Ιστορία 6
οικοδόμημα άνθρωποι κοινά
πολυκατοικία δημήτρης ζαμπόπουλος μάρτιος 2014 διδακτική ομάδα: Π. Τουρνικιώτης Κ. Τσιαμπάος Ν. Μπελαβίλας
πολυκατοικία (η) ~ λεξικό Μπαμπινιώτη 1 Πολυώροφο οικοδόμημα, με περισσότερους από δύο ορόφους που διαχωρίζεται σε αυτοτελή διαμερίσματα για τη στέγαση πολλών οικογενειών, ατόμων, γραφείων ή καταστημάτων 2 Οι άνθρωποι που διαμένουν στο παραπάνω οικοδόμημα (σήκωσε την πολυκατοικία στο πόδι)
~ νομικός ορισμός [ Άρθρο 1 του νόμου 3741/1929 περί οριζοντίου ιδιοκτησίας] Το σύνολο των οριζόντιων ιδιοκτησιών και κοινών πραγμάτων στις οποίες διαιρείται κατ’ ορόφους ή μέρη αυτών η ιδιοκτησία επί αυτού του πολυωρόφου οικοδομήματος.
μια Αθήνα
_εισαγωγή Από το σχολείο ήδη τα παιδιά είναι μπολιασμένα με την ιδέα ότι η κατοίκηση στην πόλη είναι μια δύσκολη υπόθεση –και όποιος έχει οικονομική άνεση, θα ήταν καλό να την αποφεύγει. Πολυώροφα κτίρια, αυτοκίνητα, καυσαέρια αποτυπώνονται στις γκρίζες παιδικές ζωγραφιές που αναπαριστούν την πόλη σε αντίθεση με όσες απεικονίζουν το σπίτι στο χωριό -ή στο προάστιο- με το τυπικό τετράγωνο σχήμα, τα παράθυρα, τις κουρτίνες, την κατακόκκινη τριγωνική στέγη, τον ήλιο στην πάνω δεξιά ή αριστερή γωνία, το πράσινο. Το σύγχρονο όνειρο των ενηλίκων, ένα σπίτι σε προάστιο, μακριά από την όχληση και τη ρύπανση της πόλης παίρνει σάρκα και οστά στις ζωγραφιές των παιδιών. Πόλη ίσον πολυώροφα κτίρια, άνθρωποι που πολυ-κατοικούν. Η παρερμηνεία της έννοιας της συλλογικής κατοίκησης και άλλοι παράγοντες διαμορφώνουν την κοινή γνώμη σε ό,τι αφορά την πολυκατοικία, το «μπετονένιο κουτί», που γεμίζει ομοιόμορφα κάθε αστικό κενό στο κέντρο της Αθήνας με αποτέλεσμα να αποτελεί συχνά τον αποδιοπομπαίο τράγο της υποβάθμισης των μεγαλουπόλεων. Δεν υπάρχει άλλο είδος κτιρίου που να έχει συγκεντρώσει τέτοιας έντασης συναισθήματα λατρείας και μίσους, τόσους ύμνους και συνάμα τόσες κατάρες όσο η ελληνική πολυκατοικία. Αιχμαλωτισμένη μέσα στις κοινωνικές αντιφάσεις και προκαταλήψεις, δεν έχει σταματήσει να αναπαράγει συγκρουόμενες απόψεις για την ατομικότητα και τη συλλογικότητα, για το τι μπορεί να προσφέρει η αρχιτεκτονική στο σύγχρονο άνθρωπο.
Τι σήμαινε να ζεις σε πολυκατοικία και ποιες αλλαγές έφερε στην καθημερινή ζωή; Τι συνέβη μεταπολεμικά; Πώς λειτουργούσε η τυπική αθηναϊκή πολυκατοικία της δεκαετίας του ’60; Τι στέρησε από τους κατοίκους της; Υπάρχουν άλλα παραδείγματα πολυκατοικιών της τότε εποχής; Τι διαφορετικό πρεσβεύουν;
“φωταγωγός”
Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα που θα προσπαθήσει να απαντήσει η συγκεκριμένη εργασία.
_ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή Η Αθήνα, ακόμα και την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, γοητεύεται από την τελευταία περίοδο του κλασικισμού και ζει σε «τσιλλερικούς» ρυθμούς. Και αυτό διότι δεν είχε προλάβει ασφαλώς να συνέλθει από το δέος που προκαλούσαν κτίρια όπως το σημερινό Εθνικό Θέατρο του Τσίλλερ –έργο του 1895- και η Εθνική Βιβλιοθήκη του Χάνσεν της ίδιας περιόδου. Λίγο αργότερα, εγκαινιάζεται και το μέγαρο Χαροκόπου, σημερινό Μουσείο Μπενάκη, καθώς και η Μαράσλειος Ακαδημία. Κατά τα άλλα, το αυτοκίνητο μόλις έχει προλάβει να κάνει την εμφάνισή του και ο τομέας της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σημειώνει κάποια πρόοδο, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη και του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου. Είναι η εποχή των «πρώτων» για ολόκληρη την Ελλάδα. Τα πρώτα τηλέφωνα, τα πρώτα αεροπλάνα, η πρώτη ασφαλτόστρωση, ο ηλεκτροφωτισμός, η ύδρευση, οι αποχετεύσεις. Την ίδια εποχή αρχίζουν να χτίζονται και τα πρώτα τριώροφα κτίρια στην Αθήνα, τις περισσότερες βέβαια φορές, με μία μόνο κατοικία ανά όροφο. Τότε ακούγεται για πρώτη φορά η λέξη φωταγωγός που στη συνέχεια θα γίνει η αιτία πολλών δεινών για τη συλλογική κατοίκηση. Οι πρώτες «πολυκατοικίες» στην Αθήνα αποτελούν ουσιαστικά εξέλιξη των μεγαλοαστικών κτιρίων, όπως το μέγαρο Πεζματζόγλου του Τσίλλερ, το οποίο αν και σήμερα σώζεται μισό, μας δίνει μια εικόνα για τι ίσχυε τότε. Το 1917 ως κεραυνός εν αιθρία πέφτει στην πρωτεύουσα η αποκάλυψη της πρώτης επταώροφης οικοδομής. Πρόκειται για το κτίριο στη συμβολή των οδών Φιλελλήνων και Όθωνος, το οποίο ήταν το ψηλότερο στην Αθήνα και από τα πρώτα που έγινε η χρήση του νεοεμφανιζόμενου τότε οπλισμένου σκυροδέματος. Η αίσθηση που προκάλεσε ο τεράστιος όγκος του ήταν τόσο μεγάλη, που οδήγησε στην έκδοση ειδικού διατάγματος για τον περιορισμό του ύψους των οικοδομών. Έτσι, με το βασιλικό διάταγμα του 1922 δόθηκε για πρώτη φορά ιδιαίτερη προσοχή στο ύψος του κτιριακού όγκου, αφού τροποποίησε τα μέχρι τότε μέγιστα ύψη των οικοδομών και όρισε τρεις διαφορετικές «ζώνες» ύψους. Από τότε και στο εξής, έντονες είναι οι κεντροευρωπαϊκές επιδράσεις ως προς το θέμα της συλλογικής κατοίκισης. Το έδαφος προετοιμάζεται και η μόδα της πολυκατοικίας έρχεται από έξω. Κατά τη δεκαετία του ’20, η Αθήνα διέρχεται μια κρίσιμη καμπή στην ιστορία της. Η απαρχή της αστυφιλίας, σε συνδυασμό με τη μαζική εισροή πληθυσμού, δημιούργησε ξαφνικά το πρώτο πλήθος ανθρώπων που χρειάζονται στέγαση. Επίσης, το μοντέρνο κίνημα, η κατάτμηση της γης σε μικροιδιοκτησίες, καθώς και η ένταξη χωρίς σχέδιο των τότε περιαστικών εκτάσεων στον ιστό της πόλης θέτουν τα δικά τους επιτακτικά ερωτήματα για το μέλλον της οικιστικής ανάπτυξης της Αθήνας. Στα ερωτήματα αυτά, καλώς ή κακώς, η συλλογική κατοίκιση -με την ευλογία αφενός του οπλισμένου σκυροδέματος και αφετέρου της τεχνολογίας του καλοριφέρ και του ασανσέρπροσφέρει απαντήσεις. Η καθ’ ύψος δόμηση επιτρέπει αφενός την ύπαρξη ενός ενιαίου, μη κατακερματισμένου κομματιού γης και αφετέρου την αύξηση της πύκνωσης όσον αφορά την κατοίκηση. Έτσι, διώροφα και τριώροφα κτίρια –με ξεχωριστή είσοδο για κάθε όροφο- κάνουν ολοένα και πιο αισθητή την παρουσία τους. Ο πρώτος Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (Γ.Ο.Κ.) το 1929 φαίνεται να βάζει τα πράγματα, για πρώτη φορά, σε κάποια τάξη. Η οριζόντια ιδιοκτησία θεσπίζεται και προσδιορίζεται βάσει κανόνων. Το φαινόμενο «πολυκατοικία» παίρνει σάρκα και οστά. Από τη μια, ορίζεται ως ελάχιστη μονάδα συγκρότησης της πόλης το 1 τ.