The Town and Castle of Chios

Page 1

Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΧΙ ΟΥ ΚΑΙΤΟ ΚΑΣΤΡΟ

ΔΙ ΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΩΝ ΦΑΣΕΩΝ ΕΞΕΛΙ ΞΗΣ ΤΟΥ Ι ΣΤΟΡΙ ΚΟΥ Ι ΣΤΟΥ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΧΥΡΩΣΕΩΝ ΜΕΛΕΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙ ΟΣ


ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ – ΔΙΑΛΕΞΗ ΕΠΙΒΛΕΠΟΝΤΑΣ: ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΛΙΑΝΟΣ

Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΧΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΩΝ ΦΑΣΕΩΝ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΙΣΤΟΥ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΧΥΡΩΣΕΩΝ

ΜΕΛΕΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α.Μ. 601413 ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2019-2020

ΞΑΝΘΗ, 7 ΜΑΡΤΙΟΥ, 2020



ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1

1. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ

3

1.1. Η ΑΡΧΑΙΑ ΧΙΟΣ 1.2. Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1.3. Η ΧΙΟΣ ΕΠΙ ΛΑΤΙΝΩΝ ΚΑΤΑΚΤΗΤΩΝ 1.4. Η ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

4 10 18 42

2. ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΧΙΟΥ, ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΦΑΣΕΙΣ

63

2.1. ΟΙ ΕΝΑΛΙΕΣ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ 2.1.1. Ο ΠΡΟΜΑΧΩΝΑΣ ΤΟΥ ZENO 2.1.2. ΤΟ ΕΝΑΛΙΟ ΤΕΙΧΟΣ 2.2. ΟΙ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΣΤΕΡΙΑΣ 2.2.1. ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΟΤΙΟ ΠΡΟΜΑΧΩΝΑ (Α) ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΩΝ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΙ 2.2.2. ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΥΛΗ ΣΤΟΝ ΠΡΟΜΑΧΩΝΑ Β 2.2.3. Ο ΠΡΟΜΑΧΩΝΑΣ C ΚΑΙ ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΠΟΥ ΤΟΝ ΠΕΡΙΚΛΕΙΟΥΝ 2.2.4. ΟΙ ΠΡΟΜΑΧΩΝΕΣ D ΚΑΙ E 2.2.5. ΤΟ ΑΝΩ ΠΟΡΤΕΛΛΟ (F) 2.2.6. Ο ΠΡΟΜΑΧΩΝΑΣ G ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ZENO 2.3. ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΩΝ ΦΑΣΕΩΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

64 65 70 76 76 82 83 86 90 92 100 107 109 111



ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το νησί της Χίου αποτελεί μέλος του νησιωτικού τόξου του Ανατολικού Αιγαίου και θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά νησιά της ελληνικής ιστορίας. Η πόλη και το λιμάνι της Χίου βρίσκονται στην ανατολική πλευρά του κεντρικού τμήματος του νησιού, ακριβώς απέναντι από τη Χερσόνησο της Ερυθραίας. Η πόλη της Χίου και κυρίως το Κάστρο που βρίσκεται στην ακτή της, είναι αποτέλεσμα ενός συνονθυλεύματος ρυθμών και τάσεων που προέκυψαν από τους ποικίλους κατακτητές και λαούς που πέρασαν από το νησί ανά τους αιώνες. Από την αρχαιότητα και τη βυζαντινή περίοδο, μέχρι και την κατάληψη της Χίου από Λατίνους και Οθωμανούς κατακτητές, ο κάθε λαός αφήνει και το δικό του χνάρι στον αρχιτεκτονικό πλούτο του αστικού ιστού και του οχυρού. Η γεωγραφική της θέση, η ιστορία της και η ανάπτυξή της, τράβηξαν την προσοχή αρκετών κατακτητών ανά τους αιώνες, καθώς ευρισκόμενη στο κεντρικό Αιγαίο και σε κοντινή απόσταση από τη Μικρά Ασία την κατέστησαν βασικό εμπορικό σταθμό, ακόμα και από την αρχαιότητα. Σημαντικό ρόλο έπαιξε επίσης και το εμπόριο της μαστίχας, που καλλιεργείται μονάχα στο νότιο τμήμα του νησιού, την οποία μετέφεραν στο λιμάνι από όπου την εξήγαγαν. Όσο πιο πίσω πηγαίνουμε χρονικά στην ιστορία του νησιού, και συγκεκριμένα της πόλης της Χίου, τόσο πιο αραιές γίνονται οι πληροφορίες για τις οποίες μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Παρ’ όλα αυτά έχουν ασχοληθεί πολλοί ερευνητές και αρχαιολόγοι ανά τα χρόνια ώστε να μπορούμε να έχουμε σήμερα στα χέρια μας μία αρκετά καθαρή άποψη του νησιού σε διάφορες περιόδους. Δυστυχώς, παρ’ όλη τη μακρά ιστορία της πόλης της Χίου, δύο μεγάλες καταστροφές του 19ου αιώνα, συγκεκριμένα η πυρκαγιά του 1822 από τους Οθωμανούς και ο σεισμός του 1881, αλλοίωσαν σε μεγάλο βαθμό την μορφολογία της. Σήμερα, καθώς η πόλη δεν έχει συγκεκριμένο παραδοσιακό οικισμό, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της αρχιτεκτονικής και ιστορικής σημασίας της παλιάς Χίου αποτελεί μονάχα το Κάστρο. Αν και έχει υποστεί φθορές και αλλοιώσεις σε αρκετά σημεία του, μία προσεχτική παρατήρηση μπορεί να μας φανερώσει πολλές σημαντικές πληροφορίες για τις φάσεις και την εξέλιξή του, από την ανέγερση του, μέχρι και την κατάληψή του από τους Οθωμανούς, καθώς αποτελεί ίσως την πιο σημαντική οχυρωματική κατασκευή του νησιού από τα μεσαιωνικά χρόνια.

1|Page


2|Page


1. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ

3|Page


1.1. Η Αρχαία Χίος Η Χίος, όπως προαναφέρθηκε, ήταν βασικό εμπορικό λιμάνι καθ’ όλη την ιστορική πορεία του νησιού. Η ακριβής τοποθεσία της αρχαίας πόλης της Χίου δεν μας είναι γνωστή σήμερα. Παρ’ όλα αυτά έχουμε στη διάθεσή μας πληροφορίες οι οποίες μας επιτρέπουν να δημιουργήσουμε μία γενική εικόνα για την πιθανή τοποθεσία και ιστορία της αρχαίας Χίου. Οι μελετητές συμφωνούν σε μία γενική τοποθέτηση της αρχαίας πόλης, η οποία φαίνεται να βρισκόταν στην ίδια τοποθεσία με τη σημερινή, όπου οι εκβολές του ποταμού Καλοπλύτη έκαναν ιδανικές τις συνθήκες για τη δημιουργία λιμενικού χώρου καθώς ο βυθός ήταν μαλακός και ρηχός, στοιχεία τα οποία επιτρέπουν ευκολότερη προσάραξη για τα καράβια. Σημαντικό είναι να σημειώσουμε ότι, σε αντίθεση με πολλά αντίστοιχα παραδείγματα λιμανιών, το λιμάνι της Χίου δεν αποτέλεσε αφορμή για την ανέγερση του αρχαίου οικισμού της. Αντίθετα προηγήθηκε ο οικισμός και στη συνέχεια έγιναν τα έργα για την κατασκευή του λιμενικού χώρου. Αν και ακριβής χωροθέτηση του λιμανιού και της πόλης δεν μας είναι γνωστή, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ακτογραμμή και ο οικισμός βρισκόντουσαν βορειότερα και στο εσωτερικό της σημερινής πόλης. Πιθανόν εκεί που βρίσκεται σήμερα το Κάστρο της Χίου να ήταν η ακτογραμμή του λιμανιού.1 Σημαντική επέκταση του λιμανιού προς το εσωτερικό έγινε λόγω της επέμβασης του Ηρώδη το 12 π.Χ., ο οποίος ήθελε να ανταποδώσει τη φιλοξενία των Χίων, αφού αναγκάστηκε να διαμείνει για αρκετό καιρό στη Χίο, όταν στο ταξίδι του προς τη Μυτιλήνη αντιμετώπισε βαριά θαλασσοταραχή. Η επέμβασή του διεύρυνε τα όρια του λιμανιού ενώ κατασκεύασε νέες λιμενικές εγκαταστάσεις και λιθόστρωτη προκυμαία, αναζωογονώντας το λιμάνι μετά την καταστροφή του κατά τους μιθριδατικούς πολέμους.2 Όσον αφορά την παλιά συνοικία του Παλαιόκαστρου η ονομασία της και μόνο μας οδηγεί να αναρωτηθούμε για την προέλευσή της. Μπορεί να μην έχει βρεθεί κανένα σημαντικό ίχνος φρουριακής κατασκευής, όμως ο συνδυασμός των τοπογραφικών χαρακτηριστικών της περιοχής και των ιστορικών και αρχαιολογικών στοιχείων φανερώνει τον οχυρωματικό της ρόλο. Ο Γ. Ζολώτας παρατηρεί ότι με το πέρασμα των αιώνων και την αλλαγή των κατακτητών του νησιού η έκταση της πόλης δεν έμεινε σταθερή, καθώς αναφέρει χαρακτηριστικά “άλλη ήταν η έκταση της πρώτης πόλης, άλλη της αυτονόμου, άλλη της ρωμαϊκής, άλλη της μεσαιωνικής, ανάλογα με τις νέες ανάγκες και τις νέες συνθήκες ”. Μερικό φως έριξαν σε πολλά ερωτήματα οι ανασκαφές του 1854-1855. Με αυτήν ο Fustel de Coulanges έφερε στην επιφάνεια οχυρωματικό τείχος της πιθανής ακρόπολης ύψους 1.10μ. και πάχους 1.18μ., καθώς και πλήθος χιακών μαρμάρων και κιόνων δωρικού ρυθμού. Το 1985 συνεχίστηκε η ανασκαφή, όπου φανερώθηκε τμήμα σημαντικού αρχαίου τοίχου, οικοδομημένου με ψευδοϊσόδομο σύστημα, ανωδομή πέντε δόμων και υποθεμελίωση 2.70μ. Αυτή η ανασκαφή, αν και μικρής σημασίας, μας βοηθάει να συμπεράνουμε και να υποθέσουμε πως όντως η ακρόπολη της Χίου αποτελούσε παραθαλάσσιο οικισμό, όπως αναφέρεται και σε αρχαίες φιλολογικές πηγές ως “ενάλου πόλεως του Οινοπίωνος”3 1. 2. 3.

Μίτσης, Νίκος, Χίος Το λιμάνι της πόλης και τα άλλα αγκυροβόλια του Νομού, Εκδ. Λιμενικό Ταμείο Χίου, Β’ έκδοση, Χίος, 2008, σελ. 14, 15 Σάρου, Αιμιλία, Το Κάστρον της Χίου, Εκδ. Π.Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα, 1916, σελ. 12 Ζαχαρού-Λουτράρη, Αθηνά, Αναζητώντας στο Παλαιόκαστρο της σημερινής Χίου το μεσαιωνικό οχυρό και την αρχαία ακρόπολη, Πρακτικά Συνεδρίου “Η οχυρωματική αρχιτεκτονική στο Αιγαίο”, Εκδ. άλφα πι, Χίος, 2008, σελ. 205, 213, 214, 215

4|Page


Εικόνα 1 - Απεικόνιση της θέσης του αρχαίου λιμανιού και της πόλης

Εικόνα 2 - Τμήμα μαρμάρινου θριγκού με εγχάρακτη παράσταση τριήρους

5|Page


Για την περιοχή του σημερινού Κάστρου της Χίου, ο μελετητής της προϊστορικής Χίου Sinclair Hood υποστηρίζει ότι σε αυτήν κατά την αρχαιότητα πρέπει να βρισκόταν η μυκηναϊκή εγκατάσταση. Δυστυχώς όμως στο Κάστρο δεν έγιναν ποτέ εκτενείς ανασκαφές και οι πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας είναι λίγες. Παρ’ όλα αυτά όμως είναι επαρκείς ώστε να μπορέσει να υποστηριχθεί η άποψη αρχαίου οικισμού κάτω από το σημερινό φρούριο. Όλα τα παλιά κτίσματα του Κάστρου, και ιδιαίτερα ο Πύργος του Κουλά, έχουν ενσωματωμένα μέσα τους αρχαία μέλη τα οποία πιθανόν να προήλθαν από κτήρια που βρίσκονταν στην ίδια την περιοχή. Μεταξύ αυτών έχουμε αρχαίες πέτρες, κιονόκρανα ρωμαϊκά και επιγραφές. Η Αθ. Ζαχαρού-Λουτράρη όμως προειδοποιεί ότι “… πραγματικές αποδείξεις είναι μόνο τα αρχαία ευρήματα που παραμένουν στην αρχική τους θέση (in situ)”, και εφόσον υπάρχει η πιθανότητα τα ενσωματωμένα μέλη να προήλθαν και από άλλες περιοχές, εκτός του οικισμού, δε μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστες πηγές. Ο Γ. Ζολώτας ερμήνευσε τα μεταγενέστερα ευρήματά ως τη συνέχεια του αρχαίου τείχους που έφερε στην επιφάνεια ο Coulanges. Το 1903, στον Άγιο Γεώργιο, κάτω από τα ερείπια του μεσαιωνικού λουτρώνα σε βάθος 3-4 μέτρων βρέθηκε υποθεμέλιο τοίχου από τετράγωνες αρχαίες πέτρες και στη συνέχεια ο Ζολώτας εντόπισε στη θεμελίωση άλλων οικιών της περιοχής, καθώς και στη γωνία της Κρύας Βρύσης σε βάθος 2.50μ., κατεργασμένες πέτρες, στολισμένους λίθους και αρχαία βάθρα. Παράλληλα κατά τη δικτατορία, ο Αντ. Στεφάνου διαπιστώνει ότι ο βόρειος προμαχώνας του Κάστρου εδράζεται σε ερείπια αρχαίου ελληνικού τείχους, λόγω της ισόδομης διάταξης των ογκόλιθων στις εσωτερικές στοές, στοιχείο το οποίο φαίνεται να επαληθεύει ακόμα περισσότερο τη θεωρία του Ζολώτα. Την ίδια περίοδο ήρθαν στην επιφάνεια περαιτέρω σημαντικά αρχαία ευρήματα, τα οποία βρέθηκαν σε οικόπεδο στην κεντρική οδό του Αγίου Γεωργίου, ριγμένα ως μπάζα σε βάθος 3 μέτρων, αλλά δυστυχώς δεν επιτράπηκε στον Αντ. Στεφάνου να συνεχίσει την έρευνα. Τα ευρήματα αποτελούσαν ογκώδη γλυπτά που χρονολογούνται στον 1 ο αιώνα π.Χ. με 1ο αιώνα μ.Χ. Μεταξύ αυτών ήταν τμήμα υπερμεγέθους αγάλματος, δύο μεγάλα τμήματα θριγκού στοάς με ανάγλυφη διακόσμηση καθώς και ένας ψηλός ιωνικός κίονας. Η Αθ. Ζαχαρού-Λουτράρη κρίνει πως “… είναι παράλογο να είχαν μεταφερθεί αυτοί οι τεράστιοι όγκοι από πολύ μακρινό σημείο απλώς και μόνο για να αποτελέσουν υποθεμελίωση σε ένα μεταγενέστερο κτήριο, νομίζω, αν δεν συνέτρεχε κάποιος άλλος λόγος μεταφοράς τους, ότι πρέπει να ανήκαν σε ένα αρχαίο μεγάλο κτήριο, πιθανώς ναό, που βρισκόταν σε αυτό το ίδιο σημείο ή έστω σε γειτονικό”. Μία ακόμα πιο πρόσφατη ανασκαφή, κάτω από τη γενουατική και τουρκική φάση το Κάστρου, φανέρωσε μνημειακή κατασκευή ελληνιστικών χρόνων, κτισμένη κατά το ισόδομο σύστημα. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω στοιχεία μπορούμε με μερική επιφύλαξη να βγάλουμε το πόρισμα, ή έστω τη θεωρία, ότι η περιοχή του σημερινού Κάστρου αποτελούσε όντως κομμάτι του τειχισμένου αρχαίου αστικού οικισμού. Τα τείχη αυτά πιθανώς να ήταν και παραθαλάσσια, πληροφορία που μας δίνει ο Βιτρούβιος και την οποία ενστερνίζεται ο Ζολώτας, που εν συνεχεία διατυπώνει πως οι μεταγενέστερες επιχώσεις σε αυτήν την περιοχή, οι οποίες φτάνουν μέχρι και τα 5 μέτρα, είναι ένα ακόμη καθοριστικό στοιχείο στην απόδειξη της συνεχούς ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή του Κάστρου ανά τους αιώνες.4

4.

Ζαχαρού-Λουτράρη, Αθ., Το Κάστρο της Χίου, Ιστορία και Περιήγηση, “Περιοδικό Χιόνη”, τευχ. 145, 2004, σελ. 12, 13, 14

6|Page


Εικόνα 3 - Τμήμα από ανώφλι οικοδομήματος

Εικόνα 4 - Μαρμάρινος κορμός αγάλματος

Εικόνα 5 – Κιονόκρανο ιωνικού ρυθμού

Εικόνα 6 - Περίτεχνο επίκρανο παραστάδας

7|Page


8|Page


9|Page


1.2. Η Βυζαντινή Περίοδος Σε γενικές γραμμές η πόλη της Χίου κατά τους βυζαντινούς χρόνους διατηρεί τη θέση που είχε κατά την αρχαιότητα. Η μεγαλύτερη διαφορά όμως που γίνεται αντιληπτή είναι η παρουσία του καινούργιου παράλιου φρουρίου, του Κάστρου της Χίου, το οποίο θεωρείται πως κατασκευάστηκε κατά την κυριαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι απαρχές της παρουσίας της όμως στη Χίο δεν μας είναι γνωστές. Πριν οικοδομηθεί το Κάστρο ο κύριος φρουριακός πυρήνας της πόλης ήταν το οχυρό του Παλαιόκαστρου. Η απόστασή του όμως από το λιμάνι της πόλης, καθώς το φρούριο ήταν βορειοδυτικά, κατέστησε αναγκαία την ανέγερση ενός νέου φρουρίου, πλησίον του λιμένος για καλύτερο έλεγχο και προστασία των εμπορικών και ναυτιλιακών συμφερόντων της πόλης. Η ακριβής ημερομηνία της οικοδόμησής του δεν μας είναι γνωστή λόγω έλλειψης στοιχείων, όμως η Αιμ. Σάρου υποθέτει πως ίσως συμπίπτει με τις πρώτες επιδρομές των Αράβων, οι οποίες ξεκίνησαν από τα τέλη του 7 ου αιώνα μ.Χ., επί Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου, τρομοκρατώντας το Αιγαίο και δημιουργώντας την ανάγκη για καλύτερη άμυνα και προστασία από τους επιδρομείς. Την ίδια εποχή φαίνεται να οχυρώθηκαν και πολλά άλλα νησιωτικά κέντρα που βρίσκονταν έναντι της Μ. Ασίας. Πρώτες αναφορές για φρουριακές κατασκευές γίνονται την περίοδο του Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνος, όπου φαίνεται πια να υπάρχουν στα νησιά και την Πελοπόννησο επαρκή αμυντικά έργα και παρουσία στόλου στα λιμάνια. 5 Ένα ακόμη πολύ σημαντικό στοιχείο που πρέπει να αναφέρουμε είναι η μαρτυρία του 11ου αιώνα της Άννας Κομνηνής, η οποία περιγράφει την επιδρομή του Τούρκου Τζαχά κατά της Χίου το 1089. Αναφέρει πως ο Τζαχάς έφερε το στόλο του κάτω από τα τείχη του Κάστρου, στοιχείο που πιστοποιεί την ύπαρξη του οχυρού και της άμεσης σχέσης του με το λιμάνι του νησιού, καθώς τα δύο αυτά στοιχεία του αστικού ιστού της πόλης της Χίου εξαρτιόνταν ανέκαθεν το ένα από το άλλο για τη συνέχεια της εμπορικής και ναυτιλιακής κυριαρχίας της Χίου στο Αιγαίο, άποψη που μοιράζεται και ο Γ. Ζολώτας. 6 Πληροφορίες που αφορούν την ανάπτυξη της πόλης και του λιμανιού μπορούμε ακόμα να αντλήσουμε και από χρυσόβουλα Βυζαντινών αυτοκρατόρων (όπως του Αλεξίου Β΄ Αγγέλου και Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου), με τα οποία παραχωρούσαν προνόμια ή αναδείκνυαν τη σπουδαιότητα της πόλης. Ο δεύτερος συγκεκριμένα κάνει αναφορά σε “αποθήκες κοντά στη θάλασσα” και στο “Εμπορείο”, το οποίο, στα Βυζαντινά χρόνια, ήταν χωροθετημένο κοντά στο λιμάνι, όπου υπήρχαν οι αποθήκες που περιείχαν προϊόντα ανεφοδιασμού για περιπτώσεις ανάγκης. Οι αποθήκες αυτές λόγω της άμεσης επαφής τους με το λιμάνι αποτελούσαν ουσιαστικά τη σκάλα της πόλης. Το λιμάνι εκτεινόταν νότια του Κάστρου μέχρι τον Κάτω Αιγιαλό και ίσως έφτανε μέχρι και τη σημερινή αγορά της πόλης.7 Συγκεκριμένα η Αιμ. Σάρου, βασισμένη σε χειρόγραφο του Ιερώνυμου Ιουστινιάνι, προσπαθεί να δώσει μια ακριβή οριοθέτηση του λιμανιού κατά τα βυζαντινά χρόνια, όπου αναφέρει: “Υπέρ του λιμένα είναι η Αγία Παρασκευή, ο Άγιος Θωμάς, η Αγία Χαριτωμένη και ο Δανιήλ ο Σωτήρ και άπειρος αριθμός ωραίων οικιών, ένθα η πλατεία η χρησιμεύουσα εις ναυπήγησιν των πλοίων. Εις τον λιμένα ομοίως ευρίσκονται και πολλοί ανεμόμυλοι, εκ λίθου κατασκευασμένοι

5. 6. 7.

