ΣΙΜΟΥ ΛΙΑΝΙΔΗ
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΡfΟΝΑΥΤΩΝ Μνήμες από τον ξεριζωμό του 1922 ΙΣΙΌΡΙΚΟ ΑΦΗΓΗΜΑ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ Α.Ε. θΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1995
Επιμέλεια-Τυπογρ. διορθώσεις: Αριστείδης Κεσόπουλος Στοιχειοθεσία- Σελιδοποίηση: TYΠO-LASER Μοντάζ-Εκτύπωση: Γιαννόπουλος
Έκδοση 1995 ISBN 960-343-291-1
Αριθμός Εκτύπωσης: 30 © του συγγραφέως και των κληρονόμων αυτού.
Διεύθυνση συγγραφέα: ΑΘΗΝΑ: Ομήρου 18, Νέα Σμύρνη, τηλ. 93.31.582 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: Κομνηνών 74, Καλαμαριά, τηλ. 411.355
Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη Α.Ε. Κ. Μελενίκου 5 και 9 546.35 Θεσσαλονίκη
τηλ. 210.360, 208.540, FAX 210.067
ΠΡΟΑΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ Η
"Επιστροφή των Αργοναυτών"
είναι το πρόσφατο
βιβλίο του Φιλολόγου, διακεκριμένου συγγραφέα και μελετητή του Ποντιακού Ελληνισμού κ. Σίμου Αιανίδη. Ο εκδότης θεωρεί μοναδική τιμή και εύνοια το γεγονός ότι το εξαίρετο αυτό βιωματικό βιβλίο, γραμμένο de profundis με γλα φυρότητα και ενάργεια, περιλαμβάνεται στη σειρά των ιστορικών του εκδόσεων για τον Ελληνισμό της Ανατολής. Στις σελίδες του ο κ. Σίμος Αιανίδης ζωντανεύει τις τραγικές μέρες που έζησε ο Ποντιακός Ελληνισμός, κυρίως, κατά την άφιξή του στην Ελλάδα, την προσωρινή εγκατάσταση στους
θαλάμους της Καλαμαριάς και τα κατοπινά δύi:Jκολα χρόνια.
Οι
μνήμες του συγγραφέα, μικρού, σχεδόν δεκάχρονου παιδιού τότε, παρέμειναν ανεξίτηλες, και ο aφηγηματικός του λόγος είναι τόσο δυνατός, που και χωρίς να το θέλει ο αναγνώστης, θα νιώσει έντονη συγκίνηση· αν μάλιστα, όπως ο υπογράφων, είναι μέλος της μεγάλης οικογένειας του ξεριζωμένου Ελληνισμού, θα αισθανθεί απέραντη ευγνωμοσύνη προς τον συγγραφέα, ο οποίος στην περίπτωση αυτή κατά τρόπο μοναδικό καταγράφει ένα χρο νικό τόσο πολύτιμο για τις πρώτες μέρες και τα πρώτα χρόνια από τη Μεγάλη
Εξοδο. Τάσος Κυριακίδης
Θεσσαλονίκη, 12 Φεβρουαρίου 1995
ΑΝΆΜΕΣΑ στα χωριά της περιοχής της Τραπεζούντας του Πό
ντου ήταν και η Σαντά με τις εφτά ενορίες της. Σε μια από τις εφτά ενορίες, στην ενορία Ισχανάντων, ζούσε ένα αγοράκι. Το έλεγαν, στην ποντιακή διάλεκτο, ο Συμιόντς τη Λιάν, δηλαδή ο Συμεών Λιανίδης, όπως άλλαξαν τα ποντιακά επί θετα οι δάσκαλοι της περιοχής του Πόντου, επί το ελληνικώτερον δηλαδή (δες Πηλείδης, Αγαμεμνονίδης κ.λ.π.) εξοστρακίζοντας τα βυζαντινών καταλήξεων τοτινά επίθετα. Το αγοράκι αυτό, ο Συμιόντς τη Λιάν λοιπόν, ήταν ένα εξυπνό τατο, λεπτοκαμωμένο, ψιλόλιγνο παιδάκι, με ωραία σγουρά υπόξαν θα μαλλιά, με χοντρά υπογάλανα μάτια, πρόθυμο, φρόνιμο, εργατικό και φιλότιμο. Οι γονείς του, ο Θόδωρον τη Λιάν κι η μάνα του, είχαν πεθάνει πολύ νέοι και άφησαν πίσω τους τον Συμιόν κι άλλα μικρότερα αδέλφια, ορφανά, να τα προστατέψει, να τα ζήσει, να τα μεγαλώσει ο μικρούλης τούτος πρωτότοκος. Ξενοδούλευε λοιπόν το καημένο το παιδάκι να μπορέσει να ζήσει το ορφανό κοπάδι του. Δε γόγγυζε, δεν παραπονιόταν, μόνο που αγαπούσε πολύ τα γράμματα και το έτρωγε ο καημός που θα έμενε αγράμματο. Πώς να πάει στο σχολείο; Ποιος θα το συντηρούσε κι αυτό και τα ορφανά; Κάθε βράδυ λοιπόν, αφού τάιζε και κοίμιζε τ' αδέλφια του, έπαιρνε ένα καρβουνιασμένο αποκαίδι απ' το τζάκι κι ώρες ολόκλη ρες πάλευε να μάθει γραφή και τις τέσσερις πράξεις της Αριθμητικής πάνω στο πλακόστρωτο του τζακιού. Και τα κατάφερε. Η υπομονή κι η θέληση κάνουν θαύματα, λένε. Κι ο μικρός ορφανός τα είχε και τα δύο και μάλιστα συνοδευμένα από μια ευ φυία, που λαμπύριζε στα έξυπνα υπογάλανα εκείνα μάτια του. Δούλευε, ανάτρεφε τα ορφανά του και... σπούδαζε. 7
Έτσι έφτασε την εφηβεία, έγινε ένας σε μνός νέος δαχτυλοδ ε ι χτούμενος στο χωριό. Όταν τον πήραν στρατιώτη στον τούρκικο στρατό , η μοίρα τού έφε ρ ε έναν στρατιώτη τουρκόπουλο από το Ερζερούμ, κωμόπολη στα νότια τη ς Τραπεζούντας, κ έντρο αγροτικής και ιδ ιαίτερα σιτοπαραγωγ ικής περιοχή ς. Ο ι δυο νέοι γνωρίστηκαν, συνδέθηκαν με φιλία και κάποτε ο νεαρός τούρκος συστρατιώτης του αρρώστη σε βαριά. Ποιος να τον περιποιη θ εί; Πρωτόγονες ήταν οι τούρκικ ε ς στρα τιωτικές υγε ιονομικές υπη ρ ε σίες κι όσο νάναι ένας δικός σου άν θρωπος, ένας φίλος, σε τέτοιες περιπτώσεις είναι κάτι πολύ ση μα ντικό. Ο Συμιόντς τον περιποιήθηκε σαν αδελφός, κι ας ήταν Τούρκος, τον παραστάθηκε, τον φρόντισε ώσπου να γίνει καλά. Αυτό ένωσε τους δύο φίλους περ ισσότερο, κι η φιλία του ς έγινε δυνατή κι αδελ φική . Όταν απολύθηκαν απ' τ ο στρατό, ο καθένας πήγε στον τόπο του . Δεν πέρασαν όμως πολλές μέρες και ο Συ μιόντς παίρν ε ι ένα γράμμα. Ήταν από τον πατέρα του φίλου του τούρκου συστρατιώτη . Τον καλούσε να πάε ι αμέσως στο Ερζερού μ. Τον ήθελε . Πήγε . Τον καλοδέχτηκαν στο αρχοντικό τους, μάνα κ α ι πατέρας, με aγάπη για το καλό που έκανε στο παιδί τους. - Έμαθα, του είπε ο πατέρας Τού ρκο ς, πως είσαι ορφανός, φτωχός και προστάτη ς κι άλλων αδελφιών σου ορφανών. Έμαθα πως έ μα θ ε ς μόνο ς σου να γράφ ε ις και να λογαριάζεις. Έμαθα ακόμα πως είσαι τίμιος και εργατικός νέος και ξέρω πόσο βοήθησες το άρρωστο παιδί μου, τον συστρατιώτη φίλο σου. Ασκόλσουμ, όγλουμ. Μπράβο, παι δί μ ου . Άκου, παιδί μου, συνέχισε ο τούρκος πατέρας. Παιδιά σαν ε σένα, ε μείς ο ι μεγάλοι έχομε υποχρέωση να τ α βοηθήσο μ ε . Ν α τα παρασταθούμε. Πάρε λοιπόν αυτά τα χρή ματα, και του έ βαλε στο χέρι ένα πουγγί χρυσές λίρες, πήγαινε στο χωριό σου, χτίσε ένα μαγαζί και μια μεγάλη αποθήκη . Θα σου στέλνω όσα φορτία σιτάρι θ έλε ις να γεμίσε ις την αποθήκη σου . Ξέρεις πως είμαι έμπορος σιτηρών, ο μεγαλύτερος στο Ερζερούμ. Λοιπόν θα πουλάς σιτάρι στους συγχωριανούς σου καθώς και στις ο ικογένειες των ξενητεμένων του χωρ ιού σας, μια και το χωριό σας προμη θ εύεται σιτάρι aπόξω, γιατί ο τόπος σας είναι ο ρ ε ινός και δ εν έχε ι παραγωγή . Θα δουλέψ ε ις, θα κερδίσε ις, θα ζήσεις κι εσύ και τα ορφανά 8
σου . Θα γίνεις έμπορος σιτη ρών σαν ε μένα. Δυστυχώς δ εν το επι τρέπουν οι θρησκείες μας, αλλιώς θα σ' έκανα γαμπρό σε μια από τις κόρες μου. Το aξίζεις. Λοιπόν, σύμφωνο ι; Θα γίν ε ις έμπορος. Δε σου επιτρέπω να αρνη θ ε ίς . - Αγά μου, τραύλισε συγκινημένος ο Συ μιόντς, τ ο ορφανό της Σ αντάς . Πώς θα μπορέσω να μπω κ άτω από ένα τόσο χρέος; - Σους. Δεν πε ιράζει, όγλουμ. Είσαι τίμιος και έξυπνος. Όταν κ ερδίσεις αρκετά, τάκουσες; όταν κερδίσεις αρκετά, θα μου φέρεις το χρέος σου . Γι' αυτό μη στενοχωριέσαι καθόλου . Σύ μφωνοι; - Τι να κάνω; Σύμφωνο ι, αγά μου . Σ ε δύο μέρε ς ο Συμιόντς ξεκινούσε από το Ερζερούμ με δύο μουλάρ ια φορτωμένα του κόσμου τα καλά γ ια τα ορφανά και το πουγγί με τις λίρες βαθιά- βαθιά στο ζουνάρι του . Έσκυψ ε , φίλησε το χέρι του πατέρα τούρκου και κίνησε δακρυσμένος. Τι ωραία εκείνα τα χρόνια και τι χρυσο ί ε κ ε ίνοι οι άνθρωπο ι! Το ορφανό εκείνο πήγε στο χωριό του, έχτισε, δούλεψ ε , κ έρδι σε , πλήρωσε το χρέος του με τον καιρό, πλούτισε , ανάστησε κι aπο κατάστησε τα ορφανά του αδέλφια και έγινε από τους πρώτους νο ικοκυραίους του χωριού του. Ο παλιός καη μός του δεν τον άφησε, βοήθησε πολλά φτωχά παιδ ιά του χωριού, που ή θ ε λαν να μάθουν γράμματα και δ εν μπο ρούσαν από φτώχεια. Θυ μόταν το δικό του πόθο για τα γράμματα και άπλων ε απλόχερα το χέρι του . Ακό μα, πλή θος τα κορίτσια που προ ίκισε αθόρυβα και κρυφά και ήταν πάντα παρών σ' όλη του τη ζωή, όπου η ο ικονο μική βοή θ ε ιά του ήταν αναγκαία. Έγινε αργότερα μουχτάρης και διοίκησε το χωριό του συνετά. Παντρεύτηκε τη Ζωή Καγκελίδου , κόρη από το χωριό του , και απόχτησε έναν και μονάκριβο γιο, τον Φωκίωνα, που δυστυχώς δεν αγάπησε τα γράμματα κι αυτό στάθηκε αγ ιάτρ ευτη πληγή γ ια τον φιλόμουσο Συμιόν. Οι παλιο ί, όπως ο ιστορικός και λαογράφος της Σ αντάς Μ ιλτιά δης Νυ μφόπουλο ς και άλλοι, δ ιηγούνται πλή θος αν έκδοτά του, που φανερώνουν το βάθος τη ς έμφυτη ς ευστροφίας και ευφυ ίας του. Σ αν μεγάλωσε ο γιος του ο Φωκίων, ο Συμιόντς σκέφτηκ ε πως ήρθε η ώρα να τον παντρέψει και το αποφάσισ ε . Είχε έναν γκαρδ ιακό φίλο, τον Νικολή Ντε μιρτζόγλου , που ήταν κι αυτός Σανταίος και έμενε μόνιμα στην Τραπεζούντα στη Δια φούντα. Εκεί εργαζόταν σαν ελεγκτής εισιτηρ ίων στη γραμμή Τρα9
πεζού ντα-Βατούμ τω ν πλοίων μιας Αυστριακής Ατμοπλο'ίκής Εται ρείας. Ο Νικολής αυτός είχε ανύπαντρη τη μικρή, τη δ εύτερη , κόρη του τη ν Ευρύκλεια. Ο Συμιό ντς ζήτησε τη ν Ευρύ κλ ε ια για το γ ιο του το Φωκίω ν α. Ο Ν ικολής χάρηκε, γιατί η φ ιλία τους θα γι νόταν συγγέν ε ια. - Να σου τη δώσω μετά χαράς, του είπε, φίλε μου Συμιόν . Μα θ α σε παρακαλέσω ό μως κάτι. Ξ έρεις, το κορίτσι μου γ ε ννήθη κε και μεγάλωσε στη ν Τραπεζού ντα . . . και . . . - Κατ αλαβαίν ω , Νικολή. Γι' αυτό στε ν οχωριέσαι; Εγώ αδακ ά είμαι. Και χωρίς καμιά άλλη κουβ έ ντα ο Συμιό ντς αγόρασε αμέσως έ ν α τριώροφο σπίτι στη Δ ιαφού ντα, με ισόγειο μαγαζί, γ έμισε το μαγαζί ε μπορεύματα, επίπλωσε το σπίτι, προίκισε δηλαδή το γιο του, "παρά τα ε ιωθότα", και έγιν ε ο γάμος. Η Ευρύκλη, ή Ευρύκλε ια, λέ ν ε, ήταν μια ε ξαιρετικά ό μο ρφη αρχο ντοκόρη κι ο Φωκίων έ ν ας ωραιότατος ν έος, αρχο ντοχωριατό πουλο, ψηλός σαν το ν πατέρα του, με χο ντρά ό μορφα μάτια, με βλέμμα ήμερο και γλυκύ, που έ δ ε ιχν ε έ ναν πλούσιο συ ν αισθη ματικό εσωτερικό κόσμο. Οι συμπέθεροι ήταν χαρούμε ν ο ι κι ευτυχισμένο ι . Το ζευγάρι των ν ιόπαντρω ν ταιριασμένο και ζηλευτό . Πόσο απλά και ωραία τακτοποιούσαν τ α ζητή ματά του ς τότε ο ι άν θρωποι, τότε που ή σαν περισσότερο ά ν θρωποι ! Απ' αυτόν τ ο γάμο γε ννή θηκαν πολλά παιδιά. Ο Συμιό ντς έ β λεπε το δ έντρο της φαμίλιας του να ξεπετά ε ι καιν ούργιους μίσχους και κλαδιά και η ψυχή του αγάλλο νταν . Η Ευρύ κλη αγαπούσε πολύ το ν πεθερό της, σαν πατέρα, κι αυτός τη ν αγαπούσε πολύ, σαν κόρη του, επειδή δ ε ν είχε αποχτήσε ι κορίτσι. Το καλοκαίρι που νύφη και παιδιά παραθέριζαν στη Σαντά, τά κο ν στο ν παππού το ν Συ μιό ν και τη γ ιαγιά τη Ζωή , όταν το β ράδυ ο παππούς Συμιόντς γυρν ούσε από το μαγαζί του στο σπίτι, στέκο νταν στο κατώφλι της εξώπορτας, άνο ιγ ε διάπλατα τη μακριά γ ού ν α, που φορούσε, και έλεγε. - Τ α πουλία μ ' , τα πουλία μ ' , ελάτε ν ' ς σα κα νάτια μ'. Δηλαδή : Τα πο υλάκ ια μ ου, τα πουλ άκ ια μου , ελά τε κά τω στις φ τερο ύγ ες μ ου. Και τα εγγο ν άκια του, έ ν α σμάρι πιτσιρίκια, χώ νο νταν, σαν κλωσσόπουλα, κάτω στη γού να του, κι εκε ίν ος β αδίζο ντας σιγά-σιγά, τρισευτυχισμένος και χαμογελώ ντας έμπαιν ε στο χαγιάτι του σπι τιού, τα φιλούσε έ ν α-ένα, τα χάιδευε στα μαλλάκια και τάδι ν ε χουρ10
μάδες, λεπλεπία ( = στραγάλια), ξερά σύκα, σταφίδες, φουντούκια. Στιγμές ευφρόσυνες πατριαρχικής ο ικογ ενε ιακής ευτυχίας ! Ο παππούς έμενε μόνιμα στο χωριό, στη Σ αντά, μαζί με τη γ ιαγιά τη Ζωή . Εκεί, βλέπε ις, ε ίχε το μαγαζί και το ψπόριό του. Άλλωστε κι η γ ιαγιά η Ζωή ε ίχε τις αγελάδες και το νοικοκυριό της και ούτε ο ένας ούτε η άλλη μπορούσαν ν' αποχωριστούν τις δουλε ιές, το β ιος, τις συνή θ ε ι ε ς και τον τόπο τους και να κατε βούν στην Τραπεζούντα να ζήσουν με το γ ιο και τα εγγόνια τους. Γι' αυτό η πολύκλωνη οικογένε ια των απογόνων πήγαινε στο χωριό να παραθερίσει εκεί, να χορτάσε ι την ό μορφη φύση και κυρίως τον αξιολάτρευτο παππού και την αγαπητή γ ιαγιά, τη Ζωή. Τη γιαγιά, την υψηλόκορμη εκείνη λεβ έντισσα Σανταία, που χαίρονταν τις αγελάδες της στα χιλιολουλουδιασμένα λιβάδια και στις ελατόσπαρτες πλαγιές των όμορφων βουνών της Σαντάς. Έτσι περνούσαν τα χρόνια, έτσι πέρασαν πολλά και ο παππούς σαν όλους τους ανθρώπους, ήρθε καιρός που γέρασε, ή ρ θ ε καιρός που αρρώστησε, ήρθε καιρός που άφησε τον ό μορφο το ύτον κόσμο και τη γλυκιά ζωή . Ήταν ευτυχισμένος τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Γύρω του, όπως ε ίπαμε , βού ιζε το χαρούμενο μελισσολόι των εγγονών, ο γιος του λε β έντης, η νύφη του χρυσονο ικοκυρά, που τον λάτρευ ε, καθώς και τα εγγόνια του μικρά και μεγάλα. Κι αυτός χιονισμένος γενάρχης ανάμεσά τους καμάρωνε και χαίρονταν, ώ σπου τον βρήκε ο αγύριστος μισεμός. Αυτή , λένε, ε ίναι η στερνή, η μεγαλύτερη χαρά του ανθρώπου . Κι αν ε ίναι έτσι, τότε ο παππούς Συ μιόντς, το ορφανό και άξιο παιδί της φτώχε ιας, έφυγε ευτυχισμένος. Λόγα χρόνια αργότερα, ένα καλοκαίρι, που η ο ικογένεια πα ραθέριζε πάλι στο χωριό, στη Σαντά, τώρα μόνο με τη γ ιαγιά Ζωή, γ εννήθηκε το τελευταίο παιδί της ο ικογέν ε ιας. - Ήταν πρώτη Σ επτε μβρίου του 1915 , έλεγε η μητέρα μου η Ευρύκλε ια, και συμπλήρων ε . - Πρώτη Σεπτεμβρίου γεννήθηκες εσύ, παιδί μ ο υ , πρώτη Σ ε πτεμβρίου ο πατέρας σου ο Φωκίων, πρώτη Σ επτεμβρίου ο παππούς σου ο Συμιόντς. Δεν ε ίναι παράξενη σύμπτωση; Κι εγώ aπορούσα πραγματικά για την παράξενη σύμπτωση . Με β άπτισαν σε λίγες η μέρες στην εκκλησία του χωριού, του Ισχανάντων της Σαντάς, στην Αγία Κυρ ιακή, και μου δ ώσαν το όνομα του παππού . Το ζητούσε η παράδοση, το ή θ ελε κ ι η γ ιαγιά η Ζωή . 11
Έτσι έγινα κ ι εγώ ο Συμιόντς τη Λιάν, ο Σίμος Λιανίδης. Ύστερα από λίγες μέρες μετά τη βάπτισή μου, κατε βήκαμε η ο ικογένεια στην Τραπεζούντα. Ο χε ιμώνας άρχιζε νωρίς στο ο ρ ε ινό χωριό μας, τα παιδιά θα πήγαιναν στο σχολειό στην Τραπεζούντα κι ο πατέρας μας περίμενε. Αυτός έμενε στην Τραπεζούντα και το καλοκαίρι. Δεν έκλεινε το μαγαζί του . Ύστερα, με τα δύσκολα και ταραγ μένα χρόνια που ακολούθη σαν - άρχισε ο Α' παγκόσμιος πόλε μος - δεν ξαναπήγαμε στο χωριό, μήτε χε ιμώνα μήτε καλοκαίρι. Τα βιβλία και ο ι γερόντοι μας λένε πως το χωριό μας, η Σ αντά, ήταν ένα παραδείσιο χωριό - και θα το διαπιστώσουμε αργότερα " ιδίοις όμμασιν" - πν ιγμένο μέσα στα έλατα και στο λουλούδι, ποτι σμένο από μια σχεδόν καθη μερινή ομίχλη, που τύλιγ ε τα πάντα μέσ' τη λευκή υγρή αγκαλιά της. "Εγώ Σαντάς πουλίν είμαι σην δύσαν μαθεμ ένον", λ έ ε ι το σα ντέικο τραγούδι. Ο ι κάτοικοι ήσαν, λένε , φτωχοί μα aνο ιχτόκαρδοι, φ ιλόπονοι χτίστες και ξενητιάρη δ ε ς , μα πρώτο ι στα γράμματα και στην a ντρε ιοσύνη . Δεν άφησαν, όσους αιώνες υπήρχε το χωριό τους, Τούρκο να πατήσε ι το πόδι του στο χώμα τη ς Σαντάς. Η μόνη ένδε ιξη τουρκοκρατίας ήταν ο εισπράκτορας, που ερ χόταν να πάρε ι τους κρατικούς φόρους. Άλλος ποιος να τολμήσει να μπε ι στα σύνορα του χωριού; Γι' αυτό και για τους πολύχρονους η ρ ω ικούς αγώνες του ενάντια στους κατακτητές ονο μάστηκ ε το "Σούλι του Πόντου" . Μ α α ς τ'αφήσου με αυτά. Θ α τα δ ε ις σ ' όποιο β ιβλίο για τη Σ αντά aνοίξε ις και μάλιστα γραμμένο από άξια τέκνα της και άλλους ιστο ρικού ς. Σή μερα, ύστερα από την καταστροφή, τον πόλεμο και την Α νταλλαγή, το ηρωικό εκείνο χωριό κείτεται σε ερείπια θλιβερά, με χορταρισμένους κι αγνώριστους τους τάφους των προγόνων, όπως άλλωστε όλος ο Πόντος κι η Μικρά Ασία γ ενικά. Αυτά θα τα δούμε και θα τα πούμε λεπτο μερε ιακά στα παρακάτω, όπως είπαμε. Όμως ο νους μας είναι πάντα εκεί κ ι η ψυχή μας νοσταλγικά αναζητά συχνά .τον τόπο όπου είδαμε το φως κι όπου μένουν τα κόκαλα των προγόνων. Σ' ό σους πήγαν εκεί, στο χωριό μας, ύστερα από τόσες δεκαε12
τίες , προσκυνητές στη γενέτειρα, επίμονη ήταν η παράκλησή μας να βρουν και να φωτογραφήσουν τουλάχιστον το μόνο μαρμάρ ινο χτιστό τάφο που υπήρχε στο κοιμητήρι της Αγίας Κυριακή ς, τον τάφο του παπού του Συμιόν. Δυστυχώς κανείς δε βρήκε τίποτα, λέγαν ε . Ο ι Τούρκο ι πρώτα κ ι ο χρόνος ύστερα εξαφάνισαν τ α πάντα. Ό μως ε μείς βρήκαμε τ' αχνάρια του, όταν aξιωθήκαμε να πάμε προσκυνητές, και εκεί σκύψαμε, φιλήσαμε το λουλουδιασμένο χώμα, κλάψαμε και μοιρολογήσαμε τον πόνο μας, τον πόνο των δ ικών μας, τον πόνο των Ποντίων, τον πόνο της προσφυγιάς.
***
ΛΕΓΑΜΕ γ ια την αγάπη του πιστού του Συ μεών στα γράμματα. Το ότι δεν μπόρεσε να μορφωθεί όσο ήθελε, και ή θ ελε πολύ, αυτή η aνικανοποίητη δυνατή έφεσή του στη μόρφωση στάθηκε το μόνο σύννεφο που σκίαζε την οικονομική και οικογενειακή ευτυχία του. Και δεν ήταν μόνο αυτό . Ήταν και το γ εγονός που ούτε ο γ ιός ο Φωκίων ούτε τα εγγόνια του έδε ιξαν αγάπη στη μόρφωση . Ο ι εγγονές του, η μεγάλη, η Όλγα, και η δ εύτερη η Κίτσα (η Κυριακή ), ήταν καλές μαθήτριες στο Παρθ εναγωγείο στην Τραπε ζούντα, όμως αυτές ήταν κορίτσια και η μόρφωση των κοριτσιών την εποχή εκείνη το πολύ-πολύ να έφτανε στο Παρθεναγωγείο και π έραν ου. Μερικά, ίσως, μαθή ματα κεντητών στη "Μέριμνα" και τέλος. Ο μεγάλος εγγονός, ο Περικλή ς, δεν μάθαιν ε κι αυτός, κι όπως θα δού μ ε , έγινε λυριτζής, κ ι ο μικρότερος, ο Θεόφιλος, προσπαθούσε ο καη μένος αλλά δεν τα κατάφερνε στα γράμματα. Μα οι μεγάλοι πόθοι κι όταν μάλιστα είναι δυνατές β ιωματικές παρορμήσε ις, είτε έτσι είτε αλλ�ώς βρίσκουν κάποια δ ιέξοδο στην πραγμάτωσή τους. Κι ο Συμιώνις βρήκε τη διέξοδο να σταθεί Μαικήνας των νέων της Σαντάς που ποθούσαν τη μόρφωση . Έτσι, ούτε λίγο ούτε πολύ, ανάλαβ ε με χαρά τα έξοδα σπουδών ενός Σανταίου ν έου, του Πιστοφίδη, που ή θελε να πάει, μετά το Φροντιστήρ ιο της Τραπεζούντας, στο Παρίσι να σπουδάσει Μεταλ λε ιολογία. Ξ έρουμε πως οι παλιοί μας ήταv μεταλλωρύχο ι.
" Ο ι παλαιοί έμου ν έσα ν ματε ντζή δ ε ς", λέει η παράδοση. Και "το ταμάρ ' ε σύρ ' ν ε ν ", η κληρο νομικότητα ωθούσε το ν Πι στοφίδη στη Μεταλλε ιολογία. Τώρα γ ιατί ή θ ελε ν α σπουδάσ ε ι στο Παρίσι κι όχι στη ν Α θή ν α, αυτό το ήξερε εκείνο ς . Πήγε λοιπόν ο Πιστοφίδης και ο Συμιώ ν έστελν ε τακτικά τα χρή ματα. Τα χρό ν ια όμως περ νούσαν κι ο Πιστοφίδης δε ν έπαιρν ε πτυχίο. Μια μέρα λοιπό ν που κάθο ντα ν οι γ έρο ντες του χωριού στη λ ιακάδα, έξω απ ' "το αργαστέρ "' τη Συμιώ ν και συζητούσα ν , η συζήτηση έφτασε και στη ν . . . Παρισινή Μεταλλε ιολογία. Ένας γέρο ντας αν ασηκώ νο ντας το φέσι του ε ίπε, τάχα χαριτο λογώ ντας: - Μέτα, ακε ίνος ο Πιστόφς ακο μά ν το χαρτίν ' ατ ' κ ' επαίρε ν ; Πότε θα τελέν ' και θα ευρίκ ' τα μεταλλε ία ση ν Σα ντά ν , ν α ίνταν ο ι Σαντέτ ' ξα ν , άμο ν ντο έσαν , ματε ντζή δ ε ς και ν α πλουταίνομε και να μη πάμε σα ξ ε νητείας. - Μέτα, ε ίπε ν ε ίνας άλλος γέρος "μασχαρευτά και τσαχεφτά" "αστεία και πο νηρά", ο Πιστόφς ποίος ε ίπε ν ντο ' κι εύρε ν μεταλλε ίο ν ; Εκε ίνος, έξυπνος ε ν . Εύρε ν και καλλοεύρε ν το μεταλλε ίο ν τη Συμιώ ν , εύρε ν τα λίρας ατ. Είπε ν κι οι γερο ντάδες ελύαν σα γέλ ' τα. Ο Συμιώ ν ις λαλίαν ' κι έ βγαλε ν . Έξερε ν ντ' επή ν ε ν . Κι ' αργώς και με τα χρό ν ια ο Π ιστοφίδης επέρε ν το δίπλωμαν ατ ' κι ' ε έ ντο ν μεταλλε ιολόγος. Αλλά τα εγγό ν ια του, όπως ε ίπαμε, και ούτε κ ι ο γιος του, δ ε ν έ μαθαν γράμματα δυστυχώς. Και ο με ν Περικλής έγιν ε και έμειν ε λυρ ιτζής και χάθηκε ν έος, ε νώ ο Θ εόφιλος κατέληξε τσαγκάρης, όπως θα δού με. Ο Θεόφιλος, ο Φιλίκο ν όπως το ν έλεγαν ο ι δικοί μας, ήταν "ήσυχο ν οφιδόπο ν " ( = ή συχο φιδάκ ι) - όπως το ν έλεγε η μακαρίτισα η γ ιαγιά η Ζωή . Ήταν ν έος ωραίος, ζωηρό παιδί, καλόψυχος, καλόκαρδος και . . . άτακτος. Δ ε ν άφη ν ε αταξίες κα ι τρέλες. Όπου φασαρία, όπου πετροπόλεμος, όπου παιδικό γαλμαγάλ ' ι ( = μάλωμα με ξυλοδωρήματα) , ο Φιλίκο ν παρώ ν και πρώτος, πάντα αρχηγός, πάντα ηγήτωρ, πάντα ο οργα νωτής τω ν π ετρο επιδρομώ ν ε ναντίον τω ν παιδιώ ν τω ν άλλω ν χωριών της Σαντάς, ή ακό μη και τω ν άλλων γ ε ιτο ν ιώ ν του χωριού μας, του Ιοχα νάντω ν . 14
Τον έτρε μαν όλα τα παιδιά και του έδειχαν συγκατάβαση όλοι ο ι ηλικιωμένοι, πρώτα-πρώτα γιατί ήταν εγγονάκι του Συμεών αλλά και γ ιατί ήταν ανάπηρο στο ένα πόδι και παρά την αναπηρ ία του αυτή ήταν θηρίο. Κάθε καλοκαίρι που περνούσε στο χωριό, ήταν π ε ρ ίοδος τέ τοιας δράσης γ ια τον Φιλίκον. Τα λουλουδοφορτωμένα εκε ίνα "παίραια" ( = πλαγ ιές), μετα βάλλονταν σε πεδία παντοε ιδούς δράσης του. Ε ιρηνική χαρά χαίρονταν μόνον όταν ερχόταν Αύγουστος . Τότε έρχονταν οι παραγγελίες σιτηρών του παππού του Συμιών από το Ερζερού μ και το Πα'ίπούρτ. Ο ι παραγγελίες - ποιος ξέρε ι πόσοι τόνο ι σιτάρι; - έρχονταν με καραβάνια γα'ίδουριών. Δ ιακόσια ή τριακόσια ζώα φορτωμένα με σιτάρι έφταναν στο χωριό, μπροστά στο μαγαζί και την αποθήκη του παππού . Ό μως ένα τέτοιο κοπάδι ζώων μπορούσαν να το ελέγξουν ο ι πέντε ή δέκα ή ε ίκοσι Κούρδοι αγωγιάτες: Ο Φ ιλίκον λοιπόν έ βρισκε τέτοιες μέρες ευκαιρία να απομονώ σε ι κάποιον γα'ί δουράκο σαμαρωμένο. Τον έσερνέ από το καπίστρι και τον έφερνε στο σπίτι μας. Άνοιγε την πόρτα της μάντρας, που ήταν το ισόγε ιο του τριώροφου σπιτιού μας, τον έχωνε μέσα και, αφού εναπόθ ετε τη μια "μαμέλα" του = την πατερίτσα, στηρ ιζόμενος στην άλλη καβαλούσε το γα'ί δουράκο και έκανε βόλτες καβάλα μέσα σε κε ίνον το χώρο των ολίγων τετραγωνικών μέτρων. Σπάνιο πράμα ο γάιδαρος στην ορε ινότατη Σαντά και γ ι ' αυτό ο καη μός να καβαλήσει "λασού μενον" (= γα'ί δούρι) κάθε παιδ ιού και του Φιλίκου μεγάλος επίσης. Ό μω ς η "όρεξη έρχεται τρώγοντας", λέε ι ο λόγος. Έναν Αύγουστο ή ρθαν πάλι οι Τούρκοι μ ε τα φορτία των σιτα ριών του παππόύ και ο Φιλίκον θ έλησε να . . . δ ιευρύνε ι την ιππευτική του απόλαυση . Ο δήγησε στη μάντρα δυο γα'ί δούρια μαζί. Εκεί με πολλούς κό πους κατόρθωσε να βάλει τ α δυο υποζύγια τ ο ένα δίπλα στο άλλο, πλευρό με πλευρό, και, ούτε λίγο ούτε πολύ, ακου μπώντας στη μια πατερίτσα του, έκανε ένα σάλτο και βρέ θηκε καβάλα συγχρόνως στο δ ίδυ μο των γα'ίδουριών, έχοντας το ένα πόδι στον ένα και το άλλο στον άλλον. Τι χαρά, τι απόλαυση ! Είναι μικρό πράμα να καβαλάς συγχρόνως δυο γαϊδούρια; Ό μω ς όταν έδωσε στα υποζύγια το γνω στό παρακελευστικό ποντιακό κέλευσμα "Ντι", τα δυο υποζύγια προ15
χωρώντας, στο πρώτο βή μα, ξεχωρίστηκαν και ο πλεονέκτη ς δις ιππεύς βρέθηκε βαρύγδουπος ανάσκελα κατάχαμα. Χτύπησε, πόνεσε και χωρίς να το θέλει, ξεφώνισε . Τότε η γ ιαγιά η Ζωή , η καλομάνα μας , που άκουσε το ξε φωνητό, άνοιξε το "χαπιάγκ" = την καταπαχτή , της μάντρας από το πάνω πάτωμα, και προβάλλοντας το κ εφάλι στο κεφαλόσκαλο: - Χα ντο έν; Ποίος έν; τί είναι; Ποίος είναι; Ρώτησε. Και όταν είδε το δίδυ μο, κουρδικό, ζωικό συγκρότη μα και τον Φιλίκο κατάχαμα να βογγά κατάλαβ ε . - Χ α ντ' έπαθ ες, γουρπάντς; Α τ ι έπαθες, καλό μου, είπε και κατέβηκε τα σκαλιά. Τον ανασήκωσε λέγοντας: - Νέπρ ε , όλια τα παλαλά τη κοσμί εσύ θα εφτάς; Άφς κ ι έναν δύο για τη χώρας τα χάταλα, τάκ ; Έι και να μαθάν ε ι ατό η μητέρα σ'; Θα σκοτών' τσε . Βρε , όλες τις τρέλε ς του κόσμου εσύ θα τις κάνε ις; Άσε και καναδυό για τα άλλα τα παιδιά, λοιπόν; Πού και να το μάθ ε ι η μητέρα σου ; Θα σε σκοτώσε ι. Και κατέληξε ξεσκονίζοντας τον επίδοξο ιππέα των δύο συγ χρόνως γα"ί δουριών . - Ε μαύρον χάταλον . Τ ολίγον κι' εκανέθε σε, το πολλά εθέ λεσες! Νάξερες και ντο κακόν εν' η αχορτασία ! Αέτς ίνταν δυστυ χισμέν' ο ι ανθρώπ ' ! Γανεύς; Ε καη μένο παιδί. Το λίγο δε σόυ έφτασε , θ έλησες το πολύ . Νάξερες τι κακό είναι η απληστία! Έτσι γίνονται δυστυχισμένοι οι άνθρωποι. Καταλαβαίν ε ις; Η γ ιαγιά η Ζωή ήταν μία λεβεντογυναίκα Σανταία, ψηλή, γερή, ροδοκόκκινη , σο βαρή και προικισμένη με λα"ίκή σοφία των ηλικιω μένων τη ς εποχή ς εκείνης . Και οδήγησε τον αποτυχόντα δεινό διπλο"ίππέα πάνω, στο σπίτι, αφού αμόλυσε το δίδυ μο κουρδ ικό γα"ίδουροσύνολο στον κατήφορο για του Πιcrτοφάντων. Του Θεόφιλου, τη Φιλίκονος, τα "πελιάδας" ( = οι μπελάδες), δεν τέλε ιωναν. Τι να πρωτοπείς; Να αναφέρουμε και ένα άλλο; Νάτο. Εκείνο το καλοκαίρι, μόλις τελείωσαν τα μαθή ματα στην Τρα πεζούντα, όλη η ο ικογένεια πήγαν νωρίς-νωρίς αμέσως στη Σ αντά, στον παππού και στη γιαγ ιά. Κατά σύ μπτωση , αμέσως με την πρώτη Κυρ ιακή , μετά την από λυση τη ς εκκλησίας, της Αγίας Κυριακή ς, οι Μειζετέρ' ( = οι μείζο νες), οι προεστοί δηλαδή, οι πατεράδε ς των παιδ ιών του σχολείου 16
του χωριού, ο αντιπρόσωπος του Δεσπότη , κάθησαν στην αυλή του Σχολείου των Ιaχανάντων. Ήρθαν ύστερα οι δάσκαλο ι με συνταγ μένους τους μαθητές και τις μαθήτριες, έλαβαν θ έσεις και άρχισαν κατά τα εκπαιδ ευτικά θ έσμια των χρόνων εκείνων οι προφορικές εξετάσεις, σαν συμπλήρωση των εξετάσεων των γραπτών στο σχο λείο. Ο δάσκαλος λέει το όνομα και το επίθετο ενός μαθητού, τον βαθ μό του ενδε ικτικού του, την τάξη του, εκ είνος παρουσιάζεται μπρος στους παραπάνω αναφερθέντε ς, γονείς, εκπρόσωπο του Δ ε σπότη κλπ κ α ι αυτοί του υποβάλλουν δ ιάφορες ε ρωτήσεις στις οποίες απαντά προφορικά και πιστοποιείται έτσι ο βαθ μός τη ς αξίας του . Μεταξύ του πλήθους των χωριανών, που παρακολουθούν και αυτοί τις εξετάσεις, είναι και ο δικός μας ο Φιλίκον, μαθητή ς της Γ τάξεως του Δη μοτικού Σχολείου του Φροντιστηρίου στην Τραπε ζούντα. . Παρακολουθεί με κατάπληξη τις εξετάσε ις, γιατί όλο ι ο ι μαθη τές που προσέρχονται έχουν "Άριστα" στο ενδε ικτικό τους κ α ι είναι σπίθες στις απαντήσεις τους. Είναι γνωστή βέβαια η αξιωσύνη των Σανταίων στα γράμματα. - Βρε τι διάβολο , τι γίνεται ε δώ πέρα; αναρωτιέται ο Φιλίκον. Μόνο αυτός είναι τόσο κου μπούρας και κάθε χρόνο στην Τραπε ζούντα παίρνε ι μεταβίας "Καλώς"; Δεν γίνεται αλλιώς, καταλήγει στο τέλος. Εδώ στο χωριό οι δάσκαλοι είναι καλοί και σ' όλου ς βάζουν "Άριστα". Αυτό είναι. Το σκέφτεται, το ξανασκέφτεται και αποφασίζει. Και όταν έρχεται το φθινόπωρο και η ο ικογ ένε ια πρέπει να κατε βούν στην Τραπεζούντα, ο Φιλίκον σπάει το κανόνι. - Εγώ φέτος, λέει, δ εν πάω στην Τραπεζούντα. Θα μείνω στο χωριό με τον παππού και τη γ ιαγιά τη Ζωή. - Και το σκολείο τι θα γίνει; τον ρωτάει η μητέρα η Ευρύκλη . - Θα πάω στο σκολειό εδώ στο χωριό. Η μητέρα διαμαρτύρεται, απε ιλεί να ε ιδοποιήσει τον πατέρα τον Φωκίωνα στην Τραπεζούντα, όμως ο Φιλίκον επιμέν ει. Ο παππούς κ ι η γιαγιά δεν μπορούν να χαλάσουν το χατίρι του παιδιού . Άλλωστε θα είχαν συντροφιά και έναν χε ιμώνα και δ εν θ α περνούσαν μόνοι σαν κούκοι. Τ ο ή θ ελαν οι καη μένοι οι γ έροντες. Κακό η μοναξιά και μάλιστα στα γεράματα. Και ο Φιλίκον έμεινε. Γράφτηκε στο Δη μοτικό Σχολείο του χωριού και παρακολουθεί 17
τα μαθή ματα. Ο παππούς κι η γιαγιά τον έχουν μη στάξε ι και μη βρέξε ι. Ό μως το σχολικό έτος τελειών ε ι κάποτε και ο Φιλίκον "άμον παστρ ικόν μαντή λ" πάει να :τ:,άρε ι τον έλεγχό του μα δυστυχώς ε ίναι "Στάσιμος". - Έι τ' εσόν την γενίτσαν, δέσκαλε. Τέρ' ντο θα εφτάγω σε. Τη γενιά σου, δάσκαλε. Να δεις τι θα σε κάνω. Και μια μέρα που ο δάσκαλος ο Μιλτιάδης Νυ μφόπουλος - ο κατόπιν λαογράφος τη ς Σαντάς - πε ρνά έξω από το σπίτι, ο Φιλίκον τον φιλοδωρε ί με έναν καταιγισμό αυγών και λίθων . Αυτός τον άφησε στάσιμον κι ας ήταν και φίλος του παππού του Συ μιών. Η φιλία φιλία και το καθήκον καθήκον. Ο καη μένος ο Νυ μφόπουλος πήρε τον κατήφορο προ ς του Πιότο φάντων κρατώντας το κεφάλι του, μη φάει καμιά π ετριά και λέγο ντας. - Παναγία, Παναγία, θα με σκοτώσε ι το παλιόπαιδον. Και ο Φιλίκον επανήλθε πάλι στο Δη μοτικό του Φροντιστη ρ ίου Παρ' όλα αυτά ο καη μένος ε ίχε μία εξαιρετική αγάπη στη Γεωγραφία και την Ιστορία, που ό,τι διδάχτηκε σχετικό τα ήξερε και τα θυ μόταν λεπτο μερ έστατα. Θυμάμαι ότι όταν ή ρ θ ε το 1 9 60 στη ν Αθήνα να με επισκεφτε ί και τον πήγα στην Πνύκα να δ ε ι τις γύρω αρχαιότητες, από κει πάνω που έβλεπε σε πανόραμα τη Σαλαμίνα, και το στενό της, μου διηγήθηκε με κάθε λεπτο μέρ ε ια την ένδοξη εκείνη "Ναυμαχία της Σαλαμίνας", σαν να την έβλεπε μπροστά του και σαν να διάβαζε τα λεγόμενά του από τις σελίδες του Ηροδότου . Ό μως εκεί που ήταν άφθαστος ήταν ο ι μνή μες του από τη χαμένη πατρίδα και κυρίως ο λαογραφικός πλούτος που κατε ίχε . Ήταν φοβερός γνώστη ς ποντιακών παραμυ θ ιών, που μου τα διηγόταν ζωντανά, αλλά δυστυχώς δεν μπορούσα τότε και λόγω η λικίας αλλά και λόγω έλλειψης των σύγχρονων η λεκτρονικών μέσων να τα καταγράψω . Μόνο δυο κατέγραψα και δημοσίεψα στο "Αρχείο του Πόντου", δυο παραμύ θια ωραιότατα και θαυμάσια. Πέθανε σχετικά νέος, κι όπως όταν πεθαίνουν παλιο ί, χάθηκε ένας πολύτιμος φορέας πολύτιμου λαογραφικού υλικού . Πόσα μου έδωσε αλλά και πόσα θα μου έδινε για τους προγό νους μας και τη γενέτειρα, τη Σαντά! ***
18
ΛΙΓΕΣ ο ι αναμνήσεις από την Τραπεζούντα. Όμως 'Όλίγαι τε φίλαι τε", θα έλεγε ο Ό μηρος. Θυμάμαι λο ιπόν. Ένας κατηφορικός λιθόστρωτος δρό μος. Δεξιά, καθώς κατε βαί νουμε για την παραλία στη Διαφούντα, σ' ένα λιθόχτιστο ψηλό μα ντρότοιχο και σε μία εσοχή του μια ανατολίτικη βρύση, καμαρόχτιστη με έναν κρουνό, απ' όπου τρέχε ι πολύ νερό σε μια πέτρινη γούρνα. Ψηλότερα, στο ύψος της κορυφή ς του μαντρότοιχου, μια δ ίφυλλη γεροφτιαγμένη αυλόπορτα, όπου φτάν ε ις με λιθόχτιστα σκαλοπάτια. Μπαίν ε ις από την αυλόπορτα. Πάνω σου, μια καμαρωτή σιδε ρένια κρε βάτα και πάνω τη ς μπλεγμένη μια κλη ματαριά, που κάν ε ι μοσχάτα σταφύλια. Τα τρως κ α ι μοσχοβολά τ ο άρωμά τους. Είναι Ατέσσας. Μυρίζ'νε ταχτάπιτην, έλεγε η μητέρα. Είναι από την Οδησσό. Μυρίζουν τη μυρωδιά κοριού, έλεγ ε η μητέρα μου. Μπροστά σου μια ευρύχωρη αυλή στρωμένη με μεγάλες τετρά γωνες πλάκες. Στο βάθος απλώνεται, aνηφορικά, ένας κήπος με δέντρα και λουλούδια. Είναι το σπίτι του παππού του Νικολή του Τεμιρτζόγλου, του πατέρα τη ς μητέρας μου . Κάπου, μέσα στο σπίτι, ένα ράφι με πολλά βάζα γε μάτα διάφορα γλυκά. Μια καρέκλα. Ανέβασμα σ' αυτήν. Κατέβασμα ενός βάζου. Κλέ ψ ιμο γλυκού από σύκο. Συνωμότης και η θ ικός αυτουργός στο κλέψιμο, αλλά και συνα πολαυστής η αδελφή μου η Ουραν ία, η μικρότερη απ' όλες τις αδελ φές μου, δυο χρόνια μεγαλύτερή μου . Τύπος έξυπνος, ζωηρός, ανυ πότακτος και σκανδαλιάρη ς. Αργότερα, αποκάλυψη της πράξης, φων ές της μητέρας μου και της γιαγιάς της Ελένη ς, επιπλή ξ ε ις, φοβέρες. - Η κλεψιά ε ίναι κακή πράξη , μας λένε. Δεν καταλαβαίνουν ότι το κλοπιμαίο ε ίναι πιο νόστιμο απ' το νό μιμα προσφερόμενο. Ο η θ ικός και κοινωνικός νόμος ε ίναι ακατα νόητος από το παιδ ί. Η εσωτερική πρωτογονική παρόρμη ση ε ίναι πιο δυνατή . Ο πρωτόγονος άνθρωπος διαφεντεύ ε ι τις παιδικές πρά ξε ις. Αυτή ε ίναι η μόνη ανάμνηση από το σπίτι του παππού του Νι κολή .
