Ξέρεις κάτι ;

Page 1

Παναγιώτης Κουτρουβίδης

Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα.


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

Η πρώτη έκδοση κυκλοφόρησε το 2002 από τις εκδόσεις Πατάκη Copyright© 2017 Παναγιώτης Κουτρουβίδης 2


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

3


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ Μου αρέσει να λέω ιστορίες, δικές μου ή άλλων. Πάντα το έκανα και από παλιά αισθανόμουν ότι κάποιες από αυτές, κάποια στιγμή, θα τις γράψω. Ήταν άλλωστε τόσο απίθανες όλες. Να, λοιπόν, που ήρθε η στιγμή να γράψω μία. Όλα ξεκίνησαν ένα καλοκαίρι στην Ικαρία. Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά και είχε πια νυχτώσει. Το ραδιόφωνο έπαιζε κάτι παλιά λαϊκά και είχαμε ποτιστεί στο ουίσκι. Τότε άρχισε να μου διηγείται την ιστορία του. Μου το είχε τάξει μέρες. «Θα σου τα πω», μου είχε πει, «όταν το φέρει η κουβέντα». Η κουβέντα δεν το ’φερνε κι άρχισε έτσι… άσχετα. Όταν τελείωσε, είχα βουρκώσει. Τώρα τι νόημα βρήκα εγώ σ’ όλα αυτά, άλλο θέμα. Ειδικά εγώ. Ήταν εκεί και μου διηγούταν για να μου υπενθυμίσει ότι, αν κάτι το θέλεις πολύ, θα το πετύχεις. Ότι εκείνες τις χρονιές, που εγώ εισέπραττα τη μια ήττα μετά την άλλη, σε όλα τα επίπεδα, ένας τρελαμένος τύπος σαν κι αυτόν, όπως δεν μπορούσα να τον φανταστώ ως τότε, κάτι κέρδιζε. Ή ότι αυτή η ζωή («η κωλοζωή», όπως έλεγα παλιότερα) τελικώς παλεύεται. Ίσως θα ’πρεπε να είναι σενάριο για ταινία του παλιού 4


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

ελληνικού κινηματογράφου, μόνο που τη φαντάζομαι να κυλάει σε ρυθμούς ροκ εντρολ. Θα αρχίσω λοιπόν. Σε πρώτο πρόσωπο, σαν να ήμουν εγώ, ίσως γιατί θα μπορούσα να είμαι εγώ ή επειδή θα ήθελα να ήθελα να ήμουν εγώ.

5


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο Είχα περάσει στην Βιομηχανική πριν από τρία χρόνια. Οι γέροι μου φανερά ικανοποιημένοι. Η αλήθεια είναι ότι δεν το περίμενε κανείς. Ήμουν πάντα το μαύρο πρόβατο στο σπίτι. Όλο τους έμπαινα, όλο κάτι είχα να πω, ή δεν έλεγα τίποτα. Ψιλογραμμένους τους είχα. Μικροαστοί του κερατά, έλεγα τότε. Ο μπαμπάς παντρεύτηκε για να μη βρομίσει ως εργένης, η μαμά γιατί έτσι κι αλλιώς φοβόταν το ράφι – και έκαναν τρία παιδιά. Εμένα και δύο κορίτσια μικρότερα. Οι αδερφές μου. Αυτές που όλο λιγουρεύονταν οι κολλητοί μου, για να επιμένω εγώ ότι δεν αξίζε τον κόπο. Με όνειρα για γάμους και αποκαταστάσεις αυτές. Με τα πολλά, η μία, η μεγαλύτερη, η Καίτη τα ’φτιάξε με τον Στάθη. Κολλητός και ξηγημένο παλικάρι. Είχα να τους κάνω και πλάτες. Τα παιδικά μου χρόνια, αλλά και τα υπόλοιπα, στο Κερατσίνι. Οι γονείς μου να παλεύουν για να φτιάξουν εκείνο το τριώροφο για να προικίσουν τα κορίτσια. Ο ένας όροφος είχε τελειώσει και μέναμε. Ο πατέρας μου έφευγε πρωί και γύρναγε το βράδυ. Εργοστάσιο και υπερωρίες. Αν δεν ήταν κι αυτές, δεν σωζόμασταν. Ούτε σπίτι θα είχαμε να μείνουμε ούτε θα είχα κι εγώ την ησυχία μου. Το «κόψε πια αυτά τα 6


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

μαλλιά» ακουγόταν περίπου άπαξ της εβδομάδος. Σάββατο ή Κυριακή. Η μάνα μου είχε συμβιβαστεί. Εγώ ούτε να το σκεφτώ. Το μαλλί στο φόρτε του. Χοντρή μπούκλα και μακρύ. Ανέμιζε καθώς γύρναγα με το παπί και όλες με κοιτάζανε. Ήμουν πράγματι ωραίος. Τα πολλά σαλιαρίσματα δεν τα έκανα κέφι – από το λύκειο ακόμα. Το σπίτι, με τις πολλές γυναίκες να πηγαινοέρχονται, με έκανε να θέλω να διαλέγω. Στην παρέα περνιόμουν για βαρύς. Η αλήθεια είναι ότι δεν πολυμίλαγα. Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, πίστευα. Τον τελευταίο καιρό κάτι είχανε πάθει μαζί μου στο σπίτι. Σου λέει, «πώς πέρασε αυτός στο πανεπιστήμιο με τα μυαλά που κουβαλάει;». Οι κουβέντες με τους δικούς μου αραίωσαν. Κάτι τα μαθήματα, κάτι η δουλειά που είχα βρει στην αρχή της άνοιξης, κάτι οι βόλτες, οι συναντήσεις μας λίγες. Δε ρώταγα, δε ρωτάγανε. Καλύτερα έτσι. Κάτι περιστασιακές δουλειές και μέσα στο χειμώνα, τα έξοδα μου τά ’βγαζα. Έτσι την περνούσα ήσυχα. Αναρχοροκάς περνιόμουν στο σχολείο, – εγώ διαφωνούσα – επειδή είχα οργανώσει, λέγανε, μια συναυλία με τις Μουσικές Ταξιαρχίες ως πρόεδρος της τρίτης και επειδή διάβαζα τον Σχολιαστή, αλλά του έκανα και κριτική. Εγώ απλά τους οργανωμένους τους είχα χεσμένους όλους. Αντι-κνίτης από κούνια, οι Ρηγάδες 7


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

φλώροι. Οι λοιποί ακροαριστεροί να φτύνεις στα θεωρητικά τους, και από κει και πέρα δε συνεχίζω. Όχι όμως και αναρχικός, όλα ίσιωμα και σπάμε. Όχι! Ποτέ δε γούσταρα. Το Σχολιαστή τον ξεφύλλιζα συχνά. Και τότε με τις Μουσικές Ταξιαρχίες είχαμε γεμίσει το σινεμά και βγάλαμε όσα δε θα βγάζαμε σε καμία ντίσκο. Μέχρι και οι μπάτσοι πλάκωσαν για το πώς και τι. Οι φίλοι δύο τρεις, με πρώτο και καλύτερο το Στάθη. Όχι επειδή τα είχε με την Καίτη, αλλά κάτι καταλάβαινε περισσότερο. Ατέλειωτες οι κουβέντες μας στη «Σπηλιά». («Σπηλιά»: ημιυπόγειο νοικιασμένο από εμένα, το Στάθη και τον Τάσο για τις συνευρέσεις μας με το άλλο φύλο). Εγώ ρέστος από κορίτσι καθώς ζύγωνε το καλοκαίρι, και έτσι την αξιοποιούσα για εκ βαθέων κουβέντες με τους κολλητούς και στιγμές μοναξιάς και μουσικής μακριά από το σπίτι μου με τις τρεις γυναίκες και τον κουρασμένο πατέρα. «Το καλοκαιράκι στην ακρογιαλιά» άκουγα συνεχώς στο κασετόφωνο. Προετοιμασία για τις εξετάσεις, δουλειά «μερικής απασχόλησης» σε ένα μεγαλομπακάλικο και δε φανταζόμουν τι μου επεφύλασσαν εκείνοι οι τρεις καλοκαιρινοί μήνες που έρχονταν. Βαριόμουν. Βαριόμουν αφόρητα. Στην ιδέα ότι έτσι θα κυλούσε η ζωή μου, μ’ έπιασε απελπισία. Τα πράγ8


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

ματα που ευχαριστιόμουν, πολύ λίγα. Δεν ήθελα να ήταν έτσι. Και αυτές τις ατελείωτες ώρες που βόλταρα με το παπί, πολύ θα ήθελα συντροφιά. Οι κουβέντες με τους φίλους μου φαίνονταν πια λίγες. Για τις κοπέλες ούτε λόγος. Είχα πολλά χρόνια να συγκινηθώ πραγματικά με κάποια. Ζητούσα πολλά ή ήμουν τελικά μπλαζέ, που έλεγε κι ο Στάθης; Και στο πανεπιστήμιο, ενδιαφέρον κανένα. Τα πρώτα χρόνια κάτι γινόταν. Κάτι οι συνελεύσεις, κάτι οι καταλήψεις, υπήρχε λίγο ενδιαφέρον. Μετά όλοι άρχισαν να σκέφτονται την καριέρα τους. Πως άλλαξαν έτσι τα πράγματα μέσα σε δύο τρία χρόνια, ήταν το κάτι άλλο. Ήταν που κατέρρεε ο υπαρκτός σοσιαλισμός, ήταν που η αλλαγή του ΠΑ.ΣΟ.Κ. πνιγόταν στα σκάνδαλα; Ούτε που ήξερα. Πολλές φορές σκεφτόμουν ότι έφταιγε η σχολή, η Βιομηχανική. Εκκολαπτόμενα γιαπάκια. θέσεις στο δημόσιο, σύμβουλοι επιχειρήσεων, χρηματιστές και τα λοιπά. Τώρα γιατί εγώ πέρναγα τα μαθήματα, άλλο θέμα. Ήθελα να τελειώνω. Να μην ακούω τη γκρίνια των γονιών μου και να μην έχω ανάγκη πλέον τα λεφτά τους. Αν συνεχιζόταν αυτή η μιζέρια θα μου έστριβε.

9


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο «Σας έχω όλους χεσμένους. Το χειμώνα κλεισμένοι στο καβούκι σας και να πηδάτε όποια σας κάτσει, και το καλοκαίρι εραστές της πεντάρας με την κάθε ξεπλυμένη τουρίστρια, αλλά και βιαστές ενίοτε. Δε θέλω ούτε να σας ξέρω. Ούτε την κουβέντα σας θέλω όποιος καταλαβαίνει ας γράψει». Βούλα Γ. Το ξαναδιάβασα. Πολλές φορές. Ζόρικο αν μη τι άλλο. Μήνυμα στο Σχολιαστή. Όσο περπάταγα στις λέξεις, ανατρίχιαζα. Καημός, παράπονο, πόνος. Το περιοδικό το ξεκοκάλιζα πάντα, αλλά τέτοιο πράγμα δεν είχα ξαναδεί. Ένιωσα. Δεν το σκέφτηκα πολύ. Θα τη βρω να της γράψω. Άλλωστε, το είχα ξανακάνει. Είχα αλληλογραφία με διάφορες κοπελίτσες του εξωτερικού – ήμουν ωραίος, το είπαμε – χωρίς να έχω προχωρήσει παραπέρα. Οι φωτογραφίες που έστελνα μετρούσαν. Εγώ δεν ήξερα,πως να το χειριστώ. Θα το ξαναέκανα. Όσο κοίταζα το μήνυμα, τόσο το πίστευα. Όλα πήγαν καλά. Από το περιοδικό μου έδωσαν τη 10


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

διεύθυνση, Κύμη παρακαλώ. Ένα χωριό λίγο έξω από την πόλη. Πήρα χαρτί και μολύβι και άρχισα. Όχι, πολύ καλά δεν έγραφα, αλλά αυτό που ήθελα να πω θα το έγραφα έτσι ή αλλιώς. Έβαλα και μια φωτογραφία μου μέσα. Από αυτές για την αλληλογραφία. Έγραψα λίγα λόγια για μένα, τι κάνω, και άφησα να εννοηθεί ότι είχα καταλάβει. Το έστειλα. Και περίμενα. Ήρθε! Η απάντηση φυσικά. Το άνοιξα χωρίς να περιμένω. Γραφικός χαρακτήρας, άστα, και μουντζουρίτσες. Μου άρεσε. Ξεκίνησα να διαβάζω και πέφτει μια φωτογραφία, σχολική, ομαδική. «Είμαι μία απ’ αυτές στη φωτογραφία» έγραφε. Ωραία… Συνέχισα το διάβασμα. Μαθήτρια στα δεκαοκτώ. Την είχα για μεγαλύτερη. Είχε σταματήσει το σχολείο περίπου ένα χρόνο. Από οικογένεια μάλλον προβληματική. Ανησυχίες σαν τις δικές μου, ή έτσι μου φαινότανε. Ο Σχολιαστής ήταν μια εγγύηση. Δούλευε στην ταβέρνα του πατέρα της. Γκρίνια για το χωριό, πίκρα αβάσταχτη. Φίλοι, παρέες, όλοι πουλημένοι. Όχι ότι είχε ξεκόψει, αλλά ουσία λίγη και πάμε παρακάτω. Τις επόμενες ημέρες διάβαζα το γράμμα της, ξανά και ξανά. Λόγος σκληρός, κυνικός, πικρός. Ήταν η ανάγνωση μιας χαμένης εφηβείας, μιας απογοητευμένης νιότης, ενός πρόωρου μεγαλώματος. Και ξαναέγραψα. Σημάδεμα μ’ ένα βελάκι την πιο άσκημη στη φω11


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

τογραφία, με την ελπίδα ότι δεν είναι αυτή. Εκτός από αυτή και μια ακόμη, όλες οι άλλες ήταν συμπαθητικές. Έκανα διάφορα σχόλια για το παιχνιδάκι που ξεκίνησε, έγραψα κι άλλα, έβαλα και τη φωτογραφία με το βέλος και το έστειλα: «Μήπως είσαι αυτή;», «Όχι». Και τα γράμματα συνεχίστηκαν. Δύο ο καθένας ανά εικοσαήμερο περίπου, ανιχνευτικά όσο ήταν δυνατόν, μέχρι που στο τελευταίο η υπομονή μου είχε αρχίσει να τελειώνει. Δεν είχα εικόνα της ,δεν την είχα συναντήσει, δε φαινόταν να πηγαίνει το πράγμα εκεί που ήθελα και εγώ ασφυκτιούσα. Το έγραψα όσο το δυνατόν πιο ευγενικά και μάλλον το μήνυμα ελήφθη. Το επόμενο γράμμα της είχε τη φωτογραφία (εκείνη την αρχική) με βελάκι πάνω από το κεφάλι της, πιο πολλές εξηγήσεις, το τηλέφωνο της – προς θεού, μην πάρω αυτές τις μέρες – και τη συγκατάθεσή της να με δει. Στο επόμενο γράμμα που έστειλα, έγραψα μόνο το τηλέφωνο μου, με κεφαλαία: «ΠΑΡΕ» , και περίμενα. Και πήρε.

12


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο «Θέλω να σε δω» της είπα αμέσως, χωρίς περιστροφές. «Αδύνατον». Παύση. «Εδώ κάτω είμαι μαντρωμένη, τα μάτια και τα στόματα όλα περίεργα και, αν δεν το κατάλαβες από όσα σου έγραψα, πέφτει και ξύλο στην οικογένεια». «Δεν μπορείς, δηλαδή, να κανονίσεις κάτι;» σχεδόν παρακάλεσα με το γλυκύτερο ύφος που διέθετα. «Θα σκεφτώ και θα ξαναπάρω». Έκλεισε. Ωραίο πρώτο τηλεφώνημα. Αλλιώς τα ήξερα. Που ήταν τα γελάκια, οι σαχλαμαρίτσες και οι γλύκες; Μάλλον εντυπωσιάστηκα. Καθώς κοίταζα το τηλέφωνο επί πεντάλεπτο αποσβολωμένος, ξανακτύπησε. Ήταν πάλι αυτή. «Λοιπόν, το αποφάσισα. Ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Πρόσεξέ με. Έλα το Σάββατο στο χωριό. Όπως βγαίνεις για την παραλία, είναι μια ταβέρνα, ‘Το Ακρογιάλι’, παρ’ ότι ακρογιάλι, εκεί δεν έχει. Έχει όμως πιο κάτω, κάνα δύο χιλιόμετρα. Μόλις κλείσει η ταβέρνα, θα έρθω να σε βρω. Κατά τη μία το βράδυ… Ανυπομονώ να σε δω» έκανε πνιχτά. «Κλείνω, κάποιος έρχεται». 13


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

«Εντάξει, το Σάββατο», μόλις πρόλαβα να αρθρώσω. Σαν να την ήξερα χρόνια. Φωνή γνώριμη, σταθερή, σαν να είχαμε ξαναμιλήσει δεκάδες φορές στο τηλέφωνο. Ωραία! Θα πήγαινα με το παπί, διανυκτέρευση στο σλίπιγκ-μπαγκ κάτω από τα αστέρια. Λες να γίνει και τίποτα ή θα τη βγάζαμε ρομαντικά; Μάλλον βιαζόμουν. Είπαμε, δε μου αντιστέκονταν οι γυναίκες, αλλά όχι κι έτσι. Κι όμως, δεν την είχα δει, την είχα ακούσει τρία λεπτά στο τηλέφωνο και στη σκέψη ότι θα την άγγιζα, φούντωνα. Η καρδιά μου βροντοχτύπαγε, σχεδόν την άκουγα. Ήταν Πέμπτη βράδυ. Τι θα έκανα μέχρι το Σάββατο; Δεν κρατιόμουν. Ξεκίνησα νωρίς απογευματάκι, για να μη νυχτώσω στο δρόμο. Τα χιλιόμετρα πολλά. Τις δυο τελευταίες μέρες είχα φάει τη καζούρα της ζωής μου από τους κολλητούς: «ρε, πως κάνεις έτσι;», «ρε, ποια είναι αυτή και την ψώνισες έτσι;» και πήγαινε λέγοντας. Η αλήθεια είναι ότι δε θυμάμαι να ήμουν ξανά έτσι αφηρημένος, ονειροπόλος, ολίγον ρομαντικός και νωθρός. Εγώ, νωθρός! Ύπνος λίγος και όλο μιλούσα για το Σάββατο. Λιγότερο συζήταγα και πιο πολύ σκεφτόμουνα. Τι θα της έλεγα, πώς θα την άγγιζα, πώς θα της φανώ, πώς θα μου φανεί – ξανά και ξανά γύρναγε στο μυαλό μου. Αλλά η κοπέλα φαινόταν σπαθί. Τουλάχιστον από τα γράμματα. 14


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, οι ώρες περάσανε και ο «Θόδωρος» (έτσι είχα βαφτίσει το παπί μου) με έφερε στο χωριό. Έκανα ηρωική είσοδο στην πλατεία, με το μαλλί μπούκλες να ανεμίζει και μαύρο μου δερμάτινο κουμπωμένο, με το κόκκινο φουλάρι στο λαιμό. Ο ξένος έκανε αμέσως «μπαμ». Δεν ξέρω αν ήταν η ιδέα μου, αλλά όλοι γύρισαν και με κοίταζαν καθώς έκοψα και άφησα το βλέμμα μου να χαϊδέψει όλο το πληθυσμό της μικρής πλατείας. Γρήγορα προσπέρασα τους γέρους στο καφενείο και βάλθηκα να κοιτώ στα παγκάκια παρέες παρέες, αγόρια και κορίτσια. Την είδα. Είχα κοιτάξει τη φωτογραφία της τόσες ώρες και τόσο επίμονα, ώστε δεν θα έκανα λάθος. Καλού κακού, την είχα πάρει μαζί μου. Προσοχή μην πέσω… Έκανα τον αδιάφορο, να μην καρφωθώ και να μην τα παίξω. Ανίχνευση εδάφους όσο ήταν ακόμη μέρα. Ο δρόμος με οδήγησε προς την παραλία, όπως μου είπε. Προσπέρασα το «Ακρογιάλι» και πράγματι μετά από ένα δύο χιλιόμετρα ήταν η παραλία. Έρημη. Παρ’ ότι μέσα Ιουνίου, οι νύχτες ήταν ψυχρές. Κρυφή μου ελπίδα, να μην ξυλιάσω το βράδυ ή να αποζημιωθώ δεόντως για την ταλαιπωρία. Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά. Άνοιξα να διαβάσω τα Αρχαία Απογεύματα, αδύνατον. Έκανα μια μεγάλη 15


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

βόλτα στην παραλία και αρκετά πιο κάτω βρήκα ένα καφέ-ρεστοράν. «Καφέ μέτριο, ελληνικό διπλό», παρήγγειλα. «Καφέ τέτοια ώρα;», απόρησε ο υπάλληλος. Κοίταξα το ρολόι. Είχε πάει δέκα. «Ναι», έγνεψα. Ονειροπολώντας, ψιλοδιαβάζοντας πέρασαν κάνα δύο ώρες ακόμα. Περνούσα πολλές ώρες μόνος, αλλά σήμερα δεν άντεχα την προσμονή. Σηκώθηκα και αργά αργά γύρισα προς το παπί. Είχα βρει ένα ωραίο μέρος ανάμεσα σε κάτι πευκάκια. Εκεί θα έβγαζα το βράδυ ή μήπως θα το βγάζαμε;… Βιαζόμουν, βιαζόμουν. Κόντευε η ώρα. Κατά τη μία είχε πει. Θα έκλεινε η ταβέρνα και μετά θα ’ρχόταν. Δεν άργησε να πάει μία. Καβάλησα το παπί και χίμηξα προς την ταβέρνα, αλλά αυτή πουθενά. Πέρασα τάχαμου αδιάφορα. Δύο τρεις παρέες ήταν ακόμη εκεί. «Όχι, ρε φίλε…» μονολόγησα. Στροφή λίγο πιο πάνω και επιστροφή προς την παραλία μου. τώρα γύρισαν όλοι και κοίταξαν. Γκάφα ολκής. Και μου το είχε πει: «Όλα τα μάτια είναι περίεργα». Έριξα μερικές κλοτσιές στα πετραδάκια για να ξεχάσω τη μαλακία μου και περίμενα. Ίσως να χρειαζόταν να περιμένω πολύ.

