ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Η συγγραφέας γεννήθηκε στο Ηράκλειο. Οι πρώτες της επιδράσεις είχαν να κάνουν με τα παραμύθια του τόπου μας και την παιδική λογοτεχνία των αδερφών Γκριμ, του Σαιντ Εξυπερύ και του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Οι μεταγενέστερες με τον Ιούλιο Βερν και το Μπαλζάκ, τον Ντοστογιέφσκι και τον Παπαδιαμάντη σε μια ατμόσφαιρα απηχούσα την μουσική του Μότσαρτ, του Γκέρσουιν και του Μάνου Χατζιδάκι. Ο Κακός Λύκος, ο Πλοίαρχος Νέμο, ο Μικρός Πρίγκιπας, ο Χάνσελ και η Γκρέτελ ήταν μερικοί από τους ήρωες που την συντρόφευαν και έγιναν το υλικό με το οποίο ξεκίνησε να πλάθει ιστορίες για παιδιά. Σπούδασε κλασσική μουσική και πολιτικές επιστήμες. Για αρκετά χρόνια αρθρογραφούσε σε τοπικές εφημερίδες. Οι πρώτες της περιπλανήσεις ήταν στα μέρη που περιγράφει στα βιβλία της. Από τις εκδόσεις του Δήμου Ηρα κλείου κυκλοφορούν τα δυο πρώτα βιβλία της σειράς με τίτλο: Ταξίδια στο χρόνο Μινωική Κρήτη και
Ταξίδια στο Χρόνο Ενετική Κρήτη. Η σειρά ολοκληρώνεται με το τρίτο και τελευταίο βιβλίο με τίτλο: Ταξίδια στο Χρόνο Η Μάχη της Κρήτης. Άλλα βιβλία της συγγραφέως:
1. Ταξίδι στον Πλαϊνό Κόσμο 2. Ο Τίκο, ο Ζίκο και ο Μίκο σε νέες περιπέτειες 3. Ο Γκούχουμπούχου γυρνά το Σύμπαν 4. Ταν, το δαιμόνιο 5. Κάποιος έκλεψε τις τρελές κάμπιες 6. Ο Δράκος Πάτροκλος 7. Οι Κρότοι σώπασαν! 8. O κακός μάγος Μάσια και η μάγισσα Ντούρκα 9. Σαλτιμάνοι, Μόρχοι και Σαλτιδόπτερα 10. Το μυστικό της Απύθμενης Αβύσσου και τα Αερικά των Σκοταδιών
Tαξίδια στο χρόνο Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
ΜΑΙΡΗ ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΑΚΗ
Tαξίδια στο χρόνο Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Εικονογράφηση: ΚΩΣΤΗΣ ΤΖΩΡΤΖΑΚΑΚΗΣ
Κάθε γνήσιο αντίτυπο φέρει την υπογραφή της συγγραφέως
MΑΙΡΗ ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΑΚΗ
Tαξίδια στο χρόνο Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
© Copyright: MΑΙΡΗ ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΑΚΗ www.taxidiastohrono.com Επιμέλεια κειμένου: MΑΙΡΗ ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΑΚΗ ΠΕΤΡΟΣ ΛΑΓΚΟΥΒΑΡΔΟΣ ΜΑΡΙΝΑ ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΑΚΗ Eικονογράφηση: ΚΩΣΤΗΣ ΤΖΩΡΤΖΑΚΑΚΗΣ Oι ασπρόμαυρες φωτογραφίες είναι από το βιβλίο του George Forty - Battle of Crete
ISBN: 978-960-89627-0-5
Το βιβλίο αυτό το αφιερώνω μέσα από την καρδιά μου στα 869 παιδιά που σκοτώθηκαν -πριν ακόμα προλάβουν να ζήσουν- πολεμώντας στη Μάχη της Κρήτης με πέτρες και ξύλα αλλά με μεγαλύτερο και πιο ανίκητο όπλο την καρδιά τους! Το αφιερώνω επίσης στα παιδιά μου και στον αγαπημένο μου Κοσμά. Διαβάζοντάς το να θυμούνται ότι πάντα υπάρχει κάτι σπουδαίο για να αγωνιστούν!