19
Μα από το δικό μας, το πατρικό σπίτι, απ' αυτό που αγόρασε στον πατέρ _ α ο παππούς ο Συ μιώντς, όταν τον πάντρε ψ ε ; Τίποτα απ' αυτό; Να κάτι κι απ' αυτό. Είναι προχωρη μένη η νύχτα. Είδα φαίνεται κακό όνειρο. Ξύπνη σα και κλαίγω γοερά. Ο πατέρας μου με κρατάε ι στην αγκαλιά του και μου κάνει βόλτες στο μπαλκόνι, που βλέπε ι προς τη θάλασσα. Στο βάθος η μαύρη νυχτιάτικη απεραντοσύνη του Ευξ ε ίνου Πό ντου. Μόλις τρε μοφέγγουν τα φώτα ενός πλοίου αγκυροβολη μένου αντίκρυ μας, στο λιμάνι της Διαφούντας. Το σπίτι μας ε ίναι χτισμένο δίπλα στη θάλασσα βλέπε ις, και το κύ μα φιλά ε ι την αυλή μας και τον παραλιακό δρόμο που περνάει μπροστά μας. Εγώ κλαίω γοερά κι ο πατέρας μου μου μιλά ε ι τρυφερά. - Τέρεν, αγούρι μ', ντ' άγνα τσαραμπουλίζ' το φενέρ' τη πα πορί! Κοίτα, αγόρι μου, πώς τρεμοσβήνει το φανάρι του πλ οίου . . . Ν α κι άλλη μια ανάμνηση . Στο πατρικό τούτο σπίτι ακούγεται λύρα. Μπαίνω σ' ένα δωμά τιο. Εκε ί να, ο μεγάλος μου αδελφός, ο Πε ρικλή ς, παίζε ι λύρα και σιγοτραγουδάει. Σιγά όμως, πολύ σιγά και με προφύλαξη . Φο βάται. Ο πατέρας μου απαγορεύ ε ι στον Περικλή να μάθ ε ι λύρα. Η λύρα, λέει, ε ίναι για τους aπρόκοφτους . Ο οργανοπαίκτης δεν μπορεί να γ ίν ε ι σοβαρός και συμμαζε μ ένος νοικοκύρης. Κι αν ε ίναι νέος, τότε παρασύρεται σε ξενύχτια και μπλέκει σε πρόωρους έρωτες. Ο γιος μου , ο Περικλής μου, μια και δεν έμαθε γράμματα, πρέπε ι να μάθε ι μια τέχνη. Πρέπει να γίν ε ι φραγκοράφτη ς. Είναι καλή τέχνη . . . Άκου φραγκοράφτης ! Σαντέτες κ α ι φραγκοράφτη ς ! Κ ι όμως επιθυ μία πατέρα ίσον νόμος τ α χρόνια εκείνα. Αντίλο γος δε χωράει. Κι εντούτοις και παρ' όλα αυτά, σιωπηλά και κρυφά, η αντίδρα ση έρπει στις κάμαρες του σπιτιού και τα σπίτια φίλων γκαρδ ιακών. Κι έτσι ο Περικλής τη Λιάν έγινε και παράγινε λυρ ιτζή ς, και τι λυριτζής , ''ο γλυκύς λυριτζής και τραγουδιάνος τη ς Σαντάς", όπως λένε τα βιβλία για τη Σαντά. Φαίνεται, ο πατέρας μας ξεχνούσε πως κι ο παππούς ο Συμιώντς έπαιζε θαυ μάσια "αγγείον" γκάιτα, κι ο ίδιος έπαιζε αρκετά καλά 20
λύρα, και πως το Λιανιδέικο ε ίχε μουσική φλέ βα και αρκετούς προ γόνους τραγουδιάνους. Έγινε και παράγινε λο ιπόν λυράρης ο Περικλή ς αν και η λύρα, το τραγούδι και ο έρωτας στο τέλος τον έφεραν στο θάνατο, στα θαλερά ε ικοσιτέσσαρα χρόν ια του . Λες να ήταν προφητικοί οι λόγοι του πατέρα; Ποιος μπορεί να ζυγ ίσε ι τις συμπτώσε ις; Έτσι λο ιπόν κρυφά ο Πε ρικλής κλωσσούσε το δυνατό ταλέντο του και τη σκληρή μο ίρα του, στο θ ερ μό πατρικό σπίτι τη ς Δια φούντας. Κι εγώ κρυφάκουγα και χαιρό μουν. Ήταν ό μορφος, πολύ όμορφος άντρας ο πατέρας μας και όταν ώρες λιακάδας έβγαζε καρέκλα και κάθονταν έξω στο μαγαζί του, θάμπωνε η ο μορφιά του. Τα χοντρά, σαν βοδινά, μάτια του, το φαρδύ μέτωπο, το κυπαρισσέ νιο ψηλό κορμί, το γελέκο με την χρυσή αλυσίδα και το χρυσό "Lon gine" ωρολόγι του, τα γυαλισμένα "κουντούρας" ( = παπούτσια του) και το πάντα καλοσιδερωμένο κουστούμι του, του έδιναν μια aρχο ντική αντρική ο μορφιά. Κι η μητέρα; Ε, γι' αυτήν θα τα πω αλλιώς. Όπως περίπου μιλάει για την Ελένη ο Ό μηρος. Πολλά, πάρα πολλά, χρόνια, ύστερα, τον καιρό της μαύρης προσφυγιάς, όταν και οι δυο γον ε ίς μας ήταν γέροι πια και βασανι σμένο ι πρόσφυγες, μία μέρα μου ε ίπε η θ ε ία η Χρυσάνθη η γειτό νισσα στην Καλαμαριά, κο ιτάζοντας τη μητέρα μου, που περνούσε . - Ε καη μένε, Σ ίμο. Να έξερες ντο έμορφοι έσαν ο πατέρας κι η μάνα σ'; Μίαν, σην Τραπεζούνταν, επεράνα ας σην Διαφούνταν αφκά και ε ίδα τον πατέρα σ' τον Φωκίων. Νέος και χιλέμορφος εκάθουτον οξιωκά σο μαγαζί νατ'. Είδα 'τον, κι' ε σιάσεψα. Παναϊ:α, ε ίπα εγώ ε μέν, αοίκος έμορφος άγουρος! Θ ε έ μ' εκολατία. Εμ και υπαντρεμέντζα! Να σαν π' aτόν έΧ' άντραν ! Ε καημ ένε Σίμο. Να ήξερες τι ωραίοι ήσαν ο πατέρας σου κι η μ ά να σου! Μια φορά, στην Τραπεζούντα, περνούσα απ' τη Διαφούντα και είδα τον πατέρα σου τον Φωκίωνα, νέος και χι λ ι όμορφος να κάθεται έξω, στο μαγαζί του. Τον είδα και σάστισα. Ήμουν και παντρεμ ένη. Χαρά σε κείνην που τον έχει άντρα! Όμως όταν σε λίγο κατέβηκε απ' τις σκάλες του τρι ώροφου σπιτιού σας η μητέρα σου με τον δίσκο να φέρει στον άντρα της τον πρωινό του καφέ και έλαμπε άσπρη, ρο δοκόκκινη κι αφρ ά τη, με την "τάπλαν και τα φου λ ιρία" και τη μετα ξωτή ζουπούνα της, ε τότε, ε τότε. 21
- Χαλάλι τους κι ο ένας για την άλλη κι η άλλη για τον άντρα της, ε ίπα. Αο ίκ' ήσαν, ρίζα μ', Σ ίμο, ο κύρη σ' και η μάνα σ'. Άστρα ας σην ανατολήν. Σ' αυτό λοιπόν το πατρικό σπίτι, που πήγα και το βρήκα, στην επίσκεψη - προσκύνημα στον Πόντο, σώο και αβλαβές, σ' αυτό το σπίτι βγήκα στο μπαλκόνι, που έκλαιγα μωρό, και στάθηκα ύστερα στη μέση τη ς μεγάλης μας κάμαρας, σαν να λέγαμε σή μερα το σαλόνι, και άφωνος έβλεπα με τη φαντασία μου τους γονε ίς μου, τους σπι τικούς μου, τους συγγεν ε ίς και φίλους γύρω-γύρω πιασμένους χέρι χέρι να χορεύουν και στη μέση του χορού να παίζε ι λύρα και να τραγουδά ο Δή μον ο Κε μεντζετζής, ο κρυφός δάσκαλος του Περικλή μας στη μάθηση της λύρας. Ε μαύρε κόσμε ! Πούναι εκείνα τα ν ιάτα, ε κ ε ίνοι ο ι άνθρωποι, εκείνοι οι χρόνο ι; 'Όλίγαι τε φίλαι τε" οι αναμνήσε ις, ε ίπα παραπάνω. Και έτσι ε ίναι. Κι ας προκαλούν θλίψη .
***
ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ σ' ένα χωριό. Ωραίο, καταπράσινο χωριό. Έχε ι νοικιάσε ι ο πατέρας μου ένα σπίτι και το δ ιπλανό του χωράφι, που ε ίναι σπαρμένο με καλαμπόκι. Τα καλαμπόκια ε ίναι μέσ' στο ενοίκιο για να φ έρνου με τις ρόκε ς να βράζουμε ή να "χα ντζεύομε" να ψήσου με στη θράκα, όταν θ έλου με. Τα φυτά του καλα μποκιού ε ίναι αρκετά ψηλά κι απ' το καθένα προ β άλλουν ρόκες παχουλές με καφεκίτρινες χρυσίζουσες φούντε ς. Εδώ στο χωριό είμαστε μόνο εμείς, η μητέρα και τα παιδιά. Ο πατέρας μου μέν ε ι στην Τραπεζούντα. Πώς ν' αφήσει το μαγαζί του και νάρ θ ε ι κι αυτός; Ο πατέρας, σ' όλες τις εποχές και σ' όλες τις ο ικογένειες, ε ίναι εκείνος που κάν ε ι θυσίες για τους άλλους . Ο σπιτονοικοκύρης μας, που λέτε , έχε ι κ ι έναν γα"ί δουράκο, στον οπο ίο με ανε βάζε ι τακτικά καβάλα και με κάν ε ι βόλτα, κρατώ ντας με από τη μέση , μην πέσω . Τι ευτυχία ήταν εκε ίνη. Είχε δ ίκιο ο Φιλίκον που καβαλίκευε τα κούρδικα γα"ίδούρ ια στο χωριό μας, στου Ισχανάντων, όπως ε ί δαμε παραπάν ω ! Ω ραίο πράμα η καβαλίκα!
22
Μερικές φορές ο γα"ί δουράκος αυτός είναι δ ε μένος μ' ένα μακρύ σκοινί σ' έναν πάσαλα και βόσκει. Ξαφνικά συνε παρμένος, φαίν εται, από μουσικό οίστρο, τεντώνε ι λαιμό, αυτιά και ουρά και γκαρίζε ι με τόσο πάθος και δύναμη , που του ξεφεύγ ε ι και καμιά βροντώδης εκτόξευση αερίων εκ των όπισθ εν. Είναι χάρμα για μένα το παιδάκι, η συγχρονισμένη τούτη ηχη τική δίδυ μη έκρηξη, και ξεκαρδίζομαι στα γέλια. Ήταν αλή θ ε ια χαριτωμένος ο γα"ί δαράκος τούτος. Τόσο χαρι τωμένος που και σή μερα ύστερα από τόσα χρόνια πάντα τον θυ μάμαι με συ μπάθε ια. Οι πρώτες γνωριμίες, βλέπεις, μένουν αν εξίτηλες. Ας ε ίναι και γα"ί δουρινές. Περνάμε λοιπόν ωραία στο χωριό ! Αργότερα, ύστερα από πολλά χρόν ια, η μητέρα μου μου έλεγ ε πως το χωριό εκείνο λεγόνταν Κιρισχανά, ήταν απόλυτα ελληνοκα τοικη μένο και κοντά στην Τραπεζούντα. Εκε ί μας εγκατάστησε ο πατέρας μου για να μας προφυλάξε ι από τους βομβαρδισμούς της Τραπεζούντας από τον Ρούσικο στόλο. Βρισκόμασταν, βλέπεις, στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο και οι Ρώ σοι δ εν ε ίχαν πάρε ι ακόμη την Τραπεζούντα από τους Τούρκους γ ι' αυτό και την βομβάρδ ιζαν. Πότε φύγαμε από το χωριό αυτό, πώς και με ποιες συνθήκες, δ ε θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο το ό μορφο χωριό, τα ωραία καλαμπόκ ια και τον γα"ίδουράκο. Τ ι άλλο θέλεις να θυ μάται ένα παιδί;
***
ΑΠΟΓΕΥΜΑ. Όλη η οικογένε ια βρ ισκόμαστε πάνω σε ένα κά τασπρο ρούσικο νοσοκομε ιακό πλοίο. Γύρω μας Ρώσοι, πολλοί Ρώ σο ι . Τραυ ματίες, ματρόζο ι, σαλτάτοι πηγαιν ο έρχονται στο κατά στρω μα και μεταξύ τους ξανθές, γαλανομάτες, παχουλές ρωσίδε ς σεστρίτσες. Μερικοί aξύρ ιστοι, καθώς περνούν δίπλα μας, με χα"ί δεύουν στο κ εφάλι, στα μαλλιά, στα μάγουλα. - Χαρόchί μάλτσικ, ωραίος μικρούλης, λένε χα"ίδευτικά. Εγώ σουφρώνω από φόβο στην αγκαλιά τη ς μητέρας μου .
23
Εκείνη κουρνιασμένη σε μια γωνιά, δίπλα στα δ έματα των υ παρχόντων μας, με κρατάε ι στην αγκαλιά τη ς. Μ' έχει τυλίξει με το μάλλινο σάλι τη ς. Φυσάει ένα απογευμα τινό κρύο αεράκ ι. Είναι άνο ιξη , καλοκαίρι, φθινόπωρο, χε ιμώνας; Δεν ξέρω. Μάλλον θα ήταν Σεπτέμβρ ιος. Το μόνο που ξέρω και που θυμάμαι ε ίναι πως απέναντί μας απλών εται η Τραπεζούντα, σε μια πανοραμική , αμφιθ εατρική , ε ικόνα. Το θυμάμαι αυτό σαν όνε ιρο θολό κι ακαθόριστο . Ο ι Ρώσοι μας πήραν, κ ι ε μάς κι άλλους όσο ι θ έλησαν, να μας σώσουν από τη μανία των Τούρκων, που ξαναγύρ ιζαν στην Τραπε ζούντα, ύστερα από την υποχώρηση των επαναστατη μένων Ρώσων. Τι φιλάνθρωπη χειρονο μία! Τι ρωσικός aνθρωπισμό ς ! Τώρα που μεγάλωσα και διάβασα κ α ι έμαθα και ε ίδα κ α ι κρίνω, σκ έφτο μαι την απάνθρωπη στάση των Ευρωπαίων συμμάχων μας στην πυρπολού μενη Σμύρνη και κρίνω και συγκρίνω. Έστι Δίκης οφθαλμ ός; . . . Περιμέναμε κουρνιασμένοι στη γωνιά εκείνη αρκετές ώρες και κάποτε το καράβι σφυρίζε ι. Πυκνός καπνός βγαίν ε ι απ' το φουγάρο του , που πάνω του ε ίναι ζωγραφισμένος ένας "Ερυθρός Σταυρός". Το καράβι ε ίναι νοσοκομε ιακό, όπως ε ίπαμε. Ο καπνός ξετυλίγεται σε χοντρ ές μαύρες δ ίπλες, που κάνουν μια μαύρη κυματιστή γραμμή , καθώς παρασύρεται απ' τον αέρα και που ολοένα μακραίν ε ι και πάε ι. Κάτω στα έγκατα του πλο ίου, ένας υπόκωφος ρυ θμικός κρότος ακούγεται. Είναι οι μηχανές του πλοίου που άρχισαν να δουλεύουν. Ακούγονται οι αλυσίδε ς που ανε βάζουν τις άγκυ ρ ε ς . Σ αλπάρουμε. Η Τραπεζούντα φεύγε ι προς τα δεξιά μας και πίσω. Το πλοίο πλέ ε ι ανατολικά παράλληλα προς τις ακτές. Μερικοί, Έλληνες ασφαλώς, κουνούν μαντίλια σε ύστατο "χαίρε", ίσω ς στους δ ικούς τους που έμε ιναν και θα αντιμετωπίσουν την μπόρα που έρχεται. Η μητέρα μου κλαίει και με φιλεί. Είναι καυτά τα δάκρυά της, που βρέχουν τα μάγουλά μου. Κο ιτάζει πονε μένα την Τραπεζούντα που φεύγ ε ι σιγά-σιγά και χάνεται. Κάτι μουρμουρίζει πονεμένα. Πολύ αργότερα, όταν μεγάλωσα, κατάλαβα γιατί έκλαιγ ε . Πρώτα-πρώτα γιατί έμενε στην Τραπεζούντα κ α ι δ εν ε ρχόταν 24
μαζί μας η μεγαλύτερη αδελφή μου η Όλγα, που ήταν παντρε μένη στη Σαμάρουξα με τον κτηματία φουντουκοκτη μάτων Σταύρη Χαλ δαιόπουλο και ο οποίος δ εν μπορεί να εγκαταλ ε ίψ ε ι τα κτή ματά του, αλλά έκλαιγε αναστενάζοντας και γιατί aποχωρ ιζόταν από την πο λιτεία που γ εννή θηκε, όπου ήταν οι τάφοι των γονιών τη ς και των προγόνων τη ς, μα κυρίως αναστέναζε γ ιατί το παιδί μας, ο Περικλή ς, "ο γλυκύς λυράρη ς της χαράς το πουλίν", δεν ερχόταν μαζί μας. Μ έσα στα γλέντια, τα τραγούδια και τους χορούς, στις χαρές και τα πα νηγύρια, αγάπησε στη Σαντά και παντρ εύτηκε χωρίς τη συγκατάθεση των γονιών μας μια φτωχοκόρη κι από άση μη , κατά τη γνώμη τους, γενιά και έμεινε μόνιμα εκεί. Έτσι μαλώσαν, δ εν μιλιόταν γονε ίς και γιος και αποχωρίζονται σε τέτοιες δραματικές μέρ ε ς . Έκλαιγε λοιπόν η πονεμένη μάνα και κοίταζε την Τραπεζούντα που έφευγε. Πόνος μάνας για το παιδ ί της και πόνος ανθρώπου που αποχωρίζεται το χωριό, την πόλη , το σπίτι, που μέχρι προ ολίγου δ ιέκρινε θολά θολά κάτω εκεί στο γιαλό της Διαφούντα. Σε λίγο η νύχτα σκέπασε τα πάντα. Το πλοίο τώρα σφηνώνεται συνεχώς μέσ' στο πηχτό μαύρο κα τάμαυρο σκοτάδι του Ευξε ίνου. Πάμε, πάμε , πάμε. Πού πάμε; Πάμε για τη Ρωσία. Το δράμα της Προσφυγιάς αρχίζει.
***
πόλη του Ευξε ίνου Πόντου, το Βατού μ ή Μπατούμ, όπως το λένε ο ι Ρώσοι κι ο ι Γεωργ ιανο ί ο ι Κυρτσή δ ε ς . Πόλη του Καυκάσου, της Γεωργίας. Εκεί μας αποβίβασαν από το καράβι. Να τι θυμάμαι από το Μπατούμ αυτό Ένα μεγάλο πάρκο στην παραλία, το Μπουλβάρ όπως λέγεται στα Ρωσικά το πάρκο και, παραμέσα στην πόλη , μια μεγάλη ε κκλησία το "Σαπόρ"= η Μητρόπολη . Σ ' ένα άλλο δρόμο ένα σπίτι. Εδώ μέν ε ι ο θ ε ίο ς Αλέκος, ο μεγαλύτερος αδ ελφός της μητέρας μου . Κάν ε ι την ίδια δουλε ιά με τον παππού του Νικολή , ε ίναι δηλαδή κ ι αυτός ελεγχτή ς ε ισιτηρ ίων στα πλοία μιας ατμοπλο'ίκή ς εταιρ ίας στις γραμμές του Ευξ ε ίνου Πόντου . ΠΑΡΑΛΙΑΚΉ
25
Εδώ φιλοξενού μαστε. Πόσο καιρό; Δεν ξέρω. Το μόνο που θυμάμαι ε ίναι πως ο Θε ίο-Αλέκος έχε ι δυο κόρες, εξαδέλφ ε ς μου δηλαδή , την Ξανθ ίππη και την Μελίκη κι έναν γιο το Ν ίκο, που έχε ι το όνομα του παππού του Νικολή του Τεμιρτζόγλου . Έναν γιο ζωη ρό, άτακτο και άτσαλο . Έχει όμως πολλά και ωραία παιγν ίδια. Παίζαμε μαζί όλη μέρα. Μόνο μερικές φορές καθισμένοι στο μαρμάρ ινο κατώφλι της εξώπορτας, σπάζου με με σφυρ ί ζάχαρη για το πρωινό και βραδ ινό τσάι. Εδώ στη Ρωσία η ζάχαρη ε ίναι μια κωνική μάζα, συσκευασμένη μέσα σε μπλε χοντρό κωνικό χαρτί. Την σερβ ίρουν, αφού την σπά σουν σε μικρά κομματάκια, μέσα σε ζαχαροθήκη , καθώς βράζει το σαμο βάρι τοποθετη μένο στη μέση του τραπεζιού. Ο θ ε ίος Αλέκος ε ίναι βαρύς και λιγομίλητος . Εγώ τον φο βάμαι. Ούτ;;: στο πρόσωπο δεν τολμώ να τον κο ιτάξω. Πού να του μιλή σω; Πόσο καιρό μείναμε στου θ ε ίου Αλέκου; Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω ε ίναι πως η μητέρα μου ε ίναι λεπτή και υπερήφανη και δεν θέλει να γίν ε ι βάρος σε κανέναν. Μπορεί να υποφ έρει την προσφυγιά και τη φτώχεια, που άρχισε να προβάλλει, χωρ ίς δ ιαμαρτυρία αλλά και αποφεύγοντας όσο μπο ρ ε ί την υποχρέωση . Έτσι μια μέρα, βρισκόμαστε όλη η ο ικογένεια, η γ ιαγιά η Ζώη , ο παππούς ο Συμεωνίδης έχε ι χρόνια που πέθαν ε , ο πατέρας μου ο Φωκ ίων, η μητέρα μου η Ευρύκλε ια, ο αδελφός μου ο Θεόφιλον, ο Φιλίκον, οι αδελφές μου η Μαρ ίκα και η Ουρανία, μέσα σε ένα πράμα, που έχε ι καμαρίτσε ς-καμαρίτσες, που κάθε μια τη ς έχει δυο σαν ντιβάνια αντικριστά, όπου κάθονται άνθρωποι, ο ένας απέναντι στον άλλον. Από τα παράθυρα βλέπεις στο βάθος σαν να γυρίζουν τα πάντα σαν σε κυκλική πορε ία, ενώ κοντά, τα δ έντρα, τα χωράφ ια, τα τηλε γραφόξυλα να τρέχουν προς τα πίσω. Κάπου-κάπου ακούς ένα δυ νατό οξύ σφύριγμα κι ένα ισόχρονο "τσαφ-τσουφ, τσαφ-τσουφ", κι ένα "κραγκ-κράγκ, γκραγκ-γραγκ" που ακούγεται υπόκωφα. Είναι ασφαλώς αυτό που μας έλεγ ε γ ια αίν ιγ μα ο Φιλίκον ο αδ ελφός μου . - "Άψυχο, ψυχή δεν έχε ι και ψυχές παίρνε ι και τρέχε ι" τι ε ίναι; Είναι τρένο, ασφαλώς . Στη γωνία, εκεί κοντά στο παράθυρο, στο ένα από τ α αντικρ ιστά ντιβάνια, που λέγαμε, κάθεται η μητέρα μου . Δ ίπλα τη ς εγώ. Κάπου-κάπου έσκυ βε και με φιλούσε στα μαλλιά σιγομουρμου26
ρ ίζοντας. - Λελεύ' σε η μάνα σ', αγούρι μ'. Να σε χαρ εί η μ ά να σου, αγόρι μου. Έτσι το τρένο έτρ εχε και πηγαίναμε, ποιος ξέρει πόσες ώρες ταξιδέψαμε; Κάποτε φτάνουμε κάπου. Το τρένο σταματάε ι. Μέν ε ι. Κόσμος πολύ τριγυρνά εκεί κάτω στην πλατφόρμα δίπλα στο τρένο . Φτάσαμε στο ΚΟΥΤΑΪΣ . Η μητέρα μου μ ε κρατεί στο παράθυρο. Απ' έ ξ ω μπροστά στο παράθυρό μας μια νεαρή, όμορφη κυρ ίci , με καπέλο με φτερά, με μακρύ άσπρο κεντητό στο στήθος φουστάνι, με άσπρα μακριά γάντια, μας χαιρετά κουνώντας το χέρι. Στα μάτια της τρ έχουν δάκρυα. Κατεβαίνομε απ' το τρένο. Η κυρία με τ' άσπρα μ' αρπάζει, με σφίγγε ι στην αγκαλιά της. Με φιλά ε ι και τα δάκρυά τη ς τρέχουν στα ωραία γαλανοκαστανά μάτια τη ς. Την κοιτάω άναυδος. - Ποια ε ίναι άραγε τούτη η κυρ ία, σκ έφτομαι, που μέσα σε τούτον τον άγνωστο κόσμο ήρθε να μας μιλήσει και με φιλεί κλαί γοντας; Είναι η αδ ελφή μου η Κίτσα, που ε ίναι, τέσσε ρα τώρα χρόνια, παντρε μένη εδώ στη γεωργ ιάνικη πόλη Κουταίς με έναν πατριώτη μας Έλληνα, τον Κρωμναίον Περικλήν Βρασίδαν. Μετά τις πρώτες αγκαλιές, τα φιλιά και τα δάκρυα, ανε βαίνου με σε κάτι ωραία αμάξια με άλογα, τα "πα'ίτόνια ή φα·ίτόνια", όπως λέγονται στα ρούσικα αυτά που εμείς λέμε σή μερα "μόνιππα". Περνάμε από τους δρόμους τη ς πόλη ς. Κόσμος πολύς και πολλά μαγαζιά. Φτάνομε και σταματάμε μπρος σ' ένα μαγαζί ζαχαροπλαστείο και κυρίως γαλακτοπωλε ίο "Μαλόόνι", όπως το λέν ε στα ρούσικα. Δ ίπλα στο ζαχαροπλαστείο αυτό μια πόρτα. Μπαίνομε. Μπρο στά μας μια ξύλινη σκάλα. Ανεβαίνομε. Βρισκόμαστε σε έναν μακρύ δ ιάδρομο, που δεξιά και αριστερά του έχε ι πολλές πόρτες. Είναι Ξ ενοδοχε ίο. Κι αυτό και το "Μαλόόνι " ε ίναι του γαμπρού μας του Περικλή . Σ ε λίγο ανε βαίν ε ι τις σκάλες κι αυτός. Μας καλωσορίζει. Ε ίναι ένας ωραίος πολύ ωραίος άντρας, μετρίου αναστή ματος, ροδοκόκκινος, με μαύρα σγουρά μαλλιά, με χωρίστρα στη μέση , με ωραίο στρ ιμμένο μουστάκι και δυο έξυπνα μάτια. Φορ ε ί μαύρη μεταξωτή "ρουμπάόκα " με κου μπιά ως το λαιμό 27
και ζώνη -κορδόνι στη μέση . Ριγέ βελούδινη καφέ κο ιλότα, σαν αυτές, που φορούν ο ι ιππε ίς, και μαύ ρ ε ς καλογυαλισμένες μπότες με σταυ ρωτά δε μένα κορδόνια, ως το γόνατο . Μιλάει γλήγορα μα ευγενικά σε άπταιστη καθαρεύουσα. Πο ντιακά δεν ξέρει γιατί, αν και ε ίναι Κρωμέτες, γεννή θηκε στη Ρωσία και μιλά ε ι Ρούσικα, Κερτσίδικα. Τα Ελληνικά τα έμαθε στο εδώ Ελληνικό Κο ινοτικό Δη μοτικό Σχολείο, όπου, όπως παντού τότε, διδάσκονταν η καθαρεύουσα με. τα "ωά" και τα "ία". Χαιρ ετά όλους τους δικούς μας και τελευταία με χα'ίδ εύ ε ι ε μ ένα και μου βάζει στο χέρι ένα "πούπλικον", δηλαδή κουλούρι και λίγες κ αρ αμέλες. Τον περιεργάζομαι περίεργος. Πρώτη φορά βλέπω τέτο ιο ντύσι μο και ακούω τέτοια Ελληνικά. Σε λίγο, από το βάθος του δ ιαδρόμου με τις πολλές πόρτες, φαίνεται να έρχεται προς ε μάς μια ηλικω μένη γυναίκα. Κουτσαίνε ι αρκε�ά στο αριστε ρό πόδ ι. Μαύρη ποντιακή φορεσιά, μαύρο ποντιακό τσε μπέρι, μαύρον "φοτάν"-ποδιά. Πρόσωπο αυστηρό, με λίγες μαύ ρ ε ς τρίχες στο πάνω χείλος και στο πηγούνι. Μιλά ε ι ποντιακά αυτή . Μας καλωσορίζε ι. - Καλώ ς ώρισετεν. Ε ίναι η μητέρα του γαμπρού μας του Περικλή . Είναι η Θυ μία η Μαρουφίνα. Η αδ ελφή μου η Κίτσα ήρθε από την Τραπεζούντα επίσκεψη στο θ ε ίο Αλέκο στο Βατούμ και έμεινε αρκετά μαζί του. Ξ έσπασε ό μως ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος, κλε ίστηκαν οι δρόμοι και έ μ ε ινε αποκλε ισμένη στο θ ε ίο Αλέκο. Εκε ίνος ε θ ε ώρησε καλό να την πα ντρέψ ει αν και οι γον ε ίς της ήταν στην Τραπεζούντα και δεν ή ξ εραν τίποτε . Την πάντρεψε λοιπόν στο Κουτα'ίς, την έδωσε στον Περικλή Βρασίδα και έγινε νύφη της αυστηρής Μαρουφίνας. Ο ι συ μπε θ έρες, η μητέρα μου κ ι η Μαρουφίνα, τα λέν ε . Εγώ περίε ργος γυρίζω στο διάδρομο και θαυ μάζω και απορώ γ ιατί πρώτη φορά βλέπω ένα τέτο ιο σπίτι, που ε ίναι ένας μακρύς δ ιάδρομος και δεξιά κ ι αριστερά πόρτες, πόρτες, πόρτες. Σαν βραδιάζει η Μαρουφίνα βάζει όλους μας σε διάφορα δω μάτια να κο ιμη θούν . Εγώ β έ βαια θα κοιμηθώ, όπως πάντα, με τη μητέρα μου αγκαλιά . . . Είμαι τ ο τελευταίο της παιδί, "το απογλύσμ", όπως λέγεται το ύστατο παιδ ί, και μ' αγαπά πολύ κι εγώ το ίδιο. 28
Πάντα αγαπούσα τη μητέρα μου πολύ ως τα γη ρατ ε ιά της . Εμένα λοιπόν κ α ι τ η μητέρα μου, μας ο δ η γ ε ί η Μαρουφίνα. Εμείς την ακολουθούμε. Μόλις μπαίνομε στο δωμάτιο που θα κοιμη θούμε, μου λέει. - Άκ'σον, διςiβολε. Αούτο το γαστρίν, ντο κ ε ίται αδακά, δίπλα 'ς σην πόρταν, έΧ' απέσ' χαψία παστωμένα. Ακε ίνο το γαστρίν ντο κείται ση κρεββατί τα ποδάρ ια κεκά εν' το τσουκάλ'. Όταν σκούσαι την νύχτα να εφτάς τό'ιaια, θα εφτάς απέσ' 'ς σο τσουκάλ'. Κάπ' εφτάς τό'ίaια απέσ' σα χαψία ! Κόφτω το λιλί σ'. Έκ'σες ! Δηλαδή . Άκου , διάβολε. Αυτή η γάστρα, που κείται εδώ πέρα, δίπλα στην πόρτα, έ χει μ έσα παστωμ ένο γαύρο. Εκείνη η γάστρα που κείται κοντά στα πόδια του κρεβατιού είναι το νυχτοδοχείο. Όταν σηκωθείς τη νύχτα να κάνεις τσίτσια, θα κάνεις στο νυχτοδοχείο. Μην τύχει και κάνεις τσίσια μ έσ' στο γαύρο! Θα σου κόψω την τσουτσουρίνα σου. Άκουσες; Άκουσα λέει. Την έβλεπα και έτρε μα. Μου θύ μιζε τις κακές μάγισσες γριές που μας έλεγε στα παραμύθια ο Φιλίκον ο αδελφός μου . Μα το θαύμα όταν θα γίν ε ι, γ ίνεται. Όταν ξύπνησα το πρωί, μου λέει η μητέρα μου. - Βρε παλιόπαιδο, έκανες το θαύ μα σου. Ξ έ ρ ε ις ότι τη νύχτα κατούρησες στο γαύρο της Μαρουφίνας; Τώρα; Μην τύχει, κακο μοί ρη μου και σε π ιάσε ι σή μερα. Χάθηκες. Ο κ ίνδυνος ήταν μεγάλος και εγώ έτρεμα. Ευτυχώς όμως η απε ιλή τη ς Μαρουφίνας έμε ινε μόνο απε ιλή . Προσπάθησα επιμόνως να μη με δ ε ι. Όταν ό μως με ε ίδε τάχασα. Τρύπωσα σαν τρυποφράχτης κάτω απ' τη γούνα της μητέρας μου . Η Μαρουφίνα έκαν ε λίγο τάχα την άγρια και ύστερα μου ε ίπε γελώντας. - Καλά εποίκες, πούλι μ', χαλάλι σ' τα χαψία. Μη φοάσαι. Καλά έ κανες, πουλάκι μου. Χαλάλ ι σου ο γαύρος. Μη φοβάσαι. Γέλασα τρέμοντας. Πώς την γλίτωσα ! Είναι μικρό πράμα να σώσεις την αρτιμέλειά σου ;
***
29
το ΚΟΥΤΑΪΣ, όπως το λέγαμε ε μ ε ίς οι Έλληνες ή το Κουταίσι, όπως το έλεγαν οι Κιρτζήδ ε ς (οι Γεωργ ιανοί) ή η Κουταίδα, όπως το έλεγαν οι καθαρ ευουσιάνο ι δ ικοί μας, ε ίυαι μια χαριτωμένη πόλη της Γεωργίας . Η δεύτερη μετά την πρωτεύουσα Τυφλίδα. Είναι πλούσια πόλη, με εύφορη γεωργική περιφέρε ια, όπου παράγεται και του πουλιού το γάλα, που λέ ε ι ο λόγος, και κυρίως άφθονα και εκλεκτά φρούτα και κτηνοτροφικά. Τόπος παράδ ε ισος με κατοίκους φιλόξενους και καλόκαρδους . Τ η διασχίζει ο ποταμός Ριόν, ο Φάσις των Αρχαίων Ελλήνων και την κάν ε ι ό μορφη . Μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε στην Αρχαία Κολχίδα, όπου κατέφθασαν οι Αργοναύτες για το "Χρυσόμαλλον Δέρας", στην πατρίδα της Μή δ ε ιας της πολυκατηγορη μένης. Πόλη με αναπτυγμένη πνευ ματική Γεωργιάνικη κ ίνηση , με Γυ μνάσια, Ιερατική Σχολή , στην οποία φοίτησε ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβτς Στάλιν, πόλη που χάρ ισε στη Ρωσία το μεγάλο ποιητή Μαγιακόφσκ ι και πολλούς άλλους διανοού μενους και σοφούς. Πόλη μικρή , όμορφη, πλοί:σια με κατοίκους καλόψυχους, aνο ι χτόκαρδους, με άντρ ες και γυναίκες ωραιότατους. Οι Γεωργιανο ί ε ίναι η ομορφότερη φυλή της γης. Το ξ έρουμε όλοι. Ο ι άντρε ς λε πτόμεσοι, ψηλοί, ωραίοι γλεντζέδε ς και χορευταράδες, τραγουδιστές και συμποσιακο ί. Ο Γεωργιανός ε ίναι η ευθυμία, η χαρά της ζωής. Θα τους δού με παρακάτω στα γλέντια τους και τότε θ α τα πού με λεπτομερέστερα. Οι γυναίκες, οι Γεωργιανές γυναίκες, τα χαριτω μένα εκείνα πλάσματα της λεπτή ς μελαχροινής ο μορφιάς, με τα κα τάμαυρα μάτια, τα καμαρόσυρτα μαύρα φρύδ ια, τα κορακίσια μαλ λιά, οι γλυκόλαλες Γεωργιανές, οι ωραιότερε ς γυναίκες της γης, που η κ ιθάρα ε ίναι η συντροφιά και το τραγούδ ι η ζωή τους, οι Γεωρ γιανές που αγαπούν με τρυφερή αδυναμία τους λεβέντες Περζένο ι (=Έλληνες). Ά ρ μιντά μεν απαζί Περ ζένι μίντα λαμαζί. δηλαδή Δεν θέλω χρυσάφι εγώ Τον όμορφο θέλω Ρωμι ό Είναι ένα δίστιχο Γεωργιανής ερωτευμένης με Έλληνα. Εδώ, σ' αυτήν την όμορφη , φιλόξενη πόλη κατέφυγαν και κα τοικούν πολλοί Πόντιοι, Σανταίο ι. Μαζεύτηκαν εδώ με τις δ ιαδοχι κές μετοικήσεις από τη Σαντά, λόγω των Τουρκικών σφαγών και διώξεων, γιατί εδώ ήταν ανέκαθεν Σανταίο ι ουστάπηchηδ ε ς ( εργο-
30
λάβοι) και εδώ έβρισκαν έδαφος προέτοιμη ς υποδοχής από συγγε νείς και συμπατριώτες, αλλά και φιλόξενη υποδοχή από το λαμπρό γ ένος των Γεωργιανών. Εδώ φτάσαμε κι εμείς, η ο ικογένειά μας, όπου άλλωστε, όπως είπαμε παραπάνω, ήταν εγκαταστη μένος ο γα μπρός μας ο Περικλής. Μαζί μας βέβαια και τα δυο αδ έλφια τη ς μητέρας μου\.ο Θεό φ ιλος.� Χρήστο ς, ανύπαντρο ι και νεαροί κ ι οι -�υ _:>���..!LΊ.Q..�-���.ιw.ή._.έζ_η�ι:ν _Jτ_άy.:r9_,-μαζί και . . . α,ρ ελφωμένοι. Αν Εtή ρ η η; οργανωμένη θαυ μάσια, Ελληνική Κοινότητα τη ς πό λης, με πρόεδρο τον γαμπρό μας τον Περικλή , με εξαιρετική δρα στηριότητα σ' όλους τους τομείς της ζωής, Σχολεία Ελληνικά , Αλλη λοβοήθεια, κοινων ική Πρόνο ια, υποδοχή και συνδρομή στους προ σφεύγοντες στην πόλη από τον Πόντο, βοή θεια στους πενό μενο υ ς, άρρωστους, αδύνατου ς. Ό μορφη εκκλησία ελληνική , με Σ ανταίο πα πά, θαυ μάσιο Ελληνικό Κοινοτικό Σχολείο, με άνετες αίθουσες και αυλή και εργατικούς συμπατριώτες δασκάλους. Τακτικοί χοροί και θεατρικέ ς παρ αστάσεις με ελληνικά θεατρικά έργα, με δικούς μας νεαρούς ερασιτέχνες ανεπτυγμένης υποκριτικής ικανότητας. Πολλά, πάμπολλα τα μαγαζιά των δικών μας και παντού η ποντιακή γλώσσα. Όμως, παρόλα τα παραπά νω, η ξενιτιά πάντα είναι ξενιτιά κ ι η προσφυγιά σκληρή κ α ι άτεγκτη κ α ι μάλιστα στα δύσκολα εκείνα χρόνια, που άνεμος φο βερός ξεριζωμού και επαναστάσε ως θέρ ιζε τον τόπο, το χώρο των ακτών τη ς ανατολικής π λευράς του Εύξεινου και της δυτικής Ρωσίας και τη ς Γεωργίας. Μέσα στη θύελλα αυτή στρο β ιλιζό μασταν κι εμείς πια, όσο κ ι αν ο γαμπρός μας κ ι η αδελφή μας η Κίτσα φρόντιζαν να μ η μας λείψει τίποτα, όσο κι αν το σπίτι της στη Γκόρα, την ό μορφη συνο ικ ία του Κουτα'ί ς, ήταν στη δ ιάθεσή μας, κι όσο κι αν η Μαρουφίνα, που την γνωρίσαμε με τα χαψ ία της, δεν έδειχνε φανερά μια κάποια δυσφορία για την παρουσία μας στο σπίτι του γ ιου τη ς, κ ι όσο κι αν κι εμείς, ο ι γονείς μου δηλαδή και δη η μητέρα μου, δεν ανεχόταν να συνεχισθεί η φιλοξενία μας αυτή . Γι' αυτό κάποια μέρα βρεθήκα με σε ένα μικρό σπίτι που νο ικιάσαμε, παρά την ανεργία του πατέρα μου . Πού να δουλέψει το άτεχνο καλομαθη μένο παιδί του Συ μιών του Λιάν, του πλούσιου άρχοντα της Σαντάς ; Και σε τέτοιες περι πτώσεις οι ο ικογένειες καταφεύγουν στα υπάρχοντά τους. Πρακτική γνωστή και δοκιμασμένη , πάντα σε προσφυγιές. Οι άνθρωποι που λούν ό,τι έχουν δικό τους να ζήσουν, όσο καιρό μπορούν κι ό σο αντέχουν τα υπάρχοντά τους. 31
Εκεί φτάσαμε κι εμε ίς . Η καη μένη η μητέρα μου, η ποντία μητέρα που αυτή κυρίως σήκωσε το βάρος των αλλεπαλλήλων δυστυχιών και το οικονομικό δράμα τη ς προσφυγιάς σ' όλες τις οικογένειες, κι αυτό το ξ έρουν καλά όλοι όσοι έζησαν την προσφυγιά - η καη μένη η μητέρα μου λοιπόν, η πλουσιοκόρη της Τραπεζούντας, η χα"ίδε μένη κόρη του άρχοντα Νικολή του Τε μιρτζόγλη , φορτωνόταν ό,τι και όσο μπο ρούσε κι αυτή κι οι μικρούλες αδελφές μου η Μαρίκα κι η Ουρανία από τα πράγματα του σπιτιού, κρεβάτια με χάλκινα πόμολα, τους καθρέφτες και τα σιδερικά του ς, γ εργάνια ( = παπλώ ματα) , στρώ ματα, χαλκωματικά, πουπουλένια μαξιλάρια κι ό,τι άλλο, και πηγαί ναμε στην πλατεία, όπου γινόταν το παζάρ. Η αγορά, που γ ινόταν μια φορά την εβδομάδα, όπως γ ίν εται κ ι εδώ στην Ελλάδα τώρα στις επαρχιακές πόλεις. Έφταναν από τα χωριά οι γ εωργιανοί εργάτες με τα κάρα τους φορτωμένα τα αγροτικά προ"ίόντα τους, τα ξεφόρτωναν στην πλατε ία, έστηναν τον πάγκο τους ή κατάχαμα, πάνω σε τσουβάλια, άπλωναν ό,τι ε ίχαν για πούλη μα κι άρχιζε το εμπόριο. Σ ε μια γωνιά κούρνιαζε κι η μητέρα μου . Άπλωνε το . . . ε μπό ρευμά της. Στεκόταν εκεί αμίλητη και μελαγχολική και κάπου-κάπου σκούπιζε τα μάτια τη ς. Δεν μπορούσα να καταλάβω γ ιατί δακρύζει; Πού να καταλάβω, μικρό παιδάκι εγώ; Η δυστυχία και τα δράματα ε ίναι για τους με γάλους . Τα μικρά ε ίναι άγουρα ακό μα για τον πόνο τη ς ζωή ς . Παρόλα αυτά κάπου-κάπου φώναζα μ ε την αδύνατη παιδ ική μου φωνή δυο λέξεις. Μια Ελληνική και μια Γεωργ ιάνικη . Ήταν η αποστολή μου . - Ορίστε, πάτονο ! Τ ο ορίστε = ορίστε και τ ο πάτονο γεωργιάνικα = κύρ ιε. Επο μένως - Ορίστε, κύριε! Τις πιο πολλές φορές πήγαιναν στο βρόντο και το ορίστε και το πάτονο, γ ιατί δεν έδιναν ση μασία στην προτροπή μου οι αγορά ζοντες ( = ο ι συχνάζοντες στην αγορά κατά τον Ξενοφώντα, για να μην ξεχνάμε και την φιλολογία) . Μπορούσαν άραγε να νιώσουν την δρα ματικότητα τη ς επίκλη σης; Δύσκολα. Το δράμα το ξένο, σχεδόν πάντα το βλέπεις. Δεν το ζεις. 32
Πουλούσαμε ό,τι πουλούσαμε, αν πουλούσαμε, κι ύ στερα τ' α πο μεσή μερο πηγαίναμε σπίτι ξανακου βαλώντας ό,τι έ μ ε ινε απούλη το. Στο σπίτι μας υποδεχόταν η γιαγιά η Ζωή στενοχωρη μένη και περίλυπη , ο πατέρας μου, που γυρνούσε κι αυτός από την περιπλά νησή του στην πόλη για κάτι που κι ο ίδιος δεν ήξερε τι ήταν, ή τι μπο ρ ε ί να ήταν, ο ανάπηρος αδελφός μου Θεόφιλος κι οι αδελφές μου η Μαρίκα κ ι η Ουραν ία, που μόλις φτάναμε στο παζάρι με την πραμάτεια μας γυρνούσαν στο σπίτι. Έτσι πέρασε καιρός. Μα τα οικογενε ιακά ε μπορεύσιμα υπάρ χοντα λιγόστεψαν. Τι θ α γ ίν ε ι παραπέρα; Τι θα κάνομε; Πώς θ α ζήσομε; Η μητέρα μου έκανε την αισιόδοξη . Ο πατέρας μου πάντα βαθιά συλλογισμένος. Και το σπίτι δυστυχούσε. Μα ευτυχώς ήρθε η λύση . Όχι τυχαία, μα ύστερα από αναζήτη ση . Συν Αθηνά και χείρα κ ίνει, λέει ο λόγος ο aρχαίος. Κι ο πατέρας μου κι ο θ ε ίος Χρήστος κι ο θ ε ίος Θ εόφιλος κάθε μέρα έτρεχαν κάτι να βρουν, από κάπου να πιαστούν. Και το βρήκαν οι θ ε ίοι. Κι αυτό που βρήκαν, σαν καλά αδέλφια, το διέθεσαν για την αδελφή τους, τη μητέρα μου, τη φαμελίτισσα. Ένα βράδυ ή ρθαν απρόσμενα και βιαστικοί στο σπίτι μας έμεναν μόνοι τους, χωρ ιστά από μας, αλλού, σ' άλλο σπίτι ε ργ ένη δ ε ς. Μπήκαν μέσ' στην κάμαρα με τον πατέρα και τη μητέρα. Ώρα πολλή συζήτησαν. Ύστερα έφυγαν. Ο πατέρας κι η μητέρα μου φαίνονταν χαρούμενοι. Την επο μένη ο πατέρας μου πρωί-πρωί έφυγε από το σπίτι και γύρισε αργά το μεσημέρι χαρούμενος και χαμογελαστός. Μού βαλε στο χέρι μερ ικούς χουρμάδε ς και λεπλεπία ( στραγάλια) , με χάι δεψ ε στα μαλλιά βιαστικά-β ιαστικά, και πάλι τα ε ίπανε με τη μητέρα μου σιγά και ψ ιθυριστά, κι ύστερα ε ίπε κάτι και στη γ ιαγιά τη Ζωή . Η γ ιαγ ιά έδειξε χαρού μενη . - Αμήν, γιαβρί μ', αμήν. Ο Θεόν να βοηθά, ε ίπε και σταυρο κοπή θηκε, καλορίζικον να έν', άιτε. Από 'κείνη την η μέρα ο πατέρας μου έφευγε κάθε μέρα στα χαράματα από το σπίτι και γυρνούσε αργά τη νύχτα. Ό μω ς πάντα ερχόταν με ένα ζε μπίλι γε μάτο με ψ ώνια. Το ξ επούλη μα των ο ικογενε ιακών υπαρχόντων ή μάλλον μη υπαρχόντων πλέον, σταμάτησε, η διερμηνευτική μου δραστηριότητα =
33
με το " ορίστε , πάτονο " , έμεινε στα αζήτητα, και ανεπτύχθη ελευθερία παιγνιδιού με τους γεωργιανούς γαβριάδες τη ς γ ε ιτον ιάς. Τι ε ίχε συ μβεί; Γεγονός σπουδαίο που άλλαξε τη ζωή μας. Εκείνο το βράδυ, που ήρθαν στο σπίτι μας ο θ ε ίος Θ εόφ ιλος κ ι ο θ ε ίος Χρήστος, ε ίπαν στον πατέρα μου π ω ς στον μαχαλά των πλούσιων Εβραίων του Κουταίς ένας φούρνος νοικιαζόταν . Αυτός που τον ε ίχε τον άφηνε για να κάν ε ι άλλη δουλε ιά. Ο φούρνος λειτουργούσε, το προσωπικό ήταν συμπατρ ιώτες πόντιοι Σ ανταίοι, η πελατε ία μεγάλη από τους πλούσιους Εβραίους και ο ιδιοκτήτης του κτίσματος του φούρνου ήταν Εβραίος από τους πιο πλούσιους του Κουταίς. Ήταν πολλο ί οι Εβραίο ι . Η πόλη ήταν πλούσια, βλέπεις. Ο πατέρας μου έσπευσε, βρήκε τον φούρναρη τον προηγού μενο, τα συζήτησαν και ύστερα τα ε ίπαν και με τον ιδ ιοκτήτη τον Ε βραίο, ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ δ έχτηκ ε να νοικιάσει τον φούρνο στον πατέρα μου, χωρίς καμμιά προκαταβολή . Η σωτηρία ή ρ θ ε . . . φουρνιστή . Σωθή καμε και ευτυχήσαμε.
