ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ
στη Μοντέρνα και Μετά-Μοντέρνα Αρχιτεκτονική
Ελένη Γαγλία
Η διακόσμηση, οι συμβολισμοί και η εικονολογία στο αρχιτεκτόνημα,
είναι θέματα που έχουν απασχολήσει τους αρχιτέκτονες καθ’ όλη την πορεία της αρχιτεκτονικής εξέλιξης. Τον 20ο αιώνα, αναπτύχθηκαν δύο ρεύματα τα οποία αντιμετώπισαν με διαφορετικές προσεγγίσεις και ερμηνείες τις παραπάνω έννοιες. Το ένα ήταν ο Μοντερνισμός, που στα πλαίσια του φονξιοναλισμού και πουρισμού που επιδίωκε, επιχείρησε να απογυμνώσει τα κτίρια από ο,τιδήποτε μη λειτουργικό και χρηστικό. Από την άλλη, ο Μετά Μοντερνισμός που έρχεται κάποιες δεκαετίες αργότερα, ασκώντας κριτική σε πολλά σημεία στις αρχές του Μοντέρνου, αντιμετωπίζει την αρχιτεκτονική ως φορέα μηνυμάτων και τη διακόσμηση ως μέσο επικοινωνίας. Tα δυο κείμενα λοιπόν που εξετάζονται παρακάτω, τοποθετούνται χρονικά αντίστοιχα στις δυο αυτές φάσεις και απηχούν τις αντίστοιχες ιδεολογίες.
1. Gilbert Lupfer, «Aντολφ Λόος», στο ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ. Από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα, TASCHEN, 2005, σελ. 674
2. Στο ίδιο, σελ. 676
3. Kenneth Frampton, Μοντέρνα Αρχιτεκτονική. Ιστορία και Κριτική, ΘΕΜΕΛΙΟ, 2009, σελ. 89
Από τη μια, o Adolf Loos (1870- 1933), γιος λιθοδόμου και μαθητευόμενος κτίστης, πριν στραφεί στην Αρχιτεκτονική, είχε ένα στόχο που επιδίωξε με αποστολική ζέση καθ’ όλη την καριέρα του. Την εκσυγχρονισμένη, λειτουργική αρχιτεκτονική, σχεδιασμένη δίχως καλλιτεχνικά στολίδια. Αντιπαρέβαλε τους «διεστραμμένους» αρχιτέκτονες συναδέλφους του προς τους τεχνίτες που δεν τους είχε «διαφθείρει» η υπερβολική εκπαίδευση1. Σημαντική επιρροή στο έργο και τις ιδέες του είχε και το ταξίδι του στην Αμερική το 1893, το οποίο μετατράπηκε σε τριετή παραμονή, και η επαφή του εκεί με τη Σχολή του Σικάγο και τους νεωτερισμούς της. Επιστρέφοντας λοιπόν στη Βιέννη, στρέφεται ενάντια στους καλλιτέχνες της Art Nouveau και όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει «Χρειαζόμαστε έναν πολιτισμό των ξυλουργών. Εάν όσοι ασχολούνται με τις εφαρμοσμένες τέχνες αρχίσουν πάλι να ζωγραφίζουν πίνακες και να σκουπίζουν δρόμους, θα το έχουμε»2. Στο κείμενο λοιπόν “Ornament and Crime” που δημοσιεύει, χωρίς εικονογράφηση, το 1908- άμεσα επηρεασμένος από το δοκίμιο “Ornament in Architecture”(1892) του Luis Sullivan3 - απαξιεί και καταδικάζει την διακόσμηση ως κάτι άχρηστο για τον πολιτισμό και ανασταλτικό για την εξέλιξη. Πιο συγκεκριμένα, η φράση του Sullivan που τον επηρεάζει ιδιαίτερα είναι η εξής, «Θα μας ωφελούσε πάρα πολύ αν για ένα διάστημα αφήναμε κατά μέρος το διακοσμητικό και συγκεντρώναμε την προσοχή μας αποκλειστικά στην κατασκευή καλλίμορφων στην απλότητα τους και χαριτωμένων κτισμάτων». Αν και ο ίδιος δε θεωρείται επίσημος εκπρόσωπος του Μοντέρνου, καθώς σχετίζεται με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο και δεν ασπάστηκε τις υπόλοιπες ιδέες του, δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι χρονικά βρισκόμαστε στην περίοδο που ακμάζει ο Μοντερνισμός, ένα κίνημα που αναζητεί μια νέα γλώσσα για να απαντήσει στην εποχή του και στις απαιτήσεις της και επιχειρεί μια αποκοπή και άρνηση της ιστορίας και του παρελθόντος. Η βασική αρχή που ακολουθούσε ήταν ότι, αν ένα στοιχείο αφαιρεθεί από το κτίριο και αυτό παραμείνει λειτουργικό, όσον αφορά τη δομή,