μ. Από την άλλη, ετοιμάζεται το έδαφος για την εμφάνιση των έρκερ πλάτους 1.40μ. σε δρόμους πλατύτερους από 7.50μ και των ρετιρέ (“etage en retrait”), τα οποία θα αποτελέσουν ίδιον γνώρισμα της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής τα επόμενα χρόνια. Μόλις ένα χρόνο μετά, το 1930, η πρώτη «νέου τύπου» πολυκατοικία είναι έτοιμη. Είναι η πολυκατοικία Λογοθετόπουλου σε σχέδια Κυπριανού Μπίρη που βρίσκεται στην οδό Μπουμπουλίνας και σήμερα στεγάζει το Υπουργείο Πολιτισμού. Δύο χρόνια αργότερα η κατασκευή της μπλε πολυκατοικίας του Παναγιωτάκου στα Εξάρχεια αποτελεί ορόσημο στο θέμα της συλλογικής κατοίκησης στην Αθήνα. Πρόκειται για μια πολυκατοικία άρτια σχεδιασμένη με βάση το μοντέρνο κίνημα που λειτουργούσε σαν μια «γειτονιά» για τους ενοίκους με πολλούς χώρους συναναστροφής και κοινωνικοποίησης (ταράτσα). Η περίοδος αυτή της πολυκατοικίας λειτούργησε καλά. Η συλλογική κατοίκιση υπό αυτούς τους όρους, έλυσε πολλά προβλήματα και άρχισε να μπαίνει στο DNA του έλληνα από την ύπαιθρο χωρίς να τον αλλοτριώσει. Σε γενικές γραμμές, η πρώιμη πολυκατοικία υπακούει στις επιταγές του Bauhaus. Αποτελείται συνήθως από παραλληλεπίπεδους όγκους με πανομοιότυπους εξώστες και χωρίς ίχνος διακόσμησης, ένα αυστηρό λεξιλόγιο που αντιπαρατίθεται στον κλασικισμό. Γεωμετρική διαύγεια, πρωτοποριακή τολμηρότητα και άλλα κλισέ του μοντέρνου κινήματος συναντώνται εδώ. Αναλυτικότερα, τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι τα εξής: Ο σκελετός, ο οποίος είναι φυσικά από «γυμνό» μπετόν αρμέ, τα υποστηλώματα είναι ελεύθερα στο χώρο όπως προστάζει η «κορμπουζιανή» πλάν λίμπρ. Ορισμένα σημεία αντί για σοβά, επιχρίονται με τσιμεντοκονία (αρτιφισιέλ). Τα έρκερ. Πρόκειται για όγκους που σπάνε την αυστηρή, επίπεδη όψη των κτιρίων της μέχρι τότε περιόδου και προσδίδουν μορφολογικά στην όψη τους. Η καταγωγή τους βρίσκεται τόσο στην οθωμανική αρχιτεκτονική, όσο
όσο και στη βορειοελλαδίτικη και πηλιορείτικη, αφού πρόκειται για κλειστούς εσωτερικούς χώρους προσαρτημένους συνήθως σε χώρους διημέρευσης (βλ. χαγιάτια). Τα έρκερ, εκτός του ότι δημιουργούν μια «κυμαινόμενη» επιδερμίδα από εσοχές και εξοχές στα συνεχόμενα μπλόκς των πολυκατοικιών, πετυχαίνουν και κάτι ουσιαστικότερο, την όσμωση μεταξύ της ζωής που συμβαίνει έξω και κάτω στο δρόμο και της καθημερινότητας των κατοίκων που ζουν στο διαμέρισμά τους. Οπτικές φυγές και βλέμματα περαστικών και κατοίκων που διασταυρώνονται προκαλούν ευτράπελα και πολλαπλά ερεθίσματα. Η απόληξη της πολυκατοικίας, την οποία αποτελούν πέργκολες με τεράστια ποικιλία μορφών συμπληρώνουν επιτυχώς την οικοδομή. Τα κουφώματα, αρκετά χαρακτηριστικά της εποχής, είναι ξύλινα ρολά με τα «κομπάσα» τους. Ακόμη, «φοριούνται» πολύ και τα στρογγυλά παράθυρα- φεγγίτες τα οποία προέρχονται φυσικά από την τεχνολογία των υπερωκεανίων. Απ’ όλα όμως τα χαρακτηριστικά, το πιο ενδιαφέρον είναι η είσοδος αφού για πρώτη φορά υλοποιείται η έννοια του «κοινόχρηστου». Μέχρι τότε, τα διώροφα ή τριώροφα κτίρια είχαν διαφορετικές εισόδους. Τώρα, το κατώφλι, η είσοδος, η μετάβαση από το δημόσιο στον ιδιωτικό χώρο γίνεται ο «κοινός τόπος» της πολυκατοικίας. Εξίσου ενδιαφέρον έχουν η αμηχανία και η αφέλεια με την οποία οι ένοικοι αντιμετωπίζουν τον πρωτόγνωρο αυτό ημι-δημόσιο/ιδιωτικό χώρο. Να παρέμβω ή να μην παρέμβω στην είσοδο? Μου ανήκει ή όχι? Εν τέλει, η είσοδος είναι χαρακτηριστική σε κάθε πολυκατοικία. Φροντισμένη, σα να πρόκειται για την πρώτη εντύπωση μιας ιδιωτικής κατοικίας, υπενδεδυμένη με μάρμαρα, εκπέμποντας μια αρ ντεκό αισθητική. Το γοητευτικό είναι ότι σε αυτή τη φάση, οι ένοικοι έβγαζαν τις γλάστρες τους, συμμετείχαν «συλλογικά» –η λέξη αυτή εμφανίζεται ολοένα και περισσότερο- στη διαμόρφωση και συντήρησή της.
Π. Μιχαηλίδης, Θ. Βαλεντής
Όλα καλά μέχρι εδώ.
_το όνειρο του θερμοσίφωνα Όλα ξεκινούν το έτος 1937, όταν οι Κ. Μπίρης και Κ. Κιτσίκης καταργούν το έρκερ και μαζί του κάθε ενδιαφέρον στο σχεδιασμό των όψεων. Τα επόμενα χρόνια, η πολυκατοικία όχι μόνο αποποιείται τις καθαρές λύσεις των πολυκατοικιών της προηγούμενης περιόδου, αλλά στρέφεται προς έναν ανανεωμένο κλασικισμό και επιστρέφει σε απλοϊκές, λιγότερο γλυπτικές μορφές, με υπομνήσεις ελληνικότητας, κάτι απαραίτητο για εκείνη την εποχή. Η νέα τάξη πραγμάτων πρέπει να περιβάλλεται από μια αρχιτεκτονική που τονίζει την ιστορική συνέχεια, τη διακριτική ταύτιση με μια αόριστη παράδοση. «Η πολυκατοικία, ποιοτικά κατώτερη, μας προϊδεάζει για την ακόμα αθλιότερη εικόνα που προσφέρει μετά τον πόλεμο». Παρόλ’ αυτά, σε αυτό το σημείο, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι στις αρχές του ’50 κάνουν την εμφάνισή τους κάποιες εντελώς διαφορετικές πολυκατοικίες, που αν και λίγες, αποκηρύσσουν την καθιερωμένη παράδοση και ανανεώνουν τον τύπο του κτιρίου με γενναίες δόσεις ξένων επιδράσεων. Κύριος εκφραστής αυτής της ριζοσπαστικής αντιμετώπισης ήταν ο Ν. Βαλσαμάκης ο οποίος σχεδίασε πρώτος μεταπολεμικές μοντέρνες πολυκατοικίες (οδός Σεμιτέλου). Το 1955, λίγο μετά το τέλος του εμφυλίου, όταν οι πόλεις της Ελλάδας αποκτούσαν για πρώτη φορά καταναλωτική κοινωνία σε πλατιά βάση, η νέα «δημοκρατική» κυβέρνηση εφαρμόζει τον δεύτερο Γ.Ο.