Πεδίο δοκιμών Κουρσουμλού

Page 1


ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΩΝ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ - οι πίστες του μολύβδου ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ [ΤΑΜ] ΦΟΙΤΗΤΡΙΕΣ:

ΑΒΑΡΑΚΗ ΔΑΝΑΗ [d.avaraki@gmail.com] ΔΑΓΚΑ ΑΓΓΕΛΙΚΗ [aggeliki.dagka@gmail.com] ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ:

ΤΖΙΡΤΖΙΛΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΙΑΝΝΙΣΗ ΦΟΙΒΗ ΒΟΛΟΣ 2014



ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΩΝ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Το κείμενο αυτό αποτελεί έναν πολύπλευρο στοχασμό με αφορμή μία συγκεκριμένη τοποθεσία. Περικλείει την έρευνα σε σχέση με αυτό το μέρος μέσα από μία συνεχή διαδικασία εμβάθυνσης και σωματικοποίησης της εμπειρίας σε αυτό. Γίνεται ένα μεθοδικό πείραμα ανάγνωσης των ποιοτήτων του τόπου που δανείζεται στοιχεία από τις επιστήμες, την τέχνη, την ανθρωπολογία. Το πεδίο έρευνας βρίσκεται στα νότια παράλια του νομού Ροδόπης, όπου συνυπάρχουν κάποια διακριτά χαρακτηριστικά [ενδεικτικά: υγρότοπος, αρχαιολογικά ευρήματα, παράνομα παραθεριστικά καταλύματα]. Η περιοχή ήταν γνωστή στη μία από εμάς, καθώς εκεί διέμενε για χρόνια τα καλοκαίρια. Μετά την καταστροφή του καταλύματος της οικογένειάς της, η σύνδεσή της με το τοπίο αυτό ασθενεί. Η έρευνα ξεκινά τη στιγμή που η μία εισάγει την άλλη στο τοπίο αυτό, με σκοπό την από κοινού γνωριμία/ επανεξέτασή του. Η εμπλοκή αυτή στην ανάγνωση του τόπου θα πραγματοποιηθεί μέσα από ένα συνεχή διάλογο πληροφοριών, παιδικών αναμνήσεων, θαλασσινών εμπειριών, θεωριών και στοχασμών, ψευδοεπιστημονικών γνώσεων και παραδειγμάτων, διερεύνησης των ορίων και των αντοχών του σώματος, της σχέσης του ανθρώπου με το περιβάλλον. Πρόκειται για τη σωματική ερμηνεία της έλξης προς την εξερεύνηση τόπων που θυμίζουν μυθικά, εξωτικά περιβάλλοντα. Οι σωματικές αυτές επεμβάσεις/ δράσεις στο τοπίο αποκτούν έναν πειραματικό χαρακτήρα και μία επαναληπτικότητα, θυμίζοντας έτσι τα πεδία δοκιμών [test sites], τους χώρους πειραμάτων που είναι γνωστοί κυρίως για τις δοκιμές πυρηνικών όπλων. Στη δική μας περίπτωση, η δοκιμή αφορά το πείραμα του ανθρώπου, ή του ανθρώπινου στοιχείου, στην αλληλεπίδρασή του με συγκεκριμένα τοπία, αποσπάσματα δηλαδή του τόπου. Για το σκοπό αυτό, στην πορεία θα οδηγηθούμε σε μία μυθοπλασία με επίκεντρο τη συγκεκριμένη περιοχή. Δημιουργούμε φανταστικά σενάρια και ήρωες που αλληλεπιδρούν με τα στοιχεία του τόπου. Όπως και οι ήρωες, με τις δοκιμές αυτές δεν προσανατολιζόμαστε σε ένα και μοναδικό ‘κυρίως θέμα’, αλλά ενδιαφερόμαστε για τα ‘δευτερεύοντα’ που προκύπτουν. Κινούμαστε στο τοπίο μέσα από το σώμα ηρώων που αψηφούν τη συνέχεια για να αναδείξουν το απόσπασμα, που ηδονίζονται από τις λεπτομέρειες που συναντούν εξερευνόντας, επιδιδόμενοι σε ένα είδος φαντασιακού παιχνιδιού με την ύλη του τόπου.

03



ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΩΝ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΕΛ. 03 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΕΛ. 05 Α’ ΜΕΡΟΣ: ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕΛ. 07 Ο ΥΓΡΟΤΟΠΟΣ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΙΣΜΑΡΙΔΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΕΝΤΕ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΩΝ ΣΕΛ. 15 Η ΠΑΡΟΥΣΊΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΏΠΟΥ ΣΕΛ. 17 Η ΑΡΧΑΊΑ ΣΤΡΎΜΗ ΣΕΛ. 17 ΤΑ ΚΑΤΑΛΎΜΑΤΑ ΣΕΛ. 28 ΚΑΤΑΛΥΜΑ [1987–2005] ΣΕΛ. 31 Β’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΩΝ, ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕΛ. 33 ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΚΑΙΝΙΚΈΣ ΠΡΟΣΕΓΓΊΣΕΙΣ | Η ΑΠΟΜΆΚΡΥΝΣΗ ΑΠΌ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΣΜΌ ΣΕΛ. 37 Η ΦΥΣΙΚΉ ΙΣΤΟΡΊΑ ΣΕΛ. 42 Η LAND ART ΣΕΛ. 47 ΤΟ MINOR ΣΕΛ. 51 Η ΚΟΠΩΣΗ ΣΕΛ. 54 ΣΩΜΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΣΕΛ. 58 / Αρχική προσέγγιση ΣΕΛ. 58 / Το performative ως εργαλείο ανάγνωσης, αφήγησης και παρέμβασης ΣΕΛ. 58 / Εισαγωγή στο Fiction ΣΕΛ. 58 / Η λέξη ”πλάσμα” ΣΕΛ. 58 / Το Πλάσμα ως δημιούργημα [anything formed] ΣΕΛ. 59 / Η στολή του Πλάσματος ΣΕΛ. 59 / Πλάσμα και δραστηριότητα: Ασύλληπτο-Έξαλα-Ύφαλα ΣΕΛ. 59

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΙΣΤΑ #03: ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ ΣΕΛ. 84 ΠΙΣΤΑ #04: ΧΩΡΑΦΙ ΣΕΛ. 93 ΠΙΣΤΑ #05: ΤΟΥΒΛΙΝΟ ΣΕΛ. 98 ΠΙΣΤΑ #06: ΧΟΡΤΑ ΣΕΛ. 106 ΠΙΣΤΑ #07: ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ α. 1987-2005 ΣΕΛ. 111 β. ΖΩΝΤΑΝΑ ΣΕΛ. 116 γ. ΝΕΚΡΑ ΣΕΛ. 126 δ. ΤΟΥΑΛΕΤΕΣ ΣΕΛ. 135 ΠΙΣΤΑ #08: ΛΙΜΝΗ ΣΕΛ. 140 ΠΙΣΤΑ #09: ΘΙΝΕΣ ΑΜΜΟΥ ΣΕΛ. 147 ΠΙΣΤΑ #10: ΒΥΘΟΚΟΡΟΣ ΣΕΛ. 154 ΠΙΣΤΑ #11: ΣΥΚΙΑ ΣΕΛ. 163 ΠΙΣΤΑ #12: ΠΡΟΒΛΗΤΑ ΣΕΛ. 170 Δ’ ΜΕΡΟΣ: ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ #01 | ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ / ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2013 ΣΕΛ. 175 / ΑΣΤΡΟΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΣΕΛ. 178 / 1. 2. 3. ΣΕΛ. 179 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ #02 | Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ / ΑΦΟΔΕΥΟΝΤΑΣ Ή ΤΟ ΞΕΛΑΦΡΩΜΑ ΣΕΛ. 180 / ΦΟΥΦΟΥ ΣΕΛ. 181 / ΑΧΙΝΟΣ ΣΕΛ. 182 / ΠΙΤΑΚΙΑ ΓΙΑΓΙΑΣ ΣΕΛ. 182 / ΠΛΑΤΑΝΙΑΣ - Η ΑΛΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ ΣΕΛ. 184 / ΠΛΑΤΑΝΙΑΣ - ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ ΣΕΛ. 184

Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΜΕΝΟΥ: O ΛΟΦΟΣ, Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ ΣΕΛ. 67 ΠΙΣΤΕΣ: ΠΙΣΤΑ #01: ΓΙΑΡΙΑ ΣΕΛ. 70 ΠΙΣΤΑ #02: ΛΑΣΠΗ ΣΕΛ. 77

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ #03 | Η ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟΥ ΠΛΑΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΥΟΝΤΟΣ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟΥ ΣΕΛ. 185 ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΣΕΛ. 197 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕΛ. 199

05



Α’ ΜΕΡΟΣ: ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το Α’ μέρος αφορά τη γενικότερη γνωριμία με την περιοχή, τα αρχικά στοιχεία που συλλέχθηκαν ή καταγράφτηκαν από επιτόπιες έρευνες καθώς και το προσωπικό οικογενειακό αρχείο. Ορίζουμε την περιοχή μελέτης ως το ακρωτήριο που ονομάζεται Μολυβωτή [ή όπως προτιμάμε Κούρσουμλου, από το τουρκικό κουρσούμ που σημαίνει μόλυβδος] την παραλία του και την ευρύτερη περιοχή που την περικλείει. Αρχικά αναλύουμε τα χαρακτηριστικά που συγκεντρώνει το μέρος αυτό. Οι λιμνοθάλασσες [στην περιοχή μελέτης περικλείονται σε πρώτο επίπεδο οι λιμνοθάλασσες Έλος και Πτελέα] αλλά και ολόκληρο το σύστημα του υγρότοπου μας αφορά άμεσα, καθώς και τα είδη της πανίδας και της χλωρίδας που φιλοξενούνται, οι κύριοι κάτοικοι της περιοχής. Στην πορεία αναφερόμαστε στην προσβασιμότητα αυτού του τόπου, και γενικότερα στην παρουσία του ανθρώπου ανά το χρόνο. Μας αφορά τόσο το παρόν [οι δραστηριότητές του στο Κούρσουμλου] όσο και το παρελθόν [κυριότερη αναφορά μας είναι η Αρχαία Στρύμη, της οποίας το αποτύπωμα στην περιοχή είναι ιδιαίτερα έντονο]. Έπειτα, αναλύουμε τις υπάρχουσες δομές [κοινοτικά κτίσματα, εξωκλήσια, καταλύματα] ως προς την κατασκευή τους αλλά και σε σχέση με την ανθρώπινη δραστηριότητα που κάθε δομή υποστηρίζει. Σε αυτό το στάδιο επικεντρώνουμε στις κατασκευαστικές λεπτομέρειες των υπαρχόντων καταλυμάτων, στις τυπολογίες των κατασκευών αυτών και στα αρχεία του καταλύματος της οικογένειας. Τα στοιχεία αυτά στο σύνολό τους φέρουν τα ίχνη της ζωής στο Κούρσουμλου. Ακόμα και χωρίς την παρουσία της ανθρώπινης δράσης, κάθε λεπτομέρεια των κατασκευών αποκτά έναν σημαντικό ρόλο για την κατανόηση της ζωής στο χώρο του καταλύματος.

07









Α’ ΜΕΡΟΣ: ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ Ο ΥΓΡΟΤΟΠΟΣ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΙΣΜΑΡΙΔΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΕΝΤΕ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΩΝ Οι υγρότοποι εντάσσονται στο Εθνικό Πάρκο Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης το οποίο αφορά τις δύο λίμνες, τη Βιστωνίδα [στα σύνορα ν. Ξάνθης και ν. Ροδόπης] και την Ισμαρίδα [ν. Ροδόπης], τις λιμνοθάλασσες αυτών καθώς και το δέλτα του Νέστου [550.000 στρέμματα, που περιλαμβάνει τις παραπάνω λίμνες]. Η λίμνη Ισμαρίδα του Ηροδότου ή λίμνη Μητρικού, είναι μία μικρή αβαθής λίμνη και η μοναδική με γλυκό νερό στη Β. Ελλάδα. Αυτό βοηθά ιδιαίτερα την ανάπτυξη των καλαμιώνων και τη φιλοξενία συγκεκριμένων ειδών παπιών κάνοντάς την έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς για τα είδη αυτά στην Ελλάδα. Αντίθετα, στις πέντε λιμνοθάλασσες όπου υπάρχει ανάμειξη αλμυρού και γλυκού νερού, η βλάστηση δεν είναι τόσο πυκνή. Οι κύριες λιμνοθάλασσες του Πάρκου είναι οι: Λάφτη, Λαφρούδα, Πόρτο Λάγος, Ξηρόλιμνη, Αρωγή, Αλυκή, Πτελέα, Έλος. Στο ιδιαίτερο ανάγλυφο που σχηματίζουν δημιουργούνται σημεία ιδανικά για την κατοίκηση και την αναπαραγωγή των φιλοξενούμενων ειδών. Σε αυτή τη μεγάλη έκταση δημιουργούνται ξεχωριστά τοπία, που στο σύνολό τους αποτελούν μία σύνθεση, ιδανική για τη φιλοξενία συγκεκριμένων ειδών. Αρχικά οι αμμώδεις εκτάσεις, τα σημεία δηλαδή όπου η θάλασσα αγγίζει τις λιμνοθάλασσες. Εκεί ζουν μόνο τα ειδικά προσαρμοσμένα φυτά [πχ. κρίνος της θάλασσας], ή πουλιά που προτιμούν τις αμμώδεις και άγονες εκτάσεις. Έπειτα οι αμμοθίνες ή θίνες άμμου, μικροί λόφοι από άμμο στις παράκτιες περιοχές, ειδικότερα στην ακτογραμμή από το Φανάρι ως τον ποταμό Φιλιούρη, όπου εντοπίζεται νιτρόφιλη και αμμόφιλη βλάστηση. Τα αλμυρά τέλματα και αλίπεδα ή αλμυρόβαλτοι είναι επίπεδες εκτάσεις [κυρίως γύρω από τη λίμνη Ισμαρίδα] που επηρεάζονται από την στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα, που περιοδικά κατακλύζονται από αλμυρά ή υφάλμυρα νερά και στις οποίες επιβιώνουν φυτά ανθεκτικά σε υψηλές τιμές αλατότητας και σε διαρκώς μεταβαλλόμενη στάθμη του νερού. Συνήθως οι μικρές λιμνοθάλασσες περιβάλλονται από μία τέτοιας ποιότητας ζώνη, που φιλοξενεί και κάποια είδη ζώων, προσαρμοσμένα σε αυτό το περιβάλλον. Εντοπίζονται περιμετρικά των υφάλμυρων νερών των λιμνοθαλασσών, κυρίως στις λιμνοθάλασσες Πτελέα, Έλος και Αλυκή. Παράκτια παρατηρούνται τα αλατούχα έλη με κυρίαρχο φυτό είναι την Αλμυρήθρα [salicornia europaea], ενώ όταν η αλατότητα είναι μεγάλη τα άτομα της Anthropocnemum europaea χρωματίζονται έντονα κόκκινα [όλα τα είδη ανήκουν στα αλόφυτα]. Ακολουθούν λιβάδια με βούρλα [μεγάλες εκτάσεις που αποτελούν τους τόπους βοσκής των εκτρεφόμενων ζώων της περιοχής, καθώς και πεδίο συλλογής της τροφής των άγριων ζώων], καλαμώνες [καλάμια, ψαθιά και σαζιά

Ο ΥΓΡΟΤΟΠΟΣ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΙΣΜΑΡΙΔΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΕΝΤΕ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΩΝ φυτρώνουν γύρω από τις λίμνες, στα έλη, στα κανάλια ως και στην ακτή, δημιουργώντας συστάδες, ιδανικές για το φώλιασμα των πουλιών], θαμνώνες με αρμυρίκια [εμφανίζονται συνήθως μετά τους καλαμώνες προς τη πλευρά της στεριάς, επίσης ένας τόπος φωλιάσματος των πουλιών], υγρόφιλα δάση [υδρόφιλα δέντρα όπως πλάτανοι, λεύκες και ιτιές φυτρώνουν στις όχθες και τα δέλτα των ποταμών, προσφέροντας τις απαραίτητες συνθήκες προφύλαξης για την αναπαραγωγή των αρπακτικών], λόφοι [οι δύο κύριοι λόφοι βόρεια της λιμνοθάλασσας Λάφρη αποτελούν τα ορμητήρια των αρπακτικών ζώων και πουλιών], καλλιεργημένες εκτάσεις [η έντονη παρουσία του ανθρώπου στην περιοχή καθιστά το βιότοπο αρκετά φτωχό στα είδη του] και, τέλος, η υδρόβια βλάστηση λίμνης [λίμνη Ισμαρίδα, βάθος νερού στα 1-2 μέτρα]. Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΟΥ ΥΓΡΟΤΟΠΟΥ Τα κυρίαρχα είναι τα διάφορα πουλιά [περίπου 300 διαφορετικά είδη], που κατηγοριοποιούνται με βάση την κατοίκησή τους στην περιοχή σε καλοκαιρινούς, χειμερινούς και μόνιμους κατοίκους ή σε περαστικούς επισκέπτες [κατά τις μεταναστεύσεις]. Τα ψάρια παρουσιάζουν επίσης μεγάλη ποικιλία καθώς φιλοξενούνται και είδη του γλυκού νερού. Ακολουθούν τα αμφίβια [τρίτωνες, βάτραχοι, φρύνοι] και τα ερπετά [χελώνες, φίδια, σαύρες], ενώ τα θηλαστικά [βίδρες, τσακάλια, ζαρκάδια, αλεπούδες] εντοπίζονται και στην ευρύτερη περιοχή. Η ύπαρξη των λιμνοθαλασσών δημιουργεί ένα πολύ χαρακτηριστικό ανάγλυφο με στενές λωρίδες γης [κατοικήσιμες και βατές οι περισσότερες] που χωρίζουν τη θάλασσα από τις λιμνοθάλασσες ή τις λιμνοθάλασσες μεταξύ τους. ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ Το ευαίσθητο αυτό οικοσύστημα ανήκει στους υγρότοπους της Διεθνούς Σύμβασης RAMSAR1, προστατεύεται από την Κοινοτική Οδηγία 79/409 και από τη

Η Σύμβαση Ramsar [1971] έχει συνυπογραφεί και από την Ελλάδα, χαρακτηρίζοντας 11 από τους υγροτόπους της ως βιότοπους που χρήζουν ειδικής προστασίας. Η σύμβαση ορίζει τους υγροτόπους ως ”περιοχές που αποτελούνται από έλη/ βάλτους, συγκεντώσεις νερού φυσικές ή τεχνητές, πρόσκαιρες ή μόνιμες, με νερό στάσιμο ή τρεχούμενο, γλυκό, υφάλμυρο ή αλμυρό, και θαλάσσιες περιοχές που το βάθος τους κατά την άμπωτη δε ξεπερνά τα έξι μέτρα.” 1

15



Α’ ΜΕΡΟΣ: ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ συνθήκη NATURA 2000. Τα ζητήματα των οικοσυστημάτων αντιμετωπίζονται από το Φορέα Διαχείρησης Νέστου, Βιστωνίδας και Ισμαρίδας, ο οποίος δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια. Το οικοσύστημα αυτό δεν έχει αξιοποιηθεί ούτε στο ελάχιστο από άποψη παρατηρητηρίων ή δημιουργίας κάποιου δικτύου ώστε να γίνει πιο προσιτό. Αντίθετα, δεν είναι δυνατή ούτε η πεζοπορία στην περίμετρο των λιμνών [χαμηλός βαθμός προσβασιμότητας]. ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ Η πιο σημαντική παραγωγική δραστηριότητα των κατοίκων της περιοχής είναι η γεωργία, και στην αμέσως επόμενη θέση βρίσκεται η κτηνοτροφία. Η αλιεία έχει επίσης αναπτυχθεί ιδιαίτερα καθώς οι λιμνοθάλασσες αξιοποιούνται και ως φυσικά ιχθυοτροφεία. Δεν υπάρχει έντονη βιομηχανική δραστηριότητα στην περιοχή [κεντρικά στο Ν. Ροδόπης βρίσκεται η ΒΙ.ΠΕ. η οποία όμως δεν αποτελεί σημαντικό ενεργό ρύπο]. Τους θερινούς μήνες η επισκεψιμότητα της περιοχής αυξάνει καθώς οι παραλίες της έλκουν μέρος του πληθυσμού του νομού. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο υγρότοπος οφείλονται στη διατάραξη των υδρολογικών συνθηκών [αποστραγγίσεις, υδραυλικά έργα], στην ελάττωση της έκτασης των υγροτόπων [αποξηράνσεις με σκοπό την καλλιέργεια], στην ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων [υπερβόσκηση, λαθροθηρία, υπεραλίευση] και στη ρύπανση [πχ. από τα φυτοφάρμακα]. ΙΧΘΥΟΣΥΛΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ Οι ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις είναι ειδικές στατικές εγκαταστάσεις μεταξύ λιμνοθαλασσών και θάλασσας που εγκλωβίζουν τα ψάρια στο δρόμο τους προς τη θάλασσα. Οι πρώτες τέτοιες κατασκευές ξεκίνησαν στη λίμνη Βιστωνίδα το 1970. Σε συνδυασμό με τις λεκάνες διαχείμασης, όπου οδηγούνται τα ψάρια για την προστασία τους από τον παγετό τους χειμερινούς μήνες, ή τα υπομεγέθη ψάρια προκειμένου να μεγαλώσουν, πραγματοποιείται η αλιευτική δραστηριότητα στις λιμνοθάλασσες της περιοχής. Στον όρμο Ανοικτό [ακρωτήριο Μολυβωτής] υπάρχουν ακόμα και λειτουργούν κάποιες εγκαταστάσεις ιχθυοπαγίδων με τον εξής τρόπο: οι λιμνοθάλασσες [καθότι έχουν ασύγκριτα λιγότερη ποσότητα νερού από την ίδια τη θάλασσα] θερμαίνονται πιο άμεσα την άνοιξη [Φεβρουάριος-Μάρτιος]. Τα ψάρια της θάλασσας [με κύρια είδη

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ τα κεφάλια, τα λαβράκια και τις τσιπούρες] ενστικτωδώς, μετά το πέρας του βαρύ χειμώνα, αναζητούν ένα θερμότερο κλίμα, οπότε εισχωρούν στις λιμνοθάλασσες για να βρουν τροφή, να γεννήσουν ή να μεγαλώσουν. οι ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις/ ιχθυοπαγίδες [μεγάλες και πυκνές ”καγκελόπορτες” στις διόδους νερού μεταξύ λιμνοθαλασσών και θάλασσας] κλείνουν περίπου το Μάιο εγκλωβίζοντας τα ψάρια. Στην αρχή του χειμώνα, όμως, η θάλασσα αργεί να ελαττώσει τη θερμοκρασία της, σε σχέση με τις λιμνοθάλασσες, δημιουργώντας στα ψάρια τάσεις εξόδου. Τα εγκλωβισμένα ψάρια ψαρεύονται περίπου το Δεκέμβρη και οι ιχθυοπαγίδες ανοίγουν εκ νέου για τον κύκλο του επόμενου έτους. Αυτή η μέθοδος είναι εφεύρεση των βυζαντινών χρόνων και πραγματοποιούταν στο ίδιο σημείο με υδατοφράχτες από καλάμια. Σήμερα οι εγκαταστάσεις αυτές εξυπηρετούν τοπικούς συνεταιρισμούς. Η ΓΕΩΡΓΙΑ Οι καλλιέργειες αποτελούν σημαντικό οικονομικό παράγοντα για τους κατοίκους της Θράκης και βασική απασχόληση των κατοίκων της περιφέρειας. Ολόκληρη η περιοχή από το Νέο Σιδηροχώρι προς τη λίμνη Ισμαρίδα και από τη λίμνη ως την παραλία καλύπτεται από καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Υπάρχει μία μικρή [σε έκταση] αλλά σημαντική εξαίρεση: Η αρχαία Στρύμη. Η έκτασή της είναι 600 στρέμματα ενώ περιφραγμένα είναι μόνο τα 200 από αυτά. Το γεγονός αυτό αποτελεί αιτία διαφόρων προβλημάτων και συγκρούσεων. Αν και απαγορεύεται το βαθύ όργωμα, συχνά έρχονται στην επιφάνεια των χωραφιών τμήματα αρχαίων κεραμικών και αγγείων, τα οποία είτε καταστρέφονται από το γεωργικό εξοπλισμό, είτε χάνονται. Η επικρατέστερη καλλιέργεια είναι το βαμβάκι. Η ΑΡΧΑΙΑ ΣΤΡΥΜΗ: Η ιστορία της αρχαίας Στρύμης φαίνεται να ξεκινάει από τον 7ο π.χ. αιώνα, ωστόσο αυτό δεν έχει ακόμα διαπιστωθεί από τις ανασκαφές, των οποίων τα ευρήματα αποδεικνύουν την παρουσία της πόλης στα τέλη του 6ου π.χ. αιώνα, καθώς και στον 5ο και τον 4ο. Εκτιμάται ότι πρόκειται για την ανατολικότερη αποικία των Θασίων στη Θράκη, την περίοδο που οι Θάσιοι δημιούργησαν τη ”Θασιακή Περαία”, μια σειρά εγκαταστάσεων από τον ποταμό Στρυμώνα ως το Νέστο. Η θέση της βρίσκεται στη χερσόνησο της Μολυβωτής [την περιοχή μελέτης μας] μεταξύ του Πόρτο-Λάγος και της Μαρώνειας.

17



Α’ ΜΕΡΟΣ: ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ Ο Ηρόδοτος τοποθετεί τη Στρύμη και τον ποταμό Λίσσο ανατολικά της Μαρώνειας, ενώ σήμερα γνωρίζουμε ότι ο Λίσσος, η Ισμαρίδα λίμνη και η Στρύμη βρίσκονταν δυτικά της Μαρώνειας. Η Στρύμη έγινε γρήγορα ισχυρός εμπορικός σταθμός [στρατηγική θέση], ενώ παράλληλα είχε τον έλεγχο και την εκμετάλλευση της εύφορης ενδοχώρας που παρήγε άφθονα σιτηρά [ο βασικός χαρακτήρας της πόλης ήταν επίσης γεωργικός]. Η γεωμορφολογία του εδάφους δεν αποκλείει κάποτε ο χώρος της πόλης και το ακρωτήριο Μολυβωτή να ήταν νησιά. Σχετική αναφορά υπάρχει στον Αρποκρατίωνα και στη Σούδα. Από τον 7ο αι. π.Χ. υπάρχει μία αντιπαλότητα μεταξύ Μαρώνειας και Θάσου για την κατοχή της πόλης, οδηγώντας σε διάφορους πολέμους μεταξύ τους. Στα μέσα του 4ου π.χ. αιώνα η Στρύμη καταστρέφεται είτε από το Φίλιππο είτε από τον ίδιο και τους Μαρωνίτες, αφού δεν έχει ακόμα διαπιστωθεί πλήρως ποιος την κατάστρεψε. Είναι γνωστό επίσης ότι επιβιώνει και μετά την καταστροφή της, καθώς υπάρχει και μια φάση αναβίωσης του οικισμού μεταξύ 4ου και 3ου π.χ. αιώνα, χωρίς ωστόσο την αίγλη και τη σημασία που είχε πριν από την καταστροφή της. Τμήματα του πολεοδομικού ιστού της πόλης του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. ήρθαν στο φώς από τις ανασκαφές του Διαμαντή Τριαντάφυλλου, διευθυντή της 19ης Εφορίας και μέχρι τώρα αποκάλυψαν μεγάλα τμήματα της αρχαίας πόλης. Η δομή της έγινε σύμφωνα με το ιπποδάμμειο σύστημα. Στα ευρήματα συγκαταλέγονται χρυσά νομίσματα και κάποιοι τάφοι με κτερίσματα. Ένα πραγματικά εντυπωσιακό κατόρθωμα της αρχαίας μηχανικής εντοπίζεται στην αρχαία Στρύμη. Μετά τις ανασκαφές στα τέλη του 1950 [καθηγητής Γ. Βακαλάκης], ανακαλύπτεται το σύστημα που τροφοδοτούσε την πόλη με νερό. Οι σήραγγες υπόγειου υδραγωγείου του 5ου αιώνα π.Χ. είναι ένα δίκτυο από τούνελ, υδρορροές και πηγάδια. Το τμήμα του υδραγωγείου που είναι εποπτεύσιμο βρίσκεται στην ανατολική ακτή του περιφραγμένου χώρου, όπου η στεριά απέχει [καθ’ ύψος] κάποια μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, καταλήγοντας σ’ αυτή με απότομους βράχους. Φαίνεται πως ο συγκεκριμένος τόπος δε σταμάτησε ποτέ να κατοικείται. Κομμάτια αγγείων και αρχαίων δομικών υλικών μπορούν να βρεθούν στην ευρύτερη περιοχή, ακόμα και στη θάλασσα. Από το 1950 έχουν γίνει οργανωμένες ανασκαφές από τις οποίες δύο έφεραν στην επιφάνεια τα κύρια ευρήματα. Οι πιο πρόσφατες δεν ήταν τόσο οργανωμένες και είχαν ελάχιστα ευρήματα. Ο αρχαιολογικός χώρος παραμένει περιφραγμένος και κλειστός για το κοινό. Σήμερα, η έκτασή της είναι 600 στρέμματα ενώ περιφραγμένα είναι μόνο τα 200 από αυτά. Η Εφορία Αρχαιοτήτων θα επιθυμούσε το σχεδιασμό ενός υπαίθριου μουσείου για την Αρχαία Στρύμη.

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ/ ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ Η ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΚΟΣΜΙΟΥ Γύρω από τη λιμνοθάλασσα Έλος υπάρχουν κάποιες εγκαταστάσεις που ανήκουν στην κοινότητα Κοσμίου. Αυτές είναι δύο φυλάκια από μπετό [τα λεγόμενα ”νταλιάνια”, υπεύθυνα για την ιχθυοκαλλιέργεια της λιμνοθάλασσας], ένας ξενώνας και μία εκκλησία [Αγίου Νικολάου], που οικοδομήθηκαν το 1930. Στο προαύλιο του Αγίου Νικολάου υπάρχει ένα μπετονένιο τραπέζι, ένα μόνιμο έπιπλο μέσα στο τοπίο. Ακόμα μία κατασκευή που εν τέλει ανήκει στην κοινότητα Κοσμίου και κλείνει το κεφάλαιο των μόνιμων κατασκευών αποτελεί το εκκλησάκι του λόφου, οι Δώδεκα Απόστολοι. Ο λόφος, το μεγαλύτερο ύψωμα της περιοχής [περίπου 120 με 180 μέτρα ύψος], εποπτεύει ολόκληρο το τοπίο, τις παραλίες, τις λιμνοθάλασσες, τα κτίσματα, τα καταλύματα, τη Θάσο και τη Σαμοθράκη, την αρχαία Στρύμη, τις γεωργικές εκτάσεις, τις υδάτινες εκτάσεις. Στην κορυφή του βρίσκεται το εξωκλήσι των Δώδεκα Αποστόλων. Επίσης υπάρχει ένα τμήμα βυζαντινού τείχους, πάνω στο οποίο η Γ.Υ.Σ έχει τοποθετήσει το δικό της τριγωνομετρικό σημείο.

19










Α’ ΜΕΡΟΣ: ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ -ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑΗ Μολυβωτή αποτελείται από δύο κολπίσκους – τον ανατολικό [Α] και το νότιο [Β]. Περί το 1990 και οι δύο είχαν πρόχειρα καταλύματα με τον κολπίσκο Β να υπερτερεί κατά πολύ σε αριθμό από τον Α. Ο Α [πεδίο ενδιαφέροντος] διατήρησε από τότε μία σταθερή πυκνότητα [γύρω στα 10 καταλύματα]. Το 2005 περίπου, όλα τα καταλύματα από τον κολπίσκο Β είχαν χαθεί. Στον κολπίσκο Α ασκήθηκαν διώξεις για τα καταλύματα λόγω του νόμου για την καταπάτηση του αιγιαλού1. Σε εκείνο το διάστημα η οικογένεια έκαψε το δικό της κατάλυμα. Ο νόμος με την επόμενη κυβέρνηση πέρασε ξανά σε αδράνεια έως σήμερα, όμως εξακολουθεί να υπάρχει. Αυτή τη στιγμή στην παραλία του κολπίσκου Β δεν υπάρχει κανένα κατάλυμα, ενώ στην παραλία του κολπίσκου Α από τα 10, περίπου τα 3-4 έχουν εγκαταλειφθεί. Κάποια από αυτά ξεκίνησαν από τροχόσπιτα τα οποία σταδιακά απέκτησαν χαρακτήρα μόνιμης κατασκευής, με διάφορες επεκτάσεις που δέχτηκαν. Τους θερινούς μήνες αρκετοί παραθεριστές επιλέγουν να στήσουν σκηνές στην περιοχή, τις οποίες διατηρούν για μεγάλο διάστημα. Τα σαββατοκύριακα, που παραδοσιακά είναι οι ημέρες με τον περισσότερο κόσμο, παρατηρείται μία σταδιακή αύξηση των παραθεριστών ανά έτος. Ενδεικτικά, ένα τυπικό Σάββατο του 2008 υπήρχαν στο σημείο αυτό πέντε αυτοκίνητα, ενώ το 2014 βρίσκουμε περί τα σαράντα οχήματα. Όσον αφορά τα μόνιμα καταλύματα και τους κατοίκους τους, επικρατούν διάφορα σενάρια. Κάποιοι βρίσκονται εκεί σχετικά μικρό χρονικό διάστημα [λίγα χρόνια], ενώ άλλα καταλύματα κατοικούνται εδώ και 30 χρόνια, περνώντας από τη μία γενιά στην άλλη. Η τυπική άδεια που απαιτούνταν προ ετών προκειμένου να κατασκευαστεί ένα τέτοιο κατάλυμα ήταν η άδεια επαγγελματία ψαρά, με προϋπόθεση την κατοχή βάρκας. Προτεραιότητα στην κατασκευή αυτών των καταλυμάτων είναι η λειτουργικότητά τους. Δεν υπάρχει ιδιαίτερη φροντίδα για τη συμφωνία των υλικών, προτιμώνται το ξύλο, το μέταλλο και το πλαστικό, σε μορφή ρεταλιών, καθιστώντας τις όψεις ένα ετερογενές σύνολο υλικών απορριμμάτων ή υπολειμμάτων της πόλης. Τα κύρια δομικά υλικά είναι: ξύλινες σανίδες [ως δοκάρια, πρέκια, ποδιές], λαμαρίνα, πλαστικά πανέλα, γυαλί, σαμπρέλες, πλάκες μπετό. Ως επικάλυψη, χρησιμοποιείται μουσαμάς, σήτες και φελιζόλ. Kατά τον νόμο 2971/2001, ο αιγιαλός ορίζεται ως ”η ζώνη ξηράς που βρέχεται από τη θάλασσα από τις μεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων της”. Παραλία σε αντίθεση, σύμφωνα με τον ίδιο νόμο, είναι η ζώνη ξηράς έως 50 μέτρα στο εσωτερικό του αιγιαλού ”από την oριογραμμή του αιγιαλού, προς εξυπηρέτηση της επικοινωνίας της ξηράς με τη θάλασσα και αντίστροφα”.

ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ Όλα τα καταλύματα ανεξαιρέτως τοποθετήθηκαν στον αμμόλοφο με προσανατολισμό τη θάλασσα, δηλαδή την ανατολή. Ο επικρατέστερος άνεμος της περιοχής είναι ο βορειοανατολικός, κάτι που επίσης επηρέασε τη χωροθέτηση των καταλυμάτων. Για τη στατική βελτίωση των κατασκευών πάνω στον αμμόλοφο χρησιμοποιήθηκαν σαμπρέλες, προκειμένου τα κύματα να μη παρασέρνουν την άμμο. Όμως, δεν είναι το νερό αυτό που παρασέρνει τελικά την άμμο, αλλά ο άνεμος. Έτσι, με τις σαμπρέλες τοποθετημένες στον άξονα Bορρά-Nότου, ο ΒΑ άνεμος παρέσυρε με τα χρόνια την άμμο μέσα από τις σαμπρέλες, και αυτές έχασαν τη σημασία τους. Οι ελάχιστοι που προέβλεψαν αυτή τη συμπεριφορά, επέλεξαν να μη χρησιμοποιήσουν καθόλου σαμπρέλες, είτε να τις χρησιμοποιήσουν μόνο για να γεφυρώσουν τον αμμόλοφο με την παραλία [ως σκαλοπάτια, καθότι η υψομετρική διαφορά δεν είναι μικρότερη από δυόμισι μέτρα]. Κανένας δεν ενσωμάτωσε τουαλέτα εντός του καταλύματος. Αντίθετα, πίσω από τις παράγκες, διάσπαρτα, βρίσκεται μία ζώνη μικρών κατασκευών με χρήση αποχωρητηρίου. Κάποιοι δεν κατασκεύασαν καν έναν τέτοιο χώρο. Εξάλλου, δεν υπάρχει παροχή νερού, παρά μόνο από μία τουλούμπα [αντλία νερού] που λειτουργούσε παλαιότερα. Κάποιοι συλλέγουν το νερό της βροχής σε ανοιχτές δεξαμενές ή βαρέλια που έχουν ενσωματώσει στη στέγη των καταλυμάτων τους, διοχετεύοντάς το στο εσωτερικό τους ή σε εξωτερικά ντουζ. ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΩΝ Ένα συνήθες κατάλυμα στη συγκεκριμένη παραλία του Κούρσουμλου αποτελείται από μία πλάκα μπετό [αν όχι, τότε το υπόστρωμα παραμένει φυσικό, είναι δηλαδή η ίδια η άμμος] και τέσσερις πλευρές στις οποίες πιθανά περικλείεται ένα τροχόσπιτο. Οι κύριοι χώροι είναι τα υπνοδωμάτια και η κουζίνα. Ένα μικρό κουζινάκι συχνά τοποθετείται στο χώρο που αποκαλούμε ”αυλή” και πρόκειται για τον ημιυπαίθριο συνήθως χώρο [σχηματίζεται από τις τρεις πλευρές της παράγκας και από μία που είναι από σήτα ή γυαλί] ο οποίος βρίσκεται κατά το σύνηθες στην πρόσοψη του καταλύματος [στην ανατολική του όψη], διαθέτει την πρώτη είσοδο και κάποιο καθιστικό χώρο. Η είσοδος στην αυλή συνήθως δεν είναι κλειδωμένη.

1

28




Α’ ΜΕΡΟΣ: ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ

ΚΑΤΑΛΥΜΑ [1987-2005]

ΚΑΤΑΛΥΜΑ [1987–2005] Κατασκευάστηκε περίπου το 1988 με σκοπό την ευχάριστη σπατάλη του ελεύθερου χρόνου από δύο νεαρά ζευγάρια. Η Μαρίνα και ο Δημήτρης πήγαιναν συχνά για μπάνιο εκεί ή έμεναν κάποια βράδια σε καταλύματα φίλων. Κάποια στιγμή αποφάσισαν να κατασκευάσουν το δικό τους. Ο Δημήτρης έκανε ψαροντούφεκο ή έριχνε δίχτυα με τη βάρκα, άρα η διατροφή βασιζόταν κατά ένα μεγάλο μέρος στα θαλασσινά προϊόντα. Άλλωστε, εκτός από υγιεινό, αυτό ήταν δωρεάν. Η βασική προϋπόθεση για την κατασκευή αυτού του καταλύματος ήταν να είναι όσο το δυνατόν ανέξοδη. Έτσι τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν ήταν κυρίως μπάζα και σκουπίδια. Για παράδειγμα οι επιφάνειες των ντουλαπιών της κουζίνας έγιναν από σχολικά θρανία που πήγαιναν για απόσυρση. Σχηματίστηκε ένα είδος κλίμακας για την ανάβαση και την κατάβαση του αμμόλοφου από άχρηστες σαμπρέλες. Οι μουσαμάδες που χρησιμοποιήθηκαν για πάτωμα ήταν μπαλώματα. Τα έπιπλα ήταν είτε άχρηστα αντικείμενα που υπήρχαν στα σπίτια, είτε σκουπίδια. Αφότου στρώσανε την άμμο, φτιάξανε σκυρόδεμα με τη μπετονιέρα και σε τμήματα το ρίξανε επάνω στο υπολογισμένο εμβαδό, χωρίς σκάμμα και θεμελίωση. Όσο το μπετό ήταν ακόμα υγρό, σχημάτισαν σκελετό από ξύλινα καδρόνια 10x10 εκατοστών και τον στερέωσαν επάνω του. Αυτός ο σκελετός αποτελούνταν από κάθετα και οριζόντια στοιχεία, όπου μετά ξεκίνησαν να τοποθετούν τις επιφάνειες [εσωτερικά σανίδες ξύλο ή πλαστικό, μόνωση από φελιζόλ και εξωτερικά μία στρώση λαμαρίνας]. Η διαρρύθμιση ήταν η τυπική που περιγράφεται παραπάνω, με είσοδο από την ‘αυλή’, όπου υπήρχε ένα καθιστικό, δεύτερη είσοδο [κύρια] προς έναν κοινόχρηστο χώρο με καναπέ, καθίσματα και κουζίνα που οδηγούσε στα δύο υπνοδωμάτια. Το χώρο αυτό χρησιμοποίησε το ζευγάρι με τα παιδιά του, η αδερφή της Μαρίνας με τον άντρα της και τις κόρες της, αλλά και οι παππούδες της οικογένειας, που συχνά πρόσεχαν τα παιδιά τους θερινούς μήνες, όταν οι γονείς είχαν επαγγελματικές υποχρεώσεις. Έτσι γεννήθηκαν οι πρώτες εμπειρίες του Κούρσουμλου, ιστορίες τις οποίες ερχόμαστε να επανεξετάσουμε στην προσπάθειά μας να επανενταχθούμε στον τόπο αυτό.

31



Β’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΩΝ, ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ερευνητική εργασία προσανατολίζεται στην αναζήτηση και τον επαναπροσδιορισμό εργαλείων ανάγνωσης του τοπίου, καθώς και παρέμβασης σε αυτό. Για την επίτευξη του στόχου στο έπακρο χρησιμοποιήθηκαν τόσο θεωρητικές, όσο και βιωματικές μέθοδοι. Οι άξονες στο κομμάτι που αφορά το θεωρητικό υπόβαθρο τοποθετήθηκαν βάσει κάποιων ομάδων εννοιών και επιστημονικών προσεγγίσεων, ίσως φαινομενικά ασύνδετων στην αρχή, με σκοπό πάντα τη σφαιρική αντίληψη και μετέπειτα, τη μεταφορά των καταστάσεων γύρω από το τοπίο, τη γη, τη φύση γενικότερα. Κύριο ρόλο έπαιξε, από την αρχή ως το τέλος, η ανάλυση της Ανθρωπόκαινου εποχής και ό,τι προσέγγιση για το τοπίο προκύπτει μέσω αυτής – ως Ανθρωπόκαινος ορίζεται από κάποιους επιστήμονες η γεωλογική εποχή που διανύουμε, με βασικό γνώρισμα την έκταση των αλλαγών στο οικοσύστημα του πλανήτη που επιφέρει η ανθρώπινη δραστηριότητα. Τόσο η ρεαλιστική, όσο και η εννοιολογική έκταση του παραπάνω φαινομένου απαντήθηκαν και αναλύθηκαν γενικά, αλλά και συγκεκριμένα επάνω στα χαρακτηριστικά της τοπιογραφίας που επιλέξαμε. Βεβαίως, εξίσου βοηθητική ήταν και η αντιδιαμετρική προβληματική, η οποία αναλύθηκε επίσης και αφορά την απομάκρυνση από τον ανθρωποκεντρισμό. Τα μη ανθρωποκεντρικά παραδείγματα επιχειρούν να μετακινήσουν τον φακό από τον άνθρωπο και να εστιάσουν στα μη ανθρώπινα όντα, ως ισάξια αντικείμενα μιας έρευνας . Αυτή άλλωστε, είναι και μια από τις πρακτικές, που ως ένα βαθμό ασπαστήκαμε στο βιωματικό κομμάτι. Η γέννηση της Φυσικής Ιστορίας [και της Φυσικής Φιλοσοφίας] και η εξέλιξή της ως σήμερα επίσης αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο στην ερευνητική μας πορεία. Η Φυσική Ιστορία υπήρξε η παράδοση πριν την επιστημονικοποίηση, έδωσε σημασία στην έννοια της συλλογής, της ταξινόμησης και κατόπιν, της συλλογικής παρατήρησης με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων. Λειτούργησε ως [ο πρώτος ίσως] συσσωρευτής γνώσης. Η Φυσική Ιστορία επεδίωκε [όπως εκφραζόταν] τη διχοτόμηση του ψυχικού από το σωματικό, άρα και του οργανισμού από το περιβάλλον. Αυτό εμείς επιχειρούμε να το υπονομεύσουμε αργότερα, μέσω του

ΕΙΣΑΓΩΓΗ τρόπου ανάγνωσης του περιβάλλοντος βιωματικά. Είναι ένα πείραμα για να λειτουργήσει ξανά οργανισμός και περιβάλλον συλλογικά και με βάση το διάλογο. Συμπληρωματικά, η εκτενέστερη μελέτη της Land Art και των επιμέρους αντιπροσωπευτικών της έργων ήρθε ως φυσικό επακόλουθο στα παραπάνω. Η Land Art [Earth Art] ορίζεται τόσο από την παύση της στεγνής αναπαράστασης του τοπίου, όσο και από τη σύνθεση παρεμβάσεων σε αυτό. Αδιαμφισβήτητα, η γνώση και η κατανόηση της τέχνης υπό αυτή τη μορφή απελευθέρωσε την έκφραση μας στο φυσικό χώρο. Υπήρξε η γέφυρα τοπίου, γεωλογίας, ιστορίας και τέχνης – εξ’ ορισμού, αλλά και ειδικότερα για εμάς. Οι υπόλοιποι άξονες ήταν περίπου ίσης σημασίας μεταξύ τους και απαίτησαν από εμάς ύψιστη προσοχή, καθώς εγγράφονται πολύ περισσότερο στο πεδίο έρευνας της επιλογής μας, με [όσο γίνεται] πρακτικούς και συγκεκριμένους όρους και κανόνες. Η έννοια του minority γενικά, αλλά κυρίως όπως ερμηνεύεται αναφορικά με το τοπίο της Ροδόπης [conditions of lack]. Μας απασχόλησαν δηλαδή, οι λόγοι για τους οποίους μπορεί ένα τοπίο με αυτά τα χαρακτηριστικά να προβάλλεται ως ελάσσων, ενώ την ίδια στιγμή για εμάς είναι οπωσδήποτε μείζονος σημασίας. Η έννοια του alien [έπηλυς, ξένος, Άλλος] στο τοπίο, με βάση τις παραπάνω ανθρωποκαινικές προσεγγίσεις. Όμως, ο Άλλος είναι ακόμα και το ξένο ή το άλλο μέσα μας. Συνεπώς αυτή η ενότητα συνδέεται άρρηκτα με το βιωματικό πείραμα και τον δημιουργημένο από εμάς οργανισμό [με το προσωνύμιο Πλάσμα], που θα αναλυθεί αργότερα. Ακόμη, συνδέεται με το σχηματισμό και τη μορφολογία [τη σύνθεση] του τοπίου του ίδιου, καθώς δεν είναι εύκολο να το παρομοιάσουμε με κάποιο άλλο, που να έχουμε συναντήσει σε παρελθόντα χρόνο. Έτσι, στις σκέψεις μας, στις καταγραφές μας και στις εντυπώσεις μας ριζώνει και αναλύεται η έννοια του Ξένου. Σε σχέση με τη βιωματική μας αντιμετώπιση του τοπίου, η κόπωση και πώς αυτή κλιμακώνεται θεωρητικά μας απασχόλησε πολύ. Έχοντας αφομοιώσει το σχετικό δοκίμιο [Peter Handke, Περί κοπώσεως], επιτόπου προσπαθούσαμε να την παρατηρούμε να μας διαπερνά σε όλα τα επίπεδα, οτιδήποτε κι αν κάναμε παράλληλα, με σκοπό να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα μέσω της συστηματικής

33


Β’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΩΝ, ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ καταγραφής. Σημαντικός παράγοντας για την κατανόηση και την ανάπτυξη αυτού του άξονα, όπως και της έννοιας του minority, υπήρξε το πέρασμα του χρόνου. Η σύλληψη της έννοιας του χρόνου και η συμφιλίωση με τη βραδύτητα και το φυσικό χρόνο. Η βραδύτητα ήταν το πρίσμα, διαμέσου του οποίου αντιμετωπίσαμε τους συγκεκριμένους άξονες. Η δική μας υπόσταση μέσα στο πεδίο έρευνας πήρε και τις δυο δυνατές φόρμες – υπήρξε δηλαδή, παθητική [αρχικά] και ενεργητική [έπειτα]. Ως παθητικό εννοούμε το κομμάτι της παρατήρησης και της θεωρητικής μελέτης όλων των παραπάνω. Από την άλλη, ενεργητική ήταν όλη η δεύτερη φάση/ προσέγγιση, η οποία χαρακτηρίστηκε από επινοήσεις, δημιουργίες και τελικά, δράσεις μας. Ο σκοπός όμως, δεν έπαψε ποτέ να είναι η μελέτη σε βάθος, ο πειραματισμός και η εξαγωγή των, όσο δυνατόν, ασφαλέστερων συμπερασμάτων. Οι παραπάνω άξονες ερμηνεύονται ως τα πρίσματα μέσα από τα οποία ξεκινά η αναζήτηση των εργαλείων μας για την ανάγνωση αυτού του τόπου. Η διαδικασία της επόπτευσης από το ένα και μοναδικό σημείο θέας [λόφος] των κινήσεων στο τοπίο και κυρίως των περιοχών που επισκεφτήκαμε ενεργοποίησε μέσα μας μία άλλη παιδική πραγματικότητα, την επαφή μας με εκείνα τα πρώτα videogames. Σταδιακά, χωρίς να το επιδιώκουμε, τα σημεία επίσκεψης και δράσης μετονομάστηκαν σε πίστες, ενώ το σημείο παρατήρησης απέκτησε το χαρακτήρα του κεντρικού μενού, του σημείου όπου οι ήρωες πλέον του παιχνιδιού, μετά το πέρας μίας πίστας, επέστρεφαν για να επιλέξουν την επόμενη πίστα, την επόμενη διαδρομή ή τα εφόδια αυτής. Διατηρήσαμε τη διπλή εμπειρία μας μέσω δύο ρόλων· αυτού του Πλάσματος [του δικού μας δημιουργήματος-ήρωα του παιχνιδιού] και αυτού του Πρωτεύοντος Θηλαστικού [του ανθρώπου]. Πλάσμα και Πρωτεύον Θηλαστικό, ως νέοι εξερευνητές του Κούρσουμλου, περιπλανιούνται στο τοπίο, το μεν Πλάσμα ανακαλύπτοντάς το και επαναπροσδιορίζοντας τη σχέση του με αυτό, το δε Πρωτεύον Θηλαστικό ως παρατηρητής, ως καταγραφέας και ρεπόρτερ της δραστηριότητας του Πλάσματος. Ουσιαστικά όμως και οι δύο ρόλοι συμμετέχουν στην καταγραφή και στην επανασύνδεση με το τοπίο, καθώς το Πλάσμα επίσης καταγράφει τη δραστηριότητά του, ενώ το Πρωτεύον Θηλαστικό σκηνοθετεί μέσα από το φακό αλλά και με το λόγο του τις ενέργειες του Πλάσματος. Το Πλάσμα είναι ανθρωπόμορφο, όπως και ένα πλήθος παραδειγμάτων τόσο στη μυθολογία όσο και στην επιστημονική φαντασία. Δεν εμφανίστηκε η ανάγκη ριζικής

ΕΙΣΑΓΩΓΗ διαφοροποίησής του από τον άνθρωπο και, σε καμία περίπτωση, δε γίνεται λόγος για προηγμένη τεχνολογία. Το περίβλημα του Πλάσματος συντίθεται από υλικά και εξαρτήματα καθημερινής χρήσης. Μιμείται το περιβάλλον του [όχι το φυσικό , αλλά τα εντόπια υλικά των αναμνήσεών μας]. Παρουσιάζει μια τάση συμφασική της περιόδου του Κούρσουμλου, η οποία μοιάζει να μένει στάσιμη για χρόνια, ανεπηρέαστη από τη γενικότερη εξέλιξη των πραγμάτων και μακριά από το περιεχόμενο που ο άνθρωπος έδωσε στην έννοια της ανάπτυξης. Το Πλάσμα ξεχωρίζει ηθελημένα από το περιβάλλον του, ώστε οι δράσεις [συμβάντα] που προκύπτουν από την αλληλεπίδρασή του με αυτό να είναι διακριτές. Ο συνδυασμός του τοπίου ιδωμένου ως πίστες παιχνιδιού, της δημιουργίας του Πλάσματος καθώς και της δράσης του μέσα σε αυτές οδήγησε στη βίωση μιας άλλης, ”κατασκευασμένης πραγματικότητας” [fiction reality]. Υιοθετείται μία αναγωγή σε ψευδοεπιστημονικές αναλύσεις και συμπεράσματα που ενισχύονται από τη δική μας παρουσία στο τοπίο. Στο εξής, με τη μορφή υποσημειώσεων δίνονται αναφορές, επεξηγήσεις και ορισμοί, χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα επιστημονικοί όροι, αναφέρονται μη επιβεβαιωμένες κατευθύνσεις ερευνών και ό,τι άλλο κρίνουμε πως είναι χρήσιμο γι’ αυτού του είδους τη μελέτη, με απώτερο στόχο να προαχθούν σφαιρικά οι διάφορες διαστάσεις που λαμβάνουν τα παραπάνω θέματα.

