Π ΟΥ ΘΕΜΕΛΙΩΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΚΤΗΡΙΑ ;
για μια αρχαιολογία του βενζινάδικου
We’re tired of trees. We should stop believing in trees, roots, and radicles. They’ve made us suffer too much. Gilles Deleuze, Felix Guattari, A Thousand Plateaus (1980)
Εισαγωγή Η ανασκαφή, η κατεξοχήν πράξη αποκάλυψης καλά κρυμμένων στοιχείων που βρίσκονται εντός του εδάφους αποτελεί μια πράξη μορφοποιητική από τη στιγμή που τα ευρήματα που γεννά το σκάμμα, με τα αμέτρητα αντίγραφά τους, μορφοποιούν εκ νέου ένα κοινό έδαφος, ένα νοητικό, συλλογικό, «διευρυμένο πεδίο» 1 που φιλοξενεί κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. Η εκσκαφή και η εκχέρσωση, κινήσεις στενά συνδεδεμένες με την πράξη της θεμελίωσης κτιρίων, του κτίζειν, της οικοδομικής δραστηριότητας είναι ταυτόχρονα κινήσεις αρχαιολογικές, κινήσεις ιδρύσεων, δράσεις εκπολιτισμού, μεταβολής ενός περιβάλλοντος από ακατοίκητο σε πολιτισμένο 2. Η εναπόθεση υλικού είναι αυτή που καθιστά τον χώρο κατοικήσιμο. Κτίζουμε σκάβοντας και κατοικούμε ανάμεσα στις επάλληλες στάθμες του χρόνου. Η αρχιτεκτονική, ως διαδικασία κατοίκισης της Γης, δεν μπορεί ν’ αποφύγει το θέμα του εδάφους. Ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκύπτει, λοιπόν, καθώς μιλάμε για τον τρόπο με τον οποίο τα κτίσματα ακουμπούν τη Γη, πώς σταθεροποιούνται στα θεμέλιά τους, διασφαλίζοντας τη ζωή μέσα και έξω από τα όριά τους. Οι θεμελιώσεις, από τη μια εξασφαλίζουν τη συνέχεια, αλλά από την άλλη είναι ταυτοχρόνως και πράξεις πρωταρχικές, οι οποίες ορίζουν μια αρχή, μια γέννηση και επομένως ένα τέλος. Αποτελούν ρίξεις με το παρελθόν, ιστορικές στιγμές που διαχωρίζουν περιόδους μεταξύ τους, αποτελώντας ταυτόχρονα χρονικές μεταβάσεις. Είναι αναμφισβήτητα σημεία άρθρωσης και πληγές, αφού κάθε αλλαγή ακολουθείται από τις απαραίτητες θυσίες. Πολυάριθμοι μύθοι, θρησκείες, παραδόσεις και εθιμοτυπικά, περιγράφουν την ενστικτώδη ανάγκη περί σταθερότητας, η οποία συχνά παρουσιάζεται ως υπαρξιακή και ως συνθήκη απαραίτητη για την κατανόηση του κόσμου. Ως παράμετρος «μυθική από τη φύση της», ως στοιχείο «αϊστορικό», «άχρονο», «εσωτερικά αμετάβλητο», «αρχέγονα καθορισμένο» ΠΟΥ ΘΕΜΕΛΙΩΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΚΤΗΡΙΑ ;
και προσδιορισμένο, «εκτός χρόνου αλλά μέσα στο χώρο». 3 Μέσω της διαδικασίας της θεμελίωσης, δεν μπορούμε παρά να πραγματευτούμε το έδαφος, το οποίο δεν αποτελεί απλώς μια επιφάνεια έδρασης για τα κτίρια, ούτε αρχιτεκτονικό στοιχείο υπό σχεδιασμό. Δεν αποτελεί ιδιωτικό αγαθό προς κατανάλωση, αφού στην πραγματικότητα οι «κάτοχοί» του, θανόντες και αγέννητοι, είναι άπειροι. Από την άλλη, το έδαφος δεν είναι ούτε δημόσιο αγαθό, υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει ένα Κράτος ή κάποια κεντρική Εξουσία στην οποία να ανήκει. Έτσι λοιπόν, είναι ένα στοιχείο κοινό, αλλά και ένα στοιχείο «ξένο», «άλλο». Το έδαφος, αν και δυνατό ιστορικό και πολιτιστικό στοιχείο, κοινό πεδίο όλων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, σύμβολο του αγροτικού φρονήματος, στοιχείο γονιμότητας, απαραίτητο για τη διαιώνιση της ζωής μέσω της καλλιέργειας και της τροφής, δεν παύει να αποτελεί εργαλείο άσκησης πολιτικής, διότι καθορίζει «ταυτότητα». Είναι εκείνο το οποίο περικλείει όλο το παρελθόν των λαών, το οποίο αναμένει να αποκαλυφθεί. Κάθε σκάψιμο της γης μας φέρνει αντιμέτωπους με μια καλά κρυμμένη μνήμη, η οποία διατηρείται κάτω από τις αναρίθμητες στρώσεις εδάφους, μέσα σε θαμμένα πέτρινα κορμιά, που περιμένουν ακρωτηριασμένα να φανούν. Η μετακίνηση του εδάφους μπορεί να γίνει η αφορμή μιας εξιστόρησης, αλλά και ο πρόλογος ενός εθνικού αφηγήματος. Το έδαφος ή καλύτερα ο χειρισμός του, αποφασίζει τί αξίζει να μνημονεύεται και τί να ξεχνάται, τί θα είναι μέρος του τεράστιου εθνικού terrain και τί οχι. Τα «τιμημένα χώματα», που πολλάκις έχουν «ποτιστεί με αίμα αγωνιστών», είναι εκεί για να «θυμούνται» να διαχωρίζουν, να οριοθετούν, και έτσι το έδαφος, από οικουμενικό, πανανθρώπινο πεδίο δράσης, εύκολα μετατρέπεται σε εργαλείο εθνικιστικής προπαγάνδας και εξανδραποδισμού. Πριν ακόμα όμως από οποιαδήποτε κατασκευή, από οποιαδήποτε θεμελίωση, επικραττεί η αταξία. Το χάος και η 1
1 Η Rosalind Krauss αναπτύσσει την έννοια του «διευρυµένου πεδίου» (expanded field, 1978) για τη νέα διάσταση της γλυπτικής στη µεταπολεµική Αµερική ασχολούµενη µε τη µεγάλη οµάδα των καλλιτεχνών όπως η Mary Miss, ο Richard Serra, ο Robert Morris, ο Robert Smithson, η Alice Aycock, ο Carl Andre, ο Richard Long και ο Joel Shapiro.
2 Φοίβη Γιαννίση, Ζήσης Κοτιώνης, Κιβωτός: Παλαιοί σπόροι για νέες καλλιέργειες, κατάλογος ελληνικής συµµετοχής στη 12η Μπιενάλε Βενετίας (Πανεπιστηµιακές εκδόσεις Θεσσαλίας, 2010), 32.
3 Hermann Bausinger, Ο λαϊκός πολιτισµός στον κόσµο της τεχνολογίας (1961), µτφρ. Μαριάνθη Καπλάνογλου, Αρετή Κοντογιώργη (Πατάκη, 2009), 14.
4 Robert Smithson, A tour of the Passaic (New Jersey, 1967).
5 Robert Sumrell, Kazys Varnelis, Blue Monday: Stories of Absurd Realities and Natural Philosophies (Actar, 2007), 7.
απότομη απελευθέρωση ενέργειας (πολλές φορές άχρηστης, μη ωφέλιμης), που συνεπάγεται μια έκρηξη, καθιστά την τελευταία από τη μια καταστροφική, αλλά από την άλλη, εμφανίζεται ως ικανή και αναγκαία συνθήκη κάθε κοσμογονίας. Η ανατίναξη προσφέρει ένα απέραντο, νέο πεδίο για κάθε είδους θεμελιώσεις. Η κατασκευή, άλλωστε, δεν μπορεί να οριστεί χωρίς το γκρέμισμα. Η εδαφικοποίηση χωρίς το ξερίζωμα. Η αρχιτεκτονική χωρίς την «απο-αρχιτεκτόνιση».4 Ένα εργοτάξιο, το οποίο παρακολουθώ από την αρχή έως το τέλος του στην περιοχή που μένω, στέκεται η αφορμή για να διερωτηθώ και στη συνέχεια να προσπαθήσω να απαντήσω σε ερωτήματα που κάπως αλληγορικά συνοψίζονται στην φράση: Πού θεμελιώνονται τα κτήρια; Μέρα παρά μέρα περνώ από το εργοτάξιο- αστικό γεγονός, παρακολουθώντας την καθημερινότητα, την ιστορία και την πλοκή ενός έργου που διαδραματίζεται λίγα μέτρα από το σπίτι μου. Γνωρίζω τους πρωταγωνιστές του και το καταγράφω εν είδη ημερολογίου. Η μέρα που περιμένω, κατά την οποία τοποθετείται ο ξυλότυπος για τα θεμέλια, δεν αργεί, και επρόκειτο μόνο για τέσσερις κολόνες. «Τι θα γίνει;», ρωτάω. «Βενζινάδικο», μου απαντούν οι χτίστες που πλέον με ξέρουν και ανέχονται σχεδόν κάθε αδιακρισία μου. Βενζινάδικο; Γίνονται ακόμα; Ακριβώς στην απέναντι πλευρά του δρόμου, μάλιστα, στέκεται ένα εγκαταλελειμμένο. «Μη χάσεις τα μπετά», συνεχίζουν, «θα κάνεις να ξαναδείς πολύ καιρό οικοδομή. Δε χτίζεται τίποτα στις μέρες μας». Δεν τα έχασα. Ήθελα να παρακολουθήσω τη στέργιωση ενός τύπου κτηρίου που στο μυαλό μου, επηρεασμένος από τα εκατοντάδες εγκαταλελειμμένα βενζινάδικα της ελληνικής υπαίθρου, ήταν καταδικασμένο σε άμεση αχρησία. Τη στέργιωση ενός ανερχόμενου ερειπίου. Η κατασκευή του βενζινάδικου αντιμετωπίζεται εδώ μεν σαν μια δραματουργία, αλλά η δραματουργία αυτή
2
βασίζεται σε «πραγματικά» γεγονότα, λειτουργώντας σαν ένα ιστορικό «ανέκδοτο» 5 και σαν μια αφορμή καταγραφής αντικειμένων και γεγονότων που μπορούν ακόμα να ειδωθούν ως ιστορικά τεκμήρια. Υπό αυτή την έννοια, όλα τα αποτυπώματα στο εργοτάξιο, αποτελούν δυνάμει εγγραφές και καταχωρήσεις μιας άλλης «ιστοριογραφίας». Μιας ιστοριογραφίας αντίστασης της καθημερινότητας, των πραγματικών γεγονότων μπροστά στους μύθους που συχνά τροφοδοτούν σύγχρονες ακαδημαϊκές μελέτες και διαλέξεις. Οι ιστορικές αυτές καταγραφές, συσχετιζόμενες με άλλες έννοιες μοιάζουν φαντασιακές, φτιάχνονται ως τέτοιες. Είτε πραγματικές, είτε φαντασιακές, οι ιστορίες που προκύπτουν είναι αυστηρά άχρηστες. Βρισκόμαστε, δηλαδή, αντιμέτωποι με μια εκτροπή, ένα διασκεδαστικό ιντερλούδιο, που μας αποσπά από το θέμα του σχεδιασμού των κτηρίων και των πόλεων, αλλά στοχεύει στο να καταλάβουμε τί είναι τα κτήρια και οι πόλεις στην πραγματικότητα. Σε μια πραγματικότητα, όπου ο ρεαλισμός της μετριέται από τις φαντασιώσεις που αυτός παράγει και υπηρετεί. Αφορμώμενη από αυτή την καταγραφή και χρησιμοποιώντας τον κτηριακό τύπο του βενζινάδικου ως παράδειγμα, η συγκεκριμένη εργασία συντίθεται από τρία μέρη, τρεις πράξεις. Το πρώτο έχει να κάνει με τη μελέτη του τύπου των πρατηρίων καυσίμων, το δεύτερο αναφέρεται στον τόπο με τον οποίο αυτός ο τύπος κτηρίου έρχεται να συνδιαλλαγεί και τον τρόπο που το κάνει και το τελευταίο αναφέρεται στην εγκατάλειψη των πρατηρίων με ό,τι αυτή συνεπάγεται. Η αφήγηση αυτή γίνεται με έναν κοινό προβληματισμό, ο οποίος ξεκινά μεν από το βενζινάδικο, αλλά αφορά πιθανώς κάθε «κατασκευή». Η ερώτηση είναι κοινή: πού θεμελιώνονται;
Στόχος Η παρουσία των νέο- ερειπίων μας κάνει να αμφισβητήσουμε την αποτελεσματικότητα και αντοχή της θεμελίωσης των κτηρίων, να κοιτάξουμε τις βάσεις, να διερωτηθούμε πώς και ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΒΕΝΖΙΝΑ∆ΙΚΟΥ
γιατί αποτυγχάνουν. Η διαδικασία αυτή αναφέρεται αφενός στους τρόπους μαζικής παραγωγής των κτισμάτων, οι οποίοι εντάσσονται σε ένα ευρύτερο οικονομικό μοντέλο και κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον και αφετέρου στο τι συμβαίνει όταν αυτή η πληθώρα κτισμάτων, για μια σειρά από λόγους, χάνει την αξία της και χρεοκοπεί. Οι χρονικές περίοδοι που εξετάζονται είναι δηλαδή μια προ- κατασκευαστική, προτού κατασκευαστεί ένα κτίσμα, που αφορά στο πλαίσιο μέσα από το οποίο εκείνο καθορίζεται, και μια μετα- κατασκευαστική, κατά την οποία η κατασκευή φθίνει, αποδομείται εις των εξ ων συνετέθη, και είτε κατεδαφίζεται, είτε «επανευρίσκεται» και μορφοποιείται εκ νέου από την αρχαιολογία και την αρχιτεκτονική. Ο λόγος γίνεται περί της πληθώρας, του αποθέματος ή υπολείμματος και ο κύριος στόχος είναι ο προσδιορισμός πρακτικών σχεδιασμού και μιας λογικής για τη διαχείρισή του, υπό έναν ευρύτερο προβληματισμό για την αναθεώρηση των μοντέλων που το παράγουν. Η θεμελίωση του βενζινάδικου εγείρει μια τέτοια διερώτηση για το τί είναι αναγκαίο και τον τρόπο που παράγεται αυτό, και για το τί δεν είναι αναγκαίο, δηλαδή είναι περίσσευμα, και τον τρόπο που διαχειρίζεται.
ΠΟΥ ΘΕΜΕΛΙΩΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΚΤΗΡΙΑ ;
3
Πράξη Ι: ∆ραµατικό Ειδύλλιο Χώµα (Χοῦς) Μηχανή Το χώµα την περίµενε από πάντα. Ακόµα και πριν από τον χαρακτηρισµό του ως υποδοµή προς αξιοποίηση, πριν την εφεύρεσή του ως εγγύηση συνέχειας, πριν καν την κατοίκησή του, το έδαφος περιµένει την ανθρώπινη εµπειρία, την οποία εκκολάπτει, και µέσα από την οποία υπάρχει. Το σώµα των οικοδοµικών µηχανών µεταφέρει την εµπειρία αυτή στο σώµα του χώµατος. Μέσα από µια διαδικασία που θυµίζει δηµόσια ερωτοτροπία, η ατσάλινη φαγάνα θα εισχωρήσει στο χώµα που την αναµένει αιώνες. Μια αρχετυπική κίνηση διείσδυσης, µεταφοράς ύλης και κοσµογονίας που έχει ως σκοπό την κατοίκηση, δηλαδή τη µεταβολή ενός περιβάλλοντος από παρθένο σε πολιτισµένο. Ο χοῦς και η µηχανή. Ένας εφηβικός έρωτας µιας αµετανόητης νιότης σε µια εποχή παραδείσιας αθωότητας.