Κ. Ο συγκεκριμένος κανονισμός στόχευε αφενός στην επίλυση του στεγαστικού, καθώς τα ρημαγμένα χωριά από τη δεκαετία του 1940 είχαν αλλάξει την ανθρωπογεωγραφία και την οικονομική κατανομή, αφετέρου στην ενθάρρυνση μικρών κατασκευαστικών πρωτοβουλιών, ώστε να αποφευχθεί η ολιγοπωλιακή εκμετάλλευση του χτισίματος. Στην πραγματικότητα, όμως, συνιστά την απαρχή του ξεφαντώματος της «τυπικής αθηναϊκής πολυκατοικίας», αυτού του πολυώροφου κτιρίου διαμερισμάτων για την αθηναϊκή bourgeoisie. Την εποχή αυτή λοιπόν, το οικοδομείν ενώ παρουσιάζεται ως πεδίο επιχειρηματικότητας και «μοχλός ανάπτυξης» για την μεταπολεμική Ελλάδα, στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα καθημερινό παζάρι. Το κράτος φαίνεται να έχει χάσει τον έλεγχο και ως παρατηρητής πλέον προστάζει τους αστούς να χτίσουν, αφού πρώτα έχει στήσει έξοχα αυτό το αλισβερίσι της αγοραπωλησίας τίτλων και ιδιοκτησιών. Η Αθήνα είναι ένα μεγάλο, άναρχο εργοστάσιο του εαυτού της. Οι εργολάβοι προωθούνται εις βάρος των αρχιτεκτόνων, αφού επενδύουν μεγάλα κεφάλαια στην οικοδομή. Κάθε εκατοστό είναι προς υπερ-εκμετάλλευση. Το όνειρο κάθε αστού, το όραμα της πόλης, η υπόσχεση για καλύτερη ζωή γίνεται πραγματικότητα. Το διαμέρισμα, η ψύχωση της ιδιοκτησίας, η προίκα της κόρης, το ασανσέρ, ο θερμοσίφωνας, κυριαρχούν ως αντιλήψεις και «νωεφερτ-ικά» πρωτόκολλα κατοίκισης και οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην στερεοτυπική μορφή που όλοι έχουμε στο μυαλό μας για την πολυκατοικία. Το πανωσήκωμα, το δυάρι, το τριάρι, η αντιπαροχή ήταν οι λέξεις που επαναλαμβάνονταν σε κάθε συζήτηση στο δρόμο, στο λεωφορείο ή στα σπίτια . Απόρροια όλων των παραπάνω, είναι κατ’ αρχήν ότι ο δημόσιος χώρος δεν αναδεικνύεται τελικά μέσω ενός μελετημένου χωροταξικού σχεδίου, αλλά από «παραθυράκια» σκοπίμως αφηρημένων νομοθεσιών και κατά δεύτερον η δημιουργία ενός πληθυσμού ο οποίος είναι ταυτόχρονα ιδιοκτήτης, παραγωγός και καταναλωτής του χώρου. Η μαζική παραγωγή κτισμάτων με μοναδικά κριτήρια την ταχύτητα εκτέλεσης και την κερδοσκοπία, αλλοιώνει μοιραία την ποιοτική στάθμη τους. Έτσι, οι τότε κατασκευαστές- εργολάβοι καταλήγουν να επιβάλλουν το ρυθμό και το ύφος της νέας δόμησης. Οι αστικές πολυκατοικίες κατοικούνται από έναν πληθυσμό, του οποίου η ταυτότητα είναι γενικά ομοιογενής. Η κοινωνία, ο «λαός», μπορεί να εμφορείται από κοινωνικές και ιδεολογικές διαφορές, αλλά συνδέεται με την ισχυρή εθνική ταυτότητα, τη γλώσσα, αλλά και με το κυρίαρχο μοντέλο της πυρηνικής οικογένειας, το οποίο καθορίζει τα πρότυπα διαβίωσης του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού. Κατά το διάστημα αυτό, η κατοικία αποτελεί τον κύριο χώρο εκδήλωσης των σχέσεων ανάμεσα στα διαφορετικά μέλη της οικογένειας. Τόσο το αστικό διαμέρισμα όσο και η μονοκατοικία, αποτελούν τους βασικούς χώρους έκφρασης της οικογενειακής ζωής.
Ο Κ. Καραμανλής φωτογραφίζεται για το γνωστό γαλλικό περιοδικό «Paris Match». «Πού έπρεπε να τους βάλω, στο κεφάλι μου;» η απάντησή του όσον αφορά το θέμα της αντιπαροχής.
τηλε_φονικός
Χαρακτηριστικό είναι, ωστόσο, το γεγονός ότι τα διαμερίσματα φέρουν όλες τις συνήθειες κατοίκησης των ενοίκων, οι οποίοι, ως επί το πλείστον, προέρχονται από ένα αγροτικό μπακγκράουντ και ξυπνούν κάποιο πρωινό, ανακαλύπτοντας ότι «μένουν στα νέα σπίτια χωρίς γειτονιά, χωρίς κρήνες, χωρίς λιθόστρωτα». Ζωές και νοοτροπίες από την ελληνική ύπαιθρο, πληγωμένες από τα νέα πολυδιαφημισμένα, τηλεοπτικά, αστικά πρότυπα στριμώχνονται αποστειρωμένες στο μικροαστικό περιβάλλον της Αθήνας.
[ Κάνιγγος 28, Εξάρχεια ] Μια χαρακτηριστική αθηναϊκή πολυκατοικία, που φυσικά ανεγέρθηκε με το νόμο της αντιπαροχής κατά τη διετία 1959-60 και αποτελείται από 7 ορόφους (26μ. ύψος), εκ των οποίων οι δύο είναι με ρετιρέ. Συμπεριλαμβανομένου του ισογείου όπου βρίσκονται δύο καταστήματα, πρόκειται για ένα κτίσμα 1.204 συνολικά τετραγωνικών μέτρων, που σήμερα στεγάζει 4 διαμερίσματα για κατοίκηση, 5 γραφεία και μια εταιρεία, αλλά διατηρεί τα κύρια χαρακτηριστικά των πολυκατοικιών της εποχής.
«Η τυπική αθηναϊκή πολυκατοικία αναπαρήγαγε το κατακερματισμένο μωσαϊκό των νησιώτικων οικισμών σε ένα επίπεδο αστικής δόμησης, χωρίς όμοιό του σε οποιοδήποτε μέρος του σύγχρονου κόσμου» K. Frampton
Η όψη της πολυκατοικίας εν γένει, σε κακή κατάσταση σήμερα, είναι τυπική των πολυκατοικιών των αρχών της δεκαετίας του ’60, με ομοιόμορφα ανοίγματα, κυρίως μπαλκονόπορτες, που διαμορφώνουν τη συνολική εικόνα. Τα μπαλκόνια του ενός μέτρου, τόσο στενά ώστε να χωρά μόνο μια καρέκλα κατά πλάτος, βρώμικα και άδεια, διατρέχουν την όψη της πολυκατοικίας. Επίσης, δεν είναι κλειστά με κάποιο αδιαφανές υλικό, αλλά έχουν απλό κιγκλίδωμα, μη εξασφαλίζοντας ιδιωτικότητα. Ο μοναδικός σκοπός που επιτελούν είναι να δίνουν ρυθμό, στο κατά τα άλλα μονότονο, συνεχές κτιριακό μέτωπο, ερχόμενα σε περασιά με τα αντίστοιχα μπαλκόνια των διπλανών πολυκατοικιών. Τέλος, τα μπαλκόνια των ακαλύπτων, που τις περισσότερες φορές χρησιμοποιούνται ως αποθήκες, βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση αφού βλέπουν το δυσάρεστο περιβάλλον στο πίσω μέρος και είναι πολύ στενά. Ο “ακάλυπτος”. Με μια κάλυψη της τάξης του 75- 80% (!) περιθώρια για υπαίθριο, ζωτικό χώρο δεν υπάρχουν στην πολυκατοικία της Κάνιγγος. Αντ’ αυτού, υφίσταται ένας μικρός χώρος, ο χαρακτηρισμός του οποίου ως «ακάλυπτος» προδίδει και τη σημασία που δίνεται στο χώρο αυτό. Ένας ξεσκέπαστος, μη προσπελάσιμος χώρος, λες και δεν προορίζεται για τη ζωή, δεν ανήκει σε κανέναν. Παρόλαυτά, σε αυτό το «τυχαίο υπόλοιπο του χτισμένου όγκου», βλέπουν κατά κύριο λόγο οι κουζίνες, τα λουτρά, το κλιμακοστάσιο και αρκετά κύρια Κάνιγγος 28
δωμάτια των διαμερισμάτων. Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι ο ακάλυπτος χωρίζει μάλλον παρά ενώνει τους ενοίκους. Η μονοσήμαντη κατακόρυφη κίνηση. Μια μικρή εσοχή και μια πόρτα ασφαλείας ορίζουν την είσοδο. Το μικρό της μέγεθος προδίδει και το χαμηλό εισόδημα των ενοίκων της πολυκατοικίας, αφού η είσοδος αφαιρείται από τη συνολική εκμεταλλεύσιμη επιφάνεια του ισογείου. Εδώ, το μόνο που βρίσκουμε είναι το θυροτηλέφωνο που εκφράζει την ανάγκη για ασφάλεια. Ο μεταβατικός, ενδιάμεσος χώρος, απουσιάζει. Όταν κλείσει η πόρτα ασφαλείας, η δημόσια σφαίρα ανήκει στο παρελθόν. Η σχέση του μέσα και του έξω είναι κάτι παραπάνω από σκληρή. Στο εσωτερικό, οι διαστάσεις του σκοτεινού «χώρου» υποδοχής ίσα που σου επιτρέπουν να δεις –με τεχνητό φως- τον εαυτό σου στον παλαιικό καθρέφτη, ενώ ένα ξύλινο πάσο που χρησιμοποιούταν από το θυρωρό, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την καθαριότητα και για τον έλεγχο της κίνησης στην πολυκατοικία, συμπληρώνει την εικόνα. Αναμφισβήτητα, το κλιμακοστάσιο και ο ανελκυστήρας –συνώνυμος σχεδόν με την πολυκατοικίαπρωταγωνιστούν στο πλάνο, καλώντας σε να πας στο διαμέρισμά σου. Η σύγκριση με τις φροντισμένες, «κοινόχρηστες» εισόδους των πολυκατοικιών της