ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ II, Β΄ ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΠΙΒΛΕΠΟΝΤΑΣ: ΠΡΕΠΗΣ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ
ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
ΜΕΛΕΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α.Μ. 601413 ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ 2012-2013 Β΄ ΕΞΑΜΗΝΟ
ΞΑΝΘΗ, 13 ΙΟΥΝΙΟΥ, 2013
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η οχύρωση, των πόλεων της Ελληνορωμαϊκής και της Ύστερης αρχαιότητας, αποτέλεσε βασικό μέλημα της Διοίκησης και ένα από τα βασικά συστατικά στοιχεία αυτών. Η οργάνωση της οχύρωσης έλκει την καταγωγή της από την παλαιότερη οικοδομική παράδοση. Βασικός στόχος του οχυρωματικού έργου ήταν η απόκρουση εχθρικών επιθέσεων με τη δημιουργία μεγάλων εμποδίων, που αναπτύσσονταν το ένα μετά το άλλο, για να εξασφαλιστεί η άμυνα της πόλης. Έτσι ο αριθμός και το ύψος των τειχών, το σχήμα και η μορφή των πύργων, ο αριθμός και ο τρόπος φύλαξης των πυλών, καθορίζονταν από τη διαμόρφωση του εδάφους, τις εξελίξεις της πολεμικής τέχνης και τις εκάστοτε πληθυσμιακές, οικονομικές και οικοδομικές δυνατότητες. Τα τείχη αποτελούνταν, βασικά, από πύργους και μεταπύργια: -Οι πύργοι είχαν διάφορα σχήματα (στρογγυλό, τριγωνικό, ορθογώνιο ή πολυγωνικό) και αποτελούνταν από δύο ή περισσότερα επίπεδα. Στην κορυφή είχαν σειρά από οδοντωτές επάλξεις και καταχύστρες ή ζεματίστρες από τις οποίες οι πολιορκημένοι έριχναν καυτό νερό, λάδι ή μολύβι στους επιτιθέμενους. -Τα μεταπύργια ήταν ψηλοί τοίχοι με αρκετό πάχος, για να αντέχουν τις επιθέσεις των πολιορκητικών μηχανών. Στην κορυφή διέθεταν οδοντωτές επάλξεις και πίσω από αυτές υπήρχε ένας διάδρομος (περίδρομος) που επέτρεπε την παράταξη και την κίνηση των στρατιωτών, καθώς και την πρόσβασή αυτών στους πύργους. Πίσω από τα τείχη υπήρχαν σκάλες για την ανάβαση στις επάλξεις και στη βάση των τειχών διαμορφώνονταν συχνά αποθήκες στρατιωτικού υλικού και χώροι παραμονής των φρουρών. Μπροστά από τα τείχη, πόλεων κτισμένων σε πεδινά εδάφη, κτιζόταν ένα χαμηλότερο τείχος (περιτείχισμα), με πύργους κατά διαστήματα, που μπροστά του υπήρχε η τάφρος που γέμιζε με νερό, λειτουργώντας, έτσι, ως η πρώτη γραμμή ανάσχεσης του εχθρού.
1. Άποψη της βυζαντινής καστροπολιτείας του Μυστρά.
1
Το ψηλότερο σημείο (ακρόπολη) του οικισμού, στο εσωτερικό της πόλης, που ήταν και το τελικό καταφύγιο των αμυνομένων και φιλοξενούσε την έδρα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και της στρατιωτικής διοίκησης χωριζόταν με ιδιαίτερο τείχος,. Οι πύργοι στην ακρόπολη είχαν ρόλο παρατηρητηρίου. Επίσης σημειώνεται ότι μεταγενέστερα, ένα ενδιάμεσο τείχος με ιδιαίτερη πύλη, χώριζε την πόλη σε δύο τμήματα. Τέτοια καστροπολιτεία με τριμερή διάρθρωση ήταν ο Μυστράς (φωτ. 1), όπου το ενδιάμεσο τείχος αφενός εξασφάλιζε μια δεύτερη γραμμή άμυνας, αφετέρου διασφάλιζε το μέρος της πόλης με τα παλάτια των δεσποτών και τα σπίτια της αριστοκρατίας. Οι πύλες στα τείχη κατασκευάζονταν στα πιο προσβάσιμα, γι’ αυτό και πιο ευπαθή, σημεία, όπου οι βασικοί δρόμοι της ενδοχώρας συναντούσαν τους οδικούς άξονες του πολεοδομικού ιστού. Αυτό εξηγεί την ύπαρξη λίγων πυλών, αφενός για να γίνεται αποτελεσματικότερος ο έλεγχος των ανθρώπων, των οχημάτων και των προϊόντων που εισέρχονταν και εξέρχονταν από την πόλη, αφετέρου για να μειώνεται ο κίνδυνος εύκολης πρόσβασης εχθρικών δυνάμεων.
ΤΑ ΧΕΡΣΑΙΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ Ιστορικό Τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, με τις πολυάριθμες προσθήκες και τροποποιήσεις κατά τη διάρκεια της ιστορίας τους, θεωρούνται το τελευταίο μεγάλο οχυρωματικό σύστημα της αρχαιότητας και ένα από τα πιο σύνθετα και επιμελημένα που χτίστηκαν ποτέ. Στο πρώτο μισό του 7ου π. Χ. αιώνα, Μεγαρείς άποικοι έκτισαν στις ασιατικές ακτές του Βοσπόρου την πόλη Χαλκηδόνα. Το 667 π. Χ. Μεγαρείς, πάλι, υπό τον Βύζαντα τον Μεγαρέα, έκτισαν την πόλη του Βυζαντίου, απέναντι από την Χαλκηδόνα (την πόλη των «τυφλών», όπου τυφλοί, κατά την ιστορική παράδοση, χαρακτηρίστηκαν οι άποικοι της Χαλκηδόνας, που δεν είδαν και δεν αξιολόγησαν την μοναδική τοποθεσία των Ευρωπαϊκών ακτών του Βοσπόρου), διακρίνοντας τη στρατηγική σημασία της νέας τοποθεσίας και την ευκολία που παρείχε στην άμυνα της πόλης, καθώς περικυκλώνονταν από τη θάλασσα σε τρεις πλευρές. Συγκεκριμένα βρεχόταν από το βορρά από τον Κεράτιο κόλπο, στο νότο από τη Θάλασσα του Μαρμαρά, στα ανατολικά από το Βόσπορο ενώ από τα δυτικά επικοινωνεί με τη θρακική πεδιάδα. Προς την πλευρά της Θράκης χτίστηκε, λοιπόν, το πρώτο τείχος της πόλης. Τα τείχη της πόλης του Βυζαντίου ήταν σαφώς μικρότερα των τειχών που κτίστηκαν αργότερα για την Κωνσταντινούπολη. Στα τέλη του 2ου αιώνα, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ του αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου και του διεκδικητή του θρόνου Πεσκένιου Νίγηρα, το Βυζάντιο τάχθηκε στο πλευρό του τελευταίου. Η τελική επικράτηση του Σεπτίμιου Σεβήρου στην πολιορκία της πόλης του Βυζαντίου, που κράτησε περίπου δυόμιση χρόνια (τέλη του 195 μ. Χ.), είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή της πόλης και των περίφημων οχυρωματικών έργων και κατ΄ επέκταση των τειχών. Καθώς η θέση του Βυζαντίου ήταν εμφανώς στρατηγικής σημασίας, ο Σεβήρος προέβη αργότερα σε εκτεταμένη ανοικοδόμηση της πόλης, η οποία ολοκληρώθηκε από το γιο του Αντωνίνο, υψώνοντας νέα τείχη που διπλασίασαν την έκτασή της (περί το 202 μ. Χ.).
2
2. Χάρτης βυζαντινής Κωνσταντινούπολης: οχυρώσεις, τείχη και λιμάνια. Με διακεκομμένη γραμμή σημειώνεται η θέση του τείχους της αρχαίας πόλης του Βυζαντίου, του ρωμαϊκού Βυζαντίου και του Μ. Κωνσταντίνου.
Έτσι έδωσε στο Βυζάντιο το παλιό καθεστώς της ελεύθερης και αυτόνομης πόλης και έλαβε προσωρινά την ονομασία Augusta Antonina, προς τιμή του γιου του Σεβήρου. Η επέκταση των παλιών και η χάραξη και ανέγερση νέων τειχών στην Κωνσταντινούπολη ήταν από τις πρώτες ενέργειες που συνδυάστηκαν με την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο. Η κατασκευή τους ξεκίνησε το 324 μ. Χ. και ολοκληρώθηκαν από τον γιο του Κωνσταντίνου Κωνστάντιο Β΄ (337-361). Από το τείχος αυτό δεν σώζεται σήμερα κανένα τμήμα του. Η νέα πρωτεύουσα αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα. Το 384385 τα τείχη ορίζουν πλέον μια πραγματική πόλη. Δεκαετίες αργότερα ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Β΄, για την προστασία της πόλης που συνεχώς επεκτείνονταν, αναγκάστηκε να αναγείρει νέο περίβολο χερσαίων τειχών (408 μ. Χ.). Το 439 μ. Χ. άρχισαν να κτίζονται τείχη και από τη μεριά της θάλασσας, κατόπιν της εντολής του Θεοδοσίου «τα τείχη κύκλω γενέσθαι εν όλω τω παραθαλασσίω Κωνσταντινουπόλεως». Μετά από ένα σεισμό επισκευάστηκαν και απέκτησαν την τελική τους μορφή το 447 μ. Χ..
3
Τείχη του αρχαίου Βυζαντίου Φτάνοντας στο Βόσπορο, ο Βύζας έβαλε το θεμέλιο λίθο της αποικίας του (Βυζάντιο) στον Κεράτιο Κόλπο, στο σημείο που ο Βόσπορος έκανε μια βαθιά εσοχή προς τα δυτικά. Από πλευράς κλιματολογικών συνθηκών και κυρίως στρατηγικής, η χερσόνησος που σχηματιζόταν μεταξύ του Κερατίου, του Βοσπόρου και της Θάλασσας του Μαρμαρά είχε το πλεονέκτημα του ελέγχου των θαλασσίων δρόμων, και μέσω αυτών εξυπηρετούνταν οι αμυντικοί και εμπορικοί σκοποί, καθώς και η δυνατότητα ίδρυσης νέων αποικιών (αποικισμός) κατά μήκος του Βοσπόρου και των ακτών του Εύξεινου Πόντου. Σύμφωνα με αρχαίους συγγραφείς, το Βυζάντιο ήταν η τρίτη καλύτερα οχυρωμένη πόλη του αρχαίου κόσμου μετά τη Μεσσήνη και τη Ρόδο, αποδίδεται δε η ανέγερση των τειχών αυτών στη θεϊκή βοήθεια που παρείχαν ο Απόλλωνας και ο Ποσειδώνας. Σύμφωνα με το Patria of Constantinople (βυζαντινή συλλογή ιστορικών έργων) η πόλη του αρχαίου Βυζαντίου περιβάλλονταν από ένα μικρό τείχος, το οποίο ξεκινούσε από το νότιο άκρο της ακρόπολης, εκτεινόταν δυτικά προς τον Πύργο του Ευγενίου, μετά πήγαινε νοτιοδυτικά προς το Στρατηγείο και τα Λουτρά του Αχιλλέα, συνέχιζε νότια προς την περιοχή, γνωστής στους βυζαντινούς χρόνους ως Χαλκοπρατεία, και μετά γύριζε προς την περιοχή της Αγίας Σοφίας, σε ένα κύκλο προς τα βορειοανατολικά, διασχίζοντας τις περιοχές τις γνωστές ως Τόποι και Λουτρά του Αρκάδιου και έφτανε τελικά στη θάλασσα στην τελευταία συνοικία των Μαγγάνων.
3. Ψηφιακή αναπαράσταση του αρχαίου Βυζαντίου (1: ναός Αφροδίτης, 2: ναός Απόλλωνα, 3: ναός Αρτέμιδος, 4: ναός Ποσειδώνα, 5: ναός Αθηνάς Εκβασίας, 6: Τέμενος, 7: Στάδιο, 8: Αμφιθέατρο, 9: ναός Δήμητρας, 10: Κόρη Temple, 11: ναός Απόλλωνα, 12: ναός Ήλιου, 13: ναός Σελήνης, 14: ναός Πλούτωνα, 15: ναός Ήρας, 16: Αγορά 1, 17: Αγορά 2, 18: Τετράστοον)
4
Τα τείχη αποτελούνταν από περισσότερα του ενός τμήματα. Οχυρώθηκε με περίβολο μήκους 35 σταδίων, από τα οποία τα 5 μόνο στάδια προστάτευαν την πόλη από ξηράς, ενώ τα υπόλοιπα κάλυπταν την πόλη από τη θάλασσα. Τα τείχη προστατεύονταν από 27 πύργους εκ των οποίων οι 7 ήταν ισχυροί και πρόβαλλαν προς τα έξω και προφύλασσαν τις πύλες. Η θέση των πύργων ήταν τόσο καλά μελετημένη από πλευράς ακουστικής, ώστε ο ήχος έφτανε από τον ένα στον άλλο, σαν να βρίσκονταν δίπλα, γεγονός ιδιαίτερα βολικό για την μετάδοση παραγγελμάτων την ώρα της μάχης. Τα χερσαία τείχη ήταν αρκετά ψηλότερα από τα θαλάσσια, γεγονός φυσικό, αφού από την πλευρά της θάλασσας, τα τείχη περιβάλλονταν από ένα φυσικό βραχώδες διάζωμα, στο μεγαλύτερο μέρος, που κρατούσε μακριά τόσο τα κύματα, όσο και τους επιδρομείς. Στο μέσο περίπου των χερσαίων τειχών ανοίγονταν η σημαντικότερη πύλη, η Θρακική. Νότια και λίγο ανατολικότερα από τη Θρακική βρισκόταν η πύλη το Μίλιον, ενώ μαρτυρείται ότι υπήρχε και μια τρίτη, η Ηράκλεια. Στη βορειοδυτική γωνία των τειχών, ακριβώς πάνω από τη θάλασσα και το λιμάνι, που αργότερα ονομάστηκε Νεώριο, βρισκόταν ο μοναδικός και ισχυρότατος πύργος των τειχών. Σημειώνεται ότι η είσοδος των λιμανιών ήταν κλεισμένη με αλυσίδες, ενώ ισχυροί προμαχώνες, εκατέρωθεν του ανοίγματος προσέφεραν καλή αμυντική προφύλαξη. Τοιχοδομία: Το μπροστινό τμήμα ήταν κτισμένο κατά το ισόδομο σύστημα (οι λίθοι είχαν ισομεγέθη, κανονικά, ορθογώνια παραλληλεπίπεδα σχήματα). Οι τετραγωνισμένοι και λειασμένοι λίθοι ήταν τόσο καλά συναρμοσμένοι μεταξύ τους, ώστε φαίνονταν σαν να μην είχαν αρμούς. Πίσω από την πρόσοψη αυτή ορθώνονταν αναχώματα και πρόσθετα οικοδομήματα, τα οποία δημιουργούσαν ένα φαρδύ και προφυλαγμένο περίδρομο με επάλξεις. Τα ισχυρά τείχη του Βυζαντίου ισχυροποιήθηκαν ακόμη περισσότερο από τον στρατηγό της Σπάρτης Παυσανία όταν κυρίευσε την πόλη το 479 π. Χ. (κατά τον Γάλλο ερευνητή Raymond Janin ο Παυσανίας ξαναέκτισε το τείχος). Το τείχος, είναι γνωστό ότι είχε επισκευαστεί, μετά την κατάληψη της πόλης από πολιορκία (340 π. Χ.) από το Φίλιππο τον Β΄, όπου χρησιμοποιήθηκαν και λίθοι από τάφους.