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΥΠΗΡΞΕ ΤΟ ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΟΤΕΡΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΟΥ Β´ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΗΡΩΙΣΜΟΥ. THE ΤIMES του Λονδίνου
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Σελίδα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ................................................................................................. 15
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ................................................................................. 17 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ............................................................................. 41 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ................................................................................... 57
11
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η Μετά το απρόσμενο ταξίδι τους στην Κρήτη του Μίνωα ο Αλέξανδρος, ο Κωσταντής, ο Νικόλας και η Ειρήνη βρέθηκαν στην Ενετική Κρήτη. Εκεί γνώρισαν την Αρετή, τη Μπιάνκα -ανιψιά του Μοροζίνιτο Φάμπιο, ένα γενναίο ιππότη και τον Πιέτρο Λογκομπάρντο, ένα Ενετό ευγενή. Τα τέσσερα παιδιά περιηγήθηκαν στα σοκάκια της Κάντια και είδαν τους συμπατριώτες τους να χάνουν καθημερινά τις ζωές τους για να υπερασπιστούν την πολύπαθη πόλη τους. Αφού το έσκασαν από τη φυλακή με τη βοήθεια των φίλων τους, κατέφυγαν σ’ ένα παλιό ανεμόμυλο απέναντι από τον Προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα. Ο Πιέτρο Λογκομπάρντο παρότρυνε τα τέσσερα παιδιά να ρυθμίσουν τη χρονομηχανή και να φύγουν αμέσως γιατί κινδύνευαν. Τη στιγμή που ο Κωσταντής είχε σκύψει πάνω από το μηχάνημα, ένα λαγούμι με πυρίτιδα ανατινάχτηκε και ο παλιός ανεμόμυλος άρχισε να γκρεμίζεται. Μια εκτυφλωτική λάμψη βγήκε από τη χρονομηχανή και τύλιξε τα τέσσερα παιδιά. Πριν χάσουν τις αισθήσεις τους, ο Πιέτρο Λογκομπάρντο, η Μπιάνκα, η Αρετή και ο Φάμπιο πρόλαβαν να δουν μια φωτεινή δίνη να στροβιλίζει τα παιδιά, ξανά μέσα στο χρόνο.
15
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο
Π
Π Ρ Ω Τ Ο
ρώτη συνήλθε η Ειρήνη. Ήταν πεσμένη στο έδαφος. Μερικά μέτρα πιο πέρα κείτονταν αναίσθητοι ο Κωσταντής, ο Νικόλας και ο Αλέξανδρος. Προσπάθησε να πλησιάσει τους φίλους της, όταν άκουσε ένα παράξενο βόμβο και μετά απανωτές εκρήξεις. Ένα πυκνό σύννεφο σκόνης της έκοψε την ανάσα. Είδε σαν όνειρο ένα κάρο γεμάτο ανθρώπους να σταματά μπροστά της. Ένας μελαχρινός άντρας πήδηξε από το κάρο, πλησίασε την Ειρήνη και τη ρώτησε: - Είσαι καλά; Το κορίτσι τον κοίταξε φοβισμένα και του έγνεψε καταφατικά. Ο νεαρός άντρας έσκυψε πάνω από τα τρία αναίσθητα παιδιά και φώναξε: - Ας έρθει κάποιος να με βοηθήσει! Είναι ζωντανοί! Αμέσως ένα όμορφο γεροδεμένο αγόρι στην ηλικία της Ειρήνης, πετάχτηκε σαν αίλουρος και με τη βοήθεια του νεαρού άντρα μετέφεραν τον Κωσταντή, τον Αλέξανδρο και το Νικόλα πάνω στο κάρο. Έπειτα βοήθησαν και την Ειρήνη να ανέβει.
