰ τὰ ἔργα τῆς Πέμπτης καὶ Ἕκτης ἡμέρας, θαυμάζοντας τὸν κόσμο τῶν ὑδρόβιων ζώων, τῶν μικρῶν καὶ τῶν μεγάλων, ἀλλὰ καὶ στὰ ἐπινοηθέντα ἀπὸ τὴ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, πλοῖα ποὺ τὴν διασχίζουν καθὼς καὶ τὰ κήτη ποὺ τὴν ἐμπαίζουν, δήλ. τὴν ταράζουν. Καὶ στὸ Ἐ’ μέρος, (στίχ. 31-35), ἀναπέμπεται δόξα πρὸς τὸν Αἰώνιο Δημιουργὸ Θεό.


Α’ Μέρος Τὰ ἔργα τῆς 1ης καὶ 2ης Ἡμέρας, (στίχ. 1-4). «Εὐλόγει ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον, Κύριε ὁ Θεός μου ἐμεγαλύνθης σφόδρα. Ἐξομολόγησιν καὶ μεγαλοπρέπειαν ἐνεδύσω». (Ψάλμ. 103,1). Εὐλόγει ἡ ψυχή μου καὶ ἐδοξολόγει τὸν Κύριο. Κύριε καὶ Θεέ μου τὸ μεγαλεῖο σου εἶναι ἄφθαστο. Παρουσιάζεσαι περιβαλλόμενος ἀπὸ δόξα καὶ μεγαλοπρέπεια. Ὄχι μόνο ὁ Θεὸς εὐλογεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ καὶ ὁ ἄνθρωπος τὸ Θεό. Πάντως ὅπως εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἂν τὲ γὰρ ὁ Θεὸς εὐλογὴ τὸν ἄνθρωπον, ἂν τὲ ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεόν, ἑκατέρωθεν τὸ κέρδος εἰς τὸν ἄνθρωπον διαβαίνει». Καὶ προσθέτει: « Μέγας ὁ Θεὸς ὅτι ἄφραστος, ἀπερινόητος, ἀκατάλυπτος, ἀόρατος, ὅπερ ἐστὶ φύσεως ἴδιον. Μέγας ὁ Θεός, ὅτι χρηστός, ἐλεήμων, φιλάνθρωπος, ἐπιεικής, μακρόθυμος, ἀναμάρτητος, ὅπερ ἐστὶ κατ’ ἀρετήν. Μέγας ὁ Θεός, ὅτι τοσαύτα εἰργάσατο, ὅπερ ἐστὶν ἀπὸ τῆς δημιουργίας». «Ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον. Ἐκτείνων τὸν οὐρανὸν ὡσεὶ δέρριν». (Ψάλμ. 103,2). Ἔχεις ὡς ἔνδυμα τὸ λαμπρὸ φῶς καὶ ἁπλώνεις ἀπὸ τὴ μία ἄκρη τοῦ ὁρίζοντα ἕως τὴν ἄλλη τὸν οὐρανὸ σὰν δερμάτινη σκηνή. «Ὁ στεγάζων ἐν ὕδασιν τὰ ὑπερώα αὐτοῦ». Δηλαδὴ Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὰ ὕδατα τῶν νεφῶν στεγάζει τὰ ἀνώτερα μέρη τοῦ οὐρανοῦ. «Ὁ τιθεῖς νέφη τὴν ἐπίβασιν αὐτοῦ, ὁ περιπατῶν ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων». Δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ ἐπιβαίνει ἐπὶ τῶν νεφῶν καὶ περιπατεῖ φερόμενος ἐπάνω στὶς πτέρυγες τῶν ἀνέμων. Ψάλμ. 103,2. «Ὁ ποιῶν τοὺς Ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα». Δήλ. αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τοὺς Ἀγγέλους γρήγορους σὰν τοὺς ἀνέμους. «…καὶ τοὺς λειτουργοὺς αὐτοῦ πυρὸς φλόγα». Δηλαδὴ καὶ τοὺς λειτουργούς του τοὺς ἔκαμε δραστήριους καὶ λαμπρούς σὰν τὴ φλόγα τῆς φωτιᾶς. Ψάλμ. 103,4. Ὑποσημειώντας δὲ καὶ ὁ Ἅγιος Θεοδώρητος: « Ὀξεία μὲν γὰρ τοῦ Πνεύματος φύσις, ἰσχυρὰ δὲ τοῦ πυρὸς ἡ ἐνέργεια».


Β’ Μέρος Τὰ ἔργα τῆς 3ης ἡμέρας. (Στίχ. 5-18). «Ὁ θεμελιῶν τὴν γῆν ἐπὶ τὴν ἀσφάλειαν αὐτῆς…». Δήλ. Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, συνεχίζει ὁ ποιητής, ποὺ θεμελίωσε τὴ γῆ σὲ ἀσφαλεῖς βάσεις. « …οὐ κλιθήσεται εἰς τὸν αἰώνα τοῦ αἰῶνος ». Δήλ. ὥστε νὰ μὴν κλίνει ποτὲ εἰς τὸν αἰώνα τοῦ αἰῶνος. (Ψάλμ. 103, 5). Ἡ γῆ κρεμᾶται ἐπὶ τὴν ἀσφάλειαν αὐτῆς κατὰ τὸ Ἐβραικὸ Κείμενο «ἐπὶ τῆς ἕδρας αὐτῆς». «Τὶς δὲ αὔτη ἡ ἀσφάλεια, ἡ δύναμις τοῦ ἐεργασαμένοπυ. Ἐν γὰρ τὴ χειρὶ αὐτοῦ τὰ πέρατα τῆς γής. Γὴς ἄρα ἀφάλεια τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐφ’ οὗ ὥσπερ ἐπὶ πέτρας πέπηγε, μᾶλλον δὲ καὶ πέτρας ἀσφαλέστερον, σημειώνει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος. «Ἄβυσσος ὡς ἱμάτιον τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ, ἐπὶ τῶν ὀρέων στήσονται ὕδατα». (Ψάλμ. 103,6). Δηλαδὴ τὴ γῆ τὴν σκέπαζε ἄλλοτε ἄβυσσος ὑδάτων ποὺ περιέβαλαν σὰν ἱμάτιο καὶ τῆς κάλυπταν καὶ τὰ πιὸ ψηλὰ βουνὰ ὡς τὶς κορυφές τους. «Ἀπὸ ἐπιτιμήσεώς σου φεύξονται, ἀπὸ φωνῆς βροντῆς σου δειλιάσουσιν». (Ψάλμ. 103,7). Δηλαδή, τὰ ὕδατα ὅμως αὐτὰ μὲ τὴν ἐπιτιμητικὴ κραυγή σου φεύγουν καὶ ὑποχωροῦν φοβισμένα καὶ μὲ τὴ βροντερὴ φωνή σου δειλιάζουν καὶ ὑποχωροῦν γιὰ νὰ φανεῖ ἡ ξηρά. «Ἀναβαίνουσιν ὅρη, καὶ καταβαίνουσι πεδία εἰς τόπον, ὅν ἐθεμελίωσας αὐτά». (Ψάλμ. 103,8). Μὲ τὴν φυγὴ λοιπὸν τῶν ὑδάτων συνεχίζει ὁ ποιητής, ἄρχισαν νὰ ἀναδύονται τὰ ὅρη καὶ νὰ ἀναφαίνονται οἱ πεδιάδες, ὥστε καὶ τὰ δύο νὰ περιορίζονται στὸν τόπο ποὺ θεμελίωσες καὶ στερέωσες αὐτά. «Ὅριον ἔθου, ὃ οὐ παρελεύσονται, οὐδὲ ἐπιστρέψουσι καλύψαι τὴν γῆν». (Ψάλμ. 103,9). Δηλαδή, ἔθεσες ἔτσι ὅριο μεταξύ της θάλασσας καὶ τῆς ξηρᾶς τὸ ὁποῖο δὲν μποροῦν νὰ περάσουν, οὔτε θὰ γυρίσουν ποτὲ νὰ καλύψουν τὴ γῆ. «Ὁ ἐξαποστέλλων πηγᾶς ἐν φάραγξιν, ἀναμέσον τῶν ὀρέων διελεύσονται ὕδατα». (Ψάλμ. 103,10). Αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος ποὺ ἐξαποστέλλει τὰ νερὰ τῶν πηγῶν ἀναμέσον τῶν ὀρέων, δήλ. νὰ ρέουν μέσα σὲ φαράγγια καὶ νὰ περνοῦν ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ βουνά. «Ποτιούσι πάντα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ, προσδέξονται ὄναγροι εἰς δίψαν αὐτῶν». (Ψάλμ. 103,11). Τὰ νερὰ αὐτὰ ποτίζουν ὅλα τὰ θηρία τῆς ὑπαίθρου, δήλ. «τὰ ἀτίθασα ἐν γένει ζῶα ποὺ πλανῶνται στοὺς ἀγροὺς» ὅπου καὶ προσδέξονται ὄναγροι εἰς δίψαν αὐτῶν, δήλ. τοὺς ἄγριους ὄνους ποὺ σβήνουν


τὴν δίψα τους μὲ αὐτά. Σύμφωνα δὲ μὲ τὸ Μασσωριτικὸ κείμενο, ὑποδηλώνονται οἱ ὄνοι ποὺ θραύουν καὶ καταπαύουν τὴ δίψα τους. «Ἐπ' αὐτὰ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσει ἐκ μέσου τῶν πετρῶν δώσουσι φωνήν». (Ψάλμ. 103,12). Στὰ δένδρα καὶ στοὺς θάμνους ἐπάνω ἀπὸ τὰ νερὰ ποὺ τρέχουν, θὰ κατασκηνώσουν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, κτίζουν τὶς φωλιές τους καὶ μέσα ἀπὸ τοὺς γύρω βράχους σκορπίζουν τὸ χαρωπὸ κελαΐδισμά τους. «Ποτίζων ὅρη ἐκ τῶν ὑπερώων αὐτοῦ ἀπὸ καρποῦ τῶν ἔργων σου χορτασθήσεται ἡ γῆ». (Ψάλμ. 103,13). Αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος ποὺ ποτίζει τὰ ὅρη μὲ τὶς βροχὲς τοῦ οὐρανοῦ, ἀπὸ τὶς βροχὲς αὐτὲς ποὺ εἶναι καρπὸς τῶν ἔργων σου Κύριε, θὰ χορτάσει ἡ γῆ. Ἐδῶ πολὺ εὔστοχα σημειώνει ὁ Θεοδώρητος: « Ὁ Θεός, οὗ μόνον κατωθεν ἀναβλύζει καὶ παρασκευάζει τῶν ὑδάτων τὴν φύσιν, ἀλλὰ καὶ ἄνωθεν διὰ τῶν νεφῶν τὴν ἀρδείαν προσφέρει. Καὶ καρπὸν τοῦ Θεοῦ λέγει τὸν ὑετὸν ἀφ’ οὗ ἡ γῆ πλησμονὴν καρποῦται. (Εὐσέβιος). Ὁ δὲ Ι. Χρυσόστομος παρατηρεῖ: «Ἐγὼ δὲ οὗ τοῦτο μόνον φημί, ἀλλὰ καὶ ἥλιον καὶ ἀέρα καὶ τροπᾶς καὶ ὥρας». «Ἂν γὰρ μὴ πάντων τούτων ἀκμὴν τῶν καρπῶν ἀγαγεῖν». (ἄγω, μεταφέρω κατιπροσφέρω, ὁδηγῶ, προχωρῶ). «Ὁ ἑξανατέλλων χόρτον τοῖς κτήνεσι, καὶ χλόην τὴ δουλεία τῶν ἀνθρώπων. Τοῦ ἑξαγαγεῖν ἄρτον ἐκ τῆς γής…». (Ψάλμ. 103,14). Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ κάνει νὰ φυτρώνει ἀπὸ τὴ γῆ τὸ χορτάρι γιὰ τὰ ζῶα καὶ τὰ φυτὰ γιὰ ἐξυπηρέτηση τῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ βγάζει ὁ ἄνθρωπος τὸ ψωμί του ἀπὸ τὴ γῆ. «Κτήνη ὀνομάζει πᾶν παμφάγον ζῶον, δουλείαν δὲ ἀνθρώπων, τὰ ἥμερα, τὰ εἰς ὑπηρεσίαν ἀνθρώπων ἀφωρισμένα». (Εὐσέβιος). (παμφάγον, εἶναι τὸ ζῶο ποὺ τρώει πόα ἢ πόες δήλ. φυτὰ ποὺ ἔχουν μαλακὸ βλαστό). «…καὶ οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου. Τοῦ ἰλαρύναι πρόσωπον ἐν ἐλαίω καὶ ἄρτος καρδίαν ἀνθρώπου στηρίζει». (Ψάλμ. 103,15). Ἀλλὰ καὶ τὸ κρασὶ ποὺ εὐφραίνει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸ λάδι ποὺ κάνει τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου εὐχάριστο καὶ τὸ ψωμὶ ποὺ στηρίζει τὴν καρδιά του. Χλόην ἐννοεῖ κάθε φυτικὴ οὐσία κατάλληλη πρὸς θρέψιν ἐκ τῶν ὁποίων τρεῖς εἶναι οἱ κυριότερες γιὰ τὴν ἐπιβίωση τοῦ ἀνθρώπου: α) ὁ οἶνος, δήλ. τὸ κρασὶ ποὺ εὐφραίνει τὴν καρδιά του, β) τὸ ἔλαιο, τὸ λάδι δήλ. ποῦ κάνει τὸ πρόσωπό του ἱλαρὸ καὶ γ) ὁ σίτος, τὸ ψωμὶ δήλ. ποῦ στηρίζει τὴν ὕπαρξή του. «Χορτασθήσονται τὰ ξύλα τοῦ πεδίου, αἳ κέδροι τοῦ Λιβάνου, ἂς ἐφύτευσας». (Ψάλμ. 103,16). Δηλαδὴ μὲ τὶς βροχὲς θὰ χορτάσουν ὑα δέντρα τῆς ὑπαίθρου καὶ οἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου, ποὺ ἐσὺ τὶς ἐφύτευσες. «Ἐκεῖ στρουθία ἐννοσσεύσουσι, τοῦ ἐρωδιοῦ ἡ κατοικία ἡγεῖται αὐτῶν». (Ψάλμ. 103,17).


Δηλαδὴ ἐκεῖ στὰ κλαριὰ τοὺς τὰ πουλιὰ θὰ στήσουν τὶς φωλιές τους καὶ ἐπάνω ἀπ’ αὐτὲς ψηλότερα, θὰ προεξέχει ἡ φωλιὰ τοῦ ἐρωδιοῦ. (Ἐρωδιὸς=πτηνὸ εὐσεβὲς καὶ φιλόστοργο).

Γ’ Μέρος Τὰ ἔργα τῆς 4ης ἡμέρας. (Στίχ. 19-24). «Ἐποίησε σελήνην εἰς καιροὺς ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ». (Ψάλμ. 103,19). Ὁ Κύριος ἐδημιούργησε τὴ σελήνη γιὰ τὸν προσδιορισμὸ τῶν μηνῶν, τῶν ἐποχῶν τοῦ ἔτους καὶ τῶν ἑορτῶν, ὁ ἥλιος γνωρίζει ποῦ καὶ πότε θὰ δύσει. Ἡ Σελήνη γιὰ τὸν Ἑβραῖο ἦταν τὸ σπουδαιότερο χρονόμετρο τῶν ἑορτῶν. (Σοφία Σειρὰχ 43,7). «Ἔθου σκότος, καὶ ἐγένετο νὺξ ἐν αὐτὴ διελεύσονται πάντα τὰ θηρία τοῦ δρυμοῦ». (Ψάλμ. 103,20). Σὺ Κύριε, διατάζεις τὸ σκοτάδι καὶ γίνεται νύκτα κατὰ τὴν ὁποία τριγυρίζουν ὅλα τὰ θηρία τοῦ δάσους (δρυμὸς=δάσος). «Σκύμνοι ὠρυόμενοι τοῦ ἁρπᾶσαι, καὶ ζητῆσαι παρὰ τῷ Θεῶ βρῶσιν αὐτοῖς». (Ψάλμ. 103,21). Τὰ λιονταράκια ἐξέρχονται στὰ δάση γιὰ νὰ ἁρπάξουν τὴ λεία τους καὶ βρυχῶνται σὰν νὰ ζητοῦν ἀπὸ τὸ Θεὸ τὴν τροφή τους. «Ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος, καὶ συνήχθησαν, καὶ εἰς τὰς μάνδρας αὐτῶν κοιτασθήσονται». (Ψάλμ. 103,22). Ὅταν ἀνατέλει ὁ ἥλιος, τὰ θηρία τοῦ δάσους συγκεντρώνονται στὶς σπηλιές τους γιὰ νὰ κοιμηθοῦν. «Ἐξελεύσεται ἄνθρωπος ἐπὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ τὴν ἐργασίαν αὐτοῦ ἕως ἑσπέρας». (Ψάλμ. 103,23). Καὶ τότε ἐξέρχεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ σπίτι του γιὰ νὰ πάει στὴ δουλειά του καὶ νὰ ἀσχοληθεῖ μ’ αὐτὴ μέχρι τὴν ἑσπέρα.

Δ’ Μέρος Τὰ ἔργα τῆς 5ης καὶ 6ης ἡμέρας τῆς Δημιουργίας. (Στίχ. 24-30). «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφία ἐποίησας, ἐπληρώθη ἡ γῆ τῆς κτίσεώς σου». (Ψάλμ. 103,24). Πόσο μεγαλειώδη καὶ θαυμαστὰ εἶναι τὰ ἔργα σου Κύριε. Ὅλα τὰ δημιούργησας μὲ σοφία. Ἡ γῆ εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὰ δημιουργήματά σου. « Καὶ τὰ μικρὰ καὶ τὰ μεγάλα καὶ τὰ ἄγρια καὶ τὰ ἥμερα καὶ τὰ ἔγκαρπα καὶ τὰ ἄκαρπα καὶ τὰ ὅρη καὶ τὰ πεδία καὶ τὰ ὕπτια καὶ τὰ ὑψηλὰ καὶ τὰ λοιπὰ πάντα». (Ι. Χρυσόστομος).


«Ὁ Θεὸς τὴ σοφία ἐθεμελίωσε τὴν γῆν, ἠτοίμασε δὲ οὐρανοὺς φρονήσει». Πλήρους εἶναι ἡ γῆ τῶν παντοειδῶν κτισμάτων σου». «Αὔτη ἡ θάλασσα ἡ μεγάλη καὶ εὐρύχωρος, ἐκεῖ ἑρπετὰ ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός, ζῶα μικρὰ μετὰ μεγάλων». (Ψάλμ. 103,25). Νὰ συνεχίζει, (ἐπιστρέφοντας στὴ θάλασσα), μπροστὰ μας ἐκτείνεται ἡ θάλασσα μεγάλη καὶ εὐρύχωρη, τεράστια σὲ ἔκταση καὶ χῶρο. Μέσα τῆς ὑπάρχουν ἀναρίθμητα ψάρια, ζῶα μικρὰ καὶ μεγάλα. «Ἐκεῖ πλοῖα διαπορεύονται, δράκων οὗτος, ὅν ἐπλασας ἐμπαίζειν αὐτή». (Ψάλμ. 103,26). Δηλαδὴ σὲ αὐτὴ πλέουν καὶ τὴ διασχίζουν πλοῖα ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρο στὸ ἄλλο. Ἐκεῖ ζεῖ καὶ τὸ μεγάλο θαλάσσιο κῆτος ποὺ ἐσὺ ἔπλασες καὶ ποὺ εἶναι τόσο δυνατὸ ὥστε νὰ παίζει μὲ αὐτὴ (δήλ. τὴ θάλασσα). «Πάντα πρὸς σὲ προσδοκῶσι, δοῦναι τὴν τροφὴν αὐτῶν εἰς εὔκαιρον...». (Ψάλμ. 103,27). Δηλαδή, ὅλα αὐτὰ τὰ ζῶα περιμένουν ἀπὸ Ἐσένα νὰ τοὺς δώσεις τὴν τροφὴ τοὺς τὴν ὥρα ποὺ πρέπει. «…δόντος σου αὐτοῖς συλλέξουσιν. Ἀνοίξαντός σου τὴν χείρα, τὰ σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος…». (Ψάλμ. 103,28). Καὶ ὅταν ἐσὺ τοὺς τὴν δώσεις αὐτὰ θὰ τρέξουν νὰ τὴν πάρουν. Καὶ ὅταν Ἐσὺ θὰ ἀνοίξεις τὸ χέρι σου τὰ πάντα θὰ γεμίσουν ἀπὸ τὰ ἀγαθά σου. «…ἀποστρέψαντος δὲ σοὺ τὸ πρόσωπον, ταραχθήσονται. Ἀντανελεῖς τὸ πνεῦμα αὐτῶν, καὶ ἐκλείψουσι, καὶ εἰς τὸν χοῦν αὐτῶν ἐπιστρέψουσιν». (Ψάλμ. 103,29). Ὅταν ὅμως ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπό σου καὶ πάψεις νὰ ἐνδιαφέρεσαι γι’ αὐτά, θὰ ταραχθοῦν καὶ θὰ φοβηθοῦν. Ὅταν θὰ τοὺς ἀφαιρέσεις τὴ ζωτικὴ πνοή τους θὰ χαθοῦν καὶ θὰ ἐπιστρέψουν στὸ χῶμα τους, ἀπὸ τὸ ὁποῖο πλάστηκαν. «Ἑξαποστελεῖς τὸ πνεῦμά σου, καὶ κτισθήσονται, καὶ ἀνακαινιεῖς τὸ πρόσωπον τῆς γής». (Ψάλμ. 103,30). Ὅταν ἀποστείλεις τὸ Πνεῦμα σου ποὺ χαρίζει ζωὴ θὰ ἀναδημιουργηθοῦν καὶ θὰ ἀνακαινίσεις τὸ πρόσωπο τῆς γής.

Ἐ’ Μέρος (Δοξολογία πρὸς τὸν Δημιουργὸ Κύριο. Στίχ. 31-35). «Ἤτω ἡ δόξα Κυρίου εἰς τοὺς αἰώνας, εὐφρανθήσεται Κύριος ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ». (Ψάλμ. 103,31). Ἂς εἶναι, λοιπόν, ἡ Δόξα τοῦ Κυρίου αἰώνια καὶ ἂς εὐφραίνεται, βλέπων, πόσο καλὰ καὶ ἐν πάση σοφία ἔχουν ποιηθεῖ τὰ ἔργα του. «Ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ποιῶν αὐτὴν τρέμειν, ὁ ἁπτόμενος τῶν ὀρέων, καὶ καπνίζονται». (Ψάλμ. 103,32).


Εἶσαι αὐτὸς ποὺ μὲ ἕνα βλέμμα Του πρὸς τὴ γῆ, τὴν κάνει νὰ τρέμει. Ἀρκεῖ, (Αὐτὸς) μόνον νὰ ἐγγίσει τὰ ὅρη καὶ αὐτὰ ἀρχίζουν νὰ βγάζουν καπνούς. «Τοσαύτη γάρ, ἡ τοῦ Δημιουργοῦ δύναμις, ἱκανὸν αὐτοῦ καὶ τὸ Βλέμμα σαλεῦσαι τὴν δοκοῦσαν ἀσάλευτον». (Ἠσύχιος). «Ἄσω τῷ Κυρίω ἐν τὴ ζωή μου, ψαλῶ τῷ Θεῶ μου ἕως ὑπάρχω». (Ψάλμ. 103,33). Θὰ ψάλω, ὅσο ζῶ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου. Θὰ δοξάσω καὶ θὰ ὑμνῶ τὸν Κύριό μου, ὅσο ὑπάρχω. «Ἠδυνθείη αὐτῶ ἡ διαλογή μου, ἐγὼ δὲ εὐφρανθήσομαι ἐπὶ τῷ Κυρίω». (Ψάλμ. 103,34). Ἐγὼ θὰ χαίρομαι ποὺ θὰ τὸν σκέφτομαι καὶ θὰ εὐφραίνομαι δοξολογώντας τὸν. *«Ἐγὼ δὲ διαλογὴν καὶ εὐφροσύνην μου ἀμύθητον θὰ ἔχω τὸν Γιαχβέ»+. «Ἐκλείποιεν ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τῆς γής, καὶ ἄνομοι, ὥστε μὴ ὑπάρχειν αὐτούς. Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον». (Ψάλμ. 103,35). Μακάρι νὰ λείψουν οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τὴ γῆ καὶ οἱ ἄνομοι, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχουν ἐντελῶς. Ἂς εὐλογεῖ ἡ ψυχή μου καὶ ἂς δοξολογεῖ τὸν Κύριο. Ἂς ἑνώσουμε μὲ τὸν ψαλμωδὸ τὴ φωνή μας: Κύριε, εὐδόκησον ὅλοι νὰ φωτισθοῦν καὶ νὰ γνωρίσουν τὴν ἄπειρη δύναμη, σοφία καὶ ἀγαθότητά σου, ὥστε ἀπὸ τὰ στόματα ὅλων μας, νὰ ὑμνεῖται ἀκατάπαυστα, τὸ ἄπειρο μεγαλεῖο καὶ εὐσπλαχνία Σου.


Αρχιμανδρίτης Τιμόθεος Σαριδάκης Ηγούμενος Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής Βιδιανής Οροπεδίου Λασιθίου

Το Μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολόγησης Σο Μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολόγησης[1] ή δεύτερο βάπτισμα αποκαλείται το θεοσύστατο μυστήριο της Εκκλησίας κατά το οποίο παρέχεται στα μέλη της εκκλησίας θεραπεία δια της αφέσεως των αμαρτιών, λέγει χαρακτηριστικά ο Άγιος Θεόδωρος ο ΢τουδίτης: «δύναται … ἐξομολόγησις, καὶ πῦρ αἰώνιον ἀποσβέσαι· καὶ γὰρ λογισμοὶ κρυπτόμενοι, τίκτουσι πάθη· ἐξαγορευόμενοι δέ, θεοειδεῖς ἀπεργάζονται»[2]. ΢τόχος του μυστηρίου είναι η συνεχής θεραπεία των ασθενειών (πνευματικών και σωματικών)[3] που αποκτούν τα μέλη της εκκλησίας, από την αυτεξούσια κίνησή τους προς το κακό. Είναι μυστήριο επαναλαμβανόμενο και αποτελεί ένα "από τα ιαματικότερα και δραστικότερα (μυστήρια) ως προς τη διόρθωση αρρωστημένων μελών»[4]. Σο μυστήριο της Μετανοίας είναι αφενός το μυστήριο κατά το οποίο το πιστό μέλος της εκκλησίας μεταστρέφεται προσωπικά από πράξεις αντίθετες προς το θείο θέλημα και την παρά φύση ζωή και αφετέρου η εξουσία που έχει το ίδιο το σώμα της εκκλησίας "ως κοινότητα ή δια μέσου χαρισματικού φορέα, που είναι ο επίσκοπος και μετά όλοι οι άλλοι πρεσβύτεροι, να δίνει άφεση αμαρτιών ύστερα από την εξομολόγησή τους"[5]. Είναι χαρακτηριστικό πως για την Εκκλησία η λέξη μετάνοια σημαίνει "αλλαγή του νου", δηλαδή αλλαγή του προσανατολισμού της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης και της συμπεριφοράς του ανθρώπου. Μετάνοια σημαίνει επίγνωση ανεπάρκειας της ατομικής αυτοτέλειας του ανθρώπου, αναζήτηση της ζωής στην προσωπική σχέση με το Θεό, θέληση προσωπικής κοινωνίας μαζί Σου[6]. Γι αυτό το λόγο η εξομολόγηση θα πρέπει να κατανοείται ως μέσο θεραπευτικό μακριά από κάθε νομική σημασία. Η άφεση "απορρέει από την ίδια τη ζωή του σώματος, από τον ίδιο το λαό, γι αυτό και τα πρώτα χρόνια η εξομολόγηση γινόταν δημόσια και παρουσία όλου του πληρώματος. Το μυστήριο σήμαινε σύναξη του σώματος, όπως συμβαίνει σε κάθε μυστήριο"[7]. Σο ότι σήμερα βέβαια δε συμβαίνει το μυστήριο κατ αυτόν τρόπο δε σημαίνει πως το πλήρωμα της εκκλησίας δε μετέχει. ΢ήμερα είναι επίσκοπος που εκπροσωπεί ως χαρισματικός φορέας το πλήρωμα αυτό. Ο ιερός Φρυσόστομος καλεί την Εκκλησίαν ιατρείον που χορηγεί φάρμακα: «Ἰατρεῖον γάρ ἐστι πνευματικὸν ἡ ἐκκλησία, καὶ δεῖ τοὺς ἐνταῦθα παραγενομένους κατάλληλα τὰ φάρμακα λαμβάνοντας, καὶ τοῖς οἰκείοις τραύμασιν ἐπιτιθέντας, οὕτως ἐπανιέναι»[8]. Αυτό