Τείχη του ρωμαϊκού Βυζαντίου (Augusta Antonina) Ο Σεβήρος κατέστρεψε το αρχαίο τείχος της πόλης του Βυζαντίου που περνούσε πολύ κοντά στην ανατολική πλευρά του χώρου, όπου αργότερα θα γινόταν το Φόρο του Κωνσταντίνου. Το τείχος αυτό επανακτίστηκε αργότερα, 300-400 μέτρα δυτικά του τείχους του αρχαίου Βυζαντίου ή 3 χιλιόμετρα ανατολικά της θέσης που κτίστηκε, αργότερα, το τείχος του Μ. Κωνσταντίνου. Εκτείνονταν από τη γέφυρα του Γαλατά, μετά δια μέσου της περιοχής του Nuruosmaniye Τζαμί έρχεται κυκλικά γύρω από το νότιο τείχος του Ιπποδρόμου και πηγαίνοντας βορειοανατολικά συναντά τη Βοσπόρειο Άκρα (σαράι Μπουρνού). Η κύρια πύλη εντοπίζεται στο πρώτο τμήμα της κατοπινής Μέσης Οδού και λίγο πριν την είσοδο του κατοπινού Φόρου του Κωνσταντίνου. Εντός των τειχών υπήρχαν τουλάχιστον δύο λιμάνια, το Βοσπόριον ή Προσφόριον στην 5η ρεγεώνα (συνοικία) και το Νεώριον στην 6η, κοντά στο οποίο υπήρχε μία αγορά, που αργότερα αποτέλεσε το Στρατήγιον. Τοιχοδομία: Οι εικασίες ως προς τον τρόπο δομής και την εμφάνιση των τειχών, είναι πολύ επισφαλείς. Επρόκειτο κατά πάσα πιθανότητα για έναν περίβολο που θα
5
προστατεύονταν, κατά διαστήματα, από πύργους, για τους οποίους δεν έχουμε σαφείς πληροφορίες. Η μόνη ένδειξη που έχουμε για τον τρόπο δομής, είναι το τμήμα του τείχους που σώζεται λίγο πιο ανατολικά από τη στήλη του Κωνσταντίνου, που πιθανότατα αποτελεί τμήμα του τείχους του Σεπτίμιου Σεβήρου. Είναι χτισμένο με πυρήνα από αργολιθοδομή και επένδυση εξωτερικά και στις δύο όψεις από ισόδομους λίθους. Πρόκειται για τεχνική που ακολουθεί το τυπικό ρωμαϊκό πρότυπο, όπου χρησιμοποιούνται κονία (pozzolana) και η κατασκευή ήταν, έτσι, εξαιρετικά ομοιογενής και ανθεκτική. Στο Patria of Constantinople text αναφέρεται η ύπαρξη και ενός άλλου τείχους, στη διάρκεια της πολιορκίας του υπό τον Λικίνιο ρωμαϊκού Βυζαντίου, από το Μεγάλο Κωνσταντίνο (324). Αναφέρεται επίσης ότι ένα προτείχισμα υπήρχε κοντά στο Φιλαδέλφειον, που εντοπιζόταν περίπου στο μέσον της μετέπειτα πόλης του Κωνσταντίνου, υποδεικνύοντας μια επέκταση της πόλης πέραν από τα τείχη του Σεβήρου.
4. Χάρτης της Κωνσταντινούπολης (λεπτομέρειες).
Τείχη του Μεγάλου Κωνσταντίνου 1. Γενικά Η χάραξη και η ανέγερση νέων τειχών ήταν από τις πρώτες ενέργειες του Μεγάλου Κωνσταντίνου στην ίδρυση της νέας πρωτεύουσας του, της Κωνσταντινούπολης. Η κατασκευή τους ξεκίνησε, σύμφωνα με τις πηγές, το 328 μ. Χ. και είναι πιθανόν να ολοκληρώθηκαν μετά το θάνατό του. Από τα τείχη αυτά δεν σώζεται σήμερα κανένα τμήμα του και μόνο από τις διάφορες πηγές εικάζουν οι μελετητές (κατά προσέγγιση), τη θέση αυτών και ορισμένων πυλών. Το χερσαίο τείχος του Κωνσταντίνου αποτελούσε κατά τον 4ον αιώνα, μαζί με τα τείχη που υπήρχαν στην ακτή της Προποντίδας, πιθανότατα ήδη επί Σεβήρου, τη
6
μοναδική άμυνα της Κωνσταντινούπολης. Το 384-385 μ. Χ. τα τείχη ορίζουν πλέον μια πραγματική πόλη και σηματοδοτούν την αρχή του μετασχηματισμού της πόλης του Βυζαντίου σε Νέα Ρώμη. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, ο Μέγας Κωνσταντίνος φρόντισε και για την ανέγερση θαλάσσιων τειχών, τουλάχιστον ως τη συνοικία «τα Αρματίου» στον Κεράτιο και ως το ναό του Αγίου Αιμιλιανού στη θάλασσα του Μαρμαρά. Παρ’ όλα αυτά, άλλοι μελετητές παρατηρούν ότι δεν υπάρχει κανείς λόγος για να αποδοθεί στον Κωνσταντίνο ανέγερση θαλάσσιων τειχών. Ήδη από τις αρχές του 5ου αιώνα η Κωνσταντινούπολη είχε επεκταθεί έξω από το τείχος του Μ. Κωνσταντίνου, σε μια περιοχή γνωστή ως Εξακιόνιον. Το τείχος του Κωνσταντίνου επιβίωσε, χωρίς να γνωρίζουμε σε τι κατάσταση, και μετά την ανέγερση των Θεοδοσιανών τειχών, τουλάχιστον μέχρι την καταστροφή της πύλης του Αττάλου (740 μ. Χ.). Τα τείχη αφέθηκαν να καταρρεύσουν σταδιακά και τα οικοδομικά του υλικά χρησιμοποιήθηκαν σε άλλες κατασκευές. Πηγές αναφέρουν ότι διατηρήθηκε μέχρι το 1509 μία τουλάχιστον πύλη του τείχους πάνω στην οδό των θριάμβων, μe το όνομα Porta antiquissima pulchra. 2. Αρχιτεκτονικά και τοπογραφικά. Το χερσαίο τείχος που χάραξε ο Κωνσταντίνος βρισκόταν 15 στάδια (περίπου 2,8 χλμ.) δυτικά του τείχους του Σεβήρου, οπότε το εμβαδόν της νέας πόλης ξεπερνούσε αυτό της πόλης του Βυζαντίου περισσότερο από τρεις φορές. Το οχυρωματικό σύστημα του Μεγάλου Κωνσταντίνου αποτελούνταν από ένα τείχος, ενισχυμένο με πύργους σε τακτά διαστήματα μεταξύ τους. Μόνο κατά προσέγγιση εκτιμάται η πορεία του τείχους. Σχημάτιζε ένα τόξο που ξεκινούσε από τον Κεράτιο στα βόρεια (από την εκκλησία του Αγίου Αντωνίου), ενδεχομένως λίγο δυτικότερα από τη σημερινή γέφυρα Ataturk, διέτρεχε νοτιοδυτικά την κοιλάδα του ποταμού Λύκου και μετά προς νότια, περνούσε ανατολικά από τη μεγάλη ανοιχτή κιστέρνα του Μωκίου (νότια του Λύκου) και Άσπαρος (στο βορειότερο τμήμα του) και κατέληγε στην ακτή του Μαρμαρά, κοντά στο ναό της Θεοτόκου αρκετά πιο ανατολικά από τη μονή της Περιβλέπτου. Δεν περιλάμβανε την περιοχή τη γνωστή ως Εξακιόνιον. Οι μαρτυρίες (Ζωσίμου, αναφορών) σχετικά με το μέγεθος της πόλης μετά την ανέγερση των Θεοδοσιανών τειχών, δεν συμβαδίζουν με τις εικασίες για τη θέση του τείχους. Για τον προσδιορισμό της θέσης του τείχους, αντίθετα, εικάζεται ότι οι μαρτυρίες αυτές αναφέρονται στην πόλη εντός του Κωνσταντίνειου περιβόλου. Το τείχος του Μ. Κωνσταντίνου κατά πάσα πιθανότητα προστατευόταν, από πύργους, κτισμένους κατά διαστήματα. Για τους πύργους αυτούς δεν έχουμε, πάντως, πληροφορίες από καμιά πηγή. 3. Πύλες Δεν έχουμε ακριβείς πληροφορίες για την θέση των πυλών, παρά μόνο ορισμένα ονόματα. Ανάμεσα στους διάφορους μελετητές της τοπογραφίας της Κωνσταντινούπολης υπάρχουν αρκετές διχογνωμίες ως προς τη θέση τους. Σημειώνεται εδώ, ότι ο Bρετανός Cyril Mango (1928), ο Γάλλος Raymond Janin (1882-1972) και ο Alexander van Millingen (1840-1915), υπήρξαν μελετητές της Βυζαντινής ιστορίας και αρχιτεκτονικής. Πύλη του Αγίου Αιμιλιανού: Η μόνη πύλη της οποίας ο εντοπισμός είναι σίγουρος είναι η Πύλη αυτή. Τοποθετείται στο νότιο τμήμα των τειχών, δίπλα στη Χρυσή αρχαία Πύλη, και
7
εξυπηρετούσε την επικοινωνία της πόλης με τα παραθαλάσσια προάστια. Εμφανίζεται ως η νοτιότερη πύλη της Κωνσταντινούπολης. Μετά την οθωμανική κατάκτηση της δόθηκε το τουρκικό όνομα Daoud Pasha Kapi.
5. Τοπογραφικό σχέδιο της Κωνσταντινούπολης επί Θεοδοσίου Β΄(C. Mango) όπου με διακεκομμένη γραμμή σημειώνεται το τείχος του Μ. Κωνσταντίνου. Χρυσή πύλη (αρχαία): Βρισκόταν βορειότερα της προηγούμενης κάπου στις δυτικές πλαγιές του Επτάλοφου και ήταν η πύλη από την οποία διερχόταν η Μέση οδός, στα δυτικά του forum του Αρκαδίου. Σύμφωνα με τον Janin βρισκόταν στην περιοχή που στους τοπογραφικούς χάρτες σημειώνεται με το τουρκικό όνομα Isa Kapi, και ήταν γνωστή επίσης με τα ονόματα Πύλη του Ξηρόλοφου και Πύλη του Σατουρνίνου. Με την ταύτιση αυτή συμφωνεί και ο Mango, ο οποίος ετυμολογεί την τουρκική ονομασία του βυζαντινού ναού και της όλης περιοχής από το όνομα «Πόρτα του Ιησού», από μια παράσταση της Σταύρωσης που ενδεχομένως κοσμούσε την πύλη κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο. Ο Buondelmonti ταυτίζει αυτήν τη πύλη με την Porta antiquissima pulchra, και περιγράφεται, από τον Μανουήλ Χρυσολωρά, ως μια ευρεία πύλη, κατασκευασμένη από μεγάλους μαρμάρινους δομούς, στην κορυφή της οποίας φαίνεται ότι υπήρχε κάποιο περιστύλιο ή στοά. Η πύλη αυτή συνέχισε, πιθανότατα, να παίζει ρόλο σε τελετές και θριάμβους, μέχρι το τέλος του Βυζαντίου. Πύλη του Προδρόμου: Η πύλη είχε πάρει το όνομά της από την εκκλησία του Ιωάννη του Προδρόμου, κοντά στην οποία ανοίχθηκε, πύλη που ο Janin θεωρεί ότι βρισκόταν στη νότια
8
κατωφέρεια της κοιλάδας του ποταμού Λύκου (στη βόρεια πλαγιά του Επτάλοφου). Ο van Millingen, από την άλλη, πιστεύει ότι πρόκειται για άλλο όνομα της Αρχαίας Χρυσής Πύλης. Πύλη του Αττάλου: Θεωρείται (πλην του Mango που πιστεύει ότι πρόκειται για την Αρχαία Χρυσή Πύλη) ξεχωριστή πύλη που βρίσκεται στον κωνσταντίνειο περίβολο. Κατά τον van Millingen βρισκόταν στον έβδομο λόφο της Κωνσταντινούπολης (Ξηρόλοφος), σε θέση που αντιστοιχούσε σε κάποια από τις πύλες του θεοδοσιανού τείχους, που ανοίγονταν στο ίδιο ύψος. Ο Janin αντίθετα την τοποθετεί βορειότερα, στη βόρεια κατωφέρεια του ποταμού Λύκου. Στη θέση αυτή, αντίθετα, ο van Millingen υποστηρίζει ότι υπήρχε μια άλλη πύλη, κοντά στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, η πύλη του Πολυανδρίου, άποψη όχι τόσο πιθανή, καθώς είναι γνωστή η ύπαρξη πύλης με αυτό το όνομα στο θεοδοσιανό τείχος, χωρίς να υπάρχει αναφορά σε παλαιότερη αντίστοιχη πύλη. Πύλη της Μελαντιάδας: Για τη θέση αυτής της πύλης υπάρχουν αντίθετες γνώμες. Άλλοι τη θεωρούν πύλη του κωνσταντίνειου περίβολου και άλλοι πιστεύουν ότι ανήκε στο θεοδοσιανό τείχος. Για την ακριβή της θέση, πάνω στο τείχος, δεν υπάρχει βεβαιότητα. Ο Mango την ταυτίζει με την πύλη του Προδρόμου, ενώ ο Janin θεωρεί το όνομά της παραφθορά της ονομασίας «τα Μελτιάδου» και την τοποθετεί δυτικά της κιστέρνας του Αγίου Μώκιου, σε σχέση με τη συνοικία «τα Μελτιάδου». 4. Τοιχοδομία και εμφάνιση Οι εικασίες ως προς τον τρόπο δομής και την εμφάνιση των τειχών, είναι πολύ επισφαλείς. Επρόκειτο κατά πάσα πιθανότητα για έναν περίβολο που θα προστατεύονταν, κατά διαστήματα, από πύργους, για τους οποίους δεν έχουμε σαφείς πληροφορίες. Η μόνη ένδειξη που έχουμε για τον τρόπο δομής, είναι το τμήμα του τείχους που σώζεται λίγο πιο ανατολικά από τη στήλη του Κωνσταντίνου, που πιθανότατα όμως να ταυτίζεται με τμήμα του τείχους του Σεπτίμιου Σεβήρου. Ούτως ή άλλως δεν παύει αυτό το τμήμα του τείχους να είναι ένα δείγμα της τοιχοδομίας στην Κωνσταντινούπολη κατά την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Είναι χτισμένο με πυρήνα από αργολιθοδομή και επένδυση εξωτερικά και στις δύο όψεις από ισόδομους λίθους. Αργολιθοδομή είναι το κτίσιμο όπου οι χρησιμοποιούμενοι λίθοι είναι ακατέργαστοι ή ελαφρά κατεργασμένοι και παρόλο που είναι ακανόνιστοι, το αποτέλεσμα διαμορφώνει τοίχο. Γι’ αυτό οι δύο παράπλευρες έδρες των λίθων πρέπει να είναι όσο το δυνατόν ομαλές και επίπεδες και αν είναι δυνατόν υπό ορθή γωνία μεταξύ τους. Πρόκειται για τεχνική που ακολουθεί το τυπικό ρωμαϊκό πρότυπο, με τη διαφορά ότι στη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική χρησιμοποιούνται κονία (pozzolana), η οποία ήταν εξαιρετικά ομοιογενής και ανθεκτική, σε αντίθεση με τη λιγότερο ομοιογενή αργολιθοδόμηση των βυζαντινών τειχών, όπου η συνοχή του τείχους επαφίεται σε μεγάλο βαθμό στην εξωτερική επένδυση. Έτσι εξηγείται, κατά τον C. Mango, η παρεμβολή σειρών τούβλων, κατά τακτά διαστήματα, οι οποίες ακριβώς ενισχύουν τη συνοχή τους. Η ίδια τεχνική θα χρησιμοποιηθεί, αργότερα, στην κατασκευή του θεοδοσιανού τείχους. Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανό ότι και το τείχος του Κωνσταντίνου ήταν κτισμένο με τον ίδιο τρόπο και είχε παρόμοια εξωτερική εμφάνιση, εμφάνιση ισόδομης τοιχοποιίας, με λίθινους δόμους που διακόπτονταν από σειρές κόκκινων
9
τούβλων. Η διχρωμία αυτή είναι ήδη γνωστή στη ρωμαϊκή τοιχοδομία, κορυφώνεται όμως στον κυρίως περίβολο του θεοδοσιανού τείχους της Κωνσταντινούπολης.