34




Β’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΩΝ, ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΚΑΙΝΙΚΈΣ ΠΡΟΣΕΓΓΊΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΜΆΚΡΥΝΣΗ ΑΠΌ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΣΜΌ

ΑΝΘΡΩΠΟΚΑΙΝΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ [Η τεράστια απόσταση] «που χωρίζει τη μακρινή, θεωρητική στιγμή μίας φύσης που περιέχει τον άνθρωπο ως κορωνίδα της, αλλά ως είδος αδιαφοροποίητο από τα άλλα έμβια όντα, από τον τιμωρημένο άνθρωπο, που ως ον κοινωνικό, με κινήσεις και πρωτοβουλίες συστηματικές, ρηξικέλευθες ή και βίαιες και, κυρίως, με ένα σχέδιο δικό του, επεμβαίνει στον κύκλο αναπαραγωγής της φύσης. Αυτή την πρώτη εργαλειοποίηση της φύσης οφείλουμε να τη συγκρατήσουμε: η κοινωνία, ο πολιτισμός, η κουλτούρα, η αρχιτεκτονική αναδύονται ως αναίρεση της φυσικής τάξης. Η θεωρητική στιγμή που κάποιος απώτατος πρόγονος σκόπιμα λυγίζει ή σπάζει ένα κλαδί για να φτιάξει μία πρόχειρη στέγη, η στιγμή καταστροφής του δέντρου γίνεται η στιγμή του τεχνήματος, η στιγμή ιδιοποίησης της φύσης και η στιγμή δημιουργίας του ανθρωπογενούς τόπου, του τοπίου. Ή αλλιώς: η απαράγραπτη προϋπόθεση της αρχιτεκτονικής είναι η μεταμόρφωση, ο μετασχηματισμός, εν τέλει: η καταστροφή της φύσης.» Λόης Παπαδόπουλος, «Εδώ ας σταθώ, κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο», Η διεκδίκηση της υπαίθρου, σελ. 163

«Σήμερα περισσότερο από ποτέ η φύση δε μπορεί να διαχωριστεί από τον πολιτισμό και πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε ‘εγκαρσίως’ τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στα οικοσυστήματα, τη μηχανόσφαιρα και τις κοινωνικές και ατομικές σφαίρες αναφοράς […] » F. Guattari, Οι τρεις οικολογίες, σελ. 35

Οι παραπάνω προσεγγίσεις και αναφορές στο ανθρωπογενές τοπίο, ως το κυρίαρχο τοπίο, που περιλαμβάνει ή ακόμα καταστρέφει τη φύση, σχετίζονται με τις επιδράσεις και τις επιπτώσεις του ανθρώπινου πολιτισμού [και των κατασκευών που αυτός φέρει] στον πλανήτη. Οι τεχνολογίες όμως, ή τα απόβλητα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων επεκτείνουν τις επιπτώσεις αυτές όχι απλώς στο μετασχηματισμό της εικόνας ενός τόπου αλλά των ίδιων των στοιχείων που απαρτίζουν το οικοσύστημα μίας περιοχής ή του πλανήτη εν γένει. Οι σκέψεις αυτές γύρω από την επίδραση της ανθρώπινης παρουσίας στρέφουν την προσοχή μας στον όρο της Ανθρωπόκαινου1 Εποχής. Πρόκειται για έναν ανεπίσημο όρο και αναφέρεται στην γεωλογική εποχή που ακολουθεί την Ολόκαινο, σηματοδοτώντας την έκταση των αλλαγών στο οικοσύστημα του πλανήτη που επιφέρει η ανθρώπινη δραστηριότητα. Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον οικολόγο Eugene F. Stoermer, αλλά έγινε παγκόσμια γνωστός μετά την δήλωση της Ανθρωπόκαινου, ως τη γεωλογική εποχή που διανύουμε, από τον χημικό Paul Crutzen [Νόμπελ Χημείας, 1995]. Το 2000 ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε σε έντυπη μορφή από τους Stoermer και Crutzen στα πλαίσια

του International Geosphere-Biosphere Programme2.Οι επιστήμονες [όσοι υποστηρίζουν την ύπαρξή της] διαφωνούν σχετικά με τη χρονολογία έναρξης της περιόδου, όμως η πλειοψηφία την τοποθετεί στην αρχή της Βιομηχανικής Επανάστασης. Η επίδραση της ενέργειας του ανθρώπου στη γεωμορφολογία του πλανήτη πιστοποιείται από συγκερκιμένα στοιχεία/ μετρήσεις που, αν συγκριθούν με την επίδραση φυσικών φαινομένων στον πλανήτη, έχουν τις ίδιες, ή και σοβαρότερες επιπτώσεις. Ο άνθρωπος έχει μεταβάλει σχεδόν τη μισή επιφάνεια της Γης, αυξάνοντας τη διάβρωση του εδάφους κατά δύο φορές σε σχέση με τους φυσιολογικούς γεωλογικούς ρυθμούς. Ετησίως μετακινούνται περίπου ”40 δισ. τόνοι ορυκτών και

μεταλλευμάτων για τον κατασκευαστικό τομέα- δέκα φορές περισσότερο από το ανάλογο έργο των παγετώνων και 40 φορές περισσότερο από το έργο του ανέμου”3. Η ίδια η αρχιτεκτονική αποτελεί έναν παράγοντα διαμόρφωσης της στρωματογραφίας και της μορφολογίας του εδάφους, μέσα από τις εκσκαφές, τις μετατροπές και τις μετακινήσεις των υλικών του, του νερού και λόγω της εκλυόμενης ενέργειας που απαιτούν οι κατασκευές. Οι αλλαγές στο κλίμα έιναι πλέον έντονες και αναμφισβήτητες. Όπως καμία άλλη προγενέστερη γεωλογική εποχή, η Ανθρωπόκαινος θα προσθέσει μία διακριτή ζώνη ιζημάτων στην εδαφική τομή, που θα περιέχει στοιχεία μοναδικά λόγω της κατασκευής τους από τον άνθρωπο [ραδιενεργή σκόνη, πλαστικά, κλπ.], αποτελώντας τη νέα εποχή που μετά από 12.000 χρόνια επιχειρεί να διαδεχθεί την Ολόκαινο. Αντιστρόφως, η τρύπα του όζοντος, η ρύπανση του περιβάλλοντος, η ραδιενεργός ρύπανση είναι φαινόμενα που, πέρα από το ότι έχουν προκληθεί ή ενισχυθεί από την παρουσία του ανθρώπου, συμμετέχουν στη φθορά του ανθρώπινου σώματος. ”το ανθρώπινο σώμα είναι ο καθρέφτης του επιπέδου της μόλυνσης του περιβάλλοντος και του πλανήτη γενικότερα. […] Το σώμα, το οποίο είναι το άμεσο, εμπειρικό και φθαρτό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, αποτελεί τον προνομιακό χώρο για την έκφραση και τη συνειδητοποίηση του κινδύνου τόσο σε ατομικό επίπεδο [ο θάνατός μου] όσο και σε συλλογικό [η καταστροφή του πλανήτη, ο συλλογικός θάνατος] ”4. Αυτά, στα πλαίσια ενός ατόμου, που στο τέλος του 20ού αιώνα βρίσκεται σε κίνδυνο εξαιτίας του εαυτού του [risky self]5, δηλαδή εξαιτίας της αδυναμίας του να αναπτύξει τον αυτοέλεγχό του, ώστε να προστατευτεί από το πλήθος μικροβίων, υιών, ακτινοβολιών κλπ. που τον περιβάλλουν. [...]

37




Β’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΩΝ, ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΚΑΙΝΙΚΈΣ ΠΡΟΣΕΓΓΊΣΕΙΣ | Η ΑΠΟΜΆΚΡΥΝΣΗ ΑΠΌ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΣΜΌ

Η ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟ Όμως, όσον αφορά τις οπτικές των κοινωνικών και ανθρωπολογικών επιστημών, υπάρχουν σήμερα ορισμένες μεταστροφές, που οδηγούν στο πεδίο των μη ανθρωπιστικών σπουδών. Στο πεδίο αυτό, το οποίο δεν είναι ομοιογενές, καθώς περιλαμβάνει ένα σύνολο ιδεών πολλών κατευθύνσεων [τεχνοεπιστήμη, οικοφιλοσοφία, βιο-τέχνη], οδηγεί ”ένα αναπτυσσόμενο ενδιαφέρον για τα μη ανθρώπινα όντα”6 που προκύπτει από την αμφισβήτηση του ανθρώπου ως το κέντρο του κόσμου, ως κυρίαρχο της φύσης και όλων των υπόλοιπων ειδών. Μιλάμε δηλαδή για μία μετακίνηση του αντικείμενου έρευνας από τον άνθρωπο σε άλλα μη ανθρώπινα είδη. ”Σκοπός μιας τέτοιας προσέγγισης δεν είναι να εκδιώξει τον άνθρωπο από την επιστήμη, αλλά να υπερβεί την ανθρωπιστική οπτική, που αντιμετωπίζει το άτομο ως μέτρο των πάντων και επίκεντρο της έρευνας, αναπτύσσοντας ένα πρόγραμμα των μη ανθρωποκεντρικών ανθρωπιστικών σπουδών.”6 ”Οι νέες ανθρωπιστικές σπουδές επεκτείνουν, ολοένα και πιο συχνά, το πεδίο των συζητήσεών τους αναφορικά με την ταυτότητα, την ετερότητα και τον αποκλεισμό, προκειμένου να καλύψουν τις μη ανθρώπινες οντότητες: ζώα, φυτά και πράγματα. Ο Άλλος γίνεται κατανοητός όχι μόνον ως κάποιος που ανήκει σε διαφορετική φυλή ή τάξη, που έχει διαφορετική σεξουαλικότητα ή θρήσκευμα, αλλά και ως κάποιος ή κάτι που ανήκει σε διαφορετικό είδος ή έχει διαφορετική οργανική υπόσταση [λ.χ. κάτι ανόργανο]. ”6 Γίνεται μία ”μελέτη διαφόρων νέων αφηγηματικών απεικονίσεων της υποκειμενικότητας, όπως το cyborg, ο κλώνος, το πράγμα ως φορέας υποκειμενικότητας, το ζώο, το τέρας, το μεταλλαγμένο [γενετικά παραποιημένος άνθρωπος ή ζώο] […] Τίθενται λοιπόν νέα ερωτήματα και προσεγγίσεις άλλα και νέες ορολογίες και θεωρίες που προέρχονται από μη ανθρωπιστικούς κλάδους όπως τη technonature [Donna Haraway, Bruno Latour] που είναι σε θέση να ερμηνεύσουν καλύτερα από ότι οι κλασικές ανθρωπιστικές επιστήμες τα νέα υποκείμενα και αντικείμενα της προσθετικής, των μεταμοσχεύσεων και άλλων τύπων οργανικών συνθέσεων. Οι κλάδοι αυτοί ίσως απαντούν στο ερώτημα ’πώς θα έπρεπε να συλλάβουμε τα υβριδικά, χιμαιρικά υποκείμενα, τα οποία δεν μπορούν να οριστούν με βάση τη συνηθισμένη τριάδα κριτηρίων [φυλή, τάξη, φύλο] των νέων ανθρωπιστικών σπουδών ούτε με βάση τη δυαδική διάκριση ανάμεσα σε οργανικό/ μη οργανικό και ανθρώπινο/ μη ανθρώπινο;’ Ενώ διαρκώς διαπιστώνουμε την εμφάνιση πραγματικών υποκειμένων τα οποία δεν ανταποκρίνονται στους οικείους τόπους, οι επιστήμες του ανθρώπου

δε διαθέτουν τα κατάλληλα θεωρητικά εργαλεία για να τα περιγράψουν και δεν μπορούν να τα εννοιοποιήσουν αρκετά γρήγορα. Φυσικά, μπορεί κανείς να αντιτείνει ότι όλα αυτά τα φαινόμενα είναι ακόμα οριακά και απομονωμένα. Ωστόσο, εάν θεωρήσουμε τη συζήτηση για τα πράγματα ευκαιρία για να στοχαστούμε τους μελλοντικούς προσανατολισμούς των επιστημών του ανθρώπου, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτές οι ακραίες υποκειμενικότητες προεικονίζουν ένα μέλλον που οι ανθρώπινες επιστήμες δεν πρέπει να αγνοήσουν.”6 Το σημείο ενδιαφέροντος της ερευνητικής αυτής εργασίας, ο τόπος ή το τοπίο, δεν ενδιαφέρει στα στενά όρια του φυσικού πλούτου. Είναι το σύνολο των φυσικών διεργασιών και σχηματισμών, της χλωρίδας και της πανίδας, στην οποία πανίδα συμπεριλαμβάνεται και ο άνθρωπος όχι τόσο με την παρουσία του, όσο μέσα από τα ίχνη του [κατασκευές] και την παραγόμενη ενέργειά του [που εσωκλείεται στις κατασκευές]. Στο Κούρσουμλου διαβάζουμε και στοχαζόμαστε πάνω στη στρωματογραφία της ανθρώπινης παρέμβασης ανά το χρόνο, σε ένα τοπίο που δε σταμάτησε να κατοικείται, και που κάθε νέο στοιχείο ή μεταβολή της υπάρχουσας κατάστασης μπορεί να παρατηρηθεί εντατικά. Ίσως επειδή στην τοποθεσία αυτή η χρονική παράμετρος εμπεριέχει μία βραδύτητα, μία φυσική αδράνεια στην πρόοδο και στη μίμηση της πόλης, μπορεί κανείς σε πραγματικό χρόνο να παρακολουθήσει ένα rewind του χρονικού της Ανθρωπόκαινου. Μας ενδιαφέρει ένα άλλο είδος αφήγησης και σχολιασμού [ιστορικά και πραγματικά γεγονότα, παραμύθια, παιδικές αναμνήσεις, προσωπική μυθολογία] της παρέμβασης του ανθρώπου στο χώρο αυτό. Αποκαλύπτοντας μία δική μας νέα πραγματικότητα [fiction reality], που αναμειγνύεται με την επιστήμη με νέους όρους [science fiction], βαδίζουμε προς μία ποιητική εξερεύνηση του τόπου. 1 Η λέξη Ανθρωπόκαινος [Anthropocene] προέρχεται από τη σύνθεση των ριζών ”άνθρωπος” και ”καινός”, δηλαδή νέος. Όλες οι γεωλογικές εποχές της Καινοζωικής περιόδου έχουν την κατάληξη ”-καινος”. 2 Το International Geosphere-Biosphere Programme [IGBP] είναι ένα ερευνητικό πρόγραμμα που μελετά την παγκόσμια κλιματική αλλαγή. Συστάθηκε το 1986 από το International Council of Scientific Unions, και έκτοτε απασχολείται με το σύνολο των αλλαγών του πλανητικού συστήματος, και κυρίως τις ανθρωπογενείς.

[πηγή wikipedia]

ΤΟ ΒΗΜΑ, Χάραξε η αυγή μιας νέας [γεωλογικής] εποχής, δημοσίευση: 07/04/2010 4 Γεώργιος Αλεξιάς, Κοινωνιολογία του Σώματος [σελ. 129] 5 Jane Ogden, Psychosocial Theory and the creation of the Risky Self [σελ. 412-413] 6 ΕΥΑ ΝΤΟΜΑΝΣΚΑ*, Ξεπερνώντας τον ανθρωποκεντρισμό στις ιστορικές σπουδές, μτφ: Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, δημοσίευση: 31/10/2008 * Η Εύα Ντομάνσκα είναι καθηγήτρια της Θεωρίας της Ιστορίας και της Ιστορίας της ιστοριογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Adam Mickiewicz, στο Πόζναν της Πολωνίας 3

40



Β’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΩΝ, ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Η φυσική ιστορία [historia naturalis] αφορά τη συστηματική έρευνα φυτικών και ζωικών οργανισμών, περισσότερο με μεθόδους παρατήρησης και όχι πειράματος. Στην αρχαιότητα ο όρος αφορούσε τομείς όπως η αστρονομία, η γεωγραφία, ο άνθρωπος, η τεχνολογία, η επιστήμη, οι προκαταλήψεις και, τέλος, η χλωρίδα και η πανίδα. Μέχρι και τον 19ο αιώνα η γνώση διακρίνεται σε δύο κύριες κατευθύνσεις, τις ανθρωπολογικές [humanities] και τις σπουδές της φύσης. Οι τελευταίες πέρα από τη φυσική ιστορία περιελάμβαναν και τη φυσική φιλοσοφία. Σήμερα η φυσική φιλοσοφία αφορά τη σύγχρονη φυσική και τη χημεία, ενώ η φυσική ιστορία τη βιολογία και τη γεωλογία. Πολύ πριν τα αντίστοιχα μουσεία, στην Ευρώπη της Αναγέννησης, οι συλλογές της φυσικής ιστορίας [Cabinets of curiosities/ Cabinet de curiosités, Wunderkammer] περιείχαν αντικείμενα των οποίων οι όροι ταξινόμησης δεν είχαν ακόμα προσδιοριστεί. Παρόλα αυτά αποτελούσαν μία εικόνα, έναν μικρόκοσμο της πληθώρας των στοιχείων του οικοσυστήματος με την ευρεία έννοια. Ο όρος ”cabinet” αρχικά χρησιμοποιήθηκε για την περιγραφή ενός χώρου [δωματίου] και αργότερα για το ίδιο το έπιπλο της συλλογής. Οι χώροι αυτοί άνηκαν κυρίως σε αριστοκράτες που ξεναγούσαν τους φιλοξενούμενούς τους στις διάφορες συλλογές τους. Τα ευρήματα που φιλοξενούσαν ήταν από βιβλία [βοτανολόγια κλπ.] μέχρι ταριχευμένα ζώα και συνήθως χρησιμοποιούταν κάθε είδους επιφάνεια του δωματίου για την χωροθέτησή τους. Έτσι συνιστούσαν μία άλλη μορφή εγκυκλοπαίδειας, κατέχοντας συχνά αρκετά ετερόκλιτα ευρήματα. Στην πορεία οι συλλογές αυτές εξελίσσονται σε κτιριακά συγκροτήματα, σχηματίζοντας τα πρώτα μουσεία. Σε αυτές τις συλλογές ξεκινά σταδιακά και η εφεύρεση νέων μεθόδων ταξινόμησης των ευρημάτων. Θα ξεκινήσουμε όμως με μία ταξινόμηση που αναφέρεται στη λογοτεχνία. Ο Borges στο Βιβλίο των Φανταστικών Όντων θα παρουσιάσει μία ιδιόρρυθμη ταξινόμηση, ξεκινώντας με ”μία κινέζικη παροιμία”, κατά την οποία ”τα ζώα διαιρούνται σε: 1. όσα ανήκουν στον Αυτοκράτορα, 2. στα ταριχευμένα, 3. στα εξημερωμένα, 4. στα χοιρίδια του γάλακτος, 5. στις σειρήνες, 6. στα μυθικά, 7. στους ελεύθερους σκύλους, 8. σε όσα περιλαμβάνονται στην παρούσα ταξινόμηση, 9. σε όσα παραδέρνουν σαν παλαβά, 10. στα αναρίθμητα, 11. στα σχεδιασμένα με πολύ λεπτό χρωστήρα από τρίχωμα καμήλας κλπ, 12. σε όσα μόλις έσπασαν το κανάτι, 13. σε όσα από μακριά μοιάζουν με μυίγες”. Πάνω σε αυτό το απόσπασμα ο Φουκώ στο έργο του [Michel Foucault, The order

Η ΦΥΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

of things, An Archaeology of the Human Sciences] θα σχολιάσει: ”Μέσα από την έκπληξη από τούτη την ταξινόμιση, αυτό που αγγίζουμε με ένα άλμα, αυτό που, προς όφελος του μύθου, μας φανερώνεται ως εξωτικό θέλγητρο μίας άλλης σκέψης, είναι το όριο της δικής μας: η γυμνή αδυναμία μας να σκεφτούμε αυτό το πράγμα.” Μέχρι και τον 18ο αιώνα δεν υπήρχε η βιολογία, επομένως δεν υπήρχε και η ανάγκη της ταξινόμησης. Τότε η φυσική ιστορία όριζε μόνο την ύπαρξη των έμβιων όντων. Αργότερα ξεκινάνε οι πρώτες προσεγγίσεις για τον καθορισμό των σταδίων της ταξινόμησης. ”Το να γράψουμε την ιστορία ενός φυτού ή ενός ζώου σήμαινε να πούμε ποια είναι τα στοιχεία του ή τα όργανά του, ποιες είναι οι ομοιότητες που το χαρακτηρίζουν, οι ιδιότητες που του αποδίδονται, οι μύθοι και οι ιστορίες με τις οποίες είναι αναμειγμένο, οι σηματολογίες στις οποίες εικονίζεται, τα φάρμακα που κατασκευάζονται με την ουσία του, τα τρόφιμα που παρέχει, οι πληροφορίες των αρχαίων γι’ αυτό και τα πιθανά λεγόμενα των ταξιδευτών. Ο προφανής για μας χωρισμός ανάμεσα σε εκείνο που βλέπουμε, σε εκείνο που οι άλλοι παρατήρησαν και μετέδωσαν, και εν τέλει σε κείνο που οι άλλοι φαντάζονται ή πρεσβεύουν αφελώς, ο φαινομενικά τόσο απλός και τόσο άμεσος τριχασμός της Παρατήρησης, της Μαρτυρίας και του Μύθου δεν υπήρχε. […] Τα σημεία τότε αποτελούσαν μέρος των πραγμάτων, ενώ κατά τον δέκατο έβδομο αιώνα γίνονται τρόποι της παράστασης.” [ΣΕΛ. 190] Στην κλασική εποχή, για τη συγκρότηση ενός πιο αξιόπιστου συστήματος ταξινόμησης, εμφανίζεται η αναγκαιότητα ενός συγκεκριμένου λεξιλογίου, μίας ορολογίας. Η ορολογία αυτή όφειλε να είναι κατανοητή και ξεκάθαρη. Αντίστοιχα, ’χώρος έκθεσης’ γίνεται ένα ορθογώνιο στο οποίο οι οργανισμοί παρουσιάζονται ομαδοποιημένοι σύμφωνα με τα κοινά τους χαρακτηριστικά, φέροντας μόνο το όνομά τους ως διακριτικό στοιχείο και δήλωση. Επομένως έχουμε ένα πρώτο σύστημα διάκρισης οργανισμών με βάση τέσσερις μεταβλητές: τη μορφή, το μέγεθος, την ποσότητα και το είδος της κατανομής τους στο χώρο.

42



Β’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΩΝ, ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ Σελ 200: «Για το αντικείμενο που βλέπουμε η περιγραφή είναι ότι είναι η πρόταση για την παράσταση που εκφράζει: η τοποθέτησή του σε μία σειρά, στοιχείο μετά από στοιχείο. […] Η φυσική ιστορία είναι μία επιστήμη, δηλαδή μία γλώσσα, αλλά θεμελιωμένη και καλοφτιαγμένη.» Το αντικείμενο της φυσικής ιστορίας συνίσταται στον ορατό τεμαχισμό των οργάνων των όντων. Ενδιαφέρει δηλαδή πρώτα η διάκριση από την εξωτερική εμφάνιση των οργανισμών. ”Είναι πατούσες και οπλές, άνθη και καρποί, προτού να είναι αναπνοή ή εσωτερικά υγρά. Η φυσική ιστορία διατρέχει ένα χώρο ορατών, ταυτόχρονων, συμπαρομαρτουσών μεταβολών χωρίς εσωτερική σχέση υποταγής ή οργάνωσης.” [ΣΕΛ. 201] Αργότερα, γίνεται το πρώτο βήμα προς το εσωτερικό των οργανισμών. Την αρχή κάνει ο Cuvier, προσδιορίζοντας τα είδη μέσω ενός παιχνιδιού διαφορών, που βασίζονται στις μεγάλες οργανικές ενότητες στο εσωτερικό των συστημάτων των οργανισμών [σκελετός, αναπνοή, κυκλοφορία]: ”τα ασπόνδυλα δε θα οριστούν μόνο με βάση την απουσία σπονδύλων, αλλά με βάση έναν ορισμένο τρόπο αναπνοής, την ύπαρξη ενός τύπου κυκλοφορίας και μιαν ολόκληρη οργανική συνοχή, που σχηματίζει μιαν θετική ενότητα. Οι εσωτερικοί νόμοι του οργανισμού θα γίνουν αντικείμενο των επιστημών της φύσης στη θέση των διαφοροποιητικών χαρακτήρων.” [ΣΕΛ 212]. Έπειτα, με την εξέλιξη των εφευρέσεων και αργότερα των τεχνολογικών μέσων, η διαδικασία εισχώρησης στο εσωτερικό των οργανισμών και η καλύτερη ταξινόμησή τους γίνεται εφικτή. Δε θα αναλύσουμε επιμέρους συστήματα ταξινόμησης, ωστόσο το παράδειγμα της ταξινομίας του Λινναίου [Αναπτύχθηκε από τον βοτανολόγο Κάρολο Λινναίο τον 18ο αιώνα και ταξινομεί τους ζωντανούς οργανισμούς ιεραρχικά ξεκινώντας από τα βασίλεια] αποτελεί μία από τις γνωστότερες αναφορές. Σύμφωνα με αυτήν την ταξινόνηση ο άνθρωπος ανήκει στο βασίλειο των ζώων [ετερότροφοι οργανισμοί], στη συνομοταξία των χορδωτών [οργανισμοί που φέρουν νωτιαία χορδή], στην υποσυνομοταξία των σπονδυλωτά [όσοι οργανισμοί έχουν σπονδυλική στήλη], στην ομοταξία των θηλαστικών [τα σπονδυλωτά, τα θηλυκά των οποίων θηλάζουν τα νεογνά τους], στην υφομοταξία των θηρίων [τα θηλαστικά που τρέφουν τα μικρά τους δια μέσου του πλακούντα], στην τάξη των πρωτεύοντων [θηλαστικά με πέντε δάχτυλα, τρισδιάστατη όραση, και μεγάλο εγκέφαλο], στην οικογένεια των ανθρωποειδών [τα ανθρωποειδή του παρόντος και του παρελθόντος], στο γένος Homo [δίποδα πρωτεύοντα; ’άνθρωπος’], στο είδος Homo sapiens [ανθρώπινο γένος; ’άνθρωπος ο σοφός’] και στο υποείδος Homo sapiens sapiens.

Η ΦΥΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟ ΠΑΡΆΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ MARK DION: Συλλογή και ταξινόμηση του περιβάλλοντος Σε τρία έργα-δράσεις του καλλιτέχνη [A Meter Of Jungle, History Trash Dig, Tate Thames Dig] είτε αφαιρεί τμήμα του εδάφους μίας περιοχής, είτε συλλέγει μέσα από ανασκαφικές διαδικασίες αντικείμενα και οργανισμούς που βρίσκει σε αυτό. Σε κάθε περίπτωση τα ευρήματα αυτά διαχωρίζονται, ταξινομούνται και εκτίθενται, ενώ στην περίπτωση της Ανασκαφής του Τάμεση δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στη διαδικασία της συλλογής [έκθεση φωτογραφιών της διαδικασίας, της στολής του καλλιτέχνη και των εργαλείων του, χαρτών της περιοχής]. Μέσω των έργων αυτών, πέρα από μία νέα οπτική στο θέμα της Φυσικής Ιστορίας, ασκείται μία κριτική στα εργαλεία των διαφόρων ειδικοτήτων [ιστορικοί, ανθρωπολόγοι, αρχαιολόγοι, επιμελητές εκθέσεων] και στον τρόπο ταξινόμησης της γνώσης μέσω αυτών. Στην έκθεση της Ανασκαφής του Τάμεση, ο Dion επέλεξε τα ευρήματά του να εκτεθούν σε έπιπλα που θύμιζαν τα ”ερμάρια της περιέργειας [Wunderkammern]” 1 εκείνα δηλαδή που χρησιμοποιούνταν κατά παράδοση σε συλλογές της Φυσικής Ιστορίας. ”Η σύνδεση με τα Wunderkammern, τα μουσεία φυσικής ιστορίας, ή τα εθνολογικά μουσεία δεν είναι τυχαία και αναφέρεται ακριβώς στην ιστορική τους ιδιότητα ως δοχείων πολιτισμικών προϊόντων που προέρχονταν από μία αποικιοκρατική πρακτική που σταχυολογούσε την κουλτούρα του Άλλου παρουσιάζοντάς την ως ‘εξωτική’. Ο Άλλος στην περίπτωση του έργου του Dion είναι το περιβάλλον, έτσι όπως έχει διαταραχθεί από την ανθρώπινη δραστηριότητα.” 1

1

Αγγελική Αυγητίδου / Ιορδάνης Στυλίδης, Μεταφορά Αναμνήσεων

44




Β’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΩΝ, ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ Η LAND ART Η γεωτέχνη [Land Art/ Earth Art] καθώς και η περιβαλλοντική τέχνη [Environmental Art] εμφανίστηκαν σε αντιδιαστολή του συνήθη τύπου [τυπολογία, είδος] της αναπαράστασης του τοπίου. Στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα στην Αμερική και την Ευρώπη οι καλλιτέχνες σταμάτησαν να αναπαριστούν κατά κύριο λόγο το ίδιο το τοπίο και ξεκίνησαν να συνθέτουν μία δική τους παρέμβαση σ’ αυτό. Το ίδιο χρονικό διάστημα πραγματοποιείται η πρώτη ακτιβιστική διαμαρτυρία της Greenpeace [1971]. Η Land Art όμως, δεν εμπλέκεται με το τοπίο υπό αυτούς τους όρους, αλλά διατηρεί μία απόσταση στην παρακολούθηση της έκτασης της οικολογικής καταστροφής. Συμπτωματικά, εκείνη είναι και η δεκαετία κατά την οποία εμφανίζεται η τάση φυγής των καλλιτεχνών από τις γκαλερί, οι οποίες υπάγονται σε ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Αντί αυτού, απορροφώνται είτε σε περιοχές με προβιομηχανικά ίχνη, είτε σε ερήμους και βουνά μακριά από τις ανθρώπινες επεμβάσεις. Στη φύση. Ανάλογη είναι και η στροφή στη χρήση των υλικών. Προτιμώνται τα φυσικά υλικά [χώμα, χιόνι, νερό, πέτρα], αλλά και οι ίδιες οι διαδικασίες της φύσης αντιμετωπίζονται ως πρώτη ύλη του έργου [επί παραδείγματι η καταιγίδα στο έργο του Walter de Maria, The Lightning Field, 1977]. Ο χώρος του έργου τέχνης δεν είναι πια ο λευκός κύβος [white cube], αλλά το φυσικό περιβάλλον. Πρόκειται για έναν επαναστοχασμό πάνω στην ίδια την παραγωγή του έργου τέχνης, απορρίπτοντας τη θεώρησή του ως προϊόντος, δίνοντας έμφαση στον τρόπο με τον οποίο ο τόπος και ο χρόνος επιδρούν στο ίδιο το έργο. Συγκεκριμένα ο κάθε τόπος, με τις ιδιαιτερότητές του όριζε ένα νέο χαρακτήρα στα έργα [site specific]. Ο Robert Smithson, σημαντικός καλλιτέχνης της land art, καταγράφει τα χαρακτηριστικά αυτού που αποκαλεί διαλεκτικό τοπίο: υποστηρίζει πως κάθε τοπίο είναι μία κατασκευασμένη από τον πολιτισμό μας οντότητα, καθώς ήδη έχει περιγραφεί μέσα από χάρτες, φωτογραφίες και σχέδια. Αυτές οι αναπαραστάσεις αποτέλεσαν για τον ίδιο το αρχικό υλικό. Όμως οι βασικοί του προβληματισμοί αφορούν την ίδια την τοποθεσία [site]. Το τοπίο ταυτόχρονα χαρακτηρίζεται από γεωγραφικές, ιστορικές και κοινωνικές παραμέτρους. Το έργο του, Spiral Jetty [1970], τοποθετημένο στη βορειοανατολική όχθη της Great Salt Lake στη Utah, στηρίζεται στην επίδραση του τοπίου πάνω στο γλυπτό, ενσωματώνοντας στα υλικά του τους κρυστάλλους αλατιού που αποθέτει σε αυτό η λίμνη [ο χρόνος και το τοπίο επιδρούν στο έργο]. Αντίθετος σε αυτή τη προσέγγιση, ο Michael Heizer δηλώνει πως δεν ενδιαφέρεται για το τοπίο.

Η LAND ART Διεργασίες [Spacial practices]: negation [κοψίματα, τρύπες, αφαιρέσεις], διάρκεια [ο χώρος ως παράγοντας του χρόνου], φθορά [αποσύνθεση οργανικών και μη υλικών], αντικατάσταση [μεταφορά υλικών από ένα πλαίσιο σε ένα άλλο], διασπορά [μοτίβα που δημιουργούνται από τη βαρύτητα], ανάπτυξη [σπορά, καλλιέργεια], σήμανση [τυχαία μοτίβα σε επιφάνειες], μεταφορά ενέργειας [αποσύνθεση, αποστείρωση]. Κάποιοι καλλιτέχνες μετακίνησαν τμήματα γης δημιουργώντας έργα μεγάλης κλίμακας [αναμέτρηση με τη φύση – όχι μόνο λόγω του μεγέθους τους, αλλά και μέσω της εκτέλεσής τους (μυϊκή ή μηχανική δύναμη)], ενώ άλλοι επέλεξαν πιο ήπιες επεμβάσεις. Αν και κατά βάση αυτή η τάση αφορά την γλυπτική [εδώ η γλυπτική αφορά όλα τα έργα τριών διαστάσεων], υπήρξαν τόσο επιτελέσεις [performance] όσο και εννοιολογικές προσεγγίσεις [conceptualism]. Η performance αφορά περισσότερο τον προσανατολισμό προς τη διαδικασία, την τοποθεσία και την προσωρινότητα. Το θέμα συχνά εμπεριέχει την επίδραση του χρόνου και των φυσικών δυνάμεων σε αντικείμενα ή δράσεις. Τα φυσικά τοπία που οι καλλιτέχνες επιλέγουν για το έργο τους κατά κανόνα δεν έχουν σχέση με το ρομαντικό, νοσταλγικό τοπίο ή με το μεγαλοπρεπές τοπίο. Τέτοια τοπία σηματοδότησαν στο παρελθόν αφηγήσεις της τέχνης για τη φύση. ”Η μεταβιομηχανική λίμνη της Utah για τον Smithson και η έρημος για τον De Maria επιλέχθηκαν με κριτήρια κυρίως κλίμακας – ‘το μέγεθος καθορίζει το αντικείμενο, αλλά η κλίμακα καθορίζει την τέχνη’ θα δηλώσει ο Smithson χαρακτηριστικά.” 1 Καθότι τα έργα τοποθετούνταν σε δυσπρόσιτα και μακρινά σημεία, αποτυπώνονται κατά κύριο λόγο σε φωτογραφίες, αναλυτικούς χάρτες και κείμενο. Η έκθεση των στοιχείων αυτών πραγματοποιούταν τελικά σε κάποια γκαλερί, με αποτέλεσμα η land art να εγκλωβίζεται εκ νέου στο κατεστημένο εικαστικό σύστημα. Όπως ο Smithson, αρκετοί καλλιτέχνες σταμάτησαν να διαθέτουν τα έργα τους με τη μορφή φωτογραφιών, καθώς οι συλλέκτες θεωρούσαν τις αναπαραστάσεις αυτές ως έργα τέχνης. Ο Smithson μαζί με άλλους καλλιτέχνες, το 1968 στην έκθεση “Earthworks” [βιβλίο επιστημονικής φαντασίας του Brian W. Aldiss που περιγράφει ένα μέλλον στο οποίο ακόμα και το έδαφος έχει μετατραπεί σε πολύτιμο αγαθό] με έργα που δε μπορούν να αποσπαστούν και να πωληθούν, κρίνουν την περιβαλλοντική κατάσταση της Αμερικής και το μέλλον της. Οι πρώτοι καλλιτέχνες που δουλεύουν στην ύπαιθρο – Robert Smithson, Michael Heizer, Robert Morris, Dennis Oppenheim, Walter De Maria – είναι πολύ επηρεασμένοι από τη συγκεκριμένη κοινωνική και πολιτιστική συνθήκη.

47



Β’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΩΝ, ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ 1955: ο Herbert Bayer κατασκευάζει το Earth Mound στο Aspen, Colorado. 1961: ο De Maria προτείνει τη χρήση έργων τέχνης για την ενεργοποίηση κενών αστικών χώρων. 1965: Ο Carl Andre θέτει το ερώτημα της κατακόρυφης παρέμβασης σε αντίθεση με την οριζοντιότητα του τοπίου. 1966: ο Morris και ο Smithson δημιουργούν έργα που περιλαμβάνουν ”earthwork”. 1967: ο Heizer ξεκινά τα έργα του στη έρημο της Νεβάδα. 1967: ο Oppenhaim ολοκληρώνει το έργο του Oakland Cut. 1968: Μαζί με τον De Maria ολοκληρώνουν το έργο Mile Long Drawing στην έρημο Mojave της Καλιφόρνια. Επίσης ο Heizer, ολοκληρώνοντας το έργο Nine Nevada Depressions, ακολουθείται από το ζευγάρι Smithson και Nancy Holt. Μαζί με τους αμερικάνους κινούνται και καλλιτέχνες όπως ο Richard Long από την Αγγλία, ο Jan Dibbets από την Ολλανδία και οι γερμανοί Guenther Uecker και Hans Haacke. Όλοι αυτοί συμμετέχουν στην έκθεση ‘Earth Art’ το 1969 [Andrew Dickson White Museum, New York, curator: Willoughby Sharp] Στο ‘κίνημα’ αυτό εμπλέκονται και πολλές γυναίκες κάτι που στηρίζεται στον αυξανόμενο φεμινισμό. Η performance1 μέσω καλλιτεχνών όπως η Ana Medieta, η Mierle Laderman Ukeles και ο Joseph Beuys αποβάλλει τις ναρκισσιστικές τάσεις της και αποκτά μία νέα ταυτότητα. Ο Arno Rafael Minkkinen είναι ένα παράδειγμα Φινλανδού καλλιτέχνη που πειραματίζεται με μία σειρά αυτοπορτραίτων στο φυσικό τοπίο. Το περιβάλλον της φωτογράφισης είναι συνήθως απαλλαγμένο από ανθρώπινα στοιχεία και επεμβάσεις, προσεγγίζοντας το αρχέγονο, άχρονο τοπίο [μνήμες από τη καταγωγή του]. Ο ίδιος φωτογραφίζεται γυμνός [φυσικά γυμνός, αλλά και αποφορτισμένος από τα σημεία του πολιτισμού – πρωτόγονος άνθρωπος], σε μία σειρά επιτελέσεων στη φύση, με σκοπό την ένωσή της με το ανθρώπινο σώμα. Το έργο του μοιάζει με ένα παιχνίδι δυνατοτήτων μεταξύ φύσης και σώματος, μία τάση εξαφάνισης του ανθρώπου στο τοπίο μέσω μίας αντιπαράθεσης αφύσικων και επώδυνων στάσεων του σώματος. Σε αυτή τη περίπτωση το ίδιο το σώμα γίνεται η νέα πλαστική ύλη του δημιουργού. Η Ana Medieta, επίσης επιστρέφοντας σε παραστάσεις της παιδικής της ηλικίας [κουβανική καταγωγή], αγγίζει τους τομείς της performance, land art και body art, με δύο σειρές έργων υπό τους τίτλους Siluetas και Fetish [δεκαετία 70]. Στα πρώτα έργα η επιτέλεση συμβαίνει μέσω της κάλυψης [εν είδη ένδυσης] του σώματός της με φυσικά υλικά [χώμα, χόρτα κλπ], ενσωματώνοντας το σώμα της στο τοπίο, ενώ σε

Η LAND ART άλλα δημιουργεί ένα αντίγραφο του σώματός της και το καίει. Στη δεύτερη σειρά έργων αντικαθιστά το σώμα της με ένα ομοίωμά του φτιαγμένο από φυσικά υλικά. Ο τρόπος που συμβαίνει η ενσωμάτωση του σώματός της στο τοπίο υποδηλώνει μία τάση εξαφάνισης [καμουφλάζ, αλλά και ίχνος του σώματος στο τοπίο]. Το θέμα του ίχνους της παρουσίας εντοπίζεται και στο έργο του Richard Long, άγγλου καλλιτέχνη της Land Art, ο οποίος ασχολείται με το ίχνος της δραστηριότητάς του [περπάτημα κ.α.] στο τοπίο. Τα φυσικά υλικά που συναντά στις μεγάλες αποστάσεις που διανύει γίνονται το υπόβαθρο για μία σειρά μινιμαλιστικών έργων όπως το A Line Made by Walking [1967], όπου φωτογραφίζει τη γραμμή από πατημένα χόρτα που σχημάτισαν τα βήματά του. Το έργο του βασίζεται στη συστηματικότητα και την επανάληψη της διαδικασίας της πεζοπορίας. Τα τοπία, όπως και στον Minkkinen χαρακτηρίζονται από μία αχρονικότητα, είναι τοπία που δεν έχουν επηρεαστεί ιδιαίτερα από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Μέσα από τους τίτλους των έργων του ή τα κείμενά του επιχειρεί μία αντιδιαστολή των τοπίων αυτών με επιστημονικά τεκμηριωμένους όρους όπως διαστάσεις, μετρήσεις και χαρτογραφικά χαρακτηριστικά δηλώνοντας την απομάκρυνση του ανθρώπου από το αρχέγονο.

1 Το επιτελεστικό [performative]: ”ο όρος προέρχεται από το συνηθισμένο ρήμα ‘επιτελώ’ [perform] και το ουσιαστικό δράση [action]: υποδεικνύει ότι η διατύπωση της εκφοράς είναι η επιτέλεση μίας πράξης”. 2 Αγγελική Αυγητίδου / Ιορδάνης Στυλίδης, Μεταφορά Αναμνήσεων, cannot not design publications, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 23

49



Β’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΩΝ, ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟ MINOR Υπάρχει ένας μύθος, μία πειθαρχία, με βάση την οποία κατηγοριοποιούμε, ταξινομούμε τα τοπία, σύμφωνα με εμπειρίες που έχουμε από αντίστοιχα τοπία. Κάνουμε κατά μία έννοια μία αναγωγή σε ήδη καταγεγραμμένες πληροφορίες από την παιδική μας ηλικία. Όμως, κάποια τοπία παραμένουν ανεξερεύνητα, όχι με την έννοια ότι χρήζουν ανακάλυψης και καταγραφής [όπως τα χρόνια των μεγάλων εξερευνητικών αποστολών], αλλά, τα στοιχεία που τα συνθέτουν δε μπορούν να ταυτοποιηθούν με βάση τις εμπειρίες μας. Δε μας είναι γνωστά, μας είναι ξένα, χωρίς εδώ το ξένος να έχει να κάνει με το εξωτικός1, το οποίο ισχύει για τοπία που τα γνωρίζουμε ίσως μέσα από αναπαραστάσεις, και είναι απλά πολύ διαφορετικά από αυτά που έχουμε συνηθίσει. Το επίθετο ξένος αναφέρεται στην αδυναμία αναγωγής του τοπίου σε ένα γνώριμο τόπο, έστω και αναπαραστατικά. Μαζί με το επίθετο ξένος ακολουθεί το ξενόφερτος, έπηλυς2, ή και απόκοσμος, που δίνουν σε ένα τοπίο τα χαρακτηριτικά όχι του απολίτιστου ή του άγριου, αλλά του αινιγματικού, μακρινού και παράξενου, του αλλοτινού τοπίου, που μοιάζει να προέρχεται από άλλο κόσμο. Αυτή η καταχώρηση για έναν τόπο, με τη σημερινή αξιολόγηση των τοπίων, για ένα παραθαλάσσιο τόπο σαν αυτόν που μελετάμε τον καθιστά αυτόματα ελάσσονος3 σημασίας [μικρή επισκεψιμότητα ακόμα και τους θερινούς μήνες, έλλειψη βασικών υποδομών κατοίκησης και συνεπώς τουριστικής ανάπτυξης, έλλειψη δημοσιότητας, παρά τη μεγάλη του σημασία ως υγροτόπου και σε σύγκριση πάντα με την ευρύτερη περιοχή, δηλαδή τις άλλες λιμνοθάλασσες και το παραλιακό τους μέτωπο]. Το ελάσσων στο τοπίο θα μπορούσαμε ίσως να υποστηρίξουμε ότι εξέχει του μείζονος4, του καταγεγραμμένου ως συνηθισμένο, γνωστό, όμορφο, σημαντικό [must-see] τοπίο. Ξεφεύγει δηλαδή από την θεώρηση του τοπίου ως μία φόρμα, από την αξιολόγησή του με βάση τα χρώματά του, τους σχηματισμούς του και τις παροχές του. Το ελάσσων τοπίο ξεπερνάει τη φόρμα και επικεντρώνει στην εμπειρία του χώρου, που είναι διαφορετική, λόγω αυτής της ανυπαρξίας εγγραφών πάνω σε αυτό. Δε σχετίζεται με την άνεση, την καταγωγή ή την τελειότητα, αλλά ρέπει προς την έλλειψη και την εμμένεια5, αποτελώντας το εύφορο έδαφος για μία νέα αντιμετώπιση του τόπου. Κατά την επίσκεψη σε ένα τέτοιο μέρος, συγκεκριμένα για το δικό μας πεδίο έρευνας [υπενθυμίζουμε ότι λόγω υγροτόπου, καλλιέργειας και αρχαιολογικού χώρου θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μείζονος σημασίας], παρατηρείται η απουσία των αναφορών του. Ο υγρότοπος δε δηλώνεται κάπως [στη

ΤΟ MINOR στενή περιοχή μελέτης μας, στην ευρύτερη υπάρχουν κάποιες πινακίδες και ενημερωτικό υλικό], η καλλιέργεια δε παρουσιάζει έντονους ρυθμούς ανάπτυξης και ο αρχαιολογικός χώρος περιορίζεται σε μία περιφραγμένη έκταση και μία πινακίδα, χωρίς να είναι δυνατή η θέαση ή η επίσκεψη τμημάτων του. Είναι ένας τόπος που ‘θα έπρεπε’ να δείχνει σημαντικός, αλλά η εντύπωση του επισκέπτη είναι ότι ο άνθρωπος ξέχασε να τον επεξεργαστεί, για να τον αναδείξει, αφήνοντάς τον σε ένα ιδιαίτερο μεταιχμιακό πεδίο μεταξύ αφάνειας και σημασίας, ένας ακόμα παράδεισος που ξέπεσε. Αυτό καθιστά το μέρος αυτό ένα νέο πεδίο πειραματισμού, μία άλλη ‘φυσική πηγή ενέργειας’. [Όπως κατά τους Deleuze και Guatarri, οι έννοιες ‘minor’ και ‘minority’ εντοπίζονται στο κατώτατο μέρος των κυρίαρχων δομών, παρατηρείται ότι διατηρούν ένα μεγάλο, εν δυνάμει, σύνολο ικανοτήτων (δυναμικό)]. Το αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο του τοπίου του Κούρσουμλου ελαχιστοποιείται στα πρωτόγονα [της δικής μας εποχής] μέσα και υλικά. Εκφράζει την από[υλικο]ποίηση του κατασκευασμένου κόσμου μας, οι κατασκευές απομορφοποιούνται και αποσυντίθενται. Υπάρχει περισσότερη απουσία παρά ουσία, καθώς σε αυτή την έκταση, αν και μικρό, το ίχνος του ανθρώπου είναι χαρακτηριστικό. Ακόμα και οι γνώριμες σε εμάς περιοχές μετατρέπονται σε ιδιαίτερες, αλλότροπες και, όπως αναφέραμε παραπάνω, ξένες. Οι τρεις διαστάσεις του χώρου, υπό αυτές τις συνθήκες τείνουν να γίνουν μία, συνοψίζονται σε μία γραμμή. Σε αυτή τη μία γραμμή εισάγουμε νέες χωρικές στρατηγικές και εργαλεία: ο ρόλος του επισκέπτη ως δράστη. Ο καταστροφικός μάστορας, ο χάκερ του τοπίου, επεμβαίνει στους κώδικές του και τους μετατρέπει, πιθανά κάπως βίαια. ‘ο δράστης του εγκλήματος κατά της φύσης’. Μέσα από τη δική μας θεώρηση αυτού του τόπου, αλλά κυρίως την ενασχόληση και τη σημασία που του δίνουμε επιλέγοντάς τον [για αυτά τα minor χαρακτηριστικά του] και δρώντας σε αυτόν, μεταπηδά από minor σε major. Ή καλύτερα, το minor αντιστοιχεί στο δικό μας major. Η ανάγνωση που κάναμε σε αυτόν τον τόπο μας αποκάλυψε στοιχεία του ‘Υπέροχου [Υψηλού] που το διακρίνουν από το ‘ωραίο’ ή το αδιάφορο τοπίο. Το ωραίο αφορά τη μορφή, το σχήμα. Αυτό του διαμορφώνει τα όριά του, τον χωρικό περιορισμό του, ενώ το υψηλό [αντικείμενο] το αντιλαμβανόμαστε ως απεριόριστο, δεν έχει σχήμα. Τα αντικείμενα που συσχετίζουμε με την έννοια του υψηλού, διεγείρουν το αίσθημα του δέους [θαυμασμός και φόβος μαζί]. Αντίθετα με το ωραίο που μας ανακουφίζει, ”το υπέροχο [υψηλό] ταράζει. Το πρόσωπο αυτού που διαπερνιέται από το αίσθημα του υπέροχου αποπνέει την αυστηρότητα και συχνά, την έκπληξη, το ζωηρό αίσθημα του ωραίου

51


Β’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΩΝ, ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ αναγγέλλεται από το φωτεινό βλέμμα, το χαμόγελο και συχνά από τη θορυβώδη ευθυμία” 6. Η αντιληπτική δυνατότητα της φαντασίας είναι περιορισμένη. Μία παράσταση δηλαδή, είναι πιθανό να μη μπορεί να γίνει αντιληπτή, ολόκληρη, από τη φαντασία. Επομένως το μέγεθος της παράστασης, του αντικείμενου, ορισμένες φορές ωθεί τη φαντασία στα όριά της, στο άπειρο. ”Το αίσθημα του Υπέροχου [Υψηλού] συνεπάγεται το βίωμα του μη πεπερασμένου. Αυτό που προκαλεί το αίσθημα αυτό είναι η αγριότητα, το χάος, η αταξία και η ερήμωση.” 7. Κατά τον Καντ, ”η φύση είναι υπέροχη σε εκείνα τα φαινόμενά της, των οποίων η εποπτεία παρέχει την Ιδέα της απειρότητάς τους”. Η Ιδέα αυτή πρέπει να αποδοθεί διαμέσω του Λόγου, ο οποίος όμως αδυνατεί να αποδώσει ολοκληρωμένα το όριο αυτό στο οποίο φτάνει η φαντασία. Η αντίληψη αυτής της ανεπάρκειας οδηγεί στο αίσθημα του Υπέροχου [Υψηλού]. Το Υπέροχο [Υψηλό] ηδονίζει την ανθρώπινη φύση με ”μια νοητική ικανότητα που υπερβαίνει κάθε μέτρο της αίσθησης”. Η ηδονή όμως αυτή εμπεριέχει μία οδύνη, που προκύπτει από την ανικανότητα της φαντασίας να μετατραπεί σε Λόγο και του Λόγου να εκφράσει τη φαντασία αντίστοιχα. Τελικά το Υπέροχο [Υψηλό] μας συγκινεί. Ξεφεύγει από κάθε περιοριστικό όρο και, αντίθετα με το ωραίο που υπακούει σε ένα σύστημα κανόνων, δημιουργεί την αίσθηση ότι δεν υπάγεται στην κανονικότητα της φύσης. Η καντιανή ανάλυση χωρίζει το Υψηλό σε μαθηματικό8 και δυναμικό9: Α] Η αισθητική κατανόηση του μαθηματικού Υψηλού δεν είναι η συνείδηση μίας απλώς μεγαλύτερης ενότητας, αλλά η έννοια του απόλυτου μεγαλείου, που δεν περιορίζεται από κανένα όριο. Έτσι, η σκέψη του μαθηματικού Υψηλού φανερώνει την άνευ ορίων πνευματική υπέρβαση των αισθήσεων. Είναι η άπειρη ολότητα, απέναντι στην οποία η πεπερασμένη ανθρώπινη ύπαρξη αισθάνεται δέος· παραπέμπει στη Νεοπλατωνική επίγνωση της αδυναμίας να συλληφθεί το Ηρακλείτειο Εν-Παν [«εν πάντα είναι»]. Β] Το δυναμικό Υψηλό εκφράζεται από τη φυσική δύναμη, χωρίς όμως να ασκεί εξουσία πάνω στους ανθρώπους. H συναίσθηση της ικανότητας αντίστασης που προκαλεί, οδηγεί στη συνείδηση της υπεροχής επί της φύσης και της ανεξαρτησίας έναντί της [8]. Η αρέσκεια λόγω της αντίστασης στο συμφέρον των αισθήσεων κρύβει την αδυναμία νόησης της φύσης ως αναπαράστασης των Ιδεών [9]. Η αίσθηση του δυναμικώς Υψηλού στη φύση, συνδυασμένο με την τέρψη και τον τρόμο, παραπέμπει στη νεοπλατωνική πτώση της ψυχής στην ύλη και την έκσταση της μυστικής ένωσης [mysterium tremendum – mysterium fascinosum] [9]. Αντίθετα,

ΤΟ MINOR με την εμμονή στο έντονο και ενθουσιώδες πάθος, που χαρακτήριζε την αρχαία έννοια του Υψηλού, εξίσου υψηλή θεωρείται από τον Kant η απάθεια, όταν στηρίζεται στην τήρηση ακλόνητων αρχών.

