8 minute read
Το άγνωστο προσκύνηµα του Νίκου Καζαντζάκη στο Άγιον Όρος
from ΕΣΤΙΑζω 15
by Espresso
του Νίκου Καζαντζάκη στο Άγιον Όρος!
Advertisement
Tης Τάνιας Χαροκόπου*
Πριν από κάποιες ημέρες το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη, σε συνδιοργάνωση με το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, παρουσίασε στη Θεσσαλονίκη μία έκθεση με εκθέματα και τεκμήρια του συγγραφέα. Η ενδιαφέρουσα αυτή έκθεση αποτέλεσε το επιστέγασμα της συνεργασίας των δύο μουσείων και, μεταξύ άλλων, εκτέθηκαν στο κοινό πρώτη φορά τα ημερολόγια και οι σημειώσεις του Νίκου Καζαντζάκη από την επίσκεψη και το προσκύνημά του στο Άγιον Όρος, καθώς και κείμενα που προσεγγίζουν βυζαντινούς χαρακτήρες, όπως ο
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο Νικηφόρος
Φωκάς κ.ά.
Αυτές και άλλες άγνωστες όψεις του Νίκου Καζαντζάκη είχαν την ευκαιρία να θαυμάσουν όσοι κατάφεραν να την επισκεφθούν. Αυτή, λοιπόν, η έκθεση μού έδωσε την αφορμή να ασχοληθώ ακόμα μία φορά με την αξιόλογη παρουσία του Νίκου Καζαντζάκη στον χώρο της λογοτεχνίας. Με την τόσο έντονη προσωπικότητά του και με τον ανήσυχο γραπτό λόγο του επιβλήθηκε όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, μιας και είναι ο πιο πολυμεταφρασμένος σύγχρονος
Έλληνας συγγραφέας.
Αφού παραθέσουμε ένα σύντομο βιογραφικό, θα σταθούμε στην πλευρά του χαρακτήρα του που άπτεται των δικών μας ενδιαφερόντων, εκείνη που αναφέρεται στον Θεό, στην ελευθερία, στις ανθρώπινες σχέσεις, στον εκκλησιαστικό τρόπο ζωής και σε διάφορα άλλα ζητήματα που τον προβλημάτισαν και τα ανέπτυξε στον δικό του πνευματικό ορίζοντα.
Ο Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της τουρκοκρατούμενης τότε Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου 1883. Σπούδασε νομικά στο
Πανεπιστήμιο της Αθήνας και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο
Παρίσι. Ταξίδεψε στο εξωτερικό ως ανταποκριτής εφημερίδων, διορίστηκε το 1919 γενικός διευθυντής στο Υπουργείο Περιθάλψεως και κατόπιν υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου. Υπήρξε σύμβουλος λογοτεχνίας της UNESCO και πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων
Συγγραφέων. Το 1956 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης, ενώ προτάθηκε για το Νόμπελ Λογοτεχνίας πέντε (!) φορές. Θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ποιητή και κατόπιν συγγραφέα, δημοσιογράφο, μεταφραστή, πολιτικό, μουσικό και φιλόσοφο. Παντρεύτηκε δύο φορές, το 1910 τη Γαλάτεια Καζαντζάκη και το 1945 την Ελένη. Πέθανε από λευχαιμία στις 26 Οκτωβρίου 1957. Όσον αφορά το έργο του, θα αναφερθούμε στα σημαντικότερα, όπως «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Ο καπετάν Μιχάλης», «Ο φτωχούλης του Θεού», η ποιητική συλλογή «Οδύσσεια» και τόσα άλλα... Ήταν πολυγραφότατος και ασχολήθηκε με κάθε είδος λόγου. Δεν