έχει αντίκτυπο και στην θεώρηση της σχέσεως Εξομολόγησης και επιτιμίων. Θεραπευτικά και φάρμακα δηλαδή προς θεραπείαν απομακρύνοντας από κάθε είδους δικαστικής και δικονομικής έννοιας. Η μετάνοια και η εξομολόγηση είναι μυστήριο επαναλαμβανόμενο, διότι σκοπός είναι η συνεχής θεραπεία των ασθενειών των μελών της εκκλησίας. Ουσιαστικά πρόκειται για συνεχή μνήμη του Θεού, για πένθος που προξενείται από την αίσθηση απώλειας του Θεού. Σελικά αποβαίνει η προσπάθεια εύρεσης της φιλίας του Θεού, η οποία διακόπηκε από το διαχωρισμό του ανθρωπίνου θελήματος από το θείο, σαν ένα μεταπατορικό αμάρτημα και μία φυσική διαδικασία κατά την οποία ο άνθρωπος αποφάσισε να μη δέχεται τη δωρεά της θείας χάριτος. Γι αυτό και πάνω σε αυτό το μυστήριο θεμελιώνεται ο ασκητικός και μοναχικός βίος της Εκκλησίας. Ο Κύριος λοιπόν μετά την εκδημία του, παραχώρησε το χάρισμα της αφέσεως των αμαρτιών στους αποστόλους και μέσω αυτών στην εκκλησία Σου[9]. Αυτή μάλιστα τη δυνατότητα, περί συγχωρήσεως των αμαρτιών, είναι χαρακτηριστικό πως σήμερα την αμφισβητούν τόσο οι Μεταρρυθμιστές, δηλαδή οι προτεσταντικές ομάδες, αλλά και κατά το παρελθόν κάποια αιρετικά και αποσχιστικά κινήματα όπως οι Νοβατιανοί και Μοντανιστές. Μία τέτοια διδασκαλία όμως δε θα μπορούσε να σταθεί στην Εκκλησία, γιατί αποτελεί βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος[10], αλλά και διότι μέσω της Αγία Γραφής παρέχονται αρκετές αποδείξεις περί του μυστηρίου αυτού. Ο Ιησούς Φριστός[11] μετά την ορθή ομολογία του Αποστόλου Πέτρου περί της ιδιότητος του Κυρίου, υπόσχεται πως θα δώσει στον Πέτρο τη δυνατότητα να εισάγει τους άξιους στην βασιλεία των ουρανών: "Καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς."[12]]. ΢το ίδιο σημείο ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός υπομνηματίζει πως η εξουσία αυτή σημαίνει ότι "παν αμάρτημα ο αν ου συγχωρήσει επί της γης, έσται ασυγχώρητον και εν τω ουρανώ παρά του Θεού, και ο εάν συγχωρήση ενταύθα, έσται κακεί συγκεχωρημένον"[13]. Ο ίδιος όμως ο Ιησούς Φριστός μετά από λίγο χρονικό διάστημα υπόσχεται το ίδιο χάρισμα και στους υπόλοιπους μαθητές: "Αμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ.". ΢ε αυτό το σημείο Ευθύμιος Ζιγαβηνός παρατηρεί πως "Ο αν υμείς επί της γης αποφήνησθαι, τούτο και ο Θεός εν τω ουρανώ κυρώσει, καν τε ανιάτως έχοντας εκκόψητε τούτους της εκκλησίας, καν μετανοούντας ύστερον παραδέξησθε"[14]. Ο Κύριος μετά την Ανάστασή του είναι σαφής απέναντι στους μαθητές, ορίζοντας την αποστολή τους: «εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς». Ο Ευθύμιος Ζιγραβηνός πάλι παρατηρεί ότι «δεικνύς ομού με της αποστολής το αξίωμα


και της δοθεισης αυτοίς εξουσίας την ασύγκριτον δοξαν». Ο σκοπός του Μυστηρίου της Μετανοίας και Εξομολόγησης είναι «ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός[15]». Οι μαθητές δε ως αποστολή είχαν: «τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τανῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν». Έτσι τελικά γίνεται εύκολα αντιληπτό πως ο Ιησούς Φριστός έδωσε τη εξουσία στους μαθητές να αφεθούν αμαρτίες ως ένα ακόμα στοιχείο της αποστολής τους. Σο να περιορίσουμε λοιπόν μέσα από τους λόγους του Κυρίου την άφεση αμαρτιών, μόνο μέσω του βαπτίσματος «δεν ανταποκρίνεται προς τη φυσική έννοιαν το λέξεων, τα οποία ο Κύριος είπε»[16]. ΢την Αρχαία Εκκλησία το Μυστήριο της Εξομολογήσεως τελείτο ενώπιον ολόκληρης της κοινότητος. Από τον Ωριγένη μάλιστα όμως μαθαίνουμε πως γινόταν και μυστική εξομολόγηση, για ορισμένα αμαρτήματα[17]. Από τον 4ο αιώνα πλέον το μυστήριο της εξομολογήσεως περνά οριστικά στο στάδιο της προσωπικής εξομολογήσεως. Οι λόγοι που οδήγησαν σε μία τέτοια πράξη ήταν πως ορισμένα αμαρτήματα τιμωρούνταν με σοβαρές ποινές από την πολιτεία, μέχρι και θάνατο, αλλά και διότι με το πέρασμα του καιρού οι αρχικές ενθουσιαστικές τάσεις στο εσωτερικό των κοινοτήτων δεν ευδοκιμούσαν πλέον. Η εξομολόγηση ήδη από τα αποστολικά έτη προηγείτο κατά κανόνα της Θείας Ευχαριστίας. Φαρακτηριστικό άλλωστε είναι και το απόσπασμα της Διδαχής των Αποστόλων, όπου εν μέσω άλλων αναφέρεται «Κατά την Κυριακήν δε Κυρίου συναχθέντες κλάσατε άρτον και ευχαριστήσατε, προεξομολογησάμενοι τα παραπτώματα ημών»[18], στηριζόμενη πραφανώς και στην προτροπή του Ιακώβου του αδελφοθέου «Εξομολογείσθαι ουν αλλήλοις τας αμαρτίας και προσεύχεσθε υπέρ αλλήλων, όπως ιαθείται». ΢την πρώτη Εκκλησία οι βαρέως αμαρτάνοντες αποκόπτονταν από το σώμα της Εκκλησίας. Με την πάροδο του χρόνου όμως, τη χαλάρωση των ενθουσιαστικών τάσεων καθώς και την εισροή πλήθους πιστών στις τάξεις τις εκκλησίας περιορίστηκε ο αριθμός των βαρέων αμαρτημάτων στο φόνο, την ακολασία και την έκπτωση από το χριστιανισμό. Οι βαρέως αμαρτάνοντες καλούνταν πλέον σε δια βίου μετάνοια, ενώ οι υπόλοιποι πιστοί μετά από κάποιο διάστημα μετάνοιας γίνονταν δεκτοί σε κοινωνία. Η έννοια λοιπόν της μετάνοιας συνδέθηκε άρρηκτα με το μυστήριο της εξομολόγησης, αφού η μεν εξομολόγηση ήταν κίνητρο για μετάνοια, η δε μετάνοια κίνητρο για το μυστήριο[19]. Κατά τον 2ο αιώνα μάλιστα θα δημιουργηθούν σημαντικές έριδες στο εσωτερικό της εκκλησίας και μάλιστα αρκετές αποσχιστικές ομάδες, οι οποίες θεωρούσαν έκπτωση την οποιαδήποτε αποδοχή συγνώμης και μη δια βίου μετανοίας σε περιπτώσεις θανάσιμων αμαρτημάτων. Έτσι κατά το δεύτερο αιώνα το μεγάλο πρόβλημα των εκκλησιών ήταν το ζήτημα της δεύτερης μετάνοιας.


Ο Μοντανισμός, με τις αυστηρές ασκητικές και ενθουσιαστικές τάσεις τελικά οδήγησε το ζήτημα αυτό από ένα ζήτημα πνευματικής μορφής, σε ένα ζήτημα καθαρά εκκλησιολογικό, το οποίο δίχασε το εσωτερικό της εκκλησίας μέχρι και τον 4ο αιώνα. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια διαλεκτική ανάμεσα σε μια πιο επιεική γραμμή ή την αυστηρότητα. Σο πρόβλημα μάλιστα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, διότι "αν λ.χ. επικρατούσαν οι περί εκκλησίας και μετανοίας αντιλήψεις των μοντανιστών, τότε εξατμιζόταν το όλο μυστήριο της εκκλησίας στις εσχατολογικές προσδοκίες της καθόδου της πνευματικής Ιερουσαλήμ ή και τις χιλιετούς μεσοβασιλείας του Θεού"[20]. Σελικά στις τάξεις της εκκλησίας επικράτησε η πιο επιεικής γραμμή, που σύναδε με την οικουμενικότητα του μηνύματός της, διαβαίνοντας το μονοπάτι ανάμεσα στις αυστηρές ασκητικές τάσεις, που εμπεριείχαν και πρότυπα ηθικισμού και διαρχίας, όπως του γνωστικισμού και μοντανισμού, καθώς της πλήρους επιείκιας όπως αυτή εμφανίστηκε σε μερικά αποσχιστικά συστήματα του 2ου αιώνα. ΢την Ορθόδοξη Εκκλησία το μυστήριο λαμβάνει μία μορφή συζητήσεως μεταξύ του πιστού και του ιερέα, εξού και ο ιερέας απαγορεύεται πάντοτε αυστηρά να αποκαλύψει σε οποιοδήποτε το περιεχόμενο της εξομολογήσεως[21]. Εν αντιθέσει με την Ρωμαιο-καθολική εκκλησία, το μυστήριο δε λαμβάνει χώρα σε ειδικό χώρο ως εξομολογητήριο, αλλά σε οποιοδήποτε χώρο δύναται να υπάρχει ησυχία. ΢υνήθως το μυστήριο τελείται μέσα στο ναό, έμπροσθεν εικονοστασίου ή σε κάποιο ιδιαίτερο χώρο, όπως κάποιο δωματιάκι. Εν αντιθέσει πάλι με τη Δύση, που ο ιερέας κάθεται και ο εξομολογούμενος γονατίζει, ο πιστός στην Ορθόδοξη εκκλησία κάθεται, όπως και ο ιερέας. ΢τη Ρωσική μάλιστα εκκλησία, ο πιστός συνήθως κάθεται σε ένα τραπεζάκι στραμμένος προς μία εικόνα, ένα ευαγγέλιο ή τον εσταυρωμένο, με μία μικρή κλίση προς τον ιερέα[22]. Κατά τη διάρκεια του μυστηρίου ο ιερέας δίδει κάποιες συμβουλές στον πιστό και όταν τελειώσει το στάδιο αυτό, ο εξομολογούμενος γονατίζει. Ο ιερέας τοποθετεί το επιτραχήλιο στο κεφάλι του πιστού καθώς και το χέρι του ανάμεσα στο κεφάλι και το επιτραχήλιο και διαβάζει τη συγχωρητική ευχή[23]. Ο ιερέας, εφόσον θωρεί αναγκαίο, μπορεί να επιβάλει κάποιο επιτίμιο, δηλαδή κάποια άσκηση στον κατηχούμενο για να καταπολεμήσει το πάθος και την αμαρτιτική επιθυμία. ΢ε περιπτώσεις συχνότερης Θείας Μεταλήψεως, ο πιστός δεν πρέπει να προσέρχεται απαραίτητα στο μυστήριο, εφόσον δε συντρέχει σοβαρός πνευματικός λόγος. ΢την Ορθόδοξη Εκκλησία πρέπει να τονιστεί πως μόνος υπεύθυνος για τέλεση του μυστηρίου της μετανοίας, είναι ο επίσκοπος. Σο μυστήριο δύναται να τελέσει και πρεσβύτερος, αλλά μόνο με ειδικό ενταλτήριο υπό του επισκόπου[24]. Φαρακτηριστικός επ αυτού


είναι Βαλσάμων ο οποίος στην ΚΑ΄ ερώτηση του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μάρκου απήντησε πως "Ιερωμένος δε μοναχός ή πολλώ πλέον ανίερος, παρά γνώμην επισκόπου τω Θεω καταλλάσειν ου δύναται τον εξαγορεύοντα", αλλά και ο ΢υμεών Θεσσαλονίκης που σε αντίστοιχη περίπτωση ανέφερε πως "περί δε γε πνευματικού λειτουργήματος εγγύς του αχειροτονήτως ενεργούντως των αμαρτήματι και ο δίχα προτροπής αρχιερέως και εντάλματως ενεργών". ΢την σχέση εξομολόγησης και μετανοίας και επιτιμίων, δηλαδή πνευματικού και πιστού, διαμορφώνεται μια ιδιαίτερη σχέση πνευματικής συγγένειας που οδηγεί στην συμμετοχή ή μη του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας και της κοινωνίας με το Θεό και τον συνάνθρωπο και στον τρόπο θεραπείας που είναι τα επιτίμια.: «Τοῦτο τὸ μυστήριον φῶς μέν ἐστι τοῖς ἤδη κεκαθαρμένοις, καθάρσιον δὲ τοῖς ἔτι καθαιρομένοις, ἀλείπτης δὲ κατὰ τοῦ Πονηροῦ καὶ τῶν παθῶν ἀγωνιζομένοις»[25]. Βασική προϋπόθεση είναι η καθαρή συνείδηση και η συγχώρεση των αμαρτιών, όπως αναφέρεται ο ιερός Φρυσόστομος: «Μέλλοντες προσιέναι τῇ φρικτῇ καὶ θεία ταύτῃ τραπέζῃ καὶ ἱερᾷ μυσταγωγίᾳ, μετὰ φόβου καὶ τρόμου τοῦτο ποιεῖτε, μετὰ καθαροῦ συνειδότος, μετὰ νηστείας καὶ προσευχῆς, μὴ θορυβοῦντες, μηδὲ λακτίζοντες, μηδὲ ὠθοῦντες τοὺς πλησίον· ἐσχάτης γὰρ τοῦτο παρανοίας, καὶ καταφρονήσεως οὐ τῆς τυχούσης»[26]. ΢το πρώτο κεφάλαιο ασχολούμαστε με την σημασία του Μυστηρίου της Μετανοίας και Εξομολόγησης στην αναφορά των Επιτιμίων. Η έννοια του επιτιμίου κατά την πατερική θεολογία προέρχεται ήδη από την πτώση των πρωτοπλάστων και στον διάλογο του ανθρώπου και του Θεού. Ο αγώνας του ανθρώπου κατά της αμαρτίας η Μετάνοια και η Εξομολόγηση θεραπεύει τον άνθρωπο, τα επιτίμια βοηθούν ακριβώς σε αυτήν την θεραπεία. ΢την σχέση αυτή ο άνθρωπος νομίζει πως τα επιτίμια καταργούν την ελευθερία του ανθρώπου και τον οδηγούν σε καταναγκαστική δουλεία, ειδικότερα στο πρόσωπο του πνευματικού εξομολόγου. Αυτή η έννοια που υπάρχει εν πολλοίς είναι μια λανθασμένη εικόνα εξαιτίας του γεγονότος του επηρεασμού της έννοιας των επιτιμίων από παραδόσεις που δεν είναι ορθόδοξες. ΢το δεύτερο κεφάλαιο ασχολούμαστε ειδικότερα με τα επιτίμια, της σημασίας τους και της ορθής χρήσης, τόσο του πνευματικού όσο και του πιστού. Είναι αδύνατο να ελευθερωθεί κανείς από τα πάθη δίχως με την συμμετοχή στο Μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολόγησης. Σόσο δύσκολο είναι και να διατηρήσει την θεραπεία και την συνέχιση της κατά Φριστόν εμπειρίας, εφόσον δεν θέλει ή δεν κάνει αυτά που ο πνευματικός θεωρεί ότι αποτελούν τα φάρμακα για την διόρθωση ορισμένων παθών ή θεραπείας του ίδιου του ανθρώπου. Οπωσδήποτε τα επιτίμια δεν σημαίνει ότι κάποιος είναι απόβλητος από την Εκκλησίας. Σο να έχει κανείς


επιτίμιο και κανόνα στην πνευματική ζωή είναι για την σωτηρία της ψυχής του. Όπως ο ιερός Φρυσόστομος πολύ δυνατά μας λέγει: «Ὥστε συμφέρει δάκνεσθαι διὰ τῆς τῶν ῥημάτων ἀλγηδόνος τοὺς ἁμαρτάνοντας, ἵνα τῆς διὰ τῶν πραγμάτων αἰσχύνης ἀπαλλαγῶσιν. Οἶδα ὅτι πάντες ἐσμὲν ἐν ἐπιτιμίοις, καὶ ὅτι οὐδεὶς καυχήσεται ἁγνὴν ἔχειν τὴν καρδίαν· ἀλλ' οὐ τοῦτό ἐστι τὸ δεινὸν, ὅτι ἁγνὴν καρδίαν οὐκ ἔχομεν, ἀλλ' ὅτι τοιαύτην μὴ ἔχοντες, οὐδὲ τῷ δυναμένῳ ποιῆσαι ταύτην ἁγνὴν προσερχόμεθα. Οἶδα ὅτι δάκνει τὰ ῥήματα· ἀλλὰ τί πάθω; εἰ μὴ πικρὰ ἐπιθῶμεν τὰ φάρμακα, τὰ τραύματα οὐκ ἀφαιρεθήσεται· ἂν πικρὰ ἐπιθῶμεν, ὑμεῖς τὴν ὀδύνην οὐ φέρετε. Στενά μοι πάντοθεν. Πλὴν ἀλλὰ ἀναγκαῖον ἀνασχεῖν τὴν χεῖρα λοιπόν· καὶ γὰρ ἱκανὰ τὰ εἰρημένα πρὸς διόρθωσιν τῶν προσεχόντων. Ἂν δὲ ἀδιόρθωτοι μείνωμεν, εἰς αὐτὰς τὰς τοῦ κριτοῦ παραδοθησόμεθα χεῖρας· ἴστε δὲ πάντως, ὡς φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος»[27]. Η λέξη «εξομολόγηση» προέρχεται από το ρήμα «εξομολογώ», το οποίο είναι σύνθετο από τα λήμματα «έξ» και «ομολογέω-ω», και γενικά σημαίνει «πλήρης ομολογία». Η Ιερά Εξομολόγηση είναι ένα από τα επτά Μυστήρια της Φριστιανικής Εκκλησίας και ακολουθία, κατά την οποία ο πιστός εξομολογείται τις αμαρτίες του στον ιερέα[28], που έχει την άδεια του Πνευματικού. Ο Ωριγένης αναφέρεται ως εξής: «Ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου, σωθήσεται, ἐὰν μὴ πρότερόν τις ἀποταξάμενος τῇ ἁμαρτίᾳ ἐξομολογήσηται περὶ τῶν προημαρτημένων, διὰ τοῦτο ἡ ἐκκλησία ἐπιμένει τῇ ἐξομολογήσει· εἴπερ οὖν καὶ ἡμεῖς θέλομεν ἐν τοῖς ἐπικαλουμένοις εὑρεθῆναι καὶ σωθῆναι μετ' αὐτῶν, κατήγοροι τῆς ἑαυτῶν ἁμαρτίας γενώμεθα, τέλεον καταλιπόντες αὐτήν»[29]. H διάγνωση και η μετάνοια στην σημασία της εξομολογήσεως είναι θεία βουλή και θεία διάταξη. Αυτό φανερώνεται ήδη στον παράδεισο. Κατά την παρακοή των Πρωτοπλάστων ο Θεός εμφανίζεται να ερωτά τον Αδάμ[30], τον προ ολίγου αμαρτήσαντα: «Ἀδὰμ, ποῦ εἶ;»[31]. Σο κάλεσμα αυτό του Θεού είναι σημείο της φιλανθρωπίας[32] και ευκαιρίας και δυνατότητας για μετάνοια και εξομολόγηση χαρακτηριστικά ο Μ. Βασίλειος αναφέρεται: «Ἐπεὶ οὖν καὶ ἡμεῖς ἦμέν ποτε ἔνδοξοι ἐπὶ τῆς τοῦ παραδείσου διαγωγῆς, ἐγενόμεθα δὲ ἄδοξοι καὶ ταπεινοὶ διὰ τὴν ἔκπτωσιν, Ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐλεεῖ, ὁρῶν ἡμᾶς οἷοι ἀνθ' οἵων γεγόναμεν. Διὰ τοῦτο καὶ τὸν Ἀδὰμ ἀνεκαλεῖτο τῇ τοῦ ἐλέου φωνῇ, λέγων· Ἀδὰμ, ποῦ εἶ; Οὐ γὰρ διδαχθῆναι ἐζήτει ὁ πάντα εἰδὼς, ἀλλὰ νοῆσαι αὐτὸν ἐβούλετο οἷος ἀνθ' οἵου γέγονε. Ποῦ εἶ; ἀντὶ τοῦ, Εἰς οἷον πτῶμα κατελήλυθας ἀπὸ τηλικούτου ὕψους;»[33]. Η ερώτηση προσλαβαίνει το σημείο της θεραπείας. Σο ίδιο συμβαίνει και στον αδελφοκτόνον Κάιν για τον θάνατον του αδελφού του Άβελ. Και στις δύο περιπτώσεις η ερώτηση του Θεού δεν ωφέλησε και δεν οδήγησε στην θεραπεία. Σόσο ο Αδάμ όσο και ο Κάιν δεν ομολόγησαν ειλικρινά την αμαρτία τους ή την παράβαση της θείας εντολής. Παρά την αμαρτία ο θεός δεν διέρρηξε την σχέση του με τον άνθρωπο. Ο Ιερός Φρυσόστομος στην κλήση αυτού του Θεού παρατηρεί το θέμα της απολογίας


για το πταίσμα και την δωρεά της συγνώμης, όπως οι Δικαστές[34]. Η έννοια του επιτιμίου προέρχεται από την πτώση των πρωτοπλάστων, και είναι ο θάνατος: «Ἐπεὶ καὶ ὁ πρωτόπλαστος διὰ τὴν παράβασιν τοῦ θανάτου τὸ ἐπιτίμιον εἰσήγαγε, καὶ τὸ ἐν λύπαις καὶ μόχθοις τὴν ζωὴν καταδαπανᾶσθαι· καὶ οὗτος τὴν δουλείαν· ἀλλὰ παραγενόμενος ὁ Δεσπότης Χριστὸς ταῦτα πάντα μέχρι τῶν ὀνομάτων αὐτῶν ἀφῆκεν εἶναι μόνον, ἐὰν βουλώμεθα. Οὔτε γὰρ ὁ θάνατος θάνατός ἐστι λοιπὸν, ἀλλὰ ὄνομα μόνον ἔχει θανάτου· μᾶλλον δὲ καὶ αὐτὸ τὸ ὄνομα ἀφῃρέθη. Οὐκέτι γὰρ οὐδὲ θάνατον αὐτὸν προσαγορεύομεν, ἀλλὰ κοίμησιν καὶ ὕπνον»[35]. Σο επιτίμιο όμως αυτό είναι για να μην αμαρτάνει ο άνθρωπος αθάνατα και προς σωφρονισμό και επανόρθωση, φιλανρθωπία την τιμωρία ονόμασε, όπως μας επισημαίνει ο ιερός Φρυσόστομος[36].


Παραπομπές [1] Περισσότερα βλέπε: Δ. ΒΑΚΑΡΟΤ, Η Μετάνοια και η Εξομολόγηση στη Υιλοκαλία και στον Ευεργετινό, Θεσσαλονίκη 2003. [2] Θεοδώρου ΢τουδίτου, Περὶ ἐξαγορεύσεως, PG 99, 1721. [3] Ν. Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 494. [4] Ν. Ματσούκας, Δογματική και ΢υμβολική Θεολογία Β΄, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007. σ. 493 [5] Ν. Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 493 [6] Φ. Γιανναράς, Η ελευθερία του ήθους, σ. 59. [7] Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 493. [8] ΢το Λόγος Παραινετικός εις την είσοδον της Αγίας Τεσσαρακοστής. Ομιλία Αʹ, Vol 53, pg21, ln 3t. [9] Π. Σρεμπέλας, Δογματική, Σόμος Γ΄, ΢ωτήρ, Αθήνα 2003, σ. 243. [10] Π. Σρεμπέλας, Δογματική, Σόμος Γ΄, ΢ωτήρ, Αθήνα 2003, Δογματική Γ΄, σ. 243. [11] Κατά Ιωάννην 20, 21-23: «εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται». ΙΩΑΝΝΟΤ ΦΡΤ΢Ο΢ΣΟΜΟΤ, «Καὶ γὰρ πανήγυρίς ἐστι πνευματικὴ τοῦ Θεοῦ ἡ ἐκκλησία, καὶ ἰατρεῖόν ἐστι ψυχῶν, καὶ δεῖ, καθάπερ εἰς πανήγυριν παραγενομένους, πολλὴν τὴν εὐπορίαν ἐντεῦθεν συλλέξαντας, οὕτως ἐπανιέναι, καὶ καθάπερ εἰς ἰατρεῖον ἀπαντῶντας, τὰ κατάλληλα τοῖς ὑποκειμένοις πάθεσι φάρμακα λαβόντας ἐξιέναι. Οὐ γὰρ διὰ τοῦτο καθ' ἑκάστην ἡμέραν συνεδρεύομεν, ἵνα τὰς πρὸς ἀλλήλους συντυχίας ἁπλῶς ποιησάμενοι, οὕτως ἅπαντες διαλυθῶμεν· ἀλλ' ἵνα ἕκαστόν τι τῶν χρησίμων μαθὼν, καὶ πρὸς τὸ ἐνοχλοῦν πάθος τὴν ἰατρείαν δεξάμενος, οὕτως ἐντεῦθεν ἀναχωρήσῃ», στο Ομιλία ΛΒʹ, Καὶ ὤφθη Κύριος τῷ Ἄβραμ, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Τῷ σπέρματί σου δώσω τὴν γῆν ταύτην. Καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ τῷ ὀφθέντι αὐτῷ, Vol 53, pg 292, ln 25. [12] «το κατέχειν όμως τα κλεις σημαίνει ότι έχειν δικαίωμα και εξουσίαν, μη δυνάμενη υπ ουδενός να αμφισβητηθεί, εις τρόπον ώστε θα ηδύνατο να λεχθή περί του Πέτρου, ότι κατά την υπόσχεσην αυτή του Κυρίου θα


καθίστατο ούτως όχι απλώς θυρωρός, αλλ οικονόμος εν αυτή», Παν. Σρεμπέλας, ενθ. αν., 244

[13] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, παρ. Π. Σρεμπέλας, Δογματική, Σόμος Γ΄, ΢ωτήρ, Αθήνα 2003, σ. 244. [14] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, PG 129, 468. [15] «Καὶ ἔνι, φησί, μετανοήσαντα σωθῆναι; Καὶ πάνυ ἔνι. Πάντα τὸν βίον ἐν ἁμαρτίαις διέτριψα, καὶ ἐὰν μετανοήσω, σώζομαι; Πάνυ. Πόθεν δῆλον; Ἀπὸ τῆς τοῦ Δεσπότου σου φιλανθρωπίας. Μὴ γὰρ τῇ μετανοίᾳ σου θαρρῶ; μὴ γὰρ ἡ μετάνοιά σου ἰσχύει τοσαῦτα κακὰ ἀποσμήξασθαι; Εἰ μὴ ἡ μετάνοια μόνη ἦν, εἰκότως ἐκφοβοῦ· ἐπειδὴ δὲ τῇ μετανοίᾳ κεράννυται Θεοῦ φιλανθρωπία, θάρρει. Θεοῦ γὰρ φιλανθρωπίας μέτρον οὐκ ἔστιν, οὐδὲ λόγῳ ἑρμηνευθῆναι δύναται αὐτοῦ ἡ ἀγαθότης» Ἰωάννου Φρυσοστόμου, Περὶ μετανοίας, ὁμιλία Η', 1 PG 49, 337. [16] Π. Σρεμπέλας, Δογματική, Σόμος Γ΄, ΢ωτήρ, Αθήνα 2003, σ. 246. [17] Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007 σ. 493. [18] Β. Υειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄, Διήγηση, Αθήνα 2002, σ. 56. [19] Β. Υειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄, Διήγηση, Αθήνα 2002, σ.290292. [20] Β. Υειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄, Διήγηση, Αθήνα 2002, σ. 292. [21] Κάλλιστος Ware, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, Ακρίτας, Νέα ΢μύρνη 2007, σ. 456. [22] Κάλλιστος Ware, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, Ακρίτας, Νέα ΢μύρνη 2007, σ. 456. [23] «Όσα εξείπες τη εμή ελαχιστη ταπεινότητι, και όσα ουκ έφθασαν ειπείν η κατ άγνοιαν ή κατά λήθην οιαδήποτε, ο Θεός συγχωρήσοι σοι εν τω νυν αιώνι και εν το μέλλοντι...περί δε των εξαγορευθέντων εγκλημάτων μηδεμίαν φροντίδα έχων, πορεύου εις ειρήνην» [24] Π. Σρεμπέλας, Δογματική, Σόμος Γ΄, ΢ωτήρ, Αθήνα 2003, σ. 271. [25] Νικολαου Καβασιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Δ’, 31 SC 355, 292. [26] Ἰωάννου Φρυσοστόμου, Εἰς τὴν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σωτῆρος, ζ’ ,PG 49, 360. [27] ΢το Λόγος ϛʹ, Περὶ διδαχῆς καὶ νουθεσίας. 63.614.55.