Η λέξη ”εξωτικός” στην κοινότυπη εκδοχή της σχετίζεται με τη φυγή υπονοεί τη γοητεία που μας ασκεί ένα ξένο μέρος, επειδή απλώς είναι καινούριο και διαφορετικό: επειδή έχει καμήλες, ενώ στον τόπο μας υπάρχουν άλογα επειδή βλέπουμε απέριττα κτίρια, ενώ στην πόλη μας έχουν στολίδια. Υπάρχει όμως και η πιθανότητα να αντλούμε απόλαυση από κάτι βαθύτερο: ίσως να θεωρούμε πολύτιμα αυτά τα ξένα στοιχεία όχι μόνο επειδή δεν τα έχουμε ξαναδεί, αλλά κι επειδή νιώθουμε ότι απηχούν τον εαυτό μας και τις πεποιθήσεις μας πιο πιστά από καθετί που μπορούμε να βρούμε στον τόπο μας. ΑΛΑΙΝ ΝΤΕ ΜΠΟΤΤΟΝ, Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ, σελ. 102 1

2 αρχαία λέξη επηλυς, -υδος < επί + ήλυ- [από έλυ-, λόγω τής συνθέσεως· πρβλ. προσ-ήλυ-τος] ομόρριζα: [προσ]έλευση, ελεύθερος = ξένος, μη γηγενής

3 ελάσσων ελάσσων έλασσον [eláson] Ε αρσ. και θηλ.: [λόγ.] μικρότερος, συνήθ. με ειδική σημασία σε όρους και εκφράσεις. ANT μείζων. 1α. που έχει μικρή σημασία ή απήχηση, που είναι λίγο ή λιγότερο γνωστός: Ελάσσονες ποιητές. Ελάσσονες ποιητικές φωνές. β. [λογ.] μικρότερος σε εννοιολογικό πλάτος: H ~ πρόταση / προκείμενη, η δεύτερη από τις δύο προκείμενες προτάσεις κατηγορικού συλλογισμού, αυτή που περιέχει και το υποκείμενο του συμπεράσματος. ~ όρος [κατηγορικού συλλογισμού], αυτός που αποτελεί το υποκείμενο του συμπεράσματος. 2. [μουσ.] για χαρακτηρισμό ενός από τους δύο βασικούς συνδυασμούς των μουσικών τόνων: ~ συγχορδία. ~ κλίμακα. ~ τρόπος. [λόγ.: α: αρχ. ελάσσων (χρησίμευε ως συγκρ. του μικρός, σύγκρ. ελάχιστος)· β: σημδ. γαλλ. mineure· γ: σημδ. ιταλ. minore]

4 μείζων -ων -ον [mízon] Ε [βλ. -ων -ων -ον] : [λόγ.] ANT ελάσσων. 1α. μεγαλύτερος, β. σημαντικότερος, γ. [λογ.] μεγαλύτερος σε εννοιολογικό πλάτος, 2. [μουσ.] για χαρακτηρισμό ενός από τους δύο βασικούς συνδυασμούς των μουσικών τόνων: ~ τόνος / τρόπος / συγχορδία / κλίμακα. Mείζον διάστημα. [λόγ.: 1α, β: αρχ. μείζων (συγκρ. του μέγας)· γ: σημδ. γαλλ. la majeure· 2: σημδ. ιταλ. maggiore] [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]

5

που παραμένει αυτός που είναι, χωρίς αλλαγές [για αφηρ. ουσιαστικά]

Im. Kant, Παρατηρήσεις πάνω στο αίσθημα του ωραίου και του υπέροχου http://www.netschoolbook.gr/solomos/kant.html 8 I. Kant, Kritic der Urteilskraft, § 25 -27 9 Στο ίδιο, § 28 - 29 6 7

52



Β’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΩΝ, ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ Η ΚΟΠΩΣΗ Η κόπωση είναι ένα φίλτρο που σε προκαλεί να επανεξετάσεις τα πάντα. Ένα ακόμα επίπεδο. Ένας από τους πολύ βασικούς άξονες παρατήρησης τόσο για μένα, όσο και για το Πλάσμα. Ένα κεφάλαιο που γραφόταν λεπτό προς λεπτό και περίμενε στωικά την κορύφωση. Την κόπωση την θαυμάζαμε. Προσμέναμε την έλευσή της. Και εθιζόμασταν κάθε μέρα λίγο περισσότερο. Εκείνη όξυνε τη διαπερατότητά1 μας. Κουραζόμασταν για πολύ καιρό και οι δυο ατομικά, σχεδόν κρυφά ο ένας απ’ τον άλλο. Κυρίως τον πρώτο καιρό της έρευνας και όχι τόσο επιτόπου, όσο νοητά. Την εξαντλητική, προσωπική κόπωση ο Χάντκε [Περί κοπώσεως, ΣΕΛ. 16] την ονομάζει ”διχοτόμο”. Αυτή η μορφή κόπωσης είναι βουβή σε ένα ζευγάρι, προκαλεί ανικανότητα και απροθυμία για ομιλία. Δρα πάντα συσσωρευτικά. Έρχεται μια κρίσιμη στιγμή, στην οποία η διχοτόμος κόπωση μπορεί είτε να χωρίσει είτε να επανενώσει οριστικά τα δυο μέρη. Σε εμάς σηματοδότησε την οριστική εξάρτησή μας από τη συμβίωση. Δεν επρόκειτο για μια ”γλυκιά και φυσιολογική κόπωση μεταξύ φίλων” [Περί κοπώσεως, ΣΕΛ. 16]. Εδώ μιλώ για κάτι κάπως επικίνδυνο. Είχαμε επίγνωση του ενδεχόμενου χωρισμού, αλλά καιγόμασταν από το πάθος να κατορθώσουμε την κοινοκτημοσύνη στην κόπωση. Έπρεπε να το περάσουμε. Να το προσπεράσουμε. Γράφει ο Χάντκε: ”Για ένα δευτερόλεπτο ο ένας δεν αποτελεί εικόνα για τον άλλο. Μπορούσαν να τελειώσουν όλα. Ταυτόχρονα, τελείωνες και εσύ – είσαι τόσο τιποτένιος όσο και ο άλλος. Τα αντικείμενα που υπήρχαν γύρω διαλύονταν και κατέληγαν άχρηστα” [Περί κοπώσεως, ΣΕΛ. 20]. Αυτό το δευτερόλεπτο για εμάς δεν ήταν μόνο ένα, συγκεκριμένο. Ήταν κάποια και σκορπίζουν στο χρόνο. Ήταν όλες εκείνες οι φορές που γύρισα να κοιτάξω τα μάτια του Πλάσματος και ήξερα μέσα μου πως σκεφτόμασταν το ίδιο πράγμα: να συνεχίσουμε βαθύτερα ή να σταματήσουμε εδώ, δίχως να μάθει ποτέ κανείς τίποτα. Το ήξερε κι εκείνο. Χωρίς ποτέ να ακούσει ο αέρας και η θάλασσα την παραπάνω πρόταση, όλες τις φορές αποφασίσαμε να συνεχίσουμε λίγο ακόμα. Εκείνες τις στιγμές, όντως ό,τι είναι ύλη, δεν απασχολούσε. Ήταν στιγμές επιλεκτικής όρασης. Τα μάτια μου μέσα στα μάτια του Πλάσματος - οι δυο μας, μικρά, αποκαμωμένα και ανήμπορα ξένα σώματα – ήταν όλο κι όλο το πλάνο. Ένιωθα τη γη να τραβιέται λίγο πιο πίσω. Δεν επιθυμούσε να πάρει θέση σε ένα ζήτημα τόσο προσωπικό. Δεν το ελέγχαμε. Γιατί θέλαμε πάρα πολύ να δικαιώσουμε τις καλές κοπώσεις, όπως και ο Χάντκε. Να βρεθούμε μέσα στην εικόνα, να καθίσουμε μέσα της – μαζί. Έτσι, η πραγματικά μεγαλειώδης κόπωση ήταν εκείνη που μαζί κατασκευάσαμε και καταφέραμε να μοιραστούμε. Μαγική, ερεθιστική, εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση.

Η ΚΟΠΩΣΗ Η ΚΟΠΩΣΗ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΟΥ [Μόνο στην ιδέα του Κούρσουμλου, στις σκέψεις περί των παρεμβάσεων στο τοπίο, στο θεωρητικό υπόβαθρο κουραζόμασταν. Άλλοτε γλυκά, μεθυστικά και άλλοτε ενοχλητικά. Αλλά πάντοτε φυσικά. Ακόμα και τις φορές που βρεθήκαμε εκεί, με σκοπό την επιτόπια έρευνα, κουραζόμασταν – αλλά δυστυχώς, αγγίζαμε μόνο το επίπεδο εκείνο της κόπωσης που αναλογεί σε μια απαιτητική εκδρομή. Ίσως λίγο παραπάνω. Αυτό δεν ήταν αρκετό. Η κούραση ωρίμαζε μέσα μας σιγά σιγά. Με τη βραδύτητα που της έπρεπε. Με εκείνη τη βραδύτητα, στην οποία έμπαιναν οι υπάρξεις μας, όταν βρισκόμασταν μέσα στο τοπίο με οποιονδήποτε τρόπο.] Το δεκαπενθήμερο ήταν η χρονική φάση, κατά την οποία η κόπωση άρχισε να αναβλύζει και έξω από εμάς, να διοχετεύεται ως μιας άλλης μορφής ενέργεια στα γύρω αντικείμενα και στα επιμέρους κομμάτια γης. Το δεκαπενθήμερο των ενεργειών. Τα δυο προσωπικά επίπεδα κόπωσης ενώθηκαν από την πρώτη μέρα. Καταλυτικό ρόλο στην ένωση κατείχε η σωματική της έκφανση. Τώρα βρισκόμασταν σε κίνηση υπερθετικού βαθμού. Η εκτέλεση της κίνησης βέβαια, ακόμα και της πιο στατικής, με το πέρασμα του χρόνου, γινόταν όλο και πιο επίπονη. Για το σωματικό της υπόθεσης, ο Χάντκε σημειώνει: ”Έχω εικόνες από κουρασμένους χειρωνάκτες, δεν έχω εικόνες από την κόπωση των εργατών που δουλεύουν μπροστά στα αυτοματοποιημένα μηχανήματα” [Περί κοπώσεως, ΣΕΛ. 28]. Το σύννεφο της κοινής, σωματικής κόπωσης μας έδενε κάθε μέρα, ώσπου να έρθει η επόμενη. Ξεκινούσαμε μόλις ανέβαινε ο ήλιος και σταματούσαμε, όταν αυτός χανόταν πέρα από τη γραμμή του ορίζοντα. Καθόμασταν τότε, υπό το φως της τελευταίας ακτίνας, κουβεντιάζοντας σιωπηλά, απολαμβάνοντας την κοινή μας κόπωση – ακόμα κι αν, κατά τη διάρκεια της ημέρας, δεν είχαμε προλάβει να την υπολογίσουμε. ”‘Ενωμένοι στα αλήθεια εκείνη τη στιγμή” [Περί κοπώσεως, ΣΕΛ. 27]. Ό,τι διαφωνία και να είχαμε με το Πλάσμα, εκείνη τη στιγμή έσβηνε. Η κοινοκτημοσύνη της κόπωσης μας μόνιαζε κάθε απόγευμα. Το Πλάσμα άλλαζε στολές, ανάλογα με την περίσταση. Εγώ από την άλλη, έφερα μία και μοναδική όλον τον καιρό. Μάλιστα, την κρατούσα άπλυτη επίτηδες. Με βοηθούσε να έρχομαι πιο κοντά στο Πλάσμα, καθώς οι δικές του στολές ποτέ δεν έμεναν καθαρές και ασκόνιστες για πάνω από λίγα λεπτά. Επίσης, η μυρωδιά που ανίχνευα επάνω μου ενέτεινε την κόπωσή μου. Είχε διάρκεια. Μέσω της όσφρησης κάθε πρωί πήγαινα απευθείας στο τέλος της προηγούμενης μέρας. Δεν ήθελα με τίποτα να διακόψω αυτή την όμορφη συνέχεια χρησιμοποιώντας ένα μηχανικό τρόπο,

54


Β’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΩΝ, ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ το πλυντήριο. Όσο περνούσαν οι μέρες, όλα γινόντουσαν λίγο πιο δύσκολα, μαζί κι αυτό – να ντυθώ το πρωί εκείνη τη στολή. Πόσο μάλλον να σηκωθώ από το κρεβάτι. Το σώμα αρνούνταν. Ο ύπνος δεν ξεκούραζε, αντίθετα, κούραζε περισσότερο. Η παραμικρή κίνηση με βάραινε λίγο ακόμα, τουλάχιστον ώσπου να ζεστάνω τους μύες. Αισθανόμουν καθηλωμένη, αναρωτιόμουν αν θα περάσει ποτέ ή μήπως είναι ένα είδος ανίατο. Το ίδιο και το Πλάσμα. Μόλις ξυπνούσαμε, είχαμε την πρώτη μας καθημερινή συμφωνία. [”Το άλλο πρωί ένιωθες ακόμα πιο κουρασμένος. Σα να μην υπήρχε τέλος για αυτό τον ζωντανό θάνατο.”, Περί κοπώσεως, ΣΕΛ. 37] Πέρα από τις κινήσεις και τις δικές μας ενέργειες και δραστηριότητες εκεί, καλύπταμε κάθε απόσταση μόνο με το σώμα μας, με τα πόδια. Εκτιμάμε το φυσικό χρόνο. Σπάνια χρησιμοποιούσαμε αυτοκίνητο, με εξαίρεση την άφιξη και την αναχώρησή. Εκείνο το χρονικό και χιλιομετρικό διάστημα ήταν αρκετό για να κουραστούμε λίγο ακόμα, αλλά και για να συνειδητοποιήσουμε πόσο τελικά έχουμε κουραστεί. Οι μετακινήσεις μας ήταν μικρές ανάπαυλες, κατά τη διάρκεια των οποίων συλλογιόμασταν το άθροισμα της κόπωσης. Ατέλειωτες και κοπιαστικές, συνήθως με φορτίο. Πολλές φορές το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να καρφώνουμε το βλέμμα ευθεία μπροστά, στο στόχο. Αλλά και η διαδρομή για και από εκεί δεν ήταν λιγότερο κουραστική, ιδωμένη από άλλη οπτική γωνία. Η διαδρομή για εκεί ενείχε την έννοια της απαίτησης – πηγαίναμε εκεί και κάποια πράγματα όφειλαν να συμβούν, να τα κάνουμε να συμβούν με κάθε κόστος. Η διαδρομή από εκεί εγκιβώτιζε μέσα της την έννοια τους απολογισμού – φεύγοντας από εκεί είχαμε πάντα πολλά να σκεφτούμε και να βάλουμε σε τάξη. Το πρωί λυσσασμένες, το απόγευμα γεμάτες. Εξαντλημένες από τη δημιουργία. Το σχήμα λειτουργούσε σε απόλυτη επανάληψη. Ο Χάντκε ξεχωρίζει τον κουρασμένο – περήφανο. Είναι ο κουρασμένος που απολαμβάνει την κούρασή του, που σχεδόν έχει εθιστεί σε αυτήν, που δε μπορεί να κάνει κάτι άλλο, πιο δημιουργικό, ενδιαφέρον, ευχάριστο, ζωογόνο από το να κουράζεται. Ο κουρασμένος – περήφανος είναι εντελώς απρόσιτος. [”Δεν ήταν η κοινωνία που ήταν απρόσιτη για μένα, αλλά εγώ που ήμουν απρόσιτος γι’ αυτήν.”, Περί κοπώσεως, ΣΕΛ. 41] Η κόπωση της δημιουργίας μας ενέτασσε αυτόματα σε αυτήν την κατηγορία. Την απολαμβάναμε ακριβώς ως ό,τι πιο εποικοδομητικό. Είχαμε βρει το σκοπό της κάθε μέρας. Χαρακτηριστική υπήρξε η αντίδρασή μας όταν μια μέρα, εξαιτίας τεχνικών επιπλοκών, γυρίσαμε πίσω πολύ νωρίτερα από το αναμενόμενο και εντελώς άπραγες. Επιστρέψαμε κουρασμένες μεν, αλλά με έναν εκνευριστικό τρόπο. Κουρασμένες από την απραξία. Ίσως πολύ κουρασμένες να

Η ΚΟΠΩΣΗ περιμένουμε το επόμενο πρωινό. Ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να μας συμβεί, να στερηθούμε εκείνη την εξαίσια, ονειρική κόπωση για χάρη της άλλης, της ανέραστης. Ήταν ένα αναγκαστικό διάλειμμα, που μας άφηνε χρόνο να ξεκουραστούμε με όλους τους τρόπους. Ό,τι δηλαδή, απευχόμασταν. Για εκείνο το δεκαπενθήμερο ανήκαμε μόνο εκεί και πουθενά αλλού. Μέσα στην κοινωνία, μπερδεμένες με τους άλλους, ήμασταν ξένο σώμα. Μέσα από την κόπωση είχε ξεκινήσει η μετατροπή μας, η μεταμόρφωσή μας σε κάτι άλλο. Στο άγριο. Μόνο το Κούρσουμλου έπαιρνε στα κουρασμένα μάτια μας τη μορφή του ιδανικού. [”Ο κόσμος έπαιρνε τη μορφή του έπους, και μάλιστα τη μορφή του ιδανικού.”, Περί κοπώσεως, ΣΕΛ. 52] Υπήρχε όμως, κάτι αναπόφευκτο που μας κρατούσε διαρκώς σε επαφή με τους άλλους έμβιους, ένα βιολογικό αίσθημα, η πείνα. Πεινασμένες και κουρασμένες. Όπως επισημαίνει και ο Χάντκε: ‘’Ένα ακόμα χαρακτηριστικό της κόπωσης που σε εξοικειώνει με τον κόσμο: ένα κάποιο αίσθημα πείνας.” [Περί κοπώσεως, ΣΕΛ. 55] Κουβαλούσαμε μαζί μας ελάχιστο φαγητό. Ακόμα κι αυτό ήταν κουραστικό. Εκείνο, το λίγο φαγητό το μοιραζόμασταν στα δυο. Ίσα ίσα για να διατηρηθούμε σε καλή κατάσταση, μέχρι να γυρίσουμε. Επιδιώκαμε η πείνα να είναι διακριτικά αισθητή. Ήταν μια ανάγκη και οι ανάγκες μας έφερναν λίγο πιο κοντά στη γη, σαν υπενθύμιση. Μερικές φορές, ενώ είχαμε φαγητό μαζί, ήμασταν ανίκανες ως και να μασήσουμε. Να καταπιούμε, να μιλήσουμε. Μικρές παραλύσεις από τον κάματο. Χαιρόμασταν, γιατί έτσι συνειδητοποιούσαμε πως βρισκόμασταν μέσα σε έναν υπέροχο οίστρο κόπωσης. Μια κόπωση – υπόδειγμα. Μέσα στις πρώτες μέρες χάσαμε κάθε αίσθηση του κινδύνου. Υπήρχε στο μυαλό μια αφηρημένη έγνοια για την ασφάλειά μας, η οποία όμως, κατέληξε να μας απασχολεί μόνο τυπικά. Η διαπερατότητα που προσφέρει απλόχερα η κόπωση. Κουρασμένες δεν είχαμε φόβους. Κουρασμένες δε μπορώ να διακρίνω αν σκεφτόμασταν καν. Κουρασμένες ήμασταν τουλάχιστον πανίσχυρες και θα μπορούσαμε να ξεπεράσουμε κάθε έκτακτη ανάγκη, παρότι αντικειμενικά είχαμε στη διάθεσή μας σχεδόν πρωτογονικά μέσα. Κρυώναμε και δε μας ένοιαζε. Βρεχόμασταν και δε μας ένοιαζε. Δε ξέραμε πού πατούσαμε και δε μας ένοιαζε. Λάμπαμε από την κόπωση. Μας χαρακτήριζε μια πηγαία διαύγεια. Δεν υπήρχαν περιθώρια να χωρέσει καμία φοβία. Πάνω από όλα έπρεπε να μοιραστούμε αυτή την υγιή κόπωση. ”Αυτή είναι μια εικόνα για τη σωστή ανθρώπινη κόπωση: σε ανοίγει, σε κάνει διαβατό, εξασφαλίζει ένα άνοιγμα για το έπος όλων των όντων” [Περί κοπώσεως, ΣΕΛ. 56]. Των ζώων, των εντόμων, των στοιχείων της φύσης. Σύμφωνα με τον Χάντκε, η κόπωση

55


Β’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΩΝ, ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ παραμορφώνει πολύ το περιβάλλον. Γίνεται δηλαδή, διαφορετικά αντιληπτό μέσω των δικών μας πέντε αισθήσεων. Άρα, η κόπωση αλλοιώνει τις αισθήσεις. Ίσως όχι ακριβώς τις αισθήσεις, αλλά το βαθμό συγκέντρωσής μας σε αυτές. Η αφή, για παράδειγμα, εξαρτιόταν δραματικά από την κόπωση. Αμέτρητες ήταν εκείνες οι φορές που δε νιώθαμε τα χέρια μας, μετά από κάποια υπερπροσπάθεια. Ειδικά το Πλάσμα. Μετά από σκάψιμο, ας πούμε – πάντα με τα χέρια. Μετά από σκαρφάλωμα, κουβάλημα, κρύο, σύρσιμο. Η κόπωση εντεινόταν και η αφή αργούσε να επανέλθει. Πιο ειδικά για μένα, οι στιγμές των πιο ακραίων παραμορφώσεων είχαν πάντα να κάνουν με την κεφαλαλγία. Πολύ συχνά, όταν είμαι κουρασμένη, αυτόματα σχεδόν έχω και πονοκέφαλο. Με μεθάει αυτός ο πόνος. Υπήρξε για μένα η συνηθέστερη μορφή σωματοποίησης της συσσωρευμένης κόπωσης. Έβλεπα πολλά παραπάνω χρώματα, κυρίως μετακινούμενα και εναλλασσόμενα με το ρυθμό της ομιλίας ή του βήματος. Δυσκολευόμουν ακόμα και στις πιο απλές κινήσεις, όταν βρισκόμουν σε κρίση ημικρανίας. Μπορεί να έβλεπα κάπως θολά και απατηλά το τοπίο, όμως έβλεπα όλες τις προθέσεις του Πλάσματος πιο καθαρά. Πιο κρυστάλλινα. Ο πόνος με εξουθένωνε ουσιαστικά και απόλυτα. Αρνούμουν να περάσω το οτιδήποτε από δεύτερη σκέψη. Ήμουν ανοιχτή. Διάφανη. Σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί και η κόπωση της επανάληψης. Η εκτέλεση σχεδόν ποτέ δεν είχε μοναδικό χαρακτήρα. Πέρα από αυτά που εμείς επαναλαμβάναμε εκούσια, υπήρχαν και πολλά αναπόφευκτα κομμάτια. Ο δρόμος προς και από εκεί ήταν μονάχα ένας. Αναγκάζαμε τον εαυτό μας στην ίδια διαδρομή. Κάθε πρωί καταφέρναμε να παρατηρήσουμε κάτι ακόμα, που δεν είχαμε προσέξει την προηγούμενη μέρα. Μέσα στην κόπωση, οι εικόνες του δρόμου ήταν διαφορετικές. Για να προσεγγίσουμε τα σημεία – στόχους, απαραίτητα διασχίζαμε μέρη χιλιοπερπατημένα, καθόλου πια, ενδιαφέροντα. Αυθόρμητα δε βαδίζαμε ανάμεσά τους. Αν και ήμασταν διαυγείς, ταυτόχρονα ήμασταν αποκλεισμένες. Αισθανόμασταν πως χάνουμε πολύτιμο χρόνο. Εκείνο το είδος της κόπωσης μας έκανε να παραλύουμε, να νιώθουμε πετρωμένες. Μπορούσαμε να αναπνεύσουμε ελεύθερα, μόνο όταν η κόπωση έφερνε τον εξαγνισμό [”Η κόπωση υπόδειγμα εξαγνίζει”, Περί κοπώσεως, ΣΕΛ. 28]. Αυτό γινόταν βασικά μέσα από τη δημιουργία. Οι μέρες πέρασαν και το επίπεδο της κοινής κόπωσης εκτοξεύτηκε πέρα από κάθε προσδοκία. Άνθισε. Προς το τέλος, ανίκανες σχεδόν να περπατήσουμε δίχως να πονάμε, παραδεχτήκαμε τον εθισμό μας. Αγναντεύοντας από το λόφο, προσπαθούσαμε να χωρέσουμε την έκταση που είχαμε καλύψει κατά τη διάρκεια του δεκαπενθήμερου. Οραματιζόμασταν την κόπωση να παίρνει σχήματα στη γη,

Η ΚΟΠΩΣΗ ευθεία μπροστά μας. Κάπου βαριά και μονολιθική, κάπου ευλύγιστη και αισθησιακή. Κυνηγούσαμε ως και την πιο μικρή υπόνοια κόπωσης, διεκδικώντας λίγη περισσότερη λάμψη. Όπως συμπληρώνει και ο Χάντκε ”η υγιής κόπωση σε ξανανιώνει, σε κάνει νέο, όπως δεν ήσουν ποτέ στην πραγματικότητα” [Περί κοπώσεως, ΣΕΛ. 67]. Τέτοιες κοπώσεις δε μπορείς να τις σχεδιάσεις. Ούτε να τις προκαλέσεις. Αλλά ”ποτέ δε σου χτυπούν την πόρτα χωρίς λόγο” [Περί κοπώσεως, ΣΕΛ. 69]. Θα έρθει άραγε, μια τέτοια κόπωση; ”Μια παγκόσμια κόπωση” [Περί κοπώσεως, ΣΕΛ. 69]. Το Πλάσμα υπήρξε αυτό το δεκαπενθήμερο μια κουρασμένη σιλουέτα που μετακινούνταν από τόπο σε τόπο, φέροντας στο σώμα του [μέσα του και έξω του] τα εργαλεία ανάγνωσης και παρέμβασης. Το Πλάσμα ορίστηκε ως το Άλλο. Επάνω στην κρίση της κόπωσης, αυτό το Άλλο δε χώριζε από το Εγώ του Πλάσματος. Σύντομα δε χώριζε ούτε από το δικό μου Εγώ. ”Την ώρα της ύστατης κόπωσης δεν υπάρχουν πια φιλοσοφικές ερωτήσεις. Ο χρόνος αυτός είναι ταυτόχρονα και χώρος και αυτός ο χωροχρόνος είναι μαζί και ιστορία. Αυτό που είναι, γίνεται ταυτόχρονα. Το Άλλο γίνεται ταυτόχρονα Εγώ” [Περί κοπώσεως, ΣΕΛ. 61]. Ο [απόλυτος] σωματικός μας χώρος ενώθηκε με το [σχετικό] χώρο του τοπίου και, όλα μαζί με εκείνον, το συγκεκριμένο χρόνο. Αυτή η κατασκευή δεν έχει αποσπάσματα, δεν είναι δυνατό να ιδωθεί με τέτοιο τρόπο.

διαπερατότητα, η [ουσιαστικό] [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :‹ δια + περατότητα ‹ περατός ‹ περάω = περνώ] α. η ικανότητα των σωμάτων να διαπερνιούνται από αέριο, μαγνητική ενέργεια, φως, υγρό β. [μαγν.] ”μαγνητική διαπερατότητα”, ο λόγος ανάμεσα στην ένταση της μαγνητικής επαγωγής και της έντασης του μαγνητικού πεδίου γ. [βιολ.] ”κυτταρική διαπερατότητα”, η ιδιότητα του κυττάρου να επιτρέπει τη δίοδο του νερού και των ουσιών που είναι διαλυμένες σ` αυτό, διαμέσου της κυτταρικής του μεμβράνης. 1

56



Β’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΩΝ, ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ

ΣΩΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ

ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ • Αρχική προσέγγιση Στις επισκέψεις μας στο Κούρσουμλου, τα μέσα γνωριμίας με το τοπίο αλλά και καταγραφής της εμπειρίας αυτής δε διέφεραν σημαντικά από αυτά άλλων ερευνών ή εξορμήσεων. Λειτουργήσαμε πεζοπορικά κατά κύριο λόγο, διατηρώντας ημερολόγια [βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ #01 | ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ], φωτογραφίζοντας και βιντεοσκοπώντας, δημιουργώντας ένα πρώτο αρχείο, ένα είδος καταλόγου οπτικών, υλικών, κατασκευών, ενεργειών και αναμνήσεων του τόπου. • Το performative ως εργαλείο ανάγνωσης, αφήγησης και παρέμβασης Σε ένα δεύτερο επίπεδο απομονώσαμε κάποια σημεία ενδιαφέροντος, ως ένα πεδίο δράσης και πειραματισμού, μία διαδικασία που αφορούσε τη σωματική καταγραφή των εμπειριών μας. Διά και μέσω του σώματος. Εμπλοκή δηλαδή στοιχείων της performance, της ενέργειας μέσα στο τοπίο, της κλίμακας του σώματος, της αντιπαράθεσης του δέρματος με τα υλικά του περιβάλλοντος. Ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως ένα ακόμα ον και κατ’ επέκταση το ανθρώπινο σώμα ως ένα πρωτογενές υλικό. Κύριο χαρακτηριστικό του όμως είναι ”η αμεσότητά του σε σχέση με τον εαυτό και το ατομικό υποκείμενο”1. Έτσι το δικό μας σώμα, στην προκειμένη περίπτωση, αντανακλά μέσω των δράσεών του, τις τάσεις των υποκειμένων του σε αυτό το τοπίο. • Εισαγωγή στο fiction Anything can happen when an animal is your cameraman.

δεδομένα προς μελέτη. Αυτό συμβαίνει διότι οι υπόλοιπες ζώνες λειτουργούν κυρίως ως ζώνες μεταφοράς και δε φέρουν κάποια μοναδική πληροφορία. Η πρώτη μας επινόηση έχει να κάνει με την ονοματοδοσία αυτών των ζωνών γης που τόσο μας ενδιέφεραν, στην αρχή με έναν γενικό τίτλο και έπειτα με έναν υπότιτλο για την καθεμία. Όλες μαζί λοιπόν, είναι οι πίστες και η κάθε πίστα αποκτά ένα ακόμα όνομα, πιο ειδικό, το οποίο σχετίζεται άμεσα με ένα βασικό χαρακτηριστικό της [πχ. το κομμάτι τοπίου με το λασπώδες έδαφος βαπτίστηκε ”Λάσπη”]. Η λογική είναι δανεισμένη από έναν τομέα καθόλου οικείο σε καμία από τις δυο μας, τα βιντεοπαιχνίδια [από τα παιδικά μας χρόνια έχουμε να εμπλακούμε ενεργά με κάποιο]. Η εποπτεία από το λόφο αναπαριστά το κεντρικό μενού, από όπου επιλέγεται κάθε φορά η επόμενη δοκιμασία [πίστα]. Βέβαια, την παραλληλία της μεθόδου ερευνητικής ανάπτυξης με τη λογική του παιχνιδιού ήρθε να ολοκληρώσει η επινόηση και η δημιουργία ενός κεντρικού ήρωα. Η επινόηση αυτού του πρωταγωνιστή ήταν αυθόρμητη, φυσικό επακόλουθο της ανάγκης μας για μεταφορά ενέργειας στο τοπίο. Αυτό θα ήταν το δημιούργημα που θα λειτουργούσε ως μέσο, ως όχημα, ως μεταδοτής δράσης. Βαπτίστηκε Πλάσμα. Τα θραύσματα τοπίου που θα ερχόντουσαν σε επαφή με αυτό, θα ζωντάνευαν στιγμιαία – θα έβγαιναν από την αδράνεια, όπως αυτή ορίζεται στη φυσική ως η ιδιότητα των σωμάτων να αντιστέκονται στην οποιαδήποτε μεταβολή της κινητικής τους κατάστασης. Το Πλάσμα αντιπροσωπεύει όμως, πολλά παραπάνω. Σεναριακά, είναι ο εξερευνητής, ο επιστήμονας που έφτασε εκεί - συνοδευόμενος από την πηγαία του περιέργεια - για να πραγματοποιήσει τα πειράματά του. Αποκτά μια performative και κάπως ποιητική διάσταση. Είναι γέννημα της φαντασίας μας, η σωματοποίηση του προσωπικού μας ιδανικού να αλληλεπιδράσει με το συγκεκριμένο περιβάλλον. Δρα πάντα εντός πεδίου της εκάστοτε προεπιλεγμένης πίστας.

—Crittercam advertisement

In this interconnection of embodied being and environing world, what happens in the interface is what is important. —Don Ihde, Bodies in Technology

Θεωρούμε από την πρώτη στιγμή της προσέγγισης το πεδίο ενδιαφέροντός μας ολόκληρο το τοπίο, δίχως ασυνέχειες. Στην ουσία, ολόκληρη η οπτική κάλυψη από το βασικό σημείο θέας – το λόφο. Με την παρατήρηση από το λόφο σχετίζεται και η τοπιογραφική κατηγοριοποίηση, στην οποία προβήκαμε σε δεύτερο χρόνο. Το βλέμμα αυτόματα εστιάζει σε κάποιες ζώνες γης που περιέχουν πολλά γνωρίσματα και

Εδώ θα γίνει μία παρένθεση γνωριμίας με το βασικό μας δημιούγημα: • το ”πλάσμα”: Ο όρος ”πλάσμα” αναφέρεται σε ένα πλήθος πεδίων. Στη science fiction είναι συνήθως κάτι εξωγήινο, alien [έπηλυς], ένα είδος τέρατος [Beast]. Ο Ξένος, όπως θα λέγαμε στα ελληνικά. Στα οπλικά συστήματα όμως plasma σημαίνει high-energy ionized gas, δηλαδή ιονισμένο αέριο υψηλής ενέργειας, το οποίο χρειάζεται υπερθερμασμένα λέιζερ και μηχανισμούς [devices] υψηλής συχνότητας. Ακόμη και στις τηλεοράσεις πλάσματος οι οθόνες λέγονται πλάσματος γιατί διαθέτουν μικρές κυψέλες που περιέχουν αέρια που ιονίζονται με ηλεκτρικό φορτίο. Γενικότερα

58


Β’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΩΝ, ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ πλάσμα είναι η κατάσταση της ύλης η οποία αποτελείται από ελεύθερα ιόντα και ηλεκτρόνια. Σχηματίζεται όταν ένα αέριο γίνει πολύ θερμό με αποτέλεσμα ηλεκτρόνια να δραπετεύσουν από το άτομό τους και να γίνονται ελεύθερα [ελεύθερα ηλεκτρόνια]. Το πλάσμα συνίσταται επομένως από ελεύθερα ηλεκτρόνια και ιόντα [άτομα ή μόρια που έχουν χάσει ή αποκτήσει ένα ή περισσότερα ηλεκτρόνια], και είναι υπεριονισμένη κατάσταση της ύλης. Το πλάσμα μπορεί να προκύψει από ένα αέριο στο οποίο έχει δοθεί αρκετή ενέργεια για να αποχωριστούν τα άτομα από τα ηλεκτρόνιά τους [ιονισμός] ώστε να παραχθεί ένα νέφος από ιόντα και ηλεκτρόνια. Πλάσμα συναντάται στον Ήλιο, στους αστέρες, στον μεσοαστρικό χώρο, στην ιονόσφαιρα, τους κεραυνούς κλπ. Ο ηλιακός άνεμος επίσης αποτελείται από πλάσμα. Σε συνθήκες εργαστηρίου δημιουργείται σε θερμοπυρηνικούς αντιδραστήρες, σε σωλήνες φωτισμού που περιέχουν αέρια όπως νέον σε χαμηλή πίεση κλπ. • Το Πλάσμα ως δημιούργημα [anything formed]. ”Στην ακροθαλασσιά ήταν αφημένη μια ξαπλώστρα. Καθισμένος εκεί, άκουγα το φλοίσβο και νόμιζα ότι στα πόδια μου είχα ένα καλοκάγαθο θηρίο που έπινε γουλιά γουλιά νερό από μια μεγάλη κούπα.” ΑΛΑΙΝ ΝΤΕ ΜΠΟΤΤΟΝ, Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ, ΣΕΛ. 34

Το Πλάσμα στη δική μας αντιμετώπιση έχει performative και κάπως ποιητική διάσταση, ιονίζεται μόνο του, από την εσωτερική του ενέργεια, από τη σωματικότητα και την αλληλεπίδρασή του με το συγκεκριμένο περιβάλλον. Είναι, εν ολίγοις, αυτοάνοσο [autoimmune], άρα υιοθετεί μια συμπεριφορά που προκύπτει την από υπερβολική και λανθασμένη απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος έναντι στον ίδιο τον οργανισμό και το περιβάλλον του Κούρσουμλου. Υπάρχει και το πλάσμα του αίματος, ένα υποκίτρινο υγρό που αποτελεί τη βάση του συνδετικού ιστού του κυκλοφορικού συστήματος, και το λένε ”υδαρή μήτρα”. Διατηρούμε το σενάριο του Σωματικού Ιονισμού ως μία μορφή ακατάσχετης υπερενέργειας που παράγει η σύντηξή μας [συνάντηση] μεταξύ μας και με το συγκεκριμένο τοπίο. • Η στολή του Πλάσματος: Tο Πλάσμα είναι ένα ανθρωπόμορφο. Σε αυτήν την κατηγορία βρίσκουμε ένα πλήθος παραδειγμάτων και αναφορών [μυθολογίες, θεότητες, ήρωες της φαντασίας και της επιστημονικής φαντασίας, των κόμιξ, ρομπότ, cyborgs2 και άλλες μηχανές].

ΣΩΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ Στη δική μας περίπτωση η στολή, το περίβλημα που δημιουργεί το ανθρωπόμορφο πλάσμα, δε δανείζεται ούτε στοιχεία από τα φυσικά υλικά του τοπίου, ούτε στοιχεία προηγμένης τεχνολογίας ή άλλες μορφές επεμβάσεων στο σώμα [προσθετική, πλαστικές, μεταμοσχεύσεις οργάνων και μελών, εμφυτεύσεις μηχανημάτων]. Φέρει όμως, κάποιες προεξοχές, οι οποίες είτε επεκτείνουν τις δυνατότητές του πέρα από τις ανθρώπινες είτε λειτουργούν εσκεμμένα πολύ περιοριστικά - ίσως μαρτυρούν πως έρχεται από κάποια άλλη χωροχρονική συγκυρία. Η στολή παραμένει στάσιμη στα υλικά του τόπου. Δηλαδή επιλέγονται υλικά καθημερινής χρήσης [πλαστικά τραπεζομάντηλα, αδιάβροχα, στολή δύτη, στολή κυνηγού, πιτζάμες, φόρεμα, σακούλες, γάντια εργασίας, ζώνες, γαλότσες, αεροπλάστ] όπως και εξαρτήματα που χρησιμοποιούνται σε διάφορες εργασίες στη γύρω περιοχή [αντιασφυξιογόνος μάσκα, ακουστικά μείωσης θορύβου, μάσκα ματιών για υποβρύχια χρήση] καθώς και ελάχιστα εργαλεία [φτυάρι και ψαλίδι για χόρτα]. Κατά ένα τρόπο το Πλάσμα μιμείται το περιβάλλον του και τα υλικά των αναμνήσεων μας του τόπου ως ένας άλλος χαμαιλέοντας, όχι όμως με σκοπό το καμουφλάζ3, αλλά με μία τάση συμφασική, του καιρού του, της περιόδου του Κούρσουμλου που φαντάζει να μένει στάσιμη για χρόνια, ανεπηρέαστη από τη γενικότερη εξέλιξη των πραγμάτων. Σπάνια χρησιμοποιείται κάποια μιμητική διάθεση σε σχέση με το φόντο του, καθώς το Πλάσμα επιδιώκουμε να γίνει το αντικείμενο παρατήρησης, να ξττωρίσει από το υπόλοιπο περιβάλλον ώστε να διακρίνουμε τις δράσεις [τα συμβάντα] που προκύπτουν από την αλληλεπίδρασή τους. • Πλάσμα και δραστηριότητα: Ασύλληπτο-Έξαλα-Ύφαλα: Δράσεις [συμβάντα]: Αναφέραμε ότι το Πλάσμα λειτούργει με έναν αυτοάνοσο τρόπο, ερεθίζεται από το περιβάλλον του και ενεργεί σε αυτό. Οι ενέργειες του κατά πλειοψηφία αποτελούν ερευνητικούς αυτοσχεδιασμούς. Μια ενέργεια μπορεί να είναι ο προφανής διάλογος με το κτιστό περιβάλλον [πχ. ένα κατάλυμα ή μια προβλήτα] και πραγματοποιείται με τα μέσα που το Πλάσμα, τα οποία δε ξεπερνούν ιδιαίτερα τα σωματικά μέσα του ανθρώπου. Υπάρχουν όμως, και περιπτώσεις που η αλληλεπίδρασή του δεν είναι τόσο σαφής. Οι κινήσεις του θυμίζουν περισσότερο μια χορογραφία ή κάποιο ασκησιολόγιο. Τότε, πηγή της ενέργειας μπορεί να είναι η παρατήρηση ενός άλλου οργανισμού ή ο προβληματισμός για τις ιδιότητες κάποιου φυσικού ή τεχνητού υλικού. Σε κάθε περίπτωση, το Πλάσμα σε συγκεκριμένες

59


Β’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΩΝ, ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ διαδρομές επιλέγει κάποιες στάσεις, όπου χωροθετούνται τα συμβάντα. Αυτά συνήθως επαναλαμβάνονται για ένα διάστημα της ώρας, ως πρακτική, ή έχουν μεγάλη διάρκεια. Αν και το Πλάσμα δε διαθέτει κάποια υπερφυσική ιδιότητα, κάθε πράξη του πραγματοποιείται σε μία αισθησιακή διάσταση, το Πλάσμα απολαμβάνει τις απλές κινήσεις, τις συναντήσεις με άλλα πλάσματα ή κατασκευάσματα, τις πιο ακραίες ή βίαιες προσεγγίσεις, την καταστροφή. Ακόμα και οι πιο καταστροφικές στιγμές του Πλάσματος επιθυμούν μία ένωση με το περιβάλλον του, μία ένταση στην αλληλεπίδρασή τους, σαν το Πλάσμα να ερωτοτροπεί με έναν δικό του πλασματικό τρόπο. Τα συμβάντα αυτά προκύπτουν ακριβώς διότι το Πλάσμα από φυσικού του ιονίζεται από το περιβάλλον του, προκαλείται. Είναι κατά ένα τρόπο μόνιμα εκστασιασμένο από τις σχέσεις του με το τοπίο και τα υπολείμματα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Το τοπίο αυτό, μία συνεχής ασυνέχεια μεταξύ γης και νερού, ένα πορώδες έδαφος που σχηματίζει τρύπες ύδατος και υψώματα άμμου, στρέφει την προσοχή μας στην ίσαλο γραμμή4, με την έννοια της στάθμης του υγρού στοιχείου στο τοπίο, που, ανάλογα με το σημείο ορίζει κάθε φορά διαφορετικά ύφαλα και έξαλα. Το Πλάσμα, αυτοσχεδιάζοντας, επιθυμεί να αφομοιώσει βαθύτερα το γνώρισμα που εκείνη τη στιγμή εξετάζει. Μετατοπίζεται στον χχ’ και τον ψψ’, στις διάφορες διευθύνσεις έξαλων και ύφαλων σε στεριά και θάλασσα. Έξαλα στοιχεία είναι αυτά στα οποία σκαρφαλώνει ή αναρριχάται [παράγκες, τούβλινο κτίσμα κλπ], ύφαλα είναι τα σημεία στα οποία βυθίζεται [χώματα των οποίων τη θέση καταλαμβάνει καθώς θάβεται ως τη μέση του, το νερό της θάλασσας]. Για παράδειγμα, στη μερική ταφή [κατακόρυφη] το Πλάσμα αποκτά στο σώμα του την ίσαλο γραμμή του φλοιού της γης, που το χωρίζει σε ύφαλο και έξαλο. Το υπερκινητικό αυτό Πλάσμα ακολουθείται μανιακά από έναν παρατηρητή, το Πρωτεύον Θηλαστικό5. Έναν άνθρωπο – επίσης εξερευνητή – που καταγράφει με πάθος οτιδήποτε πράττει το Πλάσμα, προσπαθεί να αποτυπώσει αυτές τις αλληλεπιδράσεις στους φυσικούς τους τόνους, όσο αυτό είναι δυνατό με αναπαραστατικά μέσα. Είναι ο μάρτυρας της δράσης του Πλάσματος, ο μοναδικός που έχει ολοκληρωμένη την εικόνα του μέσα σε εκείνο το τοπίο. Επίσης, έχει και επίγνωση της διάρκειας αυτού του πειράματος. Το πείραμα ή η δοκιμή, σε αυτόν τον ιδιόρρυθμο τόπο [ζήτημα ιδιο-ρυθμίας, δηλαδή του δικού της ρυθμού της περιοχής] και ειδικά η έντονη δράση από την παρουσία του Πλάσματος, οδηγούν την έρευνά μας σε ένα ακόμα πεδίο, αυτό που ονομάζεται ”genius loci” ή στην παρεμφερή έννοια ”spirit of the place”. Το πνέυμα του

ΣΩΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ τόπου ή η ψυχή του τόπου [spirit of the place] αναφέρεται στα μοναδικά, χαρακτηριστικά στοιχεία ενός τόπου. Συντίθεται είτε από τις ξεχωριστές μορφολογίες και υποδομές του τόπου [μνημεία, ποτάμια, αρχιτεκτονικοί ρυθμοί, δρόμοι, οπτικές, υψώματα κλπ] και τις σχέσεις που παρουσιάζονται σε αυτόν [η παρουσία συγγενών, φίλων κλπ], είτε από παραμύθια, μυθοπλασίες, γιορτές και έθιμα που συνδέονται με αυτόν. Συχνά ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για παρθένα σημεία, ή αναγεννημένους χώρους, σε αντίθεση με την έννοια της αίσθησης του τόπου που αφορά περισσότερο τις κατοικημένες ζώνες ή το αστικό τοπίο. Στην αρχαία Ρώμη χρησιμοποιούταν ο όρος “Genius loci”, που αναφέρεται συνήθως σε ένα ζώο-προστάτη, ή σε ένα μικρό, φανταστικό ον [νεράιδα, ξωτικό κλπ. ή σε ένα φάντασμα]. Στην εικονογραφία αναπαρίσταται ως ένα κέρας αφθονίας, ένας δίσκος ή φυαλή προσφοράς θυσίας, ή το σύμβολο του φιδιού. Κάθε περιοχή της Αυτοκρατορίας είχε το δικό της genius loci, ενώ κυρίαρχο ήταν το genius loci του αυτοκράτορα. Σήμερα συναντούμε διάφορες άλλες προσεγγίσεις αυτού του όρου, που έχουν απομακρυνθεί από την έννοια του ”προστάτη”. Στην Earth art [αναλύεται παρακάτω] καλλιτέχνες όπως ο Andy Goldsworthy έχουν συνδέσει τον όρο αυτό με κατασκευές/ γλυπτά στο τοπίο. Στην αρχιτεκτονική θεωρία, ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε σχέση με τη φαινομενολογία6. Σε αυτήν την κατεύθυνση πιο γνωστή είναι η χρήση του όρου από τον Christian Norberg-Schulz, ο οποίος κατατάσσει το genius loci, μαζί με άλλες τρεις έννοιες- ”εικόνα”, ”χώρος”, ”χαρακτήρας” - στα μεθοδολογικά στάδια με τα οποία οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την εμπειρία ενός φυσικού περιβάλλοντος7. Το genius loci χαρακτηρίζεται ως ”η ατμόσφαιρα του τόπου, η ποιότητα του περιβάλλοντος”7. Περιγράφεται ως το σύνολο των φυσικών αλλά και των συμβολικών στοιχείων ενός τόπου, που σχηματίζουν την αίσθηση των ανθρώπων γι’ αυτό. Αναγνωρίζεται σε ορισμένες τοποθεσίες που επιδρούν στον άνθρωπο, δίνοντας του μία ανεξήγητη αίσθηση ευδαιμονίας, κάνοντάς τον να επιθυμεί να επιστρέφει κάθε πότε στο μέρος αυτό. Ο όρος χρησιμοποιείται ιδιαίτερα και στο πεδίο της φαντασίας, για παράδειγμα στα παιχνίδια φαντασίας όπως το Dungeons and Dragons8 και στα βιβλία φαντασίας [The Dresden Files9], όπου το genius loci είναι ένα ευφυές πνεύμα ή μία μαγική δύναμη που κατοικεί έναν τόπο. Από αυτού του είδους τα genius loci πολύ λίγα μπορούν να μετακινηθούν από την περιοχή τους, τη γενέτειρά τους θα λέγαμε, είτε επειδή είναι ”κομμάτι της γης” είτε επειδή είναι δεμένα με το μέρος αυτό. Συνήθως έχουν πολλές ικανότητες και είναι ιδιαίτερα έξυπνα, αν και υπάρχει μεγάλη ποικιλία σε

60


Β’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΩΝ, ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ αυτά τα σημεία. Επίσης υπάρχουν διάφορες εκδοχές για τη δημιουργία των genius loci. Η βασική στηρίζεται στον όρο που αναλύσαμε παραπάνω, το ”spirit of the place”, μέσω του οποίου δίνεται το έναυσμα για τη δημιουργία αυτής της μαγικής οντότητας. Σε άλλες περιπτώσεις, τα genius loci διαμορφώνονται από κάποιο μαγικό συμβάν, ή ακόμα από τη γεωγραφική ευθυγράμμιση ορισμένων τοποθεσιών με ιστορικό ή μορφολογικό ενδιαφέρον [ley lines]. Στο σημείο αυτό, τα παιχνίδια φαντασίας σε σύνδεση με την θεώρησή μας για το πεδίο δοκιμών μας, το Κούρσουμλου, ως ένα videogame, μας επαναφέρουν στο θέμα του ήρωα. Θα μπορούσε να εννοηθεί ότι η κατασκευή μας, το Πλάσμα, είναι ένα genius loci, καθώς είναι γέννημα του τόπου, δραστηριοποιείται εκεί, ”κατέχοντας” ίσως κάποιες δυνάμεις. Αναζητώντας, όμως, παραπάνω πληροφορίες για το πώς διαμορφώνονται οι ήρωες στα παιχνίδια φαντασίας, και στα περισσότερα ηλεκτρονικά παιχνίδια, βρίσκουμε έναν πίνακα ταξινόμησης, σύμφωνα με τον οποίο, οι χαρακτήρες ορίζονται από δύο βασικές κλίμακες [Lawful-Chaotic, σε σχέση με την υπακοή του χαρακτήρα σε κάποιο σύστημα κανόνων, και Good-Evil, ανάλογα την ποιότητα της φύσης του χαρακτήρα]. Ο τελικός χαρακτηρισμός του ήρωα αποτελεί σύνθεση των δύο αυτών κλιμάκων. Ακολουθεί ο πίνακας, συνοδευόμενος από παραδείγματα ηρώων-φυλών [ή ειδών] που εκπροσωπούν τους δυνατούς συνδυασμούς.

ΣΩΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ άσχετα με το αν οι πράξεις του μπορεί να θεωρηθούν βίαιες. Η κλίμακα αυτή αναφέρεται κυρίως στα εκ γενετής χαρακτηριστικά που δημιουργούν τον αντίστοιχο χαρακτήρα [ένας δαίμονας για παράδειγμα, βρίσκεται στο άκρο Evil].

Creature, Race, and Class Alignments Lawful Good: Archons, Gold dragons, Lammasus, Dwarves, Paladins Neutral Good: Guardinals, Gnomes, Centaurs, Giant eagles, Pseudodragons Chaotic Good: Eladrins, Copper dragons, Unicorns, Elves, Rangers Lawful Neutral: Monks, Wizards, Formians, Azers Neutral: Animals, Halflings, Humans, Lizardfolk, Druids Chaotic Neutral: Half-elves, Half-orcs, Barbarians, Bards, Rogues Lawful Evil: Devils, Blue dragons, Beholders, Ogre mages, Hobgoblins, Kobolds Neutral Evil: Drow, Goblins, Allips, Ettercaps, Devourers Chaotic Evil: Demons, Red dragons, Vampires, Troglodytes, Gnolls, Ogres, Orcs

Το δικό μας δημιούργημα, με βάση αυτήν την ταξινόμηση, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί Chaotic Neutral. Στην κλίμακα Lawful-Chaotic, το Πλάσμα βρίσκεται στο άκρο Chaotic, καθώς, αν και υπακούει στις οδηγίες του Πρωτεύοντος Θηλαστικού, κατά κύριο λόγο αποφασίζει μόνο του για κάθε του δράση, συχνά θέτοντας σε κίνδυνο τον πιστό του παρατηρητή, δρώντας άναρχα, αλλά με βάση ένα δικό του εσωτερικό σύστημα, που δεν υπακούει σε κάποιους γνωστούς κανόνες. Όσον αφορά την κλίμακα Good-Evil χαρακτηρίζεται Neutral καθώς δεν ανήκει [από τη φύση του] σε κάποιο από αυτά τα άκρα,

61


Β’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΩΝ, ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ

ΣΩΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ

Γεώργιος Αλεξιάς, Κοινωνιολογία του Σώματος, ΣΕΛ. 14 Cyborg: ”κυβερνητικοί οργανισμοί” που αποτελούνται από βιολογικά και τεχνητά στοιχεία. 3 Η τεχνική της απόκρυψης ενός ανθρώπου ή αντικειμένου· συνίσταται στην κάλυψη του αντικειμένου με κλαδιά ή φύλλα ή ύφασμα στα χρώματα του φυσικού περιβάλλοντος, ώστε να είναι δύσκολο να το διακρίνει κανείς από το τοπίο. Στη ζωολογία, ο όρος αφορά τις διάφορες μεθόδους με τους οποίους τα ζώα ενσωματώνονται στο περιβάλλον τους, είτε για να προφυλαχθούν, είτε για να επιτεθούν. Οι μέθοδοι αυτοί είναι οι εξής: μίμηση, ταίριασμα χρώματος, αποδιοργανωτικός χρωματισμός [έντονη αντιθέση με το φόντο, ώστε να διασπαστεί το περίγραμμα του οργανισμού, καθιστώντας το μη αναγνωρίσιμο], εποχική διαφοροποίηση [ώστε να ταιριάζει με το χρώμα του μεταβαλλόμενου ανάλογα την εποχή τοπίου], πλάγιο εφέ σκίασης [αλλαγή τονικότητας στο τρίχωμα, ώστε να θυμίζει χωρικό στοιχείο], κατακόρυφο εφέ σκίασης [για αποπροσανατολισμό όσων παρατηρούν τον οργανισμό από πάνω ή από κάτω], φωτισμός [για να μειωθεί η αντίθεση σε σχέση με ένα φωτεινότερο από τον οργανισμό φόντο], διαφάνεια, αντανάκλαση, αυτο-διακόσμιση [εναπόθεση στοιχείων/ υλικών του περιβάλλοντος επάνω στο περίβλημά του], κρύψη σκιάς [ικανότητα να κρύβει την σκια που το ίδιο δημιουργεί], περίεργο ή πολύπλοκο σχήμα [το καθιστά δυσδιάκριτο], αποπροσανατολισμός [στοιχεία στο σώμα του οργανισμού που αποσπούν τον παρατηρητή από τα βασικά όργανα, όπως το μάτι], δραστικό καμουγλάζ [γρήγορη αλλαγή χρωμάτων με σκοπό τη συνεχή ομοιότητα με το εκάστοτε φόντο], καμουφλάζ κίνησης [φροντίδα για την τήρηση του σωστού ”μονοπατιού” μεταξύ σημείου εκκίνησης και θυράματος], εκθαμβωτική κίνηση [όπως στην περίπτωση της ζέβρας, ένα ταχύτητατα κινούμενο μοτίβο με έντονη αντίθεση]. 1

2

[πηγή: wikipedia]

Ο όρος ίσαλος [< ίσος + αλς (γενική: αλός)] ή ίσαλος γραμμή ή γραμμή ισάλου [water line], είναι ναυπηγικός και τεχνικός όρος που λαμβάνεται σοβαρά υπ΄ όψη στη φόρτωση πλοίου. Αν και λέγεται γραμμή, στην πραγματικότητα ορίζεται ως επίπεδο από την οριζόντια τομή της επιφάνειας της θάλασσας με το πλοίο στο σημείο που αυτό ισορροπεί και επιπλέει. Καθιερώθηκε να λέγεται έτσι επειδή περιμετρικά του σκάφους φαίνεται ως γραμμή που βρίσκεται σε ίσο ύψος με τη θάλασσα: αναφέρεται στη γραμμή που σχηματίζεται στις πλευρές ενός σκάφους, εκεί όπου αυτές εφάπτονται με την επιφάνεια της θάλασσας. Η ίσαλος γραμμή, διαχωρίζει τα έξαλα από τα ύφαλα. Έξαλα είναι τα σημεία του πλοίου που βρίσκονται πάνω από την ίσαλο γραμμή, ενώ ύφαλα είναι αυτά που βρίσκονται κάτω από την ίσαλο γραμμή. 5 Τα πρωτεύοντα θηλαστικά [PRIMATES spp.] διακρίνονται από το μεγάλο και καλά ανεπτυγμένο εγκέφαλό τους, από τα άκρα τους, που μπορούν να κρατήσουν στερεά διάφορα αντικείμενα και από την στερεοσκοπική, δηλαδή τρισδιάστατη όρασή τους [Σε αντίθεση με τα περισσότερα θηλαστικά που οι οφθαλμοί τους είναι στο πλάι του προσώπου τους, οι οφθαλμικές κόγχες των πρωτευόντων είναι στραμμένες προς τα εμπρός και βρίσκονται κοντά η μία στην άλλη, πάνω από τη μύτη. Αυτό επιτρέπει πλήρη επικάλυψη της όρασης ανά!εσα στα μάτια]. Θηλαστικά είναι μία ομοταξία ομοιοθέρμων αμνιωτών. από τα χαρακτηριστικά που τα διακρίνουν: τα τρία οστάρια του μέσου αυτιού, οι μαστικοί αδένες στα θηλυκά, και ένα νεοφλοιό [μια περιοχή του εγκεφάλου]. Η ονομασία θηλαστικά ετυμολογείται από τo ελληνικό ρήμα θηλάζω κατ’ αντιστοιχία της λατινικής λέξης mammalis που προέρχεται από τη λέξη mamma που σημαίνει μαστός και δόθηκε από τον Κάρολο Λινναίο το 1758. Τα θηλαστικά διαιρούνται σε δύο υφομοταξίες: τα Πρωτοθήρια και τα Θηρία. Τα τελευταία διαιρούνται σε δύο ανθυφομοταξίες: τα Μεταθήρια και τα Ευθήρια. Στα πρωτεύοντα θηλαστικά περιλαμβάνονται οι Lemuridae [Λεουρίδες], Cheirogaleidae [Χειρογαλίδες], Cebidae [Κηβίδες], Callitrichidae [Καλλιτριχίδες], Cebidae [Κηβίδες], Hominidae [Ανθρωπίδες] κτλ. 4

Η φαινομενολογία είναι ένα φιλοσοφικό κίνημα το οποίο βασίζεται στην διερεύνηση των φαινομένων, δηλαδή των πραγμάτων που γίνονται αντιληπτά ενσυνείδητα, και όχι στην ύπαρξη οποιουδήποτε πράγματος ”αυτού καθ’ εαυτό”, ευρισκόμενου πέρα από τα όρια της ανθρώπινης συνειδητότητας. Με σημείο εκκίνησης την εμπειρία των φαινομένων [αυτό που αποτυπώνεται ως συνειδητή εμπειρία], επιχειρεί να εξαγάγει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της αντιληπτικής διαδικασίας και την οντότητα των εμπειριών μας. Προέρχεται από τη Σχολή του Μπρεντανό, και το έργο του φιλόσοφου Έντμουντ Χούσερλ. H φαινομενολογική σκέψη έπαιξε καθοριστική σημασία στην ανάπτυξη του υπαρξισμού στη Γαλλία και τη Γερμανία, όπως είναι φανερό στο έργο του Ζαν-Πωλ Σαρτρ, του Μωρίς Μερλώ-Ποντύ και του Μάρτιν Χάιντεγκερ. 6

[πηγή: wikipedia]

Christian Norberg-Schulz, Genius Loci: Towards a Phenomenology of Architecture. 8 Το Dungeons and Dragons [D&D ή DnD] είναι ένα παιχνίδι ρόλων [φαντασίας] [fantasy tabletop role-playing game (RPG)], σχεδιασμένο αρχικά από τους Gary Gygax και Dave Arneson, πρωτοδημοσιευμένο το 1974 από τους Tactical Studies Rules [TSR]. Εκδόθηκε σε έντυπη μορφή το 1997 από τους Wizards of the Coast. Προήλθε από τις μικρογραφίες [φιγούρες] στρατιωτών, με μία έντονη επιρροή από το παιχνίδι Chainmail, από όπου προήλθε το βασικό σύστημα των κανόνων του. Το D&D θεωρείται η βασική αρχή της βιομηχανίας παιχνιδιών ρόλων. Στο παιχνίδι αυτό, κάθε παίκτης αποκτά ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα. Οι χαρακτήρες αυτοί εμπλέκονται σε περιπέτειες μέσα σε ένα φανταστικό πλαίσιο. Υπάρχει ο αντίστυχος ”παραμυθάς”, ο παίκτης δηλαδή που παρουσιάζει την ιστορία και οδηγεί τους υπόλοιπους παίκτες στην πλοκή. Αυτός αποκαλείται Dungeon Master. Οι χαρακτήρες των υπόλοιπων παικτών αλληλεπιδρούν μεταξύ τους στα πλαίσια της πλοκής που εκείνος κάθε φορά παρουσιάζει. Ο σκοπός συνήθως είναι να λυθεί κάποιο δίλημμα, να καθοριστεί η έκβαση μίας μάχης, να συλλεχθούν θησαυροί και γνώση. Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, οι χαρακτήρες κερδίζουν πόντους εμπειρίας, ώστε να γίνουν ”ισχυρότεροι” με τον καιρό. 7

[πηγή: wikipedia] 9

Jim Butcher, The Dresden Files, Rock Books, 2000

62






Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ

ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΜΕΝΟΥ: O ΛΟΦΟΣ, Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ

ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΜΕΝΟΥ: O ΛΟΦΟΣ, Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ Μας φαινόταν ολοφάνερο, εξάλλου, ότι υπήρχαν αρχαίες και περίπλοκες συμμαχίες ανάμεσα στα κρυμμένα εξώτερα πλάσματα και σε ορισμένα μέλη της ανθρώπινης φυλής. Το πόσο εκτεταμένες ήταν οι συμμαχίες αυτές και το ποια μπορεί να ήταν η σημερινή τους κατάσταση σε σύγκριση με αρχαιότερες εποχές, δεν υπήρχε τρόπος να το συμπεράνουμε. Ωστόσο, στην καλύτερη περίπτωση, υπήρχε άνετος χώρος για ατέλειωτες φρικώδεις εικασίες. [...] Howard Phillips Lovecraft, ”Το πλάσμα που ψιθύριζε στο σκοτάδι”, Η ανώνυμη πόλη και άλλες ιστορίες

Το Πλάσμα δεν είναι ένας ήρωας παιχνιδιού. Είναι ένα σύμπλεγμα ηρώων. Το Κούρσουμλου αποτελεί γι’ αυτό ένα πεδίο εξερεύνησης. Όλα μοιάζουν κατά ένα μυστικό τρόπο τοποθετημένα, φυτρωμένα, ριζωμένα στο τοπίο, περιμένοντας για χρόνια μία παρουσία, ίσως αυτήν τους Πλάσματος, για να τους μεταβάλλει την προσωπική ιστορία, να τα συνδέσει για μία στιγμή με μία κίνηση, να τα διαπεράσει θερμική ή κινητική ενέργεια, γιατί βαρέθηκαν να δέχονται μόνο ενέργεια μέσω ακτινοβολίας. Τα στοιχεία [ή μήπως τα στοιχειά;] του τόπου αναζητούν το άγγιγμα. Το Πλάσμα οργανώνει μέσω των διαδρομών και των δράσεών του αυτήν την εσωτερική ιστορία της ύλης των αποσπασμάτων του τοπίου. Η ενέργεια μπαίνει στη θέση του σώματος του Πλάσματος ”σαν μια ανάλαφρη χίμαιρα για να μας μάθει ότι ένα σώμα ζει με λεπτομέρειες”*. Το ίδιο το Πλάσμα, όπως και το Πρωτεύον Θηλαστικό που το ακολουθεί, μπορεί ”να μην πιστεύει στη βασιμότητα των φαντασιώσεών του κι όμως, κι ακριβώς ίσως γι’ αυτό, βρίσκεται μέσα στην τελευταία τους αλήθεια, μία αλήθεια που δε διαπιστώνεται παρά σ’ αυτά [το ίδιο το Πλάσμα και το Πρωτεύον Θηλαστικό]. Ο κόσμος του δε μπορεί να γκρεμιστεί ίσως ακριβώς γιατί είναι υπερβολικά εύθραυστος.”* Πλάσμα και Πρωτεύον Θηλαστικό κινούνται στο δικό τους φαντασιακό μονοπάτι, στην κατασκευασμένη [fiction] εκδοχή του υπαρκτού αυτού τόπου. Μπορεί να μη συζητάνε μεταξύ τους την ώρα της δράσης, όμως με κάποιο μέσο θα καταγράψουν την εμπειρία τους, έναν ιδιαίτερο διάλογο μεταξύ δράστη και καταγραφέα, γεμάτο σημειώσεις προς μελέτη. Η διαδικασία της ανάγνωσης μεταβάλλεται σε μία κατάσταση εργασίας, ο αναγνώστης ανατρέχει σε ένα εύρος πεδίων έρευνας, όχι ”της τάξης της αποκωδικοποίησης, της υστερικής αναζήτησης κάποιου ‘μηνύματος’, αλλά της τάξης της απόλαυσης, του φαντάσματος”*. Για εκείνους που ”ξέρουν πως και η ανάγνωση απαιτεί ένα ρυθμό αναπνοής”,* κάτι που διαρκώς υπενθυμίζουν οι περιγραφές Πλάσματος και του Πρωτεύοντος Θηλαστικού.

Παρακάτω ξεκινά αυτός ο διάλογος της περιπλάνησης. Η καταγραφή της μυθοπλασίας που προκύπτει ως το πείραμα της εξερεύνησης. Οι εσωτερικές εικόνες και οι συνειρμοί των ηρώων, μέσα από το πεδίο δοκιμών. * Raymond Queneau, Το δέρμα των ονείρων, εκδόσεις Αστάρτη, Αθήνα 1983, σελ. 7-9

67




Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΠΛΑΣΜΑ: Είμαι ένα πλάσμα που περιτριγυρίζει τη θάλασσα. ΕΊΜΑΙ ΈΝΑ ΝΈΟ ΑΜΦΊΒΙΟ. Το χώμα, η άμμος ή τα φύκια έρχονται για πρώτη φορά τόσο κοντά στα μάτια μου, στο στόμα ή στη μύτη μου. Το αντιμετωπίζω ως φυσικό, έτσι συμβαίνει στους περισσότερους οργανισμούς που ζουν στη φύση. Και στα εξημερωμένα ζώα της πόλης επίσης. Μόνο οι άνθρωποι και τα ανθρωπόμορφα κρατήσαμε τις αποστάσεις μας. Τις δημιουργήσαμε και μετά τις διατηρήσαμε. Ακόμα και με τη μάσκα τα υλικά του περιβάλλοντος βρίσκουν τον τρόπο και εισέρχονται από μικρές οπές, πέφτοντας στα βλέφαρα ή στα ρουθούνια μου. Το δικό μου υλικό σώμα θα το ρίξω σε ένα χαλί φυκιών· χωρίς επιφυλάξεις. Απλά αφήνω το σώμα μου να πέσει. ΕΊΜΑΙ ΑΝΆΣΚΕΛΑ. Τα μάτια μου χορταίνουν ουρανό. Τα χέρια μου με σκεπάζουν με φύκια. Τα πετώ στον ουρανό. Μου τα ρίχνει πίσω, στα μάτια. ΣΉΜΕΡΑ ΒΡΈΧΕΙ ΦΎΚΙΑ, ΘΑ ΣΚΕΦΤΏ. Είναι ένας αχινός δίπλα στο μάτι μου. Δε πειράζει, είναι νεκρός πια. Πόσα οστρακοειδή έχουν πεθάνει; Πόσο γεμάτες είναι οι παραλίες από κοχύλια –κενές κατοικίες νεκρών, κενοί τάφοι. Εγώ, το ζωντανό, κινούμαι ανάμεσα σε ξεβρασμένους τάφους και σε φύκια που αν δεν επιστρέψουν άμεσα στο νερό θα ξεραθούν από τον ήλιο, θα κομματιαστούν από τον αέρα, γκριζωπές πια στάχτες εδώ και εκεί. Ξανακοιτάω τον αχινό. Κάτι μέσα μου ζηλεύει τη σφαιρικότητά του, αυτήν την ακτινωτή του συμμετρία1. ΕΓΏ ΑΝΑΓΝΩΡΊΖΩ ΠΩΣ ΈΧΩ ΑΜΦΊΠΛΕΥΡΗ ΣΥΜΜΕΤΡΊΑ. ΔΕ ΘΑ ΓΝΩΡΊΣΩ ΠΟΤΈ ΤΟ ΑΊΣΘΗΜΑ ΤΗΣ ΚΊΝΗΣΗΣ, Ή ΤΗΣ ΚΎΛΙΣΗΣ ΑΠΌ ΌΛΟ ΜΟΥ ΤΟ ΣΏΜΑ. Ο αχινός είναι όλος πόδια και χέρια. Μπορεί να μετακινηθεί από όποια πλευρά του θελήσει. ΘΈΛΩ ΝΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΤΏ. ΝΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΘΏ ΣΕ ΈΝΑ ΕΧΙΝΌΔΕΡΜΟ2. Αρχίζω να κυλιέμαι στα φύκια, στην άμμο. >

Στη Βιολογία με τον όρο ακτινωτή συμμετρία, [radial symmetry], χαρακτηρίζεται εκείνη η δομη σώματος στα ζώα, κατά την οποία κάθε τομή από το στόμα και καθ΄ όλο το μήκος του σώματός του παρουσιάζει πανομοιότυπα τμήματα. Τέτοια ακτινωτή δομή παρουσιάζουν μόνο τα κοιλεντερωτά, τα κτενοφόρα και τα εχινόδερμα. 1

[πηγή: wikipedia]

Εχινόδερμα, [τα], [ή εχινοδέρματα, Echinodermata] είναι ιδιαίτερη κατηγορία θαλάσσιων ζώων που αποτελούν μια πολυπληθή συνομοταξία του ζωικού βασιλείου. Το πρόθεμα εχινο-, [echino-], σημαίνει αγκάθι. Στα εχινόδερμα συγκαταλέγονται οι αστερίες, οι αχινοί, οι οφίουροι, οι θαλάσσιοι κρίνοι, τα ολοθούρια, τα κοινώς λεγόμενα αγγούρια της θάλασσας, καθώς και κάποιες άλλες τάξεις που έζησαν σε παλαιότερες γεωλογικές εποχές και που σήμερα απαντώνται μόνο ως απολιθώματα. Τα περισσότερα είδη των εχινοδέρμων έχουν ένα ασβεστολιθικό σκελετό [ή κάψα] που φέρει αγκάθια. Ζουν σε παράκτιες θαλάσσιες περιοχές, αλλά και στο βυθό, όπου κινούνται ελεύθερα, αλλά με μεγάλη βραδύτητα, πλην όμως κανένα είδος εξ αυτών δεν ζει παρασιτικά. 2

[πηγή: wikipedia]

Παρασέρνω τους σχηματισμούς τους, τους λοφίσκους που με κόπο δημιουργούν τα κύματα. Η κίνησή μου μόνιμα αναχαιτίζεται από την τριβή. Μου λείπει η ροπή. ΑΝ ΚΆΤΙ ΈΧΕΙ ΝΑ ΖΗΛΈΨΕΙ Ο ΑΧΙΝΌΣ ΑΠΌ ΕΜΈΝΑ, ΑΥΤΌ ΕΊΝΑΙ Η ΤΑΧΎΤΗΤΑ. Όσο και αν έλκομαι από την βραδύτητα και όσο και αν αναρωτιέμαι ”γιατί χάθηκε η ηδονή της βραδύτητας;” 3, η βραδύτητα στην κίνηση του αχινού για εμένα θα ήταν εγκλωβιστική. Κάθε είδος και ικανότητες. Πάνω από όλα όμως είμαι σπονδυλωτό4. Αποκαθηλώνω για λίγο- μία στιγμή ανάπαυλας- το αριστερό μου χέρι. Το δέρμα μετά από ώρα αγγίζει την άμμο από λεπτά όστρακα. Σκέφτομαι πόση κόπωση5 μου προκαλεί αυτή η στολή. Κλιμακωτά, κάθε μέρα που περνάει το σώμα μου ξυπνάει όλο και πιο κουρασμένο, καταπονημένο. Δεν επιθυμεί να σηκωθεί από την ξαπλωμένη στάση του ύπνου. Δεν υπάρχει νύστα, υπάρχει αδράνεια- η αδράνεια της κόπωσης. Η κόπωση παρατείνει. Είτε την ανάγκη για ξεκούραση, είτε για δράση. Στο πεδίο δράσης έχει αντίστροφα αποτελέσματα. Όσο μεγαλύτερη, τόσο οι αντιστάσεις του εαυτού μειώνονται. Οι ανησυχίες απομακρύνονται, γίνομαι ένα με το περιβάλλον μου. ΤΕΛΙΚΆ ΔΕΝ ΑΡΝΟΎΜΑΙ ΤΊΠΟΤΑ, Η ΑΠΆΘΕΙΆ ΜΟΥ ΜΕ ΟΔΗΓΕΊ ΣΤΟ ΝΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΉΣΩ ΚΆΘΕ ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΌ ΈΝΣΤΙΚΤΟ. Εν συνεχεία, ενεργοποιεί νέα, κρυμμένα ένστικτα, ανατροφοδοτώντας την ενέργειά μου, ΩΣ ΈΝΑΣ ΑΥΤΟΆΝΟΣΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΌΣ ΠΟΥ ΕΡΕΘΊΖΕΤΑΙ ΑΠΌ ΤΟ ΤΟΠΊΟ. Η ΚΌΠΩΣΗ ΕΊΝΑΙ ΌΛΗ ΔΙΚΉ ΜΟΥ, ΕΊΝΑΙ Η ΚΌΠΩΣΗ ΤΗΣ ΊΔΙΑΣ ΤΗΣ ΣΤΟΛΉΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΔΙΟΤΉΤΩΝ ΠΟΥ ΑΥΤΉ ΦΈΡΕΙ. Είναι ζεστή, βρώμικη από εκκρίσεις και υλικά. Κολλάει επάνω μου. Το πρόσωπο· πλαστικό, παρεμποδίζει τη φυσική μου αναπνοή [συχνά ακούω καθαρά την δυσκολία κάθε εισπνοής], το κεφάλι μου πιέζεται από τα τέσσερα λάστιχα που του ασκούν δυνάμεις, δε βλέπω καθαρά, ούτε ακούω. Βλέπω μία προσεγγιστική εικόνα της >

ΠΙΣΤΑ #01: ΓΙΑΡΙΑ

3 Μίλαν κούντερα, Η βραδύτητα 4 Σπονδυλωτό [vertebrate]: Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται όλοι εκείνοι οι οργανισμοί που φέρουν σπονδυλική στήλη όπως είναι: τα ψάρια, τα αμφίβια, τα ερπετά, τα πτηνά και τα θηλαστικά. Εκτός της σπονδυλικής στήλης ιδιαίτερο μάλιστα γνώρισμα αυτών των οργανισμών είναι η ύπαρξη γνάθου. 5 κόπωση βλ. Β’ ΜΕΡΟΣ, σελ. 54-56

70



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ φύσης και ακολουθώ. Η ίδια η διαδρομή για το Κούρσουμλου, μου φαίνεται πλέον πιο σύντομη και όταν καταφθάνω δυσκολεύομαι να ενεργοποιηθώ πάλι σε αυτό το τοπίο ως Πλάσμα. Μέρα με τη μέρα κανένα είδος καθαρισμού δεν είναι αρκετό για να επέλθει μία χαλάρωση ή ξεκούραση. Δεν υπάρχει αίσθημα καθαριότητας ή αν υπάρχει αυτό είναι εντελώς προσωρινό. Υπάρχει γνώση των καθημερινών διαδικασιών και κινήσεων, σε βαθμό που, πιστεύω που Η ΚΌΠΩΣΗ ΕΥΘΎΝΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΓΡΑΦΉ ΚΆΘΕ ΑΝΑΣΦΆΛΕΙΆΣ ΜΟΥ, ΚΆΘΕ ΦΌΒΟΥ, ΚΆΘΕ ΠΙΘΑΝΟΎ ΑΙΣΘΉΜΑΤΟΣ ΚΙΝΔΎΝΟΥ. ΑΝΑΚΑΛΎΠΤΩ ΤΗΝ ΕΓΓΎΤΗΤΆ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟ ΤΟΠΊΟ, ΤΟΥΣ ΦΥΣΙΚΟΎΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΎΣ, ΤΑ ΥΨΌΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΤΗ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΊΑ ΧΩΡΊΣ ΚΑΝΈΝΑ ΔΙΣΤΑΓΜΌ. ◊

ΠΙΣΤΑ #01: ΓΙΑΡΙΑ

ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ: Στέκομαι επάνω στη φυσική προβλήτα, όσο μακριά μπορώ από τη στεριά. Είναι ουσιαστικά ένα πέτρωμα φαγωμένο από την αλμύρα του αέναου κύματος. Το κάδρο των ματιών μου αρχίζει και τελειώνει με ΤΑ ΚΌΚΚΙΝΑ ΥΨΏΜΑΤΑ, ΤΑ ΓΙΆΡΙΑ. Έτσι μου έμαθαν να τα λέω από μικρή, εννοώντας τους λόφους από κοκκινόχωμα. Η επιφάνειά τους είναι φυτρωμένη, ποτέ όμως δεν την πάτησα με τα ίδια μου τα πόδια. Είναι κομμάτι της Αρχαίας Στρύμης. Περιφραγμένο. Δε πειράζει, διότι ειλικρινά νομίζω πως το πιο ενδιαφέρον κομμάτι είναι Η ΚΌΚΚΙΝΗ ΤΟΜΉ ΤΟΥΣ, ΤΗΝ ΟΠΟΊΑ ΜΠΟΡΟΎΜΕ ΌΛΟΙ ΝΑ ΑΝΤΙΚΡΊΖΟΥΜΕ ΕΛΕΎΘΕΡΑ. Προσμένω το Πλάσμα να εισβάλλει στο πλάνο με τα έντονα χρώματα. Το παρατηρώ να περπατάει από τη μία άκρη του οπτικού μου πεδίου ως την άλλη. Είμαστε μακριά. Δε μπορώ να του μιλήσω ή να του τραγουδήσω. Δεν υπάρχει επαφή. Αλλά δεν είχα και κάτι σημαντικό να του πω. Το περπάτημά του είναι αλλιώτικο. Βαθαίνει. Βουλιάζει, όπως είναι φυσικό, μέσα στα αλλεπάλληλα στρώματα από ξεβρασμένα φύκια. Σκέφτομαι πως μονάχα τα έντομα θα μπορούν να κινηθούν επάνω σε τούτο το παχύ χαλί, δίχως ανεπιθύμητες μετατοπίσεις στον ψψ΄. Άντε, ίσως και μερικά ζώα. Στα γιάρια δε βλέπεις σχεδόν καθόλου, αμμουδιά – με την έννοια του εδάφους. Δε βλέπεις το έδαφος. Μόνο μετασχηματισμένο σε βυθό, στα πρώτα βήματα εντός θαλάσσης. ΤΟ ΚΎΜΑ ΈΣΚΑΨΕ ΑΓΚΑΛΙΈΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΌ ΤΩΝ ΚΌΚΚΙΝΩΝ ΌΓΚΩΝ ΚΑΙ ΤΙΣ ΓΈΜΙΣΕ ΜΕ ΦΎΚΙΑ. Ξερά. Όταν κάνει καιρό, φέρνει και καινούρια, χλωρά. Και γίνονται κι αυτά ξερά, ένα στρώμα ακόμα. Η ΠΡΌΣΘΕΣΗ ΕΊΝΑΙ Η ΠΙΟ ΒΑΣΙΚΉ ΠΡΆΞΗ. ΤΗΝ ΠΡΌΣΘΕΣΗ ΚΑΤΑΠΑΤΟΎΣΕ ΤΏΡΑ ΤΟ ΠΛΆΣΜΑ. ΠΑΤΟΎΣΕ, ΣΥΜΠΎΚΝΩΝΕ ΤΑ ΦΎΚΙΑ, ΤΑ ΚΑΤΑΠΊΕΖΕ. ΜΕΤΆ ΠΑΤΟΎΣΕ ΑΛΛΟΎ, ΚΙ ΑΥΤΆ ΑΝΆΣΑΙΝΑΝ ΛΊΓΟ ΚΑΙ ΠΆΛΙ. Πάει κι έρχεται το Πλάσμα. Ξαπλώνει σε μία από τις κόκκινες αγκαλιές και στέκεται για λίγο έτσι. Έχω την εντύπωση πως απολάμβανε στο έπακρο την αίσθηση, όσο αίσθηση το άφηνε η πανοπλία του να έχει. Η ΑΊΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΙΒΩΤΙΣΜΟΎ. Το Πλάσμα χωνεύτηκε μέσα στo φυκ-όγκο με περισσή ευκολία. Χωρίς να προσπαθήσει καν. Αριστερά και δεξιά οργανικά απόβλητα, επάνω κόκκινο χώμα και γαλάζιο του ουρανού. Δεν το είδα με τα μάτια μου, το φαντάζομαι όμως. Μετράει και αυτό εξίσου. Όπως ήταν αναμενόμενο, το Πλάσμα ξεκίνησε να πειραματίζεται με σκοπό να ανακαλύψει τις ιδιότητες και αυτού του υλικού σε αφθονία. Ίσως τα ζεύγη αντίθετων να είναι μία παράμετρος που έλκει το Πλάσμα. Η ΜΟΝΑΔΙΚΌΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΑΦΘΟΝΊΑ. Το Πλάσμα τραντάζεται. Ταλαντώνεται. Επαναλαμβάνει διάφορες κινήσεις που εκτοξεύουν τα φύκια στον αέρα. Τα κοιτώ να πέφτουν αργά και πάλι κοντά στην αρχική τους θέση. Η βαρύτητα τα έλκει πίσω, αλλά με περισσότερη γλύκα. Έφταναν >

72



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ αρκετά ψηλά, μπροστά από τον κόκκινο όγκο. Αλλάζω κι εγώ θέση, πλησιάζω. Κάποια από αυτά πέφτουν επάνω στα μάτια του Πλάσματος, εκείνα τα πράσινα μάτια καθρέφτες. Τι έκσταση1! Ένα ακόμα ζωντανό φίλτρο μπροστά στο οπτικό νεύρο του Πλάσματος, με φόντο τον ουρανό. Σκέφτομαι πως, όσες χιλιάδες φωτογραφίες κι αν τραβήξω, πάντα οι καλύτερες θα είναι εκείνες που πήραν τα μάτια του. Στρέφει την ύλη προς τον εαυτό του. Σταματά να πετάει τα φύκια κατακόρυφα ψηλά, παρά τα πετάει ψηλά και προς τα ‘μέσα’. Καλύπτεται σχεδόν ολόκληρο. Καμουφλάρεται. Κάποιες, λίγες αντανακλάσεις της στολής του ξεπροβάλλουν μονάχα. Το μαύρο είναι σκληρό χρώμα. Είναι ένας λοφίσκος από φύκια και το Πλάσμα μέσα του. Επάνω από εκεί που τελειώνει ο φλοιός της γης. ΣΤΟ ΣΥΝ, ΌΧΙ ΣΤΟ ΜΗΔΈΝ ΟΎΤΕ ΣΤΟ ΜΕΊΟΝ. ΕΊΝΑΙ ΈΝΑΣ ΈΞΑΛΟΣ ΌΓΚΟΣ2. ΘΑΜΜΈΝΟ ΥΠΈΡ. Για λίγη ώρα επικρατεί γαλήνη. Το Πλάσμα μένει ακίνητο για όσο κρατάνε μερικές αναπνοές. Παρατηρώ. Βγαίνει προς το φως με μοναδική αξίωση λίγο φρέσκο αέρα. Καβαλάει το λόφο σα να ήταν άλογο. Και ξεκινά να πετά χούφτες φύκια επάνω στον κόκκινο βράχο. Αισθανόμουν πως εκείνη τη στιγμή το Πλάσμα είχε τόση δύναμη, που ακόμα κι αν ήταν καβάλα σε άλογο, θα μπορούσε να του ξεριζώσει κομμάτια από το σώμα του, όπως ακριβώς έκανε με τα φύκια. Τα φύκια χτυπούσαν το κοκκινόχωμα και έπεφταν πάλι επάνω σε άλλα φύκια. Το Πλάσμα τάραξε τη σειρά των φυκιών. Τα ανακάτεψε, τα μπέρδεψε, τα μαγείρεψε. Μερικά τυχερά φύκια σκάλωσαν επάνω στο χωμάτινο βράχο. Από εκεί σίγουρα θα είχαν καλύτερη θέα και ο αέρας θα τα χάιδευε πολύ > Στο σύγχρονο ψυχολογικό πλαίσιο η έκσταση είναι μία διευρυμένη ψυχική κατάσταση με συμπτώματα άμβλυνσης της συνείδησης, ευτυχίας, απόσπασης από την πραγματικότητα. Σε μια τέτοια κατάσταση συνείδησης είναι δυνατόν να ακούει κανείς φωνές ή να έχει ψευδαισθήσεις ως αποτέλεσμα είτε χρήσης ψυχότροπων ουσιών, είτε νηστείας ή εντατικού ρυθμικού χορού. Στη βαρύτερη μορφή της η έκταση υπονοεί μερικές φορές ψυχοπαθολογικές καταστάσεις όπως είναι η σχιζοφρένεια και η επιληψία. Αρκετοί συγγραφείς θεωρούν πως η έκσταση είναι ταυτόσημη με την θρησκευτική εμπειρία ενώ άλλοι θεωρούν την έκταση διαφορετική από την υπνωτική καταληπτική κατάσταση. Ως θρησκευτική εμπειρία έπαιξε καταλυτικό ρόλο σε εθνικές θρησκείες και τους μυστικιστές όλων των εποχών. Στον σαμανισμό είναι το μέσο για την επίτευξη της επαφής με τον υπεραισθητό κόσμο, ενώ μέσω του ενθουσιασμού του αρχικού διονυσιακού μυστικισμού ο θεός καταλαμβάνει το άτομο. Στην αραβική φιλοσοφία η έκσταση και η ιερή έκσταση -που προέρχεται από τη μουσική- είναι δύο διαφορετικές ποιότητες σύμφωνα με τον αλ-Γκαζαλί, ενώ στον σύγχρονο χριστιανισμό ανάλογο παράδειγμα θρησκευτικής έκστασης μπορεί να αναζητήσει κανείς στο πεντηκοστιανό κίνημα [βλ. γλωσσολαλιά]. 1

[πηγή: wikipedia]

Ο όγκος, που ονομάζεται επίσης και χωρητικότητα, είναι η ποσότητα του χώρου που καταλαμβάνει ένα αντικείμενο. Συμβολίζεται συνήθως με το αγγλικό γράμμα V από τη λέξη Volume. 2

>

ΠΙΣΤΑ #01: ΓΙΑΡΙΑ

διαφορετικά, ίσως λίγο πιο άγρια. Εγώ, αν ήμουν φύκι, θα ευχαριστούσα το Πλάσμα γι’ αυτή του την ενέργεια. Προχωράει πιο πέρα. Το ακολουθώ. Ο βηματισμός του είναι αργός, προσεκτικός. Κοιτάει χαμηλά. Χώνεται σε διάφορες φωλιές που βρίσκει στο δρόμο του. Ερευνά αν χωράει ή όχι. Συνήθως το Πλάσμα δε χωράει πουθενά. Τρίβεται επάνω στο κόκκινο χώμα. Είναι που έλκεται από τα έντονα χρώματα, μιας και δε τα βρίσκει συχνά εδώ. Χαζεύει μία το κόκκινο και μία τη θάλασσα. Δεν έχω ιδέα πώς μπορεί να τα συσχετίζει στο μυαλό του. Απλά προχωράει προς τον πολιτισμό κι εγώ το ακολουθώ. Αν μπορώ να θέσω δηλαδή, γι’ αυτό εδώ το μέρος πως πολιτισμός είναι οι παράγκες των παραθεριστών και των ψαράδων. Πέφτει στο στρώμα από τα φύκια και κατρακυλά. Επί τούτου. Κι εγώ σκέφτομαι πώς θα ήταν αν υπήρχαν στρώματα θαλάσσης φτιαγμένα από φύκια. Βλέπω το Πλάσμα και ζηλεύω λίγο. Όμως κάτω έχει αχινούς. Δε μπορώ να μιμηθώ τις κινήσεις του, δεν έχω το ανάλογο δυναμικό. Και ούτε, άλλωστε, μου επιτρέπεται, όσο κι αν ζηλεύω. Κυλά πέρα και δώθε. Επάνω και κάτω. Πέφτει από τον φυκόλοφο και καταλήγει στην ακροθαλασσιά. Εκεί που, όπως λένε, σκάει το κύμα. Βρέχεται λίγο. Του αρέσει η αλμύρα. Νομίζω πως βλέπω στο πρόσωπό του ένα μειδίαμα κάθε φορά που πλησιάζει στο νερό. Σηκώνεται, περπατάει λίγο και κυλά ξανά. Και πάλι. Και πάλι. Φιλοδοξεί να μεταμορφωθεί σε έναν κύλινδρο, να στρογγυλέψει. Όντως, κάθε επόμενη φορά κυλούσε και καλύτερα. Δε χρησιμοποιούσε άκρα, ήταν ολόκληρο το Πλάσμα ένας κορμός. Αλήθεια, σε κύλινδρο ήθελε να μοιάσει ή σε δέντρο; Παρέσερνε διάφορα μαζί του, καθώς έπεφτε. Δε δίσταζε. Κατρακυλούσε, αλλά με χάρη. Μία σκέψη με έπνιγε, ενόσω εκείνο γινόταν δέντρο – πόσο τυχερή είμαι να έχω δει κάτι τόσο μοναδικό, όσο αυτό εδώ το Πλάσμα. Συνεχίσαμε να περπατάμε πιο πέρα, δίχως να μιλήσουμε καθόλου. Ετοιμαζόμασταν να αλλάξουμε πίστα, σκέψεις και διάθεση. ◊

Ο όγκος ενός στερεού αντικειμένου έχει αριθμητική αξία και δίνεται για να περιγράψει την τρισδιάστατη αντίληψη για το πόσο χώρο καταλαμβάνει. Μιας διάστασης αντικείμενα [όπως γραμμές] και δυο διαστάσεων αντικείμενα [όπως τετράγωνα] δεν έχουν όγκο σε τρεις διαστάσεις. Ο όγκος, το εμβαδόν της επιφάνειάς και η κάθε γραμμική διάσταση ενός γεωμετρικού αντικειμένου μεταβάλλονται διαφορετικά, όταν αυτό μεγεθύνεται ή σμικρύνεται. Για παράδειγμα αν ένας κύβος μεγαλώσει έτσι ώστε η πλευρά του να γίνει δεκαπλάσια, ο όγκος του θα χιλιαπλασιαστεί [1000=103], ενώ το εμβαδόν της επιφάνειάς του θα εκατονταπλασιαστεί [100=102].

74




Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΠΛΑΣΜΑ: Μέσα από αυτά τα γυαλιά όλα είναι πιο πράσινα και πιο σκοτεινά. Κοιτάω κατάματα τον ήλιο. Ο άνθρωπος χάνεται στο βάθος του χωματόδρομου. Τον περιμένω. Κοιτάω προς τις λάσπες που απλώνονται μπροστά μου. Ακούω την ανάσα μου· εισπνοή-εκπνοή. Σε επανάληψη. Εισπνοή από τη μύτη. Το πλαστικό στα μάτια μου θολώνει. Εκπνοή από τη μύτη. Ο αέρας βγαίνει από τα βράγχια1 μου, δεξιά και αριστερά του στόματος, βγάζοντας ένα δυνατό ήχο. Ο ήλιος με κάνει να ιδρώνω. Σταγόνες στο πλαστικό μπροστά στα μάτια μου λαμπυρίζουν σε θερμά χρώματα. Εστιάζω πίσω τους και αυτές θολώνουν. ΠΑΡΑΤΗΡΏ ΑΠΟΣΠΆΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΎΣΗΣ. Ψηλά χόρτα, θάμνοι, χώμα φρεσκοανακατεμένο. Αυτό το πρόσωπο με κρατάει σε απόσταση από αυτά που βλέπω. Το σώμα μου, σκληρό και άκαμπτο, ζεσταίνεται κάτω από την πλαστική2 σακούλα. Μπορώ να νιώσω τον αέρα να φυσάει μόνο στο σβέρκο μου. Το σώμα μου ζητάει μία νέα επαφή με το χώμα. Ζητάει μία ένωση. Μία ένωση που δε στέκεται στην πιθανή ακαθαρσία που θα προκαλέσει στο ένδυμα. Μία ένωση ουσιαστική· βαθειά. Χωρίς καμία σκέψη. ΘΈΛΩ ΝΑ ΧΩΘΏ ΒΑΘΕΙΆ ΣΕ ΑΥΤΌ ΤΟ ΜΑΛΑΚΌ ΈΔΑΦΟΣ ΠΟΥ ΣΥΝΕΧΏΣ ΥΠΟΧΩΡΕΊ ΥΠΌ ΤΟ ΒΆΡΟΣ ΤΟΥ ΣΏΜΑΤΌΣ ΜΟΥ, ΑΝΑΒΛΎΖΟΝΤΑΣ ΥΓΡΆ, ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΈΝΑ ΜΈΣΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΚΆΠΟΙΟ ΔΙΆΣΤΗΜΑ ΤΟΥ ΧΡΌΝΟΥ. Έχω απλωθεί επάνω του με σκοπό να με κυριέψει. Να με κάνει κομμάτι του. Γλιστράω. Σέρνομαι. Μετά-κινούμαι· σε συνεχή επαφή μαζί του. ΜΕΤΆ-ΚΙΝΏ ΜΈΡΟΣ ΤΟΥ ΕΔΆΦΟΥΣ ΜΑΖΊ ΜΟΥ. ΈΧΕΙ ΚΑΘΊΣΕΙ ΚΑΙ ΑΥΤΌ, ΜΕ ΤΗ ΣΕΙΡΆ ΤΟΥ ΠΆΝΩ ΜΟΥ, ΚΑΤΑΛΑΜΒΆΝΟΝΤΑΣ ΌΛΟ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΎΤΕΡΟ ΜΈΡΟΣ ΤΟΥ ΣΏΜΑΤΌΣ ΜΟΥ ΧΑΡΊΖΟΝΤΆΣ ΜΟΥ ΈΝΑ ΝΈΟ ΔΈΡΜΑ. Η ΝΈΑ ΈΝΩΣΗ. Τα μάτια μου βλέπουν μόνο αυτό. Tους πόρους του, τις ρωγμές του, τα βαθουλώματά του, τη χαμηλή βλάστηση που κατοικεί ΕΠΆΝΩ ΣΕ ΑΥΤΌΝ ΤΟΝ ΕΎΘΡΑΥΣΤΟ ΚΑΙ ΥΓΡΌ ΦΛΟΙΌ ΔΈΡΜΑΤΟΣ. Σ’ αγαπώ και σε φιλώ- με ό,τι έχω για στόμα. ◊

Τα βράγχια είναι το αναπνευστικό όργανο πολλών υδρόβιων οργανισμών. Απορροφά το διαλυμένο στο νερό οξυγόνο αποβάλλοντας διοξείδιο του άνθρακα. Τα βράγχια ορισμένων ειδών, όπως τoυ Βερνάρδου του ερημίτη, έχουν προσαρμοστεί έτσι ώστε να επιτρέπουν την αναπνοή και έξω από το νερό, εφόσον διατηρούνται υγρά. 1

[πηγή: wikipedia]

Ο όρος πλαστικό είναι κοινή ονομασία που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ευρεία ποικιλία συνθετικών ή ημισυνθετικών οργανικώνστερεών υλικών. Τα πλαστικά είναι σχεδόν αποκλειστικά πολυμερή μεγάλου μοριακού βάρους, εξ ου και η ονομασία πολλών εξ αυτών φέρει το πρόθεμα πολυ, και που μπορεί να περιέχουν πρόσθετα, οργανικά ή μη, για βελτίωση των ιδιοτήτων τους [μηχανική αντοχή, εμφάνιση, χρώμα κλπ]. Κύριο συστατικό παρασκευής τους είναι οι συνθετικές ρητίνες που διακρίνονται σε “εποξειδικές” και “ακρυλικές”. 2

[πηγή: wikipedia]

ΠΙΣΤΑ #02: ΛΑΣΠΗ

ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ: Κάθε φορά που επισκεπτόμασταν το λασποτόπι σε τούτο το χρονικό διάστημα ο θαυμασμός μου για την ποιότητά του ήταν ίδιος. Δεν έλειψε ποτέ. Αυτή τη φορά οδήγησα εκεί το Πλάσμα επί τούτου. Με σκοπό. Ήθελα πολύ να δω πώς θα αντιδρούσε σε ένα έδαφος αβέβαιο. Θολό ίσως. Μια περιοχή έτσι κι αλλιώς. Εκείνο το κομμάτι γης ήταν ενεργό, μας ψιθύριζε τις επιθυμίες του: μας ήθελε μέσα του. Έκανε την προσπάθειά του. Το Πλάσμα ανταποκρίθηκε σχεδόν από την πρώτη στιγμή στο φλερτ και ήρθε σε στενή επαφή. Ναι, μου πέρασε από το μυαλό, όσο τους παρατηρούσα μαζί, πως ΤΟ ΕΝΔΙΑΦΈΡΟΝ ΤΟΥ ΠΛΆΣΜΑΤΟΣ ΘΑ ΜΠΟΡΟΎΣΕ ΝΑ ΕΊΝΑΙ ΕΡΩΤΙΚΌ, έστω σε λανθάνουσα μορφή. Το Πλάσμα δε μου το διευκρίνισε ποτέ. Δε πιστεύω όμως, να έπεσα έξω. Σε μερικές μόνο ώρες η σχέση τους δημιουργήθηκε, κορυφώθηκε και έλαβε τέλος μέσα σε ένα σύννεφο πάθους για επαφή. Κάναμε και οι δυο τα πρώτα μας βήματα με κάθε επιφύλαξη. Είχαμε ακούσει ιστορίες για ακούσιο εγκιβωτισμό ανθρώπινων σωμάτων σε διάφορα σημεία, εδώ γύρω. Μάλιστα, είχα κουβαλήσει ως εκεί και ένα σχοινί, για ασφάλεια. Δεν ήμουν σίγουρη πως ήξερα πώς να το χρησιμοποιήσω, αν ερχόταν μια τέτοια στιγμή. Νομίζω περισσότερο ήταν [αυτό που λέμε] για τα μάτια του κόσμου. Του Πλάσματος δηλαδή, που όμως δε φαινόταν να νοιάζεται. Άρα τελικά, μόνο ΓΙΑ ΤΑ ΜΆΤΙΑ ΤΟΥ ΕΔΆΦΟΥΣ. Δεν ήθελα να το αφήσω να πιστέψει πως θα μας δάμαζε γρήγορα. Προσπαθούσα διαρκώς να μην αφήσω να πέσει σε κενό παρατήρησης καμία από τις εκφράσεις του Πλάσματος. Όταν είχε πια, κοιτάξει προς όλες τις διευθύνσεις και είχε κάπως ‘μετρήσει’ και το τυπικό βύθισμα του βήματος στον παχύρευστο αυτό όγκο, με κοίταξε με ενθουσιασμό. Δηλαδή, απλά έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος μου, προς τα πίσω. Αλλά εγώ είχα ήδη κατορθώσει να διακρίνω συναισθήματα σε εκείνο το πλαστικό πρόσωπο. Σίγουρα όχι όλα, αλλά έστω τα βασικά. Πιστεύω πως ο ενθουσιασμός ήταν από εκείνα τα συναισθήματα, τα καθημερινά για το Πλάσμα. ΓΕΝΝΉΘΗΚΕ ΣΕ ΕΚΕΊΝΑ ΤΑ ΜΈΡΗ. ΚΑΙ ΓΕΝΝΉΘΗΚΕ ΓΙΑ ΕΚΕΊΝΑ ΤΑ ΜΈΡΗ. Μεγάλωσε γρήγορα, κατάλαβε τι είναι ο ενθουσιασμός αμέσως. Κατόπιν, αντιλήφθηκα πως μου έδωσε κι εμένα τρόπους να τον διακρίνω επάνω του. Και μου τον μετέδιδε. Μπορεί να ήταν η ρουτίνα του. Ή και η τροφή του -μιας και δεν το είδα ποτέ να τρώει συμβατικό φαγητό, ΥΠΟΘΈΤΩ ΠΩΣ ΤΡΕΦΌΤΑΝ ΜΕ ΑΈΡΑ ΚΑΙ ΙΔΈΕΣ. Καμιά φορά ίσως τρεφόταν και από τα δικά μου συναισθήματα. Δεν το έκανε από κακό, εξάλλου γνώριζε πως τα συναισθήματα ξέρουν να δημιουργούν λίγο ακόμα εαυτό. Τον εαυτό τους. Σαν το αίμα, που αναπληρώνεται μόνο του μετά την αιμοδοσία. >