υπάρχει άλλος συγγραφέας που να έχει τόσο πολύ κατηγορηθεί, συκοφαντηθεί, προπηλακιστεί για τα θέματα με τα οποία διαλέχθηκε. Θέματα και ζητήματα που αφορούν τον άνθρωπο. Γύρω από το όνομά του είχε δημιουργηθεί μια μυθολογία και ιθύνοντες νόες ασχολούνταν με το τι έκανε, τι δεν έπρεπε να κάνει, πώς έγραφε, πώς συμπεριφερόταν, ενώ έβαζαν στο μικροσκόπιο κάθε κίνησή του και με υπερβολική δόση κακίας πολεμούσαν το έργο του αλλά και τον ίδιο προσωπικά. Ο ίδιος δεν έβλαψε ποτέ κανέναν· ήταν απλοϊκός, καλοσυνάτος και πολύ αυστηρός με τον εαυτό του. Σε όλα τα έργα του ο Καζαντζάκης κάνει αναφορές στον Θεό ή, καλύτερα, στο θείο, στη θρησκεία. Εντυπωσιακό είναι πόσοι τίτλοι έργων του αφορούν τον χριστιανισμό: «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Ο φτωχούλης του Θεού», «Σωτήρας του Θεού», «Η ασκητική», «Ο τελευταίος πειρασμός» κ.ά. Είναι όλα έργα που αναφέρονται στην πίστη. Όμως, αυτές οι αναφορές δεν περιορίζονται στον χριστιανισμό. Ο ίδιος έχει καταπιαστεί με διάφορες θρησκείες και τους «θεούς» τους. Γενικότερα, το έργο του χαρακτηρίζεται από μια θρησκευτική πολυμορφία. Οι μυθοπλασίες του. Δεν πίστεψε ποτέ πως όλοι αυτοί οι διάφοροι «θεοί» υπάρχουν, υφίστανται, είναι αληθινοί. Είχε κάποιους λόγους, που δεν έγιναν ποτέ γνωστοί, να θέλει να εγκωμιάζει και να υμνολογεί διαφορετικούς θεούς… Δεν είχε αυτό να κάνει με τη δική του πίστη. Δεν ομολόγησε όμως ποτέ, γραπτώς ή προφορικώς, ότι ο ίδιος πιστεύει στον χριστιανισμό. Στο έργο του «Ασκητική» αναφέρει: «Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο, καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο και το μεταξύ των φωτεινό διάστημα το λέμε ζωή…». Και κάπου αλλού σημειώνει: «Ο Θεός δεν μας σώζει, εμείς τον σώζουμε». Αυτές οι αράδες και κάποιες άλλες σχετικές αναφορές, πάντα όμως στο πλαίσιο της εξιστόρησης σε ένα έργο, έκαναν τον εκκλησιαστικό χώρο να τον κρίνει με καθόλου ευμενή σχόλια.
Ο αφορισμός και η απαγόρευση
Πιστεύεται ότι είχε υποστεί την ποινή του αφορισμού από την Ιερά Σύνοδο. Δεν είχε όμως συμβεί αυτό, γιατί η εξόδιος ακολουθία έγινε κανονικά στη γενέτειρά του, την Κρήτη. Το έργο του γενικότερα απασχόλησε πολύ τις εκκλησιαστικές αρχές. Πολλοί άνθρωποι, κληρικοί και λαϊκοί, είχαν ζητήσει επίμονα να απαγορευτεί η κυκλοφορία των βιβλίων του, με το σκεπτικό πως ήταν έργα-βλασφημίες. Το ίδιο έγινε και το 1970, όταν ξεκίνησε η τηλεοπτική προβολή της σειράς «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», βασισμένη στο ομώνυμο έργο
του. Οι έντονες αντιδράσεις ήταν υπερβολικές. Όλες όμως οι αντιδράσεις καταλάγιασαν όταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, σε μια επίσκεψή του στην Κρήτη, είχε ερωτηθεί από δημοσιογράφους για τον Καζαντζάκη και είχε απαντήσει: «Τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη κοσμούν την πατριαρχική βιβλιοθήκη».
