008_06-02-2015_typos 04/02/2015 7:08 μ.μ. Page 5
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
06 ΦΕΒΡOYAΡΙΟΥ 2015
•
ΣΕΛΙΔΑ
5
«Κλαις για εκείνο που υπήρξε η χαρά σου» Στον Βαγγέλη Αμβράζη
T
ο πρωί, μου τηλεφώνησε απ’ την Αθήνα ο Χρυσόστομος Κονιδάρης. Φίλος παλιός, που είχα γράψει τους στίχους σ’ ένα C.D. του και είχα βγάλει στις εκδόσεις του το βιβλίο «Νobel λόγω ατεχνίας». «Τι έγινε, ρε;» του είπα αστειευόμενος, «Mήπως πήραμε το Nobel;». «Όχι!» απάντησε μονολεκτικά, «Πέθανε ο Βαγγέλης!».
να γυρίσω, διάβασε και το υπόλοιπο για να μου πεις την γνώμη σου». Και σαν χέλι γλίστραγε και χανόταν, για να ξαναεμφανιστεί πάλι σαν κομήτης, εκεί που δεν τον περίμενες, και χαμογελώντας μυστηριωδώς και ακαταμάχητα μου έλεγε: «Ωραίος ο Γκιμπράν, ε;». Στον Μπουκουμάνη, τώρα που το καλοσκέφτομαι, δεν δούλεψα: επιμορφώθηκα! Άσε τις εκθέ-
στην κοπελιά του το βράδυ! Είδες που τον επανέλαβε φεύγοντας;» Ο Βαγγέλης ένιωθε ως «μεταπράτης» του πνεύματος ή, για να χρησιμοποιήσω μια πιο ποιητική έκφραση, ως απόστολος του Προφήτη! Έπρεπε να διαδώσει ό,τι αγαπούσε, πουλώντας τα βιβλία, χαρίζοντάς τα ακόμα, ή απαγγέλλοντας αποσπάσματά τους. Δεν τον άκουσα ποτέ να πει πως κι
και με τους «Χαΐνηδες». Κι όταν του έλεγες πως δεν ήξερες ένα τραγούδι, την άλλη μέρα σου έφτιαχνε μια κασέτα και σου την έφερνε και πάνω έγραφε και τους συντελεστές. Θυμάμαι που καταμεσήμερο στην Σόλωνος μιλούσαμε για τον Γκάτσο. Μου είπε για την «Αθανασία», το γνωστό τραγούδι, που εγώ (ο ποιητής!) αγνοούσα. «Μην φύγεις!» μου είπε χαμογελαστά «Γυρίζω
χαμηλώνεις ίσαμε» ήταν ο τίτλος. Μου διάβασε εκστασιασμένος τα τελευταία λόγια της «Αθανασίας»: «Είσαι σκληρή σαν του θανάτου την γροθιά, μα ’ρθαν καιροί που σε πιστέψαμε βαθιά. Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς, ομορφονιά που δεν σε κέρδισε κανείς». Κι ύστερα μου χάρισε το βιβλίο. «Για να με θυμάσαι…» είπε. Και χάθηκε στην πολύβουη Σόλωνος…
* * * Το 1995 έπιασα δουλειά στον χώρο του βιβλίου. Κονιδάρης, Μπουκουμάνης, Τζανακάκης, ήταν η σειρά των μαγαζιών που εργάστηκα κατά διαστήματα. Εκεί, στις εκδόσεις Μπουκουμάνη, γνώρισα τον Βαγγέλη. Ψηλό παιδί, γύρω στα σαράντα, με σπινθηροβόλα μάτια, αρχαιοελληνικά χαρακτηριστικά, περιποιημένο μούσι, που σου θύμιζε Ολύμπιο θεό, κι ένα αιώνιο χαμόγελο στα χείλη σαν κυριακάτικη λιακάδα! Ήταν «το δεξί χέρι» του Μπουκουμάνη. Μα τι λέω; O Βαγγέλης ήταν το μαγαζί ολόκληρο! Δεν του μίλαγε κανείς. Έμπαινε, έφευγε, ξανάρχονταν. Αυτός άνοιγε, αυτός έκλεινε. Τον βλέπαμε την μια στιγμή, τον χάναμε την άλλη. Την μια έτρεχε στην τράπεζα να πληρώσει ένα γραμμάτιο, την άλλη στην αποθήκη να φέρει δέματα. Σε λίγο χάνονταν στο ταχυδρομείο ν’ αποστείλει τα δέματα, που κανείς δεν προλάβαινε να δει πότε τα ετοίμασε. Ήταν γρήγορος σαν αστραπή και τα προλάβαινε όλα! Τις πρώτες μέρες που πήγα στο μαγαζί, δεν μου ανάθετε να κάνω τίποτα. Όλα τα έκανε αυτός. Ντρεπόταν να δίνει εντολές κι εγώ δίσταζα να πάρω πρωτοβουλίες. Και μιας κι ένιωθα (ή μάλλον ήμουν) εντελώς άχρηστος στο μαγαζί, για να με κάνει να αισθανθώ οικεία, έπιανε ένα βιβλίο απ’ το ράφι και μου διάβαζε πότε Έριχ Φρομ πότε Χαλίλ Γκι μπράν, πότε ένα απόφθεγμα, πότε έναν στίχο. Ύστερα, άφηνε το βιβλίο μπροστά μου κι έλεγε: «Μέχρι