Σάρου, Αιμ., Το Κάστρον της Χίου, Εκδ. Π.Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα, 1916, σελ. 33, 34 Ζαχαρού-Λουτράρη, Αθ., Χίος, πόλιν έχειν ευλιμένον, Η ιστορία του χιώτικου λιμανιού, Εκδ. Ομήρειο Πνευματικό Κέντρο Χίου, Χίος, 1997, σελ. 9 Μίτσης, Ν., Χίος Το λιμάνι της πόλης και τα άλλα αγκυροβόλια του Νομού, Εκδ. Λιμενικό Ταμείο Χίου, Β’ έκδοση, Χίος, 2008, σελ. 18

10 | P a g e


Εικόνα 7 - Τμήμα σχεδιαγράμματος της βυζαντινής πόλης της Χίου του Α. Δαμαλά με το οχυρό του Παλαιόκαστρου

Εικόνα 8 - Σχηματική εξέλιξη της πόλης στα βυζαντινά χρόνια 1. Πρώτος πυρήνας – Παλαιόκαστρο 2. Επέκταση της πόλης εκτός πρώτου οχυρού 3. Οικοδόμηση νέου οχυρού 4. Επέκταση της πόλης εκτός των τειχών

Εικόνα 9 - Ενδεικτικό σκαρίφημα του λιμανιού της πόλης

11 | P a g e


εργαζόμενοι δι’ οκτώ ιστίων. Παρέκει φαίνεται το Λαζαρέττον περιβαλλόμενον υπό τείχους εν είδη μικρού φρουρίου πλήρους οικημάτων δια τους πτωχούς πανωλοβλήτους”. 8 Ο Ν. Μίτσης παράλληλα προσπαθεί να αντιστοιχίσει τις αναφορές της Σάρου με τοπόσημα του σημερινού χιακού αστικού ιστού, όπου συνδέει την Αγία Παρασκευή με τον Κάτω Αιγιαλό και το σημερινό Στάδιο της Χίου, την Αγία Χαριτωμένη με την αυλή του 1ου Γυμνασίου Χίου , η οποία οδηγούσε τότε σε μία από τις αποβάθρες όπου κοντά της υπήρχαν ξενώνες της βυζαντινής πόλης και νοσοκομείο. Ο Δανιήλ ο Σωτήρ αντιστοιχίζεται με την περιοχή του παρθεναγωγείου, ενώ ο Άγιος Θωμάς υπάρχει ακόμα και σήμερα στην περιοχή του Εγκρεμού δίπλα στον ποταμό Καλοπλύτη.9 Συγκεκριμένα, κατά τον Γ. Ζολώτα, η ανασκαφή που έγινε στην περιοχή του Παρθεναγωγείου έφερε στην επιφάνεια τείχη προκυμαίας και μουράγια, κτισμένα με υπόχρους ογκόλιθους, στοιχεία που αποδεικνύουν πως μέχρι εκείνο το σημείο πρέπει να έφτανε το κρηπίδωμα του βυζαντινού λιμανιού. Αν και η ακριβής μορφή του λιμένα εκείνη την περίοδο δεν μας είναι γνωστή, οι παραπάνω μαρτυρίες και πληροφορίες μας επιτρέπουν να δημιουργήσουμε μια γενική εικόνα. Λαμβάνοντας ακόμα υπόψη το πως η ίδια η ανέγερση του Κάστρου επηρέασε την τοποθεσία του λιμανιού, μπορούμε να συμπεράνουμε πως το λιμάνι εκτείνονταν μόνο προς τα νότια, καθώς η παρουσία του Κάστρου κλείνει τη βόρεια πλευρά του με σκοπό την καλύτερη προστασία του. Ακόμα, οι προσχώσεις που προκαλούσε ο χείμαρρος Καλοπλύτης περιόρισαν την είσοδο του λιμανιού ενδότερα στον αστικό ιστό, σε σχέση με το αρχαίο λιμάνι, και διαμόρφωσαν εκτεταμένη πλατεία νότια του φρουρίου, γνωστή και ως Φόρος. Την ίδια αυτή πλατεία και αποθήκες αναφέρει ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος στο χρυσόβουλό του ως Εμπορείο, όπως σημειώσαμε πριν.10 Μέσα από τις μαρτυρίες μπορούμε ακόμα να κάνουμε και λόγο για τον πολεοδομικό χαρακτήρα της πόλης της Χίου κατά τα βυζαντινά χρόνια. Κατ’ αρχάς, θα ήταν χρήσιμο να βάλουμε σε μία σειρά την εξέλιξη του πολεοδομικού ιστού, ως συμπέρασμα των προηγούμενων παρατηρήσεων. Η πόλη της Χίου ακολούθησε κι αυτή ένα γενικό κανόνα εξέλιξης των πόλεων που επικρατούσε εκείνη την εποχή. Αρχικά έχουμε ως πυρήνα της πόλης τον παλαιότερο οχυρωμένο οικισμό του Παλαιόκαστρου. Ακολούθησε δυναμική εξέλιξη, δίχως προσχεδιασμό, με μεταφορά λειτουργιών έξω από το οχύρωμα προς τα νοτιοανατολικά. Παράλληλα οικοδομήθηκε και το νέο παράλιο φρούριο του Κάστρου, προσαρμοσμένο στα νέα μέτρα άμυνας της εποχής. Τέλος έχουμε επέκταση της πόλης και των λειτουργιών της εκτός των τειχών του οχυρού. Για να εξερευνήσουμε καλύτερα την πολεοδομία της πόλης θα αναφερθούμε για άλλη μία φορά στο χρυσόβουλο του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου του 1259, με το οποίο παραχωρεί στη Νέα Μονή Χίου οικήματα εντός του Κάστρου, περιβόλια, ερειποτόπια, δύο λουτρά και εκκλησίες ονομαζόμενες το Πολιτικό, η Παντοδύναμος και τον Άγιο Νικόλαο, δίνοντάς μας έτσι σίγουρα στοιχεία για μερικά από τα κτίσματα εντός του Κάστρου. Περαιτέρω πολεοδομικά στοιχεία μπορούμε να αντλήσουμε και από τη συνθήκη του Νυμφαίου του 1261 μεταξύ του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου και του άρχοντα της Γένοβας Zaccaria de Castro.11

8. 9.

Σάρου, Αιμ., Το Κάστρον της Χίου, Εκδ. Π.Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα, 1916, σελ. 13 Μίτσης, Ν., Χίος Το λιμάνι της πόλης και τα άλλα αγκυροβόλια του Νομού, Εκδ. Λιμενικό Ταμείο Χίου, Β’ έκδοση, Χίος, 2008, σελ. 19 10. Ζαχαρού-Λουτράρη, Αθ., Χίος, πόλιν έχειν ευλιμένον, Η ιστορία του χιώτικου λιμανιού, Εκδ. Ομήρειο Πνευματικό Κέντρο Χίου, Χίος, 1997, σελ. 10 11. Μονιούδη-Γαβαλά, Δώρα, Η Πόλη της Χίου, Κοινωνία, Πολεοδομία, Αρχιτεκτονική, Εκδ. Ιδιωτική, Αθήνα, 2002, σελ. 22, 26

12 | P a g e


Με τη συνθήκη αυτή παραχωρήθηκε στους Γενουάτες λαμπρό ανάκτορο με εκκλησία, λουτρά, αγορά, κήπους και κατοικίες εμπόρων, ακίνητα τα οποία ίσως σχετίζονται και με αυτά που παραχωρήθηκαν στη Νέα Μονή. Η υπόθεση αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι έκτοτε στις πηγές και τα χρυσόβουλα της Νέας Μονής δεν γίνονται αναφορές που να αφορούν ιδιοκτησίες εντός του Κάστρου, διότι πρέπει να παραχωρήθηκαν στους Γενουάτες είτε ως αντάλλαγμα για κάτι άλλο είτε και δίχως αντάλλαγμα.12 Ο Βυζαντινός χαρακτήρας του Κάστρου μπορεί να εντοπιστεί και στο ίδιο το μνημείο μέσα από τις μελέτες και τις αποτυπώσεις των αρχιτεκτόνων Mario Dal Mas και Giorgio Ortolani, οι οποίοι κατάφεραν να εντοπίσουν τα βυζαντινά στοιχεία του τείχους. Τα τείχη του Κάστρου πέρασαν από αρκετές φάσεις και μία από αυτές ήταν πριν τον 12 ο αιώνα, που αποτελούνταν από τμήματα εσωτερικά ενσωματωμένα στον δυτικό πύργο, ενώ πριν το 13ο αιώνα χρονολογούνται τμήματα, τόσο στο εσωτερικό των πύργων όσο και κατά μήκος των τειχών ανάμεσά τους, σε όλη σχεδόν τη γραμμή που ακολουθούν τα μεταγενέστερα τείχη. Για το εσωτερικό του Κάστρου ακόμα κατέγραψε και σημαντικές πληροφορίες ο Γ. Ζολώτας. Συγκεκριμένα αναφέρει μεγάλο, πολυτελές κτίσμα 60x40 μέτρων που βρέθηκε στον Άγιο Γεώργιο το 1903 σε βάθος 3-4 μέτρων. Αποτελούνταν από δύο ορόφους και υπόγεια κρύπτη με κτιστά ειδώλια, περίκλειστο αυλή και ευρύχωρο λουτρώνα. Το 1919 ανασκαφή του Γ. Σωτηρίου φέρνει στην επιφάνεια ερείπια παλαιού δρομικού χριστιανικού ναού, ο οποίος παρουσίαζε στα δυτικά δωμάτια με διαδρόμους και αψίδες, καθώς και υπερώο στο οποίο οδηγούσε σωζόμενη κλίμακα. Ακόμα το 1964, στις αναστηλωτικές εργασίες του δυτικού προμαχώνα, βρέθηκαν πολυάριθμες βάσεις πινακίων, που ήταν εντοιχισμένα σε παλιές ερειπωμένες εκκλησίες, φέροντας χαρακτές ή ζωγραφιστές παραστάσεις, καθώς και δύο βυζαντινοί κιονίσκοι τέμπλου με συμφυή κιονόκρανα από λευκό μάρμαρο διακοσμημένα με φύλλα άκανθας. Τέλος βρέθηκε μικρό ενεπίγραφο τμήμα επιστυλίου με βυζαντινή χρονολογία, που αντιστοιχεί στο έτος 1054, κατά την επισκευή του δαπέδου του Αγίου Γεωργίου, όπου και ανακαλύφθηκαν υπόγειοι θολωτοί τάφοι.13 Η εντός του Κάστρου πόλη τα τελευταία βυζαντινά χρόνια μέχρι και την κυριαρχία των Γενουατών φαίνεται πως ήταν πυκνοδομημένη, καθώς στη συμφωνία παράδοσής στη Γένοβα το 1346 μ.Χ. οι Χίοι ευγενείς παραχωρούν 200 σπίτια στους Γενουάτες. Από την άλλη, οι πληροφορίες που έχουμε για την εκτός του φρουρίου πόλη δείχνουν ότι αποτελούνταν στο σύνολό της από την προαναφερθείσα εμπορική σκάλα, γνωστή και ως Εμπορείο ή Φόρο, το Παλαιόκαστρο και τις συνοικίες της πόλης. Από την πλατεία του Εμπορείου ξεκινούσαν δύο βασικοί οδοί της πόλης, η Απλωταριά, οδός που αποτελεί σήμερα την κεντρική αγορά της πόλης της Χίου, και η οδός που οδηγούσε στο Παλαιόκαστρο, ενώ μεταξύ των δύο βρισκόταν η βυζαντινή συνοικία της Βλατταριάς, περιοχή κατοίκησης των αριστοκρατικών γενών της πόλης. Η Βλατταριά παράλληλα συνδεόταν οδικώς με τις συνοικίες της Παροικίας και του Εγκρεμού, ενώ ψηλότερα από τον Εγκρεμό έχουμε τις συνοικίες του Απατσιανού, του Καλιάγουρου και του Καλοπλύτη. Βόρεια από τη συνοικία του Απατσιανού βρίσκεται ο λόφος της Παναγίας Τρουλλωτής, η οποία αποτελούσε το δυτικό όριο της πόλης. Νότια της Απλωταριάς βρισκόταν η αραιοκατοικημένη συνοικία της Ατσικής, ενώ ανατολικά αυτής ήταν ο λόφος του Ασώματου, η σημερινή Ευαγγελίστρια. Νοτιοδυτικά της Ατσικής περνούσε ο χείμαρρος Παρθένης, αποτελώντας κι αυτός ένα ακόμη όριο της βυζαντινής πόλης.

12. Σάρου, Αιμ., Το Κάστρον της Χίου, Εκδ. Π.Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα, 1916, σελ. 42 13. Ζαχαρού-Λουτράρη, Αθ., Το Κάστρο της Χίου, Ιστορία και Περιήγηση, “Περιοδικό Χιόνη”, τευχ. 145, 2004, σελ. 16, 17

13 | P a g e


Τέλος, βορειοδυτικά της Παροικίας έχουμε το Παλαιόκαστρο, στο οποίο βρίσκονταν οι συνοικίες Ρεπάρος και Χάνδακας, ενώ βόρεια υπήρχε και, η ομώνυμη με τη σημερινή Ράμνη. Όσον αφορά το μορφολογικό χαρακτήρα και την οργάνωση των κατοικιών, δυστυχώς οι πληροφορίες είναι μηδαμινές, μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι λόγω του ένδοξου πολιτισμού της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εκείνη την περίοδο που εντάχθηκε σε αυτή η Χίος, πρέπει να επηρεάστηκε άμεσα ο αρχιτεκτονικός της χαρακτήρας, καθώς οι βυζαντινοί αρχιτεκτονικοί τύποι πρέπει να επικράτησαν και στη Χίο. 14

Εικόνα 10 - Προβολή της βυζαντινής Χίου (1100-1346) στη σύγχρονη πόλη

Εικόνα 11 - Η πόλη της Χίου σε απεικόνιση του 16ου αιώνα

14. Μονιούδη-Γαβαλά, Δ., Η Πόλη της Χίου, Κοινωνία, Πολεοδομία, Αρχιτεκτονική, Εκδ. Ιδιωτική, Αθήνα, 2002, σελ. 26

14 | P a g e


Εικόνα 12 - Το νησί και η πόλη της Χίου από χειρόγραφο του 1470

Εικόνα 13 - Η πόλη της Χίου από χειρόγραφο του 1470

15 | P a g e


16 | P a g e


17 | P a g e


1.3. Η Χίος επί Λατίνων Κατακτητών Η Χίος, ως σημαντικό εμπορικό κέντρο της Μεσογείου, προκάλεσε τη δημιουργία συγκρούσεων μεγάλων οικονομικοπολιτικών συμφερόντων, καθώς για τη διαχείρισή της (κυρίως της πόλης και του λιμανιού), ενδιαφέρονταν πολλές πλευρές. Συγκεκριμένα οι Βυζαντινοί, οι Δυτικοί και οι Τούρκοι προσπαθούσαν να διεκδικήσουν την ισχυρή Χίο, δημιουργώντας αστάθεια στην περιοχή, την οποία κατέκτησαν για μικρά χρονικά διαστήματα οι Βενετοί τις περιόδους 1124-1125 και 1171-1172. Αργότερα, μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, κατά τη διάρκεια της 4ης Σταυροφορίας το 1204, η Χίος αποτελεί πλέον τμήμα της Λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης μέχρι και την ανάκτησή της από τον Ιωάννη Δούκα Βατάτζη την περίοδο μεταξύ του 1222 και 1254. Τέλος η συνθήκη του Νυμφαίου του 1261 παραχωρεί στους Γενουάτες το δικαίωμα να εγκαταστήσουν εμπορικό σταθμό στη Χίο, γεγονός που θα οδηγήσει στην πρώτη, αναγνωρισμένη από τη βυζαντινή αυτοκρατορία, γενουοκρατία. 15 Μετά από πολλές προσπάθειες, ο Γενουάτης Βενέδικτος Zaccaria, διοικητής της Φωκαίας, καταφέρνει ταυτόχρονα να καταλάβει τη Χίο το 1304 και να συνάψει συνθήκη με τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο, ώστε να μπορεί να έχει πλήρη έλεγχο της διοίκησης του νησιού για 10 χρόνια, υπό την υποτέλεια όμως του αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Κατά τον Ιωάννη Καντακουζηνό, οι Γενουάτες εκείνη την περίοδο θα ενισχύσουν το Κάστρο, επιδιορθώνοντας έτσι τις πολυάριθμες φθορές που είχε υποστεί από αλλεπάλληλες πειρατικές επιδρομές. Ακόμα ανεγείρουν και το μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αντωνίου. Στη συνέχεια οι διάδοχοί των Zaccaria καταφέρνουν να πετύχουν παρατάσεις της συνθήκης, ενώ ο Μαρτίνος Zaccaria επιθυμούσε να κατασκευάσει νέο ισχυρό φρούριο, πράγμα που του είχε απαγορεύσει ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄. Ο Μαρτίνος όμως, ο οποίος είχε έρθει σε ρήξη με τον αδελφό του Βενέδικτο, θα παραβεί την επιθυμία του αυτοκράτορα και θα ξεκινήσει εργασίες για την κατασκευή νέου οχυρού. Έτσι το 1329 μετά από παρότρυνση του Βενέδικτου Zaccaria και του Λέοντα Καλόθετου προς τον αυτοκράτορα, ισχυρός στόλος 105 πλοίων κατευθύνεται προς τη Χίο και αναγκάζει το Μαρτίνο να παραδοθεί μετά την κατάκτηση των πιο σημαντικών κέντρων του νησιού. Εν συνέχεια το Κάστρο ξαναγίνεται βυζαντινό και οχυρώνεται πλέον υπό την επίβλεψη του αυτοκράτορα, λήγοντας έτσι την πρώτη γενουοκρατία της Χίου. 16 Τα χρόνια αυτά της απελευθερωμένης Χίου όμως δεν απέτρεψαν τη Γένοβα από το να την έχει στο στόχαστρό της, καθώς ο ρόλος της ως διαμετακομιστικός σταθμός, η γειτνίασή της με τη Φώκαια και το μονοπώλιο της μαστίχας την καθιστούσαν πολύ δελεαστική για τη Δημοκρατία της Γένοβας. Ως αποτέλεσμα ο Simone Vignoso πολιορκεί το λιμάνι της Χίου το 1346 με τον ιδιωτικό του στόλο, προς τιμήν της Γένοβας. Η πολιορκία διήρκησε τρεις μήνες πριν την ήττα και παράδοσή της στους Γενουάτες. Στη συνέχεια η Γένοβα ιδρύει στη Χίο μία ημιανεξάρτητη εμπορικοναυτιλιακή εταιρία με σκοπό την οικονομική εκμετάλλευση του νησιού. Η εταιρία αυτή έφερε την ονομασία Mahona ή Μαόνα, και ανέλαβε τη διοίκηση της Χίου, ενώ το 1363 αναγνωρίζεται και από το Βυζάντιο. Η σύσταση αυτή της Μαόνας και οι κάτοχοί της, οι Giustiniani, έφεραν τη δεύτερη γενουοκρατία στη Χίο η οποία θα διαρκέσει 220 χρόνια. Σκοπός αυτής της 15. Ζαχαρού-Λουτράρη, Αθ., Χίος, πόλιν έχειν ευλιμένον, Η ιστορία του χιώτικου λιμανιού, Εκδ. Ομήρειο Πνευματικό Κέντρο Χίου, Χίος, 1997, σελ. 10 16. Ζαχαρού-Λουτράρη, Αθ., Το Κάστρο της Χίου, Ιστορία και Περιήγηση, “Περιοδικό Χιόνη”, τευχ. 145, 2004, σελ. 18

18 | P a g e


κυριαρχίας ήταν η αποκλειστική εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Γένοβας καθώς το λιμάνι αποτελούσε κύριο μέσο για τις εμπορικές τους δραστηριότητες. Παράλληλα στη Χίο ήρθαν και νέες τεχνικές που έκαναν αποδοτικότερη την παραγωγή της μαστίχας, των εσπεριδοειδών και των αμπελιών, ενίσχυσαν τη βιοτεχνία με υφαντουργία και μεταξουργία, στοιχεία αναβάθμισης που ανέδειξαν τη Χίο ως ένα ακμάζων εμπορικό κέντρο ανάλογο με τις μεγάλες πόλεις της Ιταλίας. Στην ακμή αυτή συνείσφερε προφανώς και η επισκευή και επέκταση του φρουρίου και του λιμανιού. Για το λιμάνι της Χίου την περίοδο αυτή της γενουοκρατίας μπορούμε να δημιουργήσουμε μία αρκετά ακριβή εικόνα, μέσα από τις πολυάριθμες μαρτυρίες των επισκεπτών αλλά και από απεικονίσεις από έργα τέχνης τα οποία μας είναι σήμερα διαθέσιμα. Η εξέλιξη της Χίου υπό Γενουατών ξεκίνησε ήδη από την περίοδο των Zaccaria όταν ο Μαρτίνος κατασκεύασε το νέο φρούριο το 1329. Οι μεγάλες όμως επεμβάσεις που αναβάθμισαν σε μεγάλο βαθμό τον λιμένα έγιναν τον 15ο αιώνα και χρησιμοποίησαν ως πρότυπο το ίδιο το λιμάνι της Γένοβας. Δύο τεχνητοί λιμενοβραχίονες ήρθαν να περικλείσουν τη θάλασσα, ενώ σε συνεργασία με τον όρμο που σχηματίζει η ακτή καθώς έρχεται και βρίσκει το Κάστρο στα βόρεια, δημιουργείται ευρύχωρο λιμάνι, κατασκευασμένο με τέχνη. Στη νότια πλευρά εξακολουθούν να υπάρχουν πολυάριθμοι ανεμόμυλοι, ενώ στο άκρο του νότιου λιμενοβραχίονα κατασκευάζεται πυραμοειδές οικοδόμημα με φανό το οποίο ονομάστηκε Diamante, ή pilastro ή και Aguglia.17 Ο πυραμιδοειδής οβελίσκος χρησιμοποιούνταν ως φάρος για το λιμάνι ενώ παράλληλα έφερε και αλυσίδα μήκους 100 μέτρων η οποία χρησιμοποιούταν για να κλείνει το λιμάνι.18 Απέναντι από την πυραμιδοειδή κατασκευή με κατεύθυνση προς τα βόρεια κατασκευάστηκε και το Μαντράκι ή Porporella, ένας πύργος από ερυθρίζων οικοδομικό υλικό, στο οποίο διέμενε ο capitano del porto, ο βασικός επιβλέπων του λιμανιού. Ο πύργος αυτός αργότερα ενσωματώθηκε στο Μπούρτζι, το οποίο πρέπει να κατασκευάστηκε κατά τις τελευταίες γενουατικές επεμβάσεις του 16ου αιώνα. Τα ερείπιά του συναντώνται σήμερα στο άκρο του βόρειου μόλου του λιμανιού, ένα κτήριο ορθογώνιου σχήματος με εσωτερική αυλή. Το 1488 έγινε διάνοιξη πλατιάς τάφρου η οποία χώριζε το Κάστρο από την πόλη της Χίου με σκοπό την αποσυμφόρηση του ποταμού Καλοπλύτη, καθοδηγώντας τον στη θάλασσα, καθώς μέχρι τότε τα νερά του έπεφταν στο λιμάνι κουβαλώντας μαζί τους άμμο και πέτρες, τα οποία μπορεί σε βάθος χρόνου να έκαναν το λιμάνι δυσπρόσιτο για τα μεγάλα πλοία. Οι Γενουάτες ήταν πολύ προσεχτικοί σε ό,τι αφορούσε τη συντήρηση του λιμανιού, καθώς πραγματοποίησαν πολλές εκβαθύνσεις στο λιμάνι και έλαβαν αυστηρά μέτρα, όπως την επιβολή πρόστιμου σε όποιο πλοίο τολμούσε να ρίξει άχρηστα αντικείμενα στα νερά του.19 Η τάφρος άρχιζε περίπου από το σημερινό Τελωνείο, μέχρι τη δεξιά όχθη της εκβολής του Καλοπλύτη και, ακολουθώντας περιμετρικά το Κάστρο, έφτανε στην κεντρική του πύλη, την Porta Maggiore, η οποία αποτελεί ακόμα και σήμερα τη βασική είσοδο στον οικισμό. Από την ανατολική πλευρά του Κάστρου, εκεί που βρίσκεται σήμερα η οδός Νεωρίων, ξεκινούσε κυματοθραύστης με νοτιοανατολική κατεύθυνση, δημιουργώντας έτσι μια μικρή προκυμαία που πήρε την ονομασία Μώλος ή Μανδράκι και έφτανε μέχρι 17. Ζαχαρού-Λουτράρη, Αθ., Χίος, πόλιν έχειν ευλιμένον, Η ιστορία του χιώτικου λιμανιού, Εκδ. Ομήρειο Πνευματικό Κέντρο Χίου, Χίος, 1997, σελ. 11 18. Μίτσης, Ν., Χίος Το λιμάνι της πόλης και τα άλλα αγκυροβόλια του Νομού, Εκδ. Λιμενικό Ταμείο Χίου, Β’ έκδοση, Χίος, 2008, σελ. 27 19. Ζαχαρού-Λουτράρη, Αθ., Χίος, πόλιν έχειν ευλιμένον, Η ιστορία του χιώτικου λιμανιού, Εκδ. Ομήρειο Πνευματικό Κέντρο Χίου, Χίος, 1997, σελ. 14

19 | P a g e


την είσοδο του λιμανιού. Εκεί βρισκόταν και ο πύργος της Porporella που προαναφέραμε, ο οποίος έφερε και αυτός φάρο. Είναι πιθανό αυτή η προκυμαία του Μώλου να αποτελούσε τα υπολείμματα της προκυμαίας που είχε κατασκευάσει ο Ηρώδης, με μικρή προβλήτα που κατευθυνόταν προς την Ανατολή και ονομαζόταν Πλατεία Δικαιοτάτου ή Δικαιοσύνης. Μπροστά σε αυτήν αξίζει να σημειώσουμε πως υπήρχε το βαθύτερο τμήμα του λιμανιού. Στο λιμάνι υπήρχε μεγάλος αριθμός ωραίων σπιτιών, ενώ πάνω στην πλατεία του Φόρου , επί της προκυμαίας του λιμανιού, υπήρχαν οι δικαστικές και αστυνομικές αρχές της εποχής. Ακόμα η σκάλα του λιμανιού οδηγούσε σε σκεπαστή αγορά. Εντύπωση προκαλεί και η εσωτερική αποβάθρα, κατασκευασμένη πάνω σε πασσάλους, που οδηγούσε προς στην Porta di Marina, μία από τις πύλες του φρουρίου, με σκοπό τη φορτοεκφόρτωση εμπορευμάτων. Στη βόρεια παραλία του Κάστρου, τον Επάνω Αιγιαλό, εκεί που βρίσκονται σήμερα τα Βυρσοδεψία, υπήρχαν ανεμόμυλοι και ναυπηγεία.20