Το βενζινάδικο ως αντι-κείµενο Η λέξη «κείμενο» έχει διπλό νόημα. Συναντάται ως μετοχή, του αρχαίου ρήματος «κεῖμαι», που σημαίνει βρίσκομαι και περιγράφει κάτι το οποίο «κεῖται», έπεσε, βρίσκεται «κατάκοιτο». Ως ουσιαστικό, το κείμενο ορίζεται ως το σύνολο των λέξεων, το αποτέλεσμα της διαδικασίας της γραφής. Οι σταθμοί ανεφοδιασμού υγρών καυσίμων γεννιούνται μαζί με τον περασμένο αιώνα, ακριβώς ως κτήρια αντι-κείμενα. Κτήρια, δηλαδή, που δεν «βρίσκονται» ακουμπισμένα σε ένα συγκεκριμένο μέρος, δεν έχουν «πέσει» σε έναν τόπο, αλλά αιωρούνται σαν ένα νεφέλωμα, μέλη ενός δικτύου που βρίσκεται δυνάμει παντού. Τα κτήρια αυτά, του Χρυσού Αιώνα της ασφάλτου, δε φαίνεται να έχουν κάποια αναφορά στην «παράδοση» ή σε αυτό που αποκαλούμε «τόπο». Παρ’ όλα αυτά, τα ίδια κατασκευάζονται με έναν τρόπο συντονισμένο και έχουν αυστηρούς κανόνες σχεδιασμού, που έχουν να κάνουν με τη διαχείριση των υποσταθμών και με κανόνες στρατηγικής και επιχειρηματικότητας. Η λογική του marketing και μιας πρώιμης εμπορευματοποίησης κάνουν την εμφάνισή τους μέσω μιας αρχιτεκτονικής, συχνά «ψεύτικης», που οι «εκκεντρικότητές» της καταγγέλονται από τους πρωτοπόρους του μοντέρνου. Μια αρχιτεκτονική που επιδεικνύεται για να φαίνεται από μακριά. Οι υποσταθμοί, λοιπόν, ως άλλα follies, εγκαθίστανται σταδιακά στο τοπίο της Δύσης, χρησιμοποιώντας προϋπάρχουσες υποδομές και δημιουργώντας ανάγκες για νέες. Αυτή η εγκατάσταση του «νέου» οργανώνει ένα δίκτυο αρχιτεκτονικών κατασκευών που ανασυντάσσει ένα προϊόν, τον τρόπο διανομής και τη διαφήμισή του. 1 Προς μια θεμελίωση των πρατηρίων καυσίμων Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πριν από την εύρεση ενός τρόπου εντατικής εμπορευματοποίησης των
ΠΟΥ ΘΕΜΕΛΙΩΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΚΤΗΡΙΑ ;
καυσίμων, ο μπακάλης είναι αυτός που ενσαρκώνει τον ρόλο του πωλητή καυσίμων. Μια κινητή συσκευή, ένα μετακινούμενο βαρέλι είναι η πρωταρχική μορφή του μετρητή της αντλίας. Στις αρχές του περασμένου αιώνα, η συσκευή αυτή θα σταθεροποιηθεί σε πεζοδρόμια, μπροστά από βιτρίνες καταστημάτων, αλλά και εκτός των πόλεων, δημιουργώντας ένα χώρο ανεφοδιασμού, την πρώτη μορφή του πρατηρίου καυσίμων. Μπορεί να μην είναι ακόμα κτήριο, αλλά είναι κάτι πολύ παραπάνω από μια αστικού εξοπλισμού μετακινούμενη συσκευή. Η εδαφικοποίηση της συσκευής αυτής είναι καθοριστική· αποτελεί την αφετηρία της ιδέας ενός δικτύου που θα εξυπηρετήσει όχι μόνο την καθημερινότητα στην πόλη, –η οποία θα μπορούσε να καλυφθεί και από την κινητή αντλία του μπακάλη διανομέα, αλλά τη νέα συνθήκη του «ελεύθερου χρόνου» και του ταξιδιού ως αναψυχή. Ο τουρισμός διεκδικεί την ιστορία του την ίδια εποχή, αποτελώντας –ειδικά για την Ελλάδα όχι μόνο όχημα οικονομικής ανάπτυξης αλλά επίσης και τρόπο σύλληψης της ιδέας του Έθνους, ενός ακόμα νεωτερικού οράματος που θέτει τα πλαίσια της κατασκευής, της εμπέδωσης και του merchandising της αυτο-εικόνας του. Όλα αυτά συμβαίνουν πολύ πρόσφατα, αν αναλογιστούμε πως το να πηγαίνει κανείς στην Μεσόγειο καλοκαιριάτικα, χωρίς να ψάχνει για καλλιτεχνικά και αρχιτεκτονικά μνημεία, εθεωρείτο τρέλα, έως τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Του αιώνα της λατρείας του ήλιου και του μαυρισμένου δέρματος. 2 Ένας φανταστικός κόσμος τοποθετεί το ταξίδι στο κέντρο της έμπνευσής του, ένα δίκτυο στήνεται για τον ντόπιο ή αλλοδαπό ταξιδιώτη, και αυτό πρέπει να είναι διεθνώς ομοιόμορφο και άρα αναγνωρίσιμο από τον καθένα, ανεξαρτήτως γεωγραφικού πλάτους ή μήκους της υφηλίου απ’ όπου προέρχεται. Μια νέα αισθητική, η αισθητική του δρόμου, παίρνει σάρκα και οστά. Άνθρωποι στο δρόμο, παραθεριστές, νέοι ταξιδιώτες συγκροτούν μια νέα «ανθρωπότητα» που
7
Κινητή συσκευή.
Αφίσα Ε.Ο.Τ., 1955
1 Arnaud Sompairac, Stations Service (Centre Pompidou, 1993), 15.
2 Eric Hobsbawm, The Age of Capital, Chapter I (Phoenix, 1975).
Βενζινοκίνητα όνειρα. Dennis Hopper, Easy Rider, 1969
3
Ένα µεγάλο µέρος του βενζινάδικου, τις επόµενες δεκαετίες, έχει να κάνει φυσικά και µε τις µεταφορές αγαθών, την εργασία, τη βιοµηχανία. Πρατήρια υγρών καυσίµων λειτουργούν ως τόποι ξεκούρασης και στάσης, καθώς εξυπηρετούν κατά κόρον µεγάλα οχήµατα, νταλίκες και φορτηγά µεταφοράς προϊόντων. 4 Arnaud Sompairac, Stations Service (Centre Pompidou, 1993), 17. 5 Ό.π., 32 6 Ο σταθµός ανεφοδιασµού είναι ένα καθοριστικό στοιχείο για την πόλη του µέλλοντος σύµφωνα µε αρκετούς αρχιτέκτονες, συµπεριλαµβανοµένου του F.L. Wright. Frank Lloyd Wright, L’ avenir de l’ architecture (Denoel/ Gonthier, 1982), 176- 177.
καταναλώνει μαζικά. Σύγχρονοι νομάδες που γυρεύουν την απόλαυση περνούν πάνω από την άσφαλτο. 3 Η κουλτούρα του δρόμου κυριαρχεί μαζί με εικόνες τεχνολογικής προόδου. Αισιοδοξία, φουτουρισμός και το φαντασιακό που συνοδεύει τις ασφάλτους του μέλλοντος υποστηρίζουν την αρχιτεκτονική του δρόμου. Ταυτόχρονα, κυρίως στην Αμερική, γεννιέται η διαφήμιση. Κύκλοι, τρίγωνα, διαμάντια, όλα σε ένα γεωμετρικό λεξιλόγιο όπου τα σχήματα συνυπάρχουν με τα ονόματα των νέων εταιριών και προϊόντων. Μια πραγματική υπερ-εκμετάλλευση των δυνατοτήτων της γραφιστικής, η οποία σαν ένα παιδί που κάνει τα πρώτα του βήματα, μετράει τις δυνάμεις της πάνω στις πρώτες εικόνες και στα πρώτα σλόγκαν διαφημίσεων καυσίμων που έχουν σημαδέψει την ιστορία. Ο κόσμος της γραφιστικής και αυτός της αρχιτεκτονικής που δεν είχαν συνυπάρξει σε τέτοιο βαθμό έως τότε, ενώνουν τις δυνάμεις τους: η γραφιστική παράγει υλικό και η αρχιτεκτονική το εκθέτει, μετατρέποντας τις προσόψεις των πόλεων σε εργαστήρια.4 Η αφίσα μεγάλη και τα χρώματα έντονα, ώστε να γίνονται αντιληπτά από μακριά, από το μάτι ενός οδηγού ή επιβάτη που κινείται με μεγάλη ταχύτητα. Συνδυασμένες άμεσα ή έμμεσα με την παρουσία του μετρητή αντλίας, οι αφίσες και οι βαμμένοι τοίχοι διεκδικούν ολοένα και περισσότερο χώρο στο νέο τοπίο της ασφάλτου. Ο υποτυπώδης χώρος των πρατηρίων καυσίμων δεν υποστηρίζει μόνο τη νέα έκφραση, αυτή της γραφιστικής, αλλά και την τυπογραφία. Η εταιρεία Azur χρησιμοποιεί στοιχεία με μια κατακόρυφη σχισμή στη μέση. Η BP δουλεύει με τις Energic, Energol, Energaz, γραμμένες σε πιο αφηρημένο μοτίβο και φωτισμένες σε προσόψεις. Οι δεκαετίες του ’20 και του ’30 βρίσκονται αναμφισβήτητα σε αναβρασμό εφευρίσκοντας ένα καινούργιο territory. Η γραφιστική μαζί με τους σταθμούς ανεφοδιασμού υποστηρίζουν ένα τοπίο πολύ πιο ελκυστικό, με την έννοια της προσέλκυσης της προσοχής. Το νέο αυτό τοπίο, με τη μεγάλη του λάμψη, αποτελεί τη μεγάλη υπόσχεση για μια επανεκκίνηση, για μια νέα τάξη πραγμάτων και μια τεχνολογική εξύψωση. Πολύ κοντά στον
8
ντανταϊσμό, ένα ready made αντικείμενο (ένας μετρητής αντλίας) και μια λέξη, ένα γράφημα είναι τα δύο ουσιαστικά συστατικά του νέου χώρου. Τη νύχτα τα γράμματα κερδίζουν επιπλέον εκφραστικότητα χάρη στο σκηνοθετημένο τους φωτισμό καθιερώνοντας έτσι ένα νυχτερινό τοπίο 5 από το οποίο εμπνέεται ο κινηματογράφος του φιλμ νουάρ και δημιουργοί όπως ο Tay Garnett (The postman always rings twice, 1946) ή και ο Fritz Lang (You only live once, 1937). Το βενζινάδικο ως νησίδα φωτός επιτρέπει το σχεδιασμό του σκοταδιού, της νύχτας, ενοχλώντας βέβαια πολλές φορές ό,τι βρίσκεται τριγύρω του. Τρεις δεκαετίες ήταν αρκετές για να τοποθετήσουν οριστικά τον σταθμό ανεφοδιασμού στην καθημερινότητα της άλλης πλευράς τού Ατλαντικού καθώς η κουλτούρα της αυτοκίνησης κορυφώνεται κατά τη δεκαετία του ’50 με την άνθηση των αυτοκινητοβιομηχανιών του Ντιτρόιτ, την κατασκευή των μεγάλων αυτοκινητοδρόμων που εκτείνονταν σε όλη τη χώρα και τη διάδοση των drive-in εστιατορίων και κινηματογράφων. Η Αμερική εμφανίζεται άλλωστε, αναμφίβολα, πιο διατεθειμένη να τροφοδοτήσει τον ανταγωνισμό μεταξύ της «υψηλής κουλτούρας» και της μαζικής, ποπ τέχνης, καθώς και να απαλλαγεί από την προσφυγή σε «ιστορικισμούς», στους οποίους συχνά εμμένει η Ευρώπη. Το πρατήριο καυσίμων γίνεται έτσι σύμβολο, σχεδόν αρχέτυπο του αμερικανικού ονείρου και ενός νέου καταναλωτισμού, ο οποίος υποστηρίζεται από το Μεγάλο Αφήγημα ενός λαμπρού μέλλοντος. 6 Ο αεροδυναμισμός, η αποϋλοποίηση και η ταχύτητα του αεροπλάνου, αλλά και το ίδιο ως σύμβολο της αμερικανικής δόξας, της εποχής των μεγάλων ανακαλύψεων και της νίκης του ανθρώπινου νου έναντι της φύσης είναι χρήσιμες μεταφορές της προόδου, αναφορές που μαζί με όλες τις άλλες επηρεάζουν το βενζινάδικο όχι μόνο σχεδιαστικά αλλά αποτελούν αναμφισβήτητα τα μεταφυσικά του «θεμέλια». Η Ευρώπη στο μεταξύ μυείται στον καταναλωτισμό και στο μοντέλο των ΗΠΑ μεταπολεμικά. Στη μεταπολεμική ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΒΕΝΖΙΝΑ∆ΙΚΟΥ
κοινωνία του μοντερνισμού και των trente glorieuses –την περίοδο των 28 ετών από το τέλος του πολέμου έως την πετρελαϊκή κρίση του ’73- τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη εντασσόμενα στο Σχέδιο Μάρσαλ είδαν τις οικονομίες τους να αναπτύσσονται ραγδαία και τα κοινωνικά τους μοντέλα να αλλάζουν. Ταυτόχρονα, μέσα στην πρώτη δεκαετία μετά τη λήξη του πολέμου με τη συμβολή των Αμερικανών και του Σχεδίου Μάρσαλ θέτονται οι βάσεις για τη μετέπειτα λεγόμενη «βιομηχανία του τουρισμού» σε όλη την Ευρώπη και ειδικά στην Ελλάδα, η οποία γνωρίζει την αυτοκινητιστική άνθηση στη δεκαετία του ’60, καθώς νωρίτερα το οδικό δίκτυο της χώρας εμφανίζεται εντελώς κατεστραμμένο, λόγω του τρίπτυχου Πόλεμος- Κατοχή- Εμφύλιος. 7 Η παρουσία του πρατηρίου καυσίμων κατά τη δεκαετία του ’60 σε μια περιοχή, αποτελούσε ένδειξη προόδου, ευμάρειας και κινητικότητας. Τα πρατήρια καυσίμων και η οδική αρχιτεκτονική εμφανίζονται ως προπομποί ενός Κόσμου ευημερίας και μοντέρνας ανάπτυξης, που μπορεί μεν να καθυστέρησε λίγο αλλά ήρθε. Το βενζινάδικο -όπως και κάθε κτήριο ή «κατασκευή»φαίνεται πως αρχικά θεμελιώνεται μέσω ενός Κόσμου τον οποίο το ίδιο τροφοδοτεί αλλά μέσα από τον οποίο η ίδια η «κατασκευή» του υφίσταται (στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με την ίδρυση του μοντέρνου Κόσμου). Η θεμελίωση των κτισμάτων αφορά πρώτα και κύρια σε έναν Λόγο περί των κτισμάτων, ο οποίος έχει προηγουμένως θεμελιωθεί (έχει τεκμηριωθεί) με τον δικό του τρόπο. Η σχέση Λόγου και κτίσματος είναι μια σχέση αλληλεξάρτησης, στην οποία όμως ο πρώτος φαίνεται να κατέχει τον κυρίαρχο ρόλο. Μέσα σε αυτήν τη σχέση, η ρητορική αυτή εμφανίζεται ως το φόντο, χωρίς το οποίο το κύριο θέμα (το κτήριο) δεν θα μπορούσε να οριστεί. Αποτελεί, επιπλέον, το κάδρο, το στοιχείο που πλαισιώνει και περι-γράφει. Αν τελικά τα κτήρια θεμελιώνονται, τότε πρωτίστως θεμελιώνονται στα αφήγηματά τους.
ΠΟΥ ΘΕΜΕΛΙΩΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΚΤΗΡΙΑ ;
Ο ά-τοπος τύπος Όσο το δίκτυο των σταθμών επεκτείνεται, οι αφίσες και οι προσόψεις δε θα φανούν αρκετές, με αποτέλεσμα σύντομα να δημιουργηθεί μια ανάγκη επινόησης ενός νέου τύπου κτηρίου που θα κρατήσει τον ενθουσιασμό του ταξιδιώτη- καταναλωτή αμείωτο. Αυτή η αγωνία προσέλκυσης πελατών εξηγεί και την αγωνία της συνεχούς παραγωγής νέων στυλ για τα πρατήρια καυσίμων και εμφανίζει την αρχιτεκτονική ως κρίσιμο εμπορικό παράγοντα για τη διανομή της βενζίνης. Με άλλα λόγια, το κτήριο (με την ύπαρξή του, και μέσω της φόρμας του) προσδίδει κύρος και εμπλουτίζει τη σημασία του προς πώληση προϊόντος. Μετά τη διάδοση των πρατηρίων, μπορούμε να αναγνωρίσουμε μεγάλη ποικιλία χωρικών διατάξεων και μορφών, και να τα αναγνώσουμε υπό το πρίσμα της διεθνούς αναγνωρισιμότητάς τους. Μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε ως διεθνή αντικείμενα, ως μηχανισμούς με τα εξαρτήματά τους, ως κτήρια σινιάλα ή, όπως θα τα χαρακτήριζαν οι Venturi–Scott Brown–Izenour, ως κτήρια σήματα, ως υπερμεγέθη σήματα, δηλαδή, που καθιστούν το ίδιο το κτίσμα. Το σήμα- λογότυπος της εταιρείας πολλές φορές αλλάζει κλίμακα, γιγαντώνεται, όπως στις αρχιτεκτονικές «ντόνατς» και «πάπιες» που συχνά εισβάλλουν στο οπτικό μας πεδίο και που μπορούμε να τις συναντήσουμε «μαθαίνοντας από το Λας Βέγκας». 8 Σίγουρα πρόκειται για κτήρια σύμβολα, μικρά τοτέμ για τη λατρεία της ασφάλτου. Θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε τρία βασικά συνθετικά στοιχεία του νέου αυτού τύπου κτηρίου των σταθμών ανεφοδιασμού: Το κατακόρυφο στοιχείο σήμανσης (γραμμή), το κουβούκλιο εξυπηρέτησης (σημείο) και το στέγαστρο (επίπεδο). Το υψίκορμο στοιχείο σήμανσης λειτουργεί σαν φάρος, αποτελώντας το κύριο σήμα κατατεθέν, ένα σινιάλο που υποδηλώνει την ύπαρξη του σταθμού. Το axis mundi, η γραμμή αυτή, μας εισάγει σε μια λογική κατακορυφότητας και αξιοποίησης της διάστασης του ύψους ενώ φυσικά αναδεικνύει
9
Στέγαστρο. Point supreme, Τοπόσηµο Φαληρικού όρµου, 2012 7 «Η κατάστασις, εις ήν ευρίσκονται παρ’ ηµίν αι εγκαταστάσεις εξυπηρετήσεως του αυτοκινήτου είναι χωρίς εξαίρεσιν θλιβερά (...), µε αταξίαν, ρυπαρότητα και έλλειψιν υποτυπώδους τινός οργανώσεως», Αλέξανδρος Λοϊζος, περιοδικό Τεχνικά Χρονικά (Τ.Ε.Ε., 1953). 8 Robert Venturi, Denise Scott Brown, Steven Izenour, Learning from Las Vegas Revised edition (The MIT Press, 1977). Στοιχείο σήµανσης. Τάσσης Παπαϊωάννου & ∆ηµήτρης Ησαϊας, Μουσείο Περιβάλλοντος Στυµφαλίας, 2007
Σχολή Αρχιτεκτόνων Ε.Μ.Π. σπουδαστικό θέµα ΄∆ έτους, 1956-57
9 Arnaud Sompairac, Stations Service (Centre Pompidou, 1993), 50. 10 Την ίδια εποχή, το 1954 ο Jaques Vienot µας εισάγει στη βιοµηχανική αισθητική µε το βιβλίο του Esthetique industrielle. 11 Αιµιλία Αθανασίου, Αµερικανισµός και ελληνικός τουρισµός ΙΙΙ: 1947- 1964. Οδικός τουρισµός και µοντέρνα αρχιτεκτονική, έκθεση Π.Ε.Β.Ε. 2010 µε τίτλο Μεταπολεµικός µοντερνισµός: Αρχιτεκτονική, πολιτική, τουρισµός στην Ελλάδα 1950- 1965, (Ε.Μ.Π., 2010), 116 12 Ό.π., 118.
την επωνυμία η οποία τοποθετείται στο ψηλότερο σημείο και εμφανίζεται να «σχίζει» τον ουρανό. Στα σύγχρονα πρατήρια εκεί αναγράφεται η τιμή πώλησης της βενζίνης. Από τη στιγμή που το προϊόν δεν αλλάζει εντός του δικτύου κάθε εταιρίας, το μόνο που ενδιαφέρει είναι η τιμή. Τα μικρά κουβούκλια εξυπηρέτησης είναι τα σημεία των σταθμών που «κατοικούνται». Γενεαλογικά, αρχικά συμπίπτουν με το στέγαστρο αλλά στη συνέχεια ανεξαρτητοποιούνται, αποτελώντας «δομές κατοίκησης», καλύβες με τις ελάχιστες δυνατές διαστάσεις λόγω οικονομικών και τεχνικών περιορισμών.9 Οι μοναδικές προδιαγραφές που πρέπει να πληρούν αυτά τα δωμάτια καταφύγια, είναι να χωρούν έναν ή δύο υπαλλήλους, να κατασκευάζονται μέσα σε δύο ή τρεις μέρες, και η διάσταση της πρόσοψής τους να είναι επαρκής για την εμβληματική αναγραφή της επωνυμίας της εταιρείας. Τέλος, το στέγαστρο ως μεγάλο αρχετυπικό υπερυψωμένο επίπεδο καλεί από μακριά. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 το μπετόν κυριαρχεί στην κατασκευή των στεγάστρων. Η χρήση του άλλωστε γενικεύεται, όπως και αυτή της «ελεύθερης κάτοψης», και οι δυνατότητές του δοκιμάζονται από τους εξειδικευμένους μηχανικούς της εποχής, οι οποίοι απαντούν με εντυπωσιακές επιλύσεις στις απαιτήσεις των πρατηρίων καυσίμων, τα οποία μετατρέπονται σε εργαστήρια πειραματισμού για χάρη του νέου υλικού. Αργότερα, στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, οι μεταλλικές κατασκευές κάνουν την εμφάνισή τους 1 0 και το στέγαστρο λειτουργεί περισσότερο από κάθε άλλη φορά και αυτό ως σινιάλο αλλά και ως το κυρίαρχο χωρικά στοιχείο παίζοντας σημαντικό ρόλο στην εικόνα της κάθε εταιρείας. Μετά από κάποιες δεκαετίες, σε μια λογική μινιμαλισμού, οι πετρελαϊκές ανακαλύπτουν την αρχιτεκτονική του Mies van der Rohe· όλα είναι καθαρά, αστραφτερά και διάφανα. Στη δεκαετία του ’60 στην Ελλάδα η Mobil Oil Hellas εφαρμόζει από τις πρώτες πολιτικές σχεδιασμού σταθμών ανεφοδιασμού και προχωρεί στην υλοποίηση ορισμένων μοντέρνων σταθμών βενζίνης από σημαντικούς αρχιτέκτονες
10
στους ελληνικούς δρόμους.1 1 Από αυτούς ξεχωρίζει το Travel Stop στα περίχωρα της Λάρισας (παλαιά εθνική οδός ΑθήναςΘεσσαλονίκης) του αρχιτέκτονα Ιάσονα Ρίζου, το οποίο έχει αποτελέσει σκηνικό για πολλές ελληνικές ταινίες της εποχής (Ο αρχιψεύταρος, 1971) που επιχειρούσαν να καταγράψουν τις μοντέρνες «Ελλάδος εικόνες». Στο ίδιο πνεύμα είχε κινηθεί και νωρίτερα η BP Hellas Ltd, η οποία το 1955 προτείνει στον Γ.Γ. Τουρισμού την κατασκευή δέκα νέων σταθμών βενζίνης. Ο πρώτος πρότυπος μάλιστα οδικός σταθμός της συνεργασίας της BP Hellas με τον Ε.Ο.Τ. (BP Service Station Bar) πραγματοποιείται σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ρέννου Κουσούρη στο 44ο χλμ. της οδού Αθηνών- Θηβών, όπου και εγκαινιάζεται το 1956 μετά από αγιασμό που τελεί ο Μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος, παρουσία του υφυπουργού Συγκοινωνιών, του Γ.Γ. του Ε.Ο.Τ. και άλλων παραγόντων. 1 2 Οι σταθμοί ανεφοδιασμού, με τις διάφορες τυπολογίες τους, είναι κτήρια που εμφορούνται πρώτα και κύρια από τη φόρμα, η οποία έχει πολλαπλή λειτουργία: ενσαρκώνει το branding, αυτο-σηματοδοτείται μέσα στο τοπίο, κάνει το κτήριο διακριτό. Ο δισταγμός του να ασχοληθούμε με τα κτήρια αυτά ή πιο γενικά να σκεφτούμε προς μία αρχιτεκτονική που η λειτουργία κρύβεται πίσω από τη μορφή –και όχι το αντίστροφο-, θα μπορούσε να καταδείξει μια ισχύουσα θέση που, δίνοντας στην αρχιτεκτονική προεκτάσεις ηθικού ή και ηθικολογικού περιεχομένου, τη θέλει συχνά να αντιμάχεται μιας εμπορευματοποίησης. Πολλές φορές, η «αρχιτεκτονική» αυτή εμφανίζεται μόνο σαν ένα προπύργιο («υψηλής») αισθητικής και ηθικής πρόσληψης, το οποίο ασφαλίζει την ανθρώπινη ύπαρξη και τη σχέση της με τον τόπο που βρίσκεται. Το σημαντικότερο στοιχείο των σταθμών είναι ότι αυτός ο τύπος αρχιτεκτονικής μοιάζει να φέρει ένα νέο, αυτόνομο «έδαφος» το οποίο έρχεται σε ρήξη με το πάτριο και με την ενδεχόμενη «αυθεντικότητα» του τόπου που μια συντηρητική αρχιτεκτονική ονειρεύεται και αγωνιά να διαφυλάξει. Το βενζινάδικο, ένας ά-τοπος τύπος, μαζί με πολλά άλλα, φέρει ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΒΕΝΖΙΝΑ∆ΙΚΟΥ
το έδαφος που θα κινήσει το αυτοκίνητο και απ’ το οποίο θα απογειώσει το αεροπλάνο. Ένα έδαφος που δεν περιέχει βαθιές ρίζες εντός του, δεν αναφέρεται στην ιστορία, αλλά όμως την παράγει. Ένα έδαφος που επαναστατεί. Το πρατήριο και το σημερινό του οικοσύστημα Πριν από περίπου είκοσι χρόνια, ίσως κανείς να μην ενδιαφερόταν για τα βενζινάδικα, το οικοσύστημα και την αρχιτεκτονική τους. Το καταναλωτικό κοινό, όπως και οι εταιρίες καυσίμων μοιάζουν, ακόμα και σήμερα, παραδομένοι στη μπαναλιτέ που τα χαρακτηρίζει αλλά και ένα μεγάλο μέρος της κριτικής της αρχιτεκτονικής φαίνεται να τα αγνοεί, ως κτίσματα που τελούν υπό τη σφαίρα επιρροής της «αγοράς» και στην πλειοψηφία τους δεν ανήκουν στο πάνθεο ενός έντεχνου σχεδιασμού και μιας «συνεπούς» αρχιτεκτονικής. Ταυτόχρονα όμως, ο σταθμός ανεφοδιασμού γίνεται ένας τόπος καθημερινότητας, κοινωνικής αλληλεπίδρασης και τριβής. Μια ιδιότυπη κοινωνικότητα αναπτύσσεται κάτω από τους δικούς της κώδικες και ρυθμούς. Κάποιοι πελάτες συχνά προτιμούν ένα συγκεκριμένο σταθμό, είτε επειδή έχει καλύτερες τιμές, είτε επειδή γνωρίζουν προσωπικά τον ιδιοκτήτη ή κάποιον πραγματικά εξυπηρετικό εργαζόμενο που συνήθως τους προσέχει ιδιαιτέρως. Έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε με έναν μικρόκοσμο στον οποίο –ειδικά πριν από ένα μαρκυνό ταξίδι τελούνται συγκεκριμένα εθιμοτυπικά, πράξεις και σύγχρονες τελετουργίες: να βάλουμε βενζίνη, να φουσκώσουμε τα λάστιχα, να ελέγξουμε τα λάδια, να καθαρίσουμε τα τζάμια. Σχετικά πρόσφατα σε σχέση με την ιστορία του, το πρατήριο καυσίμων ξεκινά να παίζει συχνά επιπρόσθετους ρόλους εντάσσοντας επιπλέον χρήσεις στο δυναμικό του. Από ένα μίνι μάρκετ, κυρίως όταν βρίσκεται μέσα στην πόλη, μέχρι και έναν υπερμεγέθη χώρο στάσης και χαλάρωσης του ταξιδιώτη (όπως ο σταθμός εξυπηρέτησης «Σείριος» στο 43ο χλμ. της εθνικής οδού Αθηνών Λαμίας). Ένας πραγματικός σταθμός ολικού «ανεφοδιασμού», ένα σύγχρονο χάνι ή πανδοχείο, μια νέα «ζούγκλα» με χρήσεις αναψυχής, ΠΟΥ ΘΕΜΕΛΙΩΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΚΤΗΡΙΑ ;
καφετέριες, εστιατόρια και καταστήματα καταναλωτικών ειδών.1 3 Το μικροπεριβάλλον αυτό έχει ως έμβλημα τα δικά του ζώα τοτέμ που συχνά οι διαφημιστές χρησιμοποιούν για να εγκαταστήσουν την επωνυμία στο μυαλό των επίδοξων πελατών. Είδη από το ζωικό βασίλειο που συνδέονται με την ταχύτητα και τη δύναμη όπως τίγρεις, αετοί και άλογα, αλλά και άλλοι οργανισμοί και στοιχεία της φύσης όπως τα κοχύλια ή ο ήλιος γίνονται μασκότ και σύμβολα που συμπληρώνουν αριστοτεχνικά το νέο οικοσύστημα της τεχνητής φύσης. Οι σταθμοί λοιπόν εγγράφονται σήμερα σε ένα τοπίο που λίγο πολύ καθορίζεται από τους τρόπους ζωής του άστεως και του «τεχνητού» περιβάλλοντος. Βρίσκονται και αναπτύσσονται κυρίως στα κατώφλια των πόλεων, στις εξόδους, σε τόπους αναχώρησης, εκεί που η πόλη τελειώνει και ξεκινούν οι μεγάλοι αυτοκινητόδρομοι, κάπου ανάμεσα στην ανεξέλεγκτη αστική διάχυση και στην οργανωμένη δομή των σύγχρονων δρόμων. Εκεί εγκαθιδρύεται χωρικά μια καινούργια «μοντέρνα» καθημερινότητα μαζί με τους σταθμούς ανεφοδιασμού, κτήρια που θεμελιώνονται βιαστικά για να δώσουν μια λειτουργική απάντηση που επείγει, συχνά υπό την πίεση ενός οικονομικού ενδιαφέροντος. Κάπως έτσι, μέσω αυτού του νέου δικτύου εγκαθιδρύεται και ένα νέο είδος πόλης, αυτό της αποκεντρωμένης μητρόπολης που διεκδικεί την ύπαιθρο, μια νέα αστικότητα σε ένα νέο τοπίο. Αυτή η ιστορία βεβαίως έχει ξεκινήσει από πιο παλιά, παλιότερα και από τότε που ο Cerdá πρότεινε τον όρο urbanization (αστικοποίηση) 1 4 ως έναν τρόπο υπέρβασης του όρου ciudad (πόλη), τον οποίο θεωρούσε ως πολύ περιοριστικό σε σχέση με την πραγματικότητα της ανθρώπινης κυριαρχίας. Αναφερόμενος στο λατινικό urbs, ο Cerdá χρησιμοποιεί τον όρο αστικοποίηση για να περιγράψει την τεράστια επεκτεινόμενη νέα «φύση» του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Οι δρόμοι είναι πλέον δυνάμει χωρίς τέλος, παρέχουν ανεμπόδιστη κυκλοφορία, οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι αναδιανέμονται και οι κοινωνικές ανισότητες υποτίθεται ότι εξαφανίζονται στο ομαλό έδαφος· η αστικοποιημένη γη δε φαίνεται να υπακούει σε κάποιο «νόμο».1 5
11
Κύθηρα, 2015.
1 3 Arnaud Sompairac, Stations Service (Centre Pompidou, 1993), 86.
1 4 Ildefonso Cerdá, General Theory of 'Urbanización' (1867), (Liverpool University Press, 1995).
1 5 Carl Schmitt, The Nomos of the Earth (1950), (Telos Publishing, 2006), 68.
16 Timothy Mitchell, Carbon Democracy & Political Power in the Age of Oil (Verso, 2011), 123.
17 Ό.π., 125.