1
τις παροχές και το χωρικό πρόγραμμα, τότε το στοιχείο αυτό θεωρείται άχρηστο και η προσθήκη του για ωραιοποίηση του κτίσματος δεν είναι οικονομική4. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν διακηρύττει και ο Loos, ότι ο διάκοσμος είναι η καταστροφή της αισθητικής εξέλιξης. Δεν εντοπίζει καμία σχέση της διακόσμησης με το σύγχρονο άνθρωπο και πολιτισμό και υποστηρίζει ότι είναι σημάδι εκφυλισμού. Πιο χαρακτηριστικά αναφέρει στο κείμενο του, «Ο σύγχρονος διάκοσμος δεν έχει ούτε προγόνους ούτε απογόνους, ούτε παρελθόν ούτε μέλλον. Αρέσει στους ακαλλιέργητους εκείνους ανθρώπους, που αγνοούν το πραγματικό μεγαλείο των καιρών μας, σύντομα όμως θα τον απορρίπτουν και αυτοί». Για τον Loos το διακοσμητικό είναι ένας μηχανισμός σχεδιασμένης απαρχαίωσης, καθώς καθετί διακοσμημένο παρέρχεται γρήγορα, σε αντίθεση με ένα καθαρά χρηστικό αντικείμενο που μπορεί να αντέξει αισθητικά όσο και φυσικά. Θεωρεί ότι η τέχνη είναι τέχνη, αλλά τα χρηστικά αντικείμενα είναι χρηστικά αντικείμενα και πρέπει να παραμένουν εκτός τέχνης5. «Η εξέλιξη του πολιτισμού ισοδυναμεί με την απομάκρυνση του διακοσμητικού στοιχείου από τα χρήσιμα αντικείμενα». Κατά τον ίδιο, το μεγαλείο της εποχής του είναι ακριβώς ότι απελευθερώθηκε από τη σκλαβιά του διακοσμητικού. Πέρα όμως από αισθητικούς λόγους, ο διάκοσμος ήταν αδιανόητος για τον Loos και για έναν επιπλέον λόγο, αυτόν της οικονομίας υλικού και χρόνου. Το ενδιαφέρον κομμάτι με τον Loos, είναι ότι όταν κανείς εξετάζει τα κτίρια που σχεδίασε, ενώ εξωτερικά παρουσιάζουν την απλότητα που διακήρυττε, στο εσωτερικό τους είναι εκλεκτικά. Στο κείμενο του, είχε συμφωνήσει με την εκλεκτική χρήση του αρχαιολογικού διακόσμου, ενώ παράλληλα είχε αποκλείσει κατηγορηματικά τη χρήση της σύγχρονης διακόσμησης. Απεικονίζεται λοιπόν ο διχασμός που χαρακτήρισε το έργο του ανάμεσα στην άνετη απλότητα και την αυστηρή μνημειακότητα.6 Ο Loos αγαπούσε τα πολυτελή υλικά και τα χρησιμοποίησε σε μεγάλο βαθμό στα κτίρια του. Αλλά δεν τα αντιμετώπιζε ως στοιχεία που αναπληρώνουν τη διακόσμηση, αλλά στοιχεία που την ξεπερνούν σε πολυτέλεια7. Μάλλον γιατί αναγνώριζε μια φυσικότητα που δεν την έβρισκε στο επιτηδευμένο στολίδι.8 Από την άλλη στην μεταμοντέρνα πλέον αρχιτεκτονική, που άσκησε αυστηρή κριτική στο Μοντέρνο, υπάρχει μια διαφορετική θεώρηση και προσέγγιση της αρχιτεκτονικής. Σε απάντηση της αποτυχίας του Μοντέρνου σε πολλές περιπτώσεις, οι μετά μοντέρνοι αρχιτέκτονες προσπάθησαν να εισαγάγουν ξανά τη διακόσμηση, το χρώμα, το διακοσμητικό στοιχείο και την ανθρώπινη κλίμακα στα κτίρια. Η μορφή πλέον δεν καθοριζόταν μόνο από τις λειτουργικές απαιτήσεις ή την μινιμαλιστική εμφάνιση9.Ένα θέμα που τους απασχολεί επίσης σοβαρά είναι η επικοινωνία και η μεταφορά. Οι άνθρωποι κατά κανόνα βλέπουν τα κτίρια σε σύγκριση με άλλα ή σε σχέση με παρόμοια αντικείμενα, με άλλα λόγια λειτουργούν συνειρμικά. Αυτό λοιπόν που επιχείρησαν οι
