A Critical Study: The possibility of an absolute architecture by Pier Vittorio Aureli

Page 1

THE POSSIBILITY OF AN ABSOLUTE ARCHITECTURE PIER VITTORIO AURELI, 2011

Μάθημα: ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ Φοιτήτρια: Ευαγγελία Λαβράνου Ακαδημαϊκό έτος: 2015-2016 Εξάμηνο: IX

Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας


PIER VITTORIO AURELI O Pier Vittorio Aureli γεννήθηκε στη Ρώμη το 1973. Αποφοίτησε από την αρχιτεκτονική του IUAV στη Βενετία. Ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στο TU Delft το 2005. Η κύρια έρευνά του βασίζεται στη σχέση μεταξύ της αρχιτεκτονικής μορφής, της πολιτικής θεωρίας και της αστικής ιστορίας.Διδάσκει στην Architectural Association στο Λονδίνο και στο Berlage Institute στο Rotterdam και είναι επισκέπτης καθηγητής στο Yale.Ο Aureli έχει γράψει πολλά κείμενα για την αρχιτεκτονική και την πόλη, και είναι ο συγγραφέας πολλών βιβλίων όπως The Possibility of an Absolute Architecture (2011), The Project of Autonomy: Politics and Architecture within and against capitalism (2008), και είναι ο συντάκτης της πρόσφατα εκδομένης συλλογής δοκιμίων The City as a Project (2014). Μαζί με τον Martino Tattara είναι συνιδρυτές του Dogma, ενός αρχιτεκτονικού γραφείου που εργάζεται πάνω στο πρότζεκτ της πόλης.

Εικ.εξωφύλλου:αριστερά,Die-Stadt-in-der-Stadt (Cities-Within-the-City, or The Green Archipelago) αξονομετρικό, 1977, από τους O.M. Ungers, Hans Kolhoff, Rem Koolhaas, Arthur Ovaska, and Peter Riemann. Berlin as archipelago. Image Courtesy of Arthur Ovaska and the Cornell AAP Archives. Δεξιά,Ville Nouvelle Melun-Senart. Πρόταση για την πόλη της Λιλ 1987, από Rem Koolhaas, Yves Brunier, Xaveer de Geyter, Mike Guyer, and Luc Reuse. French suburbia as archipelago. Image courtesy of OMA.


ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ Το κείμενο του Aureli για την εξερεύνηση της ύπαρξης μιας απόλυτης αρχιτεκτονικής, αναφέρεται στην επανεξέταση της αρχιτεκτονικής μορφής μέσα από το περιεχόμενο της πόλης. Με τον όρο απόλυτη δεν αναφέρεται στην έννοια της καθαρότητας της, αλλά επιδιώκει να τονίσει την αυτονομία της σε σχέση με τις συνθήκες του περιβάλλοντος της, ερευνώντας επίσης πως η ίδια είναι σε θέση να καθορίσει τις αρχές διαμόρφωσης της πόλης. Εκεί έγκειται και η πολιτική της δύναμη, ως εργαλείο που διαχωρίζει και έχει την ικανότητα να διαχωρίζεται από το περιβάλλον του παραμένοντας όμως ο εαυτός του. Με αυτόν τον τρόπο εκδηλώνεται και η ουσία της πόλης ως μια σύνθεση διαφορετικών οντοτήτων. Η ιδέα ωστόσο μιας απόλυτης αρχιτεκτονικής φαντάζει απίθανη και μη πραγματοποιήσιμη, η υπόθεση της ύπαρξής της οργανώνεται γύρω από τη διαλεκτική ανάμεσα στον αγώνα της αρχιτεκτονικής να γίνει αυτόνομη και στην διαρκή τάση της προς την αστική ενσωμάτωση. Σύμφωνα με αυτήν την διαμάχη διαμορφώνεται και το ιδεατό μοντέλο της απόλυτης αρχιτεκτονικής. Πιο συγκεκριμένα, για τον Aureli, η πρωταρχική λειτουργία της αστικοποίησης εκφράζεται χωρικά με την κατάρριψη κάθε ορίου, εμποδίου, πλαισίου ή μορφής που απομακρύνεται από την αέναη επανάληψη του ίδιου ενιαίου συστήματος οργάνωσης. Ο όρος αστικοποίηση εισήχθη από τον Ildefon Cerda το 1867 και αναφερόταν σε ένα μοντέλο που περιέχει τα πάντα και διαρκώς επεκτείνεται, αποτελώντας τη βάση των σύγχρονων μορφών διακυβέρνησης. Απέναντι σε αυτό, ο Αureli παρουσιάζει ένα άλλο μοντέλο οργάνωσης, αυτό του αρχιπελάγους, ως εργαλείο διαμόρφωσης της πόλης. Το αρχιπέλαγος είναι ένα σύνολο νησιών που βρέχονται από την ίδια θάλασσα η οποία ταυτόχρονα τα ενώνει και τα χωρίζει. Έτσι, μεταφέροντας την ιδέα στην αρχιτεκτονική, η πόλη αποτελείται από ένα σύνολο στοιχείων διαφορετικών μεταξύ τους και πεπερασμένων τα οποία όμως βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία υπό το ίδιο έδαφος, αναπτύσσοντας σχέσεις τόσο μεταξύ τους όσο και με το περιβάλλον τους. Για να γίνει αντιληπτή αυτή η ιδέα χρησιμοποιούνται ορισμένα καίρια ιστορικά παραδείγματα άλλων αρχιτεκτόνων που σχετίζονται με αυτόν τον συλλογισμό για την πόλη. Αυτά είναι οι βίλες του Andrea Palladio, τα σχέδια του Pirananesi και του Nolli για την ιδρύση της νέας πόλης της Ρώμης, τα μνημεία του Boullée στο Παρίσι και τέλος το έργο του Ungers και των OMA πάνω στην ιδέα της απόλυτης αρχιτεκτονικής. Αρχικά, για να γίνει κατανοητή η ιδέα της αστικοποίησης, είναι σκόπιμο να γίνει μια αναδρομή στο παρελθόν για να διαχωριστούν οι όροι «πολιτικό» και «οικονομικό». Η έννοια «πολιτικό» προέρχεται από την οργάνωση της αρχαίας Ελλάδας σε πόλεις-κράτη και συγκεκριμένα από την το χώρο της αγοράς όπου λάβαιναν χώρα οι δημόσιες συζητήσεις και γινόταν η λήψη αποφάσεων που αφορούσαν το κοινό όφελος. Συνεπώς το πολιτικό είναι


