Τόμος Γ΄ Μέρος 1ο
ΝΕΑΠΟΛΙΣ 2012
<< Επιστημονική Επετηρίδα Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας & Χερρονήσου >> Εκδίδεται προνοία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πέτρας & Χερρονήσου κ. Νεκταρίου Επιστημονική Επιτροπή Βασίλειος Φθενάκης, καθηγητής Πανεπιστημίου Βρέμης. Μιχαήλ Κασωτάκης, Πρώην Πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και του κέντρου Επιστημονικής Έρευνας Ελλάδος. Βασιλική Συθιακάκη, Αρχαιολόγος, Προισταμένη 13ης Εφορείας Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρήτης. Εκδοτική Επιτροπή Αρχιμ. Τίτος Ταμπακάκης Γεώργιος Μαμάκης Μιχαήλ Πρινιωτάκης Την ευθύνη του περιεχομένου της εγκυρότητας και των δικαιωμάτων των χρησιμοποιούμενων πηγών κάθε εργασίας έχει ο συντάκτης. Νεάπολη Κρήτης 724 00 Τηλ. 28410 32320, Φαξ 28410 31344 Website: www.impeh.gr / email: info@impeh.gr
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ e‐book ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΚΙΜΑΚΗΣ / BIGBOOK publications Καντανολέων 4, Ηράκλειο Κρήτης Τηλ. 2810 288544 / Φαξ 2810 285541 Email : info@bigbook.gr Website : www.Bigbook.gr
2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος
Μέρος 1ο Γεώργιος Ε. Κρασανάκης ……………………………………………………..8 «Βαθύς ο περί ψυχής Λόγος» Διεπιστημονικὴ ἑρμηνεία τῆς ἔννοιας τῆς ψυχῆς
Αρχιμ. Γρηγόριος Παπαθωμάς ......................................................................41 Τα τέσσερρα ομόπτωτα επίπεδα της αντικανονικής πολυαρχίας
Πρωτ. Γ. Μαρνέλλος ………………………………………………..................76 Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως (1846‐1920) <<Μάρτυρας>> και <<Ερμηνευτής>> της αποκαλύψεως του Τριαδικού Θεού στον κόσμο Πρωτ. Μιχαήλ Εμμ. Πατεράκης ………………………………………......119 Ιστορικά Φουρνής Ιωάννης Ν. Λίλης ……………………………………………………………145 Ο Αριστοτελικός όρος «Ενέργεια» στην περί κολάσεως Διδασκαλία του Ιωάννου Δαμασκηνού
Εμμανουήλ Κ. Δουνδουλάκης ……………………………………………155 Η Θεοσέβια και η Αγιότητα σε κρήτες γέροντες του 20ου αιώνα. Ο διορατικός & προορατικός γέροντας των λιμνών Εφραίμ «Χατζη‐Πατέρας» Ζαχαρένια Σημανδηράκη ………………………………………………….176 Ο ξεριζωμός και η άφιξη των προσφύγων στα Χανιά μέσα από τον τοπικό Τύπο Γεώργιος Μαμάκης…... ……………………………………………………...252 Κρίση, εκσυγχρονισμός και εκπαίδευση στην εποχή της Μετανεωτερικότητας
3
Γεώργιος Εμμ. Θραψανιώτης ………………………………………….....…280 Οι σχέσεις Εκκλησίας και πολιτείας για τον έλεγχο των νομικών προσώπων της Εκκλησίας της Κρήτης Ιωάννης Παπαδόπουλος ………………………………………………........298 Δοκιμή διαλεκτικής θεολογίας και φυσικών επιστημών Στο θέμα του χρόνου και της δημιουργίας του Δημήτριος Σάββας ……………………………………………………….......319 Νυχτερινά σχολεία της πόλης του Ηρακλείου. Η νυχτερινή εμπορική σχολή και το Δημοτικό σχολείο Αρχιμ. Χρυσόστομος Ι. Παπαδάκης ………………………………....…..342 Αγιολόγιο – Εορτολόγιο της Εκκλησίας της Κρήτης Ἀρχιμ. Σεβαστιανός Μ. Σωμαράκης ………………………………...….414 Τα όρια της κανονιστικής αρμοδιότητας της Εκκλησίας της Κρήτης και το ζήτημα της συντάξεως εσωτερικού κανονισμού εργασιών της Ιεράς επαρχιακής Συνόδου Μέρος 2ο Ιωάννης Γ. Τσερεβελάκης …………………………………………….......468 Θεία Λειτουρία: Δραματουργικές και γλωσσικές παρατηρήσεις Βασιλική Ζωγραφάκη ……………………………………………...….....499 Νέες έρευνες στον οικισμό του Ανάβλοχου Βραχασίου Λένα Ψηλομανουσάκη ………………………………………………...….509 Δύο διαφορετικά περιστατικά από τον χώρο της ιατρικής για την πολύπαθη Σπιναλόγκα Μαρία Σεργάκη ………………………………………………………...….539 Φάκελλος Οργανωτικής Επιτροπής επί της πνευματικής κινήσεως εν Νεαπόλει (1939‐40).
4
Αρχιμ. Εμμανουήλ Κατσαρός ………………………………………....…576 Η Ιστορική προσέγγιση του Ναού της Αναστάσεως και των προσκυνημάτων Αυτού
Αντώνιος Στιβακτάκης ………………………………………………....….637 Πνευματική Καρποφορία του Κρητικού Νότου ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΣΤΟ ΑΒΔΟΥ ΤΩΝ 100 ΧΡΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ (1912‐2012): …………..…703 Ζαχαρίας Ε. Σμυρνάκης …………………………………………….......…705 Υπέρ της Μακεδονίας πολεμήσαντες Κωνσταντίνος Γ. Φυσαράκης ………………………………………...….709 Ο Μακεδονικός Αγώνας και η συμβολή του Αρχηγού ΙΩΑΝΝΗ ΝΤΑΦΩΤΗ. Ελένη Ν. Μεταξάκη ……………………………………………………...…753 Ενθυμήματα Νικολάου Νταφώτη Σημ. Την παρούσα ηλεκτρονική έκδοση μπορείτε να βρείτε στην ηλεκτρονική σελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας και Χερονήσου http://www.impeh.gr/ καθώς και σε cdrom που διατίθεται από την Ιερά Μητρόπολη. Το ηλεκτρονικό αρχείο της Επετηρίδος είναι σε μορφή pdf και η ανάγνωση του γίνεται με σύστημα flipping. Για οποιαδήποτε τεχνικό πρόβλημα στην ανάγνωση του αρχείου, παρακαλούμε επικοινωνήστε στο email:info@bigbook.gr. Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται από τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Επιτρέπεται με γραπτή άδεια του εκδότη, ή, των συγγραφέων η αναπαρα‐ γωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό, σε οποιαδήποτε μορφή, μέρους του έργου.
5
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Με τη χάρη του Θεού, τις ευλογίες της Αυτού Θειοτάτης
Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολο‐ μαίου, τις ευχές της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης και την πρόνοια του Σεβ. Μητροπολίτου Πέτρας και Χερρονήσου κ.κ. Νεκταρίου η έκδοση του πρώτου ψηφιακού Τόμου της Επιστημονικής Επετηρίδας της Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας και Χερρονήσου συνεχίζει την έκδοση επί χάρτου που έχει προηγηθεί ήδη δύο φορές. Με τον τρίτο στην ουσία Τόμο οι αναγνώστες απολα‐ μβάνουν πια την εμπειρία της ψηφιακής έκδοσης, που εμφα‐ νίζεται χωρίς χωροχρονικούς και οικονομικούς περιορισμούς και χωρίς περιβαλλοντικό κόστος στην οθόνη τους, όπως ακριβώς η τυπωμένη. Η Επιστημονική Επετηρίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας και Χερρονήσου δηλώνοντας παρούσα στον ψηφιακό κόσμο και με σταθερή την πίστη της στο ευαγγελικό μήνυμα, αγκαλιάζει τις νέες ψηφιακές κοινότητες και περνά σε μια νέα δυναμική φάση με την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που μας παρέχει ο σύγχρονος ηλεκτρονικός πολιτισμός. Προκαλεί μια οργανική διάδραση ανάμεσα σε αυτήν και τον ψηφιακό πολιτισμό, έχοντας ως στόχο το άνοιγμα αυτού του πολιτισμού στη γονιμότητα του Ευαγγελίου. Καθιστά ζωντανή, κατανοητή σε όλους, προσβάσιμη από όλους και επίκαιρη την παρουσία του Θεού μέσα σε κάθε σπίτι και σε κάθε χώρο, όπου ο σύγχρονος άνθρωπος κινείται δρά και εργάζεται.
6
Επαναβεβαιώνει το εύρος και την ποικιλία του ερευνητικού έργου πλήθους επιστημόνων, περικλύοντας τον εγνωσμένο κόπο τους. Καταξιώνεται έτσι ως ένα σύγχρονο βήμα επιστημονικού διαλόγου και ως πηγή γνώσης που δεν περιορίζεται σε ερευνητικά, γεωγραφικά ή γλωσσικά όρια. Η Επιστημονική Επετηρίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας και Χερρονήσου αγκαλιάζει ολόκληρη τη Μεγαλόνησο Κρήτη. Δίνει ένα παρόν στην καταξίωση, στον θαυμασμό και στην σωστή αξιολόγηση της θέσης της σ’ αυτόν τον ευαίσθητο γεωπολιτικό χώρο. Η Επιστημονκή Επιτροπή
7
Γεώργιος Ε. Κρασανάκης Ὁμότιμος Καθηγητὴς Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης
«ΒΑΘΥΣ Ο ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΛΟΓΟΣ» Διεπιστημονικὴ ἑρμηνεία τῆς ἔννοιας τῆς ψυχῆς
Τὸ περὶ ψυχῆς πρόβλημα τέθηκε ἀπὸ πολὺ νωρὶς στὸν
διανοούμενο καὶ ἀνήσυχο ἄνθρωπο. Τίθεται, χωρὶς ἀμφιβολία, καὶ σ’ ἐμᾶς σήμερα.
Ὅσα ἀκολουθοῦν συνιστοῦν μία σύντομη ἀναφορὰ στὸ
περὶ ψυχῆς πρόβλημα μὲ διεπιστημονικὰ στοιχεῖα, μάλιστα δὲ φιλοσοφικά, ψυχολογικὰ καὶ θεολογικά.
Ὁ φιλόσοφος Ἡράκλειτος (535‐475 π.Χ.) εἶχε ὑποστηρίξει
ὅτι «ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο, πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει. ‐ Τὰ ἔσχατα ὅρια τῆς ψυχῆς, ὅσον καὶ ἄν προχωρήσῃς, δὲν θὰ δυνηθῇς νὰ τὰ εὕρῃς, ἔστω καὶ ἄν ἀκολουθήσῃς ὁποιονδήποτε δρόμον· σὲ τόσο μεγάλο βάθος εὑρίσκεται ἡ οὐσία της.» (Diels I,19345, Β, 45, στὸ Κοροντζῆ Π., 1967, σελ.9). Εἶναι, λοιπόν, ἀπρόσιτο τὸ μυστηριῶδες βάθος τῆς ψυχῆς. Ἡ ἴδια ἡ ψυχὴ συνιστᾶ ἕνα μεγάλο μυστήριο.
Σήμερα, ὕστερα ἀπὸ 2.500 χρόνια περίπου, μποροῦμε νὰ
ποῦμε ὅτι δὲν ὑφίσταται ἡ προαναφερόμενη ἄποψη γιὰ τὸν «βαθὺν λόγον» τοῦ ψυχικοῦ μας βίου; Γνωρίζομε, λοιπόν, τὴν ψυχή μας; Μποροῦμε νὰ τὴν ὁρίσουμε; Μποροῦμε νὰ τὴν προσδιορίσουμε; Ἡ Ψυχολογία ὡς ἐπιστήμη τῆς ψυχῆς, μὲ τὴ μεγάλη πρόοδο ποὺ ἔχει σημειώσει, μπορεῖ νὰ μᾶς βεβαιώσει ὅτι μᾶς ἀποκάλυψε τὸν «βαθὺν λόγον» τῆς ἐσωτερικῆς μας ζωῆς; Τὰ ψυχολογικὰ εὑρήματα εἶναι ἱκανὰ νὰ μᾶς δώσουν τὴν
8
ἀναμενόμενη ἀπάντηση; Ὁ ψυχικὸς ἄνθρωπος εἶναι ἤδη γνωστὸς ἤ παραμένει ἀκόμα ἄγνωστος;
Πολὺ φοβοῦμαι, ἀλλὰ νομίζω ὅτι ἀκόμα δὲν κατέχομε τὸν
«βαθὺν λόγον» τῆς ψυχῆς μας.
Τὶ ξέρομε ὅμως γι’ αὐτήν; Ποιὰ εἶναι ἡ ψυχὴ σύμφωνα μὲ
τὰ σύγχρονα ἐπιστημονικὰ δεδομένα;
Οἱ ἐρωτήσεις αὐτὲς ἀνοίγουν μπροστά μας ἕνα τεράστιο
θέμα, τὸ ὁποῖο χρειάζεται διερεύνηση. Βρισκόμαστε μπροστὰ στὸ περὶ ψυχῆς πρόβλημα, τὸ ὁποῖο ἀπασχόλησε τὸν ἄνθρωπο ὅλων τῶν ἐποχῶν, ὅλων τῶν αἰώνων. Πρόκειται γιὰ ἕνα πρόβλημα ὀξύ, πού, ὅσο κι ἂν δείχνουν μερικοὶ ὅτι τὸ περιφρο‐ νοῦν, στὴν οὐσία δὲν κάνουν τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ τὸ ἀπωθοῦν. Κι αὐτό, γιατὶ ἴσως ἡ ὁμολογία τῆς ὕπαρξης τῆς ψυχῆς δὲν τοὺς συμφέρει ὡς ἄτομα καὶ ὡς μέλη τῆς κοινωνίας.
Πρῶτοι ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ περὶ ψυχῆς πρόβλημα οἱ
φιλόσοφοι. «Ἔκπαλαι ἡ φιλοσοφία διατρίβει περὶ τὸ πρόβλημα τῆς ψυχῆς, ἤτοι περὶ τὴν οὐσίαν καὶ περὶ τὰς θεμελιώδεις αὐτῆς ἰδιότητας.» (Ἀνδρούτσου Χρ., 1965, σελ. 378).
Πρῶτοι οἱ Πυθαγόρειοι ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ θέμα αὐτό,
ὑποστηρίζοντας μάλιστα ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι «ἀόρατον καὶ ἀσώματον καὶ πάγκαλόν τι καὶ θεῖον», καθὼς καὶ «ἁρμονία τις». Ἡ διδασκαλία τους περὶ μετενσαρκώσεως δὲν ἀφήνει κανένα περιθώριο ἀμφιβολίας γιὰ τὴν πίστη τους στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ Ἀλκμέωνος τὴν ὁποία διέσωσε ὁ Ἀριστοτέλης:«Φησὶ γάρ αὐτὴν ἀθάνατον εἶναι διὰ τὸ ἐοικέναι τοῖς ἀθανάτοις, τοῦτο δ’ὑπάρχειν αὐτῇ ὡς αεὶ κινουμένῃ κινεῖσθαι γάρ καὶ τὰ θεῖα πάντα συνεχῶς αεὶ σελήνην, ἥλιον, τοὺς ἀστέρας καὶ τὸν οὐρανὸν ὅλον.» (Ἀριστοτέλους Περὶ ψυχῆς, Α2, 405α 30 κ.ἑ.).
9
Ὁ Δικαίαρχος, φιλόσοφος τοῦ δ΄αἰώνα π.Χ., μαθητὴς τοῦ Ἀριστοτέλη, διέσωσε τὴν πληροφορία ὅτι ὁ Πυθαγόρας δίδαξε «πρῶτον, ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι κάτι ἀθάνατο κι ὅτι μεταμορφώνεται σ’ἄλλα εἴδη ἐμψύχων ὄντων· ἐπίσης, ὅ,τιδήποτε ἔρχεται στὴ ζωὴ ξαναγεννιέται πάλιν στὶς περιδινίσεις κάποιου κύκλου, γιατὶ τίποτε δὲν εἶναι ἀπολύτως νέο· κι ὅτι ὅλα τὰ πράγματα ποὺ γεννήθηκαν μὲ ζωὴ μέσα τους, θἄπρεπε νὰ θεωροῦνται συγγενῆ» (Russel B., σελ. 77).
Τὸ κείμενο αὐτὸ ἐπιβεβαιώνει τὴν πίστη τῶν Πυθα‐
γορείων στὴν ἀθανασία καὶ στὴ μετενσάρκωση τῆς ψυχῆς. Κάτι παρόμοιο δίδασκαν καὶ οἱ Ὀρφικοί. «Πιστεύανε στὴ μετεμψύ‐ χωση· δίδασκαν ὅτι ἡ ψυχή, ἐπέκεινα, μποροῦσε νὰ ἐξασφαλίση αἰώνια εὐδαιμονία, ἤ νὰ ὑποφέρει αἰώνια ἤ παροδικὰ δεινὰ ἀνά‐ λογα μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς της, ἐδῶ, στὴ γῆ» (Russel B., σελ. 51).
Πρέπει νὰ σημειώσουμε ἐδῶ παρενθετικὰ ὅτι ὁ ὅρος
μετενσάρκωση εἶναι πιὸ δόκιμος ἀπό τὸν ὅρο μετεμψύχωση. Ἡ ψυχὴ μετὰ τὸ θάνατο ἀλλάζει σῶμα, δηλαδὴ μετενσαρκώνεται σ’ἄλλο ὀργανισμό. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ψυχὴ μεταβαίνει ἀπό σῶμα σὲ σῶμα, μετανσαρκώνεται, μετενσωματώνεται. Κάτι τέτοιο ὅμως δὲν τὸ δέχεται ἡ χριστιανικὴ θρησκεία. Ὁ Χριστια‐ νισμὸς ἀποκρούει τὴ θεωρία τῆς μετενσαρκώσεως τῶν Πυθα‐ γορείων καὶ τῶν ἄλλων φιλοσόφων ποὺ τὴν ὑποστήριξαν. Γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ θέμα ἕνας σύγχρονος θεολόγος γράφει: «Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ οὐδέποτε ἐδέχθη τὰς φλυαρίας καὶ τὰ φαντασιοκοπήματα τῆς ἀνθρώπινης «σοφίας» ἤ ὀρθότερον μωρίας περὶ μετανσαρκώσεως. Οἱ Ἀποστολικοὶ Πατέρες τὴν ἐπολέμησαν μὲ σταθερότητα. Ὁ Θεόφιλος Ἀντιοχείας θεωρεῖ τὴν μετενσάρκωσιν «δεινὸν καὶ ἀθέμιτον δόγμα» διὰ κάθε λογικὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δεχθῇ ποτὲ ὅτι ὁ
10
ἄνθρωπος θὰ γίνῃ καὶ πάλιν «λύκος ἤ κύων ἤ ὄνος ἤ ἄλλο τι κτῆνος» (Βασιλειάδου Ν., 1980, σελ. 425).
Ὁ Σωκράτης (470‐399 π.Χ.) δίδασκε ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι τὸ πιὸ
πολύτιμο κτῆμα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς ὄχι μόνο δημιούργησε τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ ἔβαλε μέσα σ’ αὐτὸ καὶ τὴν ψυχή. «Οὐ τοίνυν μόνον ἤρκεσε τῷ Θεῷ τοῦ σώματος ἐπιμεληθῆναι, ἀλλ’ ὅπερ μέγιστόν ἐστι, καὶ τὴν ψυχὴν κρατίστην τῷ ἀνθρώπῳ ἐνέφυσε» (Ἀπομνημονεύματα Ξενοφῶντος, Α, 4, 13).
Ἡ ψυχὴ εἶναι ἀθάνατη. Ἡ πίστη αὐτὴ ἀποτελεῖ ἀκρά‐
δαντη πεποίθηση τοῦ Σωκράτη. Τὸ μαρτυροῦν καὶ τὸ ἐπιβε‐ βαιώνουν τὰ λόγια ποὺ βάζει στὸ στόμα του ὁ Πλάτων, ὅταν στοὺς διαλόγους του, μάλιστα δὲ στὸν «Φαίδωνα», συζητεῖται τὸ θέμα αὐτό. «Εὖ ἴστε ὅτι παρ’ ἄνδρας τε ἐλπίζω ἀφίξεσθαι ἀγαθούς· καὶ τοῦτο μὲν οὐκ ἄν πάνυ διισχυρισαίμην· ὅτι μέντοι παρὰ θεοὺς δεσπότας πάνυ ἀγαθοὺς ἥξειν, εὖ ἴστε, ὅτι, εἴπερ τι ἄλλο τῶν τοιούτων διισχυρισαίμην ἄν καὶ τοῦτο» (Πλάτωνος Φαίδων, 63c).
Ἀσφαλῶς δὲν πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὑπερβολὴ τὸ λεχθὲν
ἀπὸ τὸν W.Jaeger ὅτι «ὁ Σωκράτης ἔβαλε τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν ὑψηλότερη θέση τῆς ἱεραρχίας τῶν ἀξιῶν. Τὴν ἔβαλε πρώτη». ( Τατάκη Β., 1975, σελ. 79). Γι’ αὐτὸ ἡ συμβολή του στὴν ἱστορία τοῦ πνεύματος θεωρεῖται πολύ μεγάλη. Ἡ διδασκαλία του συνέβαλε στὴν ἀνακάλυψη τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου, στὴ στροφὴ τῆς φιλοσοφικῆς σκέψης ἀπὸ τὴ φύση στὸν ἄνθρωπο. «Μὲ τὴ σωκρατικὴ θέση ὁ ἄνθρωπος φωτίζεται· τὸ πρόσωπό του ἀποκτᾶ τὴν πραγματικὴ ὑπόστασή του. Ἔτσι παίρνει τὸ βαθὺ νόημά της ἡ στροφὴ τοῦ ἑλληνικοῦ νοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Παύει νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἕνα φυσικὸ φαινόμενο, ἕνα φυσικὸ ὄν, ὅπως πήγαιναν νὰ τὸν δοῦν οἱ φυσιολόγοι. Γίνεται ὄν, τοῦ ὁποίου ἡ δραστηριότητα διέπεται ἀπὸ
11
δικούς του πνευματικοὺς νόμους ποὺ τοῦ δείχνουν τὸ δρόμο γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν δυνατοτήτων του. Ἔτσι μὲ τὸν Σωκράτη ἀνακαλύπτεται καὶ θεμελιώνεται ἡ ψυχὴ ὡς ἑστία καὶ θεματο‐ φύλακας τῶν ἀξιῶν.» (Τατάκη Β., σελ. 63).
Συνεχίζοντας ὁ Πλάτων (427‐347 π.Χ.), περισσότερο ἀπὸ
κάθε ἄλλο φιλόσοφο, ἔθεσε κέντρο τῶν ἀναζητήσεών του τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, μάλιστα δὲ τὴ φύση τῆς ψυχῆς, τὴ σχέση σώματος καὶ ψυχῆς, καθὼς καὶ τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πνευματικὴ ὀντότητα, ἁπλή, ἀόρατη, ἄχωρη, ἄχρονη, αὐτοκίνητη καὶ μάλιστα ἀθάνατη. Ὁ Πλάτων εἶναι «ὁ τὴν ἀθανασίαν τῆς ψυχῆς πυργώσας διὰ λόγων, ὧν τινὲς ἐπαναλαμβάνονται κατὰ πάντας τοὺς ἔπειτα χρόνους» (Βορέα Θ., 1972, σελ. 231). Ὀπαδὸς τῆς δυαρχίας καθὼς εἶναι, ὁ μεγάλος αὐτὸς φιλόσοφος θεωρεῖ τὴν ψυχὴ ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ πρόσκαιρα ἑνωμένη μὲ αὐτό. Ἡ ψυχὴ προϋπῆρχε τοῦ σώματος καὶ θὰ συνεχίσει νὰ ὑπάρχει μετὰ τὸν θάνατο τοῦ σώματος. Ὅσο ζεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἡ ψυχὴ ὁδηγεῖ τὸ σωματικὸ «ὄχημα», ἀλλὰ μαζὶ μ’ αὐτὸ κινεῖται καὶ ἡ ἴδια. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ πλατωνικὴ ἄποψη: «μήτε τὴν ψυχὴν ἄνευ σώματος κινεῖν μήτε σῶμα ἄνευ ψυχῆς». Ἡ συνύπαρξη αὐτὴ δημιουργεῖ δεινὰ στὴν ψυχή. Τὸ θνητὸ σῶμα μιαίνει τὴν ψυχὴ μὲ τὶς φιλήδονες τάσεις του, τὶς λύπες, τοὺς φόβους κλπ. Χωρὶς τὸ σῶμα ἡ ψυχὴ δὲν ἁμαρτάνει, ἀλλ’ οὔτε καὶ τὸ σῶμα ἁμαρτάνει μόνο, «ἀλλ’ ἐν τῇ σχέσει τῶν δύο οὐσιῶν κεῖται ἡ ἀπάτη» (Ζαμπετάκη Ἐ., 1970, σελ. 139).
Τὸ περὶ ψυχῆς πρόβλημα ἔγινε ἀντικείμενο μελέτης καὶ
ἑνὸς ἄλλου μεγάλου φιλοσόφου τῆς Ἑλληνικῆς Ἀρχαιότητας, τοῦ Ἀριστοτέλη. Ἡ ψυχὴ κατὰ τὸν ἀριστοτελικὸ ὁρισμὸ εἶναι «ἐντελέχεια ἡ πρώτη σώματος φυσικοῦ ὀργανικοῦ» (Περὶ ψυχῆς, 412α, 5‐6). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ψυχὴ δίδει ζωὴ στὸ σῶμα, τὸ
12
κινεῖ, τὸ κατευθύνει, τὸ ὁδηγεῖ. Ἡ ψυχὴ εἶναι τὸ εἶδος τοῦ σώματος, ἐνῶ τὸ σῶμα εἶναι πιστὸ ὄργανο τῆς ψυχῆς. Ἀπαρτίζεται ἀπὸ δύο μέρη: τὸ ὀργανικὸ καὶ τὸ ὑπεροργανικό. Ἡ ὀργανικὴ ἢ φυσιολογικὴ ψυχὴ ἢ τὸ φυσιολογικὸ μέρος τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ζωϊκῆς λειτουργίας. Εἶναι ἡ αἰτία τοῦ σώματος. «Ἐστι δὲ ἡ ψυχὴ τοῦ ζῶντος σώματος αἰτία καὶ ἀρχή» (Περὶ ψυχῆς, 415, 6, 80). Εἶναι «οὐσία καὶ ἐνέργεια σώματός τινος» (Μετὰ τὰ Φυσικά, 1043α, 35‐36).Αὐτὴ κάνει τὸ σῶμα νὰ τρέφεται, νὰ ἀναπτύσσεται, νὰ παίρνει μία ὁρισμένη μορφή. Εἶναι «τὸ θρεπτικόν, τὸ ὀρεκτικόν, τὸ αἰσθητικόν, τὸ κινητικὸν» στοιχεῖο τῆς ὑποστάσεώς μας. Εἶναι ἡ ζωϊκὴ ψυχὴ ποὺ περιλαμ‐ βάνει ὅλες τὶς ἐπὶ μέρους λειτουργίες (αἴσθηση, ἀντίληψη, παράσταση, φαντασία, μνήμη, συναίσθημα, βούληση κλπ.). Εἶναι τὸ μέρος τῆς ψυχῆς ποὺ γεννιέται καὶ χάνεται μαζὶ μὲ τὸ σῶμα. Τὸ ἄλλο μέρος τῆς ψυχῆς εἶναι ἀνώτερο, λογικό, μεταφυσικό, ἄσχετο πρὸς τὶς ὀργανικὲς λειτουργίες. Εἶναι ὁ νοῦς, στοιχεῖο ὑπερβατικό, ἀγέννητο, ἄφθαρτο, θεῖο, εἰσερχό‐ μενο στὸν ἄνθρωπο ἀπέξω. «Λείπεται δὲ τὸν νοῦν μόνον θύραθεν ἐπεισιέναι καὶ θεῖον εἶναι μόνον» (Περὶ ζώων γενέσεως, ΙΙ, 3, 6‐11). Ἔχει χαρακτήρα πρακτικό, θεωρητικὸ καὶ ἡγεμονικό. Σ’ αὐτὸ ὑπακούει τὸ ἄλλο μέρος, τὸ μὴ λογικό, τὸ φυσιολογικό. Ἄρα αὐτὸ εἶναι τὸ καλύτερο. Εἶναι εἶδος εἴδους.Ὑπάρχει ἀνε‐ ξάρτητα ἀπὸ τὴν ὕλη. Εἶναι ἐνέργεια καθαρή. Ὅ,τι εἶναι ὁ Θεὸς στὸν μεγάλο κόσμο εἶναι ὁ νοῦς στὸν μικρὸ κόσμο, στὸ σῶμα, τὸ ὁποῖο καὶ ἐξουσιάζει. Ζεῖ μαζὶ μὲ τὸ σῶμα κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς καὶ θὰ ζήσει καὶ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ σώματος ὡς ἀπόλυτο πνεῦμα. (Κρασανάκη Γ.,1984, σελ.68‐69).
Ἡ ἀριστοτελικὴ βιοθεωρία ὑποστηρίζει ὅτι «ὁ ἄνθρωπος
εἶναι ἄ‐τομον ὄν, ἑνιαία καὶ ζῶσα προσωπικότης. Ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῆς ἑνότητος ταύτης ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα δὲν εἶναι δύο διάφορα
13
στοιχεῖα, συνδεόμενα ἤ συνενούμενα μετ’ ἀλλήλων, ἀλλ’ ἁπλῶς δύο ὄψεις τῆς αὐτῆς συμπαγοῦς πραγματικότητος». Θεωρία ὅμοια μὲ ἐκείνη τοῦ χριστιανισμοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία τὴ διαφορο‐ ποιοῦν τὰ ἑξῆς δύο βασικὰ μειονεκτήματά της: α) ἡ ἄρνησις δυνατότητος ὑπάρξεως μεταθανατίου ζωῆς καὶ β) ἡ τάσις τοῦ Ἀριστοτέλους πρὸς βιολογικὴν ἁπλούστευσιν διὰ τῆς ταυτίσεως τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τῶν ἀλόγων ζώων». Αὐτὰ ὑποστηρίζουν σύγχρονοι ὀρθόδοξοι θεολόγοι ὑπογραμμίζοντας μάλιστα ὅτι «ἡ χριαστιανικὴ ἀνθρωπολογία εὗρε τελικῶς ἀρωγὸν τὸν Ἀριστοτέλην καὶ οὐχὶ τὸν Πλάτωνα». (Τσάμη Δ.,1971,σελ.38). Δηλαδὴ ὅσα περὶ ψυχῆς ὑποστήριξε ὁ Ἀριστοτὲλης εἶναι πολὺ κοντὰ σὲ ὅσα ἡ χριστιανικὴ θρησκεία διδάσκει γιὰ τὸ ἴδιο αὐτὸ γνωστικὸ ἀντικείμενο. Διαφορετικὰ θὰ λέγαμε ὅτι ὅσα ἡ χριστιανικὴ ἀνθρωπολογία παρέλαβε ἀπὸ τὴ θύραθεν φιλοσοφία γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ θέμα δὲν ἀποβλήθηκαν ἀλλὰ προσαρμόσθηκαν σὲ ὅσα ἡ ἐξ ἀποκαλύψεως ἀλήθεια ἔφερε στὸ φῶς. Ὑποστηρίζεται μάλιστα ἀπὸ διακεκριμένους θεολόγους ὅτι «ὅ,τι ἐλέχθη περὶ ψυχῆς καὶ ψυχικῶν φαινομένων ὑπὸ τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους παρέμεινε κτῆμα τῆς φιλοσοφίας ἐπὶ αἰῶνες πολλούς, εἰς ὡρισμένα δὲ σημεῖα καλύπτει τὸ περιεχόμενον καὶ τῆς σημερινῆς ψυχολογικῆς ἐπιστήμης» (Χρήστου Π., 1957, σελ. 31).
Στοὺς μετέπειτα χρόνους οἱ φιλόσοφοι δὲν παύουν νὰ
ἀσχολοῦνται μὲ τὸ πρόβλημα τῆς ψυχῆς καὶ νὰ διατυπώνουν τὶς θεωρίες τους. Ἄλλοι ἀπ’ αὐτούς, ὀπαδοὶ τοῦ ψυχολογικοῦ ὑλισμοῦ, ἐξαρτοῦν τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ μάλιστα τὸ Νευρικὸ Σύστημα, καὶ διδάσκουν ὅτι ἡ ψυχὴ ἐξαφανίζεται μόλις φθαρεῖ τὸ σῶμα. Ἄλλοι πάλι, ὀπαδοὶ τοῦ ψυχολογικοῦ δυϊσμοῦ, ξεχωρίζουν τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, ὑποστηρίζοντες ὅτι τὰ ψυχικὰ φαινόμενα, μάλιστα δὲ ἡ αὐτοσυνειδησία, δὲν
14
μποροῦν νὰ ἑρμηνευθοῦν ἀπὸ φυσικὲς καὶ χημικὲς ἐνέργειες. Ἰδιαίτερα μάλιστα ἡ αὐτοσυνειδησία δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸ σῶμα καὶ τὶς λειτουργίες του. Τὸ ἴδιο μπορεῖ νὰ ὑποστη‐ ριχθεῖ τόσο γιὰ τὴ συνείδηση τῆς ἐλευθερίας ὅσο καὶ γιὰ τὰ ἀνώτερα συναισθήματα ποὺ δοκιμάζει ὁ ἄνθρωπος. Τὶς δύο αὐτὲς φιλοσοφικὲς τάσεις ὑποστήριξαν πολλοὶ φιλόσοφοι, τῶν ὁποίων οἱ ἰδιαίτερες ἀπόψεις θὰ μᾶς ὁδηγοῦσαν σὲ πεδία ἔρευνας ἔξω ἀπὸ τὴ γραμμὴ τῆς μελέτης αὐτῆς.
Ἀφήνομε τὰ φιλοσοφικά, γιὰ νὰ ἔλθουμε στὰ ψυχολο‐
γικά, στὶς θέσεις τῶν ψυχολόγων γιὰ τὴν ψυχή. Πῶς ἑρμηνεύουν, λοιπόν, τὴν ἔννοια τῆς ψυχῆς οἱ ψυχολόγοι; Ποιὰ ψυχὴ μᾶς ἀποκαλύπτουν οἱ θεωρητικὲς καὶ ἐμπειρικὲς μελέτες τῶν ψυχολόγων; Πῶς ἀντιμετωπίζουν τὸ περὶ ψυχῆς πρόβλημα ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ὡς ἀντικείμενο τῶν ἐπιστημονικῶν τους ἀναζητήσεων τὸ μεγάλο θέμα τῆς Ψυχολογίας, τῆς ἐπιστήμης τῆς ψυχῆς; Ἡ ἐπιστήμη τους εἶναι πράγματι μία ἐπιστήμη τῆς ψυχῆς ὡς οὐσίας ἢ μία ἐπιστήμη ἡ ὁποία ἀποφεύγει τὴ συζήτηση τοῦ θέματος αὐτοῦ;
Οἱ ἐρωτήσεις αὐτὲς ἀσφαλῶς ξενίζουν πολλούς, μάλιστα
δὲ τοὺς μὴ μεμυημένους, στὴ σκέψη τῶν ὁποίων ἡ Ψυχολογία παραμένει πάντα ἡ κατ’ ἐξοχὴν ἐπιστήμη τῆς ψυχῆς, καὶ ὄχι μία ἄνευ ψυχῆς Ψυχολογία. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι δὲν εἶναι εὔκολο νὰ βρεῖ κανεὶς τὰ ἔσχατα ὅρια τῆς ψυχῆς, «τὰ τῆς ψυχῆς πείρατα», διότι τὸ βάθος της εἶναι μεγάλο, ὅπως εἶχε παρατη‐ ρήσει ὁ Ἡράκλειτος, γεγονὸς ὅμως ποὺ δὲν δικαιολογεῖ μία πλήρη ἀδιαφορία τῶν εἰδικῶν γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Εὔκολα καταλαβαίνομε ὅτι τὸ θέμα αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλό. Εἶναι σύνθετο καὶ δύσκολο. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχομε ὁμόφωνες ψυχολογικὲς ἑρμηνεῖες. Ὑπάρχουν ψυχολογικὲς θεωρήσεις τῆς ἐπιφάνειας, τῶν ἐξωτερικῶν ψυχικῶν ἐκδηλώσεων, καὶ ἄλλες ποὺ
15
προχωροῦν πέρα ἀπὸ τὰ φαινόμενα, «εἰς τὸ ψυχικὸν ἐκεῖνο βάθος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐκπορεύεται ἡ δύναμις ποὺ μεταμορφώνει καὶ τὸ φυσικὸν εἰς ψυχικὸν καὶ δημιουργεῖ ἕνα πνευματικὸν κόσμον τελείως διάφορον ἀπὸ τὸν φυσικόν» (Κοροντζῆ Π., 1967, σελ. 12).
Αὐτὸ τὸ ψυχικὸ βάθος, τὸ «ὅλως ἄλλον», ἀγνόησαν ἢ
ἀπέφυγαν νὰ ἐξετάσουν πολλοὶ ψυχολόγοι, ἀπὸ τὸ τέλος μάλιστα τοῦ 19ου αἰῶνος, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν πρόοδο τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν. Εἶναι τότε ποὺ ἀπὸ τὸ φυσιολογικὸ ἐργαστήριο δημιουργεῖται τὸ πρῶτο ψυχολογικὸ ἐργαστήριο καὶ ἐμφανίζεται ἡ Πειραματικὴ Ψυχολογία, κυρίως δὲ στὴν Ἀμερικὴ γύρω στὰ 1900. Οἱ ψυχολόγοι τῆς κατεύθυνσης αὐτῆς, καινοτόμοι καὶ δραστήριοι, «θεωρητικῶς δὲν ἔφεραν ἀντίρρηση στὸν κλασσικὸ ὁρισμὸ τῆς Ψυχολογίας ὡς ἐπιστήμης τῆς συνειδήσεως· στὴν πράξη ὅμως ἐμελετοῦσαν τὶς πράξεις μᾶλλον τοῦ ἀνθρώπου παρὰ τὶς καταστάσεις τῆς συνειδήσεώς του» (Λυκομήτρου Κ., 1967, σελ. 17). Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς θὰ διατυπώσουν καὶ τὴν ἄποψη ὅτι ἡ Ψυχολογία τῆς νέας αὐτῆς κατεύθυνσης δὲν ἔχει μεταφυσικὲς προϋποθέσεις. Ἀντὶ μάλιστα νὰ ὁμιλοῦν γιὰ ψυχή, κάνουν λόγο γιὰ συνείδηση, γιατὶ ἔτσι νομίζουν ὅτι τὸ ἔργο τους καθίσταται ἐπιστημο‐ νικότερο, καὶ ὅτι πλησιάζει ἔτσι περισσότερο τὸ ἔργο τῶν Φυσικῶν Ἐπιστημῶν.
Ἰδιαίτερα μάλιστα ἀπὸ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 19ου αἰώνα ἡ
ἀντίθεση καὶ ἀποστροφὴ πρὸς τὶς μεταφυσικὲς θεωρίες ἐμφανίζεται ἔντονη, λόγῳ τῶν μεγάλων τεχνικῶν ἀνακαλύ‐ ψεων καὶ τῆς προόδου τῶν Φυσικῶν Ἐπιστημῶν. Κυρίαρχη εἶναι ἡ πίστη ὅτι μόνο διὰ τῆς ἐφαρμογῆς τῶν μεθόδων τῶν ἐπιστημῶν αὐτῶν μπορεῖ νὰ ὁδηγηθεῖ κανείς στὴν ἐπίτευξη τῆς ἀληθοῦς γνώσεως. Πρόκειται γιὰ μιὰ ὑλιστικῆς καὶ μηχανο‐
16
κρατικῆς ἀντίληψης τάση ἡ ὁποία ἐπηρέασε σὲ μεγάλο βαθμὸ καὶ τὴν Ψυχολογία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἡ ὁποία ὤφειλε νὰ συμπορευθεῖ μὲ τὶς Φυσικὲς Έπιστῆμες καὶ νὰ ἐφαρμόζει τὶς ἐρευνητικὲς μεθόδους των, ἄν ἤθελε νὰ φθάσει σὲ ψυχικοὺς νόμους σταθερούς καὶ ἐπιστημονικῶς ἀποδεκτούς. Ἔτσι προέκυψε ἡ λεγόμενη «Φυσιοκρατικὴ ἤ Φυσιολογικὴ Ψυχο‐ λογία», συνεπιφέρουσα καὶ τὴν ἀναμενόμενη κρίση, ἀφοῦ ὅλα τὰ ψυχικὰ φαινόμενα ἔπρεπε νὰ ὑπαχθοῦν στὸ γενικὸ νόμο τῆς αἰτιότητας. Ἄρχισαν ἔτσι νὰ κάνουν λόγο γιὰ «ψυχικὴ αἰτιό‐ τητα» παράλληλα πρὸς τὴ «φυσικὴ αἰτιότητα».
Ἀπότοκος τῆς ψυχολογικῆς αὐτῆς κατεύθυνσης ὑπῆρξε ἡ
τάση ἡ ὁποία ταυτίζει τὴν ψυχὴ μὲ τὴ συνείδηση, ἐπιδιώκει τὴν ἀντικατάσταση τοῦ σταθεροῦ ὅρου «οὐσία» μὲ τοὺς κοινοὺς φυσικοὺς ὅρους «ἐνέργεια» καὶ «λειτουργία». Ἔτσι ἡ ψυχὴ ἐκλαμβάνεται ὡς καθαρὴ γένεση, καθαρὴ ἐνέργεια, καὶ κάθε ψυχικὸ περιεχόμενο θεωρεῖται ἁπλῶς καὶ μόνο γεγονός, ἄμεση πραγματικότητα καὶ ὄχι μία ἔκφανση τῆς μονίμου οὐσίας τῆς ψυχῆς (Καλλιάφα Σ., 1938, σελ. 12). Πρόκειται γιὰ θεωρίες ποὺ ὑπαγορεύονται ἀπὸ τάσεις φυσιοκρατικὲς καὶ ἐμπειριοκρα‐ τικές, οἱ ὁποῖες δὲν ἀποκαλύπτουν τὰ πραγματικὰ μυστήρια τῆς ψυχῆς, γιατὶ περιορίζονται στὴν ἀνάλυση καὶ ἑρμηνεία μὲ βάση τοὺς μηχανικοὺς νόμους τῶν συνειδητῶν καταστάσεων τῆς ψυχῆς.
Κατὰ τῶν τάσεων τῆς «Φυσιολογικῆς Ψυχολογίας»
ἐστράφη ὁ Γερμανὸς φιλόσοφος, ἱστορικὸς καὶ γεννημένος ψυχολόγος Wilhelm Dilthey (1833‐1911) μὲ τὴν πραγματεία του «Ἰδέες περὶ περιγραφικῆς καὶ διαρθωτικῆς ψυχολογίας» (1894). Εἶναι ὁ εἰσηγητὴς τοῦ ὅρου «ἐπιστῆμες τοῦ πνεύματος», ποὺ σήμερα ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὸν νεότερο ὅρο «ἀνθρω‐ πιστικὲς ἐπιστῆμες». Ἡ Ζωὴ καὶ ἡ Ἱστορία ὑπῆρξαν οἱ δύο πόλοι
17
πέριξ τῶν ὁποίων ἐστράφη ἡ καινοτόμος δραστηριότητά του. Βασικὸς σκοπὸς τῶν θεωριῶν του ἦταν ἡ ἐπέκταση τῆς Κριτικῆς τοῦ Καντίου στὸ χῶρο τῶν ἐπιστημῶν τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ θεωρία του, γνωστὴ ὡς «Νοολογικὴ Ψυχολογία», ἐπηρέασε πολλοὺς φιλοσόφους, ψυχολόγους καὶ παιδαγωγοὺς οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴ σειρά τους, ἀντετάχθηκαν κατὰ τῆς ἐξάρτησης τῆς Ψυχολογίας ἀπό τὴ Φυσιολογία, καθὼς καὶ τοῦ ψυχικοῦ παράγοντα ἀπὸ τὸν ὀργανικό.
Τὴν ψυχολογικὴ αὐτὴ θεωρία, ποὺ ἄνοιξε νέους δρόμους
στὴν Ψυχολογία, εἰσήγαγε στὴ χώρα μας ὁ ἀείμνηστος Γεώργιος Παλαιολόγος, Γενικὸς Διευθυντὴς τῆς Μαρασλείου Παιδαγωγικῆς Ἀκαδημίας, μὲ τὸ ἀξιόλογο ἔργο του «Ἡ ἀντίθεσις ἐν τῇ ψυχολογικῇ ἐρεύνῃ», ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀντλοῦμε τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικὰ καὶ πολὺ χρήσιμα στοιχεῖα: Ἡ ψυχὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι ἕνα ἑνιαῖο, ἰδιότυπο καὶ αὐτοτελὲς ὅλον. Εἶναι μιὰ ζωντανὴ ἰδιότυπη ὀργανικὴ ἑνότητα καὶ ὄχι μιὰ δέσμη ξεχωριστῶν δυνάμεων. Αὐτὰ λένε ὅτι καὶ κάθε ἄτομο εἶναι μιὰ ἑνιαία ὕπαρξη, μιὰ ξεχωριστὴ ἰδιοσυγκρασία. Στὰ βάθη τοῦ κάθε ἐγὼ ὑπάρχει ριζωμένο κάτι πρωταρχικὸ καὶ μόνιμο, ἕνα εἶδος σπέρματος, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐκφύεται καὶ ὁρίζεται ὁ ὅλος ψυχικὸς βίος μας. Πρόκειται γιὰ μιὰ μορφοποιὸ δύναμη, μιὰ ἀριστοτελικὴ «ἐντελέχεια», ἡ ὁποία ὀργανώνει σὲ μιὰ συνολικὴ δομὴ ὁλόκληρο τὸ περιεχόμενο τοῦ ψυχικοῦ μας βίου. Ἡ δομὴ τῆς ἀτομικῆς ψυχῆς ἔχει τὶς ρίζες της στὰ πρωτογενὴ καὶ σκοτεινὰ ὁρμέμφυτα τοῦ ἀνθρώπινου ὀργα‐ νισμοῦ, τὰ ὁποῖα χαρακτηρίζει μιὰ ἑνοποιὸς δύναμη. Ἡ δομὴ τῆς ἀτομικῆς ψυχῆς, ποὺ ὁρίζεται ἀρχικὰ ὡς βιολογικὴ διεργα‐ σία, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου προσλαμβάνει χαρακτήρα τελολογικὸ. Αὐτὴ ἡ δομὴ εἶναι μιὰ πολυσύνθετη ὀργανικὴ ἑνό‐
18
τητα, ἕνα ἰδιότυπο ὅλο. Ὅπως ἐμφανίζεται ἑνιαῖο τὸ σῶμα, ἔτσι ἑνιαία εἶναι καὶ ἡ ψυχή. (Παλαιολόγου Γ., 1949, σελ. 137‐167).
Ἐπειδὴ οἱ ψυχολόγοι δὲν μπόρεσαν νὰ διεισδύσουν στὸ
μυστήριο τῆς ἑνιαίας ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἔστρεψαν τὰ ἐρευνη‐ τικά τους ἐνδιαφέροντα στὴν ἐκτίμηση τῆς ἀνθρώπινης συμπε‐ ριφορᾶς. Προέκυψε ἔτσι μία νέα ψυχολογικὴ κατεύθυνση, ἡ Ψυχολογία τῆς Συμπεριφορᾶς (Behaviorism), ἡ ὁποία περιέ‐ πλεξε ἀκόμα περισσότερο τὸ ζήτημα, γιατὶ μετατόπισε τὸ κέντρο τῶν ἐρευνητικῶν ἐνδιαφερόντων ἀπὸ τὴ συνείδηση στὴ διαγωγὴ τοῦ ἀνθρώπου, κάνοντας ἀποδεκτὰ μόνο τὰ ἀντικει‐ μενικῶς παρατηρητέα γεγονότα. Ἡ μέθοδος τῆς ἐνδοσκόπησης καταργήθηκε ἤ ἀντιμετωπίσθηκε ἐχθρικά. Τώρα, ἡ πίστη τῶν ψυχολόγων σὲ ὀντότητες ἄϋλες, ποὺ εἶναι ἀπρόσιτες στοὺς φυσικοὺς ἐπιστήμονες, ἀπορρίπτεται. Ὁ θεμελιωτὴς τῆς ψυχο‐ λογικῆς αὐτῆς κατεύθυνσης J.Watson «ἤθελε νὰ ἀσχολεῖ‐ται μὲ ἁπτά, ὁρατά, ἀκουστὰ πράγματα ἢ συμβάντα, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ δείξει σ’ ἕναν συμπαρατηρητή του, ὅπως ὁ χημικὸς δείχνει τὸ περιεχόμενο ἑνὸς δοκιμαστικοῦ σωλῆνος» (Λυκομήτρου Κ., ὅπ.π., σελ. 78).
Κρίνοντας τὴ θεωρία αὐτὴ τῆς Συμπεριφορᾶς ὁ ἀείμνησ‐
τος Σπ. Καλλιάφας, Καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, εἶχε τονίσει ὅτι ἂν καὶ πολλὰ ἀπ’ ὅσα διδάσκει γιὰ τὴ μέθοδο τῆς ἑτεροπαρατηρησίας καὶ τὴν ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν εἶναι ὀρθά, «ὅμως περὶ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ ψυχικοῦ βίου ἐν γένει καταδεικνύει ἀσυνήθη ἐπιπολαιότητα» (Καλλιάφα Σ., ὅπ.π., σελ.12). Ὀρθότερο πάντως θὰ ἦταν νὰ ποῦμε ὅτι γιὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ ψυχικοῦ βίου καὶ μάλιστα τῆς ψυχῆς δὲν προχωροῦσε στὸ βάθος, ἀλλὰ ἔμενε στὴν ἐπιφάνεια.
Στὸ βάθος προσπάθησαν νὰ εἰσχωρήσουν ἄλλοι
ψυχολόγοι, οἱ ὀπαδοὶ τῆς Ψυχολογίας τοῦ βάθους. Βάθος
19
ἐκεῖνοι ἐννοοῦσαν τὸ ἀσυνείδητο μέρος τῆς ψυχῆς, στὸ ὁποῖο ἀπέδιδαν πρωταρχικὴ ἀξία σὲ σχέση μὲ τὴ συνείδηση. Τὴν Ψυχολογία αὐτὴ ἐκφράζουν τρεῖς τάσεις: Ἡ Ψυχανάλυση τοῦ S.Freud (1856‐1939), ἡ Ἀτομικὴ Ψυχολογία τοῦ Α.Adler (1870‐ 1937) καὶ ἡ Ἀναλυτικὴ Ψυχολογία τοῦ C. Jung (1875‐1961). Αὐτοὶ καὶ ἄλλοι πολλοὶ τῆς ἴδιας κατεύθυνσης ἐπεδίωξαν τὴν ἐπά‐ νοδο τῆς Ψυχολογίας στὰ ἀρχικὰ βάθρα της, ἐγκαταλείποντας τὶς ψυχοφυσιολογικὲς ἑρμηνεῖες τοῦ ψυχικοῦ βίου. Βεβαίως, τὸ βάθος τῆς ψυχῆς, γιὰ τὸ ὁποῖο κάνουν λόγο, δὲν εἶναι «τὰ τῆς ψυχῆς πείρατα», τὰ ἔσχατα ὅρια τῆς ψυχῆς, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἡράκλειτος, ἀλλὰ τὸ σύνολο ὅλων τῶν βιωμάτων τοῦ ἀνθρώ‐ που, ὅλων ἐκείνων ποὺ ἔζησε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του, τὰ ὁποῖα διατηροῦν πάντοτε ἕνα δυναμισμό, μία δύναμη ἱκανὴ νὰ προκαλέσει ἐκρήξεις σ’ ὁλόκληρη τὴν προσωπικότητα.
Ὁ Freud στὴν πρώτη του θεωρία γιὰ τὸν ψυχικὸ
μηχανισμὸ κάνει λόγο γιὰ τρία εὐδιάκριτα μέρη: τὴ Συνείδηση, τὸ Προσυνείδητο καὶ τὸ Ἀσυνείδητο. Ἡ Συνείδηση εἶναι ἕνα μέρος ἐλεύθερης ἐνέργειας, τὸ ὁποῖο ἐξασφαλίζει εὐδιάκριτες μορφὲς προσαρμογῆς καὶ τὸ ὁποῖο ἀντιστέκεται στὶς δυσά‐ ρεστες ἐντάσεις. Τὸ Προσυνείδητο εἶναι ἡ ἕδρα τῶν διανοη‐ τικῶν πράξεων. Τὸ Ἀσυνείδητο εἶναι ἡ καρδιὰ τῆς ὑπάρξεώς μας. Κάθε διανοητικὴ λειτουργία ἔχει τὴν προέλευσή της στὴ μεγάλη δεξαμενὴ δυνάμεων τοῦ Ἀσυνειδήτου. Σ’αὐτὸ βρίσκουν καταφύγιο οἱ λησμονημένες καὶ οἱ ἀπωθημένες ἐνέργειες μας (Lagache D., σελ. 32).
Στὴ δεύτερη θεωρία γιὰ τὸν ψυχικὸ μηχανισμὸ ἡ
ὁρολογία ἀλλάζει. Ὁ Freud κάνει λόγο γιὰ τὸ Ἐγώ, τὸ Ἐκεῖνο καὶ τὸ Ὑπερεγώ. Τὸ Ἐγὼ παραμένει ὅπως ἦταν, δηλαδὴ τὸ συνειδητὸ ὄργανο τῆς ψυχῆς γιὰ ἄμυνα καὶ προσαρμογή. Εἶναι τὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο, τὸ ὁποῖο κινεῖται σὲ ἕνα δρόμο μεταξὺ τῶν
20
ἀσυνειδήτων τάσεων καὶ τῆς πραγματικότητας. Τὸ Ἐκεῖνο εἶναι τὸ σύνολο τῶν ἀσυνειδήτων ἀπωθημένων δυνάμεων, ποὺ κυβερνοῦν τὴν ἀνθρώπινη ζωή, χωρὶς νὰ ὑπακούουν στὴν ἀρχὴ τῆς πραγματικότητας καὶ στὶς λογικὲς δυνάμεις τοῦ ἀτόμου. Τὸ Ὑπερεγὼ ἀποτελεῖ τὸ ψυχικὸ ἐκεῖνο ὄργανο τῶν ἠθικῶν ἐπιταγῶν, τὸ ὁποῖο συγκροτοῦν στοιχεῖα συνειδητά, ἀσυνεί‐ δητα καὶ κοινωνικά. Εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ «ὀφείλειν» καὶ τοῦ «πρέπει» κάθε ἀτόμου. Εἶναι ἡ ἠθικὴ συνείδηση μικρῶν καὶ μεγάλων ἐνάντια στὶς συνειδητὲς ἢ ἀσυνείδητες τάσεις καὶ ἐπιθυμίες. (Freud S.,1970, σελ.196‐209).
Ὁ Adler ἑρμήνευσε διαφορετικὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὴ
λειτουργία της. Γι’ αὐτὸν ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι κάποια μεταφυσικὴ οὐσία, ἡ ὁποία ἦλθε στὸ σῶμα ἀπὸ ἄλλο κόσμο, ἀλλὰ ἕνα ὄργανο ζωῆς, μία δύναμη ποὺ προφυλάσσει, ἀσφαλίζει καὶ προσανατολίζει τὸ ἄτομο στὴ ζωή. Ὁ ψυχικὸς αὐτὸς προσανα‐ τολισμὸς ποικίλλει. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει τὴ δική του κατευ‐ θυντήρια δύναμη, τὴ δική του στάση ζωῆς, τὴ δική του «εἰκόνα τοῦ κόσμου» καὶ τὸ δικό του «σκοπὸ ζωῆς». Ἡ γνώση τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ ὁδηγεῖ στὴν κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου, στὴν κατανόηση τῆς προσωπικότητάς του. Ὅλες οἱ ψυχικὲς λειτουργίες ἐξυπηρετοῦν τὴ στάση ζωῆς κάθε ἀνθρώπου. «Ἀντίθετα πρὸς τὴν ψυχανάλυση, ποὺ ἔχει διασπάσει τὴν ἀνθρώπινη φύση σὲ πολυάριθμες, ἀντιμαχόμενες ὁρμὲς καὶ τάσεις, ἡ διδασκαλία τοῦ Adler εἶναι μία θεωρία τῆς αὐτόνομης προσωπικότητας, ἡ ὁποία μὲ τοὺς σκοποὺς καὶ τὶς ἐπιδιώξεις τείνει κυριολεκτικὰ νὰ γίνει μία ὁλότητα. Μόνο ἡ παρατήρηση κάτω ἀπ’ αὐτὴ τὴν ὁλότητα δείχνει τὸ βαθύτερο νόημα τῶν φαινομένων τῆς ζωῆς, τῶν ὁποίων τὸ ψυχικὸ εἶναι μέρος καὶ περιεχόμενο.» (Rattner J., 1970, σελ. 23).
21
Μέσα στὰ βασικὰ αὐτὰ πλαίσια κινεῖται ἡ Ἀντλεριανὴ
Ἀθρωπογνωσία καὶ Ψυχολογία, ἡ ὁποία ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸ ἀσυνείδητο, χωρὶς φυσικὰ νὰ τὸ ἀγνοεῖ, ἀφοῦ μάλιστα τὸ θεωρεῖ ὡς τὸν πιὸ ἰσχυρὸ παράγοντα τῆς ζωῆς τῆς ψυχῆς (Adler A., ὅπ.π., σελ. 89). Ἄλλο βασικὸ παράγοντα τῆς ψυχικῆς ζωῆς θεωρεῖ τὴν κίνηση. Ψυχὴ καὶ ἐλεύθερη κίνηση βρίσκονται σὲ στενὴ σχέση. Γιὰ τοὺς ἀκίνητους ὀργανισμοὺς δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε λόγο γιὰ ζωὴ τῆς ψυχῆς. Ἡ σχέση κίνησης καὶ ψυχικῆς ζωῆς ἀποκαλύπτεται ἄνετα ἀπὸ τὴ σύγκριση φυτῶν καὶ ζώων. Ἡ κίνηση διεγείρει καὶ παρωθεῖ τὸν ψυχικὸ ὀργανισμὸ σὲ ἔνταση καὶ δράση. Ἀντίθετα, ἡ ἀκινησία ὁδηγεῖ τὴν ψυχὴ σὲ στασιμότητα ἢ καὶ ἀποτελμάτωση, καταστάσεις ποὺ δὲν εὐνοοῦν καμιὰ πνευματικὴ δραστηριότητα. (Adler A., 1968, σελ.19‐20).
Ὁ Jung ἑρμήνευσε πληρέστερα τὴ δομὴ καὶ λειτουργία τῆς
ἀνθρώπινης ψυχῆς. Τὴν πληρότητα τῆς θεωρίας του χαρακτη‐ ρίζει καὶ μία πρωτοτυπία, ἡ ὁποία ὅμως κρίθηκε κάπως δυσνόητη.
Ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ καρπὸς τῆς προόδου τῆς Ψυχολογίας,
νέας σχετικὰ ἐπιστήμης, βοηθᾶ πολὺ τὸ ἔργο κατανόησης τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Jung, δὲν κινδυνεύει τόσο ἀπὸ τὴν πείνα, τοὺς σεισμούς, τὰ μικρόβια ἢ τὸν καρκίνο, ὅσο κινδυνεύει ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Ἄλλωστε, ὅπως γράφει, καμιὰ φυσικὴ δύναμη δὲν μπορεῖ νὰ προστατεύσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς ψυχικὲς «ἐπιδημίες» ποὺ τὸν ἀπειλοῦν καθημερινά. Δὲν ὑπάρχει καμμιὰ ἐπαρκὴς προστασία ἀπὸ τὶς ψυχολογικὲς ἐπιδημίες, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀπείρως πιὸ ἐπικίνδυνες
ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες καὶ χειρότερες καταστροφὲς τῆς φύσης. Ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος, ποὺ ἀπειλεῖ κάθε ἄτομο χωριστὰ καὶ ὄχι ὅλους τοὺς λαοὺς στὸ σύνολό τους, εἶναι ψυχικὸς. (Jung C.,
22
1962, σελ. 339‐340). Ἔτσι, σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν μποροῦμε νὰ ὑποστηρίξουμε ὅτι τὸ ψυχικὸ εἶναι λιγότερο πραγματικὸ ἀπὸ τὸ φυσικό.
Τὸ ψυχικό, χωρὶς ἀμφιβολία, ἔχει τὴ δική του δομή, τὴ δική
του ὀργάνωση, τοὺς δικούς του τρόπους ἔκφρασης, γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν ὁποίων ὁ μεγάλος αὐτὸς ψυχολόγος ἀφιέρωσε ἀρκετὸ μέρος ἀπὸ τὸ θεωρητικὸ καὶ ἐρευνητικό του ἔργο. Μελέτησε, περιέγραψε καὶ παρουσίασε τὸ ψυχικὸ «ὄργανο» μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὸν κόσμο καὶ τὴ ζωή. Εἶδε τὸν ψυχισμὸ τοῦ ἀνθρώπου κάτω ἀπὸ ἕνα καθαρὰ ψυχολογικὸ πρίσμα, ἀφήνοντας ἄλλες ἑρμηνεῖες σὲ ἐπιστήμονες διαφορε‐ τικῶν ἀπὸ τὴ δική του εἰδικότητα.
Μὲ τὸν ὅρο «ψυχὴ» ὁ Jung ἐννοεῖ τὸ σύνολο τῶν ψυχικῶν
διαδικασιῶν, οἱ ὁποῖες μπορεῖ νὰ εἶναι συνειδητὲς καὶ ἀσυνείδητες. Χρησιμοποιεῖ μάλιστα τὸν ἑλληνικὸ ὅρο «ψυχὴ» («psyché») καὶ ὄχι τὸν λατινικὸ «animus», στὸν ὁποῖο ἀποδίδει εἰδικὴ σημασία, καθότι ἐκφράζει ἕνα σύμπλεγμα λειτουργιῶν, ἕνα εἶδος «ἐσωτερικῆς προσωπικότητας», μία «ἐσωτερικὴ στάση». Ὁ ὅρος «ψυχὴ» εἶναι, ἐπίσης, εὐρύτερος τοῦ ὅρου «πνεῦμα» («esprit»), καθὼς καὶ τοῦ ὅρου «λογικὴ» («intellect»), διότι συμπεριλαμβάνει ὅ,τι ἐκφράζουν καὶ οἱ ὅροι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι, χωρὶς ἀμφιβολία, συγχέονται μεταξύ τους. Ἡ ψυχὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο ἀλληλοσυμπληρούμενους τομεῖς, καθέ‐ νας ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐμφανίζει ἀντίθετα χαρακτηριστικά. Τὰ δύο αὐτὰ μέρη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς εἶναι ἡ συνείδηση καὶ τὸ ἀσυνείδητο. Τὸ Ἐγὼ μετέχει καὶ στοὺς δύο αὐτοὺς τομεῖς, δηλαδὴ εἶναι ἐν μέρει συνειδητὸ καὶ ἐν μέρει ἀσυνείδητο. Σημαίνει ἀκόμα ὅτι κάθε ἐμπειρία τοῦ ἐσωτερικοῦ καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου γίνεται ἀντιληπτὴ μόνο ὅταν περνᾶ μέσα ἀπὸ τὸ Ἐγώ. Ὅ,τι δὲν ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὸ Ἐγὼ παραμένει
23
στὸ ἀσυνείδητο. Αὐτὰ ποὺ ὁ Freud ὀνόμαζε προσυνείδητο καὶ ἀσυνείδητο μέρος τῆς ψυχῆς ὁ Jung τὰ ἑνώνει σὲ ἕνα, τὸ ὁποῖο ὀνομάζει προσωπικὸ ἢ ἀτομικὸ ἀσυνείδητο, τὸ ὁποῖο περιλαμ‐ βάνει ἀπωθημένα καὶ λησμονημένα γεγονότα τῆς προσω‐ πικῆς ζωῆς κάθε ἀτόμου. Προσθέτει, ὅμως, καὶ κάτι ἄλλο τὸ ὁποῖο δὲν βρίσκομε στὴ θεωρία τοῦ Freud. Εἶναι τὸ ὁμαδικὸ ἢ συλλογικὸ ἀσυνείδητο, ποὺ ἐγκλείει ὅλους τοὺς τυπικοὺς τρόπους ἀντίδρασης τῆς ἀνθρωπότητας ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς της, μάλιστα δὲ φόβους, κινδύνους, στάσεις, μίση, ἀγάπες κ.ἄ. Ὥστε, τὸ ἀσυνείδητο περιλαμβάνει δύο τομεῖς, τὸν προσωπικὸ καὶ τὸν ὁμαδικό. Ἀπὸ τὸ ἀσυνείδητο θὰ προέλθει τὸ συνειδητὸ μέρος τῆς ψυχῆς ὡς μία μορφὴ λειτουργίας του. Τὸ συνειδητὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἀσυνείδητο σ’ ὅλες τὶς φάσεις τῆς ζωῆς μας. Τὰ παιδιὰ ἀρχίζουν τὴν ὕπαρξή τους ἀπὸ τὴν ἀσυνείδητη κατάσταση καί, σιγά‐σιγά, ἀναπτύσσονται στὸν συνειδητὸ χῶρο, ὁ ὁποῖος δὲν θὰ παύσει ποτὲ νὰ περιβάλλεται ἀπὸ τὴν ἀσυνείδητη ψυχή. Ἡ συνείδηση, ὅπως λέει διαφορετικὰ ὁ Jung, κολυμβᾶ στὴν τεράστια θάλασσα τοῦ ἀσυνειδήτου.Ἡ ψυχὴ ἐμφανίζεται ὡς μία ὁλότητα συνειδητὴ‐ἀσυνείδητη, τὴν ὁποία θὰ μπορούσαμε νὰ παραστήσουμε μὲ ἕνα κῶνο, ὁ ὄγκος τοῦ ὁποίου διαιρεῖται μὲ ἐγκάρσιες τομὲς σὲ τέσσερα μέρη. Ἀπ’ αὐτά, τὸ πρῶτο πρὸς τὰ κάτω εἶναι τὸ ὁμαδικὸ ἀσυνείδητο, τὸ ἑπόμενο πρὸς τὰ ἄνω τὸ προσωπικὸ ἀσυνείδητο, μικρότερο ἀπὸ τὸ πρῶτο, τὸ δὲ τρίτο πρὸς τὰ ἄνω εἶναι τὸ συνειδητὸ μέρος τῆς ψυχῆς, μὲ ἐπιστέγασμα, στὴν κορυφὴ τοῦ κώνου, τὸ Ἐγώ. (Jacobi J., 1964, σελ. 25‐32).
Ὁ Jung διακρίνει τέσσερις θεμελιώδεις, ἀρχέγονες, ὅπως
τὶς λέει, ψυχικὲς λειτουργίες, οἱ ὁποῖες πλαισιώνουν τὸ Ἐγώ καὶ τὸ βοηθοῦν νὰ συλλαμβάνει καὶ νὰ ἐπεξεργάζεται τὰ δεδομένα τῆς ἐσωτερικῆς καὶ ἐξωτερικῆς ζωῆς. Αὐτὲς εἶναι: ἡ σκέψη, τὸ
24
συναίσθημα, ἡ αἴσθηση καὶ ἡ ἐνόραση (διαίσθηση), ποὺ λειτουργοῦν ἀνά ζεύγη. Ἄρα ἔχομε δύο ζεύγη δυνάμεων. Τὸ πρῶτο: αἴσθηση‐ἐνόραση.Τὸ δεύτερο: σκέψη‐συναίσθημα. Ἡ μιὰ λειτουργία εἶναι ἀντίθετη τῆς ἄλλης.Ὅταν κυριαρχεῖ ἡ μία στὸν ψυχικὸ βίο, ἡ ἄλλη βρίσκεται σὲ ἀδυναμία.Ὅταν ἡ μία βρίσκεται στὸ «ζενίθ» τοῦ ψυχικοῦ βίου, ἡ ἄλλη, ἡ ἀντίστοιχή της, βρίσκεται στὸ «ναδίρ». Ἡ ἐπικράτηση τῆς μίας ἀπ’ αὐτὲς δίδει καὶ τὸν ἀνάλογο ἀνθρώπινο τύπο. Ἔτσι, ἄν τὸ ἄτομο ἔχει κυρίαρχη λειτουργία τὴν αἴσθηση, ὑστερεῖ στὸ συναίσθημα. Καὶ τὸ ἀντίστροφο. Ὁμοίως, ὅποιος ἔχει ἰσχυρὴ τὴ σκέψη (λογικὴ) ἔχει ἀδύνατη τὴν ἐνόραση. Ἄν π.χ. ἕνας ἐξετάζει βιολογικὰ ἕνα βάτραχο, δὲν δοκιμάζει συγχρόνως χαρὰ γιατὶ ἔχει μπροστά του ἕνα ὡραῖο ζῶο. Ἐδῶ ἡ λογικὴ ἀπομακρύνει τὸ συναίσθημα. Ὁμοίως, ἕνα ἄτομο διαισθητικὸ δὲν μπορεῖ νὰ κυριαρχεῖται ἀπό τὰ δεδομένα τῶν αἰσθήσεων. Καὶ τὸ ἀντίστροφο, δηλαδὴ ὅπου κυριαρχοῦν οἱ αἰσθήσεις ὑποχωρεῖ ἡ διαίσθηση. Ἑπομένως, οἱ κυρίαρχοι ἀνθρώπινοι τύποι εἶναι τέσσερις: ὁ διανοητικός, ὁ συναισθηματικός, ὁ αἰσθητικὸς καὶ ὁ ἐνορατικός. Ὡστόσο, καὶ οἱ τέσσερις αὐτοί τύποι ἐνισχύουν τὸ Ἐγώ τοῦ ἀνθρώπου. (Jung C., 1962, σελ. 102‐106).
Παράλληλα ὁ Jung διακρίνει καὶ δύο στάσεις ζωῆς. Εἶναι
ἡ ἐνδοστρεφὴς καὶ ἡ ἐξωστρεφής. Ἀπ’ αὐτὲς πηγάζουν καὶ δύο ἄλλοι εὐδιάκριτοι ἀνθρώπινοι τύποι, ὁ ἐνδοστρεφὴς καὶ ὁ ἐξωστρεφής, οἱ ὁποῖοι συνδυαζόμενοι μὲ τοὺς προαναφε‐ ρόμενους πέντε λειτουργικοὺς τύπους δίδουν ὀκτὼ χαρακτη‐ ριστικοὺς τύπους ἀνθρώπου. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἑξῆς: ὁ ἐνδοστρεφὴς διανοητικός, ὁ ἐνδοστρεφὴς συναισθηματικός, ὁ ἐνδοστρεφὴς αἰσθητικός, ὁ ἐνδοστρεφὴς ἐνορατικός, ὁ ἐξωστρεφὴς διανο‐ ητικός, ὁ ἐξωστρεφὴς συναισθηματικός, ὁ ἐξωστρεφὴς αἰσθη‐ τικὸς καὶ ὁ ἐξωστρεφὴς ἐνορατικός.Ἡ λεπτομερὴς περιγραφὴ
25
τῶν τύπων αὐτῶν γίνεται σ’ ἕνα βιβλίο τοῦ Jung τὸ ὁποῖο ἔχει τὸν τίτλο «Ἀνθρώπινοι τύποι».
Ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε καὶ δύο ἄλλους ὅρους τοὺς ὁποίους
χρησιμοποιεῖ ὁ Jung γιὰ νὰ ἑρμηνεύσει τὴν ἀνθρώπινη ψυχή. Εἶναι οἱ ὅροι anima καὶ animus. Πρόκειται γιὰ δύο ἀρχετυπικὲς μορφές, κάθε μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐγκλείει τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ ἀντιθέτου φύλου σὲ κάθε ψυχή. Μὲ τὸν ὅρο anima δηλώνονται τὰ γυναικεῖα γνωρίσματα στὴν ψυχὴ τοῦ ἄνδρα καὶ μὲ τὸν ὅρο animus δηλώνονται τὰ ἀνδρικὰ γνωρίσματα στὴν ψυχὴ τῆς γυναίκας. Στὴν ψυχὴ κάθε «Εὔας» βρίσκομε καὶ ἕναν «Ἀδάμ», ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχὴ καθενὸς «Ἀδὰμ» βρίσκομε καὶ μία «Εὔα», ἔλεγε χαρακτηριστικὰ ὁ Jung, ἑρμηνεύοντας μία γερμανικὴ παροιμία. Οἱ δύο αὐτὲς ἀρχετυπικὲς μορφὲς τῶν δύο φύλων ἐμφανίζουν χαρακτῆρες ἐσωτερικοὺς καὶ ἐξωτερικούς, δηλαδὴ ἐκδηλώνονται συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα. Χαρακτηριστι‐ κὰ τοῦ ἀντιθέτου φύλου ἐκδηλώνει πολλὲς φορὲς κάθε ψυχὴ στὰ ὄνειρα, στὶς ὀνειροπολήσεις, στὶς φανταστικὲς ἐκφράσεις, καθὼς καὶ στὶς καθημερινὲς μορφὲς συμπεριφορᾶς. Πολλὲς τέτοιες ἔκδηλες μορφὲς συναντοῦμε στὰ ἔργα καλλιτεχνῶν καὶ συγγραφέων. Καὶ ὅλες αὐτὲς οἱ ἐκδηλώσεις τοῦ anima καὶ τοῦ animus μποροῦν νὰ ἔχουν θετικὸ ἢ ἀρνητικό, φωτεινὸ ἢ σκοτει‐ νό, ἀνώτερο ἢ κατώτερο χαρακτήρα. (Jacobi J., 1964, σελ. 177‐ 191). Οἱ θέσεις τοῦ Jung διαδόθηκαν γρήγορα σ’ ὅλο τὸν κόσμο καὶ ἐπηρέασαν πολλούς. Στὴν Ἑλλάδα τὴ θεωρία αὐτὴ ἔκανε εὐρύτατα γνωστὴ ὁ ἀείμνηστος Καθηγητὴς στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν Σπυρίδων Καλλιάφας (1885‐1964), τὸν ὁποῖο ἀπασχό‐ λησε ἰδιαιτέρως τὸ πρόβλημα τῆς ψυχῆς, τῆς προέλευσης, τῆς φύσεως καὶ τῆς ἀθανασίας της. Ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε μερικὲς ἀπὸ τὶς θέσεις του. Ὡς πρὸς τὴν προέλευση τῆς ψυχῆς γράφει
26
τὰ ἑξῆς: «Τρεῖς εἶναι αἱ κρατοῦσαι, μεταξὺ μάλιστα τῶν πατέ‐ ρων τῆς Ἐκκλησίας, γνῶμαι σχετικῶς μὲ τὴν μετάδοσιν τῆς ψυ‐ χῆς εἰς ἕκαστον γεννώμενον ἄνθρωπον. Κατὰ τὴν πρώτην, ἡ ψυ‐ χὴ δημιουργεῖται καὶ μεταδίδεται ἀπὸ τὸν Θεόν. Κατὰ τὴν δευτ‐ έραν, μεταδίδεται ἀπὸ τοὺς γονεῖς. Κατὰ τὴν τρίτην, καὶ ἐπικρα‐ τεστέραν, μεταδίδεται τῇ συνεργείᾳ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Ἡμεῖς συντασσόμεθα μὲ τὴν πρώτην.» (Καλλιάφα Σ., 1957, σελ. 10). Τὸ κείμενο αὐτὸ ἐκφράζει καθαρὰ τὴν ἄποψη τοῦ συγγραφέα. Δηλώνει ἀπεριφράστως ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πνευματικὸ πρόσωπο, ἀλλὰ καὶ ψυχοσω‐ ματικὸς ὀργανισμός. Οἱ δύο αὐτὲς ὑποστάσεις συγκροτοῦν κάθε ἀνθρώπινο ἄτομο (ἄτμητο), τὸ ὁποῖο εἶναι «ἀνάθροιστον καὶ νέον ὄν». Ἐπεξηγώντας περισσότερο τὴν πνευματικὴ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου, τονίζει: «Ὁ ἄνθρωπος ὡς πνευματικὸν πρόσωπον ἵσταται πάντοτε τρόπον τινὰ ἔναντι ἑαυτοῦ ὡς σώματος καὶ ψυχῆς. Ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἔχει ἔναντι ἑαυτοῦ, εἶναι σῶμα καὶ ψυχή. Ἐκεῖνο δέ, τὸ ὁποῖον εἶναι οὗτος ἔναντι σώματος καὶ ψυχῆς, εἶναι πνεῦμα». Θέση ἀπόλυτη καὶ κατηγορηματική, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς δημιουργεῖ ἀπορίες καὶ θέτει ἐρωτηματικά. Δηλαδὴ εἴμαστε σῶμα καὶ ψυχή, ἀλλὰ προπάντων πνεῦμα; Ἔχομε σῶμα, ψυχὴ καὶ πνεῦμα; Εἴμαστε «τρισυπόστατοι»; Εἴμαστε ἄνθρωποι σωματικοί, ψυχικοὶ καὶ πνευματικοί; Οἱ ἀπαντήσεις βρίσκονται στὴν ἑξῆς ἑρμηνεία τοῦ Καλλιάφα: «Δεχόμαστε ὅτι ἡ ἄϋλος παρὰ τῷ ἀνθρώπῳ οὐσία εἶναι μία καὶ ἑνιαία, ἔχουσα ζωτικὰς δυνάμεις, ζωοποιούσας τὸν σωματικὸν ὀργανισμόν, τὰς ὁποίας καὶ ὀνομάζομεν ψυχικάς, καὶ ἀνωτέρας λογικάς, τὰς ὁποίας ὀνομάζομεν πνευματικάς. Εἰς εὐχερεστέραν κατανόησιν καὶ ὄχι εἰς καταμερισμὸν τῆς ἑνιαίας προσω‐ πικότητας τοῦ ἀνθρώπου χρησιμοποιοῦμεν τοὺς ὅρους πνεῦμα
27
καὶ ψυχή, κατὰ τὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «Ψυχικὸς ἄνθρωπος» καὶ «Πνευματικὸς ἄνθρωπος» (Α΄ Κορ. β’ 14,15)». (Καλλιάφα Σ., 1957, σελ.12).
Ἀξίζει τώρα νὰ ἀναφέρουμε τὸ χωρίον αὐτὸ τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου, γιὰ νὰ δοῦμε καὶ τὴ θέση τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Θὰ τὸ ἀναφέρουμε ὡς ἔχει καὶ θὰ παραθέσουμε καὶ τὴ σχετικὴ μετάφραση τοῦ ἀειμνήστου Καθηγητῆ τοῦ Πανεπισ‐ τημίου Ἀθηνῶν Παναγιώτη Τρεμπέλα. Γράφει, λοιπόν, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ· μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστι, καὶ οὐ δύναται γνῶναι, ὅτι πνευματικῶς ἀνακρίνεται. Ὁ δὲ πνευματικὸς ἀνακρίνει μὲν πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπ’ οὐδενὸς ἀνακρίνεται». Καὶ ἡ μετάφραση: «Ὁ φυσικὸς δὲ καὶ μὴ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος δὲν δέχεται ἐκεῖνα, ποὺ διδάσκει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, διότι ταῦτα φαίνονται εἰς αὐτὸν κουταμάρα καὶ δὲν ἔχει τὴν πνευματικὴν δύναμιν καὶ ἀντίληψιν νὰ τὰ γνωρίσῃ, διότι ταῦτα ἐξετάζονται καὶ διακρίνονται πνευματικῶς καὶ μὲ τὸν φωτισμὸν τοῦ Πνεύματος. Ὁ ἀναγεννημένος ὅμως ἀπὸ τὸ Πνεῦμα ἄνθρωπος διακρίνει καὶ κατανοεῖ ὅλα, κάθε περίστασιν καὶ κάθε πρόσωπον, αὐτὸς δὲ δὲν νοιώθεται ἀπὸ κανένα μὴ ἀναγεννημένον ἄνθρωπον.» (Τρεμπέλα Π., 1974, σελ. 685‐686).
Ὥστε, λοιπόν, ὁ ψυχικὸς ἄνθρωπος εἶναι ὁ φυσικὸς
ἄνθρωπος. Ἀντίθετα, ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος εἶναι ὁ φωτισμένος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ πρῶτος, θὰ λέγαμε, εἶναι ὁ κοινὸς ἄνθρωπος τοῦ κόσμου, ἐνῶ ὁ δεύτερος ἐκεῖνος ποὺ ζεῖ ζωὴ πνευματικὴ καὶ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, ὁ ἀναγεννημένος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος εἶναι σωματικός, ψυχικὸς (φυσικὸς) καὶ προπάντων πνευματικός. Διαφορετικὰ θὰ λέγαμε ὅτι «ἔχει» σῶμα καὶ ψυχὴ καὶ ὅτι «εἶναι» πνεῦμα. Προεκτείνοντας τὴν ἑρμηνεία αὐτὴ θὰ
28
λέγαμε ἐπίσης ὅτι γιὰ τὶς δύο πρῶτες ὑποστάσεις τοῦ ἀνθρώπου, τὴ σωματικὴ καὶ τὴν ψυχική, πολλὰ ἔχει νὰ πεῖ ἡ Ἐπιστήμη, ἐνῶ γιὰ τὴν τρίτη, τὴν πνευματική, ἁρμοδία εἶναι μόνο ἡ πίστη, μάλιστα δὲ ἡ χριστιανική. Εὐνόητο εἶναι ὅτι ἡ συνεργασία Ἐπιστήμης καὶ Θρησκείας θὰ ἔδιδε τὴν πληρέ‐ στερη ἑρμηνεία τοῦ ἀνθρώπου ὡς ὄντος σωματικοῦ, ψυχικοῦ καὶ πνευματικοῦ.
Ἐμμένοντας περισσότερο στὴν ἑρμηνεία τῆς φύσεως τῆς
ψυχῆς, θὰ λέγαμε ὅτι οἱ θέσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πολὺ χαρακτηριστικές. Θὰ γίνουμε σαφέστεροι μὲ μερικὲς σχετικὲς ἀναφορές.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπανέρχεται στὴ φύση τῆς ψυχῆς,
ὅταν ἐξετάζει τὸ θέμα τῶν ἀναστημένων σωμάτων. Θὰ δώσουμε ἐδῶ τὸ σχετικὸ χωρίο καὶ τὴ μετάφραση τοῦ μακα‐ ριστοῦ Παν.Τρεμπέλα. Γράφει, λοιπόν, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἄλλη δόξα ἡλίου, καὶ ἄλλη δόξα σελήνης, καὶ ἄλλη δόξα ἀστέρων· ἀστὴρ γὰρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξῃ. Οὕτω καὶ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάμει· σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν. Ἔστι σῶμα ψυχικόν, καὶ ἔστι σῶμα πνευματικόν.» (Α΄ Κορ. ιε΄ 41‐44). Καὶ ἡ μετάφραση: «Ἄλλη εἶναι ἡ λάμψις καὶ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου καὶ ἄλλη ἡ λάμψις τῆς σελήνης καὶ ἄλλη ἡ λάμψις τῶν ἀστέρων. Διότι ἄστρον ἀπὸ ἄστρον διαφέρει εἰς τὴν λάμψιν. Ἔτσι κατ’ ἀναλογίαν θὰ γίνῃ καὶ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Σπέρνεται τὸ σῶμα εἰς τὸν τάφον εἰς κατάστασιν φθορᾶς. Ἐγείρεται εἰς κατάστασιν ἀφθαρσίας. Σπέρνεται καὶ θάπτεται εἰς κατάστασιν ἀτιμίας καὶ δυσωδίας. Ἐγείρεται εἰς κατάστασιν δόξης. Σπέρνεται εἰς κατάστασιν ἀσθενείας, ἐγείρεται γεμάτο δύναμιν. Σπέρνεται σῶμα, ποὺ
29
ἐζωοποιεῖτο καὶ διευθύνετο ἀπὸ τὰς κατωτέρας ζωϊκὰς τῆς ψυχῆς δυνάμεις. Ἐγείρεται σῶμα, ποὺ θὰ ζωοποιῆται καὶ θὰ διευθύνεται ἀπὸ τὰς πνευματικὰς δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Ὑπάρχει σῶμα ζωϊκὸν καὶ ὑπάρχει σῶμα πνευματικόν.» (Τρεμπέλα Π., 1974, σελ. 728). Στὸ πολὺ ἐνδιαφέρον αὐτὸ κείμενο τῆς Παύλειας Θεολογίας γίνεται καὶ πάλι σαφὴς διάκριση τῶν δύο βασικῶν ἐννοιῶν, γιὰ τὶς ὁποῖες κάναμε λόγο καὶ προηγουμένως. Πρόκειται γιὰ τὸ «ψυχικὸν σῶμα» καὶ γιὰ τὸ «πνευματικὸν σῶμα», ἔννοιες ἀντίστοιχες ἐκείνων ποὺ ἀναφέρονται στὸν «ψυχικὸν ἄνθρωπον» καὶ τὸν «πνευματικὸν ἄνθρωπον». Τονίζεται μάλιστα ἐδῶ ὅτι τὸ ψυχικὸ σῶμα, δηλαδὴ ὁ ψυχικὸς (φυσικὸς) ἄνθρωπος, πεθαίνει, φθείρεται καὶ χάνεται, ἐνῶ τὸ πνευματικὸ σῶμα, δηλαδὴ ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, «ἐγεί‐ ρεται», ἀνασταίνεται καὶ ἀθανατίζεται. Αὐτό, ἄλλωστε, εἶναι καὶ τὸ μέγα νόημα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ ἀθανασία. Ἑπομένως, ὡς ὂν πνευματικὸ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀποθνήσκει. Ὁ θάνατος ἀφορᾶ μόνο τὸ σῶμα καὶ τὴ φυσική του ὑπόσταση. Ἔτσι, ἐνῶ τὸ σῶμα καὶ κάθε φυσικὸ στοιχεῖο («σῶμα ψυχικὸν») σπέρνεται στὸν τάφο σὲ κατάσταση φθορᾶς, τὸ πνεῦμα καὶ ὅλες οἱ δυνάμεις ποὺ τὸ συνοδεύουν («σῶμα πνευματικὸν») ἐγείρεται καὶ ζωοποιεῖται στὴν αἰωνιότητα.Σχολιάζοντας τὸ χωρίο αὐτὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἔγραψε: «Φησὶν ὁ θεῖος ἀπόστολος· «σπείρεται σῶμα ψυχικὸν» ἤτοι παχύ τε καὶ θνητόν, «ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν», ἄτρεπτον, ἀπαθές, λεπτόν· τοῦτο γὰρ σημαίνει τὸ «πνευμα‐ τικόν», οἷον τὸ τοῦ Κυρίου σῶμα μετὰ τὴν ἀνάστασιν κεκλεισμέ‐ νων τῶν θυρῶν διερχόμενον, ἀκοπίατον, τροφῆς, ὕπνου καὶ πόσεως ἀνενδεές.» Καὶ ἡ μετάφραση: «Λέγει ὁ θεῖος ἀπόστολος· «σπείρεται σῶμα ψυχικόν», δηλαδὴ παχὺ καὶ θνητό, «ἐγείρεται
30
σῶμα πνευματικόν», ἄτρεπτο, ἀπαθές, λεπτό· γιατὶ αὐτὸ σημαίνει τὸ «πνευματικόν», ὅπως ἦταν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν ἀνάσταση ποὺ περνοῦσε κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, χωρὶς νὰ ὑπόκειται στὴν κόπωση καὶ χωρὶς νὰ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τροφή, ὕπνο καὶ νερό.» (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, 1983, σελ. 450‐451). Ἡ πνευματικὴ αὐτὴ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου, τὸ «πνευματικό» του σῶμα, εἶναι καρπὸς τῶν δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ πνοὴ ζωῆς, ποὺ καθιστᾶ τὴν ψυχὴ του «ζῶσα» καὶ ὄχι ἁπλῶς ψυχή. Μὲ τὴ χάρη τοῦ ζωοποιοῦ Πνεύματος ὁ ἄνθρωπος γίνεται κλῆμα τῆς μίας πνευματικῆς ἀμπέλου, τοῦ Χριστοῦ, ἀπ’ ὅπου τρέφεται καὶ παράγει «καρπὸν πολύν». Ὁ ὅσιος ἡσυχαστὴς Κάλλιστος Ἀγγελικούδης, ποὺ ἔζησε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα, ἔγραψε τὰ ἑξῆς σχετικά: «Τὸ ἅγιο καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα γίνεται πράγματι ψυχὴ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ζεῖ ὅπως ἁρμόζει νὰ ζεῖ ἡ λογικὴ καὶ θεόμορφη ψυχή. Ἂν ὅμως δὲν συνυπάρχει στὴν ψυχὴ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἢ ἂν δυστυχῶς πέταξε ἀπὸ αὐτή, τότε χάνεται καὶ ἡ θεομορφία καὶ ἡ πρέπουσα ζωὴ τῆς λογικῆς ψυχῆς, καὶ τὴ θέση τους παίρνει ἡ κτηνώδης ἢ καὶ ἡ θηριώδης κατάσταση. Μὲ τὴν ὑπερφυσικὴ μέθεξη τοῦ Πνεύματος, μὲ τὴ χάρη, ὁ νοῦς γίνεται μυστικὰ ἐφάμιλλος θεωρὸς μεγάλων πραγμάτων.» (Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν,1988,σελ.136‐137).Αὐτὸ ποὺ ἐδῶ χρήζει ὑπογραμ‐ μίσεως εἶναι ἡ ἑρμηνεία τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ μὲ τὴ ζωοποιό του χάρη γίνεται «ψυχὴ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου». Εἶναι, λοιπόν, τὸ Πνεῦμα ἡ ψυχὴ τῆς ψυχῆς μας, ἡ οὐσία τῆς πνευματικῆς μας παρουσίας, ἡ θεομορφία μας, ἡ «πρέπουσα ζωὴ τῆς λογικῆς ψυχῆς». Αὐτὸ εἶναι τὸ «πνευματικὸ σῶμα» μας, ποὺ μὲ τὴ βοήθεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ φθάνει σὲ διοράσεις καὶ προγνώσεις ὅσο ζοῦμε καὶ μετὰ θάνατο μᾶς ὁδηγεῖ στὴν αἰωνία μακαριότητα.
31
Τὸ περὶ ψυχῆς πρόβλημα ἀπασχόλησε πολλοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι ὑποστή‐ ριξαν θέσεις ὅμοιες μὲ ἐκεῖνες ποὺ δώσαμε προηγουμένως εἴτε σὲ γενικότερα ἔργα εἴτε σὲ εἰδικὲς πραγματεῖες. Ἡ παρουσίαση τῶν θεωριῶν αὐτῶν θὰ μᾶς ὁδηγοῦσε πολὺ μακριὰ καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τῆς μικρῆς αὐτῆς μελέτης. Ἀρκούμαστε μόνο στὸ νὰ τονίσουμε ὅτι σύμφωνα μ’αὐτὲς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνο ψυχοσωματικὴ ὀντότητα, ἀλλὰ καὶ πνευματική. Εἶναι σῶμα καὶ ψυχή, ἀλλὰ καὶ πνεῦμα. Ἡ ψυχὴ κατευθύνει καὶ ὁδηγεῖ τὸ σῶμα, δηλαδὴ τὴ φυσικὴ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ τὸ πνεῦμα, καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «ἀρδεύει καὶ ζωογονεῖ μὲ τὰ ρεῖθρα τῆς χάριτος ἅπασαν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν», προσδίδοντας σ’ αὐτὴν καὶ τὴ μεταφυσική της διάσταση. Τὸ πνεῦμα αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν πνοὴ καὶ τὸ «κράτος» τῶν κάτω καὶ τῶν ἄνω, τῶν γηίνων καὶ τῶν οὐρανίων, τῶν προσκαίρων καὶ τῶν αἰωνίων. Κι αὐτό, γιατὶ πηγὴ τοῦ πνεύματος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, «ἡ τῶν ὅλων κυριότης, τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον, ἡ ζωὴ τῶν πάντων».
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐπίσκοπος Νύσσης (335‐395 μ.Χ.) σὲ
ἕνα Διάλογο ποὺ εἶχε μὲ τὴν ἀδελφή του Μακρίνα περὶ Ψυχῆς καὶ Ἀναστάσεως, τὸν γνωστὸ ὡς «Τὰ Μακρίνια», βάζει στὸ στὸμα τῆς συνομιλήτριάς του, τῆς διδασκάλου ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ, τὸν ὁρισμὸ τῆς ψυχῆς. Μεταφέρω ἐδῶ τὸ σχετικὸ χωρίο: «Καὶ ἡ διδάσκαλος, ἄλλοι μὲν ἄλλως, φησί, τὸν περὶ αὐτῆς ἀπεφήναντο λόγον, κατὰ τὸ δοκοῦν ἕκαστος ὁριζόμενοι, ἡ δὲ ἡμετέρα περὶ αὐτῆς δόξα οὕτως ἔχει· Ψυχὴ ἐστιν οὐσία γενητή, οὐσία ζῶσα, νοερά, σώματι ὀργανικῷ καὶ αἰσθητικῷ δύναμιν ζωτικὴν καὶ τῶν αἰσθητῶν ἀντιληπτικὴν δι’ ἑαυτῆς ἐνιεῖσα, ἕως ἄν ἡ δεκτικὴ τούτων συνέστηκε φύσις». Καὶ ἡ μετάφραση: «Καὶ ἡ διδάσκαλος λέγει. Προσεπάθησαν διάφοροι, συμφώνως πρὸς τὰς
32
ἀντιλήψεις των ἕκαστοι, νὰ ὁρίσουν τὴν ψυχὴν κατὰ διαφόρους τρόπους. Ἡ ἰδική μας ἀντίληψις περὶ αὐτῆς εἶναι ἡ ἑξῆς: Ἡ ψυχὴ εἶναι κτιστὴ οὐσία, εἶναι οὐσία ζῶσα, νοερά, μεταδίδουσα ἀφ’ἑαυτῆς εἰς τὸ ὀργανικὸν καὶ αἰσθητικὸν σῶμα δύναμιν ζωτικὴν καὶ ἀντιληπτικὴν τῶν αἰσθητὼν, ἕως ὅτου ὁ δεκτικὸς τούτων σωματικὸς ὀργανισμὸς συγκροτεῖται.» (Γρηγορίου Νύσσης, 1979, σελ. 226‐229).
Συνεχίζοντας ὁ ἅγιος πατήρ «ἀναλαμβάνει τῇ διανοίᾳ» τὸν
ὁρισμὸν αὐτὸν καὶ τὸν καθιστᾶ περισσότερο σαφῆ ὁμιλώντας γιὰ τὴ σχέση τῆς ψυχῆς μὲ τὸ σῶμα, τὸν θάνατον καὶ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ὁ θάνατος χωρίζει τὸ σῶμα ἀπό τὴν ψυχὴ. Καὶ τὸ μὲν σῶμα ἀποσυντίθεται στὰ στοιχεῖα ποὺ τὸ συνθέτουν, κανένα ἀπὸ τὰ ὁποῖα δὲν χάνεται ἀλλὰ ἐπιστρέφει στὴν ἀνεξάρτητη φυσικὴ του κατάσταση, ἡ δὲ ψυχή, ὡς ἁπλὴ ποὺ εἶναι, μένει ἀναλλοίωτη, ἄφθαρτη, ἀθάνατη. «Κἄν πόρρωθεν ἀπ’ ἀλλήλων αὐτὰ ἡ φύσις ἀφέλκῃ διὰ τὰς ἐγκειμένας ἐναντιότητας, ἕκαστον αὐτῶν τῆς πρὸς τὸ ἐναντίον ἐπιμιξίας ἀπείργουσα, οὐδὲν ἧττον παρ’ ἑκάστῳ ἔσται, τῇ γνωστικῇ δυνάμει τοῦ οἰκείου ἐφαπτομένη καὶ παραμένουσα ἕως ἄν εἰς ταὐτὸν πάλιν ἡ τῶν διεστώτων γένηται συνδρομὴ πρὸς τὴν τοῦ διαλυθέντος ἀναστοιχείωσιν, ὅπερ ἀνάστασις κυρίως καὶ ἔσται καὶ ὀνομάζεται. Καὶ ἡ μετάφραση: «Καὶ ἄν ἡ φύσις τὰ τοποθετῇ τὸ ἕν μακρὰν τοῦ ἄλλου λόγῳ τῶν ἐμφύτων ἀντιθέσεών των, ἐμποδίζουσα ἕκαστον αὐτῶν νὰ ἀναμιχθῇ μὲ τὰ ἄλλα, οὐδὲν ἧττον ἡ ψυχὴ παραμένει εἰς ἕκαστον ἐξ αὐτῶν καὶ μὲ τὴν γνωστικὴν της δύναμιν προσεγγίζει ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἰδικά της, μέχρις ὅτου πάλιν τὰ χωρισμένα ἔλθουν εἰς ἕνωσιν διὰ νὰ ἀναστοιχειωθῇ τὸ διαλυθὲν σῶμα. Τοῦτο κυριολεκτικῶς εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον καὶ εἶναι καὶ ὀνομάζεται ἀνάστασις.» (Γρηγορίου Νύσσης, ὅπ.π., σελ. 284‐285). Ἐδῶ βρίσκεται ἡ βασικὴ Ὀρθόδοξη
33
διδασκαλία, τὸ θεμελιῶδες δόγμα τῆς πίστεώς μας, γιὰ τὴν ἑνιαία ψυχοσωματικὴ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία θὰ παραμείνει ἔτσι καὶ μετὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, συνεχί‐ ζοντας μιὰ νέα μορφὴ αἰώνιας ζωῆς. Σῶμα, λοιπὸν, καὶ ψυχὴ μαζὶ στὴν αἰωνιότητα, καὶ ὄχι μόνη της ἡ ψυχή, ὅπως πίστευαν οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι.
Συγκινημένος μάλιστα ἀπό τὴ συζήτηση πού ἔγινε πάνω
στὸ θέμα αὐτό, ὁ ἅγιος πατήρ τονίζει ὅτι τὰ ἐπιχειρήματα ποὺ παρουσιάσθηκαν, ὅσο ἁπλὰ κι ἄν φαίνονται, δὲν ἀπομακρύ‐ νονται καθόλου ἀπὸ τὴν ἀλήθεια., γι’αὐτὸ καλὸν εἶναι νὰ λέγονται καὶ νὰ ὑποστηρίζονται. «Ταῦτα οὕτως λέγεσθαί τε καὶ πιστεύεσθαι καλῶς ἔχει» (Γρηγορίου Νύσσης, ὅπ.π., σελ. 288‐ 289), γιατὶ ὁδηγοῦν στὸ δόγμα τῆς Ἀναστάσεως.
Στοὺς «ἄλλους», ἐκείνους δηλαδὴ ποὺ προσπάθησαν νὰ
ὁρίσουν τὴν ψυχήν, ὅπως προαναφέρθηκε, ἀσφαλῶς ἐντάσ‐ σονται καὶ οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι, οἱ «θύραθεν» σοφοί, μάλιστα δὲ ὁ Πλάτων καὶ ὁ Ἀριστοτέλης, ἀπό τὶς θεωρίες τῶν ὁποίων ὁ Γρηγόριος μόνον «τὸ χρήσιμον προσελάβετο ὅ,τι δὲ ἀνόητον ἀπεβάλετο». Ὁ βαρὺς ὅρος «ἀνόητον» ἀναφέρεται σὲ πᾶν ὅ,τι δὲν ἦταν σύμφωνο μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη, στὴν ὁποία κυριαρχεῖ τὸ μυστήριον τοῦ Λόγου καὶ ὄχι τὰ «φληναφήματα» τοῦ ὀρθοῦ λόγου. Ὁ λόγος τῆς πίστεως ὑπερτερεῖ τῶν ἐπιχει‐ ρημάτων τῆς λογικῆς. Αὐτὴ δὲν εἶναι θέση μόνο τοῦ Γρηγορίου ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε τὶς συμβουλὲς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου «πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων». Βέβαιο πάντως εἶναι ὅτι οἱ χριστιανοὶ διανοούμενοι ἐπεξεργάζονταν ὅσα «ὑλικὰ» ἐλάμβαναν «ἔξωθεν» καὶ τὰ ἔθεταν ἐντὸς τῶν πλαισίων τῶν χριστιανικῶν θεωριῶν τους. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὶς περὶ ψυχῆς ἀντιλήψεις τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης.
34
Δέχεται τὶς ἀπόψεις καὶ τῶν ἔξω καὶ τῶν ἔσω τῆς Ὲκκλησίας διανοουμένων, ἀλλὰ δὲν τὶς ἀντιγράφει οὔτε τὶς υἱοθετεῖ ἀκρίτως. Τὸν ἐνδιαφέρει πρωτίστως ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ὑπερά‐ σπιση τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (680‐749 μ.Χ.;), ποὺ
θεωρεῖται Πατέρας τῆς φιλοσοφικῆς θεωρίας τῆς Ἀνατολικῆς Ὲκκλησίας καὶ μέγιστος αὐτῆς ὑμνογράφος, μᾶς ἔδωσε τὸν ἑξῆς ὁρισμό: «Ψυχὴ τοίνυν ἐστὶν οὐσία ζῶσα ἁπλῆ, ἀσώματος, σωματικοῖς ὀφθαλμοῖς κατ’ οἰκείαν φύσιν ἀόρατος, λογική τε καὶ νοερά, ἀσχημάτιστος, ὀργανικῷ κεχρημένη σώματι καὶ τούτῳ ζωῆς αὐξήσεως τε καὶ αἰσθήσεως καὶ γεννήσεως παρεκτική, οὐχ ἕτερον ἔχουσα παρ’ ἑαυτὴν τὸν νοῦν, ἀλλὰ μέρος αὐτῆς τὸ καθαρώτατον (ὥσπερ γὰρ ὀφθαλμὸς ἐν σώματι, οὕτως ἐν ψυχῇ νοῦς), αὐτεξούσιος, θελητική τε καὶ ἐνεργητική, τρεπτὴ ἤτοι ἐθελότρεπτος, ὅτι καὶ κτιστή, πάντα ταῦτα κατὰ φύσιν ἐκ τῆς τοῦ δημιουργήσαντος αὐτὴν χάριτος εἰληφυῖα, ἐξ ἧς καὶ τὸ εἶναι καὶ τὸ φύσει οὕτως εἶναι εἴληφεν». Καὶ ἡ μετάφραση: «Ψυχὴ λοιπὸν εἶναι οὐσία ζῶσα, ἁπλή, ἀσώματη, ἀόρατη κατὰ τὴ φύση της στὰ σωματικὰ μάτια, λογικὴ καὶ νοερή, ἀσχημάτιστη, ἐνῶ χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανο τὸ σῶμα καὶ παρέχει σ’ αὐτὸ ζωὴ καὶ αὔξηση καὶ αἴσθηση καὶ γέννηση, χωρὶς νὰ ἔχει ἄλλο νοῦ στὴν περιοχή της, ἀλλὰ δικό της ὡς τὸ πιὸ καθαρὸ μέρος, (γιατὶ ὅπως εἶναι τὸ μάτι στὸ σῶμα, ἔτσι ὁ νοῦς στὴν ψυχή), αὐτεξούσια, θελητικὴ καὶ ἐνεργητική, τρεπτή, δηλαδὴ ἐθελότρεπτη, γιατὶ εἶναι καὶ κτιστή, ἀφοῦ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔχει πάρει κατὰ φύση ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ δημιουργοῦ της, ἀπὸ τὴν ὁποία πῆρε τὸ εἶναι καὶ τὸ κατὰ τὴ φύση της ἔτσι εἶναι.» (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ὅπ.π., σελ. 152‐153).
Πολύ ἀκριβὴς καὶ περιεκτικὸς εἶναι ἐπίσης ὁ ὁρισμὸς ποὺ
μᾶς ἔδωσε ὁ ὅσιος Νικήτας Στηθᾶτος, ὁ ὁποῖος ἔζησε γύρω στὸ
35
1030 μ.Χ. Γράφει: «Οὐσία δὲ ψυχῆς ἐστιν, ὡς καὶ ἄλλοις πεφιλοσόφηται κάλλιστα, ἁπλῆ, ἀσώματος, ζῶσα, ἀθάνατος, ἀόρατος, σωματικοῖς ὀφθαλμοῖς μηδαμῶς θεωρουμένη, λογική τε καὶ νοερά, ἀσχημάτιστος, ὀργανικῷ κεχρημένη σώματι καὶ παρεκτικὴ τούτῳ ζωῆς κινήσεως, αὐξήσεως, αἰσθήσεως καὶ γεννήσεως, νοῦν ἔχουσα μέρος αὐτῆς τὸ καθαρώτατον, πατέρα καὶ προβολέα τοῦ λόγου, αὐτεξούσιος φύσει, θελητική τε καὶ ἐνεργητικὴ καὶ τρεπτὴ ἤτοι ἐθελότρεπτος, ὅτι καὶ κτιστή.» (Χρήστου Παν., 1957, σελ. 64).
Σύμφωνα μὲ τοὺς ἑρμηνευτές, ὁ ἀναφερόμενος ἐδῶ
ἡγεμονικὸς ρόλος τοῦ νοῦ μᾶλλον ταυτίζεται μὲ τὸ Ὑπερεγώ καὶ ὄχι μὲ τὸ Ἐγώ τῆς ψυχαναλυτικῆς θεωρίας περὶ προσωπικό‐ τητας (Τσάμη Δ., ὅπ.π., σελ. 31). Καὶ «ὅπως ὁ Θεὸς δὲν νοεῖται κεχωρισμένος τῶν ὑποστάσεών του, οὕτω καὶ ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴν ψυχὴν εἶναι ἄτμητος τοῦ νοὸς καὶ τοῦ λόγου, τῆς μιᾶς φύσεως καὶ οὐσίας τῆς ἀπεριγράπτου τῷ σώματι.» (Τσάμη Δ., ὅπ.π., σελ. 28). Ἐπὶ τῆς γραμμῆς αὐτῆς κινούμενος ὁ Νικήτας Στηθᾶτος τονίζει «τὸ ἑνιαῖον καὶ ἀδιαχώριστον τῆς ψυχοσω‐ ματικῆς ἐν τῷ ἀνθρώπῳ συναφείας. Εἰς τοῦτο βεβαίως ἔχει ὡς ὁδηγὸν Ἰωάννην τὸν Δαμασκηνόν, βοηθεῖται ὅμως καὶ ἐκ τῆς ἐπιμόνου προσπαθείας του πρὸς συχέτισιν τῆς ἀνθρωπολογίας πρὸς τὴν χριστολογίαν.» (Τσάμη Δ., ὅπ.π., σελ. 38).
Οἱ προαναφερθέντες τρεῖς μακροσκαλεῖς ὁρισμοὶ τῆς
ψυχῆς, ὅμοιοι ἐν πολλοῖς στὴ γλῶσσα καὶ στὴν οὐσία, περιέχουν στοιχεῖα πολλά, ἐνδιαφέροντα καὶ δύσκολα γιὰ τοὺς μὴ εἰδικούς, στοὺς ὁποίους ὅμως δίδουν μία σαφὴ περιγραφὴ τῆς πνευματικῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου.
Παρόμοια στοιχεῖα γιὰ τὸν ὁρισμὸ τῆς ψυχῆς βρίσκομε
καὶ στὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (1296‐ 1359 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε μία ἀπό τὶς μεγαλύτερες θεολογικὲς
36
μορφὲς τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀρκούμαστε σ’ ἕνα μόνο σχετικὸ ἀπόσπασμα. Γράφει ὁ ἅγιος πατήρ: «Ἡ ψυχὴ καθενὸς ἀνθρώπου εἶναι καὶ ζωὴ τοῦ σώματος ποὺ ἐμψυχώνει καὶ ἔχει τὴ ζωοποιὸ ἐνέργεια σὲ σχέση πρὸς κάτι ἄλλο, πρὸς τὸ ὁποῖο ἐκδηλώνεται, δηλαδὴ πρὸς τὸ σῶμα ποὺ ζωοποιεῖται ἀπὸ αὐτήν. Ἔχει τὴ ζωὴ ὄχι μόνο ὡς ἐνέργεια, ἀλλά καὶ ὡς οὐσία, ἐπειδὴ ζεῖ καὶ καθ’ ἑαυτήν. Γιατὶ τὴ βλέπομε νὰ ἔχει λογικὴ καὶ νοερὴ ζωή, ἡ ὁποία εἶναι φανερὰ διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ σώματος καὶ ὅσων ἐνεργοῦνται διὰ τοῦ σώματος. Γι’αὐτὸ καὶ ὅταν διαλύεται τὸ σῶμα, δὲ διαλύεται μαζὶ κι αὐτή. Κι ὄχι μόνο δὲ διαλύεται μαζὶ μὲ τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ παραμένει ἀθάνατη, ἐπειδὴ ἡ ζωὴ ποὺ αὐτὴ ἔχει καθ’ ἑαυτὴν δὲν ἐκδηλώνεται ὡς πρὸς κάτι ἄλλο, ἀλλὰ ἀποτελεῖ τὴν οὐσία της.» (Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, 1987, σελ. 302‐303). Εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ ἀνάλυση τῶν προαναφερθέντων ὁρισμῶν θὰ μᾶς ἔφερνε σὲ πεδία καθαρῶς θεολογικὰ καὶ ὄχι ψυχολογικά. Τὸ ἔργο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀναλάβουν ἄλλοι πιὸ εἰδικοὶ ἀπὸ ἐμᾶς. Ἐδῶ ἀρκούμαστε στὴν ἁπλὴ παράθεσή τους, μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι προσθέτουν πολλὰ στὸ οἰκοδόμημα τῆς μελέτης μας αὐτῆς.
Ἀνακεφαλαιώνοντας καὶ κλείνοντας, ἐπιθυμοῦμε νὰ
τονίσουμε ὅτι θελήσαμε νὰ ἑρμηνεύσουμε μία βασικὴ ἐπιστη‐ μονικὴ ἔννοια, τὴν «ψυχή». Τὸ πρίσμα κάτω ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἴδαμε τὴ βασικὴ αὐτὴ ἔννοια ἦταν ψυχολογικὸ καὶ κατ’ ἐπέκταση φιλοσοφικὸ καὶ θεολογικό. Αὐτὸ ποὺ προέκυψε, χωρὶς ἀμφιβολία, εἶναι ὅτι ὅσα ἡ κοινὴ γνώμη πιστεύει γιὰ τὴν ψυχὴ δὲν συμφωνοῦν μὲ ὅσα ἐπιστημονικὰ ἔχομε σήμερα στὴ διάθεσή μας. Γιὰ τοὺς ψυχολόγους ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ δέσμη τῶν λειτουργιῶν ποὺ συνδέουν τὸ ἄτομο μὲ τὸν περιβάλλοντα κόσμο. Φυσικά, κάτι τέτοιο δὲν τὸ δέχονται οὔτε
37
οἱ φιλόσοφοι οὔτε οἱ θεολόγοι, γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ ψυχὴ εἶναι ὀντότητα αὐθυπόστατη μὲ ὁρισμένα εὐδιάκριτα χαρακτη‐ ριστικά. Προσωπικὰ πιστεύομε ὅτι ὅσα ἡ ἐπιστήμη τῆς Ψυχολογίας μᾶς διδάσκει θὰ μποροῦσαν νὰ τύχουν ἑνὸς εὐρύτερου καὶ βαθύτερου φιλοσοφικοῦ καὶ θεολογικοῦ προβληματισμοῦ ὄχι τόσο σὲ ἐπίπεδο ἐρευνητικό, ἀλλὰ σὲ ἐπίπεδο προσωπικό, ἀτομικό. Διαφορετικὰ θὰ λέγαμε ὅτι ὅσα μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα, «τὰ ἐν λόγῳ», ἀφήνουν ἕνα ἀξιόλογο ὑπόλοιπο, τὸ ὁποῖο χρειάζεται περαιτέ‐ ρω διερεύνηση. Φυσικὰ τὸ ἔργο αὐτὸ ἐξέρχεται τῶν ὁρίων τῆς ἐπιστήμης καὶ προσδιορίζεται ἀπὸ χαρακτηριστικὰ «ὑπέρλο‐ γα», ὄχι ὅμως παράλογα. Γιατί, ὅταν ὁ λόγος λαχανιάζει, τὴ σκυτάλη τῶν ἐρευνητικῶν ἀναζητήσεων παίρνουν ἄλλες πνευματικὲς δυνάμεις, ἱκανὲς νὰ ἀποκαλύψουν ὅσα ἀδυνατοῦν νὰ συλλάβουν οἱ αἰσθήσεις καὶ ὁ νοῦς. Τότε ἡ ἔρευνα ἀπὸ ὑλικὴ καὶ ψυχικὴ γίνεται πνευματική. Εἶναι τότε ποὺ ὁ ψυχοσω‐ ματικὸς ἄνθρωπος γίνεται πνευματικός, ἱκανὸς νὰ ἐλευθερώ‐ νεται ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς φυσικῆς του ὑπόστασης καὶ νὰ κινεῖται ἐλεύθερα σὲ χώρους ἀνώτερους. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἔργο ὑπέρβασης δύσκολο, ἀλλὰ ὄχι ἀκατόρθωτο. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἔργο ποὺ χρειάζεται «Φῶς» καὶ ὄχι «φῶτα».
38
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Adler A.,Connaissance de l’ homme, tr. fr. J. Marty, Paris, Payot, 1968. Ἀνδρούτσου Χρ., Λεξικὸν τῆς Φιλοσοφίας, Θεσσαλονίκη, Ρηγόπουλος, 1965. Ἀπομνημονεύματα Ξενοφῶντος. Ἀριστοτέλους, Περὶ ψυχῆς. Μετὰ τὰ Φυσικά.Περί ζώων γενέσεως. Βασιλειάδου Ν., Τὸ Μυστήριον τοῦ θανάτου, Ἀθῆναι, Ὁ Σωτήρ, 1980. Βορέα Θ., Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Φιλοσοφίαν, Ἀθῆναι, Ο.Ε.Δ.Β.,1972. Γρηγορίου Νύσσης, Ἅπαντα τὰ ἔργα,1,Δογματικὰ Α΄. Εἰσαγωγή, κείμενον, μετάφραση σχόλια ὑπό Ἀθηναγόρου Κοκκινάκη, Θεσσαλονίκη, Πατερικαὶ, Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», 1979. Freud S., Essais de Psychanalyse, tr. fr. A. Hesnard, Paris, Payot, 1970. Ζαμπετάκη Ἐ.,Ἡ ψυχὴ κατὰ Πλάτωνα καὶ αἱ ἐπ’ αὐτοῦ ἐπιδράσεις, Ἐπιστημονικὸ Βῆμα τοῦ Διδασκάλου,1970, 9‐10, 139. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, μετ. Ν.Ματσούκα, Θεσσαλονίκη, Π. Πουρναρᾶς, 1983. Jacobi J., La psychologie de C.G. Jung, tr. fr. V. Baillods, Genève, Edit. Du Mont‐Blanc, 1964. Jung C., L’ homme à la découverte de son âme, Paris, Payot, 1962. Καλλιάφα Σπ., Τὸ περὶ ψυχῆς πρόβλημα, Ἀθῆναι 1938. Καλλιάφα Σπ., Ἀνθρωπολογικαὶ μελέται, Ἀθῆναι, Χ.Ε.Ε.Λ., 1957. Κρασανάκη Γ., Σύντομο Φιλοσοφικὸ Ὁδοιπορικό, Ἀθήνα 1984. Κοροντζῆ Π., Ἡ Ψυχολογία ὡς ἐπιστήμη τῆς ψυχῆς, Ἀθῆναι, Χ.Ε.Ε.Λ.,1967.
39
Lagache D., Ἡ Ψυχανάλυση, μετ. Γ. Ζωγραφάκη, Ἀθήνα, Ζαχαρόπουλος, χ.χ. Λυκομήτρου Κ., Σύγχρονες Ψυχολογικὲς Σχολές, Ἀθήνα 1967. Παλαιολόγου Γ., Ἡ ἀντίθεσις ἐν τῇ ψυχολογικῇ ἐρεύνῃ, Ἀθῆναι, Σιδέρης, 1949. Πλάτωνος Φαίδων, 63c. Rattner J., Ἀτομικὴ Ψυχολογία, Εἰσαγωγὴ στὴ θεωρία τῆς Ψυχολογίας τοῦ βάθους τοῦ Ἄλφρεντ Ἄντλερ, μετ. Γ. Βαμβαλῆ, Ἀθήνα, Μπουκουμάνης, 1970. Russel B., Οἱ Προσωκρατικοί, μετ.Α.Χουρμουζίου, Ἀθήνα, χ.χ. Τατάκη Β., Ὁ Σωκράτης‐Ἡ ζωή του, ἡ διδασκαλία του, Ἀθῆναι, Ἀστήρ, 1975. Τρεμπέλα Π., Ἡ Καινὴ Διαθήκη μετὰ συντόμου ἑρμηνείας, Ἀθήνα, Ὁ «Σωτήρ»,1974. Τσάμη Δ., Ἡ τελείωσις τοῦ ἀνθρώπου κατὰ Νικήταν τὸν Στηθᾶτον, Θεσσαλονίκη, Πατριαρχικὸν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, 1971. Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, μετ. Ἀ.Γ.Γαλίτη, τόμοι Δ΄καὶ Ε΄, Θεσσαλονίκη,Τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, 1986‐1988. Χρήστου Παν., Νικήτα τοῦ Στηθάτου Ἀνέκδοτα Μυστικὰ συγγράμματα:Εἰσαγωγὴ‐ Λόγος περὶ ψυχῆς, Θεσσαλονίκη, Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο,1957.
40
Ἀρχιμ. Γρηγόριος Δ. Παπαθωμᾶς Καθηγητής τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΟΜΟΠΤΩΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΑΡΧΙΑΣ (Οἱ τέσσερεις ὁμόπτωτες ἀντικανονικές ἀποκλίσεις συνεδαφικότητας, πού ἐκμηδενίζουν τήν Ἐκκλησία)
Ἡ ἐκκλησιακή συνεδαφικότητα καί ἡ ἐκκλησιαστική πολυαρχία συνιστοῦν γιά τήν Κανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλη‐ σίας δύο ταυτόσημες καί ἀμοιβαῖα διαδοχικές ἐκκλησιο‐κανο‐ νικές ἀποκλίσεις, πού ἀναιροῦν τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία καί ἀλλοιώνουν τήν ὑπόστασή της. Πρόκειται γιά ἕναν διπρόσωπο ἱστορικό πειρασμό, ὁ ὁποῖος ἀπειλοῦσε ἀλλοτριωτικά τήν Ἐκκλησία ἀπό τά πρῶτα κιόλας ἱστορικά της βήματα καί τόν ὁποῖο ἀντιμετώπισε σέ διάφορες ἐποχές (4ος‐7ος αἰ.) καί μέ διάφορους τρόπους, κυρίως συνοδικά, ὅταν αὐτός ἀποκτοῦσε ὁρατή μορφή καί ἐκδηλωνόταν ἀναιρετικά γιά τήν ὑπόσταση καί ὕπαρξη μιᾶς τοπικῆς ἤ κατά τόπον Ἐκκλησίας. Θά εἶχε ἱστορικο‐κανονικό ἀλλά καί ἐπίκαιρο ἐνδιαφέρον νά διερευνή‐ σουμε τό δίδυμο αὐτό ζήτημα, πού ταλανίζει τήν Ἐκκλησία στόν σύνολο ἱστορικό της βίο καί νά ἀναδείξουμε τούς κορυφαίους λόγους, πού τήν καθιστοῦν ἐγρηγοροῦσα, καθώς τό ζήτημα αὐτό ταλανίζει ἐπίσης τήν Ἐκκλησία κυρίως σήμερα, ὅσο ποτέ ἄλλοτε, σέ ὅλες τίς γεω‐κανονικές ἐκφάνσεις της.
41
Ὁ
ὁρισμός
τῆς
ἐκκλησιαστικῆς
Ἐκκλησιακῆς
πολυαρχίας:
συνεδαφικότητας
«Δύο
Ἐπισκοπές,
καί δύο
Μητροπόλεις, δύο κατά τόπον Ἐκκλησίες, δύο ἀνά τήν Οἰκουμένην
Ἐκκλησίες,
στό
ἴδιο
γεωεκκλησιαστικό
ἔδαφος» (κ. 8/Α΄, 12/Δ΄, 39/Πενθέκτης καί 57/Καρθαγένης‐ 56/Πενθέκτης, ἀντίστοιχα). Μετά τήν δεκαετία τοῦ ᾿90, καί συγκεκριμένα ἀμέσως μετά τήν πτώση τοῦ τείχους τοῦ Βερολίνου (1990), πού σήμανε εὐρύτερες εὐρωπαϊκές γεωγραφικές ἑνοποιήσεις, ἄρχισε νά ἐμφανίζεται μία ἔκδηλη πολυκανονικότητα, μία πρισματική κανονικότητα στούς κόλπους τῶν Ὀρθοδόξων κατά τόπους Ἐκκλησιῶν. Τό ὁμότροπον τῆς Κανονικῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας τῶν δύο χιλιετιῶν ἐμφανίζεται νά ὀπισθοχωρεῖ μπροστά στήν ἀδόκιμη ἐπιλογή μιᾶς πολυεδρικῆς μορφῆς κανονικότητας καί ἑτεροκεντρισμένης πρακτικῆς Κανονικοῦ Δικαίου, πού μοιραῖα διαχέεται στίς ἐθνο‐πολιτιστικές ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν καί τῶν πολιτειακῶν σκοπιμοτήτων. Ἡ πρισματική αὐτή ἐμφάνιση ἀσφαλῶς ἔχει τά παθογόνα αἴτιά της. Ὡστόσο, ὅμως, καί οἱ συνέπειές της δέν εἶναι ἄμοιρες (συν)εὐθυνῶν, ὅταν κυρίως οἱ Ὀρθόδοξες Ἐθνικές Ἐκκλησίες – ὅπως συνέβαινε προγενέστερα καί συνεχίζει νά συμβαίνει μέ τήν Ρωμαιοκαθολική καί τίς Προτεσταντικές Ἐκκλησίες– ὄχι ἁπλῶς υἱοθετοῦν ἀλλά καί θεσμοθετοῦν τέτοιες ἀποκλίνουσες ἐκκλησιο‐κανονικές καταστάσεις. Ἡ Κανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας (1ος‐9ος αἰώνας), πού ἀναπτύχθηκε ὁμόκεντρα σέ σύνολη τήν κανονοθεσία της, ἐπισημαίνει μέ τρόπο διαχρονικό καί ὁμότροπο τέσσερεις ἀντιεκκλησιολογικές, καί ὡς ἐκ τούτου ἀντικανονικές, ἀπο‐
42
κλίσεις πού ἔχουν λάβει προσφάτως, ὅσο ποτέ ἄλλοτε, πολύ κεντρική θέση στό ἐκκλησιακό γίγνεσθαι καί πού ἐκμηδενίζουν καί καταργοῦν οὐσιαστικά τήν Ἐκκλησία, ἔχοντας ὡς κοινό τους παρονομαστή ἀποκλίσεως τήν συνεδαφικότητα, μέ πολλαπλές ἄμεσες ἀντικανονικές συνέπειες, ὅπως τήν ἐπισκοπική συνδικαιοδοσία, τήν ἐκκλησιαστική πολυαρχία καί τήν τοπο‐γεωγραφική πολυδικαιοδοσία. Οἱ τέσσερεις αὐτές ἀποκλίσεις, ὅπως ἐντοπίσθηκαν, ἐπισημάνθηκαν καί καταδι‐ κάσθηκαν συνοδικῶς ἀπό τήν Κανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι οἱ ἑξῆς: Οἱ ἐκκλησιο‐κανονικές ἀποκλίσεις συνεδαφικότητας καί πολυαρχίας, ὅπως ἐπισημαίνονται ἀπό τήν Κανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας
1. Δύο Ἐπισκοπές στόν ἴδιο τόπο ‐ Ἐπισκοπική πολυαρχία (κ. 8/Α΄‐325), 2. Δύο Μητροπόλεις στόν ἴδιο τόπο ‐ Μητροπολιτική πολυαρχία (κ. 12/Δ΄‐451), 3. Δύο κατά τόπον Ἐκκλησίες στόν ἴδιο τόπο ‐ Ἐκκλησιακή πολυαρχία (κ. 39/Πενθέκτης‐691), 4. Δύο ἀνά τήν Οἰκουμένην Ἐκκλησίες στόν ἴδιο Πλανήτη ‐ Ὑφηλιακή Ἐκκλησιακή πολυαρχία (κ. 57/Καρθαγένης‐419 καί 56/Πενθέκτης‐ 691).
Ἄς ἐξετάσουμε ἀναλυτικώτερα τίς συνοδικές ἐπιση‐ μάνσεις ἐκκλησιο‐κανονικοῦ ἑτεροκεντρισμοῦ καί ἀποκλί‐ σεων, ὅπως αὐτές ἀποτυπώθηκαν στά συνοδικά κείμενα καί ἀποκρυσταλλώθηκαν στήν Κανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλη‐ σίας ἀνά τούς αἰῶνες. Καί οἱ συνοδικές αὐτές ἐπισημάνσεις ἐπικεντρώνονται μέ τρόπο ad hoc καί μέ τρόπο μή ad hoc στό
43
ἐκκλησιο‐κανονικό πρόβλημα πού περιγράφει ὁ νεολογισμός τῆς ἐκκλησιακῆς συνεδαφικότητας. 1) Ἐπισκοπική, 2) Μητροπολιτική, 3) Αὐτονομιακή, Αὐτοκεφαλιακή‐Πατριαρχική, Πατριαρχική καί 4) Ὑφηλιακή ἐκκλησιακή συνεδαφικότητα Ἡ χρονολογική διαχρονική διάταξη καί παρουσίαση, καί μάλιστα σέ ὁμόκεντρη προοπτική, τοῦ ὁμώνυμου αὐτοῦ προβλήματος φανερώνει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἦλθε καί ἐπανῆλθε ἐπί τοῦ συγκεκριμένου ἀντιεκκλησιολογικοῦ καί ἀντικανονικοῦ προβλήματος. Θά πρέπει νά γίνει ἐδῶ μία πρώτη διευκρίνιση ἐκκλησιολογικῆς μορφῆς, γιά νά ὑπάρξει συναντίληψη στήν ἀπόπειρα ἐπισήμανσης τῶν πτυχῶν καί τῶν ἐκφάνσεων τοῦ ὁμόκεντρου
καί
σύμπλοκου
αὐτοῦ
ἐκκλησιο‐κανονικοῦ
προβλήματος. Γίνεται κατ’ ἀρχάς μία ἀδιάκριτη πυκνή χρήση τῶν κανονικῶν ὅρων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν σαφῶς διακριτή ἐκκλησιακή ὑπόσταση: α) «Τοπική Ἐκκλησία» (Ἐπισκοπή), β) «κατά
τόπον
Ἐκκλησία»
(Πατριαρχεῖο,
Αὐτοκέφαλη‐
Πατριαρχική Ἐκκλησία, Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, Αὐτόνομη Ἐκκλησία, Ἡμιαυτόνομη Ἐκκλησία, Μητρόπολη [τοῦ Μητροπο‐ λιτικοῦ Συστήματος]), αὐτήν πού πολύ λανθασμένα σήμερα Ρωμαιοκαθολικοί καί Ὀρθόδοξοι ἀποκαλοῦμε «ἐπί μέρους Ἐκκλησία» (sic), καί γ) «ἀνά τήν Οἰκουμένην Ἐκκλησία», καί προκαλεῖται σύγχυση στόν προσδιορισμό τῆς κατά περίπτωση Ἐκκλησίας καί πολύ περισσότερο στήν ἀνάδειξη τῶν ὑφιστα‐ μένων ἐκκλησιο‐κανονικῶν προβλημά‐των, τά ὁποῖα, ἀντί νά ἐπιλυθοῦν, γίνονται ἔτι καί ἔτι σύμπλοκα στήν προσέγγιση καί
44
τήν ἀπόπειρα ἐπίλυσής τους. Οἱ δύο πρῶτες κατηγορίες Ἐκκλησιῶν προσδιορίζονται ἀδιάκριτα μέ τόν ὅρο «Τοπική Ἐκκλησία», προκαλώντας ἐκκλησιο‐κανονικές, μεθοδολογικές καί (ἐπι)κοινωνιακές συγχύσεις, ἐνῶ ἡ τρίτη κατηγορία ἀγνοεῖται συστηματικά (καί σκόπιμα;), ἀντικαθιστάμενη ἀπό τόν ἐκκλησιολογικῶς αὐθαίρετο καί κανονικῶς ἄγνωστο ὅρο (conceptio) «Παγκόσμια Ἐκκλησία». Ἔχουμε, ἑπομένως, νά ἐξετάσουμε τό ὑφιστάμενο ἐκκλησιο‐ κανονικό πρόβλημα σέ τρεῖς –ἄς ποῦμε– κατηγορίες Ἐκκλησιῶν (1. Τοπική Ἐκκλησία, 2. Κατά τόπον Ἐκκλησία καί 3. Ἀνά τήν Οἰκουμένην Ἐκκλησία) καί σέ τέσσερα διαφορετικά ἐ‐ πίπεδα (1. Ἐπισκοπικό, 2. Μητροπολιτικό‐Ἡμι‐αυτονομιακό, 3. Αὐτονομιακό, Αὐτοκεφαλιακό‐Πατριαρχικό, Πατριαρχικό καί 4. Ὑφηλιακό). Ἐπειδή, ὅμως, τά ἐπίπεδα (2) καί (3) τυγχάνουν ὁμοειδῆ, θά μποροῦσαν νά συνταχθοῦν σέ μία κατηγορία, καί, γιά νά διευκολύνουμε τήν παρακολούθηση τοῦ θέματος, νά τά συνοψίσουμε καί νά καταλήξουμε στήν ἑξῆς ἀντιστοιχία, ὅπως ἐμφαίνεται στόν παρακάτω συνοπτικό πίνακα:
Κατηγορίες Ἐκκλησιῶν ‐ Ἐπίπεδα ἐκκλησιακῆς πολυαρχίας
1. Τοπική Ἐκκλησία → Ἐπισκοπή ♦ Μητρόπολη, Ἡμι‐αυτόνομη Ἐκκλησία 2. Κατά τόπον Ἐκκλησία → ♦ Αὐτόνομη, Αὐτοκέφαλη, Αὐτοκέφαλη‐ Πατριαρχική Ἐκκλησία ♦ Πατριαρχεῖο (τοῦ Συστήματος τῆς Πενταρχίας) 3. Ἀνά τήν Οἰκουμένην Ἐκκλησία → Ὑφήλιος
45
Ἄς σημειωθεῖ, ἐπίσης, ἐδῶ καί κάτι, τό ὁποῖο σχετίζεται οὐσιαστικά μέ τήν παραπάνω ἐννοιολογική διάκριση καί μᾶς ἐνδιαφέρει καί ἑρμηνευτικά γιά τήν προσέγγιση τοῦ ἐν λόγῳ ζητήματος. Ἡ «καθολική Ἐκκλησία» τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως τῆς Θ. Λειτουργίας («Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστο‐ λικήν Ἐκκλησίαν») εἶναι ἡ Τοπική Ἐκκλησία‐Ἐπισκοπή, ὅπου ὁ καθείς εὑρίσκεται τήν στιγμή τῆς Λειτουργικῆς Συνάξεως, τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ συστατικό χάρισμα‐μέλος, καί ὄχι, ὅπως λανθασμένα λέγεται, ἡ ἀνά τήν Οἰκουμένην ἤ ἡ «Παγκόσμια» (sic) Ἐκκλησία. Καί εἶναι ἡ Τοπική Ἐκκλησία πράγματι ἡ μόνη ἐκκλησιολογικά ὑπαρκτή. Αὐτή συνιστᾶ θεσμό στήν Ἐκκλησία. Οἱ ἄλλες μορφές Ἐκκλησίας (Ἐπαρχιακή Ἐκκλησία‐Μητρόπολη, Αὐτόνομη Ἐκκλησία, Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, Αὐτοκέφαλη‐ Πατριαρχική Ἐκκλησία, Πατριαρχεῖο) ἀποτελοῦν Συστήματα θεσμῶν, κανονικά συστήματα Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, πού ἀντα‐ ποκρίνονται σέ γεωγραφικές, ποιμαντικές καί πρακτικές ἀνά‐ γκες τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσο δέ γιά τήν «Παγκόσμια Ἐκκλησία», αὐτή εἶναι παντελῶς ἄγνωστη στήν Κανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί ὡς ὀντότητα καί ὡς ἀναφορά. Ἀποτελεῖ μετα‐ κανονική ἐπινόηση τῆς δεύτερης χιλιετίας, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω. Ἔτσι, μετά ἀπό τίς διευκρινίσεις αὐτές, μποροῦμε νά προσεγγίσουμε τά τέσσερα ὁμόπτωτα ἐπίπεδα τῆς ἀντιεκ‐ κλησιολογικῆς πολυαρχίας, πού ἐκμηδενίζουν οὐσιαστικά τήν Ἐκκλησία στήν ὅποια γεω‐κανονική της ἔκφανση.
46
1. Δύο Ἐπισκοπές στόν ἴδιο τόπο ‐ Ἐπισκοπική πολυαρχία (κ. 8/Α΄‐325) Ὅσοι καταπιάσθηκαν μέ τό ζήτημα αὐτό (βλ. J. Meyendorff 1, J. Gaudemet 2), σταμάτησαν τήν σημαντική κριτική τους παρέμβαση σέ αὐτό τό πρῶτο (ἐπισκοπικό) ἐπίπεδο τῆς ἐκκλησιαστικῆς πολυαρχίας. Τό ὁμόκεντρο πρόβλημα, ὅμως, ἐπεκτείνεται, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω, καί σέ ἄλλα ἐπίπεδα (μητροπολιτικό, αὐτοκεφαλιακό‐πατριαρχικό, πατριαρχικό καί ὑφηλιακό ἐκκλησιακό), καθ’ ὅτι ἐμφανίσθηκαν ἀποκλίσεις ἀκριβῶς μετά τήν σύσταση αὐτῶν τῶν συνοδικῶν ἐκκλησιο‐ κανονικῶν συστημάτων καί ὑποχρεώθηκε ἡ Ἐκκλησία νά ἐπανέλθει πολλάκις καί νά παρέμβει συνοδικῶς. Εἰδικά γι’ αὐτό τό πρῶτο ἐπίπεδο ἐπισκοπικῆς συνεδα‐ φικότητας καί πολυαρχίας, ἡ Ἐκκλησία ἐπιλήφθηκε ἐπανει‐ λημμένα μέ πολλούς τρόπους καί κυρίως μέ συνοδικές ἀποφάσεις καί κανόνες. Πράγματι, πολυάριθμοι εἶναι οἱ ἱεροί κανόνες πού ἀπαιτοῦν ἀποτροπή ἀπό αὐτό τό φαινόμενο καί δέν ἐπιτρέπουν νά ὑπάρχουν περισσότεροι τοῦ ἑνός ἐπίσκοποι στήν ἴδια ἐκκλησιαστική ἐπαρχία. Ἀναφέρονται δειγματο‐ ληπτικά οἱ κανόνες 34, 35 καί 38 τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων (2ος‐ 3ος αἰ.), 18 τῆς Τοπικῆς Συνόδου τῆς Ἀγκύρας (314), 8 τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325), 9, 13, 16, 21 καί 22 τῆς Τοπικῆς Συνόδου τῆς Ἀντιόχειας (341), 3 καί 11 τῆς Τοπικῆς Συνόδου τῆς Σαρδικῆς (343), 2 τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (381), 12 τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451), 20 καί 39 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς ἐν Τρούλλῳ (691), 16 τῆς 1 J. MEYENDORFF, «One Bishop in One City (Canon 8, First Ecumenical Council)», in St Vladimir’s Seminary Quarterly, τεῦχ. 5, nos 1‐2 (1961), σελ. 54‐62 ; IDEM, Orthodoxie et Catholicité, Παρίσι 1965, σελ. 99‐108. 2 J. GAUDEMET, Le gouvernement de l’Église à l’époque classique [IIe partie, Le gouvernement local], τ. VIII, τεῦχ. 2, Παρίσι 1979, σελ. 124. 47
Πρωτοδευτέρας Τοπικῆς Συνόδου (861). Οἱ κανόνες ἐδῶ τίθενται κατά χρονολογική τάξη, γιά νά διαφανεῖ καλύτερα τό χρονικό εὗρος (2ος‐9ος αἰ.), πού καλύπτουν τόσο αὐτοί ὅσο καί τό διακτινισμένο μέσα στούς αἰῶνες ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας γιά τό σύμπλοκο αὐτό ζήτημα. Τό χρονικό αὐτό εὗρος συμπίπτει οὐσιαστικά μέ τό χρονικό διάστημα τῶν ὀκτώ αἰώνων κανονοθεσίας τῆς Ἐκκλησίας (2ος‐9ος αἰ.). Τέλος, καί γιά τό ζήτημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς «Διασπορᾶς», τῶν πολυρι‐ τουαλιστικῶν (Ρωμαιοκαθολικοί), πολυομολογιακῶν (Προτε‐ στάντες) καί πολυεθνοφυλετικῶν (Ὀρθόδοξοι) ὑπερόριων περιοχῶν, τό ἀντιεκκλησιολογικό φαινόμενο τῆς ἐπισκοπικῆς πολυαρχίας ἕνας σύγχρονος κανονολόγος τό ἀποκαλεῖ «πολυκέφαλο τέρας»: «Δέν μποροῦμε νά ἔχουμε παρά μόνον ἕναν ἐπίσκοπο στήν κεφαλή τῶν σύμμικτων ἐπισκοπῶν [῾῾Διασπορά!᾿᾿], διότι ἕνα σῶμα μέ πολλές κεφαλές θά ἦταν ῾῾ἕνα τέρας᾿᾿» 3... Καί στό σημεῖο αὐτό, τό πολύκροτο ἐπιχείρημα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας γιά τήν ἐκκλησιολογικά ἀνύ‐ παρκτη τελικά «Διασπορά» καί τῆς ἀτέρμονης μεταβατικῆς ἀνοχῆς δέν μπορεῖ ἐκκλησιο‐κανονικά νά εὐσταθεῖ, διότι παραμένει ἄγνωστο ὄχι μόνον ὡς ἐπιχείρημα, ἀλλά κυρίως ὡς ἐκκλησιαστική πράξη στήν Κανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετίας. Ἡ Εὐχαριστία, ἡ ὁποία εἶναι συνδεδεμένη μέ τήν πραγμάτωση τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας‐Σώματος Χριστοῦ σέ κάθε τόπο, δέν δύναται νά εἶναι κατ’ οἰκονομίαν Εὐχαριστία, διότι δέν νοεῖται κατ’ οἰκονομίαν Σῶμα Χριστοῦ, δηλ. Χριστός κατά ἐκκλησιαστική ἀνοχή καί συγκατάβαση. 3 «Il ne peut y avoir qu’un seul évêque à la tête de ces diocèses bigarrés, car un corps à plusieurs têtes serait ῾῾un monstre᾿᾿»· J. GAUDEMET, Le gouvernement de l’Église à l’époque classique…, op. cit., σελ. 124. 48
2. Δύο Μητροπόλεις στόν ἴδιο τόπο ‐ Μητροπολιτική πολυαρχία (κ. 12/Δ΄‐451) Τό ὑπό ἐξέταση ἐκκλησιο‐κανονικό πρόβλημα δέν εἶναι μόνον οἱ συνυπάρχοντες ἐπίσκοποι σέ μία πόλη καί σέ ἕναν κοινό τόπο, οἱ ὁποῖοι προξενοῦν μέ αὐτόν τόν τρόπο ἐκκλησιακή πολυκεφαλία Ἴδιο ὁμόκεντρο πρόβλημα συνιστοῦν καί τά ἀλληλοεπικαλυπτόμενα γεωεκκλησιακά ἐδάφη, πού αὐτοί οἱ ἐπίσκοποι μέ τήν θεσμική τους παρουσία ἐκεῖ ἀντιπροσωπεύουν. Διότι, οἱ ἐπίσκοποι, ὡς ἕνα ἀπό τά τέσσερα συστατικά χαρίσματα τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας (Ἅγ. Ἱππόλυτος Ρώμης 4), ἐκκλησιολογικά δέν ἀποτελοῦν ἀτομικότητες, ἀλλά συνιστοῦν ἀνακεφαλαιωτικές συλλογικές προσωπικότητες καί ἀνακεφαλαιώνουν γιά τόν λόγο αὐτό τίς Τοπικές τους Ἐκκλησίες ἤ, ἐάν πρόκειται γιά Μητροπολίτες (ἐπισκόπους [τοῦ Μητροπολιτικοῦ Συστήματος]), αὐτοί ἐκπροσωποῦν κανονικά κατά τόπον Ἐκκλησίες, ὄντες «κανονική ἀρχή» τους... Πάνω στήν πτυχή τοῦ ὁμόκεντρου αὐτοῦ ζητήματος, θά μποροῦσε νά ἀναφερθοῦν δειγματοληπτικά, ἀκριβῶς γιατί ἰσορροποῦν πλήρως, οἱ ad hoc κανόνες 34 τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων (2ος‐3ος αἰ.), 9 καί 16 τῆς Τοπικῆς Συνόδου τῆς Ἀντιόχειας (341), 2 τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (381) καί 12 τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451). Καί τό πρόβλημα συνίσταται σέ αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο: Ἀντικανονική συνύπαρξη ἐπισκόπων στήν ἴδια πόλη σημαίνει πολλές ἀντιεκκλησιολογικές καταστάσεις ταυτόχρονα, ἀλλά σημαίνει κατά βάση γεωεκκλησιακή ἀλληλοεπικάλυψη καί ὡς 4 Στό ἔργο του «Ἀποστολική Παράδοση»∙ βλ. B. BOTTE, La Tradition apostolique de Saint Hippolyte (Essai de reconstitution), Münster, Aschendorffsche Verlagsbuchhandlung, LQF ‐ Band 39, 1989, 132 p. (πρβλ., ἐπίσης, S. C. 11 bis). 49
ἐκ τούτου συνεδαφικότητα, κάτι πού γεννᾶ αὐτόματα ὄχι τήν ἑτερότοπη κανονική ἐκκλησιακή πολυκεντρικότητα, ἀλλά τήν ὁμότοπη ἀντικανονική ἐκκλησιαστική πολυαρχία καί, κατ’ ἐπέκταση, τήν «σύγχυση τῶν Ἐκκλησιῶν» (κ. 2/Β΄). Τέτοια περί‐ πτωση εἶναι τό Παρίσι γιά τούς Ὀρθοδόξους, μέ συνύπαρξη ἕξι Μητροπολιτῶν καί μέ ἕξι ἀλληλοεπικαλυπτόμενες ταυτώνυμες γεω‐εκκλησιακές δικαιοδοσίες, δημιουργώντας τό ἀπαράδεκτο ἐκκλησιο‐κανονικά φαινόμενο ὕπαρξης ὄχι δύο ἀλλά μιᾶς πληθώρας ἐπισκόπων στόν ἴδιο τόπο. Ἴδια περίπτωση εἶναι, ἐπίσης, καί ἡ Ἱερουσαλήμ γιά τούς Ρωμαιοκαθολικούς, μέ συνύπαρξη πέντε ὁμώνυμων Πατριαρχῶν‐Προκαθημένων καί μέ πέντε ἀλληλοεπικαλυπτόμενες ταυτώνυμες καί ταυτόχρονα διακριτές ριτουαλιστικές Πατριαρχικές Ἐκκλησίες, κάτι πού μᾶς εἰσαγάγει στό τρίτο ἐπίπεδο τοῦ ὁμόκεντρου ἐκκλησιο‐ κανονικοῦ προβλήματος. Ἐδῶ, ὅμως, ὑπάρχει καί κάτι παράδοξο. Ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, κατόπιν ἐπιταγῆς τῆς Β΄ Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ, ἐξέδωκε τόν Κώδικα Κανονικοῦ Δικαίου τῶν Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν (1990), δίπλα καί παράλληλα μέ τόν προϋπάρχοντα Λατινικό Κώδικα (11917 καί 2
1983), γιά νά ρυθμίσει τήν ὑποστατική ἐκκλησιολογική ὕπαρξη
τῶν ριτουαλιστικῶν καθολικῶν αὐτῶν Ἐκκλησιῶν. Αὐτός ὁ Ἀνατολικός Κώδικας, πού διαφέρει μερικές φορές ἀκόμη καί ἀντιθετικά ἀπό τόν ἀντίστοιχο Λατινικό Κώδικα, ἐκδόθηκε τελικά ὄχι γιά νά ἐπιλύσει καί νά θεραπεύσει, ὅπως ἐπιτάσ‐ σουν οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετίας, αὐτό τό σοβαρώτατο καί καίριο ἐκκλησιο‐κανονικό πρόβλημα, ἀλλά γιά νά νομιμοποιήσει ἀντικανονικότητες πού συνιστοῦν δημι‐ ουργήματα, μορφώματα καί ἐπινοήσεις (conceptio) τῆς δεύτερης χιλιετίας.