18 Bruno Latour, Η πρώτη και η δεύτερη φύσηΠοιά πολιτική;, τόµος ‘Συµβιώσεις’ (Καστανιώτη, 2015), 204.
Παραλλάσσοντας την εμβληματική ερώτηση του Le Corbusier θα μπορούσαμε να πούμε πως η κοινωνία του όψιμου καπιταλισμού καλείται να διαλέξει ανάμεσα στην «αστικοποίηση ή την επανάσταση». Ένα νέο territory γεννιέται. Η αστικοποίηση των προαστίων και το θέμα των βενζινάδικων έχουν, εκτός των άλλων, κάποιες προεκτάσεις οι οποίες αν και τονίζονται πιο σπάνια, αφορούν σε κρίσιμα ζητήματα του τομέα της οικονομίας. Πιο συγκεκριμένα, από τη μία εμφανίζεται το «εθνικό συμφέρον» που συνοδεύεται από την πολιτική των μεγάλων έργων και των υποδομών προς μία «ανάπτυξη», και από την άλλη, ιδιωτικά συμφέροντα που εμπλέκονται σε μια σειρά οικονομικών παρτίδων και συναλλαγών διεκδικώντας το μερίδιό τους στον ανερχόμενο κόσμο των μεταφορών και των επικοινωνιών. Οι κύριες τοπιακές συνέπειες των δύο αυτών παρεμβάσεων είναι αφενός η μνημειώδους κλίμακας οδοποιία που χαράσσει απέραντες γραμμικές προοπτικές ενατένισης μιας εύρωστης εθνικής οικονομίας, και αφετέρου η χαώδης διασπορά εμπορικών διαφημίσεων και πινακίδων που επιμερίζει τη γραμμικότητα αυτήν. Η προμήθεια πετρελαίου και η ενέργεια που παράγεται πυροδοτούν από το 1930 και έπειτα ένα νέο μοντέλο εκρηκτικής ανάπτυξης, μια επ’ άπειρον αναβολή ενός ορίου και τη θέσμιση μιας Οικονομίας (με κεφαλαίο όμικρον), 1 6 ενός μοντέρνου apparatus σχεδιασμού και διακυβέρνησης. Αυτό που έμοιαζε να απασχολεί για πρώτη φορά τόσο έντονα, δεν ήταν οι τυχόν περιορισμοί σε κάποια οικονομική προοπτική –διότι δεν υπήρχαν, αλλά η απαιτούμενη κυκλοφορία των χαρτονομισμάτων. Η δε άσκηση πολιτικής στη Δύση υλοποιείται, πλέον, μέσω της εφαρμογής αυτών των νέων κανόνων οικονομικής «εμπειρογνωμοσύνης», η οποία επεκτείνεται στο πεδίο της πολιτικής, συμπεριλαμβάνοντας τομείς όπως η διοίκηση των τότε νέων αποικιών. Η λέξη οικονομία υπήρχε φυσικά πολύ πριν το 1930, αλλά με τη διαφορά ότι αναφερόταν σε μια διαδικασία και όχι σε ένα αποτέλεσμα («Οικονομία»). Αναφερόταν σε μια
12
διαδικασία διαχείρισης της ανθρώπινης εργασίας και των πλουτοπαραγωγικών πηγών, όπως χρησιμοποιείται στη φράση «πολιτική οικονομία».1 7 Βεβαίως, οι άνθρωποι μέχρι τότε καί βασίζονταν στις μηχανές για την παραγωγή αγαθών καί αντάλλασσαν τα αγαθά αυτά μεταξύ τους, μόνο που όλα αυτά περιγράφονταν μέσω ενός οικονομικού μοντέλου που χαρακτηριζόταν από «περιορισμούς και ανεπάρκειες»,1 8 κάτι που δε φαίνεται να συμβαίνει από το ’30 και μετά, με απόγειο τις δεκαετίες του ’80 και μετά. Με άλλα λόγια, η οικονομία εκπίπτει από έναν κλάδο, που είναι αυτός που επιτελεί, μορφοποιεί και διαμορφώνει το εκάστοτε αντικείμενο, στο ρόλο του ίδιου του αντικειμένου που θεωρείται πλέον δεδομένο. Η οικονομία γίνεται το κεντρικό αντικείμενο άσκησης πολιτικής στη Δύση –μια διαδικασία που συμπίπτει, μάλιστα, με την ανάπτυξη της τελευταίας εκτός των γεωγραφικών της συνόρων. Σε κάθε περίπτωση, η εκτίναξη της παραγωγής στο παρελθόν αφήνει το παρόν γεμάτο ερείπια. Το μέλλον των βενζινάδικων μοιάζει αβέβαιο, τη στιγμή που ήδη πολλά εγκαταλείφθηκαν. Έτσι συμβαίνει όμως. Όσα υπολείμματα από αυτά που προκύπτουν από κάθε είδους διαδικασία κατανάλωσης αξιολογούνται ως ενδιαφέροντα, σώζονται καθώς ταυτοποιούνται ως «ευρήματα», κερδίζοντας μια θέση στη διαδικασία παραγωγής αρχαιολογίας και στο μουσείο της πόλης. Όσα από την άλλη αποτυγχάνουν, η εξαφάνισή τους είναι αμεσότερη. Αυτό αφορά ή θα αφορά πολύ σύντομα και στα πρατήρια καυσίμων, αυτά τα κτήρια αντικείμενα που κατά τα άλλα και προς το παρόν συνεχίζουν να κατασκευάζονται και να πατούν ομοιόμορφα σε διαφορετικούς τόπους.
ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΒΕΝΖΙΝΑ∆ΙΚΟΥ
«όταν άπλωνα το χέρι µου προς τα µέσα και ακουµπούσε τον τοίχο, έβλεπα πως βρίσκοµαι στη ρίζα του σκάµµατος και δίπλα µου υψώνεται κατακόρυφα το τοίχωµα του, έτοιµο να σωριαστεί πάνω µου» Μανόλης Ανδρόνικος, Το χρονικό της Βεργίνας (Μ.Ι.Ε.Τ., 1997)
Πράξη ΙΙ: Κατασκευή Μηχανή Εργολάβος Εργάτης Α Εργάτης Β Ο τρίτος όµως θα τους χωρίσει. Ο κόσµος των εργολάβων και όσων είναι εξαγορασµένοι από αυτούς, κοιτάει το συµφέρον του. Σύντοµα ο εργολάβος για να πείσει τη µηχανή να έρθει µε το µέρος του, βάζει τους δύο εργάτες να της πλέξουν το εγκώµιο της ισχύος που εκείνη θα έχει µαζί του, λόγω της σχεδιαστικής ικανότητας και της εµπειρίας που εκείνος κατέχει, σε αντίθεση µε την αστάθεια, η οποία ειδάλλως θα κρέµεται ως απειλή πάνω από τα κεφάλια των ερωτευµένων νέων. Τελικά η µηχανή θα υποκύψει. Οι εργασίες ξεκινούν. Το σκάµµα ολοένα και βαθαίνει. Σε λίγο σχετικά χρόνο έχει φτάσει κιόλας τα 4,5 µέτρα σε βάθος και τα αρχιτεκτονικά µέλη τοποθετούνται βάσει σχεδιασµού. 4 καλούπια για 4 κολόνες. Τη µια µέρα καµωµένες από ξύλο, την εποµένη από µπετό. Νά σου µετά και οι δεξαµενές. Τα υπερµεγέθη αυτά µαύρα σκεύη που αναµένουν τις χοές τους. Το χώµα έχει ήδη ξεχαστεί. Ο τόπος κατασκευάζεται παρά τη θέλησή του.
∆ιαδικασίες εδαφικοποίησης Ας σταθούμε αυτή τη φορά στο βενζινάδικο που θεμελιώνεται και στην καταγραφή του. Πρόκειται για ένα εν εξελίξει εργοτάξιο ενός παγκοσμιοποιημένου, τυποποιημένου είδους κτίσματος. Ένα διεθνές κτίσμα, σχεδόν προκατασκευασμένο, σχεδόν πανομοιότυπο σε όλο τον κόσμο, προσπαθεί να σταθεί κάθε φορά σε ένα συγκεκριμένο τόπο, ριζώνει σε έναν χώρο, σε ένα «χωρίο» ή αλλιώς σε μια «χώρα». Ποια η σχέση του με το έδαφος στο οποίο πατά; Θεμελιώνεται σε ένα πλαίσιο, σε έναν τόπο ο οποίος προϋπάρχει, αφού προηγουμένως ο ίδιος έχει θεμελιωθεί με τον δικό του τρόπο. Μπορεί ένα τέτοιο κτίσμα να θεωρηθεί εναρμονισμένο ή σε απόλυτη αλληλεξάρτηση με τον τόπο του; Πώς και από ποιον ορίζεται ο τόπος αυτός; Η Χώρα, ο Τόπος και το Πνεύμα Του Αυτό που συχνά ονομάζουμε τόπο, ο οποίος εμφανίζεται να υποδέχεται ένα κτήριο, έχει να κάνει από τη μία με τοπολογικά χαρακτηριστικά (κλίμα, γεωμορφολογία κ.λπ.), αλλά από την άλλη και με κάποια ιστορικά. Οποιοσδήποτε δηλαδή χώρος, τόπος ή τοπίο φαντάζει αδιανόητος χωρίς την ιστορικότητά του, στο βαθμό που ο ίδιος δεν εννοείται μόνο μέσα στα όρια που περιχαρακώνει η γεωλογική επιστήμη 1 (δηλαδή ως σχηματισμός από πέτρες και χώματα, που μέσα στη δυναμική της εξέλιξης του μορφώματος του φλοιού της γης, έχει τώρα στο συγκεκριμένο χώρο αυτήν τη δεδομένη μορφή). Αυτά τα δύο στοιχεία είναι και αυτά που συνδιαμορφώνουν μια ταυτότητα, μια ιδιαιτερότητα, έναν χαρακτήρα, ένα «πνεύμα» κάθε τόπου, όπως χαρακτηριστικά το ορίζει και ο Norberg Schulz 2 .Ο ίδιος ο τόπος λοιπόν, εμφανίζεται να παρέχει ερείσματα ταυτοποίησης, τα οποία μας κάνουν να μην αισθανόμαστε ξένοι, να μη νιώθουμε άστεγοι, περιπλανώμενοι, να νιώθουμε κυρίαρχοι. Ο άνθρωπος αισθάνεται οικεία σε ένα μέρος, όταν είναι σε θέση να
ΠΟΥ ΘΕΜΕΛΙΩΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΚΤΗΡΙΑ ;
διαβάζει τα ερείσματά του, να δημιουργεί εντός του παραστάσεις και σύμβολα, τα οποία θα τον συμπληρώνουν και θα αντανακλούν την ιδιότητά του, φροντίζοντας να τον προσανατολίσουν στον χώρο. Ακόμα, η κατοίκηση φαίνεται να προϋποθέτει πάνω απ’ όλα, την ταύτιση με το φυσικό περιβάλλον, με ένα περιβάλλον που ωστόσο, δεν έχει σχέση με το νέο οικοσύστημα της ασφάλτου. Αυτή η ταύτιση, έπειτα από μια διαδικασία ταυτοποίησης, θα σημάνει και τη συμφιλίωση του ανθρώπου με τον τόπο και επομένως την εξασφάλιση του κατοικείν του. «Ο άνθρωπος του Βορρά πρέπει να είναι φίλος της ομίχλης, του πάγου και των ψυχρών ανέμων. Πρέπει να νιώθει ευχαρίστηση από το τρίξιμο του χιονιού κάτω από τα πόδια του όταν περπατά, πρέπει να βιώνει την ποιητική αξία του να βυθίζεται στην ομίχλη» . 3
Το genius loci συνδέεται με μια Φύση 4 και κατανοείται ως μια πραγματικότητα την οποία ο άνθρωπος κάτοικος θα πρέπει να αντιμετωπίσει και να προσαρμόσει την καθημερινότητά του σε αυτήν, με απώτερο σκοπό να δεσμεύσει την επιβίωσή του. Ο τόπος συχνά περιγράφεται ως ένα όλον, το οποίο συγκροτείται από το φως, το χώμα και το πέτρωμα, αγκαλιάζει τον άνθρωπο, την ιστορία και τη ζωή του, γεννιέται και εκφράζεται από την ιερή παρουσία της γης και της γεωμετρίας ενός εδάφους (που καθόλου δεν έχει να κάνει με εκείνο το «φερτό» του βενζινάδικου). Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κατοικήσει «ποιητικά» δίχως να ενώσει τη γη και τον ουρανό διαμέσου του σώματός του, να συμπορευτεί και να ταυτιστεί μαζί τους, προς την αναζήτηση μιας πατρίδας (και όχι χώρας), η εύρεση της οποίας είναι εξ’ αρχής ανέφικτη. 5 Υπό μια τέτοια θεώρηση του τόπου, η πορεία προς το εξιδανικευμένο κατοικείν είναι μονόδρομος. Ο εκάστοτε κάτοικος φαίνεται σαν να μην έχει άλλη επιλογή από το να ταυτοποιηθεί μέσω του τόπου του, μέσα από μια διαδικασία που θυμίζει μύηση, προκειμένου να εξασφαλίσει την επιβίωσή
15
1 Ζήσης Κοτιώνης, Η τρέλα του τόπου (Εκκρεµές, 2004), 20. 2 Christian NorbergSchulz, Genius Loci, το Πνεύµα του Τόπου, για µια Φαινοµενολογία της Αρχιτεκτονικής (Πανεπιστηµιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., 2009) 3 Ό.π., 23 4 Έχει κάποια σχέση η Φύση των Heidegger- Schulz µε τη σηµερινή συνθήκη του «φυσιοπολιτισµού» και της τεχνητής φύσης; Η αποδόµηση του διπόλου φύση- πολιτισµός βρίσκεται στον πυρήνα του σύγχρονου προβληµατισµού στο πλαίσιο των εγχειρηµάτων κριτικής αποδόµησης των νεωτερικών αντιλήψεων περί ανθρωπισµού. Η Donna Haraway (When Species Meet, 2007) αφορµώµενη από µια κριτική στον ανθρωποκεντρισµό, καταλήγει στην ανάδειξη εναλλακτικών µορφών κοινωνικότητας που αναπτύσσονται στο πλαίσιο σχέσεων µεταξύ διαφορετικών έµβιων ειδών για να εισάγει τελικά τον όρο «φυσιοπολιτισµός» ο οποίος περιγράφει µια πραγµατικότητα στην οποία δεν υπάρχει διάκριση µεταξύ φυσικού τεχνητού, σώµατος πνεύµατος, υλικού άυλου κλπ.
5 Γιώργος Ξηροπαΐδης, στην εισαγωγή στο Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι (Πλέθρον, 2008), 13.
6 Martin Heidegger, Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι (2004), µτφρ. Γιώργος Ξηροπαΐδης (Πλέθρον, 2008).
7 Πλάτων, Τίµαιος (360 π.Χ.), απόδοση: Βασίλης Κάλφας (Εστία, 2014), 235- 245. 8 Ό.π., 241