[28] ΙΩΑΝΝΟΤ ΦΡΤ΢Ο΢ΣΟΜΟΤ, «Ἀπὸ γὰρ τῆς σπουδῆς ταύτης καὶ περὶ


τῆς ὑγιείας ἡμῶν τῆς κατὰ ψυχὴν ἔχω θαῤῥεῖν· καὶ γὰρ ἰατρεῖον θαυμαστὸν τῆς Ἐκκλησίας τὸ διδασκαλεῖόν ἐστιν· ἰατρεῖον, οὐχὶ σωμάτων, ἀλλὰ ψυχῶν. Πνευματικὸν γάρ ἐστι, καὶ οὐχὶ τραύματα σαρκὸς, ἀλλ' ἁμαρτήματα διανοίας διορθοῦται· τῶν δὲ ἁμαρτημάτων τούτων καὶ τῶν τραυμάτων τὸ φάρμακον ὁ λόγος ἐστί. Τοῦτο τὸ φάρμακον οὐκ ἐκ βοτανῶν τῶν ἐπὶ γῆς, ἀλλ' ἀπὸ τῶν ῥημάτων τῶν ἐξ οὐρανοῦ σύγκειται· τοῦτο οὐκ ἰατρῶν χεῖρες, ἀλλὰ προφητῶν κατεσκεύασαν γλῶτται. Διὰ τοῦτο διαρκές ἐστι, καὶ οὔτε πλήθει χρόνων ἀμαυροῦται, οὔτε δυνάμει νοσημάτων ἐλέγχεται. Τὰ μὲν γὰρ τῶν ἰατρῶν φάρμακα ἀμφότερα ταῦτα ἔχει τὰ ἐλαττώματα· νεαρὰ μὲν γὰρ ὄντα τὴν ἰσχὺν ἐπιδείκνυται τὴν ἑαυτῶν ὅταν δὲ χρόνος παρέλθῃ πολὺς, καθάπερ τὰ γεγηρακότα τῶν σωμάτων, ἀσθενέστερα γίνεται· πολλάκις δὲ αὐτὰ καὶ δυσκολία ἀῤῥωστημάτων διήλεγξεν· ἀνθρώπινα γάρ ἐστι· τὸ δὲ θεῖον φάρμακον οὐ τοιοῦτον, ἀλλὰ χρόνου διαγενομένου πολλοῦ, τὴν οἰκείαν ἰσχὺν ἔχει πᾶσαν», στο περι του μη δημοσιευειν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδελφῶν, μηδὲ κατεύχεσθαι τῶν ἐχθρῶν, Vol 51, pg 352, ln 27. «Ἡ Ἱερωσύνη συνεπῶς ὡς μυστήριο τὸ ὁποῖο προορίζεται νὰ ὑπηρετήσ ει τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ ποιμαντικὸ μυστήριο, γιατί ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἐντάσσεται στὸ ποιμαντικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας . Αὐτό μᾶς ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ Ἱερωσύνη δὲν περιορίζεται ἀποκλειστικὰ στὴν ¨λειτουργικὴ¨ ἰδιότητα τοῦ ἱερέα ἀλλὰ στὴν γενικότερη ποιμαντικὴ ἰδιότητα ,ποὺ σκοπὸ ἔχει νὰ ὑπηρετήσει ἀπὸ κάθε ἄποψη στὸ σύνολό της τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου». ΑΘΑΝΑ΢ΙΟΤ ΓΚΙΚΑ, Μαθήματα Ποιμαντικῆς, Θεσσαλονίκη ³2001, σ. 43. [29] ΢το Ερμηνεία εις Ψαλμούς, Psalm 74, verse 1, line 17. [30] ΙΩΑΝΝΟΤ ΦΡΤ΢Ο΢ΣΟΜΟΤ, Ὅτι τὸ τῆς λύπης πάθος εἰς ἁμαρτίας ἀναίρεσιν μόνον χρήσιμον· καὶ εἰς τὸ, Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν· καὶ ὅτι μεγίστης παρακλήσεως ὑπόθεσις ἡ τῆς δημιουργίας κατασκευή· ἐν ᾧ καὶ περὶ τοῦ, Ἀδὰμ, ποῦ εἶ; καὶ περὶ τοῦ μὴ ὀμνύειν. Ὁμιλία ζʹ: «Ταῦτα γὰρ καὶ πλείονα τούτων τὸν ὑβρισμένον εἰκὸς ἦν εἰπεῖν· ἀλλ' οὐχ ὁ Θεὸς οὕτως, ἀλλὰ τοὐναντίον ἅπαν. Ἀπὸ γὰρ τῆς πρώτης φωνῆς εὐθέως αὐτὸν ἀνέστησε κείμενον, καὶ δεδοικότα καὶ τρέμοντα θαῤῥεῖν παρεσκεύασε πρῶτος αὐτὸν καλέσας αὐτός· μᾶλλον δὲ οὐ τῷ καλέσαι πρῶτος, ἀλλὰ καὶ τῷ προσειπεῖν αὐτὸν ἀπὸ τῆς αὐτοῦ προσηγορίας καὶ εἰπεῖν· Ἀδὰμ, ποῦ εἶ; ἔδειξεν αὐτοῦ τὸ φίλτρον, καὶ τὴν πολλὴν περὶ αὐτὸν κηδεμονίαν. Ἴστε γὰρ δήπου πάντες, ὅτι φιλίας γνησίας ἐστὶ τοῦτο τεκμήριον», PG Vol 49, pg 94, ln 27. [31] Γέν. 3,9. [32] ΙΩΑΝΝΟΤ ΦΡΤ΢Ο΢ΣΟΜΟΤ, Ομιλία ΙΖʹ, Καὶ ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινόν. «Ἀλλ' ἐὰν προσέχητε μετὰ ἀκριβείας, ὄψεσθε πόσον τὸ μέσον τῆς τοῦ Θεοῦ


φιλανθρωπίας, καὶ τῆς τῶν ἀνθρώπων περὶ τοὺς ὁμογενεῖς αὐστηρότητος. Καὶ ἐκάλεσε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ, καὶ εἶπεν αὐτῷ, Ἀδὰμ, ποῦ εἶ; Ἐξ αὐτῆς τῆς ἐρωτήσεως ἄξιον ἐκπλαγῆναι τοῦ Θεοῦ τὴν ὑπερβάλλουσαν φιλανθρωπίαν, οὐχ ὅτι ἐκάλεσε μόνον, ἀλλ' ὅτι καὶ δι' ἑαυτοῦ ἐκάλεσεν· ὅπερ ἄνθρωποι οὐκ ἄν ποτε ἀνάσχοιντο ἐπὶ τῶν ὁμογενῶν, καὶ τῆς αὐτῆς αὐτοῖς φύσεως κοινωνούντων. Ἴστε γὰρ ὅτι, ἐπειδὰν ἐφ' ὑψηλοῦ τοῦ βήματος καθήμενοι δίκην εἰσπράττονται τοὺς τὰ φαῦλα ἐργασαμένους, οὐκ ἀξιοῦσιν αὐτοὺς τῆς οἰκείας ἀποκρίσεως, καὶ διὰ τοῦτο δεικνύντες αὐτοῖς, ὅσῃ ἀτιμίᾳ ἑαυτοὺς περιέβαλον διὰ τῆς τῶν πονηρῶν πράξεων ἐργασίας· Vol 53, pg 136, ln 37. [33] εις τον ριδʹ ψαλμόν, PG 29, page 488, line 25. [34] «Ἀλλ' ὁ Θεὸς κἀν τούτῳ βουλόμενος δεῖξαι, ὅτι τὸ φίλτρον οὐκ ἔσβεσεν ἡ ἁμαρτία, οὐδὲ τὴν πρὸς αὐτὸν εὔνοιαν ἀνεῖλεν ἡ παρακοὴ, ἀλλ' ἔτι προνοεῖ καὶ κήδεται τοῦ περιπεπτωκότος, φησίν· Ἀδὰμ, ποῦ εἶ; οὐκ ἀγνοῶν ὅπου διέτριβεν, ἀλλ' ἐπειδὴ τοῖς ἡμαρτηκόσιν ἔῤῥαπται τὸ στόμα, τῆς ἁμαρτίας ἀποστρεφούσης τὴν γλῶσσαν, καὶ τοῦ συνειδότος αὐτῆς ἐπιλαμβανομένου, καὶ μένουσιν ἀχανεῖς οἱ τοιοῦτοι, ὥσπερ τινὶ δεσμῷ τῇ σιγῇ κατεχόμενοι. Βουλόμενος ὁ Θεὸς εἰς παῤῥησίαν αὐτὸν ἐκκαλέσασθαι διαλέξεως, καὶ δοῦναι θαῤῥεῖν, καὶ εἰς ἀπολογίαν ὧν ἥμαρτεν ἐμβαλεῖν, ἵνα τινὸς ἀπολαύσῃ συγγνώμης, πρότερος αὐτὸς αὐτὸν ἐκάλεσε, τὸ πολὺ τῆς ἀγωνίας ὑποτεμνόμενος τῇ προσηγορίᾳ, καὶ τὸν φόβον ἀπελαύνων, καὶ τὸ στόμα διὰ ταύτης ἀνοίγων τῆς κλήσεως. Διὸ καὶ ἔλεγεν· Ἀδὰμ, ποῦ εἶ; Ἑτέρωθι κατέλιπόν σε, φησὶ, καὶ ἑτέρωθι νῦν εὑρίσκω· κατέλιπόν σε ἐν παῤῥησίᾳ καὶ δόξῃ, καὶ εὑρίσκω νῦν ἐν ἀτιμίᾳ καὶ σιγῇ. Καὶ σκόπει Θεοῦ κηδεμονίαν· οὐκ ἐκάλεσε τὴν Εὔαν, οὐκ ἐκάλεσε τὸν ὄφιν, ἀλλὰ τὸν ἁπάντων κουφότερον ἡμαρτηκότα, τοῦτον εἰς τὸ δικαστήριον εἰσάγει πρότερον, ἵνα ἀπὸ τοῦ δυναμένου συγγνώμης ἀπολαῦσαί τινος ἀρξάμενος, ἡμερωτέραν ἐνέγκῃ τὴν ψῆφον καὶ πρὸς τὴν μεγάλα ἐξαμαρτοῦσαν. Καὶ δικασταὶ μὲν οὖν τοὺς συνδούλους τοὺς ἑαυτῶν καὶ τῆς αὐτῆς αὐτοῖς κοινωνοῦντας φύσεως οὐκ ἀνέχονται δι' ἑαυτῶν ἐξετάζειν, ἀλλὰ μέσον τινὰ τῶν διακονουμένων αὐτοῖς προβαλλόμενοι, τὰς ἑαυτῶν ἐρωτήσεις ἐκεῖνον παρασκευάζουσι διαβιβάζειν πρὸς τὸν κατάδικον, καὶ δι' αὐτοῦ λέγουσι καὶ ἀκούουσιν ἅπερ ἂν ἐθέλωσιν, ἐπειδὰν τοὺς ἡμαρτηκότας ἐξετάζωσιν· ὁ δὲ Θεὸς οὐκ ἐδεήθη μεσίτου τινὸς πρὸς τὸν ἄνθρωπον, ἀλλ' αὐτὸς δι' ἑαυτοῦ δικάζει καὶ παραμυθεῖται. Καὶ οὐ τοῦτο μόνον ἐστὶ τὸ θαυμαστὸν, ἀλλ' ὅτι καὶ διορθοῦται τὰ πλημμελήματα. Δικασταὶ μὲν γὰρ ἐπειδὰν λάβωσι λῃστὰς καὶ τυμβωρύχους, οὐχ ὅπως αὐτοὺς ἐργάσωνται βελτίους σκοποῦσιν, ἀλλ' ὅπως αὐτοὺς ἀπαιτήσωσι τῶν ἡμαρτημένων δίκην· ὁ δὲ Θεὸς τοὐναντίον ἅπαν· ἐπειδάν τινα λάβῃ ἡμαρτηκότα, οὐχ ὅπως ἀπαιτήσῃ δίκην σκοπεῖ, ἀλλ' ὅπως αὐτὸν διορθώσηται, καὶ βελτίω ποιήσῃ, καὶ πρὸς τὸ μέλλον ἀχείρωτον. Ὥστε ὁμοῦ καὶ δικαστὴς, καὶ ἰατρὸς, καὶ διδάσκαλός ἐστιν ὁ Θεός· καὶ γὰρ ὡς δικαστὴς ἐξετάζει, καὶ ὡς ἰατρὸς διορθοῦται, καὶ


ὡς διδάσκαλος παιδεύει τοὺς ἡμαρτηκότας εἰς πᾶσαν ἐνάγων φιλοσοφίαν», Ὅτι τὸ τῆς λύπης πάθος εἰς ἁμαρτίας ἀναίρεσιν μόνον χρήσιμον· καὶ εἰς τὸ, Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν· καὶ ὅτι μεγίστης παρακλήσεως ὑπόθεσις ἡ τῆς δημιουργίας κατασκευή· ἐν ᾧ καὶ περὶ τοῦ, Ἀδὰμ, ποῦ εἶ; καὶ περὶ τοῦ μὴ ὀμνύειν. Ὁμιλία ζʹ: Vol 49, pg 94, ln 57. [35] ΙΩΑΝΝΟΤ ΦΡΤ΢Ο΢ΣΟΜΟΤ, Ομιλία ΚΘʹ, Καὶ ἤρξατο Νῶε ἄνθρωπος γεωργὸς γῆς, καὶ ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα, καὶ ἔπιεν ἐκ τοῦ οἴνου, καὶ ἐμεθύσθη. 53.270.25 [36] ΙΩΑΝΝΟΤ ΦΡΤ΢Ο΢ΣΟΜΟΤ, Ομιλία Κϛʹ: «Τὸ δὲ τοῦ θανάτου ἐπιτίμιον πάλιν διὰ τοῦτο ἐπήγαγεν, ἵνα μὴ λοιπὸν διὰ τῆς παρακοῆς τῇ ἁμαρτίᾳ ὑπεύθυνος γεγονὼς ἀθάνατα ἁμαρτάνῃ. Οὐ δοκεῖ οὖν σοι ταῦτα πάντα τῆς μεγίστης εἶναι φιλανθρωπίας, καὶ τὸ ἐκβαλεῖν τοῦ παραδείσου, καὶ τὸ τιμωρήσασθαι τῷ τοῦ θανάτου ἐπιτιμίῳ; Ἔχω δὲ καὶ ἕτερόν τι προσθεῖναι. Ποῖον δὴ τοῦτο; Ὅτι καὶ ταύτην αὐτῷ τὴν ἀγανάκτησιν ἐπήγαγεν, οὐκ εἰς αὐτὸν μόνον περιιστῶν τὰ τῆς εὐεργεσίας, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἑξῆς βουλόμενος διὰ τῶν εἰς ἐκεῖνον γεγενημένων σωφρονίσασθαι. Εἰ γὰρ, καὶ τούτων γενομένων, ὁ ἐξ αὐτοῦ τεχθεὶς, ὁ Κάϊν λέγω, ὁρῶν ἐν ὀφθαλμοῖς τοῦ πατρὸς τὴν ἐκ τοῦ παραδείσου ἐκβολὴν, τῆς δόξης ἐκείνης τῆς ἀφάτου τὴν ἔκπτωσιν, τῆς κατάρας ἐκείνης τὸ μέγεθος τῆς λεγούσης, Γῆ εἰ, καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ, οὐδὲ οὕτως ἐσωφρονίσθη, ἀλλὰ μείζοσι κακοῖς ἑαυτὸν περιέπειρεν· εἰ μὴ εἶδε τὰ εἰς τὸν πατέρα γεγενημένα, ποῦ οὐκ ἂν μανίας ἤλασε; Καὶ τὸ δὴ θαυμαστὸν, ὅτι καὶ αὐτὸν τὸν τὰ τοιαῦτα ἡμαρτηκότα καὶ τῷ ἐναγεῖ φόνῳ τὴν δεξιὰν μολύναντα τιμωρούμενος, φιλανθρωπίᾳ τὴν τιμωρίαν ἐκέρασε» 53.230.56. Π. Βασιλειάδη, «Ἡ οὐσία τοῦ μυστηρίου τῆς μετανοίας (΢χόλιο στο Ἰακ. 5,16)», στό Ἐπίκαιρα Ἁγιογραφικά Θέματα, Ἁγία Γραφή καί Εὐχαριστία (Βιβλική Βιβλιοθήκη, 15) ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2000, σσ. 138-149.


Αρχιμανδρίτης Εμμανουήλ Κατσαρός Ιεροκήρυξ Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας & Φερρονήσου

Σα παρόντα Κεφάλαια αποτελούν συνέχεια των δύο πρώτων Κεφαλαίων της μελέτης μου «Περί του Μυστηρίου της Ιεροσύνης, Ιστορία-Θεολογία», τα οποία έχουν εκδοθεί και συμπεριληφθεί στον 4ο Σόμο της Επιστημονικής Επετηρίδας, Μέρος Α’, της Μητροπόλεως Πέτρας & Φερρονήσου του έτους 2014, σελ. 405.

ΚΕΥΑΛΑΙΟ Δ΄ Η ΙΕΡΟ΢ΤΝΗ ΢ΣΗΝ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ α. Ιστορική Αναδρομή Σο ΢χίσμα του 1054 Σο ΢χίσμα του 1054 αποτέλεσε και αποτελεί τραγωδία για ολόκληρο το Φριστιανικό κόσμο (Ανατολή-Δύση). Βέβαια μιλώντας για το σχίσμα πρέπει να έχουμε κατά νου και τις διάφορες ιστορικές και πολιτικές ανακατατάξεις και ενέργειες μέχρι να φτάσουμε στα θεολογικά αίτια, αλλά και στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή που το σχίσμα εκδηλώθηκε (16 Ιουλίου 1054). Κάνοντας μία σύντομη ιστορική διαδρομή θα θέσουμε ως αφετηρία το Υεβρουάριο του 313. Σότε, με το ιστορικό διάταγμα των Μεδιολάνων περί ανεξιθρησκίας συνταχθέν υπό των Μ. Κωνσταντίνου και Λικινίου, οι χριστιανοί βγαίνουν από τις κατακόμβες και αρχίζουν να οργανώνουν τη Θεία Λατρεία αλλά και την Εκκλησιαστική διοίκηση. Πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν η κοσμοκράτειρα Ρώμη. Ο Μ. Κωνσταντίνος έγινε μονοκράτωρας το 324. Όταν δε αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα του κράτους στη Νέα Ρώμη, αρχίζουν να διαφαίνονται τα προβλήματα τα οποία αρχικώς δεν ήταν τόσο εμφανή. Η πικρία της Παλαιάς Ρώμης για την κατά κάποιον τρόπο υποβάθμιση της υπήρχε όχι μόνο στους εθνικούς, αλλά και στους Φριστιανούς της Ρώμης. Ήταν λοιπόν για τη Ρώμη ζήτημα γοήτρου αλλά και μιας κοσμικής αντιλήψεως ποιος θα εξουσιάζει ποιον. Η καθιέρωση της Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης ως πρωτεύουσας πια της αυτοκρατορίας είχε ως συνέπεια να αναδείξει τον δικό της επίσκοπο, τον οποίο, ως νέα πρωτεύουσα, τον περιέβαλε με τις ανάλογες τιμές, αίγλη και κύρος. Ο Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως κατέστη ισάξιος του Παλαιάς Ρώμης. Όπως ήταν φυσικό, ο Ρώμης διατήρησε το Πρωτείο τιμής για ιστορικούς και μόνο λόγους, πράγμα το οποίο δεν ανταποκρίνετο στις αντιλήψεις των Παπών περί πρωτείων. Για το θέμα


αυτό απεφάνθη η Β' εν Κωνσταντινουπόλει Οικουμενική ΢ύνοδος, η οποία για το θέμα διατύπωσε την περί πρεσβειών τιμής και όχι προνομίων υπεροχής και αρχηγίας αντίληψη. Παραθέτουμε προς επικύρωση των ανωτέρω τον ιερό Κανόνα: «Σòν μέν τοι Κωνσταντινουπόλεως Επίσκοπον έχειν τά πρεσβεία τιμής μετά τον της Ρώμης Επίσκοπον διά το είναι αυτήν Νέαν Ρώμην»1. Οι πάπες, δυσαρεστημένοι από τη μείωση του κύρους τους και την αδυναμία τους να επιβληθούν στην Ανατολή, «αναγκάστηκαν» να ανασυγκροτήσουν το θεσμό τους και να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν στη Δύση μία θρησκευτική κοσμοκρατορία με ηγέτη τον επίσκοπο Ρώμης, ο οποίος πλέον φανερά διεκδικούσε και κοσμική εξουσία. Φαρακτηριστικά αναφέρουμε το παράδειγμα του αυλάρχου Πιπίνου, ο οποίος κατόρθωσε να ανέλθει στο θρόνο του Υραγκικού κράτους, οφείλοντας το στον Πάπα Ζαχαρία (751), ο οποίος ήταν ελληνικής κατάγωγής2. Ση επίσημη και τελετουργικού χαρακτήρα, για λόγους σκοπιμότητας και ιδιοτέλειας ενθρόνιση τέλεσε μεγαλοπρεπέστατα ο Ρώμης ΢τέφανος Β' (διάδοχος του Έλληνος πάπα Ζαχαρίου) στον πλησίον των Παρισίων ιερό ναό του Αγίου Διονυσίου (754). Ο Πιπίνος ως ηγεμονική αμοιβή χάρισε στον στέψαντα αυτόν πάπα το Δουκάτο της Ρώμης, ολόκληρο το εξαρχάτο της Ραβέννης και ευρύτατη λωρίδα της μέσης Ιταλίας, που ένωνε τις δύο ακτές3. Έχοντας υπόψη, λοιπόν, όλα τα παραπάνω, εύκολα κατανοούμε και τις αξιώσεις των παπών επί των βασιλέων της Δύσεως, όπως: Οι βασιλείς και οι αυτοκράτορες ώφειλαν να φιλώσι τον πόδα του πάπα και εν ορισμέναις επίσημαις στιγμαίς και να εκτελώσι καθήκοντα ιπποκόμου αυτού4. Αφού κατ' αυτούς (τους παπικούς) η ιεροσύνη υπερτερεί πάσης πολιτικής και κοσμικής εξουσίας, και αφού κορυφαίος φορεύς της ιεροσύνης είναι ο πάπας, τότε κατά συνέπεια ο πάπας είναι η κεφαλή ολόκληρης της οικουμένης (caput totius orbis)5. Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες δεν είχαν ενιαία πολιτική όσων αφορά τα εκκλησιαστικά θέματα. Ο ρόλος τους (των αυτοκρατόρων) ποικίλει κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου, ανάλογα με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της εποχής. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι αυτοκράτορες εμφανίζονταν ως υπέρμαχοι της εκκλησίας και της χριστιανικής πίστεως, ενώ στην πραγματικότητα χρησιμοποιούσαν την εκκλησία για επιδίωξη προσωπικών τους στόχων. Πολλές φορές οι αυτοκράτορες προσπάθησαν να επιβάλλουν τα πιστεύω της αίρεσης της οποίας ήταν κοινωνοί Ράλλη-Ποτλή, ΢ύνταγμα Ἱερῶν Κανόνων, τόμ. Β΄, Αθήνα 1852, σελ. 173. Αρχιμ. Βασιλείου ΢τεφανίδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1959, σελ. 524-525. 3 Επισκόπου Ροδοστόλου Φρυσοστόμου, Ἱδοῦ ὁ Παπισμός, εκδ. Λαυρεωτικόν, Ιερόν Κελίον των Αγίων Πάντων, Άγιον Όρος 2002, σελ.76. 4 Αρχιμ. Βασιλείου ΢τεφανίδου, βλ.ό.π., σελ. 524. 5 Επισκόπου Ροδοστόλου Φρυσοστόμου, βλ.ό.π., σελ.82. 1 2


(αρειανοί, νεστοριανοί, ευτυχιανοί). Οι διωγμοί κατά των χριστιανών (οι οποίοι δεν ήταν μέλη της αίρεσης) από τους αυτοκράτορες καν τους φορείς τους πολιτειακής εξουσίας μονοπώλησαν μεγάλες περιόδους της ιστορίας. Βέβαια πρέπει να αναφέρουμε πως υπήρξαν και αυτοκράτορες οι οποίοι ήταν συνειδητά μέλη της εκκλησίας και η παρουσία τους στα εκκλησιαστικά θέματα ήταν διακριτική και συμβουλευτική. Από την εποχή που στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης ανήλθε ο Μ. Υώτιος (857 / 858) με την αθρόα χειρονονία του, έχοντας ως συνέπεια να εκθρονιστεί ο μέχρι τότε πατριάρχης Ιγνάτιος, υπήρξε όξυνση στις σχέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Βέβαια, σημειώνουμε ότι ο Μ. Υώτιος εκλέχθηκε και ψηφίστηκε από τη σύνοδο. Όμως, ο πάπας Νικόλαος αντέδρασε στην εκλογή του Μ. Υωτίου και στην εκθρόνιση του Ιγνατίου. Για το λόγο αυτόν απέστειλε δύο επισκόπους εκ της Δύσεως μετά από πρόσκληση του αυτοκράτορα Μιχαήλ. Ο πάπας επ' ευκαιρία είχε αξιώσεις να του επιστραφούν περιοχές τις οποίες του είχε αφαιρέσει ο αυτοκράτορας Λέων Γ' ο εικονομάχος και ακόμη την αποκατάσταση του Ιγνατίου στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Περισσότερη ένταση στις σχέσεις Ανατολής-Δύσης έφερε η ανάμιξη του πάπα στο Βουλγαρικό ζήτημα, όταν ο ηγεμών της Βουλγαρίας Βόγορις (866), κατέφυγε στον πάπα, επιθυμώντας να αναδείξει μία αυτόνομη εκκλησία, μιας και το αίτημα του ηγεμόνα δεν έβρισκε ανταπόκριση στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Ο πάπας αμέσως απέστειλε λατίνους κληρικούς, ώστε να εντάξουν τη Βουλγαρία στη Δυτική Εκκλησία υπό τον Πάπα. Η ενέργεια αυτή αποτέλεσε κανονικό παράπτωμα της Δύσεως επί της πνευματικής δικαιοδοσίας της Ανατολής. Επίσης επί πάπα Ρώμης ΢εργίου (1009) έχουμε επίσημα πλέον την οριστικοποίηση του filioque6. Σο χάσμα πλέον μεταξύ Ανατολής και Δύσης ήταν ορατό. Επί πάπα Λέοντος Δ΄ στη Δύση και επί πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ, και όταν αυτοκράτορας στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν ο Νικηφόρος Υωκάς, το σχίσμα οριστικοποιήθηκε. Η τριμελής αποστολή του πάπα στην Ανατολή, αποτελούμενη από τον διάκονο Υρειδερίκο (του μετά ταύτα πάπα ΢τεφάνου), τον μητροπολίτη Αμφάλης Πέτρο και τον Καρδινάλιο Ουμβέρτο7, προεξάρχοντος του τελευταίου, ετοιμασθέντες για αναχώρηση άφησαν επί της Αγίας Σραπέζης της Αγίας ΢οφίας εξ ονόματος της Αγίας Έδρας επιστολή αναθεματίζοντας τον πατριάρχη και όλη την Ανατολή. Σαύτα έλαβαν χώρα εν Κωνσταντινουπόλει τη 16η Ιουλίου 1054. Αργότερα ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως έκανε σύνοδο με εκπροσώπους των υπολοίπων Ανατολικών εκκλησιών αφορίζοντας τον Πάπα και ολόκληρη τη Δύση. Από τότε που οριστικοποιήθηκε το σχίσμα μεταξύ Ανατολής Δύσης (1054) έγιναν αρκετές προσπάθειες, για μία επαναπροσέγγιση των 6 7

Για περισσότερα βλ. Νικολάου Α. Ματσούκα, Δογματική καί ΢υμβολική Θεολογία Β΄, Επισκόπου Ροδοστόλου Φρυσοστόμου, βλ.ό.π., σελ.91.


δύο Εκκλησιών, χωρίς όμως αποτελέσματα. Εδώ θα αναφέρουμε τη τελευταία προσπάθεια για την ένωση των δύο εκκλησιών. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι του κινήματος των ενωτικών ήταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ιωάννης ο Ζ'(ή Η'), ο οποίος επανέλαβε το αίτημα της ενώσεως προς τον Ρώμης Μαρτίνο τον Ε'. Για την επιτυχία και την ευόδοση ενός τέτοιου σκοπού θεωρήθηκε απαραίτητη η σύγκληση οικουμενικής συνόδου7. Η σύνοδος συνεκλήθη υπό του Ρώμης Ευγενίου Δ' στη Υεράρα (1438). Εκεί μετέβη ο αυτοκράτορας μαζί με άρχοντες και λόγιους (Γεώργιος Γεμιστός, Γεώργιος ΢χολάριος) εκεί μετέβει και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ μαζί με πλήθος επισκόπων και άλλων κληρικών. Οι Πατριάρχες της Ανατολής εκπροσωπήθηκαν από επισκόπους του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ως εξής: ο Αλεξανδρείας υπό του Ηράκλειας Αντωνίου, ο Αντιοχείας υπό του Εφέσσου Μάρκου του Ευγενικού, ο Ιεροσολύμων υπό του ΢άρδεων Διονυσίου και μετά τον θάνατο αυτού υπό του Μονεμβασίας Δωροθέου. Η έναρξη των εργασιών της συνόδου έγινε στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στις 9 Απριλίου του 14388. Και ενώ οι εργασίες της συνόδου ήταν σε εξέλιξη συζητώντας τα διάφορα θεολογικά ζητήματα τα οποία χώριζαν (και χωρίζουν) την Ανατολή από τη Δύση, παρουσιάσθηκε η ανάγκη να μετατεθεί η σύνοδος, από τη Υεράρα στη Υλωρεντία (Ιανουάριος και Υεβρουάριος 1439) διότι, όπως ανακοινώθηκε επίσημα, υπήρχε λοιμός στη περιοχή, οποίος όμως ευρίσκετο σε ύφεση. ΢τη Υλωρεντία οι συνεδριάσεις της συνόδου γινόντουσαν στην αίθουσα της παπικής κατοικίας της Μονής της Αγίας Μαρίας της νέας. Ο Πάπας υποσχέθηκε στον αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο την διαρκή προστασία της Κωνσταντινουπόλεως με στρατό και στόλο και σταυροφορία των ηγεμόνων της Δύσης κατά των Σούρκων9. Βέβαια για να γίνουν όλα αυτά έπρεπε να βρεθεί συμβιβαστική λύση στα θεολογικά θέματα που χωρίζουν την Ανατολή από τη Δύση. Οι πρώτοι που τάχθηκαν υπέρ μίας τέτοιας συμβιβαστικής λύσης ήταν ο Νικαίας Γεώργιος, ο Ρωσίας Ισίδωρος και ο μέγας πρωτοσύγκελος (προχειρισθείς εν Υεράρα) Γρηγόρης Μελισηνός (ή Μάμμος), έπειτα ο Πατριάρχης Ιωσήφ και βαθμηδόν και οι περισσότεροι των υπολοίπων αρχιερέων. Σον όρο της συνόδου υπέγραφαν ο πάπας Ευγένιος ο Δ' και εβδομήντα δυτικοί επίσκοποι, εκ των ανατολικών οι περισσότεροι (16 επίσκοποι). Ο πατριάρχης Ιωσήφ ένα μήνα πριν από την υπογραφή του όρου πέθανε και ετάφη εκεί στο παρεκκλήσι του Ρουτσελλαΐ του Ναού της Αγίας Μαρίας της νέας όπου μέχρι σήμερα σώζετε ο τάφος του. Αντ' αυτού τον όρο υπέγραψε ο μέγας πρωτοσύγκελος Γρηγόριος Μάμμος. Τπέγραψαν προς τούτοις οι αντιπρόσωποι των άλλων Πατριαρχείων της Εκκλησίας της Ρωσίας, της Μολδαβίας και της Σραπεζούντας. Οι της 8 9

Αρχιμ. Βασιλείου ΢τεφανίδου, βλ.ό.π., σελ. 390-391. Αρχιμ. Βασιλείου ΢τεφανίδου, βλ.ό.π., σελ. 393.