50
3. Δύο κατά τόπον Ἐκκλησίες στόν ἴδιο τόπο ‐ Ἐκκλησιακή πολυαρχία (κ. 39/Πενθέκτης‐691) Ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀντιμετώπισε τό ἐκκλησιο‐ κανονικό πρόβλημα τῆς Μητροπολιτικῆς πολυαρχίας (κ. 12) καί τῆς Πατριαρχικῆς πολυαρχίας (κ. 28 5) σέ ἕνα δεδομένο γεω‐ εκκλησιαστικό τόπο. Ὅταν, ὅμως, στήν συνέχεια, μετά ἀπό ἕναν ἱστορικο‐πολιτικό λόγο (κατάληψη τῆς Κύπρου ἀπό τούς Σαρακηνούς καί μετακίνηση τοῦ πληθυσμοῦ της στόν Ἑλλήσποντο‐688), τέθηκε τό ζήτημα τῆς συνύπαρξης δύο κατά τόπους Ἐκκλησιῶν στόν ἴδιο τόπο (κ. 39) ἤ τῆς πιθανῆς ἐκκλησιακῆς ἀπορρόφησης τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἄλλη (ἐπίσης, κ. 39), ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος ἡ ἐν Τρούλλῳ (691) δέν ἄφησε τό ἐκκρεμές ἀπό μία μόλις τριετία (688‐691) ζήτημα
νά
χρονίζει,
οὔτε
τό
ἀνέβαλε
γιά
λόγους
«ἀναβλητικῆς» ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας..., ὅπως κάνουμε σήμερα, ἀλλά ἐπιλήφθηκε ἀμέσως καί μᾶς κληροδότησε αὐτόν τόν κανόνα 39, πού συνιστᾶ μνημεῖο κανονικότητας καί ὑπόδειγμα κανονικῆς ἀντιμετωπίσεως ἀνάλογων τιθέμενων ἐκκλησιολογικῶν ζητημάτων καί προβλημάτων 6. 5 Ὁ κανόνας 28/Δ΄ δέν ἤθελε τήν ἀντιεκκλησιολογική ἀλληλοεπικάλυψη τῶν πατριαρχικῶν δικαιοδοσιῶν ἐκτός τῶν γεω‐πατριαρχικῶν ὁρίων τους, πολύ δέ περισσότερο τήν ἀντικανονική πατριαρχική συνεδαφικότητα. Γι’ αὐτό καί ὅρισε τά ἐδαφικά ὅρια τοῦ καθενός ἀπό τά πέντε Πατριαρχεῖα (τῆς κανονικῆς Πενταρχίας), ὁπότε τά ἀπροσδιόριστα ἐδάφη τά ἐκτός τῶν πέντε Πατριαρχείων –καί τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου– τά ἐναποθέτει ἐκκλησιο‐κανονικά στόν Οἰκουμενικό –γιά τόν λόγο αὐτό– Πατριάρχη ΚΠόλεως, ὡς τόν ἕναν καί μόνον ἐπίσκοπο τῶν ἐδαφῶν αὐτῶν, χάριν στήν ἀναληφθεῖσα συνοδική ἐκκλησιολογική εὐθύνη τοῦ ὁποίου τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως χαρακτηρίζεται ἀπό τότε Οἰκουμενικό. Ἑπομένως, εἶναι σαφές ὅτι ὁ 28ος κανόνας δέν ἀνακηρύσσει τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο σέ Παγκόσμια Ἐκκλησία (sic), ὅπως θεωροῦν ἤ ἰσχυρίζονται οἱ ἀμφισβητοῦντες τήν οἰκουμενικότητά του, ἀλλά ἐγκαθιστᾶ ἑνιαία καί μοναδική ἐκκλησιο‐κανονική δικαιοδοσία στίς περιοχές τῶν ἐκτός τῶν συσταθέντων καί ὑπαρχόντων κατά τόπους Ἐκκλησιῶν. Ἄρα, δέν πρόκειται ἐδῶ γιά Παγκόσμια Ἐκκλησία, ὅπως αύτός ὁ ἐπιθετικός προσδιορισμός ὁρίζει. 6 Γιά τό ἐνδιαφέρον αὐτό ἐκκλησιο‐κανονικό θέμα, βλ. Grig. D. PAPATHOMAS, L’Église 51
Μέ δύο μόνο συνοπτικά λόγια, ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος, μπροστά στό προκῦψαν πρόβλημα ὑποχρεωτικῆς ἐγκατάστασης μιᾶς Ἐκκλησίας (Κύπρου) στό κανονικό ἔδαφος μιᾶς ἄλλης Ἐκκλησίας (Κωνσταντινουπόλεως), κάτι πού προκαλοῦσε αὐτόματα συνύπαρξη δύο κατά τόπους Ἐκκλη‐ σιῶν στόν ἴδιο τόπο, ξεκινᾶ ἀπό τήν ἐκκλησιο‐κανονική ἀρχή ὅτι, γιά νά ὑπάρχουν οἱ Ἐκκλησίες αὐτές ὡς ἐκκλησιακές ἑτερότητες χωρίς ὀντολογική ἀλλοίωση, ὅπως τό ἀποφάσισαν οἱ προγενέστερες Οἰκουμενικές Σύνοδοι (Γ΄ τῆς Ἐφέσου‐431 καί Δ΄ τῆς Χαλκηδόνας‐451), δέν μποροῦν αὐτές οὔτε νά συνυπάρ‐ χουν, οὔτε ἡ μία (ἐν προκειμένῳ ἡ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπειδή εἶχε ἱστορικῶς πλήρη δικαιώματα στό κανονικό της ἔδαφος τοῦ Ἑλλησπόντου) νά ἀπορροφήσει τήν ἄλλη (αὐτήν τῆς Κύπρου). Μέ ἄλλα λόγια, οὔτε ἐκκλησιακή συνύπαρξη στόν ἴδιο τόπο, οὔτε ἐκκλησιακή ἀπορρόφηση!..., ἀλλά μία, μοναδική καί μόνη κατά τόπον Ἐκκλησία σέ ἕναν συγκεκριμένο τόπο. Γι’ αὐτό καί ἀπέκοψε τό ἔδαφος τοῦ Ἑλλησπόντου ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς ΚΠόλεως, –κάτι πού ἡ Ἐκκλησία αὐτή, ἐπι‐ δεικνύοντας ἐκκλησιολογική εὐαισθησία, τό δέχθηκε ἀσμένως– γιά νά ὑπάρξει ἐκκλησιο‐κανονική λύση, καί τό ἐκχώρησε κανονικά στήν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Τό ἔδαφος τοῦ Ἑλλησπόντου ἀποτελοῦσε στό ἑξῆς κανονικό ἔδαφος τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου, ὑπανάγοντας καί τούς γηγενεῖς ἑλλησπό‐ ντιους σέ αὐτήν. Αὐτή ἦταν ἡ συνοδική κανονική λύση, γιά νά ἀποφευχθεῖ ἀκριβῶς συνεδαφικότητα καί ἐκκλησιακή ἀπορ‐ ρόφηση. Στήν σημερινή μας ἐποχή, ἐποχή ἐκκλησιαστικῶν κουλτουραλιστικῶν διεκδικήσεων, ρωμαιοκαθολικῶν ριτουα‐
autocéphale de Cypre dans l’Europe unie (Approche nomocanonique) (Ἡ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Κύπρου στήν Ἑνωμένη Εὐρώπη (Νομοκανονική προσέγγιση)), Θεσσαλονίκη‐Κατερίνη, ἐκδ. Ἐπέκταση (σειρά «Νομοκανονική Βιβλιοθήκη», ἀρ. 2), 1998, σελ. 81‐96. 52
λιστικῶν (Ἱερουσαλήμ, κ.λπ.) προτεσταντικῶν ὁμολογιακῶν (Εὐρώπη, κ.λπ.) καί ὀρθοδόξων ἐθνοφυλετικῶν (Ἐσθονία, Οὐκρανία, Μολδαβία, Δυτ. Εὐρώπη, Ἀμερική, κ.λπ.), ποιά Ἐκ‐ κλησία καί ποιά Σύνοδος θά ἐνεργοῦσε ἔτσι, καί μέ τέτοια ἀκραιφνῆ ἐκκλησιο‐κανονικά κριτήρια;... Γιά τούς Ὀρθοδόξους, φυσιολογικά, θά εἶναι ἡ ὑπό προετοιμασία Ἁγία καί Μεγάλη Πανορθόδοξη Σύνοδος. Γιά νά δοῦμε... 4. Δύο ἀνά τήν Οἰκουμένην Ἐκκλησίες στόν ἴδιο πλανήτη Γῆ ‐ Ὑφηλιακή Ἐκκλησιαστική πολυαρχία (κ. 57/Καρθαγένης‐419 καί 56/Πενθέκτης‐691) Πρίν ἀπό ὅλα, δύο προκαταρκτικές παρατηρήσεις εἶναι ἐδῶ ἀναγκαῖες, γιά νά γίνει μέ μεγαλύτερη προφάνεια ἀντι‐ ληπτή ἡ ἐκκλησιο‐κανονική συμπλοκότητα πού ἐμφανίζει τό ἐπίπεδο αὐτό. 1. Οἱ ἱεροί κανόνες καί σύνολη ἡ Κανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γνωρίζουν μία καί μόνη Ἐκκλησία ἀνά τήν Οἰκουμένη. Παραμένει ἀδιανόητη καί ἀσύλληπτη μία ἀντίθετη ἤ ἀκόμη καί ἐν παραλλήλῳ διαφορετική ἀπό αὐτήν ἐκκλησιακή πραγματικότητα. Ἱστορικά, κατά τήν πρώτη χιλιετία, ἡ μία καί μόνη αὐτή ἀνά τήν Οἰκουμένην Ἐκκλησία ἐξαντλεῖται στήν ἐκκλησιακή κοινωνία τῶν πέντε Πατριαρχείων (τοῦ κανονικοῦ συστήματος τῆς Πενταρχίας) καί τῆς (Αὐτοκεφάλου) Ἐκ‐ κλησίας τῆς Κύπρου. Ἑπομένως, ἡ κοινωνία τῶν κατά τόπους αὐτῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι αὐτή πού ἀναδεικνύει «τήν καθολικήν τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίαν, τήν ἀνά πάντα τόν κόσμον διακεχυμένην» (κ. 57/Καρθαγένης‐419). Μέ ἄλλα λόγια, ἡ «ἀνά τήν Οἰκουμένην Ἐκκλησία» προϋποθέτει: 1) τήν ὕπαρξη
53
περισσοτέρων τῆς μιᾶς κατά τόπους ἐκκλησιακῶν ἑτεροτήτων καί 2) τήν κοινωνία αὐτῶν τῶν ἐκκλησιακῶν ἑτεροτήτων μεταξύ τους. Ἐάν αὐτά τά δύο δέν ὑφίστανται ταυτόχρονα καί σέ συνδυασμό, δέν μποροῦμε νά ἔχουμε «τήν ἀνά πάντα τόν κόσμον διακεχυμένην Ἐκκλησίαν». Ἔτσι ὁρίζεται συνοδικά, ἐκκλησιολογικά καί κανονικά ἡ μία καί μόνη δυνατή καί ὑπαρκτή «ἀνά τήν Οἰκουμένην Ἐκκλησία». Καί αὐτή ἀναφέ‐ ρεται πάντα σέ ἑνικό, ποτέ σέ πληθυντικό ἀριθμό. 2. «Ἀνά τήν Οἰκουμένην Ἐκκλησία» στούς Ἱερούς Κανόνες τῆς πρώτης χιλιετίας δέν σημαίνει «Παγκόσμια Ἐκκλησία», ὅπως διαμορφώθηκε στήν δεύτερη χιλιετία ἀπό τήν Ρωμαιοκαθολική κανονική Παράδοση, κυρίως μετά τήν διακοπή κοινωνίας τοῦ 1054: ἕνα Πατριαρχεῖο, ὕστερα ἀπό τήν διακοπή κοινωνίας μέ τά ἄλλα τέσσερα Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς, αὐτοανα‐ κηρύσσεται «Παγκόσμια Ἐκκλησία», ταυτιζόμενο γεωεκκλησι‐ αστικά μέ σύνολη τήν γεωγραφική ὑφηλιακή ἐπικράτεια (Α΄ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ‐1870). Ὁ ὅρος καί ἡ ἐκκλησιακή πραγματικότητα, πού φιλοδοξεῖ νά περικλείει μέσα του, εἶναι παντελῶς ἄγνωστα στήν δισχιλιετῆ Κανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Μία τέτοια ἀπόπειρα ταύτισης μιᾶς «κατά τόπον Ἐκκλησίας» μέ τήν «ἀνά τήν Οἰκουμένην Ἐκκλησία» ἐνέχει μέσα της τά ἀντιεκκλησιολογικά καί ἀντικανονικά στοιχεῖα τῆς ἀποκλειστικότητας αὐτῆς τῆς μιᾶς «κατά τόπον Ἐκκλησίας» καί ταυτόχρονα τοῦ ἀποκλεισμοῦ καί τοῦ ἐκμηδενισμοῦ τῆς γεω‐εὐχαριστιακῆς ἑτερότητας τῶν ἄλλων «κατά τόπους Ἐκκλησιῶν», καθώς ἐνέχει, ἐπίσης, τά αὐτά στοιχεῖα τῆς αὐτόματης κατάργησης τῆς κοινωνίας τῶν κατά τόπους Ἐκ‐ κλησιῶν καί, ὡς ἐκ τούτου, τήν πρόκληση ἐκκλησιακῆς συνεδαφικότητας σέ ὑφηλιακό ἐπίπεδο, ἕνα πρόσφατο σχετικά (19ος‐20ός αἰ.) ἱστορικό ἀντιεκκλησιολογικό καί ἀντικανονικό
54
φαινόμενο, τό ὁποῖο θά μποροῦσε μέ ἕναν νεολογισμό νά χαρακτηρίζεται ὡς Ἐκκλησιακός Παγκοσμισμός (Universalismus). Μετά ἀπό τίς δύο αὐτές ἀξονικές προκαταρκτικές παρατηρήσεις,
εἶναι
εὔκολο
νά
παρατηρήσουμε,
ὅτι
ἐκκλησιακό παγκοσμισμό ἐμφάνισε πρώτη ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἀμέσως μετά τήν πρόκληση συνεδαφικότητας (Ἱερουσαλήμ‐1099), σέ δύο ἱστορικές στιγμές: κατά τήν διάρκεια τῶν τεσσάρων Σταυροφοριῶν (1095‐1204, μέχρι τό 1261) καί κατά τήν ἐπανίδρυση τοῦ Λατινικοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσο‐ λύμων ἀπό τόν Πάπα Πῖο τόν Θ΄ (1847), πρίν αὐτός ἀποκρυ‐ σταλλωθεῖ στήν συνέχεια συνοδικά καί ἐπίσημα ὡς κυρίαρχη ἐκκλησιο‐θεολογία τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν ἴδιο Πάπα Πῖο καί τήν Α΄ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ (1870), μέ δύο καθοριστικά χαρακτηριστικά: α) τόν Πάπα ὡς Παγκόσμιο Ἡγέτη‐Πρῶτο, (ὁ ὁποῖος διαθέτει) καί β) μία Παγκόσμια δικαιοδοσία. Ἀπό τότε ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ὁρίζει ἑαυτήν ὡς «Παγκόσμια Ἐκκλησία» (sic), κατοχυρωμένη ὡς τοιαύτη ἀπό μία ἐπισημώτατη Σύνοδο. Ἐπίσης, παρατηροῦμε ἔκδηλο ἐκκλησιακό παγκοσμισμό μέ τάση αὐξητική στίς Προτεσταντικές Ἐκκλησίες καί Κοινότητες κυρίως κατά τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 20οῦ αἰ. καί ἐντεῦθεν. Ὁ προτεσταντικός, ὅμως, ἐκκλησιαστικός Παγκοσμισμός ἔχει μία ἰδιοτυπία. Παρατηροῦνται ὁμοειδεῖς συνομολογιακές συνενώσεις (π.χ. Παγκόσμια Λουθηρανική Ἐκκλησία, Παγκόσμια Εὐαγγελική Ἐκκλησία, κ.ο.κ.), ἐνῶ ἀπουσιάζει σχεδόν παντελῶς ὁ προσανατολισμός κοινωνίας μεταξύ τῶν ἑτεροειδῶν προτε‐ σταντικῶν Ὁμολογιῶν. Ἀρκοῦνται σέ μία (συν)ομοσπον‐ διοποίηση τῶν Ὁμολογιῶν μεταξύ τους, χωρίς νά ἀναζητοῦν ἐκκλησιολογικές βάσεις ἐκκλησιακῆς κοινωνίας. Γι’ αὐτό καί ὁ
55
ἀνερχόμενος ἐκκλησιαστικός Παγκοσμισμός καί στούς δικούς τους κόλπους θά τούς ἀπομακρύνει ἀκόμη περισσότερο ἀπό αὐτό τό ὅραμα ἑνώσεως καί κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐγκαθιδρύοντας στό ἑξῆς Προτεσταντικές «Παγκόσμιες Ἐκκλησίες» (sic) πολλαπλές καί παράλληλες. Στούς κόλπους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τό φαινόμενο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Παγκοσμισμοῦ ἄρχισε νά ἐμφανίζεται θεσμικά προσφάτως, ἀπό τό 1980 καί ἐντεῦθεν. Μερικές κυρίως Ὀρθόδοξες Ἐθνικές Ἐκκλησίες, μέ προφανεῖς τίς ἐθνο‐εκκλη‐ σιαστικές
προτεραιότητες,
ἀποτύπωσαν
θεσμικά
τόν
ἐκκλησιακό παγκοσμισμό, θεσπίζοντας καταστατικές διατάξεις, οἱ ὁποῖες προέβλεπαν ἄσκηση ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας στούς ὁμοεθνεῖς τους σέ παγκόσμια κλίμακα. Τέτοιες Ἐκκλη‐ σίες προσφάτως (1980‐2010) ὑπῆρξαν ἡ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Κύπρου (πρ. Καταστατικός Χάρτης τοῦ 1980, ἄρθρο 2), ἡ Αὐτοκέφαλη Πατριαρχική Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας (Καταστα‐ τικοί Χάρτες τοῦ 1988 καί τοῦ 2000, ταυτάριθμο ἄρθρο Ι, § 3) καί ἡ Αὐτοκέφαλη Πατριαρχική Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας (Συνοδική Πανρουμανική Διακήρυξη τῆς 11ης Φεβρουαρίου 2010), ἐνῶ σιωπηρῶς καί χωρίς ἰδιαίτερη καταστατική ἀπόπειρα κατοχύρωσης δραστηριοποιοῦνται καί ἄλλες Ἐκκλησίες στήν κατεύθυνση αὐτή. Ἔτσι, καί οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀκολουθώντας ignorentes, volentes, nolentes καί ἐκκλησιολογικά ὡς μή ὤφειλαν τούς Ρωμαιοκαθολικούς καί τούς Προτεστάντες, συντελοῦν στήν ἀλλοτρίωση τῆς Ἐκκλησίας, προτάσσοντας ἐθνικ(ιστικ)ές συλλογικές σκοπιμότητες καί ἐθνοεκκλησι‐ αστικά ἐνδιαφέροντα καί συμφέροντα, ἀλλά παραμένοντας στόν ἴδιο ἀποκλίνοντα ἐκκλησιο‐κανονικό παρονομαστή:
56
Κατηγορίες Γεω‐εκκλησιακοῦ Παγκοσμισμοῦ (Universalismus)‐21ος αἰ. Ι. Παγκοσμιοποιημένη Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία
ΙΙ. Παγκοσμιοποιημένη (‐ες) Ὁμολογιακή (‐ές) Προτεσταντική (‐ές) Ἐκκλησία (‐ες) ΙΙΙ. Παγκοσμιοποιημένη (‐ες) Ἐθνική (‐ές) Ὀρθόδοξη (‐ες) Ἐκκλησία (‐ες)
Τό
παρόν
τέταρτο
ἐπίπεδο,
ἐκτός
τῶν
ἄλλων
ἐκκλησιολογικῶν προβλημάτων πού παράγει ἐξ ὁρισμοῦ καί σέ μόνιμη βάση, προκαλεῖ αὐτόματα καί κατά συρροήν συνεδαφικότητα καί πολυαρχία καί στά ἄλλα τρία ἐπίπεδα (ἐπισκοπικό, μητροπολιτικό καί αὐτοκεφαλικό‐πατριαρχικό), γι’ αὐτό καί εἶναι, ὡς πρός τά ἀποτελέσματα ἀλλά καί ὡς πρός τήν κανονική ἀντιμετώπισή του, ἡ χειρότερη μορφή ἐκκλη‐ σιακῆς συνεδαφικότητας καί πολυαρχίας, καί τό χείριστο κανονικό πρόβλημα πού θά μποροῦσε νά ὑπάρξει στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό εἶναι καί τό κεντρικό καί μοναδικό ἐκκλησιολογικό πρόβλημα πού ὑφίσταται ἀπό τήν ἀρχή τῆς δεύτερης χιλιετίας (1099) καί ἐντεῦθεν ἀνάμεσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς καί τήν Ρωμαιοκαθολική Δυτική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία διεκδικεῖ ὅσο ποτέ ἄλλοτε ἀποκλειστική
ἐκκλησιακή
ἐδαφική
παγκοσμιότητα.
Ἡ
ἐκκλησιολογική αὐτή διεκδίκηση, καθώς καί ἡ συνεχής καί χωρίς ἀνάσχεση προσπάθεια ἐπιβολῆς τῆς «Παγκόσμιας Ἐκ‐ κλησίας» (Α΄ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ‐1870) προκαλοῦν τήν γέννηση καί ὕπαρξη δύο ἀνά τήν Οἰκουμένην Ἐκκλησιῶν, καταργώντας, ἔτσι, θεσμικά αὐτήν καθ’ ἑαυτήν τήν Ἐκκλησία, ὅσο καί κάθε ἔννοια καί δυνατότητα κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἐάν τά πράγματα ἔχουν ἔτσι, τότε ποῦ πραγματικά ὑφίσταται αὐτή ἡ «ἀνά τήν Οἰκουμένην Ἐκκλησία» τῶν ἱερῶν Κανόνων;
57
Ὅταν μία κατά τόπον Ἐκκλησία, διά τῆς βατικάνειας συνοδικῆς ὁδοῦ, ταυτίζεται ἀπολύτως μέ τήν «Παγκόσμια Ἐκκλησία», τότε γιά ποιά κοινωνία Ἐκκλησιῶν μιλᾶμε, ἀλλά καί γιά ποιά δυνατότητα μιᾶς τέτοιας κοινωνίας; Παραμένει ἆρά γε πραγματικά κάποιο περιθώριο γιά μία κοινωνία Ἐκκλησιῶν; Καί τότε, ποιό εἶναι τό ὅραμα καί τό ἀντίκρυσμα τοῦ ἐπιχειρούμενου διαλόγου τῶν Ἐκκλησιῶν μεταξύ τους καί τῆς λιπαρᾶς διακήρυξης περί «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», ὅταν ἡ ἀντιεκκλησιολογική (συν)ὕπαρξη τῆς μιᾶς σέ ἕναν τόπο καταργεῖ τήν ὕπαρξη τῆς κανονικῶς προϋπάρχουσας ἄλλης Ἐκκλησίας;... Αὐτό εἶναι τό ὑφιστάμενο ὁλιστικό πρόβλημα, τό ὁποῖο ἱστορικά, μέ τά διαμορφωθέντα καινοφανῆ ρωμαιοκαθολικά ἐκκλησιολογικά δεδομένα (1099‐2006), θά παραμένει ἀνθρω‐ πίνως ἄλυτο καί ἀνυπέρβλητο, θά συντηρεῖ τήν συσκότισή του καί θά τροφοδοτεῖ ἔτσι τήν ἀέναη ἀναζήτηση τῆς ἀνέφικτης κανονικότητας (canonicité impossible). Τό παπικό πρωτεῖο –καί τό Filioque– ἀποτελεῖ (‐οῦν), ὡς σημεῖο ἀξονικῆς διαφορᾶς (discorde) μας, τήν κορυφή τοῦ παγόβουνου καί ὄχι αὐτό καθ’ ἑαυτό τό παγόβουνο... Ὑπάρχει ἐδῶ ἀποχρῶν λόγος πού γίνεται ἀναφορά στό φυσικό αὐτό φαινόμενο, καθώς ἡ μορφή τοῦ παγόβουνου μοιάζει μέ τήν μορφή τοῦ ἐκκλησιο‐κανονικοῦ προβλήματος πού ἀντιμετωπίζουμε. Πράγματι, ὡς γνωστόν, ἡ δομή τοῦ παγόβουνου εἶναι τέτοια, ὥστε ἔχει ἕνα ἐλάχιστο ὁρατό τμῆμα πού ἐμφανίζεται ὡς ἡ κορυφή του, ἀλλά ὁ μεγαλύτερος ὄγκος του παραμένει ὑπαρκτός, ἀλλά δυσδι‐ άκριτος καί ἀόρατος. Καί εἶναι αὐτός πού ἐπηρεάζει καθοριστικά καί τήν συμπεριφορά τῆς ὁρατῆς κορυφῆς τους, ἡ ὁποία (συμπεριφορά) γίνεται μέν σέ ἐμᾶς ἀντιληπτή ὡς
58
ὑπαρκτό πρόβλημα, χωρίς, ὅμως, τίς περισσότερες φορές νά εἴμαστε σέ θέση νά ἐξηγήσουμε τό γιατί μίας τέτοιας ἤ ἀνάλογης ἐκκλησιο‐κανονικῆς συμπεριφορᾶς. Καί, τελικά, προσπαθοῦμε νά λειάνουμε μόνον τήν κορυφή τοῦ παγό‐ βουνου καί δέν ἐπιχειροῦμε νά ἐξεύρουμε λύσεις τοῦ πῶς θά ἐξαφανίσουμε τό ἴδιο τό παγόβουνο, πού παρεμβλήθηκε ἀνάμεσά μας καί μᾶς χωρίζει τώρα ἐδῶ καί μία χιλιετία... Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται τό πρωταρχικό καί τό ἔσχατο ἀπό τά ἀνοιχτά καί ἐνεργά ἐκκλησιο‐κανονικά προβλήματα πού ὑφίστανται καί πού μᾶς κληροδοτεῖ σύνολη ἡ δεύτερη χιλιετία. Ὡστόσο, τό πρόβλημα δέν σταματᾶ ἐδῶ. Εἰσῆλθαν στήν τροχιά αὐτοῦ τοῦ ἐκκλησιακοῦ παγκοσμισμοῦ (universalismus), ὅπως ἀναφέρθηκε ἐν συντομίᾳ παραπάνω, καί οἱ Ὁμολογιακές Προτεσταντικές Ἐκκλησίες, διακηρύσσοντας καί οἱ ἴδιες, ἀλλά καί ἡ κάθε μία ξεχωριστά, Ὁμολογιακές Προτεσταντικές «Παγκόσμιες Ἐκκλησίες» (sic). Στήν ἴδια τροχιά κινοῦνται ἐδῶ καί μία τριακονταετία καί οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀνακηρύσσοντας θεσμικά πλέον καί καταστατικά Ἐθνικές Ὀρθόδοξες «Παγκό‐ σμιες Ἐκκλησίες» (sic). Καί φθάνουμε στήν ἀρχή τοῦ 21ου αἰ. καί τῆς τρίτης χιλιετίας νά ἔχουμε ὄχι δύο, ἀλλά πολλές καί πολλαπλές παράλληλες «Παγκόσμιες Ἐκκλησίες». Καί ἔτσι οἱ ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, πού τόσο καθαρά καί τόσο ξεκάθαρα ἐπιτάσσουν γιά τό ἀντίθετο, εἰσέρχονται πλέον πανηγυρικά στόν χῶρο τοῦ μουσειακοῦ παρελθόντος καί τῆς χριστιανικῆς ἀρχαιολογίας!... Διότι οὕτως ηὐδόκησαν οἱ Χριστιανικές Ἐκκλησίες τῆς δεύτερης χιλιετίας, ἀνεξαρτήτως Ὁμολογίας, ὁμώνυμα, ἀλλεπάλληλα καί ἐνορχηστρωμένα, μόνο καί μόνο μέ τό νά μήν ὑπηρετοῦν στό ἑξῆς τό ἐκκλησιακό γεωγραφικό κριτήριο μέ τήν ἐκκλησιολογία πού αὐτό ἀπηχεῖ,
59
ἀλλά τήν συλλογική ριτουαλιστική, ὁμολογιακή καί ἐθνο‐ φυλετική προτεραιότητα σέ προοπτική ὑδρογείου διαστάσεως.
60
Παρατηρήσεις • Μετά: 1. τήν λειτουργία τῆς κοινωνίας τῶν Ἐπισκοπῶν‐Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν (τρεῖς πρῶτοι αἰῶνες), ἔχουμε τήν πρώτη ἐπισήμανση γιά παρέκκλιση ἐπισκοπικῆς πολυαρχίας ἀπό τήν ἐκκλησιο‐κανονική πράξη τῆς μίας καί μόνης Τοπικῆς Ἐκκλησίας‐Ἐπισκοπῆς τό 325 ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νικαίας· 2. τήν λειτουργία τοῦ Μητροπολιτικοῦ συστήματος (4ος‐5ος αἰώνας), ἔχουμε τήν πρώτη ἐπισήμανση γιά παρέκκλιση μητροπολιτικῆς πολυαρχίας ἀπό τήν ἐκκλησιο‐κανονική πράξη τῆς μίας καί μόνης κατά τόπον Μητροπόλεως τό 451 ἀπό τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας· 3. τήν λειτουργία τοῦ Αὐτοκεφαλιακοῦ συστήματος (5ος‐7ος αἰώνας), ἔχουμε τήν πρώτη ἐπισήμανση γιά ἀποφυγή παρέκκλισης ἐκκλησιακῆς πολυαρχίας ἀπό τήν ἐκκλησιο‐ κανονική πράξη τῆς μίας καί μόνης κατά τόπον Ἐκκλησίας τό 691 ἀπό τήν Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς ἐν Τρούλλῳ· 4. τήν λειτουργία τοῦ Πατριαρχικοῦ συστήματος (5ος‐7ος αἰώνας), ἔχουμε τήν πρώτη ἐπισήμανση γιά ἀποφυγή παρέκκλισης ὑφηλιακῆς ἐκκλησιακῆς πολυαρχίας ἀπό τήν ἐκκλησιο‐κανονική πράξη τῆς μίας καί μόνης ἀνά τόν κόσμον Ἐκκλησίας τό 419 ἀπό τήν Τοπική Σύνοδο τῆς Καρθαγένης, καθώς καί τό 691 ἀπό τήν Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδο ἐπίσης τῆς ἐν Τρούλλῳ.
61
• Σήμερα: Καί οἱ τέσσερεις αὐτές ἀντιεκκλησιολογικές καί ἀντικανονικές ἀποκλίσεις
συνυπάρχουν
ταυτόχρονα
σέ
προοπτική
συνεδαφικότητας (co‐territorialité) καί, κατ’ ἐπέκταση, σέ προοπτική ἄσκησης συνδικαιοδοσίας (co‐juridiction), τά δύο συστατικά καί δίδυμα στοιχεῖα τῆς ἀντιεκκλησιολογικῆς καί ἀντικανονικῆς πολυαρχίας (polyarchie), πού γεννᾶ αὐτόματα τήν πολυδικαιοδοσία (multi‐juridiction), σέ πολλές περιοχές τῆς Γῆς, ὅπου ὑπάρχουν κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες (π.χ. Γαλλία, Ἀμερική, Ἐσθονία, Ρουμανία, Βουλγαρία, κ.λπ.), χωρίς φυσικά νά ἐκφράζεται μία ἀνάλογη εὐαισθησία ἐφάμιλλη τοῦ γιγάντιου ὄγκου πού ἀντιπροσωπεύει τό πρόβλημα αὐτό. Ἀντίθετα μάλιστα, ὑπάρχει καί σιγουριά γιά τό ἐπιτελούμενον μέ τόν τρόπο αὐτό, μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι τό σχῆμα αὐτό ἀνταποκρίνεται πλήρως στίς σύγχρονες ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν 7. Ἡ ἴδια ἀπουσία ἐκκλησιο‐κανονικῆς εὐαισθησίας ἐμφανίζεται καί στούς κόλπους τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἴδια θεολογική ἀφασία παρατηρεῖται καί στόν Προτεσταντικό κόσμο. Μία ἄλλη παρατήρηση ἔχει νά κάνει μέ τό (πατριαρχικό) ἐπίπεδο ἐκδήλωσης τοῦ προβλήματος. Λέγοντας, ὅμως, ἐπίπεδο «πατριαρχικό», οὐσιαστικά συμπεριλαμβάνουμε καί τό ἐπίπεδο τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, ὄχι μόνον γιατί ἀπό κανονική ἄποψη τό σύστημα τοῦ Αὐτοκεφάλου εἶναι τό (προσ)εγγύτερο στό Πατριαρχικό σύστημα, ἀλλά γιατί κυρίως τήν στιγμή ἐκδήλωσης τοῦ ζητήματος (691) ἐμπλέκονταν σέ
7 Πρβλ. Συνέντευξη τοῦ Πατριάρχη Μόσχας καί πάσης Ρωσσίας Ἀλεξίου Β΄ στήν ἐφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, ἀριθμ. φ. 14658/8‐1‐2006, καθώς, ἐπίσης, καί ἄρθρο‐ἀπάντηση τοῦ Daniel STRUVE, «Réponse au père Grégoire Papathomas», ἐν Le Messager Orthodoxe, τεῦχ. 141 (ΙΙ/2004), σελ. 73‐88, μέ ἀφορμή τό ἐσθονικό ἐκκλησιαστικό ζήτημα. 62
αὐτό ἕνα Πατριαρχεῖο (τῆς Κωνσταντινουπόλεως) καί μία (ἡ μοναδική ὑπάρχουσα) Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία (τῆς Κύπρου). Συνεπῶς, ἡ ἀναφορική παράθεση ὅλων τῶν παραπάνω ἱερῶν κανόνων πού ἀντιπροσωπεύουν διαφορετικές ἐποχές καί διαφορετικές ἱστορικές συνάφειες καταδεικνύει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετώπισε τό τεθέν αὐτό σύμπλοκο ζήτημα καί ἀπεφάνθη συνοδικῶς καί ἐκκλησιο‐κανονικῶς καί στά τέσσερα κανονικά συστήματα ἐκδήλωσής του στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας: α) Ἐπισκοπή‐Τοπική Ἐκκλησία β) Μητρόπολη (τοῦ Μητροπολιτικοῦ συστήματος)‐ Κατά τόπον Ἐκκλησία γ) Αὐτοκέφαλη καί Αὐτοκέφαλη‐Πατριαρχική (κατά τόπον) Ἐκκλησία δ) Πατριαρχεῖο (τοῦ συστήματος τῆς Πενταρχίας)‐Κατά τόπον Ἐκκλησία. Γιά νά μήν μείνουμε, ὅμως, σέ θεωρητικό ἐπίπεδο, ἄς δώσουμε καί ἕνα παράδειγμα. Τό ἐσθονικό ἐκκλησιαστικό ζήτημα πού προέκυψε ἀπό τό 1996, ἀνέδειξε σέ τί ἔκταση καί σέ ποιό εὗρος ὑπάρχει αὐτό τό πολύπτυχο ἐκκλησιο‐κανονικό ζήτημα πού ἐξετάζουμε ἐδῶ στούς κόλπους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἄς μήν θεωρηθεῖ κακοπροαίρεση καί ἀρνητική πρόθεση γιά κανέναν ἡ κοινή διαπίστωση ὅλων ἡμῶν, πού ζήσαμε ἀπό κοντά τήν ἀπρόβλεπτη ἐξέλιξη αὐτοῦ τοῦ ζητήματος, ὅτι, ὅσες Ὀρθόδοξες Ἐθνικές Ἐκκλησίες ἐπέδειξαν συμπεριφορά ὑπερόριων δικαιοδοσιακῶν διεκδικήσεων καί ἐκκλησιακοῦ παγκοσμισμοῦ, εἶχαν δυσκολίες νά πάρουν ἀνοιχτά θέση καί μέ ἐκκλησιο‐κανονικά ἐπιχειρήματα γιά τό ἐσθονικό ζήτημα. Τελικά, δέν κρινόταν ἡ ἐπανασυσταθεῖσα Αὐτόνομη Ἐκκλησία τῆς Ἐσθονίας, ἀλλά κρίνονταν ἀπό μόνες
63
τους καί ἀπό τήν στάση τους οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐκεῖνες, οἱ ὁποῖες εἶχαν ἐκκλησιολογικό ἔλλειμμα σέ ἕνα ἤ σέ περισσότερα ἀπό τά ἐπίπεδα πού προαναφέρθηκαν, καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἐσθονίας γινόταν αὐτοδίκαια ἡ λυδία λίθος ἐπαλήθευσης αὐτοῦ τοῦ ἐλλείμματος. Γι’ αὐτό καί τό πεδίο παραμένει θολό καί ἀναποφάσιστο μέχρι καί σήμερα. Καί ἔτσι, τό Ρωσσικό Πατριαρχεῖο διατηρεῖ κανονικῶς ἀνενόχλητα στήν Ἐσθονία: 1) μία ἐπισκοπή στήν Ταλλίνη, δίπλα στήν προϋπάρχουσα ἐπισκοπή, παρά τήν καθολική ἀντίθεση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (κ. 8/Α΄)· 2) μία Μητρόπολη στήν Ἐσθονία, δίπλα στήν προϋπάρ‐ χουσα Μητρόπολη, παρά τήν καθολική ἀντίθεση τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (κ. 12/Δ΄), καί 3) μέσῳ τῆς Μητροπόλεως αὐτῆς, διατηρεῖ τήν παρουσία του ὡς Ἐκκλησία σέ ἕνα τόπο, τήν Ἐσθονία, ὅπου ὑφίσταται ἤδη μία κατά τόπον (Αὐτόνομη) Ἐκκλησία, καί δίπλα στήν προϋπάρχουσα αὐτή Ἐκκλησία, παρά τήν καθολική ἀντίθεση τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (κ. 39/Πενθέκτης). Καί ὅλα αὐτά συμβαίνουν, ὡστόσο, ὄχι πρωτογενῶς, ἀλλά ὡς καρπός μιᾶς ἐκκλησιολογίας παγκοσμισμοῦ, πού ὑπέφωσκε ἤδη ἀπό τήν σοβιετική διεθνιστική ἐποχή καί εἶχε περισπούδαστα ἀποτυπωθεῖ
στόν
Καταστατικό
Χάρτη
τοῦ
1988
καί
πανομοιότυπα ἐπαναληφθεῖ στόν νέο Καταστατικό Χάρτη τοῦ 2000. Ἁπλῶς τό ὑπενθυμίζουμε: «Ἡ δικαιοδοσία τῆς Ῥωσσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐκτείνεται 8:
8 Ἀντί τοῦ κανονικῶς ὀρθοῦ περιορίζεται ἤ ἐξαντλεῖται. 64
– εἰς πρόσωπα Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας διαμένοντα ἐν τῇ Ε.Σ.Σ.Δ. [1988]· διαμένοντα ἐν τῷ κανονικῷ ἐδάφει τῆς Ῥωσσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας [2000], ὡς καί – εἰς πρόσωπα 9 τά ἐν τῷ ἐξωτερικῷ ἑκουσίως ἀποδεχόμενα τήν δικαιοδοσίαν αὐτῆς»
(Ἄρθρο Ι, § 3, ΚΧΕ/Ρ‐1988 καί 2000).
Τό θεμελιῶδες καταστατικό αὐτό ἄρθρο συνιστᾶ τόν ὁρισμό τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ παγκοσμισμοῦ ἀλλά καί τόν ὁρισμό τῆς ὑποστασιοποίησης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐθνικῆς Παγκόσμιας Ἐκκλησίας, θεμελιώνοντας μία νέα ἀνά τήν Οἰκουμένην Ἐκκλη‐ σία, ἤ καλύτερα μία «Παγκόσμια Ρωσσική Ἐκκλησία», στήν πραγματικότητα δίπλα σέ αὐτήν πού ὁρίζουν ὡς τέτοια οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας (κ. 57/Καρθαγένης καί 56/Πενθέκτης) καί παρά τήν ἐγνωσμένη ἀντίθεσή τους. Οἱ παραπάνω τρεῖς ἐκκλησιο‐κανονικές ἀποκλίσεις πού παρατηροῦνται στήν Ἐσθονία ἀπό τό 1996 καί ἐντεῦθεν, εἶναι καρπός αὐτῆς τῆς τέταρτης ἀπόκλισης, καί ὄχι τό ἀντίστροφο. Αὐτό φαίνεται καί ἀπό τό γεγονός, ὅτι μετά τό 1996 τό Ρωσσικό Πατριαρχεῖο ἀκολούθησε τήν νομική ὁδό, γιά νά καταχυρώσει νομικά τήν ἀντικανονική συνεδαφικότητα, πού τό ἴδιο προκαλοῦσε μέ τήν παρουσία του στήν Βαλτική αὐτή Χώρα, ἐνῶ σέ ὅλο τό προηγούμενο διάστημα τῆς διαφορετικῆς ἔννομης τάξης, τῆς σοβιετικῆς (1945‐1991), προέβη στό κανονικό ἀδίκημα τῆς ἐκκλησιακῆς ἀπορρόφησης τῆς ἐν Ἐ‐ σθονίᾳ κατά τόπον Ἐκκλησίας καί τῆς ὁμόρου ἐν Λεττονίᾳ κατά τόπον Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία καί παραμένει μέχρι σήμερα σέ κατάσταση ἐκκλησιακῆς ἀπορροφήσεως. Ὡστόσο, ἐνῶ στήν Ἐσθονία ἀπεκαταστάθη ἡ προϋπάρχουσα κανονικῶς ἀπό τό 9 Ὑπονοεῖ προφανῶς τούς πιστούς. Ἡ ὑπογράμμιση δική μας. 65
1923 κατά τόπον Ἐκκλησία, παρά τήν ἀντικανονική ρωσσική ἐκκλησιαστική παρουσία καί δραστηριότητα, σύμφωνα μέ τά ὅσα ἐκτέθηκαν παραπάνω, στήν Λεττονία δέν συνέβη κάτι ἀντίστοιχο, πού σημαίνει ἀπό ἐκκλησιο‐κανονική ἄποψη ὅτι ἐκεῖ τό κανονικό ἀδίκημα τῆς ἐκκλησιακῆς ἀπορρόφησης παραμένει ἐνεργό, ὅσος χρόνος ἀπορρόφησης καί ἐάν περάσει. Καί μάλιστα τό κανονικό αὐτό ἀδίκημα δέν ὑπόκειται σέ καμμία κανονική παραγραφή, λόγῳ κάποιας τυχόν πολυ‐ ετησίας, ὅσα χρόνια καί ἐάν περάσουν. Πολύ δέ περισσότερο, ἡ ἐκκλησιακή ἀπορρόφηση, τήν ὁποία καταδίκασαν μέ δογμα‐ τικούς ὅρους καί μέ ἱερούς κανόνες ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνας (451) καί ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος ἡ ἐν Τρούλλῳ (691) 10, δέν μπορεῖ ποτέ νά δημιουργήσει νέο ἐκκλησιακό status, ὅσα χρόνια ἐπίσης καί ἐάν περάσουν. Καί αὐτό φάνηκε καί στήν περίπτωση τῆς ὅμορης Ἐσθονίας, γι’ αὐτό ἀκριβῶς τόν λόγο καί αὐτό τό τελευταῖο στοιχεῖο, περί μή δημιουργίας νέου κανονικοῦ ἐκκλησιακοῦ status, φανερώνει καί ἀπό μία ἐπί πλέον πτυχή τό ἀντικανονικόν τῶν ρωσσικῶν ἐκκλησιαστικῶν διεκδικήσεων στήν Ἐσθονία. Ὅσο δέ γιά τά ἐπιχειρήματα συναισθηματικοῦ τύπου πού προβλήθηκαν ἀπό τήν ρωσσική πλευρά τήν στιγμή πού προέκυψε τό ἐσθονικό ζήτημα, αὐτό σάν ἐπικοινωνιακό τέχνασμα ἐξυπηρέτησης ἐθνο‐συλλογικῶν προτεραιοτήτων καί ὄχι ἐκκλησιακῶν, ἤδη ἡ Ἐκκλησία τό γνωρίζει ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱστορικῆς της ὕπαρξης, τό ἐπισημαίνει καί τό στιγματίζει, λέγοντας στόν 33ο κανόνα 10 Σχετικά μέ τό ζήτημα αὐτό, βλ. Γρηγ. Δ. ΠΑΠΑΘΩΜΑ, «Ἀπό τήν συνοδική ἑτερότητα καί κοινωνία σέ δύο συμμετρικές ἀποκλίσεις: τήν Ἐθνική Ἐκκλησία καί τήν Ἀπορρόφηση Ἐκκλησίας. (Ἡ περίπτωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀπορρόφησης στίς Βαλτικές χῶρες, Ἐσθονία καί Λεττονία, στό ὄνομα τῆς ῾῾ὁμοιομορφίας᾿᾿ τῆς Ἐθνικῆς Ἐκκλησίας)», ἐν L’Année canonique [Παρίσι], τ. 48 (2006), σελ. 125‐133, ἐν Ἐπίσκεψις, τ. 38, τεῦχ. 680 (11/2007), σελ. 5‐21 καί 4‐19 (δίγλωσσο), ἐν Σύναξη, τεῦχ. 104 (4/2007), σελ. 25‐36, ἐν The Messenger [Λονδῖνο], τεῦχ. 5 (2/2008), σελ. 30‐47 (στά ἀγγλικά), ἐν Usk ja Elu, τ. 5 (1/2008), σελ. 23‐43 (στά ἐσθονικά), καί ἐν Inter [Cluj‐Napoca], τ. ΙΙ, τεύχ. 1‐2 (2008), σελ. 484‐495. 66
τόν ἀποστολικό (2ος‐3ος αἰ.), ὅτι πολλά ἀντιεκκλησιολογικά πράγματα γίνονται στήν Ἐκκλησία ἀπό συναισθηματισμό: «[...] εἰς κοινωνίαν αὐτούς μή προσδέξησθε· πολλά γάρ κατά συναρπαγήν γίνεται»... Τό σύμπλοκο, ὅμως, αὐτό πρόβλημα δέν σταματᾶ σέ αὐτό τό πρωτογενές ἐπίπεδο ἐκδήλωσής του. Οἱ Ἐκκλησίες πού προκαλοῦν εἰσπήδηση σέ ἔδαφος ἄλλης Ἐκκλησίας, ἐκτός ἀπό τήν συνεπαγόμενη συνεδαφικότητα πού προκύπτει πάραυτα, ἐπιδιώκουν καί θεσμική καί νομική ἐκκλησιακή ταυτωνυμία. Καί ἐνῶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνά τήν Οἰκουμένη, παρά τίς ἄοκνες προσπάθειες πού καταβάλλει τό Οἰκουμενικό Πατρια‐ ρχεῖο στήν κατεύθυνση αὐτή, ἀδυνατεῖ αὐτή στό σύνολό της καί στίς δύο περιπτώσεις νά ἐπιβάλει τήν κανονική τάξη, τό (ἑκάστοτε) Κράτος μόνο στό δεύτερο σκέλος τοῦ προβλήματος παρεμβαίνει καί μπορεῖ νά ἐπιβάλει τήν ἔννομη τάξη. Γι’ αὐτό καί ἡ κανονική τάξη μέσα στήν Ἐκκλησία θά παραμένει πά‐ ντοτε τό ζητούμενο, ἡ ἀναζήτηση τελικά μιᾶς ἀνέφικτης κανονικότητας, καί τό ἀνεκπλήρωτο, ἐξ αἰτίας τῶν χριστια‐ νικῶν Ἐκκλησιῶν, ὅραμα τῆς Κανονικῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἐξ ἄλλου, ἡ ἔννοια τῆς Ἐθνικῆς Ἐκκλησίας εἶναι συμφυής μέ τίς τέσσερεις αὐτές ὁμόπτωτες ἀντικανονικές ἀποκλίσεις. Μέ ἄλλα λόγια, οἱ ἐκκλησιο‐κανονικές αὐτές ἀποκλίσεις «ὁμοζυγοῦν», συμπορεύονται στήν ἐκδήλωσή τους ταυτόχρονα μέ τήν Ἐθνική Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό καί ὁ ἐθνοφυλετισμός ἔχει συνοδικά καταδικασθεῖ (1872) καί εἶναι καταδικαστέος. Τό ὅποιο χριστεπώνυμο ἔθνος εἶναι ἐκκλησιολογικά καί κανονικά ἀνεπίτρεπτο νά τορπιλίζει τήν ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων κατά τόπους Ἐκκλησιῶν, διεκδικώντας ἀπό σήμερα καί στό ἑξῆς
67
(21ος
αἰ.)
παγκόσμια
ἐθνο‐εκκλησιακή
δικαιοδοσία.
Ἀξιοσημείωτον, πάντως, εἶναι, ὅτι ἡ ἴδια παθολογία καί παθογένεια ἐκκλησιακο‐κοινοτικῆς πολυαρχίας, πού μαστίζει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, ὁμότροπα, πανομοιότυπα καί συνώνυμα μαστίζει καί τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησιολογία ὅσο καί τήν (τίς) Προτεσταντική (‐ές) Ἐκκλησιολογία (‐ες). Πιό συγκεκριμένα ἀκόμη, οἱ τρεῖς πρῶτες ὁμόπτωτες ἀντικανονικές ἀποκλίσεις συνεδαφικότητας καί συνδικαι‐ οδοσίας, ὅπου ἐκδηλώνονται, ἐμφανίζονται ταυτόχρονα καί ταυτόδηλα. Μόλις ἐμφανισθεῖ ἡ μία, ἄς ποῦμε ἡ πρώτη (δύο ἐπισκοπές μαζί), γεννᾶ ἀμέσως σταδιακά καί θεσμικά, καί τίς ἄλλες δύο. Τό ἐσθονικό παράδειγμα εἶναι ἐνδεικτικό. Τό ἴδιο συμβαίνει καί ὅταν ξεκινᾶμε ἀπό τήν τρίτη περίπτωση, αὐτήν τῆς σύστασης, σέ προοπτική συνύπαρξης, δύο κατά τόπους Ἐκκλησιῶν στόν ἴδιο τόπο. Καί τότε συμβαίνει πάλι τό ἴδιο καί τό αὐτό, μόνο πώς ἡ φορά εἶναι ἀντίθετη: Συστήνουμε πρῶτα τήν Ἐκκλησία καί μετά ἐγκαθιστοῦμε τούς ἐπισκόπους σέ διάφορες πόλεις, οἱ ὁποῖοι ἀρχίζουν νά συνυπάρχουν μέ ἄλλους ἐπισκόπους, γιά νά καταλήξουμε ἔτσι καί πάλι στήν πρώτη περίπτωση, αὐτῆς τῶν δύο, ἤ καί (κάτι πού οἱ κανόνες δέν φαντάσθηκαν καί πού ἐμεῖς τό υἱοθετοῦμε ἀσύστολα σήμερα) περισσοτέρων ἀπό δύο, ἐπισκόπων στόν ἴδιο τόπο καί τήν ἴδια πόλη. Καί αὐτό, γιά νά δοῦμε μέχρι ποίου σημείου οἱ τέσσερεις ὁμόπτωτες ἀντιεκκλησιολογικές ἀποκλίσεις συνισ‐ τοῦν συγκοινωνοῦν πρόβλημα, κατά τό γνωστό φυσικό φαινόμενο τῆς ἀρχῆς τῶν συγκοινωνούντων δοχείων, γιατί ἁπλούστατα ἐκπορεύονται ἀπό τήν θεολογία τοῦ συνεδαφικοῦ ριτουαλισμοῦ (Ρωμαιοκαθολικοί), ἀπό τήν θεολογία τοῦ πολλαπλασιαστικά ἄτυπου ὁμολογιασμοῦ‐confessionalismus
68
(Προτεστάντες)
καί
ἀπό
τήν
θεολογία
τοῦ
ἐθνικοῦ
μισσιονισμοῦ καί τῆς Ἐθνικῆς Ἐκκλησίας (Ὀρθόδοξοι). Συμπεράσματα Σέ ἀντίθεση μέ τήν παλαιοδιαθηκική Ἰουδαϊκή παράδοση, ἡ ὁποία ἦταν μονοκεντρική (Ναός τῶν Ἱεροσολύμων) σέ σχέση μέ σύνολη τήν Οἰκουμένη, ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρξε ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀνάπτυξής της κανονικῶς πολυκεντρική ἀνά τήν Οἰκουμένη. Ὅμως, κατά τήν διάρκεια τῆς δεύτερης χιλιετίας μέχρι καί σήμερα, Ρωμαιοκαθολικοί, Προτεστάντες καί Ὀρθό‐ δοξοι τήν μετατρέψαμε ἀντικανονικῶς σέ συνεδαφική καί πολυαρχική τόσο κατά τόπον ὅσο καί ἀνά τήν Οἰκουμένη. Καί ἡ ἐκκλησιακή πολυαρχία ἐκδηλώνεται πλέον σέ τέσσερα ὁμόπτωτα πολύ αρχικά ἐπίπεδα: 1) Τοπικῆς Ἐκκλησίας‐ Ἐπισκοπικό, 2) Ἐπαρχιακῆς Ἐκκλησίας‐Μητροπολιτικό, 3) Κατά τόπον Αὐτονόμου Ἐκκλησίας, Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, Αὐτο‐ κεφάλου ‐Πατριαρχικῆς Ἐκκλησίας, Πατριαρχείου‐[ἐπίπεδο] αὐτοκεφαλικό‐πατριαρχικό καί 4) Ἀνά τήν Οἰκουμένην Ἐκκλησίας‐ Ὑφηλιακό. Τήν εὐθύνη γι’ αὐτό, σέ ὅλο τό εὗρος τῆς δεύτερης χιλιετίας, φέρουν ἀκέραιη ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἀρκετές Προτεσταντικές Ἐκκλη‐σίες καί μερικές Ὀρθόδοξες κατά τόπον Ἐκκλησίες. Ἀναλυτικώτερα: Ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία εὐθύνεται γιά τήν ριτουαλιστική συνεδαφικότητα (1990) πού δημιούργησαν manu militari οἱ Σταυροφορίες (1905‐1204, μέχρι τό 1261) 11 καί ἐπιβεβαίωσαν ἡ παπική Ἐγκύκλιος τοῦ πάπα Πίου τοῦ Θ΄ τό 1847 καί στήν συνέχεια ἡ Α΄ Βατικανή Σύνοδος (1870), 11 Ἀναλυτικά γιά τό ζήτημα αὐτό, βλ. Γρηγ. Δ. ΠΑΠΑΘΩΜΑ, Κανονικά ἄμορφα (Δοκίμια Κανονικῆς Οἰκονομίας), Θεσσαλονίκη‐Κατερίνη, ἐκδ. Ἐπέκταση (σειρά «Νομοκανονική Βιβλιοθήκη», ἀρ. 19), 2006, σελ. 145‐173. 69
γεννώντας συνεδαφικές Ἐκκλησίες καί ἐκκλησιακή πολυαρχία σέ κανονικά ἐδάφη τῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς στά τρία πρῶτα προαναφερθέντα ἐπίπεδα. Ὅταν οἱ ἀποφάσεις τῆς Α΄ Βατικανῆς Συνόδου (Πρωτεῖο‐Παγκόσμια παπική δικαιοδοσία) ἐπεβλήθηκαν καί κυριάρχησαν, τότε ἄρχισε ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία νά διεκδικεῖ μοναδικότητα στήν ἐκκλησιακή της παγκοσμιότητα, νά θεωρεῖ, λόγῳ καί τῆς διεκδικούμενης ἐκκλησιακῆς μοναδικότητας, ἀποσχισθεῖσες (dissidentes) καί ὡς ἐκ τούτου ἀνύπαρκτες τίς ἄλλες Ἐκκλησίες (τῆς Ἀνατολῆς), μέ τίς ὁποῖες ἱστορικά βρισκόταν σέ διακοπή κοινωνίας (1054) καί ὄχι σέ σχίσμα (sic), καί νά φθάσει νά ὁλοκληρώσει τήν ἐκκλησιακή της μοναδικότητα σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο μόλις πρίν ἀπό λίγο, τό 2006, μέ τήν ἀποποίηση τοῦ τίτλου τοῦ ἐκκλησιακοῦ ἐρείσματός της «Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης», πού τοῦ ἔδωσε ἐκκλησιολογικά ἡ Ἐκκλησία στήν πρώτη χιλιετία. Καί ἐνῶ ἱστορικά καί κανονικά ἡ Ἐκκλησία δέν ἐκχώρησε τέτοια ἐκκλησιακή ὑπόσταση στό Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης, ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία αὐτοανακηρύσσεται σέ Παγκόσμια Ἐκκλησία καί προξενεῖ, ἔτσι, ὁριστικά συνεδαφικότητα καί ἐκκλησιακή πολυαρχία ἀνά τήν Οἰκουμένη. Οἱ Προτεσταντικές Ἐκκλησίες προκάλεσαν ὁμολογιακή συνεδαφικότητα καί ἐκκλησιακή πολυαρχία στούς κόλπους τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας στούς ἱστορικούς χώρους τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρώμης. Ἀλλά volentes nolentes δέν σταμάτησαν μόνο σέ αὐτό. Στήν ἐποχή μας, οἱ Προτεσταντικές Ἐκκλησίες, στήν προσπάθειά τους νά ἐνισχύσουν τό ἐσωτερικό ὁμολογιακό τους στρατόπεδο ἡ κάθε μία, ἄρχισαν νά συστήνουν Παγκόσμιες ὁμοειδεῖς Ὁμολογιακές Ἐκκλησίες (π.χ. Παγκόσμια Λουθηρανική Ἐκκλησία, Παγκόσμια Εὐαγγελική
70
Ἐκκλησία, Παγκόσμια Μεθοδική Ἐκκλησία, κ.ο.κ.), τήν στιγμή πού ὑφίσταται ἀνά τήν Ὑφήλιο ἡ «ἀνά τήν Οἰκουμένην Ἐκκλησία» (κ. 57/Καρθαγένης καί 56/Πενθέκτης), ἀλλά καί τήν στιγμή πού ...ὑφίστανται καί ἄλλες παράλληλες «Παγκόσμιες Προτεσταντικές Ἐκκλησίες». Σέ αὐτήν τήν σύμμεικτη φαινο‐ μενολογία, παρατηρεῖται βαθύτερα ἕνας «ἄτυπος πολλαπλα‐ σιασμός τῶν ἐκκλησιακῶν κυττάρων», πού στήν ἰατρική γλῶσ‐ σα τό φαινόμενο αὐτό ἀποκαλεῖται «καρκῖνος». Τό φαινόμενο αὐτό ἕναν ἰατρό θά τόν προβλημάτιζε πολύ· αὐτό, ὅμως, δέν προβληματίζει τούς θεολόγους, οὔτε τίς Ἐκκλησίες, γιά νά ἀναζητήσουν τουλάχιστον τήν παθογένειά του. Τό μόνο σίγουρο πάντως εἶναι, ὅτι ἔτσι ἀποδεικνύεται καί σημαίνεται ὁρατά ἡ ὅλο καί περισσότερο προελαύνουσα ἐκκλησιακή πολυαρχία στήν προοπτική τοῦ ἐκκλησιακοῦ παγκοσμισμοῦ (universalismus Ecclesiarum). Αὐτήν
τήν
ἀκατάσχετη
ὁμολογιακή
ἐκκλησιακή
παγκοσμιοποίηση τῶν Δυτικῶν Ἐκκλησιῶν ἀκολουθοῦν κατά πόδας, ὡς μή ὤφειλαν, καί οἱ Ὀρθόδοξες Ἐθνικές Ἐκκλησίες. Ἤδη τρεῖς ἀπό αὐτές (Κύπρου, Ρωσσίας, Ρουμανίας) ἀκο‐ λουθοῦν μέ συνοδική ἀπόφαση καί καταστατικά (1980‐2010) αὐτήν τήν ὁδό τοῦ ἐκκλησιακοῦ παγκοσμισμοῦ, ἐνσυνείδητα καί ἀπό ὅ,τι φαίνεται ἐξ ἐκκλησιαστικῆς συλλογικῆς πεποι‐ θήσεως, χωρίς φυσικά νά εἶναι καί οἱ μόνες. Ὑπάρχουν καί ἄλλες πού συμπλέουν στήν πράξη μέ αὐτό τό ἀντιεκ‐ κλησιολογικό ὅραμα, χωρίς νά τό διακηρύσσουν τόσο ἠχηρά. Εὐτυχῶς ὄχι ὅλες... Ἐξ ἄλλου, τό πρόβλημα τῆς λεγομένης «Διασπορᾶς» (sic) εἶναι καρπός, ἐπίσης, αὐτῆς τῆς ἑτεροκεν‐ τρισμένης ὑπερόριας τακτικῆς καί παγκοσμιακῆς στρατηγικῆς μερικῶν Ὀρθοδόξων κατά τόπους Ἐκκλησιῶν. Καί τό
71
ἐκκλησιο‐κανονικό αὐτό πρόβλημα δέν ὀφείλεται στό ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι πολυκεντρική· ἦταν πάντοτε ἔτσι. Αὐτό ὀφείλεται στό ὅτι ἡ νοοτροπία τῆς παγκοσμιοποιημένης Ἐθνικῆς Ἐκκλησίας γίνεται οὐσιαστικά ἡ γενεσιουργός αἰτία τῆς ἀντικανονικῆς ὑπάρξεως ἐκκλησιαστικῆς «Διασπορᾶς». Ἑπομένως, τό πρόβλημα ἔγκειται ἀκριβῶς στό γεγονός, ὅτι κάποιες Ὀρθόδοξες κατά τόπους Ἐκκλησίες ἐπέλεξαν νά δραστηριοποιηθοῦν ὑπερόρια σέ παγκόσμια προοπτική καί, ὡς ἐκ τούτου, ἀπολύτως ἀντικανονικά, καί προκάλεσαν καί προ‐ καλοῦν ἐθνοφυλετική ἐκκλησιαστική συνεδαφικότητα καί ἐκκλησιακή πολυαρχία κατά τόπους, μήν ἐπιτρέποντας ἐν τέλει τό κάθε κατά τόπον Ἐκκλησιακό Σῶμα νά εὐδοκιμήσει. Κοντολογίς, καμμία κοινωνία δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀνάμεσα σέ Ἐκκλησίες ἀπό τίς ὁποῖες ἡ κάθε μία διατείνεται, ὅτι διαθέτει παγκόσμια δικαιοδοσία. Ἄς ἐπιδείξουμε ἕναν τίμιο ρεαλισμό. Καί μόνον τό γεγονός, ὅτι μία τέτοια κατά τόπον Ἐκκλησία θεωρεῖ πώς κατέχει ἐκκλησιακή αὐτοπληρότητα καί γιά τόν λόγο αὐτό δύναται μέ αὐτάρκεια καί ἀπό μόνη της νά καλύψει σύνολη τήν Ὑφήλιο, δέν ἀπομένουν πράγματι περιθώρια γιά ἐκκλησιακή κοινωνία μέ τίς ἄλλες ὁμώνυμες κατά τόπους Ἐκκλησίες. Στό πλαίσιο καί στήν ἐποχή, ὅπως εἶναι ἡ δική μας, τοῦ πολυ‐ομολογιασμοῦ τῶν Ἐκκλησιῶν, «Παγκόσμιες Ἐκκλησίες» μπορεῖ νά ἔχουμε, καί ἔχουμε πολλές, γιατί αὐτό συνάδει μέ τήν ἐγκόσμια ἐσχατολογία πού τίς διακατέχει, ἀλλά ἀπό ἐκκλησιολογική καί κανονική ἄποψη, «ἀνά τήν Οἰκουμένην Ἐκκλησία» δέν μποροῦμε νά ἔχουμε παρά μόνον μία, μοναδική καί μόνη. Εἶναι πλέον γεγονός, ὅτι ἡ Μετα‐νεωτερικότητα προκάλεσε ἐν πολλοῖς καί σέ πολλά ἐπίπεδα Μετα‐εκκλησιαστικότητα. Γι’ αὐτό καί
72
σχετικοποιήθηκαν σήμερα τά ἐκκλησιο‐κανονικά κριτήρια σύστασης καί συμπεριφορᾶς μιᾶς Ἐκκλησίας ὅπου γῆς, ἐξανεμίζοντας ὅλες τίς κανονικές προσδοκίες γιά κανονική ἐναρμόνιση καί πορεία στήν ἱστορική συνέχεια. Ἔτσι, τό Ἐκκλησιαστικό Σῶμα ἐμφανίζει ἔκδηλα μία ἀδυναμία συγκερασμοῦ αὐτοῦ πού παραλάβαμε, μέ τά σύγχρονα δεδομένα πού ὁ συνεχῶς μεταβαλλόμενος κόσμος μᾶς ἐπιβάλλει. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς καί ἡ πολλαπλή κραυγαλέα ἀντιφατική μας συμπεριφορά στήν Ἐκκλησιολογία καί τήν ἐκκλησιακή Κανονικότητα. Μέ ἄλλα λόγια, τέλος, ἡ πολυεκκλησιαστικότητα σέ ἕνα τόπο γεννᾶ πολυκανονικότητα καί, ἔτσι, «σύγχυση Ἐκκλησιῶν» (κ. 2/Β΄) σέ ὅλα τά ἐπίπεδα πού προαναφέρθηκαν, γεννᾶ μία πρισματική κανονικότητα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ἀθεράπευτη καί, ὡς ἐκ τούτου, ἐκκλησιολογικές κραυγαλέες ἀντιφάσεις καί πολυαντικα‐ νονικότητα. Καί ὅσο θά μένουμε ἀδιάφοροι μπροστά σέ αὐτήν τήν προελαύνουσα πολυεπίπεδη ἀλλοτρίωση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ θεραπεία της θά παραμένει ὅλο καί πιό ἀνέφικτη. Γιά νά ἐπαληθεύεται ἀκόμη μία φορά ἡ ἐκπεφρασμένη ἤδη ἀπό τόν 4ο αἰώνα κανονική ἀγωνία τοῦ Μ. Βασιλείου γιά ἕνα τόσο μεῖζον θέμα: «Πάνυ με λυπεῖ, ὅτι ἐπιλελοίπασι λοιπόν οἱ τῶν Πατέρων κανόνες, καί πᾶσα ἀκρίβεια τῶν ἐκκλησιῶν ἀπελήλαται· καί φοβοῦμαι μή κατά μικρόν τῆς ἀδιαφορίας ταύτης ὁδῷ προϊούσης, εἰς παντελῆ σύγχυσιν ἔλθῃ τά τῆς Ἐκκλησίας πράγματα» (κ. 89/Βασιλείου). Καί αὐτό πού φοβόταν, συνέβη ἤδη καί προελαύνει στήν ἐποχή μας πρός τήν συνολική ὁλοκλήρωσή του...
73
Ἀκροτελεύτιο Τά ἐκκλησιολογικά προβλήματα σύνολης τῆς δεύτερης χιλιετίας, τά ὁποῖα καί τήν χαρακτηρίζουν κυρίαρχα καί κατ’ ἀποκλειστικότητα, ὄχι μόνον δέν ἔχουν ἐπιλυθεῖ, ἀλλά καί τείνουν αὐξανόμενα, καί ἀπ’ ὅ,τι δείχνουν τά πράγματα, τά προβλήματα αὐτά κληρονομοῦνται πανηγυρικά καί στήν τρίτη χιλιετία. Τί μέλλει, λοιπόν, γενέσθαι; Ἡ λύση φαίνεται νά δίνεται ἐκεῖ κάπου σέ μία παραβολή τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ πού λέει, ὅτι ὑπάρχουν κάποιες κατηγορίες προβλημάτων πού θά λυθοῦν μόνον μέ τόν ...θερισμό (πρβλ. Μθ 13, 29‐30), ἐφ’ ὅσον ἐμεῖς δέν κάνουμε τίποτε στήν κατεύθυνση αὐτή· «ὁ δέ θερισμός συντέλεια τοῦ αἰῶνός ἐστιν» (Μθ 13, 39). Ὅλοι συμφωνοῦμε (καί σιωπηρά καί σκανδαλωδῶς ἀποδεχόμεθα), ὅτι ἡ ριτουαλιστική ἐκκλησιολογία (Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλη‐ σία), ἡ ὁμολογιακή ἐκκλησιολογία (Προτεσταντικές Ἐκκλησίες) καί ἡ ἐθνοφυλετική ἐκκλησιολογία (Ὀρθόδοξες Ἐθνικές Ἐκκλησίες) συνιστοῦν ζιζάνια στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, γιατί τήν καταργοῦν..., γιατί τήν ἐκμηδενίζουν...· μόνον πῶς τά ζιζάνια αὐτά προέρχονται ἔσωθεν, ἀπό ἐμᾶς, καί ὄχι ἀπό τούς θύραθεν... Ἄν δοῦμε τήν Ἱστορία, θά παρατηρήσουμε, ὅτι οἱ ἐκκλησιαστικές διαιρέσεις ἐπιφέρουν ἐνίοτε καί πολιτικές ἀλλαγές. Ἡ Εὐρώπη εἶναι ὁ κατά κυριολεξία, ἄν ὄχι ὁ ἀποκλειστικός, χῶρος αὐτῆς τῆς ἱστορικῆς τραυματικῆς ἐμπειρίας. Γι’ αὐτό καί ἡ Εὐρώπη ἔχει ἰδιαίτερα καταπονηθεῖ ἀπό τίς διάφορες θρησκευτικές (χριστιανικές) διαιρέσεις στό παρελθόν καί στό παρόν (ἐξ οὗ καί ὁ ἀποκλεισμός τῆς μνείας τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τό ὑπό διαμόρφωση Εὐρωσύνταγμα),
74
καί περισσότερο ἀπό τίς πολλές χριστιανικές ὁμολογίες, ὅπως καί ἀπό τίς ἑτερόκλητες ἤ ἀντιθετικές ἀποκλίσεις τους. Ἀλλά δυστυχῶς καί γιά τήν Εὐρώπη, θά πρέπει νά ἀναμένει καί αὐτή τόν ...θερισμό..., μιά πού οἱ Χριστιανικές Ἐκκλησίες δέν κάνουν τίποτε ἄλλο χίλια χρόνια τώρα ἀπό τοῦ νά διαιροῦν τό ἑνιαῖο ἀνθρώπινο γένος, τοῦ ὁποίου κλήθηκαν νά διατηρήσουν σωτηριολογικά τήν ἑνότητά του (πρβλ. Ἰω. 17, 11. 21‐22)!... Ὁ λόγος φαίνεται σκληρός..., ἴσως καί νά εἶναι..., ἀλλά ἡ ἐκκλησιο‐κανονική πραγματικότητα αὐτή καθ’ ἑαυτήν εἶναι πιό σκληρή καί ἀπό τόν διαπιστωτικό λόγο...
75
Πρωτοπρ. Γεώργιος Εμμ. Μαρνέλλος τ. Αναπληρωτής Καθηγητής της Α.Ε.Α Κρήτης
Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ (1846‐1920) «ΜΑΡΤΥΡΑΣ» ΚΑΙ «ΕΡΜΗΝΕΥΤΗΣ» ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Άγιος Νεκτάριος, Μητροπολίτης Πενταπόλεως ο
Θαυματουργός γεννήθηκε στη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης την Τρίτη 1 Οκτωβρίου του 1946. Μετά από τρισήμισι μήνες βαπτίστηκε, την Κυριακή 15 Ιανουαρίου 1847, λαμβάνοντας το όνομα Αναστάσιος. Είχε καλούς και ευσεβείς γονείς τον Δήμο‐Δημοσθένη Κεφαλάς, ο οποίος ασκούσε το επάγγελμα του ναυτικού, και την Μπαλού το γένος Τριανταφυλλίδου (;). Ο Άγιος ήταν παιδί πολύτεκνης οικογέ‐ νειας (είχε έξι αδέλφια) 12. Στην όμορφη μικρή πόλη της Σηλυβρίας, στην οποία ο Άγιος έζησε τα πρώτα δεκατέσσερα χρόνια της ζωής του, γνώρισε την ορθόδοξη πίστη και τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Στην «κατ΄οίκον» Εκκλησία διδάχτηκε την ορθόδοξη πίστη και ζωή και την αγάπη προς τον Ιησούν Χριστόν και την Αγίαν του Εκκλησίαν. Κάτω από τους τρούλους των Εκκλησιών βίωσε την ορθόδοξη ευσέβεια, άκουσε ουράνια μηνύματα, προσκύνησε πολλά λείψανα Αγίων, γνώρισε αγίους Ιερείς, εγκολπώθηκε τα ιερά γράμματα «τα δυνάμενα σοφίσαι εις σωτηρίαν», καλλιέργησε την ιερατική και προφητική του κλήση, αισθάνθηκε ιερά φιλοκαλικά σκιρτή‐
12 Σοφοκλής Δημητρακόπουλος, Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, Η πρώτη Άγια Μορφή των καιρών μας, Αθήνα 1988, σ. 19. 76
ματα, εμπέδωσε τον Ν΄ Ψαλμό «το Ελέησον με ο Θεός κατά το μέγα έλεος σου…» και το «Διδάξω ανόμους τας οδούς σου και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι». Μέσα σε αυτό το φιλόξενο και νηπτικό περιβάλλον ο μικρός Αναστάσιος πήρε την τολμηρή για την ηλικία του, απόφαση, να αφήσει την οικογένειά του, την πατρίδα του, τους φίλους και τους συγγενείς του για να μεταβεί στην Κων/πολη με σκοπό τις περαιτέρω σπουδές. Ήκουσε φαίνεται την φωνή του Κυρίου, τη ζεστασιά της παρουσίας του στα βάθη της ύπαρξής του, ένιωσε το αισθητήριο της πνευματικής του ακοής να δονείται στο άκουσμα του θεϊκού προστάγματος, όπως συνέβη και με τον Πατριάρχη Αβραάμ: «Και είπεν Κύριος τω Άβραμ. Έξελθε εκ της γης σου και εκ του οίκου του Πατρός σου και εκ της συγγενείας σου εις την γην, ήν αν σοι δείξω…και ευλογήσω και μεγαλύνω το όνομά σου» 13. Και έτσι σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων (το 1860) αναχώρησε για την Πόλη, φορώντας φτωχικά ρούχα, και χωρίς καθόλου χρήματα στην τσέπη του αλλά, φέροντας χαραγμένη μέσα του την σφραγίδα των δωρεών του Αγίου Πνεύματος, και με χρυσά γράμματα, την ημερομηνία «15 Ιανουαρίου». Η θαυμαστή αυτή ημερομηνία της βάπτισής του, που συμπίπτει με τη χάρη του Τριαδικού Θεού με τις ημερομηνίες της χειροτονίας του σε Διάκονο και Επίσκοπο, θα γίνει σταθμός και πηγή ανεφοδιασμού, ακατάπαυστη Πεντηκοστή, «καινοποιός δύναμις» για την μετέπειτα πνευματέμφορη και «μαρτυρική» πορεία του Αγίου, στη ζωή της Εκκλησίας.
Στην Κων/πολη, αρχικά εργάζεται σε καπναποθήκη και
κατόπιν ως παιδονόμος στο Αγιοταφικό Μετόχι και παράλληλα, του δίνεται η δυνατότητα να βελτιώσει τη 13 Γέν. 12, 1‐2 77
μόρφωσή του και να εισαχθεί ακόμη περισσότερο στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Στα τέλη της δεκαετίας πήγε στη Χίο και για κάποια χρόνια υπηρέτησε γραμματοδι‐ δάσκαλος στο χωριό Λιθί και στη συνέχεια το 1873 προσέρχεται στη Νέα Μονή ως δόκιμος μοναχός και στις 7 Νοεμβρίου 1876, γίνεται μοναχός και λαμβάνει το όνομα Λάζαρος.
Στις 15 Ιανουαρίου 1877 χειροτονείται διάκονος και
μετονομάζεται σε Νεκτάριο. Στη Χίο παρακολούθησε γυμνα‐ σιακά μαθήματα στο περιώνυμο Γυμνάσιο (ισοδύναμο με το σημερινό Λύκειο). Το απολυτήριο έλαβε όχι στη Χίο, λόγω του επισυμβάντος σεισμού στο νησί (22‐3‐1881) αλλά στην Αθήνα στο Βαρβάκειο Λύκειο (4‐11‐1881). Στις 29 Μαρτίου 1886 ο ιεροδιάκονος Νεκτάριος χειροτονείται στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου από τον Πατριάρχη Σωφρόνιο πρεσβύτερος και στις 6 Αυγούστου 1886, χειροθετείται Μέγας Αρχιμανδρίτης και Πνευματικός και τοποθετείται ως Διευθυντής στην πατριαρχική Αντιπροσωπεία Καϊρου. Το ήθος και η εργατικότητα του Αγίου, τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, η πνευματική και η φιλανθρωπική του δράση καθώς και η μεγάλη εκτίμηση των πιστών προς του πρόσωπό του, είχαν ως αποτέλεσμα την προαγωγή του στο επισκοπικό αξίωμα. Έτσι, στις 2‐1‐1889 εκλέγεται και στη συνέχεια χειροτονείται Επίσκοπος στις 15 Ιανουαρίου 1889 με τον τίτλο «μητροπολίτης της Μητροπόλεως Πενταπόλεως».
Η προσωπικότητα, τα χαρίσματα, η όλη δραστηριότητα
του Αγίου Πενταπόλεως, οι εκδηλώσεις αγάπης και εκτιμήσεως της Ομογένειας προς το σεπτό πρόσωπό Του, προκάλεσαν το μίσος και την αντίδραση μερικών ζηλόφθονων, που τον διέβαλαν στον γηραιό Πατριάρχη Σωφρόνιο, ο οποίος στις
78
11‐7‐1890 τον έδιωξε αναπολόγητο από την Αίγυπτο 14. Ο τρόπος, το ήθος, η συμπεριφορά του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου, απέναντι σε ένα ταπεινό και άγιο Επίσκοπο της Εκκλησίας (άδικη παύση από την υψηλή θέση την οποία κατείχε ο Άγιος Πενταπόλεως, ως Διευθυντής του πατρι‐ αρχικού Γραφείου στο Κάιρο και απαξίωση του προσώπου του και της προσφοράς του) ασφαλώς και πλήγωσαν βαθύτατα την αγία ψυχή του Μεγάλου Αγίου μας, και όχι μόνο τον αδίκησαν κατάφωρα, και τον λύπησαν σφόδρα, αλλά και πολύ τον δυσκόλεψαν στην συνέχεια για να εξεύρει κάποια εργασία, εκκλησιαστικού χαρακτήρα, για να βγάζει το ψωμί του και να συνεχίσει να διακονεί την Εκκλησία. Ο φίλος συγγραφέας Σοφ. Δημητρακόπουλος αναφέρει στο μνημειώδες έργο του «Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως» τα εξής: «Αφού οι ραδιούργοι, πρόσθεσαν, όπως φαίνεται…και τους απαραίτητους υπαινιγ‐ μούς για δήθεν ηθικές εκτροπές του (!), δεν δυσκολεύτηκαν να ωθήσουν τον Σωφρόνιο να λάβει τα μέτρα, που αυτοί επιθυμούσαν. Ο Πατριάρχης συνοδευόμενος από τον μητροπο‐ λίτη Θηβαϊδος Γερμανό, ανεβαίνει στο Κάιρο και σε πρώτη φάση, με Διακοίνωσή του της 3 Μαϊου του 1890 τον παύει από τη Διεύθυνση του Πατριαρχικού Γραφείου και… μακρο‐ θυμώντας (!) του επιτρέπει‐ταπεινώνοντάς τον, κατά τη γνώμη του‐να μένει στο οίκημα της Πατριαρχικής Επιτροπείας και να λαμβάνει «μέρος τροφής εν τη κοινή τραπέζη μετά των ιερέων»! 15.
Ας
μας
επιτραπεί
στο
σημείο
αυτό
να
παρουσιάσομε, αποσπάσματα από την «Συμβουλευτική, Ιδιόχειρον Επιστολήν» του Μεγάλου Πατρός και Διδασκάλου της Εκκλησίας και του Γένους Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου 14 Σοφ. Δημητρακόπουλος, Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, στο βιβλίο Γ. Μαρνέλλου, Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, ο Άγιος του αιώνα που παρήλθε και του αιώνα που διανύομε, Εκδ. Ι.Ε.Γ.Θ.Π., Άγιος Νικόλαος Κρήτης, 2012, σ. 19. 15 Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, Αθήνα 1988, όπ.π., σ. 89. 79
(+1809), τον οποίο αγαπούσε ιδιαίτερα ο Άγιος Νεκτάριος. Έτσι, θα φανεί έντονα η αντίθεση και πιστεύομε, να διδαχτούμε από αυτό το ιερό κείμενο την αρετή της αγάπης και της διακρίσεως, όλοι οι Κληρικοί, ιδιαίτερα οι έχοντες την «ευθύνη της διακονίας», ποιό πρέπει να είναι το ήθος μας ως ιερέων, σε όποια βαθμίδα και αν βρισκόμαστε, και ποια πρέπει να είναι η στάση και η συμπεριφορά μας απέναντι στους αδελφούς μας. Ταυτόχρονα, δίνεται έστω και ετεροχρονισμένα, μια επί πλέον απάντηση‐θα την χαρακτηρίζαμε «αγιονικοδημική»‐ στον Σωφρόνιο, Πατρι‐άρχη της Αλεξάνδρειας και σε «κάθε Σωφρόνιο», που ήθελε τον μιμηθεί, η οποία πιστεύω, περικλείει πλούσια μηνύματα προς εφαρμογή στον «καθ΄ημέραν βιον», με πρώτο μήνυμα το εξής: πόσο μεγάλο κακό είναι η μισαδελφία, ότι δηλαδή «ο μισών τον αδελφόν αυτού ανθρωποκτόνος εστι».
Γράφει λοιπόν, ο Άγιος Νικόδημος και συνυπογράφουν
την Επιστολή ο Άγιος Μακάριος Κορίνθου και δύο ακόμα αγιορείτες Πατέρες προς ένα Γέροντα του Αγίου Όρους, ο οποίος δεν είχε αγαστές σχέσεις με τα πνευματικά του παιδιά, τα εξής: «Την εν Χριστώ τω αναστάντι σεβασμίαν και πατρικήν ημίν αυτής πανοσιότητα ιεροπρεπώς και εν φιλήματι αδελφικής αγάπης κατασπαζόμεθα…Δια τούτο με το υικόν θάρρος όπου έφθασες να μας χαρίσης, τιμιώτατε Πάτερ, ικετικώς δεόμεθα και παρακαλούμεν κοινώς ημείς οι τέσσαρες την σεβασμίαν, Πατρότητά σου, πρώτον μεν να εκβάλης από την καρδίαν σου, κάθε μίσος και πικρότητα την κατά των αδελφών, και αντ΄αυτών να εισαγάγης κάθε αγάπην και γλυκυθίαν προς αυτούς. Χορτάτος γαρ είσαι από τας θείας Γραφάς, και τους θείους Πατέρας, Σεβάσμιε Πάτερ, πόσον κακόν είναι η μισαδελφία. Εις τρόπον ότι ο ηγαπημένος
80
Απόστολος του Κυρίου παρεκινήθη να ειπή περί αυτής, εκείνο το φοβερόν, και ακοή μόνη φρικωδέστατον λόγιον, ότι, «ο μισών τον αδελφόν αυτού, ανθρωποκτόνος εστι»... Να εκβάλη δε προς τούτοις από τον λογισμόν της και κάθε κακήν υπόνοιαν περί των αδελφών, την οποίαν ο σπορεύς των ζιζανίων σπείρει εις την Ιεράν της ψυχήν, υποψιθυρίζων τάχα ότι η συνοδεία της επιβουλεύεται την ζωήν της. Πράγμα οπού εκείνοι οι δυστυχείς ουδέποτε ανεβίβασαν εις τον λογισμόν τους. Οίδε γαρ η υμετέρα Πατρότης…πόσον κακόν είναι πρόξενοι αι κατά των άλλων υπόνοιαι και υποψίαι… Αντί δε των υπονοιών, παρακαλούμεν σε, άγιε Πνευματικέ, να έχης καλάς εννοίας περί των αδελφών…Παρακαλούμεν σε, τιμιώτατε Πάτερ, να αφήσης και να απορρίψης εκ του τιμίου σου στόματος τας κατά των αδελφών κατάρας και δυσφημίας. Και αντ΄αυτών να μεταχειρισθής τας ευλογίας και ευφημίας, ως μιμητής και ακόλουθος του Ιησού Χριστού και των αυτού ιερών μαθητών τε και Αποστόλων…» 16.
Τον Αύγουστο του 1890, ο Άγιος ήρθε στην Ελλάδα,
ζητώντας μια θέση για να επιβιώσει και για να προσφέρει στην Εκκλησία, την κοινωνία και τον πάσχοντα άνθρωπο. Μετά από πολλές δυσκολίες και καθυστερήσεις, στις 14‐2‐1891 διορίστηκε ιεροκήρυκας του Νομού Ευβοίας, όπου παρέμεινε ως τον Σεπτέμβριο του 1893, που μετετέθη στον νομό Φθιώτιδος. Αξίζει στο σημείο αυτό να δώσομε το λόγο στον ίδιο τον Άγιο, ο οποίος, κατεβαίνοντας περίλυπος, το κλιμακοστάσιο στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών ‐όταν ο Υπουργός αρνήθηκε να υπογράψει το διορισμό του ως ιεροκήρυκα Ευβοίας με την δικαιολογία ότι αυτός δεν ήταν Έλληνας υπήκοος‐ σχολίασε την καλή συγκυρία‐ συνάντησή του με το Δήμαρχο των 16 Γεωργίου Μαρνέλλου, Αγιονικοδημικά Μελετήματα, τ. Β΄, Εκδόσεις Κέντρου Μελέτης του Ορθοδόξου Πολιτισμού, Άγιος Νικόλαος Κρήτης 2007, σ. 264‐267. 81
Αθηναίων τα εξής: «Ο Θεός απέστειλεν τον κύριον Μελάν και με συνήντησεν, ενώ κατηρχόμην την κλίμακα του υπουργείου Εκκλησιαστικών» 17. Στις 10 Μαρτίου 1894 ανέλαβε τα καθή‐ κοντά του ο σοφός Διδάσκαλος της Θεολογίας, ως Διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής των Αθηνών. Η επίσημη εγκατάστασή του Αγίου έγινε την Κυριακή 13 Μαρτίου 1894. Στη Ριζάρειο εργάστηκε για δεκατέσσερα χρόνια (1894‐1908).
Παράλληλα με τα εκπαιδευτικά του καθήκοντα, ο
Μητροπολίτης Πενταπόλεως Νεκτάριος, «οδηγός του πνευμα‐ τικού βιου» ασκούσε με την άδεια των κατά καιρούς μητροπολιτών Αθηνών, και λειτουργικό, κηρυκτικό και φιλαν‐ θρωπικό έργο και εκτός της Σχολής. Ο Άγιος ήταν ασθενικός άνθρωπος, αλλά στις αρχές του 1908 η υγεία του είχε και πάλι σοβαρά δοκιμαστεί. Έτσι, αποφάσισε να αποχωρήσει από την ενεργό υπηρεσία του και στις 7‐2‐1908, σε ηλικία 62 χρόνων, υπέβαλε την παραίτησή του, από τη Ριζάρειο, η οποία έγινε αποδεκτή.
Ο Άγιος «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» επισκέφτηκε
το νησί της Αίγινας (10‐9‐1904) τον ιερό τόπο, όπου σήμερα βρίσκεται η Μονή της Αγίας Τριάδος, για να δώσει την ευλογία του για την εκ των ερειπίων ανακαίνιση της παλαιάς Μονής και την εγκαταβίωση σε αυτήν, γυναικείας αδελφότητας, η οποία είχε προκρίνει τον άγιο τόπο τούτο, ως κατάλληλο, για την σύσταση Μοναστηριού. Από αναφορά υποψηφίων μονα‐ χών, προς τον Μητροπολίτη Αθηνών Θεόκλητο, της πρώτης Ηγουμένης Ξένης Στρογγυλού, πληροφορούμαστε τις πρώτες ενέργειες για την επίτευξη του ιερού τούτου σκοπού: «Εν Αθήναις διαμένουσαι, επολιτευόμεθα μετά κορασίων τινών, μεθ΄ών αποτελούμεν σύνδεσμον αδελφότητος ως ομοφρο‐ 17 Σοφ. Δημητρακοπούλου, όπ. π., σ. 133. 82
νούσαι και θερμώς επιποθούσαι τον μοναχικόν βίον, εύρομεν τον Άγιον Πενταπόλεως, όν εγνωρίσαμεν εκ των κηρυγμάτων αυτού απλανή διδάσκαλον και οδηγόν του πνευματικού βιου (…). Ούτω διατελούμεν, ότε εμάθομεν ότι εις Αίγιναν υπάρχει παλαιά Μονή, τιμωμένη εις τιμήν της Θεοτόκου της Ζωοδόχου Πηγής και ότι τη υποστηρίξει του Δημάρχου Αιγίνης…ήθελεν ανακαινισθή η κατερειπωμένη αύτη Μονή... Πριν ή αποφα‐ σίσωμέν τι περί αναχωρήσεως, εσκέφθημεν να συμβου‐ λευθώμεν τον Σεβαστόν ημών Διδάσκαλον άγιον Πενταπό‐ λεως. Ο Σεβασμιώτατος ακούσας την πρότασιν ημών, κατ΄αρχάς δεν ενέκρινεν αυτήν δια το ασύστατον της Μονής και την έλλειψιν πάσης εγγυήσεως, ως και την έλλειψιν της συγκαταθέσεως της Υ. Σεβασμιότητος. Εγνωμάτευσεν όμως να μεταβώμεν, ως επισκέπτριαι, και αντιληφθώμεν ιδίοις όμμασι τα της Μονής. Τούτο και εγένετο» 18. Ο Άγιος, συνοδευόμενος από τον Ηγούμενο της Μονής Χρυσολεόντισσας και τον Δήμαρχο της Αίγινας Ν. Πέππα, επισκέφτηκε το ερειπωμένο αυτό ιστορικό Μοναστήρι. Ενέκρινε τον χώρο, με την προϋπόθεση όμως της τελικής έγκρισης του Μητροπολίτη Αθηνών. Το δεύτερο δεκαήμερο του Οκτωβρίου, ο Άγιος Νεκτάριος, είχε συνάντηση με τον παραπάνω κυριάρχη μητροπολίτη Θεόκλητο, ζήτησε και έλαβε την ευλογία και επέτρεψε την εκεί μετεγκατάσταση των πνευματικών του θυγατέρων. Ο Άγιος Γέροντας, όπως αναφέρει ο Σοφ. Δημητρακόπουλος, συμπαραστάθηκε από την πρώτη στιγμή της εγκατάστασης εκεί των μοναχών και τις στήριξε οικονομικά και πνευματικά. Όταν άρχισε η καλλιέργεια των κήπων, η επισκευή των κελιών, και η ανέγερση της νέας Μονής της Αγίας Τριάδος (1906), ο Άγιος Νεκτάριος δεν παρέλειπε, 18 Όπ. π., σ. 249. 83
πέρα από τα χρήματα που έστελνε, να δίνει και τεχνικές οδηγίες για τη συνέχιση των εργασιών αλλά και για τη δενδροφύτευση της Μονής και της Αίγινας ευρύτερα. Το Μοναστήρι ο Άγιος το οργάνωσε ως κοινόβιο, υπό την εμπνευσμένη καθοδήγηση της τυφλής μοναχής Ξένης. Μετά την αποχώρησή του εκ της ενεργούς διακονίας στην Ριζάρειο Εκκλ/κή Σχολή, πραγματοποίησε μια ακόμα σημαντική απόφαση για το υπόλοιπο της ζωής του. Ύστερα από πολλή σκέψη επέλεξε την Αίγινα, όπου έμεινε από τις 20 Απριλίου 1908 ως το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, οπότε εγκαινίασε και την νέα Μονή της Αγίας Τριάδος, για την ανακαίνιση της οποίας, συνέβαλε τα μέγιστα (23 Ιουνίου 1908). Έκτοτε, για δώδεκα χρόνια, διαμένοντας πλέον μόνιμα, σε μια ισόγεια οικία έξω από τον περίβολο της Μονής, την οποία φρόντισε να οικοδομηθεί, «εκεί στον τραχύ, τότε και άνυδρο αυτό τόπο» εργάστηκε χειρωνακτικά και πνευματικά για την οργάνωση και λειτουργία της Μονής. Θεωρούμε σημαντικό να αναφέρομε δύο πληροφορίες για την προσφορά και το ήθος του Αγίου, για να ωφεληθούμε από το φωτεινό παράδειγμά του. Κατά την ανέγερση της μονής ο Άγιος Νεκτάριος παρακολουθούσε με αγάπη και ιδιαίτερο ενδιαφέρον την πρόοδο των οικοδομικών εργασιών και βοηθούσε τους τεχνίτες. Και όταν διψούσε «σήκωνε τη στάμνα από όπου έπιναν οι τεχνίτες και οι εργάτες και έπινε και αυτός» νερό. Κατά τα δύσκολα πρώτα χρόνια όπου οι οικονομικές δυνατότητες ήταν ανύπαρκτες, και υπήρχε πρόβλημα επιβίωσης των μοναχών, οι οποίες κοιμούνταν κάτω στο δάπεδο των κρύων κελιών τους, στέλνοντάς τους χρήματα έγραφε: «Αν κρυώνετε, γράψετε μου να σας στείλω δυο μικρά αντεριά που έχω»! 19 19 Όπ.π., σ. 252 και 262. 84
Τελικά, στις 20 Σεπτεμβρίου 1920, ο «Άγιος του αιώνα που
παρήλθε και του αιώνα που διανύουμε» σε ηλικία 74 ετών, ασθενής, εισάγεται στο Αρεταίειο Νοσοκομείο Αθηνών, νοσηλεύεται ως απλός μοναχός, αγνοούμενος από όλους, σε ένα θάλαμο της Γ΄ θέσης (απορίας) παραδίδει την αγία του ψυχή στον Τριαδικόν Θεόν και το σεπτό και ιερό σκήνωμά του όχι μόνο στους πιστούς Αιγινήτες και τον ορθόδοξο Ελληνικό λαό αλλά και σε ολόκληρη τη χριστιανική Οικουμένη. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 20 Απριλίου 1961, με σχετική Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη, τον κατέταξε επίσημα στο Αγιολόγιό της και όρισε η μνήμη του να εορτάζεται στις 9 Νοεμβρίου.
Ο Άγιος Νεκτάριος με τη διακονία του στη Ριζάρειο
Εκκλησιαστική Σχολή, καθαγίασε το ιερό τούτο καθίδρυμα και τη θεολογική και εκκλησιαστική εκπαίδευση γενικότερα. Δίκαια αναγνωρίσθηκε, τα τελευταία χρόνια από την Εκκλησία και την Πολιτεία ως ο Προστάτης των Σχολών Εκκλησι‐ αστικής Εκπαίδευσης. Ο Άγιος ήταν και παρέμεινε σε όλη του τη ζωή διδάσκαλος και καθηγητής και σχολάρχης. Αυτό έκαμε «εν ζωή» και συνεχίζει να κάμνει με τα συγγράμματά του, που τα περισσότερα, αν μη όλα, έχουν έντονο το διδακτικό και νηπτικό χαρακτήρα. Είναι ένα είδος διδακτικών εγχειριδίων και ψυχωφελών συγγραμμάτων. Και εκείνος παραμένει ο άγιος ασκητής, αρχιερεύς, διδάσκαλός μας, το πρότυπο και ο προστάτης όλων όσοι διακονούμε την Εκκλησία του Χριστού και ειδικότερα την εκκλησιαστική και θεολογική εκπαίδευση. Ως φορέας του Επισκοπικού αξιώματος ο Άγιος, αυτά που δίδασκε ο ίδιος περί ιεροσύνης, τα βίωνε. Όλα ήταν καρπός εμπειρίας και προσωπικής αγιότητας. Γι’ αυτό και στο Συναξάρι αναγράφεται «Πράος και ταπεινός τη καρδία, απλούς
85
εις τους τρόπους, καλοκάγαθος και ανεξίκακος, πιστός τηρητής των ιερών παραδόσεων, αυστηρός εις τα ήθη και ελεήμων σφόδρα», «διαπρέψας εν πάσαις ταις χριστιανικαίς αρεταίς». Ο Άγιος λοιπόν, αντιμετώπιζε το αξίωμά του όχι θεωρητικά αλλά βιωματικά. Διακρίθηκε ως πνευματικός πατήρ, ως μοναχός, ως θεολόγος και υμνογράφος. Ως ιερός συγγραφέας υπήρξε πολυγραφότατος. Εξέδωσε πολλά βιβλία, ακολουθώντας το φωτεινό παράδειγμα του πολυγραφότατου Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου (1749‐1809). Έγραψε μεταξύ άλλων, πάρα πολλούς ύμνους, δείγμα λεπτής, φιλόκαλης και ιεροπρεπούς καρδίας αλλά κυρίως της ευλάβειάς του, που εκφράζεται σε ψαλμικούς στίχους και ύμνους και ωδές πνευματικές προς την Αγία Τριάδα και την Υπεραγίαν Θεοτόκον. Ο ίδιος ο άγιος αναφέρει, μιμούμενος τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη και σε αυτό το σημείο, «έγραψα 103 ωδάς, 30 ύμνους και 11 κανόνας. Τα πάντα ανέρχονται εις 5.000 στίχους». Με τον τρόπο αυτό πετυχαίνει να εξωτερικεύσει έντεχνα το βίωμά του και να ευαισθητοποιήσει τις επόμενες γενεές δια μέσου δηλ. της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, μιμούμενος στον τρόπο ποίησής του, το παράδειγμα του Αγίου Συμεών του Μεταφραστή, του Αγίου Συμεών Θεσ/κης και του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου. Και όλες αυτές οι προσπάθειες έγιναν από τον Άγιο Νεκτάριο όχι μόνο για την προσωπική του ικανοποίηση αλλά κυρίως «δια την του γένους παντός ψυχωφέλειαν». «Μοι φαίνονται ωραίοι» έγραφε, «και κατανυκτικοί και αισθάνομαι μιαν ευχαρίστησιν ου μόνον εκ της συγγραφής, αλλά και εκ της σκέψεως του ότι αι ευσεβείς ψυχαί θα ευρίσκωσι πνευματικήν ευφροσύνην δια την ευχαρίστησιν ταύτην, ήν η Κυρία Θεοτόκος με ηξίωσε να λάβω». Το ίδιο περίπου λέγει και για το ψαλτήριον του. «Εγώ του λοιπού, όταν συν Θεώ Αγίω τω καταξιώσαντί με
86
και φωτίσαντί με να εντείνω εις μέτρα αρχαία το δυσκολώτατον τούτο βιβλίον και να ερμηνεύσω και καταστήσω κατανοητόν και τερπνόν ανάγνωσμα, όταν λέγω το εκτυπώσω, θα το έχω εγκόλπιον και θα το φέρω επάνω μου όπου αν πορευθώ. Με αυτό θα αινώ, θα υμνώ και θα ευλογώ τον Θεόν». Ή αλλού: «Προτίθεμαι, να τυπώσω όλους τους ύμνους…όπως διαδοθή και υμνείται η Κυρία Θεοτόκος υπό των ευσεβών» 20.
Ο Άγιος είναι ένας μεγάλος και θεοφόρος Πατέρας της
Εκκλησίας μας. Το να τον τιμήσομε με ένα άρθρο, όπως είναι το φτωχό αυτό κείμενο μας ή με ένα λεύκωμα ή ένα cd με θεομητορικούς ύμνους, όπως ήδη έκαμε το Κέντρο Μελέτης του Ορθοδόξου Πολιτισμού Αγίου Νικολάου Λασιθίου, η σύνθεση των οποίων αποτελεί «παμφλασμόν» της καρδίας του και ορθόδοξο βίωμα, είναι δική μας τιμή, είναι πλουτισμός μας και ιερό χρέος μας. Γιατί τιμούμε τον άγιο Μοναχό, τον Επίσκοπο, το Θεολόγο, το Δάσκαλο, τον Παιδαγωγό, τον Άγιο Σχολάρχη, τον ιερό Συγγραφέα, τον άγιο Υμνογράφο, τον οποίο τίμησε ο Θεός με τις χαριτόβρυτες μαρμαρυγές του Αγίου Πνεύματος, τον πλούτισε στην επίγεια διακονία του με τις αρετές, με τη θεόπνευστη γραφίδα του, με το χάρισμα της διακρίσεως, της σεμνοπρέπειας και ιεροπρέπειας, τη μεταμορφωμένη καρδιά, και τα θαύματα του, θέτοντάς τον, ως υπόδειγμα σε εκείνους, όσοι θέλουν να κάμουν πράξη την καθαρότητα του νου, και τη διαύγεια του πνεύματος, την καθαρότητα του ηθικού βίου, την αγιότητα και τη θέωση. Άμεσος σκοπός της δημιουργίας των νέων ύμνων ήταν κατά τον Άγιο Υμνογράφο η ανανέωση και ο εμπλουτισμός των παλαιών λειτουργικών κειμένων ή η σύνθεση νέων για τη διέγερση του πνευματικού ενδιαφέροντος των 20 Γεωργίου Εμμ. Μαρνέλλου, Πρόλογος στη μουσικοφιλολογική έκδοση: «Θεομητορικές Ωδές σε ποίηση και μέλος Αγίου Νεκταρίου», Έκδοση Κέντρου Μελέτης του Ορθοδόξου Πολιτισμού σε συνεργασία με την «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», 2013 87
πιστών, η πνευματική των τέρψη και οικοδομή η ευφροσύνη των ευσεβών ψυχών, η ανύψωση του νου και της καρδιάς προς τον Θεόν την ώρα της προσευχής. Ειδικότερα με τις έξι Ωδές του Θεοτοκαρίου που κατέγραψε ο Κ. Ψάχος‐σύμφωνα με τη μελέτη του κ. Αχιλλέα Χαλδαιάκη « Ο Άγιος Νεκτάριος και η αγάπη του για την Ποίηση και την Μουσική»‐καθ΄υπαγόρευση του Αγίου‐δια της βυζαντινής παρασημαντικής, ο Ιερός υμνογράφος και μελωδός, εμβριθής γνώστης της μουσικής κατάστασης της εποχής του με θαυμαστή πνευματική διάκριση θέτει την μουσική στη διακονία συγκεκριμένων ποιμαντικών του στόχων. Ο σκοπός του Αγίου Νεκταρίου ήταν τα μελουργή‐ ματά του να ψάλλονται όχι απλώς στα σχολεία, αλλά πρώ‐ τιστα στα εκκλησιαστικά εκπαιδευτήρια και στα μοναστήρια. Όπως μαρτυρείται από την περίπτωση της πέμπτης ωδής, η οποία είναι μελισμένη στον ακραιφνώς δεύτερο ήχο ο Άγιος κατέβαλε μια επίμονη προσπάθεια να «μυήσει» τους μαθητές του, τις μοναχές του, τους ορθοδόξους ευσεβείς χριστιανούς, να ψάλλουν τα εν λόγω άσματά του, σε αμιγώς εκκλησιαστικά ακούσματα, τρέποντας σταδιακά το «γάλα» σε «στερεά τροφή» σύμφωνα με την προς Εβρ. 5,12‐14.
Το Κέντρο Μελέτης του Ορθοδόξου Πολιτισμού (1976‐
2012) το οποίο τελεί υπό την αιγίδα της Ιεράς Μητροπόλεως μας Πέτρας και Χερρονήσου με την αξιέπαινη και θεάρεστη πιστεύω, αυτή πρωτοβουλία να εκδώσει ένα cidy με τις Θεομητορικές Ωδές σε ποίηση και μέλος του Αγίου Νεκταρίου σε συνεργασία με την Ανωτέρα Εκκλησιαστική Σχολή Κρήτης (σήμερα Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία), αναμφισβήτητα, κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση και προεκτείνει κατά κάποιο τρόπο στην εποχή μας, με την ευλογία προφανώς, του θαυματουργού Αγίου, τους παραπάνω μουσικούς και
88
ποιμαντικούς του στόχους. Με τις θαυμάσιες και γλυκύτατες μελωδίες των φοιτητών της Ανωτέρας Εκκλ/κής Σχολής Κρήτης, εναρμονισμένες πλήρως με τα μουσικά ακούσματα από τα παραδοσιακά όργανα της Βυζαντινής Ορχήστρας Κρήτης σε συνδυασμό με το ήθος, την ιεροπρέπεια και την μουσική τέχνη των νέων χορωδών που έχουν επικεφαλής τους άριστο και σεμνό μουσικό δάσκαλο τον κ. Ανδρέα Γιακουμάκη, μας κάνουν να βιώνουμε τον βαθυστόχαστο λόγο του Αγίου Νεκταρίου για την πίστη μας στον Ιησούν Χριστόν, σχετικά με την εικόνα του σεμνοπρεπούς και του ενάρετου χριστιανού, για τη φύση, τη δημιουργία και το πολίτευμα του ανθρώπου του Θεού πάνω στη γη. «Η εις Χριστόν πίστις είναι φωτεινή, διότι δαψιλεύει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος…Η εικών του εναρέτου μαρτυρεί τη φωτεινότητα της πίστεως αυτού…». Έτσι, «Ο βίος άπας είναι ποίησις, διότι ευρίσκεται εν αρμονία προς την περιβάλλουσαν αυτόν ποίησιν. Ζη επί της γης, αλλά το πολίτευμα αυτού είναι ανόμοιον προς το των κατοίκων αυτής…».. Αντιδώρημα στους σπουδαστές και αποφοίτους της Ανωτέρας Εκκλ/κής Σχολής Ηρακλείου και σήμερα στους φοιτητές και φοιτήτριες της Ανωτάτης Εκκλησι‐ αστικής Ακαδημίας, πιστεύω, αποτελεί το παρόν ταπεινό μελέτημά μας, που στηρίζεται εξολοκλήρου στο θεόπ‐ νευστο και βαθυστόχαστο βιβλίο του Αγίου με τίτλο: «Περί της εν τω κόσμω αποκαλύψεως του Θεού» (τόπος συγγρα‐ φής: Κάϊρο. Ημερομηνία συγγραφής 13 Οκτωβρίου 1890). Η Επετηρίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας, που εκδίδεται με την ευλογία του Σεβασμιωτάτου κ. Νεκταρίου, είναι ένα ακόμη βήμα για να τιμηθεί και να προβληθεί και από τη θέση αυτή, η θυσιαστική προσφορά του Αγίου Νεκταρίου και η πατερική του διδασκαλία περί αποκαλύψεως του Τριαδικού Θεού στην
89
ιστορία και τον κόσμο. Γι΄αυτό και ευχαριστούμε θερμά για την φιλοξενία αυτή τον Άγιο Ποιμενάρχη μας Πέτρας και Χερρονήσου κ. Νεκτάριον. Με το παρόν μελέτημα, θα προσπαθήσομε να κάμομε μια πρώτη προσέγγιση στο πρωτότυπο αυτό θέμα περί της Αποκαλύψεως του Θεού στον κόσμο και περί του Αγίου Νεκταρίου ως Διδασκάλου αυτής της Αποκαλύψεως, και κυρίως ως «Μάρτυρα» και «Ερμηνευτή» της μέσα στο σύγχρονο κόσμο της αθεϊας, της απιστίας, της αναλήθειας, αλλά και της δυσπιστίας και της χλιαρότητας των διαθέσεων και των προθέσεων, των λεγομένων χριστιανών. Στο Α΄ μέρος του κειμένου, θα δώσομε με απόλυτη προτε‐ ραιότητα, το λόγο στον κορυφαίο Άγιο της εποχής μας, να μας μιλήσει ο ίδιος, περί της Αποκαλύψεως του Τριαδικού Θεού στον κόσμο και στο Β΄ μέρος, σε ό,τι αφορά τη δική μας συμβολή, μέσα από τη βιωτή, το φωτεινό παράδειγμα και τα θαύματα του Αγίου θα καταβάλλομε, κάθε δυνατή προσπά‐ θεια για να αποσαφηνίσομε, να ερμηνεύσομε την «ιερά στάση ζωής» και δράσης του Αγίου Νεκταρίου, ο οποίος όπως δείχνουν τα θαυμαστά του έργα και η χαριτόβρυτη παρουσία του συνεχίζει ο ίδιος να δίνει την καλή μαρτυρία περί της Αποκαλύψεως του Τριαδικού Θεού στο σύγχρονο κόσμο. Είναι δηλαδή ό ίδιος όχι μόνο Διδάσκαλος της Αποκαλύψεως αλλά και μέρος αυτής της Αποκαλύψεως. Με άλλα λόγια: Η απάντηση του Θεού, ένα ακόμα «σημείον» υπάρξεως του Θεού στην ιστορία και στο σύγχρονο κόσμο.
90
Α΄ ΜΕΡΟΣ Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Η διδασκαλία του Αγίου Νεκταρίου και τα άπειρα θαύματά του επιβεβαιώνουν την αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο «Το θαύμα ουδέν έτερον είναι», διδάσκει ο Άγιος Νεκτάριος στο έργο του «Περί της εν τω κόσμω αποκαλύψεως του Θεού», «παρά αποκάλυψις του Θεού εν τω κόσμω. Εάν λοιπόν απορρίψωμεν τα θαύματα, δέον να απορρίψωμεν πάσαν δυνατήν αποκάλυψιν του Θεού εν τω κόσμω. Διότι δεν δύναται έν τινι μέν να αποκαλύπτηται, εν ετέρω δε να αδυνατή να αποκαλυφθή. Ανάγκη άρα να απορρίψωμεν την θεοπνευστίαν και την θείαν έμπνευσιν, διότι ΘΑΥΜΑ ΚΑΙ ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΙΑ εισί ΔΥΟ ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΜΟΡΦΑΙ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ, ΥΠΟ ΤΑΣ ΟΠΟΙΑΣ Ο ΘΕΟΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ ΤΟΙΣ ΑΝΘΡΩ‐ ΠΟΙΣ. Και θαύμα μεν είναι η εν τη φύσει γενομένη αποκάλυψις του Θεού. Θεοπνευστία δε η εν τω πνεύματι γενομένη αποκάλυψις του Θεού. Ανάγκη άρα ή αμφότερα να παραδε‐ χθώμεν ή αμφότερα να απορρίψωμεν». Και συνεχίζει: «αλλά τις, παρακαλώ, και εξ αυτών των μη αποδεχομένων τα θαύματα θα δυνηθή να αρνηθή την θεοπνευστία; Εάν ούτος τολμήση, μυρίαι θα υψωθώσιν φωναί, όπως διαψεύσωσιν αυτόν. Η φωνή της αποκαλύψεως ηχεί εύλαλος εις τας καρδίας των ανθρώπων. Περί της θεοπνευστίας και περί της θείας εμπνε‐σεως ομιλούσιν όλαι αι φυλαί της γης και γλώσσαι…Αλλά διατί εκ των απωτάτων προσάγω τας μαρτυρίας; Υπάρχει άρα γε και εξ αυτών των πιστών άνθρωπος, όστις κατά το μακρόν, ή βραχύ του βίου αυτού διάστημα να μην ησθάνθη ουδ΄άπαξ την μυστικήν φωνήν της αποκαλύψεως λαλούσαν εν τη καρδία αυτού και εμπνέουσαν αυτώ σωτήριον και ωφέλιμον τινα ιδέαν; Νομίζω
91
ουδείς…διότι ο Θεός ούτως ηγάπησε τον κόσμον και τον άνθρωπον…ώστε ήτον αδύνατον να αποκρύπτη εαυτόν. Αφού λοιπόν ο Θεός αποκαλύπτεται τω ανθρωπίνω πνεύματι, τι κωλύει αυτόν να αποκαλυφθή και εν τη φύσει; Βεβαίως ουδέν απολύτως ουδέν. Τα θαύματα άρα είναι λογική συνέπεια της εν τω κόσμω αποκαλύψεως του Θεού» 21. Και η πρόκληση‐ απάντηση προς τους αμφισβητούντες τα θαύματα: «μάτην λοιπόν εγείρονται οι σοφοί του αιώνος τούτου κατά των θαυμασίων τούτων φαινομένων της φύσεως. Μάτην καταψη‐ φίζονται αυτής τα έργα αυτής αναιρεί αυτούς, η δε αλήθεια αυτών διαψεύδει αυτούς. Η διάτορος των έργων ομολογία διασαλπίζει ότι ο Θεός δεν εγκατέλιπε τον κόσμον έρμαιον της τύχης, ότι προνοεί περί αυτού, ότι οδηγεί αυτόν εις έν άριστον και λελογισμένον τέλος, και ότι διευθύνει αυτόν δια νόμων αγνώστων εις ημάς. Εάν οι σοφοί ούτοι…αμερολήπτως ανεζήτουν την αλήθειαν, θα κατήγοντο εις το συμπέρασμα, ότι η φύσις του κόσμου και ο προορισμός του ανθρώπου απαιτούσι την συνεχή του Θεού πρόνοιαν και αποκάλυψιν, όπως πληρώσωσιν αμφό‐ τεροι τον ίδιον αυτών προορισμόν… » 22. Δεν είναι όμως μόνο η διδασκαλία του Αγίου για τα θαύματα που μαρτυρεί στην εποχή μας, εποχή της απιστίας και του «θανάτου του Θεού» την αποκάλυψη του ζώντος Θεού στον κόσμο. Ο θαυμα‐ τουργός Άγιος και τα μυρόβλητα λείψανά του στην Αίγινα και απανταχού της γης διασαλπίζουν την ανάσταση του Κυρίου και ότι ο Θεός προνοεί για τον κόσμο, τον διευθύνει, οδηγώντας αυτόν, σε ένα «λελογισμένον τέλος». Η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος στο μήνυμα του για το Πάσχα (έτος 2000) αναφέρει τα εξής: «Δια την συμμετοχήν εις 21 Αγίου Νεκταρίου, Περί της εν τω κόσμω αποκαλύψεως του Θεού, Αθήνα, Έκδοση Νεκτάριος Παναγόπουλος, Αθήνα 1991, σ. 13‐14. 22 Όπ. π., σ. 14. 92
την ανάστασιν του Χριστού δύο απαιτούνται προαπαιτούμενα. Πίστις και αγάπη προς Αυτόν, με ό,τι αυτά συνεπάγονται». Και συνεχίζει. «Δεν είναι φαντασία, δεν είναι ψεύδος. Είναι αλήθεια μαρτυρουμένη από τας μυριάδας των Αγίων, οι οποίοι, αγαπή‐ σαντες τον Χριστόν, και εμπιστευθέντες απολύτως Αυτόν, ζουν ήδη ανεστημένοι μετ΄Αυτού και εμφανίζονται πολλοίς…» 23.
Ευρισκόμενοι, μπροστά στις ποικιλόμορφες κρίσεις των
τελευταίων ετών, υπογραμμίζομε και πάλι τα παραπάνω θεόπνευστα λόγια του Μεγάλου και σοφού Πατρός και Διδασκάλου μας: «... ο Θεός δεν εγκατέλιπε τον κόσμον έρμαιον της τύχης, ότι προνοεί περί αυτού, ότι οδηγεί αυτόν εις ΕΝ ΑΡΙΣΤΟΝ ΚΑΙ ΛΕΛΟΓΙΣΜΕΝΟΝ ΤΕΛΟΣ, και ότι διευθύνει αυτόν δια νόμων αγνώστων εις ημάς, και προνοεί περί αυτού δια τρόπου ακαταλήπτου εις ημάς» 24. Επίσης υπενθυμίζομε την προτροπή του Αγίου, κατά την εμφάνιση του στον μεγαλοπρεπή Ναό του στην Καμάριζα, Λαυρίου Αττικής «Έχετε πίστιν». «..Την αναγκαιότητα της αποκαλύψεως του Θεού εν τω κόσμω υπαγορεύει αυτή η αγάπη του Θεού προς τον κόσμον. Διότι είναι αδύνατον ο αγαπών να αποκρύπτη εαυτόν από του αντικειμένου της ιδίας αγάπης» 25. «…Εννοείται, ότι τας φυσικάς ταύτας αποδείξεις προσάγομεν ουχί δια τους πιστούς, διότι ο πιστός έχει πλήρη και τελείαν την βεβαιότητα ταύτην, διότι το πνεύμα αυτού έρχεται εις άμεσον σχέσιν και κοινωνίαν προς τον Θεόν και δέχεται την ενέργειαν αυτού δια της συναισθήσεως εν ή συγκορυφούται η γνώσις, το αίσθημα και η βούλησις και αι λοιπαί δυνάμεις του ανθρωπίνου πνεύματος» 26.
23 «Ελεύθερο Βήμα» 29‐30/4/00. 24 Αγίου Νεκταρίου, Περί της εν τω κόσμω αποκαλύψεως... όπ.π., σ. 14. 25 Όπ.π., σ. 15. 26 Ίδιο. 93
Στο Β΄ Μέρος του βιβλίου του ο Άγιος Νεκτάριος
αναφέρεται στον κύριο λόγο δια τον οποίο οι φιλοσο‐ φούντες αρνούνται την αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο και αθετούν τα θαύματα. 1. Ο κύριος λόγος είναι η άγνοια του Θεού και του ανθρώπου. Και τεκμηριώνει την άποψη του λέγοντας: «ὁ γινώσκων τον Θεόν εν τοις ιδιώμασιν αυτού» και τον άνθρωπο στην πνευματική του φύση, ουδέποτε τολμά να αρνηθεί την αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο. Διότι και η επιστημονική αλήθεια τον πείθει και το ιδιαίτερο θρησκευτικό συναίσθημα, πληροφορεί αυτόν 27. Η διπλή αυτή άγνοια τοποθετεί τον Θεόν αυθαιρέτως σε μονομερή υπερβατικότητα, όπως ακριβώς θα έκανε κάποιος, ο οποίος θα όριζε το «οίκημα του ιδίου οικέτου», τον περιορίζει στο χώρο, σαν να είναι «ον πεπερασμένον», και γενικά τον τοποθετεί, όπου ο εγωιστής νους αρέσκεται. Έτσι α) αποκλείει στον Θεόν το δικαίωμα να έρχεται σε σχέση με τον κόσμο και β) κάνει την δημιουργία ανεξάρτητη και αυτοτελή. Με την αυθαίρετη αυτή πράξη, ο τολμηρός αυτός φιλόσοφος αφαιρεί τα απόλυτα ιδιώματα του Θεού, του δημιουργού του σύμπαντος κόσμου και τα μεταβιβάζει με ατάραχη συνείδηση και με επηρμένο πνεύμα, στη δημιουργία. Οι οπαδοί αυτής της θεωρίας φρονούν, ότι ανυψώνεται ο άνθρωπος με αυτή τη θεωρία υπεράνω των ουρανών. Εμείς φρονούμε, παρατηρεί ο Ιερός συγγραφεύς, ότι ο άνθρωπος με αυτή τη θεωρία υποβιβάζεται και ταπεινώνεται. Διότι πολύ «απέχων του γενέσθαι Θεός», αποβαίνει κτήνος με την πράξη αθέτησης της θείας αποκαλύψεως. Και συνεχίζει, αναφερόμενος στη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο. Η σχέση του ανθρώπου με τον Θεόν, 27 Περί της εν τω κόσμω αποκαλύψεως, σ. 22. 94
η οποία συνδέεται δια της αποκαλύψεως, είναι «η λαμπρά πορφύρα, η περιβάλλουσα την ανθρωπίνην φύσιν και περιχέουσα αυτήν θείαν αίγλην, είναι ο τίτλος της αυτού ευγενείας, ο διακρίνων αυτόν εκ της λοιπής φύσεως, είναι η κούφη νεφέλη η αίρουσα αυτόν εκ των γηίνων και ανυψούσα μέχρι τρίτου ουρανού, εν ώ ακούει άρρητα ρήματα, ά ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι και τιθείσα αυτόν εν περιωπή, εν ή μόνο καθαρά πνευματική φύσις δύναται να ανυψωθή». Η σχέση του Θεού προς τον άνθρωπο είναι η δύναμη η οποία τελειοποιεί τον άνθρωπο, τον ελευθερώνει από τα δεσμά, τον εξαγνίζει, τον αγιάζει και τέλος η αληθινή μεταμορφωτική ενέργεια με την οποία ο άνθρωπος γίνεται Θεός κατά χάριν (θέωσις). Αυτά είναι τα πλεονεκτήματα της σχέσης, η οποία υφίσταται ανάμεσα στον Θεόν και τον άνθρωπο. Επομένως, όσοι αρνούνται αυτή τη σχέση αγνοούν τον άνθρωπο, την μεγάλη αξία του, τη συγγένεια του με τον Θεόν με συνέπεια να τον ταπεινώνουν, να εξευτελίζουν την ανθρώπινη φύση του 28.
Ο αρνούμενος τη θεία αποκάλυψη αρνείται τον Θεόν,
αρνείται την ύπαρξη του, τα ιδιώματά του, την ουσία του, το πρόσωπό του. Είναι λοιπόν, ανάγκη, να πιστέψομε στον ζώντα Θεόν, ο οποίος είναι πρόσωπο, «ὁν προσωπικόν», το οποίο αποκαλύπτεται στον κόσμο.
Την αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο υποστηρίζει η
έννοια του Θεού ως προσώπου. Διότι: α) Η έννοια του Θεού ως προσώπου, επιτρέπει σε εμάς να εξετάσομε τις σχέσεις του προς τον κόσμο και να τις προσδιορίσομε. β) Ο Θεός ως απόλυτο πρόσωπο έχει απόλυτη αυτοσυνειδησία, απόλυτη ελευθερία και απόλυτη δύναμη. «Η αυτοσυνειδησία και ελευθερία είναι ιδιώματα του Θεού, συστατικά του προσώπου, 28 Όπ.π., σ. 24. 95
δια μέσου των οποίων γνωρίζει τον εαυτό του και τα εκτός αυτού, φανερώνεται στον κόσμο, ως δημιουργική δύναμη με την οποία συντηρεί τη δημιουργία, την προάγει και την αναπτύσσει και τη διευθύνει σε ένα σκόπιμο και λελογισμένον τέλος». Ο Θεός περιοριζόμενος υπό του κόσμου, δεν είναι απόλυτος, ούτε ανεξάρτητος, ούτε ελεύθερος, και συνεπώς, είναι ένα όν όμοιο προς τον κόσμο. Κάθε ομοειδές προς τον κόσμο δεν μπορεί να είναι Θεός 29. 2. Η αγαθότης του Θεού βούλεται την αποκάλυψιν αυτού εν τω κόσμω. Η αποκάλυψη είναι προϊόν της αγαθότητας του, η οποία εκ του πληρώματός αυτής μετέδωσε αγαθότητα και προς την δημιουργία, με σκοπό να εξωτερικεύσει τον πλούτο και καταστήσει και άλλα όντα «μέτοχα της ιδίας αυτού αγαθότητος και μακαριότητος» 30. Λόγος λοιπόν, υπάρξεως του κόσμου είναι η αγαθότητα του Θεού. 3. Η σχέση του Θεού προς τον άνθρωπο Ο Θεός, ως δημιουργός, αγαπά το δικό του το δημιούργημα, ιδιαίτερη όμως αγάπη έχει προς τον άνθρωπο, τον οποίο δημιούργησε «κατ΄εικόνα». Ο άνθρωπος είναι πάνω στη γη το σημείο της σύμπτωσης του πνεύματος και της ύλης και ο μεσάζοντας μεταξύ Θεού και κόσμου και κατά κάποιο τρόπο ο κρίκος που συνδέει τον πνευματικό και υλικό κόσμο. Ο Άγιος Νεκτάριος, Μέγας Πατήρ και Διδάσκαλος ονομάζει τον άνθρωπο, μικρόκοσμον. Ο Θεός, διδάσκει «ηγάπησε
πλειότερον
τον
πνευματικόν
μικρόκοσμον
29 Όπ.π., σ. 26‐27. 30 Όπ.π., σ. 32, 33. 96
άνθρωπον» 31. Η θεολογία του ανθρώπου ως «μικροκόσμου», ως γνωστόν, απαντά σε μερικούς Πατέρες της Εκκλησίας μας και σε ορισμένους φιλοσόφους. Η ανάλυση που κάνει στο σημείο αυτό ο ιερός συγγραφεύς του βιβλίου «Περί της εν τω κόσμω αποκαλύψεως» πλησιάζει το σκεπτικό της διδασκαλίας του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, ο οποίος προεκτείνει τη σχετική διδασκαλία περί του ανθρώπου ως «μεγαλοκόσμου». Ακολουθώντας ο Άγιος Νικόδημος τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο, διδάσκει ότι ο Θεός έθεσε τον άνθρωπο σαν ένα δεύτερο κόσμο μέσα στο μικρόκοσμο. Ο Θεός «ύστερον πάντων» λέγει, «δημιουργεί τον άνθρωπον εκ ψυχής αοράτου και σώματος ορατού. Όθεν καθίστησιν τούτον…ωσεί κόσμον τινά μέγα εντός του μικρού. Μέγαν μεν κόσμον, δια το πλήθος των δυνάμεων άς περιέχει και μάλιστα της λογικής και νοεράς και θελητικής, τας οποίας ο αισθητός και μέγας ούτος κόσμος ουκ έχει: εντός δε του μικρού κόσμου, δια την αίσθησιν μόνον ήν αυτός περιέχει…» 32. Η ιδιαίτερη αγάπη προς τον άνθρωπο, όπως προκύπτει από την έκφραση του Αγίου Νεκταρίου «ηγάπησε πλειότερον τον μικρόκοσμον άνθρωπον» δαψιλεύει σε αυτόν τη χάρη της θείας αποκαλύψεως. Της αποκαλύψεως αυτής ο άνθρωπος είναι πολύ δεκτικός, «διότι είναι όν έχον συνείδησιν εαυτού ως όντος και συνείδησιν συνειδήσεως. » 33. Ο άνθρωπος λοιπόν, ως πρόσω‐ πο, έχοντας συνείδηση εαυτού, έχει τη δύναμη να επιζητήσει το δημιουργό του και την προς αυτόν επικοινωνία. Συνεπώς, αυτός μπορεί να έλθει σε σχέση προς τον Θεόν, «ως έρχεται πρόσωπον τι προς έτερον πρόσωπον». 31 Όπ.π. σ. 15 32 Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, στο Γ. Μαρνέλλου, Αγιονικοδημικά Μελετήματα, τ. Β΄, όπ.π., σ. 102 και 103. 33 Όπ.π., σ. 35. 97
4. Τρόπος, με τον οποίο πραγματώνεται η θεία αποκάλυψη Η θεία αποκάλυψη πραγματώνεται με δύο τρόπους: έμμεσα και άμεσα. Έμμεση αποκάλυψη είναι εκείνη που εκδηλώνεται δια μέσου των κτισμάτων και επιβεβαιώνεται με τα αισθητήρια όργανα. Άμεση είναι αυτή που γίνεται απευθείας στον άνθρωπο και γνωρίζεται με τη συναίσθηση. Η πρώτη ονομάζεται θαύμα και η δεύτερη έμπνευση ή θεοπνευστία 34. Με τα θαύματα ο Θεός παρακινεί τον λογικό άνθρωπο στην επίγνωση της θείας Αυτού ουσίας, του θείου θελήματος και για επιστροφή προς αυτόν. Με τη θεοπνευστία εμφανίζεται ο Θεός στον εκλεκτό του και συνομιλεί με αυτόν, «προσομιλεί αυτώ», όπως ακριβώς συνδιαλέγεται κάποιος με το φίλο του. Ο Άγιος επισημαίνει ότι, εκτός των δύο παραπάνω αποκαλύψεων υπάρχει και τρίτη «η δια της προσοικειώσεως του θείου επισυμβαίνουσα» 35. Είναι κατά την άποψη μας, αυτή η συναίσθηση, αυτό το βίωμα το οποίο ο ίδιος ο Άγιος, εν ζωή έζησε και το οποίο, ως «ειδώς και παθών τα θεία» μας περιγράφει και μας διδάσκει με τη διδασκαλία και κατ΄εξοχήν με το φωτεινό του παράδειγμα. Με αυτό τον θαυμαστό τρόπο, ο άνθρωπος «καθορά εν πνεύματι τον Θεόν και συναισθάνεται την εν ταυτώ ενοίκησιν του Θεού κατά τον λόγον Κυρίου «και ενοικήσω εν υμίν και εμπεριπατήσω και μονήν ποιήσω». Η προσοικείωση αυτή κατορθώνεται με την ορθή γνώση του θείου θελήματος και με την εκπλήρωσή του. Αυτός που γνωρίζει το θέλημα του Θεού και επιζητεί σθεναρά, να το εκπληρώσει, κατορθώνει με τη θεία βοήθεια ‐«θεία αρωγή»‐ να απαλλαγεί από τα χαμαίζηλα και χαμαιπετή, να υψωθεί σε 34 Όπ.π., σ. 35. 35 Όπ.π., σ. 37. 98
ψηλότερη σφαίρα, να προσοικειωθεί το θείον. Η επικοινωνία αυτή γίνεται με τη συναίσθηση, στην οποία συγκορυφώνεται η γνώση, το αίσθημα και η βούληση. Με την συγκορύφωση αυτή ο άνθρωπος ανυψώνεται υπεράνω της σφαίρας, στην οποία μόνο αφηρημένη έννοια έχει του Θεού και φθάνει σε μια άλλη σφαίρα (επίπεδο), όπου απαντά αμέσως αυτόν τον Θεόν, αυτόν τον θείο Λόγον, στον οποίο υπάρχουν «συλλήβδην» όλες οι θείες ιδέες και η δύναμη για την πραγματοποίησή τους, και την προαγωγή των όντων στο είναι. Εκεί πλέον έρχεται σε άμεση πραγματική κοινωνία με αυτόν και ακούει τη φωνή του‐ «ενωτίζεται την φωνήν αυτού» 36. Αυτή την προσέγγιση πρόσφερε ο Θεός στην ανθρώπινη φύση, με σκοπό να τελειο‐ ποιείται και να θεώνεται «δια της αποπνευματώσεως». Η προσέγγιση αυτή, μπορεί να ονομασθεί υποκειμενική και διαρκή αποκάλυψη, που έχει την αφορμή στον άνθρωπο. Ο Άγιος Νεκτάριος, ο άνθρωπος του Θεού, ο βαθύς γνώστης των ενεργειών του Θεού, και της ανθρώπινης φύσης, με βεβαιότητα και παρρησία, τολμά να υποστηρίξει την άποψη ότι «δεν είναι δυνατόν να αρνηθεί κάποιος αυτή την αποκάλυψη». Εάν το κάνει αυτό, σημαίνει ότι αυτός αρνείται προηγουμένως, την πνευματική φύση του ανθρώπου. Η φύση αυτή είναι που δίνει την ιδιαίτερη αξία και το μεγαλείο στον άνθρωπο, την ξεχωριστή θέση που κατέχει ως «βασιλεύς της κτίσεως» και κορωνίδα της δημιουργίας. Εμείς οι χριστιανοί, ξεκινώντας από αυτές τις απόψεις της χριστιανικής δηλαδή ανθρωπολογίας λέγομε ότι: «ο άνθρωπος είναι πλάσμα του Θεού το οποίο έχει λάβει από αυτόν το ιδιάζον προσόν του να έρχεται σε σχέση προς αυτόν και να ποδηγετείται στην τελείωση. Εάν ο άνθρωπος δεν ήταν πλάσμα του Θεού, δεν θα μπορούσε να επιζητεί την 36 Όπ.π., σ. 37. 99
τελείωση και να θυσιάζεται γι΄αυτήν». «Διότι η γη, ήτις παρήγαγεν αυτόν εκ της ιλύος αυτής…δεν κέκτηται τούτο το προσόν, όπως εμπνεύσει τούτο εις αυτόν. Πάσα έφεσις έχει το εφιέμενον. Παν δε το εφιέμενον είναι αρμόδιον τη εφέσει, ο άνθρωπος εφίεται του θείου, άρα θείον υπάρχει. Επειδή δε είναι αρμόδιον τη εφέσει, ο άνθρωπος εφίεται του θείου, άρα θείον υπάρχει. Επειδή δε είναι αρμόδιον, άρα το θείον πληροί την έφεσιν. Έφεσις άνευ εφιεμένου δεν υπάρχει, διότι η έφεσις γεννάται εκ της πραγματικότητος του εφιεμένου, ήτις έρχεται εις σχέσιν τινά μετά του εφιεμένου προσώπου. Η ύλη στερείται τοιούτου τινός άρα η έφεσις προήλθεν εκ τινος όντος εκτός της ύλης κειμένου, επομένως ο άνθρωπος εφίεται του Θεού, ενώ υπάρχει το εφιέμενον...» 37.
Το συμπέρασμα είναι ότι: α) η πνευματικότητα του
ανθρώπου απαιτεί τη θεία αποκάλυψη. Εάν ο Θεός δεν φανέρωνε τον εαυτόν του στον κόσμο, αμφιβάλλω, διδἀσκει ο Ιερός Πατήρ, αν ο άνθρωπος θα μπορούσε καν να συλλάβει την ιδέα περί Θεού. β) χωρίς την αποκάλυψη, αγνοούμε τα «υπέρ αίσθησιν», δεν δυνάμεθα να γίνομε πνευματικοί. Εκείνοι, οι οποίοι φρονούν ότι ο άνθρωπος από τα δημιουργήματα‐ «κτισματολατρεία»‐ έφθασε μόνος στην ιδέα του Θεού (δηλαδή στην ανακάλυψη) και ανυψώθηκε σε αυτήν με βαθμιαία ανύψωση, απατούνται. Διότι η λατρεία, ως υπούργημα πνευματικό, δεν μπορεί να τεθεί σε ενέργεια από την ύλη, πρέπει να λάβει την ώθηση εκ πνευματικής αφορμής, διότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να συλλάβει την έννοια του υπερφυσικού όντος που βρίσκεται σε δυναμική πνευματική κατάσταση. Διότι επικρατεί σε αυτό η ζωική φύση. Επειδή όπως αποδείχτηκε, το πνεύμα υπό του πνεύματος ωθείται, ως 37 Όπ.π., σ. 38‐39. 100
τούτο μαρτυρεί και η πείρα, και τα παραδείγματα των ανθρώπων εκείνων οι οποίοι ανατράφηκαν μέσα στη ζούγκλα από θηρία, συμπεραίνεται ότι «ο άνθρωπος έφθασε στη λατρεία του Θεού εξ αποκαλύψεως», όχι συνεπώς, εξ ανακαλύψεως. Δεν έφτασε ο άνθρωπος από την κατώτατη τάξη στην ανώτατη βαθμίδα προοδευτικά, αλλά δημι‐ ουργήθηκε στην ανώτατη βαθμίδα από την οποία ο ίδιος εξέπεσε στην κατώτατη, αναφέρει ο Άγιος στο βιβλίο του «Υποτύπωσις του ανθρώπου». Η πτώση δηλαδή, προήλθε με ευθύνη του ανθρώπου με όλες τις συνέπειες που ακολούθησαν για την ανθρώπινη φύση (το δράμα και η πολυπλοκότητα της αμαρτίας, όπως αναφέρει στην «Εξομολογητική» του ο Καθηγητής Ιω. Κορναράκης). Ακόμα δε και το γεγονός της πτώσης του ανθρώπου, επικυρώνει την ανάγκη της αποκαλύ‐ ψεως. Διότι αποδείχτηκε ότι ο άνθρωπος δεν μπορούσε μόνος του να λυτρωθεί, χρειάστηκε τη θεία βοήθεια και αντίληψη. Εάν ο άνθρωπος με τη δική του δύναμη υψωνόταν, δεν του επιτρεπόταν η «έκπτωσις», η πτώση. Το γεγονός της πτώσης μαρτυρεί έλλειψη θείας δύναμης. Και εκτός από αυτό, η λατρεία που μπορεί να προέλθει από τη φυσική θεογνωσία υπολείπεται κατά παρασάγγας, της εξ αποκαλύψεως λατρείας. Για ποιο λόγο; Διότι, η πρώτη λατρεία δεν είναι λατρεία της καρδιάς, αλλά ανύψωση του πνεύματος προς την ιδέα κάποιου υπέρτατου όντος. Αλλά η αναγωγή αυτή δεν είναι λατρεία, είναι αφηρημένη νόηση προς αφηρημένον όν 38. Σε μια τέτοια περίπτωση, πιστεύω, κάνομε φιλοσοφία, νοησιαρχία όχι θεολο‐ γία. Διότι όπως λέγει ο Άγιος, η νόηση μόνη δεν αρκεί για να λατρεύσομε τον Θεόν, να τον πλησιάσομε και να τον προσοικειωθούμε με στόχο την τελειοποίηση της φύσεως 38 Όπ.π., σ. 42. 101
μας. Απαιτείται και η γνώση του θείου. Μεταξύ αυτών των δύο υπάρχει απόσταση όση έκταση χωρίζει την Ανατολή από τη Δύση. Δέον λοιπόν, ο Θεός να αποκαλυφθεί, για να τον γνωρίσομε, να τον λατρεύσομε και να «τελειωθώμεν». Τελείωση σημαίνει, μόρφωση καρδιάς και του νου. Η καρδιά μορφώνεται με την αποκάλυψη του Θεού 39. 39 Όπ.π., σ. 41. 102
ΜΕΡΟΣ Β΄ Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ «ΜΑΡΤΥΡΑΣ» ΚΑΙ «ΕΡΜΗΝΕΥΤΗΣ» ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ
Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως με την εν Χριστώ
βιοτή του, την Αρχιερατική του διακονία, τη θεολογική διδασκαλία, την Τριαδολογία, την Ανθρωπολογία, την Εκκλησι‐ ολογία του, τις σοφές διδαχές και πατρικές συμβουλές του, την μετά θάνατο αγιοποίησή του, τα αμέτρητα θαύματα του στην Ορθόδοξη Ελλάδα, στις Βαλκανικές Χώρες, στη Ρωσία, ακόμα και με την χαριτόβρυτη παρουσία του ανάμεσα και σε χριστιανούς άλλων ομολογιών γίνεται ορατό σημείο της υπάρξεως του Τριαδικού Θεού στον σύγχρονο κόσμο, «μάρτυρας» και «ερμηνευτής» της θείας Αποκαλύψεως, και του θελήματός του. Με το φωτισμό, τη χάρη του Τριαδικού Θεού γίνεται ένας «μάρτυρας της χριστιανικής αλήθειας» στην Εκκλησία και τον κόσμο, ένας αυθεντικός εξηγητής των Γραφών, ένας αυθεντικός ερμηνευτής της πραγματικής και μυστηριακής παρουσίας του Θεού. Συνεπώς, ένα ακόμα θαύμα του Θεού στην ιστορία, ένα «θεοσημείο», ένα σημείο υπάρξεως και ακατάπαυστης παρουσίας του. Μέσω της κορυφαίας Μορφής του αιώνα μας αποκαλύπτεται στον κόσμο η χάρη και η ευλογία του Τριαδικού Θεού, η αλήθεια, η παντοδυναμία, η πρόνοια και η αγάπη του για την κτίση και για τον άνθρωπο. Διότι το θαύμα και η θεοπνευστία είναι δύο μορφές της θείας αποκαλύψεως με τις οποίες ο Πανάγαθος και Παντοδύναμος Θεός φανερώνεται στους ανθρώπους. Ο Άγιος ως θεωμένος, γίνεται «πηγή ακτινοβολίας θείων ενεργειών και χαρίτων».
103
Η έμμεση δημιουργία είναι ένα θαύμα, η «νέα κτίσις», η «νέα ζωή της χάριτος», ο «νέος λαός του Θεού» η Εκκλησία, η μεταμορφωμένη ψυχή, ο χαρισματικός άνθρωπος είναι ένα ακόμα θαύμα. Ο Άγιος είναι ο ίδιος ένα θαύμα που επιβε‐ βαιώνει την παρουσία του Θεού στη φύση και στο πνεύμα, και την έμπνευση ή θεοπνευστία, και παρέχει τη βεβαιότητα ότι μπορεί να εκπληρώσει σε τούτο τον πρόσκαιρο κόσμο τον ύψιστο προορισμό του, την «εντελέχειάν του». Έχει δηλαδή, τη ζωτική δύναμη που ενυπάρχει μέσα του και έχει τη δυναμική που απαιτείται για να στρέψει κάθε ενέργειά του προς την επίτευξη της πλήρους τελειότητας. Οι Άγιοι, ζώντας μέσα στη διαρκή έλλαμψη του Αγίου Πνεύματος, μπορούν και θαυμα‐ τουργούν. «Καθώς δηλαδή στη δική τους ύπαρξη διενεργούνται με τη χάρη του Θεού υπερφυσικά γεγονότα και ενέργειες, με παρόμοιο τρόπο είναι δυνατόν να πραγματοποιήσουν οι ίδιοι θαυματουργικές επεμβάσεις στη ζωή των συνανθρώπων τους, αντανακλώντας τη θαυματουργό χάρη, όπως ο καθρέπτης τις φωτεινές δέσμες των ακτίνων του ήλιου». Ο άνθρωπος που έχει γίνει κατοικητήριο της Αγίας Τριάδος, είναι αδύνατο να κρατήσει για τον εαυτό του τις χαριτόβρυτες ευλογίες, γιαυτό από αγάπη προς τους ανθρώπους και προς εκπλήρωση των εντολών και του θελήματος του Θεού γίνεται πηγή θείων χαρίτων και ιάσεων 40. Ο ίδιος ο Άγιος επιβεβαιώνει με τις απόψεις του αυτή την αλήθεια, όταν γράφει τα εξής: «Τρανότατο και μέγιστο παράδειγμα και αδιαφιλονίκητο μαρτύριο της αποκαλύψεως του Θεού στον κόσμο και του υψηλού προορισμού του ανθρώπου είναι η παρουσία του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστο, 40 (Θεοξένη Μοναχή, Η ακτινοβολία του Αγίου Νεκταρίου ως θαυματουργού και η αποδιδόμενη εις αυτόν τιμή, Πρακτικά του Διορθοδόξου μοναστικού Συνεδρίου, Αίγινα 9‐ 11 Σεπτεμβρίου 1996, Εκδόσεις Ι. Μονή Αγίου Νεκταρίου Αιγίνης, Αθήναι 1998, σ. 325). 104
στον κόσμο». «Ο Ιησούς Χριστός μαρτύρησε περί του εαυτού του, τα έργα του επιβεβαίωσαν, ότι Υιός ήν του Θεού», το ιερόν ευαγγέλιο είναι η αιώνια μαρτυρία. Ο άνθρωπος επλάσθη, ίνα εννοήση τον αποκαλυπτόμενον Θεόν και γνωρίση αυτόν. άρα ο άνθρωπος μαρτυρών την εν τω κόσμω αποκάλυψιν του Θεού, δίδωσι την πειστικωτέραν απόδειξιν της εν τω κόσμω αποκαλύψεως του Θεού. H κοινή συνείδησις του ανθρωπίνου γένους είναι ομόθυμος μαρτυρία της όλης ανθρωπότητος». Η Καινή Διαθήκη διδάσκει: «Ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον…ίνα την υιοθεσίαν απολά‐ βωμεν» 41. Ο Θεός για να σώσει τους ανθρώπους από την αμαρτία, αλλά και για να συνομιλήσει, να τους γνωρίσει το θέλημά του και τη δόξα του, να κάνει αισθητή με τη συγκατάβασή του την παρουσία του στον κόσμο, θέλησε να γίνει άνθρωπος. Με την ενανθρώπησή του ο Θεός Λόγος «σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» 42 Ήλθε στον κόσμο για να κατασκηνώσει ανάμεσά μας και να μας φανερώσει τη δόξα του Πατέρα Του. Ερμηνεύοντας το μυστήριο της αποκαλύψεως του Θεού στον κόσμο ο π. Γ. Φλωρόβσκυ αναφέρει: Ο Θεός της Βίβλου δεν είναι «Θεός αποκεκρυμμένος, αλλά Θεός αποκεκαλυμμένος». Ο Θεός επεμβαίνει στη ζωή των ανθρώ‐ πων, «αυτομαρτυρείται και αυτοαποκαλύπτεται». Και η Αγία Γραφή δεν είναι απλώς μια καταγραφή των θείων αυτών επεμβάσεων και πράξεων, αλλά είναι και ένα είδος θείας επεμβάσεως καθ΄εαυτήν. Δεν υπάρχει λοιπόν ανάγκη να φύγομε από το χρόνο ή από την ιστορία για να συναντήσομε τον Θεόν. Γιατί ο Θεός συναντά τον άνθρωπο μέσα στην
41 Γαλ. 4,4‐5 42 Ιω. 1, 14, και 2,11. 105
ιστορία 43. Η ιστορία ανήκει στον Θεόν και ο Θεός εισχωρεί μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε…εκείνος εξηγήσατο», «ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» και τώρα συνεχίζει να είναι παρών ανάμεσα μας, σύμφωνα με τη διαβεβαίωσή του Κυρίου «Ιδού εγώ μεθ΄υμών ειμι» 44
Στην Εκκλησία, αποκλειστικά, μετά την Ανάληψη του
Κυρίου θα συναντήσει κάποιος τον Χριστόν, θα τον γνωρίσει «εν Αγίω Πνεύματι». Στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας αποκαλύπτεται και μαρτυρείται η αόρατη παρουσία του Ἁναληφθέντος Κυρίου και το πλήρωμα της θείας ζωής» 45. Το Άγιο Πνεύμα είναι παρόν και εργάζεται στην Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι η «εικών της Αγίας Τριάδος». Όλοι οι άνθρωποι καλούνται να εισέλθουν σε αυτήν, γιατί το Άγιον Πνεύμα είναι παρόν….» 46. Ο Άγιος Ειρηναίος διδάσκει: «όπου η Εκκλησία, εκεί και το Πνεύμα και όπου το Πνεύμα εκεί η Εκκλησία». «Ει μη Πνεύμα παρήν, ουκ αν συνέστη η Εκκλησία, ει δε συνίσταται η Εκκλησία, εύδηλον ότι το πνεύμα πάρεστι». «Ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα πάντα οικονομεί. Ο δε ιερεύς δανείζει γλώτταν» (Χρυσόστομος) 47. Ο σκοπός της ζωής είναι η απόκτηση του αγίου Πνεύματος «διότι γέγραπται. «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμι» 48. Η Εκκλησία με τα μυστήρια της μας επιτρέπει να γινόμαστε «θείας κοινωνοί φύσεως» 49 και να μετέχομε στη ζωή του Χριστού, «εις το μεταλαβείν της αγιότητος αυτού» 50. Η Εκκλησία παρακαλεί αδιάκοπα τη ζωοποιό χάρη για να ποτίσει 43 Γ. Μαρνέλλου, Ο ιερεύς ως μάρτυρας, όπ.π., σ. 31. 44 Ματθ. 28,20. 45 Όπ.π., σ. 38. 46 Όπ.π., σ. 41. 47 Όπ.π., σ. 92. 48 Α΄ Πέτρ. 1, 16. 49 Β΄ Πέτρ. 1, 4. 50 Εβρ. 12,10. 106
την ξερή και έρημη γη του ανθρώπου: «Δέσποτα, μη εάσης ημάς ορφανούς…αλλ΄απόστειλον…το
πανάγιόν
σου
Πνεύμα,
φωταγωγείν τας ψυχάς ημών» (Ευχή της ακολουθίας της Αναλήψεως) 51. Αυτή η φωταγωγία είναι το ζητούμενο σήμερα και αυτήν χρειάζεται ο σύγχρονος άνθρωπος. Ο Άγιος Νεκτάριος ο θαυματουργός, διδάσκει: «Η ενίσχυση των δυνάμεων της ψυχής γίνεται με τη μετάδοση στους πιστούς της θείας χάριτος. Το Άγιο Πνεύμα ενισχύει τους συναισθα‐ νόμενους την ηθική τους αδυναμία οι οποίοι επικαλούνται τη θεία ενίσχυση και πιστεύουν στη θεία αντίληψη. Το Πνεύμα φωτίζει και αγιάζει και καθοδηγεί στον δρόμο της αληθείας. Ο άνθρωπος ο οποίος ζει καθαρό βίο διατηρεί στη ζωή του άσβεστο το φως του Αγίου Πνεύματος και ακούει μυστικά τη φωνή του και τα «υποβαλλόμενα αυτώ ρήματα». Αυτό είναι το μυστήριο της δαδουχίας του νου και της καρδιάς το οποίο συγκλονίζει τον εσώτατο θάλαμο της ψυχής, της οποίας τη θέρμη και τη γλυκύτητα διαισθάνεται και δεν αμφιβάλλει καθόλου, για αυτό που συμβαίνει μέσα του «η της ψυχής διαίσθησις καθιστά ταύτην (την δαδουχίαν) αισθητήν και βεβαίαν» (η δαδουχία = νοερός οφθαλμός της ψυχής του άνωθεν ελλαμπομένου) 52. Σε άλλο σημείο, ο Άγιος εξηγεί τι σημαίνει διαισθητικό της ψυχής: «…λέγομεν το μυστικό εκείνο πνευματικό αίσθημα της ψυχής, όπερ είναι δύναμίς τις της ψυχής, μυστικώς πληροφορούσα την ψυχήν περί των αναφε‐ ρομένων αυτή και μη προσπιπτόντων τοις αισθητηρίοις του σώματος, αλλά δια μυστικής τινος ενεργείας της ψυχής όλως νοεράς και αϋλου υπό του Θεού τω ανθρώπω δαψιλευθείσης προς γνώσιν των υπέρ αίσθησιν τελουμένων και προσήκουσαν δράσιν του αοράτως αισθανομένου χάριν εαυτού και του πλησίου 51 Π. Ευδοκίμωφ, Ορθοδοξία, Εκδόσεις Ρηγόπουλος, Θεσ/κη, όπ.π., σ. 213. 52 Χριστιανική Ηθική , Άπαντα, τ. Δ΄ σ. 136. 107
ημών» 53. Αυτό το αίσθημα, αυτή τη δαδουχία, αυτή την πνέουσα δύναμη, είναι βέβαιο ότι ένιωθε στου νου και την καρδιά του ο νηπτικός Άγιος Νεκτάριος, στο κελίον του, ή «καταντικρύ του θυσιαστηρίου, ή στην έδρα του Διδασκάλου, το ίδιο ακριβώς σκίρτημα που ένιωθαν και οι Άγιοι Γρηγόριος Παλαμάς και Νικόδημος ο Αγιορείτης. Ο Άγιος Γρηγόριος σε τεμάχιο της προς Μηνάν επιστολής του, το οποίο ανακάλυψε ο Όσιος Νικόδημος κατά την έρευνα των Απάντων του Παλαμά στις Κυδωνίες σχολιάζει αυτή τη μυστική εμπειρία: «Εί τις ου παραδέχεται την αγαλλίασιν του σωτηρίου του Ιησού, όπερ και σκίρτημα πολλαχού οι Πατέρες εκάλεσαν, πνεόυσαν δύναμιν, και καρδίας ζώσης κίνημα, ο τοιούτος οίμαι, ακμήν ουκ ησθάνθη αυτής» 54. Με αυτό δηλαδή το πνευματικό αίσθημα, που συνοδεύεται από ανεκλάλητη χαρά και μερικές φορές με δάκρυα κατανύξεως, αυτό το σκίρτημα κατά τους παραπάνω τρεις Θεοφόρους Πατέρες η ψυχή λαμβάνει γνώση των γεγονότων «των μακράν αυτής συμβαινόντων». Την αίσθηση αυτή, εξηγεί ο Άγιος Νεκτάριος, εμείς ονομάζομε «δύναμιν της ψυχής κεχαρισμένην τω ανθρώπω υπό του Θεού» 55. Ο άνθρωπος λαμβάνει ως εξ αποκαλύψεως γνώσιν των υπέρ αίσθησιν συμβαινόντων. Είναι υποβολή και ενέργεια ξένης δυνάμεως. Με αυτό το πνευματικό αίσθημα ο άνθρωπος αισθάνεται την προσέγγιση της θείας Χάριτος, την προσέγγιση των αϋλων πνευμάτων, και λαμβάνει γνώση των μυστικών αποκαλύψεων και των ηθικών συναισθημάτων, τα οποία είναι ουσιωδώς διάφορα από τα συναισθήματα που προέρχονται δια μέσου των αισθητηρίων του σώματος και εκ της αισθητικής φύσεως. Μια τέτοια καρδιά που πυρπολείται από το Άγιο 53 Άπαντα, Δ΄, σ. 155. 54 Γ. Μαρνέλλου, Αγιονικοδημικά μελετήματα, τ. Β΄, όπ.π., Πρόλογος 55 Άπαντα, τ. Δ΄, σ. 156 108
Πνεύμα, χαριτώνει τον χριστιανό, τον μεταποιεί», τον μεταμορφώνει σε «νέα γη εν δυνάμει», σε ένα θαβώρειο τόπο μυστικών αποκαλύψεων, ευλογίας, αγιασμού και σωτηρίας. Αυτός είναι και ο σκοπός της πνευματικής ζωής «η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος». Να σιωπά ο χριστιανός, να λαλεί και να δρα «εν τω Αγίω Πνεύματι».