17
- Παντελή πήγαινέ μας στο κονάκι μου! φώναξε στον καραγωγέα ένας μεσόκοπος καλοστεκούμενος άντρας με άσπρα γένια. Ο καραγωγέας σπιρούνισε τα δυο μαύρα άλογα, που άρχισαν να τρέχουν στα έρημα στενά σοκάκια της πόλης. Η Ειρήνη προσπαθούσε απεγνωσμένα να συνεφέρει τους φίλους της. Πρώτος άνοιξε τα μάτια του ο Αλέξανδρος. - Τι συμβαίνει; Πού είμαστε; Ωχ! Το κεφάλι μου! - Μακάρι να ’ξερα! του απάντησε η φίλη του. Το αγόρι ανακάθισε και κοίταξε γύρω του. Σε λίγο συνήλθε ο Κωσταντής και λίγα λεπτά αργότερα ο Νικόλας. - Πού βρισκόμαστε; ρώτησε ο Κωσταντής, κοιτάζοντας τριγύρω. - Δεν έχω ιδέα του ψιθύρισε η Ειρήνη. Όταν συνήλθα είδα το κάρο να σταματά μπροστά μου και αυτοί οι άνθρωποι μας βοήθησαν…. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια τρομερή έκρηξη και τα άλογα άρχισαν να χλιμιντρίζουν τρομαγμένα. - Αυτός είναι ήχος από βόμβες! ψέλλισε ο Αλέξανδρος. Είμαστε στη μέση κάποιου πολέμου αλλά ποιού; Το νεαρό αγόρι, που καθόταν δίπλα στην Ειρήνη, άκουσε τη συζήτηση των παιδιών. - Οι φίλοι σου μάλλον χτύπησαν στο κεφάλι γι’ αυτό δεν θυμούνται. Μην ανησυχείς, θα συνέλθουν, ψιθύρισε στ’ αυτί του κοριτσιού. - Έχεις δίκιο! του απάντησε η Ειρήνη αμήχανα. - Όλοι είμαστε συγχυσμένοι και φοβισμένοι, είπε το αγόρι. Οι Γερμανοί βομβαρδίζουν ανελέητα το Ηράκλειο από τις δυο το μεσημέρι. Μεγάλο μέρος της πόλης έχει καταστραφεί και σχεδόν όλοι έχουν καταφύγει στα γύρω χωριά. Είμαστε από τους λίγους που μείναμε. Εσείς από πού έρχεστε; Δεν σας έχω ξαναδεί. - Από τα περίχωρα, πρόφτασε να απαντήσει ο Αλέξανδρος. - Και τι γυρεύετε μέσα στην πόλη; - Είναι μεγάλη ιστορία! του αποκρίθηκε εκείνος, κοιτάζοντας τους φίλους του με νόημα. - Το σπίτι μας είναι κοντά. Όπου να ναι φθάνουμε! Έχουμε ένα
18
υπόγειο που το χρησιμοποιούμε σαν καταφύγιο. Εκεί θα είμαστε ασφαλείς για την ώρα. Αν θέλετε μπορείτε να μείνετε γι’ απόψε. - Ευχαριστούμε! του απάντησαν τα παιδιά, ευγενικά. - Με λένε Χρήστο, είπε το αγόρι και έδωσε το χέρι του πρώτα στον Κωσταντή. Ο Κωσταντής το έσφιξε και είπε: - Με λένε Κωσταντή. Αυτή είναι η φίλη μου η Ειρήνη, αυτός ο Αλέξανδρος και αυτός ο Νικόλας. - Χάρηκα που σας γνώρισα, έστω και κάτω από τέτοιες συνθήκες, απάντησε ο Χρήστος.