4. Ford Lumban Gaol, Seifedine Kadry, Marie Taylor, Pak Shen Li, Recent Trends in Social and Behaviour Sciences: Proceedings of the International Congress on Interdisciplinary Behaviour and Social Sciences, 2014, σελ.158 5. Gilbert Lupfer, «Aντολφ Λόος», στο ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ. Από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα, TASCHEN, 2005, σελ. 676 6. Kenneth Frampton, Μοντέρνα Αρχιτεκτονική. Ιστορία και Κριτική, ΘΕΜΕΛΙΟ, 2009, σελ. 91 7. “One should remember that quality materials and good workmanship do not simply make up for a lack of ornamentation; they far surpass it in luxuriousness. More than that, they make ornamentation redundant. Nowadays, even the most vulgar person would hesitate to decorate a fine wood with inlay work, engrave over the natural patterns of a marble slab, or cut a magnificent silver fox into small squares to make a chessboard design with other furs…Fine material is God’s own wonder”. Adolf Loos, “Hands Off”, 1917 8.“That is the correct way; the logical way architects should go about their business. That was the order in which mankind learned to build. In the beginning we sought to clad ourselves, to protect ourselves from the elements, to keep ourselves safe and warm while sleeping. We sought to cove ourselves. Originally consisting of animal furs or textiles, this covering is the earliest architectural feature.”,Adolf Loos, “The Principle of Cladding”, 1898 9. Ford Lumban Gaol, Seifedine Kadry, Marie Taylor, Pak Shen Li, ο.π., σελ.157
2
10. Charles Jenks, The language of post modern Architecture, Rizolli International Publication, 1984, σελ. 14 11. Gilbert Lupfer, «Ρόμπερτ Βεντούρι», στο ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ. Από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα, TASCHEN, 2005, σελ. 793
12. Στο ίδιο, σελ. 790
13. Στο ίδιο, σελ. 792
14. “Why not transmit public messages via public or civic buildings, or through modest ornament on private front doors or community entrances?”, Matt Shaw, “How Contemporary Architecture learned to love Ornament” (2014), http://architizer.com/blog/ how-contemporary-architecture-learned-to-love-ornaments
15. Gilbert Lupfer, «Ρόμπερτ Βεντούρι», στο ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ. Από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα, TASCHEN, 2005, σελ. 792
3
μετά μοντέρνοι ήταν συνδυάζοντας μια μεταφορά στο σχεδιασμό του κτιρίου, να προσδώσουν περαιτέρω νοήματα10. Πειραματίζονται λοιπόν και αναζητούν συμβολισμούς και μέσα επικοινωνίας στην αρχιτεκτονική, ώστε να προκαλέσουν, να κριτικάρουν, να σχολιάσουν και επιπλέον να κάνουν το κτίριο μέσα από την αφήγηση των συμβολισμών ενδιαφέρον σε κάθε εποχή. Το Μετά Μοντέρνο έγινε δημοφιλές τη δεκαετία του 1960 ως ειρωνική επίδειξη της ποικιλίας και της αντίφασης και ταυτόχρονα ως μια αθώα κι αισιόδοξη σχέση με την ιστορία και την καθημερινότητα.11 Στα πλαίσια αυτά λοιπόν, γράφεται το δεύτερο κείμενο που εξετάζεται, «Learning from Las Vegas»(1972) του Venturi και Scott Brown. Αναγνωρίζονται εδώ στη διακόσμηση και την εικονολογία μηνύματα και αξίες πέρα από την οπτική συνεισφορά. Ο συνδυασμός και άλλων τεχνών, όπως η ζωγραφική και η γλυπτική, με την αρχιτεκτονική, όχι μόνο δεν κατακρίνεται, αλλά συλλαμβάνεται ως ένας τρόπος πιο αποτελεσματικής μετάδοσης του μηνύματος. «Η ανάμιξη στυλ σήμαινε ανάμιξη μέσων». Τα έργα του Venturi συγκεκριμένα