16


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο Ήρθε πιο κοντά μου σχεδόν τρέχοντας. Μικροκαμωμένη και αδυνατούλα, με κοντά μαλλιά. Περισσότερο διαγραφόταν στο φως της κοντινότερης κολόνας παρά την έβλεπα καθαρά. Καθώς ζύγωνε, προχωρούσε πιο αργά. Είχε λαχανιάσει. Κατέβηκα από το παπί, όπου καθόμουν, και πήγα αργά προς το μέρος της. Ήρθε γραμμή επάνω μου και με αγκάλιασε. Εγώ φανερά αμήχανος. Σφίχτηκε πάνω μου. Έφτανε δεν έφτανε μέχρι το σαγόνι μου. Έκανε λίγο πίσω και μετρήθηκε μπροστά μου. Χαμογέλασε. «Είμαι Κοντούλα », είπε αυτοσαρκαστικά, «μόλις σε φτάνω». Την κοίταξα και χαμογέλασα. Είχε ένα καθαρό πρόσωπο, με λεπτά χαρακτηριστικά και διαπεραστικό βλέμμα. «Που είναι τα πράγματά σου; Πάμε να κάτσουμε». Της έδειξα. Με πήρε από το χέρι και καθίσαμε. «Σε περίμενα πολύ καιρό», είπε με σιγουριά. «Και εγώ», απάντησα. Άρχισε να με χαϊδεύει στο πρόσωπο, στα μπράτσα, ψηλάφισε τις φλέβες στα χέρια μου και παρατηρούσε. Σαν να ανίχνευε κρυμμένα μονοπάτια και, όταν τα βρήκε, όρμησε πάνω μου σαν ένα μικρό, άγριο ζώο, 17


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

να δαγκώσει το κορμί μου και να πιει απ’ τη ζωή μου. Γδύθηκε στα γρήγορα και τυλίχτηκε γύρω μου. Κινούνταν αργά, μέσα σε μια έκσταση, μέχρι να πέσει ξέπνοη πάνω μου. Της χάιδευα απαλά την πλάτη και το λεπτό λαιμό της. Ξαναζωντάνεψε. Θυμάμαι πως αναβόσβηναν τ’ αστέρια, καθώς ήρθε το τελείωμά μου, που ήταν και η αρχή μου μαζί. Είχε ξαπλώσει στο στέρνο μου και πιπιλούσε το δάχτυλό μου κοιμισμένη. Σαν μωρό. Μύριζε μυρωδιές από χορτάρι, δέντρα και τηγανητά. Τράβηξα την κουβέρτα που είχα δίπλα μου και την έριξα πάνω μας. Είχα μια γεμάτη αγκαλιά και μια καρδιά που φτερούγιζε καθώς περίμενα το ξημέρωμα.

18


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο Χάραξε. Δεν ξέρω αν κοιμήθηκα και πόσο. Με το πρώτο φως τινάχτηκε από πάνω μου πανικόβλητη. «Όχι… άργησα. Πρέπει να γυρίσω πριν ξυπνήσουν». Άρχισε να ντύνεται γρήγορα και να στρώνει τα ανακατεμένα μαλλιά της. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα στο φως. Είχε ένα αγορίστικο κορμάκι και το λεπτό λαιμό ενός κύκνου. Ξαφνικά σταμάτησε, έβγαλε ένα «ουφ» και με κοίταξε όλο γλύκα. «Τι κοιτάς;» είπε χαριτωμένα, «ματάκιας είσαι;». Ήρθε πάνω μου και άρχισε τα πειράγματα. «Πρέπει να φύγω γρήγορα. Θα σε πάρω εγώ», είπε. Κάναμε μια σφιχτή αγκαλιά κι έφυγε τρέχοντας. Έμεινα να κοιτάζω τη θάλασσα. Έψαξα στην τσέπη μου το πακέτο με τα Καρέλια Αγρινίου, έβγαλα ένα, το χτύπησα τρεις τέσσερις φορές στο πακέτο και, αφού το δοκίμασα, το άναψα. Τι είχε γίνει; Ήμουν θολωμένος. Ποια ήταν τελικά αυτή η κοπέλα με το αγορίστικο σώμα, που, χωρίς να ανταλλάξουμε ούτε δύο κουβέντες, μου χάρισε μια τέτοια βραδιά; Ούτε ρομαντικά λόγια, ούτε εκ βαθέων εκμυστηρεύσεις –άλλωστε, αυτά τα γράφαμε στα γράμματα- κι όμως είχε γίνει σεισμός. Οι κολλητοί μου ούτε που θα το πίστευαν 19


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

πως με πήρε μια δεκαοκτάχρονη, χωρίς να βγάλω κουβέντα, χωρίς να κάνω τίποτα. Άναψα το δεύτερο. Γενικά, ψιλοκάπνιζα, όχι συστηματικά, μόνο όταν ήθελα να συγκεντρωθώ και μόνο όταν ήμουν καλά. Και εκείνο το πρωί ήμουν πολύ καλά. Πήρα το δρόμο της επιστροφής, αφού ήπια καφεδάκι βαρύ γλυκό να ξυπνήσω. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και σιγοτραγουδούσα, καθώς ο «Θόδωρος» μασούλαγε αργά αργά τα χιλιόμετρα προς την Αθήνα. Όλα αποκτούσαν νόημα καθώς ζέσταινε η μέρα. Περίμενα πώς και πώς να φτάσω. Θα πήγαινα καρφί στη «Σπηλιά», ήταν Κυριακή, τηλέφωνο στο Στάθη για τις απαραίτητες διηγήσεις και το απόγευμα σπίτι. Ο πατέρας μου θα έβλεπε τις ειδήσεις και θα έκανε σχόλια για το πώς και τι, και πώς τα βρίσκουν ΚΚΕ με τη Δεξιά για να ρίξουν το ΠΑΣΟΚ, και εγώ περιχαρής θα άρχιζα να του κολλάω, λέγοντας ότι αν δεν παραδίναμε τα όπλα, τότε στην Βάρκιζα, σήμερα θα λύναμε και θα δέναμε, αλλά οι ηγέτες ήταν ανθρωπάκια τότε. Και ότι τέτοιος ήταν κι αυτός. Τώρα τελευταία μόνο έλεγε ανοιχτά ότι ήταν ΠΑΣΟΚ, γιατί παλιότερα φοβόταν. Και πείραζα τις αδερφές μου, ρωτώντας τες για τα ερωτικά τους, και θα πάθαιναν όλοι την πλάκα τους, γιατί δεν τους είχα συνηθίσει σε πολλά πολλά. Το βράδυ βόλτα για ουζάκι ή σινεμαδάκι και 20


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

ονειροπόληση. Από Δευτέρα διάβασμα για τη σχολή, διότι ζύγωνε η εξεταστική, και βέβαια θα περίμενα. Θα περίμενα το τηλεφώνημά της. Περίμενα τηλεφώνημα αλλά ήρθε γράμμα. Συστημένο και express. Την Πέμπτη το έλαβα. Το άνοιξα με τρεμάμενα χέρια και το διάβασα. Από τη λαχτάρα πηδούσα τις μισές λέξεις. Εν ολίγοις, δήλωνε τρελαμένη μαζί μου, κυρίως από τα γράμματά μου και τη στάση μου, το πόσο ντροπαλός (!) ήμουν – και αναρωτιόταν αν την παρεξήγησα για την επιθετικότητά της, αλλά, όταν θέλει να δώσει, τα δίνει όλα. Αν πάλι δε γουστάρω περαιτέρω, πάλι καλά ήταν. Γιατί το πράγμα μαζί της θα είναι δύσκολο. Είχε ακουστεί τ’ όνομά της στο χωριό επανειλημμένως και ο πατέρας της εφάρμοζε στρατιωτικό νόμο. Αν αυτό συνδυαζόταν με το πιοτό που κατανάλωνε, αλλά και το βαρύ του χέρι, ήταν πολύ στριμωγμένη. Αν αποφάσιζα, ο έρωτάς μας θα ζούσε στην παρανομία και βλέπουμε. Τελείωνε ως εξής: «Δε θέλω τίποτα από σένα. Μόνο έναν άνθρωπο». Πολύ ξηγημένη. Το επόμενο Σαββατοκύριακο δεν θα μπορούσα να πάω γιατί είχαν δύο γάμους στην ταβέρνα, άρα δουλειά μέχρι πρωίας, αλλά το επόμενο ο πατέρας της θα πήγαινε να δει έναν μπάρμπα του στην Καλαμάτα και θα έμενε εκεί. Έτσι το πεδίο θα ήταν πιο ελεύθερο. Ζούσα γι’ αυτό! 21


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο Τη «Σπηλιά» δεν τη χαράμιζα για διάβασμα μαθημάτων. Διάβαζα στο σπίτι για να ψιλοτρώω ταυτόχρονα και να απολαμβάνω όλη τη φροντίδα της μαμάς. Πριν από την εξεταστική σταματούσα και τη δουλειά. Είπαμε, ήθελα να τελειώνω. Όσο λιγότερο είχα ανάγκη τους δικούς μου, τόσο καλύτερα. Αν η οικογένεια μου είχε τίτλο, αυτός θα ήταν «ένας διαρκής συμβιβασμός». Ζούσαν μια ζωή που τους πήγαινε αυτή, χωρίς να την πηγαίνουν. Και όλα προσεκτικά και στρογγυλεμένα. Μην πει ο κόσμος. Μη μας σχολιάσουνε,μη γίνουν τα πράγματα δύσκολα. Τα πράγματα όμως ήταν δύσκολα από πάντα. Όλα μετρημένα και όλοι μίζεροι και φοβισμένοι, και κυρίως ο πατέρας μου. Από μικρός στα μεροκάματα. Ότι είχε φτιάξει, όλα με τα χέρια του. Αλλά μιλιά. Μπορούσες να του φας το δίκιο του για πλάκα, πράγμα που το είχαν κάνει πολλοί. Αυτός δε μίλαγε. Φοβόταν. Αριστερών καταβολών η οικογένεια, αλλά στα δύσκολα χρόνια ήταν από αυτούς που κάνανε την πάπια: Δεν είδα, δεν ξέρω, δεν άκουσα. Εφημερίδα δεν έμπαινε για χρόνια στο σπίτι για να μη χαρακτηριστούν. «Άνθρωποι ηττημένοι», όπως τους έλεγα 22


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

στους μεγαλειώδεις καβγάδες μας. Και είχα μια καταραμένη αίσθηση ότι ήθελαν να μας κάνουν ίδιους. Ίσως για να ικανοποιηθούνε, ότι τα παιδιά τους, τους μοιάσανε. Μαζί μου τα έβαζαν με κάθε ευκαιρία, αλλά κι εγώ το ίδιο. Δε με γούσταραν και δεν τους πήγαινα. Έτσι το έβλεπα τότε. Οι αδερφές μου κρατούσαν τα μπόσικα κάθε φορά που το πράγμα αγρίευε. «Σταματήστε, καλέ, πια με αυτές τις φωνές», έκαναν. Αυτές μάλλον με τα νερά των γέρων πήγαιναν, αλλά στα ζόρικα έτρεχαν σ’ εμένα, που περνιόμουν για σκληρός. Κι εγώ, ως μεγαλύτερος, έγινα την ανάλογη συμβουλή και υποστήριξη. Δεν έπρεπε να έχω παράπονο. Έτσι κι αλλιώς, γινόταν το δικό μου τις περισσότερες φορές. Όταν χόντραινε ο καβγάς, υποχωρούσαν όλοι. Δεν άντεχαν τις μεγάλες κόντρες κι εγώ το πήγαινα στα άκρα. Όπως τότε με το γήπεδο. Γιατί με τα μαλλιά παραιτήθηκαν κάποια στιγμή, δε φώναζαν. Αλλά το γήπεδο τους καθόταν στο λαιμό. Εγώ γαύρος αμετανόητος, κι ας περνούσαν τα χρόνια, κι ας ήμουν συνειδητοποιημένος πολιτικά. Κάθε Κυριακή γήπεδο. Το πολύ Κυριακή παρά Κυριακή. Αυτοί μουρμούρα: «Που θα πας πάλι;» και «Και θα φας ξύλο εκεί» και «Δε θα σοβαρευτείς ποτέ» και τα σχετικά. Και μια ωραία πρωία, πήγαινα τότε στο λύκειο, μου το ανακοίνωσαν: 23


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

«Γήπεδο δεν έχει. Δε θα ξαναπάς». Έμεινα. «Κάπως αργά για να μου κάνετε κουμάντο», είπα ειρωνικά. Η μάνα μου κλειδώνει την πόρτα σε μια θεαματική κίνηση και ο πατέρας μού λέει: «Χαρτζιλίκι τέλος». Πραγματικά, ήταν μια κυκλωτική κίνηση. «Τότε, κι εγώ δεν τρώω», τους αντιγυρίζω και κλείνομαι στο δωμάτιο μου. Απεργία πείνας μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Βεβαίως, αργά τα βράδια καταβρόχθιζα ότι έβρισκα στο ψυγεία, αλλά την ημέρα βράχος. Την τρίτη ημέρα επήλθε η συνθηκολόγηση – εκ μέρους τους εννοείται. Με μεσολάβηση της μαμάς, καθώς αυτή ρύθμιζε όλα όσα συνέβαιναν. Και συνέχισα να δίνω παρουσίες στο Καραϊσκάκη. Έτσι καβγαδίζαμε για ψύλλου πήδημα κι έτσι τα βρίσκαμε. Εκεί που δεν τα βρίσκαμε ήταν στα πολιτικά. Γιατί δεν είχαμε να βρούμε και τίποτα. Εκείνο το απόγευμα, κι ενώ τελείωνα το τέταρτο κεφάλαιο της Στατιστικής, ήρθε ο πατέρας μου από τη δουλειά. Περιέργως νωρίς. Αυτόν τον καιρό δεν είχε υπερωρίες. Άνοιξε την τηλεόραση. Ειδήσεις των 18:00. 24


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

«Κοίτα να δεις ποιοι θα κάνουνε κυβέρνηση. Τέτοια προδοσία η Αριστερά, δεν την περίμενα. Να πάει με τους δεξιούς… Τέτοιο μίσος για το ΠΑΣΟΚ Επειδή εμείς καταφέραμε και κυβερνάμε, ενώ αυτοί τόσα χρόνια τίποτα». Εγώ δεν έχανα τέτοιες ευκαιρίες. «Και που κυβερνάτε, τι κάνατε; Δεν κατάλαβα…», του μπήκα ορεξάτος. «Πως τι κάναμε; Εγώ, ξέρεις, δεν είμαι ενταγμένος, τα βλέπω αντικειμενικά. Πήραμε ανάσα, δε φοβόμαστε να πούμε τι πιστεύουμε, είμαστε πιο ελεύθεροι. Χώρια οι αυξήσεις. Στους μισθούς, στις συντάξεις. Και βάλαμε και τη δεξιά στη γωνία. Αν δεν ήταν ο Ανδρέας, ακόμα η δεξιά θα κυβέρναγε. Και τους αναρχικούς σαν εσένανε θα σας μαζεύανε». «Εσύ δε δικαιούσαι να μιλάς», φούντωσα. «Εσύ και τώρα φοβάσαι να μιλήσεις. Όπως πάντα. Σ’ αυτήν την κωλοζωή ή φοβάσαι ή δεν φοβάσαι, δεν έχει να κάνει με το ποιος κυβερνάει. Και τόσα χρόνια που κυβερνούσε η Δεξιά, το χρωστάει σε κάτι τύπους σαν κι εσένα, που δε βγάζανε άχνα, ή στους ηττοπαθείς, πάντα αδικημένους κομουνιστές που τα κατάφεραν να είναι στη γωνία για πάντα. Άλλωστε, κι εσύ τον ψήφισες τον Καραμανλή το ’74. Μη μιλάς λοιπόν». Άναψε με τη σειρά του: 25


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

«Εγώ δεν είμαι σκέτη άρνηση, σαν κι εσένα, όλο κριτική και φούμαρα και όλα σου φταίνε. Εγώ είμαι ρεαλιστής. Και που λες ότι φοβόμουν, δεν φοβόμουν. Φυλαγόμουνα. Για εσάς το έκανα. Για την οικογένειά μου». «Δε σ’το ζητήσαμε. Εγώ τουλάχιστον δε σ’το ζήτησα». «Κάνε οικογένεια και θα δεις. Τώρα είναι εύκολα τα πράγματα. Μιλάς στα σίγουρα. Και δε σε κυνηγάει και κανείς. Έχεις όλο το ελεύθερο χρόνο να λες ότι θες και αυτό το χρωστάς στο ΠΑΣΟΚ». «Όχι αυτό το χρωστάω σ’ εμένα. Και αν ζούσα στην εποχή σου, θα μ’ έβλεπες. Αλλά γεννήθηκα στην εποχή με τα σκατά, όλα μετρίως μέτρια κι εσείς πιο μέτριοι απ’ όλους». Ήταν η στιγμή να μπει στη μέση η μαμά: «Φτάνει με τα πολιτικά σας. Αφού δε συμφωνείτε. Τι συζητάτε και τσακώνεστε; Ελάτε να τσιμπήσετε τίποτα. Θα τα βρείτε άλλη ώρα». Δηλαδή ποτέ. Βρόντηξα την πόρτα πίσω και βγήκα έξω. Βρέθηκα στα βραχάκια της Πειραϊκής να χαζεύω τη θάλασσα. Το έκανα συχνά όταν ήθελα να σκεφτώ, να χαλαρώσω ή να ξεκουράσω το μάτι μου πάω στα κυματάκια. Βγήκαν και τα καρελάκια τα άφιλτρα και 26


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

ξεκίνησα. Να δούμε που είμαστε. Να που κάτι έγινε επιτέλους. Μια γυναίκα ή μάλλον ένα κορίτσι. Και είμαι τα πάνω κάτω. Μυαλό να διαβάσω δεν έχω. Στο Στάθη τα είπα, δε φαίνεται να πολυκατάλαβε τι συνέβη. Ή δεν το πίστεψε ότι ερωτεύτηκα έτσι: με μερικά γράμματα και μία συνάντηση. Ή μήπως παραμυθιαζόμουν κι εγώ; Αλλά κάτι φτερούγιζε μέσα μου. Το αισθανόμουν. Είχα αλλάξει. Να, όπως τώρα. Άλλη φορά θα ήθελα ώρες να μου φύγει η τσατίλα. Τώρα μέχρι που το διασκέδαζα. Άσε που είχα γίνει ομιλητικός. Ο Τάσος μια βραδιά μου κόλλησε: «Γλώσσα δε βάζει μέσα ο βαρύς». Λες να μου μείνει και να γίνω αλλιώς; Αναρωτιόμουν. Να σαλιαρίζω με όσες μου κολλάνε, να είμαι πολυλογάς και συναισθηματικός; Προς το παρόν μου άρεσε και θα ’κανα ότι μπορούσα για να κρατήσει.

27


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο Έφτασε το ποθητό Σάββατο για το δεύτερο ταξίδι μου. Είχαν προηγηθεί οι απαραίτητες συνεννοήσεις από το τηλέφωνο και κατέβηκα. Για μια ακόμα φορά ο «Θόδωρος» αποδείχτηκε θηρίο. Σύντομα όμως έπρεπε να του κάνω δώρο μια βραδιά με το μάστορά του. Η δεύτερη συνάντησή μας είχε απ’ όλα. Απόντος του πατέρα αφέντη, πήραμε αέρα. Ξεκίνησε με απογευματινή βόλτα στη θάλασσα, εξομολογήσεις και ιστορίες από το παρελθόν μας, μια γλυκιά νύχτα με έρωτα – το άλλο πρωί καφέ μαζί (είχε φέρει όλα τ’ απαραίτητα σύνεργα) και θεωρίες ΖΩΗΣ, ενώ κυρίως μιλάγαμε για τη δικιά μας, ασημαντούτσικη και αμφιβόλου ποιότητας, όπως τελικά καταλήξαμε. Εκεί δίπλα στο κύμα, Σάββατο απόγευμα μου ξετύλιξε το κουβάρι της ζωής της. Ο πατέρας βίαιος, μισο-αλκοολικός και ΚΚΕ (ίσως ο χειρότερος συνδυασμός, πίστευα τότε). Σήκωνε το χέρι του για πλάκα και το κατέβαζε επίσης εύκολα. Η μητέρα στα όρια διανοητικής καθυστέρησης, «πιο χαζή κι από τα βλίτα» ήταν ο ακριβής χαρακτηρισμός. Ο πατέρας της την πήρε γιατί την είχε καταστρέψει ως κοπέλα. Και από τότε τσακωμοί, βρισίδια, ξύλο, βιασμοί… Εν μέσω αυ28


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

τής της ειδυλλιακής οικογενειακής ατμόσφαιρας, και δύο παιδιά. Η Βούλα μεγαλύτερη. αγριοκάτσικο από μικρή, αντιδραστική και παρέα με τ’ αγόρια. Ποδόσφαιρο, πλακώματα (ήταν συνηθισμένη άλλωστε στο ξύλο) και αργότερα κοπάνες. Τα αγόρια στην αρχή τη βλέπανε φιλαράκι. Μετά το μάτι τους πήγαινε στο στηθάκι της, που στρογγύλευε, και στον πισινούλι της, που φάρδαινε, και -θέλοντας και μη -κουνιόταν καθώς περπάταγε, βιαστικά συνήθως. Αρχίσανε τα πρώτα πεσίματα. Στην παρέα ήταν, οικειότητα υπήρχε, δοκίμαζαν ο ένας μετά τον άλλον την τύχη τους. Άλλωστε, εκεί γύρω στα δεκαπέντε με δεκαέξι οι ευκαιρίες στο χωριό για γυναίκα ήταν λιγοστές. Και αυτή, που το αίμα έβραζε μέσα της, καθώς είχε μεγαλώσεις με αγόρια, το αποφάσισε. Οι αναστολές ελάχιστες. Ήταν πεισμένη ότι ο έρωτας ήταν πολύ καλύτερος από αυτό που κατά καιρούς έβλεπε να κάνουν οι άρρωστοι γονείς της, χωρίς να τους πολυνοιάζει αν τους βλέπουν τα παιδιά. Έτσι έγινε. Διάλεξε τον πιο όμορφο της παρέας και του δόθηκε. Χωρίς αγάπες και λουλούδια. Μόνο για τον έρωτα που ήθελε να χαρίσει στο εφηβικό της κορμί. Η πρώτη φορά δεν της φάνηκε τίποτα σπουδαίο. Αλλά δεν το έβαλε κάτω, δεν πτοήθηκε. Πήρε την κατάσταση στα χέρια της και άρχισε να ψάχνει, 29


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

να πειραματίζεται, να δοκιμάζει, πιστεύοντας ότι της αξίζει καλύτερη μοίρα από αυτήν της οικογένειάς της. Τα πράγματα βελτιώθηκαν θεαματικά. Και αφού εξάντλησε τον πρώτο, αποφάσισε να δοκιμάσει έναν δεύτερο, αναζητώντας τους μεγαλειώδεις οργασμούς που φαίνονταν να φτάνουν. Και μετά έναν τρίτο. Αργά, μεθοδικά και με ήρεμη τη συνείδησή της κατά τη διάρκεια εκείνου του χειμώνα δόθηκε σε αρκετούς από τους μνηστήρες της παρέας. Και ήρθε το καλοκαίρι. Όπως ήταν φυσικό, από την παρέα την κάνανε πέρα. Κι ας ήταν η πιο κοινωνική, κι ας ήταν η πιο μυαλωμένη και η πιο ώριμη. Πάντα με άποψη, και άποψη ακροαριστερή. Είχε πάρει βλέπεις, από τον μπαμπά της. Πέρα λοιπόν, και οι νεαροί αρχίσανε να τραβολογιούνται με κάτι τουρίστριες. Η Βούλα δεν καταλάβαινε. Τα πράγματα με όλους τα είχε ξεκάθαρα. Κάνουμε το κέφι μας και τίποτα παραπέρα. Αλλά μάλλον κάτι έτρεχε παραπέρα. Σαν να μην έφταναν αυτά, ο ένας μετά τον άλλον, όλο το χωριό την κουβέντιαζε, η ποίσα η δείξα… Και πολύ είχε αργήσει το πράγμα. Δεν άργησε καθόλου να φτάσει και στ’ αυτιά του «Αττίλα». Έτσι άρχισε το συστηματικό ξύλο. Δυο τρεις φορές μαζεμένο και μετά με κάθε ευκαιρία, «που ήσουν; Γιατί άργησες; Με ποιον βγήκες;»… Απαγόρευση 30