9 Jacques Derrida, Χώρα (1993), µτφρ. Κατερίνα Κοροµπίλη (Α. Καρδαµίτσα, 2000), 17.
10 Ό.π., 53
του. Τα καίρια ερωτήματα που εγείρονται σε αυτή την περίπτωση, είναι αφενός το ποιος είναι αυτός που δικαιούται να ορίσει το ιδεατό «κατοικείν», το πώς πρέπει να κατοικούν οι άνθρωποι και το ποιος είναι σε θέση να κατοικεί «ποιητικά» 6 ή όχι, και αφετέρου το πώς και από ποιον ορίζεται αυτή η ταυτότητα του τόπου με την οποία ο άνθρωπος οφείλει να συμφιλιωθεί για να κατοικήσει ποιητικά. Αν και κατά πόσο δηλαδή, ορίζεται πραγματικά από κάποιο δεδομένο μεταφυσικό «πνεύμα» ή επινοείται από τους ίδιους τους κατοίκους ή εξωγενείς θεατές. Με βάση ποια ταυτότητα λοιπόν, ποια μέτρα και ποια σταθμά, θα κρίνουμε, στη συνέχεια, εάν ένα μοντέλο κατοίκησης ή ένα κτήριο (όπως ένα βενζινάδικο) επαληθεύει ή όχι τα πρωτόκολλα που ένας τόπος υιοθετεί; Στον Τίμαιο του Πλάτωνα ο τόπος εισάγεται μέσω της έννοιας της χώρας, 7 έννοια που ήδη εμπεριέχει πολύ περισσότερο τη σημασία του Γένους απ’ ότι αυτή περιέχεται στον «τόπο». Για αυτόν τον λόγο, ο όρος «χώρα» ίσως υπερέχει νοηματικά σε σχέση με τον «τόπο». Η χώρα στον Τίμαιο περιγράφεται ως μια ατελείωτη έκταση που υποδέχεται αιωνίως τα πάντα, χωρίς ωστόσο η ίδια να αφομοιώνει ή να οικειοποιείται κανένα από τα χαρακτηριστικά των εισερχόμενων σε αυτήν στοιχείων. Παρουσιάζεται δηλαδή σαν ένα τελείως ουδέτερο πεδίο, ικανό να προσφέρει έδρα σε όλα, ανεξαιρέτως, όσα έχουν γεννηθεί και πρόκειται να γεννηθούν. Η χώρα μπορεί να μην έχει δικό της «πνεύμα» ή τουλάχιστον να παρουσιάζεται έτσι, μπορεί να εμφανίζεται ως ουδέτερη και «άμορφη», 8 αλλά παρ’ όλα αυτά, δεν παύει να διαμορφώνει ταυτότητα, πράγμα που κάνει και ο τόπος, με τη διαφορά όμως ότι στην περίπτωση του δεύτερου, η αναφορά στο Γένος δεν είναι τόσο έκδηλη. Στο εργοτάξιο της Χώρας μέσα από τον πλατωνικό Τίμαιο Η χώρα μπορεί να διαμορφώνει ταυτότητα, αλλά ταυτόχρονα εξαρτάται από αυτή, αυτοτροφοδοτώντας τον εαυτό της. Η έκφραση donner lieu σημαίνει δίνω τόπο, δίνω
16
αφορμή, εξουσιοδοτώ κάτι να γίνει. Επιλέγοντάς την, ο Derrida παραπέμπει στην κυριολεκτική σημασία της χώρας, η οποία «παρέχει τόπο». 9 Με την έκφραση αυτή, προβάλλεται ένα είδος τόπου που μοιάζει να μην υποτάσσεται ακριβώς στο νόμο αυτού το οποίο τοποθετεί. Αυτός ο τόπος, αυτή η χώρα θέτοντας περιορισμούς στο τί και πώς τοποθετείται, καθορίζει μια ταυτότητα, η οποία με τη σειρά της θεμελιώνει το ίδιο το οικοδόμημα της χώρας. Στο απόσπασμα 21b-23d του πλατωνικού Τίμαιου, στον διάλογο μεταξύ του Σόλωνα και ενός Αιγύπτιου ιερέα, μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη διαδικασία θέσμισης μιας ταυτότητας για την Αθήνα του 4ου αιώνα π.Χ.: Σκοπός είναι να θυμηθούν οι Έλληνες ποια υπήρξε η καταγωγή της Αθήνας, να μάθουν για το «ωραιότερο και τελειότερο γένος ανθρώπων» στο οποίο ανήκουν και για το «λίγο σπέρμα που διασώθηκε» από το οποίο και προέρχονται. Α) Η μνήμη στη διάθεση της οικοδομής Όλα ξεκινούν από το γεγονός ότι ο Αιγύπτιος ιερέας αμφισβητεί τον Έλληνα Σόλωνα ως προς τις γνώσεις που έχει για την Ελλάδα. Αυτό συμβαίνει διότι, για μια σειρά από λόγους, οι Έλληνες δεν καταγράφουν, σε αντίθεση με τους Αιγυπτίους, οι οποίοι διατηρούν και αρχειοθετούν τις πιο παλιές παραδόσεις και μνήμες όλων των χωρών (23a), γεγονός που τους τοποθετεί εξ’ αρχής στην πλεονεκτική θέση του «διαλογέα μνήμης», του «κατασκευαστή αφηγήματος», του μηχανικού εργολάβου του εργοταξίου της Χώρας. Στην προκειμένη περίπτωση, η μνήμη της Αθήνας όχι μόνο επαφίεται απλώς σε μια καταγραφή, αλλά στην καταγραφή ενός άλλου πολιτισμού, της γραμματείας της Αιγύπτου. Η μνήμη ενός λαού βρίσκεται κατατεθειμένη, φυλάσσεται αποθηκευμένη στις όχθες ενός ποταμού, ο λαός του οποίου φαίνεται να έχει οικειοποιηθεί τον πολιτισμό (ή τουλάχιστον μια καταγραφή) του Έλληνα, τον οποίο δεν παύει να θαυμάζει. Ο δε Έλλην τώρα βρίσκεται εξαρτώμενος από αυτήν την υπόμνηση,1 0 από αυτά τα μνημεία προκειμένου να ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΒΕΝΖΙΝΑ∆ΙΚΟΥ
ταυτοποιείται. Ποιος από τους δύο έχει την πραγματική κυριαρχία ως προς τις δύο μνήμες; Συχνά η μνήμη ενός λαού επιθεωρείται, αφήνεται να την οικειοποιηθεί ένας άλλος λαός, μια άλλη κουλτούρα: πασίγνωστο φαινόμενο μέσα στην ιστορία των πολιτισμών ως η ιστορία της αποικιοκρατίας και του επενδεδυμένου τόπου.
Το παράδειγμα της Αθήνας θα μπορούσε όμως να γενικευθεί. Τα κτήρια έρχονται με τη σειρά τους να ριζώσουν σε μια χώρα, σε κάθε χώρα, σε ένα κατασκευασμένο έδαφος, το οποίο άλλοτε τα δέχεται και άλλοτε τα απορρίπτει ως μη συμβατά, «μη αυθεντικά» ή «μη ειλικρινή». Αν λοιπόν, τελικά, θεμελιώνονται κάπου, τότε θεμελιώνονται σε μια προϋπάρχουσα κατασκευή και ριζώνουν με τους δικούς τους τρόπους.
Β) Το κατασκευασμένο έδαφος της Αθήνας Το ρίζωμα του βενζινάδικου Οι Έλληνες, σε αντίθεση με την αιγυπτιακή γραπτή παράδοση, μεταφέρουν τα γεγονότα προφορικά από γενιά σε γενιά. Στερημένη γραπτού λόγου, η Αθήνα εμφανίζεται να καταφεύγει μέσα στις γενεαλογίες της σε «μύθους για παιδιά» (23b) και αυτή ακριβώς η απουσία της γραφής, στα μάτια του Αιγύπτιου ιερέα προορίζει τους Αθηναίους για τη διαρκή παιδικότητα. Η μυθο-ποιητική αυτού του «τόπου παιχνιδιού» μοιάζει, ωστόσο, να εμπνέει τους Αιγύπτιους και να παράγει διήγηση, κατασκευάζοντας ένα μυθικό αθηναϊκό έδαφος. Η Αθήνα, από πολύ νωρίς, θεμελιώνεται ως μύθος, και οι Έλληνες ως αιώνιοι παίδες 11 συνδέονται με την τρέλα ενός τόπου που έρχεται από πολύ πιο παλιά από ότι μπορούμε να φανταστούμε. Ο Έρασμος στην ερμηνεία του για την τρέλα «Μωρίας εγκώμιο», συνδέει την τρέλα με τη βρεφική και παιδική ηλικία, όπου ο άνθρωπος δεν έχει αναπτυχθεί διανοητικά και δεν διαθέτει τους μηχανισμούς της λογικής σκέψης.12 Η Αθήνα είναι σαν να ανακαλύπτεται ως τόπος ά-λογος, ως σύμβολο λιβιδικών ενορμήσεων και παιδικών ενστίκτων από τη στιγμή της γέννησής της. Η πόλη αυτή θεμελιώνεται σε ένα είδος τρέλας, σε μια ιδέα επιστροφής στη χαμένη παιδικότητα σε ένα είδος απαρχής της ύπαρξης, που μας συνδέει μεταφυσικά με μια απαρχή του κόσμου. Η Αθήνα μοιάζει να θεμελιώνεται στην ίδια την ιδέα της θεμελίωσης, στηρίζοντας στη συνέχεια μια σειρά άλλων οικοδομημάτων (ευρωπαϊκών, εθνικών κ.τ.λ.). Σε ένα νεωτερικό πλαίσιο το παρελθόν αποικιοποιείται ξανά, μια νέα Αθήνα επανεφευρίσκεται ως Χώρα βάσει του τριπτύχου τοποθέτηση, εμπειρία, σχέση, το οποίο αργά ή γρήγορα θα μετατραπεί σε αναβίωση, δυστοπία, απόγνωση. ΠΟΥ ΘΕΜΕΛΙΩΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΚΤΗΡΙΑ ;
Δέντρο ονομάζουμε το φυτό του οποίου ο κορμός έχει κλαδιά και φύλλα από ένα ορισμένο ύψος και πάνω. Η δενδρική δομή διακρίνεται σε τρία μέρη: το ριζικό σύστημα, τον κορμό και το φύλλωμα. Το πρώτο έχει διπλό σκοπό: αφενός να εξασφαλίσει στο δέντρο τα απαραίτητα συστατικά για την επιβίωσή του, και αφετέρου να στηρίξει το δέντρο μηχανικά στον τόπο του. Για τον λόγο αυτόν, όσο πιο μεγάλο ύψος έχει το δέντρο και όσο πιο μεγάλη ηλικία έχει, τόσο πιο μακριές και χοντρές είναι οι ρίζες του. Ανάλογα με το είδος του δέντρου, το ριζικό του σύστημα μπορεί να είναι μέχρι και τρεις ή τέσσερις φορές το ύψος του. Το δέντρο, τις περισσότερες φορές, εμφανίζεται ως καλλιεργήσιμο, συνδέεται με την προσωπική φροντίδα, το αργό μεγάλωμα και τη μεγάλη διάρκεια ζωής (τις περισσότερες φορές μεγαλύτερη από εκείνη του οποίου το φυτεύει). Λόγω αυτού του χαρακτήρα έχει και τη δυνατότητα να συγκεντρώνει μνήμες, να οργανώνει κοινά σημεία αναφοράς και ενδιαφέροντος, να ορίζει σημασίες και να θυμίζει γεγονότα. Το σώμα του δέντρου εγγράφει γενιές και γενιές παράγοντας ομόκεντρους κύκλους εντός του. Το δέντρο είναι αναμφισβήτητα μια γενεαλογία, ένα Γένος. Το γενεαλογικό δέντρο είναι ένα διάγραμμα που καθορίζει τις σχέσεις μεταξύ των γενεών, μια κιβωτός συγγενειών, μια γενεαλογική, πατριαρχική πυραμίδα, ένα σχήμα με σαφή ιεραρχία και σχέσεις εξουσίας.1 3 Ψηλά οι πρόγονοι, και κάτω τα νεότερα μέλη. Ένα σύστημα δενδρικό, στις φλέβες του οποίου κυλά αίμα, το οποίο απορροφάται από το χώμα, από μια βάση, ένα
17
1 1 Αναφέρονται ως ελληνόπαιδες. Ό.π., 54.
1 2 Έρασµος, Μωρίας εγκώµιο (1509), µτφρ. Σ. Τσίρκας (Ηριδανός, 1970), 51.
1 3 Gilles Deleuze, Felix Guattari, A Thousand Plateaus (1980), µτφρ. Brian Massumi (University of Minnesota, 1987), 16.
14 Gilles Deleuze, Felix Guattari, Ο ΑντιΟιδίπους (1972), µτφρ. Βασίλης Πατσογιάννης (Πλέθρον, 2016), 172. 15 Gilles Deleuze, Felix Guattari, A Thousand Plateaus (1980), µτφρ. Brian Massumi (University of Minnesota, 1987), 7.
16 Η σχέση της θεµελίωσης ως πράξης ίδρυσης και της σποράς µπορεί να φανεί από τη δράση της θεάς ∆ήµητρας. Αφού περιπλανιέται στη γη αναζητώντας την κόρη της, σε έναν ήδη κατοικηµένο και εκπολιτισµένο κόσµο, διδάσκει στους θνητούς τους τρόπους της καλλιέργειας και τελεί πράξεις γάµων ως εγγυήτρια της αναπαραγωγής και της διαιώνισης του είδους. Η ∆ήµητρα επανιδρύει εν ειρήνη. βλ. Maria Daraki, Dionysos et la déesse Terre (Flammarion, 1994).
17
βλ. 15, 21
18
Ό.π., 25
κεντρικό όργανο και διακλαδώνεται. Το ριζικό είναι ταυτόχρονα η προδιαγεγραμμένη μοίρα της οικογένειας, το στέριωμα ή όχι του σπιτικού καθώς και η καταγωγή της, ένα «απόθεμα συγγένειας αίματος και συμφόρηση της συγγένειας αγχιστείας».1 4 Ακόμα, το τί φύεται δίνει ερείσματα και στοιχεία για το χαρακτηρισμό ενός τόπου. Το δενδρικό σύστημα με τον τόπο που ορίζει, προϋπάρχουν του ατόμου (πόσο μάλλον του κτηρίου), το οποίο εμφανίζεται εξ’ αρχής «ενταγμένο» σε μια «χώρα», μια καθ-ορισμένη περιοχή, ένα μεγάλο δωμάτιο που του έχει παραχωρηθεί. Ένας άλλος τύπος ριζικού συστήματος είναι αυτός του ζιζανίου. Ζιζάνιο είναι η γενική ονομασία για αυτοφυή και «άχρηστα» χόρτα που φυτρώνουν ανάμεσα σε άλλα καλλιεργούμενα φυτά και εμποδίζουν την ανάπτυξή τους. Μεταφορικά, χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός μικρού παιδιού, που μας παρενοχλεί με την άτακτη και ζωηρή συμπεριφορά του. Ο τρόπος που ριζώνουν τα ζιζάνια είναι διαφορετικός από αυτόν ενός δέντρου και προσεγγίζει περισσότερο το ρίζωμα του γρασιδιού, το οποίο διατηρεί κάτω από το χώμα σε όλη του την έκταση μια συνοχή από ρίζες, ένα υπόστρωμα περίπου 10 εκατοστών το οποίο επεκτείνεται, χωρίς αρχή και τέλος, προς κάθε κατεύθυνση. Η δομή του ριζικού συστήματος αυτού, θυμίζει περισσότερο ένα σχήμα αυτόνομου ανοιχτού πλέγματος, ενός δικτύου χωρίς σημεία και κέντρα αλλά μόνο με πορείες που η καθεμία μπορεί να συνδεθεί και να οριστεί μέσα από οποιαδήποτε άλλη.1 5 Τα ζιζάνια δεν αποτελούν αντικείμενο αναπαραγωγής, είναι ανεπιθύμητα, αυτοφυή και λειτουργούν παρασιτικά στα δέντρα που φυτεύονται και εμμέσως στον τόπο που τα τελευταία κατασκευάζουν. Κανείς δεν έσκαψε για αυτά, κανείς δεν τα έσπειρε.1 6 Όντας ανεπιθύμητα, δεν έχουν καμία αξία και δεν προϋποθέτουν κανενός είδους προμελέτη. Έχουν μεγάλη ταχύτητα εξάπλωσης, ενώ χαρακτηρίζονται από πολύ μικρότερη διάρκεια ζωής. Τα ζιζάνια είναι μια αντι-γενεαλογία. 1 7 Μας μιλούν για μια δομή ασυνέχειας, ρήξης αλλά και πολλαπλότητας, όντας ένα ανοιχτό σύστημα. Το σύστημα αυτό αναπτύσσεται πάντα σε ένα μεσοδιάστημα
18
(όχι στην αρχή ή στο τέλος), σαν ένα ενδιάμεσο πλατύσκαλο. Δεν δουλεύει με τη μνήμη, τη θεμελίωση,1 8 την απαρχή, αλλά με τη λήθη, την παιδικότητα, την τρέλα, υπενθυμίζοντας τη σημασία του να ξεχνάς. Το δέντρο αναζητά τη χαμένη πατρότητα. Το ζιζάνιο τη συμμαχία. Το βενζινάδικο είναι ζιζάνιο, και η σχέση του με τον λεγόμενο «τόπο» είναι ιδιότυπη, καθώς ο τελευταίος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν θεωρείται απαρχή, ούτε έναυσμα σχεδιασμού. Κατά τη δεκαετία του ’70, τα πρατήρια καυσίμων «ξεφυτρώνουν» παντού ταχύτατα, διεκδικώντας την ελληνική ύπαιθρο, σχεδόν παρασιτώντας και ρηγματώνοντας την ιδέα του παρθένου, αρχαιοπρεπούς ελληνικού τοπίου που εκείνη την εποχή κατασκευάζεται από την τουριστική και πολιτιστική βιομηχανία. Παρόλο που την ίδια εποχή το δίκτυο υποδομών (με ό,τι αυτό συνεπάγεται) και ο εκμοντερνισμός της ελληνικής επικράτειας (territory) βασίζεται, κατά κύριο λόγο, στον τουρισμό, το βενζινάδικο ανήκει στα κακώς κείμενα. Η θεμελίωσή του καθίσταται συμβολική: ένα κτίσμα που όλοι θα συμφωνούσαν ότι δεν περιλαμβάνεται στο περιβόητο genius loci του τόπου του, σχεδόν απόκληρο, πατάει στο χώμα και τελικά συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη μιας Χώρας που την ίδια στιγμή το αρνείται. Κατασκευές ευτελείς, readymade αντικείμενα χωρίς ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό προβληματισμό, έρχονται ως άλλα follies (σαν τις τρέλες του B. Tschumi) να κατακλύσουν έναν τόπο ήδη τρελό και μυθικό, ώστε να του χαρίσουν στις μέρες μας τα νέα ερείπιά του.
ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΒΕΝΖΙΝΑ∆ΙΚΟΥ
Στον Κύριο ανήκει η γη και ό,τι βρίσκεται σ’ αυτή, η οικουµένη και όλοι όσοι κατοικούν σ’αυτήν. Χώµα είσαι και στο χώµα θα γυρίσεις. Ορθόδοξη νεκρώσιµη ακολουθία (εις κεκοιµηµένους)
Πράξη ΙΙΙ: Αποχωρισµός Χώµα (Χοῦς) Μηχανή Εργολάβος Εργάτης Α Εργάτης Β Περαστικοί Το σκάµµα είναι έτοιµο να κλείσει. Από τη διαδικασία της ταφής δεν λείπει κανείς. Εργολάβος, εργάτες και περαστικοί στέκουν για να αποχαιρετήσουν τα θεµέλια που δεν θα ξαναδεί ποτέ κανείς. Μόνοι δράστες, η µηχανή και το χώµα ξανά. Ο κόσµος τους χώρισε, µα σµίγουν στο µνήµα. Υπό άλλους όρους βέβαια, αφού η κατάληξη είναι θλιβερή. Το χώµα έχει προδοθεί. Το κτίσµα, καρπός ενός ανεκπλήρωτου σµιξίµατος, µιας κατοίκισης που συνεχώς αναβάλλεται, είναι καταδικασµένο στην αστοχία. Μόνο µια θυσία, ως διαδικασία παραγωγής ιερότητας, θα µπορούσε να ξεπλύνει τέτοια κρίµατα, να αποκαταστήσει µια τέτοια αδικία, να δώσει µια ελπίδα για διάρκεια.