6. Λεπτομέρεια τοιχοδομίας Θεοδοσιανού τείχους
Τείχη Θεοδοσίου Β΄ 1. Γενικά Από τα τέλη του 4ου αιώνα, η αλματώδης αύξηση του πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης, δημιουργούσε προβλήματα χώρου και ευνοούσε την τάση επέκτασης του πολεοδομικού ιστού εκτός των τειχών του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Παράλληλα ο από βορά κίνδυνος των Ούννων (αρχές 5ου αιώνα) κατέστησε απαραίτητη την, από δυσμάς, προς την πεδιάδα της Θράκης, ενίσχυση της αμυντικής γραμμής, καθώς το δυτικό τμήμα της οχύρωσης της πόλης ήταν το πλέον ευάλωτο σε μαζική εχθρική επίθεση. Ως τείχη του Θεοδοσίου Β΄ ή Θεοδοσιανά τείχη της Κωνσταντινούπολης είναι γνωστά τα χερσαία τείχη με τα οποία ο Θεοδόσιος Β΄ τείχισε την πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η κατασκευή τους ξεκίνησε το 408, υπό την επίβλεψη του έπαρχου της Ανατολής Ανθέμιου και απέκτησαν την τελική τους μορφή το 447. Σημειώνεται ότι το 447 το τείχος υπέστη σοβαρές ζημιές από ισχυρό σεισμό (που κατάστρεψε 57 πύργους), αλλά λόγω της απειλής της Κωνσταντινούπολης από τους Ούννους του Αττίλα, επισκευάσθηκε μέσα σε τρεις μήνες, με πρωτοβουλία του έπαρχου των πραιτορίων Κωνσταντίνου. Πρώτο κατασκευάστηκε το εσωτερικό τείχος που σε πηγές της εποχής αναφέρεται ως έσω ή κυρίως ή μέγα τείχος. Παράλληλα κτίστηκε το εξωτερικό τείχος που αναφέρεται ως έξω ή μικρό τείχος ή προτείχισμα. Μεταξύ των δύο τειχών υπήρχε
10
7. Τα χερσαία τείχη της Κωνσταντινούπολης (σχέδιο). Τριπλή γραμμή άμυνας, οργανωμένη από τη θρακική πεδιάδα προς την πόλη, (πλάτους 60-65 μέτρων).
8. Ψηφιακή αναπαράσταση θεοδοσιανών τειχών. επίπεδο (ταράτσα), ο περίβολος, ενώ μπροστά από το μικρό τείχος υπήρχε αμυντική τάφρος. Ανάμεσα του έξω τείχους και της τάφρου απλώνονταν ένα άλλο (εξωτερικό) επίπεδο (ταράτσα), το έξω παρατείχιον, ενώ ένα χαμηλό ανάχωμα υπήρχε στην ανατολική όχθη της τάφρου. Η είσοδος στα δύο παραπάνω επίπεδα γινόταν, κατά πάσα πιθανότητα, μέσα από μικρές πόρτες που υπήρχαν στις πλευρές των πύργων. Το 439, ο έπαρχος Κύρος ο Πανοπολίτης είχε επεκτείνει τα θαλάσσια τείχη ώστε να συνδεθούν με τη νέα οχυρωματική γραμμή. Στα δύο άκρα του τείχους υπήρχαν βραχιάλια, δηλαδή μικρά τείχη που εκτείνονταν ως τη θάλασσα και απέκοπταν την πρόσβαση στο χερσαίο χώρο μπροστά από τα θαλάσσια τείχη. Η ισχυρή διπλή σειρά των τειχών περιέκλειαν μια περιοχή της πρωτεύουσας ίση με 14 τετραγωνικά χιλιόμετρα που προστάτευαν την πόλη σε πολλές πολιορκίες, διαμέσου των αιώνων και έδωσαν έτσι στα τείχη αυτά την προσωνυμία «Θεοφύλακτα». Η μόνη φορά που παραβιάστηκαν ήταν το 1453, όταν οι Οθωμανοί, με τη χρήση ισχυρού πυροβολικού τα διέσπασαν και κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, καταλύοντας έτσι και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
11
9. Αμυντικό οχυρωματικό σύστημα θεοδοσιανών τειχών. 2. Τοπογραφικά, αρχιτεκτονικά, τοιχοδομία και εμφάνιση 2.1 Το έσω ή κυρίως τείχος.
10. Τμήμα έσω τείχους και προτειχίσματος θεοδοσιανών τειχών. Το έσω τείχος θεμελιώθηκε πάνω σε φυσικό βράχο, 1500 μέτρα δυτικά από τα τείχη του Κωνσταντίνου και εκτείνονταν από την τειχισμένη περίμετρο της συνοικίας των Βλαχερνών, από βορρά, κάθετα προς το νότο με το άκρο των θαλασσίων τειχών που βρισκόταν στην πλευρά της Προποντίδας και είχε μήκος 5.570 μέτρα.
12
Σημειώνεται εδώ ότι το τμήμα του τείχους μεταξύ των Βλαχερνών και του Κεράτιου Κόλπου, δεν επέζησε, αφού η γραμμή των τειχών μεταφέρθηκε, αργότερα, προς τα εμπρός, για να καλυφθεί η συνοικία των Βλαχερνών, είναι δε απίθανο να εξακριβωθεί η αρχική πορεία του τείχους, καθώς αυτό θάφτηκε κάτω από τη σύγχρονη πόλη. Το τείχος από τη Θάλασσα του Μαρμαρά στρέφει απότομα προς βορειοανατολικά μέχρι να φτάσει στη Χρυσή Πύλη, περίπου 14 μέτρα πάνω από το ύψος της θάλασσας. Από εκεί και μέχρι την Πύλη του Ρηγίου, το τείχος ακολουθεί μία σχεδόν ευθεία προς βορρά πορεία, σκαρφαλώνοντας τον Επτάλοφο. Από εδώ στρέφει πάλι απότομα προς βορειοανατολικά, φτάνοντας ψηλά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, που βρίσκεται κοντά στην κορυφή του Επτάλοφου, σε περίπου 68 μέτρα πάνω από το ύψος της θάλασσας. Από εδώ το τείχος κατέρχεται μέσα στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου, που φτάνει στο χαμηλότερο σημείο από το ύψος της θάλασσας (35 μέτρα). Σκαρφαλώνοντας την πλαγιά του Εξάλοφου, το τείχος φτάνει, σε υψόμετρο 76 μέτρων στην Πύλη του Χαρισίου, μετά συνεχίζει προς τη συνοικία των Βλαχερνών (60 μέτρα υψόμετρο) και από εκεί συνεχίζει προς τα δυτικά, φτάνοντας στην παραλιακή πεδιάδα του Κεράτιου Κόλπου. Το έσω τείχος, μια συμπαγής κατασκευή, είχε πάχος 5 μέτρα κοντά στη βάση του και 4 μέτρα στην κορυφή του. Το ύψος έφθανε τα 10 μέτρα από το επίπεδο του περιβόλου και τα 14 μέτρα στην πλευρά που έβλεπε την πόλη. Τα τείχη έφεραν επάλξεις ύψους 2 μέτρων.
11. Αναστηλωμένο τμήμα των θεοδοσιανών τειχών (έσω τείχος και προτείχισμα). Τοιχοδομία, εμφάνιση: Οι δύο εξωτερικές όψεις του τείχους είχαν κατασκευαστεί από προσεκτικά τετραγωνισμένους δόμους από ασβεστόλιθο, ενώ ο πυρήνας αποτελούνταν από λατύπη (γέμισμα από μικρούς αδρούς λίθους και συνδετικό κονίαμα). Ανά διαστήματα υπήρχαν ζώνες με πέντε στρώσεις από πλίνθους ερυθρού χρώματος (τούβλα, πάχους 40 cm), οι οποίες διέσχιζαν το πάχος του τείχους από την εξωτερική ως την εσωτερική όψη του, με αποτέλεσμα αφενός μεν να χρησιμεύουν ως συνδετικός αρμός και αφετέρου να προσδίδουν ένα όμορφο αισθητικό αποτέλεσμα. Το υλικό των τειχών και η χρήση των τούβλων σφραγίζει το οχυρό με την επιρροή της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής.
13
Κάθε 60 έως 70 μέτρα υπήρχαν πύργοι (96 συνολικά) ύψους 19 μέτρων, οι περισσότεροι των οποίων ήταν τετράγωνοι, ενώ 20 ήταν πολυγωνικοί, 16 οκτάγωνοι, 3 εξάγωνοι και 1 πεντάγωνος Στο νότιο τμήμα του τείχους τετράγωνοι και οκτάγωνοι πύργοι εναλάσσονταν, ενώ στο μεσαίο τμήμα οι πύργοι ήταν σχεδόν όλοι τετράγωνοι. Οι λόγοι της εναλλαγής αυτής δεν είναι γνωστοί, αλλά πίσω από την ποικιλία αυτή δε φαίνεται να υποκρύπτεται κάποιος στρατηγικός λόγος. Σημειώνεται ότι ανάμεσα σε δύο πύργους του έσω τείχους παρεμβάλλονταν ένα πύργος του έξω τείχους. Οι πύργοι είχαν ύψος περί τα 15-20 μέτρα, πάχος 10-12 μέτρα, πρόβαλλαν από το τείχος 10 περίπου μέτρα και βρίσκονταν σε ακανόνιστα μεταξύ τους διαστήματα, ανάλογα με τη μορφή του εδάφους, που κυμαίνονταν από 40 έως 60 μέτρα. Διέθεταν επάλξεις στην κορυφή τους, το δε εσωτερικό τους χωριζόταν συνήθως με ένα πάτωμα σε δύο επίπεδα, τα οποία για λόγους ασφαλείας δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Το χαμηλότερο επίπεδο (ισόγειο) που επικοινωνούσε δια μέσου του τείχους με την πόλη, χρησίμευε ως αποθήκη ή φυλάκιο ή παραχωρούνταν προς χρήση σε πολίτες. Η είσοδος στο χαμηλότερο επίπεδο μπορούσε να γίνει κι από τον περίβολο, δια μέσου μικρών πορτών. Ο ανώτερος όροφος ήταν προσβάσιμος μόνον από τον περίδρομο του τείχους, είχε θυρίδες (παράθυρα) για να παρακολουθείς από απόσταση, αλλά και γιατί πιθανότατα να ήταν τοποθετημένες εκεί βλητικές μηχανές (καταπέλτες). Στους πύργους υπήρχαν επίσης πλατφόρμες από όπου οι αμυνόμενοι εκτόξευαν πέτρες και «υγρόν πυρ». Η πρόσβαση στο τείχος εξασφαλιζόταν με μεγάλες ράμπες. Τοιχοδομία, εμφάνιση: Η τοιχοδομία των πύργων (συμπαγείς τοίχοι 2 μέτρων) δεν συνδέεται με αυτήν του τείχους, γεγονός που καταδεικνύει ότι ανεγέρθηκαν μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής του περιβόλου.
12. Οι πύργοι που υψώνονταν εκατέρωθεν της Χρυσής Πύλης, στο νότιο άκρο του εσωτερικού περιβόλου των Θεοδοσιανών τειχών. Το πιο αδύνατο τμήμα του τείχους ήταν το λεγόμενο Μεσοτείχιον. Οι σύγχρονοι ερευνητές δεν συμφωνούν για την έκταση αυτού του τμήματος του τείχους, το οποίο έχει ποικιλοτρόπως οριστεί, Άλλοι το ορίζουν ως ένα στενό τμήμα μεταξύ της Πύλης του Αγίου Ρωμανού και της Πέμπτης Στρατιωτικής Πύλης, άλλοι ως ένα πλατύ
14
τμήμα από την Πύλη του Ρηγίου έως την Πέμπτη Στρατιωτική Πύλη και άλλοι ως τμήμα από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού μέχρι την Πύλη του Χαρισίου. Σε γενικές γραμμές, οι περισσότεροι από τους πύργους του έσω ή κυρίως τείχους που επέζησαν, έχουν ξανακτιστεί στη Βυζαντινή ή Οθωμανική περίοδο και μόνο μερικοί είναι οι αρχικοί κατασκευασθέντες επί Θεοδοσίου. Επί πλέον, ενώ έως την περίοδο των Κομνηνών οι όποιες ανακατασκευές παρέμειναν πιστές στο πρωτότυπο μοντέλο, οι κατοπινές τροποποιήσεις αγνόησαν τις τοξοθυρίδες και τις πολεμίστρες στο πάνω επίπεδο και επικεντρώθηκαν στις ταράτσες των πύργων σαν τη μόνη πολεμική πλατφόρμα. 2.2 Το έξω ή μικρό τείχος ή προτείχισμα. Το έξω τείχος ή προτείχισμα πιθανολογείται ότι κατασκευάστηκε μετά το σεισμό του 447, με σκοπό να εξασφαλιστεί η στοιχειώδης άμυνα της πόλης, σε περίπτωση καταστροφής του μεγάλου τείχους από νέο σεισμό, με το σκεπτικό ότι το χαμηλό ύψος του προτειχίσματος έκανε αυτό περισσότερο ανθεκτικό στις σεισμικές δονήσεις. Σημειώνεται ότι την εποχή αυτή (5ος αιώνας) η κατασκευή προτειχίσματος ήταν συνηθισμένη στις οχυρώσεις των πόλεων, όπως π.χ. στη Θεσσαλονίκη και στη Νίκαια. Το προτείχισμα ακολουθεί την πορεία του έσω τείχους, μόνο που τερματίζεται πιο σύντομα από αυτό, περίπου στο ύψος της Πύλης του Χαρισίου. Βρισκόταν σε απόσταση 13,5 μέτρων από το έσω τείχος, η οποία απόσταση μειωνόταν σε λιγότερο από 4 μέτρα στη θέση που υπήρχαν οι πύργοι. Είχε ύψος 4 μέτρων από το επίπεδο του περιβόλου, αλλά καθώς ο χώρος εμπρός από αυτό ήταν σε χαμηλότερο επίπεδο, το ύψος του στην εξωτερική του πλευρά έφτανε στα 8,5-9 μέτρα.. Είχε πάχος 4,5 μέτρα από τα οποία τα 1,3 μέτρα ήταν συμπαγές και το υπόλοιπο αποτελείτο από 2500 περίπου ανακουφιστικά αψιδώματα, στο τύμπανο καθενός από τα οποία ανοιγόταν τοξοθυρίδα. Τα αψιδώματα αυτά στήριζαν τον περίδρομο, που φυλασσόταν με επάλξεις. 13. Έσω τείχος, περίβολος, έξω τείχος. Η πρόσβαση στο προτείχισμα, από την πόλη, εξασφαλιζόταν είτε δια μέσου των κυρίων πυλών είτε δια μέσου των πυλίδων (μικρών πορτών) που υπήρχαν στη βάση του εσωτερικού τείχους των πύργων. Τοιχοδομία, εμφάνιση: Είναι χτισμένο με πυρήνα από αργολιθοδομή και επένδυση εξωτερικά και στις δύο όψεις από ισόδομους λίθους. Το προτείχισμα είχε και αυτό πύργους που παρεμβάλλονταν ανάμεσα σε δύο πύργους του έσω τείχους, υποστηρίζοντας έτσι, το όλο αμυντικό σύστημα. Η
15
τοποθέτησή τους ήταν δηλαδή τέτοια ώστε πίσω τους να βρίσκονται τα μεταπύργια (συνδετικό τείχος ανάμεσα σε δύο πύργους) του έσω τείχους, ενώ αντίστοιχα οι πύργοι του έσω τείχους βρισκόταν απέναντι από τα μεταπύργια του προτειχίσματος, με αποτέλεσμα τα δύο τείχη να αλληλοκαλύπτονται. Η απόσταση μεταξύ των πύργων κυμαινόταν (κατά μέσον όρο) στα 50-66 μέτρα. Οι πύργοι ήταν μόλις 0,5 μέτρο ψηλότεροι του προτειχίσματος και προεξείχαν περί τα 5 μέτρα από αυτό. Οι πύργοι του προτειχίσματος ήταν τετράγωνοι και πεταλόσχημοι, εναλλάξ. Είχαν ύψος 12-14 μέτρα και πάχος 4 μέτρα. Στους τοίχους του ορόφου, στο ύψος του περίδρομου του τείχους ανοίγονταν τοξοθυρίδες, ενώ η οροφή επιστεφόταν με επάλξεις. Τα χαμηλότερα τμήματα ήταν είτε συμπαγή είτε έφεραν μικρές πύλες που επέτρεπαν την επικοινωνία με την εξωτερική ταράτσα. Ορισμένοι τετράγωνοι πύργοι είχαν και ισόγειο χώρο με μικρή θύρα προς τα έξω, για να διευκολύνονται οι έξοδοι των αμυνομένων. 2.3 Τάφρος. Περίπου 20 μέτρα από το προτείχισμα (έξω τείχος) βρισκόταν η τάφρος, που αποτελούσε την πρώτη γραμμή άμυνας των θεοδοσιανών τειχών. Ο ενδιάμεσος χώρος (μεταξύ του έξω τείχους και της τάφρου) ονομαζόταν, όπως προαναφέρθηκε, παρατείχιον. Η τάφρος είχε πλάτος 20-21 μέτρα και βάθος 7-10 μέτρα. Οι πλευρές της ήταν χτισμένες με λίθους και στην πλευρά προς το προτείχισμα υψώνονταν ένα οδοντωτό τείχος ύψους 2 μέτρων, 14. Αναπαράσταση τάφρου-παρατειχίου-έξω τείχους. που δυσχέραινε ακόμη περισσότερο τη διάβασή της από τους εισβολείς. Ανά διαστήματα στην τάφρο υπήρχαν εγκάρσια λίθινα τοιχώματα-υδατοφράκτες, που λέπτυναν στις κορυφές τους για να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως γέφυρες από τους εχθρούς. Οι υδατοφράκτες αυτοί εμπόδιζαν το νερό να κυλάει προς τον Κεράτιο και να χάνεται λόγω της υψομετρικής διαφοράς που υπήρχε. Στο εσωτερικό των τμημάτων που δημιουργούσαν οι υδατοφράκτες κρύβονταν σωλήνες για την υδροδότηση της πόλης με νερό από τους λόφους που βρισκόταν βορειοδυτικά της πόλης. Στα τμήματα βόρεια της Πύλης του Αγίου Ρωμανού η κλίση των πρανών της κοιλάδας του Λύκου έκαναν προβληματική τη διατήρηση της τάφρου. Για το λόγο αυτό είναι πιθανόν η τάφρος να τελείωνε στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού και να μην συνέχιζε μετά από την Χαρισίου. 2.5 Πύλες. Κατά μήκος του χερσαίου τείχους υπήρχαν 10 πύλες που διαπερνούσαν και τα δύο τείχη (έσω και έξω), με εναλλαγή πολιτικής με στρατιωτική, ενώ υπήρχε και μια
16
επίσημη για την είσοδο του Αυτοκράτορα, η λεγόμενη Χρυσή Πύλη, η πιο περίλαμπρη από όλες, στο σημείο όπου αργότερα χτίστηκε το οχυρό Επταπύργιο (Γεντί Κουλέ). Οι πέντε (πολιτικές) πύλες διέθεταν γέφυρα που διάσχιζε την τάφρο και αποτελούσαν έτσι τα σημεία σύνδεσης της πόλης με την ύπαιθρο, που μένανε ανοικτές όλο το πρωί μέχρι το μεσημέρι. Οι υπόλοιπες πέντε είχαν κατασκευαστεί για στρατιωτικούς σκοπούς, με τη διευκόλυνση της μετακίνησης στρατευμάτων από ένα σημείο σε άλλο και οδηγούσαν μόνο στον περίβολο μεταξύ των τειχών.