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

εξόδου και σταμάτημα από το σχολείο. «Να σε έχω εδώ να σε προσέχω, να σε στρώσω», αποφάνθηκε ο εύθικτος κηδεμόνας. Έτσι πέρασε ένα χειμώνα μέσα. Δουλειά στην ταβέρνα, βιβλία και περιοδικά. Μόνη της παρέα η μικρή της αδερφή και η ξαδέρφη της η Ευανθία. Η μόνη που δε μάσησε την κατακραυγή του χωριού. Τη θαύμαζε για τον τσαμπουκά της, απλώς αυτή δεν τολμούσε. Ήταν η μοναδική της συντροφιά και στις λίγες κοπάνες από το σπίτι που τόλμησε. Τα αγόρια στην κατακραυγή κι αυτά, πολιτικοποιημένοι και μη, άνετοι και συνεσταλμένοι και – πίκρα – όλοι της παρέας. Μα όλοι; Τη λάτρευε τη μικρή. Ήταν τρία χρόνια μικρότερη και το όνομα αυτής Δέσποινα. Την είχε πάρει υπό την προστασία της από τότε που άρχισε να καταλαβαίνει περί ποιου τρελάδικου επρόκειτο, εκεί μέσα. Ποτέ δεν άφησε να σηκώσουν χέρι επάνω της. Έμπαινε στη μέση και τις έτρωγε αυτή. Η Δέσποινα δεν της έμοιαζε. Καθώς μεγάλωνε, γινόταν κουκλάκι. Στρογγυλεμένες καμπύλες, μπούκλες ξανθό μαλλί και λιγάκι αγαθή, έτσι σαν τη μάνα τους. Είχε δε πιάσει, τελευταία, το μάτι του πατέρα της να ξεκουράζεται πάνω στο κορμάκι της μικρής ιδιαιτέρως ύποπτα. Και επειδή δεν τον είχε σε καμία υπόληψη, είχε τα μάτια της δεκατέσσερα. Καθόταν και της μιλούσε με τις ώρες. 31


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

Πώς την πάτησε αυτή, τι να προσέχει, να μην εκτίθεται, να μην εμπιστεύεται κανέναν και τέτοια. Και αμέσως το μετάνιωνε. «Τι μαλακίες κάθομαι και λέω! Τα ίδια θα της έλεγε και η μάνα μου αν είχε τα μυαλά της». Έτσι όμως η μικρή είχε αποφύγει τις κακοτοπιές προς στιγμήν. Σχολείο, μαθήματα, και όλα ωραία και καλά. Με τα αγόρια από μακριά και προσεκτικά. Και πίσω απ’ όλα αυτά ο θείος Βασίλης, αδερφός του πατέρα. Έμπορος ζωοτροφών. Εργένης και καλοζωισμένος. Άρχοντας στο χωριό, πλην πουτανάκιαςκαι ΚΚΕ (και αυτός). Ήταν ταυτόχρονα η βουβή ηθική της οικογένειας, «τι θα πει ο θείος, όταν το μάθει». Αυτός κούρδιζε ή ξεκούρδιζε, ανάλογα με τα κέφια του, τον πατέρα της για θέματα ηθικής και γενικότερης οικογενειακής υπόστασης στο ευρύτερο περιβάλλον της Κύμης. Συνήθως δεν έλεγε πολλά. Έπαιρνε το ανάλογο ύφος και έτσι επιτιμούσε, υποτιμούσε, θύμωνε, απορούσε. Και αφού δεν είχε δικά του παιδιά, έστρωνε τα ανίψια. Τα όνειρα της Βούλας μικρά, αλλά και μεγάλα ταυτόχρονα. Να λασκάρει η κατάσταση έκτακτης ανάγκης στο σπίτι, που κρατούσε σχεδόν ένα χρόνο, και να προετοιμάσει τη φυγή της. Μετά βλέπουμε. Ένα μόνο την κρατούσε, η μικρή. Και βέβαια ο φόβος ότι ο 32


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

πατέρας της θα τη σκότωνε αν υλοποιούσε τα σχέδιά της. Να φύγει η κόρη του από το σπίτι αμέσως μόλις κλείσει τα δεκαοκτώ, ασύλληπτο! Αυτά συνέβαιναν στη γλυκιά μου Βούλα, το αγρίμι μου. Το είχα μυριστεί απ’ έξω-απ’ έξω από τα γράμματα, αλλά όχι κι έτσι. Όχι έτσι εν έτη 1989.

33


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο Έτσι πέρασε το δεύτερο Σαββατοκύριακο μαζί της και έτσι κατάλαβα γιατί όλα αυτά. Έφυγα με την υπόσχεση ότι θα ξαναπήγαινα, αφού περάσει αρκετό διάστημα. Δεν έπρεπε να καρφωθούμε. Αυτή τη φορά το είχαμε παρακάνει, όλο και κάποιος θα μας είχε δει. Θα μ’ έπαιρνε αυτή τηλέφωνο. Επέστρεφα από το μαγικό μου ταξίδι. Καταλάβαινα καλά πια τι ήταν αυτό που με τρέλαινε σ’ αυτό το κορίτσι. Τι ήταν αυτό που είχε φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή μου. Ήταν η απόλυτη θέλησή της για ελευθερία, που ταίριαζε με τη δική μου. Αυτό που εμένα με έκανε να τα βλέπω όλα λίγα και αυτή να θέλει κάτι καλύτερο από αυτό που είχε. Ήταν ακριβώς το ίδιο. Εγώ να τα θέλω όλα τέλεια και γρήγορα και αυτή να αρκείται σε «έναν άνθρωπο», όπως μου είχε πει την πρώτη φορά. Εκεί συναντηθήκαμε. Εκεί που τα πιο σύνθετα πράγματα του μυαλού και οι μεγάλες απαιτήσεις συναντούν την απλότητα μιας φράσης ή μιας λέξης και ξεδιαλύνονται. Έτσι μπορείς να τα χαίρεσαι πια και δεν σε κουράζουν, γιατί ξέρεις ότι όλα συμπυκνώνονται σε μια ιδέα, ένα βλέμμα, ένα κορμί. Ήμασταν έτοιμοι για την απογείωσή μας, καθώς λα34


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

μπύριζε η άσφαλτος στον πρωινό ήλιο, σ’ αυτήν τη μεγάλη ευθεία, και πετάξαμε μαζί, αυτή κάτω και εγώ ξαπλωμένος επάνω της σε μια χαμηλή πτήση, ενώ από κάτω μας περνούσαν σπίτια, δρόμοι, άνθρωποι, ζώα ο μέτριος κόσμος μας, γεμάτος αγώνα, κακίες, προδοσία, μιζέρια, υποκρισία, φόβο. Εμείς, κολλημένοι μαζί, κάναμε φιγούρες ανάμεσα στα σύννεφα και τα λίγα πουλιά που κοιτάζανε απορημένα. Και όταν βαρεθήκαμε, διαλέξαμε ένα επίπεδο καταπράσινο λιβάδι για την προσγείωσή μας προσεκτικά – προσεκτικά, να μη γδαρθούμε. Κυλίστηκα βίαια στα χώματα, και σταμάτησα τέσσερα πέντε μέτρα από το δρόμο. Λίγο μακρύτερα ο «Θόδωρος» ανάσκελα, με τις ρόδες του να γυρίζουν στα τρελές. Μου πήρε ένα λεπτό να συνέλθω. Κάτι το ξενύχτι, κάτι η ονειροπόληση, αποκοιμήθηκα. Ευτυχώς σώος και αβλαβής. Τα χώματα του παρακείμενου χωραφιού έκαναν τη βουτιά γλυκιά, κι έτσι τη γλύτωσα. Σήκωσα το «Θόδωρο» με την ψυχή στο στόμα. Θηρίο ο «Θόδωρος». Εκτός από κάτι μικρά στραπάτσα στο φλας και στους καθρέπτες, όλα φαίνονταν να δουλεύουν ρολόι. Είχε σπάσει και η ποδιά. Μικρό το κακό, στην Αθήνα θα έφτανα. Με το που έφτασα στους γνώριμους δρόμους στο Κε35


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

ρατσίνι, ένιωσα ότι γύρισα σπίτι ύστερα από μια μεγάλη περιπέτεια στην Άγρια Δύση. Δεν είχαν περάσει περισσότερες από είκοσι τέσσερις ώρες που έλειπα, και ήταν σαν να ξαναγύριζα ύστερα από μήνες. Σαν να είχα ζήσει μαζί με την κοπέλα αυτή ,όλη εκείνη τη χρονιά που ήταν φυλακισμένη στο σπίτι της, αλλά και ακόμα πιο πριν. Σαν να είχα ζήσει στη μίζερη οικογένειά της, όλες αυτές τις στιγμές που μου διηγήθηκε με σπάνια ειλικρίνεια, αλλά και με λιγοστές κουβέντες. Σαν να ήξερα το χωριό της χρόνια, και τους ανθρώπους του – μικροπρεπείς και εκδικητικοί. Ήταν Κυριακή και μεσημέριαζε. Στους δρόμους ψυχή. Θα είχαν φύγει για τα μπάνια τους. Αλλά ήξερα που θα έβρισκα το Στάθη. Στη «Σπηλιά» φυσικά. Περιπλανήθηκα άσκοπα για κάνα μισάωρο, για να αυξήσω την προσμονή. Θα του τα έλεγα με το νι και με το σίγμα. Ο Στάθης, που όντως με περίμενε, χτύπησε δύο φραπόγαλα και με άκουσε με προσοχή. Άλλες φορές ζωγραφιζόταν η απορία στο πρόσωπό του, άλλες φορές ο θαυμασμός, άλλες φορές, σαν να μην πίστευε όσα άκουγε, στράβωνε τα χείλη του. Δύσπιστος πάντα. «Άσε, ρε», ήταν η αγαπημένη του ατάκα. Με πήγαινε δε πολύ, διότι έλεγα λίγα και, όταν μιλούσα, με άκουγε χωρίς να μπορεί να κρατήσει την ίδια στάση, όπως με όλους τους άλλους. Εμένα με πί36


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

στευε, και μου άρεσε που με πίστευε, γιατί και εγώ ήμουν δύσπιστος στα λόγια. Με κολάκευε που μαζί μου άλλαζε στάση. Τώρα όμως αφενός είχα πει πολλά, αφετέρου, από την αρχή της ιστορίας, όπως την ήξερε, σχεδόν κορόιδευε την καψούρα μου. «Γιώργο…». Έκανε παύση. Σταμάτησα και τον κοίταξα. Είχε το «άσε, ρε» στην άκρη των χειλιών του, αλλά δεν το έφτυσε. «Σαν πολλά δεν τα λες;» είπε χαμηλόφωνα και διστακτικά, αλλά με ύφος. «Τι εννοείς;», αντεπιτέθηκα. «Ρε Γιώργο, τι τρέλα σ’ έπιασε μ’ αυτήν την τύπισσα, δεν κατάλαβα. Δεν είναι που έχεις χάσει το Γιώργο σου με τις πολυλογίες και τα ερωτιάρικα, δεν είναι που έχεις χαθεί από προσώπου γης εδώ και κάνα δίμηνο, είναι που δε σε καταλαβαίνω. Είπαμε να κάνεις την πλάκα σου με την αλληλογραφία, να δικτυωθείς προς τις παραλίες του Αιγαίου λόγω και εποχής, να κάνει και η παρέα τα μπάνια της, αλλά εσύ την είδες δύο φορές και λες πως βρήκες τη γυναίκα της ζωής σου; Είναι δυνατόν; Μάγια σου έκανε; Τόσο καλά πηδιέται;». «Καλά, ρε βλάκα, δεν κατάλαβες τίποτα;», του επιτέθηκα αλλά δε με άφησε. «Καλά σου το έπαιξε. Σταχτοπούτα και προβληματι37


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

κή. Και γιατί σου αράδιασε όλα αυτά σχετικά με τα πέη που έχει γνωρίσει στη μικρή, νεανική της ζωή; Για να την πούμε έμπειρη; Ή μήπως για να σε βάλει να τσαμπουκαλευτείς πατέρα κι εραστές που έφεραν τη δυστυχία στην αγαπημένη σου;» Σηκώθηκα και τον έπιασα από τον γιακά, αλλά τον άφησα. Ήταν φανερό. Δεν είχε καταλάβει τίποτα. Έκατσα απογοητευμένος και αναζήτησα καταφύγιο στα καρελάκια μου. Το πρώτο το τελείωσα εν μέσω σιωπής. Αυτός με κοίταζε ερευνητικά. Ξεκίνησε ξανά: «Δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω, αλλά, αδερφέ μου, με φοβίζεις. Είσαι εκτός εαυτού. Παραλογίζεσαι. Χάνεις το μυαλό σου». «Δεν σου ζήτησα να μου το βρεις. Πρώτη φορά μου την πέφτεις έτσι. Δεν κατάλαβα. Σε χαλάει που είμαι ερωτευμένος; Και είμαι γιατί η κοπέλα είναι σπάνια. Τόση ώρα στο λέω και δεν ακούς. Λυπάμαι που δεν καταλαβαίνεις τα εύκολα. Τι σου ’φταιξε, που δεν είναι παρθένα, που έχει προβλήματα ή που τα λέει;». «Όχι, ρε, για σένα ανησυχώ, μην μπλέξεις με καμία δεύτερη». Ο Στάθης σιγά–σιγά τα μάζευε. Είχα ανάψει το δεύτερο τσιγάρο, το οποίο τελείωνε. Έφτυσα λίγο καπνό που είχε κολλήσει στο στόμα μου και το έσβησα. Σηκώθηκα κι έφυγα. Πραγματικά τον είχα φοβίσει. 38


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο Είχε περάσει πάνω από ένας μήνας. Επικοινωνία καμία. Να τηλεφωνήσω ούτε λόγος. Να γράψω, δεν το αποφάσιζα. Τα γράμματα δεν πήγαιναν στο σπίτι, αλλά σ’ αυτό της Ευανθίας, η οποία αλληλογραφούσε γενικά με τον κόσμο. Ήταν το χόμπι της. Κανείς δεν ασχολιόταν με τα γράμματά της. Μήπως όμως είχε αλλάξει κάτι; Ομολογώ πως είχα ανησυχήσει, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Δεν θα την έχανα άδοξα. Θα έκανα κάτι. Όμως όχι ακόμα. Ο Στάθης έσταζε μέλι. Με πειράγματα, ειρωνειούλες και μπηχτές, αλλά μέλι. Είχε μάλιστα αρχίσει να λέει «το κορίτσι σου», πράγμα που έδειχνε στοιχειώδη σεβασμό. Ο Τάσος δεν είχε μπερδευτεί σ’ αυτά. Παρατηρούσε και διασκέδαζε. Είχε μπει Αύγουστος και οι κολλητοί μου είχαν αρχίσει τα σχέδια για διακοπές. Τα λεφτά δεν ήταν πολλά, κι έτσι διακοπές σήμαινε μηχανάκι, σλίπιγκμπαγκ και ξηρά τροφή. Εγώ ύστερα από το Βατερλό των εξετάσεων (που μυαλό για διάβασμα) και το κλείσιμο του μπακάλικου ανέμενα. Το είχα αποφασίσει, δε θα κανόνιζα τίποτα. Η υπόθεση «Βούλα» ήταν ανοιχτή. Και αν δεν ήταν και ο Στά39


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

θης να επαναλαμβάνει «κανένα νέο από το κορίτσι;», θα ήταν απείρως καλύτερα. Ώσπου μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο. «Έλα, εγώ είμαι». Ήταν εκείνη. «Που είσαι, ρε παιδί μου, πάω να τρελαθώ. Τα σπάσαμε και δεν το κατάλαβα;». «Θα σου εξηγήσω. Έλα το Σάββατο. Εκεί που ήρθες την πρώτη φορά, στα πευκάκια. Αλλά νωρίς, το απόγευμα κατά τις πέντε. Σε αγαπώ, κλείνω». Έκλεισε. « Σε αγαπώ, κλείνω». Πρώτη φορά μου το είπε. Σαν να μην το είχε ξαναπεί ποτέ στη ζωή της. Θα μπορούσε να πει «σε μισώ, κλείνω». Μήπως ήμουν ιδιότροπος; Ήμουν, αλλά το ραντεβού μου το Σάββατο με περίμενε, θα ξεκαθάριζαν όλα. Ήμουν εκεί την ώρα που έπρεπε, γεμάτος προσμονή και απορίες. Για το απόγευμα; Τα μάτια του κόσμου; Μήπως τους τα έβγαλε; Και το τηλεφώνημα; Τελείως συνωμοτικό. Την είδα να έρχεται. Δεν ήταν μόνη. «Μη μ’ αγκαλιάσεις», βιάστηκε να μου πει. «Τυπικά,να σου συστήσω την Ευανθία». Χαιρετηθήκαμε. Η συμπαθητική κοπέλα, αφού με κοίταξε εξεταστικά, άρχισε να κοιτάζει τριγύρω. «Ελεύθερα», ψιθύρισε κι έγνεψε της Βούλας. 40


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

Τρυπώσαμε στον πευκώνα. Η Ευανθία μπροστά κι εμείς πίσω. Ήταν φανερό ότι κρυβόμασταν και η Ευανθία ήρθε για το φανάρι. Δε φαινόταν ψυχή εκεί κοντά. Η Βούλα με οδήγησε σε μία κοιλότητα, ενώ η Ευανθία διακριτικά απομακρύνθηκε ακόμα περισσότερο. Αγκαλιαστήκαμε κι αρχίσαμε τα φιλιά. Δε χόρταινα να χαϊδεύω το αδύνατο κορμάκι της. Προς στιγμή ξέχασα και τις εξηγήσεις και τις απορίες μου και όλα. Την κρατούσα στα χέρια μου. Καταδύθηκα κάτω από τα ρούχα της αδιαφορώντας για το που βρισκόμαστε, και έκανε το ίδιο και αυτή. Τινάχτηκε με πόνο. Απόρησα. «Τι έχεις;», ρώτησα. Πήγε να συνεχίσει. Τη σταμάτησα και την κοίταξα. Συνέχιζε να με κοιτάει με πόνο. Έψαξα το κορμί της. Γεμάτο μελανιές. Μεγάλα μοβ και μπορντό σημάδια παντού. Πάγωσα, κατάλαβα. «Μας είδαν», μου είπε παραπονεμένα. Οι άνθρωποι με τα μεγάλα αυτιά και τα μεγάλα μάτια είχαν και μεγάλα στόματα. Τα πρόφτασαν στον πατέρα της. Και ξανάρχισε το πανηγύρι. Όπως παλιά, ξύλο πολύ. Ήταν φανερό. Και τα περιοριστικά μέτρα είχαν αγριέψει. Μια βραδιά, όταν έκλεισε το μαγαζί, μεθυσμένος, νόμισε πως θα τη σκότωνε. Γι’ αυτό είχε 41


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

χαθεί. Ήταν πάντα κάποιος μαζί της. Για το τηλεφώνημα τους είχε απασχολήσει η Ευανθία. Σήμερα το είχε διεκδικήσει. «Θα πάω βόλτα μέχρι τη θάλασσα». Και η ξαδέρφη της θα ήταν εγγύηση. Ευτυχώς δεν ήταν. «Στο είχα πει, τα πράγματα είναι δύσκολα», είπε. «Σε φώναξα γιατί δεν ήθελα να χωρίσουμε από το τηλέφωνο. Για μένα είσαι κάτι διαφορετικό, γκόμενος και φίλος μαζί. Σου τα είπα όλα και δεν έφυγες, ούτε με κοίταξες στραβά. Μη σε πάρω και στον λαιμό μου. Είναι τρελός αυτός». «Γιατί δε φεύγεις από το σπίτι; Ήρθε μάλλον ο καιρός. Αφού το περιμένεις… Είσαι πια ενήλικη». «Αχ, Γιώργο, δεν καταλαβαίνεις. Σου είπα, είναι τρελός. Θα με ψάξει και στην άκρη του κόσμου». Έκανε μια μικρή παύση. «Σκέφτομαι και τη μικρή. Που θα την αφήσω; Τον φοβάμαι, είναι ικανός να κάνει τα πάντα». «Και θα καταστρέψεις τη ζωή σου για να σώσεις τη μικρή;» «Δεν ξέρω, θα τρελαθώ πια!» Έβαλε το κεφάλι στις παλάμες της και άρχισε να κλαίει γοερά. Την έσφιξα επάνω μου και τη χάιδευα απαλά. Το αγρίμι μου ήταν λαβωμένο. Είχε πιαστεί στην παγίδα και 42


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

δεν ήξερε πως θα ξεφύγει. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Εγώ να την έχανα, ούτε μία στις χίλιες. «Άκου» της είπα γλυκά. «Γυρίζω πίσω, σκέφτομαι και καταστρώνω σχέδιο. Τα γράμματα παίζουν; Ωραία. Στο στέλνω γραπτώς. Σκέφτεσαι και μου απαντάς. Όλα θα τα κανονίσουμε». Ξανάρχισε τα γοερά κλάματα. Έκλαιγε σαν μικρό παιδάκι, δυνατά και μακρόσυρτα. «Δε θέλω να σε μπλέξω, ρε γαμώτο», κατάφερε να συλλαβίσει. Της χαμογέλασα με αυτοπεποίθηση. «Ότι κάνω, το κάνω για εμένα». Δεν είπαμε άλλα. Χαθήκαμε για λίγο ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και σηκωθήκαμε από την κρυψώνα μας. Ο προσεκτικός φύλακάς μας ήρθε κοντά και, αφού χαιρετηθήκαμε τυπικά, έφυγαν. Η περιοχή ήταν επικίνδυνη. Έπρεπε να εξαφανιστώ. Και παρ’ ότι θα πουλούσα και το «Θόδωρο» για να κάνω μερικά τσιγάρα, με συνοπτικές διαδικασίες πήρα το δρόμο για την Αθήνα.

43


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο Πάνω που τη βρήκα, δε θα την έχανα. Είδες όμως πως τα είχε φέρει η ζωή; Ήταν ένας ελεύθερος άνθρωπος. Ήθελε μόνο να ζήσει. Αναζήτησε τη χαμένη ευχαρίστηση. Μια ευχαρίστηση που δεν μπορούσε να της δώσει ούτε η οικογένεια ούτε η κοινωνία, κανείς. Μόνο το ίδιο της το κορμί. Πήρε δύναμη από τη σάρκα της για να πάρει το μεγάλο σάλτο. «Μορτάλε», όπως αποδείχτηκε. Ήρθαν και την τσάκισαν. Πρώτα – πρώτα η κοινωνία. «Κακούργα», όπως καταγράφεται στο λαϊκό ρεπερτόριο, να που κάθε φορά επιβεβαιώνει τη φήμη της. Απομόνωση και χλευασμός. Καλή ήταν που αμφισβητούσε, καλή που διεκδικούσε, καλή όταν δε συμβιβαζόταν. «Ναι, ασυμβίβαστη. Αλλά όχι κι έτσι. Να την δουν και τα δικά μας παιδιά και να θέλουν τα ίδια. Τώρα θα δει». Μετά η οικογένειά της. Αυτό το νεοελληνικό-βουκολικό ανοσιούργημα, που ήθελε να αποκαλείται οικογένεια. Που θέλει τα παιδιά σαν τα μούτρα της. Αν ήταν βίαιη ή καθυστερημένη, δεν έτρεχε τίποτα. «Αλλά όχι και γκόμενα. Όχι και να μιλάει το χωριό για μας». Αριστεροί και δεξιοί τσιράκια της νομιμότητας και του μέσου όρου. Όποιος σηκώνει κεφάλι πατάσσεται. 44


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

Όλα πρέπει να είναι υπό έλεγχο, για να μπορούν να εξουσιάζουν. Οι δεξιοί τους δεξιούς, οι αριστεροί τους αριστερούς, οι γονείς τα παιδιά, οι γκόμενοι τις γκόμενες, οι παπάδες το ποίμνιο και κάποιοι τους πάντες. Και αφού υπερηφανευτούν ότι τα κατάφεραν και η τάξη επανήλθε στον κόσμο τους, θα κρυφτούν στην τρυπούλα τους και τρεμοπαίζοντας τα ποντικίσια μάτια τους θα μασουλίσουν λίγο τυράκι. Εγώ όμως δε θα τους άφηνα.