Για µια αρχαιολογία του βενζινάδικου Ο αριθμός των εν λειτουργία πρατηρίων καυσίμων μειώνεται με σταθερό ρυθμό παγκοσμίως, κυρίως από τη δεκαετία του ’90 και έπειτα. Λόγοι όπως η μεγαλύτερη χωρητικότητα του ντεπόζιτου για καύσιμα (μεγαλύτερη αυτονομία σε χιλιόμετρα), η αυξανόμενη κυκλοφορία υβριδικών, ηλεκτροκίνητων ή και υδρογονοκίνητων ιδιωτικών οχημάτων, καθώς και η εμφάνιση εναλλακτικών τρόπων και ευέλικτων μορφών αστικής μετακίνησης (εφαρμογές συνεπιβίβασης, δίκτυα κοινόχρηστων οχημάτων), σε συνδυασμό με ένα συνολικότερο νέο όραμα για πόλεις χωρίς αμάξια, καθιστούν τα βενζινάδικα ολοένα και λιγότερο απαραίτητα. Το φαινόμενο της εγκατάλειψης των πρατηρίων αναμένεται να είναι ακόμα εντονότερο στην Ελλάδα, στην οποία αντιστοιχούν 743 πρατήρια ανά 1 εκατ. κατοίκους, έναντι του μέσου ευρωπαϊκού όρου των 260 πρατηρίων. 1 Βάσει των παραπάνω, τόσο στον ελλαδικό, όσο και στον ευρωπαϊκό ή διεθνή χώρο δημιουργείται αυτήν τη στιγμή ένα είδος κτηριακού αποθέματος, το οποίο, μάλιστα, οργανώνεται ως ένα δίκτυο, που αργά ή γρήγορα θα μπει σε διαδικασία αποτίμησης, περνώντας τελικά, είτε στη σφαίρα της αρχιτεκτονικής (κατεδάφιση ή επανάχρηση), είτε στη σφαίρα της ιστορίας, αρχαιολογίας (με την έννοια της αποδοχής, επιλογής και αρχειοθέτησης ενός παρελθόντος). 2 Σε κάθε περίπτωση, ζητήματα που αφορούν στη μελέτη, ανάδειξη και μνημειοποίηση κατασκευών του παρελθόντος, δηλαδή στην επανάχρησή τους, ανέκαθεν ήταν και είναι κοινός τόπος για τους δύο κόσμους της αρχιτεκτονικής και της αρχαιολογίας, οι οποίοι σχεδόν πάντα ταυτίζονται και συνεχώς επαναπροσδιορίζουν τα όριά τους. ΕΝΤΡΟΠΙΚΑ Για την περαιτέρω κατανόηση του μηχανισμού παραγωγής αποθέματος (και συνεπώς των πρακτικών ΠΟΥ ΘΕΜΕΛΙΩΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΚΤΗΡΙΑ ;
διαχείρισής του: εξαφάνιση, επανάχρηση), εξαιρετικά χρήσιμος εμφανίζεται ο όρος «εντροπία». Εντροπία είναι η αναπόφευκτη απώλεια ενέργειας, που συμβαίνει με κάθε μεταβολή ενέργειας από μια μορφή σε κάποια άλλη, και εξηγεί γιατί πάντα ένα μέρος της συνολικής ενέργειας ενός θερμοδυναμικού συστήματος αδυνατεί να παράξει «έργο». Γι’ αυτό, συχνά ταυτίζεται ως έννοια με το σκάρτο, το περίσσευμα, το υπόλειμμα. Η εντροπία συχνά συνδέεται ακόμα με μια δύναμη που οδηγεί τον φυσικό κόσμο από ένα σύστημα τάξης σε μια κατάσταση μέγιστης αποδιοργάνωσης και κρίσης. Με αυτό το σκεπτικό, μπορούμε να θεωρήσουμε ως εντροπικά μια σειρά από φαινόμενα, που εκτυλίσσονται στο τοπίο και συνδέουν το γεωλογικό χρόνο με τους μετασχηματισμούς του μεταβιομηχανικού περιβάλλοντος. Η εντροπία του τοπίου γίνεται, για παράδειγμα, φανερή στις περιφερειακές ζώνες, στα κατώφλια των πόλεων και στους εγκαταλελειμμένους βιομηχανικούς χώρους, σαν ένα νέο είδος αρχαιολογίας. 3 Πριν ακόμα η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία του junkspace διερευνήσουν τη διάχυτη πόλη χωρίς προκαταλήψεις, Αμερικανοί καλλιτέχνες, από τη δεκαετία του ’60 και μετά, προλαβαίνουν να ανιχνεύσουν την αναδυόμενη πολυπλοκότητά της. Σε ένα σημαδιακό έργο για την ιστορία της σύγχρονης τέχνης, στο βιβλίο Twentysix Gasoline Stations, 4 δημοσιευμένο το 1963, ο Αμερικάνος εικαστικός και φωτογράφος Ed Ruscha παρουσιάζει ακριβώς αυτό που ο τίτλος μαρτυρά: Είκοσι έξι φωτογραφίες από διαφορετικά πρατήρια καυσίμων –κάποια ήδη εγκαταλελειμμένα, στη διαδρομή του από το Los Angeles, όπου ο ίδιος κατοικούσε, μέχρι την Oklahoma, τόπο διαμονής της μητέρας του. Η έκδοση θεωρείται το πρώτο «μοντέρνο» βιβλίο καλλιτέχνη, πρόδρομος, και στη συνέχεια βασική επιρροή πολλών λευκωμάτων και καταλόγων καλλιτεχνών στην Αμερική. Το βιβλίο επανεκδίδεται άλλες δύο φορές, αλλά μιας και 21
1 Για περισσότερα στοιχεία βλ. Αρχοντούλα Αρµουτάκη, Η Λιανική Εµπορία στον τοµέα των Πετρελαιοειδών και ιδιαίτερα στον κλάδο Πρατηρίων Υγρών Καυσίµων- παθογένεια και προτάσεις (∆ιπλωµατική εργασία Μεταπτυχιακού Προγράµµατος ΠΑ.ΠΕΙ. Τµήµα Οικονοµικής Επιστήµης, 2011). 2 Ο ακριβής ορισµός της αρχαιολογίας (Γ. Μπαµπινιώτης, 2004) είναι «η επιστήµη που µελετά τη ζωή και τον πολιτισµό των ανθρώπων του παρελθόντος». Θα µπορούσαµε να προσθέσουµε «τη συστηµατική µελέτη των υλικών καταλοίπων του απώτερου ή πιο πρόσφατου ανθρώπινου παρελθόντος µέσω της εφαρµογής θεωρίας και µεθόδου». ∆εχόµενοι ότι το παρελθόν αυτό µπορεί να είναι πολύ πιο κοντά απ’ όσο πιστεύουµε, οι σύγχρονοι αρχαιολόγοι ίσως µπορούν να συνεχίζουν να ασκούν το επάγγελµά τους σκάβοντας λιγότερο. 3 Γιώργος Τζιρτζιλάκης, Το εδαφικό εργαστήριο του ‘διευρυµένου πεδίου’, περιοδικό Αρχιτέκτονες τεύχος 49ο (Σ.Α.∆.Α.Σ., 2005), 54. 4 Ed Ruscha, Twentysix Gasoline Stations (National Excelsior Press, 1963).
5 Jeff Brouws, Twentysix Abandoned Gasoline Stations (Colorworks, 1992). 6 «Αυτό το εκµηδενισµένο πανόραµα έµοιαζε να περιέχει αντίστροφα ερείπια, ή καλύτερα όλες τις κατασκευές που ενδεχοµένως θα κατασκευαστούν. Πρόκειται για το αντίθετο του ‘ροµαντικού ερειπίου’ επειδή τα κτίρια δεν καταρρέουν σε ερείπια µετά την κατασκευή τους αλλά γεννιούνται ερείπια πριν αναγερθούν», Robert Smithson, Tour of the Monuments of Passaic New Jersey (1967). 7 Η εντατικοποίηση των ρυθµών παραγωγής αγαθών έχει ως φυσικό επακόλουθο την εκτίναξη του ρυθµού παραγωγής υπολειµµάτων (κτηριακών, υλικών αλλά πλέον και ψηφιακών) και άρα του ρυθµού παραγωγής ενθυµίων και µνήµης. Λόγω του όγκου τους, η µνηµειοποίηση των ενθύµιων αυτών, της εποχής του Big Data, είναι σίγουρα πρόσκαιρη. Τα νέα µνηµεία ίσως είναι εφήµερα. 8 Georges Bataille, Το Καταραµένο Απόθεµα (1949), µτφρ. Λένα Λυµπεροπούλου (futura, 2010), 85
9 βλ. σχόλιο 3
10 Sigmund Freud, Πένθος και µελαγχολία (1915), στο ∆οκίµια µεταψυχολογίας, µτφρ. Θόδωρος Παραδέλλης (Καστανιώτη, 2000), 111.
βρισκόμαστε στην εποχή της pop art, ο αριθμός των αντιτύπων είναι τόσο μεγάλος ώστε η αξία του να παραμένει χαμηλή, αποτελώντας, έτσι, όχι μια πολύτιμη, ειδική έκδοση, αλλά ένα μαζικά παραγόμενο προϊόν. Η σημασία του έργου δεν έγκειται στις φωτογραφίες αυτές καθαυτές, ούτε στην επιλογή του θέματος, αλλά στη διαδικασία συλλογής και τεκμηρίωσης γεγονότων, η οποία ανάγεται σε εικαστική πρακτική. Ο Ruscha φαίνεται να στήνει ένα φανταστικό μουσείο βενζινάδικων, σκηνοθετώντας έτσι ένα οδοιπορικό, και συστήνοντάς μας στο νέο αμερικάνικο τοπίο της ασφάλτου που υποστηριζόμενο και από τον κινηματογράφο, πρωτοεμφανίζεται την ίδια εποχή μέσα από χαρακτηριστικές ταινίες όπως το Route66 (1960) και το Easy Rider (1969). Η ιστορία του έργου όμως δεν τελειώνει εδώ. Το Twentysix Gasoline Stations σύντομα τα επόμενα χρόνια, θα βρει συνεχιστές. Ο Jeff Brouws το 1992 δημοσιεύει μια ρέπλικα του βιβλίου του Ruscha με τίτλο Twentysix, Abandoned Gasoline Stations, 5 το οποίο περιλαμβάνει πάλι είκοσι έξι βενζινάδικα, αλλά αυτήν τη φορά εγκαταλελειμμένα. Η δουλειά αυτή, ενώ ξεκινάει ως μια απλή αναφορά στα βενζινάδικα του Ruscha, καταλήγει σε ένα ντοκουμεντάρισμα μιας αλλαγής στο καταναλωτικό τοπίο, μιας «ενεργειακής μετατροπής», που συνοδεύεται από την αναμενόμενη «απώλεια», την εντροπική παρουσία εγκαταλελειμμένων κτηρίων και την παραγωγή των ερειπίων τους. Σε όλες τις υποβαθμισμένες περιοχές, μπορούμε να εντοπίσουμε νέα «εντροπική» γεωλογία και τοπολογία, καθώς και τύπους «αντίστροφων ερειπίων»: όχι ερειπίων που δημιουργούνται στο πέρασμα του χρόνου, και εν πολλοίς «κατασκευάζονται» ως τέτοια, αλλά αυτών που εμπεριέχονται δυνητικά σε κάθε διεργασία μεταβολής του περιβάλλοντος. 6 Κτίσματα «εντροπικά», «δαπανηρά», αναπόφευκτα περισσεύματα κάποιας δραστηριότητας ή κρίσης, αχανές σκληρό υπόλειμμα χωρίς όνομα, 7 που όμως παίζει σημαίνοντα ρόλο σε θέματα γενικής οικονομίας, της οποία το κύριο αντικείμενο είναι ακριβώς αυτή η σχέση της «ανάλωσης», 8 της σπατάλης, της δημιουργίας υπολειμμάτων σε σχέση με την παραγωγή.
22
Τοποθεσίες και αντικείμενα χρεοκοπημένα, με αυξημένο βαθμό εντροπίας, με αυξημένο βαθμό ενεργειακής αυτοκαταστροφής, 9 και με μεγαλύτερη όλων την απώλεια της παλιάς τους δόξας. Η απώλεια αυτή δεν παύει συχνά να προκαλεί μια συνθήκη αποχωρισμού, θρήνου και πένθους. Μια συνθήκη μελαγχολίας αναπάντεχα παραγωγικής, αλλά και ενίοτε αυτοκαταστροφικής, στα ψυχοδιανοητικά γνωρίσματα της οποίας, περιλαμβάνεται η μείωση του αισθήματος της αυτοεκτίμησης, που εκφράζεται με αυτο-μομφές και αυτο-διασυρμούς και φθάνει μέχρι την παραλυτική προσμονή της τιμωρίας. 1 0 Θα λέγαμε, μια καθαρά ελληνική περίπτωση: ένα αίσθημα «ενοχής», κατά το οποίο το υποκείμενο βρίσκεται υπο-χρεωμένο σε ένα καθεστώς συμμόρφωσης, που αποτυγχάνει να προσαρμοστεί και σε ένα καθεστώς χρέους, 1 1 το οποίο ανάγεται φυσικά σε ένα σημειωτικό μηχανισμό πειθαρχίας και ελέγχου, που δε δύναται να αποπληρωθεί. Μετά το πένθος Όσον αφορά στην ελληνική συνθήκη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι εμπεριέχει εξ’ αρχής έναν αποχωρισμό. Ο αποχωρισμός αυτός έχει να κάνει αρχικά με μια αρχαία δόξα, ο κατασκευασμένος δεσμός με την οποία, καθιστά τους σύγχρονους Έλληνες υποχρεωμένους, υπερχρεωμένους, γεννημένους οφειλέτες και επομένως μελαγχολικούς. Οι «μελαγχολικοί άνδρες» συχνά συνδέονται με τους «περιττούς», αλλά όχι με την έννοια του μη αναγκαίου, αλλά με εκείνου που υπερβαίνει το φυσιολογικό, του υπέρμετρου, του άφθονου, του υπερβάλλοντος, συνώνυμου του «εξαιρετικός». 1 2 Πέρα όμως από τον ορισμό, η μελαγχολία και η «μανία» συνδέονται με τη δημιουργικότητα του ατόμου, καθώς η μεταβλητή διάθεση του μελαγχολικού –από την εσωστρέφεια στην ευφράδεια, και από την παραφορά στην απόσυρση, του δίνει τη δυνατότητα να ξεπερνά τον δεδομένο του εαυτό και να γίνεται άλλος. Δημιουργείται έτσι ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΒΕΝΖΙΝΑ∆ΙΚΟΥ
μια σχέση μεταξύ μιας έκστασης, ενός ηδονικού στοιχείου με το πένθιμο,13 ένα αίσθημα «χαροποιού πένθους» που γεννιέται από το γάμο μεταξύ μιας απώλειας του παρελθόντος και μιας ελπίδας του μέλλοντος, από τη «διάθεσιν της πονεμένης καρδιάς, η οποία δεν παύει να ζητεί με πάθος εκείνο για το οποίο είναι διψασμένη και όσο δεν το κατορθώνει, τόσο περισσότερο το κυνηγά και τρέχει πίσω του».14 Η απρόσμενη αυτή ευκαιρία χαράς, μας βοηθά να καταλάβουμε τί είναι αυτό που χάσαμε και που χρειάζεται να περάσει μέσα από μια διαδικασία αποξένωσης και επανασυμφιλίωσης. Η απώλεια παράγει νόημα. Για αυτό η δημόσια ιστορία, σύγχρονες καλλιτεχνικές, αρχιτεκτονικές και άλλες πρακτικές σαν εργασίες, πραγματείες και σπουδές για το πένθος, στρέφονται στα ερείπια, στις απώλειες, στις απωθήσεις, στα τραύματα και στις αμφιθυμίες. Μετά το πένθος, ο ρόλος των σύγχρονων ερειπίων θα είναι πρωταγωνιστικός σε κάθε αρχιτεκτονική απόπειρα, λόγω της δυναμικής, που προκύπτει από την απώλεια που κουβαλούν. Η πρωτοφανής μάλιστα εξάπλωσή τους στην ελληνική πραγματικότητα, τα κάνει να ενσωματώνονται ως μεταφορά στα αρχαία σπαράγματα, προσδίδοντας έτσι μια μυθοποιητική λειτουργία και μια θεατρικότητα στο κατακερματισμένο τοπίο, η οποία δεν είναι καινοφανής, αλλά διαθέτει ιστορικό βάθος. Εκτός όμως από υποδομές δραματουργίας και φυλάκια συλλογικής μνήμης, τα κτίσματα αυτά συμμετέχουν ενεργά με τη σιωπή τους σε ένα οικονομικό μοντέλο, το οποίο εξαρτάται από τις απώλειές του, πράγμα που τα καθιστά και υποδομές που αφορούν –ή τουλάχιστον θα έπρεπε, την οικονομία. Υπό αυτό το σκεπτικό, τα νεο-ερείπια όχι μόνο είναι ενταγμένα σε ένα κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, αλλά είναι τα μόνα που μπορούν να θέσουν ερωτήματα προς μια επαναθεώρηση της οικονομίας σε σχέση με την παραγωγή, την πολιτική και τα κοινά μιας διαφορετικής δημοκρατίας και «ιθαγενούς αρχαιολογίας».15 Η χωρίς προηγούμενο παρουσία των σύγχρονων κουφαριών και των ατελείωτων οικοδομών δεν προσφέρεται πια για πένθιμες αισθητικοποιήσεις, αφελείς ρομαντισμούς και κοινότοπες αναπαραστάσεις, αλλά καλεί για ΠΟΥ ΘΕΜΕΛΙΩΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΚΤΗΡΙΑ ;
προσδιορισμούς διαφορετικών, μικρών και ποικίλων αυτή τη φορά, αφηγημάτων, για διαφορετικούς τρόπους θεμελιώσεων γενναίων, νέων κόσμων. 1 6 Η αρχιτεκτονική της χρεοκοπίας Το ασυμβίβαστο της φράσης «αρχιτεκτονική της χρεοκοπίας» εμφανίζεται από την πρώτη στιγμή, καθώς από τη μία η αρχιτεκτονική έχει να κάνει με φαινόμενα που συνήθως αφορούν στην ανάπτυξη, στην παραγωγή, στην κατασκευή, ενώ από την άλλη, η χρεοκοπία 1 7 μαρτυρά μια ύφεση. Στην πραγματικότητα όμως, αυτού του είδους η αρχιτεκτονική προτείνεται ως ένα εργαλείο της μετά την κρίση εποχής, που επιχειρεί να φέρει κοντά δύο κόσμους, που μέχρι στιγμής μοιάζουν ασύμβατοι. Ο μηχανισμός της χρεοκοπίας συνίσταται στο ξαφνικό χάσιμο της αξίας που συμβαίνει σε αντικείμενα ή καταστάσεις οι οποίες δεν είναι στέρεες, αλλά ταυτόχρονα τυχόν έπαιζαν και ρόλο εγγυητή για άλλες αξίες που εξαρτώνταν από αυτές. Η χρεοκοπία θα μπορούσε να ιδωθεί ως ένα σχήμα που αποτελείται από τρεις χρονικές περιόδους. Περιλαμβάνει την κατάσταση πριν την κατάρρευση, το γεγονός της πτώχευσης και την περίοδο που ακολουθεί αμέσως μετά. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η περίοδος πριν την κρίση αναφέρεται στη σταθερότητα, ή αλλιώς, συμπυκνώνει τη σταθερότητα, την εξιδανικευμένη από τον άνθρωπο «κανονικότητα». Η χρεοκοπία, από μόνη της, μπορεί να θεωρηθεί ως μια απρόσμενη δυσλειτουργία ενός πρώην εξιδανικευμένου, στέρεου σχήματος. Μια έκρηξη, λόγω της δυσλειτουργίας αυτής, παράγει μια συνείδηση για τη χρεοκοπία. Κάτι υποτιθέμενα ασήμαντο για το σύστημα αποδείχθηκε μοιραίο και καταστροφικό. Η εποχή που ακολουθεί αυτήν την αστοχία του συστήματος χαρακτηρίζεται από το πένθος και τη νοσταλγία για το χαμένο παρελθόν μιας τέλειας πάλαι ποτέ «φυσιολογικότητας», αλλά και από την υποσχόμενη συστηματική «επένδυση» σε μη θεμελιωμένες αξίες του μέλλοντος που προαναφέρθηκαν.
