12 minute read

Τα πατροπαράδοτα «∆ωδεκαήµερα», του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά

Κείµενα - Συγγραφή: Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς Έρευνα - Εικαστικό Υλικό: Βασιλική Αθ. Μαντζώρου, Κωνσταντίνος Ελ. Σκιαδάς, Αναστασία Ιορδάνη

Advertisement

ΟΟι εορτές στη ζωή μας διαδραματίζουν λυτρωτικό ρόλο.

Μας επιτρέπουν να αποβάλουμε τον μανδύα της καθημερινότητος και να ενδυθούμε εκείνον τον πολύχρωμο που προκαλεί ευχάριστα συναισθήματα. Πρωτεύουσα θέση κατέχουν ίσως, στον κόσμο των παιδιών αλλά και των μεγάλων, τα πατροπαράδοτα «Δωδεκαήμερα». Ο καθείς και η καθεμία έχουμε τοποθετήσει στο κουτί των αναμνήσεών μας εμπειρίες, χρώματα, αρώματα, ήχους, εικόνες και συναισθήματα. Άλλοτε αθώα και ευχάριστα και συχνά μοναχικά και ανικανοποίητα. Κάπου κρύβεται το τρίγωνο με τα κάλαντα, η θαλπωρή και η αγκαλιά του γονιού, η σκανταλιά του δρόμου, οι τρυφερές κουβέντες και οι μυρωδιές του φούρνου της γειτονιάς. Ας συνοδεύσουμε, λοιπόν, τα μηνύματα των ημερών με ελπίδα και ευχές. Οπωσδήποτε, δεν έχουμε τη δυνατότητα να αλλάξουμε όλα όσα επιθυμούμε ούτε να διατηρήσουμε στη σκέψη μας μόνον τις στιγμές ευτυχίας. Ωστόσο, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη δοκιμασμένη συνταγή. Τον παραδοσιακό εορτασμό, όπως μας έρχεται από τα βάθη του χρόνου. Διότι για κάποιους ανεξήγητους λόγους η παράδοση επιτρέπει, με μαθηματική ακρίβεια, να αναδυθούν τα παιδικά συναισθήματα που Τα πατροπαράδοτα «Δωδεκαήμερα» κρύβουμε στην ψυχή μας. Και μην ξεχάσουμε να σπάσουμε το ρόδι, για να σκορπιστεί η ευτυχία του πολύσπορου καρπού!

Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

2

Τ παρ τῷ λαῷ ν Ἀθ ναις τελο µενα ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΑ

( Ἑστία, 25 ∆εκεμβρίου 1877)

Τά δωδεκαήμερα ἄρχονται ἀπό τῆς ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων καί περατοῦνται τήν παραμονήν τῶν Φώτων. Ἄρχονται δέ κυρίως τό ἑσπέρας τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων· διότι τότε τά παιδία, περιερχόμενα ἐν ταῖς γειτονείαις, ψάλλουσι τήν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ, Καλήν ἑσπέρα, ἄρχοντες· ἄν ἦναι ὁρισμός σας Χριστοῦ τήν θείαν γέννησιν νά πῶ στ᾽ ἀρχοντικό σας κτλ.

κατά τό γνωστότατον ἐν Ἀθήναις ἔντυπον ᾆσμα, ὅπερ ὅμως, ἐάν εἰκάσῃ τις ἐκ τοῦ μακαρονικοῦ ὕφους τῆς γλώσσης καί τῆς ὁμοιοκαταληξίας, πείθεται ὅτι δέν προέρχεται ἀπό τοῦ λαοῦ, οὐδέ παλαιόν πολύ ὅτι εἶναι. Ἀντ᾽ αὐτοῦ ἐλέγετο ἄλλοτε ἐν Ἀθήναις ἀνομοιοκατάληκτον εἰς δημώδη γλῶσσαν ᾆσμα, οὗ τινος ἡ ἀρχή ἦτο, Χριστόγεννα, πρωτόγεννα, πρώτη γιορτή τοῦ χρόνου, πρῶτα γεννήθη κι᾽ ὁ Χριστός στή πόλι Γαλιλαία.