15. Χάρτης της Κωνσταντινούπολης κατά τη Βυζαντινή περίοδο (λεπτομέρειες). Στον εσωτερικό περίβολο οι πύλες πλαισιώνονταν από ισχυρούς τετράγωνους πύργους, εκτός από την Πύλη του Χαρισίου, όπου οι πύργοι ήταν ημικυκλικοί. Οι στρατιωτικές πύλες ήταν αριθμημένες, από νότο (ξεκινώντας από την Προποντίδα) προς βορρά: η Πρώτη Στρατιωτική Πύλη (γνωστή και ως Πύλη του Χριστού), η Δευτέρα Στρατιωτική Πύλη, η Τρίτη Στρατιωτική Πύλη, η Τέταρτη Στρατιωτική Πύλη και η Πέμπτη Στρατιωτική Πύλη. Οι πολιτικές Πύλες από νότο προς βορρά ήταν: η προαναφερθείσα Χρυσή Πύλη, που εικάζεται ότι προϋπήρχε ως θριαμβική αψίδα και ενσωματώθηκε στο τείχος του Θεοδοσίου, η Πύλη Σηλυβρίας ή της Ζωοδόχου Πηγής ή της Μελεντιάδος, από όπου εισήλθαν στην Πόλη οι στρατιώτες του Αλεξίου Στρατηγόπουλου το 1261, η Πύλη
17
του Ρηγίου ή Ρουσίου, η Πύλη του Αγίου Ρωμανού και τέλος η Πύλη του Χαρισίου ή του Πολυανδρίου. Από όλες τις πύλες, μόνο οι τρεις (Χρυσή Πύλη, Πύλη του Ρηγίου και Πύλη του Χαρισίου) μπορούν άμεσα να επιβεβαιωθούν από τις υπάρχουσες μαρτυρίες. Σημειώνεται ότι στην παρακάτω περιγραφή των πυλών, θα περιληφθούν πληροφορίες και για τις μεταγενέστερες (μετά τον Θεοδόσιο Β΄) πραγματοποιηθείσες αλλαγές. Πρώτη Στρατιωτική Πύλη: Η πύλη αυτή είναι μια μικρή πλαϊνή πύλη που βρισκόταν στον πρώτο πύργο του έσω τείχους, εκεί που το χερσαίο τείχος συναντούσε το θαλάσσιο τείχος. Στα Οθωμανικά χρόνια ήταν γνωστή ως Πύλη Tabak. Η Χρυσή Πύλη: Η Χρυσή Πύλη είναι η δεύτερη κατά σειρά είσοδος στα διπλά θεοδοσιανά χερσαία τείχη, στα βόρεια της θάλασσας του Μαρμαρά, με τους δύο πλευρικούς πυλώνες της να αντιπροσωπεύουν τον ένατο και το δέκατο πύργο των τειχών. Λίγο πιο μακριά από τον ενδέκατο πύργο βρίσκεται η τρίτη πύλη, στην οποία αποδόθηκε αργότερα, κατά μαρτυρίες, το όνομα Χρυσή Πύλη. Αναφορικά με τη χρονολογία ανέγερσης της Χρυσής Πύλης, υπάρχει ασυμφωνία στους μελετητές σχετικά με το αν πρόκειται για έργο του Θεοδοσίου Α΄ (378-395) ή του Θεοδοσίου Β΄ (408-450). Κατά κανόνα, η πύλη θεωρείται λίγο πολύ σύγχρονη με το θεοδοσιανό τείχος, αν και έχει παρατηρηθεί ότι η τριπλή αψίδα με τους πύργους που την πλαισιώνουν αντιπροσωπεύουν μια φάση προγενέστερη του περιβόλου στον οποίο ενσωματώθηκε. Μια επιγραφή που μνημονεύει τη νίκη του Θεοδοσίου επί ενός «τυράννου» ερμηνευόταν ως αναφορά στην επικράτηση του Θεοδοσίου Β΄ επί του επίδοξου σφετεριστή Ιωάννη (425). Ωστόσο ο J. Bardill υποστήριξε πρόσφατα ότι η επιγραφή δεν είναι μεταγενέστερη προσθήκη στο μνημείο και επομένως πρέπει να προηγήθηκε του 413, χρονολογία κατά την οποία το θεοδοσιανό τείχος είχε ολοκληρωθεί, σύμφωνα με το Θεοδοσιανό Κώδικα. Επιπλέον, οι κίονες και τα κιονόκρανα του 5ου αιώνα θεωρήθηκαν μεταγενέστερες προσθήκες. Καταλήγει λοιπόν στο συμπέρασμα ότι η Χρυσή Πύλη κατασκευάστηκε ως θριαμβική αψίδα του Θεοδοσίου Α΄, μεταξύ 388 και 391, και ότι ο «τύραννος» στον οποίο αναφέρεται η επιγραφή είναι ο νικημένος Μάγνος Μάξιμος. Επιπλέον, η τριπλή αψίδα φαίνεται ότι μιμούνταν παλιότερες ρωμαϊκές θριαμβικές αψίδες, όπως του Σεπτίμιου Σεβήρου και του Κωνσταντίνου Α΄ στη Ρώμη. Η αψίδα χτίστηκε πάνω στην οδό που ακολουθούσαν οι θριαμβευτικές πομπές από το Έβδομον προς την Κωνσταντινούπολη, στα περίχωρα τότε της πόλης, έξω από την περίβολο των παλιότερων τειχών του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Όταν χτίστηκαν τα σημερινά τείχη, στα έτη 413 και 447 από το Θεοδόσιο Β΄, η αψίδα του θριάμβου ενσωματώθηκε στη νεότερη οχυρωματική γραμμή. Ωστόσο η θριαμβική της σημασία διατηρήθηκε, καθώς εξακολούθησε να παίζει ρόλο σε τελετές που αφορούσαν συνήθως τον αυτοκράτορα. Περιστασιακά, ως ειδική τιμή, σημαντικοί ξένοι επισκέπτες γίνονταν δεκτοί στην πόλη από τη Χρυσή Πύλη: παπικοί απεσταλμένοι (519 και 868), ακόμα και ο ίδιος ο Πάπας (708). Σε γενικές γραμμές όμως, η Χρυσή Πύλη ήταν το σημείο της θριαμβικής εισόδου του αυτοκράτορα στην πόλη για τον εορτασμό στρατιωτικών νικών ή άλλων σημαντικών γεγονότων. Το πλήθος των υπηρετών, στρατιωτών, αιχμαλώτων και τα τρόπαια συγκεντρώνονταν έξω από την τριπλή πύλη. Ο αυτοκράτορας έμπαινε επικεφαλής της πομπής και την οδηγούσε στο κέντρο της πόλης. Οι πηγές σώζουν πολλές αναφορές σε τέτοιες εορταστικές εκδηλώσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής ιστορίας, με τελευταία ξεχωριστή
18
16. Η Χρυσή Πύλη και το κάστρο του Γεντί Κουλέ (1685) (Είναι εμφανής ο πυκνός οικισμός εντός των τειχών). περίπτωση την είσοδο του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1260-1282) στην Κωνσταντινούπολη το 1261, μετά την ανάκτησή της από τους Λατίνους. Πέρα από την παραπάνω χρήση, η Χρυσή Πύλη εξυπηρετούσε και στρατιωτικούς σκοπούς. Άντεξε στις επιθέσεις των Ούννων του Βιταλιανού (το 514), των Αράβων (τη δεκαετία του 670), των Βουλγάρων του χάνου Κρούμου (το 813) και του τσάρου Συμεών (το 913). Καθώς όμως οι μέρες της δόξας της είχαν πλέον παρέλθει κατά την Παλαιολόγεια περίοδο, η Χρυσή Πύλη οχυρώθηκε και τελικά σφραγίστηκε. Η έκτασή της περιήλθε σε ένα οχυρό, το οποίο ο Ιωάννης Ε΄ (1341-1391) διαδοχικά περιόρισε και επισκεύασε, εν μέσω τουρκικών πιέσεων και εσωτερικών συγκρούσεων. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας που οδήγησε στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ τοποθέτησε ένα πυροβόλο απέναντι από τη Χρυσή Πύλη. Υπό την τουρκική κυριαρχία, οι βυζαντινές οχυρώσεις επεκτάθηκαν στο σημερινό φρούριο του Γεντί Κουλέ (Επταπύργιο), που χρησιμοποιήθηκε ως φοβερή φυλακή, σήμερα όμως λειτουργεί ως μουσείο. Ο ένατος και ο δέκατος πύργος ενσωματώνουν μια πύλη με τρεις αψίδες, στον εσωτερικό περίβολο των τειχών. Οι πύργοι αυτοί επεκτάθηκαν σε ευρείς και με βάθος πυλώνες, που περιλαμβάνουν μεγάλες εσωτερικές αίθουσες. Οι πυλώνες δημιουργούν έναν αύλειο χώρο διαστάσεων περίπου 17×30 μέτρα. Μια προέκταση του εξωτερικού τείχους, γύρω στα 12 μέτρα πέρα από την πύλη διευρύνει τον αύλειο χώρο και ανοίγεται στην τάφρο, διαμέσου μίας και μοναδικής (εξωτερικής) πύλης, εκατέρωθεν της οποίας υψώνονται δύο τετράγωνοι πύργοι.
19
17. Όψη της Χρυσής Πύλης
18. Κάτοψη Χρυσής Πύλης
20
19. Προοπτικό Χρυσής Πύλης
20. Αξονομετρικό Χρυσής Πύλης 21
Η πύλη είχε τη μορφή επιδαπέδιας θριαμβικής αψίδας με τρεις τοξωτές πύλες εκ των οποίων η μεσαία ήταν η μεγαλύτερη. Είναι κτισμένη από μεγάλα, άσπρα μαρμάρινα κομμάτια, χωρίς ενδιάμεσο συνεκτικό υλικό. Πλαισιώνεται από δύο τετράγωνους πύργους, που αντιστοιχούν, όπως προαναφέραμε στον 9ο και 10ο πύργο του έσω θεοδοσιανού τείχους. Η κύρια πύλη καλυπτόταν από το εξωτερικό τείχος, που το διαπερνούσε μία μοναδική πύλη. Αυτή, στους επόμενους αιώνες διακοσμήθηκε στις πλευρές της από ένα σύνολο επαναχρησιμοποιηθέντων μαρμάρινων ανάγλυφων. Η τριπλή πύλη και το όλο συγκρότημα ήταν διακοσμημένα, τη Βυζαντινή εποχή, με αγάλματα, μεταξύ των οποίων ο ανδριάντας του Θεοδοσίου Α΄ πάνω σε άρμα που το έσερναν τέσσερις ελέφαντες, σε ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη (384 ή 387), άγαλμα που έπεσε στο σεισμό του Οκτωβρίου του 740. Επίσης έφεραν γλυπτά (όπως έναν μεγάλο σταυρό που έπεσε το 561-562, μία Νίκη που έπεσε στην ενθρόνηση του Μανουήλ Γ΄), ανάγλυφα, επιγραφές, πολεμικά τρόπαια, νωπογραφίες, ακόμα και διακόσμηση από χρυσό, που αποδίδεται από τον Μαλάλα στο Θεοδόσιο Β΄, στην οποία και οφείλεται η ονομασία Χρυσή Πύλη (Porta Aurea). Από όλο αυτό το διάκοσμο μόνο ελάχιστα θραύσματα έχουν καταγραφεί ή διατηρηθεί. Σημειώνεται ότι το 965 ο Νικηφόρος Β΄ Φωκάς αντικατέστησε τις αρχικές πόρτες των πυλών με μπρούτζινες που πήρε από τη κυριευμένη πόλη της Mopsuestia (πόλης κοντά στα σημερινά Άδανα της Τουρκίας). Με την προσθήκη εγκάρσιων τειχών στον περίβολο, ανάμεσα στο έσω και έξω τείχος, δημιουργήθηκε ένα ξεχωριστό και συγχρόνως ουσιαστικό νέο φρούριο, που κατέστησε τη Χρυσή Πύλη σαν μία από τις ισχυρότερες θέσεις κατά μήκος των χερσαίων τειχών της Κωνσταντινούπολης, που άντεξε πολλές εφόδους κατά τη διάρκεια διαφόρων πολιορκιών. Ο Ιωάννης Ε΄ Κατακουζηνός (1389-1390) ξανακτίζει και επεκτείνει την οχύρωση στη Χρυσή Πύλη με την ανέγερση δύο πύργων, πίσω από αυτήν και κτίζει τείχος, 350 μέτρα από τα θαλάσσια τείχη, σχηματίζοντας έτσι ένα ξεχωριστό οχυρωματικό περίβολο, μέσα στην πόλη για να χρησιμοποιηθεί ως τελευταίο καταφύγιο και σημείο άμυνας. Το φρούριο αυτό άντεξε επιτυχώς στην επόμενη πολιορκία, που διάρκεσε αρκετούς μήνες και όπου πιθανώς να χρησιμοποιήθηκαν και κανόνια. Ο Ιωάννης Στ΄ Κατακουζηνός (αυτοκράτορας από 1347 έως1354) επισκεύασε τους μαρμάρινους τοίχους της πύλης. Το 1391 ο Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος αναγκάστηκε να ισοπεδώσει το φρούριο, για να σώσει τον γιο του Μανουήλ, αιχμάλωτο του σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄, από την απειλή ότι θα τον τυφλώσει. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος αποπειράθηκε να το ξανακτίσει (1434) αλλά τον σταμάτησε ο σουλτάνος Μουράτ Β΄. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, ο σουλτάνος Μεχμέτ ο Β΄ έκτισε νέο τείχος (1458). Με την προσθήκη τριών μεγάλων πύργων στους τέσσερις ήδη υπάρχοντες (πύργοι 8 έως 11), στο έσω θεοδοσιανό τείχος, ιδρύθηκε νέο κάστρο, το Επταπύργιο (Yedikule Hisari). Έτσι η Χρυσή Πύλη δεν λειτούργησε πλέον ως μια πύλη, αλλά χρησιμοποιήθηκε, στην οθωμανική περίοδο, σαν θησαυροφυλάκιο, αρχείο του κράτους και κρατική φυλακή, όπου μέχρι το 1837 φυλακίστηκαν πολλοί επώνυμοι.