Ιβηρίας είχαν δραπετεύσει. Εκ των μη υπογραψάντων ήταν ο Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός. Αυτός ήταν και αντιπρόσωπος του Πατριαρχείου Αντιοχείας δια τούτο υπέγραψε ο δεύτερος αντιπρόσωπος αυτού ο Ρωσίας Ισίδωρος. Σα τρία ανατολικά πατριαρχεία (Αλεξανδρείας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων) δια συνόδου εν Ιερουσαλήμ (1443) αποκήρυξαν την ένωση. ΢τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ανέβηκε ο Κυζίκου Μητροφάνης (1440) οπαδός της ενώσεως αλλά αυτή αντέβαινε στα θρησκευτικά αισθήματα κλήρου και λαού. Ο αυτοκράτορας δεν τόλμησε να επιβάλλει δια της βίας την ένωση διότι ενείδε ότι αυτή δεν ήταν το σωτήριο πολιτικό μέσο το οποίο εζήτει10. Βλέπουμε ότι τα αποτελέσματα της συνόδου αυτής (όπως και προηγούμενες) απέτυχαν να επιτύχουν την ένωση των δύο εκκλησιών. Οι λόγοι είναι διάφοροι. Ανατρέχοντας σε ιστορικές πηγές διαπιστώνουμε ότι καμία προσπάθεια ένωσης δεν έγινε από αληθινό ενδιαφέρον για την εκκλησία και την αναζήτηση της αλήθειας. Οι ηγέτες διαφόρων τέτοιων προσπαθειών ήταν συνήθως οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου οι οποίοι αποσκοπούσαν πολιτικά οφέλη από τον Πάπα και από μία ενδεχόμενη ένωση. β. Οι Σρείς Βαθμοί της Ιεροσύνης στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία α. Ο Επίσκοπος Ο βαθμός του επισκόπου είναι ένας από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Ο Επίσκοπος σύμφωνα με τη διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, η οποία διατυπώθηκε κατά τη Β' ΢ύνοδο του Βατικανού «διδάσκει ότι με την επισκοπική χειροτονία μεταδίδεται το πλήρωμα του ιερού μυστηρίου της Ιεροσύνης, δηλαδή αυτό που η λειτουργική συνήθεια της Εκκλησίας και η φωνή των Αγίων Πατέρων ονομάζουν υπέρτατη ιεροσύνη και 'άθροισμα' της ιερής διακονίας»11. Κάποιος καθίσταται επίσκοπος με τη μυστηριακή τελετή της χειροτονίας (ordinatio). Κατά τη διάρκεια της χειροτονίας μεταδίδεται στον χειροτονούμενο το αγιαστικό, το διδακτικό και το αξίωμα της διακυβερνήσεως. Ας δούμε όμως το καθένα ξεχωριστά: Σο αγιαστικό αξίωμα. Ο επίσκοπος είναι ο κύριος κάτοχος της αγιαστικής εξουσίας μέσα στην τοπική εκκλησία. Είναι αυτός ο οποίος χειροτονεί και μεταδίδει τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος στους δύο άλλους βαθμούς της ιεροσύνης (πρεσβυτέρους-διακόνους). Αυτό φαίνεται εντονότερα, όταν η Θεία Ευχαριστία τελείται από τον επίσκοπο, η οποία έχει πολύ ιδιαίτερο νόημα ως έκφραση της εκκλησίας συναθροισμένης γύρω από το ιερό βήμα υπό την προεδρία εκείνου που αντιπροσωπεύει ορατά τον Φριστό

10 11

Αρχιμ. Βασιλείου ΢τεφανίδου, βλ.ό.π., σελ. 395. Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1996, σελ. 487.


και είναι η κεφαλή της Εκκλησίας Σου12. Φαρακτηριστικό ακόμη παράδειγμα είναι ότι στην Καθολική Εκκλησία το Μυστήριο του Φρίσματος το τελεί μόνο ο επίσκοπος (σε αντίθεση με τις ανατολικές Εκκλησίες). Σο διδακτικό αξίωμα. Είναι η υποχρέωση του επισκόπου να κηρύττει το λόγο του Θεού και να διδάσκει το λαό γύρω από τα θέματα πίστεως, έτσι ώστε να οδηγεί τους πιστούς κοντά στην αλήθεια και τη σωτηρία που είναι ο ίδιος ο ιδρυτής και αρχηγός της Εκκλησίας, ο Ιησούς Φριστός. Σο αξίωμα της διακυβερνήσεως. Ο επίσκοπος εκτός από την αγιαστική και διδακτική του εξουσία έχει και το αξίωμα της διακυβερνήσεως, ώστε να είναι σε θέση να διοικεί την επισκοπή και να μπορεί να ρυθμίζει θέματα που πιθανόν να ανακύψουν. Σαυτόχρονα με την επισκοπική του χειροτονία ο επίσκοπος γίνεται μέλος του συλλόγου των επισκόπων, του οποίου κεφαλή είναι ο επίσκοπος Ρώμης, ο οποίος φέρει τους εξής τίτλους: Επίσκοπος Ρώμης, Βικάριος του Ιησού Φριστού, Διάδοχος του πρωτοκορυφαίου των Αποστόλων, Πατριάρχης της Δύσεως, Πριμάτος της Ιταλίας, Μητροπολίτης της Ρωμαϊκής Επαρχίας. ΢την 1η ΢ύνοδο του Βατικανού στις 18 Ιουλίου 1870, ανακηρύχτηκε το δόγμα της Καθολικής Εκκλησίας το «παπικό αλάθητο»13 . «Όπως ο Άγιος Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας, βλ.ό.π., σελ. 488. π. Μάρκος Υώσκολου, Η πορεία 20 αιώνων του λαού του Θεού, εκδ. Πορεία Πνευματική, Αθήνα 1987 σελ. 330. Παραθέτουμε απόσπασμα από το κείμενο της ΢υνόδου. (α) «Προς δόξα του Θεού ΢ωτήρα μας, για την εξύψωση της Καθολικής Εκκλησίας και τη σωτηρία του λαού, διδάσκουμε και καθορίζουμε οριστικά σαν δόγμα πίστης που συνέχεια της παράδοσης που διατηρούμε απ' την της χριστιανικής πίστης και με τη σύμφωνη γνώμη αυτής της αγίας συνόδου, ότι: Όταν ο Ρωμαίος Επίσκοπος ομιλεί «εκ καθέδρας», δηλ. όταν εξασκεί την αποστολή του σαν ποιμένας και διδάσκαλος όλων των ορίζει με τη υπέρτατη αποστολική εξουσία ότι μια διδασκαλία για την πίστη ή την ηθική πρέπει να θεωρείται βέβαιη απ' όλη την Εκκλησία, τότε κατέχει, με τη χάρη της θεϊκής συμπαράστασης που του έχει δοθεί σε υπόσχεση στο πρόσωπο το Αποστόλου Πέτρου, εκείνο το αλάθητο με το οποίο ο Θεός Λυτρωτής προίκισε την Εκκλησία του όταν πρόκειται αυτή να καθορίζει διδασκαλίες σχετικές με τη πίστη ή την ηθική. Έτσι, αυτές οι αποφάσεις του Ρωμαίου Επισκόπου, αφεαυτού τους είναι αμετάκλητες κι όχι επειδή θ' ακολουθήσει η συναίνεση της Εκκλησίας.» (β) ... Σο επισκοπικό σώμα υφίσταται βάσει της ίδιας θεϊκής εντολής πάνω στην οποία στηρίζεται και η παποσύνη. Κι αυτό έχει τα δικά του δικαιώματα και καθήκοντα, απ' ότι ο ίδιος ο Θεός καθόρισε και που ο πάπας δεν έχει δικαιώματα ούτε εξουσία ν' αλλάξει. Έχουν, λοιπόν, παρεξηγηθεί τελείως οι αποφάσεις της συνόδου του ρωμαίου επισκόπου απορρόφησε την επισκοπική εξουσία και πως ο πάπας, σαν αρχή, διείσδυσε στη θέση του κάθε επισκόπου, ενώ οι επίσκοποι δεν είναι τίποτε άλλο από όργανα του πάπα, υπάλληλοι χωρίς προσωπική ευθύνη. ΢ύμφωνα με τη συνεχή διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας κι όπως εκφράστηκε καθαρά απ' τη σύνοδο του Βατικανού, οι επίσκοποι δεν είναι τίποτε άλλο από όργανα του πάπα, υπάλληλοι χωρίς προσωπική ευθύνη. ΢ύμφωνα με τη συνεχή διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας κι όπως εκφράστηκε καθαρά απ' τη σύνοδο του Βατικανού, οι επίσκοποι δεν είναι απλά όργανα του πάπα κι ούτε παπικοί υπάλληλοι χωρίς δίκη τους ευθύνη, αλλά «απεσταλμένοι από το Άγιο Πνεύμα και διάδοχοι των Αποστόλων που ποιμαίνουν και κυβερνούν το ποίμνιο που τους έχει εμπιστευθεί, σαν αληθινοί ποιμένες.» 12 13


Πέτρος και οι άλλοι Απόστολοι σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου αποτελούν ένα και μόνο αποστολικό σύλλογο, έτσι και ο επίσκοπος Ρώμης, διάδοχος του Πέτρου, με τους επισκόπους διαδόχους των Αποστόλων, συνδέονται μεταξύ τους. Ο σύλλογος ή το σώμα των επισκόπων δεν έχει εξουσία, αν δεν βρίσκεται σε κοινωνία με τον επίσκοπο Ρώμης, το διάδοχο του Πέτρου και κεφαλή του συλλόγου, διότι παραμένει ακέραιη η εξουσία του Πρωτείου πάνω σε όλους τους ποιμένες και τους πιστούς. Η τάξη των επισκόπων που διαδέχεται το σύλλογο των Αποστόλων στο διδακτικό και ποιμαντικό του ρόλο, η οποία μάλιστα διαιωνίζει την υπόσταση της το αποστολικό σώμα μαζί με την κεφαλή της, τον Επίσκοπο Ρώμης, και ποτέ χωρίς αυτήν την κεφαλή, είναι επίσης φορέας της υπέρτατης και ολοκληρωτικής εξουσίας μέσα στην παγκόσμια Εκκλησία, η οποία όμως δεν μπορεί να ασκηθεί χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του επισκόπου Ρώμης»14. Η υπέρτατη εξουσία του συλλόγου των επισκόπων πάνω σε όλη την εκκλησία εξασκείται με επίσημο τρόπο στην Οικουμενική ΢ύνοδο αλλά δεν μπορεί να υπάρξει Οικουμενική ΢ύνοδος αν δεν επικυρωθεί ή τουλάχιστον αν δεν γίνει δεκτή από τον διάδοχο του Πέτρου. Ο επίσκοπος Ρώμης έχει την αρμοδιότητα να συγκαλεί αυτές τις συνόδους, να προεδρεύει σ' αυτές και να τις επικυρώνει. Ο τρόπος της εκλογής των Επισκόπων ορίζεται από τον κανόνα 377 του Κώδικα Κανονικού Δικαίου της Λατινικής Εκκλησίας, σύμφωνα με τον οποίο ο Πάπας διορίζει τον Επίσκοπο, ενώ τον κατάλογο υποψηφίων υποβάλλουν οι κατά τόπους ΢ύνοδοι των Επισκόπων15.

β. Ο πρεσβύτερος Ο βαθμός του πρεσβυτέρου είναι ο δεύτερος βαθμός της Ιεροσύνης. Ο πρεσβύτερος (ιερέας) είναι συνεργάτης και βοηθός του επισκόπου στο αγιαστικό, διδακτικό και διοικητικό του έργο, με σκοπό την διαποίμανση του λαού του Θεού. Ο Κύριος ως μόνος Αρχιερεύς έδωσε την ιερατική εξουσία στους Αποστόλους και οι Απόστολοι με τη σειρά τους όρισαν διαδόχους τους επισκόπους. Οι επίσκοποι όρισαν ως βοηθούς τους πρεσβύτερους, κάνοντας κι αυτούς μετόχους της ιεροσύνης με το ιερό μυστήριο της χειροτονίας. Σο αξίωμα των ιερέων, εφ' όσον συνδέεται στενά με την τάξη των επισκόπων, συμμετέχει στην εξουσία με την οποία ο ίδιος ο Φριστός οικοδομεί, αγιάζει και κυβερνά το ΢ώμα του. Γι' αυτό η ιεροσύνη των ιερέων, ενώ προϋποθέτει τα ιερά μυστήρια της χριστιανικής μυήσεως, μεταδίδεται με το ιδιαίτερο εκείνο ιερό μυστήριο με το οποίο οι ιερείς χάρη π. Δημήτριος ΢αλάχας, Έκκλησία Καθολική ή Ρωμαιοκαθολική, Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 21 σελ. 133 (§22). 15 π. Δημήτριος ΢αλάχας, ό.π., σελ. 133 (§22) 14


στο χρίσμα του Αγίου Πνεύματος αποκτούν ειδικό χαρακτήρα κι έτσι εξομοιώνονται προς τον Φριστό ιερέα, ώστε να μπορούν να ενεργούν στο όνομα του ίδιου του Φριστού ως κεφαλής16. Οι πρεσβύτεροι, αν και δεν κατέχουν τον ανώτατο βαθμό ιεροσύνης και στην άσκηση της εξουσίας τους εξαρτώνται από τους επισκόπους, συνδέονται όμως με αυτούς στην ιερατική τιμή και με τη δύναμη του ιερού μυστηρίου της ιεροσύνης, χειροτονημένοι κατά το πρότυπο του Φριστού του αιώνιου και μεγάλου Αρχιερέα, είναι αφιερωμένοι στο κήρυγμα του Ευαγγελίου και τη διαποίμανση των πιστών στην τέλεση της θείας λατρείας, αφού είναι αληθινοί ιερείς της Καινής Διαθήκης17. Σους ιερείς της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας μπορούμε να τους χωρίσουμε σε δύο κατηγορίες: τον εφημερικό κλήρο και τους ιερείς των μοναχικών ταγμάτων. ΢την πνευματική φροντίδα των ψυχών οι ιερείς της εκκλησιαστικής επαρχίας έχουν την πρώτη ευθύνη, γιατί ενταγμένοι σε μία τοπική Εκκλησία, αφοσιώνονται ολοκληρωτικά στην υπηρεσία της για τη διαποίμανση ενός τμήματος του ποιμνίου του Κυρίου. Γι' αυτό αποτελούν το πρεσβυτέριο του, μία μοναδική οικογένεια, της οποίας ο Επίσκοπος είναι ο Πατέρας. Αυτός (ο επίσκοπος) για να μπορεί να διανέμει καλύτερα τα διακονήματα στους ιερείς του, πρέπει να έχει την απαιτούμενη ελευθερία στην απονομή των καθηκόντων και γι' αυτό πρέπει να καταργούνται τα δικαιώματα ή τα προνόμια που με οποιονδήποτε τρόπο περιορίζουν αυτήν την ελευθερία18. Οι σχέσεις μεταξύ επισκόπου και ιερέων της επαρχίας πρέπει να βασίζοντα προπάντων στο σύνδεσμο της εν Φριστώ αγάπης, έτσι ώστε να υπάρχει ομοφωνία μεταξύ επισκόπου-ιερέων, κάνοντας έτσι πιο καρποφόρα την ποιμαντική τους δράση. Ο επίσκοπος πρέπει να καλεί σε διάλογο τους ιερείς της επαρχίας του, ώστε να συζητάνε διάφορα ποιμαντικά θέματα που μπορεί να ανακύψουν. Οι κυριότεροι συνεργάτες του επισκόπου είναι οι εφημέριοι. Αυτοί είναι οι αυθεντικοί ποιμένες στους οποίους ανατίθεται η ποιμαντική φροντίδα των ψυχών, μέσα σε ορισμένο τμήμα της εκκλησιαστικής επαρχίας, κάτω από την εξουσία του επισκόπου19. Όλοι οι ιερείς της εκκλησιαστικής επαρχίας οφείλουν να είναι ενωμένοι και αδελφωμένοι μεταξύ τους και να αισθάνονται συνυπεύθυνοι για το ό,τι συμβαίνει στην εκκλησιαστική επαρχία την οποία διακονούν. Πρέπει διαρκώς να θυμούνται ότι τα εκκλησιαστικά τους διακονήματα είναι μία ιδιαίτερη αποστολή προσωπική στο καθένα, την οποία ο ίδιος ο Κύριος τους έχει αναθέσει και επιβάλλεται να προσφέρουν τη γενναιόδωρη συνδρομή τους για τις υλικές ανάγκες της επαρχίας τους, π. Δημήτριος ΢αλάχας, ο.π. σελ. 133 (§22) Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας, βλ.ό.π., σελ. 489. 18 Διάταγμα Β΄ ΢υνόδου Βατικανού, Γιά τό ποιμαντικό ἕργο τῶν ἐπισκόπων μέσα στήν Ἐκκλησία, μετάφ. ἀπό τά Λατινικά π. Ἀθανάσιος Ἀρμάος, εκδ. Γραφείον Καλού Σύπου, σελ. 34. 19 βλ. ό.π., Διάταγμα Β΄ ΢υνόδου Βατικανού, σελ. 34-35. 16 17


ανάλογα με τις δυνατότητες τους και σύμφωνα με τις υποδείξεις του επισκόπου. Ο πρεσβύτερος στην εκπλήρωση του αγιαστικού του έργου φροντίζει ώστε η τέλεση της Θείας Ευχαριστίας να είναι το κέντρο και η κορυφή όλης της ζωής της χριστιανικής κοινότητας, καθοδηγώντας τους πιστούς, ώστε να τρέφονται πνευματικά με τη συχνή προσέλευση τους στά μυστήρια και την ενεργό συμμετοχή των πιστών στη Θεία Λατρεία. γ. Ο Διάκονος Ο διάκονος είναι ο πρώτος βαθμός της ιεροσύνης. Βέβαια ο διάκονος δεν μετέχει στην ιεροσύνη με τον τρόπο και σε βαθμό που μετέχει ο επίσκοπος και ο πρεσβύτερος, αλλά έχει έναν βοηθητικό ρόλο. ΢τον κατώτερο βαθμό της ιεραρχίας βρίσκονται οι διάκονοι που χειροτονούνται «όχι για την ιεροσύνη αλλά για τη διακονία». Για τη χειροτονία του διακόνου μόνο ο επίσκοπος επιθέτει τα χέρια, σημαίνοντας έτσι ότι ο διάκονος συνδέεται ειδικά με τον επίσκοπο στα καθήκοντα της «διακονίας» του20. Σο μυστήριο της χειροτονίας ακόμη και στους διακόνους τυπώνει ένα χαρακτήρα ανεξίτηλο όπως στους επισκόπους και στους πρεσβυτέρους. Ο διάκονος μέσα στη Θεία Λατρεία έχει συγκεκριμένα καθήκοντα. Σο βασικό καθήκον του διακόνου είναι να βοηθά τον επίσκοπο και τον πρεσβύτερο κατά τη διάρκεια τελέσεως των ιερών μυστηρίων και προπάντων της Θείας Ευχαριστίας. Καθήκον του διακόνου είναι να μεταδίδει στους πιστούς τη Θεία Ευχαριστία, να παρίσταται στην τέλεση άλλων μυστηρίων (γάμος-βάπτιση), να εκφωνεί το ιερό Ευαγγέλιο, να κηρύττει. ΢τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ο βαθμός του διακόνου δεν αποτελούσε πάντοτε μόνιμο βαθμό του κλήρου. Μετά τη Β' ΢ύνοδο του Βατικανού η λατινική Εκκλησία απέκτησε τη διακονία «ως ιδιαίτερο και μόνιμο βαθμό της ιεραρχίας», ενώ οι Εκκλησίες της ανατολής την είχαν πάντοτε διατηρήσει. Αυτή η μόνιμη διακονία που μπορεί να δοθεί σε έγγαμους άντρες, αποτελεί σπουδαίο εμπλουτισμό για την αποστολή της Εκκλησίας. Πραγματικά, αρμόζει και είναι ωφέλιμο, οι άντρες, που εκπληρώνουν μέσα στην Εκκλησία ένα πραγματικό διακόνημα εξυπηρετήσεως τόσο στη λειτουργική και ποιμαντική ζωή όσο και στα κοινωνικά και φιλανθρωπικά έργα, «να ενισχύονται με την επίθεση των χεριών που μεταδόθηκε από τους επισκόπους και να συνδέονται πιο στενά με το ιερό βήμα, ώστε να επιδίδονται πιο αποτελεσματικά στο διακόνημα τους με τη μυστηριακή χάρη της διακονίας».

20

Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας, βλ. ό.π., σελ. 491-492.


γ. Η τέλεση του ιερού Μυστηρίου της Φειροτονίας Αναμφισβήτητα η τέλεση μιας χειροτονίας σε έναν από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης (επισκόπου, πρεσβυτέρου, διακόνου) αποτελεί ένα σημαντικό γεγονός για τη ζωή της τοπικής Εκκλησίας. Για το λόγο αυτό απαιτείται και η ανάλογη επισημότητα και η συμμετοχή όσο το δυνατόν περισσότερων πιστών κατά την ημέρα εκείνη. Η χειροτονία, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, τελείται από τον επίσκοπο. Η συμμετοχή και η συλλειτουργία άλλων επισκόπων και πρεσβυτέρων είναι κάτι το οποίο πρέπει να επιδιώκεται, διότι φαίνεται και η ενότητα του ιερατείου. Ουσιαστικά, το μυστήριο της χειροτονίας περιλαμβάνει την επίθεση των χειρών του επισκόπου στο κεφάλι του χειροτονούμενού και η ανάγνωση της καθαγιαστικής ευχής, με την οποία ζητείται η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος. Σο μυστήριο της χειροτονίας και στους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης τελείται πάντοτε μέσα στη θεία Λειτουργία. Όπως σε όλα τα μυστήρια, ορισμένες τελετουργικές προσθήκες περιβάλλουν την ιεροτελεστία. Αυτές είναι πολύ διαφορετικές στους διάφορους λειτουργικούς τύπους, αλλά έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την ιδιότητα να εκφράζουν τις πολλαπλές όψεις της μυστηριακής χάρης. Έτσι, οι προκαταρκτικές τελετές στο λατινικό λειτουργικό τύπο (η παρουσίαση και η εκλογή του χειροτονουμένου, η ομιλία του επισκόπου, το ερωτηματολόγιο προς τον χειροτονούμενο, οι λιτανείες των αγίων) μαρτυρούν ότι η εκλογή του υποψηφίου έγινε σύμφωνα με τη συνήθεια της Εκκλησίας και προετοιμάζουν την επίσημη πράξη της καθαγιάσεως, την επίθεση των χειρών, μετά την οποία πολλές τελετές έρχονται να εκφράσουν και να ολοκληρώσουν συμβολικά το ιερό μυστήριο που επιτελέσθηκε. Για τον επίσκοπο και τον ιερέα ακολουθούν η επάλειψη με το άγιο χρίσμα, σημείο της ειδικής επαλείψεως του Αγίου Πνεύματος που κάνει γόνιμο το διακόνημά τους' παράδοση του Ευαγγελίου, του αρχιερατικού δακτυλίου, της μίτρας και της ποιμαντορικής ράβδου στον επίσκοπο ως σημεία της αρχιερατικής του αποστολής να κηρύσσει το Λόγο του Θεού, της πιστότητας του στην Εκκλησία, νύμφης του Φριστού, του καθήκοντος του να ποιμαίνει το ποίμνιο του κυρίου και η παράδοση στον ιερέα του δίσκου και του ποτηριού», «προσφοράς του αγίου λαού», την οποία καλείται να παρουσιάζει στο Θεό. ΢το διάκονο ακολουθεί η παράδοση του Ευαγγελίου, καθώς αναλαμβάνει την αποστολή να αναγγέλλει το Ευαγγέλιο του Φριστού21. Αυτός ο οποίος μεταδίδει το ιερό μυστήριο της χειροτονίας, δηλαδή ο επίσκοπος πρέπει να πληρεί ορισμένες προϋποθέσεις. Απαραίτητη και βασική προϋπόθεση είναι η Αποστολική Διαδοχή. Ο Κύριος είναι αυτός που εμπιστεύτηκε τους Αποστόλους και τους έκανε συμμέτοχους στην Αποστολή Σου και συνεχιστές του έργου Σου. Οι Άγιοι 21

Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας, βλ. ό.π., σελ.492-493.


Απόστολοι με τη σειρά τους κατέστησαν διαδόχους και συνεχιστές τους, τους επισκόπους, οι οποίοι με τη σειρά τους χειροτονούν τους πρεσβυτέρους και τους διακόνους. Ο Επίσκοπος λοιπόν, ο οποίος τελεί το Ιερό μυστήριο της χειροτονίας θα πρέπει να έχει αδιάσπαστο το σύνδεσμο αυτόν της Αποστολικής διαδοχής, έτσι ώστε τα μυστήρια τα οποία τελεί να είναι έγκυρα. Σο Ιερό μυστήριο της ιεροσύνης μπορούν να το λάβουν μόνο βαπτισμένοι άνδρες που προηγουμένως έχουν εξακριβωθεί από την Εκκλησία οι αγνές και ανιδιοτελείς προθέσεις τους. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να λάβει το ιερό μυστήριο της χειροτονίας. Πραγματικά κανένας δεν μπορεί να διεκδικήσει για τον εαυτό του αυτό το αξίωμα. Η κλήση έρχεται από το Θεό. Όποιος πιστεύει ότι διακρίνει στον εαυτό του τα σημεία της κλήσεως του Θεού για τη διακονική χειροτονία, οφείλει να υποβάλλει ταπεινά την επιθυμία του στην αυθεντία της Εκκλησίας, η οποία έχει την ευθύνη και το δικαίωμα να καλεί κάποιον στους βαθμούς της ιεροσύνης. Όπως κάθε χάρη το ιερό αυτό μυστήριο λαμβάνεται μόνο ως δωρεά του Θεού και όχι ως αξιομισθία του ανθρώπου. Όλοι οι χειροτονημένοι λειτουργοί της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, εκτός από τους μόνιμους διακόνους, εκλέγονται κανονικά από τους άνδρες πιστούς που ζουν άγαμοι και θέλουν να τηρήσουν την αγαμία «για τη Βασιλεία των Ουρανών»22. Καλεσμένοι να αφιερωθούν αμέριστα στον Κύριο και «στις αποθέσεις του Κυρίου», προσφέρονται ολοκληρωτικά στον Θεό και στους ανθρώπους. Η αγαμία είναι ένα σημείο της νέας αυτής ζωής στην υπηρεσία της οποίας αφιερώνεται ο λειτουργός της Εκκλησίας' όταν γίνεται δεκτή με χαρούμενη καρδιά, αναγγέλλει με την ακτινοβολία της τη Βασιλεία του Θεού. ΢τις ανατολικές Εκκλησίες από αιώνες ισχύει μία διαφορετική εκκλησιαστική τάξη: ενώ οι επίσκοποι εκλέγονται αποκλειστικά μεταξύ των αγάμων, έγγαμοι άνδρες μπορούν να χειροτονηθούν διάκονοι και ιερείς. Η πράξη αυτή από τα παλαιά χρόνια έχει αναγνωριστεί ως κανονική' οι ιερείς αυτοί εξασκούν στην καρποφόρα διακονία τους μέσα στις κοινότητες τους. Άλλωστε, η αγαμία των ιερέων εκτιμάται πολύ στις ανατολικές Εκκλησίες και πολλοί είναι οι ιερείς που τη διάλεξαν ελεύθερα για τη Βασιλεία των Ουρανών. ΢την Ανατολή όπως και στη Δύση όποιος λαμβάνει το ιερό μυστήριο της Ιεροσύνης δεν μπορεί να νυμφευθεί. Σο μυστήριο της ιεροσύνης τυπώνεται πάνω στον άνθρωπο και έχει χαρακτήρα ανεξίτηλο. Ένα πρόσωπο με έγκυρη χειροτονία μπορεί ασφαλώς για σοβαρές αιτίες να απαλλαχθεί από τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα που συνδέονται με την ιεροσύνη, ή να του απαγορευθεί η άσκηση του αλλά δεν μπορεί να ξαναγίνει με τη στενή έννοια, λαϊκός, γιατί ο ανεξίτηλος χαρακτήρας της ιεροσύνης που τυπώθηκε με τη 22

Ματθ. ιθ΄,12


χειροτονία μένει για πάντα. Η κλήση και η αποστολή που έλαβε την ημέρα της χειροτονίας του τον συνοδεύουν για πάντα.

ΚΕΥΑΛΑΙΟ Ε Η ΙΕΡΟ΢ΤΝΗ ΣΩΝ ΓΤΝΑΙΚΩΝ

Α. ΕΙ΢ΑΓΩΓΗ Η θέση της Γυναίκας στη ζωή και το έργο της Εκκλησίας, αποτελεί στις μέρες μας, ένα από τα περισσότερα επίκαιρα προβλήματα του ποιμνίου της. Η άγνοια, η αδιαφορία, των λαϊκών, των κληρικών ως προς την ενημέρωση του ποιμνίου, των υπευθύνων για την αποσαφήνιση του θέματος, σε συνδυασμό με όσα επικρατούν στη Δύση, καθιστούν την πορεία του ζητήματος, νεφελώδη και αναφορικά με την πορεία της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ανησυχητική. Αυτό που είναι πάντως αδιαμφισβήτητο, είναι το ότι σε κάθε πρόβλημα που απασχολεί το ποίμνιο, θα πρέπει να έχουμε λόγο και άποψη όλα τα μέλη του ΢ώματος του Φριστού, δηλαδή της Εκκλησίας, εφ' όσον έχουμε οικειοποιηθεί την υποχρέωση και της ποιμαντικής διακονίας προς τον πλησίον, καθώς η τελευταία, είναι «πολυπρόσωπη και πολυδύναμη».23 Μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο και σε συνάρτηση με τον παρατηρούμενο ανταγωνισμό μεταξύ των δύο φύλων ως απόρροια της εγωιστικής τους τοποθέτησης μεταξύ τους-, τον καταιγισμό μοναξιάς και την αδυσώπητη αποξένωση των ανθρώπων, προβάλλει και το ζήτημα της δυνατότητας ή μη, εκπροσώπησης του γυναικείου φύλου, στη χειροτονημένη λειτουργική Ιερωσύνη. Με την προσπάθεια διεύρυνσης του Οικουμενικού διαλόγου, κυρίως στα πλαίσια των διασκέψεων του Παγκοσμίου ΢υμβουλίου των Εκκλησιών -πρόκειται για «παγκόσμιο εκκλησιαστικό όργανο, στο οποίο μετέχουν, εκτός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που είναι απλώς παρατηρητής, διάφορες εκκλησίες, ομολογίες και ομάδες, που συζητούν δογματικά, πρακτικά και ιεραποστολικά θέματα με σκοπό την πιθανή μελλοντική τους ένωση 24 καθώς και άλλων διορθόδοξων διασκέψεων και συνεδρίων, είναι πλέον επιτακτική η μελέτη και η κατανόηση των βασικών αιτιών θεώρησης αυτού του ζητήματος.