διέπονται από μια παιγνιώδη χρήση στοιχείων της κλασσικής αρχιτεκτονική12. Η εικονολογία θεωρείται ότι παραγκωνίστηκε επιφανειακά από τους Μοντερνιστές, οι οποίοι ναι μεν υπηρετούσαν μια αρχιτεκτονική υποταγμένη στη λειτουργικότητα, την τεχνολογία της κατασκευής και την οικονομία, αλλά στο βάθος της και η Μοντέρνα αρχιτεκτονική λειτουργεί μέσω της αναλογίας, του συμβόλου και της εικόνας. Επιδίωξη του Venturi είναι λοιπόν να εστιάσει σε αυτές τις αφηγηματικές και συμβολικές κατηγορίες που αποδοκιμάστηκαν από το Μοντέρνο. Μείζων στόχος του, ως θεωρητικού και ως αρχιτέκτονα, ήταν να ξανακάνει την αρχιτεκτονική φορέα συμβόλων.13 Χαρακτηριστικά, η Scott Brown θα πει αργότερα σε μια συνέντευξη, «Γιατί να μην μεταδίδονται δημόσια μηνύματα μέσω δημόσιων ή δημοτικών κτιρίων, ή μέσω μικρών διακοσμήσεων σε ιδιωτικές πόρτες ή κοινοτικές εισόδους;»14 Για την ακρίβεια, οι συγγραφείς θεωρούν ότι το Μοντέρνο επιδίωξε να ενσωματώσει το συμβολισμό στη μορφή, και δίνουν το παράδειγμα του κτιρίου- πάπια που ήταν αυτό που συμβολικά έκανε ο Μοντερνισμός. Στο κτίριο-πάπια (The Duck) έχουμε την υποταγή της αρχιτεκτονικής από τη συμβολική μορφή, το κτίριο-σύμβολο. Τα κτίρια του Μοντερνισμού αποτελούν συμβολισμούς της βιομηχανικής εποχής και της κουλτούρας που τον γέννησε. Κτίρια που έμοιαζαν με μηχανές, υπερωκεάνια, εργοστάσια. Το κτίριο- μηχανή που οραματιζόταν ο LC ήταν το καθρέφτισμα της εποχής του στην αρχιτεκτονική. Δίπλα στην πάπια, οι συγγραφείς αντιπαραθέτουν το διακοσμημένο παράπηγμα (Decorated Shed), που δεν είναι παρά ένα λειτουργικό κουτί που χρησιμοποιεί σύμβολα. Οι διακοσμήσεις του και το σήμα της φίρμας δείχνουν τη λειτουργία του, εντελώς ανεξάρτητα από την αρχιτεκτονική του15. Αυτό το μοντέλο είναι που εξετάζουν και προωθούν εκείνοι ως αποτελεσματικό μέσο επικοινωνίας και μετάδοσης μηνυμάτων. Ήταν αυτό που συνέβαινε στις παλιότερες αρχιτεκτονικές μορφές, όπως σε ένα γοτθικό ναό ή σε
μια τράπεζα της Αναγέννησης και ήταν και αυτό που αναγνωρίζουν, με έναν νέο και διαφορετικό τρόπο, στον εμπορικό δρόμο του Las Vegas. Εκεί, οπού κυριαρχεί η εμπορική αρχιτεκτονική και η πόλη καταλαμβάνεται από διαφημιστικές πινακίδες που τοποθετούνται πρόσθετα στο κτίριο και λειτουργούν ως κωδικοποιημένα μηνύματα, όπως παλιότερα τα διακοσμητικά στοιχεία. Το ενδιαφέρον είναι ότι και ο Venturi αναφέρει την έννοια της οικονομίας, που είχε απασχολήσει και τον Loos, αλλά εκείνος τη βλέπει από τη σκοπιά της οικονομίας χρόνου μετάδοσης του μηνύματος. Στο σκηνικό του Las Vegas λοιπόν, αναμιγνύεται η λαϊκή, ευτελής, καθημερινή με την υψηλή τέχνη σε μια υπερβολική προσπάθεια επικοινωνίας. Προτρέπουν να μάθουμε από το καθημερινό και το κοινότυπο, σε μια προσπάθεια να άρουν τα σύνορα μεταξύ μιας υψηλής αρχιτεκτονικής, που ήθελε ο Μοντερνισμός, και μιας ευτελούς και καθημερινής. Συγκεκριμένα αναφέρουν, «Δε χρειάζεται να σου αρέσει κάτι για να μάθεις από αυτό». Επίκεντρο δεν είναι τα επιμέρους αρχιτεκτονήματα, αλλά η αρχιτεκτονική ως ένα επικοινωνιακό μέσο που κυριαρχεί στο χώρο. Παρά το χάος και την ασχήμια, που οι συγγραφείς δεν τα αρνούνται, εντοπίζουν δείγματα επιτυχούς οργάνωσης μιας ζωντανής, πολυπρόσωπης και αντιφατικής πόλης, η οποία ανθεί χλευάζοντας τα ιδεώδη του Μοντερνισμού16.
16. Στο ίδιο, σελ. 792
Και τα δυο αποτελούν κείμενα που επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την αρχιτεκτονική σκέψη και εξέλιξη. Η διακόσμηση εμφανίζεται και στις δυο περιπτώσεις ως ο κύριος προβληματισμός, αλλά το κοινωνικό και πολιτικό υπόβαθρο διαφέρει σημαντικά, κάτι που δικαιολογεί και τη διαφορετική αντιμετώπιση της. Το κείμενο του Loos θεωρείται από πολλούς ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αρκετών ιδεών του Μοντέρνου και της σχολής Bauhaus, και άλλαξε για πολλά χρόνια τον τρόπο που η Αρχιτεκτονική αντιλαμβανόταν το στολίδι. Από την άλλη, το κείμενο του Venturi, έρχεται στη μεταβιομηχανική κοινωνία, την κοινωνία της πληροφορίας, όπου δίνεται γενικότερα έμφαση στην επικοινωνία , να κάνει τη μετάβαση από την Αρχιτεκτονική ως μορφή, στην Αρχιτεκτονική ως φορέα μηνυμάτων. Μέσα από αυτή τη διαφωνία ανάμεσα στα δυο ρεύματα της αρχιτεκτονικής, διακρίνεται η πολυπλοκότητα του συμβολισμού, που δεν ταυτίζεται πάντα με τη διακόσμηση. Το μοντέρνο εναντιώθηκε στη χρήση της διακόσμησης, ως μέσου ωραιοποίησης, γιατί θεώρησε και εκτίμησε διαφορετικά το ωραίο. Μια άποψη που δικαιολογεί τη στροφή του Μοντερνισμού μακριά από τη διακόσμηση, είναι ότι πλέον δεν ήταν σημάδι πλούτου και πολυτέλειας. Με τη μαζική παραγωγή, όταν ο καθένας μπορούσε να έχει φτηνά διακοσμητικά στοιχεία, αναζητήθηκε μια άλλη μορφή που να προσδίδει την πολυτέλεια και βρέθηκε στις απλές μορφές με τα πολυτελή υλικά17. Μια άλλη, θα μπορούσε να είναι ότι σχεδίαζαν για τη μεσαία τάξη, οπότε ήθελαν η αρχιτεκτονική
17. Edwin Heathcote, “The problem with the ornament”(2015), https:// www.architectural-review. com/archive/viewpoints/ ornament-is-the-language-through-which-architecture-communicates-with-a-broader-public/8687822.article
4
18. Tajuddin Mohd. Rasdi & Mastor Surat, A Discourse on PostModernism and its Implication on Mosque Architecture and the Use of Domes, Journal of Architecture 19. Charles Jenks, The language of post modern Architecture, Rizolli International Publication, 1984, σελ. 7 20. “the shape of a building is the ornament in contemporary architecture. While the traditional definitions of ornament are used, however, the overall case seems slightly ambivalent about the “why” of ornament at the building scale. Communicating something about context and function are the primary goals, according to van Raiij, slightly bound by the annals of history” Edwin Heathcote, “The problem with the ornament”
5