προηγούμενης περιόδου είναι αναπόφευκτη. Ο τυπικός επαναλαμβανόμενος όροφος. Το αστικό διαμέρισμα με τα στερεότυπα της εποχής, αναπαράγει και επιβάλλει με ασυνείδητο τρόπο, αυστηρούς κανόνες οργάνωσης του χώρου. Από το εσωτερικό των εναπομεινάντων διαμερισμάτων της Κάνιγγος 28, μπορούμε να εξάγουμε κάποια γενικά συμπεράσματα, καθώς ενδιαφέρον έχει και το σύνδρομο του διαχωρισμού του «πρόχειρου» και του «καλού» δωματίου, ως απόρροια μιας γενικότερης αγωνίας- ανάγκης για «επίδειξη» μιας ανώτερης θέσης. Πιο συγκεκριμένα, το χωλ είναι η βιτρίνα του σπιτιού. Είναι ο πρώτος χώρος που αποκαλύπτεται στον επισκέπτη και εδώ παρουσιάζεται η μεγαλύτερη τάση επίδειξης αφού πρωί στην είσοδο είναι ένας χώρος που αντικρίζουν και άνθρωποι που δεν μπαίνουν πιο μέσα. Το χωλ είναι σκοτεινό και ουσιαστικά έχει προκύψει αναγκαστικά ως εσωτερικός χώρος διανομής των κινήσεων, καθώς οι διάφοροι χώροι του διαμερίσματος «πρέπει να έχουν ανεξάρτητη πρόσβαση». Στη συνέχεια, το σαλόνι, εξακολουθεί να αποτελεί το «καλό» δωμάτιο του διαμερίσματος. Στο παρελθόν, χρησιμοποιείται σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις, πιθανό κατάλοιπο του «οντά», του «καλού» δωματίου των παραδοσιακών σπιτιών. Το σαλόνι είναι το καθαρό, το ακριβό, συνδέεται με λέξεις όπως «ησυχία» και «τάξη» και για αυτό, άλλωστε, βρίσκεται και κοντά στο δημόσιο χώρο. Με τη διάδοση της τηλεόρασης, από το ’70 και έπειτα, αν και το σαλόνι μετατρέπεται σε «καθιστικό», δε χρησιμεύει για τίποτα άλλο, παρά για χώρο παρακολούθησης της τηλεόρασης. Η τελευταία, μάλιστα, κυριαρχεί στην οργάνωση του καθιστικού, κυρίως στα διαμερίσματα των μικροαστών. Από ποσοτική άποψη, το καθιστικό είναι ο μεγαλύτερος χώρος του διαμερίσματος και εξυπηρετείται από καναπέδες, πολυθρόνες και καρέκλες κάθε είδους, που ποικίλουν ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των ιδιοκτητών. Εξαιρετικά αγαπημένο υλικό, το βελουτέ, ειδικά σε αποχρώσεις της ώχρας και του πράσινου. Η βιβλιοθήκη, όταν υπάρχει, παρουσιάζεται περισσότερο ως διακοσμητικό παρά ως λειτουργικό στοιχείο. Το ίδιο και τα έργα τέχνης, χωρίς τα οποία ακόμη και σήμερα δεν νοείται καθιστικό. Η τραπεζαρία αποτελεί ένα τμήμα του καθιστικού, που παραδόξως δεν έχει άμεση επικοινωνία με την κουζίνα. Το βασικό της έπιπλο, το τραπέζι χρησιμοποιείται πολλές φορές και ως χώρος εργασίας λόγω έλλειψης γραφείου. Γενικά, όσον αφορά την τραπεζαρία στις μέρες μας, παρατηρούμε μια τάση εκφυλισμού της σε ένα απλό τραπέζι στο καθιστικό. Η στενότητα του χώρου, η αλλαγή των συνηθειών, το μικρό μέγεθος της σημερινής οικογένειας και η μετάθεση του φαγητού στην κουζίνα, είναι οι πιθανοί λόγοι. Η κουζίνα, εκτενέστερα, είναι το «πρόχειρο» δωμάτιο που επιτρέπει την αταξία, τη «βαβούρα» και πρέπει να κρύβεται από τον κόσμο, γιατί «είναι ντροπή να φαίνεται η ατσαλιά». Είναι ένας μικρός χώρος με το χειρότερο
προσανατολισμό του διαμερίσματος. Σχεδόν πάντα βλέπει στον κλειστό ακάλυπτο χώρο, στο πίσω μέρος της πολυκατοικίας ή σε «φωταγωγούς». Η κουζίνα διατηρεί κυρίαρχη τη βασική της λειτουργία, το μαγείρεμα, αλλά ειδικά στις μέρες μας χρησιμοποιείται κατά κόρον ως «πρόχειρη» τραπεζαρία ή «πρόχειρο» καθιστικό. Μια ακόμα διαχρονική λειτουργία της κουζίνας είναι η αποθήκευση. Ειδικά παλαιότερα, που η ολοκληρωτική έλλειψη αποθηκευτικών χώρων στα διαμερίσματα (σε αντίθεση με τα αγροτικά νοικοκυριά που απαιτούσαν μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους) προκαλούσε προβλήματα στους ενοίκους, η κουζίνα ήταν το κατ’ εξοχήν σημείο για τη φύλαξη των πρώτων υλών. Τα υπνοδωμάτια, το μεγαλύτερο εκ των οποίων είναι το συζυγικό, είναι συχνά προσανατολισμένα προς τον ακάλυπτο, πράγμα που δε συμβαίνει ποτέ με το καθιστικό. Εκεί, εκτός από το κρεβάτι που εξυπηρετεί τη βασική λειτουργία του ύπνου, συναντάμε και ντουλάπια (εντοιχισμένα ή μη) για εναπόθεση ρούχων. Αξιοσημείωτο είναι το ότι η έλλειψη εντοιχισμένων ντουλαπιών θεωρείται αρκετά μεγάλο μειονέκτημα ενός διαμερίσματος. Σε κάθε περίπτωση, με το άνοιγμα των φύλλων της ντουλάπας συνήθως καταλαμβάνεται όλος ο ελεύθερος χώρος του δωματίου. Τέλος, το λουτρό κάθε διαμερίσματος συνήθως τοποθετείται σε ό,τι περισσεύει μετά τη διάταξη των υπόλοιπων χώρων, βλέπει στους φωταγωγούς και το μέγεθός του είναι το ελάχιστο δυνατό. Η διάταξη των ειδών υγιεινής, καθώς και το σχήμα του λουτρού γενικά, καθιστούν δύσκολη τη σωστή και άνετη χρήση του. Η ανυπαρξία χώρων κοινής αλληλεπίδρασης. Το μεγαλύτερο παράδοξο της «Κάνιγγος 28» ή και της «αθηναϊκής πολυκατοικίας» ως ιδέα γενικότερα, είναι ότι ενώ θα μπορούσε εν δυνάμει να λειτουργεί ως κέλυφος ζωής και ως υπομονάδα γειτονιάς για 20 - 30 οικογένειες, εν τούτοις αδυνατεί να υποδεχτεί και να ευνοήσει την αλληλεπίδραση. Και αυτό, σύμφωνα με την Σ. Καρούζου, συμβαίνει διότι λείπει η αντιστοιχία ανάμεσα στη μορφή της πολυκατοικίας και του έμψυχου περιεχομένου της, δηλαδή παρατηρείται «μια δυσαρμονία μεταξύ του περιέχοντος και περιεχομένου». Το νέο είδος ζωής προκαλεί σε ένα μεγάλο βαθμό αυτές τις «αναντιστοιχίες» και «ασυνέχειες». Οι χαμηλοί τόνοι, τα μετρημένα λόγια, η κατάργηση κάθε θορύβου, η εγκατάλειψη της γειτονιάς είναι από τις εκφάνσεις της νέας ζωής. Αυτή η απουσία ζωής και αλληλεπίδρασης συμβολίζεται με τη φράση «ακνίσωτοι οίκοι», τα σπίτια από όπου δε βγαίνει καπνός. Όταν η μόνη αναφορά της έννοιας του «κοινόχρηστου» είναι τα χρήματα που οφείλει να καταβάλει κάθε ένοικος στο διαχειριστή ή –ακόμα χειρότερα- στην εταιρεία που διαχειρίζεται τα της πολυκατοικίας, όταν δεν υπάρχουν χώροι συνεύρεσης- επικοινωνίας μεταξύ των ενοίκων, πώς μπορούν να μάθουν να συμβιώνουν? Η δομή της πολυκατοικίας, με την αρχιτεκτονική γλώσσα που έχει παράξει, προκαλεί κοινωνικούς κινδύνους και καλλιεργεί ένα «αστικό ήθος», μια νόρμα, η οποία ορίζει τον ένοικο ως ένα ον παντελώς κλειδωμένο στον ατομικισμό του. Εδώ η δομή της πολυκατοικίας, βάζει τα όρια μεταξύ του «δικό μου» και του «δικό σου». Όλα τα προηγούμενα, τα άχρηστα μπαλκόνια, οι «σκοταγωγοί», οι αυθαιρεσίες κλπ. είναι μηδαμινής σημασίας σε σύγκριση με τη νοοτροπία αυτή που εκδηλώνεται σε αυτού του