Ο Χριστός «εαυτόν παρέδωκε υπέρ της Εκκλησίας, ίνα
αυτήν αγιάση» 56. Για να την κάμει αγιοφάνεια, τόπο και τρόπο της μυστηριακής και λυτρωτικής του παρουσίας, φανέρωση αυτού που είναι ο «ΩΝ» και ο «ΑΓΙΟΣ» 57. Τι δίνει αυτή η μετοχή στον άνθρωπο; μια μεγάλη ελπίδα. Και Άγιοι, μια καλή βεβαιότητα. Μπορεί ο άνθρωπος να απελπίζεται, όταν το άγιο Πνεύμα, φωτίζοντας το νου του, του επιτρέπει να πιστεύει πως όντας μέλος της Εκκλησίας είναι κατοικία της Αγίας Τριάδος, προορισμένος κατά τον Απόστολο Πέτρο, να γίνει «θείας κοινωνός φύσεως»; 58Ασφαλώς και δεν πρέπει να απελπίζεται. Σύμφωνα με τις διδαχές του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ, «το άγιο Πνεύμα προετοιμάζει μέσα στον άνθρωπο τη βασιλεία του Θεού. Γιατί κληρονόμοι του τελείου φωτός και της θεωρίας της Αγίας Τριάδος, θα είναι αυτοί που θα ενωθούν ολοκληρωτικά με το Πνεύμα ολόκληρο. Αυτό θα είναι η ουράνια Βασιλεία», είπε ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος 59. Η Υπεραγία Θεοτόκος, ως «φωτοδόχος λαμπάς» και οι Άγιοι της Εκκλησίας μας δείχνουν αυτό το δρόμο, εκείνο της ενοίκησης του Αγίου Πνεύματος «εντός ημών». 56 Εφ. 5,25. 57 Παύλου Ευδοκίμωφ, Ορθοδοξία, όπ.π., σ. 213. 58 Β΄ 1,4. 59 Γεωργίου Εμμ. Μαρνέλλου, Ο ιερεύς ως μάρτυρας της παρουσίας του Χριστού στην Εκκλησία και τον κόσμο, Β΄ έκδοση, Εκδ. Κ.Μ.Ο.Πολιτισμού, Άγιος Νικόλαος Κρήτης, 1999, σ. 42. 109
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Ο Άγιος Νεκτάριος, Μητροπολίτης Πενταπόλεως, ο θαυματουργός, με την εν Χριστώ βιοτή του (15 Ιανουαρίου 1847 έως 8 Νοεμβρίου 1920), με το πλήθος των θαυμάτων του και τις άπειρες εμφανίσεις του επί εκατόν ενενήντα δύο (192) χρόνια, επιβεβαιώνει την ύπαρξη του ζώντος Θεού, δίνει το αιώνιο παρόν της «εν τω κόσμω» αποκαλύψεως του Τριαδικού Θεού στον κόσμο. 1. Απέδειξε με την πίστη, τα έργα και τα θαυμάσια του, με την έμπνευση και το «διαισθητικό της ψυχής», ότι ο Τριαδικός Θεός «αυτομαρτυρείται» και «αυτοαποκαλύπ‐ τεται» στον κόσμο. Το μήνυμα του ήταν και είναι: α) Η παρουσία του Ιησού Χριστού στον κόσμο είναι τρανότατο και μέγιστο παράδειγμα και μαρτύριο της αποκαλύψεως αυτής του Τριαδικού Θεού. β) Ο Ι. Χριστός μαρτύρησε περί του εαυτού του, η λυτρωτική θυσία και η ανάσταση του επιβεβαίωσαν ότι «Αληθώς Θεού Υιός ήν ούτος». γ) Το ιερόν ευαγγέλιο είναι η αιώνια μαρτυρία και η φωνή του Θεού και Λόγου. δ) Ο άνθρωπος πλάσθηκε για να εννοήσει και να γνωρίσει τον «αποκαλυπτόμενον Θεόν». Ο άνθρωπος του Θεού καλείται να εκπληρώσει το θέλημα του Τριαδικού Θεού και τον ύψιστο προορισμό της φύσεως του και να γίνει μάρτυρας της εν τω κόσμω αποκαλύψεως του Θεού και με την αγιότητά του να δίνει πειστική απόδειξη ότι η Εκκλησία είναι τόπος και τρόπος της παρουσίας του Ιησού Χριστού στον λυτρωμένο κόσμο. Η Εκκλησία είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός, όπως έλεγε ο Άγιος Γέροντας Ιουστίνος Πόποβιτς, παρατεινόμενος στους αιώνες και σε όλη την αιωνιότητα. Κατά τον ίδιο τρόπο η
110
Εκκλησία είναι και ο άνθρωπος εκτεινόμενος μαζί με τον Θεάνθρωπον σε όλους τους αιώνες, σε όλη την αιωνιότητα 60. 2. Ως Αρχιερεύς, «συνιερουργός τω ιερουργούντι Κυρίω», κατά την έκφραση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ενώπιον του θυσιαστηρίου της Αγίας Τριάδος της Αίγινας και με τον «καθ΄ημέραν βίο του», με την εν Χριστώ ζωή του, με την προσευχητική και κηρυκτική του διακονία, έγινε «μάρτυς των του Χριστού παθημάτων» αλλά και «θεόπτης», μάρτυς της προσδοκίας της βασιλείας και προφήτης, όπως θα έλεγε ο σεβαστός μου Καθηγητής Ολιβιέ Κλεμάν 61. Με τη «μαρτυρική» ζωή του ο Άγιος κήρυσσε με πίστη και βεβαιότητα, ότι θα μετάσχει στην εσχατολογική δόξα του Ιησού Χριστού. Σήμερα, με την αγιότητα του, τη συνεχή χαριτόβρυτη παρουσία του ανάμεσά μας, με την μετά του Θεού και των ανθρώπων επικοινωνία, μας αποδεικνύει την αλήθεια των λόγων του, τη δικαίωση των αγώνων του και τη μετοχή του σε αυτή τη δόξα του Θεού για την οποία είχε την «ζώσαν ελπίδα» 62. Αυτή την ελπίδα μετέδιδε τότε με την ιερά στάση του και συνεχίζει διαχρονικά να μεταλαμπαδεύει και σήμερα σε όλους εμάς, που τον τιμούμε και τον ευλαβούμαστε. Ο Άγιος Νεκτάριος αντικρούοντας τις απόψεις των διαμαρτυρομένων περί Εκκλησίας («εάν οι διαμαρτυρόμενοι θεωρώσιν ως Congregation Sanctorum την ορατήν Εκκλησίαν την υπ΄αυτών συγκροτουμένην, τότε προς τι η αόρατος Εκκλησία;…Τις εβεβαίωσεν αυτούς περί της αναγεννήσεως τους, περί της αγιότητός τους; περί της ενεργούσης εν αυτοίς χάριτος του Χριστού; Τις μαρτυρεί αυτοίς την του Παναγίου Πνεύματος επιφοίτησιν και την δαψίλειαν των 60 Ο ιερεύς ως μάρτυρας, όπ.π., σ. 56. 61 Ο ιερεύς ως μάρτυρας, όπ.π., σ. 71. 62 Α΄ Πέτρου 1,3. 111
δωρεών και των θείων χαρισμάτων»;) έγραφε τα εξής: Μόνον εν τη Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία τα πάντα μετά κύρους και βεβαιότητος και πληροφορίας παρέχονται και ο αναγεννηθείς λαμβάνει τελείαν την πληροφορίαν περί της μετά του Θεού επικοινωνίας» 63. 3. Ως αξιόπιστος μάρτυρας καλεί όλους εμάς τους χριστιανούς από τη μια ως διδάσκαλος της Θεολογίας α) να μας διδάξει και να μας ερμηνεύσει, να μας εξηγήσει τις αλήθειες της πίστεως μας, την ευαγγελική αλήθεια, το μυστήριο της εξ αποκαλύψεως θρησκείας και β) από την άλλη, ως αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας της παρουσίας του Χριστού στη ζωή της Εκκλησίας μέσα από τα εμπνευσμένα συγγράμματα και τις ομιλίες του, θέλει να μας καλέσει να γνωρίσομε από κοντά τον Υιόν του Θεού και να συνδειπνήσομε μαζί Του. Μια τέτοια μέθοδος εργασίας, ιεραποστολής, εξάσκησης ποιμαντικού έργου δεν έχει ασφαλώς να κάνει με τη φιλοσοφία αφού δεν έχει ως κέντρο αναφοράς ένα αφηρημένο ον, αλλά με τη θεολογία, τη θεογνωσία, τη θεοπτία. Αυτός είναι και ο λόγος, όπου ο Άγιος ως «θεόπτης» ο ίδιος των μυστηρίων του Θεού, των ενεργειών του Θεού δεν καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια για να μας πείσει για την αλήθεια αυτών που διδάσκει και μεταδίδει. Διότι καλεί όλους εμάς τους πιστούς να δούμε με τα μάτια μας αυτό που και εκείνος έβλεπε και συνεχίζει και τώρα να βλέπει, κατά το «ἑρχου και ίδε» 64. Διότι χωρίς την αυτοψία, τη θέα της δόξας του Θεού, την εμφάνιση του θείου φωτός, δεν μπορεί να ισχυρίζεται κάποιος ότι γνωρίζει τον Χριστόν, εκτός και αν υπακούει εις τους «ειδότας» στους «θεόπτας», οπότε έχει άμεση γνώση. Είναι τόσο απαραίτητο το στοιχείο αυτό της 63 Ο ιερεύς ως μάρτυρας, όπ.π., σ. 28‐29. 64 Ιω. 1,17.. 112
αυτοψίας, της εμπειρίας, γράφει ο π. Θεόδωρος Ζήσης, «για να θεωρηθεί αξιόπιστος μάρτυς του Κυρίου, ώστε αναγκάζει τον Απόστολο Παύλο, για το αποστολικό αξίωμα του οποίου αμφέβαλλαν ορισμένοι, να επικαλείται τη θέα του Θεού, τη θέα του φωτός, κατά την μεταστροφή του στο δρόμο προς την Δαμασκό» 65. Αυτή η ιστορική συνάντηση ήταν για τον Παύλο το αντίστοιχο της εμπειρίας της Μεταμορφώσεως και της Πεντηκοστής, την οποία βίωσαν οι Απόστολοι. «Ουχί Κύριον Ιησούν εγώ εώρακα;» 66. Τους Αγίους Αποστόλους διαδέχτηκαν στην Εκκλησία οι ΑΓΙΟΙ, οι καθαροί τη καρδία, που αξιώνονται να ιδούν τον Θεόν: «Δείξε μου τον Θεόν σου, προκαλεί ένας εθνικός τον μεταστραφέντα στο Χριστιανισμό φίλο του Αυτόλυκο. Και η απάντηση του Αυτόλυκου καθηλώνει τον εθνικό που πίστευε ότι ο Θεός είναι τελείως υπερβατικός και αόρατος και δεν μπορεί με κανένα τρόπο να τον ιδή ο άνθρωπος». «Δείξον μοι τον άνθρωπόν σου καγώ σοι δείξω τον Θεόν μου…βλέπεται γαρ Θεός τοις δυναμένοις αυτόν οράν, επάν έχωσι τους οφθαλμούς ανεωγμένους της ψυχής…» 67. Κοντά όμως στον υγιή αυτό Χριστιανισμό, που στηριζόταν στη μαρτυρία και στην εμπειρία των Αποστόλων και των Αγίων, «εμφανίστηκε και ένας «ουμανιστικός» Χριστιανισμός, όπως θα λέγαμε, (ετεροχρονικά ή αναχρονικά), που με βάση τη φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων σοφών, με πολλή δε εμπιστοσύνη στον ανθρώπινο νου, στον ανθρώπινο λόγο, προσπάθησε να μεταβάλη το Χριστιανισμό από ζωή, και εμπειρία και θέαση και όραση, σε φιλοσοφικοθεολογικό σύστημα, να επεκτείνη τα όρια του ανθρώπινου λόγου στον υπερβατικό χώρο της θεότητος, να επιχειρήση πέρασμα των 65 Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Εκδόσεις Ιδρύματος Γουλανδρή‐Χορν, Αθήναι 1985, σ. 13. 66 Α΄ Κορ. 9. 67 Θεόφιλος Αντιοχείας, προς Αυτόλυκον 1,2 στο Γ. Μαρνέλλος, Ο ιερεύς ως μάρτυρας, όπ.π., σ. 91. 113
ορίων, με εφόδια ανεπαρκή και ακατάλληλα για την πέραν των κοσμικών συνόρων υπερβατική περιοχή….» 68. Απ΄αυτόν τον «ελληνίζοντα χριστιανισμό», κατά τους Θεοφόρους Πατέρες, απέρρευσαν όλες οι αιρέσεις. Οι Απόστολοι, γράφει ο Καθηγη‐ τής Κ. Μουρατίδης, είχον πλήρη συνείδησιν της συνεχούς παρουσίας της Αγίας Τριάδος στην Εκκλησία: «Ούτως η δια κλήρου εκλογή του Ματθίου αυτήν την αλήθειαν διεκήρυσσεν» «ότι του παρείναι αυτοίς τον Χριστόν τεκμήριον μέγιστον τούτο. Καθάπερ γαρ παρών εξελέγετο, ούτω και απών» (Χρυσόστομος) 69. 4. Ο Άγιος Νεκτάριος υπήρξε τέλος, ερμηνευτής της παρουσίας του Χριστού. Γνήσιος διερμηνεύς, εφαρμοστής και εγγυητής του πνεύματος και της ουσίας της Εκκλησίας. Ως ιστορικός και δογματολόγος αντλούσε το περιεχόμενο της διδασκαλίας του από τα θεόπνευστα βιβλία της Αγίας Γραφής, από τα Συμβολικά μνημεία της Ανατολικής Εκκλησίας, και το λειμωνάριο της πατερικής παραδόσεως και λαμβάνοντας υπόψη «την ερμηνεία και τα πορίσματα της ορθοδόξου Ερμηνευτικής», παραλάμβανε τις αποκεκαλυμμένες αλήθειες υπό του Θεού προς συστηματική κατάταξη, εμβάθυνση και έκθεσή τους για να καλύψει ποιμαντικές ανάγκες, μέθοδο που ακολουθεί σήμερα η Δογματική θεολογία 70. Η θεαρχική Τριάς την οποία λάτρευσε, ύμνησε και ευλαβώς διακόνησε, η οποία κατευθύνει και χειραγωγεί την Εκκλησία για την ορθή ερμηνεία και κατανόηση της αποκεκαλυμμένης αλήθειας, κατηύθυνε, πιστεύομε, τον Άγιον, το φωτισμένο Ιεράρχη, τον Διδάσκαλο και Ιερό συγγραφέα, στην διατύπωση και 68 Θ. Ζήσης, όπ. π. σ. 13‐14. 69 Μουρατίδης, Προεδρία των πολλών, ή πρωτείον του ενός; (ανάτυπο), Αθήναι 1981, σ. 24. 70 Ξεξάκης, Δογματική, τ. Α΄ , όπ.π., σ. 49. 114
ορθόδοξη ερμηνεία των αληθειών της πίστεως και στην καταγραφή της αγιοπνευματικής εμπειρίας των «ειδότων και παθόντων τα θεία». Την πεποίθηση μας αυτή στηρίζομε και στην Ομολογία πίστεως, όρος 12, του Δοσιθέου Ιεροσολύμων, ο οποίος, επισημαίνοντας τη σημασία του Αγίου Πνεύματος στη ζωή της Εκκλησίας, παρατηρεί: «Το γαρ Πανάγιον Πνεύμα, αείποτε ενεργούν δια των πιστώς διακονούντων αγίων Πατέρων και καθηγουμένων, πάσης οποιασούν πλάνης την Εκκλησίαν απαλάττει» 71. «Το Άγιον Πνεύμα διαμένον εν τη Εκκλησία αχωρίστως μέχρι της συντελείας του αιώνος, πληροί αυτήν και γεωργεί και ενεργεί τα πάντα εν αυτή, τελειούν την Εκκλησίαν και συνεχίζον μετά του Υιού εν αυτή και δι΄αυτής το λυτρωτικόν του ανθρωπίνου γένους έργον και καθοδηγούν και χειραγωγούν αυτήν εν πάσιν, ούτως ώστε αποβαίνει η αρχή και η πηγή της υπερφυσικής ζωής εν αυτή, ή αυτό το Πνεύμα είναι η ζωή της Εκκλησίας, ήτις είναι «κοινωνία του Αγίου Πνεύματος») 72. Ο Άγιος Νεκτάριος ζώντας νηπτικά, στην Εκκλησία, και στο μυστήριο της μέθεξης στη ζωή και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, έχοντας καθαρότητα του βίου, φωτισμό και διαίσθηση,
πραγματικά
αναδείχτηκε
σκεύος
εκλογής,
«έσοπτρον καθαρότητος», «όργανον του Αγίου Πνεύματος, μυστικώς κρουόμενον», όπως θα έλεγε ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Μελέτησε, ερεύνησε, ψηλάφησε τη θεία αποκάλυψη, προσπάθησε να ανεύρει τα κρυμμένα νοήματα και να αναδείξει την αιτία και το σκοπό της δημιουργίας, να αποκρυπτογραφήσει «τον άγνωστο Θεόν» των Φιλοσόφων, ως ο Απόστολος Παύλος, να εκτυλίξει το νόημα και το σκοπό της 71 Δογματική, τ. Α΄, όπ.π., σ. 157. 72 Ξεξάκης, τ. Α΄, όπ.π., υποσημείωση, σ. 156‐157. 115
δημιουργίας του ανθρώπου, να αποσαφηνήσει στους πιστούς και στους άθεους την «εν τω κόσμω αποκάλυψιν του Θεού», όπως αυτή καταγράφηκε στην εκκλησιαστική μας παράδοση. Ο Ιω. Καρμίρης, στην «Εκκλησιολογία» αναφέρει «μόνον οι κεκτημένοι το χάρισμα της αληθείας επίσκοποι έχουσι την εξουσίαν να διατυπώσωσιν εν συνόδω την εκ διαδοχής παραδοθείσαν αυτοίς πίστιν…» 73. Και ο π. Αλ. Σχμέμαν παρατηρεί: «είναι καθήκον των επισκόπων να εκφράσουν την καθολική ζωή της Εκκλησίας, να εκπροσωπήσουν αληθινά την πληρότητά της». Ο Άγιος Νεκτάριος, ο μέγας Θεολόγος και Διδάσκαλος της εποχής μας, αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στην ορθόδοξη κατήχηση του ποιμνίου του, ειδικότερα στη διαποίμανση των νέων στελεχών της Εκκλησίας και τότε και μετά την κοίμησή του. Στο πλαίσιο και της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης έδωσε τον καλύτερο του εαυτό για να σχολιάσει, να υπομνηματίσει να ερμηνεύσει, να εξηγήσει το θέλημα του αποκαλυφθέντος Θεού και τούτο το έργο το έπραξε κατά τρόπο αυθεντικό, ως «διδάσκαλος ευσεβείας, μυστηρίων λανθανόντων μυσταγωγός» 74.
Ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης ονομάζει τους ιερείς
αγγελιοφόρους και διδασκάλους των αποφάσεων του Θεού έπειτα από τους Ιεράρχες «θεωρούς και ερμηνευτές των θαυμασίων του Θεού», «και γαρ οι περί το θείον συμβολικώς αεί παρεστηκότες θυσιαστήριον, ορώσι και ακούουσι τα θεία τηλαυγώς αυτοίς ανακαλυπτόμενα» 75. Αναφερόμενος στην ιεροπρεπή δύναμη της ιερωσύνης , «στην ενατένιση από τους ιερείς της μακαρίας και θεαρχικής αυγής του Ιησού, στην ευλαβή εποπτεία και στην μυστική επιστήμη της γνώσεως των 73 Ξεξάκης, τ. Α΄, όπ.π., 159, υποσημ. 74 Γρηγόριος Νύσσης, Εις την ημέραν των Φώτων, PG 46, 581. 75 Επιστολή Η΄ Δημοφίλω Θεραπευτή, στο Περί Θείων Ονομάτων, Εκδόσεις Πουρναρά, σ. 282‐283. 116
θεαμάτων με την έλλαμψη», αποκαλεί τους ιερείς στο επίπεδο αυτό: «φωτοειδείς και θεουργικούς, μύστες και μυσταγω‐ γούς» 76. Ο Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, διδάσκει «ως υπόχρεοι της αυτού χάριτος διακονούμεν τα λόγια του Θεού και ανακαλύπτομεν το τάλαντον ό εδόθη ημίν και το χάρισμα της προφητείας» 77 και σε άλλο σημείο λέγει: «θεατής και ερμηνευτής των μυστηρίων του Θεού». Ο Άγιος Συμεών Θεσ/κης λέγει για την τελευταία ευλογία και απόλυση τα εξής: «ο επευξάμενος ο Αρχιερεύς, απολύει τον αληθινόν Θεόν ημών τον Χριστόν…κηρύττων άμα και μαρτυρών, ότι δια της του Σωτήρος οικονομίας και της ιερουργίας σεσώμεθα τε και σωθησόμεθα συνεργούσης, ταις ευχαίς της Θεοτόκου και πάντων των ηγιασμένων εκ τούτου» 78. Ο Άγιος Νεκτάριος, ως λειτουργός της θείας Ευχαριστίας και ιερουργός του θείου λόγου φαινόταν στις μοναχές της Αγίας Τριάδος και στο πολυπληθές ακροατήριό του «όργανον του Πνεύματος μυστικώς κρουόμενον άνωθεν». Ο ίδιος στην ποιμαντική του έγραφε ότι «ο ι. κλήρος μπορεί να ονομασθεί το ορατόν όργανον του νοερώς εν τη Εκκλησία ενεργούντος Αγίου Πνεύματος». 79
Αντιτασσόμενοι
στις
σύγχρονες
φιλοσοφίες,
στο
λαβύρινθο των ιδεολογιών, και των διαφόρων θρησκειών, παραθρησκειών, και αιρέσεων, πνιγμένοι από το αίσθημα της μοναξιάς και της ανασφάλειας, της αβεβαιότητας, που δημιουργεί η ζωή χωρίς Θεόν και οι ποικιλώνυμες κρίσεις της παρούσης περιόδου στην πατρίδα μας, η ζωή ενός Αγίου, όπως του κορυφαίου Αγίου της εποχής μας Νεκταρίου Μητροπολίτου 76 Περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας, Φιλοκαλία, ΕΠΕ τ. 3ος , 338. 77 Κατήχησις 34,7, Εισαγωγή, ΕΠΕ, τ. 19ος., σ. 350. 78 Μ 155, 304 ΑΒ εν ιερομονάχου Γρηγορίου, Η Θεία Λειτουργία Σχόλια, Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1985, σ. 361. 79 Ποιμαντική, Εκδόσεις Ρηγόπουλος, Θεσ/κη, 1974, σ. 86. 117
Πενταπόλεως, ευχόμαστε να δώσει στο σύγχρονο κόσμο, και ιδιαίτερα στους νέους μας και εδικότερα στους φοιτητές των Θεολογικών Σχολών και Εκκλησιαστικών Ακαδημιών μας ένα φωτεινό και Άγιο παράδειγμα, ένα μήνυμα χαράς και ελπίδας και η χάρη του να μας επανασυνδέσει με τον Αρχηγόν της πίστεως και τελειωτήν Ιησούν, ο οποίος ακατάπαυστα «υπάγει» και «έρχεται». Να μας συνδέσει αγαπητικά και παντοτινά, με τον αναστάντα και αναληφθέντα Κύριον και να μας αξιώσει να εισέλθομε στη χαρά του Παραδείσου.
118
Μιχάλης ᾿Εμμ. Πατεράκης Διδάκτωρ Θεολογίας, πρώην Καθηγητής Άνωτ. Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης
Α΄ IΣΤΟΡΙΚΑ ΦΟΥΡΝΗΣ Τα ἔσοδα τῶν ἱερῶν Ναῶν ‐ «ἐνοριῶν» τῆς Φουρνῆς τήν περίοδο τῆς αὐτονομίας μέσα ἀπό (1898‐1913) τά πρακτικά πλειοδοσίας. 1.᾿Από τό πλῆθος τῶν πρακτικῶν τῆς τοπικής ἐκκλησίας τῆς Φουρνῆς τήν περίοδο αὐτή γιά τήν ὁποῖα κάνομε λόγο, βλέπομε πώς τά ἔσοδα τῶν ῾Ι. ναῶν –μή φανταστεῖτε ὅτι ἦταν ἱκανοποιητικά, προερχόταν ἀπό ἐνοικιάσεις δωρηθέντων κτημάτων καί ἀπό μεμονωμένα ἐλαιόδενδρα σε κτήματα φουρνιωτῶν τά ὁποῖα ἀφιέρωνε ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων μας στούς ῾Ι. ναούς τῆς προτίμησής των. Γιά παράδειγμα, τά κτήματα τῆς Παναγίας (Κουνέλας) Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Κάτω Χωριοῦ, το 1897, βρίσκονται στή θέση «Κάμπος» ἕνα ἀμπέλι δεκαέξι ἐργατῶν, εἰς θέσιν «Μπουτέλλα» ῎Ανω καί Κάτω, ἀγρός ἐκτάσεως ἕξ (6) μουζουριῶν ὡς ἔγγιστα μέ πέντε ἐλαιόδενδρα, καί ἕν ἕτερον ἐλαιόδενδρον εἰς τόν ἀγρόν τοῦ Χ΄΄Κων/νου Γωνιωτάκη, γ) εἰς θέσιν «Σφᾶ» ἕν ἐλαιόδενδρον ἐντός τοῦ ἀγροῦ τοῦ Χ΄΄’Εμ. Ζαγιάννη, δ) εἰς θέσιν «Σφᾶ» ἕν ἐλαιόδενδρον ἐντός τοῦ ἀγροῦ τοῦ Χ΄΄Δ. Λεμπίδη, ε) εἰς θέσιν «Κουφό Πρίνο» ἕν ἐλαιόδενδρον ἐντός τοῦ ἀγροῦ τοῦ Γεωργίου Σηφάκη, στ) εἰς θέσιν «Κουδουνάρι» ἐντός τοῦ ἀγροῦ τῶν Βλάσιδων ἕν ἐλαιόδενδρον, ζ) εἰς τό «Φράμα τοῦ Χατζῆ Χαραλάμπη Λουκάκη» ἕν ἐλαιόδενδρον, θέσιν «Σφᾶ», η) εἰς θέσιν «Σκαλιά» ἐντός τοῦ
119
ἀγροῦ τοῦ ᾿Ιωάννη Καπίτση ἕν ἐλαιόδενδρον, θ) εἰς θὲσιν «Χαρσανό Σκουρά» ἐντός τοῦ ἀγροῦ ᾿Εμμ. Γ. Ξανθὰκη ἕν ἐλαιόδενδρον ι) εἰς θέσιν «Σκουρᾶ» ἐντός τοῦ ἀγροῦ τοῦ Γεωργ. Βουκυκλάρη, δύο ἐλαιόδενδρα, ια) εἰς θέσιν «Σφᾶ» ἐντός τοῦ ἀγροῦ Χ΄΄ Μ. Ξανθάκη, ἕν ἐλαιόδενδρον, ιβ) εἰς θέσιν «Λαγκό» ἕν
ἐλαιόδενδρον
ἐντός
τοῦ
ἀγροῦ
τῆς
Χαρίκλειας
Σταματοπούλας, εἰς θέσιν «Λαγκό» ἐντός τοῦ ἀγροῦ τοῦ Γεωργίου ᾿Αστρουλάκη ἕν ἐλαιόδενδρον». 80 ᾿Ακολουθεί πρακτικό πλειοδοσίας προσωρινῆς κατακυ‐ ρώσεως μέ τό ὁποῖο βεβαιώνεται ὅτι τά παραπάνω «κτήματα» (ἴσως ἐννοεῖ τά ἀποκτήματα τῶν κατεσπαρμένων ἐλαιο‐ δένδρων στά διάφορα χωράφια τῶν συγχωριανῶν μας) τοῦ ῾Ιεροῦ Ναοῦ Κοιμήσεως Κάτω Χωρίου Φουρνῆς, ἐνοικιάζονται γιά μία ἐξαετία: ἤτοι ἀπό 1η Σεπτεμβρίου 1897 μέχρι 31 Αὐγοὺστου 1903, «διά δημοπρασίας ὑπό τῆς ἐνοριακῆς ἐπιτροπῆς Κάτω Χωρίου Φουρνῆς καί τῆς πενταμελοῦς ἐπιτρο‐ πῆς ὡσαύτως κατεκυρώθησαν εἰς τόν ᾿Εμμ. Κ. Γωνιωτάκην ὡς τελευταῖος πλειοδότης..... ἐν Κάτω Χωρίον Φουρνῆς, Μάρκος Π.&Γ. Τυράκης καί εἰς ἔνδειξιν. ᾿Εν πλατεία Κάτω Χωρίου Φουρνῆς τῇ 8 Σεπτεμβρίου 1897. ῾Ο πρόεδρος τῆς ἐνοριακῆς ῾Ο πρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς πενταμελοῦς ἐπιτροπῆς Κάτω Χωριού Κάτω Χωρίου Φουρνής Π. Φαλκώνης
Ε. Γ. Γωνιώτης
80 Τά κατεσπαρμένα στούς ἀγρούς ἐλαιόδενδρα λεγόταν «ἀσκωματάρικα», ἐπίθ. ἦταν δένδρα ἰδιόκτητα μέσα σέ ξένα χωράφια. Στά παλιά χρόνια ἀντί ἄλλου δώρου, π.χ. σ’ ἕνα ἐγγόνι, ἤ σ’ ἕνα βαπτιστήρι, χάριζαν ἕνα ἐκλεκτό καρποφόρο δένδρο (ἐλιά ὥς ἐπί τό πλεῖστον). Τό ἴδιο καθεστώς ἴσχυε καί στήν ἐκκλησία, πού οἱ πιστοί χάριζαν στήν Παναγία, ἤ στούς ῾Αγίους αὐτά τά δῶρα. ῾Η δωρεά αὐτή ἦταν προφορική βέβαια, εἴχε ὅμως καί ἐξακολουθεῖ νά ἔχει νομική ἰσχύ. Και σήμερα στά χωριά μας ὑπάρχουν πολλά «ἀσκωματάρικα» δέντρα ‐ἰδίως αἰωνόβια, ἐλιές, χαρουπιές. ῾Η λέξη παράγεται ἀπό τό σηκώνω – σηκωματαρά – σκωματαρά και κατά συνεκφ. «ἀσκωματαρά», συνώνυμο σηκωματάρικο. ῾Ως ἐκφρ. σήμερα λέγεται τοῦτο: «ἔχω μιάν ἀσκωματαρά ἐλιά, στήν τάδε τοποθεσία, ἀπό τόν παππού μου» κ.λ.π. 120
2.Τά «κτήματα» Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ βρίσκονται α) εἰς θέσιν «Σόχωρο» ἀγρός τριῶν μουζουριῶν ἐντός τοῦ νεκροταφείου ‐ἴσως ἐννοεῖ τήν παλαιά θέση του, πρίν νά μεταφερθεῖ στήν περιοχή τῆς «᾿Αστιβιδιᾶς», τό νέο κοιμητήριο τῆς Φουρνῆς, καί τῆς περιοχής τῆς ἐκκλησίας. ῾Η φράση ἑπομὲνως ἀναφὲρεται σ’ αὐτό το χῶρο τοῦ παλαιοῦ κοιμητηρίου. β) εἰς τήν θέσιν «Σκουρᾶ» εἰς τό κάτω μέρος τοῦ Χαβγᾶ ἕν ........... καί δύο ἐλαιόδενδρα εἰς τήν ἰδίαν θέσιν ἔμπροσθεν τῶν οἰκιῶν ἕν ἐλαιόδενδρον. γ) εἰς θέσιν «Χαρσανό» ἕν ἐλαιόδενδρον ἐντός τοῦ ἀγροῦ τοῦ ᾿Εμμαν. Γ. Ξανθάκη. δ) εἰς θέσιν «Φράμμα Χατζανῶν» ἕν ἐλαιόδενδρον. ε) εἰς θέσιν «Γράντο Σκουρᾶ» ἕν ἐλαιόδενδρον, στ) εἰς θέσιν «Κουφό Πρῖνον» ἀγρός ἑνός καί ἡμίσεως μουζουριοῦ ‐ ὥς ἔγγιστα μέ τά δένδρα του, ζ) εἰς θέσιν «Κατεβατή» περιφέρεια ῾Ελούντας ἀγρός ἑνός μουζουρίου ὡς ἔγγιστα μέ τά δένδρα του, η) εἰς θέσιν «Λαγκό» ἐντός τοῦ ἀγροῦ τῶν Ξανθάκηδων ἕν ἐλαιόδενδρον, θ) εἰς θέσιν «᾿Ομπρός περιβόλια» ἐντός τοῦ ἀγροῦ τοῦ Χατζῆ Μιχ. Ξανθάκη ἕν ἐλαιόδενδρον. ᾿Ακολουθεῖ βεβαίωση καί βεβαιώνεται ὅτι: «Τά ἀνωτέρω «κτήματα» τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως Χριστοῦ, ἐνοικιαζόμενα ἐπί ἐξαετίαν ἤτοι ἀπό 1η Σεπτ. 1897 – 31 Αὐγούστου 1903 διά δημοπρασίας ὑπό τῆς ἐνοριακῆς ἐπιτροπῆς κάτω χωρίου Φουρνῆς καί τῆς Πενταμελοῦς ᾿Επιτροπῆς ὡσαύτως κατεκυρώθησαν εἰς τόν Δημ. Χ΄΄ Μιχ. Φουντουλάκην ὡς τελευταῖον πλειοδότην κάτοικον ἐπάνω χωρίου Φουρνῆς τῇ ἐγγυήσει τοῦ ὁμοχωρίου του Χατζῆ Μιχ. Σηφάκη. ᾿Εν πλατεία Κάτω Χωρίου Φουρνῆς τῇ 8 Σεπτεμβρίου 1897. ῾Ο πρόεδρος τῆς ἐνοριακῆς
῾Ο πρόεδρος τῆς
πενταμελοῦς ἐπιτροπῆς
ἐπιτροπῆς
121
Στό πίσω μέρος του τό ἔγγραφο αὐτό μᾶς κομίζει καινούρια πληροφορία, ὅτι στή θέσι «᾿Αστιβαδιά» ‐ὅπου τό νέο Κοιμητήριο τῶν χωριῶν Πάνω καί Κάτω Φουρνῆς‐ ἔχει δωρηθεῖ ἄμπελος (7) ἑφτά ἐργατῶν, ὠς ἔγγιστα μέ τρεῖς ἀμυγδαλιές. (Οἱ ἀμπελῶνες στήν «᾿Αστιβιδιά» ἦταν ἀπό τήν ἐποχή τῆς ᾿Ενετοκρατίας, μάλιστα ἐκεῖ βρέθηκαν στό παρελθόν «ληνοί» (πατητήρια) γιά ἐξαγωγή κρασιοῦ. ῾Ο μοῦστος ἔτρεχε μέσα σέ πήλινο ἀγωγό καί ἔφτανε στό Κάτω Χωριό ὅπου καί τοποθετεῖτο μέσα σέ εἰδικά δοχεῖα). 81 Εἰς θέσιν «Παχύ δάσος» ἀγρός ἑνός καί ἡμίσεως μουζουρίου ὡς ἔγγιστα μέ τά ἐντός αὐτοῦ ἐλαιόδενδρα πλήν ἑνός εἰς τό κάτω μέρος καί εἰς θέσιν «Φλουρί» ἐντός τοῦ ἀγροῦ τῆς συζύγου Κων/νου Χ΄΄’Εμμ. Ζερβάκη ἕν ἐλαιόδενδρον. (ἀκολουθοῦν ὑπογραφές κ.λπ. ἀπό τούς προέδρους καί ἐνοικιαστές ὅ.π). 3. Τά κτήματα τοῦ ῾Ι. Ναοῦ Μιχαήλ ᾿Αρχαγγέλου – Κάτω Χωριοῦ ἐνοικιάζονται ὅπως καί τῶν ἄλλων ῾Ιερῶν ναῶν γιά μιά ἐξαετία (1897‐1903) μέ δημοπρασία τῆς ἐνοριακῆς ἐπιτροπῆς καί κατακυρώνονται προσωρινῶς στόν Μιχ. Χρον. Μαυροειδῆ πού εἶναι καί ὁ τελευταῖος πλειοδότης, μέ ἐγγυητὴ τόν «ὁμοχώριόν» του ᾿Ιωαν. Βουκυκλάρη. ῎Ετσι λοιπόν, εἰς θέσιν «λαγκό» ἀγρός τεσσάρων μουζουρίων ὡς ἔγγιστα, μέ ὅλα τά εντός αυτοῦ δὲνδρα, β) εἰς θέσιν «Λιμνιά» ἀγρός (14) μουζουρίων ὡς ἔγγιστα, γ) εἰς θέσιν «Περβολόπουλο τῆς 81 Τά μουζούρια δέν εἶχαν ὅλα τήν ἴδια χωρητικότητα καί ἐξαρτιόταν ἀπό τό εἰδικό βάρος τοῦ προϊόντος καί τήν ποιότητά του, π.χ. 1 μουζούρι στάρι 15 ‐ 20 ὀκάδες 1 » κριθάρι 10 ‐ 20 » 1 » ἐλιές 12,5 ‐ 16 » 1 » ἀφράτα ἀμύγδαλα 9 » 1 » σκληρά » 11 ‐ 12 » 1 » ταγή 7 ‐ 10 » 1 » ἁλάτι 16 » κ.λ.π. 122
Παναγίας» ἕν ἐλαιόδενδρον, δ) εἰς θέσιν «Σφᾶ» ἀγρός 3 μουζουρίων ὡς ἔγγιστα, μέ ὅλα τά ἐντός αὐτοῦ δένδρα, ε) εἰς θέσιν «᾿Αστιβιδιά» ἀγρός (5) ὡς ἔγγιστα μουζουρίων, στ) εἰς θέσιν «Κλῆμα» ἕνας ἀγρός ἑνός καί ἡμίσεως μουζουρίου ὡς ἔγγιστα μέ ἕν ἐλαιόδενδρον, ἕν ἀμυγδαλόδενδρον καί μίαν ἀπιδέαν. Εἰς θέσιν «Σκουρᾶ Μοῖρα», ἀγρός δέκα (10) μουζουρίων περίπου μετά τά ἐντός αὐτοῦ δένδρα, εἰς θέσιν «Κουτσουκλῆ ἐληά» ἀγρός (4) τεσσάρων μουζουρίων μέ τά ἐντός αὐτοῦ δένδρα. Εἰς θέσιν «᾿Αντραμηθιά» δέκα ἐννέα ἐλαιόδενδρα. Εἰς θέσιν «Πλακοῦρες» πέντε (5) ἐλαιόδενδρα ἄνευ γῆς καί εἰς θέσιν «Κερακιστή» δύο (2) ἐλαιόδενδρα ἄνευ γῆς. Αὐτή ἦταν ἡ περιουσία τῶν ἱερῶν Ναῶν, ἕνα δένδρο ἐδῶ καί ἕνα ἄλλο ἐκεῖ γι’ αὐτό καί ἡ ἐνοριακή ἐπιτροπή Κάτω Χωριοῦ Φουρνῆς ἀποτελούμενη ἀπό τόν αἰδεσιμώτατον Πρωτοπ‐ρεσβύτερον κ. Μιχ. Φαλκωνάκη ὡς ἀντιπροσώπου τοῦ Προέδ‐ρου Θεοφιλεστάτου ᾿Επισκόπου Πέτρας κ. Τίτου καί τῶν μελῶν 1) ᾿Ιωάν. Χατζηδάκη, 2) ᾿Εμμαν. Φαλκωνάκη και 3) Γεωργ. ᾿Ε. Γωνιωτάκη ὡς διαχειρίστρια τῶν ἐνοριακῶν κτημάτων τῶν ἱερῶν ναῶν τῆς περιφερείας τῆς κοινότητος Κάτω Χωρίου Φουρνῆς καί ἡ πενταμελής ἐπιτροπή τοῦ Χωρίου Κάτω Χωρίου Φουρνῆς ἀποτελουμένη ἐκ τῶν α) κ. ᾿Εμμαν. Γ. Γωνιωτάκη Προέδρου καί τῶν μελῶν κ.κ. 1) ᾿Ιωάν. Ν. Ζερβογιαννάκη, 2) Χατζῆ Βασιλ. Χατζηδάκη, 3) Μύρωνος ᾿Ε. Μαυρικάκη καί 4) ᾿Εμ. Μηλιάκη. Συνελθοῦσα σήμερον τήν 29 Αὐγούστου 1897 ἡμέραν Παρασκευήν ἐν τῷ δωματίῳ τῶν συνεδριάσεων τῆς πεντα‐ μελοῦς ἐπιτροπῆς Κάτω Χωρίου Φουρνῆς καί ἀπό κοινοῦ συσκεφθεῖσα περί τῆς μελλούσης τύχης τῶν ἐνοριακῶν κτημάτων τῶν ἱερῶν Ναῶν τῆς περιφερείας τῆς Κοινότητος
123
Κάτω Χωρίου Φουρνῆς – ἡ πολιτική κατάσταση τοῦ νησιοῦ δέν ἦταν καί ἡ καλύτερη, ἐπειδή ἔληξεν ἤδη ἡ προηγούμενη ἐξαετής μίσθωση τῶν ὡς εἴρηται ἱερῶν τούτων κτημάτων δέον ἑπομένως ὅπως καί εἰς τό μέλλον ληφθῶσι κατάλληλα μέτρα πρός κρείττονα διαχείρισιν αὐτῶν καί περιφρούρισιν ἀπό κάθε ζημίας.
Διά ταῦτα
᾿Αποφασίζομεν παμψηφεί
ἐγκρίνομεν ὡς μόνον κατάλληλον μέτρον τοῦτο, νά ἐτεθῶσι δηλ. εἰς πλειοδοσίαν καί ἐνοικιασθῶσι καί πάλιν πάντα τά κτήματα ὅπως καί εἰς τά ἄλλας παρελθούσας ἐξαετεῖς αὐτῶν μισθώσεως ἀλλ’ ὑπό τούς ἑξῆς ὅρους: Α) ᾿Αποκλείεται ἐν γένει τοῦ δικαιώματος τῆς νέας ταύτης ἐνοικιάσεως, ὡς καί τῆς ἐγγυήσεως ἄλλου νέου ἐνοικιαστοῦ ἐκεῖνος ὅστις ὀφείλει εἰς τό ἐκκλησιαστικόν ταμεῖον τῆς κοινότητός μας ἐκ παρελθουσῶν ἐνοικιάσεων ..... εἴτε ἐμμέσως ὡς ἐγγυητής ἄλλου ὀφειλέτου ἤδη παλαιοῦ ἐνοικιαστοῦ ..... ᾿Απαγορεύεται στόν ἐνοικιαστή νά κόβει ξύλα ἀπό ἥμερα ἤ ἄγρια δέντρα χωρίς ἄδεια τῆς ἐν. ἐπιτροπῆς, ὑποχρεοῦται δέ νά διατηρεῖ τό κτῆμα σέ καλή κατάσταση, νά περιποιεῖται αὐτό, νά κεντρίζει δέ κάθε χρόνο 10 – 15 ἄγρια δέντρα ἄν ὑπάρχουν αὐτά. Μετά δέ τήν ἀποκατάστασιν τῆς τάξεως ἐν τῇ νήσῳ μας ὑποχρεοῦται κάθε ἐνοικιαστής να ἀνανεώσει καί ἀντικα‐ ταστήσει μετά τῆς ἐν. ἐπιτροπῆς τό συνταχθησόμενο ἰδιωτικό μισθωτήριον ἔγγραφον διά δημοσίου τό ὁποῖο θά περιέχει πάντας τούς ἐν τῷ παρόντι πρακτικῷ διαλαμβανομένους ὅρους τῆς ἐνοικιάσεως δικαιουμένης ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει τῆς ἐν. ἐπιτροπῆς νά διαλύῃ τήν μίσθωσιν καί εἰς βάρος τοῦ ἐνοικι‐
124
αστοῦ καί τοῦ ἐγγυητοῦ αὐτοῦ ἀλληλεγγύως διά πᾶσαν τυχόν ἐκ τούτων ζημίαν ...» (βλ. ἔγγρ.) ὑπογράφουν καί οἱ δύο πρόεδροι τῶν ᾿Επιτροπῶν μέ τή σημείωση τό ἔγγραφο αὐτό, νά γραφεῖ σέ ἀντίγραφα καί νά δημοσιευθεῖ τοιχοκολληθεῖ, στήν ἀγορά τοῦ Κάτω Χωριοῦ καί νά παραμείνει ἐκεῖ μέχρι τής ὁριστικής κατακυρώσεως. 4. ῎Εσοδα ἀπό ἄλλους πόρους α)῾Ο ᾿Απολογισμός «διαχειρίσεως τῶν ἐνοριακῶν τής Κοινότητος Κάτω Χωρίου Φουρνῆς» ἀπό 1ης Σεπτεμβρίου 1891 μέχρι 28 Σεπτ. 1897 καί 1898 μᾶς δίνει ἕνα πλάνο γιά νά ἀντιληφθοῦμε καλύτερα τήν πηγή ἐσόδων τῶν ῾Ι. Ναῶν τῆς Φουρνῆς ἐκτός ἀπό τίς ἐνοικιάσεις κτημάτων τά ὁποῖα κατεῖχαν αὐτοί ἀπό δωρεές τῶν πιστῶν τῆς Φουρνῆς κατοίκων, καί πού μποροῦν νά χαρακτηριστοῦν ὡς ἐκούσιες συνδρομές τῶν εὐσεβῶν χριστιανῶν, οἱ συνεισφορές ἀπό εὔπορες οἰκογένειες, τά διάφορα κληροδοτήματα, οἱ εἰσπράξεις ἀπό «δίσκους», ἀπό πώληση ἐλαιολάδου, ἀπό «πιστώσεις» εἰς παλαιούς ἐνοικιαστάς: ᾿Εμμαν. Ν. Κλωντζάκη, Μιχ. Ζερβογιαν‐ νάκην, ᾿Εμμαν. Μ. Ζερβογιαννάκην, ᾿Εμμαν. Ξανθάκην, ᾿Ιωάν. Μ. Ζερβογιαννάκην, Γεώργ. ᾿Εμ. Γωνιωτάκην, Χ΄΄Δημ. Περοδασκαλάκην (παλαιόν ἐνοικιαστήν), Κυριάκον Καλα‐ ρχάκην, (1973 γρ.) Οἱ πωλήσεις ἀπό ἐλαιόλαδο καί ἐνοικιάσεις ἀνέρχονται στό ποσό τῶν 34.010 γροσίων καί 5 παράδων. ῎Εχομε καί ἔσοδα ἀπό διάφορα πρόστιμα ἀπό ἀγροζημίες ἀπό δημοπρασίες τούρκικων ἀμυγδάλων «καί κριθῆς» εἰσπράξεις ἐπί ἀδικημάτων (π.χ.) «ἐκ τοῦ ᾿Εμμ. Π. ᾿Ι. Δρακωνάκη ἐπί ἀδικήματι κατά ᾿Εμμαν. ᾿Ηλ. Ξανθάκη, ἐκ διαφόρων προστίμων κατά τό ὑπό χρονολ. 7 Μαρτίου ἔνταλμα πεντα‐
125
μελοῦς ἐπιτροπῆς, πρόστιμον τοῦ ᾿Αντ. Καψαλάκη διά ζημίαν ᾿Εμ. Π.᾿Ι. Δρακωνάκη, πρόστιμον τοῦ Μιχ. Π. Δρακωνά‐κη δι’ ἀξίαν κανταρίου πωληθέντος δημοσία (23 γρ.) ᾿Απρ.12), τοῦ Νικολ. Χ΄΄Δ.᾿Ι. Μαυροειδῆ ἐπί ἀδικήματι εἰρ.Λαγουδάκη, ἐκ δανείων τῆς κοινότητος Κάτω Χωρίου Φουρνῆς ἀπό 17 Φεβρουαρίου 1898 – 2 ᾿Απριλίου 1898 γρ. τετρακόσια τριάκοντα ἑπτά καί εἴκοσι παράδες. ᾿Εκ δανείου τῆς κοινότητος ᾿Επάνω Χωρίου Φουρνῆς γρ. ἑβδομήκοντα ἔξι ........ ἐκ τοῦ Φρουράρχου ᾿Εμ. Μοσχοβιτάκη διά πρόστιμον ᾿Ε. Κυριακάκη γρ. δέκα. ῾Η περιουσία ὅμως τοῦ ῾Ι. Ναοῦ Εὐαγγελίστριας ἐπειδή ἀνήκει καί στίς δύο κοινότητες, ἐπάνω καί κάτω Χωρίων Φουρνῆς, ἡ διαχείριση αὐτῆς θά γίνεται ἀπό κοινοῦ «τῶν εἰρημένων κοινοτήτων», ἔτσι λοιπόν οἱ πενταμελεῖς ἐπιτροπές καί τῶν δύο χωριῶν συγκείμεναι ἡ μέν τοῦ χωρίου Κάτω ἐκ τῶν κ.κ. ᾿Εμ. Γ. Γωνιωτάκη προέδρου, καί τῶν μελῶν ᾿Ιωάν. Ζερβογιαννάκη, Μύρωνος ᾿Ε. Μαυρικάκην, Βασίλ. Χατζηδάκην καί ᾿Εμμ. Μηλιάκη ἡ δέ τοῦ ᾿Επάνω χωρίου ἐκ τῶν κ.κ. ᾿Ιωάν. Ραφτοπούλου, προέδρου, καί τῶν μελῶν Κων/νου Χ΄΄ ᾿Ι. Μαυρικάκη, Νικόλ. ᾿Ιωάν. Νιωτάκη, Κ. ᾿Ι. Στιβακτάκη καί Εὐστρ. Τζαγκαράκη.
᾿Αποφασίζουν παμψηφεί,
ὁρίζουν ὅπως πᾶσα τοῦ λοιποῦ διαχείρισις τῆς περιουσίας του ῾Ι. Ναοῦ Εὐαγγελιστρίας γίνηται ἀπό κοινοῦ τῶν κοινοτήτων τῶν χωρίων Κάτω και ᾿Επάνω Φουρνῆς πρός ἐπίτευξιν δέ τούτου ἐγκρίνομε τόν καταρτισμόν ἰδιαιτέρου διμελοῦς σωματείου ἑνός δηλονότι ἐξ ἐκάστου χωρίου, τό ὁποῖο νά διαχειρίζεται τήν περιουσίαν τοῦ ῾Ιεροῦ Ναοῦ τούτου ....»
126
῾Υπογράφουν οἱ πρόεδροι τῶν πενταμελῶν ἐπιτροπῶν καί τά μέλη. (21 Σεπτεμβρίου 1897 ἐν τῇ πλατείᾳ τῆς ῾Αγίας ῎Αννης Κάτω Χωρίου Φουρνῆς). β) ᾿Από τό 1901 μέχρι τό 1917 ὁ ἀπολογισμός εἶναι γεμᾶτος ἀπό ἀριθ. Διπλ. εἰσπράξεως ἀπό διαφόρους ὀφειλέτες κυρίως τῶν ἱερῶν ναῶν «διά ἐνοικιοφειλήν». Τά διπλότυπα εἰσπράξεως τά ὁποῖα προφανῶς ἔχει ἐκπονήσει ἡ λεπτότητα τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι καλαίσθητα καί χειρόγραφα σελιδο‐ ποιούμενα ἔπειτα σέ στέλεχος (διπλό) τό ἄλλο παίρνει ὁ ὀφειλέτης, στή μέση δέ ἔχει γραφεῖ μέ κεφαλαῖα γράμματα «ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ» (βλ. Διπλ. ἐνοριακῆς ἐπιτροπείας Κάτω Χωρίου Φουρνῆς). ῾Ο κ. Γεώργιος ᾿Ιωάν. Μαυρικάκης, κάτοικος Κάτω Χωρίου Φουρνῆς διά ἐνοικιοφειλήν Ναοῦ ᾿Αρχαγγέλου δραχ. (60) ἑξήκοντα (μέ τόκο ὑπερημερίας) ... 1 Σεπτ. 1907 ὁ εἰσπράκτωρ ᾿Εμ. Παυλίδης. ῾Ο κ. Γεώργιος Χ.Ε.Ξανθάκης (200) δραχ. γιά τούς ἴδιους λόγους: τό ἴδιο ἔτος. ὁ κ. Εὐάγγελος Λουκάκης (196 60/100)
»
»
10 ᾿Οκτ. 1907.
ὁ Νικόλαος Χ΄΄ ᾿Ι. Μαυροειδῆς (γιά ῾Ι. Ναό Ευαγγελιστρίας (40) πάλι ὁ κ. Ξανθάκης στήν ἐκκλησία Μιχ. ᾿Αρχαγγέλου ὀφειλή 100 δραχμῶν, τήν 21η Μαρτίου 1908. οἱ κ. Δημήτριος Θ. Νικητάκης καί Γεώργ. Π.Ν. Γωνιωτάκης, «δι’ ἐνοίκιον δύο ἐλαιοδένδρων» (10,50) δραχ. ὁ κ. ᾿Ιωάννης Διον. Ζερβός κάτοικος Καστελλίου (40) δραχ. ὁ κ. Μιχαήλ Χ. Ν. Μπαρμπουνάκης, (60) δραχ. τίς 7 ᾿Ιουλ. ᾿09 ὁ Χ΄΄ ᾿Ιωάννης Δρακωνάκης ἀπό το ἐπάνω χωριό δραχ. 20 ὁ ᾿Εμμανουήλ Φαλκωνάκης, δραχ. (20)
127
ὁ κ. Κων/νος Δ. Μπέμπελης διά ἐνοίκιον τοῦ καρποῦ τῶν ἀμπέλων Σωτ. Χριστοῦ καί Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (206) δραχ. 8 Αὐγούστου 1910. ὁ κ. ᾿Εμμανουήλ ᾿Ι. Βλάσης, στόν ῾Ι. Ν. Ευαγγελιστρίας 3015/100. ὁ κ. ᾿Εμμαν. Π. Χ΄΄ Φαλκωνάκης (δραχ. 100) 20 ᾿Ιανουαρίου 1912 μέ τήν ἐπισήμανση «ὄπισθεν» τοῦ Διπλ. εἰσπράξεως: Αἱ ὄπισθεν ἀναφερόμεναι ἑκατόν (100) δραχμαί εἶναι δυνάμει τῆς ὑπ’ ἀριθ. 5 ἀποφάσεως τῆς ἐνοριακῆς ἐπιτροπείας ὑπό χρονολογίαν 12 ᾿Ιανουαρίου τοῦ 1912 διά τούς κλόνους ἀποκοπισῶν ἐκτιμηθέντων διά δραχ. χρυσάς ὀγδοήκοντα. Αἱ δέ εἴκοσι εἶναι διά τό ὀρισμένον ἐπιμίσθιον τοῦ ῾Ιερέως παπᾶ Φαλκωνάκη. ᾿Από λαχειοφόρες ἀγορές 25 ᾿Ιανουαρίου 1912. ῾Ο Ταμὶας τῆς ἐνορ. ἐπιτροπείας Νεαπόλεως, κάτοικος Νεαπόλεως, ἐμέτρησεν εἰς τό ταμεῖον τῆς ὡς ἄνω ἐπιτροπείας διά κερδηθέντα ἀριθ. Λαχείου ὑπέρ τοῦ ἐν Νεαπόλει ἀνεγειρομένου Ναοῦ, δραχμάς ἑκατόν (100). ᾿Από χρήματα παγκαρίου 4 ᾿Ιανουαρίου 1914. ῾Ο κ. Γεώργιος Μιχ. Χρονάκης ἐμέτρησεν εἰς τό ταμεῖον τῆς ὡς ἄνω ἐπιτροπείας ἀπό τά εἰσπραχθέντα χρήματα τοῦ παγκαρίου ἑκατόν ἐννέα δραχμάς (109) (Διπλ. εἴσπρ. 85) καί τήν 2α Φεβρουαρίου 1914 –γιά τόν ἴδιο λόγο δραχ. 17 και 85 λεπτά καθώς καί τήν 3η Αὐγούστου 1914 ἀπό εἰσπράξεις τοῦ παγκαρίου τών ἐκκλησιῶν δραχ. 124 και 60 λεπτά.. ῾Ομοίως καί τήν 4η ᾿Ιανουαρίου 1915 δραχ. 153,35 λ. καί 2 Μαρτίου 1915, δραχ. 53,80 λ., καί 27 Σεπτ. ἰδίου ἔτους 175,55 κ.λ.π.‐ ῞Ολες αὐτές οἱ εἰσπράξεις –μέρος αὐτῶν ἴσως καλύψουν καί τίς παρουσιαζόμενες ἀνάγκες– πληρωμές διαφόρων, ὅπως: Διοίκηση ἱερῶν Ναῶν, οἰκοδομές, παλαιές ὀφειλές, ἔκτακτα
128
ἔξοδα, νέες ἀπαιτήσεις, ὅπως αὐτό φαίνεται ἀπό τόν ἀπολογισμό ἀπό 1ης Σεπτεμβρίου 1916 μέχρι 31 Αυγούστου 1917, ὅπως: «῎Εξοδα» 1) Δι’ ἀμοιβήν ἐφημερίου. (οἱ ἱερεῖς δέν ἔχουν μισθό μέχρι τώρα 1917). 2) Δι’ ἀγοράν κηρίου ‐ ἐλαίου. 3) Δι’ ἀμοιβήν ψάλτου. 4) Δι’ ἀμοιβήν κανδηλανάπτου. οἰκοδομαί 1) εἰς κατασκευήν κωδωνοστασίου νέου ἱεροῦ Ναοῦ (ἐν τό πέτρινο καμπαναριό τῆς ἐκκλ. ῾Αγίας Τριάδος) 2) εἰς ἰσοπέδωσιν περιβόλου τῆς νέας ἐκκλησίας καί περίφραξη θυρῶν καί παραθύρων. (῾Αγ. Τριάδος Κάτω Χωριοῦ). 3) Εἰς ἐπισκευήν θύρας Νεκροταφείου (ἐν τό παλαιό πρίν τήν μεταφορά του στή θέση «᾿Αστιβιδιά»). παλαιαί ὀφειλαί 1) εἰς κηροπώλην Γεώργ. Πλευρίδην. 2) εἰς Νικόλαον Μασσάρον ἐκ δανείου. 3) εἰς ὑποκατάστημα Λασηθίου Τραπέζης Κρήτης. 4) εἰς ἐργολάβον Ν. Χ΄΄Σίμου ἐκ κρατήσεων (πρόκειται γιά τόν γνωστό Μαστρονικόλα). 5) εἰς διαφόρους κατά τά σχετικά βιβλία. ἔκτακτα ἔξοδα 1) Δι’ ἀρχιερατικήν λειτουργίαν.
129
2) Διά γραφεῖον Α΄ ᾿Ε. ᾿Επιτροπείας Μιραμπέλλου. 3) Διά βιβλία, γραφική ὕλη κ.λ. γραφείου. 4) Εἰς φιλανθρωπικούς ἐράνους καί λοιπά. Δικαστικά 1) εἰς διαφόρους δικαστικάς δαπάνας. 2) ἐκ μισθωμάτων παλαιῶν χρήσεων πρό τοῦ 1903 μέχρι 1η Σεπτεμβρίου 1917. 3) ὑπόλοιπον τμήματος εἰς κεφάλαιον καί τόκους κατά τό ἔτος 1914. «῎Εσοδα» νέαι ἀπαιτήσεις 1) ἐκ τιμήματος καί κεφαλαίου καί τόκου πωληθέντων ἀντικειμένων κατά τό ἔτος 1916 δύο δόσεων τρεχούσης χρήσεως. ἔκτακτα ἔσοδα 1) ᾿Από δίσκους, παγκάρια καί λοιπά. 2) ᾿Από εἰσφοράς κατοίκων. ᾿Εν Κάτω Χωρίῳ Φουρνῆς τῇ 1 Νοεμβρίου 1916 ῾Ο πρόεδρος
Τά μέλη
῾Υπογραφές
῾Υπογραφές
Τά ἔσοδα τοῦ ἀπολογισμοῦ αὐτοῦ ἀνερχόταν στό ποσό τῶν 13.511 Δρ. καί τά ἔξοδα στό ποσό τῶν 10.572 Δρ. ὑπόλοιπον 3.511 δραχ.
130
Κτήματα Εὐαγγελιστρίας (Καθαρογραφή ἐγγράφου) α) εἰς τήν θέσιν «τριζομιτάτο» μίαν ἀμυγδαλέαν ἐντός τοῦ ἀγροῦ Κων/νου Μπουρλάκη β) εἰς θὲσιν»Χάρακαν» δύο ἀμυγδαλόδενδρα ἐντός τοῦ ἀγροῦ κ. Χαραλαμπάκη γ) εἰς θέσιν «Ποτάμι» ἀγριάδα τριῶν ὡς ἔγιστα μουζουρίων μέ τήν περιοχήν τῆς ἐκκλησίας καί τά ἐντός αὐτῆς δένδρα. δ) εἰς θέσιν «Μπαμπούρια»ἐντός
τοῦ
ἀγροῦ
Χατζῆ‐Εὐαγγελινοῦ
ἕν
ἐλαιόδενδρον ε) εἰς θέσιν «Σκουρᾶ» ἐντός τοῦ ἀγροῦ τῆς συζύγου ᾿Εμμαν. Γ. Ξανθάκην ἕν ἐλαιόδενδρον στ) εἰς θέσιν «Σκουρᾶ»
ἐντός
τοῦ
ἀγροῦ
Γεωργ.
Μαυρικάκην
ἕν
ἐλαιόδενδρον ζ) εἰς θέσιν «Φλουρί» ἐντός τοῦ ἀγροῦ Χ΄΄Κ. Γωνιωτάκην ἕν ἐλαιόδενδρον, η΄) εἰς θέσιν «Καμάρια» ἕν ἐλαιόδενδρον ἐντός τοῦ ἀγροῦ τῆς Πελαγιᾶς Βουκυκλα‐ ροπούλας, θ΄) εἰς θέσιν «Λαγκό» ἕν ἐλαιόδενδρον ἐντός τοῦ ἀγροῦ ᾿Εμ. Γ. Γωνιωτάκη ι΄) εἰς θέσιν «Κουδουνάρι» ἕν ἐλαιόδενδρον ἐντός τοῦ ἀγροῦ τῶν Βλάσιδων, ια΄) εἰς θέσιν «Καλαντάρα» ἐντός τοῦ ἀγροῦ Νικολ. Παυλάκη δύο ἐλαιόδενδρα, εἰς τήν ἰδίαν θέσιν ἐντός τοῦ ἀγροῦ Χατζῆ Ν. Μπαρμπούνη ἕν ἐλαιόδενδρον, ιβ΄) εἰς θέσιν «Τζαμπερλότο» ἐντός τοῦ ἀγροῦ τής συζύγου ᾿Εμ. Κ. Αγγελάκη, ἕν ἐλαιόδενδρον, ιγ΄) εἰς θέσιν «Σκουρᾶ» ἀγρός ἐκτάσεως δύο ἥμισυ μουζουρίων ὡς ἔγγιστα μέ τά ἐν αὐτῶ δένδρα, ιδ΄) εἰς θέσιν «Σταυρό» ἀγρός ἐκτάσεως ἐνός μουζουρίου ὡς ἔγγιστα μέ τά δένδρα του καί μεθ’ ἑνός ἐλαιοδένδρου, ιε΄) εἰς θέσιν «Σκουρᾶ» ἐντός τοῦ ἀγροῦ ᾿Εμμαν. Παυλακάκην ἕν ἐλαιόδενδρον, ιστ΄) εἰς θέσιν «Λουλίνα» ἄμπελος ἐκτάσεως ἑνός ἀργάτου. ιζ΄) εἰς θέσιν «Πλατιά Στράτα» περιφέρεια Χουμεριάκου δέκα ἐλαιόδενδρα μέ τή γῆ των, ιη΄) εἰς θέσιν
131
«Καταπότες» περιφέρεια Νικηθιανοῦ πέντε ἐλαιόδενδρα, ιθ΄) εἰς θέσιν «Χωματίστρα» τῆς αὐτῆς περιφερείας πέντε ἐλαιόδενδρα, κ΄) εἰς θέσιν «Διαλυνᾶ Σκαλέτα, ὁμοίως πέντε ἐλαιόδενδρα καί εἰς θέσιν «Φερέρα» ἐντός τοῦ ἀγροῦ Χ΄΄Κ. Περοδασκαλάκη ἑν ἀμυγδαλόδενδρον, κβ΄) εἰς θέσιν «Λακιά» ἀγρός ἐκτάσεως ἑνός καί ἡμίσεως μουζουρίου μέ τά δένδρα του καί τήν ἀγριάδα, κγ΄) εἰς θέσιν «Σταυρό» ἐντός τοῦ ἀγροῦ τοῦ Γεωργ. Τσιμνιακάκην ἕν ἀμυγδαλόδενδρον, κδ΄) εἰς θέσιν «Γεροντικό Σκουρᾶ» τὸ ἑν τρίτον ἐξ εἴκοσι καί ἑνός ἐλαιοδέν‐ δρων κειμένων ἐντός τοῦ ἀγροῦ Γεωργ. Μπουραντάκην. Στή συνέχεια ὑπάρχει κατάσταση μέ τά ὀνοματεπώνυμα τῶν πλειοδοτῶν 1) Θεμιστοκλῆ ᾿Ηλιάκη καί 2) Νικολ. Σηφάκη οἱ ὁποῖοι προσφέρουν τό ποσόν, ὁ πρῶτος τῶν 1300 καί ὁ δεύτερος τῶν 2.100 καί ὡς ἐκ τούτου, κατακυρώνεται στόν τελευταῖο πλειοδότη, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Νικόλ. Σηφάκης, μέ τελικό ποσό 2.105 ὁ καί ὑπογράφει: Δέχομαι τήν ἐγγύησιν τοῦ τελευταίου πλειοδότου ῾Ο Δηλῶν Χ΄΄Μιχ. Σηφάκης ‐ ἐγγυητής. Τό ἔγγραφο συνεχίζει μέ τήν προσθήκη ἑνός πρακτικοῦ πλειοδοσίας προσωρινῆς κατακυρώσεως μέ τή βεβαίωση ὅτι: «τά ἀνωτέρω κτήματα τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Εὐαγγελιστρίας ἐνοικιαζόμενα ἐπί ἐξαετίαν ἤτοι ἀπό 1ης Σεπτεμβρίου 1897 μέχρι 31 Αὐγοὺστου 1903 διά δημοπρασίας ὑπό τῆς ἐνοριακῆς ἐπιτροπῆς Κάτω Χωρίου Φουρνῆς καί τῆς πενταμελοῦς ἐπιτροπῆς ὡσαύτως καταχυρώθησαν προσωρινῶς εἰς τόν ἐκ Κάτω Χωρίου Φουρνῆς Νικόλ. Σηφάκην ὡς τελευταῖον πλειοδότην τῷ ἐγγυήσει τοῦ ἐξ ἐπάνω χωρίου Φουρνῆς Χατζῆ Μιχ. Σηφάκην καί εἰς ἔνδειξιν»
132
᾿Εν πλατείᾳ Κάτω Χωρίου Φουρνῆς 8 Σεπτεμβρίου 1897 ὁ πρόεδρος τῆς ἐνοριακῆς
ὁ πρόεδρος τῆς
ἐπιτροπῆς Κάτω Χωρίου Φουρνῆς πενταμελοῦς ἐπιτροπῆς Μιχ. Χ΄΄Φαλκώνης
Ε.Γ. Γωνιωτάκης
ὑπογραφές δύο μελῶν
ὑπογραφές 4 μελῶν
Τό πρακτικό ὅμως ὁριστικῆς κατακυρώσεως περνᾶ σ’ ἄλλα χέρια ὅπως φαίνεται ἀπό τό τμῆμα πρακτικοῦ πού ἔχομε στή διάθεσή μας: «῾Η ἐνοριακή ἐπιτροπή Κάτω Χωρίου Φουρνῆς καί ἡ πενταμελής ἐπιτροπή ὡσαύτως βεβαιοῦμεν ὅτι ὑπερθεμα‐ τισθέντα τά ὄπισθεν κτήματα τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Εὐαγγελιστρίας ὑπό τοῦ ἐν Καστελλίῳ Κωνστ. Καπίτση καί μετ’ αὐτό γενομένης νέας αὐτῶ πλειοδοσίας δημοσία κατεκυρώθησαν ὁριστικῶς ταῦτα ἐπί μίαν ἐξαετίαν ἤτοι ἀπό 1η Σεπτεμβρίου 1897 μέχρι 31 Αὐγούστου 1903 εἰς τόν ἐκ Καστελλίου Κων/νο Καπίτση ... κ.λ.π.‐ ὁ πρόεδρος τῆς
ὁ πρόεδρος τῆς
ἐνοριακῆς ἐπιτροπῆς
πενταμελοῦς ἐπιτροπῆς
τά μέλη
τά μέλη
Οἱ πενταμελείς ἐπιτροπές, μετά τήν ἀναχώρησιν πάσης ἐξουσίας ἐκ τῆς ἐπαρχίας ταύτης, συνεστήθησαν προκειμένου νά ἐξασφαλιστεῖ ἡ δημόσια τάξη στά χωριά καί στίς πόλεις. ῾Η ἐπιτροπή ἦταν ἐπιφορτισμένη νά μεριμνᾶ γιά τήν τάξη, νά δικάζει μικροδιαφορές καί ἀγροζημίες. ᾿Αποτελεῖτο ἀπό πέντε μέλη, μέ πρόεδρο τόν ἱκανώτερο ἀπ’ ὅλα τά μέλη αὐτῆς. (Γιά πλήρη ἐνημέρωση παραθέτω μικρό κείμενο, «Περί συστάσεως πενταμελῶν ἐπιτροπῶν περιοχῆς Φουρνῆς»).
133
Βιβλιογρ. Σημείωμα ᾿Αρχεῖο ἐνορίας Κάτω Χωρίου Φουρνῆς Πρακτ. Πλειοδοσίας προσωρινῆς κατακυρώσεως / 8 Σεπτ. 1897 Πρακτ. πλειοδ. προσωρ. κατακυρώσεως / 8 Σεπτ. 1897 » »
»
»
/ 8 Σεπτ. 1897
» »
»
»
/ 8 Σεπτ. 1897
ἔνταλμα ὑπ’ ἀριθ. 20 / Νοεμ. 1898 »
» 13 / Απριλ. 1899
»
» 23 / Αὐγ. 1898
»
» 18 / Φεβρ. 1898
ἔνταλμα πληρωμῆς 11 ᾿Ιαν. 1911 ἀπολογισμός ῾Ι. Ν. ᾿Αγ. Τριάδος Φουρνῆς – 1901. 1917 Διπλότυπα εἰσπράξεων: 1 Σεπτ. 1907
»
» : 10 ᾿Οκτ. 1907
»
» : 21 Μαρτ. 1908
»
» : 7 ᾿Ιουλ. 1909
»
» : 8 Αὐγ. 1910
»
» : 20 ᾿Ιαν. 1912
»
» : 4 ᾿Ιαν. 1914
»
» : 2 Μαρτ. 1915
»
» : 31 Αὐγ. 1917
Πρακτικό ὑπ᾿ ἀριθ. 29 Αὐγ. 1897. Πρωτ/ρου Πατεράκη Μιχ. «῾Ιστορία τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας τῆς Φουρνῆς» (ἀνὲκδοτη ἐργασία). Μαμάκη Γεωργίου, ἐκπ/κοῦ, «Τό Λασίθι κατά τήν ἐπανάσταση τοῦ Θερίσου», Νεάπολη 2005. Ζερβογιάννη Νικόλ. «῾Ιστορία τῆς Φουρνῆς».
134
Β΄ Σύσταση πενταμελῶν ἐπιτροπῶν περιοχῆς Φουρνῆς « ῾Η προσωρινή Διοικητική ᾿Επιτροπή Μεραμβέλλου Συνε‐ λθοῦσα ἐν τῷ ἐπί τούτῳ αἰθούσῃ τῶν συνεδριῶν αὐτῆς σήμερον τήν 2 Φεβρουαρίου 1897 καί Λαβοῦσα ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἤδη μετά τήν ἀναχώρησιν πάσης ἐξουσίας ἐκ τῆς ἐπαρχίας ταύτης ἐπάναγκες ὅπως πρός πλήρη ὁμοφωνίαν καί συμφωνίαν τῶν διαφόρων χωρίων πρός ἐξασφάλισιν τῆς δημόσιας τάξεως νά διορισθῶσιν εἰδικαί ἐπιτροπαί ὡς ὤφειλον αἵτινες θά ἐπιβλέπουσι καί μεριμνῶσιν περί τῆς τάξεως τοῦ χωρίου της ἑκάστη και δικάζουσι τάς μικράς διαφοράς καί ἀγροζημίας ὧν ἑκάστη ἐπιτροπή θά ἀποτελῆται ἐκ πέντε μελῶν ὑπό τήν προεδρίαν ἑνός, τοῦ ἱκανοτέρου, καί εὐυποληπτοτέρου καί δραστηριοτέρου τῶν μελῶν τῆς ἐπιτροπῆς, ὅστις θά συνεν‐ νοῆται ἤ μόνος ἤ μεθ’ ὅλης τῆς εἰδικῆς ἐπιτροπῆς μετά τῆς Κεντρικῆς ταύτης ᾿Επιτροπῆς τῆς ὅλης ἐπαρχίας καί Α) ὅτι πρός τήρησιν τῆς δημοσίας τάξεως πρός καταδίωξιν τῶν ἐγκλημάτων ἐν τῇ ὅλῃ ἐπαρχίᾳ καί πλήρῃ ὁμοφωνίᾳ αὐτῆς δέον νά διορισθῶσιν ἐξ’ ἑκάστου τῶν Δήμων τῆς ᾿Επαρχίας πέντε πρόσωπα ἔνοπλοι ὡς πολιτοφύλακες ὑπό τήν διεύθυνσιν καί διαταγήν τῆς ἐπιτροπῆς ταύτης τῆς κεντρικῆς, ἡ ἐκλογή τῶν ὁποίων θά ἀνατεθῇ εἰς τούς κ. ᾿Επιτρόπους ἑκάστου Δήμου καί ὧν ἡ μισθοδοσία θά ἀνατεθῇ εἰς τήν Σεβ. Δημογεροντίαν Λασηθίου εἴτε εἰς χρήματα εἴτε εἰς δημητριακά καί ἔλαιον. ἀποφασίζει εἰς ἕκαστον χωρίον τῆς ἐπαρχίας νά συστηθῇ πενταμελής ἐπιτροπή ὑπό τήν προεδρίαν ἑνός καί τά ὀνόματα τῶν μελῶν τῆς εἰδικῆς ἐπιτροπῆς ἑκάστου χωρίου νά ἀναγγελθῶσιν εἰς τό προεδρεῖον τῆς κεντρικῆς ταύτης ἐπιτροπῆς Β) νά διορισθῶσιν ἐξ’ ἑκάστου Δήμου τῆς ᾿Επαρχίας πέντε πολιτοφύλακες ὧν ἡ
135
ἐκλογή ἀνατίθεται εἰς τούς κ. ᾿Επιτρόπους τῆς παρούσης ἐπιτροπῆς, ἑκάστου Δήμου, ὧν ἡ μισθοδοσία ὁρίζεται εἰς γρόσια (150) ἑκατόν πεντήκοντα κατά μῆνα καί οἵτινες θά ἑδρεύουν ἐν Ν/πόλει (Νεαπόλει) ὑπό τάς τῆς ὅλης ἐπιτροπῆς. ᾿Ανατίθεται εἰς τόν κ. πρόεδρον τῆς ᾿Επιτροπῆς ταύτης ὅπως μετά τόν καταρτισμόν τοῦ σώματος τῆς πολιτοφυλακῆς ταύτης ὑποβάλλῃ ἀντίγραφον τοῦ παρόντος μετά καταλόγου τῶν ὀνοματεπωνύμων τῶν πολιτοφυλάκων εἰς τήν Σεβ. Χριστ. Δημογεροντίαν Λασηθίου. ᾿Ανατίθεται εἰς τήν Γραμματείαν ὅπως ἀντίγραφον τοῦ παρόντος ἀποσταλῇ εἰς ἕκαστον χωρίον καί παρακαλεῖ τούς κατοίκους ἑκάστου χωρίου τῆς ἐπαρχίας ὅπως ἐν ὀνόματι τῆς πασχούσης πατρίδος μας, συμμορφωθῶσι πρός τ’ ἀνωτέρω καί ὑποβοηθῶσι εἰς τό δυσχερές ἔργον ὅπερ ἀνέλαβεν ἡ ἐπιτροπή ταύτη.
᾿Εγένετο τῇ 2 Φεβρουαρίου 1897
ὁ πρόεδρος
τά μέλη τῆς Κεντρικῆς
᾿Εμμαν. Δ. Κοκκίνης
᾿Επιτροπῆς Μεραμβέλλου
(ἕπονται 15 ὑπογραφές)
ὁ Γραμματεύς
᾿Από τό κείμενο τοῦ παρατιθέμενου ἐγγράφου καί ἀπό ἄλλα, ἡ πολιτοφυλακή δημιουργήθηκε γιά τή φρούριση τῶν Δήμων – δημόσια τάξη, κι ὄχι μόνο, ἀλλά καί «περί τῆς προφυλάξεως ἁπάντων τῶν Μοναστηριακῶν κτημάτων, μέ τήν προϋπόθεση νά καταβάλουν καί οἱ ἱ. Μονές, ὅσο γίνεται οἰκονομικά, γιά τίς δαπάνες τῆς ἐπιτροπῆς (πενταμελοῦς) ἡ ὁποία θά πληρώνει τούς πολιτοφύλακες ἑκάστου Δήμου ..... προσκαλεῖ δέ καί ὅλους τούς ἐνοικιαστές μοναστηριακῶν κτημάτων νά καταβάλλουν στήν ἐπιτροπή – Διοικητική Μεραμβέλλου, «τά παρ’ αὐτοῖς ὀφειλόμενα εἰς τήν Χριστ/κήν Δημογεροντίαν Λασηθίου».
136
Αἴτηση τοῦ Μελετίου Χατζουδάκη ἱερομονάχου κατοίκου ἱερᾶς Μονῆς ‘‘ΚΕΡΑΜΟΥ’’ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτήρος Χριστοῦ. (῾Η παλαιά αὐτή μονή βρίσκεται στήν περιοχή Καστελίου – Φουρνῆς). ᾿Ενώπιον τῆς Σεβαστῆς Διοικητικῆς ᾿Επιτροπῆς Μεραμβέλλου, Κύριε Πρόεδρε, Κατ’ ἔθιμον ἡ χριστιανική Δημογεροντία Λασηθίου ἐχορηγοῦσε εἰς τούς ἱερομονάχους ἐτησίως μισθόν Γρ. (γρόσια) 1000 πρός συντήρησίν των, ἤδη δέ ὡς ἐκ τῆς ἀνωμαλίας τοῦ τόπου μας, περιῆλθεν ἡ διαχείρισις τῶν Μοναστηριακῶν περιουσιῶν εἰς τήν καθ’ ὑμᾶς ᾿Επιτροπήν. .... ῾Ο Μελέτιος παρακαλεῖ νά τοῦ δοθεῖ τό ὑπόλοιπο τῶν 500 γροσ. –τά ἄλλα 500 τοῦ εἶχαν δοθεῖ, γιατί δέν ἔχει ἄλλους πόρους γιά τήν συντήρησή του. ... ᾿Εν Νεαπόλει τῇ 4η Μαρτίου 1898. Μετά τήν ἀναχώρηση τῆς Τουρκ. ἐξουσίας, σέ γενική συνεδρίαση στή Νεάπολη (Λασηθίου) και στόν περίβολο τῆς «Μεγάλης Παναγίας», συνεδρίασε ἡ ᾿Επιτροπή ‐ὅπως ἀναφέρει κείμενο σχετικοῦ ἐγγράφου, «ὅπως ἐξ ἑκάστου Δήμου ἐκλεχθῶσι πέντε ἀντιπρόσωποι, οἵτινες ἤθελον ἀποτελέσει τήν προσωρινήν οὔτως εἰπεῖν Κυβέρνησιν. ...» ἀναφέρει τούς ἐκλεγέντας ἀπό τούς διάφορους Δήμους τῆς Έπαρχ. Μιραμπέλλου. ... καί ἐκ τοῦ Δήμου Φουρνῆς ἐξελέγησαν οἱ: Δημήτρ. Νικητάκης, ᾿Ιωάννης Χατζηδάκης, Νικόλ. ᾿Εμ. Γραμματικάκης, ᾿Εμμ. Περοδασκαλάκης καί Χατζή ᾿Εμμαν. Ζερβός....». ᾿Ισχυρίστηκαν τίνες ὅτι ὑπάρχει ἀνισότης μεταξύ τῶν Δήμων καί ὅτι οἱ μέν Δῆμοι Φουρνῆς καί Χουμεριάκου ἔχουσιν ἕκαστος ἀνα 5 ἀντιπροσώπους, τό δέ Βραχάσι μόνον 4 καί ὁ Δῆμος
137
Νεαπόλεως 3. Κατά πόσον τοῦτο εἶναι ὀρθόν κρίνω περιττόν – γράφει ὁ συντάκτης τοῦ ἐγγράφου, νά συζητήσω... πάντα ὁ Δῆμος Φουρνῆς ὑπερτεροῦσε σέ ὅλα, καί τώρα 13 πολιτοφύλακες ἔχει πού ὑπηρετοῦν στό Φρουραρχεῖο, ἔναντι 10 τοῦ Χουμεριάκου. Τό ἔγγραφο ὅλο, εἶναι κείμενο παραπόνων ἐναντίον τοῦ προέδρου τῆς ἐπιτροπῆς, σημειώνοντας πώς «ἀφ’ ἧς πρό τινών ἡμερῶν ἐξελέγην ἀντιπρόσωπος παρά τῆς ἐπιτροπῆς ταύτης ἀπέσπασον τήν προσοχήν μου διάφοροι ἀταξίαι εἰς τάς ἐνεργείας αὐτῆς....». Προβαίνει δέ σέ σχετικές ἐξετάσεις τῶν ὁποίων τό πόρισμα θεωρεῖ καθῆκον του νά ὑποβάλλῃ στήν ἐπιτροπή καί τή γνώμη του στό καθ’ ἵνα ζήτημα, καί προτείνει. α) Σύνταξη πρακτικοῦ πού νά ὁρίζει τόν ἀριθμό τῶν ἀντιπροσώπων τῆς ἐπαρχίας ἀπό εἴκοσι μέλη. β) Νά διαιρεθεῖ ἡ ἐπιτροπή σέ δύο τμήματα, Δικαστικό καί Διοικητικό, 5 τακτικά μέλη καί 5 ἀναπλη‐ ρωματικά καί ἄν γεννηθεῖ ἀμφισβήτηση γιά τά πενταμελῆ σωματεῖα κάθε Δήμου ‐ ὡς πρός τήν ἐκλογή τοῦ πέμπτου, νά ἀναδεικνύεται αὐτός (ὁ πέμπτος δηλ.) διά κλήρου. Διοίκηση α) ῾Ο Διοικητής νά ἐνεργεῖ τήν εἴσπραξη τῶν πόρων τῆς ἐπιτροπῆς καί νά ἐκτελεῖ τίς ἀποφάσεις τοῦ δικαστικοῦ τμήματος ἐφ’ ὅσον «δι’ αὐτοῦ ἐπιβάλλεται πρόστιμον ἤ ἀποζημίωσις, ἐκδίδουσα αὕτη τάς πρός τοῦτο διαταγάς εἰς ἅς θά χρησιμοποιεῖ πρός ἐκτέλεσιν τη δύναμη τῆς πολιτοφυλακῆς. β) Νά ἐκδίδει ἐντάλματα διά πᾶσαν πληρωμήν ... καμία δέ πληρωμή θά θεωρεῖται ἔγκυρος χωρίς ἔνταλμα αὐτῆς καί μόνης «εὐθυνομένη ἐν ἐναντία περιπτώσει τοῦ ταμίου αὐτῆς».
138
γ) Νά ἀποφασίζει γιά τήν τιμή τῶν παραδιδομένων καρπῶν ἀπό τούς ἐνοικιαστές, ἐνεργῶντας παράλληλα τήν ἐκποίηση αὐτῶν. δ) Νά συντάσσει προϋπολογισμό καί προϋπολογισμό κάθε τέλος τοῦ μῆνα, ὑποβάλλοντάς τους στό τέλος κάθε μῆνα, ὕστερα ἀπό συνεδρίαση τοῦ σωματείου τῆς ᾿Επιτροπῆς, ἐλέγχοντάς τους καί ἐπιφέροντας τίς ἀναγκαῖες τροποποιήσεις ὅπου χρειάζεται καί πού ὀφείλει νά συμμορφωθεῖ τό διοικητικό τμῆμα. ᾿Από δέ τό δικαστικό τμῆμα, νά δικάζει ὅλες τίς ἀστικές, ἐμπορικές καί ποινικές ὑποθέσεις, ‐ὅσες εἶναι στή δικαιοδοσία τῆς ἐπιτροπῆς, μέ ἐξαίρεση τίς ἀνθρωποκτονίες ἤ ἄλλα σοβαρά κακουργήματα. ᾿Οφείλει ὅμως νά συμπληρώνει τήν ἀνάκριση, να συλλέγει τά ἀποδεικτικά στοιχεῖα καί νά συμπληρώνει τή δικογραφία τήν ὁποία θά ὑποβάλλει στήν ὁλομέλεια τῆς ἐπιτροπῆς. ...». Νεάπολη 8 ᾿Ιουν. 1898 «῾Η πενταμελής ἐπιτροπή ἐν χωρίῳ Καστελλίου καί ᾿Επάνω τοῦ Δήμου Φουρνῆς.
Πρός τήν Σεβ. Διοικητικήν ᾿Επιτροπήν Μεραμβέλλου
῾Ο Βουλευτής τοῦ Δήμου μας κ. Νικόλαος ᾿Εμ. Γραμματικάκης προσελθών σήμερον ἐνώπιον ἡμῶν ἐδήλωσεν ὅτι ἐγγίζοντος τοῦ χρόνου καθ’ ὅν δέον νά μεταβῇ εἰς τόν τόπον τῆς Συνελεύσεως τῶν Κρητῶν μετά τῶν ἄλλων πληρεξουσίων τῆς ᾿Επαρχίας μας ἵνα συνεχίσωσι τήν ἐργασία των, λυπᾶται πολύ ὅτι δέν δύναται σήμερον νά ἐκτελέσῃ τό καθῆκον του τοῦτο στερούμενος τῶν πρός τούτων ἀναγκαίων δαπανῶν, ἐκτός ἐάν εὐαρεστηθῆτε νά τῷ ἐξοφλήσητε παλαιάν ὀφειλήν τῆς Δημογεροντίας μας πρός αὐτόν ἐκ μισθῶν του ὡς καθηγητοῦ
139
τοῦ Γυμνασίου μας ἤ τουλάχιστον μέρος μόνον αὐτῆς, καί, ἐπειδή γνωρίζομεν καλῶς ἐκ τῆς πρότινος γενομένης ἐξελέγξεως τοῦ Ταμείου σας ὅτι πολλά ἄλλα χρέη παλαιά ἐκ τῆς Δημογεροντίας ἐξωφλήσατε σᾶς παρακαλοῦμεν νά λάβητε ὑπόψη καί τό παρόν αὐτῆς παλαιόν χρέος καί ἐξοφλήσητε αὐτό ὁλόκληρον ἤ τουλάχιστον μέρος αὐτοῦ καί οὕτω δυνηθεῖ καί πάλιν ὁ Βουλευτής μας οὗτος νά΄ συνεχίσει τήν ἐργασίαν του.
Βέβαιοι ὄντες ὅτι θά εἰσακουσθῶμεν Κάτω Χωρίον Φουρνῆς / 28 ᾿Ιουνίου 1989 Διατελοῦμεν
Οἱ πρόεδροι
τά μέλη.
«᾿Επειδή ἅπασα ἡ πατρίς μας ‐ἐκφράζει τή λύπην του, ἐπαρχιακός ἐπίτροπος, τούτη τή φορά ἀπο τό Βραχάσι Μιραμπέλλου, μέ θέμα «Σύσταση Σχολαρχείου καί 4ης τάξεως Γυμνασίου, σήμερον φροντίζει μόνον περί τοῦ πῶς νά ἀποδιώξῃ τόν ἀπό 300 ἐτῶν τύραννον αὐτῆς καί ἕνεκα τούτου οὔτε περί τῆς κατωτέρας ἐκπαιδεύσεως δέν ἐμερίμνησε μεγάλη ἰδιοτέλεια
θέλῃ
καταλογισθῇ
εἰς
ἡμᾶς
τοῦ
νά
μή
συμμετάσχωμεν ὅπως καί οἱ λοιποί πατριῶται μας τῶν δεινῶν τοῦ ἀγῶνος, ἀλλά νά σκεπτώμεθα περί ἀνωτέρας ἐκπαιδεύ‐ σεως ὡς νά ἀποτελοῦμεν ἐκ τῆς λοιπῆς Κρήτης κεχωρισμένον αὐτόνομον Κράτος καί δή εὑρισκόμενον ἐν τῇ ἀκμῆ του, Διά ταῦτα, μειοψηφῶν γνώμην ἔχω νά μή ἱδρυθῶσιν ἐλληνικά Σχολεῖα καί δή Αη Γυμνασιακή τάξη, ἀλλά νά ἐνισχυθεῖ ἡ πολιτοφυλακή καί νά τηρηθῇ δραστηριωτέρα ἡ δημόσια ἀσφάλεια, ὅπως τουλάχιστον εὐπρόσωποι παριστῶμεν εἰς τήν Εὐρώπην κατά τήν ἐκτέλεσιν τοῦ τελεσιγράφου ἵνα καί αὐτήν διευκολύνωμεν εἰς τό ἱερόν αὐτῆς ἔργον.»
140
Νεάπολη 27 Σεπτ. 1898
Πρός
Τόν ἐνοριακόν εἰσπράκτορα Γεώργιον ᾿Ι. Μαυρικάκη
Κύριε,
᾿Εντέλλεσαι ὅπως εἰς τόν ἐπίτροπον Μιχαήλ ᾿Αρχαγγέλου ᾿Ηλία Τυράκη μετρήσετε γρόσια ἑκατόν ἑφτά (107) ἅτινα ἐδαπάνησε κατά τήν ἑορτήν Μιχαήλ ᾿Αρχαγγέλου ἀγοράσας κηρόν παρά τοῦ Νικολάου Πλευρίτη, ἐπίσης καί εἰς τόν ᾿Ιωάννην Πεδιωτίδην ἐκ Νεαπόλεως διά ἀξίαν μιᾶς σημαίας τῆς αὐτονομίας γρόσια ὀγδοήκοντα δύο (82) καταχωρήσητε δέ αὐτά εἰς τό βιβλίον σας.
᾿Εν Κάτω Χωρίῳ Φουρνῆς 20 Νοεμβρίου 1898
Οἱ ἐπίτροποι
᾿Εμμ. Παυλίδης
᾿Ηλίας Π.Γ.Τυράκης
Γεώργ. ᾿Εμ. Γωνιωτάκης
῎Ενταλμα ῾Η ἐνοριακή ἐπιτροπή Κάτω Χωρίου Φουρνῆς Πρός τόν Ταμίαν αὐτῆς Κύριε, ᾿Εντέλλεσαι ὅπως ἐκ τοῦ ταμείου τῆς καθ’ ἡμᾶς ἐνοριακῆς ἐπιτροπείας μετρήσητε εἰς τόν Δήμαρχον Φουρνῆς δραχμάς εἴκοσι (20) διά ἀγοράν τιμητικῆς σπάθης δωρηθείσης εἰς τόν Συνταγματάρχην κ. Δεστέλ ἀρχηγῷ τῆς Γαλλικῆς κατοχῆς, ἐπίσης εἰς τόν ᾿Εμμανουήλ Ζωγραφάκην κάτοικον Νεαπόλεως γρόσια διακόσια τριάκοντα τέσσαρα (234) ἀπέναντι τῆς ἐργασίας του.
Καταχωρήσητε αὐτά εἰς τό οἰκεῖον βιβλίον ᾿Εν Κάτῳ Χωρίῳ Φουρνῆς 13 ᾿Απριλίου 1899 Οἱ ἐνοριακοί ἐπίτροποι Γεώργ. Ε. Γωνιωτάκης ᾿Ηλίας π. Γεωργ. Τυράκης 141
Στίς «ἐνορίες» τοῦ Κάτω Χωριοῦ ἀπ’ ὅτι φαίνεται ἀπό τά ὑπάρχοντα
ἔγγραφα
τῆς
ἐποχῆς
ὑπήρχε
ἔντονη
δραστηριότητα. Μπορεῖ νά φανταστεῖ κανείς τήν πίστη τῶν Φουρνιωτῶν καί τήν ἀγάπη τους πρός τήν ἐκκλησία, ἀναλογιζόμενος πώς πενήντα (50) ἄνθρωποι τοῦ Κάτω Χωριοῦ ἦταν πρακτικοί ἱεροψάλτες, οἱ ὁποῖοι βοηθοῦσαν στίς ἐκκλησίες τοῦ Κάτω Χωριοῦ (μέχρι τό 1925), Μιχ. ᾿Αρχαγγέλου, Παναγία Κουνέλας μέχρι το 1901 συγχωνευθεῖσα μέ τήν «ἐνορία» τοῦ Μιχ. ᾿Αρχαγγέλου, Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ (μέχρι το 1916) συγχωνευθεῖσα καί αὐτή μέ τοῦ Μιχ. ᾿Αρχαγγέλου καί ῾Αγ. Γεωργίου μέχρι το 1911, δηλ. ἡ «ἐνορία» τοῦ Μιχ. ᾿Αρχαγγέλου καί Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ ἦταν πού ἔπαιξαν σπουδαῖο ρόλο στή Φουρνή μέχρι πού στό Κάτω Χωριό ἰδρύθηκε μία ἐνορία μέ πολιοῦχο του τήν ῾Αγία Τριάδα». Τά διάφορα γραπτά πού ἔχομε στή διάθεσή μας ἀναφέρονται στίς δραστηριότητες δύο ῾Ιερῶν Ναῶν, τοῦ Μιχ. ᾿Αρχαγγέλου καί Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ, ἤ ᾿Αφὲντη Χριστοῦ καί οἱ δύο βρίσκονται στήν ἐπικράτεια τοῦ Κάτω Χωριοῦ. Βέβαια, ὁ καταστρεπτικός σεισμός τοῦ 1856 ἐρήμωσε κυριολεκτικά τούς ῾Ι. Ναούς τοῦ κάτω χωριοῦ, γιά νά διακοπεῖ ἡ λειτουργία τους μέχρι τό 1863, μέχρις ὅτου νά ἀποκατασταθοῦν οἱ ζημιές πού προξενήθηκαν σ’ αὐτούς καί νά ἐπανέλθουν στήν κανονική τους λειτουργικότητα. Τό ἔνταλμα ἀναφέρεται στόν ταμία τῆς πενταμελοῦς ἐπιτροπῆς καί τῶν δύο χωριῶν Χ΄΄Βασίλειον Χατζηδάκην, ὅπως μετρήση ἐκ τοῦ ταμείου του εἰς τόν ἐπίτροπον τῆς ἐκκλησίας «᾿Αφέντη Χριστοῦ» ᾿Εμμαν. Φαλκωνάκην τά ἐν τῷ παρόντι καταλόγῳ
(ἀκολουθεῖ
λεπτομερής
κατάλογος
ἐξόδων
᾿Αρχιερατικῆς λειτουργίας, μετρηθέντα ὑπ’ αὐτοῦ ὡς δείκνυται
142
ἀνερχόμενα εἰς τό ποσόν τῶν γροσίων, διακοσίων τριάκοντα τεσσάρων καί δέκα παράδων (234/10) καί εἰς ἔνδειξιν»
Κάτω Χωρίῳ Φουρνῆς
Αὐγούστου 23 / 1898
ὁ πρόεδρος: Μύρων ᾿Εμμαν. Μαυρικάκης
(βλ. ἔγγρ.)
Τά μέλη
ὑπογραφές (4)
Τό ἔτος 1898 γίνεται ἀναφορά «τριῶν ἐκκλησιῶν κάτω Χωρίου Φουρνῆς ἤτοι: Μιχαήλ ᾿Αρχαγγέλου, Μεταμορφώσεως καί Κοιμήσεως» (ἐν. τήν «Παναγία Κουνέλα»). Πρόκειται γιά ἔνταλμα, πρός τον ταμία τῶν ἐνοριακῶν τῆς κοινότητος Κάτω Χωρίου Φουρνῆς κ. Γεώργ. ᾿Ι. Μαυρικάκην
Κύριε,
ἐντέλλεσθε ὅπως τοῦ εἰς χεῖρας σας εὑρισκομένου ἐλαίου παραδώσητε εἰς τούς ἐπιτρόπους τῶν τριῶν ἐκκλησιῶν ἐνοριῶν Κάτω Χωρίου Φουρνῆς ἤτοι «Μιχαήλ᾿Αρχαγγέλου», «Μεταμορ‐ φώσεως» καί «Κοιμήσεως» πέντε ὀκάδας εἰς ἕκαστον πρός χρῆσιν, εἰς τάς ἐκκλησίας ταύτας καί εἰς ἔνδειξιν.
Κάτω Χωρίῳ Φουρνῆς
18 Φεβρουαρίου 1898
ὁ πρόεδρος τῆς πενταμελοῦς
ἐπιτροπῆς Κάτω Χωρίου Φουρνῆς
ὑπογράφουν τρία μέλη
Μύρων ᾿Εμμ. Μαυρικάκης (λαβόντες τρεῖς) Σε ἄλλο ἔγγραφο το 1897 ὁ ταμίας τῶν ἐπιτροπῶν ἐντέλλεται νά πληρώσει ἐκ τοῦ ταμείου τῶν ῾Ιερῶν Ναῶν τοῦ Κάτω Χωριοῦ Φουρνῆς, εἰς τούς τρεῖς ἐφημερίους εἰς ἕκαστον τά σιτηρέσια τοῦ ἔτους 1897 (σιτάρι, κριθάρι κ.λ.π.) καί ἐπί πλέον εἰς τον παππᾶ Γρηγόριον Ξένον διά συνδρομή του, κουκιά 25 ὀκάδας καί σῖτον 25 ὀκ...»
143
φαίνεται πώς ὁ ἱερέας αὐτός ἦταν ἱερομόναχος ‐ἴσως ἀπό τήν ἱ. Μ. ᾿Αρετίου, καί πρόσφερε κατά καιρούς τήν βοήθειά του στίς ἐκκλησίες τοῦ Κάτω Χωριοῦ. 1. Βέβαια τά χρόνια αὐτά δέν εἶναι ἤρεμα ἀπ’ ὅτι φαίνεται ἀπό τά ἔγγραφα. ῾Η ἐπανάσταση τοῦ Θερίσου σιγοβράζει καί ἡ Κρήτη
βρίσκεται
«στό
πόδι».
Το
1897
ὁ
Κων/νος
Μπαρμπουνάκης καί ὁ ᾿Ιωάννης Παπουτσάκης πού ἀνήκουν σέ ἐπαναστατική ὀμάδα ἐπιστρέφοντας ἀπό τά Χανιά –οἱ λόγοι ἀπουσίας τους, ἐπαναστατικοί, μόλις φτάνουν στη Φουρνή ξερριζώνουν ἕνα ἀζώγυρο, (πρόκειται για φυτό μέ ἀπαίσια ὀσμή) τό ὁποῖο μεταφέρουν στό Κάτω Χωριό καί ἐνθου‐ σιασμένοι ἀπό τήν ἀναμενόμενη ἀποχώρηση τῶν κατακτητῶν Τούρκων, ἔρριξαν τόν ἀζώγυρο στό μέσον τοῦ τζαμιοῦ των, καί στή συνέχεια πυρπόλησαν τό τέμενος. ῾Η φωτιά κατέκαψε πάντα τά εὑρισκόμενα μέσα σ’ αὐτό, ἀκόμη καί τό τούρκ. Σχολεῖο, γιά νά μεταβληθεῖ ὁ χῶρος σέ ἐρείπια. (πρβλ. καί Ν. Ζερβογιάννη ἐνθ. ἀνωτ. σελ. 158) (βλ. ἐνότητα, «῾Η ἐπαρχία Μιραμπέλλου κάτω ἀπό τήν προστασία τῶν Γάλλων), ανέκδοτη ἐργασία μου ΄΄῾Ιστορία της τοπικής ἐκκλησίας της Φουρνῆς ΄΄. Σ’ αὐτό τό χῶρο τοῦ Τουρκ. Τεμένους ἀνηγέρθη ἀργότερα ὁ μεγαλοπρεπής ῾Ιερός Ναός τῆς ῾Αγίας Τριάδος.
144
Δρ. Ιωάννης Ν. Λίλης Λέκτορας Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης
Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΟΣ ΟΡΟΣ «ΕΝΕΡΓΕΙΑ» ΣΤΗΝ ΠΕΡΙ ΚΟΛΑΣΕΩΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ
Ο ελληνικός όρος ἐνέργεια δημιουργήθηκε από τον Αριστοτέλη, μαθητή του Πλάτωνα, στην προσπάθεια του να περιγράψει τον κοσμοείδωλο του. Ο Αριστοτέλης συλλαμβάνει την πραγματικότητα ως μία ιεραρχία όπου στην κορυφή βρίσκεται η πρώτη ακίνητη ουσία και στη βάση βρίσκονται οι πρώτες ουσίες. Οι πρώτες ουσίες της βάσης είναι ο συγκεκρι‐ μένος άνθρωπος, το συγκεκριμένο ζώο, το συγκεκριμένο φυτό. Μεταξύ αυτών των πρώτων ουσιών που βρίσκονται στη βάση και της κορυφής που είναι η πρώτη ακίνητη ουσία – το πρῶτον ἀκίνητον κινοῦν κατά την ακριβή αριστοτελική έκφραση – υπάρχουν οι δεύτερες ουσίες που είναι η ανθρώπινη ουσία, γενικά η ανθρώπινη ουσία, η ουσία των ζώων, η ουσία των φυτών. Αυτές οι δεύτερες ουσίες ονομάζονται από τον Αριστοτέλη εἴδη. Τα όντα κινούνται από τη βάση προς την κορυφή και αυτή η ασταμάτητη κίνηση γίνεται από το δυνάμει ον στο ἐνεργείᾳ (ἐν ἔργῳ) και μας δίνει τις πρώτες ουσίες, τον συγκεκριμένο άνθρωπο, το συγκεκριμένο ζώο, το συγκεκριμένο φυτό. Η κορύφωση του ἐνεργείᾳ είναι η ἐντελέχειᾳ (ἐν ἐργῳ ἔχειν), και αυτή η κορύφωση του ἐνεργείᾳ φέρνει τη συνάντηση με την πρώτη ακίνητη ουσία, όπου δεν υπάρχει κίνηση.
145
Στην κορυφή της ιεραρχίας η ἐνέργεια γίνεται οὐσία
καθώς συναντιέται μαζί της. 82 Ο Αριστοτέλης στο έργο του Μετά τὰ Φυσικὰ, διατυπώνει την άποψη πως η πρώτη ακίνητη ουσία βρίσκεται σε τέλεια κατάσταση, γιατί εκεί η ουσία είναι ενέργεια, και έτσι ό,τι υπάρχει είναι τέλειο. 83 Σε αυτήν την κατάσταση της θείας τελειότητας δεν μπορεί να υπάρξει καμία ἐνέργεια, ως κίνηση να αποκτηθεί κάτι, και γι’ αυτό στην κορυφή της ιεραρχίας και η ἐνέργεια έγινε ουσία (έπαψε να υπάρχει το έργο – ἐν ἔργῳ) αλλά είναι και ακίνητη˙ δεν υπάρχει κίνηση για να αποκτηθεί κάτι. Μόνο το πρῶτον ἀκίνητον κινοῦν η πρώτη ακίνητη ουσία είναι ακίνητη. Όλα τα άλλα χαρακτηρίζονται από κίνηση. Θα μπορούσαμε να πούμε πως και στη βάση δεν υπάρχει κίνηση, όμως για διαφορετικό λόγο. Στη βάση δεν υπάρχει κίνηση γιατί έχουμε την αποτετε‐ λεσμένη μορφή της πρώτης ουσίας π.χ. ο συγκεκριμένος άνθρωπος. Στην κορυφή δεν υπάρχει κίνηση εξαιτίας της τελειότητας του πρώτου ακίνητου κινούντος. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι η παρουσίαση του αριστοτελικού κοσμοειδώλου γίνεται με βάση τις επιστήμες της εποχής εκείνης και τη σύλληψη τους από τον Αριστοτέλη. Για τον Αριστοτέλη όλες οι επιστήμες βρίσκονται σε μία διάταξη, η οποία ξεκινάει από την αίσθηση και καταλήγει στις τρεις ανώτερες επιστήμες : τη φυσική, τα μαθηματικά και τη θεολογία˙ η θεολογία είναι αυτή που ασχολείται με το πρῶτον 82 Πρβλ. για το θέμα Klaus Oehler, Η συνέχεια στην Ελληνική Φιλοσοφία από το τέλος της Αρχαιότητας ως την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, (από το βιβλίο «Μεσαιωνική φιλοσοφία. Σύγχρονη έρευνα και προβληματισμοί», μετάφραση Πολυτίμη – Μαρία Παλαιολόγου, Εκδ. Παρουσία, Αθήνα, 2000) http : // www. Myriobiblos. gr/ texts/ greek Oehler – greek philosophy, σελ. 11. 83 Ἀριστοτέλους, Μετὰ τὰ φυσικὰ, Λ, 1071 b : «Ἐστι τι ὅ οὐ κινούμενον κινεῖ, ἀίδιον καὶ οὐσία καὶ ἐνέργεια οὖσα»˙ Γ, 1012 b : «Ἔστι γὰρ τι ὅ ἀεὶ κινεῖ τὰ κινούμενα, καὶ τὸ πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον αύτό»˙ Λ, 1072 ab : «Κινεῖ δὲ ὧδε τὸ ὀρεκτὸν καὶ τὸ νοητόν˙ κινεῖ οὐ κινούμενον … ὅτι δ΄ ἔστι τὸ οὗ ἕνεκα ἐν τοῖς ἀκινήτοις, ἡ διαίρεσις δηλοῖ… κινεῖ δὲ ὡς ἐρώμενον». 146
ἀκίνητον κινοῦν. 84 Στην αριστοτελική διδασκαλία επιστήμες, φιλοσοφία και ο κόσμος που μας περιβάλει βρίσκονται σε οργανική σχέση και αλληλεξάρτηση και με αφορμή την περιγραφή αυτής της σύλληψης ο γλωσσοπλάστης Αριστο‐ τέλης πλάθει τον όρο ἐνέργεια. Στο μεταφρασμένο αριστοτε‐ λικό κοσμοείδωλο μέσα στη καθημερινή πραγματικότητα, η λέξη ἐνέργεια σημαίνει όλο εκείνο το έργο που προηγήθηκε για να πάρουμε ένα αποτέλεσμα. Ένα ακατέργαστο μάρμαρο είναι δυνάμει. Το τελειωμένο άγαλμα είναι ἐνεργεία, δηλαδή όλο εκείνο το έργο που προηγήθηκε από τον γλύπτη για να πάρουμε το τελειωμένο άγαλμα και γι’ αυτό το λόγο άλλωστε λέγεται ἐνέργεια (=ἐν –ἐργω), καθώς δηλώνει όλο το προηγηθέν έργο. 85 Ο Ιωάννης Δαμασκηνός θα χρησιμοποιήσει τον συγκεκρι‐ μένο όρο για να περιγράψει τι είναι η κόλαση, ως κατάσταση της ανθρώπινης υπάρξεως, που εκδηλώνεται κυρίως μετά το θάνατο. Στο δικό του κοσμοείδωλο, του άκτιστου τριαδικού Θεού που δημιουργεί τον κόσμο, εντάσσει την αριστοτελική ἐνέργεια. Διώχνει τις δεύτερες ουσίες και κρατά την κίνηση. Σε δύο διαφορετικά του έργα μας λέγει τι είναι η ἐνέργεια. Στο Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὁρθοδόξου πίστεως θα σημειώσει πως ἐνέργεια είναι η φυσική δύναμη και κίνηση κάθε ουσίας. Δηλαδή, συνεχίζει εξηγώντας, φυσική ενέργεια είναι η έμφυτη κίνηση κάθε ουσίας. Είναι αδύνατον η ουσία να είναι άμοιρη φυσικής ενέργειας : « … ἐνέργεια γὰρ ἐστὶν ἡ φυσικὴ ἐκάστης οὐσίας δύναμις τε καὶ κίνησις. Καὶ πάλιν ἐνέργεια ἐστι φυσικὴ ἡ πᾶσης 84 Ἀριστοτέλους, Μετὰ τὰ φυσικά Α, 982b.˙ Μετὰ τὰ Φυσικὰ Λ, 7, 1072 a – 8, 1073a. 85 Για τη διαδρομή του φιλοσοφικού όρου ενέργεια από τον Αριστοτέλη και μετά, περιλαμβανομένης και της εποχής των Πατέρων της Εκκλησίας, βλ. Ιωάννου Ν. Λίλη, Η παρουσία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας κατά τους πρώτους Βυζαντινούς αιώνες, που δημοσιεύθηκε στο επίσημο περιοδικό του Οικουμενικού Πατριαρχείου Ορθοδοξία περίοδος Β΄ έτος ΙΓ΄, τεύχος Γ΄, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2006, σελ. 583 – 587. 147
οὐσίας ἔμφυτος κίνησις. Ὅθεν δῆλον, ὅτι, ὥν ἡ οὐσία ἡ αὐτὴ, τούτων καὶ ἡ ἐνέργεια ἡ αὐτὴ, ὥν δὲ αἱ φύσεις διάφοροι, τούτων καὶ αἱ ἐνέργειαι διάφοροι˙ ἀμήχανον γὰρ οὐσίαν ἄμοιρον εἶναι φυσικῆς ἐνεργείας». 86 Στο έργο του Εἰσαγωγή δογμάτων στοι‐ χειώδης σημειώνει πως ἐνέργεια είναι η δραστική κίνηση της φύσεως 87. Είναι ο πρώτος που δίνει έναν τόσο ακριβή και πετυχημένο ορισμό για την σχέση της ενέργειας με τη φύση. Σε αυτό βέβαια είχε ως βοήθημα όλη την προηγηθείσα πατερική παράδοση και κυρίως τα κείμενα του Μεγάλου Αθανασίου και του Μεγάλου Βασιλείου που μιλούν ιδιαιτέρως για τη διάκριση ουσίας και ενέργειας, όμως για πρώτη φορά δίνεται ένας τόσο περιεκτικός και ακριβής ορισμός για τη σχέση της με τη φύση. Με τον εν λόγω ορισμό ο Ιωάννης θέλει να πει πως η ἐνέργεια, ως δραστική κίνηση της φύσεως, δεν χωρίζεται από τη φύση αλλά διακρίνεται από αυτήν, και αποτελεί έκφραση της ελεύθερης βουλήσεως του Θεού, ο οποίος στη χριστιανική θεολογία είναι τρία συγκεκριμένα πρόσωπα : ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Με τον ορισμό του βέβαια διαχωρίζεται πλήρως από τον Αριστοτέλη, για τον οποίο «μία βουλητική ενέργεια (νοουμένη ως προσανατολισμός σε κάτι που δεν έχει ακόμα αποκτηθεί) είναι εξ ορισμού ασυμβίβαστη με την κατάσταση της απόλυτης τελειότητας, που προσιδιάζει στο θείο Είναι», όπως σημειώνει πολύ χαρακτηριστικά ο Klaus Oehler. Συγκεκριμένα ο Oehler υπογραμμίζει για το θέμα : «Αν και η έννοια της βουλήσεως διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αριστοτελική ανθρωπολογία και ηθική, η χρήση αυτής της έννοιας σε αναφορά προς το θείο είναι για τον Αριστοτέλη εξ 86 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, [B. Kotter, Walter – De Gruyter 1973, t. II (Patristische Texte und Studien 12) 37 2 – 8 87 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης, [B. Kotter, Walter – De Gruyter 1969, t. I (Patristische Texte und Studien 7).] η΄ Περί ἐνεργείας 8 1, 2 . . 7 – 9 : «Ἐνέργεια δὲ φυσικὴ ἐστι κίνησις φύσεως δραστικὴ… 148
ορισμού πράγμα αδιανόητο. Και τούτο διότι γι’ αυτόν μία βουλητική ενέργεια (νοουμένη ως προσανατολισμός σε κάτι που δεν έχει ακόμα αποκτηθεί) είναι εξ ορισμού ασυμβίβαστη με την κατάσταση της απόλυτης τελειότητας, που προσιδιάζει στο θείο Είναι». 88 Ο Δαμασκηνός απομακρύνει εντελώς το αριστοτελικό κοσμοείδωλο κρατώντας όμως την δυναμικότητα του όρου ἐνέργεια η οποία εκφράζεται με την κίνηση. Όταν η φύση του ανθρώπου χαρακτηρίζεται από κακία και αμαρτία εκφράζει αυτήν την ἐνέργεια της κακίας ως δραστική κίνηση της φύσεως του. Κάποιες καταστάσεις της ανθρώπινης ζωής όπως η τροφή, το πιοτό, η πολυτελής ένδυση, οι σαρκικές σχέσεις, ο πλούτος, ο φθόνος είναι πολύ πιθανό να γεννήσουν στον άνθρωπο την ενέργεια της κακίας και της αμαρτίας, όταν υπάρξει κατάχρηση, υποδούλωση και διάβρωση σε αυτές τις καταστά‐ σεις. Η αντίθετη κατάσταση είναι όταν ο άνθρωπος βλέπει συνεχώς την αγαθότητα του Θεού, με τη βοήθεια της οποίας ζει αυτές τις καταστάσεις χωρίς να διαβρωθεί. Μετά το θάνατο ἡ ἐνέργεια τῆς κακίας καί τῆς ἁμαρτίας δεν υπάρχει και αποκαλύπτεται η πλήρης αλήθεια που είναι η αγαθότητα του Θεού. Πολλοί άνθρωποι όμως δεσμευμένοι στην κακία εξακο‐ λουθούν να την ποθούν, και μένουν δυστυχισμένοι, καθώς ποθούν κάτι ανύπαρκτο. Η αγαθότητα του Θεού, ως βαθύτατα υπαρξιακό γεγονός – η άκτιστη ενέργεια αγιάζει την ύπαρξη του ανθρώπου, – ενώ βρίσκεται μπροστά τους, τους αφήνει παντελώς αδιάφορους και έτσι μένουν μόνοι και δυστυ‐ χισμένοι, στερούμενοι της χάριτος. Στο έργο του Κατά Μανιχαίων διάλογος ο Δαμασκηνός σημειώνει πως ο άνθρωπος μετά το θάνατο του χάνει ένα 88 Βλ. Klaus Oehler, Η συνέχεια στην Ελληνική Φιλοσοφία από το τέλος της Αρχαιότητας ως την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, σελ. 13. 149
σημαντικό κομμάτι της υπάρξεως του, αυτό που ονομάζουμε σώμα, όμως ο άνθρωπος εξακολουθεί υπάρχει. Όσο έχει και το σώμα του, υπάρχει οικονομία και κυβέρνηση, γιατί ό,τι και να πράξει έχει τη δυνατότητα με τη μετάνοια να το διορθώσει. Μετά το θάνατο όμως, δηλαδή το χωρισμό της ψυχής και του σώματος, η ψυχή ως το κομμάτι της ανθρώπινης υπάρξεως που μετά το θάνατο εξακολουθεί να ζει, δεν «αλλάζει πλέον». 89 Η ψυχή τρέπεται μόνο όταν είναι μαζί με το σώμα. Όπως οι δαίμονες μετά την έκπτωση δεν μετανοούν και οι άγγελοι δεν αμαρτάνουν, γιατί και οι δύο απέκτησαν κατ’ οικονομία το άτρεπτο, έτσι ακριβώς και ο άνθρωπος μετά το θάνατο έχει το άτρεπτο 90 (κατ’ οικονομία πάντοτε γιατί άτρεπτος για τη δογματική είναι μόνο ο Τριαδικός Θεός˙ όλη η δημιουργία είναι τρεπτή). Αυτό που ποθεί ο άνθρωπος τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, δηλαδή ή τον αγαθό Θεό ή την αμαρτία, είναι αυτό που θα τον συνοδεύει για πάντα, γιατί από εκεί και πέρα η ψυχή δεν αλλάζει. 91 Οι άνθρωποι που ποθούν το Θεό, συνεχίσουν να τον ποθούν και μετά τον θάνατο τους, αφού η ζωή είναι ενιαία, και ευφραίνονται 92˙ Εκεί, παύει να ισχύει η ἐνέργεια της κακίας και
89 Ίωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων, 75 5 – 9 : «καὶ ἐν μεν τῷ βίῳ τούτῳ οἰκονομία τις ἐστι καὶ κυβέρνησις καὶ πρόνοια ἄρρητος πρὸς ἐπιστροφὴν καὶ μετάνοιαν καλοῦσα τοὺς ἁμαρτάνοντας, μετὰ δὲ θάνατον οὐκέτι τροπή, οὐκέτι μετάνοια, οὐχὶ τοῦ θεοῦ μὴ δεχομένου μετάνοιαν – αὐτὸς γὰρ ἑαυτὸν ἀρνήσασθαι οὐ δύναται οὐδὲ ἀποβάλλεται τὴν συμπάθειαν ‐ , ἀλλ’ ἡ ψυχὴ οὐκέτι τρέπεται». 90 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων, 75 13 – 16 : « «Ὡς γὰρ οἱ δαίμονες μετὰ τὴν ἔκπτωσιν οὐ μετανοοῦσιν οὐδὲ οἱ ἄγγελοι νῦν οὐχ ἁμαρτάνουσι, ἀλλ’ ἀμφότεροι ἔσχον τὸ ἄτρεπτον, οὕτω καὶ οἱ ἄνθρωποι τὸ ἄτρεπτον ἔχουσι,…»˙ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων, 37 15 – 17 : «Καὶ τοῦτο δὲ εἰδέναι χρή, ὅτι, καθὼς ἐξέλθῃ ἡ ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος, οὕτως διαμένει ἄτρεπτος τοῦ λοιποῦ εἴτε τὸ ἀγαθὸν ποθοῦσα, εἴτε τὸ πονηρὸν.». 91 Ίωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων, 75 9 – 12 : «Διὸ κἄν τις ποιήσῃ πάσας τὰς δικαιοσύνας καὶ ἐπιστρέψας ἁμαρτήσῃ καὶ ἐξέλθῃ ποθῶν τὴν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ βίου, ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ αὐτοῦ ἀποθανεῖται.». 92 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατά Μανιχαίων, 75 16 – 17 : « Καὶ οἱ μὲν δίκαιοι ποθοῦντες τὸν Θεὸν καὶ ἔχοντες αὐτὸν ἀεὶ ἐν αὐτῷ εὐφραίνονται, . . .». 150
της αμαρτίας, 93 υπογραμμίζει ο Δαμασκηνός χρησιμοποιώντας τον αριστοτελικό όρο ενέργεια. Αντίθετα οι αμαρτωλοί, δηλαδή αυτοί που σκέπτονται συνεχώς την κακία και την αμαρτία, μετά το θάνατο συνειδητοποίησαν αμέσως τι έκαναν. Συνεχίζουν να επιθυμούν την αμαρτία αλλά δεν έχουν πλέον το σώμα για να την υλοποιήσουν. Δεν έχουν το σώμα ή οποιαδήποτε άλλη ύλη ποθούν. Για να δείξει την απώλεια της ύλης λέγει πως έχασαν τὰς ὕλας τῆς ἁμαρτίας, η ψυχή τους όμως συνεχίζει να επιθυμεί μόνο την αμαρτία. 94 Ἐπιθυμοῦντες οὖν καὶ μὴ ἔχοντες τὰ τῆς ἐπιθυμίας πυρὸς δίκην ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας καταφλέγονται. 95 Καταφλέγονται συνεχώς από αυτήν την επιθυμία, η οποία δεν μπορεί ποτέ να εκπληρωθεί. Γιατί συνεχίζει ο Δαμασκηνός τίποτα άλλο δεν είναι η κόλασις παρά ἡ τοῦ ποθουμένου στέρησις. 96 Να θέλεις κάτι και να το στερείσαι. Ο παράδεισος και η κόλαση είναι θέμα καθαρά βουλητικό. Κατά την αναλογία του πόθου, όσοι ποθούν το Θεό ευφραίνονται και όσοι ποθούν την αμαρτία κολάζονται. Αυτοί που επιτυγχάνουν το ποθούμενο κατά το μέτρο του πόθου ευφραίνονται και αυτοί που αποτυγχάνουν κατά το μέτρο του πόθου πονούν. Στο κείμενο του θα γράψει χαρακτηριστικά : «Κατὰ τῆν ἀναλογίαν οὖν τοῦ πόθου οἵ τὲ τὸν θεὸν ποθοῦντες εὐφραίνονται καὶ οἱ τὴν ἁμαρτίαν ποθοῦντες κολάζονται˙ καὶ 93 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων, 36 7 – 8 : «Εἰ δὲ λέγεται, ὅτι συνέφερεν αὐτῷ μὴ γενέσθαι ἥπερ γενέσθαι καὶ κολασθήναι ἀτελευτήτως, φαμὲν ὅτι ἡ κόλασις ἐκείνη οὐδὲ ἕτερον έστιν εἰ μὴ πῦρ ἐπιθυμίας τῆς κακίας καὶ ἁμαρτίας καὶ πῦρ ἀστοχίας τῆς ἐπιθυμίας. Οὐ γὰρ ἐπιθυμοῦσι Θεοῦ οἱ ἐν τῇ κακίᾳ τὸ ἄτρεπτον ἐσχηκότες, ἀλλὰ τῆς κακίας, ἐκεῖ δὲ ἐνέργεια κακίας καὶ ἁμαρτίας οὐκ ἔσται». 94 Ίωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων, 75 17 – 19 : «οἱ δε ἀμαρτωλοί ποθοῦντες τὴν ἀμαρτίαν και μὴ ἔχοντες τὰς ὕλας τῆς ἁμαρτίας, ὡς ὑπὸ πυρὸς καὶ σκώληκος κατεσθιόμενοι, κολάζονται μηδεμίαν παρηγορίαν ἔχοντες». 95 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων, 36 14 – 15 . 96 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων, 75 19 – 20 : «Τὶ γὰρ ἐστι κόλασις στέρησις εἰ μὴ τοῦ ποθουμένου στέρησις;». 151
γὰρ οἱ ἐπιτυγχάνοντες τοῦ ποθουμένου κατὰ τὸ μέτρον τοῦ πόθου εὐφραίνονται καὶ οἱ ἀποτυγχάνοντες κατὰ τὸ μέτρον τοῦ πόθου ὀδυνώνται». 97 Επομένως η κόλαση, στα κείμενα του Ιωάννη Δαμασκη‐ νού, δεν είναι μία αιώνια τιμωρία, αλλά ως στέρησις τοῦ ποθουμένου είναι μία αστοχία της επιθυμίας του ανθρώπου. Ο διάβολος και οι κολασμένοι επιθυμούν ανύπαρκτα πράγματα, γιατί μετά το θάνατο δεν υπάρχει ἐνέργεια κακίας και αμαρτίας. Η επιθυμία όμως εξακολουθεί να υπάρχει και να κατατρώγει τον άνθρωπο. Ο όρος ἐνέργεια κακίας καί αμαρτίας στο συγκεκριμένο κείμενο του Δαμασκηνού είναι ο αριστοτε‐ λικός όρος ἐνέργεια που μετά από μακρά διαδρομή καταλήγει στον Δαμασκηνό και χρησιμοποιείται για να την κατάσταση της κολάσεως. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Δαμασκηνός δεν χρησιμοποιεί τον συγκεκριμένο όρο για την κατάσταση του παραδείσου παρά μόνο της κολάσεως. Η συγκεκριμένη του προτίμηση δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη. Θέλει να δείξει το πόσο δραστική μπορεί να γίνει η ενέργεια της ανθρώπινης φύσεως (κατά τον ορισμό άλλωστε που έδωσε ο ίδιος στον όρο = ως δραστική κίνηση της φύσεως) όταν αυτή κυριευθεί από την κακία και την αμαρτία, μέσα από τις καταστάσεις που εξηγεί.
Αναλύοντας περισσότερο τη σκέψη του μας εξηγεί πως
μόλις χαθεί το σώμα από την ανθρώπινη ύπαρξη ο άνθρωπος δεν τρώει, δεν παντρεύεται, δεν ντύνεται, δεν πλουτίζει, δεν δείχνει φθόνο, ούτε τι τῶν τῆς ἁμαρτίας εἰδῶν. Μετά το θάνατο υπάρχει η πλήρης πραγματικότητα, ο αγαθός Θεός, τον οποίο οι κολασμένοι δεν τον θέλουν. Όσοι όμως επιθυμούν το Θεό, το ὄν καὶ ἀεὶ ὄν, πέτυχαν τον σκοπό τους και νιώθουν ευφροσύνη, 97 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων, 75 20 – 24 . 152
γιατί μετά το θάνατο επιβεβαιώθηκαν πλήρως. Επιθυμούσαν και επιθυμούν κάτι πραγματικό και παντοτινό, δεν νιώθουν ως δυστυχία και στέρηση την απώλεια της ύλης και τώρα καταλαβαίνουν πλήρως αυτήν την πραγματικότητα, όπως και οι κολασμένοι, τώρα, καταλαβαίνουν πλήρως το λάθος τους. 98 Ο παράδεισος και η κόλαση, όπως περιγράφονται κυρίως μέσα στο έργο του Δαμασκηνού Κατά Μανιχαίων διάλογος, δείχνουν πως η υπαρξιακή ενότητα του ανθρώπου εξακολουθεί να υπάρχει και μετά το θάνατο, όμως τώρα είναι κομματιασμένη. Από τον άνθρωπο λείπει πλέον το σώμα, και επομένως ο ίδιος και οι επιθυμίες του πολύ πιο δύσκολα τρέπονται. Αν δεν επιθυμεί το Θεό, όταν έχει την πλήρη ύπαρξη του (σώμα και 98 Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων, 36 7 – 18 : «Εἰ δὲ λέγεται, ὅτι συνέφερεν αὐτῷ μὴ γενέσθαι ἥπερ γενέσθαι καὶ κολασθήναι ἀτελευτήτως, φαμὲν ὅτι ἡ κόλασις ἐκείνη οὐδὲ ἕτερον έστιν εἰ μὴ πῦρ ἐπιθυμίας τῆς κακίας καὶ ἁμαρτίας καὶ πῦρ ἀστοχίας τῆς ἐπιθυμίας. Οὐ γὰρ ἐπιθυμοῦσι Θεοῦ οἱ ἐν τῇ κακίᾳ τὸ ἄτρεπτον ἐσχηκότες, ἀλλὰ τῆς κακίας, ἐκεῖ δὲ ἐνέργεια κακίας καὶ ἁμαρτίας οὐκ ἔσται. Οὐδὲ γὰρ ἐσθίομεν οὺδὲ πίνομεν οὺδὲ ενδυόμεθα οὐδὲ γαμοῦμεν οὐδὲ πλουτοῦμεν οὐδὲ φθόνος ἰσχύει οὐδὲ τι τῶν τῆς ἁμαρτίας εἰδῶν. Ἐπιθυμοῦντες οὖν καὶ μὴ ἔχοντες τὰ τῆς ἐπιθυμίας πυρὸς δίκην ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας καταφλέγονται. Οἱ δὲ τοῦ ἀγαθοῦ, τουτέστι μόνου τοῦ Θεοῦ, ἐπιθυμοῦντες, τοῦ ὄντος καὶ ἀεὶ ὄντος, καὶ τυγχάνοντες εὐφραίνονται κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς ἐπιθυμίας αὐτῶν, καθ’ ἥν τυγχάνουσιν τοῦ ἐπιθυμουμένου». Η συγκεκριμένη αλήθεια για την κατάσταση του παραδείσου και της κολάσεως, ως θέμα της βουλήσεως του ανθρώπου, διατυπώθηκε από προηγούμενους θεολόγους του Βυζαντίου, τους οποίους ο Δαμασκηνός ακολουθεί Βλ. Μ. Βασιλείου, Εἰς τὴν Ἑξαήμερον PG 29, 120B : «Εἰ ἀκόρεστος τούτου ἡ θέα, ποταπός τῷ κάλλει ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος. Εἰ τυφλῷ ζημία τοῦτον μὴ βλέπειν, ποταπὴ ζημία τῷ ἁμαρτωλῷ τοῦ ἀληθινοῦ φωτὸς στερηθῆναι;»˙ Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια διάφορα θεολογικὰ τε καὶ οἰκονομικὰ PG 90, 1312C : «Οὐκ ἔχει ἡ φύσις τῶν ὑπὲρ φύσιν τοὺς λόγους ὥσπερ οὐδὲ τῶν παρὰ φύσιν τοὺς νόμους. Ὑπὲρ φύσιν δὲ λέγω τὴν θείαν καὶ ἀνεννόητον ἡδονήν, ἥν ποιεῖν πέφυκεν ὁ Θεὸς φύσει, κατὰ χάριν τοῖς ἀξίοις ἑνούμενος˙ παρὰ φύσιν δὲ, τὴν κατὰ στέρησιν ταύτης συνισταμένην ἀνεκλάλητον ὀδύνην, ἥν ποιεῖ εἴωθεν ὁ Θεὸς φύσει, παρὰ χάριν τοῖς ἀναξίοις ἑνούμενος. Κατὰ γὰρ τὴν ὑποκειμένην ἑκάστῳ ποιότητα τῆς διαθέσεως, ὁ Θεὸς τοῖς πᾶσι ἑνούμενος, ὡς οἶδεν αὐτὸς, τὴν αἴσθησιν ἑκάστῳ παρέχεται, καθὼς ἐστιν ἕκαστος ἐξ ἑαυτοῦ διαπεπλασμένος, πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ πάντως πᾶσιν ἐνωθησομένου κατὰ τὸ πέρας τῶν αἰώνων»˙ 1328D : «Ὁ μὲν Θεὸς κατὰ μίαν ἀπειροδύναμον τῆς ἀγαθότητος βούλησιν πάντας συνέξει καὶ ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους, ἀγαθοὺς τε καὶ πονηροὺς, οὗτοι δὲ πάντες οὐκ ἴσως μεθέξουσι Θεοῦ, τοῦ διὰ πάντων ἀσχέτως χωρήσαντος, ἀλλ’ ἀναλόγως ἑαυτοῖς»˙ 1329A : «Οἱ μὲν τῇ φύσει φυλάξαντες διὰ πάντων ἰσονομοῦσαν τὴν γνώμην καὶ τῶν τῆς φύσεως λόγων κατ’ ἐνέργειαν δεκτικὴν αὐτὴν καταστήσαντες καθ’ ὅλον τὸν τοῦ ἀεὶ εὖ εἶναι λόγον, διὰ τὴν πρὸς τὴν θείαν βούλησιν τῆς γνώμης εὐπάθειαν, ὅλης μεθέξουσι τῆς ἀγαθότητος». 153
ψυχή), δεν υπάρχει πιθανότητα να τον επιθυμήσει όταν η ύπαρξη του θα μείνει μόνο με την ψυχή, γιατί τα υπαρξιακά ζητήματα, κορυφαίο των οποίων είναι ο αγιασμός της ανθρώπινης φύσεως, δεν αλλάζουν απότομα και ξαφνικά. Ο Θεός είναι δίπλα του και τον περιμένει, ο άνθρωπος δεν τον θέλει γιατί η τρεπτότητα του νου (και της υπόλοιπης ύπαρξης του που συνδέεται άμεσα με το νου, όπως η θέληση) ουσιαστικά δεν υπάρχει. Γι’ αυτό και ο Δαμασκηνός τονίζει στο Κατά Μανιχαίων διάλογος πως ο Θεός πάντοτε δέχεται την μετάνοια, την αλλαγή του νου, του ανθρώπου καθώς δεν μπορεί ποτέ να αρνηθεί τον εαυτό του και συνεπώς να αποβάλλει τη συμπάθεια προς το πλάσμα του, «οὐχὶ τοῦ θεοῦ μὴ δεχομένου μετάνοιαν – αὐτὸς γὰρ ἑαυτὸν ἀρνήσασθαι οὐ δύναται οὐδὲ ἀποβάλλεται τὴν συμπάθειαν», αλλά η ψυχή του ανθρώπου πλέον δεν αλλάζει, δεν τρέπεται˙ «ἀλλ’ ἡ ψυχὴ οὐκέτι τρέπεται». 99 Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία χρησιμοποιήθηκε γόνιμα και δημιουργικά από την χριστιανική θεολογία, χωρίς να προδοθεί ποτέ το περιεχόμενο της Αγίας Γραφής. 99 Ίωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων, 75 5 – 9 : «καὶ ἐν μεν τῷ βίῳ τούτῳ οἰκονομία τις ἐστι καὶ κυβέρνησις καὶ πρόνοια ἄρρητος πρὸς ἐπιστροφὴν καὶ μετάνοιαν καλοῦσα τοὺς ἁμαρτάνοντας, μετὰ δὲ θάνατον οὐκέτι τροπή, οὐκέτι μετάνοια, οὐχὶ τοῦ θεοῦ μὴ δεχομένου μετάνοιαν – αὐτὸς γὰρ ἑαυτὸν ἀρνήσασθαι οὐ δύναται οὐδὲ ἀποβάλλεται τὴν συμπάθειαν ‐ , ἀλλ’ ἡ ψυχὴ οὐκέτι τρέπεται». Για το θέμα του παραδείσου και της κολάσεως στο δογματικό έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού ο αναγνώστης βλ. Ιωάννου Ν. Λίλη, Κοσμολογία και Ανθρωπολογία στη διδασκαλία του Ιωάννου Δαμασκηνού, εκδ. Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 188 – 191. 154
Δρ. Εμμανουήλ Κ. Δουνδουλάκης Επίκουρος Καθηγητής Α.Ε.Α.Η.Κ.
Η ΘΕΟΣΕΒΕΙΑ ΚΑΙ Η ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΣΕ ΚΡΗΤΕΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ. Ο ΔΙΟΡΑΤΙΚΟΣ & ΠΡΟΟΡΑΤΙΚΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΤΩΝ ΛΙΜΝΩΝ ΕΦΡΑΙΜ «ΧΑΤΖΗ‐ΠΑΤΕΡΑΣ» 100
«Κάτω από τις ταφόπετρες δεν είναι όλοι ξεχασμένοι∙ ούτε κι όσοι βαραίνουνε τη γη είναι όλοι ζωντανοί∙ άλλωστε η Γραφή δίνει και για τους δυό τη μαρτυρία∙ το «δει γαρ το θνητόν ενδύσασθαι αθανασίαν» 101 για τους πρώτους, και για των αλλωνών τη μνήμη, ότι «το μνήμα αυτών έστιν εν ημίν» 102. 103 Οι παραπάνω στίχοι, προέρχονται από τη γραφίδα του ποιητή και πολιού ιεράρχη του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου, 100 Ομιλία που πραγματοποιήθηκε στον Ιερό Ναό της Ευαγγελίστριας των Λιμνών Μεραμπέλλου, στις 27/7/2012, κατά την «Προσυνεδριακή Εορταστική Εσπερίδα» εις μνήμην του Αγίου Εφραίμ Χατζη‐Πατέρα των Λιμνών. Ο αρχικός τίτλος της ομιλίας ήταν: «Η παράδοση της θεοσέβειας και της Αγιότητας σε Κρήτες Γέροντες του 20ού αιώνα. Ο διορατικός και προορατικός Γέροντας των Λιμνών, Εφραίμ «Χατζή‐Πατέρας». Στην παρούσα δημοσίευση φέρεται συντετμημένη, ως προς την έκταση και ελαφρά παραλλαγμένη, ως προς το περιεχόμενο, σε σχέση με το αρχικό κείμενο της ομιλίας. Από τη θέση αυτή εκφράζω τις εγκάρδιες ευχαριστίες μου προς το Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πέτρας και Χερρονήσου κ. κ. Νεκτάριο, ο οποίος, ευχαρίστως, έδωσε τη συγκατάθεσή του, για την πραγματοποίηση της παρούσας ομιλίας, καθώς επίσης και τους πρωτοπρεσβυτέρους Γεώργιο Μαρνέλλο και Μιχαήλ Βουκυκλάρη, για την πρόταση – πρόσκληση να ομιλήσω στην Προσυνεδριακή αυτή Εσπερίδα. 101 Α΄ Κορ. 15, 53. 102 Πρ. 2, 29. 103 Ευ. Γαλάνη (μητρ.), «Εκ Φαναρίου…». Τα Ποιητικά, εκδ. Μίλητος, Αθήνα 2004, σ. 288. Ποίημα: «Η Αμίλητη Ζωή». 155
του Μητροπολίτη Πέργης κ. Ευαγγέλου και παρουσιάζουν τα πεδία μνήμης των ζώντων και των κεκοιμημένων, αλλά και την προοπτική της αθανασίας, η οποία παρέχεται, κατά χάριν, στο πλάσμα από τον Πλάστη και Δημιουργό του. Επιπροσθέτως, μέσω της μνήμης, της ανάμνησης, διαφαίνεται, η πορεία της «Παραδόσεως», 104 ως σκυτάλης που αλλάζει χέρια, από τους ανθρώπους του παρελθόντος, σ’ εκείνους του παρόντος, για να παραδοθεί, εκ νέου, σ’ εκείνους του μέλλοντος, καταδεικνύ‐ οντας, εμμέσως, ότι η Παράδοση δεν έχει στατικό, αλλά δυναμικό χαρακτήρα.