Αλέξανδρος ΢ταυρόπουλος, Επιστήμη και Σέχνη της Ποιμαντικής, εκδ. Βάνιας Αθήνα 1997, σελ.45. 24 Ευαγγέλου Π. Λέκκου, Πανόραμα 20 αιώνων Φριστιανισμού-Πρόσωπα και γεγονότα 2000 χρόνων, εκδ. Γρηγόρης Αθήνα 2000, σελ.. 227-228. 23


Η Ιεροσύνη των γυναικών, δε συνδέεται μόνο με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα που έχει ως μυστήριο, αλλά προσλαμβάνει πολυδιάστατο χαρακτήρα, καθώς εκτείνεται σε ένα ευρύ θεολογικό φάσμα Η φύση του προβλήματος, συνδέεται άμεσα με τη διευκρίνιση των όρων «κλήρος» και «Ιεροσύνη». Με τον όρο «κλήρος», καλύπτεται ένα σύστημα κατανομής εξουσίας & πνευματικής καθοδήγησης, στο πλαίσιο της οργανωτικής δομής της Εκκλησίας. Μέσα από την φυσιολογική πορεία αλλοίωσης των λέξεων με το πέρασμα του χρόνου, ο όρος «κλήρος», που αρχικώς σήμαινε το λαχνό με τον οποίο εκλέγονταν οι δημόσιοι άρχοντες ή διανέμονταν τμήματα γης στους πολίτες,25φθάνει σε σημείο να σημαίνει το σύνολο των ατόμων που έχουν ταχθεί με συγκεκριμένη εκκλησιαστική πράξη, στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Αντίθετα, ο όρος «Ιεροσύνη» εκφράζει μία λειτουργία, με την οποία συνδέεται άμεσα η συνέχιση του σωτηριώδους έργου του Κυρίου, κατά τρόπο συγκεκριμένο και προσδιορισμένο: «εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ούρανω και επί γης, πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις τό όνομα του Πατρός καιτού Τιού καίτού Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ένετειλάμην υμίν».26 Επομένως στον όρο «Ιεροσύνη» είναι πιο εμφανής ο σωτηριολογικός χαρακτήρας αυτού του μυστηρίου, εφόσον με το αξίωμα αυτό, ο φορέας του καθίσταται νυμφαγωγός των ψυχών στη «βασιλεία των ουρανών». «Θείον τι χρήμα ή ίερωσύνη και' των όντων απάντων τό τιμιώτατον».27 Αναγκαία βέβαια προϋπόθεση για τους πιστούς αποτελεί η αποδοχή του φορέα της Ιεροσύνης, ως έχοντος την αποστολική διαδοχή και επομένως την ικανότητα, το χάρισμα το οποίο εκπηγάζει από το Θεό, να «μεσολαβεί» στη «διακονία καταλλαγής Θεού καί ανθρώπων» με «τό χρίσμα της ιερωσύνης καί της τελειώσεως».28 Ο I. Φρυσόστομος σημειώνει πως, εάν διαφωνείς ως προς αυτό, δηλαδή «ότι μηδέν ενεργεί ο Θεός δι' αύτου, ούτε λουτρόν έχεις, ούτε μυστηρίων μετέχεις, ούτε ευλογιών απολαύεις, ούτε άρα χριστιανός εί».29Σέλος αναφορικά με την ιστορία του ζητήματος, γίνεται κατανοητό πως, η αναγωγή του αφορά τον 20° αι., καθώς από το πρώτο παγκόσμιο ΢υνέδριο της Λωζάνης, των επιτροπών-κινήσεων «Πίστης και Σάξης» και «Ζωής και Εργασίας», το 1927, δηλαδή των δύο «προγόνων» του Παγκοσμίου ΢υμβουλίου των Εκκλησιών, φάνηκε ήδη η επιθυμία για τον καθορισμό της κατεύθυνσης προς μία ικανοποιητική λύση. Έπειτα από το ΢υνέδριο της Ουτρέχτης, το 1938, κατά το οποίο ενώθηκαν αυτές οι δύο κινήσεις και προήλθε το Παγκόσμιο ΢υμβούλιο

Καλογήρου I., «Κλήρος» ΘΗΕ, (7), (1961) σελ..649-691. Ματθ. 28, 18-20 27 Ιω. Φρυσοστόμου, Περί Ιερωσύνης 3, 4 PG 48, 643 28 Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 6, 9 PG 35, 733 Α 29 Ιω. Φρυσοστόμου, Εις Β' Σιμόθεον, 2, PG 62, 610 25 26


Εκκλησιών,30 ζητήθηκε από τις Εκκλησίες η μελέτη και η απόφανση περί του θέματος της χειροτονίας των γυναικών σε βαθμούς Ιεροσύνης, στην οποία άρχισαν να προσχωρούν κάποιες «Εκκλησίες», κυρίως από το δεύτερο μισό του 20ου αι. και εξής. Ειδικότερα όμως, οι αποφάσεις αυτών των Οικουμενικών διασκέψεων θα εξεταστούν σε οικείο κεφάλαιο.

Β ΣΡΙΑΔΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗ΢Η ΣΟΤ ΖΗΣΗΜΑΣΟ΢ α. Η «πατρότητα» και η «υιότητα» Ο ανδρικός χαρακτήρας της Ιεροσύνης, αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο του όλου ζητήματος. ΢την Αγία Γραφή οι όροι και τα ονόματα που αναφέρονται στη θεότητα, είναι γένους αρσενικού. Ο Θεός αποκαλύπτει τον εαυτό του ως Πατέρα, ο οποίος στέλνει τον Τιό Σου για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Ο Τιός και Λόγος του Θεού ενσαρκώνεται ως άνδρας, ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ. Είναι πολύ εύκολο κάποιος ο οποίος αναλογίζεται τα παραπάνω καθώς επίσης και ορισμένα σημεία της Καινής Διαθήκης, όπως το Α' Κορ. 11,7: «άνήρ μέν ... είκών και δόξα Θεού υπάρχων γυνή δέ δόξα ανδρός έστιν», να βγάλει συμπεράσματα άκρως αντιθετικά από την πραγματικότητα την οποία προσπαθεί να εισαγάγει όλη η Καινή Διαθήκη, καθ' όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων. Όμως, η θεότητα είναι άσχετη με οποιαδήποτε γνωρίσματα προσιδιάζουν στον άνδρα ή στη γυναίκα. Σα περισσότερα χαρακτηριστικά, που αποδίδονται στα πρόσωπα της Αγίας Σριάδας και τις ενέργειες τους, προσφέρονται ανθρωπομορφικώς και συμβολικώς λόγω της ανθρώπινης εκφραστικής αδυναμίας περί Αυτών.31 Σίθεται λοιπόν το ερώτημα : Ποια σημασία έχει η απόδοση των αρσενικών ονομάτων στα πρόσωπα της Αγίας Σριάδας και πώς το ανδρικό φύλο, συνδέεται με το πρόσωπο του Φριστού σε βαθμό που να αποκλείεται η γυναίκα από το μυστήριο της Ιεροσύνης; Σο θηλυκό φύλο, έχει τη δική του ιδιαιτερότητα που του προσδίδει ανάλογο κύρος. Η άσκηση όμως της πατρότητας του Θεού από τη γυναίκα είναι αδιανόητη, καθώς ο Θεός ως Πατέρας, συνιστά κυρίαρχο θέμα στην Αγία Γραφή. Πρέπει όμως σε αυτό το σημείο να γίνει μία θεολογική διευκρίνιση σχετικά με την «πατρότητα» και την «υιότητα» σε σχέση με τη διάκριση των φύλων. ΢το βιολογικό επίπεδο, τα δύο φύλα σχετίζονται με τη γενετήσια έλξη, την οποία χάρισε ο Θεός στον άνθρωπο,32 ως αναγκαίο στοιχείο για Ευαγγέλου Π. Λέκκου, Πανόραμα 20 αιώνων, Φριστιανισμού - Πρόσωπα και γεγονότα 2000 χρόνων, Αθήνα 2000, σελ. 228. 31 Ι. Δαμασκηνού, "Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, Περί των σωματικώς περί Θεού λεγομένων, 1, 11 PG 94, 841 Α 32 Μ. Αθανασίου, Κατά Άρειανων, Α', 21, PG 26, 56 BC 30


την ύπαρξη και την μελλοντική του πορεία. Ίσως λοιπόν η έννοια της «πατρότητας» να γίνεται αντιληπτή από ορισμένους σε ένα τέτοιο επίπεδο. Τπάρχει όμως μία ουσιαστική διαφορά" αυτή είναι, πως ο άνθρωπος είναι κτίσμα,33 δηλαδή δημιούργημα και όχι γέννημα του Θεού. Άρα ο Θεός δεν πρέπει να προσεγγιστεί με ανθρώπινα κριτήρια και χαρακτηριστικά. Σο αρσενικό στοιχείο των εννοιών «πατρότητος» και «υιότητας» δεν είναι δυνατό να αποδοθεί στο Θεό, γιατί αυτό συνδέεται με την φθοροποιό ανθρώπινη φύση και η ύπαρξη του φύλου, εκφράζει κάποια ατέλεια και έλλειψη, καθώς και το άρρεν έχει ανάγκη «της του θήλεος βοηθείας».34 Η ονομασία για το Θεό «Πατήρ» και «Τιός» δεν εκπηγάζει από την ανθρώπινη σχέση, γιατί αν αυτό ίσχυε, τότε θα οδηγούμασταν στο συμπέρασμα πως υπήρχε περίοδος κατά την οποία ο Θεός δεν ήταν Πατήρ και πως ο Τιός εμφανίστηκε σε κάποια χρονική περίοδο. Γι' αυτό το λόγο και η Ορθόδοξη Εκκλησία, έχει εμφατικά τονίσει τρία βασικά στοιχεία, σχετικά με το Σριαδικό Θεό και πιο συγκεκριμένα με τον Τιό: α) «γεννηθέντα ού ποιηθέντα» β) «όμοούσιον τω Πατρί» και γ) «πρό πάντων των αιώνων». ΢υνεπώς, κάθε προσπάθεια προβολής των Προσώπων του Σριαδικού Θεού με στοιχεία αναγνωριστικά του ανδρικού φύλου, είναι αστήρικτη θεολογικά, αλλά και ασεβής, διότι όπως τονίζει και ο Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Δι' άφατον αγαθότητα ηύδόκησεν έκ των καθ' ημάς όνομάζεσθαι ίνα μή αμέτοχοι παντελώς ώμεν της αύτου επιγνώσεως, άλλά 'έχωμεν κάν άμυδράν αύτου έννοιαν».35 β. Η έννοια του προσώπου στην Αγία Σριάδα Όπως είναι γνωστόν, η ουσία του Θεού είναι ακατάληπτη και απερινόητη. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς επισημαίνει πως, ο Θεός δεν είπε ότι εγώ είμαι η ουσία, αλλά εγώ είμαι ο Ών. Και συμπεραίνει ότι δεν είναι ο Ών που προέρχεται από την ουσία, αλλά η ουσία που προέρχεται από τον Όντα, γιατί ο Ών περικλείει όλο το είναι.36 Είναι ευκολονόητο πως οι Καππαδόκες Πατέρες εμμένουν στην περιγραφή των προσώπων ή υποστάσεων της Αγίας Σριάδας, ως τρόπων ύπαρξης καθοριστικών στην Σριαδική κοινωνία. Οι υποστατικές ιδιότητες καθορίζουν την ιδιότητα ή και την ετερότητα, κάθε προσώπου της Αγίας Σριάδας. Η χρήση του όρου «πρόσωπον», εισάγεται στη θεολογία κατά την περίοδο των Αποστολικών Πατέρων και των Απολογητών, οι όποιοι αντιμετώπισαν όσους προσπάI. Δαμασκηνού, Εκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, Περί Αγίας Σριάδος, 1, 8 PG 94, 812 C 34 Ι. Δαμασκηνού,'Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, Περί Αγίας Σριάδος, 1, 8 PG 94, 816 Α «Ενδεές γάρ τό άρρεν της του θήλεος βοηθείας». 35 Ι. Δαμασκηνού,'Έκδοσις ακριβής της Όρθοδόξου Πίστεως, 1, 12 PG 94, 845 Β. 36 Γρηγορίου Παλαμά, Κεφάλαια φυσικά, θεολογικά, PG 150, 1209 Β. 33


θησαν να διασπάσουν με τη διδασκαλία τους, την ενότητα και την αϊδιότητα της Αγίας Σριάδας. Αποσαφηνίζεται θεολογικά και με πληρότητα κυρίως από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο.37 Οι Πατέρες δηλαδή, προσπάθησαν να τονίσουν τη διάκριση των τριών προσώπων της Σριάδος, σε συνάρτηση με την ενότητα που υπάρχει μεταξύ τους. Ο Γρηγόριος ο Νύσσης, χρησιμοποιεί τον όρο «υπόστασις» ως συνώνυμη με τον όρο «πρόσωπον».38 Με τον όρο «ουσία» δηλώνεται η κοινότητα των γνωρισμάτων, καθώς «ουσία...εις ετερότητα τινα φύσεως διαμερίζεται».39 Με τον όρο «πρόσωπον», διαφαίνεται και καταδεικνύεται η μοναδικότητα, η ανομοιότητα και η ετερότητα των Σριαδικών προσώπων υποστάσεων, ως σχέση δυναμική που αποκαλύπτει το «πως είναι» του προσώπου «εν κοινωνία». Ο όρος «πρόσωπον» εκφράζει την ένωση των δύο φύσεων του ενανθρωπήσαντος Θεού Λόγου, όπως λέγει ο Κύριλλος ο Αλεξανδρείας: «Σέλειος ων έν θεότητι, καί τέλειος έν άνθρωπότητι, ο αυτός και ως εν ένί προσώπω νοούμενος».40 Τπό αυτό το πρίσμα, θα πρέπει να εξεταστεί και η δυνατότητα χειροτονίας των γυναικών.

γ. Κοινωνία και ισότητα των Σριαδικών Προσώπων. Οι άνθρωποι, καλούμαστε να συνάψουμε σχέσεις διαπροσωπικές, στο επίπεδο του τρόπου ζωής των θείων Προσώπων της Αγίας Σριάδας. ΢αφέστατα, υπάρχει διαφορά μεταξύ της έννοιας του προσώπου σε σχέση με τη θεότητα, σε αντίθεση προς τους ανθρώπους. Δηλαδή σε κάθε μία από τις παραπάνω προοπτικές, θα πρέπει να υπάρχει και άλλη μία κάπως διαφοροποιημένη προσέγγιση. Αδιαμφισβήτητο πάντως, είναι το γεγονός πως ο Σριαδικός Θεός, προβάλλεται σε ολόκληρη τη δημιουργία, με καθοριστικό τρόπο, ο οποίος αποτυπώνεται στην τάξη της κτίσης.41 Με βάση και όσα προηγουμένως αναφέρθηκαν, σχετικά με τη διαφορετικότητα της έννοιας του «προσώπου» στον άνθρωπο, λόγω της κτιστότητάς του, παράλληλα με αυτήν στην Αγιοτριαδική Κοινωνία, λόγω της αϊδιότητας και της ατρεπτότητάς Σης, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τις σχέσεις των τριών Προσώπων της Αγίας Σριάδας, ως αρχέτυ-

Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 39, 11, PG 36, 345C. «Θεού δέ οταν είπω, ένί φωτί περιαστράφθητε καί τρισί, τρισί μεν κατά τάς ιδιότητας, εντουν υποστάσεις, εί τινί φίλον καλείν, είτε πρόσωπα., ένί δέ κατά της ουσίας λόγον, είτουν θεότητος». 38 Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Εύνομίου, Λόγος Α', PG 45, 320 D 39 Γρηγορίου Νύσσης, Επιστολή 24, PG 46, 1089C 40 Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Επιστολή 39, PG 77, 180 β. 41 Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών, PG 90, 296 BC. «Εκ της κατά τήν κτίσιν σαφώς θεωρίας τήν περί της Αγίας Σριάδος, Πατρός λέγω καί Τίου καί Αγίου Πνεύματος, λόγον λαμβάνομεν... Βοα τοίνυν ή κτίσις δια των ποιημάτων, καί οίον απαγγέλλει τοις νοερως δυναμένοις άκούειν, τήν ιδίαν αιτίαν τριαδικως ΰμνουμένην». 37


πο σχέσεων για τον άνθρωπο, τον δημιουργηθέντα «κατ' εικόνα καί ομοίωσιν», ο οποίος υπάρχει ως «άρσεν καί θήλυ» στο πλαίσιο μιας καινής κτίσης. Η θεία πραγματικότητα, είναι η Σριάδα των Θείων Προσώπων σε μία ένωση της θείας φύσης, εντός της οποίας ο ένας Θεός και Πατέρας, εκδηλώνεται αιώνια με δύο μορφές θείας ύπαρξης, ως Προσώπων του Λόγου και του Πνεύματος, ενώ ο άνθρωπος εικονίζει τη φύση του ιδίου ενός Θεού και Πατέρα, σε δύο μορφές ύπαρξης, του άρρενος και του θήλεος, σε μία πολλαπλότητα ανθρωπίνων προσώπων.

δ. ΢οφιολογία και γυναικεία Ιεροσύνη. Η ΢οφιολογία (δηλαδή ο λόγος περί της ΢οφίας), είναι τάση φιλοσοφική και θρησκευτική, που προσπαθεί να ανακαλύψει θηλυκά στοιχεία στη θεότητα, στο φόντο της παράδοσης περί του Σριαδικού Θεού. Αν και αυτή η προσπάθεια δεν αποτελεί κάποια καινοτομία, καθώς κάνοντας κανείς μία αναγωγή κυρίως στην εποχή της Αναγέννησης συναντάει τέτοιες θεωρίες, ακολουθείται σε μεγάλο βαθμό από την Ορθόδοξη Ρωσική θεολογική σκέψη. Όμως, από κριτικής πλευράς, μία τέτοια προσπάθεια υποκρύπτει αρκετές παγίδες. Σο σφάλμα είναι ότι ταυτίζεται η Ουσία με ένα από τα ιδιώματα της, δηλαδή τη ΢οφία. Ο Θεός όμως δεν καθορίζεται από κανένα από τα ιδιώματα Σου. Όλοι οι ορισμοί είναι κατώτεροι από αυτόν, λογικώς μεταγενέστεροι της ύπαρξης Σου. Όταν επομένως λέμε, στα πλαίσια της καταφατικής θεολογίας, πως ο Θεός είναι ΢οφία, Ζωή, Αγάπη κ.α., δεν μετέχουμε στη γνώση της Ουσίας του Θεού, αλλά προσπαθούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτά τα εκφραστικά μέσα, «ως μέσα έμβαθύνσεως εις τά μυστήρια της πίστεως, διά της λογικής κατανοήσεως αυτών»,42 υπό την θεώρηση πάντα, πως η μέθεξη στην άκτιστη Ουσία του Θεού, είναι απρόσιτη και αδύνατη, ενώ δυνατή είναι μόνο η μετοχή στις άκτιστες ενέργειες Σου. Ένας από τους πιο γνωστούς υποστηρικτές, εκτός από τον S. Bulgakov είναι και ο Παύλος Ευδοκίμωφ, όπου είναι άξια αναφοράς η προσπάθεια του, για να απαλειφθούν όλα εκείνα τα στοιχεία, που συνθέτουν την εικόνα της γυναίκας με μειωμένη αξία και υποβαθμισμένη προσωπικότητα, μέσα από το έργο του: «Η γυναίκα και η σωτηρία του κόσμου». Ο Ευδοκίμωφ λοιπόν, επηρεασμένος εμφανώς από την ψυχολογία του Karl Jung, αντιλαμβάνεται τη γυναικεία και την ανδρική μορφή ύπαρξης του ανθρώπου με τις δύο ψυχολογικές αρχές που θέτει ο Jung και ονομάζει «animus» και «anima», δηλαδή «η συνείδηση και το ασυνείδητο, η π. Ιω. Ρωμανίδου, Δογματική και ΢υμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ.Α', Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 100. 42


εσωστρέφεια και η εξωστρέφεια, οι λογικές λειτουργίες (σκέψη, αίσθημα) και οι άλογες λειτουργίες (αίσθηση, διαίσθηση).43 ΢ύμφωνα με τον Ευδοκίμωφ, κάθε άνθρωπος μετέχει και στις δύο μορφές, με τη διαφορά όμως ότι στη μια περίπτωση κυριαρχούν τα άρρενα, ενώ στην άλλη τα θήλεα στοιχεία, που όμως συμβαδίζουν με την προσωρινότητα του ανθρώπου στον παρόντα κόσμο. Ο Φριστός αποτελεί έναν παγκόσμιο τύπο, πέρα από κάθε μορφή γυναικείας ή ανδρικής ύπαρξης. Σο μυστικό ΢ώμα του Φριστού δεν είναι ανδρικό, αφότου είναι ο χώρος, «ο τόπος της ολοκληρώσεως».44 Ο χριστιανός οφείλει να προχωρήσει πέρα από ό,τι προσδιορίζει το γυναικείο φύλο και το ανδρικό, διαμέσου των αρρένων και θήλεων χαρισμάτων του' οφείλει να προχωρήσει πέρα από τα θήλεα χαρακτηριστικά («anima») της πρόθυμης αποδοχής, της εγκαρδιότητας, της θυσίας κ.α. καθώς και από τα άρρενα, δηλαδή τη δύναμη, τη δράση, την κρίση κ.α. Ο Ευδοκίμωφ, θεμελιώνοντας τη θέση του στον βαθιά τριαδικό χαρακτήρα της θεολογίας των ανατολικών Πατέρων, όπου κάθε πρόσωπο της Σριάδος θεωρείται ταυτόχρονα στη σχέση του με τα άλλα δύο, καταλήγει στο ότι : «Ο Πατήρ γεννάει τον Τιό με τη συμμετοχή ή την παρουσία του Πνεύματος». Ο Τιός γεννάται εκ του Πατρός και του Πνεύματος. Επομένως, κατ' αυτόν, το Πνεύμα χαρακτηρίζεται από μία υποστατική μητρότητα κατά κάποιο τρόπο. Παρά τις καλοπροαίρετες ίσως προθέσεις του Ευδοκίμωφ καθώς και άλλων που ασχολήθηκαν με τη ΢οφιολογία, αυτό που συμπερασματικά μπορούμε να πούμε είναι πως σε σχέση με το πρόβλημα της χειροτονίας των γυναικών, παρατηρούνται ασάφειες και αντιφάσεις. Αυτό γίνεται αντιληπτό έπειτα από τη διεξοδική μελέτη των έργων των «΢οφιολόγων» και όχι βέβαια από τη γενική εικόνα που επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί πιο πάνω. Δύο από τα σημαντικότερα προβλήματα που προκύπτουν, είναι : α) ότι δημιουργείται θέμα για διείσδυση των κατηγοριών του φύλου στη χριστιανική απεικόνιση του Σριαδικού Θεού, εξομοιώνοντας τη διάκριση των Τποστάσεων, των θείων Προσώπων προς κάποια διαφορά φύλου, καθώς και β) παρά την επισήμανση ενός αιωνίου γυναικείου στοιχείου δε δημιουργείται μία άμεση αναγκαιότητα αναβάθμισης του γυναικείου φύλου. Αυτή λοιπόν η σοφιολογική προσέγγιση μας οδηγεί, καθώς απόμακρύνεται από τις αγιογραφικές και πατερικές πηγές, σε ένα αδιέξοδο, ένα ατόπημα.

Π. Ευδοκίμοφ, Η γυναίκα και η σωτηρία του κόσμου, (μτφρ. Ν. Ματσούκα), Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 290. 44 Π. Ευδοκίμοφ, βλ ό.π., σελ.340. 43


Γ. ΦΡΙ΢ΣΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗ΢Η ΣΟΤ ΖΗΣΗΜΑΣΟ΢ α. Η σημασία της Ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου για την ανθρώπινη φύση. Η αποστασιοποίηση και ο χωρισμός του ανθρώπου από το Θεό δια της αμαρτίας, δημιούργησε αγεφύρωτο χάσμα, με αποτέλεσμα τη συνεχή διαφθορά και αλλοίωση του «κατ' εικόνα» Θεού ανθρώπου, γιατί αναπόφευκτο επακόλουθο αυτής της λανθασμένης στάσης του ανθρώπου, ήταν ο θάνατος. Η ένωση του ανθρώπου με το Θεό, δε θα ήταν δυνατή αν ο άνθρωπος προηγουμένως δεν υπερπηδούσε αυτό το χάσμα, που αποτελούνταν από την αμαρτία, το θάνατο και τη φύση. Μόνο ο θρίαμβος της φύσης κατά της αμαρτίας και του θανάτου, θα μπορούσε να προσφέρει στην έκπτωτη ανθρωπότητα τη δυνατότητα επαναπρο-σανατολισμού προς τη θέωση. Αυτό που ο άνθρωπος ώφειλε να κατορθώσει ανυψούμενος προς το Θεό, το πραγματοποιεί ο Θεός κατερχόμενος προς τον άνθρωπο. Όπως λέει και ο Μ. Αθανάσιος : «Αυτός γάρ ένηνθρώπησεν ίνα ημείς θεοποιηθώμεν».45 Έτσι, ο Θεός, ενώνει τις δύο διηρημένες φύσεις του ανθρώπου στο πρόσωπο του Θεανθρώπου και με τη σταυρική θυσία και την Ανάσταση Σου, νικά το θάνατο.46 Αυτονόητο μεν, αλλά άξιο προς επισήμανση είναι το γεγονός πως κατά την ενανθρώπισή Σου, ο Τιός και Λόγος του Θεού, προσλαμβάνει ολόκληρη την ανθρώπινη φύση και όχι μόνο το ανδρικό φύλο του οποίου την μορφή προσλαμβάνει. Δηλαδή όπως σημειώνει και ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, η ενσάρκωση, είναι απολύτως αναγκαία, διότι το «προεπινοούμενον» και «άπώτατον τέλος» είναι η θέωση του ανθρώπου.47 Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής κάνει μία επισήμανση που πρέπει όλοι μας να την κατανοήσουμε και να την εισαγάγουμε στη νοοτροπία του καθημερινού μας βίου. ΢ημειώνει λοιπόν, πως στο σύμπαν υπάρχουν πέντε διαδοχικές διακρίσεις. Αυτές είναι οι εξής : α) της άκτιστης και κτιστής φύσης, β) της κτιστής φύσης νοητών και αισθητών, γ) των αισθητών του ουρανού και της γης, δ) της γης παραδείσου και οικουμένης και ε) του ανθρωπίνου γένους σε αρσενικό και θηλυκό.48 Η τελευταία διάκριση που κάνει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, είναι αυτή που μας ενδιαφέρει περισσότερο διότι σχετίζεται άμεσα με το θέμα που εξετάζουμε. Ο άνθρωπος λοιπόν, πλάστηκε από το Θεό όπως Μ. Αθανασίου, Περί ενανθρωπήσεως, 54 PG 12, 192 Β. Νικολάου Καβάσιλα, Η έν Φριστώ ζωή, Λόγος Γ' PG 150, 572 C «...του Θεού τους ανθρώπους διισταμένους διά τήν φύσιν, δια τήν άμαρτίαν, δια τον θάνατον, καθαρώς τυχείν καί αμέσως αυτό συνελθείν έποίησεν ο ΢ωτήρ, ά προσίστατο πάντα εφεξής άνελών, τούτο μεν άνθρωπότητος μετάσχων, εκείνο δε νεκρωθείς επί του σταυρού. Σό δέ τελευταίο τείχος, τήν του θανάτου τυραννίδα, πανταπάσι της φύσεως έξέβαλεν άναστάίν ,...». 47 Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον, 60, PG 90, 621 ΑΒ. 48 Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων Αποριών, PG 91, 1305-1308. 45 46


γνωρίζουμε αρχικώς με τη μορφή του άνδρα και έπειτα, από την πλευρά του ίδιου πλάστηκε η γυναίκα. Όμως η εξελικτική αυτή διαφοροποίηση του ανθρώπου σε δύο φύλα, δε θα ήταν οριστική, εάν δεν είχε συμβεί η πτώση των πρωτοπλάστων. Προορισμός του ανθρώπου, ήταν να ενώσει πρώτα τα δύο φύλα σε ένα και στη συνέχεια τα υπόλοιπα που ήταν διηρημένα, μέχρι να φθάσει στην άκτιστη φύση, το Θεό, ο οποίος τότε θα στρεφόταν προς τους ανθρώπους εξ ολοκλήρου, για να επιτευχθεί η θέωσή τους.49 Ακόμη και από τη δημιουργία του, ο άνθρωπος είχε το προνόμιο να μεσολαβήσει για την επανασύνδεση των «διεστηκότων». Πρέπει σε αυτό το σημείο να επισημανθεί πως η δημιουργία της Εύας από τον Αδάμ, επιτελέσθηκε όχι διότι ήθελε ο Θεός να «δοκιμάσει» το κατά πόσο θα μπορέσουν να κατορθώσουν την ενοποίηση του όλου ανθρώπου. Η Εύα πλάστηκε, διότι «ούχ ευρέθη βοηθός όμοιος αύτώ»,50 καθώς και πριν την πτώση η διαφορετικότητα ήταν ανύπαρκτη, δηλαδή σε επίπεδο φύλου. Η διάκριση αυτή έγινε οριστική μετά την πτώση. Η αποτυχία του ανθρώπου προς την κατεύθυνση αυτή θεραπεύεται με την ενσάρκωση του Θεού Λόγου, όπου σημαίνει και την ανακαίνιση του ανθρώπου. Όπως αναφέρει και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος : «Καί τί τό μέγα περί ημάς μυστήριον; Καινοτομούνται φύσεις καί Θεός άνθρωπος γίνεται».51 Ο Φριστός προσφέρει τη δυνατότητα να συναφθεί η φύση του ανθρώπου κατά άμεσο τρόπο με το Θεό, πραγματώνοντας έτσι μία ενοποίηση του κτιστού με το άκτιστο στο πρόσωπο του ενσαρκωμένου Λόγου.52 Σο έργο το οποίο άνηκε στον πρώτο Αδάμ, πραγματώνεται από το δεύτερο Αδάμ, ο οποίος με την ενανθρώπηση του, γίνεται γενάρχης της «καινής κτίσεως».53 Αυτή η χάρη που προσφέρεται από τον Σριαδικό Θεό στον άνθρωπο, μέσω του Τιού, πραγματώνεται ολοκληρωτικά, όπως προαναφέρθηκε και είναι αναγκαία ξανά η επισήμανση αυτή, με την πρόσληψη ολόκληρου του ανθρώπου. «Πως γάρ καινουργήσει τόν πάλαι, μή δι' όλου καί όλον λαβών, μόνης δίχα της αμαρτίας, έξ ής ἡ παλαίωσις».54 ΢υνεπώς, αποκαθίσταται η ενότητα του ανθρώπου στο πλαίσιο του μυστηρίου της Θείας Οικονομίας. β. Η «ανδρική» εικόνα του Θεού στην Αγία Γραφή και η σημασία της ανδρικής μορφής του ενσαρκωμένου Θεού Λόγου. Αδιαμφισβήτητα, χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης -μεταξύ άλλων - αποτελεί και η διάκριση του ανθρώπου σε φύλα, το Μαξίμου Ομολογητού, βλ. ό.π. Γεν. 2:20-21 51 Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΛΘ', 13, PG 36, 348D. 52 Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων Αποριών, PG 90, 760 Α. 53 Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων Αποριών, PG 91, 1308 D. 54 Μαξίμου Ομολογητού, Πνευματικός Σόμος, PG 91, 156 49 50