είδους την αρχιτεκτονική. «Το διαμέρισμά μου, το διαμέρισμά σου και τίποτα άλλο. Το μόνο που έχουμε να μοιραστούμε είναι το κλιμακοστάσιο, το οποίο είναι ανήλιαγο και κρύο και γι’ αυτό το προσπερνώ όσο πιο γρήγορα μπορώ για να χωθώ στο διαμέρισμά μου». Γιατί η «κακή» ή «καλή» αρχιτεκτονική δε δοκιμάζεται στις οικοδομικές λεπτομέρειες και σε φαντασμαγορικές ή όχι ιδέες, αλλά στις επιπτώσεις που έχει στον κοινό παρανομαστή που λέγεται άνθρωπος και κατ’ επέκταση, κοινωνία . Και το μόντουλο της συμβίωση πολυκατοικίας, με τη σειρά του, μπόλιασε έναν λαό με αδιαφορία για κάθε τι «κοινό» και προφανώς τους κατέστησε ανίκανους να διαχειριστούν κάθε τι συλλογικό. Το οριζόντιο επίπεδο είναι η έμφυτη οικεία διάσταση του ανθρώπου. Έτσι, οι όποιες διαπροσωπικές σχέσεις αναπτύσσονται, συνήθως, ανάμεσα στους ενοίκους του ίδιου ορόφου (αφού βλέπονται και συχνότερα), όταν συναντώνται στους σκοτεινούς και μικρούς διαδρόμους. Επίσης, στους στενούς σχετικά δρόμους δημιουργούνται σχέσεις και ανάμεσα στους ενοίκους αντικριστών πολυκατοικιών. Στις πολυκατοικίες δημιουργείται, όμως, και ένα άλλο, «δύσκολο» είδος γειτονικότητας ανάμεσα στους κατοίκους της, η «κάθετη» γειτονικότητα». Υπάρχουν γείτονες που τους «ακούμε»
αλλά δεν τους «βλέπουμε». Η επικοινωνία ανάμεσα στους ενοίκους καθορίζεται, όμως, και από κοινωνικούς παράγοντες. Η κοινωνική διαστρωμάτωση εκφράζεται με την ιεράρχηση των διαμερισμάτων: ρετιρέ, όροφοι, ισόγειο, ημιυπόγειο κλπ. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η κοινωνική κινητικότητα ερμηνεύεται από το «ανεβοκατέβασμα» των κατοίκων στους ορόφους μιας πολυκατοικίας. Ανάγοντάς την στη σημερινή κοινωνία, η έννοια του «λαού», η οποία αποτελεί κατεξοχήν χαρακτηριστικό του μοντέρνου κινήματος, όπως ο Ζήσης Κοτιώνης τονίζει, αντικαθίσταται από την έννοια του «πλήθους». Το «πλήθος» εξεγείρεται και αντικαθιστά την αοριστία της μάζας και την ανοησία του όχλου, ο καθένας από εμάς αναδύεται ως μοναδική προσωπικότητα και επαναδιαπραγματεύεται έννοιες όπως, κοινά αγαθά, δημόσια κοινά, αστικά κοινά. Αυτό που μέχρι σήμερα αποκαλούσαμε σχέση δημοσίου και ιδιωτικού.
σαλόνι
μπαλκόνι
Η πολυκατοικία σήμερα ως ένα apparatus. Στην Κάνιγγος 28, η ύπαρξη των μπαλκονιών μαρτυρά πως το κτίριο αρχικά, προοριζόταν για κατοίκηση. Παρόλ’ αυτά, από το ’80 και έπειτα οι περισσότεροι χώροι χρησιμοποιούνται ως γραφεία. Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι από τα συνολικά δέκα διαμερίσματα, μόνο τα τέσσερα χρησιμοποιούνται για το σκοπό που κατασκευάστηκαν. Οι χρήστες –που είναι και οι ιδιοκτήτες των χώρων- έχουν αλλάξει τη χρήση των διαμερισμάτων τους. Ενδιαφέρον έχει να δούμε τις ιστορίες των ορόφων που υπέστησαν τις μεγαλύτερες αλλαγές, δηλαδή του δευτέρου, του τρίτου και του τετάρτου. Ο δεύτερος όροφος ξεκίνησε με δύο διαμερίσματα που προορίζονταν για κατοίκηση. Πριν από 17 χρόνια, το ένα διαμέρισμα φιλοξενούσε ένα οδοντιατρείο και το άλλο παρέμενε για κατοίκηση. Σήμερα, όλος ο όροφος φιλοξενεί ένα δικηγορικό γραφείο, το οποίο δεν άλλαξε τίποτα όσον αφορά τη δομή και τη διάταξη. Ο τρίτος όροφος, 20 χρόνια πριν, είχε επίσης δύο διαμερίσματα. Σήμερα, έχουν ενωθεί σε ένα για να φιλοξενηθούν γραφεία της εταιρείας Siemens. Σε αυτήν ανήκει ένας ακόμα γραφειακός χώρος –πρώην χώρος κατοίκησης- στον τέταρτο όροφο. Σχεδόν όλοι οι τοίχοι των πρώην διαμερισμάτων στον τρίτο έπεσαν, ώστε ο χώρος να γίνει ενιαίος. Στο άμεσο μέλλον, η εταιρεία σκοπεύει να ανοίξει τρύπα στο ταβάνι του τρίτου ώστε να συνδεθούν τα δύο μέρη της εταιρείας με μια εσωτερική σκάλα. Ο τέταρτος όροφος, αποτελούταν και αυτός από δύο διαμερίσματα κατοίκησης. Σήμερα, το ένα ανήκει στην προαναφερθείσα εταιρεία, ενώ το άλλο, με το ρίξιμο ενός μόνο τοίχου, μετατράπηκε σε γραφειακό χώρο. Όσον αφορά το ισόγειο, σε αντίθεση με τους ορόφους, οι χώροι του ανέκαθεν ενοικιάζονταν ως καταστήματα. Έτσι, δημιουργείται ένα συμπαγές οικοδομικό μέτωπο και τα ισόγεια καταστήματα λειτουργούν ως προέκταση του δρόμου. Ιδιαίτερα όταν αυτά συνδυάζονται με στοές, το αποτέλεσμα είναι κάτι παραπάνω από πετυχημένο. Τέλος, στην Κάνιγγος 28, το ισόγειο φιλοξενούσε αρχικά ένα κατάστημα ηλεκτρικών ειδών το οποίο πριν από 15 χρόνια, μετατράπηκε σε κατάστημα ρούχων και τώρα είναι κλειστό. Όλα αυτά μας δείχνουν ότι βλέποντας λίγο ρομαντικά το όλο θέμα, παρά τα μύρια όσα που καταλογίζουμε στην πολυκατοικία, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως είναι ένα δυναμικό, ευέλικτο κτίσμα, μια πολυλειτουργική συσκευή που εύκολα μπορεί να παράξει προτάσεις για την επαναχρησιμοποίηση του αστικού κελύφους. Το διαμέρισμα που τώρα ζούμε μπορεί αύριο να γίνει γραφείο, κατάστημα, θέατρο ή εργαστήριο βιολογικών ερευνών και ριψοκίνδυνων επιστημονικών πειραμάτων. Η αθηναϊκή πολυκατοικία, λοιπόν, ανταποκρινόμενη στο σύστημα domino του Λεκορμπυζιέ, μπορεί να ειδωθεί ως ένας σκελετός από οπλισμένο σκυρόδεμα, εύκολα επαναλήψιμος, που μπορεί να λειτουργήσει εν δυνάμει ως «αστικό ένθετο» σε κάθε κενό οικόπεδο και να δεχθεί οποιαδήποτε χωρική ερμηνεία. Εκτός από αυτή την προσαρμοστικότητα, η πολυκατοικία κατόρθωσε και κάτι ακόμα. Να συνδυάσει προηγμένες βιομηχανικά –για την εποχή- προτάσεις με χαμηλής ειδίκευσης εργατικό δυναμικό και με φτηνά, ακατέργαστα υλικά, προκειμένου να πυροδοτήσει την ανάπτυξη του κατασκευαστικού τομέα και να στεγάσει ίσως τους περισσότερους ανθρώπους στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Στις μέρες μας, η πολυκατοικία μπορεί να μην οδήγησε τελικά σε μια συλλογική προσπάθεια για την κατασκευή ενός ευανάγνωστου, αστικού περιβάλλοντος, όπως οραματίστηκε ο Λεκορμπυζιέ για το σύστημα ντόμινο, αλλά το σίγουρο είναι ότι δημιούργησε ένα ουδέτερο μπακγκράουντ- καμβά για δημιουργικές επεμβάσεις. ντόμινο
Το 1973 ο τρίτος Γ.Ο.Κ. είναι γεγονός. Ουσιαστικά εισάγει πειραματικά τη δημιουργία πύργων κατοικίας, ανοίγει τη συζήτηση περί προστασίας του περιβάλλοντος και αφήνει περιθώρια για περαιτέρω ανάπτυξη της οικοδομικής παρανομίας. Τα αποτελέσματα? Πύργος Τομπάζη στο Χαλάνδρι, θεωρητικολογίες για το περιβάλλον και η περιπέτεια των ημιυπαίθριων αρχίζει.