Το κάρο κατηφόρισε προς την 25η Αυγούστου, πέρασε μπροστά από τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, προσπέρασε τη Λότζια και μόλις έφθασε κοντά στο λιμάνι χώθηκε στα στενά σοκάκια. Σταμάτησε μπροστά σε ένα αρχοντικό, που βρισκόταν στο τέρμα της οδού Χάνδακος. Δεξιά και αριστερά της εισόδου υπήρχαν δυο παρτέρια γεμάτα τριαντάφυλλα και ένα αγιόκλημα, που σχημάτιζε αψίδα και γέμιζε το σοκάκι μυρωδιές. Το αγόρι με ένα σάλτο κατέβηκε από το κάρο. Έπειτα βοήθησε τα παιδιά να κατέβουν κι εκείνα. Ο μεσόκοπος άντρας με την άσπρη γενειάδα έβγαλε από την τσέπη του ένα μεγάλο κλειδί και άνοιξε την εξώπορτα του σπιτιού. - Κοπιάστε στο φτωχικό μου! είπε με τη βαριά του φωνή. Ο Χρήστος έκανε νόημα στα τέσσερα παιδιά να μπούνε. Βρέθηκαν σε μια μεγάλη εσωτερική αυλή, γεμάτη γεράνια, τριανταφυλλιές, ζουμπούλια και κρίνα. Μια ανθισμένη πορτοκαλιά βρισκόταν στο κέντρο της. Οι πορτοκαλανθοί και τα γιασεμιά γέμιζαν τον ανοιξιάτικο αέρα μεθυστικές μυρωδιές. Στον ανατολικό τοίχο της αυλής σκαρφάλωνε μια κρεβατίνα. Το σπίτι ήταν δίπατο. Γύρω-γύρω, υπήρχαν αρκετά δωμάτια, ορισμένα από τα οποία χρησίμευαν σαν αποθήκες και στάβλοι. Στον επάνω όροφο βρίσκονταν τα υπνοδωμάτια. 20
Αφού μπήκαν και οι υπόλοιποι, καμιά δεκαριά άνθρωποι, ο Χρήστος σφάλιξε την πόρτα με ένα μεγάλο σύρτη. Ο καραγωγέας οδήγησε τ’ άλογα στους στάβλους, που βρίσκονταν στη δυτική πλευρά της αυλής. Έπειτα κάθισε με τους υπόλοιπους σε ένα ξύλινο πάγκο, κάτω από την ανθισμένη πορτοκαλιά. Μια γυναίκα, που φορούσε μαύρο κεφαλομάντηλο και μαύρο μακρύ φόρεμα χωρίς κανένα στολίδι, τους πλησίασε κρατώντας ένα δίσκο με μια πήλινη κανάτα γεμάτη νερό. Τα παιδιά κατάλαβαν ότι είναι η οικοδέσποινα του σπιτιού. Ήταν ψηλή, αδύνατη με μεγάλα μαύρα μάτια και μακριά γκριζαρισμένα μαλλιά, που τα είχε χτενίσει πλεξούδα. - Κοπιάστε να πιείτε λίγο δροσερό νερό, είπε με ευγένεια. Η Αφρούλα και εγώ θα σας ετοιμάσουμε κάτι να φάτε. Άφησε το δίσκο σε ένα στρογγυλό ξύλινο τραπέζι και πήγε προς την κουζίνα, συνοδευόμενη από ένα μικροκαμωμένο μελαχρινό κορίτσι γύρω στα δεκαοκτώ. Τα παιδιά κοίταζαν γύρω τους αμήχανα. - Τελικά σε ποια εποχή βρισκόμαστε; ρώτησε ο Αλέξανδρος - Από τα λεγόμενα του Χρήστου κατάλαβα ότι βρισκόμαστε στο Ηράκλειο, λίγες ημέρες πριν παραδοθεί η πόλη στους Γερμανούς, απάντησε η Ειρήνη. - Πότε μπήκαν οι Γερμανοί στο Ηράκλειο; ρώτησε ο Νικόλας. - Το Μάιο του 1941. Είσαι παντελώς άσχετος! τον ειρωνεύτηκε ο Κωσταντής. Το μικρόσωμο αγόρι τον κοίταξε με βλέμμα γεμάτο θυμό. - Πρέπει να ηρεμήσουμε και να μάθουμε την ακριβή ημερομηνία, επενέβη ο Αλέξανδρος, προσπαθώντας να κατευνάσει τα πνεύματα. - Αυτό να το αναλάβεις εσύ! πρότεινε ο Νικόλας. Την προηγούμενη φορά μια χαρά τα κατάφερες! - Θα μάθω εγώ! ψιθύρισε η Ειρήνη και σηκώθηκε. Πλησίασε το Χρήστο, που βρισκόταν μερικά μέτρα πιο πέρα και είχε πιάσει κουβέντα με ένα πιτσιρίκι. Ο Χρήστος ήταν ένα γεροδεμένο, ψηλό αγόρι με κοντοκουρεμένα