άρρηκτα συνδεδεμένο με την πόλη αφού χωρίς αυτήν δεν μπορεί να υπάρξει. Από την άλλη πλευρά, το «οικονομικό» προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό οἴκο και αναφέρεται στις ιδιωτικές σχέσεις που αναπτύσσονταν μέσα στο σπίτι και επομένως αναφέρεται στην διοίκηση του ιδιωτικού τομέα. Ένας ανάλογος διαχωρισμός δημόσιων και ιδιωτικών συμφερόντων γινόταν και στην αρχαία Ρώμη ανάμεσα στα «urbs» και στα «civitas». Ο όρος urbs αναφερόταν στην πόλη όχι όμως με την έννοια της ελληνικής πόλης, αλλά μιας πόλης που δημιουργείται μέσα από την εδαφική οργάνωση της και το σύστημα κυκλοφορίας της και σε αντίθεση με την ελληνική πόλη που είχε όρια και προϋπήρχε, η ρωμαϊκή πόλη μπορεί να επεκτείνεται διαρκώς. Και ήταν ο ρωμαϊκός νόμος που επέτρεψε στην Ρώμη να αναπτυχθεί επεκτατικά και από urbs να γίνει civitas, δηλαδή πόλη όπου συνυπάρχουν υπό νόμους άνθρωποι διαφορετικών καταγωγών και στη συνέχεια να αποκτήσει τη μορφή αυτοκρατορίας. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται η αναγωγή της ελληνικής πόλιςκράτους στην ιδέα του αρχιπελάγους και η ρωμαϊκή πόλη συνδέεται με την έννοια της αστικοποίησης. Η γέννηση τώρα της δυτικής πόλης σχετίζεται με την οικονομία, καθώς η ανάπτυξη της γεωργίας, της βιομηχανίας και η συνεχής δημογραφική αύξηση, οδήγησαν σε νέες συνθήκες ζωής και εργασίας. Επακόλουθο αυτού ήταν και η άνοδος της αστικής τάξης η οποία από τη μια εξέφραζε το ιδιωτικό συμφέρον αλλά από την άλλη πλευρά οι αναγκαίες πια συναλλαγές, εξέφραζαν και το συλλογικό. Τότε ορίζεται και ο όρος αστικοποίηση, εκφράζοντας την ανάγκη για ένα σύστημα διαρκούς επικοινωνίας και ολοκληρωτικής κίνησης μέσω του καπιταλισμού. Το κέντρο της νέας κατοίκησης δεν είναι πια το κέντρο της πόλης με τα μνημεία αλλά τα προάστια, όπου οι υποδομές βελτιώνονται συνεχώς ώστε να αυξάνονται διαρκώς τα όρια της πόλης. Η πολιτική, ως μορφή διακυβέρνησης, σε αυτό το μοντέλο αντικαθίσταται από την οικονομία. Αυτό το παράδειγμα εφαρμόστηκε στην αρχιτεκτονική στο έργο του Ildefon Cerda για την πολεοδομική ανάπτυξη της Βαρκελώνης όπου ένας κάνναβος που περιέχει όλες τις λειτουργίες της πόλης μπορεί να επαναλαμβάνεται επ’άπειρον ανάλογα με τις τεχνολογικές και τις οικονομικές δυνατότητες της κοινωνίας, στο έργο του Hilberseimer, Groszstadt Architektur (Η αρχιτεκτονική της μεγάλης πόλης) όπου η μορφή της πόλης σχηματίζεται από την επανάληψη ενός ίδιου κτιριακού τύπου όπου συγκεντρώνονται κάθετα όλες οι λειτουργίες καθώς και στο έργο των Archizoom, Non-Stop City (Η πόλη που δεν σταματάει ποτέ) όπου το παράδειγμα της αστικοποίησης είναι ακραίο αφού τα πάντα κινούνται σε ένα ισοτροπικό σύστημα και οι ανθρώπινες σχέσεις βασίζονται μόνο στην οικονομία. Και στις τρεις περιπτώσεις δεν υπάρχει η ανάγκη για μνημεία, σε αντίθεση με το έργο του Rem Koolhas City of a Captive Globe για το Μανχάταν όπου ναι μεν χρησιμοποιείται ο ατελείωτος κάνναβος, αλλά κάθε θύλακας φέρει ένα κτίριο-ορόσημο. Η δημιουργία λοιπόν της μορφής της πόλης αποτελεί το πιο σημαντικό πρόβλημα της αρχιτεκτονικής και η ιδέα της πόλης ξεκινά με τον καθορισμό