[ Εμμανουήλ Μπενάκη 118, Εξάρχεια ] Την ίδια ακριβώς εποχή, το ’73, μια πολυκατοικία απαντά στην αθηναϊκή υστερία. Στα Εξάρχεια, χτίζεται η πολυκατοικία της οδού Εμμανουήλ Μπενάκη, των Δημήτρη και Σουζάνας Αντωνακάκη, μια πολυκατοικία που αντιστέκεται στη δόμηση που επικρατούσε στη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες και με το σχεδιασμό της αναζητά αυτό που έχει πραγματικά χαθεί, τη σχέση μεταξύ της πόλης, του τόπου και της οικίας. Η πραγματική επαφή του δημόσιου με τον ιδιωτικό χώρο, σύμφωνα με τους δημιουργούς, μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν το κτίριο έχει δύο ρόλους. Να είναι ταυτόχρονα ελκυστικό για το δημόσιο και οικειοποιήσιμο από τον ιδιωτικό βίο. Εδώ, οι επιρροές από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, δε φαίνονται απλώς στη διαμόρφωση του εσωτερικού, αλλά έχουν καθοριστικό ρόλο στο σχεδιασμό. Ο προτεινόμενος τρόπος ζωής, η «οικονομία» των υλικών και του χώρου, οι αρθρώσεις πολλών επιμέρους στοιχείων για να σχηματοποιηθεί ένα σύνολο, η πολυπλοκότητα του χώρου - ειδικά της «τομής» - καθώς και τα υλικά, παραπέμπουν ευθέως στη λαϊκή παράδοση και στη νησιώτικη αρχιτεκτονική. Η επεξεργασία του περιβλήματος. Η όψη της πολυκατοικίας αντιμετωπίζεται με πρωτοφανή ευαισθησία. Για το εσωτερικό, δεν είναι κάτι άλλο εκτός από το εξωτερικό περίβλημα. Για το δημόσιο χώρο, όμως, δεν παύει να αποτελεί μια εσωτερική όψη. Και τα δύο, το δημόσιο και το ιδιωτικό, συγκρούονται σε μια επιφάνεια, η οποία είναι εξαιρετικά επεξεργασμένη ως προς τις αναλογίες, τα χρώματα και τα υλικά της. Τα 80’s στενόμακρα μπαλκόνια από βαμμένο, ανεπίχριστο σκυρόδεμα, με τα άσπρα, διάτρητα, αλλά ταυτόχρονα «στιβαρά» στηθαία τους από τα οποία κρέμονται φυτά, τα συνεχή ανοίγματα, με κάποιες χρωματιστές λεπτομέρειες, το μορφολογικό ενδιαφέρον του κλιμακοστασίου που απορρέει από τη γλυπτικότητά του και η επίστεψη είναι τα κύρια στοιχεία που συνθέτουν την όψη. Η επιδερμίδα αυτή συμβάλλει στην αντιληπτική εικόνα του κτιρίου, δημιουργώντας μικροκλίμακα και ελεγχόμενες θεάσεις. Η περιπλάνηση. Η είσοδος της πολυκατοικίας προσπαθεί να αποκαταστήσει τη σκληρή σχέση ιδιωτικού δημοσίου που αναπαράγουν οι υπόλοιπες πολυκατοικίες. Η είσοδος, υπαίθρια, διαμορφώνεται με πλατύσκαλα, ανοίγεται στο πεζοδρόμιο, ενώ άνετες θεάσεις επιτρέπουν την ανταλλαγή βλεμμάτων μεταξύ των ενοίκων και των περαστικών. Εν συνεχεία, το κλιμακοστάσιο, η έξυπνη απάντηση των αρχιτεκτόνων στο πρόβλημα της οξείας γωνίας του οικοπέδου στο συγκεκριμένο σημείο, αναλαμβάνει να μας διαμοιράσει στους επάνω ορόφους. Η κατακόρυφη κίνηση, γίνεται ημιυπαίθρια και βρίσκεται σε επαφή με το δρόμο προσπαθώντας να τον «φέρει μέσα στο κτίριο», ενώ το φως και ο αέρας φτάνουν μέχρι τις πόρτες των σπιτιών. Η μεγαλοπρέπεια της κύριας αυτής κυκλικής σκάλας, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις απλές, «γραμμικές» σκάλες που βρίσκονται στο εσωτερικό του κάθε διαμερίσματος, στις οποίες θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Ο χώρος της εισόδου καθώς και το κλιμακοστάσιο δημιουργούν δυνατότητες επικοινωνίας και συνεύρεσης μεταξύ των κατοίκων και αποτελούν ευχάριστους χώρους
αλληλεπίδρασης γενικότερα. Το ύπαιθρο είναι κοντά στο σπίτι και η σχέση αυτών των δύο στοιχείων είναι ομαλή και φυσική. Σε παρόμοια λογική, δίπλα στην είσοδο της πολυκατοικίας, σχεδιάζεται ανεξάρτητα και η είσοδος του γραφείου των αρχιτεκτόνων. Η αυλή. Η μικρότερη κάλυψη – εδώ σε ποσοστό 65-70% -, η προσπελασιμότητα και ο ειδικός σχεδιασμός του, επιτρέπουν στον ακάλυπτο να μην είναι ένα απλό «περίσσευμα», αλλά μια ιδιόχρηστη αυλή. Σχεδιάζεται ως ένας χώρος συμπληρωματικός της κτιριακής μάζας, ζωντανός, που ναι μεν αναφέρεται κυρίως στο διαμέρισμα στο ισόγειο, αλλά, λόγω της φύτευσής του, επωφελούνται όλοι από αυτόν. Η οργάνωση διαφορετικών διαμερισμάτων. Ιδιαιτερότητα της πολυκατοικίας στην οδό Μπενάκη αποτελεί το γεγονός ότι σχεδιάστηκε για συγκεκριμένες οικογένειες, με συγκεκριμένες ανάγκες και προτιμήσεις. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο σχεδιασμός της έχει βασιστεί σε δύο κύριες αλληλοτροφοδοτούμενες ιδέες. Η πρώτη, αφορά τη δημιουργία «συνεχόμενων κατωφλιών», διαβαθμίσεων, ενοτήτων και μεταβάσεων από τη δημόσια σφαίρα έως την απόλυτη ιδιωτικότητα της κρεβατοκάμαρας. Η δεύτερη, αφορά την αντιμετώπιση των επιμέρους δωματίων στο εσωτερικό του κάθε διαμερίσματος ως «αυτόνομα σπίτια» που αρθρώνονται και βλέπουν σε ένα κοινό χώρο, μια «κοινή αυλή», το καθιστικό. Πιο συγκεκριμένα, το εσωτερικό του κάθε διαμερίσματος είναι σχεδιασμένο ώστε να δίνει τη δυνατότητα «αναπνοής» στην κάθε οικογένεια, η οποία επιβάλλεται να μπορεί να συγκεντρώνεται, αλλά και να χωρίζεται. Να βρίσκει ο καθένας τη γωνιά του στις ώρες της έκρηξης. Έτσι, ξεκινώντας από έξω, αλλά συνεχίζοντας και μέσα στο ίδιο το διαμέρισμα, υπάρχουν ξεχωριστές ενότητες, διαβαθμίσεις «ιδιωτικότητας». Ο διαφορετικός χαρακτήρας των ενοτήτων αυτών μεταφράζεται σε διαφορετικά επίπεδα, τα οποία αρθρώνονται με σκαλιά (διαβαθμίζω> κατατάσσω σε βαθμίδες, σε «σκάλες»). Εδώ είναι το κλειδί του σχεδιασμού και του εσωτερικού χώρου. Τα σκαλοπάτια, δεν είναι απλά μια μονοσήμαντη σύνδεση επιπέδων, αλλά αποτελούν τις αρθρώσεις - γέφυρες των διαφορετικών κόσμων. Γιατί και μέσα στο ίδιο το σπίτι, όπως προαναφέρθηκε, συνυπάρχουν ο δημόσιος και ο ιδιωτικός βίος. Μέσα στο ίδιο το σπίτι, υπάρχει η έννοια της πόλης, των πολλών «οίκων», όπως και στην πόλη υπάρχει η έννοια του κάθε σπιτιού. Έτσι τίθενται κάποια όρια μεταξύ της «δημόσιας σφαίρας» εντός του σπιτιού και της προσωπικής ζωής του καθενός. Και είναι τα σκαλιά που οροθετούν τις σχέσεις στο χώρο. Πέρα, όμως, από αυτή τους τη λειτουργία, τα σκαλιά αλλάζουν τον ορίζοντα στο βλέμμα, δημιουργώντας έτσι ποικίλες οπτικές γωνιές και προσδίδουν στο χώρο πλούτο και ποιότητα. Εξίσου βασικό στοιχείο, είναι η διαμπερότητα των διαμερισμάτων, η οποία δεν έχει ως στόχο μόνο τον επαρκή αερισμό και φωτισμό, μέσω της αξιοποίησης των ρευμάτων αέρος που προκύπτουν από τη διαφορά θερμοκρασίας της μιας όψης του κτιρίου από την άλλη (το κτίριο έχει την τύχη να βρίσκεται στον άξονα βορράνότου), αλλά εντείνει και την αίσθηση του υπαίθριου βίου. Η χρήση εσωτερικών παραθύρων και μεταξύ των δωματίων, αφενός εντείνει αυτή την αίσθηση της διαμπερότητας - διαφάνειας, την οπτική σχέση με το λόφο - το ύπαιθρο εν γένει, και αφετέρου ενισχύει και την ιδέα περί «αυτόνομων σπιτιών». Επιπρόσθετα, τα παράθυρα αυτά προσδίδουν μια θεατρικότητα στο χώρο, αφού ο καθένας μπορεί να επιλέξει αν θα ανοίξει ή θα κλείσει το ατομικό του παράθυρο για να επικοινωνήσει ή να απομονωθεί αντίστοιχα.