77



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ Όπως είπα, σύντομα εξοικειωθήκαμε κι οι δυο μας με το βύθισμα1. ΤΟ ΈΔΑΦΟΣ ΈΒΓΑΖΕ ΑΌΡΑΤΑ ΧΈΡΙΑ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΎΣΕ ΜΈΣΑ ΤΑ ΠΈΛΜΑΤΆ ΜΟΥ, έτσι ένιωθα. Κάθε βήμα ήταν δύσκολο. Δε θα έλεγα όμως, ότι έμοιαζε σαν να υπήρχε κόλλα ανάμεσα σε αυτό και σε μένα, γιατί στην πραγματικότητα ήταν κάτι πολύ παραπάνω. Αυτή η λασπόμορφη μάζα ανοιχτού καφέ χρώματος αγκάλιαζε τα παπούτσια μου από επάνω, ανέβαινε επάνω. Το έκανε απαλά, διόλου επιθετικά. Δεν είναι ότι δεν είχε παρέα. Ακριβώς δίπλα μας υπήρχαν πατημασιές από διάφορα ζώα. Μάλιστα, δε μπορέσαμε να τις ταυτοποιήσουμε. Κάποιες από αυτές μάλλον ήταν των σκυλιών της γειτονιάς, των φίλων μας. Το Πλάσμα ξεκίνησε να αφήνει πιο έντονα τα αποτυπώματά του πάνω στο λασπογήπεδο. Δεν ήθελε να περπατάει πια, απλά. Ήθελε να χοροπηδάει. Να πατάει γερά. Να πειραματιστεί. Η στολή του στην αρχή ήταν γυαλιστερή και άρτια. Υπερπροστατευτική θα μπορούσα να τη χαρακτηρίσω. Το Πλάσμα ήθελε να την ταλαιπωρήσει πολύ, να την φέρει στο όριο. Ήταν σαν να διερευνούμε τις αντοχές του πλαστικού μέσω διάφορων συντελεστών τριβής. Ξάπλωσε ανάσκελα. Κοίταξε τον ουρανό. Ήθελα κι εγώ να το κάνω, μόνο που ο ρόλος μου ήταν άλλος και έπρεπε να επιμείνω πολύ, για να τα καταφέρω. Παρατηρούσα, μετρούσα σχεδόν για πόση ώρα κοιτούσε το γαλάζιο. Εκείνη την ώρα δεν υπήρχαν καθόλου σύννεφα, να χαθεί μέσα τους. Το Πλάσμα κοιτούσε ψηλά κι εγώ κοιτούσα τα γυάλινα μάτια του. Είχαν το γνώρισμα να βγάζουν δυναμικές φωτογραφίες από ό,τι κοιτούσε το Πλάσμα – να καθρεφτίζουν. Εναλλάσσονταν συνεχώς μεταξύ του γαλάζιου [στερέωμα] και του ανοιχτού καφέ [έδαφος] με διακριτικό τρόπο. Εκείνες τις στιγμές πιστεύω πως το Πλάσμα οργάνωνε τη σειρά των ενεργειών του και είχε ανάγκη να κοιτά το κενότερο δυνατό σημείο. Μάλλον για λίγο το απασχόλησε και το καλούπι του σώματός του στο έδαφος, η αγκαλιά. Εμένα τουλάχιστον, με απασχόλησε. Ό,τι και να έκανε το Πλάσμα, λειτουργούσε σαν σφραγίδα. Σκέφτηκα πως, αφήνοντας το καθαρό αρνητικό του σώματός του, τα επόμενα όντα που θα έρθουν δε θα αναρωτηθούν για το είδος του Πλάσματος. Θα το βρουν αμέσως. Το Πλάσμα πήρε τις αποφάσεις του και σηκώθηκε αργά. Προσπάθησε να μη χρησιμοποιήσει καθόλου τα χέρια του, υποθέτω για να μη χαλάσει το έργο του. Δεν ήταν εύκολο, έπεσε κάποιες φορές, αλλά τα κατάφερε >

ΠΙΣΤΑ #02: ΛΑΣΠΗ

τελικά με εντυπωσιακή σταθερότητα. Μόλις σηκώθηκε, έφερε τα χέρια του κοντά στο πρόσωπό του και άρχισε να ακολουθεί με το βλέμμα τις καφετί γραμμές λάσπης που είχαν μείνει επάνω στο γυαλιστερό, μαύρο πλαστικό. Σαν ρυτίδες. Είχαν βαρύνει κάπως. Παρατηρούσα κι εγώ πως είχαν πάρει μια ελαφριά κλίση προς τα κάτω, δεν ήταν πια ανέμελα τα πλαστικά του χέρια. Μου θύμισε ένα μικρό παιδί που τώρα μόλις ανακαλύπτει τα χέρια του. Ανακαλύπτει ότι έχει χέρια. Σε δεύτερο χρόνο και πόσα είναι τα δάχτυλα. Το Πλάσμα δεν είχε δάχτυλα. ΉΤΑΝ ΜΟΝΟΛΙΘΙΚΉ ΚΑΤΑΣΚΕΥΉ. Αφού απομακρύνθηκε λίγο, ξεκίνησε να χοροπηδάει πάνω κάτω. Προσπαθούσε να παραμένει στο ίδιο σημείο, όσο γινόταν, γιατί είχε πάρει φόρα. Ίσως και να πίστεψε για μια στιγμή πως ενδεχομένως τελικά και να πετούσε. Πιστεύω πως το Πλάσμα είχε την πεποίθηση πως δεν υπάρχει αδύνατο. Σεβόταν τη βαρύτητα, μόνο αν ήταν υπό την επήρεια κόπωσης2. ΥΠΝΩΤΙΣΜΈΝΟ ΑΠΌ ΤΗΝ ΚΌΠΩΣΗ ΕΊΧΕ ΠΆΝΤΑ ΜΕΓΑΛΎΤΕΡΗ ΔΙΑΎΓΕΙΑ. Η κόπωση παραμόρφωνε πολύ το περιβάλλον στα μάτια μου. Πιστεύω το ίδιο ίσχυε και για το Πλάσμα. Εκείνο το περιβάλλον, το άλλο, κυνηγούσαμε συνεχώς οι δυο μας. Ήταν μια μορφή εξαγνισμού. Ήταν καθαρή και απόλυτη. Το Πλάσμα μάλλον σταμάτησε να ταλαντεύεται στον ψψ’ 3 γιατί κουράστηκε. Τα χέρια και τα πόδια του ταλαιπωρήθηκαν. Βάρυναν ακόμα περισσότερο. Σκίστηκαν ακόμα περισσότερο. Το Πλάσμα δεν ήταν πια ‘σαν καινούριο’. ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΌΤΑΝ ΚΛΙΜΑΚΩΤΆ ΣΕ ΛΆΣΠΗ, ΝΤΥΝΌΤΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΑΛΛΑΓΉ. ΣΤΑΔΙΑΚΆ ΜΟΥ ΠΡΟΚΆΛΕΣΕ ΤΗΝ ΑΊΣΘΗΣΗ ΠΩΣ ΊΣΩΣ ΚΑΙ ΝΑ ΑΝΑΔΎΘΗΚΕ ΑΠΌ ΕΚΕΊ. Μπερδεύτηκα. Δεν μπορούσα να διακρίνω αν το Πλάσμα ξάπλωσε με σκοπό να αφήσει το καλούπι του ή αν το καλούπι του υπήρχε ήδη εκεί από πριν το προσεγγίσουμε, σηματοδοτώντας μία ακόμα γέννηση. Το Πλάσμα μετακινήθηκε λίγο πιο πέρα. Τα ίχνη που άφησε ήταν βαθειά και αποφασιστικά. Πλησίασα και είδα πως η πρόθεση του Πλάσματος να εισχωρήσει ήταν σαφής. Το έδαφος ήθελε να κρατήσει τα πάντα μέσα του, αλλά όχι σε τέτοιο βάθος. ΤΏΡΑ ΉΤΑΝ ΕΥΚΡΙΝΉ ΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΆ ΤΟΥ ΌΡΓΑΝΑ. Ξεγυμνώθηκε. Το Πλάσμα μίλησε με πάθος στη λάσπη. Κοίταξε πάλι ένα γύρω. Στο μεσοδιάστημα είχε βγει και ο ήλιος. Το καφετί άλλαξε τόνο, κάτι που πρέπει να αντιλήφθηκε και το Πλάσμα μέσα στην παράλληλη, πράσινη, οπτική πραγματικότητα που ζούσε. > κόπωση βλ. Β’ ΜΕΡΟΣ σελ. 54-56 ψψ’ : στο καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων οι κάθετοι άξονες xx΄ [άξονας τετμημένων] και yy΄ [άξονας τεταγμένων] χωρίζουν το επίπεδο σε 4 μέρη που ονομάζονται τεταρτημόρια. Τα σημεία του άξονα xx΄ έχουν τεταγμένη 0 - μορφή [x,0], ενώ τα σημεία του άξονα yy΄ έχουν τετμημένη 0 - μορφή [0,y]. 2 3

1 Το βύθισμα ενός πλοίου είναι η απόσταση της εμφόρτου ισάλου γραμμής [η γραμμή όπου το πλοίο αγγίζει το νερό] από τη βασική γραμμή.

[πηγή: wikipedia]

[πηγή: wikipedia]

79



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ

ΠΙΣΤΑ #02: ΛΑΣΠΗ

Προχώρησε προς το μέρος, όπου η λάσπη ήταν ακόμα παρθένα, ανέγγιχτη, δίχως σημάδια. Έπεσε πάνω της με δύναμη και άρχισε να σέρνεται, σαν να ήθελε κάτι να φτάσει. Δεν υπήρχε τίποτα να φτάσει. Η κίνηση του Πλάσματος ήταν τρομερά συστηματοποιημένη, ήταν χορογραφία εδάφους. Στεκόμουν άλλοτε ακριβώς από πίσω του και άλλοτε ακριβώς στο πλάι του, αλλά πάντα φρόντιζα να παρακολουθώ τις κινήσεις του όσο γίνεται σε απόλυτη όψη. Δεν ξέφευγε ούτε λίγο από αυτό, που το σώμα του είχε ορίσει ως μέγιστη και ελάχιστη απόσταση από τον κεντρικό του άξονα. Σύρθηκε τόσο αυστηρά για αρκετή ώρα και μετά πήρε το δρόμο του γυρισμού. Στο πρόσωπό του φαινόταν ολοκάθαρα ο μόχθος. Νομίζω πως το υπόστρωμα δε γλιστρούσε τόσο, όσο το Πλάσμα αρχικά είχε υπολογίσει. Το ιξώδες4 της λάσπης ήταν μεγαλύτερο από όσο νόμιζε. Επέστρεψε με τον ίδιο τρόπο στην αφετηρία, που το ίδιο το Πλάσμα είχε θέσει. Ορθώθηκε. Ένα ζώο σύρθηκε εδώ. Θα μπορούσε να ήταν μια μεγάλη χελώνα ή ένα λαβωμένο από τα σκάγια των κυνηγών γουρουνάκι. Αυτός ο συλλογισμός με συνεπήρε – το Πλάσμα πέρασε σε κάτι άλλο, ακούσια ή εκούσια. Η μεταμόρφωση της πλασματικής στολής είχε ολοκληρωθεί. Το ίδιο το Πλάσμα κοίταξε τον εαυτό του και ικανοποιήθηκε από το αποτέλεσμα. Είχε αλλάξει. Είχε γίνει πρόσθεση θέσεων, προθέσεων και ύλης. Κινήθηκε γρήγορα προς την κοντινότερη χαμηλή βλάστηση. Στην άκρη του λασπότοπου. Γονάτισε και κάθισε εκεί να ξαποστάσει. Να ανακάμψει. Να καταλάβει τι έγινε, από λίγο πιο μακριά. Το ακολούθησα μετά χαράς και ξεκίνησα να του μιλώ. Πιο πολύ μιλούσα στον εαυτό μου, έχοντας τη γνώση πως με ακούει και το Πλάσμα. Τα παπούτσια μου ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση και η υγρασία της λάσπης είχε διαπεράσει το εξωτερικό τους περίβλημα. Δεν την έβλεπα – την αισθανόμουν όμως. Δε με πείραζε. Μάλλον μου άρεσε. Σκέφτηκα πως ήρθε το έξω μέσα. Πιστεύω πως και το Πλάσμα κάτι παρόμοιο σκεφτόταν. Αυτό θα έπαιρνα μαζί μου εκείνη τη μέρα. ◊ 4 Η λέξη ιξώδες προέρχεται από τη λέξη ιξός [τη γνωστή κολλώδη ουσία που περιβάλλει κάποιους καρπούς] και σημαίνει το κολλώδες. Γενικά όμως με τον όρο ιξώδες στη Χημεία και στη Φυσική χαρακτηρίζεται μία από τις ιδιότητες της ύλης [ιδίως των υγρών αλλά και των αερίων] και συγκεκριμένα η αντίσταση κατά τη ροή της. Για παράδειγμα, διαφορετικά ρέουν το μέλι, το λάδι και το νερό. Η αντίσταση αυτή που παρουσιάζουν τα ρευστά οφείλεται στις εσωτερικές τριβές των μορίων τους από δυνάμεις συνοχής, σε βαθμό που το ίδιο το ιξώδες αποτελεί μέτρο αντίστασης του υγρού στη ροή και που εξετάζεται ιδιαίτερα από την Υδροδυναμική. Αντίθετος όρος του ιξώδους, κατά έννοια και κατά μέτρο είναι η ρευστότητα.

[πηγή: wikipedia]

81




Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΠΛΑΣΜΑ: Όλο το σώμα ανάσκελα στο χωματόδρομο. Ολόσωμος, -η, -ο1. Πάνω μου ένα κομμάτι μουσαμάς, χρωματιστός. Βλέπω, μέσα από την παραμορφωτική γωνία μου κάτι σαν ψάρι. Ο άνθρωπος με πλησιάζει με ένα σφυρί στο χέρι. Ευθεία μπροστά μου είναι ο ουρανός. Είμαι ένα με το οριζόντιο επίπεδο του χωματόδρομου, ένα με το έδαφος, το χώμα. ΚΟΙΤΆΩ ΜΈΣΑ ΑΠΌ ΤΑ ΜΆΤΙΑ ΤΟΥ ΧΏΜΑΤΟΣ. Βλέπω μόνο ουρανό, για ώρα. Παρατηρώ τη γραμμή που δημιουργεί, αργά, ένα αεροπλάνο. Αυτή η γραμμή που δε διακρίνω ούτε την αρχή της, ούτε το τέλος της, σχίζει το οπτικό μου πεδίο στα δύο. Ανασαίνω. Ο άνθρωπος ετοιμάζεται να ενεργήσει κοντά μου. Κάθε άνθρωπος προκαλεί ενέργειες στο έδαφος. Περπάτημα, σκάψιμο, όργωμα, έκρηξη. Κάτι καρφώνει δίπλα στον ώμο μου. ΝΙΏΘΩ, ΞΑΦΝΙΚΆ, ΌΛΕΣ ΑΥΤΈΣ ΤΙΣ ΜΙΚΡΈΣ ΚΑΙ ΜΕΓΆΛΕΣ ΔΟΝΉΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΈΧΕΤΑΙ ΤΟ ΈΔΑΦΟΣ ΑΠΌ ΤΗ ΔΡΆΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΏΠΟΥ. Νιώθω μαζί με το έδαφος, κάθε μικρή δόνηση, κάθε χτύπημα. ΝΙΏΘΩ ΤΗΝ ΚΆΘΕ ΣΤΆΣΗ ΤΟΥ ΣΏΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΎΡΩ ΜΟΥ, ΜΕ ΠΕΡΙΚΥΚΛΏΝΕΙ ΑΥΤΉ Η ΜΟΡΦΉ ΠΟΥ ΕΠΕΞΕΡΓΆΖΕΤΑΙ ΕΜΈΝΑ, ΤΟ ΈΔΑΦΟΣ. Σε μία ακτίνα γύρω μου κινείται και καρφώνει και εγώ νιώθω την εγγύτητα των βημάτων ή την ένταση των ενεργειών. Ακούω πιο καθαρά τον ήχο της δράσης, χωρίς να μπορώ να δω με τα μάτια μου τι ακριβώς συμβαίνει. ΜΌΝΟ Ο ΟΥΡΑΝΌΣ ΚΑΜΠΥΛΏΝΕΙ ΠΆΝΩ ΑΠΌ ΤΟ ΠΡΌΣΩΠΌ ΜΟΥ, ΚΑΙ ΌΜΩΣ ΤΌΣΟ ΜΑΚΡΙΆ ΑΠΌ ΑΥΤΌ, ΠΟΥ ΚΆΘΕ ΑΝΕΠΑΊΣΘΗΤΗ ΚΊΝΗΣΗ ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΎΝ ΝΑ ΠΑΡΑΤΗΡΉΣΟΥΝ ΤΑ ΜΆΤΙΑ ΜΟΥ ΙΣΟΔΥΝΑΜΕΊ ΜΕ ΜΊΑ ΑΡΓΉ ΜΕΤΑΤΌΠΙΣΗ ΤΟΥ ΔΕΊΚΤΗ ΤΩΝ ΔΕΥΤΕΡΟΛΈΠΤΩΝ. ◊

ολόσωμος, -η, -ο: 1. αυτός που έχει ή περιλαμβάνει ολόκληρο το σώμα: εικόνα, πίνακας, γλυπτό, καθρέφτης 2. [ένδυμα] που καλύπτει ολόκληρο το σώμα, από τους ώμους ως τα πόδια: φόρμα/ μαγιό [που καλύπτει τον κορμό] 3. ζωολ. ολόσωμα [τα] ομάδα μικροοργανισμών, των οποίων το σώμα δεν φέρει υποδιαιρέσεις ούτε σχηματίζει κανένα ειδικό όργανο. 1

ΠΙΣΤΑ #03: ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ

ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ: Περπατήσαμε με το Πλάσμα το μεγαλύτερο κομμάτι του χωματόδρομου, για να βρούμε ένα σημείο του να μας ενδιαφέρει περισσότερο από τα υπόλοιπα – πράγμα δύσκολο, διότι είναι από τα πεδία με τις λιγότερες διαφοροποιήσεις. Σε ένα διακριτικό ύψωμα τελικά βρήκαμε αυτό που ψάχναμε. Πιο πολύ, το κριτήριο είχε να κάνει με τη δυνατότητα εποπτείας. Επιλέξαμε το ευρύτερο δυνατό οπτικό πεδίο. Έβαλα το Πλάσμα να ξαπλώσει ανάσκελα. Με άφησε να σκηνοθετήσω τα πάντα, ήταν πολύ συνεργάσιμο εκείνη τη μέρα. Δεν είχα σκοπό να το θάψω, να το σπρώξω δηλαδή, με τη βία εντός του εδάφους. Να το πιέσω. Δεν ήθελα. ΉΘΕΛΑ ΠΙΟ ΠΟΛΎ ΝΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΆΣΩ ΜΊΑ ΣΚΌΠΕΛΟ, ΈΝΑ ΈΞΑΛΟ ΚΟΜΜΆΤΙ ΤΟΥ ΔΡΌΜΟΥ ΜΕ ΤΗ ΒΟΉΘΕΙΑ ΤΟΥ ΣΏΜΑΤΌΣ ΤΟΥ. ΑΛΛΆ ΤΟ ΧΏΜΑ ΔΕ ΘΑ ΣΥΝΈΧΙΖΕ ΜΕ ΧΏΜΑ. ΘΑ ΥΨΩΝΌΤΑΝ ΜΕ ΝΕΡΌ. ΣΑΝ ΜΙΑ ΛΑΚΚΟΎΒΑ ΓΕΜΆΤΗ ΒΡΌΧΙΝΟ ΝΕΡΆΚΙ ΠΟΥ ΜΑΓΝΗΤΊΖΕΤΑΙ ΑΠΌ ΤΟΝ ΑΈΡΑ ΚΑΙ ΘΈΛΕΙ ΝΑ ΑΝΈΒΕΙ. ΝΑ ΚΙΝΗΘΕΊ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΆΝΩ. ΜΑΓΝΗΤΙΣΜΌΣ Ή [ΚΑΙ] ΕΞΆΤΜΙΣΗ1. ΉΘΕΛΑ ΝΑ ΠΑΓΏΣΩ ΤΗ ΣΤΙΓΜΉ ΤΗΣ ΠΙΘΑΝΉΣ ΕΞΆΤΜΙΣΗΣ. ΤΟΥ ΝΕΡΟΎ. ΚΑΤΆ ΣΥΝΈΠΕΙΑ, ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΛΆΣΜΑΤΟΣ. >

Η εξάτμιση είναι η διαδικασία με την οποία ένα υγρό σώμα μετατρέπεται σε αέριο χωρίς να βράσει. Κατά την εξάτμιση, μόρια που βρίσκονται στην ελεύθερη επιφάνεια του υγρού και που έχουν αρκετή κινητική ενέργεια, ξεφεύγουν από την έλξη των υπολοίπων μορίων και έτσι κινούνται πλέον ελεύθερα στο χώρο πάνω από την επιφάνεια του υγρού. Τότε τα μόρια περνούν στην αέρια φάση. Είναι μια διαδικασία ψύξης, των υπολοίπων μορίων που δεν εξατμίζονται. Καθώς φεύγουν από το υγρό μόρια με μεγάλη κινητική ενέργεια, η μέση κινητική ενέργεια των υπολοίπων μορίων του υγρού ελαττώνεται, οπότε ελαττώνεται και η θερμοκρασία του. [Αυτό το αντιλαμβανόμαστε από το ότι κρυώνουμε όταν είμαστε βρεγμένοι στο μπάνιο]. Τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της εξάτμισης που την διαφοροποιούν από το βρασμό είναι τα εξής: ~Η εξάτμιση γίνεται σε οποιαδήποτε θερμοκρασία, πάντα κάτω από το σημείο βρασμού της ουσίας. ~Η εξάτμιση γίνεται μόνο από την επιφάνεια του υγρού. Στο βρασμό έχουμε τη δημιουργία φυσαλίδων αερίου σε όλο τον όγκο του υγρού. Η εξάτμιση εξαρτάται από τους εξής παράγοντες: 1. Από το είδος του υγρού: Κάποια υγρά έχουν τη τάση να εξατμίζονται πιο εύκολα από κάποια άλλα, με άλλα λόγια είναι πιο πτητικά. Για παράδειγμα το οινόπνευμα, η βενζίνη είναι πτητικά υγρά, το νερό είναι λιγότερο πτητικό, ενώ το ελαιόλαδο δεν είναι πτητικό. 2. Από τη θερμοκρασία: Η αύξηση της θερμοκρασίας ευνοεί την εξάτμιση. 3. Από την επιφάνεια του υγρού. Όσο μεγαλύτερη είναι η επιφάνεια ενός υγρού τόσο πιο γρήγορα πραγματοποιείται η εξάτμισή του. 4. Από την πυκνότητα του περιβάλλοντος αερίου σε μόρια του υγρού που εξατμίζεται. Η μέτρηση της εξάτμισης μεγάλων επιφανειών γίνεται με ειδικά μετεωρολογικά όργανα που λέγονται εξατμησίμετρα. 1

84



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ Τοποθέτησα το μπλε, πλαστικό τραπεζομάντηλο με τα ψαράκια επάνω στο Πλάσμα και αυτό κάλυψε στοργικά όλο το σώμα του, σαν κουβέρτα. Είχε πολύ ήλιο εκείνη την ημέρα και λίγο πιο ζωντανά χρώματα, από ότι συνήθως. Παραδόξως λοιπόν, το έντονο μπλε του τραπεζομάντηλου μπορώ να πω πως έμοιαζε με το μπλε του ουρανού. Αυτό, το συγκεκριμένο τραπεζομάντηλο -από σύμπτωση- το είχαμε ξανασυναντήσει στο εσωτερικό ενός καταλύματος. Εκεί κατείχε τη χρήση, για την οποία προορίζεται. Αγκάλιαζε ένα τραπέζι με τέσσερα πόδια. Το Πλάσμα κοιτούσε ψηλά, ευθεία επάνω. Τα τραπέζια δεν έχουν κεφάλι. Για μάτια1, δε ξέρω. Πήρα καρφιά και σφυρί και ξεκίνησα να τα τοποθετώ στην περίμετρο του σώματος. Το Πλάσμα έμεινε ατάραχο καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της τελετής. Αυτό με παραξένεψε αρκετά, διότι το Πλάσμα γνωρίζει πολύ καλά πως δε φημίζομαι για το καλό μου σημάδι. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά. Τα περισσότερα καρφιά με δυσκόλεψαν αρκετά, έβρισκαν σε πετραδάκια, μικρά αλλά αμετακίνητα. Σήκωνα το τραπεζομάντηλο κάθε φορά και παρατηρούσα με τι θαυμαστό τρόπο έχουν χωνευτεί μαζί με τους χωμάτινους κόκκους. Ένα μίγμα ετερόκλητο αλλά με κοινή βάση, τη γη. Ένα πουά έδαφος. Όταν τελείωσα, ανασηκώθηκα και κοίταξα το Πλάσμα από λίγο πιο μακριά, με φόντο το λίγο πιο σκούρο καφέ –του χώματος καλλιέργειας– και τον ουρανό. Ήταν γαλήνιο. Όντως κατάφερε να εξατμιστεί. Είδα το πρόσωπό του πως δεν αισθανόταν πια την επαφή του με το χώμα. Κοιτούσε ψηλά και το εννοούσε. Σίγουρα κάτι σκεφτόταν για την εικόνα που είχε εκείνη τη στιγμή. Τυπικά ήταν καρφωμένο στο δρόμο. Θα μπορούσε να φανεί ένα αυτοκίνητο. Δεν είχαμε την αίσθηση του κινδύνου, σαν μικρά παιδιά. Ή σαν μεγάλοι, που απλά είχαν κουραστεί να προσέχουν τους εαυτούς τους λες και αυτοί ήταν κάτι τόσο πολύτιμο. Καρφωμένο στο δρόμο και χαμένο στον ουρανό ταυτόχρονα. Δεν του μίλησα καθόλου, μόνο και μόνο για να μην το βγάλω από το συλλογισμό που αναπτυσσόταν μέσα στο κεφάλι του. Το θεώρησα ανίερο να διακόψω. Όταν το Πλάσμα πήρε όλα όσα ήθελε, σηκώθηκε μόνο του από το δρόμο. Πρώτα ο κορμός, μετά τα χέρια και στο τέλος τα πόδια. Από την ομαλότητα της κίνησής του, συμπέρανα πως τα καρφιά [που νωρίτερα είχα δυσκολευτεί να καρφώσω βαθειά] είχαν αντίσταση καρφίτσας μπροστά στο πλασματικό σώμα. Αναμενόμενο. Αλλά για > 1 Μάτι ή οφθαλμός ονομάζεται το αισθητήριο όργανο της όρασης των ζωντανών οργανισμών. Μέσω αυτού λαμβάνονται τα οπτικά ερεθίσματα που στέλνονται στον εγκέφαλο ώστε να παίρνουν μορφή εκεί. Με τον τρόπο αυτό γίνεται αντιληπτό το περιβάλλον, υπό την προϋπόθεση πως το τελευταίο εκπέμπει, σκεδάζει, απορροφά, διαθλά κλπ. κατάλληλη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία (φως) που μπορεί να συλλάβει το μάτι.

ΠΙΣΤΑ #03: ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ

κάποιο λόγο, εγώ εκείνη την ώρα κάτι άλλο περίμενα. Κοίταξε προσεκτικά ένα γύρο και έφυγε περπατώντας από το πλάνο. Όσο για το τραπεζομάντηλο, το πήρε μαζί του, συνέχισε να είναι η κουβέρτα του για κάποια ώρα. Το Πλάσμα περίμενε πότε το τραπεζομάντηλο θα το απαρνηθεί και όχι το αντίθετο. Πότε θα πέσει μόνο του. Είχε αλλάξει όμως, ο προσανατολισμός, η κατεύθυνση. Κάποια ψάρια έδειχναν τον ουρανό. Τα υπόλοιπα το κέντρο της γης. Ο χωματόδρομος ήταν μία από τις ζώνες μετάβασης, ίσως η πιο σημαντική. Σίγουρα η πιο τακτικά επισκέψιμη. Καθημερινά εκεί συναντούσαμε κι άλλους διερχόμενους. Γενικώς, διάφορα πλάσματα. Ήταν και το πεδίο όπου πιο συχνά βρισκόμασταν με εκείνα, τα άλλα τετράποδα. Εγώ και το Πλάσμα επιδιώκαμε αγαπητική σχέση μαζί τους κάθε φορά που επισκεπτόμασταν την τοποθεσία. Κατά κανόνα, εκείνα ήταν πολύ επιθετικά απέναντί μας, σε σημείο πολλές φορές να μη μας αφήνουν καν να πλησιάζουμε το εκάστοτε αντικείμενο ή σημείο ενδιαφέροντος. Δεν ήθελαν να συναντιόμαστε. Λειτουργούσαν σε αγέλη, όπως προτάσσει το είδος τους. ΚΙ ΕΜΕΊΣ ΌΜΩΣ, ΑΓΈΛΗ ΉΜΑΣΤΑΝ ΕΚΕΊ. Εμείς επιθυμούσαμε την ένωση. Μονάχα τον τελευταίο καιρό έδειξαν πως άρχισαν να δέχονται εμένα και το Πλάσμα λίγο πιο κοντά τους, ως μας άφησαν να τους δώσουμε και χάδια. Ίσως να κατάλαβαν τελικά πως, από την πλευρά μας, δεν υπήρχε θέμα ιεραρχικό: ΉΜΑΣΤΑΝ ΠΆΝΤΑ ΕΠΙΣΚΈΠΤΕΣ. ΤΟ ΤΟΠΊΟ ΑΝΉΚΕΙ ΣΤΑ ΕΝΤΌΠΙΑ ΈΜΒΙΑ. ΚΑΙ ΜΕ ΜΙΑ ΠΙΟ ΔΙΕΥΡΥΜΈΝΗ ΈΝΝΟΙΑ, ΤΟ ΤΟΠΊΟ ΑΝΉΚΕΙ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΌ ΤΟΥ. Δε ξεχνώ όμως, πως αυτόν τον συγκεκριμένο εαυτό είναι που συγκροτούμε όλα εμείς, τα έμβια – εδώ, περαστικοί και μόνιμοι. Μας επιφύλασσε λοιπόν, η αδερφή αγέλη τον πιο αξέχαστο αποχαιρετισμό, εκείνη, την τελευταία μέρα. Αφότου είπαμε και τα τελευταία στην ανοιχτή συζήτησή μας με το τοπίο και αφότου καταλήξαμε και οι δυο [αγέλη και τοπίο] πως η σχέση μας θα βρίσκεται αέναα σε εκκρεμότητα, πήραμε για ύστατη φορά το γνώριμο δρόμο της επιστροφής στο άστυ. Θυμάμαι καθαρά πόσο βαθειά είχαμε απορροφηθεί τόσο εγώ, όσο και το Πλάσμα συλλέγοντας τα τελευταία ντοκουμέντα, μέσω των οπτικών μας νεύρων. Είχαμε κολλήσει τις μύτες μας επάνω στα τζάμια των παραθύρων του αυτοκινήτου. Πιστεύω πως και οι δυο μας εκείνες τις στιγμές προσευχόμασταν, με έναν τρόπο. Για μένα υπήρξε μια προσευχή-πείραμα. Ή μήπως ήταν πιο πολύ ευχή, παρά προσευχή; Δε πρόλαβα να ολοκληρώσω, διότι η αγέλη εμφανίστηκε ξαφνικά πίσω από τα ψηλά, κιτρινωπά χορτάρια και αποπειράθηκε να μας φράξει το δρόμο. Η ταχύτητά μας ελαττώθηκε ακόμα περισσότερο, δίνοντας προσοχή κυρίως στην ασφάλειά τους. ΜΑΣ ΓΆΒΓΙΖΑΝ. Αλλά αυτό το γάβγισμα ήταν άλλο από εκείνο >

[πηγή: wikipedia]

86



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ που είχαμε συνηθίσει τόσο καιρό. Οι φωνές τους ήταν τόσο διαφορετικές, όσο και το βλέμμα τους. Συνήθως μας γάβγιζαν προειδοποιητικά – να μην εισχωρήσουμε βαθύτερα στην περιοχή τους, στο ‘κτήμα’ τους. Αυτή τη φορά πιστεύω πως μας αποχαιρετούσαν. Μας συνόδεψαν για ένα εύλογο χιλιομετρικό διάστημα, κάτι που ποτέ άλλοτε δεν είχαν κάνει για εμάς. Και, πιστεύω πως θα μπορούσαν να κάνουν ολόκληρη τη διαδρομή με αυτόν τον τρόπο, αν εμείς δεν παίρναμε την απόφαση να τους δείξουμε πως πραγματικά έπρεπε να φύγουμε. Με το πρώτο απότομο πάτημα του γκαζιού, απλά επιτάχυναν. Με το δεύτερο, προσπάθησαν κι άλλο. Με το τρίτο, παραιτήθηκαν. Και κάπως έτσι τα αφήσαμε πίσω. Εκεί, όπου ανήκουν. Νομίζω πως ποτέ στο παρελθόν δεν είδα κάποιον να προσπαθεί τόσο πολύ, για να μη φύγω. Ή έστω, για να το ξανασκεφτώ. Γύρισα το κεφάλι μου πίσω και τα κοίταξα μέσα από το ριγωτό τζάμι του πορτ - μπαγάζ. Για όσο μας ένωνε ο χωματόδρομος. Σταματημένα κάπου στη μέση εκείνα, κινούμενοι προς την άσφαλτο εμείς. Η άσφαλτος σημαίνει πολλά, πολλά περισσότερα. Δεν είναι απλά ένα ακόμα υλικό. Μα τι λέω, κανένα δεν είναι ένα ακόμα υλικό. Αυτά συνέβησαν λίγο πριν πέσει η νύχτα. Τα χρώματα δεν ήταν πια χρυσαφιά, είχε περάσει κάμποση ώρα από τη δύση. Εκείνη ήταν η ώρα της μέγιστης ομογενοποίησης της χρωματικής παλέτας. Από την αρχή, πάντα με θυμάμαι να τονίζω πως η παλέτα σε αυτό το τοπίο είναι πολύ συγκεκριμένη, και μάλιστα μουντή. Με βάση ίσως το μπεζ, την ώχρα, μπορεί και ένα γκρι ανοιχτό. Το πράσινο εκεί είναι ένα πολύ συγκεκριμένο, πεσμένο πράσινο ενώ το μπλε πολλές φορές θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω ως βασικά γκρι με λίγο γαλάζιο, ίσα ίσα για να ‘σπάσει’. Τα έντονα χρώματα πιο πολύ τα έδιναν οι κατασκευές των παραθεριστών και κυρίως, τα άφθονα απορρίμματα. Από φυσικού του, το τοπίο δεν είχε κάτι έντονο. Και αυτό, πέρα από το χρώμα, περνούσε και στη μορφολογία του. ΤΑ ΥΨΏΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΜΠΥΛΏΣΕΙΣ ΉΤΑΝ ΌΛΑ ΠΟΛΎ ΟΜΑΛΆ, ΣΧΕΔΌΝ ΥΠΟΝΟΟΎΝΤΑΝ. Κύμα δεν έπιασε ποτέ – όλο ένας ξεψυχισμένος θαλάσσιος ψίθυρος μας συνόδευε. Ακόμα και τα σύννεφα πρόσεχαν να δημιουργούν μόνο διακριτικούς σχηματισμούς. Υποθέτω πως αντικειμενικά δεν είναι έτσι τα πράγματα. Όμως, μέσα από τα δικά μου μάτια, όλα τα παραπάνω αλλάζανε γλώσσα. Ξαναγραφόντουσαν σε νέο κώδικα. Δεν ήθελα να δω καμία αντίθεση και δεν έβλεπα καμία αντίθεση. Η ΜΌΝΗ ΑΝΤΊΘΕΣΗ ΚΑΙ ΤΑΡΑΧΉ ΤΗΣ ΑΡΜΟΝΊΑΣ ΉΤΑΝ ΗΘΕΛΗΜΈΝΗ ΚΑΙ ΤΗ ΛΈΓΑΝΕ ‘ΠΛΆΣΜΑ’. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο έπεφταν τα χρώματα και γινόταν όλο και πιο δύσκολο να αντλώ σκέψεις μέσω της διαδρομής. Θυμάμαι όμως, πολύ καθαρά ΤΟ ΣΜΉΝΟΣ. Το ίδιο σμήνος συναντούσαμε κάθε φορά. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό, διότι είχε ένα συγκεκριμένο ‘στέκι’. Δε γνωρίζω το είδος – η μονάδα ήταν μεσαία σε μέγεθος και μαύρου χρώματος. Όταν δε δύναμαι να αναγνωρίσω κάτι, αυτόματα το παρομοιάζω με κάτι άλλο, για το οποίο διαθέτω μια, κάποια γνώση. Θα >

ΠΙΣΤΑ #03: ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ

μπορούσα να πω πως αυτά τα πτηνά έμοιαζαν λοιπόν, με χελιδόνια. Σύχναζαν επάνω σε καλώδια της ΔΕΗ, σχετικά μακριά από τα σημεία ενδιαφέροντός μας [εκεί δεν υπήρχαν τέτοια καλώδια ούτως ή άλλως]. Πιστεύω πως, όταν συναντιόμασταν, το σμήνος περνούσε μεγάλη ταραχή. Πολλά μέτρα ακόμα μακριά, πριν βρεθούμε κάτω από εκείνα τα καλώδια, το σμήνος πετούσε σε σχηματισμούς, απότομα, εδώ κι εκεί. Εμείς το παρατηρούσαμε προοπτικά. Ακριβώς εκείνα τα σχήματα είναι που με ανάγκασαν σε αυτή την ανάμνηση. Ήταν μεν αναπόφευκτα, μονόχρωμα, αλλά καλειδοσκοπικά. Αρχικά πετούσαν σε συμμετρικές και αντιδιαμετρικές ελλείψεις, μετά κατατμήθηκαν σε επιμέρους μικρότερα σκαληνά τρίγωνα. Έφταναν με δύναμη κοντά στη χωμάτινη επιφάνεια και καμπύλωναν το σχήμα εκ νέου προς τα πάνω ελάχιστα πριν συντριβούν. Οι καμπύλες1 τους είχαν τη διάρκεια και το ρυθμό ενός κύματος2. ΉΤΑΝ ΣΧΕΔΌΝ ΜΟΥΣΙΚΉ. ΜΕ ΧΑΜΗΛΆ ΚΑΙ ΨΗΛΆ ΣΗΜΕΊΑ. ΠΆΝΤΑ ΈΡΡΕΕ ΜΠΡΟΣΤΆ. ΉΤΑΝ ΠΙΟ ΠΟΛΎ ΉΧΟΣ, ΠΑΡΆ ΕΙΚΌΝΑ. Ο ήχος προκαλείται από μεταβολές πίεσης του ατμοσφαιρικού αέρα, που διαδίδονται με τη μορφή των ηχητικών κυμάτων. Ακόμα κι αν δεν κατόρθωνα να αντιληφθώ κανέναν ήχο να ξεκινά από το εσωτερικό εκείνων των οργανισμών [ίσως μόνο τον ήχο του πετάγματος, απαλό και συλλογικό, ανεπαίσθητο], είμαι σίγουρη πως μέσα στο θέαμά μου υπήρχαν μεταβολές πίεσης του ατμοσφαιρικού αέρα επίσης. Περάσαμε κάτω από τα καλώδια της ΔΕΗ και το σμήνος έμεινε πίσω μας. Δε μας ακολούθησε. Είχε σχεδόν νυχτώσει πια. Όταν ξεκίνησα να διακρίνω τα πτηνά ήταν σε μέγεθος pixel και είχαν αποκτήσει τώρα μέγεθος ολόκληρου υπολογιστή το καθένα. Σταδιακή μεγέθυνση και σταδιακή σμίκρυνση πάλι. ΟΙ ΘΈΣΕΙΣ ΜΑΣ ΕΊΝΑΙ ΠΆΝΤΑ ΣΧΕΤΙΚΈΣ. Έκλεισα τα μάτια μου και φρόντισα να τα ανοίξω ξανά αρκετά αργότερα, στο πραγματικό σκοτάδι. Τα φώτα του αυτοκινήτου ένιωθαν μοναξιά. Το λογισμό μου συνειδητά τον κράτησα όσο πιο κενό γινόταν, δεν ήθελα να υπερισχύσει το κάτι επάνω στο κάτι άλλο. ΉΤΑΝ Η ΏΡΑ ΓΙΑ ΚΑΘΌΛΟΥ ΣΚΈΨΕΙΣ. ΙΣΟΔΥΝΑΜΕΊ ΜΕ ΌΛΕΣ ΤΙΣ ΣΚΈΨΕΙΣ ΜΑΖΊ. ◊ Ως Καμπύλη γραμμή στη γεωμετρία χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε γραμμή της οποίας κανένα τμήμα της δεν είναι ευθύγραμμο. Επίσης ορίζεται και ως γραμμή που μεταβάλλει κατεύθυνση χωρίς να σχηματίζει καμία γωνία. • Κάθε επιμέρους τμήμα μιας καμπύλης λέγεται καμπύλο τμήμα ή τόξο της καμπύλης. • Μια καμπύλη γραμμή λέγεται κλειστή όταν τα άκρα της συμπίπτουν. Το αντίθετο λέγεται ανοικτή. Επίσης τόσο στη γεωμετρία όσο και στη φυσική ως καμπύλη ορίζεται η γραμμή που παριστά τις διαδοχικές θέσεις ενός σημείου που κινείται, όχι ευθύγραμμα, σύμφωνα με κάποιο καθορισμένο νόμο. Έτσι η περιφέρεια κύκλου είναι κλειστή καμπύλη της οποίας όλα τα σημεία απέχουν ίση απόσταση από κάποιο άλλο εκτός σημείο [κέντρο]. Στις γραφικές παραστάσεις η καμπύλη παριστά μεταβολές κατάστασης ή εκφράζει νόμους ενός φαινομένου [συντεταγμένες, π.χ. βαρομετρική καμπύλη, μεταβολής θερμοκρασίας κ.λπ.]. 1

[πηγή: wikipedia]

88



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ Κύμα ονομάζεται μια διαταραχή που μεταδίδεται στο χώρο και το χρόνο. Ο όρος Κύμα [<”κύω” = φουσκώνομαι] χαρακτηρίζει τη μεταφορά της διαταραχής συνήθως διαμέσου ενός μέσου. Η μεταφορά αυτή [μετάδοση] γίνεται, στα υλικά μέσα, ως παλμική κίνηση μεταξύ των στοιχειωδών σωματιδίων του μέσου, όμως ορισμένα είδη κυμάτων, όπως τα ηλεκτρομαγνητικά, μπορούν να διαδίδονται και στο κενό. Η διαταραχή αφορά ένα συγκεκριμένο φυσικό μέγεθος, ανάλογα με το είδος του κύματος. Για παράδειγμα σε ένα ηλεκτρομαγνητικό κύμα η διαταραχή αφορά την ένταση του ηλεκτρικού και του μαγνητικού πεδίου. Στα κύματα της θάλασσας αυτό που διαταράσσεται είναι το επιφανειακό στρώμα νερού. Υπάρχουν πολλά ακόμη είδη κυμάτων, όλα όμως έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: μεταφέρουν ενέργεια. Για παράδειγμα ένα κύμα που κινείται στην επιφάνεια της θάλασσας αναγκάζει κάθε σώμα που επιπλέει ν΄ ανεβοκατεβαίνει. Όταν ένα ηχητικό κύμα ”ταξιδεύει” τα μόρια του αέρα ταλαντώνονται. Τα κύματα είναι περιοδικά φαινόμενα, δηλαδή επαναλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα. Στην περίπτωση των κυμάτων αυτό που επαναλαμβάνεται είναι η διαταραχή. Κάθε κύμα μπορεί να περιγραφεί με μαθηματικό τρόπο από την κυματική του εξίσωση. Στη φυσική έχουν οριστεί τα εξής μεγέθη που αφορούν όλα τα κύματα. Ο κλάδος της που τα μελετάει ονομάζεται κυματική. Τα δύο πρώτα μεγέθη ορίζονται σε όλα τα περιοδικά φαινόμενα: 2

Περίοδος: το χρονικό διάστημα μεταξύ της δημιουργίας δύο διαδοχικών διαταραχών, ή της διέλευσης δύο διαδοχικών χαρακτηριστικών μιας διαταραχής, για παράδειγμα το χρονικό διάστημα διέλευσης δυο κορυφών του κύματος από ένα συγκεκριμένο σημείο του χώρου. Συμβολίζεται με Τ και μετριέται σε s [δευτερόλεπτα]. Εξ’ ορισμού προκύπτει ότι Τ=Δt/Ν, όπου Ν είναι ο αριθμός των διαταραχών που πέρασαν σε χρονικό διάστημα Δt. Συχνότητα: ο αριθμός των διαταραχών που δημιουργήθηκαν ή πέρασαν από ένα συγκεκριμένο σημείο ανά μονάδες χρόνου, δηλαδή ο αριθμός των διαταραχών διά του χρονικού διαστήματος στο οποίο μετρήσαμε τον αριθμό των διαταραχών. Συμβολίζεται με f [frequency]. Έτσι, ισχύει f=N/Δt, όπου Ν είναι ο αριθμός των διαταραχών που πέρασαν σε χρονικό διάστημα Δt. Η συχνότητα είναι αντίστροφο μέγεθος της περιόδου. Μήκος κύματος: η απόσταση που διανύει το κύμα σε χρόνο μιας περιόδου. Το κύμα είναι περιοδικό φαινόμενο, ουσιαστικά η επανάληψη μιας διαταραχής. Το μήκος αυτής της διαταραχής είναι το μήκος κύματος. Συμβολίζεται με λ και μετριέται όπως και το πλάτος του κύματος σε μονάδες μήκους, συνήθως σε μέτρα. Το μήκος κύματος είναι ίσο με την ελάχιστη δυνατή απόσταση μεταξύ δύο διαφορετικών συμφασικών σημείων. Ταχύτητα κύματος: Η ταχύτητα της διαταραχής μέσω της οποίας το κύμα μεταδίδεται στο χώρο. Συνήθως συμβολίζεται με υ, και μετριέται ανάλογα με τις μονάδες μέτρησης των μεγεθών μήκος του κύματος και περίοδος, συνήθως σε μέτρα ανά δευτερόλεπτο [m/s]. Από τον ορισμό του μήκους κύματος προκύπτει ότι υ=λ/Τ=λf. Η εξίσωση υ=λf ονομάζεται θεμελιώδης εξίσωση της κυματικής και ισχύει σε όλα τα κύματα. Τα κύματα που διαδίδονται σε ένα μέσο διάδοσης έχουν ταχύτητα χαρακτηριστική του συγκεκριμένου μέσου και του συγκεκριμένου είδους κύματος. Αυτό το γεγονός είναι υπεύθυνο για διάφορα φαινόμενα στην κυματική κατά την αλλαγή μέσου διάδοσης ή κατά τη διάδοση στο ίδιο μέσο κυμάτων με ίδια όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά που διαφέρουν στον τρόπο μετάδοσης. Τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα διαδίδονται και μέσα στην ύλη, αλλά και στο κενό, δε χρειάζονται ειδικό μέσο διάδοσης όπως τα υπόλοιπα κύματα. Η ταχύτητά τους στο κενό θεωρείται μία από τις σημαντικότερες σταθερές στη Φυσική. Είδη κυμάτων κατά την κατεύθυνση της διαταραχής Διαμήκη κύματα: αυτά, των οποίων η κατεύθυνση του διαταρασσόμενου μεγέθους είναι παράλληλη στην κατεύθυνση διάδοσης του κύματος. Στα διαμήκη κύματα ορίζονται πυκνώματα [μέγιστη τιμή του διαταρασσόμενου μεγέθους] και αραιώματα [ελάχιστη τιμή του διαταρασσόμενου μεγέθους]. Παράδειγμα τέτοιου κύματος είναι μια διαταραχή που διαδίδεται στις σπείρες ενός ελατηρίου.

ΠΙΣΤΑ #03: ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ

Εγκάρσια κύματα: σ’ αυτά η κατεύθυνση του διαταρασσόμενου μεγέθους είναι κάθετη στην κατεύθυνση διάδοσης του κύματος. Στα εγκάρσια κύματα χαρακτηρίζονται σε αντιστοιχία με τα πυκνώματα και τα αραιώματα. Κοιλία είναι το σημείο στο οποίο υπάρχει η ελάχιστη τιμή του διαταρασσόμενου μεγέθους. Για παράδειγμα, λέμε κοιλία του κύματος είναι στη λέμβο αν αυτή βρίσκεται στο κατώτερο σημείο που μπορεί να βρεθεί. Στην επιστήμη της σεισμολογίας παρατηρούνται εκτός από εγκάρσια και διαμήκη κύματα και μια σειρά από επιφανειακά κύματα. Η διαφορά τους είναι ότι οι δύο πρώτες κατηγορίες διαδίδονται σε όλη τη Γη [συμπεριλαμβανομένου και του εσωτερικού της], ενώ τα επιφανειακά διαδίδονται μόνο στην επιφάνεια της γης. Επειδή, όλη η ενέργεια είναι συγκεντρωμένη σε μικρότερες περιοχές, αυτά είναι και τα πιο επικύνδυνα και καταστροφικά κύματα. Κατά το σχήμα του κύματος Τα κύματα έχουν πολλά και διαφορετικά σχήματα [κυματομορφή]. Μερικα κύματα είναι πολύ σύντομα, αποτελούνται από δύο, μια ή ακόμη και μη ολοκληρωμένη διαταραχή, τέτοια κύματα ονομάζονται παλμοί. Άλλα κύματα είναι πάρα πολύ εκτενή κι ίσως παράγονται συνέχεια. Ανεξάρτητα από τη μορφή του κύματος αποδεικνύεται ότι όλα τα κύματα αναλύονται σε επαλληλία άπειρων ή πεπερασμένο το πλήθος αρμονικών κυμάτων. Το σχήμα των κυμάτων εξαρτάται από την ταλάντωση του διαταρασσόμενου μεγέθους στην πηγή ή τις πηγές. Ακολουθούν μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις κυμάτων: • Αρμονικά κύματα: παράγονται όταν το διαταρασσόμενο μέγεθος στην πηγή εκτελεί απλή αρμονική ταλάντωση. • Στάσιμα κύματα: Αν και κυματικό φαινόμενο δε θεωρείται κύμα. Είναι το αποτέλεσμα της διάδοσης σε γραμμικό μέσο δύο αρμονικών κυμάτων σε αντίθετες κατευθύνσεις. • Τετραγωνικά κύματα • Εκρηκτικά κύματα: Η διαταραχή είναι βίαιη και στιγμιαία. Από εκρήξεις παράγονται κύματα που μεταφέρουν τέτοια ενέργεια, ώστε να μπορούν να εκσφενδονίσουν αντικείμενα που βρίσκονται στην πορεία τους. Κατά το μέσο διάδοσης Τα κύματα διαδίδονται μέσα σε μέσο, ή χωρίς μέσο, στο κενό. Ανεξάρτητα που διαδίδονται, απαραίτητη προϋπόθεση για τη διάδοση ενός κύματος σε κάποια περιοχή είναι να μπορεί να διαταραχθεί το διαταρασσόμεο μέγεθος, που χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο κύμα. Τα είδη των κυμάτων με βάση το μέσο διάδοσης στα οποία μπορούν να διαδοθούν είναι: • Μηχανικά κύματα Διαδίδονται σε ελαστικό μέσο. Το διαταρασσόμενο μέγεθος είναι η θέση των μορίων του μέσου. Τα κύματα αυτά μπορούν να είναι εγκάρσια ή διαμήκη [ή επιφανειακά]. • Ηλεκτρομαγνητικά κύματα Διαδίδονται στην ύλη και το κενό. Το διαταρασσόμενο μέγεθος είναι η ένταση του ηλεκτρικού πεδίου και η ένταση του μαγνητικού πεδίου. Οι διαταραχές στα δύο πεδία είναι συμφασικές, ώστε να λαμβάνουν ταυτόχρονα τη μέγιστη και την ελάχιστη τιμή τους. Τα κύματα αυτά είναι εγκάρσια. • Υλικά κύματα Αυτού του είδους τα κύματα μελετώνται από την κβαντική φυσική. Τα τελευταία χρόνια μερικοί φυσικοί θεωρούν ότι υπάρχουν και βαρυτικά κύματα. Συμπεριφέρονται όπως τα ηλεκτρομαγνητικά, με τη διαφορά ότι το μέσο διάδοσης είναι ο χωροχρόνος. [πηγή: wikipedia]

90




Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΠΛΑΣΜΑ: Ο ΚΑΡΠΌΣ ΠΟΥ ΚΑΡΠΟΦΌΡΗΣΕ ΠΡΌΩΡΑ. Σε ένα χωράφι οργωμένο και σπαρμένο, το έδαφος1 αναβλύζει ανακατεμένο, σχηματίζοντας μεγάλες- σαν πέτρες, μάζες. Το υπέδαφος2 βγήκε στην επιφάνεια. Έχω σκάψει το λάκκο μου. Θα συρθώ και ΘΑ ΤΑΦΏ ΜΕΡΙΚΏΣ. Σαν ένα δέντρο, ένα φυτό που στέκεται, εξέχει από το χώμα, μεγαλώνει, ενώ τα κάτω του άκρα, οι ρίζες, χώνονται όλο και πιο βαθειά, μαγνητισμένες από τον υδροφόρο ορίζοντα3. Ο ΚΑΡΠΌΣ ΠΟΥ ΚΑΡΠΟΦΌΡΗΣΕ ΠΡΌΩΡΑ ΣΤΑΜΑΤΆ ΝΑ ΨΆΧΝΕΙ ΝΕΡΌ. ΈΧΩ ΝΤΥΘΕΊ ΤΗ ΘΆΛΑΣΣΑ. Μία πλαστική θάλασσα. ΤΥΛΊΧΤΗΚΑ ΜΕ ΝΕΡΌ ΚΑΙ ΨΆΡΙ ΚΑΙ ΒΟΎΤΗΞΑ ΣΤΟ ΧΏΜΑ. Μπορώ να τεντωθώ καθ’ ύψος. Να συρθώ κυκλικά γύρω από την είσοδο της μυρμηγκότρυπάς μου, που εγκλωβίζει τη μέση μου. Μπορώ να ταράξω τα χώματα και να εξέλθω από αυτά. Σέρνομαι πάνω στο χώμα, μα ξέχασα είμαι θάλασσα, και σε λίγο το χώμα θα με ρουφήξει και ο ήλιος θα με στεγνώσει. ◊

Το έδαφος είναι το ανώτατο στρώμα του φλοιού της γης, δηλαδή το καλλιεργήσιμο επιφανειακό στρώμα με πάχος 35 ως 50 εκατοστά. 2 Το επόμενο στρώμα, κάτω από το έδαφος, λέγεται υπέδαφος [1,5 – 2 m]. 3 Υδροφόρος ορίζοντας ονομάζεται η ανώτατη επιφάνεια των στηλών [όγκων] νερού οι οποίες σχηματίζονται όταν τα νερά της βροχής, διαπερνώντας το έδαφος, συγκρατούνται μεταξύ στρωμάτων πετρωμάτων ανόμοιας διαπερατότητας. Η στάθμη του παρουσιάζει μεγάλες εποχικές μεταβολές, είναι δηλαδή χαμηλότερη το καλοκαίρι και ψηλότερη το χειμώνα. 1

[πηγή: wikipedia]

1 Όταν το έδαφος εξαντληθεί από την εντατική καλλιέργεια, με βαθύ όργωμα [1 - 1,5 m], το υπέδαφος έρχεται στην επιφάνεια [οι γεωργοί το αποκαλούν ”γύρισμα”], οπότε σε 5-6 μήνες γίνεται κατάλληλο για καλλιέργεια. Το έδαφος προήλθε από την αποσάθρωση [διάβρωση] των πετρωμάτων της γήινης επιφάνειας. Σε μια κάθετη τομή εδάφους διακρίνεται μια σειρά από οριζόντια στρώματα διαφορετικού πάχους. Η κάθετη αυτή τομή λέγεται επίσης προφίλ του εδάφους [soil profile] και τα στρώματα λέγονται εδαφικοί ορίζοντες. Οι εδαφικοί ορίζοντες διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το χρώμα, το μέγεθος και τη σύσταση των εδαφικών σωματιδίων και ως προς τον τρόπο που τα σωματίδια αυτά ενώνονται μεταξύ τους. Το έδαφος αποτελείται από τρεις βασικούς ορίζοντες που ονομάζονται Α, Β και C. Το συμπαγές πέτρωμα [μητρικό πέτρωμα] από το οποίο δημιουργείται το έδαφος συμβολίζεται με R. Ο ορίζοντας Α αρχίζει από την επιφάνεια του εδάφους, είναι πλούσιος σε οργανικά υλικά και αποτελεί τη ζώνη από την οποία μεταφέρονται σε χαμηλότερες θέσεις τα περισσότερα υλικά γι’ αυτό και ονομάζεται αποπλυμένος. Ο ορίζοντας Β δέχεται υλικά που μεταφέρονται από τον ορίζοντα Α [εμπλουτισμένος]. Ο ορίζοντας C αποτελείται από τα υλικά του μητρικού πετρώματος [μητρικός ορίζοντας]. Η πλήρης ανάπτυξη των εδαφικών οριζόντων απαντάται σε εδάφη που δεν έχουν καλλιεργηθεί ή διαβρωθεί. Στα καλλιεργούμενα εδάφη συνήθως απουσιάζουν οι υποορίζοντες Α0, Α1.