των ορίων της αρχιτεκτονικής. Στην μοντέρνα αρχιτεκτονική ένα παράδειγμα ορισμού των ορίων είναι το έργο του Mies Van der Rohe. Χρησιμοποιεί ένα γενικό σχέδιο και εισάγει την έννοια του στάσης στον αστικό ιστό με τη χρήση της βάσης (βάθρου) στα κτίρια του, καθορίζοντας τα όρια του οικοπέδου και δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο μια αυτό-οριζόμενη αρχιτεκτονική που διαφοροποιείται από το περιβάλλον της αλλά και ταυτόχρονα συνδιαλέγεται με αυτό. Φέρνει στο προσκήνιο έτσι την ιδέα του αρχιπελάγους, όπου η πόλη έχει όρια και δεν χάνεται μέσα στην ιδέα της επέκτασης ωστόσο τα τμήματα της καθοδηγούνται από ένα απόν κέντρο το οποίο τα συσχετίζει μεταξύ τους αλλά και με το όλο, από όπου και έχουν διαχωριστεί. Ακριβώς αυτή η ξεκάθαρη αρχιτεκτονική των ορίων λειτουργεί ως όργανο διαχωρισμού γι’αυτό και είναι μία πολιτική πράξη. Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς αν κάτι τέτοιο εκφράζεται και από το «εικονικό» κτίριο στη σύγχρονη πόλη. Ωστόσο αυτό δεν συμβαίνει αφού υπηρετεί την οικονομική αρχή να είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο. Εν συνεχεία, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η μεθοδολογία του Aureli έχει ως στόχο να τους εμποδίσει τους μηχανισμούς της αστικοποίησης ωστόσο όχι και να τους καταδυναστεύσει. Στόχος του είναι να οριστεί η αυτονομία του σχεδιασμού και η αυτονομία του έργου μέσα από μέρη διαφορετικά, πεπερασμένα που ορίζουν συνθήκες και ταυτόχρονα συνδιαλέγονται. Πίσω στο χρόνο, εξετάζεται η συνάφεια των προηγουμένων με την αντι-ιδανική πόλη του Andrea Palladio. Χρήσιμος θα ήταν πρωτίστως ο ορισμός της ιδανικής πόλης. Ιδανική πόλη θεωρούταν για την εποχή, η πόλη που έχει σχεδιαστεί λογικά, αρμονικά και σύμφωνα με τις αναγεννησιακές αρχές. Η δομή της και η εικόνα της αντικατοπτρίζουν την ανακάλυψη των ανθρωπιστικών αξιών μέσα στην αστική συνύπαρξη. Η αντι-ιδανική πόλη αντιθέτως είναι μια πόλη που δεν βασίζεται σε ένα ολικό σχέδιο αλλά σε ένα συναφές αρχιτεκτονικό πρόγραμμα. Ο Palladio δεν παρήγαγε ποτέ θεωρίες ή σχέδια για την πόλη, παρόλα αυτά, τα έργα του έχουν αστικές εφαρμογές. Κυρίως είναι φανερές στις βίλλες που σχεδίασε. Η βίλλα είναι η πιο ριζοσπαστική μορφή αρχιτεκτονικής αφού κατορθώνει να κρύβει την οικονομική της εξάρτηση από την πόλη εφόσον απομακρύνεται από αυτή και λειτουργεί ανεξάρτητα. Εκεί έγκειται και ο οικουμενισμός στον σχεδιασμό του Palladio. Οι βίλλες χαρακτηρίζονται από καθαρή συμμετρία της κάτοψης, τις περίστυλες στοές, τις σιταποθήκες, τα αετώματα, μεταφέροντας έναν μητροπολιτικό αέρα στην εξοχή και διαμορφώνοντας παράλληλα οικονομικά και πολιτιστικά, αγροτικά κεντρικά σημεία. Σημαντικό επίσης είναι το ότι με το γεγονός ότι όλες οι παρεμβάσεις του έγιναν στα όρια της πόλης, αν και δεν το επέλεγε ο ίδιος, γεννήθηκε η ιδέα της αστικής άκρης. Η αρχιτεκτονική φόρμα του Palladio δεν εφαρμόζεται σε ένα σχέδιο και δεν αποτελεί έναν αστικό κανόνα. Είναι μια αναπαράσταση μιας εναλλακτικής ιδέας για την πόλη που τοποθετείται στην ήδη υπάρχουσα συνθήκη. Η υποδομή αποκτά δυναμική και μεταμορφώνεται σε κομβικό σημείο, αποκτώντας έναν μνημειακό χαρακτήρα


