22 minute read

ΕΦΤΑΣΕ Η ΩΡΑ για θέσπιση κατώτατου μισθού

ΚΑΤΩΤΑΤΟΥ ΜΙΣΘΟΥ;

Την ώρα που η ανεργία αυξάνεται και η πραγματική οικονομία δέχεται απανωτά χτυπήματα, στη δημόσια συζήτηση επανέρχεται το ζήτημα του κατώτατου μισθού. Στις αρχές του 2020, πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, η κυβέρνηση είχε εκφράσει την πρόθεση να προχωρήσει στην ετοιμασία νομοσχεδίου για τη θέσπιση εθνικού κατώτατου μισθού. Ωστόσο, τα πράγματα άλλαξαν στην πορεία, με την Υπουργό Εργασίας να τονίζει, μετά το πρώτο κύμα της πανδημίας και την υιοθέτηση των σχεδίων στήριξης της απασχόλησης και των επιχειρήσεων, ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για τη θέσπιση κατώτατου μισθού. Το Economy Today καταγράφει τις απόψεις των συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων για το θέμα, θέτοντας το ερώτημα εάν τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για να θεσπιστεί κατώτατος μισθός.

Advertisement

Της ΈλΈνας ΚαλυφόμμαΤόυ

Tο ζήτημα επανήλθε στο προσκήνιο λόγω και του κρατικού προϋπολογισμού, ο οποίος πέρασε από χίλια μύρια κύματα μέχρι να εγκριθεί. Μια από τις προϋποθέσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης για να τον υπερψηφίσουν ήταν και η θέσπιση του κατώτατου μισθού σε κατοπινό στάδιο. Αυτό που διαφαίνεται από πλευράς κυβέρνησης είναι πως προτίθεται να θεσπίσει τον κατώτατο μισθό.

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ

Tο Υπουργείο Εργασίας έχει πραγματοποιήσει σχετικές μελέτες, με τη βοήθεια του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας και ευρωπαϊκών χωρών, για το τι πρέπει να γίνει σε σχέση με τον κατώτατο μισθό, λέγοντας πως η θέση του Υπουργείου είναι πως αυτός θα εφαρμοστεί όταν επιστρέψουμε σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης, δηλαδή όταν η ανεργία μειωθεί σε επίπεδα κάτω του 5%. Εντούτοις, το ποσοστό της ανεργίας σκαρφαλώνει τους τελευταίους μήνες, καθώς η αγορά εργασίας αντανακλά τις επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία. Η θέσπιση κατώτατου μισθού είναι κάτι το οποίο στηρίζουν ένθερμα οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, αλλά απορρίπτουν κατηγορηματικά οι εργοδοτικές οργανώσεις.

ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΩΝ

Το ΚΕΒΕ συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι προτεραιότητα δεν είναι ο ορισμός κατώτατου μισθού, αλλά η επικέντρωση με ορθόδοξους τρόπους στην ενίσχυση των μισθών των εργαζομένων και στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων. Αυτό όμως πρέπει να γίνει μέσα από την κερδοφορία και όχι μέσα από νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες θα προκαλέσουν σωρεία προβλημάτων στην αγορά εργασίας. Το ΚΕΒΕ εφιστά την προσοχή σε όλους τους εμπλεκόμενους, διότι οι συνθήκες, όπως ισχυρίζεται, επιτρέπουν λαϊκιστικές προσεγγίσεις. Από πλευράς της, η ΟΕΒ τάσσεται κατά της θέσπισης του κατώτατου μισθού. Θεωρεί πως ο μισθός δεν αποτελεί εργαλείο άσκησης κοινωνικής πολιτικής αλλά την αξία της ανταμοιβής του εργαζόμενου για τις υπηρεσίες που παρέχει στον εργοδότη του. Υποστηρίζει πως, εάν δεν υπάρχει παρέμβαση από το κράτος σε θέματα καθορισμού μισθών, η χώρα μας θα επιτύχει ένα ζηλευτό βιοτικό επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα έχει ένα πρόσθετο εργαλείο απορρόφησης κραδασμών όταν προκύπτουν κρίσεις. Η ΠΟΒΕΚ πιστεύει ότι, μέσα σε αυτές τις συνθήκες και όχι ως θέση αρχής, η συζήτηση για τον καθορισμό κατώτατου μισθού είναι άκαιρη και χωρίς δυνατότητα εφαρμογής.

Η ΘΕΣΠΙΣΗ ΚΑΤΩΤΑΤΟΥ ΜΙΣΘΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΕΝΘΕΡΜΑ ΟΙ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ, ΑΛΛΑ ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΥΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΑ ΟΙ ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ

ΝΑ ΑΡΧΙΣΕΙ Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ

Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις στέκονται απέναντι και τάσσονται υπέρ της θέσπισης κατώτατου μισθού. Την αναγκαιότητα καθορισμού κατώτατου μισθού επισημαίνει η ΣΕΚ, λέγοντας ότι αυτός θα μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά όσον αφορά την εκμετάλλευση των εργαζομένων, ιδιαίτερα εκεί όπου δεν εφαρμόζεται συλλογική σύμβαση. Την ίδια στιγμή, υποστηρίζει ότι ο κατώτατος μισθός θα συμβάλει στην άρση του αθέμιτου ανταγωνισμού, τόσο ανάμεσα σε εργαζόμενους όσο και ανάμεσα σε εργοδότες. Η ΠΕΟ καλεί την κυβέρνηση να αρχίσει αμέσως τον κοινωνικό διάλογο με το συνδικαλιστικό κίνημα για ένα σύγχρονο και προοδευτικό κοινωνικό μοντέλο. Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ότι ο διάλογος για την καθιέρωση κατώτατων μισθών θα αρχίσει όταν δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες, ανησυχεί την ΠΕΟ, διότι, όπως υποστηρίζει, το θέμα παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες.

ΠΟΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΩΤΑΤΟ ΜΙΣΘΟ

Στην Κύπρο ο κατώτατος μισθός καλύπτει συγκεκριμένα επαγγέλματα, βάσει του περί Κατώτατων Μισθών Διατάγματος του 2012, το οποίο προνοεί:

• Κάθε πωλητης/πωλητριά, γράφεάς, νοςηλευτιΚος βοηθος, βοηθος πάιδοΚομου, βοηθος βρεφοΚομου, ςχολιΚος βοηθος Κάι φροντιςτης ο οποίος / η οποία εργάζεται με πλήρη απασχόληση, πρέπει να λαμβάνει αρχικό μηνιαίο μισθό ο οποίος να ανέρχεται τουλάχιστον στα €870 ακαθάριστα και μετά από 6μηνη συνεχή περίοδο απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη ο μισθός αυτός να αυξάνεται τουλάχιστον στα €924 ακαθάριστα.

• Κάθε φρουρος άςφάλειάς πρέπει να λαμβάνει αρχικό ωριαίο μισθό τουλάχιστον €4,90 ακαθάριστα και μετά από 6μηνη περίοδο συνεχούς απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη ο μισθός αυτός πρέπει να αυξάνεται στα €5,20 ακαθάριστα.

• Κάθε Κάθάριςτης/ Κάθάριςτριά πρέπει να λαμβάνει αρχικό ωριαίο μισθό τουλάχιστον €4,55 ακαθάριστα και μετά από 6μηνη περίοδο συνεχούς απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη ο μισθός αυτός πρέπει να αυξάνεται στα €4,84 ακαθάριστα.

«ΦΑΥΛΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

Η ΘΕΣΜΟΘΕΤΗΣΗ ΚΑΤΩΤΑΤΟΥ ΜΙΣΘΟΥ»

Παρά την εντύπωση που υπάρχει ότι ο διά νόμου καθορισμός κατώτατου μισθού είναι ένα πιο δίκαιο σύστημα αμοιβής, εντούτοις έχει αποδειχθεί ότι προκαλεί πολλές στρεβλώσεις και ανισότητες που στο τέλος οδηγούν σε βάρος τόσο των εργαζομένων όσο και των επιχειρήσεων. Ήδη, χώρες που καθιέρωσαν το σύστημα με τον κατώτατο μισθό είτε εγκατέλειψαν αυτή την πρακτική είτε αντιμετωπίζουν προβλήματα με τις παρενέργειές του. Στην Κύπρο, αυτή τη στιγμή, λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας και της αύξησης της ανεργίας, δεν είναι σοφό να προχωρήσουμε σε μια τέτοια ρύθμιση. Όμως, και μετά την πανδημία, οφείλουμε να προβληματιστούμε πολύ κατά πόσον θα θέσουμε την οικονομία και ειδικά όλες τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα στην ισοπεδωτική λογική του κατώτατου μισθού. Κατ’ αρχάς, ο κατώτατος μισθός δεν διασφαλίζει από μόνος του τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, όπως νομίζουν μερικοί, αφού στην ουσία: • Δημιουργεί αυξητικές τάσεις στην ανεργία, λόγω ισοπεδωτικής αύξησης του κόστους εργασίας, γεγονός που υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να μειώσουν τις προσφερόμενες θέσεις εργασίας. • Μειώνει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, αφού αποκλείει την πρόσληψη εργαζομένων που είναι διατεθειμένοι να εργαστούν με χαμηλότερες αμοιβές. • Αυξάνει τις τιμές των παραγόμενων προϊόντων και άρα το κόστος ζωής για όλο τον πληθυσμό, συμπιέζοντας σε τελική ανάλυση τα εισοδήματα και των εργαζομένων. • Θα πλήξει ουσιαστικά τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν θα μπορούν να καταβάλλουν τους αυξημένους μισθούς. • Εμποδίζει τις επιχειρήσεις να δίνουν κίνητρα στο προσωπικό για αύξηση της παραγωγικότητάς τους, λειτουργώντας ισοπεδωτικά προς όλους τους εργαζόμενους, ανεξαρτήτως ικανοτήτων, προσόντων και αποδοτικότητας. • Εμποδίζει την κινητικότητα των εργαζομένων, αφού όλες οι επιχειρήσεις θα προσφέρουν τον ίδιο μισθό, ανεξάρτητα από το πόσο καλός είναι ένας εργαζόμενος. • Ευνοεί τους ξένους εργαζομένους έναντι των Κυπρίων, αφού πολλοί ξένοι με σαφώς χαμηλότερες αμοιβές στις χώρες τους θα τρέξουν στη χώρα μας για να εργαστούν με τον κατώτατο μισθό, στερώντας ουσιαστικά θέσεις εργασίας από Κύπριους. Σε γενικές γραμμές, μπορεί να λεχθεί ότι τα οφέλη από την εγκαθίδρυση του θεσμού του κατώτατου μισθού είναι πολύ λιγότερα από τα προβλήματα και τις στρεβλώσεις που ενδέχεται να δημιουργήσει. Ειδικά μάλιστα σήμερα, που το πρόβλημα της ανεργίας είναι οξύ για την οικονομία μας. Με ποσοστό ανεργίας κοντά στο 10%, αν επιχειρήσουμε να θεσμοθετήσουμε τον κατώτατο μισθό, θα δημιουργήσουμε έναν φαύλο κύκλο στην αγορά εργασίας, με άμεσο αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση της ανεργίας. Θεωρούμε ότι το θέμα αυτό, ειδικότερα υπό τις δεδομένες συνθήκες, είναι εκτός τόπου και χρόνου και δεν πρέπει καν να τίθεται στο τραπέζι προς συζήτηση. Το ΚΕΒΕ, που πάντοτε είναι ανοικτό σε μεταρρυθμίσεις προς όφελος του γενικού καλού, πιστεύει ότι προτεραιότητά μας σήμερα είναι να στηρίξουμε τις επιχειρήσεις για να αντέξουν τους κλυδωνισμούς της κρίσης και να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας τους. Βγαίνοντας από την πανδημία, οι επιχειρήσεις μας πρέπει να είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν στον διεθνή ανταγωνισμό και να ενισχύσουν τη θέση τους στην αγορά. Μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία, θα μπορέσουν όχι μόνο να αυξήσουν τις θέσεις εργασίας τους, αλλά και να προσφέρουν υψηλότερες αμοιβές στο προσωπικό τους. Με άλλα λόγια, οφείλουμε να επικεντρωθούμε στους ορθόδοξους τρόπους ενίσχυσης των εισοδημάτων των εργαζομένων, που είναι το αποτέλεσμα της αυξημένης οικονομικής δραστηριότητας και κερδοφορίας των επιχειρήσεων, ώστε να μπορούν να αυξάνουν τις απολαβές των εργαζομένων τους, και όχι μέσα από νομοθετικές ρυθμίσεις που κατά γενική ομολογία στρεβλώνουν τους κανόνες της αγοράς και δημιουργούν ένα σωρό προβλήματα. Το σημερινό πλαίσιο που έχουμε στην αγορά εργασίας, παρά τις επιμέρους δυσλειτουργίες του, προσφέρει τα απαιτούμενα εχέγγυα τόσο για ενίσχυση των εισοδημάτων των εργαζομένων όσο και για ανάπτυξη των επιχειρήσεων. Άλλωστε, αυτό αποδείχθηκε στην πράξη πολλές φορές, όταν η οικονομία μας εισήλθε σε κρίση και στη συνέχεια κατάφερε να ανακάμψει. Το ΚΕΒΕ προτρέπει όλους να είμαστε προσεκτικοί με αυτά τα θέματα, γιατί η δύσκολη συγκυρία που βιώνουμε δεν επιτρέπει ούτε άλλες ανατροπές ούτε λαϊκιστικές προσεγγίσεις. Τώρα είναι η ώρα της ανάληψης πρωτοβουλιών για έξοδο από την κρίση, διατήρηση των θέσεων εργασίας και ανάκαμψη της οικονομίας.