Τήν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων προσπαθεῖ ἕκαστος νά ἔχῃ τήν τράπεζαν αὐτοῦ πλουσιωτάτην, διότι ἡ ἡμέρα αὕτη πίπτει ἐν χειμῶνι, ὅτε πρέπει τις νά τρώγῃ καλῶς, ὅπως θερμανθῇ, καθώς τό Πάσχα πάλιν φρονοῦσιν ὅτι πρώτιστα πάντων, ἐπειδή τότε εἶναι καλοκαιρία, ὀφείλει ἕκαστος νά φέρῃ καινουργῆ ἐνδύματα ἐπί τούτῳ λέγουσι τήν ἑξῆς παροιμίαν ἐπί τῆς ὀκνηρίας· Γλυκός ὁ ὕπνος τό πρωΐ, γδυμνός ὁ ..... τή Λαμπρή·

λέγουσι δέ καί ταύτην· «νἆχα τοῦ Χριστοῦ νά φάω καί τήν Λαμπρή νά φόρηγα». Τήν παραμονήν τῆς πρώτης τοῦ ἔτους, περιερχόμενα πάλιν τά παιδία, ψάλλουσι τόν Ἅγιον Βασίλειον:

Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται ἀπό τήν Καισαρεία, βαστάει πένα καί χαρτί, χαρτί καί καλαμάρι· Βασίλη, ξέρεις γράμματα, πές μας τό ψαλητῆρι· ξερό ᾽ταν τό ῥαβδάκι του χλωρούς βλαστούς πετάει κι᾽ ἀπάνω στούς χλωρούς βλαστούς περδίκια τραγουδοῦνε· ὄχι περδίκια μοναχά παρά καί χελιδόνια.

Κατασκευάζουσι δέ γλυκά διά τήν πρώτην τοῦ ἔτους, ὅπως φάγωσιν ἐξ αὐτῶν καί οὕτως ὅλον τό ἔτος ἡ ζωή των εἶναι γλυκεῖα. Ἐκτός τούτων κατασκευάζουσι μέγαν καί δι᾽ ἀρωμάτων ἐζυμωμένον ἄρτον, ἐν ᾧ ἐνθέτουσι νόμισμά τι· τοῦτον διαιροῦσιν εἰς τόσα τεμάχια, ὅσα εἶναι τά μέλη τῆς οἰκογενείας· ἐκτός δ᾽ αὐτῶν χωρίζουσι τεμάχιον τῆς οἰκίας, τοῦ σπητιοῦ, θύοντες αὐτό εἰς τούς ἐφεστίους, οὕτως εἰπεῖν, θεούς, εἰς τήν τύχην τῆς ἐν γένει οἰκογενείας, καί ἄλλο τεμάχιον διά τούς πτωχούς, ὅπερ διανέμουσιν εἰς τούτους. Τήν δ᾽ ἡμέραν τῆς πρώτης τοῦ ἔτους πορευόμενοι εἰς τήν ἐκκλησίαν λαμβάνουσι μεθ᾽ ἑαυτῶν καρπόν ῥοιᾶς, ὅν ἀφ᾽ ἑσπέρας ἐκθέτουσιν εἰς τά ἄστρα, ἵνα λειτουργηθῇ· ἐπανερχόμενοι δ᾽ ἐκ τῆς ἐκκλησίας θραύουσιν αὐτόν, κτυπῶντες ἄνωθεν τῆς θύρας τῆς εἰσόδου ἔνδοθεν τοῦ οἴκου, λέγοντες «ὅσα σπυριά ἔχει τό ῥόϊδι, τόσα καλά νά χυθοῦν ’στό σπῆτί μας τοῦτο τό χρόνο»· λέγουσι δέ πάλιν ἀποστρεφόμενοι πρός τούς δαίμονας τοῦ οἴκου· «ὄξω ψύλοι, ὄξω κορέοι, ὄξω τά κακά τά λόγια· μέσα ὑγεία, μέσα εὐτυχία, μέσα τά καλά τοῦ κόσμου». Τήν δέ παραμονήν τῶν Φώτων πάλιν οἱ παῖδες ψάλλουσι τά Καλήμερα, διά τοῦ ἑπομένου ᾄσματος· Καλήμερα, καλήμερα, καί πάντα καλημέρα, κι᾽ ἄς τόν καλημερίσουμε τοῦτόν μας τόν ἀφέντη· ἀφέντη μου, πεντάφεντε, πέντε βολαῖς ἀφέντη, πέντε κρατοῦν τό μαῦρό σου κι᾽ ὀκτώ τό σαληβάρι καί δέκα σέ παρακαλοῦν ἀφέντη καβαλάρη· καβαλικεύεις χαίρεσαι, πεζεύεις καμαρόνεις κι᾽ ὅπου πατεῖ τό μαῦρό σου πηγάδια φανερόνει· πηγάδια, πετροπήγαδα κι᾽ αὐλαῖς μαρμαρομέναις. Πολλά ᾽παμε τ᾽ ἀφέντη μας ἄς ποῦμ᾽ καί τῆς κυρᾶς μας· Κυρά ψηλή, κυρά λυγνή, κυρά καμπανοφρύδα, κυρά μ᾽ ὅταν στολίζεσαι νά πᾷς στήν ἐκκλησιά σου βάζεις τόν ἥλιο πρόσωπο καί τό φεγγάρι ἀστῆθι καί τοῦ κοράκου τό φτερό βάζεις καμπανοφρύδι. Πολλά ᾽παμε καί τῆς κυρᾶς ἄς ποῦμε καί τῆς κόρης· ἔχεις καί κόρην εὔμορφη, πραγματευτής τήν θέλει, ἄν ἦναι καί πραγματευτής πολλά προικιά γυρεύει· γυρεύ᾽ ἀμπέλ᾽ ἀτρύγητα, χωράφια μέ τά στάχια, γυρεύει καί τή Βενετιά μ᾽ ὅλα της τά παλάτια. Πολλά ᾽παμε τῆς κόρης της, ἄς ποῦμε καί τοῦ γιοῦ της·