Εικόνα 14 - Απεικόνιση του νησιού της Χίου σε ελαιογραφία ανωνύμου του 16ου αιώνα

20. Μίτσης, Ν., Χίος Το λιμάνι της πόλης και τα άλλα αγκυροβόλια του Νομού, Εκδ. Λιμενικό Ταμείο Χίου, Β’ έκδοση, Χίος, 2008, σελ. 26, 27, 29, 30

20 | P a g e


Εικόνα 15 - Η πόλη της Χίου το 1317

Εικόνα 16 - Απεικόνιση της πόλης της Χίου σε ελαιογραφία ανωνύμου του 16ου αιώνα

21 | P a g e


Στο ίδιο το Κάστρο προκλήθηκαν σοβαρές ζημιές με το σεισμό το 1389, ο οποίος κατέστρεψε και το βόρειο τμήμα της Μητρόπολης. Γι’ αυτό ξεκινάει το 1401 μεγάλη επισκευή των οχυρώσεων, σχεδόν από τα θεμέλια. Την επισκευή την ανέλαβε ο Φραγκίσκος Κάμπη επιλέγοντας το λαμπρό αρχιτέκτονα Λεονάρδο Ανδρέα, ο οποίος ανήγειρε και δεύτερο τείχος μέσα από το πρώτο και κατασκεύασε τριπλό προτείχισμα και διπλή τάφρο, ενώ το 1427, σύμφωνα με εντοιχισμένη επιγραφή, το οχυρώνει εκ νέου χρησιμοποιώντας ίνες του μαστιχοειδούς φυτού άλθαια με σκοπό τη συνοχή της οικοδομικής ύλης και τη στερεότητα των κτηρίων. Δυστυχώς, λίγα χρόνια μετά, το 1431, το Κάστρο θα δεχτεί πολιορκία από τους Βενετούς, η οποία θα διαρκέσει 67 μέρες. Στο Κάστρο υφίστανται σοβαρές ζημιές μετά από ισχυρό βομβαρδισμό. Παρ’ όλα αυτά οι Βενετοί δε θα καταφέρουν να καταλάβουν το Κάστρο, ενώ οι ζημιές που προκάλεσαν είχαν ως αποτέλεσμα τη ριζική επισκευή του με τεράστια δαπάνη το 1432. Με αυτήν ανεγέρθηκαν τα πεσμένα τείχη, εφοδιάστηκαν με πυκνούς, στέρεους πύργους, που χρησιμοποιούνταν ως κανονιοστάσια με πολλά αξιόμαχα ολμοβόλα, περιβλήθηκαν με ισχυρή τάφρο και το Κάστρο έγινε πλέον απόρθητο. Οι κατασκευές αυτές πιστοποιούνται με αναμνηστικές πλάκες, αριστερά της εισόδου, οι οποίες φέρουν το τρίπυργο αετοφόρο έμβλημα των Ιουστινιάνι και μία μεγάλη επιγραφή. Αυτή όμως δε θα ήταν η τελευταία επισκευή, καθώς σύμφωνα με συμβόλαιο των αρχείων της Γένοβας, το 1461 έγιναν και άλλες με αρχιμάστορα τον Giorgio de Carona Atnonii και μία ακόμα το 1522, επί Βερνάρδου Ιουστινιάνι, που μνημονεύει μία εντειχισμένη επιγραφή, η οποία έπεσε στους σεισμούς του 1881. Την εποχή αυτή το Κάστρο της Χίου γνώρισε μεγάλη ακμή. Αποτελούσε το διοικητικό κέντρο της πόλης της Χίου και τόπο κατοικίας των ευγενών, ενώ προκαλούσε θαυμασμό με τα πολυτελή και μεγαλοπρεπή οικοδομήματά του. Ο μεγάλος πύργος του Κάστρου βρισκόταν πάνω από την είσοδό του και δέσποζε στο λιμάνι, ενώ επικοινωνούσε και με το ανάκτορο, όπου ανέβαιναν οι άρχοντες κατά τις γιορτές και τις επίσημες τελετές, εφόσον απέναντι από την τάφρο ήταν η πλατεία της αποβάθρας, στην οποία μπορούσε να συγκεντρώνεται ο χιακός λαός και να τις παρακολουθεί. Μετά την κρεμαστή γέφυρα της τάφρου βρισκόταν η καμαροσκέπαστη στοά της Porta Maggiore, η οποία οδηγούσε στην τετράγωνη πλατεία του ανακτόρου, που στεγαζόταν η διοίκηση. Το παλάτι περιβάλλονταν από μεγαλοπρεπή ιδιωτικά οικοδομήματα, ενώ η πίσω του πλευρά έβλεπε σε άλλη πλατεία. Σε αυτήν ο εισερχόμενος είχε δεξιά του την αίθουσα των λογαριασμών, στην οποία ήταν αποθηκευμένα τα αρχεία του κράτους, ενώ παράλληλα στέγαζε και τη φρουρά του διοικητή. Σε μια από τις γωνίες αυτής της πλατείας υπήρχε και μία στοά στην οποία συναθροίζονταν οι έμποροι κάθε μέρα, ενώ δίπλα από αυτήν βρισκόταν η Porta di Marina η οποία οδηγούσε στην ξύλινη αποβάθρα που προαναφέραμε. Η τρίτη και τελευταία πύλη, το Επάνω Πορτέλλο, βρισκόταν στη δυτική πλευρά του Κάστρου. Οι πύλες το Κάστρου έκλειναν το βράδυ και άνοιγαν πάλι πριν την ανατολή του ήλιου από τον επιβλέποντα θυρωρό, ο οποίος μαζί με το διοικητή ήταν οι μόνοι που έφεραν κλειδί. Κοντά στο παλάτι της κύριας πλατείας ξεκινούσε η εβραϊκή συνοικία, η οποία εκτεινόταν προς τη δυτική πύλη, όπου βρισκόταν η τρίτη πλατεία του φρουρίου, η Σαποναρία, στην οποία συναθροίζονταν και ασκούνταν τα στρατεύματα. Η Χίος αποτέλεσε ακόμα σημείο συγκέντρωσης πολλών καλλιτεχνών και μηχανικών της Ιταλίας, οι οποίοι φρόντισαν να διακοσμήσουν την πόλη με ποικίλα έργα τέχνης. Μεταξύ αυτών οι πηγές αναφέρουν γνωστά ονόματα, όπως τον Michelozzo Michelozzi, δημιουργό του ανάγλυφου του έφιππου Αγίου Γεωργίου και του δράκου καθώς και τον

22 | P a g e


Φραγκίσκο da Bissone, ο οποίος κλήθηκε από τον Δομένικο Ιουστινιάνι να διακοσμήσει το ανάκτορό του. Περιγραφική εικόνα μας δίνει και ο Ιερώνυμος Ιουστινιάνι, θαυμάζοντας τις οικοδομές της Χίου για τη μεγαλοπρέπεια, την τεχνική και τα υλικά με τα οποία είναι κτισμένα, καθώς πέραν του ύψους τους, ήταν ικανά να αντέξουν τους συχνούς σεισμούς της εποχής χάρη στα στερεά και συμπαγή υλικά από τα οποία ήταν δομημένα. Αναλύοντας το εσωτερικό τους, αναδεικνύει την ευρεία χρήση μαρμάρου στα κτίρια αυτά, καθώς χρησιμοποιούνταν σε διακοσμήσεις διάφορων μορφών, μεταξύ αυτών και ζώων. Κοσμούσε ακόμα τις κλίμακες των οικοδομών, οι οποίες, όπως αναφέρει ήταν “ομοίως εκ λευκού και μελανού μαρμάρου και ευρύταται, ούτως ώστε έξι άνδρες δύνανται να ανέρχονται εις γραμμήν”. Ο διάκοσμος ήταν πολύ βασικό χαρακτηριστικό καθώς όλοι οι χώροι διέπονταν από αυτόν, οι γαλαρίες και τα δωμάτια με τις επιχρυσωμένες οροφές και το οικόσημο να κοσμεί το μέσο του ταβανιού. Ακόμα και οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι και τα διαζώματα επιχρυσωμένα. Το δάπεδο ήταν κατασκευασμένο από πεντακάθαρα μάρμαρα ενώ οι μεγάλες θύρες με κίονες έφεραν ξύλινα θυρόφυλλα καλυμμένα με ορειχάλκινα ελάσματα. Ανάλογη σημασία δίνανε οι Γενουάτες και στο παρουσιαστικό των καθολικών τους εκκλησιών. Πολλές από αυτές αναφέρονται στις πηγές, με βεβαιότητα όμως μπορούν να προσδιοριστούν μονάχα τρεις. Μία από αυτές ήταν η βασιλική των Δομινικανών ή Santa Maria di Castello, μεγάλη τρίκλιτη, διακοσμημένη με πολυτελή μάρμαρα, που κτίστηκε το 1396. Κοντά στην πλατεία του παλατιού βρισκόταν η Παναγία, μία ακόμα τρίκλιτη βασιλική που έφερε πανέμορφες ζωγραφιές.21 Στη γενουατική περίοδο, όπως και στη βυζαντινή, ο αστικός ιστός της Χίου δεν αποτελείται μόνο από το Κάστρο και το λιμάνι, αλλά και από την εκτός του Κάστρου πόλη, την οποία οι Γενουάτες ονόμαζαν borgo, όπου κατοικούσαν πλέον οι Χίοι, οι οποίοι είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν το Κάστρο, όταν κατέλαβαν την πόλη οι Γενουάτες και να παραδώσουν σε αυτούς 200 σπίτια εντός των τειχών του. Οι κάτοικοι αυτοί πλέον αποτελούσαν μέρος του borgo grecorum, ή αλλιώς, της ελληνικής συνοικίας, ενώ οι Λατίνοι το borgo latinorum.

Εικόνα 17 - Προβολή της πόλης της Χίου στα χρόνια της Γενουοκρατίας στη σύγχρονη πόλη 21. Ζαχαρού-Λουτράρη, Αθ., Το Κάστρο της Χίου, Ιστορία και Περιήγηση, “Περιοδικό Χιόνη”, τευχ. 145, 2004, σελ. 21, 22, 23, 24, 25

23 | P a g e


Όπως και στα βυζαντινά χρόνια σε γειτνίαση με το λιμάνι και νότια του Κάστρου υπήρχε ακόμα η πλατεία του Φόρου, η οποία σήμερα έχει μετατραπεί στην πλατεία Βουνακίου, όπου βρίσκεται και το μουσουλμανικό τέμενος. Ο Ιερώνυμος Ιουστινιάνι, για άλλη μια φορά, μαζί με τον γεωγράφο André Thevet, μας δίνουν πολύ σημαντικές πληροφορίες για την πλατεία του Φόρου. Την περιγράφουν ως μεγάλη πλατεία και την τοποθετούν κοντά στην τάφρο του Κάστρου, ενώ τα όριά της φαίνεται να ξεκινούν από τη θάλασσα και να διασχίζουν, πάνω από τον υδραγωγό, όλη την πόλη περνώντας μπροστά και από τις δύο πύλες του Κάστρου που οδηγούσαν στο borgo. Ακόμα κατά μήκος της πλατείας φαίνεται να υπάρχει μεγάλη, στεγασμένη αγορά διαφόρων καταστημάτων και αγορά τροφίμων. Όσον αφορά το πολεοδομικό σύστημα της γενουατικής Χίου, οι κύριες οδοί των προαστίων της εκτός του Κάστρου πόλης ήταν η Centanarii και η Vulatarie, οι οποίες προφανώς αναφέρονται στις συνοικίες του Κεντηνάριου και της Βλατταριάς αντίστοιχα. Ζωτικής σημασίας όμως ήταν και η οδός της Απλωταριάς η οποία αποτελούσε βασική αρτηρία της πόλης καθώς ένωνε το εμπορικό και οικονομικό κέντρο του λιμανιού και του Κάστρου με τη νότια Χίο μέσω της περιοχής του Κάμπου. Άλλες συνοικίες που μας είναι γνωστές είναι η ίδια η Απλωταριά, ο Εγκρεμός, η Παροικία, το Παλαιόκαστρο, η Καπέλλα και η Τρουλλωτή, μεταξύ άλλων. Αυτή την περίοδο συγκεκριμένα η Απλωταριά αντικαθιστά τη Βλατταριά ως η κύρια αριστοκρατική συνοικία του borgo grecorum με τις συνοικίες του Εγκρεμού και της Βλατταριάς να τη συμπληρώνουν. Οι Γενουάτες φαίνεται να έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στον πολεοδομικό σχεδιασμό της πόλης της Χίου καθώς χρησιμοποιούσαν εξειδικευμένα άτομα με την παρουσία πρωτομάστορα, γεγονός που δε συνέβαινε σε άλλες φτωχές πόλεις του Αιγαίου, οι οποίες ήταν αποτέλεσμα αυτοσχεδιασμού. Οι μηχανικοί αυτοί είχαν σκοπό να δώσουν στην πόλη της Χίου πολεοδομική μορφή ανάλογη με αυτή της Γένοβας. Γι’ αυτό το λόγο παρουσιάζονται και ομοιότητες μετά από σύγκριση των δύο αυτών ιστών. Συγκεκριμένα παρατηρούμε: • Την ανάπτυξη των συνοικιών της πόλης πάνω σε πολλά υψώματα που περιβάλλουν το λιμάνι και το Κάστρο. • Τα εντυπωσιακά παλάτια με μνημειακές σκάλες, κρεμαστούς κήπους και ταράτσες με θέα προς τη θάλασσα. • Το μεγάλο και πλούσιο διάκοσμο των παλατιών και των εκκλησιών. • Τις οξυκόρυφες ξύλινες στέγες των κτιρίων, τις τραβάκες. • Το ύψος των κτιρίων και κυρίως αυτών των Γενουατών αρχόντων. • Η κατασκευή ολόκληρης πλατείας, της πλατείας Palacii, ως αντίγραφο της πλατείας Bianchi της Γένοβας. Η αρχιτεκτονική της πόλης ήταν επηρεασμένη από τα ιταλικά ρεύματα, τουλάχιστον μέχρι το 1500, καθώς δεν μας είναι γνωστό αν αντλήθηκαν και στοιχεία από τους αναγεννησιακούς ρυθμούς που είχαν επικρατήσει στη Γένοβα. Οι περιηγητές περιγράφουν τον αρχιτεκτονικό ρυθμό της Χίου ως “παλαιό” καθώς θύμιζε τον προαναγεννησιακό ρυθμό της Γένοβας. Η Δ. Μονιούδη Γαβαλά όμως υποθέτει πως τελικά ίσως ο αναγεννησιακός ρυθμός να άγγιξε τη Χίο και να συνυπήρχε για κάποιο διάστημα με τον παραδοσιακό, καθώς στον Άγιο Βασίλειο των Πετροκοκκίνων συναντάται αναγεννησιακός ρυθμός. Τα ερείπια αυτού του ναού που ήρθαν στην επιφάνεια μετά από ανασκαφή που έγινε το 1920 στον Δημοτικό Κήπο της Χίου, αποτελούν τη μοναδική περίπτωση εκκλησίας της γενουοκρατίας της Χίου που παρέχουν μορφολογικά στοιχεία προς μελέτη. Η υιοθεσία της αναγεννησιακής

24 | P a g e


αρχιτεκτονικής μορφολογίας φανερώνεται τόσο μέσα από το σχεδιασμό του ναού όσο και από τις λεπτομέρειες που παρουσιάζει, στοιχεία όπως τις παραστάσεις στους τοίχους, τις βάσεις των κιόνων και των παραστάδων, την πλακόστρωση του δαπέδου αλλά και τη μικρή υπερύψωση της Αγίας Τράπεζας.

Εικόνα 18 - Χάρτης της Γένοβας

Εικόνα 19 - Το μνημείο προς τιμήν των σεισμόπληκτων του 1881 έξω από τον Άγιο Βασίλειο των Πετροκοκκίνων

Εικόνα 20 - Τα ερείπια της εκκλησίας του Αγίου Βασίλειου των Πετροκοκκίνων

25 | P a g e


Τα κτίρια της πόλης ήταν διώροφα αλλά και τριώροφα, ενώ πολλά μέσα στο Κάστρο είχαν και πύργους. Πέραν από τις τραβάκες που αναφέραμε φαίνεται να υπήρχαν και επίπεδες στέγες, ενώ τα κτίρια παρουσίαζαν ακόμα και εσωτερικές αυλές στις οποίες οδηγούσαν πύλες. Οι προσόψεις ήταν δομημένες κατά το συνεχές οικοδομικό σύστημα, σχημάτιζαν μέτωπα κατά μήκος των βασικών οδικών αξόνων, ενώ παρουσίαζαν στοιχεία συμμετρικά, με πόρτες στο ισόγειο και παράθυρα στον όροφο, χωρίς να φέρουν εξώστες σε προεξοχή. Δυστυχώς δεν έχουμε πληροφορίες για τις κατόψεις αλλά και τις χρήσεις των ορόφων. Σύμφωνα όμως με παραδείγματα χωροθέτησης μεταγενέστερων αιώνων, μπορούμε να κάνουμε την υπόθεση ότι στο ισόγειο των κτιρίων βρίσκονταν οι βιοτεχνίες και τα εργαστήρια, ενώ στους ορόφους οι κατοικήσιμοι χώροι. Οι κατοικίες της εκτός των τειχών πόλης φαίνεται να οργανώνονταν και αυτές γύρω από εσωτερική αυλή, βασικός χώρος που χρησιμοποιούνταν κυρίως για κοινωνικές συναναστροφές και διεκπεραιώσεις οικονομικών υποθέσεων ενώ ακόμα έπαιζαν πολύ σημαντικό ρόλο στην καθημερινότητα των ιδιοκτητών. Ως συμπέρασμα μπορούμε να πούμε ότι στην πόλη της Χίου κατά τα 220 χρόνια κυριαρχίας των Γενουατών υπήρξε ακμή ως αποτέλεσμα της οικονομικής ανάπτυξης και των συνθηκών ασφάλειας που επικράτησαν στο νησί. Η ευημερία αυτή αντανακλάται στην κοινωνική πραγματικότητα και στην αρχιτεκτονική της πόλης. Μια Αρχιτεκτονική μνημειώδης, η οποία παρουσίαζε στοιχεία επιρροής από την ίδια την πόλη της Γένοβας.22

22. Μονιούδη-Γαβαλά, Δ., Η Πόλη της Χίου, Κοινωνία, Πολεοδομία, Αρχιτεκτονική, Εκδ. Ιδιωτική, Αθήνα, 2002, σελ. 31, 40, 44, 45, 52, 53, 56

26 | P a g e


Εικόνα 21 - Αποτύπωση διακοσμημένων στηλών κλίμακας, του A. Smith

27 | P a g e


Εικόνα 22 - Αποτύπωση διάκοσμου ανωφλιών πόρτας, του A. Smith

28 | P a g e


Εικόνα 23 - Αποτύπωση ανάγλυφων πέτρινων στοιχείων, του A. Smith

29 | P a g e


Εικόνα 24 - Αποτύπωση ταβανιού του A. Smith

30 | P a g e


Εικόνα 25 - Αποτύπωση διάκοσμου τοίχων, του A. Smith

31 | P a g e


Εικόνα 26 - Αποτύπωση παραθύρου, του A. Smith

32 | P a g e


Εικόνα 27 - Προοπτικά σχέδια εξωτερικών πετρόκτιστων λεπτομερειών, του A. Smith

33 | P a g e


Εικόνα 28 - Προοπτικά σχέδια εσωτερικών χώρων, του A. Smith

34 | P a g e


Εικόνα 29 - Προοπτικά σχέδια εσωτερικών και εξωτερικών λεπτομερειών, του A. Smith

35 | P a g e


Εικόνα 30 - Προοπτικά σχέδια εσωτερικών λεπτομερειών κλιμάκων και θόλων, του A. Smith

36 | P a g e


Εικόνα 31 - Σχέδια κατόψεων, όψεων και τομών, του A. Smith

37 | P a g e


Εικόνα 32 - Προοπτικά σπιτιών, του A. Smith

38 | P a g e


Εικόνα 33 - Προοπτικό σκίτσο, του A. Smith

39 | P a g e


40 | P a g e


41 | P a g e


1.4. Η Τουρκοκρατία Εν έτει του 1566 οι Τούρκοι καταλαμβάνουν τη Χίο σχεδόν αμαχητί, τερματίζοντας την δύο αιώνων κυριαρχία των Γενουατών στο νησί διώχνοντας τους Μαονείς. Οι Φλωρεντίνοι προσπάθησαν να την επανακτήσουν το 1599, με παρότρυνση του Βερνάρδου Ιουστινιάνι, οι προσπάθειες τους όμως τελικά απέτυχαν. Οι Τούρκοι κατέλαβαν το Κάστρο και διέμειναν σε αυτό μαζί με τους εναπομείναντες Λατίνους, παίρνοντας βέβαια από αυτούς τα ωραιότερα σπίτια, ενώ άλλα ερημώνουν με αποτέλεσμα να καταστραφούν. Οι Χριστιανοί όμως δε θα έχουν το προνόμιο να παραμείνουν για πολύ ακόμα στα όρια του φρουρίου, καθώς λόγω της αποτυχημένης επανάκτησης της πόλης από τους Λατίνους, διώχνονται τελικά όλοι από το Κάστρο. 23 Αν και οι Τούρκοι ήταν πλέον οι κάτοχοι του νησιού και η αλλαγή περιόδου ήταν σημαντική, η διατήρηση και η συνέχιση της οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας της πόλης δε φαίνεται να επηρεάστηκαν, καθώς οι Χίοι, μέσω του ακτιναμέ του 1567, είχαν στη διάθεσή τους κάθε είδους προνόμιο. Ουσιαστικά οι Έλληνες Χίοι είχαν πάρει πλέον τη θέση των Γενουατών και είχαν πλήρη έλεγχο της εμπορικής δραστηριότητας του λιμανιού. Ο σουλτάνος Σελήμ ο Β΄ τους απαλλάσσει από ορισμένους φόρους, τους εξαιρεί από το παιδομάζωμα και τους αναγνωρίζονται όλες οι συμβάσεις, οι συμφωνίες και οι διαθήκες που ίσχυαν επί Γενουατών, επιτρέποντάς τους να διατηρήσουν τις προσωπικές τους ιδιοκτησίες. Επιπλέον τους παραχωρήθηκαν και ορισμένες εξουσίες καθώς τους δόθηκε το δικαίωμα να έχουν δικό τους δικαστή και να εκλέγουν 5 ντόπιους αντιπροσώπους που ηγούνταν της αναγνωρισμένης από την Υψηλή Πύλη Δημογεροντίας του νησιού. Η Δημογεροντία έλεγχε τους πολίτες και το Μητροπολίτη, και ήταν ο μόνος θεσμός που μπορούσε να δώσει αναφορά στους Τούρκους όταν υπήρχε κάποιο ζήτημα φορολογικό. Έτσι η αυτοδιοικούμενη Χίος καταφέρνει να διατηρήσει τις εμπορικές σχέσεις που είχε, ακόμα και με τη Δύση και τους πρώην κατακτητές της, ενώ παράλληλα αναπτύσσεται περισσότερο η βιοτεχνία και η καλλιέργεια, ειδικά της μαστίχας. Μεγάλη άνθηση γίνεται και στην παραγωγή του μεταξιού, με αποτέλεσμα οι Χιώτες έμποροι του μεταξιού να γίνουν οι βασικοί ανταγωνιστές, των αντίστοιχων Γάλλων και ειδικά των Ιταλών. Είναι φανερό πως η Χίος κατά την περίοδο αυτή της Τουρκοκρατίας περνούσε ίσως τη χρυσή της εποχή και η εμπορική της δραστηριότητα και οικονομική άνθηση είχαν κοινή ρίζα το λιμάνι, το οποίο δυστυχώς οι τουρκικές αρχές αμελούσαν σε μεγάλο βαθμό. 24 Πέραν από μερικές συντηρήσεις και επισκευές μικρής σχετικά κλίμακας οι Τούρκοι έδειξαν αδιαφορία σε ζητήματα τεχνικά που έπλητταν το λιμάνι, όπως το βυθό, το στενό στόμιο, τον ύφαλο και τον κίνδυνο αγκυροβολίου εντός των ορίων του λιμανιού εξαιτίας των βορείων ανέμων. Γνωρίζουμε συγκεκριμένα ότι τα μεγάλα κυρίως πλοία επέλεγαν να τα αράξουν στην εξωτερική πλευρά του λιμένα καθώς ο εσωτερικός λιμένας θεωρούνταν στενόχωρος, αβαθής και δυσείπλευστος. Η κατάσταση φαίνεται να χειροτερεύει τον 17ο αιώνα όταν ένα τμήμα του νότιου λιμενοβραχίονα καταρρέει από τρικυμία και βυθίζεται στα 5 με 6 πόδια κάτω από την στάθμη της θάλασσας, αποκολλώντας έτσι το Diamante σε αρκετή απόσταση ώστε να δημιουργείται σχεδόν νέο στόμιο για το λιμάνι γεγονός που προκαλούσε κίνδυνο ναυαγίου σε εισερχόμενα καράβια, ενώ μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα είχε καταστραφεί και ο δεύτερος λιμενοβραχίονας. Στα τέλη του 17ου αιώνα η οριοθέτηση του ναύσταθμου 23. Ζαχαρού-Λουτράρη, Αθ., Το Κάστρο της Χίου, Ιστορία και Περιήγηση, “Περιοδικό Χιόνη”, τευχ. 145, 2004, σελ. 26 24. Μίτσης, Ν., Χίος Το λιμάνι της πόλης και τα άλλα αγκυροβόλια του Νομού, Εκδ. Λιμενικό Ταμείο Χίου, Β’ έκδοση, Χίος, 2008, σελ. 36, 37, 38

42 | P a g e


γίνεται πλέον με τα απομεινάρια, τους τρεις προβλήτες και με το βραχίονα του μόλου 25, ενώ η κατάσταση μέχρι το 1810 φαίνεται να έχει χειροτερέψει τόσο ώστε κανένα μεγάλο εμπορικό καράβι να μη μπορεί να εισέλθει στο λιμάνι. Έτσι φτάνουμε στον τραγικό αποτυχημένο ξεσηκωμό των Χίων το 1822 όπου οι Τούρκοι εκδικούνται τους προνομιούχους Χιώτες με τη μεγάλη καταστροφή του νησιού, γεγονός που θα οδηγήσει τον Κωνσταντίνο Κανάρη να εκδικηθεί και αυτός εκ μέρους των Χίων.