ΜΑΡΙΟΣ ΤΣΙΑΚΚΗΣ Γενικός Γραμματέας ΚΕΒΕ

ΤΑ οφΕλη Απο Την ΕγΚΑΘίΔρυΣη Του ΘΕΣΜου Του ΚΑΤώΤΑΤου ΜίΣΘου ΕίνΑί πολυ λίγοΤΕρΑ Απο ΤΑ προΒληΜΑΤΑ ΚΑί ΤίΣ ΣΤρΕΒλώΣΕίΣ που ΕνΔΕχΕΤΑί νΑ ΔηΜίουργηΣΕί

ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

Γενικός Διευθυντής Ομοσπονδίας Εργοδοτών και Βιομηχάνων (ΟΕΒ)

ΜΕ ΤΗ ΔΙΑ νΟΜΟυ ΕΠΙΒΟλΗ ΚΑΤώΤΑΤΟυ ΜΙΣΘΟυ, Η ΚυΠρΟΣ ΘΑ χΑΣΕΙ ΕνΑ ΑΠΟ ΤΑ ΙΣχυρΟΤΕρΑ ΑνΤΑγώνΙΣΤΙΚΑ ΠλΕΟνΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ: ΤΟ ΠλΕΟνΕΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕυΕλΙΚΤΗΣ ΑγΟρΑΣ ΕργΑΣΙΑΣ ΠΟυ ΠρΟΣΑρΜΟζΕΤΑΙ γρΗγΟρΑ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕλΕΣΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟυΣ ΚΙνΔυνΟυΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΠΕΙλΕΣ

«Ο ΜΙΣΘΟΣ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ

ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΑΣΚΗΣΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ»