22
21. Σύγχρονη φωτογραφία της Χρυσής Πύλης με τους δύο συνοδευτικούς πύργους. .
22. Η θεωρούμενη ως Δεύτερη Στρατιωτική Πύλη (ή Πύλη του Βελιγραδίου) ή η Ξυλόκερκος Πύλη.
23
Δεύτερη Στρατιωτική Πύλη: Αναφέρεται, από τις μαρτυρίες ότι βρισκόταν μεταξύ των πύργων 30 και 31. Από την αρχική πύλη λίγα έχουν απομείνει, για το λόγο αυτό η σύγχρονη ανακατασκευή της πύλης που θεωρείται ως Δεύτερη Στρατιωτική Πύλη δεν δύναται να επιβεβαιωθεί Η Πύλη της Ζωοδόχου Πηγής ή της Σηλυβρίας: Πήρε το όνομα της από ένα δημοφιλές μοναστήρι που βρισκόταν έξω από τα τείχη, στην περιοχή όπου βρίσκεται το σύγχρονο προάστιο του Balikli. Το σύγχρονο τουρκικό όνομα Πύλη της Σηλυβρίας εμφανίστηκε, σε βυζαντινές πηγές, λίγο πριν από το 1453. Βρισκόταν ανάμεσα στους επτάγωνους πύργους 35 και 36 του έσω τείχους.
23. Πύλη της Ζωοδόχου Πηγής ή της Σηλυβρίας. Η πύλη αυτή ξανακτίστηκε στους ύστερους βυζαντινούς χρόνους, όπου στο νότιο πύργο φέρει μια επιγραφή του 1439, τιμώντας τον Ιωάννη Παλαιολόγο τον Η΄ για την επισκευή που πραγματοποίησε. Η αψίδα της πύλης αντικαταστάθηκε στην οθωμανική περίοδο. Το 1998 ανακαλύφθηκαν κάτω από την πύλη ανάγλυφα και τάφοι που χρονολογούνται στον 4ο με 5ο αιώνα. Τρίτη Στρατιωτική Πύλη: Ονομάστηκε και Πύλη του Τρίτου από το όνομα της συνοικίας Τρίτον που βρισκόταν πίσω από αυτή και λίγο μετά την Πύλη της Σηλυβρίας (ή Ζωοδόχου Πηγής), ακριβώς πριν το ημικυκλικό τμήμα του τείχους γνωστού ως Σίγμα και μεταξύ των πύργων 39 και 40. Κατασκευάστηκε στο μέσον της Ύστερης Βυζαντινής περιόδου. Το τμήμα της πύλης στο έξω τείχος διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Είναι πολύ πιθανό η πύλη αυτή να ταυτίζεται με την Πύλη του Καλάγρου. Σημειώνεται ότι η πύλη αυτή δεν έχει κάποιο τουρκικό όνομα.
24
Η Πύλη του Ρηγίου ή Ρουσίου: Βρίσκεται ανάμεσα στους πύργους 50 και 51. Πήρε την ονομασία Πύλη του Ρηγίου από το προάστιο του Ρηγίου και το όνομα Πύλη του Ρουσίου από τη ιπποδρομιακή φατρία των ρούσων (κόκκινων) που υποτίθεται ότι είχαν πάρει μέρος σε ανακατασκευή της. Είναι η καλύτερα διατηρημένη πύλη και διατηρεί αμετάβλητη την αρχική (5ος αιώνας) εμφάνισή της.
24. Πύλη του Ρηγίου ή Ρουσίου. Τέταρτη Στρατιωτική πύλη: Η πύλη αυτή βρισκόταν μεταξύ των πύργων 59 και 60. Σήμερα είναι περιφραγμένη με τοίχο και πιθανολογείται (με αβέβαια στοιχεία) ότι πρόκειται για την Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Η Πύλη του Αγίου Ρωμανού: Βρισκόταν ανάμεσα στου πύργους 65 και 66 και πήρε το όνομά της από την ομώνυμη εκκλησία που υπήρχε κοντά της. Το τούρκικο όνομά της είναι Topkapi (Πύλη του κανονιού) από το μεγάλο οθωμανικό κανόνι («Βασιλική») που τοποθετήθηκε απέναντι της πύλης αυτής, κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, το 1453. Με ένα φρουραρχείο 26,5 τ.μ. ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη πύλη (μετά την Χρυσή Πύλη) των τειχών της Κωνσταντινούπολης. Σ’ αυτήν την πύλη, σκοτώθηκε (την 29η Μαΐου 1453) ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ο Παλαιολόγος. Πέμπτη Στρατιωτική Πύλη: Η Πέμπτη Στρατιωτική Πύλη ή Πύλη του Πέμπτου βρισκόταν στο βόρειο τμήμα του ποταμού Λύκου, μεταξύ των πύργων 77 και 78. Πήρε το όνομα της από τη συνοικία Το Πέμπτον, που βρισκόταν γύρω από το Λύκο. Είχε υποστεί σοβαρές ζημιές που αποκαταστάθηκαν με εκτεταμένες επισκευές, κατά την Βυζαντινή και Οθωμανική περίοδο.
25
Η Πύλη αυτή ταυτίζεται με τη βυζαντινή Πύλη της Αγίας Κυριακής και είχε την τουρκική ονομασία Hukum Kapisi (Πύλη της Επίθεσης), επειδή από την πύλη αυτή ξεκίνησε η έφοδος των Οθωμανών, το πρωί της 29ης Μαΐου του 1453. Η Πύλη του Χαρισίου ή του Πολυανδρίου ή της Ανδριανούπολης: Η Πύλη του Χαρισίου βρίσκεται στην κορυφή του έκτου λόφου, που ήταν το ψηλότερο σημείο (77 μέτρα) της παλιάς πόλης. Θεωρείται η δεύτερη πιο σπουδαία πύλη της Κωνσταντινούπολης. Ονομάστηκε Πύλη του Χαρισίου από ένα κοντινό μοναστήρι που ιδρύθηκε από τον Χαρίσιο. Στα τούρκικα είναι γνωστή ως Edirnekapi (πύλη της Ανδριανούπολης) και είναι η πύλη από την οποία εισήλθε, θριαμβευτικά, στην κυριευμένη πόλη, ο Μεχμέτ ο Β΄. Η πύλη αυτή έχει θεωρηθεί ότι ταυτίζεται με την Πύλη του Πολυανδρίου, επειδή οδηγούσε σε ένα κοιμητήριο έξω από τα τείχη. Είναι η πύλη που ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος εγκατέστησε το διοικητήριό του στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης.
25. Η Πύλη Χαρισίου ή Πολυανδρίου ή Ανδριανούπολης. Επίσης υπήρχαν κάποιες μικρότερες πύλες γνωστές ως πυλίδες που χρησίμευαν είτε στους στρατιώτες για να ανεβοκατεβαίνουν στα τείχη είτε στους μυστικούς καλεσμένους ή επισκέπτες του αυτοκράτορα είτε στους μοναχούς που τις χρησιμοποιούσαν για να πηγαινοέρχονται στα μοναστήρια τους. Μία από αυτές τις πυλίδες ήταν και η γνωστή, για το τραγικό της ρόλο στην άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, Κερκόπορτα ή Ξυλόκερκος πόρτα, που βρίσκονταν βόρεια της Δεύτερης Στρατιωτικής Πύλης, ανάμεσα στους πύργους 22 και 23 του έσω τείχους. Είχε περίπου 12 μέτρα πλάτος και περίπου 20 μέτρα ύψος. Πήρε το όνομά της γιατί η πυλίδα αυτή οδηγούσε σ’ ένα ξύλινο αμφιθέατρο, που υπήρχε έξω από τα τείχη.
26
2.6 Μεταγενέστερες βυζαντινές προσθήκες και επισκευές. Τα Θεοδοσιανά τείχη υπήρξαν, χωρίς αμφιβολία, ανάμεσα στα πιο σπουδαία αμυντικά συστήματα της ύστερης αρχαιότητας. Η τριπλή ζώνη άμυνας (τάφρος, προτείχισμα και έσω τείχος), δηλαδή το κατ’ εξοχή χερσαίο τείχος του Θεοδοσίου, τελείωνε 1000 περίπου μέτρα από τον Κεράτιο, καθιστώντας την περιοχή των Βλαχερνών, το πιο ευάλωτο σημείο της άμυνας της Κωνσταντινούπολης. Έγινε έτσι η περιοχή αυτή στόχος και των Αβάρων (626) και των πολεμιστών της Δ΄ Σταυροφορίας (1203-1204). Όπως ήταν φυσικό, οι μεταγενέστερες προσπάθειες των Βυζαντινών αποσκοπούσαν στην ενίσχυση των χερσαίων τειχών της Πόλης και επικεντρώθηκαν στην κατασκευή νέων τειχών στην περιοχή αυτή των Βλαχερνών. Τείχη των Βλαχερνών Η πρώτη (μετά τον 5ον αιώνα) προσθήκη στα θεοδοσιανά τείχη έγινε από τον Ηράκλειο, μετά το 626 μ. Χ.. Θέλοντας να προστατεύσει την έως τότε ανοχύρωτη εκκλησία της Θεοτόκου των Βλαχερνών (στη θαυματουργή παρέμβαση της οποίας απέδιδαν οι πολίτες την απόκρουση των Αβάρων), ο αυτοκράτορας έκτισε και ενίσχυσε ένα προϋπάρχον τείχος, το Πτερόν, από τις Βλαχέρνες έως τον Κεράτιον Κόλπο, στο ύψος του ανάκτορου του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου. Το νέο τείχος είχε ύψος περίπου 12-15 μέτρα, ήταν παχύτερο από το Θεοδοσιανό και διέθετε μικρούς τετράγωνους πύργους, τοποθετημένους σε μικρότερα μεταξύ τους διαστήματα. Βρισκόταν σε μια απότομη πλαγιά και δεν υπήρχε τάφρος, εκτός από ένα τμήμα του τείχους στο χαμηλότερο άκρο του και προς τον Κεράτιο, τάφρο που δημιούργησε ο αυτοκράτορας Ιωάννης Στ΄ ο Κατακουζηνός. Το 813 ο αυτοκράτορας Λέων ο Ε΄ ο Αρμένιος, θέλοντας να ενισχύσει την οχύρωση της περιοχής, ακόμη περισσότερο, καθώς περίμενε επίθεση από τους Βούλγαρους του Κρούμου, έχτισε υψηλό προτείχισμα, σε απόσταση τουλάχιστον 20 μέτρων από το Πτερόν. Το προτείχισμα ήταν ελαφριάς κατασκευής και είχε πάχος λιγότερο από 3 μέτρα. Ενισχύθηκε με καμάρες, ως αντερείσματα, που υποστήριζαν το στηθαίο του τείχους. Το μεγάλο ύψος του τείχους του Λέοντος Ε΄ δυσκόλευε τις από το Πτερόν βολές, με αποτέλεσμα να αχρηστευτεί αυτό το προτείχισμα.
26. Συμβολή θεοδοσιανού τείχους και τείχους των Βλαχερνών, με το παλάτι του Πορφυρογέννητου.
27
Αργότερα όμως, επί Μιχαήλ Β΄ (820-829), το Πτερόν ενισχύθηκε με τρεις εξαγωνικούς πύργους, ύψους 26 μέτρων. Καταπέλτες, τοποθετημένοι στον ανώτατο όροφο των πύργων αυτών, μπορούσαν να βάλουν πάνω από το τείχος του Λέοντος. Πίσω από το τείχος του Λέοντος βρισκόταν ένα εσωτερικό τείχος, το οποίο ανακαινίστηκε και ισχυροποιήθηκε, από τον αυτοκράτορα Θεόφιλο (829-842), με την προσθήκη τριών ιδιαίτερα ωραίων εξαγωνικών πύργων. Η τελευταία βυζαντινή προσθήκη στο τείχος του Θεοδοσίου οφείλεται στον αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνό (1143-1180), ο οποίος έκτισε ένα μακρύ τείχος, από τα δυτικά, για να οχυρώσει την περιοχή όπου βρισκόταν το ανάκτορο των Βλαχερνών. Το νέο τείχος, η διαφορετική τοιχοδομία του οποίου διακρίνεται αμέσως σε σχέση με το καθαυτό τείχος του Θεοδοσίου, είχε ύψος 15-18 μέτρα και πάχος περί τα 3,75 μέτρα, ενισχυμένο στο εσωτερικό του με αντηρίδες. Είναι ένα εξαιρετικό αρχιτεκτονικό οχυρωματικό έργο, που αποτελείται από μία σειρά αψίδων, κλεισμένες στην εξωτερική πρόσοψή τους. Διέθετε ογκώδεις πύργους, πεταλόσχημους, κυκλικούς, πολυγωνικούς με τον τελευταίο να είναι τετράγωνος. Το τείχος εκτείνεται σε μήκος 220 μέτρων, η αρχή του βρίσκεται σε γωνία με τη γραμμή του θεοδοσιανού τείχους, προχωρούσε δυτικά προς τον τρίτο πύργο και μετά έστρεφε, απότομα, προς τα βόρεια. Το τείχος διέθετε μία πυλίδα (μικρή πύλη) μεταξύ του δεύτερου και τρίτου πύργου, που ίσως να πρόκειται για την πυλίδα του Πορφυρογέννητου, και μία μεγάλη πύλη μεταξύ του έκτου και του έβδομου πύργου, η οποία ταυτίζεται με τη βυζαντινή Καλιγγάρια Πύλη. Από τον τελευταίο πύργο του τείχους του Μανουήλ Κομνηνού (που ταυτίζεται με τη φυλακή του Ανέμας), εκτείνεται άλλο τείχος, περίπου 150 μέτρων, με 4 τετράγωνους πύργους. Είναι μεταγενέστερης κατασκευής, αισθητικά κατώτερης ποιότητας από το τείχος των Κομνηνών, είναι λιγότερο παχύ και έχουν χρησιμοποιηθεί στην
27. Τείχος Βλαχερνών, επί Κομνηνών. κατασκευή του μικρότεροι πέτρινοι δομοί και τούβλα, και φέρει επιγραφές, σε ανάμνηση των διάφορων επισκευών που του έγιναν. Μετά τον δεύτερο πύργο του τείχους αυτού, υπήρχε μια πυλίδα που ταυτίζεται με την Πύλη της Γυρολίμνης ή Αργυρής Λίμνης, που βρισκόταν στο κεφάλι του Κεράτιου Κόλπου. Πιστεύεται ότι η πυλίδα αυτή εξυπηρετούσε το παλάτι των Βλαχερνών, όπως αποδεικνύεται από τη διακόσμησή του με τρεις αυτοκρατορικές προτομές.