1. ∆ιακοσµητικό χαρακτικό από τις σελίδες της «Εστίας». 2. «Τα Κάλαντα», σκίτσο Κ. ∆ηµητριάδη (αρχείο Συλλόγου των Αθηναίων)

3

3. Καλλικάντζαροι σε στέγη, σκίτσο (1950). 4. «Τα Κάλαντα», έργο Σπ. Βασιλείου

ἔχεις καί γιό στά γράμματα καί γιό στό ψαλητῆρι, νά δώσ᾽ ὁ Θιός κι᾽ ἡ Παναγιά νά βάλῃ πετραχεῖλι. Ἐδῶ ποῦ τραγουδήσαμε πέτρα νά μή ῥαγίσῃ κι᾽ ὁ νοικοκύρης τοῦ σπητιοῦ πολλούς χρόνους νά ζήσῃ. Ἐφάγαμε τόν κόκορα, ἄς φᾶμε καί τήν κότα, δό μας κυρά τόν κόπον μας νά βγοῦμ᾽ ἀπό τήν πόρτα.

Οὕτω περατοῦνται τά δωδεκαήμερα. Κατά τήν διάρκειαν δ᾽ αὐτῶν φρονοῦσιν ὅτι ἐπισκέπτονται τήν γῆν οἱ Καλλικάντζαροι, οἱ Κωλοβελόνιδες, ὅπως ἀποκαλοῦσιν αὐτούς ἐν Ἀθήναις. Οἱ Κωλοβελόνιδες εἶναι δαίμονες, πνεύματα κακοποιά, πολλαί δέ διηγήσεις καί ὁ φόβος τοῦ λαοῦ πρός αὐτούς μαρτυροῦσι τοῦτο. Εἰσέρχονται νύκτωρ εἰς τάς οἰκίας καί δέρουσι, φονεύουσι, πνίγουσιν, ἀπάγουσι καί τρώγουσι τούς ἀνθρώπους. Εἰσέρχονται δέ διά τῆς θύρας, προτιμῶσιν ὅμως τήν διά τῆς καπνοδόχου εἰσβολήν. Ἀλλ᾽ εὑρέθη ἀντιφάρμακον κατ᾽ αὐτῶν· οἱ δαίμονες οὗτοι φοβοῦνται πολύ τόν σταυρόν καί τό πῦρ· διό καί εἰς πᾶσαν θύραν ἐγράφετο ἕν ἤ πλείονα διακεκριμένα σημεῖα σταυροῦ, ἐκαίετο δέ κατά τά δωδεκαήμερα τάς νύκτας μακρός στύλος ὄρθιος ἐν τῇ καπνοδόχῳ. Ἠνόχλουν δέ πάντοτε τάς γυναῖκας, τάς χήρας, τάς ἐξερχομένας ἐν νυκτί πρός ὕδρευσιν, τάς μαίας. Ἰδού τινες διηγήσεις· «Ἑνοῦ Κωλοβελόνη ἡ γυναῖκα ἐκοιλοπόνα. Ἐπῆγε λοιπόν στό σπῆτι μιᾶς μαμῆς καί ἐχτύπησε τήν πόρτα· βγαίνει ἡ μαμή καί τοῦ λέγει τί θέλεις; ἔλα, τῆς λέει, καί κοιλοπονάει ἡ γυναῖκά μου· ἡ μαμή δέν τόν ἐγνώρισε, γιατί κι᾽ αὐτοί φαίνονται σάν ἄνθρωποι. Πᾶνε, πᾶνε, πᾶνε, ὄξω ἀπό τή χώρα· τότες τῆς λέει τῆς μαμῆς· ἐγώ εἶμαι Κωλοβελόνης· πάω καί σά γυρίσω, θέλω νά μοῦ ἔχει ἡ γυναῖκά μου γεννημένο παιδί ἀρσενικό, γιατί ἀλλοιῶς θά σέ φάω. Ἡ καϋμένη ἡ μαμή τά χρειάστηκε· ἔφυγ᾽ ὁ Κωλοβελόνης, γεννάει ἡ Κωλοβελόνησσα κορίτσι· τί νά κάνῃ, τί νά κάνῃ· ἐσκέφθηκε καί παίρνει ᾽λίγο κερί καί φιάνει τό κορίτσι ἀρσενικό· καί εὐτύς τό κόβει λάσπη· πάει πίσω στό σπῆτί του ὁ Κωλοβελόνης, κυττάζει τό παιδί του ἀρσενικό· τό παίρνει τό λοιπόν νά τό ζεστάνῃ στή φωτιά καί τότε φάνηκε κορίτσι· τρέχει λοιπόν στῆς μαμῆς· πάει στή πόρτα, βλέπει τό σταυρό, πάει στή καμινάδα, βλέπει τό στύλο κ᾽ ἔκαιε· ἐστάθηκε λοιπόν ἀπ᾽ ὄξω ἀπό τό σπῆτί της καί τῆς ἔλεγε· κυρά μαμή, τό παιδί ποῦ μοῦ γεννήθηκε ἔγινε κορίτσι· μά ᾽κείνη, μωρέ ᾽μμάτια μου, ἤτανε κουκουλωμένη μέ δεκαπέντε