45


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο Το σχέδιο ήταν απλό και σίγουρο. Θα έφτιαχνε τη βαλίτσα της, θα τη φόρτωνε στο ΚΤΕΛ και μία ωραία πρωία θα ερχόταν στην Αθήνα. Σπίτι υπήρχε (η «Σπηλιά»), θα ανακαινίζαμε λίγο την επίπλωση και θα βλέπαμε. Το Σεπτέμβρη θα γραφόταν στο σχολείο για την τελευταία τάξη. Στο τέλος της χρονιάς θα περνούσε στο πανεπιστήμιο, γιατί ήταν πανέξυπνη. Τα προς το ζην θα εξασφαλιζόταν αρχικά από το δικό μου κομπόδεμα (το μπακάλικο έκανε χρυσές δουλειές), αλλά και από καμιά περιστασιακή δουλειά που θα έβρισκε η ίδια αργότερα. Φτωχά και αγαπημένα. Στο σχέδιό μου υπήρχαν και δύο μεγάλα «αλλά». Πρώτον, τι θα έλεγαν οι κολλητοί για τη «Σπηλιά» και, δεύτερον, που το πήγαινα μ’ αυτήν την ιστορία, γιατί το πράγμα σοβάρευε πια. Το δεύτερο πήγε στην άκρη. Είχα να το σκεφτώ αργότερα. Τώρα έπρεπε να δράσω. Θα έκανε ότι μου έλεγε η καρδιά μου. Ο ευγενής μα και ακούραστος μυς που δεν είχε ξαναχτυπήσει ποτέ σε τέτοιο βαθμό. Για το πρώτο προετοίμασα τα καλύτερά μου επιχειρήματα και, λίγο πριν αναχωρήσουν για τις καλοκαιρινές τους διακοπές, κάλεσα τους κολλητούς σε συνε46


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

δρίαση. Ω του θαύματος, συμφώνησαν πολύ εύκολα. Ούτε χρειάστηκε να επιχειρηματολογήσω καθόλου. Απλώς, περιέγραψα την κατάσταση και τι σκόπευα να κάνω. Η απάντηση ήρθε αυτόματα. Πρώτος μίλησε ο Τάσος: «Γι’ αυτό την έχουμε τη ‘Σπηλιά’. Για καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης. Δύο δωμάτια έχει. Το ένα δικό σου. Με το άλλο εμείς βολευόμαστε. Θα δώσεις κάτι παραπάνω για τους κοινούς λογαριασμούς και τελείωσε». «Έτσι είναι. Μη σκας», συμπλήρωσε ο Στάθης. «Αντί να τη χρησιμοποιείς περιστασιακά, θα τη χρησιμοποιείς κάθε μέρα» και χαμογέλασε. Αναρωτιόμουν πώς το έφαγαν τόσο εύκολα, ύστερα από τόση γκρίνια για τον καλοκαιρινό μου έρωτα. Αλλά οι μάγκες δεν ήταν κουτορνίθια. Ήξεραν και με κρατούσαν στο χέρι. Και με έπαιξαν εκεί που δεν ήθελα να παίξω. Στο γήπεδό μου, αλλά με το διαιτητή πληρωμένο. «Καλά, ρε Γιώργο», ξεκίνησε ο Στάθης κόβοντάς μου το χαμόγελο. «Που πάει η ιστορία; Θα την πάρεις την κοπέλα;». «Θα τη σώσω, ρε, δεν θα την πάρω», επιτέθηκα γρήγορα. «Καλά, ρε, μην αρπάζεσαι, ένα αστείο έκανα» - οπι47


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

σθοχώρησε. «Αλλά φίλε μου, μπαίνεις σε μπελά. Ευθύνες μεγάλες. Και δεν είναι ότι με το κομπόδεμά σου θα πρέπει να περάσετε δύο, δεν είναι που η ‘Σπηλιά’ αποκτά μόνιμο ένοικο, αλλά αυτή η κοπέλα θα έρθει εδώ και θα έχει μόνο εσένα. Πατέρα, μάνα, αδερφό, γκόμενο μόνο εσένα. Το σκέφτηκες καλά;». Κάτι μουρμούρισα. Συνέχισε ο Τάσος: «Και δεν την ξέρεις καν. Τρεις φορές την έχεις δει και ανταλλάξατε κάτι γράμματα. Γνωρίζεις τον άνθρωπο από τα γράμματα; Χώρια που μπορεί να σε βρει αυτός ο αγριάνθρωπος, ο πατέρας της, και να σε ξεκάνει». «Δεν θα ξέρει που είναι», τον αντέκρουσα. «Κι αν δεν τη γουστάρεις σε κάνα δύο μήνες, τι θα κάνεις; Θα τη στείλεις πίσω ή θα της κόψεις το επίδομα; Ή μήπως θα βρεις άλλη; Στο ένα δωμάτιο θα ζει αυτή και στο άλλο εσύ θα πηδάς τις γκόμενες;». Μου τά ’λεγε μαλακά. Είχα μαλακώσει και εγώ και σκεφτόμουνα. Ό,τι είχα αποφύγει να σκεφτώ μες στον έρωτα μου, τα είχα μπροστά στα μάτια μου. Ο Τάσος είχε δίκιο. Μεγάλο ρίσκο έπαιρνα. «Και τι να κάνω, δηλαδή; Την αγαπάω. Πέστε με μαλάκα. Την αγαπάω. Ζει έναν εφιάλτη. Να την αφήσω και να κάνω την παλαβή επειδή μπορεί σε έξι μήνες να μην την γουστάρω πια; Θα δω τότε τι θα κάνω. Να την αφήσω στο μπουρδέλο το σπίτι της, δεν την αφή48


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

νω. Κινδυνεύει. Αυτός θα την καρυδώσει καμία μέρα. Είναι χαμένη για χαμένη. Εδώ έχει μια ελπίδα, μ’ εμένα ή χωρίς εμένα. Τώρα όμως θα έχει εμένα,θα πάει σχολείο, θα έχει φίλους, αργότερα και καμιά δουλειά. Θα σταθεί». «Κάνε ότι νομίζεις, φίλε. Μόνο να προσέχεις», τελείωσε την κουβέντα ο Στάθης. Βρέθηκα στη θάλασσα για μια ακόμα φορά. Στο μεγάλο φουγάρο στο Κερατσίνι, ν’ αγναντεύω τις βαρκούλες στο μικρό λιμανάκι. Πρώτη φορά ένιωθα τόσο μόνος. Και τα καρελάκια μού γαργάλαγαν το μπουφάν. Κυριακή απόγευμα και γινόμουνα σιγά – σιγά καπνιστής. Τσιγάρο για τη χαρά, τσιγάρο για τη λύπη, τσιγάρο για τον καφέ, τσιγάρο για τη θάλασσα. Όλοι είχαν το δίκιο τους. Η Βούλα δεν ήθελε να το σκάσει από το κωλοχώρι της και να βρεθεί στην Αθήνα μόνη μ’ εμένα. Οι κολλητοί βλέπανε μπελάδες στην ιστορία και εγώ ήμουν έτοιμος να πάρω, επιτέλους, μια σοβαρή απόφαση στη ζωή μου, να οδηγήσω τα πράγματα εγώ αντί να με οδηγούν αυτά. Αυτό δεν το καταλάβαινε κανείς. Για την οικογένειά μου ούτε να το συζητάς. Με ποιον να μιλήσω; Με τον πατέρα μου, που η μόνιμη επωδός του στα δύσκολα ήταν «έτσι είν’ η ζωή»; Θα μου πρότεινε το μεγαλύτερο συμβιβασμό 49


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

– για να μη γίνω εγώ αιτία να διαλυθεί μια οικογένεια και τα σχετικά. Η μάνα μου θα ωρυόταν, ποια είναι αυτή που μ’ έβαλε στο βρακί της και τι θέλει από εμένα, που ούτε σχολείο δεν έχει βγάλει; Οι δε αδερφές μου… η μία επηρεασμένη από το Στάθη θα μου έλεγε μην τυχόν και κάνω παλαβομάρες, η άλλη θα με κοίταζε σαν χάννος, με ανοιχτό το στόμα. Είχα να πάρω μια απόφαση και έπρεπε να την πάρω μόνος. Μόνος όπως γεννήθηκα, μόνος όπως μεγάλωσα, μόνος είχα ν’ αποφασίσω. Θα βοηθούσε το δειλινό, η αρμύρα της αγαπημένης μου θάλασσας και όσα τσιγάρα είχαν απομείνει στο πακέτο.

50


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο Έκατσα και της έγραψα. Με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες και μπόλικες δόσεις αισιοδοξίας τόσης, που ούτε και εγώ είχα. Της απάντησα στα πιο τραβηγμένα υποθετικά ερωτήματά της, αναφέροντας ξανά και ξανά ότι «αρκετά πια» και ότι «ήρθε ο καιρός για μια νέα ζωή». Όπως την είχε ονειρευτεί. Με αγάπη και ελευθερία. Θα της πρόσφερα ότι μπορούσα. Αρκεί να το αποφάσιζε. Είχα επιστρατεύσει όλο το συγγραφικό μου οίστρο για να γίνω πειστικός. Αφού το είχα πάρει απόφαση, κρίμα ήταν να μείνουμε στα σχέδια. Το έστειλα και περίμενα με αγωνία την απάντησή της. Ήρθε γρηγορότερα απ’ ό,τι φανταζόμουν, και μάλιστα απ’ το τηλέφωνο: «Το αποφάσισα, έλα την Πέμπτη στα ΚΤΕΛ γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι να με πάρεις. Να είσαι εκεί. Μόνο εσένα έχω,σε αγαπώ. Κλείνω». Αλλά δεν έκλεισε. «Θα είσαι κει, ε;». «Θα είμαι. Φυσικά και θα είμαι», τραύλισα. Το έκλεισε. Τα γνωστά τηλεφωνήματά της. Το ύφος ίδιο, αλλά το συναίσθημα άλλο. Χαρούμενη, αλλά και απελπισμένη. Τόσο απελπισμένη, που δεν είχε να χά51


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

σει τίποτα με το να είναι χαρούμενη. Και βέβαια θα πήγαινα να την πάρω. Και βέβαια θα την φρόντιζα. Για όλα. Θα την έκανα να ξαναβρεί το χαμόγελό της. Όλα πήγαιναν κατ΄ ευχήν. Έμενα να οργανώσω τις λεπτομέρειες, να κάνω ένα δωμάτιο της «Σπηλιάς» από δωμάτιο ερωτικών συνευρέσεων, σε σπίτι, να ετοιμάσω την υποδοχή και να προετοιμαστώ για ότι θα ερχόταν. Επιτέλους, θα ζούσαμε μαζί. Πώς να ήταν άραγε; Θα ήταν όπως το φανταζόμουν; Θα ήταν η Βούλα που ήξερα ή θα ήταν διαφορετική από αυτή που νόμιζα πως ήξερα; Θα έβρισκα μαζί της την ουσία που έψαχνα ή θα είχα τραβήγματα, όπως φοβόταν ο Στάθης; Η Πέμπτη ήταν κοντά.

52


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο Διάλεξα ένα από τα δύο δωμάτια του ημιυπόγειου. Οι κολλητοί ήταν «κανένα πρόβλημα». Άλλωστε, πιο πολύ σκέφτονταν τις διακοπές τους. Φανταζόμουν ότι η ίδια δεν θα σοκαριζόταν με τη χρήση του υπόλοιπου σπιτιού. Έτσι κι αλλιώς, ο Στάθης έφερνε την αδερφή μου, ενώ ο Τάσος αυτόν τον καιρό ήταν μόνος . Ξεκρέμασα από τους τοίχους τις ημίγυμνες και στη θέση τους έβαλα κάτι ξεχασμένα κάδρα της μαμάς. Ήταν χάλια, αλλά θύμιζε σπίτι. Και για τις κουρτίνες φρόντισε επίσης το πατρικό μου. Έβαψα ακόμη, κάτι καφάσια, που μεταμορφώθηκαν σε βιβλιοθήκη, και έφερα δύο τρείς αγκαλιές λογοτεχνικά βιβλία από το σπίτι, καθώς και παλιά περιοδικά. Το στρώμα στο πάτωμα δεν το άγγιξα. Αργότερα θα γινόταν κρεβάτι. Ο Τάσος έφερε από το σπίτι του ένα πτυσσόμενο τραπέζι και, με το ακριβότερο καρό τραπεζομάντηλο που βρήκα, σουλουπώθηκε και έγινε γραφείο. Καρέκλες είχαμε «του γύφτου». Αγόρασα και μία «του σκηνοθέτη», ώστε η απλότητα να δένει με τη διανόηση σε ένα αδιαίρετο σύνολο! Ήταν όλα φρικτά, αλλά τη δουλειά τους την έκαναν. 53


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

Ο φωτισμός ήταν ιδανικός από την προηγούμενη χρήση του δωματίου. Ένα μεγάλο φως και δύο τρία χαμηλά σποτάκια. Κατά τα άλλα, η «Σπηλιά» διέθετε ψυγείο ΙΖΟΛΑ, «twelveyearsold», δύο μάτια κουζίνας και άφθονα κατσαρολικά. Το μόνο που αγόρασα ήταν μια καταπληκτική γαλαζοπράσινη κούπα που επάνω της παρήγγειλα και έγραψαν «ΒΟΥΛΑ». Θα ήταν η κούπα της. Το κασετόφωνο και οι κασέτες υπήρχαν στο σπίτι ανέκαθεν. Έτοιμο! Μετά άρχισα τη φασίνα. Κυριολεκτικά το έγλειψα. Όχι ότι είχε καθαριστεί ποτέ ανθρώπινα, αλλά αυτή τη φορά τα έδωσα όλα. Το μεγάλο όμως προσόν του σπιτιού ήταν το τηλέφωνο. Μάλιστα, είχε τηλέφωνο, το οποίο χρησιμοποιούσαμε σε έκτακτες περιπτώσεις για να αποφεύγουμε τους υψηλούς λογαριασμούς. Είχαμε δε συμφωνήσει να το δίνουμε με μέτρο. Δεν θέλαμε να μας ενοχλούν. Εκτός από γκαρσονιέρα ήταν το ησυχαστήριο μας. Αλλά αυτό ήταν πριν. Η ζωή μας πήγαινε παρακάτω, θέλοντας και μη.

54


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο Στο σταθμό του ΚΤΕΛ ήταν αποπνικτικά. Έβραζε ο τόπος κάτω από τα υπόστεγα. «Στις δώδεκα, παιδί μου», είχε πει ο υπάλληλος στο γκισέ. Το στομάχι μου είχε δεθεί φιόγκος. Είχα αγωνία, αλλά και χαρά. Κάπως, όπως όταν πρωτοπάς με γυναίκα. Παρόλο που γενικά δεν ίδρωνα, είχα μουσκέψει. Το στόμα μου τσαρούχι. Ούτε καφές ούτε τσιγάρο πήγαινε κάτω. Και αυτή η γαμημένη ατμόσφαιρα στα ΚΤΕΛ έκανε τα πράγματα χειρότερα. Ένα πολύβουο πλήθος. Οι περισσότεροι έφευγαν για διακοπές. Αναμονή και καφέδες. Οι περισσότεροι μόνοι, μόνοι και σκεφτικοί. Σκεφτικοί δίπλα στα μπαγκάζια τους. Τι σκέφτονταν άραγε; Το ταξίδι; Τι θα έβρισκαν εκεί που θα πήγαιναν, πως θα πέρναγαν; Ένας αδιόρατος φόβος σκίαζε τη ματιά τους. Όχι, δεν ήταν οι χαρούμενοι αδειούχοι του καλοκαιριού, που ανυπομονούσαν για τις στιγμές ξεκούρασης που θα έρχονταν. Ήταν οι ξενιτεμένοι επαρχιώτες που θα γύριζαν για λίγες μέρες στη γενέθλια γη. Με τι μάτια θα την ξαναντίκριζαν; Άξιζε, άραγε, που έφυγαν; Βρήκαν στην πρωτεύουσα αυτό που περίμεναν ή το μετάνιωσαν; Και μάλλον η ίδια σκέψη θα στριφογύριζε ξανά και 55


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

ξανά στο μυαλό τους, κάθε φορά που έκαναν το ίδιο ταξίδι. Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι. Και ίσως η απάντηση να μην ερχόταν ποτέ. Ίσως επειδή δεν υπήρχε απάντηση. Και κάποιοι χωμένοι στις εφημερίδες του. Δε διάβαζαν, τις ξεφύλλιζαν. Τις κρατούσαν για το ταξίδι. Που και που αντάλλασσαν καμία κουβέντα με τους διπλανούς τους. Έτσι άσχετα. Περί ανέμων και υδάτων. Μέχρι να ακουστεί η ανακοίνωση από τα βραχνιασμένα μεγάφωνα και να σηκωθούν να φορτώσουν τα πράγματα. Και εγώ ήμουν εκεί. Όπως έπρεπε. Περίμενα να τη σφίξω στην αγκαλιά μου χωρίς βιασύνη. Θα είχαμε όλο τον καιρό δικό μας. Για φιλιά, κουβέντες, έρωτα, βόλτες, σχέδια. Όλα δικά μας. Να το, μόλις ήρθε. Σταμάτησε καμία δεκαριά μέτρα μακριά μου. Μέτραγα τους επιβάτες έναν έναν, καθώς κατέβαιναν. Δεν ήταν και πολλοί. Ποιος θα πήγαινε καλοκαιριάτικα στην Αθήνα; Την είδα, είχε έρθει. Έτρεξα και την έπνιξα στα φιλιά. Το μεσημέρι μας βρήκε να τριγυρνάμε καβάλα στο «Θόδωρο» στα έρημα σοκάκια του Κερατσινίου. Ξενάγηση στο δικό μου χωριό. Είχαμε περάσει από τη «Σπηλιά», αφήσαμε τον σάκο της και σφιχταγκαλιασμένοι πάνω στο παπί οργώναμε την έρημη πόλη μ’ 56


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

έναν αέρα να μας φυσάει για να μας απογειώσει, να αναπνεύσουμε, όπως δεν το είχαμε κάνει μέχρι τότε. Την πήγα από το σχολείο, αυτό που θα φοιτούσε από το Σεπτέμβρη, από το σινεμά όπου έγινε η περίφημη συναυλία με τις Μουσικές Ταξιαρχίες, το πατρικό μου, τα στέκια της παρέας και φυσικά καταλήξαμε στο φουγάρο. Ήθελα να της τα πω και να της τα δείξω όλα. Να την ταξιδέψω μέσα μου, να της δείξω, σαν σε ταινία, ό,τι είχα ζήσει, ότι είχα σκεφτεί, ότι είχα αγαπήσει. Να την ξεναγήσω στον θαυμαστό κόσμο του Γιώργου, όπου πολύ λίγοι επισκέπτες μπορούσαν να ξεναγηθούν.

57


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15ο Είχε πάρει μαζί της τα πιο αγαπημένα της ρούχα, μερικές κασέτες, το ημερολόγιό της, πέντ’ έξι βιβλία (αυτά που χάραζαν δρόμο, όπως έλεγε) και μια φωτογραφία της μικρής όταν ήταν οκτώ, καδραρισμένη σε μια κακόγουστη, παλιομοδίτικη κορνίζα. Όλο της το νοικοκυριό κλεισμένο σ’ ένα σακ βουαγιάζ. Δεν είχε δυσκολευτεί να φύγει. Να το αποφασίσει είχε δυσκολευτεί. Μου το’ πε ξερά, όταν κάτσαμε στο φουγάρο: «Ό,τι και να ’ναι, είναι η οικογένειά μου. Τους ξέρω σαν κάλπικη δεκάρα και ξέρω πώς να τους αντιμετωπίσω. Εσένα τώρα θα σε μάθω». Φοβόταν κι αυτή. Αυτό με ανακούφιζε. Είχε αφήσει το τηλέφωνο της «Σπηλιάς» στη μικρή και την είχε δασκαλέψει. «Μόνο σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης θα πάρεις». Και το τηλέφωνό μου στην Ευανθία. Το πρωί στο ΚΤΕΛ δε βρήκε γνωστούς,καθημερινή ήταν, καλοκαίρι ήταν, ήρθε εύκολα. Για τη «Σπηλιά» είπε ότι της άρεσε, και το δωμάτιο επίσης. «Θα το αγαπήσω» είπε και έσπασε ένα δύσκολο χαμόγελο, ήταν αμήχανη. Φοβερά αμήχανη και κρύωνε. Σφιγγόταν επάνω μου με δύναμη σε κάθε 58


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

ευκαιρία και παρατηρούσε ερευνητικά ότι βρισκόταν γύρω της. Άγγιξε σχεδόν όλα τα πράγματα του σπιτιού, από τα πιο μεγάλα έως τα πιο μικρά. Τα πέρασε όλα από δάχτυλά της. Έπαιξε με τους διακόπτες των φώτων, χάιδεψε τις κουρτίνες, άνοιξε κι έκλεισε τις πόρτες. Δοκίμασε τα χερούλια, άνοιξε κι έκλεισε το κασετόφωνο, κοίταξε όλους τους γλόμπους του σπιτιού, άνοιξε το ψυγείο, το ξαναέκλεισε. «Θα το αγαπήσω», ξαναείπε. Κάναμε έρωτα σαν τρελοί εκείνο το μεσημέρι, με όλους τους τρόπους που ξέραμε, χωρίς να νοιαζόμαστε αν θα ακουγόμασταν ή ποιος θα μας έβλεπε. Ξανά και ξανά. Είχα στα χέρια μου ένα άγριο ζώο που εξημερωνόταν με τα χάδια μου. Ήξερε πώς να πάρει ευχαρίστηση και δεν άφηνε στιγμή να πάει χαμένη. Εγώ γοητευόμουν με τον τρελό χορό της και την έκσταση μέσα στην οποία χανόταν. Αυτή κοιμόταν πλάι μου και εγώ εστίαζα το βλέμμα στην καύτρα του τσιγάρου μου, που γινόταν όλο και πιο κόκκινη, καθώς σουρούπωνε και οι σκιές γέμιζαν το δωμάτιο.

59


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16ο Η συνάντηση μας με το Στάθη και τον Τάση πήγε καλύτερα απ’ ό,τι περίμενα. Κάτσαμε για ούζα στην Πειραϊκή το ίδιο κιόλας βράδυ. Έπρεπε βλέπεις να γνωριστούν οι συγκάτοικοι. Ο Τάσος, όπως πάντα οικείος, άρχισε από την αρχή την πλακίτσα, για να σπάσει ο πάγος. «Του ’χεις πάρει το μυαλό του δικού μας», και τέτοια. Ο Στάθης σοβαρός και τυπικός, ούτε φιλικός, ούτε εχθρικός, ούτε ιδιαίτερα εξεταστικός. Μετρημένος,με λίγα λόγια, ο γνωστός Στάθης. Δύσπιστος και προσεκτικός. Εγώ προσπαθούσα να μην μπλεχτώ και να αφήσω τη βραδιά να κυλήσει. Τεντωμένος ως τα δάχτυλα, δύο τρείς μπουκιές τσίμπησα. Δημόσια πρώτη της αγαπημένης μου, και μάλιστα με τους κολλητούς μου και συγκατοίκους της από το άλλο πρωί, έστω και περιστασιακά. Η Βούλα μεθοδικά και αργά τσάκισε τους μεζέδες, χωρίς να δείχνει να αισθάνεται καμία δυσκολία με τους δύο άγνωστους τύπους απέναντί της. Είπε αστειάκια, ταίριαξε με τον Τάσο λόγω του χαβαλέ του και ρώτησε το Στάθη για την αδερφή μου (!). Μας ρώτησε πώς και κολλήσαμε. Είπε πόσο διαφορετικούς 60


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

μας βρίσκει, μας ρώτησε για το Κερατσίνι, το φουγάρο και το λιμανάκι, το σχολείο. Τους ρώτησε για τις διακοπές που θα πήγαιναν. «Εμείς μάλλον Κερατσίνι, ε;», απευθύνθηκε σ’ εμένα χαμογελώντας. Καταναλώσαμε, μέχρι το τέλος, κάμποσα καραφάκια και πήραμε το δρόμο δίπλα στο κύμα, στη σειρά και οι τέσσερις αγκαλιασμένοι, τραγουδώντας ό,τι γούσταρε ο καθένας, μήπως και συνέλθουμε.