28
Τα δύο τείχη (των Βλαχερνών) σχηματίζουν περίβολο 26 μέτρων (περίπου), που ονομάστηκε από τους βυζαντινούς Βραχιόνιο ή Βραχιόλιο των Βλαχερνών (το μεταβυζαντινό Πενταπύργιον). διαπερνάται έκαστο από μία πύλη, που και οι δύο μαζί αποτελούν τη βυζαντινή Πύλη των Βλαχερνών. Επισκευές: Εκτός από τις προσθήκες έγιναν κατά καιρούς διάφορες επισκευές στα τείχη και στους πύργους του Θεοδοσίου Β΄, που μαρτυρούνται (κυρίως με διασωθείσες επιγραφές). Οι επισκευές αυτές έγιναν είτε λόγω ζημιών από σεισμούς ή εχθρική ενέργεια είτε στο πλαίσιο προετοιμασίας για την απόκρουση κάποιας επίθεσης. Οι κυριότερες φάσεις επισκευών χρονολογούνται στα τελευταία έτη της βασιλείας του Ιουστινιανού Α΄(527-565) και των διαδόχων του Ιουστινιανού Β΄, Αναστασίου Β΄ και Θεοδοσίου Γ΄ (αρχές του 8ου αιώνα), για να αντιμετωπιστούν, προφανώς, αναμενόμενες αραβικές επιθέσεις. Άλλες επισκευές έγιναν το 740, μετά από σεισμό, μετά την ανακατάληψη της Πόλης από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1258-1282) και τους διαδόχους του, καθώς και στα μέσα του 14ου αιώνα, στο πλαίσιο του εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Ιωάννη του Ε΄ Παλαιολόγου και Ιωάννη Στ΄ Κατακουζηνού. Η τελευταία σειρά επισκευών χρονολογείται μεταξύ των ετών 1432 και 1441, που επικεντρώθηκε στο έξω τείχος, το οποίο και αποτέλεσε την κύρια γραμμή άμυνας των Βυζαντινών κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 1453.
ΤΑ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ Τα Θαλάσσια (Παράκτια Τείχη) περιβάλλουν την πόλη από την πλευρά της Θάλασσας του Μαρμαρά και από την πλευρά του Κεράτιου Κόλπου (Χρυσούν Κέρας). Έχουν κτιστεί σε διαφορετικές και πολύ απομακρυσμένες μεταξύ τους εποχές. Όσα από τα παράκτια τείχη έχουν περισωθεί κτίστηκαν ή επανασκευάστηκαν, κυρίως, στις νεότερες εποχές. Τα περισσότερα, μάλιστα, βρίσκονται στην πλευρά της Προποντίδας και ελάχιστα στην πλευρά του Κεράτιου. Από τα τείχη του Κεράτιου το τμήμα που περικλείει την περιοχή των Βλαχερνών είναι το νεότερο από όλα και είχε κτιστεί από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο. Από αυτό το τείχος, μεγάλα τμήματα του οποίου έχουν περισωθεί, το τμήμα το μέχρι, σχεδόν, την εσωτερική γέφυρα του κόλπου (Ουν Καπάν), είχε κτιστεί από τον Θεοδόσιο Β΄. Απεναντίας, ελάχιστα και δύσκολα να βρεθούν ίχνη άφησε το τείχος του Μ. Κωνσταντίνου, που κάλυπτε το τμήμα ανάμεσα στις δύο γέφυρες του κόλπου. Οι μελετητές αποδίδουν την κατασκευή τους στον Κωνσταντίνο Α΄ (Μεγάλο), συγχρόνως με την κατασκευή των χερσαίων τειχών. Όμως η πρώτη πραγματική αναφορά για την κατασκευή των Θαλασσίων τειχών εμφανίζεται το 439, για το λόγο ότι βρέθηκε διαταγή προς τον έπαρχο Κύρο τον Πανοπολίτη, όπως επισκευάσει χερσαίο τμήμα του τείχους και να επεκτείνει την κατασκευή των θαλάσσιων τειχών ώστε να συνδεθούν με τη νέα χερσαία οχυρωματική γραμμή.
29
28. Παράκτιο τείχος Κωνσταντινούπολης. Έχουν τελείως εξαφανιστεί, τόσο το παράκτιο τείχος του Σεπτίμιου Σεβήρου (από τη γέφυρα του Γαλατά έως τη Βοσπόρειο Άκρα, το Σαράϊ Μπουρνού), όσο και το τείχος του Βύζαντα, πέρα απ’ αυτή, έως την Προποντίδα. Το παράκτιο τείχος του Θεοδοσίου είχε υποστεί, στους 15 αιώνες ζωής του, επανειλημμένες καταστροφές και είχε, κατά καιρούς, ανακαινιστεί και ισχυροποιηθεί: - Από τον Ιουστινιανό (527-565). - Ανακαινίστηκαν, με μιαν ευρείας κλίμακας ανοικοδόμηση, από τον Τιβέριο Γ΄ (698-705). - Από τον Λέοντα Γ΄ τον Ίσαυρο (717-741). - Από τον Θεόφιλο και τον Μιχαήλ (829-842), που ο Θεόφιλος μάλιστα αύξησε το ύψος τους. Την ανοικοδόμηση αυτή μαρτυρούν οι πολυάριθμες επιγραφές που βρέθηκαν (οι περισσότερες υπέρ του Θεόφιλου). - Ο Μιχαήλ Η΄, μετά την ανακατάληψη της Πόλης (1261) που κατείχαν οι Ενετοί, καθώς και η εγκατάσταση των Γενουατών (την ίδια περίοδο) στο Γαλατά (απέναντι στον Κεράτιο), τον οδήγησαν στην ενίσχυση των θαλασσίων τειχών, καθώς είχε αποδειχθεί ότι ήταν το αδύνατο σημείο στην άμυνά της. Μία από τις προσπάθειες ενίσχυσης ήταν η ανύψωση του τείχους με την προσθήκη ψηλών δίμετρων ξύλινων παραπετασμάτων. Δέκα χρόνια αργότερα χτίστηκε μια δεύτερη γραμμή τείχους πίσω από την αρχική, που τίποτα δεν έχει μείνει για να το θυμίζει. - Από τον Ιωάννη Στ΄ τον Κατακουζηνό (1341-1355). - Και οι Τούρκοι σουλτάνοι ενδιαφέρθηκαν επίσης (μέχρι και τις αρχές του 18ου αιώνα) για τη συντήρηση των τειχών του Κερατίου. Τα θαλάσσια (παράκτια) τείχη της Κωνσταντινούπολης ήταν χτισμένα ακριβώς δίπλα στη θάλασσα, ώστε σε επίθεση από τη θάλασσα, να μη μπορεί ο εχθρός να αποβιβαστεί. Ήταν μικρότερο των χερσαίων τειχών και μονό σε όλο το μήκος τους, με εξαίρεση ενός μικρού τμήματος 265 μέτρων, ανάμεσα στην πύλη του Φαναρίου και στην Πύλη του Πετρίου στον Κεράτιο Κόλπο, όπου ο τείχος ήταν διπλός. Αρχιτεκτονικά τα παράκτια τείχη ήταν όμοια με τα χερσαία θεοδοσιανά τείχη, αλλά 30
πιο απλής κατασκευής. Είχαν πάχος 3- 4 μέτρα, ενώ είχαν ύψος, στον Κεράτιο 10 μέτρα και στη Θάλασσα του Μαρμαρά 13-15 μέτρα. Τα παράκτια τείχη είχαν και αυτά πύργους, ύψους 13-15 μέτρων, αλλά ορθώνονταν σε ακανόνιστα μεταξύ τους διαστήματα. Οι πύλες του παράκτιου τείχους ήταν μικρότερες των αντίστοιχων του χερσαίου τείχους και λειτουργούσαν κυρίως ως εμπορικές, καθώς και για τον εφοδιασμό των στρατευμάτων μέσω της θαλάσσιας οδού. Το τείχος του Κεράτιου:
29. Τμήμα τείχους από την περιοχή του Κεράτιου. Η από θαλάσσης πρόσβαση του εχθρού στον Κεράτιο αντιμετωπίστηκε από τον Αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ (ηγεσία: 717-741) με μια βαριά σιδερένια αλυσίδα, που εκτεινόταν κατά μήκος του στομίου του κόλπου και υποστηριζόταν από πλωτά βαρέλια Η μία άκρη της αλυσίδας στερεωνόταν στον Πύργο του Κεντηναρίου (στο σημερινό προάστιο του Sircesi), και η άλλη στο απέναντι Καστέλλιον του Γαλάτου (Γαλατά), το υπόγειο του οποίου μετατράπηκε αργότερα σε τζαμί. Σημειώνεται ότι η από θαλάσσης άμυνα του Γαλατά βοηθιόταν από τα ισχυρά θαλάσσια ρεύματα, που έκαναν σχεδόν αδύνατη την όποια επίθεση. Το θαλάσσιο τείχος στον Κεράτιο Κόλπο, εκεί όπου διεξαγόταν οι περισσότερες θαλάσσιες μεταφορές, εκτείνονταν σε ένα συνολικό μήκος 5,6 χιλιομέτρων, από το ακρωτήριο του Αγίου Δημητρίου μέχρι τις Βλαχέρνες, όπου συναντούσε τα χερσαία τείχη. Αν και το μεγαλύτερο τμήμα του τείχους αυτού κατεδαφίστηκε το 1870, είναι γνωστά με ακρίβεια η πορεία του και οι θέσεις των περισσότερων πύργων και πυλών του. Κτίστηκε πιο μέσα και σε απόσταση από τη θάλασσα και είχε ύψος περίπου 10 μέτρων. Σύμφωνα με τον Cristoforo Buondelmonti υπήρχαν 110 πύργοι και 14 πύλες, παρότι ήταν γνωστό ότι υπήρχαν 16 πύλες, βυζαντινής προέλευσης.
31
Πύλες του τείχους του Κεράτιου Κόλπου: Οι γνωστές πύλες του τείχους του Κεράτιου Κόλπου, από τις Βλαχέρνες και προς τα ανατολικά είναι: - Η πρώτη πύλη είναι η Κοιλιώμενη Πύλη που είναι κοντά στη συμβολή του θαλάσσιου τείχους με τα χερσαία (Kucuk Ayvansaray Kapisi). - Λίγο μετά ήταν η Πύλη της Αγίας Αναστασίας, που βρισκόταν κοντά στο τζαμί του Atik Mustafa Πασά. Κοντά στην Πύλη αυτή και από την εξωτερική πλευρά του τείχους βρισκόταν η εκκλησία του Αγίου Νικολάου Κανάβου, που την περίοδο 15971601, ήταν ο καθεδρικός ναός του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. - Λίγο πιο κάτω, στην ακτή, ήταν η Πύλη του Παλατιού (Balat Kapi), που μπροστά υπήρχαν τρεις μεγάλες καμάρες, που χρησίμευαν ως πύλες που οδηγούσαν είτε προς την παραλία είτε προς το λιμάνι που εξυπηρετούσε το παλάτι των Βλαχερνών. Είναι γνωστό ότι στους βυζαντινούς χρόνους υπήρχαν στην περιοχή αυτή δύο πύλες: η Πύλη του Κυνηγού (από όπου η συνοικία που ήταν πίσω πήρε το όνομα Κυνήγιον) και η Πύλη του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και Βαπτιστή, που δεν είναι σαφές αν αυτή ήταν πύλη άλλη από την προηγούμενη. Η Πύλη του Παλατίου έχει αναγνωριστεί σαν μια από τις πιο πάνω αναφερθείσες, και ως μια από τις τρεις πύλες στον Κεράτιο Κόλπο, γνωστή ως Πύλη Βασιλική. Στην Πύλη των Κυνηγών (μεσαία πύλη) υπήρχαν εντοιχισμένες δύο ανάγλυφες πλάκες. Η μία παριστάνει τον Αρχάγγελο Γαβριήλ (όπως παρουσιάζεται στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου) και φυλάγεται, σήμερα, στο αρχαιολογικό Μουσείο της Πόλης. Έχει υποστηριχθεί ότι αναπαρίσταται η Θεά Νίκη και όχι ο Γαβριήλ, και ότι η χριστιανική τέχνη χρησιμοποιεί τον τύπο της αρχαίας Νίκης για να δώσει την εικόνα του αρχάγγελου.
30. Ψηφιακή αναπαράσταση τμήματος παράκτιου τείχους (περιοχή Ιερού Παλατίου).
32
31. Το ανάγλυφο του Αρχάγγελου Γαβριήλ ή η θεά Νίκη.