ΠΙΣΤΑ #04: ΧΩΡΑΦΙ

ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ: Το χωράφι είχε χώμα παχύ και ήταν επικλινές. Είχε θέα, καθώς βρισκόταν σε ύψωμα, αλλά αναγκαζόμουν να στρέφω λίγο το κεφάλι μου στο πλάι, ώστε να μπορέσω να την αντιληφθώ σωστά, με όλα τα χαρακτηριστικά της. Το Πλάσμα κι εγώ είχαμε ήδη λατρέψει το βαθύ καφέ του χώματος μέσω της καθημερινής οπτικής μας επαφής, από το δρόμο, καθώς πηγαίναμε. Όταν φεύγαμε συνήθως είχε γίνει σκοτάδι. Δημιουργούσε έντονη χρωματική αντίθεση με το περιβάλλον του, αν και πέρα για πέρα γήινο. Πολλές φορές είχαμε συζητήσει για την υφή που φανταζόμασταν ότι θα είχε. Λέγαμε πως θα ήταν εξίσου ερωτεύσιμη. Σε αυτή την πίστα θέλησε να πλησιάσει τη γη, να χωθεί, να μυρίσει. Πιο συγκεκριμένα, το Πλάσμα θέλησε να βρεθεί υπό. Υπογείως. Συμπεριφέρθηκε διερευνητικά, ως και στοργικά σε αυτή τη σχέση του με το χώμα. Δεν επέβαλε βία. Δεν προκάλεσε πόνο. Δεν πίεσε τίποτα για να συμβεί. Απλά ντύθηκε τη θάλασσα και εισχώρησε. Διείσδυσε. Είχε, βέβαια, προνοήσει. Το Πλάσμα πάντα ξέρει τι κάνει. Κι όταν δε ξέρει, οπωσδήποτε δίνει την εντύπωση πως ξέρει. Είχε σκάψει το λάκκο του, προτού ντυθεί την πλαστική θάλασσα. Δεν ήταν μόνο πως η θάλασσα του στερούσε τα άκρα – σίγουρα, αυτό ήταν το βασικότερο. Αλλά, από όσο μπορούσα να διακρίνω, η θάλασσα ανάδυε την οσμή του πλαστικού με ένταση. Αυτή η οσμή ήταν ικανή να καλύψει όλες τις υπόλοιπες. Και το Πλάσμα ήθελε πολύ να καταφέρει να ‘αποθηκεύσει’ τη μυρωδιά του φρέσκου χώματος καλλιέργειας. Το παρατηρούσα λοιπόν, για ώρα να σκάβει μια τρύπα, κάπως βαθειά. Είχα καταλάβει πως είχε σκοπό να πέσει μέσα. Δεν είχα φανταστεί όμως, την όλη διαδικασία. Την έσκαψε με πάθος. Το χώμα μπορεί να φαινόταν μαλακό, αλλά απατούσε. Ήταν πολύ σκληρό, ικανό να πληγώσει κάθε χέρι. Διαθέταμε φτυάρι. Το Πλάσμα όμως, αρνήθηκε να το χρησιμοποιήσει. Μου έδειχνε τα χέρια του και με κοιτούσε μες στα μάτια. Νομίζω πως ήθελε να μου πει ότι εννοείται. ΕΝΝΟΕΊΤΑΙ ΠΩΣ ΘΑ ΤΟ ΈΚΑΝΕ ΜΕ ΤΑ ΧΈΡΙΑ. Την έσκαψε. Ντύθηκε το πλαστικό με τους τόνους του μπλε και τα διάφορα περιγράμματα ψαριών. Ήμουν στημένη κάπως μακριά, είχα γενική εποπτεία – πάντα μέσα από το φακό μου. Συνολικά αντιλήφθηκα το τοπίο κυρίως διαμέσου των αλλεπάλληλων κλικ του διαφράγματός μου. Όχι του σώματός μου, του σώματος της μηχανής1 που πάντα > 1 ”Να είσαι μία χλωροφυλλική μηχανή ή μια μηχανή φωτοσύνθεσης, να μπορείς τουλάχιστον να αφήσεις το κορμί σου να γλυστρά σαν εξάρτημα μέσα σε τέτοιες μηχανές.”

Felix guattari, gilles deleuze, ο αντι-οιδίπους, σελ. 10

93



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ κουβαλούσα είτε στο ένα μου χέρι είτε στο λαιμό. Δύο και κάτι κιλά ήταν μόνιμα προστεθειμένα σε κάποιο άκρο μου. Απέκτησα τελείως άλλη αίσθηση του βάρους. Η μηχανή στην αρχή της ημέρας ήταν ένα λουλούδι μέσα στο χέρι μου. ΌΣΟ ΚΥΛΟΎΣΕ Ο ΧΡΌΝΟΣ, ΓΙΝΌΤΑΝ ΜΙΑ ΒΑΡΙΆ, ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΈΝΗ ΠΈΤΡΑ. ΤΗΝ ΑΦΥΔΆΤΩΝΑ ΚΆΘΕ ΜΈΡΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΥΔΆΤΩΝΑ ΤΑ ΒΡΆΔΙΑ. Ποτέ δε μου παραπονέθηκε, ακόμα κι όταν έμενε νηστική. Τότε απλά με εγκατέλειπε, αρνούνταν. Μερικά πράγματα ήταν πάνω από τις δυνατότητές της. Ξέραμε όμως [εγώ και το Πλάσμα] πως είχαμε έναν πιστό και πειθήνιο συνεργάτη, που είχαμε το δικαίωμα ποτέ να μην αφήνουμε σε ησυχία. Αυτή η κυριαρχία προσωπικά με εξίταρε ακόμα περισσότερο. Είδα πιο πολλά μέσα από το σκόπευτρο, παρά με γυμνό μάτι. Αυτό συνεπάγεται πως τα είδα ίσως και λίγο παραμορφωμένα. Είδωλα σε ένα τζάμι με μαύρα σημεία. ΜΕ ΈΝΑ ΜΆΤΙ1. Σαν εκείνα τα μυθικά πλάσματα, τους Κύκλωπες2. Είχαμε έναν εδώ, σε αυτά τα μέρη. Όχι πολλά χιλιόμετρα μακριά από δω. Ελαφρώς παραμορφωμένο τοπίο σε ελαφρώς παραμορφωμένο πρόσωπο. Όπως το βάρος της μηχανής στα χέρια μου, έτσι και το ένα κλειστό μου μάτι σταδιακά γινόταν ενοχλητικό. Οι μύες του προσώπου μου μούδιαζαν λίγο λίγο. Κάθε μέρα η ίδια – παροδική– παράλυση. Το αριστερό μου μάτι δυσκολευόταν κάποιες στιγμές ακόμα και να αποδεχτεί την έντονη ηλιακή ακτινοβολία ή τις αντανακλάσεις. Ατρόφησε. Κι όμως, αυτό ήταν ένα από τα γεγονότα που με κάνανε να αισθάνομαι πιο ζωντανή. Μια καθ’ όλα συνειδητή μου αδυναμία, επίκτητη, απολαυστική. Μεταμορφωνόμουν κι εγώ τοιουτοτρόπως σε ένα άλλο Πλάσμα, με απαλό τρόπο. Ήμουν μια υπόνοια. > 1 Μάτι ή οφθαλμός ονομάζεται το αισθητήριο όργανο της όρασης των ζωντανών οργανισμών. Μέσω αυτού λαμβάνονται τα οπτικά ερεθίσματα που στέλνονται στον εγκέφαλο ώστε να παίρνουν μορφή εκεί. Με τον τρόπο αυτό γίνεται αντιληπτό το περιβάλλον, υπό την προϋπόθεση πως το τελευταίο εκπέμπει, σκεδάζει, απορροφά, διαθλά κλπ. κατάλληλη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία [φως] που μπορεί να συλλάβει το μάτι. [πηγή: wikipedia]

Οι Κύκλωπες ήταν μυθικά όντα της Ελληνικής και της Ρωμαϊκής μυθολογίας με ένα μάτι στη μέση του μετώπου. Εξάλλου η λέξη κύκλωπας προέρχεται από τη σύνθεση των δυο λέξεων κύκλος και οφθαλμός και προσδιορίζει κάποιο ον με ένα μόνο μάτι στο κούτελο. Οι Κύκλωπες της Οδύσσειας αναφέρονται σε έναν λαό τερατόμορφων ανθρώπων, γιων του Ποσειδώνα. Αναφέρονται στην Οδύσσεια ως κάτοικοι, πιθανώς, της νήσου Σικελίας, στη Δυτική Μεσόγειο. Ήταν άγριοι, χωρίς κάποια στοιχεία πολιτισμού και κοινωνικής οργάνωσης, εξόντωναν [και έτρωγαν] όσους πλησίαζαν στην περιοχή τους. Ο Οδυσσέας και οι ναύτες του, φεύγοντας από την Τροία, έφτασαν στο βασίλειο των Κικόνων, του θρακικού λαού που κατοικούσε ανάμεσα στη σημερινή λίμνη Βιστωνίδα και τις εκβολές του ποταμού Έβρου. Εκεί, ο Οδυσσέας με κάποιους από τους συντρόφους του εγκλωβίστηκαν στη σπηλιά κύκλωπα Πολύφημου. Αφού ο Πολύφημος έφαγε έξι από τους συντρόφους του, ο Οδυσσέας με ένα τέχνασμά του κατόρθωσε να τυφλώσει τον Πολύφημο και να δραπετεύσει. Αυτός ο κύκλωπας χάρισε το όνομά του στο σπήλαιο της Μαρώνειας [ανατολικά της περιοχής μελέτης μας]. 2

[πηγή: wikipedia]

ΠΙΣΤΑ #04: ΧΩΡΑΦΙ

Αρρωστήσαμε και οι δυο μας με την καταγραφή. ΑΥΤΉ ΜΑΣ Η ΑΝΆΓΚΗ ΞΕΧΕΊΛΙΖΕ ΈΞΩ ΑΠΌ ΜΑΣ ΚΑΙ ΣΕΡΝΌΤΑΝΕ ΣΤΗΝ ΆΜΜΟ. ΑΠΌ ΤΗΝ ΠΡΏΤΗ ΣΤΙΓΜΉ ΜΈΧΡΙ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΊΑ ΚΑΤΑΓΡΆΦΑΜΕ. ΠΟΛΛΑΠΛΆ. ΤΑΥΤΌΧΡΟΝΑ. ΜΕ ΥΣΤΕΡΊΑ. ΑΠΛΆ, Η ΜΗΧΑΝΉ ΜΟΥ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΉ ΤΟΥ ΠΛΆΣΜΑΤΟΣ ΉΤΑΝ ΤΑ ΠΙΟ ΣΤΑΘΕΡΆ ΜΈΣΑ – ΤΑ ΕΛΆΧΙΣΤΑ, ΜΑΖΊ ΜΕ ΤΗ ΜΝΉΜΗ. Το Πλάσμα έφερε στο κεφάλι του ένα καταγραφικό μέσο, μικρό σε διαστάσεις. Θα μπορούσε κανείς να νομίζει πως είναι φακός, άσχετα που δε θα έβγαζε ποτέ φως. Θα μπορούσε να έχει χαλάσει. Έβλεπε ό,τι και το Πλάσμα, ελαφρώς μετατοπισμένο προς τα πάνω. ΈΝΑ ΜΆΤΙ ΑΚΌΜΑ. ΊΣΩΣ, ΤΟ ΔΙΚΌ ΜΟΥ ΜΆΤΙ, ΤΟ ΑΡΙΣΤΕΡΌ, ΠΟΥ ΈΛΕΙΠΕ. Η ΚΆΜΕΡΑ ΉΤΑΝ ΚΟΜΜΆΤΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΏΠΟΥ ΤΟΥ. Πλάσμα χωρίς κάμερα δεν υπάρχει έτσι, όπως το ξέρουμε. Πίστα δίχως καταγραφή άλλωστε, δεν υπάρχει επίσης. Είδα το Πλάσμα να εισέρχεται στο πλάνο από τη μία του άκρη, έρποντας. Ο λάκκος του ήταν το λαγούμι και το ίδιο, ένα ζώο. Ένα ζώο στο δρόμο για το σπίτι. Με πολύ σταθερές κινήσεις σύρθηκε στο χώμα, χαράσσοντας το δικό του μονοπάτι. Όποιος έρθει εδώ, θα πει πως ένα ζώο πέρασε – σκέφτηκα. Προτάσσοντας τους ώμους κατάφερνε να μετακινηθεί. Σαν να κολυμπάει. Απλά, χωρίς να έχει χέρια. Στο πρόσωπό του έβλεπα πρησμένες φλέβες, πρέπει να προσπάθησε πολύ. Μύριζε το χώμα στο δρόμο. Μύριζε και τον εαυτό του. Έφτασε κοντά. Άρχισε να στρίβει το σώμα του. Περιστράφηκε ως εκεί που είχε σχεδιάσει και αργά, ελεγχόμενα, έπεσε μέσα στη φωλιά του. Έβαλε τη θάλασσα μέσα στη γη, μαλακά και προσεκτικά. Δε χωρούσε ολόκληρο μέσα στην τρύπα του. Πιστεύω πως δεν ήθελε να χωρέσει ολόκληρο, ούτως ή άλλως. Το ενδιέφερε η μερική ταφή. Η ΓΡΑΜΜΉ ΓΗΣ ΉΤΑΝ Η ΤΟΜΉ ΕΠΆΝΩ ΤΟΥ. ΣΑΝ ΤΗ ΓΡΑΜΜΉ ΤΟΜΉΣ ΠΟΥ ΌΛΟΙ ΦΈΡΟΥΜΕ ΑΠΌ ΤΟ ΝΕΡΌ, όταν απολαμβάνουμε τα μπάνια μας το καλοκαίρι. Κάθισε καλά, βολεύτηκε. Έσκυψε. Έψαχνε με τα μάτια του μήπως βρει κάτι ενδιαφέρον. Έψαχνε, όπως τα ζώα ψάχνουν για την τροφή τους. Με σύνεση. Διερεύνησε όλες τις κινήσεις που του επιτρεπόντουσαν, δεδομένων των περιορισμών. Έμεινε εκεί, σκυμμένο αρκετή ώρα. Δεν το ρώτησα, αλλά πιστεύω πως έμεινε τόση ώρα, όση χρειάστηκε για να ανταλλάξει θερμοκρασία με το χώμα, μέσω της επαφής. Αυτό θα ήταν ένα γνήσιο κριτήριο για την πλασματική λογική. Το χώμα εκεί που βρισκόταν τώρα το Πλάσμα, υπόγεια, ήταν παγωμένο. ΤΕΛΙΚΆ, Η ΘΆΛΑΣΣΑ ΒΡΈΘΗΚΕ ΣΕ ΈΝΑ ΠΕΡΙΒΆΛΛΟΝ ΚΑΘΌΛΟΥ ΑΣΥΜΒΊΒΑΣΤΟ, Σ’ ΈΝΑ ΠΕΡΙΒΆΛΛΟΝ ΠΟΥ ΤΗΣ ΤΑΙΡΙΆΖΕΙ. Βγήκε από τη φωλιά, όπως ακριβώς είχε μπει νωρίτερα. Αποχώρησε από το πλάνο, ακολουθώντας το μονοπάτι που έφτιαξε πριν. Ο ήλιος είχε πέσει πια. ΊΣΑ ΊΣΑ ΠΡΌΛΑΒΑ ΝΑ ΧΑΘΏ ΛΊΓΟ ΣΤΗ ΘΈΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΑ ΔΥΟ ΜΟΥ ΜΆΤΙΑ, ΣΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΊΟ ΦΩΣ. ◊

95




Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΠΛΑΣΜΑ: Το Τούβλινο το είχα επισκεφτεί όταν γνώρισα αυτό το τοπίο για πρώτη φορά. Κάποια στιγμή, μετά από πολύωρο περπάτημα γύρω από τη λιμνοθάλασσα και τα έλη τα μάτια μου αναγνώρισαν κάτι διαφορετικό στο τοπίο. Ήταν μία κατασκευή. Ορθωμένη σε αυτή τη πεδινή έκταση, φαντάζει πιο ψηλή. Ήθελα να πάω, αλλά ήταν αβέβαιο αν ο δρόμος αυτός θα με έβγαζε εκεί ή αν κάποιο ακόμα υδάτινο μονοπάτι θα με χώριζε από αυτό. ΤΟ ΊΔΙΟ ΤΟ ΤΟΎΒΛΙΝΟ ΆΛΛΩΣΤΕ ΘΑ ΜΠΟΡΟΎΣΕ ΝΑ ΕΊΝΑΙ ΈΝΑ ΝΗΣΊ. Ένα νησί ορθογωνικό με τέσσερις κατά προσέγγιση πλευρές. Ήταν ως χώρος η μεταφορά του πορώδους τοπίου. Στέκομαι στο κέντρο του και παρατηρώ τα τοπία που εμφανίζονται μπροστά μου. Τέσσερις οπτικές με μείγμα τούβλων και τοπίου. Αυτόν τον ασκεπή χώρο έχω την ανάγκη να τον παρατηρήσω από ψηλά. ΕΠΕΞΕΡΓΆΖΟΜΑΙ ΈΝΑ ΈΝΑ ΤΑ ΜΥΣΤΉΡΙΑ ΑΥΤΆ ΑΝΟΊΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΎΡΓΗΣΕ Ο ΧΡΌΝΟΣ ΣΕ ΑΥΤΈΣ ΤΙΣ ΕΠΙΦΆΝΕΙΕΣ. ΓΊΝΟΜΑΙ ΚΟΜΜΆΤΙ ΤΟΥΣ, ΠΛΗΡΏΝΩ ΤΟ ΚΕΝΌ ΤΗΣ ΔΟΜΉΣ ΤΟΥΣ. ΤΟ ΣΏΜΑ ΜΟΥ ΤΕΝΤΏΝΕΤΑΙ Ή ΣΥΜΠΙΈΖΕΤΑΙ. Κάποιες φορές το τούβλο από το οποίο θέλω να βασιστώ σπάει. Επιλέγω τη μία γωνία. Εκεί κάθε κίνησή μου αποτυπώνεται στιγμιαία στους τοίχους καθώς τα λέπια της στολής μου αντανακλούν το φως του ήλιου. Οι αντανακλάσεις, και εγώ μαζί τους, σκαρφαλώνουν στη γωνία. Στην κορυφή πια δεν υπάρχουν αντανακλάσεις. Μόνο αυτό το τοπίο αποξηραμένης λάσπης. Πίσω μου υπάρχει ένα κανάλι νερού. Στρέφομαι έτσι ώστε το πεδίο της όρασής μου να περιλαμβάνει κατά το ήμισυ το τοπίο και την ανοιχτή κάτοψη κάτω μου. Αυτό το κτίσμα δεν είναι μία άλλη παράγκα. Ούτε ένα άλλο εκκλησάκι. Είναι οργανισμός1. Και η συνάντησή μας θα έφερνε τον οργανισμό αυτό στο επόμενό του στάδιο. ΘΑ ΓΙΝΌΜΟΥΝ ΕΓΏ Ο ΧΡΌΝΟΣ ΠΟΥ ΣΕ ΜΊΑ ΣΤΙΓΜΉ ΘΑ ΤΟΥ ΑΦΑΙΡΟΎΣΑ ΚΆΤΙ ΠΟΛΎΤΙΜΟ ΑΠΌ ΤΗΝ ΥΠΌΣΤΑΣΉ ΤΟΥ. Μεταφέρω το βάρος μου σε ένα πιο >

Στη βιολογία και την οικολογία, ο οργανισμός είναι ένα σύνολο από λειτουργικές δομές που συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους και σχηματίζουν ένα ενιαίο ζωντανό ον που μπορεί να ειδωθεί σαν μια μονάδα [όλον]. 1

[πηγή: wikipedia]

ΠΙΣΤΑ #05: ΤΟΥΒΛΙΝΟ

σταθερό σημείο. Με κυριεύει, νιώθω τον τρύπιο αυτό χώρο να με κρατάει μέσα του. ΤΕΊΝΕΙ ΝΑ ΓΊΝΕΙ Η ΣΤΟΛΉ ΜΟΥ. ΑΝΤΊ ΓΙΑ ΛΈΠΙΑ, ΤΟΎΒΛΑ. Θα παλέψω με τα τούβλα. Με τα πλοκάμια μου τα μαστιγώνω από ψηλά, ως ένας καβαλάρης του Τούβλινου. Κάποια αποκολλώνται αλλά μετά η ενέργειά μου δε φέρνει κανένα αποτέλεσμα. Αργά, μεταφέρομαι πίσω στην επιφάνεια του εδάφους. Βρίσκω ένα κομμάτι τοίχου και ρίχνομαι πάνω του. Ταλαντώνεται. Κυματίζει. ΞΑΝΆ ΚΑΙ ΞΑΝΆ, ΜΈΧΡΙ ΠΟΥ ΜΕ ΈΚΠΛΗΞΗ ΠΑΡΑΤΗΡΏ ΤΟ ΠΑΙΧΝΊΔΙ ΜΟΥ ΝΑ ΑΠΟΚΟΛΛΆΤΑΙ ΑΠΌ ΤΟΝ ΆΞΟΝΆ ΤΟΥ, ΝΑ ΔΙΑΛΎΟΝΤΑΙ ΌΛΕΣ ΟΙ ΣΥΝΔΈΣΕΙΣ, ΚΆΘΕ ΤΟΎΒΛΟ ΑΠΟΜΟΝΏΘΗΚΕ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΗΜΑΤΊΣΕΙ ΆΛΛΟΥΣ ΕΛΕΎΘΕΡΟΥΣ ΔΕΣΜΟΎΣ ΜΕ ΤΑ ΥΠΌΛΟΙΠΑ ΣΕ ΈΝΑ ΤΟΎΒΛΙΝΟ ΣΩΡΌ. ΜΠΡΟΣΤΆ ΣΤΑ ΜΆΤΙΑ ΜΟΥ ΕΊΔΑ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΉ ΤΗΣ ΣΎΣΤΑΣΗΣ ΑΥΤΟΎ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΎ. ΚΆΠΟΙΑ ΣΤΟΙΧΕΊΑ ΤΟΥ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΉΘΗΚΑΝ ΜΈΣΩ ΤΗΣ ΔΙΚΉΣ ΜΟΥ ΚΊΝΗΣΗΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΏΘΗΚΑΝ ΚΑΙ ΣΧΗΜΆΤΙΣΑΝ ΝΈΟΥΣ ΔΕΣΜΟΎΣ. ΔΕΣΜΟΎΣ ΒΑΡΎΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΊΑΣ. Η δική μου ενέργεια από πού προήλθε; Δέχομαι την ενέργεια αυτού του τόπου που με γέννησε; Είμαι μία άλλη ύλη, που όταν δεχτεί την ενέργεια αυτή γίνομαι μία ΤΈΤΑΡΤΗ ΚΑΤΆΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΎΛΗΣ, ΊΟΝΙΣΜΈΝΗ ΑΠΌ ΤΑ ΈΞΑΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΎΦΑΛΑ ΑΥΤΟΎ ΤΟΥ ΤΌΠΟΥ; Μήπως είμαι ΠΛΆΣΜΑ ΑΊΜΑΤΟΣ που συνδέει όλα τα κύτταρα που εμπεριέχει, όπως και στο Τούβλινο όλα συνδέονται από το γκριζωπό αυτό κονίαμα που τώρα υποχωρεί στο άγγιγμά μου; Ή μήπως είμαι δημιούργημα των αντίστοιχων ελεύθερων τούβλων που ενώθηκαν για να σχηματίσουν τον σωρό; ◊

98




Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ: ΤΟ ΠΛΆΣΜΑ ΠΉΓΕ ΕΚΕΊ ΊΣΩΣ ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙΏΣΕΙ Ό,ΤΙ ΞΕΚΊΝΗΣΕ Η ΔΙΆΡΚΕΙΑ. Η διάρκεια δίχως ανθρώπινο χέρι. Η φυσική. Το τούβλινο πλαίσιο δεν ήταν ολόκληρο πριν το προσεγγίσει το Πλάσμα. Δεν ήταν ολόσωμο. Σε κάποια σημεία εφάπτεται με τη γη, σε άλλα όχι. ΌΣΟ ΑΝΑΠΤΎΣΣΕΤΑΙ ΚΑΘ’ ΎΨΟΣ, ΤΌΣΟ ΞΕΦΤΆΕΙ. Ο χρόνος πέρασε και τα τούβλα γέρασαν. Πλησιάζει. Επιλέγει να εισέλθει υπερπηδώντας ένα συμπαγές κομμάτι, μέσα από μια οπή. Διαπέρασε το σώμα αργά και ανεπαίσθητα, διείσδυσε. Το επεξεργάζεται. Ελέγχει και πειραματίζεται. Χωράει σε κάποιες από τις σχισμές και ενσωματώνεται. Τεντώνεται και κουλουριάζεται, ανάλογα με το δυναμικό του ελεύθερου χώρου. Δεν έμεινε σημείο απροσπέλαστο. Έγινε κατάληψη. Υποθέτω πως το Πλάσμα ήρθε από τη θάλασσα. Φοράει μια κακή απομίμηση δέρματος ψαριού. Μα, επιτέλους, ΈΝΑ ΨΆΡΙ ΕΠΙΣΚΈΦΘΗΚΕ ΤΟ ΤΟΎΒΛΙΝΟ. Συνεχώς περνάνε από δίπλα του αλλά συχνάζουν σε άλλες γειτονιές [σ.σ. ‘νταλιάνια’]. Σιγά σιγά το Πλάσμα μου δίνει να καταλάβω πως έχει ανιχνεύσει το χώρο και επιθυμεί να ενεργήσει. Πλησιάζει ένα κατάλοιπο όρθιου τοίχου και το σπρώχνει. Εικάζω πως δεν έβαλε πολλή δύναμη. Υπάρχει ελαστικότητα1. Ο τοίχος ταλαντώνεται πέρα δώθε κι εγώ υπνωτίζομαι σχεδόν από αυτή την ελεγχόμενη διαδρομή. Διαρκεί κάποια ώρα και με αφήνει να σκεφτώ. Προλαβαίνω να αναρωτηθώ γιατί δεν υπήρχε το υπόλοιπο του τοίχου. ΜΉΠΩΣ ΈΝΑ ΆΛΛΟ ΠΛΆΣΜΑ ΠΈΡΑΣΕ ΑΠΌ ΔΩ, ΠΡΙΝ ΑΠΌ ΑΥΤΌ. Ή ΜΉΠΩΣ ΟΙ ΕΝΈΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΛΆΣΜΑΤΟΣ ΕΊΝΑΙ ΔΥΝΑΤΌ ΝΑ ΓΊΝΟΥΝ ΠΑΘΉΣΕΙΣ; ΠΑΘΉΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΡΌΝΟΥ. Το Πλάσμα αποζητά την κορύφωση. Ο τοίχος πέφτει. Τα τούβλα ακουμπούν τη γη, ενώ ακριβώς πριν από μια στιγμή είχαν αμετάκλητη απόσταση από αυτήν. Υποθέτω πως αυτό είναι υψίστης σημασίας για εκείνα. Ίσως λίγο αν καταφέρουν να συρθούν, να πέσουν στο νερό και να ταξιδέψουν. Από την άλλη, μπορεί να προτιμούν να τα λούζει ο πρωινός ήλιος κατακόρυφα και να μείνουν εκεί. Το Πλάσμα άνοιξε ένα ακόμα μεγαλύτερο παράθυρο. Μια κενή πλευρά μπορεί πιθανά να ειδωθεί ως το μεγαλύτερο παράθυρο. Το Πλάσμα αποχαυνώνεται και παρατηρεί τη θέα που ως τώρα αυτά τα τοποθετημένα τούβλα του έκρυβαν. Η γραμμή του ορίζονται ενώνεται. Εικάζω πως αυτό συγκίνησε το Πλάσμα. Κινείται αργά προς την απέναντι πλευρά. >

1 Ελαστικότητα είναι η ιδιότητα υλικών σωμάτων να επανέρχονται στο αρχικό τους σχήμα μετά από άσκηση εξωτερικής τάσης. Ελαστικά είναι τα σώματα στα οποία αποκαθίσταται το αρχικό τους σχήμα όταν μηδενίζεται η τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά ενώ πλαστικά είναι τα σώματα που η παραμόρφωση που έχουν δεχτεί παραμένει μόνιμα. Η ελαστικότητα των σωμάτων χαρακτηρίζεται από ένα φυσικό μέγεθος, γνωστό ως μέτρο ελαστικότητας.

[πηγή: wikipedia]

ΠΙΣΤΑ #05: ΤΟΥΒΛΙΝΟ

Σκέφτηκα πως ίσως ήθελε να αντιπαραθέσει τη θέα ή να αντικρύσει και πάλι τη θάλασσα. Σηκώνει τα χέρια του και αφήνει τις προεκτάσεις τους να χυθούν κάτω απαλά. Η βαρύτητα κάνει τη δουλειά της. Τοποθετεί πρώτα χέρια και ύστερα πέλματα όπου κρίνει πως μπορεί. Μάλλον έχει σκοπό να αναληφθεί. Σύντομα τα καταφέρνει. Κάθεται στο σόκορο της οροφής. Ακριβώς κάτω από εκεί που διάλεξε να εναποθέσει το βάρος του υπάρχει ένα κενό. Μη τούβλα. Πιστεύω πως το Πλάσμα είχε επίγνωση. Θα ήταν κομμάτι του πειραματισμού. Αφού πρώτα σαρώσει το πεδίο με τα δυο του μάτια [υποθέτω πως υπολόγιζε πότε θα φανούν και πάλι οι αγελάδες ή ίσως υπολόγιζε την απόσταση από το νησί απέναντι – καθώς είναι γνωστό πως το Πλάσμα έλκεται από οτιδήποτε έξαλο], αρχίζει να ταλαντώνεται το ίδιο αυτοπροσώπως. Στην αρχή αριστερά δεξιά. Κατόπιν, μπρος και πίσω. Αργά, σταθερά, ελεγχόμενα. Άποψή μου είναι πως το Πλάσμα δε πρόκειται ποτέ να ικανοποιηθεί από τίποτα ελεγχόμενο. Επιβεβαιώνομαι. Ταράζει την ταλάντωσή του σηκώνοντας τις προεκτάσεις των χεριών του και σχίζοντας τον αέρα άτσαλα και δίχως τάξη. Η ορμή του καταλήγει ακριβώς στο κάθισμά του, στο μεγάλο τούβλινο σόκορο. Το Πλάσμα αυτό ήθελε να κάνει από την αρχή. Απλά μάλλον συμφιλίωνε το κάθισμά του με αυτή την ιδέα και τη νέα πραγματικότητα, αυτήν μετά τον πόνο. Τα πλοκάμια έρχονται εναλλάξ σε επαφή με τα κεραμιδί, ορθογώνια αντικείμενα και η πράξη μετά από κάποιες, λίγες επαναλήψεις αποκτά ρυθμό. Κάποια τούβλα τα είδα να υποχωρούν και να επιλέγουν την ελεύθερη πτώση. Έγιναν κομμάτια. Τα περισσότερα υπέμειναν τη διαδικασία στωικά, απέκτησαν μόνο κάποιες αμυχές, πράγμα που αρχικά υπέθεσα και αργότερα επιβεβαίωσα. Το Πλάσμα μου φάνηκε πως άργησε να κουραστεί. Ήταν εντυπωσιακή η φυσικότητα που απέπνεε αυτή η ενέργεια. Το Πλάσμα διατηρούσε σταθερό και ευθυτενή τον κορμό του, δεν κόπιαζε σχεδόν. Ο τούβλινος τοίχος από την άλλη, έδειχνε να προσμένει μια, οποιαδήποτε αλλαγή κατάστασης. Θαρρώ πως ποτέ του δε θα ήθελε να θεωρηθεί αρχαιολογικό εύρημα, πως πιστεύει σε έναν, κάποιο θάνατο. Από τη στιγμή της γέννησής του, εκκρεμεί. Η ΠΡΆΞΗ ΛΟΙΠΌΝ, ΉΤΑΝ ΜΕΤΑΙΧΜΙΑΚΉ. ΌΤΑΝ ΤΟ ΠΛΆΣΜΑ ΑΠΟΦΆΣΙΣΕ ΝΑ ΔΙΑΚΌΨΕΙ, ΦΑΙΝΌΤΑΝ ΝΑ ΑΝΑΠΝΈΟΥΝ ΠΙΟ ΒΑΘΕΙΆ ΚΙ ΟΙ ΔΥΟ ΤΟΥΣ. ΤΟ ΠΛΆΣΜΑ ΑΝΑΚΑΊΝΙΣΕ ΤΟ ΣΗΜΕΊΟ, ΔΙΏΧΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΝΕΚΡΆ ΚΎΤΤΑΡΑ. Το βλέμμα του κάνει ένα γύρο. Αποφασίζει να δολοφονήσει ακόμα κάποιες δομικές μονάδες, μάλλον για να τις παρατηρήσει να κόβονται στα δυο, στα τέσσερα, στα οχτώ από την κρούση. Με ηρεμία και προσοχή απομακρύνει ένα τούβλο από τον άξονα του κορμιού του και παράλληλα με αυτόν, περίπου τρία μέτρα πάνω >

101



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ από το έδαφος. Το κοιτά. Το απελευθερώνει. Εκείνο πέφτει ευθεία κάτω και σπάει. Ξεπέφτει. Ξεφεύγει. Και πάλι, άλλο ένα κι άλλο ένα. Τα τούβλα εκείνα τα επέλεξε, δε ξέρω με ποιο κριτήριο. Δε ρώτησα. Μάλλον φαινόντουσαν υπερβολικά αρτιμελή. Παράταιρα. Παίρνει το σόκορο αγκαλιά. Κατεβαίνει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ανέβηκε. Πατάει χώμα. Φαίνεται ικανοποιημένο. Αισθάνομαι πως δε κατέβηκε από τα τρία μέτρα, ήρθε από αλλού. Ίσως και να είχαν βουλώσει τα αυτιά του από το υψόμετρο, ούτε αυτό το ρώτησα. Απομακρύνεται κάπως και παρατηρεί από μακριά [μάλλον τις αποστάσεις και τα κενά σημεία του ξένου σώματος]. Στέκεται δίπλα σε έναν σωρό από τούβλα, είχε πολλούς εντός πεδίου. Σκύβει, αρπάζει ένα και, χωρίς καν να το αντικρύσει, το πετάει. Κομμάτια του σώματος επιστρέφουν σε αυτό στιγμιαία. Πέφτουν πάλι κάτω. Το σώμα γεμίζει πληγές. Τα τούβλα αποκτούν νέο σχήμα, το αρνητικό της ένωσής τους με εκείνα, τα άλλα τούβλα, τα στιγμιαία. Το σώμα κατανάλωσε ένα ακόμα κομμάτι του εαυτού του, με την προτροπή του Πλάσματος. Αν ήταν δέρμα, αυτό θα ήταν μια χαρακιά από νευρικότητα. Τι κι αν καμιά φορά το βρίσκουν τα σκάγια του κυνηγιού, τι κι αν η ησυχία του ταράζεται. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να λαβωθεί. Το Πλάσμα διάλεξε τον πιο επίπονο. ΤΟ ΠΛΆΣΜΑ ΠΆΝΤΑ ΥΜΝΟΎΣΕ ΤΗΝ ΈΝΤΑΣΗ2. Όταν επιστρέψω εκεί, θα ψάξω να βρω πάλι αυτές τις ουλές. Θέλω να δω πόσο θα τις έχει σμιλέψει ο αέρας. Πόσο θα τις έχει ομορφύνει. Τις άφησα αιχμηρές, σχεδόν αιμόφυρτες. Ο σωρός τελείωσε, σκόρπισε. Το Πλάσμα άρχισε να περπατάει ελλειψοειδώς μέσα στο νοητό ορθογώνιο. Πού και πού πλησίαζε μια επιφάνεια και έχωνε τα δάχτυλά του. Ίσως περίμενε το τούβλο να υποχωρήσει [όταν αυτό υπήρχε…] και να περάσει ολόκληρο το χέρι απέναντι. Να διεισδύσει πάλι, προς τα ‘έξω’ αυτή τη φορά. Σε μερικές σχισμές έτσι συνέβη. Σε άλλες προσπάθησε να διεισδύσει το κεφάλι. Λίγο λίγο και με προσοχή. Το Πλάσμα φέρεται ευλαβικά. Σε μία τα κατάφερε. Κοίταξε έξω. Σκέφτηκα πως δημιούργησε ένα παράθυρο, για όσο παρέμενε εκεί. Όσο το κεφάλι ήταν σφηνωμένο με τα μάτια προς τα έξω, αυτό μπορούσε να ονοματίζεται παράθυρο. Μαζεύει το κεφάλι του και αποχωρεί. Δε βλέπω παράθυρο, βλέπω ακόμα ένα κενό, από τα πολλά – τα μη τούβλα. Αποχωρεί με βηματισμό σίγουρο, αλλά προσεκτικό. Δεν ήθελε να αλλοιώσει τις πατημασιές των υπόλοιπων ζώων. Το έδαφος ήταν κάπως υγρό, εύμορφο. Δε ξέρω πόσο καιρό ήταν εκεί εκείνες οι πατημασιές, που το Πλάσμα δε θέλησε να σβήσει. Ήταν όμως, βαθιές και καλοσχηματισμένες. Τρισδιάστατες. Προσθέτοντας τις δικές >

ΠΙΣΤΑ #05: ΤΟΥΒΛΙΝΟ

του σε όλο το μήκος, το Πλάσμα έφυγε προς την παραλία και κοίταξε την άμμο και τη θάλασσα. Εγώ το ακολούθησα με εξίσου προσεκτικό περπάτημα και στάθηκα δίπλα του και πάλι. Κοίταξα τον ήλιο, τη θέση του. Συνειδητοποίησα πως είχα πολλή ώρα να σταθώ δίπλα του, ο ήλιος είχε μετακινηθεί πολύ από την τελευταία φορά που τον έψαξα. ◊

2 Η Ένταση είναι φυσικό μέγεθος που ορίζει τη ροή ενέργειας μέσα από μία επιφάνεια σε συγκεκριμένο χρόνο.

[πηγή: wikipedia]

103




Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΠΛΑΣΜΑ: ΜΙΚΡΈΣ ΑΝΆΒΑΘΕΣ ΒΟΥΤΙΈΣ ΑΝΆΜΕΣΑ ΣΕ ΚΙΤΡΙΝΙΑΣΜΈΝΑ ΧΟΡΤΆΡΙΑ. Χάνομαι μέσα τους, ασφυκτιώ, ανοίγω δρόμο με τα χέρια μου. Ανισορροπώ ανάμεσα σε τρύπες άλλων πλασμάτων στο χώμα. Διατηρώ την πορεία μου, κόβω ξερά κλαδιά, ΤΑ ΝΤΎΝΟΜΑΙ και κοιτάω τον ουρανό ευθεία μπροστά μου, που έχει ροδίσει από ένα άλλο όμορφο ηλιοβασίλεμα της Ροδόπης που θυμάμαι από παιδί. Κοιτάω τον ουρανό μέσα από τα ξερά κλαδιά όπως ένα δέντρο. Είμαι ένας κορμός που σε πρώτο πλάνο βλέπει τα κλαδιά του και τους καρπούς του. Περιστρέφομαι γύρω από τον άξονά μου για να δω κάθε οπτική του κορμού. ΝΙΏΘΩ ΤΙΣ ΡΊΖΕΣ ΜΟΥ ΝΑ ΕΙΣΧΩΡΟΎΝ ΠΙΟ ΒΑΘΕΙΆ ΣΤΟ ΈΔΑΦΟΣ, ΕΛΕΎΘΕΡΕΣ ΚΑΙ ΈΠΕΙΤΑ ΝΑ ΜΠΛΈΚΟΝΤΑΙ ΜΕΤΑΞΎ ΤΟΥΣ. Γίνονται μία βίδα χωμένη βαθειά. Ακίνητη. Α-μετάκίνητη. ◊

ΠΙΣΤΑ #06: ΧΟΡΤΑ

ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ: Το Πλάσμα είχε μια φυσική τάση να ανακατεύεται με τα ψηλά, κιτρινισμένα χόρτα όπου και να τα έβρισκε. Το είχα παρατηρήσει σε διάφορες πίστες που τύχαινε να έχουν κάπως κοντά ένα τέτοιο πεδίο –ξερής, πια– βλάστησης, ότι το Πλάσμα πήγαινε κοντά στα φυτά και τα χάζευε για ώρα. Καμιά φορά κυλιόταν και ανάμεσά τους. Είναι ένα χαρακτηριστικό στοιχείο του εκεί περιβάλλοντος, διαχέεται. Κατακλύζει τις επιμέρους περιοχές με έναν δικό του, επιθετικό τρόπο –επιβάλλει τον εαυτό του οπτικά. Αν έπρεπε να δώσω μόνο μία εικόνα από το Κούρσουμλου, σίγουρα αυτή θα ήταν. Αχανής, χρυσαφένια έκταση στο ηλιοβασίλεμα. Το Πλάσμα γονάτισε, σύρθηκε, κολύμπησε μέσα στο κίτρινο. Έντομα του επιτέθηκαν αλλά δεν αποκαρδιώθηκε διόλου. Ένιωθε τρυφερά αισθήματα για αυτά τα άλλα πλάσματα. Όπλισε τα χέρια του με ένα ψαλίδι κηπουρικής. Με απείλησε λίγο με αυτό το αντικείμενο, κινήθηκε προς το μέρος μου προτάσσοντάς το. Σίγουρα αστειευόταν. Γέλασα. Με ελαφρώς σκυμμένη την πλάτη ξεκίνησε να κόβει τα χόρτα που βρισκόντουσαν στην περίμετρό του εκείνη τη στιγμή. Αυτό ήταν μια ωραία εικόνα, από μακριά. Το Πλάσμα να στέκεται όρθιο, ψηλό και τριγύρω του μια ακτίνα κατεστραμμένη. Αναμαλλιασμένη, καλύτερα. ΤΑ ΧΌΡΤΑ ΔΕΝ ΈΠΕΦΤΑΝ ΌΛΑ ΚΑΤΕΥΘΕΊΑΝ, ΜΌΛΙΣ ΚΟΒΌΝΤΟΥΣΑΝ ΑΠΌ ΤΗ ΛΕΠΊΔΑ. ΤΑ ΠΙΟ ΒΑΡΙΆ ΈΠΕΦΤΑΝ, ΑΛΛΆ ΤΑ ΥΠΌΛΟΙΠΑ ΣΤΕΚΌΝΤΟΥΣΑΝ ΣΕ ΜΙΑ ΜΈΣΗ ΚΑΤΆΣΤΑΣΗ, ΜΕΤΈΩΡΑ ΕΠΆΝΩ ΑΠΌ ΤΗ ΡΊΖΑ ΠΟΥ ΤΑ ΓΈΝΝΗΣΕ. ΔΕΝ ΕΊΧΑΝ ΑΠΟΦΑΣΊΣΕΙ ΑΝ ΉΘΕΛΑΝ ΝΑ ΑΚΟΥΜΠΉΣΟΥΝ ΧΏΜΑ. ΝΟΜΊΖΩ ΠΩΣ ΤΟΥΣ ΆΡΕΣΕ ΠΟΛΎ ΠΟΥ ΉΤΑΝ ΕΛΑΦΡΙΆ. ΚΙ Ο ΑΈΡΑΣ ΘΑ ΜΠΟΡΟΎΣΕ ΝΑ ΤΑ ΣΗΚΏΣΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΤΑ ΠΆΕΙ ΑΛΛΟΎ, ΑΝ ΦΥΣΟΎΣΕ. ΣΕ ΆΛΛΕΣ ΡΊΖΕΣ. ΣΕ ΞΈΝΟ ΤΌΠΟ. ΜΆΛΛΟΝ ΛΟΙΠΌΝ, ΉΘΕΛΑΝ ΝΑ ΤΑΞΙΔΈΨΟΥΝ. Απλά, το Πλάσμα είχε αντίθετη άποψη για εκείνα, τα συγκεκριμένα χόρτα. Είχε ήδη εμπλακεί μαζί τους, αλλά δεν είχε τελειώσει. Σκέφτηκα για μια στιγμή πώς θα φαινόταν αυτή η εικόνα σε κάποιον τυχαίο περαστικό, αυτή η θέα του Πλάσματος στο χωράφι. Κάποιος που θα το κατασκόπευε καθώς αποφάσιζε για τη διάρκεια ζωής των χορταριών1. > 1 ”Μία συζήτηση περί του έμφυτου χρόνου [Eigenzeit], της εγγενής διάρκειας ζωής καθενός όντος. Αυτός ο όρος αφορά τον καθορισμό του χρόνου [διάρκεια ζωής] από τις διαδικασίες της εξέλιξης, ωρίμανσης, αποσύνθεσης, και εξαφάνισης. Με βάση αυτούς τους παράγοντες, το καθετί έχει την εντελώς δική του χρονική διάρκεια, είτε αναφερόμαστε σε έναν άνθρωπο, σε ένα γεωγραφικό χαρακτηριστικό, σε ένα έντομο ή σε ένα κοινωνικό ίδρυμα. Αυτή η πολυπλοκότητα των έμφυτων χρόνων [Eigenzeiten], των διαρκειών ζωής και των χρονικών κλιμάκων, καθορίζει το παρόν.” >

106




Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ

ΠΙΣΤΑ #06: ΧΟΡΤΑ

Τα μάζεψε, όσα έκοψε, αν και με το ζόρι χωρούσαν σε μια αγκαλιά. Ήθελε πολύ να τα κρατήσει όλα μαζί. Είχαν μόλις πεθάνει και τους άξιζε μια μικρή τελετή. Καλύτερα, είχαν μόλις ξεκινήσει μια ζωή με άλλο τρόπο. Τα συγκέντρωσε, τα αγκάλιασε, τα σήκωσε ψηλά. Προχώρησε κάποια μέτρα, βγήκε από το κίτρινο χρώμα. Περπάτησε στο δρόμο με κανονικό βηματισμό, κρατώντας τα πάντα μπροστά του. Έβλεπε από μέσα τους, ήταν ένα ακόμα φίλτρο που προσέφερε αλλαγή οπτικής. Παράσιτα στα μάτια, νερά ξύλου στα μάτια. Γενικά, υλικά. Καταλάβαινα αυτή την ανάγκη του Πλάσματος όσο δε πάει, γιατί πολύ απλά, την είχα κι εγώ η ίδια. Είχαμε κι οι δυο ανάγκη να αντικρύσουμε κομμάτια του τοπίου μέσα από όσο περισσότερα φίλτρα είχαμε τη δυνατότητα να τοποθετήσουμε μπροστά από το οπτικό μας νεύρο. Και αυτό κάναμε με κάθε ευκαιρία. Αυτή ήταν μια τέτοια στιγμή. Όταν το Πλάσμα κάποια στιγμή σταμάτησε να περπατάει ευθεία, άρχισε να περιστρέφεται. Το έκανε και κρατώντας τη δέσμη με τα χόρτα [όπως κρατάμε ένα δίσκο φαγητού], αλλά και φορώντας την. Την τοποθέτησε επάνω στο κεφάλι του, εκείνη στηρίχθηκε και κατέβηκε αγκαλιάζοντας ως και τους ώμους του. ΉΤΑΝ ΈΝΑ ΔΈΝΤΡΟ. Ένα ψηλό, ξερό δέντρο. Νομίζω πως έκανε γύρους, με σκοπό να νιώσει μια μικρή ζάλη. ◊

”Πρόκειται για μία υπόθεση αλληλοεπικάλυψης συγκυριών. Τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στο χωράφι – δύο πουλιά που κυνηγάνε το ένα το άλλο, ένα σύννεφο που κρύβει τον ήλιο αλλάζοντας την απόχρωση του πράσινου – αποκτούν μία ιδιαίτερη σημασία επειδή συμβαίνουν στη διάρκεια του ενός ή των δύο λεπτών που εγώ πρέπει να περιμένω. Είναι σαν αυτά τα λεπτά να γεμίζουν μία συγκεκριμένη περιοχή του χρόνου που ταιριάζει ακριβώς τη χωρική περιοχή του χωραφιού. Χρόνος και χώρος ενώνονται.” [‘Field’, Why Look at Animals, Penguin, 2009] ”Κάθε μία από τις διασταυρούμενες ενέργειες που εμφανίζονται σε ένα δάσος έχει τη δική της κλίμακα χρόνου. Από το μυρμήγκι μέχρι τη βελανιδιά. Από τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης ως αυτή της ζύμωσης. Σε αυτό το περίπλοκο συνονθύλευμα χρονικών διαστημάτων, ενεργειών και ανταλλαγών δημιουργούνται συμβάντα που είναι ατίθασα, απείθαρχα, εκτός χρονικών κλιμάκων και άρα αυτά περιμένουν στο μεταξύ. ” [http://time-culture.net/with-john-berger-in-the-field/]

109



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΠΛΑΣΜΑ: Εδώ έρχομαι για να διακρίνω. ΥΠΆΡΧΕΙ ΈΝΑ ΤΣΙΜΕΝΤΈΝΙΟ ΥΠΌΒΑΘΡΟ, ΑΥΤΌ ΠΟΥ ΣΤΟ ΚΟΎΡΣΟΥΜΛΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΊ ΤΟ ΘΕΜΈΛΙΟ, ΤΟ ΥΠΌΣΤΡΩΜΑ, ΤΟ ΤΕΧΝΗΤΌ ΈΔΑΦΟΣ. Αυτό το κενό πεδίο ατμόσφαιρας από πάνω του κάποτε αποτελούσε μία οικεία. Με την έννοια της παράγκας, η οποία, αν και δεν την είδα ποτέ, μου είναι πιο οικεία. Γνωρίζω τα άτομα που την έχτισαν, την έζησαν και την έκαψαν. Έχω δει και ακούσει αποσπάσματα της ζωής σε αυτήν. Έχω αναρωτηθεί για τον τρόπο ζωής στις παράγκες με αφορμή τις ιστορίες αυτές. ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ: Οι γονείς μου μαζί με τα αδέρφια τους δημιούργησαν την παράγκα μας στο Κούρσουμλου καιρό πριν γεννηθώ εγώ. Εδώ έφερνε ο πατέρας μου τη μητέρα μου για καλοκαιρινό μπάνιο, όταν ήταν αρραβωνιασμένοι. Από μηδέν έως δεκαπέντε χρονών πέρασα σε αυτό το τσιμέντο όλα μου τα καλοκαίρια. Ερχόμουν Ιούνιο και έφευγα με τα πρωτοβρόχια. ΔΊΧΩΣ ΝΑ ΚΆΝΩ ΚΑΜΊΑ ΦΟΡΆ ΜΠΆΝΙΟ ΣΕ ΓΛΥΚΌ ΝΕΡΌ. Εδώ, με τον παππού και τη γιαγιά. Και οι γονείς, όταν τελείωναν τη δουλειά. Και τις Κυριακές καλούσαμε κόσμο για φαγητό. Ό,τι μας έδινε η θάλασσα. Ο πατέρας έβγαινε στα ανοιχτά με τη βάρκα του, την Αγγελική, για να γεμίσει το τραπέζι. Μία, δυο, τρεις ημέρες. Ανάλογα. Είχαμε τρόπους να κρατάμε την τροφή μας παγωμένη. Και πόσιμο νερό είχαμε. Λιγοστό, αλλά είχαμε. Και λάμπες για το βράδυ, όταν πια βαριόμασταν να χαζεύουμε τα αστέρια. Ποντίκια είχε καμιά φορά. Αμμόλουτρα κάναμε τα μεσημέρια και μετά παίζαμε τρίλιζα. Όλα αυτά χωρίς αντηλιακό. Τώρα είναι η τσιμεντένια πλάκα που κάνει ένα μακρόσυρτο αμμόλουτρο. Ο τρόπος ζωής, για τον οποίο αναρωτιέσαι, Πλάσμα, κρύβει τα μυστικά του σε μία μόνο λέξη. Απλός. ΠΛΑΣΜΑ: Τώρα βρίσκομαι πάνω στην τσιμεντένια πλάκα, μισοθαμμένη από την άμμο και από πρασινάδα. Κάπου μέσα σε αυτό το τσιμέντο βρίσκεται ένα φίδι που εγκλωβίστηκε εδώ για χρόνια.