σεις βιβλίου: Στο πεδίον του Άρεως, στο Ζάππειο, στον Πειραιά, στην Ραφήνα, στο Ναύπλιο… Άκουγα τον Βαγγέλη να μιλάει για τα βιβλία στους πελάτες και χάζευα! Τους έλεγε ένα απόσπασμα κι ύστερα, ενώ αυτοί κρατούσαν το βιβλίο, τους έλεγε να γυρίσουν στην τάδε σελίδα για να το βρουν. Κι όταν αυτοί διάβαζαν δυνατά κάτι που τους άρεσε κι ύστερα έκλειναν το βιβλίο, ο Βαγγέλης απάγγελνε «απ’ έξω» την συνέχεια. «Μα, τον ρωτούσα, αν τους τα πεις όλα εσύ, γιατί ν’ αγοράσουν το βιβλίο;» Χαμογελούσε και μου αποκρινόταν: «Να δεις, που αυτόν τον στίχο του Γκιμπράν θα τον πει ο νεαρός
εκείνος έγραφε κάτι. Δεν ήταν ο αποτυχημένος συγγραφέας, που μη έχοντας ο ίδιος ταλέντο, το παίζει ξερόλας με τα έργα των άλλων. Ο Βαγγέλης ήταν ο ιδεώδης αναγνώστης. Κι ένας ιδεώδης αναγνώστης αξίζει όσο δέκα μέτριοι συγγραφείς. Αισθανόταν βαθιά στο πετσί του την γλώσσα κι αγαπούσε ξέχωρα την ποίηση και την φιλοσοφία. Μπορούσε να σου λέει απ’ έξω στίχους τραγουδιών, ώρες κι ώρες! Λάτρευε τον Λουδοβίκο των Ανωγείων, ξετρελαινόταν με το «Ποιο το χρώμα της Αγάπης»
σ’ ένα λεπτό!». Πετάχτηκε μέχρι του Τζανακάκη κι επέστρεψε μ’ ένα βιβλίο με τους στίχους του Γκάτσου: «Φύσα αεράκι φύσαμε, μη
Ψάχνω στην βιβλιοθήκη μου. Αναζητάω τον ξεθωριασμένο γκρι τόμο. Τον βρίσκω! Ανοίγω ξανά στην πρώτη σελίδα και διαβάζω την ημερομηνία: Τρίτη 31 Οκτωβρίου 1995. Ώρα: 12:30. Ξεφυλλίζω τυχαία: «Κουρασμένο παλληκάρι, γίνε φως τ’ αυγερινού κι άσ’ την νύχτα να σε πάρει στο περβόλι τ’ ουρανού». Διαβάζω πιο κάτω: «Με τι καρδιά να σ’ αποχαιρετήσω, με τι καρδιά τραγούδι να σου πω… Βάλε φωνή
κοντά σου να γυρίσω, βάλε φωνή την γη να θυμηθώ». Κι ύστερα: «Μακριά στα ξένα, στην ξενιτιά βαριαρρώστησα…». Δεν αντέχω άλλο! Κλείνω το βιβλίο και το σφίγγω στο στήθος μου. Γιατί, Θεέ μου, να έχουν τόση πίκρα τα τραγούδια! Γιατί να κρύβει τόση θλίψη η ζωή; Παιδικές αναπάντητες απορίες! Ποιος θ’ απαντήσει; Γιατί να είμαστε πάντα σαν τρομαγμένα παιδιά μπροστά στον θάνατο, τόσο μόνοι και τόσο ανυπεράσπιστοι; Πότε θα μεγαλώσουμε; Η ίδια η θλίψη του θανάτου θα μας μεγαλώσει! Θα ξανασταθούμε στα πόδια μας και θα χαμογελάσουμε. Σαν τον Βαγγέλη, που τον γάζωνε χρόνια ο καρκίνος και δεν το ήξερε σχεδόν κανείς! Κι αυτός πάντα χαμογελούσε, μέχρι τέλους! Στο βιβλιοπωλείο, στις εκθέσεις, παντού! Δεν μπορώ να κλάψω! Ένας κόμπος ανεβαίνει από την καρδιά στο λαιμό μου και δεν λέει να λυθεί σε δάκρυα. Σφίγγω τα δόντια και τον σκέφτομαι. Τον σκέφτομαι και τον φέρνω μπροστά μου. Τον φέρνω μπροστά μου και χαμογελώ. Χαμογελώ και θυμάμαι τον Προφήτη του Γκι μπράν: «Όταν είσαι λυπημένος, κοίταξε ξανά μέσα στην καρδιά σου και θα δεις ότι πραγματικά κλαις για εκείνο που υπήρξε η χαρά σου». Το χαμόγελο του Βαγγέλη πώς θα μπορούσε να λείψει απ’ την ζωή μου; Όσα μου έμαθε επειδή τ’ αγαπούσε, θα τ’ αγαπώ και θα τα διαδίδω. Σαν ένα κεράκι στην Ανάσταση, που μεταδίδει στ’ άλλα το φως του είναι η γνώση, η ποίηση, η αγάπη, η ζωή η ίδια. Κι όταν λιώσει το κερί, η φλόγα που μεταδόθηκε δεν σβήνει. Μονάχα ό,τι κρατήσουμε πεισματικά δικό μας και δεν το μεταδώσουμε θα σβήσει όταν θα σβήσουμε. Βαγγέλη, εσύ μου έμαθες «Το Χρώμα της Αγάπης». Μα τώρα, νομίζω, πως και το χρώμα του θανάτου, όταν χαμογελάς στην θύμησή μου, δεν είναι μαύρο… 26 Ιανουαρίου 2011