Άν κάποιος θελήσει ν’ ακολουθήσει την παράδοση των
Αγίων της Εκκλησίας, οφείλει πρωτίστως να τους γνωρίσει, να τους μιμηθεί στο φιλόθεο φρόνημά τους και να ενταχθεί στο ίδιο σώμα με εκείνους 105, του οποίου η κεφαλή είναι ο Χριστός. Αυτή τη συνεχή και συνεπή πορεία ως προς την Εκκλησιαστική Παράδοση και το ήθος των Αγίων, διαπιστώνουμε στα πρόσωπα των Κρητών Γερόντων του 20ού αιώνα, που θα εκθέσουμε παρακάτω. Κοινός παρονομαστής των χαρισμα‐ τικών αυτών προσώπων υπήρξε η αδιάπτωτη αγάπη τους προς το Θεό και τον άνθρωπο, η θεοσέβεια και ευσέβειά τους, η οποία εκδηλωνόταν με την αδιάλειπτη προσευχή και τα έργα αγάπης προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο. 104 Το τελευταίο διάστημα έγινε πολύς λόγος για την εκκλησιαστική παράδοση, το χαρακτήρα της, αλλά και το φορέα αυτής, τον αυθεντικό εκφραστή της, ο οποίος ταυτίστηκε, εσφαλμένα, με εκείνον που κομίζει αναπαραγωγικά τον Πατερικό ‐ Εκκλησιαστικό λόγο και καλεί τους συγχρόνους του να «επιστρέψουν» στους «Αγίους Πατέρες». Εκείνο όμως που διαφεύγει, πολλές φορές, της προσοχής μας, είναι ότι η Παράδοση δεν αποτελεί αναπαραγωγή μοντέλων ή συνιστά καθήλωση σε σχήματα και ιδέες του παρελθόντος. Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «παραδοσιακός» εκείνος ο οποίος επιχειρεί να δημιουργήσει συμπεριφορικά «μοντέλα» και αντίγραφα, ‐κλώνους, θα λέγαμε‐, των ιερών Πατέρων, π.χ. του Μεγάλου Βασιλείου, του Ιερού Χρυσοστόμου, του οσίου Εφραίμ του Σύρου, κ.ά., αλλά παραδοσιακός είναι εκείνος που «έπεται», που ακολουθεί τους Αγίους, οδηγούμενος από το ήθος τους και μιμούμενος το φρόνημά τους. 105 Πρβλ. Γ. Μαντζαρίδη, «Η Παράδοση της Ορθοδοξίας», Σύναξη 1 (1982) 10. 156
Οι Γέροντες αυτοί, δεν πρόκοψαν στην πνευματική τους ζωή επειδή εγκαταβίωσαν ή ασκήτευσαν σε κάποιο συγκεκριμένο τόπο, αλλά διότι υπήρξαν οι ίδιοι φορείς της «σταυροειδούς», ανιδιοτελούς, 106 αγάπης, όπως σημειώνει ο αββάς Δωρόθεος 107, και το φρόνημά τους ήταν τέτοιο, που επέτρεψε στη χάρη του Θεού να τους επισκιάσει και πολλές φορές να γίνουν αυτόπτες και αυτήκοοι της παρουσίας του Χριστού, της Θεοτόκου, αλλά και πολλών Αγίων. Η βίωση τέτοιων εμπειριών από μέρους τους, καταδεικνύει ότι δεν είναι ανεδαφική η διατύπωση του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, ο οποίος σημειώνει: «Όθεν οι φοβούμενοι τον Κύριον, εν οις εστέ τόποις αινέσατε αυτόν∙ 108 Θεού γαρ προσεγγισμόν τοπική μετάστασις ου κατεργάζεται, αλλ’ οπούπερ αν ης, προς σε ήξει ο Θεός, 109 εάν γε το της ψυχής σου καταγώγιον τοιούτον ευρέθη, ώστε ενοικήσαι τον Κύριον εν σοι και εμπεριπατήσαι 110.» 111 Γι’ αυτό και από τους Γέροντες που θα σημειώσουμε, άλλοι έζησαν ως ερημίτες σε σπήλαια, άλλοι σε Μονές της Κρήτης και του Αγίου Όρους, ενώ κάποιοι άλλοι παρέμειναν και έδρασαν μέσα στον «κόσμο», όπως ο μακαριστός Γέροντας Χατζη‐Πατέρας. Η εγκαταβίωση κάποιου Γέροντα μέσα στον κόσμο, δεν αποτελεί εμπόδιο για την πνευματική του πορεία και προκοπή, ούτε αποτρέπει την επίτευξη της Αγιότητας. Διότι, όπως σημειώνεται από την Αγία Συγκλητική, «είναι δυνατόν να βρίσκεται κανείς μέσα σε πλήθος και να έχει φρόνημα ερημίτη, 106 Σύμφωνα με τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, υπάρχουν τρία είδη αγάπης: η ιδιοτελής, η φυσική και η ανιδιοτελής. Βλ. Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια περί αγάπης 2,9, PG 90, 985CD. 107 Δωροθέου αββά, Διδασκαλία 6,9, PG 88, 1696BD. 108 Ψαλμ. 21, 24. 109 Έξ. 20, 24. Πρβλ. Γ. Πιπεράκι, Παπά‐ Λευτέρης Καψωμένος (1923‐1981), εκδ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μηλέσι 2007, σ. 53. 110 Β΄ Κορ. 6, 16. 111 Γρηγορίου Νύσσης, «Περί των απιόντων εις Ιεροσόλυμα. Κηνσιτόρι», 2, ΕΠΕ 98 (1989) 356. 157
όπως επίσης μπορεί κάποιος να είναι απομονωμένος, αλλά με το μυαλό του να ζει με πολύ κόσμο» 112 και να ζημιώνεται πνευματικά. Πριν προβούμε σε επιλεκτική αναφορά ονομάτων χαρισμα‐ τικών Γερόντων που συνδέονται με την Κρήτη, είτε λόγω γέννησης ή δράσης, κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, πρέπει να σημειώσουμε ότι ορισμένοι εξ αυτών δεν ανήκαν στην κατηγορία του αγάμου κλήρου, αλλά υπήρξαν έγγαμοι ιερείς, «των οποίων ο ένθεος βίος, η δράση και τα χαρίσματα έτυχαν της αποδοχής και του θαυμασμού του ποιμνίου τους». 113 Κρίνεται, επίσης, σκόπιμο να διευκρινίσουμε, ότι η σειρά μνημόνευσης του ονόματός τους είναι ανεξάρτητη από χρονολογικά ή άλλα, αξιολογικά, κριτήρια. Επιπροσθέτως, μολονότι όλοι τους διακρίθηκαν για την θεοσέβεια και ευσέβειά τους, μονάχα ορισμένοι, εξ αυτών, έχουν ενταχθεί στο Αγιολόγιο και Εορτολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Κάποιοι άλλοι, θεωρούνται ήδη Άγιοι στη συνείδηση της τοπικής ‐και όχι μόνο‐ εκκλησιαστικής κοινότητας, έστω και αν δεν λαμβάνουν χώρα λατρευτικές Συνάξεις προς τιμήν τους. Τα ήδη συνταχθέντα υμνογραφήματα, η ιστόρηση εικόνων, η επίκληση των πρεσβειών τους, η ανέγερση ναών προς τιμήν τους, κ.ά., καταδεικνύουν τη συγκεκριμένη πραγματικότητα. Οι θεοσεβείς και χαρισματικοί Κρήτες Γέροντες του 20ού αιώνα, προέρχονται και από τα τέσσερα γεωγραφικά διαμε‐ ρίσματα της Κρήτης και είναι οι εξής: ιερομόναχος Βικέντιος Αγιαννανίτης († 1928), μοναχός Γεννάδιος Διονυσιάτης († 1933), 112 «Δυνατόν μετά πολλών όντα μονάζειν τη γνώμη και μόνον όντα μετά όχλων τη διανοία συνδιάγειν.». Βλ. Δ. Τσάμη, Μητερικόν, τ. Ζ΄, εκδ. Ι.Γ.Η. Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 427, 426. 113 Πρόκειται για τη διευρυμένη έννοια του όρου «Γέροντας», η οποία περιλαμβάνει τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες και τους εγγάμους πρεσβυτέρους, και όχι μόνο τους αγάμους μοναχούς. Περισσότερα για το θέμα, βλ. Ε. Λέκκου, Σύγχρονοι Γέροντες 3: Γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης (1920‐1991), εκδ. Σαΐτης, Αθήνα χ.χ., σ. 4‐6. 158
ιερομόναχος Μάρκος Διονυσιάτης († 1938), ιερομόναχος Ευδόκιμος Ξηροποταμηνός († 1938), ιερομόναχος Ιερώνυμος Αγιοπαυλίτης 114 († 1943), ιερομόναχος Πανάρετος Καυσο‐ καλυβίτης († 1943), μοναχός Ευθύμιος Μικραγιαννανίτης († 1946) από το Μεσελέρο Λασιθίου, ιερομόναχος Ιερόθεος Αγιοπαυλίτης († 1947), ιερομόναχος Μηνάς Φιλοθεΐτης († 1947), ‐ο οποίος ήταν θείος του νυν Μητροπολίτη Πέτρας, κ. Νεκταρίου‐, μοναχός Χερουβείμ Αγιοβασιλειάτης 115 († 1950) 116, ιερομόναχος Νέστωρ Βασσάλος ο Καρυώτης 117 († 1957), ηγούμενος Βασίλειος Βλασάκης ο Ξηροποταμηνός († 1961), 118 από το χωριό Βουλισμένη Μεραμπέλλου, ιερομόναχος Ευθύμιος Κουτλουμουσιανός ή «Εσταυρωμένος» († 1965), ο μοναχός Αβιμέλεχ Μικραγιαννανίτης († 1966), μοναχός Ιάκωβος Βιγλιώτης († 1980),119 μοναχός Μόδεστος Κωνσταμονίτης († 1984), μοναχός Νήφων Κωνσταμονίτης († 1985), μοναχός Ιωάννης Κουτλουμουσιανοσκητιώτης († 1985), ιερομόναχος Νικόδημος Καλλιγιαννάκης, ο Κουτλουμουσια‐νοσκητιώτης120 († 1986), μοναχός Δαμασκηνός Αγιοβασιλειάτης121 († 1987) από το Καμινάκι Οροπεδίου Λασιθίου, μοναχός Γρηγόριος Ξενοφωντινός († 1990), ιερομόναχος Σάββας Καψαλιώτης122 († 1991), ιερομόναχος 114 Α. Στιβακτάκη, Κρήτες Αγιορείτες μοναχοί, εκδ. Ι.Μ.Ι.Σ., Ιεράπετρα 2007, σσ. 104‐107. 115 Ό.π., σ. 57. 116 Σύντομο βιογραφικό των παραπάνω Γερόντων, βλ. Μωυσέως μοναχού Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό ενάρετων Αγιορειτών του εικοστού αιώνος, τ. Α΄, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 215‐216, 265‐266, 317‐318, 325‐326, 363‐365, 373‐376, 411‐412, 413‐415, 419‐420, 455‐456. 117 Α. Στιβακτάκη, ό.π., σσ. 41‐44. 118 Ενδεικτικά περί του χειρόγραφου έργου του ηγουμένου Βασιλείου Ξηροποταμηνού, του Κρητός, βλ. Ζ. Ξηροποταμηνού – Π. Σωτηρούδη, Συμπληρωματικός κατάλογος Ελληνικών χειρογράφων Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου Αγίου Όρους (426‐557), εκδ. ΚΒΕ, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 154‐183. 119 Σύντομο βιογραφικό των παραπάνω Γερόντων, βλ. Ό.π., σ. 567‐568, 647‐648, 745‐749, 993‐994. 120 Χ. Παπαδάκη (αρχιμ.), Οι όσιοι Παρθένιος και Ευμένιος και η Ιερά Μονή Κουδουμά, εκδ. Ι.Μ. Κουδουμά, Μοίρες 2003, σσ. 550‐563 ∙ Α. Στιβακτάκη, ό.π., σσ. 100‐101 121 Α. Στιβακτάκη, ό.π., σσ. 61‐65. 122 Ό.π., σ. 126‐127. 159
Άνθιμος Παντοκρατορινός († 1993), ιερομόναχος Γεράσιμος Ξενοφωντινός († 1996), μοναχός Αβιμέλεχ Παντοκρα‐τορινός († 1997)123. Κάποιοι από τους παραπάνω Κρήτες Γέροντες της Αθωνικής πολιτείας δεν διακρίθηκαν απλά για την ενάρετη και ασκητική βιοτή τους, αλλά και επέδειξαν χαρίσματα, όπως της διόρασης και της προόρασης, ‐για τα οποία θα κάνουμε λόγο παρακάτω‐, επετέλεσαν θαύματα, ανέστησαν νεκρούς, είχαν την εμπειρία της επικοινωνίας με τους Αγίους κ.ά., τα οποία μας επιτρέπουν να τους εντάξουμε στη χορεία των οσίων της Εκκλησίας μας. Στον
παραπάνω
κατάλογο
πρέπει
ασφαλώς
να
προστεθούν και τα ονόματα των Γερόντων: μοναχού Ιωακείμ Αντωνάκη (1873‐1946), μοναχού Ευαρέστου Γαβαλά († 1958) 124, ιερομονάχου Τιμοθέου Τζανή 125 († 1991), πρωτοπρεσβυτέρου Λευτέρη Καψωμένου126 († 1981), αρχιμανδρίτη Ευμενίου Σαριδάκη127 († 1999), αρχιμανδρίτη Ευμενίου Λαμπάκη († 2005)128 των Ρουστίκων, ιερομονάχου Εφραίμ Δημητρακόπουλου, γνωστού ως «Χατζη‐ Πατέρα»129 († 1909), των Λιμνών, ‐στον οποίο θα κάνουμε ειδική αναφορά παρακάτω‐, οσίου Χατζη‐Ανανία Μπαρμπεράκη († 123 Σύντομο βιογραφικό των παραπάνω Γερόντων, βλ. Ό.π., σ. 1099‐1101,1125‐1128, 1133‐ 1139, 1157‐1161, 1187‐1189, 1275‐1279, 1303‐1305, 1347‐1348, 1415‐1417, 1427‐1428. 124 Χ. Παπαδάκη (αρχιμ.), Οι όσιοι Παρθένιος και Ευμένιος…, ό.π., σσ. 546‐549∙ 125 Ανωνύμου, Ο Γέροντας Τιμόθεος Τζανής ο πνευματικός, εκδ. Ι.Η.Α.Θεόδωροι Η.Κ., χ.τ., 2011. 126 Γ. Πιπεράκι, Παπά – Λευτέρης Καψωμένος (1923‐1981). Ένα πνευματικό ανάστημα της Εκκλησίας της Κρήτης, εκδ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μηλέσι 2007, σσ. 142. 127 Α. Σαριδάκη, Ο Γέροντας Ευμένιος Σαριδάκης. «Ο πράος και ταπεινός τη καρδία», Αθήνα 52006, σσ. 245∙ Σίμωνος μοναχού, Πατήρ Ευμένιος. Ο κρυφός Άγιος της Εποχής μας, Αθήναι 22010, σσ. 470∙ Χ. Παπαδάκη (αρχιμ.), Οι όσιοι Παρθένιος και Ευμένιος…, ό.π., σσ. 564‐571. 128 Π. Μερετάκη, Ο Ευμένιος ο Γέροντας της Κρήτης, Χανιά 32008, σσ. 143∙ Γ. Μαρνέλλου (πρωτ.), Ευμένιος Λαμπάκης (1912‐2005). Ο προορατικός Γέροντας των Ρουστίκων Ρεθύμνου, Άγιος Νικόλαος 2009, σσ. 119. 129 Γ. Μαρνέλλου (πρωτ.), Ο Άγιος Νικόλαος Αρχιεπίσκοπος Μύρων, Κανόνας πίστεως και εικόνα πραότητος στην Ορθόδοξη Εκκλησίας, εκδ. Κ.Μ.Ο.Π., Άγιος Νικόλαος Κρήτης 2000, σσ. 5‐13. 160
1907), οσίου Νικηφόρου Τζανακάκη († 1964), του λεπρού,130 οσίου Ιωσήφ του Γεροντογιάννη131 († 1874), οσίου Παρθενίου († 1905), και οσίου Ευμενίου132 († 1920), Χαριτάκη, της Ιεράς Μονής Κουδουμά, κ.ά. Αξίζει να σημειώσουμε ότι από τα παραπάνω ονόματα Γερόντων, μονάχα ένα υπερβαίνει το χρονολογικό περίγραμμα του 20ού αιώνα που θέσαμε στο θέμα της μελέτης μας. Αυτό είναι του οσίου Ιωσήφ του Γεροντογιάννη, ο οποίος κοιμήθηκε το 1874. Κρίναμε όμως σημαντικό να μην τον αποκλείσουμε από τον κατάλογο των θεοσεβών και Αγίων Κρητών Γερόντων. Όλοι, ανεξαιρέτως, οι Γέροντες του 20ού αιώνα, τους οποίους μνημονεύσαμε παραπάνω, υπήρξαν «ταπεινοί» στο φρόνημα και τη βιοτή, αλλά όχι «καταφρονεμένοι», από το πλήρωμα της Εκκλησίας, ‐για να παραφράσω τη διατύπωση από το ομότιτλο έργο του μεγάλου Ρώσου Λογοτέχνη Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι‐. Στη συντριπτική πλειονοψηφία των χαρισματικών αυτών προσώπων δεν εντοπίζουμε την ξύλινη θεολογία των Ακαδημαϊκών διδασκάλων, τη «διανοητική» ‐όπως χαρακτη‐ ρίζεται‐, αλλά την εμπειρική θεολογία, την «αλιευτική», που προέρχεται από το φωτισμό της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, μέσω της αδιάλειπτης προσευχής, της εν Χριστώ βιοτής τους. Έτσι επιβεβαιώνεται, γι’ ακόμη μία φορά, ο λόγος του οσίου
130 Θ. Ρηγινιώτης, Σύγχρονοι Άγιοι, εκδ. Όμορφος Κόσμος, χ.τ., χ.χ., σ. 131‐132. 131 Ενδεικτικά περί του Οσίου Ιωσήφ του Γεροντογιάννη († 1874), κτήτορος της Ιεράς Μονής βλ. Α. Μπουρνέλη, «Όσιος Ιωσήφ Γεροντογιάννης», Κρητών Άγιοι, Ηράκλειο 1995, σσ. 96‐98∙ Εμμ. Σαυρουλάκη (πρωτ.), Συναξάριον πάντων των Αγίων των εν Κρήτη διαλαμψάντων, εκδ. Ι.Σ.Ε.Ι.Α.Κ., Ηράκλειο 2004, σσ. 86‐87∙ Ανωνύμου, Ιερά Μονή Καψά Σητείας και ο όσιος Ιωσήφ ο Γεροντογιάννης, έκδ. Ι.Μ. Καψά, χ.τ., χ.χ. 132 Χ. Παπαδάκη (αρχιμ.), Οι όσιοι Παρθένιος και Ευμένιος…, ό.π., σσ. 681∙ του ίδιου, Ακολουθίαι των Οσίων πατέρων Παρθενίου και Ευμενίου κτιτόρων της εν Κρήτῃ Ι. Μονής Κουδουμά, έκδ. Ιεράς Μονής Κουδουμά, χ.τ., 2003, σσ. 143∙ Θ. Ρηγινιώτη, ό.π., σσ. 131‐132∙ Μ. Καδιανάκη, Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Οδηγητρίας και τα Ερημητήριά της, εκδ. Ι.Π.Σ.Μ.Ο., χ.τ., 2011, σσ. 45‐46 161
Νείλου του Ασκητού, ο οποίος σημειώνει ότι, «αν προσεύχεσαι αληθινά, τότε είσαι πράγματι θεολόγος» 133. Στους Γέροντες αυτούς διακρίνει κάποιος μία ανεπιτήδευτη απλότητα και αρχοντιά και μία αμεσότητα και ειλικρίνεια στην επικοινωνία με το συνάνθρωπο, η οποία απορρέει από την άρρηκτη σύνδεση της αγάπης τους προς το Θεό. Όπως σημειώνει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, «όποιος αγαπά το Θεό, δεν μπορεί να μην αγαπήσει και κάθε άνθρωπο» 134. Γι’ αυτό και τα έργα αγάπης προς τον άνθρωπο, οι θεραπείες, τα θαύματα, η προσευχή που ανέπεμπαν προς τον Κύριο και τους Αγίους, για τον πάσχοντα, προέρχονταν από την αγάπη τους προς εκείνον και τη θλίψη, ‐όχι, όμως, οίκτο‐, που τους προξενούσε η τραυματισμένη, από τις δυσκολίες και την ασθένεια, «εικόνα» του Θεού, ο συνάνθρωπός τους. Ενδεικτικές, αλλά σαφείς, εκφράσεις Αγιότητας αποτελούν τα χαρίσματα της «διόρασης» και της «προόρασης», αλλά και η επιτέλεση θαυμάτων, τα οποία διαπιστώνουμε σε αρκετούς από τους Κρήτες Γέροντες του 20ού αιώνα. Τέτοιοι είναι οι: ιερομόναχος Ιερώνυμος Αγιοπαυλίτης, μοναχός Χερουβείμ Αγιοβασιλειάτης, μοναχός Αβιμέλεχ Μικραγιαννανίτης, μοναχός Ιωακείμ Αντωνάκης του Κουδουμά135, ιερομόναχος Νικόδημος ο Κουτλουμουσιανοσκητιώτης, μοναχός Δαμασκηνός Αγιοβασι‐ λειάτης, ιερομόναχος Σάββας Καψαλιώτης, αρχιμανδρίτης Ευμένιος Σαριδάκης, αρχιμανδρίτης Ευμένιος Λαμπάκης των Ρουστίκων, ιερομόναχος Εφραίμ «Χατζής‐Πατέρας» των Λιμνών, όσιος Χατζης‐Ανανίας Μπαρμπεράκης, όσιος Νικηφό‐ ρος Τζανακάκης ο λεπρός, όσιος Ιωσήφ ο Γεροντογιάννης, όσιοι 133 Νείλου οσίου, «Περί προσευχής 153 κεφάλαια», Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών, τ. Α΄, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 41993, σ. 225 § 61. 134 Μαξίμου Ομολογητού, «Πρώτη εκατοντάδα των κεφαλαίων περί αγάπης», ό.π., τ. Β΄, Θεσσαλονίκη 31991, σ. 50 § 13. 135 Χ. Παπαδάκη (αρχιμ.), ό.π. σσ. 521‐545 162
Παρθένιος και Ευμένιος Χαριτάκης, της Ιεράς Μονής Κουδουμά κ.ά. Τί είναι, όμως, η προόραση και τί η διόραση και πώς αποκτώνται; Προόραση είναι η ικανότητα ενός Γέροντα να βλέπει γεγονότα που πρόκειται να συμβούν ή να γνωστοποιηθούν στο μέλλον 136. Από την άλλη, το χάρισμα της διόρασης 137 ενέχει μέσα του δύο στοιχεία: τη γνώση των μυστηρίων του Θεού (θεολογία), αλλά και τη γνώση των μυστικών της καρδιάς (καρδιογνωσία) 138. Και ως προς το τελευταίο αυτό στοιχείο θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι διόραση είναι η ικανότητα κάποιου να εισέρχεται στον ψυχικό κόσμο του άλλου, να βλέπει αντικείμενα και γεγονότα που είναι αδιόρατα, μη ορατά, για τους άλλους 139. Σύμφωνα με τον όσιο Σιλουανό τον Αθωνίτη 140 (1866 – 1938), υπάρχουν τρία είδη διορατικότητας 141: Το πρώτο είδος είναι η φυσική διορατικότητα ή διαίσθηση ορισμένων ανθρώπων η οποία εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της μεγάλης λεπτότητας και ευαισθησίας του νευροψυχικού συστήματος. Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται την πνευματική κατάσταση του άλλου, από ορισμένες κινήσεις του, εκφράσεις του προσώπου, λέξεις ή ακόμη και τη σιωπή του. Εφόσον ένα άτομο που έχει τη φυσική διόραση‐διαίσθηση, είναι ευσεβής και
136 Π. Μερετάκη, ό.π., σ. 70. 137 Διόραση, σύμφωνα με τον όσιο Πέτρο το Δαμασκηνό είναι η φυσική γνώση ή θεωρία των όντων, των κτισμάτων, η οποία πηγάζει από την καθαρότητα του νου. Βλ. Πέτρου Δαμασκηνού (οσίου), «Λόγος 23, 24ος», Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών, τ. Γ΄, ό.π., Θεσσαλονίκη 31997, σ. 231,237. 138 Tomáš Špidlik, Η Πνευματικότητα του Ανατολικού Χριστιανισμού, μετ. Β. Ψευτογκά, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 124. 139 Π. Μερετάκη, ό.π., σ. 65. 140 Ι. Μήτση, Άγιοι της εποχής μας. Σκιαγραφίες, εκδ. Τήνος, Αθήνα 2003, σ. 34. 141 Σ. Σαχάρωφ (αρχιμ.), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ, Αγγλία 2005, σσ. 213‐215. 163
καλοπροαίρετος, μπορεί να ωφελήσει και να ωφεληθεί, διαφορετικά πληθαίνουν οι αφορμές για πάθη, σε περιπτώσεις εμπαθών και υπερήφανων ανθρώπων. Το δεύτερο είδος διορατικότητας συνδέεται με δαιμονική επενέργεια και μολονότι δίδει τη δυνατότητα σε εκείνον που την έχει, να «διαβλέψει» τη σκέψη του άλλου, εντούτοις ο εσωτερικός άνθρωπος παραμένει απρόσιτος. Η περίπτωση κάποιου ο οποίος δέχεται τη διόραση αυτή, από δαιμονική επενέργεια, κρίνεται επικίνδυνη διότι βαθμιαία διαταράσ‐ σονται σε αυτόν όλες οι ψυχικές και πνευματικές δυνάμεις του και παραμορφώνεται ακόμη και η εξωτερική του όψη. Το τρίτο είδος της διορατικότητας, σύμφωνα με τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη και τον όσιο Πέτρο το Δαμασκηνό 142, είναι η «χαρισματική διορατικότητα» ή αλλιώς το «πνεύμα βουλής», όπως χαρακτηρίζεται στο βιβλίο του Ησαΐα 143 της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτή δίδεται από το Θεό 144, ‐διότι μονάχα Εκείνος είναι καρδιογνώστης 145‐, στο Γέροντα, τον Άγιο και δεν αποτελεί ψυχοπαθολογικό σύμπτωμα ή δεν συνδέεται με ευαισθησία του νευροψυχικού συστήματός του. Αξίζει να σημειωθεί ότι η χαρισματική διορατικότητα δεν χορηγείται σε υπερήφανο άτομο, διότι προϋποθέτει την ταπείνωση, και γεννάται από τη διάκριση, όπως μας πληροφορεί ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός 146. Ο Άγιος ή ο Γέροντας που τη διαθέτει, έχει τη δυνατότητα να βλέπει τα πάντα, μέσα από την προσευχή, γι’ αυτό και δεν απαιτείται να έχει κάποιον μπροστά του, ‐όπως στο πρώτο είδος‐, για να διακρίνει «τα κρυπτά της 142 Πέτρου Δαμασκηνού (οσίου), «Λόγος 23ος», ό.π., σ. 231. 143 Ησ. 11, 2. 144 Βίος Αγίου Δοσιθέου 1, SC 92 (1963) 123. Πρβλ. Tomáš Špidlik, ό.π., σ. 124. 145 Ευαγρίου Φωτικής, Λογισμοί 27, PG 79, 1232BC∙ του ιδίου, Εις Ψαλμούς 32, 15, PG 12, 1305C. 146Tomáš Špidlik, ό.π., σ. 237. 164
καρδίας αυτού» 147. Ο διορατικός Γέροντας που διακρίνει στον άλλο την αμορφία και αδοξία του, εξαιτίας των παθών, θλίβεται και πονά για το συνάνθρωπό του, ενώ παράλληλα δοξάζει το Θεό 148 για την πρόνοιά Tου προς τον κόσμο. Αυτό το τρίτο, το χαρισματικό, είδος της διόρασης, εντοπίζουμε σε όσους από τους Κρήτες Γέροντες του 20ού αιώνα σημειώσαμε ότι το διέθεταν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απουσίαζε από αυτούς και το πρώτο. Βέβαιο είναι, ότι για να μπορούμε να μιλάμε για ενδεικτική έκφραση της αγιότητας των Γερόντων αυτών, έχουμε πάντα στο μυαλό μας τη «χαρισματική διορατικότητα», η οποία γεννάται από τη διάκριση 149, προϋποθέτει την ταπείνωση και δίδεται ως φυσική ανταμοιβή της καθαρότητας της ψυχής του Γέροντος, όπως μας υπενθυμίζει ο Άγιος Αντώνιος, με την ακόλουθη φράση του: «Εγώ γαρ πιστεύω, ‐μας λέει‐, ότι καθαρεύουσα ψυχή,… δύναται διορατική γενομένη, πλείονα και μακρότερα βλέπει των δαιμόνων.» 150 Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να απαντήσουμε σε δύο ερωτήματα: Πότε δέχεται ο Γέροντας το χάρισμα της διόρασης και της προόρασης από το Θεό; Και ποιά είναι τα σημάδια – σημεία της διόρασης, σε ένα Γέροντα; Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, η διόραση προσφέρεται από το Θεό στο Γέροντα εφόσον υπάρχει η καθαρότητα της ψυχής. Σύμφωνα με το Νικήτα Στηθάτο (1014‐1090), μαθητή του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, αυτό λαμβάνει χώρα όταν ο 147 Α΄ Κορ. 14, 25. 148 Βασιλείου Καισαρείας, Ομιλία εις Εξαήμερον 3, 10, PG 29, 77BC∙ SC 26 (1950) 243. 149 Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, αλλά και ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός, σημειώνουν ότι η διόραση γεννάται από τη διάκριση (κατανόηση των λόγων των αισθητών και νοητών). Βλ. Πέτρου Δαμασκηνού (οσίου), «Η αληθινή διάκριση», Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών, τ. Γ΄, ό.π., σ. 140, 203, 212,237. 150 Αθανασίου Αλεξανδρείας, Βίος Αντωνίου 34, PG 26, 893B. Γρηγορίου Νύσσης, Περί Παρθενίας 10, PG 46, 360D. 165
Γέροντας και ασκητής φτάσουν στη Β΄ απάθεια 151, στα στάδια τελείωσης της Αγιότητας. Διευκρινιστικά σημειώνουμε ότι κατά την Α΄ απάθεια (απάθεια του σώματος) νεκρώνονται τα πάθη και οι ορμές της σάρκας, εξαιτίας της άσκησης, και ο άνθρωπος επιστρέφει στην κατάσταση που ήταν ο Αδάμ και η Εύα, προ της πτώσεως 152. Κατά τη Β΄ απάθεια (απάθεια της ψυχής), η οποία συνδέεται με την ειρηνική κατάσταση του νου, τη γνώση των Μυστηρίων του Θεού, και τη συμφιλίωση του ασκητή με τη φύση (ζώα, φυτά), ο νους γίνεται α. «διορατι‐ κότατος» ως προς τα θεία πράγματα, τις οπτασίες και τις αποκαλύψεις κ.ά. και β. «προορατικότατος» ως προς την ανθρώπινη πραγματικότητα, για όσα πρόκειται να συμβούν 153. Συνεπώς, το χάρισμα της διόρασης και της προόρασης εμφανίζεται σε ένα Γέροντα, κατά τη Β΄ απάθεια, στα στάδια τελείωσης της Αγιότητας. Ως προς το δεύτερο ερώτημα, τα σημάδια, τα σημεία της διόρασης, σε ένα Γέροντα, αυτά είναι, ‐σύμφωνα με τον όσιο Πέτρο το Δαμασκηνό 154‐, η επίγνωση των ατομικών σφα‐ λμάτων, η διάκριση της δαιμονικής επενέργειας, η γνώση των μυστηρίων που κρύβονται στις θείες Γραφές, αλλά και η γνώση των αισθητών κτισμάτων. Όπως είδαμε παραπάνω, το διορατικό και το προορατικό χάρισμα, είναι αποκαλυπτικά της πνευματικότητας και 151 Ο πρώτος που εισήγαγε το στωικό όρο «απάθεια» στη χριστιανική σκέψη, υπήρξε ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας και δηλώνει την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα πάθη της ψυχής και την επίτευξη της εσωτερικής γαλήνης και ηρεμίας. Βλ. Κλήμεντος Αλεξανδρέα, Στρωματείς 6,9, PG 9, 269A∙ 412A∙ 417B. Περισσότερα για την «απάθεια» στην Ορθόδοξη Θεολογία, βλ. Jean Claude Larchet, Η θεραπευτική των πνευματικών νοσημάτων. Εισαγωγή στην Ασκητική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τ. Β΄, μετ. Χ. Κούλας, εκδ. Α.Δ.Ε.Ε., Αθήνα 22009, σσ. 425‐448. 152 Δ. Τσάμη, Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 175‐176, 179. 153 Ό.π., σ. 179. 154 Πέτρου Δαμασκηνού (οσίου), «Η αληθινή διάκριση», Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών, τ. Γ΄, ό.π., σ. 140. 166
ενδεικτικές εκφράσεις της αγιότητας ενός Γέροντα. Τα χαρίσματα αυτά, εντοπίζονται, ‐ μάλιστα κατ’ επανάληψιν‐, στο βίο του Γέροντος Εφραίμ του Χατζη‐Πατέρα, κατά κόσμον Ευθυμίου Δημητρακόπουλου. Από τη γέννησή του, μέχρι το 1909 που τοποθετείται η κοίμησή του, διακρίθηκε για τη θεοσέβεια και την ευσέβειά του, τον ενάρετο βίο του, την αγάπη του για το Θεό και τον άνθρωπο, την ανεξικακία του, δηλαδή τη στάση 155 ανοχής που τήρησε στην κακία 156 και στις διώξεις, ‐κυρίως λεκτικές‐, που υπέμεινε. Υπήρξε συνεπής στην εκκλησιαστική και Κρητική παράδοση. Η «ιεραποστολική» συνείδησή του, οι περιοδείες 157 του σε αρκετά γεωγραφικά διαμερίσματα του νησιού, για να κηρύξει το Χριστό, η εξομολόγηση και η από μέρους του ανακούφιση του πάσχοντος ανθρώπου, καθώς και η ανέγερση ιερών ναών 158, κρίνονται αξιομνημόνευτα. Η επιτέλεση θαυμάτων, πριν, αλλά και μετά την κοίμησή του, ‐για τα οποία θα κάνουμε λόγο παρακάτω‐, φανερώνουν πλούσια τη χάρη του Θεού προς το πρόσωπό του, αλλά και την παρρησία που εκείνος είχε ενώπιον του Κυρίου. Θα μπορούσε κάποιος να αναφέρει πλείστα όσα παραδεί‐ γματα που καταδεικνύουν τη διορατικότητα του Γέροντος Χατζη‐Πατέρα. Θα περιοριστώ στην αναφορά μονάχα τεσ‐ σάρων, κάποια από τα οποία απαντώνται με μικρές διαφορο‐ ποιήσεις και σε βίους άλλων Κρητών Αγίων και Γερόντων του 20ού αιώνα. Το πρώτο, αφορά τη διάκριση των ζαρζαβατικών (φασολιών, κολοκυθιών), που έφερε στο Γέροντα η μάνα από το 155 Δορμπαράκη Π., Λεξικό της Νεοελληνικής, εκδ. Σπουδή, Αθήνα 1993, σ. 57. 156 Βαρμάζη Ν., Το Βασικό Ερμηνευτικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας (Δημοτικής), εκδ. Μαλιάρης Παιδεία, Αθήνα, χ.χ., σ. 86. 157 Ν. Λαζαράκη (π.), Εφραίμ Ιερομόναχος εκ Λιμνών 1896, Άγιος Νικόλαος 1995, σ. 37, 43. 158 Ό.π., σ. 46. 167
Λασίθι, ‐της οποίας το παιδί θεραπεύτηκε από εκείνον‐, σε εκείνα που προέρχονται από τους κήπους της και σε εκείνα που η γυναίκα έκλεψε «από ξένα περιβόλια», προκειμένου να ενισχύσει το καλάθι που θα πρόσφερε. Αφού ο Γέροντας τα ξεχώρισε, «δεξά ‐ ζερβά», κράτησε μονάχα όσα προέρχονταν από τους κήπους της, αποκαλύπτοντας και επιτιμώντας την πράξη της κλοπής 159, την οποία διέπραξε η γυναίκα. Ανάλογη ήταν η στάση του Γέροντος και στην περίπτωση του γονιού από την Ιεράπετρα ‐του οποίου η δαιμονισμένη κόρη θεραπεύτηκε‐ και ως δώρο του πρόσφερε αχλάδια. Κι εδώ ο Γέροντας, αφού τα ξεχώρισε, επιτίμησε τον πατέρα που δεν αρκέστηκε στα αχλάδια από τα δέντρα του, αλλά έκλεψε και από τις αχλαδιές άλλων, για να γεμίσει το «ντρουβά» του 160. Τα δύο περιστατικά που προηγήθηκαν, ‐τα οποία καταδεικνύουν το χάρισμα της διόρασης το οποίο διέθετε ο Γέροντας Εφραίμ των Λιμνών‐, μας θυμίζουν ανάλογα περιστατικά άλλων Κρητών Αγίων και οσίων Γερόντων του 20ού αιώνα. Θα περιορίσω την αναφορά μου σε δύο πρόσωπα: τον Άγιο Παρθένιο († 1905), ιδρυτή και πρώτο ηγούμενο της Μονής Κουδουμά, ο οποίος αντέδρασε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ‐όπως και ο Γέροντας Χατζη‐Πατέρας‐, όταν του πρόσφεραν αχλάδια, κάποια από τα οποία ήταν κλεμμένα 161. Ή ακόμη και το περιστατικό με το λάδι που πρόσφεραν στη Μονή Κουδουμά, το οποίο προερχόταν, εν μέρει, από «ξένες ελιές», 162 γι’ αυτό και το γύρισε πίσω, στον προσκυνητή, ο Άγιος Παρθένιος. Ανάλογα περιστατικά με τη διάκριση των φασολιών και αχλαδιών σε «δικά και ξένα» 163 και την διδακτική 159Ό.π., σ. 78‐79. 160 Ό.π., σ. 60‐61. 161 Χ. Παπαδάκη (αρχιμ.), ό.π., σσ. 182‐183. 162 Ό.π., σ. 181. 163 Ε. Στιβακτάκη, Όσιος Χατζη – Ανανίας ο κτήτορας της ιεράς Μονής Εξακουστής 168
επιτίμηση του κλέπτη προσκυνητή, έχουμε και στην περίπτωση του Οσίου Χατζη‐Ανανία († 1907), ‐σύγχρονου του Γέροντος Εφραίμ των Λιμνών‐. Τα παραπάνω κοινά περιστατικά, δεν καταδεικνύουν μονάχα τη διορατικότητα των Γερόντων αυτών, αλλά και φανερώνουν τη συνέχεια στην παράδοση της Αγιότητας, για την οποία κάναμε λόγο στην αρχή της ομιλίας μας. Επιτρέψτε μου, στο σημείο αυτό, να σημειώσω, παρενθετικά, ότι εσφαλμένα χαρακτηρίζεται από ορισμένους θεολόγους 164 ως «Όσιος» μονάχα εκείνος που έχει γίνει αποδεκτός, ως Άγιος, από τη συνείδηση του κόσμου, αλλά δεν έχει αναγνωριστεί με επίσημη Εκκλησιαστική Πράξη. Το προσδιοριστικό «Όσιος» αποδίδεται σε Αγίους που προέρχονται από τις τάξεις των μοναχών και κυρίως των ασκητών, 165 είτε αυτοί τιμώνται μονάχα σε τοπικό επίπεδο ως Άγιοι, είτε έχει εγγραφεί το όνομά τους και στο Γενικό Αγιολόγιο και Εορτολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ένα τρίτο παράδειγμα, το οποίο φανερώνει το διορατικό χάρισμα του Γέροντος Χατζη – Πατέρα, είναι εκείνο που αναφέρεται στην προσφορά γεύματος προς εκείνον, στο σπίτι του Αποστολάκη. Ο χαρισματικός Εφραίμ, γνωρίζονται ότι το φαγητό που επρόκειτο να του προσφέρουν ήταν της Κυριακής, ‐ που, σύμφωνα με την παράδοση των Κρητών Γερόντων, στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά και τη λαϊκή θρησκευτικότητα, δεν έπρεπε να καταναλώνεται την επόμενη ημέρα‐, αρνήθηκε να το γευτεί και έφαγε μονάχα χόρτα, σημειώνοντας παράλληλα στους οικοδεσπότες ότι έχουν σκουλήκια στα πιάτα τους, προς
Ιεράπετρας, εκδ. Ι.Μ. Ιεραπύτνης και Σητείας, Ιεράπετρα 2008, σσ. 52‐53. 164 Θ. Ρηγινιώτης, ό.π, σ. 55, υποσ. 38. 165 Δ. Τσάμη, ό.π., σ. 126. 169
βρώσιν, έστω και αν δεν τα βλέπουν 166. Το περιστατικό αυτό, θυμίζει δύο ανάλογα, από το βίο του Αγίου Παρθενίου του Κουδουμά, εκείνο με το «ανευλόγητο λάδι», αλλά και τις «βρούβες», 167 οι οποίες είχαν μαζευτεί την Κυριακή. Το τέταρτο περιστατικό 168 που επέλεξα για να εκφραστεί η διορατικότητα του Γέροντος Χατζη – Πατέρα είναι η, εξ αποστάσεως, γνώση, από μέρους του, των αντίθεων συναισθημάτων, των άθεων πεποιθήσεων και των προσβλη‐ τικών εκφράσεων που χρησιμοποίησε ένας σύζυγος, ο Κονδυλομανώλης, όταν του εξέφρασε η γυναίκα του την επιθυμία και την πρόθεσή της να επισκεφτεί το Γέροντα των Λιμνών, για τη θεραπεία του παράλυτου παιδιού τους. Ο ιερομόναχος Εφραίμ, πριν να προβεί στη θεραπεία του παράλυτου παιδιού, έδειξε στη μάνα ότι γνώριζε τις σκέψεις, αλλά και τις προσβλητικές εκφράσεις που περιείχε ο οικογενειακός διάλογος. Στο σημείο αυτό δεν θα πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας, το ακόλουθο: Ο Γέροντας, δεν στόχευε με τη στάση του αυτή να προβάλλει την πνευμα‐ τικότητα και αγιότητά του, αλλά να ωθήσει τη μάνα στο να συνειδητοποιήσει, ακόμη περισσότερο, το θαύμα που επρόκειτο να συντελεστεί, λίγο αργότερα. Η στάση αυτή του Χατζη‐ Πατέρα, μοιάζει τη φράση του Χριστού, «θέλεις υγιής γενέσθαι;» 169, προς τον παραλυτικό της δεξαμενής Βηθεσδά, που είχε ως στόχο να δημιουργήσει την κατάλληλη εσωτερική προετοιμασία του πάσχοντα, εν όψει της θεραπείας, σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας μας. Και το προορατικό χάρισμα του Γέροντος Εφραίμ, είναι κατάδηλο σε αρκετά σημεία των μαρτυριών που διασώζουν στα 166 Ν. Λαζαράκη (π.), ό.π., σ. 72. 167 Χ. Παπαδάκη (αρχιμ.), ό.π., σσ. 177‐181. 168 Ν. Λαζαράκη (π.), ό.π., σσ. 72. 169 Ιω. 5, 7. 170
κείμενά τους, τόσο ο π. Νικόλαος Λαζαράκης 170, όσο και οι Γεώργιος Λεμπιδάκης, Νικόλαος Καραβαλάκης κ.ά. Όπως συμβαίνει και με άλλους προορατικούς Γέροντες του 20ού αιώνα, π.χ. τον όσιο Χατζη‐Ανανία, 171 τον ιερομόναχο Νικόδημο Καλλιγιαννάκη, 172 τον αρχιμανδρίτη Ευμένιο Σαριδάκη, 173 τον αρχιμανδρίτη Ευμένιο Λαμπάκη 174, των Ρουστίκων, κ.ά., έτσι και ο Γέροντας Χατζη‐Πατέρας, απέφευγε να αποκαλύπτει όσα προγνώριζε, ‐με τη χάρη του Θεού‐, ώστε να μην παρεμβαίνει στη ζωή των άλλων, στερώντας τους την ελευθερία. Μονάχα εφόσον κάποιοι ζητούσαν τη βοήθειά του, ή του έθεταν κάποιο θέμα, εκείνος αποκάλυπτε ότι το γνώριζε, εκ των προτέρων. Από τα παραδείγματα που φανερώνουν το προορατικό χάρισμα του Γέροντος των Λιμνών, θα σημειώσω μονάχα ένα, ‐ ίσως το πλέον χαρακτηριστικό, κατά την κρίση μου‐, εκείνο που συνδέεται με την είσοδο κλεπτών στο σπίτι του, 175 εδώ στις Λίμνες, ενώ εκείνος βρισκόταν μακριά, σε άλλο χωριό. Όταν του ανακοίνωσαν, κάποια στιγμή, ότι κρίνεται απαραίτητη η άμεση επιστροφή του στο χωριό του, εξαιτίας του περιστατικού των κλεπτών, εκείνος απάντησε, με απόλυτη φυσικότητα, ότι του ήταν ήδη γνωστό και αποκάλυψε στους συνομιλητές του ότι εκείνοι που προέβησαν στη συγκεκριμένη πράξη, δεν κατάφεραν να εντοπίσουν τα χρήματα και απλά φανέρωσαν την κακοήθειά τους. 170 Από τη θέση αυτή εκφράζω την ειλικρινή συγγνώμη μου προς τον π. Νικόλαο Λαζαράκη, διότι κατά την πραγματοποίηση της ομιλίας μου στις Λίμνες, στις 27/7/2012, εξ αμελείας –και μόνο‐, δεν συμπεριέλαβα το όνομά του μεταξύ των προσώπων που διέσωσαν μαρτυρίες για το Γέροντα Εφραίμ, μολονότι τον είχα στη σκέψη μου και μελέτησα το γλαφυρό έμμετρο λόγο του, που αποθησαύρισε στο βιβλίο του για τον Άγιο Εφραίμ των Λιμνών. Το γεγονός, πάντως, αυτό στάθηκε, αφορμή να θαυμάσω το ήθος και την ταπείνωση του π. Νικολάου Λαζαράκη. 171 Α. Στιβακτάκη, Ο όσιος Χατζη‐Ανανίας, ό.π., σσ. 49‐51. 172 Χ. Παπαδάκη (αρχιμ.), ό.π., σσ. 556‐559. 173 Σίμωνος μοναχού, ό.π., σσ. 255‐274. 174 Γ. Μαρνέλλου (πρωτ.), ό.π., σσ. 63‐79∙ Π. Μερεντάκη, ό.π., σσ. 70‐75. 175 Ν. Λαζαράκη (π.), ό.π., σ. 73. 171
Θα ήθελα να κλείσω τα όσα αφορούν το Γέροντα Χατζη‐ Πατέρα, με μια σύντομη αναφορά στα θαύματα που επιτέλεσε εν ζωή, αλλά και όσα συνέβησαν, μετά θάνατον, με την επίκληση των πρεσβειών του, των πρεσβειών του ιερού λειψάνου του, ‐το δόντι του Γέροντος, αλλά και του τάφου του. Σύμφωνα με τις επώνυμες, καταγεγραμμένες μαρτυρίες, ο Γέροντας Εφραίμ των Λιμνών επιτέλεσε πολλά θαύματα και ιάσεις, 176 όπως θεραπείες παραλύτων, τυφλών, δαιμονισμένων, γυναικών με δυστοκία, ανθρώπων με προβλήματα στην όραση κ.ά. Δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε επίσης το θαύμα με τη φοράδα 177 του Επισκόπου Τίτου Ζωγραφίδη 178, ενώ αξίζει να σημειώσουμε ότι ανάλογο περιστατικό έχουμε και σε άλλους Κρήτες Γέροντες, όπως στο βίο του Οσίου Ιωσήφ του Γεροντο‐ γιάννη 179, καθώς και στο βίο του Οσίου Χατζη‐Ανανία 180. Στο 5ο κεφάλαιο του βιβλίου του Ντοστογιέφσκι, «Αδελφοί Καραμαζώφ», στο απόσπασμα από το «Μεγάλο Ιεροεξεταστή», σημειώνονται, μεταξύ των άλλων, τα εξής: «Υπάρχουν τρεις δυνάμεις που θα μπορούσαν να νικήσουν και να υποτάξουν για πάντα τη συνείδηση και την ανθρώπινη ελευθερία…. Αυτές οι δυνάμεις είναι: το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος∙ Εσύ, (όμως Χριστέ), [αναφέρεται στους πειρασμούς του Ιησού στην έρημο] απέρριψες το ‘να και το άλλο και το τρίτο … και θέλησες την ελεύθερη αγάπη του ανθρώπου, θέλησες να σε ακολουθήσουν ελεύθερα…». 181 Το παραπάνω απόσπασμα που παρήλλαξα, 176 Ό.π., σ. 16, 17, 18, 37, 40,‐41, 47, 48, 59, 64, 65. 177 Ν. Λαζαράκη (π.), ό.π., σσ. 54‐57. 178 Για το πρόσωπο και το έργο του Επισκόπου Πέτρας Τίτου Ζωγραφίδη, βλ. Α. Νανάκη (αρχιμ. – νυν μητρ.), Εκκλησιαστικά Κρήτης 19ος‐20ος αιώνας, εκδ. Αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 28, 43, 46, 47, 99, 101, 102, 103, 104, 172, 175, 179, 183, 186, 200, 201, 224. 179 Κυρίλλου Κογεράκη (αρχιμ.‐ νυν μητρ.), Συναξάριον Ιωσήφ Γεροντογιάννη», Κρητικόν Πανάγιον, τ. Γ΄, εκδ. Ι.Ε.Σ.Ε.Κ., Ηράκλειον 2001, σ. 149. 180 Α. Στιβακτάκη, Ο Όσιος Χατζη‐Ανανίας, ό.π., σσ. 76‐80. 181 Φ. Ντοστογιέφσκυ, Αδελφοί Καραμαζώφ, κεφ. 5. Βλ. Συγγραφείς, Χριστιανισμός και Θρησκεύματα, Β΄Ενιαίου λυκείου, Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 2002, σ. 63. 172
μερικώς, για να ανταποκρίνεται στα δεδομένα μας, μπορεί να βρει εφαρμογή και στο Γέροντα Χατζη‐Πατέρα. Όποιος μελετήσει, προσεκτικά, τα περιστατικά των θαυμάτων, όσα διαδραματίζονται πριν και μετά το γεγονός, δεν γίνεται να μη διακρίνει την απουσία φιλοδοξίας και έπαρσης από μέρους του Γέροντα. Ο Όσιος Χατζη‐ Πατέρας «ουκ εζήτη τα εαυτού». 182 Δεν ενδιαφερόταν να προβληθεί μέσα από τα θαύματα που επιτελούσε, με τη χάρη του Θεού, ή να αποκτήσει κύρος. Δεν επιζητούσε να περιβάλλεται από ένα πέπλο μυστηρίου το πρόσωπό του, αλλά πάντοτε υπεδείκνυε, με το λόγο και τις πράξεις του, το Θεό, ως αυτουργό του θαύματος και της θεραπείας. Αυτό το αντιλαμβανόμαστε από τα ακόλουθα δύο στοιχεία που συνοδεύουν τις περιγραφές των θαυμάτων, και ενδεχομένως, να διαφεύγουν της προσοχής μας: το πρώτο, έχει να κάνει με το χώρο που λαμβάνει χώρα ένα θαύμα ή μία θεραπεία, ο οποίος είναι σχεδόν πάντοτε ο ναός. Η συντριπτική πλειονοψηφία των ιάσεων και των θαυμάτων που επιτέλεσε ο Όσιος Χατζη‐Πατέρας, έλαβαν χώρα σε αυτόν τον ιερό ναό, που βρισκόμαστε απόψε, μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, πάντοτε κατόπιν προσευχής, Θείας Λειτουργίας και επίκλησης των πρεσβειών της Παναγίας και των Αγίων. Το δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με όσα υποδεικνύει ο Όσιος Εφραίμ των Λιμνών, στους αποδέκτες της ίασης και του θαύματος, δηλαδή, το να ευχαριστήσουν το Θεό, να προσεύ‐ χονται στην Παναγία, που τους χάρισε το ποθούμενο. Τα στοιχεία αυτά, δυσδιάκριτα στο βάθος τους, καταδεικνύουν το ήθος ενός Αγίου. Διότι «οι άγιοι δεν προβάλλουν την ατομικότητά τους, αλλά την αφανίζουν, για να φανερωθεί η χάρις του Θεού. Κενώνουν (αδειάζουν, δηλαδή) το 182 Πρβλ. Α΄ Κορ. 13, 5. 173
χώρο της ατομικής τους παρουσίας και τον προσφέρουν ως χώρο φανερώσεως του» 183, «μόνου Αγίου», 184 του Χριστού. Όσα σημειώθηκαν στις σελίδες που προηγήθηκαν, καταδεικνύουν ότι ο Γέροντας Εφραίμ των Λιμνών, ο Χατζη– Πατέρας, υπήρξε συνεπής στη διατήρηση της εκκλησιαστικής παράδοσης της θεοσέβειας και δίκαια συγκαταλέγεται στους χαρισματικούς Κρήτες Γέροντες του 20ού αιώνα, που παρουσιάσαμε. Η θεοσέβειά του, ο ενάρετος βίος του, το διορατικό και προορατικό χάρισμά του, η επιτέλεση θαυμάτων, από μέρους του, ‐με τη χάρη του Θεού‐, δεν αφήνουν περιθώ‐ ρια για διαφορετικές αναγνώσεις και ερμηνείες, πλην του ότι έχουμε μπροστά μας έναν ηγιασμένο Όσιο, ο οποίος μετέχει στην αγιότητα του Θεού 185. Δικαιολογημένα λοιπόν, εσείς, οι κάτοικοι των Λιμνών, ‐αναγνωρίζοντας την πραγματικότητα αυτή‐ ανεγείρατε ιερό ναό εις μνήμην του Οσίου Εφραίμ Χατζη‐ Πατέρα. Στα είκοσι χρόνια της ευδοκίμου πατριαρχίας του Οικουμενικού μας Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου του Α΄, ‐τα οποία συμπληρώθηκαν πέρυσι‐, έχει διακηρυχθεί η Αγιότητα, με επίσημη Εκκλησιαστική Πράξη, 186 μονάχα τριών, κεκοιμη‐ μένων μελών της Εκκλησίας της Κρήτης, εκτός από τους Νεομάρτυρες κληρικούς και λαϊκούς του 1821‐1822, με την 183 Γ. Μαντζαρίδη, ό.π., σ. 271. 184 «Ότι συ μόνος Άγιος, συ μόνος Κύριος….» (Δοξολογία). Βλ. Ανωνύμου, Εγκόλπιον του Αναγνώστου, εκδ. Α.Δ.Ε.Ε., Αθήνα 141996, σ. 61. Πρβλ. Ι. Ζηζιούλα (μητρ.), «Η θέωση των Αγίων ως εικονισμός της Βασιλείας», Αγιότητα. Ένα λησμονημένο Όραμα. Αφιέρωμα., εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2001, σ. 28. 185 Ι. Ζηζιούλα (μητρ.), ό.π., σ. 30, 39: «Οι άγιοι δεν διαθέτουν δική τους αγιότητα, αλλά μετέχουν στην αγιότητα του Θεού (στο βαθμό που μόνον Εκείνος ευδοκεί και θέλει). Αυτό σημαίνει ότι στην Εκκλησία δεν έχουμε αγίους παρά μόνον με την έννοια των ηγιασμένων». 186 Αναλυτικά περί του θέματος, βλ. Εμμ. Δουνδουλάκη, «Κανονικαί Πράξεις διακήρυξης της Αγιότητας κεκοιμημένων μελών της Ορθόδοξης Εκκλησίας, κατά την 20ετή Πατριαρχία του κ.κ.Βαρθολομαίου Α΄ (Αρχοντώνη)», Ε.Ε.Α.Ε.Α.Η.Κ. 2 (2012), 103‐ 129 174
Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 2000 187. Αυτοί είναι ο Όσιος Ιωσήφ ο Γεροντοντογιάννης το 2002 188 και οι Όσιοι Παρθένιος και Ευμένιος της Ι. Μονής Κουδουμά, το 2007 189. Εκτιμώ, ότι είναι πρέπον, να ξεκινήσουν, εν ευθέτω χρόνο, οι σχετικές διαδικασίες και για την περίπτωση του Οσίου Εφραίμ, Χατζη‐ Πατέρα, πάντοτε σε συνεννόηση με το σεβαστό Μητροπολίτη Πέτρας και Χερρονήσου κ. κ. Νεκτάριο. Διότι ο χρόνος που παρέρχεται, διαγράφει, ως «εχθρός», βαθμιαία, τις παλαιές μαρτυρίες, που συνδέονται με το πρόσωπό του. Βέβαια, σύμμαχος του εκκλησιαστικού σώματος παραμένει η χάρις του Αγίου Πνεύματος, η οποία, διά των πρεσβειών του Οσίου Εφραίμ των Λιμνών, δίνει ακόμη και σήμερα, μέσω «σημείων και τεράτων», 190 τη μαρτυρία για την οσιότητα του ηγιασμένου αυτού ανδρός. Καταλήγοντας, σημειώνουμε το ακόλουθο Μεγαλυνάριο, το οποίο συνθέσαμε προς τιμήν του Οσίου Γέροντος: «Χαίροις των Λιμναίων θείε βλαστέ και της Κρήτης πάσης, των ιάσεων χορηγέ∙ χαίροις, ω θεράπον, Χριστού, ιερομύστα, Εφραίμ, Χατζη – Πατέρα, πιστών το έρεισμα.» 187 «Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξις Κατατάξεως….Καλλινίκου», Ορθοδοξία, τεύχ. 3 (2000) 381‐384. 188 «Πράξις της εν τω Αγιολογίω ….(1799‐1874)», Ορθοδοξία, τεύχ. 4 (2004) 839‐840. 189 Ανωνύμου, «Πράξις κατατάξεως εις τό Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας των Οσίων Ευμενίου καί Παρθενίου των εν Γορτύνη της Νήσου Κρήτης», Εν Εσόπτρω 3 (2007) 10. 190 Μρ. 13, 22∙ Μθ. 24, 24∙ Ιω. 4, 48. 175
Ζαχαρένια Σημανδηράκη Ειδ. Συνεργάτις των Γενικών Αρχείων του Κράτους
Ο ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΦΙΞΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΤΑ ΧΑΝΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΠΙΚΟ ΤΥΠΟ* ΜΙΚΡΑΣΙΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ
Απ’ όλους τους λαούς που ζήλεψαν τις χάρες ενός ουρανού πάντα γελαστού και μιας γης πάντα απλόχερης, εκείνος που απόθεσε βαθύτερα τη σφραγίδα της παρουσίας του στις χαριτωμένες ακτές του Αιγαίου, στη Μικρά Ασία, ήταν οι ΄Ελληνες. Ο Μικρασιατικός Ελληνισμός έχει ηλικία αιώνων. Οι αρχαίες Ελληνικές πόλεις της Μικρασίας φώτισαν το μολυβέ‐ νιο ουρανό ενός κόσμου βουτηγμένου στη βαρβαρότητα και στην αμάθεια. Κύριες πηγές για την ιχνηλασία των πρώτων βημάτων του Ελληνισμού στα Μικρασιατικά παράλια, ο ΄Ομηρος, ο “πατέρας της Ιστορίας” Ηρόδοτος κι ο Παυσανίας, Μικρασιάτες όλοι τους, αλλά και τα αδιάψευστα απομεινάρια του ανεπανάληπτου πολιτισμού: ΄Εφεσος, Φιλαδέλφεια, Αλι‐ καρνασσός, Νίκαια, Μίλητος, Φώκαια, Μαγνησία, Νικομήδεια, Αττάλεια, Πέργαμος. Αναμμένα κεριά μέσ’ το σκοτάδι του χρόνου, φέγγουν και φωτίζουν τους δρόμους των Ελλήνων, κι ας είναι τώρα τουριστικά αξιοθέατα στα τουρκικά πακέτα ταξιδίων. Σημαντικά κέντρα με μεγάλες ελληνικές παροικίες, έδωσαν ζωή στα παράλια (φωτο1) κι αποτέλεσαν δυναμικές εστίες πολιτισμού, εμπορίου, παιδείας, τεχνών, επιχειρηματκής *Αφιέρωμα στην επέτειο των 90 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή
176
δραστηριότητας. Πλούσιες πόλεις, αλματωδώς αναπτυσ‐ σόμενες, ευημερούσες, ήρεμες στη συμβίωση των κατοίκων τους, αγαπημένες φίλες, πιασμένες χέρι χέρι σε πολύχρονο χορό στην πλατιά ακτή της Μικρασίας. Κι ανάμεσά τους, κοπέλα γλυκύτατη και χαριτωμένη, κομψή και κοσμοπολίτισσα, η Σμύρνη, (φωτο2) η ξακουσμένη, η πεντάμορφη. Χτισμένη, όπως το θέλει η παράδοση, απ’ τον Μέγα Αλέξανδρο, ήταν σύμφωνα με το Στράβωνα “η ωραιότερη πόλη της Ασίας”. Ο θρύλος την αναφέρει ως ιδρυμένη από τη βασίλισσα των Αμαζόνων Σμύρνα, της οποίας το κεφάλι απεικονίζεται πάντα στα μετάλλια των συμμαχιών της πόλης με τους γείτονές της. Τούτη η Μικρασιατική μητρόπολη του Ελληνισμού έμελλε να γίνει κέντρο πλούσιο και δυναμικό, μια ευρωπαϊκή πόλη φυτεμένη στην Ανατολή, αφού, όπως ομολογούν και οι δεκάδες ξένοι περιηγητές, στην Ανατολία το άνθισμα μιας πόλης εξαρτάται από το ποσοστό του Ελληνικού πληθυσμού που την κατοικεί. Στη Σμύρνη το 1803 σε σύνολο 100.00 κατοίκων, οι 30.000 ήταν ΄Ελληνες και το 1910, σε σύνολο 225.000 κατοίκων, οι ΄Ελληνες ήταν 100.000. Τουρκογειτονιές και μαχαλάδες μεταμορφώνονταν γρήγορα σε κοσμικές συνοικίες, κτίρια πανέμορφα (φωτο3) κι εντυπωσι‐ ακά υψώνονταν θαρρετά κι αβίαστα, η τελευταία λέξη της τέχνης αλλά και της τεχνολογίας παρουσιαζόταν αμέσως εδώ, το εμπόριο ανθούσε και η “γκιαούρικη Σμύρνη” όπως την αποκαλούσαν οι τούρκοι, ήταν το δεύτερο λιμάνι (φωτο4) της αυτοκρα‐τορίας. Λίγο πριν το τέλος, μια στατιστική είχε καταγράψει 2.500 ατμόπλοια και 3.500 ιστιοφόρα 2,5 εκατομμυρίων τόνων να μπαινοβγαίνουν σ’ αυτό το λιμάνι μέσα σ’ ένα χρόνο.
177
ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Στις αρχές Αυγούστου του 1922 το Υπουργείο Εξωτερικών
δίνει στη δημοσιότητα τη ρηματική διακοίνωση που είχαν αποστείλει προς την Κυβέρνηση οι Σύμμαχοι ως προς το θέμα της αυτοδιοίκησης της Μικράς Ασίας:
Η εσχάτως υπό του εν Σμύρνη Υπάτου ΄Ελληνος Αρμοστού,
συνεπεία οδηγιών της Βασιλικής Κυβερνήσεως γενομένη Προκήρυξις έχει, κατ’ αυτήν την φράσιν του επισήμου τούτου κειμένου, ως αντικείμενον «την εν τω μέλλοντι οργάνωσιν και διοίκησιν της Μικράς Ασίας». Λέγεται εν ταύτη, ότι «το αυτόχθον Eλληνικόν στοιχείον, άπαξ αποδοθέν εις την ελευθερίαν, δεν δύναται να επανέλθη υπό Οθωμανικήν διοίκησιν», και ότι «η Ελλάς καλείται να θέση τα θεμέλια διοικήσεως ευσταθούς» της περιοχής ταύτης, και να εκπονήση τον Πολιτικόν Καταστατικόν Χάρτην αυτής. Τέλος δε, ότι το «ούτω δημιουργούμενον Καθεστώς θέλει παραμείνη υπό την εγγύησιν του Ελληνικού ελευθέρω του Στρατού».
Κατά διαταγήν της Κυβερνήσεως αυτού ο Επιτετραμμένος
της… έχει την τιμήν να διατυπώση ρητάς επιφυλάξεις εις τας υπό της Βασιλικής Ελληνικής Κυβερνήσεως εκφραζομένας αρχάς, και ως προς τα μέτρα, άτινα αποτελούν την εφαρμογήν αυτών. Οφείλει να υπομνήση, ότι αν κατά την γνώμην της… η Βασιλική Ελληνική Κυβέρνησις έχει το δικαίωμα να λαμβάνη τα πρόσκαιρα μέτρα, άτινα συνεπάγεται η στρατιωτική κατοχή των εν λόγω εδαφών, δεν θα ηδύνατο αφ’ ετέρου να αξιώση, όπως εγκαταστήση εκεί Καθεστώς χαρακτήρος διαρκούς, διότι η εν τω μέλλοντι διάθεσις και διοίκησις των εδαφών τούτων θέλουν
178
εξαρτηθή εκ της μεταξύ των Συμμάχων και της Τουρκίας συναφθησομένης Συνθήκης. 191
Στις 20 Αυγούστου 1922 δημοσιεύεται άρθρο σχετικό με
τον Ελληνικό Στρατό, που ενισχύει το πατριωτικό φρόνημα των πολιτών:
Ο Ελληνικός στρατός(φωτο5) μάχεται από εξαημέρου με
ηρωϊσμόν, τον οποίον καθιστά αναγκαίον σήμερον η διακράτησις του γοήτρου του έθνους. Ο εχθρός εξέλεξεν επικαίρους στιγμάς δια να κλονίση τας εντυπώσεις των ξένων περί της μαχητικό‐ τητος του Ελληνικού στρατού και ενόμισεν ότι επειδή υπάρχει Κυβέρνησις εν Αθήναις αδρανούσα και μοιρολατρικώς προβλέ‐ πουσα την κατάστασιν, θα υπήρχεν και εις λαός με νεύρα και με τιμήν εξησθενημένα. Αλλά τα νεύρα ευρέθησαν εις την έντασίν των και οι αιφνιδιασμοί δεν ίσχυσαν.
Ο Ελληνικός στρατός εκράτησεν την τιμήν του
υποχωρήσας ή αμυνόμενος ή αντεπετιθέμενος, αλλά πάντοτε θύων ηρωϊκώς εις την επιταγήν των υψηλών κελευσμάτων του έθνους.
Η Κυβέρνησις της χώρας ίσως να ηττηθή όπως και τον
Μάρτιον του 1920 όπως και τον Αύγουστον του 1921, αλλ’ ο στρατός του έθνους ενίκησεν και τότε και τώρα, διότι μόνον αυτός δεν είναι δυνατόν να απωλέση το σφρίγος του.
Το σφρίγος του στρατού είναι το μόνον όπλον της σωτηρίας
του Ελληνικού λαού, διότι κυβερνήται ασυνείδητοι μόνον από
λαόν έχετε σφρίγος και θυμόν πληρώνονται αναλόγως. 192
Νικαεύς
191 Εφημ. «Κήρυξ φ. 2100/12‐8‐1922 (Στα παραθέματα τηρούνται η ορθογραφία, σύνταξη και στίξη των πρωτοτύπων). 192 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1458/20‐8‐1922 179
Ο Υπουργός των Στρατιωτικών Θεοτόκης, ο Αρχηγός του
Γενικού Επιτελείου Δούσμανης αλλά και άλλα μέλη της Ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας αναχωρούν για τη Σμύρνη για να ενημερωθούν επί τόπου για τη στρατιωτική κατάσταση και να υποδείξουν τα επιβαλλόμενα μέτρα και να δώσουν οδηγίες. Αλλά και με διαταγή του Υπουργείου των Τ.Τ.Τ., διακόπτεται προσωρινά η αποστολή στη Μικρά Ασία της στρατιωτικής αλληλογραφίας, επιταγών και δεμάτων. 193
Τα Ελληνικά στρατεύματα αρχίζουν να συμπτύσσονται,
καταπλέουν Ευρωπαϊκά πολεμικά (φωτο6) στο λιμάνι της Σμύρνης, το υποκατάστημα της Εθν. Τράπεζας μεταφέρει αλλού τα αρχεία του, ενώ οι θρησκευτικοί αρχηγοί των διαφόρων εθνικοτήτων στη Σμύρνη επισκέπτονται τον ΄Αγγλο Ναύαρχο της Μεσογείου, και του ζητούν να μεταφέρει στην κυβέρνησή του την έκκληση του χριστιανικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας για την προστασία του από τις Κεμαλικές ορδές. 194
Δεν θα αναλυθούν εδώ τα γεγονότα της Μικρασιατικής
Εκστρατείας, ο Διχασμός, οι πολιτικές συγκυρίες, τα συμφέ‐ ροντα των ξένων κρατών, οι προσωπικότητες του Βενιζέλου και του Βασιλιά, του Μουσταφά Κεμάλ ή του σφαγέα Διοικητή της Σμύρνης Νουρεντίν, κ. α., τα λάθη και οι παραλείψεις, οι λαν‐ θασμένες επιλογές προσώπων και ενεργειών, οι αιτίες και οι αφορμές που οδήγησαν στην τραγωδία της Καταστροφής. Τον Αύγουστο του 1922, το μήκος του Ελληνικού μετώπου ήταν συνολικά 713 χλμ και κάλυπτε μια ζώνη έκτασης 80.700 τ.χ. ΄Όμως το Αφιόν Καραχισάρ, το Εσκί Σεχίρ, ο Σαγγάριος, αποτελούν θλιμμένες καταγραφές στο βιβλίο της Ελληνικής 193 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1462/25‐8‐1922 194 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1462/25‐8‐1922 180
Ιστορίας. Στις 25 Αυγούστου ο Εθνομάρτυρας Ποιμενάρχης Χρυσόστομος, έγραφε στον Βενιζέλο : Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, το ελληνικόν κράτος, αλλά και σύμπαν το ελληνικόν έθνος κατεβαίνει εις τον ΄Αδην, από του οποίου καμμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθεί να το αναβιβάσει και σώσει. Της αφαντάστου ταύτης καταστροφής βεβαίως αίτιοι είναι οι πολιτικοί και προσωπικοί σας εχθροί, πλην και Υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος…
΄Ηδη πριν την κατάρρευση του μετώπου, σε πολλές
περιοχές της Μικράς Ασίας είχαν ξεσπάσει διώξεις και βιαιοπραγίες σε βάρος των Ελλήνων. Ο αφανισμός, η συμφορά, ο πόνος, είχε έρθει για τις χαριτωμένες Ιωνικές πόλεις, με τη μορφή φωτιάς, καταστροφής, ξεριζωμού κι ημερών χαμού και δυστυχίας. Από την αρχή του μεγάλου διωγμού ως το τέλος, οι ΄Ελληνες εξολοθρεύονται με το βόλι, το μαχαίρι, την κρεμάλα. Κατά χιλιάδες συρρέουν στη Σμύρνη οι πρόσφυγες (φωτο7) που αναζητούσαν τα μέσα να περάσουν στην κυρίως Ελλάδα (υπολογίζεται ότι έφταναν στη Σμύρνη περίπου 30.000 άτομα τη μέρα κι έβρισκαν προσωρινά καταφύγιο στις εκκλησιές, στα νεκροταφεία, στην ύπαιθρο) και ο Πατριάρχης παρακαλεί τηλεγραφικά τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις να ενδιαφερθούν για τη σωτηρία των Χριστιανών. Στην Κων/πολη οι Αρμοστές των Συμμάχων, ύστερα από σχετικές οδηγίες των Κυβερνήσεών τους, αρχίζουν τις βολιδοσκοπήσεις στους εμπόλεμους για την αποδοχή της ανακωχής. 195
Ακολουθούν τα γνωστά γεγονότα και με την ήττα, η
Ελληνική Κυβέρνηση κλονίζεται και ο Βασιλιάς Κων/νος Β΄, απευθύνει διάγγελμα στον Ελληνικό Λαό: 195 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1463/26‐8‐1992 181
ΕΠΙΣΗΜΟΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ
Ανακοινούμεν το κατωτέρω διάγγελμα του Βασιλέως
εκδοθέν σήμερον και έχον ούτω.
Προς τον Ελλην. Λαόν.
Η ένδοξος Πατρίς μας διέρχεται δεινήν δοκιμασίαν.
Λ α έ,
Έδειξες πάντοτε φιλοπατρίαν, νομιμοφροσύνην και
καρτερίαν. Ο ηρωϊκός μας στρατός με τας νικηφόρους του σημαίας επί δεκαετίαν αγωνιζόμενος νικηφόρους αγώνας ελευθερίας, υπέστη ατύχημα ουχί ασύνηθες εις στρατούς, μετά μακράν διάρκειαν πολεμικήν. Αλλά το ατύχημα τούτο απροσδόκητον και εις αυτόν τον εχθρόν, ουδόλως μειώνει την ανδρείαν και την δόξαν του. Μας επιβάλλει δε τουναντίον το καθήκον να φέρωμεν αυτό μετά καρτερίας και ευψυχίας ως αρμόζει εις λαόν φιλοπάτριδα και γενναίον. Μικρόν έθνος, αλλά γενναίον προσεφέραμεν δια τον αγώνα μας ανεκτιμήτους υπηρεσίας εις τους ομοεθνείς και τον πολιτισμόν, η ανδρεία δε και η εθελοθυσία μας θα θαυμασθώσιν υπό των μεταγενε‐ στέρων. Ως Βασιλεύς θα πράξω ό,τι το πολίτευμα μοι επιτρέπει και ό,τι τα συμφέροντα του ΄Εθνους μοι επιβάλλουσιν. Αναμένω μετ’ εμπιστοσύνης να δείξης τας γνωστάς αρετάς σου φιλοπατρίας και ομονοίας. Ενωθώμεν όλοι και πειθαρχήσωμεν εις τους άρχοντας. Τούτο είναι το καθήκον μας. Κωνσταντίνος Β. 196
Ο Τουρκικός στρατός μπαίνει στην Πέργαμο, η Αγγλία
αποφασίζει να περιφρουρήσει την Κων/πολη και τα Στενά, ενώ τα τελευταία τμήματα του Ελληνικού Στρατού επιβιβάζονται σε ατμόπλοια από το Τσεσμέ για την Ελλάδα. 197
196 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1466/30‐8‐1922 197 Εφημερ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1466/30‐8‐1922 182
Σε ορισμένες περιπτώσεις καθίσταται δυνατόν να
καταγραφούν τουλάχιστον Κρήτες τραυματίες, αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού, που διακομίζονται στον Πειραιά και στα Στρατιωτικά Νοσοκομεία των Αθηνών και του Πειραιά. 198 “Η ΣΜΥΡΝΗ, ΜΑΝΑ, ΚΑΙΓΕΤΑΙ…”
Και η φοβερή ώρα έρχεται. Η τραγική Σμύρνη καίγεται…..
Τρομακτικές σκηνές διαδραματίζονται (φωτο8) στην ομορφό‐ τερη πόλη της Μικράς Ασίας. Η θηριωδία εκτείνεται σε όλο το μεγαλείο της. Ο αριθμός των θυμάτων είναι ανυπολόγιστος, πυρπολούνται όλες οι συνοικίες πλήν της τουρκικής, οι ζημιές και οι καταστροφές ανέρχονται σε εκατομμύρια δολάρια. Οι δυστυχείς πρόσφυγες μαζεύονται στο λιμάνι με την ελπίδα της αναχώρησης και ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος, (φωτο9), σύμβολο της αθάνατης Ελληνικής ψυχής και σεπτός μάρτυρας της Ρωμιοσύνης, εκείνος που, ως άλλος Παλαιολόγος, είχε αρνηθεί να εγκαταλείψει το ποίμνιο του, κείτεται σφαγμένος… Κατεποντίσθη ολόσωμος, ολόφωτος, χριστιανικά ατάραχος, ανάμεσα στον τουρκικό όχλο… Το πλήθος τον έσυρε στις τουρκικές συνοικίες, του ξέσχισε τα ράσα, του έκοψε τα γένια και τα μαλλιά, του πήρε το εγκόλπιο και το χρυσό σταυρό του. Τον προπηλάκιζαν, τον τρυπούσαν με μαχαίρια, έκοβαν κομμάτια από το σώμα του για ενθύμιο, του έβγαλαν τα μάτια, τον χτυπούσαν με ρόπαλα και πέτρες… Τον έσυραν τέλος ως τον τουρκομαχαλά κι εκεί ένας μελαμψός τούρκος από τη Συρία, του έδωσε μια μαχαιριά και τον αποτελείωσε…
Αλλά δεν ήταν ο μόνος κληρικός που μαρτύρησε. Από
τους 459 ιερείς της επαρχίας Σμύρνης, οι 347 βρήκαν οικτρό 198 Εφημ. «Κήρυξ» φ. 2115/31‐8‐1922 183
θάνατο. ΄Ολοι σχεδόν οι Αρμένιοι κληρικοί βασανίσθηκαν και θανατώθηκαν, ενώ από τους ΄Ελληνες Ιεράρχες, άλλος τάφηκε ζωντανός, άλλος πεταλώθηκε, άλλον έσφαξαν, άλλος σουβλίστηκε, άλλος στραγγαλίστηκε, άλλον περιέλουσαν με καυτό λάδι, άλλον κατακρεούργησαν κι άλλον εκάρφωσαν πάνω σε πεύκο… Από τις 46 εκκλησιές της Σμύρνης και των προαστίων, μόνο 3 διασώθηκαν και σε 2.000 ανέρχονται οι κατεστραμμένες ή μετατραπείσες σε τζαμιά, σε αποθήκες και σε σταύλους, εκκλησιές της Μικρασίας.
Φρικώδη εγκλήματα βάφουν με αίμα τη Σμύρνη και οι
ξένοι πρόξενοι, καταλαβαίνοντας ότι ούτε και αυτοί είναι ασφαλείς, αναχωρούν κρυφά, ο Αμερικανός πρόξενος μάλιστα φτάνει στον Πειραιά. Και τα χριστιανικά καταστήματα της Κων/πολης παραμένουν κλειστά, σε ένδειξη πένθους για την πυρπόληση και τις σφαγές της Σμύρνης. 199 Θρηνεί η λαϊκή μούσα τη φοβερή καταστροφή της πιο ονομαστής πόλης της Μικρασίας: ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ Εις τη ζωή μ’ αξέχαστη ενθύμιση θα μείνη Π’ αγνάντευα αχόρταγα με τα περίσεια κάλλη Την όψι σου τη γελαστή. Μα την ημέρα κείνη Εφόραγες το εθνικό στεφάνι στο κεφάλι Με τόση περηφάνεια Και τώρα; Ποιος το λόγιαζε. Δεν το πιστεύω ακόμα Δεν πάει η γλώσσα να το πή, βουβαίνεται το στόμα Ξεθωριασμένη, αγνώριστη με γδύμια με ορφάνια Εις του καιρού το διάβα Να ξαναμείνης Σκλάβα 200 199 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1476/3‐9‐1922 200Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2950/25‐9‐1922 184
Φρικαλέες περιγραφές (φωτο10) καταχωρούνται στα
φύλλα της εποχής. Αναφορές και εικόνες του δίνουν την τραγωδία ανάγλυφα και ανατριχιαστικά. Χαρακτηριστικά: Περί του αριθμού των θυμάτων υπάρχουσαι ποικίλαι διαδόσεις. Κατά τινα θετικήν ανακοίνωσιν Αμερικανικής προσω‐ πικότητος της εν Σμύρνη επιτροπής των βοηθημάτων, ο αριθμός των σφαγέντων ανήρχετο μέχρι της πρωϊας της χθές εις 120 χιλιάδας κατ’ ελάχιστον όριον. ΄Αλλοι υπολογισμοί προβαί‐νουσι μέχρι 400 χιλιάδων, τουθ’ όπερ θα εσήμαινε την σφαγήν ολοκλήρου του Χριστιανικού πληθυσμού Σμύρνης και πολλών χιλιάδων εκ των εκεί καταφυγόντων προσφύγων.
Όλαι όμως αι περιγραφαί συμπίπτουσιν εις έν σημείον, ότι
η Σμύρνη μετετράπη εις αληθές σφαγείον. Εις πολλάς οδούς τα πτώματα είνε σωρευμένα μέχρι τοιούτου σημείου, ώστε είναι αδύνατος η διάβασις. ΄Ηρχισε δε ήδη η δυσωδία της αποσυν‐ θέσεως. Πολλαί εκκλησίαι, αίτινες είχον πληρωθή υπό φυγάδων Χριστιανών, επυρολήθησαν, άπαντες δε οι εν αυτοί εύρον οικτρόν θάνατον.
Εσφάγησαν και ξένοι υπήκοοι. Εκκλησίαι πλήρεις
προσφύγων ανετινάχθησαν εις τον αέρα. Ο θρήνος και αι οιμωγαί ηκούοντο εις μεγάλην απόστασιν». 201 Λεπτομέρειες μακάβριες αλλά τόσο αληθινές βλέπουν το φώς της δημοσιότητας στον Κρητικό Τύπο:
Η αποσύνθεσις των πτωμάτων έχει ήδη αρχίση, παρ’ όλον,
ότι την νύκτα τριακόσιοι αραπάδες ασχολούνται εις την περισυλλογήν των πτωμάτων και την έξω της πόλεως μεταφοράν αυτών. Η Σμύρνη ούτω μεταβάλλεται από στιγμής εις στιγμήν εις εστίαν του τρομερωτέρου λοιμού, τον οποίον αντιμετώπισεν η ανθρωπότης. Τυμπανιαία και όζοντα πτώματα 201 Εφημ. «Κήρυξ», φ. 2122/6‐9‐1922 185
πλέουν επί του λιμένος της Σμύρνης(φωτο11) το θέαμα των οποίων συγκλονίζει πάσαν ανθρωπίνην ψυχήν (φωτο12).
Πολλοί ρίπτονται εις την θάλασσαν δια να φθάσουν και
επιβιβασθούν επί των πλοίων, καθ’ όσον οι λέμβοι, αι φορτηγίδες και ατμάκατοι, πλημμυριζόμεναι από πρόσφυγας ευθύς ως προσεγγίσουν εις την προκυμαίαν ανατρέπονται υπό το βάρος των επιβατών. Εκατοντάδες ούτω έχουν εύρη τοιούτον δια πνιγμού τραγικόν θάνατον. Αλλά και οι Τσέτες πυροβολούν κατ’ αυτών εκ διαφόρων σημείων και τους φονεύουν εντός της θαλάσσης. 202
Από το Λονδίνο γίνεται γνωστό ότι υγειονομικό υλικό,
σκηνές και ενδυμασίες διετίθεντο για τους ΄Ελληνες πρόσφυ‐ γες. Στην Αθήνα το Γενικό Συμβούλιο της Εθν. Τράπεζας ψηφίζει βοήθημα 1.000.000 δρχ. υπέρ των προσφύγων της Μικράς Ασίας ενώ ο Σύλλογος των “Τριών Ιεραρχών” δηλώνει στο Υπουργείο της Περίθαλψης ότι αναλαμβάνει τη διατροφή και ηθική προστασία πενήντα ανήλικων ορφανών από τους πρόσφυγες της Σμύρνης. Επίσης οι αρτοποιοί Αθηνών και Πειραιώς δηλώνουν στον Υπουργό Επισιτισμού ότι διαθέτουν ο κάθε ένας από 1 δρχ. για κάθε σάκκο αλεύρου που παραλάμ‐ βανον για την κατασκευή του ψωμιού, υπέρ των προσφύγων. Υπολογιζόταν έτσι ότι θα εισπράττονταν μηνιαίως 45.000 δρχ. περίπου. 203
Πρωτοσέλιδο άρθρο που δημοσιεύεται στην Χανιώτικη
Εφημερίδα “Νέα ΄Ερευνα”, και με τίτλο “Η Μικρασιατική Τραγωδία”, δίνει την τραγική όψη της θηριωδίας:
Αναπαράστασις των πανοικεί εξοντώσεων λαών ολοκ‐
λήρων, εξαφανισθέντων κατά την διάβασιν των αγρίων ορδών του Αττίλα και του Ταμερλάνου, περί των οποίων, αναγ‐ 202Εφημ. «Κήρυξ» φ. 2122/6‐9‐1922 203 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2935/6‐9‐1922 και φ. 2944/18‐9‐1922 186
ινώσκοντες εν τη ιστορία, εμακαρίζομεν εαυτούς, ότι ζώμεν εις εποχήν πολιτισμένην, εις αιώνα ημερώσεως ηθών, και υπό πολιτικά και κοινωνικά καθεστώτα εξηυγενισμένα και μη επιτρέποντα τοιαύτας αγεληδόν σφαγάς και εξανδραποδισμούς. Πικρά, φεύ, ειρωνία! Ο κόσμος ο οποίος κυβερνάται από τον Πουαγκαρέ και από τον Λόϋδ Τζώρτζ και από τον Χάρδιγκ, δεν διαφέρει από εκείνον όστις υπήκουεν εις τον Αττίλαν και εις τον Ζίγγις Χαν. Οι Ούνοι και οι Μογγόλοι τας εποχής μας δύναται υπό την προστασίαν των σημαιών του πεπολιτισμένου κόσμου, να συνεχίζωσι τα όργια των προγόνων των, και να στήνωσι πυραμί‐ δας από ανθρώπινα κρανία, χωρίς να φοβώνται, ότι αι κυβερνή‐ σεις του λεγομένου πεπολιτισμένου κόσμου θα κινηθώσιν όπως τους σταματήσωσι; Μήπως αυταί δεν είναι αι κινούσαι την μεσοφόνον χείρα των. Μήπως αυταί δεν τους εξοπλίζουσι; Μήπως από τα εργοστάσια των δεν εξήλθον τα όργανα του θανάτου, και υπό την σκέπην των σημαιών των δεν έφθασαν μέχρις αυτών; Αίσχος εις τον πολιτισμόν του εικοστού αιώνος! 204
Σαφές όμως δείγμα ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται αλλά
και του τρόπου αντιμετώπισης της Μικρασιατικής τραγωδίας είναι άρθρο της Αγγλικής εφημερίδας «Ημερήσια Χρονικά»:
Τηλεγραφούν εκ Λονδίνου, ότι τα «Ημερήσια Χρονικά»
γράφουσιν εν κυρίω άρθρω μεταξύ άλλων τα εξής: «Λυπούμεθα δια την τύχην και το μέλλον των εν Μικρά Ασία Χριστιανών, αλλά τούτο εννοείται, δεν θίγει απ’ ευθείας τα εθνικά και αυτό‐ κρατορικά συμφέροντα της Μεγάλης Βρεττανίας, εκείνο δε το οποίον προ παντός άλλου μας ενδιαφέρει είνε τα Στενά και η ελευθερία αυτών. Συμπαθούμεν την Ελλάδα, αλλά πλειότερον τούτου δεν δυνάμεθα να πράξωμεν υπέρ αυτής εφ’ όσον δεν έχει Στρατόν να διαθέση εις την Θράκην. 204 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2946/21‐9‐1922 187
Γνωρίζομεν βεβαίως, ότι θα ήσαν ασφαλέστερα δια την Αγγλίαν τα Στενά και η ελευθερία αυτών καθώς και η ουδετερότης της Κων/πόλεως εάν οι ΄Ελληνες παραμείνουν εις την Θράκην. Αλλά δύνανται σήμερον οι ΄Ελληνες να κρατήσουν την Θράκην; Πολύ αμφιβάλλομεν».
Καταλήγουσα η εν λόγω Αγγλική εφημερίς γράφει ότι δια
να κρατηθή η Θράκη πρέπει η Ελλάς να συγκεντρώση εκεί 120 χιλιάδας στρατού τελείως ωργανωμένου και εξωπλισμένου. Εάν επομένως η Ελλάς συγκεντρώση τον Στρατόν τούτον εις την Θράκην και αφ’ ετέρου πεισθή η Αγγλία, ότι θα είνε Στρατός και όχι συρφετός, όστις θα πετάξη τα όπλα εις την πρώτην ρήξιν και θα φύγη τότε δύναται να γίνη λόγος περί υποστηρίξεως της Αγγλίας και ανοχής πάρ’ αυτής της παραμονής των Ελλήνων εις την Θράκην. Εφ’ όσον δε η Αγγλία δεν πεισθή περί τούτου η Ελλάς δεν πρέπει να αναμένη καμμίαν Αγγλικήν υποστήριξιν δια την Θράκην. 205
Δυστυχώς, 2,5 και πλέον δισεκατομμύρια υπολογίζονται
ότι χρειάζονται για την εγκατάσταση και την πρώτη βοήθεια των προσφύγων στην Ελλάδα, μέχρις ότου αποκατασταθούν και κατορθώσουν να εργασθούν, γεγονός που αποτελεί δεδο‐ μένο δυσβάσταχτο για την Εθνική Οικονομία. Αλλά ως φαίνεται η Αμερικανική Κυβέρνηση δεν μένει ασυγκίνητη και ανακοινώνει ότι αναλαμβάνει να καλύψει τις ανάγκες 300.000 προσφύγων. 206
Πύρινο άρθρο του Σπύρου Μαρή εναντίον του Βασιλέα
δημοσιεύεται στο πρωτοσέλιδο της Χανιώτικης εφημερίδας “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, με τίτλο “ Ο Κωνσταντίνος και ο
205 Εφημ. «Νέα ΄Ερευνα», φ. 2953/29‐9‐1922 206 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1593/12‐10‐1922
188
Σαγγάριος”, το οποίο και καταλήγει: …Όλα δε αυτά τι μας εξηγούν; Το ανεύθυνον του Βασιλέως!
Χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων σημειώνεται: Εκείνος ο
βασιλεύς δεν ενδιεφέρθη ποτέ ποσώς δια τους Ελληνικούς τίτλους της Μικράς Ασίας, αι καθαρώς δε πολιτικαί του σκέψεις πόρρω απείχον απ’ αυτής. Ο βασιλεύς εκείνος ουδέποτε επεθύ‐ μησε να υπερασπίση και διακρατήση την Ελληνικήν ευημερίαν της πολυπαθούς εκείνης γής.Την εκράτησεν μόνον δια να την χρησιμοποιήση ως πεδίον στραταρχικών επιδείξεων, και τον νικητήν Ελληνικόν στρατόν εύρεν εκεί πρόχειρον όργανον δια να τον θυσιάση εις τον βωμόν των ατομικών και εγωϊστικών του ορέξεων:… 207
Όμως τα εγκλήματα δεν έχουν τέλος. Νεκροταφεία
βεβηλώνονται, (φωτο13) τάφοι ανασκάπτονται και σημειώ‐ νονται έκτροπα. Συγκεντρώνονται Ελληνίδες παρθένες που κρύβον‐ταν σε διάφορα σημεία της περιοχής της Σμύρνης, υφίστανται τις κτηνώδεις ορμές των Τούρκων και κατακρε‐ ουργούνται οι περισσότερες πάνω στην Αγία Τράπεζα του ναού του Αγίου Βουκόλου. Αλλά και στο Κορδελιό περίπου 20 κοπέλες, κατάλαβαίνοντας ότι το καταφύγιό τους είχε γίνει πλέον γνωστό και τις περίμενε η φρικώδης αυτή τύχη επίσης, αποφασίζουν να αυτοκτονήσουν και πέφτουν από βραχώδη κρημνό στη θάλασσα για να γλυτώσουν την ατίμαση προτι‐ μώντας να πεθάνουν ως Ελληνίδες. 208
Στο μεταξύ, επιβάτες που έρχονται από τη Σμύρνη,
φέρνουν φρικιαστικά νέα ως προς τις ενέργειες του Μουσταφά Κεμάλ. Είχε ήδη αρχίσει η εκτόπιση των Ιταλών που μετά την κατάληψη της πόλης και την εκτόπιση των Ελλήνων είχαν 207 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1505/14‐10‐1922 208 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1513/23‐10‐1922, φ. 1593/12‐10‐1922 και φ. 1505/14‐10‐1922 189
εγκατασταθεί εκεί, ενώ με διαταγή της ΄Αγκυρας απαγο‐ ρεύεται η χρήση οποιαδήποτε άλλης γλώσσας εκτός της Τουρκικής 209(φωτο14).
Καθώς πλησιάζουν οι εκλογές ανακοινώνεται ότι,
σύμφωνα με το καταρτισθέν Νομοθετικό Διάταγμα οι προσ‐ φυγες από τη Μικρά Ασία, Ανατολική Θράκη, Κων/πολη, Καύκασο, Πόντο και Δωδεκάνησα καθίστανται ΄Ελληνες πολίτες με την εγγραφή τους στα δημοτολόγια και τα μητρώα αρρένων των Δήμων και Κοινοτήτων της διαμονής τους. Σε κάθε Δήμο και Κοινότητα επρόκειτο να συσταθούν επιτροπές αποτελούμενες από ένα υπάλληλο του Υπουργείου Περίθαλ‐ ψης και δύο μελών των προσφυγικών σωματείων, για την βεβαίωση της ταυτότητας των προσφύγων. Στη σχετική ανακοίνωση γινόταν αναφορά τόσο στη διαδικασία όσο και στα απαιτούμενα έγγραφα και πιστοποιητικά που θα έπρεπε να υποβληθούν ως τις 20‐11‐1922. 210
Συγχρόνως γίνεται γνωστό στα Χανιά ότι η Επιτροπή
πολιτογραφήσεως άρχιζε τις εργασίες της από 1‐12‐1922, στον δεύτερο όροφο του Δημαρχείου και καλούνταν οι ενδιαφερόμε‐ νοι για να διευθετήσουν το θέμα και να εγγραφούν. (φωτο15)
Για να μην υποβάλλονται μάλιστα οι πρόσφυγες σε έξοδα
φωτογράφισης, αφού απαιτείτο και η προσκόμιση φωτογρα‐ φίας, ο Δήμος ανελάμβανε αυτό το έξοδο συμβαλλόμενος με ειδικό φωτογράφο στην πλατεία Βενιζέλου, από τον οποίο οι πρόσφυγες θα μπορούσαν να φωτογραφηθούν δωρεάν. 211
Δημοσιεύται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το Νομο‐
θετικό Διάταγμα με το οποίο πολιτογραφούνται οι πρόσφυγες ως ΄Ελληνες πολίτες μέχρι την 25‐11‐1922. Μαζί με τους άλλους 209 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1513/23‐10‐1922 210 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ.1514/23‐10‐1922 211 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ.1650/6‐12‐1922 και φ. 1547/2‐12‐1922 190
πρόσφυγες, μπορούσαν να αποκτήσουν την Ελληνική ιθαγέ‐ νεια και εκείνοι που είχαν συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας τους, ενώ χορηγούνταν και διαβατήρια για το εξωτερικό στους απολυθέντες Μικρασιάτες οπλίτες των μέχρι του 1922 κλάσεων. 212
Αλλά το προσφυγικό ζήτημα προσλαμβάνει οξύτατη
μορφή και απασχολεί ζωηρά την κυβέρνηση. Στις αρχές του Νοεμβρίου του 1922, αναμένονταν στην Ελλάδα 250.000 πρόσφυγες από τον Πόντο, 300.000 από την Κων/πολη, 25.000– 30.000 από την Καλλίπολη και 22.000 γυναικόπαιδα από την Αττάλεια. 213
Ύστερα από απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου,
δια του Μητροπολίτου Κρήτης Καλλινίκου, ειδοποιούνται οι καταγόμενοι από την επαρχία Κρήτης και εγκατεστημένοι πλέον στην Κρήτη πρόσφυγες, να του υποβάλουν μέσα σε ένα μήνα, στατιστικούς πίνακες, στους οποίους θα περιέχονταν λεπτομερώς και ως έγγιστα οι ζημιές στην κινητή και ακίνητη περιουσία τους κατά την εκτόπιση, καθορίζοντας επακριβώς και το χρόνο, τόπο αλλά και το ποσόν της αξίας τους. 214
Αιώνες πολιτισμού σωριάστηκαν σε θλιβερά καιόμενα
ερείπια, (φωτο16) πνίγηκαν στις κραυγές της απόγνωσης, καθώς ο θάνατος διάβαινε και θέριζε τους καρπούς της ειρήνης. Εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες απ’ όλη τη Μικρασία προσπαθούσαν πανικόβλητοι να επιβιβασθούν σε ταλαίπωρα πλεούμενα της δυστυχίας, που θα τους έφερναν, πληγωμένους, καταξεσχισμένους, πάμπτωχους πια, στις ελληνικές ακτές της
212 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1519/30‐10‐1922 213 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1527/8‐11‐1922 214 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ.1664/23‐12‐1922 191
ελπίδας. Με δυσκολία έβλεπαν μέσα από τα καυτά τους δάκρυα το ολοκαύτωμα, τον τόπο τους να καίγεται, σαν ανοιχτή πληγή να αιμορραγεί στη μαχαιριά της μοίρας. ΟΙ ΠΟΝΤΙΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
Οι πρώτοι πρόσφυγες που είχαν φθάσει στα Χανιά με το
ατμόπλοιο «Σμύρνη» στις αρχές Αυγούστου 1922 ήταν από τον Πόντο (φωτο17). Η σχετική αναφορά στον Τύπο αναφέρει:
Δια του προχθές την εσπέραν καταπλεύσαντος εις τον
λιμένα μας ατμοπλοίου «Σμύρνη» απεστάλησαν εις Κρήτην εκ Πειραιώς 780 πρόσφυγες του Πόντου ιδίως εκ Τραπεζούντος προερχόμενοι. Εκ τούτων οι 300 περίπου απεβιβάσθησαν εις Χανία, τοποθετηθέντες εις την σχολήν Τοπχανά, οι δε λοιποί εις Ρέθυμνον και Ηράκλειον. Αποτελούνται ως επί το πολύ από γέροντας, γυναiκας και παίδας, καθόσον οι στρατεύσιμοι κληθέν‐ τες εσχάτως υπηρετούν εις τας τάξεις του Στρατού.(φωτο18)
Ο Νομαρχών κ. Μαραγκουδάκης μετά του Δημάρχου
τεθέντες από την προτεραίαν εις αέναον κίνησιν, κατώρθωσαν να διευκολύνωσι την αποβίβασιν και διαμονήν των προσφύγων. Χθές κατ’ απόφασιν του Γενικού Διοικητού συνεστήθη επιτροπή, ήτις θα περιέλθη την πόλιν ίνα συλλέξη εράνους υπέρ των προσφύγων τούτων, όπως κατορθώση να τοις δώση τα μέσα να αναζήσουν καθόσον οι πλείστοι είναι πτώματα εκ της πείνης ανίκανοι προς πάσαν εργασίαν. Τον άρτον της χθές μετά εδέσματος προσέφερεν εξ ιδίας πρωτοβουλίας ο κ. Γεν. Διοικητής. 215
Με απόφαση του Γεν. Διοικητή Κρήτης συγκροτείται επι‐
τροπή, όπως προαναφέρθηκε, στην οποία ανετέθη η διενέρ‐ 215 Εφημ. «Νέα ΄Ερευνα», φ. 2906/2‐8‐1922 και Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1492/2‐8‐1922 192
γεια εράνων για τη συνδρομή τους. Η Επιτροπή απετελείτο από το Νομάρχη Χανίων, το Δήμαρχο Χανίων, τον Αντιπρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου, τον Αρχιερατικό Επίτροπο, τον Πρόεδρο του Εμπορικού Συλλόγου, το Διευθυντή του Εβκαφίου Χουσεϊν Βέη Μπαλτζάκη και τους Πέτρ. Μαρκαντωνάκη, Ερρίκο Πρέβε, Λεών Ισχακή εμπόρους. 216 Η Επιτροπή μάλιστα απευθύνει αμέσως (3/8/1922) δραματική έκκληση για την περίθαλψη των Ποντίων ξεριζωμένων.
Στο μεταξύ οι πρόσφυγες ζητούσαν ήδη δουλειά και όσοι
είχαν ανάγκη από εργατικά χέρια έπρεπε να απευθυνθούν στους Δημάρχους, μετά από έγκριση του Υπουργού Γενικού Διοικητή.
Ο Δήμαρχος Χανίων φροντίζει ώστε να καταρτισθεί
επιτροπή Κυριών που επρόκειτο να περιέλθει την πόλη και να συλλέξει είδη ένδυσης και υπόδησης για τους πόντιους πρόσφυγες, ενώ καταρτίζεται και άλλη επιτροπή εράνων για την ανακούφιση των δυστυχών, που εκδίδει την ακόλουθη ανακοίνωση: Αριθμ. Πρωτ. 3241 Προς άπαντας τους κατοίκους της Πόλεως Χανίων και λοιπούς φιλανθρώπους
Η μετά πρωτοφανούς αγριότητος ενσκήψασα παγκοσμίως
λαίλαψ, η συνταράξασα πάσαν γωνίαν γής, εξέπεμψε προς την Πόλιν μας τριακόσια θύματα της εν τω Πόντω συντελουμένης σήμερον τραγωδίας.
Πρόκειται περί Ελλήνων, φευγόντων την ανθρωπίνην
θηριωδίαν, εκδηλωθείσαν κατά την αγριωτέραν αυτής μορφήν, και εις την φυσιογνωμίαν αυτών είναι βαθύτατα χαραγμένα τα ίχνη μακράς ταλαιπωρίας, την οποίον επί μήνας υπέστησαν, 216 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1494/4‐8‐1922 193
πεινώντες και γυμνητεύοντες κατά το μακρόν και επίμονον αυτών ταξείδιον.
Το Κράτος, εις ο κατά μυριάδας προσέφυγον, αγωνιζόμενον
τραχύτατον αγώνα, και πολλάς εξ ίσου επιτακτικάς, έχον να αντιμετωπίση ανάγκας, αδυνατεί να συντρέξει τα ατυχή ταύτα θύματα, καθ’ όλην την έκτασιν των παρουσιαζομένων εκάστοτε αναγκών, δια μίαν τοιαύτην φιλάνθρωπον υποχρέωσιν, και βασιζόμενον εις την ευγένειαν της Ελληνικής ψυχής τα παραδίδει εις την Φιλανθρωπίαν, την απορρέουσαν εκ των θεμελιωδών αρχών της ανθρωπίνης αλληλεγγύης.
΄Οθεν επιτακτική προκύπτει η ανάγκη, όπως δοθή χείρ
βοηθείας προς ατυχείς ομαίμονας αδελφούς, επιζητούντας συνδρομήν, μόνον δια να επανέλθωσιν εις την ζωήν, ίνα καταστώσιν ικανοί να πορίζωνται τα προς το ζήν, δια της ιδίας αυτών εργασίας.
Τω λόγω τούτω ποιούμεθα θερμήν ΄Εκκλησιν προς τα
φιλάνθρωπα υμών αισθήματα, βέβαιοι όντες, ότι υμείς, οι πολλάκις αντιμετωπίσαντες τοιαύτας σκληράς περιπετείας, θέλετε μετά προθυμίας προσφέρη τον οβολόν σας, προς επιτυχίαν τοιούτου εξόχως Φιλανθρωπικού σκοπού.
Προς πληρεστέραν επιτέλεσιν του έργου τούτου η Α.
Εξοχότης, ο κ. Υπουργός Γενικός Διοικητής, εν τη στοργική αυτού μερίμνη, όπως ανακουφισθώσι τα ατυχή ταύτα πλάσματα, κατήρτισεν Επιτροπήν, ως κατωτέρω εμφαίνεται, ήτις θα περιέλθη την Πόλιν, προς συλλογήν εράνων, εαυτώ δε προς μείζοντα ευκολία των ενδιαφερομένων φιλανθρώπων ώρισε Ταμίαν τον κ. Χριστόφορον Αγγελίδην, Πρόεδρον του Εμπορικού Συλλόγου, προς όν πάς ο βουλόμενος δύναται να αποστείλη την πολύτιμον αυτού συνδρομήν, εις είδος ή εις χρήμα.
194
Με την βεβαίαν προσδοκίαν, ότι η Υμετέρα προθυμία θα
είναι ανάλογος, ως πάντοτε προς την σπουδαιότητα της επιδιωκομένης ενεργείας, εκφράζομεν εκ των προτέρων την βαθείαν ευγνωμοσύνην πάντων των ατυχών θυμάτων, υπέρ ών μετά αδελφικού ενδιαφέροντος μεριμνώμεν πάντες. Ο Πρόεδρος Ι. Μαραγκουδάκης Νομαρχών Τα μέλη Εμμ.
Παπαγιαννάκης,
Δήμαρχος,
Αθαν.
Πενθερουδάκης,
Πρωθιερεύς, Χριστόφ. Αγγελίδης, Πρόεδρος Εμπορικού Συλ‐ λόγου, Κυριάκος Κωνστ. Μητσοτάκης, Αντιπρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου, Δικηγόρος, Ερρίκος Πρέβε, έμπορος, Π. Μαρκαντωνάκης, έμπορος, Λέων Ισχακής, έμπορος. 217
Για την αμέριστη στήριξη των δυστυχούντων προσφύγων,
βλέπουν το φώς της δημοσιότητας σχετικά ευχαριστήρια, ενώ αξίζει να σημειωθούν τα ονόματα όσων κατέβαλαν ιδιαίτερη μέριμνα για αυτούς και συγκεκριμένα τον υπουργό Γεν. Διοικη‐ τή Γ. Καρπετόπουλο, το Νομάρχη Γ. Βιστάκη, το Δήμαρχο Εμ. Παπαγιαννάκη, τους στρατιωτικούς ιατρούς Α. Παγώνη, Α. Παπαδάκη, Β. Παχύγιαννη, την επί της τροφοδοσίας επιτροπή Νικ. Μπιτσάκη και Κώστα Χουλιόπουλο και τα μέλη της Επι‐ τροπής Κυριών Μαρία Κοκκινάκη, Μαρία Κρομμυδάκη, Μαρία Παπαγιαννάκη, Λιόδη και Περβολαράκη, οίτινες πάνυ ευγενώς και ακαμάτως περιήλθον την πόλιν, συνέλλεξαν σοβαρόν ποσόν ενδυμάτων υποδημάτων και υφασμάτων και εμοίρασαν δι’ ιδίων χειρών εις τα ατυχή θύματα της Μπολσεβικικής και Κεμαλικής θηριωδίας. 218 217 Εφημ. «Κήρυξ» φ. 2100/12‐8‐1922 218 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1458/20‐8‐1922 195
Αλλά και άλλα άρθρα σε έντυπα της εποχής στοχεύουν
στα φιλάνθρωπα αισθήματα του κόσμου για την ανακούφιση των προσφύγων, καθώς επίσης και εκκλήσεις της Νομαρχίας Χανίων. 219
Με προτροπή του Δημάρχου Χανίων διενεργείται έρανος
μεταξύ του προσωπικού του Δήμου που αποφέρει ποσόν 1050 δρχ. 220 και συγκεκριμένα προσέφερον ο Δήμαρχος κ. Παπαγιαν‐ νάκης δρ. 200, ο κ. Μπουζιανάκης 100, ο κ. Σκανδάλης 130, ο κ. Ξανθουδάκης δρ. 50, ο κ. Μαντωνανάκης δρ. 50, Σταμ. Αθανασίου δρ. 50 και αναλόγως το κατώτερον προσωπικόν 221.
Ο Δήμαρχος είχε αναθέσει σε δύο υπαλλήλους του Δήμου
(Χουλιόπουλος, Μπιτσάκης) την επίβλεψη και προστασία, εξυπηρέτηση και συμπαράσταση των προσφύγων εκ μέρους του Δήμου. 222
Δραματικές περιγραφές της κατάστασης των Ποντίων
προσφύγων βλέπουν το φώς της δημοσιότητας 223 ενώ οι επώνυμες κυρίες της πόλης συνεχίζουν να διενεργούν εράνους και εργάζονται υπεράνθρωπα για την ανακούφισή τους. 224
΄Αρχισε αυθόρμητα η παροχή διαφόρων βοηθημάτων σε
χρήμα και είδη για τους πρόσφυγες, ενώ η διεύθυνση του Κινηματοθεάτρου του Δημοτικού Κήπου επροτίθετο να δώσει υπέρ αυτών ευεργετική παράσταση. 225
Με την ελευθεροκοινωνία των Ποντίων, πολλοί Χανιώτες
αλλά και χωρικοί πήγαν στα καταλύμματά τους και 219 Εφημ. «Νέα ΄Ερευνα», φ. 2906/2‐8‐1922 και φ. 2907/3‐8‐1922 και Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1494/4‐8‐1922 220 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1494/4‐8‐1922 221 Εφημ. «Νέα ΄Ερευνα», φ. 2907/3‐8‐1922 222 Εφημ. «Νέα ΄Ερευνα», φ. 2910/6‐8‐1922 223 Εφημ. «Νέα ΄Ερευνα», φ. 2912/9‐8‐1922 224 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ.1454/14‐8‐1922 225 Εφημ. «Νέα ΄Ερευνα», φ. 2916/13‐8‐1922 και «Κήρυξ», φ. 2097/9‐8‐1922 196
προσέλαβαν αρκετούς από αυτούς για να εργασθούν σε καταστήματα, οικιακές εργασίες αλλά και στη γεωργία, οι ενδιαφερόμενοι για την πρόσληψη των Ποντίων, έπρεπε –όπως προαναφέρθηκε‐ πρώτα να υποβάλουν προφορική αίτηση στον Δήμαρχο Χανίων για την έγκριση του θέματος. 226
Από τον Αλικιανό, η υπό τη προεδρία του ιερέως και των
Επιτρόπων σχηματισθείσα Επιτροπή, συνέλεξε διάφορα εγχώρια προϊόντα (πατάτες, κρεμμύδια, σταφύλια, καρπούζια κ.λ.π.) αλλά και άλλα είδη τροφίμων, τα οποία θα παρέδιδε στην κεντρική Επιτροπή για διανομή στους πρόσφυγες. 227 Παράλληλα Επιτροπή που απετελείτο από τον Πρόεδρο των αρτοποιών Εμμ. Γκαζή και τους Παπασταματάκη, Πυροβολάκη και Δασκαλάκη παραδίδει το ποσόν των 500 δρχ. εκ μέρους του Συλλόγου τους για τους Ποντίους. 228
Αλλά και στο Ηράκλειο φθάνουν με το ατμόπλοιο
«Γένουα» εξακόσιοι περίπου πρόσφυγες από την Κιλικία και στεγάζονται στα παραπήγματα του Δημοσίου πάνω από τη Χανιώπορτα. 229 Η ΑΦΙΞΗ ΤΩΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΩΝ ΣΤΑ ΧΑΝΙΑ
Στις αρχές Αυγούστου 1922, 8.000 περίπου πρόσφυγες από
το Κάρς, Αργυρούπολη, και Ερζερούμ είχαν συγκεντρωθεί στη Ρωσική πόλη Κονβάν, ύστερα στο Βατούμ της Γεωργίας και από εκεί με το ατμόπλοιο «Νικόλαος – Κων/νος» μεταφέρθηκαν στην Κων/πολη, στη Θεσ/νίκη και τέλος στο λοιμοκαθαρτήριο
226 Εφημ. «Νέα ΄Ερευνα», φ.2915/12‐8‐1922 και «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1453/13‐8‐1922 227 Εφημ. «Νέα ΄Ερευνα», φ. 2917/14‐8‐1922 228 Εφημ. «Νέα ΄Ερευνα», φ. 2918/16‐8‐1922 229 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1455/17‐8‐1922 197
του Αγ. Γεωργίου, απ’ όπου και διαμοιράσθηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. 230
Με επιταγμένα ατμόπλοια αρχίζουν να φτάνουν οι
πρώτοι πρόσφυγες που κατάγονταν από τα εκκενωθέντα τμήματα της Μ. Ασίας και που είχαν ακολουθήσει τον Ελληνικό Στρατό κατά την αποχώρησή του, για να αποφύγουν τη σφαγή και τον εξανδραποδισμό. 231
Το ατμόπλοιο “Υπεροχή” μεταφέρει στον Πειραιά τον
Διοικητή Σμύρνης και όλους τους υπαλλήλους της Αρμοστείας καθώς και τα αρχεία, το ατμόπλοιο “Μετέωρα”, προερχόμενο από τη Χίο μεταφέρει στα Χανιά πάνω από δύο χιλιάδες οπλίτες του Μικρασιατικού Μετώπου που κατάγονται από τους δύο δυτικούς νομούς (οι Ρεθεμνιώτες αναχωρούν δια ξηράς αυθημερόν) ενώ το ατμόπλοιο “Ελευθερία” φθάνει στη Σούδα με άλλους Κρήτες στρατιώτες. 232
Στο Χανιώτικο λιμάνι καταπλέει επίσης το ατμόπλοιο
«Ρούμελη» με 500 στρατιώτες, (50 καταγόμενοι από τα Χανιά αποβιβάζονται εδώ) και το πλοίο αναχωρεί για το Ηράκλειο από όπου κατάγονταν οι υπόλοιποι. 233 Αλλά και από το πλοίο “Ιθάκη” αποβιβάζονται στη Σούδα 200 Χανιώτες στρατιώτες και υπόλοιποι 600 μεταφέρονται στο Ρέθυμνο και Ηράκλειο. 234
Συνεχίζεται η μεταφορά προσφύγων στην Κρήτη: με το
ατμόπλοιο “Μετέωρα” έρχονται 1500 άτομα ενώ αναμενόταν επίσης το ατμόπλοιο “Νείλος” με αριθμό στρατιωτών και 300 τούρκους αιχμαλώτους. Και στο Ηράκλειο επίσης φθάνουν άλλοι 600 και δημιουργείται επιτροπή εράνου για την περίθαλψή τους. 230 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2910/6‐8‐1922 231 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1461/24‐8‐1922 232 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2935/6‐9‐1922 233 Εφημ. «Νέα ΄Ερευνα», φ. 2936/7‐9‐1922 234 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, φ., 2938/9‐9‐1922 198
Η Κρήτη δέχεται όλο και περισσότερους πρόσφυγες
δεδομένου ότι, λόγω συρροής πολλών Μικρασιατών στην Αθήνα και τον Πειραιά, η κυβέρνηση αποφασίζει όλοι οι ερχό‐ μενοι εφεξής να αποστέλλονται στο Νησί καθώς και στις Κυκλάδες. 235
Το ατμόπλοιο “Νείλος” φθάνει τελικά, από τον Πειραιά
και τα Νησιά του Αρχιπελάγους, στο Ηράκλειο και αποβι‐ βάζονται εκεί 500 περίπου στρατιώτες και 100 στα Χανιά μαζί με 150 τούρκους αιχμαλώτους και ξεφορτώνονται 300 σάκκοι αλεύρων προορισμένων για το στρατό.
Με τηλεγραφική διαταγή του Υπ. Στρατιωτικών προς τις
Στρατιωτικές και διοικητικές αρχές ειδοποιούνται οι Μουσουλ‐ μάνοι της Κρήτης της κλάσης 1923 ότι υποχρεούνται σε κατά‐ ταξη στον Ελληνικό στρατό μαζί με τους Χριστιανούς. 236
Με το επίτακτο ατμόπλοιο “΄Αγιος Σπυρίδων” φθάνουν
στα Χανιά αρκετοί και πάλι πρόσφυγες, όλοι από τα περίχωρα της Σμύρνης, και τοποθετούνται προσωρινά στο Στρατώνα δίπλα στον Κήπο, στα διάφορα διαμερίσματα της Μοιραρχίας και στον Φιρκά. 237
Φθάνουν άλλοι 2.000 περίπου Μικρασιάτες πρόσφυγες με
το ατμόπλοιο “Ευγενία Σ. Εμπειρίκου” και κατανέμονται από την Επιτροπή σε διάφορα οικήματα και συγκεκριμένα στη Μου‐ σουλμανική Σχολή της συνοικίας Καστέλλι και αλλού, διατυ‐ πώνονταν μάλιστα αμφιβολίες για την έναρξη των μαθημάτων των Σχολών, αφού τα οικήματά τους ήταν κατειλημμένα από τους πρόσφυγες.
Ας σημειωθεί ότι από το αυτό πλοίο είχαν αποβιβασθεί
προηγουμένως άλλοι 5000 Μικρασιάτες στο Ηράκλειο και 235 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2941/13‐9‐1922 236 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2942/14‐9‐1922 237 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2944/18‐9‐1922 199
Ρέθυμνο, ενώ με το ατμόπλοιο “Κλειώ” έρχονται από τον Πειραιά περίπου 200 στρατιώτες και χωροφύλακες αδειούχοι και απολυόμενοι, μαζί με τους πρόσφυγες. 238 Καταφθάνουν όλο και περισσότεροι δυστυχισμένοι, άλλοι 9.000 περίπου, στην Κρήτη, με αποτέλεσμα να υπάρχει πλέον φοβερό πρόβλημα στέγασής τους και να ζητείται ακόμη και από τον Επίσκοπο να εξοικονομήσει και παραχωρήσει χώρους της Εκκλησίας για την αντιμετώπιση του επιτακτικού αυτού θέματος. 239
140.000 ακόμη πρόσφυγες αναχωρούν από τη Σμύρνη με
17 ατμόπλοια ναυλωμένα από τις Αμερικανικές Αρχές. Στη Σούδα αποβιβάζεται τεράστιος αριθμός προσφύγων 240 ενώ με Ρωσσικό ατμόπλοιο ναυλωμένο από την Αμερικανική Κυβέρνη‐ ση αποβιβάζονται άλλοι 500 πρόσφυγες στα Χανιά και υπό‐ λοιποι σε Ρέθυμνο, Κολυμπάρι, ΄Αγιο Νικόλαο και αλλού. 241
Με τελικό προορισμό τη Θήβα αναχωρούν 1000 πρόσφυ‐
γες, με τι επίτακτο ατμόπλοιο «Άρης», ενώ το ίδιο πλοίο θα επέστρεφε στην Κρήτη και συγκεκριμένα στο Ηράκλειο από όπου θα παραλάμβανε περίπου άλλα 2000 άτομα που θα αποβιβάζονταν στις παραλιακές πόλεις της Πελοποννήσου, για εγκατάσταση εκεί. 242 Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Και ενώ το Υπουργείο Περιθάλψεως τηλεγραφεί στη
Γενική Διοίκηση Κρήτης ότι οι πρόσφυγες από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας που είχαν καταφύγει στη Σμύρνη θα διανέμοντο 238 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1483/20‐9‐1922 239 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1486/22‐9‐1922 240 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, Φ. 2950/25‐9‐1922 241 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1495/4‐10‐1922 242 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1653/9‐12‐1922 200
στα Νησιά και φυσικά στην Κρήτη και παρήγγειλε για την εξεύρεση καταλλήλων οικημάτων για τη στέγασή τους, το Υπουργείο Στρατιωτικών τηλεγραφούσε στην Εισαγγελία Χανίων ότι θα αποστελλόταν στην Πόλη περίπου 1000 τούρκοι κατάδικοι από τη Σμύρνη. Η Εισαγγελική Αρχή όμως ανέφερε ότι δεν υπήρχαν στην Κρήτη φυλακές για τόσο μεγάλο αριθμό κατάδίκων και συνεπώς έπρεπε να ματαιωθεί η αποστολή τους. 243
Αλλά υπάρχουν και αντιρρήσεις για τη στέγαση
προσφύγων στο Μουσουλμανικό Δημοτικό Σχολείο στη συνοικία Καστέλλι Χανίων, εφ’ όσον οι χώροι του ήταν πολύ περιορισμένοι για να στεγάσουν τους 450 πρόσφυγες που είχαν μεταφερθεί εκεί. Η τοποθέτηση τόσο πολλών προσφύγων στο μέσον πολυπληθούς συνοικίας εγκυμονούσε τον κίνδυνο της μετάδοσης επιδημικών νοσημάτων στους κατοίκους. Σε άλλα μέρη, για την περιφρούρηση της υγείας των πολιτών αλλά και των προσφύγων είχαν δημιουργηθεί έμπεδα εκτός των πόλεων και όλοι αυτοί στρατωνίζονταν σε σκηνές. 244
Όμως τα βάσανα των προσφύγων δεν τελειώνουν. 1500
πρόσφυγες, η πρώτη αποστολή από τη Μ.Α., παραμένουν άστεγοι, στο ύπαιθρο, περιμένοντας να κινηθούν οι διαδικασίες για την επίταξη και παραχώρηση των κλειστών και ακατοι‐ κοίτων οικημάτων, για να στεγασθούν επιτέλους. 245
Και εγείρονται αμφιβολίες επίσης για την τύχη των
ρεβόλβερ και φυσιγγίων που κατασχέθηκαν κατά την άφιξη των Μικρασιατών, αν δηλαδή αυτά παραδόθηκαν στις αρμό‐ διες αρχές. 246
243 Εφημ.. «Κήρυξ», φ. 2113/28‐8‐1922 244 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2938/9‐9‐1922 245 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2942/14‐9‐1922 246 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1479/14‐9‐1922 201
Ας σημειωθεί ότι μέχρι την τελευταία εβδομάδα του
Σεπτεμβρίου 1922 είχαν φθάσει στα Χανιά πάνω από 17.000 Μικρασιάτες (φωτο19) που στεγάσθηκαν στον Ιταλικό Στρατώ‐ να, στη Σχολή Χωροφυλακής, στο Παρθεναγωγείο, στη Μουσουλμανική Σχολή, στο κενό τζαμί του Κάτωλα, στο Γυμνάσιο και σε πλείστα κενά οικήματα. 247
Η Επιτροπή Περίθαλψης των Προσφύγων προχωρεί
εσπευσμένα στην επίταξη όλων των κενών οικιών αφού όλα τα σχολεία και τα άλλα κοινοτικά και δημόσια ιδρύματα ήταν πλέον ανεπαρκή, για τη στέγασή τους, αν και αρκετοί πολίτες δυσανασχετούν και εγκαθιστούν συγγενείς τους στα κενά οικήματα ώστε να αποφύγουν την επίταξη. Η Επιτροπή παρακαλούσε τους κατόχους κενών οικιών και καταστημάτων να τα δηλώσουν ώστε να χρησιμοποιηθούν από τους Μικρασιά‐ τες, και ότι θα προχωρούσε και στην επίταξη των οικημάτων εκείνων που γνώριζε ότι φιλοξενούσαν εκτάκτως συγγενείς των ιδιοκτητών για να αποφύγουν την δέσμευση του ακινήτου.
Λίγο αργότερα επίσης επιτάσσεται και η αίθουσα του
Φιλολογικού Συλλόγου “Χρυσόστομος”, με αποτέλεσμα να ανασταλούν προγραμματισμένες εκδηλώσεις του. 248
Ο Πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής Ν. Ζουρίδης
προτείνει την εγκατάσταση προσφύγων στους πάνω από 200 συνοικισμούς του Νομού Χανίων, οπότε κατά τους σχετικούς υπολογισμούς θα έβρισκαν στέγη και απασχόληση περίπου 8.000 Μικρασιάτες, με την προϋπόθεση ότι κάθε χωριό θα μπορούσε να φιλοξενήσει περίπου 40 άτομα, με τη συμπαρά‐ σταση της πολιτείας που θα παρείχε κυρίως τον απαιτούμενο άρτο γι΄ αυτούς. 249 247 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2947/22‐9‐1922 248 Εφημ. «Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2950/25‐9‐1922 249 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1489/25‐9‐1922 202
Για τη στέγαση των προσφύγων είχε συγκροτηθεί επιτρο‐ πή επιτάξεων αναλόγων οικημάτων, η οποία και ήταν η μόνη αρμόδια για το σκοπό αυτό. Η Επιτροπή απετελείτο από τους: Κ. Μανουσάκη, Π. Σεϊμένη, Ι. Λούβαρη, Αντ. Φουντουλάκη, Μιχ. Αρπακουλάκη και Εμμ. Παπαγιαννάκη. 250
Δυστυχώς τα προσφυγικά πράγματα πάνε από το κακό
στο χειρότερο δεδομένου ότι η κυβέρνηση αφαιρεί αρμοδιότητες από την ιδιωτική Πρωτοβουλία ως προς την επίβλεψη της εγκατάστασης των Μικρασιατών, για να επιληφθεί η ίδια του θέματος, με αποτέλεσμα οι πρόσφυγες να μην έχουν λάβει ού‐ τε χρήματα, ούτε τροφή, σε διάστημα 10 ημερών. Απεστάλησαν τουλάχιστον κλινοσκεπάσματα και λοιπά χρειώδη, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει και την κάλυψη των αναγκών τους. 251
Εγείρονται και πάλι σχόλια και επιρρίπτονται ευθύνες
στην Επιτροπή Περιθάλψεως για την κατάσταση συντήρησης αλλά και στέγασης των προσφύγων, αλλά και για την απαράδεκτη πολλές φορές συμπεριφορά τους στους χώρους που στεγάζονται, και κυρίως στην Οθωμανική Σχολή, που θα μπορούσε να επιφέρει ακόμη και επιδημία πανώλους. Αλλά και εκφράζονται παράπονα για την συνέχιση της στέγασής τους σε σχολεία της πόλης, με αποτέλεσμα οι μαθητές να χάνουν τα μαθήματά τους.
Η Επιτροπή περιθάλψεως αναγκάζεται να επισημάνει ότι
τα διανεμόμενα στους πρόσφυγες είδη προέρχονται αποκλεισ‐ τικά και μόνο από τον έρανο που πραγματοποιούσε και τη δωρεά της ΄Ελενας Βενιζέλου. 252 (φωτο20)
Ύστερα από την εξεύρεση καταλλήλων οικημάτων για τη
στέγασή τους, μεταφέρονται οι πρόσφυγες που έμεναν ακόμη 250 Εφημ. «Νέα ΄Ερευνα», φ. 2953/29-9-1922 251 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1505/14-10-1922 252 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1520/1-11-1922
203
στα σχολικά κτίρια στα Δικαστήρια και στο Κούμ Καπί και έτσι τα παιδιά των συνοικιών αυτών μπορούν πλέον να παρακολου‐ θήσουν τα μαθήματά τους.
Και ένα μικρό παράδειγμα ότι μέσα στην δυστυχία
ανθίζει δειλά το λουλούδι της ελπίδας και της ζωής: Ο Σωτήριος Τσομάνης, αφυπηρετήσας εθελοντής στρατιώτης και η Μαρία Ιγγλέζα, Μικρασιάτες πρόσφυγες και οι δύο, ενώνονται με τα δεσμά του γάμου, στην προσωρινή κατοικία τους, τη Μουσουλμανική Σχολή του Καστελλίου. 253
Στα τέλη Δεκεμβρίου 1922 η εκκένωση της περίφημης
αίθουσας του Φιλολογικού Συλλόγου «Χρυσόστομος» από τους πρόσφυγες κρίνεται πλέον αναγκαία, όχι μόνο γιατί η πόλη στερείται μιας τόσο αξιόλογης αίθουσας πολλαπλών εκδηλώ‐ σεων, αλλά και γιατί αυτή η αίθουσα θα μπορούσε να συγκεντρώσει αρκετό κόσμο σε εκδηλώσεις Φιλανθρωπικών σκοπών, που και πάλι θα ήταν προς όφελος των προσφύγων. Η ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
Στα ανάκτορα της Αθήνας, υπό την προεδρία της
βασίλισσας Σοφίας, επρόκειτο να συνέλθει τον Σεπτέμβριο μεγάλη επιτροπή στην οποία θα μετείχαν οι Υπουργοί Εσωτε‐ ρικών και περίθαλψης καθώς και άλλα εξέχοντα και σημαί‐ νοντα πρόσωπα για να αντιμετωπίσουν το θέμα της προστα‐ σίας και υλικής βοηθείας των νέων προσφύγων με τη διενέρ‐ γεια πανελλαδικών εράνων, την οργάνωση συσσιτίων και γραφείων εύρεσης εργασίας. Και στην Κρήτη ο Γενικός Δ/ντής Καρπετόπουλος, απαντώντας σε τηλεγράφημα του Υπουργ. Περίθαλψης τονίζει ότι αν και η Κρήτη είχε δεχθεί μέχρι τώρα 253 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1528/10‐11‐1922 204
τους περισσότερους πρόσφυγες, δεν θα δίσταζε σε τέτοια επιτακτική ανάγκη εθνικής ανάγκης, να δεχτεί και άλλους, ζητούσε όμως την αποστολή σκηνών για την προσω‐ρινή στέγασή τους. 254
Ως προαναφέρθηκε οι πρόσφυγες έρχονταν στη Κρήτη
κατά κύματα. Στηλιτεύεται όμως από τον Τύπο η σχετική αδιαφορία που παρατηρείται κατά την άφιξή τους. Σύμφωνα με το δημοσίευμα μόνο μερικές ευαισθητοποιημένες κυρίες και δεσποινίδες της πόλης (αναφέρονται ονομαστικά), ο μεγαλο‐ βιομήχανος της πόλης Κων/νος Μανουσάκης και ο πατέρας του, και ο Γερμανός και ΄Αγγλος υπήκοοι Καμεράϊτ και Γκάττ αντίστοιχα, ενδιαφέρθηκαν για τα ατυχή θύματα που έφθασαν σε άθλια κατάσταση στα Χανιά, και τους προσέφεραν νερό, κονιάκ, ψωμί, καφέδες και ένα στοργικό λόγο παρηγορίας. Ο Μανουσάκης μάλιστα λίγο αργότερα προσφέρει επίσης για τις ανάγκες των Μικρασιατών 1000 οκάδες σαπουνιού. 255 (φωτο21)
Σε πρωτοσέλιδο της Εφημερίδας Νέα ΄Ερευνα γίνεται
συγκινητική έκκληση για την περίθαλψη των δύσμοιρων προσφύγων:
Μέσα εις τον εσμόν των ρακενδύτων ανθρώπων, μέσα εις
τα ορφανά παιδιά της πατρίδος, τα οποία περιφέρονται εις τας οδούς μόνα, αφού είδαν να σπαράσσουν υπό την αιμοσταγή μάχαιραν του τυράννου, οι γονείς των, οι αδελφοί των, μέσα λέγομεν εις την πληγωμένην αυτών ψυχήν, άς κατευθύνη ο καθ’ εις εξ ημών τον νούν του και αναλογιζόμενος την μεγάλην συμφοράν, άς πράξη υπέρ των θυμάτων της εθνικής τραγωδίας, ο,τι θα ήθελε να πράξουν δι΄αυτόν οι άλλοι εάν ευρίσκετο υπό παρομοίας συνθήκας. 254 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2936/7‐9‐1922 και φ. 2944/18‐9‐1922 255 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2944/18‐9‐1922 205
Φέρουν μαζί τους το μέγεθος της καταστροφής. Οι
ευτυχείς άνθρωποι της χθές κλίνουν ρακένδυντοι, πεινώντες εις τας αγκάλας των φιλανθρώπων.Ανοίξατέ τας στοργικά εις τας ορφανάς οικογενείας και δώσοτε θαλπωρήν εις τα ριγούντα ορφανά, μωρά εξαφανισθέντων μητέρων. Ανοίξατε τας αγκάλας και δώσατε ένα τεμάχιον από την καρδιάν σας εις τας ημικατακρεουργημένας νεάνιδας, που τρέμουν έμπροσθέν σας. Αι οικογένειαι και τα νοσοκομεία άς ανοίξουν τας πύλας των δια τους ασθενείς και οι ιατροί άς λάβουν ενδιαφέρον υπέρ των πασχόντων.
Αι Μοναί ας μετριάσουν την παχυλήν τράπεζαν δια να
δώσουν ένα μέρισμα εξ αυτής εις τους πεινώντας. Αι κυρίαι και δεσποινίδες ας εγκαταλείψουν προσκαίρως τας οικιακάς απασ‐ χολήσεις των και ας στρέψουν όλαι την προσοχήν των, την δραστηριότητά των, το ενδιαφέρον των, δια τα θύματα της Κεμαλικής θηριωδίας. Η ευαίσθητος γυναικεία ψυχή πρέπει πάντοτε να είναι παρά το πλευρόν της πασχούσης αυτής μερίδος των Ελλήνων.
Ό,τι γίνεται σήμερον από ιδιωτικήν πρωτοβουλίαν από τας
οργανωμένας επιτροπάς είναι σταγών εν τω Ωκεανώ και σήμερον ιδία αλλά και δια την αύριον, ότε αναμένεται ο διπλασιασμός του νύν αριθμού των προσφύγων.
Η Επιτροπή κινείται προς όλα τα σημεία, εξαντλείται,
εργάζεται υπερανθρώπως και μαζί με αυτήν το προεδρείον του συσσιτίου. Και όμως δια μία τοιαύτην κολοσσιαίαν εργασίαν είναι ανεπαρκής. Και εάν δεν ακούηται παράπονον από τα στόματα των καλών αδελφών μας ποίος εξ ημών δεν πιστεύει ότι δεν θα μένει κρύφιον ανεκδήλωτον εις την ευγενή καρδίαν των, διότι μέσα εις τον ογκώδη αυτόν αριθμόν θα έμειναν και τινες απροστάτευτοι;
206
Η Επιτροπή δεν ανέλαβε κατ’ αποκοπήν το έργον της
περιθάλψεως. Η φροντίς ανήκει εις ολόκληρον την κοινωνίαν, εις τον αριστοκρατικόν ιδίως κόσμον της πόλεως, τας δεσποινίδας, τας κυρίας και τους πλουσίους. Είναι εκείνοι οι οποίοι έχουν το πρώτιστον καθήκον να κινηθούν και οι οποίοι μέχρι της στιγμής δεν ενεφανίσθησαν. Προς αυτούς ως υποχρέους κατά πρώτον λόγον αποτείνεται η επιτροπή και αυτών ζητεί την επικουρίαν. Άς λάβουν θέσιν όλοι οι δυνάμενοι εις το Εθνικόν ΄Εργον της περιθάλψεως των προσφύγων ο καθ’ εις κατ’ ιδίαν και εν συνόλω. Είναι η υπερτάτη φωνή της Εθνικής συνειδήσεως καλού‐ σα την ευγενή Κρητικήν ψυχήν να επουλώση τας χαινούσας πληγάς των φιλοξενουμένων δυσμοίρων αδελφών μας. 256
Η ανταπόκριση του λαού στις συνεχείς εκκλήσεις αλλά
και στη διαπιστωμένη και πραγματική δυστυχία των προσ‐ φύγων είναι πλέον μεγάλη. Οι κυρίες του Οικονομικού Συσσιτίου εργάζονται πυρετωδώς καθημερινά για τη σίτηση 3500 περίπου προσφύγων (φωτο22) ενώ η σύζυγος του Δημάρχου Χανίων, Ελένη Μουντάκη, αποκτά δικαιωματικά τον τίτλο της “Μάνας” για τη συνεχή φροντίδα της προς τους Μικρασιάτες. Οι ανάγκες τους είναι μεγάλες σε εσώρουχα, ρούχα και οικιακά σκεύη αλλά και ιατρική περίθαλψη, αφού υποφέρουν από ασθένειες και κακουχίες. 257
Οι εκκλήσεις για την αρωγή των προσφύγων συνεχί‐
ζονται και αξίζει να παρατεθεί η έκκληση του Επισκόπου Αγαθαγγέλου: 256 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα», φ. 2946/21‐9‐1922 257 Εφημ.“Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1486/22‐9‐1922 207
ΠΡΟΣΚΛΗΣΙΣ Προς τας φιλανθρώπους Κυρίας και δεσποινίδας των Χανίων η Επισκοπή απευθύνει την κατωτέρω πρόσκλησιν:
Φιλάνθρωποι Κυρίαι και Δεσποινίδες,
Το θέαμα των εν Σούδα αφιχθέντων προσφύγων αδελφών μας είναι οικτρότατον. Παρακαλείσθε λοιπόν άπασαι όπως εν ονόματι της φιλανθρωπίας σπεύσητε φέρουσαι μεθ’ υμών ότι έχει εκάστη πρόχειρον είτε σκεύος είτε τρόφιμον είτε ένδυμα να σώσητε την ζωήν και να καλύψητε την γύμνωσιν των εκ της πείνης και των ταλαιπωριών καθ’ εκάστην στιγμήν αποθνη‐ σκόντων εις τας αγκάλας των μητέρων των αθώων παιδίων και αδυνάτων γερόντων και γυναικών.Εξέλθετε των οικιών σας να ίδητε την φρίκην και τον θάνατον πλανόμενον περί τα πρόσωπα των κινουμένων σκιών. Διατρανώσατε δια μυριοστήν φοράν τα διακρίνοντα υμάς φιλάνθρωπα αισθήματα. Ο Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελος 258
Καθημερινά δημοσιεύεται δελτίο των χρηματικών
προσφορών επωνύμων και ανωνύμων πολιτών υπέρ των Μικρασιατών, ενώ προσφέρονται επίσης δωρεές στο Οικονο‐ μικό Συσσίτιο για τη σίτισή τους. 259 Ο Επίσκοπος της Καθολικής Εκκλησίας των Χανίων παρακαλεί όλους τους καθολικούς να συνεισφέρουν το κατά δύναμη υπέρ των προσφύγων της Μικρά Ασίας, και να διαβι‐ βάζουν τις προσφορές τους σ’ αυτόν, ενώ ο Επίσκοπος Αγαθάγ‐ γελος απευθύνει και νέα έκκληση προς τους πολίτες:
258 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1488/24‐9‐1922 259 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1488/24‐9‐1922 208
Χριστιανοί!
Είδατε με τα μάτια σας, ότι δυστυχή όντα, παιδία, γυναίκες,
άνδρες εκ των καταφυγόντων εδώ προσφύγων αποθαίνουν κάθε ημέραν, τινές μάλιστα αυτών και εις τους δρόμους. Η επιτροπεία των προσφύγων και αι αρχαί, με όλην την καλήν θέλησιν και προθυμίαν την οποίαν κατέβαλλο έως τώρα, είναι αδύνατον να επαρκέσουν εις τας μεγάλας και πολλαπλάς ανάγκας των προσφύγων.(φωτο23)
Πολύ ολιγώτερον δύναται να επαρκέση η Κυβέρνησις και το
Δημόσιον Ταμείον δια να αντιμετωπίσουν τόσην συμφοράν. ΄Ανθρωποι, αδελφοί μας, διανυκτερεύουν εις τους δρόμους και τας προκυμαίας με μικρά παιδία.
Εγράψαμεν εις τας επαρχίας παρακαλούντες τους
κατοίκους αυτών να δεχθώσι πρόσφυγας και θα το πράξουν ευχαρίστως, αλλά και πάλιν το φοβερόν πρόβλημα θα μείνη άλυτον. Ο χειμών επίκειται και με αυτόν θα ενσκήψουν επιδη‐ μικοί νόσοι και θα πολαπλασιασθούν οι θάνατοι, θα διακινδυ‐ νευθή δε σοβαρώς η υγεία της πόλεως και η δημοσία τάξις. Υπολείπεται ακόμη εν γενναίον μέτρον. Υπολογίζομεν ότι 2.500 οικογένειαι εκ των κατοικουσών την πόλιν των Χανίων και τα περίχωρα δύνανται εκάστη να παραλάβη έν τουλάχιστον παιδί ηλικίας 6‐14 ετών και να αναλάβη την περίθαλψίν του. Με αυτόν τον τρόπον λύονται τουλάχιστον τα 2/20 του προβλήματος, σώζονται δηλαδή 2‐3 χιλιάδες ανθρωπίνων τρυφερών υπάρξεων. ΄Οσοι αισθάνεσθε το χριστιανικόν, το ανθρώπινον αίσθημα, της αληθούς προς τον πλησίον αγάπης, σπεύσατε εις τους καταυλι‐ σμούς και κατασκηνώσεις των προσφύγων και παραλάβητε έν ή πλείονα έκαστος παιδία. Σπεύσατε οικειοθελώς και με την συναίσθησιν ότι εκτελείτε έν ευγενές και φιλάνθρωπον έργον, να
209
πράξετε εκείνο το οποίον, ίσως η Πολιτεία αναγκαστικώς θα επιβάλη.(φωτο24)
Ανοίγεται αμέσως ονομαστικός κατάλογος των φιλανθρώ‐
πων εκείνων οίτινες θα σπεύσουν εις την εκτέλεσιν του επιτακτικού τούτου καθήκοντος, θα δημοσιεύεται δε ο κατάλογος ούτος καθ’ εκάστην δια των εφημερίδων.
Ο Πρόεδρος της Κεντρικής Περιθάλψεως και Επιτροπείας
Επίσκοπος Κυδωνίας και Αποκορώνου.
ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ 260
Αλλά η κατάσταση των Μικρασιατών είναι απελπιστική
και ελλείπουν και τα πιο στοιχειώδη είδη οικιακής χρήσης. Και δια του Τύπου ζητούνται μέχρι και άδεια δοχεία γάλακτος για να χρησιμοποιηθούν ως ποτήρια. Παράλληλα, με εκκλήσεις, ζητούνται ρούχα, εσώρουχα και εξώρουχα και κλινοσκεπάσ‐ ματα, έστω παλαιά και εφθαρμένα μια και πλησίαζε ο χειμώ‐ νας και η κατάσταση θα γινόταν ακόμη χειρότερη. 261
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Περιθάλψεως, Επίσκοπος
Αγαθάγγελος αποστέλλει τηλεγράφημα στην ΄Ελενα Βενιζέ‐ λου για την συνδρομή των προσφύγων και απαντά ο ίδιος ο Ελ. Βενιζέλος τηλεγραφικά:
Επειδή η σύζυγός μου είναι απησχολημένη με την γενικήν
περίθαλψιν των προσφύγων, εγώ σας αποστέλλω, συνδρομήν εκ δραχμών 80.000 εις Ναξάκην δια της Τραπέζης Εθνικής Οικονομίας.
ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ 262
260 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 2953/29‐9‐1922 και φ. 1493/30‐9‐1922 261 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1495/2‐10‐1922 262 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1495/2‐10‐1922 210
Η αλληλογραφία των προσφύγων έφτανε στην Κεντρική
Επιτροπή Περιθάλψεως προσφύγων και διενέμετο στους παραλήπτες, αρκετοί δε φιλάνθρωποι είχαν παραλάβει ορφανά προσφυγόπουλα στα σπίτια τους, οποία και ενεγράφοντο σε ειδικό μητρώο στο Γραφείο Επιτροπής Περιθάλψεως, όπου καταγραφόταν το ονοματεπώνυμο και η πατρίδα τους. 263
Αλλά για να προληφθούν δυσάρεστες καταστάσεις και
επεισόδια ανακοινώνεται από την Επιτροπή Περιθάλψεως ότι κανείς δεν θα μπορούσε να παραλάβει γυναίκα ή κορίτσι πρόσφυγα στο σπίτι του, χωρίς τη γραπτή άδεια του Επισκόπου. 264 Μεγάλοι κατάλογοι με ονόματα ορφανών που παραλα‐ μβάνονται από φιλάνθρωπους πολίτες δημοσιεύονται στον Τύπο, ενώ πραγματικές οάσεις συμπόνιας είναι η βοήθεια εύπορων ευαισθητοποιημένων πολιτών. Παράδειγμα το γεύμα σε άνω των 1000 προσφύγων με σούπα και κρέας που προσέ‐ φερε η γνωστότατη για την κοινωνική δράση της Ευαγγελία Μοάτσου, με χρήματα από το κληροδότημα του Λεωνίδα Μοάτσου. Το γεύμα προσφέρθηκε με απόλυτη τάξη με τη συμπαράσταση και επίβλεψη και άλλων δραστηριοποιημέ‐νων κυριών της πόλεως. 265 Συγκινητικότατη είναι και αξίζει να παρατεθεί η περιγραφή του προαναφερθέντος γεύματος στους πρόσφυγες αυτούς, που στεγαζόταν στην Τουρκική Σχολή της συνοικίας Καστελίου των Χανίων:
Ήτο αφαντάστως συγκινητική την παρελθούσαν Κυριακήν
και ώρα καθ’ ήν εδίδετο το εκ σούπας και κρέατος γεύμα εις τους πρόσφυγας τους στεγαζομένους εν τη Τουρκική Σχολή της συνοικίας Καστελλίου εκ της χιλιοδράχμου δωρεάς, ήν η κυρία 263 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2957/4‐10‐1922 264 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1483/20‐9‐1922 265 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1498/6‐10‐1922
211
Ευαγγελίτσα Μοάτσου έδωκεν εις τον Θεοφιλέστατον Επίσκοπον εκ του κληροδοτήματος του αειμνήστου Λεωνίδα Μοάτσου. Οι δυστυχείς καθ’ ομάδας τοποθετημένοι, και επί ημέρας όλας με άρτον μόνον τρεφόμενοι, έτρωγον μετά δακρύων το παρατεθέν έδεσμα, δεόμενοι υπέρ της ψυχής του δωρητού και ευλογούντες τας φιλανθρώπους κυρίας και δεσποινίδας, αίτινες μετά προθυ‐ μίας και εν βαθεία συγκινήσεις εκ της θέας τόσης δυστυχίας, επεριποιούντο αυτούς. Θα ήτο φιλάνθρωπον εάν ήτο δυνατόν κατά περιόδους να εδίδετο εναλλάξ εις αυτούς κατά το άνω σύστημα κρέας και ζωμός δια να συγκρατώνται αι θηλάζουσαι τα παιδάκια και οι γέροντες. Αι οργανούμεναι κατά τμήματα κυρίαι προσφέρονται δια την υπηρεσίαν αυτήν, δηλούσι δε ότι από το μεταπροσεχές Σάββατον (15 τρέχοντος) θα ευρίσκωνται ανά 2 καθ’ εκάστην μ.μ. εν τω συσσιτίω και εν τη ενοριακή Επιτροπή (Στοά Τριμάρτυρος), το τμήμα Τοπχανά, Κήπου, Νέας Χώρας, όπως δια του ενεργουμένου μηνιαίου εράνου των κυριών έρχωνται αρωγοί δια της παροχής γάλακτος εις τα ασθενή παιδάκια και γέροντες. Η επί της οργανώσεως Ευαγγελία Μοάτσου 266
Αλλά και οι Ριχάρδος και Βαπτιστίνη Κρούγερ, γνωστό‐
τατοι για το ενδιαφέρον τους για τα κοινά και το φιλανθρωπικό τους έργο, διαθέτουν τροφή, κλινοστρωμνές και άλλα χρειώδη στους πρόσφυγες, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά ότι δεν υπάρχει διαχωρισμός σε εθνικότητες και γλώσσα μπροστά στην ανθρώπινη δυστυχία. 267
266 Εφημ. «Νέα ΄Ερευνα» φ. 2958/5‐10‐1922 267 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1499/7‐10‐1922)
212
Ήδη ο Εμπορικός Σύλλογος Χανίων διενεργεί έρανο για
τους πρόσφυγες και εκδίδει δελτία των εισφορών με τα ονόματα των προσφερόντων από το υστέρημά τους πολιτών. 268
Φθάνει στα Χανιά το βοηθητικό πολεμικό πλοίο «΄Ακτιον»
και αποβιβάζει την Επιτροπή επί των προσφύγων (μετέχουν και 2 μέλη του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού) που περιοδεύει στα Νησιά. Η Επιτροπή αυτή συνεργάζεται με τον Αναπλη‐ ρωτή Γεν. Διοικητή Κρήτης Πολ. Πολυχρονίδη για τα φλέγοντα ζητήματα των προσφύγων και ο Χόμπερτ, μέλος της Αποστο‐ λής και πρόεδρος της Χριστιανικής Αδελφότητας Νέων, εκφρά‐ ζει τη χαρά του για την ευαισθησία των Χανιωτών και την ανακούφιση των προσφύγων, τηλεγραφεί δε στην Αθήνα για την αποστολή διαφόρων ειδών για αυτούς, αφού προηγουμέ‐ νως είχε πάρει σχετικές σημειώσεις. Η αποστολή αφού αφήνει στα Χανιά 25 κιβώτια γάλακτος, αναχωρεί με το ίδιο πλοίο για το Ρέθυμνο και Ηράκλειο. 269
Σε ρεαλιστικό πρωτοσέλιδο άρθρο της εφημερίδας
«Εσπερινός Ταχυδρόμος», γίνεται αναφορά στην κατάσταση των προσφύγων, στηλιτεύονται γεγονότα και φήμες και παρατίθενται προτάσεις για την αντιμετώπιση των προβλη‐ μάτων τους:
Δυστυχώς παρακολουθούντες κατά τας ημέρας αυτάς την
υπέρ των προσφύγων μέριμναν ευρίσκομεν αυτήν ακανόνιστον, κεχυμένην και άνισον.
Εκατοντάδες προσφύγων διεπόμπευον χθές και σήμερον
ανά τας οδούς την γυμνότητα και την καχεκτικότητά των, αναζητούντες εις μάτην περίθαλψιν με τα βιβλιάριά των ανά
268 Εφημ. «Νέα ΄Ερευνα», φ. 2961/8‐10‐1922 269 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1507/16‐10‐1922 213
χείρας. Οι πλείστοι εξ αυτών είνε ηναγκασμένοι να κοιμώνται επί πλακοστρώτων και λοιπών, ελάχιστα ευεργετικών τόπων.
Ενώπιον των συνθηκών τούτων ευρισκόμενοι, ενηργήσαμεν
εξέτασιν αυτών και εβεβαιώθημεν επί της ανάγκης της αμέσου λήψεως των εξής μέτρων:
1ον) Διανομή του εξ 80.000 δραχμών βοηθήματος της κυρίας
Βενιζέλου, το οποίον καταχρηστικώς πρόκειται να χρησιμο‐ ποιηθή δια την ανέγερσιν νοσοκομείου. Διότι μετά τον θάνατον το νοσοκομείον περιττεύει.
2ον) Διανομή των εράνων του Εμπορικού συλλόγου τας
οποίας η καθυστέρησις απέφερε τους επισυμβάντας θανάτους εκ πείνης.
3ον) Αντικατάστασις των απροθύμων μελών της Επιτροπής
εξ αιτίας των οποίων ευρίσκηται εις την ανάγκην να παραι‐ τούνται οι πρόθυμοι.
4ον) Εκπλήρωσις εκ μέρους των ιατρών, του ανατεθέντος
αυτοίς έργον, το οποίον συστηματικώς παρημελήθη.
5ον) Διανομή των χορηγηθέντων υπό του στρατού κου‐
βερτών.
6ον) Οργάνωσις γραφείου πληροφοριών προσφύγων
Αναμένομεν! 270
Μετά την απόφαση της Κυβέρνησης να αναλάβει η
Πολιτεία την ευθύνη της περίθαλψης των προσφύγων, ο υπεύθυνος της Επιτροπής Περιθάλψεως Γ.Σ.Ναξάκης παραιτεί‐ ται από 8‐10‐1922, δηλώνοντας συγχρόνως ότι σύμφωνα με έγγραφο της Γενικής Διοικήσεως θα παραδώσει και τη δωρεά των 80.000 δρχ. της ΄Ελενας Βενιζέλου υπέρ των προσφύγων, στην Επιτροπή Περιθάλψεως, ενώ και ο Επίσκοπος Κισάμου και Σελίνου Άνθιμος απευθύνει έκκληση στις εφημερίδες και 270 Εφημερίς «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1507/16‐10‐1922 214
πρόκριτους της περιφέρειάς του για την αρωγή των προσφύγων. 271
Η δεινή κατάσταση των Μικρασιατών όμως και οι αλλα‐
γές που είχε επιφέρει η Κυβέρνηση ως προς τις αρμοδιότητες της Επιτροπής Περιθάλψεως, δημιουργούν ήδη ερωτήματα που βλέπουν το φώς της δημοσιότητας με σχετικά σχόλια του Τύπου: Ανοικταί επιστολαί Αξιότιμε κ. Διευθυντά του «Εσπερινού Ταχυδρόμου» Εξ΄ ονόματος πολών συμπολιτών οίτινες έδωκαν το κατά δύναμιν δια τους πρόσφυγας και χάριν των δυστυχών προσφύ‐ γων που περιφέρονται εις την αγοράν, ερωτώντες χωρίς κανείς να ειμπορεί να τους διαφωτίση, παρακαλώ καταχωρήσατε εν τη εφημερίδι σας τα επόμενα ερωτήματα: Από ποίους και ποίους αποτελείται η Επιτροπή Περιθάλ‐ ψεως των Προσφύγων. Πού ευρίσκονται τα Γραφεία τους και κατά ποίας ώρας ειμπορούν οι πρόσφυγες να τους ευρίσκουν εκεί. Τι είδη μοιράζουν και τι εμοίρασαν και κατά ποίας ώρας και από πού. Από πού πληρώνουν τα επιδόματα και όσοι δεν επήραν πού να απευθύνωνται. Από όλα αυτά κανείς δεν ηξεύρει να πληροφορήση τίποτα από όσους ηρώτησα. Δια πολλούς συμπολίτας σας Β. Παπαδάκης
Σ.Ε.Τ. Συμφωνούμεν πληρέστατα με τα γραφόμενα του κ.
Παπαδάκη. Αι συχναί σπαραξικάρδιοι εν ταις οδοίς σκηναί εκ μέρους πεινώντων και αποθνησκόντων προσφύγων μας ώθησαν
271 Εφημερίς «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1508/18‐10‐1922 215
πλειστάκις εις την αναζήτησιν των Αρμοδίων. Προς όσους απετάνθημεν, ουδείς εγνώριζεν ή ανελάμβανε την ευθύνην. Ο είς παραπέμπει εις τον άλλον. Ο Α επιρρίπτει την ευθύνην εις τον Β και εν τω μεταξύ οι πρόσφυγες ευρίσκονται εις αξιοθρήνητον κατάστασιν. Δι αυτό λοιπόν κ. Παπαδάκη σας βεβαιούμεν ότι επειδή ούτε ημείς ή άλλος τις θα σας είπη την Επιτροπήν, δι αυτό να πληροφορηθήτε που ευρίσκεται ο Νοομάντης Βάϊλ, ο οποίος ήτο πέρυσιν εδώ και να του γράψητε σχετικώς, ίσως δε τότε να ανευρεθή αυτή η π ε ρ ί φ η μ ο ς Επιτροπή της περιθάλψεως των εν τη πόλει μας προσφύγων. 272
Με την αύξηση όμως του πληθυσμού της πόλης, λόγω
της έλευσης των προσφύγων, παρατηρείται, ως είναι φυσικό, πρόβλημα στην επάρκεια τροφίμων και ιδιαίτερα του σίτου, αφού τα διατιθέμενα άλευρα έπρεπε να καλύψουν τις ανάγκες 55.000 κατοίκων αλλά και 15.000 περίπου προσφύγων. Αλλά μυστήριο καλύπτει και το γεγονός της εμφάνισης μικρών δεμάτων με γλυκίσματα στα πεζοδρόμια των όχι και τόσο πολυσύχναστων δρόμων της πόλης, σε μέρη όμως που συχνάζουν οι πρόσφυγες, αλλά και η δηλητηρίαση πολλών από αυτούς, ενώ σημειώνονται και θάνατοι μικρών παιδιών που αποδίδονται στα γλυκίσματα αυτά. Του θέματος επιλαμβά‐ νεται η Χωροφυλακή που συλλαμβάνει πολλούς οθωμανούς αφού προς αυτούς στρέφονται οι υπόνοιες των προσφύγων, και παράλληλα τα γλυκίσματα αποστέλλονται στο χημείο Χανίων για εξετάσεις.