- Νοτιότερα ήταν η Πύλη του Φαναρίου (Fener Kapisi) που πήρε το όνομά της, καθώς και το τοπικό προάστιο (που βρισκόταν 1400 μέτρα νοτιοανατολικά από το Αϊβάν Σαράϊ), από κάποιο φάρο που υπήρχε εκεί. Η Πύλη αυτή σηματοδότησε επίσης την δυτική είσοδο στο Κάστρο των Πετρίων, που αποτελούνταν από ένα διπλό τείχος ανάμεσα στην Πύλη του Φαναρίου και στη Πύλη του Πετρίου (Petri Kapisi). Μια μικρή πύλη, στο δυτικό άκρο του εσωτερικού τοιχώματος του κάστρου, από την πλευρά της στεριάς, κοντά στην Πύλη του Φαναρίου, οδηγούσε στην πόλη, στη συνοικία των Κυνηγών και ονομαζόταν Πύλη του Διπλοφαναρίου. Στην πύλη του Πετρίου αναρριχήθηκαν οι Ενετοί το 1204 και εισήλθαν στην Πόλη. Αντίθετα στην πολιορκία του 1453, στην ίδια πύλη, η επίθεση των Οθωμανών αποκρούστηκε. Από την πύλη του Φαναρίου ως την πύλη του Πετρίου το τείχος, όπως είπαμε, ήταν διπλό. Κατά τον Σκαρλάτο, το τείχος προς την παραλία ονομαζόταν Στρόβιλος και το άλλο που σχημάτιζε ένα τόξο (σε βάθος περίπου 65 μέτρων, πάνω στη βορινή πλαγιά του Πέμπτου Λόφου), ονομαζόταν Κλιτύς. Τα δύο μαζί τείχη σχημάτιζαν το λεγόμενο (μετά την Άλωση) Κάστρο του Πετρίου ή των Πετρίων. Στον περίβολο του διπλού αυτού τείχους βρίσκονται σήμερα ο ναός και τα άλλα οικοδομήματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
33
- Στη συνέχεια υπήρχαν κατά σειρά η Νέα Πύλη του Αγίου (Yeni Ayakapi), που δεν είναι βυζαντινή, αλλά οθωμανική, εκτός κι αν έχει αντικαταστήσει παλαιότερη βυζαντινή είσοδο. Λίγο μετά βρίσκεται η Παλαιά Πύλη του Αγίου (Ayakapi), που είναι μεγαλύτερη της προηγουμένης και γνωστή ως Πύλη της Αγίας Θεοδοσίας (πήρε το όνομα από τον κοντινό ομώνυμο ναό). Επόμενη είναι η Πύλη εις Πηγάς (Cibali Kapisi), που πήρε το όνομα της επειδή κοιτάζει προς τη συνοικία των Πηγών, στην άλλη όχθη του Κεράτιου. Σε απόσταση 500 μέτρων νοτιοανατολική ήταν η Πύλη της Πλαταίας (κατεδαφίστηκε), ακολουθεί η Πύλη του Αμαξοστασίου (Unkapani Kapisi ή Porta della Piazza, στα ιταλικά), που ονομάστηκε έτσι από την κοντινή συνοικία της Πλατείας και σηματοδοτεί την ευρεία ακτογραμμή της περιοχής αυτής. Το τμήμα της παραλίας ανάμεσα στις δύο γέφυρες (περίπου 1100 μέτρα) αποτελούσε (πριν από την Άλωση), τη συνοικία Ζεύγμα του Ι΄ Ρεγρώνος, όπου σε ένα από τα ψηλότερα σημεία της ήταν στημένο το περίφημο άγαλμα της Αφροδίτης, που οι Βυζαντινοί το θεωρούσαν ως τη λυδία λίθο για την αγνότητα των παρθένων και των γυναικών τους. Στο Ζεύγμα πιθανολογείται ότι ανοιγόταν προς τον Κεράτιο μια βασιλική πύλη, η δεύτερη ύστερα από την Πύλη των Βλαχερνών. Στο ίδιο περίπου σημείο, τον 17ον αιώνα, οι Τούρκοι φαίνεται ότι άνοιξαν μιαν άλλη πύλη που την ονόμασαν Πύλη του Αγιάσματος (Ayazma Kapisi). - Η επόμενη πύλη είναι η Πύλη των Δρουγγαρίων (Odunkapisi). Το βυζαντινό όνομα προέρχεται από τον αξιωματούχο «Δρουγγάριο της Βίγλας», που ήταν υποχρεωμένος να την φρουρεί και χαρακτήριζε το δυτικό άκρο της συνοικίας των Ενετών. Ακολουθούσε η Πύλη του Προδρόμου, γνωστή στους Λατίνους σαν Πύλη του Αγίου Ιωάννη του Κορνιβού. Ονομάστηκε από τον ομώνυμο ναό που βρισκόταν κοντά εκεί. Ο πύργος που υπήρχε εδώ και χρησίμευε ως φυλακή, έχει πλέον εξαφανιστεί. Η πύλη αυτή είναι γνωστή και ως Πύλη της Οπωροαποβάθρας, από την ομώνυμη αποβάθρα, που ήταν και η πρώτη αποβάθρα που έπιαναν τα βαποράκια του Κεράτιου, μετά τη γέφυρα του Γαλατά. - Στο σημείο όπου ακουμπά η γέφυρα του Γαλατά ήταν η κατεστραμμένη Πύλη του Περάματος, που στο χάρτη του Buondelmonti σημειώνεται ως Porta Piscaria (Ιχθυόσκαλας), βρισκόταν στο προάστιο του Περάματος, από όπου απόπλεαν τα πλοία προς τον Γαλατά. Όριζε το ανατολικό άκρο της συνοικίας των Ενετών και την αρχή της συνοικίας των Αμαλφιτών, στα ανατολικά. Η πύλη αυτή πιθανώς να είναι η Πύλη των Εβραίων, αν και η ίδια ονομασία εμφανίζεται και σε άλλες πύλες, σε διαφορετικές περιόδους. Στην περιοχή αυτή πιθανώς να βρισκόταν η Πύλη του Αγίου Μάρκου, που ήταν το πέρασμα του Γαλατά στην απέναντι ακτή του Κεράτιου. Ανατολικά της Πύλης του Περάματος ακολουθούσε η Πύλη της Ικανατίσσης, όνομα που πιθανώς προερχόταν από το αυτοκρατορικό τάγμα των Ικανάτων. Η πύλη αυτή οριοθετούσε το ανατολικό άκρο της συνοικίας των Αμαλφιτών και το δυτικό άκρο της συνοικίας των Πιζάνων. - Ανατολικότερα βρίσκεται η Πύλη του Νεωρίου, που στους ύστερους βυζαντινούς και οθωμανικούς χρόνους, καταγράφεται και ως Ωραία Πύλη. Όπως το όνομα υποδηλώνει, αυτή οδηγούσε στο Νεώριο, το κυριότερο λιμάνι της αρχαίας πόλης του Βυζαντίου και στο παλαιότερο ναύσταθμο της Πόλης. Οι Τούρκοι ονόμασαν την πύλη αυτή Bahcekapi (Πύλη του Κήπου) και ήταν το ανατολικό όριο της συνοικίας των Πιζάνων, που βρισκόταν λίγο πιο ανατολικά από αυτή. - Τον 12ον αιώνα η συνοικία των Γενοβέζων εκτείνονταν από την περιοχή του Νεωρίου προς τα ανατολικά και σημειώνεται η ύπαρξη εδώ δύο πυλών: Η Πύλη του Βόνου και η Porta Veteris Rectoris, που πιθανόν να αναφέρονται στην ίδια πύλη.
34
- Η τελευταία πύλη του τείχους του Κεράτιου είναι η Πύλη του Ευγενίου, που οδηγούσε στην ομώνυμη συνοικία της Ε΄ Ρεγεώνος και στο λιμάνι Φωσφόριον. Η πύλη αυτή ονομαζόταν επίσης Μαρμαρόπορτα, επειδή ήταν καλυμμένη με μάρμαρο και υπήρχε ένα άγαλμα του αυτοκράτορα Ιουλιανού. Εδώ, είχε στηθεί από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά ο πύργος Κεντηνάριος. Από τον πύργο εκείνο δενόταν, όπως προαναφέραμε, η μία άκρη της αλυσίδας που έφτανε στο απέναντι Καστέλλιον του Γαλάτου και έκλειναν την είσοδο του κόλπου, όταν η άμυνα της Πόλης το απαιτούσε. Η πύλη αυτή φαίνεται ότι ήταν αυτή που οι Oθωμανοί ονόμαζαν Yalikosk Kapisi. Καταστράφηκε το 1871. Το τείχος της Προποντίδας. Το τείχος της Προποντίδας κτίστηκε σχεδόν πάνω στην ακτογραμμή, με εξαίρεση τα λιμάνια και τις αποβάθρες. Είχε μήκος περίπου 8460 μέτρα, με πρόσθετα 1080 μέτρα του εσωτερικού τείχους του λιμανιού της Βλάγκας. Το ύψος του τείχους ήταν 13-15 μέτρα, είχε 188 πύργους και 13 πύλες. Η εγγύτητα του τείχους στη θάλασσα και τα δυνατά ρεύματα της θάλασσας της Προποντίδας, εξασφάλιζαν σχετική ασφάλεια στις νότιες και ανατολικές παραλίες της χερσονήσου. Ένας κυματοθραύστης από ογκόλιθους κατασκευάστηκε μπροστά στο τείχος και χρησιμοποιήθηκαν μαρμάρινα φρεάτια σαν σύνδεσμος στη βάση του, για ενίσχυση της δομικής ακεραιότητάς του. Πολλά τμήματα του τείχους της Προποντίδας καταστράφηκαν από κατασκευές δρόμων που πραγματοποιήθηκαν στη σύγχρονη εποχή (1956-1957).
32. Ψηφιακή αναπαράσταση τμήματος παράκτιου τείχους (Πύργος του Μαρμαρά). Από το ακρωτήρι, στην άκρη της αρχαίας ακρόπολης της πόλης (σύγχρονη ονομασία Sarayburnu) και νοτιοδυτικά προς τον πύργο του Μαρμαρά, οι πύλες του τείχους της Προποντίδας, είναι: - Η πρώτη πύλη (σήμερα κατεδαφισμένη) ήταν η Ανατολική (Εώα) Πύλη, ή Πύλη της Αγίας Βαρβάρας, από το ομώνυμο όνομα κοντινού ναού. Στα τουρκικά ονομαζόταν Top Kapisi, από όπου πήρε το όνομά του το Παλάτι του Topkapi. Ήταν η μοναδική από τις, προς τη θάλασσα, πύλες. Όπως η Χρυσή Πύλη, έτσι κι αυτή πλαισιωνόταν 35
από δύο μεγάλους μαρμάρινους πύργους, οι οποίοι το 1816 χρησιμοποιήθηκαν για να κατασκευαστεί, από τον Μαχμούτ το Β΄, το κοντινό Μαρμάρινο Κιόσκι (περίπτερο), που εξυπηρέτησε ως είσοδος θριαμβικών επιστροφών αυτοκρατόρων. - Επόμενη πύλη ήταν η Degirmen Kapi, της οποίας το βυζαντινό όνομα είναι άγνωστο. Κοντά της και προς βορά βρίσκεται ο Πύργος των Μαγγάνων, που προοριζόταν να κρατήσει το ένα άκρο της αλυσίδας, που σχεδιάστηκε (αλλά πιθανώς ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε), από τον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό για να κλείσει τον Βόσπορο. Το άλλο άκρο της αλυσίδας, πιθανώς κρατιόταν, απέναντι, από τον πύργο «Δάμαλις ή Άρκλα», που υψώθηκε στο σύγχρονο νησί Kiz Kulesi. Επόμενη πύλη είναι η οθωμανικής κατασκευής πύλη Demirkapi. Πίσω από τις δύο αυτές πύλες εκτείνεται η συνοικία των Μαγγάνων, με τα πολυάριθμα μοναστήρια και το Παλάτι των Μαγγάνων. Τέσσερις μικρές πύλες (πυλίδες), σε δύο ζευγάρια, βρίσκονται στο νότιο άκρο της συνοικίας αυτής, που πιθανώς εξυπηρετούσαν τις πολυάριθμες εκκλησίες. Τα ονόματα δύο από τις πυλίδες αυτές (χωρίς να είναι βέβαια) καταγράφηκαν ως η πυλίδα του Αγίου Λαζάρου και η Μικρή πυλίδα της Οδηγήτριας, ονόματα που πήραν από τα αντίστοιχα μοναστήρια που βρίσκονταν κοντά τους. Είναι επίσης πολύ πιθανό ότι μία απ’ αυτές πρέπει να ταυτίζεται με την Παραπυλίδα του Μιχαήλ του Πρωτοβεστιάριου. - Μακρύτερα προς τα νότια, στο σημείο όπου η παραλία στρέφει προς τα δυτικά, υπάρχουν, οι αγνώστου βυζαντινού ονόματος Balikhame Kapisi και Ahirkapisi. Τα ονόματά τους προέρχονται από τα κτίρια που βρίσκονται μέσα στο παλάτι του Topkapi. - Η επόμενη πύλη, στη νοτιοανατολική γωνία της πόλης, ήταν η πύλη του αυτοκρατορικού παλατιού του Βουκολέοντος (Bucoleon), η γνωστή από τους βυζαντινούς χρόνους Πύλη του Λέοντος, που πλαισιώνονταν, στην είσοδό της, από πέτρινα λιοντάρια. Στη συνέχεια ήταν η Πύλη της Αρκούδας, στην αποβάθρα, από παραστάσεις αρκούδας που υπήρχαν σ’ αυτή.
33. Ένα από τα πέτρινα λιοντάρια στην είσοδο του λιμανιού του Βουκολέοντος
36
- Δυτικά του πύργου του Βουκολέοντος, στη νότια παραλία της πόλης, κοντά στο λιμάνι του Ιουλιανού βρίσκεται η Σιδηρά Πύλη ή Πύλη των Σοφιών, που άνοιγε προς τη θάλασσα. Ακολουθεί η Πύλη του Κοντοσκαλίου, που άνοιγε στο ομώνυμο υστεροβυζαντινό λιμάνι, που προοριζόταν να αντικαταστήσει το μακρύ γεμάτο βούρκο λιμάνι των Σοφιών. - Το επόμενο λιμάνι προς τα δυτικά ήταν το μεγάλο λιμάνι του Ελευθερίου ή του Θεοδοσίου, γνωστού και ως λιμάνι της Βλάγκας. Πριν από αυτό και προς τα ανατολικά βρίσκεται πύλη, που στα τούρκικα ονομάζεται Yenikapi. Μετά το λιμάνι και προς τα δυτικά βρίσκεται η επόμενη πύλη Davutpasa Kapisi, που συνήθως ταυτίζεται με την Πύλη του Αγίου Αιμιλιανού, η οποία είναι γνωστό ότι βρισκόταν στη συμβολή του θαλάσσιου τείχους με το αρχικό τείχος του Μ. Κωνσταντίνου. Η άποψη αυτή αμφισβητείται όμως από τον Janin, που πίστευε ότι η συμβολή αυτή των τειχών γινόταν σημαντικά μακρύτερα, και δυτικά από τη θέση της πύλης αυτής. - Προς τα δυτικά, εκεί όπου η παραλιακή γραμμή στρέφει απότομα προς τα νότια, βρισκόταν η Πύλη της Ψαμάθεως ( η σημερινή Samatha Kapisi), που οδηγούσε στο ομώνυμο προάστιο της πόλης. Νοτιοανατολικά βρίσκεται η σημερινή, αγνώστου βυζαντινού ονόματος, Πύλη Narlikapi, που πιθανολογείται ότι γειτνίαζε με το φημισμένο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Στουδίτη.
ΤΕΙΧΗ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ Πολλά οχυρωματικά έργα κτίστηκαν, σε διαφορετικές περιόδους, γύρω από την Κωνσταντινούπολη, που αποτελούσαν μέρος του αμυντικού της συστήματος. Το πρώτο και μεγαλύτερο από αυτά ήταν το 56 χιλιομέτρων μήκους, Τείχος του Αναστασίου ή Μακρύ Τείχος. Κτίστηκε στα μέσα του 5ου αιώνα, περίπου 65 χιλιόμετρα δυτικά της Κωνσταντινούπολης. Είχε πάχος 3,30 μέτρα και ύψος πάνω από 5 μέτρα. Η αποτελεσματικότητα του τείχους αυτού ήταν περιορισμένη και έτσι εγκαταλείφθηκε, κάποια στιγμή τον 7ον αιώνα λόγω έλλειψης πόρων για τη συντήρησή του και ανδρών για να το φρουρούν. Για αιώνες μετά, τα υλικά του τείχους χρησιμοποιήθηκαν σε τοπικά κτίρια και κατασκευές. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν ακόμα, πολλά κεντρικά και βόρεια απομακρυσμένα τμήματά του. Επί προσθέτως, μεταξύ του Αναστασιανού Τείχους και της Κωνσταντινούπολης υπήρχαν πολλές πόλεις και φρούρια, όπως η Σηλυβρία, το Ρήγιον, ή το μεγάλο προάστιο του Εβδόμου (που ονομάστηκε έτσι από την απόσταση των 7 ρωμαϊκών μιλίων αυτού από τα τείχη της πόλης), περιοχής όπου ήταν εγκατεστημένοι μεγάλοι στρατιωτικοί καταυλισμοί. Πέρα από το Μακρύ Τείχος, οι πόλεις της Βιζύης και η Αρκαδιούπολη, κάλυπταν τις βόρειες προσβάσεις της Πόλης. Αυτές, λοιπόν, οι περιοχές βρισκόταν σε στρατηγικές θέσεις, κατά μήκος των κύριων οδών προς την Κωνσταντινούπολη και διαμόρφωναν έτσι την εξωτερική άμυνά της, αφενός με τη συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων ικανών να αντιμετωπίσουν εχθρικές επιδρομές και αφετέρου, καθυστερώντας τον εχθρό, να κερδίζουν χρόνο προκειμένου να οργανώσουν την άμυνα της πρωτεύουσας. Είναι αξιοσημείωτο ότι κατά τη διάρκεια της τελευταίας, πριν την άλωση, πολιορκίας, οχυρωματικές πόλεις, όπως η Σηλυβρία, παραδόθηκαν, μόνο, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης.