***
ο ΦΟΥΡΝΟΣ μπήκε 'μπρος. Σε λίγο καιρό όλα τακτοποιήθηκαν και η δουλειά προχωρούσε φουλ. Η πελατεία πλή θυνε . Ο ήπιος και γλυκύς χαρακτήρας του πατέρα τραβούσε τον κόσμο . Τα ο ικονο μικά μας ανθούσαν. Νοικιάσαμε νέο σπίτι με ωραίο κήπο, δ έντρα και λουλούδ ια. Ευρύχωρα δωμάτια, μπαλκόνια και πάνω στη λεωφόρο. Ήταν στη δ ιχάλα δυο δρόμων, που ο ένας, aνηφορικός κάπως, τραβούσε αριστερά και πήγαινε προς το Κοινοτικό Ελληνικό Σχολε ίο και στις απάνω γε ιτονιές τη ς πόλης, όπου και η συνοικία " Γκόρα " για την οποία ε ίπαμε παραπάνω , και ο άλλος δρόμος πήγαινε προς τη " Φέρμα " , ένα θαυμάσιο δη μόσιο αγρόκτη μα, που το δ ιέσχιζε ένας παραποταμίσκος του Ρ ιόν. Η ζωή της ο ικογέν ε ιας άλλαξε, όπως ήταν φυσικό. Ο έ ρωτας, τα λεφτά κι ο βήχας δεν κρύβονται, λέε ι ο λόγος. Κι όταν υπάρχουν τα λεφτά, τότε αλλάζουν τα πάντα κι όλα μπαίνουν στη σε ιρά.
34
Ο ι αδελφές μου καλοντυμέν ε ς γράφτηκαν και πήγαιναν στο Κοινοτικό ελληνικό Σχολείο . Η μητέρα μου ξαναβρήκε το ύφος της Πόντιας αρχοντοκυράς με το μεταξωτόν την φοράν ( = ποδιά), το πλου μιστό το καφέ το λετσέκ' ( = τσε μπέρι), το κοντογούν ( = τη μισόκορμη γούνα) και τα τραπεζουντέτ'κα τα μαύρα τα κουντούρας ( = τα τραπεζούντικα τα μαύρα τα παπούτσια) . Η καλομάνα μ' η Ζωή σε λίγο παρακάλεσε τον πατέρα μου τον Φωκίωνα, τον γιο της . - Φωκίων, πουλί μ', εξέρτς εγώ αέτς 'κι γίνουμαι. Εγώ Σ αντέ τσα ε ίμαι, μαθε μέντσα 'ς σο β ίον. Να λελεύ'σε η μάνα ' σ, έπαρ' με έναν χτηνόπον ας έχ' ατό κ ι εγλενεύκου μαι. Εφτάω το ξυγαλόπο μ', τα τόορτάνια μ', το υλιστό μ'. Εφτάμε και χασήλια. Καλόν, γιαβρί μ'; - Καλόν, μάνα. Και πολλά 'κι επή εν έρθεν 'ς σην αυλήν έ μουν έναν μαύρον ολή μαυρον χτήνον. Η μάναμ' η Ζωή εποίκεν ατο γ ιαταχόπον, ε θέκεν έμπρια θ ε χορτάρ' και καλαμπουκόφυλλα και η κτηνοτροφική . . . πα ραγωγή άρχισε. Πρωί-πρωί, κάθε μέρα, η μάνα μ' η Ζωή επαίρ'νεν το χτήνον ατς και επέγ'νεν 'ς σο βοσκίον σην φέρμαν κι εσ', και αποβ ραδύς έρχουτον. Τη χτηνί τ' η θάκ' άμον τουλού μ πρεσμένον ας σο γάλαν. Ντο γάλ'τα, ντο ξυγάλ'τα, ντο μιντζία, ντο τσορτάνια, ντο βου τέρ'τα τ' οσπίτ' εγο μώθεν. Η μητέρα μ' β έβαια ψηλομύτα τραπε ζούντια δεν τάβλεπε αυτά, αγελάδε ς και τα ρέστα, μ' ευχαρίστηση αλλά τι να π ε ι ; - Χωρέτ'κα δουλε ίας, έλεγε. Ά μ α τ α μαντζούρ'κα πα εγάπανεν. Τ αδελφοκόριτσαμ', η Μαρίκα κι η Ουρανία, ήταν πιο ευτυχι σμένες απ' όλους. Ανέκαθεν ο πλούτος ήταν πιο συμπαθής στη γυ ναίκα. Άλλωστε αυτή τον διαχε ιρίζεται και τον δ ιαθέτει, όταν υπάρ χει. Ο άντρας περιορίζεται στην απόκτησή του. Εκτός από το Σχολείο που πήγαιναν τώρα, με τα ωραία φου στάνια και το μπόλικο χαρτζιλίκι στην τσέπη, πήγαιναν και στο Χοροδ ιδασκαλ ε ίο, όπου ο ξακουστός στην πόλη χοροδ ιδάσκαλος, ο κιρτζή ς Σ ιλίκος, τις μάθαινε τους κιρτζήδ ικους χορούς το ταch, το Κρακαβιάκ, το chιαμήλ και άλλους. Ο αδελφός μου ο Φιλίκον έγινε τσιμούρι στον πατέρα μου να του δώσει καπιτάλ' (= κ εφάλαιο) ν' ασχολη θ ε ί με- κάτι. Ήθι:-λε το αλήch-βερήch. Μόνο τα γράμματα δεν ή θ ελε. Πραγματικά ασχολήθηκε με κάτι, κ έρδιζε αρκετά, έτσι. που α35
νάλαβε αυτός να πληρών ε ι τιμητικά τα δίδακτρα του χοροδ ιδασκα λε ίου των αδελφιών μας. Και τούτο συμβολικά το έκαν ε , γιατί μια και δεν μπορούσε ο ίδιος ν J. μάθ ε ι χορό και να χορέψ ει, λόγω τη ς γνωστή ς αναπηρίας του, τουλάχιστο πλήρωνε να μάθουν γι' αυτόν οι αδελφές του . Ο καη μός βρίσκει δ ιέξοδο σχεδόν πάντα στη ζωή . Εκεί όμως που θεράπευ ε τον εδικό του καη μό απ' ευθ ε ίας, ήταν το σαντέ ικο μεράκι του γ ια τα όπλα. Το σαντέικο αίμα που κυλούσε στις φλέβ ε ς του ή θ ελε το όπλο, μεράκι και παράδοση γενεών και γενεών Σανταίων, που μ' αυτά ζούσαν παρέα και μ' αυτά κράτησαν τη λευτεριά του τόπου τους εκατονταετηρίδες. Γι' αυτό αγόρασε κ ι ε ίχε κρυφά δύο περίστροφα "Νακάν" που τη νύχτα κρυφά, στο πίσω μπαλκόνι του σπιτιού, στο φως του φεγ γαριού, συχνά τα λάδωνε, τα χάιδευ ε, τα χαίρονταν. Κι εγώ, περίερ γος πιτσιρικάς, πολλές φορές παραστεκόμουν στην οπλική τούτη ιεροτελε στία, με λαχτάρα, ίσως κι εγώ από σαντέικη κληρονομικό τητα. Τι τα θες "το αίμα ν ερόν κι γίνεται". Μ ' αυτόν τον τρόπο περνούσε το μεράκι του στην αναίμακτη τούτη οπλοχαρά. Μα ε ίχα κι εγώ τον δ ικό μου κόσμο και τις δ ικές μου χαρές. Εγώ αλώνιζα τις γειτονιές με "τη χώρας τα χάταλα" παίζοντας ή τaιαλτίκαν ( = τσελίκι) ή το γ ιασίρ' ( τα σκλαβάκια) ή το πίτουρ πιρ ( = που πηδούσαμε ακου μπώντας στη ράχη του δ ιπλωμένου αντί παλου συ μπαίχτη ) ή τα λίντaια ( = τις μπίλιες) και άλλα πολλά. Τα γόνατά μου πάντα ματωμένα απ' τα πεσίματα στα παιχνίδια, τα εσώρουχα πάντα μουσκίδ ι στον ιδρώτα, τα παπούτσια μου πάντα σκισμένα απ' τα σκαρφαλώματα στα δέντρα και το χρέος πάντα χρέος στον μπακάλη τον Φίλπον για τα κερατίτσας ( = χαρούπια), τα χουρμάδ ες, τα σεκερλε μέδ ες ( = τις καραμέλλες) , τα λεπλεπία ( = τα στραγάλια) και ό,τι άλλο έπαιρνε β ερεσέ παραπέμποντας τον ή συχο εκείνον άνθρωπο, τον Φίλπον, στη μητέρα μου για εξόφληση . Ο πατέρας κι η μητέρα ε ίχαν, ας πλή ρωναν. Κάποτε τους βοήθησα εγώ με το "Ορίστε, πάτονο", τώρα ας κάνουν μικροέξοδα για το γιο τους. Έπε ιτα ήταν κ ι η παρέα. Τα άλλα παιδιά τη ς παρέας, όλα Σαντετοπούλια, ήταν γόνο ι φτωχολογ ιάς. Μήπως ολονών οι πατεράδ ες ε ίχαν φούρνο σ' ε βραίικο μαχαλά; Εργάτες, ταχτσήδες, ξυλοκόπο ι, μουaιάδες ( = ανειδίκευτοι ερ γάτες) ο ι πατριώτες μας δυστυχούσαν. =
36
Εκείνην την ο ικογένεια των Χα'ίτάδων, τι φτώχεια την έδερνε, Χριστέ μου ! Φτώχεια και των γονέων. Γι' αυτό κ ι ένας γόνος τη ς ο ικογένειας αργότερα έφτασε γεν. Γραμματέας του Κ. Κ. Ε. εδώ στην Ελλάδα. Οι Ξαντιλάντ' το ίδιο, οι Παγιανάντ' το ίδ ιο κι άλλοι κι άλλοι κι άλλο ι. - Λαλίαν μ' εγβάλλετεν, κουτάβια, έλεγε η μάνα μ' η Ζωή . Κι ελέπετεν τάλλα τα χάταλα; Ψωμίν κι χορτάζνε, λη εμέν, κι εκείνο πα τσουπαδένεν ( = καλαμποκίσιο) . Να λελεύω τον Ιβραίον, κι ας εν και Ιβραίος, π' εδέκε μας το φουρνίν. Ντο θα είνου μες ; Και πραγματικά. Τ ο φουρνίν δούλευε κι εμείς μέρα με τ η μέρα ή μασταν καλύτερα. Κάπου-κάπου τ' απογεύματα πηγαίναμε στο φούρνο του πατέ ρα, στον εβραίικο μαχαλά εγώ κι αδελφή μου η Ουρανία. Ο πατέρας μου, ο χρυσός εκείνος άνθρωπος, ο άνθρωπος της λιγομίλητης σο βαρότητος και της σιωπηλής αγάπης, έλεγε αμέσως τον ψήστην και μας έκανε ς' σα τόιλίδ lα ( = θράκα) από δύο πούπλι κα, που τάπλαθε ο ίδιος ο πατέρας μου και τάδ ινε σχή μα χελιδονιού ή τάκανε λαβασόπα ( = λαγανίτσες) και μας τα σέρβιρε με φρέσκο κ ίτρινο ποντιακό βούτυρο, προ'ίόν της γιαγιάς της Ζωή ς, μας γ έμιζε τις τσέπες με καραμέλλες και καπίκια ( = κέρματα, χρή ματα) και μας έστελνε σπίτι φορτωμένους ένα ζεμπίλι με ωραία φρέσκα φρούτα από τα θαυ μάσια εκείνα φρούτα τη ς Γεωργιάνικης γης. Εμείς φεύγαμε χοροπηδώντας - νεαρά ανθ ρώπινα πουλαράκια - και πετρο βολώντας τα κλαδιά των δ έντρων στις γειτονιές που ήταν καταφορτωμένες με καρπούς, ενώ αμέσως ξεπρό βαλλαν απ' τις aυ λόπορτες οι γεωργιανές κυράδες και μας προγκούσαν. - Μαματσάγλο, περζένι, τόιπκ ίρ. Παλ ιόπαιδα, ελληνόπου λα, αλήτες. Να σας διηγη θώ κι ένα άλλο ; Μια φορά, που λέτε, πήγα επίτηδες μόνος ένα απόγευ μα στον πατέρα μου, στο φούρνο. Επίτηδες μόνος γιατί υπήρχε κάτι το πο νηρό, που θα δούμε. Το βραδάκι που γυρίζαμε σπίτι ο πατέρας μου με κρατούσε από το χέρι καθώς βαδίζαμε κι εγώ, ζωηρό ζιζάνιο, χοροπη δούσα συνε χώς και κλοτσούσα ό,τι βρίσκονταν μπροστά μου . Με πονηρ ιά, σι γά-σιγά, οδήγη σα τον πατέρα μου από ένα δρόμο όχι και υποχρεω τικό. Εκεί νάσου μια στιγμή ένα μαγαζί και στη β ιτρίνα του ένα παπάχ' ( = δερμάτινος σκούφος aσιατικός) μαύρο από σγουρόμαλλο 37
αρνοτόμαρο και στην στρογγυλή πάνω κάλυψή του ένα άσπρο χρυσό κορδόνι ραμμένο σε σχή μα σταυρού. Τέτοια ήταν τα παπάχ'. Τα βλέπομε και σή μερα να τα φορούν οι χορευτές στα γεωργ ιάνικα φολκλορικά μπαλέτα. Μα στη βιτρίνα υπήρχαν και ζευγάρια-ζευγάρια μποτίνια από μαύρο δ έρμα που έφταναν όταν τα φορούσες, πάνω απ' τον αστρά γαλο και τα έδεναν με σταυρωτά κορδόνια. Στάθηκα και τα κοίταζα δήθεν για πρώτη φορά. Περπάτα, γιατί σταμάτησες; - Δεν είναι ωραία, πατέρα; - Να ι, ωραία είναι. - Όταν τα παιδάκια τους λένε πως κάτι είναι ωραίο, ο ι πατεράδες τους, πατέρα, δεν λένε απλώς είναι ωραία. - Δηλαδή ; - Να, τα αγοράζουν στα παιδάκια τους. Γέλασε ο καη μένος ο πατέρας μου. - Βρε, παληόπαιδο, γι' αυτό μ' έφερες από δω, ενώ ο δρόμος μας είναι από κει; Ε παμπόνηρε διπλωμάτη . Αλλά θα μου πεις τη Συμιών, τη Λίαν, τη διπλωμάτη της Σαντάς, εγγόνι δεν είσαι; - Κακό είναι, πατέρα; - Όχι, πουλί μου . Άντε έ μπα μέσα στο μαγαζί να στα πάρω. Άλλωστε σε λίγες μέρες είναι Χριστούγεννα και τ' Αη βασιλιού. Μπήκαμε και τα πήραμε. Η χαρά που ένιωσα ήταν η μεγαλύτερη που ένιωσα στη μέχρι τότε ζωή μου . Τα Χριστούγεννα που τα φόρεσα, ιδίω ς το παπάχ, η γ ιαγιά η Ζωή είπε. - Με πέχτσεσε εποίκετεν το χάταλον σωστόν Κιρτζήν. Και όλο ι γ έλασαν.
***
δ ιηγηθώ ακόμη ένα. Μ ια φορά παρακάλεσα τη μητέρα μου και τα κατάφερα να μου δώσει πενήντα καπίκια ( = μισό ρού βλι) . Τα πήρα και δρόμο γ ια παζάρι, όπου κάποτε άλλοτε, όπως ξέρο με, κάναμε την εκποίηση των προσφυγικών μας υπαρχόντων με τη μητέρα μου. Θ Α ΣΑΣ
38
Αγόρασα εκεί μια πήλινη στάμνα, μπήκα στην αυλή μιας Κιρ τσίσσας, γέμισα τη στάμνα, την κράτησα στο αριστερό πλευρό, όπως κρατούσαν τις στάμνες ο ι γυναίκες, και κρατώντας με το δεξί μια κρούaκα ( = μεταλλική κούπα) χώθηκα μέσ' στο πλήθος του παζαριού διαλαλώντας : - "Τσίβι- τσχάλι, τσίβι- τσχάλι! " που θα π ε ι "κρύο ν ε ρ ό " "κρύο νερό" ! Ένα καπίκι το ποτήρι ήταν η διατίμηση . Ο ι αγοράζοντες ( έδωσα την ερμη ν ε ία της Ξ ενοφώντε ιας λέξης προηγου μένως) καμένοι από το λιοπύ ρ ι και την πολυκοσμία ρου φούσαν τις ποτηριές. Στις τσέπες κουδούνιζαν τα πρώτα καπίκια που κέρδιζα στη ζωή μου . Το ίδιο νεροεμπόριο έκαναν και τα φτωχαδάκια ποντιόπουλα μα αυτά τα κ έρδη τους τα πήγαιναν στη μάνα τους, ενώ εγώ, αφού πούλησα τελικά όσα-όσα και τη στάμνα μου, όσα λεφτά συγκέντρωσα τα μετάφρασα σε χουρμάδες και τις φάγαμε με τους φίλους μου . Ευτυχώς δ εν με ε ίδ ε κανένας γνωστός στην αγορά. Αμ το άλλο; Για δ ε ς εσύ . Κάθ ε βράδυ έβλεπα π ω ς ο πατέρας, όταν ε ρχόταν στο σπίτι, προτού κοιμη θ ε ί, έδινε στη μητέρα μου ένα μάτσο χαρτονο μίσματα - ήταν οι ε ισπράξεις της η μέρας ασφαλώς - κι εκείνη συνήθ ιζε να τα βάζει ανάμεσα στο προσκέφαλο και το στρώμα του κρεβατιού της. Εκεί ήταν το ποντιακό χρηματοκιβώτιό τη ς. Αυτό το έβλεπα σαν ένα αδιάφορο ο ικογενε ιακό γ εγονός χωρίς προ εκτάσεις άλλες. Όμως μια μέρα ο ι μάγκες της παρέας μου, οι πόντιοι τσιπκίρ της γ ε ιτονιάς, μου σκάνε το παραμύ θι. - Βρε, Σ ιμωνάκι, εσείς έχετε πολλά λεφτά, λέει ο κόσμος. Γιατί μια μέρα δε φέρνεις μερικά να τα ξοδέψουμε και να γλεντήσουμε ; Μου τόπαν μια, μου τόπαν δυο, μου τόπαν τρε ις και πέντε, όπως λέε ι ο λόγος, κ ι εγώ άρχισα στην αρχή ν α το σκέφτομαι, σ ε λίγο ν α το μελετώ και μετά τ' αποφάσισα. Ένα πρωινό, που λες, έχωσα αστραπιαία το χέρι μου στο πο ντιακό θησαυροφυλάκιο της μητέρας μου, φούχτωσα μερικ ά χαρτο νομίσματα και λαγός. Σε λίγο η παρέα σε προσκλητήριο. Σχεδιασμός, ε κτέλεση . Πεταχτήκαμε στην πλατεία, πλησίασα έναν αμαξά και δ ε ίχνο ντάς του ένα μεγάλο χαρτονόμισμα τον διέταξα, αν συμφωνε ί, να ·
39
μας πάει βόλτες με το πα"ίτό.νι του . Εκείνος β έβαια άλλο που δεν ή θελε. Φούχτωσε το χαρτονό μισμα, τόχωσε στην τσέπη του, ωρμήσαμε κι εμείς η ξυπόλητη, κακοχτενισμένη, aσύνταχτη παρέα και θρονια στήκαμε στο πα"ίτόν. Ο αμαξάς χάιδεψε τις καμπυλοκρεμάμενες μουστάκες του, έ σιαξε την διάπκα του ( κασκέτο) , φιδοσφύρ ιξε το καμτσίκι του και κινήσαμε "ολοταχώς πρόσω". Άρχισαν τα τραγούδια και τα γέλια. Ο Λαμπίκον τη Χα"ίτά έκανε τον μεθυσμένο και μουρμούριζε σαν μεθύστακας, ενώ ο Λευτερίκας τη Ξαντίν' χειροκροτούσε τον Λαμπίκον. Εγώ β έβαια, ο χρη ματοδότη ς μοχλός, καθόμουν μπροστά, ψηλά, δίπλα στον πα"ίτοντζή και έδ ινα εντολές πορείας και παροτρύνσεις ταχύτητο ς. Ε ίναι ζήτη μα αν ο μεγαλύτερός μας στην ηλικία ήταν άνω από 7 ετών. Μια στιγμή διέταξα, σταμάτησε ο πα"ίτοντζή ς μπροστά στου Φίλπονος το μαγαζί, κατέβηκα, πήρα δυο σακούλες χουρμάδες, αρ κετούς σεκερλεμέδες, πούπλικα κλπ. Πλήρωσα τον Φίλπον που με κοίταζε aποσβολω μένος και ξε κινήσαμε με χάχανα και φωνές γ ια τη συνέχιση τη ς δ ιασκέδασή ς μας, που κράτησε ώρες. Όπου περνούσαμε γινό μασταν αφορμή γέ λιου, χειροκροτη μάτων και ίσως-ίσως και περιέργειας. Μια στιγμή σε ώρα έξαλλης ευθυμίας διέταξα τον αμαξά και πέρασε το πα"ίτόνι του και μπροστά από το σπίτι μας. Εκείνη την ώρα η παρέα τραγουδούσε το κερτζή δικο τραγούδι το Ντέλι - ντέλα, ντέλι - ντέλα Ντελιβοτελί βοτέλα Ρανερ ό Αλλά δυστυχώς μας πήρε το μάτι της γ ιαγιάς τη ς Ζωής. - Μω πέχτσεσε, ακείνο το χάταλον τ' εμέτερον κ ι εν ; Λη εμέν επαλαλώθεν ; Συ μίων, νέπρε Συμίων, να Συ μίων, φώναζε και βγήκε στο δρόμο. Ο αμαξάς δυστυχώς τάχασε και σταμάτησε. Αυθωρεί όμως έφτασε κι η μητέρα μου και προτού να κάνω "κιχ" μ' άρπαξε, με έσυρε κάτω απ' το πα"ίτόν και με τραβού σε τ' αυτί. Η παρέα η εύθυμος, η ευωχουμένη και διασκεδάζουσα εν ρ ιπή =
40
οφθαλμού διεσκορπίσθη σαν σύννεφο στο βαρδάρη . Λάκισε εγκα ταλε ίπουσα και αρχηγόν και χρη ματοδότην. Και εσύρθην ο δύστυχος Μαικήνας εγώ, ο συμποσιαστής, αμα ξοσυ μποσίου χορηγός, και εσύρθην οίκαδ ε δ ια τα π εραιτέρω. Τι άδοξον τέλος! - Ας έρται το βράδον ο κύρη σ' και θα λέω σε εγώ. Ας σ' ωτία θα κρε μάντσε . Μαζεύτηκα σ ε μια γωνία στο σπίτι, σαν βρεγμένη γάτα. Με τρόμαζε το άγνωστο της βραδυνή ς έλευση ς του πατέρα μου . Θα τις φάω; Θα με δ ε ίρ ει, που δεν μ' έδερνε ποτέ; Κι ο πατέρας μου ήρθε. Η μητέρα μου του έλεγ ε , του έλεγε, ψου, ψου, ψου κι εγώ έσφιγγα τα μάτια μου να κλε ίσουν ερμητικά έτσι που όταν έρθει ο πατέρας μου στο κρεβάτι μου να νομίσει πως κοιμού μαι και να μη με τιμωρήσει μια και κοιμόμουν. Κι η πόρτα του δωματίου έτριξε κι ο πατέρας μου μπή κ ε . - Που ε ίναι αυτός ο διασκεδάζων ληστής που κάνει τέτοια πράγματα; Και έφτασε στο κρεβάτι μου. Εγώ καταλαβαίνω ότι, παρότι σφίγγω τα βλέφαρά μου τόσο δυνατά, ανοιγοκλείνουν με νευ ρική ταχύτητα που ασφαλώς ε ίναι αντιληπτό απ' τον πατέρα μου . Και περιμένω εναγωνίως τι θα γ ίν ει. Ό μως αμέσως νιώθω τα χε ίλη του πατέρα μου να με φιλούν στο μέτωπο κι ακούω ψιθυριστά. - Να σε χαρώ, αγόρι μου . Καλά έκανες, πουλάκι μου . Έτσι κάνουν οι άντρε ς . Γλεντούν με τους φ ίλους τους. Όμω ς μην το ξα νακάνεις, ιδίως το πρώτο που έκανες. Και έφυγε γελώντας. Εκείνο το βράδυ κοιμή θηκα σαν πουλάκι. Άμα έχεις τέτοιον πατέρα, τι άλλο θ έλεις;
***
Η ΠΑΙΔΙΚΉ αυτή ανοησία μας ε ίχε ασφαλώς το πρότυπό της. Αντίγραφε και μιμόταν τα γλέντια των Κιρτζήδων, όταν γλεντούσαν στις Κιρτζήδικες ταβέρνες και στο τέλος έκαναν το γύρο της πόλεως με "φα'ίτόνια " σαν επιστέγασμα του γλεντιού τους και ευκαιρ ία ε πι-
41
δ ε ικτικού περιπάτου σ' όλη την πόλη . Ο ι Κιρτζήδικες ταβέρνες, τα "Τουχάνι,α ", όπως τις έλεγαν ο ι Κιρτζήδ ε ς στη γλώσσα τους, ήταν σαν όλες τις ταβ έρν ες του κόσμου με τα τραπέζια, τις καρέκλες, το μαγ ε ιρ ε ιό, όπου ψήναν τους μεζέ δ ε ς, και στο βάθος τα βαρέλια απ' όπου γέμιζαν και σέρβ ιραν στου ς πελάτε ς τους τ α ποτά. Όμω ς ε ίχαν κάτι εντελώς δικό τους, κάτι δ ιαφορετικό. Δεν ε ίχαν ποτήρια. Σέρβιραν το κρασί μέσα σε κούφια κέρατα βοδινά, που στο χε ίλος τους ε ίχαν προσαρμόσε ι μεταλλικό δακτύλιο και από το κάτω μέρος, την αιχμή των, ως το στόμιο υπήρχε αλυσίδα από την οποία κρέμονταν τα κ έρατα-ποτήρια αυτά στον το ίχο, π ίσω και πάνω από τον πάγκο του χάντσικου, του ταβερνιάρη δηλαδ ή . Ήταν γραφικότατο τ ο θ έαμα που παρουσίαζαν. Τα κέρατα-ποτήρια αυτά ήταν σε δ ιάφορα μι:: ιέθη, άλλα των εκατό δραμιών, άλλα της μισής κι άλλα της μιας οκάς γ ια τους δυνατούς και μερακλή δες πότες. Κι η συμποσιακή τάξη έλεγε πως ο δυνατός πότη ς κ ι ο καλός δ ιασκεδαστή ς έπρεπε να πιει μονορρούφι, απνευστί, το περιεχόμενο του κεράτου, αλλιώς ήταν περιφρονητέος. Σκεφθείτε κρασοαντοχή να κατε βάζε ις μισή ή μία οκά κρασί στη φορά, κρασί, και τι κρασί παρακαλώ, μαύρο κ ιρτζήδικο μπρούσικο, δυνατό κρασί! Γι αυτό και μερικοί που δεν άντεχαν, έ βλεπαν τον ουρανό σφο ντύλι, και τους έπαιρναν οι συμπότες τους σηκωτούς και τους ξά πλωναν σε κρε βάτι-φορείο, που διέθ ετε επί τούτου κάθε τουχάν, λαμβάνοντας πρόνοια για τους οπωσδήποτε μελλοντικούς "νοκ-άουτ" και τους οποίους μετέφεραν σε παραπλεύρως ε ιδικό δωμάτιο. Και το γλέντι συνεχιζόταν. Το όργανο έπαιζε συνεχώς κι όλοι τραγου δούσαν το αγαπητό λα"ίκό τους τραγούδι . Α πα τέλ ια Ντέλ ι - ντέλ α, ντέλ ι - ντέλ ια Ντέλ ι - βοτελί βοτέλα Ρανενό- ρανενό ενώ ένας συνεχώς επαναλάμβανε με ψ ιλή φωνή ία, ία, ία, ία, ία, ία, . . . Τ ο όργανό τους ήταν κάτι σαν τη δ ική μας λατέρνα με τ η δια φορά πως ήταν πνευστό και τον αέρα τον δη μιουργούσε ένας χε ιρο κ ίνητος μοχλός και ο ήχος του ήταν σαν του αρμονίου aπαλός και συνεχή ς . 42
Όταν όμως ερχόταν στο κέφι η παρέα και ο χορός διαδεχόταν το τραγούδ ι, τότε άρχιζαν άλλα όργανα, ένα πνευστό σαν ζουρνάς που τον συνόδευαν νταούλια. Βούιζε ο τόπος κι ο ζουρνάς ξεσήκωνε, κ ι άρχιζε το "Τάchι", ο εθνικός χορός των Κιρτζήδων, ο θαυμάσιος εκείνος χορός της λε πτότητας, της ζωηράδας και του ρυθμού. Ο χορευτή ς λικνιζόταν στα ελαφρά και ευγενικά πατήματα και στου ς κυ ματισμούς των χερ ιών, με βή ματα λαφριά κι αθόρυβα, γ ιατί φορούσαν λεπτές μπότες από μαλακό κατσικίσιο ή αρνίσιο δέρμα, που ήταν, και λαιμός και πατούσες, από το ίδ ιο αυτό μαλακό πετσί. Τις μπότες αυτές τις έλεγαν 'Άζιάτσκι", δηλαδή "aσιατικές", μια και τις π·ή ραν από λαούς της εσωτερική ς, ανατολικής Ασίας, πρωτό γονους ίσως αλλά μαέστρους στην κατεργασία του δ έρ ματος και ιδιαίτερα του δ έρ ματος των προ βάτων. Κι ενώ ο χορευτής χόρευε το θαυ μάσιο "Τάchι", ο ι συνδαιτη μό νες χτυπούσαν παλαμάκια στο ρυθ μό της μουσικής και συγχρόνως αναφωνούσαν ρυθμικά "Tαch-τoύch, τάch-τούch", για να συνδαυλί σουν το χορό. Υπ έ ρ ο χο ς αλή θ ε ι α χο ρ ό ς , χο ρ ό ς ρυ θ μο ύ , χ ο ρ ό ς λεπτών κινήσεων, κυ ματισμών κορμιού και χεριών. Κι αν τύχαινε και χορευόταν σε ο ικογενειακή δ ιασκέδαση σε σπίτι, τότε με τον άντρα χόρευε αντικριστά και γυναίκα, κι ήταν θεσπέσιος ο χορός αυτός. Τις λεπτές κ ινήσεις του ανδρός συναγω ν ίζονταν ο ι αιθέριες φιγούρες της γυναίκας που χορεύοντας και κάνοντας κυκλικά γύρω από τον άνδρα φιγούρες, έμο ιαζε με αέρινη πεταλούδα που πετά γύρω-γύρω στη φλόγα της λαμπάδας, πεταλούδα κι αυτή γύρω στην ερωτική όρχηση του άρρενος. Ό μως στα "τουχάνlα" δεν πήγαιναν οι γυναίκες κι ο ι άντρες χόρευαν μόνοι. Όσοι παρακολούθησαν Γεωργιάνικα, λα"ίκά μπαλέτα στο "Βεάκειο" στον Πειραιά στα καλοκαιρινά Φεστιβάλ ή όσο ι θ α παρακολουθήσουν α ς θυμηθούν τ ι ς παραπάνω γραμμές. Κάτι θα διαπιστώσουν, κάτι θα προσέξουν, κάτι θα χαρούν πιο ό μορφα. Κάθε λαός στους λα'ί κούς χορούς του δείχνει την ψυχή του. Κι οι Κιρτζή δες, ο λαός με την ό μορφη ψυχή, έχει ό μορφους χορούς. Κι αφού έπιναν λοιπόν, αφού τραγουδούσαν κ ι αφού χό ρευαν, ερχόταν η ώρα του τελευταίου σταδίου του γλεντιού. Η βόλτα με τα φα'ίτόνια και τα όργανα σ' όλη την πόλη . Ήταν τούτο το επιστέγασμα του γλεντιού, όπως είπαμε παραπάνω. 43
Βόλτα, τραγούδι και όργανα. Κι ο αμαξάς, ο πα·ίτόντσικον, κάπου-κάπου χτυπούσε στον αέρα το καμτσίκι που σφύριζε στον αέρα, κι έτρεχαν τ' άλογα κι ο ι επω χούμενοι γλεντοκόποι παρώτρυναν τον οργανοπαίχτη , βάζοντας στο χέρι του κανένα χαρτονό μισμα. Παίξε, σκύλ ου γέννα. - Τοούκαρε, μαματσάγλο Έτσι γλεντούσαν οι aξέχαστοι εκείνοι Κιρτζήδες, ο ι άνθρωποι της χαράς και του γλεντιού . Πώς να τους ξεχάσεις; Κι αυτό μιμη θήκα με κ ι εμείς οι πιτσιρίκοι. Με πόση συγκίνηση θυμάμαι όλα τούτα τα βιώματα των ευτυ χισμένων εκείνων η μερών τη ς παιδικής η λικίας . . . =
* * *
ΚΙ ΟΜΩΣ ο ι ευτυχισμένες τούτες η μέρες, για μας τα παιδ ιά, κυλούσαν μέσα σε μια ατμόσφαιρα ταραγμένη . Μέσα στη Ρωσία εξακολουθούσε ακό μη να β ροντά το τουφέκι της Επαναστάσεως και στην πατρίδα, τον Πόντο, φούντωναν οι δ ιωγ μοί, οι εξορίες, οι φόνο ι κι η καταστροφή . Το αίμα άφθονα πότιζε τη γη των πατέρων. Στην πατρίδα μας τη Σαντά, τα βουνά γεμάτα αντάρτες, οι μάχες φον ικές και πυκνές, κι ο Ευκλείδη ς με τους λεβέντες του αητός απλόφτερος, σκορπούσε τον αχό τη ς λεύτερης κι αδούλωτη ς Σ αντέι κης πατρίδας. Κι όπως ψ ιλόλιγνη λαφίνα με το κεφάλι ψηλά, τεντωμένα λαιμό κ ι αυτιά, με μάτια ορθάνοιχτα, στέκει ανήσυχη μέσ' στο ολάνθιστο λειβάδι κι αφουγκράζεται μήπως κι από κάπου οσφρανθεί εχθρό και κ ίνδυνο για το μικρό της και βασιλεύει συναγερμός αυτιών, ματιών κι όλων των αισθήσεων της μάνας, ενώ το χαριτω μένο λαφόπουλό της χοροπηδά παιχν ιδιάρ ικο κοντά της, έτσι, σαν τη λαφίνα, κι η μητέρα μου ζει μα ο νους της κ ι η ψυχή της βρίσκεται σε συναγερμό, κ ι όλο σκέφτεται κι όλο αγωνιά για το γ ιο της, για τον Περ ικλή , που έμεινε στη Σ αντά και δεν ήρθε μαζί μας, δεμένος με τον έρωτά του, τη γυναίκα που αγάπησε. Κι η αγωνία της πολύμηνη και δυνατή , σκλάβα την έχει και την τυραννεί τη μάνα. τι να γίνεται ο γιος της μέσ' στην επαναστατη μένη Σαντά, που
44
ο πόλε μος την έχε ι αποκλείσει κι ούτε φωνή κ ι ούτε μαντάτο ; Τι να γ ίνεται ο Περικλή ς της; Ώσπου κάποια μέρα φτάνε ι και το μαντάτο, σκληρό, δραματικό, τραγικό . - Ο Περικλή ς σκοτώθηκε στα βουνά τη ς Σαντάς, στη θ έση Κιμισλή . Τι τραγωδία ! Βογγούν ο ι αυλές τη ς γε ιτονιάς, θρηνεί ο κόσμος των Σανταίων ! Κι η μάνα, η πληγωμένη μάνα, νυχτοή μερα λιώνε ι στο μο ιρολόγι. Ραγίζουν π έτρες στον καη μό της. Βογγά, μοιρολογε ί και κλαίει και ξεριζώνε ι τη ς κ εφαλή ς της τα μαλλιά. Ψωμί δεν μπαίνει στο στόμα, νερό δεν κατ ε β αίνε ι στο λαρύγγ ι. - Παιδ ί μου, Περικλή , γιαβρί μου . Πούναι της λύρας σου ο νηχός, του τραγουδ ιού σου το κελάηδη μα, της λ ε βεντιάς σου η λ ε β ε ντιά, γ ι ε μου , χρυσέ μου κι ακριβέ μου. Παιδί μου, παιδί μου, παιδ ί μου, Περικλή μου, λ ε βέντη μου . Και τότε σκοτεινιάζει και για μας ο κόσμος κ ι ο ι παιδικές χαρές μας θολώνουν. Κατάμαυρα τα ρούχα της γιαγιάς κ ι aξύριστος και θλιβερός ο πατέρας. Μαυροφορούν κι οι αδελφές κ ι aπαρηγόρητος ο αδ ελφός μου ο Θεόφιλος. Πόσο γλήγορα στη ζωή διαδέχονται χαρές και λύπες1 Και πέφτει στο κρεβάτι η μάνα άρρωστη. Από το κλάμμα και τα δάκρυα μια χλο μάδα την κυριεύ ει. - Εξοχή , καθαρό αέρα και καλή δ ιατροφή , λένε ο ι γ ιατροί. Ευτυχώς ε ίναι άνοιξη και φεύγομε για εξοχή , στο Τσι'ί σβάρ, όπως το λέγαν ο ι Κιρτζήδες, και Τσιχτσιβάρ, όπως το λέγαμε ε μ ε ίς οι Έλληνες.
* * *
όλο ι εκτός από τη γιαγ ιά Ζωή και τον πατέρα. Η γ ιαγιά θα συντροφεύ ε ι τον πατέρα κ ι ε κ ε ίνος θ α ε ίναι στο φούρνο του . Το τραίνο ξεκινά. Μπορζώμ, Τσακβ έρ κ ι άλλοι σταθμοί και θ αυ μάσια Καυκασιανά τοπία στη διαδρομή . Και φτάνουμε στο Τσιχτσιβάρ, τον επίγ ε ιο παράδε ισο. ΚΑΙ ΚΙΝΑΜΕ
45
Ένα χωριό παράδε ισος πνιγμένο στο έλατο, στο χορτάρ ι και στ' αγρ ιολούλουδ α. Τα σπίτια ξύλινα από κορμούς έλατου, οι χωρικοί, ο ι πιο πολλοί, παλιο ί, μετανάστες Σανταίοι, άνθρωποι αγαθοί, φιλόξενοι και ή συ χοι. Άφθονο το γάλα, άφθονο το βούτυρο, άφθονο το μέλι, άφθονο το σταρέν ιο ζυμωτό ψωμί. Πόσο όμορφα περνούν οι μέρες εδώ! Αξέχαστες η μέρες. Περιπλανήσεις στις δασωμέν ε ς πλαγιές, στα λιβάδια με τις θη μωνιές του μοσκοβολισμένου θ ε ρισμένου χόρτου, στις πηγές , στο ποτάμι. Μοσκομυρίζει ο αέρας απ' τ' αγριολούλουδα. Χαρά Θ εού. Κόσμος πολύς, ιδίως ευκατάστατοι Σουρμεναίοι από το Βατούμ, πα ραθερίζουν. Εκδρο μές, υπαίθριο ι χορο ί, άλλοτε με λύρα και άλλοτε με μαντολίνα. Η υγε ία της μητέρας μου βελτιώνεται παρά τα κρυφομο ιρο λογή ματα και τα δάκρυα. Κι η ζωή μας κάπως ξαναβρίσκ ε ι το ρυθμό της. Με πόση νοσταλγία θυ μάμαι ακόμη και σή μερα το ωραίο Τσι χτσιβάρ ! Πόσο λαχταρώ ένα ταξίδι-προσκύνη μα στον ό μορφον ε κ ε ίνο παράδε ισο ! Έτσι πέρασαν ο ι μήνες, ή ρ θ ε δυστυχώς ο καιρός τη ς επιστροφή ς στο Κουτα·ίς, στο σπίτι μας. Τέλη Αυγούστου και τα σχολειά θα άρχιζαν μα και ο ουρανός έστελν ε τα μηνύματα του χε ιμώνα που πλησίαζε, στο ορε ινό χωριό . Και γυρίσαμε στο Κουτα·ίς, όμως ο νους κι η ψυχή μου συχνά ήταν εκε ί.