και διαμορφώνοντας έναν μικρόκοσμο που ενώνεται με την πόλη αλλά και διαφοροποιείται από αυτήν. Συνεπώς η αρχιτεκτονική μπαίνει στην πόλη με τη μορφή πεπερασμένων τμημάτων τα οποία την ορίζουν εν τέλει, χωρίς όμως να την εξισώνουν με μια μορφή που τα περιέχει όλα. Αναντίρρητα, ένα άλλο ιστορικό παράδειγμα που αξίζει να επισημανθεί, είναι αυτό της διαδικασίας διαμόρφωσης της νέας πόλης της Ρώμης τον 18ο αιώνα. Εδώ έρχονται σε αντιδιαστολή οι μέθοδοι του Giovanni Battista Piranesi και του Giovanni Battista Nolli. Ο Nolli στο έργο του Nuova Pianta di Roma (1748), παρουσιάζει τον πρώτο επιστημονικό χάρτη της Ρώμης ο οποίος έχει προκύψει από αναλυτική έρευνα και βασίζεται σε επιστημονικά τεκμηριωμένα στοιχεία. Ανταποκρίνεται έτσι υπό σωστή κλίμακα στην πραγματικότητα. Περιλαμβάνει σχέδια μνημείων, εκκλησίες, σκάλες, αυλές, ανοικτούς χώρους, μερικά σημαντικά κτίρια, σιντριβάνια, οβελίσκους και τα αρχαία ερείπια. Στα αριστερά του χάρτη απεικονίζεται η μοντέρνα Ρώμη ως μια χτισμένη μάζα που ορίζεται από τον Τίβερη και διακόπτεται από ένα σύστημα κυκλοφορίας ενώ στα αριστερά η αρχαία πόλη ως μια ερημωμένη γη όπου επιπλέουν σαν νησιά ορισμένα σημαντικά αρχαία ερείπια τα οποία φαίνονται να μην σχετίζονται με τον αστικό ιστό. Είναι κατά συνέπεια εμφανής η διαφορά ανάμεσα στην ιδέα του κατοικημένης και της ακατοίκητης πόλης, που όμως γεννά άπειρες δυνατότητες εξέλιξης, καθώς και ο διαχωρισμός του αρχιτεκτονικού χώρου από τον αστικό. Η αρχιτεκτονική μοιάζει να είναι απλώς ένα νησί μέσα στην πόλη. Σε αντιδιαστολή με αυτήν την απεικόνιση έρχεται το έργο του Piranesi Scenographia Campii Martii (1762)για τη περιοχή του Campo Marzio. Ο Piranesi φαντάζεται την πόλη ως ένα σύνολο όγκων που αναδύονται από το έδαφος. Έτσι η απεικόνιση της πόλης γίνεται με την επιλογή μόνο κάποιων μνημείων ενώ η ίδια η πόλη έχει αφαιρεθεί. Ωστόσο ο ρόλος των μνημείων δεν είναι να επαναφέρουν μνήμες του παρελθόντος αλλά να αποτελέσουν εφαλτήριο για τη ανοικοδόμηση της νέας πόλης. Φαντάστηκε μια αρχιτεκτονική από συμπαγή κτίρια φτιαγμένα από πέτρα ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο τον μόνιμο χαρακτήρα τους, ενώ φαίνεται πως η πόλη δεν έχει σύστημα δρόμων και πλατειών παραμένοντας ανοικτή σε κάθε δυνατότητα. Είναι λοιπόν ριζική η διαφορά ανάμεσα στην αρχιτεκτονική μορφή και την ολότητα του αστικού χώρου. Ο σύνδεσμος είναι τα ερείπια, το ήδη υπάρχον που όμως αφήνει άπειρες επιλογές αναδιαμόρφωσης. Επιπροσθέτως, ένα ακόμη παράδειγμα μιας απόλυτης αρχιτεκτονικής σύμφωνα με τον ορισμό του Αureli, αποτελούν τα σχέδια του Boullée για μια σειρά μνημεία στο Παρίσι που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της γαλλικής μοναρχίας και των αμέσως επόμενων της Γαλλικής Επανάστασης. Για τον Boullée ο όρος μνημείο δεν αναφέρεται στο κτίριο που αξίζει απλώς να θυμάσαι αλλά σε κάθε δημόσιο κτίριο όπου φιλοξενείται μια δημόσια υπηρεσία, το μουσείο, το θέατρο, η βιβλιοθήκη. Η αρχιτεκτονική σύνθεση πραγματοποιείται με απλούς, γεωμετρικούς όγκους