37
Τείχη του Γαλατά. Ο Γαλατάς, μετά το προάστιο Συκεαί, ήταν ένα αναπόσπαστο μέρος της πόλης, από τις αρχές του 5ου αιώνα. Τα τείχη κτίστηκαν, κατά πάσαν πιθανότητα, από τον Ιουστινιανό Α΄, τον ίδιο αιώνα και μεγάλωσαν πολύ την πόλη. Ο οικισμός παρήκμασε και εξαφανίστηκε μετά τον 7ον αιώνα, αφήνοντας μόνο το μεγάλο πύργο, το Καστέλλιον του Γαλάτου (Πύργος του Γαλατά), το σημερινό Karakoy, που φρουρούσε, όπως προαναφέραμε, το ένα άκρο της αλυσίδας που εκτεινόταν κατά μήκος του στομίου του Κεράτιου Κόλπου. Μετά το 1204 οι Γενουάτες, παρά την αντίθεση των Βυζαντινών, περικύκλωσαν τη συνοικία τους με μία τάφρο και συνδέοντας τα, σαν κάστρα, σπίτια τους με τα τείχη, δημιούργησαν το πρώτο τείχος γύρω από τη αποικία τους αυτή. Ο Πύργος του Γαλατά ονομάστηκε από τους Γενοβέζους Christea Turris (Πύργος του Χριστού) όπου το 1349 κτίστηκε στα βόρεια του κι ένα άλλο τμήμα τειχών.
34. Πύργος του Γαλατά.
38
Με κατοπινές επεκτάσεις (1387-1404), περικλείεται μια περιοχή μεγαλύτερη από αυτήν που αρχικώς τους είχε διατεθεί, που εκτεινόταν από τη σύγχρονη περιοχή του Azapkapi βόρεια προς το Sishane και από εκεί στο Tophane έως το Karakoy. Τα τείχη, μετά την άλωση, διατηρήθηκαν μέχρι το 1870, οπότε τα περισσότερα τμήματά του κατεδαφίστηκαν, για να διευκολυνθεί η επέκταση της Πόλης. Σήμερα μόνο ο Πύργος του Γαλατά παραμένει άθικτος, μαζί με αρκετά μικρότερα κομμάτια του τείχους και βρίσκεται στη σημερινή περιοχή Γαλατά της Κωνσταντινούπολης, στη βόρεια πλευρά του Κεράτιου Κόλπου. O Πύργος του Γαλατά (τουρκικά: Galata Kulesi) είναι μεσαιωνικός, κυκλικός, πέτρινος πύργος, που το ύψος του φτάνει τα 67 μέτρα, μέχρι το διακοσμητικό οβελό της κωνικής κορυφής του, ενώ η βάση του βρίσκεται 35 μέτρα από το επίπεδο του Κεράτιου κόλπου. Η εξωτερική διάμετρος του είναι 16,45 μέτρα, στο επίπεδο της βάσης, και η εσωτερική 8,95 μέτρα. Ανατολικό Φρούριο (Anadoluhisari) και Φρούριο της Ρωμυλίας (Rumelihisari). Τα δίδυμα φρούρια Anadoluhisari και Rumelihisari βρίσκονται στα βόρεια της Κωνσταντινούπολης, στο στενότερο σημείο (660 μέτρα) του Βοσπόρου και κτίστηκαν από τους Οθωμανούς, για να ελέγχουν τον στρατηγικά ζωτικό θαλάσσιο αυτό δρόμο, καθώς προπαρασκευαζόταν για την τελική τους επίθεση στην Κωνσταντινούπολη. Το Anadoluhisari, βρίσκεται στην ασιατική (ανατολική) πλευρά του Βοσπόρου και κτίστηκε από το σουλτάνο Βαγιαζήτ Α΄, το 1394. Στην αρχή αποτελείτο από έναν πύργο ύψους 25 μέτρων, πενταγωνικό, που περιβάλλονταν από ένα τείχος και καταλάμβανε μια περιοχή 7000 τετρ. Μέτρων. Το Rumelihisari κτίστηκε από το σουλτάνο Μεχμέτ Β΄, το 1452, μέσα σε 4, μόνο, μήνες. Ήταν μεγαλύτερο και πολύ πιο περίτεχνο από το Anadoluhisari. Είχε ύψος 25 μέτρων, Αποτελείτο από τρεις μεγάλους (ακανόνιστους πεντάγωνους) και ένα μικρότερο πύργους, συνδεδεμένους με τείχος, πάχους 2 μέτρων και ενισχυμένος με 13 μικρότερους πύργους-παρατηρητήρια, εκ των οποίων οι 5 ήταν στις γωνίες του.
35. Rumelihisari (Φρούριο Rumeli).
39
Πάνω στους μεγάλους, κύριους πύργους ήταν τοποθετημένα κανόνια και έτσι το φρούριο αυτό έδινε στους Οθωμανούς πλήρη έλεγχο της διάβασης πλοίων δια μέσου του Βοσπόρου. Σημειώνεται ότι το φρούριο αυτό ήταν η αρχαιότερη τουρκική αρχιτεκτονική κατασκευή στην Κωνσταντινούπολη. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το φρούριο αυτό χρησιμοποιήθηκε σαν τελωνείο και σαν φυλακή. Υπέστη σοβαρές ζημιές, μετά από σεισμό το 1509, επισκευάσθηκε και χρησιμοποιήθηκε συνεχώς ως τα τέλη του 19ου αιώνα.
ΤΑ ΧΕΡΣΑΙΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΜΕΤΑ ΤΟ 1453 1. Οθωμανικές προσθήκες και επισκευές Τα θεοδοσιανά χερσαία τείχη χρησιμοποιήθηκαν και μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Αντίθετα, μία από τις πρώτες φροντίδες του σουλτάνου Μεχμέτ Β΄ (1451-1481) ήταν η επιδιόρθωση των τμημάτων εκείνων των τειχών, που είχαν υποστεί τις μεγαλύτερες ζημιές κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Το 1457 οι Οθωμανοί προέβησαν στην τελευταία προσθήκη στα θεοδοσιανά τείχη, κατασκευάζοντας το φρούριο του Γεντικουλέ, στο νότιο άκρο των τειχών. Έχει σχήμα πενταπλεύρου και δημιουργήθηκε με την κατασκευή τριών πύργων στο εσωτερικό του κυρίως (έσω) τείχους, οι οποίοι πύργοι ενώθηκαν μεταξύ τους με ισχυρά τείχη. Ως πέμπτη πλευρά ενσωματώθηκε στο φρούριο το τμήμα εκείνο του έσω θεοδοσιανού τείχους ανάμεσα στους πύργους 8 και 11, το οποίο περιελάμβανε και τη Χρυσή Πύλη (όπως έχει προαναφερθεί) με τους δύο πύργους της. Οι τέσσερις βυζαντινοί πύργοι και οι τρεις νεώτεροι οθωμανικοί, είναι αυτοί που έδωσαν στο φρούριο την ονομασία του Επταπύργιον (Yedikule).
36. Άποψη φρουρίου Yendikule.
40
Επισκευές στα θεοδοσιανά τείχη έγιναν το 1509 και το 1635. Τότε τα τείχη ανακαινίστηκαν σε σημαντικό βαθμό, ενώ παράλληλα οι επιφάνειες τους καλύφθηκαν με στρώμα ασβεστοκονιάματος. Χαρακτηριστικό των επιδιορθώσεων της οθωμανικής περιόδου είναι τα διάσπαρτα μπαλώματα στις πλίνθινες ζώνες (τούβλα), καθ’ όλο το μήκος των θεοδοσιανών τειχών. Συγκεκριμένα στα μπαλώματα αυτά, οι νέοι πλίνθοι τοποθετήθηκαν παράλληλα με την πρόσοψη του τείχους και όχι κάθετα προς αυτήν. Το 1656 έγιναν νέες επισκευές, ενώ τα τείχη υπέστησαν σημαντικές ζημιές κατά τους μεγάλους σεισμούς του 1690 και 1709. Η τελευταία προσπάθεια ανακαίνισης των χερσαίων τειχών της Κωνσταντινούπολης έγιναν από το σουλτάνο Αχμέτ Γ΄, μεταξύ των ετών 1722-1724.
37. Εσωτερικό φρουρίου Yendikule.
2. Το πρόγραμμα ανακατασκευής των τειχών στον 20ον αιώνα. Μετά την παραπάνω αναφερθείσα τελευταία (1724) μεγάλης κλίμακας επιδιόρθωση τους, τα χερσαία θεοδοσιανά τείχη έπαψαν να αποτελούν αξιοποιήσιμη γραμμή άμυνας και αφέθηκαν στην τύχη τους. Η μη συντήρηση των τειχών είχε ως αποτέλεσμα να επηρεαστεί αρνητικά η στατικότητα του όλου οχυρωματικού κτίσματος. Η τάφρος σταδιακά επιχωματώθηκε και σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως για την καλλιέργεια κηπευτικών. Λίγο πριν από το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, τα τείχη έγιναν αντικείμενο επισταμένης μελέτης από γερμανούς αρχαιολόγους, οι οποίοι δημοσίευσαν τα αποτελέσματα της έρευνας τους σε δύο τόμους.
41
Κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα, έγιναν προσπάθειες από τις τουρκικές αρχές της Κωνσταντινούπολης, με χρηματοδότηση (μερικώς) της Unesco, να ανακαινιστούν τα θεοδοσιανά τείχη. Η προσπάθεια αυτή των δεκαετιών 1970 και 1980, δέχτηκε πολλές επικρίσεις, διότι αποφασίστηκε η ανακατασκευή πολλών πύργων και τμημάτων των τειχών, αντί για τη συντήρησή τους και την προστασία των όποιων αρχαιολογικών καταλοίπων. Με την πολιτική αλλαγή του 1994, τα παραπάνω έργα σταμάτησαν. Η κακή ποιότητα των αρχιτεκτονικών και αισθητικών παρεμβάσεων του προγράμματος φάνηκαν τον Αύγουστο του 1999, όταν ο μεγάλος σεισμός στην περιοχή, κατέστρεψε μεγάλο μέρος των ανακατασκευασμένων τειχών και πολλούς πύργους, αλλά άφησε σχεδόν ανέπαφα τα γνήσια βυζαντινά τμήματα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ-ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Τα Θεοδοσιανά τείχη ήταν από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα εκείνης της περιόδου καθώς προστάτευαν την Κωνσταντινούπολη για πολλά χρόνια κερδίζοντας δίκαια τον τίτλο απόρθητα. Σε συνδυασμό με τις στρατηγικές και τεχνικές των Βυζαντινών η Κωνσταντινούπολη φαινόταν να έχει ίσως το καλύτερο αμυντικό σύστημα της περιόδου. Παρ’ όλα αυτά ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής κατάφερε να ξεπεράσει αυτό το εμπόδιο εκμεταλλευόμενος την εξέλιξη της τεχνολογίας. Παρά τις τεράστιες διαφορές σε στρατεύματα οι Βυζαντινοί, με τη βοήθεια του τείχους, αμύνονταν για ενάμιση μήνα μέχρι που ο Μωάμεθ χρησιμοποίησε μία βομβάρδα μήκους 8 μέτρων η οποία μπορούσε να εκτοξεύσει πέτρινες σφαίρες 270 κιλών σε απόσταση 1,5 χιλιομέτρου. Ακόμα και με τη χρήση της βομβάρδας όμως οι Βυζαντινοί αντιστέκονταν και προλάβαιναν να κατασκευάσουν τη ζημιά στα τείχη εξαιτίας της αστοχίας αλλά και των μεγάλων χρονικών διαστημάτων μεταξύ των επαναφορτίσεων του κανονιού. Τελικά στις 29 Μαΐου του 1453 οι Οθωμανοί εισέβαλαν στην Κωνσταντινούπολη, κατακτώντας την, από ένα ρήγμα που είχε δημιουργηθεί στα τείχη με την επέμβαση της βομβάρδας, καθώς τα απόρθητα Θεοδοσιανά τείχη είχαν πλέον ηττηθεί, όχι από τον Μωάμεθ, αλλά από την τεχνολογία.
38. Ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής πλησιάζει στην Κωνσταντινούπολη με την βομβάρδα και τον στρατό του 42
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Asutay-Effenberger Neslihan, Die Landmauer von Konstantinopel-Istanbul: Historisch-topographische und baugeschichtliche Untersuchungen, Εκδ. Walter De Gruyter, Berlin, 2007 2. Bardill Jonathan, Brickstamps of Constantinople, volume I: Text, Oxford University Press, 2004 3. Bartusis Mark C, The Late Byzantine Army: Arms and Society 1204-1453, University of Pennsylvania Press, 1997 4. Χωνιάτης Νικήτας, μεταφρ. του Magoulias J. Harry, O City o Byzantium: Annals of Niketas Choniates, Wayne State University Press, 1984 5. Guilland, Rodolphe, Études de topographie de Constantinople byzantine, Tomes I & II, Akademie-Verlag, Berlin, 1969 6. Janin Raymond, Constantinople byzantine. Développement urbaine et répertoire topographique, Institut Francais d'Etudes Byzantines, Paris, 1964 7. Kazhdan Alexander, Oxford Dictionary of Byzantium, Oxford University Press, 1991 8. Mango Cyril, Le développement urbain de Constantinople (IV-VI siècles), Paris, 1985 9. https://en.wikipedia.org/wiki/Walls_of_Constantinople, Walls of Constantinople 10. https://el.wikipedia.org/wiki/Θεοδοσιανά_Τείχη, Θεοδοσιανά Τείχη 11. https://en.wikipedia.org/wiki/Fall_of_Constantinople, Fall of Constantinople 12. http://constantinople.ehw.gr/Forms/fmain.aspx, Encyclopaedia of the Hellenic World, Constantinople
43
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ 1. http://www.fhw.gr/chronos/10/en/titles/k/kb2a1.html 2. http://constantinople.ehw.gr/Forms/fLemma.aspx?lemmaid=10871&contlang=57 3. http://www.byzantium1200.com/byzantion.html 4. Από το βιβλίο του John J. Nowich: Βυζάντιο, Τόμος 1ος 5. http://constantinople.ehw.gr/Forms/fLemma.aspx?lemmaid=10871&contlang=57 6. http://paidio.blogspot.gr/2011/11/blog-post_01.html 7. http://www.istorikathemata.com/2011/05/29-1453.html 8. http://www.slideboom.com/presentations/440547 9. http://www.mydestination.com/istanbul/attractions/110892/yedikule-fortress--seven-towers 10. http://keyfitemmuz.blogspot.gr/2012/10/istanbul-surlar-ve-kaplar.html 11. http://constantinople.ehw.gr/Forms/fLemma.aspx?lemmaid=10872&contlang=57 12. http://constantinople.ehw.gr/forms/fLemma.aspx?lemmaId=10872 13. https://en.wikipedia.org/wiki/Walls_of_Constantinople 14. http://www.slideboom.com/presentations/440547 15. https://en.wikipedia.org/wiki/Walls_of_Constantinople 16. https://en.wikipedia.org/wiki/Walls_of_Constantinople 17. http://www.flickr.com/groups/byzantine/pool/21711359@N08/?view=md 18. http://www.flickr.com/groups/byzantine/pool/21711359@N08/?view=md 19. http://www.flickr.com/groups/byzantine/pool/21711359@N08/?view=md 20. http://www.flickr.com/groups/byzantine/pool/21711359@N08/?view=md 21. https://en.wikipedia.org/wiki/Walls_of_Constantinople 22. http://constantinople.ehw.gr/forms/fLemma.aspx?lemmaId=10872 23. http://constantinople.ehw.gr/forms/fLemma.aspx?lemmaId=10872 24. http://www.kenthaber.com/marmara/istanbul/istanbul/Rehber/sur-vekapilar/istanbul-kara-surlari 25. http://constantinople.ehw.gr/forms/fLemma.aspx?lemmaId=10872 26. http://constantinople.ehw.gr/forms/fLemma.aspx?lemmaId=10872 27. http://ellinikianatoli.blogspot.gr/2010/11/blog-post_4995.html 28. http://www.cur-cuna.com/tr/eglence/galeri/gale0023.html 29. http://tixamperiaapothnpolh.blogspot.com/2013/05/blog-post_27.html 30. http://www.slideboom.com/presentations/440547 31. https://en.wikipedia.org/wiki/Walls_of_Constantinople 32. http://www.slideboom.com/presentations/440547 33. https://en.wikipedia.org/wiki/Walls_of_Constantinople 34. http://en.wikipedia.org/wiki/Galata_Tower 35. https://en.wikipedia.org/wiki/Walls_of_Constantinople 36. http://gr.visit2istanbul.com/ 37. http://gr.visit2istanbul.com/ 38. https://en.wikipedia.org/wiki/Fall_of_Constantinople
44