61


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17ο Και η ζωή μου άλλαξε. Μέχρι να βγει ο Αύγουστος διακοπές στον Πειραιά, σε μια πόλη που κυκλοφορούσαν μόνο οι τρελοί και τα σκυλιά. Τα αυτοκίνητα και οι άνθρωποι εξαφανισμένοι, μόνο εδώ κι εκεί κανένας που ξέμεινε όπως κι εγώ. Οι δικοί μου την κοπάνησαν και αυτοί. Μπαμπάς – μαμά σ’ ένα λυόμενο, που είχε ο παππούς στη Λούτσα, η Καίτη με τον Στάθη και τον Τάσο, με αρχικό προορισμό την Αμοργό, και η μικρή η Γεωργία, φιλοξενούμενη μιας συμμαθήτριάς της στο Λαύριο, και μετά Λούτσα κι αυτή. Ευτυχώς που έγινε έτσι, γιατί στο σπίτι είχαν αρχίσει να μαζεύονται μαύρα σύννεφα πριν σκορπιστούμε. Και μια καταιγίδα μες στο κατακαλόκαιρο ήταν το τελευταίο που ήθελα. Οι μπηχτές έδιναν και έπαιρναν. Σπόντες του στιλ: «Εμ βέβαια, τώρα ο αδερφός σας μένει αλλού, εδώ είναι επισκέπτης» ή «καλώς το μουσαφίρη». Η Καίτη μου το είχε πει ευθέως πως αναρωτιούνται «ποια είναι λεγάμενη που τον έχει μπλέξει». Δεν είχαν καμία αμφιβολία περί τούτου. Στην Καίτη, λόγω και της σχέσης με τον Στάθη, είχα 62


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

εξιστορήσει χωρίς πολλές κορδέλες τα καθέκαστα και της είχα τονίσει: «τσιμουδιά», καθώς η ιδιαίτερη σχέση με τη μάνα μου την έκανε επίφοβη για εξομολογήσεις. Κατά τα λοιπά, ζάχαρη. Είχα σταματήσει και τη δουλειά, και έτσι όλη η ημέρα ήταν δικιά μας. Ότι τράβαγε η όρεξή μας, διότι τα φράγκα υπήρχαν, καθώς είχα κάνει το κουμάντο όλο το χρόνο περιμένοντας το καλοκαίρι. Συνήθως το πρωί είχε θάλασσα. Ο «Θόδωρος» αδιαμαρτύρητα μας μετέφερε στη Βούλα, στο Λαγονήσι, στο Σούνιο, αλλά και στην Αίγινα και στο Μεγάλο Πεύκο. Βιβλιαράκια στην παραλία και ατέλειωτες συζητήσεις για την κοινωνία, την πόλη, την Αριστερά, που τόσο μας πόναγε και τους δύο, τους φίλους, τη μοναξιά. Είχε διαβάσει πολύ. Εκείνος ο θείος της, που ήταν ΚΚΕ, είχε τη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη στην Κύμη. Και βέβαια η Βούλα μπήκε στην ΚΝΕ γρήγορα. Συνδικαλίστρια στο σχολείο, πρωτοστάτησε σε κάτι αποχές και τέτοια. Όταν όμως άρχισε τις ερωτήσεις στον καθοδηγητή, περί του τι γινόταν στη Σοβιετική Ένωση και τι έγινε στο Αφγανιστάν, την είπανε «αναθεωρήτρια» και την απομονώσανε. Και έτσι τραβήχτηκε αριστερότερα. Άστεγη πολιτικά και βρεγμένη από 63


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

τις καταιγίδες του συστήματος όπως κι εγώ. Ήθελε κι αυτή να παλέψει για μια καλύτερη ζωή για όλους, όπως έκαναν και κάποιοι άλλοι παλιότερα, αλλά δυστυχώς δεν είχε τα περιθώρια να το κάνει παρά μόνο για τη δικιά της. Η Βούλα μου αποκάλυπτε αυτό που φανταζόμουν ή που είχα καταλάβει. Ψαγμένη και ώριμη. Με τσαμπουκά και αποφασισμένη να τα καταφέρει. Με εμένα ή χωρίς, με οικογένεια ή χωρίς, με την Αριστερά ή χωρίς. Με μια ήρεμη στωικότητα για τα πράγματα. Γι’ αυτά που εγώ εξαγριωνόμουν, αυτή ήταν σαν να έλεγε: «Είναι έτσι. Εγώ όμως θα τα κάνω διαφορετικά για μένα, και παραπέρα χέστηκα». Με μάγευε και με θύμωνε ταυτόχρονα. Ίσως γιατί εγώ φοβόμουν και δεν ήξερα που με οδηγούσε το αύριο. Πικνίκ στην παραλία και μετά επιστροφή την ήσυχη πόλη για ατελείωτο, αλμυρό έρωτα το απομεσήμερο. Και το βράδυ επίσης δικό μας. Φαγητό έξω και βόλτες στους δρόμους. Το βραδάκι δρόσιζε και το αεράκι μας ανέμιζε και μας ανακούφιζε από την κάψα της ημέρας. Ο χαβαλές ήταν ατελείωτος, καθώς παίρναμε τους έρημους δρόμους αντίθετα, ενώ ο θρασύτατος «Θόδωρος» ανέβαινε στα πεζοδρόμια δίπλα στα μαγαζιά για να χαζέψουμε τις βιτρίνες. Με τα πολλά, και το παπί τά ’φτυσε κι αρχίσαμε τα σπρωξίματα. Έσβη64


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

νε, έπαιρνε και ξανά τα ίδια. Και εμείς μες στην τρελή χαρά με τις μικρές μας περιπέτειες. Συνήθως καταλήγαμε στο μεγάλο λιμάνι να χαζεύουμε τα πλοία, που συνέχιζαν, παρότι βράδυ, να μπαινοβγαίνουμε σ’ αυτό, με τα λαμπιόνια τους αναμμένα και σφυρίζοντας. Εκείνη την ώρα συνήθως, μισονυσταγμένοι και αποκαμωμένοι από την κούραση της ημέρας, λίγο πριν επιστρέψουμε στο δροσερό ημιυπόγειο, δειλά – δειλά ψελλίζαμε τα πρώτα όνειρα για το φθινόπωρο, που έφτανε. Μάλλον θα ήμασταν ακόμα μαζί. Η Βούλα σχολείο και εγώ σχολή και δουλειά. Θα περιμέναμε πως και πώς να βρεθούμε τ’ απόγευμα ή το βράδυ για λίγο, γιατί κι η Βούλα θα είχε διάβασμα για τις Πανελλαδικές. Φυσικά, θα πέρναγε. Αλλά αυτό ήταν πιο μακριά….

65


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18ο Ήταν φανερό ότι με εμπιστευόταν. Αλλιώς δε θά ’παιρνε τέτοιο ρίσκο. Κάτι αληθινό έβλεπε στα μάτια μου, όπως συνήθιζε να λέει για να δικαιολογήσει την απόφασή της να το σκάσει. Και έλπιζε ότι ο πατέρας της θα ντρεπόταν να τρέξει στους μπάτσους του χωριού και να δηλώσει εξαφάνιση. Με τι μούτρα θα έβγαινε στην πλατεία την άλλη μέρα; Όλοι θα λέγαν «αυτός που του τό ’σκασε η κόρη». Έτσι, πιθανότατα, θα γλιτώναμε το κρυφτούλι. Αν θα έψαχνε, θα έψαχνε αλλιώς. Τα πράγματά της, για να βρει στοιχεία. Αλλά τα στοιχεία είχαν όλα εξαφανιστεί. Θαμμένα σ’ ένα κουτί, τρίτο πεύκο δεξιά, γράμματα, φωτογραφίες, τηλέφωνα και τα λοιπά. Την Ευανθία δεν την φοβόταν, και για τη μικρή κανείς δε θα φανταζόταν ότι κάτι μπορεί να ξέρει. Όλοι πίστευαν για τη Βούλα ότι «δεν τα λέει σε κανέναν τα αίσχη της, γιατί ντρέπεται». Και μάλλον έτσι είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, καθώς, ενώ περνούσαν οι μέρες, ούτε η τηλεόραση ούτε στο ραδιόφωνο ανέφεραν τίποτα, ούτε καμία άλλη ενόχληση είχαμε. Και οι διακοπές συνεχίστηκαν.

66


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

Πολλές φορές εκείνο τον Αύγουστο έκλεινε το βιβλίο της και το βλέμμα της χανόταν στον ορίζοντα. Ήταν η θάλασσα ή ο τοίχος του δωματίου της «Σπηλιάς». Και ταξίδευε. Έβλεπα μέσα από τα μάτια της να περνάνε διαδοχικά άνθρωποι και γεγονότα, στην αρχή παλιά, οι γονείς της, η αδερφή της, οι παλιοί της φίλοι, οι συγγενείς, η Ευανθία, το χωριό, η ταβέρνα, αλλά και άλλα που θα έρχονταν – το σχολείο στο Κερατσίνι, οι καινούργιοι συμμαθητές, νέοι φίλοι, τα μαθήματα, τα διαλείμματα, τα βράδια στη «Σπηλιά» μαζί μου. Το πρόσωπό της άλλαζε εκφράσεις και τα μάτια της ανοιγόκλειναν, καθώς άλλαζαν οι σκηνές. «Τι σκέφτεσαι;», ρωτούσα καμία φορά. Με κοίταζε αφηρημένη, χαμογελούσε και μου αντιγύριζε: «Όλα θέλεις να τα ξέρεις. Σκέφτομαι πολύ δικά μου πράγματα. Θα στα πω καμιά μέρα. Δεν είναι μυστικά. Τώρα όμως δεν μπορώ». Και συνέχιζε τις μοναχικές της σκέψεις.

67


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19ο «Πώς και έμεινες εδώ, καλοκαιριάτικα;» Ήταν η μάνα μου. Είχαν γυρίσει το πρωί με τον πατέρα μου, ενώ η μικρή μου αδελφή, η Γεωργία είχε μείνει στη Λούτσα με τον παππού. Το ύφος της ήταν επιθετικό. Θα είχαμε πρωτοβρόχια. «Είπα να δω πώς είναι ο Πειραιάς τον Αύγουστο», πήγα να το ρίξω στην πλάκα, αλλά δεν έπιασε. «Να ’ξερα που έχεις μπλέξει. Σου ’φαγε καμία τα λεφτά που είχες μαζεμένα και δεν είχες για διακοπές ή έκατσες να της πλένεις τα βρακιά μες στη ζέστη;». Η πρόκληση ήταν χοντρή, αλλά είπα να μη φουντώσω ακόμη. «Τι σ’ έπιασε και ασχολείσαι με τις διακοπές μου; Κάπως καθυστερημένα νοιάζεσαι για τη διασκέδαση μου. Ούτε ρώτησες αν έχω λεφτά ή αν δεν έχω. Ούτε ενδιαφερόσουν ποτέ τι θα κάνω το καλοκαίρι. Τι συνέβη τώρα; Θέλουμε να πάει διακοπές ο Γιωργάκης; Να κάνει τα μπάνια του;» «Δε με νοιάζει αν πας ή δεν πας. Με νοιάζει το γιατί. Εξαφανισμένος ήσουν από το σπίτι. Τόσα τηλεφωνήματα κάναμε, τίποτα. Πού γυρνούσες; Ποια σε έχει σπιτώσει;». 68


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

Το πράγμα συνέχισε να χοντραίνει. «Γούστο μου, καπέλο μου και καπελαδούρα μου πώς περνάω τον καιρό μου και με ποια πηδιέμαι. Και λόγος δεν σας πέφτει. Ούτε τη συμβουλή σας θέλω ούτε την ανησυχία σας. Ούτε τίποτα σας ζήτησα, ούτε θα σας ζητήσω». Αυτό το «πηδιέμαι», όσο και ο τόνος της γαϊδουροφωνάρας μου, έκαναν τη μάνα μου και λούφαξε. Αλλά εν τω μεταξύ είχε έρθει, από το άλλο δωμάτιο, ο αρχηγός της οικογένειας, να στρώσει τα πράγματα: «Γιώργο, είσαι μικρός ακόμα. Δεν ξέρεις τις κακοτοπιές. Δεν ξέρεις, παιδί μου, τι σου επιφυλάσσει η κάθε πατσαβούρα. Μην μπλέξεις με τίποτα βρώμικα κυκλώματα, κυκλοφορούν κι αρρώστιες. Ανησυχούμε». Πραγματικά, η κατάσταση ήταν για γέλια. Στην υποψία ότι ήμουν ερωτευμένος, είχαν πανικοβληθεί και είχαν αρχίσει τις βλακείες. Ποιος θα μου ’δινε συμβουλές; Αυτός, που εκτός από τη μάνα μου δεν είχε γνωρίσει άλλη γυναίκα το κρεβάτι του, και πιθανότατα δεν θα γνώριζε στη μίζερη ζωή του; «Το λέω για τελευταία φορά. Θα κάνω ό,τι γουστάρω. Και από σας ξέρω περισσότερα. Και μη μου πολυκολλάτε, γιατί θα με βλέπετε όλο και σπανιότερα». Για μια ακόμα φορά βρόντηξα την πόρτα πίσω μου και έτρεξα στη Βούλα. Τώρα είχα κάπου να πάω. 69


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20ο Είχε έρθει ο Σεπτέμβρης και το καλοκαίρι που έφευγε ήταν ότι καλύτερο και ότι πιο δυνατό είχα ζήσει. Και ήταν η πρώτη φορά που σ’ αυτήν τη ζωή δεν ένιωθα τόσο απελπιστικά μόνος. Μαζί με τους γονείς μου και τα πρωτοβρόχια σιγά – σιγά μαζεύτηκαν στον Πειραιά όλοι. Ο Στάθης, ο Τάσος και η Καίτη ξεκίνησαν και τελείωσαν τις διακοπές τους στην Αμοργό, η μικρή μου αδερφή είχε γυρίσει από τη Λούτσα και εγώ ετοιμαζόμουν να ξαναρχίσω τη δουλειά στο μπακάλικο. Η Βούλα αγόρασε τα βιβλία της τρίτης λυκείου και άρχισε να τα ξεφυλλίζει για να δει περί τίνος επρόκειτο. Αγόρασε και τα μαθηματικά της δευτέρας, γιατί εκεί υπήρχε το μεγαλύτερο πρόβλημα. Ήταν στην τέταρτη δέσμη, τη δέσμη του λαού, όπως έλεγα χαριτολογώντας. Ο συναγωνισμός μεγάλος, αλλά ο πληθυσμός άσχετος. Άρα, οι πιθανότητες πολλές. Έμενε να κανονιστεί η εγγραφή της στο σχολείο. Σκεφτόμουν φυσικά να γραφτεί σε αυτό που πήγαινα εγώ. Οι καθηγητές καλούτσικοι, κοντά στη «Σπηλιά» και με κρυφή ελπίδα να νιώσει κάπως οικεία, καθώς είχα γράψει ιστορία σε αυτό το λύκειο. Δύο χρόνια πρόεδρος τους δεκαπενταμελούς, έχο70


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

ντας εισπράξει δύο αποβολές για μαλλιά, είχα οργανώσει αποχές ενάντια σε κάτι κάφρους, που έκαναν τους καθηγητές, και οι τσαμπουκάδες με το λυκειάρχη ατελείωτοι. Η φήμη μου, ακόμα και ύστερα από τρία χρόνια, ήταν ζωντανή. Καθώς τα στέκια μου ήταν εκεί γύρω και η μικρή μου αδερφή φοιτούσε ακόμη, το όνομα ήταν δύσκολο να ξεχαστεί. «Κάτι μου λέει το όνομά σας, δεσποινίς μου», είπε ο Λέπουρας μια ωραία πρωία στην αδερφή μου. «Σας λέει ότι σας θυμίζει τον αδερφό μου το Γιώργο», απάντησε αυτή χαμογελώντας. «Βεβαίως και τον θυμάμαι, βεβαίως…» κι έφυγε βιαστικά. Η αλήθεια είναι ότι του είχα κάνει το βίο αβίωτο του Λέπουρα. Γέρος, μαθηματικός και λυκειάρχης. Ένα κουστουμαρισμένο ανθρωπάκι, τυπολάτρης όσο δεν πήγαινε, με το φόβο του ελέγχου από το Υπουργείο. «Τι θα έλεγε ο κύριος υπουργός αν το έβλεπε αυτό;», ήταν η συνηθισμένη ατάκα του. Τα τσουγκρίσαμε από την πρώτη ημέρα. «Και εσύ, παιδί μου, στο βάθος, να κουρευτείς. Σαν κορίτσι είσαι». «Όχι, κύριε Λέπουρα», του απάντησα. «Τα μαλλιά μου δεν ενοχλούν κανένα και δεν θα κουρευτώ». Έτσι έφαγα την πρώτη αποβολή, «αρχικά διήμερος», 71


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

για ανυπακοή και μη ευπρεπή εμφάνιση. Και έγινε η πρώτη μεγάλη αποχή, διήμερος και αυτή. Όσο έλειπα, το σχολείο δεν λειτούργησε. Ο Λέπουρας το κατάπιε για ένα διάστημα. Με έβλεπε δε, σχεδόν καθημερινά ως πρόεδρο του δεκαπενταμελούς και, ενώ το μαλλί μου μάκραινε, στη μέση περίπου της δευτέρας μου ρίχνει τη δεύτερη. Διήμερος ξανά και για τον ίδιο λόγο, αφού πρώτα έκανε βίδες το σύλλογο διδασκόντων θέτοντας το θέμα για να ψηφίσουν. Χωρίστηκαν αυτοί αμέσως, οι καλοί και οι κακοί, και, αφού εξάντλησαν το θέμα «τρίχες», άρχισαν να αλληλοκατηγορούνται επί προσωπικών θεμάτων. Ποιος φλέρταρε με ποια, ποιος έγλυφε το «Λύκο» και άλλα τέτοια απερίγραπτα. Τελικώς, με μικρή πλειοψηφία πήρα την άγουσα για το σπίτι μου και το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται. Μέχρι και στις τοπικές εφημερίδες έγινε θέμα. Αυτή τη φορά η αποχή ήταν πενθήμερη. Με πορείες στο Κερατσίνι, αυγοπόλεμο με τους καθηγητές και τον Λέπουρα, παράσταση στον Δήμαρχο. Όπως ήταν φυσικό, γύρισα θριαμβευτής. Μόνο συγνώμη που δε ζήτησαν. Το τελικό χτύπημα ήρθε με τη συναυλία που θα έδιναν οι Μουσικές Ταξιαρχίες, που οργάνωσε η τρίτη για να πάει την πενθήμερη εκδρομή. Η ιδέα ήταν δική μου. «Οι αλήτες φώναξαν τους αλήτες», ούρλιαζε ο Λέ72


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

πουρας. Μάλλον με δική του παρέμβαση κάλεσαν τους προέδρους της τρίτης στην ασφάλεια να ρωτήσουν, τάχαμου στο άσχετο, ποιος οργανώνει την συναυλία, μην έρθουν αναρχικοί, μη γίνουν φασαρίες, και εμείς ποιοι είμαστε και πώς μας λένε. Εκεί θα έστελνα τη Βούλα μου να φοιτήσει. Και όχι μόνο αυτό, αλλά θα πηγαίναμε μαζί για να γραφτεί.

73


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21ο «Πως δε γίνεται δηλαδή;» μπήκα στη μέση. «Παιδί μου, Γιώργο, μην αρπάζεσαι». Ήταν ο Λέπουρας, κουστουμαρισμένος και κακομοίρης όπως πάντα. Μόνο που τώρα κρατούσε την κατάσταση στα χέρια του. Ήταν στο στοιχείο του, τη γραφειοκρατία. «Για να γίνει, όπως προείπα, η εγγραφή, πρέπει να προηγηθεί μετεγγραφή, δηλαδή η κοπέλα να πάει στο προηγούμενο σχολείο και να μας φέρει τα χαρτιά της. Ότι τελείωσε τη δευτέρα. Είναι απλό». «Και δεν μπορείτε να ζητήσετε τα έγγραφα υπηρεσιακώς;», έκανε η Βούλα. «Όχι, όχι, παιδί μου. Θα πρέπει να μας τα φέρεις εσύ ή ο κηδεμόνας σου, αλλά, αφού είσαι ενήλικη, μπορείς κι εσύ. Τι δα; Τόσο δύσκολο είναι; Θα πας και θα πάρεις τα χαρτιά». Μας είδε ο άτιμος ότι είχαμε ιδρώσει και έσπαγε πλάκα τάχαμου ανύποπτος. Το μάτι του είχε καταλάβει ότι κάτι έτρεχε και δεν έκανε πίσω. «Επειδή για οικογενειακούς λόγους, κύριε λυκειάρχα, δεν μπορεί να πάει στον τόπο καταγωγής της να φέρει τώρα το ενδεικτικό της δευτέρας, είναι δυνατόν να τη γράψετε και να σας το φέρει αργότερα;», έκανα 74


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

μια τελευταία γλοιώδη προσπάθεια. «Όχι, Γιώργο μου. Εσύ είσαι μορφωμένο παιδί και καταλαβαίνεις. Ότι λέει ο νόμος. Και ο νόμος είναι νόμος, γι’ αυτό και τον λέμε έτσι». Φύγαμε ηττημένοι κατά κράτος από το ανθρωπάκι με αργά βήματα συρθήκαμε ως την έξοδο. Καβαλήσαμε αμίλητοι το «Θόδωρο» και σαν υπνωτισμένοι βρεθήκαμε στη θάλασσα. Καθίσαμε πιασμένοι χέρι – χέρι και αγναντέψαμε μακριά. Αυτό δε το είχαμε υπολογίσει. Ούτε εγώ το είχα υπολογίσει, ούτε αυτή. Για να γραφτεί, χρειαζόταν απόδειξη ότι είχε τελειώσει την προηγούμενη τάξη. Και η απόδειξη βρισκόταν φυλαγμένη στο λύκειο της Κύμης. Μες στο στόμα του λύκου. Ίσως αν μας έκανε τη χάρη και την έγραφε προσωρινά, πράγμα που σίγουρα μπορούσε, και περνούσαν μερικοί μήνες, να βρισκόταν η λύση. Τι διάολο, δεν θα ξαναμίλαγε ποτέ με τους γονείς της ή θα κρυβόταν μια ζωή; Αλλά τώρα που είχε την μπάλα ο Λέπουρας μπροστά σε κενή εστία, δε θα το έβγαζε έξω. Θα έτρωγε την εκδίκησή του, έστω και κρύα. Να πάει κανείς να πάρει το χαρτί, αδύνατον. Σκέφτηκα προς στιγμήν να πάω εγώ, τάχα μακρινός ξάδερφος, γιατί ο μπαμπάς ή η Βούλα δεν μπορούσαν, να 75


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

το πάρω και να εξαφανιστώ. Αυτοκτονία. Εν ριπή οφθαλμού θα πέφτανε τα τηλέφωνα. Κάποιοι καθηγητές, άλλωστε, κάθε δεύτερο βράδυ τα πίνανε στο «Ακρογιάλι» και θα είχαν μάθει τα καθέκαστα. Η σκέψη ήταν ατυχής και επικίνδυνη. Έπρεπε να βρεθεί λύση, αλλιώς σχολείο δεν είχε. Η Βούλα έκλαιγε σιωπηλά δίπλα μου, ενώ σκεφτόμασταν αμίλητοι πάνω κάτω τα ίδια. «Δεν πειράζει», έκανε πρώτη. «Θα ψάξω να βρω καμιά δουλειά. Το σχολείο εκεί είναι, μπορεί να περιμένει. Σε ένα χρόνο μπορεί και να μη φοβάμαι να πάω στο χωριό. Μέχρι τότε θα διαβάζω μόνη μου. Την Ιστορία τουλάχιστον θα τη μάθω. Θα έχω για την άλλη χρονιά τα άλλα. Θα γράφω πού και πού καμιά έκθεση. Θα μου τις διορθώνεις;». «Ναι», έγνεψα βουρκωμένος. «Θα τη βρούμε τη λύση. Όλα θα γίνουν όπως τα σχεδιάσαμε. Μπορεί να πάρουν χρόνο, αλλά θα γίνουν,πάμε να φύγουμε».