οι τρύπες για φωλιές των πουλιών στο μπαλκόνι και το εξωτερικό κλιμακοστάσιο
το εξωτερικό κλιμακοστάσιο στην απέναντι κατοικία
Τα μπαλκόνια είναι διευρυμένα, με συμπαγή στηθαία που εξασφαλίζουν την απαραίτητη ιδιωτικότητα και το σημαντικότερο, με μεγάλες τζαμαρίες, οι οποίες ανοίγουν και το μέσα ενοποιείται με το έξω, μετατρέποντας τους χώρους σε «ανοιχτά» δωμάτια. Τα μόνα δωμάτια που έχουν παντζούρια, είναι τα υπνοδωμάτια, προκειμένου το κόστος να κρατηθεί στο ελάχιστο δυνατό. Η πρωτοφανής ευαισθησία και ο ζήλος του ζεύγους Αντωνακάκη για τη λεπτομέρεια, καθώς και τα χαρακτηριστικά υλικά που χρησιμοποιούν, δε θα μπορούσαν να λείπουν από την πολυκατοικία της οδού Μπενάκη. Πολλά ήταν, κουζίνα επίσης, τα σημεία (όπως η επιφάνεια της καμινάδας του τζακιού) που σχεδιάστηκαν επί τόπου, την ώρα της κατασκευής. Όσον αφορά τα υλικά, αξίζει να σημειωθεί ότι, ο πέτρινος τοίχος του καθιστικού δεν αποτελεί διακοσμητική προσθήκη, αλλά μια «ανάμνηση», αφού είναι η μεσοτοιχία, ο τοίχος του διπλανού σπιτιού που βάφτηκε λευκός και αναδείχθηκε. Οι σχιστόπλακες, το πιο οικονομικό –αλλά και πρωτότυπο- υλικό της εποχής, κουβαλούν μνήμες από τα σπίτια στην εξοχή και ειδικότερα από το κρητικό σπίτι. Η Κρήτη, άλλωστε, αποτελεί «κοινό τόπο», αφού απ’ αυτήν κατάγονται και οι δύο αρχιτέκτονες. Ο αδρός σοβάς, φθηνότερος από τον κανονικό - λείο, υπνοδωμάτιο ζευγαριού δίνει πολλές επιλογές όσον αφορά στην επεξεργασία του και λόγω των σκιών του, δίνει μια αίσθηση στιβαρότητας στον τοίχο. Ακόμη, τέτοια υλικά, όπως ο αδρός σοβάς ή το ανεπίχριστο σκυρόδεμα, δηλώνουν την ανθρώπινη παρουσία. Όλες οι ενέργειες που έκανε ο άνθρωπος για να παράξει τα συγκεκριμένα υλικά, είναι αποτυπωμένες σε αυτά και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι τους. Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει, η οργάνωση της κύριας κίνησης στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, το οποίο ανήκει στους αρχιτέκτονες, η οποία πραγματοποιείται κεντρικά, ώστε να μην «ενοχλεί» τους χώρους στάσης, οι οποίοι βρίσκονται κοντά στις τζαμαρίες, στο φως (σε αντίθεση παραδείγματος χάριν με την οικία Farnsworth του Mies, στην οποία τα έπιπλα είναι βαθιά μέσα στο σπίτι). Εδώ, τα έπιπλα πολλές φορές είναι «χτιστά», με χώρους αποθήκευσης στο εσωτερικό τους για λόγους πρακτικότητας και εξοικονόμησης χώρου, άλλη μια επιρροή από τη νησιώτικη αρχιτεκτονική. Για τον Δ. Αντωνακάκη, τα χτιστά έπιπλα δεν επηρεάζουν την ευελιξία και την προσαρμοστικότητα του σπιτιού. Αντιθέτως, λειτουργούν ως «παρακαταθήκη», ως «κληροδότημα» των προηγούμενων γενεών προς τις επόμενες. «Πάντα αφήνουμε κάτι για αυτόν που θα έρθει». Συμπληρωματικά με την κύρια, κεντρική κίνηση, υπάρχει ταυτόχρονα και μια δευτερεύουσα, πιο γρήγορη σκάλα, που οδηγεί κατευθείαν από την είσοδο στα παιδικά δωμάτια, δίνοντας έτσι στους «ενοίκους τους» μια ανεξαρτησία, αλλά και την επιλογή να μην περάσουν από το καθιστικό για να φτάσουν σε αυτά.