Από το 1960, η Ομοσπονδία Εργοδοτών και Βιομηχάνων (ΟΕΒ) καθορίζει, μετά από διαπραγματεύσεις με τις συντεχνίες, τον κατώτατο μισθό σε σωρεία επαγγελμάτων και ειδικοτήτων και ο κατώτατος μισθός αποτυπώνεται μέσα στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν πρέπει να υπάρχει κατώτατος μισθός –αυτό είναι αυτονόητο–, το ερώτημα είναι «πώς» ή «ποιος» θα τον καθορίζει: η πολιτική εξουσία, κεντρικά και οριζόντια, ή οι ίδιοι οι επηρεαζόμενοι, οι επιχειρήσεις και τα συνδικάτα, που γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα τις αντοχές και τα επίπεδα δίκαιων αμοιβών σε κάθε κλάδο ή κάθε επιχείρηση χωριστά; Κάθε χώρα έχει τις δικές της μεθόδους καθορισμού, για κάθε επάγγελμα, του μισθού εισδοχής ή κατώτατου μισθού. Η Κύπρος, αφότου υπάρχει ως ανεξάρτητο κράτος, έκανε τις επιλογές της και οι επιλογές αυτές αποδείχθηκαν ευφυείς και σωτήριες, αφού τα πράγματα λειτουργούν με ορθολογισμό. Ισχυρές συντεχνίες διαπραγματεύονται ελεύθερα με την ΟΕΒ και τους Συνδέσμους της και συνομολογούν συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που καθορίζουν ανάμεσα σε πολλά άλλα και τους ελάχιστους μισθούς. Αυτό δίνει στα δύο μέρη ευελιξία και ταχύτητα προσαρμογής στα δεδομένα μιας επιχείρησης ή ενός κλάδου. Έχει δηλαδή τα ακριβώς αντίθετα χαρακτηριστικά της ρύθμισης με νομοθετικά μέσα. Ορθά η κυβέρνηση δεν προτίθεται να θέσει το ζήτημα προς συζήτηση ενόσω η ανεργία είναι υψηλή (οι λόγοι είναι πρόδηλοι και αυταπόδεικτοι), αλλά λανθασμένα σκοπεύει να το προωθήσει μόλις επιτευχθούν συνθήκες πλήρους απασχόλησης. Αν κάποιος πιστεύει ότι η νομική επιβολή κατώτατου μισθού σε συνθήκες υψηλής ανεργίας είναι επιζήμια, τι θα κάνει όταν η ανεργία αυξηθεί εκ νέου σε μια επόμενη κρίση; Πόσο εύκολο είναι να διαμορφωθούν κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες για προσαρμογή των μισθών προς τα κάτω, έστω κι αν αυτό είναι επιβεβλημένο για να διασωθούν επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας; Σε περιόδους που οι κατώτατοι μισθοί είναι υψηλότεροι από τις δυνατότητες της πραγματικής οικονομίας, οι προσλήψεις αποφεύγονται, ενώ ανθεί η αδήλωτη και παράνομη απασχόληση, με αποτέλεσμα οι πραγματικά ευάλωτοι, αντί να προστατεύονται, να γίνονται θύματα των «προστατευτικών» νόμων. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι, με τη διά νόμου επιβολή κατώτατου μισθού, η Κύπρος θα χάσει ένα από τα ισχυρότερα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματά της: το πλεονέκτημα της ευέλικτης αγοράς εργασίας που προσαρμόζεται γρήγορα και αποτελεσματικά στους κινδύνους και τις απειλές. Θα έχουμε μετατρέψει τις αμοιβές από εργαλείο ανταμοιβής της πραγματικής αξίας της εργασίας, σε ενδεχόμενο πεδίο πολιτικών αντιπαραθέσεων και πλειοδοσίας με «φιλολαϊκούς» μίνιμουμ μισθούς. Σε περιόδους κρίσεως, η οικονομία θα είναι εγκλωβισμένη στην αδυναμία ή απροθυμία του πολιτικού συστήματος να μειώσει τους ελάχιστους μισθούς έτσι ώστε να διασωθούν επιχειρήσεις και μαζί τους να σωθούν θέσεις εργασίας. Στην κρίση του 2013, ο ιδιωτικός τομέας αντέδρασε γρήγορα και προσάρμοσε μισθούς και ωφελήματα με μια μέση μείωση του εργατικού κόστους πέριξ του 15%. Αυτό έσωσε χιλιάδες θέσεις εργασίας και διατήρησε σε επαρκή επίπεδα την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, οδηγώντας σε γρήγορη ανάκαμψη και έξοδο από την κρίση. Αντίθετα, στα εννέα επαγγέλματα που καλύπτει το Διάταγμα και στα οποία οι μισθοί μόνο με αλλαγή του Δι-

ατάγματος μπορούσαν να μειωθούν, μείωση μισθών δεν έγινε ποτέ. Και θα είχαμε θρηνήσει την απώλεια πολλών θέσεων εργασίας στο λιανεμπόριο, αν δεν είχε ληφθεί τον Ιούλιο του 2013 η καταλυτική απόφαση της Υπουργού Εργασίας για διεύρυνση των ωραρίων λειτουργίας των καταστημάτων. Η ΟΕΒ θα αξιοποιήσει όλα τα επιστημονικά μέσα που έχει στη διάθεσή της, προκειμένου να αποτρέψει μια τόσο αρνητική για την οικονομία εξέλιξη. Και είμαι αισιόδοξος ότι η επιχειρηματολογία μας θα πείσει ότι ο διά νόμου καθορισμός ελάχιστων μισθών θα επιφέρει πολύ περισσότερα προβλήματα από όσα φιλοδοξεί να επιλύσει. Αναπόφευκτα, τίθεται το ερώτημα, ποιο μισθό θα θεωρούσε η ΟΕΒ εύλογο και αποδεκτό. Η απλή και γρήγορη απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι ότι εύλογος μισθός για κάθε επάγγελμα είναι αυτό που συμφωνούν ελεύθερα μεταξύ τους οι αντισυμβαλλόμενοι, υπό τον αυτονόητο όρο ότι διαθέτουν ισότητα διαπραγματευτικής ισχύος. Εάν η πολιτεία επιθυμεί να στηρίξει τους οικονομικά ασθενέστερους ή χαμηλόμισθους συμπολίτες μας, μπορεί να το πράξει στα πλαίσια της άσκησης της κοινωνικής της πολιτικής και η ΟΕΒ θα την στηρίξει, όπως στήριξε ένθερμα την εισαγωγή του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος. Ο μισθός όμως ΔΕΝ αποτελεί εργαλείο άσκησης κοινωνικής πολιτικής, ο μισθός είναι η αξία της ανταμοιβής του εργαζόμενου για τις υπηρεσίες που παρέχει στον εργοδότη του, όπως καθορίζεται από τις δυνάμεις της αγοράς. Χωρίς παρέμβαση από το κράτος σε θέματα καθορισμού μισθών, έχουμε επιτύχει ένα ζηλευτό βιοτικό επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα έχουμε ένα πρόσθετο εργαλείο απορρόφησης κραδασμών όταν προκύπτουν κρίσεις. Σε λιγότερο από δέκα χρόνια έχουμε περάσει δύο οικονομικούς σεισμούς και δεν γνωρίζουμε πότε θα προκύψει ο επόμενος. Η θέσπιση εθνικού κατώτατου μισθού θα νοθεύσει τον ελεύθερο και εθελοντικό χαρακτήρα του συστήματος εργασιακών σχέσεων, κάτι που ίσως αποδειχθεί μοιραίο στην επόμενη μεγάλη κρίση.