76


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22ο Γύριζα από το μπακάλικο απογευματάκι, όταν άκουσα την καμπάνα. Η ύψωση του Τιμίου Σταυρού, σκέφτηκα. Στο δημοτικό αλλά και στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου πήγαινα κατηχητικό. Μετά «χάλασα». Αυτή όμως η εκκλησιαστική μου προϊστορία μου έδωσε όπλα, αφενός να έχω πάντα είκοσι στα Θρησκευτικά, αφετέρου να κοντράρω με αξιώσεις όσους «Θρησκευτικούς» βρέθηκαν στο μαθητικό μου δρόμο. Από τα δεκαπέντε δήλωνα άθεος, και έτσι γινόταν πανηγύρι κάθε φορά που κάποιος ορεξάτος άνοιγε το θέμα. Αλλά με ενδιέφερε το όλο ζήτημα. Έτσι, και διαβασμένος και αντιδραστικός στο κήρυγμα. Ο παπα-Νικόλας, σαραντάρης και λεβέντης, ήρθε στο σχολείο την τελευταία χρονιά. Ήρθε αφού αποφοίτησε από τη σχολή για να διδάξει το μάθημα των Θρησκευτικών. Είχε μεγαλώσει στο Κερατσίνι, αλητεύοντας στα σοκάκια που αλητέψαμε κι εμείς και έχοντας αναπνεύσει τον ίδιο βρόμικο αέρα του φουγάρου που μας μεγάλωσε κι εμάς. Είχαμε κυλιστεί στις ίδιες λάσπες και είχαμε φάει από το ίδιο βρόμικο ψωμί. Στις ενορίες που λειτούργησε πριν γίνει καθηγητής, είχαν να λένε για το ποιόν του. 77


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

Γυρνούσε στις καφετέριες και τα μπιλιάρδα για μαζέψει κάνα ρεμάλι. Και τη βοήθειά του δεν την αρνήθηκε ποτέ σε κανέναν. Οι αριστερές του πεποιθήσεις αχνοφαίνονταν κάτω από το ράσο, ενώ η βλαστήμια κόλλαγε στα χείλη του κάθε που του κάναμε τα νεύρα κορδόνια στην τάξη. Αλλά ήταν παπάς μάγκας. Ποτέ δεν τόλμησε να τον δουλέψει κάποιος. Και τον Λέπουρα τον έγραφε κανονικά. «Εγώ λογαριασμό δίνω σ’ Αυτόν», ούρλιαζε κι έδειχνε τον ουρανό, κάθε φορά που ο Λέπουρας του κόλλαγε για διάφορους λόγους. Δεν άφησε στην ίδια τάξη ποτέ κανέναν – απ’ ότι μάθαινα, ούτε και τις επόμενες χρονιές. Πίστευε ότι «αν δεν είσαι δίκαιος και σωστός, ο Κύριος θα σε αφήσει μια και καλή όταν έρθει η ώρα εκείνη». Πολλές φορές είχε κληθεί ν’ αποδείξει το πόσο δίκαιος και σωστός ήταν ο ίδιος. Και τα είχε καταφέρει καλά, να κρατηθεί μακριά από μικρότητες και μαλακίες μέσα στο σύλλογο των καθηγητών, αλλά και πάντα να λέει τη γνώμη του, όπως την πίστευε, χωρίς να τον ενδιαφέρει αν θα ήταν αρεστός και σε ποιον. Στη δικαιοσύνη αυτού του ανθρώπου θα προσέφευγα, για να ζητήσω για πρώτη φορά στη ζωή μου χάρη.

78


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23ο Άναψαν τα τηλέφωνα και κινητοποιήθηκε όλο ο μηχανισμός μου μέχρι να τον βρω. Και τον βρήκα. Τα λαγωνικά μου έκαναν τη δουλειά όπως την ήθελα και μια ωραία πρωία (απογευματάκι για την ακρίβεια) του χτύπησα την πόρτα. Για τον σκοπό που τον ήθελα και όπως το σκεφτόμουν, μόνο στο σπίτι του μπορούσα να πάω. Ήταν ένα μικρό διώροφο, που στο ένα κουδούνι, με όμορφα στρογγυλά γράμματα, είχε τ’ όνομά του. Το χτύπησα και μου άνοιξε ο ίδιος, με φανερή έκπληξη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. «Γιώργο;». «Πάτερ, την ευχή σας», αποκρίθηκα αδέξια ενθυμούμενος τα παλιά στο κατηχητικό. Μετά όμως την πρώτη έκπληξη συνήλθε. «Ποια ευχή μου, βρε, με κοροϊδεύεις; Αφού είσαι άθεος», έκανε περιπαικτικά. «Έμπα μέσα» και με κοπάνησε δυνατά στην πλάτη. «Να ψήσω καφέ; Κάτσε». Δεν ήταν παντρεμένος. Ήταν παπάς καριέρας, αλλά το σπιτάκι του στην τρίχα. Με ξύλινα παραδοσιακά έπιπλα, συμμαζεμένο και λιτό. Στους τοίχους εικόνες και μερικές γκραβούρες. Είχε και μια μεγάλη φωτο79


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

γραφία, μάλλον από το Άγιο Όρος. Σε ένα τραπεζάκι είχε μια μεγάλη συλλογή από κεχριμπαρένια κομπολόγια. Ο χώρος μύριζε λεβάντα και απορρυπαντικό. Έφερε τους καφέδες με σηκωμένα τα μανίκια. «Με πέτυχες πάνω στην καθαριότητα», είπε. «Σήμερα είναι η ημέρα της γενικής. Τις άλλες μέρες δεν προφταίνω». «Μπορώ ν’ ανάψω τσιγάρο;», ρώτησα. «Αν θα σε βοηθήσει, άναψε», απάντησε πονηρά. Μου ’φερε και τασάκι, σκαλισμένο σε κομμένο κορμό δέντρου. Ήπια δύο γουλιές καφέ, τράβηξα δύο τρείς τζούρες και άρχισα. Ξεκίνησα από την αρχή. Του μίλησα για τη βαρεμάρα, την ανία, τα γράμματα, συνέχισα με τις συναντήσεις με τη Βούλα, τα προβλήματα και τη μεγάλη απόφαση που πήραμε μαζί. Τελείωσα με τα σχέδιά μας για μια πιο ανθρώπινη ζωή χωρίς φόβο, απειλές, τσακωμούς και ξύλο . Μια ζωή με αγάπη και έρωτα. Με άκουγε με προσοχή, ρουφώντας τις λέξεις μου. Πολλές φορές έσκυβε μπροστά, άλλες ακουμπούσε πίσω και χάιδευε τα γένια του, ενώ εγώ έψαχνα τις σωστές λέξεις για να μοιραστώ μαζί του ό,τι μου συνέβαινε. «Και από εμένα τη ζητάς, παιδί μου;», ρώτησα αφού τελείωσα. 80


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

«Σου ζητώ να βοηθήσεις να τη γράψουμε στο σχολείο χωρίς ν’ ανακατέψουμε την Κύμη. Στο ζητώ σαν χάρη. Θα βοηθήσουμε έναν άνθρωπο. Ο Λέπουρας δεν ακούει κουβέντα. Μόνο εσύ τον κουμαντάρεις. Πιστεύω πως, αν θέλεις, θα τον πείσεις». Ήταν η σειρά του ν’ ανάψει τσιγάρο. Χωρίς να με ρωτήσει, πήρε από τα καρελάκια μου ένα, το σάλιωσε και το άναψε. Ρούφηξε βαθιά τον καπνό και κάρφωσε το βλέμμα του πλάγια στο ταβάνι. Πέρασαν δύο λεπτά που μου φάνηκαν ώρες. «Μου ζητάς δηλαδή να σε βοηθήσω σε μια παρανομία;». Στέγνωσε το στόμα μου. «Ναι, αυτό σου ζητάω», έκανα απότομα. Συνέχιζε να καπνίζει και ήπιε δύο τρείς γουλιές καφέ. Ξαφνικά έσβησε το τσιγάρο νευρικά και σηκώθηκε πάνω. «Ναι, μερικές φορές οι νόμοι των ανθρώπων είναι άδικοι», είπε με πάθος. «Ο νόμος του Θεού είναι πάνω από όλους και Αυτός θα κρίνει. Θα σε βοηθήσω». Όρμησα να τον φιλήσω και με κράτησε. «Άκου εδώ. Θα προσπαθήσω, αλλά δεν σου υπόσχομαι. Άσε μου ένα τηλέφωνο να σε πάρω να σου πω». Ήθελε δεν ήθελε, εγώ τον φίλησα, του έγραψα το τηλέφωνό μου και βγήκα από το σπίτι χοροπηδώντας. 81


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

Καβάλησα το παπί και έφυγα με σούζα. Ευσταθίου του μεγαλομάρτυρος χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν αυτός: «Άκου, Γιώργο, αύριο να έλθει η κοπέλα σχολείο να ξεκινήσει. Σήμερα κάναμε αγιασμό. Από αύριο λοιπόν, και για τα χαρτιά θα τα βρούμε». «Δεν έχω λόγια να σ’ ευχαριστήσω». «Αυτός θα τα κρίνει και Αυτός θα τα ξεπληρώσει όλα και με το παραπάνω. Και καλά και κακά. Την ευχή μου, μικρέ άθεε». Λίγα χρόνια αργότερα, από έναν καθηγητή που ήταν μπροστά, έμαθα πως τα είχε καταφέρει με τον Λέπουρα. Είχε μπει στο γραφείο του λυκειάρχη, χωρίς να χτυπήσει, ανεμίζοντας τα ράσα και κουνώντας το δείκτη του. «Ποιος είσαι συ, που νομίζεις ότι μπορείς να ρυθμίζεις τις τύχες των παιδιών και να τους στερείς τη μόρφωσή τους, χρησιμοποιώντας τους νόμους. Οι νόμοι, κύριε, είναι για να διευκολύνουν και όχι για να εμποδίζουν τον κόσμο». «Μα τι λέτε, πάτερ;», έκανε σαστισμένος ο Λέπουρας. «Τα έμαθα, κύριε», συνέχισε στον ίδιο τόνο ο παπάς 82


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

«για εκείνη τη νεαρά που ο κηδεμόνας της νοσηλεύεται στην Αθήνα και ήλθε με τον ξάδερφό της να σας παρακαλέσουν να αρχίσει την τρίτη, διότι δεν ημπορούσε αυτή τη στιγμή να μεταβεί στον τόπο καταγωγής της να φέρει τα χαρτιά. Δεν μπορεί η διεύθυνσις να ζητήσει πληροφορίες για την αποφοίτησή της από τη δευτέρα, τηλεφωνικώς, που λέει ο λόγος, μέχρι να έρθουν τα χαρτιά; Πρέπει να αφήσει τον άρρωστο γονιό της και να ασχοληθεί με τη γραφειοκρατία; Έτσι κάνουν οι συνάνθρωποι; Έτσι κάνουν οι χριστιανοί;». «Δεν… Δεν ήξερα… Για τον άρρωστο…», ψέλλισε ο Λέπουρας. «Δεν μου είπαν». «Δεν ρωτήσατε», ξαναεπιτέθηκε ο παπάς. «Όποιος ρωτάει μαθαίνει και όποιος μαθαίνει, βοηθάει. Και για να σας βγάλω από τον κόπο, εγώ πήρα προσωπικώς και ρώτησα και μου βεβαίωσαν ότι έχει επιτυχώς ολοκληρώσει τη δευτέρα. Άρα, να τη γράψετε, παρακαλώ, στην τρίτη και για τα χαρτιά θα φροντίσουμε στο μέλλον. Να βελτιωθεί και ο γονεύς της, πράγμα που δεν το βλέπω, καθώς είναι σοβαρά, και να ίδωμεν τι θα κάμνωμεν με τη δυστυχή κοπέλα». «Ναι, πάτερ… έχετε δίκιο… θα φροντίσω αμέσως… θα πράξω σαν να είχα τα χαρτιά… Την ευχή σας». «Την ευχή μου». Κι έφυγε ανεμίζοντας το ράσο του. 83


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24ο Έτσι η Βούλα άρχισε το σχολείο. Ούτε στα πιο κρυφά της όνειρα. Όσες μέρες κράτησε η ιστορία με τον παπά-Νικόλα, δεν της είχα αναφέρει τίποτα. Την είχα αφήσει να ψάχνει για δουλειά. Και μία ωραία πρωία (ήταν όντως πρωία), την επομένη του τηλεφωνήματος, την ξύπνησα και της είπα: «Σήκω, είναι επτά και μισή». «Ε και;», έκανε και αυτή απορημένη. «Πρέπει στις οκτώ και μισή να είσαι στο σχολείο. Χθες είχατε αγιασμό, σήμερα θα δώσουν βιβλία. Βιάσου». Ήμουν, ο μπαγάσας, σ’ αυτά πρώτος. Τρελάθηκε! Αυτό θα πω μόνο. Οι μέρες πέρναγαν και προσαρμοζόταν όλο και περισσότερο στους νέους ρυθμούς. Ύστερα από τόση αγωνία και στεναχώρια τα είχα ξεχάσει όλα τ’ άλλα. Τις γκρίνιες στο σπίτι, τους κολλητούς που είχα ψιλοφτύσει τελευταία, τις ανασφάλειές μου για το μέλλον και φυσικά τη χαμένη εξεταστική του Σεπτεμβρίου. Δεν έδινα δυάρα για τίποτα. Ζούσα μια σχεδόν οικογενειακή ζωή με τη μαθητριούλα μου και έβλεπα να σχέδιά μας να πραγματοποιούνται μάλλον υποδειγματικά, παρά τις αναποδιές και τα μικροεμπόδια. Ο επιμένων 84


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

νικά, σκεφτόμουν. Και φαινόμουν νικητής μέχρι εκείνη τη στιγμή. «Μήπως με περιμένουν τίποτα στραβά στη γωνία;», σκεφτόμουν επίσης. Θα τα αντιμετώπιζα και αυτά, όπως είχα κάνει μέχρι στιγμής. Στη «Σπηλιά» διανυκτέρευα μερικές μέρες μες στη βδομάδα και τα Σαββατοκύριακα, αδιαφορώντας για την γκρίνια των δικών μου. τα περισσότερα απογεύματα ήμουν εκεί. Ένα απ’ αυτά, ενώ η Βούλα διάβαζε στο δωμάτιό της, έτυχε να είναι από νωρίς εκεί ο Στάθης. «Έλα, ρε, να κάτσουμε λίγο», με προσκάλεσε. «Να αφήσεις και την κοπέλα να διαβάσει». Μάζεψα καφέδες και τσιγάρα και πήγα στο άλλο το δωμάτιο. Το «κοινόχρηστο», που είχε κρατήσει όλη την αίγλη από την παλιά «Σπηλιά». Ατμοσφαιρικές αφίσες στους τοίχους και η επίπλωσή λιτή. Μόνο τα χρειαζούμενα. Εδώ χρέη κομοδίνου έκανε ένα κιβώτιο από γάλατα, σκεπασμένο με το ανάλογο ύφασμα φυσικά. Κάτσαμε δίπλα – δίπλα και κοιταχτήκαμε. «Τι νέα, ρε; Χάθηκες» - ξεκίνησε πρώτος. «Πιο πολύ βλέπουμε τη Βούλα παρά εσένα». Ήταν ο γνωστός Στάθης. Έκανε σέντρα και κατέβαινε. «Έτρεξα πολύ μ’ αυτήν τη μαλακία την εγγραφή. Τον 85


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

κόσμο γύρισα μέχρι να βρω το σπίτι του παπά». «Έμαθα, καθάρισε καλά. Ήταν ξηγημένος από τότε. Μπράβο. Αλλά δεν ήταν λόγος να χαθείς. Ούτε να παντρευόσουνα. Και η κοπέλα εδώ μένει, δε μένει αλλού. Και εγώ πηγαινοέρχομαι». Δεν χωρούσε δικαιολογία και το ήξερα. «Εντάξει, Στάθη. Έχω πέσει με τα μούτρα. Κακό είναι; Δεν έβλαψα κανέναν. Ούτε να κόψω θέλω. Να … απλώς, έχω πέσει με τα μούτρα». «Έχω ανησυχήσει, ρε. Δεν σε ξαναθυμάμαι έτσι. Μόνο αυτή σ’ ενδιαφέρει. Ούτε που κάτσαμε να τα πούμε μετά το καλοκαίρι. Ούτε που ρώτησες πώς περάσαμε. Έχουμε να βγούμε κάνα μήνα. Ποιοι; Εμείς! Ούτε που λες τίποτα. Είσαι καλά, δεν είσαι, ούτε ξέρω». «Καλά είμαι. Και πολύ καλά μάλιστα. Αλλά όπως στο είπα είναι. Έχω κολλήσει με τη Βούλα. Σ΄ το έχω ξαναπεί. Δεν έχω ξανανιώσει έτσι». «Φοβάμαι, ρε φίλε, μην κάνεις τίποτα κουταμάρες πάνω στον ενθουσιασμό σου, και δεν την ξέρεις καν». «Την ξέρω, Στάθη, και μάλιστα πολύ καλά. Μην το λες αυτό». «Γιώργο, μεγάλη ευθύνη πήρες που την έφερες εδώ και δεν ξέρω που σε οδηγεί αυτό. Και αυτή τώρα μόνο εσένα έχει. Δεν είναι η κοπέλα να κάνεις την πλάκα σου και τέλος». 86


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

«Μα δεν θέλω να κάνω την πλάκα μου, την αγαπάω, σου λέω. Πότε θα το καταλάβεις;». Πήγε έτσι η κουβέντα μας λίγο ακόμα και κατέληξε: «Κάνε ότι γουστάρεις. Μόνο μη χάνεσαι, φίλος μου είσαι. Και στην καλή και στην στραβή,θέλω να ξέρω τι τρέχει. Άντε γεια». Κι έφυγε.

87


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25ο Η πόρτα της «Σπηλιάς» ήταν μισάνοιχτη. Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά, καθώς αισθάνθηκα τον κίνδυνο. Την άνοιξα σιγά – σιγά και προσεκτικά κοίταξα μέσα. Κόντευε μεσημεράκι και είχα πάει να περιμένω τη Βούλα, που θα γύριζε από το σχολείο. Ένας μύλος. Τα πάνω κάτω. Όλα πεταμένα και ανακατεμένα, λες και είχε περάσει τυφώνας. Οι αφίσες στους τοίχους ξεκολλημένες και σκισμένες στο πάτωμα, όλα τα ψευτοέπιπλα αναποδογυρισμένα, τα κουζινικά άνω κάτω, για το δωμάτιο της Βούλας, δε, δε συζητάμε. Οι κουρτίνες σκισμένες, τα στρωσίδια ανακατεμένα, ρούχα, βιβλία, κασέτες και ότι άλλο, ένας σωρός στη μέση. Όποιος κι αν ήταν, ήταν πολύ θυμωμένος». Είχε αρχίσει να με λούζει κρύος ιδρώτας. Οι πιθανότητες, άλλωστε, δεν ήταν πολλές. Κλέφτης στο ημιυπόγειο, κομμάτι δύσκολο. Και να κλέψει τι; Τα κάδρα της μαμάς ή το παλιοψυγείο; Άσε που ήταν όλα εκεί. Να συζητήσουμε για λεφτά, ήταν αστείο. Άρα; Άρα, μάλλον μας είχαν βρει. Γύρισα στην εξώπορτα. Ήταν παραβιασμένη με λοστό και, καθώς ήταν ξύλινη, δεν αντιστάθηκε και πολύ. 88


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

Έπρεπε να κινηθώ γρήγορα. Δεν πρόφταινα να ψάξω να δω τι είχαν βρει, από τηλέφωνα, διευθύνσεις και τέτοια, έπρεπε να βρω γρήγορα τη Βούλα. Τσακίστηκα μέχρι το σχολείο. Τον έσκασα τον «Θόδωρο» στο δρόμο, αλλά έκανα τον ήρεμο όταν μπήκα στην αυλή. Ω του θαύματος, είχε το τελευταίο διάλειμμα. Σάρωσα με τη ματιά μου το παιδομάνι και δε διαπίστωσα τίποτα ασυνήθιστο, ούτε στα πέριξ. Άρχισα να ψάχνω για τη Βούλα και κατέληξα στην τάξη της. «Βούλα!», τη φώναξα. Γύρισε σαστισμένη. «Μάζεψέ τα στα γρήγορα και έλα να φύγουμε, θα σου εξηγήσω στο δρόμο. Πιο γρήγορα». Υπάκουσε χωρίς πολλά – πολλά και φύγαμε σχεδόν τρέχοντας προς την έξοδο, ενώ τα μάτια μου σάρωνα πέρα δώθε το προαύλιο. Βγήκαμε και τρέξαμε στο «Θόδωρο». «Μα τι έγινε;», με ρώτησε. Της είπα με δύο λόγια, όπως της είπα και τι υποψιαζόμουνα. «Με κάποιον τρόπο μας βρήκανε», είπα σχεδόν απελπισμένα. «Και τώρα τι κάνουμε;», αναρωτήθηκε. «Να πάμε στη ‘Σπηλιά’ είναι επικίνδυνο. «Πάμε σπίτι μου», είπα αποφασιστικά. «Πάμε και ότι 89


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

γίνει». Κάπως είχα συνέλθει από το αρχικό σοκ. Είχα βρει και τη Βούλα και ξανάπαιρνα τα πάνω μου για να το παλέψω. Τι θα έλεγα στο σπίτι, ούτε που είχα σκεφτεί, αλλά πίστευα ότι η τύχη θα με βοηθούσε. Στο τέλος – τέλος, μπορεί και να τους έλεγα την πάσα αλήθεια. Ανεβήκαμε στο παπί και ξεκινήσαμε. Πήραμε την πρώτη στροφή και μετά τη δεύτερη. Από την ένταση έτρεχα σαν δαιμονισμένος. Δεν υπήρχε λόγος. Τώρα ήμαστε πάλι μαζί, δεν χρειαζόταν να τρέχω. Άλλωστε, και το σπίτι εκεί ήταν. Ούτε κανείς μας περίμενε. Έκπληξη θα τους κάναμε. Διασταυρωθήκαμε φευγαλέα με ένα κόκκινο φανταχτερό αγροτικό TOYOTA. Τι θέλει ο βλάχος στην Αθήνα;, σκέφτηκα. Τα φρένα του στριγγλίσανε πίσω μου. Τι σκατά, άκουσε τι σκέφτηκα – και γυρίσαμε και οι δύο ασυναίσθητα. «Ο πατέρας μου!», έκανε η Βούλα. «Και ο θείος μου. Μας είδαν, πάτα». Μου ήρθε η ψυχή στο στόμα, άνοιξα το γκάζι όσο έπαιρνε, άκουσα το αγροτικό να μαρσάρει πίσω μου και άρχισε το κυνήγι.