ανδρικό και το γυναικείο. Οι Πατέρες, αυτή τη διάκριση την αντιλαμβάνονται ως πρόνοια του Θεού, στα πλαίσια της προγνωστικής Σου δύναμης και η οποία συνδέεται με τη μεταπτωτική ανθρώπινη πραγματικότητα. Αυτή η διάκριση, «ήτις ουκέτι πρός τό Θείον άρχέτυπον βλέπει», δεν προϋποθέτει σε καμία περίπτωση την τελειότητα της ανθρώπινης φύσης, καθώς όπως αναφέρθηκε πιο πάνω ο άνθρωπος καλείται να την υπερβεί. Ο άνθρωπος στο επίπεδο το οποίο βρίσκεται, δηλαδή το μεταπτωτικό, καλείται να «άρει» και να καταργήσει αυτή τη διάκριση του ανθρώπου σε φύλα, με το μυστήριο του γάμου, το οποίο αποτελεί την ύψιστη ένωση των «διεστηκότων», στο βαθμό «ώστε ούκέτι είσίν δύο, άλλά σαρξ μία».55 Σο μυστήριον του γάμου, «δεν συνιστά απλώς έναν απλό καθαγιασμό κάποιου βιολογικού φαινομένου, αλλά και υπέρβαση του μέσα στην προοπτική της βασιλείας του θεού».56 Όλη η θεολογία του γάμου, εμπεριέχεται στο εξής που παρατηρεί ο ιερός Φρυσόστομος : «Έποίησεν εξ ενός ίνα, καί πάλιν τούς δύο τούτους ένα ποιήσας ουτω ποιεί ίνα ώστε καί νυν εξ ενός τίκτεται άνθρωπος. Γυνή γάρ καί άνήρ ουκ είσίν άνθρωποι δύο, άλλ' άνθρωπος είς».57 Αφού με το γάμο αποκαθίσταται η ενότητα του ανθρώπου, του διαιρεθέντος κατά τη θεία πρόγνωση και πρόνοια, δεν μπορεί το ανδρικό φύλο του Φριστού και μόνο, να εκφράζει την τελειότητα της ανθρώπινης φύσης, καθώς ο Κύριος με την ενανθρώπισή του δεν «ανιστά τήν πρίν πεσούσαν εικόνα» αλλά και την θεώνει. Η πρόσληψη της ανδρικής μορφής κατά την ενσάρκωση του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Σριάδας είναι αδιαμφισβήτητη. Πέρα των άλλων προσεγγίσεων που θα επιχειρηθούν, θα πρέπει να σκιαγραφηθούν υπό το πρίσμα και της ιστορικής πραγματικότητας της εποχής, του κλίματος που επικρατούσε, όσον αφορά τη μειονεκτική θέση του γυναικείου φύλου, έναντι του ανδρικού, με τον «αντιφεμινισμό των Ιουδαίων» όπου «τρεφόταν από την ιδέα ότι η γυναίκα εξήλθε από τον άνδρα».58 Πράγμα το οποίο γίνεται αντιληπτό από πολλά σημεία της Αγίας Γραφής, όπως για παράδειγμα στην Καινή Διαθήκη στο Κατά Ιωάννην Κεφ. 4, 27, όπου παρουσιάζεται ο θαυμασμός των μαθητών βλέποντας τον Ιησού να συνομιλεί με μία γυναίκα τη ΢αμαρείτιδα ή στην Παλαιά Διαθήκη στον Εκκλησιαστή 7, 26-28 ' «Άνθρωπον ένα από χιλίων εύρον καί γυναίκα έν πάσι τούτοις ούχ εύρον». Ο Φριστός, όντως προσέλαβε τα ανδρικά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης, όμως η σωτηρία αφορά τον όλο άνθρωπο. Εξάλλου έχει γίνει κατανοητό πως η έννοια της «πατρότητας», της «υιότητας» και άλλων τέτοιων εκφραστικών προσπαθειών στηρίζονται Ματθ. 19, 6. Γεωργίου I. Μαντζαρίδη, Φριστιανική Ηθική, τ. Β', Θεσσαλονίκη 20042, σελ. 362. 57.Ιω. Φρυσοστόμου, Εις Κολασσαείς 12, 5 PG 62, 387. 58 Ευδοκίμοφ Παύλος, «Η γυναίκα και η σωτηρία του κόσμου, (Μετάφραση Ν. Ματσούκα), Θεσσαλονίκη 20023, σελ. 247. 55 56


στο γεγονός του συγκεκριμένου τρόπου αποκάλυψης του Πατρός μέσω του Τιού και δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την ανθρώπινη σεξουαλικότητα και ερωτικότητα. Για την σαφέστερη κατανόηση του θέματος, είναι αναγκαία η σχετική αναφορά στους Πατέρες της Εκκλησίας. Πιο συγκεκριμένα θα παρουσιαστεί η σκέψη τριών από τους πιο πολυγραφότατους Πατέρες, του Ιωάννου του Δαμασκηνού, του Μ. Αθανασίου και του Μαξίμου του Ομολογητού. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αναφερόμενος στο πως θα πρέπει να αντιλαμβανόμαστε την ανθρώπινη φύση, που προσέλαβε κατά την ένανθρώπηση Σου ο Θεός Λόγος, τονίζει πως η ανθρώπινη φύση του Φριστού δεν υπήρχε μόνη της και δεν ήταν προηγουμένως μεμονωμένο άτομο, αλλά άρχισε να υπάρχει στην υπόσταση Σου. Επίσης, η σάρκα έγινε Λόγος χωρίς μεταβολή και Θεός άνθρωπος, γιατί ο Λόγος ήταν Θεός και ο άνθρωπος έγινε Θεός χάρη στην υποστατική ένωση. 59 ΢ύμφωνα με τον I. Δαμασκηνό, η λέξη Θεός φανερώνει την κοινή φύση και χρησιμοποιείται ως πρόσθετο όνομα για καθεμιά από τις υποστάσεις, όπως η λέξη άνθρωπος για καθεμιά ανθρώπινη υπόσταση, αδιακρίτως αν είναι άνδρας ή γυναίκα.60 Ο Μ. Αθανάσιος, υποστηρίζει ότι ο Θεός Λόγος «λαμβάνει σώμα, τούτο του επί πάντων Λόγου μετάλαβαν αντί πάντων ίκανόν γένηται τω θανάτω καί διά τόν ένοικήσαντα Λόγον άφθαρτον διαμείνη, καί λοιπόν από πάντων (ανθρώπων) ή φθορά παύσηται τη τής Αναστάσεως χάριτι...».61 ΢τον περί ενανθρωπήσεως λόγο του Μ. Αθανασίου, προσδιοριστικά της φύσης του σώματος του Θεού Λόγου είναι τα εξής : είναι «καθαρόν καί όντως αμιγές των ανδρών συνουσίας», «κατασκευάζει (ο Λόγος) έαυτω ναόν τό σώμα», ώς συνών διά του ομοίου τας πασιν ό άφθαρτος του Θεού Τίός, εικότως πάντας ένέδυσεν αφθαρσίαν έν τη περί αναστάσεως επαγγελία», είναι το ΢ώμα Σου το «όργανον, εν αυτω γνωριζόμενος καί ενοικών», έτσι ώστε ως «ιερείον καί θύμα» να εξαφανίσει από όλους τους φορείς του ομοίου σώματος, το θάνατο.62 Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, υποστηρίζει πως με την ενανθρώπηση Σου, ο Τιός και Λόγος του Θεού, δεν επαναφέρει την ανθρώπινη φύση στην προπτωτική της κατάσταση, αλλά επιτελεί και την ολοκλήρωση της. Αυτό που δεν κατάφερε τότε ο Αδάμ, το πραγματοποιεί ο Ι. Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, Περί Αγίας Σριάδος, 3, 14, PG 94, 1024 Α. «Αυτή γάρ ή υπόστασις του Θεού Λόγου εγένετο τη σαρκί ύπόστασις. Θεός γάρ ό Λόγος, καί δ άνθρωπος Θεός διά τήν καθ' ύπόστασιν ενωσιν». 60Ι. Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, Περί Αγίας Σριάδος, 3, 11, PG 94, 1028 Α «θεότης μεν γάρ τήν φύσιν δηλοί τω δέ Πατήρ τήν ύπόστασιν, ωσπερ καί άνθρωπότης τήν φύσιν, Πέτρος δέ τήν ύπόστασιν, θεός δέ καί τό κοινόν της φύσεως σημαίνει... θεός γάρ έστιν ό θείαν φύσιν έχων, καί άνθρωπος ο ανθρωπίνην». 61 Μ. Αθανασίου, Περί νανθρωπήσεως, Λόγος Β' 9, PG 111 Α. 62 Μ. Αθανασίου, Περί νανθρωπήσεως, Λόγος Β', 8, PG 25, 112 Α. 59


Φριστός, ο Οποίος εκτινάζει63, δηλαδή τη φαινομενική διάκριση σε φύλα. Ο Τιός με την ενανθρώπισή Σου, συμβάλλει καθοριστικά στο «ίνα μηκέτι ώμεν άρρεν καί θήλυ .... μόνον δέ φέρωμεν εν ήμιν αυτοίς τόν θείον χαρακτήρα παρ' όν καί εις όν γεγόναμεν».64 ΢υνοψίζοντας, ο Κύριος δεν ενανθρώπησε για να σώσει τον άνθρωπο-άνδρα, αλλά τον «κατ' εικόνα» Αυτού δημιουργημένο άνθρωπο, δηλαδή και τον άνδρα και τη γυναίκα. Η ανθρώπινη φύση ως το κοινό στοιχείο της διφυλικής ύπαρξης δεν είναι ούτε άρσεν, ούτε θηλυ, αλλά και τα δύο μαζί συνιστούν χαρακτηριστικά της. Η σύνδεση της ανθρώπινης φύσης του Κυρίου, με το ανδρικό φύλο μόνο, θα οδηγούσε σε θεολογικό αδιέξοδο, γιατί το «άπρόσληπτον αθεράπευτον»65 κατά τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο αν λοιπόν συμμεριζόμασταν την άποψη πως ο Φριστός προσέλαβε μόνο το ανδρικό φύλο, τότε η δυνατότητα σωτηρίας του γυναικείου φύλου δε θα υπήρχε. Θα πρέπει να θεωρηθεί το όλο θέμα περί της δυνατότητας ή μη της χειροτονίας των γυναικών σε ένα άλλο πλαίσιο επιχειρηματολογίας καθώς η ανδρική μορφή του Φριστού στην ιστορική πορεία, δεν έχει καμία σχέση με το όλο ζήτημα καθώς η διπλή ύπαρξη της ανθρώπινης φύσης, αφορά τη μεταπτωτική πορεία του ανθρώπου, καθώς ο Θεός δεν μπορεί να χαρακτηριστεί με προσδιορισμούς κτιστότητας, αφού ο ίδιος ο Σριαδικός Θεός είναι άκτιστος . Ερχόμενος λοιπόν ο Θεάνθρωπος Ιησούς επί της γης, αποκαθιστά τον διηρημένο άνθρωπο, που υπήρχε ως δύο φύλα, σε κατάσταση, όχι όμοια με την προπτωτική, αλλά σε κάτι περισσότερο και ουσιαστικότερο και έχοντας επιπλέον ο άνθρωπος τη δυνατότητα της εμπειρίας αυτής της ενοποιημένης πια ανθρώπινης φύσης – άσχετα με την ετερότητα στο βιολογικό επίπεδο, να αντιληφθεί την αγαπητική συνύπαρξη και αλληλοσυμπλήρωση, μέσα στο μέγα μυστήριο του γάμου, στην πορεία μας βέβαια προς τα Έσχατα. Όπως αναφέρει και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Καινοτομούνται φύσεις καί Θεός άνθρωπος γίνεται»66 και συνεχίζει τη σκέψη ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «ο Κύριος έκ του παρά φύσιν εις τό κατά φύσιν επανήγαγε. Σούτο γάρ εστί τό κατ' εικόνα και καθ' όμοίωσιν».67

Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων Αποριῶν, PG 91 1304 D. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 1, 23, PG 35, 785C. 65 Γρηγορίου Θεολόγου, Επιστολή πρός Κληδόνιον πρεσβύτερον κατά Λπολλιναρίου, PG 37,181 C - 184 Α. 66 Γρηγορίου Θεολόγου. ΛόγοςΛΖ\ 6, PG 36, 289 Β. 671. Δαμασκηνού, «Αία τα γνωρίσματα των δύο φύσεων», Γ', 14, PG 94, 1045 Α 63 64


γ. Σο μυστήριον της Ιεροσύνης και η Ιεροσύνη του Φριστού. Ο όρος «μυστήριον» στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δηλώνει τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός παρέχει στους πιστούς τις θείες και άκτιστες ενέργειες Σου, έτσι ώστε να μπορέσουν να τον «πλησιάσουν» όσο το δυνατό περισσότερο, υπογραμμίζοντας πάντα το ακατάληπτο της θείας Ουσίας. Σα Μυστήρια «αποτελούν την προέκτασιν καί διαιώνισιν του εφάπαξ έν τη ιστορία τελεσιουργηθέντος απολυτρωτικού έργου του Ιησού Φριστού».68 Έτσι, το χάρισμα της Ιεροσύνης, που διατηρείται στην Εκκλησία ως θεσμικό χάρισμα, δεν νοείται ανεξάρτητα από τη ζωή και την αλήθεια της Εκκλησίας. Σα χριστιανικά Μυστήρια διαφέρουν από τις τελετές, τα «μυστήρια» των άλλων Μυστηριακών θρησκειών, διότι δεν επιδιώκουν την ταύτιση και την απορρόφηση με το Απόλυτο, δηλαδή το Θείο, αλλά την ενότητα και τη μετοχή του βαπτισμένου χριστιανού στις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Αντίθετα, λοιπόν από τη διένεξη που υπάρχει μεταξύ ορισμένων θεολόγων, θεολόγοι ως κατευφημισμός, καθώς θεολόγοι είναι μόνο οι θεόπτες περί της ύπαρξης ή μη της γενικής Ιεροσύνης στο χριστεπώνυμο πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπου όπως αναφέρει και ο Άγιος Μακάριος της Αιγύπτου : «Ούκ εστίν ούν τό τυχόν ό Φριστιανισμός, τό γάρ μυστήριον τούτο μέγα εστίν. Έπίγνωθι ούν σου τήν ευγένειαν, ότι εις βασιλικόν αξίωμα εκλήθης, γένος έκλεκτόν, ίεράτωμα καί έθνος άγιον, τό γάρ μυστήριον του Φριστιανισμού ξένον εστίν του κόσμου τούτου»,69 θεωρούμε πάντως πως μόνο ως δυνατότητα συμμετοχής των πιστών στα μυστήρια της Εκκλησίας μπορεί να νοηθεί, χωρίς να αφήνεται καμία άλλη επιλογή ερμηνείας που μπορεί να οδηγήσει σε άκρως εσφαλμένα συμπεράσματα. ΢την Ορθόδοξη Εκκλησία, αυτό που θα πρέπει να κατανοηθεί εντελώς και να μη δεχθεί καμία επιρροή, είναι το γεγονός πως η Ιεροσύνη, από τη φύση της, «δεν είναι αξίωμα κοσμικό, αλλά διακονικό. Είναι λειτούργημα. Δεν υπάρχουν αξιώματα μέσα στην εκκλησία, αλλά διάθεση θυσίας και προσφοράς».70 Η Ιεροσύνη αποτελεί χάρισμα, που ενεργοποιείται σε συγκεκριμένο λειτούργημα, χωρίς να αποκλείει και άλλα χαρίσματα και άλλους χαρισματούχους, ακόμη και από τη μεριά των λαϊκών. Η Ιεροσύνη του Φριστού στην Παλαιά Διαθήκη, προτυπώνεται στο Διορθόδοξον θεολογικόν ΢υνέδριον. Ρόδος, 30 Οκτωβρίου - 7 Νοεμβρίου 988, Ή θέσις της γυναικός εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία καί τά περί χειροτονίας των γυναικών, Οικουμενικό Πατριαρχείο, εκδ. Σέρτιος, Κατερίνη 1994, (΢υλλογικός τόμος), επιμέλεια εκδόσεως Αρχιμ. Γεννάδιος Λυμούρνης, σελ.92. 69 Μακαρίου Αιγυπτίου, Ομιλία 27, 4 PG 34, 696 BC. 70 Βαρβάρα Καλογεροπούλου - Μεταλληνού, Η γυναίκα στην καθ' ημάς ανατολή, Αθήνα 1992, σελ.28. 68


πρόσωπο του Μελχισεδέκ,71 με στοιχεία όπου τον χαρακτηρίζουν με τους όρους: «όσιος, άκακος, αμίαντος, κεχωρισμένος από των αμαρτωλών, καί υψηλότερος των ουρανών γενόμενος».72 Ο Φριστός επειδή είναι η αέναη πηγή ζωής σε όλους τους αιώνες έχει Ιεροσύνη αμεταβίβαστη. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Απ. Παύλος (Εβρ. 7:3-5) «...άπάτωρ, άμήτωρ, άγενεαλόγητος, μήτε αρχήν ήμερων μήτε ζωής τέλος έχων, άφωμοιωμένος δέ τω υιώ του Θεού, μένει ιερεύς εις τό διηνεκές...». Επίσης ο Ι. Φρυσόστομος, τονίζοντας τη μοναδικότητα της Ιεροσύνης του Φριστού και τη λειτουργία της ως θυσιαστικής προσφοράς, αναφέρει : «ό αυτός ... καί θυσία καί Ιερεύς ην. Ουσία μέν, κατά σάρκα, ιερεύς δέ, κατά πνεύμα... Πάς αρχιερεύς, εξ ανθρώπων λαμβανόμενος, υπό ανθρώπων καθίσταται. Όθεν αναγκαίον έχειν τι καί τούτον ό προσενέγκοι. Ίδού αυτός προσφέρει εαυτόν... Είδες πώς θυσία καί ιερεύς, καί θυσιαστήριον ο σταυρός ήν». ΢υνεπώς, εφ' όσον η Ιεροσύνη αφορά την πνευματική φύση, δεν μπορούμε να προσδώσουμε σ' αυτήν άλλα χαρακτηριστικά όπως το ανθρώπινο φύλο. Σο φύλο, εξυπηρετώντας μία αναγκαιότητα που προέκυψε έπειτα από το προπατορικό αμάρτημα, ιεροποιείται με το μυστήριο του γάμου, χωρίς να μπορεί να αποτελέσει χαρισματική προϋπόθεση για την οικειοποίηση της Ιεροσύνης. Οπότε θα πρέπει να αναχθούν αλλού οι όποιοι ενδοιασμοί και παρεμβάσεις, πέρα από τη φυσιολογία αυτού του μυστηρίου.

Δ. ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗ΢Η ΣΟΤ ΖΗΣΗΜΑΣΟ΢ α. ΢ύμφωνα με βιβλική ανθρωπολογία. Ο άνθρωπος, στην πορεία του μέσα από την εξέλιξη του πολιτισμού και της παράδοσης του, απαίτησε νέες πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη του. Δεν έπαψε όμως να δραστηριοποιείται υπό το φως της «αποκάλυψης» που του είχε δοθεί σχετικά με αυτόν, από τον ίδιο το Θεό. Κυρίως από τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης αντλούμε στοιχεία τα οποία είναι απαραίτητα και καθοριστικά για την περαιτέρω διεξαγωγή των όποιων συμπερασμάτων. Πράγματι η γυναίκα, ούσα δημιουργημένη δεύτερη μετά τον Αδάμ, παρουσιάζεται ως πιο επιρρεπής στην πρόκληση της παρακοής. Πάντως αυτό που εδώ μπορούμε να πούμε, είναι το πως ο διάβολος, πλησίασε πρώτα την Εύα, διότι θεώρησε πιθανόν πως εφόσον την έπειθε, ύστερα ο Αδάμ θα την ακολουθούσε σε αυτήν της την πράξη. 71 72

Γεν. 14:18 Εβρ. 7:26


Ο Θεός, στρεφόμενος προς την Εύα έπειτα από την παρακοή, είπε : «πληθύνων πληθύνω τάς λύπας σου καί τόν στεναγμόν σου, εν λύπαις τέξή τέκνα, καί πρός τόν άνδρα σου ή αποστροφή σου, καί αυτός σου κυριεύσει» (Γεν. 2: 16). Αυτή η σχέση κυριαρχίας, υποταγής της γυναίκας προς τον άνδρα επηρέασε άμεσα τον κόσμο της Παλαιάς Διαθἠκης, αλλά και αυτόν της Καινής Διαθήκης. Δεν είναι άλλωστε άγνωστες οι θέσεις του απ. Παύλου περί της σχέσης μεταξύ των δύο φύλων. Η πλειοψηφία των άλλων Ομολογιών, που εκφέρουν άποψη περί του ζητήματος της υποταγής της γυναίκας στον άνδρα, θεωρεί πως αυτός ο τύπος σχέσεως που προβάλλεται είναι προκατειλημμένος και απαράδεκτος γενικώς. Επιπλέον, υποστηρίζουν πως πέραν τούτου δεν υπάρχει κανένας σοβαρός ισχυρισμός που να αποκλείει τη συμμετοχή των γυναικών στη μυστηριακή Ιεροσύνη. Όμως, αυτό που θα πρέπει να επισημανθεί, είναι ότι η προβαλλόμενη υποταγή, δεν σημαίνει κάποιου είδους εξουσιαστική ευχέρεια, αλλά εννοείται ως σεβασμός που θα πρέπει να υπάρχει και από τις δύο πλευρές, έτσι ώστε να επιτευχθεί η αρμονική συμβίωση καθώς και ο απώτερος σκοπός του γάμου, δηλαδή η επαναφορά της εναρμόνισης του ζεύγους με το θέλημα του Θεού. Δε θα πρέπει να ξεχνάμε πως μεταξύ των οπαδών - μαθητών του Κυρίου, υπήρχαν και πολλές ευσεβείς γυναίκες, με κύρος αλλά και αφοσίωση. Γυναίκες παρέστησαν μάρτυρες του θανάτου και της ταφής Σου73 και γυναίκες ανήγγειλαν την Ανάσταση του Κυρίου στους μαθητές Σου.74 β. ΢ύμφωνα με την Πατερική Διδασκαλία. Οι απόψεις των Πατέρων της Εκκλησίας σχετικά με τη δημιουργία του ανθρώπου και τη διάκριση των δύο φύλων στην ανθρώπινη ύπαρξη, διατυπώνονται περιστασιακά και ανάλογα με τις κατά καιρούς ποιμαντικές ανάγκες της Εκκλησίας. Αδιαμφισβήτητα, υπήρξαν δύο άκρως διαφορετικές και αντιθετικές πραγματικότητες στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους η προπτωτική και η μεταπτωτική του κατάσταση. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Σριαδικό Θεό εξ αιτίας της άπειρης αγάπης Σου. Πρέπει να τονίσουμε σ' αυτό το σημείο, πως για τη δημιουργία αυτή πάρθηκε ομόφωνη75 απόφαση και από τα τρία θεϊκά πρόσωπα, τα οποία λόγω της μη τρεπτότητάς Σους, δεν υπόκεινται σε καμία αναγκαιότητα76. ΢την προπτωτική του κατάσταση, ο άνθρωπος έπρεπε να ασκηθεί για την επίτευξη της τελείωσης του, λόγω του ότι δε δημιουργήθηκε

Μαρκ. 16: 2-8- ΛΟΤΚ. 24 : 1-11 Ματθ. 28: 1 Ιω. 20: 11-18 75 Γρηγορίου Νύσσης, Περί άνθρωπου γενέσεως, Ομιλία A, PG 44, 260 C. 76 Ιω. Φρυσοστόμου, Η ομιλία είς την Γένεσιν, PG 47, 427. 73 74


τέλειος, χωρίς αυτό να καθιστά αυτομάτως και τη δημιουργία του ελλιπή. Ο άνθρωπος είχε προορισμό την τελείωση και την αθανασία.77 ΢ε αυτόν τον απώτερο σκοπό εξ άλλου συνηγορεί και το ότι ο Θεός έθεσε τον άνθρωπο «...εν τω παραδείσω της τρυφής έργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν» (Γεν. 2:15). Αυτή η «ατέλεια» κατά κάποιο τρόπο του ανθρώπου, δεν αποτελεί απόδειξη αδυναμίας από μέρους του Θεού να δημιουργήσει τον άνθρωπο σε επίπεδο απόλυτης τελειότητας, αλλά δεν προέβη σε κάτι τέτοιο ο Θεός, διότι σημασία έχει η ελεύθερη προσωπική επιλογή του ανθρώπου, ως κατάκτηση του δικού του αγώνα. Αυτή η ατέλεια νοείται μόνο από ηθικοπνευματικής σκοπιάς, διότι οντολογικά οι πρωτόπλαστοι ήταν τέλειες υπάρξεις. Οι πρωτόπλαστοι, χαρακτηρίζονται από το Θεόφιλο Αντιοχείας, ως φορείς μιας πνευματικής νηπιότητας78 και η διφυλική τους ύπαρξη συνέβαλε στην ωριμότητα τους, μέσω του διαπροσωπικού διαλόγου. ΢τη μεταπτωτική κατάσταση βεβαίως η εικόνα άλλαξε εντελώς. Με την παρακοή διαταράχθηκαν οι σχέσεις του ανθρώπου με το Θεό και των ανθρώπων μεταξύ τους, με εμφανέστατα αποτελέσματα. Πάντως, η επίδραση του φιλοσοφικού προσανατολισμού σχετικά με τη διαμόρφωση μιας εικόνας περί της σχέσεως των δύο φύλων, υπήρξε. Γι' αυτό και οι Πατέρες έκριναν αναγκαία την διαλεύκανση του προβλήματος με τη δική τους παρέμβαση. Δείγμα αυτού του στοχασμού αυτής της φιλοσοφίας, μπορεί να αντληθεί από το «΢υμπόσιο» του Πλάτωνα - Δεν πρέπει επίσης να λησμονούμε ότι άσκησαν επιρροή με τα έργα τους οι Πλατωνιστές, οι Γνωστικιστές και οι Νεοπλατωνιστές - όπου αναφέρεται πως οι Θεοί δημιούργησαν τρία φύλα το «άρσεν», το «θήλυ» και το «άνδρόγυνον».79 γ. Η «ετερότητα» του άνδρα και της γυναίκας και η ενότητα του ανθρωπίνου προσώπου. Αυτή η ετερότητα που υπάρχει μεταξύ των δύο φύλων, θα γίνει κατανοητή έπειτα από την επεξήγηση της έννοιας του φύλου καθώς και από την διευκρίνηση της φύσεως της καλούμενης «κατ' εικόνας Θεού» δημιουργίας της διφυλικής αυτής ύπαρξης. ΢το βιβλίο της Γενέσεως εκ της Παλαιάς διαθήκης στο κεφ. 1: 26-27, αναφέρεται : «Είπεν ο Θεός, ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ήμετέραν καί καθ' όμοίωσιν, καί αρχέτωσαν των ιχθύων της θαλάσσης ... καί εποίησεν ο Θεός τόν ανθρωπον, κατ' είκόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς». ΢υμπερασματικά, η απόφαση για τη δημιουργία του ανθρώπου (ποιήσωμεν) είναι απόφαση και των Σριών θείων Προσώπων, καθώς όπως Ιωάννου Ρωμανίδου, Σο προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 1989, σελ. 145. Θεοφίλου Αντιοχείας, Πρός Αύτόλυκον, Βιβλίο II, PG 6, 1092 Β. 79 Πλάτωνος, ΢υμπόσιον, (μτφρ. I. ΢υκουτρή), Αθήνα 1964, σελ. 189. 77 78


προαναφέραμε κάθε απόφαση είναι κοινή, με γνωρίσματα που ανήκουν στη θεότητα (κατ' εικόνα ημετέραν), η Οποία έχει μία ουσία, αλλά διακρίνεται σε τρία Πρόσωπα. Ο άνθρωπος φυσικά είναι πρόσωπο, που διακρίνεται σε δύο μορφές ύπαρξης, τα φύλα. Η διφυλική αυτή διάκριση, δεν αποτελεί ιδίωμα του «κατ' εικόνα» αλλά της άλογης φύσης.80 ΢ύμφωνα με τους Πατέρες, η διάκριση του ανθρώπου σε δύο φύλα, το άρρεν και το θήλυ, ήταν ένα «επιτέχνασμα» με προοπτική το «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γήν». Φαρακτηρίζεται ως έκπτωση της ανθρώπινης φύσης «πρός τό ταπεινόν της φύσεως ημών ή επίκλησις».81 Η διάκριση αυτού του ανθρώπου συγγενεύει με την άλογη φύση και καθίσταται πηγή των ζωωδών σαρκικών και υλιστικών παθών82. Η σχέση λοιπόν του φύλου με την «αμαρτητική» κατάσταση του ανθρώπου είναι δεδομένη. Έχουμε μαρτυρία περί αυτού και από τον ίδιο τον Κύριο (Λουκ. 20: 27-36), όπου απαντώντας στους ΢αδδουκαίους για το θέμα της ανάστασης στο επιχείρημα της πολύγαμης γυναίκας, λέει : «εν τη Αναστάσει ούτε γαμούσιν ούτε εκγαμίζονται» αφού είναι «υιοί Θεού» και «υίοί Αναστάσεως». Βέβαια η υιότητα που αναφέρεται στα λόγια του Κυρίου μας δεν έχει σχέση μόνο με τα «άρρενα μέλη» της Εκκλησίας, αλλά ολόκληρο το πλήρωμα της. Η βιολογική ετερότητα των δύο φύλων προσδιορίζεται από διαφορετικά σωματικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με τον άνθρωπο ως άτομο, τα οποία, ενώ υπήρχαν στους πρωτόπλαστους ήταν ανενεργά στοιχεία, γιατί κατά την πρόνοια του Θεού, θα υπηρετούσαν μία μεταπτωτική κατάσταση. Όπως αναφέρει ο. Ιωάννης ο Δαμασκηνός : «Ειδώς δέ ό προγνώστης Θεός, ώς εν παραβάσει γενήσεται καί τη φθορά υποκείσεται, έποίησεν εξ αυτού τό θήλυ, βοηθόν κατ' αυτόν, βοηθόν δέ πρός τήν διά γεννήσεως μετά τήν παράβασιν του γένους εκ διαδοχής σύστασιν»83. Αυτή η υπαρκτική διαφοροποίηση καλείται να ξεπεραστεί με την επίτευξη του τελικού σκοπού, δηλαδή την εσχατολογική ενοφυλία.