4

παπλώματα, ὡς ποῦ ἐξημέρωσε καί ἔφυγ᾽ ὁ Κωλοβελόνης». Ἄλλο διήγημα εἶναι καί τό ἑξῆς: «Μιά γυναῖκα σηκώθηκε τή νύχτα νά πάῃ στό μύλο· ἐκεῖ ὁ μυλωνᾶς ἤτανε Κωλοβελόνης· τήν ἀγάπησε καί ἤθελε νά τήν πάρῃ· μά ᾽κεῖ πάει κ᾽ ἕνας ἄλλος χωριάτης γιά ν᾽ ἀλέσῃ· τοῦ λέει λοιπόν ἐκείνη «τό καί τό: μόνε νά μέ γλυτώσῃς· νά φορτώσῃς στό γαϊδοῦρί μου τά τσουβάλια, μέσα ᾽κεῖ βαίνεις καί μένα καί μ᾽ ἀφίνεις καί τό γαϊδοῦρί μου ξέρει τό σπῆτι» τήν ἐφόρτωσε τό λοιπόν μαζύ μέ τά τσουβάλια καί πάει στό σπῆτί της. Κατεβαίνει ἀπό τό μύλο ἀπάνω ὁ Κωλοβελόνης καί γυρεύει ποὖναι ἡ Μάρω, ποῦ ἡ Μάρω· τρέχει στό δρόμο, προφταίνει τό γαϊδοῦρι· κυττάζει, δέν ἔβλεπε τή Μάρω· ἐγύριζε γύρω γύρω τό γαϊδοῦρι καί ἔλεγε· πάνω γόμι, κάτω γόμι καί ἡ Μάρω ποῦ εἶναι; ὡς ποῦ ἔφτασε τό γαϊδοῦρι στό σπῆτι καί ἔφυγεν ὁ Κωλοβελόνης καί ἔτσι ἐγλύτωσε ἡ κακομοίρα ἡ Μάρω». Ὁ πρῶτος τῶν Κωλοβελόνιδων ἔρχεται εἰς τήν πόλιν τήν παραμονήν τῶν Χριστουγέννων, οἱ δέ λοιποί πάντες τήν ἑπομένην νύκτα· φεύγουσι δέ τήν πρωΐαν τῆς παραμονῆς τῶν Φώτων· διότι, ὡς εἴπομεν, φοβοῦνται πολύ τήν θρησκείαν, ὁ δέ σταυρός καί ὁ ἁγιασμός τῆς παραμονῆς τῶν Φώτων διώκει αὐτούς τῶν πόλεων· ἐπί τούτοις διηγοῦνται, ὅτι δύο γείτονες γυναῖκες εἶχον συμφωνήσει νά ἐγερθῶσι τήν νύκτα νά ζυμώσωσιν ἄρτους· τοῦτο μαθόντες οἱ Κωλοβελόνιδες, πολύ πρό τοῦ μεσονυκτίου ἐπορεύθησαν εἰς τήν οἰκίαν τῆς μιᾶς τῶν γυναικῶν καί κρούσαντες τήν θύραν της, γειτόνισσα, εἶπον, σήκω νά ζυμώσῃς· μετά τινα ὥραν κρούσαντες πάλιν παρέλαβον αὐτήν φέρουσαν ἐπ᾽ ὤμου τούς ἄρτους· πολλήν βαδίσαντες ὁδόν λέγουσιν εἰς αὐτήν «τώρα θά σέ φᾶμε»· σταθῆτε, τούς λέει ἐκείνη, νά σᾶς πῶ ἕνα παραμύθι· ἅμα λοιπόν τούς ἔλεγε τό παραμύθι ἐφώναξεν ὁ πρῶτος ἀλώχτερας· μαῦρος εἶσαι, λένε οἱ Κωλοβελόνιδες, καί δέ σέ φοβόμαστε (δῆλον ὅτι νύξ εἶναι εἰσέτι)· ὕστερα ἀπό ᾽λίγο ἐφώναξε ὁ δεύτερος ἀλώχτερας· κόκκινος εἶσαι τοῦ λένε καί δέ σέ φοβόμαστε (τουτέστι λυκαυγές)· στά τελευταῖα ἐφώναξεν ὁ τελευταῖος ἀλώχτερας· ἄσπρος εἶναι λένε (ἡμέρα)· Ἀντῆστε νά πηγαίνουμε γιατ᾽ ἔρχετ᾽ ὁ ζουρλόπαπας μέ τήν ἁγιαστοῦρά του καί μέ τή βρεχτοῦρά του.

«Ρόδια». Ελαιογραφία Γ. Ιακωβίδη (1853-1932).