ΠΙΣΤΑ: ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ #07 [α. 1987-2005]

ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ: Όντως, πατάμε επάνω στα υπολείμματα ενός άγριου ερπετού, ενός φιδιού. Κάθε άνοιξη ερχόταν οι δυο οικογένειες να καθαρίσουν, να ανοίξουν το σπίτι που λέμε. Να το κάνουν και πάλι κατοικήσιμο, μετά την πάροδο του μέγιστου χειμέριου κύματος. Τότε, ήλεγχαν κατά παράδοση και τον ευρύτερο γύρω χώρο για τυχόν απειλές. Έτσι έφαγε εκείνο το φίδι το κεφάλι του και σφηνώθηκε στο μπετόν. Εγώ πιστεύω πάντως, πως ήταν για καλό. Είχαμε έναν ένοικο ακόμα και μάλιστα, μόνιμο. Σίγουρα είχε το νου του τους μήνες που λείπαμε. Μικρή είχα πάει και είχα αφήσει λουλούδια μια φορά στο σημείο που εθεάθη ζωντανό τελευταία. Το σκεφτόμουν. Μεγαλύτερη συνειδητοποίησα πως ίσως αυτό που αισθανόμουν ήταν τύψεις. Επάνω σε αυτό το τσιμέντο ζήσαμε μεγάλες χαρές κι άλλες τόσες λύπες. Όπως τότε που είχα πατήσει με δύναμη τον αχινό. Η υφή του τσιμέντου που τώρα πατάμε με παπούτσια δε φάνταζε καθόλου φιλική εκείνο το καλοκαίρι. Πάντα ξιπόλητοι, μέσα και έξω. Πάντα. -που ήταν η πόρτα; Η πόρτα είχε έναν σύρτη πάντα λάσκα και σήτα. Για να βλέπουμε. Έτριζε λίγο. Δε τη φτιάξαμε ποτέ. Απλά την κάψαμε. ΠΛΑΣΜΑ: Στέκομαι. ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ: -η αυλή που χαζεύαμε τη θάλασσα; Αυτό που λέμε τώρα [εδώ] αυλή, τότε δεν είχε όνομα. Ίσως, αν πρέπει να πω κάτι, βεράντα. Εγώ τουλάχιστον σαν μπαλκόνι πόλης την έβλεπα, διότι μόνο αυτό ήξερα. Ο βασικός μας χώρος διημέρευσης. Διέθετε το κατάλληλο υψόμετρο, ώστε, σε καθιστή στάση, να βλέπεις μόνο θάλασσα και καθόλου αμμουδιά. Για όσο διαρκούσε η μέρα, τις ώρες που δεν έπαιζα κάπου στην παραλία, νόμιζα πως ήμουν σε πλοίο. Σε ένα διαρκές ταξίδι. Συνήθως μας χάιδευε και ένα ωραίο, δροσερό αεράκι. Ποτέ δε φτάσαμε όντως στη Σαμοθράκη. Θα μπορούσαμε να έχουμε πιάσει λιμάνι μερικές χιλιάδες φορές. ΠΛΑΣΜΑ: Προχωρώ κατά μήκος της παραλίας 2 μέτρα· Κάθομαι· Κοιτάω τη θάλασσα.

111



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ: -μαγείρεμα. Μαγειρεύαμε και τοποθετούσαμε το φαγητό σε πιάτα που είχαμε κουβαλήσει από την πόλη. Μετά τα πλέναμε με νερό που είχαμε προνοήσει να κουβαλήσουμε από την τουλούμπα της διπλανής παραλίας. Γεμίζαμε το βαρέλι με τη μία κι εκείνο άδειαζε σιγά σιγά. Βλέπεις, έπρεπε να κάνουμε οικονομία, όταν πλέναμε πιάτα. Λίγο λίγο το νεράκι. Μαγειρεύαμε διάφορα, καλοκαιρινά. Μέναμε μακριά από το κρέας και κοντά στο ψάρι. Το τέλος του γεύματος σημαδευόταν από το κόψιμο ενός φρούτου. Συνήθως αυτό ήταν καρπούζι. Είχαμε πολλά τέτοια, στρογγυλά, πράσινα, ριγέ φρούτα αποθηκευμένα στην πιο σκιερή γωνιά της κουζίνας. ΠΛΑΣΜΑ: Σηκώνομαι· Προχωρώ με πλάτη στη θάλασσα· στέκομαι. ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ: -καναπές. Α, η αγαπημένη μου γωνιά μετά το πρωινό μπάνιο στα ρηχά, με τη γιαγιά. Αράδιαζα τα παιχνίδια μου και τα βασάνιζα λίγο ακόμα. Κάθε φορά. Ενίοτε βασάνιζα και τον αδερφό μου. Αν είχα κέφια ή αν είχα όρεξη για καβγά. Επίσης, εδώ άκουγα πότε πότε και κανένα τραγουδάκι στο τρανζίστορ του παππού. Τα βράδια καθόμασταν εδώ παρέα. Να πούμε τα τελευταία, πριν πάμε για ύπνο και απαραιτήτως να προσευχηθούμε. Λειτουργούσε και σαν αντικαταστάτης της βεράντας, σε περίπτωση που έβγαζε μπουρίνι. Αλλά τελείωνε γρήγορα η μανία. Γι’ αυτό είναι και μανία άλλωστε, δε διαρκεί πολύ. Εξ ορισμού, το μπουρίνι. ΆΚΡΩΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΌ ΚΑΙ ΕΥΧΆΡΙΣΤΟ, ΑΝ ΣΕ ΈΒΡΙΣΚΕ ΜΈΣΑ. ΑΝ ΌΧΙ, ΠΆΛΙ ΕΥΧΆΡΙΣΤΟ. ΠΛΑΣΜΑ: Στρέφομαι 180°· προχωρώ και κάθομαι ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ: -κρεβάτι γονιών. Το δυτικό. Άβολο δωματιάκι, μικρό. Μόνο για ύπνο το βράδυ πηγαίναμε εκεί με τους γονείς μου, κι αυτό αν είχαμε κι άλλους φιλοξενούμενους. Εκτός από όταν με ανάγκαζαν να κοιμηθώ και μεσημέρι. Μου λέγανε πως πρέπει να το συνηθίσω. Εμένα δε μου άρεσε να κοιμάμαι. Γενικά.

ΠΙΣΤΑ: ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ #07 [α. 1987-2005]

ΠΛΑΣΜΑ: Προχωρώ παράλληλα με την ακτογραμμη· ξαπλώνω ανάσκελα. ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ: -παιδικό. Ωραίο δωμάτιο, ευρύχωρο. Λίγο σκοτεινό, γιατί είχε πολύ μικρό παράθυρο. Κοιτούσε μέσα στη βεράντα. Ήταν ακριβώς αυτό που το έκανε και δροσερό. Και άρα ωραίο δωμάτιο. Απολαυστικό. Θυμάμαι, καμιά φορά όταν ξάπλωνα, κοιτούσα τον τοίχο. Το πανέλο που είχαμε για τοίχο. Κι έπαιζα μαζί του. Τον χτυπούσα ελαφριά με τις άκρες των δαχτύλων μου. ΈΚΑΝΕ ΤΟ ΘΌΡΥΒΟ ΤΟΥ ΚΟΎΦΙΟΥ. Εφεύρισκα ένα ρυθμό και τον ακολουθούσα, ώσπου να κοιμηθώ. ΠΛΑΣΜΑ: Εξέρχομαι, προχωρώ, εισέρχομαι, ξαπλώνω ανάσκελα. ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ: -τουαλέτα. Μεταγενέστερη κατασκευή και, τελικά, αχρείαστη. Όλοι μας προτιμούσαμε τη φύση. Είχε καθαρότερο αέρα και σαφώς καλύτερη θέα. Το μπετόν που διέθετε για δάπεδο ήταν διακοσμημένο με κοχύλια. ΕΓΏ Η ΊΔΙΑ ΤΑ ΈΜΠΗΞΑ, ΌΣΟ ΉΤΑΝ ΑΚΌΜΑ ΝΩΠΌ. Αυτή πρέπει να ήταν η μέγιστη φροντίδα που δόθηκε ποτέ σε αυτόν τον κλειστοφοβικό χώρο. Είναι αλήθεια, η γοητεία της φύσης κάπως μας είχε κακομάθει στο Κούρσουμλου. Δε θέλαμε να την αποχωριστούμε ούτε για τόσο λίγο, όσο κρατάει μία κένωση. ΠΛΑΣΜΑ: Φεύγω από την πλάκα και απομακρύνομαι αρκετά. Κάπου εκεί πρέπει να ήταν. Κάπου που εκείνη τη στιγμή κανείς δε κοιτούσε. ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ: Χαίρομαι, Πλάσμα, που σε ξενάγησα σε αυτό το κομμάτι της ζωής μου, έστω και νοητά. Ήθελα οπωσδήποτε να σε φέρω και εδώ. Πιο πολύ, για να αποκτήσω μία ανάμνηση και μαζί σου ακριβώς εδώ. Αυτό κάναμε μόλις τώρα, Πλάσμα. ΧΑΡΆΞΑΜΕ ΜΊΑ ΘΎΜΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΉ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΚΟΎ ΔΙΑΓΡΆΜΜΑΤΟΣ. ΤΙ ΣΗΜΑΣΊΑ ΈΧΕΙ ΑΝ ΈΧΟΥΝ ΓΊΝΕΙ ΌΛΑ ΣΤΆΧΤΗ ΠΙΑ; ΑΦΟΎ ΜΠΟΡΏ ΑΚΌΜΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΘΈΤΩ.

113




Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΠΛΑΣΜΑ: Οι υπόλοιπες βρίσκονται εκεί. Κάποιες νεκρές, με τα κουφάρια τους να βγάζουν καπνούς, κάποιες ερειπωμένες, κάποιες κλειστές αλλά κατοικήσιμες, κάποιες ζουν ακόμα έντονα. Όσες κατοικούνται τις προσεγγίζω αργά, με προσοχή. Μπορώ να μπω μέχρι την ”αυλή τους”. Σε αυτόν τον χώρο τρύπωνα αργά, παρατηρώντας, πιάνοντας στα χέρια μου τα διάφορα αντικείμενα αφημένα εκεί. Κατσαρόλες, πιάτα, αποξηραμένα λουλούδια, τραπεζομάντηλα, υφάσματα, καρέκλες… Τα αντικείμενα αυτά των ανθρώπων με ενδιέφεραν στο επίπεδο του αγγίγματος, όμως για να είμαι ειλικρινής, βρισκόμουν περισσότερο σε αναζήτηση άλλων, ξεχασμένων πλασμάτων. Συνάντησα δύο διαφορετικά είδη. ΤΟ ΈΝΑ ΣΤΑΘΕΡΌ, ΕΝ ΕΊΔΗ ΣΚΙΆΧΤΡΟΥ, ΜΌΝΙΜΟΣ ΦΎΛΑΚΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΛΎΜΑΤΌΣ ΤΟΥ, ΣΤΟ ΎΨΟΣ ΜΟΥ, ΜΕ ΜΙΚΡΉ ΕΛΕΥΘΕΡΊΑ ΚΊΝΗΣΗΣ ΣΤΑ ΧΈΡΙΑ. ΤΟ ΚΕΦΆΛΙ ΤΟΥ ΉΤΑΝ ΓΕΜΆΤΟ ΚΟΥΤΣΟΥΛΙΈΣ. Ήρθα σε επαφή με τα υλικά του, τον ξύλινο σκελετό του και την επένδυσή του από μαύρο πλαστικό. Ίσως δεν ήταν ένα σκιάχτρο για πουλιά, εξάλλου εκεί δεν υπήρχε περίπτωση καλλιέργειας. ΊΣΩΣ ΝΑ ΉΤΑΝ ΈΝΑ ΣΚΙΆΧΤΡΟ1 ΓΙΑ ΑΝΘΡΏΠΟΥΣ, ώστε το κατάλυμα να δίνει την εντύπωση του μόνιμα κατοικημένου. Όπως και να έχει αγκάλιασα το πλάσμα και προχώρησα στο επόμενο κατάλυμα. >

σκιάχτρο: ομοίωμα ανθρώπου με σκοπό την απώθηση πτηνών από τις καλλιέργειες 1

ΠΙΣΤΑ: ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ #07 [β. ΖΩΝΤΑΝΑ]

Το άλλο πλάσμα το εντόπισα αρκετά αργότερα, σε μία αυλή, περιφραγμένη, που θύμιζε τους άχαρους πλαστικούς παιδότοπους στις πόλεις. Ήταν ένα κίτρινο φουσκωτό θαλάσσιο παιχνίδι που αναπαριστούσε κάτι σαν άλογο. Ίσως ένα φανταστικό θαλάσσιο πλάσμα, το τέρας της λίμνης, μία άλλη Nessie2. Έτοιμο για μένα, φουσκωμένο, ελαφρύ, γίνεται ένας ιδανικός σύντροφος. ΌΜΩΣ ΣΩΜΑΤΟΠΟΙΕΊ ΚΆΘΕ ΥΠΕΡΒΟΛΉ ΤΟΥ ΑΝΘΡΏΠΟΥ, ΚΆΘΕ ΕΠΙΘΥΜΊΑ ΤΟΥ ΝΑ ΕΞΗΜΕΡΏΣΕΙ ΤΗ ΦΎΣΗ ΚΑΙ ΝΑ ΤΗ ΜΕΤΑΛΛΆΞΕΙ, ΠΟΥ ΤΕΛΙΚΆ ΘΑ ΒΓΆΛΩ ΤΗ ΣΥΣΣΩΡΕΥΜΈΝΗ ΜΟΥ ΠΙΑ ΕΝΈΡΓΕΙΑ ΠΆΝΩ ΤΟΥ. Το έχω καβαλήσει, το ακινητοποιώ και αποκτώ τον έλεγχο του κεφαλιού του. Με δυναμικές κινήσεις, πιέζοντάς το με το βάρος μου χτυπάω το κεφάλι του στην άμμο. ΜΕ ΚΆΘΕ ΚΡΟΎΣΗ ΠΑΡΑΜΟΡΦΏΝΕΤΑΙ ΤΟ ΚΕΦΆΛΙ, ΑΛΛΆ ΓΡΉΓΟΡΑ ΓΙΑΤΡΕΎΕΤΑΙ ΛΌΓΩ ΤΗΣ ΣΎΣΤΑΣΉΣ ΤΟΥ ΑΠΌ ΑΈΡΑ ΚΑΙ ΆΜΟΡΦΟ ΠΛΑΣΤΙΚΌ ΚΑΙ ΕΠΑΝΈΡΧΕΤΑΙ. Τελικά η ορμή μου μας οδηγεί να κατρακυλήσουμε στην άμμο, το ένα πλάσμα πάνω στο άλλο σα να παλεύουμε για κάποιο έπαθλο. Οι επόμενοί μου στόχοι είναι τα άλλα πλάσματα. Οι κατασκευές. Ανεβαίνω στην ταράτσα ενός καταλύματος. ΈΓΙΝΑ Ο ΌΡΟΦΟΣ ΠΟΥ ΚΑΝΈΝΑ ΤΟΥΣ ΔΕ ΔΙΑΘΈΤΕΙ. Είμαι πάνω, είμαι κάτω και σκουπίζω συνεχώς τα νερά της στέγης προς τα κάτω, όσο γίνεται πιο κάτω, προς τη θάλασσα. ◊

2 Το τέρας του Loch Ness, θρυλικό θαλάσσιο ερπετό [κρυπτίδιο] που σύμφωνα με το μύθο ζει στη λίμνη του Loch Ness της βόρειας Σκωτίας.

116



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ: Στην μπροστινή παραλία ειλικρινά δε ξέραμε πού να εστιάσουμε πρώτα. Ο όγκος των πληροφοριών ήταν τεράστιος και τόσο το δικό μου ενδιαφέρον, όσο και του Πλάσματος είχε εκτοξευτεί σε σχεδόν απαγορευτικά επίπεδα. Όσο αμέτρητες κι αν είναι οι φορές που έχω βρεθεί σε τούτη την παραλία, αυτή τη φορά το βλέμμα μου ήταν διαφορετικό. Η πλασματική παρουσία συντέλεσε σε αυτό ανεπανόρθωτα. Από εδώ και πέρα, κάθε φορά θα είναι αλλιώς. Και το πιο αξιοσημείωτο παραμένει πάντα το ίδιο: δεν ψάχναμε κάτι συγκεκριμένο. Το Πλάσμα δηλαδή, δεν έδειχνε να έχει σκοπούς. Εγώ εξάλλου, απλά το ακολουθώ, το παρατηρώ, το καταγράφω. Ενίοτε, το σκηνοθετώ αλλά πάντα διακριτικά. Στις παράγκες [καταλύματα, πιο δόκιμα] αφέθηκε στα αυτοσχεδιαστικά του ένστικτα. Δε προσποιήθηκε ούτε για μία στιγμή – νομίζω ότι αυτή είναι μία ιδιότητα που το Πλάσμα δεν κατείχε, διότι δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτές τις πτυχές. Οτιδήποτε πλησίαζε, το έκανε επειδή ελκόταν από αυτό. Ερευνητικά, αλλά και υπό άλλα πρίσματα. Εδώ ελκόταν λοιπόν, σχεδόν από τα πάντα. Ανεξάρτητα με τη ζωή – αν συνέχιζε η ζωή σε ένα κατάλυμα ή όχι [ζωντανό και νεκρό, σύμφωνα με την ορολογία μας]. Ο μοναδικός παράγοντας που άλλαζε με γνώμονα τη ζωή ήταν η προσοχή, την οποία το Πλάσμα θα επιστράτευε – κατέβαλε υπερπλασματική προσπάθεια να φερθεί με τρυφερότητα και στοργή σε οτιδήποτε ζωντανό. Δεν έχει καμία σημασία που σε μερικές περιπτώσεις δεν τα κατάφερε. Το Πλάσμα φορούσε μία κίτρινη στολή, αδιάβροχη. Αν και τίποτα δε μπορούσε να μας προστατέψει από το μπουρίνι που έπιασε, όσο περπατούσαμε στην παραλία. Παρότι χειμώνας ακόμα, έμοιαζε με καλοκαιρινό. Έβρεξε, άστραψε, βρόντηξε, φύσηξε πολύ. Αλλά για λίγο. Το ζήσαμε κι έφυγε. Παρατηρούσα θυμάμαι, με πόση δύναμη έπεφταν οι βρόχινες σταγόνες επάνω στην άμμο και την λάβωναν. Το Πλάσμα την περισσότερη ώρα κοιτούσε ψηλά. Περπατούσαμε και μπαινοβγαίναμε σε όποια αυλή παράγκας βρίσκαμε μπροστά μας. Με τη σειρά. Και με προσοχή. Το διαχωριστικό του συγκεκριμένου τύπου ημιυπαίθριου χώρου με το εξωτερικό περιβάλλον είναι –στις περισσότερες περιπτώσεις- μια σήτα. Το πολύ πολύ, ένα νοτισμένο γυαλί. Συνήθως είναι ο σημαντικότερος χώρος της παράγκας, διότι εκεί οι ένοικοι απολαμβάνουν τη θέα. Ρεμβάζουν. Αυτό κάναμε κι εμείς. ΡΕΜΒΆΣΑΜΕ ΧΩΡΙΣΤΆ ΣΕ ΚΆΘΕ ΑΥΛΉ1, να ξέρουμε 1 > Ο άνθρωπος χωρίζει, τέμνει τον χρόνο με τελετές και τον χώρο με κατασκευές. [σελ. 419] Τα σαββατοκύριακα είναι οι αποθήκες της εβδομάδας. [σελ. 421] Ύπαιθρος: υπό τον αιθέρα, ασκεπής χώρος, φύση. Ο άνθρωπος συμβολοποιεί και απαλλάσσει τη φύση από κάθε κίνδυνο, την ενσωματώνει στην κατοικία του και την ονομάζει αυλή. [σελ. 422] Η Διεκδίκηση της Υπαίθρου, Θεοκλής Καναρέλης, Τελετές του Σαββατοκύριακου ”κανένα σαββατοκύριακο να πάμε πουθενά”

ΠΙΣΤΑ: ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ #07 [β. ΖΩΝΤΑΝΑ]

από πρώτο χέρι ποιο κομμάτι θέας κατείχε ο καθένας. Το Πλάσμα δυσκολευόταν λίγο να ανοίξει τους σύρτες με τα χοντρά του χέρια. Αλλά δεν το πλησίασα καμία φορά να το βοηθήσω. Μόλις έμπαινε, κοιτούσε από αριστερά προς τα δεξιά μία αναλυτική φορά και μετά ξεκινούσε να ψηλαφίζει διάφορα χρηστικά αντικείμενα. Ίσως να ήταν σε αναζήτηση άλλων Πλασμάτων. Επί της ουσίας, μπορεί να έψαχνε παρέα. Ειδικά σε αυτή την παραλία είχε κάνει κατάληψη ένας φιλο-μοναχισμός. Τόσα χρηστικά αντικείμενα, τόσα απορρίμματα, τόσα υλικά και κανείς; Πιο πέρα, εν τω μέσω της αγνής φύσης, δεν το ένιωσα καθόλου αυτό το αίσθημα. Αλλά τώρα, εδώ, ακόμα κι εγώ ένιωθα μόνη. Εγώ, ο άνθρωπος. Που, αν έβγαινα στο χωματόδρομο και περίμενα κάμποση ώρα, ίσως κάποιος ακόμα άνθρωπος περνούσε. Με το Πλάσμα τα πράγματα ήταν λίγο πιο πολύπλοκα. Τώρα που το σκέφτομαι, το καλύτερο δώρο που θα μπορούσα ποτέ να του κάνω θα ήταν ένας βυθομετρικός χάρτης2 της ευρύτερης περιοχής [ξηράς και θάλασσας], με σημάδια στις θέσεις πιθανών άλλων Πλασμάτων. Κρίμα, έπρεπε να το είχα δει λίγο νωρίτερα! Η ανάγκη για άλλες υπάρξεις -οποιεσδήποτε άλλες υπάρξεις- ήταν έντονη. Τόσο εγώ, όσο και το Πλάσμα προσπαθήσαμε να την εκλογικεύσουμε και να εστιάσουμε στην παρουσία του Ανθρώπου [ως μια μορφή ζωής] μέσω των ιχνών που άφησε πίσω του – και όχι στην [στο εδώ και τώρα] απουσία του. > 2 Ο Βυθομετρικός χάρτης είναι ένας λεπτομερής χάρτης που περιλαμβάνει βυθομετρικά στίγματα μεγάλης συνήθως θαλάσσιας έκτασης που τα ”ισοβαθή” στίγματα ενώνονται με συνεχή γραμμή. Έτσι οι χάρτες αυτοί παρουσιάζουν ”ισοβαθείς καμπύλες” που περικλείουν ”ισοβαθείς εκτάσεις” του θαλάσσιου βυθού. Η ιδέα αυτού του τρόπου αποτύπωσης του βάθους των βυθών και η απεικόνισή τους σε χάρτη οφείλεται στον Αμερικανό υποπλοίαρχο Μόρρυ που εκδόθηκε για πρώτη φορά για τον Ατλαντικό Ωκεανό το 1856 όπου και συζητήθηκε πολύ στο τότε ναυτικό Συνέδριο των Βρυξελλών. Κατόπιν πολλών άλλων Συνεδρίων [Μπισμπάντεν, Βερολίνου, Μονακό κλπ.] τελικά αποφασίσθηκε από το Συνέδριο της Χριστιάνιτης το 1901 η ”υπό κλίμακα 1:10.000.000” επίσημη έκδοση, από 24 φύλλα για όλους τους βυθούς των θαλασσών. Τα πρώτα 16 φύλλα θα ήταν κατά την ”Μερκατορική επιπεδογράφηση” ή Μερκατορική προβολή, όπως καθιερώθηκε να λέγεται, 4 για τις αρκτικές θάλασσες και 4 για τις ανταρκτικές θάλασσες κατά την γνωμονική μέθοδο του Πτολεμαίου. Το πράγματι τεράστιο [Ηράκλειο] αυτό έργο ανέλαβε το 1904 ο τότε Πρίγκιπας του Μονακό Αλβέρτος Α΄ στη πρόσκληση του οποίου και ανταποκρίθηκαν σχεδόν όλοι οι Πλοίαρχοι των εμπορικών στόλων της εποχής. Αργότερα επί της βάσης των 24 αυτών φύλλων καταρτίσθηκαν νεότεροι χάρτες έγχρωμοι με αποχρώσεις του μπλε και στη συνέχεια καταχωρήθηκαν σ΄ αυτούς ακόμη νεότερα στοιχεία περί του είδους των βυθών και των γεωλογικών υποστρωμάτων με αποτέλεσμα να αποκαλούνται πλέον οι χάρτες αυτοί και ”βυθολιθολογικοί χάρτες”. Την επίσημη έκδοση βυθομετρικών χαρτών των ελληνικών θαλασσών έχει αναλάβει η Υδρογραφική Υπηρεσία που αποτελεί ανεξάρτητη Υπηρεσία του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. [πηγή: wikipedia]

118



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ Μία περπατούσαμε στην ακροθαλασσιά3 και χαζεύαμε τις κατασκευές [τις χρήσιμες και τις, κατά κόσμων, άχρηστες] και μία επάνω στον αμμόλοφο, που βρισκόντουσαν όλα αυτά. Με τον ένα τρόπο τα είχαμε θέα, με τον άλλο τα είχαμε ολόγυρά μας. Το σύνολο και οι λεπτομέρειες. Το Πλάσμα ανέβαινε πρώτο στον αμμόλοφο κι εγώ από πίσω ακολουθούσα. Μετά, το Πλάσμα και πάλι πρώτο κατέβαινε κι εγώ ακολουθούσα. Φυσικά ούτε ανέβαινε ούτε κατέβαινε συμβατικά. Αντίθετα, προτιμούσε να κολυμπάει στην άμμο4. >

ΠΙΣΤΑ: ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ #07 [β. ΖΩΝΤΑΝΑ]

Βουτούσε και σκαρφάλωνε. Ως ένα βαθμό, αυτό το περίμενα. Οι τρόποι της θάλασσας είχαν εισχωρήσει τόσο καιρό πολύ βαθειά μέσα του, είχαν καταφέρει να διαπεράσουν σχεδόν όλες τις προστατευτικές [αμυντικές;] στοιβάδες. Είναι δίχως αμφιβολία ένα αμφίβιο5. Ειδικεύεται στην προσαρμογή σε μεταβάσεις. Κάπου στην αρχή της περιήγησης βρήκαμε τον πρώτο μακρινό συγγενή του Πλάσματος. Ένα πλαστικό σκιάχτρο6. Η δομή του και η μορφή του ήταν λίγο πιο αφηρημένη από ότι του Πλάσματος. Όπως και να είχε όμως, το Πλάσμα του φέρθηκε παραδειγματικά, θα έλεγα. Το αγκάλιασε, το φίλησε. Μάλλον του έδωσε κουράγιο, να αντέξει το ακίνητό του μέλλον, κοιτώντας ένα και μόνο σημείο. Αυτή η σταθερά καρφωμένη πραγματικότητα σίγουρα στο δικό μας Πλάσμα φαντάζει τουλάχιστον εφιαλτική. Συμπόνια, λοιπόν. >

3 H αισθητική της διαδρομής ή του δρομολογίου δεν είναι θεμελιώδης στα μάτια του παραθεριστή – του παραθεριστή της ακροθαλασσιάς στην προκειμένη περίπτωση. Στόχος του δεν είναι να ολοκληρώσει μία ”περιήγηση” ή έναν ”γύρο”, στον δρόμο που τον οδηγεί στην ακτή, αλλά να φτάσει. Ο προορισμός στον οποίο στοχεύει στο τέλος του ταξιδιού του δεν είναι ένας σταθμός, ένα αξιοθέατο, ή ένας ανοιχτός χώρος προς εξερεύνηση. Είναι ένα καταφύγιο το οποίο βιώνεται ως οριστικό, εκεί εντοπίζεται η ευχαρίστησή του, ατόφια. […] Καταλύει, διαμένει, ακινητοποιείται, μετοικίζει και κατοικοεδρεύει. Μετακινείται για να μη μετακινηθεί άλλο. [σελ. 20] Το παραθαλάσσιο παραθεριστικό σύμπαν, το είδαμε, είναι ένα σύμπαν με μικρή έφεση στην επέκταση και πολύ μεγαλύτερη στη συμπύκνωση. Δεν είναι ένα σύμπαν απ’ όπου περνά κανείς, αλλά όπου παραμένει. Προτιμά τη συγκέντρωση από τη διασπορά, την εγκατάσταση από την κυκλοφορία, την αναδίπλωση από τη διαφυγή και, εξ ορισμού, τη στενή λωρίδα γης, από τις αχανείς εκτάσεις. [σελ. 396]

Στην ακροθαλασσιά, ζαν-ντιντιέ ουρμπάιν

Ο Paul Morand δηλώνει : ”απέκτησα την ηδονική συνήθεια να τρίβομαι με ζεστή άμμο”. Και ο Jacques Laurent ομολογεί ότι εκείνη ”την άμμο, εκείνο το όνειρο, τα ξαναβρήκα αργότερα στην ακροθαλασσιά, όπου το φαντασιακό μετατράπηκε σε οργασμό”. […] Συγκινησιακά και ερωτικά στοιχεία με σκοτεινή κινητικότητα: η άμμος, το κύμα, το νερό. Μετά το ελαφρύ και το ωμό. Να λοιπόν η τρίτη παράμετρος της παραθαλάσσιας έλλειψης βαρύτητας· η κινητικότητα. […] Η άμμος είναι μία παράξενη ουσία. Ρευστή όταν είναι στεγνή, στερεή όταν είναι βρεγμένη, σχεδόν πτητική κάτω από το νερό είναι μαλακή στην παραλία και μπετόν στον αφρό. Είναι μία ύλη αναποφάσιστη, ρευστή και στερεή ταυτόχρονα, όπου μπλέκονται το εφήμερο και το αιώνιο, το ίχνος και η απουσία του, η μορφή και το άμορφο, διότι σε αυτήν όλα σβήνονται. […] στο βάθος είναι η ίδια η γη της ουτοπίας, άπιαστη, άφθαρτη, άγονη και ακαλλιέργητη. Η άμμος δεν έχει ούτε μνήμη ούτε κλίμακα. Κυλά, γλιστρά, είναι ζεστή, είναι μαλακιά, αφήνεται να την παίζεις και να την ξαναπαίζεις με ευχαρίστηση [και να την πάρει ο αέρας]. Αγγίζεται, τρίβεται, χαϊδεύεται, χουφτώνεται, φέρει αδιάκριτα τα αποτυπώματα των κορμιών, των ποδιών των γλάρων και του ανέμου, των οποίων χάνει γρήγορα την ανάμνηση. [σελ. 357-358] 4

Στην ακροθαλασσιά, ζαν-ντιντιέ ουρμπάιν

Αμφίβιο είναι κάθε σπονδυλωτό ζώο που μπορεί να αναπνεύσει μέσα στο νερό και ελεύθερα τον αέρα. Η λέξη προέρχεται ετυμολογικά από τις λέξεις αμφί και βίος που σημαίνει διπλή ζωή ή διπλή επιβίωση, γιατί τα αμφίβια μπορούν να ζήσουν σε δύο διαφορετικά περιβάλλοντα, ενώ τα περισσότερα ζώα υστερούν να το κάνουν. Αυτή η ικανότητα των αμφιβίων οφείλεται στα αναπνευστικά τους όργανα, τα οποία είναι βράγχια που μπορούν στον αέρα να απορροφήσουν οξυγόνο. Αμφίβια ζώα είναι ο βάτραχος, ο φρύνος και η σαλαμάνδρα. Τα αμφίβια συνήθως υφίστανται μία μεταμόρφωση από μία νεανική υδρόβια μορφή σε έναν ενήλικα που αναπνέει αέρα, αν και υπάρχουν εξαιρέσεις. Στη σύγχρονη ταξινόμηση τα αμφίβια χωρίζονται σε τρεις τάξεις: • τα Άνουρα δηλ. χωρίς ουρά [βάτραχοι και φρύνοι], • τα Ουροδελή δηλ. με ουρά [σαλαμάνδρες], • τα Άποδα [που δεν έχουν άκρα και μοιάζουν με φίδια ή γεωσκώληκες]. Έχουν ανακαλυφθεί 6.500 είδη αμφιβίων. 5

[πηγή: wikipedia] 6

σκιάχτρο: ομοίωμα ανθρώπου με σκοπό την απώθηση πτηνών από τις καλλιέργειες

120




Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ Το επόμενο Πλάσμα το βρήκαμε αρκετά πιο πέρα, τοπικά και χρονικά. Ήταν κίτρινο, πλαστικό και μακρόστενο. Είχε ζωγραφισμένα τα χαρακτηριστικά του, εννοώ με κάποιου είδους μπογιά. Ήταν όλο ένα ψέμα. Ήταν ένα από αυτά τα αντικείμενα που ονομάζονται ευρέως παιχνίδια. Υπονοείται πως προορίζονται για παιδιά. Κι όμως, ούτε μικρό παιδάκι δε θα μπορούσε να ξεγελάσει σχετικά με την ταυτότητά του. Είχε κι άλλα τέτοια γύρω του, ήταν φωλιά7. Την προσοχή του Πλάσματος όμως, την τράβηξε κατευθείαν αυτό, το κίτρινο παιχνίδι -είτε λόγω ικανής και υπολογίσιμης κλίμακας είτε λόγω συγγένειας χρώματος. Πρέπει να το θύμωσαν πολύ τα ψέματά του, αν και κατανοούσε πως το φταίξιμο δεν ήταν του κίτρινου αντικειμένου, παρά των ανθρώπων που το οραματίστηκαν και του έδωσαν, έστω και μεταφορικά, σάρκα και οστά. Παλέψανε σε μία άνιση μάχη που κατέληξε με ορμή στη βρεγμένη αμμουδιά. ΜΠΟΡΕΊ ΤΟ ΠΛΆΣΜΑ ΝΑ ΉΤΑΝ ΚΑΙ ΠΆΛΙ Ο ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉΣ, ΤΟ ΚΊΤΡΙΝΟ ΌΜΩΣ ΕΊΧΕ ΤΟ ΠΛΕΟΝΈΚΤΗΜΑ ΝΑ ΑΥΤΟΓΙΑΤΡΕΎΕΤΑΙ ΣΤΗ ΣΤΙΓΜΉ. Το Πλάσμα του χάρισε τη ζωή, αλλά του έδωσε ένα μάθημα που θα θυμάται για πάντα. Συνολικά και διάσπαρτα, το Πλάσμα στόχευε και στις ίδιες τις κατασκευές. Αυτά που έκανε ήταν συγκεκριμένα. Ήθελε να τις περιποιηθεί, τις περισσότερες φορές. Σκούπιζε και τακτοποιούσε, πάντα σύμφωνα με τη δική του έννοια της οργάνωσης. Σκαρφάλωνε στις ταράτσες, αγνάντευε και τακτοποιούσε. Εκεί δε φτάνουν οι άνθρωποι. Τουλάχιστον εγώ ποτέ μα ποτέ δεν έτυχε να δω άνθρωπο σε ταράτσα σε αυτές εδώ τις συντεταγμένες. Κακώς. Σίγουρα έχουν ακόμα καλύτερη θέα. Σε μερικές μονάχα παρασύρθηκε και άρχισε να χτυπά με δύναμη τους τοίχους, μάλλον με την ελπίδα πως κάποιος θα είναι μέσα και θα του ανοίξει. Όχι πως μόνο του το Πλάσμα δε μπορούσε να μπει. Επιθυμούσε κάποιος να του ανοίξει. Κανείς δε φάνηκε. Ούτε καν οι κλασικοί σκύλοι της παραλίας δεν κουνήθηκαν από τη βολή τους, για να απαντήσουν στο θορυβώδες, πλασματικό κάλεσμα. Μόνο εγώ ήμουν και είμαι τριγύρω. Το Πλάσμα έχει ενσωματώσει πλέον την εικόνα μου με τόση δύναμη στο τοπίο, που δε μπορεί να με δει πια. Είναι μόνο του. Ναι, είναι μόνο του με ό,τι ο άνθρωπος άφησε πίσω. Φεύγοντας. Αναρωτιέμαι, πότε θα έρθει η ώρα να δει κάποιος ακόμα το Πλάσμα; ◊

ΠΙΣΤΑ: ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ #07 [β. ΖΩΝΤΑΝΑ]

Η φωλιά είναι το καταφύγιο που παρέχει στα ζώα προστασία από τις καιρικές συνθήκες, τις επιθέσεις των εχθρών τους και δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για τον πολλαπλασιασμό τους και την ανατροφή των απογόνων τους. Φωλιές φτιάχνουν και χρησιμοποιούν τα περισσότερα ζώα, κυρίως όμως τα μικρά σπονδυλωτά ζώα και ιδιαίτερα τα τρωκτικά και όλα ανεξαιρέτως τα πτηνά. Σαν φωλιά επιλέγονται τα διάφορα φυσικά κοιλώματα, οι υπόγειες σπηλιές και τα ψηλά δένδρα. Τα πουλιά χτίζουν τη φωλιά τους με βασικό οικοδομικό εργαλείο το ράμφος τους, ενώ για υλικά χρησιμοποιούν κλαριά, λάσπη, ή και άλλα υλικά. Στο κτίσιμο παίρνουν μέρος συνήθως και τα δύο μέλη του ζευγαριού. Ως συχνότερο μέρος για την κατασκευή της επιλέγουν, είτε τα κλαδιά ψηλών δένδρων και πυκνών θάμνων ή τα κοιλώματα των κορμών. Από την άλλη, τα θαλασσοπούλια συνήθως χτίζουν τις φωλιές τους σε ψηλούς βράχους πάνω από ακτές. Τα χελιδόνια αρκετές φορές χτίζουν τις φωλιές τους κάτω από τα μπαλκόνια ή τα περβάζια των σπιτιών. Εκτός από τα σπονδυλωτά, τα έντομα ασχολούνται και αυτά με την κατασκευή φωλεών, οι οποίες, στην προκειμένη περίπτωση, έχουν ως σκοπό, εκτός από την προστασία των αβγών και την αποθήκευση τροφής. Οι φωλιές, μάλιστα, ορισμένων από αυτά, όπως οι μέλισσες, τα μυρμήγκια, οι σφήκες κλπ., αποτελούν μικρογραφία μιας ολόκληρης πολιτείας. Ως καταλληλότερα μέρη για την κατασκευή της φωλιάς τους επιλέγουν είτε τους κορμούς των δένδρων είτε το έδαφος. 7

[πηγή: wikipedia]

123




Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΠΛΑΣΜΑ: Ανέκτησα τις ικανότητές μου μόλις βρέθηκα στις εγκαταλελειμμένες παράγκες. Προτιμώ την ανθρώπινη παρουσία μακριά μου. Προτιμώ τα στοιχεία μίας παρελθούσας ζωής, παρά την ίδια τη ζωή μπροστά στα μάτια μου. Ως ένας άλλος εξερευνητής, περπατάω πάνω στους λαμαρινένιους τοίχους, αναρριχώμαι στις γερμένες τους στέγες, απλώνω τα πλοκάμια μου στα μέλη τους και τις χτυπάω με δύναμη, αποσπάω στοιχεία από το εσωτερικό τους, κρεμιέμαι από αυτές, γλιστράω, πέφτω πάνω τους προσπαθώντας να τις σπρώξω προς τη θάλασσα, βλέποντας τις ίδιες να έχουν ήδη γείρει, υπό τη δύναμη των κυμάτων που απομακρύνουν την άμμο από κάτω τους, προς την ακροθαλασσιά. Μέσα από το περίβλημά μου, ως ατρόμητος εξερευνητής, χτυπάω1, σκίζω και σπάω, τα περιβλήματα των παραγκών. Υπολειμματικά υλικά, ρετάλια, τα απορρίμματα που άλλαξαν χρήση, σύσταση και σκοπό και προσαρμόστηκαν στην ανάγκη των συγκεκριμένων κατοίκων. Υλικά ακατάλληλα για το τοπίο αυτό, για την εγγύτητά τους με τη θάλασσα, σκουριασμένα, φαγωμένα και ταλαιπωρημένα. Αναζητώ μία πιο προσωρινή φιλοξενία. Σκαρφαλώνω αργά σε ένα πάτωμα με πλακάκια που βρέθηκε υπό μία τυχαία κλίση στην παραλία και φωλιάζω σε μία τρύπα του αμμόλοφου, μία σχισμή μεταξύ του επιπέδου της άμμου και μίας τσιμεντένιας πλάκας. Ένα φιλικό και φυσικό σκοτάδι. Κάθε σαμπρέλα είναι γεμάτη άμμο. Την αδειάζω για να κουλουριαστώ μέσα της. Ο μεταλλικός της σκελετός, μικρά σκουριασμένα σύρματα, ενοχλούν το σώμα μου. Ο ουρανός καδράρεται από μαύρες καμπύλες. Είμαι ένα κουλούρι. Είμαι ζάντα. Είμαι ζάντα και άμμος μαζί. Βρίσκω δύο σαμπρέλες εκεί που σκάει το κύμα. Βυθίζω στην κάθε μία από ένα κάτω άκρο. Το κύμα τις >

Υπάρχουν μαύρες περιοχές σκιάς κοντά στα μονοπάτια της καθημερινότητας, και κατά καιρούς κάποια διαβολική ψυχή βρίσκει τον τρόπο να περάσει τα σύνορα. Και όταν συμβεί αυτό, εκείνος που ξέρει την αλήθεια έχει και την υποχρέωση να χτυπήσει αλύπητα, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. [...] 1

Howard Phillips Lovecraft, “Το πράγμα στο κατώφλι”, Η ανώνυμη πόλη και άλλες ιστορίες 2 νεροφαγιά, νεροφάγωμα [το] [λαϊκ.] κοίλωμα ή βαθούλωμα στην επιφάνεια της γης ή πέτρας, που έχει σχηματιστεί από εποχική ροή νερού. Μία γραμμή στο νερό, ένα υδάτινο μονοπάτι, που ορίζεται από δύο σημεία. Νεροφαγιά επειδή είναι στο νερό. 3 Η κρυπτοζωολογία [< κρυπτός+ζωολογία] είναι η μελέτη και η αναζήτηση ζωικών [ή και φυτικών] οργανισμών που εκπίπτουν των επίσημων καταλόγων. Περιλαμβάνει δύο κύρια πεδία μελέτης:

>

ΠΙΣΤΑ: ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ #07 [γ. ΝΕΚΡΑ]

βρέχει, βρέχει και εμένα. Το νερό είναι κρύο. Έχει σουρουπώσει. Βυθίζω το χέρι μου στο επόμενο κύμα. Και στο επόμενο. Ξανά. Είναι ελκυστική αυτή η επαφή. Τα άκρα μου μέσα του. Διατηρώ τον κορμό στεγνό. Μετατοπίζομαι προς το εσωτερικό της θάλασσας. Ολόκληρα τα άκρα μου βουτούν καθ’ επανάληψη στην ήρεμη αυτή επιφάνεια. Δε μου είναι αρκετό. Βουτώ ολόσωμα. Αργά νιώθω τη διαφορά της θερμοκρασίας να φτάνει στο δέρμα μου, κινούμαι ήρεμα προς τα έξω. Στέκομαι ως μία κατασκευή, ως μία βάρκα που δημιούργησε τη δική της νεροφαγιά2, το μονοπάτι της στο υδάτινο δάπεδο. Στέκομαι με το νερό στη μέση μου. ΊΣΑΛΟΣ ΓΡΑΜΜΉ Η ΜΈΣΗ ΜΟΥ, ΤΑ ΠΌΔΙΑ ΤΑ ΎΦΑΛΑ, Ο ΚΟΡΜΌΣ, ΤΑ ΧΈΡΙΑ, ΤΟ ΚΕΦΆΛΙ ΤΑ ΈΞΑΛΑ. Τα έξαλα χτυπούν τα ύφαλα και από την πολλή ταραχή ανισορροπεί η ίσαλος γραμμή καθώς βυθίζομαι παραπατώντας. Έγινα τμήμα της θάλασσας, κομμάτι του τοπίου. Από Πλάσμα έγινα και εγώ με τη σειρά μου το τέρας του Κούρσουμλου που θα προκαλέσει πανικό, εμφανιζόμενο σε θάλασσα, λιμνοθάλασσες και έλη. Ο άνθρωπος τεκμηριώνει κάθε μου κίνηση, αποτυπώνει την ίδια μου την ύπαρξη. Όμως αφήνοντας το Κούρσουμλου θα πάρει και εμένα μαζί του, και αν και θα υπάρχουν τα στοιχεία της υπάρξής μου, κανείς δε θα με ξαναδει στο Κούρσουμλου, όσο και αν ψάχνει, κάνοντας το Πλάσμα που υπήρξα εδώ ΈΝΑ ΕΡΓΑΛΕΊΟ ΓΈΝΕΣΗΣ ΜΎΘΩΝ, ΈΝΑ ΆΝΘΟΣ ΤΗΣ ΚΡΥΠΤΟΖΩΟΛΟΓΊΑΣ3, ΈΝΑ ΚΡΥΠΤΊΔΙΟ3. ◊

• Την αναζήτηση ζωντανών δειγμάτων που έχουν κατηγοριοποιηθεί μέσω απολιθωμάτων, αλλά θεωρείται πως έχουν εκλείψει. • Την αναζήτηση οργανισμών που δεν εμφανίζονται στους καταλόγους, εξαιτίας της έλλειψης αποδείξεων, αλλά των οποίων η ύπαρξη αναφέρεται σε μύθους, θρύλους και παραδοσιακές αφηγήσεις. Οι ζωικοί οργανισμοί που απασχολούν τους κρυπτοζωολόγους καλούνται “κρυπτίδια” [cryptids], ένας όρος ο οποίος εισήχθη από τον John E. Wall το 1983. Επειδή οι κρυπτοζωολόγοι κατά κύριο λόγο δεν ακολουθούν τη συμβατική επιστημονική μέθοδο και αφιερώνουν μεγάλο μέρος των προσπαθειών τους σε έρευνες για οργανισμούς που οι περισσότεροι επιστήμονες θεωρούν απίθανο να υπάρχουν, η κρυπτοζωολογία δέχεται ελάχιστη προσοχή από την επιστημονική κοινότητα και χαρακτηρίζεται ως ψευτοεπιστημονική μέθοδος. [Animalia Paradoxa] [πηγή: wikipedia]

126



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ

ΠΙΣΤΑ: ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ #07 [γ. ΝΕΚΡΑ]

ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ: Το Πλάσμα ομολογουμένως αισθάνθηκε πολύ καλύτερα αμέσως μόλις το κέντρο βάρους1 μετακινήθηκε προς τα νεκρά καταλύματα. Καλύτερα λέγοντας, εννοώ πιο ελεύθερο. Υπήρξε έκλυση2 ενέργειας. Τις εξερεύνησε μία προς μία. Είχε τη σειρά αποτυπωμένη μέσα στο κεφάλι του. Είχε στρατηγική. Αρχικά τις πλησίαζε, έκανε ένα γύρο [με σκοπό μάλλον να γνωρίσει περίοπτα τι ακριβώς είναι αυτό, με το οποίο έχει να κάνει] και περνούσε στη δράση. Όλο αυτό μου έμοιαζε αρκετά αυτοματοποιημένο – ακόμα και οι ενέργειές του. Κάτι σαν τη συνειρμική γραφή των υπερρεαλιστών3. >

Το Πλάσμα είχε τη δυνατότητα να σκέφτεται σύμφωνα με έναν κώδικα λογικής και προφανώς, σκεφτόταν. Συνεχώς. Το μυαλό του δεν ήταν καμία στιγμή εντελώς κενό. Όμως σε αυτή την περίπτωση, μάλλον είχε καταφέρει να ρίξει τα επίπεδα της σκέψης με συνείδηση στο χαμηλότερο δυνατό. Το θαύμασα γι’ αυτό. Θα μπορούσα απλά να πω πως το Πλάσμα αυτοσχεδίαζε, όμως θα ήταν λάθος. Δεν ήταν δράσεις αυτοσχεδιασμού, παρά ήταν αυτοματοποιημένες. Ενόσω λοιπόν, το Πλάσμα ήταν σε ανοιχτό διάλογο με όσα οι Άνθρωποι άφησαν πίσω τους -ΌΧΙ ΜΌΝΟ ΓΙ’ ΑΥΤΌΝ ΤΟΝ ΧΕΙΜΏΝΑ, ΑΛΛΆ ΓΙΑ ΚΆΘΕ ΕΠΌΜΕΝΟ ΧΕΙΜΏΝΑ ΠΟΥ ΘΑ ΈΡΧΕΤΑΙ-, εγώ χανόμουν όλο και πιο βαθειά σε συλλογισμούς για παράγκες, καταλύματα και παραθεριστές. >

Γενικά θεωρείται ότι η Βαρύτητα εφαρμόζεται σε κάθε σημείο ενός σώματος έλκοντας αυτό προς το κέντρο της Γης. Έτσι όλες οι δυνάμεις που ασκούνται σ΄ ένα σώμα λόγω της σμίκρυνσης αυτού σε σχέση με την ακτίνα της Γης θεωρούνται παράλληλες. Η συνισταμένη όλων αυτών ονομάζεται βάρος του σώματος. Το σημείο εφαρμογής αυτής της συνισταμένης πάνω στο σώμα ονομάζεται κέντρο βάρους του σώματος. Σε περίπτωση που το πεδίο βαρύτητας είναι ομοιογενές σε όλο τον χώρο που καταλαμβάνει το σώμα και η πυκνότητα του σώματος έχει ομοιόμορφη κατανομή, το κέντρο βάρους είναι το ίδιο σημείο με το κέντρο μάζας του σώματος. Το κέντρο βάρους αποτελεί το σημείο εκείνο του σώματος που επιδέχεται υποστήριξη προκειμένου να ισορροπήσει υπό την ενέργεια της βαρύτητας.