τους να είναι οικονομική και λειτουργική. Για να υπηρετήσουν όμως το σκοπό τους, παραμέρισαν σκοπίμως παράγοντες ή περίπλοκα θέματα, όπως ο ανθρώπινος χαρακτήρας, ο συμβολισμός και το κλίμα18. Από την άλλη, οι Μεταμοντέρνοι, που γεννήθηκαν πάνω στην κατάρρευση του Μοντέρνου και ήθελαν να εδραιώσουν τις απόψεις τους, χρησιμοποίησαν ακριβώς το μέσο που είχε περιφρονήσει το Μοντέρνο και ισχυρίστηκαν ότι «τέχνη, διακόσμηση και συμβολισμός είναι ουσιώδη για την αρχιτεκτονική, γιατί ανυψώνουν το νόημα της, το κάνουν καθαρότερο και του δίνουν μεγαλύτερη απήχηση»19. Συμβολισμοί και νοήματα ενυπάρχουν εξίσου σε ένα γοτθικό ναό, σε ένα μοντέρνο, σε ένα μεταμοντέρνο και σήμερα πλέον σε ένα σύγχρονο κτίριο20. Αυτό που αλλάζει όμως είναι οι κοινωνικό-πολιτικές συνθήκες και επιταγές κάθε εποχής και ως εκ τούτου και η αρχιτεκτονική, ως αναπαράσταση της εκάστοτε κοινωνίας και της ιστορίας. Σκοπός δεν είναι να αναλωθούμε στο ποια αρχιτεκτονική επικοινώνησε αποτελεσματικότερα, αλλά στο τι προσπαθούσε να εκφράσει τη στιγμή που δημιουργήθηκε και ποιες οι συνθήκες που τη διαμόρφωσαν. Ίσως εν τέλει μπορούμε να εντοπίσουμε και ένα κοινό στοιχείο ανάμεσα στους δυο αυτούς φαινομενικά εκ διαμέτρου αντίθετους αρχιτέκτονες, την εναντίωση σε όσα προϋπήρχαν και την προσπάθεια να εκφράσουν κάτι καινούργιο.
Βιβλιογραφία Andrews, Brian, “Ornament and Materiality in the work of Adolf Loos”, στο Material Making: The Process of Precedent, Association of Collegiate Schools of Architecture, 2010, σελ. 438-445 Frampton, Kenneth, Μοντέρνα Αρχιτεκτονική. Ιστορία και Κριτική, εκδ. ΘΕΜΕΛΙΟ, 2009 Ford, Lumban Gaol, Seifedine, Kadry, Marie, Taylor, Pak, Shen Li, (επιμ.), Recent Trends in Social and Behaviour Sciences: Proceedings of the International Congress on Interdisciplinary Behaviour and Social Sciences 2013, CRC Press, London 2014, σελ. 155-160 Heathcote, Edwin, “The problem with the ornament”, The Architectural Review, 3 Σεπτέμβρη 2015, στο https://www.architectural-review.com/rethink/ viewpoints/ornament-is-the-language-through-which-architecture-communicates-with-a-broader-public/8687822.article, τελευταία επίσκεψη Ιανουάριος 2017 Jenks, Charles, The language of post modern Architecture, Rizolli International Publication, 1984 Καρβέλης, Σταύρος, Παπαδέα, Σοφία (επιμ.), Αρχιτεκτονική Θεωρία. Από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα, μτφ. Μαρτινίδης Πέτρος, εκδ.TASCHEN/ΓΝΩΣΗ, 2005 Loos, Adolf, “The Principle of Cladding”, 4 Σεπτέμβρη1898, στο Loos, Adolf, Spoken into the void: collected essays 1897-1900, Newman Jane & Smith John (μτφ), The MIT Press, Cambridge 1982, σελ.66-69 Shaw, Matt, “How Contemporary Architecture learned to love Ornament”, Architizer, 1 Ιούλιου 2014, στο http://architizer.com/blog/how-contemporary-architecture-learned-to-love-ornaments/, τελευταία επίσκεψη Ιανουάριος 2017 Mohd. Tajuddin, Mohd. Rasdi & Mastor, Surat, A Discourse on PostModernism and its Implication on Mosque Architecture and the Use of Domes, Journal of Architecture
6
Ειδικά Θέματα Ιστορίας και Θεωρίας της Πόλης και της Αρχιτεκτονικής Ι Διδ.: Κάλφα Κ. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Ι Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών 2016-17