Το ρόδι και η πλούσια σημασία του

στη λαογραφία και την ιστορία μας

Το πρωτοχρονιάτικο σπάσιμο στο σπίτι και η ευτυχία του πολύσπορου καρπού

Tο πρωτοχρονιάτικο ρόδι έχει απωλέσει την κατακόκκινα, χωρίς κουκούτσια, εύχυμα και γλυκά ή του ίδιου δένδρου έχουν τον ίδιο αριθμό σπυριών! αίγλη που διαδραμάτιζε κάποτε στα λαϊκά υπόξινα, διότι τα πολύ ξινά ρόδια δεν τους ευχαριστούσαν. Κάποτε το ρόδι μετατράπηκε και σε λαϊκό φρούτο. Τα έθιμα και τις δοξασίες. Και ήταν πολλές στα Ακόμη και ένα είδος κρασιού, το οποίο μάλιστα έχαιρε σκασμένα τρώγονταν αμέσως και τα γερά κρεμιόνταν παλαιότερα χρόνια. Προσφερόταν σε ένδειξη μεγάλης υπολήψεως, παρασκευαζόταν από ρόδια. για τον χειμώνα και πωλούνταν ακριβότερα. Κύριος αφοσίωσης προς τη μνηστή και τη νύφη. Ρόδι έσπαγε ο Εξάλλου, ο Δημόκριτος αναφέρει πως η ροδιά και η σκοπός των ροδιών που φυλάσσονταν τον χειμώνα πατέρας μπροστά στα πόδια της νεόνυμφης κόρης του για μυρτιά προκόβουν αδελφωμένες αν σμίξουν οι ρίζες ήταν για να στολίσουν τα κόλλυβα των μνημόσυνων. να την γεμίσει ευχές για πλούτο και αγαθές απολαύσεις. τους. Και στους ελληνικούς κήπους, μέχρι και τα Εξάλλου εξαφανίστηκε και ο λαϊκός τύπος που Το ρόδι διατηρούνταν κρεμασμένο στο σπίτι έως την προπολεμικά χρόνια συμβίωναν οι μυρτιές και οι ροδιές, φορούσε τα γιορτινά του και περνούσε κάτω από το άνοιξη. Συνόδευε τις αγροτικές ευωχίες του χειμώνα αλλά λες και συνέχιζαν την παράδοση. Της ροδιάς το κλαδί, παραθύρι της πιστής ή άπιστης φίλης του κρατώντας και τις αποκριάτικες διασκεδάσεις στα χωρικά σπίτια. υποστήριζαν οι αγρότες ότι εμποδίζει τα ζωύφια, πως είναι και παίζοντας στην παλάμη του ένα ρόδι (φλογοφόρος Ήταν άλλοτε καρπός σπουδαίας σημασίας και ιερός, και καλός φύλακας και προστατεύει από τους ψύλλους. ροιά). Αν ήταν δυσαρεστημένος την... κεραυνοβολούσε φυλασσόταν μαζί με τους ξηρούς καρπούς, τα σύκα, τα Σε πολλά κλαδιά απέδιδαν και υπερφυσικές δυνάμεις. ή εκδήλωνε τον ενθουσιασμό του και αποκάλυπτε