* * *
ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ� .-·ή ταν Σεπτέ μβριος μήνας, έβλεπα τη μητέρα μου να συζητά με τη μικρή ι,tου αδελφή την Ουρανία κάτι, φαίν εται, σο βαρό και να με κοιτάζουν καθώς συνομιλούσαν. Εγώ β έ βαια πέρα βρέχει. Τι να καταλάβω; Ό μως το πρωί που ετοιμάστηκαν ο ι αδελφ ές μου να φύγουν για το σχολ ε ιό, όπως κάθε πρωί - μου λέει η Ουρανία. - Σιμονάκι θα σου πω κάτι. ΠρόσΕ-χε. Σήμερα � πρωί θα 46
μοιράσουν στα παιδιά στο σχολε ιό κόλλυ βα. Νόστιμα κόλλυβα με κουφέτα και αμύγδαλα . Θ έλεις νάρθεις να πάρ ε ις κ ι εσύ ; - Θέλω. Ήξερε β έβαια την αδυναμία μου όπως όλων των παιδιών, στα κόλλυ βα. Και πήγα. Με πή ρε από το χέρι και κ ινήσαμε. Φτάσαμε στην απάνω γ ε ιτονιά, προς τη γνωστή μας Γκόρα, σ' ένα στενόμακρο μονώροφο κτίριο με πολλά παράθυρα και μεγάλη αυλή . Αγόρια και κορίτσια πολλά τρέχανε άνω-κάτω. Σ ε μια γωνιά μερικά κορ ίτσια παίζανε "κιτσιχτόν"( = κουτσό), αλλού αγόρια παί ζανε "λίντσια" ( = μπίλλιες). Μερικά παιδιά - από τα πιο μεγάλα - κρατούσαν στο χέρι β ιβλίο και δύο - δύο πηγαινοέρχονταν από τη μία ως την άλλη άκρη της αυλή ς και λέγαν λέγαν και κοίταζαν κάπου-κάπου το β ιβλίο τους. Στο κ εφαλόσκαλο της ε ισόδου στο κτίριο, ένας άντρας με για λιά, ακίνητος και κρατώντας μια β έργα, παρακολουθούσε τα παιδιά. Μια κυρία ύ στερα από λίγο πήγε και μαντάλωσε τη βαριά εξώπορτα κι αμέσως χτύπησε το κουδούνι. Τα παιδιά όλα έτρεξαν και κ άναν ε γραμμές. Η αδελφή μου η Ουρανία με πήρε από το χέρι και μ' έβαλε στη γραμμή με άλλα μικρά παιδάκια της ηλικίας μου. - Εδώ ε ίναι η τάξη σου, μου ε ίπε. Είναι "η Μηδενική τάξη" . Φέτο θ α ε ίσαι ε δ ώ . Άμα μεγαλώσεις κ α ι ε ίσαι κ α ι καλό παιδί θ α πας στην "Πρώτη τάξη". Κοίταξε να ε ίσαι φρόνιμο και προσεκτικό παιδί, έτσι ; - Και τ α κόλλυβα; ε ίπα εγώ. - Θα τα πάρεις κι αυτά, όταν σχολάσουμε το μεση μέρι. Κι έτρεξε στη γραμμή τη ς λέγοντας. - Στο δ ιάλειμμα θα σε δω να μου πεις αν σ' άρεσε το σχολε ιό, καλά; - Καλά, απάντησε μελαγχολικά. Ήταν μικρό πράμα να πας για κόλλυβα και αντί γ ι' αυτά να σε μαντρώσουν; Έτσι εκείνη στην τάξη της κι εγώ κρατώντας το χεράκι ενός άλλου μικρού σαν εμένα, προχώρησα με τ' άλλα παιδιά και πήγαμε στην τάξη μας. Κοίταζα με περιέργεια γύρω μου τα θρανία, τον π ίνακα, την έδρα του δασκάλου και τ' άλλα τα παιδάκια που κάθονταν φρόνιμα και με κοίταζαν κι αυτά με π εριέργεια. Μερικά 47
ήταν απ' την γειτονιά μας. Σ ε λίγο μπήκε ο "κύριος". Ήταν ο Αλκι βιάδης Μιχαηλίδης, ο Άλκης τη Χαλήλ, όπως τον λέγαμε κοινώς. Ήταν ένας νεαρός που εδώ και μερικά χρόνια ε ίχε τελειώσει το σχολε ιό μας και η Σχολική Εφορία, επε ιδή ήταν άριστος μαθητή ς και καλό παιδί, τον δ ιώρισε, ας πού με σαν δάσκαλο, σαν νηπιαγωγό, και μάθαινε κανένα τραγουδάκι, καν ένα πο ιη ματάκι, κανένα παρα μυθάκι στα παιδάκια. Ήταν καλός "ο κύριος", ο Άλκης, και τα παιδάκια τον αγα πούσαν, όπως τον αγάπησα σύντομα κι εγώ. Πέρασε η πρώτη ώρα της μαθητική ς μου ζωής και στο διάλε ιμμα ή ρ θ ε η Ουρανία, μ' έδωσε ένα πούπλικον ( κουλουράκι) και μου ε ίπ ε . - Ήσουν καλό παιδί; Ε ί δ ε ς τ ι ωραία που ε ίναι το σχολε ιό; Είναι καλά τα παιδάκια της τάξης σου; Είδ ε ς τι καλό δάσκαλο έχε ις; - Είναι καλός ο κύριος, ο Άλκης, και μας έμαθ ε ένα τραγου δάκι. Να με φέρ ε ις κι αύριο. Καλά, Ουρανία; - Θα σε φέρω κ ι αύριο και μεθαύριο κ ι όλον το χειμώνα ως τις εξετάσεις. Πού νάξερε κι αυτή κ ι εγώ πως όχι μόνο μέχρι τις εξετάσε ις μα μια ολόκληρη ζωή , ως τα ε ξηνταπέντε μου χρόν ια, θα πήγαινα στο σχολε ίο ! πρώτα σαν μαθητή ς κ ι ύστερα σαν καθηγητής; Ποιος ξέρει το μέλλον και τη μοίρα του; Έτσι άρχισα τη μαθητική μου ζωή που άρχισε από αγάπη στα κόλλυβα. Έμαθα γράμματα που ξεκίνησαν από τα κόλλυβ α χωρίς να ε ίναι και . . . κολλυβογράμματα, πιστεύω. Όταν τελείωσε η σχολική χρονιά όχι μόνο ξεχάστηκαν αταξίες στη γειτονιά, μα έμαθα κι αρκετά τραγουδάκια, παραμυθάκια και το σπουδαιότερο να μετράω και να γνωρίζω και να ξέρω απ' έξω την Άλφα-Βήτα. Έτσι φτάσαμε στις εξετάσεις. =
* * *
Ο Ι ΠΑΛΙΟΙ ξέρουν πώς γ ίνονταν ο ι εξετάσεις τα χρόνια ε κ ε ίνα. Στην αυλή του Σχολε ίου έβαλαν ένα τραπέζι. Πάνω στο τραπέζι τα ενδε ικτικά των παιδ ιών κατά τάξη . Στο τραπέζι καθισμένοι, ο Παπάς, ο Πρό εδρος της Κοινότητας, ο Πρόεδρος και τα μέλη της Σχολικής Εφορίας, οι Δάσκαλοι και δ εξιά κι αριστερά τους σε κα θ ίσματα προύχοντες της παροικίας. Πίσω σε άλλες σειρ ές οι γονε ίς
48
και κη δ ε μόνε ς των παιδ ιών . Στην άκρη δ εξιά από τα καθίσματα ένας μαυροπίνακας. Αφού γινόταν αγιασμός και λογοδοτούσε στην Παρο ικία ο Πρό ε δρος της Σχολικής Εφορίας για την εργασία του Σχολείου στο σχολικό έτος που πέρασε, και μιλούσε κι ο Διευθυντής του Σχολείου για την επίδοση γενικά των μαθητών, άρχιζε η εξέταση . Ο Δάσκαλος της εξεταζομένη ς τάξεως καλούσε έναν μαθητή και, αφού διάβαζε τη βαθμολογία του στο ενδε ικτικό του , τον παρέ διδε προς προφορική πια εξέταση από τους πρόκριτου ς, τον παπά και τους άλλους, ενώπιον του ακροατηρίου. Κι άρχιζε το μαρτύριο των παιδιών που σχεδόν πάντα η εξέταση γινόταν ιεροεξέταση , μέσα στα όρια β έ βαια της δ ιδαχθ είσης ύλη ς της χρονιάς, ιδίως ό μω ς για τους αδύνατους μαθητές. Στις εξετάσε ις αυτές εξεταζόταν και "η Μηδενική i:άξη", η δική μου δηλαδή τάξη . Και_ β έ β αια ήρθε κι η δική μου σειρά. - Λιανίδης Συ μεών, φώναξε ο Άλκης ο "δάσκαλός" μας. Θ ε έ μου, τι καρδ ιοχτύπι! Έτρεμα το καη μένο σαν σπουργίτι στον χε ιμώνα. Ο Άλκης ο δάσκαλός μου έγραψ ε με κ ιμωλία στον πίνακα τα πρώτα π έντε γράμματα του Αλφάβητου Α,Β,Γ,Δ,Ε και με ρώτησε . - Μπορείς, Λιανίδη, να μας πεις ένα-ένα τα γράμματα αυτά; Εγώ δείχνοντας καθένα με το χεράκι άρχισα. - Αυτό το γράμμα είναι Αααα, αυτό το γράμμα είναι Βουουου , αυτό το γράμμα είναι Γουουου, αυτό το γράμμα είναι Δου, δου, δου κι αυτό το γράμμα είναι . . . αυτό το γράμμα είναι . . . είναι και κόλλησα στο Ε. - Αυτό το γράμμα είναι; ρώτη σε ο Παπάς. Κι εγώ χαμένος και ε ιλικρινής φώναξα. - Αυτό το γράμμα είναι . . . δ εν ξέρω. Ξέσπασαν γέλια και χε ιροκροτή ματα. Γελούσαν και χε ιροκρο τούσαν την άγνοια ή την παιδική μου ε ιλικρίν ε ια και τον αυ θορμη τισμό μου. Κι ο πατέρας μου καθ ισμένος ανάμεσα στους πρόκριτους χει ροκρότησε κι εκείνος το αθώο πάθη μα του νεοσσού του, χαμογελα στός. Το πε ριστατικό αυτό , το πρώτο μαθητικό μου . . . κατόρθ ωμα, το λέγαμε αργότερα, τον καιρό τη ς κατοχής, στη Νέα Σ άντα, με τον Άλκη τη Χαλίλ, τον πρώτο δάσκαλό μου, και γελούσαμε όταν εκείνος ήταν πια χιονοσκεπασμένος αγρότη ς κ ι εγώ με τη σειρά μου τώρα 49
καθηγητή ς του γιου του . Τα χρόνια είχαν περάσει κι ο καθείς βρισκόταν όπου τον έφε ραν οι καιρο ί. Ό σο έζησα στη Νέα Σάντα, όσο συναναστρεφό μουν τον Άλκη τη Χαλίλ, ουδέποτε με απέλιπεν ο σεβασμός προς τον πρώτο μου δάσκαλο που, ύστερα από τόσους κόπου ς και προσπάθειές του , ο μαθητή ς του κατόρθωσε να μεταβαπτίσει το γράμμα Ε σε γράμμα . . . "Δεν ξέρω " .
***
ΕΙΝΑΙ ωραίος ο χειμώνας εδώ στον Καύκασο και σ' όλη τη Ρωσία γενικά. Άσπρη κάτασπρη σήμερα η αυλή, άσπρος κάτασπρος ο δρόμος, άσπρη κάτασπρη η γειτονιά κ ι η πολιτεία ολόκληρη . Χιόνιζε όλη νύχτα κι ακόμα χιονίζει. Πυκνό πέφτει το χιόνι σε λευκές νιφάδες και φαίνονται θολά τα σπίτια, απέναντι, της γειτονιάς με τις καπνοδόχους που καπν ίζουν. Το χιόνι κάθε χειμώνα πέφτει εδώ στο Κουτα'ίς και σ' όλον τον Καύκασο και στη Ρωσία πολύ, ένα και δυο μέτρα πολλές φορές. Γι' αυτό ο ι δη μαρχίες των πόλεων έχουν ειδικές υπη ρεσίες ξε χιον ίσματος για τα σπίτια και τους δρό μους, του ς δρόμους που γί νονται αδιάβατοι απ' το πολύ χιόνι. Οι στέγες των σπιτιών β έβαια κ ινδυνεύουν να "κάτσουν" κάτω από το λευκό βάρος του χιονιού, όπως συμβαίνει και σή μερα και γι' αυτό να! πάνω στις στέγες ειδικευ μένοι εργάτες με φτυάρια τις ξεχιονίζουν. Ο κεντρικός δρόμος της πόλη ς που περνάει μπροστά απ' το σπίτι μας είναι έρη μος, σκεπασμένος από το παχύ χιόνι κι ούτε διαβάτη ς κι ούτε λινέικα, ούτε φα'ίτόν φαίνεται να περνάει. Έτσι φαίνεται. Μα δεν είναι έτσι. Η δη μοτική υπηρεσία ξεχιονίσματος, που είπαμε παραπάνω, έχει σκάψει το χιόνι του δρόμου αυτού, που σή μερα είναι δυο μέτρα, και άνοιξε δυο μονοπάτια, το ένα για "πήγαινε' και το άλλο γ ια "έλα" σ' όλο το μήκος του, κι εκεί κυκλοφορούν οι άνθρωποι αθέατοι, αθόρυβοι και β ιαστικοί. Γι' αυτό φαίνεται έρημος και γι' αυτό κοίταζα και δεν έβλεπα
50
διαβάτη . - Σταμάτησε λοιπόν η ζωή στην πόλη ; Γιατί αυτό, μητέρα; Χαμογέλασε εκείνη . - Όχι, πουλί μ'. Κυκλοφορούν οι άνθρωποι αλλά δ εν τους βλέπομε. Και μου εξήγησε το μη φαινόμενον του φαινομένου. - Θέλω να πάω κι εγώ εκεί στο δρόμο να κυκλοφορώ aόρατος, όπως στα παραμύθια που μας λέει η γιαγιά η Ζωή . - Κάν ει κρύο, γιαβρί μ', και θα κρυώσεις. - Θέλω να πάω, μητέρα. Κι άρχισα το γνωστό ψ ευτοκλάμα και το επί τόπου ποδο βολητό των παιδιών. - Κι αν κρυώσεις κι aρρωστήσεις τι θα πω στον πατέρα σου ; - Ο πατέρας μου μ' αγαπά. Δεν κρυώνω, δε θα πάθω τίποτα. Έκανε πως την έπεισα. Μου έβαλε χοντρές μάλλιν ες κάλτσες, τις μπότε ς μου , τις λα στιχένιες γαλότσε ς που φορούσαν τότε οι άνθρωποι στις κρύ ε ς και βροχερές η μέρες του χειμώνα, μ' έβαλε στο κεφάλι το αρνίσιο παπά χ' που μου αγόρασε , όπως θυ μάστε , ο πατέρας μου , το βαρύ παλτό μου με το γούνινο το γιακά, τύλιξε στο λαιμό μου ένα μάλλινο χοντρό κασκόλ, αφού κούμπωσε απάνω ως το λαιμό τη ρου μπάοκα μου . Ύστερα . - Περίμενε, μου ε ίπε. Περίμενα. Βγήκε στο μπαλκόνι του σπιτιού μας, όπου , απ' το χείλος της στέγης, έσταζαν σταλαγματιές απ' τα κρυστάλλινα ραβδιά, που κρέ μονταν σαν πολυ έλαιοι και φώναξε. - Αντρονίκη, ε Αντρονίκη. - Ορίστε , απάντησε η Αντρονίκη του Μουρατχάν, η γειτόνισσα με τα χοντρά μάτια. - Ο Στοφοράκης σου πού ε ίναι, Αντρον ίκη ; - Ακόμα εδώ είναι, θ ε ία Ευρύκλη . Ετοιμάζεται. - Για πού ; Θα τον βγάλεις έξω ; - Ναι, θ ε ία Ευρύκλη . Τι ν α κάνω; Κλαίει και θέλει να πάει να νοικιάσει από το Φίλπον αντίκρυ μια σάγκα ( μικρό ατομικό έλ κυθρο) να κάνε ι στο χιόνι, στην κατηφόρα καπάτσας ( καβαλίκα ) . - Ε, τότε α ς πάνε μαζί μ ε το δικό μου, τ ο Σιμωνάκη . Μόνο φοβού μαι μην κρυώσουν. - Τι να πω, θ ε ία Ευρύκλη ; Τα παιδιά σή μερα έγιναν θ ελημα=
=
51
τοπλέρωτα. Είπαν και μας αμόλυσαν οι μάν ε ς μας. Κι όπως όταν λύσεις δ ε μένο σκύλο κι εκε ίνος αμολιέται σαν σφαίρα, έτσι κι ε με ίς πεταχτήκαμε έξω. Στην εξώπορτα της αυλής πιαστήκαμε χέρι με χέρι με το Στο φοράκη και δρόμο, χοροπηδώντας σαν λαγουδάκια. Πότε και πώς βρεθήκαμε απέναντι στο μαγαζί του Φίλπου, δεν ξέρω. Εκείνο που θυ μούμαι ε ίναι πως πληρώσαμε ο καθένας μας τα καπίκια που μας ζήτησε ο Φίλπον, πήραμε στον ώ μο τη μικρή ατομική σάγκα που νοίκιασε ο καθ ε ίς και τρέξαμε να πάμε στην κατηφόρα, όπου κι άλλα παιδιά της γε ιτονιάς κάνανε καπάτσας με σάγκα. Β άλαμε κι ε μ ε ίς τις δ ικές μας σε κατάλληλη θ έση κι αμολυθήκα με σαν βολίδ ε ς στην κατηφοριά. Η σάγκα μας, γλιστρώντας στο χιόνι, έτρεχε κατηφορίζοντας μέχρι το τέρμα της κατηφοριάς κι εκεί σταματούσε . Κατε βαίναμε, τη φορτωνόμασταν κι ανεβαίναμε στην αφετηρ ία μας, ξανακαβα λούσαμε και δόσ' του ξανά και ξανά και ξανά. Πόσες φορές απολαύσαμε την καπάτσα, πόσες φορές ανε βοκα τε βήκαμε την κατηφόρα, πόσες φορές εκτροχιάστηκ ε η σάγκα μας κι έφαγε χιόνι η μύτη και τα φρύδια μας και πόσε ς φορές κατρα κυλήσαμε στο χιόνι με γ έλια, με φωνές και αλαλαγμούς χαράς κι ευτυχίας ! Άσε τα Χι,ο νοκούaτι,α" ( = οι χιονομπάλες) που φάγαμε ! Τι κι αν πολλές φορές χτυπούσαμε και πονούσαμε. Τι ση μασία έχε ι; Στη χαρά και ο πόνος ε ίναι ευχάριστος . Αυτά έγιναν τόσες φορές, που στο τέλος κ ι ε μείς χορτάσαμε αν χορταίνουν ποτέ το παιχνίδ ι τα παιδιά - κι ο Φ ίλπον μας ανακά λεσε, γ ιατί ο χρόνος της ενοικιάσεως τελε ίωσε. Κουρασμένοι, ευχαριστη μένο ι αλλά και μελαγχολικοί, σαν τους καλογήρους που γυρνούν από την πόλη στο μοναστήρ ι τους, γυρίσαμε στο σπίτι μας. Κόκκινες οι μυτούλες μας, κόκκινα σαν παντζάρια τα χεράκια μας, ό μω ς μάτια λαμπερά από χαρά και κορμάκια ζεστά απ' τον πυρετό του παιχνιδιού. Κι ύστερα η μητέρα, η χρυσή μανούλα, έ βαλε στο τραπέζι το βαθύ πιάτο με τα αχνιστά "μυλιαστά λάχανα" ( = καρυκευμένα με καλαμποκάλευρο) με το μπόλικο το κόκκινο καυτερό πιπέρι και το "άλε ιμμαν ας σην καβουρ μάν" ( = λίπος από καβουρ μά) ή μπορτς ρούσικο με χοιρινό κρέας και το καψαλισμένο στη σόμπα σταρ ένιο 52
ψωμί, ενώ ο πέόκον ( = η σόμπα) εκιουρκιούριζεν ( = έκανε κιουρ κ ιουρ) καίγοντας δυνατά τα χοντρά ξύλα. Ήταν και ε ίναι όμορφος ο χειμώνας στο Κουτα"ί ς, στον Καύκασο και γ ενικά στη Ρωσία. " Τι ουν ταύτα λέγ ε ις η μίν, ε ίπο ι τις αν " , ε ίπε κάποτε ο Δη μο σθένης στους Αθηναίους : "Γιατί μας τα λες αυτά, θα μπορούσε να πει κανείς ". " Φη μί πάντα ταύτα " , λέγω όλα αυτά και τα γράφω, για να υπάρ χει μια, έστω μια, πλαγιοπεριγραφή της ζωής των Ποντίων και στη Ρωσία, όπου πολλές χιλιάδ ες Πόντιοι βρήκαν καταφύγιο και έζησαν με νέους όρους ζωής, όσες φορές η ζωή στη γενέτειρα έγινε αβά σταχτη απ' τη συστηματική βαρβαρότητα του αλλοθ ρήσκου. Γνωστόν ότι η ζωή στον Πόντο έχει περιγραφε ί, λεπτομερέστερα πολλάκις. Αλλιώς όλα αυτά που λέχτηκαν ή και θα λεχτούν παρακάτω θα ήταν απλές αναμνήσε ις ατομικές χωρίς καμιά καθολικότητα και ίσως ενδιαφέρον. Πάντως συνεχίζουμε και σύντο μα θ α μπού με στο Β ' μέρος της όλη ς ε ργασίας μας. Ας ε ίναι. Συνεχίζομε λοιπόν.
* * *
το ΡΙΟΝ ε ίναι ποτάμι της Γεωργ ίας. Είναι ο Φάσις τη ς αρχαιό τητας. Το ποτάμι αυτό διασχίζε ι το Κουτα"ίς από τη μια άκρη ως την άλλη , από Ανατολή προς Δύση, και χύνεται στη Μαύρη Θάλασσα, στον Εύξεινο δηλαδή Πόντο. Ε ίναι ένα ποτάμι όμορφο με τις κατάφυτες όχθε ς και τους μαιάν δρους του, ε ίναι όμως ορμητικό κ α ι κυρ ίως μέσα στην πόλη , αν και παραποταμίσκος του σ' ένα παραδείσιας ομορφιάς αγρόκτη μα στη " Φέρμα " ε ίναι θαύμα γαλήνης και ο μορφιάς. Εκεί γίνονταν εκδρο μές, " π ικ -νικ " και μπάνια από τους πολίτες. Μα μέσα στην πόλη , που, όπως ε ίπαμε, τη διασχίζει, το ποτάμι ε ίναι πολύ ορμητικό, θολό, με όχθ ες γλιστερές και με μεγάλο βάθος νερού. Ένα βουητό δυνατό συνεχές ανατριχιαστικό ακούγεται όλο το ε ικοσιτετράω (> ο . Κ ι ε ίναι μάστιγα για την πόλη κ α ι να γιατί.
53
Η πόλη δεν έχει δίκτυο ύδρευση ς. Ο ι κάτοικοι υδρεύονται από το ποτάμι αυτό. Αντλούν νερό απ' το νερό του, το διυλίζουν, το λαγαρ ίζουν και το χρησιμοπο ιούν και για την ο ικογενειακή, σπιτική λάτρα, μα και για πόσιμο. Οι κοπέλες τη ς πόλη ς σκύβοντας στις υγρές, απότο μες και γλι στερ ές όχθες του βάζουν τα σκεύη τους στο νερό, που τρέχει άγριο και ορμητικό, τα γεμίζουν και τα ανασύρουν με δυσκολία και κ ίν δυνο. Ό μως πόσες και πόσες κοπέλες γλιστρούν, παρασύρονται από τα βαριά γεμάτα σκεύη τους και πέφτουν στο ποτάμι! Τα ορμητικά νερά τις σέρνουν, τις κλώθουν μέσ' στην ορμή τους κι ο θάνατος, ο τρομερός πνιγμός, αρπάζει τα ν ιάτα και καταπίνει τη ζωή . Τι δράμα, τι τραγωδία να 'ξερες! Να σήμερα μια τέτοια τραγωδία συνέχει την πόλη . Στις όχθες, σ' όλο το μήκος του ποταμού μέσα στην πόλη , γυ ναίκες θρηνούν, τραβούν τα μαλλιά τους και κλαίνε. Το ποτάμ άρπαξε πάλι μια κοπελιά. Τι τραγωδία, τι θρήνος! Θεέ μου τι θρήνος! Θρήνος μιας ολά κερης πολιτείας, που θρηνεί τα νιάτα, τα πνιγμένα ν ιάτα, που σέρ νονται στη ροή του ποταμού. Το θλιβερό κορμί σέρνεται, πάει, κυλιέται στον υγρό κατήφορο, βουλιάζει και ξαναφαίνεται, ξαναχάνεται και ξαναπροβάλλει άψυ χο, θλιβερό και άμο ιρο. Κι ύστερα από ώρα πολλή το δύστυχο κουφάρι σταματά πλεγ μένο στο δ ίχτυ , που έχει απλώσει γι' αυτόν τον σκοπό σ' όλες τις γέφυρες της πόλης η δημαρχία. Μάστιγα στ' αλήθεια για την πόλη το ποτάμι τη ς. Ήταν το Ριόν, ο Φάσις, το θεριό, ήταν το ζωντάνεμα του παρα μυθιού, ήταν ο δράκος που έδ ινε νερό στην πόλη αφού έτρωγε μια απ' τις κοπέλες της . Και κανείς δυστυχώς ούτε το κράτος ούτε ο Δή μος κι ούτε κανείς άλλος φρόντισε να σώσει τη δύστυχη πόλη και τους κατοίκους της από τον τρομερό κυλινδού μενο τούτον δράκοντα. Ό μω ς αργά και μετά παρέλευση χρόνων και χρόνων, ή ρθε το βασιλόπουλο - το Σοβιετικό Κράτος - που όπως εκείνο σκότωσε το δράκο έτσι και τούτο με μεγάλα έργα γύρισε το ρου του ποταμού έξω από την πόλη και σή μερα εκεί στις καινούργιες όχθες του όρ54
θωσε εργοστάσιο τρακτέρ και αυτοκινήτων και έσωσε την πόλη. Σ-.ι.ότωσε το δράκο. Ποιο ς είναι αυτός που έζησε εκεί και δε θυμάται τις τραγικές εΚείνες η μέρες των πνιγμών, των θρήνων και των κοπετών ! Ακό μη θυμάμαι την καη μένη τη μητέρα μου , που αγωνιούσε όπως τόσες άλλες μάνες, μέχρι να ξαναγυρίσουν οι αδελφές μου, που πήγαιναν στο ποτάμι να γεμίσουν τα "χαλκοτσούκι_α " ( = χάλκ ι νες νεροστάμνες) και την ανακούφισή της όταν τις έβλεπε να επι στρέφουν με τα δοχεία στον ώ μο σαν υ δροφόρες από παράσταση αρχαιοελληνικού αγγείου. Έκανε το σταυρό της κι έμπαινε στο βασίλειό της, στην κουζίνα, μουρμουρίζοντας. - Παναtα να φυλάτς τα γιαβρία μ' και τη χώρας πα να μη ανασπάλτς.
***
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ζωή των Ποντίων στο Κουτα·ίς, και στη Ρωσία γενικά, ήταν ή συχη και μετρη μένη στις πόλεις, και ταπεινή και πα ραδοσιακή στα χωριά, που είχαν κατο ικήσει πολλοί Πόντιοι, οι ο ποίοι ήρθαν προ πολλών δεκαετιών, σπρωγμ ένοι από τις εκάστοτε έκρυθ μες καταστάσεις διωγμών και δηώσεων. Κι ήταν, ως γνωστόν, πολλά τα χωριά αυτά. Ας αναφέρομε τα χωριά τη ς περιοχής του Τιφλίς, του Βατούμ, του Σοχούμ και πολλά άλλα. Χωριά καθ' ολοκληρ ίαν ποντιακά με έντονο το παραδοσιακό πολιτιστικό χρώμα της υπαίθρου του μητροπολιτικού Πόντου. Χωριά που ακόμα και σήμερα, ο ι Έλληνες Πόντιο ι, που τα κατο ικούν, διατηρούν την ποντιακή δ ιάλεκτο, τον ελληνοποντιακό παραδοσιακό τρόπο ζωής. Ας είναι. Αυτά είναι άλλα θ έ ματα σοβαρά και πολλά, τα οποία χρήζουν ειδικής μελετη ς και περιμένουν τον συγγραφέα και ερευ νητή τους. Η κοινωνική λοιπόν ζωή , στις πόλεις, των Ποντίων ήταν ή συχη και ανάλογη με τις συνθήκες των καιρών και των καταστάσεων. Επικεφαλής τους στεκόταν πάντα ο κοινοτικός τους σύλλογος, ρυ θ μιστής πάντα των ομαδικών εμφανίσεων της παροικίας, αλλά και σ' άλλα πολλά θ έματα της ζωής αρμόδιος κατ' εξουσιοδότηση να 55
έχει λόγον. Με τον Πρόεδρο και το Συμβούλιό του οργάνωνε και ρύθμιζε κάθε εορταστική κοινοτική εκδήλωση , ψυχαγωγική, ε θνικής ή θρη σκευτικής μνημοσύνης κλπ. Οι Πόντιοι των κοινοτήτων αυτών, της παροικίας δηλαδή, πήγαι ναν κατά προτίμηση στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία τη ς πόλης τους αλλά και στις εκκλησίες των ομόθρησκων Ορθοδόξων Γρουζί νων επίση ς . Έδιναν , όσοι μπορούσαν , τον όβολό τους στο δ ίσκο που έβγα ζαν στην εκκλησία για το Φιλόπτωχο, για την Εκκλησία και το Σχο λείο. Τις μεγάλε ς γιορτές Χριστούγεννα, Αγίου Βασιλε ίου, Φώτα, Πάσχα τις γιόρταζαν με συ μμετοχή και κατάνυξη, με πολλές διασκ ε δάσεις και χαρά, μαζί μ ε τους Κιρτζήδ ε ς και τους Ρώσους, που ήταν φιλέορτοι και φιλέλληνες μα και αγαπητοί στους Ποντίους για τη μεγάλη τους καρδιά και την άδολη αγάπη και τη φιλοξενία τη ς πατρίδας του ς στον ταλαίπωρο και διωγμένο ελληνικό ποντιακό λαό. Στους aυλόγυρους των εκκλησιών, μετά την απόλυση , μαζεύο νταν σε παρέες-παρέες συγγενείς, φίλοι και γνωστοί, και τα λέγανε τις Κυριακές και τις άλλες γιορταστικές η μέρες. Έπαιρναν μέρος σ' όλες τις εκδηλώσεις και στις συνελεύσεις του κοινοτικού συλλόγου τους και έδειχναν άμεσο ενδιαφέρον για τα προβλή ματα της παροικίας τους . Οργανωμένοι Όμιλοι από τ ο Σύλλογο έψελναν τ α Κάλαντα τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά και τα έσοδα πήγαιναν για το Σχολειό. Πολλές φορές με εράνους συγκέντρωναν χρή ματα και τα 'στελ ναν στις χειμαζόμενες ιδιαίτερες πατρίδε ς τους στον Πόντο ή βοη θούσαν πενόμενους συμπατριώτες τους που δεν μπόρεσαν ακόμη να ορθοποδήσουν στη νέα τους ζωή εδώ στον ξένο τόπο . Για την τακτοποίηση των φτωχών β έβαια, σε τέτοιε ς περιστά σεις, ήταν άμεση η φροντίδα του Συλλόγου και της ε κκλησίας τους. Ζητιάνος Έλληνας δεν υπήρξε ποτέ στις Ελληνικές τούτες πα ροικίε ς. Τα σχολε ία λειτουργούσαν άψογα, διατηρώντας επικοινωνία με το Υπουργε ίο τη ς Παιδείας των Αθηνών, απ' όπου προμη θ εύονταν τα σχολικά βι βλία και τα προγράμματα εκπαιδεύσεως. Οι δάσκαλοι ήσαν ενθουσιώδεις εκπαιδευτικοί, συνή θως από φοιτοι κατωτέρων Σχολών και μερικές φορές απόφοιτοι του Φροντι56
στηρίου Τραπεζούντας, που κατέφυγαν κι αυτοί στη Ρωσία για τους ίδ ιους λόγους με τους συμπατριώτες τους Ποντίους Έλληνες. Τα σχολεία αυτά των κοινοτήτων στάθηκαν κ έντρα μορφώσεως αλλά και αγάπης προς τη μητέρα Ελλάδα. Οι εξωοικογενειακές ψυχαγωγίες τους ήταν το ρωσικό τσίρκο, το "τσιρκ " ρωσιστί, όπου παρακολουθούσαν, εκτός από τις συνηθι σμένες ακροβατικές και θηριοδαμαστικές επιδ ε ίξε ις, και αγών ε ς πάλη ς, που ήταν προσφιλές θ έαμα στους απλο"ί κούς θ ε ατές της ε ποχή ς εκείνης. Πήγαιναν επίσης στους κινη ματογράφους τη ς εποχής ε κ ε ίνης, όπου έβλεπαν τις δ ιάφορες προβαλλόμενες "καρτίν ε ς " ( = ταιν ίες), μα το π ιο ση μαντικό θ έαμα που χαίρονταν ήταν όταν ο σύλλογός τους οργάνωνε θεατρική παράσταση ή διοργάνωνε χοροεσπερίδ ε ς . Τ η ν από αρχαιοτάτων χρόνων αγάπη των Ελλήνων στο θέατρο δ εν ήταν δυνατό να μην κληρονομή σουν ο ι Έλληνες Πόντιο ι. Και ξέρομε την αγάπη τους αυτή που ανέ δ ε ιξε και συγγραφείς δραμάτων και κωμωδιών στην κλασική ελλην ική αρχαιότητα. Ερασιτεχνικοί τους θ ίασοι έπαιζαν Περεσιάδη , Κορομηλά, Ξ ε νόπουλο, Μ ελά κ ι άλλους Έλληνες θεατρικού ς συγγραφε ίς, εκτός β έβαια από τους επαγγελματικούς ελληνικούς θ ιάσους που επισκέ πτονταν πότε-πότε τις πόλε ις τους. Έπαιζαν βέ βαια και ποντιακά θεατρικά έργα, όπως "τη Τρίχας το γεφύρ", "τη Χοτλάκ'ς " κι άλλα οι ερασιτεχνικοί ποντιακοί θ ίασο ι των πόλεων. Οι παραστάσεις δίνονταν στο Σχολείο, όπου σε μια αίθουσα, την πιο μεγάλη ασφαλώς, κατασκευάζανε σκηνή ή σε κάποια ιδιωτική μεγάλη αίθουσα κατάλληλη β έ βαια. Ο κόσμος χαιρόταν τις παραστάσεις και στο τέλος έκανε και την κριτική του. - Μω σε ο Λάμπον ξάι κι' εγνωρ ίουτον. Ντ' έ μορφα επογιά τζαν' ατον. Εποίκαν ατον μουστάκ' και γένε ια. Πολλά έ μορφον έτον το έργον. Έκλαψα κι όλα. Οι νεαροί ερασιτέχνες έπαιζαν ωραία και σε μια τέτοια παρά σταση δέχτηκα το πρώτο βάπτισμα του θ ε άτρου . Θολά και ακαθόρι στα θυ μάμαι τη σκηνή και τους η θοποιούς να παίζουν. Από το κ ε ίμενο του έργου δε θυμάμαι ούτε λέξη . Πόσοι έρωτε ς μπλέχτηκαν ανάμεσα στους ερασιτέχν ε ς και τις ερασιτέχνισσες και πόσοι γάμοι σφράγισαν τους ν εανικούς αυτούς έρωτες των ερασιτεχνών η θοποιών; 57
Ένας τέτοιος γάμος ήταν και του θ ε ίου μου του Χρή στου με την ωραιότατη Ελένην του Τσιλιγκιάρ', κόρη πλούσιου συ μπατριώτη μας Σ ανταίου καλο μαθη μένη και καλομορφω μένη με τα Γαλλικά της και το πιάνο τη ς, μα γάμος άτυχος και τραγικής καταλήξεως στα χρόνια της προσφυγιάς, της πείνας και της δυστυχίας στου ς προσφυγ ικούς θαλάμους της Καλαμαριάς. Σαν έρθ ε ι η ώρα του πιστεύω να τον δώσω σ' όλη την ό μορφη ρομαντικότητα μα και στην τραγωδία του στο τέλος. Ο ι χοροεσπερίδες, η άλλη ομαδική κο ινοτική γιορτή των δυστυ χισμένων τούτων ανθρώπων της ξενιτιάς, δ ίνονταν ομοίως σε σάλες που νοίκ ιαζαν ή που παραχωρούσαν δωρεάν συμπατριώτες μαγαζά τορε ς. Η ε ίσοδος τη ς χοροεσπερίδας ήταν με ε ισιτή ριο. Σ ε μια γωνιά της αίθουσας στηνόταν μπουφές με γλυκά και αναψυκτικά. Η ορχήστρα αποτελούνταν από συμπατριώτες ερασιτέχν ε ς ορ γανοπαίχτες - συνήθως μαντολίνα, γκαρμόό'κα ( = ακορντεόν) και κιθάρες - χωρίς αμοιβή βέβαια, γιατί κι εδώ ο ι ε ισπράξε ις θα πήγαι ναν για το σκολειό. Ευθύς με την έναρξη τη ς χορο εσπε ρωας εκλεγόταν ένας χοράρ χης . Τούτος ήταν ένας από τους χορευτές τη ς βραδ ιάς που δ ιεύθυνε την εκτέλεση των χορών, κατά περίεργο όμως τρόπο με Γαλλικά παραγγέλματα! Άρχιζε ο πρώτος χορός. Ύστερα από αρκετό χρόνο ο χοράρχης έδινε την εντολή . - Promenade, δηλαδή περίπατος. Οι χορευτές κρατώντας τις ντάμες τους με το δεξί χέρι με χέρι, καθώς κ ι εκείνες, προχωρούσαν κυκλικά στην π ίστα με ισόχρονα μικρά βη ματάκια. - Changez les dammes, διέταζε τώρα ο χοράρχης . Αλλ ά ξτε τις ντάμες.
Ο ι χορευτές αλλάζανε τις ντάμες τους παίρνοντας ο καθένας τη ντάμα του επόμενου ζευγαριού, η οπο ία έκανε ένα β ή μα μπροστά και έπιανε από το χέρι το ν έο καβαλιέρο τη ς. Ο χοράρχη ς μπορούσε να διατάξ ε ι. - Changez deux damm es ή trois d ammes, αλλ ά ξτε δυο ή τρεις ντάμες, οπότε γινόταν αλλαγή δυο ή τριών χορευτρ ιών. Μετά τις αλλαγές αυτές που έδιναν κάποια διαφορετική κ ίνηση και εναλλαγές της ντάμας των χορ ευτών, πράγμα ευχάριστο για τους κα�αλιέρους, ο χοράρχης διέταζε. 58
- Balancez, δηλαδή χορ έψτε και ο χορός συνεχιζόταν. Αφού τα χορευτικά ζευγάρια χόρευαν έτσι αρκετά, κι όταν ο χοράρχης νό μιζε πως είναι κατάλληλη πια ώρα, δ ιάταζε. - Au Bouffe, δηλαδή στον μπου φέ. Ο χορός σταματούσε, οι ντάμες περνούσαν το δεξιό χέρι τους στον κεκαμμένο αριστερό βραχίονα του καβαλιέρου τους και προ χωρούσαν τα χορευτικά ζεύγη στον μπουφέ, που είδαμε, σε μια γωνιά της σάλας, και εκεί οι χορευτές πρόσφεραν γλυκίσματα στη ντάμα τους. Αυτά γ ίνονταν κατά αραιά διαστήματα, κατά την κρίση του χοράρχη . Β έβαια το χαράτσι του γλυκού aποζη μιωνόταν με την ευκαιρία της, σύντομης έστω, συνο μιλίας με τη ντάμα, πράγ μα τόσο δύσκολο την εποχή εκείνη, ιδίως αν επρόκειτο γ ια δυο νέους ερωτευ μένους. Η ευκαιρ ία ήταν θαύμα. Οι χοροί πολλές φορές κρατούσαν έως τις πρωινές ώρες. Άλλη ευκαιρία γιορτής και χαράς ήταν οι ονο μαστικές γιορτές. Κάναν επισκέψεις στους εορτάζοντες. Τα τραπέζια στρω μένα, γεμάτα με όλα τα καλά. "Φα·tα, ποτία", καλπάcrια, κρέατα, μεζέδες χίλιων λογιών και άφθονο μαύρο Κιρτζήδικο κρασί. Κάπο ιος από τους διασκεδαστές θα έπαιζε οπωσδήποτε μαντο λίνο , άλλος κιθάρα, άλλος γκαρμόcrκα και έτσι το γλέντι άναβε. Με την έναρξη τη ς κρασοκατάνυξης εκλεγόταν ο αρχηγός του γλεντιού "ο ταμουτάς", στις εντολές του οποίου έπρεπε να υπακούουν άπαντες. Στην παραμικρή δυστροπία υπακοής επερχόταν ακαριαίως η τιμωρία από τον ταμουτά, η οποία πολλές φορές ήταν καταθλιπτική . - Πία αλήγορα η μσόν οκάν κρασίν. Μπορούσες να μη το πιεις; Η ποσότητα δ ιπλασιαζόταν σε πε ρίπτωση δυστροπίας με νέα άμεση εντολή , οπότε η ζάλη επερχόταν ακαριαία και το νοκ-άουτ ήταν αναπόφευκτο. Με τον ερχομό της ευ θυ μίας άρχιζε το τραγούδι. Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από τους Βαλκανικούς πολέμους και τα τραγούδια των χρόνων εκείνων τραγουδ ιόνταν ακόμα. Γι α δες ο Αβέρωφ πώς βροντά τα κύματα πώς σκίζει, Τα Δ α ρδανέλι α, τα Στενά, Τα Κάστρα βομβα ρδίζει . Έ βίρα, βίρα γει α σας, 59
ή
Τα κατσαρά μαλλι ά σας, Έ βίρα να βιράρουμ ε αμάν, αμάν Την Πόλη για να πάρουμε. Εγώ είμα ι ο ναύτης του Α ι γαίου Κρεβάτι έχω τα βαθι ά νερά· Κα ι για την ένδοξη πατρίδ α Είμα ι όλος φλόγα κα ι φωτι ά.
ή το αλληγορικό και παραπονιάρικο Όλα τα 'λά φια βόσκοντα ι . Κι όλα δροσολογούντα ι Κα ι μ ια λα φ ίνα τα πε ι νή Δ εν πάε ι κοντά με τ' άλλα.
Κι ύστερα το Ρούσικο
Αγια πλού άκα τη κουτακότι τσα
Κι άρχιζε το τάchi ή το κρακαβιάκ. Και επέρχονταν ακάθεκτοι οι ποντιακοί χορο ί "Τικ", " Ομάλ", τη "Πατούλας " ή "Λετσίνα" και πάει λέγοντας. Και στο τέλος "έπαιζαν τη Μητε ρίτσας " Μητερίτσα μου γλυκε ι ά Έχω μ ια αγαπητικιά . . .
Και τα χαράγματα έφταναν. Όλοι εύθυμοι και τσακίρ μεθυσμέ νοι έ βγαιναν " ς σα ούλιτσας " , στου ς δρόμους και τραβούσαν για τα σπίτια τους, γελώντας, αστε ιευόμενοι και ψ ιλοτραγουδώντας. Αυτά στα γλέντια. Επαγγελματικά οι πιο πολλοί ή σαν μικρο μαγαζάτορες και μι κροπωλητές. Άλλοι ήταν "ραποτόικοι" ( = ε ργάτες), άλλοι ιδιωτικοί υπάλλη λοι κ ι άλλοι άτεχνοι και φουκαράδες, έκαναν "τσιότι " ( = λούστρο) στις πλατ ε ίε ς και στους δρόμους. Όλοι τους κυνηγοί του ψωμιού της φαμέλιας έκαναν οποιαδήποτε δουλειά, φτάνε ι να μη στε ρή σουν το σπίτι τους. Άσε τους μεγαλόσχη μου ς και μεγιστάνες Έλλην ε ς της Ρωσίας, Βαρβάκηδ ε ς κλπ. Εκε ίνοι κινούνταν στον κόσμο τους και στις επι δ ιώξεις τους. Εμείς μιλάμε για τους φτωχούς Έλληνες Ποντίους που ζήτησαν καταφύγιο στη φιλόξενη χώρα του καλόψυχου Γεωργιάνικου και Ρωσικού λαού. 60
Τ έτοια η ζωή των συμπατριωτών Ελλήνων Ποντίων στη Ρωσία και στη Γεωργ ία. Ήσυχη και με τους καη μούς και τις χαρ έ ς τη ς, σαν τη ζωή όλων των ανθρώπων τη ς γη ς που τους τυραννε ί ο πόλεμος, η προσφυγιά κι η δυστυχία. Κι όμως κι έτσι θα ήταν υποφερτή . Μα όλα δυστυχώς στη ζωή αλλάζουν. Κι έ ρχεται στιγμή η καινούρια δυστυχία να κάνε ι τηγ παλιά να φαίνεται και να θεωρείται καλύτερη και π ιο ανεκτή . Κι ήρθε κ ι εδώ η καινούρια λαίλαπα. Σύννεφα στη Μικρασία, σύννεφα στο Καρς, σύννεφα στον Πό ντο , σύννεφα στο ηρωικό χωριό μας Σαντά, όπου, όπως ε ίπαμε κάπου παραπάνω, οι η ρωικοί Σανταίοι με τον καπετάνιο τους τον Ευκλε ίδη σφυροκοπούσαν τον Τούρκο, που βούλονταν να κουρσ έ ψ ε ι χωριό και λαό. Κι ακούω τον πατ έ ρα και τους θ ε ίους μου να μιλούν σοβαρά. Απαισιοδοξία αναδίνουν οι λόγοι τους. "Οι καιροί δυσκολεύουν. Έρχονται μ έ ρ ε ς δύσκολες", λ έν ε . Το ταπε ινωμ έ νο θηρίο στο τ έ λος του παγκόσμιου τωρινού πο λ έ μου ξαναζωντανεύει. "Ας ε ίναι καλά ο ι προκομμ ένοι σύ μμαχοι της Ελλάδος, ας ε ίναι καλά ο ι πολιτισμ ένοι της Ευρώπης που ρίχνουν στα δόντια ενός βάρβαρου λαού ένα δύστυχο ανυπεράσπιστο λαό", συνεχίζουν. Παιδάκι εγώ διαισθάνομαι πως κάτι κακό προμηνύεται. Τι μας περιμ ένει ακόμη άραγε ; Απλά, απλούστατα ο οριστικός ξεριζωμός του Ποντιακού Λαού αρχίζει.
* * *
από τον Καύκασο, την περιοχή του Καρς. Δεν ε ίναι εδώ ώρα ούτε χώρος για ιστορικ έ ς αναφορ έ ς και δ ιακριβώσεις. Ό μως το τραγικό εκείνο 1 92 1 ε ίναι ο χρόνος του ξεριζωμού των Ελλήνων Ποντίων της περιοχής εκείνης, του Καρς δηλαδή. Ο ι Ρώσοι μετά την επανάστασή τους του ' 1 7 , έ φυγαν κ ι άφησαν τον τόπο στο έ λεος των Τούρκων. Κι ο Τούρκος ε ίναι πάντα και παντού Τούρκος. Από παλι έ ς προσφυγι έ ς στη φιλόξενη Ρωσία και στη Γρούζια, ΚΑΙ ΠΡΩΤΑ
6'1
στην περιοχή αυτή , όπως και σ' άλλες ρωσικές περ ιοχές, είχαν δη μιουργηθεί ποντιακά χωριά και οικισμοί, νο ικοκυριά, κτήματα, πε ρ ιουσίες, ζωή . Ζούσαν οι Πόντιοι Έλληνες εκεί ή συχα και ευτυχισμένα χωρίς το φόβο του αλλόπιστου. Ρίζωσαν και κλάδωσαν κ ι ήταν ευχαρ ιστη μένοι. Β έβαια πάντα τους συνείχε η νοσταλγία τη ς πατρώας ποντιακής γης κι η αγάπη για τη μητέρα Ελλάδα, που τη λάτρευαν σαν μια γλυκιά συναισθη ματική οπτασία και την αισθάνονταν κοιτίδα των παραδόσεων τη ς φυλής. Γι' αυτό ποτέ δεν έκοψαν τον ψυχικό δεσμό τους με την Ελλη νική μητρόπολη, φροντίζοντας τα σχολειά τους, λαμπρύνοντας τις εκκλησίες τους, δεμένο ι με τη δ ιάλεκτό τους, προσκολλη μένοι στα πατρογονικά ήθη και έθ ιμά τους. Τα χωριά κι οι οικισμοί του ς ήταν μικρές Ελλάδες μ' όλη τη ζωντάνια τη ς φυλής κ ι όλη την πονεμένη νοσταλγία του ξενιτεμένου. Και τώρα; Τώρα με την υποχώρηση των Ρώσων όλος τούτος ο κόσμος παραδίνεται στον αφανισμό. Δεν είναι πια δυνατό ν' αντέξουν οι Πόντιοι Έλληνες του Καρς σε καινούριους φόνους, ·5ηώσεις, πυρπολήσεις, λεηλασίες, aτιμώσεις - το προσφιλές βάρβαρο σπορ του βάρβαρου ασιάτη . Κι η απόφαση η μεγάλη παίρνεται. Φεύγουν πια για τη μητέρα Ελλάδα. Θα κατεβούν στο Τιφλίς, στο Κουταίς, στο Βατούμ κ ι από κει με καράβια θα πάνε στην Ελλάδα, στη γη των πατέρων, που τους περιμένει. Κι ετοιμάζονται και ξεκινούν. Φορτώνουν στα κάρα τα όσα υπάρχοντά τους μπορούν, τους γέρους γονείς, τα μικρά μωρά τους και ξεκινούν τη δύσκολη πορεία. Ετέρεσα κ α ι ν ' ετέρεσα τη πόρτα ς τ ' α ρ αμάδ α ς κ α ι ν ' ο Πυλώρωφ έλ εεν γο aέψτεν τ ' α ρ α πάδ α ς.
Αφήνουν πίσω τα πάντα, σπίτια, νοικοκυριά, κτήματα, αναμνήσεις. Αρ έχετεν υία ν κρύα νερά κι εσύ τ ' εμόν χωρ ίον θα πάμε 'ς σην Ελλάδ α ν, για ρ, να ζουμ ' άλλ ο κ αλλίον .