23
1 1 χρέος: οφειλή (χρηµατικό ποσό), υπο-χρέωση (χρεία), ενοχή (γερµανική λέξη schuld). 12
Αριστοτέλης, Μελαγχολία και ιδιοφυΐα: Το 30ό πρόβληµα, µτφρ. Αλόη Σιδέρη (Άγρα, 2016).
1 3 Γιώργος Τζιρτζιλάκης, Υπο-νεωτερικότητα και εργασία του πένθους, Η επήρεια της κρίσης στη σύγχρονη ελληνική κουλτούρα (Καστανιώτη, 2014), 89. 1 4 Μακάριος Ιωάννης ο Σιναΐτης, Περί του χαροποιού πένθους, ασκητικός Λόγος, απόδοση: Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, >http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tri butes/climax/< Τελευταία σάρωση: 21/9/2016. 1 5 Byron Hamann, The Social Life of Pre-Sunrise Things: Indigenous Mesoamerican Archaeology (Oxford University Press, 2002), 351- 382. 1 6 Αldous Ηuxley, Γενναίος, νέος κόσµος (1932), µτφρ. Μανώλης Χαιρετάκης (Γρηγόρη, 1971). 1 7 Bankruptcy > bank + rupture, το σπάσιµο ενός “bench” , του τραπεζιού (ή αλλιώς µιας «τράπεζας») όπου µια συναλλαγή λαµβάνει χώρα.
Γάµος στο βενζινάδικο. Nick Hannes, 2013
Γάµος κάτω από τη γη. Emir Kusturica, Underground, 1995.
18 Βικιπαίδεια, λήµµα «1973 oil crisis». Τελευταία σάρωση 10/9/2016. 19 Mark Wigley, The Architecture of Deconstruction: Derrida’s Haunt (M.I.T. Press, 1997), 27.
20 Ό.π., 36.
Η Αμερικάνικη πετρελαϊκή κρίση του 1973 με το σοκ των τιμών του πετρελαίου και το κραχ του χρηματιστηρίου μπορεί να ιδωθεί ως μια τέτοια στιγμή καμπής, ένα γεγονός που επέφερε ένα μη αναστρέψιμο οικονομικό αποτέλεσμα: τη διαρκή αύξηση της τιμής του πετρελαίου με γρήγορους ρυθμούς και την απώλεια ενός παρελθόντος γεμάτου ενέργεια. Το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα, τέθηκε σε πορεία ύφεσης και υψηλού πληθωρισμού που συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, με τις τιμές του πετρελαίου να αυξάνονται διαρκώς μέχρι και σήμερα. Μακροπρόθεσμα, η φύση της πολιτικής της Δύσης άλλαξε, προς την κατεύθυνση της συντηρητικής στάσης απέναντι στην κατανάλωση ενέργειας και των πιο περιοριστικών νομισματικών πολιτικών για την καλύτερη καταπολέμηση του πληθωρισμού. Φυσικά τα πρατήρια καυσίμων δεν έμειναν αλώβητα. Η American Automobile Association ανέφερε ότι, κατά την τελευταία εβδομάδα του Φεβρουαρίου του 1974, το 20% των αμερικανικών σταθμών βενζίνης δεν είχε καθόλου καύσιμα,1 8 ενώ η βενζίνη πωλούταν με δελτίο σε μια προσπάθεια ελέγχου της κίνησης των καυσίμων, δημιουργώντας ουρές στα βενζινάδικα, ο αριθμός των οποίων μειώνεται από τότε έως σήμερα σχεδόν σε ολόκληρο το Δυτικό κόσμο. Η χρεοκοπία και η αρχιτεκτονική μοιάζουν δύο αντιθετικά, αλληλο-συμπληρούμενα φαινόμενα που οργανώνονται από το χάσμα που υπάρχει μεταξύ τους. Ο ρόλος της αρχιτεκτονικής είναι πάντα εγγυητικός σε μια κατασκευή, ενώνοντας πλήθη ξεχωριστών στοιχείων. Ένας ρόλος ενοποιητικός, ο οποίος αναφέρεται αναπόφευκτα σε μια Αρχή, σε μια Χώρα. Η χρεοκοπία από την άλλη, συνοδεύεται από μια διάσπαση που επιβάλλεται από το καθένα από τα μέλη που συμμετέχουν σε μια δοσοληψία. Μια διάσπαση ενός προηγουμένως ενοποιημένου πεδίου, μια παρασιτικού τύπου συθέμελη κατάρρευση των διασυνδέσεων ενός συστήματος, επιτρέποντας την ασφαλή εγκατάσταση νέων αξιών. Η αρχιτεκτονική της χρεοκοπίας εμφανίζεται λοιπόν ως μια μετά το πένθος λογική σχεδιασμού, που σημαίνει το τέλος της πτώχευσης και αναδύεται ως μια πρακτική επανασύνδεσης
24
υπό νέους όρους, παλαιά ενωμένων σχημάτων που μοιάζουν απομονωμένα και άσχετα μεταξύ τους μετά από μια κρίση. Η πρακτική αυτή ακολουθεί ένα κυκλικό σύστημα που εμπεριέχει στην ίδια κίνηση την αρχιτεκτονική, τη διάλυσή της και την ανασύστασή της σε μια ανοιχτή υπόσχεση μιας άλλης αρχιτεκτονικής που έρχεται. Τα ενοποιημένα πεδία της «κανονικότητας» και τα κατακερματισμένα πεδία μοιάζουν να δημιουργούν συνθήκες για δράσεις και μεταρρυθμίσεις χωρίς προηγούμενο. Η αρχιτεκτονική της πτώχευσης ή της χρεοκοπίας δεν ενδιαφέρεται όμως για ραγδαίες αλλαγές και μεγαλόπνοες μεταρρυθμίσεις, αλλά μιλά για τη μετάβαση από μια ενότητα, από ένα «όλο» στο χάος και πάλι πίσω, από τα κομμάτια των ερειπίων στο ολοκληρωμένο κτήριο. Το τέλος της λογικής μιας πτώχευσης είναι κάθε φορά η ανασύσταση σε ένα Όλο. Ο μετά την κρίση κόσμος μπορεί να ιδωθεί ως μια περίοδος επαναπροσδιορισμού και αναδόμησης στοιχείων που παλιά σχετίζονταν, σε νέους σχηματισμούς. Η νοσταλγία για το χαμένο παρελθόν ίσως δεν είναι η κατάλληλη κατεύθυνση για να προσανατολιστεί ο αρχιτεκτονικός πειραματισμός. Αντιθέτως, εντοπίζονται διαφορετικές δυνατότητες, συγκεντρώσεις και ανασυστάσεις χώρων που ακολουθούσαν διαφορετικά προγράμματα. Η αρχιτεκτονική μπορεί να προτείνει φόρμες για υπάρχοντα νοήματα, αλλά οφείλει να προτείνει και νοήματα για υπάρχουσες φόρμες. Η αρχιτεκτονική της χρεοκοπίας αποδέχεται ότι τα κτήρια δε θεμελιώνονται για πάντα. Ακόμα και αν στέκουν, ποτέ δεν το κάνουν με τον ίδιο τρόπο, καθώς κάθε εποχή τα βλέπει με διαφορετικούς όρους. Η παραδοχή αυτή εξωθεί τα κτήρια στα όριά τους, σαν σεισμός που εκθέτει τα αδύνατα σημεία της κατασκευής τους. Οι ατελείωτες οικοδομές ή τα ερειπωμένα κτήρια εκθέτουν τους σκελετούς τους, τα δομικά τους στοιχεία γίνονται ορατά, αλλά την ίδια στιγμή οι κατασκευές αυτές δεν αναγνωρίζονται ως «δομημένες», αφού είναι ημιτελείς. Η δομή τους φαίνεται μη δομημένη σε ένα συλλογικό νου,1 9 ο οποίος έχει δομηθεί πάνω σε μια συγκεκριμένη εικόνα κτηρίου, του ολοκληρωμένου, ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΒΕΝΖΙΝΑ∆ΙΚΟΥ
του καθαρού, του οργανωμένου. Κάθε κτήριο είναι ασταθές, αθεμελίωτο και η φαινομενική ευστάθειά του, δεν είναι τίποτα άλλο, παρά αποτέλεσμα της απόκρυψης των παραπάνω απειλών. Η απειλή για το κτήριο που αφορά στην αρχιτεκτονική της χρεοκοπίας, είναι η θεμελίωση σε ένα πάντα ασταθές έδαφος. Ασταθές λόγω του ότι κρύβει ένα υπέδαφος.2 0 Η υποτιθέμενα στέρεα βάση του κτηρίου είναι γαζωμένη, γεμάτη τρύπες και το έδαφος γλιστράει, είναι ολισθηρό, μετακινείται και υποσκάπτεται λόγω του υπεδάφους του. Αν τελικά τα κτήρια θεμελιώνονται, τότε η θεμελίωσή τους είναι πρόσκαιρη, και αν ποτέ η αρχιτεκτονική λατρέψει τη χρεοκοπία, τότε τα βενζινάδικα, όπως και τα άλλα νεο-ερείπια θα είναι οι ναοί της λατρείας αυτής.
ΠΟΥ ΘΕΜΕΛΙΩΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΚΤΗΡΙΑ ;
Συµπεράσµατα Η μεγάλη οικονομική φούσκα μιας άλλης Χρυσής Εποχής των Αθηνών (δεκαετίες ’80, ’90 και αρχές του 2000), αφήνει την Ελλάδα με ερείπια μετά από χρόνια ανεξέλεγκτης οικονομικής και οικοδομικής δραστηριότητας οι οποίες προκάλεσαν υπερβολική οικιστική ανάπτυξη, καταναλωτικές εξάρσεις και αλλαγές στις κοινωνικές δομές. Η Αθήνα γίνεται μηχανή του εαυτού της, εφευρίσκεται ξανά και ανθίζει επάνω στα απομεινάρια των ερειπίων της αρχαιότητάς της. Η οικονομική ύφεση όμως, που ξεκινά το χειμώνα του 2008, υπό τη μορφή μιας «κρίσης χρέους», αναγνωρίζεται τώρα στα κτηριακά κελύφη που έμειναν κενά μετά τον εκδιωγμό των χρεωμένων κατοίκων τους, στους σκελετούς οπλισμένου σκυροδέματος, στα εργοτάξια μακράς διαρκείας, ορισμένα από λαμαρίνες και μεταλλικούς φράχτες, χαρακτηριστικά πλέον στοιχεία του ελληνικού terrain. Τα θεμέλια των κτισμάτων αυτών έρχονται να προστεθούν στα αμέτρητα θεμέλια των Μεγάλων Ερειπίων, που ανήκουν σε διαφορετικές εποχές και περιόδους (Αρχαϊκή, Κλασική, Ελληνιστική κ.λπ.) και κείτονται κρυμμένα στο αθηναϊκό έδαφος με μια όμως διαφορά. Τα τελευταία συνεχίζουν να θεμελιώνουν ένα ευρωπαϊκό παρελθόν, ενώ τα πρώτα καταδεικνύουν ένα επισφαλές μέλλον. Τα Μεγάλα Ερείπια όλων των εποχών των Αθηνών μιλούν σήμερα, όχι το καθένα ξεχωριστά, αλλά όλα μαζί σαν σε συνάθροιση. Κανείς, ίσως, δεν μπορούσε να φανταστεί πως η ύφεση μιας προηγουμένως μικρής οθωμανικής πόλης θα γινόταν τόσο εμβληματική, θα μπορούσε να εγείρει ζητήματα που έχουν να κάνουν τόσο με την αναθεώρηση οικονομικών μοντέλων και τρόπων παραγωγής, όσο και με τη διαχείριση του κτηριακού αποθέματος από την οικονομία, την αρχαιολογία και την αρχιτεκτονική. Η ύπαρξη των νεο-ερειπίων αυτών, κτισμάτων μοντέρνων και μεταμοντέρνων εποχών (βενζινάδικα, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, αποθηκευτικοί χώροι, έργα
25
Θήβα, 2010
1 Αριστείδης Αντονάς, The Construction of Southern Ruins, or Instructions for Dealing with Debt, περιοδικό South τεύχος 6o (2015)
2 Robert Smithson, Ultramoderne, περιοδικό Arts Magazine, τεύχος ΣεπτέµβριοςΟκτώβριος, 1967. 3 Georges Bataille, Το Καταραµένο Απόθεµα (1949), µτφρ. Λένα Λυµπεροπούλου (futura, 2010).