«ΑΚΑΙΡΗ Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΤΩΤΑΤΟ ΜΙΣΘΟ»

ΣΤΕΦΑΝΟΣ

ΚΟΥΡΣΑΡΗΣ

Γενικός Γραμματέας

Γ.Σ. ΠΟΒΕΚ

ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΕΚΕΙ ΟπΟΥ ΥπΑρΧΕΙ ΝΟΜΟθΕΤΙΚΟ πλΑΙΣΙΟ γΙΑ ΚΑΤώΤΑΤΟ ΜΙΣθΟ ΣΕ ΟρΙΣΜΕΝΕΣ ΚΑΤΗγΟρΙΕΣ ΕπΑγγΕλΜΑΤώΝ, ΣΗΜΕρΑ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ρΥθΜΙΣΕΙΣ ΔΕΝ ΕφΑρΜΟζΟΝΤΑΙ

Οτόπος και η οικονομία μας περνούν ίσως την πιο δύσκολη περίοδο μιας πρωτοφανούς υγειονομικής και οικονομικής κρίσης. Μέσα σε αυτές τις πρωτόγνωρες συνθήκες, είναι αναπόφευκτη η αύξηση της ανεργίας και παράλληλα η συμπίεση των μισθών και ωφελημάτων των εργαζομένων. Οι παρεμβάσεις και τα μέτρα που λήφθηκαν από το κράτος για συγκράτηση της ανεργίας ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση και έφεραν αποτελέσματα. Απαραίτητη φυσικά προϋπόθεση ήταν η συνεργασία των εργοδοτών και των εργοδοτικών οργανώσεων. Δυστυχώς, όμως, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο αναφορικά με τη στήριξη των επιχειρήσεων. Τα μέτρα που έχουν ληφθεί είναι ανεπαρκή. Έχουμε σημαντικό αριθμό επιχειρήσεων που έβαλαν οριστικό λουκέτο, ενώ μια άλλη σημαντική μερίδα αντιμετωπίζει σοβαρότατα προβλήματα επιβίωσης, σε ένα κλίμα αστάθειας και αβεβαιότητας, και κανένας δεν μπορεί να υπολογίσει το βάθος και το εύρος των συνεπειών. Η οικονομική κρίση, που συνεχίζεται εδώ και 11 μήνες, επιβαρύνει τις επιχειρήσεις με συσσώρευση οικονομικών υποχρεώσεων, τις οποίες οι επιχειρήσεις αδυνατούν να αντιμετωπίσουν: ενοίκια, δόσεις, φορολογίες, λογαριασμοί, αγορές εμπορευμάτων, έλλειψη ρευστότητας, σημαντική μείωση του κύκλου εργασιών, είναι τα αρνητικά δεδομένα για την πλειοψηφία των επιχειρήσεων. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες και όχι ως θέση αρχής, πιστεύουμε ότι η συζήτηση για καθορισμό κατώτατου μισθού είναι άκαιρη και χωρίς δυνατότητα εφαρμογής. Άλλωστε, για να είμαστε αντικειμενικοί, ακόμα και εκεί όπου υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο για κατώτατο μισθό σε ορισμένες κατηγορίες επαγγελμάτων, σήμερα αυτές οι ρυθμίσεις δεν εφαρμόζονται. Η αύξηση του μεριδίου της part time εργασίας και των προσωπικών συμβολαίων, καθώς και η αντικειμενικά μειωμένη ζήτηση εργατικού δυναμικού, είναι πραγματικότητες που καθιστούν υπό τις σημερινές συνθήκες το θέμα της εφαρμογής κατώτατου μισθού πολύ δύσκολο. Εν κατακλείδι, κάτω από κανονικές συνθήκες οικονομικής δραστηριότητας και με την ανεργία σε χαμηλό ποσοστό, η ρύθμιση κατώτατου μισθού βοηθά στην αύξηση της κατανάλωσης, στον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων και στην καταπολέμηση της παράνομης και αδήλωτης εργασίας.

«Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΩΤΑΤΟΥ ΜΙΣΘΟΥ

ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΝΑΧΑΙΤΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ»