Ο ίδιος ο Καζαντζάκης έλεγε για τον λεκτικό φοβισμό που είχε υποστεί: «Στο δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση». Σε σημειώσεις του, πάλι, αναφέρει: «Πέμπτη 19 Μαρτίου… Μεγάλη Πέμπτη. Μεγάλη η συγκίνηση στην εκκλησία. Ο Εσταυρωμένος μού φάνηκε δικός μου». Ή αλλού έγραφε: «Θε μου, σ’ ευχαριστώ γιατί με λύτρωσες από την Επιστήμη, την Τέχνη, το Καθήκον, κι από όλα τα ιδανικά. Σ’ ευχαριστώ γιατί μ’ έσωσες κι από τον θάνατο, που δεν μπορούσα να τον ανεχτώ…». Αυτά τα λόγια του δείχνουν πως ο ίδιος αναζητούσε μια στενή σχέση με την ορθόδοξη παράδοση. Εξηγούσε και στήριζε την άποψή του πως το έργο του δεν ήταν παρά μια κραυγή αγωνίας, μια πάλη για τις αντιξοότητες της ζωής και πως είχε καταπιαστεί τόσο με τον Χριστό όσο και με τον Βούδα, τον Οδυσσέα, τον ανατολίτικο μυστικισμό. Δεν είχε αποκλείσει ποτέ την ύπαρξη ενός Θεού, μιας ανωτέρας δύναμης, αλλά έλεγε πως δεν είχε επαρκή βεβαιότητα γι’ αυτή την ύπαρξη. Έλεγε μεν πως είναι άθεος, αλλά διατηρούσε και κάποιες επιφυλάξεις για την αθεΐα του. Ήταν μπερδεμένος και ο ίδιος. Στο βιβλίο του «Ταξιδεύοντας» γράφει: «Ο Θεός δεν είναι απροσδόκητο ουράνιο φαινόμενο. Οι ρίζες του είναι βαθιά μέσα στις μάζες». Ή, πάλι, έλεγε: «Χαιρετίσματα στον ουρανό, αντιμίλησα. Και πες στον Θεό, δεν φταίμε εμείς, φταίει αυτός που έκανε τον κόσμο τόσο ωραίο…». Γεγονός, όμως, είναι πως με τη χρήση του λόγου του έκανε πολλές αντιπάθειες. Οι αριστεροί διανοούμενοι τον απέρριπταν, οι δεξιοί τον θεωρούσαν κομμουνιστή, οι χριστιανοί τον έλεγαν άθεο, ανατροπέα κοινωνικών θεμελίων. Η κινητικότητα, όμως, αυτή γύρω από το όνομά του έκανε το έργο του αλλά και την προσωπικότητά του ακόμα πιο ενδιαφέροντα, ακόμα πιο δημοφιλή. Αυτός ο προβληματισμός, τα αμφιλεγόμενα, τα διφορούμενα λόγια του έκαναν πολλούς ειδήμονες να εξετάζουν ανελλιπώς το έργο του, να κάνουν διαρκώς αναφορές και να επιμένουν στο θέμα «Ο Καζαντζάκης και ο Θεός». Εκείνο, όμως, στο οποίο θα πρέπει να εστιάσουμε στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη είναι πως προβάλλει παγκοσμίως την ελληνικότητα. Ήταν ελληνότροπος, αλλά και παγκόσμιος. Κοσμοπολιτικός. Τα λόγια του διακρίνονται από βαθύ στοχασμό και μέσα από τα μυθιστορήματά του χαρακτηρίστηκε λογοτέχνης - φιλόσοφος. Δεν είναι τυχαίο που τα έργα του έχουν μεταφραστεί σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και διδάσκονται σε διάφορα πανεπιστήμια της υφηλίου ως αντιπροσωπευτικό δείγμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ασχολήθηκε πολύ και με θέματα που άπτονται της πολιτικής, όπως