90


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26ο Σε αυτές τις περιπτώσεις τα λάθη πληρώνονται. Και λάθη κάνεις άμα δεν είσαι αρκετά σκληρός. Και η Βούλα δεν ήταν σκληρή. Οι άλλοι όμως ήταν. Και δούλεψαν με σύστημα. Τα βάλανε κάτω. Σου λέει, δεν μπορεί να άνοιξε η γη και να την κατάπιε, κάποιος θα ξέρει κάτι. Ποιος είναι αυτός; Η καλύτερη της φίλη, εδώ και καιρό και δυστυχώς για την ίδια, η Ευανθία. Ξεκίνησαν λοιπόν με την Ευανθία. Την καθοδήγηση της ανάκρισης την είχε αναλάβει το θείος Βασίλης, ο μορφωμένος, ο αριστερός. Φαίνεται, θα του τα ’χαν μάθει στο κόμμα. Ο πατέρας της Βούλας ήταν πιο αγροίκος, θα τη χάλαγε τη δουλειά. Οι γονείς της Ευανθίας, αδερφή και γαμπρός των ανακριτών, από την αρχή συμφώνησαν σε όλα. Έπρεπε η Βούλα να βρεθεί πάση θυσία. Να μην ντροπιάζεται η οικογένεια στο χωριό. «Ένα όνομα το έχουμε» - και κάτι τέτοια φαιδρά. Άρχισαν λοιπόν με το καλό. «Πες μας, παιδί μου, και δε θα την πειράξουμε, εμείς το καλό της θέλουμε, θα μπλέξει, μικρό κορίτσι μόνο του, χωρίς προστασία, χωρίς καθοδήγηση, να προλάβουμε κανένα κακό…». 91


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

Η Ευανθία έκανε το παγόνι. «Τι λέτε, καλέ, δεν ξέρω, δεν μου έλεγε εμένα». Μετά άρχισαν τη μέθοδο «μέσα». Παρότι καλοκαιράκι, η Ευανθία ήταν κλειδωμένη στο δωμάτιο της με φαΐ και νερό. «Αν δεν τα ξεράσεις όλα, δεν ξέρεις τι σε περιμένει». Το ύφος άλλαζε μέρα με τη μέρα, ώσπου άρχισε και το ξύλο. Από λίγο κάθε μέρα, για να τραβήξει σε μάκρος. Πότε με τη ζωστήρα, πότε με τα χέρια ή με ότι άλλο έβρισκαν. Η Ευανθία άντεξε. Δεν έβγαλε άχνα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ύστερα από καμία δεκαριά μέρες είχε αρχίσει και τα μπινελίκια. Όχι «δεν ξέρω και λυπηθείτε με», αλλά «ήρθατε πάλι, ρε μαλάκες, να βγάλετε το άχτι σας; Σας σιχαίνομαι και σας λυπάμαι μαζί». Και αυτοί φοβήθηκαν. Σου λέει, «θα την ξεκάνουμε αν συνεχίσουμε». Την είδαν και αποφασισμένη να μην ανοίξει το στόμα της και την παράτησαν. Έτσι, η Ευανθία έκανε αυτό που πάντα ονειρευόταν και δεν τολμούσε. Έκανε αυτό που νόμιζε σωστό. Αντιστάθηκε,όπως η ξαδερφούλα της, που τόσο θαύμαζε. Είχε περάσει καιρός και οι βασανιστές είχαν απογοητευτεί. «Ξέγραψέ την, Μανόλη», έλεγε ο θείος. «Ήταν γυρίστρω από μικρή. Μόνο το όνομά σου θα λέρωνε». 92


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

Στο μυαλό του μέθυσου πατέρα άστραψε κάτι. «Λες να ξέρει η μικρή τίποτα; Όχι πως είναι πιθανό, αλλά γιατί δεν προσπαθούμε να κάνουμε μια απόπειρα;». Η μικρή ούτε πολύ έξυπνη ήταν για να τους παραπλανήσει ούτε στο ξύλο άντεχε. Πανικοβλήθηκε εξαρχής και με τις πρώτες φάπες έδωσε το τηλέφωνο της «Σπηλιάς». Απ’ το τηλέφωνο έφτασαν στη διεύθυνση, καβάλησαν τ’ αγροτικό και ήρθαν στην Αθήνα να πάρουν την «Ωραία Ελένη». «Μη γυρίσετε πίσω αν δεν τη φέρετε», τους είπαν οι γνωρίζοντες το οικογενειακό δράμα. Έτσι έφτασαν στη «Σπηλιά». Η κυρία Κούλα, από πάνω, βιάστηκε να πληροφορήσει για το που μένουν αυτά τα παιδιά που έρχονται και διαβάζουν και που έχει έρθει και μια κοπέλα, ξαδέρφη τους, τον τελευταίο καιρό, και τι ευγενικό κορίτσι. Ο λοστός υπήρχε στο αγροτικό και τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Η κακή συνήθεια της Βούλας να γράφει στα τετράδιά της όνομα, μάθημα, τμήμα, σχολείο τους έφερε σ’ αυτό, αφού πρώτα σταμάτησαν για λίγο για ένα καφεδάκι στα όρθια να καλμάρουν τα νεύρα τους, που είχαν ταραχτεί από την άλωση της «Σπηλιάς». Έτσι, αρχικά την είχαμε γλυτώσει. Έτρεχα σαν δαιμονισμένος, αλλά η μηχανή του αγρο93


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

τικού ακουγόταν σταθερά πίσω μου. Νόμιζα ότι λίγο ακόμα και θα μας χτύπαγε. Δοκίμασα από στενά, δοκίμασα σε κεντρικούς δρόμους, δεν ξέφευγα. Ήταν η ώρα τέτοια και δεν είχε πολλή κίνηση να χωθώ. Άλλωστε, φαίνεται ότι ο θείος ήταν εκτός των άλλων και ραλίστας. Η Βούλα, γαντζωμένη επάνω μου, έτρεμε σαν το ψάρι. Η καρδιά μου βροντοχτύπαγε, αλλά δε φοβόμουν πια, ετοιμαζόμουν για μάχη και ήμουν μεθυσμένος από την τόλμη. Δεν μου πήγαινε να κρυφτώ σαν ποντίκι που το κυνηγούν οι γάτες. Αν αυτοί ήταν μάγκες, εγώ ήμουν δύο φορές μάγκας. Και στο κάτω – κάτω, αυτοί έπρεπε να φοβούνται, όχι εγώ. Η Βούλα θα έκανε ότι ήθελε. Όποιος την άγγιζε, υπήρχαν και μηνύσεις. Έκανα δεξιά σε ένα κεντρικό σημείο, σταμάτησα το «Θόδωρο» και αργά – αργά κατέβηκα.

94


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27ο «Τρελάθηκες;», μου λέει η Βούλα. «Γιατί σταμάτησες; Που πας;». Έβαλα τα χέρια στη μέση και περίμενα. Η Βούλα αποσβολωμένη δύο βήματα πίσω μου. Αυτοί στην αρχή τά ’χασαν. Πάρκαραν πέντ’ έξι μέτρα πίσω μου και με κοίταζαν. Το μάτι τους ήταν αγριεμένο, καθώς με έκοβαν πίσω από τα φουντωτά μουστάκια τους. Ξαφνικά κάτι είπαν και κατέβηκαν βιαστικά. Ήρθαν καταπάνω μου φωνάζοντας: «Εσύ είσαι, ρε τσογλάνι, που έκλεψες το κορίτσι μας; Θα σε σκίσουμε. Δε θα γλιτώσεις ζωντανός από μας» και κάτι τέτοια. Έφτασαν κοντά μου. εγώ καμία κίνηση. Σταμάτησαν σε απόσταση αναπνοής αμήχανοι. Ή που θα τους ηρεμούσα ή που θα με σάπιζαν στο ξύλο. «Σταμάτα για να μιλήσουμε», είπα χαμηλόφωνα, αλλά σταθερά. Δεν είχαν καλοακούσει. «Ε; Τι λες, ρε; Τι να πούμε; Τι έχουμε να πούμε;». Όρμησαν καταπάνω μου για μια ακόμη φορά και έφαγα μερικές σπρωξιές, αλλά δεν με χτύπησαν. Μπήκε στα γρήγορα ανάμεσά μας η Βούλα και με τράβηξε πίσω. 95


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

«Αφήστε τον!», ούρλιαξε με όση δύναμη είχε. «Δεν με έκλεψε κανείς. Μόνη μου έφυγα και το ξέρετε. Δεν σας άντεχα άλλο, αυτός δεν φταίει σε τίποτα». «Να έρθεις μαζί μας στο χωριό και θα τα βρούμε όλα, και όλα θα τα συζητήσουμε», έκανε ο μπάρμπας. «Μόνο έλα μαζί μας». «Μαζί σας δεν έρχομαι. Είμαι δεκαοχτώ χρονών και θα κάνω ότι θέλω. Και μην τολμήσετε να αγγίξετε εμένα ή το Γιώργο γιατί θα σας πάω στην αστυνομία». Η αναφορά της ενηλικίωσης, αλλά και της αστυνομίας του έκανε να κωλώσουν. «Δεν θέλουμε να σε πειράξουμε, παιδί μου», είπε συμβιβαστικά ο πατέρας της. «Να γυρίσεις στην οικογένειά σου και όχι να τραβιέσαι μ’ αυτόν τον αλήτη». «Δεν είναι αλήτης!», ξαναούρλιαξε η Βούλα. «Μ’ αγαπάει και με βοηθάει. Αλήτες είσαστε εσείς, που ήρθατε για τσαμπουκάδες». Η στάση της δε βοηθούσε και θα το τρώγαμε το ξύλο μέχρι το τέλος. Ξαναμπήκα μπροστά και τους κοίταξα ήρεμα. Βαριανάσαιναν και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Το ξανάπιασα από κει που κολλήσανε και είχα τη μπάλα: «Η Βούλα είναι ενήλικη. Να την πάρετε με το ζόρι, δεν μπορείτε. Και εγώ δεν είμαι αλήτης. Το καλό της θέλω. Ούτε την έκλεψα ούτε τίποτα. Απλώς, τη φι96


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

λοξενούσα. Τώρα θα φύγουμε. Θα μας πείτε που θα είστε, και όταν ηρεμήσετε, θα έρθουμε να τα συζητήσουμε. Δεν κρυβόμαστε πια, μας βρήκατε. Θα έρθουμε όταν ηρεμήσετε». Ο πατέρας της το σκεφτότανε, αλλά ο θείος αρπάχτηκε: «Τι λένε αυτοί, ρε Μανόλη; Θα αφήσουμε να φύγει το κορίτσι μέσα από τα χέρια μας, τώρα που το βρήκαμε; Δεν έχει να πάτε πουθενά». Αδιέξοδο. Εν τω μεταξύ με τη φασαρία είχε αρχίσει να μαζεύεται κόσμος, πράγμα για εμάς θετικό. Δύο αγριεμένοι μουστακαλήδες τσαμπουκαλεύονται δύο νέα παιδιά. «Αίσχος!», φώναξαν κάποιοι. «Αφήστε τα παιδιά να φύγουν. Τι σας κάνανε;». Ξαναπήρα τη μπάλα. «Μα εδώ θα το λύσουμε; Μέσα στον κόσμο; Να πάρετε τη Βούλα, ξεχάστε το, είπαμε, δεν έρχεται τώρα! Μπορεί, αφού το συζητήσουμε», άνοιξα ένα παράθυρο. «Τι λες, μωρέ μαλάκα, που θα βάλεις και όρους», έκανε ο θείος και άρπαξε τη Βούλα από το χέρι. Ήταν η σειρά μου να μπω στη μέση. Τον έσπρωξα πίσω. Ο κόσμος άρχισε να γιουχάρει: «Άσε τα παιδιά, ρε τσέλιγκα! Άντε αλλού να κάνεις τσαμπουκάδες», 97


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

«βάλ΄ τα με κάναν άντρα» και άλλα τέτοια. Στράφηκα στον πατέρα της. «Έτσι ξεφτιλιζόμαστε όλοι. Πάμε τώρα κάπου να συζητήσουμε. Εμείς μπροστά, εσείς πίσω. Δε θέλουμε να το σκάσουμε, να βρούμε λύση θέλουμε». Είχα αποφασίσει να τραβήξω από 29, ή που θα έκανα 31 ή που θα καιγόμασταν. «Πάμε σπίτι μου», είπα. «Θα είναι και οι γονείς μου εκεί». Η Βούλα με κοίταξε με απορία, της έκλεισα το μάτι. Κάτι είπαν μεταξύ τους και συμφώνησαν: «Άντε, πάμε και σιγά – σιγά να σας βλέπουμε».

98


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28ο Δεν ήξερα τι ακριβώς πήγαινα να κάνω. Ήξερα τι σκόπευα να πετύχω, αλλά δεν ήξερα τι τρόπο θα χρησιμοποιούσα. Ήξερα πως θα έβαζα στο κόλπο και τους δικούς μου. Πίστευα ότι η παρουσία τους αφενός θα έβγαζε από πάνω μου τη ρετσινιά του «αλήτη» και του «αυτού που έκλεψε την κόρη μου» και αφετέρου μπορεί να ήταν καταλυτική, ώστε να πετύχω αυτό που ήθελα. Να επιβάλω τους όρους μου: Η Βούλα να μείνει. Να μείνει με κάθε τρόπο. Δεν ήθελα να το παραδεχτώ, αλλά θα ζητούσα τη βοήθειά τους. Δεν το είχα ξανακάνει ή δεν το θυμόμουν. Αλλά τώρα αισθανόμουν τα ζόρικα. Και αυτή τη μάχη δεν ήθελα να τη χάσω. Μέχρι εκεί καλά τα είχα καταφέρει. Ότι εμπόδιο είχε παρουσιαστεί, είχα βρει τρόπο να το υπερπηδήσω. Έψησα τη Βούλα να παρατήσει το τρελοκομείο το σπίτι της και να αναζητήσει μια καλύτερη ζωή. Σταθήκαμε μαζί στην Αθήνα. Με το σχολείο τα καταφέραμε. Δεν κατάφεραν να μου την αρπάξουν, όταν μας βρήκανε. Είχα κερδίσει όλες τις μικρές μου μάχες, έμενε να κερδίσω και τον πόλεμο. Και όπως μου φαινότανε, είχε έρθει η ώρα για τη μητέρα των μαχών. Η κάθε πλευρά είχε φέρει τους συμμάχους της 99


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

και οι πρώτες εχθροπραξίες είχαν δείξει ότι το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν αμφίρροπο. Από την πλευρά των μουστακαλήδων δεν παιζόταν η ασφάλεια και η ευτυχία του παιδιού τους. Παιζόταν το όνομά τους στο χωριό, η χαμένη τιμή και υπόληψή τους. Παιζόταν η επανεμφάνιση τους στα καφενεία της πλατείας με το κεφάλι ψηλά. Για εμένα παιζόταν η ευτυχία μου. κρατούσα στα χέρια μου μια μοναδική ευκαιρία. Να νικήσω όπως δεν είχα νικήσει ποτέ ως τότε. Πόσο μάλλον όταν αντίπαλοι μου ήταν αυτοί. Και είχα να αποδείξω πως όσα έλεγα όλα αυτά τα χρόνια δεν ήταν μαλακίες: «Όταν είσαι αποφασισμένος και ξέρεις τι θέλεις, δεν μπορεί παρά να το πετύχεις». Το σπίτι δεν ήταν μακριά. Η Βούλα σφιγμένη πάνω μου δεν έβγαλε άχνα σ’ όλη τη διαδρομή. Μόνο όταν φτάσαμε από κάτω κι ενώ ο θείος της πάρκαρε, γύρισε και με ρώτησε με μια τεράστια απορία: «Μα καλά, τι σκοπεύεις να κάνεις;». «Ειλικρινά δεν ξέρω. Αλλά ότι και να κάνω, θα μείνεις μαζί μου», είπα στα γρήγορα. Είχαν έρθει κοντά μας. «Πάμε», είπα. Στο σπίτι εκείνη την ώρα θα ήταν η μάνα μου με τις αδερφές μου. Ο πατέρας μου φυσιολογικά θα πρέ100


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

πει να ήταν στη δουλειά. Δεν είχα δει το αυτοκίνητο κάτω. Έπρεπε να τον φέρω κι εκείνον. Ήταν το μεγάλο μου ατού. Η εφεδρεία μου. Ο άντρας του σπιτιού. Ανεβήκαμε όλοι μαζί επάνω. Χτύπησα το κουδούνι. Δεν ήθελα να μπω με τα κλειδιά μου, έχοντας μαζί τη Βούλα και τους δύο αγριάνθρωπους. Άνοιξε η μικρή. «Πού είναι η μαμά;», τη ρώτησα. «Μέσα στη κουζίνα», είπε ταραγμένη, καθώς είχε μυριστεί τα δύσκολα. Δεν είχε προλάβει ν’ αποσώσει την κουβέντα της, κι η μάνα μου είχε πεταχτεί από την κουζίνα. «Το προαίσθημα της μάνας», που λένε. «Μάνα», μπήκα γρήγορα στο θέμα «να σου συστήσω τη Βούλα, που είναι το κορίτσι μου, τον πατέρα της και το θείο της». «Χαίρω πολύ», μουρμούρισε αυτή αποσβολωμένη, χωρίς να το εννοεί. Οι άλλοι απλώς κούνησαν τα κεφάλια τους. «Ήρθαμε, μάνα, στο σπίτι», συνέχισα στα γρήγορα πριν λιποθυμήσει «γιατί έπρεπε να συζητήσουμε όλοι μαζί, καθίστε», είπα στους αγριάνθρωπους και τους έδειξα το σαλόνι. «Μάνα, ψήσε καφέδες για όλους. Πώς τον πίνετε;». «Γλυκό», είπε ο ένας, «μέτριο» είπε ο άλλος. Ο πατέ101


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

ρας της Βούλας σαν να είχε ησυχάσει. Ο θείος καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα. Στριφογύριζε στη θέση του νευρικά κι έπαιζε με τα δάχτυλά του. «Μια στιγμή» είπα «ερχόμαστε» - και μπήκα στην κουζίνα κρατώντας τη Βούλα από το μπράτσο. Η μάνα μου και οι αδερφές μου είχαν καρφώσει τα μάτια τους πάνω μου και περίμεναν. Έκλεισα την πόρτα κι άρχισα: «Λοιπόν, θα τα πω γρήγορα και κοιτάχτε να καταλάβετε. Εγώ γνώρισα τη Βούλα και την αγάπησα, μ’ αγάπησε κι αυτή. Η Βούλα είναι απ’ την Κύμη. Εκεί ζούσε με την οικογένειά της. Ο πατέρας της την έδερνε και την είχε σταματήσει από το σχολείο. Η Βούλα όμως ήθελε να συνεχίσει το σχολείο και να σπουδάσει. Ξέχασα να σας πως ότι ο πατέρας της είναι αλκοολικός. Έτσι, δεν μπορούσε να μείνει άλλο σπίτι. Έφυγε, λοιπόν, κι ήρθε στην Αθήνα. Τώρα μένει στο Κερατσίνι κι έχει ξαναρχίσει το σχολείο. Αυτοί οι δύο τη βρήκαν κι ήρθαν να την πάρουν πίσω. Η Βούλα δε θα πάει πίσω. Θα μείνει μαζί μου. Θέλω να με βοηθήσετε. Θα πάρω τηλέφωνο και τον μπαμπά να έρθει από τη δουλειά. Και κάτι τελευταίο…». Στράφηκα στις αδερφές μου: «Η Βούλα είναι ενήλικη. Αν δεν τα βρούμε κι αρχίσουμε τις φάπες, φωνάξτε την αστυνομία».