Ο δρόμος μακρός, επίπονος, επικίνδυνος. Κατά την πορεία ένοπλες συγκρούσεις με ληστοσυ μμορίες πλια τσικολόγων Τούρκων, βροχές, χιόνια, πείνα, εξαντλητική κόπωση , 62
αγωνίες, θάνατος . Πορείες μηνών, δύσκολες, επικίνδυνες πορείες. Κι αυτοί πο ρεύονται. Καη μένε, δύστυχε, κακότυχε, Ποντιακέ Λαέ ! Αιώνες σε δυναστεύει η δυστυχία κ ι ο πόνος κ ι η πορεία κ ι η προσφυγιά! Τόχει το ρ ιζικό μας ! Έτσι κάποιες μέρες τα πρώτα καραβάνια των δυστυχισμένων Καρσλήδων φτάνουν στο Κουταtς. Συναγερ μός στην Αδελφότητα του συλλόγου της πόλη ς. Κινητο πο ίηση των πάντων για τους δυστυχισμένους αδελφούς. Έρανο ι με ταξύ των συμπατριωτών, εθελοντικές προσφορ ές. Μα τι μπορούν να κάνουν όλοι αυτοί μπρος στην πλη μμυ ρ ίδα πλή θους των οδοιπόρων του ξεριζωμού; του �Ο,τι να κάνουν είναι λίγο. Ο κόσμος αυτός δυστυχεί και πεινά. Και τότε ξεπετιέται κι η μητέρα μου. Η πάντα φιλόπτωχη μητέρα μου, που σ' όλη τη ς τη ζωή πάντα έτρεχε να βοηθήσει εκεί όπου υπήρχε φτώχεια και πόνος. Ένα βράδυ ο πατέρας μου της μιλάει γ ια κάποιον τρανοφαμε λίτη Παύλο Τσαλικ ίδη, πρόσφυγα από τους Καρσλήδες αυτούς, που πήγε στο φούρνο μας και -:ι;ου ζητιάνεψε ένα ψ ωμί. Της είπε μάλιστα πως συμφώνησαν για κάτι. Η μητέρα μου δακρύζει. Στο σπίτι απόψε βασιλεύει μελαγχολία. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί η μητέρα μου λέει. - Ναι ρίζα μ', φορ' κι ετοιμάγ' καπ' θα πάμε. Ανέκαθεν ή μουν ο συνοδός τη ς. - Καλόν, μητέρα. Κρατεί στ' αρ ιστερό τη ς χέρι μια καρζίγκα ( = τσάντα) γεμάτη τρόφιμα, με το δεξί εμένα και προχωράμε. - Χάιτε πουλί μ', χάιτε. Να έξερες πού πάμε. Άμον εσέν παι δόπα και κο ρτσόπα πεινούν, γ ιά β ρ ι μ'. Πατρ ιώτες μας έρθ αν μουαtζήρ α' σή Καρδ'ή τα χωρία και πεινούν και δ ιψούν. Χάιτε όσον ντ' επορούμε ας πατούμε κα' τα ψύα 'τουν. - Να.ίλλοί το Ελλενικόν το γ ένος, γ ιάβρ ι μ' και τα ποντιακά τα ψύα. Ο Τούρκον και τα βάσανα πάντα η συντροφία 'τουν. - Να.ί λλοί και να βαί εμέν. Χάιτε, πουλόπο μ', χάιτε. Και πήγαμε. Έξω από την πόλη , το Κουταίς, μέσα σε μια ευρύχωρη έκταση , ήταν ένα μεγάλο πολύ μεγάλο κτίριο, η "Κάζαρμα". Κάζαρμα λέγανε τα μεγάλα κτίρια και ιδίω ς τους στρατώνες, 63
που μπορούσαν να στεγάσουν πολύν κόσμο. Στην προκ ε ιμένη Κάζαρμα ε ίχαν φτάσε ι και εγκαταστάθηκαν μια απ' τις φάλαγγε ς των Καρσλήδων Ποντίων που πορευόταν κ ι αυτή στο Βατούμ. Ήταν ένα τεράστιο κτίριο, δ ιώροφο, με πολλά μεγάλα παράθυ ρα, σε κακή κατάσταση . Από τους εξωτερ ικούς τοίχους έλε ιπαν σου βάδες που έπεσαν με τον καιρό και την εγκατάλε ιψη . Απ' τ α παράθυρα κρέμονταν πολύχρωμα ρούχα, "τσούλια" ( = πανιά) γ ια στέγνω μα, κουρέλια και ό,τι άλλο κρε μούσαν ο ι ένοικοι Καρσλήδ ε ς . Έτσι έ μοιαζε τ ο κτίριο σαν σαραβαλιασμένο, παράξενο ση μαιο στολισμένο καράβ ι, που έσερνε ένα παρδαλό δυστυχισμένο ανθρώ πινο κοπάδι. Γύρω, στην πεδινή έκταση που περιέβαλλε το κτίριο, κάρα, βουβάλια, βόδια, άλογα, σκυλιά, ένα ζωικό συνονθύλευμα άτακτο και aνορθόγραφο. Κι ένα πλήθος γέροι με μακριές άτακτες γενειάδες, με ποικι λόχρω μα ρούχα, με τσαρούχια και παπάχα ( = γούνινα καπέλα), γριές με λετcrέκια ( = κεφαλόδεσμους) και φοτάδ ες ( = ποδι ές) , με σοκαιρίτισσες γυναίκες χλομές και ταλαιπωρη μένε ς. Κι όλα μαζί ένα ποικίλο σύνολο που εκινείτο και βού ιζε, ένα σύνολο ζωής και ύπαρ ξης. Να ε κ ε ί κάτω μια γυναίκα που έπλενε . Πάνω σε δυο π έτρε ς στήριξε τ ο δ ίλαβο ( = με δυο λαβές) λ ε β έτι, άναψε από κάτω χοντρά ξύλα και ζέσταινε νερό για την πλύση της. Πιο ε κ ε ί δυο τρία γεροντάκια καθισμένα κατάχαμα κάπνιζαν τα "γαλιώνια " ( = π ίπες) του ς και ε ίχαν δοθ ε ί στο τόσο προσφιλές στους γ έρους κουβ εντολόγι. Να κ ι ένας νιος που κρατούσε απ' τα γκέμια δυο άλογα και πήγαινε να τα δέσε ι στους πασσάλους τους. Μόλις τα ε ίχε πάε ι για πότισμα. Μα πάνω απ' όλα έβλεπες τη δυστυχία και τη φτώχε ια να περ πατάε ι μέσα στη γενική τούτη ε ικόνα των δύστυχων ξ ε σπιτωμένων ανθρώπων αυτών. Κι η μητέρα μου κοίταξε, κοίταξε την Κάζαρμαν κι ύ στερα έφερε το μαντίλι στα μάτια. Κι εγώ με ορθάνοιχτα μάτια κοίταζα την ε ικόνα αυτή της αν θρώπινης δυστυχίας, όπως ασφαλώς φαινόταν στα μάτια ενός μικρού παιδ ιού, που πρωτογνώριζε τέτοιες σκηνές ανθρώπινης δυστυχίας, που ασφαλώς θα έβλεπε αργότερα κι άλλε ς, πιο πολλές, και πιο 64
δραματικές, του δράματος, που άρχιζε με τον ξεριζωμό ενός λαού. Όταν ανε βήκαμε τις σκάλες, που οδηγούσαν στον πρώτο όροφο της Κάζαρμας κ� όπου ε ίχαν κουρνιάσε ι οι οικογ ένειες, η μητέρα μου ρώτη σε κάποιον. - Πατριώτη εξέρτς να δ ε ίκ'ς με την φαμέλιαν τη Παύλονος τη Τόαλικίδη ; - Α, τον Τόαλίκ' τον Παύλον; Εγρωνίζ' άτον πως 'κι ξέρω. Έλα α δεκνύζω σ' άτον. Και πήγαμε. Μ έσα στην τεράστια έκταση , που ε ίχε ο όροφος, σχη ματιζόταν μια αίθουσα τεραστίων διαστάσεων με κάτι ξύλιν ε ς κολόνε ς - χοντρά δοκάρια - που στή ρ ιζαν την οροφή . Ήταν κάτι σαν τα ση μερινά καπνομάγαζα, που επεξεργάζονται οι καπνεργάτες τα καπνόφυλλα. Τα βλέμματα ολωνών ήταν καρφωμένα πάνω μας. - Ποια ε ίναι τούτη η ομορφογυναίκα η καλοντυ μένη , με τη μεταξωτή μαύρη σάρπα της και το βαθυκύανο κοντογούνι; Μια στιγμή ο οδηγός που " εγρώνιζεν" τον Τόαλίκ' σταμάτησε μπροστά σ' ένα από τα χωρίσματα που κάναν οι γυναίκ ε ς με τα υπάρχοντά τους για να οριοθ ετήσουν "την κάμαρά τους". Η νοικοκυρά ε ίχε στρω μένο κάτω "έναν στρώμαν". Στην πλευρά προς τον το ίχο ήταν ακουμπισμένα και στο ι βαγμένα σκεπάσματα και μαξιλάρια, σε άλλη θ έση παρακεί, πάνω σ' ένα "γιάόικο" ( ξύλινο κιβώτιο) μερικά κουζινικά,και στον τοίχο ψηλότερα απ' τα κρε βατι κά ένα σανίδι στηρ ιγμένο στον τοίχο κι απάνω μια ε ικόνα κι ένα φλιτζάνι με λάδ ι και φυτίλι για καντήλα, που άναβε κι εκείνη τη στιγμή . Μια φτωχοντυμένη μεσοκαιρίτισσα γυναίκα καθόταν σ' "έναν χαμελόν σκαμνόπον" ( = σε ένα χαμηλό σκαμνάκι), είχε μπροστά τη ς μια κοπελίτσα ίσαμε 12-13 χρόνων και τη ς έπλεκε σε κοτσίδ ες τα μαύρα μακριά μαλλιά τη ς. - Αούτε εν' τη Τόαλίκ' η γαρή, ε ίπε ο συνοδός μας και έφυγε. Καλη μέρα, κοδ έσπαινα, τη χαιρέτησε η μητέρα μου . Καληση μέρα, καλοκυρά, απάντησε εκε ίνη και συνέχισε . Έλα κάθ'κα. Εσύ θα ε ίσαι τη Φωκίωνος, τη φουρουντζή η γαρή ; - Κι εσύ τη Παύλονος τη Τσαλικίδη ; - Ναι, ε ίπαν κι οι δυο μαζί. · Η φτωχογυναίκα του Τόαλίκ' της πρόσφερε το σκαμνάκι που καθόταν. =
65
Ευχαριστώ, ε ίπε η μητέρα μου. Εσε ίν απ' αδά Κουτα·ίσλήδ ε ς ε ίσνε. Αέτς 'κι εν'; Ναι ατώρα απ' αδά ε ίμες, απάντησε η μητέρα μου. Άμαν ε μ ε ίς πα ας σον Πόντον ε ίμες. Εμείς πα ας ση Τουρκάντας έφυγαμε κι έρθαμε αδά 'ς σην Γρούζιαν. Εμε ίς πα υπόφεραμε, άμα ατώρα, δόξα σοι ο Θεός, καλά ε ίμες. - Εμείς άμον ντο ελέπς, καλοκυρά, εφέκαμε τα μέρια και το β ίον έμουν κι' επαίραμε τα δρόμια. Θα πάμε 'ς σο Πάτο μ κι' επεκεκά 'ς σην Ελλάδαν, σην πατρίδαν - εμουν. Γουρπάν να ίνουμε εγώ σ' εσέν, Ελλάδα, και σ' όνε μα σ'. Είπε κ ι έκανε το σταυρό της. Η μητέρα μου δ εν έλεγε τίποτα. Κοίταζε την κοπελίτσα που μας κοιτούσε με τα ωραία χοντρά μαύρα μάτια της, όλο συμπάθ ε ια και αθωότητα. - Εξαίρτς για τ' όπο ιον έρθα, ε ίπε μια στιγμή η μητέρα μου . Ο άντρας-ι-μ κι ο άντρα-ισ-σ' οψέ ε ίπαν ντο θα έλεγαν. Εγώ έρθα οσή μερον να εγνωρίζω σας. Σε λίγο ήρθε κι ο Παύλον ο Τaαλίκς, ο χαζιάινον ( = ο νοι κοκύρης) και τα υπόλοιπα τρία παιδάκια του, δυο αγοράκ ια και ένα κοριτσάκι ακόμα. Καθαρά, περιποιημένα, με τη φτώχε ια ολοφάνερη. Έγραψα κ ι αλλού πως "η φτώχε ια έχε ι το προνόμιο να γ ίνεται αμέσως αντιληπτή". Κι εδώ το ίδ ιο συνέβαιν ε . Άλλωστε όλο ι κι όλα γύρω αυτό διαλαλούσαν : Τη φτώχε ια . . . Και τα τρία παιδάκια μας κοίταζαν περίεργα κι ερευνητικά, ό μως ο πιο μικρός πιτσιρ ίκος ή ρ θ ε κοντά μου, μ' έπιασε από το χέρι και το κουνούσε ρυθμικά και γ ελώντας. Ε ίπαν και συζήτησαν αρκετά η μητέρα μου κι οι Τaαλίκηδ ε ς κ α ι στο τέλος σηκώθηκε η μητέρα μου κ α ι αποχαιρετώντας τους, ρώτησε την κοπελίτσα με τις πλεξούδες. - Και πώς λέγ'νε σε, το κορίτσ-ι-μ'; Κι η κοπελίτσα με τις μακριές μαύρες πλεξούδες, που τις έπλεκε η μητέρα της, αποκρ ίθηκε συνεσταλμένα. - Ραχήλη . - Έμορφα, ε ίπεν η μητέρα μου . Φαίνεσαι καλό κ α ι φρόν ιμο κορίτσι. Αντίο σας. Στην έξοδο από την αίθουσα και στο κεφαλόσκαλο, ο Παύλον ο τσαλίκς έσκυψ ε και ε ίπ ε στη μητέρα μου. Οπουρνά τουρβαδύ, κυρά, ας έρχουμαι φέρ' ατεν. - Καλόν, ε ίπεν η μητέρα μ'. 66
Φύγαμε, αφού η καρζίγκα με τα τρόφιμα . . . ξεχάστηκ ε στη μάνα της Ραχήλης. Δεν ξεχάστηκε βέβαια. Απλούστατα αφέθηκε εύσχη μα να την πάρε ι η φτωχή οικογέν ε ια του Παύλου του Τσαλικίδη . Σε τέτοια ήταν " μάνα" η μητέρα μου. Η μητέρα μου ήταν μια ιδ ιότυπη χριστιανή . Δεν ε ίχε αγαθές σχέσεις με το ιερατείο. Δεν πήγαιν ε σχεδόν στην εκκλησία. Μισούσε την επιδεικτική άσκηση τη ς πίστης . Ο ι τελετές κι ο ι πολυτέλε ι ε ς, έλεγε , έβλαψαν το Χριστιαν ισμό . - Αγάπα τον συνάνθρωπό σου. Ζήσε και συ μμερίσου τον πόνο του . Φρόντισε, όπως μπορε ίς, να τον ελαφρώσε ις. Μην αδικ ε ίς. Να ε ίσαι Χριστιανός έμπρακτα και όχι λεκτικά. Να ε ίσαι ταπε ινός και δίκαιος. Ο Χριστιανισμός ε ίναι Αγάπη-πράξη κ ι όχι αγάπη-λόγια. Γι' αυτό, πάντα όσα ε ίχε και όσα μπορούσε, τα διοχέτευε, κρυφά κι ανεπίδεικτα, στην ανακούφιση της δυστυχίας του συνανθρώπου. Και τώρα έβρισκε το δρόμο τη ς. Αφοσιώθηκε όσο μπορούσε στη βοή θ ε ια στους δυστυχισμένους ε κ ε ίνους που πορεύονταν το δρό μο της λευτερ ιάς μέσα σε φτώχεια και δυστυχία. Ανά δεκαπενθή μερο, κάθε δεύτερο Σάββατο βράδυ, φόρτωνε του κόσμου τα τρόφιμα σε έναν ε βραίο χαμάλη και έφτανε στην Κάζαρμα και εκεί, έξω στην αυλή, στα σκοτεινά, να μη δ ε ι καν ε ίς τη φιλανθρωπία της, τα μοίραζε στους δυστυχε ίς Καρσλήδ ε ς , τους φτωχού ς και στερη μένους, κι ερχόταν στο σπίτι κατάκοπη κι ευτυ χισμένη . Κι ο πατέρας μου, ο χρυσός εκείνος πατέρας μου, γ ε μάτος συγκατάβαση και συναίνεση, την καλωσόριζε . - Έλα, Ευρύκλη, έλα κάθ'κα. Ενεγκάστες, κοκώνα μ'; Έτσι γυρίσαμε κι εκείνη την η μέρα στο σπίτι. Και την επομένη το βράδυ, την ώρα που ή ρ θ ε κι ο πατέρας απ' τη δουλε ιά του στο φούρνο, κι η μητέρα έστρωσε το τραπέζι και τρώγαμε όλη η ο ικογέ νεια. Τακ, τακ, τακ. Κάπο ιος χτυπάει την πόρτα. - Ποιος ε ίναι; ε ίπ ε η μητέρα και άνοιξ ε . Και ν α ! Στεκόταν εκεί έξω, στο κατώφλι, ο Παύλος ο Τσαλικίδη ς με τη Ραχήλη. Έβγαλε το "παπάχ"' του, έκανε μια ταπε ινή υπόκλιση και χαιρέτησε. Η καη μένη η Ραχήλη, στεκόταν πλάγι του , άναυδη και χαμηλο βλεπούσα. 67
- Καλησπέρα σας, ε ίπε. Έγκα σας την Ραχήλην, άμον ντο ε ίπαμε. - Έλα, κορίτσ-ι-μ, έλα μ' εντρέπεσαι. Έλα απέσ'. Ελάτεν, ε ίπε η μητέρα μου. Μπήκαν. Στάθηκαν ακίνητοι. - Καλωσώρισετεν, ε ίπ ε κ ι ο πατέρας μου. Εμε ίς τα παιδιά, τ' αδέλφια μου κι εγώ, κοιτάζαμε έκπληκτοι. Η μητέρα μου έ βαλε στο τραπέζι δυο βαθιά π ιάτα και σέρβιρε στον Παύλο και στη Ραχήλη ζεστό φαγητό, ποντιακό καρτοφλίν. Έκαναν το σταυρό τους και έφαγαν μαζί μας. Εν τω μεταξύ η μητέρα μου μπήκε 'ς σην "κούχνην" ( κουζίνα) και γέμιζε μια τσάντα μ' ό,τι ε ίχε και δ εν ε ίχε, να τα δώσει στον Παύλον τον Τοαλίκ', όταν θα έφευγε . Σ αν aποφάγαμε όλοι ο Παύλος έσκυψε και φίλησε τ η Ραχήλη του . - Αντίο σουν, ε ίπ ε . Ας ε λ έποο σε χαη_άο ικα Ευρύκλη , την Ραχήλην. Μας κοίταξε όλους δακρυσμένος και έφυγ ε . Κ ι η Ραχήλη έκλαιγε κ α ι τ α δάκρυά τη ς έτρεχαν από τ α χοντρά μαύρα μάτια τη ς. - Έλα, έλα, γιαβρόπο μ', Ραχήλη, έλα μη κλαις. Από οσή μερον θα ε ίσαι το τρίτον το κορίτο- ι-μ με τ' άλλα δύο κορίτοι_α μ', την Μαρίκαν και την Ουρανίαν. Κι όσα φοράς, και όνταν θ έλτς, θα πας να ελέπ'ς τον κύρη σ' και τη μάνα σ' και τ' αδελφόπα σ', έλεγε η μητέρα μου. Είπε, έσκυψε, φίλησε τη Ραχήλη στις όμορφες πλεξούδ ε ς της και έκλε ισε την πόρτα. Κι από τότε, μέχρι να φύγουν εκείνοι οι Καρσλήδ ε ς για το Βατούμ, η ο ικογένε ιά μας απέκτησε κι άλλη κόρη , τη Ραχήλη, κι ο πατέρας μου συντηρούσε κ ι άλλη ο ικογένε ια, του Παύλου Τσαλικίδη, κ ι η μητέρα μου εξασκούσε το Χριστιανισμό της τον ιδιότυπο, βοη θώντας, όσο μπορούσε, τους δυστυχισμένους του δυστυχισμένου ε κ ε ίνου κοπαδ ιού των αδ ελφών μας, που πήραν το δρόμο τη ς προ σφυγιάς. =
* * *
68
ΑΠΟ ΤΗΝ άλλη μέρα η ο ικογέν ε ιά μας απόκτη σε κ ι άλλο μ έλος κ ι εγώ κι άλλη αδελφή . Η μητέρα μου την πήγε στην αγορά και της πήρ ε παπούτσια, κάλτσες, κορδέλες και αγόρασε ωραία υφάσματα για να της ράψ ε ι φουστανάκια. Εκε ίνη έδινε εντύπωση ευχαριστημένη ς, όμως παρόλα αυτά, τις πρώτες μέρες, κάπου-κάπου έβλεπες κόκκινα τα ματάκια της, δ ε ίγ μα πως έκλαιγε κρυφά τη νύχτα στο κρε βατάκι τη ς . Θυμόταν ασφαλώς τους δικούς της. Ό μως σιγά-σιγά γαλήνεψε . Σ ιγά-σιγά και πιο πολύ μας συνήθ ιζε και μ α ς αγαπούσε . Αποκαλούσε πια τη γ ιαγιά μας τη Ζωή "Καλομάνα Ζώη", τη μητέρα μου "Μάνα Ευρύκλη", τον αδελφό μου το Θεόφιλο "Πάόια Θεοφίλ" ( αδελφέ Θεόφιλε ), τις αδελφές μου "πάτόη Μ άρια " ( αδελφή Μαρία), "πάτόη Ουράνια " ( αδελφή Ουρανία ) κ ι ε μένα δ εν ξέρω πως της ήρθε και μ' αποκαλούσε 'Τούμπαρε Συ μίων" ( = κουμπάρε Σ ίμο ) . Γούμπαρε από δ ω , γούμπαρε από 'κει, κ ινδύνευ ε να μου κολ λήσει το γούμπαρε αυτό σαν παρατσούκλι ανάμεσα στα γ ε ιτονόπου λα. Με τις αδελφές μου και τα κοριτσάκια της γ ε ιτονιάς έπαιζε το παιχνίδι "κορνακότ'ς" ή "λίντaια" ( κουτσό ή π εντό βολα) και με μένα πηγαίναμε στα θ ε λή ματα, που μας έστελνε η μητέρα μου, κρα τώντας χεράκ ι-χεράκι και χοροπη δώντας σαν σπουργιτάκια. Πόσο χαιρόμουν τότ ε ! Την αγαπούσα αληθ ινά τη Ραχήλη . Έμαθ ε σύντομα και έστρωνε το βράδυ το κρε βατάκι τη ς, το τακτοποιούσε το πρωί, και έκαν ε όμορφα και μετρη μένα κάθε δου λε ιά. - Να λελεύ'σε η "Καλομάνα η Ζωή", έλεγε η γ ιαγιά μου, κο ρίτσ-ι-μ νοικούρ'κον και Χιλεπρόκοφτον. Εκεί ό μως που χαιρόσουν τη Ραχήλη ήταν όταν η μητέρα μου έ βαζε μπουγάδα. Έπαιρνε κι αυτή , σε μια γωνιά της αυλής, "έναν μικρόν σκαφι δόπον" ( μια μικρούλα σκάφη ) και έπλενε τα ρουχαλάκια της. Ύστερα κρατώντας στο στόμα τη ς ένα-ένα μανταλάκι, τεντωνόταν να φτάσει το σκοιν ί, κι εκεί κρεμούσε τα πλυ μένα της σαν πολύπε ιρη νο ικοκυρούλα. Η μητέρα μου τέτοιες στιγμές χαιρόταν το παιδευμέ νο ποντιόπουλο και δ ιαπίστωνε έμμεσα τη νοικοκυροσύνη και τη ς μάνας τη ς Ραχήλης. Μερικ ές φορές πήγαινε με τη γιαγ ιά μου τη Ζωή προς τη Φέρμα, =
=
=
=
=
69
για την οπο ία μιλήσαμε στα προηγού μενα, να βοσκήσουν την αγ ε λάδα τη ς γ ιαγ ιάς. Όταν γυρνούσε , η Ραχήλη προπορευόταν, ενώ κρατούσε το σκο ινί της αγελάδας με το δεξί, κι η γιαγιά ακολουθούσε με μπλεγμένα πίσω στη μέση τα χέρια και σκυφτή και προχωρούσε κι αυτή . Στο άλλο χέρι, στ' αριστερό της, πάντα β έβαια η Ραχήλη κρατούσε κι ένα μάτσο αγρ ιολούλουδα που μάζευ ε δώρο για τη " Μάνα Ευρύκλη " τη ς. Τι όμορφο αγροτικό σύμπλεγμα! Ήταν ε ικόνα χάρμα. Κι έλεγε η Ραχήλη στη μητέρα μου, σαν της έδινε τα αγριο λούλουδα, όταν φτάνανε στο σπίτι. - Μάνα Ευρύκλη, έγκα σε τaιτό'ιάκι,α . Τaατίνι,α ετοπλάεψα'τα. Αδακές τα ραχία μουν τό'ιτaιάκι,α κι έχ'νε . Να έλεπες σ' ε μέτερον το χωρίον σο Γαρς . Τα ραχία μουν τaιτaι,α κοκεντη μένα έσον. Νάξερες και πόσον ερωθύμεσα το χωρίον έ μουν! Ο ταή μ οΑβράμ'ς, ο α'λφόν τη κυρού μ', λέει. - Α ιεύ 'νε τα καιρούς και ξαν α κλώσκου μες οπίσ' σα μέρι,α ' μουν. Έσυ, Μάνα Ευρύκλη , ίνανεύ'ς α. - Ντ' έξερω, γιάβρι μ'. - Ο κύρη μου κι ιναν εύε ι,α . Σην Ελλάδαν λέει, και στέκ'. Μοναχόν σην Ελλάδαν θα ευρίκουμ' την ζωήν έ μουν. Όσον πόσον θα ζού με με τον φόβον τη Τούρκονος; Άμαν εγώ ντ' έχασα με τ' αοίκα; Ατά ε ιν' τρανοιδ ίων δουλε ίας. Λέγω το τογρ ίν; - Ναι, γ ιαβρόπο μ'. Καλά λες. Ατά ε ίναι τοι τρανοιδίων και τοι Βασιλι,αντίων δουλείας. Εσύ , πουλόπο μ', χαρ', παίξον και χόρ ε ψαν. Ασ' τ α νουνίγματα. Κι έτσι, πραγματικά, χαιρόταν, έπαιζε και χοροπηδούσε όλη μέρα, σαν ζαρκαδάκι, η Ραχήλη μαζί μας και μας διασκέδαζε και με τις λέξεις που χρησιμοπο ιούσε στην ο μιλία τη ς. Ήταν οι ιδιω μα τισμοί του Καρσλήδικου ιδ ιώματος που μιλούσε. - Ν έτό'η Μ άρια, έλεγε στην αδελφή μου τη Μαρίκα, νέτό'η Ουράνια, στην Ουρανία. Εγρωνίζω, οτουρβαδύ, ό'άχποσον, το κο μέch, η κομεchία και άλλες ήταν λέξ ε ις τη ς που μας έκαναν να γ ελάμε . το βράδυ, aάχποσον Νέτό'η εσή μαινε "καλέ " , οτουρβαδύ δώστου χαστούκι, το κομεch το βουβάλι, η κομεchία η βου β άλα, εγρωνίζω το γνwρ ίζω με αναγραμματισμό, έσον ή σαν, του ου δάρ' η ουρά κλπ. κλπ. Κι όταν τάλεγε αυτά κι ε μ ε ίς γελούσαμε, η γ ιαγ ιά η Ζωή , πιστή =
=
=
=
=
70
=
=
θ εματοφύλακας τη ς γλωσσικής παράδοση ς, επενέβαιν ε . - Ντο γελάτεν τ ο χάταλον, κουτάβ L.,α ; Την γλώσσαν αθε κα λατό'εύ. Χόό' ε μέν πα περιπαίζετεν ντο λέω "Εις Εβραίος" Εις, ατό εν' το σωστόν. Και πράγματι γελούσαμε πολλές φορές όταν η γ ιαγιά μας η Ζωή, γριά τότε, καθαρόαιμη Σαντέτσα, έλεγε κανένα ασυνήθ ιστο μεν ορθότατο παραδοσιακό δ ε . Ο ι ν έ ε ς γενιές πάντα ε ιρωνεύονται τις παλιές βέ βαια. Ό μω ς ε δ ώ γ ε λούσαμε κ α ι με τ α καρσλήδικα τ η ς Ραχήλης κ ι ας ήταν και συνομήλική μας. Μια μέρα πάλι, σαν γυρ ίσανε με τη γ ιαγιά από τη βοσκή της αγελάδας της γιαγιάς, η Ραχήλ η πήρ ε το σκεύος να αρμέξει αυτή . - Γιοκ, γουρπάντς, Ραχήλη, της ε ίπ ε η γιαγιά. Ακο μάν μικρέσ σα ε ίσαι. Κι επορε ίς . - Γιοκ, Καλομάνα Ζ ώ η . Σο χωρίον ε γ ώ έλμεγα την κομεchίαν έμουν. Η μάνα μ' κι επρόφτανεν σ' όλL.,α τα δουλε ίας. Το βράδυ, σαν γύρ ιζε απ' το φούρνο ο πατέρας μου, η Ραχήλη έτρεχε, του έφερνε τις παντόφλες του, έσκυ β ε , του φιλούσε το χέρι και του έλεγε σεμνά και ό μορφα. - Καλησπέρα, τάη . Ορίστε τα παντόφλια σ'. - Καλησπέρα, το κορίτσ-ι-μ, της απαντούσε ο πατέρας. Ντ' έφτας, πούλ-ι-μ; Κι η Ραχήλη ντρεπόταν να μιλήσε ι παραπάνω . Έβαζε κάτω το κεφάλι και στεκόταν εκεί κοντά σεμνή κι αμίλητη , όπως όρ ιζαν τα συνήθ ε ια τα τοτινά. Κάπου-κάπου η μητέρα μου έντυνε με τα καλά της τη Ραχήλη , έπαιρνε γε μάτη την απαραίτητη καρζίγκα, κι ο ι τρε ις μας, αυτές κι εγώ, πηγ αίναμε στην Κάζαρμα να δει η Ραχήλη τη μάνα και τ' αδ ελ φάκια της . Εφοδίαζε β έβαια η μητέρα μου τη Ραχήλη και με δωράκια για τ' αδελφάκια της, κουλουράκια, χουρμάδες, κ ιό'μίaια κλπ. Στο μεταξύ β έβαια ο πατέρας μου φρόντισε να εφοδιάσει τον Τό'ιαλίκ, τον πατέρα της Ραχήλης, μ' ένα κασέλι, βούρτσες, μπογιές και κα τηφ έδ ε ς και τον εγκατ έστησε σε μια γωνιά τη ς πλατ ε ίας τη ς πόλεω ς ν α κάν ε ι "τσίστι" ( λούστρο). Έτσι τα οικονομικά τη ς φαμέλιας βελτιώθηκαν αρκετά. Έτσι περνούσαν οι μέρες κ ι η Ραχήλη έφτασε να γ ίν ε ι πια αναπόσπαστο μέλος της ο ικογένε ιάς μας, αγαπητό και απαραίτητο. Αν καμιά φορά, όταν πήγαινε να επισκεφτεί τη μάνα, τον πα τέρα και τ' αδελφάκια της στην Κάζαρμα, έμενε και κοιμόταν εκεί, =
71
το σπίτι μας λες και άδειαζε. Όλοι αισθανόμασταν την απουσία της. Μερικοί, ίσως θα νομίσατε από την πρώτη στιγμή , πως η μητέρα μου πήρε στο σπίτι τη Ραχήλη για υπηρ έτρια. Ήδη ό μως θα το καταλάβατε πως όχι. Καλόκαρδη, πονόψυχη , ελεη μονετικιά και χαροκαμένη καθώς ήταν η μητέρα μου, δ εν μπορούσε να κάν ε ι κάτι τέτοιο. Απλούστατα πήρε το καη μένο ε κ ε ίνο κοριτσάκι να το γλιτώσε ι από την π ε ίνα και τα βάσανα των μαύρων εκείνων η μερών αλλά και για ψυχικό για την ψυχή του σκοτωμένου παιδιού της. Ο πόνος της μάνας έ βρ ισκε πα ρηγοριά σ' ό ,τι έργο αγάπης και βοήθ ε ιας σε δυστυχισμένα πλάσμα τα. Γι' αυτό και ποτέ δεν έ βαζε τη Ραχήλη να κάν ε ι οποιαδήποτε δουλειά. Η Ραχήλη ήταν λεύτερο πουλί να πετά ε ι και να χαίρεται. Κανε ίς δεν τολμούσε να τη ς κάν ε ι την παραμικρή παρατήρη ση , σύσταση ή έλεγχο. Ήταν aρχόντισσα η Ραχήλη , ήταν η αγάπη κι η φροντίδα της οικογένε ιας. Άλλωστε το άξιζε, όπως το ε ίδαμε στα παραπάνω. Μα κι εκε ίνη το καταλάβαινε και, μέρα με τη μέρα, μας αγα πούσε πιο πολύ και κάθε μέρα γινόταν περισσότερο μέλος της ο ικο γένειας. Θάφτανε λες στιγμή που να μη θ έλει πια να γυρ ίσει στους δικούς της; Να με ίν ε ι πια για πάντα κοντά μας μέλος και αγάπη μας; Μπορε ί. Δη μιουργή θηκε δεσμός αγάπης απ' τη μια και ευγνωμοσύνης από την άλλη , που τέτοιος δ εσμός γίνεται άρρηκτος όταν δη μιουρ γ ε ίται σε ώρες δυστυχίας. Κι οι μέρες κ ι ώρες ήταν τέτοιες. Μερικές φορές, το καλό μας το κορίτσι η Ραχήλη, καθόταν κατάχαμα στα στρωσίδια τη ς κάμαρης, κούρνιαζε με το κεφάλι στα γόνατα της γιαγιάς της Ζωής και το βλέμμα έμενε aπλανές και ονε ιροπαρμένο. Ποιος ξέρε ι πού πλανιόταν με τη φαντασία της ; Λες σε κανένα λιβάδι του χωριού της, όπου με άλλα παιδιά, αγόρια και κορίτσια του χωριού, βόσκανε τα βουβάλια και τις βου βάλες τους; Ποιος ξέρει; Η φαντασία ε ίναι το πιο αδέσμευτο πράμα και καν ε ίς δεν μπο ρεί ούτε να την δεσμεύσει ούτε να συλλάβε ι τα οράματά τη ς πάντοτε, και πιο πολύ μάλιστα όταν ε ίναι οράματα νοσταλγίας. Κι η μικρή Ραχήλη, το ξενοπέταχτο τούτο πουλάκι, έπλε ε φαί ν εται στον ονειρε μένο κόσμο τη ς παιδ ική ς νοσταλγ ίας. Και τον ζούσε. 72
Καημένη Ραχήλη, όταν τα λουλουδάκια ξ ε ρ ιζώνονται και μετα φυτεύονται αλλού, πάντα νοσταλγούν το χρυσό ήλιο και τη γλυκιά δροσούλα της πρωτινή ς τους γης ! Έτσι κι ε σύ ασφαλώς. Έτσι περνούσαν οι μέρες, έτσι πέρασαν ο ι μήνε ς κ ι ή ρ θ ε και το τέλος τη ς ό μορφης τούτης παρένθεση ς της ο ικογενε ιακή ς μας ζωής. Πάντα τα όμορφα τελε ιώνουν γλήγορα. Ένα βράδυ ήρθε ο πατέρας απ' το φούρνο του και μας ε ίπ ε το μαντάτο . - Αύριο θάρθε ι ο Τδ ιαλίκ'ς να πάρε ι τη Ραχήλη . Μεθαύριο πρωί οι Καρσλήδ ε ς τη ς Κάζαρμας φεύγουν για το Βατούμ. Έφτασε στο λιμάνι καράβι ειδικά γι' αυτούς, με το οποίο φεύγουν για την Ελλάδα. Ετοιμάστε το παιδί. Μελαγχολία και λύπη βασίλευε στο σπίτι. Χάναμε τη Ραχήλη μας ! Το πουλάκι της χαράς και της αγάπης μας μας αφή ν ε ι. Τι κρίμα! Ο ι αδελφές μου δάκρυσαν. Η γ ιαγιά η Ζωή, η μητέρα μου , στενα χωρέθηκαν. Η Ραχήλη έκλαιε. Εγώ κρατούσα το χέρι της και δ εν ή θ ελα να τ' αφήσω . Με πονούσε ο χωρισμός. Ο χωρισμός κ ι ο πόνος μιας παιδική ς συμπάθε ιας και αγάπης. Την επομένη ετοιμάσανε τη Ραχήλη, τα ρουχαλάκια της, κ ι ό,τι άλλο θα τη ς έδινε η μητέρα. Κάναν κάθε άλλη συ μπληρωματική προετοιμασία και, την μεθεπομένη, πρωί-πρωί, κ ινήσαμε όλοι μας η μητέρα μου, οι αδελφές μου, η Ραχήλη κ ι εγώ για την Κάζαρμα. Την κρατήσαμε μέχρι την τελευταία μέρα. Η γ ιαγιά η Ζωή πάνω στην εξώπορτα έσκυψε και φίλησε τη Ραχήλη . Εκείνη έσκυψε και της φίλησε το χέρι. - Ατίο, Καλομάνα Ζωή, ε ίπε το κοριτσάκι, η Ραχήλη μας. - Ατίο. Σο καλόν, πούλ- ι-μ, μουρμούρισε κ ι η γ ιαγιά. Χ αιρέτα με τον κύρη σ' και τη μάνα σ'. Άιτς πούλ-ι-μ σο καλόν. Είπε και φύγαμε. Στην Κάζαρμα, που φτάσαμε, ήταν τα πάντα ανάστατα. Κάρα φορτωμένα με λογή ς-λογής στρωματικά, σκεύη, φτωχο έπιπλα. Ζεμέ να βόδια, βου βάλια, άλογα. Άνδρες, γυναίκες με μπόγους στα χέρια, γριές φορτωμένε ς δέματα στις πλάτες. Ζώα, γ α"ί δούρια, άλογα που χριμίτιζαν, σκυλιά, πρόβατα, αγελάδ ε ς, όλο το β ιο ς και τα υπάρχοντα των δύστυχων Καρσλήδων που ξεκινούσαν. Ο ι γονε ίς της Ραχήλης μας περίμεναν. Ήταν έτο ιμοι κι αυτοί σαν όλους και μας πήραν τη Ραχήλη. Μπήκε κ ι αυτή στο κοπάδι της πορ ε ίας. Ευχαρίστησαν τη μητέρα μου κ ι ε μάς για ό,τι κάναμε για τη Ραχήλη . Και τότε ακούστηκαν νταούλια και ζουρνάδες κι ένας 73
άντρας, ανε βασμένος πάνω σ' ένα κάρο, βροντοφώναξε . - Ε πατριώτ' ! Έτοιμοι. Αχπαστέστεν. Ο Θ ε ό ς βοηθός. Άιτε αχπαστέστεν. Θα πάμε σο Πάτομ κι επεκ ε ί σην Ελλάδαν την πατρίδα ε μουν. Λαλέστεν. Λαλέστεν τ' αραπάδας. Στην κ εφαλή της ετο ιμοκίνητης φάλαγγας ένας κάτασπρος γέ ρος παπάς έκανε το ση μείο του σταυρού στον αέρα με το σταυρό πόυ κρατούσε. - Ο Θεός βοηθός, ε ίπε, και έδωσε την εκκίνηση . Κι όλο εκείνο το πολύχρωμο και πολύψυχο aσκέρ ι κίνησε. Κι ε με ίς ε κ ε ί παράστρα τα ακίνητοι και σιωπηλοί περιμέναμε. Και πέρασε κι η ο ικογ ένεια του Τοαλίκ' και πέρ ασε κι η Ραχήλη και σε λίγο χάθηκαν στο βάθος του δρόμου, μέσα σε μια πυκνή σκόνη, που έκρυ β ε σιγά-σιγά τη φάλαγγα των δυστυχισμένων οδοιπόρων . Η Ραχήλη έφυγε, πάε ι ! Και θα π ίστευε κανε ίς π ω ς έτσι τελειών ε ι η ιστορία τη ς Ραχήλης. Κι όμως γ ια δες πως έχει η μοίρα γυρίσματα και πώς τα φέρνουν ο ι καιροί! Λοιπόν βρισκό μαστε στο 1 9 4 1 , στον καιρό της μεγάλη ς κα τοχική ς πείνας. Σ' ένα χωριό τη ς Νιγρίτας της Μακεδονίας, Μαυρο θάλασσα νο μίζω το λένε, ζουν πρόσφυγες Καρσλή δ ε ς που κόνεψαν εδώ στα 1 922. Είναι αγρότες ε ργατικοί και φιλοπρόοδοι, που δημιούργησαν τα ν ο ικοκυριά του ς, τα σπ ίτια, τα χωράφια, τα ζευγάρια, του ς σταύλους, τους αχερώνες τους. Τα χωράφια τους ε ίναι εύφορα κ ι η παραγωγή τους, ε ίτε σε καπνό ε ίτε σε σιτηρά, καλή . Τ αμπάρια τους πάντα γε μάτα καρπό, τ' αράνια ( ε ιδ ικά κτίρια καπνοσυλλογής) τους πλούσια στο χρυσό φύλλο, στο υ ς σταύλους πολλά τ α ζα, τ α σπίτια τους καλοχτισμέν ι;ι καθαρά και όμορφα. Είπαμε πως ε ίμαστε στα 1941 στον καιρό της κατοχικής μεγάλης π ε ίνας. Είναι αρχές χειμώνα κι ο χε ιμώνας, φαίν εται, θ άναι βαρύς. Στο χωριό, στη Μαυροθάλασσα, κάθε μέρα φτάνουν - όπως σ' όλα τα χωριά της Μακε δονίας - διάφοροι άνθρωπο ι από τις πολιτ ε ίες φορτωμένοι με κάτι, που φ έρνουν να δώσουν στους αγρότες και να πάρουν λίγο σιτάρι ή καλαμπόκι ή ό,τι άλλο για να χορτάσουν, αν ήταν δυνατόν, γ ια λίγο την πείνα τη ς φαμίλιας τους, να σώσουν τα μωρά τους απ' το θάνατο. Ημέρες τραγωδίας. Έτσι ένα απόγευμα ένας ψ ιλόλιγνος γέρος, με μια τραγιάσκα στο κεφάλι κι ένα τριμμένο παλτό στο κορμί κι ένα δ έμα στην πλάτη , =
74
φτάν ε ι στο χωριό Μαυροθάλασσα. Έχε ι μέσα στο δέμα λίγο αλάτι, σαπούνια, μερικά κουτιά σπίρ τα, λίγα κουτιά παστές σαρδέλες. Μπαίν ε ι στο καφεν ε ίο του χωριού , κάθεται σε μια γωνιά και κοιτάζει γύρω του τους θαμώνες λυπη μένα, κουρασμένα, παραπονε μένα. - Έχω λίγες παστές σαρδ έλες, σπίρτα, αλάτι, σαπούνι. Μήπως θ έλ ε ι καν ε ίς πατριώτης να πάρε ι κάτι απ' αυτά με στάρι ή καλαμπόκι για πληρωμή να πάω στην οικογένε ιά μου που π ε ινάει; λ έ ε ι στους θαμών ε ς αγρότες. - Ευχαρ ιστού με πατριώτη, λ έ ε ι κάποιος χωρικός. Είναι τόσοι πολλοί αυτοί που φέρνουν του κόσμου τα πράγ ματα στο χωριό . Τι να πρωτοπάρου με; Άλλωστε με το δώσε-δώσε κοντεύουν ν' αδειά σουν τ' αμπάρια μας και σύντομα κι ε μ ε ίς θα π ε ινάσου με. - Καλά. Τι να κάνουμε; Έχετε κι εσε ίς δ ίκαιο. Μα τι να κάνου με κι ε μ ε ίς; Πεινάμε . - Και δ εν μου λες, πατριώτη , λέει ένας γέρος αγρότης, κοντεύ ε ι να νυχτώσει. Πού θ α κοιμη θ ε ίς απόψ ε ; Θέλε ις νάρ θ ε ις στο σπίτι μου; - Ξέρω κι εγώ; Θα ξημερωθώ ε δώ, πάνω στις καρέκλες, αν μ' αφήσει ο καφετζής. Σ' ευχαριστώ γ ια το σπίτι σου . - Άκου , πατριώτη, ξεπετάχτηκ ε ένας εικοσιπεντάρης αγρότη ς, ένα μελαχροινό λεβεντόπαιδο. Πόντιοι πρόσφυγες ε ίμαστε . Ξέρομε από βάσανα και π ε ίνα. Τα 'ζήσαν ο ι γον ε ίς μας και τα ζήσαμε κι ε μ ε ίς με τις διηγήσεις τους. Δεν σ' αφήνω σε κανέναν. Μαζί μου θάρ θ ε ις και στο σπίτι μας θα φ ιλοξενη θ ε ίς. Τόχει μεράκι η μάνα μου να φιλοξενεί τους ξ ένους που δυστυχούν. Σήκω. Έλα, καλέ μου. Απόψε ε ίσαι δ ικός μου φ ιλοξενούμενος. Μπρος πάμε. Ε ίπε και ξεκίνησαν� Έφτασαν σ' ένα ευκατάστατο - φαινόταν - χωριάτικο δ ιώροφο σπίτι, με τη μάντρα, τον aχερώνα, τον σταύλο του. Στην αυλή ένα τετράχρονο κάρο. Παραπέρα το κοτέτσι και δίπλα μία στο ίβα χοντρά κομμένα ξύλα, έτοιμα για τη σόμπα. - Ε μάνα, φώναξε ο ε ικοσιπεντάρης αγρότη ς. Άνο ιξ ε . Απόψ ε έχομε έναν καινούριο φιλοξενού μενο. - Ελάτεν, ρ ίζα μ', ακούστηκ ε μια γυναικε ία φωνή κ ι άνο ιξε η πόρτα. Μπήκαν μέσα. Ήταν μια νοικοκυρά με το σεμνό μαύρο φου στάνι της, την φοτάν ( = ποδιά), το λετσέκ' ( = κεφαλόδεσμο) δ ε μένο 75
καρσλή δικα στο κεφάλι, έτσι που να σκεπάζει το στόμα και το υπό λοιπο πρόσωπο εκτός από τα μάτια. - Καλώς ώρισετεν. Ο ψ ιλόλιγνος γέρος κάθησε σε μια γωνιά α μίλητος. Η ζεστασιά της αναμμένη ς σόμπας ήταν· γλυκιά κι ο γέρος μας κρύων ε . - Από πού ε ίσαι, πατρ ιώτη ; ρώτησε η γυναίκα. - Πόντιος απ' τη Θεσσαλονίκη , απ' την Καλαμαριά. - Απ' την Καλαμαρία; ρώτησε με ζωηρό ενδιαφέρον η γυναίκα. - Ναι. - Απ' την Καλαμαριά, το λιμάνι της προσφυγιάς. Και ποιος δεν π έρασε από 'κ ε ι ; - Ναι , κυρά μου. - Ε και τι να πω; και πώς να το πω και τι να ρωτήσω; Κουράστηκα χρόνια τώρα να ρωτώ. - Μήπως έχεις κανέναν χαμένον μέσ' στη θύελλα της προσφυ γιάς και ψάχν ε ις να βρεις κάτι γ ι' αυτόν; Μήπως τους γον ε ίς σου, μήπως αδελφό, μήπως συγγενή ; - Τι να πω και τι μπο ρ ε ί να ξέρε ις. - Ε ό,τι ξέρω θ α σου πω: Ρώτα με. - Να σου πω και να σ' ερωτήσω κάτι. Ακόμη καλά-καλά ούτε καλώς ώρισες δεν σου ε ίπα και βάλθηκα να σ' ε ρωτώ, ό μως π ε ς μου, σε παρακαλώ, μήπως, μήπως εκεί, στην Καλαμαριά, γνώρισες ή ά κουσες κάτι για κάπο ιον Φωκίων Λιανίδη , Σ αντέτεν, που ε ίχε φούρ νο στο Κουταίς της Γρούζιας; Μπορε ί β έβαια και να π έθ ανε κ ι αυτός κι η ο ικογέν ε ιά του στα μαύρα χρόνια της προσφυγιάς, του τύφου και της Κ'αραντίνας στα τaιατήρ ια (στις σκηνές) της Καλαμαριάς. Μπορε ί ακόμη και να μην ήρθε στην Ελλάδα και να έ μ ε ινε ε κ ε ί, στο Κουταίς, στη Γρούζια. Τι να πω; Πάντως εγώ προσπαθώ να μάθω κάτι και γι' αυτόν και για τα μέλη της ο ικογένε ιάς του . Ο ψ ιλόλιγνος γέρος ταράχτηκ ε και παρατηρούσε επίμονα και συνεχώς τη γυναίκα μέσ' στα μάτια, προσπαθούσε από τις χε ιρονο μίες της, τη φωνή της, να αναγνωρίσει κάποια που υποπτεύτη κ ε . Ξαφνικά β ε βαιώθηκε φαίνεται κ α ι ρώτησ ε . - Και πού τον ξέρε ις, κοδέσπαινα, ε σύ τον Φωκίων αυτόν; - Ε θ ε ίο, έχω ιστορίαν εγώ με τον Φωκίων και την ο ικογέν ε ιά του . Ο γέρος την κοίταξε πάλι ε ρευνητικά και μέσα σε κ ε ίνα τα μάτια γνώρισε πως η γυναίκα ήταν αυτή που υποψιαζόταν και ε ίπε συγκινη μένος. 76
- Εγώ ε ίμαι κορίτσ-ι-μ Ραχήλη, ο Φωκίων. - Τάη , τάη να ποδεδίζω σε, ε ίπε η Ραχήλη κ ι έπεσε στην αγκαλιά του. Ο νεαρός μελαχροινός ε ικοσιπεντάχρονος αγρότης, γ ιος της Ραχήλης, έμεινε κατάπληκτος και συγκινη μένος. Τους κοίταζε και δάκρυσε. Αυτά ε ίναι της μοίρας τα γυρίσματα! Τέτοια ε ίναι η ζωή ! " Βουνό με βουνό δ ε σμίγ ε ι " , λέει ο σοφός λαός. Έστρωσε ύστερα η Ραχήλη πλούσιο τραπέζι, έφαγαν κ ι έ με ινι;tν ως αργά, πέρα από τα μεσάνυχτα, να διηγούνται τις περιπ έτειές τους στα χρόνια τη ς προσφυγιάς, την εγκατάστασή τους στο νέο τόπο τους, την ιστορ ία των μελών των ο ικογενε ιών τους και συγκινη μένοι έπε σαν να κοιμη θούν, αν μπόρεσαν να κοιμη θούν. Την άλλη μέρα η Ραχήλη κι ο γιος της ετο ίμασαν ένα φορτίο του κόσμου τα καλά, στάρι, καλαμπόκι, τραχανά, φασόλια, τυριά, κοτόπουλα κ ι ό,τι άλλο ε ίχε και δ εν ε ίχε το πλούσιο κελάρι του σπιτιού. Ο γιος τα φόρτωσε στο άλογο και κ ίνησαν για την Καλαμαριά για το σπίτι του ψ ιλόλιγνου γέρου που ε ίχε κάποτε φούρνο στο Κουταίς, στη Γρούζια. Σ αν έφτασαν κι έμαθε τα θαυμαστά μαντάτα η κυρά-Ευρύκλη , έκλαψ ε η καη μένη κι αυτή από συγκίνηση , σταυροκοπή θηκε, θυμή θ η κ ε τ ο χαριτωμένο κοριτσάκι του Γαρς, τ η Ραχήλη την ομο ρφούλα κ α ι ε ίπε επιγραμματικά. - Καλά λέε ι ο λόγος πως " Κανενός το ψωμίν ση χώρας την κοιλίαν 'κι απο μέν' " . Πως: κανενός το ψωμί δε μ ένει στην κ οιλ ία του ξένου κόσμου. Έρχετα ι ώρα που η χάρη a νταποδίδετα ι , δηλαδή . Φ ιλοξ ένησαν κι αυτο ί, ο Φωκίων κ ι η Ευρύκλη , το γ ιο της Ραχήλη ς με χαρά και την άλλη μέρα ο ε ικοσιπεντάχρονος αγρότη ς, ο μελαχροινός γιος τη ς Ρ qχήλης μας, κ ίνησε για το χωρ ιό του. Καη μένη Ραχήλη , τ ι κάνεις; Ζεις ακόμη στη Μαυροθάλασσα τη ς Νιγρί τας; Αν ζεις, να ξέρεις πως " ο γού μπαρος, ο Συμιώvtς " δ εν σε ξεχνά, ούτε ε σένα, ούτε το Κουταίς της Γρούζιας.