21
κατσαρά, μαύρα μαλλιά και καστανά αμυγδαλωτά μάτια. Τα παιδιά παρατήρησαν ότι έμοιαζε πολύ στη μητέρα του. Ο πατέρας του ήταν γαλανομάτης, με ξανθά μαλλιά, που με τα χρόνια είχαν γκριζάρει. - Θέλω να σ’ ευχαριστήσω που μας βοήθησες και να σε ρωτήσω κάτι που ίσως σου φανεί παράξενο, του είπε η Ειρήνη. - Ότι θέλεις! της απάντησε πρόθυμα, εκείνος. - Καινούργιες κατακτήσεις! ψιθύρισε ο Κωσταντής μέσα από τα δόντια του. - Ζηλεύεις; τον ρώτησε ειρωνικά ο Νικόλας. Ο Κωσταντής αγριοκοίταξε το φίλο του αλλά πριν προλάβει να του απαντήσει ακούστηκε ο ήχος σειρήνας. Αμέσως μετά απανωτές εκκωφαντικές εκρήξεις τράνταξαν το σπίτι συθέμελα. Η γη άρχισε να τρέμει κάτω από τα πόδια τους και πυκνή σκόνη γέμισε την ατμόσφαιρα. Ο κόσμος που ήταν μαζεμένος στην αυλή πανικοβλήθηκε. Τα παιδιά άρχισαν να κλαίνε, οι γυναίκες να στριγκλίζουν αγκαλιάζοντας τα παιδιά τους και οι άντρες να φωνάζουν όλοι μαζί. - Ελάτε στο καταφύγιο! είπε ψύχραιμα ο οικοδεσπότης, που άκουγε στο όνομα Αετομανώλης. Κάτω από την κρεβατίνα υπήρχε μια καταπακτή. Ο Αετομανώλης την άνοιξε και ένας - ένας άρχισαν να κατεβαίνουν την απότομη σιδερένια σκάλα. Πρώτα κατέβηκαν οι γυναίκες και τα παιδιά. Τελευταίος κατέβηκε ο Αετομανώλης. Έκλεισε με δύναμη την πόρτα, αφήνοντας πίσω του τον εκκωφαντικό θόρυβο των γερμανικών αεροπλάνων, που άδειαζαν πάνω από την πόλη του Ηρακλείου, το βαρύ φορτίο τους -φωτιά και σίδερο- καταστρέφοντας τα όνειρα, το βιός και τη ζωή των κατοίκων του.
Όλοι στο υπόγειο ήταν σιωπηλοί και φοβισμένοι. Οι μητέρες είχαν αγκαλιάσει τα παιδιά τους προστατευτικά και οι άντρες έσφιγγαν τα όπλα, που κρατούσαν στα χέρια τους, έτοιμοι να δώσουν τη ζωή 22
τους για να προστατεύσουν τις οικογένειές και την πατρίδα τους. Τη βαριά σιωπή έσπασε η μπάσα φωνή του Αετoμανώλη. - Μη φοβάστε! είπε. Εδώ κάτω είμαστε προστατευμένοι. - Εκεί έξω όμως όχι! φώναξε με πίκρα στη φωνή η γυναίκα του. - Μαρία θα τους διώξουμε κι αυτούς όπως κάναμε με τόσους άλλους κατακτητές! - Έως τότε όμως τι θα κάνουμε; Πώς θα προστατεύσουμε τις οικογένειες και το βιός μας; - Κάνε κουράγιο μάνα! Όλα θα πάνε καλά, προσπάθησε να την καθησυχάσει ο Φώτης, ο μεγαλύτερος γιός της. - Πώς να ησυχάσω γιε μου; Το Ηράκλειο θυμίζει έρημη πόλη. Όλοι οι φίλοι και οι συγγενείς μας έχουν φύγει. Η γη σείεται από τις βόμβες του Χίτλερ και εμείς είμαστε κλεισμένοι εδώ σαν τα ποντίκια να περιμένουμε τι; Δεν βλέπετε ότι ο αγώνας είναι χαμένος; - Σταμάτα γυναίκα! φώναξε ο Αετoμανώλης. Έχουμε καταπιεί μεγαλύτερα