102


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29ο Βγήκα από το σαλόνι, πέταξα ένα «περιμένετε λίγο» και πήγα στο τηλέφωνο. Πήρα τον πατέρα μου στη δουλειά. «Πατέρα, έλα, σε παρακαλώ, στο σπίτι. Κάτι μου συμβαίνει. Όχι, η υγεία όλων μας είναι καλά, κάτι άλλο σε θέλω, είναι επείγον. Το ξέρω ότι έχεις δουλειά, αλλά έλα, σε παρακαλώ, ναι επείγον. Βρες μια δικαιολογία, πως αρρώστησε το παιδί σου ή κάτι τέτοιο. Πατέρα σε παρακαλώ… μην αργήσεις». Θα ερχόταν. Το εργοστάσιο δεν ήταν μακριά. Η μάνα μου βγήκε με τους καφέδες, τους άφησε στο τραπεζάκι του σαλονιού και ξαναμπήκε φοβισμένη στην κουζίνα της. Εγώ πάντα με τη Βούλα αλαμπρατσέτα. Δεν ήθελα να την αφήσω μόνη της,δεν ήξερα τι μπορούσε να συμβεί. Στρατηγική ακόμα δεν είχα καταστρώσει και η μάχη ζύγωνε. Οι δε σύμμαχοι παντελώς ανυποψίαστοι. Ξαναμπήκα με τη Βούλα στην κουζίνα. Αυτοί κάτι σιγοψιθύριζαν στο σαλόνι, ενώ περιεργάζονταν τα έπιπλα. Δεν ήθελα να βλέπω τα μούτρα τους. «Ήθελα να ξέρω τι θα πεις στον πατέρα σου», είπε η μάνα μου σε αυστηρό τόνο. 103


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

«Τώρα εσύ με ποιον είσαι;», της επιτέθηκα. «Θα δω τι θα του πω, άντρας είναι, θα καταλάβει και θα με βοηθήσει». Όσο το έλεγα, τόσο το πίστευα. Ξαφνικά το άβουλο ανθρωπάκι που είχα για πατέρα, ο συμβιβασμένος πασοκτζίκος, μεταμορφωνόταν στο μυαλό μου σε πατέρα – υποστηρικτή, στον άντρα του σπιτιού, που θα με προστάτευε και θα προστάτευε την αγαπημένη μου από τα πρωτόγονα ζώα. Κοντός ψαλμός αλληλούια. Θα έδειχνε σύντομα. «Πάμε κάτω να τον περιμένουμε», είπα δυνατά και κατεβήκαμε τις σκάλες με τη Βούλα. «Γιώργο, ντρέπομαι», μου ψιθύρισε, έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Άσε με να φύγω μαζί τους. Δε θα με πειράξουν. Θα τους απειλήσω με την αστυνομία». «Ξέχασέ το. Τώρα που σε έχω , δε θα σε χάσω.». Την έσφιξα πάνω μου. «Θα επιμείνω. Μόνο να επιμείνεις κι εσύ και θα τα καταφέρουμε», είπα. Με έσφιξε κι αυτή γνέφοντάς μου «ναι». Ο πατέρας μου είχε τσακιστεί και έφτασε. Δεν τον άφησα άλλο σε αγωνία. Πριν αρθρώσει λέξη, ξεκίνησα με ένα «λοιπόν», ενώ τον πήρα παράμερα και του είπα όλα σε ρυθμό «επί τροχάδην». Όλα όσα είπα στις γυναίκες και λίγα ακόμα, επέμεινα στο «η κοπέλα είναι ενήλικη» και κατέληξα δραματικά: «Πα104


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

τέρα, μην τους αφήσουμε να την πάρουν. Θα την τσακίσουνε». Έψαξε τα τσιγάρα του. Του έδωσα από τα δικά μου. Χωρίς να σχολιάσει, πήρε. Του το άναψα. Μου γύρισε την πλάτη και αγνάντεψε τα λουλούδια στον κήπο. Πέρασε ένα λεπτό έτσι. Πέταξε το τσιγάρο μισοκαμένο κάτω και το πάτησε: «Δηλητήριο αυτά τα άφιλτρα, ρε παιδί μου, πως τα κάνεις;». Στράφηκε στη Βούλα και της χαμογέλασε. «Γιάννης» είπε και της άπλωσε το χέρι. Αυτή τον χαιρέτησε τελείως αμήχανα. «Πάμε», είπε και στους δύο μας με νόημα. Κατάλαβα. Τώρα είχα αποκτήσει τον πρώτο σύμμαχο. Μπήκε στο σαλόνι με τον αέρα του πρωτευουσιάνου, πλησίασε τα ζώα χαμογελαστός και τους άπλωσε το χέρι. «Γιάννης», είπε ξανά. «Χαίρω πολύ», μουρμούρισαν αυτοί χωρίς να πουν τα ονόματά τους. «Ντίνα, καφέ», έβαλε φωνή ο πατέρας μου, με φανερή διάθεση να φοβίσει τον αντίπαλο. Πρώτη φορά τον άκουσα έτσι. Έβγαλε νευρικά το μπουφάν του και έμεινε με τη φόρμα της δουλειάς, έτοιμος να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. 105


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

«Λοιπόν», πήγε το λόγο ο θείος «δεν ξέρω τι σε μπλέκουνε τα παιδιά, κυρ Γιάννη, σ’ αυτήν την ιστορία. Το κορίτσι λείπει από το σπίτι δύο μήνες και χάσαμε το μυαλό μας. Ήρθαμε να την πάρουμε στο σπίτι της, να μη γελάει το χωριό μαζί μας. Ο γιός σου, πάλι, λέει να κάτσει εδώ. Δεν το καταλαβαίνω. Τι να κάνει εδώ; Το σπίτι της είναι στο χωριό. Είναι πρέπον να την έχει στην Αθήνα σπιτωμένη, μικρό κορίτσι;». «Ο γιός μου δε λέει τίποτα, απ’ ό,τι ξέρω», του είπε ο πατέρας μου ήρεμα. Έπαιζε άλλωστε στην έδρα του. «Ο γιός μου λέει να γίνει ότι λέει η κόρη σας. Αυτή θέλει να μείνει εδώ. Και απ’ όσο ξέρω είναι ενήλικη. Να την πάρετε με το ζόρι, δεν μπορείτε». Ντρίμπλα απίθανη ο γέρος και δεν το πίστευα. «Άλλωστε, τι σπιτωμένη; Τη φιλοξενεί σ’ ένα δωμάτιο που πάει και διαβάζει. Ο γιος μας μένει εδώ μαζί μας. Και κακώς ανησυχείτε. Την προσέχουμε την κόρη σας». Και ψεματάκια ο γέρος! «Ε, μάλλον το κορίτσι πιεζόταν πολύ στο χωριό, ήθελε ν’ αλλάξει τον αέρα της, να πάει σ’ ένα πιο καλό σχολείο, δεν είναι λόγος ν’ αρπάζεστε. Αφήστε την να κάνει αυτό που θέλει. Θα της λείψετε σε λίγο καιρό και θα έρθει μόνη της». «Όχι, κυρ Γιάννη», πήρε τον λόγο το πατέρας της. «Εμείς είμαστε νοικοκυραίοι άνθρωποι, έχουμε μια υπόληψη στο χωριό, η θέση του κοριτσιού είναι στο 106


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

σπίτι του και δεν θα φύγουμε από εδώ αν δεν έρθει μαζί μας. Ήταν η σειρά της Βούλας ν’ αρχίσει τις ντρίμπλες: «Εγώ, πατέρα, από την Αθήνα τώρα δε φεύγω. Έχω ξεκινήσει το σχολείο, διαβάζω. Στο χωριό θα έρθω μόνη μου όταν θέλω και μην επιμένεις». «Ορίστε, κουμπάρε», πήρε το λόγο πάλι ο πατέρας μου. «Να, που δε θέλει, τι θα κάνουμε τώρα;». Ξάπλωσε πίσω στην καρέκλα και άπλωσε ένα χαμόγελο. Ήρθε και ο καφές. Έβγαλε ο πατέρας μου τα τσιγάρα του και τους κέρασε. Τ’ άναψαν. Η συζήτηση συνεχιζόταν στον ίδιο τόνο και με τα ίδια επιχειρήματα ν’ ανακυκλώνονται ξανά και ξανά. Μια έπαιρναν το λόγο αυτοί, μια ο πατέρας μου, μια εγώ, μια η Βούλα και κατάληξη καμία. Οι ώρες περνούσαν και τ’ αποτσίγαρα γέμιζαν τα τασάκια. Η ατμόσφαιρα είχε βαρύνει από την κάπνα. Οι μεγάλες παύσεις στην κουβέντα μας ήταν αφόρητες. Μέσα από την πίεση και την αμηχανία είπαμε για τον καιρό, το νέφος, το κλίμα της Αθήνας, τι δύσκολα μεγαλώνουν τα παιδιά, τι ευθύνες έχουν και άλλα άσχετα. Πάντα κάποιος γύριζε την κουβέντα. «Ναι, αλλά ΤΩΡΑ τι θα κάνουμε;». Και ξανά απ’ την αρχή.

107


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30ο Είχε πάει απόγευμα. Δε φαινόντουσαν διατεθειμένοι για τσαμπουκάδες στο ξένο σπίτι και η παρουσία του πατέρα μου κάπως τους είχε ηρεμήσει. Καθόντουσαν αμίλητοι για μια ακόμα φορά και σκέφτονταν, ευτυχώς, ο καθένας μόνος του. Εγώ μια κοιτούσα τον πατέρα μου και μια τη Βούλα και σκεφτόμασταν μαζί. Και ξαναπιάσαμε τα άσχετα. «Με τι ασχολείστε, αν επιτρέπεται;», ρώτησε ο πατέρας μου. «Έχω ένα μαγαζί, μια ταβέρνα. Δε βαριέσαι, απλώς ζούμε». «Α, όχι, εμείς ζούμε απλώς, που δουλεύω μεροκάματο», αστειεύτηκε ο πατέρας μου. «Εσύ είσαι μαγαζάτορας. Έχεις και υπαλλήλους;». «Τι υπαλλήλους, κυρ Γιάννη, η οικογένεια δουλεύει. Έφυγε και η Βούλα, έχασα δύο χέρια. Δουλεύουμε λίγο το καλοκαίρι, το χειμώνα νέκρα, ποιος να πάει σε ταβέρνα; Κανένας γάμος, τίποτα βαφτίσια, κανένας εργένης, λίγα πράγματα, αλλά δεν το βάζουμε κάτω, αγωνιζόμαστε», είπε με νόημα. «Αγώνας, αγώνας μια ζωή», τσίμπησε κι ο θείος. «Περιμέναμε καλύτερες μέρες, αλλά μπα… παπατζή108


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

δες είναι όλοι», συνέχισε ο πατέρας της Βούλας. «Ε πώς;», είπε ο πατέρας μου. «Τα τελευταία χρόνια είδαμε καλύτερες μέρες. Βελτιώθηκε το βιοτικό επίπεδο, άλλαξε η ζωή μας, τόσα πράγματα γίνανε». «Τι έγινε δηλαδή;», του μπήκε ο διαβασμένος θείος. «Τα φάγανε αναμεταξύ τους κι αυτοί που λέγανε για ‘αλλαγή’. Ίδιοι και αυτοί. Διώξανε τους γαλάζιους και θρονιάσανε τους πράσινους. Δε βλέπεις τα σκάνδαλα; Βρόμισε ο τόπος». «Αυτά είναι βλακείες», άναψε ο πατέρας μου. «Επειδή βρεθήκανε δύο απατεώνες, δε σημαίνει ότι είναι όλοι διεφθαρμένοι. Η αλήθεια θα λάμψει». Είχε ξυπνήσει ο πασοκτζής μέσα του και πήγαινε να μου χαλάσει τη δουλειά ο βλάκας, το είχε πάρει πατριωτικά και είχε ξεχάσει τι θέλαμε. «Μα θα ξανάρθει η Δεξιά στην κυβέρνηση», συνέχισε λάβρος. «Είναι στάση αυτή για την Αριστερά; Να συνεργαστεί μ’ αυτούς που τους στέλνανε στις εξορίες, να τους ξανακάνουνε κράτος από κει που είχανε σβήσει; Ντροπή τους». «Όχι, θ’ αφήσουμε τον παπατζή με την καριόλα του να φάνε την Ελλάδα μπουκιά – μπουκιά. Και με το διάβολο θα συνεργαστούμε για να σταματήσει κατρακύλα του κράτους», μπήκε ελεεινός και τσαμπουκαλεμένος ο πατέρας της Βούλας. Είχαν πιαστεί από το τίποτα και είχαν στήσει καβγά. 109


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

Το πολιτικό πρόβλημα του καλοκαιριού είχε έρθει στην επιφάνεια και τα είχανε βάλει ο πασοκτζής απ’ τη μία και οι κουκουέδες από την άλλη. Τραγέλαφος. Δεν ήξερα αν έπρεπε να γελάσω ή να κλάψω με τους μαλάκες. Τι σκατά θα γινόταν μετά; Η μάχη που υπολόγιζα, εξελισσόταν σε κωμωδία , και μάλιστα μαύρη, με αβέβαιο τέλος. Θα πλακώνονταν για τα πολιτικά, ενώ εδώ μιλάγαμε για τα παιδιά τους. Προς στιγμήν μας είχαν ξεχάσει. Ή μήπως όχι; «Ε, όχι και να βρίζετε κιόλας μέσα στο ίδιο μου το σπίτι», φούντωσε ο πατέρας μου και σηκώθηκε. Σηκώθηκαν κι αυτοί. «Τι μαλακίες καθόμαστε κι ακούμε, ρε Μανόλη;», έβαλε τις φωνές ο θείος. «Έλα να πάρουμε το κορίτσι και να φύγουμε». «Πάμε», είπε αποφασιστικά κι ο άλλος και προχώρησαν κατά τη Βούλα. Την άρπαξαν πριν προλάβω ν’ αντιδράσω και σηκωτή την πήραν προς την εξώπορτα. «Ρεεε!», ούρλιαξα με όλη μου τη δύναμη. Σταμάτησαν και γύρισαν. Αλλά τη Βούλα την κράταγαν σφιχτά ανάμεσά τους. Τότε ξέσπασα: «Μαλάκες, όλοι σας, βλαμμένοι. Που βριζόσαστε ποιος είναι ο πιο προοδευτικός. Δεν ξέρω ποιος είναι ο πιο ηλίθιος απ’ όλους σας. Εσείς που ήρθατε τάχα110


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

μου να σώσετε την τιμή και την υπόληψη της κόρης σας; Από ποιον, ρε; Από εσάς πρέπει να τη σώσω, που την είχατε σαπίσει στο ξύλο, που δεν την αφήνατε ν’ ανασάνει, που της έχετε κάνει τη ζωή μαύρη. Εγώ την αγαπάω, ρε! Εσείς τη μισείτε!». «Γιώργο, ηρέμησε, παιδί μου», είπε ο πατέρας μου. Συνέχισα εκτός εαυτού: «Κι εσύ, σε φώναξα να βοηθήσεις και τσατίστηκες με τα πολιτικά, επάνω που τους είχαμε ηρεμήσει. Δεν καταλαβαίνεις; Η ζωή της παίζεται… και η ζωή μου. Η ΖΩΗ μου, καταλαβαίνεις; Αριστεροί και προοδευτικοί να σου πετύχουν. Τίποτα καλύτερο δεν έχει να δείξει η Αριστερά από σας; Ανθρωπάκια όλοι σας, φοβισμένα και ψεύτικα. Είστε ψεύτες, ρεεε! Άντε να κοιταχτείτε σε κάνα καθρέπτη να δείτε τις μουσούδες σας, που ’χετε χάσει ειλικρίνεια, τιμή και περηφάνια. Γαμώ το συμβιβασμό σας, γαμώ τη συμφωνία της Βάρκιζας. Ηττημένοι μαλάκες, που παραδώσατε τα όπλα και τα πουλήσατε όλα, ΟΛΑΑΑ!». Όρμησα στο μπαλκόνι και κρεμάστηκα στα κάγκελα, ρίχνοντας τα πόδια μου στο κενό. «Γιώργο, μηηη!», ούρλιαξε η Βούλα και μέσα στον πανικό πετάχτηκε έξω και μου κράτησε τα χέρια. Πέρασα τα πόδια μου μέσα και την έσφιξα δυνατά. Την είχα και πάλι στην αγκαλιά μου. 111


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31ο Όχι, δεν ήμουν ο τύπος που θα αυτοκτονούσε, ούτε είχα καταλάβει ακριβώς πώς και γιατί έκανα αυτό το θεαματικό. Είχε όμως πιάσει. Είχα τη Βούλα πάλι κοντά μου, ενώ όλοι μας κοίταζαν σιωπηλοί. Εν τω μεταξύ οι γυναίκες είχαν βγει από την κουζίνα και κανείς άλλος δεν είχε κινηθεί από τη θέση του. Προσπαθούσα να ηρεμήσω και ανάσαινα βαριά. Θα πέρασε έτσι ίσως ένα ολόκληρο λεπτό. «Πατέρα, έλα έξω να σου πω», είπα επιτακτικά. Ο πατέρας μου, που στο μεταξύ είχε χάσει τσαμπουκά, άνεση, νεύρα και ό,τι άλλο, ήρθε έξω βιαστικά. «Λοιπόν, θα τους πούμε… ότι εγώ τη Βούλα θα την παντρευτώ». Είχα αποφασίσει για μια ακόμα φορά να πάρω την τύχη στα χέρια μου. Ναι, εγώ ο αναρχοροκάς, ο αναρχοαυτόνομος, ο μονίμως διαμαρτυρόμενος με την κοινωνία και τα κλισέ της θα ζητούσα μια κοπέλα σε γάμο. Θα πήγαινα με τα νερά τους για να πετύχω το σκοπό μου. Να είμαι με την αγαπημένη μου. Αν θα εξελισσόταν σε νίκη ή ήττα, δεν ήξερα να πω. Πάντως, στο στρατηγικό μου στόχο θα τον πετύχαινα, όπως και να είχε. Και τι θα πει γάμος τελικά; Για τα 112


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

μάτια τα δικά τους και του κόσμου θα το έκανα. Εγώ που ήμουν με τη Βούλα θα συνέχιζα να είμαι. Ή τουλάχιστον έτσι θα προσπαθούσα. Και αν δε μας άρεσε στο τέλος – τέλος, δε θα παντρευόμαστε ή θα χωρίζαμε. Αλλά θα συνέχιζα προς το παρόν να την έχω στην αγκαλιά μου. Οι φίλοι και γνωστοί θα τραβάγανε τα μαλλιά τους. Ο Στάθης σίγουρα θα έλεγε: «Πως σε τύλιξε έτσι, ρε;». Θα έκανε τα πάντα για να καταλάβουν. Εδώ που είχα φτάσει, έπρεπε οπωσδήποτε να νικήσω. Αλλιώς, όλα αυτά που έλεγα για αποφασισμένους αγωνιστές και νικηφόρους αγώνες ήταν παπάρες. Είχε έρθει η στιγμή για να τα αποδείξω. Και ήμουν έτοιμος. Θα τους την έφερνα. Και μετά θα το χειριζόμουν με την αγαπημένη μου όπως ήθελα. Γάμοι και κουραφέξαλα, άμα ξέρεις γιατί το κάνεις, εσύ θα το πας, δεν θα σε πάει αυτό. «Μα τι λες τώρα;», είπε πρώτος και σαστισμένος ο πατέρας μου. «Γιώργο… τι λες;», συμπλήρωσε η Βούλα. «Γιατί όχι;», είπα εγώ με ύφος που δεν σήκωνε πολλές – πολλές αντιρρήσεις. «Με αγαπάς, σε αγαπάω, κάνουμε τώρα έναν αρραβώνα να ησυχάσουνε αυτοί, να ησυχάσεις κι εσύ και μετά βλέπουμε. Για το γάμο θα δούμε. Θέλουμε ή δε θέλουμε να είμαστε μαζί; Γάμος 113


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

ξεγάμος, θα κερδίσουμε χρόνο, να δούμε τι θα κάνουμε. Τώρα πάντως θα ησυχάσουμε». Η Βούλα μιλιά. «Τι λες, βρε παιδί μου; Είσαστε μικροί, πώς θα ανοίξετε σπίτι; Εγώ να σας βοηθήσω δεν έχω. Τι θα κάνετε;» «Πατέρα, δε θα παντρευτούμε τώρα, αυτό σου λέω. Μόνο θα δώσουμε λόγο, για το χωριό. Και θα δούμε. Χρόνο θα κερδίσουμε. Ελάτε μέσα κι οι δύο, κι άλλο να κάνουμε δεν έχει. Αλλιώς, φωνάζουμε τους μπάτσους κι αρχίζουν τα τραβήγματα». «Εντάξει», μουρμούρισε η Βούλα ξεφυσώντας αποκαμωμένη. «Άντε πάμε μέσα», είπε ο πατέρας μου κάνοντάς μου τη χάρη για δεύτερη φορά. Μπήκαμε στο σαλόνι κι οι τρεις μαζί και πήρα το λόγο εγώ. «Κυρ Μανόλη, εγώ την κόρη σου την αγαπάω, όπως σου είπα, και επειδή τη θέλω κοντά μου κι εσύ να μην είσαι εκτεθειμένος στο χωριό, σου ζητάω να την παντρευτώ». «Τον θέλω κι εγώ, πατέρα», συμπλήρωσε κι η Βούλα από δίπλα μου. «Μα τι λέτε;», κατόρθωσε να αρθρώσει ο πατέρας της. «Είναι δεκαοκτώ χρονών κορίτσι. Εσύ δεν έχεις δουλειά. Πώς θα ζήσετε;». 114


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

«Ε, δε θα παντρευτούμε αύριο. Θα έρθουμε στο χωριό να κάνουμε αρραβώνα και σε κάνα χρόνο θα κάνουμε και το γάμο. Μέχρι τότε θα τα βρούμε όλα. Εγώ, άλλωστε, σπουδάζω τώρα, αλλά δουλεύω κιόλας». «Θα τα βοηθήσουμε κι εμείς τα παιδιά», μπήκε στη μέση κι ο πατέρας μου. «Ελάτε, αποφασίστε το, γιατί άλλη λύση δεν έχει». «Και πού σπουδάζεις;», ρώτησε ο θείος της. «Στο πανεπιστήμιο, στην Ανωτάτη Βιομηχανική. Είμαι στο τρίτο έτος». «Ούτε στρατό δεν έχεις πάει, ρε παιδί μου», μουρμούρισε ο πατέρας της. Παρόλες τις μουρμούρες, φαινόταν να τους καλοαρέσει η ιδέα. Και την ατίθαση κόρη θα ξεφορτώνονταν και η τιμή τους θα έμενε ανέπαφη. Δεν είχαν άλλωστε και πολλές επιλογές. Πήρε ο θείος τον πατέρα της παράμερα και κάτι είπανε. Του κούνησε το χέρι και του τόνισε κάτι. Ο άλλος τον άκουγε προσεκτικά και σκεφτόταν. Στο τέλος κούνησε το κεφάλι του συγκαταβατικά. Γύρισαν σ’ εμάς. «Αφού το θέλουν τα παιδιά, ας γίνει έτσι», είπε ο πατέρας της Βούλας. Χαμογελάσαμε όλοι σφιγμένοι. «Να μας ζήσουν», είπε ο θείος. 115


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

«Να μας ζήσουν», είπε και ο πατέρας μου. «Ντίνα, φέρε ούζα να πιούμε με τους συμπεθέρους, να το γιορτάσουμε». Η Βούλα έμεινε, δεν έφυγε μαζί τους. Βάλαμε τον αρραβώνα σε δεκαπέντε μέρες και είπαμε για το γάμο σε κάνα χρόνο. Θα το ξανασυζητάγαμε. Όλον τον καιρό μέχρι τον αρραβώνα αλλά και μετά η Βούλα θα έμενε στην Αθήνα μαζί μου. Θα πηγαίναμε για τον αρραβώνα στην Κύμη, με την οικογένειά μου, όλοι μαζί. Όταν χωρίσαμε, όλοι είχαν μια πικρή γεύση στο στόμα. Οι συμπέθεροι φύγανε χωρίς το κορίτσι, η οικογένειά μου απέκτησε, μέσα σε ένα απόγευμα, νύφη και εμείς κοιταζόμαστε μέχρι να χωνέψουμε τι έγινε. Οι φίλοι μου, όταν το έμαθαν, έμειναν άφωνοι. Για πολύ καιρό ξεδίπλωνα ξανά και ξανά τα επιχειρήματά μου για να τους πείσω ότι έκανα καλά. Μάλλον δεν πείστηκαν ποτέ. Απλώς, το συνειδητοποίησαν και το πήραν απόφαση. Τον πατέρα, απ’ όσο θυμάμαι, δεν τον ευχαρίστησα ποτέ για τη στάση του εκείνη τη μέρα, και ακόμα και σήμερα δεν ξέρω πώς σκέφτηκε και φέρθηκε έτσι. Εγώ όμως είχα νικήσει. Είχα κερδίσει τη μικρή μου επανάσταση. Είχα αποδείξει όλα όσα έλεγα στο παρελθόν. Είχα πάρει τη Ζωή και την Τύχη στα χέρια μου και χωρίς αμφιβολία τους είχα δώσει να καταλάβουν. 116


Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν μετάνιωσα

Και όσο το ξανασκέφτομαι... Ξέρεις κάτι; Ποτέ δε μετάνιωσα…

117


Παναγιώτης Κουτρουβίδης

ΕΠΙΛΟΓΟΣ Δεκαπέντε μέρες μετά ο Γιώργος και η Βούλα αρραβωνιάστηκαν στο χωριό με κάθε επισημότητα. Σ΄ ένα χρόνο περίπου παντρεύτηκαν και αμέσως μετά ο Γιώργος έφυγε για φαντάρος, διακόπτοντας τις σπουδές του. Ύστερα από οκτώ χρόνια γάμου χώρισαν. Όλα αυτά τα χρόνια πέρασαν μαζί όμορφες στιγμές, αλλά και δύσκολες. Τη ζωούλα τους την πάλεψαν. Την πάλεψαν και με το παραπάνω. Και την παλεύουν ακόμα, απ’ όσο ξέρω. Σήμερα η Βούλα ζει με το νέο της σύζυγο και έχουν μαζί ένα παιδί, ενώ πραγματοποιεί το μεγάλο της όνειρο, φοιτώντας στο πανεπιστήμιο. Ο Γιώργος είναι γνωστός ηθοποιός, ενώ παράλληλα ασχολείται με τη διοικητική μέριμνα ενός μη κυβερνητικού οργανισμού. Το γραπτό μου αφιερώνεται σ’ αυτούς, για να είναι καλά, όπου κι αν βρίσκονται. *Το παρόν μυθιστόρημα αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας, κάθε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή γεγονότα είναι απολύτως συμπωματική.

118


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.