Τελικά αποδεικνύεται ότι οι Οθωμανοί δεν είχαν καμμία
ανάμιξη στο θέμα και ότι τα μικρά κουτάκια περιείχαν Ευρωπαϊκή σούπα (προφανώς κύβους) ηλικίας πολλών ετών. 273
272 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1516/27‐10‐1922 273 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος» φ. 1517/28‐10‐1922 216
Ύστερα από ενέργεια της Πολιτείας να αναλάβει εκείνη
τη φροντίδα για τους πρόσφυγες, συγκροτείται με απόφαση του αναπληρωτή Γενικού Διοικητή Κρήτης, Πολυχρόνη Πολυχρονίδη, επιτροπή Περιθάλψεως της Γενικής Διοικήσεως, που εγκρίνεται και εκλέγεται ύστερα από ενυπόγραφη απόφα‐ ση 400 και πλέον ευϋπόληπτων προσφύγων. Η υπ΄αριθμ. 13455/2‐11‐1922 απόφαση της Γενικής Δ/σεως είχε ως εξής:
Αριθ. 13455
Ανταποκρινόμενοι
εις
σχετικήν
αίτησιν
πολλών
Μικρασιατών προσφύγων και εν τη προσπαθεία να διευκολυνθή όσον το δυνατόν περισσότερον το έργον της περιθάλψεως τούτων
Αποφασίζομεν
Καταρτίζομεν επιτροπήν αποτελουμένην εκ του Παύλου
Σεϊμένη ως προέδρου και των Ηλία Χριστοφορίδου, Κωνστ. Πυλαρινού, Χαραλ. Βολανάκη, Ιωάν. Μαγιοράκη, Ελευθ. Σηφα‐ κάκη, Πέτρου Κατσανεβάκη, Παύλου Αδαμοπούλου, Κοσμά Καρύδη, Γεώργ. Τσικλή, Ανεστ. Κλάψη, και Φωκίωνος Κωνστα‐ ντινίδου ως μελών.
Έργον της επιτροπής ταύτης έσται η κατανομή της πόλεως,
και των περιχώρων εις ωρισμένα τμήματα και να ορίση επιστάτην εις έκαστον τούτων ένα εκ των προσφύγων όστις θα έχη καθήκον να εισηγήται εις την επιτροπήν ταύτην περί όλων των αναγκών των προσφύγων και να μεριμνά δια την πλήρωσιν αυτών εν τω μέτρω του δυνατού, αύτη δε έχει υποχρέωσιν να προβαίνη εις τας δεούσας ενεργείας παρά ταις διαφόροις Αρχαίς και Σωματίοις κ.λ.π. Εν Χανίοις τη 2 Νοεμβρίου 1922. Ο Ε.Χ. Γεν. Διοικητού Π. Πολυχρονίδης 274 274 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1525/6‐11‐1922 217
Με τηλεγραφική διαταγή το Υπουργείο Περιθάλψεως
ζητούσε από τους Νομάρχες να υποβάλουν κατάσταση των απολύτως αναγκαίων κλινοσκεπασμάτων και ειδών εσωτε‐ ρικού ρουχισμού για τους πρόσφυγες, ενώ επανερχόταν και πάλι η απαγόρευση μετακίνησής τους χωρίς προηγούμενη έγκριση και άδεια. 275 (φωτο25)
Δυστυχώς η ζωή της Λαϊκής Επιτροπής των προσφύγων
ήταν αρκετά βραχύβια. Λίγο πριν το τέλος του Νοεμβρίου 1922, ο πρόεδρος Παύλος Σεϊμένης, παραιτείται στις 24‐11‐1922 για λόγους υγείας και υπερβολικής κόπωσης και το παράδειγμά του ακολουθούν και τα υπόλοιπα μέλη, με αποτέλεσμα να διαλυθεί τελείως η Επιτροπή. 276
Η Επιτροπή Περίθαλψης των προσφύγων επανασυνι‐
στάται στις 8‐12‐1922 υπό την προεδρία και πάλι του Παύλου Σεϊμένη. Παράλληλα συγκροτείται ειδική επιτροπή από μου‐ σουλμάνους πολίτες που επρόκειτο να προβεί στη διενέργεια εράνου και τη διανομή βοηθημάτων στους Οθωμανούς της επαρχίας που είχαν πλέον καταφύγει στην πόλη. 277 Οι ΄Ελληνες της Αλεξάνδρειας, ύστερα από ενέργειες του Επισκόπου Αγαθάγγελου αποστέλλουν 1000 ψάθες πατώματος για τις ανάγκες των προσφύγων, ενώ μεσούντος του Δεκεμ‐ βρίου γινόταν ακόμα διανομή κλινοσκεπασμάτων και το Υπουργείο Περιθάλψεως εξουσιοδοτούσε τηλεγραφικά την Γενική Διοίκηση Κρήτης για την επίταξη ακινήτων για τη στέγαση των προσφύγων. 278
275 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1529/11‐11‐1922 276 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1542/26‐11‐1922 277 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ.1653/9‐12‐1922 278 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος, φ. 1653/9‐12‐1922 και φ. 1656/14‐12‐1922
218
Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή των προσφύγων
που βρισκόταν στην περιφέρεια των Χανίων, ηλικίας 18 έως 60 ετών, οι άνδρες ήταν 3.398 και οι γυναίκες 5.738. 279 AΓΝΟΟΥΜΕΝΟΙ Αλλά με την άφιξη και τη στοιχειώδη εγκατάστασή τους, οι πρόσφυγες αντιλαμβάνονται και το μέγεθος της προσωπικής συμφοράς τους. Οικογένειες χωρισμένες, χωρίς καμμιά είδηση, καμμιά επικοινωνία μεταξύ των μελών τους, αναζητούν εναγώνια τους αγαπημένους τους. Σε συνεχείς ανακοινώσεις στις εφημερίδες καταχωρούνται οι αναζητήσεις αγνοουμένων Μικρασιατών. Τραγικές ιστορίες δυστυχίας καταγράφονται σε μόλις ελάχιστες γραμμές. ‐ Ο εκ Βουτζά Σμύρνης Ααρών Αλεξανιάν ζητεί πληροφορίας περί της οικογενείας του απαρτιζομένης εκ της συζύγου του Ροδοθέας Αλεξανιάν και του υιού του Νοράϊρ Αλεξανιάν και εκ της θυγατρός Μαρίνας. Ο γνωρίζων τι περί τούτων παρακα‐ λείται όπως διέλθη εκ του καταστήματος Μιχαήλ Α. Σφακιανάκι και γνωρίση τούτο αυτώ. ‐ Ο Θεοφάνους Κιαχαγιάς του Χατζαντώνη ευρισκόμενος εις Χανιά ζητεί τον υιόν του Μιχαήλ και την κόρην του Ελένην. Ο γνωρίζων περί αυτών άς μας πληροφορήση. ‐ Ο υπολ/γός Μέγγος Ανδρέας ζητεί την σύζυγόν του Παναγιώταν και τα τέκνα του. Γράψατε υπολ/γόν Μέγγον Ανδρέαν. P.R. Χίον 280 ‐ O Αντώνιος Τσάκλας εκ Κουκλουτζά Σμύρνης ζητεί την σύζυγόν του Βασιλείαν μετά των τεσσάρων αυτής τέκνων ως και
279 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος, φ. 1656/14‐12‐1922 280 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος, φ. 1492/29‐9‐1922 219
τον πατέρα του Ιωάννην Τσάκλαν. Ο γνωρίζων τι άς ειδοποιήση τον κ. Σωκράτη Βεργιώνην οινοπώλην. Χανιά. 281 ‐ Zητείται από την μητέρα της Πάτραν Θεοφ. Κεχαγιά από την Τζομπανιτζάν η μικρά κόρη της Ελένη ετών 6. Η μήτηρ της ευρίσκεται εις το Γυμνάσιον. ‐ Ο Χαράλαμπος Σπηλιωτόπουλος μετά της οικογενείας του ζητεί τα τέκνα του Νικ. Σπηλιωτόπουλον, Ειρήνην Μουστακέαν και την αδελφήν της Ειρήνην. ‐ Η κυρία Μαρία Σκατέλη εξ Αγίου Κωνσταντίνου Μικράς Ασίας ζητεί τον σύζυγόν της Στέλιον Σκατέλην (Η διεύθυνσίς της είνε Σχολή Χωροφυλακής Χανίων). ‐ Ο γνωρίζων περί της τύχης του Λεάνδρου Αγγ. Παναγιωτο‐ πούλου υπαλλήλου Ταχυδρ. Σμύρνης να ειδοποιήση τον πατέρα του Αγγ. Παναγιωτόπουλον εν Χανίοις παρά τω ιατρώ Βερονίκα (συνοικία Σπλάτζια). 282 ‐ Ο Νικόλαος ΄Ομος εκ Μπαργιακλή, ευρισκόμενος εις Σούδαν Κρήτης, ζητεί τας θυγατέρας του Ειρήνην και Ευαγγελίαν. ‐ Η Αναστασία Τσουκαλά ευρισκομένη εις Χανιά ζητεί τον άνδραν της Γεώργιον Τσουκαλά. 283 ‐ Ο Θεόδωρος Καρασπύρος από Χατζάμπελε Σμύρνης ζητεί την σύζυγόν του Ανθούλα με το τριετές τέκνον του Ιωάννην. Ο γνωρίζων άς αποστείλη εις το Κατάστημα Στυλιανού Ρουμπε‐ δάκη πληροφορίας. 284
Και οι κατάλογοι με τους αγνοουμένους και την
αναζήτησή τους από τους οικείους τους συνεχίζονται σε πλείστα φύλλα του Τύπου. Η αγωνία και η απελπισία δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί στις λίγες αυτές γραμμές που
281 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1493/30‐9‐1922 282 Εφημ. «Νέα ΄Ερευνα» φ. 2957/4‐10‐1922 283 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1526/8‐11‐1922 284 Εφημ. “Εσπερινός Tαχυδρόμος”, φ. 1666/25‐12‐1922 220
αποτελούν μόνο δείγμα της τραγικότητας στην οποία είχαν περιέλθει οι περισσότεροι πρόσφυγες.
Από την Αμερικανική Επιτροπή περιθάλψεως στην
Αθήνα εκδίδονται δελτία αγνοουμένων τα οποία και αποστέλλονται και στην Νομαρχία Χανίων και διανέμονται στους πρόσφυγες, ενώ με διαταγή του Υπουργείου Περιθά‐ λψεως επιτρέπεται η μετακίνηση προσφύγων με έξοδά τους για τα προηγουμένως απαγορευμένα λιμάνια αλλά για δικαιο‐ λογημένη αιτία και επί τη βάσει ειδικών αδειών του Τμήματος προσφύγων της Νομαρχίας. 285
Και η Ερυθρά Ημισέληνος τηλεγραφεί στον ομόλογό της
Ερυθρό Σταυρό ότι η Τουρκική Κυβέρνηση είχε συντάξει τους ζητηθέντες καταλόγους των Ελλήνων αιχμαλώτων αξιωμα‐ τικών και υπαξιωματικών, αλλά και εκείνων που στο μεταξύ είχαν αποβιώσει στην αιχμαλωσία. Το ίδιο επρόκειτο να πράξει και ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, για την ενημέρωση των οικογενειών των αιχμαλώτων. 286
ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
Στις 13 Οκτωβρίου 1922 γίνεται η διανομή βιβλιαρίων
περιθάλψεως των προσφύγων από της μέλη της Επιτροπής για την απογραφή τους. Οι πρόσφυγες έπρεπε να βρίσκονται στα καταλύμματά τους για να τα παραλάβουν, γιατί χωρίς αυτά δεν θα εδικαιούντο το προβλεφθέν επίδομα. 287
Και καταλαβαίνει κανείς την απόγνωση του οποιουδή‐
ποτε δικαιούχου που είχε απωλέσει αργότερα το πολύτιμο
285 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1521/2‐11‐1922 286 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος, φ. 1653/9‐12‐1922 287 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1594/ 13‐10‐1922 221
βιβλιάριο, αφού αποτελούσε ένα είδος διαβατηρίου προς την επιβίωση:
Η σύζυγος του Κωνσταντίνου Κλειδά απώλεσε σήμερον την
πρωίαν το Προσφυγικόν της βιβλιάριον από το Μουσουλμανικόν αρρεναγωγείον μέχρι του Παρθεναγωγείου της συνοικίας Καστελλίου ένθα και κατοικεί. Παρακαλείται ο ευρών τούτο να το αποστείλλη εις τα Γραφεία μας και επιστραφεί εις τον δικαιούχον. 288
Η Γενική Διοίκηση Κρήτης ανακοινώνει ότι η πληρωμή
του επιδόματος του μηνός Νοεμβρίου αρχίζει από την 26/11 και για την ευκολία της πληρωμής ορίζονται τέσσερα Ταμεία πληρωμών στα οποία θα προσέρχονταν οι πρόσφυγες, ανά‐ λογα με το αρχικό γράμμα του επωνύμου τους, με τα βιβλιάριά τους για την είσπραξη: στο Τελωνείο, σε μια αίθουσα της Επισκοπής, στην αίθουσα του Οικονομικού Συσσιτίου και τέλος στο Δημαρχείο Σούδας, οι πρόσφυγες των χωριών της Κυδω‐ νίας, της Κισάμου, και του Σελίνου και Αποκορώνου, θα έπρεπε να απευθύνονται στα Β΄, Γ΄, και Α΄ Ταμείο αντίστοιχα. 289
Κατά την πληρωμή δε του επιδόματος, ο Γενικός
Διοικητής Κρήτης Μαυροκορδάτος με τον Τμηματάρχη της Περιθάλψεως, περιήλθε τα Ταμεία πληρωμών, επιλαμβανό‐ μενος ο ίδιος της πληρωμής του. 290
Οι πρόσφυγες της πόλης καλούνται να μην απομακρυν‐
θούν από τις κατοικίες τους την Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 1922, εφ’ όσον εκείνη την ημέρα είχε ορισθεί να γίνει έλεγχος όλων των βιβλιαρίων από δημόσιους υπαλλήλους ‐ όσοι μάλιστα θα κατείχαν μη θεωρημένα βιβλιάρια (τα οποία εθεωρούντο άκυρα) δεν θα έπαιρναν το μηνιαίο επίδομα που επρόκειτο να 288 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1666/25‐12‐1922 289 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1542/26‐11‐1922 290 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος»,φ.1544/28‐11‐1922 222
δοθεί πριν τις εορτές των Χριστουγέννων. Η χορήγηση του επιδόματος επρόκειτο να σταματήσει από τον Ιανουάριο του 1923. Και επειδή το ζήτημα των προσφύγων θεωρείται εξαιρετικά σοβαρό, αλλά και η Πολιτεία με τα μέσα και τους πόρους που διαθέτει δεν επαρκεί για την κάλυψη των επιτακτικών αναγκών τους, ο Υπουργός Περιθάλψεως Α. Δοξιάδης απευθύνει συγκινητική έκκληση, στους ΄Ελληνες για την αρωγή του 1.000.000 δυστυχισμένων προσφύγων που είχαν καταφύγει στην πατρώα γή. 291 (φωτο26) ΕΡΑΝΟΙ
Αλλά βέβαια τα τεράστια έξοδα συντήρησης τόσου
μεγάλου αριθμού προσφύγων δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν εύκολα. Εκκλήσεις για τη συμπαράσταση των προσφύγων δημοσιεύονται συνεχώς στις εφημερίδες, ενώ αξιοσημείωτη είναι η παρακάτω επιστολή ευαισθητοποιημένου πολίτη:
Αξιότιμε κ. Διευθυντά του “Εσπερινού Ταχυδρόμου”
Συγκίνησιν ασυνήθη εδοκίμασα προχθές με την ως
πραγματικού αποστόλου του Χριστού χειρονομίαν του κ. Κ. Φραντζισκάκη διευθυντού και ιδιοκτήτου ζαχαροπλαστείου.
Ούτος αυθορμήτως και απροσποιήτως μεταβάς προχθές
κατά την αποβίβασιν εις την παραλίαν των θυμάτων της Θηρι‐ ωδίας και ιδών την ελεεινήν κατάστασιν των ατυχών προσφύγων της Μικρασίας, παραλαμβάνει την παρατυχούσαν εν αυτή εννεα‐ μελή (9) οικογένειαν και την μεταφέρει εις την οικίαν του δια να τους παραχωρήσει δύο δωμάτια. Αμέσως σπεύδει προς διαφόρους συμπολίτας και συλλέγει 700 δραχμάς δια τας πρώτας ανάγκας
291 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1658/16‐12‐1922 223
των. Εάν όλοι μας τα εξητάζομεν εξ υποκειμένου ήτοι εάν είμεθα ημείς εις την θέσιν των δυστυχισμένων αυτών σήμερον ανθρώ‐ πων, και εκάμνωμεν εν τω μέτρω των δυνάμεών μας ότι επιβάλλεται εις κάθε άνθρωπον, η δυστυχία του πλησίον θα περιωρίζετο. Αλλά δυστυχώς ολίγοι, ελάχιστοι, είνε οι σκεπτόμενοι ούτως σήμερον ότε επικρατεί ο υλισμός.
Αποστέλλω εσωκλείστως δρ. 50 να τας διαθέσητε δια τους
Μικρασιάτας πρόσφυγας είτε έχετε ανοίξει ή ού έρανον. Μετ’ εξαιρετικής αγάπης
Β. Στ. 292
Καθώς φαίνεται οι εκκλήσεις και ιδίως έκκληση του
Εμπορικού Συλλόγου Χανίων, αποδίδουν, αφού οι εισφορές τουλάχιστον από τον Εμπορικό κόσμο των Χανίων κατά τον σχετικό έρανο της Επιτροπής Περίθαλψης, αποδίδει σε μια μέρα και ως το μεσημέρι περίπου 120.000 δρχ. 293
Θέμα δημιουργείται με γνωστότατο τουρκικής καταγω‐
γής Χανιώτη κτηματία και επιχειρηματία, που είχε δηλώσει ότι προσφέρει 3.000 δρχ. υπέρ των προσφύγων, αλλά κατόπιν εμφανίζεται απρόθυμος να τα διαθέσει. 294. Και ιδού η εξήγηση που παραθέτει σε ανοικτή επιστολή του στην ίδια Εφημερίδα: Είναι αληθές ότι τας πρώτας ημέρας της εδώ αφίξεως των εκ Μ. Ασίας προσφύγων εδήλωσα ευχαρίστως εις την Επιτροπήν Περιθάλψεως προσφύγων ότι προσφέρω 3.000 δραχμάς προς περίθαλψιν αυτών. Αλλά τότε ήμην κύριος των κτημάτων μου και των προϊόντων αυτών, και ως τοιούτος είχον προβή εις την ανωτέρω δήλωσιν. Σήμερον όμως εγώ ο ίδιος είμαι πρόσφυξ, καθ’ ότι τα μετόχια μου έχουν καταληφθή υπό προσφύγων τους οποίους έστειλεν η Επιτροπή χωρίς ουδόλως να ειδοποιηθώ και 292 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1478/13‐9‐1922 293 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2946/21‐9‐1922 294 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1507/16‐10‐1922 224
λέγουσα εις τούτους ότι «αυτά είναι όλα, είνε πλέον ιδικά σας διότι ανήκουν εις σας». Αυτά λέγουν αυτοί οι ίδιοι οίτινες κατέχουν σήμερον την περιουσίαν μου. Τοιουτοτρόπως όχι μόνον υστερήθην των καρπών των κτημάτων μου, αλλά και αι προξενηθείσαι ζημίαι ανέρχονται εις πολλάς δεκάδας χιλιάδων δραχμών. Θέλω σας γνωρίσει ταύτα όταν θα επανέλθη πλήρης τάξις και δυνηθώ να μεταβώ ο ίδιος επί τόπου και εκτιμήσω αυτάς. Συνεπώς εγώ όστις σήμερον ευρίσκομαι εις την ανάγκη ν’ αγοράζω και αυτό ακόμη τό αυγό, δεν δύναμαι να προσφέρω το ποσόν των 3000 δραχμών. Μετ’ εκτιμήσεως (Ονοματεπώνυμο) 295
Αυτή του η δήλωση όμως προκαλεί θυμηδία και διάφορα
σχόλια, καθώς και ειρωνικές δηλώσεις ότι πρόκειται να διενεργηθεί έρανος για τη «αρωγή» του, επρόκειτο μάλιστα να αρχίσει να δημοσιεύεται και κατάλογος των δήθεν προσφορών υπέρ αυτού. 296
Οι δωρεές συνεχίζονται για την ανακούφισή των
δεινοπαθούντων Μικρασιατών: Ο Βενιζέλος και η σύζυγός του ως προαναφέρθηκε είχαν προσφέρει 80.000 δρχ. ο Ναύαρχος Κουντουριώτης 60.000 δρχ. ο Εμπορικός Σύλλογος με συνεχείς εκκλήσεις και εράνους, είχε συγκεντρώσει περίπου 200.000 δρχ. ενώ φυσικά συνέδραμε και το Ελληνικό Κράτος, χωρίς να υπολογισθούν οι μικρότερες δωρεές από διαφόρους. Παρά ταύτα, η καθημερινή επαιτεία ήταν γεγονός δυσάρεστο που έπρεπε, σύμφωνα με τα σχόλια, να αντιμετωπισθεί άμεσα. 297
Στα τέλη Δεκεμβρίου 1922 η ΄Ελενα Βενιζέλου από‐
δεικνύει και πάλι την ευαισθησία της και αποστέλλει στον
295 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1509/19‐10‐1922 296 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος, φ. 1523/4‐11‐1922 297 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1519/30‐10‐1922
225
Γενικό Διοικητή Κρήτης Δ. Τομπάζη – Μαυροκορδάτο το ποσόν των 50.000 δρχ. για να χρησιμοποιηθεί υπέρ των προσφύγων. 298 ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού από τη Μικρά Ασία προς
την πατρίδα είχαν σημειωθεί μεταξύ των προσφύγων μερικά κρούσματα χολέρας και εξανθηματικού τύφου, κάποια από αυτά θανατηφόρα, ενώ μετά την εγκατάστασή τους τα παιδιά προσβλήθηκαν από ιλαρά και ευφλογιά. Ευτυχώς οι ασθένειες έτειναν να εκλείψουν και μάλιστα δύο ιατροί (Παγώνης και Α. Παπαδάκης) επισκέπτονταν τους πρόσφυγες τακτικά, προσφέ‐ ροντάς τους ιατρικές περιποιήσεις και υπηρεσίες. 299
Αλλά για την ιατρική περίθαλψη των προσφύγων
ορίζονται γιατροί ανά συνοικία, τους οποίους η Επιτροπή Περιθάλψεως διορίζει για την άμεση υγειονομική αγωγή των πασχόντων: ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΕΩΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ
Φέρεται εις γνώσιν των προσφύγων ότι δια την ιατρικήν
περίθαλψιν αυτών εις έκαστον κτίριον κατοικίας, ωρίσθησαν υπό της Κεντρικής Επιτροπής Περιθάλψεως Προσφύγων οι κάτωθι αναφερόμενοι ιατροί, οίτινες πεποίθαμεν ότι εκ λόγων φιλαν‐ θρωπίας και φιλοπατρίας προθύμως θέλουσιν αναλάβει την εκτέλεσιν της ιεράς των αποστολής, ούς και παρακαλούμεν προς τούτο του παρόντος επέχοντος θέσιν και διορισμού αυτών, ήτοι: 1) Γυμνασίου και Οικ. Συσσιτίου Γρηγ. Κατζουράκης 298 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1667/27‐12‐1922 299 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα, φ. 2910/6‐8‐1922 και φ. 2953/29‐9‐1922 226
2) Ορφανοτροφείου Τερσανά, Παλαιών Φυλακών, Καστελλίου και Αρρεναγωγείου, Οθωμανικού (Καστέλλι) Κωνσταντ. Μυλο‐ ποταμίτης, Ισ. Μυλοποταμίτη. 3) Παρθεναγωγείου Τριμάρτυρος και Συνοικίας Εβραϊκής Σπυρ. Σπυριδάκης. 4) Συνοικίας Τοπανά και Αιθούσης Χρυσοστόμου Σ. Κολοκυθάς. 5) Τζαμίου Κάτωλα Βασίλ. Χατζιδάκης. 6) Σχολής Χωροφυλακής Χατζηγρηγοράκης και Μανιτάκης. 7) Ιταλικού Στρατώνος Ι. Μυλονωγιάννης. 8) Χαλέπας Γρηγ. Γεωργουδάκης. 9) Κούμ‐Καπί Γ. Παστρικάκης 10)Νέας Χώρας Αλ. Κωνσταντουλάκης. Εν Χανίοις τη 24 Σ/ρίου 1992 Ο Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελος 300
Αλλά εκτός από τα δελτία αναζήτησης αγνοουμένων
προσφύγων, (βλ. ανάλογο κεφάλαιο) άλλη θλιβερή στήλη εμφανίζεται στις εφημερίδες: Το Δελτίον Θνησιμότητας Προσφύγων. Οι άτυχοι Μικρασιάτες φαίνεται να μαστίζονται 300 Εφημ. «Νέα ΄Ερευνα»,φ. 2953/29‐9‐1922 227
από γαστρεντερίτιδα σε μεγάλο βαθμό, ενώ στο δελτίο αναγράφονται και βρέφη ή νήπια με ένδειξη θανάτου: “εξ αθρεψίας”…. Αθώες ζωούλες, χαμένες εξαιτίας της πείνας…. 301
Διαφαίνεται πλέον ο άμεσος κίνδυνος για την υγεία των
πολιτών, είτε μόνιμων κατοίκων είτε προσφύγων. ΄Ετσι πραγματοποιείται σύσκεψη του ιατρικού κόσμου των Χανίων στο Δημαρχείο και αποφασίζονται σύν τοις άλλοις και τα εξής: 1). Η αραίωσις των προσφύγων, ανά τας επαρχίας και τας μονάς, καθόσον μόνον δια του τρόπου τούτου θα είνε δυνατή η αποφυγή εξαπλώσεως επιδημικών νόσων. 2) η χρησιμοποίησις του “Καψα‐ λώνος” δι’ αντιφυματικόν ιατρείον. 3) Το κλείσιμον των παλαιών φυλακών, του οικήματος τούτου θεωρηθέντος ανθυγεινοτάτου. 4) Η επίταξις οικήματος καταλλήλου δια μαιευτήριον, των υπαρχόντων νοσοκομείων μη επαρκούντων, ένεκα των πολλών ασθενών, οίτινες, δυστυχώς, υπάρχουν. 5) Η απολύμανσις δίς τουλάχιστον της εβδομάδος των οικημάτων, όπου διαμένουσι πρόσφυγες και 6) Η καθαριότης της πόλεως, και πρό παντός των προσφυγικών οικημάτων, τη επιβλέψει της Χωροφυλακής.
Την εκτέλεση των παραπάνω θα ανελάμβανε το Υγειο‐
νομικό Τμήμα της Επιτροπής Περιθάλψεως, το οποίο ευθύς αμέσως, χάρις εις τα μέσα άτινα διαθέτει η Δημοτική μας Αρχή, ήρχισε δια προσλήψεως νέων εργατών εκ προσφύγων και δια της χρησιμοποιήσεως κάρρων, την καθαριότητα της πόλεως και των έξω συνοικισμών, η οποία ομολογουμένως γίνεται θαυμασίως. Επίσης μεθ’ ενός πρόσφυγος εργάτου, καθ’ εκάστην καταγίνεται εις την επί το τελειότερον απολύμανσις των προσφυγικών οικη‐ μάτων. Πλήν τούτων το εν λόγω τμήμα μετά σπουδής ενεργεί την εισαγωγήν ασθενών εις τα νοσοκομεία, την αποστολήν ιατρών προς επίσκεψιν ασθενών, τον ενταφιασμόν παντός θανόντος, την 301 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1494/31‐9‐1922 228
παροχήν φαρμάκων, ως και την χορηγίαν εκ της Δημοτ. αποθήκης τενεκέδων κενών, σαρώθρων και φανικού. 302
Και όντως ως φαίνεται λειτούργησε στον Καψαλώνα
νοσοκομείο μολυσματικών νόσων με ενέργειες της Γενικής Διοικήσεως Κρήτης και του Δήμου Χανίων. Διευθυντής του ήταν ο Ιατρός Ελευθέριος Μεταξάκης, τον Δεκέμβριο δε του 1922 καταχωρείται θερμό ευχαριστήριο γονέων των οποίων τα παιδιά είχαν νοσηλευθεί και θεραπευθεί εκεί. 303
Απέμειναν φυσικά να γίνουν τα υπόλοιπα τα οποία
μάλιστα είχαν προκαλέσει και συζητήσεις, έπρεπε όμως να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα τάχιστα, αφού ήδη είχαν σημειωθεί, κατά τους γιατρούς, 300 κρούσματα φυματίωσης, αλλά και 5 κρούσματα οστρακιάς, και η θεραπεία τους γινόταν στο αντιφυματικό ιατρείο. 304
Ως προς την ιατρική περίθαλψη προσφύγων πραγματικά
ενδιαφέρουσα είναι η ανακοίνωση του Γεωργ. Λελεδάκη στην εφημερίδα Νέα ΄Ερευνα: Ανακοίνωσις Προς την αξιότιμον Διεύθυνσιν της «Νέας Ερεύνης».
Παρακαλούμεν να γνωρίσητε δια της δημοσιεύσεως της
παρούσης ότι την ιατρικήν περίθαλψιν των προσφύγων των εν τω Γυμνασίω, Δημ. Σχολείω Αγίων Αναργύρων και Οικον. Συσσιτίω διαμενόντων, ανέλαβεν από της πρώτης ημέρας της αφίξεώς των εν συνεννοήσει μεθ’ ημών ο Υγιειν. Επιθεωρητής κ. Σωτ. Πατρίδης. Την δε προμήθειαν των φαρμάκων οι μαθηταί του Γυμνασίου εξ εράνου μεταξύ των. Δωμάτιον χρησιμεύει ως ιατρείον και μαθηταί και μαθήτριαι ως βοηθοί.
302 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1495/2‐10‐1922 303 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1665/24‐12‐1922 304 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1495/2‐10‐1922 229
Καθ’ εκάστην από 10‐12 π.μ. γίνεται η επίσκεψις των
ασθενών, των οποίων οι περισσότεροι είναι μικροί παίδες, παθόντες εκ των κακουχιών και της κακής διαίτης. Εν Χανίοις τη 30 Σεπτεμβρίου 1922 Ο Γυμνασιαρχών Γεώργ. Ι. Λελεδάκης 305
Σύμφωνα με αναφορές μεγάλος αριθμός προσφύγων που
είχαν εγκατασταθεί στη Σούδα είχαν προσβληθεί από οφθαλ‐ μιακά μεταδοτικά νοσήματα. Ο κίνδυνος ήταν πραγματικά απειλητικός και η Επιτροπή Περιθάλψεως έπρεπε να από‐ στείλει οφθαλμολόγο γιατρό το ταχύτερο δυνατόν για την περιποίηση των πασχόντων και την περιφρούρηση της υγείας των υπολοίπων. 306
Αλλά το θέμα της ιατρικής περίθαλψης των προσφύγων
είναι σημαντικό και – ως προαναφέρθηκε ‐ ο κίνδυνος επιδημιών μεγάλος και η ιατρική εταιρεία αποφασίζει να συμμετάσχει ενεργά για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών: Ιατρική Εταιρεία Δια τους πρόσφυγας
Προχθές Πέμπτην περί ώραν 6μ.μ. συνήλθεν εις έκτακτον
συνεδρίασιν η ολομέλεια της «Ιατρικής Εταιρείας», ίνα λάβη αποφάσεις επί της ιατρικής περιθάλψεως των ενταύθα καταφυγόντων προσφύγων, ως και περί των μέτρων εν γένει των απαιτουμένων προς αποσόβησιν επιδημιών. Επίσης επελήφθη του ζητήματος της στεγάσεως, αραιώσεως αυτών, και της απαγο‐ ρεύσεως της προσελεύσεως άλλων προσφύγων.
305 Εφημ. «Νέα ΄Ερευνα» φ.2958/5‐10‐1922 306 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2960/7‐10‐1922 230
Μετά μακράν συζήτησιν απεφασίσθη όπως εκλεγή
τριμελής επιτροπή εν μελών της εταιρείας ήτις μεταβαίνουσα παρά τη Γενική Διοικήσει να υποδείξη τα αποφασισθέντα μέτρα τα οποία ομοφώνως ενεκρίθησαν παρά της ολομελείας της Εταιρείας. 307
Με πρωτοβουλία του Δημάρχου Χανίων Εμμ. Μουντάκη
ιδρύεται στο Δημαρχείο Ιατρείο προσφύγων, στο οποίο προσερ‐ χόταν οι ασθενείς καθημερινά 9‐12 το πρωϊ, εξετάζονταν από τον γιατρό του Δήμου και τους χορηγούνταν τα απαιτούμενα φάρμακα. 308
Ανησυχία εκφράζεται και πάλι για την εξάπλωση επιδη‐
μιών και σημειώνεται η ανάγκη πρόσληψης αρκετών γιατρών. Ειδοποιούνται μάλιστα όσοι πρόσφυγες έπασχαν από οφθαλ‐ μολογικές παθήσεις, να επισκέπτονται το ιατρείο του ειδικού οφθαλμιάτρου Μυλοποταμίτη, στην οδό Καστελλίου για την δωρεάν θεραπεία τους.
Στο μεταξύ η Επιτροπή Περιθάλψεων προσφύγων προχω‐
ρεί στη διενέργεια μειοδοτικής δημοπρασίας για την κατασκευή παραρτήματος Νοσοκομείου προσφύγων, την Κυριακή 16‐10‐ 1922, 10‐12 το μεσημέρι, στο Νομαρχιακό κατάστημα, παρουσία Επιτροπής που απετελείτο από τον Νομάρχη Χανίων, ένα μέλος της Επιτροπής Περιθάλψεως Προσφύγων και ένα υπάλ‐ ληλο της Γενικής Διοικήσεως Κρήτης. Το έργο προϋπο‐ λογιζόταν σε 80.000 δρχ. και δινόταν προθεσμία περάτωσης του έργου διάστημα 40 ημερών. 309
Φήμες και διαδόσεις για διάφορες καταστάσεις κυκλο‐
φορούν και μάλιστα για δυστυχείς υπάρξεις που έχουν να 307 Εφημ. «Νέα ΄Ερευνα» φ. 2961/8‐10‐1922 308 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1590/8‐10‐1922 309 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1505/14‐10‐1922 231
αντιμετωπίσουν όχι μόνο την πραγματικότητα της κατάστασής τους, αλλά και κακοήθειες που δημιουργούν νέες πληγές. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση της Ιατρού Ισαβέλλας Μυλοπο‐ ταμίτη που αξίζει να παρατεθεί αυτούσια: Επειδή κατά κόρον ελέχθη ελαφρά τη συνειδήσει και διεδόθη ευρέως παρά των Κυριών του Συμβουλίου του καταλυθέντος Συνδέσμου της Π.Ε. των Ελληνίδων, ότι αι δυστυχείς εκείναι νέαι εκ Μ. Ασίας, αι κακοποιηθείσαι υπό των Τούρκων εκομίσθησαν και ενοσηλεύθησαν υπ’ εμού εν τω ενταύθα υποκαταστήματι του ιδρύματος και ότι αύται έπασχον εξ αφροδισίων νοσημάτων, χωρίς καν να σκεφθώσιν ότι προσάπτουν βαρυτάτην μορφήν κατά των δυστυχών αυτών πλασμάτων και τα οποία έχουν σήμερον πλήρες το δικαίωμα της μηνύσεως εναντίον των, δηλώ δημοσία και υπευθύνως α΄) ότι αι νέαι αύται εκομίσθησαν εν αθλία καταστάσει επ’ αυτοκινήτου εις το ίδρυμα, συνοδευόμεναι παρά του κ. Π. Σεϊμένη κατά διαταγήν του κ. Προέδρου της Επιτροπής Θ. Επισκόπου και ότι μετέβην εις το ίδρυμα και ανέλαβον την θεραπείαν αυτών κατόπιν εγγράφου παρακλήσεως του Θ. Επισκόπου μέσω του κ. Ι. Λούβαρη β΄) ότι αι δυστυχείς αυταί νέαι ουδέν νόσημα αφροδίσιον έφερον και ούτε εξεδηλώθη τοιούτον μέχρι σήμερον, καίτοι παρήλθεν μην ολόκληρος από της ημέρας της προσβολής των αλλά και βεβαιώ τας Αξιοτίμους Κυρίας του ιδρύματος ότι και αν εξεδηλούτο αφροδίσιον νόσημα εις αυτάς, ουδείς κίνδυνος μεταδώσεως εν τω Ιδρύματι υπήρχε, διότι τα μικρόβια των αφροδισίων νοσημάτων θα ετρέποντο εις άτακτον φυγήν προ του σμήνους των μικροβίων των υπερπληρούντων το ίδρυμά των, λόγω της εν αυτώ επικρατούσης ακαθαρσίας και βρωμερότητος. Εάν δε επιθυμώσιν, είμαι προθυμοτάτη να προβώ και εις λεπτομερεστέραν περιγραφήν δημοσία και υπευθύνως περί της εν τω ιδρύματι τούτω χειρίστης περιποιήσεως, επιβλέψεως, ανατροφής, διατροφής, διαίτης, νοσηλείας, θνησιμότητος των εν
232
αυτώ στεγαζομένων ορφανών και προσφυγοπαίδων καθώς και περί της πρωτοτύπου Διευθύνσεως αυτού! Ισαβέλλα Μυλοποταμίτη Ιατρός 310
Καθώς φαίνεται η μέριμνα για τους Μικρασιάτες είχε ως
αποτέλεσμα να παραμελούνται οι Πόντιοι πρόσφυγες που είχαν έρθει στην πόλη μερικές μέρες πριν την Μικρασιατική καταστροφή και πάνω από 30 σοβαρότατα ασθενείς να μην έχουν καμμία ιατρική φροντίδα. 311
Η γενική υγειονομική όμως κατάσταση των προσφύγων
εγείρει πλείστες ανησυχίες. Σε σχόλιο εφημερίδας παρατη‐ ρείται ότι αρκετοί από αυτούς που υπέφεραν από οφθαλμο‐ λογικές ασθένειες, περιφέρονταν στα κεντρικώτερα μέρη της πόλης, επιτείνοντας έτσι τον κίνδυνο μόλυνσης και των υπολοίπων κατοίκων. Ως λύση προτεινόταν όχι μόνο η ιατρική περίθαλψη τους αλλά και η αραίωση των προσφύγων και η αποστολή και εγκατάστασή τους στις αγροτικές περιοχές, με επίβλεψη μιας οικογένειας εφοδιασμένης με σχετική διαταγή της Νομαρχίας προς τον Δήμαρχο ή πρόεδρο της Κοινότητας που θα ήταν υποχρεωμένος για την φροντίδα εγκατάστασης και συντήρησής τους, ενώ παράλληλα θα έπρεπε να ειδοποιη‐ θούν οι Αστυνομικοί Σταθμοί για να επιβλέψουν την ακριβή εκτέλεση της παραπάνω διαταγής. 312
Με απόφαση του Γεν. Διοικητή Κρήτης Δ. Τομπάζη –
Μαυροκορδάτου, συνιστώνται ιατρεία για την περίθαλψη των προσφύγων σε διάφορες συνοικίες της πόλης, στα οποία θα προσέρχονταν, πλήν φυσικά των βαρέως ασθενούντων τους
310 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1510/20‐10‐1922 311 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1511/21‐10‐1922 312 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1515/26‐10‐1922 233
οποίους, ύστερα από ειδοποίηση θα επισκέπτονταν κατ’ οίκον και με τη συνοδεία του οικείου επιστάτη, οι ειδικοί ιατροί: Οι πρόσφυγες που διέμεναν: 1) της Χαλέπας στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Χανίων, 2) Οι του Αγίου Ιωάννη και το άνω και κάτω Κούμ – Καπί, Μπόλαρη και Δικαστήρια και Κήπο στο Δημοτικό Νοσοκομείο, 3) Οι των συνοικιών Καστέλλι, Τζαμί Παραλίας, Σχολ. Χωροφυλακής, στο Αμερικανικό Ιατρείο παρά τω Φρουραρχείω, ενώ οι της υπόλοιπης πόλης Ν. Χώρας, Βαρούσι, Τοπανά και Εβραϊκής στο Δημαρχείο. Ώρες επισκέ‐ ψεων 9‐12 π.μ. καθημερινά. 313 Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ
Η Αμερική συνεχίζει να δείχνει το ενδιαφέρον της για την
περίθαλψη των προσφύγων και ανακοινώνεται ότι επρόκειτο να καταπλεύσει στον Πειραιά φορτίο 2.000 τόνων αλεύρων για να διαθετούν σε αυτούς, καθώς επίσης ότι ερχόταν στην Κρήτη ο αντιπρόσωπος της Αμερικανικής Επιτροπής περιθάλψεως προσφύγων στην Εγγύς Ανατολή, Σερ Γκόρντον Ρελιεφ για να μελετήσει την κατάσταση των προσφύγων και να προβεί στην ίδρυση ορφανοτροφείου για 5.000 προσφυγόπουλα. 314 (φωτο27)
Ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός ιδρύει ιατρείο στη
μεγάλη αίθουσα του παραρτήματος Χανίων του Π. Ι. Περιθάλ‐ ψεως στο Φρουραρχείο, στον Τερσανά. Οι πρόσφυγες ασθενείς γινόταν δεκτοί από 9‐12 το πρωί και 2‐5 το απόγευμα, στους οποίους, μετά από εξέτασή τους από τον ιατρό του Αμερ. Ερυθρού Σταυρού, Ξανθία, εχορηγούντο και τα αναγκαιούντα
313 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1547/2‐12‐1922 314 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1516/27‐10‐1922 234
φάρμακα. Εχορηγείτο επίσης γάλα σε όλα τα ασθενούντα προσφυγόπουλα κάτων των 4 ετών. 315
Την 1η Δεκεμβρίου 1922 ανακοινώνεται ότι αναμενόταν
από την Αθήνα ο εκεί αντιπρόσωπος της Αμερικανικής Επιτροπής Περίθαλψης των προσφύγων, που θα έφερνε γάλα, φάρμακα και λοιπά χρεώδη είδη, ενώ μέσα στην εβδομάδα θα άρχιζε η παρακευή και χορήγηση λευκού άρτου στους πρόσφυ‐ γες, κατασκευασμένου από τα άλευρα που είχε αποστείλει η Αμερικανική Επιτροπή, κάθε άτομο δε εδικαιούτο 100 δράμια άρτον ημερησίως. 316
Το Νοσοκομείο Χανίων εκφράζει και δημόσια τις
ευχαριστίες του προς το εν Χανίοις Τμήμα του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού, που μετά τη διαπίστωση της αμέριστης φροντίδας προς τους πρόσφυγες, προσφέρει 50 κλινοσκε‐ πάσματα, 5 σάκκους ρυζιού, (175 οκάδες), 10 κιβώτια γάλακτος και 15 κρεβάτια. 317
Και άλλη μεγάλη δωρεά προσφέρεται στο Δημοτικό
Νοσοκομείο Χανίων. Η κ. Cruikshand, εκπρόσωπος των Νοσο‐ κομείων των Αμερικανίδων της Νέας Υόρκης, εντυπωσιάζεται κατά την επίσκεψή της στο Νοσοκομείο, επισκέπτεται συν τοις άλλοις τους 25‐30 πρόσφυγες που νοσηλεύονται εκεί και αγοράζει από την αγορά των Χανίων, ύφασμα κάμποτ και χασέδες, προσόψια, επιδέσμους, κύπελα, πιάτα, πηρούνια, στρώματα, μαξιλάρια κ.λ.π. αξίας περίπου 20.000 δρχ., τα οποία και προσφέρει εκ μέρους του φορέα που εκπροσωπεί. Υπόσχεται να αποστείλει και χειρουργικά εργαλεία, ενώ το Αδελφάτο του Νοσοκομείου αποσπά την υπόσχεση ότι θα ενεργήσει και για την αποστολή ενός μηχανήματος ακτίνων, 315 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1529/11‐11‐1922 316 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1546/1‐12‐1922 317 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1651/7‐12‐1922 235
στο μέλλον. Και ακόμη, ενθουσιασμένη από την προθυμία των εργαζομένων, από την καθαριότητα και τάξη στο Νοσοκομείο, αφήνει ποσόν 4.800 δρχ. για να διανεμηθεί μεταξύ του κατω‐ τέρου προσωπικού. 318
Σύμφωνα με σχετική αναφορά στα τέλη Δεκεμβρίου 1922,
στην Κρήτη, υπήρχαν τρείς Αμερικανικοί φορείς περιθάλψεως των προσφύγων. 1. Ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός, που είχε φέρει ήδη 250 τόνους αλεύρων που διενεμήθηκαν στα Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο. Τα άλευρα ζυμώνονταν και διανέμονταν με την φροντίδα του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού. Στα Χανιά, και με την επίβλεψη του Διευθυντή Μακ Ντόναλντ, διανέμονταν 3000 οκάδες άρτου καθημερινά, ενώ παρεδίδετο λευκός άρτος στο Νοσοκομείο Χανίων αλλά και άλλα χρειώδη. Αλλά κατά πληροφορίες του Μακ Ντόναλντ από τον Σόσο – Χιλ, διευθυντή των “Βοηθειών εν τη Αλλοδαπή”, άλλο πλοίο με 500 τόνους μικτού φορτίου θα απέπλεε από τον Πειραιά για τα λιμάνια της Κρήτης που ο Μακ Ντόναλντ θα υπεδείκνυε. Το φορτίο απετελείτο από 300 τόνους άλευρα, 5 τόνους λίπος, 10 τόνους ρύζι, 40 τόνους φασόλια, 1 τόνο ζάχαρι, 10 λίτρες αλάτι, 1 τόνο ξηρά δαμάσκηνα, 5 τόνους κακάο και 14 κιβώτια με ενδύματα για τους πρόσφυγες. Το έργο του Αμερικάνικου Ερυθρού Σταυρού θα εξακολουθούσε για τουλάχιστον 6 μήνες ακόμη, ενώ παρόμοιες δραστηριότητες είχε αναπτύξει και στο Ρέθυμνο και Ηράκλειο, με πιθανότητες επέκτασής τους και στη Σητεία. Ο Μακ Ντόναλντ είχε αρχίσει αμέσως μετά την καταστροφή της Σμύρνης το έργο της περίθαλψης των 318 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 16510/18‐12‐1922 236
προσφύγων στα νησιά, με έδρα του τη Μυτιλήνη, αποστέλλοντας αμέσως 1000 σάκκους αλεύρων, ενώ έφερε και διένειμε 100 δέματα ενδυμάτων, 100 κρεβάτια, 100 κιβώτια γάλακτος και 14 κιβώτια φαρμάκων. 2. Το Νοσοκομείο Αμερικανίδων, είχε δωρήσει σημαντική ποσότητα ειδών και επρόκειτο να επεκτείνει τη δράση του στο Ρέθυμνο και Ηράκλειο. Συντηρούσε ιδίαις δαπάναις κλινικές και κέντρα διανομής τροφής σε 700 περίπου βρέφη με την επίβλεψη εντοπίων ιατρών. 3. Ο Σύνδεσμος των εν τη εγγύς Ανατολή Βοηθειών είχε ιδρύσει Γραφείο υπό την διεύθυνση της Μέρτη ΄Αντερσον και σκοπό είχε την επανασύνδεση των διασκορπισμένων μελών των οικογενειών, καθώς και εκείνων που είχαν συγγενείς στην Αμερική, να παράσχει στους πρόσφυγες κάθε πληρο‐ φορία για αυτούς, αλλά και να καταβάλει τα εμβάσματα που έφθαναν από τους συγγενείς τους μέσω του Κεντρικού Γραφείου του Συνδέσμου στη Νέα Υόρκη. 319 Ειδικά για τη δράση του Αμερικάνικου Ερυθρού Σταυρού, αξιοσημείωτη είναι η ανακοίνωση του Μακ Ντόναλντ, στον Τύπο, στις 31 Δεκεμβρίου 1922:
Από της 9/22 Δεκεμβρίου έ.έ. οπότε ήρχισε το έργον της
περιθάλψεως των προσφύγων Μικρασιατών ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός, διενεμήθησαν εις τους πρόσφυγας του Νομού Χανίων 51969 οκάδες άρτου, η αυτή δε περίθαλψις εγένετο και δια τους πρόσφυγας Ηρακλείου.
Πρό τριών ημερών ήρχισε και εις Ρέθυμνον η διανομή
άρτου. Εντός δε της εβδομάδος αποστέλλονται εις Σητείαν υπό της ενταύθα επιτροπής άλευρα.
319 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1603/22‐12‐1922 237
Το έργον της περιθάλψεως θέλει επεκταθεί καθ’ όλην την
νήσον εντός ολίγου. Κατ’ αυτάς αφικνείται εις τον λιμένα Χανίων ατμόπλοιον πλήρες τροφίμων και άλλων ειδών δια τους πρόσφυγας, όπερ ήδη φορτώνεται εν Πειραιεί. Λυπούμεθα πολύ διότι η αποστολή των άνω ειδών εβράδυνεν ολίγον, αλλ’ άς είναι βέβαιοι οι πρόσφυγες ότι εντός ολίγων ημερών αφικνούνται, οπότε θέλει γίνει και η διανομή των κανονικώτατα. Τα είδη ταύτα αποστέλλονται υπό του Αμερικά‐ νικου Ερυθρού Σταυρού δι’ ατμοπλοίου υπ’ αυτού ναυλωθέντος, το οποίον μαζύ με τας ευχάς των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής κομίζει και το μικρόν πρωτοχρονιάτικον δώρον προς τους δυστυχείς πρόσφυγας της Μ. Ασίας. Μάκ Ντόναλδ Διευθυντής του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού εν Κρήτη. 320 ΕΡΓΑΣΙΑ Οι πρόσφυγες μιλούσαν όλοι την Ελληνική γλώσσα και μόνο λίγοι ήταν ΄Ελληνες αρμενόφωνοι, 321 σημαντικό δε άρθρο του Κωνσταντίνου Μ. Φούμη, αλλά και έκκληση συγχρόνως, προτείνει λύσεις για την απασχόληση των προσφύγων στις ανάλογες εργασίες που στερούνται εργατικών χεριών, μια και οι περισσότεροι από αυτούς είναι αμπελοκαλλιεργητές, καπνο‐ καλλιεργητές, κηπουροί, παντός είδους γεωργοί, είναι κτίστες, μαραγκοτεχνίτες διάφοροι, βιομήχανοι, έμποροι, διδάσκαλοι, ιερείς και διαφόρων άλλων επαγγελμάτων. Κάθε ένας από
320 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1670/31‐12‐1922 και Εφημερίς “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2947/22‐9‐1922 321 Εφημ. «Νέα ΄Ερευνα», φ. 2910/6‐8‐1922 238
αυτούς αποτελούσε μία αληθινή οικονομική δύναμη με την προϋπόθεση της οργάνωσης και προγραμματισμού. 322 Εκαλούντο και πάλι Εκκλησία, Αρχές και ιδιώτες, είτε επαγ‐ γελματίες, επιστήμονες, έμποροι αλλά και απλοί πολίτες για την ανακούφιση των δεινώς πασχόντων, και την χρησι‐ μοποίησή τους στις διάφορες εργασίες, σε έργα κοινωνικής ωφελείας αλλά και στην ανάπτυξη των παραγωγικών πόρων της Κρήτης. 323
Αλλά επιτακτική προβάλλει πλέον η ανάγκη απογραφής
των προσφύγων, ώστε να γίνει γνωστός όχι μόνο σωστός αριθμός των Μικρασιατών αλλά και ποιοι είναι επαγγελματίες, επιστήμονες, γεωργοί κ.λ.π. και να χρησιμοποιηθούν ανάλογα στην παραγωγή. ΄Ηταν πλέον μέγα θέμα συντήρησής αλλά και συμμετοχής τους στην εργασιακή ανάπτυξη του τόπου. Συστάσεις έπρεπε επίσης να γίνουν προς τους πρόσφυγες, κυρίως τους εγκατεστημένους στα Μετόχια, για το σεβασμό των περιουσιών αυτών, χριστιανικών ή τουρκικών. Παράλληλα οι εισαγωγείς έμποροι αποφασίζουν, παρά το ότι χρειαζόταν σχετικός νόμος, να προσθέσουν ένα δίλεπτο σε κάθε οκά όλων των εισαγομένων ειδών, υπέρ των προσφύγων. 324 (φωτο28)
Ο Αντιπρόεδρος του τμήματος οργανώσεως και παροχής
εργασίας της Επιτροπής Περιθάλψεως και πρόεδρος του εν Χανίοις Τμήματος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού Κ.Μ. Φούμης αποστέλει μακροσκελή έκθεση στον Ερυθρό Σταυρό στην οποία αναφέρει τα υπέρ των προσφύγων ληφθέντα μέτρα, παραθέτει δε επίσης ειδικές γνώμες και προτάσεις ως προς το ζήτημα της συντήρησής τους και της χρησιμοποίησής 322 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2947/22‐9‐1922 323 “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2950/25‐9‐1922 324 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1490/27‐9‐1922 239
τους στη διαδικασία της εργασιακής παραγωγής. Συμπερασμα‐ τικά και ανακεφαλαιώνοντας εζητείτο να αποσταλούν ρουχισ‐ μός και χρηματικά βοηθήματα από τις γενικές εισφορές αλλά και να προχωρήσει ταχύτατα η λύση του ζητήματος της οργάνωσης και παροχής εργασίας στους πρόσφυγες σύμφωνα με τα όσα αναφέρονταν στην έκθεση. 325
Το Γ΄ Τμήμα της Επιτροπής Περιθάλψεως γνωστοποιεί ότι
έργο του είναι η καταγραφή των προσφύγων κατά τμήματα και επαγγέλματα και η εξεύρεση εργασίας στην πόλη αλλά και στην επαρχία. Οι ενδιαφερόμενοι να μισθώσουν εργατικά χέρια επικοινωνούσαν με την Επιτροπή για τη σχετική διαδικασία. 326
Παρά το γεγονός ότι ορισμένα προσφυγόπουλα
κατέφυγαν στην εξεύρεση των αναγκαίων πόρων δια της επαιτείας, άλλοι πρόσφυγες άνοιξαν καταστήματα και ιδίως εστιατόρια και παρακινούνταν και άλλοι να ακολουθήσουν τον δρόμο της εργασίας και να μην αρκούνται μόνο στο παρεχό‐ μενο συσσίτιο. Χαρακτηριστικά: ‐ Η Δεσποινίς Καλλιόπη Ψαροπούλου πρόσφυγξ ράπτρια γυναι‐ κείων ενδυμάτων ζητεί εργασίαν. Πληροφορίαι παρά τη κ. Μαρία Σερβάκη. ‐ Νέος 18ετής εκ Σμύρνης τελειόφοιτος του εκεί Γυμνασίου, τέως υπάλληλος της Υπάτης Αρμοστείας Σμύρνης, με αρίστας συστάσεις, ζητεί θέσιν παρά τινι Τραπέζη ή γραφείω. 327 ‐ Μοδίστα πρόσφυξ εκ των αρίστων εν Σμύρνη, αναλαμβάνει την κατ’ οίκον εργασίαν. Πληροφορίαι παρ’ ημίν.
325 Εφημ. «Νέα ΄Ερευνα», φ. 2953/29‐9‐1922 326 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1493/30‐9‐1922 327 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1666/25‐12‐1922
240
‐ Ο εκ Σμύρνης Πρόσφυξ Καθηγητής του Πιάνου Πολύκαρπος Ροζάτης εγκατεστάθη από της παρ. Κυριακής ενταύθα και ανα‐ λαμβάνει την διδασκαλίαν πιάνου εις μαθητάς και μαθητρίας. Επίσης ο κ. Ριζέτης αναλαμβάνει και το χόρδισμα των Πιάνων. Πληροφορίαι εις το Κατάστημα του κ. Ιωάν. Λούβαρη. 328 ‐ Δεσποινίς πρόσφυξ, χρηματίσασα ταμίας και διαχειρίστρια μεγάλου εμπορικού καταστήματος, παρέχουσα δε πάσαν αναγ‐ καίαν εγγύησιν ζητεί ανάλογον ή και άλλην οιανδήποτε θέσιν. Πληροφορίαι παρ’ ημίν. 329
Φαίνεται
δηλαδή
οι
πρόσφυγες
προσπαθούν
να
εξασκήσουν – όσοι τουλάχιστον μπορούσαν – τα επαγγέλματά τους για βιοποριστικούς σκοπούς για την αντιμετώπιση άμεσων προβλημάτων επιβίωσης, όχι μόνο οι άνδρες αλλά και οι γυναίκες. Αρκετές π.χ. δημοδιδασκάλισες κ.α. ανακοινώνουν την παράδοση μαθημάτων σε μαθητές, ενώ διορίζονται σε σχολεία πρόσφυγες καθηγητές. 330
Όπως συμβαίνει συχνά σε ανάλογες περιπτώσεις, έτσι
και τώρα οι πρόσφυγες γίνονται σε κάποιες περιπτώσεις θύματα επιτηδείων και η Επιτροπή αναθέτει στον έμπορο Μανουσάκη να εξαργυρώνει τις Τουρκικές λίρες των προσφύγων επί τη βάσει της τιμής της λίρας στην ελεύθερη αγορά των Αθηνών. Παράλληλα ανακοινώνεται ότι δεν θα γινόταν καμμία μετακόμιση οικογενείας προσφύγων αλλά και πρόσληψη υπηρετριών, χωρίς την προηγούμενη γραπτή γνωστοποίηση τους στην Επιτροπή, ενώ όσοι είχαν ήδη παραλάβει προσφυγικές οικογένειες ή άτομα όφειλαν να
328 Εφημ. «Νέα ΄Ερευνα» φ. 2957/4‐10‐1922 329 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1591/9‐10‐1922 330 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα¨, φ. 2946/21‐9‐1922 241
δηλώσουν εγγράφως εντός 8 ημερών πόσα και ποια άτομα είχαν παραλάβει, αλλιώς επρόκειτο να έχουν κυρώσεις. 331
Η Εθνική Τράπεζα προσπαθώντας επίσης να αποτρέψει
την αισχοκέρδεια και να διευκολύνει τους Μικρασιάτες στην εξαργύρωση των τουρκικών χαρτονομισμάτων, δηλώνει ότι θα αγοράζει στην εκάστοτε επίσημη τιμή στο Κατάστημα της Τραπέζης στα Χανιά αλλά και αναθέτει επίσης την για λογαριασμό της αγορά από το πρατήριο σιγαρέτων στην πλατεία Ελ. Βενιζέλου στο Σαντριβάνι, το γραφείο Π. Μαρκαντωνάκη στην ίδια πλατεία και το γραφείο Πασχάλ ΄Αλμπερτ και Υιού, απέναντι από το κατάστημα Ιω. Κουτρουμπά.
Λίγο αργότερα και η Τράπεζα Αθηνών ανακοινώνει ότι
εξαργυρώνει και αυτή τις τουρκικές λίρες στην καθοριζομένη καθημερινά τρέχουσα τιμή. 332
Επισημαίνεται από τον Τύπο η ανάγκη παραμονής των
προσφύγων στις αγροτικές περιοχές και η απασχόλησή τους στις γεωργικές εργασίες και στηλιτεύεται η ενέργεια ορισμέ‐ νων να φύγουν από τα αγροκτήματα και να επιστρέψουν στην πόλη, αποφεύγοντας την εργασία, επιβαρύνοντας όμως έτσι και πάλι την Επιτροπή που υποχρεούτο να τους συντηρεί εφ’ όσον η αγορά εργασίας ήταν περιορισμένη. ΄Ηταν λοιπόν άμεση ανάγκη να φύγουν και πάλι για τις αγροτικές περιοχές όπου θα μπορούσαν να εργασθούν και να αποκομίσουν τα αναγκαία για την επιβίωσή τους.
Στο μεταξύ ανακοινώνεται ότι με τους κληρωτούς του
1923 και τους πολιτογραφηθέντες με έτος γέννησης το 1903, έπρεπε να προσέλθουν για κατάταξη και οι εγγραφέντες στα 331 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1489/25‐9‐1922 και Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2948/23‐9‐1922 332 Εφημ. «Εσπερινός Ταχυδρόμος», φ. 1512/22‐10‐1922 242
μητρώα αρρένων πρόσφυγες που δεν είχαν υπερβεί το 40ο έτος της ηλικίας τους. Παράλληλα όμως αποστέλλεται εγκύκλιος προς τους Νομάρχες και τους Λιμενάρχες ότι απαγορεύεται απόλυτα οποιαδήποτε μετακίνηση προσφύγων προς τον Πειραιά, την Αθήνα, Κρήτη, Βόλο και Θεσ/νίκη, που επιτρέ‐ πεται μόνο μετά από άδεια του αρμόδιου Υπουργείου. 333 Ο ΘΙΑΣΟΣ ΜΕΡΤΙΚΑ (φωτο29)
Μέσα από τη δυστυχία, τις στερήσεις και την αναστάτωση
της πόλης, στη φροντίδα της να περιθάλψει και να ανακουφίσει τους Μικρασιάτες, αναδύεται ο Σμυρνέϊκος θίασος του Ζαχαρία Μέρτικα που ήλθε και εγκαταστάθηκε στα Χανιά αμέσως μετά την Μικρασιατική καταστροφή και συγκεκριμένα μετά την καταστροφή της Σμύρνης. 334
Στα καταστήματα Παπαδάκη, στην οδό Κισάμου δίδεται η
πρώτη παράσταση στις 2 Οκτωβρίου 1922 και αξίζει να σημειωθεί η στελέχωση του θιάσου Μέρτικα από εκλεκτούς Σμυρναίους ηθοποιούς:
Υπό την διεύθυνσιν του γνωστού ηθοποιού κ. Ζ. Μέρτικα
και εκλεκτών Σμυρναίων ηθοποιών τους οποίους η τύχη από την ωραίαν Ιωνίαν έριψεν εις την πόλιν μας, κατηρτίσθη θίασος, όστις ήρχισεν από προχθές τας παρουσιάσεις τους εις τα νέα καταστήματα του κ. Παπαδάκη.
Είμεθα βέβαιοι ότι το κοινόν της πόλεώς μας το οποίον διψά
από ψυχαγωγικά κέντρα εν συνειδήσει προς την ιεράν υποχρέωσιν την οποίαν έχει όπως συντρέξη τους καταφυγόντας εις την πατρίδα μας καλλιτέχνας θα σπεύση να τιμήση τας
333 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1591/9‐10‐1922 334 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2957/9‐10‐1922 243
παραστάσεις, αίτινες εσημείωσαν μέχρι σήμερον λαμπράν επιτυχίαν. 335
Και το Χανιώτικο κοινό όντως στηρίζει τον θίασο με την
προσέλευσή του και παρακολουθεί τις παραστάσεις του που αποτελούν θαυμασίαν σύνθεσιν από ευφυέστατα και χιουμο‐ ριστικά νούμερα παιζόμενα μετά πολλής επιτυχίας. Τα έργα που έπαιζε ο θίασος ήταν Ελλήνων δραματουργών όπως η “Γκόλφω” 336 ή επιθεωρήσεις, όπως ο “Παπαγάλος” και τα “Παναθήναια”, με ορχήστρα, χορό και τραγούδια. (φωτο30) Ο θίασος αναδιαρθρώθηκε αρκετές φορές και στελεχώθηκε και με άλλους ηθοποιούς. 337 Συνέχισε να δίνει καθημερινές παρασ‐ τάσεις για δύο συνεχή χρόνια ακόμη κι όταν έρχονταν στην πόλη άλλοι ελληνικοί θίασοι. Το καλοκαίρι του 1924 σταματούν οι παραστάσεις του και τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου αλλά και στις αρχές του 1925, ο Μέρτικας καταχωρείται σε διαφη‐ μίσεις εφημερίδων ως εργοστασιάρχης και καταστηματάρχης καταστήματος με προσωπίδες και ντόμινα επ’ ενοικίω. Αλλά και σ’ αυτό ήταν άτυχος, αφού εκείνες τις απόκριες του 1925 η Αστυνομία απαγόρευσε τις μάσκες. Λίγο αργότερα φαίνεται ότι ο Μέρτικας ετοίμαζε και πάλι θίασο, είχε πάει επί τούτου στην Αθήνα, αναγγέλλει μάλιστα δια των εφημερίδων ότι αρχίζει τις παραστάσεις του, χωρίς όμως να υπάρχει καμμιά μαρτυρία ότι αυτό πραγματοποιήθηκε.(φωτο31)
Και αναρωτιέται κανείς, με τί καρδιά αυτοί οι άνθρωποι
που ζητούσαν να επιβιώσουν αμέσως μετά τον τραγικό ξεριζωμό τους, απέδιδαν τα “χιουμοριστικά νούμερα”, με τη σκέψη στην αγαπημένη Σμύρνη που κείτονταν στη Μικρασι‐ ατική ακτή, καμμένη, ερημωμένη και κρανίου τόπος… 335 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2957/9‐10‐1922 336 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1512/22‐10‐1922 337 Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1496/4‐10‐1922 και Εφημ. “Εσπερινός Ταχυδρόμος”, φ. 1506/15‐10‐1922 244
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Πάντως λαμβάνεται μέριμνα για την συνέχιση της
εκπαίδευσης των προσφυγόπουλων, και το Υπουργείο Παιδείας αποστέλλει στους Γεν. Επιθεωρητές τους όρους εγγραφής τους στα σχολεία κατά τη νέα σχολική χρονιά:
Πρόσφυγες μαθηταί της τελευταίας Εθνικής περιπετείας
στερούμενοι τίτλων σπουδής κατατάσσονται εις ήν τάξιν ήθελον κριθή ικανοί μετά κατατακτηρίους εξετάσεις, ενεργουμένας κατά το διάταγμα του Μαϊου επί προσαγωγή βεβαιώσεων γονέων ή κηδεμόνων αυτών ότι διήκουσαν μαθήματα προηγουμένης τάξεως.
Μαθηταί πάσης κατηγορίας δικαιούμενοι να υποστώσι
συνολικήν εξέτασιν, εξετάζονται είτε εν τω σχολείω εμαθήτευσαν, είτε εν σχολείοις του τόπου της διαμονής αυτών.
Μαθηταί οπωσδήποτε απορριφθέντες κατά λήξαν έτος
ανεξετάζονται συμφώνως διατάγματι Μαϊου εντός πρώτου δεκαημέρου 7/βρίου εν οιωδήποτε σχολείω. Αποτελέσματα εκδίδονται κατά το διάταγμα του Μαϊου, προάγει δε γενικός βαθμός πλήρες 5. 338 Η προθεσμία για τις εισιτήριες εξετάσεις για τις εμπορικές σχολές παρατείνεται ως τις 15 Οκτωβρίου και οι πρόσφυγες μαθητές θα γινόταν δεκτοί εφ’ όσον προσκόμιζαν: 1) πιστοποιητικόν αρμοδίας επιτροπής εμφαίνοντος την ιδιότητα αυτών ως προσφύγων και τον χρόνον της αφίξεως αυτών και 2) υπεύθυνον δήλωσιν του κηδεμόνος ή των διδαξάντων αυτούς καθηγητών εμφαινούσης το σχολείον εξ ού προέρχονται και την τάξιν, ής τα μαθήματα διήκουσαν. 339 338 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2938/9‐9‐1922 339 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2960/7‐10‐1922
245
ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Το τραγικό τέλος του Μητροπολίτη Σμύρνης, συμβόλου
Ορθοδοξίας, πίστης και Ελληνικής ψυχής, είχε συγκινήσει τις καρδιές όλων. ΄Ετσι ο Σκοπευτικός Σύλλογος Χανίων “Εθνική ΄Αμυνα” αναγγέλλει την τέλεση στις 18‐9‐1922 στο Μητροπο‐ λιτικό Ναό Χανίων αρχιερατικού μνημοσύνου για την ανά‐ παυση της ψυχής του αγρίως κατακρεουργηθέντος Μητρο‐ πολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου αλλά και υπέρ πάντων των υπό τη μάχαιραν των αγρίων Κεμαλικών ορδών ευρόντων τον θάνατον στρατιωτών και λοιπών Χριστιανικών πληθυσμών της Μικρασίας. Εκαλούντο να παραστούν οι πρόξενοι, όλες οι πολιτικές και Στρατιωτικές Αρχές και λοιποί επίσημοι καθώς και όλα τα σωματεία με τα λάβαρά τους, ειδοποιούνταν δε οι ενδιαφερόμενοι αντί να καταθέσουν στεφάνους να αποστεί‐ λουν τα ανάλογα ποσά στην Επιτροπή Περιθάλψεως των προσφύγων. Λόγω πολιτικών ανωμαλιών το μνημόσυνο ανεβλήθη τελικά για την Κυριακή 25‐9‐1922. 340
Η σχετική αναφορά στον Τύπο σημειώνει ότι:
Ο Σκοπευτικός Σύλλογος “Εθνική ΄Αμυνα” ετέλεσε την
παρελθούσαν Κυριακήν εν Χανίοις, πάνδημον μνημόσυνον υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του μάρτυρος μητροπολίτου Χρυσο‐ στόμου και των συν αυτώ σφαγιασθέντων αδελφών Μικρα‐ σιατών. Κατανυκτικωτέραν τελετήν σπανίως είδεν η πόλις των Χανίων.
Μέσα από το πλήθος το κατακλύζον ασφυκτικώς τον ναόν,
η βαρυαλγούσα Εθνική ψυχή ανέπεμπε δεήσεις προς τον Πλάστην, υπέρ της ψυχής τόσων μαρτύρων, οίτινες έπεσαν υπό την αιμοσταγή μάχαιραν του τυράννου και ώμνυε εκδίκησιν. Μία 340 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2943/15‐9‐1922
246
βαρεία αναπνοή συνείχε τας καρδίας των παρισταμένων και εις βαθύς στεναγμός έφευγεν από τα στήθη των. το από τους οφθαλμούς στάζον υγρόν δάκρυ περιέβρεχε τας παρειάς των παρισταμένων.
Εν τω μέσω του ναού επί βάθρου ετοποθετείτο ο δίσκος
των κολύβων. ΄Ένα κομψόν αποτύπωμα μητροπολιτικής μήτρας και συμπλέγματα καλλιτεχνικά επλαισίουν τον δίσκον, ο οποίος περιεβάλλετο υπό στηλών δάφνης περιβεβλημένων από πενθίμους ταινίας.
Την 10ην π.μ. ώραν κατέφθασαν εις τον ναόν πάντες οι
επίσημοι τα σωματεία με τας σημαίας των και ο λαός. Το προεδρείον του τελούντος το μνημόσυνον σωματείου διευθέτησε τα πάντα εν απολύτω τάξει.
Του μνημοσύνου εχοροστάτησε ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος
μετά του υπ’ αυτόν κλήρου εκφωνήσας και επιμνημόσυνον.
Μετά τον Επίσκοπον το βήμα κατέλαβεν ο ενθουσιώδης
αξιωματικός κ. Παπουτσάκης. Η εμφάνισις του ευγενούς νέου, ο οποίος μόλις ηδύνατο να σύρη τον πόδα του, από τα τραύματα τα οποία τω εχάρισεν η Πατρίς εις το πεδίον της τιμής, προκαλεί εύλογον συγκίνησιν των παρισταμένων. Ο λόγος του ήτο αντάξιος, προς το κοινόν αίσθημα. Ωμίλησεν με γλαφυράν γλώσσαν, ανεσκόπησεν όλην την τραγικήν εποποιίαν και έφερε ζωντανήν
ενώπιον
των
παρισταμένων
την
αιγλήεσσαν
μητροπολιτικήν μορφήν, κινουμένην προς όλα τα σημεία και απετύπωσεν εις την διάνοιαν πάντων ακαραίαν την εθνικήν φυσιογνωμίαν, την δράσιν την αξίαν και το μεγαλείον του σφαγιασθέντος ανδρός.
Ο λόγος του εντίμου αξιωματικού ήτο ανάλογος προς την
ιεράν στιγμήν. Η ψυχολογία του, αντεπεκρίθη πλήρως προς το Εθνικόν πρόγραμμα το οποίον έθηκεν η επανάστασις καλούσα
247
σύμπαντα τον Ελληνικόν λαόν εις τον μέγαν αγώνα, της διασώσεως της Ελλάδος μας. Ο αξιωματικός Παπουτσάκης κατήγαγε αληθώς επί του σημείου τούτου μίαν θαυμασίαν επιτυχίαν.
Το μνημόσυνον έληξε και ο κόσμος με δακρυβρέκτους
οφθαλμούς εξεχύθη εις τας οδούς παρακολουθών νοερώς την εκτυλιχθείσαν εθνικήν τραγωδίαν εν Μικρά Ασία. 341 ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όπως είναι γνωστό από τις ανθηρές εκείνες Ελληνικές
Μικρασιατικές κοινότητες και πολιτείες δεν απόμεινε τίποτα ή σχεδόν τίποτα, καθώς η ταυτότητά τους πνίγεται μέσ’ στο νεφέλωμα της αμφιβολίας και στην ομίχλη του θρύλου. Ο χρόνος, ανελέητος, συνέχισε ρυθμικά το βήμα του, οι Ελληνικές πατρίδες βούλιαξαν μέσα στη στάχτη της λήθης, της εγκατά‐ λειψης. Πολιτισμοί αιώνων, δείγματα απαράμιλλα τέχνης, αποδείξεις ελληνικότητας, απόμεναν θλιβερά ερείπια, να αποδεικνύουν τη βαρβαρότητα και τη λυσσώδη θηριωδία εναντίον ό,τι όμορφου, πολιτισμένου, ειρηνικού.
Στις δύσκολες αυτές Ελληνικές ώρες, μέσ’ την αγωνία και
τον πόνο, μια άλλη, το ίδιο πονεμένη γωνιά του Ελληνισμού, η Κρήτη, δέχτηκε στον κόρφο της τα ορφανεμένα ξεριζωμένα Ελληνόπουλα. ΄Ισως γιατί κι εκείνη είχε υποφέρει αιώνες δυο‐ λείας κι επέζησε ζεσταμένη μόνο με τη φλόγα της Ελληνικής καρδιάς της, και με το πύρωμά της έσπασε τις βαριές αλυσίδες της. Και παρά τις δυσκολίες και αντιξοότητες, η Κρήτη δεν ήταν το χωνευτήρι των ξεριζωμένων, των προσφύγων, μα η
341 Εφημ. “Νέα ΄Ερευνα”, φ. 2951/27‐9‐1922 248
θερμή αγκαλιά, η συμπονετική καρδιά, η γεμάτη κατανόηση ματιά, το γλυκό χάδι στο πρόσωπο του κατατρεγμένου ΄Ελληνα, το ζεστό δάκρυ στη χούφτα της ξαναπληγωμένης Ελλάδας, έγινε αυτή η μάνα που μοίραζε το πικρό ψωμί στα παιδιά της μα και στα ορφανά που έρχονταν από τόπους μακρινούς, Ελληνικούς. Παιδιά του πόνου, άμοιρα, ποιό μαύρο κατακαίρι Νυκτιάς, που δεν φωτίζεται από κανέν’ αστέρι Βγαρμένο απ’ την κόλασι, στην ώμορφή σας χώρα Εφύσηξ’ άγριο, δριμύ, κ’ η σκοτεινή του μπόρα Εσκόρπισε το θάνατο, τη φρίκη και τον τρόμο Και σας επέταξε μακρυά, συντρίμματα, στο δρόμο; ΄Εχω θερμή την αγκαλιά, και γύρετε, παιδιά μου. Η δυστυχία σας πολύ ραϊζει την καρδιά μου! Ξέρω τον πόνο του σταυρού ! και νοιώθω την οδύνη Που την καρδιά της μάνας σας τρομακτικά σπαράζει. Αχ, ο Θεός!….. Γιατί ζωή στον τύραννο ν’ αφίνη Και να μη ρίχνη κεραυνό στον δήμιο, που σφάζει! Πόσες φορές ο πόνος σας, σε χρόνια περασμένα Ο ίδιος δεν εσπάραξε τα στήθια μου κ’ εμένα! Μέσ’ στα βαρειά τα σίδερα, που πάλευα δεμένη Πόσες φορές με την καρδιά δεν είδα ματωμένη Χειμώνες μαύροι, παγεροί και άγριοι να δέρνουν Τ’ αγαπημένα μου παιδιά!.. κ’ οι μπόρες να τα παίρνουν Από τη στέγη τη θερμή!.. μακρυά να τα πετούνε Και πεινασμένα και γυμνά στους δρόμους να γυρνούνε; Κι’ όταν ο πόνος μ’ έκαμε να σπώ τις αλυσίδες Και να πετούνε γύρω μου του λυτρωμού ελπίδες Κριτήρια παράνομα ερχότανε να πούνε Πως έπρεπε τα χέρια μου και πάλι να δεθούνε! 249
Υπάρχει μια γνώμη, πως οι ξεριζωμένοι από τις πατρίδες
τους ΄Ελληνες που μεταφυτεύτηκαν στην Ελλάδα, αποτελούν μέσα στο πανελλήνιο το καλύτερο ανθρώπινο υλικό. Είναι πιό αγνοί ‐ ίσως γιατί ζήσανε κάτω από ξένη κατοχή και φέρουν πάνω στο κορμί τους τις βαθειές πληγές του σκλάβου, είναι πιό δουλευτάδες ‐ ίσως γιατί ο πρόσφυγας μαθαίνει καλύτερα πώς βγαίνει το ψωμί, είναι πιό καλοσυνάτοι ‐ ίσως γιατ’ είναι πιό πονεμένοι, είναι ίσως οι πιό πατριώτες (φωτο32). Για το τελευταίο, η εξήγηση θα μπορούσε ίσως να είναι αυτή που δίνει ο Κωνσταντίνος ΄Αμαντος:
Την πατρίδα την αισθάνονται καλύτερα όσοι την έχασανκαι
την λησμονούν ευκολώτερα όσοι δεν την εστερήθησαν ποτέ.
Και τα παιδιά της ακατάλυτης Ελλάδας, τα παιδιά της
άλλης πολυβασανισμένης μάνας του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, της Κρήτης, δεν ξεχνούν. Κρατούν πάντα ανοιχτή την αγκαλιά τους, όπως και τότε που δέχονταν στα σπλάγχνα του ηρωϊκού Νησιού τ΄αποκομμένα βλαστάρια του Ελληνικού δέντρου. Και τιμούν τον απανταχού Ελληνισμό, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του Φώτη Κόντογλου, στο “Φως Εσπερινόν”, στον επίλογο του έργου του “Το Αϊβαλί η Πατρίδα μου”:
Ακατάλυτη Ελληνική φύτρα! Ποτές δεν θα ξεραθείς,
ποτές δεν θα πεθάνεις! Από το γέρικο και τιμιώτατο κορμί σου πετιούνται ολοένα καινούργια βλαστάρια, που γεύοντάς τα και τ’ αγρίμια ημερεύουνε! Σε κάθε καινούργια γέννα σου χαίρεται ο κόσμος, μα οι οχτροί σου τα κράζουνε στερνοπαίδια, ως που δεν αργείς να φέρεις άλλον δράκο στον κόσμο, κι αποσβολώνουνται! Ας παρατήσουνε πια τους παλαιούς ΄Ελληνες, κι ας ακούσουνε τον καινούργιο Πίνδαρο που κράζει από την Κύπρο: Η Ρωμιοσύνη είν’ φυλή συνόκαιρη του κόσμου. Κανένας δεν ευρέθηκε για να την εξαλείψει,
250
κανένας, γιατί σκέπει την ‘που τάψη ο Θεός μου. Η Ρωμιοσύνη θα χαθεί όντας ο κόσμος λείψει!. Τότε, στις μέρες της συμφοράς και του πόνου, με λάσπη ζυμωμένη με τα δάκρυα τους και με πέτρες τις ατσαλωμένες τους καρδιές, εκείνα τα Ελληνόπουλα έχτιζαν με τα χέρια τους τα καινούργια θεμέλια για τις νέες εστίες τους. Σήμερα, σε πείσμα των καιρών και των τρανών της γης, τα παιδιά της Ελλάδας πορεύονται κρατώντας ιερή παρακαταθήκη την ατίμητη κληρονομιά τους κι αναζητούν το όραμά τους για ένα καλύτερο κόσμο. Κι όλοι, με τις ψυχές ακατάβλητες στις μπόρες των καιρών, θα συνεχίσουμε να θυμόμαστε και να τιμούμε τους καρπισμένους αγρούς της Ρωμιοσύνης και τις Πατρίδες που δεν είναι χαμένες, όσο μένουν στις καρδιές εμάς των Πανελλήνων για πάντα Αλησμόνητες.
251
Μαμάκης Γιώργος Διδάκτωρ Πανεπ. Ιωαννίνων Σύμβουλος Εκπαιδεύσεως Νομού Λασιθίου
Κρίση, εκσυγχρονισμός και εκπαίδευση στην εποχή της Μετανεωτερικότητας
Οι Τρεις Ιεράρχες έζησαν σε περίοδο μεγάλης κρίσης,
αβεβαιότητας και ανασφάλειας, χρόνια πολύ πιο δύσκολα και ταραγμένα από τα δικά μας. Μεγάλες δυνάμεις συγκρούονταν για την εξουσία, τον πλούτο και την επιρροή σε ανθρώπινα πνεύματα και ψυχές. Ο λαός της αυτοκρατορίας μιλούσε πολλές διαφορετικές γλώσσες, ακολουθούσε πολλές διαφορετικές εθνικές παραδό‐ σεις. Μέσα σ’ αυτή τη σύγχυση και τη σύγκρουση αναζητούσε λόγο νηφάλιο και πνευματικό, λόγο ζωντανό και ζωογόνο, λόγο που να στηρίζει τον αγώνα του και να μην τρομοκρατεί. Η απάντηση των Τριών Ιεραρχών ήταν η μίμηση του Χριστού μέσα από την ζωή τους και η ανάπτυξη των πνευματικών μηνυμάτων Του μέσα από τη σκέψη, τις ομιλίες και τα γραπτά τους. Μέσα από το παιδαγωγικό και πνευματικό τους έργο 342.
Και σήμερα μια παγκόσμια οικονομική κρίση ταλαιπωρεί
το σύνολο των χωρών του κόσμου, γενικότερα, αλλά και την πατρίδα μας, ειδικότερα. Αυτή η κρίση εξωθεί τις εθνικές κυβερνήσεις στη λήψη επώδυνων μέτρων, που ανατρέπουν βίαια τα οικονομικά κεκτημένα και τα εργασιακά δικαιώματα 342 Σεβ. Μητρ. Δημητριάδος Ιγνάτιος: «Και στη σημερινή κρίση η Παιδεία μπορεί να δώσει λύση», Πηγή: http://www.pentapostagma.gr/2011/01/blogpost_8350.html#ixzz2Jul0c46m 252
των λαών τους. Γεμίζει με φόβο και αγωνία τις ψυχές των απλών ανθρώπων. Δοκιμάζει ανάλγητα τα όρια και τις αντοχές των σύγχρονων κοινωνιών. Έτσι βαλθήκαμε να περπατήσουμε στα σοκάκια της σημερινής ελληνικής κοινωνίας, με προσοχή να μη χαθούμε και με σκοπό να φτάσουμε στην πλατεία, στο ξέφωτο της παρουσίας των Αγίων, που τίμησε προχθές η παιδεία μας. Προχωρήσαμε κι είδαμε ένα λαό πνιγμένο σε μια θάλασσα από άγνοια, ημιμάθεια και αδιαφορία. Προχωρήσαμε και είδαμε ανθρώπους σκυφτούς να κλαίνε, να πεινούν, ν’ απελπίζονται, να μαζεύονται φοβισμέ‐ νοι, να βράζουν από θυμό και πόνο. Είδαμε τους άρχοντες, να μας μαλώνουν. Να μας κουνάνε το δάχτυλο επιτακτικά μπροστά στο πρόσωπό μας, γιατί δεν είμαστε αρκετά υπάκουοι. Δεν είμαστε όσο θα έπρεπε υποτακτικοί, γιατί δεν τους σεβόμαστε όσο θα έπρεπε. Είδαμε παιδιά να μας κοιτούν καχύποπτα, σαν προδομένα από εμάς τους μεγαλύτερους, που τους παραδίνουμε αυτόν τον κόσμο. Θυμωμένα, που ξεπουλήσαμε χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε τις αξίες μας για μια περίοπτη θέση σε μια εταιρία, για ένα τζιπ, για μια βίλλα παραπάνω. Είδαμε δασκάλους να κάνουν αυτό που «πρέπει», να είναι αρκούντως υπηρεσιακοί‐με καθαρά μεν αλλά άδεια χέρια να τρέχουν να προλάβουν την ύλη τους. Να οδηγούν με ταχείς ρυθμούς τους μαθητές τους στην κρεατομηχανή της επιτυχίας, στις εξετάσεις. Με την ψυχή αφυδατωμένη, τσακισμένη και την αγάπη και το μεράκι καλά κρυμμένο βαθιά μέσα τους, μη τύχει και κατασπαταληθεί τσάμπα.
253
Και είδαμε γονείς πιο κάτω, στραμμένους στα παιδιά τους να τους μιλούν με φόβο κι αγωνία για το αύριο που έρχεται σαν καταιγίδα καταπάνω τους. Κι όταν αυτά ζητούσαν μια ελπίδα για να παλέψουν, ο πατέρας δάκρυζε κι η μάνα σιωπηλή μόνο τ’ αγκάλιαζε 343. Και μετά είδαμε πιο πέρα την πλειονότητα των μελών αυτής της κοινωνίας, που από τη στιγμή που εκχώρησε σε τρίτους το δικαίωμά της να μετέχει της Αρχής, έχει μεταβληθεί πια σε μια μάζα. Δε υπήρχε πουθενά εκείνη η πνευματική ωριμότητα που θα σε υποχρέωνε να σκεφτείς, να αντιμετωπίσεις την πραγμα‐ τικότητα και να αναζητήσεις τις δικές σου ευθύνες γι’ αυτήν. Και ποιος έχει σήμερα διάθεση να βάλει το μυαλό του να δουλέψει, ν’ ασχοληθεί με πράγματα, που διαταράσσουν την μακαριότητά του; «Είναι τόσο βολικό να είναι κανείς ανώριμος, λέει ο Καντ. Έχω ένα βιβλίο, που έχει νου για μένα, έναν πνευματικό που έχει συνείδηση για μένα, ένα γιατρό που κρίνει τη δίαιτα για μένα κ.ο.κ. Δεν χρειάζεται λοιπόν να κουραστώ εγώ ο ίδιος. Δεν είναι ανάγκη να σκέπτομαι, όταν μπορώ απλώς να πληρώνω∙ άλλοι θα αναλάβουν αυτή τη στενάχωρη δουλειά για μένα». Αν θέλουμε να φτάσουμε στις ιστορικές ρίζες της σημερινής κρίσης θα πρέπει να ανατρέξουμε πολύ βαθιά μέσα στο χρόνο, στην εποχή του Διαφωτισμού και της έναρξης της νεωτερικότητας με την δημιουργία του έθνους / κράτους 344. Κατά τον Smith, «η σύγχρονη εποχή ξεκίνησε με τη δημιουργία ξεχωριστών, ανεξάρτητων κυρίαρχων κρατών, καθένα από τα 343 Χ. Γ. Παπασωτηρόπουλος, «Οι Τρεις Ιεράρχες «στα αζήτητα»(;) μιας γιορτής(;) για την Παιδεία», ΠΗΓΗ: http://alitheia‐gaph.blogspot.gr/2011_01_01_archive.html 344 Μ. Νικολακάκη, «Ο Εκσυγχρονισμός και το Εκπαιδευτικό Σύστημα στη Μετανεω‐ τερικότητα: Μια Σχέση Εξελισσόμενη», ΠΗΓΗ www.pischools.gr/download/.../09%20nikolakaki%20117‐135.doc 254
οποία ήταν οργανωμένο γύρω από ένα ιδιαίτερο έθνος με δική του γλώσσα και κουλτούρα, και δική του κυβέρνηση, που ενομιμοποιείτο ως έκφραση της βούλησης του έθνους ή των εθνικών παραδόσεων και ενδιαφερόντων» 345.
Είναι τότε που δημιουργήθηκε ένα νέο σύστημα ιδεών, το
οποίο εναντιώθηκε στις υπάρχουσες έννοιες / ιδεολογίες, που είχαν τις ρίζες τους σε μία παραδοσιακή κοσμοθεωρία η οποία είχε διαμορφωθεί και επικρατήσει με το Χριστιανισμό. Πυρήνας και χαρακτηριστικό γνώρισμα του Διαφωτισμού αποτέλεσε η έμφαση στον Άνθρωπο, ο οποίος για την αποκάλυψη της αλήθειας θα χρησιμοποιούσε τον ορθό λόγο και την επιστήμη. Ο ορθός λόγος θα αντιτίθετο στη λαϊκή αυταρχικότητα που πήγαζε από την άγνοια, και το μυστικισμό. Η δε εφαρμογή του ορθού λόγου και της επιστήμης στις ανθρώπινες υποθέσεις θα ενεθάρρυνε την πρόοδο και τον πολιτισμό δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για εκσυγχρο‐ νισμό και πρόοδο 346. Η πορεία προς τον μοντερνισμό αποτελούσε επομένως μια πολλαπλή ρήξη με το παρελθόν. Οι νέοι οικονομικοί και πολιτικοί θεσμοί, με τη μορφή της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», καθώς και η παράλ‐ ληλη ανάδυση του βιομηχανισμού σημάδεψαν μια συστημική αλλαγή. Οι αξίες της αγοράς και η ιδέα της Προόδου, η ανά‐ πτυξη με όπλο την επιστήμη και η ορθολογική εκκοσμίκευση δεσπόζουν στο κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα της νεωτε‐ ρικότητας. Όπως θα μπορούσε να περιμένει κάποιος, οι μησυστη‐ μικές αλλαγές και οι αντίστοιχες υπο‐παραδειγματικές αλλα‐ γές των διάφορων μορφών νεωτερικότητας, είχαν σημαντικές 345 Toulmin S., Cosmopolis: The hidden Agenda of Modernity, Free Press, (1990), p.7. 346 Hall Β. & Gieben Β., Formations of Modernity, Polity Press, (1992), p.23. 255
επιπτώσεις στη φύση, το περιεχόμενο, και τη μορφή της εκπαίδευσης, που θα εξετάσουμε στη συνέχεια.
Το εκπαιδευτικό σύστημα πράγματι έπαιξε ένα βασικό
ρόλο στη μεταμόρφωση των πληθυσμών σε έθνη μέσω της νομιμοποίησης της «πολιτιστικής κυριαρχίας» 347. Οι εκπαιδευ‐ τικές μεταρρυθμίσεις του 18ου αιώνα έχουν ερμηνευτεί μέσα στο πλαίσιο αυτό, δηλαδή ως φορείς μετάδοσης του νέου τρόπου διακυβέρνησης, μετατροπής των υποκειμένων σε πολίτες και δημιουργίας νέων δεσμών μεταξύ των ατόμων και του κράτους. Την περίοδο αυτή η καθιέρωση του κρατικού παρεμβατισμού στην εκπαίδευση συνδέεται με την ανάδυση του σύγχρονου κράτους που προοδευτικά επιβλήθηκε με το διπλό μονοπώλιό του: τη νόμιμη χρήση βίας και την κατανομή των πόρων.
Καθώς αναπτυσσόταν η κρατική γραφειοκρατία, η
ανάγκη για καλά εκπαιδευμένους δημόσιους υπάλληλους ήταν σημαντική και τα πανεπιστήμια εκείνου του καιρού γίνονταν όλο και περισσότερο εκπαιδευτικά ιδρύματα για το ανώτερο δημοσιοϋπαλληλικό προσωπικό, ενώ συγχρόνως η στοιχειώδης εκπαίδευση για τις μεσαίες τάξεις αναπτυσσόταν περαιτέρω, ιδιαίτερα τον 17ο και τον 18ο αιώνα. Κατά τη διάρκεια της φιλελεύθερης νεωτερικότητας, η οποία μόλις και διήρκεσε μισό αιώνα μεταξύ 1830 και 1880, η δυναμική του συνθήματος «ανάπτυξη ή θάνατος» της οικονο‐ μίας της αγοράς οδήγησε σε μια αυξανόμενη διεθνοποίησή της, η οποία συνοδευόταν από την πρώτη συστηματική προσπάθεια των οικονομικών ελίτ να εγκαταστήσουν μια καθαρή φιλελεύθερη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς με
347 Roehrs H., “A united Europe as a challenge to education”, European Journal of Intercultural Studies, 3, (1992), pp.59‐70. 256
την έννοια του ελεύθερου εμπορίου και της «ελαστικής» αγοράς εργασίας. Η ανάδυση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς σ’ αυτή την περίοδο δημιούργησε την ανάγκη να αυξηθεί ο αριθμός των μαθητών/ σπουδαστών σε όλα τα στάδια της εκπαίδευσης: στο πρωτοβάθμιο επίπεδο, επειδή το σύστημα του εργοστασίου που αναπτύχθηκε μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση απαιτούσε ένα στοιχειώδες επίπεδο μόρφωσης, στο δευτεροβάθμιο επίπεδο, επειδή το εργοστασιακό σύστημα οδήγησε στην ανάπτυξη διάφορων ειδικοτήτων που απαιτού‐ σαν υψηλότερο επίπεδο εξειδίκευσης και, τέλος, στο τριτοβάθ‐ μιο επίπεδο επειδή η ραγδαία επιστημονική ανάπτυξη της εποχής απαιτούσε μια επέκταση του ρόλου των πανεπισ‐ τημίων για να εκπαιδεύουν όχι μόνο δημόσιους υπάλληλους, όπως πριν, αλλά επίσης ανθρώπους που θα ήταν ικανοί να εμπλακούν στην εφαρμοσμένη έρευνα σε σχέση με νέες μεθόδους παραγωγής, τόσο όσον αφορά τις φυσικές όσο και τις οργανωτικές/ διοικητικές πλευρές της. Η «μαζική εκπαίδευση», που χαρακτήρισε την νεωτερικότητα από τότε μέχρι σήμερα, είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή. Εκτός αυτού, βαθμιαία αυξανόταν εκείνη την περίοδο και η αποδοχή της άποψης ότι η εκπαίδευση έπρεπε να είναι ευθύνη του κράτους. Χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία άρχισαν να καθιερώνουν δημόσια εκπαιδευτικά συστήματα νωρίς τον 19ο αιώνα. Ωστόσο, αυτή η τάση δεν ήταν συμβατή με το κυρίαρχο κοινωνικό (υπό)παράδειγμα της φιλελεύθερης νεωτερικότητας. Αυτό το παράδειγμα χαρακτηριζόταν από την πίστη στο μηχανιστικό μοντέλο της επιστήμης, την αντικει‐ μενική αλήθεια, καθώς και κάποια μοτίβα από τον οικονομικό φιλελευθερισμό, και την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών
257
ελέγχων πάνω στις αγορές για χάρη της προστασίας της εργασίας. Η ασυμβατότητα αυτή ήταν ο λόγος για τον οποίο χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπου το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα είχε σε μεγαλύτερο βαθμό εσωτερικευθεί, δίστασαν περισσότερο προτού να επέμ‐ βουν οι κυβερνήσεις τους στα εκπαιδευτικά πράγματα. Η επικρατούσα άποψη μεταξύ των ελίτ αυτών των χωρών ήταν ότι η δωρεάν εκπαίδευση έπρεπε να παρέχεται ―το πολύ― στα παιδιά των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, ενώ η εξοικονόμηση των σχετικών πόρων από τη γενική φορολογία (η οποία ήταν ο μόνος κατάλληλος τρόπος για τη δωρεάν εκπαίδευση σε όλους) απορριπτόταν. Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις μορφές που πήρε η νεωτερικότητα, από την εποχή της εγκαθίδρυσης του συστή‐ ματος της οικονομίας της αγοράς: φιλελεύθερη νεωτερικότητα (από τα μέσα μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα), η οποία, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το κραχ του 1929 οδήγησε στην κρατικιστική νεωτερικότητα (από τα μέσα του 1930 μέχρι τα μέσα του 1970) και τέλος στη σημερινή νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα (από τα μέσα του 70’ μέχρι και πριν από λίγα χρόνια) 348. Οι ποικίλες αυτές μορφές του μοντερνισμού έχουν δημιουργήσει τα δικά τους κυρίαρχα κοινωνικά παραδείγματα, τα οποία στην πραγματικότητα αποτελούν υπο‐παραδείγματα του κυρίαρχου παραδείγματος, καθώς όλα μοιράζονται το εξής θεμελιακό χαρακτηριστικό: την ιδέα του διαχωρισμού της κοινωνίας από την οικονομία και την πολιτεία, όπως 348 Τ. Φωτόπουλος, «Από την Εκπαίδευση στην Παιδεία», ΠΗΓΗ http://www.inclusivedemocracy.org/pd/is10/issue_10_paideia.htm 258
εκφράζεται από την οικονομία της αγοράς και την αντιπροσω‐ πευτική «δημοκρατία» . Ο κρατικιστικός μοντερνισμός όμως πήρε διαφορετικές μορφές στην Ανατολή και τη Δύση. Έτσι, στην Ανατολή, για πρώτη φορά στην νεωτερικότητα, έγινε μια «συστημική» προσπάθεια να αντιστραφεί η διαδικασία αγοραιοποίησης και να δημιουργηθεί μια εντελώς διαφορετική μορφή νεωτερι‐ κοτητας από τη φιλελεύθερη, ή τη σοσιαλδημοκρατική. Αυτή η μορφή κρατισμού, που στηριζόταν στη μαρξιστική ιδεολογία, προσπάθησε να ελαχιστοποιήσει το ρόλο του μηχανισμού της αγοράς στον καταμερισμό εργασίας και να τον αντικα‐ ταστήσει με έναν μηχανισμό κεντρικού σχεδιασμού. Από την άλλη μεριά, στη Δύση, ο κρατισμός πήρε μια σοσιαλδη‐ μοκρατική μορφή και στηριζόταν στον ενεργό κρατικό έλεγχο της οικονομίας και σε έναν εκτεταμένο παρεμβατισμό στον αυτορυθμιζόμενο μηχανισμό της αγοράς, με στόχους την εξασφάλιση πλήρους απασχόλησης, λιγότερο άνισης κατανο‐ μής του εισοδήματος και οικονομικής ανάπτυξης. Ωστόσο η Δυτική μορφή του κρατικιστικού μοντερνισμού κατέρρευσε τη δεκαετία του 1970 όταν η αυξανόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της δυναμικής «ανάπτυξη‐ή‐θάνατος», έγινε ασύμβατη με τον κρατισμό. Η ανατολική μορφή του κρατικισ‐ τικού μοντερνισμού κατέρρευσε μια δεκαετία περίπου αργό‐ τερα λόγω της αυξανόμενης ασυμβατότητας, από τη μια πλευρά, μεταξύ των απαιτήσεων για μια οικονομικά αποτε‐ λεσματική οικονομία της ανάπτυξης και, από την άλλη, των θεσμικών ρυθμίσεων (συγκεκριμένα του κεντρικού σχεδιασμού και της κομματικής δημοκρατίας) 349. 349 Τ. Φωτόπουλος, «Περιεκτική Δημοκρατία», Αθήνα: Καστανιώτης, 1999. 259
Και οι δύο τύποι κρατισμού προσπάθησαν να επηρε‐ άσουν την εκπαιδευτική διαδικασία. Έτσι, τα Σοβιέτ, αμέσως μετά την Επανάσταση, εισήγαγαν την ελεύθερη και υποχρεω‐ τική γενική και πολυτεχνική εκπαίδευση μέχρι την ηλικία των 17, την προσχολική εκπαίδευση για να βοηθήσουν στη χειραφέτηση των γυναικών, το άνοιγμα των πανεπιστημίων και άλλων τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών μονάδων στην εργατική τάξη, ακόμη και μια μορφή σπουδαστικής αυτοδια‐ χείρισης. Επιπρόσθετα, θεσπίστηκε ότι ο βασικός στόχος της εκπαίδευσης ήταν η εσωτερίκευση των αξιών του νέου καθεστώτος. Όσον αφορά τους σοσιαλδημοκράτες, το κύριο επίτευγμά τους ήταν το Κράτος‐Πρόνοιας το οποίο αντιπροσώπευε μια συνειδητή προσπάθεια έλεγχου των παρενεργειών της οικονομίας της αγοράς, όσον αφορά την κάλυψη βασικών αναγκών (εκπαίδευση, υγεία, κοινωνική ασφάλιση κ.τ.λ.). Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της ιδεολογίας του Κράτους Πρόνοιας ήταν ότι η χρηματοδότησή του (συμπεριλαμβα‐ νομένης της εκπαίδευσης) έπρεπε να γίνεται από τη γενική φορολογία. Επιπλέον, η «προοδευτικότητα» του φορολογικού συστήματος (δηλαδή η καθιέρωση φορολογικών κλιμάκων με βάση το εισόδημα των φορολογούμενων), η οποία γενικεύθηκε κατ’ αυτήν την περίοδο, εξασφάλιζε ότι τα στρώματα με τα υψηλότερα εισοδήματα θα είχαν τη μερίδα του λέοντος αυτής της χρηματοδότησης, βελτιώνοντας με αυτό τον τρόπο την πολύ σημαντική ανισοκατανομή εισοδημάτων που δημιουργεί μια οικονομία της αγοράς. Ωστόσο, η επέκταση των εκπαιδευ‐ τικών ευκαιριών δεν επιβαλλόταν απλώς από ιδεολογικούς λόγους. Ακόμη πιο σημαντικό ήταν το μεταπολεμικό οικονο‐ μικό μπουμ που απαιτούσε μια τεράστια επέκταση της βάσης
260
εργασίας, με τις γυναίκες, και κάποτε τους μετανάστες, να καλούνται να συμπληρώσουν τα κενά. Πέρα από αυτό, η συνεχής αύξηση του καταμερισμού εργασίας, οι αλλαγές στις παραγωγικές μεθόδους και στην οργάνωση παραγωγής, καθώς και οι επαναστατικές αλλαγές στην τεχνολογία της πληροφορίας απαιτούσαν έναν αυξανόμενο αριθμό υψηλά εκπαιδευμένου προσωπικού, επιστημόνων, υψηλού επιπέδου επαγγελματιών κτλ. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η μαζική εκπαίδευση αναπτύχθηκε πρωταρχικά σ’ αυτή την περίοδο, τα αποτε‐ λέσματα αυτής της ραγδαίας αύξησης των εκπαιδευ‐τικών ευκαιριών στην κοινωνική κινητικότητα ήταν ασήμαντα. Η ανάδυση της νεοφιλελεύθερης διεθνοποίησης ήταν ένα μνημειώδες γεγονός το οποίο σηματοδότησε το τέλος της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, η οποία είχε σημαδέψει την πρώιμη μεταπολεμική περίοδο. Η δυναμική του συνθήματος «ανάπτυξη‐ή‐θάνατος» της οικονομίας της αγοράς και, ιδιαί‐ τερα, η ανάδυση και συνεχής επέκταση των πολυεθνικών και η παράλληλη ανάπτυξη της αγοράς των ευρωδολαρίων, η οποία οδήγησε στην παρούσα νεοφιλελεύθερη μορφή μοντερνισμού, ήταν οι κύριες εξελίξεις που ώθησαν τις οικονομικές ελίτ να ανοίξουν και να φιλελευθεροποιήσουν τις αγορές. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της νεοφιλελεύθερης μορφής του μοντερνισμού ήταν η ανάδυση μιας νέας «υπερεθνικής ελίτ», η οποία αντλεί την εξουσία της (οικονο‐ μική, πολιτική ή γενικά κοινωνική) από την λειτουργία της σε υπερεθνικό επίπεδο ‐γεγονός το οποίο δείχνει ότι δεν εκφράζει, ούτε αποκλειστικά, αλλά ούτε καν πρωταρχικά, τα συμφέ‐ ροντα ενός συγκεκριμένου έθνους‐κράτους. Ο κύριος στόχος της υπερεθνικής ελίτ είναι η μεγιστοποίηση του ρόλου της
261
αγοράς και η ελαχιστοποίηση κάθε αποτελεσματικού κοινωνικού ελέγχου στη λειτουργία της, με στόχο την προστα‐ σία της εργασίας, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η μέγιστη «αποδοτικότητα» (όπως ορίζεται με στενά τεχνοοικονομικά κριτήρια) και η κερδοφορία. Τα αποτελέσματα της νεοφιλελεύθερης ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης όσον αφορά στην πρόσβαση στην εκπαίδευση γενικά και στην κοινωνική κινητικότητα ειδικότερα, ήταν προβλέψιμα. Έτσι, όσον αφορά τα ‘’εκπαιδευτικά’’ αποτελέσ‐ ματα, δεν προκαλεί έκπληξη ότι, ως αποτέλεσμα της αυξανό‐ μενης φτώχειας και της ανισότητας στον νεοφιλελεύθερο μοντερνισμό, η ικανότητα γραφής και ανάγνωσης της Βρετα‐ νικής νεολαίας είναι σήμερα χειρότερη απ’ ότι ήταν πριν τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο. Πρόσφατη για παράδειγμα μελέτη διαπίστωσε ότι το 15% των ανθρώπων από 15 έως 21 ετών είναι «λειτουργικά αναλφάβητοι», ενώ το 1912 οι σχολικοί επιθεω‐ ρητές ανέφεραν ότι μόνο το 2% των νέων ανθρώπων ήταν ανίκανοι να γράψουν ή να διαβάσουν.
Παρόμοιες τάσεις παρουσιάζονται παντού, δεδομένης
της γενίκευσης του νεοφιλελεύθερου μοντερνισμού. Όπως ήταν αναμενόμενο, τα αποτελέσματα είναι ακόμα χειρότερα στον Νότο, όπου τα μόλις απελευθερωθέντα από τον αποικιοκρατικό ζυγό κράτη είδαν την εκπαίδευση τόσο σαν όργανο για την εθνική ανάπτυξη όσο και σαν μέσο για το ξεπέρασμα των εθνικών και πολιτισμικών εμποδίων. Δεν πρέπει επομένως να απορεί κανείς σήμερα για το ότι 125 εκατομμύρια παιδιά δεν πηγαίνουν καθόλου σχολείο παρά τις υποσχέσεις των συνεδρίων των Ηνωμένων Εθνών την τελευταία δεκαετία ότι θα έβαζαν κάθε παιδί σε μια σχολική αίθουσα. Έτσι, καθώς οι κυβερνήσεις πιέζονται να έχουν
262
σφικτούς προϋπολογισμούς από τους Διεθνείς Οργανισμούς, συμπιέζουν αντίστοιχα τα κονδύλια για την εκπαίδευση και, αναγκάζουν τα σχολεία να χρεώνουν δίδακτρα, μετατρέ‐ ποντας τα σχεδόν σε «κέντρα φροντίδας των παιδιών.
Έτσι άρχισε να διαπιστώνεται μία αυξανόμενη ανησυχία
σε σχέση με το γεγονός ότι, αν και τα δεδομένα της Εκπαίδευσης είναι ίδια για όλους, εξακολουθεί να είναι μικρή η συμμετοχή των πολλών στα εκπαιδευτικά αγαθά 350. Αναφορικά τώρα με την αμιγώς ελληνική πραγματικό‐ τητα πρέπει να πούμε ότι το ελληνικό πολιτικό και εκπαιδευτικό σύστημα φέρει εντός του από την αρχή μια τάση προς την κρίση. Αλλά όχι φυσικά λόγω κάποιας επαρχιώτικης κουλτούρας, αλλά λόγω ιστορικών διαδικασιών που αποτυ‐ πώνουν πολύμορφες υλικές δυνάμεις. Ποτέ οι Έλληνες δεν απέκτησαν μια γνήσια αστική τάξη, όπως οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης, γεγονός που είχε συνέπειες και σε άλλα ζητήματα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής τους και φυσικά και στην εκπαίδευση. Η αστική τάξη των δυτικοευρωπαϊκών χωρών αναδείχτηκε στη συνείδηση του κόσμου ως μια προοδευτική δύναμη που καταπολεμούσε τις φεουδαρχικές δομές της κοινωνίας. Βασικό έλλειμμα της ελληνικής αστικής τάξης ήταν ότι δεν διαμόρφωσε αστική συνείδηση στις οικονομικές της σχέσεις, εκτός ολίγων εξαιρέ‐ σεων. Το κράτος γινόταν ο εργοδότης για μια κρατικοδίαιτη αστική τάξη, η οποία έβλεπε τη συσσώρευση χρημάτων περισσότερο για λόγους προσωπικού γοήτρου και λιγότερο ως κεφάλαιο για επενδύσεις 351.
350 Young Μ., The Curriculum for the future‐From the “new sociology of education” to a critical theory of learning, Falmer Press, London, (1998). 351 Π.Κονδύλης,«Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας»,Θεμέλιο, Αθήνα. 263
Το υποτυπώδες μέχρι τότε κράτος αρχίζει να διογκώνεται αποκτώντας κρατικούς μηχανισμούς, οι οποίοι οργανώθηκαν έτσι, ώστε να μην προστατεύουν το γενικό συμφέρον αλλά το μερικό με αποτέλεσμα ο χωρισμός κράτους – κοινωνίας να μην είναι σαφής. Η πατριαρχική σχέση μεταφέρθηκε από την κοινωνία στην πολιτική και μεταβάλλεται στη λεγόμενη πελατειακή σχέση. Ο βουλευτής, ο κομματάρχης, ο αρχηγός κόμματος απαιτεί από τους ανθρώπους του υπακοή και ταυτόχρονα αναλαμβάνει την προστασία τους δηλαδή να ενεργήσει για τις υποθέσεις τους, σε ανταγωνισμό με τους οπαδούς των άλλων κομμάτων 352. Ακόμα και η γραφειοκρατία, η οποία αναπτύχθηκε μαζί με τα αστικά κράτη στη Δυτική Ευρώπη για να συνεισφέρει στη θεσμική προώθηση της ανάπτυξης, στην Ελλάδα τα πολιτικά «τζάκια» με την πατριαρχική νοοτροπία τους βρήκαν τρόπους απείρως πιο ευρηματικούς για να τη χρησιμοποιήσουν για το συμφέρον τους και οι μέθοδοι τους αυτοί δυστυχώς έγιναν δεσμευτικές και υποδειγματικές για όλες τις πολιτικές παρατά‐ ξεις. Έτσι στην Ελλάδα οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί ανα‐ πτύχθηκαν στρεβλά, από τη μια υπέπεσαν σε υποπλασία κι απ’ την άλλη σε υπερτροφία δηλαδή αναπτύχθηκαν υπερβο‐ λικά χωρίς ποτέ να εκσυγχρονιστούν. Ο κρατικός μηχανισμός παρέμεινε ακατάλληλος για την άσκηση σαφούς αστικής πολιτικής γιατί η μεγάλη μάζα των δημοσίων υπαλλήλων λόγω των πελατειακών σχέσεων με τις οποίες προσελήφθησαν, προέρχονταν από στρώματα καθυστε‐ ρημένα από πολιτισμική άποψη, που είχε επιπτώσεις στην ποιότητα της λειτουργίας του. Αγραμματοσύνη, στενοκε‐ φαλιά, ανικανότητα να εργαστούν πάνω σε απρόσωπες, 352 ΠΗΓΗ http://neaanagnosi.blogspot.gr/2011_06_01_archive.html 264
γενικές και αφηρημένες αρχές αντίθετα εμφορούμενοι από νοοτροπίες της πατριαρχικής κοινωνίας εξυπηρετούσαν αιτήματα της ιδιαίτερης πατρίδας τους, των φίλων τους, των συγγενών τους. Η λαϊκή φαντασία έπλασε ένα κράτος πάμπλουτο και παντοδύναμο δότη, αρκεί να ήθελε να δώσει στους υπηκόους του κι απ΄ την άλλη ένα κράτος απατεώνα και τύραννο, που έπρεπε να κατανοεί και να συγχωρεί τις πλάγιες οδούς (το παραθυράκι του νόμου, το ρουσφέτι) που χρησιμοποιούσαν οι υπήκοοι του. Τα κόμματα εξουσίας εκποιούν το κράτος για να εκλεγούν τα μάλλον ανυπόμονα στελέχη τους, που θα μοιράσουν μεταξύ τους τις ανώτερες κρατικές θέσεις. Και ξαφνικά από το καθεστώς του πατριαρχισμού και του νόθου αστισμού μεταβήκαμε μετά το 74 στο καθεστώς μιας εξίσου νόθας μαζικής δημοκρατίας ανίκανης να απαλλαγεί από τις πελατειακές νοοτροπίες και σχέσεις της. Δημιουργή‐ θηκαν συνθήκες που ευνόησαν κατά πολύ την κοινωνική κινητικότητα κι έτσι εμφανίστηκαν νέα κοινωνικά στρώματα, «οι νεόπλουτοι», που πλούτισαν από τις εργολαβικές και μεταπρατικές δραστηριότητες, που πρόσφερε η ανοικοδόμηση (της Αθήνας κι άλλων πόλεων), τα μεγάλα δημόσια έργα, η διοχέτευση όλο και μεγαλύτερου όγκου εισαγόμενων προϊόν‐ των στην ελληνική αγορά με σκοπό την προώθηση του καταναλωτισμού. Τέλος η διεύρυνση του τομέα των υπηρεσιών μέσα από την ανάπτυξη του τουρισμού δημιούργησε ένα πολυπληθέστατο μεσαίο στρώμα. Το πολιτισμικό επίπεδο και ο πνευματικός ορίζοντας των στρωμάτων αυτών παρέμειναν πολύ χαμηλά, με κύρια γνωρίσματα «το μιμητικό κατανα‐ λωτισμό, την έπαρση της νεοαποκτηθείσας ευημερίας και της επίσης νεοαποκτηθείσας ημιμάθειάς τους».
265
Αυτές οι ανακατατάξεις ενίσχυσαν το χαρακτήρα της χώρας μας, ως χώρας μικροϊδιοκτητών και μικροαστών στη βάση των καταναλωτικών συνηθειών τους όμως, οι οποίες δεν καλύπτονταν από το εγχώριο παραγωγικό μας σύστημα. Η ευημερία μας ήταν επισφαλής γι αυτό ο ψηφοφόρος‐ καταναλωτής τώρα ζητάει από τα κόμματα να του διασφα‐ λίσουν το καταναλωτικό του επίπεδο και να του το ανεβάσουν, όταν εκλεγούν. Τα κόμματα δημαγωγούν για να πάρουν την εξουσία, οι ψηφοφόροι το ξέρουν και κατά βάθος επιθυμούν αυτή τη δημαγωγία, πιστεύοντας ότι, αν πάρουν έστω και στα λόγια τις υποσχέσεις που επιθυμούν, θα μπορούν αργότερα να πιέζουν το κόμμα τους που ανήλθε στην εξουσία, να εξοφλήσει το γραμμάτιο που τους «υπέγραψε». Οι συνέπειες είναι οδυνηρές: οι πελατειακές σχέσεις έγιναν η τροχοπέδη για την εθνική οικονομική και κοινωνική μας ανάπτυξη και κάτι παραπάνω, έγιναν ο αγωγός για τη εκποίηση του κράτους μας στους ψηφοφόρους πρώτα και στους δανειστές μας στη συνέχεια. (Το κράτος δανειζόταν για να ικανοποιήσει το καταναλωτικό επίπεδο των ψηφοφόρων του, για να μπορεί να αγοράζει τα υπερτιμημένα προϊόντα και υπηρεσίες των κομματικών του φίλων ή δίνοντας τους κρυφά μίζες, ή διατηρώντας ένα υπερτροφικό σώμα δημοσίων υπαλ‐ λήλων, πολλούς από τους οποίους πλήρωνε με υψηλότατους μισθούς, ενώ η μεγάλη πλειονότητα τους παρέμεινε χαμηλό‐ μισθη). Αυτή την άτεγκτη αλήθεια αρνούνται να τη συνειδη‐ τοποιήσουν οι πλατιές μάζες, που για πρώτη φορά στην ιστορία του τόπου, «λάδωσαν το άντερο τους» και «οι οποίες επιπλέον απέκτησαν τη μεθυστική συναίσθηση (ψευδαίσθηση) του κυρίαρχου και εκλεπτυσμένου καταναλωτή». Κι ακόμα, ένας
266
λαός, που θεωρεί τον εαυτό του περιούσιο λαό, αρνείται να βάλει με το νού του ότι κάνει κάτι τόσο εξευτελιστικό, όπως το να ξεπουλάει τον τόπο του για να καταναλώνει περισσότερο. Μαζί με τη μαζική δημοκρατία συντελέστηκε και η στροφή προς μια αντίστοιχη μορφή μεταμοντερνισμού, της νέας αυτής φιλοσοφικής αντίληψης, που εισήχθη στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες. Ο εντόπιος μεταμοντερνισμός όμως, όπως διαμορφώνεται στην Ελλάδα, συμπαρασύρει τα πάντα στο διάβα του, ιδεολογίες, ιδεολογήματα, πνευματικά έργα, εξισώνοντας τα πάντα με τα πάντα, με αποτέλεσμα «οι μίμοι και οι γελωτοποιοί να εκπροσωπούνται με ποσοστά ιδιαιτέρως υψηλά στους κύκλους των διανοουμένων, στα πανεπιστήμια και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η τέτοια είσοδος του μεταμοντέρνου στις ελληνικές συνθήκες αποτελεί την ολοκλήρωση και εν μέρει την κορύφωση της κρίσης όλων των θεμελιωδών δεδομένων της ελληνικής εθνικής ζωής» . Στον εκπαιδευτικό τομέα τα παραπάνω οδήγησαν όλα αυτά τα χρόνια σε ένα υπερκλασικιστικό χαρακτήρα που θέτει ζητήματα όχι τόσο σε σχέση με την παραμέληση των θετικών επιστημών(αφού αυτή με μια έννοια αντανακλά ως ανυπαρξία δευτέρου σχολικού δικτύου τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης τον αντιπαραγωγικό, μεταπρατικό χαρακτήρα της ελληνικής αστικής τάξης) όσο σε σχέση με τη χρήση του γλωσσικού οργάνου. Η καθαρεύουσα ως γλωσσικό συνεχές απέτρεψε τη δημιουργία μιας αυστηρής διγλωσσίας που θα οδηγούσε σε κοινωνική πόλωση και σε συνειδητοποίηση του προβλήματος από τη μάζα του πληθυσμού. Αντίθετα, ο μη αποκρυσταλλωμένος χαρακτήρας της ως ενός γλωσσικού συνεχούς δεν αντιστοιχούσε μόνο στην εσωτερική διαφορο‐ ποίηση των μορφωμένων μη παραγωγικών αστικών στρωμά‐
267
των, αλλά επέτρεπε και την πρόσβαση στα διάφορα επίπεδα του κρατικού μηχανισμού ανάλογα με το επίπεδο της τυπικής εκπαίδευσης ή αλλιώς ανάλογα με το βαθμό καθαρότητας της χρησιμοποιούμενης γλώσσας, υποθάλποντας έτσι τις προσδο‐ κίες των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων για μια θέση στον κρατικό μηχανισμό. Κύρια επιδίωξη των συντακτών των προγραμμάτων σπουδών δεν ήταν η συμβολή της εκπαίδευσης στον οικονο‐ μικό και κοινωνικό εκσυγχρονισμό της χώρας αλλά η εγχά‐ ραξη ενός ιδεολογικοποιημένου παρελθόντος στους μαθητές, ώστε να αποτραπεί κάθε κριτική αντιμετώπιση του κοινωνικού παρόντος και να εξασφαλιστεί ταυτόχρονα η συνοχή αυτού του παρόντος.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως από το εθνικό στο παγκόσμιο
επίπεδο όπου αυτές οι ίδιες οι εξελίξεις του 20ού αιώνα, επιστημονικές, κοινωνικές, οικονομικές και εκπαιδευτικές αμφισβήτησαν την ύπαρξη μιας γενικής εκσυγχρονιστικής πορείας και θετικής εξέλιξης. Ο Διαφωτισμός είχε προσπα‐ θήσει να απελευθερώσει τον άνθρωπο καταστρέφοντας τους μύθους, αλλά είχε δημιουργήσει έναν καινούριο μύθο, ότι δηλαδή η επιστήμη μπορούσε να κατανοήσει και, μέσω της τεχνολογίας, να ελέγξει τη φύση και τον άνθρωπο. Η πίστη στην παντοδυναμία της επιστήμης συνιστούσε ένα νέο μύθο, που ήρθε να αντικαταστήσει τη θρησκοληψία. Αδιαφορώντας για τις ποιοτικές πλευρές της ύπαρξης, ο άνθρωπος έχανε από τα μάτια του την κριτική σκοπιά, που συνιστά τον πυρήνα της αληθινής επιστήμης 353.
Αυτή ήταν και η απαρχή ενός νέου κύκλου στην ανθρώ‐
πινη ιστορία. Η εποχή της νεωτερικότητας και του μοντέρνου 353 Αντόρνο Τέοντορ και Χορκχάιμερ Μαξ, «Η διαλεκτική του Διαφωτισμού», Αθήνα 1996. 268
τελείωσε και οδεύουμε σε μια άλλη εποχή, που με την πρόθεση μετά, για να αναφέρεται έτσι και στην προηγούμενη και στη νέα κατάσταση, προσπαθεί να διευκρινίσει την ταυτότητα και την ιδιαιτερότητά της. Αυτό όμως που παραμένει αδιευκρίνιστο είναι αν η σχέση της μετανεωτερικότητας με τη νεωτερικότητα είναι κυρίως σχέση ρήξης ή συνέχειας.
Στη μετανεωτερικότητα λοιπόν αυτό που αμφισβητήθηκε
έντονα ήταν η έννοια της προόδου ως αποτελέσματος ή προέκτασης των συνεπειών της ανάπτυξης της επιστήμης και της τεχνολογίας στα ανθρώπινα πράγματα. Έτσι προσδιορί‐ ζεται ως μεταμοντέρνο, δηλαδή κύριο χαρακτηριστικό της μετανεωτερικότητας «η δυσπιστία απέναντι στα μεγάλα αφηγήματα». Με την αμφισβήτηση των «μεγάλων αφηγη‐ μάτων», δηλαδή των υπερκόσμιων και παγκόσμιων αληθειών, θεωρείται Ουτοπία η αναζήτηση γενικευτικών προτάσεων μέσα από τις οποίες να ερμηνεύονται τα πράγματα. Υπάρχουν σχετικές μόνον αλήθειες σε μικρούς κύκλους (που να αφορούν λίγα άτομα) ή ατομικές αλήθειες. Οι αλήθειες αυτές είναι διυποκειμενικές συμφωνίες που οδηγούν στην πρόοδο. Έτσι, εγκαταλείπεται η έννοια του Εκσυγχρονισμού ως γενικής θεωρίας με κανονιστική διάσταση προς χάριν των εκσυγχρο‐ νισμών, οι οποίοι υποδηλώνουν διαδικασίες που ισχύουν στο σύγχρονο κόσμο.
Τίθεται λοιπόν σήμερα το ερώτημα αν μπορούν ακόμα οι
δυτικές κοινωνίες να κατασκευάσουν το είδος εκείνο ατόμου που είναι απαραίτητο για τη συνέχιση της λειτουργίας τους 354. Το πρώτο και κύριο εργαστήριο κατασκευής σύμμορφων προς την κοινωνία ατόμων είναι η οικογένεια. Η κρίση όμως της σύγχρονης οικογένειας της μετανεωτερικότητας δεν 354 Κ. Καστοριάδης, «Η άνοδος της ασημαντότητας», στο περ. Άρδην τ. 46. 269
έγκειται μόνο ούτε κυρίως στη στατιστική της διάλυση, το βασικό είναι ο θρυμματισμός και η αποσύνθεση των παραδοσιακών ρόλων ‐άντρας, γυναίκα, γονείς, παιδιά‐ και η συνέπειά τους: ο άμορφος αποπροσανατολισμός των νέων γενεών.[...] 355. Η αποσύνθεση των παραδοσιακών ρόλων αντανακλά την ροπή των ατόμων προς την αυτονομία και περιέχει σπέρματα χειραφέτησης. Όμως όσο περνούν τα χρόνια, τόσο περισσότερο δικαιούμαστε ν’ αμφιβάλλουμε κατά πόσον η διαδικασία αυτή οδηγεί στην εκκόλαψη νέων τρόπων ζωής και όχι στον αποπροσανατολισμό και την ανομία 356. Εκτός όμως από την οικογένεια και το εκπαιδευτικό σύστημα έχει μπεί εδώ και είκοσι χρόνια σε φάση επιταχυνόμενης διάλυσης. Υφίσταται κρίση περιεχομένου: τι μεταδίδεται, και τι πρέπει να μεταδίδεται, και με βάση ποιά κριτήρια? Δηλαδή: κρίση των “προγραμμάτων” και κρίση του στόχου προς τον οποίο καταρτίζονται τα προγράμματα. Διέρχεται επίσης κρίση της εκπαιδευτικής σχέσης: ο παραδο‐ σιακός τύπος της αναντίρρητης αυθεντίας έχει γκρεμιστεί, και νέοι τύποι ‐ο δάσκαλος‐συμμαθητής, για παράδειγμα‐ δεν καταφέρνουν ούτε να διαμορφωθούν, ούτε να αναγνωριστούν ούτε να διαδοθούν. Όμως όλες αυτές οι διαπιστώσεις θα παρέμεναν αφηρημένες αν δεν τις συσχετίζαμε με την πιο εξόφθαλμη και εκτυφλωτική εκδήλωση της κρίσης του εκπαιδευτικού συστήματος, που κανείς δεν τολμά κάν να την αναφέρει. Ούτε οι μαθητές ούτε οι δάσκαλοι ενδιαφέρονται πια γι’ αυτό που συμβαίνει μέσα στο σχολείο σαν τέτοιο, και οι μετέχοντες δεν επενδύουν πια στην παιδεία ώς παιδεία. Για τους εκπαιδευτικούς έχει γίνει αγγαρεία προς το ζήν, ενώ για 355 Κ. Καστοριάδης, «Ή σπουδάζουσα νεολαία» (1963), αυτ. σ. 334‐350. 356 Κ. Καστοριάδης «Ή κρίση της σύγχρονης κοινωνίας» (1965), στο Σύγχρονος καπιταλισμός και επανάσταση, δ.π. σσ. 363‐379. 270
τους μαθητές, για τους οποίους έχει πάψει να είναι το μοναδικό άνοιγμα προς τον εξωοικογενειακό κόσμο, και οι οποίοι δεν έχουν ακόμα την απαιτούμενη ηλικία (ή ψυχική δομή) ώστε να μπορούν να τη δούν ως εργαλειακή επένδυση (ολοένα προβληματικότερης άλλωστε αποδοτικότητας),έχει καταντήσει μια βαρετή υποχρέωση. Με δύο λόγια, το ζητούμενο είναι η απόκτηση ενός “χαρτιού” που θα επιτρέπει την άσκηση ενός επαγγέλματος (εφόσον βέβαια σήμερα βρεί κανείς δουλειά). Όμως σήμερα, η οικονομική κρίση, εκτός από τις πρακτικές αλλαγές που φέρνει στο βιοτικό επίπεδο πολλών οικογενειών και στις επενδύσεις τους στην εκπαίδευση, επηρεάζει και ψυχολογικά τα παιδιά, με πολλούς τρόπους. Είτε μέσω των αλλαγών στον τρόπο ζωής της οικογένειας, είτε μέσω των αλλαγών στην ψυχολογική κατάσταση των γονέων (αν π.χ. έχουν χάσει τη δουλειά τους), είτε μέσω των στάσεων που προβάλλονται ιδιαίτερα από τα ΜΜΕ. Τα παιδιά δεν ζουν σε μια μαγική γυάλα. Ακόμη κι αν στη δική τους οικογένεια δεν υφίστανται προβλήματα βιοτικού επίπεδο, τα παιδιά απορροφούν και εισπράττουν το αίσθημα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, που αυτή τη στιγμή στη χώρα μας, χαρακτηρίζεται από: 1)φόβο, 2) έλλειψη ελπίδας, προοπ‐ τικής για το μέλλον, 3)πλήρης απαξίωση της έννοιας της κοινωνικής δικαιοσύνης, 4)θυμό. Καθώς τα παιδιά βιώνουν την οικονομική και κοινωνική κρίση σε μια τρυφερή ηλικία, όπου διαμορφώνεται η κοσμοθεωρία τους καλό είναι να μη μας βλέπουν τα παιδιά εκτός ελέγχου. Για τα παιδιά, εμείς είμαστε η ασπίδα προστασίας τους. Χρειάζονται να νιώσουν ότι θα τα προστατέψουμε.
271
Ας απαντήσουμε στην έλλειψη αξιών, με τις αξίες που έχουμε εμείς μέσα μας όπως ανέφερε ο Μητροπολίτης μας στο μήνυμά του για την εορτή των Τριών Ιεραρχών. Όταν ζούμε σύμφωνα με τις αξίες μας νιώθουμε ολοκληρωμένοι, νιώθουμε ισχυροί, νιώθουμε ότι έχουμε αξιοπρέπεια. Αυτό μας προσθέτει μια αόρατη δύναμη, που μας βοηθά να ανταπεξέλ‐ θουμε σε οποιαδήποτε δυσκολία. Το απόθεμα δύναμής μας είναι σαν να βρίσκεται σε ένα μεγάλο σακί με άμμο. Όταν παραβαίνουμε τις αξίες, όταν συμπεριφερόμαστε άδικα ή εγωιστικά είναι σαν να τρυπάμε το δοχείο. Η δύναμή μας φεύγει προς τα έξω. Ας θυμίσουμε τέλος στα παιδιά μας ότι το χρήμα δεν είναι το παν. Τα παιδιά, αν έχουν τα απολύτως στοιχειώδη, μπορούν να ζήσουν ευτυχισμένα σε μια οικογέ‐ νεια, όπου υπάρχει το ψυχικό απόθεμα αγάπης κι αισιοδοξίας από τους γονείς. Τα θέματα λοιπόν που αφορούν την «κατασκευή/ διαμόρφωση» όχι μόνο των νέων ανθρώπων αλλά και κυρίως των νέων πολιτών σήμερα χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Οι συζητήσεις που αφορούν την εκπαίδευση τα τελευταία χρόνια υπονοούν μια μεταστροφή του έργου του σχολείου από ένα σχετικά μονοπολικό προσανατολισμό στο έθνος προς μια σχέση έλξης / ώθησης μεταξύ του μικρού και του μεγάλου, του τοπικού και του παγκόσμιου. Σήμερα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια αποσύνθεση των παλαιών ταυτοτήτων, που συνοδεύ‐ εται από μια προσπάθεια επανα‐ανακάλυψης ή μάλλον εφεύρεσης νέων. Οι νέες αρχές του πολίτη τείνουν να βασίζονται σε ένα παγκόσμιο status του ατόμου παρά σε μια εθνικότητα.
Επιπλέον, η αποδοχή των «μετανεωτερικών αληθειών»
για την εκπαίδευση σημαίνει ότι δεν υπάρχει μία απόλυτη
272
κατάσταση που να μπορεί να θεωρείται επιβεβλημένη για όλους, άρα έχει αμφισβητηθεί και η «από πάνω» διευθέτηση των εκπαιδευτικών ζητημάτων. Αντί γι’ αυτό, θεωρείται ότι η διδακτική πράξη είναι μοναδική και ως εκ τούτου η εκπαιδευτική πολιτική πρέπει να καθορίζεται από «κάτω προς τα πάνω». O δάσκαλος και ο μαθητής αναδεικνύονται ως πρωταγωνιστές στη διαδικασία αυτή. Σε αντίθεση με τη δασκαλοκεντρική, οι ομαδοσυνεργατικές μέθοδοι μάθησης εκπαιδεύουν στη συλλογικότητα επιδιώκοντας τη σύγκλιση των διαφορετικών δυνατοτήτων των εκπαιδευομένων με βάση την εμπειρία τους (γνώση) και το διάλογο, έτσι ώστε να επιτύχουν το βέλτιστο αποτέλεσμα. Παράλληλα, έχουν σημειωθεί κοινωνικές αλλαγές, όπως η μεγαλύτερη επιθυμία ελέγχου στην ποιότητα της εκπαίδευσης είτε ως πολίτες, είτε ως γονείς, είτε ως άλλοι ενδιαφερόμενοι (π.χ. βιομηχανία). Συνεπώς οικονομικές μεταβολές, η έκρηξη της γνώσης και κοινωνικές απαιτήσεις για περισσότερη δημοκρατία συγκλί‐ νουν στην μεταφορά της ευθύνης της ποιότητας της εκπαί‐ δευσης στο σχολείο επιβάλλοντας αλλαγές 357. Χρειάζεται απαγκίστρωση από το συγκεντρωτισμό των απόλυτα προσδιορισμένων γενικών κανόνων στην περισσότερο ευέλικτη αποκεντρωμένη λήψη αποφάσεων στο εσωτερικό του σχολείου. Στη σχετική έννοια της σχολικής αυτονομίας, ο καθένας σχολικός οργανισμός αποτελεί ένα επιμέρους σύσ‐ τημα μέσα σε μεγαλύτερα (π.χ. τοπικό, εκπαιδευτικό σύστημα χώρας, Ευρωπαϊκή Ένωση, παγκόσμιο). Αυτό είναι αναγκασ‐ μένο να προσαρμόζεται στο περιβάλλον του και να φροντίζει τις ιδιαίτερες ανάγκες των νέων πολιτών που συμμετέχουν σε 357 Γ. Μπατζιάκας, «Δημοκρατικά προβλήματα στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και ο οργανωτικός ρόλων των στελεχών Διοίκησης», ΠΗΓΗ http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=479641 273
αυτό με την ενίσχυση των διατιθέμενων κεφαλαίων του και την περιστολή των αδυναμιών του σχολικού συστήματος. Για παράδειγμα ένα σχολείο σε εργατική περιοχή με χαμηλό γενικά γονεϊκό εισόδημα και μορφωτικό επίπεδο και με ύπαρξη μεταναστών με ξεχωριστό πολιτισμικό υπόβαθρο έχει διαφο‐ ρετικές ανάγκες από ένα άλλο που βρίσκεται σε ομοιογενές πολιτισμικό περιβάλλον και με υψηλό κοινωνικό, οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο. Το πρώτο σχολείο καταναγκάζεται να αντιμετωπίσει τις μικρότερες ευκαιρίες που προσφέρουν οι γονείς και τις λιγότερο εκλεπτυσμένες συμπεριφορές των εκπαιδευομένων του. Πάντα γενικά, αυτό το σχολείο μπορεί να χρειάζεται περισσότερους οικονομικούς πόρους, μικρότερη αναλογία εκπαιδευτικών/εκπαιδευόμενων, επίσημους διδακτι‐ κούς στόχους προσαρμοσμένους στις ανάγκες τους και πιο εξειδικευμένο προσωπικό για να επιτύχει την ανάπτυξη του δυναμικού των εκπαιδευομένων του. Επομένως, οι διαφορο‐ ποιημένες τοπικές συνθήκες εξαναγκάζουν στον έλεγχο των αποφάσεων στο σχολείο. Σήμερα, η εκπαίδευση χρειάζεται να προσφέρει στην συγκρότηση ισχυρής προσωπικής πολιτισμικής ταυτότητας με παγκόσμιο ορίζοντα, στην ανάπτυξη συμπεριφορών όπως της πρωτοβουλίας και της ομαδικότητας, στην ευελιξία προσαρ‐ μογής σε ατομική και συλλογική κλίμακα, στην ενδυνάμωση των ερευνητικών ενδιαφερόντων για την απόκτηση νέας γνώσης και επαλήθευσης της υπάρχουσας, στην κατοχή των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας, στην άσκηση του διαλόγου με επιχειρήματα καθώς και στην παραγωγή σκέψης με αποδείξεις. Επίσημα και ανεπίσημα η προσφορά εκπαί‐ δευσης των σχολικών οργανισμών επιβάλλεται να εδραιώνει την αυτοπεποίθηση του νέου μέλους της κοινωνίας, προκει‐ 274
μένου αυτό να μπορεί να συμμετέχει, να υπερασπίζεται και να ασκεί τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα/ευθύνες του βλέποντας τον εαυτό του ως μέρος του πλανήτη. Παράλληλα, η ανάληψη της ευθύνης της ποιότητας εκπαίδευσης από το σχολείο για την εκπλήρωση των διαφορετικών αναγκών των νέων εκπαιδευομένων συνιστά μια δημοκρατική υποχρέωση προώθησης της κοινωνικής δικαιο‐ σύνης από τον εκπαιδευτικό οργανισμό. Δηλαδή το σχολείο χρειάζεται να επιμένει στη μείωση των αποστάσεων του πολιτισμικού κεφαλαίου λόγω κοινωνικής προέλευσης, έτσι ώστε ο καθένας εκπαιδευόμενος να επιτύχει το μέγιστο δυναμικό του. Αυτό διαφέρει ριζικά από τη θεωρητική σύλληψη που συντελέστηκε κατά τον 18ο αιώνα και εφεξής για να επιλύσει τις ανάγκες της βιομηχανικής επανάστασης και της δημιουργίας εθνικών κρατών με τη δημιουργία της γραφειο‐ κρατικής μαζικής παιδικής εκπαίδευσης και κοινωνικοποίησης σχολικού τύπου. Η ορθολογιστική εστίαση στην ατομική ακαδημαϊκή επίδοση (κύριος στόχος αποτελέσματος) προκαλεί διαιρέσεις («καλοί – κακοί» μαθητές), διατήρηση κοινωνικών διαφορών, περιορισμούς εκπαιδευτικών ευκαιριών και συνακό‐ λουθα μαζικούς κοινωνικούς αποκλεισμούς παιδιών χαμηλό‐ τερων κοινωνικών στρωμάτων, αφού κυρίως αυτά σημειώνουν υστέρηση ακαδημαϊκής επίτευξης. Εντούτοις, οι κοινωνικά αποκλεισμένοι άνθρωποι αδυνατούν να συνεισφέρουν στην κοινωνία, με αρνητικά αποτελέσματα για τους ίδιους και για όλους. Παρόμοια, η ελληνική κοινωνία εστιασμένη στην ατομι‐ κή ακαδημαϊκή επίδοση παράγει ανάλογους διαχωρισμούς, καταφεύγοντας στα φροντιστήρια (απόλυτη στόχευση στην περιορισμένη, άχρηστη επίδοση ατομικής ανταγωνιστικότητας) αδυνατώντας να εξοπλίσει τους νέους πολίτες της με 275
δεξιότητες σύμφωνες με την πραγματικότητα και ανίκανη να αξιοποιήσει παραγωγικά το σύνολο των ανθρώπινων πόρων της.
Ίσως, σημείο εκκίνησης όλων των αλλαγών και μεταρ‐
ρυθμίσεων σήμερα θα έπρεπε να είναι η συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας ιδίως σήμερα που ο σύγχρονος άνθρωπος τυφλωμένος από τη μαγεία της τεχνογνωσίας – που μπήκε, μετά τη βιομηχανική επανάσταση, δυναμικά στο προσκήνιο καβάλα στο δέλεαρ της ευκολίας σχεδόν σε κάθε τομέα της ζωής του. Ανυποψίαστος αφέθηκε στη σαγήνη της περίπου όπως τον παλιό καιρό οι ναυτικοί αφήνονταν στο θελκτικό τραγούδι των Σειρήνων. Σταμάτησε να διδάσκει στα παιδιά του τον πόλεμο ανάμεσα σε Δίκη και Αιδώ οπότε εξαφανίστηκαν οι λόγοι που ανέδειξαν Σόλωνες και Ηράκ‐ λειτους, Αισχύλους και Σοφοκλήδες κι αυτό δεν ήταν το μόνο σύμπτωμα. Αν θέλαμε να δείξουμε γιατί συνέβησαν αυτά θα καταγγέλλαμε τη λήθη: λησμονήσαμε πως στα έπη του μύθου ο σοφός ήρωας της Οδύσσειας βουλώνει τα αυτιά των συντρόφων του προκειμένου να περάσει με ασφάλεια τους κάβους των Σειρήνων στην πορεία προς την Ιθάκη 358. Εμείς στους πειρασμούς ανοίξαμε τις πόρτες του νου και εγκαταστήσαμε αυτοβούλως τις Σειρήνες στο σπίτι μας. Αντί να μοχθούμε καθημερινά για τις αξίες στο δημόσιο βίο παραδοθήκαμε στην αποχαύνωση της τεχνολογίας και του καταναλωτισμού. Λησμονήσαμε τη λιτή και απέριττη ζωή υπό την επιταγή της Ανάγκης, όπως τη σμίλεψε με τους νόμους του ο Λυκούργος στη Σπάρτη των προγόνων ή – αν προτιμάς – όπως είπε ο Ρουσώ “το να μειώνεις τις ανάγκες σου είναι σαν να 358 Χ. Τσάπος, «Από τους τραγικούς ποιητές στην τραγωδία της κρίσης: ο ρόλος της παίδευσης για μια πορεία διεξόδου», ΠΗΓΗ http://www.alfavita.gr/apopsi. 276
αυξάνεις τη δύναμή σου.” Ως πρότυπα για δεκαετίες προβλή‐ θηκαν το δήθεν μιας γυαλιστερής ζωής, ο εύκολος πλουτισμός, η επίδειξη, το βόλεμα, η μικρότερη προσπάθεια. Η οδός της έκπτωσης των αξιών και της πτώσης του πολιτικού ανθρώπου δηλαδή. Τα προηγούμενα κατά τη γνώμη μου είναι η γενική κρίση μεγάλου τμήματος του ελληνικού πληθυσμού (και όχι μόνον) που έφτασε στα χείλη του γκρεμού. Και ποιοι είναι αυτοί που ορίζουν την πτώση μας; Μιλάνε πολλοί για τη νέα “τάξη” πραγμάτων. Κι εμείς; Δεν γνωρίζαμε ότι “τʹ αγαθά κόποις κτώνται;” Με δανεικά δεκανίκια θα στήναμε τη δημοκρατία μας στα πόδια της; Όχι με τον ιδρώτα και τον συνεχή μόχθο όπως δίδαξαν οι πρόγονοι; Ξεχάσαμε ότι οι δανειστές θέτουν τους όρους της ζωής μας αν πέσουμε στην ανάγκη τους; Πού θα βρούμε τον Λυκούργο μας τώρα; Και με αυτό το ερώτημα ας κάνουμε ένα ακόμη βήμα, «ένα βήμα πιο γρήγορο απ’ τη φθορά». Και ας δούμε στο ξέφωτο τους τρεις Ιεράρχες, με μια μαγκούρα ξύλινη ο καθένας για να ακουμπάει. Κοιτούν σιωπηλοί κι ολόμονοι, κρυμμένοι θαρρείς, κουρασμένοι, μα μ’ ένα πεισματάρικο χαμόγελο, αυτό που έχουν οι άνθρωποι που αγάπησαν κι αγαπήθηκαν. Εκεί ας πλησιάσουμε, ας γονατίσουμε και ας αφεθούμε στην παραμυθία τους: Μας ψιθυρίζει ο άγιος Γρηγόριος, για το Θεό που κρύβεται στα μικρά ασήμαντα πράγματα, στους ανθρώπους που προσπερνάμε, στο σπόρο που φυτεύουμε περιμένοντας ν’ ανθίσει. Μας είπε για τις δικαιολογίες των ανθρώπων που δεν απλώνουν το χέρι τους να μοιραστούν. Για την απελπισία της φτώχειας, της ορφάνιας, της ερήμωσης.
277
Κι ο Μέγας Βασίλειος, μας θύμισε για τους ψευτο‐ ευλαβείς που αρκούνται στην ελεημοσύνη‐άλλοθι της αδικίας και για τους πλούσιους που χαρίζουν για να βολέψουν τη συνείδησή τους 359. Κι ο ιερός Χρυσόστομος, αργά και σταθερά μας διηγήθηκε ιστορίες για την Εκκλησία και για το Χριστό που πάντα μεταμόρφωνε το σώμα της με την πεισματάρικη αγάπη του. Μας είπαν για τους ανθρώπους τους αμόρφωτους,‐ όχι αυτούς που δεν ξέρουν γράμματα‐ τους άλλους, που ξέρουν οτι έχουν πάντα δίκιο και κρίνουν με άνεση κάθε στραβό ανθρώπινο σα να μη είδαν ποτέ τις δικές τους συμφορές, γερασμένοι δικαστές μιας ζωής τσιγγούνικης… Μας είπαν για τις ελπίδες και τα όνειρα του κόσμου, τις ουτοπίες που δεν έχουν ακόμη τόπο. Για τον Καινούργιο Κόσμο του Θεού που αγκαλιάζει όλους, κι αυτούς που θέλουμε κι αυτούς που θ’ αποφεύγαμε ακόμη και καλημέρα να τους πούμε. Για το σταυρό και τη θυσία αυτού που αγωνίζεται. Για το σταυρό που παραλάβαμε όχι για να τον κάνουμε κόσμημα, μα για να προκαλέσουμε την ανάσταση εδώ και τώρα. Για τις ελπίδες που δε χάθηκαν κι ούτε ποτέ θα χαθούν όσο οι άνθρωποι παλεύουν, αγωνίζονται, αγαπούν. Μας παρηγόρησαν. Όλες οι εποχές μοιάζουν, μας είπαν, μη σκιάζεστε γιατί η δυσκολία είναι πάντα προσωρινή, φαίνεται δυνατή μα είναι σκόνη μπροστά στη χάρη του Θεού! Σηκώθηκα να φύγω, μου δώσαν την ευχή τους κι ένα χαρτί τυλιγμένο να το διαβάζω κάθε φορά που θα φοβόμουν και θα δείλιαζα. Απομακρύνθηκα, το άνοιξα με λαχτάρα και το διάβασα. Ήταν δυο στίχοι του Μπρεχτ(!): 359 Ό.π. Χ. Γ. Παπασωτηρόπουλος 278
«Κι όταν θα έχετε καλυτερέψει τον κόσμο, Να συνεχίσετε να τον καλυτερεύετε αυτόν τον καλύτερο κόσμο. Κι αν καλυτερεύοντας τον κόσμο, συμπληρώσετε την αλήθεια λοιπόν, συμπληρώστε κι άλλο τη συμπληρωμένη αλήθεια. Κι αν συμπληρώνοντας την αλήθεια, αλλάξατε την ανθρωπότητα, Λοιπόν, αλλάξτε κι άλλο την αλλαγμένη ανθρωπότητα.»
279
Γεώργιος Εμμ. Θραψανιώτης Δρ. Πανεπιστημίου Αθηνών
ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ Έννοια, φύση και διακρίσεις του νομικού προσώπου
Η Εκκλησία της Κρήτης είναι μία ξεχωριστή περίπτωση
μέσα στο ελληνικό κράτος εξαιτίας της ιστορικής της πορείας και της λειτουργίας της ως ημιαυτόνομης Εκκλησίας. Η διερεύνηση της κρατικής και διοικητικής της υπόστασης, κυρίως σε ότι αφορά στα νομικά της πρόσωπα, αποτελεί ένα σύγχρονο θέμα, για το οποίο απαιτείται η μελέτη του ελληνικού συντάγματος, αλλά και του νόμου 4149/1961 που αποτελεί τον καταστατικό χάρτη της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κρήτης.