δ. Η εσχατολογική ενοφυλία. Η δυναμική του «κατ' εικόνα», κατανοείται και βιώνεται στο πλαίσιο του «καθ' ομοίωσιν», δηλαδή τη θέωση. Κατά την Ορθόδοξη διδασκαλία, η θέωση είναι η προσπάθεια από μέρους του ανθρώπου να ενώσει με τη χάρη του Θεού στην κτιστή ύπαρξη του, το θείο και το ανθρώπινο στοιχείο είναι «η πρός Θεόν, ως εφικτόν, άφομοίωσίς τε καί

Γρηγορίου Νύσσης, Περί Κατασκευής του ανθρώπου, KB', PG 44, 205 Α. Γρηγορίου Νύσσης, Περί Κατασκευής του ανθρώπου, ΚΒ', ό.π., PG 44, 205 C 82 Γρηγορίου Νύσσης, Περί Κατασκευής του ανθρώπου, ΙΗ', PG 44, 192 Α 83 Ι. Δαμασκηνού,"Εκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, 2, 30, PG 94, 972 Α. 80 81


ένωσις».84 Ο Κύριος είναι ο μοναδικός τύπος ανθρώπου και ο μοναδικός σωτήρας. Άνδρας και γυναίκες μετέχουν ισότιμα στα αγαθά της σωτηριώδους σταυρικής θυσίας Σου. Η ενσάρκωση του Κυρίου δεν αποκατέστησε απλά «τήν πεσούσαν εικόνα» του ανθρώπου, αλλά δημιούργησε μία ολοκληρωτικά νέα κατάσταση, την καινή κτίση. ΢ε αυτήν την καινή κτίση, ο τύπος της ανθρώπινης τελειότητας δεν μπορεί να είναι γένους αρσενικού ή θηλυκού, αλλά ο θεάνθρωπος, ο ενσαρκωμένος Λόγος του Θεού. ΢υνεπώς, κατά την Ορθόδοξη ανθρωπολογία, γίνεται μία υπέρβαση της διαφοροποίησης του ανθρώπου σε φύλα, αφού ο τύπος ή το «αρχέτυπο»85 και του άνδρα και της γυναίκας είναι ο ίδιος ο Φριστός.

Ε. Η ΙΕΡΟ΢ΤΝΗ ΣΩΝ ΓΤΝΑΙΚΩΝ ΚΑΣΑ ΣΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΥΗ α. Παλαιά Διαθήκη. Παρ' όλο που καμία νύξη ή κάποιο υπονοούμενο δε δίνεται περί της Ιεροσύνης των γυναικών στην Αγία Γραφή, θα προσπαθήσουμε σταδιακά να αναφερθούμε στην διαμορφωμένη γυναικεία πραγματικότητα. Ξεκινώντας από το βιβλίο της Γενέσεως εκ της Παλαιάς Διαθήκη, είναι εμφανές πως έχουμε να κάνουμε λόγο για δύο διαφορετικές - αν και υπάρχει ως προς αυτό αμφισβήτηση από ορισμένους μελετητές -, αφηγήσεις περί της δημιουργίας του ανθρώπου και της γυναίκας πιο συγκεκριμένα. Έτσι έχουμε τη λεγόμενη «ιερατική παράδοση» (μετά το 586 π.Φ.) καθώς και τη «Γιαχβική παράδοση» (900-800 π.Φ.)86. ΢την πρώτη αντιστοιχεί το χωρίο Γεν. 1: 26-31, ενώ στη δεύτερη το χωρίο Γεν. 2:18-23. ΢το Γεν. 1: 26-31, μεταξύ άλλων, αναφέρεται : «καί είπεν ό Θεός ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' είκόνα ήμετέραν καί καθ' όμοίωσιν, καί άρχέτωσαν... καί έποίησεν ό Θεός τόν άνθρωπον, κατ' είκόνα Θεού έποίησεν αυτόν, άρσεν καί θήλυ έποίησεν αυτούς ο Θεός...». Σα δύο φύλα είναι και μεταξύ τους, καθώς και ως προς τη σχέση τους με το Θεό, ίσα. Ακόμα και ο προορισμός τους είναι κοινός : «αυξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γην καί κατακυριεύσατε αυτής...» (Γεν. 1 : 28). ΢το Γεν. 2:18-23, αναφέρεται : «Καί είπε Κύριος ό Θεός ου καλόν είναι τόν άνθρωπον μόνον ποιήσωμεν αύτω βοηθόν κατ' αυτόν... καί επέβαλεν ο Θεός έκστασιν έπί τόν Αδάμ, καί ύπνωσε, καί έλαβε μίαν των πλευρών αυτού καί άνεπλήρωσε σάρκα αντ' αυτής. Καί ωκοδόμησεν ό Θεός τήν πλευράν, ήν έλαβεν άπό του Αδάμ, είς γυναίκα καί ήγαγεν αυτήν πρός τόν Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας 1, 3, PG 3, 376 Α. Ευδοκίμοφ Παύλου, Η γυναίκα καιή σωτηρία του κόσμου», (μτφρ. Ν. Ματσούκα), Θεσσαλονίκη 2002, σελ.. 286-306. 86 Κωνσταντίνου Ν. Γιοκαρίνη, Η Ιεροσύνη των γυναικών στο πλαίσιο της Οικουμενικής Κίνησης, Κατερίνη 1995, σελ. 119. 84 85


Αδάμ καί είπεν Αδάμ " τούτο νυν οστούν έκ τών όστέων μου καί σαρξ εκ της σαρκός μου...».Αξιομνημόνευτο είναι το γεγονός ότι ο ίδιος ο Αδάμ, αναγνωρίζει στην Εύα τον εαυτό του και ο ίδιος την ονομάζει.87 Ανεξάρτητα από το γεγονός του εάν ισχύει ή όχι ο χαρακτηρισμός αυτός περί της «διπλής Δημιουργίας» πράγμα το οποίο είναι βέβαια «θεολογούμενο» και οι περισσότεροι ερευνητές της Βίβλου, το στηρίζουν στην ίδια την υπόθεση που έκανε ο Γρηγόριος ο Νύσσης, δηλαδή πως πρωταρχικά πραγματοποιήθηκε η δημιουργία του όλου, του παγκοσμίου ανθρώπου κατ' εικόνα Θεού και, έπειτα ακολούθησε με την πρόγνωση της πτώσεως από το Θεό, η δημιουργία μιας σύνθετης ανθρωπότητας, με τη διαφορετικότητα του φύλου,88 το σίγουρο είναι πως καμία ευκαιρία δε δίδεται προς εξαγωγή συμπερασμάτων που να υποδεικνύουν ότι το γυναικείο φύλο είναι υποδεέστερο από αυτό του ανδρός. Μεταφερόμενοι σε μερικά κεφάλαια που επακολουθούν στο βιβλίο της Γενέσεως, είναι αναγκαίο να σταθούμε σε ορισμένα σημαντικά σημεία, τα οποία είναι το Γεν. 5: 1-2 και το Γεν. 5: 2-6. Από τα σημεία αυτά, εύκολα κάποιος μπορεί να πέσει στην παγίδα της θεώρησης της υποτίμησης της γυναίκας από πλευράς του Θεού, καθώς στο πρώτο χωρίο αναφέρεται πως «εποίησεν ο Θεός τον Αδάμ, κατ' εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν» χωρίς καμία αναφορά στη γυναίκα, την Εύα και στο δεύτερο χωρίο πως «άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς και ευλόγησεν αυτούς και επωνόμασε το όνομα αυτού Αδάμ...». ΢ε αυτό το σημείο έχουμε την ουσιαστικότερη παρουσίαση περί της διαφοροποίησης του ανθρώπου σε δύο διαφορετικά φύλα, έχουμε πάλι άμεση αναφορά στο πρόσωπο του Αδάμ μόνο και τέλος παρατηρούμε πως όπως γράφεται στο κείμενο, ο Θεός «επωνόμασε το όνομα αυτού Αδάμ». Μπορεί στην τελευταία περίπτωση να υποδηλώνεται η συλλογική ενότητα του ανθρωπίνου γένους στο πρόσωπο του Αδάμ, όμως εκπέμπεται μία αρνητικότητα προς την Εύα και σε συνάρτηση με την προηγούμενη περίπτωση όπου ο Θεός, αρχικά εφ' όσον προηγείται (σύμφωνα με τη βιβλική διήγηση) η δημιουργία του Αδάμ, ονοματίζει τον Αδάμ και όχι έπειτα και την Εύα, αλλά προσφέρει αυτό το δικαίωμα στον ίδιο τον Αδάμ, κάποιος ο οποίος είναι επιρρεπής σε σκέψεις «εκ του πονηρού», μπορεί σαφέστατα να πέσει σε αμφιβολία. Όμως, πέρα από κάθε εμπαθείς επιδιώξεις, αυτοφιλοδοξίες, καθώς και άμεσες αυτοϊκανοποιήσεις του εγώ του κάθε ανθρώπου, πάντοτε μέσα στα πλαίσια θεωρήσεως της παραδόσεως και της συμβολικότητας ορισμένων στοιχείων ως ζωντανής πορείας προς ένα σκοπό και αναλογιζόμενος ο καθένας την μη παντοδυναμία του ως προς τη λογική διαδικασία, εφ' όσον και εδώ έχουμε να κάνουμε με φανερώσεις του Θεού μέσω Αρχιμ. Ιερεμίου Υούντα, Η Παλαιά Διαθήκη (περιεχόμενο και θεολογία της), θεολογικές μελέτες και σπουδές, Αθήνα 2003, σελ.58. 88 Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, PG 44, 185b. 87


των ακτίστων ενεργειών Σου, με βάση κάποιο σωτήριο - κεντρικό σχέδιο, κάθε τέτοια υποψία, αποδεικνύεται αν όχι αστήρικτη, τότε σίγουρα άκρως παρακινδυνευμένη. β. Καινή Διαθήκη. ΢την Καινή Διαθήκη, προβάλλεται η ανάγκη επαναπροσδιορισμού εντός νέων πλαισίων της εικόνας της γυναίκας, με βάση και τα νέα δεδομένα της εποχής, χωρίς όμως κάποια απόκλιση ουσίας από την πρώιμη παράδοση. Σα κείμενα του αποστόλου Παύλου, περιέχουν αρκετά στοιχεία από τα οποία μπορούμε να διαπιστώσουμε την εικόνα σχετικά με το ρόλο και τη φυσιολογία της γυναίκας, στα πλαίσια βέβαια του περιβάλλοντος της εποχής. Ο απόστολος Παύλος με τα γραφόμενά του, έχει γίνει ο κύριος στόχος εκείνων που κατηγορούν την χριστιανική Εκκλησία για υποτίμηση της γυναίκας. Πέρα από όποιες σκοπιμότητες, αξίζει να σταθούμε σε ορισμένα χωρία, τα οποία χρειάζονται κάποια ειδική μελέτη για την αποφυγή παρεξηγήσεων. Σα χωρία τα οποία αναφέρονται στις σχέσεις των γυναικών και των ανδρών, είναι : Α' Κορ. 11,2-15, όπου μεταξύ άλλων αναφέρονται : «...παντὸς ἀνδρὸς ἡ κεφαλή ἐστι, κεφαλὴ δὲ γυναικὸς ὁ ἄνηρ, κεφαλὴ δὲ Φριστοῦ ὁ Θεός», «...ἄνηρ μὲν γὰρ οὐκ ὀφείλει κατακαλύπτεσθαι τὴν κεφαλήν, εἴκων καὶ δόξα Θεοῦ ὑπάρχων, γυνὴ δὲ δόξα ἀνδρὸς ἐστίν, οὐ γὰρ ἔστιν ἄνηρ ἐκ γυναικός, ἄλλα γυνὴ ἓξ ἀνδρὸς καὶ γὰρ οὐκ ἔκτισθη ἄνηρ διὰ τὴν γυναίκα, ἀλλὰ γυνὴ διὰ τὸν ἄνδρα...». ΢το Α΄ Κόρ. 14,34-35: «...ὡς ἐν πάσαις ταῖς ἔκκλησιαις τῶν ἁγίων, αἳ γυναῖκες ὑμῶν ἓν ταῖς ἔκκλησιαις σιγάτωσαν οὗ γὰρ ἐπιτέτραπται αὔταις λαλεῖν, ἂλλ' ὑποτάσσεσθαι, καθὼς καὶ ὃ νόμος λέγει. Εἰ δὲ τί μαθεῖν θέλουσιν, ἐν οἴκω τοὺς ἰδίους ἄνδρας ἐπερωτάτωσαν αἶσχρον γὰρ ἔστι γυναιξὶν ἓν ἐκκλησία λαλεῖν». ΢το Ἔφ. 5:22-24: «... Αἳ γυναῖκες τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν ὑποτάσσεσθε τῷ Κυρίω, ὅτι ὁ ἄνήρ ἐστι κεφαλὴ τῆς γυναικός, ὡς καὶ ὃ Φριστὸς κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας, καὶ αὐτός ἐστι σωτὴρ τοῦ σώματος. Ἂλλ΄ ὥσπερ ἢ ἐκκλησία ὑποτάσσεται τῷ Φριστῷ, οὕτω καὶ αἳ γυναῖκες τοῖς ἴδιοις ἀνδράσιν ἓν παντί... ἢ δὲ γυνὴ ἴνα φοβῆται τὸν ἄνδρα». ΢το Α Σίμ. 2,11-15: «Γυνὴ ἐν ἡσυχία μανθανέτω ἓν πάση ὑποταγὴ γυναικὶ δὲ διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω, οὐδὲ αὐθεντεῖν ἀνδρός, ἂλλ' εἶναι ἐν ἡσυχία. Ἀδὰμ γὰρ πρῶτος ἔπλασθη, εἴτα Εὕα καὶ Ἀδὰμ οὐκ ἠπατήθη, ἡ δὲ γυνὴ ἀπατηθεῖσα ἐν παραβάσει γέγονε σωθήσεται δὲ διὰ τῆς τεκνογονίας, ἐὰν μείνωσιν ἓν πίστει καὶ ἀγάπη καὶ ἁγιασμῶ μετὰ σωφροσύνης.» ΢το Σίτ. 2,5: «σώφρονας, ἀγνᾶς, οἰκουρούς, ἀγαθᾶς, ὑποτασσομένας τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν (πρεσβύτιδας),ἴνα μὴ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ βλασφημεῖται». ΢το Κολασ. 3,18: «Αἳ γυναῖκες ὑποτάσσεσθε τοῖς ἀνδράσιν, ὡς ἀνῆκεν ἓν Κυρίω».


Καθώς και σε μία από τις Καθολικὲς Επιστολὲς συναντᾶμε κάτι παρόμοιο: Α’ Πέτρου, 3,1: «ὁμοίως αἳ γυναῖκες ὑποτασσόμεναι τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν, ἴνα καὶ εἰ τίνες ἀπειθούσι τῷ λόγω, διὰ τῆς τῶν γυναικὼν ἀναστροφῆς ἄνευ λόγου κερδηθήσονται». Όλα τα παραπάνω χωρία, δεν καλύπτουν όλες τις αναφορές που υπάρχουν σχετικά με τη σχέση του γυναικείου φύλου προς το αντρικό στην Καινή Διαθήκη. Πρέπει παρ' όλα αυτά να εξεταστούν και να προσδιοριστούν ερμηνευτικά στα σημερινά δεδομένα της κοινωνικής πραγματικότητας, χωρίς να αποσπώνται από την ουσιαστική σχέση που είχαν με τα τότε δεδομένα του περιβάλλοντος στο οποίο γράφτηκαν. Δηλαδή πρέπει σε τελική ανάλυση να αναλογιστούμε ότι τα ως άνω υποστηριζόμενα, ειπώθηκαν με βάση και την επιρροή από το ειδωλολατρικό περιβάλλον που προηγήθηκε, καθώς και από το πρώιμο ιουδαϊκό. Δεν ήταν δυνατό μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα να επανεξεταστεί και να προσδιοριστεί ο ρόλος της γυναίκας στην τότε κοινωνία, χωρίς να προκληθούν αντιδράσεις. ΢αφώς και ο Λόγος του Θεού είναι αυταπόδεικτος και αναλλοίωτος, όμως ο τρόπος με τον οποίο θα προβληθεί απαιτεί προσεκτική και διακριτική μεταχείριση. ΢το συγκεκριμένο ζήτημα, καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισαν και τα όσα συνέβαιναν στην «ειδωλολατρική Ιεροσύνη με το θεσμό των ιεροδούλων καθώς και με τη δραστηριότητα κάποιων αιρέσεων, όπως των μοντανιστών και των πρισκιλλιανών, στις οποίες οι γυναίκες έπαιξαν σημαντικό ρόλο».89 Τπογραμμίζουμε έντονα πως η προσέγγιση των παραπάνω σημείων δε θα πρέπει να γίνεται ανεξάρτητα από τα όσα προηγούνται καθώς και όσα επακολουθούν στο συγκεκριμένο χωρίο. Η Αγία Γραφή δεν αποτελεί ένα συνηθισμένο βοήθημα όπου κάνοντας κανείς επιλεκτική επιλογή με ιδιοτελή κριτήρια, αποδέχεται ή απορρίπτει ό,τι τον συμφέρει. Όλη την Αγία Γραφή την διακατέχει μία ζωντανή συνέχεια, που αποτελεί μαρτυρία έμπρακτη περί της Αληθινής Ζωής που προσφέρει ο προσωπικός Σριαδικός Θεός μας. Φωρίς να εξαντλήσουμε την επιχειρηματολογία περί των όσων υποστηρίζουν ότι διαφαίνεται μία αρνητικότητα από τα γραφόμενα στην Καινή Διαθήκη, αναφορικά με το γυναικείο φύλο, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας τα ακόλουθα: «Η γυναίκα συμβολίζει την αγία Εκκλησία μας, ενώ ο άνδρας τον Φριστό. Όπως η Εκκλησία υποτάσσεται στον Φριστό, έτσι και η γυναίκα οφείλει να ακούει, να σέβεται τον άνδρα της και να μην τον περιφρονεί». ΢την Α' προς Εφεσίους επιστολή, αναφέρεται : «οἳ ἄνδρες ἀγαπᾶτε τὰς γυναίκας ἑαυτῶν, καθὼς καὶ ὁ Φριστὸς ἠγάπησε τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς...οὕτως ὀφείλουσιν οἳ ἄνδρες ἀγαπᾶν τὰς Elisabeth Behr - Sigel, Σο λειτούργημα της γυναίκας στην Εκκλησία, (μετάφραση. Καίτης Φιωτέλη), χ.τ. 1987, σελ. 170. 89


ἑαυτῶν γυναίκας ὡς τὰ ἑαυτῶν σώματα. "Ὁ ἀγαπῶν τὴν ἑαυτοῦ γυναίκα ἑαυτὸν ἀγαπᾶ...». Επίσης ο απόστολος Πέτρος στην Α' Πετρ. 3:7, λέει : «Οἳ ἄνδρες ὁμοίως συνοικοῦντες κατὰ γνῶσιν, ὡς ἀσθενεστέρα σκεύη τῷ γυναικείω ἀπονέμοντες τιμήν, ὡς καὶ συγκληρονόμοι χάριτος ζωῆς». Αλληλοσεβασμός και αλληλοδιακονία πρέπει επομένως να υπάρχει μεταξύ των δύο φύλων. Αν ο άνδρας ή η γυναίκα φέρεται με εγωιστικό τρόπο και αυταρχικό, τότε μπορούν να υπάρξουν σοβαρές καθοριστικές συνέπειες, όπως συνέβη με την πτώση των Πρωτοπλάστων. ΢την ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι όποιες προτροπές προς τους πιστούς υπό του Απ. Παύλου, όπως περί της σιγής των γυναικών κατά τη δημόσια προσευχή, όπως και περί του γυναικείου καλλωπισμού. Όχι κατάπίεση των γυναικών και επιβολή από τους άντρες, αλλά αγάπη, έγνοια και πρόοδος στην κατά Φριστόν ζωή. Σέλος, από τη μελέτη και εμβάθυνση στα νοήματα της Καινής Διαθήκης, διαπιστώνεται πως όσον αφορά τη γυναίκα και τη διάκριση του ανθρώπου σε φύλα, η νέα δημιουργία αποκατέστησε τον άνθρωπο στην προπτωτική του θέση και η γυναίκα δεν τελεί πλέον υπό τις συνθήκες της «κατάρας». Η Φριστιανή γυναίκα είναι ελεύθερη. Και ο άνδρας και η γυναίκα μπορούν να συμπορεύονται «εὐχαριστοῦντες πάντοτε ὑπὲρ πάντων ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Φριστοῦ τῷ Θεῶ καὶ πατρί, ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἓν φόβω Φριστοῦ» (Εφ. 5: 19-21).

΢Σ. ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗ΢Η ΣΗ΢ ΙΕΡΟ΢ΤΝΗ΢ ΣΩΝ ΓΤΝΑΙΚΩΝ Δεν υπάρχει κανένας δογματικός περιορισμός σχετικά με την Ιεροσύνη των γυναικών. Θεωρητικά δηλαδή και οι γυναίκες μπορούν να χειροτονηθούν Ιερείς στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο Κύριος όμως διάλεξε ως μαθητές Σου τους 12 εκείνους απλούς και ολιγογράμματους ψαράδες της λίμνης Γεννησαρέτ και σε αυτούς μετέδωσε το χάρισμα της Ιεροσύνης. Οι Απόστολοι με τη σειρά τους το μετέδωσαν στις επόμενες γενιές. ΢ήμερα, μπορούμε να πούμε ότι μέσα από το χρόνο αυτή η παράδοση έχει λάβει το χαρακτήρα Ιερού Κανόνα. Ο όρος «χειροτονία» για τους Προτεστάντες, οι οποίοι έχουν εδώ και καιρό προχωρήσει στη «χειροτονία» γυναικών στη μυστηριακή Ιεροσύνη βρίσκεται πιο κοντά προς την έννοια της απλής εκλογής ή της χειροθεσίας κάποιου πιστού για την άσκηση κάποιας εκκλησιαστικής διακονίας, κάτω βέβαια υπό το πρίσμα της θεωρούμενης από αυτούς,


γενικής Ιεροσύνης των πιστών.90 Πιθανότατα και ο όρος ή μάλλον η έννοια του μυστηρίου αυτού, να μη γίνεται αποδεκτή απ' αυτούς. Αντιθέτως, στον Ορθόδοξο χώρο, η Ιεροσύνη νοείται ή καλύτερα ταυτίζεται με την κανονική μυστηριακή χειροτονία, για τη μετάδοση της λεγόμενης «ειδικής» μορφής της. Τπό την έννοια θεωρήσεως των Προτεσταντών, δηλαδή με τη δυνατότητα παροχής της ικανότητας στις γυναίκες της άσκησης κάποιας μορφής εκκλησιαστικού διακονήματος, νομίζω πως το ζήτημα έχει λυθεί προ πολλού με το θεσμό των Διακανονισσών, όπου θα αναφερθούμε συγκεκριμένα σε οικείο κεφάλαιο. Με τη μορφή του ζητήματος της χειροτονημένης λειτουργικής – μυστηριακής Ιεροσύνης το ζήτημα είναι ανάγκη να επανεξεταστεί καθώς η συμμετοχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στις διασκέψεις της Οικουμενικής Κίνησης είναι καθοριστικές. Πιο συγκεκριμένα, θα παρουσιάσουμε ορισμένα σχετικά σημεία που μπορούν να χρησιμεύσουν σε αυτή τη νομοκανονική θεώρηση. Μεταξύ των 30 θεσπισθέντων κανόνων υπό της εν Φαλκηδόνα Δ' Οικουμενικής ΢υνόδου, περί το 451 μ.Φ., σχετίζεται με το θέμα ο 15ος κανόνας αυτής : «Διάκονον μὴ χειροτονεῖσθαι γυναίκα πρὸ ἐτῶν τεσσαράκοντα, καὶ ταύτην μετ' ἀκριβοῦς δοκιμασίας. Εἰ δὲ γὲ δεξαμενὴ τὴν χειροθεσίαν, καὶ χρόνον τινὰ παραμείνασα τὴ λειτουργία, ἑαυτὴν ἐπιδῶ γάμω ὑβρίσασα τὴν τοῦ Θεοῦ χάριν, ἡ τοιαύτη ἀναθεματιζέσθω μετὰ τοῦ αὐτὴ συναφθέντος».70 Πέραν της συγκεκριμένης πράξεως όπου ρυθμίζει αυτός ο κανόνας, η αναφορά αρχικώς της λέξεως «χειροτονείσθαι» και έπειτα της «χειροθεσίαν» πιστεύω πως αποδίδει επακριβώς τη μορφή αυτής της λεγόμενης χειροτονίας, δηλαδή με τη σημασία της χειροθεσίας. Σο κατ' εξοχήν υλικό σχετικά με το θέμα, αντλείται κυρίως από τη «Διδαχή των δώδεκα Αποστόλων» καθώς και από τις «Διαταγές των Αποστόλων». ΢τις παραπάνω συλλογές, οι διατάξεις που αφορούν τη λειτουργική διακονία στη ζωή της Εκκλησίας και τη διακυβέρνηση της δεν εμφανίζονται ως ένα ενιαίο κωδικοποιημένο σύστημα κανονιστικών ρυθμίσεων, αφού καλύπτουν θέματα κυρίως περιστασιακού χαρακτήρα. Αυτές οι πρωτοχριστιανικές διατάξεις, αν και αναφέρονται σε προβλήματα της εποχής τους, συμβάλλουν καθοριστικά στην κατανόηση της πρώιμης αυτής εκκλησιολογίας. ΢τη «Διδαχή των Αποστόλων», το έργο των προφητών, πέρα από διδακτικό και καθοδηγητικό, φαίνεται να ήταν και ιερατικό : «τοις δέ προφήταις επιτρέπεται ευχαριστείν όσα θέλουσιν».91 Αυτό αν και δεν

«Η θέσις της γυναικός έν τη Ορθοδόξω Εκκλησία καί τά περί χειροτονίας των γυναικών, (΢υλλογικός Σόμος), Διορθόδοξον Θεολογικόν ΢υνέδριον, Ρόδος 30 Οκτωβρίου - 7 Νοεμβρίου 1988, Κατερίνη 1994, σελ.. 246-247. 91 Διδαχή Αποστόλων, ΒΕΠΕ΢, τόμ. 2, κεφ. Ι , σελ.218. 90


προσδιορίζει το εάν επιτρεπόταν στις προφήτιδες, καθώς και άντρες και γυναίκες ήταν δυνατόν να είχαν αυτό το χάρισμα της προφητείας, δηλαδή κατά κάποιο τρόπο της ερμηνείας των θείων Γραφών, να τελέσουν τη Θεία Ευχαριστία, λαμβάνοντας υπόψιν τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής σχετικά με τη θέση της γυναίκας στη λατρευτική ιουδαϊκή παράδοση, αποκλείουν κάθε σχετικό ενδεχόμενο. ΢τις «Διαταγές των Αποστόλων», αξίζει να σταθούμε στα εξής σημεία : «...οὐκ ἐπιτρέπομεν οὒν γυναίκας διδάσκων ἐν ἐκκλησία, ἀλλὰ μόνον προσεύχεσθαι καὶ τῶν διδασκάλων ἔπακουειν». Επίσης : «Εἰ γὰρ κεφαλὴ γυναικὸς ὁ ἄνηρ οὗτος προχειρίζεται εἷς ἱεροσύνην, οὗ δίκαιον ἀθετῆσαι τὴν δημιουργίαν καὶ καταλιπόντα τὴν ἀρχὴν ἐπὶ τὸ ἔσχατον ἐλθεῖν σῶμα, γυνὴ γὰρ καὶ διηρέθη εἰς παίδων γένεσιν αὐτὸς γάρ σου φυσὶν κυριεύσει, ἀρχὴ γὰρ γυναικὸς δ ἄνηρ, ἐπειδὴ καὶ κεφαλή».92 Οι γυναίκες, ούτε επιτρέπεται να βαπτίζουν, ούτε να χειροτονούνται : «Σοῦτο γὰρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἀθεότητος τὸ ἁγνόημα θηλείαις θεαῖς ἱερείας χειροτονεῖν ἄλλά της τοῦ Φριστοῦ διατάξεως».93Ανάμεσα στις τάξεις «τῶν προφητῶν, δικαίων, ἀποστόλων, ἐπισκόπων, πρεσβυτέρων, διακόνων, ὑποδιακόνων, ἀναγνωστῶν, παρθένων...»94, οι διακόνισσες έχουν συγκεκριμένο έργο: «Διακόνισσα οὐκ εὐλογεῖ, ἀλλ' οὐδὲ τί ἂν ποιούσιν οἳ πρεσβύτεροι ἢ οἳ διάκονοι ἐπιτελεῖ, ἂλλ' ἡ τοῦ φυλάττειν τὰς θύρας καὶ ἐξυπηρετεῖσθαι τοῖς πρεσβυτέροις ἓν τῷ βαπτίζεσθαι τὰς γυναίκας διὰ τὸ εὐπρεπὲς»95. Είναι σαφές ότι υπάρχουν δύο ομάδες φορέων διακονίας: αυτοί που έχουν χειροτονία και αυτοί που έχουν χειροθεσία. Η γυναίκα, δε φαίνεται λοιπόν, από τα λίγα σημεία όπου αναφέραμε, να έχει συμμετοχή στη λειτουργική Ιεροσύνη. Οπότε η παράδοση της εποχής, - όπου επικρατεί και ως σήμερα - κατανοείται στα πλαίσια της ευταξίας και ευρυθμίας της κάθε εκκλησιαστικής κοινότητας, καθώς «οὐ γὰρ ἐστὶν ὃ Θεός, Θεὸς ἀκαταστασίας» (Α' Κορ. 14: 33).