«Μέσα στο ίδιο το σπίτι, υπάρχει η έννοια της πόλης, των πολλών «οίκων», όπως και στην πόλη υπάρχει η έννοια του κάθε σπιτιού». καθιστικό
_τέλος χρονικού Συνεχίζοντας στην ιστορία της συλλογικής κατοίκησης, οι Γιώργος και Ελένη Μανέτα δίνουν το στίγμα τους στη δεκαετία του ’70. Στην αρχιτεκτονική των Μανέτα εκφράζεται η πρόθεση δημιουργίας της εντύπωσης της ηρεμίας, με τη μελετημένη διαδοχή όγκων σε υποχώρηση και τον τονισμό της οριζοντιότητας. Η μορφή δεν αποκολλάται ποτέ από την κατασκευή ούτε υποτάσσεται πειθήνια στις προδιαγραφές της κάτοψης. Από τα ’80 σ και έπειτα, η υπερσυγκέντρωση στην πόλη, η αρχή της παρακμής του κέντρου, καθώς και η άνοδος του μέσου εισοδήματος, είχαν ως άμεση συνέπεια την νεοελληνική αποκέντρωση. Στο πλαίσιο αυτής και του διαθέσιμου χώρου που πλέον υπάρχει, οι πελάτες απαιτούν μεγαλύτερα, ανετότερα, πιο απλωμένα διαμερίσματα και –τα νέα- οροφοδιαμερίσματα με θέα. Έτσι, ο ιός της έντονης δόμησης μεταδίδεται με κάποιους νεωτερισμούς και στα προάστια. Το συνεχές σύστημα δόμησης στην πόλη, δηλαδή με μεσοτοιχίες, φωταγωγούς και ακάλυπτους δίνει τη θέση του με τις κατάλληλες προσαρμογές στο πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα, δηλαδή ελεύθερο περίγραμμα του κτιρίου, μπροστά πρασιά και αποστάσεις στα πλάγια. Ακόμα, η περίφημη πιλοτή (pilotis) με είσοδο, η οποία είναι συνήθως σε καταβύθιση, κάνει την εμφάνισή της. Θέματα όπως η εσωτερική αρχιτεκτονική και η διακόσμηση «φοριούνται» πολύ, καθώς κυκλοφορούν και σε περιοδικά. Η μόδα, η μουσική, ο κινηματογράφος, η ντίσκο, το νεοελληνικό τρας βρίσκονται στο ζενίθ τους. Την περίοδο αυτή, η πολυκατοικίαορόσημο στο Πολύδροσο του Τάσου Μπίρη έρχεται να προτείνει έναν διαφορετικό τρόπο κατοίκισης. Τα σπίτια - κύβοι 'συρταρώνουν' μέσα στο χωροκάναβο του φέροντα οργανισμού δημιουργώντας ένα σύστημα υπαίθριων και ημιυπαίθριων αυλών, ταρατσών, και μπαλκονιών, σε όλους τους ορόφους και τα δώματα. Η παλινδρόμηση των κύβων γεννά και μια ιδιόμορφη νέα ζωντανή σχέση και συμπεριφορά ανάμεσα στους κατοίκους, καθώς η πολυκατοικία έχει και διαγώνιες εσωτερικές θέες προς τον εαυτό της. Μια «γειτονιά» σπιτιών που συγκροτείται ως «όλο», ως unite με οποιαδήποτε αναφορά αυτό μπορεί να έχει στον Corbusier στη Μασσαλία - μας δείχνει “ρετιρέ” πόσο δυνατή ήταν και είναι η επιρροή του μοντέρνου κινήματος. 4ος Γ.Ο.Κ. το 1985. Η νέα αυτή αναμόρφωση του κανονισμού επιχειρεί να δώσει μια μεγαλύτερη μορφολογική ελευθερία στα ρετιρέ και γενικότερα στην πολυκατοικία. Παρόλ’ αυτά, οι ημιυπαίθριοι κλείνονται, μαζί με τους Αθηναίους και σχηματίζουν ανοιχτά δωματιάκια 2.5 επί 2.5, αντί να χρησιμοποιούνται για εκτόνωση. Τα δώματα, αντί να αποτελούν ζωτικούς χώρους συνεχίζουν να γεμίζουν με ηλιακούς θερμοσίφωνες, δορυφορικά πιάτα, ακατάστατα σκορπισμένες κεραίες τηλεόρασης και λοιπά εξαρτήματα. Η «τρίτη όψη» της πολυκατοικίας είναι αχρησιμοποίητη. Οι Έλληνες ανήκουν πλέον και ξαφνικά στην πόλη και κάθε υπόμνηση της υπαίθρου ενοχλεί. Το μπαλκόνι δε χρειάζεται. Η ποιότητα εξαρτάται από τα τετραγωνικά. Το τριάρι να γίνει τεσσάρι, το τεσσάρι να αποκτήσει γραφείο κ.ο.κ. Η ελληνική απληστία, η μανία για ιδιοκτησία, το τραπεζικό σύστημα που φουσκώνει, τα δάνεια, οι επιταγές, οι εργολαβίες, οι προκαταβολές είναι στο προσκήνιο. Στη δεκαετία του ’90, με την επέλαση των αστών στα αθηναϊκά προάστια, κορυφώνεται το φαινόμενο «μεζονέτα», μια μορφή κατοίκησης που αποτελείται από πολλά, αποκομμένα, τυπικά μεσοαστικά διαμερίσματα, που δίνει την ψευδαίσθηση της πάντα ποθητής μονοκατοικίας. Ακόμα, αγαπήθηκαν ιδιαίτερα τα μεγάλης κλίμακας συγκροτήματα κατοικιών. Πολλές ανεξάρτητες μονοκατοικίες, σε ενιαίο οικόπεδο με πολύ πράσινο, κυκλώνονται από ψηλές μάντρες για μεγαλύτερη ασφάλεια. Εκεί, οι κάτοικοι μπορούν να ζήσουν «ήσυχοι» σαν να βρίσκονται σε μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες. Από το μιλένιουμ και μετά, ένα νέο ύφος αστικής ζωής και μια νέα κατάσταση η οποία θυμίζει έντονα τις αρχές του προηγούμενου αιώνα αλλά σε μικρότερη ισχύ, διαμορφώνεται στην Αθήνα. Τα λόφτς πλασάρονται με τον τρόπο ζωής που εκπροσωπούν και έρχονται από το εξωτερικό για να φορεθούν στα ελληνικά δεδομένα. Έτσι, παλιά βιομηχανικά κελύφη μετατρέπονται σε «ενιαίους, ευέλικτους χώρους ιδανικούς για νέους», ενώ παράλληλα πρώην gentrificated περιοχές όπως το Γκάζι αλλάζουν εντελώς χαρακτήρα προκειμένου «να υποδεχθούν τις νέες τάσεις».
Το μέλλον?
Η επανεκτίμηση της πόλης και η ανάγκη σχεδιασμού της συλλογικότητας.
Σήμερα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα του παρελθόντος. Η κρίση αξιών των προηγούμενων δεκαετιών, η οικονομική κρίση του σήμερα, η κατακρεούργηση του αστικού περιβάλλοντος και το οξύμωρο σχήμα υψηλό κτιριακό απόθεμα- πολλοί άστεγοι γεννούν αμείλικτα ερωτήματα. Το κίνημα της φυγής προς τα προάστια έχει ξεπεραστεί, αφού το να ζεις στην πόλη, έχει πλέον ίδια ή και περισσότερα πλεονεκτήματα για πολλούς. Ωστόσο, η πόλη πρέπει να ειδωθεί με μια καινούρια ματιά, βασισμένη στα κοινά, τα οποία στις μέρες μας εμπεριέχουν πλούσιες νοηματοδοτήσεις (κοινοί πόροι, κοινότητες, commuting, φυσικά κοινά, δημόσια κοινά, αστικά κοινά, κοινή δράση κ.α.) και αναδεικνύονται σε καίρια πεδία κοινωνικών διεκδικήσεων και ανταγωνισμών. Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η συλλογική κατοίκηση έχει να απαντήσει σε προκλήσεις. Την επανεξέταση του δημόσιου χώρου μέσω των κοινών, τον επαναπροσδιορισμό ή και εγκατάλειψη (?) του διπόλου δημόσιο- ιδιωτικό, που τα τελευταία χρόνια έχει τείνει να αποκτήσει ένα μονότονο χαρακτήρα και ίσως τη μετάβαση σε ένα διαφορετικό στάδιο που υπερβαίνει τις δύο κατηγορίες μέσα από μια κοινή αντιμετώπιση. Όποιες και αν είναι οι ψυχολογικές αντιδράσεις για την απειρία από πολυκατοικίες που πλημμυρίζουν σήμερα το αστικό περιβάλλον, η μαζική πολυκατοικία αποτελεί τον κατεξοχήν τύπο κατοικίας στο κέντρο και στην πυκνοκατοικημένη περιφέρειά του. Έχει εξαπλωθεί παντού και είναι εδώ για να μείνει ως σύμβολο, αλλά και ως η μόνη εφικτή λύση, με την πολυμορφία της, την ιστορία που αφηγείται, την ομορφιά και την ασχήμια της. Οι αθηναϊκές πολυκατοικίες - και δη οι προπολεμικές - είναι τα δικά μας νεοκλασικά.
_πηγές ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ «Αστική πολυκατοικία», αρχιτεκτονικά θέματα 1978, επιμέλεια Δ. Φιλιππίδη «Plural- public and private spaces of the polykatoikia in Athens», R. Woditsch «Πληθοδομές», Ζ. Κοτιώνης «Νεοελληνική αρχιτεκτονική», Δ. Φιλιππίδης «Η αρχιτεκτονική στη σύγχρονη εποχή», Π. Τουρνικιώτης «Τα επτά βιβλία της πολεοδομίας», Δ. Καρύδης «Αι Αθήναι», Κ. Η. Μπίρης «Μοντέρνα αρχιτεκτονική», K. Frampton «Η αρχιτεκτονική ως τέχνη», Π. Μιχελής «Γιώργος και Ελένη Μανέτα», εκδόσεις μουσείου Μπενάκη «6 Γ.Ο.Κ.», διπλωματική εργασία ΕΜΠ, Κ. Κυριάκος- Σ. Κριμιζή «Αστική πολυκατοικία στην Αθήνα. Έντεκα περιπτώσεις», Μπ. Μπαμπαλου, Δ. Α. Φατούρος, Θ. Φωτίου
ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ «Παρασκήνιο», ΕΡΤ- 1988 «Το ρετιρέ», σαπουνόπερα, MEGA- 1990 «Κυνόδοντας», Γ. Λάνθιμος- 2009 «Από τον Καλλικράτη στον Καλατράβα», ΕΡΤ- 2010
ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ «From Dom-ino to Polykatoikia», P. V. Aureli, M. Giudici, P. Issaias «Μετά (την) ιδιωτικότητα: Βασικές έννοιες για τη σύγχρονη αστική κατοίκηση», Π. Δραγώνας «Horror vacui: Συγχώρηση και στενοχωρία στο νεοελληνικό αστικισμό», Α. Δημητρακόπουλος ΔΟΜΕΣ INDEX
* φωτογραφικό υλικό: Μ. Μπίστη, Π. Παπαναγιώτου, προσωπικό υλικό