και τα χωρίσματα είναι είτε γυμνοί τοίχοι είτε πυκνά τοποθετημένα υποστυλώματα που παίρνουν την μορφή τοίχων. Σημαντικό είναι επιπλέον το παιχνίδισμα του φωτός, η συμμετρία και η λογικές αρχές που ακολουθεί ο αρχιτέκτονας για το σχεδιασμό τους. Παρόλο που τα σχέδια του δεν πραγματοποιήθηκαν δεν μπορούν να θεωρηθούν ουτοπικά έργα, καθώς ο Boullée μεριμνά όλες τις προγραμματικές και τεχνικές απαιτήσεις για ένα κτίριο που πρόκειται να φιλοξενήσει μεγάλο πλήθος δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο σύστημα κυκλοφορίας. Η πολιτική σταθερότητα και η αύξηση της παραγωγής εκείνη την περίοδο στο Παρίσι οδηγεί στη διάνοιξη λεωφόρων, πλατειών και την ύπαρξη ξενοδοχείων. Έτσι, σηματοδοτείται στο Παρίσι η αρχή της μητροπολιτικής του εικόνας και ο Boullée αντιτίθεται σε αυτήν σχεδιάζοντας ένα αρχιπέλαγος ολοκληρωμένων μορφών αρχιτεκτονικών καταστάσεων, ικανών να σταθούν μόνα τους που στόχο έχουν να τιμήσουν τον ελεύθερο πολίτη. Τέλος, η πιο σύγχρονη μεταφορά της πόλης στην ιδέα του αρχιπελάγους είναι το έργο του Oswald Matthias Ungers σε συνεργασία με τους OMA, Green Archipelago για το Δυτικό Βερολίνο το 1970. Το Δυτικό Βερολίνο είναι ένα κράτος περιφραγμένο από τείχος και περικυκλωμένο από εχθρικές περιοχές. Συνεπώς δεν κατόρθωσε να ανακάμψει από την μεταπολεμική κρίση και ο πληθυσμός του βρίσκεται σε διαρκή μείωση ενώ πολλές περιοχές είναι άδειες. Το έργο ήρθε να δώσει λύση σε αυτήν την κρίση όπου και το ίδιο το γεγονός της συρρίκνωσης της πόλης γίνεται το εργαλείο διαμόρφωσης της. Η έμπνευση της στρατηγικής προήλθε από δύο πηγές. Πρώτον, την ιδέα του Karl Friedrich Schinkel για την πόλη τον 19ο αιώνα όπου περιγραφόταν ως ένα οικοδόμημα μοναδικών αρχιτεκτονικών παρεμβάσεων παρά ως μια πόλη οργανωμένη σύμφωνα με τον τυπικό αστικό σχεδιασμό της εποχής του Μπαρόκ. Δεύτερον, επηρεάστηκαν από τα υπερ-τετράγωνα(superblocks) της Βιέννης που ανοικοδομήθηκαν από το 1919 μέχρι το 1934 και αφορούσαν 14.000 κατοικίες για την εργατική τάξη οι οποίες δεν τοποθετήθηκαν σύμφωνα με ένα ολικό σχέδιο αλλά διάσπαρτα στην πόλη με την μορφή τοπικών παρεμβάσεων. Πρόκειται για τετράγωνα που περιλαμβάνουν όλες τις αστικές λειτουργίες οργανωμένες γύρω από μια εσωτερική αυλή. Το πρωτοποριακό στοιχείο είναι ότι οι εγκαταστάσεις αφορούν την συλλογική κατοίκηση, λειτουργούν αυτόνομα, έχουν μνημειακό χαρακτήρα και αποκλείουν τον ταξικό διαχωρισμό. Μοιάζουν σαν ‘πόλεις μέσα στις πόλη’. Άρα, το έργο καταργεί τις ζώνες που είχαν εγκαταλειφτεί και επικεντρώνεται σε περιοχές όπου υπάρχει ακόμη κατοίκηση. Δηλαδή, αυτά τα τμήματα της πόλης που παραμένουν ενεργά όπου και γίνονται αυτόνομα, λειτουργούν σαν νησιά και συνθέτουν το αστικό αρχιπέλαγος απαλλαγμένα από την ιδέα της αστικοποίησης. Πολύ σημαντικός είναι επίσης και ο ενδιάμεσος χώρος, η ‘θάλασσα’. Ο χώρος αυτός είναι είτε μια κενή περιοχή στην οποία αναπτύσσονται καλλιέργειες και οι ίδιοι οι κάτοικοι μπορούν να παράγουν μόνοι τους τα αγαθά, κάτι που οδηγεί στη διαμόρφωση μιας ανεξάρτητης οικονομίας, είτε ως μια πράσινη περιοχή με


τμήματα της πόλης που λειτουργούν ως αποκεντρωμένες εγκαταστάσεις και εξυπηρετούνται από ένα σύστημα δρόμων. Η διαφορά ανάμεσα στο ορισμένο, αυτόνομο, αρχιτεκτονικό εμπόδιο της πόλης και της συνεχούς ροής του ενδιάμεσου χώρου καθώς και οι μεταξύ τους σχέσεις, είναι η ουσία της έννοιας του αρχιπελάγους. Για να σχηματιστεί επομένως η αρχιτεκτονική μορφή της πόλης θα πρέπει να έρθει σε αντιπαράθεση με ό,τι την περιβάλλει. Συμπερασματικά, ‘η πόλη μέσα στην πόλη’, δίνει την δυνατότητα στην αρχιτεκτονική να αποτελέσει αφετηρία για τη διαμόρφωση της πόλης πετυχαίνοντας ωστόσο να καθορίσει και την ίδια την ιδέα της. Παραμένει όμως κρίσιμο το ερώτημα του πώς ορίζεται η απόλυτη αρχιτεκτονική σήμερα αφού το απόλυτο είναι σχετικό και τίποτα δεν υπάρχει καθεαυτό αλλά εξαρτάται από τη σχέση του με το άλλο. Η σημερινή αρχιτεκτονική έχει μάλλον και οικονομικές προεκτάσεις και αναφέρεται στο πόσο ανταγωνιστική μπορεί να γίνει στην παραγωγή της υπεραξίας. Το απόλυτο του Aureli, αυτόν τον ανταγωνισμό επιδιώκει να κατευνάσει χρησιμοποιώντας αστικούς κανονισμούς στην διαμόρφωση μιας πόλης απαλλαγμένης από τη διαφθορά των μεγάλων οικονομικών συστημάτων, πράγμα που για την εποχή μας μοιάζει κάπως απίθανο.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.