ο κομμουνισμός, ο φιλελευθερισμός, ο καπιταλισμός, της φιλοσοφίας, με ζητήματα προκατάληψης, δεισιδαιμονίας, αλλά και με πολλά ιστορικά γεγονότα, με τους Παγκοσμίους Πολέμους, με τους εμφυλίους. Έχει γράψει με τον δικό του, ιδιόρρυθμο τρόπο για όλα τα θέματα που απασχολούν την ανθρωπότητα. Ο ίδιος, από ό,τι έλεγε, δεν ανήκε σε κάποια ιδεολογία, δεν συνέπραττε με κάποια πλευρά, δεν δικαιολογούσε τίποτε και κανέναν. Έχει μείνει στην ιστορία της σύγχρονης λογοτεχνίας και «αναμασάται» από όλους, ακόμα και σήμερα, η θρυλική φράση του η οποία είναι μέσα στο έργο του «Ασκητική» και υπάρχει ως επίγραμμα στο μνήμα του στο Ηράκλειο Κρήτης: «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λεύτερος». Ο Καζαντζάκης είχε προταθεί για το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1952. Ωστόσο, η τότε κυβέρνηση με επιστολή της στα μέλη της σουηδικής επιτροπής είχε επιδιώξει να μη γίνει αυτή η απονομή. Συγκεκριμένα, η επιστολή έλεγε να μη δοθεί κανένα βραβείο σε έναν «άθεο κομουνιστή, βλάστημο και αιρετικό». Ακόμα και η Φρειδερίκη έστειλε γράμμα στον βασιλιά της Σουηδίας, προτρέποντάς τον να μην επιτρέψει τη βράβευσή του. Τελικά, το Βραβείο Νόμπελ δόθηκε στον Ισπανό ποιητή Χιμένεθ. Με αυτή την πράξη επιβεβαιώνεται πλήρως αυτό που από αρχαιοτάτων χρόνων ομολογείται ως πικρή διαπίστωση, πως δηλαδή η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της. Και, δυστυχώς, επαναλαμβάνουμε συνεχώς τα ίδια λάθη. Ακόμα ένα αξιοσημείωτο είναι πως τον κατηγόρησαν το 1953 για το έργο του «Ο τελευταίος πειρασμός», προφανώς χωρίς να το διαβάσουν, αφού το βιβλίο κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1956! Σίγουρα δεν χρειάζεται να αποκατασταθεί αυτή η θυελλώδης προσωπικότητα. Ούτε να δικαιολογηθεί η στάση του ή οι απόψεις του. Το έργο του και η αποδοχή των βιβλίων του σε ολόκληρο τον κόσμο ανατρέπουν όλα όσα με μίσος και μένος είχαν γραφτεί για τον ίδιο. Σήμερα, που όλο αυτό το μίσος έχει καταλαγιάσει, αν κάποιος μελετήσει με ουδέτερο πνεύμα το έργο τού Καζαντζάκη, θα διαπιστώσει πως συγκινεί, ενθουσιάζει, έλκει και προκαλεί τον θαυμασμό δεκάδων χιλιάδων αναγνωστών σε ολόκληρη την οικουμένη. Σίγουρα ήταν αυτό που λέμε ο ασυμβίβαστος, ο αλύγιστος, ο ανυποχώρητος, αυτός ο χαρακτήρας που ποτέ δεν μπαίνει σε καλούπια και κανόνες. Κλείνουμε αυτό το άρθρο με τα λόγια του ίδιου: «Με θεωρούν λόγιο, διανοούμενο, γραφιά. Και δεν είμαι τίποτα από αυτά. Τα δάκτυλά μου όταν γράφω, δεν μελανώνουνται, αλλά αιματώνουνται… Θαρρώ πως δεν είμαι παρά τούτο: Μια απροσκύνητη ψυχή…».