***
ΑΣ ΓΥΡΙΣΕΙ
όμως η δ ιήγησή μας στο ση μ ε ίο που δ ιακόπηκε η 77
ομαλή ροή τη ς. Αυτο ί, η Ραχήλη, οι δικοί τη ς κ ι οι Καρσλήδ ε ς κ ίνησαν, για το Βατούμ. Εμείς πήραμε το δρόμο για το σπίτι. Ήμασταν μελαγχολικο ί. Ε ίχαμε συνη θ ίσει βλέπε ις τη Ραχήλη και τώρα ο χωρ ισμός μας φαι νόταν δύσκολος, αλλά ήταν και το θ έαμα του λαού των Καρσλή δων, που πορεύονταν για το Βατούμ. Ήταν κινου μένη δυστυχία, όλο ς εκείνος ο πολύχρωμος και κουρασμένος λαός. Στο σπίτι, που πήγαμε, κι εκεί η απουσία της Ραχήλης ήταν έντονη . Το κρε βατάκι της ακό μη μισοστρωμένο έδινε τον τόνο τη ς α πουσίας. Κι όμως όλα αυτά σε λίγες μέρες ξεπεράστηκαν. Όλα τα ξ επερνά ευτυχώς ή δυστυχώς ο άνθρωπος. Η δύναμη της λή θης ε ίναι μεγάλη . Κάνε ι θαύ ματα. Κι άρχισε ο συνηθ ισμένος ρυθμός τη ς ζωή ς με τα ζητήματά της, τα προβλή ματα, τις ασχολίες του καθενός. Ό μως. Τα χρόνια αυτά, με τον καινούριο αέρα της Ρωσική ς Επανα στάσεως, η Γρούζια βρήκε το κατάλληλο κλίμα και π έτυχε την ίδρυση της νεαρής πρώτης Σοσιαλιστικής Δη μοκρατίας της Γρούζιας, δηλ. της Γεωργ ίας. Ήταν ένα σοσιαλιστικό πείραμα, δ ίπλα, κολλητά, στο νέο Μπολσε β ικ ικό Σοβιετικό κράτος, προχωρη μένο φυλάκιο αντί δραση ς στο καθεστώς της Ρωσίας και χώρος εκμεταλλεύσιμος από κ ε ίνους που υπέβλεπαν την ύπαρξη και θ ε μελίωση του άθ εου κρά τους - όπως έλεγαν - των Μπολσε βίκων. Γι' αυτό κ ι οι Μπολσε β ίκοι από την πρώτη στιγμή έ βλεπαν τη νεαρή τούτη Σοσιαλιστική Δη μοκρατία σαν κάτι το προκλητικό και επικ ίνδυνο. Και να. Καταλαμβάνουν το Τιφλίς και βάζουν δ εύτερο στόχο το Κουτα'ί ς. Μέσα σ' αυτές τις πολιτικές συγκυρίες ζούσαμε, ζούσε ο Γεωρ γ ιάνικος λαός και μαζί του ε μ ε ίς οι Πόντιο ι Έλληνες ε ίτε παλιά ε ίτε τελευταία εγκαταστη μένο ι εκεί. Εμείς που πιστέψαμε γ ια λίγα χρόνια πως επιτέλους βρήκαμε την ή συχη και ακίνδυνη ζωή, χωρίς του Τούρκου τη φοβ έρα κοντά στη φ ιλόξενη αγάπη του ο μόθρησκου και αγαθού Γεωργιάνικου λαού, τώρα προσγ ε ιωνόμασταν. Αυτά β έ βαια για τους μεγάλους. Για μας τα παιδιά η ζωή ήταν χαρού μενη , χωρίς προβλήματα, χωρ ίς στενοχώριες. Το μόνο που 78
ξ έραμε ήταν τα παιδικά μας ενδιαφ έροντα. Πού να καταλαβαίνου με πως σιγά-σιγά άλλαζε ο ρυθ μός τη ς ζωής της πόλη ς, πως πάνωθέ της πλαν ιόταν κάτι αόρατο, μια α β ε βαιότητα γ ι α τ ο αύριο, ένας κ ίνδυνος που πλησίαζε σιγά-σιγά, αθό ρυ βα και επίμονα, σαν το κύμα που πορεύεται σε ώρα γαλήνης, ή συχα και απαλά στη θαλασσάκρη . Ο ι παράνομες κινήσεις των ντόπιων Γρουζίνων επαναστατών όλο και εντε ίνονταν και ο αθόρυ βος κ ίνδυνος, που λέγαμε πως πλα νιόταν πάνω στην πόλη, με τη δράση τους όλο και γινόταν πιο χε ι ροπιαστός . Συχνές συγκρούσε ις αστυνομικών και ρ ε βολιτσιονέρων ( = ε παναστατών) ντόπιων τάραζαν τη γαλήνη της πόλη ς τους τελευταίους μήνες. Έβλεπες μιλιτσιονέρους ( = αστυνομικούς) με το πιστόλι στο χέρι να κυνηγούν στα στενοσόκακα της γειτον ιάς αριστερούς, δρα πέτες από τις φυλακές και να πυροβολούν στον αέρα. Κι ε μ ε ίς τα άμυαλα παλιόπαιδα ξεχυνόμασταν στα δρομάκια να μαζεύουμε "πατρόνια " ( = κάλυκες) από τις σφαίρ ες που απέρριφταν τα τουφέκια των χωροφυλάκων, καθώς πυροβολούσαν στον αέρα να αναγκάσουν τους δραπέτες να παραδοθούν. Για τα παιδιά κι ο πόλε μος γίνεται παιγνίδι. Και παίζαμε με τους κάλυκες, και παίζαμε τα παιχνίδια μας και ξεκουφαίναμε τις γ ε ιτονιές με τις φωνές μας. Τα παδιά σαν βρίσκουν κάτι καινούριο, που μπορούν να το χρησιμοποιή σουν για παιγνίδι, βρίσκουν και τον τρόπο που θα το παίξουν. Έπαιζε λοιπόν ο πρώτος. Χτυπούσε το "πατρόν " στον τοίχο . Εκ ε ίνο πετιόταν παραπέρα στο χώμα. Ο άλλος χτυπούσε κ ι αυτός το δικό του "πατρόν " με τέχνη κι ανάλογη δύναμη, έτσι που να πέσει όσο μπορούσε πιο κ οντά στου πρώτου, κ ι αν ήταν τουλάχιστο μια γε μάτη πιθαμή , ώστε οι άκρες της ανοιχτής παλάμης, το μεγάλο δηλαδή και το μικρό δάκτυλο, να ε ίναι όση η απόσταση των δυο καλύκων, τότε ο δ εύτερος ήταν νικητής κι έπαιρνε το "πατρόν " και του πρώτου. Έτσι οι καλοί παίχτες κάναμε ολόκληρη συλλογή από κάλυκες. Ο ι μανάδες μας μας κυνηγούσαν β έ βαια αλλά όσο μας κυνη γούσαν τόσο άναβε το μοντέρνο τούτο παιχν ίδι. Το απαγορευμένο πάντα τραβάει. Και τα παιχνίδια μας συνεχίζονταν κ ι η κατάσταση χε ιροτέρευε. 79
Έφτασαν μέρες που ο ι στρατιωτικές μπάντες με το ρυθ μικό τους πάταγο ξεσήκωναν τους δρόμους της πόλεως και τους ανθρώ πους, καθώς ξεπροβόδιζαν έξω από την πόλη στρατιωτικά τμή ματα, που έφευγαν γ ια το μέτωπο. Το μέτωπο; Β έ βαια το μέτωπο. Μάχε ς γ ίνονταν πια, και αιχμά λωτοι πάνω σε καμιόνια πολλές φορές περνούσαν από τους δρόμους. Σ ιγά-σιγά η πολεμική ατμόσφαιρα έφτανε . Θυμούμαι τ η συγκινητική ε κ ε ίνη η μέρα που η στρατιωτική μπά ντα κι όλη η πόλη ξεπροβόδιζε ένα τμή μα Γεωργιάνικου στρατού. Το αποτελούσαν όλο γυ μνασιόπαιδα που έσπευσαν να κατατα γούν εθελοντές για να πολεμή σουν εναντίον των ε ισβολέων, όπως έλεγε η επίση μη ανακοίνωση της Κυ βερνήσεως. Τι ση μαίες, τι μουσικές, τι χε ιροκροτή ματα, τι ενθουσιασμός ! Και τ ι θλίψη και πόνος όταν σ ε λίγες μέρε ς έφεραν ν εκρούς τους πιο πολλούς απ ' αυτούς τους γυμνασιόπαιδες, που δ εν άντεξαν στην οργισμένη δύναμη των β ετεράνων λύκων, των Μπολσεβ ίκων. Κι η πόλη βυθ ίστηκε στην κατήφεια. Ω ς και μεις τα παιδιά ή μασταν λυπη μένα και μαζωμένα. Πώς αλλάζουν τα πράγματα! Τι ωραία που περνούσαμε προ ολίγων μηνών! . . . Ένα βράδυ η μητέρα μου με έντυσε με τ α καλά μου, ένα μπλε παντελονάκι, μια μπλε μπλούζα με πλατύ γιακά ναυτικό, καθώς και τις αδελφές μου και μαζί με τον πατέρα μου, τη μητέρα μου και τον αδελφό μου τον Θεόφιλο πήγαμε στο aρχοντόσπιτο του Τσιλιγγιάρ ' , όπου βρήκαμε το θ ε ίο το Χρήστο ντυμένο με μπλε επίση μο κουστού μι και εκεί ήταν κι ο παπάς της Ελληνικής Ορθόδοξης εκκλησίας. Ο Τσιλιγγιάρ ' τς ήταν Σανταίος, πάμπλουτος από πολλά χρόνια εδώ στο Κουταtς. Στο πλούσιο σαλόνι του σπιτιού μας δ έχτηκαν οι γονε ίς Τσιλιγ γ ιάρ, τ' αγόρια τη ς ο ικογένε ιας και μια κόρη λάμπουσας ομορφιάς, η κόρη τους, η Ελ�� ·
�Vε;
Ο θ ε ίος Χρήστος κι η κόρη η πεντάμορφη, με τα κατάμαυρα μάτια, τις μακρ ιές μαύρες πλεξούδες και το ως τους αστρ dγαλους άσπρο μεταξωτό φουστάνι ήταν μήνες τώρα ε ρωτευμένοι κι αρρα βωνιασμένοι κι απόψε έτσι εντελώς απρόοπτα τους στεφάνωναν . Ήταν γάμος χαράς και γάμος θλίψης, γ ιατί σε δυο μέρες ο θ ε ίος Χρήστος με την Ελένη του έφευγαν για το Βατού μ κ ι ε κ ε ίθ ε για την α.
�δ
�..
80
"
-'
__,
..-..< - -··
-...
...... --·--
...
-··
_ -.
Η Ελένη, το λουλούδι ε κ ε ίνο τη ς ομορφιάς, έφευγε με τον καλό , της ακολουθώντας τον γλυκό έρωτά της κι αποχωριζόμενη γον ε ίς κι αδέλφια. Έτσι ε ίναι. "Έρως ανίκατε μάχαν ", λέν ε . Σαν τελείωσε η στέψη , η Ελένη του θ ε ίου Χρήστου έπαιξε στο πιάνο της, ωραία β ιεννέζικα βαλς, και η γιορτή έκλε ισε μέσα σε δάκρυα και λυγμούς. Εγώ κοίταζα τη θ ε ία πια Ελένη, αλλά συγχρόνως και νονά μου, γιατί ο θ ε ίος Χρήστος με βάπτισε νεογέννητο στην Αγία Κυριακή του Ιόχανάντων της Σαντάς και τώρα η Ελένη γ ινόταν και θ ε ία μου και νονά μου . Αργά-μεσάνυχτα γυρίσαμε σπίτι με το φα"ίτόν του Γεωργ ιανού φα"ίτόντζικου. Τι συγκινητικές μέρε ς κι αυτές! Μαζί με την επιδείνωση της καταστάσεως αυτής παρουσιάστηκ ε κ α ι τ ο αλάνθαστο επακόλουθο των τέτοιων καιρών. Η έλλ ε ιψη των τροφίμων κι η δυστυχία. Και κυρίως η έλλε ιψη του ψω μιού , κι ύστερα η π ε ίνα. Το Γεωργ ιάνικο κράτος προσπαθούσε ν' αντιμετωπίσε ι την κατάσταση . Διανέμονταν καλαμποκίσιο αλεύρι στους φούρνους της πόλεως και το ψωμί ήταν η "τόιάτη ", ένα πράγμα σαν ψωμί καλαμποκίσιο. Μέσα σε μεγάλα μεταλλικά ταψιά ρ ίχναν έναν πολτό από καλαμπου κάλευρο και το ψήναν σε πολύ καυτερούς φού ρνου ς , οπότε το πάνω μέρος γινόταν σκληρή, τραγανή κόρα, και από μέσα ήταν μισοψη μέ νο. Και τότρωγε ο κόσμος ο καη μένος και μακάρι νάχε όσο ήθελε. Κι ο ι δικοί μας οι Πόντιοι έλεγαν. - Ας λέγ'νε οι χώρα. Πολλά 'μορφον εν' η τaιάτη . Ίλιαμ-ίλιαμ να τρως ατο με το χαψοζώμ'. Ό μως εμείς ή μασταν τυχεροί. Ο πατέρας μου στο φούρνο του έψην ε για μας κρυφά ψωμί από μαύρο σταρίσιο αλεύρι κι η οικογ έ νειά του δεν στερούνταν. Μα έλα που ο άνθρωπος και ιδίως τα παιδιά , δεν μπορούν να καταλάβουν πολλές φορές τι έχουν και τι ποθούν κι έτσι οι αδελφές μου μου έβαζαν κάτω στο παλτό μου από το μαύρο ψωμί μας μισό καρβ έλι και μ' έστελναν να πάω να τ' aνταλλάξω σε φτωχή πατριω τική ποντιακή ο ικογένεια με τaιάτη . Κι όταν γύριζα κρυφά και με προφυλάξεις, ο ι τρεις συνωμότες, ο ι αδελφές μου κ ι εγώ, χωνόμασταν σ' ένα δωμάτιο και καταβροχθ ί81
ζαμε την "τόιάτη " με βουλιμία, με συνο δ ε ία άλλοτε ελιές, άλλοτε αλικά χαψία (παστωμένο γαύρο) και με κρομμύ δ ι. Τι ευτυχία αλή θ ε ια ! Κ ι αν καμιά φορά μας έπιανε στα πράσα η γιαγιά η Ζωή, έλεγε . - Φάτεν, φάτεν, γουρπάν έσουν, πουλία μ ' . Για δόστεν κι ε μέν ας δοκιμάζ'ατο . Κι όταν . . . δοκίμαζε, έγλυφε τα χε ίλη τη ς κ ι έλεγε επιγραμματικά: - Φα'ία πα ατά είναι, τ' αλικά τα χαψ ία, το κρομμύδ' και τ' ελαίας. Καλπάς ( = σαλάμι), σάλαν ( = παστωμένο με άλας χοιρινό λίπος) και ζουρνάδας. Ατά πα φαία ε ιν'; Τσιλτεύ' ο κύρη μ' την ρίζαν ατουν. Τέτοια ζητούσαμε κι ε μ ε ίς και τέτοιος σύμμαχος μας χρε ιαζό ταν. Ας ε ίναι. Εν τω μεταξύ η κατάσταση όλο και χε ιροτέρευ ε . Και ομάδες αιχμαλώτων απ' το μέτωπο έρχονταν συχνά και ονό ματα ν έων Γρουζίνων γνωστών, που έπεφταν στο μέτωπο, γ ίνο νταν γνωστά. Πόσο δυνατή θλίψη προκάλεσε ο θάνατος, στη μάχη του Σ ιαλί κου, του Γεωργιανού χοροδ ιδάσκαλου του Κουταίς, του αγαπη μένου των κοριτσιών που μαθήτευαν στη Σχολή Χορού, που ίδρυσε και δίδασκε τάchι, κρακαβιάκ, λεζγίκγα κλπ. Ήταν ένας κυπαρισσόκορμος, ψηλό ς, όμορφος νέος, λυγ ερός με μαύρα σγουρά μαλλιά κ ι ωραίο πρόσωπο. Ό ,τι χρειαζόταν να λατρεύ εταί από τα κορίτσια του Κουτα'ί ς. Πώς τρώε ι ο χάρος τέτο ιες λεβεντιές; Ο θάνατός του έγινε θρήνος. Τι θρήνος! Θρήνος των κοριτσιών του Κουταίς, των Γρουζίνικων κοριτσιών με τα γλυκά αμυγδαλωτά μάτια, τα μακριά ματοτσίνουρα και το μελαχροινό των μάγουλων χνούδι της νεότητας. Αν υπάρχει ευτυχισμένος θ άνατος, ε ίναι ο θάνατος να σε κλαιν λογ ερόκορ μες ν εράιδες, της νιότη ς αγριολούλουδα. Και τον Σ ιαλίκο τον χορευτή τον έκλαψαν οι κοπελιές, τον θρήνησε μια πόλη . Πόσο τον θυμάμαι κ ι ας ή μουν μικρό παιδ ί τότε ! Και μ' όλα αυτά και μ' όλη αυτή την κατάσταση μια βου βή φωνή λες και σκέπαζε το άλλοτε �υτυχισμένο και παράδε ισο τη ς φτωχο λογιάς πόλισμα: - Οι μπολσε β ίκοι έρχονται . . . οι μπολσε β ίκοι έρχονται . . . Ο ιδ ιοκτήτης του φούρνου μας, πάμπλουτος Εβραίος, κάλεσε μια μέρα τον πατέρα μου. 82
- Πάτονο Κοκίο, του ε ίπε (Πάτονο, όπως ή δη ξέρου με, Γεωρ γιάνικα θα πει "κύριε " και Κοκίο ήταν η ε βρα·ίκή απόδοση του Φω κ ίων) . Εγώ θα φύγω με τη φαμίλια μου στο Παρίσι. Δε με σηκώνε ι πια τ ο Κουταίς. Φοβάμαι τους Μπολσε β ίκους. Σ ου χαρ ίζω λοιπόν και το φούρνο και όλο το σπίτι μου, με όλα τα έπιπλα και όλα τα υπάρχοντά μου . Κι ήταν ένα σπίτι πλούσια επιπλωμένο, aρχοντόσπιτο της ε ποχής . Παλάτι σωστό. - Ευχαριστώ Χαζι.,ά ιν, τι να το κάτω τώρα; απάντησε ο πατέρας μου . Κι ο Εβραίος το εγκατέλε ιψ ε σε λίγες μέρες κι έφυγε για το Παρίσι. Το ίδιο κ ι ο θ είος και νονός μου Χρήστος με την Ελένη του, και τον πάντα ακόλουθό του, θείο Θεόφιλο, έφυγαν για το Βατού μ. Και προτού φύγουν συμβούλεψαν τον πατέρα μου . - Η ζωή ε ίναι πια αβ ίωτη και στο Κουτα·ίς και παντού. Τα πλοία πηγαινοέρχονται απ' το Βατού μ στην Ελλάδα. Ο ι συμπατριώ τες μας Έλληνες φεύγουν για την πατρίδα. Εμε ίς θα μείνουμε; Κατήφε ια, στενοχώρια στο σπίτι. Πού 'ναι ο ι ευτυχισμένες η μέρες; Ο πατέρας σκεφτικός, η μητέρα μου το ίδιο, η γιαγιά το ίδιο. Κι όχι μόνο ε με ίς. Όλοι οι συμπατριώτες μας απελπισμένοι. Τι θα γίνει; Η γ ιαγιά η Ζωή ανάβ ε ι κάθε βράδυ το καντήλι της ε ικόνας, σταυροκοπιέται, προσεύχεται και πάντα τελε ιών ε ι με τη στε ρεότυπη σχεδόν επωδό. - Θεέ μου, όλους να ελεήσεις κι ε μάς να μη μας ξεχάσεις. Κι ένα βράδυ βλέπο με, εμβρόντητα εμείς τα παιδιά, τον πατέρα και την μητέρα μου να μαζεύουν μερικά πράγ ματα και να κάνουν τα πρώτα "τέγκι.,α " ( = τα μεγάλα δέματα) . Είναι οι πρώτες συσκευα σίες των υπαρχόντων μας, που θα πάρου με γ ια το ταξίδ ι που προ μηνύεται. - Γιατί δ ένετε τα δέ ματα αυτά πατέρα; Ρωτάμε εμε ίς τα παιδιά. τίποτε . Έτσι. - Γιατί έτσι; - Γιατί να σας το κρύψο με παιδιά; Σ ε λίγ ε ς μέρε ς θ α φύγομε στο Βατού μ. Θα πάμε στου θ ε ίου Αλέκου. - Και τι δουλειά έχομε εκεί; - Θα πάμε, πουλάκια μου, στο Βατούμ κι από 'κει στην Ελλάδα. 83
Φτάνουν τα βάσανά μας. Χρόνια και χρόνια βασανίζονται ο ι δ ικοί μας στα ξ ένη μέρη ανάμεσα στους Τούρκους και στις δυστυχίες. Θα πάμε πια στην πατρίδα μας, στον τόπο μας, στη χώρα που κυ ματίζει η ση μαία μας. Θα πάμε στο Έθνος μας, θ α πάμε στην Ελλάδα. Είπε στα στερνά συνεπαρμένος και δακρυσμένος ο πατέρας μου . Η μητέρα μου δάκρυσε κι η γ ιαγιά η Ζωή επανάλαβ ε την επωδό της. - Θ ε έ μ' όλτς να ελε ιάς κ ι ε μάς πα να μη ανασπάλτς. Πόσο τη θυμάμαι εκείνη τη στιγμή εκείνης της βραδιάς! Τι αλησμόνητα χρόνια, τι μεγάλες στιγμές!
* * *
ΚΑΙ ΤΑ "τέγκι,α " δένονταν κάθε βράδυ. Ο ι ετο ιμασίες του μισε μού συνεχίζονταν. Ό μως οι μεγάλες τραγωδίες έχουν τις επιμέρους σκηνές τους, σκλη ρές, πονε μένες, διαβρωτικές. Και στο σπίτι μας β έβαια κυριαρχούσε ο aπόηχος της τραγωδίας του μισεμού, ό μως εκτυλίσσονταν και σκηνές πόνου, πόνου ανθρώπινου, όσο ατομικού άλλο τόσο δραματικού . Το πρωί ήρθε ψυχρός, επαγγελματικός και αδυσώπητος, ο χα σάπης και απήγαγε κυριολεκτικά την αγελάδα τη ς γ ιαγιάς τη ς Ζωής. Την πήγαινε για κει που κάνουν τα ζώα κρ έας. Ο πατέρας μου του την πούλησε. Τι μπορούσε να κάνει; να την πάρομε μαζί μας στην Ελλάδα; Μα γ ίνονται τέτοια πράγματα, όσο κ ι αν ε ίσαι συναισθη ματικός και ζωόφιλος; Και την πούλησε στο χασάπη . Την καη μ ένη ! Βουβό το δράμα της γιαγιάς και το δικό μου, ό μω ς aνώφελα. Και το βράδυ που ο πατέρας έδενε ένα δέμα, να η έκρηξη της γιαγιάς. Δεν μιλούσε κ ι ας ήταν πληγωμένη από τον πρω·ίνό αποχωρισμό. Δε σχολίαζε, δ εν εκδηλωνόταν πόση ώρα, ό μως μια στιγμή . - Φωκίων, γιε μου, τεμέκ θα πάμε 'ς σην Ελλάδαν ! ε ίπε. - Ναι, μάνα. - Αλλοί σε μένα, αναστέναξε. Θα πάμε στην Ελλάδα, στην πατρίδα μας, στο έ θνος μας. Δεν λέω. Μα αυτά, γιε μου, ε ίναι για σας, τους νέους, τα παιδιά, το μέλλον. Αλλοί σ' ε μάς τους γ έρους.
84
- Γιατί, μάνα; - Θα πάμε στην Ελλάδα, στην άλλη άκρη του κόσμου, και τι θα γ ίν ε ι ο τάφος του πατέρα σου; Τι θα γ ίνουν ο ι τάφοι των γονιών μου ; Ποιος θ ' ανάψει το καντήλι των ν εκρών μας, γ ιε μου; Ποιοι θα στήσουν χορό στ' αλώνια του χωριού, πο ιοι λυράρηδ ε ς θ α τραγουδήσουν, γ ι ε μου, την ό μορφη ζωή, τ ο γλέντι, τ η χαρά; Ποιοι θα χαρούν τους χιονισμένους χειμώνε ς της Σ αντάς, του χωριού μας, της Σ αντάς της λουλουδοσκέπαστης, της ελατοσπαρμέ νης Σ αντάς, του χωριού της ομορφιάς και των παλικαριών; Το 'γραψα κι άλλοτε. Ο ι Σ ανταίες γυναίκ ε ς ε ίχαν πο ιητικό ταλέντο. Τι να 'λεγε ο πατέρας μου, ο γ ιος της γ ιαγιάς; Τέτοιες ώρες η σιωπή ε ίναι χρυσός. Σαν σιωπάς φιλοσοφείς κι η σιωπή ε ίναι η καλύτερη μιλιά. - Πάρε , γιε μου, τα παιδιά σου, τη φαμίλια σου κι άμε στην ευχή της Παναγίας. Εμένα, σε παρακαλώ, στε ίλε με π ίσω στην πα τρίδα, στο χωριό μας, σε ικετεύω, συνέχισε. Στον τόπο του καμένου σπιτιού μας απ' τους Τούρκους, θα βρω μια γων ιά, θα χτίσω μια καλύβα, θα στεγάσω τον πόνο και τα γηρατιά μου. Θα ζήσω, όσο ζήσω, κοντά στις ρ ίζες μου, με τις αναμνήσεις μου, κοντά στις σκιές των προγόνων μας, κοντά στο χώμα που μ' ανάθρεψε και στον αέρα που μ' ανάστησε. Κι αν κάποια ώρα Τούρκου μαχαίρι μου πάρ ε ι τη ζωή ή ο χάροντας ε ιρηνικά με προσκαλέσει, κάλλιο, γιε μου, ο θά νατος στον τόπο σου παρά της ξενιτιάς η πίκρα. Και πήρ ε θλιφτά και πονε μένα το μοιρολόγι, στο στίχο του δη μοτικού τραγουδιού Να σαν εκε ίνον π' αποθάν ' 'ς σον τόπον ντ ' ε γεννέθεν. . . ( = Χαρά σ' αυτόν που πέθα νε στον τόπο που γεννήθη . . . )
Σ ιωπή βασίλεψε . Ποιος θα τολμούσε να δ ιακόψε ι τέτοια στιγμή ; Κι ύστερα σκόρπισαν όλοι, κ ι ο πατέρας κι η μητέρα και τ' αδέλφια μου, στο σπίτι, μόνο εγώ, το άμυαλο παιδί, σκαρφάλωσα στο λαιμό της γιαγ ιάς κ ι έκλαιγα μαζί της . . . Να ! Και τ' άλλο βράδυ ο Θεόφιλος, ο Φιλίκον, όπως τον aπο καλούσαμε στο σπίτι όλοι χα"ίδευτικά, ο αδ ελφός μου, με πήρ ε πα ράμερα στο πισινό μπαλκόνι του σπιτιού, όπου, όπως θυ μάστε, χάι δ ευε τις νύχτες στα κρυφά τα πιστόλια του. - Άκου, Σ ιμωνάκη, αδελφόπο μ', μου ε ίπε και με κρατούσε το χέρι. Είσαι μικρός ακόμη και δεν ξέρεις από βάσανα. Πώς να στο πω, τι να σου πω και τι μπορώ να σου πω ! Μεγάλος ε ίναι ο καη μός 85
μου και μεγαλύτερος ο πόνος. Κο ίτα. Θα σου δώσω αύριο το πρωί " έναν ζαπισκόπον" ( ένα ση μειωματάκι) και θα πας να το δώσεις κάπου . Καλά; Καλά, Φιλίκο. - Θα σου δώσω και χαρτζιλίκι για τον κόπο σου. Ωραία, θ' αγοράσω χουρμάδες, απ' τον Φ ίλπο. - Έναν αδελφ ό έχεις. Θα του κάνεις το χατίρι; - Και βέβαια, Φιλίκο. - Όμως πολύ προσεκτικά και χωρ ίς να σε δ ε ι κανένας. Έτσι; - Έτσι . - Αίτε, τώρα, πουλάκι μου, να κοιμη θ ε ίς. Και τσιμουδ ιά σε κανέναν. Κι όπως ε ίπαμε. - Εντάξει, Φιλίκο. Και πήγα να κοιμηθώ. Κι όμως πίσω από τις κουρτίνες τη ς κάμαρας έ βλεπα πως ο Φλίκος μας κοίταζε δακρυσμένος το φεγγάρι, αναστέναζε και μονο λογούσε. - Αχ Λάρισα, Λάρισα , πουλί μου, θ α με φάε ι ο πόνος. Πώς θα σ' αφήσω και θα πάω στην Ελλάδα; Τι θα γ ίνω , Λάρισα; Μα το Θεό, θα τρελαθώ. Και ξέσπασε σε λυγμούς. Κάτι ε ίχα ακούσει να κρυφολένε τις προάλλες ο ι αδελφές μου. Τώρα το εξακρίβωνα. Ο Φιλίκος μας ήταν ερωτευμένος. Ήταν πια παλλικάρι μεστωμένο ο Φιλίκος μας. Δεκαεννιά χρο νών λε β εντόπαιδο κι ας ε ίχε πονε μένο το ζερβί ποδαράκι του . Μπορεί νάταν ανάπηρος στο ένα πόδι, όμως η καρδιά ε ίναι καρδιά και τα νε ιάτα νε ιάτα. Και φώλιασε ο έρωτας στην ψυχή του. Αγαπούσε τη Λάρισα , μια δ εκαεφτάχρονη κοπελίτσα , ένα πο ντιακό λουλούδι, μια Σαντέτσα "σκύλ' θυγατέραν " . Κι εκείνη; Κι εκείνη ήταν ερωτευμένη μαζί του μ' έναν έρωτα θ ε ρ μό για την αξιοσύνη του , που θ ερμαίνονταν κι από μια συ μπόνια για την άδικη αναπηρ ία του. Κι όταν αγαπάς κάπο ιον γιατί και τον πονάς, τότε η αγάπη ε ίναι θ ε ίο δώρο κι ιερό. Ποιος μπορε ί να ξεχάσει τον θ ε ίο έρωτα τη ς παιδούλας Δε ισ δαιμόνας στο βα ο'ανισμένο μαύρο Οθ έλλο του Σαίξπη ρ; Ήταν λοιπόν ερωτευμένα τα δυο παιδ ιά. =
86
Ο ι δ ικοί μου ορκίζονταν πως θά 'καναν βασίλισσα της ο ικογέ νειας την Λάρισα, μα ο πατέρας της, Σ ανταίος χτίστη ς, φτωχός με ροκαματιάρης προλετάριος, συ μπαθούσε τους επαναστάτες Μπολ σε βίκους και δεν ή θ ε λε να φύγε ι γ ια την Ελλάδα. - Οι Μπολσεβίκοι θ ά 'ρθουν και θ α κάνουν τον κόσμο παρά δε ισο, έλεγε. Κι εγώ τι ζητάω στην Ελλάδα τη φτωχή , που ζ ε ι με την ελιά και το κρομμύδι; Τρελλάθηκα; Είμαι Μπολσε β ίκος κ ι εγώ κι εδώ ε ίναι η θέση μου, με το προλεταρ ιάτο. Και τι ζητάε ι η κόρη μου, η κόρη ενός προλεταριάτου, στο σπίτι ενός αστού παραλή σαν τον Φωκίων τη Λιαν; Εδώ θα με ίν ε ι κοντά μου, παρά στο άγνωστο και στον κόσμο του καπιτάλ. Του κάκου οι συμβουλές των συμπατριωτών Σανταίων, του κά κου τα καυτά δάκρυα της Λάρισας. Ο Πόντιος προλετάριος, ο Σαντέτες Μπολσεβίκος, έμενε αμε τάπειστος, μονολιθικός, πιστός στις πίστεις του σαν όλους τους Πο ντίους, σαν όλους τους επαναστάτες τη ς ιστορ ίας, που μενουν αμε τάπειστο ι και αφοσιωμένο ι στις αρχές και στις ιδέες τους. Τα δυο παιδιά β έ βαια ε ίχαν συναντηθ ε ί κρυφά μερικές φορές. Μα τώρα; Τώρα που έμαθε τον έρωτά τους ο πατέρας τη ς Λάρισας, τώρα που ξεφύτρωνε κ ι η απόφαση των Ελλήνων να φύγουν στην Ελλάδα, τώρα έγιναν τα πράγματα δραματικά. Δεν αφήνει ο πατέρας της την Λάρισα να βγει από το σπίτι μόνη της και απε ιλ ε ί γη και ουρανό. - Βάζω το λαιμό της πάνω στο "κατωθύρ της πόρτας και α κρούω και κόφτω την γούλαν ατς άμον τη πετεινού " , απε ιλούσε . Κι η κόρη δεν τολμούσε να παρα β ε ί το λόγο του κύρη τη ς. Να μείν ε ι ο Φιλίκον στη Ρωσία για τη Λάρ ισα; Μα ακόμα δε σίγασε ο καη μός του αδελφού μας του Περικλή , που έχασε τη ζωή και τα νε ιάτα του για την αγάπη του στην Ελένη του Αλχάζ. Το ίδιο θα κάν ε ι κι αυτός τώρα; - Θ' aφήσεις τους χαροκαμένους γον ε ίς σου και θα κολλήσεις στην ποδιά της Λάρ ισας; τούλεγε η ψυχρή λογική, σαν έρχονταν ώρα που τον κυρίευ ε και δεν τον έκαιε ο πυρετός του έρωτα. Κι έτσι τα δύστυχα ερωτευμένα παιδιά στέκουν μέσ' στο π έλα γος τη ς απελπισίας κι η Λάρισα κλαίε ι φυλακισμένη κ ι ο Φιλίκον αναστενάζε ι στο μπαλκόν ι του σπιτιού, στην φεγγαρόφωτη νύχτα. Τι να κάν ε ις; Σχεδόν πάντα σ' έρωτας μπλέκεται μέά' στα δ ίχτυα των κοινω87
νικών συμπτώσεων της ζωής. Λες πως ε ίναι ευτυχισμένοι εκε ίνοι που σπάνε τα δ ίχτυα και πορεύονται στο δρόμο της καρδιάς; Ίσως ναι, ίσω ς όχι. Πάντως εγώ το πρωί της άλλης μέρας, αφού εξαργύρωσα β έβαια το χαρτζιλίκ ι του αδελφού μου, όπως ε ίπα, σε χουρμάδες, πήγα το γράμμα στη Λάρισα. Ήταν ένα ομορφούλι κοριτσάκι, με τις πλεξού δ ε ς και το φτω χικό φουστανάκι τη ς. Μέναν με τον Μπολσε βίκο κύρη της σ' ένα φτωχό μα πεντακάθαρο σπιτάκι σε μια φτωχογε ιτονιά του Κουταtς. Η μάνα της ήταν πε θαμένη. Στην αρχή ξαφνιάστηκε. Με ήξερε α σφαλώς; αλλά δεν το πε ρίμενε β έβαια. Πήρε το " ζαπισκόπον " , το φίλησε δακρυσμένη και τό 'κρυψε γλήγορα και προσεκτικά στον κόρφο τη ς. Έσκυψε με φίλησε και με κοίταξε στα μάτια, σαν να έλεγε . - Το φιλάκι τούτο ας ε ίναι για τον Φιλίκον. Έφυγα. Από τότε δεν ξαναε ίδα την Λάρισα κι ούτε έ μαθα τι έκανε και τι έγιν ε . Κι ούτε ο Φιλίκον μου ξαναμίλησε γ ι ' αυτήν. Πάντα ό μως φαί νονταν τραυ ματισμένος. Ύστερα από πολλά χρόν ια, τον καιρό της μαύρης προσφυγιάς στην Ελλάδα, μάθαμε πως η Λάρισα τελικά παντρεύτηκε κάποιον κ ι ανέβαινε κ ι αυτή τον συζυγικό τη ς Γολγοθά σαν όλα τ α aντρόγυνα. Έτσι ε ίναι η ζωή . Έχε ι κι αυτή τους νόμους τη ς πλοκής και τη ς τριβής της . . . Και να τώρα και το τρ ίτο δράμα τ η ς φαμίλιας, δράμα τούτο δραματικότερο και συνεχές. Πόσες φορές βρήκα τη μητέρα μου να κρυφοκλαίε ι και να κρυ φομοιρολογε ί! Ήταν συνη θ ισμένο. Μα τώρα ε ίναι αλλοιώτικα. Ολη μερίς κ ι ολονυχτίς το μοιρολόγι. - ... Θα αφήσω τον τόπο που κείτεσαι σκοτωμένο, παιδί μου, και θα πάω στην έρημη την Ελλάδα; Καλύτερα να π έθ αινα κι εγώ στα βουνά της Σαντάς, δίπλα στον τάφο σου, Περικλή μου , αγόρι μου ... Σε κλαίει η χαροκαμένη μάνα σου, πουλί μου . Συγχώρα με που φεύγω μακριά, μα τι να κάνω; Τι να κάνω; Τι να κάνω; . . . κι έκλαιγε και τραβούσε τα μαλλιά τη ς, η μάνα μου, η χαροκαμένη μάνα. Αυτά έχουν ο ι πόλε μοι, καλοί μου φίλοι. Τέτο ια δράματα πολλά κι εδώ κ ι αλλού κ ι όπου ανθρώπου 88
φύτρα, κι όπου ο ι πόλεμοι κ ι ο ι ξεριζωμοί κ ι ο ι προσφυγιές, και τώρα κ ι ύστερα και πρώτα και πάντα, μια και δ εν μπόρεσαν ακό μα να ξεριζώσουνε ο ι άνθρωποι το πρώτο κακό και το aνή μερο, το κακό του κ έρδους και της aπληστίας, που έχουνε στο αίμα τους θ εριά πολλά, θ εριά ανθρώπινα, π' ούτε αγώνε ς κ ι ούτε καν ε ίς δ εν μπόρεσε να τα δαμάσει ακόμα. Και τα δράματα φουντώνανε πολλά στο Κουταίς, στη Γρούζια, στον Πόντο κι όπου αλλού, και τα τέγκια δένονταν κι οι ετο ιμασίες συνεχίζονταν. Και στην πόλη συναγ ερμός. Β ιαστικοί, αμίλητο ι, κατσούφηδες, με την π ε ίνα φανερή, την αγωνία ζωντανή στα πρόσωπα, έβλεπες όλους να βαδ ίζουν εδώ κι εκεί, στους δρόμους, στις πλατε ίες, στις γ ε ιτονιές της πολιτ ε ίας. Και τους συνεπήρε όλους τους Ρωμιούς ο πυρετός της φυγής. Και τα τέγκια δ ένονταν σε κάθε σπίτι ελληνικό, σε κάθε φτω χόσπιτο μα και aρχοντόσπιτο κι όλοι προσμέναν πότε θ α πάρουνε το δ ρό μο της φυγής. Οι μέρες τέλε ιωναν, ο ι Μπολσε β ίκοι ζύγωναν. Όποιος φύγ ε ι φύγ ε ι. Αυτό το κλίμα κι η ατμόσφαιρα στην πόλη . Σ ε μας, στο σπίτι μας, την άλλη μέρα, στάθμευσαν έξω στο δρόμο δυο τετράτροχα κάρα. Παρουσιάστηκαν στο γυμνωμένο από κάθε έπιπλο και σκευή σπίτι μερικοί άντρε ς γεροδε μένοι, γρουζίνοι χα μάλη δ ε ς. Αξύριστοι, φτωχοντυμένοι, φωνακλάδ ες και βρ ισιάρηδ ε ς, ό μω ς εργατικο ί και δουλευταράδες. Σκούπιζαν βροχή τον ίδρωτα απ' το μέτωπο όπως δούλευαν. Μόνο οι χε ιρώνακτες βγάζουν "με τον ιδρώτα του προσώπου τους" το ψωμί τους ε ίτε ε ργάτες, ε ίτε σκαφτιάδ ε ς γ εωργοί, ε ίτε χτίστες ε ίναι. Μόνο αυτοί κερδίζουν τον επιούσιο σύμφωνα με τη ρήση του ευαγγελίου. Εμε ίς οι άλλοι ε ίμαστε "μή μου άπτου", όπως λέει κι ο λαός, ακαμάτες και ρ αχατλήδες, παράσιτο ι. Δούλευαν που λες σαν μελίσσια και τα τέγκια στοιβάζο νταν στα κάρα με σύστη μα και προσοχή . Κάναν μερικές ώρες κ ι ήταν όλα στη θ έση τους. Πήραν απ' τον πατέρα μου το μεροκάματο, κι ας δούλεψαν ώρες μονάχα, και φύγαν για αλλού, αφού πρώτα ασφαλώς θα πέρασαν από κάποιο, "τουχάν" για κανά ποτήρ ι να ξεκουραστούν. "Οίνος ευφραίν ε ι καρδίαν", φίλ τατοι. Ο πατέρας μου αμέσως ανέβηκε στο πρώτο κάρο, ο αδελφός μου ο Θεόφιλος στο δεύτερο και κ ίνησαν για τον σιδηροδρο μικό ·
89
σταθμό, όπου θα φορτώνονταν τα τέγκια στα βαγόνια του τρένου για το Βατούμ, του τρ ένου με το οποίο θα φ εύγαμε κι ε με ίς το β ράδυ εκείνο. Σαν πλησίαζε να βραδιάσε ι, ξεκινήσαμε κι ε με ίς για το σταθμό. Μας πήγαιναν δυο φα'ίτόνια. Στο πρώτο ανε βήκαμε ε μ ε ίς, η ο ικογένε ια, η γ ιαγιά η Ζωή, η γ ιαγιά η πονεμένη , που κρατούσε . στην αγκαλιά τη ς τυλιγμένη σε πανί την ε ικόνα της ο ικογένε ιας, κε ιμήλιο ο ικογενε ιακό, που το διατηρούμε ακόμα, - ήταν η ε ικόνα τη ς γ ιαγιάς τη ς γ ιαγιάς μου - η μητέρα μου η Ευρύκλη, η μεγάλη μου αδελφή η Κίτσα, η παντρε μένη , που κι αυτή έφευγε μαζί μας, η άλλη αδελφή μου η Μαρίκα, η Ουραν ία κ ι εγώ ο Β ενιαμίν τη ς ο ικογένε ιας που σκαρφάλωσα στην αγκαλιά της μητέρας μου, η οποία με τύλιξε το πρόσωπο και τ' αυτιά μ' ένα μάλλινο σάλι, γ ιατί έκανε ψυχρούλα. Η αδελφή μου η Κίτσα ερχόταν μαζί μας, γ ιατί ο άντρας της ο γνωστός μας Περικλή ς Βρασίδας, ο πρόε δρος της Ελληνική ς Κο ινό τητας Ποντίων Κουτα'ί ς, έπρεπε να τακτοποιήσει τόσα και τόσα ζητή ματα της Κοινότητας, να βοηθήσει σ' ό,τι μπορετό τους τελευ ταίους που θα 'φευγαν, κι ύστερα να φύγε ι κ ι αυτός για την Ελλάδα και τούτο στάθηκε αιτία να εγκλωβιστεί τελικά στο Κουτα"ίς και να 'ρθ ε ι μετά ένα χρόνο ύστερα από μας. Στο πρώτο λοιπόν φα'ίτόν ε μ ε ίς και στο δεύτερο στοιβαγμέν ε ς ο ι βαλίτσες, τ α "τάαματάνι,α " , γ ε μάτα με κ ά θ ε ε ίδους πρώτη ς ανάγκη ς πράγματα. Κι οι δυο "φα'ίτόντάικοι " ήταν Γρουζίνοι επαγγελματίες, άνθρω ποι τη ς πιάτσας και της δουλειάς. Ό μω ς ο δ ικός μας, του πρώτου δηλαδή φα'ίτον ιού, ήταν ένας τύπος ξεχωριστός. Κοντόχοντρος Γρουζίνος, κοκκινομύτης - φαίνεται, από το κρα σί που θα 'πινε - με μια μαύρη ρουπάάκα, κ J ιλότα, και σαπόκι,α ( μπότες), βρισιάρη ς και φωνακλάς. Κρατούσε το καμουτσίκι του καλλιτεχνικά και ρουφούσε το μόνιμο στα χε ίλη του παπιρόζ ( = τσιγάρο) λαίμαργα κι απανωτά. Γι' αυτό και οι τρ ίχες του μουστακιού του ήταν κιτρ ινισμένες από τη νικοτίνη. Ανέβηκε στο κάθισμά του, όταν όλα ήταν έτοιμα, με χάιδεψε στο κεφάλι, έδωσε μια καμτσικιά στον αέρα και φώναξε στο μαύρο καλοθρε μμένο του άλογο. - Άι, ντουράκ ! =
90
Έτρεχε τ' άλογο το καη μένο. - Ραμπαβία Περζένι; Μπολσεβίκ πριόλή ε; Τι γίνετα ι Έλληνε ς; Οι μπολσεβίκο ι έρχοντα ι, ε;
Κι έτρεχαν τα φα"ίτόνια στα βρεγμένα πλακόστρωτα στενά του Κουτα·ί ς . . . Λ ε ς κ ι ακούω ακόμη και σή μερα τ ο ποδοβολητό των αλόγων, λες και βλέπω τον κοκκινομύτη Γρουζίνο αμαξά να γυρνά κάθε λίγο προς τα πίσω, να μου κλε ίν ε ι με χαμόγελο το μάτι και να μου λέει χα"ί δευτικά. - Άι μαρατσάγλου, περζένι, Ά ι δι αβολόπα ιδο Έλληνα . Φτάσαμε στο σταθμό. Κατε βήκαμε. Μπήκαμε στο τρένο. Ο πα τέρας κ ι ο Φιλίκος, ο αδελφός μου, μας παράλαβαν, μας οδήγησαν, μας ανέ βασαν στο βαγόνι που έπρεπε . Εκεί ένας κόσμος aνήσυχος, ταραγμένος, ο ένας πάνω στον άλλο, συνωστισμός, κακό. Που 'ναι εκείνος ο κιρτζήδ ικος γλεντζές κόσμος, των ε ιρηνικών η μερών, που συντάραζε τα βαγόνια κ ι ολόκληρη την αμαξοστοιχία με τα τρα γούδια και την ευθυμία του; Θλίψη, σιωπή, κατή φ ε ια. Ο πόλεμος βούβαν ε τα πάντα. Κι ε με ίς, με το αλλεπάλληλο συνεχές "γράνη-γρούνη" που άφη ναν ο ι ρόδες των βαγον ιών, με τη βροχερή νύχτα που δ ιακρ ίναμε έξω, με την ψύχρα της νύχτας, σιγά-σιγά αποκοιμηθήκαμε κ ι ή ρ θ ε ο ύπνος να φέρει την ξ εχασιά των μαύρων ωρών π ο υ περνούσαμε. Όταν ξυπνήσαμε ήταν πρωί και ή μασταν στο σιδηροδρο μικό σταθ μό του Βατούμ. Στην πλατφόρμα του σταθμού στεκόταν ο θ ε ίος Αλέκος, ο γνω στός από τα προηγού μενα θ ε ίος Αλέκος, ο μεγαλύτερος αδελφός της μητέρας μου, σοβαρός, βαρύς και δύσθυμος λόγω τη ς κατάστασης, αλλά ίσως και γ ιατί σκεφτόταν το βάρος της φ ιλοξενίας μας. Ήταν λιγάκι σφιχτός ο μακαρίτης. Το επόμενο πρωί, με το τελευταίο τρένο που κ ινήθηκε στη γραμ μή Κουταtς-Βατού μ, ήρθαν κ ι ο πατέρας μου κ ι ο αδελφός μου ο Θεόφιλος. Ταξίδεψαν, αφού δωροδόκησαν σιδηροδρομικούς με το τελευ ταίο, όπως ε ίπα, τρένο, που ήταν όμως καθαρά στρατιωτικό και μετέφερε πολεμικό υλικό. Κάπου τους έκρυψαν ανάμεσα σε κανόνια και ο β ίδ ε ς κ α ι ταξίδ εψαν. Το φ ιλοδ ώ ρ η μα ε κ ε ίν ε ς τις η μέ ρ ε ς π ετύχαινε τ ο παν. Ήρθαν αργά γιατί φρόντισαν να τακτοποιήσουν μερικά ο ικο γενε ιακά ζητήματα, που δ εν μπορούσαν να με ίνουν εκκρε μή , μια και 91
φεύγαμε οριστικά στην Ελλάδα. Το σπίτι του θ ε ίου Αλέκου ήταν κοντά στο "πουχτ" ( = λιμάνι), όπου φαινόταν αγκυροβολη μένο το ελληνικό φορτηγό πλο ίο "ΠΑ ΝΑΓΙΩΤΗΣ" έτοιμο να φορτώσε ι τους Έλληνες που θά 'φευγαν για την Ελλάδα. Η γαλανόλευκη - τη βλέπαμε - κυμάτιζε στην πρύ μνη του . Η εντολή της Επιτροπή ς Αποστολής των Ελλήνων έλεγε πως αύρ ιο όλη μέρα το καράβι θα φορτώσε ι τα τέγκ!:_,α και την άλλη μέρα από το πρωί θα επιβιβαστούν οι άνθρωποι. Όλοι λοιπόν ή μασταν σε συναγερμό ετοιμότητος. Τέλε ιωσαν τα ψ έματα, φεύγομε για την Ελλάδα. Πραγματικά την επομένη από το πρωί άρχισαν να ουρλιάζουν τα βιντζ του πλοίου και τα τέγκια να αιωρούνται στην αρχή στον αέρα κι ύστερα να κατεβαίνουν και να χωνεύονται στα δυο αμπάρια του καραβιού το ένα πίσω στ' άλλο. Θ έαμα πρωτόγνωρο ήταν οι αγελάδες, που ο ι Καρσλήδ ε ς επέ μεναν να τις πάρουν μαζί τους στην Ελλάδα και τελικά δ έχτηκ ε να τις φορτώσε ι ο πλοίαρχος, αφού βέβαια επεδόθη στο , πρωτόγνωρο για μας, ελληνικό υβρεολόγιο των πάντων και πασών. Τις έδ εναν στις κοιλιές με καταζώστες, όπως στο ιππικό , και τις ανέβαζαν με τα βιντζ ψηλά κι ύστερα τις κατέβαζαν στο κατά στρωμα όπου τις τακτοποιούσαν. Ανέβασαν και φόρτωσαν β έ βαια και μερικά "αραπάδας" ( = κάρα) που μετέφεραν κ ι αυτά ο ι Καρ σλήδες. Κόσμος, φωνές, ε ικόνες, παρατράγουδα στο λιμάνι ε κ ε ίνη τη μέρα. Την άλλη μέρα πρωί άρχισε η επιβίβαση των ανθρώπων. Τότε ήταν το πανδαιμόνιο . Γέροντες, γριές, νέοι άντρ ες, γυναίκες, κοπέλες, μωρά, παπά δ ε ς, δάσκαλοι, ένα πλήθος παρδαλό, ένα πλήθος ποικιλώνυ μο και ποικιλόχρωμο, ζωντανό, αεικίνητο, αείφωνο σ' όλα τα ιδιώματα της Ποντιακής διαλέκτου, βούιζε, έβριζε, έσπρωχνε , δ ιαπληκτίζονταν. Εδώ κλαίγαν τα μωρά, ε κ ε ί μάλωναν για το χώρο που προσπα θούσε να κρατήσει κάθε οικογένε ια, στην επιφάν ε ια των δ ε μάτων ( = τέγκ!:_,α ) που οι ναύτες φορτώνοντας φρόντισαν να δώσουν στο φορτίο επίπεδη επιφάνεια για να χρησιμοποιη θ ε ί για την εγκατά σταση των ανθρώπων, αλλού χασκογελούσαν στην απελπισία τους, αλλού σε κάποια γωνιά κάποιος μοναχικός λυράρης έλεγε το τρα γούδι του. Πανδαιμόνιο, χάβρα, βαβυλωνία και πάνω απ' όλα οι φωνάρε ς ·
92
των ναυτών κ ι ο ι aξιοθαύ μαστες στο περιεχό μενο και στην ποικιλία τους βρισιές του πλοιάρχου . Κι απ' την σκάλα όλο κ ι ανέ βαιναν νέοι επιβάτες και στο κ ε φαλόσκαλο τ α μέλη της Επιτροπής Αποστολή ς των Ελλήνων με τρούσαν κι όλο μετρούσαν τα κεφάλια που ανέ βαιναν να ξ έρουν πόσους φόρτωσε το καράβ ι και πόσο κοντά ε ίναι στον αριθμό ασφα λείας των επιβατών. Κι ανέβαιναν κι ανέβαιναν ώσπου νύχτωσε κι ανέ β ασαν τη σκάλα του καραβιού οι ναύτες και όλα τέλειωσαν. Το πλοίο φόρτωσε όσο επιτρεπόταν. Όσοι έμειναν ας περιμένουν. Θά 'ρθει κι άλλο καράβι. Τι π ε ι ράζει αν θα τους δέρν ε ι στο ύπαιθρο τ' αγιάζι του βροχερού Βατού μ και το χιονόνερο του Μάρτη του 1 9 2 1 . Πρόσφυγε ς ε ίναι αυτο ί. Κι αν παγώσουν μερικοί, τι πειράζει;
* * *
ήρθε. Και το πλοίο ξεκίνησε. Πρώτη νύχτα αποχωρισμού από την φιλόξενη γη της Γεωργίας κ ι όλης τη ς Ρωσίας, όπου κυνηγη μένοι και aποδεκατισμένοι οι Έλ λην ε ς του Πόντου κατέφευγαν , όσες φορές ο φόβος της σφαγής, όπως προ ολίγων ετών, αλώνιζε aπαίσιος στη χώρα τους. Κι απόψε άρχιζε ε λπιδοφόρα πορ ε ία και λυτρωτικό ς τώρα πλους για την Ελλαδική πατρίδα , όπου πίστευαν πως θ α σωθούν επιτέλους και, ελεύθεροι πια αυτοί και τα παιδιά τους, θα ζήσουν χωρίς το φόβο της σφαγής, τον φόβο των διωγμών, την aνήλεη απελ πισία της εξορ ίας, κάτω από τις φτερούγε ς της Πατρίδος. Καταλάβαιναν και πίστεψαν πως στο μέλλον η επιστροφή στον Πόντο, που ονε ιρεύονταν, ήταν όνειρο πια. Ο Λύκος δεν εξημερώ νεται δυστυχώς. Και το πλοίο ξεκίνησε. Όλο εκείνο το δυστυχισμένο ανθρώπινο φορτίο, το ξ ε θε ωμένο από την αγωνία τόσων χρόνών , από την πορε ία τόσων δρόμων, από τον συναισθη ματιτκό συναγερμό , κουρνιασμένο στα σκοτε ινά αμπά ρια του πλοίου, που μύριζαν μούχλα και υγρασία, ένα μωσα"ίκό ο ι κογενε ιών, ανθρώπων και ψυχών, ποικίλο και πο ικιλώνυμο, ό μω ς Ελληνικό, σφηνώνεται μαζί μ ε τ ο καράβ ι στη μαύρη σκοτίδα της ΚΙ Η ΝΥΧΤΑ
93
νύχτας, και το καράβι καταπίν ε ι τα μίλια της ή ρ ε μη ς, ευτυχώς, θά λασσας του Ευξείνου . Κάτω, μονότονος ο κρότος των μηχανών, πάνω στην κου βέρτα οι φιγούρες των ναυτών, που κάνουν την βάρδια τους, ενώ τα φανά ρια πλεύση ς δ ίνουν το νυσταλέο τους "παρών" στο πλωριό και στο πρυμνιό κατάρτι. Στ' αμπάρια, μέσ' στο μισοσκόταδο, που δ ίνουν το αμφίβολο φως τους τα κρεμασμένα στο ταβάνι γκαζοφάναρα, οι γέροντες ξά γρυπνο ι μέσα σ' ένα στροβ ιλλισμό σκέψ εων, αμφιβολιών, ελπίδων για τη νέα ζωή, που ανοίγεται μπροστά τους, ελπίζουν, αμφιβάλλουν, πιστεύουν, ξαγρυπνούν γ ια όσα άφησαν και αφήνουν τώρα πίσω τους, για το άγνωστο που τους περιμέν ε ι, μα και κρυφοχαίρονται για τη χαρά της νέας ζωής, κυρίως των παιδ ιών τους, στη χώρα της προγονική ς γης. Εκε ί κάτω και τα νιάτα, νιοι και νιες, με την προσδοκία μιας ελεύθ ερη ς ζωής, εύθυμα κι ανέμελα, όπως παντού και πάντα ε ίναι τα ν ιάτα, από εσωτερ ική βιολογική παρόρμηση, κο ιμούνται. Τα παιδάκια κοιμούνται κι αυτά στην αγκαλιά των μανάδων τους αγγελικά ωραία και γαληνε μένα, γιατί έχουν ακόμα χρονικό τράτο να ωριμάσουν μέχρι να τα τυλίξουν οι έγνοιες τη ς ζωής. Και το καράβ ι πλέ ε ι μέσα στη νύχτα κ ι οι στοιβαγμέν ε ς στ' αμπάρια ψυχές ταλαντεύονται ανάμεσα στου ύπνου τη γλυκιά έλευση ή του λογισμού την τυραννική εγρήγορση . Και ο ι ώρες περνούν και τα κύματα σκίζονται απαλά και το πλοίο προχωρε ί στην υγρή της Ευξε ίνου Μαύ ρης θάλασσας λεωφόρο και το ανθρώπινο κοπάδι πορεύ εται το ταξίδι της επιστροφή ς στη γη της Ελλάδος, απ' τις ακτές και τη χώρα τη ς Κολχίδας όπως και του Πόντου αργότερα, όπου οδήγησε τους προγόνους τους η "Αργώ " και - ύστερα από αιώνε ς ζωή ς προγόνων κ α ι επιγόνων - επιστρέφουν τώρα οι επίγονοι στην πατρίδα γη. Είναι ώρες ιστορικές. Το ν ιώ θ ε ις. Το βλέπεις. Ε ίναι η Επιστροφή των Αργοναυτών. Και το καράβι πλέε ι κι η νύχτα προχωρ ε ί.
* * *
ΚΑΙ Σ ΑΝ χαράξει η Ανατολή , εκεί στο βάθος του ορίζοντα να! Εκε ί, θολά στην αρχή, πιο καθαρά ύστερα, τα βουνά του Πόντου.
94
Βουνά κατάφυτα, παραλίες όμορφ ες, μέσα στην πλούσια βλά στηση της χώρας. Είναι η γη του Πόντου η παν έμορφη , η αγαπη μένη γη. Εκε ί τώρα μένουν πολιτε ίες ιστορικές, χωριά καμένα, σπίτια έρημα, τάφοι προγόνων, βουνά ελατόσπαρτα, κάμποι καρπίσιο ι, λι μάνια γαληνά, ακρογ ιαλιές όμορφες, χωρίς τους ανθρώπους τους όμως, χωρίς της λύρας τον κελα"ίδ ισμό, χωρίς τραγούδι, νοτισμένα ακόμα από το δάκρυ ενός λαού ολάκερου, που ξ ερ ιζώνεται. Εκεί ε ίναι η πατρίδα που χάνεται, όμως που δεν θ α ξεχαστεί. Τα πρωινοξυπνη μένα γε ρατειά, γέροι και γρ ιές, με δάκρυα στα μάτια, συναγ μένοι στο κατάστρωμα, κοιτάζουν, κοιτάζουν και δ εν μιλούν, δεν χορταίνουν. Στο καλοξη μέρωμα, σαν μυρμήγκια ξεχύνεται στο κατάστρωμα παντού , όλο εκε ίνο το προσφυγομάνι, γ έροντες, γριές, μεσοκαιρ ίτες και μεσοκαιρίτισσες, αγόρια, κορίτσια, παιδιά και κοιτάζουν aχόρ ταγα τη γη της πατρίδας. Πράσιν ες, χλο ερές ακτές της Τραπεζούντας, της Κερασούντας, της Τρίπολης, της Ο ινόης. Και το καράβι προχωρεί κι η νύχτα υποχωρεί. Μόνο σ' ένα λιμάνι, σταματά. Θα πάρ ει μερικές ο ικογένε ιες. Τι έγκλη μα! Ντροπή γ ι' αυτούς που ρυθ μίζουν την ζωή των μικρών λαών. Ντροπή τότε, ντροπή και σή μερα, που τα ίδια γίνονται σε βάρος των μικρών. Η η θ ική συ μβαδίζει με το πλήθος των κανο νιών. Τα συνέδρ ια και οι λόγοι δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αχλύς κάλυψης των βουλιμιών. Ως πότε όμως λαοί; Ντροπή και σε σας και σε μας που έτσι παθητικά δεχό μαστε κάθε φορά τούτο το δράμα. Ντροπή . . . Τ ο καράβι σταματά και δέν ε ι στο ενδ ιάμεσο λιμάνι. Ένα πλήθος ορμά έξαλλο, ωθούμενο και β ιαστικό, να μπε ι στο πλοίο, να ακου μπήσει την σωτηρ ία. Τουρκόπουλα μεταξύ των έτο ιμων να επιβιβαστούν, σπρώχνουν, διαλαλούν, προτρέπουν, δ ιαφη μίζουν το εμπόρευμά τους, που ή ρ θ αν να πουλήσουν στους ταξιδ ευτάδες που αναχωρούν. Φουντούκια κα βουρντισμένα, μήλα, αχλάδια. Και παραπίσω, στο βάθος, πλήθος Τούρκοι, βουλιμιώντες για αρπαγή και β ία, και τζανταρμάδες που κάνουν πως τους συγκρατούν. Η υποκρισία της νομιμότητας κάποτε θ ε ραπεύ ε ι τις καταστάσεις. Μα ποιος κοιτάε ι τα προσφερόμενα των μικροε μπόρων; Ο α γώνας ε ίναι πώς να μπουν στο πλοίο ο ι Έλληνες, ο ι δικοί μας, να 95
σωθούν, να γλιτώσουν από τον φόβο της αρπαγής κοριτσιών ή τη ς δ ιαρπαγής των υπαρχόντων τους . Σ ε λίγες ώ ρ ε ς ευτυχώς όλο εκείνο τ ο aνθρωπομάνι, που συνω στίζεται στην σκάλα, το καταπίν ε ι το καράβ ι στ' αμπάρια του . Θ έμα αδ ιαχωρήτου δεν συζητείται. Και απ' το φουγάρο του πλο ίου ξεπε τάγεται ένα κατάμαυρο σύννεφο καπνού, όπου γυμνόστη θοι οι θερ μαστές φτυαρίζουν με δύναμη το κάρβουνο στα λ ε β έτια της μηχανής. Ο ι τριγμοί της αλυσίδας της άγκυρας ακούγονται και ο ι πρώτο ι παφλασμοί της προπέλας ταράζουν την θ άλασσα. Σ αλπάρου με . Δεν θ α πιάσε ι το καράβι μας σ' άλλο λιμάνι μαυροθαλασσίτικο, λένε οι ναύτες. Αμήν. Μακριά από Τούρκους και Τουρκαλία. Σε κάμποση ώρα το πλοίο ε ίναι πια βαθιά, μακριά από τον τούρκικο παράδε ισο . . . των σφαγών, της εξορίας και των aτιμώσεων. Και τότε, ε τότε φέσια πολλά, φέσια που φορούσαν μέχρι προ ολίγου Έλληνες από τον φόβο του τζανταρμά, φέσια κόκκινα, φέσια μισητά, καταποντίζονται στη θάλασσα και τα συνοδεύουν οι κατάρε ς των γυναικών και η ανακούφιση των αντρών. Να το φάει ο Εύξεινος βυθός να ξαλαφρώσει ο κόσμος απ' το κόκκινο βάρος τους. Γλιστρά ε ι τώρα πια ολοταχώς το πλοίο μ' όση ταχύτητα μπο ρ ε ί ν' αναπτύ ξ ε ι ένα μικρό φορτηγό καράβι, πολυφορτω μένο κ α ι σκίζε ι τον Εύξ ε ινο Πόντο, που σή μερα ε ίναι ή συχος, ή μερος, γαλήνιος κι ό μορφος, ίσως για να δείξ ε ι κι αυτός την αγάπη του στον λαό, που χρόνια τον έπλευσε, τον τραγούδησε και σή μερα τον ευχαριστ ε ί και δεν του ζητά παρά μόνο γαλήνη και η ρεμία να περάσε ι τούτες τις μέρ ε ς του ταξ ιδιού του ειρηνικά και ακίνδυνα. Κι εκείνος ευγενικός, κ ι ας τον αποκαλούσαν κάποτε "Άξε ινο Πόντο " , όσες μέρε ς κι όσες νύχτες τον δ ιασχίσαμε στάθηκε ε ιρηνι κός, ήσυχος, ακύμαντος σαν λάδ ι και προστατευτικός στο μικρό συμπαθητικό καράβι και στο βασανισμένο ανθρωποφορτίο του . Τι θ α γ ινόνταν αν τον έ βρισκαν τα δυνατά μπουρίνια του της Μαύρης θάλασσας, αν ώρες και μέρες ανασκάλευαν τα έγκατά του βορεινοί Ρούσικοι αέρηδες; Πολλές φορές, μα την αλή θ ε ια, τα άψυχα ε ίναι ευγενικά στους δυστυχείς. Έτσι και τώρα.
* * *
96
το ΑΠΟΜΕΣΉΜΕΡΟ ε ίμαστε πια για καλά ελεύθεροι στην π ελα γ ίσια aπλοχωριά του πελάγου. Μερικοί ώριμοι άνδρες και μεσοκαι ρ ίτες ε ίναι συγκεντρωμένοι σε μια γωνιά του καταστρώματος και συζητούν σιωπηλά, σοβαρά και νηφάλια. Οι Έλληνες της Διασποράς, ε ίτε στην Τουρκία ζούσαν, ε ίτε στη Ρουσία, ή όπου αλλού, πάντα σ' όλες τις εποχές ή σαν άνθρωποι της οργάνωση ς και της ομαδικής κοινωνικής δ ραστηρ ιότητας. Ο ι Κοινό τητές τους ανθούσαν. Γνωστό κι από άλλες προσφορές τους στους ελληνικούς αγώνες, την προσφορά τους στον αγώνα του 21. Πόσους, και πόσα έδωσαν για τον ξεσηκωμό εκείνο! Μπρος λοιπόν στα ζητή ματα που πρόβαλαν και θα πρόβαλαν κατά την διάρκει α του ταξιδιού αυτού , συνήλθαν ο ι "εμποροαστοί" να οργανωθούν και να πάρουν αποφάσεις. Και τις πήραν. Εκλέξαν μία τριμελή επιτροπή, "την Επιτροπή των Γερόντων " , όπως την ονόμασαν. Κι αυτή πήρε σε συνέχεια τις δ ικές της σχετικές αποφάσεις που έθεσε υπ' όψιν του καπετάνιου του πλοίου, για έ γκρ ιση . Ο καπετάνιος, όχι μόνο τις ενέκριν ε αλλά και τους συνεχάρη κι αυτός κ ι όλοι όσοι πρόσφυγες ήταν στο καράβι. Αποφασίστηκ ε λοιπόν σχέδ ιο καθαρ ιότητας στο πλοίο, στους κοινόχρηστους χώ ρους, στους χώρους διαμονής και όπου αλλού. Ιδρύθηκε ο μάδα για βοή θ ε ια σε περίπτωση τρικυμίας , αρρώστιας, ή άλλη ς ανάγκης, ομά δα νυχτερινής υπηρεσίας και ασφαλε ίας του πλοίου σε συνεργασία β έβαια με τον πλοίαρχο και το πλήρωμα. Θεσπίσθηκαν ώρες κοινής η συχίας και άλλα. Οι νέοι ζήτησαν μέσω τη ς "Επιτροπής των Γερόντων", και ο πλοίαρχος ενέκρινε, να χρησιμοποιούν κατ' αποκλε ιστικότητα κάθε βράδυ για διάφορες καλλιτεχνικές και ψυχαγωγικές εκδη λώσε ις, μερικές ώ ρ ε ς το π ίσω υψωμένο, σαν δ ω μάτιο, κατάστρω μα τη ς πρύμνη ς που ε ίχαν τότε όλα τα φορτηγά πλοία, και σχετικά συ γκροτήσανε μουσική ομάδα μαντολινάτας με αρχηγό τον Σταύρο Βαφε ιάδη "τον Κωτσόν τον Σταύρην " όπως τον έλεγαν κοινώς, επειδή ήταν κουτσός ο καη μένος, αλλά δ ε ινός μαντολινίστας, και αποτέλε σαν την μαντολινάτα πολλοί νέοι που έπαιζαν και μαντολίνο και κιθάρε ς και ακορντεόν και με ρικο ί τραγουδούσαν ωραία. Το πρώτο βράδυ που έγινε εκδήλωση, καθαρίστηκ ε το π ίσω κατάστρωμα το υπερυψωμένο τη ς πρύ μνης. Τοποθ ετή θηκαν καθίσμα τα για τον πλοίαρχο, τα μέλη της Επιτρο'πής των Γερόντων και τα μέλη τη ς ορχήστρας και ο χορός άνοιξε με ένα πεταχτό β ιεννέζικο
97
βαλς. Μετά ακολούθησαν άλλοι χοροί: "κρακαβ ιάκ", στέπ' chάμιλ"' , "τάchι", κλπ. χοροί τους οποίους ξέρουν ο ι παλαιοί. Πολλο ί από τους νέους ή σαν ήδη μαθητές σε σχολές χορού στο Β ατού μ, στο Κουταtς, στο Τιφλίς κλπ. Στο κάτω μέρος του υπερυψωμένου καταστρώ μaτος, στο κανο νικό κατάστρωμα του πλοίου, οι νοσταλγοί ηλικιωμένοι Πόντιοι και Πόντιες "εγούρεψαν" ( = στρώσανε) τον δ ικό τους παραδοσιακό πο ντιακό χορό, με τον λυράρη - που στο πλοίο υπήρχαν τρεις τέτο ιο ι ανάμεσα στους ταξιδευτάδες πρόσφυγες - και έτσι συμπληρώθηκε η χορευτική λίστα . . . , άνωθ εν και ... κάτωθεν. Ήταν χάρμα και χαρά η βραδ ιά. Ο πλοίαρχος ήταν ενθουσιασμένος κι ο κόσμος χαρού μενος. Ευτυχώς στο καράβι μας δ εν παρουσιάστηκ ε καμιά αρρώστια, σε αντίθεση με πολλά άλλα πλο ία που μετέφεραν κι αυτά πρόσφυγες. Κι αυτό γιατί η Επιτροπή έκανε καλά τη δουλειά της κι ο λαός στάθηκε πε ιθαρχη μένος και πρόθυμος στις εντολές που έπαιρνε . Τ ο καράβ ι κάθε βράδυ φωταγωγη μένο μ ε φροντίδα του ηλε κτρολόγου, λουσμένο σε φως και μουσική έπλ ε ε σαν φωτε ινό μου σικό μετέωρο μέσα στις νύχτες της πορε ίας του και νόμιζες πως ήταν το πλοίο τη ς χαράς, και ήταν πραγματικά, κι ας μετέφερε ανθρώπους που έδερνε το αβ έβαιο αύριο, μοναδική εξαίρ εση, όσο ξαίρου με, στο πλήθος των πλο ίων που μεταφέρανε πρόσφυγες. Σ ' όλα ενέσκη ψ αν aρρώστιες, πέθαναν πολλοί και ρίχτηκαν στη θάλασσα για τάφο. Εμείς ταξιδεύαμε έτσι "εν χορδαίς και οργάνοις", χοροίς και άσμα σιν, και δεν ξέρω σε πόσες ώρες, σε πόσες μέρες, μπήκαμε στον Βόσπορο και αγκυρο βόλησε το πλοίο μας απέναντι ακριβώς απ' την Αγ ιά Σοφιά. Το τι έγινε δ εν περιγράφεται. Όλο εκείνο το πλήθος των προσφύγων που κου βαλούσε ο καη μένος ο "ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ", το μικρό εκείνο φορτηγό καράβ ι μας, ξ εχύθηκε ακαριαία στην πλευρά του καταστρώματος που έ βλεπε προς την Αγία Σοφία, προς το ίνδαλμα του Έθνους, τον μαγνήτη των ε θνικών παραδόσεων και ονε ίρων, που πάντα ήταν και ε ίναι απείρως θερμότερα στις ψυχές των Ελλήνων της Διασποράς και ε ιδ ικά σή με ρα στις ψυχές των Ποντίων, που αιώνες τώρα ζούσαν κάτω από τον ζυγό της δουλε ίας και πάντα τους θέρμαιναν οι εθνικές μνή μες και η λατρε ία της Ελλάδος και των ε θνικών παραδόσεων. Το καράβι, μικρό όπως ήταν και φορτωμένο, με το τωρινό στρ ίμωγμα των αν θρώπων στη μία του πλευρά, έγειρε επικίνδυνα και κ ινδύνευε να 98
"μπατάρε ι", όπως λένε στη ναυτική γλώσσα. Μολαταύτα το πλήθος δ εν μπορούσε να καταλάβ ε ι τον κίνδυνο. Πάντα το συναίσθ η μα πν ί γ ε ι την λογική . Ε ίναι νόμος αυτό και δεν μπορούσε στην παρούσα περίπτωση να ατονήσει. Τότε έξαλλος ο πλοίαρχος πετάχτηκ ε στην γ έφυρα, άρπαξε το "χωνί", τον τηλε βόα, και βρυχήθηκε . - Ρεε ε ε ε ! θα μου βουλιάξετε το καράβι, γα . . . την Παναγία σας. Έλαμψε η ελληνική υβριστική αβρότητα. - Παναία . . . Πανα'ί α! Θα καίει μας ο Θεόν, φώναξε το πλή θος και μαρμάρωσε. Οι άντρ ε ς έ μ ε ιναν αποσβωλωμένοι, ο ι γυνα ίκ ε ς σταυροκο πιούνταν, οι γριές έκλαιγαν. Πώς μπορούσαν να π ιστέψουν πως Έλληνας πλοίαρχος σε ε λλην ικό καράβι, χρ ιστιανός, ήταν δυνατόν να υ βρίζε ι έστι βάναυσα τα θ ε ία. Ούτε Τούρκος να ήταν ! - Να γυρίσαμε πίσω στα μέρη μας, όπου ποτέ ούτε αλλόπιστος δεν τόλμησε να υβρίσει τα θ ε ία μας, φώναζαν μερικοί εξαγριωμένοι. Ό μως ο πλο ίαρχος διέταξε έναν ναύτη να ετοιμάσ ε ι την αντλία και την μάνικα, και εν ανάγκη να διαλύσει με νερολουσία όλο ε κ ε ίνο το πλή θος και να το κλε ίσει έτσι βάναυσα και aντεθνικά πάλι στα σκοτ ε ινά αμπάρ ια του καραβ ιού. Ευτυχώς πρόφτασε η Επιτροπή, καθυσύχασε το πλήθος, κάλμα ρε τον πλοίαρχο και ησυχία και γαλήνη επικράτησε τελικά. Ό μως ούτε ο ι γριές, ούτε ο ι γυναίκες καλη μέρ ιζαν τον πλοίαρχο πια. - Ατός εν' ο Αντίθεος, ντο λέγ'ν ε. Πώς να λέγομ' ατον "καλη μέρα". Η καλη μέρα εν' τη Θ ε ού κι ατός εν' αντίθεος, Αντίχριστος και Φαρμασώντ'ς. Πού να ήξεραν ο ι καημένοι, οι αγνοί εκείνοι άνθρωποι, πως χρόνια και χρόνια, παντού τη ς Ελλάδος και πάντα, ο ι βρισιές των θ ε ίων θα ήταν το ψωμοτύ ρ ι των Ελλήνων ! Ήταν τούτο το επε ισόδιο ένα δυνατό χτύπη μα, αποκαρδιωτικό, ένα ασυγχώρητο αμάρτη μα, που τραυμάτισε την εθνική και θ ρη σκ ευ τική αγνότητα των ανθρώπων αυτών, που βρ έθηκαν μπρος στην Αγιά Σοφιά, το ιερό όνε ιρο τη ς φυλής, του αγνού Ελληνισμού τη ς Δ ιασπο ράς και της δουλείας. Όλη την υπόλο ιπη η μέρα, όλος ο λαός κοίταζε τον ναό μαργω μένος, αμίλητος και μελαγχολικός, και το β ράδυ ενωρίς-ενωρίς χωρίς μουσικές και χορούς κούρνιασε στη γωνιά του . Ο καη μένος ο πλοίαρχος, ας τον πούμε συγκαταβ ατικά "καη μέ νον", προσπάθησε να δικαιολογήσε ι στην "Επιτροπή των Γερόντων" το φέρσιμό του, επικαλού μενος την συνήθ ε ια, την κακή β έ β αια, ο ι 99
νεοέλληνες να βρίζουν τα θ ε ία ασυνε ίδητα και αβασάνιστα. Η Επι τροπή έδειξε βέβαια τάχα συγκατάβαση . Την νύχτα που ακολούθησε διανυκτερεύσαμε ε κ ε ί στο ίδιο ση μείο, απέναντι στην Αγιά Σοφιά, και το πρωί ετο ιμαζό μασταν να αποπλεύσου με για τον Ελλήσποντο . Προτού καν ετο ιμαστούμε για τον απόπλου, βρεθήκαμε πολιορ κη μένοι από έναν στολίσκο, θα λέγαμε, κα'ίκιών. Ήταν κάτι το α πρόσμενο, όμως πολύ γραφικό, που εξακολου θ ε ί να γ ίνεται μέχρι σή μερα στην Πόλη . Πλήθος τούρκικα κα'ί κια πολιόρκησαν το καράβι μας, από τα πλευρικά του . Οι κα'ίκτσήδ ε ς στη μέση της βάρκας τους ε ίχαν μια φουφού αναμμένη κι απάνω στη φουφού ένα μεγάλο στρογγυλό τη γάν ι γε μάτο λάδι, που έβραζε. Μέσ' στο λάδ ι έρριχναν φουχτιές φουχτιές αλευρωμένο, φρέσκο γαύρο ( = χαψία) και τον τηγάνιζαν με μαεστρία και μεράκι. Κι ύστερα τηγανισμένο και ζεστόν-ζεστόν τον σέρβιραν, συνοδ ευόμενο με ζεστό μαύρο ψωμί. Οι πελάτες απ' το καράβι κατέβαζαν, και σή μερα κατεβάζουν οι ταξιδευτάδες των νησιών του Βοσπόρου , ένα καλάθι με σκοινί, που ε ίχαν βάλε ι μέσα μια "μπαγκανότα" όπως λέγανε το χάρτινο νόμισμά τους. Ο τούρκος βαρκάρης, ο θαλασσινός αυτός πρωτότυπος μάγε ιρας, έπαιρνε την μπαγκανότα, έβαζε τη μερίδα του γαύρου με το ψωμί κι ένα κρομμύδι κομμένο στα τέσσερα μέσ' στο καλάθι, και ο πελάτης από πάνω ανέβαζε το καλάθι και έπαιρνε την μερίδα του. Όποιος γεύτηκε τον τηγανισμένο τούτο χαψία με το μαύρο νό στιμο φρέσκο ψωμί δ εν μπορεί να ξεχάσει την τούρκικη τούτη νο στιμιά. Έχουν κι αυτοί κάτι ωραίο, βρε αδελφέ. Έτσι κ ι ο ι δ ικοί μας τίμησαν το πρωινό ε κ ε ίνο, την πολίτικη γαστρονομική έφοδο των τούρκων κα'ίκτσήδ ων με πολλή προθυ μία και όρεξη. Τα καλάθια ανε βοκατέβαιναν συνεχώς. Σε λίγο, με το σαλπάρισμα, όλα τα μάτια έ μεναν καρφωμένα στο θ έαμα της Πόλης και δη τη ς Αγιάς Σοφιάς, που χρόνια στη σκλαβιά, πρόγονο ι, γονε ίς, φυλή , ζούσαν με την λατρε ία τους και με το όνειρο του "Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δ ικά μας θάναι".
* * *
ΝΑ ΜΑΣ
1 00
τώρα, που μπήκαμε και περνούμε τον Ελλήσποντο, τα
Στενά. Χωριά ελληνικά, όμορφα, τόποι παραδε ισένιοι, δεξιά κ ι α ριστερά μας. Πο ιον να ονοματίσε ις, να πρωτοκοιτάξε ις και πο ιον να πρωτοθ αυμάσεις! Στο κο μμάτι τούτο της γης, Βόσπορο, Προποντίδα, Ελλήσποντο, λες η φύση έριξ ε όλη την ο μορφιά τη ς και δυστυχώς άφησε να την χαίρεται ο πιο άξ εστος λαός. Κι ο Θ ε όφιλος ο αδελφός μου, που στο Φροντιστήριο στην Τραπεζούντα μόνο Ιστορία και Γεωγραφία κατόρθωνε να μάθει, βρήκε την ευκαιρία να μου κάν ε ι επίδ ε ιξη των σχετικών του γνώσεων, χωρίς φ ό β ο να συλληφ θ ε ί αμε λέτητος ή aπληροφόρητος γ ιατί όσα έλεγε τάλεγε σε μένα που άκου γα με απληστία, που δ εν ε ίχα καμμιά γνώση ούτε Ιστορίας, ούτε Γεωγραφίας, μιας και δ εν πρόφτασα να διδαχτώ ακόμη τίποτε σχε τικό, γ ιατί δ εν φοίτησα ακόμη ούτε στο Δημοτικό. Όμως ο Φρίξος και η Έλλη και η ιστορία τους ήταν συγκινητική, και ο Θεόφιλος - ε ίναι αλή θ ε ια - από χαρακτήρα ήταν καλός aφηγητής, και διηγόταν με συγκίνηση και ζωντάνια ό,τι παραδοσιακό ή ιστορικό δ ιηγόταν. Παράδε ιγμα τα παραμύθ ια, που μου διηγή θηκε και τα καταχώρ ισα στο λαογραφικό β ιβλίο μου "ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΆ ΤΟΥ Π ΟΝΤΙΑΚΟΎ ΛΑΟΥ". Έτσι περάσαμε μέσ' στην ομορφιά και την ανοιξ ιάτικη εκείνη πράσινη φαντασμαγορία και να που ξεπορτίζου με πια απ' τον Ελ λήσποντο και ανοίγεται μπροστά μας το Αιγαίο, το αγαπη μένο πέ λαγος των Ελλήνων !
* * *
ΝΕΑ αναταραχή στους ταξιδευτήδες του καραβιού μας. Μπαίνου με πια σε ελληνική θάλασσα, ελληνικά νερά διασχίζει το πλοίο μας, ελληνικόν αέρα αναπνέου με, ελληνικά βράζει το αίμα στις φλέβες μας. Τι όμορφες τούτες οι ώρες της προσπέλαση ς προς την Ελλάδα! Να ! απέναντί μας ένα πλοίο έρχεται προς τον Ελλήσποντο απ' το Αιγαίο. Έρχεται ασφαλώς από την Ελλάδα. Ε ίναι ωραία η φι γούρα του, στον γαλανό ορίζοντα καθώς σκίζει τα γαλάζια νερά κι ο καπνός από την τσιμινιέρα του γράφ ε ι μια μαύρη γραμμή , ωραία, γραφική γραμμή , που θάθελες να ε ίσαι ζωγράφος, θαλασσογράφος να την aποθανάτιζες. Σ ε λίγο περνά δίπλα μας. Η ελληνική ση μαία κυματίζ ε ι στην
101
πρύμνη του . Η ευγενική γαλανόλευκη . Ευγενικά τα χρώματά τη ς, η γαλάζια ελληνική θ άλασσα κ ι ο κατάλευκος ουρανός τη ς Ελλάδος, όμορφο ι οι κυ ματισμοί της στο απαλοχάδι του Αιγαίου. Μαζί τη ς κυ ματίζει κι η ψυχή των ελεύθ ερων πια τώρα, προ ολίγων σκλάβων, Ελλήνων, που γυρνούν στην πατρώα τους γη. Για τούτο, εκείνο το βράδυ, εκείνη την νύχτα που ε παναλήφθηκε κ ι η χορευτική μας εκδήλωση στην πρύμνη και στο κατάστρωμα του καραβιού μας, έγιν ε η πιο όμορφη , η π ιο θ ε ρ μή γιορτή που έκλε ισε μέσα σ' ένα θ ε ρ μό ενθουσιασμό με το τραγούδι του Αβ έρωφ, του θρυλικού μας Αβέρωφ, που σε τούτα τα νερά, κατατρόπωσε τον τουρκικό στόλο ακ_όμα προχτές, στους Βαλκανικούς πολέμους. Στην αρχή μερικοί, κι ύστερα όλος ο κόσμος, γέροι, γριές, ά ντρες και γυναίκ ε ς, νεαροί και κοπέλες, πλή ρωμα και καπετάνιος, με τρο μερή, έτσι aπροετο ίμαστα, συγκ ίνηση , απρόοπτα έκλε ισαν την γιορτή πάλι με το τραγούδι του Αβέρωφ. Γι α δες ο Αβέρωφ πώς βροντά, Τα κύματα πώς σκίζε ι, Τα Δ αρδαν έλι α, τα Στενά, Τα κ ά στρα βομβα ρδίζει . Ε βίρα, βίρα, γει α σας Τα κατσαρ ά μαλλι ά σα ς Ε βίρα να βιρ ά ρουμε, Την Πόλ η γι α να πά ρουμε . . .
Βαθιά μεσάνυχτα πια, και η συχία βασιλεύ ε ι στο πλοίο . Όλος ο κόσμος γ ε μάτος χαρά και ενθουσιασμό κοιμάται βαθιά και γλυκά, γ ιατί τον νανουρίζε ι τώρα το λαφρύ Ελληνικό κύμα του αγαπη μένου Αιγαίου, της θάλασσας των Ελλήνων, της θ άλασσάς μας, τη ς θ άλασ σας των προγόνων, που κάποτε την έσκισαν οι Αργοναύτες και σή με ρα την σκίζουν οι απόγονοί τους, που επιστρέφουν στην πατρώα γη ...
* * *
πρωί, πολύ πρωί: σή μερα μπαίνομε σ ' έναν μεγάλο κόλπο και aντικρίζαμε μία ωραία πολιτε ία στο βάθος. ΕΙΝΑΙ
102
Το πλοίο σφυρ ίζε ι χαρούμενα. Αγκυρο βολεί σε λίγ ο, σε μικρή σχετικά απόσταση από την προκυ μαία της πολιτε ίας. Είναι μια ωραία παραθαλάσσια πόλη, καθώς ε ίναι χτισμένη αμφιθ εατρικά, με ωραία διώροφα και τριώροφα σπίτια κατά μήκος της προκυμαίας της, που αρχίζει από ένα μεσαιωνικό ψηλό πύργο τον Λευκό Πύργο, όπως τον λένε , καθώς μάθαμε αργότερα, ένα άσπρο κατασκεύασμα σαν ένα τεράστιο ποντιακό τδορτάν που ξ ε πηδάει ανάμεσα από λίγα πράσινα δέντρα - κ α ι φτάνε ι ως την άλλη άκρη , όπου ε ίναι το εμπορ ικό λιμάνι της, με τις εγκαταστάσε ις του, όπου ξ επρο βάλλουν φουγάρα πλοίων, κατάρτια καραβ ιών και πανιά, μαούνε ς και β άρκες, ναυτικοί και ψαράδες και βαρκάρηδες. Σ ' όλο το μήκος τη ς παραλίας ένα είδος η λεκτρικών τραίνων πηγαινοέρχονται · ε ίναι τα λεγόμενα "τραμ " . Μα και ένα παρδαλή ς αμφίεσης πλήθος κυκλοφορεί. Είναι Έλληνες, Εβραίοι και ελάχιστο ι Τούρκοι, που δ εν έφυγαν ακόμη γ ια την Τουρκία τους. Πίσω από τον παραλιακό δρόμο, π ίσω από τα σπίτια, φαίνεται μια μαυρισμένη έκταση . Είναι το αποτέλεσμα μιας μεγάλη ς πυρκα γιάς, που αποτέφρωσε τούτο το τμή μα της πόλης, εδώ και λίγα χρόνια κι ακόμη μέν ε ι έτσι, όπως το άφησε η πυρκαγιά. Οι πρόσφυγες του καραβιού, όπως στην Κωνσταντινούπολη , αν ε β α ίνουν στο κατάστρωμα, προσεχτικά όμως τώρα, και κο ιτάζουν την όμορφη πολιτε ία, που στέκε ι απέναντί τους λευκή και φωτεινή, καθώς την λούζε ι ο πρωινός ήλιος και την καλε ί στη ζωή και στη δράση . Έχε ι ό μως και κάποιο χρώμα ακόμη τουρκόπολης, γ ιατί δ εν πέρασαν ακόμη πολλά χρόνια που λευτερώθηκε τον καιρό των Βαλ κανικών πολέμων, ανή μερα του Άι-Δη μήτρη, του πολιούχου τη ς, και τώρα προσπαθ ε ί να φτιαχτεί, να ξ ετινάξ ε ι από πάνω της το χρώμα και την ανάσα της τουρκοκρατίας, που την βάραιν ε τόσους αιώνε ς . Είμαστε στη Θεσσαλονίκη, τη νύφη του Θερμα"ίκού, τ η φτωχο μάνα Θεσσαλονίκη, την μεγαλούπολη της Μακεδονίας, πόχε ι το ό νομα της Θεσσαλονίκης - της αδε λφής του Μεγαλέξανδρου , του κοσμοπορθητή Μακεδόνα. Είναι η παραλία της κι ε ίναι ο Λευκός Πύργος της. Η χαρά του κόσμου ε ίναι απερίγραπτη . Απέναντί μας η πρώτη Ελληνική πολιτεία που βλέπουμε. Ε ίναι για μας τούτο μ εγ άλη στιγμή. Είναι μεγάλη στιγμή για τους ελεύ θ ε ρους σή μερα, ραγιάδες του χτες, που βλέπουν μπροστά τους μια μεγάλη πόλη ελεύθερη τη ς ελεύθ ερης π ατρ ίδας. Και μαντίλια ανε μίζουν και χέρια κουνιούνται και χαράς δά103
κρυα κυλούν και φωνές χαράς ακούγονται κι αγκαλιές ανοίγονται κι αγκαλιάσματα δίνουν και παίρνουν. Είμαστε στη Θεσσαλονίκη , ε ίμαστε στην Ελλάδα πια. Στο κατάστρωμα β έ βαια ε ίμαστε κι ε μ ε ίς, όλη η οικογέν ε ια. Η καλομάνα μ' ( = η γ ιαγιά μου από πατέρα), η Ζωή, ο πατέρας μου ο Φωκίων, η μητέρα μου η Ευρύκλη, ο αδελφός μου ο Θεόφιλος, οι αδελφές μας η Μαρίκα κι η Ου ρανία κ ι η παντρε μένη αδελφή η Κυριακή ή Κίτσα με το μωρό της, την Ιφιγέν ε ια, που ήταν μεγαλύτε ρη από τις άλλες. Για όλους αυτούς μέχρι τώρα κάποια ευκαιρία μας δόθηκε να σας πω κάτι. Ήμασταν μια ο ικογέν ε ια αγαπη μένη , δ ε μ ένη και παραδοσιακά ενωμένη . Η Κίτσα, με το μωρό τη ς, την Ιφιγένε ια, ήταν μαζί μας. Ο Περικλής, ο άντρας της, έμεινε στο Κουταίς, όπως αναφέραμε σε προηγού μεν ε ς σελίδ ες. Η μητέρα μου με κρατάει από το χέρι κ ι εγώ προσπαθώ, όπως όλοι, πατώντας στις μύτες των πο δαριών μου, να δ ω την πολιτ ε ία κ ι όλο το θ έαμα. Για μια στιγμή σκύ β ε ι η μητέρα μου, με φιλε ί στ' άτακτα κατά μαυρα μαλλιά και μου λέγει. - Ρ ίζα μ' Σ ιμωνάκη , έρθαμε, πουλί μ', σην Ελλάδα, σην πατρί δαν ε μουν. Τέρ' το ελληνικόν την πολιτείαν ντ' έμορφον εν'. Αδά θα ρ ιζώναμε, αδά θα καρπίζωμε, αδά θα χτίζωμε αποτενί τα φωλεάς ε μουν. - Αμήν, Παναία, ε ίπε και σταυροκοπή θηκε η καλομάνα μ' η Ζωή , η γ ιαγιά μου, η μητέρα του πατέρα μου . - Εσύ, γιαβρί μ', συνέχισε η μητέρα μου, αδά θ α ντρανύντς, αδά θα ίνεσαι άγουρος. Ε μ ε ίς, πουλόπο μ', αδά θα ε ίμες άμα η ψη έμουν θα εν' εκεί ς σα μέρια ' μουν, σην Τραπεζούνταν, την Σαντάν. Εκε ί, πουλί μ' εν' ο αδελφός ο Περ ικλή ς, το σκοτωμένον το γιαβρόπο, ο πατέρα μ' κ ι η μάνα μ'. Δεν μπόρεσε να συνεχίσε ι. Την πήρε ο λυγμός. - Κι ο πάπο σ' ο Συμιώντς, μουρμούρισε η καλομάνα μ ' η Ζωή . Εκε ί ε ιν' όλ' τ' ε μετέρ' πάπον προς πάπον. Εκε ί 'ς σα κοιμτέρια μουν, χωρίς ποπάν, χωρίς κ ε ρίν . Λοι ε μάς 'ς! βάι ε μάς! έλεγε κι έκλαιγ ε . - Άμα α ς ε ν ' . Ντο λέγομε αοίκα τ ο χάταλον. Ατώρα η ώ ρ α τουν κι' εν'. Ε ίπε η μητέρα μου. Τέρ', πουλόπο μ', τέρ' το έ μορφον την πολιτε ίαν. Να λελεύω 'γω την Ελλάδα και τα πολιτε ίας ατς, ε ίπε για � αλλάξε ι κουβέντα. Η γ ιαγιά η Ζωή σκούπισε τα δακρυσμένα μάτια της. - Που εν', γάρη , το καλόν το τσακέτο μ', διέκοψε ο πατέρας 1 04
μου . Εμείς η Επιτροπήν, ( ε ίχε εκλεγε ί κι αυτός μέλος της), θα πάμε με τον καπιτάνον τη παπορ ί 'ς ση τρανούς εξ' ' ς σην πολιτ ε ίαν. Κάτ' θα συζητούμε. - Α τώρα, φέρω σ' άτο, Εσέλεγω, ε ίπε η μητέρα και κατέβηκε στ' αμπάρι μας. Τον αποκαλούσε Εσέλεγω ( = εσέν λέγω) για να μη τον πει με τ' όνο μά του, που εθεωρείτο αυτό ντροπή , σύ μφωνα με τα ποντιακά έθ ιμα. - Εν' έμορφον πολιτε ίαν η Θεσσαλονίκη , αγούρι μ'; μου ε ίπε ο πατέρας μου , καθώς με χάιδ ευ ε στο κ εφάλι . - Αδά θα κατη βάζ'ν ε μας, Φωκίων; ρώτησε η γ ιαγιά η Ζωή. - Για τ' ατό θα πάμε η Επιτροπή με τον καπιτάνον τη παπορί' 'ς ση τρανούς, σην πολιτείαν. Εκε ί θα μαθάνομε ντο θα ίνουμες. Πού θα κονεύομε. - Εγροίξες, μάνα; είπε στη γ ιαγιά ο πατέρας μου . - Ορίστε, ε ίπε η μητέρα μου, που ήρθε, και κράτησε το σακάκι να το φορέσει ο πατέρας μου. Εκείνος το πή ρε και πήγαινε προς την κατε βασμένη σκάλα του καραβ ιού, όσω τα άλλα μέλη της Επιτροπής άρχισαν να κατεβαίνουν για το μοτόρι, που κρατούσε κάτω και τους περίμενε, και καθώς πήγαινε προσπαθούσε να το φορ έσε ι, όπως συνήθως κάνουν οι ά ντρες, σαν βιάζονται να φορέσουν το σακκάκι ή το παλτό τους, πως βαδίζουν. Ο κόσμος βέ βαια, ο ι άνθρωποι της προσφυγιάς, δεν ήξεραν τι γίνεται και εξακολουθούσαν ν' απολαμβάνουν το ωραίο θ έαμα της πολιτ ε ίας. Θα πέρασε και μια ώρα, οπόταν γύρισε το μοτόρ ι με τον καπε τάνιο και την Επιτροπή . Ανέ βηκαν στο καράβι. Ο καπετάν ιος, γ ε λαστός και σαν χαρού μενος , ανέβηκε στη γέφυρα, πήρε τον τηλε βόα, το χωνί, και ε ίπ ε . - Αγαπητο ί πατρ ιώτες, πρόσφυγες Έλληνες, σας παρακαλώ ν α προσέξετε σ' αυτά που θα σας πούμε. Είχαμε εντολή από τους αρ μόδιους να σας βγάλουμε κι εσάς, όπως όλους τους πρόσφυγες που φέρνουν τα καράβια, στο Καραμπουρνού, στην Καλαμαριά, στην Καραντίνα. Εκε ί αποβιβάζονται με κάθε καραβ ιά, που φτάνουν, κ ι εκεί απομονώνονται γ ι α προστασία τη ς πόλης τ η ς Θεσσαλονίκης, αλλ ά και των ιδίων, γιατί εκεί υπάρχει και ε ιδ ική π ε ρ ίθαλψη για επιδημίες και μεταδοτικές aρρώστιες. Όμως ε μ ε ίς, η Επιτροπή σας κ ι εγώ, δ εν δεχτήκαμε . Είπαμε. - Το καράβι μας ε ίναι πεντακάθαρο. Δεν ε ίχαμε και δ εν έχου105
με κανένα κρούσμα αρρώστιας κατά το ταξίδι μας κ ι όλα ε ίναι εν τάξει καθαρά, τακτοπο ιημένα και υγιεινά. Αν θ έλετε ελάτε στο κα ράβι να δ ε ίτε. - Δεν χρε ιάζεται να 'ρθούμε στο καράβι, αφού μας εγγυάται ο πλοίαρχος, ε ίπαν, ο ι άρχοντες στην πολιτεία. - Ε τότε, απαιτούμε να μας πάτε αλλού, γιατί έτσι πρέπε ι. Δεν πρέπει να μας πάτε στην Καραντίνα της Καλαμαριάς, όπου, όπως μαθαίνουμε, θερίζει ο τύφος κ ι ο θάνατος. Στην αρχή φέραν μικροαντιρήσεις αλλά στο τέλος δ έχτηκαν τις αντιρρήσεις μας και ενέκριναν. Αποφασίστηκε λοιπόν να σας πάω πέρα εκε ί στη Μίκρα, κοντά στο αεροδρό μιο, θα την δ ε ίτε, όπου υπάρχε ι ένα μεγάλο κτίριο, πεντακάθαρο και βολικό, όπου δ εν υπάρχει κλίβανος, τύφος κι aρ ρώστιες και θάνατοι. Ε ίστε τυχεροί, αγαπητοί πατριώτες. Θα ήταν έγκλη μα να σας καταπιούν κι εσάς κλίβανοι και aρρώστιες και θά νατοι. Με :ι;ην ευκαιρία που σας μιλώ σή μερα, ζητώ συγγνώμη για την απρ έπεια που έκανα στην Πόλη , στην Αγιά Σοφιά. Συγχωρήστε μας, ε μ ε ίς οι Νεοέλληνες από κακή συνή θ ε ια βρίζομε πότε -πότε τα θ ε ία. Έτσι από κακή συνή θ ε ια. Δεν ε ίμαστε άθεοι. Ο Θεός να μας συγχωρήσε ι. - Ένα μεγάλο " ευχαρ ιστώ " χρωστάμε στον καπετάνιο μας, ε ίπε ένας από τα μέλη τη ς Επιτροπή ς. - Εγώ δεν έκανα τίποτα, ε ίπε μετριόφρονα ο πλοίαρχος. Απλώς ή μουν ένας απλός μάρτυρας. Εσείς ήσασταν καθαρο ί, νοικοκυραίοι και η Επιτροπή σας οργάνωσε τα πάντα στο καράβι. - Υβριστέας εν' ο καπιτάνον άμα τα έργατα τ' χριστιανικά. Ντο λες, συγχωρούμ' ατον; - Η συγχώρησή ατ' εν τη Θεού. Ο Θεόν ας σχωρά τον, κι άλλο να μη υβρίζ'. Είπαν μερικοί. - Λοιπόν στις θ έσεις σας κ ι ετοιμαστ ε ίτε. Ξεκινάμε αμέσως γ ια τη Μίκρα. Είπε ο πλοίαρχος κι ο κόσμος όλος σπεύσανε , καθένας στο νοικοκυριό του να ετοιμαστούν . Το καράβι σήκωσε αμέσως άγκυρα και κίνησε. Πορε ία προς Μικρό Καραμπουρνού, αυτό που λέμε σή με ρα Καραμπουρνάκι . Σαν τ ο παρακάμψαμε, πήραμε πορ ε ία προς την Μ ίκρα · δ ιακρ ί νονταν κάτω στη χθαμαλή ακρογιαλιά, όπου σή μερα η "πλαζ τη ς Αρετσούς", φαίνονταν οι εγκαταστάσεις του Απολυ μαντηρ ίου, δυο λαμαρινένιες μαύρες παράγκες, και ψηλότερα σε μια π ε δ ινή έκταση 106
πλή θος σκηνές και πιο πάνω θάλαμοι ξύλινοι στενόμακροι από σα νίδια. Ήταν η Καλαμαριά, ήταν το γκέτο της Προσφυγιάς, το τρομερό Προσφυγοθαν ε ίο, όπου ο Χάρος κ ι ο τύφος στήσαν το δίδυμο ε ργα στήρι τους και θέριζαν ψυχές. Δέος κατάλαβε τους δικούς μας, καθώς έ βλεπαν τον καταραμέ νο τούτο καταυλισμό για τον οπο ίο ακούσανε και ξ έραν ε ο ι δύστυχοι. Πολλοί είχαν συγγενείς εκεί, που ή ρθαν με προηγού μενα καράβια, και σκέφτονταν τη μοίρα τους. Ποίος ζε ι, ποιος πέθαν ε , και, θα πε θάνει;
* * *
τ ο ΚΑΡΑΒΙ τώρα στα μάτησε . Αγκυ ρ ο β ό λη σ ε . Β ρ ι σκ ό μαστε μπρος σε μια πεδινή παραθαλάσια έκταση , όπου δ ιακρίνονται στρα τιωτικές εγκαταστάσε ις πολλές και διάφορες. Σε μιαν άκρη τη ς έ κτασης διακρίνομε έναν πανύψηλο στύλο και στην κορφή του πλάγια κουνιέται, με τον αέρα που φυσά μαλακά, κάτι σαν σακούλα δίχρω μο και μακρουλό . Είναι ο ανε μοδ ε ίκτης του αεροδρο μίου κ ι ε ίμαστε αραγ μένοι απέναντι στο στρατιωτικό αεροδρό μιο της Μ ίκρας. Μηχανές μουγκρίζουν, άλλα aπογε ιώνονται κι άλλα προσγ ε ιώ νονται αεροπλάνα με δύο επάλληλα φτερά, τα " διπλάνα " , όπως λέ γονταν. Είναι αεροπλάνα της εποχής. Αεροπόρο ι με δερμάτινες μπότες ως το γόνατο, με δερ μάτινα σακάκια, με δ ερμάτινο καπέλο-σκούφο στο κεφάλι που κλείν ε ι τ' αφτιά, με χοντρά γυαλιά για τον αέρα στα μάτια. Λ ε βεντόπαιδα διαλεχτά όλα. Και σύγχρονα στρατιώτες-σμην ίτες, τρ έχουν εδώ και εκεί εκτελώντας δ ιαταγές κι υπηρεσία. Ήταν απαγορευμένη βέ βαια στους πολίτες η ε ίσοδος στο αεροδρόμιο, όμως για μας ή ρ θ ε διαταγή να επιτραπε ί η δ ίοδος και μόνο των προσφύγων και η μεταφορά των δε μάτων τους προς το απέναντι πάνω απ' το δρόμο Θ εσσαλονίκης Χαλκιδικής, κτίριο, ένα μεγάλο κτίρ ιο, επιβλητικό και ωραίο, όπου θα στεγαζό μασταν ε μ ε ίς οι πρόσφυγες, πούρθαμε με το καθαρό και αμόλυντο καράβι, το ε μπορικό ελληνικό καράβι ενός νησιώτη εφο πλιστή , όπως μάθαμε αργότερα, που νοίκιασε το Κράτος . Εκε ί λο ιπόν απέναντι στο αεροδρόμιο της Μίκρας, με το λαμπρό κτίρ ιο της Γεωρ γικής Σχολής στο βάθος, όπου σή μερα ε ίναι η Ανωτάτη Σχολή Πο-
107
λέμου, εκεί έμε ινε αραγμένο το καράβι μας περιμένοντας διαταγ ές. Και έμεινε εκεί έως ότου την άλλη μέρα προς το μεσημέρι άρχισε η απο βίβαση των προσφύγων, αφού, όπως φαίνεται, έγιναν όλες ο ι προετοιμασίες aποβ ίβασης, μεταφοράς και εγκατάστασής μας. Καθαρίστηκε, σκουπίστηκε, aσβεστώθηκαν οι κο ινόχρηστοι χώ ροι, σκουπίστηκαν οι αυλές, καθαρίστηκαν τα χόρτα από το μεyάλο χώρο, όπου ήταν το περιφραγμένο οικόπεδο του κτιρίου και πρώτα εγκαταστάθηκε σε ένα δωμάτιο του κτιρίου ένα στρατιωτικό τμή μα πέντε-έξ στρατιωτών με λοχία επί κεφαλή ς, "δια την αστυνόμευση του κτιρίου και των εν αυτώ διαβιούντων προσφύγων", όπως έλεγε η σχετική διαταγή , πράξις σχεδόν τυπική , γιατί "η διαγωγή και η αγωγή των προσφύγων ήταν αρίστη απο δ ε δ ε ιγμένως". Το πρωί-πρωί κατάπλευσε και ένα άπό κ ε ίνα τα δυνατά μοτόρια του Λιμεναρχε ίου σέρνοντας δ ε μ ένες σε ουρά τρεις κατάμαυρες μαούνε ς με μερικούς ε ιδικούς φορτο εκφορτωτές. Όλα έτοιμα για την αποβίβαση των προσφύγων. Η Επιτροπή μας β έβαια πανταχού παρούσα για κάθε διευκόλυνση , συ μβουλή και συμπαράσταση . Πετύχαινε τα πάντα. - Τι θαύματα καταφέρν ε ι η ομαδ ική δράση και η σύ μπνοια των ανθρώπων ! έλεγε ο πατέρας μου για τη δράση και τα επιτεύγματα της Επιτροπή ς.
* * *
ΤΑ ΒΙΝΤΖ του καραβ ιού άρχισαν να δουλεύουν. Πρώτα φορτω νόταν η μια μαούνα με δέματα και έφευγε γ ια την σκάλα τη ς παρα λίας του αεροδρομίου και σε συνέχεια φορτωνόταν πάλι με δ έ ματα η δεύτερη μαούνα μέχρις ότου να επιστρέψε ι άδεια η πρώτη . Συγχρόνως η τρίτη μαούνα φορτωμένη με ανθρώπους έφευγε για το αεροδρόμιο, όπου μεταφορτωνόταν σε αυτοκ ίνητα φορτηγά του Στρατού "Φορντ" με μουστάκια του "Όρχου Αυτοκινήτων", όπως λέγονταν τότε οι μονάδ ες αυτοκινήτων του Στρατού, τα ΣΕΜ, όπως θα λέγαμε σή μερα. Έτσι δουλεύοντας, η αποβ ίβαση και η εκφόρτωση προχωρούσε τάχιστα και ω ς το β ράδυ όλα ε ίχαν τελ ε ιώσε ι σχεδόν. * * *
108
της Σχολής, εκεί στις μεγάλες ευρύχωρες αίθουσες, ορίζανε για κάθε ο ικογ έν ε ια ένα χώρο ανάλογα με τα μέλη της και εκεί τακτοπο ιούσαν ο ι δ ικαιούχο ι το νοικοκυριό τους το φτωχικό, ό,τι γλίτωσε και ό,τι μπόρεσε να μεταφερθεί. Προπάντων, τα κρε βατικά, τα ωραία και πλούσια κρεβατικά των προσφύγ ων, τα κουζι νικά κλπ. και η οικογενε ιακή " Εικόνα " , το Εικόν ισμα, οι εφέστιοι θεοί δηλαδή , που πάντα ήταν σε προτεραιότητα η μεταφορά τους και η σωτηρ ία τους από τους διωγμούς και την βαναυσότητα των αλλοπίστων. Σ αν τελε ίωσε πλέον η απο βίβαση σ' όλες τη ς τις λεπτομέρειες, το πλοίο μας το επόμενο πρωί έφυγ ε . Αποχαιρετήσαμε δ ια της Επι τροπής τον καπετάνιο μας και το πλήρωμα, μα και το καράβι μας, τον μικρό, αλλά συ μπαθητικό, "ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ " μας, που ασφαλώς σε λίγο θα εξακολουθούσε τα ταξίδ ια του στις θάλασσες και στα λιμά νια. Ε ίθ ε καλοτάξιδο να 'ναι πάντα και παντού ! ΣΤΟ ΚτΙΡΙΟ
* * *
Ή ζωή , στην Γεωργ ική Σχολή πια, ε ίναι ό μορφη , τακτική και ή συχη . Τα χορευτικά βραδ ινά μας ατόνησαν όμως δυστυχώς, μια και ο ρυθ μός και το ποιον της ζωής άλλαξε στη στεριά και άλλες σκέψ εις απασχολούσαν τώρα τον κόσμο: Τι θα γίνομε τελικά, πού θα καταλήξαμε, πού θα φτάσου με; Η υπηρεσία " Περιθ άλψ εως των Προσφύγων " , έτσι νο μίζω την έλεγαν, έφερε και εγκατέστησε στην π ίσω μεριά του κτιρίου, σ' ένα υπόστεγο, τα πρόχε ιρα μαγειρε ία και την αποθήκη τροφίμων για διανο μή στους πρόσφυγε ς όσες φορές υπήρχαν τρόφιμα για μας, μας μοίραζε πολλές φορές συμπυκνωμένο ζαχαρούχο γάλα γ ια τα παιδιά, πολλές φορές μέχρι καφέ και ζάχαρη κι άλλα αναγκαία τρόφιμα και υλικά· όμως τούτο καταλαβαίναμε πως δεν μπορούσε να κρατήσε ι επ' άπειρο. Κάπως έπρεπε να τακτοποιη θούμε μελλο ντικά. Κι όμως παρά ταύτα νά σου ο Βάσος Βαφε ιάδης, ο αδελφός ο δεύτερος του μαντολινίστα του Σταύρου του Κουτσού από εντελώ ς δική του πρωτοβουλία και κλίση , οργανώνει όλα ε μάς τα παιδιά σε τμήμα σαν στρατιωτικό. Μας ορίζει ο μάδες, ζυγούς, συ μπαραστάτες 109
και κάθε μέρα τις πρωινές ώρες μας συγκεντρώνε ι στην μεγάλη έκταση που ε ίναι η πε ριφραγμένη αυλή του κτιρίου και μας κάν ε ι γυ μναστική , βη ματισμούς κ α ι παρελάσε ις. "Ασκήσε ις πυκνή ς τάξης " , όπως λέμε στο στρατό. Μας έμαθε ακόμη και μερικά σχολικά ε μ βατήρια, που τα τραγουδάμε και παρελαύνου με. Είναι ωραία, πολύ ωραία η διοργάνωση αυτή και την αγαπούν όλα τα παιδιά. Δεν ξέρω αν ο Βάσος Βαφε ιάδη ς αυτός αργότερα έγινε γυμναστής ή στρατιωτικός. Πάντως ήταν ταλέντο. Φαίνεται πως ήταν το κύκνειο άσμα τη ς οργάνωσή ς μας αυτή ς, όταν μια μέρα οι ηλικιωμένοι μας ήρθαν και μας παρακολούθησαν και μας χειροκρότησαν . Από την άλλη μέρα δυστυχώς, και ποιος ξέρει γιατί, διαλυθήκαμε, όπως διαλύονται όλα τα ωραία στη ζωή . Τό 'χε ι η μο ίρα φαίν εται. Δεν ξέρω κι ούτε μπορούσα να ξέρω, παιδ ί εγώ τότε, πόσον καιρό, πόσους μήνε ς μείναμε έτσι αμέριμνοι, και ας πούμε κι ευτυ χε ίς, στη Γεωργική Σχολή . Μα θυμάμαι πως μια μέρα ο πατέρας μου, αρκετά προβλη ματι σμένος, μας ε ίπε. - Σή μερα, με δ ιαταγή του κράτους, λύθηκε η καραντίνα της Καλαμαριάς. Δεν υπάρχουν πια aρρώστιες, τύφος κλπ. και σταμά τησαν οι θάνατοι των ανθρώπων. Οι πρόσφυγε ς της Καλαμαριάς πλέον ε ίναι ελεύ θ ε ροι, χωρίς συρματοπλέγματα ή καραντίνα. Όποιοι θ έλουν μπορούν να πάνε όπου θ έλουν, σ' όποια άλλη πόλη θ έλουν, ή σε χωριό ή όπου αλλού να χτίσουν χωριά. Τα ταξίδια με το τραίνο ε ίναι δωρεάν για τις επιτροπές που θα εκλέξουν για την αναζήτηση των τόπων, όπου θα εγκατασταθούν οι ομοχωριάτες τους, να κατε βούν στη Θεσσαλονίκη να δουλέψουν, να φτιάξουν την ζωή τους . Τυχεροί όσοι γλίτωσαν το φοβερό εκείνο θανατικό. Τώρα αγώνας, ζωή , επιβίωση . Συγχρόνως όμως κι ε μ ε ίς που ε ίμαστε ε δ ώ στην Γ ε ω ργική Σχολή, πρέπε ι, λέει, να πάμε στην Καλαμαριά, στο κέντρο των προ σφύγων, να απελευθ ερώσομε το κτίριο τη ς Γεωργικής Σχολής που το χρειάζεται το κράτος. Στην Καλαμαριά θα μας στεγάσουν στου ς προσφυγικούς θαλάμους. Ο ι σκηνές, τ α τσαντήρια, δ εν υπάρχουν πια μα και ο λόγος ύπαρξής τους εξέλιπ ε . τις ξήλωσαν, κι οι άνθρω πο ι πήγαν στους θ αλάμους. Εννοείται πως το προσφυγικό μας συσ σίτιο θα το παίρνομε όπως και τώρα εδώ, μέχρ ις ότου τακτοποιηθούν τα θ έματα τη ς προσφυγιάς. Θα πάμε , τι θ α κάνου με ; Το κράτος δ ιατάζει. Ο πατέρας μου β έβαια ε ίχε πάε ι στην Καλαμαριά, ε ίχε 1 10
βρει εκεί τον θ ε ίο Χρήστο με την Ελένη την γυναίκα του , καθώς και τον θ ε ίο τον Θ εόφιλο, τον αδ ελφό του , που πέρασαν εκε ί αρκετές από τις φοβ ερές η μέρες τη ς Καραντίνας. Είχαν έρθ ε ι νωρίτερα από μας και τους έφεραν στην Καραντίνα. Οι πληροφορίες που μάζεψε ο πατέρας μου γ ια τη ζωή στην Καλαμαριά ήταν δύσκολες, " μα τώρα όλα άλλαξαν " , έλεγε για να μας καθησυχάσε ι.
* * *
ΕΜΕΙΣ τα παιδιά, βέβαια, aπολαμβάναμε το καλοκαίρι, που φούντωσε στην εξοχή της Γεωργικής Σχολής. Παίζαμε τα δ ιάφορα παιχνίδια που ξέραμε, σκλαβάκια, κρυφτό και άλλα. Σ αν άρχισαν οι πρώτο ι θαλασσινοί αέρηδες να φυσούν απ' τη μεριά της θάλασσας του αεροδρο μίου, το ρ ίξαμε στους χαρταετούς. Με δ ιάφορα χαρτιά ακόμα και με εφημερίδες κάναμε τους χαρταετούς μας, κλέβαμε από τα νή ματα που μας έπλεκαν κάλτσες οι γιαγιάδ ε ς ή οι μανάδες μας, και τους αμολούσαμε πηγαίνοντας ε κ ε ί στο βάθος πίσω από τη Σχολή, όπου ήταν και ε ίναι και σή μερα ένας λόφος, όπου και το υδραγωγ ε ίο της Σχολής τότε. Εγώ ε ίχα κ ι έναν άλλο λόγο να ε ίμαι υπερήφανος, ας πού με. Τον τελευταίο καιρό ερχόταν ένας χωρ ικός, κάθε πρωί και μας έφερνε γάλα. Κι εγώ τον πλήρωνα από το ατο μικό μου ταμείο. Ε ίχα δηλαδή μια σακούλα με αση μένια ρούσικα, τσαρ ικά, καπίκια π εντά ρας και του έδινα απ' αυτά. Τα ε ίχα φέρει από το Κουτα·ίς. Τα ε ίχα να παίζω. Μου τα ε ίχε χαρίσει ο πατέρας μου τον καλό καιρό, όταν ε ίχαμε ακό μα β ιός και χρή μα και άνεση . Τα χάρτινα ρούσικα β έ βαια δεν περνούσαν. Ποιος να τα πάρει; Κι ε ίχαμε φέρει κι ένα τσου βάλι, χωρίς υπερβολή . Ο πονηρός χωρικός τάπαιρνε πρώτα-πρώτα γ ιατί ήταν αση μένια κι ύστερα, ακό μη πολύς κόσμος, και στην αγορά ακόμα, πίστευαν πως γλήγορα θ α γυρίσει ο τσαρ ισμός στη Ρωσία και τότε θ α έχουν τα κέρματα αυτά και την ιστορική του ς αξία. Δ εν βαριέσαι, αυτές ήταν σκέψεις άλλων, ε μάς μας έφτανε πως ο χωρικός τάπαιρνε κ ι η μητέρα μου συχνά έκανε γιαούρτι και ρυζόγαλο. Δεν μας έφτανε αυτό; Θα σκεφτόμασταν και τους τσάρους και τη μοίρα τους; Σε μερικές ε βδομάδες από την αναγγελία του πατέρα μου , πως πρ έπει να μετο ικήσουμε πια όλοι ο ι πρόσφυγε ς στα προσφυγικά
111
κ έντρα της Καλαμαριάς, μια-μια οικογ έν ε ια φεύγανε για την Καλα μαριά, όπου οι αρμόδιοι τους έδ ιναν χώρο στους θαλάμους να στήσουν την καινούρια γωνιά τους, ορθώνοντας τα τε ίχη των επι κρατε ιών τους, τα τσουβαλοχωρίσματα δηλαδή . Μια μέρα, πρωί-πρωί μας ήρθε, ύστερα από συ μφων ία β έβ αια, ένας Καρσλής, πρόσφυγας από το Κάρς κι αυτός, πqυ ε ρχόμενος έφερε όλα τα υπάρχοντα · μας ήρθε με τη βο'ί δάμαξά του που σέρνουν δυο ξανθότριχα καλοκέρατα και ή συχα βόδια. Εκε ίνος, ο πατέρας μου, η γιαγιά και η μητέρα μου, κατάφεραν μέχρι το μεση μέρι να φορτώσουν τα υπάρχοντά μας κι αποπάνω κάθ ισαν ε μένα και γράγκα-γρούγκα, όπως έλεγε η γ ιαγιά η Ζωή , η βο'ί δάμαξα τις απογευ ματινές ώρες μας έφερε στην Καλαμαριά, στην κάτω άκρη τη ς Καλαμαριάς. Από κει και κάτω ήταν η Γαλλοελληνική , μια έκταση που έφτανε ως τη θάλασσα κάτω. Ο πατέρας μου κ ι ο θ ε ίος ο Χρήστος ε ίχαν από νωρίς τακτοποιήσει τον θ άλαμο που θα μέναμε. Στον ίδιο θ άλαμο, δηλαδή, με τον θ ε ίο Χρήστο. Τον θάλαμο 1 5 1 . Έτσι λεγόταν και ο θάλαμος και η γειτονιά ε κ ε ίνη. Κουβαλήσαμε τα πράγματα μέσα αφού πρώτα η μητέρα μου και ο ι αδελφές μου χώρισαν τον χώρο που μας παραχώρησε ο "θαλα μάρχης " , ο υπάλληλος που όρισε ο προ'ίστάμενος της περιοχής. Τα κτοπο ιήθηκαν όλα μας τα πράγματα πρόχε ιρα για σή μερα και σαν βράδιασε κοιμη θήκαμε όπως-όπως, μελαγχολικοί και κου ρασμένο ι. Η γιαγιά η Ζωή σε μια γωνιά κατάφερε να στή σει ένα σκαμνί, πάνω ακούμπησε την Εικόνα μας, χωρίς καντήλι γιατί έλειπε το λάδι, παλιά, πολύ παλιά βυζαντινή Ε ικόνα, που η γιαγιά την κλη ρονόμησε από τους γον ε ίς της και την έφερνε σ' όλες τις περιπέτε ιές μας αγκαλιά, τυλιγμένη μέσα σ' ένα ύφασμα, πάντα καθαρό και προσεγ μένο. Ευτυχώς ακόμη και σή μερα διατη ρού με το Λιανιδέικο το πα τρογονικό τούτο κ ε ι μήλιο , το οπο ίο κάποια μέρα ασφαλώς πρέπει να καταλήξ ε ι σε κάποιο μουσε ίο, το οπο ίο ας ελπίσομε ότι κάποτε θα χτίσουν οι Πόντιοι για τα κε ιμήλια της Ανατολή ς. Εκεί στο θ άλαμο 1 5 1 μείναμε οριστικά.
***
ΣΤΟ Θ ΑΛΑΜΟ μέναμε λο ιπόν συνέχεια επί χρόνια, εν τω μεταξύ άρχισαν να έρχονται νέα κύματα προσφύγων, νέα κύματα - όπως τα
1 12
ονομάσαμε - με "Αργοναύτες", από τη Μικρά Ασία, από τη Ρωσία, από τη Θράκη , και η Καλαμαριά έγινε ένα τεράστιο κ έντρο όπου συγκεντρώνονταν όλοι οι πρόσφυγες που έρχονταν στην Ελλάδα. Ο πρώτος χε ιμώνας πέρασε δύσκολος και εν τω μεταξύ έγινε και η ανταλλαγή των πλη θυσμών, συν έβη η καταστροφή τη ς Σ μύρνης, και η Καλαμαριά γέμισε από προσφυγικό κόσμο δ ιαφόρων τόπων. Τον ερχό μενο χειμώνα άρχισε η μάχη με τη λάσπη και την πείνα και τη φτώχεια. Μόλις όμως καλοκαίρεψε, εντολή τη ς Κυ βε ρνήσεως ήταν όποιοι θ έλουν απ' τους πρόσφυγες να πάνε και να εγκατασταθούν σε δ ιά φορες άλλες περιοχές τη ς Ελλάδας, και κυρίως οι αγρότες, να πάνε να χτίσουν χωριά. Έτσι λο ιπόν ξεκίνησαν ομάδες και επιτροπές, οι οποίες πή-yαι ναν και διάλεγαν έναν τόπο στον οπο ίο θα εγκαθ ίσταντο οι ν έc πρόσφυγες. Έτσι οι πατριώτες μου οι Σανταίοι πήγαν και ε-yκαταστάθηκαν στη Νέα Σάντα του Κιλκ ίς. Ήταν ένας τόπος aνηφορικός, ξερός, γε μάτος πουρνάρια, φίδια, χελώνες και εκεί εγκατέστησαν σκηνές στις οποίες έμεναν κι αυτο ί και άρχιζαν να χτίζουν το χωριό. Αυτό συν έ βη σε πολλά χωριά και έτσι γέμισε η Μακεδονία από χωριά με όνο μα που πάντα αρχίζε ι με τη λέξη "Νέα". Νέα Σ άντα, Νέα Φιλαδέλφε ια, Νέο Φίλυρο, Νέα, Νέα, Νέα . . . ως που έφτασε και στις πόλεις όπως Νέα Φιλαδ έλφε ια, Νέα Ιωνία στην Αθήνα, Νέα Ιωνία στο Βόλο, που αργότερα αναδε ίχτηκαν σε aνθηρούς συνοικι σμού ς. Η κατάσταση στην Καλαμαριά ήταν δραματική . Από τα στενά σοκάκια της Καλαμαριάς, τα χωμάτινα σοκάκια, έβλεπες από ένα σοκάκι να βγαίν ε ι η ακολου θ ία μιας κηδ ε ίας και από το άλλο σοκάκι να βγαίν ε ι η ακολουθία ενός γάμου ("οψίκ"). Εδώ γάμος, εκεί θάνατος, εδώ φτώχε ια, εκεί πείνα. Η Καλαμαριά ε ίχε γ ίνει ένα τραγικό γκέτο της προσφυγ ιάς. Να περιγράψω την κατάσταση της Καλαμαριάς ε ίναι αδύνατο. Μεγάλα γεγονότα σαν τον Τρω ικό πόλε μο μονάχα ένας Όμηρος μπόρεσε να περιγράψει. Μεγαλύτερο γ εγονός η προσφυγιά αυτή · τον ξεριζωμό ενός λαού από την πατρίδα του δ εν υπάρχει Ό μηρος να τον περιγράψ ε ι. Όταν aρχίζεις και θ έλεις να γράψ ε ις για τις μέρ ες εκείνες, η πένα σου σπάζει. Το όλο αυτό δράμα περ ιέγραψ α σ ε πολύ λίγους στίχους στο γνωστό ποίη μα: Η Καλ αμ αριά . Ό σο για τα δραματικά επε ισόδια - ελαχιστότατα - που συνέβαιναν κατά τον 1 13
χρόνο αυτό, τα περιγράφω μ έ σα στο β ιβλίο μου Μνήμες κα ι καημοί. Η Καλαμαριά απετ έ λεσε το στ έ λεχος μιας βεντάλιας, η οποία απλώθηκε, άνοιξε και, όπως ο ι πτυχ έ ς της βεντάλιας απλώνονται, έτσι απλώθηκε και ο προσφυγικός κόσμος σ' όλη την Ελλάδα. Από την Καστοριά μ έ χρι την Αλεξανδρούπολη . Από την Αλεξανδρούπολη μ έ χρι κάτω την Λακωνία, το Μυστρά, τη Στερεά Ελλάδα μ έ χρι την Κρήτη και τα άλλα νησιά. Όλος αυτός ο κόσμος των αγροτών ανα κατεύτηκε, όπως ή ταν φυσικό, με τον γηγενή πληθυσμό και με τον άλλο πληθυσμό άλλων μερών, όπως ήταν οι Θ ρακιώτες, οι Μ ικρα σιάτες, οι Σ μυρνιοί, οι Αίβαλιώτες, οι Κωνσταντ ινουπολίτες κλπ. Από όλον αυτόν τον κόσμο που αναμείχτηκ ε με τον γηγενή πληθυσμό, προ έ κυψε μια καινούρια Ελλάδα, ένας καινούριος ελλη νικός άνθρωπος και, κυρίως στη Μακ εδονία, ο ν έ ο ς Έλληνας. Τα παιδ ιά μας βλ έπουμε να ε ίναι λεβ εντόκορμα, ψηλά, ο ι κο π έ λες μας όμορφες. Αναδε ίχτηκαν επιστή μονες μεγάλοι και μ έ σα απ' αυτόν τον κόσμο ξεπή δησε ο ν έος ελληνισμός. Πλήθος μεγάλων επιστη μόνων, μεγάλοι μουσικοί, μεγάλο ι μουσουργοί, συγγραφε ίς, ζωγράφο ι κλπ. εμφανίστηκαν · έτσι ξεπήδησε μ έ σα απ' αυτήν την ανάμε ιξη , απ' αυτόν τον συγκερασμό, μια καινούρ ια Ελλάδα, που έ δωσε φτερά στην παλιά Ελλάδα, η οποία ήταν αγροτική και καθυ στερη μ ένη . Εμάς που ε ίχαμε έ ρθει από τη Γεωργ ική Σχολή, όπου προσωρινά εγκατασταθήκαμε, μας έ λεγαν " ο ι αρ ιστοκράτ ε ς της Γ ε ωργ ική ς Σχολή ς " , δ ιότι από τα παραπάνω φαίνεται πόσο όμορφα και αριστο κρατικά ή μασταν εκεί. Τώρα, επειδή εγκατασταθήκαμε στην Καλα μαριά, τόσο εμε ίς όσο και όλοι οι ά λλο ι από τη Γεωργική Σχολή έ πρεπε να πάθου με και ε μ ε ίς τα ίδια τα οπο ία έ παθαν και οι προη γούμενοι. Η υπη ρεσία, η Υγε ιονομική, δεν εννοούσε να μας αφήσε ι χωρ ίς να μας περάσει από κλίβανο. Λο ιπόν μια καλή μ έ ρα έ ρχεται ένα συνε ργ ε ίο και μαζεύε ι όλες τις οικογ έν ε ιες, τους " αριστοκράτες τη ς Γεωργ ικής Σχολής " , μας φορτώνε ι στα κάρα και ένα και δύο μας κατε βάζει κάτω στην πα ραλία τη ς Αρετσούς, όπου βρίσκου με έναν τεράστιο κλίβανο να καπνίζει και μια μαύρη παράγκα από λαμαρίνες. Εκε ί μας στο ίβαξαν στη σε ιρά, πήραν τα υπάρχοντά μας, που ήταν όλα θαυ μάσια ο ικ ιακά κρε βάτια, προσκ έ φαλα, μαξιλάρια, παπλώματα, ενδυ μασίες, τά 'ρι ξαν μ έ σα στον κλίβανο, μας εκλιβάνισαν και ε μάς και μας . . . α πολύ μαναν. Επί ώρες αναζητούσαμε τα πράγματά μας μ έ σα σε σω ρούς μισοκαμ έ να αντικε ίμενα τα οποία βρωμούσαν από το φάρμακο 1 14
της aπολύμανση ς. Μετά μας πήραν κατά ο ικογένειες και μας φ έραν σ' έναν χώρο όπου ήταν υγε ιονομικοί υπάλληλοι και μας έκαναν τα πρώτα ε μβόλια κατά των επιδη μιών. Θυμού μαι, η μητέρα μου με κρατούσε αγκαλιά και κοιτάζαμε · και ήρθε η σε ιρά του αδελφού μου του μακαρίτη του Θεόδωρου και του έκαναν μια ένεση πιο πάνω από το στή θος και εγώ μόλις ε ίδα την ένεση φώναξα, λιποθύμησα στην αγκαλιά της μητέρας μου. Η μητέρα μου ξ εφώνισε . - Αναθεμά σας, θα παίρετε την ψην ατ', το χάταλον θ ' αποθάν'. Με συνέφεραν κλπ. και τέλος πάντων τελε ιώσαμε . Στη συνέχε ια όλους ανεξαιρέτως, παιδ ιά, άνδρες, γυναίκες, α κόμη και τα κορίτσια τους κούρεψ αν με αλογομηχανές και έ βλεπες πεταγμένες χρυσές πλεξούδες κοριτσιών και τα κορίτσια σε αθλία κατάσταση κουρε μένα. Έδεσαν το κεφάλι τους με ό,τι τσεμπέρια βρήκαν και, σιγά-σιγά σαν καραβάνι δυστυχισμένων όπως ή μασταν, ξαναγυρ ίσαμε στους θαλάμους και μείναμε εκεί μέχρις ότου, όπως ε ίπαμε παραπάνω, αρχίσε ι ο διασκορπισμός και η εγκατάσταση των Ποντίων δεξιά και αριστερά. Εμάς ο πατέρας μου μαζί με τους Σ ανταίους πήγαν να εγκατα σταθούν στον Καταχά τη ς Κατερίνης. Λίγο διάστη μα ό μως μείναμε εμε ίς, ο πατέρας μου έ με ινε εκεί μαζί με τη γ ιαγιά μου και τον αδ ελφό της μητέρας μου Χρηστάκη , όπου τους έδωσε το κράτος μια ψ ευτοενίσχυση, και άρχισαν αυτοί οι άνθρωποι - ο θ ε ίος μου τελειό φοιτος της Γαλλικής Σχολής Τραπεζούντας, μορφωμένος άνθρωπος, και ο πατέρας μου άβγαλτο πλουσιόπαιδο - άρχισαν να φτιάχνουν πλίνθους (τού βλα) με λάσπες για να χτίσουν δήθεν σπίτια. Η μητέρα μου δ εν εννοούσε να πάμε στο χωριό, ούτε εγώ, ούτε ο αδελφός μου, ούτε οι αδελφές μου, γ ιατί όπως έλεγ ε : - Εγώ σην Τραπεζούνταν ετράνηνα, απέσ' σην πολιτε ίαν, τα παιδία μ' κ' εφτάω χωρέτσ. Έτσι ε με ίς με ίναμε στην Καλαμαριά, ο πατέρας μου με τον θ ε ίο μου στο χωριό, υπέφεραν τα πάνδεινα και ε μ ε ίς υποφέραμε εδώ κάτω του κόσμου τις π ε ίνες και δυστυχίες. Πολλές φορές έχω αναφέρει μέσα στο έργο μου γ ια τη θ ε ία μου την Ελένη , τη γυναίκα του Χρηστάκη . Αυτή , όπως ε ίπα, ήταν από μεγάλη αρ ιστοκρατική ο ικογ ένε ια με τα Γαλλικά της, με το πιάνο της κλπ., έμε ινε μεν στους θαλάμους κι αυτή , π ε ινασμένη , δυστυχι σμένη και, για να μην την λυπούνται οι γ ε ίτονε ς - τα δ ιαμερίσματά μας ήταν χωρισμένα μ' ένα τσου βάλι - έβαζε μέσα σ' ένα ποτήρ ι 1 15
νερό και μέσα ένα κουτάλι και τ' ανακάτευε για να ακούσουν ο ι διπλανοί κ α ι να νομίσουν ότι δήθεν πίν ε ι τσάι· κ ι αυτή ήταν μήνε ς νηστική έ ω ς ότου έπαθε φυματίωση, την μετέφεραν στο νοσοκο μείο, τότε ήταν φυ ματιολογικό, που σή μερα λέγεται Άγιος Δη μήτριος, ό που και πέθανε ξεχασμένη, ολομόναχη, και το πτώμα της το πή ρανε και εξαφανίστηκε. Το πήγανε σε κάποιο νεκροταφε ίο ή σε κάποιο πανεπιστή μιο ; Αυτό το τέλος ε ίχε αυτή η αρχόντισα, η κόρη η ό μορ φη. Αυτό ήταν ένα από τα δράματα της ο ικογένε ιάς μας.
* * *
ΠΟΛΛΑ θα ε ίχε να πει ένας συγγραφέας και πολλά θα χωρούσε το διήγη μα αυτό ''Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΡΓΟΝΑ ΥΤΏΝ" αλλά, όπως ε ίπα και παραπάνω, δυστυχώς τέτο ια μεγάλα γεγονότα η δ ική μας η φτωχή π ένα, ο δικός μας φτωχός κάλαμος, δεν αντέχε ι · και εδώ πρέπει να σταματήσω , αφού πω ότι ο ε μβολιασμός του γηγενούς ελληνικού πλη θυσμού με τον προσφυγικό έδωσε μια καινούρια Ελ λάδα, την οποία πρέπει να την αναγνωρίσουν ορισμένοι ο ι οπο ίοι δεν θ έλουν από μισαλοδοξία ή από τοπικισμό να αναγνωρίσουν.
* * *
ΑΥΤΑ, με λίγα λόγια, ε ίναι ένα κο μάτι τη ς επιστροφή ς των Αρ γοναυτών και το ονόμασα έτσι διότι πήρα οικογένειες που κυρίως ξεκίνησαν από την Κολχίδα, από το Βατού μ, από το Κουτα"ί ς, εκε ί που ήταν η Κολχίδα, όπου ήταν και ο ι Αργοναύτες. Βέβαια ή ρθαν και ήρθ αν από τη Μικρά Ασία πλή θος άνθρωποι, εκατο μμύρια και όλο ς αυτό ς ο κόσμος εγκαταστάθηκε εδώ στην Καλαμαριά. Η Καλαμαριά δέχτηκε τους Ποντίους με το τηλαυγές φως του περίφη μου Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας και με τη βυζαντινή λύρα τους, δ έχτηκ ε τους Σ μυρνιούς, φωτισμένους και παιδευ μένους από την Ευαγγελική Σχολή τους, με τα βιολιά τους και τα λαγούτα τους και τα ούτια τους, δέχτηκε τους Κωνσταντινουπολίτες με την ξεχωριστή μουσική και τα τραγούδια τους και με το αγλαόν πνευ-
116
ματικό φως, της Σχολής της Χάλκη ς, τη ς Γενναδε ίου Σχολής κ.ά. και η Καλαμαριά ακουόταν σαν ένα κ έντρο στο οπο ίο ακούγονταν όλες ο ι ελληνικές ράτσες τη ς προσφυγιάς και απ' όπου , όπως ε ίπαμε, ξεπή δησε ο νέος προσφυγικός κόσμος μαζί με τον γηγενή και δη μιουργή θηκε η νέα Ελλάδα. Αυτές είναι οι τελευταίες γραμμές του βιβλίου αυτού. Επανα λαμβάνω, δυστυχώς δ εν ήταν δυνατόν, και δεν ε ίναι δυνατόν, να περιγραφεί όλο αυτό το τραγικό δράμα. Εγώ ό ,τι μπόρεσα έκανα, θα μπορούσα να κάνω περισσότερα αλλά τα χρόνια με πήραν και δεν μπορώ. Θ έλει δουλειά αυτό, θέλει μήνες συγγραφής. Ας συ μπλη ρώσουν και ας ολοκληρώσουν ο ι μεταγενέστεροι από μας, που θ α ασχοληθ ούν μ' αυτό τ ο τεράστιο θ έμα που λέγεται Πρ οσφυγικός Κόσμος, που λέγεται Προσφυγιά του 1922. Ήρθαν Πόντιο ι με την αρχαιο βριθή διάλεκτό τους, με την πα ραδοσιακή στολή τους, τη βυζαντινή νήφουσα λύρα, τη μουσική τους και τους χορούς τους, οι Σ μυρνιο ί με τα αραχνοίiφαντη ς γλυκιάς μουσική ς σε βταλίδικα τραγούδια τους, ο ι Κωνσταντινουπολίτες με το πρωτευουσιάνικο κιμπάρικο ύφος τους, ο ι Θράκες και οι άλλοι με τον αγνό τρόπο ζωής της ελλην ικής αγροτικής υπαίθρου, κι όλο ι αυτο ί γέμισαν την αφιλόξενη κι έρημη ακτή τη ς Καλαμαριάς και την έκαναν τον ωραιότερο και μεγαλύτερο σή μερα περιφερε ιακό Δή μο της Θεσσαλονίκης. Ήρθαν φέρνοντας μαζί τους μια τεράστια περ ιουσία, το σύγ χρονο "ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟ ΔΕΡΑΣ", την Ανταλλάξιμο Περιουσία, την οποία εφαλκίδευσαν και φαλκιδεύουν επί τόσες δεκαετίες οι εκά στοτε ελληνικές κυβερνήσε ις με την αψυχολόγητη συγκατάθε ση των εκάστοτε προσφύγων βουλευτών, ενώ ακόμη μένουν αναποκατάστα τοι και άστεγοι πλήθος προσφύγων - Αργοναυτών. Αιδώς, Αργε ίο ι ! ·
1 17
ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ Σελ. »
11 13
στιχ.
28
αντί
Λόγα
διάβαζ ε
Λίγα
»
11
»
πιστού
»
παππού
»
13
»
28
»
Συμιώνις
»
Συμιώτνς
»
14
»
5
»
Συμών
»
Συμιώντς
»
26
»
22
»
Συμεωνίδη ς
»
Συμιώντς
»
30
»
38
»
Σάντα
»
Σαντά
»
47
»
12
»
" κιτσιχτόν"
»
" κοτσιχτόν"
»
59
»
25
»
"ο ταμουτάς"
»
'' ο ταματάς"
»
91
»
10
»
μαρατσάγλου
»
μαματσάγλο
»
104
»
24
»
ντρανύντς
»
τρανύντς
»
115
»
6
»
Θεόδωρου
»
Θεόφιλου
Γ
ISBN 960-343-29 1 - 1