τη αμύγδαλα, τα καρύδια, τις σταφίδες και Ένα κλαδάκι ροδιάς έλεγαν πως φλόγα που τον έκαιγε. τα διατηρημένα χλωρά σταφύλια. Ένα κλαδάκι ροδιάς αν έμπαινε σε ένα βάζο με κρέας Τα τελευταία χρόνια που αποκαλύφθηκε η χρησιμότητά Σταδιακά, όμως, το ρόδι έχασε τη σημασία του και άλλοι καρποί έλεγαν πως αν έμπαινε το μετέτρεπε σε τρυφερό και εύπεπτο. Ήταν μια παράδοση και τους στην ανθρώπινη υγεία, τα ρόδια επανήλθαν στην επικαιρότητα. Είτε ως χυμός είτε με ειδική επεξεργασία βρέθηκαν να πρωταγωνιστούν στην σε ένα βάζο με κρέας το αυτή της ελληνικής κουζίνας που κατέλαβαν εκ νέου τη θέση τους στη διατροφή μας. καθημερινή ζωή. Η γκρεναντίνα, το δροσιστικό σιρόπι ροδιού, το οποίο ως μετέτρεπε σε τρυφερό δεν περιλαμβανόταν στους οδηγούς μαγειρικής. Υπήρχαν και μέθοδοι Ωστόσο, η φτωχή ροδιά εκτοπίσθηκε με το πέρασμα των ετών και με τη συστηματική δενδροκομία των ποτό και αναψυκτικό προσφερόταν και εύπεπτο. Ήταν μια για να αποφεύγεται το σκάσιμο εσπεριδοειδών, των διαφόρων πυρηνοφόρων (ροδακινιάς, στις κοσμικές συγκεντρώσεις του 18ου και 19ου αιώνα, αντικαταστάθηκε από παράδοση και αυτή της του ροδιού και να καρποφορεί πολύ το δένδρο. Ενδιαφέρουσα βερικοκιάς, δαμασκηνιάς), την ανάπτυξη και διάδοση της κερασιάς, της βυσσινιάς, της αχλαδιάς, της μηλιάς τα σύγχρονα οινοπνευματώδη ποτά. ελληνικής κουζίνας που είναι, επίσης, η πληροφορία που και άλλων δένδρων. Δεν βρίσκεται πλέον το ρόδι στο Ήταν μία παράδοση που κρατούσε από τα βυζαντινά χρόνια, όταν το ρόδι δεν περιλαμβανόταν στους παραδίδεται από βυζαντινούς για τον τρόπο που μπορούν να χέρι των νέων με τις διάφορες σημασίες του ούτε σπάζει στο πάτωμα για να σκορπιστούν οι σπόροι του την γνώριζε μεγάλες δόξες. Με πολλές και οδηγούς μαγειρικής μετριούνται τα σπυριά του ροδιού. Πρωτοχρονιά, για να χαρίσει στην οικογένεια την ευτυχία ποικίλες μεθόδους έκαναν τα ρόδια Διότι, όπως υποστήριζαν, τα ρόδια που εγκλείει ο πολύσπορος αυτός καρπός.

This article is from: