αυτοσχεδιαστικός τίτλος χωρίς διακοπή επί 1’ εμπνευσμένος από ένα email της διδάσκουσας που μας προέτρεπε να γράψουμε χωρίς προσχέδιο, χωρίς διακοπή 15’-20’, με σημείο εκκίνησης έναν χαρακτήρα, μια φράση, λέξεις, μια εντύπωση, εντύπωση, εντύπωση, εντύπωση 5+1 γραψίματα
περιεχόμενα
γυνή πλέουσα | παπαδιαμάντης μολλόυ | μπέκετ αδερφοί καραμάζοφ α’ | ντοστογιέφσκι [α] [β] [γ] [δ]
4 6 7 8 9 10
γυνή πλέουσα Έξω βραδιάζει, νερά γαλήνια και βάρκες πλέουσες. Και μες στο σπίτι τρικυμία και νερό που βαλτώνει. Χωρίς τραπέζι, χωρίς φωνές μονάχα φουρτούνες εσωτερικές που δεν καλμάρουν. Και μέσα στο νερό μια φωτιά να καίει, να μην σβήνει, μια φωνή που δεν υπάρχει, δεν ακούγεται, θέλει να βγει, να τρέξει και να θυμίσει. Σε ποιόν να απευθυνθεί; Σε εκείνον που κοιμάται και ονειρεύεται νερά γαλήνια και μέσα στη νύχτα παραμιλητά απο κύματα που παφλάζουν φαντασιώνεται; Βγαίνει η φωτιά απο το σπίτι, μην το κάψει, βγαίνει και στο πέρασμα φωτίζει στόματα γριών, βγαίνει με προορισμό την θάλασσα, να πιει, να ξεδιψάσει, να χαθεί. Σε ποιό νερό πιο πλούσιο να προσπέσει; Φλόγες ανάβει κι εμφανίζεται την βλέπουν, είναι ορατή. Στόματα ανοίγουν, φωνές να βγουν και να μιλήσουν για εκείνη την φωνή, την ζωντανή που ποτέ δεν βγήκε. Μονάχα μέσα φουντωνε, φούντωνε και γίνηκε φωτια να ησυχάσει, μέσα στο μπλε να ξεχαστεί. Τα κύματα θέλει να πιάσει συντροφιά και τα γαλήνια νερά να την χαιδέψουν. Προχωρά μες στις σκιές, φωτιά καυτή μες στο σκοτάδι, κι όλα στο μαύρο της θυμίζουν τον βυθό, τον προορισμό της. Χάνεται εδώ κι εκεί, ξεβάφει, ρίχνει την φλόγα να ανοίξουνε ξανά άλλα στόματα, και βάφεται μαύρη, μαύρη σκιά , μες στο σκοτάδι να χαθεί. Κι όταν στο τέλος φτάσει, γλυκιά φωτιά, και αρχίσει να σβήνει την ζωντάνια της στο μπλε, ανοίγει τελευταίο στόμα, να της θυμίσει πως μόνη φλέγεται, και μέσα απο την φωνή θυμάται την δική της την χαμένη. Ανοίγει να μιλήσει και ηχούνε λέξεις κι αρχίζει
4
μες στο μπλε να σβήνει, μα δεν χάνεται, ρουφά, ξεδιψά και το αφήνει. Το σώμα πια γυρίζει τον κορμό απέναντι απο την θάλασσα. Φωνές ακούγονται ξανά, μα είναι οι δικές της, γυρνά αργά κι ανασαίνει το οξυγόνο που πριν την έκαιγε. Και μες στο φουρτουνιασμένο σπίτι σιωπή και μια ανάσα, ο κοιμώμενος. Πάει να κοιμηθεί μαζί του και να μυρίσει θάλασσα.
5
μολλόυ Αυτός είπε “η ζωή μου έφευγε, αλλά δεν ξέρω απο που” κι εγώ λέω για τα χρόνια που κυλάν και φεύγουν και στο διάβα αφήνουν σκόνη ανθρώπινη και σκόνη κοσμική. Και αν την κλείσεις την ζωή σε ένα δωμάτιο; Αν την κλειδώσεις; Να μην φεύγει, να μην ξεφεύγει. Ούτε παράθυρο, άνοιγμα κανένα, καμία τρύπα να περάσει έξω. Μια ζωή στάσιμη που θα αρχίσει να μουχλιάσει, να μυρίζει, να σαπίζει. Σε λίγο θα βρωμάει τόσο που με τα χέρια σου τα ίδια θα ανοίγεις τρύπες να δραπετεύσεις, εσύ απο την ζωή, την ίδια που φυλάκισες. Ματωμένα δάκτυλα, πως σπας την πέτρα που έφτιαξες με την δική σου θέληση; Πως να ξεφύγεις απο την ζωή που τόσο κόπιασες να μην χάσεις, τόσο που γίνηκε θάνατος κι έρχεται και σε ψάχνει με μαύρη φορεσιά και βήμα αργό. Μα ούτε πόρτα, ούτε παράθυρο, ούτε άνοιγμα, μήτε μια τόσο δα μικρή τρυπα, να χωρέσεις να πας να συναντήσεις τις ζωές των άλλων τις αεικίνητες, τις αιώνιες, τις διαρκώς μεταβλητές. Η ζωή που κυλά κι όλα τα αφήνει σκόνη σε πρόλαβε, κι εκεί που εσύ την κυνηγούσες, σε άγγιξε, Μίδα άγγιγμα, σε έκαψε, στάχτη γίνηκες, χώμα στο χώμα, να συνατήσεις άλλες ζωές, πιο κάτω απο εσένα, ζωές που τις πρόλαβε η ζωή, τις άγγιξε, τις έκαψε. Στάχτη και σκόνη κοσμική. Μόνο και μόνο γιατί αναρωτήθηκες απο που φεύγει το μέσα σου.
6
αδερφοί καραμάζοφ -αΒγάζει τα ράσα του και μένει γυμνός. Είναι η έξω γύμνια του μεγάλη, μα η μέσα πιο κενή, τον γεμίζει. Αρχίζει να ιδρώνει, το δωμάτιο είναι κρύο, ούτε υφάσματα να το ζεστάνουν, ούτε σημάδια ανθρώπινα. Μόνο αυτός. Γυμνός, με τα ράσα, μαύρα, βαριά, ίδια βαρίδια πεταμένα στο πάτωμα. Γυρνά το κεφάλι δεξιά σαν κάτι να άκουσε μα τίποτα, κοιτάζει στο πάτωμα τα ράσα. Γυρνά αριστερά, κάποιος τον φώναξε, κανείς, πάλι το βλέμμα στο πάτωμα. Ξανά φωνές, απο παντού, μέσα κι έξω, μα αυτός συγκεντρωμένος στην μαύρη μάζα που βγήκε απο πάνω του, που όμως απο χρόνια έχει τόσο εισχωρήσει βαθιά σε εκείνον, που του μιλά, απο το πάτωμα. Κι αυτός γυμνός, λευκός, ρυτιδιασμένος, μαλακός με την ματιά του κάτω. Όρθιος, μα η ψυχή στο πάτωμα.
7
αδερφοί καραμάζοφ -βΈνταση, ανεβοκατεβαίνει και πάλλεται, σαν κύμα, σαν φυσικό φαινόμενο, ταλάντωση. Τα πρόσωπα κοκκινίζουν, σοβαρεύουν, τεντώνεται ο λαιμός, χαμηλώνει το κεφάλι, κάποιος όρθιος, κάποιος καθιστός, κινούμενοι κι ακίνητοι. Σε άλλα μέρη κινείται ο καθένας να βρει την πίστη του. Λόγια, γυναίκες και κρασί, όλα μαζεύτηκαν σε κελί μοναστηριακό. Είναι μια κίνηση, η υπόκλιση, βαθιά, κάποιος την έχει μέσα του και κάποιος την εκφράζει. Κοκκίνησες πατερούλη, κι ο άλλος ο μικρός, φοβισμένο σκυλί σε μια γωνιά, να σκέφτεται και να διαβάζει τα όσα γίνονται, τα ρουφάει, ακίνητος, σταθερή ακινησία, μάσκα ο φόβος μόνο. Βλέπει. Αυτόν που σηκώνεται, αυτόν που υπακούει, αυτόν που υποκλίνεται, αυτόν που φωνάζει, αυτούς που ωρύονται, τα μάγουλα να φλέγονται, τις φλέβες να πετάγονται, αιχμές να βγαίνουν και να κατηγορούν, να φοβίζουν. Τρομαγμένος κι ακίνητος, όρθιος, τα βλέπει όλα, το πρόσωπο του θεού, το πέρασμα της αθανασίας. Πρόσωπο αρρωστιάρικο, σώμα δυνατό, σώμα υποταγμένο. Το μάτι γυρίζει, το αυτί σταματά, δεν ακούει, κανείς δεν ακούει, μόνο το στόμα κινείται, στόματα ανοίγουν και κλείνουν, κραυγές απο μέσα κι έξω λέξεις. Και το σκυλί με την ουρά στα σκέλια αφουγκράζεται. Φτάνει πατερούλη, το γεύμα περιμένει.
8
αδερφοί καραμάζοφ -γΜια μικρή πολιτεία με μεγάλες αποστάσεις, συντομεύεις, κόβεις δρόμο μέσα από αυλές, να φτάσεις σ’ άλλες, σε οδηγούνε γράμματα, βιαστικός, κήπους διασχίζεις, ξύλινοι φράχτες, νοητοί δεν σε εμποδίζουν, έχεις στόχο. Αστέρι σου το γράμμα, μικρό σημείωμα στην τσέπη σου, βαθιά το φυλάς να μην χαθεί κι εμφανιστεί ο φόβος, ξανά, και σε αρπάξει. Προχωράς, πάντα βιαστικός, εύχεσαι να δεις, να τον δεις, και μες στις σκέψεις να τος ζωντανός μπροστά σου σε καλεί, σε οδηγεί μέσα απ’το γράμμα. Κι απο ξύλινους φράχτες πηδάς σε ξύλινο σάπιο παρκέ ποτισμένο αλκόολ κι αφανέρωτα. “Τώρα θα ακούσεις, μονάχα εσύ, ω άγγελε”. Βυθίζεσαι στο παραμιλητό, στη ζάλη. Αλήθειες περιμένεις κι έρχεται η δήμητρα, κι αυτή ζητάει και ψάχνει σε πολιτεία μικρή, μάτια θεάς κι εσύ θνητός. Ακους, ακούς, ακούς, 120 μέρες ακούς για το γένος σου. Για την πτώση και για την ομορφιά. Μονάχα ακούς, πατάν γερά στο πάτωμα οι φτέρνες και το κεφάλι πάνω, να ακούν τα αυτιά την πτώση σου.
9
αδερφοί καραμάζοφ -δ“Κάποτε νιώθω να ‘μαι τόσοι πολλοί που χάνομαι”. Όχι, αυτό το είπε κάποιος πολύ μετά απο εμένα. Εγώ το όνομα μου το χάσα νωρίς κι ετσί δεν ήμουνα κανείς. Ή ήμουνα πολλοί, ο οποιοσδήποτε. Σίγουρα όμως δεν ένοιωθα, τα αισθήματα με άφησαν μετά απ’ το όνομά μου. Και να, ξάφνου σε τούτο το δωμάτιο μαζεύτηκαν πολλοί, που νιώθουν και το εκφράζουν, με έκφραση τόσο ισχυρή που με ξαφνιάζει. Που βρίσκουν τέτοια δύναμη; Ξέρω, δεν είναι νεκροί, σαν και του λόγου μου, καταλαβαίνουν τον πόνο σε ψυχή και σώμα. Και ο καθένας χάνεται στον εαυτό του και παραμιλά. Εκείνος εκεί, που μυρίζει ζωή κι αλαζονεία, μιλά διαρκώς για να ακουστεί, μα δέχεται να ακούσει μονάχα τον εαυτό του. “Πατερούλη, πατερούλη, ω πάτερα μεγάλε, που όλα τα βλέπεις και δεν μιλάς, κάνε τον να σωπάσει, ντρέπομαι για του λόγου του, ντρέπομαι και δεν μιλώ, μονάχα ακούω, ο μόνος ίσως, εγώ κι η μαυροντυμένη φιγούρα που μόνο σεβασμό δέχεται και λόγια, μα λόγια δεν επιστρέφει. Μίλα στάρετς, μίλα παναγιότατε, κάνε τις σκέψεις σου ήχο και άσε τον γυρίζει στο δωμάτιο”. Αυτό το σκέφτηκε κάποιος πολύ πριν απο εμένα, ο μικρός, όρθιος στην γωνία. Τόση ώρα ακίνητος, δεν κουράστηκε; Η ματιά του πηγαινοέρχεται, όλους τους φοβάται, φοβάται τι θα πουν και ποιον θα θίξουν με τις λέξεις τους, ίδιες μαχαίρια κοφτερά που ακόμα και σαν σκέψεις, σαν προάγγελοι, τον χαράσσουν. Κι είναι το δέρμα του εύθραυστο. Έχει ζωντάνια όμως. Κοίτα εμένα παλικάρι μου, χρόνια στα πλοία, στην καπνιά, το χρώμα μου το έχασα, μάυρος καρβουνισμένος
10
είμαι. Με έχει φάει η θάλασσα, το αλάτι της. Λίγο λίγο με τρώει, μου μασουλάει το δέρμα. Άλλον τον έτρωγε όρνιο πάλι και πάλι, και κάθε ξημέρωμα υπέμενε. Μία ζωή υπομένοντας. Μα ήταν άλλοι τότε οι θεοί, πιο ανθρώπινοι κι οι άνθρωποι, θνητοί, μα κρύβαν αθάνατους μέσα τους. Αν ήταν έτσι σήμερα, άλλες θα κάναμε αμαρτίες, κι ίσως το όνομα μου να μην χανότανε στα κύματα, ή αν η μοίρα το θέλε, και πάλι μέσα απο τα χέρια μου ξέφευγε, κάποιος θα με συγχωρούσε, θα μου δίνε ένα άλλο, θα μ’άφηνε να γράψω το δικό μου. Κι εγώ εδώ να περιμένω κύματα και κάρβουνα να κουβαλώ, υπομένοντας κάθε ξημέρωμα. Ξαναμιλά ο θρασύς, για εκείνον, παραλήρημα, μόνο για εκείνον, τα μάτια πονηρά και το μυαλό σκαρφίζεται ιστορίες, το στόμα υπακούει και τις διηγείται, για να “γελάσουν”. Κι ο άλλος, ο μικρός, όρθιος, ζαρωμένος, βουρκώνει η ματιά του. Ξάφνου κάποιον τον σηκώνει ο ίδιος του ο θυμός. Πόσο να αντέξει τέτοια φάρσα; Σηκώνεται και ο στάρετς, καταλαγιάζει τον θυμό, τον χαμηλώνει, και απευθύνεται στην πονηρή ματιά. Όλα κυλούν αργά εδώ μέσα, ακόμα και η ένταση μετριάζεται. Επανέρχεται βέβαια στα όρια της, μα εγώ συνηθισμένος σ’ άλλες εντάσεις, αυτά μου φαίνονται μικρά. Εδώ πετάμε κάρβουνα και στόχος μας ο θάνατος του άλλου, τέτοια η ώθηση. Ούτε υποκλίσεις, ούτε χαιρετισμοί σεβάσμιοι. Κανείς χαιρετισμό. Η καλημέρα προκαλεί καρούμπαλο αν έρθει λάθος ώρα. Κι όλες οι ώρες λάθος. Και κάθε λέξη καραδοκεί το χτύπημα. Ενώ σε τούτο το μικρό δωμάτιο, τόσο άδειο απο υλικά μα
11
γεμάτο υπάρξεις, κάθε λέξη είναι χτύπημα μόνη της μα κι ευλογία. Όπως και να χει, ο στάρετς μίλησε, ακούστηκαν οι λέξεις του, ηχώ μες στο δωμάτιο, μα ο πονηρός, ο “πατερούλης”, ίδιος παραμυθάς, λέει πως ευγνωμονεί, πως ανοίξανε τα μάτια του και βλέπει καθαρά, “να σας φιλήσω το χέρι”, κραυγάζει. Αχ πατερούλη, πατερούλη, δεν πνίγηκες ακόμα μες στο ψέμα σου; Κουράστηκα να ακούω. Κάλλιο μέσα στα κάρβουνα να ξεχαστώ, νεκρός μες στους νεκρούς, να ταλαντεύομαι στην θάλασσα, να με κινεί κύμα αλμυρό, παρά σε τούτο το δωμάτιο να βρίσκομαι κι οι ζωντανοί να ελέγχουνε τον αέρα που εισπνέω. Μα να, κινούν για την έξοδο, θα φάνε, τόση ώρα γευόντουσαν μοχάχα σάρκα, σάρκα ανθρώπινη, σάρκα λιπαρή. Αυτός τους έδινε τροφή τις λιγδιασμένες σκέψεις του, τόσο αηδίασαν που για σύντροφο δεν τον θέλουν πια. Μα δεν τον θέλαν και ποτέ. Ο ένας γιος ζητούσε μόνο χρήματα, ο δεύτερος, παρέα ξαφνική, δεν ξέρω τι σκεφτόταν όταν μαζί καθόντουσαν, κι ο τρίτος, ο μικρότερος, όλους τους θέλει, στα μάτια τα δικά του όλοι ίσοι. Ακόμα κι εκείνον, τον πονηρό, που ο ιδρώτας του μύριζε γυναίκες και αλκοόλ, μια αμαρτία όρθια, κινούμενη, ακόμα κι αυτόν τον συγχωρούσε. Μα δεν τον συγχωρούσε καν, ο μικρός ποτέ δεν συγχωρούσε, απλά κατανοούσε, κι έτσι ανάγκη για συγνώμες δεν υπήρχαν. Πλέον ο κόσμος όλος μια συγνώμη, νομίζουμε πως δεν μας καταλαβαίνουν κι οι πράξεις μας πάντα λανθασμένες στα μάτια τρίτων. Κι οι σκέψεις γίνονται τύψεις, δεν έχουν φωνή μονάχα στόμα για να τρώνε.
12
Όλα μας τρώνε. Μα να, κινούν για έξοδο, θα είναι μια έξοδος λαμπρή, γεύμα μοναστηριακό με καλεσμένους που νιώθουν πιο πολλοί από όσοι είναι, κι έχουνε όρεξη ακόρεστη για φαί. Θα φαν, θα φαγωθούν, θα υπομείνουν.
13
χώρος και ποιητική διδάσκουσα
φοίβη γιαννίση ακ.έτος
2016-2017