Κυρίαρχο στοιχείο του άρθρου αυτού είναι η θέση της
Εκκλησίας της Κρήτης ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Την θέση αυτή της Εκκλησίας της Κρήτης καθορίζουν δύο πολιτειακά κείμενα: α) Το σύνταγμα της Ελλάδος στο 3ο άρθρο του, και β) ο νόμος 4149, καταστατικός χάρτης της Ορθόδοξης Εκκλη‐ σίας της Κρήτης στο άρθρο 10. Κρίνεται, λοιπόν αναγκαίο να διαλευκανθούν δύο βασικές έννοιες, το νομικό πρόσωπο και το νομικό πρόσωπο του
280
δημοσίου δικαίου μόνο έτσι θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε τον τρόπο του κρατικού και διοικητικού ελέγχου της Εκκλησίας Κρήτης ως νομικού προσώπου. Σύμφωνα με τις γενικές αρχές του αστικού δικαίου είναι, εκτός από τον άνθρωπο, και ενώσεις προσώπων ή συγκεντρώσεις περιουσιών για ορισμένο σκοπό, αποκτούν αυτοτελή ικανότητα δικαίου ( προσωπικότητα) με την τήρηση των προϋποθέσεων του νόμου. Τα πρόσωπα αυτά ονομάζονται νομικά γιατί δεν υπάρχουν στην φύση, όπως ο άνθρωπος, αλλά παίρνουν την υπόσταση τους απευθείας από τον νόμο. Επομένως, τα νομικά πρόσωπα είναι ενώσεις προσώπων που έχουν αποκτήσει ικανότητα δικαίου, δηλαδή έχουν αναλάβει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Τα νομικά πρόσωπα, παρόλο που δεν υπάρχουν στην φύση και άρα δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά με τις ανθρώπινες αισθήσεις, αποτελούν οντότητες της κοινωνικής πραγματικό‐τητας, με τις οποίες κάθε άνθρωπος έρχεται σε συχνή επαφή. Το νομικό πρόσωπο έχει δική του ξεχωριστή οντότητα, την οποία εκφράζουν τα όργανα του. Οι πράξεις των οργάνων του, εφόσον επιχειρούνται με την ιδιότητα τους αυτή, θεωρούνται ως πράξεις του νομικού προσώπου. Τα νομικά αυτά πρόσωπα δεν έχουν όλα την ίδια αντιμετώπιση από τον νόμο γιατί διακρίνονται σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.). Τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου ιδρύονται με πράξη, ελλήνων πολιτών ως ιδιωτών με βάση το νομικό καθεστώς που καλύπτει την ιδιωτική πρωτοβουλία στην Ελλάδα, όποια μορφή και αν έχει αυτή. Τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ιδρύονται με πράξη της Πολιτείας για την επίτευξη δημοσίων σκοπών. Ο έλεγχος των
281
Ν.Π.Δ.Δ. γίνεται με βάση το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους. Νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, όπως τα ορίσαμε πιο πάνω, είναι τα εξής: α) Η Εκκλησία της Κρήτης. β) Η Αρχιεπισκοπή και οι Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Κρήτης. γ) Οι Ο.Δ.Μ.Π της Κρήτης. δ) Τα Μοναστήρια της Εκκλησίας της Κρήτης. ε) Οι ενοριακοί Ναοί της Εκκλησίας της Κρήτης. στ)Τα κοινωφελή ιδρύματα της Εκκλησίας της Κρήτης, τα οποία ιδρύθηκαν με Προεδρικά Διατάγματα. Τα παραπάνω νομικά πρόσωπα είναι δημοσίου δικαίου με βάση το άρθρο 3 του Συντάγματος, τον νόμο 4149/1961, το βασιλικό διάταγμα 245/1962 και τον νόμο 590/1977. Γιʹ αυτό ακριβώς, ως νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας της Κρήτης, θα τα εξετάσουμε ως προς τον κρατικό ‐ διοικητικό έλεγχο, τον οποίο τα παραπάνω πρόσωπα υφίστανται, βάση των νόμων του Ελληνικού Κράτους και του Κανονικού Δικαίου της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας. Εσωτερικός διοικητικός έλεγχος της Εκκλησίας Κρήτης Η Εκκλησία της Κρήτης, η Αρχιεπισκοπή και οι Μητροπόλεις της σύμφωνα με το άρθρο 131 του νόμου 4149/1961 αποτελούν ιδιαίτερα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Τα νομικά αυτά πρόσωπα εκπροσωπούνται σε όλες τις σχέσεις τους ως εξής:
282
α) η Εκκλησία της Κρήτης από την Επαρχιακή Σύνοδο της Κρήτης. β) Οι Μητροπόλεις της Κρήτης από τον εκάστοτε Ιεράρχη τους ή αυτόν που ο Ιεράρχης έχει νόμιμα ορίσει ως αντιπρόσωπο του. γ) Η Αρχιεπισκοπή Κρήτης από τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης ο οποίος εδρεύει στο Ηράκλειο, τα παραπάνω ορίζονται στα άρθρα 1, 2, 3 και 10 του νόμου 4149/1961. Ως έδρα των νομικών αυτών προσώπων καθορίζονται με βάση τα παραπάνω άρθρα τα γραφεία της Επαρχιακής Συνόδου Κρήτης, της Αρχιεπισκοπής Κρήτης και των οικείων Μητροπό‐ λεων. Τα κτίρια αυτά χαρακτηρίζονται ως δημόσια και απολα‐ μβάνουν τα νόμιμα ευεργετήματα, προνόμια και απαλλαγές. Το άρθρο 4 του Ν. 4149/1961 καθορίζει πως η Ιερή Επαρχιακή Σύνοδος της Κρήτης, η οποία εδρεύει στο Ηράκλειο, έχει αφενός την οικονομική και αφετέρου την διοικητική ευθύνη και τον έλεγχο της Εκκλησίας της Κρήτης. Ο έλεγχος αυτός είναι εσωτερικός και πραγματοποιείται με την αρωγή των μητροπολιτικών και εκκλησιαστικών συμβουλίων, όπως ορίζουν τα άρθρα 55 έως 72 του Ν.4149/1961 και το άρθρο 7 του κανονισμού 8 του 1979. Την συνολική εποπτεία των εσωτερικών αυτών ελέγχων έχει με βάση το άρθρο 67 του Ν. 4149/1961 η Ιερή Πατριαρχική Σύνοδος που συνεδριάζει στην Κωνσταντι‐ νούπολη. Ο εσωτερικός έλεγχος γίνεται πάντα με βάση το πνεύμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των ιερών της κανόνων. Τα πρακτικά του ελέγχου αυτού κοινοποιούνται προς την Ιερή Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Επίσης, με βάση το άρθρο 8 του Ν. 4149/1961, για τον διοικητικό έλεγχο ως εσωτερικό έλεγχο της Εκκλησίας της Κρήτης ενημερώνεται και
283
το Ελληνικό Κράτος, δια μέσου του Κυβερνητικού Επιτρόπου, ο οποίος είναι παρών στις συνεδριάσεις της Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας της Κρήτης χωρίς δικαίωμα ψήφου, αλλά με δικαίωμα γνώσης των αποφάσεων της Συνόδου και με δικαίωμα πρόσβασης στα πρακτικά της. Συνεπώς, το Ελληνικό Δημόσιο ενημερώνεται άμεσα από τον Κυβερνητικό Επίτροπο για θέματα εσωτερικού ελέγχου της Εκκλησίας της Κρήτης. Η παραπάνω ενημέρωση του Ελληνικού Κράτους για θέματα εσωτερικού διοικητικού ελέγχου επιβάλλεται στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) από το άρθρο 10 του Ελληνικού Συντάγματος. Με βάση το προαναφερόμενο άρθρο ισχύουν τα εξής: Κατά την πρώτη παράγραφο αναγνωρίζεται το δικαίωμα κάθε πολίτη, αφού τηρεί τους νόμους του Κράτους, να αναφέρεται εγγράφως στις αρχές, άρα και στην Επαρχιακή Σύνοδο της Εκκλησίας της Κρήτης, οι οποίες είναι υποχρε‐ ωμένες να ενεργούν σύννομα κατά τις κείμενες διατάξεις και να απαντούν αιτιολογημένα σε εκείνον, που υπέβαλε αναφορά σύμφωνα με τον νόμο. Επίσης ορίζετε ότι η αρμόδια υπηρεσία υποχρεώνεται να απαντά στα αιτήματα για παροχή πληροφοριών μέσα σε ορισμένη προθεσμία., όχι μεγαλύτερη των 60 ημερών, όπως ο νόμος ορίζει. Συνεπώς, Διοικητική Αρχή της Εκκλησίας της Κρήτης δεν είναι μόνο υποχρεωμένη να ενημερώνει το Ελληνικό Δημόσιο για τον διοικητικό – εσωτερικό έλεγχο που πραγματοποιεί η ίδια, αλλά, και κάθε νόμιμα ενδιαφερόμενο πολίτη. Γιʹ αυτό ακριβώς ο εσωτερικός έλεγχος δεν είναι μυστικός, αλλά στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ο διοικητικός αυτός έλεγχος γίνεται φανερά, με δημοσιότητα.
284
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να δούμε ποια είναι τα θεσμοθετημένα εκείνα όργανα της Εκκλησίας της Κρήτης, τα οποία διεκπεραιώνουν τον εσωτερικό‐διοικητικό έλεγχο. Με βάση το άρθρο 5 του Ν. 4149/1961, στην Αρχιεπισκοπή Κρήτης, και στις Μητροπόλεις της Κρήτης υπάρχουν πρωτοβάθμια Επισκοπικά Δικαστήρια. Τα δικαστήρια αυτά έχουν την αρμοδιότητα να επιλαμβάνονται των διοικητικών υποθέσεων των Πρεσβυτέρων, Διακόνων και Μοναχών οι οποίοι υπά‐ γονται στην Αρχιεπισκοπή ή στις Μητροπόλεις του νησιού. Σημασία ιδιαίτερη έχει πως τα δικαστήρια αυτά ασχολούνται με διοικητικά παραπτώματα, τα οποία μπορούν να έχουν γίνει οπουδήποτε. Οι ποινές που επιβάλλονται από τα Πρωτοβάθμια αυτά Επισκοπικά δικαστήρια αναγράφονται στο άρθρο 59 του Ν. 4149/1961. Δευτεροβάθμια μορφή διοικητικού ελέγχου, με βάση το άρθρο 62 του Ν.4149/1961, της Εκκλησίας της Κρήτης αποτελεί το δευτεροβάθμιο επισκοπικό δικαστήριο. Το δικαστήριο αυτό συνεδριάζει στην έδρα της Αρχιεπισκοπής Κρήτης στην αίθουσα των συνεδριάσεων της Επαρχιακής Συνόδου. Μέλη του δικαστηρίου αυτού είναι ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης, ως πρόεδρος, και δύο Μητροπολίτες της Κρήτης, ως μέλη του. Με βάση το άρθρο 64 του Ν.4149/1961, το δικαστήριο αυτό δικάζει τα παραπτώματα των κληρικών και μοναχών, τα οποία είτε παραπέμφθηκαν σε αυτό με απόφαση του πρωτοβάθμιου επι‐ σκοπικού δικαστηρίου, είτε κατέληξαν σε αυτό μετά από έφεση του ενδιαφερόμενου κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου επισκοπικού δικαστηρίου. Οι αποφάσεις του δευτεροβάθμιου αυτού δικαστηρίου, αν προέρχονται μετά από έφεση του ενδιαφερόμενου, τότε είναι τελεσίδικες. Αν προέρχονται από παραπομπή του πρωτοβάθ‐
285
μιου δικαστηρίου, τότε είναι εφέσιμες στο Συνοδικό Δικαστήριο. Τα σχετικά με τις ποινές του δικαστηρίου αυτού ορίζονται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 64. Ανώτερο διοικητικό δικαστήριο στην Εκκλησία της Κρήτης είναι το Συνοδικό δικαστήριο, με βάση τα άρθρα 65, 66, 67, 71 και 72 του Ν.4149/1961. Η Ιερή Επαρχιακή Σύνοδος Κρήτης λειτουργεί ως Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο, με τις αρμοδιότητες, βάση του άρθρου 65. Ο μητροπολίτης που καταδικάσθηκε από το Πρωτοβά‐ θμιο Συνοδικό Δικαστήριο, καθώς και κάθε παράπτωμα του Αρχιεπισκόπου Κρήτης, ανήκουν στην δικαιοδοσία της Αγίας και Ιερής Πατριαρχικής Συνόδου, η οποία λειτουργεί ως το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο στης Εκκλησίας της Κρήτης, με βάση το άρθρο 67 του Ν.4149/1961. Συνεπώς, η Πατριαρχική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης, όταν λειτουργεί ως Δευτε‐ ροβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο της Εκκλησίας της Κρήτης, δικάζει, αφενός τις εφέσεις των Μητροπολιτών Κρήτης κατά των αποφάσεων του Πρωτοβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου, και αφετέρου τα παραπτώματα και τις καταγγελίες σε βάρος του Αρχιεπισκόπου Κρήτης. Οι αποφάσεις που εκδίδονται από την Πατριαρχική Σύνοδο ως Δευτεροβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο είναι τελε‐ σίδικες και δεν υπάγονται στον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, με βάση τα άρθρα 94 και 95 του Ελληνικού Συντάγματος. Αυτό σημαίνει πως η προσφυγή ιερέων ή αρχιε‐ ρέων της Εκκλησίας της Κρήτης στο Συμβούλιο της Επικρα‐ τείας ή σε άλλα διοικητικά δικαστήρια είναι μια ξεχωριστή διαδικασία, η οποία όμως δεν δεσμεύει τις αποφάσεις που λαμβάνει η Πατριαρχική Σύνοδος, ως Συνοδικό Δικαστήριο. Οι αποφάσεις της Πατριαρχικής Συνόδου είναι άμεσα εφαρμό‐
286
σιμες από τα όργανα της Εκκλησίας της Κρήτης και τυχόν αντίθετες αποφάσεις άλλου πολιτικού δικαστηρίου δεν έχουν ισχύ. Αυτό συμβαίνει γιατί οι αποφάσεις αυτές υπάγονται στο νομικό καθεστώς του άρθρου 99 του Συντάγματος, στο οποίο υπάγονται οι δικαστές και οι δικαστικοί υπάλληλοι. Εξωτερικός κρατικός έλεγχος της Εκκλησίας Κρήτης Η Εκκλησία της Κρήτης, η οποία απαρτίζεται από την Ιερή Αρχιεπισκοπή της και τις Ιερές Μητροπόλεις της Κρήτης, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.4149/1961, είναι ημιαυτόνομη και έχει κανονική εξάρτηση από το οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Ανάλογη ιδιομορφία ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου εισάγει και για την Εκκλησία της Ελλάδος ο Ν.590/1977 στο 1ο άρθρο στην 2η παράγραφο. Εκεί ορίζεται πως το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου Εκκλησία της Ελλάδας είναι αυτοκέφαλο και αυτοδιοικείται, στο πλαίσιο των άρθρων του Συντάγματος για τη θρησκεία, από τους εν ενεργεία Μητροπολίτες της. Το αυτοδιοίκητο αυτό έναντι της Εκτελεσ‐ τικής εξουσίας έχει και η Εκκλησία της Κρήτης, αν και δεν είναι αυτοκέφαλη, αλλά ημιαυτόνομη με έλεγχο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Συνεπώς, είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο στο άρθρο 3 πως η εκτελεστική εξουσία δεν μπορεί να παρέμβει και να κάνει κρατικό έλεγχο στην Εκκλησία της Κρήτης. Τίθεται όμως το ερώτημα, για το ποιος κάνει αυτόν τον έλεγχο στην Εκκλησία της Κρήτης. Το μόνο κρατικό όργανο που μπορεί να ελέγξει την Εκκλησία της Κρήτης και να της επιβάλλει κυρώσεις είναι η ανεξάρτητη
287
Δικαστική εξουσία με βάση το ιδιαίτερο καθεστώς που προβλέπει γι’ αυτήν το άρθρο 87 του Συντάγματος. Το ιδιαίτερο αυτό καθεστώς της δικαιοσύνης έγκειται σε 3 σημεία. α) Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική ανεξαρτησία. β) Οι δικαστές για την άσκηση των καθηκόντων τους και την απονομή της δικαιοσύνης, υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους. γ) Η επιθεώρηση των τακτικών δικαστών ενεργείται από δικαστές ανωτέρου βαθμού καθώς και από τον Εισαγγελέα και τους Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, των δε εισαγγελέων από αεροπαγίτες και εισαγγελείς ανωτέρου βαθμού, σύμφωνα με τους ορισμούς του νόμου. Επομένως, η δικαιοσύνη είναι ο μόνος κρατικός θεσμός, ο οποίος μπορεί να ελέγχει την Εκκλησία της Κρήτης, χωρίς να θίγει το συνταγματικό κατοχυρωμένο αυτοδιοίκητο της. Το παραπάνω σκεπτικό μπορεί να τεκμηριωθεί στις παραγράφους 1 και 5, των συνταγματικών άρθρων 95 και 98, τα οποία και αναθεωρήθηκαν κατά την τελευταία αναθεώρηση του 2001. Στο μεν πρώτο άρθρο 95 παράγραφο 5, αναπτύσ‐ σονται τα σχετικά με τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η παράγραφο 5 αναφέρει συγκεκριμένα: Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστι‐ κές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο. Ο νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης. Είναι σαφές πως το συνταγματικό άρθρο δεν κάνει διάκριση
288
ανάμεσα σε κρατική ή εκκλησιαστική διοίκηση, αλλά αναφέ‐ ρεται σε κάθε μορφή διοίκησης εντός του Ελλαδικού χώρου. Επομένως οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικράτειας αφορούν και την εκκλησιαστική διοίκηση. Αν ισχύει κάτι διαφορετικό, θα έπρεπε υποχρεωτικά το Σύνταγμα να κάνει διάκριση, εφόσον η διάκριση αυτή δεν γίνεται, τότε και η διοίκηση που ασκείται από τα αρμόδια όργανα της Εκκλησίας της Κρήτης, υπόκειται στην υποχρέωση να τηρεί τις δικαστικές αποφάσεις. Στο άρθρο, 98 παράγραφο 13, απαριθμεί τις αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Πιο συγκεκριμένα αναφέρει τα εξής: Ή εκδίκαση υποθέσεων που αναφέρονται στην ευθύνη των πολιτικών ή στρατιωτικών δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου για κάθε ζημιά που από δόλο ή αμέλεια προκλήθηκε στο Κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Άρα, το Ελεγκτικό Συνέδριο εκδι‐ κάζει υποθέσεις και προφανώς εκδίδει αποφάσεις για όλα τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Όμως, σύμφωνα με το νόμο, τέτοια πρόσωπα είναι η Εκκλησία της Κρήτης, οι Μητρο‐ πόλεις της Κρήτης, τα μοναστήρια της, οι ναοί της και οι ΟΔΜΠ της Εκκλησίας της Κρήτης και αυτά τα νομικά πρόσω‐πα δεν εξαιρούνται από την συνταγματική διάταξη 98,15, υπάγονται κανονικά στον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνε‐δρίου, το οποίο έχει δικαίωμα να εκδικάζει υποθέσεις που αφορούν τα παραπάνω πρόσωπα. Το σημείο αιχμής στις παραπάνω διαπιστώσεις είναι να εξηγήσουμε πώς ο εξωτερικός‐κρατικός έλεγχος, τον οποίο
289
ασκούν τα δύο προαναφερόμενα δικαστήρια, συνδυάζεται με το αυτοδιοίκητο της ημιαυτόνομης Εκκλησίας της Κρήτης. Όσον αφορά τον έλεγχο από το Συμβούλιο της Επικρατείας, αυτός ορίζεται από το συνταγματικό άρθρο 95,1, το οποίο αναφέρει τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Επικρατείας ως εξής: α) Μετά από αίτηση ακύρωσης των εκτελεστικών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου. Όταν γίνεται αναφορά σε διοικητικές αρχές εννοούμε στην συγκεκριμένη περίπτωση τον Αρχιεπίσκοπο, τους Μητροπολίτες, τους Ηγούμενους, τους Υπεύθυνους Ιερείς των ενοριακών Ναών και τα διοικητικά συμβούλια των ΟΔΜΠ της Εκκλησίας της Κρήτης. β) Μετά από αίτηση αναίρεσης τελεσίδικων αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όπως ο νόμος ορίζει. Αυτό σημαίνει πως τα Εκκλησιαστικά δικαστήρια υπόκεινται στην αίτηση αναίρεσης επί των τελεσίδικων αποφάσεων τους. γ) Η εκδίκαση των διοικητικών πράξεων διαφόρων ουσίας, υποβάλλονται σ’ αυτό σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους. δ) Η επεξεργασία όλων των διαταγμάτων που έχουν κανο‐ νιστικό χαρακτήρα. Επομένως, το Συμβούλιο Επικρατείας δεν κρίνει την σωστή ή όχι εφαρμογή του κανονικού δικαίου στις αποφάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων. Αυτό που κρίνει είναι αν σε τελεσίδικες αποφάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων παραβιάζονται ή όχι οι νόμοι και το σύνταγμα του Ελληνικού κράτους. Επομένως η Εκκλησία της Κρήτης έχει το δικό της εσωτερικό δίκαιο, αλλά ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου
290
είναι υποχρεωμένη να τηρεί το σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους. Το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει από το Σύνταγμα, άρθρο 98 παράγραφος 1, αναλάβει τις εξής αρμοδιότητες: α) Τον έλεγχο των δαπανών του Κράτους, καθώς και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, που υπάγονται με ειδική διάταξη νόμου στο καθεστώς αυτό. Η Εκκλησία της Κρήτης συνακόλουθα προς την Εκκλησία της Ελλάδος, ο Ν. 590/1977/άρθρο 1/παράγραφος 4/, είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και συνεπώς υπάγονται στο παραπάνω καθεστώς έλεγχου. Επομένως και η Εκκλησία της Κρήτης ως νομικό δημοσίου δικαίου πρόσωπο ελέγχεται και αυτή από το Ελεγκτικό Συνέδριο για τις παραπάνω συμβάσεις που πραγματοποιεί. β) Τον έλεγχο των οικονομικών ‐ λογιστικών στοιχείων των δημοσίων υπαλλήλων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοί‐ κησης ή άλλων νομικών προσώπων, που υπάγονται από τον προβλεπόμενο νόμο. Επομένως οι υπάλληλοι της Εκκλησίας Κρήτης, διάκονοι, ιερείς και αρχιερείς ελέγχονται για τα οικονομικής φύσεως στοιχεία από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Ελεγκτικού Συνεδρίου. γ) Την γνωμοδότηση για τα νομοσχέδια που αφορούν συντά‐ ξεις ή αναγνώριση υπηρεσίας για την παροχή δικαιώματος σύνταξης των δημοσίων υπάλληλων και των κληρικών της Εκκλησιάς της Κρήτης. Κρατικός διοικητικός έλεγχος στους ενοριακούς Ναούς της Εκκλησίας της Κρήτης Ο καταστατικός χάρτης της Εκκλησίας της Κρήτης, Ν.4149/1961, ρυθμίζει τα σχετικά με τους ενοριακούς ναούς και
291
τους εφημέριους τους στο άρθρο 54. Με βάση αυτό, όσα εφαρμόζονται στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδας, τα ίδια ισχύουν και για τους ενοριακούς ναούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Κρήτη. Το νομικό καθεστώς των ιερών ναών ορίζεται από τον Κανονισμό 8/1979 της Εκκλησίας της Ελλάδας, ο οποίος εκδόθηκε σε Φ.Ε.Κ. την 5η Ιανουαρίου του 1980. Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 2 παράγραφο 1 του Κανονισμού οι ενοριακοί ναοί και της Εκκλησίας της Κρήτης, αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Το νομικό αυτό πρόσωπο, παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, εκπροσωπείται νόμιμα από το Εκκλησιαστικό του Συμβούλιο, το οποίο έχει την ευθύνη, τόσο της διοίκησης, όσο της διαχείρισης του ενοριακού Ναού. Συνεπώς, θα πρέπει να εξεταστεί από ποιούς ελέγχεται και πως, το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του ενοριακού Ναού. Με βάση το άρθρο 7 παράγραφος 2 το Εκκλησιαστικό Συμβού‐ λιο διορίζεται από την έγκριση του οικείου Μητροπολίτη. Είναι φυσικό επόμενο το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο να βρίσκεται υπό τον έλεγχο του οικείου Μητροπολίτη. Πιο συγκεκριμένα το άρθρο 12 του κανονισμού 8/1979 αναφέρει πως το Μητροπολιτικό Συμβούλιο κατευθύνει τις ενέργειες του Εκκλησιαστικού και ελέγχει τον προϋπολογισμό και απολο‐ γισμό του Εκ. Συμβουλίου για την ορθότητα του. Ο Μητροπο‐ λίτης, με βάση την παράγραφο 4, άρθρο 10 του κανονισμού, ασκεί έλεγχο νομιμότητας της διαχείρισης και της διοίκησης του Ιερού Ναού. Αν το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο διαφωνεί με τις αποφάσεις του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, οι οποίες το αφορούν, τότε με βάση την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του κανονισμού, το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο έχει δικαίωμα να προσφύγει μόνο για λόγους νομιμότητας ενώπιον της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Οι αποφάσεις για θέματα νομιμότητας της
292
Διαρκούς Ιεράς Συνόδου είναι τελεσίδικες και άμεσα εφαρ‐ μοστές από τα Εκκλησιαστικά Συμβούλια. Ο έλεγχος, τόσο του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, όσο και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, δηλαδή της Επαρχιακής Συνόδου Κρήτης, είναι εσωτερικός και διοικητικός. Πέρα, όμως, από τον εσωτερικό ‐ διοικητικό ‐ έλεγχο υπάρχει και ο εξωτερικός – κρατικός έλεγχος. Η παράγραφος 8 του άρθρου 12 του Κανονισμού 8/1979 απαιτεί τα Εκκλησιαστικά Συμβούλια των ενοριακών Ναών να τηρούν ενιαίο λογιστικό απλογραφικό σύστημα της Εφορίας. Αυτό σημαίνει πως οι οικονομικές πράξεις του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου υπόκει‐ νται στον φορολογικό νόμο και στις ποινές που αυτός προβλέπει για την παράβαση του. Ιδιαίτερα αυτό γίνεται σαφές στην παράγραφο 7 του άρθρου 11, όπου επισείετε η ποινή με βάση τον Ποινικό Κώδικα, όταν υπάρχει παράβαση καθή‐ κοντος. Άρα, οι διοικητικές – διαχειριστικές παραβάσεις του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου εμπίπτουν στο καθεστώς του άρθρου 96 παράγραφος 1 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρει πως στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι. Επίσης, στους ενοριακούς ναούς υπάρχει έλεγχος κρατικός ‐ εξωτερικός από το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο, αφού είναι νομικά πρόσωπα, όπως αναφέραμε παραπάνω. Κρατικός διοικητικός έλεγχος στα Μοναστήρια της Εκκλησίας της Κρήτης Χρήσιμη είναι μια σύντομη αναφορά στον κρατικό ‐ διοικητικό έλεγχο των Μοναστηριών της Εκκλησίας της Κρήτης, κυρίως επειδή πολύ συχνά τα Μοναστήρια ταυτίζονται
293
με την λειτουργία των Ο.Δ.Μ.Π. Κρήτης. Το άρθρο 105 του Ν.4149/1961, καθορίζει τη σχέση των δύο παραπάνω νομικών προσώπων της Εκκλησίας της Κρήτης. Οι Ο.Δ.Μ.Π. Κρήτης διαχειρίζονται την αστική και αγροτολειβαδική περιουσία που ανήκει στα Μοναστήρια της Κρήτης. Τα Μοναστήρια της Κρήτης ως ιδιαίτερα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με το άρθρο 2 του καταστατικού κανονισμού 39/1972 έχουν την διοίκηση και διαχείριση των κτιρίων της Μονής, των κινητών πραγμάτων εντός της Μονής, καθώς και της ακίνητης περιουσίας που υπάρχει γύρω από την Μονή και ανήκει σε αυτήν. Το Ηγουμενοσυμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 101 και 102 του Ν.4149/1961 διορίζεται ανά τετραετία από τον οικείο Μητροπολίτη και ελέγχεται για τις πράξεις του άμεσα από αυτόν. Ο εσωτερικός ‐ διοικητικός έλεγχος του Ηγουμενο‐ συμβουλίου από τον Μητροπολίτη δεν εξαντλείται μόνο σε διοικητικά θέματα. Σύμφωνα με το άρθρο 103 του Ν. 4149/1961 ο Μητροπολίτης μπορεί να καταγγείλει στην τακτική ποινική δικαιοσύνη οποιαδήποτε παράνομη οικονομική δραστηριότητα των μελών του Ηγουμενοσυμβουλίου, όπως κλοπή, υπεξαί‐ ρεση, απάτη, παραποίηση εγγράφου ή του νομίσματος. Κατόπιν τούτου το θέμα εισάγεται στο Μητροπολιτικό Δικαστήριο, το οποίο στέλνει την υπόθεση στο Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο, με το ερώτημα της καθαίρεσης. Συνεπώς, ο έλεγχος του Ηγουμενοσυμβουλίου από τον οικείο Μητροπο‐ λίτη και την Επαρχιακή Σύνοδο της Εκκλησίας της Κρήτης είναι εσωτερικός και εκτεταμένος. Εκτός, όμως, από τον παραπάνω έλεγχο υπάρχει και κρατικός έλεγχος, ο οποίος γίνεται αφενός από τις οικονομικές υπηρε‐σίες του Κράτους, αφετέρου από τα δικαστήρια. Αρχικά, το άρθρο 105 του Ν. 4149/1961 επιβάλλει στο Ηγουμενο‐
294
συμβούλιο την τήρηση διοικητικών και διαχειριστικών βιβλίων, εσόδων ‐ εξόδων, βιβλίων δαπανών, καθώς και κατάθεση προϋπολο‐γισμού και απολογισμού. Όλα αυτά τα βιβλία εγκρίνονται από το οικείο Μητροπολιτικό Συμβούλιο και σφραγίζονται από την τοπική Δ.Ο.Υ. Αν η Δ.Ο.Υ. ανακαλύψει προβλήματα στα βιβλία, τότε παραπέμπει το θέμα στην τακτική ποινική δικαιοσύνη βάση των άρθρων 96 και 97 του Συντάγματος. Η τακτική ποινική δικαιοσύνη ενεργοποιείται και από τις καταγγελίες του Μητροπολίτη, ο οποίος ελέγχει την Μονή για κάθε παράνομη πράξη. Επιπροσθέτως, με βάση το άρθρο 10 του Συντάγματος, κάθε Έλληνας πολίτης έχει δικαίωμα να καταγγείλει κάθε παράνομη δραστηριότητα των Μονών στις τοπικές κρατικές αρχές. Τέλος, έλεγχο στην διοίκηση και διαχείριση των Μονών ασκούν το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο, αφού είναι νομικά πρόσωπα, όπως αναφέραμε παραπάνω.
295
Βιβλιογραφία Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, εν Αθήναις τη 16η Μαρτίου 1961, τεύχος 1ον, αρ. φύλλου 41, Βασ. Διάταγμα υπʹ αριθμόν 4149. Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, εν Αθήναις τη 18η Απριλίου 1962, τεύχος 1ον, αρ. φύλλου 62, Βασ. Διάταγμα υπʹ αριθμόν 245. Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, εν Αθήναις τη 20η Ιουνίου 1967, τεύχος 2ον, αρ. φύλλου 405, Υπουργικαί αποφάσεις και εγκρίσεις υπʹ αριθμόν 79273. Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, εν Αθήναις τη 30η Ιουνίου 1972, τεύχος 1ον, αρ. φύλλου 103, Κανονισμός υπʹ αριθμόν 39. Εφημερίς της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας, εν Αθήναις τη 31η Μαΐου 1977, τεύχος 1ον, αρ. φύλλου 146, Ν. υπʹ αριθμόν 590. Εφημερίς της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας, εν Αθήναις τη 5η Ιανουαρίου 1980, τεύχος 1ον, αρ. φύλλου 1, Κανονισμός 8/1979. Εφημερίς της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας, εν Αθήναις τη 24η Ιουνίου 1982, τεύχος 2ον, αρ. φύλλου 429, Υπουργικαί αποφάσεις και εγκρίσεις Μέρος ΙΗ’.
296
Εφημερίς της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας, Αθήναι 7 Οκτωβρίου 1992, τεύχος 1ο, αρ. φύλλου 165, Ν. υπʹ αρ. 2084. Αποστολάκης Γ., Εκκλησιαστική Νομοθεσία Κρήτης, εκδόσεις Ιερής Αρχιεπισκοπής Κρήτης, Ηράκλειο 1993. Γεωργόπουλος Κ., Επίτομο Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα ‐ Κομοτηνή 2001. Γεωργιάδης Α., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα ‐ Κομοτηνή 2002. Κόντης Θ., Εισαγωγή στην Δημόσια Διοίκηση, Εκδόσεις Σύγχρονη Εκδοτική, Αθήνα 2001. Μαυριάς Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα ‐ Κομοτηνή 2004. Σάμιος Θ., Σύνταγμα της Ελλάδας (ανάλυση ‐ ερμηνεία), εκδόσεις Δίκαιο και Οικονομία ,εκδόσεις Σάκκουλας, Ιούλιος 2003. Τάχος Α., Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα ‐ Κομοτηνή 2004.
297
Ιωάννης Παπαδόπουλος Γραμματέας Διεύθυνσης Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης Θεολόγος Mth, Πολιτικός Μηχανικός ΤΕ Υποψήφιος Διδάκτορας Α.Π.Θ.
ΔΟΚΙΜΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΟΜΠΕΛΙΣΤΑ ILYA PRIGOGINE.)* α.
Πατερική θέση και απόψεις σύγχρονων θεολόγων περί
χρόνου και δημιουργίας.
Οι
έννοιες του χρόνου και της δημιουργίας στην
πατερική δογματική θεολογία αποτελούν μέρος σημαντικό της λεγόμενης φυσικής θεώρησης του κόσμου. Οι πατέρες της εκκλησίας, ονομάζουν φυσική θεωρία «την σπουδή του Λόγου του Θεού μέσα στην φύση, την ανεύρεση της προσωπικής Του ετερότητας μέσα σε κάθε πτυχή του κάλλους και της σοφίας του κόσμου.Η ίδια η ύλη του κόσμου είναι ένα δυναμικά ενεργούμενο γεγονός, μια ετερογενής προς την Φύση του Θεού ενέργεια, ενέργεια κτιστή του άκτιστου Θεού». 360
* Εισήγηση στο συνέδριο «Θεός‐Κόσμος‐ Πολύπλοκα Συστήματα, συνεχίζοντας τον διάλογο που άνοιξε ο Ilya Prigogine» στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη Μάιος 2011. 360 βλ., Χ.Γιανναρά, Αλφαβητάρι της Πίστης, εκδόσεις δόμος Αθήνα (1991) σ 75. 298
Χρόνος και δημιουργία ερμηνεύτηκαν επαρκώς από τους
Πατέρες της Εκκλησίας και περιγράφονται με λεπτομέρεια στα κείμενα τους ήδη από τους πρώτους αιώνες.
«Το σχέδιο της δημιουργίας του κόσμου σε αντίθεση με
τα όσα διέδιδαν οι εθνικοί φιλόσοφοι επιχείρησε να εκφράσει και ο Ηγήσιππος με το έργο του, το πρώτο θεωρούμενο ιστορικό περίγραμμα της Εκκλησίας συνδεδεμένο με την αποστολική παράδοση και το Θείο Λόγο. Ο Ειρηναίος από τη μεριά του υποστήριξε τη θετική σχέση του θεού με την πλάση και τα δημιουργήματά Του προσθέτοντας παράλληλα ό,τι ο κόσμος έχει μεν δημιουργηθεί από το Θεό ‐απαντώντας στους Γνωστικούς 361‐ αλλά Εκείνος έχει αναγνωρίσει στον άνθρωπο την ελευθερία βούλησης. Εντούτοις, την ιδέα ενός παγκόσμιου χρονικού συνέλαβε πρώτος ο Ευσέβιος Καισαρείας. Το έργο του που είχε τίτλο Εκκλησιαστική Ιστορία έθεσε τις πραγματικές βάσεις και τους σκοπούς που πρέπει να εξυπηρετεί ένα χριστιανικό χρονικό το οποίο θα περιγράφει σταθμούς και εκδηλώσεις της Θείας Πρόνοιας μέσω της διδασκαλίας και της αποκάλυψης του Θείου Λόγου. Το έργο του μάλιστα επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τις επόμενες γενιές χριστιανών χρονογρά‐ φων σε σημείο που ανάγκασε τους μεταγενέστερους να τον αποκαλέσουν πατήρ της εκκλησιαστικής ιστορίας και χριστια‐ νό Ηρόδοτο» 362.
361 Μια σύγχρονη ματιά για το θέμα των γνωστικών, μας δίνει στην δογματική του πραγματεία Κάλλος το Άγιον, ο Χ. Σταμούλης, κάνοντας λόγο «για το ζήτημα του υποβιβασμού της κτίσης όχι μόνο από την θεολογία των γνωστικών και των ειδωλολατρών, αλλά και από την σύγχρονη θεολογία». Για τον καθηγητή Σταμούλη «το πρόβλημα της απαξίωσης της κτίσης‐δημιουργίας αποτελεί το σημαντικότερο θέμα στην σημερινή θεολογική σκηνή, ζήτημα που πηγάζει από τον φόβο της ειδωλοποίησής της».Βλ.,Χ.,Σταμούλης, Κάλλος το Άγιον, Προλεγόμενα στην φιλόκαλη αισθητική της Όρθοδοξίας,Εκδόσεις Ακρίτας,Α΄έκδοση Μάρτιος (2004) σ 230. 362 βλ., Α.,Καρπόζηλου, ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΙ, ΤΟΜΟΣ Α΄, Αθήνα, Εκδόσεις Κανάκη, (1997), σ 28‐32, 34, 39‐43. 299
Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Α. Καρπόζηλος για τους χριστιανούς των πρώτων αιώνων: «… η έννοια της ιστορίας ήταν αποκλειστικά συνδεδεμένη με την ιστορία του Ιησού Χριστού και του λυτρωτικού του έργου επί της γης… 363». Η ιστορία, λοιπόν, της σωτηρίας το σχέδιο δηλαδή της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους και το μυστήριο της θείας αποκαλύ‐ ψεως λαμβάνει αξία και νοηματοδοτείται –όπως προείπαμε‐ μόνο μέσω της ενανθρωπήσεως του Θείου λόγου, μέσω δηλαδή της Ενσάρκωσής Του.
Οι
Πατέρες
της
Εκκλησίας,
όπως
αναφέρει
ο
π.Γ.Φλορόφσκυ, ήταν ενάντιοι σε φιλοσοφικές θεωρίες‐οι οποίες διατείνονταν ό,τι ο Θεός και το σύμπαν αλληλε‐ αρτούνται με τρόπο μηχανιστικό‐ υποστήριζαν ό,τι «σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού η δημιουργία μαζί με τον χρόνο, δημι‐ ουργείται από το μηδέν. Δια μέσου του χρονικού γίγνεσθαι, η δημιουργία πρέπει να προοδεύει με τη δική της ελεύθερη ανοδική πορεία κατά το μέτρο που η Θεία οικονομία όρισε για αυτή, σύμφωνα με το υπόδειγμα της προ‐χρονικής εικόνας της» 364. Με τον τρόπο αυτό, οι πατέρες της εκκλησίας ‐ ιδίως οι καππαδόκες‐ κατόρθωσαν να εκφράσουν την χριστια‐νική αποκάλυψη και το χριστιανικό μήνυμα χρησιμοποιώντας την φιλοσοφική ελληνική γλώσσα. Κατάφεραν να νοηματοδο‐ τήσουν την έννοια της δημιουργίας εκ του μηδενός που ήδη είχε φορτιστεί διαφορετικά από την αρχαία ελληνική σκέψη κυρίως την νεοπλατωνική. 365
363 βλ., Α.,Καρπόζηλου, ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΙ,ΤΟΜΟΣ Α΄, σ 25. 364 βλ.,π.Γ.Φλορόφσκυ,Δημιουργία και Απολύτρωση, εκδόσεις Π. Πουρναράς Θεσσαλονίκη (1983) σ 81. 365 βλ.,π.Γ.Φλορόφσκυ,Δημιουργία και Απολύτρωση, σ 35‐38.Παράλληλα βλ., Δ. Τσάμη (2000), Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίασ Θεσσαλονίκη: Εκδ. Πουρνάρα (5η έκδοση), σ 14‐15. 300
Η χριστιανική αντίληψη για τον χρόνο και την δημιουργία
του κόσμου εκφράστηκε από τους καππαδόκες πατέρες και κυρίως από τον Μ.Βασίλειο. Για την διαμόρφωση της αντίληψής του για τον χρόνο και την δημιουργία διάλεξε πλαίσια και ορολογία από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία κυρίως από την πλατωνική, αριστοτελική και νεοπλατωνική διδασκαλία. Στα συγγράμματα του Μ.Βασιλείου συναντούμε όρους που αναφέ‐ ρονται στον χρόνο και προέρχονται από την θύραθεν φιλοσο‐ φία όπως ’αἴδιον’’,’’αἰών’’,’’διάστημα’’,’’ἔκτασις’’καί‘’χρόνος’’» 366.
Για την ορθόδοξη θεολογία «δεν έχει ιδιαιτέρα σημασία η
ακριβής ώρα, ημέρα, ημερομηνία των γεγονότων της θείας Οικονομίας που επισημαίνονται ως κορυφαία, αλλά τα γεγονότα αυτά καθʹ ἑαυτά, ιδιαίτερα δε από τη στιγμή που και οι χριστιανικές πηγές δεν αποτελούν επιστημονικά εγχειρίδια, αλλά πηγή δογματικών αληθειών και προγεύσεων του τελικού σχεδίου του Θεού. Αυτή είναι και η βασικότερη αιτία που θεωρείται δύσκολη η αποφυγή της σύγκρουσης μεταξύ φιλο‐ σοφίας και επιστήμης με τη θεολογία, δίχως να εξετάζουν οι μεν πρώτοι την περίπτωση που όλα όσα αναφέρουν οι γραφές αποτελούν διηγήσεις με έντονο το παραβολικό στοιχείο και δεν προσκολλούνται στον προσδιορισμό του ακριβούς χρόνου. Στο κείμενο μάλιστα της Εξαημέρου του Μ. Βασιλείου, κάθε κοσμο‐ γονική ημέρα στην Αγία Γραφή δε θεωρείται εικοσιτετράωρη, αλλά ανάλογη με εκείνη που θα προσδιόριζε ένα πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα 367», όπως σχολιάζει ο καθηγητής Ν.Ματσούκας. Κατά τον Μ.Βασίλειο, στο περίφημο έργο του ‐την Εξαήμερο‐, ένα από τα πιο σημαντικά πατερικά συγγράμματα 366 βλ.,Δ. Τσάμη (2000), Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σ 14‐17. 367 βλ.,Ν..Ματσούκα (1990), Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου (εκδ. 2η). Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Π. Πουρνάρα, σ 141‐147. 301
της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, τις εννιά Ομιλίες, που αναφέρονται στις επτά ημέρες της Δημιουργίας, γίνεται ρητή πλην σαφή αναφορά στο θέμα του χρόνου υπό την οπτική της χριστιανικής κοσμολογίας όπου επισημαίνει ό,τι «η αρχή του κόσμου δεν είναι ούτε χρόνος, ούτε ένα μόριο, έστω, του χρόνου, όπως ακριβώς και η αρχή μιας πορείας δεν είναι ακόμη πορεία» 368.Όπως σημειώνει και ο π.Γ.Φλορόφσκυ, «ο κόσμος έγινε από το μηδέν. Πριν γίνει ο κόσμος δεν υπήρχε τίποτα. Έγινε και φανερώθηκε ταυτόχρονα με τον χρόνο, διότι όταν δεν υπήρχε κόσμος, δεν υπήρχε και χρόνος» 369.«Ο χρόνος προβάλλει ξαφνικά 370, μόλις η κτίση έρχεται εἰς τό εἶναι.Μεταβαίνει ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι και αρχίζει να υπάρχει. Η μετάβαση αυτή από το μή ὄν στό εἶναι είναι μια κίνηση, μια μεταβολή του μή ὑπαρκτοῦ εἰς ὑπαρκτόν που πραγματοποιείται κατά το θέλημα του Θεού», κατά τον Γρηγόριο Νύσσης 371. Για τον Μ.Βασίλειο το «βέλος του χρόνου, η διαδοχή από το παρελθόν στο μέλλον δια του παρόντος, έχει γραμμική μορφή 372». Όπως, μας βεβαιώνει ο Ι.Δαμασκηνός, «η γραμμή αυτή του χρόνου θα διακοπεί. Θα υπάρξει σε αυτή ένα ακροτελεύτιο σημείο 373». «Αυτό καταδεικνύει ό,τι ο χρόνος ως τμήμα μιας ευθείας που έχει αρχή και τέλος δεν εξισώνεται και δεν συμπίπτει με την αιωνιότητα» 374. 368 βλ.Μ.Βασιλείου,Εἰς τήν Εξαήμερον ὁμιλία Α΄, PG 29,16.. Παράλληλα βλ.,π.Γ.Φλορόφσκυ,Ανατομία προβλημάτων Πίστης,εκδόσεις Β.Ρηγόπουλος Θεσσαλονίκη (1977) σ 8. 369 βλ.,π.Γ.Φλορόφσκυ,Ανατομία προβλημάτων Πίστης, σ 7.Παραλληλα βλ., Μαξίμου Ὁμολογητοῦ,Σχόλιo εἰς τό περί Θείων Ὀνομάτων, PG 4, 336.Όπου «ὁ χρόνος ἀπό τῆς τοῦ οὐρανοῦ καί γής ποιήσεως ἀριθμεῖται». 370 βλ.,π.Γ.Φλορόφσκυ,Ανατομία προβλημάτων Πίστης, σ 8. 371 βλ.,π.Γ.Φλορόφσκυ,Ανατομία προβλημάτων Πίστης,σ 8.Παράλληλα βλ.,Γρηγορίου Νύσσης,Περί κατασκευῆς ἀνθρώπου,PG 44,184.«Ἡ μετάβασις ἀπό τό μή εἶναι εἰς τό εἶναι τροπή τίς, καθ’ἤν τό μή ὑπάρχον θεία δυνάμει φέρεται εἰς τό εἶναι». 372 βλ.,Δ. Τσάμη (2000), Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθ/ξης. Εκκλησίας, σ 32. 373 βλ.,π.Γ.Φλορόφσκυ,Ανατομία προβλημάτων Πίστης, σ 9 374 βλ.,π.Γ.Φλορόφσκυ,Ανατομία προβλημάτων Πίστης, σ 9. 302
Ποια είναι όμως η κυριαρχία του Θεού‐Δημιουργού στον χρόνο;
Στην προς Εβραίους επιστολή αναφέρεται ό,τι «ὁ Θεός
ἐποίησεν τούς αἰώνας» (Εβρ.1,2). Η ρήση αυτή μπορεί να ερμηνευθεί, σύμφωνα με τον π.Α.Γιέφτιτς, ό,τι «ὁ Κύριος ὡς Θεάνθρωπος ἦρθε καί φανερώθηκε ἐν τόπω καί χρόνω.Ἡ ἐκκλησία μαρτυρεῖ μέ τήν ἐμπειρία της, ὅ,τι ὁ χῶρος καί ὁ χρόνος εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο, ὄχι ἁπλῶς φυσικές ἀναγκαῖες προϋποθέσεις ὑπάρξεως καί ζωῆς, ἀλλά ἔχουν τό νόημα καί τό πλήρωμά τους στόν Χριστό,ὁ ὁποῖος,ἦλθε ὡς Δημιουργός Θεός καί ἐνεχωροχρονήθη». 375Στο ίδιο μήκος κύματος, για το ίδιο αποστολικό χωρίο και η σκέψη του Ο.Cullmann, στο περισπούδαστο έργο του Χριστός και Χρόνος. Σύμφωνα με τον Cullmann, «η λέξη χρόνος στο χωρίο αυτό αποτελεί διαστημα‐ τική χρήση της λέξεως αιών και δηλωτικά ταυτόσημη με την λέξη κόσμος». 376
Σύμφωνα με τον Λόσκυ,η Ενανθρώπηση του Λόγου,
ανακαινίζει τον χρόνο. Η εκκλησία αποτελεί την διαρκή παρουσία Του χρονικώς. «Ἡ ἱστορική ἐκκλησία, συγκεκριμένη, καλῶς καθοριζομένη ἐντός του χρόνου καί τοῦ τόπου, συγκεντρώνει ἐν ἐαυτή τήν γῆν καί τόν οὐρανόν τούς ζώντας καί τούς κεκοιμημένους τό κτιστόν καί τό ἄκτιστον». 377
Ποια είναι όμως η ερμηνεία και ποιος ο ορισμός που δίνει
τελικά στην έννοια του χρόνου ο Μ.Βασίλειος;
Ο καθηγητής Δ. Τσάμης ασχολούμενος διεξοδικά με τη
διδασκαλία του Μέγα Βασιλείου αναφέρει ό,τι στην προσπά‐ θειά του να κατανοήσει και να ορίσει το χρόνο ο Πατέρας της Εκκλησίας αναρωτιέται: «μήπως ο χρόνος δεν είναι κάτι που το 375βλ.,Α.Γιεφτιτς,Χριστός Η Χώρα των Ζώντων, σ 52‐53. 376βλ.,O.Cullman,Χριστός και χρόνος, σ 73. 377βλ.,V. Lossky,Η Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας. Γ έκδοση. Θεσσαλονίκη. (1984) σ 295. 303
παρελθόν του εξαφανίστηκε, μήπως το μέλλον του δεν ήρθε ακόμα και μήπως το παρόν του, πριν γίνει ακόμη γνωστό, ξεφεύγει από την ανθρώπινη αντίληψη» 378. Σημειώνει ακόμη ό,τι «ο χρόνος αποτελεί μια από τις τρεις βαθμίδες (οι άλλες δυο είναι το αΐδιον και ο αιώνας) για να διακριθούν μεταξύ τους ο αόρατος πνευματικός κόσμος και ο ορατός…Ωστόσο και οι τρεις βαθμίδες, δεν θεωρούνται γενεσιουργά αίτια των όντων, αλλά καταστάσεις που εκφράζουν την πνευματική τους τελειότητα 379 .
Κατά την διδασκαλία του καππαδόκη πατέρα, «ο χρόνος
συμβολίζει τον κοσμικό χρόνο. Μάλιστα, κοινό σημείο αναφοράς αποτελεί η δημιουργία όλων των βαθμίδων από τον Θεό. Ο χρόνος σύμφωνα με τη διδασκαλία του «ενώ είναι αναπόσ‐ παστος από την κίνηση στο χώρο, δεν ταυτίζεται καθόλου ούτε συμπίπτει με αυτή 380» και από τον ίδιο τελικά ορίζεται ως εκείνο «… το διάστημα, που συμπαρεκτείνεται με τη σύσταση του κόσμου και με το οποίο διάστημα παραμετρείται κάθε κίνηση όσων κινούνται μέσα στον χώρο 381». Στο σύνθετο αυτό ορισμό αρκεί να σημειώσουμε ό,τι η χρήση του όρου διαστήματος νοείται ως επέκταση της κινήσεως, την κίνηση δηλαδή που κάνει το σύμπαν. Ο Μ.Βασίλειος, έχοντας γνώση της Αριστο‐ τελικής άποψης περί χρόνου, δεν συνδέει την κίνηση με τον χρόνο, αλλα, όπως και ο σταγειρίτης φιλόσοφος, αλλά περισσότερο με την έννοια της μεταβολής. Ο χρόνος εμφανίζει
378 βλ.,Δ. Τσάμη (2000), Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδ. Εκκλησίας, σ 25. 379 βλ.,Δ. Τσάμη (2000), Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδ. Εκκλησίας, σ 21. 380 βλ.,Δ. Τσάμη (2000), Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδ. Εκκλησίας, σ 25. 381 βλ.,Μ.Βασιλείου, Κατά Εὐνομίου PG 29,560 B. «Χρόνος δέ ἐστίν τό συμπαρεκ‐ τεινόμενον τή συστασει τοῦ κόσμου διάστημα, ὤ πάσα παραμετρεῖται κίνησις, εἴτε ἀστέρων, εἴτε ζώων, εἴτε οὐτινοσοῦν τῶν κινουμένων…».Παράλληλα βλ.,Δ. Τσάμη (2000), Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σ 27.Ο καθηγητής Δ.Τσάμης, στο χωρίο του ορισμού του χρόνου από τον καππαδόκη πατέρα βρίσκει συγγένεια στην ποιότητα του χρόνου με τιις σχετικές απόψεις του Πλωτίνου περί χρόνου. 304
αναλογίες στο ρυθμό μεταβολής του, γιατί υπόκειται και ο ίδιος σε μεταβολές 382.
Όπως σημειώνει ο π.Α.Γιέφτιτς, κατά τον Μάξιμο τον
Ομολογητή «η έμφυτη κίνησης στην κτίση, στην δημιουργία, συμπίπτει χρονικώς με την δημιουργία του χρόνου και της ύλης κατά την γέννηση του κόσμου» 383. Σύμφωνα με τον Μάξιμο: «Πᾶν κατὰ φύσιν κινούμενον δι᾿ αἰτίαν πάντως κινεῖται, καὶ πᾶν τὸ δι᾿ αἰτίαν κινούμενον δι᾿ αἰτίαν πάντως καὶ ἔστι». 384 Για τον Ομολογητή η έναρξη της κίνησης των όντων και κατ’επέκταση και της ύλης σηματοδοτεί και την είσοδό τους στην ύπαρξη. Συνεπώς, κατά Μάξιμο, η κίνηση αποτελεί την πρωταρχική ιδιότητα του τρόπου ύπαρξης των όντων. Στην θεολογία του θα παρατηρήσει ο ερευνητής θεολόγος ότι οι έννοιες του χώρου και του χρόνου συνδέονται. Στο έργο του, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν τῶν ἁγίων Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, αναφέρει ό,τι:« Οὐ γάρ τοῦ ποτέ διωρισμένον κατά στέρησιν δυνατόν ἐστιν ἐπινοῆσαι τό ποῦ τῶν γάρ ἅμα ταῦτα ἐστιν, ἐπειδή καί τῶν οὐκ ἄνευ τυγχάνουσιν». 385
Ο Ιωάννης Δαμασκηνός μελέτησε διεξοδικά το θέμα του
χρόνου, αντιμετωπίζοντας νεοπλατωνικές αντιλήψεις για την σημασία και το περιεχόμενο της λέξεως αιώνας, σχολιάζει δε το Παύλειο λόγιο «…δί οὗ καί τούς αἰώνας ἐποίησε…» 386, καθιστώντας σαφές ό,τι κύριος της όλης κτιστής δημιουργίας είναι μόνο ο Θεός. Αναφορικά με το ζήτημα του χωρο‐χρόνου στη θεολογική του διάσταση δηλώνει για το Θεό: «ἕν τόπω οὐκ ἔστιν, αὐτός γάρ ἑαυτοῦ τόπος ἐστι, τά πάντα πληρῶν, καί ὑπέρ 382 βλ.,Δ. Τσάμη (2000), Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδ. Εκκλησίας, σ 27. 383βλ.,Α.Γιεφτιτς,Χριστός Η Χώρα των Ζώντων,σ 54. 384βλ.,Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν τῶν ἁγίων Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, PG 91, 1257C‐D. 385βλ.,Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν τῶν ἁγίων Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, PG 91, 1180B 386βλ., Ι.Δαμασκηνοῦ,Ἔκδοσις Ἀκριβής της Ὀρθοδόξου Πίστεως κεφ.ΙΕ, PG 94, 861 B. 305
τά πάντα ὧν, καί αὐτός συνέχων τά πάντα» 387. Επισημαίνει την παντοδυναμία του Θεού να ελέγχει ανα πάσα στιγμή όλα όσα συμβαίνουν σε οποιοδήποτε χώρο της Κτίσης του, όσο και έχοντας τη δυνατότητα να μην είναι δέσμιος και του χρόνου.
Συμπερασματικά, κατά τους πατέρες και ιδίως τον
Μ.Βασίλειο, δεν μπορεί να υπάρξει καμιά σωστή κοσμολογία χωρίς να θέτει τον Θεό ως Δημιουργό των πάντων και τον άνθρωπο διαχειριστή της δημιουργίας. Χρόνος και δημιουργία είναι δύο έννοιες που συνδέονται στην σκέψη των πατέρων. Ο χρόνος ξεκινάει ακριβώς με την αρχή της δημιουργίας του κόσμου, από την ελεύθερη βούληση Του Θεού Δημιουργού. Το βέλος του χρόνου διαγράφει μια γραμμική πορεία ,με αρχή και τέλος, από το παρελθόν στο μέλλον, από την αρχή της κτίσεως μέχρι τα έσχατα. Ο Θεός – Δημιουργός είναι ο δημιουργός και κυρίαρχος πάνω στον χρόνο και με την Ενανθρώπησή Του ἐνεχρονίσθη καί ἐνεχωρήθη. 388
Ποια μπορεί να είναι η ερμηνεία της φαινομενικής αυτής
διάστασης σε μια προσπάθεια διαλεκτικής της θεολογίας με τις φυσικές επιστήμες; Στην παρακάτω παράγραφο θα επιχειρή‐ σουμε μια απόπειρα διαλεκτικής μεταξύ θεολογίας και φυσικών επιστημών υπό το βλέμμα σύγχρονων επιστημόνων και ειδικότερα μέσα από την οπτική του Ι.Prigogine. β. Δοκιμή Διαλεκτικής θεολογίας με φυσικές επιστήμες υπό το πρίσμα του Ilya Prigogine. Συμβολή στον σύγχρονο θεολογικό προβληματισμό.
387βλ., Ι.Δαμασκηνοῦ,Ἔκδοσις Ἀκριβής της Ὀρθοδόξου Πίστεως κεφ.ΙΓ, PG 94, 852ΑB.Παράλληλα σχόλια βλ.,Γ.,Δράγας, (2005), Θεολογία & Επιστήμη. Η ανθρωπική Αρχή, σ 9. 388βλ.,Α.Γιεφτιτς,Χριστός Η Χώρα των Ζώντων,σ 58. 306
Μια πρώτη απάντηση στο ερώτημα που θέσαμε στο τέλος
της προηγούμενης παραγράφου της εργασίας μας, θα μας δώσει το παράδειγμα του Μ.Βασιλείου απέναντι στην επιστήμη της εποχής του, αλλά και η στάση του Ι.Πριγκοζίν απέναντι στην θεολογία. Η θεολογική γνώση κατά την Ορθόδοξη θεολογία δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί με καμία επιστημονική γνώση ή υπόθεση, ούτε να συγκρουστεί με εκείνη, αφού κατά τον Μ. Βασίλειο «ο θαυμασμός μας για το μεγαλείο της δημιουργίας δεν μειώνεται διόλου, αν μάθουμε με την έρευνα τον τρόπο με τον οποίο έγιναν όλα τα θαυμαστά έργα» 389. Είναι γεγονός ό,τι «σχεδόν κάθε θρησκεία έχει τη δική της εκδοχή της κοσμογονίας και όσον αφορά τη χριστιανική θρησκεία,η κοσμογονία κατά τον τρόπο που περιγράφεται από τον Μωϋσή παραμένει για την Εκκλησία κλειδί της ερμηνείας για την κατανόηση της αρχής του κόσμου και του ανθρώπου, και όχι δεδομένο επιστημονικό. Στο παραπάνω συμπέρασμα εύλογα θα καταλήξουμε αν θεωρήσουμε ό,τι η ιστορία της δημιου‐ ργίας, όπως περιγράφεται από το βιβλίο της Γένεσης αποτελεί διήγηση παραβολική» 390. Ο Μ.Βασίλειος συγκρίνοντας τις επιστημονικές θεωρήσεις της εποχής του, περί κόσμου και φύσης, με τις αντίστοιχες του βιβλίου της Γενέσεως, τόνισε ό,τι «…Οὐδέ ἐπειδή οἱ τά περί κόσμου γράψαντες πολλά περί σχημάτων γής διελέχθησαν… Ἐπειδή τά μηδέν πρός ἠμᾶς ὡς ἄχρηστα ἠμιν ἀπεσιώπησεν.ἄρα τούτου ἕνεκεν ἀτιμοτέραν ἠγείσομαι τῆς μωρανθείσης σοφίας 389 βλ., Μ. Βασιλείου, Εἰς τήν Ἑξαήμερον, PG 29, 25Α: ʺΟὐ γάρ ἐλαττοῦται ἡ ἐπί τοῖς μεγίστοις ἔκπληξις, ἐπειδᾶν ὁ τρόπος καθʹ ὄν γίνεται τί τῶν παραδόξων ἐξευρεθῆʺ.Παράλληλα σχόλια βλ.,Ν.Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική θεολογία, τόμ. Αʹ (Εισαγωγή στη θεολογική γνωσιολογία), 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη (1996), σ 143. 390 βλ., Ν., Ματσούκα., Δογματική και Συμβολική θεολογία, τόμ. Αʹ ,σ 175‐176. 307
τά τοῦ Πνεύματος λόγια;». 391 Ο Π.Παναγιωτόπουλος στην διδακτορική του διατριβή με τίτλο Φυσικές επιστήμες και θεολογία, αναφέρει, σχολιάζοντας το πιο πάνω χωρίο, ό,τι ο καππαδόκης πατέρας «αναγνωρίζει ό,τι με την φυσική επιστήμη μπορούν να κατανοηθούν ευκολότερα πτυχές του φυσικού κόσμου, αλλά διευκρινίζει ό,τι το γεγονός αυτό δεν μειώνει την σπουδαιότητα του βιβλικού κειμένου, το οποίο περιγράφει μόνο όσα αφορούν τα περί σωτηρίας του ανθρώπου. Δίχως να μειώνει τον επιστημονικό κόσμο της εποχής του και δίχως να έχει διάθεση σύγκρισης των δύο περιγραφών, διατυπώνει την ανάγκη ενός διαφορετικού τρόπο ανάγνωσης και ερμηνείας αυτών. Τα ιερά βιβλικά κείμενα θα πρέπει να διαβάζονται με εντελώς διαφορετική σκοπιά και προοπτική από ό,τι τα αντίστοιχα επιστημονικά εγχειρίδια. Στο σημείο αυτό τονίζει ό,τι δεν θα πρέπει να λησμονούμε τον αγιοπνευματικό χαρακτήρα που διαπνέει τα κείμενα αυτά αλλά και την εσχατολογική τους προοπτική» 392.
Η θεολογία σύμφωνα με την ερμηνευτική πρόταση του
καθηγητή δογματικής Ν.Ματσούκα, που λαμβάνει υπόψη της το παράδειγμα του Μ.Βασιλείου, «οφείλει να κάνει λόγο τόσο για την αιτία όσο και για τον τρόπο της δημιουργίας. Όμως, θα πρέπει να ξεκαθαρίσει εντός της, ό,τι το πρώτο έχει χαρισματική 391 βλ.,Μ. Βασιλείου, Εἰς τήν Ἑξαήμερον, Θ Ομιλία, PG 29 188C‐189A .«…Οὐδέ ἐπειδή οἱ τά περί κόσμου γράψαντες πολλά περί σχημάτων γής διελέχθησαν,εἴτε σφαίραν ἐστι,εἴτε κύλινδρος, εἴτε καί δίσκω ἐστιν ἐμφερής ἡ γῆ,καί ἐξίσου πάντοθεν ἀποτετορνεύεται,ἤ λικνοειδής ἐστίν, καί μεσοκοῖλος‐πρός πάσας γάρ ταύτας τάς ὑπονοίας οἱ τά περί τοῦ κόσμου γράψαντες ὑπηνέχθησαν,τά ἀλλήλων ἕκαστος καταλύοντες‐οὐ παρά τοῦτο προαχθήσομαι ἀτιμοτέραν εἰπειν τήν ἡμετέραν κοσμοποιίαν,ἐπειδή οὐδέν περί σχημάτων ὁ τοῦ Θεοῦ θεράπων Μωϋσῆς διελέχθη,…Ἐπειδή τά μηδέν πρός ἠμᾶς ὡς ἄχρηστα ἠμιν ἀπεσιώπησεν.ἄρα τούτου ἕνεκεν ἀτιμοτέραν ἠγείσομαι τῆς μωρανθείσης σοφίας τά τοῦ Πνεύματος λόγια;..».Δηλώνοντας με τον λόγο αυτό τον λεγόμενο χρυσό κανόνα ανάγνωσης των θεολογικών αγιογραφικών κειμένων και των επιστημονικών εγχειριδίων. 392 βλ., Π. Παναγιωτόπουλου, Φυσικές επιστήμες και Θεολογία, Τομές και Ασυμ‐ βατότητες,Διδακτορική διατριβή σ 405‐406. 308
διάσταση και ανήκει στο θεολογικό χώρο, ενώ το δεύτερο είναι ανοιχτό στην γνώση και στην επιστημονική έρευνα» 393.
Ποια είναι όμως η θέση και η στάση του Πριγκοζίν
απέναντι στην θεολογία; Πώς βλέπει ο Ρωσοβέλγος φυσικός ένα διάλογο της θεολογίας με τις φυσικές επιστήμες; Το έργο του Ίλια Πριγκοζίν θεωρείται πραγματικά μεγάλο στο σύνολό του και πολύτιμο, καθώς προσφέρει ένα σημαντικό σημείο συνάντησης ανάμεσα σε εκείνους που αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη το διάλογο μεταξύ φιλοσοφίας και επιστήμης και επιτρέπει περιθώρια συνεργασίας ανάμεσα στη θεολογία και στην επιστήμη. Ο Ίλια Πριγκοζίν θεωρείται ένας από τους θιασώτες της άποψης «ό,τι η εποχή μας αποτελεί μια ενδιάμεση χρονική φάση, στην οποία συντελείται η συμφιλίωση μεταξύ επιστήμης και ανθρωπιστικών επιστημών και θεολογίας» 394. Η λέξη συμφιλίωση είναι άκρως πατερικός όρος. Με την δήλωσή του αυτή ο Πριγκοζίν δίνει το στίγμα της σημερινής εποχής, όπου οι προσπάθειες που καταβάλλονται και από τις δύο πλευρές τείνουν να δημιουργήσουν ένα κλίμα πρόσφορο για διάλογο. Στο σημείο αυτό η σκέψη του συναντιέται με την θέση που τηρεί ένας σύγχρονος θεολόγος για το ίδιο θέμα ο H.Kung. Στην μονογραφία του Η Αρχή των Πάντων «προτείνει ένα μοντέλο ένα μοντέλο συμπληρωματικότητας με κριτική‐ οικοδομητική αλληλεπίδραση, αντί ενός μοντέλου συγχώνευσης ή σύγκρουσης». 395 Η κύρια θέση του Πριγκοζίν γύρω από το ζήτημα της διαλεκτικής ανάμεσα στις φυσικές επιστήμες και τη θεολογία είναι, όπως ο ίδιος το διατυπώνει καθαρά στο Letter to Professor 393 βλ., Ν., Ματσούκα., Δογματική και Συμβολική θεολογία, τόμ. Αʹ ,σ 169. 394 βλ., I.Prigogine, (1992), End of Science? In: The philosophy of Science Lecture Series, University of Arkansas for Medical Sciences, Little Rock, Arkansas, σ 1. 395 βλ.,H.Kung, Η Αρχή των Πάντων,Φυσικές επιστήμες και Θρησκεία, σ 100. 309
Henry Margenau, «η έμφαση στην ανεκτικότητα, τόσο για τις θεολογικές‐ κοσμολογικές θεωρίες, όσο και για τις θεωρίες που προτείνονται από υλιστές φυσικούς επιστήμονες» 396. Ήδη από το 1983 στο άρθρο του Man’s New Dialogue with Nature εξέφρασε την άποψη ό,τι «η εποχή ήταν πια κατάλληλη για να αναπτυχθεί ένας νέος και γόνιμος διάλογος μεταξύ θεολογίας και φυσικών επιστημών» 397. «Νωρίτερα δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις, από τη στιγμή που η μηχανιστική άποψη μερικών φυσικών επιστημόνων, που υποστήριζαν ό,τι ο κόσμος είναι ένας αυτόματος μηχανισμός χωρίς σκοπό και νόημα, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη θεολογική άποψη ό,τι το σύμπαν και ο άνθρωπος είναι αποτέλεσμα της βούλησης του Θεού» 398. Συνεχίζοντας, ο νομπελίστας φυσικός, δηλώνει την πεποίθηση του ό,τι κάποια μέρα επιστήμη και θεολογία θα βαδίσουν μαζί. Παραθέτουμε χαρακτηριστικό απόσπασμα από το άρθρο του, το 1977, Physics and Metaphysics: «Ήθελα να αποδείξω με αυτό το άρθρο ό,τι μπορεί να υπάρξει ελπίδα να υιοθετηθεί μια αντίληψη για την επιστήμη πιο ευέλικτη και ευπροσάρμοστη, όπου η παραδοσιακή αντιπαλότητα μεταξύ φυσικής και μεταφυσικής θα ατονήσει ανοίγοντας το δρόμο για ένα ενιαίο όραμα για το μέλλον» 399.Στο ίδιο άρθρο θα συμπληρώσει ό,τι: «Ένας ριζικός μετασχηματισμός στις βασικές μας εννοιολογικές αντιλήψεις, όπως ο χρόνος και οι δυναμικές μορφοποιείται. Η σημασία αυτού του μετασχηματισμού ξεπερνά τα όρια της φυσικής και μας επιτρέπει να ελπίζουμε ό,τι θα
396 βλ., I.Prigogine, (1989), Letter to Professor Henry Margenau. In: Origins of Scientific Perspectives, (1989), σ1‐3, σ 1. 397 βλ., I.Prigogine, (1983), Man’s New Dialogue with Nature. In: Perkin’s Journal,(1983), σ 4. 398 βλ., I.Prigogine, (1983), Man’s New Dialogue with Nature σ 4. 399 βλ.,I.Prigogine (1977), Physics and Metaphysics. In: Advances in Biological and Medical Physics, Vol. 16 (1977) (Reprinted). San Francisco: Academic Press Inc. σ 241‐242. 310
ξεπεραστεί η αντιπαλότητα μεταξύ φυσικών επιστημών και [θεολογίας] με τον τρόπο που σημείωσα νωρίτερα…» 400.
Ο μεγάλος φυσικός όμως υποστηρίζει ό,τι τα τελευταία
χρόνια «η πρόοδος στην έρευνα σύνθετων υλικών συστημάτων μας οδηγεί να θέτουμε ερωτήματα, που παραδοσιακά ανήκουν στο χώρο της φιλοσοφίας ή θεολογίας. Αυτό σύμφωνα με τον ίδιο καταδεικνύει το γεγονός ό,τι μερικές από τις αιτίες που προκαλούσαν την ένταση μεταξύ επιστήμης και θεολογίας έχουν πια αρθεί » 401. Στο σημείο αυτό ο Πριγκοζίν καταδεικνύει με τις θέσεις του ό,τι η επιστήμη πέρασε μια φάση αποξένωσης από την φύση αλλά και από το κοινωνικό σύνολο και σταμάτησε την επικοινωνία της και το διάλογό της με τον άνθρωπο και τις μεταφυσικές του αναζητήσεις. Άλλωστε, η θέση του ό,τι η επιστήμη πρέπει να συνεργάζεται αρμονικά με τη θεολογία και τον πολιτισμό, απελευθερωμένη από μηχανιστικές τάσεις και επιστημονικούς βερμπαλισμούς και επανασυνδεμένη με το φυσικό κόσμο, καταφαίνεται από το λόγο που απηύθυνε προς ιαπωνικό ακροατήριο το Μάη του 1994: «επιστήμη είναι η έκφραση ενός συγκεκριμένου πολιτισμού 402».
Σύμφωνα με τον E. J., Earley «Οι ριζοσπαστικές αντι‐
λήψεις του Πριγκοζίν για τον τρόπο, που πρέπει να λειτουργεί η επιστήμη, προκάλεσαν την πολεμική πολλών συναδέλφων του, δήθεν προοδευτικών, αλλά κατά βάση συντηρητικών ως προς την απαγκίστρωσή τους σε παρωχημένες και μηχα‐ νιστικές θεωρίες της φυσικής επιστήμης» 403. Ο E. J., Earley μας πληροφορεί ό,τι ο Πριγκοζίν θεωρούσε πως «με το επιστη‐ 400 βλ., I., Prigogine (1977), Physics and Metaphysics σ 245. 401 βλ.,I.Prigogine (1977), Physics and Metaphysics. In: Advances in Biological and Medical Physics, σ 262. 402 βλ.,I.,Prigogine, (1994), The Converging of Western and Eastern Viewpoints on Science and Nature. In: A Lecture at MOA Atami Japan, May 31 1994, σ 15. 403 βλ., E. J., Earley (2006), Some philosophical influences on Ilya Prigogine’s statistical mechanics, σ 282. 311
μονικό του έργο εγκατέλειψε τις αντιλήψεις, που υποστήριζε η κλασική φυσική μηχανική και σημάδεψε την απαρχή μιας νέας επιστημονικής θεώρησης, στην οποία ο φυσικός κόσμος αντιμετωπιζόταν πάλι με σεβασμό από τον άνθρωπο 404». Η ζωή όμως και ο άνθρωπος παρουσιάζονταν, νωρίτερα από επιστή‐ μονες που διετύπωναν μηχανιστικές θεωρίες, ως πολύπλοκες κατασκευές χωρίς να επιτελούν κάποιο σημαντικό σκοπό. Όπως τονίζει με έμφαση ο Progogine: «Αυτή η εξέλιξη της φυσικής επιστήμης έχει δημιουργήσει στον άνθρωπο ένα βαθύ αίσθημα αποξένωσης… [τον] οδήγησε εκτός φύσης και φυσικού κόσμου» 405.
Ο Πριγκοζίν ωστόσο διαφοροποιήθηκε ριζικά από τις
νεότερες (του 1982) επιστημονικές ανακαλύψεις που παρουσι‐ άζουν ένα σύμπαν σε πλήρη αντίθεση με τη μηχανιστική λογική που επικρατούσε ως τότε στις κλασικές φυσικές επιστήμες 406. Θεωρούσε ό,τι η έμφαση που δίνεται από νεότερους επιστήμονες και από τον ίδιο στο θέμα της έννοιας και της σημασίας του χρόνου συνδέει άμεσα την επιστήμη με τη θεολογία 407. Άλλωστε η σύνδεση μεταξύ φυσικής επιστήμης και θεολογίας γίνεται ανεξάρτητα της έννοιας του χρόνου, καθώς, όπως, παρατηρεί εύστοχα ο ίδιος: «Πάντα πίστευα ό,τι η διάκριση μεταξύ ανθρωπιστικής αντίληψης και επιστημονικής σκέψης είναι σε σημεία μάλλον υπερβολική. Κατ’ ουσίαν η ίδια η επιστήμη είναι
404 βλ., E. J., Earley (2006), Some philosophical influences on Ilya Prigogine’s statistical mechanics, σ 276. 405 βλ., E. J., Earley (2006), Some philosophical influences on Ilya Prigogine’s statistical mechanics, σ 242. 406 ομοίως,βλ., σ 5. 407 βλ.,I.Prigogine, (1984), Time and Human Knowledge. In: Environment and Planning B: Planning and Design, Volume 12,(1985), p.p. 5‐20, Universite Libre de Bruxelles & University of Texas, Austin, σ 18. 312
κοινωνικό φαινόμενο και οφείλει να υπηρετεί ανθρωπιστικές αρχές 408».
Ποια θέση έχει στην θεωρία του Πριγκοζίν η Θεϊκή φύση;
Μπορεί μέσα από την οπτική αυτή να υπάρξουν οι προϋπο‐ θέσεις ενός γόνιμου διαλόγου;
Πολύ ενδιαφέρουσες είναι οι απόψεις και οι θέσεις του
επιστήμονα Πριγκοζίν για το Θεό και την υλική δημιουργία. Κάνοντας λόγο, για το Θεό και την ύπαρξή του, σε σχετική απάντηση του προς τον καθηγητή Henry Margenau, φαίνεται να υποστηρίζει την άποψη του M.Eliade σύμφωνα με την οποία «υπήρχαν περίοδοι στην ανθρώπινη ιστορία, όπου παρατηρείται μια εναλλαγή μεταξύ περιόδων, όπου δινόταν έμφαση σε ένα Θεό προσωπικό που βρίσκεται πέρα από την κτίση που δημιούργησε και μια περίοδος που οι άνθρωποι πίστευαν σε μια πιο πανθεϊστική φύση, κατά την οποία φαίνεται να είναι θολή η διάκριση ανάμεσα στην φύση και τον Θεό…Είμαστε στην περίοδο που προσεγγίζουμε περισσότερο τις σχέσεις των ανθρώπων με την φύση, παρά των ανθρώπων με τον Θεό, ώστε οι σχέσεις μας με την φύση να αποτελέσουν ένα ουσιαστικό στοιχείο για την ύπαρξή μας» 409. Στο βιβλίο του Οι Νόμοι του Χάους αναφε‐ ρόμενος στο Θεό λέει τα εξής εκπληκτικά για το ρόλο του Θεού: « Για τον Θεό, όλα είναι δεδομένα. Το καινούριο, η επιλογή, η ανθρώπινη συμπεριφορά, υπάρχει μόνο για τους ανθρώπους, ενώ στα μάτια του Θεού, το παρόν εμπεριέχει το μέλλον και το παρελθόν. Κάτω από αυτήν την οπτική, ο επιστήμονας κατακτώντας τη γνώση των φυσικών νόμων, προσεγγίζει σταδιακά τη θεία γνώση 410». Σε μια άλλη μελέτη του για το ίδιο 408 βλ., I.Prigogine, (1988) The Origins of Complexity. In: Lecture at the Opening MERIT, Maastricht, 28 June, 1988, σ 1‐7, σ 1. 409 βλ., I.Prigogine, (1989), Letter to Professor Henry Margenau. In: Origins of Scientific Perspectives σ 3. 410 βλ., I.Prigogine, (2003), Οι νόμοι του Χάους Αθήνα: εκδ. οίκος Τραυλός, σ 21. 313
θέμα, ο Πριγκοζίν, στο The New Alliance μαζί με την I., Stengers, αναφέρεται στην παραδοξότητα τη μεσαιωνικής σκέψης που βλέπει ένα ορθολογιστή Θεο‐Δημιουργό, γράφον‐ τας χαρακτηριστικά «Μόνο αυτό το περίεργο προϊόν της μεσαιωνικής σκέψης, ένας ορθολογικός και αναλλοίωτος Θεός, θα μπορούσε, εκ Θείας Προνοίας, να δημιουργήσει και να οργανώσει ένα κόσμο, που να στηρίζεται σε λογικές ιδρυτικές αρχές και να έχει κατανοητά και μόνιμα θεμέλια, να τον δικαιολογήσει και να τον εξηγήσει σε όλους» 411. Ο Ρωσοβέλγος φυσικός δεν συμμερίζεται, όμως, την άποψη του Stephen Hawking, ό,τι «δηλαδή είμαστε κοντά στο σημείο που θα διαβάσουμε τη σκέψη του Θεού 412», αλλά θεωρεί ό,τι βρισκόμαστε ακόμη «στην αρχή μια νέας επιστήμης που μας φέρνει κοντά στην πολυπλοκότητα του φυσικού κόσμου». 413
Στο βιβλίο του το τέλος της βεβαιότητας,σε ερώτηση του
δημοσιογράφου Ι.Ζήση, αν φοβάται κάποιας μορφής θεολογι‐ κοποίησης του βέλους του χρόνου, φαίνεται ξεκάθαρα από την απάντησή του, η κατάφαση στον διάλογο μεταξύ θεολογίας και φυσικών επιστημών. «Η εξέλιξη του σύμπαντος και η δημιουργία δομών μπορούν να κατανοηθούν μόνο ως αποτέ‐ λεσμα της μη ισορροπίας. Συνεπώς, δεν υπεισέρχεται κανένα μυστικιστικό στοιχείο. Η πιθανολογική θεώρηση έχει κάποια σχέση με τα θεολογικά ζητήματα. Ενώ, λόγου χάρη, το σύμπαν 411 βλ., I.Prigogine, & I., Stengers, (1977), The New Alliance. In: Scientia, 5‐8, Vol. 112, (1977), σ 320.Αναφέρει συγκεκριμένα στο άρθρο του «Only this strange product of mediaeval thought,a rational and immutable God,ereating and providential,could create and organised a world based on rational principles constituting the intelligible and permanent foundations,justifying and explaining in all». 412 Όπως στην υποσημείωση 118.βλ., S., Hawking, Το χρονικό του Χρόνου. Από τη Μεγάλη έκρηξη ως τις Μαύρες τρύπες σ 252.Παράλληλα βλ., I.Prigogine, (1990), Time and the Problem of the two Cultures. In: First International Dialogue on the transition to Global society, September 3‐9, 1990, σ 1‐19, σ 16 και βλ.,I.Prigogine, Το τέλος της βεβαιότητας Χρόνος, Χάος και οι Νόμοι της Φύσης, σ 23. 413 βλ.,I.Prigogine, Το τέλος της βεβαιότητας Χρόνος, Χάος και οι Νόμοι της Φύσης, σ 23‐ 24. 314
είναι μια αιτιοκρατική μηχανή τότε χρειάζεστε ένα εξωγενές πνεύμα, ένα Θεό, για να το κάνει να λειτουργεί. Εάν όμως το σύμπαν είναι αυτοοργανούμενο, ένας κόσμος μακράν της ισορροπίας που ακολουθεί τα δικά του σχέδια, δεν απαιτείται καμιά εξωγενής δύναμη ή σχέδιο. Έχετε δηλαδή δύο δυνατότητες. Το ποια από τις δύο θα ακολουθήσετε δεν είναι δικό μου πρόβλημα». 414 Η θέση αυτή του Πριγκοζίν παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς μας παρέχει τις δυνατότητες και τις διόδους επιλογής και φαίνεται ξεκάθαρα να είναι ανοιχτός σε ένα διάλογο περί μοντέλου συμπαντικής δημιουργίας και δημιουργού. Η σκέψη του φαίνεται να κινείται σε ένα σύμπαν αυτοοργανούμενο, που παράγει μόνο του τους δικούς του νόμους, δίχως να απαιτεί ένα Θεό δημιουργό. Σε κάθε περίπ‐ τωση, όμως , ο Πριγκοζίν, μεταβιβάζει το πρόβλημα της επιλο‐ γής στον άνθρωπο. Η ερμηνευτική του αυτή προσέγγιση μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για γόνιμο διάλογο. «Εξάπαντος, η ερμηνεία Πριγκοζίν, μπορεί να αποτελέσει μια καλή αρχή για ανθρωποκεντρική κατανόηση της επιστήμης και σίγουρα μια ευκαιρία συμφιλίωσης που η θεολογία, σύμφωνα με τον καθηγητή Χ.Σταμούλη, δεν πρέπει να χάσει» 415, αναφερό‐ μενος στην ερμηνευτική πρόταση του Πριγκοζίν για την ανθρωπική αρχή. Σίγουρα όμως, μπορεί μια διαλογική προσέγ‐ γιση να επεκταθεί και στην κοσμολογία. Η θεολογική διάσταση του καθηγητή Σταμούλη, αγγίζει την αντίστοιχη θέση του Πριγκοζίν περί διαλεκτικής σχέσης στο πλαίσιο της συμφιλί‐ ωσης, γεγονός που βρίσκει σύμφωνο, όπως αναφέραμε πιο πάνω και τον ρωμαιοκαθολικό θεολόγο H.Kung. 414 βλ.,I.Prigogine, Το τέλος της βεβαιότητας Χρόνος, Χάος και οι Νόμοι της Φύσης, σ 256‐ 257. 415 βλ., Χ., Σταμούλη, Έρως και θάνατος, εκδόσεις Ακρίτας (2009), σ 311.Tην ευκαιρία συμφιλίωσης και διαλόγου μεταξύ θεολογίας και φυσικών επιστημών,διαβλέπει ο Σταμούλης στην ερμηνευτική πρόταση της ανθρωπικής αρχής από τον Πριγκοζίν. 315
Η θεολογία όμως και η θεολογική επιστήμη, όσο και να
θέλει να βρει σημεία επαφής με τις φυσικές επιστήμες, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να βασιστεί σε επιστημονικές θεωρίες πρόσκαιρες, οι οποίες αποδεδειγμένα αναθεωρούνται από πιο σύγχρονες, με την πάροδο του χρόνου.
Ο καθηγητής Ν.Ματσούκας στο έργο του Δογματική και
συμβολική θεολογία επισημαίνει ό,τι: «θα πρέπει να υπενθυ‐ μίσω τον μεγάλο καημό των σύγχρονων απολογητών θεολόγων να βρουν την αρμονία επιστήμης θρησκείας 416». Με το παραπάνω σχόλιο του ο Ν.Ματσούκας είχε ως σκοπό, να αναδείξει την μεγάλη αγωνία των θεολόγων να γεφυρώσουν και να προσεγ‐ γίσουν την επιστημονική γνώση περί του τρόπου δημιουργίας με θεολογικά κριτήρια και όρους δάνεια από την πατερική θεολογία. Η επιλογή ταύτισης εκ μέρους της θεολογίας με τη μια ή την άλλη επιστημονική θεωρία την οδηγεί σε ένα αδικαιολόγητο απολογητισμό. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει ο καθηγητής Χρ.Σταμούλης σημειώνοντας ό,τι «οι σχέσεις θεολο‐ γίας επιστημών δεν μπορεί παρά να είναι μονάχα συμβολη‐ κές...Με την ερμηνευτική αυτή γραμμή,θα πρέπει από κοινού να συμβάλλουν στην αναζωπύρωση και διατήρηση του διαλόγου, καθώς βρίσκονται από την ίδια πλευρά του στρατοπέ‐ δου,προσφέροντας τις δικές τους ερμηνείες για τους σταθμούς της ζωής και του θανάτου 417». Στόχος του Ι.Prigogine, όπως καταφαίνεται στο σημαντικότερο έργο του Το τέλος της βεβαιότητας, είναι η προσπάθεια αρμονικής συμβίωσης με τη φύση και κατ’ επέκταση με τη θεολογία, που έχει άμεση σχέση με το φυσικό κόσμο. Ο ίδιος διατυπώνει το σκεπτικό του ως εξής: « Η επιστήμη είναι διάλογος με τη φύση. Οι περιπέτειες 416βλ., Ν.,Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική θεολογία τόμος Β΄εκδόσεις (2003) σ 167. 417βλ., Χ., Σταμούλη, Έρως και θάνατος, εκδόσεις Ακρίτας (2009), σ 310. 316
αυτού του διαλόγου υπήρξαν απρόβλεπτες. Η πραγματικότητα του γίγνεσθαι εἶναι ἡ ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ συνθήκη του διαλό‐ γου μας με τη φύση 418».
Αρκετά εποικοδομητικές είναι και οι απόψεις των J.Smart
και R.Dawkins που φαίνεται να κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Ο Smart στο έργο του Atheism and Theism καταθέτει τη δική
του ενδιαφέρουσα άποψη γύρω από το σύγχρονο θεολογικό προβληματισμό. Παρατηρεί σκεπτικός και αντιμετωπίζοντας το ζήτημα γύρω από το θέμα της διαλεκτικής μεταξύ φυσικής επιστήμης και θεολογίας, μεταξύ θεϊστικής και αθεϊστικής‐ επιστημονικής αντίληψης από αθεϊστική –όμως‐ σκοπιά: «Παραδέχομαι ό,τι ο θεϊσμός είναι μια πολύ ελκυστική θεωρία από συναισθηματικής άποψης. Μπορεί και να είναι αληθείς οι διαπιστώσεις του 419». Στο βιβλίο του Η περί Θεού Αυταπάτη, που προκάλεσε ποικίλα σχόλια για τις αμφιλεγόμενες απόψεις του, ο R.Dawkins, διερωτάται: «Γιατί ο Θεός να αποτελεί την εξήγηση των πάντων; Μια τέτοια απόκριση αποτελεί πλήρης αδυναμία εξήγησης. Σύμφωνα με τον Dawkins ,ό,τι ανεξήγητο παρατηρούμε στον φυσικό μας κόσμο και κατ’επέκταση στο σύμπαν που μας περιβάλλει, το ανάγουμε στον Θεό, επιβε‐ βαιώνοντας την άγνοιά μας. Εάν αποδίδει κανείς κάτι στον Θεό, τούτο σημαίνει ό,τι δεν έχει ιδέα επ’αυτού»
420
.Παρά τις
αθεϊστικές τάσεις που εκφράζει στα παραπάνω έργα του, οι θέσεις του αποτελούν τροφή για έντονο θεολογικό προβλη‐ ματισμό.
Ανακεφαλαιώνοντας, θα πρέπει να επισημάνουμε ό,τι
στο πλαίσιο της διαλεκτικής σχέσης θεολογίας και φυσικών 418βλ.,I.Prigogine, Το τέλος της βεβαιότητας Χρόνος, Χάος και οι Νόμοι της Φύσης, σ 171. 419βλ.,J.J.C., Smart & J.J. Haldane Atheism and Theism,Blackwell Publishers (1997) σ 70. 420βλ., R., Dawkins, (2007), Η περί Θεού Αυταπάτη. Αθήνα: εκδ. Κάτοπτρο, σ 160. 317
επιστημών, η θεολογία, φαίνεται να ακολουθεί το παράδειγμα του Μ.Βασιλείου. Η εξήγηση των βιβλικών κειμένων δεν μπορεί να γίνει με μεθόδους και επιστημονικές θεωρίες καθώς έχει μέσα της το στοιχείο της Θείας αποκάλυψης. Η θεολογία οφείλει να μην συστρατεύεται και να μην γίνεται συνέκδημη με οποιαδήποτε εφήμερη επιστημονική θεώρηση, διότι τότε θα περάσει στο στάδιο του απολογητισμού. Η οπτική Πριγκοζίν, δηλώνει στάση ανεκτικότητας, μη σύγκρουσης, αλλά συμφι‐ λίωσης, που αποτελούν προυποθέσεις ενός μοντέλου που θα προβληματίσει τους σύγχρονους θεολόγους, με σκοπό η θεολογία και οι φυσικές επιστήμες να εισέλθουν σε ένα γόνιμο διάλογο.
Η συμβολή του Ilya Prigogine στο σύγχρονο θεολογικό
προβληματισμό αναγνωρίζεται και συνοψίζεται από τον Χ. Σταμούλη, ο οποίος παρατηρεί για τον μεγάλο φυσικό και ερευνητή: «Έχω την αίσθηση πως ο προικισμένος επιστήμονας, τον οποίο κάποιοι πρόχειρα και αναιτιολόγητα ονομάσανε υλιστή, παλεύει για να φέρει την επιστήμη πιο κοντά στην ανθρώπινη αντίληψη 421», επισημαίνοντας τη σημασία της αξίας του ονό‐ ματος του Πριγκοζίν όχι μόνο για το επιστημονικό του έργο, αλλά και για τις νέες δυνατότητες που άνοιξε στα πλαίσια του διαλόγου επιστήμης και θεολογίας. Για τον Πριγκοζίν, παρα‐ τηρεί επίσης, εύστοχα ότι: « η στάση και οι διαπιστώσεις που κάνει τον οδηγούν σε μια τελική τοποθέτηση, που δείχνει τα όρια μιας ανοιχτής κοσμολογίας, πιστής σε μια διαρκή βελτίωση 422». 421βλ., Χ., Σταμούλη, Έρως και θάνατος, εκδόσεις Ακρίτας (2009), σ 307. 422βλ., Χ., Σταμούλη, Έρως και θάνατος, εκδόσεις Ακρίτας (2009), σ 309.Παράλληλα βλ., βλ.,I.Prigogine, Το τέλος της βεβαιότητας Χρόνος, Χάος και οι Νόμοι της Φύσης, σ 251. 318
Δημήτριος Σάββας Προιστάμενος Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου
ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ Η νυχτερινή εμπορική σχολή και το Δημοτικό σχολείο.
Σίγουρα θα θυμούνται οι παλιοί Καστρινοί στο στενό του
Αγίου Τίτου, βραδιάζοντας…, από τα παράθυρα του 6ου Δημοτι‐ κού σχολείου (το οποίο σήμερα ανοικοδομείται), το μοναδικό εκείνο θέαμα που αντίκριζαν! Ένα απίστευτο ολόφωτο, αφού από τα δεκάδες φωτεινά παράθυρα, ο περαστικός προσπα‐ θούσε να διακρίνει το όραμα ενός φωτεινού μέλλοντος για τα παιδιά εκείνης της πόλης, αυτού του τόπου. Παιδιά που τη μέρα ήταν δοσμένα στη σκληρή βιοπάλη και τη νύχτα έβρισκαν το χρόνο να σκύψουν πάνω από το βιβλίο, να μελετήσουν, δείχνοντας πως την πρόοδο του τόπου μας, πρέπει να την περιμένουμε από τον λαό και από τους εργαζόμενους.
Στο ισόγειο του κτιρίου στεγάζονταν η Εμπορική σχολή
με ένα πολύ διαλεχτό διδαχτικό προσωπικό. Δεύθυνσις, μαθηματικά: Ν. Χρυσός Εμπορικά: Χρύσανθος Καρύδης Ελληνικά:Κων. Κυριακάκης, Γ. Φιλιππάκης, Αχιλ. Δασκαλάκης, Σωτήρ. Λυριτζής Αγγλικά: Κωνστ. Παπαδόπουλος Γαλλικά: Γ. Φερετζάκης Νομικά – Ιστορία: Γ. Σακελαρίδης Τεχνικά: Κατίνα Καπαρουνάκη Η σχολή είχε 4 τάξεις και έδινε πτυχίο κατώτερης εμπορικής. Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα εφημερίδας της εποχής. Ένα κείμενο που αφήνει πολλά διδάγματα και δίνει πάμπολλα
319
παραδείγματα για τους σημερινούς νέους μας. Ένα κείμενο που δείχνει την ευαισθησία και την προσφορά του συλλόγου των Εμποροϋπαλλήλων, των γονέων και κηδεμόνων. Ένα κείμενο που δείχνει τον αγώνα της Διοικούσας Επιτροπής της σχολής!
«Οι περισσότεροι μαθητές της σχολής είναι τσιράκια σε
διάφορα χειρονακτικά έργα. Σχολούν από το μηχανουργείο και τις άλλες τραχείς δουλειές που κάνουν τη μέρα και με λερωμένα ακόμα τα χέρια τους από τις μηχανές και τα λάδια μπαίνουν στην αίθουσα της διδασκαλίας. Διαφέρουν τόσο από τους μαθητές των άλλων σχολείων που λειτουργούνε τη μέρα. Βλέπει κανείς στα πρόσωπά τους, στη λάμψη των ματιών τους, την αδάμαστη δίψα να μάθουν και να γίνουν καλύτεροι. Κανείς δεν τα υποχρεώνει να έρθουν στο σχολείο. Αντίθετα, και η ζωή και πολλοί από τους κηδεμόνες τους, γίνονται εμπόδιο στη φοίτησή τους. Ενώ υπάρχει νομοθεσία που υποχρεώνει τους κηδεμόνες των μαθητών των νυχτερινών σχολών να αφήνουν ελεύθερα τα παιδιά που έχουν στις δουλειές τους, ένα τέταρτο προ της ώρας που αρχίζει το μάθημα, πολλοί μαθητές αργοπορούν σχεδόν πάντοτε..
Τα μαθήματα αρχίζουν στις 7.30μμ και τελειώνουν στις
10.15μμ. Πότε διαβάζουν τα παιδιά αυτά – που είναι τόσο επιμελή– είναι σχεδόν θαύμα! ‘Όταν το αφεντικό δεν τα υποχρεώνει να κάμουν νυχτέρι, ρίχνουν μία ματιά στα βιβλία τους ύστερα από το σχολείο –θα είναι 11 η ώρα πια– μία ματιά, όμως, που αρκεί στο έξυπνο μυαλό τους, με όλη τη κούραση μιας ολόκληρης μέρας, για να εντυπωθεί όλη η ύλη που τους βάζουν. Τη μέρα δεν τους περισσεύει καιρός συνήθως για να μελετήσουν. Η βιοπάλη δε τα αφήνει.
320
Εργάζονται στις πιο διαφορετικές δουλειές που μπορεί
κανείς να φανταστεί. Θα βρεις εδώ το παιδί που κάνει το διεκπεραιωτή σε κάποια εφημερίδα της πόλης μας, το μαθητευ‐ όμενο τυπογράφο, το νεαρό ηλεκτρολόγο, το παιδί με τη καταλαδωμένη φόρμα που εργάζεται σε μηχανουργείο, παιδιά που δουλεύουν σε γκαράζ, κλπ.
Αυτό είναι το έμψυχο υλικό που κλείνει στους κόλπους
της η Σχολή. Όσο θαυμάζει κανείς τους μαθητές αυτούς, άλλο τόσο αποκαλύπτεται και μπροστά στους δασκάλους τους. Μέσα στις λίγες ώρες της διδασκαλίας κατορθώνουν να εμφυσήσουν στις ψυχές των παιδιών, όλα τα ουσιώδη διδάγματα των μαθημάτων του προγράμματος.
Ό,τι κάνουν καθηγητές των άλλων σχολείων με μια
πολύωρη διδασκαλία, αυτοί το κατορθώνουν με λίγα σταράτα λόγια. Τίποτε το περιττό. Τίποτε το λιγότερο από απαραίτητο. Μα και από την άποψη της υλικής ανταμοιβής τους, είναι αληθινοί αλτρουιστές και πατριώτες. Η λειτουργία της Νυχτερινής Εμπορικής Σχολής από το Φεβρουάριο του 1945 κι έπειτα, οφείλεται στην αληθινά αλτρουιστική προσπάθεια του διδαχτικού προσωπικού της, που δήλωσε ότι θα πρόσφερε τις υπηρεσίες του εντελώς δωρεάν για την ανασυγκρότηση της Σχολής. Κι αυτό πραγματικά έγινε.
Η Διοικούσα επιτροπή, όμως της Σχολής, κατόρθωσε να
βρει ελάχιστους πόρους και να μισθοδοτήσει το προσωπικό με ασήμαντη αμοιβή. Η Σχολή έπαιρνε επιχορηγήσεις. Προπολεμικά (στεγαζόταν τότε στη Δημόσια Εμπορική Σχολή) από το δήμο, τα Επιμελητήρια και το Υπουργείο. Μεταπολε‐ μικά από όλους τους οργανισμούς μόνο το υπουργείο διάθεσε 60 χιλ. δραχμές.
321
Για μια στιγμή η Σχολή αυτή κινδύνεψε να κλείσει. Για να
μη γίνει αυτό, προσκληθήκανε κηδεμόνες και ρωτήθηκαν τι μπορούν να προσφέρουν για να μη σταματήσει, το ωραίο αυτό έργο που άρχισε. Πρόθυμα συμφώνησαν όλοι να προσφέρει κάθε κηδεμόνας το λιγότερο 1000 δραχμές το μήνα για τη συντήρηση της Σχολής. Πολλοί έδωσαν και μεγαλύτερα ποσά, ως 20 χιλ. δραχμές. Αυτό έγινε από τον Ιανουάριο και εξής.
Από τους κηδεμόνες υπάρχει προθυμία να συντρέξουν τη
Σχολή, γιατί η κοινωνία μας δεν υστερεί σε αλτρουιστικά αισθήματα, μα και γιατί ευκολονόητο στο καθένα πως δεν πρέπει να δημιουργούνται σήμερα άνθρωποι «ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι».
Η σημαντικότερη όμως προσφορά στη Σχολή ήταν το Ένα
εκατομμύριο που έδωσε ο σύλλογος των Εμποροϋπαλλήλων και που μάζεψε από τη διάθεση αρτιδίων της Μεγ. Εβδομάδας. Με αυτά τα μέσα συγκρατήθηκε ως τα σήμερα η Σχολή και κατορθώθηκε να μισθοδοτείται το προσωπικό της. Η Σχολή αυτή, ασφαλώς, είναι φυτώριο ηρωικών και ωραίων ψυχών, τόσο από την πλευρά των μαθητών, όσο και των καθηγητών που στέκουν στο ύψος του προορισμού τους».
Στο νυχτερινό σχολείο φοιτούσαν παιδιά ηλικίας 12‐20
χρονών. Πραγματικά μεγάλη ηλικία των παιδιών, αφού ο πόλεμος και η άθλια οικονομική κατάσταση των οικογενειών τους είχε καθυστερήσει τις σπουδές τους. Είχαν μεγάλη δίψα για γνώση, για μάθηση. Παιδιά έντιμα και υπεύθυνα παρά τη φτώχεια τους. Το μάθημα τελείωνε γύρω στις 10.30 το βράδυ και αναγκάζονταν αρκετοί μαθητές να πηγαίνουν στους πιο απομακρυσμένους συνοικισμούς π.χ. Μπρούμη, Ατσαλένιο, Σπήλια, Κατσαμπά. Το σχολείο είχε φωτισμένους δασκάλους όπως ο Διευθυντής του Ιωάννης Κουκουράκης, η Κωνσταντίνα
322
Λεμπιδάκη, ο Εμμανουήλ Σεμερτζάκης και ο Στέφανος Καρυωτάκης. Η καλλιτέχνης επίσης Μαρία Ζωγράφου, γνώρι‐ μη στο κοινό του Ηρακλείου από παλιές εκθέσεις ζωγραφικής, είχε προσφερθεί να παραδίδει δωρεάν τεχνικά μαθήματα και σχέδια στους μαθητές.
Η νυχτερινή εμπορική σχολή ιδρύθηκε στα 1928, Σας
παραθέτω τον οργανισμό της, ο οποίος αποτελείται από 15 άρθρα και τον οποίο συνάντησα στο τμήμα των αρχείων της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης: ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ
ΤΗΣ
ΝΥΚΤΕΡΙΝΗΣ
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ
ΣΧΟΛΗΣ ΕΜΠΟΡΟΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ Άρθρον Ι Ίδρυσις‐Επωνυμία της Σχολής Η υπό του εν Ηρακελίω Συλλόγου Εμποροϋπαλλήλων συσταθείσα και συντηρουμένη «Νυκτερινή εμπορική Σχολή Εμποροϋπαλλήλων» από της ισχύος του παρόντος φέρει την επωνυμίαν
«ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ
ΣΧΟΛΗ
ΕΜΠΟΡΟΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ» έχει την έδραν αυτής εν Ηρακλείω και διέπεται εφεξής ως προς την διοίκησιν, την λειτουργίαν, και ως προς την διαχείρισιν της περιουσίας, αυτής υπό των εν τοις κατωτέρω άρθροις διατάξεων τελούσα υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον του υπουργείου της Εθνικής Οικονομίας. Άρθρον 2 Σκοπός Σκοπός
της
Νυκτερινής
Επαγγελματικής
Σχολής
Εμποροϋπαλλήλων Ηρακλείου είναι η παροχή εν αυτή πλήρους επαγγελματικής μορφώσεως εις τους εργαζομένους
323
εις τα εμπορικά καταστήματα και γραφεία υπαλλήλους, τους ενήκοντας εις την επαγγελματικήν τάξιν, εις ην ανήκει ο ως άνω ιδρυτής σύλλογος, ως και εις τους προοριζομένους διά, τοιούτον επάγγελμα. Άρθρον 3 Προς εκπλήρωσιν του ως άνω σκοπού, η Νυκτερινή Επαγγελματική
Σχολή
Εμποροϋπαλλήλων
Ηρακλείου
περιλαμβάνει, α) Την πρακτικήν Εμπορικήν Σχολήν δια την στοιχειώδη εμπορικήν εκπαίδευσιν των ως άνω φοιτώντων μαθητών και β) Ειδικόν Φροντιστήριον σπουδής ξένων γλωσσών και εμπορικών δια την συμπλήρωσιν, της υπό της πρακτικής εμπορικής σχολής παρεχομένης μορφώσεως. Αρθρον 4 Κατάταξις και τύπος αυτής Η Νυκτερινή Επαγγελματική Σχολή Εμποροϋπαλήλων Ηρακλείου ούσα ειδική επαγγελματική Σχολή αυτοτελούς κύκλου
μαθημάτων
κατατάσσεται
εις
τας
πρακτικάς
εμπορικάς Σχολάς του εν άρθροις 21 και 34 του Νόμου 3633, προβλεπομένου τύπου και θεωρείται ως αφωμοιωμένη προς τας του αυτού τύπου Δημοσίας Σχολάς μετά της δια του παρόντος παρεκλίσεως επιτρεπομένης συμφώνως των άρθρω 24 του Νόμου 3633. Άρθρον 5 Φοίτησις και προσόντα μαθητών διδασκόμενα μαθήματα 1. Η εν τη Σχολή φοίτησις είναι τετραετής, η δε λειτουργία αυτής γίνεται κατά τας εσπερινάς ώρας και κατ’
324
ανώτατον
όριον
επί
τρεις
ώρας
καθ’
εκάστην
επιτρεπομένης της λειτουργίας και καθ’ ετέρας ώρας της ημέρας εφ’ όσον εκ της τοιαύτης μεταβολής του ωρολογίου προγράμματος δεν παρακωλύεται η εκτέλεσις του επαγγέλματος των εν τη Σχολή φοιτώντων μαθητών. 2. Η Σχολή περιλαμβάνει τέσσαρας τάξις ενιαυσίους εξ’ ων η πρώτη είναι προπαρασκευαστική, αι δε λοιπαί ειδικών σπουδών. 3. Εν τη πρώτη τάξει της Σχολής ταύτης εισάγονται μαθηταί φέροντες τουλάχιστον απολυτήριον εξαταξίου Δημοτικού Σχολείου δημοσίου ή ιδιωτικού αναγνωρισμένου. Εξαιρετικώς δια το τρέχον σχολικόν έτος επιτρέπεται η φοίτησις εις την Β’ τάξιν των φοιτησάντων κατά τα προηγούμενα έτη εις την «Νυκτερινήν Εμπορικήν Σχολήν» μαθητών, μετ’ ευδόκιμον κατακτητήριον εξέτασιν. 4. Τα εις την Σχολήν διδασκόμενα μαθήματα είναι κυρίως τα οριζόμενα για εν εδαφ. 4 του άρθρου 20 του Νόμου 3633 δια τας δημοσίας πρακτικάς Εμπορικάς Σχολάς, συμπληρωματικώς δε και έτερα αναγόμενα εις το ειδικόν επάγγελμα των μαθητών ως και εις τον γενικόν σκοπόν ον επιδιώκει η Σχολή Άρθρον 6 Χορηγούμενοι τίτλοι σπουδών 1. Επιτρέπεται η υπό της Σχολής παροχή κατόπιν, ευδοκίμου εξετάσεως εις τους αποφοιτώντας μαθητάς ειδικού πτυχίου εμφαίνοντος την επαγγελματικήν ικανότητα του αποφοίτου ως εμποροϋπαλλήλου.
325
2. Ο τύπος του πτυχίου, τούτου ορίζεται εκάστοτε δι’ αποφάσεως του Υπ. Εθν. Οικονομίας, ως και ο τύπος των κατ’
έτος
παρεχομένων
υπ’
αυτής
ενδεικτικών
προαγωγής και λοιπών σχολικών τίτλων. 3. Τα χορηγούμενα ως άνω πτυχία είναι ισοδύναμα προς τα υπό των δημοσίων πρακτικών εμπορικών σχολών παρεχόμενα τοιαύτα και δύνανται οι κάτοχοι τοιούτων πτυχίων να γίνωνται δεκτοί προς κατάταξιν άνευ μεν εξετάσεων εις την Β΄ τάξιν μετ’ ευδόκιμον δε εξέτασιν εις την Γ. τάξιν μέση τετραταξίου Εμπορικής Σχολής είτε εις ισοδυνάμους τάξεις πενταταξίου μέσης, Εμπορικής Σχολής συμφώνως τω εδ. 5 του άρθρου 20 του Νόμου 3633 δια
τους
αποφοίτους
των
Δημοσίων
ημερησίων
πρακτικών εμπορικών σχολών. Άρθρον 7 Διοίκησις 1. Η Νυκτερινή Επαγγελματική Σχολή Εμποροϋπαλλήλων Ηρακλείου διοικείται υπό επταμελούς Διοικητικής Επιτροπής αποτελουμένης εκ πέντε μελών του Σ.Π.Η. εκλεγομένων υπό του Δ. Συμβουλίου του Συλλόγου, εξ ενός επιστήμονος έχοντος ανωτάτην επιστημονικήν εμπορικήν μόρφωσιν ή ανωτέρου τραπεζιτικού υπαλ‐ λήλου υποδεικνυομένου υπό του Σ.Π.Η. και εξ ενός ανωτέρου Δημοσίου υπαλλήλου, ανήκοντος εις την εμπο‐ ρικήν εκπαίδευσιν οριζομένου υπό του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας. 2. Η συγκρότησις της Επιτροπής ταύτης γίνεται δι’ υπουργικής αποφάσεως δημοσιευομένης εις την εφημε‐ ρίδα της Κυβερνήσεως.
326
3. Των ως άνω μελών ορίζονται, και ισάριθμα αναπληρωμα‐ τικά μέλη δια την περίπτωσιν μικράς απουσίας, ασθενείας, ή κωλύματος των τακτικών μελών. 4. Η θητεία των μελών είναι διετής, της ιδιότητος του μέλους αποβαλλομένης συν της αποβολής της ιδιότητος υφ’ ην τούτο εξελέγη ως τοιούτον . 5. Εν τη αρχή εκάστου έτους εκλέγεται ο Πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος και ο Ταμίας της Επιτροπής μεταξύ των μελών αυτής. 6. Η Σχολή ως και το Ταμείον αυτής εκπροσωπούνται ως προς τίνας τας σχέσεις, και αναφοράς αυτών υπό του Προέδορυ της Δ. Επιτροής ή του Νομίμου αυτού αναπληρωτού. 7. Ελλείποντος διευθυντού η Σχολή διευθύνεται υφ’ ενός των μελών της Επιτροπής, εκλεγομένου υπ’ αυτής. Αρθρον 8 Σχολικόν έτος, εγγραφαί, δίδακτρα, τέλη, απουσίαι, εξετάσεις 1. Το Σχολικόν έτος άρχεται από 1 Σ/βρίου και λήγει την 30 Ιουνίου του επομένου έτους. 2. Αι εγγραφαί ενεργούνται από 15 μέχρι τέλους Σ/βρίου επιτρεπομένης της παρατάσεως δι’ αποχρώντας λόγους υπό μεν της Δ. Επιτροπής μέχρι 15 8βρίου υπό δε του Υπουργού της Εθνικής Οικονομίας μέχρι τέλους 8βρίου. 3. Οι μαθηταί της Σχολής καταβάλλουσι δίδακτρα ως έσοδα του Ταμείου της Σχολής, τα οποία ορίζονται προ της ενάρξεως του Σχολικού έτους, υπό της Δ. Επιτροπής, τη εγκρίσει του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.
327
4. Οι μαθηταί της Σχολής ταύτης, απαλλάσονται των υπό των μαθητών των ιδιωτικών πρακτικών εμπορικών σχολών καταβαλλομένων υπέρ του Γεν. Ταμείου της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως τελών εγγραφής, επιτρε‐ πομένης της απαλλαγής ταύτης, συμφώνως τω εδ. 4 του άρθρου 19 του Νόμου 197 περί επαγγελματικής εκπαι‐ δεύσεως. 5. Τα τέλη εκδόσεως τίτλων εν τη Σχολή ταύτη ορίζονται, συμφώνως τω εδ. 4, του άρθρου 19 του Νόμου 5197, το 1/3 των αντιστοίχων τελών των δημοσίων εμπορικών σχολών εισπραττόμενα καθ’όν τρόπον και ταύτα. 6. Τα των απουσιών, εξετάσεων, τα τη διδακτέας ύλης και τα του ωρολογίου και αναλυτικού προγράμματος των διδασκομένων μαθημάτων και εν γένει τα της εσωτερικής λειτουργίας της Σχολής ορίζονται δι’ εσωτερικού κανονισμού συντασσομένου υπό της Δ. Επιτροπής επί τη βάσει των κειμένων διατάξεων περί εμπορικής εκπαι‐ δεύσεως εγκρινομένου υπό του Υπουργείου της Εθνικής Οικονομίας. Άρθρον 9 1. Τα προσόντα διορισμού και πάσης άλλης μεταβολής του διδακτικού και υπηρετικού προσωπικού είναι τα αυτά με τα οριζόμενα εν τοις άρθροις 21, 22 και 23 του Νόμου 3633 και του άρθρου 8 του Νόμου 5197 διά τας Δημόσιας Πρακτικάς εμπορικάς Σχολάς. 2. Το προσωπικόν τούτο διορίζεται προτάσει της Δ. Επιτροπής και εγκρίσει του Υπουργ. Εθν. Οικονομίας μετά σύμφωνον γνωμοδότησιν του Συμβουλίου της Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως. Ομοίως δε κατά τον αυτό
328
τρόπον απολύεται το ως άνω προσωπικόν κατά τα λοιπά εφαρμοζομένων των σχετικών διατάξεων των ισχυουσών διά το προσωπικόν των ιδιωτικών εμπορικών σχολών. 3. Ο μισθός και αι λοιπαί αποδοχαί κανονίζονται υπό της Δ. Επιτροπής βάσει των διατάξεων των εφαρμοζομένων διά το διδακτικόν προσωπικόν εφαρμόζονται αι αντίστοιχοι διατάξεις αι ισχύουσαι επί των ιδιωτικών εμπορικών σχολών, με την διαφοράν ότι την ποινήν της επιπλήξεως και του προστίμου επιβάλλει η Δ. Ε. δι’ αποφάσεως της , τας δε λοιπάς το Υπουργ. Εθν. Οικονομίας μετά προηγού‐ μενην απόφασιν του Συμβουλίου της Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως και τη προτάσει της Δ. Επιτροπής. Σχολικόν Ταμείον Άρθρον 10 1. Εν τη Σχολή συνιστάται Σχολικόν Ταμείον αποτελούν αυτοτελές Νομικόν πρώπον ταθτιζόμενον προς το νομικόν πρόσωπον της Σχολής. 2. Πόροι του Ταμείου είναι: Α) Αι ετήσιαι εισφοραί και παντός είδους ενισχύσεις του Συλλόγου υπέρ της Σχολής. Β) Τα δίδακτρα των μαθητών. Γ) Αι υπέρ της Σχολής επιχορηγήσεις του Υπ. Εθν. Οικονομίας. Δ) Αι υπέρ της Σχολής επιχορηγήσεις του Γεν. Ταμείου Επαγ. Εκπαιδεύσεως. Ε) Αι υπέρ της Σχολής επιχορηγήσεις του Δήμου Ηρακλείου. Στ)Αι κληρονομίαι, κληροδοσίαι, δωρεαί και παντός είδους εισφοραί παρά φυσικών και νομικών προσώπων. Ζ) Παν έσοδον προερχόμενον εκ συλλογής εράνων, εορτών, διαλέξεων κλπ.
329
Η) Οι τόκοι των κεφαλαίων και εν γένει παν έσοδον προερχό‐ μενον εκ της διαχειρίσεως των κεφαλαίων και εν γένει της περιουσίας της Σχολής. Άρθρον 11 Σκοπός Το Σχολικόν Ταμείον της Σχολής σκοπόν έχει: 1. Την διατήρησιν της λειτουργίας της Σχολής. 2. Την δαπάνην διά την καθαριότητα, την θέρμανσιν, τον φωτισμόν, την απολύμανσιν, την γραφικήν ύλην και λοιπά μικροέξοδα της Σχολής. 3. Την προμήθειαν και διατήρησιν των απαραιτήτων εις την Σχολήν επίπλων και μέσων διδασκαλίας. 4. Την προμήθειαν διδακτικών οργάνων, γραφομηχανών κλπ. 5. Τον καταρτισμόν βιβλιοθήκης προς την χρήσιν του διδάσκοντος προσωπικού και των μαθητών της Σχολής. 6. Την ανέργεσιν ίδιου κτιρίου και την συντήρησιν αυτού. 7. Την απόκτησιν παντός απαραιτήτου διά την ευρυθμόν λειτουργίαν της Σχολής. Άρθρον 12 Διοίκησις – Διαχείρισις 1. Η διοίκησις και η διαχείρισις του Σχολικού Ταμείου ανήκει εις την Διοικητικήν Επιτροπής της Σχολής. 2. Η Επιτροπή συνέρχεται εις συνεδρίαν οσάκις καλείται υπό του Προέδρου αυτής ή ήθελε ζητηθή τούτο υπό των δύο εκ των μελών της δι’ εγγράφου αιτήσεως των περιεχούσης τα προς συζήτησιν θέματα.
330
3. Ίνα γίνη απαρτία απαιτείται η παρουσία 4 τουλάχιστον μελών. 4. Αι αποφάσεις λαμβάνονται κατ’ απόλυτον πληοψηφίαν των παρόντων μελών , εν ισοψηφία υπερισχύει η γνώμη μεθ’ής τάσσεται ο Πρόεδρος της Δ. Επιτροπής. 5. Των συνεδριάσεων τηρούνται πρακτικά. 6. Η Δ. Επιτροπή υποχρεούται: α) Να συντάσση τον εσωτερικόν κανονισμόν αυτής εγκρινόμενον υπό του Υπουργ. Εθν. Οικονομίας. β) Να εγκρίνη τον παρά του Ταμείου συντασσόμενου προϋπολογισμού και απολο‐ γισμού. γ) Να προτείνη εις το Υπουργ. Εθν. Οικονομίας προς έγκρισιν κατόπιν αποφάσεως της διορισμούς και παύσεις του διδακτικού προσωπικού της Σχολής ως και πειθαρχικάς ποινάς επ’αυτού. δ) Να διορίζη το προσωπικόν του Γραφείου της Σχολής. ε) Να αποδέχεται δωρεάς, κληρονομίας και κληροδοσίας προς το Σχολικόν Ταμείον. στ) Να ενεργή εράνους και να οργανώνη σχολικάς εορτάς και διαλέξεις. ζ) Να αποφασίζεη περί προμήθειας των αναγκαιούντων εν τη Σχολή οργάνων παντός είδους και σκευών. η) Να ενεργή εντός των ορίων των κειμένων διατάξεων πράξεις δυναμένας να επιφέρωσιν ωφέλειας εις το Σχολικόν Ταμείον. 7. Ο Πρόεδρος υπογράφει πάντα τα έγγραφα, πλήν των αφορώντων την εσωτερικήν λειτουργίαν και διεύθυνσιν της Σχολής ως και των απλωτοιούτων παρεχόντων πληροφορίας η διαβιβαστικών τα οποία υπογράφει ο διευθυντής της Σχολής. 8. Η Δ.Σ. αλληλογραφεί ατελώς προς πάσας τας αρχάς. Ομοίως και η Δ/σις της Σχολής ταύτης, προκειμένου περί ζητημάτων αναγόμενων εις τη λειτουργίαν της Σχολής.
331
9. Εις το τέλος έκαστου σχολικού έτους η Δ/σις της Σχολής υποβάλλει διά της Δ.Ε. εις το Υπουργ. Εθν. Οικονομίας έκθεσιν πεπραγμένων, ως και αντίγραφον ειδικού και γενικού ελέγχου μετά της ιδίας εκθέσεως της Επιτροπής ταύτης. Ομοίως η Δ.Ε. υποχρεούται να υποβάλλη εις τον ιδρυτήν της Σχολής Σ.Ε.Η. έκθεσιν πεπραγμένων της Σχολής και διαχειριστικό απολογισμόν του Ταμείου της Σχολής. Άρθρον 13 Λογιστική Υπηρεσία και έλεγχος Η Λογιστική Υπηρεσία του Ταμείου διεξάγεται υπό του Ταμείου, όστι υποχρεούται να τηρή μετ’ ακριβείας και τάξεως: α) Ημερολόγιον εισπράξεων και πληρωμών β) Καθολικόν περιλαμβάνον άπαντας τους λ/μούς της περιουσίας της Σχολής γ) Βιβλίον υλικού της Σχολής και του Ταμείου δ) Βιβλίον ενταλμάτων κατά κεφάλαια και άρθρα του προϋπολογισμού ε) Βιβλία διπλότυπων αποδείξεων, εισπράξεως και πληρωμής αριθμημένα. Άρθρον 14 1. Το οικονομικόν έτος άρχεται από 1 Σ/βρίου και λήγει την 31 Αυγούστου του επόμενου έτους. 2. Κατά το τελευταίον δεκαήμερον έκαστου Αυγούστου ο Ταμίας υποβάλλει προς έγκρισιν εις την Δ. Επιτροπήν τον προϋπολογισμόν εσόδων και εξόδων του επόμενου έτους. 3. Ούτω καταρτισθείς προϋπολογισμός υποβάλλεται εντός του μηνός Σ/βρίου μετ’ αντιγράφου του σχετικού πρακτι‐ κού της Επιτροπής εις το Υπουργ. Εθνικής Οικονομίας, όπερ εγκρίνει ως έχει ή και μεταβάλλει τούτον.
332
Εν η περιπτώσει μέχρι τέλους 8βρίου δεν έχει εγκριθή ο προϋπολογισμός θεωρείται ούτος εγκριθείς και καθίσταται εκτελεστός. Εις τας ως άνω προθεσμίας κατά την πρώτην εφαρμογήν του παρόντος δύναται κατά παρέκκλισιν να δοθή παράτασις δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας μέχρι τέλος Ν/βρίου. 4. Καθ’ όμοιον τρόπον ακριβώς συντάσσεται ο ισολογισμός και
απολογισμός
υποβαλλόμενοι
του
μετ’
λήξαντος
εκθέσεως
σχολικού της
έτους
εξελεγκτικής
Επιτροπής και των πρακτικών συνεδριάσεων αυτής εις το Υπουργ. Εθνικής Οικονομίας μέχρι τέλους 8/βρίου. 5. Τα μέλη της Επιτροπής ευθύνονται αλληλεγγύως διά πάσαν δαπάνην μη προβλεπομένην υπό του εγκεκρι‐ μένου προϋπολογισμού. 6. Ο λογιστικός και διαχειριστικός έλεγχος του Σχολικού Ταμείου ανατίθεται εις Επιτροπήν αποτελούμενην εκ δύο δημοσίων υπαλλήλων οριζόμενων παρά Υπουργ. Εθνικής Οικονομίας. 7. Η εξελεγκτική Επιτροπή ενεργούσα εντός του 8βρίου και Ν/βρίου λεπτομερή λογιστικόν έλεγχον και διαχειρι‐ στικόν υποβάλλει σχετικήν έκθεσιν της εις τη Δ. Επιτροπήν και εις το Υπουργ. Εθνικής Οικονομίας. Άρθρον 15 Κατάθεσις – Ανάληψις Κεφαλαίων 1. Άπαντα τα κεφάλαια του Ταμείου κατατίθενται εις την Εθνικήν Τράπεζας της Έλλαδος ή εις ετέραν τοιαύτην επιτρεπόμενης της εις χείρας του ταμείου παρακρα‐
333
τήσεως ποσού μέχρι 5.000 δρ. διά τας εκτάκτους δαπάνας της Σχολής. 2. Ανάληψις χρημάτων εκ της Τραπέζης ενεργείται υπό του Ταμίου κατόπιν αποφάσεως της Δ. Επιτροπής. 3. Πάσα είσπραξις η πληρωμή ενεργείται υπό του ταμίου κατόπιν αποφάσεως της Δ. Επιτροπής. Διά πάσαν προκύπτουσαν αμφιβολίαν εις την εφαρμογήν του παρόντος και εν γένει των κειμένων διατάξεων περί επαγγελματικής εκπαιδεύσεως ή διά πάσαν μη προβλεπομένην υπό του παρόντος περίπτωσιν αποφαίνεται ο Υπουργός της Εθνικής Οικονομίας. Πάσα διάταξις αντικειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος καταργείται.
Η νυχτερινή σχολή του Ηρακλείου πέρασε πολλά, υπήρξαν οικονομικά προβλήματα προκειμένου να λειτουρ‐ γήσει και να προσφέρει τις υπηρεσίες της στους εργαζόμενους μαθητές. Χαρακτηριστικό το έγγραφο που ακολουθεί, το οποίο προέρχεται από το τμήμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και υπογράφεται από τον αρμόδιο υπουργό Π. Βουλούμη με αποδέκτη τον Δήμαρχο Ηρακλείου κ. Ανδρέα Παπαδόπουλο. Το έγγραφο φέρει ημερομηνία 21 Ιανουαρίου 1932. «Κύριε Δήμαρχε,
Γνωστή τυγχάνει υμίν η χρησιμότης της αυτόθι λειτου‐
ργούσης Νυχτερινής Επαγγελματικής Σχολής του Συλλόγου Εμποροϋπαλλήλων, της οποίας σκοπός είναι η παροχή επαγ‐ γελματικής μορφώσεως εις τους εργαζόμενους νέους των
334
λαϊκών τάξεων της πόλεώς σας. Επίσης είναι γνωσταί υμίν αι οικονομικαί δυσχέρειαι τας οποίας συναντά η Σχολή αυτή εις την εκπλήρωσιν του κοινωφελούς τούτου έργου της. Οι πόροι της Σχολής ως και η οικονομική αρωγή την οποία δύναται υπό τας παρούσας οικονομικάς συνθήκας να παράσχη το κράτος δεν είναι επαρκείς διά την κάλυψιν των αναγκών της λειτουργίας αυτής.
Τούτο ένεκεν φρονούμεν κ. Δήμαρχε, ότι ο καθ’ ύμας
Δήμος ως αμέσως ενδιαφερόμενος δια την πρακτικήν εκπαί‐ δευσιν των δημοτών του, δέον να μελετήση και να εξεύρη τον τρόπον καθ’ ον θα δυνηθή να έλθη γενναιότερον επίκουρος εις την προσπάθειαν της εν λόγω Σχολής, ίνα αύτη καταρθώση όχι μόνον να διατηρηθή εν τη ζωή αλλά και να συμπληρώση την οργάνωσίν της κατά τρόπον ανταποκρινόμενον προς το προορισμόν της.»
Ακολουθεί και δεύτερο έγγραφο από την ίδια υπηρεσία με
ημερομηνία 29 Μαρτίου 1932. Υπογράφεται κι αυτό από τον υπουργό Π. Βουλούμη. «Προς τον κ. Δήμαρχον Ηρακλείου Εις Ηράκλειον Κρήτης
Η υπό του Συλλόγου Εμποροϋπαλλήλων Ηρακλείου
ιδρυθείσα και συντηρουμένη εν τη πόλει ημών Νυχτερινή Επαγγελματική Σχολή Εμποροϋπαλλήλων, σκοπούσα την παροχήν συμπληρωματικής επαγγελματικής μορφώσεως εις τους εργαζομένους εις τα εμπορικά καταστήματα και τα γραφεία υπαλλήλους, αναμφιβόλως διά της λειτουργίας αυτής εξυπηρετεί την εμπορική ανάπτυξιν του τόπου.
Επειδή όμως ο Σύλλογος Εμποροϋπαλλήλων Ηρακλείου,
μη έχων επαρκή οικονομικά μέσα, δεν δύναται να ανταποκριθη εις πάσας τας απαιτούμενας διά την λειτουργίαν της Σχολής
335
ταύτης δαπάνας, ενδείκνυται η ενίσχυσης αυτού υπό του καθ’υμάς Δήμου, όστις εν τη περιπτώσει ταύτη καλείται εις τούτο, ουχί μόνον ως αμέσως ενδιαφερόμενος διά την επαγγελματικήν εκπαίδευσιν των δημοτών του, αλλά και εκ του άρθρου 13 του Νόμου 5Ι97 “Περί επαγγελματικής εκπαιδεύσεως”, ου αντίτυπον επισυνάπτομεν, δι’ου προβλέ‐ πεται η ίδρυσις τοιούτων σχολείων επαγγελματικής εκπαι‐ δεύσεως, συντηρούμενων κυρίως υπό των
Δήμων ή
Κοινοτήτων.
Τας εν προκειμένω υμετέρας αποφάσεις και ενεργείας
παρακαλούμεν όπως γνωρίσητε ημίν.» Ακολουθούν άλλα δύο ενημερωτικά έγγραφα με ημερομηνίες 31 Μαρτίου 1933 και 5 Απριλίου 1933 προς τον Δήμαρχο Ηρακλείου και προς τον πρόεδρο του Δημοτικού συμβουλίου. Το περιεχόμενο τους αφορά στην οικονομική ενίσχυση της νυχτερινής σχολής Ηρακλείου. Προέρχονται από την Διοικη‐ τική Επιτροπή της σχολής. «Κύριε Δήμαρχε, Γνωστόν τυγχάνει Υμίν, ότι ο Σύλλογος Εμποροϋπαλλήλων Ηρακλείου, εν τη μερίμνη του, όπως εξυπηρετήση τα πτωχά και βιοπαλαίοντα μέλη του και συντελέση εις την συμπλήρωσιν της επαγγελματικής των μορφώσεως, όπως καθιστάμενα ταύτα παραγωγικώτερα και ωφελιμώτερα εις τους προϊστα‐ μένους των, βελτιώσωσι οικονομικώς και ηθικώς την θέσιν των, ίδρυσε τω 1928 Νυχτερινήν Εμπορικήν Σχολήν, λειτουργή‐ σασαν κατ’αρχάς υπό τύπον Φροντιστηρίου ελευθέρων σπουδών. Έκτοτε ο Σύλλογος Εμποροϋπαλλήλων κατέβαλλε πάσαν δυνατήν προσπάθειαν διά την πρόοδον της υπ’αυτού ιδρυθείσας Σχολής, ώστε αύτη ν’ανταποκρίνηται κατά το δυνατόν εις τας επαγγελματικάς εκπαιδευτικάς ανάγκας των
336
εμπορουπαλληλων της εμπορικωτάτης πόλεώς μας και επέτυχε, ώστε από του παρελθόντος σχολικού έτους 1931‐32 να προαχθή αυτή εις συστηματικήν τετρατάξιον Εμπορικήν Σχολήν αυτοτελούς κύκλου μαθημάτων, τύπου Πρακτικής Εμπορικής Σχολής, διά του από Ι9.5.32 Π.Δ. αναγνωρισθείσαν ως ισότιμον προς τας του αυτού τύπου δημόσιας Σχολάς.
Παρά τη Σχολή ταύτη λειτουργεί και διτάξιον Φροντισ‐
τήριον σπουδής εμπορικών μαθημάτων και ξένων γλωσσών προς τον σκοπόν της παροχής συμπληρωματικής επαγγελμα‐ τικής μορφώσεως εις τους αποφοιτώντας της άνω Σχολής και εις τους τυχόντας μέσης μορφώσεως εμποροϋπαλλήλους.
Ούτω αι από ετών επίπονοι προσπάθειαι του Συλλόγου
Εμποροϋπαλλήλων
απέδοσαν
εις
την
πόλιν
μας
το
κοινωφελέστατον τούτο Ίδρυμα, όπερ ιδρυθέν επί τη βάσει και κατά το υπόδειγμα των εν τη Κεντρική και Εσπέρια Ευρώπη λειτουργούντων ομοίων ιδρυμάτων προώρισται, αφ’ ενός μεν να εξυψώση υλικώς και ηθικώς την υπαλληλικήν τάξιν αφ’ ετέρου δε να προσφέρη αξιολογωτάτας υπηρεσίας εις το εμπόριον – μικρόν και μέγα – και την βιομηχανίαν της πόλεως μας.
Ας μας επιτραπή να νομίζωμεν, ότι ο Δήμος Ηρακλείου
ως αμέσως ενδιαφερόμενος διά την επαγγελματικήν εκπαί‐ δευσιν των δημοτών του, αλλά και διά την εν γένει πρόοδον και ανάπτυξιν της πόλεως, θα έδει να μελετήση τον τρόπον, καθ’ οδόν θα ηδύνατο να ενισχύη επαρκώς το Ίδρυμα τούτο, ίνα χωρή απροσκόπτως εις το έργον του, το πληρούν μίαν κοινω‐ νικήν ανάγκην εν τη πόλει.
Ο καθ’ Υμάς Δήμος ανέγραφε μέχρι τούδε κατ’ έτος εν τω
Προϋπολογισμώ αυτού κονδύλιον εκ δραχ. 15.000 υπέρ της Νυχτερινής Σχολής Εμποροϋπαλλήλων.
337
Κατά την σύνταξιν του Προϋπολογισμού του επί θύραις
νέου οικονομικού έτους 1933‐1934 παρακαλούμεν να ληφθή υπόψη, ότι αι δαπάναι διά την κάλυψιν των αναγκών της λειτουργίας της Σχολής, ως εκ της, κατά τα ανωτέρω, προαγωγής αυτής, ηυξήθηκαν εις το διπλάσιον και πλέον.
Θεωρούμεν περιττόν να επεκταθώμεν περισσότερον και
να χρωματίσωμεν τας οικονομικάς δυσχερείας, ας συναντώμεν κατά το τρέχον σχολικόν έτος, αίτινες Σας είναι γνωσταί εκ του υπ’ αριθ. 24 από Ι5.Ι.33 προς Υμάς εγγράφου μας, και αι οποίαι θέτουσιν εν κινδύνω αυτήν ταύτην την ύπαρξιν της Σχολής μας, νυν ότε οία κατέστη αύτη πληροί πράγματι τον προορισμόν, δι’ όν ιδρύθη.
Παρακαλούμεν όθεν Υμάς, Κύριε Δήμαρχε, όπως, εν τη
διακρινούση Υμάς μερίμνη υπέρ των κοινωφελών ιδρυμάτων της πόλεως, ευαρεστηθήτε και εισηγηθήτε εις το αξιότιμον Δημοτικόν Σας Συμβούλιον, όπως εγκρίνη επιχορήγησιν υπέρ της ημετέρας Σχολής εκ δραχμών 60.000 τουλάχιστον διά την χρήσιν Ι933/34.»
«Κύριε Πρόεδρε,
Γνωρίζετε βεβαίως, ότι ο Σύλλογος Εμποροϋπαλλήλων
Ηρακλείου ίδρυσε τω 1928 Νυχτερινήν Εμπορικήν Σχολήν προς τον σκοπόν της παροχής συμπληρωματικής επαγγελματικής μορφώσεως εις τους εργαζομένους εις τα διάφορα εμπορικά καταστήματα και γραφεία υπαλλήλους, ήτις ελειτούργησε κατ’ αρχάς υπό τύπον Φροντιστηρίου ελευθέρων σπουδών. Έκτοτε ο Σύλλογος εμποροϋπαλλήλων κατέβαλε πάσαν δυνατήν προσπάθειαν διά την πρόοδον της υπ’ αυτού ιδρυθείσης Σχολής, ώστε αύτη ν’ ανταποκρίνηται κατά το δυνατόν εις τας επαγγελματικάς εκπαιδευτικάς ανάγκας των εμποροϋπαλ‐ λήλων της εμπορικωτάτης πόλεώς μας και επέτυχε, ώστε από
338
του παρελθόντος σχολικού έτους Ι931/32 να προαχθή αύτη εις συστηματικήν τετρατάξιον Εμπορικήν Σχολήν, αυτοτελούς κύκλους μαθημάτων, τύπου Πρακτικής Εμπορικής Σχολής, διά του από Ι9.5.32 Π.Δ., αναγνωρισθείσαν δε ως ισότιμον προς τας του αυτού τύπου δημοσίας σχολάς.
Παρά τη Σχολή ταύτη λειτουργεί και διτάξιον Φροντι‐
στήριον σπουδής εμπορικών μαθημάτων και ξένων γλωσσών προς το σκοπόν της παροχής συμπληρωματικής επαγγελμα‐ τικής μορφώσεως εις τους αποφοιτώντας της άνω Σχολής και εις τους τυχόντας μέσης μορφώσεως εμποροϋπαλλήλους.
Ούτω, αι από ετών επίπονοι προσπάθειαι του Συλλόγου
Εμποροϋπαλλήλων απέδωσαν εις την πόλιν μας το κοινωφε‐ λέστατον τούτο ίδρυμα, όπερ, ιδρυθέν επί τη βάσει και κατά το υπόδειγμα των εν τη Κεντρική και Εσπερία Ευρώπη λειτουρ‐ γούντων ομοίων ιδρυμάτων, προώρισται, αφ’ ενός μεν να εξυψώση οικονομικώς και ηθικώς την υπαλληλικήν τάξιν, αφ’ ετέρου δε να προσφέρη αξιολογωτάτας υπηρεσίας εις το εμπόριον – μικρο και μέγα – και τη βιομηχανίαν της πόλεως μας.
Το έργο της Σχολής ταύτης προσέκρουσε απ’ αρχής της
ιδρύσεως της προ οικονομικών δυσχερειών, αίτινες και κατά το παρόν σχολικόν έτος υφίστανται και μάλιστα εις τοιούτον βαθμόν, ώστε να καθίσταται αδύνατος η συνέχισις της λειτουργίας αυτής, εάν δεν τύχη μιάς σημαντικής ενισχύσεως εκ μέρους του Δήμου, όστις, ας μας επιτραπή να νομίζωμεν, ότι, ως αμέσως ενδιαφερόμενος διά την επαγγελματικήν εκπαί‐ δευσιν των δημοτών του, αλλά και διά την εν γένει πρόοδον και ανάπτυξιν της πόλεως, θα έδει να μελετήση και να εξεύρη τον τρόπον καθ’ όν θα ηδύνατο να ενισχύη επαρκώς την Σχολήν ταύτην, ίνα χωρή απροσκόπτως εις το έργον της, το πληρούν
339
μίαν κοινωνικήν ανάγκην εν τη πόλει. Περί τούτου άλλως τε εγένοντο και σχετικαί συστάσεις εκ μέρους του Σου Υπουργείου της Εθνικής Οικονομίας, υπό τον έλεγχον του οποίου τελεί η Σχολή μας ως προς την διοίκησιν, την λειτουργίαν και ως προς την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής, διά των υπ’ αριθ. 3789 και 20396 εγγράφων του προς τον κ. Δήμαρχον, ων ακριβή αντίγραφα επισυνάπτομεν.
Παρακαλούμεν, Κύριε Πρόεδρε, όπως, εκτιμώντες την
προσπάθειαν μας ταύτην, ευαρεστηθήτε και εισηγηθήτε εις το αξιότιμον Δημοτικόν Σας Συμβούλιον, όπως κατά την ψήφισιν του νέου Προϋπολογισμού του Δήμου του οικονομικού έτους Ι933/34 εγκρίνη κονδύλιον εκ δραχμών 60.000 τουλάχιστον υπέρ της ημετέρας Σχολής διά την χρήσιν Ι933/34.
Ευελπιστούντες ότι η παρούσα μας θέλει τύχει ευμενούς
παρ’ Υμών αποδοχής. Ευχαριστούμεν Υμάς θερμώς εκ των προτέρων.»
Η νυχτερινή επαγγελματική σχολή Ηρακλείου λειτου‐
ργούσε με Διοικητική Επιτροπή η οποία ανελάμβανε να καταρτίσει και το προεδρείο αυτής, που συνήθως είχε αρμο‐ διότητες μέχρι 31 Αυγούστου. Για το σχολικό έτος 1933‐1934 το προεδρείο αποτελούνταν από τους: Γεώργιο Μαρκάκη Πρόεδρο Ιωάννη Σακελλαρίδη Αντιπρόεδρο Νικόλαο Κωνσταντινίδη Γραμματέα Νικόλαο Νικολαίδη Ταμία
Νυχτερινή Επαγγελματική σχολή! Πόσοι και πόσοι
μαθητές δεν πέρασαν, δεν μορφώθηκαν, δεν έγιναν σπουδαίοι έμποροι, δεν διακρίθηκαν στην κοινωνία της πόλης μας και όχι μόνο.
340
Σκληρά εκείνα τα χρόνια, δύσκολοι καιροί, όμως υπήρξε
θέληση για εργασία και μάθηση, υπήρχε ζήλος και όραμα, κυρίως για τα παιδιά των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία πέτυχαν στη ζωή τους!
341
Αρχιμ. Χρυσόστομος Ι. Παπαδάκης Ἀρχιμανδρίτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, Πρωτοσύγκελλος Ἱ. Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας
ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ – ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Τό Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης ἀποτελοῦν ὅλοι
οἱ Κρῆτες Ἅγιοι καί ὅσοι ἀνά τούς αἰῶνες συνδέθηκαν μέ τήν Κρήτη γιά μεγάλο ἤ μικρό χρονικό διάστημα. Οἱ βίοι τους καταγράφονται κυρίως στόν Μ. Συναξαριστή καί στά σύντομα Συναξάρια τῶν Μηναίων, ἀλλά περί αὐτῶν πληροφορίες σημαντικές ὑπάρχουν καί σέ κείμενα τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί μή γραμματείας ἤ σέ πηγές ἱστορικοῦ κατά τόπους περιεχο‐ μένου. Περί αὐτῶν κυκλοφόρησαν βιβλία ἐντός ἤ ἐκτός Κρήτης κατά καιρούς, μέ παράλληλο στόχο τή διάθεση τῆς σχετικῆς πρός αὐτούς ὑμνογραφίας, παρέχοντας ἔτσι τή δυνατότητα σέ φερώνυμους Ἱ. Ναούς, σέ Μονές σέ Ἐνορίες καί σε φιλάγιους καί φιλακόλουθους πιστούς νά τιμοῦν τή μνήμη τους, ἤ νά χρησιμοποιοῦν στήν κατ’ ἰδίαν τους προσευχή τά συνήθη ὑμνογραφήματα, ὅπως Παρακλητικούς Κανόνες, Χαιρετισμούς κ.ἄ. Μία πρώτη συλλογική ἔκδοση τῶν βίων τῶν Κρητῶν Ἁγίων συνέγραψε ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Ρεθύμνης καί Αὐλοπο‐ τάμου Τίτος (Συλλιγαρδάκης) μέ τίτλο «Κρῆτες Ἅγιοι» Ρέθυμνο 1983 καί ἀκολούθησε ἀπό τόν ἴδιο ἡ ἔκδοση τοῦ τόμου μέ τίτλο «Κρητικόν Λειμωνάριον», Ρέθυμνο 1984, ὁ ὁποῖος περιεῖχε πλῆθος Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν. Ἀπό αὐτές μέρος εἶχε συγκεντρώ‐ σει ὁ ἴδιος καί μέρος αὐτῶν συνετάγησαν μέ δική του πρόνοια καί δαπάνη. Ὡς ἀρτιότερη ἀπό κάθε ἄποψη ἔκδοση ὑπῆρξε τό τρίτομο «Κρητικόν Πανάγιον» μέ τήν εὐκαιρία τοῦ Ἰωβηλαίου
342
2000, ἔκδοση μέν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ἀλλά μέ πρόνοια τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πέτρας καί Χερρονήσου κ. Νεκταρίου καί μέ δαπάνη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς του. Ἐπισημαίνουμε ἐδῶ ὅτι μέσα στίς Ἱ. Ἀκολουθίες, ὑπάρχουν καί τά σύντομα Συναξάρια πού παρέχουν ἀκριβέστερες πληροφορίες γιά τή ζωή τῶν Ἁγίων, κατόπιν προφανοῦς μελέτης τῶν ὑπευθύνων προσώ‐ πων πού ἐργάστηκαν γι’ αὐτή τήν ἔκδοση. Ὅμως αὐτά τά Συναξάρια, ἀφοροῦν μόνο στούς Ἁγίους τῶν ὁποίων οἱ Ἱ. Ἀκολουθίες συμπεριλαμβάνονται στό σπουδαῖο αὐτό ἔργο. Ὑπάρχουν καί ἄλλοι Ἅγιοι στό Κρητικό Ἁγιολόγιο. Γι’αὐτό καί ἐπιχειρήσαμε νά συντάξουμε ἕνα ἀλφαβητικό κατάλογο μέ τά ὀνόματά τους, ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἐάν κάποιοι ἀπό αὐτούς συνεορτάζουν μέ κοινή Ἀκολουθία. Ἡ ὀνομαστική ἀναφορά ἔχει καί ὡς λογική ἀπόρροια τήν ἀριθμητική προσέγγιση τῶν ἐπωνύμων Ἁγίων, διότι ὑπάρχει καί πλῆθος μή συναξαρικῶς μαρτυρουμένων, ἀφοῦ εἶναι δεδομένο τό γεγονός τῶν ἐθνικῶν περιπετειῶν τῆς Μεγαλονήσου μέ τίς μακραίωνες σκληρές δουλεῖες. Κατά τήν Ἀραβοκρατία πού εἶναι καί ἡ πιό σκοτεινή καί χωρίς πληροφορίες ἱστορικές περίοδος, κατά τήν ὁποία καταστράφηκαν ὅλα τά ἱερά σεβάσματα καί ἔγιναν βίαιοι ἐξισλαμισμοί, εἶναι δυνατόν νά μήν ὑπῆρξαν Μάρτυρες καί Ὁμολογητές ἤ Ὅσιοι πού κατέφυγαν στά ἀσκητήρια; Τόση ὑπῆρξε ἡ θρησκευτική ἀλλοίωση, πού ὁ Ὅσιος Νίκων ὁ Μετανοεῖτε ἀμέσως μετά τήν ἀνακατάληψη τῆς Κρήτης τό 961 μ. Χ. ἀπό τόν Νικηφόρο Φωκᾶ, ἐπετέλεσε ἔργο Ἰσαποστόλου καί Νέου Φωτιστοῦ τῆς Κρήτης.
Κατά τήν περίοδο τῆς Ἑνετοκρατίας μέ καταδιωγμένους
τούς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους ἐκτός Κρήτης, ὑπῆρξαν συγκεκριμένης ἐποχῆς καί κατά τόπους διώξεις Ὀρθοδόξων
343
ἀπό τήν Ἑνετική πολιτική καί τή λατινική θρησκευτική ἐξουσία. Ἄλλωστε καί ἐπαναστάσεις τήν περίοδο ἐκείνη ὑπῆρξαν, ὅπως ἀργότερα καί κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρα‐ τίας καί ἀντιπαπικά μοναστικά κέντρα λειτούργησαν, πού μάχονταν νά κρατήσουν τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα τῆς Νήσου στήν Ὀρθοδοξία.
Τά τῆς Τουρκοκρατίας, λόγῳ τῆς χρονικῶς μικρῆς
ἀποστάσεως καί τῶν γραπτῶν μαρτυριῶν, μᾶς εἶναι γνωστότερα. Ἀλλά καί στήν περίοδο αὐτή εἶναι πολλοί οἱ ἀνώνυμοι, ὅπως ἐκεῖνοι οἱ κληρικοί καί λαϊκοί πού μαρτύρησαν μέ τούς ἐπωνύμους τό 1821‐1822 καί συνεορτάζονται στίς 23 Ἰουνίου. Ἐπί πλέον, καθώς μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου θά μεταφράζονται τουρκικά ἀρχεῖα τοῦ Ἡρακλείου καί μάλιστα κείμενα τῶν ἱεροδικείων, θά ἔλθουν στό φῶς καί ἄλλοι ἐπώνυμοι Νεομάρτυρες, πού γιά διάφορους λόγους πέρασαν στή λήθη, ἤ ἀπό ἄγνοια ἁγιολογικῶν κριτηρίων δέν πῆραν τή θέση τους ἀμέσως στή χορεία τῶν Νεομαρτύρων. Παράδειγμα ὡς πρός αὐτή τήν ἄγνοια, εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ ἀνωνύμου Κρητός Νεομάρτυρος στήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου τό 1811, περί τοῦ ὁποίου ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος ὁ Παγκώστας (1764‐1833) σέ ἰδιόχειρη σημείωσή του καυτηριάζει τό ‘’μικρό μυαλό’’ τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος δέν ἔμαθε τό ὄνομα τοῦ Κρητός Νεομάρτυρος, νομίζοντας πώς ἐπειδή εἶχε διαπράξει φόνο, δέν μποροῦσε νά εἶναι Ἅγιος, ἀκόμη καί ἄν ὁμολόγησε τήν πίστη στό Χριστό καί ἀρνήθηκε νά ἀλλαξοπιστήσει. (βλ. Ν. Τωμαδάκη, Περιοδικό Προμηθεύς φ. 22, σελ. 323‐24 καί Τίτου Ρεθύμνης ‘’Κρῆτες Ἅγιοι’’ σελ. 269‐271).
Ὑπάρχει καί ἡ Μικρασιατική Καταστροφή τοῦ 1922. Στή
χορεία τῶν τιμωμένων πλέον ὄχι μόνο ὡς Ἐθνομαρτύρων,
344
ἀλλά καί Ἱερομαρτύρων ἐπωνύμων, συμπεριλαμβάνεται καί Κρητικός Κληρικός (Ἀρχιμ. Ἰάκωβος Ἀρχατζικάκης). Ἀσφαλῶς δέ, θά ὑπῆρξαν καί κρητικῆς καταγωγῆς Νεομάρτυρες ἀνώνυμοι. Μέ τά κριτήρια τῆς ἀναγνωρίσεως ὡς Ἁγίων καί τῶν ἀνωνύμων κληρικῶν καί λαϊκῶν τοῦ 1821‐1822 πού συντιμῶ‐ νται στίς 23 Ἰουνίου, ἀναγνωρίζονται καί τιμῶνται καί οἱ τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς Νεομάρτυρες, τήν Κυριακή πρό τῆς Ὑψώσεως, μέ Συνοδική Ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ Ἐκκλησιαστική Συνείδηση μετά ἀπό παρέλευση πολλῶν ἐτῶν, ἀναγνώρισε καί ὡς Νέους Ἱερομάρτυρες, Ν. Ὁσιομάρτυρες καί Νεομάρτυρες αὐτούς πού ἐξ ἀρχῆς ἐθεω‐ ροῦντο Ἐθνομάρτυρες.
Στόν κατάλογο πού ἀκολουθεῖ, παρατίθενται τά βασικά
στοιχεῖα, ‐βοηθητικά πιστεύουμε‐ γιά τόν κάθε ἐνδιαφερόμενο μελετητή τῆς πλούσιας Κρητικῆς Ἁγιολογίας. Δηλαδή ἡ ἰδιότητα (Ἐπίσκοπος, Πρεσβύτερος, Διάκονος, Μοναχός, Λαϊκός), ὁ αἰώνας πού ἤκμασε, συγκεκριμένες χρονολογίες δράσεως καί τελειώσεως ἄν ‐μαρτυροῦνται,‐ ὁ τρόπος τελειώ‐ σεως (κατά τήν ὀρθῶς καί θεολογικῶς κρατοῦσα συναξαρική ὁρολογία χρησιμοποιεῖται τό ‘’τελειοῦται’’ καί ὄχι ‘’τελευτᾶ’’, ἀφοῦ διά τῆς ἐν Χριστῷ τελειώσεως, μαρτυρικῆς, ὁσιακῆς, εἰρηνικῆς, εἰσέρχεται στή δόξα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν), ἄν ἦταν Κρής ἤ ὄχι, ἄν ἔδρασε στήν Κρήτη ἤ ὄχι, ἄν ἐτελειώθη στήν Κρήτη ἤ ὄχι, καθώς καί ἡ μνήμη του.
Ὡς Νέοι Ἱερομάρτυρες καί Νέοι Ὁσιομάρτυρες χαρακτη‐
ρίζονται οἱ κατά τήν περίοδο τῆς Ὀθωμανικῆς δουλείας μαρτυρήσαντες ἀντίστοιχα Κληρικοί καί Μοναχοί. Γενικώτερα ὡς Νεομάρτυρες χαρακτηρίζονται ὅλοι οἱ ἁπανταχοῦ μαρτυρή‐ σαντες μετά τήν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό 1453 ἀπό τούς Ὀθωμανούς, ὅπου αὐτοί κυριάρχησαν, ὄχι μόνο στά ὅρια
345
τῆς σημερινῆς Ἑλληνικῆς ἐπικράτειας καί ὄχι μόνο Ἕλληνες, ἀλλά Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί Νεομάρτυρες.
Στήν Κρήτη ἡ Ὀθωμανική κυριαρχία ἄρχισε ὁλοκλη‐
ρωτικά τό 1669 καί τελείωσε τό 1898, τότε πού τή διαδέχθηκε ἡ μικρή περίοδος τῆς Αὐτονομίας, γιά νά δώσει τή θέση της στήν ἐλευθερία τό 1913. Ὅμως ἔχουμε Νεομάρτυρες τόσο στήν Κρήτη καί πρό τῆς γενικῆς καταλήψεως τό 1669 (π.χ. Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ ἐν Βαλῇ Μεσαρᾶς μέ τά δύο παιδιά του πού μαρτύρησαν κατά τίς πρῶτες τουρκικές ἐπιδρομές), ὅπως ἔχουμε καί Κρῆτες Νεομάρτυρες ἐκτός Κρήτης, (π.χ. Κύριλλος Λούκαρις Πατριάρχης Κων/πόλεως καί Μάρκος ὁ ἐν Σμύρνῃ), καθώς καί τό 1922 στήν τουρκοκρατούμενη Μικρά Ἀσία, ἐνῶ ἡ Κρήτη ἦταν ἐλεύθερη. ‘’Νέος Ἱερομάρτυς’’, μόνο ἕνας χαρακτη‐ ρίζεται κατά τίς προηγούμενες περιόδους καί μάλιστα στήν Α΄ Βυζαντινή Περίοδο, δηλαδή ὁ Ἅγιος Πέτρος Γορτύνης‐ Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης ὁ και τελευταῖος Ἱερομάρτυς τῶν μεγάλων διωγμῶν (ἀρχές τοῦ 4ου αἰῶνα‐τέλος Ρωμαιοκρατίας), γιά νά διακρίνεται ἀπό τόν ἄμεσο προκάτοχό του, ἐπίσης Ἱερομάρτυρα, Ἅγιο Κύριλλο Γορτύνης (+304 μ.Χ.). Στήν κατά χρονικές περιόδους κατάταξη τῶν Ἁγίων, θεωρήσαμε ὡς χρονική βάση τήν περίοδο πού ἐπικρατοῦσε στήν Κρήτη (Ρωμαιοκρατία, Α’ Βυζαντινή Περίοδος, Ἀραβοκρατία, Β’ Βυζαντινή Περίοδος, Ἑνετοκρατία, Τουρκοκρατία, Αὐτονομία, καί Περίοδος Ἐλευθερίας).
Ἐπίσης ἔχουμε καί περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες
χαρακτηρίζονται ὡς ‘’Νέοι Ἀσκητές’’ καί κατά τήν Ἑνετοκρατία (π.χ. Ὅσιος Γεράσιμος ὁ ἐν Κεφαλληνίᾳ) καί κατά τήν Τουρκοκρατία (π.χ. Ἀκάκιος καί Ἄνθιμος). Ἐνῶ πρόκειται περί Ὁσίων, εἶναι ἀνύπαρκτος ὁ χαρακτηρισμός ‘’Νέος Ὅσιος’’.
346
Στά ὀνόματα δίπλα, δέν παραλείπουμε να συμπερι‐
λαμβάνουμε καί στοιχεῖα ὅπως: Τόπος καταγωγῆς (π.χ. ἐκ Σφακίων, ἐξ Ἡρακλείου....), τόπος ἀσκήσεως (π.χ. Ἁγιοφα‐ ραγγίτης, Βατοπεδινός, Σιναΐτης, ὁ ἐν Ἄθῳ....), τρόπος ἀσκήσεως (π.χ. Ἐρημίτης, Νέος Ἀσκητής....), τόπος ἀθλήσεως (π.χ. ἐν Κρίσει....), ἐπίθετο (π.χ. Παλλαδάς, Λούκαρις, Πατελάρος....), εἰδικός τίτλος (π.χ. Ὑμνογράφος....), εἰδική κατηγορία ἀγῶνος (π.χ. Ὁμολογητής....), εἰδικό χάρισμα (π.χ. Θαυματουργός, Ἡγιασμένος....), ὅπως δηλαδή οἱ Ἅγιοι αὐτοί πέρασαν στά Συναξάρια καί στό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἀποφύγαμε ὡς καινοφανῆ τόν χαρακτηρισμό ‘’Ἐθνοϊερομά‐ ρτυς’’ ὁ ὁποῖος καί προκαλεῖ σύγχυση, διότι ἡ ἐκκλησιαστική τιμή καί μνήμη τους ὡς Ἁγίων, ἀφορᾶ στό μαρτύριο γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἔφεραν καί τή χάρη τῆς Ἱερωσύνης. Ἀπό ἐθνικῆς ἀπόψεως, ἡ ἀπονεμόμενη τιμή εἶναι ποικίλη καί ὄχι ἐντός τῆς θείας λατρείας. Χρησιμοποιοῦμε μόνο ἐντός παρενθέσεως καί κατ᾽ οἰκονομίαν τόν ἐπίσης νεοφανή χαρακτηρισμό ‘’Παιδομάρτυς’’, που ωστόσο έχει επικρατήσει, γιά τίς περιπτώσεις ἐκεῖνες πού οἱ μάρτυρες ἦταν παιδιά, γιά νά τονίζεται τό γεγονός ὅτι σέ παιδική ἡλικία μαρτύρησαν γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Τόν ἁγιολογικό ἀλφαβητικό κατάλογο, ἀκολουθοῦν
πίνακες «στατιστικοῦ» τύπου, πίνακες Ἁγίων μέ τό ἴδιο ὄνομα, ἐπωνύμων Ἁγίων πού συνεορτάζουν, ἀνωνύμων Ἁγίων πού συνεορτάζουν μέ ἐπωνύμους καί ἀνωνύμων Ἁγίων πού ἑορτάζουν, ἀλφαβητικός κατάλογος τῶν μεγαλυτέρων Συνά‐ ξεων τοῦ ἑορτολογίου τῆς Κρήτης καί θαυματουργῶν Εἰκόνων, πίνακες μέ τά τοπικά Ἁγιολόγια κατά Ἐκκλησιαστική Ἐπαρχία, ἀναφορά στήν ἀναγκαιότητα προβολῆς τῶν Ἁγίων καί τέλος ἡ
347
σχετική βιβλιογραφία, στήν ὁποία μποροῦν νά ἀνατρέχουν οἱ ἐνδιαφερόμενοι φιλάγιοι καί ερευνητές. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟΣ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ Ἀγαθόπους∙ Μάρτυς, ἕνας τῶν Ἁγίων Δέκα Πρωτομαρτύρων τῆς Κρήτης. † 250 μ. Χ. (Ρωμαιοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Δεκεμβρίου. Ἀγγελής∙ Νεομάρτυς, ἕνας τῶν Τεσσάρων Νεομαρτύρων τῶν ἐν Ρεθύμνῃ, † 1824 (Τουρκοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 28 Ὀκτωβρίου. Ἀθανάσιος ὁ ἐν Ἄθῳ∙ Ὅσιος, 10ος αἰ. (Β’ Βυζαντινή Περίοδος). Μή Κρής. Συνόδευσε τόν Νικηφόρο Φωκᾶ τό 961 μ. Χ., κατά τήν ἀνακατάληψη τῆς Κρήτης ἀπό τούς Ἄραβες. Ὁσιακή τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 5 Ἰουλίου. Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης∙ Ὅσιος, 14ος αἰ. (Ἑνετοκρατία). Μή Κρής. Παραμονή στήν Κρήτη γιά ἄσκηση γιά λίγο χρονικό διάστημα. Ὁσιακή τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 20 Ἀπριλίου. Ἀθανάσιος ὁ Πατελάρος∙ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως 17ος αἰ. † 1654 (Ἑνετοκρατία). Κρής. Δράση καί ὁσιακή τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 21 Αὐγούστου. Ἀκάκιος ὁ Νέος Ἀσκητής∙ Ὅσιος, 18ος αἰ. (Τουρκοκρατία). Κρής. Ὁσιακή ζωή καί τελείωση στήν Κρήτη. Συνεορτάζει μέ τόν Ὅσιο Γεράσιμο τόν Βυζάντιο 12 Ἰουλίου.
348
Ἀμβρόσιος ὁ Βατοπεδινός∙ Νέος Ἱερομάρτυς (Ἁγιορείτης Ἱερομόναχος), 19ος αἰ., † 1821 (Τουρκοκρατία). Μή Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Ἰουνίου. Ἀνανίας
(Χατζη‐Ἀνανίας)∙
Ὅσιος,
Κτίτωρ
Ἱ.
Μονῆς
Ἐξακουστῆς Ἱεραπέτρας. 19ος αἰ. καί ἀρχές 20οῦ, † 1907 (περίοδος Αὐτονομίας τῆς Κρήτης). Κρής. Ὁσιακή ζωή καί τελείωση στήν Κρήτη. Ἀναστάσιος∙ Ἐπίσκοπος Κνωσοῦ, Πατήρ τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787 μ.Χ.), 8ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 11 Ὀκτωβρίου (μνήμη Πατέρων Ζ’ Οἰκουμ. Συν.) καί τήν Κυριακή μετά τήν Κυριακή τῶν Πατέρων τῆς Ζ’ Οἰκουμ. Συν. κατά τή σύναξη τῶν Κρητῶν Ἁγίων Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Ἀνδήριος˙ Ἐπίσκοπος Χερρονήσου, Πατήρ τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (431 μ.Χ.), 5ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 9 Σεπτεμβρίου καί κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Ἀνδρέας ὁ Ἱεροσολυμίτης ὁ Ὑμνογράφος∙ Ἐπίσκοπος Γορτύνης‐Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης, 8ος αἰ. † 740 μ.Χ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Μή Κρής. Δράση ἐκτός Κρήτης καί κυρίως στήν Κρήτη. Εἰρηνική τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 4 Ἰουλίου. Ἀνδρέας ὁ ἐν Κρίσει∙ Ὁσιομάρτυς, 8ος αἰ. † 767 μ.Χ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής Ὁσιακή ζωή καί μαρτυρική τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 17 Ὀκτωβρίου.
349
Ἀνδρόνικος∙ Ὁσιομάρτυς, 8ος αἰ. μ.Χ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος) Κρής. Ὁσιακή ζωή στήν Κρήτη. Μαρτυρική τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 20 Ὀκτωβρίου. Ἀνεζίνα∙ Νεομάρτυς ἀπό τό Μελισσουργεῖο Κισσάμου, 17ος αἰ. † 1681 μ.Χ. (ἀρχές Τουρκοκρατίας). Κρήσσα. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 14 Ἰουλίου (μαζί μέ τόν Νεομάρτυρα σύζυγο Ἐμμανουήλ καί τά τέκνα τους Γεώργιο καί Μαρία). Ἄνθιμος ὁ Ὁμολογητής∙ Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν‐Πρόεδρος Κρήτης, 14ος αἰ. † 1371 μ. Χ. (Ἑνετοκρατία). Μή Κρής. Δράση ἐκτός καί ἐντός Κρήτης. Ὁμολογιακή τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 22 Νοεμβρίου. Ἄνθιμος ὁ Νέος Ἀσκητής∙ Ὅσιος, 18ος αἰ. †1781 (Τουρκοκρατία). Μή Κρής. Δράση ἱεραποστολική στήν Κρήτη. Ὁσιακή τελείωση ἐκτός Κρήτης, Μνήμη 4 Σεπτεμβρίου. Ἀπολλώς ὁ Ἀπόστολος∙ Ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα, συνέκδημος τοῦ Ἀπ. Παύλου, 1ος αἰ. (Ἀποστολική ἐποχή‐Ρωμαιοκρατία). Μή Κρής. Ἀποστολική δράση καί στήν Κρήτη (βοηθός Τίτου). Εἰρηνική τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 8 Δεκεμβρίου καί μέ τούς λοιπούς τῶν Ἑβδομήκοντα 4 Ἰανουαρίου. Ἀπόστολος∙ Νεομάρτυς, ἕνας τῶν Τριῶν τῶν ἐκ Μουλίων Κρήτης. 19ος αἰ. † 1867 (Τουρκοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη τήν Κυριακή μετά τή 15η Αὐγούστου.
350
Ἀρίσταρχος ὁ Ἀπόστολος ὁ Θεσσαλονικεύς∙ Ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα, συνέκδημος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί συνοδός του στό ταξίδι ὡς αἰχμαλώτου γιά τή Ρώμη (Καλοί Λιμένες 59‐60 μ.Χ.) 1ος αἰ. (Ἀποστολική ἐποχή‐Ρωμαιοκρατία). Μή Κρής. Μαρτυρική τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 27 Σεπτεμβρίου, 14 Ἀπριλίου καί 4 Ἰανουαρίου. Ἀρσένιος ὁ Ἁγιοφαραγγίτης∙ Ὅσιος, 14ος αἰ. (Ἑνετοκρατία). Κρής. Ἀσκητική δράση στήν Κρήτη (ὁ διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς) καί ὁσιακή τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 14 Ἰουλίου κατά τήν ὁποία συνεορτάζουν καί ὅλοι οἱ ἀνώνυμοι Ὅσιοι τοῦ Ἁγιοφάραγγου καί Ἀστερουσίων Ὀρέων. Ἀρτεμᾶς ὁ Ἀπόστολος∙ Ἀντικαταστάτης τοῦ Τίτου γιά δύο χρόνια (γι’ αὐτό καί συγκαταλέγεται στόν κατάλογο τῶν Αρχιεπισκόπων Κρήτης ἀφοῦ ἐπετέλεσε ἔργο Ἀποστολικό‐ Ἐπισκοπικό κατ’ ἐντολήν τοῦ Παύλου). 1ος αἰ. (Ἀποστολική ἐποχή‐Ρωμαιοκρατία). Μή Κρής. Δράση στήν Κρήτη καί εἰρηνική τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 30 Ὀκτωβρίου καί 4 Ἰανουαρίου. Βασιλείδης∙ Μάρτυς, ἕνας ἐκ τῶν Ἁγίων Δέκα Πρωτομαρτύρων τῆς Κρήτης. 3ος αἰ. † 250 μ.Χ. (Ρωμαιοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Δεκεμβρίου. Βασίλειος∙ Ἐπίσκοπος Γορτύνης Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης, Πατήρ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (681/2 μ.Χ.), 7ος αἰ. καί τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (691/2 μ.Χ.) 7ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 14 Σεπτεμβρίου καί 13 Ἰουλίου (μνήμη Πατέρων
351
αὐτῶν τῶν Συνόδων) καί κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Βασίλειος ὁ Α’ ὁ Ὁμολογητής∙ Ὁ ἀπό Κρήτης Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, 9ος αἰ. (Ἀραβοκρατία). Εὕρεση Λειψάνων του 3 Μαῒου 1981 στόν Ἱ. Κ. Ναό Ἁγ. Σοφίας Θεσσαλονίκης. Μή Κρής. Δράση καί ὁμολογιακή τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 1η Φεβρουαρίου καί πανηγυρικά Α’ Κυριακή Φεβρουαρίου. Γεδεών ὁ Καρακαλληνός∙ Νέος Ὁσιομάρτυς, Ἁγιορείτης, 19ος αἰ. † 1818 (Τουρκοκρατία). Μή Κρής. Ἔζησε καί στήν Κρήτη καί ἐτελειώθη μαρτυρικῶς ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 30 Δεκεμβρίου. Γελάσιος∙ Μάρτυς, ἕνας ἐκ τῶν Ἁγίων Δέκα Πρωτομαρτύρων τῆς Κρήτης, 3ος αἰ. † 250 μ.Χ. (Ρωμαιοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Δεκεμβρίου. Γεννάδιος∙ Ἐπίσκοπος Κνωσοῦ, Πατήρ τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451μ. Χ.), 5ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 25 Ἰουλίου καί κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Γεράσιμος ὁ Βυζάντιος∙ Ὅσιος, 18ος αἰ. † 1739 ἤ 1740 (Τουρκοκρατία). Μή Κρής. Ὁσιακή ζωή καί διδακτική δράση ἐκτός Κρήτης. Ὁσιακή τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 7 Ἀπριλίου. Συνεορτάζει καί μέ τόν Ὅσιο Ἀκάκιο τόν Νέο Ἀσκητή 12 Ἰουλίου. Γεράσιμος ὁ Εὐβοεύς∙ Ὅσιος, 14ος αἰ. (Ἑνετοκρατία). Μή Κρής. Παρέμεινε στήν Κρήτη γιά λίγο διάστημα μέ τόν διδάσκαλό του
352
Ὅσιο Γρηγόριο τόν Συναΐτη. Ὁσιακή τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 7 Δεκεμβρίου καί 6 Ἀπριλίου μαζί μέ τόν Γρηγόριο τόν Συναΐτη. Γεράσιμος ὁ Νέος Ἀσκητής ὁ ἐν Κεφαλληνίᾳ∙ Ὅσιος, 16ος αἰ. † 1579 (Ἑνετοκρατία). Μή Κρής. Παρέμεινε γιά λίγο διάστημα ὡς Ἀσκητής στήν Κρήτη. Ὁσιακή ζωή καί τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 23 Αὐγούστου καί 20 Ὀκτωβρίου. Γεράσιμος∙ Μητροπολίτης Κρήτης‐Νέος Ἱερομάρτυς. 19ος αἰ. † 1821 (Τουρκοκρατία). Κρής. Δράση καί μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Ἰουνίου. Γεράσιμος ὁ Παλλαδάς∙ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, 18ος αἰ. †1714 (Τουρκοκρατία). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 15 Ἰανουαρίου. Γεράσιμος∙ Ἐπίσκοπος Ρεθύμνης‐Νέος Ἱερομάρτυς, 19ος αἰ. † 1821 (Τουρκοκρατία). Κρής. Δράση καί μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Ἰουνίου. Γεώργιος ὁ Διβόλης∙ Νεομάρτυς ἐξ Ἁλικιανοῦ, 19ος αἰ. † 1867 (Τουρκοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 7 Φεβρουαρίου. Γεώργιος∙ Νεομάρτυς, ἕνας ἐκ τῶν Τεσσάρων Νεομαρτύρων τῶν ἐν Ρεθύμνη, 19ος αἰ. † 1824 (Τουρκοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 28 Ὀκτωβρίου.
353
Γεώργιος∙ Νεομάρτυς (Παιδομάρτυς), τέκνο τῶν Νεομαρτύρων Ἐμμανουήλ καί Ἀνεζίνης τῶν ἐκ Μελισουργείου Κισσάμου, 17ος αἰ. † 1681 (Τουρκοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 14 Ἰουλίου. Γεώργιος∙ Νεομάρτυς (Παιδομάρτυς), τέκνο τοῦ Ἁγίου Νέου Ἱερομάρτυρος Ἰσιδώρου τοῦ ἐν Βαλῇ Μεσαρᾶς, 17ος αἰ. (Ἑνετοκρατία – τουρκικές ἐπιδρομές πρίν τήν κατάληψη τῆς Κρήτης τό 1669). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 18 Ὀκτωβρίου. Γεώργιος (Κυριακίδης)∙ Νέος Ἱερομάρτυς ὁ ἐν Γέργερῃ, 19ος αἰ. † 1828 (Τουρκοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη τή δεύτερη Κυριακή τοῦ Μαῒου. Γεώργιος (Παυλάκης)∙ Νεομάρτυς ἐν Ἡρακλείῳ, 19ος αἰ. † 1821 (Τουρκοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Ἰουνίου. Γρηγόριος ὁ ἐν Ἀκρίτᾳ∙ Ὅσιος, 8ος ‐9ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Ὁσιακή ζωή καί τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 5 Ἰανουαρίου. Γρηγόριος∙ Ἐπίσκοπος Καντάνου, Πατήρ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (680/1 μ.Χ) 7ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 14 Σεπτεμβρίου (μνήμη Πατέρων Στ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου) καί Ὀκτώβριο κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Ἁγίων Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων.
354
Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης∙ Ὅσιος, 14ος αἰ. † 1347 (Ἑνετοκρατία). Μή Κρής. Παραμονή γιά κάποιο διάστημα στό Ἁγιοφάραγγο Κρήτης. Δράση καί ὁσιακή τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 6 Ἀπριλίου. Δημήτριος∙ Ἐπίσκοπος Λάμπης (Ἀργυρούπολη Ρεθύμνου), Πατήρ τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451 μ.Χ.) 5ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος) Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 25 Ἰουλίου (μνήμη Πατέρων Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου) καί κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Δημήτριος∙ Νεομάρτυς, ἕνας τῶν Τριῶν Νεομαρτύρων τῶν ἐκ Μουλίων Κρήτης, 19ος αἰ. † 1867 (Τουρκοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη τήν Κυριακή μετά τή 15 Αὐγούστου. Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης∙ Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν‐Ἱερομάρτυς, 1ος αἰ. (Ἀποστολική ἐποχή‐Ρωμαιοκρατία). Παραμονή γιά κάποιο χρονικό διάστημα στήν Κρήτη. Μή Κρής. Δράση καί μαρτυρική τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 3 Ὀκτωβρίου. Διονύσιος ὁ Βατοπεδινός∙ Νέος Ὁσιομάρτυς, Ἁγιορείτης, 19ος αἰ. † 1822 (Τουρκοκρατία). Μή Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Ἰουνίου. Εἰρήνη∙ Νεομάρτυς (Παιδομάρτυς), θυγατέρα τοῦ Νέου Ἱερομάρτυρος Ἰσιδώρου τοῦ ἐν Βαλῇ Μεσαρᾶς, 17ος αἰ. (Ἑνετοκρατία‐τουρκικές ἐπιδρομές πρίν τήν κατάληψη τῆς
355
Κρήτης τό 1669). Κρήσσα. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 18 Ὀκτωβρίου. Ἐμμανουήλ∙ Νεομάρτυς, σύζυγος Νεομάρτυρος Ἀνεζίνης ἐκ Μελισουργείου Κισσάμου, 17ος αἰ. †1681 (Τουρκοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 14 Ἰουλίου. Ἐπιφάνιος∙
Ἐπίσκοπος
Ἐλευθέρνης,
Πατήρ
τῆς
Ζ’
Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787 μ.Χ.), 8ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 11 Ὀκτωβρίου (μνήμη Πατέρων Ζ’ Οἰκουμ. Συν.) καί κατά τή Σύναξη τῶν Ἁγίων Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Ἐπιφάνιος∙ Ἐπίσκοπος Λάμπης (Ἀργυρούπολη Ρεθύμνης). Πατήρ τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787 μ.Χ.), 8ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 11 Ὀκτωβρίου (μνήμη Πατέρων Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου) καί κατά τή Σύναξη τῶν Ἁγίων Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Εὐάρεστος∙ Μάρτυς, ἕνας ἐκ τῶν Ἁγίων Δέκα Πρωτομαρτύρων τῆς Κρήτης, 3ος αἰ. †250 μ.Χ. (Ρωμαιοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Δεκεμβρίου. Εὔκισσος∙ Ἐπίσκοπος Κισσάμου. Πατήρ τῆς οἰκουμενικοῦ κύρους Συνόδου τῆς Σαρδικῆς (Σόφια Βουλγαρίας) πού ἀποκατέστησε τόν Μ. Ἀθανάσιο καί τούς καθαιρεθέντες Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους (343 μ.Χ.), 4ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή
356
Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη μαζί μέ τούς Κρῆτες Πατέρες τῶν Ἁγίων Συνόδων. Εὐμένιος ὁ θαυματουργός∙ Ἐπίσκοπος Γορτύνης‐Ἀρχιεπίσ‐ κοπος Κρήτης, β΄ μισό Ζ’ αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση στήν Κρήτη καί ἐκτός αὐτῆς. Ὁσιακή τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 18 Σεπτεμβρίου. Εὐμένιος ὁ ἐν Κουδουμᾷ∙ Ὅσιος, αὐτάδελφος τοῦ Ὁσίου Παρθενίου καί συνκτίτωρ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουδουμᾶ 20ός αἰ. †1920 (περίοδος ἐλευθερίας). Κρής. Δράση καί ὁσιακή τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 10 Ἰουλίου. Εὐνικιανός∙ Μάρτυς, ἕνας ἐκ τῶν Ἁγίων Δέκα Πρωτομαρτύρων τῆς Κρήτης. 3ος αἰ. †250 μ.Χ. (Ρωμαιοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Δεκεμβρίου. Εὔπορος∙ Μάρτυς, ἕνας ἐκ τῶν Ἁγίων Δέκα Πρωτομαρτύρων τῆς Κρήτης. 3ος αἰ. †250 μ.Χ. (Ρωμαιοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Δεκεμβρίου. Εὐσέβιος∙ Ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος (Ἀργουλές Σφακίων;), Πατήρ Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451 μ.Χ.) 5ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 25 Ἰουλίου (μνήμη Πατέρων Δ’ Οἰκουμ. Συν.) καί κατά τή Σύναξη τῶν Ἁγίων Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων.
357
Εὐτυχιανός∙ Ὁσιομάρτυς, 9ος αἰ. (ἀρχές Ἀραβοκρατίας). Κρής. Ὁσιακή ζωή καί μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 17 Αὐγούστου. Εὐτύχιος∙ Ἐπίσκοπος Γορτύνης‐Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης, 9ος αἰ. (ἀρχές Ἀραβοκρατίας). Κρής. Δράση, ἄσκηση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 17 Αὐγούστου. Εὐφράτης∙
Ἐπίσκοπος
Ἐλευθέρνης,
Πατήρ
τῆς
Δ’
Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451μ.Χ.) 5ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 25 Ἰουλίου (Πατέρων Δ’ Οἰκουμ. Συν.) καί κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Ζαχαρίας∙ Νεομάρτυς, ἕνας ἐκ τῶν Τριῶν Νεομαρτύρων τῶν ἐκ Μουλίων Κρήτης, 19ος αἰ. †1867 (Τουρκοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη τήν Κυριακή μετά τή 15η Αὐγούστου. Ζαχαρίας∙ Ἐπίσκοπος Σητείας‐Νέος Ἱερομάρτυς, 19ος αἰ. †1821 (Τουρκοκρατία). Κρής. Δράση καί μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Ἰουνίου. Ζηνᾶς ὁ Ἀπόστολος∙ Ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα, 1ος αἰ. (Ἀποστολική ἐποχή‐Ρωμαιοκρατία). Μή Κρής. Ἀποστολική δράση καί στήν Κρήτη. Εἰρηνική τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 27 Σεπτεμβρίου καί 4 Ἰανουαρίου. Ζηνόβιος∙ Ἐπίσκοπος Κνωσοῦ. Πατήρ τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (431 μ.Χ.), 5ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής.
358
Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 9 Σεπτεμβρίου (μνήμη Πατέρων Γ’ Οἰκουμ. Συν.) καί κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Ζωτικός∙ Μάρτυς, ἕνας ἐκ τῶν Ἁγίων Δέκα Πρωτομαρτύρων τῆς Κρήτης, 3ος αἰ. †250 μ.Χ. (Ρωμαιοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Δεκεμβρίου. Ἠλίας∙ Ἐπίσκοπος Γορτύνης‐Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης, Πατήρ τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787 μ.Χ.) 8ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 11 Ὀκτωβρίου (μνήμη Πατέρων Ζ’ Οἰκουμ. Συν.) καί κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Θεόδουλος∙ Μάρτυς, ἕνας τῶν Ἁγίων Δέκα Πρωτομαρτύρων τῆς Κρήτης, 3ος αἰ. †250 μ.Χ. (Ρωμαιοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Δεκεμβρίου. Θεόδωρος∙
Ἐπίσκοπος
Γορτύνης‐Ἀρχιεπίσκοπος
Κρήτης,
Πατήρ τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (553 μ.Χ.), 6ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 14 Σεπτεμβρίου (Πατέρων Ε’ Οἰκουμ. Συν.) καί κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Θεόδωρος∙ Ἐπίσκοπος Ἡρακλειουπόλεως (Ἡράκλειο), Πατήρ τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787 μ.Χ.), 8ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 11 Ὀκτωβρίου (Πατέρων Ζ’ Οἰκουμ. Συν.) καί κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων.
359
Θεόδωρος∙ Ἐπίσκοπος Σουβρίτων (Θρόνος Ἀμαρίου), Πατήρ τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787 μ.Χ.), 8ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 11 Ὀκτωβρίου (Πατέρων Ζ’ Οἰκουμ. Συν.) καί κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Θεόπεμπτος∙ Ἐπίσκοπος Κισσάμου, Πατήρ τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (691/2 μ.Χ.), 7ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 13 Ἰουλίου (Πατέρων τῆς Πενθέκτης Οἰκουμ. Συν.) καί κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Θεόφιλος∙ Μάρτυς, 3ος‐4ος αἰ. (Ρωμαιοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 31 Μαρτίου. Θωμᾶς (Πασχίδης 1836‐1890)∙ Νεομάρτυς ἐξ Ἰωαννίνων. Λόγιος, Ἐκπαιδευτικός, Δημοσιογράφος. Ἀγωνιστής γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Κρήτης (διέθεσε ὅλη τήν περιουσία του γιά τήν Κρητική Ἐπανάσταση τοῦ 1866, ἔκανε ἐράνους γι᾽ αὐτήν, δημοσιεύματα καί ἔγγραψε ποιήματα). Διέλευση ἀπό τήν Κρήτη (Σούδα καί Χανιά) ὡς δέσμιος. Ὁμολογία πίστεως καί μαρτυρική τελείωση στό Φεζάν τῆς Λιβύης τό †1890. Μή Κρής. Μαρτυρική τελείωση ἐκτός Κρήτης. Ἰάκωβος (Ἀρχατζικάκης) ∙ Νέος Ἱερομάρτυς, Ἀρχιμανδρίτης, Θεολόγος, Συγγραφέας. 20ός αἰ. †1922 (Μικρασιατική Καταστροφή στήν Κρήτη περίοδος ἐλευθερίας). Κρής. Μαρτυρική τελείωση ἐκτός Κρήτης (Σμύρνη). Μνήμη τήν Κυριακή πρό τῆς Ὑψώσεως.
360
Ἰγνάτιος ὁ Σιναΐτης∙ Ὅσιος, 17ος αἰ. †1632 (Ἑνετοκρατία). Κρής. Ὁσιακή ζωή καί τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 29 Ἰανουαρίου. Ἱερεμίας∙ Νέος Ὁσιομάρτυς, Μετοχιάριος Ἱ. Μ. Θεολόγου Πάτμου στήν Κρήτη (στόν Στύλο Ἀποκορώνου). 19ος αἰ. † 1821 (Τουρκοκρατία). Μή Κρής. Μαρτυρική τελείωση στή Κρήτη. Μνήμη 23 Ἰουνίου καί τήν Κυριακή μετά τῶν Ἁγ. Πάντων κατά τήν κοινή μνήμη τῶν ἐν Πάτμῳ Ἁγίων. Ἱερόθεος∙ Ἐπίσκοπος Λάμπης‐Νέος Ἱερομάρτυς, 19ος αἰ. †1821 (Τουρκοκρατία) Κρής. Δράση καί μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Ἰουνίου. Ἱερομάρτυρες Νέοι, Ἀνώνυμοι∙ Οἱ κατά τό 1821‐22, ἀλλά καί καθ΄ ὅλη τήν περίοδο τῆς Ὀθωμανικῆς δουλείας (17ος , 18ος , καί 19ος αἰ.) κατά διαφόρους καιρούς καί τόπους μαρτυρή‐ σαντες Κρῆτες κληρικοί ἤ μή Κρῆτες Κληρικοί πού μαρτύρησαν στήν Κρήτη. Ἱερομάρτυς Ἀνώνυμος∙ Στό χωριό Διονύσι Μεσαρᾶς. Ἐξωμότης Ἱερεύς τοῦ χωριοῦ πού κατόπιν αἰσθητῆς ἐμφανίσεως τοῦ Χριστοῦ μετανόησε, ὁμολόγησε την πίστη του στόν Χριστό καί μαρτύρησε ἀπό τούς λοιπούς ἐξωμότες τοῦ χωριοῦ του. Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Ἰκόνιος∙ Ἐπίσκοπος Γορτύνης‐Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης, Πατήρ τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (431 μ.Χ.), 5ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη.
361
Μνήμη 9 Σεπτεμβρίου (Πατέρων Γ’ Οἰκουμ. Συν.) καί κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Ἱλαρίων∙ Νέος Ὁσιομάρτυς‐Ἁγιορείτης. 19ος αἰ. †1804 (Τουρκοκρατία). Κρής. Ὁσιακή ζωή καί μαρτυρική τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 20 Σεπτεμβρίου. Ἰσίδωρος∙ Νέος Ἱερομάρτυς ὁ ἐν Βαλῇ Μεσαρᾶς, 17ος αἰ. (Ἑνετοκρατία – τουρκικές ἐπιδρομές πρίν τήν κατάληψη τῆς Κρήτης τό 1669). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 18 Ὀκτωβρίου. Ἰωακείμ∙ Ὅσιος ὁ ΄΄νάνος΄΄ ὁ ἐν τῇ Ἱ. Μ. Κουδουμᾷ, 20ός αἰ. †1948 (περίοδος ἐλευθερίας). Κρής. Ὁσιακή ζωή καί τελείωση στή Κρήτη. Ἰωακείμ∙ Ἐπίσκοπος Πέτρας‐Νέος Ἱερομάρτυς, 19ος αἰ. † 1821 (Τουρκοκρατία). Κρής. Δράση καί μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Ἰουνίου. Ἰωακείμ∙ Ἐπίσκοπος Χερρονήσου‐Νέος Ἱερομάρτυς, 19ος αἰ. †1821 (Τουρκοκρατία). Κρής. Δράση καί μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Ἰουνίου. Ἰωάννης∙ Ἐπίσκοπος Ἀρκαδίας, Πατήρ τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787 μ.Χ.), 8ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 11 Ὀκτωβρίου (Πατέρων Ζ’ Οἰκουμ. Συν.) καί κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων.
362
Ἰωάννης ὁ ἐξ Ἀγαρηνῶν ὁ ‘’Ἀρναουτογιάννης’’∙ Νεομάρτυς 19ος αἰ. †1845 (Τουρκοκρατία). Μή Κρής. Δράση καί μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 19 Μαΐου. Ἰωάννης ὁ Ἐρημίτης∙ Ὅσιος, ἕνας ἐκ τῶν 99 Ὁσίων Πατέρων, 16ος αἰ. (Ἑνετοκρατία). Μή Κρής. Δράση ἐκτός καί ἐντός Κρήτης. Ὁσιακή τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 7 Ὀκτωβρίου. Ἰωάννης∙ Ἐπίσκοπος Λάμπης (Ἀργυρούπολη), Πατήρ τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (680/1 μ.Χ.), 7ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 14 Σεπτεμβρίου (Πατέρων ΣΤ’ Οἰκουμ. Συν.) καί κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Ἰωάννης ὁ Λογοθέτης∙ (Λευθεραῖος, ἰατρός καί Λογοθέτης τῆς Ἐκκλ. Κρήτης). Νεομάρτυς 19ος αἰ. †1821 (Τουρκοκρατία). Κρής (;). Μαρτυρική τελείωση στή Κρήτη. Μνήμη 23 Ἰουνίου. Ἰωάννης ὁ Ξένος∙ Ὅσιος, 10ος ‐ 11ος αἰ. † 1027 (Β’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί ὁσιακή τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 20 Σεπτεμβρίου. Ἰωάννης ὁ ἐκ Σφακίων∙ Νεομάρτυς, 19ος αἰ. † 1811 (Τουρκοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 15 Σεπτεμβρίου. Ἰωσήφ ὁ ‘’Γεροντογιάννης’’ ∙ Ὅσιος ὁ ἐν τῇ Μονῇ Καψᾷ Σητείας, 19ος αἰ. †1874 (Τουρκοκρατία). Κρής. Ὁσιακή ζωή καί τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 7 Αὐγούστου καί Ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων του τήν Τετάρτη τῆς Διακαινησίμου.
363
Ἰωσήφ ὁ Ἡγιασμένος∙ Ὅσιος, ὁ ἐπιλεγόμενος Σαμάκος 15ος – 16ος αἰ. †1511 (Ἑνετοκρατία). Κρής. Ὁσιακή ζωή καί τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 22 Ἰανουαρίου. Ἰωσήφ ὁ Ὑμνογράφος∙ Ὅσιος, 9ος αἰ. (Ἀραβοκρατία). Μή Κρής. Παρέμεινε γιά λίγο στήν Κρήτη ὡς αἰχμάλωτος. Ὁσιακή τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 3 Ἀπριλίου. Καλλίνικος ὁ Βεροιεύς∙ Νέος Ἱερομάρτυς. (Διάκονος καί Διδάσκαλος), 19ος αἰ. †1821 (Τουρκοκρατία). Μή Κρής. Δράση καί μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Ἰουνίου. Καλλίνικος∙ Ἐπίσκοπος Διοπόλεως (Βοηθός Ἐπίσκοπος). Νέος Ἱερομάρτυς, 19ος αἰ. †1821 (Τουρκοκρατία). Κρής. Δράση καί μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Ἰουνίου. Καλλίνικος∙ Ἐπίσκοπος Κυδωνίας‐Νέος Ἱερομάρτυς, 19ος αἰ. †1821 (Τουρκοκρατία). Κρής. Δράση καί μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Ἰουνίου. Κάρπος Ἀπόστολος∙ Ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα, συνέκδημος τοῦ Ἀπ. Παύλου, 1ος αἰ. (Ἀποστολική ἐποχή‐Ρωμαιοκρατία). Μή Κρής. Κατά τήν ἐκκλησιαστική παράδοση τῆς Κρήτης πού διασώζουν στήν ὑμνογραφία τους οἱ Ἅγιοι Ἀνδρέας ὁ Κρήτης καί Θεοφάνης ὁ Γραπτός ἐργάστηκε καί στήν Κρήτη. Εἰρηνική τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 26 Μαΐου καί 4 Ἰανουαρίου. Κάρπος∙ Ὅσιος. Ἱερεύς περί τοῦ ὁποίου γράφει ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, 1ος αἰ. (Ἀποστολική ἐποχή‐ Ρωμαιοκρατία). Κρής. Ὁσιακή ζωή καί τελείωση στήν Κρήτη.
364
Κασσιανή∙ Ὁσία, αὐταδέλφη τῶν Ἁγίων Εὐτυχίου Γορτύνης καί Εὐτυχιανοῦ Ὁσιομάρτυρος 9ος αἰ. (ἀρχές Ἀραβοκρατίας). Κρήσσα. Ὁσιακή ζωή καί τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 17 Αὐγούστου. Κοσμᾶς ὁ Ἐρημίτης ὁ Ὁμολογητής∙ Ὅσιος, 7ος αἰ. †658 μ.Χ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Ὁσιακή ζωή καί τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 2 Σεπτεμβρίου. Κυδώνιος∙ Ἐπίσκοπος Κυδωνίας, Πατήρ τῆς ἐν Σαρδικῇ οἰκουμενικοῦ κύρους Συνόδου (343 μ.Χ.) 4ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη μετά τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Κύριλλος ὁ Ἱερομάρτυς∙ Ἐπίσκοπος Γορτύνης‐Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης, 4ος αἰ. †304 μ.Χ. (Ρωμαιοκρατία). Κρής. Δράση καί μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 9 Ἰουλίου στόν φερώνυμο Ναό του‐Μαρτύριο καί 14 Ἰουνίου κατά τό Ἀνατολικό ἑορτολόγιο. Κύριλλος Λούκαρις∙ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καί Ἱερομάρτυς 17ος αἰ. †1623 (Στήν Κρήτη Ἑνετοκρατία, στήν Κωνσταντινούπολη Τουρκοκρατία). Κρής. Δράση καί μαρτυρική τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 27 Ἰουνίου. Κύριλλος∙ Ἐπίσκοπος Σουβρίτου (Θρόνος Ἁμαρίου), Πατήρ τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451 μ.Χ.), 5ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 25 Ἰουλίου καί κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων.
365
Λεόντιος ὁ Β’∙ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, 12ος αἰ. (Β’ Βυζαντινή Περίοδος). Μή Κρής. Δράση κατά περιόδους στήν Κρήτη. Εἰρηνική τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 14 Μαΐου. Λέων∙ Ἐπίσκοπος Κισσάμου, Πατήρ τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787 μ.Χ.), 8ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 11 Ὀκτωβρίου καί κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Λέων∙ Ἐπίσκοπος Φοίνικος (Πλακιάς Ἁγίου Βασιλείου ἤ Λουτρό Σφακίων), Πατήρ τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787 μ.Χ.), 8ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελεί‐ ωση στήν Κρήτη. Μνήμη 11 Ὀκτωβρίου καί κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Λουκᾶς ὁ Εὐαγγελιστής∙ Ἀπόστολος ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα, 1ος αἰ. (Ἀποστολική ἐποχή‐Ρωμαιοκρατία). Συνοδός τοῦ Ἀποστόλου Παύλου κατά τήν προσόρμιση στούς Καλούς Λιμένες 59‐60 μ.Χ.) Μή Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 18 Ὀκτωβρίου. Μακάριος ὁ Βατοπεδινός∙ Νέος Ὁσιομάρτυς‐Ἁγιορείτης, 19ος αἰ. †1821 (Τουρκοκρατία). Μή Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Ἰουνίου. Μανουήλ∙ Νεομάρτυς, ἕνας ἐκ τῶν Τεσσάρων Νεομαρτύρων Ρεθύμνης, 19ος αἰ. †1824 (Τουρκοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 28 Ὀκτωβρίου.
366
Μανουήλ ὁ ἐκ Σφακίων∙ Νεομάρτυς, 18ος αἰ. †1792 (Τουρκοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 15 Μαρτίου. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής∙ Ὅσιος, Ὁμολογητής καί Μ. Θεολόγος, 7ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος), Μή Κρής. Διετής παραμονή στήν Κρήτη μέ ἀντιαιρετική δράση. Ὁμολογιακή τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 21 Ἰανουαρίου. Μαρία ἡ Μεθυμοπούλα∙ Νεομάρτυς, 19ος αἰ. †1826 (Τουρκοκρατία). Κρήσσα. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 1η Μαΐου. Μαρία∙
Νεομάρτυς
(Παιδομάρτυς)
θυγατέρα
τῶν
Νεομαρτύρων Ἐμμανουήλ καί Ἀνεζίνης ἐκ Μελισσουργείου Κισσάμου, 17ος αἰ. †1681 (Τουρκοκρατία). Κρήσσα. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 14 Ἰουλίου. Μάρκος (Κυριακόπουλος)∙ Νεομάρτυς, 17ος αἰ. †1643 (Στήν Κρήτη ἀκόμη Ἑνετοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση ἐκτός Κρήτης (Σμύρνη). Μνήμη 14 Μαΐου. Μάρτυρες Ἀνώνυμοι Ἀραβοκρατίας∙ (824/6‐961 μ.Χ.). Οἱ Ἄραβες ἄσκησαν σκληρούς διωγμούς. Κατεδάφισαν ὅλα τά ἱερά σεβάσματα καί κατέστρεψαν κάθε τί χριστιανικό (Ναούς, Μονές, Εἰκόνες, Ἅγια Λείψανα, Τάφους Ἁγίων κ.λ.π.) ἐνῶ προέβησαν σέ βίαιους ἐξισλαμισμούς. Εἶναι προφανές ὅτι πολύ χριστιανικό αἷμα χύθηκε. Ὅμως παρά τό γεγονός ὅτι ἡ σκοτεινή αὐτή περίοδος δέν μᾶς παρέδωσε γραπτές
367
πληροφορίες,
κατ᾽
αὐτήν
ὑπῆρξε
μεγάλος
ἀριθμός
Ἱερομαρτύρων, Οσιομαρτύρων καί Μαρτύρων. Μάρτυρες Δώδεκα Ἀνώνυμοι Στρατιῶτες∙ Μάρτυρες Κρῆτες Στρατιῶτες πού περιλαμβάνονται στούς Συναξαριστές. Χρόνος καί τόπος μαρτυρίου ἄγνωστος. Μνήμη 12 Αὐγούστου. Μάρτυρες οἱ μετά τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Θεοφίλου ἀνώνυμοι∙ Κατά τούς μεγάλους διωγμούς ἄθλησαν (Ρωμαιοκρατία), μαζί μέ τόν Μάρτυρα Θεόφιλο. Ἄγνωστος ἀριθμός. Ἡ Ἱ. Ἀκολουθία του κάνει λόγο γιά μέλη τῆς οἰκογενείας του. Κρῆτες. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 31 Μαρτίου. Μαρτύριος∙ Ἐπίσκοπος Γορτύνης‐Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης, Πατήρ τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451 μ.Χ.), 5ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 25 Ἰουλίου καί κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Ματθαῖος∙ Νεομάρτυς ἐκ Γερακαρίου Ρεθύμνης, 17ος αἰ. †1697 (Τουρκοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 18 Αὐγούστου. Μεθόδιος∙ Ἐπίσκοπος Λάμπης‐Νέος Ἱερομάρτυς 18ος αἰ. †1793 (Τουρκοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 9 Ἰουλίου. Μεθόδιος ὁ ἐν Νηβρύτῳ∙ Ὅσιος, 17ος ‐18ος αἰ. (Πρώιμη Τουρκοκρατία). Κρής. Ὁσιακή ζωή καί τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 25 Ἰουνίου.
368
Μελέτιος Πηγᾶς∙ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, 17ος αἰ. †1601 (Ἑνετοκρατία). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 13 Ὀκτωβρίου. Μελίτων∙ Ἐπίσκοπος Κυδωνίας, Πατήρ τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787 μ.Χ.), 8ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 11 Ὀκτωβρίου καί κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Μελχισεδέκ∙ Ἐπίσκοπος Κισσάμου‐Νέος Ἱερομάρτυς, 19ος αἰ. †1821 (Τουρκοκρατία). Κρής. Δράση καί μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Ἰουνίου. Μηνᾶς ὁ Μεγαλομάρτυς∙ Μάρτυς, 4ος αἰ. (Ρωμαιοκρατία). Μή Κρής. Δράση καί μαρτυρική τελείωση ἐκτός Κρήτης. Συμπεριλαμβάνεται κατ’ ἐξαίρεσιν στό Κρητικό Ἁγιολόγιο, λόγῳ τοῦ μεγάλου θαύματος τό 1826 στό Ναό του στό Ἡράκλειο. Μνήμη 11 Νοεμβρίου καί Σύναξη θαύματος τήν Τρίτη της Διακαινησίμου. Μουσώνιος∙ Ἐπίσκοπος Ἡρακλείου, Πατήρ τῆς ἐν Σαρδικῇ οἰκουμενικοῦ κύρους Συνόδου (343 μ.Χ.) 4ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη μετά τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Μύρων ὁ θυματουργός∙ Ἐπίσκοπος Γορτύνης‐Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης, 4ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 8 Αὐγούστου.
369
Μύρων ὁ ἐξ Ἡρακλείου∙ Νεομάρτυς, 18ος αἰ. †1793 (Τουρκοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 20 Μαρτίου. Νεῖλος ὁ Ἐρικούσιος∙ Ὅσιος, 13ος ‐14ος αἰ. (Ἑνετοκρατία). Μή Κρής. Παραμονή στήν Κρήτη γιά λίγο χρονικό διάστημα. Ὁσιακή ζωή καί τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 16 Αὐγούστου. Νεομάρτυρες Ἀνώνυμοι Δώδεκα∙ Οἱ μετά τοῦ Νέου Ἱερομάρτυρος Γεωργίου (Κυριακίδου). Μαρτυρήσαντες τήν 25ην Μαρτίου 1828 στό χωριό Γέργερη. Μνήμη τή δεύτερη Κυριακή τοῦ Μαῒου. Νεομάρτυρες Ἀνώνυμοι∙ Οἱ ἀνώνυμοι λαϊκοί Νεομάρτυρες 1821‐22, 19ος αἰ. (Τουρκοκρατία). Μνήμη 23 Ἰουνίου. Στή χορεία τῶν τιμωμένων αὐτῶν ἀνωνύμων Νεομαρτύρων πρέπει νά συντιμῶνται καί ὅλοι οἱ λαϊκοί ἀνώνυμοι Νεομάρτυρες οἱ καθ’ ὅλο τό χρονικό διάστημα τῆς Ὀθωμανικῆς δουλείας (17ος, 18ος, 19ος αἰ.) μαρτυρήσαντες Κρῆτες (ἐντός καί ἐκτός Κρήτης) καθώς καί μή Κρῆτες πού μαρτύρησαν στήν Κρήτη. Ἐπίσης καί οἱ τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς 1922 (Τουρκοκρατία Μ. Ἀσίας) Κρητικῆς καταγωγῆς ἀνώνυμοι Νεομάρτυρες. Ἡ μνήμη τῶν Νεομαρτύρων τῆς Μικρασίας τιμᾶται τήν Κυριακή πρό τῆς Ὑψώσεως. Νεομάρτυς Ἀνώνυμος ὁ ἐν Ἀλεξανδρεία∙ Νεομάρτυς, 19ος αἰ. †1811 (Τουρκοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση ἐκτός Κρήτης (Ἀλεξάνδρεια Αἰγύπτου).
370
Νεομάρτυς Ἀνώνυμος∙ Στό χωριό Διονύσι Μεσαρᾶς. Πρώην Νεωκόρος τοῦ Ναοῦ τοῦ χωριοῦ (μέ τήν ἀλλαξοπιστία ὅλων τῶν κατοίκων μετετράπη σέ τζαμί τό ὁποῖο κατεδαφίστηκε μετά τήν ἀπελευθέρωση καί στή θέση του κτίσθηκε ὁ τωρινός ἐνορ. Ναός τοῦ Ἁγ. Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπ.). Εἶχε γίνει ἐξωμότης ὅπως καί ὁ ἱερεύς τοῦ χωριοῦ. Καί στούς δύο συγχρόνως ἐμφανίστηκε ὁ Χριστός. Μετανόησε, ὁμολόγησε τήν πίστη του στόν Χριστό καί μαρτύρησε μαζί μέ τόν πρ. ἱερέα ἀπό τούς ἐξωμότες χωριανούς τους. Νεόφυτος ὁ Βατοπεδινός∙ Νέος Ἱερομάρτυς (Ἱερομόναχος Ἁγιορείτης), 19ος αἰ. †1821 (Τουρκοκρατία). Μή Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Ἰουνίου. Νικηφόρος ὁ ἐκ Κριτσᾶς∙ Νεομάρτυς 19ος αἰ. †1832 (Τουρκοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 21 Ἰανουαρίου. Νικηφόρος ὁ Λεπρός (Τζανακάκης)∙ Ὅσιος, 20ός αἰ. †1964 (περίοδος ἐλευθερίας). Κρής. Ὁσιακή ζωή καί τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 4 Ἰανουαρίου. Νικηφόρος ὁ Φωκᾶς ὁ Βασιλεύς και μάρτυς∙ Εὐσεβής Βασιλεύς καί Μάρτυς, 10ος αἰ. +969 μ.Χ. (Β’ Βυζαντινή Περίοδος). Μή Κρής. Ἐλευθερωτής τῆς Κρήτης ἀπό τήν Ἀραβική δουλεία τό 961 μ.Χ. Μαρτυρική τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 11 Δεκεμβρίου. Νικήτας∙ Ἐπίσκοπος Κυδωνίας, Πατήρ τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (691/2) 7ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος).
371
Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 13 Ἰουλίου κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Νικόλαος Κουρταλιώτης∙ Ὅσιος, 17ος αἰ. ‐18ος αἰ. (Τουρκοκρατία). Ὁσιακή ζωή καί τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 1η Σεπτεμβρίου. Νικόλαος∙ Νεομάρτυς, ἕνας ἐκ τῶν Τεσσάρων Νεομαρτύρων τῶν ἐν Ρεθύμνῃ, 19ος αἰ. †1824 (Τουρκοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 28 Ὀκτωβρίου. Νικόλαος ὁ Στουδίτης ὁ Ὁμολογητής∙, Ὅσιος, 9ος αἰ. †868 (Στήν Κρήτη Ἀραβοκρατία). Κρής. Ὁσιακή ζωή, ὁμολογιακή δράση καί τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 4 Φεβρουαρίου. Νίκων ὁ Μετανοεῖτε∙ Ὅσιος, Νέος Φωτιστής τῆς Κρήτης μετά τήν Ἀραβοκρατία, 10ος αἰ. (Β’ Βυζαντινή Περίοδος). Ἀσκητική καί ἱεραποστολική δράση καί στήν Κρήτη. Ὁσιακή τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 26 Νοεμβρίου. Ὅσιοι Ἀνώνυμοι οἱ ἐν Ἁγιοφαράγγῳ∙ Οἱ διά μέσου τῶν αἰώνων (Ρωμαιοκρατία, Α’ Βυζαντινή περίοδος, Ἀραβοκρατία, Β’ Βυζαντινή περίοδος, Ἑνετοκρατία καί Τουρκοκρατία) ἀσκήσει διαλάμψαντες καί τόν λαό τοῦ Θεοῦ στηρίξαντες κατά τίς διώξεις τῶν κατακτητῶν ἀλλοθρήσκων καί ἑτεροδόξων. Ἡ Σύναξή των ἑορτάζεται μαζί μέ τή μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου τοῦ Ἁγιοφαραγγίτου, 14 Ἰουλίου.
372
Ὅσιοι Ἀνώνυμοι Ἐνενήκοντα καί Ὀκτώ∙ Οἱ Ὅσιοι συνασκητές τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Ἐρημίτου, οἱ ἐν Ἀζωγυρέ, 16ος αἰ. (Ἑνετοκρατία). Μή Κρῆτες. Δράση ἐντός καί ἐκτός Κρήτης. Ὁσιακή τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 7 Ὀκτωβρίου. Ὅσιοι Ἀνώνυμοι οἱ ἐν τῇ Ἱ. Μονῇ Καλυβιανῆς∙ Ὅσιοι τῶν περιόδων Ἑνετοκρατίας καί Τουρκοκρατίας οἱ θαυμαστῶς φανερωθέντες κατά καιρούς καί μέ τά ἅγια Λείψανά τους τό 1993. Ὁσιακή ζωή καί τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 28 Σεπτεμβρίου. Ὅσιος Ἀνώνυμος ὁ «Ἁγιασμένος» ὁ ἐν Ἱεραπέτρᾳ∙ Τό 1890 βρέθηκε τό εὐωδιάζον Λείψανό του. Στό χῶρο τοῦ τάφου κτίσθηκε Ναός στό ὄνομα τῶν Ἁγ. Πάντων, γιά νά τιμᾶται, ὁ ὁποῖος ἐγκαινιάσθηκε Κυριακή τοῦ Θωμᾶ, ἡμέρα πού καθιερώθηκε ὡς πανήγυρις. Ὁ «Ἁγιασμένος» λειτούργησε ὡς ἕδρα τῆς Ἱ. Ἐπισκοπῆς Ἱερᾶς καί Σητείας ἐπί Ἐπισκ. Ἀμβροσίου Σφακιανάκη (1890‐1929). Ὁσιομάρτυρες Ἀνώνυμοι Δέκα καί Ὀκτώ οἱ ἐν τῇ Ἱ. Μονῇ Ἐπανωσήφῃ∙
19ος
αἰ.
†1821
(Τουρκοκρατία).
Κρῆτες.
Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Ἰουνίου. Ὁσιομάρτυρες Ἀνώνυμοι οἱ ἐν τῇ Ἱ. Μονῇ Καλυβιανῆς∙ Ὁσιομάρτυρες Πατέρες τῶν περιόδων Ἑνετοκρατίας καί Τουρκοκρατίας οἱ θαυμαστῶς κατά καιρούς φανερωθέντες καί διά τῶν Ἁγίων τους Λειψάνων τό 1993. Κρῆτες. Ὁσιακή ζωή καί μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 28 Σεπτεμβρίου.
373
Παῦλος ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν∙ Ὁ Πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος καί ἱδρυτής τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, 1ος αἰ., Καλοί Λιμένες 59‐60 μ.Χ. καί Γόρτυνα 63 μ.Χ., (Ἀποστολική ἐποχή‐Ρωμαιοκρατία). Μή Κρής. Δράση καί στήν Κρήτη, μαρτυρική τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 29 Ἰουνίου. Παῦλος ὁ θαυματουργός∙ Ἐπίσκοπος Γορτύνης‐ Ἀρχιεπίσ‐ κοπος Κρήτης, 4ος αἰ. (Ρωμαιοκρατία‐Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη τήν πρώτη Κυριακή τοῦ Ὀκτωβρίου. Παῦλος∙ Ἐπίσκοπος Καντάνου, Πατήρ τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451 μ.Χ.), 5ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 25 Ἰουλίου καί κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Παῦλος∙ Ἐπίσκοπος Λάμπης (Ἀργυρούπολη), Πατήρ τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (431 μ.Χ.), 5ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 9 Σεπτεμβρίου καί κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Παῦλος ὁ Ὁσιομάρτυς∙ 8ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Ὁσιακή ζωή καί μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 17 Μαρτίου. Παρθένιος ὁ ἐν Κουδουμᾷ∙ Ὅσιος, Κτίτωρ τῆς Ἱ. Μονῆς Κουδουμᾶ, 19ος ‐20ός αἰ. †1905 (Περίοδος Αὐτονομίας). Κρής. Ὁσιακή ζωή καί τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 10 Ἰουλίου.
374
Πέτρος ὁ «Νέος Ἱερομάρτυς»∙ Ἐπίσκοπος Γορτύνης‐ Ἀρχιεπί‐ σκοπος Κρήτης, διάδοχος τοῦ ἐπίσης Ἱερομάρτυρος Ἁγίου Κυρίλλου
Ἐπισκόπου
Γορτύνης,
γι΄αυτό
καί
‘’Νέος
Ἱερομάρτυς’’, 4ος αἰ. (Ρωμαιοκρατία). Κρής. Δράση καί μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 4 Ἰουλίου. Πινυτός∙ Ἐπίσκοπος Κνωσοῦ, α’ μισό Β’ αἰ. μ.Χ. (Ρωμαιο‐ κρατία). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 10 Ὀκτωβρίου. Πόμπιος∙ Μάρτυς ἕνας ἐκ τῶν Ἁγίων Δέκα Πρωτομαρτύρων τῆς Κρήτης. 3ος αἰ. †250 μ.Χ. (Ρωμαιοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Δεκεμβρίου. Σάββας ὁ Βατοπεδινός ὁ Βηματάρης καί Διάκονος∙ Ὅσιος, β’ μισό 9ου καί α’ μισό 10ου αἰ. (Ἀραβοκρατία στήν Κρήτη). Μή Κρής. Παραμονή γιά μεγάλο διάστημα στήν Κρήτη ὡς αἰχμάλωτος. Ὁσιακή τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη Τρίτη τῆς Διακαινησίμου μαζί μέ τή Σύναξη τῆς Ἱ. Εἰκόνος Παναγίας τῆς Βηματάρισσας Ἱ. Μ. Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρους. Σάββας ὁ Βατοπεδινός ὁ διά Χριστόν σαλός∙ Ὅσιος, 14ος αἰ. (Ἑνετοκρατία). Μή Κρής. Παραμονή στήν Κρήτη γιά λίγο χρονικό διάστημα γιά ἄσκηση. Ὁσιακή τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 15 Ἰουνίου. Σαλλούστιος ὁ Ὁμολογητής∙ Ὅσιος καί Ὁμολογητής, Πρεσβύτερος Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, μαθητής τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, 5ος αἰ. μ.Χ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Μή Κρής. Ἐξόριστος στήν Κρήτη. Ἄγνωστος ὁ τόπος
375
τῆς ὁμολογιακῆς τελειώσεως (ἐντός ἤ ἐκτός Κρήτης). Μνήμη τήν Κυριακή μετά τή 13η Νοεμβρίου κατά τή Σύναξη ‘’πάντων τῶν συνεργατῶν, φίλων καί μαθητῶν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τῶν ἐν ὁμολογίᾳ, μαρτυρίῳ καί ὁσιότητι τελειωθέντων’’. Σατορνίνος∙
Μάρτυς,
ἕνας
ἐκ
τῶν
Ἁγίων
Δέκα
Πρωτομαρτύρων τῆς Κρήτης, 3ος αἰ. †250 μ.Χ. (Ρωμαιοκρατία). Κρής. Μαρτυρική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Δεκεμβρίου. Σέρβιος∙ Ὅσιος, πρό τοῦ 7ου αἰ. μ.Χ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Βίος κατά τή διήγηση ‘’τῷ Θεοφάνη τοῦ Ὁσίου Νείλου τοῦ Μυροβλήτου’’ (17ος αἰ. ). Μή Κρής. Σέρβος κατά τό γένος. Ὁσιακή ζωή καί τελείωση στήν Κρήτη. Σέργιος ὁ Μάγιστρος∙ Ὅσιος, 9ος αἰ. (Ἀραβοκρατία). Μή Κρής. Εὑρέθη στήν Κρήτη μέ ὑψηλή βυζαντινή ἀποστολή. Ὁσιακή τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 28 Ἰουνίου. Σισσίνιος∙ Ἐπίσκοπος Χερρονήσου, Πατήρ τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (691/2) 7ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 13 Ἰουλίου κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Σισσίνιος∙ Ἐπίσκοπος Χερρονήσου, Πατήρ τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787 μ.Χ.), 8ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 11 Ὀκτωβρίου καί κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων.
376
Συμεών ὁ Μεταφραστής∙ Ὅσιος, α’ μισό 10ου αἰ. (Στήν Κρήτη Ἀραβοκρατία). Μή Κρής. Παραμονή στήν Κρήτη μέ ὑψηλή βυζαντινή ἀποστολή. Ὁσιακή ζωή, μεγάλη συναξαρική προσφορά. Ὁσιακή τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 9 Νοεμβρίου. Σύμφορος∙ Ἐπίσκοπος Ἱεράπυδνας (Ἱεραπύτνης). Πατήρ τῆς ἐν Σαρδικῇ οἰκουμενικοῦ κύρους Συνόδου (343 μ.Χ.) 4ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη μετά τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων. Τίτος ὁ Ἀπόστολος Πρῶτος Ἐπίσκοπος Κρήτης∙ Ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα, μαθητής καί συνέκδημος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, 1ος αἰ. (Ἀποστολική ἐποχή‐Ρωμαιοκρατία). Μή Κρής. Ἐγκατάσταση τό 63 μ.Χ., ἀπόσπαση γιά Δαλματία 64‐65 ἤ 66 μ.Χ., ἐπιστροφή ἀποστολική δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 25 Αὐγούστου καί μνήμη Μετακομιδῆς Τιμίας Κάρας 15 Μαῒου. Φίλιππος∙ Ἐπίσκοπος Γορτύνης‐Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης, β’ μισό Β’ αἰ. μ.Χ. (Ρωμαιοκρατία). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 8 Ὀκτωβρίου. Φωτεινός∙ Ἐπίσκοπος Καντάνου, Πατήρ τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787 μ.Χ.), 8ος αἰ. (Α’ Βυζαντινή Περίοδος). Κρής. Δράση καί εἰρηνική τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 11 Ὀκτωβρίου καί κατά τή Σύναξη τῶν Κρητῶν Πατέρων τῶν Ἁγίων Συνόδων.
377
Χαραλάμπης ὁ ἐν τῇ Ἱ. Μ. Καλυβιανῆς∙ Ὅσιος, 18ος αἰ. † 1788 (Τουρκοκρατία). Γνωστός ἀπό θαυμαστή φανέρωση τό β’ μισό του 20οῦ αἰ. Κρής. Ὁσιακή ζωή καί τελείωση στήν Κρήτη. Μνήμη 23 Αὐγούστου. Χρῆστος∙ Νεομάρτυς ὁ ἐκ Πρεβέζης, 17ος αἰ. †1668 (τελευταῖο ἔτος Ἐνετοκρατίας στήν Κρήτη). Μή Κρής. Διέλευση ἀπό Κρήτη. Μαρτυρική τελείωση ἐκτός Κρήτης. Μνήμη 5 Αὐγούστου. ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Α. ΟΙ ΕΠΩΝΥΜΟΙ ΑΓΙΟΙ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ 1) Οἱ ἐπώνυμοι Κρῆτες Ἅγιοι, πού γεννήθηκαν, ἔδρασαν καί ἐτελειώθησαν στήν Κρήτη, ἀνέρχονται σέ ἑκατόν ἕνα (101). 2) Οἱ ἐπώνυμοι Κρῆτες Ἅγιοι, πού γεννήθηκαν στήν Κρήτη, ἀλλά ἔδρασαν καί ἐτελειώθησαν ἐκτός αὐτῆς, ἀνέρχονται σέ δεκαπέντε (15). 3) Ὁ ἐπώνυμος Κρής Ἅγιος πού γεννήθηκε καί ἔδρασε στήν Κρήτη, ἀλλά ἐτελειώθη ἐκτός αὐτῆς, εἶναι ἕνας (1). 4) Οἱ μή Κρῆτες ἐπώνυμοι Ἅγιοι πού ἔδρασαν καί ἐτελειώθησαν στήν Κρήτη ἀνέρχονται σέ δεκατρεῖς (13). 5) Οἱ μή Κρῆτες ἐπώνυμοι Ἅγιοι πού ἔδρασαν στήν Κρήτη γιά μεγάλο ἤ μικρό χρονικό διάστημα ἤ συνδέθηκαν μέ αὐτήν, ἀλλά ἐτελειώθησαν ἐκτός αὐτῆς, ἀνέρχονται σέ εἰκοσιεννέα (29).
378
6) Οἱ ἀριθμητικά γνωστοί ἀνώνυμοι Ἅγιοι εἶναι: Οἱ Δώδεκα Μάρτυρες Στρατιῶτες, οἱ Δεκαεπτά Νέοι Ἱερομάρτυρες Κληρικοί τό 1821, ὁ Νέος Ἱερομάρτυς, Ἀνώνυμ. Διάκονος τοῦ Ν. Ἱερομάρτυρος Ἐπισκόπου Λάμπης Ἱεροθέου, οἱ Ὀκτώ τῆς οἰκίας τοῦ Νεομ. Γεωργίου (Παυλάκη) τό 1821, οἱ Δεκαοκτώ Ὁσιομάρτυρες τῆς Ἱ. Μονῆς Ἐπανωσήφη τό 1821, ὁ Ἀνώνυμος Νεομάρτυς πού μαρτύρησε στήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου τό 1811, οἱ Δώδεκα Νεομάρτυρες τῆς Γέργερης πού μαρτύρησαν μαζί μέ τόν Ν. Ἱερομάρτυρα Γεώργιο (Κυριακίδη) τό 1828, ὁ ἀνώνυμος Νέος Ἱερομάρτυς καί ὁ Νεομάρτυς πού μαρτύρησαν ἐπί Τουρκοκρατίας στό χωριό Διονύσι Μεσαρᾶς, ὁ ἀνώνυμος Ὅσιος ὁ ἐπιλεγόμενος «Ἁγιασμένος» Ἱεραπέτρας, οἱ Ἐνενην‐ ταοκτώ (98) Ὅσιοι Πατέρες οἱ καί συνασκητές τοῦ Ὁσ. Ἰω. τοῦ Ἐρημίτου (16ος αἰ.). 7) Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς δέν ἦταν Κρής, οὔτε ἔδρασε, οὔτε ἐτελειώθη μαρτυρικά στήν Κρήτη. Κατ᾽ ἐξαίρεσιν συμπεριλαμβάνεται στό Κρητικό Ἁγιολόγιο, λόγῳ τοῦ μεγάλου θαύματος τό 1826 στό Ἡράκλειο. 8) Εἶναι γνωστό ὅτι περί τοῦ Ἁγ. Μεγαλομάρτυρος Φανουρίου (27 Αὐγούστου) δέν ἀναφερόταν τίποτε στά Συναξάρια. Πέρασε σ᾽ αὐτά μετά τήν εὕρεση Εἰκόνος του στή Ρόδο (14ος αἰ.) μέ παραστάσεις τῶν μαρτυρίων του. Λόγῳ τῶν πολλῶν του θαυμάτων διαδόθηκε ἡ μνήμη του σ᾽ ὅλο τόν κόσμο. Ὡς μεγαλύτερο μάλιστα θαῦμα του, ἀναφέρεται ἡ διάσωση καί ἀπελευθέρωση τριῶν Κρητῶν Ἱερέων οἱ ὁποῖοι εἶχαν αἰχμαλωτισθεῖ ἀπό τούς Ἀγαρηνούς καί πωληθεῖ ὡς δοῦλοι στή Ρόδο. Ὅμως καί στήν Κρήτη ὅπως καί στή Ρόδο βρέθηκε Εἰκόνα του κατόπιν ἀποκαλύψεων τοῦ Ἁγίου σέ σπήλαιο – στάβλο στό
379
σημερινό προάστειο Κατσαμπᾶς τῆς πόλεως Ἡρακλείου (1908). Κτίσθηκε Ναός πού ἀποτελεῖ μεγάλο προσκύνημα τοῦ Ἡρακλείου. Β. ΕΠΩΝΥΜΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΕΛΕΙΩΣΕΩΣ 1) Ἀπόστολοι: Ὀκτώ (8). Ἀπό αὐτούς ἐτελειώθησαν μαρτυρικά οἱ δύο (Παῦλος καί Ἀρίσταρχος) καί εἰρηνικά οἱ ἕξι. Ἐντός Κρήτης μόνο ὁ Τίτος. 2) Ἐπίσκοποι Ἱερομάρτυρες: Τρεῖς (3). 3) Ἐπίσκοποι μέ εἰρηνική τελείωση: Σαραντατέσερις (44). 4) Ἐπίσκοποι Νέοι Ἱερομάρτυρες: Ἕνδεκα (11). 5) Ἐπίσκοποι Ὁμολογητές: Δύο (2). 6) Νέοι Ἱερομάρτυρες (Πρεσβύτεροι‐Διάκονοι): Ἕξι (6). 7) Ὁσιομάρτυρες: Τέσσερις (4). 8) Νέοι Ὁσιομάρτυρες: Πέντε (5). 9) Μάρτυρες: Δώδεκα (12). 10) Νεομάρτυρες: Εἰκοσιτέσσερις (24). 11) Ὁμολογητές Ὅσιοι: Τέσσερις (4).
380
12) Ὅσιοι: Τριαντατρεῖς (33). Γ. ΕΠΩΝΥΜΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΤΑ ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ 1) Ἀποστολική ἐποχή‐Ρωμαιοκρατία (63μ.Χ.‐330 μ.Χ.): Ἀπόστολοι ὀκτώ (8), Ἐπίσκοποι πέντε (5) ἐκ τῶν ὁποίων οἱ τρεῖς Ἱερομάρτυρες, Μάρτυρες δώδεκα (12), Ὅσιος ἕνας (1). 2) Α’ Βυζαντινή Περίοδος (330‐824/6 μ.Χ.): Ἐπίσκοποι τριανταοκτώ (38), Ὁσιομάρτυρες τρεῖς (3), Ὁμολογητές Ὅσιοι τρεῖς (3), Ὅσιοι δύο (2). 3) Ἀραβοκρατία (824/6‐961 μ.Χ.): Ἐπίσκοποι δύο (2) ἀπό τούς ὁποίους ὁ ἕνας εἶναι καί Ὁμολογητής, Ὁσιομάρτυς ἕνας (1), Ὁμολογητής Ὅσιος ἕνας (1), Ὅσιοι πέντε (5). 4) Β’ Βυζαντινή Περίοδος (961‐1204 μ.Χ.): Ἐπίσκοπος ἕνας (1), Μάρτυς ἕνας (1), Ὅσιοι τρεῖς (3). 5) Ἑνετοκρατία (1204‐1669 μ.Χ.): Ἐπίσκοπος Ἱερομάρτυς ἕνας (1), Ἐπίσκοπος καί Ὁμολογητής ἕνας (1), Ἐπίσκοποι δύο (2), Νέος Ἱερομάρτυς ἕνας (1), Νεομάρτυς ἕνας (1), Ὅσιοι δέκα (10). 6) Τουρκοκρατία (1669‐1898 μ.Χ.): Ἐπίσκοποι Νέοι Ἱερομάρ‐ τυρες ἐννέα (9), Ἐπίσκοπος ἕνας (1), Νέοι Ἱερομάρτυρες Κληρικοί πέντε (5), Νέοι Ὁσιομάρτυρες πέντε (5), Νεομάρτυρες εἰκοσιέξι (26), Ὅσιοι ἕξι (6). 7) Περίοδος Αὐτονομίας (1898‐1913): Ὅσιοι δύο (2).
381
8) Περίοδος Ἐλευθερίας (1913‐1941, 1944 καί ἑξῆς): Ὅσιοι τρεῖς (3). Ἐκτός Κρήτης στή Μικρασία (1922) Νέος Κρής Ἱερομάρτυς ἕνας (1). Δ. ΑΓΙΟΙ ΜΕ ΤΟ ΙΔΙΟ ΟΝΟΜΑ Ἀθανάσιος∙ Τρεῖς (3), Ὅσιος ὁ ἐν Ἄθῳ, Ὅσιος ὁ Μετεωρίτης, ὁ Πατελάρος Πατρ. Κων/πόλεως. Ἀνδρέας∙ Δύο (2), ὁ Ὑμνογράφος Ἐπίσκ. Κρήτης, ὁ Ὁσιομ. ὁ ἐν Κρίσει. Ἄνθιμος∙ Δύο (2), ὁ Ἀθηνῶν καί Πρόεδρος Κρήτης ὁ Ὁμολογητής, Ὅσιος ὁ «Νέος Ἀσκητής». Βασίλειος∙ Δύο (2), ὁ Ἐπίσκ. Γορτύνης, ὁ ἀπό Κρήτης Μητρ. Θεσσαλονίκης ὁ καί Ὁμολογητής. Γεράσιμος∙ Ἕξι (6), Ὅσιος ὁ Βυζάντιος, Ὅσιος ὁ Εὐβοεύς, Ὅσιος ὁ ἐν Κεφαλληνίᾳ, ὁ Νέος Ἱερομ. Μητροπ. Κρήτης, ὁ Παλλαδάς Πατρ. Ἀλεξανδρείας, ὁ Νέος Ἱερομ. Ἐπίσκ. Ρεθύμνης. Γεώργιος∙ Ἕξι (6), Νεομ. ὁ Διβόλης, Νεομ. ὁ ἐν Ρεθύμνῃ, Νεομ. ὁ ἐν Βαλῇ, Νέος Ἱερομ. ὁ ἐν Γέργερῃ, Νεομ. (ὁ Παυλάκης), Νεομ. ὁ ἐκ Μελισσουργείου Κισάμου. Γρηγόριος∙ Δύο (2), Ὁ Ἐπίσκ. Καντάνου, Ὅσιος ὁ Σιναῒτης. Δημήτριος∙ Δύο (2), Ὁ Ἐπίσκ. Λάμπης (Ἀργυρούπολη), ὁ Νεομ. ὁ ἐκ Μουλίων. Διονύσιος∙ Δύο (2), Ὁ Ἐπίσκ. Ἀθηνῶν ὁ Ἀρεοπαγίτης, ὁ Νέος Ὁσιομ. ὁ Βατοπεδινός. Ἐμμανουήλ – Μανουήλ∙ Τρεῖς (3), ὁ Νεομ. ἐκ Μελισσουργείου Κισάμου, Νεομ. ὁ ἐν Ρεθύμνῃ, Νεομ. ὁ ἐκ Σφακίων. Ἐπιφάνιος∙ Δύο (2), ὁ Ἐπίσκ. Ἐλευθέρνης, ὁ Ἐπίσκ. Λάμπης (Ἀργυρούπολη). Εὐμένιος∙ Δύο (2), ὁ Ἐπίσκ. Γορτύνης ὁ θαυματουργός, Ὅσιος ὁ ἐν Κουδουμᾷ.
382
Ζαχαρίας∙ Δύο (2), ὁ Νέος Ἱερομ. Ἐπίσκ. Σητείας, Νεομ. ὁ ἐκ Μουλίων. Θεόδωρος∙ Τρεῖς (3), ὁ Ἐπίσκ. Γορτύνης, ὁ Ἐπίσκ. Ἡρακλειουπόλεως (Ἡρακλείου), ὁ Ἐπίσκ. Σουβρίτων. Ἰωακείμ∙ Τρεῖς (3), ὁ Νέος Ἱερομ. Ἐπίσκ. Πέτρας, ὁ Ν. Ἱερομ. Ἐπίσκ. Χερρονήσου, Ὅσιος ὁ ἐν Κουδουμᾷ. Ἰωάννης∙
Ἑπτά
(7),
ὁ
Ἐπίσκ.
Ἀρκαδίας,
Νεομ.
ὁ
«Ἀρναουτογιάννης», Ὅσιος ὁ Ἐρημίτης, ὁ Ἐπίσκ. Λάμπης (Ἀργυρούπολη), Νεομ. ὁ Λογοθέτης, Ὅσιος ὁ Ξένος, Νεομ. ὁ ἐκ Σφακίων. Ἰωσήφ∙ Τρεῖς (3), Ὅσιος ὁ «Γεροντογιάννης», Ὅσιος ὁ Ἡγιασμένος (Σαμάκος), Ὅσιος ὁ Ὑμνογράφος. Καλλίνικος∙ Τρεῖς (3), ὁ Νέος Ἱερομ. Ἐπίσκ. Κυδωνίας, ὁ Νέος Ἱερομ. Ἐπίσκ. Διοπόλεως, ὁ Νέος Ἱερομ. Βεροιεύς Διάκονος καί διδάσκαλος. Κάρπος∙ Δύο (2), ὁ Ἀπόστολος, ὁ Ὅσιος (Ἱερεύς). Κύριλλος∙ Τρεῖς (3), ὁ Ἱερομ. Ἐπίσκ. Γορτύνης, ὁ Νέος Ἱερομ. ὁ Λούκαρις Πατρ. Κων/πόλεως, ὁ Ἐπίσκ. Σουβρίτου. Λέων∙ Δύο (2), ὁ Ἐπίσκ. Κισσάμου, ὁ Ἐπίσκ. Φοίνικος (Πλακιάς Ἁγ. Βασιλ. ἤ Λουτρό Σφακίων). Μαρία∙ Δύο (2), ἡ Νεομ. ἡ Μεθυμοπούλα, ἡ Νεομ. ἡ ἐκ Μελισσουργείου Κισάμου. Μεθόδιος∙ Δύο (2), Ὅσιος ὁ ἐν Νηβρύτῳ, ὁ Ν. Ἱερομ. Ἐπίσκοπος Λάμπης. Μύρων∙ Δύο (2), ὁ Ἐπίσκ. Γορτύνης ὁ θαυματουργός, ὁ Νεομ. ὁ ἐξ Ἡρακλείου. Νικηφόρος∙ Τρεῖς (3), ὁ Φωκᾶς, ὁ Νεομ. ὁ ἐκ Κριτσᾶς, ὁ Λεπρός. Νικόλαος∙ Τρεῖς (3), Ὅσιος ὁ Κουρταλιώτης, Ὅσιος ὁ Στουδίτης καί Ὁμολογητής, Νεομάρτυς ὁ ἐν Ρεθύμνῃ.
383
Παῦλος∙ Πέντε (5), ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, ὁ Ἐπίσκ. Γορτύνης ὁ θαυματουργός, ὁ Ἐπίσκ. Καντάνου, ὁ Ἐπίσκ. Λάμπης (Ἀργυρούπολη), ὁ Ὁσιομάρτυς. Σάββας∙ Δύο (2), Ὅσιος ὁ Βατοπεδινός Διάκονος καί Βηματάρης, Ὅσιος ὁ διά Χριστόν σαλός. Σισσίνιος∙ Δύο (2), ὁ Ἐπίσκ. Χερρονήσου καί ὁ ἐπίσης Ἐπίσκ. Χερρονήσου. ΕΠΩΝΥΜΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΟΥ ΣΥΝΕΟΡΤΑΖΟΥΝ (Κατά χρονολογική σειρά δράσεως καί τελειώσεως) 1. Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Παῦλος & Τίτος. Σύναξη Α’ Κυριακή μετά τήν 25η Αὐγούστου. 2. Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα: Ἀπολλώς, Ἀρίσταρχος, Ἀρτεμᾶς, Ζηνᾶς, Κάρπος, Λουκᾶς. Μνήμη 4 Ἰανουαρίου. 3. Οἱ Ἅγιοι Δέκα Μάρτυρες οἱ ἐν Γορτύνῃ. Ἀγαθόπους, Βασιλείδης, Γελάσιος, Εὐάρεστος, Εὐνικιανός, Εὔπορος, Ζωτικός, Θεόδουλος, Πόμπιος, Σατορνίνος. Μνήμη 23 Δεκεμβρίου. 4. Οἱ
Ἅγιοι
Κρῆτες
Πατέρες
οἱ
μετασχόντες
στίς
Οἰκουμενικές Συνόδους. Μνήμη τήν Κυριακή μετά τήν Κυριακή μνήμης τῶν Πατέρων τῆς Ζ’ Οἰκ. Συν. (Ὀκτώβριο). 5. Οἱ Ἅγιοι Εὐτύχιος Ἐπίσκ. Γορτύνης, Εὐτυχιανός ὁ Ὁσιομάρτυς καί Κασσιανή ἡ Ὁσία, οἱ αὐτάδελφοι. Μνήμη 17 Αὐγούστου. 6. Οἱ Ὅσιοι Γρηγόριος ὁ Σιναῒτης καί ὁ μαθητής αὐτοῦ Γεράσιμος ὁ Εὐβοεύς. Μνήμη 6 Ἀπριλίου. 7. Ὁ Ἅγιος Ν. Ἱερομ. Ἰσίδωρος καί τά τέκνα αὐτοῦ Γεώργιος καί Εἰρήνη οἱ ἐν Βαλῇ Μεσαρᾶς. Μνήμη 18 Ὀκτωβρίου.
384
8. Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες Ἐμμανουήλ καί Ἀνεζίνα καί τά τέκνα αὐτῶν Γεώργιος καί Μαρία οἱ ἐκ Μελισσουργείου Κισάμου. Μνήμη 14 Ἰουλίου. 9. Οἱ Ὅσιοι Γεράσιμος ὁ Βυζάντιος καί Ἀκάκιος. Μνήμη 12 Ἰουλίου. 10. Οἱ ἐπώνυμοι Ν. Ἱερομ. Ἐπίσκοποι, οἱ ἐπώνυμοι Βατοπεδινοί Ν. Ἱερομ. καί Ν. Ὁσιομ. καί οἱ δύο ἐπώνυμοι Νεομ. κατά τά ἔτη 1821 ‐22. Μνήμη 23 Ἰουνίου. 11. Οἱ Ἅγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες, Ἀγγελῆς, Γεώργιος, Μανουήλ καί Νικόλαος οἱ ἐν Ρεθύμνῃ μαρτυρήσαντες. Μνήμη 28 Ὀκτωβρίου. 12. Οἱ Ἅγιοι Τρεῖς Νεομάρτυρες Ἀπόστολος, Δημήτριος καί Ζαχαρίας οἱ ἐκ Μουλίων. Μνήμη τήν Κυριακή μετά τή 15η Αὐγούστου. 13. Οἱ Ὅσιοι αὐτάδελφοι Παρθένιος καί Εὐμένιος οἱ ἐν Κουδουμᾷ. Μνήμη 10 Ἰουλίου. ΑΝΩΝΥΜΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΟΥ ΣΥΝΕΟΡΤΑΖΟΥΝ ΜΕΤΑ ΕΠΩΝΥΜΩΝ (Κατά χρονολογική σειρά δράσεως καί τελειώσεως) 1. Πάντες οἱ ἐν Κρήτῃ διαλάμψαντες Ἅγιοι ἐπώνυμοι καί ἀνώνυμοι. Μνήμη Α΄ Κυριακή Ἰουλίου. 2. Πάντες οἱ ἐν Γορτύνῃ καί Ἀρκαδίᾳ διαλάμψαντες Ἅγιοι ἐπώνυμοι καί ἀνώνυμοι. Μνήμη Α΄ Κυριακή Μαΐου. 3. Οἱ μετά τοῦ Μάρτυρος Θεοφίλου μαρτυρήσαντες. Μνήμη 31 Μαρτίου. 4. Οἱ μετά τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου τοῦ Ἁγιοφαραγγίτου τιμώμενοι Ὅσιοι ὅλων τῶν ἐποχῶν, δηλ. οἱ τοῦ Ἁγιοφαράγγου καί Ἀστερουσίων ὀρέων. Μνήμη 14 Ἰουλίου.
385
5. Οἱ μετά τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Ἐρημίτου τιμώμενοι Ὅσιοι ἐνενηνταοκτώ (98) Πατέρες ἀνώνυμοι. Μνήμη 7 Ὀκτωβρίου. 6. Οἱ μετά τῶν ἐπωνύμων Ν. Ἱερομ. Ἐπισκόπων, ἐπωνύμων Βατοπεδινῶν Ἱερομ. καί Ὁσιομ. καί λαϊκῶν ἐπωνύμων Νεομαρτύρων τιμώμενοι ἀνώνυμοι Ν. Ἱερομ. Κληρικοί καί Λαϊκοί (1821‐22). Μνήμη 23 Ἰουνίου. 7. Οἱ μετά τοῦ Ἱερομ. Γεωργίου μαρτυρήσαντες Δώδεκα (12) ἀνώνυμοι Νεομάρτυρες στή Γέργερη (1828). Μνήμη Β΄ Κυριακή Μαΐου. ΧΟΡΟΙ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΟΥ ΕΟΡΤΑΖΟΥΝ 1. Οἱ Ἅγιοι Δώδεκα ἀνώνυμοι Κρῆτες Στρατιῶτες. Μνήμη 12 Αὐγούστου. 2. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες οἱ ἐν τῇ Ἱ. Μονῇ Καλυβιανῆς ἀσκήσει καί
μαρτυρίῳ
Ἑνετοκρατίας
τελειωθέντες καί
κατά
Τουρκοκρατίας.
τίς
περιόδους
Μνήμη
28
Σεπτεμβρίου. ΣΥΝΑΞΕΙΣ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΡΗΤΗΣ 1)Ἁγίου Μηνᾶ τοῦ Μεγαλομάρτυρος. Ἀνάμνηση Μ. Θαύματος τοῦ Ἁγίου κατά τό Πάσχα τοῦ 1826, μέ τό ὁποῖο διέσωσε ἀπό σφαγή τούς χριστιανούς. Τελεῖται τήν Τρίτη τῆς Διακαινησίμου στόν Παλαιό Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου στό Ἡράκλειο.
386
2) Ἀντιφωνητρίας. Θαυματουργοῦ Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου τῆς Ἱ. Μονῆς‐Προσκυνήματος τῶν Μυριοκεφάλων. Τελεῖται 11 Σεπτεμβρίου. 3)Βρεφοτρόφου. Θαυματουργοῦ Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου, πόλεως Ἁγ. Νικολάου, 3 Φεβρουαρίου. 4)Γαλακτοτροφούσης. Θαυματουργοῦ Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου, Ἱ.Μ.Ἀγκαράθου, Σάββατο μετά τήν ἑορτή τῆς Μεταμορ‐ φώσεως. 5)Ἐλεούσης. Θαυματουργοῦ Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου, Μετοχίου Ἱ. Μ. Ἀγκαράθου, 11 Αὐγούστου. 6)Ἐλεούσης. Θαυματουργοῦ Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου, πόλεως Ἱεραπέτρας, 11 Ἰουνίου. 7)Ἐπανακομιδῆς τῆς Τιμίας Κάρας τοῦ Ἀποστόλου Τίτου. Ἀνάμνηση τῆς ἐκ Βενετίας Ἐπανακομιδῆς τό 1966. Τελεῖται στόν φερώνυμο Ἱ. Ναό τῆς πόλεως Ἡρακλείου στίς 15 Μαΐου. 8)Εὐαγγελισμοῦ. Θαυματουργοῦ Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου, Μοχοῦ, 25 Σεπτεμβρίου. 9)Θεοτόκου τοῦ Φόρου. Θαυματουργοῦ Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου στό Ἡράκλειο, 16ος αἰ. Ἄγνωστη ἡ τύχη τῆς Εἰκόνος καί ὁ χρόνος παύσεως τελέσεως τῆς Συνάξεως. 10)Μεσοπαντητίσσης Παναγίας. Θαυματουργοῦ Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου πού μετέφεραν οἱ Ἑνετοί στή Βενετία, ἡ ὁποία
387
ὑπάρχει μέχρι σήμερα στό ναό santa Maria de la Salute. Ἀντίγραφό της ὑπάρχει στόν Ἱ. Ναό Ἁγίου Τίτου Ἡρακλείου, ὅπου τελεῖται ἡ Σύναξη στίς 13 Ἰανουρίου. 11)Ὀρφανῆς Παναγίας. Θαυματουργοῦ Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου ἡ ὁποία βρίσκεται στήν Ἱ. Μ. Ἀγκαράθου, ὅπου καί τελεῖται ἡ Σύναξη στίς 2 Ἰουλίου. 12)Παληανῆς Παναγίας. Θαυματουργοῦ Εἰκόνος τῆς Θεο‐ τόκου τῆς Μυρτιδιωτίσσης τῆς ὁμωνύμου Ἱ. Μονῆς, ὅπου τελεῖται ἡ Σύναξη στίς 24 Σεπτεμβρίου. 13)Πάντων τῶν ἐν Γορτύνῃ καί Ἀρκαδίᾳ Ἁγίων. Τελεῖται στόν Ἱ. Μητροπολιτικό Ναό Ἁγίου Γεωργίου Μοιρῶν τήν Α’ Κυριακή τοῦ Μαΐου. 14)Πάντων τῶν ἐν Κρήτῃ διαλαμψάντων Ἁγίων. Τελεῖται ἡ Σύναξη τήν Α’ Κυριακή τοῦ Ἰουλίου. 15)Παύλου καί Τίτου τῶν Ἀποστόλων. Τελεῖται τήν Α’ Κυριακή μετά τήν 25η Αὐγούστου. 16)Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου. Τελεῖται κατά τή μνήμη τῆς Καταθέσεως αὐτῆς, στίς 31 Αὐγούστου. ΠΕΡΙΠΥΣΤΕΣ ΤΙΜΩΜΕΝΕΣ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ Ἐκτός τῶν θαυματουργῶν Εἰκόνων πού περιλαμβάνονται στόν ἀνωτέρω πίνακα τῶν Συνάξεων, τιμῶνται ὡς περίπυστες καί οἱ παρακάτω Θαυματουργές Εἰκόνες:
388
Α’ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 1) Καρδιωτίσσης – Κερᾶς ὁμωνύμου Ἱ. Μονῆς ( ἡ και τῆς ‘’ Διαρκοῦς Βοηθείας’’ 2) Καλυβιανῆς, ὁμωνύμου Ἱ. Μονῆς (ἐκλάπη ἀπό ἱερόσυλους). 3) Κουδουμᾶ (Ἐλεοῦσα τοῦ Κύκκου), ὁμωνύμου Ἱ. Μονῆς. 4) Λιθινῶν Σητείας. 5) Ὁδηγητρίας, ὁμωνύμου Ἱ. Μονῆς τῆς Μεσαρᾶς. 6) Χρυσοπηγῆς, Ἱ. Ν. Ζωοδόχου Πηγῆς Ἡρακλείου. Β’ ΑΓΙΩΝ 1) Ἁγ. Γεωργίου Σεληνάρη, ὁμωνύμου Ἱ. Μονῆς. 2) Ἁγ. Γεωργίου Ἐπανωσήφη, ὁμωνύμου Ἱ. Μονῆς. 3) Ἁγ. Μαρίνης Βόνης, ὁμωνύμου Ἱ. Μονῆς. 4) Ἁγ. Μηνᾶ, Μητρ. Ναοῦ Ἡρακλείου. 5) Ἁγ. Φανουρίου, Κατσαμπᾶ Ἡρακλείου. ΤΟΠΙΚΑ ΑΓΙΟΛΟΓΙΑ ΚΡΗΤΗΣ Στόν παρόντα πίνακα καταγράφουμε τά Τοπικά Ἁγιολόγια κατά Ἐκκλησιαστικές Ἐπαρχίες τῆς Κρήτης, μέ βάση τίς πληροφορίες πού μᾶς παρέχουν οἱ γραπτές πηγές, καθώς καί οἱ προφορικές πηγές τῆς τοπικῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως. Δέν συμπεριλαμβάνονται οἱ Ἅγιοι ἐκεῖνοι, στούς βίους τῶν ὁποίων δέν ὑπάρχει γραπτή μαρτυρία περί συγκεκριμένου τόπου, ἀλλ᾽ οὔτε καί προφορική πληροφορία τοπικῆς ἐκκλη‐ σιαστικῆς παραδόσεως (ὅσο τουλάχιστον μπορεῖ ὁ γράφων νά γνωρίζει). Ἐπίσης ὑπάρχουν κάποιες ἐπαναλήψεις. Δηλαδή ἕνας ἅγιος μέ μαρτυρούμενο τόν τόπο καταγωγῆς, συμπερι‐ λαμβάνεται στό Τοπικό Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς
389
Ἐπαρχίας, ἀλλά ἄν ἡ τελείωσή του ἔγινε σέ ἄλλη, τότε συμπεριλαμβάνεται καί στό Τοπικό Ἁγιολόγιο τῆς δευτέρας. ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΚΡΗΤΗΣ 1)Ἀπόστολοι: Ἀπόστολος Τίτος. Πρῶτος Ἐπίσκ. Κρήτης καί λόγῳ τῆς Τιμίας Κάρας. 2)Ἐπίσκοποι:
Πινυτός
Κνωσοῦ,
Μύρων
Γορτύνης
ὁ
Θαυματουργός (λόγῳ τοῦ τάφου καί τοῦ προσκυνήματος), Μουσώνιος
Ἡρακλείου,
Ζηνόβιος
Κνωσοῦ,
Ἀναστάσιος
Κνωσοῦ, Θεόδωρος Ἡρακλειουπόλεως (Ἡρακλείου), Βασίλειος ὁ Α’ ὁ Ὁμολογητής ὁ ἀπό Κρήτης Μητρ. Θεσ/νίκης, Ἄνθιμος Ἀθηνῶν‐Πρόεδρος
Κρήτης
ὁ
Ὁμολογητής,
Γεράσιμος
Παλλαδάς Πατρ. Ἀλεξανδρείας. 3)Νέοι Ἱερομάρτυρες Ἐπίσκοποι: Γεράσιμος Μητρ. Κρήτης, Νεόφυτος
Κνωσοῦ,
Χερρονήσου
Ἰωακείμ,
Διοπόλεως
Καλλίνικος, Κύριλλος Λούκαρις Πατρ. Κων/πόλεως. 4)Νέοι Ἱερομάρτυρες: Ἀμβρόσιος καί Νεόφυτος οἱ Βατοπεδινοί καί οἱ Δεκαεπτά Κληρικοί ἀνώνυμοι Νέοι Ἱερομάρτυρες, (1821‐ 22). 5)Ὁσιομάρτυρες: Ἀνδρέας ὁ ἐν Κρίσει. 6)Νέοι Ὁσιομάρτυρες: Διονύσιος καί Μακάριος οἱ Βατοπε‐ δινοί, οἱ Δεκαοκτώ Πατέρες τῆς Ἱ.Μ. Ἐπανωσήφη.
390
7)Μάρτυρες: Εὐάρεστος (ἐκ τῶν Ἁγ. Δέκα), Ζωτικός (ἐκ τῶν Ἁγ. Δέκα), Βασιλεύς Νικηφόρος ὁ Φωκᾶς, Μεγαλομάρτυς Μηνᾶς. 8)Νεομάρτυρες: Μύρων ὁ ἐξ Ἡρακλείου, Νικηφόρος ὁ ἐκ Κριτσᾶς, Ἰωάννης ὁ ἐξ Ἀγαρηνῶν ὁ «Ἀρναουτογιάννης», Γεώργιος (Παυλάκης), Ἰωάννης ὁ Λογοθέτης ὁ Ἰατρός, οἱ λαϊκοί ἀνώνυμοι Νεομάρτυρες 1821‐22. 9)Ὅσιοι: Ἰωσήφ ὁ Ὑμνογράφος, Σάββας ὁ Διάκονος καί Βηματάρης ὁ Βατοπεδινός, Σέργιος ὁ Μάγιστρος, Συμεών ὁ Μεταφραστής, Ἀθανάσιος ὁ ἐν τῷ Ἄθῳ, Ἰωσήφ ὁ Ἡγιασμένος ὁ Σαμάκος. Συνάξεις: Τιμίας Ζώνης, Εἰκόνος Θεοτόκου τοῦ Φόρου, Εἰκόνος Παναγίας Μεσοπαντήτισσας, Εἰκόνος Παναγίας Ὀρφανῆς Ἱ. Μ. Ἀγκαράθου, Εἰκόνος Παναγίας Παληανῆς ὁμωνύμου Ἱ. Μονῆς, Εἰκόνος Θεοτόκου Γαλακτοτροφούσης Ἱ. Μ. Ἀγκαράθου, Εἰκόνος Ἐλεούσης Θεοτόκου Ἱ. Μ. Ἀγκαράθου, Παύλου καί Τίτου τῶν Ἀποστόλων, Ἐπανακομιδῆς τῆς Τ. Κάρας τοῦ Ἀπ. Τίτου, Θαύματος Ἁγίου Μηνᾶ. Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΓΟΡΤΥΝΗΣ ΚΑΙ ΑΡΚΑΔΙΑΣ 1)Ἀπόστολοι: Παῦλος ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, Τίτος ὁ Πρῶτος Ἐπίσκ. Κρήτης, Ἀπολλώς, Ἀρίσταρχος, Ἀρτεμᾶς, Ζηνᾶς, Λουκᾶς καί Κάρπος. 2)Ἐπίσκοποι:
Γορτύνης‐Ἀρχιεπίσκοποι
Κρήτης:
Φίλιππος
Γορτύνης, Μύρων Γορτύνης ὁ θαυματουργός, Παῦλος Γορτύνης ὁ θαυματουργός, Ἰκόνιος Γορτύνης, Μαρτύριος Γορτύνης,
391
Θεόδωρος Γορτύνης, Εὐμένιος Γορτύνης ὁ θαυματουργός, Ἠλίας Γορτύνης, Ἰωάννης Ἀρκαδίας, Εὐτύχιος Γορτύνης, Μελέτιος Πηγᾶς Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας. 3)Ἐπίσκοποι Ἱερομάρτυρες: Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, Κύριλλος Γορτύνης, Πέτρος Γορτύνης ὁ «Νέος Ἱερομάρτυς». 4)Νέοι Ἱερομάρτυρες: Ἰσίδωρος ὁ ἐν Βαλῇ, Γεώργιος ὁ ἐν Γέργερῃ. 5)Ὁσιομάρτυρες: Εὐτυχιανός. 6)Νέοι Ὁσιομάρτυρες: Πατέρες Ἱ. Μονῆς Καλυβιανῆς οἱ θαυμαστῶς φανερωθέντες. 7)Μάρτυρες: Ἅγιοι Δέκα οἱ ἐν Γορτύνῃ μαρτυρήσαντες. 8)Νεομάρτυρες: Γεώργιος καί Εἰρήνη τά τέκνα τοῦ Ἁγίου Ν. Ἱερομ.
Ἰσιδώρου,
Ἰωάννης
ὁ
ἐξ
Ἀγαρηνῶν
ὁ
«Ἀρναουτογιάννης», οἱ Τρεῖς Νεομ. οἱ ἐκ Μουλίων Ἀπόστολος, Δημήτριος καί Ζαχαρίας, οἱ Δώδεκα ἀνώνυμοι Νεομ. οἱ μετά τοῦ Ἱερομ. Γεωργίου ἐν Γέργερῃ μαρτυρήσαντες, οἱ δύο ἀνώνυμοι, δηλ. ὁ Νέος Ἱερομ. καί ὁ Νεομ. στό χωριό Διονύσι τῆς Μεσαρᾶς. 9)Ὅσιοι: Κάρπος ὁ Ἱερεύς, Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Κασσιανή, Νίκων ὁ Μετανοεῖτε, Ἰωάννης ὁ Ξένος, Ἀρσένιος ὁ Ἁγιοφαραγγίτης καί πάντες οἱ Ὅσιοι τοῦ Ἁγιοφαράγγου καί Ἀστερουσίων, Γρηγόριος ὁ Σιναῒτης καί Γεράσιμος ὁ Εὐβοεύς, Μεθόδιος ὁ ἐν Νηβρύτῳ, Χαραλάμπης ὁ ἐν Καλυβιανῇ, Ὅσιοι
392
Ἱ.Μ. Καλυβιανῆς οἱ θαυμαστῶς φανερωθέντες, Παρθένιος καί Εὐμένιος οἱ ἐν Κουδουμᾷ οἱ αὐτάδελφοι καί Ἰωακείμ ὁ ἐν Κουδουμᾷ. Σύναξη: Πάντων τῶν ἐν Γορτύνῃ καί Ἀρκαδίᾳ Ἁγίων. Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΡΕΘΥΜΝΗΣ ΚΑΙ ΑΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ 1)Ἀπόστολος Τίτος: Πρῶτος Ἐπίσκοπος Κρήτης. 2)Ἐπίσκοποι:
Παῦλος
Ἐπίσκ.
Λάμπης
(Ἀργυρούπολη),
Δημήτριος Ἐπίσκ. Λάμπης (Ἀργυρούπολη), Εὐφράτης Ἐπίσκ. Ἐλευθέρνης,
Ἰωάννης
Ἐπίσκ.
Λάμπης
(Ἀργυρούπολη),
Ἐπιφάνιος Ἐπίσκ. Ἑλευθέρνης, Ἀθανάσιος Πατελάρος Πατρ. Κων/πόλεως. 3)Νέοι Ἱερομάρτυρες Ἐπίσκοποι: Γεράσιμος Ἐπίσκοπος Ρεθύμνης. 4)Ὁσιομάρτυρες: Γεδεών ὁ Καρακαλληνός. 5)Μάρτυρες: Ἀγαθόπους ἀπό τό Πάνορμο Μυλοποτάμου (ἐκ τῶν Ἁγ. Δέκα). 6)Νεομάρτυρες: Οἱ Τέσσερις Νεομάρτυρες, Ἀγγελῆς, Γεώ‐ ργιος, Μανουήλ καί Νικόλαος. 7)Ὅσιοι: Ἰωάννης ὁ Ξένος, Μεθόδιος ὁ ἐν Νυβρήτῳ, Ἰγνάτιος ὁ Σιναῒτης, Ἰωακείμ ὁ ἐν Κουδουμᾷ.
393
Σύναξη: Εἰκόνος Θεοτόκου Ἀντιφωνητρίας Μυριοκεφάλων. Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΚΥΔΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΟΡΩΝΟΥ 1)ἈπόστολοςΤίτος: Πρῶτος Ἐπίσκοπος Κρήτης. 2)Ἐπίσκοποι: Κυδώνιος Ἐπίσκ. Κυδωνίας, Νικήτας Ἐπίσκ. Κυδωνίας, Μελίτων Ἐπίσκ. Κυδωνίας, Λεόντιος ὁ Β’ Πατρ. Ἱεροσολύμων. 3)Νέοι Ἱερομάρτυρες Ἐπίσκοποι: Καλλίνικος Ἐπίσκοπος Κυδωνίας, Μελχισεδέκ Ἐπίσκ. Κισσάμου. 4)Νέοι Ἱερομάρτυρες: Καλλίνικος ὁ Βεροιεύς ὁ Διάκονος τοῦ Κισάμου Μελχισεδέκ. 5)Νέοι Ὁσιομάρτυρες: Ἱερεμίας ὁ Μετοχιάριος τῆς Ἱ. Μ. Θεολόγου Πάτμου. 6)Μάρτυρες: Βασιλείδης (ἐκ τῶν Ἁγ. Δέκα). 7)Νεομάρτυρες: Γεώργιος ὁ Διβόλης ὁ ἐξ Ἁλικιανοῦ, Θωμᾶς (ὁ Πασχίδης). 8)Ὅσιοι: Νικόλαος ὁ Ὁμολογητής ὁ Στουδίτης, Ἰωάννης ὁ Ἐρημίτης καί οἱ σύν αὐτῷ Ἐνενηνταοκτώ (98) Πατέρες, Γεράσιμος ὁ ἐν Κεφαλληνίᾳ, Γεράσιμος ὁ Βυζάντιος, Ἀκάκιος ὁ Νέος Ἀσκητής, Γρηγόριος ἐν Ἀκρίτᾳ.
394
Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΛΑΜΠΗΣ, ΣΥΒΡΙΤΟΥ ΚΑΙ ΣΦΑΚΙΩΝ 1)ἈπόστολοςΤίτος. Πρῶτος Ἐπίσκοπος Κρήτης. 2)Ἐπίσκοποι: Εὐσέβιος Ἐπίσκ. Ἀπολλωνιάδος (Ἀργουλές Σφακίων), Κύριλλος Ἐπίσκ. Σουβρίτων (Θρόνος Ἀμαρίου), Θεόδωρος Ἐπίσκ. Σουβρίτων, Λέων Ἐπίσκ. Φοίνικος (Πλακιάς Ἁγ. Βασιλείου ἤ Λουτρό Σφακίων). 3)Νέοι Ἱερομάρτυρες Ἐπίσκοποι: Μεθόδιος Ἐπίσκ. Λάμπης, Ἱερόθεος Ἐπίσκ. Λάμπης. 4)Νεομάρτυρες: Ἰωάννης ὁ ἐκ Σφακίων, Μανουήλ ὁ ἐκ Σφακίων, Ματθαῖος ὁ ἐκ Γερακαρίου, οἱ Τέσσερις Νεομάρτυρες οἱ ἐκ Μελάμπων καί ἐν Ρεθύμνῃ μαρτυρήσαντες. 5)Ὅσιοι: Ἰωάννης ὁ Ξένος, Νικόλαος ὁ Κουρταλιώτης, Ἄνθιμος ὁ Νέος Ἀσκητής. Σημ. Ἔντονη τοπική ἐκκλησιαστική παράδοση δέχεται ὡς Ὅσιο τόν ἀσκητή Γεράσιμο (18ος – 19ος αἰ. † 1835), στήν περιοχή Ἅγ. Ὀνούφριος τῆς ἐπαρχίας Ἁγ. Βασιλείου Ρεθύμνης. Μάλιστα ὁ ἐνάρετος Ἁγιορείτης Ἱερομόναχος Νέστωρ Βασσάλος (1872 – 1957) κτίτωρ τῆς Ἱ. Μ. Κουμπέ Ρεθύμνης, κατόπιν ὁράματος ἱστόρησε Εἰκόνα του. Ἡ ἔρευνα εἶναι θέμα τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας.
395
Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΙΕΡΑΠΥΤΝΗΣ ΚΑΙ ΣΗΤΕΙΑΣ 1)ἈπόστολοςΤίτος. Πρῶτος Ἐπίσκοπος Κρήτης. 2)Ἐπίσκοποι: Σύμφορος Ἐπίσκ. Ἱεράπυδνας. 3)Ἐπίσκοποι Νέοι Ἱερομάρτυρες: Ζαχαρίας Ἐπίσκ. Σητείας. 4)Νέοι Ἱερομάρτυρες: Ἰάκωβος (Ἀρχατζικάκης) 1922 (Σμύρνη‐ Μικρασιατική Καταστροφή). 5)Νεομάρτυρες: Μάρκος (Κυριακόπουλος) ὁ ἐν Σμύρνῃ μαρ‐ τυρήσας. 6)Ὅσιοι: Ἰωσήφ ὁ Ἡγιασμένος ὁ «Σαμάκος», Ἰωσήφ ὁ «Γεροντογιάννης», Ἀνανίας ὁ «Χατζηανανίας», ὁ Ἀνώνυμος «Ἁγιασμένος». Συνάξεις. Θαυματουργοῦ Εἰκόνος Παναγίας Ἐλεούσης πόλεως Ἱεραπέτρας. Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΤΡΑΣ ΚΑΙ ΧΕΡΡΟΝΗΣΟΥ 1)ἈπόστολοςΤίτος. Πρῶτος Ἐπίσκοπος Κρήτης. 2)Ἐπίσκοποι: Ἀνδήριος Ἐπίσκ. Χερρονήσου, Σισσίνιος Ἐπίσκ. Χερρονήσου καί ἐπίσης Σισσίνιος Ἐπίσκ. Χερρονήσου.
396
3)Ἐπίσκοποι Νέοι Ἱερομάρτυρες: Ἰωακείμ Ἐπίσκ. Πέτρας, Ἰωακείμ Ἐπίσκ. Χερρονήσου. 4)Νεομάρτυρες: Νικηφόρος ὁ ἐκ Κριτσᾶς, Μαρία ἡ Μεθυ‐ μοπούλα. Συνάξεις: Εἰκόνος Βρεφοτρόφου Θεοτόκου, πόλεως Ἁγ. Νικολάου, Ευαγγελισμοῦ Μοχοῦ. Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΚΙΣΣΑΜΟΥ ΚΑΙ ΣΕΛΙΝΟΥ 1)ἈπόστολοςΤίτος. Πρῶτος Ἐπίσκοπος Κρήτης. 2)Ἐπισκοποι: Εὔκισος Ἐπίσκ. Κισάμου, Παῦλος Ἐπίσκ. Καντά‐ νου, Γρηγόριος Ἐπίσκ. Καντάνου, Θεόπεμπτος Ἐπίσκ. Κισάμου, Λέων Ἐπίσκ. Κισσάμου, Φωτεινός Ἐπίσκ. Καντάνου. 3)Ἐπίσκοποι Νέοι Ἱερομάρτυρες: Μελχισεδέκ Ἐπίσκ. Κισ‐ σάμου. 4)Νέοι Ἱερομάρτυρες: Καλλίνικος ὁ Βεροιεύς ὁ Διάκονος. 5)Νεομάρτυρες: Ἐμμανουήλ, Ἀνεζίνα καί τά τέκνα αὐτῶν Γεώργιος καί Μαρία οἱ ἐκ Μελισσουργείου Κισσάμου. 6)Ὅσιοι: Ἰωάννης ὁ Ξένος, Ἰωάννης ὁ Ἐρημίτης καί οἱ σύν αὐτῷ Ἐνεννηνταοκτώ Ὅσιοι Πατέρες οἱ ἐν Ἀζωγυρέ Σελίνου.
397
Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΑΡΚΑΛΟΧΩΡΙΟΥ, ΚΑΣΤΕΛΛΙΟΥ ΚΑΙ ΒΙΑΝΝΟΥ 1)ἈπόστολοςΤίτος. Πρῶτος Ἐπίσκοπος Κρήτης. 2)Μπορεῖ νά θεωρεῖ Ἅγιο τοῦ Τοπικοῦ Ἁγιολογίου της τόν Ἅγιο Ἰωάννη Ἐπίσκοπο Ἀρκαδίας, Πατέρα τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου 787 μ.Χ., διότι τότε ἡ ἕδρα τῆς Ἐπισκοπῆς Ἀρκαδίας ἦταν στήν Ἐπαρχία της. 3)Ἔντονη εἶναι ἡ τοπική παράδοση τῆς Βιάννου περί Νέο‐ μάρτυρος μέ τό ὄνομα Κωνσταντῖνος ἀπό τόν Συκολόγο Βιάννου, ὁ ὁποῖος ἀρνήθηκε νά ἀλλαξοπιστήσει καί μαρτύρησε στό χωριό Ρουσσοχώρια, (πρό τοῦ 1860). Ἡ ἔρευνα εἶναι θέμα τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό τόν κατάλογο τῶν ὀνομάτων τῶν Ἁγίων τοῦ Κρητικοῦ Ἁγιολογίου πού παραθέσαμε κατ᾽ ἀλφάβητο καί μέ βάση τήν προσωπική μας ἔρευνα, καταδεικνύεται ὁ ἁγιολογικός πλοῦτος τῆς Κρητονήσου. Τό πλῆθος αὐτό τῶν Ἁγίων (εἴτε ἦσαν Κρῆτες εἴτε συνδέθηκαν μέ τήν Κρήτη) ἀποτελοῦν Ἀπόστολοι, Ἐπίσκοποι, Μάρτυρες, Ὁσιομάρτυρες, Ὅσιοι, Ὁμολογητές, Ἱερομάρτυρες καί Νέοι Ἱερομάρτυρες, Νέοι Ὁσιομάρτυρες καί Νεομάρτυρες. Εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ νά παρατηρεῖ κανείς, ὅτι σέ ὅλες τίς ἐποχές ἀναδείχθηκαν Ἅγιοι. Ἀπό τήν Ἀποστολική ἐποχή μέχρι καί τόν 20ό αἰώνα. Καί ἐννοοῦμε τούς ἐπωνύμους Ἁγίους, διότι ὑπάρχουν καί ἀναρίθμητοι ἀνώνυμοι, γνωστοί ὅμως στόν Θεό καί γραμμένοι ἐν Βίβλῳ Ζωῆς, προστάτες καί αὐτοί τῆς Νήσου καί πρεσβευτές τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ της.
398
Οἱ Ἅγιοι τῆς Κρήτης εἶναι ὁ μεγαλύτερος καί αἰώνιος πλοῦτος της, ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς διά μέσου τῶν αἰώνων θεοσεβείας της. Ἡ ἀξία αὐτῆς τῆς ἀλήθειας προσλαμβάνει μεγαλύτερο κύρος, ἄν ἀναλογισθεῖ κανείς πόσες περιπέτειες πέρασε ἐπί αἰνῶες ἡ Κρήτη, ἀπό ἀλλόθρησκους καί ἑτερό‐ δοξους κατακτητές. Κράτησε ζωντανή τήν πίστη. Ἀκόμη καί στή φρικτή περίοδο τῆς Ἀραβοκρατίας (826‐961) τῶν γενικῶν βίαιων ἐξισλαμισμῶν καί τῆς καταστροφῆς ὅλων τῶν ἱερῶν σεβασμάτων τῆς χριστιανικῆς ἀκμῆς τῆς Α’ Βυζαντινῆς Περιόδου (300‐826), ὑπῆρχε ἡ μυστική σπίθα πού ἀνέδειξε πάλι σέ δυνατή φλόγα ὁ Ὅσιος Νίκων ὁ Μετανοεῖτε καί στή συνέχεια ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ξένος.
Αὐτός ὁ ἁγιολογικός πλοῦτος πρέπει νά προβάλλεται μέ
ὅλους τούς τρόπους καί νά ἔχουν ὡς ἀπίκεντρο τή Θ. Λατρεία. Κανένα ἔργο ἐκκλησιαστικό, ὅσο ἐπαινετό κι ἄν εἶναι, δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ τό θεῖο κεφάλαιο πού λέγεται Ἅγιοι. Γι᾽ αὐτό καί ὅσο προβάλλονται οἱ Ἅγιοι, ἀναζωπυρώνεται τό φιλάγιο πνεῦμα τῶν πιστῶν, πυκνώνει ἡ Θ. Λατρεία καί ἡ Παράδοση συνεχίζεται.
Βέβαια ὅλοι οἱ Ἅγιοι τοῦ Κρητικοῦ Ἁγιολογίου, ἀνήκουν
σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης. Εἶναι ὅμως φυσικό ὅσο καί ἀναγκαῖο, οἱ Ἐκκλησιαστικές Ἐπαρχίες τῆς Νήσου νά πράττουν τά ἀπαραίτητα γιά τήν προβολή καί τιμή τῶν Ἁγίων πού συνδέονται ἄμεσα μέ τό τοπικό τους Ἁγιολόγιο. Καί ἐπειδή ὑπάρχουν φιλάγιοι κληρικοί καί λαϊκοί σ᾿ ὅλο τόν κόσμο, πρέπει νά προβάλλονται καί μέσα ἀπό τό διαδίκτυο τό ὁποῖο διαθέτει πλέον μεγάλη δύναμη. Μέ αὐτόν τόν τρόπο, ὄχι μόνο γίνονται περισσότερο γνωστοί, ἀλλά ἐπεκτείνενται καί ἡ τιμή τους. Καί ἐπί πλέον γίνεται περισσότερο γνωστή ἡ ἐκκλησι‐ αστική ἱστορία τῆς Κρήτης.
399
Πρέπει νά τονίσουμε, ὅτι πάντα θά ὑπάρχουν Ἅγιοι σέ
ὅλες τίς ἐποχές. Καί σήμερα ἀκόμη ἡ Κρήτη δέν ὑστερεῖ, ἀλλά συνεχίζεται ἡ ἁγία της παράδοση. Ὑπάρχουν καί σύγχρονες ὁσιακές μορφές Κρητῶν, περί τῶν ὁποίων ἤδη ἡ Ἐκκλησιαστική Συνείδηση μαρτυρεῖ. Στόν κατάλογο συμπεριλάβαμε μόνο ἐκείνους γιά τούς ὁποίους οἱ οἰκεῖες Μητροπόλεις προέβησαν σέ ἐκδόσεις. Γιά τίς περιπτώσεις ὅμως Νεομαρτύρων τῶν ὁποίων τά ὀνόματα ἔρχονται στό φῶς ἀπό γραπτές πηγές καί ἰδιαίτερα καθώς θά μεταφράζονται τά τουρκικά ἀρχεῖα (κυρίως τῶν ἱεροδικείων), τά πράγματα εἶναι διαφορετικά, διότι ὁ χρόνος πού παρῆλθε, περισσότερο δέ ἡ μαρτυρική τελείωση, ἐπιβάλλουν τήν ἄμεση ἐγγραφή τους στό Κρητικό Ἁγιολόγιο καί τήν ὀφειλόμενη τιμή τους.
Τέλος, σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τόν χορό τῶν παλαιῶν Ὁσίων,
ὑπάρχει ἕνα πρόσωπο γιά τό ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης ‐ ταπεινῶς φρονοῦμε‐ ὅτι ἔχει τήν ἱερή ὑποχρέωση, ἀλλά καί τό δικαίωμα νά ἐνεργήσει καταλλήλως. Αὐτό τό πρόσωπο εἶναι ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος (1350‐1431). Ἦταν Στουδίτης Μοναχός, ἀσκητής, ὁ μεγαλύτερος λόγιος πρό τῆς πτώσεως στήν Κων/πολη, σύμβουλος Πατριαρχῶν καί Αὐτοκρατόρων, ρήτορας καί ἐπίσημος ὁμιλητής τοῦ παλατίου, Διδάσκαλος τοῦ Γένους, δεινός θεολόγος μέ πατερικό φρόνημα, προασπιστής τῆς Ὀρθοδοξίας μέ ὁμολογιακή στάση.
Στήν Κρήτη ἐστάλη ὡς Ἔξαρχος τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου (ὅπως καί ἡ περίπτωση τοῦ Ἁγ. Ἀνθίμου Ἀθηνῶν – Προέδρου Κρήτης τοῦ Ὁμολογητοῦ) γιά τή στήριξη τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Νήσου κατά τήν Ἑνετοκρατία, τότε πού εἶχαν ἐκδιωχθεῖ οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκο‐ ποι καί οἱ Λατίνοι ἀσκοῦσαν πιέσεις καί προπαγάνδα κατά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ δέ Λατινόφρονες Ὀρθόδοξοι ἀποτε‐
400
λοῦσαν κίνδυνο, ὅπως καί οἱ παρεκτρεπό‐μενοι Ὀρθόδοξοι κληρικοί ζημίωναν τήν Ἐκκλησία. Ἀγωνίστηκε στήν Κρήτη ἐπί μιά σχεδόν εἰκοσαετία (1381‐1400) καί ἀπό ἐπιστολή του μετά τήν ἐπιστροφή του στήν Κων/πολη, γνωρίζουμε καί τό ἀσκητήριο ‐ ὁρμητήριο τῶν ἀγώνων του (περιοχή χωριοῦ Σμάρι Πεδιάδος).
Ἦταν ὁ πνευματικός πατέρας καί διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου
Μάρκου Ἐπισκόπου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ, ὁ ὁποῖος γράφει θερμά περί τῆς προσφορᾶς καί ἁγιότητος τοῦ Ἰωσήφ μετά τήν κοίμησή του, καθώς καί πνευματικός πατέρας καί διδάσκαλος τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου, πρώτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μετά τήν ἅλωση. Περί τῆς ἀσκητικῆς βιοτῆς, τῶν πολλῶν ἀγώνων καί τῆς ἐν γένει προσφορᾶς του, ἔχουν γραφεῖ πολλά καί σημαντικά ἐπιστημονικά ἄρθρα καί ἀμέτρητες ἀναφορές ἀπό θεολόγους καί ἱστορικούς.
Ἀπό τά σημαντικά βιβλία, ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά˙ α) Τοῦ
Νικ. Τωμαδάκη Καθ. Παν. «Ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος καί ἡ Κρήτη κατά τό 1400», 1947 καί β) τοῦ Ἀρχιμ. Νικολάου Χ. Ἰωαννίδη, Καθ. Παν., «Ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος», Ἐκδ. Σταμούλη 1985. Ἀλλ᾽ ἐκτός τῶν παραπάνω σημειώνουμε, ὅτι ὁ ἐπίσης Διδάσκαλος τοῦ Γένους Εὐγένιος Βούλγαρις, ἐξέδωσε τό 1768 δύο τόμους μέ «Τά εὑρεθέντα Ἰωσήφ Βρυεννίου» καί ἕνα τρίτο τόμο τό 1784 μέ «Τά παραλειπόμενα Ἰωσήφ Βρυεννίου» στή Λειψία τῆς Σαξονίας. Αὐτά ἐπανεκδόθησαν τό 1991 ἀπό τίς ἐκδόσεις Ρηγοπούλου στή Θεσ/ νίκη μέ θαυμαστή εἰσαγωγή τοῦ Ἀρχιμ. Εἰρηναίου Δεληδήμου. Μέσα ἀπό ὅλα τά παραπάνω, ἡ Ἐκκλησιαστική Συνείδηση ἐπί ἕξι (6) σχεδόν αἰῶνες σιωπηλῶς ἀναγνωρίζει τήν ἁγιότητά του, ὅπως τήν ἀναγνώριζε γιά τούς ἴδιους λόγους, δηλαδή ἁγία ζωή
401
καί ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγῶνες, γιά τούς Κρῆτες Πατριάρχες Κύριλλο Λούκαρι τόν Ἱερομάρτυρα, Μελέτιο Πηγᾶ καί Γεράσιμο Παλλαδᾶ. Τό ὅτι ἔχει βραδύνει ἡ ἁγιολογική του ἐπίσημη κατάταξη καί προβολή, λειτουργεῖ ἀκόμη περισσότερο ἐπιβεβαιωτικά περί τῆς ἁγιότητός του ὁ χρόνος. Ἄλλωστε ἔχουμε πολλές περιπτώσεις ἁγιοκατατάξεως μετά ἀπό αἰῶνες. Στό δέ Ἁγιολόγιο ὑπάρχουν πολλοί τιμώμενοι καί ὑμνολογού‐ μενοι Ἅγιοι ὡς ἀναγνωρισμένοι ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική Συνείδηση (τοπική ἀρχικά καί καθολική στή συνέχεια), γιά τούς ὁποίους δέν ἔχει γίνει ἀκόμη ἐπίσημη ἁγιοκατάταξη.
Τό ὅτι κάποιοι σύγχρονοι, μή κατ᾽ ἀπίγνωσιν ζηλωτές,
χρησιμοποιοῦν τόν Ἰωσήφ Βρυέννιο γιά νά στηρίξουν τίς θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές θέσεις καί τή στάση τους ἔναντι τῆς Μητρός Ἐκκλησίας Κων/πόλεως καί τῆς κοινῆς γραμμῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν διά τῶν Ἱερῶν Συνόδων τους ὡς πρός τούς θεολογικούς διαλόγους μέ τούς ἑτεροδόξους, μή λαμβάνοντας ὑπ᾽ ὄψη τό διαφορετικό τῶν ἐποχῶν (Βρυεννίου καί δικῆς μας) καθώς καί τό γνήσιο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ του φρονήματος καί τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του πού αὐτοί στεροῦνται, δέν θά πρέπει αὐτό νά γίνεται αἴτιο ἀδικίας γιά τόν Ἅγιο ἄνδρα. Ἀντίθετα, φρονοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν θά πρέπει νά τούς τόν «χαρίζει»!‐
402
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ἀδελφότητος ‘’Ἀναγέννησις’’, ‘’Ἀκολουθία‐Παράκλησις, Βίος Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος καί Ἰσαποστόλου Φωτεινῆς τῆς Σαμαρείτιδος’’, Ἡράκλειον. Ἀρχεῖον Ἱ. Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας. Ἀρχιεπισκοπῆς Σινᾶ, ‘’Σύναξις πάντων τῶν Σιναϊτῶν Ἀγίων’’, Ἔκδ. Ἱδρύματος Ὄρους Σινᾶ, Ἀθῆναι 1998. Γαλίτη Ἀντ. Γεωργίου, ‘’Ἡ πρός Τίτον ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου’’, Ἐκδ. Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1978. Γλαβίνα Ἀθ. Ἀποστόλου, ‘’Οἱ Νεομάρτυρες τῆς Τουρκοκρα‐ τίας’’, Ἐκδ. ‘’Ἐπέκταση’’, 1997. Γρατσέα Γεωργίου, ‘’Ἀκολουθίαι τοῦ Ὁσίου Ἰωσήφ τοῦ Σαμάκου τοῦ Ἡγιασμένου τοῦ Κρητός’’, Ἡράκλειο 1957. Δετοράκη Θεοχάρους, ‘’ Οἱ Ἅγιοι τῆς πρώτης Βυζαντινῆς περιόδου τῆς Κρήτης καί ἡ σχετική πρός αὐτούς φιλολογία’’ (Διδακτορική Διατριβή), Ἀθήνα 1970. Τοῦ ἰδίου, ‘’Ὁ κρητικός Νεομάρτυρας Μάρκος Κυριακόπουλος καί ἡ ἀνέκδοτος Ἀκολουθία του’’, Πεπραγμένα Δ’ Διεθνοῦς Κρητολογικοῦ Συνεδρίου, τ. Β’, Ἀθήνα 1981, σελ. 67‐87. Τοῦ ἰδίου, ‘’Ἱστορία τῆς Κρήτης’’, Ἡράκλειο 1990.
403
Δορμπαράκη Γ. ‘’ Οἱ ἀλεῖπτες τῶν Νεομαρτύρων, οἱ Ἅγιοι καί οἱ Μάρτυρες στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας (Εἰσηγήσεις ΙΒ’ Συνεδρίου Πατερικῆς Θεολογίας), Ἀθήνα 1994, σελ. 113‐127. Εὐστρατιάδου
Σωφρονίου
Μητρ.
πρ.
Λεοντοπόλεως,
‘’Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας’’, Ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀνατύπωσις 1995. Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμοι 12, Ἀθῆναι 1963 κ. ἑξ. Ἱλαρίωνος Ἐπισκ. Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου, ‘’Ἀκολουθίαι’’, Ἀθῆναι 1877. Ἰωαννίδη Χ. Νικολάου Ἀρχιμ. Δρ. Θ., ‘’Ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος’’, Ἐκδ. Σταμούλη, 1985. Καλύβης Τ. Προδρόμου Σκ. Ἁγίας Ἄννης, ‘’Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἱλαρίων ὁ Κρής καί Ἁγιαννανίτης’’ (1778‐1804), Ἅγιον Ὄρος 2005. Κανέλλου
Π.
Κωνσταντίνου,
‘’Ὅσιος
Ἄνθιμος
ὁ
ἐκ
Κεφαλληνίας, Βίος και Ἀσματικαί Ἀκολουθίαι’’, Ἰθάκη 2005. Κογεράκη Ἰ. Κυρίλλου Ἀρχιμ., (νῦν Μητρ. Ρόδου), ‘’Ἅγιος Μύρων Ἐπίσκοπος Κρήτης, Ἀκολουθία‐Βίος’’, Ἐκδ. Ἱ. Ἐν. Ν. Ἁγίου Μύρωνος, Ἡράκλειον 2003. Τοῦ ἰδίου, ‘’ Ἡ Κυρία Παληανή’’, Ἐκδ. Ἱ. Μ. Παληανῆς, Ἡράκλειο 2004.
404
Τοῦ ἰδίου, ‘’Ἅγιος Ἀπόστολος Τίτος, Ἀκολουθίαι και Ἁγιολογικά κείμενα’’, Ἐκδ. Ἱ. Ἐν. Ν. Ἁγίου Τίτου Ἡρακλείου, Ἡράκλειον 2004. Τοῦ ἰδίου, ‘’Ἅγιος Μελέτιος ὁ Πηγᾶς Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, Ἀκολουθίαι καί Βίος’’, Ἐκδ. Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, Ἀλεξάνδρεια 2009. Του ἰδίου, ‘’Ἅγιος Κύριλλος ὁ Λούκαρις (Ἀκολουθίαι καί Βίος), Ἔκδ. Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, Ἀθῆναι 2010. Κορακίτη Ἀλεξ. ‘’Ἁγιότητα καί μαρτύριο‐ἡ Ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας’’, Ἐκδ. Παναγόπουλος Νεκτ. Ἀθήνα 2008. Κουτσαυτάκη
Νικολάου
Πρωτ/ρου,
‘’Ἀκολουθία…τῶν
Τεσσάρων Μαρτύρων τῶν ἐν Ρεθύμνῃ’’. Κρητικόν Πανάγιον, ἤτοι Ἀκολουθίαι πάντων τῶν ἐν Κρήτῃ Ἁγίων, Τόμοι Α’,Β’,Γ’, Ἔκδ. Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, Ἡράκλειον 2001. Κυριαζοπούλου Ἱεροθέου Ἀρχιμ., ‘’Ὁ Ὅσιος Νίκων ὁ Μετανοεῖτε’’, Ἀθῆναι 1963. Λαγγῆ Ματθαίου, ‘’Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας’’, Τόμοι ΙΔ’, Ἔκδ. Ε’, Ἀθῆναι 1976. Μακράκη Γ. Ἰωάννου Πρωτ/ρου, ‘’Ἡ Μεσκινιά τοῦ Μεγάλου Κάστρου’’, Ἡράκλειο 2006.
405
Ματθαίου Μαξίμου Ἀρχιμ. (ἐπιμέλ.), ‘’Ἀκολουθία Ὁσίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ’’, Ἀθήνα 2011. Μηναῖα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μητροπόλεως Ἱεραπύτνης καί Σητείας ‘’Προσκυνητάριον Ἱ. Μονῆς Παναγίας Φανερωμένης Ἱεραπέτρας’’, Ἱεράπετρα 2011. Μητροπόλεως Μυτιλήνης, ‘’Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης ὁ Ἱεροσολυμίτης, Πολιοῦχος Ἐρεσοῦ Λέσβου’’ (Πρακτικά Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου 2003), Μυτιλήνη 2005. Μητροπόλεως Νικοπόλεως καί Πρεβέζης, ‘’Ὁ Νεομάρτυς Ἅγιος Χρῆστος ὁ ἐκ Πρεβέζης’’, Ἀθῆναι 1972. Μητροπόλεως Πέτρας, ‘’Μαρτύριον καί Ἀκολουθία τῆς Ἁγίας Νεομάρτυρος Μαρίας τῆς Μεθυμοπούλας ἐκ Φουρνῆς Μεραμβέλλου’’, 1995. Μονῆς Καρακάλλου Ἁγίου Ὄρους, Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νέου Ὁσιομάρτυρος Γεδεών’’, Ἔκδ. Ἱ. Μ. Καρακάλλου, 1998. Μονῆς Καψᾶ Σητείας, ‘’Ἱεραί Ἀκολουθίαι, Βίος, Πολιτεία καί θαύματα τοῦ Ὁσίου Ἰωσήφ τοῦ Γεροντογιάννη’’, Ἀθῆναι 1993. Μωυσέως Μοναχοῦ Ἁγιορείτου, ‘’Βατοπαιδινό Συναξάρι’’, Ἔκδ. Ἱ. Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, 2007.
406
Ναοῦ Ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου Ἀθηνῶν, ‘’Βίος καί Παρακλητικός Κανών Ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου’’, Ἀθῆναι 1990. Ναοῦ Ἁγίων Τεσσάρων Μαρτύρων Ρεθύμνης, ‘’Οἱ Ἅγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες τοῦ Ρεθέμνους’’, Ρέθυμνο 1998. Νικηφόρου Ὁσίου τοῦ Χίου, ‘’Ἱεραί Ἀκολουθίαι τῶν Νεομαρτύρων’’, Ἐκδ. ‘’Ὀρθόδοξος Κυψέλη’’, Θεσσαλονίκη 1985. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί οἱ Νεομάρτυρες’’, Τόμος Χαριστήριος
Εἰκοσαετηριακός
εἰς
τόν
Οἰκουμενικόν
Πατριάρχην κ. Βαρθολομαῖον, 2011. Παινεσάκη Ἄθ. Ἀποστόλου, ‘’Τό ἱστορικόν τῆς ἀνεγέρσεως τῶν Σφακιανῶν Νεομαρτύρων Μανουήλ καί Ἰωάννου μετ’ Ἀσματικῆς Ἀκολουθίας’’, Ἀθῆναι 1976. Πανεπιστημιακές ἐκδόσεις Κρήτης, ‘’Ὁ κώδικας τῶν θυσιῶν’’, 2003. Παπαδάκη Χρυσοστόμου Ἀρχιμ/του, ‘’Προσευχητάριον Ἱ. Μονῆς Παναγίας Καλυβιανῆς’’, Ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Καλυβιανῆς, 1999. Τοῦ ἰδίου, ‘’Οἱ Ἅγιοι Κυριλλος καί Εὐμένιος Ἐπίσκοποι Γορτύνης (Βίοι‐Ἀκολουθίαι)’’, Ἔκδ. Ἐνορίας Ἁγίου Κυρίλλου Μεσαρᾶς, Μοῖρες 1999.
407
Τοῦ ἰδίου, ‘’ Βίβλος ἀϊδίου τιμῆς εἰς τόν Ἀπόστολον Παῦλον ἱδρυτήν τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας (ἐπί τῷ Ἰωβηλαίῳ 2000), Ἔκδ. Ἱ. Μητρ. Γορτύνης καί Ἀρκαδίας. Μοῖρες 2000. Τοῦ ἰδίου, ‘’Οἱ Ὅσιοι Παρθένιος καί Εὐμένιος καί ἡ Ἱ. Μονή Κουδουμᾶ’’ (ἔπαινος Ἱ. Ἐπαρχιακῆς Συνόδου), Ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Κουδουμᾶ, Μοῖρες 2003. Τοῦ
ἰδίου,
‘’Οἱ
Ἅγιοι
Κρῆτες
Θεοφόροι
Πατέρες
οἱ
συμμετασχόντες εἰς τάς Ἁγίας Οἰκουμενικάς Συνόδους (Βίοι‐ Ἀκολουθίαι). Ἔκδ. Ἱ. Μητρ. Γορτύνης καί Ἀρκαδίας. Μοῖρες 2004. Τοῦ ἰδίου, ‘’Οἱ Ἅγιοι Τρεῖς Νεομάρτυρες, Ἀπόστολος, Δημήτριος καί Ζαχαρίας οἱ ἐκ Μουλίων (Βίος‐Ἀκολουθίαι). Ἔκδ. Ἐνορίας Ἄνω Μουλίων. Μοῖρες 2004. Τοῦ ἰδίου, ‘’Ὁ Ὅσιος Μεθόδιος τῆς Νηβρύτου (Βίος‐Ἀκολουθίαι). Ἔκδ. Δήμου Ρούβα. Μοῖρες 2004. Τοῦ ἰδίου, ‘’Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης ὁ ἐξ Ἀγαρηνῶν ὁ ‘’Ἀρναουτογιάννης’’ (Βίος‐Ἀκολουθίαι). Ἔκδ. Πολιτιστικοῦ Συλλόγου Ἅγ. Ἰωάννου Φαιστοῦ, Μοῖρες 2004. Τοῦ ἰδίου, ‘’Οἱ Ἅγιοι Δέκα Μάρτυρες οἱ ἐν Γορτύνῃ τῆς Κρήτης μαρτυρήσαντες 250 μ.Χ.’’ Ἔκδ. Δήμου Γόρτυνας καί Πολιτιστικοῦ Συλλόγου Ἁγίων Δέκα, Μοῖρες 2004. Τοῦ ἰδίου, ‘’Ὁ Ἅγιος Ἰωάσαφ (Βίος‐Ἀκολουθίαι)’’ Ἔκδ. Ἐνορίας Ἁγίου Θωμᾶ, 2005.
408
Τοῦ ἰδίου, ‘’Προσευχητάριον Ἱ. Μονῆς Ὁδηγητρίας Ἱ. Μητρ. Γορτύνης καί Ἀρκαδίας’’, Ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Ὁδηγητρίας 2006. Τοῦ ἰδίου, ‘’Ἀΐδιος τιμή καί μνήμη Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου’’ τόμοι δύο, Ἔκδ. Ἱ. Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου 2007. Τοῦ ἰδίου, ‘’Μελετήματα ἁγιολογικά‐ἱστορικά’’, Ἀθήνα 2008. Παπάζογλου Γ. ‘’Ἰωσήφ Φιλάγρης ἤ Φιλάγριος’’, Θεσσαλονίκη 1978, β’ ἔκδ. 2005. Παπαχρήστου
Εὐστρ.
Ἀποστόλου,
‘’Ἀκολουθία
και
Παρακλητικός Κανών εἰς τόν ἐν Ὁσίοις Πατέρα ἡμῶν Ἰωσήφ τόν Ὑμνογράφον’’, Ἔκδ. ‘’Κάλαμος’’ 2003. Πάσχου Παντ. ‘’ Ἰσλάμ καί Νεομάρτυρες’’, ΕΕΘΣΠΑ 30 (1995). Τοῦ ἰδίου, ‘’Οἱ Ἅγιοι οἱ Φίλοι τοῦ Θεοῦ (Εἰσαγωγή στήν Ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας)’’, Ἐκδ. Ἁρμός, 1997. Τοῦ ἰδίου, ‘’Ἐν ἀσκήσει καί μαρτυρίῳ’’, Ἐκδ. Ἁρμός, 1996. Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, ‘’Ἀκολουθία τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Λεοντίου Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων’’, Ἀθῆναι 2007. Παχυγιαννάκη
Γ.
Εὐαγγέλου
Πρωτ/ρου,
‘’Παναγία
ἡ
Βρεφοτρόφος’’, Ἅγιος Νικόλαος Κρήτης 1977, 1986 καί ἐμπλουτισμένη 2000.
409
Πεπονάκη Μ. ‘’Ἐξισλαμισμοί καί ἐπαναχριστιανισμοί στήν Κρήτη (1645‐1899) ἐν Νέᾳ Χριστιανικῇ Κρήτῃ’’, Ἔκδ. Ἱ. Μητρ. Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου, 1997. Περαντώνη Μ. Ἰωάννου, ‘’Λεξικόν Νεομαρτύρων’’, Ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1972. Πλατανίτη Κωνσταντίνου, ‘’Ἑορτολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας’’, Ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας. Πρακτικά Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου ‘’Κωνσταντῖ‐ νος ὁ Ὑδραῖος‐Νεομάρτυρες προάγγελοι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Γένους’’ (Ὕδρα 10‐14 Νοεμβρίου 2000), Ὕδρα 2007. P.G. = J.‐P. MIGNE (εκδ.), Patrologiae Graecae cursus completus, Paris, 1857‐66, τόμ. 52 και τόμ. 91. Σημανδηράκη Ζαχαρένιας, ‘’Ἡ Ἁγία Ζώνη στήν Κρήτη (1820)’’, Τιμητικός τόμος Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης Τιμοθέου. Σίμωνος Μοναχοῦ, ‘’Νικηφόρος ὁ Λεπρός’’, Ἀθῆναι 2004. Σοφιανοῦ Ζ. Δημητρίου, ‘’Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης’’, Ἔκδ. Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου. Μετέωρα 1990. Στιβακτάκη Ἀντωνίου, ‘’Ὁ Ὅσιος Χατζηανανίας’’. Ἔκδ. Ἱ. Μητρ. Ἱεραπύτνης καί Σητείας, Ἱεράπετρα 2008. Τοῦ ἰδίου, ‘’Ἅγιον Ὄρος καί Κρήτη’’, Ἔκδ. Συλλόγου ‘’Φίλοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους’’, Ἡράκλειο 1996.
410
Συλλιγαρδάκη Τίτου Μητρ. Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου, ‘’Κρητικόν
Λειμωνάριον’’
(Ἀκολουθίαι
Κρητῶν
Ἁγίων),
Ρέθυμνο 1984. Τοῦ ἰδίου, ‘’Κρῆτες Ἅγιοι’’ (Βίοι Κρητῶν Ἁγίων), Ρέθυμνον 1983. Συναξαριστής Νεομαρτύρων (Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου), Ἔκδ. ‘’Ὀρθόδοξος Κυψέλη’’, Θεσσαλονίκη 1989. Σωμαράκη Μ. Βασιλείου (νῦν Ἀρχιμ. Σεβαστιανοῦ), ‘’Οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Κρήτης στίς Οἰκουμενικές Συνόδους’’, Ἀθήνα 1999. Τιμοθέου Μητροπ. Γορτύνης καί Ἀρκαδίας, ‘’Ἅγιος Μεθόδιος Νηβρύτου’’, Μοῖρες 1968. Τοῦ ἰδίου, ‘’Ἡ Ἱερά Μονή Κουδουμᾶ καί Παρθένιος ἕνας σύγχρονος Ἅγιος’’, Ἔκδ. ‘’Παναγία Καλυβιανή’’, Μοῖρες 1969. Τοῦ ἰδίου, (Ἀρχιεπ. Κρήτης), ‘’Ἀκολουθίαι καί Βίος Ὁσίου Πατρός
Χαραλάμπους
(Καλυβιανῆς),
Ἔκδ.
Ἱ.
Μονῆς
Καλυβιανῆς 1980. Τσατσαρωνάκη Κατίνας, ‘’Μία ἔκθεση ὡμοτήτων τοῦ 1866’’ Κρητικά Χρονικά, Ἡράκλειο 1954. Τσικνάκη Νικολάου, ‘’Ἡ Ἱερά Μονή Ὁδηγητρίας καί τά παρεκκλήσιά της’’, Ἔκδ. Γ’ Ἱ. Μονῆς Ὁδηγητρίας, Πετροκεφάλι 1998.
411
Τσίρη Χρυσοστόμου Ἀρχιμ. ‘’ Νέο Μαρτυρολόγιο Μικρασίας καί Πόντου (1913‐1922)’’, Ἔκδ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Νεομαρτύρων Πτολεμαΐδος, 2011. Τσολακίδη Δ. Χρήστου, ‘’Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδοξίας’’, Ἔκδ. 2η Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 2001. Τωμαδάκη Νικολάου, ‘’Ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος καί ἡ Κρήτη κατά το 1400’’, 1947. Τοῦ ἰδίου, ‘’Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ἐπί Τουρκοκρατίας Α’, 1974. Φειδᾶ Βλασίου, ‘’Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τόμ. Α’’, Ἀθήνα 1997. Χατζηφώτη Ἰωάννου, ‘’Θωμᾶς Πασχίδης (1836‐1890), ἡ ζωή καί τό ἔργο του. Ἐκδ. ‘’Κριτικῶν φύλλων’’, Ἀθήνα 1974. Τοῦ ἰδίου, ‘’Ἕνας ἄγνωστος Νεομάρτυρας τοῦ 19ου ἀιῶνα, ὁ Δημοσιογράφος Θωμᾶς Πασχίδης (1836‐1890)’’, Πρακτικά Συνεδρίου μέ θέμα ‘’Ἕλληνες Νεομάρτυρες 1453‐1821’’, Λιδωρίκι 20‐30 Μαΐου 1997. Χορτάτου Τίτου Ἀρχιμ., ‘’Βίος τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου μετά Παρακλητικοῦ Κανόνος’’, Ἀθῆναι 1984. Ψευτογκά Β., ‘’Νεομαρτυρολογικά μελετήματα’’, Θεσσαλονίκη 2008.
412
Ψιλάκη Νικολάου, ‘’Τά Μοναστήρια τῆς Κρήτης’’, Ἔκδ. Τράπεζας Κρήτης 1986. Ψιλάκη Νικολάου, ‘’Μοναστήρια καί Ἐρημητήρια τῆς Κρήτης’’, Τόμοι Α’ καί Β’, Ἡράκλειο 1992.
413
Ἀρχιμ. Σεβαστιανός Μ. Σωμαράκης Δρ. Κανονικοῦ Δικαίου τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Στρασβούργου
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ Α. Τά ὅρια τῆς κανονιστικῆς ἁρμοδιότητας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης.
Μία ἀπό τίς σημαντικότερες ἀδυναμίες τοῦ νομο‐
θετικοῦ πλαισίου τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως τῆς Κρήτης ὑπῆρξε τό γεγονός ὅτι μέχρι καί πολύ πρόσφατα (Μάιος 2010) παρεῖχε πολύ περιορισμένη ἕως καί ἀνύπαρκτη σχεδόν δυνατότητα αὐτόνομης ἀντιμετωπίσεως τῶν ἐσωτερικῶν ὀργανωτικῶν ζητημάτων της σέ σχέση μέ τόν τρόπο πού ἡ αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀντιμετωπίζει τά ζητή‐ ματα τῆς ἐσωτερικῆς της ὀργανώσεως. Αὐτό ὀφείλεται στό ὅτι ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας δέν ἐξουσιο‐ δοτοῦσε μέ τίς ἁρμόζουσες διατάξεις τήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο γιά τήν ἔκδοση νομοθετικοῦ περιεχομένου Kανονι‐ σμῶν, ὅπως ἀντίθετα συμβαίνει μέ τόν Καταστατικό Χάρτη 590/1977 τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Μεγίστης θεσμικῆς σημασίας γιά τήν Ἐκκλησία τῆς
Ἑλλάδος ὑπῆρξαν οἱ διατάξεις (νομοθετικές ἐξουσιοδοτήσεις) τοῦ ΝΔ 126 τῆς 10/17.2.1969 «Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» (ΦΕΚ Α’ 27), οἱ ὁποῖες ἐξουσιο‐ δοτοῦσαν τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας καί τή Διαρκῆ Ἱερά
414
Σύνοδο νά ρυθμίζει ὅλες τίς ἔννομες σχέσεις τῶν Νομικῶν της Προσώπων. Μάλιστα, οἱ ἀποφάσεις αὐτές μετά τή δημοσίευσή τους στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως ἀποκτοῦν ἰσχύ κρατικοῦ Νόμου 423. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπέκτησε τό δικαίωμα ἀπό τό 1969 νά θεσπίζει κανόνες δικαίου μέ τή μορφή Κανονισμῶν ἤ Κανονιστικῶν Διατάξεων γιά τή ρύθμιση ὅλων τῶν διοικητικῶν δραστηριοτήτων της.
Αὐτό πρακτικά σημαίνει ὅτι ἡ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας
ἔχει τή δυνατότητα νά ἀσκεῖ ἀπό μόνη της νομοθετικό ἔργο, δηλαδή νά ἀποτελεῖ Βουλή‐Νομοθετικό Σῶμα καί νά ψηφίζει διατάξεις, πού τήν ἀφοροῦν 424. Μπορεῖ δηλαδή ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά ρυθμίζει αὐτοδύναμα θέματα, πού ἀφοροῦν στό ποιμαντικό της ἔργο, ὅπως ζητήματα περί Ἐφημερίων, Ἱ. Ναῶν, Μονῶν, διορισμό ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων, ἐκτέλεση ἐκκλησιαστικῶν ἔργων κ.τ.λ. Ἀντιθέτως, μέχρι τό 1969 ἡ Πολιτεία ρύθμιζε μονομερῶς ὅλα τά σχετικά ζητήματα, πού ἀφοροῦσαν στήν ἐκκλησιαστική διοίκηση.
Σέ γενικές γραμμές ὅσον ἀφορᾶ στή δυνατότητα τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά ἐκδίδει κανονιστικές διοικητικές πράξεις θά πρέπει νά διακρίνουμε δύο περιόδους: α)Τήν περίοδο ἀπό τό 1969 μέχρι τό 1977 ὅποτε ἔχουμε τούς Κανο‐ νισμούς πού ἐκδόθηκαν μέ βάση τό ΝΔ 126/1969 καί β) τήν περίοδο ἀπό τό 1977 μέχρι σήμερα ὅπου ἔχουμε τούς Κανο‐
423 Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, «Ἡ κανονιστική ἁρμοδιότητα τῶν διοικητικῶν ὀργάνων τῆς Ἐκκλησίας. Μία ἀνασκόπηση», Ἐφαρμογές 7 (1994) 83. Γ. ΜΠΟΤΗΣ, Τό Νομοθετικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν πρώτη εἰκοσιπενταετία (1969‐1995), Ἀθήνα 1996, σ. 9. Τό περιεχόμενο ἑνός μεγάλου μέρους τῶν ἐσωτερικῶν κανονισμῶν, πού ἔχει μέχρι σήμερα ἐκδόσει ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος βλ. ΙΩ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, Κανονισμοί Ἐκκλησίας Ἑλλάδος, [Βιβλιοθήκη Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου» σειρά Α’ : Πηγές 2], Ἀθήνα‐Κομοτηνή 2001, σ. 1‐557. Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ‐Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Θρησκευτική Νομοθεσία, Ἀθήνα 2009, ἔκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 276‐1255, ὅπου εἶναι διάσπαρτοι οἱ κατά καιρούς ἐκδοθέντες κανονισμοί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. 424 Γ. ΜΠΟΤΗΣ, Τό Νομοθετικό ἔργο, σ. 10. 415
νισμούς οἱ ὁποῖοι ἐκδόθηκαν μέ βάση τίς σχετικές ἐξουσιο‐ δοτήσεις τοῦ Καταστατικοῦ Νόμου 590/1977 . Κατά τήν πρώτη περίοδο, οἱ Κανονισμοί πού ἐκδόθηκαν, ἐκτός τοῦ ὅτι ἦταν λίγοι στόν ἀριθμό τους, συχνά ἡ ἔκδοσή τους δημιουργοῦσε προβλήματα κυρίως ὡς πρός τήν ἑρμηνεία καί τό εὖρος τῆς νομοθετικῆς τους ἰσχύος. Τά προβλήματα αὐτά ὀφείλονταν κυρίως στό γεγονός ὅτι οἱ διατάξεις τοῦ ΝΔ 126/1969 πού παρεῖχαν στά ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τήν ἁρμοδιότητα ἐκδόσεως Κανονιστικῶν Διατάξεων, ἀφενός δέν ἦταν διατυπωμένες μέ ἀκρίβεια καί ἀφετέρου δέν εἶχαν τύχει τῆς δέουσας προσοχῆς κατά τήν ἐφαρμογή τους 425. Σύμφωνα λοιπόν μέ τά παραπάνω, τά βασικότερα προβλήματα πού δημιουργήθηκαν εἶχαν σχέση: α) Μέ τόν τρόπο δημοσιεύσεώς τους. Τό ΝΔ 126/1969 δέν παρεῖχε καταρχᾶς τή δυνατότητα δημοσιεύσεως τῶν κανονισμῶν τῆς Ἐκκλησίας στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως παρά μόνο στό ἐπίσημο περιοδικό τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν τίτλο ‘’Ἐκκλησία’’. Ὅμως ἀργότερα, ὕστερα ἀπό ἀπαίτηση προκλήθηκε ἡ ἔκδοση τοῦ ΝΔ 407/1970 πού ὅρισε ὅτι οἱ κανονιστικές πράξεις τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά δημοσιεύονται στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως καί στό περιοδικό ‘’Ἐκκλησία’’ 426. β) Ἐπίσης, τά προβλήματα αὐτά σχετίζονταν μέ τό εὖρος καί τά ὅρια τῆς κανονιστικῆς ἁρμοδιότητας πού παρασχέθηκαν στή Ἱερά Σύνοδο ἀπό τό ΝΔ 126/1969. Γιά παράδειγμα, εἶχαν ἀμφισβητηθεῖ ἔντονα ἀπό τό ΣτΕ διάφορα ἄρθρα τοῦ Κανο‐ νισμοῦ 2/1970 περί «Ἱερῶν Ναῶν, Ἐφημερίων καί Ἐνοριῶν». Τά ἄρθρα πού ἀμφισβητήθηκαν ἦταν κυρίως τό 5ο σχετικά μέ τήν 425 Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΥ, Ἡ κανονιστική ἁρμοδιότητα, σ. 83. 426 Παρ. 1 ἄρθρ. 5 τοῦ ΝΔ 407/1970 «Περί τροποποιήσεως καί συμπληρώσεως διατάξεων τινῶν τοῦ ΝΔ 126/1969 ‘’Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος’’, (ΦΕΚ Α’ 9). Τήν ἐφαρμογή τῆς παραγράφου αὐτῆς βλ. στήν ὑπ’ ἀριθμ. 559/1978 ὉλΑΠ, ΝoΒ 269 (1978) 945‐946. Βλ. Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΥ, Ἡ κανονιστική ἁρμοδιότητα, σ. 83. 416
ἀπαλλοτρίωση ὑπέρ τῶν Ἱερῶν Ναῶν, ἀλλά καί ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 8 παρ. 5 σχετικά μέ τό δικαίωμα τῆς Ἐκκλησίας νά ρυθμίζει τά ζητήματα τῶν Ναῶν πού δέν εἶναι ἐνοριακοί, ἀλλά κοιμητηριακοί καί ἀνήκουν στήν τοπική αὐτοδιοίκηση (Δήμους) 427. γ) Τέλος, πρόβλημα ἀνέκυψε μέ τό κύρος πού οἱ διοικητικές κανονιστικές πράξεις τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὀργάνων ἔχουν ἀπέναντι σέ τρίτους. Θεωρήθηκε, λοιπόν, ὅτι στό βαθμό πού οἱ κανονιστικές πράξεις ἑνός ΝΠΔΔ δέν ἔχουν σχέση μέ τήν αὐτοδιοίκηση τοῦ Νομικοῦ Προσώπου θά πρέπει τελικῶς νά ἐγκριθοῦν ἀπό τήν Κυβέρνηση, ἡ ὁποία εἶναι καί ὑπεύθυνη ἔναντι τοῦ Κοινοβουλίου καί σέ τελευταία ἀνάλυση ἔναντι τοῦ λαοῦ. Σέ διαφορετική περίπτωση θά δημιουργοῦντο δύο παράλληλες νομοθετικές ἐξουσίες ἐντός τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας. Μέ βάση τό συλλογισμό αὐτό, κρίθηκε ἀπό τό ΣτΕ ἀνίσχυρος ὁ Κανονισμός 2, μόνο ὡς πρός τό 6ο ἄρθρο του, δηλαδή τό μέρος ἐκεῖνο πού ἀφοροῦσε στήν ἵδρυση ἰδιόκτητων Ναῶν 428.
Ἡ δεύτερη περίοδος σχετικά μέ τήν ἔκδοση Κανονισμῶν
ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, περιλαμβάνει τά χρονικά ὅρια ἀπό τό 1977 μέχρι σήμερα. Ὅταν κατά τό ἔτος 1974 ἀποκαταστάθηκε ἡ δημοκρατία στήν Ἑλλάδα ἄν καί μέ τό ΝΔ 87/1974 (ΦΕΚ Α’ 278) καταργήθηκε τό προηγούμενο ΝΔ 126/1969, ἐν τούτοις ἡ Ἐκκλησία ἔχοντας ἀναγνωρίσει τή σπουδαιότητα τῶν ἐξουσιοδοτήσεων, πού παρεῖχε τό Διάταγμα τοῦ καταργηθέντος πλέον Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας Ἑλλάδος (ΝΔ 126/1969), ἀνανέωσε τό δικαίωμα τῆς νομοθετικῆς της ἐξουσίας μέ νέες βελτιωμένες καί πληρέστερες νομοθετικές ἐξουσιοδοτήσεις, τίς ὁποῖες 427 Βλ. Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΥ, Ἡ κανονιστική ἁρμοδιότητα, σ. 85‐86. 428 Ολ ΣτΕ 1548/1974, ΝοΒ 23 (1975) 235 417
ἐνσωμάτωσε στόν νέο καί νῦν ἰσχύοντα Καταστατικό της Χάρτη (ΚΝ 590/1977) 429. Ἡ ἀνανέωση αὐτή ἔλαβε χώρα στό ἐδάφιο 5 τοῦ 4ου ἄρθρου τοῦ ΚΧΕΕ ὅπου ἀναφέρεται ὅτι ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «ἐκδίδει κανονιστικάς ἀποφάσεις περί τῆς ὀργανώσεως καί ἐσωτερικῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλη‐ σίας, κατά τό εἰδικώτερον ἐν τῷ παρόντι διαλαμβανόμενα, δημοσιευομένας διά τῆς Ἐφημερίδος τῆς Κυβερνήσεως». Ἡ θεωρητική ἐπίσης θεμελίωση τῶν παρεχόμενων ἐξουσιο‐ δοτήσεων, ὅπως ἀναφέρεται καί στήν εἰσηγητική ἔκθεση τοῦ ΚΧΕΕ, στηρίχθηκε στό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος τό ὁποῖο θεμελιώνει τή θρησκευτική ἐλευθερία καί κατά συνέπεια τό δικαίωμα αὐτοδιοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας 430.
Αὐτό εἶχε ὡς συνέπεια νά κατοχυρωθεῖ καί νά
περιφρουρηθεῖ στό ἑξῆς ἡ ἐσωτερική αὐτοδιοίκηση καί αὐτο‐ νομία τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στήν Πολιτεία, μέ ἀποτέλεσμα οἱ κατοχυρωμένες πλέον ἐξουσιοδοτήσεις γιά τήν ἄσκηση αὐτοτελοῦς νομοθετικῆς ἐξουσίας ἀπό τήν Ἐκκλησία, νά «ἀποτελοῦν σέ τελευταία ἀνάλυση μία πρώτη ὑλοποίηση τοῦ συστήματος τῆς συναλληλίας στίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Σέ ἀντίθετη περίπτωση, ἄν δηλαδή τά περί Ἐφη‐ μερίων, Ἱερῶν Ναῶν, Ἱερῶν Μονῶν κ.λ.π. ἐρρυθμίζοντο μέ διατάξεις τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη, τότε θά κατέρρεε de facto ἡ ὅλη φιλοσοφία τοῦ θεσμικοῦ Νόμου γιά τήν κατοχύρωση τῆς αὐτοδιοικήσεως, τῆς αὐτονομίας καί τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ὁ Καταστατικός Χάρτης θά ἀποτελοῦσε μέ τόν τρόπο αὐτό μία ἀπόλυτη ἐφαρμογή τοῦ συστήματος τῆς
429 Γ. ΜΠΟΤΗΣ, Τό Νομοθετικό ἔργο, σ. 11. 430 Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ‐Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Θρησκευτική Νομοθεσία, σ. 271. 418
νομοκρατούσας Πολιτείας, ὅπως αὐτή ἴσχυε καί προηγου‐ μένως» 431.
Ποιά εἶναι ὅμως σέ γενικές γραμμές ἡ θέση τῆς Πολιτείας
ἀπέναντι στήν παρασχεθεῖσα νομοθετική ἁρμοδιότητα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος; Ἡ θέση τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας σχετικά μέ τή νομοθετική ἁρμοδιότητα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπως αὐτή διατυπώνεται κυρίως σέ σχετικές γνωμοδοτικές ἀποφάσεις τοῦ ΣτΕ, κινεῖται σέ δύο κατευθύνσεις: Πρῶτον ἡ Πολιτεία ἀναγ‐ νωρίζει ὡς ἔγκυρες τίς σχετικές διατάξεις τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖες παρέχουν στήν Ἐκκλησία τό δικαίωμα ἐκδόσεως κανονιστικῶν διοικητικῶν πράξεων. Δεύτερον ὅμως θέτει ὅρια ὡς πρός τό εὖρος τῶν παρασχεθεισῶν ἐξουσιοδοτήσεων. Ἀμέσως μετά τήν ψήφιση τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐκδόθηκαν δύο Κανονισμοί· ὁ Κανονισμός 1/1977 «Περί ἐργασιῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος» καί ὁ Κανονισμός 2/1977 «Περί ἐργασιῶν τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος». Οἱ παραπάνω ὅμως Κανονισμοί προσβλήθηκαν μέ αἴτηση ἀκυρώσεως στό ΣτΕ, μέ ἀποτέλεσμα νά πληγεῖ καί τό κύρος τῶν ἀντίστοιχων ἐξουσιοδοτικῶν διατάξεων τοῦ Νόμου 590/1977 περί Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Τελικά τό ΣτΕ ἔκρινε ὅτι: α) Οἱ ἐξουσιοδοτικές διατάξεις
τοῦ ΚΧΕΕ πού ἐπιτρέπουν τήν ἔκδοση Κανονισμῶν ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι συνταγματικῶς ἔγκυρες, ἐπειδή τό ἄρθρο 3 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος πού καθιερώνει τό αὐτοδιοίκητο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, δέν 431 Β. ΦΕΙΔΑΣ, Ἱεροί Κανόνες καί Καταστατική Νομοθεσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1998, σ. 89. 419
ἀποκλείει τή δυνατότητα ὅπως περιληφθοῦν στόν Καταστατικό Χάρτη της οἱ σχετικές ἐξουσιοδοτήσεις. Ἐπιπλέον, οἱ παρα‐ πάνω ἐξουσιοδοτήσεις εἶναι σύμφωνες μέ τό ἄρθρο 43 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος, τό ὁποῖο ἐπιτρέπει στά ὄργανα τῆς διοική‐ σεως τήν ἔκδοση κανονιστικῶν διαταγμάτων μέ εἰδική ἐξουσιο‐ δότηση νόμου 432. β) Ἐπίσης ἔκρινε ὅτι οἱ κανονιστικές διοικητικές πράξεις τῆς Ἐκκλησίας εἶναι προσβλητές ἐνώπιόν τοῦ ΣτΕ μόνο γιά ὑπέρβαση τῆς νομοθετικῆς ἐξουσιοδοτήσεως καί ὄχι γιά κατάχρηση ἐξουσίας. Τέτοια δηλαδή ὑπέρβαση ὑπάρχει μόνο ὅταν ὑπό τῶν Κανονισμῶν πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Σύνοδος ρυθμίζονται θέματα μέ διαφορετικό τρόπο ἀπό αὐτόν πού ὁρίζουν οἱ διατάξεις τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 433. Κατά συνέπεια, μέ βάση τήν παραπάνω ἀπόφαση τοῦ ΣτΕ δέν ἀκυρώθηκαν στό σύνολό τους οὔτε οἱ παραπάνω Κανονισμοί τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, οὔτε πολύ περισσότερο οἱ σχετικές ἐξουσιοδοτικές διατάξεις τοῦ Καταστα‐τικοῦ Χάρτη. Ὅμως κρίθηκαν ὅτι εἶναι ἐκτός νομοθετικῆς ἐξουσιοδοτήσεως οἱ διατάξεις τῶν ἄρθρων 20 παρ. 2 τοῦ Κανονισμοῦ 1/1977 καί 8 παρ. 3 τοῦ Κανονισμοῦ 2/1977, πού ἀφοροῦν στήν ἀντιπροσώπευση ἀπόντων μελῶν τῶν δύο συνοδικῶν ὀργάνων (ΙΣΙ καί ΔΙΣ) τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καθώς καί τά ἄρθρα 6 καί 10 ἐδ. 6 τοῦ δεύτερου κανονισμοῦ σχετικά μέ τήν ἀνάθεση ἁρμοδιοτήτων τῆς ΔΙΣ κατά τό χρόνο μή λειτουργίας τοῦ ὀργάνου στόν πρόεδρό του, ἐπειδή ἡ 432 Τό Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος (1975/1986/2001/2008), ἐκδ. Σάκκουλα, Ἀθήνα‐ Θεσσαλονίκη 2008, σ. 53. 433 ὉλΣτΕ 960/1978, βλ. Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Παραδόσεις ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου, Ἀθήνα‐ Κομοτηνή 1984, σ. 208‐213. Τοῦ ἰδίου, Ἡ κανονιστική ἁρμοδιότητα, σ. 91. Βλ. Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, «Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Κρήτης. Θεσμοί καί διοικητική ὀργάνωση κατά τόν καταστατικό της Νόμο (Ν. 4149/1961)», ΤΑΛΩΣ 9 (2001) Χανιά, σ. 97. 420
ἀνάθεση αὐτή ἀντιτίθεται στό χαρακτήρα τοῦ ὀργάνου ὡς διαρκοῦς 434.
Ἐπίσης καί μεταγενέστερη ἀπόφαση τοῦ Ἀρείου Πάγου,
θέτει ὅρια καί περιορισμούς στήν Ἱερά Σύνοδο (ΙΣΙ καί ΔΙΣ) γιά τήν ἔκδοση Κανονισμῶν. Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τήν ἀπόφαση τῆς Ὁλομέλειας τοῦ Ἀρείου Πάγου 656/84, καί Α΄ Πολιτικοῦ Τμήματος 855/1982 μέ τούς Κανονισμούς, εἶναι δυνατόν «...νά ρυθμισθοῦν θέματα μή εἰδικῶς ἔχοντα ρυθμισθεῖ ὑπό νόμων τῆς Πολιτείας καί τοιαῦτα λεπτομερειῶν μή ρυθμισθεισῶν ὑπό νόμου, οὐχί δέ καί εἰς τήν δυνατότητα καταργήσεως ἤ τροπο‐ ποιήσεως ὑφισταμένων νομίμων διατάξεων…» 435. Ἑπομένως, θά πρέπει νά ὑπάρχει προσοχή στήν ἔκδοση Κανονισμῶν γιά νά μήν δημιουργοῦνται ζητήματα ἀνίσχυρων διατάξεων, πού περιλαμβάνονται ἤδη στούς Κανονισμούς, ἀλλά εἶναι ἐκτός τῆς παρασχεθείσης νομοθετικῆς ἐξουσιοδοτήσεως 436.
Πολύ πρόσφατη ἐπίσης ἀπόφαση τῆς Ὁλομέλειας τοῦ
Ἐλεγκτικοῦ Συνεδρίου (196/2010) ἔκρινε ὑπόθεση στήν ὁποία προσβαλλόταν ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 19 παρ. 1 τοῦ Κανονισμοῦ 100/1998
«Περί
Συστάσεως
Ἐκκλησιαστικῆς
Κεντρικῆς
Ὑπηρεσίας Οἰκονομικῶν» (ΦΕΚ Α’ 261). Τό παραπάνω ἄρθρο τοῦ Κανονισμοῦ, ἀναγνωρίζει μεταξύ ἄλλων, καταλογιστική ἁρμοδιότητα καί στούς κύριους διατάκτες τῶν ἐκκλησιαστικῶν ΝΠΔΔ, στούς ὁποίους περιλαμβάνεται καί ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος σέ βάρος ἐκκλησιαστικῶν ὑπολόγων γιά ἐλλείμματα τῆς διαχειρίσεώς τους.
Ἡ ἀπόφαση τοῦ Ἐλεγκτικοῦ, λοιπόν, Συνεδρίου ἔκρινε
ὅτι, τό παραπάνω ἄρθρο τοῦ Κανονισμοῦ δέν ἐξέρχεται τῶν ὁρίων τῆς ἐγκύρου ἐξουσιοδοτήσεως τῶν ἄρθρων 4 παρ. 5 καί 434 Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Ἡ κανονιστική ἁρμοδιότητα, σ. 91 435 Γ. ΛΙΛΑΙΟΣ, Νομοκανονικά, τ. Α΄ (Γνωμοδοτήσεις), Ἀθῆναι 1985, σ. 253. 436 Στο ἴδιο. 421
46 παρ. 2 τοῦ ΚΧΕΕ. Αὐτό ὀφείλεται σύμφωνα μέ τό σκεπτικό τῆς ἀποφάσεως σέ δύο λόγους: Πρῶτον στό γεγονός ὅτι ἡ θέσπιση αὐτή τῆς καταλογιστικῆς ἁρμοδιότητας ἀπό τό ἄρθρο 19 παρ. 1 τοῦ παραπάνω Κανονισμοῦ βρίσκεται ἐντός τῶν ὁρίων τῆς ἐγκύρου ἐξουσιοδοτήσεως τῶν ἄρθρων 4 παρ. 5 καί 46 παρ. 2 τοῦ ΚΧΕΕ, ἀφοῦ ἡ θέσπιση καταλογιστικῆς ἁρμο‐ διότητας ἀποτελεῖ εἰδικότερο θέμα τῆς διοικήσεως καί διαχει‐ ρίσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας σέ σχέση μέ τά ὅσα διαλαμβάνει ὁ ΚΧΕΕ. Δεύτερον ἡ θέσπιση τῆς καταλο‐γιστικῆς ἁρμοδιότητας βρίσκεται ἐντός τῶν ὁρίων πού θέτουν οἱ διατάξεις τοῦ Συντάγματος καί εἰδικότερα τοῦ ἄρθρου 4 μέ τό ὁποῖο κατοχυρώνεται ἡ ἀρχή τῆς ἰσότητας 437.
Ὕστερα ἀπό τά παραπάνω εἶναι σαφές, ὅτι ἡ πολιτεία
θεωρεῖ ὡς θεμελιώδεις προϋποθέσεις προκειμένου νά ἔχουν ἐγκυρότητα καί ἰσχύ οἱ Κανονισμοί πού ἐκδίδουν τά διοικητικά ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας τίς παρακάτω: α) Νά μήν ἀντίκεινται σέ συνταγματικές διατάξεις καί ἰδιαίτερα σέ αὐτές πού κατοχυ‐ ρώνουν τό δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ἀλλά καί γενικότερα τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἰσότητας. β) Νά μην ὑπερβαίνουν τά νομοθετικά ὅρια βάσει τῶν ἐγκύρων Νόμων πού ἐκδίδονται καί ἐν προκειμένῳ βάσει τῶν Καταστατικῶν Νόμων τῆς Ἐκκλησίας καί γ) νά μήν καταργοῦν ἤ νά μήν τροποποιοῦν τίς ὑφιστάμενες διατάξεις τῶν Νόμων βάσει τῶν ὁποίων ἐκδίδονται. Ἀπό τήν ἔκδοση τοῦ ΝΔ 126/1969 μέχρι σήμερα, ἡ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (ἡ ΙΣΙ καί ἡ ΔΙΣ) ἔχει ἐκδόσει ἕνα μεγάλο ἀριθμό Κανονιστικῶν Διατάξεων, οἱ ὁποῖες ρυθμίζουν ποικίλα ζητήματα τῆς ἐσωτερικῆς της ὀργανώσεως 438. 437 ὉλΕλΣυν. 196/2010, ΘΠΔΔ 3 (2010) 315. 438 Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ‐Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Θρησκευτική Νομοθεσία, σ. 276 ἑξ. Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ‐Γ. ΠΟΥΛΗΣ, Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο, Ἀθήνα‐Κομοτηνή2 2003, ἔκδ.
422
Τή δυνατότητα ὡστόσο αὐτή τῆς αὐτοδύναμης νομοθε‐
τικῆς ἐξουσίας ἐστερεῖτο ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, διότι κάτι τέτοιο δέν προέβλεπε ὁ Καταστατικός της Νόμος 4146/1961, ὁ ὁποῖος, ὡς προγενέστερος τοῦ ΝΔ 126/1969 «Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» (ΦΕΚ Α’ 27), κινήθηκε στά ὅρια τῆς τότε νόμῳ κρατούσης Πολιτείας, χωρίς νά ἐνσωματώσει διατάξεις πού δέν εἶχαν προβλεφθεῖ ἀκόμη οὔτε γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, κυρίως διότι ἀποτελοῦσε «ἀντιγραφή» τοῦ προγενέστερου ΚΧΕΕ Ν. 671/1943, πού δέν προέβλεπε κανονιστική ἁρμοδιότητα τῶν διοικητικῶν ὀργάνων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μοναδική διάταξη τοῦ ΚΧΕΚ πού παρέχει νομοθετική ἁρμοδιότητα στήν Ἐπαρχιακή Σύνοδο εἶναι τό 4ο ἄρθρο του, τό ὁποῖο ὅμως «περιορίζει τή σχετική ἐξουσία τῆς Συνόδου στά στενά ὅρια ἔκδοσης ἐγκυκλίων ἡ διατάξεων περιορισμένης ἐφαρμογῆς» 439.
Τό νομοθετικό κενό περί τῶν ἱερῶν ναῶν καί τῶν
Ἐφημερίων τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας συμπληρωνόταν μέχρι καί πολύ πρόσφατα (19 Μαΐου 2010) ἀπό τούς ἀντίστοιχους Κανονισμούς, πού ἐκδίδονταν ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί ἴσχυαν στά ὅριά της, σύμφωνα μέ τήν παραπεμπτική διάταξη τοῦ ἄρθρου 54 τοῦ ΚΧΕΚ.
Τό σημαντικό ὅμως αὐτό νομοθετικό κενό, ὄχι μόνο
περιόριζε τήν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης ὡς πρός τήν αὐτόνομη διαχείριση τῶν ἐσωτερικῶν ὀργανωτικῶν της θεμάτων, ἀλλά πολύ περισσότερο τήν καθιστοῦσε καί δέσμια τῶν νομοθετικῶν ρυθμίσεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σέ σημαντικά ζητήματα, ὅπως τῶν Ἱερῶν Ναῶν, τῶν Ἐφημερίων, τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων κ.π.ἄ.
Σάκκουλα, σ. 44 ἐξ. Γ. ΜΠΟΤΗΣ, Τό Νομοθετικό ἔργο, σ. 12. 439 Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Κρήτης, σ. 98. 423
Ἡ ἀνάγκη γιά τήν κάλυψη τοῦ νομοθετικοῦ αὐτοῦ κενοῦ
εἶχε συνειδητοποιηθεῖ σύντομα, γι΄ αὐτό καί ἡ παράγραφος 13 τοῦ 5ου ἄρθρου τοῦ Σχεδίου Νέου Καταστατικοῦ Χάρτη Ἐκκλησίας Κρήτης τοῦ ἔτους 1978 ὅριζε ὅτι, ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος Κρήτης, «ἐκδίδει κανονιστικάς Πράξεις περί τῆς ὀργανώσεως καί τῆς ἐσωτερικῆς διοικήσεως τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας, δημοσιευομένας διά τῆς Ἐφημερίδος τῆς Κυβε‐ ρνήσεως». Παρ΄ ὅλα αὐτά, τό σημαντικό αὐτό κενό ὑφίστατο μέχρι καί πολύ πρόσφατα, ἐνῶ θά μποροῦσε νά εἶχε καλυφθεῖ μέ μία νομοθετική τροποποίηση τοῦ ἰσχύοντος Καταστατικοῦ Νόμου, ἀπό τή στιγμή πού ἔχει ἤδη τροποποιηθεῖ σέ ἥσσονος σημασίας ζητήματα 440.
Ἀντιθέτως, ἡ δυνατότητα τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου
νά παράγει εὐρύτερο νομοθετικό ἔργο μέ τήν ἔκδοση Κανονισμῶν πού θά εἶχαν ἰσχύ κρατικοῦ νόμου, θά μποροῦσε νά εἶχε λύσει μέχρι σήμερα σοβαρά προβλήματα, τά ὁποῖα συνδέονται στενά μέ τήν ἐσωτερική της ὀργάνωση καί τή διοικητική της λειτουργία. Ἡ ἔκδοση Κανονιστικῶν διοικητικῶν πράξεων μπορεῖ νά καλύψει τίς ἀνάγκες ἑνός εὐρέος διοικη‐ τικοῦ φάσματος στήν τοπική Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, σύμφωνα μέ τίς ἰδιαιτερότητες καί τίς ἀνάγκες τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, χωρίς αὐτή νά εἶναι δέσμια νά ἀκολουθεῖ ἤ νά ἐφαρμόζει ὑποχρεωτικά τούς Κανονισμούς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Αὐτό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τόν μέχρι σήμερα διοικητικό ἑτεροπ‐ ροσδιορισμό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης καί τήν ἀνάσχεση τῶν δυνατοτήτων της νά βαθύνει, ἀλλά καί νά διευρύνει τήν ὀργανωτική της δομή καί λειτουργία. Τό μεγάλο εὖρος τῆς παραγωγῆς Κανονιστικῶν διοικητικῶν πράξεων ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπό τό 440 Στό ἴδιο. 424
1969 μέχρι σήμερα, μπορεῖ νά ἀποδείξει πόσο πίσω ἔχει μείνει ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης στό μεῖζον αὐτό ζήτημα τό ὁποῖο μπορεῖ νά συμβάλλει καθοριστικά στόν αὐτοπροσδιορισμό τῆς ὀργα‐ νωτικῆς της δομῆς καί λειτουργίας. Ἐπιπλέον ἡ κανονιστική ἐξουσιοδότηση στήν Ἐκκλησία τόσο τῆς Ἑλλάδος, ὅσο καί τῆς Κρήτης, συμβάλλει ἀναμφίβολα στή δυναμικότερη ἐνεργοποί‐ ηση τῆς ἐλευθερίας τοῦ θρησκευτικῶς συνεταιρίζεσθαι, σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος. Ἔτσι, στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μέχρι σήμερα ἔχει ἐκδοθεῖ μία πληθώρα Κανονισμῶν, ἡ ὁποία ὄχι μόνο καλύπτει βασικές διοικητικές ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί διευρύνει τήν αὐτοτελή καί αὐτοδύναμη λειτουργία της ἀπέναντι στήν κρατική παρεμβατικότητα, ἐφ΄ ὅσον ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά νομοθετεῖ αὐτοδύναμα γιά τήν ὀργάνωσή της, χωρίς νά εἶναι ἐξαρτημένη ἀπόλυτα καί ἀποκλειστικά ἀπό τήν πολιτειακή νομοθεσία.
Οἱ Κανονισμοί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀφοροῦν
κυρίως: α) στήν κεντρική της ὀργάνωση καί ἔχουν νά κάνουν: 1) μέ τή ρύθμιση τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου (ΙΣΙ καί ΔΙΣ), 2) μέ τή λειτουργία τῶν γραφείων τῆς Συνόδου καί τῶν Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν, 3) μέ τή σύσταση, τήν ὀργάνωση καί τή λειτουργία τῶν διαφόρων Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν, (π.χ. τῶν Ἐπιτροπῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, γάμου, ποιμαντικῆς, χριστιανικῶν μνημείων, λειτουργικῆς ζωῆς, πολιτικῆς οἰκο‐ νομίας κ.τ.λ.) 4) μέ τή σύσταση καί λειτουργία Νομικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας, 5) μέ τήν ἵδρυση γραφείου Ἀντιπροσωπείας στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση κ.ἄ. β) Ἐπίσης οἱ Κανονισμοί ἔχουν νά κάνουν μέ τήν περιφερειακή ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως 1) μέ τή λειτουργία τῶν Μητροπολιτικῶν Συμβουλίων, 2) μέ τή λειτουργία τῶν Ἱερῶν Μονῶν, τῶν
425
Ἡσυχαστηρίων καί τῶν Προσκυνημάτων, 3) μέ ζητήματα τῶν κληρικῶν καί μοναχῶν, ἐπίσης 4) μέ διάφορα ζητήματα τῶν ἱεροψαλτῶν, τῶν νεωκό‐ρων καί γενικά τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων. 5) Τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, 6) τῆς οἰκονομικῆς ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας, 7) τῆς ἐκκλησιαστικῆς παιδείας κ.π.ἄ 441. Ἡ συνειδητοποίηση τῆς ἀνάγκης γιά τήν αὐτοδύναμη κάλυψη τοῦ νομοθετικοῦ αὐτοῦ κενοῦ ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, ἦταν ἔκδηλη καί στήν ἐκκλησιαστική ἡγεσία τῆς νήσου. Εἶναι χαρακτηριστική σχετική συνέντευξη τοῦ Μητροπολίτου Πέτρας καί Χερρονήσου κ. Νεκταρίου, ὁ ὁποῖος τόνιζε τά ἑξῆς: «Ὅ,τι ἀποφασίζει ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος διά τούς ναούς, τούς ἱερεῖς μας ἰσχύει καί ἐδῶ. Καί αὐτό βεβαίως ἐρήμην τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Ἀφήνομεν δηλαδή ὁλόκληρον τόν ἐνοριακόν, ἐφημεριακόν διοικητικόν ὀργανισμόν τῆς Ἐκκλη‐ σίας τῆς Κρήτης εἰς τήν ἁρμοδιότητα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος... Ἕως πότε δέν θά ὑπάρχει κανονισμός λειτουργίας ἐργασιῶν καί αὐτῆς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου; Ἕως πότε δέν θά ὑπάρχει κανονισμός ἐφημερίων, Μονῶν, ἱδρυμάτων, Ἡσυ‐ χαστηρίων, ἐκκλησιαστικῆς ἐκπαιδεύσεως, διακονίας κλπ. Δυνάμεθα ἀκόμη ἐπί πολύ νά λειτουργοῦμεν καί νά ἐργαζόμεθα μέ βάσιν τόν παρωχημένον Νόμον τοῦ ἔτους 1961;» 442.
Γιά παράδειγμα ἰδιαίτερα σημαντική θά ἦταν γιά τήν
Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, ἡ ἔκδοση Κανονισμοῦ ἐργασιῶν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, βάσει τοῦ ὁποίου θά καλύπτονταν 441 ΙΩ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ Κανονισμοί Ἐκκλησίας Ἑλλάδος, [Βιβλιοθήκη Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου» σειρά Α’ : Πηγές 2], Ἀθήνα‐Κομοτηνή 2001. Βλ. Γ. ΜΠΟΤΗΣ, Τό Νομοθετικό ἔργο, σ. 15 κ. ἐξ., ὅπου ἀναφέρονται πολλοί ἀπό τούς ἀντίστοιχους Κανονισμούς πού ἐκδόθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. 442 Τό μέρος τῆς συνέντευξης πού δημοσιεύουμε ἐδῶ βλ. Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Κρήτης, σ. 100, σημ. 221. 426
ὅλα τά κενά καί οἱ λεπτομέρειες τῶν ἐργασιῶν της, γεγονός πού θά συνέβαλε στήν ὁμαλή καί ἀπρόσκοπτη λειτουργία της 443. Ἐπίσης ἡ ἐσωτερική ὀργάνωση καί διοίκηση τῶν Ἱ. Μονῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης ρυθμίζεται μέν ἀπό μία σειρά συγκεκριμένων ἄρθρων τοῦ ΚΧΕΚ, ὅμως σέ ὁρισμένες περιπτώσεις ἐφαρμόζεται ἀκόμα ὁ «Διοργανισμός τῆς 9.10.1870 τῶν ἐν Κρήτῃ Ἱερῶν Μονῶν Σταυροπηγιακῶν τε καί Ἐνορι‐ ακῶν ἐπί τῇ βάσει ὁδηγιῶν τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας» 444. Ὁ ἀναχρονιστικός, λοιπόν, αὐτός διοργανισμός, οὔτε ἔχει καταργηθεῖ, οὔτε ἀνανεωθεῖ μέχρι σήμερα, γι’ αὐτό καί παράλληλα μέ τά σχετικά περί Ἱ. Μονῶν ἄρθρα τοῦ ΚΧΕΚ ρυθμίζει τήν ἐσωτερική ὀργάνωση καί λειτουργία τῶν Ἱ. Μονῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης 445. Θά μποροῦσε, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης μέ ἕνα νέο Κανονισμό, περί τῶν Ἱ. Μονῶν καί τῆς λειτουργίας αὐτῶν, νά ὑπερβεῖ τίς ὅποιες ἀδυναμίες τοῦ ὑπεραιωνόβιου Διοργανισμοῦ τοῦ 1870 ρυθμίζοντας μέ μεγαλύτερη σαφήνεια τή σύγχρονη κανονική ὀργάνωση καί λειτουργία τῶν Ἱ. Μονῶν τῆς νήσου, μέσα φυσικά στά πλαίσια τῶν ὅσων ὁρίζουν τά σχετικά ἄρθρα τοῦ ΚΧΕΚ. Κατά συνέπεια, ἡ ἔλλειψη μέχρι πρόσφατα τῆς νομοθετικῆς ἁρμοδιότητας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης νά παράγει νομοθετικό ἔργο μέσα ἀπό τήν ἔκδοση Κανονιστικῶν διοικητικῶν πράξεων, τῆς στεροῦσε τή δυνατότητα νά καλύψει
443 Βλ. Κ. 1/1977 «Περί ἐργασιῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», ΦΕΚ Α’275∙ Κ. 2/1977«Περί ἐργασιῶν τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (ΔΙΣ)», ΦΕΚ Α’ 275∙ Γ. ΜΠΟΤΗΣ, Τό Νομοθετικό ἔργο, σ. 25. 444 Τόν Διοργανισμό βλ. Γ. ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ, Ἐκκλησιαστική νομοθεσία Κρήτης (Κείμενα‐Τροποποιήσεις‐Σχόλια κ.λ.π.), Ἡράκλειο 1993, σ. 103‐11. 445 Βλ. Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Κρήτης, σ. 342. 427
καί νά θεραπεύσει ἕνα μεγάλο μέρος τῶν διοικητικῶν καί ὀργανωτικῶν της ἀναγκῶν.
Τό παραπάνω κενό στήν ἐκκλησιαστική νομοθεσία τῆς
Κρήτης πού ἀποτελοῦσε βασική ἀνάγκη καί χρόνιο αἴτημα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, καλύφθηκε πρόσφατα μέ τόν Νόμο 3848/2010, ὁ ὁποῖος μέ τήν παράγραφο 6 τοῦ 43ου ἄρθρου του, θέσπισε τή δυνατότητα τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης νά ἐκδίδει Κανονισμούς καί Κανονιστι‐ κές Πράξεις διοικητικοῦ περιεχομένου, γιά τήν κάλυψη καί τή ρύθμιση ἐσωτερικῶν διοικητικῶν της θεμάτων. Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τήν 6η παράγραφο τοῦ Νόμου 3848/2010 «ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης μπορεῖ μέ ἀποφάσεις της, πού ἐγκρίνονται ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί δημοσιεύονται στήν Ἐφημε‐ ρίδα τῆς Κυβερνήσεως, καί μέ τήν προϋπόθεση ὅτι ἡ δαπάνη πού τυχόν προκαλεῖται δέν βαρύνει τόν κρατικό προϋπο‐ λογισμό, νά ἐκδίδει κανονισμούς καί διοικητικές πράξεις κανο‐ νιστικοῦ περιεχομένου γιά τή ρύθμιση ἐσωτερικῶν θεμάτων πού ἀφοροῦν τήν ἴδια ἤ καί φορεῖς της, ὅπως ἰδίως θέματα πού ἀφοροῦν: α)Τήν ὀργάνωση καί λειτουργία τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κρήτης, τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, τῶν Ἱ. Ναῶν, τῶν Ἐνοριῶν μετά τῶν Ἐνοριακῶν αὐτῶν Ναῶν, τῶν Ἱ. Μονῶν καί τῶν Ὀρθοδόξων Ἡσυχαστηρίων, τῶν Ὀργανισμῶν Διοικήσεως Μοναστηριακῆς Περιουσίας, ὡς καί τῶν ὑπολοίπων ἐκκλησι‐ αστικῶν καθιδρυμάτων καί Νομικῶν Προσώπων τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κρήτης καί τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, τά τῆς διοίκησης, διαχείρισης, ἐλέγχου καί
428
λειτουργίας τῶν παραπάνω Νομικῶν Προσώπων καθώς καί τῆς ἐν γένει ὑπηρεσιακῆς κατάστασης τοῦ προσωπικοῦ τους. β)Τόν καθορισμό τῶν ἁρμοδιοτήτων καί τοῦ τρόπου λειτουργίας τῶν Μητροπολιτικῶν Συμβουλίων καί τῶν λοιπῶν συλλογικῶν ὀργάνων, ὅπως αὐτά ὁρίζονται στόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. γ)Τήν ὑπηρεσιακή κατάσταση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλ‐ λήλων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ἐφόσον ἡ μισθοδοσία τους δέν καλύπτεται ἀπό τόν κρατικό προϋπολογισμό». Παρά τή σπουδαιότητα τῆς παρασχεθείσας νομοθετικῆς ἐξουσίας στήν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικό ὅτι ἡ διατύπωση τῆς παραπάνω παραγράφου, ἡ ὁποία παρέχει στήν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης τό δικαίωμα ἐκδόσεως Κανονι‐ στικῶν διοικητικῶν πράξεων, δέν περιλαμβάνει τούς ὅρους καί τίς προϋποθέσεις τίς ὁποῖες περιγράψαμε παραπάνω καί τίς ὁποῖες θεωρεῖ ἀπαραίτητες ἡ Πολιτεία, ὥστε νά μήν ἐμφανί‐ ζονται προβλήματα ἀπό ἀνίσχυρες κανονιστικές διατάξεις, οἱ ὁποῖες μποροῦν νά προσβληθοῦν μέ αἴτηση ἀκυρώσεως στό ΣτΕ.
Ὁ μοναδικός περιοριστικός ὅρος τόν ὁποῖο θέτει ὁ Νόμος
εἶναι ὅτι ἡ δαπάνη πού τυχόν προκαλεῖται ἀπό τήν ἔκδοση Κανονισμῶν καί Κανονιστικῶν διοικητικῶν πράξεων τῆς ΙΕΣΕΚ δέν θά πρέπει νά βαρύνει τόν κρατικό προϋπολογισμό. Στό σημεῖο αὐτό εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικό νά σημειωθεῖ, ὅτι οἱ περιορισμοί οἱ ὁποῖοι ἰσχύουν στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σχετικά μέ τήν ἔκδοση τῶν Συνοδικῶν Κανονισμῶν ἰσχύουν, κατ΄ ἀνάλογο ἐφαρμογή καί στήν περίπτωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ἐφ΄ όσον καί οἱ δύο Ἐκκλησίες βρίσκονται καί λειτουργοῦν ἐντός τῆς ἴδιας Πολιτείας, δηλαδή ἐντός τῆς ἴδιας ἔννομης τάξης. Ὅπως προαναφέρθηκε δυνάμει
429
τοῦ ἄρθρου 5, παρ. 1 τοῦ Νομοθετικοῦ Διατάγματος 407/1970, ὁ ἔλεγχος τῶν παραπάνω Κανονιστικῶν διοικητικῶν πράξεων ἀπό τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, ἐπιτρέπεται μόνο σέ περιπτώσεις ὑπερβάσεως ἐξουσίας.
Ἐπίσης καί στήν περίπτωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης
εἶναι προφανές, ὅτι ἰσχύει ἡ προαναφερθεῖσα ἀπόφαση τῆς Ὁλομέλειας τοῦ Ἀρείου Πάγου 656/1984, Α’ Πολιτικοῦ Τμήματος 855/1982 σχετικά μέ τήν ἔκδοση Κανονισμῶν ἀπό τήν Ἱ. Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ παραπάνω ἀπόφαση ὁρίζει, ὅτι εἶναι μέν δυνατόν νά ρυθμισθοῦν θέματα, κενά ἤ λεπτομέρειες πού δέν ἔχουν ρυθμισθεῖ ἀπό εἰδικούς Νόμους τῆς Πολιτείας, χωρίς ὅμως οἱ Κανονισμοί αὐτοί νά μποροῦν νά καταργήσουν ἤ νά τροποποιήσουν ὑφιστάμενες νόμιμες διατάξεις 446.
Κατά συνέπεια, γιά νά εἶναι ἔγκυροι οἱ ἐκδιδόμενοι
Κανονισμοί καί νά μήν μποροῦν νά προσβληθοῦν στό ΣτΕ, θά πρέπει: α) Νά εἶναι σύμφωνοι μέ τίς συνταγματικές διατάξεις σχετικά μέ τή θρησκευτική ἐλευθερία καί τήν ἰσότητα. β) Νά μήν ὑπερβαίνουν τά ὅσα ὁρίζει ὁ Καταστατικός Νόμος περί Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ἀλλά νά βρίσκονται ἐντός τῶν νομοθετικῶν ὁρίων τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη. Καί γ) νά μήν καταργοῦν ἤ τροποποιοῦν τίς ὑφιστά‐ μενες νόμιμες διατάξεις. Ἡ παρασχεθεῖσα, λοιπόν, δυνατότητα στήν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης γιά ἔκδοση Κανονισμῶν μέ ἐξουσιοδότηση Νόμου, καλύπτει ὄχι μόνο ἕνα σημαντικό νομοθετικό κενό στήν ὀργάνωση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά τήν καθιστᾶ πλέον ἱκανή γιά τήν αὐτοδύναμη ρύθμιση, ὀργάνωση καί λειτουργία τῶν διοικητικῶν της δομῶν, ἀλλά καί ὅλων τῶν ἐσωτερικῶν 446 Γ. ΛΙΛΑΙΟΣ, Νομοκανονικά, τ. Α’ (Γνωμοδοτήσεις), σ. 253. 430
διοικητικῶν της ζητημάτων, ἐνισχύοντας τήν αὐτονομία της μόνο ὡς πρός τήν ἐξάρτηση τήν ὁποία εἶχε ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί τήν Ἑλληνική Πολιτεία. Κατά συνέπεια, θά μπορεῖ στό ἑξῆς νά ρυθμίζει τήν ἐσωτερική διοικητική της ὀργάνωση μέ τρόπο κατάλληλο καί προσαρμοσμένο στίς δικές της ἀνάγκες, χωρίς νά εἶναι ἀναγκασμένη νά ἀκολουθεῖ τή νομοθετική ρύθμιση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σέ μία πληθώρα διοικητικῶν ζητημάτων 447.
Τό γεγονός αὐτό συμβάλει στήν ἐμβάθυνση καί στήν
ἐπέκταση τῆς διοικητικῆς της ὀργανώσεως, καθιστώντας την περισσότερο ἀνεξάρτητη τόσο ἀπέναντι στήν Πολιτεία, ὅσο καί ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Ἐπί πλέον διευρύνεται ὁ αὐτοπροσδιορισμός της καί παύει ὁ ἀναγκαστικός ἑτεροπροσ‐ διορισμός της στά θέματα τῆς ἐσωτερικῆς διοικητικῆς της ὀργάνωσης. Πάντα βέβαια μέσα στά συνταγματικά πλαίσια, ὅπως ἐκθέσαμε παραπάνω. Εἶναι βέβαια εὔλογο, ὅτι ἡ παρασχεθεῖσα αὐτονομία ἀποτελεῖ ἕνα σημαντικό βῆμα προόδου στίς σχέσεις μεταξύ Ἐκκλησίας Κρήτης καί Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἐφ΄ ὅσον παρέχεται στά ἀνώτατα διοικητικά ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή στή Σύνοδο, ἡ ἁρμοδιότητα γιά τήν ἔκδοση διοικητικῶν Κανονιστι‐ κῶν πράξεων, χωρίς τήν ὁποιαδήποτε ἐποπτική παρέμβαση τῶν ὀργάνων τοῦ Κράτους. Ὅμως ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τό διοικητικό αὐτό προνόμιο δέν εἶναι οὔτε ἀπόλυτο, οὔτε καί 447 Μέχρι σήμερα γιά παράδειγμα, ἡ νομική κατοχύρωση τῶν διαφόρων ἐκκλη‐ σιαστικῶν ἱδρυμάτων, τά ὁποῖα εἶναι Νομικά Πρόσωπα Ἰδιωτικοῦ Δικαίου, γινόταν ἤ μέ τή θέσπιση τῶν καταστατικῶν τους καί τή δημοσίευσή τους στό περιοδικό Ἐκκλησία καί τήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως ἤ μέ τήν ἔκδοση ἀποφάσεων τῶν οἰκείων Μητροπολιτῶν καί τή δημοσίευσή τους στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως. Βλ. Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Κρήτης, σ. 98‐99, ὅπου παραθέτει ἀρκετές περιπτώσεις συστάσεως ἐκκλησιαστικῶν ἱδρυμάτων μέ πράξεις ἤ Ἀποφάσεις Μητροπολιτῶν Κρήτης. Τέτοιες περιπτώσεις ἱδρύσεως ἐκκλησιαστικῶν ἱδρυμάτων στήν Κρήτη περιέχονται στά τεύχη τοῦ περιοδικοῦ Ἐκκλησία: 68 (1991) 678‐682, 73 (1996) 60‐62 καί 524‐527. 431
ἀνεξέλεγκτο, γιά δύο λόγους: α) Πρῶτον ἐπειδή ἡ παρασχεθεῖσα ἁρμοδιότητα στήν Ἐκκλησία γιά τήν ἔκδοση Κανονιστικῶν διοικητικῶν πράξεων προϋποθέτει τήν ὕπαρξη νομοθετικῆς ἐξουσιοδοτήσεως καί β) δεύτερον, ὅπως καί παραπάνω ἐκθέσαμε, ἐπειδή οἱ διοικητικές Κανονιστικές πράξεις ὑπόκεινται στόν ἀκυρωτικό ἔλεγχο τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας. Αὐτό συμβαίνει ἐπειδή τά ἐκκλησιαστικά Νομικά Πρόσωπα κατά τήν ἄσκηση δημόσιας ἐξουσίας θεωροῦνται διοικητικές ἀρχές 448.
448 Βλ. Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Ἡ κανονιστική ἁρμοδιότητα, σ. 82. 432
Β. Κεντρικά σημεῖα ἀναφορᾶς γιά τή σύνταξη Κανονισμοῦ Ἐργασιῶν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης.
Ὅπως ἐκθέσαμε παραπάνω, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης
ἐστερεῖτο μέχρι πρόσφατα τῆς δυνατότητας νά ἐκδίδει Κανονιστικές διοικητικές πράξεις γιά τή ρύθμιση τῶν κάθε εἴδους διοικητικῶν ζητημάτων πού ἀφοροῦσαν στήν ἐσωτερική διοικητική της ὀργάνωση. Ἔτσι, ἦταν ἀναγκασμένη νά ἀκολουθεῖ σέ πολλά διοικητικά θέματα τούς Κανονισμούς πού ἐξέδιδε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μέ ἀποτέλεσμα νά ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτήν ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ἐσωτερικῆς της ὀργάνωσης. Ἡ παρασχεθεῖσα ὅμως δυνατότητα στήν Ἐπαρχιακή Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης μέ τόν Νόμο 3848/2010 449 νά ἐκδίδει κανονισμούς καί διοικητικές πράξεις κανονιστικοῦ περιεχομέ‐νου γιά τή ρύθμιση τῶν ἐσωτερικῶν θεμάτων πού ἀφοροῦν τήν ἴδια καί τούς φορεῖς της, ἀποτελεῖ πράγματι ἕνα πολύ σημαντικό βῆμα προόδου, τό ὁποῖο ὄχι μόνο θά διευκολύνει τήν ὀργανωτική της δομή καί λειτουργία, ἀλλά καί θά διευρύνει τήν αὐτοδιοίκησή της, πάντα βέβαια σέ σχέση μέ τό βαθμό ἐξάρτησης ἀπό τήν Ἑλληνική Πολιτεία καί τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, χωρίς παράλληλα νά ἀλλοιώνει ἤ νά παραγνωρίζει τό διαφορετικό βαθμό αὐτοδιοίκησης πού ἔχει ἡ κάθε μία Ἐκκλησία σέ σχέση μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὡς Αὐτοκέφαλος, παραμένει ἐντελῶς αὐτοδιοίκητη σέ σχέση μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρ‐ χεῖο 450, γι’ αὐτό καί δέν ἀπαιτεῖται οἱ Κανονισμοί τούς ὁποίους ἐκδίδει νά ἐγκρίνονται ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. 449 Ἄρθρ. 43, παρ. 6 Ν. 3848/2010 (ΦΕΚ Α’ 71). 450 Μέ ἐξαίρεση κάποια σημεῖα τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ 1928 περί τῆς διοικήσεως τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων τῶν Νέων Χωρῶν. Ἔτσι, γιά παράδειγμα τό 433
Ἀντιθέτως, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης ὡς Ἡμιαυτόνομος καί ἐξηρτημένη σέ μεγάλο βαθμό ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατρι‐ αρχεῖο, θά πρέπει νά ὑποβάλλει πρός ἔγκριση στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τούς ἐκδοθησόμενους Κανονισμούς της ἀναφο‐ ρικά μέ τήν ἐσωτερική της ὀργάνωση. Τήν κανονική αὐτή ἐξάρτηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο δέν ἀγνοεῖ οὔτε ὁ πολιτειακός νομοθέτης, ὁ ὁποῖος μέ τό νόμο 3848/2010 πού παραχωρεῖ τό δικαίωμα στήν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης νά ἐκδίδει Κανονιστικές διοικητικές πράξεις, ὁρίζει ὅτι: «Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης μπορεῖ μέ ἀποφάσεις της, πού ἐγκρίνονται ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί δημοσιεύ‐ ονται στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως…νά ἐκδίδει κανονισ‐ μούς καί διοικητικές πράξεις κανονιστικοῦ περιεχομένου…» 451.
Ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα θέματα τά ὁποῖα χρήζουν
ρυθμίσεως μέ ἔκδοση Κανονισμοῦ, εἶναι ἀναμφίβολα ὁ τρόπος λειτουργίας καί ἐργασιῶν τοῦ κεντρικοῦ διοικητικοῦ ὀργάνου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, δηλαδή τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου. Γιά παράδειγμα στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀμέσως μετά τήν ψήφιση τοῦ Καταστατικοῦ Νόμου 590/1977 περί Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, οἱ δύο πρῶτοι Κανονισμοί πού ἐκδόθηκαν ἀφοροῦσαν στόν τρόπο λειτουργίας καί ἐργασιῶν τῶν δύο Συνοδικῶν Ὀργάνων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, δηλαδή τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας καί τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου. Θά ἔπρεπε λοιπόν ἤδη νά εἶχε καταρτιστεῖ ἕνας Κανονισμός ἐργασιῶν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου. Ἡ κατάρτιση ἑνός σημεῖο Ε΄ τῆς παραπάνω Πατριαρχικῆς Πράξεως ὁρίζει ὅτι οἱ Ἀρχιερεῖς τῶν λεγομένων Νέων Χωρῶν ἐκλέγονται βάσει τοῦ καταλόγου τῶν ἐκλεξίμων πού καταρτίζει ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί ἐγκρίνει τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Βλ. Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ‐Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Θρησκευτική Νομοθεσία, σ. 196. 451 ΦΕΚ Α’ 71. 434
τέτοιου Κανονισμοῦ μπορεῖ νά ἐξασφαλίσει: α) Τήν καθ’ ὅλα εὔρυθμη λειτουργία τοῦ κεντρικοῦ διοικητικοῦ ὀργάνου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, δηλαδή τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, ἐφόσον θά καλύψει ὅλα τά κενά τά ὁποῖα ἀφήνει ὁ Καταστατικός Χάρτης σχετικά μέ τή λειτουργία καί τίς ἐργασίες τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου. β) Ἐπί πλέον θά τήν ὀχυρώσει ἀπέναντι στίς ὅποιες ἀμφισβητήσεις μποροῦν νά ἐγερθοῦν σχετικά μέ τή νομιμότητα τοῦ τρόπου λειτουργίας της, ἐφ΄ ὅσον σύμφωνα μέ τό ἰσχῦον στήν Ἑλλάδα διοικητικό δίκαιο ἡ παράβαση τῶν κανόνων σύγκλησης, συγκρότησης καί λειτουργίας ἑνός συλλογικοῦ ὀργάνου, ὅπως εἶναι καί ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος καθιστᾶ παράνομες καί τίς ἀποφάσεις της 452.
Ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ὅπως
ἀναφέρθηκε καί πιό πάνω, περιλαμβάνει ὁρισμένες βασικές διατάξεις σχετικά μέ τή σύγκληση, συγκρότηση καί λειτουργία τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖες ὅμως δέν εἶναι ἀρκετές γιά νά καλύψουν πλήρως ὅλα τά διαδικαστικά θέματα, σχετικά μέ τόν τρόπο λειτουργίας καί τόν τρόπο διεξαγωγῆς τῶν συνε‐ δριάσεων τοῦ κεντρικοῦ θεσμικοῦ συλλογικοῦ ὀργάνου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, δηλαδή τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου. Κατά συνέπεια, τά κενά αὐτά καλύπτονται ἀπό τούς ἀνάλογους Κανόνες τοῦ διοικητικοῦ δικαίου πού ἀφοροῦν στά συλλογικά διοικητικά ὄργανα. Ἡ ἀνάγκη λοιπόν συντάξεως, ἐγκρίσεως καί ἐκδόσεως ἑνός τέτοιου Κανονισμοῦ ἀπό τήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης εἶναι βασική καί ἐπιτακτική. Γιά τούς παραπάνω λόγους κρίθηκε σκόπιμο, ἀλλά καί χρήσιμο νά ἐξετάσουμε στή συνέχεια τά βασικά σημεῖα ἀναφορᾶς στά ὁποῖα θά μποροῦσε νά στηριχθεῖ ἡ ἔκδοση, ἀπό 452 ΕΠ. ΣΠΗΛΙΟΤΟΠΟΥΛΟΥ, Ἐγχειρίδιο Διοικητικοῦ Δικαίου, τ. Ι, Ἀθήνα‐Κομοτηνή12 2007, ἔκδ. Σάκκουλας, σ. 149. 435
τήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ἑνός τέτοιου κανονισμοῦ κάνοντας μία προσπάθεια κωδικοποιή‐ σεως τῶν κεντρικῶν σημείων τά ὁποῖα θά ἦταν δυνατόν νά περιλαμβάνει.
Θεμελιώδη κείμενα στά ὁποῖα μπορεῖ νά στηριχθεῖ ἡ
σύνταξη ἑνός τέτοιου Κανονισμοῦ εἶναι: α) Ὁ Νόμος 3848/2010 ὁ ὁποῖος προβλέπει ὅτι ἡ ἔκδοση Κανονισμῶν ἀπό τήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο μπορεῖ νά ἀφορᾶ ἐκτός τῶν ἄλλων καί στήν ὀργάνωση καί λειτουργία τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου (βλ. ἄρθρ. 43, παρ. 6α). β) Ὁ Καταστατικός Νόμος 4149/1961 περί Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης καί ἰδιαίτερα τά ἄρθρα πού ἀφοροῦν στή συγκρότηση, σύγκληση καί λειτουργία τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρ‐ χιακῆς Συνόδου. Ὅπως ἀναφέραμε στό 1ο μέρος τῆς παρούσας ἐργασίας, οἱ Κανονισμοί θά πρέπει νά μήν ὑπερβαίνουν τά ὅσα ὁρίζει ὁ Καταστατικός Νόμος περί Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ἀλλά νά βρίσκονται ἐντός τῶν νομοθετικῶν ὁρίων τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη καί παράλληλα νά μήν καταργοῦν ἤ τροποποιοῦν τίς ὑφιστάμενες νόμιμες διατάξεις. γ) Οἱ ἀνάλογοι Κανόνες τοῦ διοικητικοῦ δικαίου, οἱ ὁποῖοι ἀφοροῦν στή λειτουργία τῶν συλλογικῶν διοικητικῶν ὀργάνων. Οἱ Κανόνες αὐτοί εἶναι κωδικοποιημένοι στό 19ο ἄρθρο τοῦ Ν. 1599/1986 «Σχέσεις κράτους‐πολίτη, καθιέρωση νέου τύπου δελτίου ταυτότητας καί ἄλλες διατάξεις» 453. δ) Ἡ συναφής νομολογία τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας. ε) Πρότυπο ἐπίσης γιά τή σύνταξη τοῦ Κανονισμοῦ ἐργασιῶν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης 453 ΦΕΚ Α΄ 75. Οἱ περισσότερες ἀπό τίς διατάξεις τοῦ παραπάνω νόμου γιά τήν λειτουργία τῶν συλλογικῶν διοικητικῶν ὀργάνων προέρχονται ἀπό νομολογιακές ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας. Βλ. Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Κρήτης, σ. 162. 436
μποροῦν νά ἀποτελέσουν οἱ Κανονισμοί λειτουργίας τῶν δύο Συνοδικῶν Ὀργάνων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Οἱ Κανονισμοί: 1/1977 «Περί ἐργασιῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» (ΦΕΚ Α΄ 275) καί 2/1977 «Περί ἐργασιῶν τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (ΔΙΣ)» (ΦΕΚ Α’ 275). Γιά τήν καταγραφή, λοιπόν, καί ἔκθεση τῶν κεντρικῶν σημείων στά ὁποῖα θά μποροῦσε νά στηριχθεῖ ἡ ἔκδοση ἑνός Κανονισμοῦ ἐργασίων τῆς ΙΕΣΕΚ, λάβαμε ὑπόψη μας τούς δύο παραπάνω Κανονισμούς ἐργασιῶν τῶν δύο συνοδικῶν ὁργάνων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (ΙΣΙ καί ΔΙΣ), καθώς καί τόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης παραθέ‐ τοντας καί ὁρισμένα σχόλια ὅπου αὐτό θεωρήσαμε ἀπαραί‐ τητο. Κεντρικά, λοιπόν, σημεῖα ἀναφορᾶς ἑνός Κανονισμοῦ ἐργα‐ σιῶν τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης θά μποροῦσαν νά εἶναι τά παρακάτω: 1) Ὁ τόπος, ὁ χρόνος καί ὁ τρόπος τῶν συνεδριάσεων. 2) Οἱ ἁρμοδιότητες τοῦ Προέδρου. 3) Περί τῆς ἡμερησίας διατάξεως. 4) Ἡ διεξαγωγή τῶν συζητήσεων. 5) Ἡ λήψη τῶν ἀποφάσεων (ἤ ψηφοφορίες). 6) Ἡ διαδικασία ἐγκρίσεως Κανονισμῶν. 7) Τά πρακτικά. 8) Οἱ ἁρμοδιότητες τοῦ Ἀρχιγραμματέως τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου.
437
Α. Τόπος, χρόνος καί τρόπος συνεδριάσεων 454. Σχετικά μέ τό ζήτημα τοῦ τόπου, τοῦ χρόνου καί τοῦ τρόπου τῶν συνεδριάσεων τῆς ΙΕΣΕΚ, ὁ Κανονισμός θά μποροῦσε νά διαλαμβάνει ὅτι: Σημεῖο 1. Ἡ Ἐπαρχιακή Σύνοδος συνεδριάζει στό Ἡράκλειο τῆς Κρήτης καί συγκεκριμένα στήν ἕδρα τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Κρήτης, δίπλα στόν ἱστορικό Ἱ. Ναό τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, πολιούχου τοῦ Ἡρακλείου. Ἐκτός καί ἄν συντρέχει ὁ λόγος τῆς παρ. 2 τοῦ ἄρθρου 21, τοῦ Ν. 4149/1961, δηλαδή ἡ περίπτωση ἐκλογῆς Μητροπολίτη, ὁπότε ἡ Σύνοδος πραγματο‐ ποιεῖ τήν ἔκλογή ἐντός τοῦ ὡς ἄνω Ἱ. Ναοῦ. Σχόλιο. Σχετικά μέ τόν χρόνο συγκλήσεως τῆς Ἱ. Ἐπαρχιακῆς Συνόδου θά πρέπει νά ὁριστοῦν ἐπακριβῶς οἱ ἡμερομηνίες τῶν τακτικῶν συνεδριάσεών της. Ὅμως στό σημεῖο αὐτό χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή στή σύνταξη τοῦ Κανονισμοῦ, διότι ὅπως καί παραπάνω σημειώσαμε, ὁ ΚΧΕΚ προβλέπει τήν τακτική σύγ‐ κληση τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τρεῖς φορές τό χρόνο, πράγμα ὅμως τό ὁποῖο ἔχει ἀτονήσει πρακτικά καί ἔτσι ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος συγκαλεῖται μόνο μία φορά τό χρόνο τήν ἑπομένη τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ. Τό τυπικό αὐτό ἔλλειμμα νομιμότητας ἀπό τή μή ἐφαρμογή τῆς ἐπιταγῆς τοῦ ἄρθρου 3, παρ. 1, ἐδάφιο α’ ΚΧΕΚ, ὅπως σωστά ἔχει ἐπισημανθεῖ, δέν ἀναιρεῖ τήν κανονικότητα τῆς συνοδικῆς λειτουργίας τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου 455, ἐφ΄ ὅσον, οἱ ἱεροί κανόνες προβλέπουν τήν τακτική σύγκληση τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου δύο ἤ καί μία φορές τόν χρόνο 456.
454 Βλ. τά ἄρθρα 1‐8, Κ. 1/1977 καί 3‐9 Κ. 2/1977. 455 Τήν κανονική αὐτή διαπίστωση κάνει ὁ καθηγητής κ. Κων. Παπαγεωργίου, βλ. Κ .Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Κρήτης, σ. 168. 456 Βλ. τούς κανόνες 37ο Ἀποστολικό, 5ο Α΄ Οἰκ. Συνόδου, 19ο Δ΄ Οἰκ. Συνόδου, 8ο Πανθέκτης Οἰκ. Συνόδου, 60 Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου, Γ. ΡΑΛΛΗ – Μ. ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα τῶν Θείων και ‘Iερῶν Κανόνων, τομ. Β΄σ.50, 124‐5, 265, 324‐5 & 577‐8. 438
Ὁ Κανονισμός ὅμως ἐργασιῶν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, ἐπειδή δέν μπορεῖ νά ὑπερβαίνει τά νομοθετημένα ἀπό τόν ΚΧΕΚ, δέν μπορεῖ νά ὁρίσει τακτική συνεδρία τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, μία ἤ καί δύο φορές τό χρόνο, ἀλλά ὑποχρεωτικά τρεῖς. Σέ διαφορετική περίπτωση εἶναι δυνατή ἡ προσβολή του στό ΣτΕ καί ἡ ἀκύρωση μίας τέτοιας κανο‐ νιστικῆς ρυθμίσεως, ἐφ΄ ὅσον αὐτή θά τροποποιεῖ τόν ἰσχύοντα Καταστατικό Νόμο. Κατά συνέπεια οἱ μόνες δυνατές λύσεις εἶναι δύο: Νά προβλέπει ὁ Κανονισμός τρεῖς τακτικές συνε‐ λεύσεις τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου ἤ νά τροποποιηθεῖ διά Νόμου τό παραπάνω ἄρθρο τοῦ ΚΧΕΚ πού προβλέπει τήν τριπλή κατ’ ἔτος σύγκληση τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου. Σημεῖο 2. Οἱ συνεδρίες τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου κοινοποιοῦνται στούς Σεβασμιωτάτους συνέδρους μέσῳ τῆς ἡμερησίας διατάξεως τῶν ἐργασιῶν αὐτῆς, ἄρχονται καί λήγουν διά προσευχῆς τελουμένης ὑπό τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου ἤ σέ περίπτωση κωλύματος ἤ ἀπουσίας αὐτοῦ ἀπό τόν ἔχοντα τά πρεσβεῖα χειροτονίας Μητροπολίτη, ὁ ὁποῖος καί συγκαλεῖ τήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο. Σχόλιο. Στό σημεῖο αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά δοθεῖ ἰδιαίτερη προσοχή στό γεγονός, ὅτι δέν μπορεῖ νά θεσπιστεῖ στόν Κανονισμό ἐργασιῶν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου ἡ δυνα‐ τότητα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης νά ὁρίζει μέ ἐξουσιοδότηση τόν Μητροπολίτη πού θά συγκαλέσει καί θά προεδρεύσει τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, διότι κάτι τέτοιο δέν προβλέπεται ἀπό τόν ΚΧΕΚ. Τό σημειώνουμε αὐτό, διότι καί οἱ δύο Κανονισμοί ἐργασιῶν τῶν Συνόδων τῆς ΔΙΣ καί τῆς ΙΣΙ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος προέβλεπαν τή δυνατότητα αὐτή, ἡ ὁποία ὅμως ἀκυρώθηκε ἀπό τό ΣτΕ μέ τήν ἀπόφαση τῆς ὉλΣτΕ
439
960/1978 457, ἐπειδή τό ἄρθρο 12 παρ. 1 τοῦ ΚΧΕΕ προέβλεπε ὅτι τόν Πρόεδρο κωλυόμενο, ἀναπληρώνει ὁ ἔχων τά πρεσβεῖα χειροτονίας Μητροπολίτης καί τούτου κωλυομένου ὁ ἑπόμενος τούτου τῇ τάξει καί οὕτῳ καθ΄ ἑξῆς. Ὁ ΚΧΕΚ ἐπίσης προβλέπει στό ἄρθρο 3 παρ. 2 ὅτι «κωλυομένου τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος Κρήτης συγκαλεῖται ὑπό τοῦ ἐκ τῶν ἐνεργείᾳ Μητροπολιτῶν ἔχοντος τά πρεσβεῖα τῆς χειροτονίας ἐν γνώσει ὅμως τοῦ Ἀρχιεπισκόπου». Τό παραπάνω ἄρθρο τοῦ ΚΧΕΚ δέν ἀναφέρει τί γίνεται στήν περίπτωση πού καί ὁ ἔχων τά πρεσβεία δεύτερος στήν τάξη κωλύεται νά συγκαλέσει τήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο, προφανῶς ὅμως ἡ ἀναπλήρωση τοῦ Προέδρου γίνεται καί σ’ αὐτήν τήν περίπτωση κατά τά πρεσβεῖα χειροτονίας. Σημεῖο 3. Ἡ παρουσία πάντων τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Σεβασμιω‐ τάτων Μητροπολιτῶν σέ ὅλες τίς τακτικές ἤ ἔκτακτες συνε‐ λεύσεις τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου εἶναι ὑποχρεωτική, ἐπιφυλασσομένου τοῦ ἄρθρου 5 τοῦ ΚΧΕΚ, πού ἐπικαλεῖται λόγους ἀσθενείας. Σχόλιο. Στίς αἰτίες κωλύματος συμμετοχῆς στίς ἐργασίες τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου θά πρέπει νά προστεθοῦν καί ἐκεῖνες τίς ὁποῖες προβλέπουν τά ἄρθρα 38 καί 39 τοῦ ΚΧΕΚ σχετικά μέ τήν ἀπώλεια προσωρινή ἤ ὁριστική τῆς διοικητικῆς ἐξουσίας τοῦ Ἀρχιερέως. Ἡ ἀπώλεια τῆς διοικητικῆς του ἐξουσίας, τοῦ στερεῖ καί κατά τούς Ἱερούς Κανόνες τό δικαίωμα συμμετοχῆς στίς ἐργασίες τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου. Γιά τή διατήρηση, λοιπόν, τῆς διοικητικῆς τους θέσης, συνεπάγεται ὅτι δέν ἔχουν ἀποβληθεῖ ἀπό τό θρόνο τους, δηλαδή τή διοικητική τους ἐξουσία γιά λόγους καθαίρεσης, ἔκπτωσης ἀπό τό θρόνο τους ἤ καταδίκης σέ ἰσόβια ἀργία 458. 457 Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΥ‐Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Θρησκευτική Νομοθεσία, σ. 283. 458 Ἄρθρ. 38, παρ. 1,2 ΚΧΕΚ. 440
Ἐπίσης δέν ἔχουν νόμιμα παραιτηθεῖ γιά λόγους χρόνιας νόσου ἤ γήρατος, ὕστερα ἀπό ἀπόφαση τῆς ΙΕΣΕΚ 459. Ὁ ΚΧΕΚ δέν προβλέπει ὅτι ὁ Ἀρχιερέας καί σέ περίπτωση πρόσκαιρης ἀργίας χάνει τή διοικητική του ἐξουσία καί κατά συνέπεια καί τή δυνατότητα συμμετοχῆς του στίς Συνοδικές ἐργασίες. Ὁ ἀποκλεισμός του ὅμως ἀπό τίς Συνοδικές ἐργασίες θά πρέπει νά θεωρεῖται αὐτονόητος, ἀλλά μόνο κατά τή χρονική διάρκεια ἐκτίσεως τῆς ποινῆς 460. Τήν περίπτωση αὐτή προβλέπει ὁ ΚΧΕΕ μέ τό ἄρθρ. 6, παρ. 4 γιά τούς Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Θά πρέπει ἐπιπλέον νά σημειωθεῖ, ὅτι γιά τήν ἐκτέλεση
ὁποιασδήποτε καταδικαστικῆς ἀποφάσεως κατά Ἀρχιερέα ἀπό τίς παραπάνω, θά πρέπει νά προηγηθεῖ ἡ ἔκδοση Προεδρικοῦ Διατάγματος σύμφωνα μέ τό ἄρθρ. 152 τοῦ Ν. 5383/1932. 461 Ἑπομένως ὁ ἀποκλεισμός ἀπό τίς Συνοδικές ἐργασίες, ἀρχίζει ἀπό τήν ἔκδοση τοῦ Προεδρικοῦ Διατάγματος, δηλαδή ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἐκτέλεσης τῆς ποινῆς 462.
Σύμφωνα ἐπίσης καί μέ τή νομολογία του ΣτΕ 463 ὁ
Ἀρχιερέας δέν στερεῖται τοῦ δικαιώματος συμμετοχῆς στίς Συνοδικές ἐργασίες κατά τή διάρκεια πού βρίσκεται ὑπόδικος ἐνώπιον Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου καί ἐφ΄ ὅσον δέν ἔχει ἀκόμα ἐκδοθεῖ ὁποιαδήποτε καταδικαστική ἀπόφαση. Ἔχει ἀκόμη νομολογηθεῖ 464, ὅτι σέ περίπτωση πού τό Διάταγμα ἀναγνώρισης κάποιου Ἀρχιερέα ἔχει προσβληθεῖ στό ΣτΕ καί μέχρι τήν ἀκύρωσή του, δέν ἐμποδίζεται ἡ συμμετοχή 459 Ἄρθρ. 39, παρ. 1,2 ΚΧΕΚ. 460 Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Κρήτης, σ. 170. 461 Βλ. Ἰ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, Θεμελιώδεις διατάξεις σχέσεων Κράτους‐Ἐκκλησίας, [Βιβλι‐ οθήκη Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου» σειρά Α’ : Πηγές 1], Ἀθήνα 1999, σ. 209 καί Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ‐Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Θρησκευτική Νομοθεσία, σ. 1722. 462 Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Κρήτης, σ. 170. 463 ὉλΣτΕ 3538/1973, ΝοΒ 22 (1974) 985. 464 Βλ. ΣτΕ 960‐961/1978, ΕὑρΣτΕ 1978, σ. 448‐449 καί ΣτΕ 990/1978, ΕὑρΣτΕ 1978, 453‐454. Πρβλ. Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Κρήτης, σ. 170‐171. 441
του στά συλλογικά ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας καί κατά συνέπεια στίς ἐργασίες τῆς ΙΕΣΕΚ.
Τέλος ἡ ποινική καταδίκη Ἀρχιερέα δέν ἀφαιρεῖ τήν ἰδιό‐
τητά του ὡς μέλους τῆς ΙΕΣΕΚ καί κατά συνέπεια τό δικαίωμα τῆς συμμετοχῆς του στίς ἐργασίες της, ἐφόσον σύμφωνα μέ τό ἄρθρ. 161 παρ. 1 τοῦ Ν. 5383/1932 οἱ ἀποφάσεις τῶν κοινῶν ποινικῶν δικαστηρίων δέν δεσμεύουν τά ἐκκλησιαστικά δικαστήρια, δηλαδή δέν τά ὑποχρεώνουν σέ ἐπιβολή ἐκκλησι‐ αστικῶν κυρώσεων. Ἐξαίρεση μόνο ἀποτελεῖ ἡ ρητή διάταξη τῶν ἄρθρων 159‐160 τοῦ παραπάνω Νόμου, ἡ ὁποία προβλέπει ὅτι μόνο ἡ ἐπιβολή ποινῆς κάθειρξης ἀπό τά ποινικά δικαστή‐ ρια, προκαλεῖ καί τήν ποινή τῆς καθαίρεσης ἀπό τά ἐκκλησια‐ στικά δικαστήρια 465. Σημείο 4. Ἡ παρουσία τοῦ Βοηθοῦ Ἐπισκόπου στίς συνεδρίες τῆς ΙΕΣΕΚ ἐπιτρέπεται μόνο στήν περίπτωση πού αὐτός ἔχει τήν ἰδιότητα τοῦ Γραμματέα τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, ἐφ΄ ὅσον σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 6 τοῦ ΚΧΕΚ τήν ἰδιότητα τοῦ Γραμματέα τῆς ΙΕΣΕΚ μπορεῖ νά ἔχει καί ἕνας βαθμοφόρος κληρικός πού ὁρίζεται ἀπό τήν ΙΕΣΕΚ. Στήν περίπτωση ὅμως αὐτή ὁ Βοηθός Ἐπίσκοπος δέν ἔχει τό δικαίωμα συμμετοχῆς στίς συζητήσεις ἤ τό δικαίωμα ψήφου. Σχόλιο. Ἡ συμμετοχή τοῦ Βοηθοῦ Ἐπισκόπου στίς συνεδρίες τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου μή φέροντος τήν ἰδιότητα τοῦ Γραμματέως αὐτῆς, δέν δύναται νά θεσπιστεῖ ἀπό τόν Κανονισμό ἐργασιῶν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, ἔστω καί ἄν ἡ συμμετοχή του προβλέπεται χωρίς δικαίωμα ψήφου ἤ ἀκόμα καί χωρίς δικαίωμα συμμετοχῆς στίς συζητήσεις τῶν συνεδριῶν. Τό ἄρθρο 2 τοῦ ΚΧΕΚ ὅπως τροποποιήθηκε ἀπό τόν Ἀναγκαστικό Νόμο 137/1967 προβλέπει ὅτι ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή 465 Ι. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, Θεμελιώδεις Διατάξεις, σ. 212 καί Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ‐Κ. ΠΑΠΑΓΕ‐ ΩΡΓΙΟΥ, Θρησκευτική Νομοθεσία, σ. 1725. 442
Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης συντίθεται ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης ὡς Πρόεδρο καί τούς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες τῆς Νήσου. Ἐπειδή ὅμως ὁ Βοηθός Ἐπίσκοπος ἀνήκει στούς Θεοφιλεστάτους Ἐπισκόπους καί ὄχι στούς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες, δέν μπορεῖ νά ρυθμιστεῖ μέσῳ τοῦ Κανονισμοῦ ἡ συμμετοχή του στήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνο‐ δο, παρά μόνο μέ νομοθετική τροποποίηση τοῦ ἰδίου τοῦ ΚΧΕΚ. Σημείο 5. Ἡ ΙΕΣΕΚ βρίσκεται σέ ἀπαρτία, ἐάν οἱ παρόντες Μητροπολίτες εἶναι περισσότεροι ἀπό τό ἥμισυ τοῦ ἀριθμοῦ τοῦ συνόλου αὐτῶν, ἐπιφυλασσομένου τοῦ ἄρθρου 21 παρ. 3 τοῦ ΚΧΕΚ σύμφωνα μέ τό ὁποῖο, γιά τήν ἐκλογή Ἀρχιερέα ἀπαιτεῖται αὐξημένη ἀπαρτία, δηλαδή ἡ παρουσία τῶν 2/3 τῶν μελῶν τῆς ΙΕΣΕΚ. Σχόλιο. Σχετικά μέ τήν αὐξημένη ἀπαρτία πού ἀπαιτεῖται γιά τήν ἐκλογή Μητροπολίτου τό ἄρθρο 21 παρ. 3 τοῦ ΚΧΕΚ ὁρίζει ὅτι: «Ἡ Σύνοδος θεωρεῖται ἐν ἀπαρτίᾳ καί ἐνεργεῖ ἐγκύρως τήν ἐκλογήν ἄν παρίστανται τά 2/3 τῶν μελῶν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου Κρήτης, τῶν μή μετεχόντων Ἀρχιερέων γενομένων συμψήφων διά ψηφοδελτίων ἀποστελλομένων εἰς τόν Ἀρχιεπίσκοπον Κρήτης ἐπί ἀποδείξει…». Θά πρέπει βέβαια στό σημεῖο αὐτό νά διευκρινιστεῖ ὅτι τά ἀποστελλόμενα ψηφοδέλτια τῶν ἀπόντων, δέν συνυπολογίζονται στό σχημα‐ τισμό ἀπαρτίας ἐφ΄ ὅσον ἡ ρητή διάταξη τοῦ ἄρθρου δέν ἐπιτρέπει νά ἐννοηθεῖ κάτι τέτοιο καθώς γιά τό σχηματισμό αὐξημένης ἀπαρτίας θά πρέπει νά ‘’παρίστανται’’ τά 2/3 τῶν μελῶν. Κατά συνέπεια πρῶτα θά πρέπει νά σχηματιστεῖ ἡ αὐξημένη ἀπαρτία τῶν 2/3 καί μετά νά ληφθοῦν ὑπόψη τά ἀπεσταλμένα ψηφοδέλτια τῶν ἀπόντων Μητροπολιτῶν γιά νά
443
χρησιμοποιηθοῦν μόνο στή διαδικασία τῆς ψηφοφορίας, ὅπως προβλέπει ὁ ΚΧΕΚ 466.
Ὅπως ἐπίσης προκύπτει ἀπό τή σχετική διατύπωση τοῦ
Νόμου (ΚΧΕΚ) εἶναι εὐνόητο, ὅτι γιά τόν ὑπολογισμό τῆς ἀπαρτίας δέν λαμβάνονται ὑπόψη οἱ κενοί μητροπολιτικοί θρόνοι, οὔτε καί οἱ Μητροπολίτες πού ἔχουν καταδικαστεῖ σέ πρόσκαιρη ἀργία, γιατί κατά τή διάρκεια ἰσχύος τῆς ποινῆς τους δέν εἶναι μέλη τῆς ΙΕΣΕΚ 467. Στή διαπίστωση ὅμως τῆς ἀπαρτίας, εἴτε ἁπλῆς εἴτε αὐξημένης θά πρέπει νά συνυπολο‐ γίζονται ὅσοι ἔλαβαν ἄδεια ἀπουσίας ἀπό τίς συνεδριάσεις, ἐφ΄ ὅσον δέν παύουν νά εἶναι μέλη τοῦ Συνοδικοῦ Σώματος 468.
Πρόβλημα ἀπαρτίας ἁπλῆς, ἀλλά ἰδιαίτερα αὐξημένης
μπορεῖ νά προκύψει σέ δύο περιπτώσεις· πρῶτον ὅταν μία Συνοδική συνεδρίαση ξεκινήσει μέ ἀπαρτία, ἀλλά διαρκούσης τῆς συνεδριάσεως ἀποχωρήσουν ὁρισμένα ἀπό τά μέλη της, ὥστε τά ἐναπομείναντα μέλη νά μήν σχηματίζουν ἀπαρτία καί δεύτερον ὅταν ἐξ ἀρχῆς ὁρισμένα μέλη λόγῳ διαφωνιῶν ἀρνοῦνται νά προσέλθουν στή Συνοδική συνεδρίαση, μέ ἀποτέ‐ λεσμα οἱ συμμετέχοντες τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου νά μήν ἀρκοῦν γιά τό σχηματισμό ἀπαρτίας. Γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς πρώτης περιπτώσεως ἔχουν διατυπωθεῖ ἀπό τό ΣτΕ δύο ἀπόψεις, οἱ ὁποῖες ὅμως εἶναι ἀντίθετες μεταξύ τους. Ἡ πρώτη διατυπώθηκε κυρίως μέ τίς ἀποφάσεις 1510/1963 καί 3085/1966 τοῦ ΣτΈ, οἱ ὁποῖες δέχονταν ὅτι τά συλλογικά ὄργανα διοικήσεως ἐφ΄ ὅσον κατά τήν ἔναρξη τῆς συνεδριάσεώς τους εἶχαν νόμιμη ἀπαρτία ἐξακολουθοῦν νά τή διατηροῦν κατά πλάσμα δικαίου καί λαμβάνουν νόμιμα 466 Τήν ἴδια ἄποψη ἐκφράζει καί ὁ Κ. Παπαγεωργίου βλ. Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Κρήτης, σ. 174. 467 Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΥ, Παραδόσεις, σ. 202. 468 Βλ. ΣτΕ 936/1938, ΕΕΝ 5 (1938) 802. Πρβλ. Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΥ, Παραδόσεις, σ. 202. Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Κρήτης, σ. 176. 444
ἀποφάσεις, ἔστω καί ἄν κατά τή συνεδρίαση ἀποχωρήσουν ὁρισμένα μέλη, ὥστε νά μήν προκύπτει πρόβλημα ἀπαρτίας 469. Ἀργότερα ὅμως μέ τίς ἀποφάσεις του 368/1980, 3905/1983 καί 2832/1988 τό ΣτΕ δέχτηκε ὅτι τόσο γιά τήν νόμιμη συνεδρίαση τοῦ συλλογικοῦ ὀργάνου, ὅσο καί γιά τή νομιμότητα τῶν ἀποφάσεών του, θά πρέπει νά ὑπάρχει ἀπαρτία σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς συνεδρίασης καί κατά τή λήψη ἀποφάσεων ἐπί ὅλων τῶν συζητουμένων θεμάτων 470. Ἡ νεώτερη αὐτή νομο‐ λογία εἶναι καί ἡ ἐπικρατοῦσα σήμερα. Ἑπομένως εἶναι δυνατόν νά δημιουργηθεῖ πρόβλημα στή σύνθεση καί συγκρό‐ τηση τοῦ συνοδικοῦ‐συλλογικοῦ ὀργάνου τῆς ΙΕΣΕΚ, ἄν κατά τή διάρκεια συνεδρίας της ἀποχωρήσει ἕνας τέτοιος ἀριθμός Μητροπολιτῶν, ὥστε νά μήν προκύπτει ἀπαρτία. Πρόβλημα
ὅμως
ἀπαρτίας
ὅπως
ἀναφέρθηκε,
δημιουργεῖται καί ὅταν ἐξ ἀρχῆς ἀρνοῦνται νά προσέλθουν στή συνεδρία τόσα συνοδικά μέλη τῶν ὁποίων ἡ ἀπουσία προκαλεῖ τό μή σχηματισμό ἀπαρτίας. Τό πρόβλημα αὐτό εἶναι ἰδιαίτερα πιο ἔντονο, στίς περιπτώσεις ὅπου ἀπαιτεῖται αὐξημένη ἀπαρτία, δηλαδή στίς περιπτώσεις ἐκλογῆς Μητροπολιτῶν 471. 469 Θά πρέπει νά σημειωθεῖ, χάριν τῆς ἱστορίας, ὅτι ἡ ἀρχική νομολογία τοῦ ΣτΕ ἔτυχε ἐφαρμογῆς στήν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης τό ἔτος 1981 στήν περίπτωση τῆς ἐκλογῆς τοῦ Μητροπολίτη Γερμανίας Εἰρηναίου στόν κενό θρόνο τῆς μητροπόλεως Κισσάμου καί Σελίνου. Στή συνεδρίαση, λοιπόν, τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς 26ης Ἰανουαρίου 1981 γιά τήν ἐκλογή Μητροπολίτου στήν παραπάνω Μητρόπολη, ἐνῶ ἀρχικά ὑπῆρχε ἀπαρτία μέ τή συμμετοχή ἑπτά Μητροπολιτῶν, κατά τή διάρκεια τῆς συνεδρίας ἀποχώρησαν οἱ τρεῖς (ὁ Ἱεραπύτνης καί Σητείας Φιλόθεος, ὁ Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Κύριλλος καί ὁ Πέτρας Δημήτριος) ἐπειδή διαφωνοῦσαν γιά τήν ἐκλογή τοῦ Μητροπολίτη Γερμανίας Εἰρηναίου. Ὁ τότε κυβερνητικός ἐπίτροπος Σπυρίδων Τρωιάνος ἐπικαλούμενος τίς ἀποφάσεις 1510/1963 καί 3085/1966 τοῦ ΣτΕ γνωμοδότησε ὅτι ἡ ἀποχώρηση τῶν τριῶν Μητροπολιτῶν δέν προκαλοῦσε ἔλλειψη ἀπαρτίας, ἐφόσον εἶχαν παραστεῖ στήν ἀρχή τῆς συνεδρίας, μέ ἀποτέλεσμα τή νόμιμη λήψη ἀποφάσεων ἀπό τά τέσσερα ἐναπομείναντα μέλη καί τήν ἔγκυρη ἐκλογή τοῦ Εἰρηναίου Γαλανάκη στή Μητρόπολη Κισσάμου καί Σελίνου. Βλ. Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Κρήτης, σ. 175, σήμ. 502. 470 ΕΠ. ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Ἐγχειρίδιο διοικητικοῦ δικαίου, σ. 132. Πρβλ. Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Κρήτης, σ. 175. 471 Ἡ περίπτωση αὐτή ἔλαβε χώρα στήν Κρήτη στή συνεδρίαση τῆς ΙΕΣΕΚ τήν 20η
445
Γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ παραπάνω προβλήματος,
προκειμένου δηλαδή νά μήν κωλυσιεργοῦν οἱ συνοδικές συνελεύσεις, ἔχει προταθεῖ 472 ἡ θέσπιση μίας μορφῆς φθί‐ νουσας ἀπαρτίας, ἀνάλογης μέ ἐκείνης πού ἰσχύει στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στήν περίπτωση ἐκλογῆς Ἀρχιεπισ‐ κόπου Ἀθηνῶν. Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τήν παρ. 2 τοῦ 13ου ἄρθρου τοῦ ΚΧΕΕ, ἄν τήν πρώτη ἡμέρα τῆς συνεδρίας γιά τήν ἐκλογή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν ἡ Σύνοδος δέν βρεθεῖ σέ αὐξημένη ἀπαρτία δηλαδή τῶν 2/3 τῶν μελῶν της, τότε συνέρχεται τήν ἑπομένη ἐργάσιμη ἡμέρα χωρίς καμμία πρόσκληση τήν ἴδια ὥρα καί στόν ἴδιο τόπο καί θεωρεῖται ὅτι βρίσκεται σέ ἀπαρτία ἀνεξαρτήτως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν παρόντων. Βέβαια ἡ ἐφαρμογή τῆς φθίνουσας ἀπαρτίας θά μποροῦσε νά προκαλέσει ζήτημα κανονικότητας τῆς ἐκλογῆς στήν περίπτωση πού τά ἀπόντα μέλη ἦταν πολύ περισσότερα ἀπό τά παρόντα, λόγῳ τοῦ ὀλιγαρίθμου τῆς Τοπικῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Ἡ θέσπιση βέβαια τοῦ μέτρου τῆς φθίνουσας ἀπαρτίας, θά μποροῦσε νά γίνει μόνο μέ νομοθετική τροποποίηση τοῦ ΚΧΕΚ καί ὄχι μέ Κανονιστική Διάταξη, διότι κάτι τέτοιο δέν τό προβλέπει ὁ ἰσχύων Καταστατικός Νόμος. Σημείο 6. α. Οἱ συνεδρίες ἄρχονται τήν 9η πρωϊνή. β. Οἱ Σεβασμιώτατοι σύνεδροι παρίστανται στίς συνεδρίες φέροντες ἐπανωκαλύμμαυχο καί ἐγκόλπιο, ὁ δέ Γραμματεύς τῆς Συνόδου ὅταν εἶναι βαθμοφόρος κληρικός καί ὄχι Μητροπολίτης, φέρει ἐπίσης ἐπανωκαλύμαυχο καί Σταυρό καί Αὐγούστου 1996 γιά τήν ἐκλογή νέου μητροπολίτη στή μητρόπολη Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου, ὅπου δέν προσῆλθαν στή συνεδρίαση τῆς Συνόδου τρεῖς μητροπολίτες μέ ἀποτέλεσμα τήν ἀδυναμία λήψεως ἀποφάσεως. Βλ. Πρβλ. Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Κρήτης, σ. 175, σήμ. 505. 472 Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Κρήτης, σ. 175. 446
κάθεται δεξιά τοῦ Προέδρου. Οἱ συνεδρίες ἄρχονται καί λήγουν διά προσευχῆς τελουμένης ἀπό τόν Σεβασμιώτατο Πρόεδρο. γ. Οἱ συνεδρίες τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου δέν εἶναι δημόσιες, ἀπαγορεύεται στήν αἴθουσα τῶν συνεδριάσεων κατά τή διάρκεια αὐτῶν ἡ παρουσία ξένων προσώπων, ἐκτός ἐάν κατόπιν ἀδείας τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου κρίνεται ἀπαραίτητη ἡ πρόσκληση ὑπηρεσιακῶν παραγόντων ἤ ἄλλων προσώπων, γιά τή διευκόλυνση τοῦ ἔργου τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου 473. δ. Ἡ δημόσια ἀνακοίνωση τῶν ὅσων ἔλαβαν χώρα στή Σύνοδο σχετικά μέ τίς συζητήσεις καί τίς ἀποφάσεις πού ἐλήφθησαν, γίνεται μόνο ἀπό συγκεκριμένο σύνεδρο ὁ ὁποῖος ὁρίζεται γιά τό λόγο αὐτό ἀπό τήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο, ἀπαγο‐ ρευομένης τῆς δημόσιας παροχῆς πληροφοριῶν ἀπό ἄλλους συνέδρους 474. Β. Ἁρμοδιότητες Προέδρου.
Ὅπως περιγράφουμε στό παρακάτω κεφάλαιο ὁ
Σεβασμιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης ὡς κεντρικό διοικητικό ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης κατέχει κεντρική θέση στή διοικητική ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας προεδρεύοντας σέ διάφο‐ ρα διοικητικά ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας ὅπως στήν ΙΕΣΕΚ, σέ Συνοδικές Ἐπιτροπές στό κεντρικό Ἐποπτικό Συμβούλιο τοῦ Ὀργανισμοῦ Διοικήσεως Μοναστηριακῆς Περιουσίας κ.ἄ. Ὡς Πρόεδρος ὅμως τῆς ΙΕΣΕΚ ἔχει συγκεκριμένες ἁρμοδιότητες οἱ ὁποῖες εἶναι σημαντικές ὡς πρός τή διασφάλιση τῆς ἄρτιας διεξαγωγῆς τῶν συνεδριάσεων τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου.
473 Βλ. παρ. 2, ἄρθρ. 7, Κ. 2/1977. 474 Βλ. παρ. 4, ἄρθρ. 4, Κ. 1/1977. 447
Σημεῖο 1. Σεβασμιώτατος Πρόεδρος 475: α) Συγκαλεῖ τήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο ἀπευθύνοντας τίς προσκλήσεις συμμετοχῆς στούς Σεβασμιωτάτους Συνοδικούς συνέδρους, κηρύσσοντας παράλληλα τήν ἔναρξη καί τή λήξη τῶν συνεδριῶν. β) Συντάσσει τήν ἡμερήσια διάταξη κάθε συνεδρίας μέ τήν εἰσήγηση τοῦ Γραμματέως. γ) Διευθύνει τή συζήτηση καί δίδει ἤ ἀφαιρεῖ τό λόγο. δ) Λαμβάνει ὅλα τά ἀπαραίτητα μέτρα πού προβλέπονται ἀπό τόν Κανονισμό ἐργασιῶν τῆς ΙΕΣΕΚ γιά τήν τήρηση τῆς εὐπρέπειας καί τῆς τάξεως τῶν συνεδριάσεων. ε) Προβαίνει σέ ἀνακοινώσεις πρός τήν ΙΕΣΕΚ. στ) Μπορεῖ ἐπίσης νά διακόπτει τή συνεδρία ἐάν τό κρίνει ἀπαραίτητο καί ἀναπόφευκτο. ζ) Στό ἔργο του ὁ Πρόεδρος βοηθεῖται ἀπό τόν Ἀντιπρόεδρο τῆς ΙΕΣΕΚ. Σημεῖο 2. Διαρκούσης τῆς συνεδριάσεως τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, ἡ εἴσοδος στήν αἴθουσα τῶν συνεδριάσεων ἐπιτρέ‐ πεται μόνο σέ πρόσωπα κληθέντα εἰδικῶς ὑπό τοῦ Προέδρου αὐτῆς 476. Γ. Περί ἡμερησίας Διατάξεως.
Σχετικά μέ τή σύνταξη τῆς ἡμερησίας διατάξεως ὁ ΚΧΕΚ
διαλαμβάνει τόν τρόπο καθορισμοῦ καί συντάξεως τῆς μόνο γιά τήν τακτική σύγκληση τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου. Σημείο 1. Σύμφωνα λοιπόν μέ τόν ΚΧΕΚ 477 οἱ Ἀρχιερεῖς μέχρι τό τέλος Αὐγούστου ἀποστέλλουν ὅσα θέματα ἔχουν στόν Ἀρχιεπίσκοπο. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος προσθέτει τά δικά του καί ἀφοῦ τά κατατάξει προσηκόντως, ἀποστέλλει τήν ἡμερήσια 475 Βλ. ἄρθρ. 9, Κ. 1/1977 καί ἄρθρ. 10, Κ. 2/1977. 476 Βλ. ἄρθρ. 25, Κ. 1/1977. 477 Ἄρθρ. 9 ΚΧΕΚ. 448
διάταξη στούς Ἀρχιερεῖς τριάντα τουλάχιστον ἡμέρες πρίν τή συνεδρίαση τῆς Συνόδου. Ἡ Τακτική Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος μπορεῖ νά ἐπιληφθεῖ καί ζητημάτων τά ὁποία ἔχουν προκύψει μέχρι τή σύγκλησή της καί δέν εἶχαν προφανῶς συμπεριληφθεῖ στήν ἡμερήσια διάταξη. Στήν περίπτωση ὅπου τίθεται θέμα ἐκτός ἡμερησίας διατάξεως 478, γιά τήν εἰσήγηση καί τή συζήτησή του ἀπαιτεῖται γραπτή αἴτηση ὑπογραφομένη ἀπό τά 1/4 479 τῶν παρόντων στή συνεδρία Ἱεραρχῶν. Στήν αἴτηση, αὐτή θά πρέπει νά ἐκτίθενται οἱ λόγοι πού ἐπιβάλλουν τή συζήτηση τοῦ προτεινομένου θέματος. Ἐπιπλέον ἡ αἴτηση θά πρέπει νά τίθεται ὑπό τήν ἔγκριση τῆς ΙΕΣΕΚ ἡ ὁποία ἀποφαίνεται διά φανερῆς ψηφοφο‐ ρίας καί ἐφ΄ ὅσον αὐτή λάβει τήν ἀπόλυτη πλειονοψηφία τῶν παρόντων Συνοδικῶν συνέδρων, τότε τό διά τῆς αἰτήσεως προταθέν θέμα εἰσάγεται πρός συζήτηση ἐκτός ἡμερησίας διατάξεως. Σέ περίπτωση ἐκτάκτου συγκλήσεως, ἡ ΙΕΣΕΚ δέν μπορεῖ νά ἐπιληφθεῖ ἄλλων θεμάτων πλήν ἐκείνων γιά τά ὁποῖα συνεκλήθη 480, ἐπιφυλασσομένης μόνο τῆς παραγράφου 1 τοῦ ἄρθρου 22 τοῦ ΚΧΕΚ ἡ ὁποία ὁρίζει τήν ἀναθεώρηση τοῦ καταλόγου τῶν πρός Ἀρχιερατεῖα ἐκλογίμων 481. 478 Βλ. παρ. 3 καί 4, ἄρθρ. 3, Κ. 1/1977 479 Ἡ ἀνάλογη διάταξη τοῦ Κανονισμοῦ ἐργασιῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὁρίζει ὅτι γιά τή συζήτηση τοῦ ἐκτάκτως προτεινομένου θέματος ἀπαιτεῖται ἡ αἴτηση νά ὑπογράφεται ἀπό τό 1/5 τῶν παρόντων στή συνεδρία Ἱεραρχῶν. Λόγῳ ὅμως τοῦ ὀλιγαρίθμου τῆς ΙΕΣΕΚ προτείνουμε τό ποσοστό τῶν 1/4 τῶν παρόντων Ἱεραρχῶν στή συνεδρία τῆς ΙΕΣΕΚ. 480 Βλ. παρ. 2, ἄρθρ. 3, Κ. 1/1977. 481 Ἡ παράγραφος 1 τοῦ ἄρθρου 22 ὁρίζει ὅτι ἡ ΙΕΣΕΚ καταρτίζει τόν κατάλογο τῶν πρός Ἀρχιερατεῖα ἐκλογίμων, ὁ ὁποῖος ἔχοντας διαρκῆ ἰσχύ «ἀναθεωρεῖται καθ’ ἑκάστην σύνοδον τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου Κρήτης διά τῆς προσθήκης εἰς αὐτόν νέων ἐκλογίμων ἤ τῆς διαγραφῆς ἐξ’ αὐτοῦ τῶν τυχόν ἐν τῷ μεταξύ ἀπολεσάντων ἕν ἤ πλείονα προσόντα». Στό σημεῖο αὐτό ὁ Καταστατικός Χάρτης δέν ἀναγράφει εὐθέως ὅτι καί σέ ἔκτακτη σύγκληση τῆς ΙΕΣΕΚ μπορεῖ νά ἀναθεωρηθεῖ ὁ κατάλογος τῶν ἐκλογίμων πρός Ἀρχιερατεία ὅπως ἀντίστοιχα κάνει ὁ ΚΧΕΕ (βλ. ἄρθρ. 22 παρ. 2 ΚΧΕΕ). Ἐν΄ τούτοις θά πρέπει ὑπό τήν ἔκφραση «καθ’ ἑκάστην Σύνοδον» τοῦ ΚΧΕΚ νά
449
Ἡ συζήτηση θεμάτων τά ὁποῖα δέν ἀναγράφονται στήν ἡμερήσια διάταξη ἀπαγορεύεται ἀπολύτως 482. Δ. Διεξαγωγή τῶν συζητήσεων.
Γιά τή θέσπιση εἰδικῶν ἄρθρων στόν Κανονισμό
ἐργασιῶν τῆς ΙΕΣΕΚ σχετικά μέ τήν κόσμια καί ὁμαλή λειτουργία τοῦ τρόπου διεξαγωγῆς τῶν συζητήσεων κατά τίς συνεδρίες τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου θά μποροῦσαν νά ἀποτελέσουν ὡς ὑπόδειγμα οἱ ἀνάλογες διατάξεις τῶν Κανονισμῶν ἐργασιῶν 1 καί 2 τῶν δύο συνοδικῶν ὀργάνων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (ΙΣΙ καί ΔΙΣ). Μάλιστα τό ΣτΕ μέ τήν ὑπ. ἀριθμ. 960/1978 γνωμοδότησή του ἔκρινε, ὅτι οἱ σχετικές διατάξεις πού ἀφοροῦν στήν κόσμια διαξαγωγή τῶν συζητήσεων, εἶναι ἔγκυρες καί νόμιμες, διότι βρίσκονται ἐντός τῶν συνταγματικῶν πλαισίων περί ἰσότητας καί δέν ὑπερβαίνουν τά νομοθετημένα 483. Στίς σχετικές, λοιπόν, διατά‐ ξεις τοῦ Κανονισμοῦ ἐργασιῶν τῆς ΙΕΣΕΚ σχετικά μέ τή διεξαγωγή τῶν συζητήσεων, θά μποροῦσαν νά ὁριστοῦν τά παρακάτω 484: Σημείο 1. Τά θέματα συζητοῦνται κατά τή σειρά ἀναγραφῆς τους στήν ἡμερήσια διάταξη. Ἡ συζήτηση ἐπί θεμάτων μή ἀναγεγραμμένων στήν ἡμερήσια διάταξη, ἀπαγορεύεται ἀπο‐ λύτως καί μόνο σέ ἔκτακτες περιπτώσεις ἐπιτρέπεται ὕστερα ἀπό συγκατάθεση τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου. Προηγοῦνται οἱ εἰσηγήσεις ὅσων ἔλαβαν ἄδεια ἀπό τήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο ἤ τόν Πρόεδρο αὐτῆς νά ἀναπτύξουν ἕνα θέμα τῆς ἡμερησίας διατάξεως. Στήν περίπτωση αὐτή, ἐπιτρέ‐ πεται ἡ ἀνάγνωση γραπτοῦ λόγου. Σέ διαφορετική περίπτωση οἱ γραπτοί λόγοι ἀπαγορεύονται. Στήν περίπτωση τῆς προφο‐ ἐννοήσουμε τόσο τήν Τακτική ὅσο καί τήν Ἔκτακτη Σύνοδο. 482 Βλ. παρ. 1, ἄρθρ. 12, Κ. 2/1977. 483 Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΥ, Παραδόσεις, σ. 211. 484 Βλ. τά ἄρθρα 12‐18, Κ. 1/1977 καί 13‐18, Κ. 2/1977. 450
ρικῆς ὁμιλίας, μπορεῖ ὁ ὁμιλητής μετά τήν ἀνάπτυξη τοῦ θέματός του, νά καταθέσει ἄν θέλει γραπτό κείμενο στά Πρακτικά, τό ὁποῖο δέν ἀναγιγνώσκεται. Στήν περίπτωση ἐπίσης αὐτή, ἀναγράφεται στά Πρακτικά ὅτι τό κατατεθέν κείμενο δέν ἀνεγνώσθη στή συνεδρία. Οἱ ὁμιλοῦντες κατά τή διάρκεια τῆς ἀγορεύσεώς τους ἵστανται καί ἀπευθύνονται μόνο πρός τό Σεβασμιώτατο Πρόεδρο καί τήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο καί ὄχι σέ κάποιον ἄλλο Συνοδικό σύνεδρο. Σέ ἐξαιρετικές περιπτώσεις μπορεῖ νά ἐπιτραπεῖ ἡ ἀγόρευση τοῦ ὁμιλοῦντος καθημένου. Ὁ λόγος εἶναι ἐλεύθερος, ἀλλά κανείς δέν μπορεῖ νά ὁμιλήσει πρίν ζητήσει καί λάβει ἁρμοδίως τήν ἄδεια ἀπό τό Σεβασμιώτατο Πρόεδρο, ὁ ὁποῖος χορηγεῖ τήν ἄδεια ὁμιλίας κατά σειρά προτεραιότητας τῶν αἰτήσεων. Ἡ δήλωση τῶν αἰτήσεων γίνεται στόν Ἀρχιγραμματέα τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος καί παραδίδει τόν σχετικό κατάλογο στόν Πρόεδρο. Ἐφ΄ όσον γιά κάποιο θέμα τῆς ἡμερησίας διατάξεως θά ἀναπτυχθοῦν περισσότερες ἀπό μία εἰσηγήσεις, ἡ συζήτηση ἄρχεται μετά τήν ἀνάπτυξη τῶν εἰσηγήσεων. Ὁ ἑκάστοτε εἰσηγητής μπορεῖ νά ὁμιλήσει καί πάλι, ἐφ΄ ὅσον τοῦ ζητηθοῦν ἐπεξηγήσεις τῶν ἀπόψεών του ἐπί τοῦ θέματος τό ὁποῖο εἰσηγήθη. Οἱ ἀπαντήσεις ἐπί ὑποβληθεισῶν ἐρωτήσεων γιά τή διασάφηση τῶν ἀπόψεων τοῦ εἰσηγητοῦ ἔχουν προτεραιότητα. Οἱ διακοπές τῶν εἰσηγήσεων ἀπαγορεύονται καί μόνο στόν Πρόεδρο ἐπιτρέπεται νά διακόπτει τόν ὁμιλοῦντα, ἐφ΄ ὅσον παραβιάζεται ὁ Κανονισμός προκειμένου νά ἀνακαλέσει αὐτόν στήν τάξη.
451
Ὁ Πρόεδρος μπορεῖ νά διακόψει τόν ὁμιλοῦντα ἄν αὐτός ἀπομακρύνεται ἀπό τά ὅρια τοῦ συζητουμένου θέματος πού ἔχει ὁριστεῖ ἀπό τήν ἡμερήσια διάταξη ἤ ἐάν αὐτός ἐκτρέπεται σέ ἀνοίκειες ἐκφράσεις ἐναντίον τῶν μελῶν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου. Ἐάν ὁ ὁμιλητῆς δέν συμμορφώνεται μέ τήν ὑπόδειξη, ὁ Πρόεδρος μπορεῖ νά διακόψει τή συνεδρία καί νά θέσει ὑπό κατηγορία τόν παρεκτραπέντα γιά αὐτά πού ὁρίζει ὁ Κανονισμός. Κάθε σύνεδρος ἔχει δικαίωμα νά ζητήσει ἀπό τόν Πρόεδρο τή διακοπή τῆς συζητήσεως, ἐφ΄ ὅσον παραβιάζεται ὁ Κανονισμός ἤ ἐτέθη ζήτημα προσωπικό, δικαιολογώντας τήν αἴτησή του. Σημείο 2. Δέν ἐπιτρέπονται μεταξύ τῶν συνέδρων οἱ διαλο‐ γικές συζητήσεις, οἱ διαξιφισμοί καί οἱ προσωπικές διενέξεις. Οἱ διακοπές, ἐφ΄ ὅσον τό ἐπιτρέπει ὁ ὁμιλῶν εἶναι ἐπιτρεπτές μόνο κατόπιν συγκαταθέσεως τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου. Ἐάν ὁ λαμβάνων τό λόγο δέν ὁμιλεῖ ἐπί τοῦ συζητουμένου θέματος, ἀλλά ἐπεκτείνεται σέ ἄσχετα θέματα, τότε ὁ Πρόεδρος, ὕστερα ἀπό προηγούμενη προειδοποίηση τοῦ ἀφαιρεῖ τό λόγο. Ἄν κάποιος λάβει τό λόγο χωρίς τήν ἄδεια τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου ἤ ἐξακολουθεῖ νά ὁμιλεῖ μετά τήν ἀφαίρεση τοῦ λόγου, μέ ἐντολή τοῦ Προέδρου τά ὅσα λέει δέν ἀναγράφονται στά Πρακτικά. Σημείο 3. Ἐάν δύο ἀπό τούς παρόντες στή συνεδρία Συνοδικούς συνέδρους ὑποβάλλουν ἐγγράφως στόν Πρόεδρο πρόταση γιά διακοπή τῆς συζητήσεως πρό τῆς ἐξαντλήσεως τῶν ὁρισθεισομένων ὁμιλιῶν, αὐτός ὑποχρεώνεται νά θέσει τήν πρόταση σέ ψηφοφορία. Σημείο 4. Δέν ἐπιτρέπεται ἡ ἀνάρμοστος συμπεριφορά πρός τήν ἱερότητα τοῦ ἔργου τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου διά τῆς
452
χρήσεως μειωτικῶν ἐκφράσεων πρός τό κύρος τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, τοῦ προσώπου τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου καί τῶν συνέδρων αὐτῆς. Πολύ περισσότερο δέν ἐπιτρέπεται ἡ παρεμπόδιση τῆς διεξαγωγῆς τῶν συνεδριάσεών της ἤ ἡ διατάραξη αὐτῶν ἐξαιτίας ἐγέρσεως, θορύβου ἤ ὁποιασδήποτε ἄλλης ἀταξίας. Ἐάν Συνοδικός σύνεδρος φρονεῖ ὅτι ἕτερος σύνεδρος δέν συμμορφώνεται πρός τόν Κανονισμό, ἀναφέρεται σχετικῶς στον Σεβασμιώτατο Πρόεδρο ζητώντας ἀπό αὐτόν τήν ἐφαρμογή τοῦ Κανονισμοῦ, μή δικαιούμενος νά προβεῖ σέ ἀπευθείας παρατηρήσεις πρός τόν Σύνεδρο. Σημείο 5. Ὁποιοσδήποτε σύνεδρος παραβαίνει τίς διατάξεις τῶν προηγουμένων σημείων, προσκαλεῖται ἀπό τόν Σεβασμι‐ ώτατο Πρόεδρο ὅπως ἀνακαλέσει τήν ἀνάρμοστη συμπεριφορά του. Διαφορετικά ἀνακαλεῖται στήν τάξη ἀπό τόν Πρόεδρο. Ἄν ὁ ἀνακληθείς στήν τάξη συνεχίζει τήν ἀνάρμοστη συμπεριφορά του τότε ὁ Πρόεδρος διατάζει τήν ἀναγραφή στά Πρακτικά τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τή γενομένη ἀνάκληση. Πρίν ὅμως λάβει τήν ἀπόφαση αὐτή ὁ Πρόεδρος, ἐγείρεται ἐκ τῆς θέσεώς του καί προαναγγέλλει στόν παρεκτραπέντα τήν πρόθεσή του, καλώντας τον ταυτόχρονα νά παράσχει ἐξηγήσεις. Ἐάν ἡ ΙΕΣΕΚ θεωρήσει ἐπαρκεῖς τίς ἐξηγήσεις, ἀποφαίνεται δι’ ἀνατάσεως. Ἐάν μετά τήν ἀναγραφή στά Πρακτικά ὁ ἀνακληθείς στήν τάξη ἐμμένει στήν ἀνάρμοστη συμπεριφορά του, ὁ Σεβασμιώτατος Πρόεδρος διατυπώνει κατ’ αὐτοῦ μομφή, ἡ ὁποία ἀναγράφεται στά Πρακτικά. Ἄν καί μετά τή μομφή ἐξακολουθεῖ ἡ ἀνάρμοστη συμπεριφορά τοῦ Συνοδικοῦ συνέδρου, τότε ὁ Σεβασμιώτατος
453
Πρόεδρος μπορεῖ νά τόν ἀποκλείσει ἀπό μία ἕως τρεῖς ἑπόμενες συνεδρίες. Σημείο 6. Ὁ ἀποκλεισμός ἀπό τίς συνεδρίες τῆς ΙΕΣΕΚ ἐπιβάλλεται κυρίως γιά: α)Ὅταν ἕνα Συνοδικό Μέλος ἀποπειρᾶται δι’ ἀπειλῶν ἤ βίας, νά ἐπιβάλει στή Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο ἤ σέ ἕνα Μέλος αὐτῆς τήν ἐκτέλεση ἤ παράλειψη πράξεως ἀναγομένης στήν ἀποστολή της. β)Ὅταν μέ ὁποιοδήποτε τρόπο ἀποπειρᾶται νά παρακωλύσει τή διεξαγωγή ψηφοφορίας. γ)Ὅταν συνεχίζει καί μετά τήν ἀνάκληση στήν τάξη καί τή μομφή τήν ἀνάρμοστη συμπεριφορά του ἀπέναντι στό Σεβασμιώτατο Πρόεδρο ἤ τά Μέλη τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου. δ)Ὅταν διά διατόρων κραυγῶν καί θορύβων ἀσεβεῖ πρός τήν ΙΕΣΕΚ. Πρό τοῦ ἀποκλεισμοῦ, μπορεῖ νά προηγηθεῖ ἀπομά‐ κρυνση ἤ ἀποβολή τοῦ παρεκτραπέντος ἀπό τή συνεδρία. Πρό τῆς ἀποβολῆς θά πρέπει ὅμως νά καλεῖται γιά νά ἀπολογηθεῖ. Σέ περίπτωση ἐκ δευτέρου ὑποτροπῆς τοῦ ἰδίου συνέδρου, ἡ ποινή τῆς ἀποβολῆς διπλασιάζεται. Σέ περίπτωση τρίτης ὑποτροπῆς ὁ κατά τά ἀνωτέρω ἐκβληθείς Ἱεράρχης τίθεται αὐτεπαγγέλτως ὑπό κατηγορία μέ τό ἐρώτημα τῆς ἐκπτώσεως ἀπό τό θρόνο του. Στήν ἴδια συνεδρία ὁρίζεται μέ κλήρωση ὁ ἀνακριτής ἀπό τά Μέλη τῆς ΙΕΣΕΚ καί ἀκολουθεῖται στό ἑξῆς ἡ τακτική διαδικασία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Δικαιοσύνης.
454
Ε. Λήψη ἀποφάσεων ἤ ψηφοφορίες 485. Σημεῖο 1. Μετά τό πέρας τῆς συζητήσεως κάθε θέματος καί ἐφ΄ ὅσον ὑφίσταται ἀνάγκη λήψεως ἀποφάσεων, αὐτές ἐξαγγέλ‐ λονται ἀπό τόν Πρόεδρο σέ πρόταση ἤ προτάσεις τίς ὁποῖες καλοῦνται ὅλοι οἱ σύνεδροι νά ψηφίσουν μή ἐπιτρεπομένης αἰτιολογήσεως τῆς ψήφου. Ἄν οἱ πρός ψήφιση ἀποφάσεις εἶναι περισσότερες ἀπό μία, μποροῦν κατά τήν κρίση τοῦ Προέδρου νά τεθοῦν σέ ψηφοφορία ὅλες μαζί ἤ καί μεμονωμένως. Ἡ ψηφοφορία μπορεῖ νά εἶναι φανερή ἤ μυστική. Ἡ μυστική διεξάγεται μέ ὁμοιόμορφα ψηφοδέλτια τά ὁποῖα ρίπτονται σέ εἰδική ψηφοδόχο μέ τήν ἐκφώνηση τοῦ ὀνόματος τοῦ ψηφίζοντος. Ἡ ψηφοφορία ἄρχεται πάντοτε ἀπό τούς νεώτερους στή τάξη κατά τά πρεσβεῖα ἀρχιερωσύνης Ἀρχιερεῖς, τοῦ Προέδρου ψηφίζοντος τελευταίου. Οἱ ψῆφοι συλλέγονται ἀπό τόν Ἀντιπρόεδρο καί τόν Ἀρχιγραμματέα, ἐνῶ τά ὀνόματα ἐκφωνοῦνται ἀπό τόν Ἀρχιγραμματέα. Ἡ διαλογή τῶν ψήφων γίνεται ἀπό τόν Πρόεδρο, βοηθουμένου ἀπό τόν Ἀρχιγραμματέα. Μυστική ψηφοφορία διεξάγεται στίς περιπτώσεις πού αὐτό ἀπαιτεῖται ἀπό τίς κείμενες διατάξεις 486 ἤ ἐζητήθη ἀπό τούς ὑποβάλλοντες τήν πρόταση. Μυστική ψηφοφορία μπορεῖ ἐπίσης νά διεξαχθεῖ ἀφοῦ τό ζητήσουν δύο τοὐλάχιστον Συνοδικοί σύνεδροι καί ἐγκριθεῖ ἀπό τήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο.
485 Σχετικά μέ τή λήψη τῶν ἀποφάσεων καί τίς ψηφοφορίες βλ. τά ἄρθρα 19 Κ. 1/1977 καί 19, Κ. 2/1977. 486 Ὁ ΚΧΕΚ προβλέπει τή λήψη ἀποφάσεων μέ μυστική ψηφοφορία σέ δύο περιπτώσεις α) στήν περίπτωση ἐκλογῆς Μητροπολίτη καί β) στήν περίπτωση ἐγγραφῆς ὑποψηφίου στόν κατάλογο τῶν ἐκλογίμων γιά Ἀρχιερατεία. Βλ. Ἄρθρ. 21 παρ. 2 καί ἄρθρ. 22 παρ. 3 ἐδ. β΄ ΚΧΕΚ. 455
Δικαίωμα συμμετοχῆς στή μυστική ψηφοφορία μέσῳ ἀποστελ‐ λομένων ψηφοδελτίων ἔχουν οἱ δικαιολογημένως ἀπόντες Συνοδικοί σύνεδροι μόνο στήν περίπτωση ἀνάλογης ἐξουσιο‐ δοτήσεως τοῦ κειμένου Νόμου καί μέ τήν ἀνάλογη διαδικασία πού αὐτός προβλέπει 487. Σέ ὅλες τίς ἄλλες περιπτώσεις ἡ ψηφοφορία εἶναι φανερή. Σχόλιο. Ὁ Κανονισμός ἐργασιῶν τῆς ΙΣΙ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος προέβλεπε μέ τό ἄρθρο 20 παρ. 1 ὅτι εἶναι δυνατόν σύνεδρος ὁ ὁποῖος ἀπουσιάζει μέ ἄδεια τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου νά ἀναθέσει γραπτῶς σέ ἕνα ἀπό τούς παρόντες συνέδρους τόσο τήν ἀντιπροσώπευσή του στή συνεδρία, ὅσο καί τόν κατ’ ἐξουσιοδότηση χειρισμό τῆς ψήφου του μέ σαφεῖς διευκρινήσεις γιά κάθε θέμα γιά τό ὁποῖο διεξάγεται ψηφο‐ φορία. Μάλιστα στή περίπτωση αὐτή ὁ παράσχων τήν ἐξουσιοδότηση, λογίζεται παρών στή συνεδρία καί προσυ‐ πογράφει τό πρακτικό της ὑποχρεωτικά. Ἡ 2η παράγραφος τοῦ ἰδίου ἄρθρου ὁρίζει ὅτι κάθε συνοδικός σύνεδρος πού εἶναι παρών στή συνεδρία, μπορεῖ νά ἐκπροσωπεῖ μόνο ἕνα δικαιολογημένως ἀπουσιάζοντα σύνεδρο. Ἐνῶ γιά τό Πρόεδρο δέν ἰσχύει ὁ περιορισμός αὐτός. Τό ΣτΕ μέ τήν ὑπ. ἀριθμ. 960/1973 ἀπόφασή του, ἔκρινε ὅτι ὁλόκληρη ἡ σχετική διάταξη τοῦ ἄρθρου 20 εἶναι ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς ἐξουσιοδοτήσεως, ἀλλά ἀκύρωσε μόνο τή δεύτερη παράγραφο τοῦ 20οῦ ἄρθρου, γιατί στό σχετικό αἴτημα ἀκυρώσεως δέν ὑπῆρχε αἴτημα γιά τήν ἀκύρωση καί τῆς παραγράφου1 488. Ἀκυρουμένης ὅμως τῆς παραγράφου 2 οὐσι‐ αστικῶς ἀκυρώνεται καί ἡ παράγραφος 1, ἐφ΄ ὅσον ἡ μή 487 Στήν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης ἡ μοναδική περίπτωση κατά τήν ὁποία ἐξουσιοδοτεῖ ὁ ΚΧΕΚ (ἄρθρ. 21 παρ. 3) ἀπουσιάζοντες Συνοδικούς συνέδρους νά συμμετάσχουν σέ μυστική ψηφοφορία μέ τήν ἀποστολή ψηφοδελτίων, εἶναι ἡ περίπτωση ἐκλογῆς Μητροπολιτῶν. 488 Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΥ, Παραδόσεις, σ. 205, σημ. 36. 456
δυνατότητα ἐκπροσωπήσεως ἀπό κάθε παρόντα σύνεδρο ἔστω καί ἑνός ἀπουσιάζοντος συνέδρου, ἀκυρώνει την ἀντιπρο‐ σώπευση τοῦ ἀπόντος τόσο στή συνεδρία, ὅσο καί στήν ψηφοφορία. Σύμφωνα βέβαια μέ τόν καθηγητή κ. Σπυρίδωνα Τρωϊάνο, ἡ μή ἀκύρωση τῆς παρ. 1 τοῦ 20οῦ ἄρθρου «σημαίνει ὅτι ἔγκυρα μποροῦν νά λάβουν μέρος σέ φανερή ψηφοφορία καί ἀπόντες σύνεδροι μέ γραπτή ἐξουσιοδότηση, ἀλλά ἡ ἀπόφαση πού θά στηρίζεται σέ τέτοια πλειοψηφία θά εἶναι πολύ ἐπισφαλής, ἀφοῦ θά ὑπόκειται σέ αἴτηση ἀκυρώσεως μέ σίγουρο ἀκυρωτικό ἀποτέλεσμα» 489. ΣΤ. Διαδικασία ἐγκρίσεως Κανονισμών 490.
Ἡ διαδικασία τῶν εἰσαγομένων στήν ΙΕΣΕΚ Κανονισμῶν
πρός ἔγκριση καί ψήφιση ἔχει ὡς ἀκολούθως: 1.Ἐφ΄ ὅσον ὑπάρχει εἰσηγητής αὐτός ἀναπτύσσει τήν εἰσήγησή του σχετικά μέ τόν εἰσαγόμενο Κανονισμό. 2.Ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάγνωση καί ἕπεται ἡ κατ’ ἀρχήν συζήτηση τοῦ Κανονισμοῦ. Οἱ ὁρισμένοι ὁμιλητές ἀναπτύσσουν ἐπί δέκα λεπτά τή γνώμη τους γιά τήν κατ’ ἀρχήν δυνατότητα ἀποδοχῆς τοῦ Κανονισμοῦ. Δευτερολογίες δέν ἐπιτρέπονται. 3.Περατωθείσης τῆς κατ’ ἀρχήν συζητήσεως διεξάγεται ψηφο‐ φορία γιά τή δυνατότητα τῆς κατ’ ἀρχήν ἀποδοχῆς τοῦ Κανονισμοῦ. 4.Στή συνέχεια ἄρχεται ἡ κατ’ ἄρθρον συζήτηση. Ὁ σύνεδρος ὁ ὁποῖος ἐπιθυμεῖ νά ὁμιλήσει, δηλώνει τοῦτο ἐγγράφως στόν
489 Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΥ, Παραδόσεις, σ. 205. 490 Σχετικά μέ τή διαδικασία ἐγκρίσεως τῶν εἰσαγομένων Κανονισμῶν στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος βλ. τά ἄρθρα 20‐21, Κ. 1/1977. Ἡ προβλεπομένη διαδικασία τῶν ἐν λόγῳ ἄρθρων μπορεῖ νά ἀποτελέσει πρότυπο γιά τή σύνταξη μίας ἀνάλογης διαδικασίας ἐγκρίσεως Κανονισμῶν ἀπό τήν ΙΕΣΕΚ. 457
Πρόεδρο διά τοῦ Ἀρχιγραμματέως, δηλώνοντας παράλληλα καί τά ἄρθρα γιά τά ὁποῖα προτίθεται νά ὁμιλήσει. Ἔτσι, ἄρχεται ἡ κατ’ ἄρθρον συζήτηση τοῦ Κανονισμοῦ μέ τή σειρά τῆς δηλώσεως τῶν ὁμιλητῶν. Κάθε σύνεδρος μπορεῖ νά ὁμιλήσει μέχρι πέντε λεπτά γιά κάθε ἄρθρο. 5.Ἑξαντληθεισῶν τῶν ἀγορεύσεων γιά τό πρῶτο ἄρθρο, αὐτό τίθεται πρός ψηφοφορία καί ἀκολουθεῖ ἡ συζήτηση γιά τό δεύτερο ἄρθρο καί οὕτω καθεξῆς. Δευτερολογίες δέν ἐπιτρέπονται. 6.Οἱ προτάσεις γιά τήν τροποποίηση ἄρθρων τοῦ ψηφιζομένου Κανονισμοῦ κατατίθενται γραπτῶς στόν Ἀρχιγραμματέα. Ἔπειτα ἀξιολογούμενες ἀπό τόν Σεβασμιώτατο Πρόεδρο τίθενται πρός ψηφοφορία στήν οἰκεία θέση τους. 7.Γιά τά ἤδη ψηφισθέντα ἄρθρα, δέν ἐπιτρέπεται πλέον συζή‐ τηση ἤ τροποποίηση αὐτῶν στήν ἴδια συνεδρία τῆς ΙΕΣΕΚ. 8.Οἱ ψηφιζόμενοι Κανονισμοί ἀφοῦ ὑπογραφοῦν τελικά ἀπό τόν Σεβασμιώτατο Πρόεδρο καί τόν Ἀρχιγραμματέα ἀποστέλ‐ λονται γιά δημοσίευση μέσῳ τῆς Ἐφημερίδος τῆς Κυβερνήσεως, ἀφοῦ προηγουμένως ἔχουν ἐγκριθεῖ ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. 9.Τά πρωτότυπα τῶν ψηφισθέντων Κανονισμῶν ὑπογράφονται ὑποχρεωτικῶς καί εἰς διπλοῦν ἀπό ὅλους τούς παρόντες στή συνεδρία Σεβσμιωτάτους Μητροπολίτες καί κατατίθενται στό Ἀρχεῖο τῆς ΙΕΣΕΚ. Σημεῖο 2. Ἡ ὁλομέλεια τοῦ σώματος τῆς ΙΕΣΕΚ μπορεῖ μέ ἀπόφασή της νά ἐγκρίνει ἐπίσης Κανονισμούς χωρίς νά τηρηθεῖ ἡ παραπάνω διαδικασία. Στήν περίπτωση αὐτή οἱ εἰσαγόμενοι Κανονισμοί μέ πρόταση τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου ἐγκρίνονται κατ΄ ἀρχήν κατ’ ἄρθρον καί στό σύνολό τους, διά μίας ψηφοφορίας.
458
Ζ. Πρακτικά 491. Σημεῖο 1. α. Τά πρακτικά τῶν συνεδριῶν συντάσσονται ἀπό τόν Ὑπογραμματέα μέ τήν ἐποπτεία τοῦ Ἀρχιγραμματέα καί ἀποδίδουν κατά τό ἐφικτόν πιστῶς τά διαμειβόμενα στίς συνεδρίες. β. Τά πρακτικά ἐπικυρώνονται ἀπό τήν ΙΕΣΕΚ στήν ἀμέσως ἑπόμενη συνεδρία τῆς κατόπιν ἀναγνώσεως αὐτῶν ἀπό τόν συντάξαντα Γραμματέα. Κατ’ ἐξαίρεση καί ἐπί ἐκτάκτου συνελεύσεως τῆς ΙΕΣΕΚ ἡ ἀνάγνωση καί ἡ ἐπικύρωση τῶν πρακτικῶν μπορεῖ νά γίνει στήν τελευταία συνεδρία, ἐφ΄ ὅσον αὐτό ἀποφασιστεῖ ἀπό τήν ἴδια τήν ΙΕΣΕΚ μέ πρόταση τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου. γ. Μετά τήν ἀνάγνωση τῶν Πρακτικῶν κάθε σύνεδρος ἔχει τό δικαίωμα νά προτείνει τή διόρθωση ἤ τή συμπλήρωση τῶν ὅσων ἀνέφερε, ἐπιφέροντας διορθώσεις τῶν ἐκ παραδρομῆς κατά τήν ἀγόρευσή του φραστικῶν λαθῶν. Ἡ ἀγόρευση κατά τή διάρκεια τῆς συζητήσεως τῶν πρακτικῶν γίνεται πάντα ἀπό στήθους, καθώς δέν νοεῖται κατ’ οἶκον διόρθωση τοῦ περιεχομένου τῶν πρακτικῶν. Ἐπί πλέον κατά τή διάρκεια τῆς συζητήσεως τοῦ περιεχομένου τῶν πρακτικῶν, ἀπαγορεύεται ἀπολύτως ἡ ἀναφορά σέ παρεμφερή ἤ ἄσχετα θέματα. δ. Τά πρακτικά ὑπογράφονται ὑποχρεωτικά στήν τελευταία σελίδα τους ἀπό ὅλους τούς συνοδικούς συνέδρους. Ὁ Σεβασμιώτατος Πρόεδρος μονογράφει ἐπί πλέον καί κάθε σελίδα τῶν Πρακτικῶν. Τυχόν ἄρνηση ὑπογραφῆς τῶν Πρακτικῶν ἀπό κάποιον σύνεδρό της θεωρεῖται παρακώλυση τῶν ἐργασιῶν τῆς ΙΕΣΕΚ. 491 Γιά τή σύνταξη τῶν Πρακτικῶν ἐλήφθησαν ὑπόψη τά ἄρθρα 23‐24 τοῦ Κ. 1/1977 καί 20‐22, Κ. 2/1977. 459
ε. Τό πρακτικό τῆς τελευταίας ἡμέρας τῆς συνεδρίας τακτικῆς ἤ ἐκτάκτου συνελεύσεως τῆς ΙΕΣΕΚ, ἐπικυρώνεται αὐθημερόν καί ὑπογράφεται μόνο ἀπό τόν Σεβασμιώτατο Πρόεδρο. Περί τούτου γίνεται εἰδική μνεία στό τέλος τοῦ Πρακτικοῦ. Σημεῖο 2. Πρακτικά τῶν συνεδριάσεων τῆς ΙΕΣΕΚ, ὅπως καί εἰσηγήσεις ἤ ἀποφάσεις της, εἶναι δυνατόν ὕστερα ἀπό ἀπόφασή της νά δημοσιεύονται στό περιοδικό ‘’Ἀπόστολος Τίτος’’ ἤ στόν τύπο. Οἱ παρουσιασθεῖσες ἐνώπιον τῆς ΙΕΣΕΚ εἰσηγήσεις μποροῦν νά δημοσιεύονται μόνο κατόπιν ἐγγράφου ἀδείας τῆς ΙΕΣΕΚ καί τῆς συγκαταθέσεως τοῦ εἰσηγητοῦ. Η. Ἁρμοδιότητες τοῦ Ἀρχιγραμματέως 492. Σημεῖο 1. Ὁ Ἀρχιγραμματέας παρίσταται πάντοτε στίς συνεδρίες τῆς ΙΕΣΕΚ καί θεωρεῖται ἀναπόσπαστο ὄργανο αὐτῆς, τελώντας ὑπό τήν ἄμεσο ἐποπτεία τοῦ Σεβαμιωτάτου Προέδρου της. Τόν Ἀρχιγραμματέα ἀπόντα, κωλυόμενο ἤ μή ὑπάρχοντα, ἀναπληρώνει ὁ Ὑπογραμματέας ἤ Πρακτικογράφος, ἐπιφυ‐ λασσομένης τῆς παραγράφου 2 τοῦ ἄρθρου 21 τοῦ ΚΧΕΚ, ὅπου χρέη Γραμματέα στήν περίπτωση ἐκλογῆς Ἀρχιερέως ἐκτελεῖ ὑποχρεωτικά ὁ νεότερος κατά τή χειροτονία Μητροπολίτης. Σημεῖο 2. Ὁ Ἀρχιγραμματέας ἐνεργώντας ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Προέδρου τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου ἔχει τίς παρακάτω ἁρμοδιότητες:
492 Περί τῶν ἁρμοδιοτήτων τοῦ Ἀρχιγραμματέως βλ. τά ἄρθρα 24‐27 Κ. 2/1977. Θά πρέπει ἐπίσης νά σημειωθεῖ ὅτι βάσει τῶν ἀποφάσεων τοῦ ΣτΕ 3879/1983 καί 4027/1989 ὁ ὁρισμός προέδρου καί γραμματέα ἀποτελεῖ στοιχεῖο τῆς νόμιμης συγκρότησης ἑνός συλλογικοῦ ὁργάνου. Βλ. ΕΠ. ΣΠΗΛΙΟΤΟΠΟΥΛΟΥ, Ἐγχειρίδιο Διοικητικοῦ Δικαίου, σ. 139. 460
α) Εἰσηγεῖται ἐνώπιον τῆς ΙΕΣΕΚ τίς πρός συζήτηση ἀγόμενες ὑποθέσεις, ἐκτός καί ἄν ἔχει ὁρισθεῖ κάποιος σύνεδρος ὡς εἰδικός εἰσηγητής ὁρισμένου θέματος. β) Ἐπιμελεῖται τῆς ἐκτελέσεως τῶν ἀποφάσεων τῆς ΙΕΣΕΚ. γ) Ἀποσφραγίζει τήν εἰσερχομένη ἀλληλογραφία καί κατανέ‐ μει αὐτή ἁρμοδίως. Τά ἐμπιστευτικοῦ ὅμως περιεχομένου ἔγγραφα ἀποσφραγίζει μόνο ὁ Σεβασμιώτατος Πρόεδρος. δ) Τηρεῖ ἐνήμερη τήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο περί τῶν πάσης φύσεως ἐκκρεμουσῶν ὑποθέσεων. ε) Ἐφιστᾶ τήν προσοχή τῆς ΙΕΣΕΚ σχετικά μέ τό σύννομο τῶν ἀποφάσεων τίς ὁποῖες λαμβάνει αἰτιολογώντας τίς κρίσεις του βάσει τῶν κειμένων Νόμων, Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησι‐ αστικῶν Κανονισμῶν. στ) Ὁ Ἀρχιγραμματέας δύναται νά διατάξει διοικητική ἔρευνα ἐάν διαπιστώσει προσωπικῶς ἤ κατόπιν καταγγελίας τή διαρροή περιεχομένου συνοδικοῦ ἐγγράφου ἤ ἑτέρου κειμένου ὑποβαλλομένου στήν Ἱερά Σύνοδο πρός ἐξακρίβωσή του ἤ τῶν ὑπευθύνων, ἀναφέροντας παράλληλα τή σχετική ὑπόθεση στήν ΙΕΣΕΚ γιά τήν ἐπιβολή κυρώσεων. Σημεῖο 3. Τά ἐξερχόμενα ὑπηρεσιακά ἔγγραφα τῆς ΙΕΣΕΚ ὑπογράφει ὁ Σεβασμιώτατος Πρόεδρος καί ὁ Ἀρχιγραμματέας, ἐνῶ τά πρωτότυπά τους ὑπογράφονται καί ἀπό ὅλους τούς Συνοδικούς Ἀρχιερεῖς, ἔστω καί ἄν διαφωνοῦν πρός τό περιε‐ χόμενο αὐτῶν. Συνοδικός Ἱεράρχης ὁ ὁποῖος ἐπιθυμεῖ νά μελετήσει προσωπικῶς κάποιο φάκελλο, μπορεῖ νά τό πράξει ὕστερα ἀπό σχετική ἄδεια τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου καί ἐπί ἀποδείξει, ἀριθμουμένων τῶν ἐγγράφων τοῦ φακέλλου. Ὁ Ἀρχιγραμ‐ ματέας ὀφείλει νά ζητήσει ἐντός εὐλόγου χρόνου τήν
461
ἐπιστροφή τοῦ φακέλλου καί σέ περίπτωση καθυστερήσεως νά ὑποβάλει σχετική ἀναφορά στήν ΙΕΣΕΚ. Σημεῖο 4. Ὁ Ἀρχιγραμματέας ὑποβάλει κατά κανόνα στήν ΙΕΣΕΚ ὅλες τίς ὑποθέσεις μέ τή χρονολογική σειρά καί τάξη πού ἔχουν στό Πρωτόκολλό της. Κατ’ ἐξαίρεση καί σέ ἐπείγουσα περίπτωση μπορεῖ κάποια ὑπόθεση νά εἰσαχθεῖ καί ὑπό τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου. Ἡ παροχή ἀντιγράφων ἀπό ἔγγραφα πού ἔχουν κατατεθεῖ στήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο ἀπαγορεύεται ἄν δέν συνο‐ δεύεται ἀπό σχετική αἰτιολογημένη ἀναφορά τοῦ αἰτοῦντος καί ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι αὐτή ἔχει ἐγκριθεῖ ἀπό τόν Σεβασμιώτατο Πρόεδρο. Σημεῖο 5. Ὁ παρών Κανονισμός ἐργασιῶν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρ‐ χιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ψηφισθείς ὑπό τῆς ἰδίας, εἶναι δυνατόν νά τροποποιηθεῖ κατόπιν προτάσεως τοῦ 1/3 τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Μητροπολιτῶν, ὕστερα ἀπό σχετική ἀπόφαση τῆς πλειονοψηφίας τῆς ΙΕΣΕΚ καί ἐγκρίσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Σημεῖο 6. Πᾶσα γενική ἤ εἰδική διάταξη Κανονισμοῦ ἀντικεί‐ μενη στόν παρόντα Κανονισμό καταργεῖται. Σημεῖο 7. Ἡ ἰσχύς τοῦ παρόντος Κανονισμοῦ ἄρχεται ἀπό τῆς δημοσιεύσεώς του στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως καί στό Περιοδικό «Ἀπόστολος Τίτος», ἀφοῦ προηγουμένως ψηφιστεῖ ἀπό τήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο καί ἐγκριθεῖ ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
462
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΑΠ = Ἄρειος Πάγος. ΔΙΣ = Διαρκής Ἱερά Σύνοδος. ΕΕΝ = Ἐφημερίς Ἑλλήνων Νομικῶν. Ἐκκλησία= Ἐπίσημον Δελτίον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. ΘΠΔΔ = Θεωρία καί Πράξη Διοικητικοῦ Δικαίου. ΙΕΣΕΚ= Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. ΙΣΙ = Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας. Κ = Κανονισμός. ΚΧΕΕ = Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ν. 590/1977). ΚΧΕΚ = Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης (Ν. 4149/1961). Ν = Νόμος. ΝΔ = Νομοθετικό Διάταγμα. ΝοΒ = Νομικό Βῆμα, Ἀθῆναι 1945 κ. ἑξ. NΠΔΔ = Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. ΝΠΙΔ = Νομικό Πρόσωπο Ἰδιωτικοῦ Δικαίου. ὉλΑΠ = Ὁλομέλεια τοῦ Ἀρείου Πάγου. ὉλΣτΕ = Ὁλομέλεια τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας. ΣτΕ = Συμβούλιον τῆς Ἐπικρατείας. ΤΑΛΩΣ = Περιοδική ἔκδοση Ἰνστιτούτου Κρητικοῦ Δικαίου, Χανιά 1989 κ. ἑξ. ΦΕΚ = Φῦλλον Ἐφημερίδος τῆς Κυβερνήσεως τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας.
463
ΠΗΓΕΣ‐ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Α) ΠΗΓΕΣ (Νόμοι‐Κανονισμοί). Ν. 4149/1961 «Περί καταστατικοῦ Νόμου τῆς ἐν Κρήτῃ Ὀρθο‐ δόξου Ἐκκλησίας καί ἄλλων τινῶν διατάξεων» (ΦΕΚ Α’ 41). Ν. 590/1977 «Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» (ΦΕΚ Α’ 146). ΝΔ 126 τῆς 10/17.2.1969 «Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» (ΦΕΚ Α’ 27). ΝΔ 407/1970 «Περί τροποποιήσεως καί συμπληρώσεως διατάξεων τινῶν τοῦ ΝΔ 126/1969 ‘’Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος’’, (ΦΕΚ Α’ 9). ΝΔ 87/1974 «Περί ἐπαναφορᾶς ἐν ἰσχύι τοῦ Ν. 671/1943, τροποποιήσεως καί συμπληρώσεως αὐτοῦ καί ρυθμίσεως συναφῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων» (ΦΕΚ Α’ 278). Κ. 100/1998 «Περί Συστάσεως Ἐκκλησιαστικῆς Κεντρικῆς Ὑπηρεσίας Οἰκονομικῶν» (ΦΕΚ Α’ 261). Ν. 3848/2010 «Ἀναβάθμιση τοῦ ρόλου τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ‐ καθιέρωση κανόνων ἀξιολόγησης καί ἀξιοκρατίας στήν ἐκπαίδευση καί λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 71). Ν. 1599/1986 «Σχέσεις κράτους‐πολίτη, καθιέρωση νέου τύπου δελτίου ταυτότητας καί ἄλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 75).
464
Κ. 1/1977 «Περί ἐργασιῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» (ΦΕΚ Α’ 275). Κ. 2/1977 «Περί ἐργασιῶν τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (ΔΙΣ)» (ΦΕΚ Α’ 275). ΡΑΛΛΗ Γ. – ΠΟΤΛΗ Μ., Σύνταγμα τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων των τε Ἁγίων καί πανευφήμων Ἀποστόλων καί τῶν Ἱερῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί Τοπικῶν Συνόδων καί τῶν κατά μέρος Ἁγίων Πατέρων, 6 τόμοι, Αθήναι, 1852‐1859. (Φωτοτυπική ἀνατύπωση, εκδ. Γρηγόρη, Αθήναι 1992 καί φωτοτυπική ἀνατύπωση, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, μέ εκτενή εἰσαγωγή τοῦ Αρχιμ. Εἰρηναίου Δεληδήμου, Θεσσαλονίκη 2002.
465
Β) ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ
Γ.,
Ἐκκλησιαστική
νομοθεσία
Κρήτης
(Κείμενα‐Τροποποιήσεις‐Σχόλια κ.λ.π.), Ἡράκλειο 1993. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ Ι., Θεμελιώδεις διατάξεις σχέσεων Κράτους‐ Ἐκκλησίας, [Βιβλιοθήκη Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου» σειρά Α’ : Πηγές 1], Ἀθήνα 1999. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ Ι., Κανονισμοί Ἐκκλησίας Ἑλλάδος, [Βιβλιοθήκη Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου» σειρά Α’ : Πηγές 2], Ἀθήνα‐Κομοτηνή 2001. ΛΙΛΑΙΟΣ Γ., Νομοκανονικά, τ. Α΄ (Γνωμοδοτήσεις), Ἀθῆναι 1985. ΜΠΟΤΗΣ Γ., Τό Νομοθετικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν πρώτη εἰκοσιπενταετία (1969‐1995), Ἀθήνα 1996. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Κ., «Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Κρήτης. Θεσμοί καί διοικητική ὀργάνωση κατά τόν καταστατικό της Νόμο (Ν. 4149/1961)», ΤΑΛΩΣ 9 (2001) Χανιά. ΣΠΗΛΙΟΤΟΠΟΥΛΟΥ ΕΠ., Ἐγχειρίδιο Διοικητικοῦ Δικαίου, τ. Ι, ἔκδ. Σάκκουλα, Ἀθήνα‐Κομοτηνή12 2007. Τό Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος (1975/1986/2001/2008), ἔκδ. Σάκκουλα, Ἀθήνα‐Θεσσαλονίκη 2008. ΤΡΩΙΑΝΟΣ Σ., Παραδόσεις ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου, Ἀθήνα‐ Κομοτηνή 1984.
466
ΤΡΩΙΑΝΟΥ Σ., «Ἡ κανονιστική ἁρμοδιότητα τῶν διοικητικῶν ὀργάνων τῆς Ἐκκλησίας. Μία ἀνασκόπηση», Ἐφαρμογές 7 (1994) 83. ΤΡΩΙΑΝΟΣ Σ.‐ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Κ., Θρησκευτική Νομοθεσία, Ἀθήνα 2009, ἔκδ. Νομική Βιβλιοθήκη. ΤΡΩΙΑΝΟΣ Σ.‐ΠΟΥΛΗΣ Γ., Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο, Ἀθήνα‐ Κομοτηνή2 2003, ἔκδ. Σάκκουλας. ΦΕΙΔΑΣ Β., Ἱεροί Κανόνες καί Καταστατική Νομοθεσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1998, σ. 89.
467