ΗΣΕΚ έχει αναδείξει έντονα την ανάγκη για μετάβαση στη νέα εποχή δεδομένων, αξιοποιώντας τη δυνατότητα υλοποίησης σειράς μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θεωρούνται επιβεβλημένες για την όσο το δυνατόν καλύτερη ρύθμιση της αγοράς εργασίας, την προστασία των εργαζομένων και τη στήριξη της βιώσιμης ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας, έτσι ώστε να δημιουργηθούν οι ικανές και αναγκαίες συνθήκες για ανάκαμψη και ανάπτυξη της οικονομίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, έχει τεθεί και η αναγκαιότητα καθορισμού κατώτατου μισθού, ο οποίος θα μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά στην εκμετάλλευση των εργαζομένων, ιδιαίτερα εκεί όπου δεν εφαρμόζεται συλλογική σύμβαση, και την ίδια στιγμή θα συμβάλει στην άρση του αθέμιτου ανταγωνισμού, τόσο ανάμεσα σε εργαζόμενους όσο και ανάμεσα σε εργοδότες. Η αναγκαιότητα καθορισμού κατώτατου μισθού επιβεβαιώνεται και από την πρόσφατη απόφαση της Ε.Ε. για καθορισμό του πλαισίου ρύθμισης του ευρωπαϊκού κατώτατου μισθού. Η διευθέτηση αυτή αποτελεί προϊόν κοινωνικού διαλόγου ανάμεσα στους Ευρωπαίους κοινωνικούς εταίρους (τη Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων - ETUC, της οποίας η ΣΕΚ αποτελεί πλήρες και ενεργό μέλος, και τους αντίστοιχους εργοδοτικούς συνδέσμους) και αναμένεται να εφαρμοστεί πλήρως σε διάστημα δύο περίπου χρόνων. Η νομοθετική ρύθμιση, σε συνάρτηση με την απόδοση του ρόλου που προβλέπεται στους κοινωνικούς εταίρους για αξιοποίηση του θεσμικού πλαισίου που αφορά τον κοινωνικό διάλογο, βρίσκονται προς την ορθή κατεύθυνση. Ανάλογη διαδικασία προβλέπεται να αξιοποιηθεί και στην Κύπρο, στο πλαίσιο του Εργατικού Συμβουλευτικού Σώματος, στο οποίο συμμετέχουν ισότιμα οι κοινωνικοί εταίροι, οι οποίοι έχουν ήδη πραγματοποιήσει συνάντηση με αντιπροσωπεία της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO), η οποία πρόσφατα ολοκλήρωσε τη μελέτη που αφορά συγκεκριμένες εισηγήσεις για την Κύπρο, σε συνάρτηση με ανάλογες κατευθυντήριες γραμμές από την ίδια την Ε.Ε. Στη βάση αυτών των παραδοχών, η ΣΕΚ κάλεσε τα κοινοβουλευτικά κόμματα να μη συμπεριλάβουν το θέμα που αφορά τον κατώτατο μισθό στη συζήτηση και διαβούλευση που σχετίζεται με την ψήφιση του κρατικού προϋπολογισμού για το 2021 και έχει εκφράσει και δημόσια την ικανοποίησή της γιατί η πολιτεία (η κυβέρνηση και αρκετά κοινοβουλευτικά κόμματα) έχει ήδη διασφαλίσει την έναρξη του αναγκαίου κοινωνικού διαλόγου, μέσα από τον οποίο θα ληφθούν οι οριστικές αποφάσεις σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού και εφαρμογής του. Η ΣΕΚ θεωρεί ότι ο κατώτατος μισθός ενισχύει την αξιοπρέπεια στην εργασία, μειώνει τις ανισότητες, βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο, αυξάνει την κατανάλωση, ενισχύοντας την πραγματική οικονομία, και ταυτόχρονα λειτουργεί υποστηρικτικά στη βελτίωση της παραγωγικότητας. Παράλληλα, και διασκεδάζοντας τις ανησυχίες της εργοδοτικής πλευράς, αναδεικνύεται το γεγονός πως ο κατώτατος μισθός δεν επιβαρύνει την απασχόληση, αλλά και ούτε

ΑΝΔΡΕΑΣ Φ. ΜΑΤΣΑΣ

Γενικός Γραμματέας ΣΕΚ

επηρεάζει ή απειλεί την κερδοφορία και τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο της καλύτερης, πιο συγκροτημένης και αποτελεσματικής υιοθέτησης του κατώτατου μισθού, η ΣΕΚ διασυνδέει την κατάληξη της συζήτησης με τη σαφή μείωση της ανεργίας, έτσι ώστε να επέλθει η καλύτερη δυνατή και πιο υποβοηθητική για τους εργαζόμενους διευθέτηση, τόσο σε σχέση με το πλαίσιο ρύθμισης και το ύψος του κατώτατου μισθού, όσο και σε σχέση με την καλύτερη διαχείριση της αγοράς εργασίας και της απασχόλησης. Η ανεργία στην Κύπρο, παρά το γεγονός ότι παρουσιάζει ανοδική τάση, ως απότοκο και των αρνητικών συνεπειών του υγειονομικού σκέλους του προβλήματος, είναι ακόμα σε διαχειρίσιμα επίπεδα, συνυπολογίζοντας το γεγονός ότι θα βρισκόταν σε πολύ υψηλότερο ποσοστό, εάν τα μέτρα που από κοινού συμφώνησαν και εφάρμοσαν η κυβέρνηση και οι υπόλοιποι κοινωνικοί εταίροι δεν ήταν άμεσα και προς τη σωστή υπό τις περιστάσεις κατεύθυνση. Την ίδια στιγμή, επιβάλλεται να αναδειχθεί το γεγονός ότι τα προβλήματα στην αγορά εργασίας δεν είναι ούτε οριζόντια αλλά ούτε και ισοπεδωτικά και ότι ένας σημαντικός αριθμός τομέων οικονομικής δραστηριότητας λειτουργεί σε απόλυτο βαθμό, καταγράφοντας δεδομένα κερδοφόρας ανάπτυξης. Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία, η ανεργία ανέρχεται στο 8,2%, με τους μακροχρόνια άνεργους να ανέρχονται στο 27,1%. Παρά το γεγονός ότι η ανεργία το 2020 παρουσιάζει μια αύξηση της τάξης του 35,16% σε σύγκριση με το 2019, βρίσκεται σε μικρότερη έξαρση σε σχέση με την περίοδο που αφορά την προηγούμενη κρίση. Πρόσφατες εκτιμήσεις της Ε.Ε. παρουσιάζουν ένα αισιόδοξο σενάριο, καθώς προβλέπουν μείωση κατά το τρέχον έτος και επαναφορά στα επίπεδα του 2019 κατά το 2022.