υποδομών, κτήρια γραφείων κ.λπ.) προφανείς αλληγορίες της κοινής αντίληψης περί πτώχευσης, αστοχίας, κατάρρευσης, κρίσης, μας κάνει όπως πάντα, να κοιτάξουμε τις βάσεις, τη θεμελίωση, την απαρχή τους. Εκεί θα διαπιστώσουμε πως οι κατασκευές δεν θεμελιώνονται ή τουλάχιστον πως ο χρόνος θεμελίωσής τους είναι τόσο περιορισμένος, που τις καθιστά αθεμελίωτες. Η αστάθεια αυτή με τον δυνάμει αποχωρισμό και το πένθος που εγκυμονεί είναι παρ’ όλα αυτά, κύριο χαρακτηριστικό της προσέγγισης μιας αρχιτεκτονικής που ενώ λατρεύει τη χρεοκοπία, βάζει τέλος στην πτώχευση. Η αρχιτεκτονική της χρεοκοπίας δουλεύει με το πένθος, την απώλεια και τη μελαγχολία, αξιοποιώντας τις δημιουργικές δυνάμεις τους. Η αρχιτεκτονική αυτή είναι μεν μια διαδικασία εδαφικοποίησης, αλλά θεμελιώνει τα κτίσματά της, όχι σε έναν τόπο «αυθεντικό» και «παρθένο», αλλά σε μια Χώρα, σε έναν χώρο, το χώμα του οποίου μεταβάλλεται, νοηματοδοτείται και επανανοηματοδοτείται ξανά και ξανά. Η αρχιτεκτονική της χρεοκοπίας αναγνωρίζει τη Χώρα ως κατασκευή, η οποία κατασκευάζεται μέσω της νοηματοδότησής της. Επομένως, τα κτίσματά της, για όσο μένουν στέρεα και λειτουργούν, θεμελιώνονται σε μια κατασκευή, η οποία με τη σειρά της οικοδομείται πάνω σε άλλα προγενέστερα ερείπια, αφηγήματα, εδάφη, τα οποία άλλοτε αργά και άλλοτε πιο γρήγορα μεταβάλλονται. Η θέση της Χώρας είναι κυρίαρχη και ο ρόλος της κυβερνητικός από τη στιγμή που, από τη μία φαίνεται η μόνη ικανή να υποδεχθεί τους ανθρώπους και τα έργα τους, αλλά από την άλλη, σε μεγάλο βαθμό τα ορίζει βάσει της νοηματοδότησής της. Η αρχιτεκτονική της χρεοκοπίας στηρίζεται στην αναμφισβήτητη ανάγκη ύπαρξης περιορισμών, νόμων, αφηγημάτων, αλλά διερωτάται για τους θεσμούς και τους τρόπους που αυτά μπορούν να τεθούν. Τα κτήρια θεμελιώνονται στους δικούς τους Λόγους, αμφισβητώντας ένα Μεγάλο Υποσχόμενο Μέλλον, το οποίο συνδεόταν με την ανάπτυξη και την ακμή. Τα κτήρια, όπως και η ανθρωπότητα, συμφιλιώνονται με την εξάντληση, με την κόπωση, καταστάσεις που κάνουν μια «μοντέρνα» συνθήκη να
26
δυσανασχετεί. Η ενέργεια όμως, εξαντλείται σε αυτόν τον «υπερμοντέρνο» 2 κόσμο, και αυτό γίνεται αντιληπτό, όχι μόνο από τα δημογραφικά χαρακτηριστικά και τη γήρανση του ανθρωπίνου είδους, αλλά και από την εξάντληση των πλουτοπαραγωγικών φυσικών πόρων, όπως για παράδειγμα του πετρελαίου. Η ενέργεια δεν υπάρχει, ή τουλάχιστον, δεν ορίζεται από την έννοια του ωφέλιμου έργου, σε έναν κόσμο που δε βασίζεται στον ανταγωνισμό, αλλά στη συνεργατικότητα και στον καταμερισμό της εργασίας. Παραδοσιακοί οικονομικοί όροι, όπως μηνιαίο εισόδημα, ιδιοκτησία, γραμμική ανάπτυξη, φαίνεται να μην ανήκουν πλέον σε αυτή τη νέα συνθήκη, η οποία αφορά στην απεριόριστη παραγωγή «γενικής διάνοιας» και άυλων αγαθών, στη διασπορά της εργασίας, στην παγκόσμια επικοινωνιακή δικτύωση και επικονίαση, καθώς και στην κατασκευή νέων επιπέδων πληροφόρησης, κυκλοφορίας και ανταλλαγής. Για αυτούς τους λόγους, το μέλλον ίσως τελείωσε, και η περίοδος που ζούμε είναι μια μετα- μελλοντική, τοποθετώντας το «καταραμένο απόθεμα» 3 και την ενέργειά του στο επίκεντρο, αμφισβητώντας τη χρονικότητα και την αρχαιότητά του, και εξετάζοντας τον μηχανισμό παραγωγής του, τον μηχανισμό ερειπιο-παραγωγής. Τα πρατήρια ανεφοδιασμού καυσίμων, όπως και πολλοί άλλοι τύποι κτηρίων ανήκουν ή θα ανήκουν σύντομα, σε αυτό το αχανές σκληρό υπόλειμμα χωρίς όνομα, που θα λατρευτεί από τους οικονομολόγους, τους αρχαιολόγους και τους αρχιτέκτονες του μέλλοντος.
Η χωρίς προηγούμενο παρουσία των σύγχρονων κουφαριών και των ατελείωτων οικοδομών δεν προσφέρεται πια για πένθιμες αισθητικοποιήσεις, αφελείς ρομαντισμούς και κοινότοπες αναπαραστάσεις. Από την ύφεση στην ανάπτυξη και πάλι πίσω, τα σύγχρονα ερείπια καλούν επιτακτικά για την εξιστόρηση διαφορετικών, κοινών, μικρών και ποικίλων αυτή τη φορά ιστοριών και αφηγημάτων. Μας καλούν για διαφορετικούς τρόπους θεμελιώσεων γενναίων, νέων κόσμων. Τα κτήρια τελικά θεμελιώνονται στον ουρανό, όσο και στη γη. ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΒΕΝΖΙΝΑ∆ΙΚΟΥ
Λίστα ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΘΗΚΑΝ Φοίβη Γιαννίση, Ζήσης Κοτιώνης, Κιβωτός: Παλαιοί σπόροι για νέες καλλιέργειες, κατάλογος ελληνικής συµµετοχής στη 12η Μπιενάλε Βενετίας (Πανεπιστηµιακές εκδόσεις Θεσσαλίας, 2010) Hermann Bausinger, Ο λαϊκός πολιτισµός στον κόσµο της τεχνολογίας (1961), µτφρ. Μαριάνθη Καπλάνογλου, Αρετή Κοντογιώργη (Πατάκη, 2009) Robert Smithson, A tour of the Passaic (New Jersey, 1967) Robert Sumrell, Kazys Varnelis, Blue Monday: Stories of Absurd Realities and Natural Philosophies (Actar, 2007) Arnaud Sompairac, Stations Service (Centre Pompidou, 1993) Eric Hobsbawm, The Age of Capital, Chapter I (Phoenix, 1975) Frank Lloyd Wright, L’ avenir de l’ architecture (Denoel/ Gonthier, 1982) Robert Venturi, Denise Scott Brown, Steven Izenour, Learning from Las Vegas Revised edition (The MIT Press, 1977) Ildefonso Cerdá, General Theory of 'Urbanización' (1867), (Liverpool University Press, 1995) Carl Schmitt, The Nomos of the Earth (1950), (Telos Publishing, 2006) Timothy Mitchell, Carbon Democracy & Political Power in the Age of Oil (Verso, 2011) Ζήσης Κοτιώνης, Η τρέλα του τόπου (Εκκρεµές, 2004) Christian Norberg-Schulz, Genius Loci, το Πνεύµα του Τόπου, για µια Φαινοµενολογία της Αρχιτεκτονικής (Πανεπιστηµιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., 2009) Martin Heidegger, Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι (2004), µτφρ. Γιώργος Ξηροπαΐδης (Πλέθρον, 2008) Πλάτων, Τίµαιος (360 π.Χ.), απόδοση: Βασίλης Κάλφας (Εστία, 2014) Jacques Derrida, Χώρα (1993), µτφρ. Κατερίνα Κοροµπίλη (Α. Καρδαµίτσα, 2000)
Το κτίριο σύντομα θα γίνει σώμα. Προς το παρόν όμως, είναι ένας σκελετός, που αν και ταυτοποιείται, όπως οι ακτίνες Χ μας ταυτοποιούν βάσει της σωματικής μας διάπλασης, δεν παύει να αφήνει κάτι το ατελές να αιωρείται στην ατμόσφαιρα: την εκκρεμότητα είτε μιας υπόσχεσης, είτε μιας απειλής. Στο εγγύς μέλλον, τα οστά του θα πλαισιωθούν από σάρκα, αποτελώντας έτσι μια ολότητα που θα έχει μυρωδιά, θερμοκρασία, εντάσεις, βιωματικές εγγραφές, μνήμες. Το βενζινάδικο θα εγκαινιαστεί σε μια γιορτή. Σύντομα θα έχει γνήσιο ενδιαφέρον για τον κόσμο, για τις εκφάνσεις της σύγχρονης ζωής, θα προκαλεί δονήσεις, αλλά πάντα θα αγωνιά να μη χάσει την ειδική βαρύτητα του προδομένου εδάφους στο οποίο στέκεται.
Έρασµος, Μωρίας εγκώµιο (1509), µτφρ. Σ. Τσίρκας (Ηριδανός, 1970) Gilles Deleuze, Felix Guattari, A Thousand Plateaus (1980), µτφρ. Brian Massumi (University of Minnesota, 1987) Gilles Deleuze, Felix Guattari, Ο Αντι- Οιδίπους (1972), µτφρ. Βασίλης Πατσογιάννης (Πλέθρον, 2016) Maria Daraki, Dionysos et la déesse Terre (Flammarion, 1994) Ed Ruscha, Twentysix Gasoline Stations (National Excelsior Press, 1963) Jeff Brouws, Twentysix Abandoned Gasoline Stations (Colorworks, 1992) Robert Smithson, Tour of the Monuments of Passaic New Jersey (1967) Georges Bataille, Το Καταραµένο Απόθεµα (1949), µτφρ. Λένα Λυµπεροπούλου (futura, 2010) Sigmund Freud, Πένθος και µελαγχολία (1915), στο ∆οκίµια µεταψυχολογίας, µτφρ. Θόδωρος Παραδέλλης (Καστανιώτη, 2000) Αριστοτέλης, Μελαγχολία και ιδιοφυΐα: Το 30ό πρόβληµα, µτφρ. Αλόη Σιδέρη (Άγρα, 2016) Γιώργος Τζιρτζιλάκης, Υπο-νεωτερικότητα και εργασία του πένθους, Η επήρεια της κρίσης στη σύγχρονη ελληνική κουλτούρα (Καστανιώτη, 2014) Byron Hamann, The Social Life of Pre-Sunrise Things: Indigenous Mesoamerican Archaeology (Oxford University Press, 2002) Αldous Ηuxley, Γενναίος, νέος κόσµος (1932), µτφρ. Μανώλης Χαιρετάκης (Γρηγόρη, 1971) Mark Wigley, The Architecture of Deconstruction: Derrida’ s Haunt (M.I.T. Press, 1997)
Λίστα
Γλωσσάρι
ΑΡΘΡΑ
ΤΡΙΑ ΛΗΜΜΑΤΑ
Αλέξανδρος Λοϊζος, περιοδικό Τεχνικά Χρονικά (Τ.Ε.Ε., 1953) Αιµιλία Αθανασίου, Αµερικανισµός και ελληνικός τουρισµός ΙΙΙ: 1947- 1964. Οδικός τουρισµός και µοντέρνα αρχιτεκτονική, έκθεση Π.Ε.Β.Ε. 2010 µε τίτλο Μεταπολεµικός µοντερνισµός: Αρχιτεκτονική, πολιτική, τουρισµός στην Ελλάδα 1950- 1965, (Ε.Μ.Π., 2010) Bruno Latour, Η πρώτη και η δεύτερη φύση- Ποιά πολιτική;, τόµος ‘Συµβιώσεις’ (Καστανιώτη, 2015) Αρχοντούλα Αρµουτάκη, Η Λιανική Εµπορία στον τοµέα των Πετρελαιοειδών και ιδιαίτερα στον κλάδο Πρατηρίων Υγρών Καυσίµων- παθογένεια και προτάσεις (∆ιπλωµατική εργασία Μεταπτυχιακού Προγράµµατος ΠΑ.ΠΕΙ. Τµήµα Οικονοµικής Επιστήµης, 2011) Γιώργος Τζιρτζιλάκης, Το εδαφικό εργαστήριο του ‘διευρυµένου πεδίου’, περιοδικό Αρχιτέκτονες τεύχος 49ο (Σ.Α.∆.Α.Σ., 2005) Robert Smithson, Ultramoderne, περιοδικό Arts Magazine, τεύχος Σεπτέµβριος- Οκτώβριος, 1967
ΦΙΛΜ Tay Garnett, The postman always rings twice, 1946 Fritz Lang, You only live once, 1937 Ερρίκος Θαλασσινός, Ο αρχιψεύταρος, 1971 Herbert B. Leonard, Stirling Silliphant, Route66, 1960 (σειρά) Dennis Hopper, Easy Rider, 1969 Michelangelo Antonioni, Zebriskie point, 1970 Emir Kusturica, Underground, 1995
ΑΤΛΑΣ I: ΣΚΑΜΜΑΤΑ ΑΤΛΑΣ IΙ: ΜΠΟΥΛΝΤΟΖΕΣ ΑΤΛΑΣ ΙΙI: ΠΕΝΘΗ
ΣΚΑΜΜΑΤΑ
εργοτάξιο βενζινάδικου, 26/04/2016
Περαστικοί & σκάµµατα. Ανασκαφή λεωφ. Βασιλέως Γεωργίου & οδού Φίλωνος, Πειραιάς, 18/07/1959. (MLP blogspot)
Αντιαεροπορικό όρυγµα. Αθήνα, 1940. (αρχείο Β. Παπαϊωάννου)
Κούρος της Μερέντας και κόρη Φρασίκλεια, όπως βρέθηκαν τη 18η Μαΐου 1972.
Mary Miss, Perimeters/ Pavilions/ Decoys, 1977.
Φύτευση Αρχαίας Αγοράς, 1955. (Αµερικανική Αρχαιολογική Σχολή)
(Αρχείο Ευθ. Μαστροκώστα)
Σωρός. Robert Smithson, A Heap of language, 1966.
∆ηµήτρης Ζαµπόπουλος, Ιδιότυπη ανασκαφή, 2015. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Προετοιµασία απόκρυψης των επιτύµβιων γλυπτών, 1941. (Φωτογραφικό Αρχείο Εθν. Αρχ. Μουσείου)
ΜΠΟΥΛΝΤΟΖΕΣ
∆ηµήτρης Τσουµπλέκας, Help, 2001.
Anne & Patrick Poirier, Memoire Avant Dispersion (η κατεδαφιση του εργου), 1995. Robert Smithson, Asphalt Rundown, 1970.
Γιώργος Ρυµενίδης, buldoza.pdf, 2010. Robert Smithson, Partially Buried Woodshed 1970.
ΠΕΝΘΗ
Πήλινο µικρογραφικό τραπέζι παιχνιδιού µε θρηνωδούς, 580-570 π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Κεραµεικού
Pieter Bruegel, Ο Πύργος της Βαβέλ, 1563.
Αφροδίτη της Μήλου, Μουσείο του Λούβρου, 1939.
“Απατεώνες στην Ευρωπαϊκή Οικογένεια”. Εξώφυλλο Focus, 22/02/2010.
Νίκος Καραθάνος, Γκόλφω του Σπυρίδωνος Περεσιάδη, 2013.
Πέτρος Νικόλτσος, Μίνιον, 2015.
1
Εισαγωγή
Πράξη Ι: ∆ραµατικό Ειδύλλιο Το βενζινάδικο ως αντι-κείµενο Προς µια θεµελίωση των πρατηρίων καυσίµων Ο ά-τοπος τύπος Το πρατήριο και το σηµερινό του οικοσύστηµα
Κ ο λο φών
Περιεχόµενα
7
Πράξη ΙΙ: Κατασκευή ∆ιαδικασίες εδαφικοποίησης 15 Η Χώρα, ο Τόπος και το Πνεύµα Του Στο εργοτάξιο της Χώρας µέσα από τον πλατωνικό Τίµαιο Το ρίζωµα του βενζινάδικου Πράξη ΙΙΙ: Αποχωρισµός Για µια αρχαιολογία του βενζινάδικου ΕΝΤΡΟΠΙΚΑ Μετά το πένθος Η αρχιτεκτονική της χρεοκοπίας Συµπεράσµατα Λίστα Γλωσσάρι
21
25
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ∆ιάλεξη 9ου εξαµήνου ∆ηµήτρης Ζαµπόπουλος Παναγιώτης Τουρνικιώτης Σεπτέµβριος 2016 Βάνα Ξένου Jean Paul Robert Γιώργος Ρυµενίδης Αθηνά Αγγελοπούλου Θάνος Ιωαννίδης Θοδωρής Κανακόπουλος Γιώργος Παπαµατθαιάκης Πέτρος Νικόλτσος