θεριά! - Η κυβέρνηση και ο βασιλιάς μάς εγκατέλειψαν! Έφυγαν για την Αίγυπτο. Η υπόλοιπη Ελλάδα έχει καταληφθεί! συνέχισε η γυναίκα. Πώς θα προστατευτούμε; Ούτε όπλα δεν έχουμε! Με πέτρες και με ξύλα; - Με πέτρες και με ξύλα θα γράψετε ιστορία, ξέφυγε του Κωσταντή. Όλοι γύρισαν και κοίταξαν το εύσωμο σγουρομάλλικο αγόρι. - Εννοώ ότι… αν κάποιος πρέπει να προστατεύσει την πατρίδα του μπορεί να το κάνει με κάθε μέσον που διαθέτει, είπε ο Κωσταντής, προσπαθώντας να διορθώσει τη γκάφα του. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ξανά η σειρήνα, που τους προειδοποιούσε ότι ο βομβαρδισμός έληξε. Ανέβηκαν στην αυλή ν’ ανασάνουν καθαρό αέρα. Η οικοδέσποινα πήγε στην κουζίνα με την ψυχοκόρη της την Αφρούλα. Έφερε νερό για τα παιδιά και τις γυναίκες και κόκκινο κρασί για τους άντρες. - Μαρία ετοίμασε να φάμε γιατί τα παιδιά είναι νηστικά πολλές ώρες, είπε στη γυναίκα του ο Αετομανώλης.
23
- Αυτό είχα σκοπό να κάνω αλλά με σταμάτησαν οι βόμβες του Χίτλερ, του απάντησε εκείνη, απότομα. Την κοίταξε στα μάτια και είδε τον πόνο της. Είχε χάσει ήδη τρεις αδερφούς. Την παρακολουθούσε που κατευθυνόταν προς την κουζίνα με εκείνο το περήφανο περπάτημα, που τον είχε εντυπωσιάσει όταν την πρωτογνώρισε είκοσι οκτώ χρόνια πριν. Έτσι πρέπει να περπατούν όλες οι κρητικές σκέφτηκε. Όποιος τις βλέπει, να καταλαβαίνει ότι κατάγονται από σπουδαία γενιά. Ήταν κοριτσάκι ακόμα όταν τη γνώρισε αλλά είχε μυαλό μεγάλης γυναίκας. Ήταν όμορφη και έξυπνη. Την ερωτεύτηκε μόλις την είδε. Και εκείνη τον λάτρεψε αμέσως! Ήταν όμορφος ψηλός με περήφανη κορμοστασιά και ευγενική καταγωγή. Ο γάμος τους ήταν ευτυχισμένος. Είχαν κατανόηση ο ένας για τον άλλον και πολλή αγάπη. Έκαναν δυο καταπληκτικούς γιούς το Φώτη και το Χρήστο. Στάθηκαν τυχεροί στη ζωή τους έως σήμερα. Δυστυχώς την ευτυχία τους αμαύρωνε πλέον ο πόλεμος και κανείς δεν ήξερε ποιό θα ήταν το τέλος.
Όση ώρα έτρωγαν, στην αυλή κάτω από την ανθισμένη πορτοκαλιά, άκουγαν από μακριά τον ήχο της μάχης που πλησίαζε. - Πρέπει να είναι κάπου κοντά στο αεροδρόμιο, σχολίασε ο Φώτης. Ο Φώτης ήταν ένας γεροδεμένος νεαρός γύρω στα 25 με γαλανά μάτια σαν του πατέρα του και ξανθά κοντοκουρεμένα μαλλιά. - Πρέπει να πάμε να δούμε τι γίνεται, είπε ο Αετομανώλης. Φώτη θα έρθεις μαζί μου. Εσύ Χρήστο θα κάτσεις εδώ να προσέχεις τα γυναικόπαιδα. Μαρία φεύγομε! είπε και σηκώθηκε. Ο Φώτης και τέσσερις ακόμα άντρες τον ακολούθησαν. -Πρόσεχε γιέ μου! είπε η Αετομανώλενα στο Φώτη και τον φίλησε στο μέτωπο. Και συ Μανώλη! είπε στον άντρα της. Εκείνος την κοίταξε με βλέμμα γεμάτο λατρεία και απλώς της έγνεψε. Ο Χρήστος ικέτευσε τον πατέρα του να τον πάρει μαζί του αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος. 24