Οι ΜιΣθΟι δΕν αΠΟΤΕλΟύν ΚινδύνΟ για ΤΗ βιώΣιΜΗ αναΠΤύξΗ Τών ΕΠιχΕιρΗΣΕών

Για τη μείωση της ανεργίας, η ΣΕΚ εισηγείται τα εξής:

• αξιοποίηση του Σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της Οικονομίας. • Προώθηση πολιτικών με ενεργητικούς σκοπούς, διασυνδέοντας την απασχόληση με την κατάρτιση. • διασύνδεση του εκπαιδευτικού συστήματος με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, αναβαθμίζοντας τα επίπεδα επαγγελματικού προσανατολισμού, την τεχνική εκπαίδευση και τα συστήματα μαθητείας, όπως επίσης και την πιστοποίηση επαγγελματικών προσόντων. • Ολοκλήρωση του επανασχεδιασμού της στρατηγικής απασχόλησης ξένων από τρίτες χώρες. • Επανασχεδιασμό του οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη μεταποίηση και στην πράσινη και γαλάζια οικονομία. • Προώθηση της συνεργασίας ανάμεσα στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα (στη βάση της ευρωπαϊκής πολιτικής PPP). • ρύθμιση της ψηφιοποίησης στην αγορά εργασίας και δημιουργία συνθηκών ομαλής μετάβασης. • Εδραίωση των πολιτικών συμφιλίωσης οικογένειας και εργασίας. Το γεγονός ότι στην Κύπρο, μέχρι σήμερα, ο κατώτατος μισθός καθορίζεται από το διάταγμα του εκάστοτε ύπουργού Εργασίας και αφορά συγκεκριμένο αριθμό επαγγελμάτων (σήμερα βρίσκεται στα 924 ευρώ μετά από εξάμηνη συνεχή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη), όπως επίσης και μέσα από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, επιβάλλει την εφαρμογή κατώτατου μισθού που να καλύπτει το σύνολο των εργαζομένων. Η συζήτηση θα πρέπει να ξεκινήσει στο πλαίσιο του Εργατικού Συμβουλευτικού Σώματος, αξιολογώντας τα διαθέσιμα ευρήματα των διεθνών και ευρωπαϊκών μελετών και απόψεων, έτσι ώστε, μέσα από την απαιτούμενη διαβούλευση και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός πως οι μισθοί δεν αποτελούν κίνδυνο για τη βιώσιμη ανάπτυξη των επιχειρήσεων, όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες, να υπάρξει κατάληξη και εφαρμογή των αποφάσεων. Τέλος, θα πρέπει επίσης να αναδειχθεί ότι έχει ήδη ξεκινήσει η νομοθετική ρύθμιση βασικών όρων των συλλογικών συμβάσεων, οι οποίες θα πρέπει να εδραιωθούν ακόμη περισσότερο και ταυτόχρονα να ληφθούν υπόψη στη διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού. Πέραν όμως της εφαρμογής κατώτατου μισθού, θα πρέπει να υιοθετηθεί η θέση της ΣΕΚ για εισαγωγή νομοθετικής πρόνοιας, ώστε οι εργοδότες να υποχρεώνονται να δίνουν γραπτή ενημέρωση της κατάστασης μισθοδοσίας προς τον κάθε εργαζόμενο. Η νομοθετική εισαγωγή μιας τέτοιας απόφασης θα συμβάλει στην προστασία των μισθών και στην καταπολέμηση της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας, εδραιώνοντας την αξιοπρέπεια στην εργασία.

«ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΕΝΑ ΣΥΓΧΡΟΝΟ

ΚΑΙ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ»

Όποιος κοιτάξει τις εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το ευρωπαϊκό εξάμηνο, αλλά και τις στατιστικές αναλύσεις της Eurostat, θα δει ότι στην Κύπρο, από το 2013 και μετά, η διεύρυνση της κοινωνικής ανισότητας είναι δραματικά ραγδαία. Οι νεοφιλελεύθερες, μνημονιακές πολιτικές, τις οποίες η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει ως φιλοσοφία αντιμετώπισης της τραπεζικής κρίσης, έχουν οδηγήσει σε μια βίαιη ανακατανομή του παραγόμενου πλούτου, με αποτέλεσμα η απόσταση μεταξύ εισοδημάτων από κέρδη και εισοδημάτων από μισθούς να έχει ξεπεράσει τις 10 εκατοστιαίες μονάδες. Αυτή η ραγδαία διεύρυνση της εισοδηματικής ανισότητας επιδεινώνεται και διευρύνεται ακόμα περισσότερο με το ουσιαστικό ξήλωμα του κοινωνικού κράτους, τις ιδιωτικοποιήσεις, την επέκταση του ορίου αφυπηρέτησης και με άλλα μέτρα που υποβαθμίζουν τον ρόλο του κράτους όσον αφορά τη δικαιότερη ανακατανομή του εθνικού εισοδήματος. Η τάση αυτή είναι ολοφάνερο ότι θα συνεχιστεί και θα ενταθεί μετά και τη νέα παρατεταμένη πλέον κρίση της πανδημίας. Είναι φανερό ότι η κρίση του 2013 έχει φορτωθεί πλήρως πάνω στους εργαζόμενους και γενικότερα τους αδύνατους της κοινωνίας. Το ίδιο επιχειρείται να επαναληφθεί και σήμερα, στα πλαίσια της νέας κρίσης, η οποία είναι μεν