Εικόνα 34 - Η πόλη της Χίου, χαλκογραφία του 1566-1574

Εικόνα 35 - Το λιμάνι της Χίου, χαλκογραφία του 1703

25. Ζαχαρού-Λουτράρη, Αθ., Χίος, πόλιν έχειν ευλιμένον, Η ιστορία του χιώτικου λιμανιού, Εκδ. Ομήρειο Πνευματικό Κέντρο Χίου, Χίος, 1997, σελ. 16, 17, 18

43 | P a g e


Εικόνα 36 - Το λιμάνι της Χίου, χαλκογραφία του 1872

Εικόνα 37 - Το λιμάνι της Χίου

44 | P a g e


Εικόνα 38 - Χάρτης του φρουρίου και της πόλης της Χίου το 1694

45 | P a g e


Μετά τα γεγονότα αυτά οι Τούρκοι φροντίζουν να στερεώσουν το Κάστρο και να οχυρώσουν το λιμάνι, αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο. Το λιμάνι στις αρχές του 18ου αιώνα περνάει σε περίοδο παρακμής καθώς αυξάνεται η φήμη και η εμπορική σημασία του λιμανιού της Σμύρνης, που βρίσκεται απέναντι από τη Χίο. Οι ευκαιρίες που παρέχει η Σμύρνη για οικονομική δραστηριότητα και ανάπτυξη είναι τόσο σημαντικές καθώς βλέπουμε ακόμα και Χιώτες εμπόρους να εγκαθίστανται εκεί. Παρ’ όλα αυτά η ναυτική δύναμη της Χίου θα επιβιώσει και θα συνεχίσει να παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στις εμπορικές δραστηριότητες της Μεσογείου μέχρι και το 1885. Παρ’ όλη αυτή τη θετική πορεία της ναυτιλίας της Χίου όλα αυτά τα χρόνια, οι Τούρκοι συνεχίζουν να αδιαφορούν για το λιμάνι και για τις προσχώσεις του Καλοπλύτη, καθώς δεν ξεκινούν διαδικασίες εκβάθυνσης. Παράλληλα ο Βροντάδος, αν και είχε τα περισσότερα πλοία, δεν διέθετε λιμάνι.26 Οι Χιώτες ξεκίνησαν προσπάθειες βελτίωσης της ναυτιλίας συγκαλώντας το 1879 Γενική Συνέλευση μεταξύ 74 Χιωτών εμπόρων με σκοπό να αποφασίσουν από κοινού τους όρους και τα επιχειρήματα με τα οποία θα έπειθαν τη Γενική Διοίκηση ώστε η Δημαρχεία να αναλάβει τον καθαρισμό του λιμανιού για το καλό του τόπου. Η προσπάθεια όμως αποτυχαίνει. Το επόμενο σημαντικό πλήγμα στην ιστορία του νησιού, ανάλογο με αυτό της καταστροφής του 1822, είναι ο τρομερός σεισμός του 1881 που προκάλεσε ανεπανόρθωτες ζημιές σε όλον τον αστικό ιστό της πόλης της Χίου. Το τραγικό αυτό συμβάν, θα κινητοποιήσει τους Τούρκους να λάβουν μία πιο ενεργή στάση σε ό,τι αφορά την αναζωογόνηση του λιμανιού, καθώς ξεκίνησαν μία διαδικασία σχεδόν ολικής αναβάθμισής του. Την ευθύνη της κατασκευής του νέου λιμανιού αναλαμβάνει με αυτοκρατορικό φιρμάνι η Εταιρεία Λιμένος και Προκυμαιών Χίου με ιδρυτές τον Νικόλαο Παντελίδη και τον Κωνσταντίνο Ηλιάσκο, ενώ το ρόλο του αρχιμηχανικού έφερε στους ώμους του ο Θεόδωρος Ν. Κορρέσιος. Με τη σύμβαση την οποία υπέγραψαν δίνεται σε αυτούς το προνόμιο της εκμετάλλευσης του λιμανιού από το 1895 και για τα επόμενα 50 χρόνια. Τα λιμενικά αυτά έργα άλλαξαν εντελώς τη μορφή του λιμανιού καταστρέφοντας τις προηγούμενες κατασκευές. Προστέθηκε με προσχώσεις μία χερσαία περιμετρική ζώνη και η διάταξη των λιμενοβραχιόνων άλλαξε. Έκλεισαν, λοιπόν, το λιμάνι με ισχυρά κρηπιδώματα τα οποία αποτελούνταν από μεγάλους ογκόλιθους χρησιμοποιώντας τα τεχνικά μέσα της εποχής. Ο βόρειος λιμενοβραχίονας προσφέρει πλέον προστασία στα εισερχόμενα καράβια από τους ανέμους, ενώ ο νότιος θα χρησιμοποιηθεί ως φάρος. Το πιο σημαντικό έργο όμως ήταν η εκβάθυνση του λιμανιού, η οποία πραγματοποιείται με “φαγάνα” της εποχής και η κατασκευή ολοκληρώνεται το 1898 ύστερα από χρόνια σκληρής δουλειάς.27

26. Μίτσης, Ν., Χίος Το λιμάνι της πόλης και τα άλλα αγκυροβόλια του Νομού, Εκδ. Λιμενικό Ταμείο Χίου, Β’ έκδοση, Χίος, 2008, σελ. 39, 40, 41, 43 27. Ζαχαρού-Λουτράρη, Αθ., Χίος, πόλιν έχειν ευλιμένον, Η ιστορία του χιώτικου λιμανιού, Εκδ. Ομήρειο Πνευματικό Κέντρο Χίου, Χίος, 1997, σελ. 21, 24, 25, 26,

46 | P a g e


Εικόνα 39 - Σχέδιο του λιμανιού της Χίου το 1876

Εικόνα 40 - Σχέδιο της πόλης της Χίου το 1911 με το νέο λιμάνι

47 | P a g e


Όσον αφορά την εικόνα του Κάστρου επί Τουρκοκρατίας στη Χίο, αντλούμε στοιχεία από την περιγραφή που δίνει ο Thevenot στα μέσα του 17ου αιώνα όπου “Αφού περάσει κάποιος από την Τρίτη θύρα βλέπει ωραίο οικοδόμημα με οικόσημα, που υπάρχει και σε άλλες οικίες. Τα κτίσματα είναι πολύ ψηλά κτισμένα με ωραίους πελεκητούς λίθους στολισμένα με καλλιτεχνικές παραστάσεις. Μεταξύ των άλλων κοσμημάτων άνωθεν της θύρας έχει ανάγλυφον εικονίζον την είσοδον του Κυρίου εις Ιερουσαλήμ, αρίστης εκτελέσεως. Οι δρόμοι είναι ευθείς και ευρύχωροι. Από έναν μπορούσαν να περάσουν δύο κατά μέτωπον άμαξες. Οι εκκλησίες όμως καταστράφηκαν εκτός από δύο που έγιναν τζαμιά”.28 Σημαντική για το Κάστρο αποδείχθηκε μία μικρή περίοδος μερικών μηνών στα τέλη του 17ου αιώνα (το 1694), όπου η Χίος καταλήφθηκε από τους Βενετούς. Η επιχείρηση αυτή των Βενετών αποτελούσε δευτερεύουσα στρατιωτική επιχείρηση της ενετικής εκστρατείας, καθώς σκοπός τους ήταν ο αντιπερισπασμός και πρόκληση έμμεσης ζημιάς στους Οθωμανούς. Ο ενετικός στρατός, με αρχηγό τον Antonio Zeno, αφού κατέλαβε το φρούριο ξεκίνησε αμέσως διαδικασίες επισκευής των ζημιών που προκλήθηκαν κατά την πολιορκία, ενώ οι πλέον απαρχαιωμένες οχυρώσεις, που διατηρούσαν ακόμα τη μορφή που είχαν κατά τη γενουοκρατία αναβαθμίζονται με μοντερνιστικές παρεμβάσεις βασισμένες στα σχέδια Γάλλου μηχανικού. Το έργο τους όμως δεν ολοκληρώθηκε, μιας και σε 5 μήνες οι Βενετοί αναγκάστηκαν να παραδώσουν την πόλη αμαχητί στους Τούρκους. Οι Τούρκοι οι οποίοι δεν είχαν ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη συντήρηση του φρουρίου, συνέχισαν τις παρεμβάσεις των Βενετών στο Κάστρο, τις οποίες και ολοκλήρωσαν μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα.29 Οι μεγάλες ενισχύσεις των τειχών ξεκινούν το 1713 επί Χατζή Ιβραήμ πασά και αργότερα το 1748. Πραγματοποιείται ενίσχυση των τειχών, ενώ γίνεται και προσθήκη ενός μικρού ισχυρού φρουρίου (το Μπούρτζι) στη δεξιά άκρη του μόλου, στην είσοδο του λιμανιού. Σταδιακά ο χαρακτήρας του φρουρίου αποκτά Οθωμανική ταυτότητα, καθώς κτίστηκαν τζαμιά και εγκαταστάθηκαν βρύσες και λουτρά. Όπως προαναφέραμε μέσα στα όρια του Κάστρου διέμενε κυρίως ο τουρκικός πληθυσμός, μεταξύ αυτών η τουρκική φρουρά και οι διοικητικοί υπάλληλοι, με εξαίρεση την παρουσία μερικών Εβραίων. Τα γεγονότα της ελληνικής επανάστασης του 1821 και οι μάχες που δόθηκαν προκάλεσαν μερικές ζημιές στο Κάστρο, έτσι που το 1828 οδήγησαν τον Ιουσούφ πασά να φέρει τριάντα τεχνίτες από την Κωνσταντινούπολη ώστε ξεκίνησαν περαιτέρω διεργασίες επισκευής αλλά και ενίσχυσης των αμυντικών δυνατοτήτων του φρουρίου. Παράλληλα διευρύνεται και εμβαθύνεται η τάφρος που περιτριγυρίζει το Κάστρο, ενώ κατεδαφίζονται οικήματα γύρω από αυτό. Αυτές θα είναι και οι τελευταίες επισκευές που γίνονται στο φρούριο από τους Τούρκους. Δυστυχώς λίγο μετά ξεκινάει μία αργή διαδικασία εγκατάλειψης του Κάστρου και το τελικό χτύπημα έρχεται να δώσει ο σεισμός του 1881, ο οποίος προκαλεί το γκρέμισμα πολλών σπιτιών, τεμενών αλλά και των άλλων μεγαλύτερων κτιρίων, αφήνοντας πίσω του ένα σωρό από ερείπια, μεταβάλλοντας ιδιαίτερα την εσωτερική όψη του Κάστρου. Παράλληλα τα λιμενικά έργα του 1895-1898 θα συντελέσουν στην καταστροφή μέρους της νότιας πλευρά των τειχών.30 28. Ζαχαρού-Λουτράρη, Αθ., Το Κάστρο της Χίου, Ιστορία και Περιήγηση, “Περιοδικό Χιόνη”, τευχ. 145, 2004, σελ. 26, 28 29. Nicole, David, Ottoman Fortifications 1300-1710, Σημειώσεις Παρουσίασης “Ottoman Fortifications 1300-1710” 30. Ζαχαρού-Λουτράρη, Αθ., Το Κάστρο της Χίου, Ιστορία και Περιήγηση, “Περιοδικό Χιόνη”, τευχ. 145, 2004, σελ. 29, 30, 31, 32

48 | P a g e


Η Αιμ. Σάρου μας δίνει μία εξαιρετικά στενάχωρη εικόνα της κατάντιας του μετασεισμικού φρουρίου στις αρχές του 20ου αιώνα όπου περιγράφει “Συνοικισμός ακαλλαίσθητος και ενιαχού βρωμερός, οδοί σκολιαί, τζαμία καταρρέοντα, λουτρά εγκαταλελειμένα, κοιμητήρια έρημα και κατεστραμμένα, έλλειψις ζωής ενί λόγω δίδουση τας γραμμάς της πτωχής του κάστρου εικόνος”.31 Με εξαίρεση την σταδιακή υποβάθμιση του Κάστρου, η Χίος όπως προαναφέραμε περνάει μία εποχή ευημερίας και προόδου, γεγονός το οποίο έχει επιπτώσεις και στον δομημένο χώρο, ιδιαίτερα στην εκτός του φρουρίου πόλη, η οποία μέχρι τις καταστροφές του 19ου διατηρεί τον αμφιθεατρικό της χαρακτήρα. Η συνεχής αδιαφορία των Τούρκων για την εκτός του Κάστρου πόλη θα της επιτρέψει να διατηρήσει την όψη ιταλικής πόλης, ενώ η σταδιακή υποβάθμιση του φρουρίου και του λιμανιού δεν θα την επηρεάσουν. Η πόλη θα συνεχίσει να διατηρεί μεγαλοπρεπείς οικίες, στρωμένους δρόμους με πλάκες ή κυβόλιθους και πυκνές συνοικίες με μεγάλες ή μικρές εκκλησίες.

Εικόνα 41 - Η δυτική πλευρά του Κάστρου μετά το σεισμό σε ξυλογραφία του 1881

Εικόνα 42 - Η πόλη μετά το σεισμό σε ξυλογραφία του 1881

31. Σάρου, Αιμ., Το Κάστρον της Χίου, Εκδ. Π.Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα, 1916, σελ. 147

49 | P a g e


Σημαντική πηγή πληροφοριών για τον αστικό ιστό της πόλης κατά την Τουρκοκρατία αποτελεί χάρτης (Εικόνα 38) που συντάχθηκε πάνω από έναν αιώνα μετά την κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς. Ο χάρτης αυτός χρονολογείται συγκεκριμένα το 1694. Μπορούμε επίσης να υποθέσουμε ότι δε συνέβησαν μεγάλες αλλαγές στον οικιστικό ιστό, καθώς οι Τούρκοι δεν έδιναν πολύ σημασία σε ζητήματα ρυμοτομίας και καινοτομιών. Η πρώτη παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε είναι ότι η πλατεία του Φόρου φαίνεται να είναι πλέον πλήρως καλυμμένη από οικοδομές, ενώ δίπλα στην παραλία και παράλληλα με τη νοτιοδυτική παρειά του Κάστρου φαίνεται να υπάρχει επίμηκες οικοδόμημα, το οποίο μάλλον ήταν η στεγασμένη αγορά που αναφέρεται σε μερικές πηγές. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το οδικό σύστημα το οποίο έχει αρχίσει να παίρνει την σημερινή του μορφή καθώς οδοί της πόλης του 1694 ταυτίζονται απόλυτα με οδούς της σύγχρονης Χίου. Ως παράδειγμα έχουμε την οδό προς Φραγκομαχαλά η οποία ταυτίζεται με τη σημερινή οδό Κωνσταντίνου Μονομάχου, την οδό Παλαιοκάστρου με τη Χάνδακος και Εθνάρχου Μακαρίου, και την οδό Ράμνης. Διαφορά όμως παρουσιάζει η οδός Απλωταριάς, η οποία βρισκόταν δυτικότερα από τη σημερινή. Ξεκινούσε από την τάφρο και περνούσε από τον σημερινό Δημοτικό Κήπο, κατευθυνόμενη δυτικότερα της Απλωταριάς φτάνοντας στο νότιο τμήμα, εκεί που βρίσκεται σήμερα η οδός Μεσολογγίτη. Το μόνο σημείο της στο οποίον ταυτίζεται με τη σημερινή είναι ο κόμβος της Απλωταριάς με τις οδούς Καλαμπόκα και Ατσικής. Η διασταύρωση αυτή υπήρχε και τότε αλλά όχι στο ίδιο σημείο, περίπου στη διακλάδωση των οδών Μεσολογγίτου και Δαλασσινού, όπου η πρώτη περνούσε από τον Καμένο Πύργο με κατεύθυνση νοτιοανατολικά της σημερινής οδού Βερίτη και η δεύτερη περνούσε από τον Γοτθικό Πύργο κατευθυνόμενη προς τα βορειοδυτικά και έφτανε μέχρι το πέρασμα του σημερινού ποταμού Παρθένη. Το βασικό οδικό δίκτυο εκτεινόταν ακτινωτά ξεκινώντας περίπου από τη νοτιοδυτική γωνία του φρουρίου. Εκτός όμως από τους βασικούς οδικούς άξονες φαίνεται να υπήρχε και μεγάλος αριθμός αδιεξόδων και ακανόνιστων οδών. Αυτή η δυναμική και χωρίς προσχεδιασμό ανάπτυξη της πόλης φαίνεται καθαρά στο χάρτη του 1694 όπου ο παραδοσιακός ιστός χαρακτηρίζεται από ακανόνιστη γεωμετρική οργάνωση και είναι εντελώς ασυμβίβαστος με ορθολογικό σχεδιασμό, καθώς οι κατοικίες δε διαρθρώνονται σε οικοδομικά τετράγωνα. Τα κτίσματα οργανώνονται γύρω από πυρήνες με περίκλειστους υπαίθριους χώρους και με τις εκκλησίες να καταλαμβάνουν τη θέση του κοινωνικού κέντρου, όπου είναι συχνά χωροθετημένες στο κεντρικό “αίθριο” των κλειστών οικοδομικών νησίδων, συνθέτοντας έτσι τις γειτονιές τις πόλης. Στο χάρτη του 1694 είναι εμφανείς και ο διαχωρισμός της πόλης σε συνοικίες, οι οποίες φαίνεται να οργανώνονται γύρω από εκκλησίες. Ο πολεοδομικός ιστός μπορεί να χαρακτηριστεί ως πυκνός, ενώ φαίνεται πως εισχωρούσαν μέσα σε αυτόν οι κήποι και τα περιβόλια. Ο κοινωνικός και θρησκευτικός διαχωρισμός της πόλης είναι ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο καθώς συναντάμε χριστιανούς ορθόδοξους, χριστιανούς καθολικούς, μουσουλμάνους και Εβραίους, όπου η κάθε θρησκευτική κοινότητα είχε την ξεχωριστή της συνοικία με κοινό τόπο συνάντησης την αγορά στο κέντρο της πόλης. Ο παλαιοκώδικας του 1762 μας δίνει επιπλέον πληροφορίες που αφορούν συνοικίες, τοποθεσίες και ενορίες, μεταξύ αυτών τον Σαγιάκουμο, τον σημερινό Άγιο Ιάκωβο, του Πάπου, τη Μεταξοφόρο, τα Αργαστηράκια, τον Άγιο Ευστράτιο στη συνοικία της Βλατταριάς και το Ρεπάρο, συνοικισμό του Παλαιόκαστρου.

50 | P a g e


Εικόνα 43 - Η εξάπλωση του οδικού δικτύου της πόλης όπως προκύπτει από το χάρτη του 1694

Εικόνα 44 - Το οδικό δίκτυο του 1694

Εικόνα 45 - Η οργάνωση των συνοικιών στα χρόνια της Τουρκοκρατίας

51 | P a g e


Το Βουνάκι είχε κατά το 19ο αιώνα τη μεγαλύτερη έκταση ελεύθερου χώρου , εφόσον πλέον δεν υπήρχε η αγορά και τα παλαιότερα οικοδομήματα, ενώ η χρήση του αφορούσε κυρίως την εκπαίδευση των Τούρκων φέροντας την ονομασία Κιλίτζ-Μεϊντάν (πλατεία του ξίφους). Παράλληλα τους χειμερινούς μήνες αποτελούσε χώρο περιπάτου και αναψυχής. Το 1843 σε αυτή την περιοχή οικοδομείται από το Σουλτάνο Μετζήτ το μουσουλμανικό τέμενος που στέκεται ακόμα και σήμερα. Σε κοντινή απόσταση και νότια του τεμένους βρισκόταν και η αγορά αποτελούμενη από παράλληλες σειρές μικρών καταστημάτων. Νότια της πλατείας βρισκόταν το διοικητήριο, γνωστό και ως Κονάκι στο ισόγειο του οποίου στεγάζονταν τα δικαστήρια, η αστυνομία και το δημαρχείο, ενώ στον όροφο τα γραφεία της διοίκησης. Η παραλιακή οδός, ο Κάτω Αιγιαλός, μπορεί να ταυτιστεί σήμερα με την οδό Βενιζέλου που εκτεινόταν από το τελωνείο μέχρι και τα τουρκικά νεκροταφεία στα νότια. Η πόλη της Χίου εμφάνιζε ακόμα και αξιόλογα δημόσια κτίρια. Μεταξύ αυτών έχουμε πληροφορίες για τη Σχολή της Χίου, η οποία οικοδομήθηκε το 1792, στεγασμένη σε ευρύχωρο προϋπάρχον κτίριο με αυλή και κήπο. Η Βιβλιοθήκη αποτελούσε άλλο μεγαλοπρεπές οικοδόμημα και ήταν κατασκευασμένη το 1817, αλλά δεν ταυτίζεται με τη σημερινή, καθώς αυτός ο χώρος ξέρουμε ότι καταλαμβανόταν από τα Σπιτάλια, τα οποία αποτελούνταν από το Νοσοκομείο, το Γηροκομείο και το Πτωχοκομείο, ολοκληρωμένα το 1780. Στην περιοχή του Επάνω Αιγιαλού, βόρεια του φρουρίου, βρισκόταν το Λαζαρέττο, που ήταν το Λοιμοκομείο της πόλης. Οι τραγικές καταστροφές του 19ου αιώνα θα προκαλέσουν ανεπανόρθωτες ζημιές και στην εκτός των τειχών πόλη. Το 1822 η πόλη τυλίγεται στις φλόγες καθώς οι Τούρκοι προκαλούν πυρκαγιές από τις 11 Απριλίου μέχρι και τις 24 Μαΐου αφήνοντας την λαμπρή πόλη της Χίου αγνώριστη. Οι οικοδομές διατηρούν μόνο το σκελετό τους αφού οι στέγες έχουν καταρρεύσει και το εσωτερικό τους έχει είτε λεηλατηθεί είτε καεί, ενώ οι επιζήσαντες ξεκινούν να την εγκαταλείπουν. Το 1829 θα ξεκινήσει η πρώτη ανοικοδόμηση, αλλά δε θα περάσει πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι την καταστροφή του 1881, όπου ο μεγάλος σεισμός θα αφανίσει εντελώς ό,τι είχε απομείνει από την αρχιτεκτονική των χρόνων της Γενουοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. Παρ’ όλη την καταστροφή το πνεύμα των Χίων δεν πτοείται. Θα ξεκινήσει μία νέα ανοικοδόμηση όπου πάνω από τα ερείπια των παλιών οικοδομών κτίζονται οι καινούργιες. Η οικοδόμηση ήταν εκτεταμένη, αλλά η συνεχής αδιαφορία των Τούρκων σε οποιαδήποτε νεωτεριστική ιδέα θα επιτρέψει στο ρυμοτομικό σχέδιο να διατηρήσει την ίδια οργάνωση με πριν, όπου διατηρούνται στενοί δρόμοι και πολλά αδιέξοδα, το δε οδικό δίκτυο παίρνει την μορφή που παρουσιάζει και σήμερα. Διατηρούνται ακόμα η ίδια οργάνωση των συνοικιών, η ίδια χωροθέτηση των κεντρικών λειτουργιών και η ίδια διείσδυση στον πολεοδομικό ιστό των κτημάτων και των κήπων.