Ζ. ΥΕΜΙΝΙ΢ΜΟ΢- ΟΡΘΟΔΟΞΟ΢ ΥΕΜΙΝΙ΢ΜΟ΢ ΚΑΙ ΓΤΝΑΙΚΕΙΑ ΙΕΡΟ΢ΤΝΗ Σα φεμινιστικά κινήματα έχουν κατακτήσει με τους αγώνες τους τη χειραφέτηση της γυναίκας σε πολλά επίπεδα της κοινωνικής ζωής. Σο ερώτημα όμως που εξακολουθεί να υπάρχει και ως σήμερα, είναι το εξής:

Διαταγαί Αποστόλων, Ο', PG 1, 781 Β. Διαταγαί Αποστόλων, Θ', PG 1, 788 Α. 94 Διαταγαί΄Αποστόλων, IB', PG 1, 1105 Β. 95 Διαταγαί Αποστόλων, Η, ΚΗ', PG 1, 1125 Β. 92 93


Όντως τα κριτήρια με τα οποία συμβαδίζει η Υεμινιστική ιδεολογία οδηγούν όσο το δυνατόν στην κατάκτηση τομέων δράσεως που δικαιωματικά ανήκουν και στο γυναικείο φύλο ή μήπως εξαντλούνται στην αντικατάσταση και την εγωιστική προβολή έναντι στο ανδρικό φύλο. Αν και δεν μπορούμε να απαντήσουμε με απόλυτη βεβαιότητα στο παραπάνω ερώτημα, με βάση τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει καθένας μας, η γενική εικόνα είναι το ότι η γυναίκα «κατακτά προνόμια, που τα παραχωρεί ο άντρας, ώστε αυτή να υπηρετεί τον ήδη υφιστάμενο ανδροκρατικό πολιτισμό.96 Τπάρχει έλλειψη «πνευματικότητας» στη δομή του φεμινισμού, όπου έχουμε τονισμό των μητροκεντρικών στοιχείων της ανθρωπότητας αλλά με λανθασμένες προϋποθέσεις. Έτσι δεν τονίζεται με σωστό τρόπο η ιδιαιτερότητα της γυναίκας, αλλά συγκεντρώνεται το ενδιαφέρον απλώς σε εξισωτικές διακρίσεις. Η απαιτούμενη λοιπόν σωστή επανεξέταση του ζητήματος, οφείλει να γίνει εντός των πλαισίων του λεγόμενου «θεομητορικού φεμινισμού» της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η Ενσάρκωση έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση την Παναγία Θεοτόκο, η σωτηρία καθορίζεται από την συνεργία του ανθρώπου στο γυναικείο φύλο. Ο απαράβατος όρος της Ενσάρκωσης είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Σο «γένοιτο» της Θεοτόκου σημαίνει την ελευθερία της βουλήσεως αντί για την αναγκαιότητα της φύσης. Σο «γένοιτο» δεν ήταν τυφλή υπακοή, αναντίρρητη συγκατάθεση, ασυζήτητη συγκατάνευση. Η καθημερινότητα μας είναι αντιφεμινιστική ενώ η παράδοση μας, είναι φεμινιστική. Αυτό που μετρά είναι η ποιότητα της γυναικείας παρουσίας και όχι η ποσότητα της γυναικείας συμμετοχής. Η παλαιά Εύα ζήτησε την ελευθερία μέσω της ανυπακοής και κατέληξε στην ανελευθερία. Η νέα Εύα θυσίασε στιγμιαία, αλλά ελεύθερα και συνειδητά, την ελευθερία της με την υπακοή της, για να κερδίσει παντοτινά την ελευθερία της από τα δεσμά της πτώσης. Ο θεομητορικός φεμινισμός της εκκλησίας, είναι το ολοκλήρωμα του ανθρωπιστικού φεμινισμού του κόσμου, όχι το αντίθετο του, αλλά το σωτήριο συμπλήρωμα του.97 Οι φεμινίστριες, σχετικά με τον αποκλεισμό του γυναικείου φύλου από τη μυστηριακή Ιεροσύνη, υποστηρίζουν : α) ότι έχουν αποκλειστεί όχι για αυθεντικούς δογματικούς λόγους, αλλά για πολιτισμικούς, οι οποίοι θεμελιώθηκαν με θεολογικά στηρίγματα, β) Εφόσον ο ιερέας ενεργεί «in persona Ecclesiae», δηλαδή ως εκπρόσωπος του Φριστού και του πιστού, είναι δυνατό ο ιερέας να είναι είτε άνδρας είτε γυναίκα, γ) Άλλες φεμι-

Ν. Ματσούκα, Η Εύα της θεολογίας και η γυναίκα της ιστορίας,Περιοδικό ΢ύναξη 36 (1990), σελ.. 5-15. 97 Μ. Μπέγζου, «Ο θεομητορικός φεμινισμός της Εκκλησίας», Πρόσβαση 3 (Μάρτιος 1998} 10-13 96


νίστριες υποστηρίζουν πως ο ιερέας ενεργεί «in persona Christi», δηλαδή ότι αναπαριστά την ανθρώπινη μορφή του Φριστού και ότι είναι άδικος ο αποκλεισμός τους από την Ιεροσύνη, διότι ο Τιός δεν ενσαρκώθηκε μόνο για τους άνδρες. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί να θέσει ως «αντεπιχειρήματα» τις εξής παρατηρήσεις, πάντοτε με πνεύμα ενδιαφέροντος, αγάπης και ταπεινοφροσύνης : α) Η Ιεροσύνη δεν είναι «δικαίωμα» ούτε και αυτοσκοπός στη ζωή μας. Είναι ένα δώρο, μία ευλογία που απονέμει το Άγιο Πνεύμα για το καλό ολόκληρης της κοινωνίας πίστεω. β) Κάθε πιστός διά του βαπτίσματος καλείται να συμμορφωθεί με το καθ' ομοίωσιν. Καλείται να γίνει Άγιος και όχι ιερέας. ΢την Ορθοδοξία δεν υπάρχει κανένας αυτοματισμός που να οδηγεί στη σωτηρία μας. γ) Γυναίκες ιέρειες υπήρχαν σε ειδωλολατρικές μυστηριακές θρησκείες και σε γνωστικές αιρέσεις της πρωτοχριστιανικής περιόδου. Όσο και να θέλουμε να το παρακάμψουμε αυτό, είναι αναντίρρητα κάποιο σοβαρό εμπόδιο. δ) Κατά τρόπο αιφνιδιαστικό, μπορεί να συναντήσει κανείς «ποιμένες» και «λειτουργούς» μέσα στην κοινωνία, που να μην είναι φορείς Ιεροσύνης. Διότι η έννοια του «ποιμαίνειν» και του «λειτουργείν», μπορεί να θεωρηθεί εκτός από τη μυστηριακή δυνατότητα μετοχής που παρέχεται σ' όσους κατέχουν τη χειροτονημένη Ιεροσύνη ή κατ' άλλους «ειδική Ιεροσύνη» και σε αυτούς που θυσιάζουν κάποιο κομμάτι του εαυτού τους για να διακονήσουν και να συνεισφέρουν στη διαρκή θεολογική πάλη για τη ζωή, που σημαίνει έμπρακτη αποδοχή του ίδιου του Φριστού.98 ΢ε ένα τέτοιο περίπου πρότυπο κινούνται και οι μοναστικές αδελφότητες στον Ορθόδοξο χώρο. Πάντως, δεν πρέπει η όλη ενασχόληση με τα προβλήματα που δημιουργούνται και που αφορούν το ποίμνιο να αντιμετωπίζονται με αδιαφορία, χωρίς να δίνονται ικανοποιητικές απαντήσεις εντός των πλαισίων της Ιερής Παράδοσης μας, των Ιερών Κανόνων και γενικότερα του ζωντανού Λόγου του Κυρίου μας. διότι αν δεν επιλυθεί το πρόβλημα από την πρώτη στιγμή την οποία εμφανίζεται, τότε καθώς τα γεγονότα αλληλοδιαδέχονται το ένα το άλλο, η κατάσταση χειροτερεύει επικίνδυνα. Ας μη ξεχνάμε άλλωστε, συνοψίζοντας τα όσα αναφέραμε σχετικά με το «Θεομητορικό Ορθόδοξο Υεμινισμό», πως με τη γυναικεία ιδιότητα της Μαρίας - Θεοτόκου, συνδέεται και ένα νόημα που αφορά ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αυτό είναι το ότι κάθε άνθρωπος σε σχέση με το Θεό

Διορθόδοξον Θεολογικόν ΢υνέδριον, Ρόδος, 30 Οκτωβρίου - 7 Νοεμβρίου 1988,Η θέσις της γυναικός εν τη Ορθοδόξω Έκκλησία και τά περί χειροτονίας των γυναικών, Οικουμενικό Πατριαρχείο, Κατερίνη 1994, (΢υλλογικός Σόμος), επιμέλεια έκδοσης . Γεν. Λυμούρης, σελ.. 445-452. 98


και με το συνάνθρωπο του, καλείται σε μία στάση ανοίγματος, κένωσης από τον εγωπαθή εαυτό του. Αυτή η στάση, στη γλώσσα μας χαρακτηρίζεται πιο πολύ ως γυναικεία, καθώς το γυναικείο φύλο - αδιάφορο αν ισχύει αυτό για λόγους φυσικούς ή πολιτισμικούς - έχει μία αυθόρμητη προδιάθεση προς αυτό άνοιγμα.

Η. Η ΙΕΡΟ΢ΤΝΗ ΣΩΝ ΓΤΝΑΙΚΩΝ ΢ΣΑ ΠΛΑΙ΢ΙΑ ΣΟΤ ΟΙΚΟΤΜΕΝΙΚΟΤ ΔΙΑΛΟΓΟΤ. Σο 1927 στο πρώτο παγκόσμιο συνέδριο της επιτροπής Πίστεως και Σάξεως στη Λωζάννη, όπου σε σύνολο τετρακοσίων περίπου εκπροσώπων συμμετείχαν επτά γυναίκες, προτάθηκε προς το κίνημα η μελέτη και η αποσαφήνιση του ρόλου της γυναίκας εντός της Εκκλησίας. Έπειτα από μία εικοσαετία σιγής, το 1948 - δέκα χρόνια μετά από το συνέδριο της Ουτρέχτης του 1938 όπου είχε προέλθει το Παγκόσμιο ΢υμβούλιο των Εκκλησιών (World Churches Council) - στο Άμστερνταμ γίνεται η πρώτη Γενική ΢υνέλευση, όπου επανεμφανίζεται το θέμα της Ιεροσύνης των γυναικών αλλά δεν έχουμε κάποια εξέλιξη ως προς αυτό, διότι οι εκπρόσωποι των Εκκλησιών και ομολογιών διαφώνησαν στην εξέταση του ζητήματος. Από το 1955 κυκλοφορούσε ειδική έκδοση με τον τίτλο «Laity», όπου τονίζονταν «η έννοια του «λαού τού Θεού» και καταγγέλλονταν ο οφειλόμενος σε ιστορικές συγκυρίες χωρισμός του κλήρου από το λαό.99 Σο 1961 το Π.΢.Ε. πραγματοποιεί την τρίτη Γενική ΢υνέλευση του στο Νέο Δελχί, με τη συμμετοχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, χωρίς να έχουμε σαφή και τεκμηριωμένη θέση σχεδόν από καμία πλευρά. ΢τη συνεδρίαση της επιτροπής Πίστεως και Σάξεως στο Μπρίστολ το 1967 -δηλαδή του ενός τμήματος του Π.΢.Ε. καθώς το άλλο ήταν η επιτροπή Ζωής και Εργασίας -, αποφασίζεται επίσημα η εξέταση των θεμάτων Βάπτισης, Θείας Ευχαριστίας και Ιεροσύνης στα πλαίσια των διαλόγων για την ένωση των Εκκλησιών. Η μελέτη πάντως επικεντρώνεται στην έννοια της Ιεροσύνης. Σο 1968 πραγματοποιείται η τέταρτη Γενική ΢υνέλευση στην Ουψάλα της ΢ουηδίας, όπου επανεξετάζεται το θέμα υπό το πρίσμα της αύξησης του αριθμού των Εκκλησιών, οι οποίες χειροτονούν γυναίκες. ΢τα πορίσματα τα οποία προκύπτουν, υπάρχουν κάποιες νύξεις για διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, ενώ καταδικάζονται οι όποιες δομές αρνούνται να αναγνωρίσουν τα δικαιώματα της γυναίκας. Έπειτα από σχετική προώθηση επί του θέματος όπου παρατηρείται, στη συνεδρίαση της Επιτροπής Πίστεως και Σάξεως στη Λουβέν το 1971 99

Κ. Φιωτέλη, «Η θέση της γυναίκας στην Ορθόδοξη Εκκλησία», ΢ύναξη 36 (1990) 33-45


καθώς και στο συνέδριο της Άκρας το 1974, πραγματοποιείται η πέμπτη Γενική ΢υνέλευση του Π.΢.Ε. το 1975, στο Ναϊρόμπι. Φαρακτηριστικό γεγονός είναι το ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι σε θέση να δώσει έγκυρη απάντηση στο ερώτημα «γιατί δεν χειροτονεί γυναίκες». Σο ΢επτέμβριο του 1976 στη γυναικεία μονή Agapia της Μολδαβίας συγκαλείται η πρώτη στην ιστορία παγκόσμια διάσκεψη ορθοδόξων γυναικών, με θέμα το ρόλο τους στην κοινωνία και την Εκκλησία. Μεταξύ των διαπιστώσεων, ήταν η ανάγκη θεολογικής παιδείας για τις γυναίκες και μεγαλύτερης συμμετοχής τους στη διοίκηση της Εκκλησίας και στα κέντρα λήψεως αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα. Μέχρι και σήμερα πραγματοποιούνται είτε διασκέψεις, είτε συνεδριάσεις επιπέδου εθνικού ή παγκοσμίου. Πάντως η Ορθόδοξη Εκκλησία ικανοποιητικές απαντήσεις και θέσεις σχετικά με τον αποκλεισμό των γυναικών από τη μυστηριακή Ιεροσύνη, στις διασκέψεις του Παγκοσμίου ΢υμβουλίου των Εκκλησιών δεν έχει δώσει. Δηλαδή οι όποιες θέσεις αρκούνται είτε σε γενικά σχόλια, είτε σε απόλυτες και απροσέγγιστες απόψεις π.χ. περί της Ιεράς Παράδοσης κ.α., είτε σε αποφάσεις που δεν απαντούν απ' ευθείας στο ίδιο το πρόβλημα. Μπορεί οι απαντήσεις που δίδονται να θεωρούνται ικανοποιητικές από τον Ορθόδοξο χώρο γενικώς, όμως απαιτείται η μεγαλύτερη εξήγηση του προβλήματος που θα μπορούσε να δοθεί, έτσι ώστε να πειστούν και οι άλλοι εκπρόσωποι των ομολογιών. Κάθε απάντηση θα πρέπει να αξιολογηθεί υπό το πλαίσιο της αναγκαστικής εξελικτικότητας της Παράδοσης (και της Ιερής Παράδοσης ασφαλώς), αφού αυτό που «χρειαζόμαστε στη ζωή μας, είναι μία συνεχής επιστροφή στην εν Φριστώ αλήθεια, από την οποία απομακρυνόμαστε με την κάθε λογής αμαρτία μας. Η «ανανεωτική διαδικασία» που πρέπει να υπάρξει, συνίσταται στην διαρκή επανένωση μας με τον Φριστό, την πηγή της καινής ζωής μας»100.

Θ. ΢ΤΜΠΕΡΑ΢ΜΑΣΑ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΣΙ΢ΜΟΙ Επομένως, με τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζεται και συζητείται η χειροτονία των γυναικών σήμερα, δεν έχουν τονιστεί καταλλήλως και με τρόπο απλουστευμένο τα όρια τα οποία θέτει η κάθε Εκκλησία - και η Ορθόδοξη Εκκλησία - σχετικά με το μεγάλο θέμα της Ιεροσύνης των γυναικών. Κατ' αρχάς πρέπει να βρεθεί μία χρυσή τομή στα θέματα τα οποία προηγούνται, όπως της έννοιας του μυστηρίου της Ιεροσύνης, της έννοιας της Παράδοσης της Εκκλησίας, της σημασίας της διφυλικής ανθρώπινης πραγματικότητας, της προσοχής που πρέπει να υπάρξει π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Η Εκκλησία μέσα στον κόσμο, Εκδ. Γρηγόρης, Αθήνα 1988, σελ.128-129. 100


έναντι της εκκοσμίκευσης της Εκκλησίας, των διακριτών ορίων έναντι του κλήρου και του λαού, της ανάγκης υπάρξεως αυτής της ετερότητας των δύο φύλων, πέρα από τη βιολογική αναγκαιότητα, της εξήγησης ορισμένων θέσεων και σημείων της Ορθοδόξου Εκκλησίας έναντι του γυναικείου φύλου καθώς και σε άλλα ερωτήματα Πρέπει να κατανοηθεί ότι κάθε απόπειρα διαλόγου οφείλει να ευθυγραμμιστεί με τις εξής διαστάσεις: α) «Η Ιεροσύνη δεν είναι δική μας, αλλά είναι του Φριστού»101, β) κάθε προσπάθεια ανασύστασης του γυναικείου διακονικού λειτουργήματος δεν μπορεί να έχει το χαρακτήρα κάποιας αρχαιολογικής αποκατάστασης αλλά να εντάσσεται σε ένα ανανεωτικό περιβάλλον, γ) ο ιερέας απαιτείται να έχει συνείδηση της ταυτότητας και του έργου που επιτελεί, δ) κάθε χαρισματούχο άτομο εντός της Εκκλησίας είτε είναι άνδρας είτε γυναίκα, να αντιμετωπίζεται ως ξεχωριστή προσωπικότητα που δύναται να συνεισφέρει στο ποιμαντικό καθήκον της Εκκλησίας σε όλες τις διαστάσεις του και όχι να προσεγγίζεται με ιδιοτελή κριτήρια, ε) να επιδιώκεται όχι η προσωπική προβολή αλλά η αγαπητική και μη εγωκεντρική διάθεση και στ) να αναγνωρίζεται η μοναδικότητα του καθενός ανεξαρτήτως από οποιεσδήποτε διαφορετικότητες. Έτσι θα μπορέσει και η γυναίκα να επιστρέψει στο «πρωτόκτιστο κάλλος της και να γίνει πάλι ο μοχλός που θα ανορθώσει τον κόσμο».102 Επίλογος Η Εκκλησία είναι το μυστήριο της παρουσίας και της δράσεως του Ιησού χριστού στον κόσμο. Κόσμος και άνθρωπος εντάχθηκαν στην Εκκλησία, που είναι ο μυστηριακός τόπος και τρόπος της ενεργητικής παρουσίας του Φριστού. Σην Εκκλησία συνιστούν τα μυστήρια, τα οποία συγκροτούν και εκφράζουν πλήρως την ουσία της. ΢την μυστηριακή και λειτουργική ζωή της εκκλησίας αποκαλύπτεται και μαρτυρείται η αόρατη παρουσία του Κυρίου και το πλήρωμα της ζωής του Φριστού και του Αγίου Πνεύματος. Αυτή η παρουσία του Φριστού διαιωνίζεται δια των μυστηρίων. Όλα τα μυστήρια αντλούν την δραστικότητά τους από το λυτρωτικό έργο του Φριστού, ο οποίος είναι ιδρυτής και κύριος λειτουργός τους. Οι ιερείς είναι απλώς όργανα δια των οποίων ο Φριστός τελεί τα εκκλησιαστικά μυστήρια. Η Ιεροσύνη ως χάρισμα και διακονία δεν είναι εξουσία και δύναμη. Μέσω αυτής πραγματοποιείται η μετάδοση της χάρης του Αγίου

π. Αλεξάνδρου ΢μέμαν, Η χειροτονία των γυναικών, Περιοδικό ΢ύναξη 36 (1990) σελ.4752. 102π. Αθην..Καραμαντζάνη, Η επιστροφή της γυναίκας, Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία τευχ.40 (2003)σελ. 13-14. 101


Πνεύματος με την οποία καθίσταται κάποιος στην τάξη του κλήρου. Όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας με το βάπτισμα και το χρίσμα μετέχει του ιερατικού αξιώματος του Φριστού, κατέχοντας την γενική Ιεροσύνη. Από αυτήν προκύπτει η ειδική Ιεροσύνη. Οι χειροτονούμενοι μετέχουν πλέον της ιερατικής εξουσίας του Φριστού, που είναι όμως Ιεροσύνη χαρισματική και που λειτουργεί ως χάρισμα και διακονία μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα, με σκοπό να το αυξάνει και να το οδηγεί στην προκοπή. Για το λόγο αυτό η ειδική Ιεροσύνη χωρίς την παρουσία του λαού δεν μπορεί να νοηθεί. Γενική και ειδική Ιεροσύνη συνιστούν την χαρισματική λειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος. Δεν είναι κάτι το οποίο εκπηγάζει από τον άνθρωπο, αλλά από τον ίδιο τον Θεό. ΢υνυπάρχει με την Εκκλησία και λειτουργεί μέσα σ’ αυτήν για την πραγματοποίηση των σκοπών της. Φωρίς την Ιεροσύνη, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι δεν υπάρχει Εκκλησία. Ο πρώτος Αρχιερέας από τον οποίο εκπηγάζει η χάρις και η δύναμη της Ιεροσύνης είναι ο Φριστός. Σην λειτουργική πράξη τελεί πραγματικά ο Φριστός δια των χειρών των πιστών που κατέχουν το χάρισμα της Ιεροσύνης. Αυτό καταφαίνεται το ότι είναι πρώτιστα συνδεδεμένη με την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας και ειδικά με την τέλεση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας. Βάσει των παραπάνω γίνεται πλέον κατανοητό ότι ο ιερέας δεν είναι επαγγελματίας, αλλά ποιμένας και ιατρός, δεν ζει για τον εαυτό του αλλά για το ποίμνιό του. Υέρει απόλυτη ευθύνη για τους πιστούς που του ενεπιστεύθη ο Θεός, και για το λόγο αυτό πρέπει να διακρίνεται από ήθος χριστιανικό, να ζει συνεχώς εν Φριστώ και να ωριμάζει αγιοπνευματικά, να ζει μέσα στις αρετές της Εκκλησίας, να πραγματώνει το ασκητικό ήθος της, το πνεύμα της θυσίας και της αυταπάρνησης και να ακτινοβολεί το Θείο Υως. Να είναι συνεπής στις λειτουργικές και ποιμαντικές του υποχρεώσεις και σε ότι του ανέθεσε η Εκκλησία. Να ζει κοντά στο ποίμνιό του και να συμμετέχει στις χαρές και στις λύπες του, στις αγωνίες και τα προβλήματά του. Οφείλει, τέλος, να μορφώνεται όχι μόνο πνευματικά, αλλά και με την απόκτηση όλων εκείνων των επιστημονικών γνώσεων που θα του φανούν χρήσιμες στην εκπλήρωση του έργου του.


Πίνακας Βιβλιογραφίας Α΄ Πηγές Αθανασίου Αλεξανδρείας Βασιλείου Καισαρείας

Γρηγορίου Νύσσης

ΔΙΑΣΑΓΑΙ ΑΠΟ΢ΣΟΛΩΝ Διονυσίου Αρεοπαγίτου Θεοδώρου ΢τουδίτου

Ιγνατίου Αντιοχείας

Ιππολύτου Ρώμης Ισιδώρου Πηλουσιώτου

Ιωάννου Δαμασκηνού

Λόγος Β΄, Περί Ενανθρωπήσεως, ΕΠΕ 1, 226 Όροι κατ’ Επιτομήν, ΡΠΔ΄, ΒΕΠΕ΢ 53, 305. Επιστολή 188, PG 32, 669A Επιστολή ΙΖ΄, Σοις εν Νικομηδεία πρεσβυτέροις, ΕΠΕ 4, σελ. 420, 422. Εξήγησις ακριβής εις το Άσμα Ασμάτων, ΕΠΕ τόμ. 7ος , σελ. 250. Επιστολή Γ΄, Σαις αδελφαίς Ευσταθία και Αμβροσία, ΕΠΕ τόμ. 4ος, σελ. 372. Περί του κατά Θεόν σκοπού και της κατ’ αλήθειαν ασκήσεως, ΕΠΕ τόμ.8ος, σελ. 296, 324, 328. Επιστολή Κανονική, ΕΠΕ τόμ. 4ος, σελ. 490-509. Επιστολή Α΄, Υλαβιανώ Επισκόπω, ΕΠΕ τόμ. 4ος., σελ. 262, 342. Βιβλία Β΄-Η΄, ΒΕΠΕ΢ 2, 5-139. Περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας, Ε΄5, PG 3, 505. Μοναστηριακαί Ποιναί, Α΄ Επιτίμια κοινά της όλης αδελφότητος, ΙΗ΄-ΚΔ΄, Λ΄, PG 99, 1736-1737. Επιστολαί: Προς Σραλλιανούς, 3, ΒΕΠΕ΢ 2, 272. Προς ΢μυρναίους, 9, ΒΕΠΕ΢ 2, 269. Προς Μαγνησιείς, 6,1 ΒΕΠΕ΢ 2, 269. Κατά πασών των αιρέσεων, 4-5, PG 16, 3020C. Ερμίνω Κόμητι, 2, 37 και 5, 276, PG 78, 1497A-480D. Ζησίμω πρεσβυτέρω, 1, 111, PG 78, 527A Θεοδοσίω επισκόπω, PG 78, 493C-496b Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, ΕΠΕ 1, 54. Ομιλία Β΄ Εις την Κοίμησιν, PG 96, 736B Ομιλία Εις το Μ. ΢άββατον, 33, PG 96, 636C.


Ιωάννου Φρυσοστόμου

Κλήμεντος Αλεξανδρείας

΢υμεών Θεσσαλονίκης

Περί ιεροσύνης λόγοι Α΄-΢Σ΄, ΕΠΕ 28, 54-309. Ομιλία Η΄, Εις Εφεσσίους, PG 62, 55. Ομιλία Εις τους ψαλμούς, PG 55, 306. Ομιλία Εις το κατά Ιωάννην (86, 4) PG 59, 472. Ομιλία Α΄ Εις Ρωμαίους, PG 60, 395-396. Ομιλία ΙΑ΄ Εις Α΄Σιμόθεον, PG 62, 553. ΢τρωματείς, 1,1. 2,14. 5,7. 6,15. ΒΕΠΕ΢ 8, 128-129, 221-228. Προτρεπτικός 4. ΒΕΠΕ΢ 7,40-50, 235-241, 330. Άπαντα, 167-183 και PG 155, 385-421. Περί των ιερών χειροτονιών, PG 155, σελ.361

Β΄ Βοηθήματα Καρούσου Καλλινίκου Μητρ. Πειραιώς Η Ιερατική Κλήσις, εκδ. Φρυσοπηγή, και Υαλήρου Αθήνα 1985. Ο Ιερέας και η Πνευματική του Ζωή, εκδ. Φρυσοπηγή, Αθήνα 1975. Βλάχου ΢. Ιεροθέου Μητροπολίτου Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Υρόνημα, Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου εκδ. Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου, Λεβαδειάς, Λεβαδειά 1990. Βολουδάκη Ε. Βασιλείου Η Υανέρωση της Ιεροσύνης στον Κόσμο, εκδ. Τπακοή, Αθήνα 1996. Δανιήλ Μητροπολίτου Καισαριανής, Ιησούς Φριστός, Προφήτης-ΔιδάσκαΒύρωνος και Τμηττού λος, Αρχιερέας, Βασιλέας. Σο τρισσόν αξίωμα του Κυρίου μας Ιησού Φριστού, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Καισαριανής, Βύρωνος και Τμηττού, Καισαριανη 2005. Ιωάννης Καραβιδόπουλος Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007. Καλατζάκη Ε. ΢ταύρου Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007. Κάλλιστος Ware Επίσκοπος Διοκλείας Η Ορθόδοξη Εκκλησία, μεταφρ. Από τα Αγγλικά Ιωσήφ Ροηλίδης, Δ΄ έκδοση, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2007. Καρδαμάκη Μιχαήλ Δύο Κείμενα περί Ιεροσύνης, εκδ. Ιεράς


Μητροπόλεως Αττικής, Αθήνα 1990. Καρμίρη Ιωάννου Δογματική, Πανεπιστημιακές ΢ημειώσεις, εκδ. του Υοιτητικού Θεολογικού ΢υνδέσμου του έτους 1964, Αθήναι 1995. Ματσούκα Α. Νικολάου Δογματική και ΢υμβολική Θεολογία Β΄, Έκθεση της Ορθόδοξης Πίστης σε αντιπαράθεση με την Δυτική Φριστιανοσύνη, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1996. Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, ΢ημεία, Νοήματα, Αποτυπώματα, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002. Μπρατσιώτου Ι. Παναγιώτου Ο Εκκλησιαστής, Εισαγωγή-Κείμενον Ο΄-Μετάφρασις εκ του Εβρ.-΢χόλια, Αθήνα 1989. Νάσιου Φρήστου Ο Μυστικισμός του Δυτικού Φριστιανισμού, έκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000. Νέλλα Παναγιώτου Επισκοπική ΢υλλογικότητα: Ένα καινούριο πρόβλημα, περιοδικό ΢ύναξη, τεύχ. 80, 2001. Νικοδήμου Μητροπολίτου Αττικής και Η Αγωνία ενός Ιερέως, Γ΄έκδ., εκδ. Μεγαρίδος ΢πορά, Αθήνα 1992. Γράμματα σε έναν νέο Ιερέα, εκδ. ΢πορά, Αθήνα 1992. π. Λουδοβίκου Νικολάου Η Αποφατική Εκκλησιολογία του Ομοουσίου, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2002. π. Υάρος Υιλόθεος Παπαδοσύνης Μορφή και Παραμόρφωση, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1992. Κλήρος, Η ανεκπλήρωτη υπόσχεση Πατρότητος, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1992. π. Υλορόφσκυ Γεωργίου Η Αληθινή Εκκλησία, Περιοδικό Επίγνωση, τεύχ. 88, 2006. Πρωτ. Μαρνέλου Ε. Γεωργίου Ο ιερεύς ως μάρτυρας της παρουσίας του Φριστού στην Εκκλησία και τον κόσμο, Πατερική και Λειτουργική Προσέγγιση, Περιοδική Επιστημονική Έκδοση του Κέντρου Μελέτης Ορθό-δοξου Πολιτισμού, Άγιος Νικόλαος Κρήτης, 1998. Πρωτ. Μεταλληνού Δ. Γεωργίου Η Θεολογική Μαρτυρία της Εκκλησιαστικής Λατρείας, εκδ. Αρμός, Αθήνα


Ράλλη- Ποτλή ΢τεφανίδου Βασιλείου Σρεμπέλα Ν. Παναγιώτου

Σριβίζα ΢. Σιμοθέου Υαράντου Μ. Υούντα Ιερεμίου

Υώσκολου Μάρκου

Φρυσοστόμου Επισκόπου Ροδοστόλου

1996, ΢ύνταγμα Ιερών Κανόνων, τόμ. 2ος, Αθήναι 1852. Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. Αστέρος, Αθήναι 1970. Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ.3ος, εκδ. ΢ωτήρ, Αθήναι 1961. Μορφαί του Ποιμαντικού Έργου εν τη Εκκλησία, Αθήνα 1976. Σο Μυστήριον της Ιεροσύνης, Αθήνα 1977. Ερμηνεία Παλαιάς Διαθήκης, Γέννεσις, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2005. Λευϊτικόν, Αθήνα 2005. Η Πορεία Είκοσι Αιώνων του Λαού του Θεού, εκδ. Πορεία Πνευματική, Αθήνα 1987. Ιδού ο Παπισμός, εκδ. Λαυριοτικόν Ιερόν Κελλίον των Αγίων Πάντων, Άγιον Όρος 2002.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.