ΠΑΜΠΗΣ ΚΥΡΙΤΣΗΣ

Γενικός Γραμματέας ΠΕΟ υγειονομική, αλλά, λόγω της παρατεταμένης διάρκειας και των επιπτώσεων σε κρίσιμους τομείς της κυπριακής οικονομίας, μετατρέπεται και σε οικονομική. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι εργοδοτικοί σύνδεσμοι με κάθε ευκαιρία επιχειρούν να κρατούν ψηλά τον μπαμπούλα των απολύσεων και ουσιαστικά προετοιμάζουν την κοινή γνώμη για νέο κύμα επιθέσεων στους μισθούς και στα δικαιώματα των εργαζομένων. Το βασικό εργαλείο των εργοδοτών είναι ασφαλώς ο φόβος και η ανασφάλεια μπροστά στο ενδεχόμενο της ανεργίας. Η ολοφάνερη ανατροπή του συσχετισμού ισχύος σε βάρος της εργασίας απορρυθμίζει τις εργασιακές σχέσεις, υποσκάπτει τη συνδικαλιστική οργάνωση και διαπραγμάτευση, ευνοεί την αυθαιρεσία και δημιουργεί για τους εργοδότες απίστευτες δυνατότητες για εκμετάλλευση των εργαζομένων. Για την αντιμετώπιση αυτής της πραγματικότητας, είναι ξεκάθαρο ότι δεν είναι αρκετά τα ευχολόγια και οι διακηρύξεις καλών προθέσεων. Η διαμόρφωση, μέσα από θεσμοθετημένο κοινωνικό διάλογο, ενός νομοθετικά κατοχυρωμένου ελάχιστου πλαισίου εργασιακών δικαιωμάτων για κάθε εργαζόμενο, με τον κατώτατο μισθό ως κύριο συστατικό αυτών των ελάχιστων δικαιωμάτων, θα έπρεπε ήδη να αποτελεί την πρωταρχική κοινωνική προτεραιότητα του κράτους.

Βέβαια, η καθιέρωση εθνικού κατώτατου μισθού δεν νοείται ότι μπορεί να γίνει έξω από τα πλαίσια του συστήματος εργασιακών σχέσεων. Η αυθαίρετη ανακοίνωση ενός εθνικού κατώτατου μισθού για όλους, που να αγνοεί τις συλλογικές μας συμβάσεις και τα πραγματικά δεδομένα του κάθε κλάδου και του κάθε επαγγέλματος, όχι μόνο δεν θα απαντά στην επείγουσα ανάγκη επαναρρύθμισης της αγοράς εργασίας, αλλά πιθανόν να φέρει και αντίθετα αποτελέσματα, αφού σε τέτοια περίπτωση η πιο πιθανή εξέλιξη θα είναι η ισοπέδωση των μισθών προς τα κάτω και η νομιμοποίηση της καταπάτησης των συλλογικών συμβάσεων, με επίκληση μάλιστα της νομιμοφροσύνης. Η δική μας θέση είναι ότι, στους τομείς που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις, ο κατώτατος μισθός, όπως και τα υπόλοιπα ωφελήματα, είναι καθορισμένος. κατά συνέπεια, εκείνο που πρέπει να γίνει είναι να νομοθετηθεί η υποχρέωση όλων των εργοδοτών ενός κλάδου, ο οποίος έχει συμφωνημένη συλλογική σύμβαση, να εφαρμόζουν αυτή τη σύμβαση για όλους. τα δε προσωπικά συμβόλαια ή άλλης μορφής προσωπικές συμφωνίες, μόνο τότε θα πρέπει να μπορούν να έχουν νομική ισχύ, όταν είναι καλύτερα από τη σύμβαση και όχι υποδεέστερα. στους δε κλάδους οι οποίοι για διάφορους λόγους δεν καλύπτονται από συλλογική σύμβαση, το ύψος του κατώτατου μισθού πρέπει να προκύπτει ως αποτέλεσμα συλλογικής διαπραγμάτευσης με τη συμμετοχή των αντιπροσωπευτικών φορέων των κοινωνικών εταίρων και όχι να καθορίζεται εκ των άνω, αυθαίρετα και ανάλογα με τους εκάστοτε συσχετισμούς στα πολιτειακά όργανα. και ασφαλώς θα πρέπει να περιλάβει και άλλα βασικά ωφελήματα, όπως ωράριο, υπερωρίες, αργίες και ταμείο προνοίας. Η απόφαση του ύπουργικού συμβουλίου ότι ο διάλογος για την καθιέρωση κατώτατων μισθών τότε μόνο θα ξεκινήσει όταν δημιουργηθούν συνθήκες πλήρους απασχόλησης, ουσιαστικά παραπέμπει το θέμα στις ελληνικές καλένδες. δυστυχώς, η κυβέρνηση, υιοθετώντας τις αντιδραστικές νεοφιλελεύθερες δοξασίες, με αυτή την τοποθέτηση στέλνει το μήνυμα ότι αντιλαμβάνεται τους απαράδεκτα χαμηλούς μισθούς, την αυθαιρεσία και την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων ως εργαλεία μείωσης της ανεργίας. Η νομοθετική κατοχύρωση όμως ελάχιστων δικαιωμάτων για όλους τους εργαζόμενους δεν είναι στις περιόδους ανάπτυξης και πλήρους απασχόλησης που είναι περισσότερο απαραίτητη, αλλά στις κρίσεις. Όταν, λόγω του φόβου και της ανασφάλειας των εργαζομένων για την εργασία τους, δημιουργούνται συνθήκες αυθαιρεσίας, ασυδοσίας και απορρύθμισης στις εργασιακές σχέσεις. Η κυβέρνηση, αν πραγματικά ενδιαφέρεται για τους πολλούς και όχι μόνο για τους λίγους, οφείλει να ξεκινήσει αμέσως τον διάλογο με το συνδικαλιστικό κίνημα για ένα σύγχρονο και προοδευτικό κοινωνικό μοντέλο, όπου τα ελάχιστα δικαιώματα για τον κάθε εργαζόμενο να είναι κατοχυρωμένα και το κράτος να είναι κράτος πρόνοιας και διασφάλισης κοινωνικής συνοχής και όχι κράτος που με τις αποφάσεις του να ευνοεί ώστε οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. αν η εκμετάλλευση και η περαιτέρω κατολίσθηση των μισθών, ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων της κοινωνίας, είναι το εργαλείο για να πάμε σε πλήρη απασχόληση, τότε πραγματικά «ζήτω που καήκαμε».

Η καθιέρωσΗ έθνικού κατωτατού μισθού δέν νοέιται οτι μπορέι να γινέι έξω απο τα πλαισια τού σύστΗματοσ έργασιακων σχέσέων

This article is from: