Παναγιώτης Κουτρουβίδης
Στη Χαράδρα
Κυκλοφόρησε το 1999 από τις εκδόσεις Καστανιώτη, στο βιβλίο «20+1 Ιστορίες, Από τον διαγωνισμό ELLE 1999».
Copyright © 2017 Παναγιώτης Κουτρουβίδης
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ Αγαπημένε μου φίλε Θόδωρε, Φτάσαμε επιτέλους, νύχτα, στην περίφημη παραμεθόρια μονάδα τεθωρακισμένων. Ο χώρος που ξημερώσαμε, ένα ταψί χωμένο στη γη για κάλυψη, να το βράζει ο ήλιος. Κάτι από το τοπίο του Happy Day χωρίς όμως το δροσερό θαλασσινό αεράκι. Η μεγαφωνική ουρλιάζει όλη τη μέρα, ανακοινώσεις, το κυνήγι της αλεπούς και εμβατήρια. Τα πράσινα ανθρωπάκια φορούν του έλικές τους και περιφέρονται βομβίζοντας. Οι παλιοί σκονισμένοι, ακομβίωτοι και αξύριστοι, αγριεμένοι, έτοιμοι να μας τηγανίσουν τις σαρδέλες. Οι μόνιμοι, μισότρελοι, μαστιγώνουν τα άρματα με κάτι κλαριά και τα βρίζουν ολημερίς. Οι αξιωματικοί, βαριεστημένοι και απογοητευμένοι, σουλατσάροντας πέρα δώθε, δίνουν διαταγές, συνήθως χωρίς περιεχόμενο. Η έξοδος ταυτισμένη με το κοντινό χωριό, το «μία έξω» μας. Πέρασε γρήγορα η πρώτη εβδομάδα. Την είπαν εβδομάδα προσαρμογής, αλλά ήταν εβδομάδα αλκοολισμού. Δεν ξέρω γιατί πίναμε έτσι. Μετά οι
μέρες κόλλησαν. Σαν να ξημερώνει κάθε πρωί η ίδια μέρα ή σαν να μην ξημερώνει καν. Σαν να κοιμάμαι έναν εφιαλτικό ύπνο και να μην μπορώ να ξυπνήσω. Κινούμαι σαν υπνοβάτης. Ένα ατελείωτο κακό όνειρο. Ίσως το επόμενο φεγγάρι δώσει τη διέξοδο που περιμένω∙ η πανσέληνος, αυτή η μάγισσα, να με ξυπνήσει από τον εφιαλτικό ύπνο και να βγω να ουρλιάξω το ουρλιαχτό του λύκου∙ και να πονέσω. Να πονέσω και να μεταμορφωθώ. Να με ακούσεις και να έρθεις να με βρεις, να ανταμώσουμε όπως πρώτα. Λύκος εγώ, λύκος και εσύ. Να κατεβούμε στο χωριό και, όταν σβήσουν τα φώτα, να μπήξουμε τα δόντια μας βαθιά στα ζεστά κορμιά των κοριτσιών, να πιούμε αίμα, να ξεχάσουμε – ξεχασμένοι κι εμείς – και να πάρουμε δύναμη ως το άλλο φεγγάρι. Μόνο έλα, αδερφέ μου, γρήγορα ζυγώνει το ξημέρωμα.
ΠΡΩΙΝΟ ΞΥΠΝΗΜΑ Μπήκε ουρλιάζοντας, κρατώντας μια βέργα, και χτυπούσε τα σιδερένια κρεβάτια. «Όλοι όρθιοι, ρε. Τώρα. Ξυπνήστε είπα». Ο θαλαμοφύλακας ήθελε δεκαπέντε μέρες να απολυθεί και πέρναγε δύσκολα. Υπηρετούσε ένα μήνα φυλακή. Ήρθε από πάνω μου και κουνούσε τη βέργα του. «Δεκανέα, θες ειδική παραγγελία για να σηκωθείς;» «Είμαι ξύπνιος. Φεύγα», έκανα. Τον τρόμαξε το μάτι μου και μ’ άφησε ήσυχο. Το βράδυ ήταν δύσκολο. Το είχα περάσει κλαίγοντας, βρίζοντας και δαγκώνοντας το μαξιλάρι. Όλο το βράδυ αναρωτιόμουν ποιος με βλαστήμησε και έπεσα σ’ αυτή τη μονάδα των τρελών, με την περίφημη υπηρεσία να έχει κολλήσει στο «μία μέσα». Έξω χάραξε αλλά φως πουθενά. Η Τασούλα μού το ’γράφε καθαρά. Της ήταν αφόρητο να με περιμένει να απολυθώ. Δύο μέρες κάθε δύο μήνες, είναι σχέση αυτή; Βεβαίως όχι. Και κάτι χαρτιά που έφτιαξα για δωδεκάμηνο δεν έβλεπα να πιάνουν τόπο. Ο γαλονάς το είχε πει στον πατέρα μου καθαρά; «Μπορεί να δικαιούστε, κύριε,
Παναγιώτης Κουτρουβίδης
αλλά αν είχατε και κάποιον να σπρώξει;». Και εγώ δεν είχα. Σαν να μην έφταναν όλα, είχα εισπράξει την προηγούμενη βραδιά τρεις στερήσεις εξόδου, διότι ήμουν αγυάλιστος στη βραδινή αναφορά. «Αγυάλιστος και αυθάδης», όπως έγραψε ο ανθυπασπιστής κ. Καρτάλης στο βιβλίο. Έπρεπε να την ψυλλιαστώ και να φυλαχτώ. Έριχνε φυλακές «δι’ ασήμαντον αφορμήν», όπως παρατηρούσε ο Τασούλης. Τρεις στερήσεις εξόδου, που σημαίνουν θα έβλεπα την έξοδο μετά από κάνα μήνα. Μέχρι τότε η αβάσταχτη πρασινίλα, τ’ άρματα και ο ουρανός.
8
Στη Χαράδρα
ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ Είχε μεσημεριάσει και ο ήλιος ντάλα. Το πρόγραμμα έγραφε: «Ελεύθερος χρόνος». Μα ο κ. Καρτάλης, ο συμπαθής κ. ανθυπασπιστής, απεφάνθη ότι έπρεπε να εξασκηθούμε στο βήμα, διότι ερχόταν η στρατηγική επιθεώρηση. Έτσι, βρεθήκαμε με όπλα, εξαρτύσεις και κράνη εν τω μέσω του γηπέδου, να το οργώνουμε πάνω κάτω. Έβραζε ο τόπος. Άπνοια. «Ένα αριστερόοο», ούρλιαξε ο Καρτάλης. Κάθε φορά που το φώναζε, τον σκεφτόμουν κάτω από τη σκονισμένη αρβύλα μου. Ο ιδρώτας ποτάμι. «Ένα αριστερόοο», ξαναούρλιαξε. «Ένα αριστερό έμφραγμα», ψιθύρισα. Με άκουσε. «Αλτ! Ποιος μίλησε, ρε;». Εγώ άφωνος. Κώλωσα. Ακόμα μερικές στερήσεις εξόδου και θα ξεχνούσα πώς είναι ο κόσμος. «Δεν μιλάτε, ε; Τέτοιοι είστε, ρε. Γυναικούλες, πουτανίτσες, κότες. Δεν είστε άντρες, ρε, να πάρετε ευθύνη. Που έχετε μάθει δύο αράδες γράμματα και κάνετε τους έξυπνους. Από εμένα κρεμόσαστε. Ό,τι θέλω σας κάνω. Σας λιώνω στο βήμα. Μέχρι να μάθετε χορό. 9
Παναγιώτης Κουτρουβίδης
Αργεί και να νυχτώσει ακόμα. Τώρα θα μάθουμε την προσοχή. Προσοχήηη! Ακίνητοι!». Τραβήχτηκε στη σκιά. Η φωνή μου βγήκε βραχνή και φοβισμένη: «Εγώ μίλησα, κ. ανθυπασπιστά». «Τέλειωσε ο χρόνος σου, ρε, γιατί δεν το’ πες όταν ρώτησα; Τέτοιος χέστης είσαι. Ακίνητοι όλοι!». Ακούγονταν μόνο τα τζιτζίκια. Διαλυθήκαμε, όταν μετά από μισή ώρα έπεσε ο πρώτος.
10
Στη Χαράδρα
Ο ΤΑΣΟΣ «Νέοιοιοι!». Η καθιερωμένη πρωινή κραυγή του Τάσου. Παλιός ο Τάσος. Παλιός και τσαμπουκάς. Λοχίας και άπαιχτος. Τρελάρας, δάσκαλος στην πολιτική του ζωή, που δεν του μίλαγε κανείς. Τον είχαν για σαλεμένο, κόντευε και ο καιρός του να απολυθεί και δεν ασχολούνταν. Ο ίδιος υποστήριζε ότι ήταν μετεμψύχωση κάποιου παλιού βασιλιά των Μαμελούκων. Μετά την άφιξη του Καρτάλη είχε και αυτό ξεχάσει τι θα πει έξοδος. Αλλά δεν νοιαζόταν, το’ ριχνε στα βιβλία με μανία. Είχε και η βασίλισσά του να τον περιμένει στη Φλώρινα. Όχι σαν κάτι άλλους… Ήταν μάγκας ο Τάσος. Μου είχε υποσχεθεί να με στέψει πρίγκηπα της φυλής του πριν απολυθεί. Ήταν μεγάλη τιμή να σου μιλάει σοβαρά ο Τάσος. Είχε δει το στρατόπεδο αυτό να χτίζεται. Όλοι οι αξιωματικοί τον είχαν βρει εδώ. «Νέοιοιοι!». Ο Τάσος δεν ήταν σαν τους άλλους παλιούς. Ούτε «Απολύομαι, ψαρούκλες» ούτε «Τα μαλλιά μου κάνω μπούκλες», ούτε τίποτα. Ίσως γιατί ο Τασούλης ήταν 11
Παναγιώτης Κουτρουβίδης
καραφλός, ίσως γιατί ήταν πράγματι βασιλιάς – των Μαμελούκων ή όχι – δεν σημείωνε ποτέ ότι φτάνει ο καιρός του για το χαρτί. Μόνο η κραυγή του, πιο δυνατή και πιο άγρια όσο ζύγωνε η μέρα εκείνη: «Νέοιοιοι!». Ούρλιαξε μέσα στο αυτί μου αυτή τη φορά. Είχε έρθει κοντά μου απ’ την άλλη άκρη του θαλάμου. Μου χαμογέλασε γλυκά. Η στοργή του Τάσου ήταν η μόνη όαση αυτού του στρατοπέδου. «Μην τα παίζεις, μικρέ», συνήθιζε να μου λέει. «Κανείς δεν μπορεί να σου πάρει την αξιοπρέπεια και την ελευθέρια της ψυχής σου». Δεν φανταζόταν το τρελό σχέδιο που όργωνε το μυαλό μου εδώ και μέρες.
12
Στη Χαράδρα
ΣΤΗΝ ΑΝΑΦΟΡΑ Ήρθε και στάθηκε δίπλα μου. Τον κατάλαβα από τη βαριά ιδρωτίλα που ανάδινε. Βαριανάσαινε. Εγώ, το βλέμμα μου καρφωμένο στον ίλαρχο, που έπαιρνε αναφορά. Ήρθε μισό βήμα κοντύτερα. Γύρισα ελαφρά το βλέμμα μου. Ο εντιμότατος κ. ανθυπασπιστής. Μου ψιθύρισε: «Δεκανέα, ξέρω, παρατυπώ, αλλά το είδα το έγγραφο και θέλω να το ξέρεις, να προετοιμαστείς. Μην έχουμε τίποτα κλάματα και σπαραγμούς. Τα χαρτιά σου για το δωδεκάμηνο απορρίφθηκαν. Θα σε χαρούμε, ρε, για κάνα εννιάμηνο ακόμα». Μου κοπήκανε τα πόδια. Παρότι μου τα λέγαν, εγώ ήλπιζα. Σε τρεις μήνες αντίο. Αλλά όχι. Εννιά και τρεις ίσον δώδεκα. Ένας χρόνος, τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες, πόσες ώρες. Εδώ στο τρελάδικο. Τον μισούσα. Τον μισούσα με όλη μου την ψυχή. Μόνο που δεν γελούσε. Αν μπορούσε, θα το έκανε. Θα τον εκδικηθώ. Εκδίκηση. Μόνο εκδίκηση.
13
Παναγιώτης Κουτρουβίδης
ΕΦΟΔΟΣ «Αλτ, τις ειειει;». «Έφοδος». «Προχώρει ο εφοδεύων». Είτε επειδή είχα επιτέλους κοιμηθεί ήσυχος μερικές ώρες είτε επειδή η νύχτα ήταν μαγεία, ένιωθα μια βαθιά ανακούφιση. Σαν να είχα ξεχάσει που βρισκόμουν. Δεν πήρα μαζί μου τον φακό. Δύο μήνες μετά την παραμονή μου εδώ και την εξοντωτική υπηρεσία ήξερα τα μονοπάτια με κλειστά μάτια. Πότε θα γρατσουνίσει το μπράτσο μου ο θάμνος, πότε θα σκοντάψω στην πέτρα, πότε θα βρίσκομαι στον όρχο αρμάτων, πότε ζυγώνω στις σκοπιές. Μοναδική νυχτερίδα στο πυκνό σκοτάδι. Και δίπλα μου η χαράδρα, φιδωτή και βαθιά, να κόβει τους δρόμους σε όλη την έκταση του στρατοπέδου. Για να μπορέσω να κατέβω και να χαθώ, αν το αποφάσιζα, ή για να μου δώσει τη λύση, όπως δεν είχα ακόμα φανταστεί. Το φεγγάρι ανέβαινε σιγά σιγά, αιματοβαμμένο και ολόγιομο, πίσω από τη σκοπιά των πυρομαχικών, φωτίζοντας τη νύχτα. Πάνω στη τσιμεντένια σκεπή 14
Στη Χαράδρα
της σκοπιάς μια ανθρώπινη φιγούρα, ακίνητη, με τα πόδια ανοιχτά και όπλο προτεταμένο: ο Αντώνης ο Κρητικός, λες και περιμέναμε εισβολή ή για να φυλάει το στρατόπεδο και τους φαντάρους από τους νυχτερινούς εφιάλτες. Η φωνή του, δυνατή και βαριά, έσκισε τη νύχτα. «Αααλτ!. Σύνθημα;». Το ψιθύρισα. «Προχώρει στο παρασύνθημα». «Έλα, ρε Αντώνη, με κούρασες. Άσε με να υπογράψω να κοιμηθώ…».
15
Παναγιώτης Κουτρουβίδης
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΟ Όπως κάθε πρωί, έτσι και σήμερα. Παράταξη. Ζυγισμένοι, στοιχισμένοι σε θέση ημιαναπαύσεως, και οι αναφερόμενοι στη γραμμή, σε στάση προσοχής, μπροστά στον ίλαρχο. Αναφορά. Οι αναφερόμενοι πέντε, ήμασταν κιόλας στον τρίτο. Θα ξεμπερδεύαμε νωρίς σήμερα. Ο ήλιος είχε κιόλας αρχίσει να καίει και ο ίλαρχος ξαφνικά σταμάτησε. Έμεινε αποσβολωμένος και κάρφωσε το βλέμμα του πίσω μας, στο βάθος του γηπέδου. Σαν να μην το πίστευε. Μπορεί να πέρασε και μισό λεπτό. Ασυναίσθητα γυρίσαμε όλα να δούμε. Ήταν ο Τάσος με σορτσάκι λαχούρι, μπλουζάκι λουλουδάτο και σανδάλια, γυάλιζε από το αντηλιακό και το μαύρο του γυαλί άστραφτε στον ήλιο. Στην πλάτη τουριστικό σακίδιο. Με αργά, νωχελικά βήματα ήρθε κοντά μας: «Excuse me, is this the road to the village?» είπε σε άπταιστα αγγλικά με την φλωρινιώτικη προφορά του. «Κάνε μας τη χάρη, ρε Κυριακίδη, και δίνε του», άφρισε ο ίλαρχος. Τότε το είδα. Το κρατούσε στο χέρι και το κούναγε επιδεικτικά, το ποθητό χαρτί που όλοι ονειρευόμασταν. Ο Τάσος το είχε σίγουρα από την 16
Στη Χαράδρα
προηγουμένη. Αθόρυβα, σχεδόν κρυφά, έγινε πολίτης μέσα στο στρατόπεδο και διασκέδαζε με το θυμό των καραβανάδων που τους χάλασε το τελετουργικό. Δεν κρατήθηκε κανείς. Διαλύσαμε την παράταξη και πέσαμε επάνω του. Αγκαλιές, φιλιά, γέλια, σφαλιαρίτσες, τσιμπηματάκια, στο τέλος τον πήραμε στα χέρια και ξεκινήσαμε για την πύλη. «Τάσος-Τάσος», ακουγόταν ρυθμικά. Ούτε που άκουγε κανείς τα γαβγίσματα του ιλάρχου, που έριχνε φυλακές από μακριά. Ο Τάσος απολύθηκε και οι επόμενες ημέρες προβλέπονταν διαφορετικές.
17
Παναγιώτης Κουτρουβίδης
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ Η τρελή ιδέα μού είχε καρφωθεί και την κλωθογύριζα από καιρό. Όσο το σκεφτόμουν, γαλήνευε η ψυχή μου. αυτός θα την πλήρωνε για όλα. Ο κ. Καρτάλης, ο κ. Καθίκης. Και εγώ θα είχα εκδικηθεί και θα ησύχαζα. Το ζήταγε ο οργανισμός του. Μια βραδιά που θα φύλαγαν στις σκοπιές οι κολλητοί και εγώ έφοδος, θα ’παιρνα και τ’ όπλο μου. Μια σκοτεινή βραδιά, αφέγγαρη, θα τον καρτέραγα να βγει. Έβγαινε πάντα για έφοδο όταν ήταν υπηρεσία. Για να βρει κάνα στραβό να ρίξει φυλακή. Θα τον άκουγα να έρχεται, θα τον μύριζα από την μπόχα που ανάδινε το βρωμερό κορμί του. Θα ούρλιαζα: «Αλτ, τις ει;». Θα μου ψιθύριζε: «Έφοδος», θα ξαναούρλιαζα: «Αλτ, τις ει;», ν’ ακούσει όλο το στρατόπεδο. Και τρίτη φορά. Δεν θα μπορούσε να φανταστεί το κακό που θα του’ ρχόταν. Θα έβαζα στα γρήγορα τον γεμιστήρα και θα του’ ριχνα, καθώς αυτός θα ψέλλιζε το σύνθημα. Στην κοιλιά. Θα τον γάζωνα από κοντά. Από το στέρνο μέχρι τ’ αχαμνά του. Η κοιλιά του θα άνοιγε σαν ξηλωμένη ραφή. Θα κράταγε τ’ άντερα του στα χέρια του και θα ξεψυχούσε κοιτώντάς τα. Τα βρωμερά του σωθι18
Στη Χαράδρα
κά. Εγώ, λάδι. Φώναξα τρεις φορές για αναγνώριση, όπως προβλέπεται, δεν μου απάντησε. Φοβήθηκε μες στη νύχτα, παραμεθόριος είμαστε, και τον γάζωσα. Και οι κολλητοί θα τα επιβεβαίωναν όλα. Και οι μονιμάδες δεν θα πολυέψαχναν. «Ατύχημα», θα έλεγαν. Άλλωστε τον Καρτάλη δεν τον χώνευε κανείς. Και οι φαντάροι ήθελαν να του φάνε τα μάτια. Το σκεφτόμουν και ησύχαζα. Αυτό ήταν. Το καλύτερο σχέδιο. Γύριζαν στο κεφάλι ξανά και ξανά οι λεπτομέρειες: που θα τον περιμένω, τι μέρα, τι ώρα. Πλημμύρισα από μια άγρια χαρά. Χαλάρωσα και αποκοιμήθηκα.
19
Παναγιώτης Κουτρουβίδης
ΣΤΗ ΧΑΡΑΔΡΑ Ακόμα μια νύχτα. Πίσσα το σκοτάδι. Ακόμα μια υπηρεσία με τον Καρτάλη να ροχαλίζει στο διοικητήριο. Ήμουν νευρικός απόψε. Έπρεπε με το σχέδιο μου να τελειώνω γρήγορα. Καθυστερούσα και είχε αρχίσει να με βασανίζει. Είχε κολλήσει το μυαλό μου σ’ αυτό. Έπρεπε να κάνω ό,τι ήταν να κάνω. Έφτασα στη σκοπιά των αρμάτων: «Γεια σου, Δημήτρη. Πως πάει απόψε;». «Γεια σου, δεκανέα. Τάξε μου». «Τι έγινε;» απόρησα. «Τη θυμάσαι μια γκομενούλα, Γερμανίδα, που έβγαλε ο Μαούνης προ ημερών; Ε, λοιπόν, πήδηξε τον φράχτη και μπήκε στο στρατόπεδο. Θέλει λέει να τον βρει να τον χαιρετήσει, γιατί αύριο φεύγει. Και μου εμφανίζεται φάντης μπαστούνι προ δύο λεπτών. Την έστειλα λοιπόν και εγώ στους θαλάμους να τον βρει. Είναι και τσαχπινούλα, θα γίνει γλέντι». «Τρελός είσαι, ρε; Πού την έστειλες;». «Της είπα: ‘Το βλέπεις κείνο το φωτάκι στο βάθος; Ε, εκεί είναι οι θάλαμοι, πήγαινε και ρώτα το σκοπό’». Το μυαλό μου έφερε στροφή. Οι θάλαμοι στο βάθος, 20
Στη Χαράδρα
το φωτάκι, ο Καρτάλης, το μονοπάτι, το σκοτάδι, η χαράδρα, η χαράδρα. Τότε ακούστηκε η κραυγή της. Ο Δημήτρης ξέχασε ότι η τουρίστρια δεν ήξερε το μονοπάτι και ότι στην ευθεία που την έστειλε έχασκε το χάος. Όλα εξελίχθηκαν γρήγορα. Σχεδόν κινηματογραφικά. Όλο το στρατόπεδο. Μαζεμένο στο χείλος του γκρεμού. Τα Ρέο, με αναμμένα τα φώτα, να φωτίζουν ό,τι μπορούσαν και αυτή είκοσι μέτρα κάτω μας, μπλεγμένη στα κλαδιά ενός πλαγιασμένου δέντρου, που ίσως φύτρωσε εκεί για να σώσει μια ζωή.
21
Παναγιώτης Κουτρουβίδης
Η ΔΙΑΣΩΣΗ Το μαγνητικό τηλέφωνο, δεν έπιανε. Έτσι, ένα τζιπ έφυγε για να ειδοποιήσει. Η απόφαση ήταν ομόφωνη. Θα προσπαθούσαμε να την ανεβάσουμε μέχρι να έρθουν οι άλλοι, ποιος ξέρει μετά από πόση ώρα. Η κοπέλα, μπλεγμένη στα κλαδιά, δήλωνε ότι δεν μπορεί να κουνηθεί. Άρα έπρεπε να κατέβουμε, να τη δέσουμε και να την τραβήξουμε. Ήρθαν τα σκοινιά και το φορείο. Έγινε ησυχία, κοιταχτήκαμε. Ο Καρτάλης ήταν ο μόνος αξιωματικός εκεί. Όλα τα μάτια καρφωμένα πάνω του. Μια ώρα τώρα έβριζε την τύχη του: πώς δηλαδή και γιατί και ποια είναι αυτή και πώς βρέθηκε στο στρατόπεδο και γιατί στη δική του υπηρεσία και μπελάδες θα βρει και άλλα τέτοια. «Θα πάω εγώ», μουρμούρισε. «Και ένας αδύνατος, ρε παιδιά, να μπορεί να κινείται εύκολα πάνω στο δέντρο», είπε ο επιλοχίας. «Θα πάω εγώ», είπα. Δεν το καλοσκέφτηκα. Ίσως δεν έβλεπα και κίνδυνο, ήμουν και της προσφοράς από μικρός, όλα για τον συνάνθρωπο. Μάλλον οι κομμουνιστικές παραδόσεις της οικογένειάς μου είχαν πιάσει τόπο. 22
Στη Χαράδρα
Μας δέσανε και άρχισαν να μας κατεβάζουν. Ο προβολέας ενός άρματος χτύπαγε στο δέντρο, πιο κάτω το μαύρο χάος. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Νόμιζες ότι η χαράδρα τελείωνε εκεί. Τα σκοινιά ήταν χοντρά κι εμείς χιλιοδεμένοι. Ένιωθα ασφάλεια. Σαν να ζούσα ένα όνειρο. Φτάσαμε στο δέντρο. Τα κλαδιά του χοντρά, πατάγαμε στα σίγουρα. Ο Καρτάλης, καταϊδρωμένος, δίπλα μου. Μετά από λίγο κατέβηκε το φορείο. Η Γερμανίδα μιλούσε, αλλά δεν μπορούσε να σηκωθεί. Ασφαλίσαμε το φορείο και την τραβήξαμε επάνω του. Τη δέσαμε σφιχτά. Ο γκρεμός ήταν φέτα. Θα την ανεβάζαμε εύκολα. «Ευχαριστώ, ευχαριστώ», έλεγε και έκλαιγε. «Τραβάτε, παιδιά», φώναξα, «εμείς τελειώσαμε». Με τον Καρτάλη δεν είχαμε ανταλλάξει λέξη. Μόνο που κοιταζόμαστε πού και πού. Αγκομαχώντας και οι δύο, ιδρωμένοι και εχθροί. Πήραμε μια ανάσα καθισμένοι στο δέντρο. Ακούσαμε τη σειρήνα του ασθενοφόρου, που είχε φτάσει στο μεταξύ. Όλα είχαν πάει καλά. «Η σειρά σας τώρα», φώναξε ο επιλοχίας. Ανεβαίναμε παράλληλα, καθώς μας τραβούσαν από πάνω, μισό-μισό μέτρο κάθε φορά. Καλού κακού, πιανόμασταν και από μικρές προεξοχές του βράχου. Εκεί άρχισα να αγωνιώ. Ατέλειωτη η απόσταση. Νόμιζα ότι 23
Παναγιώτης Κουτρουβίδης
ανεβαίναμε μισή ώρα. Κι αν κουραστούν αυτοί που τράβαγαν; Και αν λυνόταν κάνας κόμπος; Ήμασταν τρία μέτρα από το χείλος, όταν άκουσα το κρατς, ελαφρό και επίμονο, αργόσυρτο. Το σκοινί του Καρτάλη τριβόταν σε ένα βράχο και κοβόταν. Το κατάλαβε κι αυτός. Γούρλωσε τα μάτια και έκανε να πιαστεί από κάπου. Μάταια. «Κόβεται, κόβεται», ούρλιαξαν από πάνω. «Βοήθεια!», φώναξε και η φωνή του δεν βγήκε. Αστραπή πέρασαν απ’ τα μάτια μου οι εικόνες. Ο Θοδωρής, ο εξευτελισμός, ο παραλογισμός, τα καψώνια, τα περίπολα, το φεγγάρι, η Τασούλα, ο ξεκοιλιασμένος Καρτάλης, το χωριό, οι αγρυπνίες μου, ο Τάσος, η αναφορά, η τουρίστρια, εγώ. Ο μικρούλης εγώ, τσαλαπατημένος από τον παραλογισμό του στρατού, έτοιμος για όλα. Εγώ στα όρια του τίποτα. Οι μέρες μου είναι μόνο για να σβήνονται στο ημερολόγιο, οι μήνες σπασμένα δόντια στην τσατσάρα μου. μόνος. Κρεμασμένος στο χείλος ενός μικρού γκρεμού, του δικού μου γκρεμού. Μου άπλωσε το χέρι απεγνωσμένα. Τον άρπαξα. Το σκοινί κόπηκε. Είχε γαντζωθεί από το χέρι μου με όλη του τη δύναμη και αιωρηθήκαμε μαζί. «Κράτα τον, κράτα τον», φώναξαν από πάνω. Πήγαμε, ήρθαμε και ξανά και ξανά. Από πάνω είχε γί24
Στη Χαράδρα
νει σιγή. Κράταγαν την ανάσα τους. Δεν τον άφηνα. Ισορροπήσαμε τεντωμένοι. «Κράτα με», ψέλλισε και με κοίταγε στα μάτια όλο αγωνία. Από πάνω πέσαν όλοι σκοινί μου. Με τρεις χεριές μας ανέβασαν. Ξαπλώσαμε πλάι πλάι, εξουθενωμένοι. Βαριανάσαινα. Αυτός έκλαιγε με λυγμούς, σαν μικρό παιδί. Τον κράτησα λοιπόν. Τον κράτησα και κρατήθηκα. Για να αντέξω την τρέλα και τη μιζέρια. Να γίνω κι εγώ σαν τον ακριβό μου Τάσο, ένας μυθικός βασιλιάς των Μαμελούκων.
25
Παναγιώτης Κουτρουβίδης
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Η Γερμανίδα σώθηκε, ο Καρτάλης πήρε αναρρωτική άδεια δέκα μέρες και εν συνεχεία μετάθεση. Εγώ, μετά από ολιγοήμερη τιμητική άδεια, επανήλθα. Τίποτα όμως δεν ήταν όπως πριν. Σαν να πέρασε ένα ποτάμι και να ξέπλυνε όλη την τρέλα και την κακία εκείνου του στρατοπέδου. Σαν να γίναν όλα πιο ανθρώπινα, πιο υποφερτά. Οι άνθρωποι, τα κτίρια, τα άρματα όλα. Ο καιρός πέρασε γρήγορα και μετά από πέντε μήνες μετατέθηκα στο Κέντρο Εκπαίδευσης στην Αυλώνα, για να ξεκουραστώ κοντά στο σπίτι μου και βέβαια κάποια στιγμή να απολυθώ. Έμενε κάνας μήνας και ένιωθα σαν να είχαν περάσει δεκαετίες. Πάνω που είχα αρχίσει να συνηθίζω, απολυόμουν. Τα κρύα βράδια που είχα υπηρεσία, μάζευα τους νεότερους γύρω από τη σόμπα και τους διηγιόμουν τις ιστορίες με τον Καρτάλη, τον Τάσο, το παραμεθόριο χωριό, τους τρελαμένους συναδέλφους, την τουρίστρια, σαν να ήμουν ποτέ εγώ στην χαράδρα, σαν να μου τα είχαν και εμένα διηγηθεί. Έριχνε κατακλυσμό και έτρεξα κάτω από μια μαρκίζα να φυλαχτώ. Ήταν και αυτός εκεί. Τρόμαξα να τον 26
Στη Χαράδρα
γνωρίσω. Είχε χάσει καμία δεκαριά κιλά, είχε κόψει το μουστάκι και με κοίταξε βουρκωμένος. Με είχε δει από μακριά. Τον κοίταζα αμήχανα. «Ξέρεις, δεκανέα, για τότε. Να, λέω που δεν σ’ ευχαρίστησα ποτέ». Έγνεψα ναι. «Πρέπει να φύγω. Γεια σου». «Γεια σου κι εσένα». Σμίξαμε τα χέρια κι έφυγε τρέχοντας μέσα στη βροχή.
27