Εικόνα 46 - Χαλκογραφία που απεικονίζει βρύση στην πλατεία Βουνακίου

52 | P a g e


Εικόνα 47 - Τα ερείπια της Απλωταριάς

Εικόνα 48 - Τα ερείπια του Εγκρεμού

Εικόνα 49 - Φωτογραφία από τα ερείπια του Εγκρεμού

Εικόνα 50 - Φωτογραφία από τα ερείπια του Κάτω Αιγιαλού

53 | P a g e


Η ακμάζουσα οικονομία και κοινωνία, κυρίως των Χίων της διασποράς, έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη μορφή που πήραν τα νέα κτίρια που κατασκευάστηκαν. Αν και υστερούσαν σε σχέση με τα μνημειώδη οικοδομήματα της Γενουοκρατίας, ήταν καλοκατασκευασμένα και ανάλογα με τη σημασία της πόλης, καθώς οι χρήσεις τους ταιριάζανε πλήρως σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο της εποχής. Η ίδια ακμάζουσα οικονομία και κοινωνία θα επιτρέψει ακόμα και στο να αποκατασταθούν μερικά από τα κτίρια που κατέστρεψε ο σεισμός. Όσον αφορά στα ίχνη της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής μπορούμε να αντλήσουμε ορισμένα στοιχεία, όχι μόνο από τα ελάχιστα κτίρια που απομένουν ακόμα, αλλά και από μελέτες όπως αυτές του Πικιώνη και του A. Smith, στις οποίες έχουν καταγράψει ακόμα και κτίρια τα οποία δε σώζονται πλέον. Οι φάσεις που πέρασε η αρχιτεκτονική της Χίου την περίοδο της Τουρκοκρατίας είναι κυρίως δύο, συγκεκριμένα: •

Η εποχή της μεγάλης αρχιτεκτονικής που αποτελεί συνέχεια της μεγάλης αρχιτεκτονικής της Γενουοκρατίας που διαρκεί μέχρι το 1800. Χαρακτηρίζεται κυρίως από τα διώροφα σπίτια κατασκευασμένα κατά το συνεχές οικοδομικό σύστημα, ενώ είναι ευρεία η χρήση λαξευτής πέτρας και μαρμάρου σε συνδυασμό με τη χρήση αρχιτεκτονικών μελών, όπως καλλιτεχνικών έργων της μαρμαροτεχνίας και της λιθοξοϊκής. Αυτή η αρχιτεκτονική εξέφραζε ακόμα και τις επιρροές της βυζαντινής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς.

Η αρχιτεκτονική μετά το 1800, όπου εφαρμόζονται νέοι τρόποι δομής και μια πιο συγκεχυμένη μορφολογία. Παράλληλα το εμπόριο της ξυλείας διεισδύει στις πόλεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας το 19ο αιώνα, τροποποιώντας έτσι τις προηγούμενες μορφές μέσω της ευρύτερης χρήσης του ξύλου με την οποία φαίνεται να ξεκινάει η κατασκευή σαχνισιών και κιοσέδων. Είναι αισθητές ακόμα και οι επιρροές από τα ρεύματα του κλασικισμού και του εκλεκτικισμού, στοιχεία τα οποία σε συνδυασμό με την παραδοσιακή, μεγάλη αρχιτεκτονική, οδηγούν σε πιο συγκεχυμένο και ιδιότυπο αρχιτεκτονικό ύφος.

Τα υλικά κατασκευής που χρησιμοποιήθηκαν δεν ήταν μόνο ντόπια αλλά και εισαγόμενα. Το πιο βασικό ντόπιο υλικά ήταν η θυμιανούσικη πέτρα, με κύριο χαρακτηριστικό της τα ζωηρά χρώματα, τα οποία κυμαίνονταν από το κίτρινο της ώχρας μέχρι το σκούρο κόκκινο και το βαθύ ιώδες, επιτρέποντας έτσι τη δημιουργία εντυπωσιακών χρωματικών συνθέσεων και αρχιτεκτονικών μελών. Άλλα ντόπια υλικά ήταν τα γκρίζα μάρμαρα για κίονες και επιστρώσεις, τα κεραμίδια, ο ασβέστης, ειδικές ποιότητες άμμου για τη σύνθεση κονιαμάτων ή ξυστών, καθώς και βότσαλα λευκά ή μαύρα για επιστρώσεις δαπέδων. Όσον αφορά τα εισαγόμενα υλικά, μεταξύ αυτών ήταν το παριανό μάρμαρο, το λευκό μάρμαρο, η μαύρη ιταλική πέτρα για γλυπτά και ξεχωριστής σημασίας αρχιτεκτονικά μέλη, υαλοπίνακες για τα παράθυρα, καθώς και η σκούρα συμπαγής πέτρα που ερχόταν από την Ερυθραία της Μικράς Ασίας. Στη συνέχεια θα προχωρήσουμε σε μία σύντομη ανάλυση των επιμέρους αρχιτεκτονικών στοιχείων των κτιρίων της πόλης, που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, δημιουργώντας έτσι μία πιο συγκεκριμένη εικόνα της μορφολογίας της αστικής Χίου.

54 | P a g e


Οι τοιχοποιίες Οι τοιχοποιίες των προσόψεων ήταν πάντοτε λαξευτές, σε ισόδομο σύστημα αλλά με αφανείς αρμούς, ενώ υπήρχαν και περιπτώσεις όπου οι αρμοί τονίζονταν είτε με τούβλα ή με μικρές τετράγωνες πέτρες σε σειρά. Όσον αφορά το εσωτερικό μέρος του τοίχου, χρησιμοποιούνταν η τεχνική της αργολιθοδομής με σοβάντισμα. Οι θόλοι Υπήρχε η δυνατότητα κατασκευής θόλων οι οποίοι μπορούσαν να καλύψουν τολμηρά ανοίγματα, εφόσον η θολοδομία ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη. Η κατασκευή μαρτυρεί ταυτόχρονα ειδικές γνώσεις και σχεδιασμό, στοιχεία τα οποία είχαν κληρονομηθεί τόσο από τα βυζαντινά όσο και από τα γενουατικά χρόνια. Στους θόλους εφαρμόζονταν λαξευμένοι θολίτες ή πλακοειδείς λίθοι μικρού μεγέθους, που κτίζονταν πάντοτε με τη βοήθεια ξυλότυπου. Τα είδη των θόλων που μας είναι γνωστά ήταν ημικυλινδρικές καμάρες, σταυροθόλια μεμονωμένα ή σε σειρά, μοναστηριακοί, επιμηκυσμένοι μοναστηριακοί ή σκαφοειδείς και σκαφοειδείς με τις γενέσεις τους σε σειρά τοξυλίων που πατούσαν σε προβόλους, συνηθισμένη τεχνική για τη στέγαση μεγάλων χώρων. Οι τραβάκες Οι τραβάκες αποτελούσαν τετρακλινείς οξυκόρυφες στέγες, όπου δύο οριζόντια τετράπλευρα ξύλινα πλαίσια και τέσσερα γωνιακά ξύλα κρατούσαν τις πυκνά τοποθετημένες τεγίδες πάνω από τις οποίες υπήρχαν επιστρώσεις σανιδιών και πελώριων κεραμιδιών. Την ίδια περίοδο οι τραβάκες φαίνεται να συνυπήρχαν και με επίπεδες στέγες, οι οποίες όμως πρέπει να αποτελούσαν νεότερο τρόπο στέγασης. Τα κλιμακοστάσια Ως αρχιτεκτονικό στοιχείο, τα κλιμακοστάσια είχαν μνημειώδη χαρακτήρα καθώς οι διαστάσεις τους ήταν άνετες. Ήταν κατασκευασμένα από λαξευμένη πέτρα ενώ φαίνεται να δινόταν ιδιαίτερη προσοχή στη διακόσμηση των στηθαίων με γλυπτές διακοσμήσεις. Σε μερικές περιπτώσεις στεγάζονταν και με περίτεχνο θόλο. Τα ανοίγματα Ο τρόπος κατασκευής των θυρών και των παραθύρων μαρτυρεί τις καλλιτεχνικές προθέσεις της αρχιτεκτονικής. Τα παράθυρα φέρουν φαρδιά πλαίσια από μονοκόμματα πουριά ενώ παρουσιάζουν και υπερκείμενο ανακουφιστικό τόξο και ημικυκλική διάτρητη πλάκα στο τύμπανο. Από την άλλη, οι εξώπορτες φέρουν συνήθως τοξωτό υπέρθυρο, παραστάδες με βάση και επίκρανο δεξιά και αριστερά, ενώ έφεραν και ανάγλυφες διακοσμήσεις. Πολλές εξώπορτες διακοσμούνταν με λιθανάγλυφα ή οικόσημα. Οι δεξαμενές Οι κατοικίες είχαν στο εσωτερικό τους θολοσκέπαστε δεξαμενές με σκοπό να συσσωρεύεται σ’ αυτές το νερό της βροχής. Παράλληλα μπορεί να υπήρχαν και πηγάδια στις αυλές, τα οποία σύμφωνα με αναφορές αποτελούσαν βασικό συστατικό των ιδιοκτησιών.

55 | P a g e


Οι προσόψεις Οι προσόψεις, σαν σύνολο και συνδυασμός πολλών από τα προηγούμενα αρχιτεκτονικά στοιχεία που αναφέραμε, αποτελούσαν αριστουργήματα της λιθοξοϊκής. Χαρακτηριστικό στοιχείο των προσόψεων ήταν οι προεξοχές που δημιουργούνταν προς στην πλευρά του δρόμου, στηριζόμενες πάνω σε σειρά τοξυλίων ή ακόμα και σε συνεχές κυμάτιο. Ανάλογο παράδειγμα προεξοχής που συναντάται εκείνη την περίοδο ήταν και το σαχνησί, στη Χίο με ρίζες στην οθωμανική αρχιτεκτονική μετά τον 16 ο αιώνα. Τα σαχνισιά της πόλης της Χίου ήταν ξύλινα ή λίθινα. Η χρήση συγκεκριμένα του ξύλινου σαχνισιού φαίνεται να ξεκινάει το 1800, όπου χρησιμοποιείται ευρέως το ξύλο ως οικοδομικό υλικό. Έτσι άρχισαν να κατασκευάζονται στον όροφο ξύλινες πλαισιωτές κατασκευές. Την ίδια περίοδο εμφανίζονται και οι ξυλόπηκτοι τοίχοι, κοινώς τσατμάδες.32

Εικόνα 51 - Θόλος της οικίας Γλύκα

32. Μονιούδη-Γαβαλά, Δ., Η Πόλη της Χίου, Κοινωνία, Πολεοδομία, Αρχιτεκτονική, Εκδ. Ιδιωτική, Αθήνα, 2002, σελ. 66, 68, 69, 77, 78, 81, 84, 85, 90, 94, 96, 98, 101, 102, 103, 106, 107, 108

56 | P a g e


Εικόνα 52 - Θόλοι επιμηκυσμένοι μοναστηριακοί ή σκαφοειδής

Εικόνα 53 - Παραδείγματα ημικυλινδρικής καμάρας, σταθροθόλιου και μοναστηριακού θόλου

Εικόνα 54 - Θόλος με λιονέττες

57 | P a g e


Εικόνα 55 - Τομή τραβάκας

Εικόνα 56 - Κάτοψη τραβάκας

58 | P a g e


Εικόνα 57 - Πρόσοψη οικίας από το Λεύκωμα Πικιώνη

Εικόνα 58 - Πρόσοψη του ισογείου ιδιαίτερα ενδιαφέροντος μορφολογικά κτιρίου

59 | P a g e


Εικόνα 60 - Ισόγειο κατάστημα από το Λεύκωμα Πικιώνη

60 | P a g e


Εικόνα 61 - Θολωτή κατασκευή στο γοτθικό πύργο στις παροιφές της πόλης

61 | P a g e


62 | P a g e


2. ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΧΙΟΥ, ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΦΑΣΕΙΣ

63 | P a g e


2.1. Οι Ενάλιες Οχυρώσεις Η ενάλια οχύρωση του Κάστρου αποτελείται από τρία βασικά τμήματα, τον βορειοανατολικό, γωνιακό προμαχώνα, ο οποίος φέρει το όνομα Zeno προς τιμήν του Ενετού ναυάρχου κατακτητή της Χίου Antonio Zeno, το ανατολικό ενάλιο τείχος στο μέσον της οχύρωσης καθώς και το νοτιοανατολικό γωνιακό του τμήμα.

Εικόνα 62 - Κάτοψη των τειχών του Κάστρου της Χίου

Εικόνα 63 - Χάρτης του Κάστρου της Χίου

64 | P a g e


2.1.1. Ο Προμαχώνας του Zeno Ξεκινώντας με τον προμαχώνα του Zeno, η πρώτη παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε είναι ότι, όπως και πολλά άλλα σημεία του φρουρίου, δεν χαρακτηρίζεται από κατασκευαστική ομοιογένεια. Αν και έχει χρονολογηθεί με ακρίβεια στην περίοδο της βραχείας ενετικής κατοχής του νησιού παρουσιάζει ποικιλία στις φάσεις κατασκευής του καθώς έχουν ενσωματωθεί σε αυτόν και επόμενα οχυρωματικά έργα. Ο προμαχώνας παρουσιάζει καμπυλόμορφο σχήμα, χαρακτηριστικό που μας οδηγεί στο να σκεφτόμαστε πρακτικές και θεωρίες της περιόδου της Αναγέννησης, πριν από τη σχεδόν γενικευμένη διάδοση του πενταγωνικού προπυργίου. Στον προμαχώνα μπορεί ακόμα να αναγνωριστεί ένα παλαιότερο τμήμα προς τη θάλασσα, ελαφρώς υπερυψωμένο από τη μία μεριά, πιο ογκώδες και σε μεγαλύτερο υψόμετρο από την αρχική τάφρο. Η παρουσία των μικρών ανοιγμάτων των πολεμιστρών είναι ακόμα αισθητή, καθώς εμφανίζονται σχεδόν άθικτες σε φωτογραφίες των αρχών του 20ου αιώνα. Ακόμα έχουμε παρουσία εξωτερικού τοιχώματος τραπεζοειδούς σχήματος και εσωτερικό πυρήνα. Το βόρειο άκρο του προμαχώνα υπέστη κατάρρευση, η οποία επιδεινώθηκε περαιτέρω από την επιθεώρηση του 1982 για την πτώση ενός τοίχου κάθετα προς την εξωτερική όψη. Έτσι φανερώθηκαν και ίχνη του αρχικού δαπέδου ενός δωματίου χαμηλότερου επιπέδου από αυτό του φρουρίου, το οποίο ίσως αποτελούσε άνοιγμα για υπόγειο αερισμό. Μία ακόμα συνέπεια αυτής της κατάρρευσης ήταν και η πρόσβαση σε εσωτερική σκάλα που οδηγεί στο υπόγειο. Στο κέντρο της κατασκευής υψώνεται σχεδόν άθικτος πύργος σε σχήμα πενταγώνου, ανοιχτός προς τη μεριά της ακρόπολης, ο οποίος καλύπτει κλιμακοστάσιο σε κυλινδρική καμάρα, κατασκευασμένη με λιθοδομή, ενώ το εξωτερικό του κέλυφος έχει κτιστεί από τετράγωνες ηφαιστειακές πέτρες, ερχόμενες από τη χερσόνησο της Ερυθραίας. Στο εσωτερικό των τοίχων υπάρχουν κυλινδρικές τρύπες, πιθανώς ίχνη ύπαρξης ξύλινων ικριωμάτων, καθώς συναντώνται και σε άλλους πύργους της Γενουατικής περιόδου αλλά και σε πολύ παλαιότερα μνημεία, όπως την εκκλησία της Παναγίας Κρίνα του 12 ου αιώνα, σε απόσταση περίπου 10 χιλιομέτρων από το φρούριο. Στο εξωτερικό φαίνεται να διατηρείται μωσαϊκό τοπικής τεχνικής ενώ στον πυρήνα παραμένουν ίχνη πέτρινων πολεμιστρών με δύο ανοίγματα σε κάθε πλευρά στη γωνία συνάντησης των δύο κορτίνων των τειχών. Στο εσωτερικό έχει δημιουργηθεί καμάρα για τη διευκόλυνση της διαμετακόμισης στο οχυρό, στοιχείο που παρουσιάζεται και σε άλλα ενετικά φρούρια. Στο δυτικό άκρο του προμαχώνα παραμένουν ακόμα δοκάρια από σκούρα πέτρα, προερχόμενη και αυτή από τη χερσόνησο της Ερυθραίας και συγκεκριμένα από τα ερείπια της πόλης της Φώκαιας. Απομεινάρια πιο πρόσφατων μικρότερων τοίχων φαίνεται να ανήκαν σε μικρό εστιατόριο, το οποίο απλωνόταν προς τα ανατολικά του πενταγωνικού πύργου πριν από περίπου μερικά χρόνια.

65 | P a g e


Εικόνα 64 - Κάτοψη δώματος του προμαχώνα του Zeno (H)

Εικόνα 65 - Κάτοψη του προμαχώνα του Zeno (H)

66 | P a g e


Στη συνέχεια, μία ανάλυση των χαμηλότερων επιπέδων του προμαχώνα μπορεί να μας κάνει πιο ξεκάθαρα ορισμένα ιστορικά γεγονότα. Το πρώτο πράγμα που παρατηρούμε είναι μία περιμετρική στοά ή οποία δίνει στα κανονιοφόρα πρόσβαση στις πολεμίστρες. Οι πολεμίστρες αυτές είναι προφανώς πυκνότερες σε αριθμό στη μεριά που κοιτάει στη θάλασσα, ενώ καθώς ο τοίχος του προμαχώνα συνεχίζει, οι πολεμίστρες όλο και αραιώνουν. Αν και το σχήμα τους είναι παρόμοιο οι διαφορές που παρουσιάζουν είναι αξιοσημείωτες, καθώς τα ανατολικά υποστήριζαν παλαιότερα πυροβόλα όπλα ενώ τα υπόλοιπα ανοίγματα είναι πιο πρόσφατα και μεγαλύτερα. Έτσι επιβεβαιώνεται και το εξωτερικό υψόμετρο καθώς κάτω από τη μεταγενέστερη υπερκάλυψη, υπάρχουν τείχη τριών τριγωνικών σημείων με στενή κεντρική σχισμή και ενδιάμεσα ανοίγματα για το πυροβολικό. Όπως ειπώθηκε και πριν το σχέδιο των κανονιοφόρων των δύο φάσεων είναι παρόμοιο, παρουσιάζει τετράγωνα ανοίγματα περίπου ενός μέτρου για τα στόμια των κανονιών και ελαφρώς μικρότερα ανοίγματα πάνω από αυτά που αποσκοπούσαν στον εξαερισμό του χώρου. Ξεχωριστά χαρακτηριστικά παρουσιάζουν δύο κανονιοφόρα στη δυτική πλευρά του προμαχώνα, τα οποία έχουν μεγαλύτερες διαστάσει και παρουσιάζουν εσοχές για την υποστήριξη πυροβολικών όπλων, προφανώς μεγαλύτερης διαμέτρου. Το δυτικό τμήμα της στοάς αυτής των κανονιοφόρων καταλήγει σε ανασκαφή της τοιχοποιίας που εκτελείται για να επιτευχθεί σύνδεση με τις εσωτερικές σήραγγες. Παράλληλα στο αντίθετο άκρο η απόφραξη των δύο κανονιοφόρων επιδεικνύει το μικρότερο πάχος του τοίχου, δίνοντας μας μία άποψη της αρχικής μορφής του προμαχώνα. Η στοά εξυπηρετείται από δύο συνδετικές σκάλες, εκ των οποίων η μία είχε μπλοκαριστεί από την κατασκευή μιας ανέπαφης πόρτας, πιθανώς κατά την ενετική αναδιαμόρφωση. Στο εσωτερικό του προμαχώνα υπάρχει ένα περιβάλλον ακανόνιστου σχεδίου και ένα πέρασμα που τρέχει στο κάτω μέρος του μεσαιωνικού, πενταγωνικού πύργου, ενώ στο τέλος του χωρίζεται από αυτόν και διακόπτεται από καταρρεύσεις. Ακόμη και έτσι, αυτά τα υπόγεια ίχνη μας δίνουν την ευκαιρία να κάνουμε περαιτέρω εξέταση των τοίχων που βρίσκονται στη βάση του πύργου. Οι τοίχοι αυτοί αποτελούν μεγάλους όγκους, ύψους περίπου 0.5μ. και μήκους 1.5μ., δομημένοι από επαναχρησιμοποιημένη πέτρα της Φώκαιας. Από αυτούς ξεχωρίζει ένα πέτρινο τμήμα με λεία επιφάνεια από ασβεστόλιθο γαλαζοπράσινο, από το τοπικό λατομείο στο Λατόμι της Χίου, που φέρει την επιγραφή “ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΤΕΦΑΝΟΥ”, πιθανώς μία αρχαία βάση αγάλματος, η οποία αποτελεί ένα ακόμα αποδεικτικό στοιχείο για την επιβεβαίωση της υπόθεσης επαναχρησιμοποίησης υλικού, ακόμα και σε άλλους πιο αρχαίους πύργους.

67 | P a g e


Εικόνα 66 - Ο προμαχώνας του Zeno (H)

Εικόνα 67 - Ενδεικτικό άνοιγμα στον προμαχώνα που αναδεικνύει τον αρμό μεταξύ των στρώσεων του τοίχου

68 | P a g e


Εικόνα 68 - Ο προμαχώνας του Zeno από την πλευρά της θάλασσας

Εικόνα 69 - Ο πύργος που υψώνεται στην κορυφή του προμαχώνα

69 | P a g e


2.1.2. Το Ενάλιο Τείχος Προχωρώντας στην εξέταση του ενάλιου τείχους η πρώτη παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε είναι ότι διαφέρει σε σχέση με την υπόλοιπη οχύρωση στο ότι δεν παρουσιάζει πρανές στο κατώτερό του τμήμα. Στα υπόλοιπα τείχη του φρουρίου, από τη μεριά της τάφρου τα πρανή και οι διάφορες επικαλύψεις είναι αρκετά αισθητά στοιχεία, ενώ το ενάλιο τείχος είναι εντελώς κατακόρυφο, κατασκευασμένο και αυτό από πέτρα της Ερυθραίας και με μία σειρά οριζόντιων αρθρώσεων, διατεταγμένες περίπου ανά ένα μέτρο, τις οποίες φανέρωσε η διάβρωση από τα θαλασσινά νερά. Το πίσω μέρος του αναχώματος φαίνεται να είναι ανομοιογενές, με επιστρώσεις διαδοχικών τοίχων να έχουν καταρρεύσει εν μέρει ή και στο σύνολό τους, ενώ στο εσωτερικό ορισμένα τμήματα καλύπτονται από ανεπτυγμένη βλάστηση ή και από νέα κτίρια που οικοδομήθηκαν πάνω στο τείχος. Οι τρέχοντες δρόμοι πρόσβασης μπορεί να αντιστοιχούν σε μερικές περιπτώσεις στις αρχικές ράμπες, όπως παρατηρείται στην αριστερή μεριά της πινακίδας του ενάλιου τείχους, όπου κοντά της υπάρχουν υπολείμματα από πέτρινη επίστρωση. Ίχνη προεξεχόντων τοίχων φαίνεται να συνδέονται με αυτή τη ράμπα, δημιουργώντας μία υπόθεση που υποστηρίζει την ύπαρξη περαιτέρω πύργων, ενσωματωμένων στην κορτίνα του ενάλιου τείχους. Ανάλογη πληροφορία μας δίνει και μία πιθανή ράμπα στη δεξιά μεριά του τείχους, παράλληλη σε τοίχωμα που καταλήγει κάθετα σ’ αυτό. Δυστυχώς όμως αυτή η άποψη παραμένει ακόμα και σήμερα υπόθεση, καθώς δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία τα οποία να μπορούν να επαληθεύσουν αυτή τη θεωρία. Στο εσωτερικό του τείχους υπάρχει η δεξαμενή Κρύα Βρύση, η οποία καλύπτεται από μία σειρά τρίκλιτων σταυροειδών θόλων, πιθανόν βυζαντινής προέλευσης. Στη συνέχεια φτάνουμε στο τελευταίο τμήμα του ενάλιου τείχους και ίσως ένα από τα σημαντικότερα όλης της ακρόπολης, καθώς αποτελεί το όριο μεταξύ της ανοιχτής θάλασσας και της λεκάνης του λιμένα, ενώ ταυτόχρονα είναι και θύμα βαριάς αλλοίωσης. Η ευθύγραμμη κορτίνα του τείχους συνεχίζει μέχρι ένα γωνιακό σημείο, ενισχυμένο με πρανές κρημνού, όπου έλαβαν τόπο δύο εκτενείς καταρρεύσεις εξαιτίας της διάβρωσης από τα νερά. Στα απομεινάρια της κατάρρευσης βρίσκονται τα ίχνη μίας μικρής θύρας, παρόμοια με αντίστοιχα σημάδια στον προμαχώνα του Zeno. Στη γωνία του τείχους σημειώνεται ο πύργος Ι, όπως απεικονίζεται στο γενικό σχέδιο του Κάστρου, ενώ στο εσωτερικό της ακρόπολης σημειώνεται χώρος μεγάλης έκτασης, ονομαζόμενο οπλοστάσιο, γενουατικής προέλευσης. Αξιοσημείωτα στοιχεία είναι τα πλαισιωμένα, από σκούρα πέτρα Ερυθραίας, παράθυρα και η επίπεδη οροφή, επιστρωμένη με τετράγωνες πλάκες θυμιανούσικης πέτρας. Στο εσωτερικό υπάρχουν τρεις καμάρες. Ο Αργέντης, στα αρχεία του, κάνει αναφορά σε πύργο με θέα στη θάλασσα που προοριζόταν για ιππότες, ο οποίος παρουσίαζε και χρήση καταστήματος στο υπόγειο και ίσως αποτελούσε τον πύργο Ι. Από την κατάρρευση του 1982 απομένουν ελάχιστα απομεινάρια τα οποία αναδεικνύουν την ύπαρξη ενός πεντάγωνου προμαχώνα στην ανατολική άκρη του τείχους. Ο προμαχώνας αυτός έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο στην άμυνα του λιμανιού. Μερικά απομεινάρια του βρίσκονται κατά μήκος της θάλασσας στο ανατολικό άκρο του τείχους, με ένα ευρύ τοξοειδές άνοιγμα. Ο προμαχώνας αυτός πρέπει ακόμα να έφερε και καταπακτές για πυροβόλα όπλα, όπως φαινόταν από άλλο άνοιγμα, το οποίον όμως έχει πλέον καταρρεύσει. Πλέον πάνω από τα συντρίμμια έχουν χτιστεί νέες οικείες κάνοντας ακόμα πιο δύσκολη τη διαδικασία εξερεύνησης του σημείου αυτού το πύργου Ι, ο οποίος μαρτυράτε ξεκάθαρα από φωτογραφία των αδελφών Καστάνια στο αφιέρωμα τους για τα ερείπια της Χίου από το σεισμό του 1881. Ο πύργος όμως της φωτογραφίας δεν φαίνεται να αντιστοιχεί με τα σχέδια του 1694, καθώς παρουσιάζει

70 | P a g e


κανονικό σχήμα στη φωτογραφία. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι τα σχέδια των Ενετών έμειναν ανολοκλήρωτα λόγω της βραχείας παραμονής τους στο νησί. Περπατώντας στην περιοχή αυτή του νοτιοανατολικού τμήματος του Κάστρου ένα άλλο στοιχείο που κυριαρχεί οπτικά είναι ο πύργος L του γενικού σχεδίου, γνωστός και πύργος του Κουλά, αξιοσημείωτο κτίσμα λόγω της κατασκευαστικής και ιστορικής του σημασίας. Το αρχικό του ύψος πρέπει να έφτανε τα 23μ., ενώ η τεχνική της κατασκευής του έχει καθαρά μεσαιωνικές ρίζες, ενώ παράλληλα παρουσιάζει ποικίλα επαναχρησιμοποιημένα αρχιτεκτονικά στοιχεία και δείγματα γλυπτικής της κλασσικής περιόδου, όπως και αρκετά άλλα σημεία του φρουρίου. Το άνω διαμέρισμα φωτίζεται από ανατολικό δίλοβο παράθυρο, κατασκευασμένο από τετράγωνες πέτρες, διατεταγμένες ακτινωτά για να σχηματίσουν τραχύ θόλο. Από πλευράς σχεδιασμού της κάτοψης, ο πύργος του Κουλά έχει πεταλοειδές σχήμα, ενώ ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί η έλλειψη ανοιγμάτων στο καμπύλο δυτικό του τμήμα, με μοναδική εξαίρεση το αποτέλεσμα μιας πρόσφατης παραβίασης. Αυτό μας κάνει να αναρωτηθούμε αν το αμυντικό αυτό έργο είχε σκοπό την απομόνωση της ακρόπολης από το ανατολικό της άκρο. Στη βόρεια πλευρά του πύργου, κάτω από ένα διαμέρισμα πρόσβασης, φαίνεται να υπάρχει σαφές τμήμα της κορτίνας του τοίχου, που πιθανώς συνδεόταν με το βασικό ενάλιο τείχος κατά μήκος της θάλασσας. Το τμήμα αυτό του τοίχου μερικώς καλύπτει και τοξοειδές άνοιγμα που βρίσκεται κάτω από το προαναφερθέν δωμάτιο. Σε συνδυασμό με ένα ακόμα άνοιγμα που βρίσκεται στην αντίθετη πλευρά μπορούμε να υποθέσουμε ότι στην αρχική φάση του πύργου, αυτά τα ανοίγματα επέτρεπαν την πρόσβαση σε διάδρομο του τείχους, αλλά λόγω έλλειψης περαιτέρω στοιχείων, δε μας είναι δυνατόν να βγάλουμε ένα τελικό πόρισμα για το πως ο Κουλάς συνδεόταν με το κύκλωμα άμυνας του φρουρίου. Υπάρχει μία πιθανότητα ότι τα συνδετικά αυτά στοιχεία κατεδαφίστηκαν το 15ο αιώνα ενώ ταυτόχρονα ανακτήθηκαν τα κομμάτια με σκοπό την επαναχρησιμοποίησή τους αλλού. Ίσως το πιο αλλοιωμένο τμήμα των τειχών να είναι αυτό της λεκάνης του λιμένα, καθώς έχει υποστεί ποικίλες καταρρεύσεις και τα απομεινάρια είναι πλέον θαμμένα κάτω από το έδαφος, ενώ αυθαίρετες κατοικίες έχουν πλέον αντικαταστήσει τα ερείπια, κατοικίες οι οποίες ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης εισροής προσφύγων στη Χίο από τη Σμύρνη (1922) και πλέον συμβάλλουν ακόμα και στη στατικότητα των υπολειμμάτων των οχυρώσεων. Έτσι τα κτίσματα αυτά δημιουργούν ένα αρκετά περίπλοκο πρόβλημα για τους σημερινούς επιστήμονες οι οποίοι θέλουν να εξετάσουν την περιοχή, καθώς τα αυθαίρετα κτίρια αποτελούν πλέον κομμάτι της ταυτότητας της περιοχής, καθιστώντας πιθανές διαδικασίες αποκατάστασης και ενίσχυσης των παλαιότερων σωζόμενων δομών, αδύνατες.33

33. Ortolani, Giorgio, Tiberi, Claudio, Kastro di Chios: Le Fortificazioni Verso il Mare, Πρακτικά Συνεδρίου “Χίος - Γένοβα”, Εκδ. Νομαρχίας Χίου, Χίος, 1992, σελ. 63, 65, 67, 68

71 | P a g e


Εικόνα 70 - Κάτοψη του μεσαίου τμήματος του ενάλιου τείχους (Ι)

Εικόνα 71 - Κάτοψη της γωνίας του ενάλιου τείχους (Ι) και του πύργου του Κουλά (L)

72 | P a g e


Εικόνα 72 - Το ενάλιο τείχος από το επίπεδο της θάλασσας

Εικόνα 73 - Το ενάλιο τείχος από την κορυφή του

Εικόνα 74 - Ο πύργος του Κουλά στο βάθος

73 | P a g e


74 | P a g e


75 | P a g e


2.2. Οι Οχυρώσεις επί της Στεριάς Η ανάλυση που έκαναν οι Mario Dal Mas και Claudio Tiberi, βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στις πινακίδες αποτύπωσης που σχεδίασαν με σκοπό μελλοντικές εργασίες αποκατάστασης του φρουρίου. Η μελέτη αφορά το μεγαλύτερο κομμάτι του Κάστρου, το οποίο βρίσκεται επί της ξηράς σήμερα, αλλά περιτριγυριζόταν από την τάφρο παλαιότερα.

2.2.1. Από τον Νότιο Προμαχώνα (Α) στο Παλάτι των Ιουστινιάνι Ο νότιος προμαχώνας, όπου στα σχέδια αναφέρεται ως πύργος Α, είναι κατασκευασμένος από μεγάλες πέτρες ποικίλων προελεύσεων καθώς παρουσιάζει και κοκκινωπούς και λευκούς ασβεστόλιθους διαφόρων μεγεθών και συνήθως καμπύλου σχήματος. Η συμπαγής τοιχοποιία εμφανίζει έντονη κλίση, ενώ το μοναδικό άνοιγμα, που σπάει την αυστηρότητα του προμαχώνα, φαίνεται να προοριζόταν για αμυντική υποστήριξη της πύλης, την οποία κοιτάει. Στο στέμμα και στο πιθανό ίχνος της αρχαίας τάφρου ο προμαχώνας διακοσμείται με δύο πέτρινα κορδόνια, κυκλικής διατομής, εκ των οποίων αυτό στην κορυφή σπάει σε ένα σημείο από κιγκλιδώματα που προορίζονταν πιθανώς για υποστήριξη χύστρας λαδιού, χαρακτηριστικό που συναντάται και σε άλλους προμαχώνες του φρουρίου. Η κορυφή του προμαχώνα είναι επίπεδη και περιβάλλεται από ανθεκτικά τοιχία τα οποία σε ορισμένα σημεία παρουσιάζουν επάλξεις, οι οποίες όμως πλέον έχουν υποστεί μεγάλες ζημιές. Περνώντας μέσα από την οχύρωση παρατηρούμε ότι η περίμετρος του προμαχώνα δεν είναι απόλυτα στρογγυλή, καθώς το κυκλικό σχήμα σε ένα σημείο συνδέεται με το κτίριο των παλιών φυλακών μέσω ανώμαλης καμπύλης, αποτέλεσμα κάποιας αναδιάταξης. Κοντά σε αυτή την παρέμβαση ένα βαθύ ρήγμα χωρίζει το τοίχωμα της φυλακής από εσωτερικό κυκλικό πύργο, ο οποίος φέρει χαρακτηριστικά παλαιότερης εργασίας καθώς είναι χτισμένος με δρομική τοιχοποιία τετράγωνων τμημάτων που παρεμβάλλονται από μεγαλύτερους ορθογώνιους ασβεστόλιθους αναμειγμένους με κόκκινο ή γκρι μάρμαρο. Στην κορυφή του πύργου υπάρχουν πέτρινες αντηρίδες οι οποίες φαίνεται να στηρίζουν υπολείμματα τοξωτών κατασκευών από τούβλο. Κατευθυνόμενοι προς την είσοδο, όπου η καμπύλη του προμαχώνα στενεύει σε σχέση με τους τοίχους, αναδύονται από τα ερείπια τα θραύσματα θόλου ημικυκλικής χάραξης, που φαίνεται να ταιριάζουν στο ανάχωμα από ένα τραχύ πέτρινο τοίχο στην αντίθετη κατεύθυνση το θόλου. Αυτά τα ευρήματα μαρτυρούν ότι σε αυτό το σημείο υπήρχε ένα σκεπαστό δωμάτιο, ίσως ο προθάλαμος που έδινε πρόσβαση στο εσωτερικό του προμαχώνα μέσω ενός αρκετά μεγάλου περάσματος που οδηγούσε στη μεγάλη κεντρική αίθουσα που καλυπτόταν από θόλο. Αυτή η κατασκευή φέρει τέσσερις αγωγούς οι οποίοι χρησίμευαν για εξαερισμό του χώρου από τους καπνούς σε περίπτωση μάχης, ενώ περιμετρικά του χώρου, σε αποστάσεις τακτικής σημασίας, ανοίγονται έξι διαδοχικές σήραγγες διαφορετικού πλάτους καταλήγοντας σε πολεμίστρες για τα κανόνια. Αυτές οι πολεμίστρες πλέον είναι φραγμένες από νέα στρώση κορτίνας του τείχους, με εξαίρεση μία, αυτήν που προαναφέραμε. Κοντά σε αυτή την πολεμίστρα ξεκινάει στενή και απότομη σκάλα με λοξά πατήματα που οδηγεί στην κορυφή του προμαχώνα. Μεταξύ των έξι σηράγγων, μόνο μία εξ’ αυτών διατηρήθηκε σε λειτουργία, αυτή που βρίσκεται κοντινότερα στη διασταύρωση του προμαχώνα με το δυτικό τείχος. Έτσι δημιουργήθηκε μεταξύ των

76 | P a g e


τοίχων ένα μικρό προπύργιο με υποδοχή για κανόνια με σκοπό την περαιτέρω προστασία της Porta Maggiore, της κεντρικής πόρτας πρόσβασης στο Κάστρο, καθώς και της γέφυρας που οδηγούσε σε αυτήν.

Εικόνα 75 - Κάτοψη δώματος του προμαχώνα Α

Εικόνα 76 - Κάτοψη του προμαχώνα Α

77 | P a g e


Η πύλη αυτή δεσπόζει ακόμα και σήμερα ως η κύρια πύλη του Κάστρου και αποτελεί ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά του, έστω και αν φαίνεται κάπως ημιτελές. Το κατώτερο μέρος της πύλης προεξέχει ελαφρώς από την άκρη του τείχους. Αποτελεί στιβαρό στοιχείο, χτισμένο με μεγάλες τετράγωνες πέτρες που πλαισιώνουν μία μεγάλη στρογγυλή καμάρα που προεξέχει ως στέγαστρο. Το ανώτερο μέρος βρίσκεται αρκετά πίσω από τη βάση. Οι πλευρές του πλαισιώνονται από τραχιές παραστάδες, διακοσμημένες με κιονόκρανα τοσκανικού ρυθμού και ομαλή ζωοφόρο. Στο κέντρο, μεταξύ των παραστάδων, εισάγεται επιτύμβια πλάκα με διπλή κορνίζα. Τέλος, μια πλήρης, κυρτή τοιχοποιία σε μορφή ημιθολίου έρχεται να στηρίξει την καμάρα και να συνδέσει αρχιτεκτονικά τα δύο τμήματα. Στο σύνολό του ο αρχιτεκτονικός ορισμός της πύλης φαίνεται να εξαρτάται από την παραδοχή ότι πρέπει να λαμβάνει υπόψη του το συνολικό ύψος του τείχους και να είναι εντός των ορίων που καθορίζονται από το άνω κορδόνι, ολοκληρώνοντας έτσι τον τοίχο. Τα στοιχεία αυτά της αισθητής προεξοχής της πύλης, καθώς και η περιστροφή της προς τα δεξιά, όπως φαίνεται και στις κατόψεις, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η πύλη προστέθηκε για να συμπληρώσει ένα προϋπάρχον άνοιγμα. Η αψίδα της πύλης το αναδεικνύει ακόμα πιο ξεκάθαρα. Πάνω από αυτήν, ο χώρος διευρύνεται μέχρι να συναντήσει την καμπύλη στην οροφή, όπου και διακόπτεται από άλλη αψίδα διαφορετικού τύπου. Ακολουθεί σύντομο πέρασμα με τοίχους από σκούρα πέτρα, με θόλο δομημένο από λεπτά τούβλα, που οδηγεί σε ορθογώνιο, ψηλό διάδρομο καλυπτόμενο από δύο μεγάλους θόλους σε μορφή περίπτερου. Αυτοί οι θόλοι υποστηρίζονται εγκάρσια από τρεις ανθεκτικές στρογγυλές καμάρες, δεμένες με βαριά ξύλινα δοκάρια, στοιχεία που φυτεύονται πάνω από το κλείστρο. Ο διάδρομος καταλήγει σε μικρό αίθριο, πριν διακλαδωθεί δεξιά σε χαμηλή σκούρα στρογγυλή στοά με θόλο, η οποία εισάγει τον περιηγητή στο Κάστρο. Η στοά είναι κατασκευασμένη από πέτρα και τούβλο, ενώ ακόμα είναι ορατή η σύσταση της τοιχοποιίας, όπου στο κάτω μέρος βρίσκεται πέτρινος τοίχος, αναδεικνύοντας έτσι την επεξεργασία των διαφορετικών υλικών. Η αριστερή πλευρά ακολουθεί ευθεία γραμμή μέχρι και το τέλος της όπου παρουσιάζει προεξοχή, ενώ η δεξιά πλευρά αλλάζει σε τρία σημεία κατεύθυνση, με τον θόλο να προσαρμόζεται ανάλογα και στο τέλος εμφανίζει εσοχή στον τοίχο προς το κτίριο των φυλακών. Η προεξοχή στο τέλος του διαδρόμου υποστηρίζει ξεχωριστή καμάρα από την προηγούμενη, δομημένη από καλής ποιότητας τούβλο, δημιουργώντας έτσι ένα καινούργιο θάλαμο κάτω από το θόλο. Από την άλλη μεριά και λόγω της εσοχής του δεξιού τοίχου ο θόλος φαίνεται να στηρίζεται στον τοίχο των φυλακών. Αυτό το ακανόνιστο κομμάτι της εισόδου δίνει την αίσθηση πως αποτέλεσε αντικείμενο ποικίλων παρεμβάσεων. Βρισκόμενοι πλέον στα ανοιχτά, μέσα στο Κάστρο, απέναντί μας βρίσκεται, πάνω σε πέτρινο υπόβαθρο, το υπερυψωμένο παλάτι των Ιουστινιάνι και στα δεξιά η πόρτα του κτιρίου των φυλακών. Υπάρχει βαθιά ρωγμή στον τοίχο μεταξύ των φυλακών και της εισόδου, η οποία δείχνει ότι το κτίριο των φυλακών, ως κατασκευή, προϋπήρχε της αψίδας της εισόδου. Η ίδια η τοιχοποιία αποτελείται από ορθογώνιες πέτρες διαφόρων διαστάσεων και φύσεων. Στην αντίθετη γωνία το άνοιγμα τον φυλακών βρίσκεται σε γωνία από το παλάτι, ενώ αποτελεί και το μοναδικό άνοιγμα των φυλακών. Ο χώρος στο εσωτερικό είναι πολύ σκοτεινός και αερίζεται από μια μικροσκοπική τρύπα σε έναν από τους θόλους της οροφής. Είναι δομημένοι σε γοτθικό ρυθμό και υποστηρίζονται από τέσσερις καμάρες οι οποίες διασταυρώνονται σε έναν πέτρινο πεσσό στο κέντρο του δωματίου και η κάθε μία καταλήγει, στον απέναντί της τοίχο, σε χαραγμένη παραστάδα. Τα δομικά στοιχεία του χώρου αποτελούνται από μεγάλες ορθογώνιες και τετράγωνες πέτρες δίνοντας στην όλη κατασκευή αυστηρό χαρακτήρα, σαφώς ανάλογο της χρήσης.

78 | P a g e


Παρ’ όλα αυτά, με εξαίρεση τον τοίχο που φέρει την πόρτα, οι τρεις τοίχοι δείχνουν σημάδια ύπαρξης παλιών παραθύρων, τα οποία πλέον είναι σφραγισμένα. Αυτό το γεγονός μπορεί να συνιστά ότι ο χώρος πιθανόν αρχικά να μην είχε χρήση φυλακής. Το παλάτι των Ιουστινιάνι δε φαίνεται να έχει υποστεί δραματικές αλλαγές από το 1982 που ήρθε στην επιφάνεια, αφότου αφαιρέθηκαν από αυτό οι τουρκικές παρεμβάσεις. Στην τομή του το κτίριο φαίνεται να στερείται δεύτερου ορόφου, στοιχείο που προστέθηκε αργότερα μετά από διαδικασίες αποκατάστασης, παρέμβαση η οποία δημιουργεί αρκετές αμφιβολίες για το αν όντως το κτίριο έφερε δεύτερο όροφο σε προηγούμενες φάσεις του. Αντιθέτως οι εργασίες αποκατάστασης του πρώτου ορόφου είναι αρκετά πιστές, καθώς διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από τούρκικο σπίτι που είχε κτιστεί από πάνω, στο οποίο κυριαρχούσε το ξύλο ως βασικό υλικό, με προεξέχοντα στοιχεία οθωμανικής προέλευσης, όπως το σαχνησί. Το παλάτι των Ιουστινιάνι αποτελεί ίσως το πιο σημαντικό κομμάτι της γενουατικής μνήμης του Κάστρου της Χίου, έστω και αν η τωρινή του κατάσταση είναι αρκετά διαστρεβλωμένη. Το κτίριο παρουσιάζει ακόμα δίχρωμα, τοξωτά παράθυρα με εναλλαγή πέτρας, και πρόσβαση σε αυτό δίνεται από μία εξωτερική σκάλα. Μία ακόμα σκάλα στην αντίθετη πλευρά δίνει πρόσβαση στη στέγη του κτιρίου των φυλακών.

Εικόνα 77 - Τομή V – Z

Εικόνα 78 - Όψη της πύλης και τομή Κ -Κ

Εικόνα 79 - Τομή Χ - Υ

79 | P a g e


Εικόνα 80 - Αξονομετρικό τομών του προμαχώνα Α και της πύλης

Εικόνα 81 - Ο προμαχώνας Α και η Porta Maggiore

80 | P a g e


Εικόνα 82 - Το ξύλινο δοκάρι που υποστηρίζει το τόξο στην 1η στοά της εισόδου του Κάστρου

Εικόνα 83 - Η στοά που οδηγεί στο Παλάτι των Ιουστινιάνι

Εικόνα 84 - Το παλάτι των Ιουστινιάνι

81 | P a g e


2.2.2. Από την Πύλη στον Προμαχώνα Β Το τείχος από την πύλη και ύστερα παρουσιάζει υπερβολική αύξηση του πάχους του, το οποίο φτάνει μέχρι και τα 22 μέτρα, κρίνοντάς το προβληματικό όσον αφορά τη σύνδεσή του με την εμβληματική ασυνέχεια του τοίχου που βρίσκεται στο εσωτερικό του φρουρίου. Η εξωτερική στρώση της κορτίνας παρουσιάζει στη βάση της πρανές, που προστέθηκε όμως σε μεταγενέστερη περίοδο, καθώς ένα κομμάτι της όψης του τείχους είχε προσφάτως κατεδαφιστεί. Δυσκολότερο καθιστά το διάβασμα αυτού του συγκεκριμένου τμήματος του φρουρίου τόσο η παρουσία σύγχρονων εφαπτόμενων σπιτιών όσο και η ύπαρξη λίγων υπολειμμάτων τοίχων που δε φέρουν μπαλώματα διαφόρων φύσεων. Έτσι το κομμάτι αυτό φαίνεται να είναι αναστατωμένο από βαριές παρεμβάσεις και από μια ριζική μεταμόρφωση η οποία μάλλον επιβεβαιώνεται από ένα μικρό πύργο που αναδύεται στην εξωτερική κορτίνα του τείχους και εν συνέχεια βυθίζεται στον παρακείμενο προμαχώνα Β. Αυτός ο μικρός πύργος φαίνεται να είναι απόθεμα κτιρίου, λόγω της τοιχοποιίας του, η οποία αποτελείται από πέτρες διαφορετικών φύσεων σε συνδυασμό με μαρμάρινα ένθετα, καθώς και συχνές αλλά κατεστραμμένες εκκλήσεις τούβλου, οι οποίες είναι μάρτυρες ενός σύνθετου αμυντικού συγκροτήματος. Οι Mario Dal Mas και Claudio Tiberi, υποθέτουν πως αυτά τα στοιχεία αποτελούν ενδείξεις για την ύπαρξη μίας πρωταρχικής πύλης προς το Κάστρο, τοποθετημένη ανάμεσα σε δύο πύργους. Η υπόθεσή υποστηρίζεται και από το γεγονός ότι ακριβώς από πίσω ξεκινούσε ο αρχικός οδικός άξονας που διέσχιζε την Ακρόπολη και ένωνε την πύλη με τον πύργο του Stendardo. Ο προμαχώνας Β μπορεί να χαρακτηριστεί ώριμο έργο καθώς φέρει πιο προηγμένο σύστημα άμυνας το οποίο λαμβάνει υπόψη την αμυντική σημασία των πυροβόλων όπλων. Με εξαίρεση τον πύργο που προαναφέραμε, ο προμαχώνας εμφανίζεται εξ ολοκλήρου ως νέο και ενιαίο έργο, καθώς το είδος του δεν αντικατοπτρίζεται σε καμία άλλη οχυρωματική κατασκευή του φρουρίου. Έχει παραλληλεπίπεδο σχήμα και φέρει μικρά ανοίγματα πάνω στα υπό κλίση τείχη. Στη βάση του, στο πρανές, βρέθηκαν δύο μικρότερες, σφραγισμένες θολωτές κατασκευές στο ύψος των υδάτων οι οποίες αποτελούν συνέχεια στοών που βυθίζονται σημαντικά στον προμαχώνα και πιθανό να υποστηρίζουν την άποψη ότι φτάνουν μέχρι και την κορυφή του.

Εικόνα 85 - Ο προμαχώνας Β στο βάθος

82 | P a g e


2.2.3. Ο Προμαχώνας C και τα Τείχη που τον περικλείουν Η πρώτη παρατήρηση αυτού του τμήματος που αξίζει αναφοράς είναι μία αυλάκωση που δημιουργείται στο τείχος που προηγείται του τρίτου προμαχώνα. Η κορτίνα του τείχους έχει σταθερή κλίση, περίπου στις 15º, με σταθερό ύψος. Η αυλάκωση που σημειώνεται πάνω σε αυτό πρέπει να προέκυψε από πιθανή μεταφορά ενός τορικού γείσου, αλλά ταυτόχρονα διαφοροποιεί και την τοιχοποιία των δύο τμημάτων που ορίζει. Το κάτω μέρος του τοίχου αποτελείται από διάφορα κομμάτια πολύχρωμων θυμιανούσικων πετρών και από τραχιά γκρίζα κομμάτια ασβεστόλιθου, τοποθετημένα με ορθοκανονικό τρόπο. Αν και παλαιότερα η επιφάνεια της κορτίνας στερούταν κονιάματος, οι νέες εργασίες αποκατάστασης του 2019 έχουν προσθέσει νέες στρώσεις κονίας στα τείχη. Στο επάνω μέρος η τοιχοποιία είναι ετερογενής και αποτελείται από μικρές, χονδροειδείς πέτρες εκ των οποίων φαίνεται να επικρατούν κομμάτια ασβεστόλιθου και κόκκινου βασάλτη. Αυτό το ανώτερο μέρος φαίνεται να έχει προστεθεί αργότερα της αρχικής παρέμβασης, με σκοπό τη φύλαξη του πυροβολικού, τοποθετημένο μπροστά από τα παλιά τοιχώματα του πρώιμου τείχους. Η παρέμβαση αυτή πρέπει να πραγματοποιήθηκε βιαστικά και με τυχαία επαναχρησιμοποιημένα υλικά καθώς σημειώνονται πολλές τρύπες οι οποίες είναι συμπληρωμένες με θραύσματα διαφόρων υλικών. Ο ψηλός, ημικυκλικός προμαχώνας C πρέπει να οικοδομήθηκε πριν από τα τείχη που περιγράφηκαν προηγουμένως, καθώς η ένωση του με αυτά δεν είναι καθαρή και δημιουργείται η αίσθηση πως ο προμαχώνας εισέρχεται βαθιά στην τοιχοποιία. Στην κορυφή του εμφανίζεται ένας ακόμα πύργος ο οποίος δεν μοιράζεται τον ημικυκλικό σχεδιασμό του προμαχώνα καθώς παίρνει τετράγωνο σχήμα. Στη βάση του φαίνεται να είναι βυθισμένος στο ανάχωμα, ενώ στην κορυφή του είναι διακοσμημένος με τεράστιες επάλξεις. Αποτελείται από αρκετά ομοιόμορφα τετράγωνα κομμάτια λευκού και γκρίζου ασβεστόλιθου, τα οποία είναι μεγαλύτερου μεγέθους και πιο αισθητά στις γωνίες του πύργου. Στον μπροστινό τοίχο του πύργου απεικονίζονται και τέσσερα κατεστραμμένα οικόσημα. Δύο από αυτά μας είναι αναγνωρίσιμα, το οικόσημο της Γένοβας και το οικόσημο των Ιουστινιάνι, αναδεικνύοντας τη διοικητική σημασία του συγκεκριμένου πύργου. Η δομή της κατασκευής μέχρι και το επίπεδο της τάφρου έχει παραμείνει άθικτη ενώ στη δυτική μεριά φαίνεται ξεκάθαρα πως ο προμαχώνας έρχεται και ακουμπάει στη γωνία του πύργου. Εξακολουθεί να είναι ορατή η σκάλα που οδηγούσε στο επίπεδο των προμαχώνων, οι οποίοι προστατεύονταν από ισχυρές παραλληλεπίπεδες επάλξεις ύψους 2 μέτρων. Η τεχνική με την οποία κατασκευάστηκε ο προμαχώνας και δέθηκε με τον πύργο κάνει την κατασκευή να μοιάζει ποιοτικά με τον προμαχώνα Α που περιγράφηκε προηγουμένως. Κατά το πέρασμα των χρόνων κάποια επιπλέον στοιχεία που έφερε η κατασκευή πρέπει να αφαιρέθηκαν, όπως πιθανές αντηρίδες, με σκοπό την προσαρμογή της άμυνας του προμαχώνα. Όπως το προηγούμενο τμήμα των τειχών που αναλύθηκε, έτσι και η κορτίνα ανάμεσα στους προμαχώνες C και D παρουσιάζει ομοιόμορφη, κεκλιμένη πορεία, με τη διαφορά ότι το ύψος αυτού του τείχους είναι κατά 1.50 μέτρο ψηλότερο. Δυστυχώς στη συγκεκριμένη περίπτωση, η τοιχοποιία είναι πολύ δύσκολο να διαβαστεί λόγω της ύπαρξης άφθονης βλάστησης. Από τις λίγες πέτρες που είναι ορατές μπορούμε να ξεχωρίσουμε γκρι βασάλτη με ένθετα τετράγωνα κομμάτια λευκού ασβεστόλιθου, τα οποία όμως είναι κακομεταχειρισμένα και δείχνουν ελάχιστο σεβασμό στις σειρές των πετρών στο κάτω μέρος του τοίχου.

83 | P a g e


Αντίθετα το επάνω μέρος, αν και επεξεργασμένο με την ίδια πέτρα, έχει πιο κανονικές σειρές ενώ η τοιχοποιία είναι δουλεμένη με άφθονο φινίρισμα κονιάματος για λείανση, έτσι ώστε να κυριαρχεί το λευκό χρώμα του ασβέστη.

Εικόνα 86 - Κάτοψη του προμαχώνα C και των τειχών του

Εικόνα 87 - Ο προμαχώνας C και ο τετράγωνος πύργος στην κορυφή του

84 | P a g e


Εικόνα 88 - Ένας από τους τοίχους του πύργου στην κορυφή του προμαχώνα C με γενουατικά ανάγλυφα οικόσημα στο μέσον του

Εικόνα 89 - Σημείο σύνδεσης τείχους - προμαχώνα - πύργου, που αναδεικνύει της φάσεις εξέλιξης του φρουρίου στο σύνολό του

85 | P a g e


2.2.4. Οι Προμαχώνες D και E Το κατεστραμμένο κτίριο που διακρίνεται στις πινακίδες αποτύπωσης ως προμαχώνας D αποτελεί μεταγενέστερη κατασκευή του τείχους στα δεξιά του, καθώς η ένωσή του με αυτό έχει διαφορετικό χαρακτήρα από το προηγούμενο παράδειγμα του προμαχώνα C. Εκεί όμως που παρουσιάζει ομοιότητα είναι στην αριστερή του πλευρά, που αλλάζει αισθητά κλίση το τείχος, στο οποίον ο προμαχώνας D εισέρχεται μέσα στη νέα κορτίνα. Στη μία του πλευρά παρατηρείται ίχνος σφραγισμένου τούβλινου τόξου, το οποίον οδηγεί στην στοά που προβάλλεται λόγω της ζημιάς που έχει υποστεί ο προμαχώνας. Η στοά αυτή ακολουθεί την ημικυκλική περίμετρο της κατασκευής αλλά ο θόλος που την κάλυπτε έχει καταστραφεί ή έχει καταρρεύσει σε μεγάλο βαθμό, αφήνοντας ορατά μόνο τα εσωτερικά τοιχώματα. Στο εξωτερικό τοίχωμα της σήραγγας που σώζεται εμφανίζονται πέντε σχισμές, προοριζόμενες για χρήση αρκεβουζίου, παλιού τυφεκίου, που πρωτοεμφανίσθηκε στις αρχές του 15 ου αιώνα και χρησιμοποιήθηκε μέχρι και τα τέλη του 16ου. Τα δύο μονοπάτια στην περίμετρο του προμαχώνα καταλήγουν σε πέτρινο τοίχο ο οποίος μοιράζεται ορισμένα χαρακτηριστικά με τον πύργο του προμαχώνα C. Εκεί ανοίγει μία στενή πόρτα που προέκυψε από την αφαίρεση κάποιων απαραίτητων τμημάτων. Σημαντικό είναι να σημειώσουμε πως το πάχος αυτού του τοίχου ξεπερνάει το 1.50 μέτρο, αλλά η διέλευση δεν είναι εφικτή λόγω της κατάρρευσης του υλικού και το μόνο που διακρίνεται, σε απόσταση, είναι δύο πέτρινα σκαλοπάτια. Το γεγονός ότι και ο θόλος πρακτικά δεν αγγίζει το τοίχωμα, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για προϋπάρχουσα κατασκευή, πιθανώς τοίχος ενός γκρεμισμένου εξαφανισμένου πύργου ανάλογο με αυτόν που έφερε ο προηγούμενος προμαχώνας. Όσον αφορά την εξωτερική όψη του προμαχώνα που απομένει σήμερα, φαίνεται πως είναι εντελώς κατακόρυφη και αποτελείται κυρίως από κίτρινη θυμιανούσικη πέτρα με μερικά ένθετα λευκού ασβεστόλιθου. Στο άθικτο μέρος της κορυφής εμφανίζονται μερικές γερές αντηρίδες από μάρμαρο διπλού περιβλήματος που φέρουν τούβλινες αψίδες. Τέλος, κάτω από την εμφανή στοά φαίνεται να υπάρχει επιπλέον διάδρομος ο οποίος πλέον καλύπτεται από το χώμα του εδάφους, οδηγώντας σε ένα μεγάλο ερειπωμένο εσωτερικό, πιθανόν για τη φύλαξη κανονιών. Για τους λόγους σύνδεσης των δύο κατασκευών που αναφέραμε πριν, μπορούμε να συμπεράνουμε πως η κορτίνα του επόμενου τείχους είναι μεταγενέστερη του προμαχώνα D. Στο σημείο που αποσπάται από αυτόν εμφανίζονται δύο καμπύλα πέτρινα κορδόνια, εκ των οποίων το ένα βρίσκεται στο ύψος της κορυφής του προμαχώνα, αλλά διακόπτεται λίγο πιο μετά, ενώ το άλλο συνεχίζει αδιάκοπο μέχρι και τον προμαχώνα Ε. Το τείχος εμφανίζει σταθερή κλίση, αλλά η τοιχοποιία αποκαλύπτει την πιθανότητα ύπαρξης τριών φάσεων κατασκευής. Αρχικά πρέπει να υπήρχε προτείχισμα, το οποίο στη συνέχεια ανυψώθηκε κατά 1.50 μ. ώστε να γεμίσει το διάστημα μεταξύ των δύο κορδονιών. Η τοιχοποιία στο κατώτερο μέρος παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με τα τείχη που εξετάστηκαν πριν. Από την άλλη το συμπλήρωμα της κορτίνας αποτελείται από τεράστιες ορθογώνιες πέτρες, επιμήκεις και καλά κομμένες, αλλά τοποθετημένες απρόσεχτα, εφόσον δεν είναι ευθυγραμμισμένες. Παρουσιάζουν ακόμα αρμούς μεταξύ τους οι οποίοι είναι μπαλωμένοι με τούβλο ή πέτρινες νιφάδες. Εν συνέχεια ο προμαχώνας Ε αποτελεί σημαντική αρχιτεκτονική λύση καθώς παίρνει το ρόλο κόμβου από τον οποίο τα τείχη ανοίγουν. Κοιτάζοντάς τον από την τάφρο είναι εύκολο να παρατηρήσει κανείς τη διαφορετικότητά του σε σχέση με τους άλλους προμαχώνες που έχουμε αναλύσει ως τώρα. Παρουσιάζει λεπτά χαρακτηριστικά, καθώς έχει μία όχι και τόσο ψηλή, στρογγυλή βάση, με γενναίο πρανές που φτάνει μέχρι το

86 | P a g e


πέτρινο κορδόνι που συνοδεύει την καμπύλη της οχυρωματικής κατασκευής. Από κει ο τοίχος συνεχίζει μέχρι και την κορυφή, αλλά με λιγότερο έντονη κλίση. Στην κορυφή η κατασκευή τελειώνει με τορική προβολή στην οποία προεξέχουν κιγκλιδώματα, όπως και στον προμαχώνα Α, για υποστήριξη χύστρας. Η τοιχοποιία του κάτω μέρους αποτελείται από μικρές τετράγωνες πέτρες με πολύ τακτικές σειρές κίτρινων, κόκκινων και γκρι πετρών, ενώ στο πάνω μέρος η κατασκευή συντίθεται από ακανόνιστα λεπτά κομμάτια που εμφανίζουν πολλά κενά ανάμεσά τους. Έτσι σε γενικές γραμμές το πάνω τμήμα του προμαχώνα φαίνεται πως στερείται δύναμης και αντοχής, δίνοντας την αίσθηση πως αποτελεί περισσότερο σύμβολο παρά αποτελεσματική οχυρωματική κατασκευή. Αυτή η ανώμαλη δομή αντικατοπτρίζεται και στο εσωτερικό, το οποίο δεν ήταν σχεδιασμένο για να εξυπηρετεί προηγμένες συσκευές και πυρομαχικά, καθώς αποτελείται απλά από δύο στοές, παρόμοιες του προμαχώνα D, μια αίθουσα ελέγχου η οποία βρίσκεται στο ύψος της τάφρου και φέρει συνδετική σκάλα. Είναι πιθανόν το ανώτερο κομμάτι της κατασκευής να είναι αποτέλεσμα παρέμβασης των Τούρκων κατά την κυριαρχία τους στο νησί, οι οποίοι ίσως ήθελαν να καλύψουν τα ίχνη του πολύ πιο συμπαγή εσωτερικού πύργου. Αυτός ο πύργος είναι δομημένος από ομοιόμορφα κομμάτια σκούρας πέτρας και εμφανίζει πολεμίστρες. Οι κατασκευαστικές του λεπτομέρειες είναι παρόμοιες με εκείνες στο εσωτερικό του προμαχώνα Α, με διαφορά τη δομή κατασκευής του πυρήνα. Το κεντρικό, θολωτό διαμέρισμα είναι απαλλαγμένο από πυρομαχικά, σωλήνες αερισμού και σήραγγες με σχισμές και πρέπει να είναι προσβάσιμο μόνο μέσω μιας στενής πόρτας σε χαμηλότερο επίπεδο στο εσωτερικό του φρουρίου. Το ύψος του πύργου είναι ιδιαίτερα ξεχωριστό εφόσον είναι ο ψηλότερος μεταξύ των άλλων του φρουρίου, ενώ το πάχος των τοιχωμάτων του είναι και αυτό αισθητά μεγάλο. Αξιοσημείωτος είναι και ο ρόλος που εκπληρώνει ο προμαχώνας Ε, καθώς αποτελεί και τη βορειοδυτική γωνία του Κάστρου, δίνοντάς του χαρακτήρα παρατηρητηρίου, υπεύθυνου για την υπεράσπιση του παρακείμενου πύργου, και τον έλεγχο της γέφυρας του υδραγωγείου, που τροφοδοτούσε τα σιντριβάνια στις πλατείες και μερικά από τα πιο σημαντικά παλάτια της ακρόπολης. Κοντά στον πύργο, στα βόρεια υπήρχε μία αψιδωτή κατασκευή, η οποία είναι πλέον γκρεμισμένη, αλλά ίχνη ενός τόξου της, δείχνουν ότι βρισκόταν λίγο πιο πέρα από τον προμαχώνα, ακριβώς στο χείλος της κορτίνας του τείχους. Η παρουσία ενός κατακόρυφου τοιχώματος που προεξέχει, με στοιχεία πρανούς στη βάση του υποδηλώνει ότι η αψίδα αυτή, εξυπηρετούνταν από μία μικρή συσκευή ελέγχου κινητής γέφυρας. Ο κατώτατός όροφος του προμαχώνα δυστυχώς δεν είναι ανιχνεύσιμος, καθώς έχει πλέον καταρρεύσει, αλλά πιθανότατα πρέπει να ήταν περίπου 3 μέτρα ψηλότερος από το ύψος της τωρινής τάφρου, στο ίδιο επίπεδο με τη στοά περιπολίας η οποία τρέχει παράλληλα με το τείχος μέχρι και την πύλη του Άνω Πορτέλλο και φέρει μικρές, με μέγεθος σχισμής, πολεμίστρες.

87 | P a g e


Εικόνα 90 - Κάτοψη δώματος των προμαχώνων D και E

Εικόνα 91 - Κάτοψη των προμαχώνων D και E

88 | P a g e


Εικόνα 92 - Τα ερείπια του προμαχώνα D με τις δύο στοές να προβάλλονται

Εικόνα 93 - Ο προμαχώνας Ε

Εικόνα 94 - Γκρέμισμα που φανέρωσε τον εσωτερικό πύργο στον προμαχώνα Ε

89 | P a g e


2.2.5. Το Άνω Πορτέλλο (F) Η ιστορική βόρεια πύλη του Άνω Πορτέλλο δυστυχώς πλέον δεν είναι ορατή, αλλά εικάζεται ότι στη θέση που ήταν βρίσκεται η σημερινή βόρεια είσοδος στον οικισμό του Κάστρου, στο κατεδαφισμένο τμήμα του τείχους λίγο πιο μετά από τον προηγούμενο προμαχώνα που εξετάσθηκε. Περπατώντας σήμερα αυτό το σημείο, το πρώτο στοιχείο που παρατηρούμε είναι η προβολή στοάς και στις δύο πλευρές του γκρεμισμένου τείχους, οι οποίες όμως είναι σφραγισμένες. Η κατεδάφιση του τείχους F εμφανίζει ακόμα και στις δύο πλευρές του τρεις διαφορετικούς τοίχους. Ο κεντρικός φαίνεται να είναι ο παλαιότερος εκ των τριών και όσον αφορά την επεξεργασία του, αυτός είναι χτισμένος με μεγάλες τετράγωνες πέτρες, ποικίλων προελεύσεων, ενώ τα διάφορα μαρμάρινα ένθετα του, τα οποία πιθανόν να αποτελούν θραύσματα αρχαίων μνημείων, παρουσιάζουν ομοιότητες με τοιχοποιίες της βυζαντινής εποχής. Οι υπόλοιποι τοίχοι στα δύο άκρα αντιθέτως αποτελούνται όχι μόνο από μεγάλες πέτρες αλλά και από ανόμοιες, ενώ η εξωτερική τοιχοποιία εμφανίζει τόσο επεξεργασία της πέτρας σε τετραγωνισμένες γωνίες, όσο και καλύτερη τοποθέτηση αυτών. Το χαρακτηριστικό πρανές εδώ είναι ακόμα πιο έντονο και συνάπτεται από το κορδόνι. Όσο προχωράμε προς το εσωτερικό ο τοίχος παχαίνει αρκετά και η σύνδεσή του δεν είναι καλή, ενώ οι πέτρες φαίνεται να εμφανίζουν μεταξύ τους έντονα κενά. Παράλληλα ο δρόμος που περνάει από το σημείο βρίσκεται σε αρκετά μεγάλο υψόμετρο του τείχους, περίπου στα 5 μέτρα εξαιτίας δύο πρόσφατων ραμπών. Η στοά περιπολίας που αναφέραμε στη ανάλυση του προηγούμενου τείχους συνεχίζεται και μετά την σύγχρονη είσοδο για μικρή απόσταση και είναι προσβάσιμη από μία μεγάλη καμάρα που βρίσκεται στο εξωτερικό του τείχους. Η στοά φτάνει και στον πλέον κατεστραμμένο πύργο που βρίσκεται λίγο πιο πέρα, για τον οποίον είναι δύσκολο να διατυπωθούν σκέψεις καθώς πλέον καλύπτεται από υπερβολική βλάστηση. Το μόνο που μπορούμε να διακρίνουμε είναι τα σποραδικά ίχνη της ημικυκλικής του διαμόρφωσης, παρόμοια με των προμαχώνων C και D. Πέρα από αυτόν τον υπερυψωμένο κήπο το τείχος παραμένει σχετικά άθικτο και ανιχνεύσιμο στο ύψος του, καθώς φτάνει μέχρι το επίπεδο της τάφρου. Η κορτίνα του τείχους έχει σταθερή κλίση μέχρι την κορυφή, αλλά η κατασκευή δεν παρουσιάζει ομοιογένεια, καθώς το κατώτερο τμήμα του είναι κατασκευασμένο από μικρές ορθογώνιες πέτρες υπόλευκου ασβεστόλιθου, τρόπος κατασκευής που συνεχίζει να χρησιμοποιείται μέχρι και την κατάληξη του τείχους στον προμαχώνα G. Περίπου στα μισά του ύψους παρατηρείται αυλάκι βαθιάς στάθμης που πιθανόν προέκυψε από την αφαίρεση κορδονιού. Μια κατάρρευση που υπέστη το τείχος στη βάση του μας επιτρέπει να κοιτάξουμε στο εσωτερικό του, όπου υπάρχει στοά που εισέρχεται κάθετα σε αυτόν. Αυτή η στοά πιθανόν αποτελούσε σκάμμα ύδατος καθώς σ’ αυτό αντιστοιχεί ισχυρή υποχώρηση του φρουρίου λόγω καθίζησης του αναχώματος. Πέραν του αυλακιού που προαναφέρθηκε, το ανώτερο τμήμα του τείχους αποτελεί ετερογενή κατασκευή με κατακερματισμένα υλικά ποικίλων μεγεθών, όμως καλά τοποθετημένων, ιδιαίτερα στο κάτω μισό, όπου συναντάται λευκός ασβεστόλιθος και γκρίζος τραχείτης. Παράλληλα φαίνεται να επικρατεί ως υλικό στην κορυφή και το γκρι μάρμαρο, αλλά πρέπει να εγκαταστάθηκε με βιαστικό και ανεμπόδιστο τρόπο, έτσι ώστε να επιτευχθεί γρήγορη ανύψωση του τείχους.

90 | P a g e


Εικόνα 95 - Κάτοψη του τείχους που περνάει από τη σημερινή βόρεια είσοδο (F)

Εικόνα 96 - Η στοά περιπολίας που φτάνει μέχρι τη σημερινή βόρεια είσοδο

Εικόνα 97 - Γκρεμισμένο τείχος στη σημερινή βόρεια είσοδο

91 | P a g e


2.2.6. Ο Προμαχώνας G και το Τείχος του Zeno Επιβλητικός και ισχυρός, ο προμαχώνας G είναι ο μεγαλύτερος μεταξύ όλων των οχυρωματικών έργων του Κάστρου. Με μια πρώτη ματιά φαίνεται ότι αποτελείται από δύο ξεχωριστές ενισχυμένες δομές, εκ των οποίων η εσωτερική είναι σαφώς ψηλότερη και σταθερά συναρμολογημένη από ένα εξωτερικό τοίχωμα ημικυκλικής μορφής. Αυτή η κατασκευή εξέχει αρκετά από το κομμάτι του προμαχώνα που καταλήγει στην τάφρο. Αυτά τα προπύργια στο εσωτερικό των τειχών του φρουρίου αποτελούσαν μέρος ενός επιβλητικού οχυρωματικού έργου του 17ου αιώνα σύμφωνα με χάρτες και πηγές της εποχής, το οποίο είχε σίγουρα σχεδιαστεί και ξεκινήσει να πραγματοποιείται την περίοδο της ενετικής κατοχής της Χίου, όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Επιστρέφοντας στον εξωτερικό φλοιό του προμαχώνα παρατηρούμε για άλλη μία φορά την ύπαρξη πρανούς, ενώ η κλίση συνεχίζεται μέχρι και την κορυφή, αφού πρώτα διαιρεθεί σε τρεις, σχεδόν πανομοιότυπες, ζώνες διαφορετικής κλίσης. Το τμήμα της βάσης καταλήγει υπό γωνία σε κορδόνι πάνω από το οποίο η κλίση αποτελεί αποτέλεσμα μεταγενέστερης ανύψωσης του τείχους. Οι φάσεις κατασκευής γίνονται ακόμα πιο σαφείς εξετάζοντας τις διαφορές στις διαδοχικές τοιχοποιίες των τμημάτων της. Ο κεντρικός πυρήνας αποτελείται από ορθοκανονικές σειρές τετράγωνων πετρών, ομοιόμορφων στη διατομή και προέλευση τους. Αντίθετα, στο εξωτερικό τμήμα της κατασκευής, που αμβλύνεται με κατακόρυφες ρωγμές, οι πέτρες είναι και ακανόνιστα τοποθετημένες και διαφορετικής προέλευσης και κοπής, ενώ παράλληλα είναι ανεπαρκώς συναρμολογημένες λόγω ελάχιστου κονιάματος. Ακόμα το πάχος φαίνεται να είναι πολύ λεπτό για να αντέξει την ώθηση του παρεμβαλλόμενου αναχώματος. Το τμήμα της βάσης της κατασκευής προστέθηκε με σκοπό ο κεντρικός πυρήνας να συνδεθεί με την εξωτερική κατασκευή. Έτσι στο εξωτερικό πρανές φτάνουν έξι μικρές τραπεζοειδείς στοές, οι οποίες παίρνουν απότομη κλίση για να καλύψουν την υψομετρική διαφορά μεταξύ της τάφρου και του κεντρικού πυρήνα. Οι στοές αυτές είναι τόσο μικρές ώστε να χωράει να περάσει ένας μόνο άνδρας κουβαλώντας αρκεβούζιο, ώστε να μπορεί να υπερασπιστεί τον προμαχώνα με τη χρήση των περίτεχνων πολεμιστρών που παρουσιάζονται στη βάση του. Αυτές οι σχισμές εμφανίζουν ορθογώνια ανοίγματα, παρόμοια με τις εσωτερικές πολεμίστρες του προμαχώνα Α. Οι στοές αυτές ενώνονται επίσης και με τον εσωτερικό χώρο του αρχαιότερου πύργου μέσα από δύο επιπλέον αεριζόμενες στοές μέσω κοινής ημικυκλικής στοάς που ακολουθεί την καμπύλη της οχυρωματικής κατασκευής. Έτσι λοιπόν συμπεραίνουμε πως το βασικό αντικείμενο υπεράσπισης αυτού του προμαχώνα ήταν ο ίδιος ο κεντρικός πύργος, του οποίου το σχέδιο έχει μορφή πετάλου, κλειστό αρχικά σε όλη του την περίμετρο, ενώ μετά από κάποια μεταβατική φάση ο ευθύγραμμος τοίχος έχει πλέον καταρρεύσει. Το εξωτερικό του υπερυψωμένου πύργου είναι κατασκευασμένο ομοιόμορφα με τετράγωνες και ορθογώνιες πέτρες, παρόμοιου χαρακτήρα με αυτές των εσωτερικών πύργων των προμαχώνων Α και Ε. Η στέψη του πύργου είναι διακοσμημένη με καμάρες, ελαφρώς οξείας μορφής, από τούβλα υποστηριζόμενα σε ογκώδεις μονολιθικές αντηρίδες γκρι πέτρας. Στην κορυφή η τοιχοποιία είναι αρκετά αλλοιωμένη λόγω παρεμβάσεων που έγιναν με σκοπό την εξάλειψη των επάλξεων. Δίπλα στο εσωράχιο του ημιθολίου παρουσιάζεται και ένα άλλο σημαντικό δείγμα τετραγωνισμένου τεχνουργήματος, δομημένο από μεγάλες γκρίζες πέτρες, παρόμοιες με αυτές που συναντήσαμε στον υπερυψωμένο πύργο του προμαχώνα C. Στην κορυφή, στο ορατό τμήμα της κατασκευής, πάνω από την επιχωμάτωση, διακρίνεται τοιχοποιία με σειρές από μακριές πέτρες, ενώ παράλληλα υπάρχουν και ένθετα τούβλα στη βόρεια

92 | P a g e


πλευρά, και ακόμα παρατηρούνται ίχνη αρχαίων επάλξεων, μερικώς απομονωμένων, απέναντι από τις οποίες σχηματίζεται θόλος που σκεπάζει την κατασκευή σε σχήμα πετάλου όπως προαναφέραμε. Στη συνέχεια της οχυρωματικής κατασκευής απλώνεται το τείχος του φρουρίου που καταλήγει στο σημείο του φρουρίου από το οποίο ξεκινήσαμε την ανάλυση των ενάλιων οχυρώσεων, στον προμαχώνα του Zeno. Ο τείχος αυτός δεν αποτελεί εξαίρεση σε σχέση με προηγούμενες αναφορές καθώς παρουσιάζει και αυτός πρανές στη βάση του. Πριν από αυτό όμως, ακριβώς πάνω στην ένωση του προμαχώνα G και του τείχους, αξίζει να σημειώσουμε την ύπαρξη καμάρας η οποία οδηγεί κάθετα στο εσωτερικό της κατασκευής. Η πρόσβαση δεν μας είναι δυνατή καθώς η είσοδος είναι κλειδωμένη, όμως μπορούμε να συμπεράνουμε πως αναμφίβολα οδηγεί σε στοά η οποία συνεχίζει να διασχίζει το Κάστρο σε όλη του την περίμετρο. Από αυτό το σημείο το τείχος αναπτύσσεται ευθύγραμμα μέχρι και τον προμαχώνα του Zeno, ενώ το ύψος της κορτίνας φτάνει τα 11.60 μ. Ο χαρακτήρας του τείχους είναι ενιαίος και η ομαλή κλίση του φαίνεται να δείχνει πως κατασκευάστηκε σε δύο ξεχωριστές φάσεις. Το ανώτερο κομμάτι του τείχους αποτελείται από πέτρες ποικίλων μεγεθών και ποιοτήτων, χωρίς να ακολουθείται κάποιος κανόνας στην τοποθέτησή τους καθώς παρατηρούνται πολλά διαστασιολογικά άλματα. Από την άλλη, το κατώτερο τμήμα είναι πολύ συμπαγές και δομημένο με πέτρες ομοιόμορφου χαρακτήρα, με γκρίζες και μικρές πέτρες, ενώ και η τοποθέτηση γίνεται με κάποιο βαθμό κανονικότητας. Έτσι οι αρμοί είναι πυκνοί και το συνδετικό υλικό στέρεο. Σε αυτό το κατώτερο τμήμα του τείχους και σε απόσταση περίπου 50 μέτρων από τον προμαχώνα G σημειώνονται στην κορτίνα δύο χωρίσματα σε απόσταση 6 μέτρων το ένα από το άλλο. Μεταξύ τους το τοίχωμα εμφανίζει ετερογενή χαρακτήρα στα υλικά του, λίγο κονίαμα και πολύ βλάστηση, στοιχείο που υποδεικνύει την ύπαρξη μίας ακόμα οχυρωματικής κατασκευής, λίγο πριν τον προμαχώνα του Zeno. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται, αν λάβουμε υπόψη τις βασικές παρατηρήσεις που έχουμε κάνει μέχρι στιγμής για τους προμαχώνες και τους πύργους του φρουρίου. Το τείχος αυτό είναι ξεχωριστό σε σχέση με τα άλλα, καθώς δεν εμφανίζει σε απόσταση 60 μέτρων, ενδιάμεσο προμαχώνα, πριν τον προμαχώνα του Zeno. Έτσι η αλλαγή υλικού που προαναφέραμε σε συνδυασμό με τα πιθανά ίχνη τετραγωνισμένου πύργου στην κορυφή του τείχους κάνει ακόμα πιο πιθανό το σενάριο ύπαρξης ενός ακόμα προμαχώνα σε αυτό το σημείο.34

34. Dal Mas, Mario, Tiberi, Claudio, Kastro di Chios: Le Fortificazioni Verso Terra, Πρακτικά Συνεδρίου “Χίος - Γένοβα”, Εκδ. Νομαρχίας Χίου, Χίος, 1992, σελ. 73, 74, 75, 76, 80, 81, 82, 84, 86, 89, 90

93 | P a g e


Εικόνα 98 - Κάτοψη δώματος του προμαχώνα G

Εικόνα 99 - Κάτοψη του προμαχώνα G

94 | P a g e


Εικόνα 100 - Κάτοψη του τείχους που καταλήγει στον προμαχώνα του Zeno

Εικόνα 101 - Ολοκληρωμένο αξονομετρικό των οχυρώσεων του Κάστρου της Χίου

95 | P a g e


Εικόνα 102 - Ο προμαχώνας G

Εικόνα 103 - Περίτεχνη πολεμίστρα στη βάση του προμαχώνα G

96 | P a g e


Εικόνα 104 - Απεικόνιση πολλαπλών επιστρώσεων πέτρας στη βάση του προμαχώνα

Εικόνα 105 - Το τείχος που ενώνει τον προμαχώνα G με τον προμαχώνα του Zeno

97 | P a g e


98 | P a g e


99 | P a g e


2.3. Χρονολόγιο Αρχιτεκτονικών Φάσεων Παρέμβασης Προμαχώνας Α • • •

Τέλη 14ου – Αρχές 15ου αιώνα, κεντρικός κυκλικός πυρήνας Τέλη 17ου αιώνα, μεμβράνη για την τοποθέτηση και πλήρωση του επιχώματος μεταξύ των κορτινών Μοντέρνο, μέρος του τείχους που συνδέει τον προμαχώνα Α με τις φυλακές

Πύλη Porta Maggiore • • • •

Αρχές 13ου αιώνα, διαμήκης εσωτερικός τοίχος απέναντι από τη μνημειακή είσοδο Τέλη 16ου αιώνα, συνεχόμενη εξωτερική κορτίνα, πόρτα στους τοίχους, θόλοι περίφραξης, πρώτο τμήμα της στοάς προς το εσωτερικό του Κάστρου Τέλη 17ου αιώνα, μνημειακή πύλη που παρέμεινε ημιτελής, προσθήκη πρανούς στα τείχη έξω προς την τάφρο 18ος αιώνας, διπλά εσωτερικά τοιχώματα εισόδου

Φυλακή • • •

14ος αιώνας, αρχικό κτίριο με ανοίγματα παραθύρων 18ος αιώνας, εξωτερική επένδυση με σφράγισμα ανοιγμάτων 19ος αιώνας, εναλλαγή χρήσης σε φυλακή

Παλάτι των Ιουστινιάνι • • •

15ος αιώνας, αρχικό κτίριο 17ος και 18ος αιώνας, μετασχηματισμός σε τουρκική οικία 1982-1987, εργασίες αποκατάστασης

Προμαχώνας Β και γειτονικά τείχη • • • • •

13ος αιώνας, πιθανοί εσωτερικοί τοίχοι Τέλη 14ου και μέσα 15ου αιώνα, πυργίσκος ενσωματωμένος στον προμαχώνα (ίσως μέρος πρώιμης πύλης), τοίχοι προς το εσωτερικό του Κάστρου 16ος αιώνας, προστιθέμενη κορτίνα προτειχίσματος, προμαχώνας Β 17ος αιώνας, πρανές που προστέθηκε στον προμαχώνα Β, αποκατάσταση στέγης 18ος αιώνας, προσθήκη ενός επιπλέον πρανούς

100 | P a g e


Τείχη στις δύο πλευρές του προμαχώνα C • • •

Αρχές 13ου αιώνα, υποτιθέμενα τοιχώματα μέσα στο ανάχωμα (μη ανιχνεύσιμα) Τέλη 15ου – 16ο αιώνα, προτείχισμα με πρανές 17ος αιώνας, νέα κατασκευή προτειχίσματος

Προμαχώνας C • • • •

Αρχές 13ου αιώνα, κατασκευή πύργου τετράγωνης διατομής 15ος αιώνας, κατασκευή ημικυκλικού προμαχώνα 17ος αιώνας, αλλαγές στεφάνης Μοντέρνο, σύγχρονη προσαρμογή

Προμαχώνες D και Ε • • • • •

12ος αιώνας, πιθανοί εσωτερικοί τοίχοι στο ανάχωμα (μη ανιχνεύσιμοι) και ο πύργος που ενσωματώνεται στον προμαχώνα Ε 14ος αιώνας, στρογγυλός – πολυγωνικός πύργος Ε Τέλη 15ου – αρχές 16ου αιώνα, προτείχισμα χαμηλής κλίσης μεταξύ προμαχώνων D και Ε, ημικυκλικός προμαχώνας D και πιθανώς χαμηλό περίγραμμα στον προμαχώνα Ε 17ος αιώνας, υπερκατασκευή προτειχίσματος, στοά με σχισμές μεταξύ προμαχώνα Ε – F 18ος αιώνας, ανύψωση του εξωτερικού προμαχώνα Ε προς την τάφρο και τη γέφυρα του υδραγωγείου

Είσοδος F και τείχος στην πλευρά του προμαχώνα G • • • • • •

13ος αιώνας, ενδιάμεσος τοίχος 14ος αιώνας, εσωτερικός τοίχος προς το Κάστρο Τέλη 15ου – μέσα 16ου , κατεστραμμένος πύργος, χαμηλό προτείχισμα 17ος αιώνας, τοίχοι υπερκατασκευών και στοά περιπολίας με σχισμές 18ος αιώνας, ανύψωση τμήματος του προμαχώνα G Μοντέρνο, δημιουργία γέφυρα (εξαφανισμένη), κατασκευή προπυργίου, ραμπών και άνοιγμα εισόδου F

101 | P a g e


Προμαχώνας G • • • • •

Αρχές 13ου αιώνα, Πλατεία και τοίχοι μέσα στο ανάχωμα 14ος αιώνας, ανυψωμένος πύργος σε σχήμα πετάλου μέσα στο Κάστρο (ίσως του Κουλά) 15ος και 16ος αιώνας, κάθετη κατασκευή εξωτερικού πύργου και προτειχίσματος 17ος αιώνας, ανύψωση της κορτίνας και κατεδάφιση χαμηλού ημικυκλικού προμαχώνα μεταξύ των προμαχώνων G και Zeno, τροποποίηση της στέψης στον πύργο G 18ος αιώνας, τοίχος με πρανές προστίθεται στον εξωτερικό προμαχώνα

Τείχος μεταξύ προμαχώνων G και Zeno • • • •

Αρχές 13ου αιώνα, εσωτερικοί τοίχοι 14ος αιώνας, πύργος τετράγωνης διατομής μεταξύ προμαχώνων G – Zeno 15ος και 16ος αιώνας, προτείχισμα και κυκλικοί προμαχώνες 17ος αιώνας, κατεδάφιση ημικυκλικών πύργων, του τετράγωνου πύργου και ανύψωση προτειχίσματος35

35. Dal Mas, Mario, Tiberi, Claudio, Kastro di Chios: Le Fortificazioni Verso Terra, Πρακτικά Συνεδρίου “Χίος - Γένοβα”, Εκδ. Νομαρχίας Χίου, Χίος, 1992, σελ. 77, 81, 84, 86, 90, 91

102 | P a g e


Εικόνα 106 - 1η φάση του Κάστρου σε κάτοψη

Εικόνα 107 - 1η φάση του Κάστρου σε προοπτικό

103 | P a g e


Εικόνα 108 - 2η φάση του Κάστρου σε κάτοψη

Εικόνα 109 - 2η φάση του Κάστρου σε προοπτικό

104 | P a g e


Εικόνα 110 - 3η φάση του Κάστρου σε κάτοψη

Εικόνα 111 - 3η φάση του Κάστρου σε προοπτικό

105 | P a g e


106 | P a g e


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η Χίος αποτελεί κατά τη διάρκεια της ιστορίας της ένα από τα πιο σημαντικά νησιά της Μεσογείου καθώς τόσο η καλλιέργεια της μαστίχα όσο και η γεωγραφική της θέση απέναντι από τη Μικρά Ασία την καθιστούσαν πάντα μεγάλη οικονομική και εμπορική δύναμη. Έτσι για να εξυπηρετηθούν καλύτερα τα οικονομικά και εμπορικά συμφέροντα του λιμανιού και της πόλης της Χίου οικοδομείται το παραθαλάσσιο φρούριο του Κάστρου της Χίου. Η σημασία της όμως τράβαγε πάντα το ενδιαφέρον πολλών, με αποτέλεσμα ανά τους αιώνες να περάσουν πολλοί και διαφορετικοί κατακτητές από αυτήν. Ήταν αναπόφευκτο λοιπόν να επηρεαστεί και η αρχιτεκτονική της πόλης και του Κάστρου από τους κατακτητές της, είτε άμεσα είτε έμμεσα. Μέσα από την επιρροή των διαφόρων κατακτητών αλλά και τις καταστροφές του 19ου αιώνα, η πόλη της Χίου αναπτύχθηκε δυναμικά και χωρίς σχεδιασμό μέσα στο πέρασμα των αιώνων, κάτι το οποίο ίσως είναι μοναδικό γι’ αυτήν. Μαρτυρία αυτού είναι το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα ο πολεοδομικός της χαρακτήρας έχει μείνει σχεδόν ανέπαφος από την εποχή της Γενουοκρατίας, καθώς η παλιά ακτογραμμή του λιμανιού έχει αφήσει το ίχνος της αλλά πολλές οδοί και συνοικίες μπορούν να αντιστοιχιστούν με σημερινές. Από την άλλη όμως ο αρχιτεκτονικός της ρυθμός αν και αναπτύχθηκε χάρη σε αυτό το συνονθύλευμα λαών που είχε προσελκύσει το νησί, σήμερα πλέον δεν έχει μείνει σχεδόν κανένα ορατό του ίχνος, καθώς η καταστροφή του 1822 και ο σεισμός του 1881 δημιούργησαν μεγάλο πλήγμα στον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα της πόλης. Μοναδική εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα αποτελεί μονάχα η οχυρωματική κατασκευή του Κάστρου καθώς επιβίωσε σε ένα μεγάλο βαθμό από τα γεγονότα του 19ου αιώνα και στέκεται περήφανο ακόμα και σήμερα. Με τα χρόνια αποκαλύφθηκαν και ίχνη των φάσεων εξέλιξης του Κάστρου, στοιχεία που μας επιτρέπουν, αν τα μελετήσουμε εκτενώς, να βρούμε απαντήσεις σε πολλά αναπάντητα ερωτήματα που αφορούν τόσο το φρούριο, όσο και την ευρύτερη πόλη της Χίου.

107 | P a g e


108 | P a g e


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ • • •

• • • • • • • • • •

Σάρου, Αιμιλία, Το Κάστρον της Χίου, Εκδόσεις Π.Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα, 1916 Μίτσης, Νίκος, Χίος Το λιμάνι της πόλης και τα άλλα αγκυροβόλια του νομού, Εκδόσεις Λιμενικού Ταμείου Χίου, Β’ έκδοση, Χίος, 2008 Ζαχαρού-Λουτράρη, Αθηνά, Αναζητώντας στο Παλαιόκαστρο της σημερινής Χίου το μεσαιωνικό οχυρό και την αρχαία ακρόπολη, Πρακτικά Συνεδρίου “Η οχυρωματική αρχιτεκτονική στο Αιγαίο”, Εκδόσεις άλφα πι, Χίος, 2008 Ζαχαρού-Λουτράρη, Αθηνά, Το Κάστρο της Χίου, Ιστορία και Περιήγηση, “Περιοδικό Χιόνη”, τεύχος 145, 2004 Ζαχάρου-Λουτράρη, Αθηνά, Χίος, πόλιν έχειν ευλιμένον, Η ιστορία του χιώτικου λιμανιού, Εκδόσεις Ομήρειο Πνευματικό Κέντρο Χίου, Χίος, 1997 Μονιούδη-Γαβαλά, Δώρα, Η Πόλη της Χίου, Κοινωνία, Πολεοδομία, Αρχιτεκτονική, Εκδόσεις Ιδιωτική, Αθήνα, 2002 Παντόπουλος, Γιώργος, Κίζης, Γιάννης, Βαμβακερίδου, Λυδία, Ανάπλαση και Αξιοποίηση του Κάστρου Δήμου Χίου, Εκδόσεις 3η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Αθήνα, 1988 Κούτσικας, Κώστας, Κούτσικα, Δέσποινα, Τα Χαρακτικά της Χίου, Τόμος Β΄, Χάρτες - Τοπία, Εκδόσεις Ίδρυμα Λω, Χίος, 1961 Αδελφοί Καστάνια, Λεύκωμα των Ερειπίων της Χίου, Εκδόσεις Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1983 Nicole, David, Ottoman Fortifications 1300-1710, Σημειώσεις Παρουσίασης “Ottoman Fortifications 1300-1710” Ortolani, Giorgio, Tiberi, Claudio, Kastro di Chios: Le Fortificazioni Verso il Mare, Πρακτικά Συνεδρίου “Χίος - Γένοβα”, Εκδόσεις Νομαρχίας Χίου, Χίος, 1992 Dal Mas, Mario, Tiberi, Claudio, Kastro di Chios: Le Fortificazioni Verso Terra, Πρακτικά Συνεδρίου “Χίος - Γένοβα”, Εκδόσεις Νομαρχίας Χίου, Χίος, 1992 Smith, Arnold, The Architecture of Chios, subsidiary buildings, implements and crafts, Επιμέλεια Philip P. Argenti, Εκδόσεις Alec Tiranti, Λονδίνο, 1962

109 | P a g e


110 | P a g e


ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ •

Αναζητώντας στο Παλαιόκαστρο της σημερινής Χίου το μεσαιωνικό οχυρό και την αρχαία ακρόπολη Εικόνες: 7

Χίος Το λιμάνι της πόλης και τα άλλα αγκυροβόλια του νομού Εικόνες: 1, 2, 15

Η Πόλη της Χίου, Κοινωνία, Πολεοδομία, Αρχιτεκτονική Εικόνες: 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 16, 17, 18, 39, 40, 43, 44, 45, 50, 51, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61

Ανάπλαση και Αξιοποίηση του Κάστρου Δήμου Χίου Εικόνες: 106, 107, 108, 109, 110, 111

Τα Χαρακτικά της Χίου Εικόνες: 34, 35, 36, 37, 38, 41, 42, 46, 47, 48

Λεύκωμα των Ερειπίων της Χίου Εικόνες; 49, 50

Χίος – Γένοβα Εικόνες: 62, 63, 64, 65, 70, 71, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 86, 90, 91, 95, 98, 99, 100, 101

The Architecture of Chios Εικόνες: 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33

Προσωπικό Αρχείο Εικόνες: 3, 4, 5, 6, 19, 20, 66, 67, 68, 69, 72, 73, 74, 81, 82, 83, 84, 85, 87, 88, 89, 92, 93, 94, 96, 97, 102, 103, 104, 105

111 | P a g e


112 | P a g e



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.