υπερρεαλισμό δεν είναι πλέον η ίδια. Αλλά με ποια έννοια ”δεν είναι η ίδια”; Αφήνοντας κατά μέρος τις γνωστές όψεις της συμβολής του υπερρεαλισμού στην ανανέωση της γραφής και στη διεύρυνση της πραγματικότητας [όνειρο, καταβύθιση στο ασυνείδητο, ελεύθεροι συνειρμοί, αυτόματη γραφή κλπ.], που αποτελούν τρέχον νόμισμα στην καθιερωμένη κριτική αποτίμηση του υπερρεαλισμού, θα λέγαμε ότι ίσως το πιο κομβικό, το πιο νευραλγικό [με την έννοια και του πλέον ευαίσθητου στην κριτική] σημείο των αισθητικών αρχών του κινήματος, στο οποίο θα άξιζε να σταθούμε καθότι φαίνεται να έχει τη δραστικότερη επίδραση σε βάθος χρόνου, είναι η υπερρεαλιστική ”αποδόμηση του νοήματος” μέσα από την εξάρθρωση, κυριολεκτικά, του ποιητικού ”σημείου” σε όποιο επίπεδο ανάλυσης κι αν το εξετάσουμε: φωνολογικό – μορφοσυντακτικό – λεξικοσημασιολογικό.

1

[πηγή: wikipedia]

Έκλυση, η [éklisi] Ο33 : [φυσ.] απελευθέρωση, αποδέσμευση ενέργειας ή ύλης από κάπου και διάχυσή της στο περιβάλλον. 2

[πηγή: www.greek-language.gr]

Ο υπερρεαλισμός ή σουρρεαλισμός, από τις γαλλικές λέξεις sur [επάνω, επί] και réalisme [ρεαλισμός, πραγματικότητα] όπου στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί ως ”πάνω ή πέρα από την πραγματικότητα”, ήταν ένα κίνημα που αναπτύχθηκε κυρίως στο χώρο της λογοτεχνίας αλλά εξελίχθηκε σε ένα ευρύτερο καλλιτεχνικό και πολιτικό ρεύμα. Άνθισε κατά κύριο λόγο στη Γαλλία των αρχών του 20ου αιώνα, κατά την περίοδο μεταξύ του πρώτου και δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Στη φύση του επαναστατικό κίνημα, ο υπερρεαλισμός επιδίωξε πολλές ριζοσπαστικές αλλαγές στο χώρο της τέχνης αλλά και της σκέψης γενικότερα, ασκώντας επίδραση σε μεταγενέστερες γενιές καλλιτεχνών*. Τα μέλη του αντέδρασαν σε αυτό που οι ίδιοι ερμήνευαν ως μία βαθιά κρίση του Δυτικού πολιτισμού, προτείνοντας μία ευρύτερη αναθεώρηση των αξιών, σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής, στηριζόμενοι στις ψυχαναλυτικές θεωρίες του Φρόυντ και στα πολιτικά ιδεώδη του Μαρξισμού. Ως κύριο μέσο έκφρασης, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στις εικαστικές τέχνες, προέβαλαν τον ”αυτοματισμό”, επιδιώκοντας τη διερεύνηση του ασυνειδήτου, την απελευθέρωση της φαντασίας ”με την απουσία κάθε ελέγχου από τη λογική” και διακηρύτοντας τον απόλυτο μη κομφορμισμό. 3

* Δίνοντας νέα ορμή και βάθος στις κατακτήσεις του προηγούμενου αιώνα [ο υπερρεαλισμός], ειδικά σε ό,τι αφορά τις απελευθερωτικές όψεις του ρομαντισμού που σχετίζονται με την υποκειμενικότητα και τον ”υπαρξιακό άνθρωπο” στη σχέση του με τη φύση και την κοινωνία, το έλλογο και τη φαντασία, τη ”συναισθηματική αλληλουχία” των εικόνων και των λέξεων, την ”ποιητική νοημοσύνη” και τη βυθομέτρηση της ευαισθησίας. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι τις απελευθερωτικές αυτές δυνάμεις και όψεις της καλλιτεχνικής δημιουργίας ο υπερρεαλισμός τις [παρ]ώθησε στο μη περαιτέρω, έως τα απώτατα όρια του ασυνειδήτου. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η λογοτεχνία και γενικότερα η τέχνη, η αισθητική, μετά τον

ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ, Ο Υπερρεαλισμός από σημερινή σκοπιά, σελ. 1-2

Μαστορική : προτιμάμε να την ονομάζουμε ”πρώτη” επιστήμη, όχι πρωτόγονη Ο τεχνικός κατέχει ένα πεπερασμένο σύνολο εργαλείων και υλικών. Η σύνθεση δεν εξαρτάται από κανένα σχέδιο. Η πρώτη πρακτική ενέργειά του είναι ωστόσο αναδρομική : πρέπει να στραφεί προς ένα ήδη συγκροτημένο σύνολο αποτελούμενο από σύνεργα και υλικά. Να κάνει ή να ξανακάνει την απογραφή τους. Τέλος να ανοίξει μαζί τους ένα είδος διαλόγου. Στοιχεία που συλλέχθηκαν ή διαφυλάχθηκαν με βάση την αρχή ”αυτό πάντα κάπου μπορεί να χρησιμεύσει”. Τέτοιου είδους στοιχεία είναι, επομένως, κατά το ήμισυ εξειδικευμένα, αρκετά ώστε αυτός που μαστορεύει να μην έχει ανάγκη από τον εξοπλισμό και τη γνώση όλων των συντεχνιών, αλλά όχι τόσο ώστε κάθε στοιχείο να περιορίζεται σε μίαν ακριβή και προκαθορισμένη χρήση. Ετερόκλιτα αντικείμενα : ο θησαυρός του, τα ρωτά για να καταλάβει τι θα μπορούσε το καθένα να ”σημαίνει”. Κάθε κομμάτι εξακολουθεί να φέρει προκαθορισμένα στοιχεία λόγω της αρχικής του χρήσης. Η απόφαση βέβαια εξαρτάται από τη δυνατότητα αντιμετάθεσης ενός άλλου στοιχείου στην κενή θέση, έτσι ώστε κάθε επιλογή να συνεπάγεται μία πλήρη αναδιοργάνωση της δομής που δε θα μοιάζει ποτέ μ’ αυτή που είχε, έστω και αόριστα, σχεδιάσει και με καμία άλλη που θα μπορούσε να είναι προτιμότερη. Υποσύνολο του πολιτισμού. Ο επιστήμονας ποτέ δε συνδιαλέγεται με την καθαρή φύση, αλλά με μία κατάσταση της σχέσης φύσης-πολιτισμού. Κατασκευάζει δομημένα σύνολα, όχι απευθείας με άλλα δομημένα σύνολα, αλλά χρησιμοποιώντας υπολείμματα και λείψανα επεισοδίων : ”odds and ends”. 4

Levi-Strauss, Άγρια Σκέψη, σελ 114-115

128



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ Πώς ήρθαν όλα αυτά τα υλικά ως εδώ; Με τι είδους λογική δημιουργήθηκαν τόσο απρόσμενες ενώσεις4; Τέσσερις όρθιες, κάθετες στο έδαφος επιφάνειες ορίζουν την προσωπική αμμουδιά, την ιδιωτική από τη δημόσια. Αυτός ο κόκκος άμμου δικός μου και ο διπλανός της όλων μας. Κι αυτό, αν κι εφόσον ο παραθεριστής [κάτοικος/ ιδιοκτήτης, κατά μία έννοια] διατήρησε την αμμουδιά εντός και δεν προέβη σε κάποια ανώτερη –και ακόμα πιο ιδιωτική- επίστρωση [π.χ. μουσαμάς, πλακάκι, μπετόν, χαλίκι κτλ]. Αυτές οι λαμαρίνες, επάνω στις οποίες τώρα περπατάει το Πλάσμα, τι όλο έχουν ακούσει; Τι όλο έχουν δει; Σίγουρα μικρά παιδιά μεγάλωσαν εδώ, όπως μεγάλωσα εγώ λίγο πιο πέρα, σε εκείνη την πλάκα μπετόν που σταθήκαμε νωρίτερα. Οι λαμαρίνες, τα κουφώματα, τα πανέλα, οι κουβέρτες, τα ντιβάνια, τα ξύλα, τα τραπέζια, οι κουρτίνες, οι κορνίζες και οι μυγοσκοτώστρες… Όλα, όλα έμειναν πια μόνα, παρέα με το κύμα. Και τώρα παρέα με το Πλάσμα. Περπατάει επάνω στις λαμαρίνες με κίνδυνο να πέσει ή να κοπεί. Αλλά ο κίνδυνος είναι στο μυαλό μου μόνο, δεν έχει πραγματική υπόσταση. Ο φόβος είναι συναίσθημα άγνωστο στο Πλάσμα – ή τουλάχιστον, έτσι έδειχνε ως τώρα. Χοροπηδάει με δύναμη. Σπρώχνει κάθε επιφάνεια με κλίση, ενθαρρύνοντάς την να πάρει ακόμα μεγαλύτερη. Ή και να πέσει. Αν πέσει, είναι νίκη. Προωθεί τα πάντα προς τη θάλασσα, σπρώχνει με χέρια και πόδια. Δε ξέρω, τι πιστεύει; Ότι ξεσκαρτάρει την παραλία ή ότι δίνει την ευκαιρία στα υλικά να ταξιδέψουν σε έναν, ενδεχομένως, νέο τόπο και να τύχουν και πάλι κάποιας χρήσης; Ακόμα και το δεύτερο να μην είναι, σίγουρα δεν είναι το πρώτο. Για το Πλάσμα όλα τα υλικά σε αυτή την παραλία εντάσσονται στο πλαίσιο του φυσικού. Το ίδιο ισχύει και για μένα. Δε χρειάζεται να βάλω και πολλή φαντασία για να δω βράχους τις τεράστιες σαμπρέλες. Ούτε για να δω μεγάλα λουλούδια τα πλαστικά σωσίβια. Όλα είναι φυσικά εφόσον, όταν ήρθαμε με το Πλάσμα, τα βρήκαμε όλα εδώ, αφημένα – ΣΧΕΔΌΝ ΦΥΤΡΩΜΈΝΑ. Σίγουρα ριζωμένα. Μπορεί το πλαστικό να μην έχει άμεση ή έμμεση σχέση με κανένα θάμνο, αλλά έχει ρίζες. Δε θα πέσει τόσο εύκολα στη θάλασσα, όσο νομίζει το Πλάσμα. Το Πλάσμα φορούσε λευκή στολή, νοσοκομειακή. Δεν ήταν από τα περιβλήματα εκείνα που προσέφεραν τη μέγιστη προστασία από τα απρόοπτα του περιβάλλοντος. Το Πλάσμα ήθελε να αναμειχθεί με τη σκουριά, όπως και με ό,τι άλλο συνεπάγεται το πέρασμα του χρόνου. Έτρεφε ανάμεικτα συναισθήματα για τις παράγκες. Τις συμπονούσε, τις θαύμαζε. Το παραξένευαν αλλά και το θύμωναν συνάμα. Εκεί που δεν το περίμενα, σήκωνε τα πλοκάμια του και χτυπούσε το σώμα τους με δύναμη. Ξανά και ξανά. Επανάληψη. ΚΆΤΙ ΣΑΝ ΗΛΕΚΤΡΟΣΌΚ. Μάλλον προσπαθούσε να τις συνεφέρει από το κώμα. Από το λήθαργο, στον οποίο αφέθηκαν να πέσουν. Να τις >

ΠΙΣΤΑ: ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ #07 [γ. ΝΕΚΡΑ]

φέρει πίσω. Τις χτυπούσε, για να τις αιφνιδιάσει. Να τους προκαλέσει την έκπληξη, που το ίδιο το Πλάσμα τόσο πολύ ποθούσε! Κρεμιόταν από ένα σημείο τους και με φόρα έπεφτε επάνω στο κορμί τους, μήπως και κάτι καταφέρει. Να τις μετακινήσει. Είτε προς τα εμπρός είτε προς τα πίσω στο διάγραμμα του χρόνου. Σχεδόν για όλους τους παραθεριστές αυτές οι παράγκες χρησίμευσαν ως διέξοδοι από την πόλη και τη δουλειά [την καθημερινότητα, με μία λέξη]. Ως κατοικίες διακοπών. Για ελάχιστους έγινε το Κούρσουμλου η μόνιμη βάση. Προσωπικά γνωρίζω δυο, τρεις περιπτώσεις όλες κι όλες στα τελευταία τριάντα χρόνια. Ανάλογα με τις ανάγκες και τις δυνατότητες του κάθε παραθεριστή πήρε ανάσα και μορφή και το περίβλημα που έστησε, για να ζει. Να διημερεύει και να διανυκτερεύει. Άλλοι ερχόντουσαν πολύ και άλλοι πιο λίγο. Άλλοι έμεναν χωρίς διακοπή και άλλοι πιο κατακερματισμένα. Ο χρόνος εδώ κυλούσε διαφορετικά. Κανείς όμως, δεν τον υπολόγιζε με τη βοήθεια εκείνης της συσκευής που [στον πολιτισμό] ονομάζουμε ρολόι. Υπήρχε ένας εσωτερικός ρυθμός – συνήθως αργός, βέβαια. Δεν ήταν αφηρημένος και γραμμικός, ήταν κυκλικός*. Είχε άμεση σχέση με τον καλό καιρό. Το καλοκαίρι. Ο χρόνος που εμείς [οι παραθεριστές] καταναλώσαμε με τα διάφορα αντικείμενα, τα έκανε σήμερα αυτό που είναι. Ο χρόνος που καταναλώσαμε, αλλά κι εκείνος που δεν καταναλώσαμε. Αυτά τα αντικείμενα σήμερα ακουμπάει το Πλάσμα. Τα αρπάζει, τα αποσπάει, τα σπάει. Τα ανακαινίζει. Στέκεται μπροστά από ένα ράφι με κορνίζες και καθρεφτάκια. Αντανακλούν το εσωτερικό του χώρου. Τα ρίχνει κάτω. Τα πατάει, τα κάνει θρύψαλα. Μάλλον σκέφτηκε κι αυτό, όπως εγώ, πως τους αξίζει να ξαπλώσουν στην άμμο και να δείχνουν ουρανό. Αντικείμενα, αντικείμενα παντού. Άλλα πραγματικά παλιά, ακόμα και αρχαία. Άλλα λίγο νεότερα. Πήλινα, γυάλινα, πλαστικά. Ό,τι ξέβρασε η πόλη. Ό,τι [λανθασμένα] κρίνουν οι άνθρωποι πως χρειάζονται για να ζήσουν5. > 5 Για όσους πραγματικά βιώνουν τη δεύτερη κατοικία, ελάχιστα ενδιαφέρει το πώς στ’ αλήθεια αυτή λειτουργεί: αυτό που ενδιαφέρει είναι η φαντασιακή διάσταση στην οποία συμμετέχει. Παρατήρηση: η μοναδικότητα της κατοικίας αποτελεί αμφίβολο φαινόμενο. Ο άνθρωπος οικειοποιείται κάθε τόπο που ζει, έστω και με ένα μόνο προσωπικό του αντικείμενο-σήμα δημιουργεί έναν κόσμο με σχετική συνάφεια παρά τον χωρικό διασκορπισμό και την χρονική ασυνέχεια. [σελ. 226] Τρία πεδία μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για την εικονογράφηση των πρακτικών της δεύτερης κατοικίας: μία λειτουργική δραστηριότητα [η προετοιμασία του φαγητού), μία συμβολική διάσταση (η φωτιά) και μία κοινωνική παράμετρος (οι ανθρώπινες σχέσεις]. [σελ. 231] Στην κατοικία διακοπών, ο χρόνος εγγράφεται στο χώρο, δεν είναι πλέον χρόνος αφηρημένος και γραμμικός, αλλά κυκλικός*, που προκύπτει από την εναλλαγή της φύσης, από την επανάληψη των εποχών, που όμως δεν είναι πάντα ίδιες, είναι χρόνος βιωματικός, πορεία ζωής, όχι χρόνος παιδείας, εργασίας… [σελ. 232]

Πασια, η κατοικία διακοπών, Η διεκδίκηση της υπαίθρου. >

130



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ Ανεξαρτήτως κλίμακας και μεγέθους, όλα ονομάζονται σήμερα απορρίμματα. Ένα πάτωμα με πλακάκια στέκεται μόνο του, επικλινές, σπασμένο στα δύο. Φώλιασε εκεί το Πλάσμα, για λίγο. Κούρνιασε στη σχισμή. Ήταν σαν να έψαχνε κάποιου είδους καταφύγιο. Κι όμως, είχε σταματήσει εδώ και ώρα η καταιγίδα. Τις γιγαντιαίες σαμπρέλες -που περισσότερο από οτιδήποτε δεσπόζουν σε αυτό το κομμάτι της παραλίας- το Πλάσμα έκανε πως τις αγνοούσε. Έριχνε συνεχώς κλεφτές ματιές προς εκείνα τα μαύρα πλάσματα, αλλά τα άφησε για το τέλος. Πιστεύω πως δε σταμάτησε στιγμή να σκέφτεται τι θα κάνει με εκείνα τα τέρατα από την ώρα που ήρθαμε εδώ. ΜΑΎΡΑ ΤΈΡΑΤΑ ΜΕ ΈΞΑΛΑ, ΣΙΔΕΡΈΝΙΑ ΣΩΘΙΚΆ. Οι πληγωμένοι γίγαντες. Ξεκίνησε να αδειάζει την άμμο από μέσα τους, να τα ξεθάβει. Ήμουν σίγουρη πως ήθελε να πάρει τη θέση των μικροσκοπικών κόκκων. Να νιώσει έστω για λίγο, κομμάτι μιας μηχανής. Είναι σαν ένα τεράστιο, εξωπραγματικό όχημα να συνετρίβη ακριβώς εδώ. Και να έχουν λιώσει τα πάντα του, πέραν του πλαστικού. Ακόμα κι έτσι, είναι μία μηχανή. Είναι ένα σύστημα. Κουλουριάζεται. Κοιτάει εναλλάξ, ψηλά και χαμηλά. Το Πλάσμα είναι το δίπολο μέσα στο στρογγυλό, μαύρο περίγραμμα. ΑΜΦΙΤΑΛΑΝΤΕΎΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΟΛΕΞΊΑ ΑΝΆΜΕΣΑ ΣΕ ΔΎΟ ΥΔΡΌΦΙΛΑ ΛΆΣΤΙΧΑ. Ημιβυθισμένα. Το ένα πόδι στο ένα, το άλλο στο άλλο. Κοιτάει προς τον ανοιχτό ορίζοντα. Τα σύννεφα έχουν ξεδιαλύνει. Βρέχεται. Φαίνεται να το απολαμβάνει. Βυθίζει και τα χέρια του στο κύμα. Περνάει ώρα. Μάλλον είναι μία αίσθηση που επιθυμεί να θυμάται καθαρά. Σκύβει ελαφρώς μπροστά και μαστιγώνει με δύναμη το κύμα. Είναι μία άμαξα. Οι ρόδες, ο καροτσέρης, το καμτσίκι. Τι είπες άλογο, τι είπες κύμα. Το ίδιο κάνει. Το Πλάσμα θα ταξιδέψει με αυτόν τον τρόπο ως την άκρη του ορίζοντα. Απέναντι, στη Σαμοθράκη. Έτσι λοιπόν, δεν πάει κόντρα στο κύμα. Το καβαλάει. Ούτε αυτό δεν είναι αρκετό. Για το Πλάσμα ούτε το εξαιρετικό δεν είναι αρκετό, σκέφτηκα. Εισχωρεί στο αλμυρό υγρό με όλο του το είναι. Βλέπω μόνο τον αφρό για λίγες στιγμές, που όμως, μου φάνηκαν πολύ περισσότερες. Βρέθηκα σε χρονοδιαστολή. Αναρριχάται στην επιφάνεια. Κάνει κάποιες άτσαλες κινήσεις, σαν να θέλει να κολυμπήσει. Δε χωράει το μυαλό μου πόσο κρύο μπορεί να είναι τούτο το αλμυρό υγρό. Αν δεν ήταν αλμυρό, ίσως και να ήταν πάγος. Βλέπω το Πλάσμα από ένα σημείο και πάνω. Το κύμα κρατάει κάποια κομμάτια του κρυφά. ΞΑΦΝΙΚΆ ΕΠΙΚΡΑΤΕΊ ΜΊΑ ΜΙΚΡΉ ΘΑΛΑΣΣΟΤΑΡΑΧΉ. ΕΊΝΑΙ ΤΟ ΚΆΛΕΣΜΑ. ΤΟ ΠΛΆΣΜΑ ΘΑ ΜΠΟΡΟΎΣΕ ΝΑ ΓΥΡΊΣΕΙ ΠΛΆΤΗ, ΝΑ ΒΟΥΤΉΞΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΧΑΘΕΊ ΜΊΑ ΓΙΑ ΠΆΝΤΑ. ΝΑ ΕΠΙΣΚΈΠΤΕΤΑΙ ΜΟΝΆΧΑ, ΌΤΑΝ ΤΟΥ ΛΕΊΠΕΙ Η ΣΤΕΡΙΆ. Η ΨΥΧΉ ΤΟΥ ΤΌΠΟΥ ΕΊΝΑΙ ΑΜΦΊΒΙΑ. ΔΕΝ ΉΤΑΝ ΠΟΤΈ ΘΈΜΑ ΔΥΝΑΤΟΤΉΤΩΝ, ΑΛΛΆ ΕΠΙΛΟΓΏΝ. >

ΠΙΣΤΑ: ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ #07 [γ. ΝΕΚΡΑ]

Το βλέπω να αναδύεται αργά και γαλήνια προς την ακροθαλασσιά. Προς το μέρος μου. Προς τα στεγνά, τα στέρεα, τα ανθρώπινα. Έχουμε ακόμα πολλά να πούμε με αυτό εδώ το Πλάσμα που ξέρει καλά να μεταμορφώνεται. Η υγρή στολή έχει κολλήσει στο πετσί του και η μέρα τελείωσε. Πρέπει να αλλάξουμε και στολή και μέρα. ◊

* Υπάρχει ένα βιολογικό εσωτερικό ωρολογιακό σύστημα που ευθύνεται για τον κυκλικό ρυθμό ύπνουεγρήγορσης του οργανισμού. Ο όρος circadian, ο οποίος προέρχεται από το λατινικό circa dies, δηλώνει μία βιολογική περιοδικότητα που προσεγγίζει τις 24 ώρες. Υπάρχουν 2 κατηγορίες κυκλικού [circadian] χρόνου: 1. Μία εξωγενής, που βασίζεται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες συγχρονισμού [πχ. εξωτερικές περιοδικές αλλαγές], 2. Μία ενδογενής, ένας εσωτερικός ρυθμός, που βασίζεται σε βιολογικούς παράγοντες, και, εφόσον εδραιωθεί, λειτουργεί σαν αυτόματο ρολόι, με το περιβάλλον απλά να ρυθμίζει τη συχνότητα των φάσεών του. Πέτρος χαρτοκόλλης, χρόνος και αχρονικότητα, παραλλαγές της χρονικής εμπειρίας, σελ 195.

132




Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΠΛΑΣΜΑ: Αυτό το πεδίο μεταξύ λόφων και καταλυμάτων, αυτή η μικρή κοιλάδα είναι μία έκταση μεταβατική, μία έκταση πίσω από την κατοικία. Όπως σε ένα χωριό οι τουαλέτες1 εντοπίζονται σε ένα μέρος της αυλής, έτσι και εδώ, περιπλανιέμαι σε μία απροσδιόριστη ζώνη διασποράς αποχωρητηρίων, συρρικνωμένων απομιμήσεων των παραγκών. Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία και εξάλλου, τα αποχωρητήρια δε χρησιμοποιούνται πια, οπότε πολλά μπορεί να έχουν καταστραφεί. Σε σημεία μπορώ να εντοπίσω τα υπολείμματά τους. Σε όσα ακόμα διατηρούν ένα κέλυφος, με κάθε αδιακρισία ανοίγω τις πόρτες τους και εξετάζω αυτό το κλειστοφοβικό και βρωμερό εσωτερικό. ΘΑ ΜΠΟΡΟΎΣΕ ΑΥΤΉ Η ΖΏΝΗ ΝΑ ΕΚΤΕΊΝΕΤΑΙ ΤΌΣΟ ΠΟΥ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΈΣΕΙ ΜΊΑ ΠΕΔΙΆΔΑ ΣΗΜΕΙΑΚΏΝ ΑΦΟΔΕΎΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΥΡΉΣΕΩΝ, ΈΝΑΝ ΤΌΠΟ ΠΑΡΑΓΩΓΉΣ ΛΙΠΆΣΜΑΤΟΣ. Μα πρέπει να σκεφτώ πως αυτό ήταν το τελευταίο που ένοιαζε τους κατασκευαστές, που πιθανά, πολύ σύντομα απενοχοποίησαν την αφόδευση στον υπαίθριο, μη περίκλειστο χώρο. ◊

ΠΙΣΤΑ: ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ #07 [δ. ΤΟΥΑΛΕΤΕΣ]

ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ: Πίσω από τα καταλύματα υπήρχαν διάσπαρτες κάποιες κατασκευές ίδιου τύπου, τις οποίες οι παραθεριστές δημιούργησαν για την ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών τους. Αυτές ήταν συγκεντρωμένες σε μία ικανοποιητική πυκνότητα προς τις θίνες άμμου. Βέβαια, καμία από αυτές δε φαίνεται να χρησιμοποιείται σήμερα όντως ως αποχωρητήριο. Το αντίθετο, απλά υπάρχουν στο χώρο – όπως άλλωστε, και κάποια από τα καταλύματα που ακόμα στέκονται. Όταν διατηρούσε και η οικογένειά μου εδώ τη δική της παράγκα, είχαμε φτιάξει ένα χώρο απομακρυσμένο για αυτό το σκοπό, αλλά μετά συνειδητοποιήσαμε όλοι πως δεν υπάρχει άλλο, καλύτερο από τη φύση. Έχω την αίσθηση πως κάτι τέτοιο ίσχυε εντέλει για όλους εδώ. Παραδοσιακά πάντως, οι χώροι αυτοί ήταν απομακρυσμένοι από την κύρια κατοικία. Δε θα μπορούσε το Πλάσμα να μην περάσει και από εδώ. Κάναμε μία στάση σε κάποια από τις περιπλανήσεις μας και θέλησε να τις επεξεργαστεί λίγο παραπάνω. Μπήκε μέσα, στάθηκε, ακούμπησε στους τοίχους [κάθετες στο έδαφος λαμαρίνες]. Ξάπλωσε επάνω στις πεσμένες πόρτες [επίσης λαμαρίνες]. Γονάτισε, μύρισε. Μετακινήθηκε από τη μια κατασκευή στην άλλη και πάλι πίσω, μήπως και καταφέρει να εντοπίσει κάποια σημαντική διαφορά. Για να εμπνευστεί. Άνοιγε και έκλεινε τις πόρτες με δύναμη, ίσως για να απομνημονεύσει τον ήχο τους. Φυσικά, δεν είχαν όλες πόρτα. Εγώ πάντως [πιστεύω και το Πλάσμα] εντυπωσιάστηκα από το γεγονός ότι κάποιοι είχαν τοποθετήσει λεκάνη1, κανονικά. Όπως θα κάναμε σε ένα μία αστική κατοικία. Όπως δε θα κάναμε σε καμία περίπτωση στη φύση. Κι όμως, φαίνεται πως υπάρχουν παραθεριστές που δε το βρίσκουν διόλου παράλογο ή σουρεάλ. Κι αν το βρίσκουν σουρεάλ ακόμα κι αυτοί, μπορεί να τους αρέσει. Αυτό είναι το καλύτερο σενάριο. >

Στην αρχαιότητα υπήρχε ιδιαίτερη μέριμνα για το σχεδιασμό τουαλέτας, κυρίως από πέτρα. Στην αρχαία Αίγυπτο οι πλούσιοι διατηρούσαν λουτρά και τουαλέτες [από ασβεστόλιθο] στις κατοικίες τους. Αντίθετα, τα πιο φτωχά στρώματα χρησιμοποιούσαν για το σκοπό αυτό μία ξύλινη κατασκευή με μία τρύπα στη μέση, κάτω από την οποία υπήρχε ένα δοχείο με άμμο, το οποίο άδειαζαν δια χειρός. Στη Μεσοποταμία [2,600-1,900 π.Χ.] χρησιμοποιούνται υπόγεια συστήματα αγωγών που ξέπλεναν τις τουαλέτες. Στην Κρήτη οι Μινωίτες χτίζουν επίσης συστήματα αποχέτευσης. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούν τα δίκτυα αποχέτευσης, συλλέγοντας τα απόβλητα αλλά και το βρόχινο νερό [είχαν μάλιστα τη θεότητα των υπονόμων, ονόματι Cloacina*]. Τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα είχαν τη δική τους, ιδιωτική τουαλέτα, όμως παράλληλα υπήρχαν δημόσια αποχωρητήρια και λουτρά, χωρίς καμία διαμερισματοποίηση του χώρου, μόνο πέτρινες ‘θέσεις’ η μία δίπλα στην άλλη. Παρά > 1

135



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ

ΠΙΣΤΑ: ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ #07 [δ. ΤΟΥΑΛΕΤΕΣ]

που έμενα πάντα εκτός. Αν διέθεταν λίγο παραπάνω χώρο, μπορεί το Πλάσμα να μου ζητούσε να μείνουμε παραπάνω. Αλλά γιατί αλήθεια, να ήταν έτσι; Ένιωσα πως το Πλάσμα πιέστηκε κάπως. Όχι τόσο που δεν είχε χώρο, αλλά που δεν είχε ενδιαφέρον. Κάποτε θα συνέβαινε κι αυτό, σκέφτηκα. ◊

τους δημόσιους αυτούς χώρους, μεγάλο μέρος του πληθυσμού συνήθιζε ακόμα να ικανοποιεί τις ανάγκες αυτές στο δρόμο. Για τον καθαρισμό των οπισθίων τους χρησιμοποιούσαν σφουγγάρια σε βέργα. Μετά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία η εγκατάσταση ειδών υγιεινής έπαψε να έχει ιδιαίτερη σημασία. Επανέρχεται στο προσκήνιο η τρύπα στο έδαφος με ένα είδος ξύλινου καθίσματος από πάνω. Κάποιοι καλόγεροι βέβαια ξεκίνησαν να χτίζουν πέτρινα ή ξύλινα αποχωρητήρια πάνω από μικρά ποτάμια, ή ακόμα και προς τη θάλασσα, με σκοπό να καθαρίζονται μόνα τους μέσω της παλίρροιας [Portchester Castle, 12ος αιώνας μ.Χ.]. Στα κάστρα οι τουαλέτες ήταν ένα είδος δωματίου [garderobe] που οδηγούσε σε ένα πηγάδι αποχέτευσης, ενώ το κάθισμα συνέχιζε να είναι μία πέτρινη κατασκευή. Οι πλούσιοι πιθανά σκουπίζονταν με κουρέλια, ενώ οι φτωχότεροι με ένα είδος φυτού. Το 1596 ο Sir John Harrington εφήυρε μία μέθοδο πλύσης της τουαλέτας με δεξαμενή νερού, κάτι που όμως δεν είχε μεγάλη απήχηση. Όμως το 1775 ο Alexander Cumming πατεντάρισε μία άλλη εκδοχή, η οποία τρία χρόνια αργότερα βελτιώθηκε από τον Joseph Brahmah. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα βέβαια, οι τουαλέτες αυτές [flushing lavatories] αποτελούσαν είδος πολυτελείας. Αντίθετα, μία άλλη πρακτική ήταν τα λεγόμενα earth closets, ένα είδος κουτιών με κόκκους αργίλου [πηλός] μέσα σε μία λεκάνη. Μέσω ενός μοχλού, ο πηλός σκέπαζε το περιεχόμενο της λεκάνης. Στα μέρη όπου χρησιμοποιήθηκε αυτή η κατασκευή, προτιμήθηκε σε σχέση με την πρώτη, μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα. Στις αρχές του 19ου αιώνα, οι εργατικές κατοικίες είχαν κοινόχρηστες τουαλέτες στις οποίες συχνά σχηματίζονταν μεγάλες ουρές για τη χρήση τους. Τον ίδιο αιώνα ξεκινά η κατασκευή των λεκανών από πορσελάνη, συνήθως με έντονα διακοσμητικά στοιχεία ή και χρώματα. Το κάθισμα ήταν από ξύλο και οι δεξαμενές ξεκίνησαν να θυμίζουν τα γνωστά σε εμάς καζανάκια που άδειαζαν με το τράβηγμα μίας μεταλλικής αλυσίδας. Στην αρχή η εγκατάσταση αυτή ήταν εντοιχισμένη, όμως το 1884 έχουμε την πρώτη τουαλέτα για πεζούς. Η ονομασία τουαλέτα προέρχεται από τη γαλλική λέξη ‘toilette’ που σημαίνει μικρό ύφασμα. Το 17ο αιώνα ήταν ένα ύφασμα που έντυνε ένα τραπεζάκι, το οποίο χρησιμοποιούνταν από τη γυναίκα για να ετοιμαστεί για μία σημαντική εμφάνιση ή έξοδο. Το έπιπλο αυτό εξελίχθηκε σε σημαντικό δωμάτιο των κατοικιών [πηγή: http://www.localhistories.org/toilets.html]

137




Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΠΛΑΣΜΑ: Σα μία συνεχόμενη αναζήτηση μεταξύ κόπωσης και ανάγκης για απελευθέρωση από τη βρωμερή μου αμφίεση, Η ΣΤΟΛΉ ΜΟΥ ΈΣΠΑΣΕ. ΤΟ ΔΈΡΜΑ1 ΤΩΝ ΆΚΡΩΝ ΉΡΘΕ ΣΕ ΕΠΑΦΉ ΜΕ ΤΟΝ ΑΈΡΑ ΤΗΣ ΡΟΔΌΠΗΣ, Η ΘΕΡΜΌΤΗΤΑ ΤΟ ΕΓΚΑΤΈΛΕΙΨΕ, ΚΆΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΥΦΉ ΤΟΥ ΠΙΟ ΑΝΆΓΛΥΦΗ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΏΝΤΑΣ ΤΟ ΑΡΝΗΤΙΚΌ ΤΟΥ ΠΟΡΏΔΕΣ ΑΥΤΟΎ ΤΟΠΊΟΥ ΠΆΝΩ ΣΤΟ ΔΈΡΜΑ. Μία νέα αλληλεπίδραση με ενεργοποιεί μυστικά, πυροδοτεί την ενέργειά μου προς το χ αντικείμενο. Ένας σωρός από πέτρες σε αναμονή στην όχθη μίας λίμνης. Είναι εδώ από το καλοκαίρι, θυμάμαι. Υπάρχει ένας σκοπός σε αυτή μας τη συνάντηση. Υπάρχει η ενέργειά μου που πρέπει να επιστρέψει στο τοπίο. Επιλέγω μία πέτρα με τριγωνικό σχήμα. Είναι βαριά αλλά τελικά τη σηκώνω ως το στήθος. Θα τη μεταφέρω ως τη λίμνη και θα την αποθέσω στα ρηχά της νερά. Έπειτα δίπλα της θα φέρω άλλη μία πέτρα, για να κάνω το πρώτο μου βήμα στη λίμνη. Με ένα βήμα βρίσκομαι πάνω στο βάθρο μου. Πατάω γερά στις πέτρες, όμως αυτές, υπό το βάρος μου, υποχωρούν στο βούρκο. Υποχωρώ και εγώ μαζί τους. Όμως το κέντρο της λίμνης με έλκει, αδυνατώ να αποτραβήξω το βλέμμα μου από αυτή τη συσσώρευση λάσπης που δημιουργεί ένα έξαλο τοπίο εκεί. Με αργά, βαριά βήματα, προσεκτικά μελετημένα για να μη χάσω την ισορροπία μου μετακινούμαι. Μαθαίνω από την αρχή να περπατάω, σε ένα έδαφος αβέβαιο και ασταθές. Το πόδι βυθίζεται έως ότου ακινητοποιηθεί· έπειτα πρέπει να καταβάλω προσπάθεια για να το απεγκλωβίσω ώστε να κάνω το επόμενο βήμα. Μεγαλώνοντας αργά την απόστασή μου από την όχθη αναρωτιέμαι για το βάθος της λίμνης, ή τη ρευστότητα αυτής της ουσίας στην οποία βασίζω τα βήματά μου. Αν στο επόμενο βήμα το πόδι μου σταθεροποιηθεί πιο βαθιά; Ή και καθόλου; Δε γίνεται όμως το Πλάσμα να μην πατήσει το πόδι του στην καρδιά του πορώδους. >

Το κουνούπι είναι δίπτερο έντομο της οικογένειας Culicidae [3.500 περίπου είδη]. Το λεπτό του σώμα καλύπτεται με λέπια και έχει μακριά, λεπτά πόδια που του επιτρέπουν μόνο να στηρίζεται. Τα φτερά του είναι μεμβρανώδη. Χαρακτηριστικό του είναι μία επιμήκης προβοσκίδα που βγαίνει από τη στοματική του κοιλότητα. Τρέφονται με νέκταρ ή γύρη που βρίσκουν στη φύση, όμως τα θηλυκά χρειάζονται και αίμα προκειμένου να μπορέσουν να κάνουν αβγά. Εφόσον το θηλυκό πραγματοποιήσει ένα γεύμα αίματος τότε ωριμάζουν τα αβγά του τα οποία και τοποθετεί στην επιφάνεια του νερού, όπου εκκολάπτονται οι προνύμφες που τρέφονται με διάφορα οργανικά κατάλοιπα. Οι προνύμφες είναι υδρόβιες και εφοδιασμένες με δύο αναπνευστικά συστήματα που τους επιτρέπουν να αναπνέουν τόσο κάτω από το νερό όσο και από πάνω. Η ελαστικότητα που έχουν στο κάτω μέρος της κοιλιάς τους, τους δίνει τη δυνατότητα να μετακινούνται με ταχύτητα χτυπώντας το νερό. Όταν το κουνούπι ενηλικιωθεί τότε βγαίνει από τη ράχη της προνύμφης που φέρει μια σχισμή στο πάνω μέρος της και στη συνέχεια χρησιμοποιεί > 2

Να μην αναμετρηθεί με αυτό. Το πόδι βρέχεται, πατάει στον ανισόρροπο βυθό, βυθίζεται ως το γόνατο. Το τραβάω και εξέρχεται αργά, αναβλύζοντας λάσπη. Κάθε βήμα μου αποτυπώνεται σε αυτήν την ήρεμη επιφάνεια, δημιουργώντας ένα προσωρινό γλυπτό της διαδρομής μου. Με χαλαρούς ρυθμούς η λάσπη θα επιστρέψει στον ανάβαθο βυθό. Φτάνω στο περίεργο νησί στο κέντρο. Πέφτω στα γόνατα. Λασπώνομαι. Νιώθω κάτι κρύο και γλοιώδες στο δέρμα μου. Το συνηθίζω με την ώρα. Νιώθω πως θα πέσω, όμως τελικά τα καταφέρνω. Βήμα-βήμα επιστρέφω. Μήπως μοιάζω με κουνούπι2; Έτσι όπως το κουνούπι βαδίζει στην επιφάνεια του νερού, επιπλέοντας, ένα ανάλογο βάδισμα στην επιφάνεια του νερού υπονοούν τα ίχνη μου, λάσπες στο σχήμα του πέλματός μου στην ήρεμη επιφάνεια της λίμνης. ΤΟ ΔΈΡΜΑ ΜΟΥ ΛΑΣΠΏΘΗΚΕ· ΕΊΝΑΙ ΌΜΩΣ, ΚΑΤΆ ΜΊΑ ΈΝΝΟΙΑ ΑΔΙΆΒΡΟΧΟ, ΚΑΘΏΣ ΤΑ ΝΕΡΆ ΤΗΣ ΛΊΜΝΗΣ ΚΑΙ ΟΠΟΙΑΔΉΠΟΤΕ ΆΛΛΑ ΥΓΡΆ ΤΟΥ ΤΟΠΊΟΥ ΔΕ ΘΑ ΕΙΣΈΛΘΟΥΝ ΣΤΟΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΌ ΔΙΑΜΈΣΟΥ ΤΟΥ ΔΈΡΜΑΤΌΣ ΜΟΥ. Η στολή μου απέκτησε τα σημάδια της διαδικασίας. Το λευκό μου πέπλο έγινε κατά τόπους λασπώδες. Πήρα το βάπτισμα της μίας, εκ των διδύμων, λίμνης, είμαι κομμάτι αυτού του τόπου. ΕΊΜΑΙ ΤΟ ΕΝΔΗΜΙΚΌ ΤΟΥ ΕΊΔΟΣ3. ◊

ΠΙΣΤΑ: ΛΙΜΝΗ #08

το σώμα της για να επιπλεύσει στο νερό, πριν καταφέρει να πετάξει. Τα κουνούπια ερεθίζονται και προσελκύονται από την κίνηση, από τη σωματική θερμότητα, από την υγρασία και το διοξείδιο του άνθρακα της εκπνοής. [πηγή: wikipedia]

το είδος [οργανισμός ή οργανισμοί που συγκροτούν ένα φυσικό πληθυσμό ή ομάδα πληθυσμών αναπαραγωγικά απομονωμένων], που απαντάται αποκλειστικά σε χώρο γεωγραφικά οριοθετημένο, όπου έχει δημιουργηθεί και εξελιχθεί. Στο συγκεκριμένο τοπίο το είδος αυτό είναι το ψάρι Γελάρτζα [Alburnus vistonicus]. 3

[πηγή: wikipedia]

140



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ: Φτάσαμε λοιπόν, στην πρώτη πραγματική αναμέτρηση του Πλάσματος με το υγρό στοιχείο1. Σκέφτομαι αυτό το νέο μονοπάτι, που θα χαράξει το Πλάσμα και ενθουσιάζομαι, πολύ πριν όντως το χαράξει. Η στολή του είναι ανάλογη, είναι ελαφριά. Δεν είναι στολή προστατευτική, σαν τις άλλες. Πιο πολύ θα την χαρακτήριζα ως διακοσμητική. ΜΟΙΆΖΕΙ ΜΕ ΕΞΩΓΉΙΝΗ ΝΎΦΗ. Μια νύφη από πλαστικό, που αν την τρυπήσεις ίσως και να ξεφουσκώσει. Είναι μια λευκή στολή που μου εμπνέει μόνο χαρά. Συλλογιέμαι την αλλαγή των στοιχείων -από το στέρεο στο υγρό, από τη γη στη λίμνη- και αυτόματα στο μυαλό μου έρχεται η κόπωση. Βρίσκομαι πολύ πιο πέρα από οποιαδήποτε κούραση είχα γευτεί πριν από αυτό. Δε δύναμαι να γνωρίζω αν ισχύει το ίδιο και για το Πλάσμα, αλλά πιστεύω πως κι εκείνο έτσι αισθάνεται. Είπα ψέματα. Η αλήθεια είναι πως οτιδήποτε κι αν συλλογιέμαι, η κόπωση είναι στο μυαλό μου με έναν τρόπο. Κουράζομαι έτσι, που δε περνά με τον ύπνο. Εδώ κουράζομαι με μια κούραση χωρίς αντίδοτο. Μια κούραση χωρίς ξεκούραση. Και είναι υπέροχο. Όσο εγώ αναλύω την παράδοση στο κουρασμένο μου σώμα, το Πλάσμα πλησιάζει τη λίμνη. Ώρα για δράση. Σηκώνει μία πέτρα. Φαίνεται πολύ βαριά. Καταφέρνει να τη μεταφέρει λίγο. Τη ρίχνει στην όχθη. Πέφτει με δύναμη και βυθίζεται στη λάσπη. Ίσως αυτό να ήταν ένα πείραμα2. Το Πλάσμα προσπαθεί να βολιδοσκοπήσει με τι είδους κανόνες λειτουργεί αυτός, ο νέος χώρος. Δεν πατάει επάνω της. Αν πατούσε, σίγουρα θα γλιστρούσε. > 1 Σύμφωνα με την οντολογική θεωρία των τεσσάρων στοιχείων όλος ο κόσμος δομείται θεμελιακά από τέσσερα βασικά στοιχεία. Από αυτά, τις αλληλεπιδράσεις και τις αναμείξεις τους οικοδομούνται όλα τα υλικά και άϋλα, ορατά και αόρατα αντικείμενα του Σύμπαντος. Τα τέσσερα στοιχεία έχουν τα εξής ονόματα: • η Φωτιά • ο Αέρας • το Νερό • η Γη Οι όροι παραπέμπουν στις αντίστοιχες φυσικές έννοιες της φωτιάς, των αερίων, του νερού και του εδάφους, λόγω παρεμφερών ιδιοτήτων, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για υποτιθέμενα οντολογικά θεμέλια συστατικά της φύσης και όχι για τις γνωστές έννοιες της καθημερινότητας.

ΠΙΣΤΑ: ΛΙΜΝΗ #08

Αυτή τη φορά το Πλάσμα δε θέλει να γλιστρήσει, δε θέλει να κάνει λάθος. Επιθυμεί να γίνουν όλα με το δικό του τρόπο και αυτό φαίνεται στην απολυτότητα των κινήσεών του. Μπορεί να αισθάνθηκε ψήγματα φόβου. Είχαμε ήδη ακούσει πολλές ιστορίες για κυνηγούς που κόλλησαν στη λάσπη. Ήμουν βέβαια, σε ετοιμότητα να βοηθήσω, εάν κάτι πήγαινε στραβά – είχα πάρει ένα σχοινί δίπλα μου για κάθε ενδεχόμενο. Όμως, ήξερα πως το Πλάσμα δεν ήθελε να βασιστεί επάνω μου. Ποτέ του δεν το έκανε, για να το κάνει τώρα. Τοποθετεί τα κάτω άκρα του κατευθείαν μέσα στη λάσπη, βαθειά. Διακρίνω σημάδια ικανοποίησης στο πρόσωπό του, που κατάφερε να διατηρήσει την ισορροπία του. Κάνει αργά και σταθερά βήματα. Ταλαντεύεται λίγο η μέση του, αλλά ποτέ δεν πέφτει. Δηλαδή, όπως προείπα, δε θέλει να πέσει. Προχωράει μόνο μπροστά, προς το κέντρο της λίμνης και αφήνει πίσω του σημάδια. Ανασηκώνει δηλαδή, λίγο με τα πέλματά του τη λάσπη και τη φέρνει στην επιφάνεια. Χνάρια. Ίχνη στη σειρά. Ένα μονοπάτι εκεί που δεν υπάρχει. Φτάνει στη μέση της λίμνης. Η μέση της λίμνης ταυτίζεται με τη μέση της διαδρομής. Χαζεύω τις αντανακλάσεις του στα ήρεμα νερά. Στάσιμα νερά, δυναμικά κινούμενη αντανάκλαση. Πίσω από το Πλάσμα, ο λόφος με το εκκλησάκι. Τόσο στην πραγματικότητα, όσο και στον καθρέφτη. Είχε πολύ καθαρό ουρανό και τα νερά έχουν κλέψει έναν τόνο του γαλάζιου. Τις περισσότερες φορές που τα αντίκρισα ήταν κάπως γκριζωπά. Το Πλάσμα στη μέση παίρνει το χρόνο του. Κι εγώ τον δικό μου. Απολαμβάνω αυτό που βλέπω. Το Πλάσμα είναι το μόνο έντονο λευκό, μαζί με το κτίσμα του λόφου. Μόνο που εκείνο βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο. >

[πηγή: wikipedia]

Ως Πείραμα χαρακτηρίζεται η οποιαδήποτε έμπρακτη δοκιμή ή εφαρμογή θεωρίας προς άσκηση ή μελέτη και γενικά ο κάθε έλεγχος της θεωρητικής γνώσης. Ειδικότερα όμως πείραμα λέγεται η υπό του ανθρώπου μεθοδική αναπαραγωγή ενός φαινομένου με στόχο την εξακρίβωση της φύσης του, των αιτιών που το προκαλούν και των νόμων από τους οποίους διέπεται αυτό το φαινόμενο. Γενικά το πείραμα αποτελεί μέθοδο της επιστημονικής έρευνας, εξ ου καλούμενη και πειραματική μέθοδος. Ο ερευνητής που διεξάγει πείραμα ονομάζεται πειραματιστής, αλλά και πειραματικός. Το πείραμα καθώς και η παρατήρηση αποτελούν τις δύο ερευνητικές μεθόδους των καλουμένων Εμπειρικών επιστημών. 2

142



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ Το Πλάσμα μετουσιώνεται σε Πλάσμα Του Νερού. Πέφτει. Εκεί, στη μέση κάνει ένα βήμα στο πλάι και πέφτει. Δε μπορώ να πιστέψω πως έπεσε από λάθος. Σίγουρα ήταν επιλογή του και ήταν η σωστή. Έπρεπε λίγο να λερώσει αυτό το εκτυφλωτικό λευκό, να λερώσει λίγο και το δέρμα του. Το δέρμα του είναι η μοναδική φορά που κατά τόπους έχει παραμείνει ακάλυπτο. Γενικώς, να αναμειχθεί. Να πάρει και να δώσει, όχι μόνο ένα από τα δύο. Αυτό είναι όλο κι όλο η διάδραση με το τοπίο, δεν είναι τίποτα μονόπλευρο. Το δέρμα3 του Πλάσματος λασπώθηκε και πιστεύω πως αυτό λειτούργησε ως και λυτρωτικά. Μία αίσθηση κατευθείαν στο δέρμα, όχι στο περίβλημα του δέρματος. Το δέρμα είναι περίβλημα από μόνο του. Περίβλημα, περίγραμμα, κατοικία του εσωτερικού μας. Μας συγκρατεί σε μία μονάδα. Η ύπαρξή του μας καθιστά ένα αναπόσπαστο σύνολο. Το Πλάσμα αισθάνθηκε τη μοναδικότητα, την εξαίρεση. Ίσως αισθάνθηκε λίγο περισσότερο Άνθρωπος, από αυτό που είναι τόσο καιρό. Ως τώρα, την πολυτέλεια του ακάλυπτου δέρματος μόνο εγώ την είχα από τους δυο μας. Εκεί κάτω, καθισμένο στη λάσπη, ενώθηκε με την αντανάκλασή του. Τα δύο έγιναν ένα. Την περιεργάστηκε για λίγη ώρα. Ήταν συγκλονιστικό. ΤΟ ΠΛΆΣΜΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΎ ΉΤΑΝ ΈΝΑ ΔΙΠΛΌ ΠΛΆΣΜΑ, ΜΊΑ ΛΕΡΝΑΊΑ ΎΔΡΑ4 ΣΕ ΠΡΏΤΟ ΣΤΆΔΙΟ. Τα είχε όλα διπλά, ενωμένα σε ένα νέο Υπερσώμα. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο οραματίστηκα το > 3 Το δέρμα καλύπτει τον ανθρώπινο οργανισμό και είναι το μέρος του σώματος που έρχεται σε άμεση επαφή με το περιβάλλον. Αποτελείται από την επιδερμίδα με τα εξαρτήματά της [σμηγματογόνοι, αποκρινείς και ιδρωτοποιοί αδένες, τρίχες και όνυχες] και το χόριο [δίκτυο κολλαγόνων ινών, στηρίζει την επιδερμίδα και περιλαμβάνει τα αιμοφόρα αγγεία και τα νεύρα του δέρματος] με το υποδόριο λίπος. Το δέρμα είναι αδιαπέραστο από μικροοργανισμούς και χημικές ουσίες, δεν επιτρέπει την προς τα έξω απώλεια υγρών και προστατεύει μέσω της χρωστικής του ουσίας [μελανίνη] από τη δράση της υπεριώδους ακτινοβολίας. Το δέρμα αποτελεί έναν εξωτερικό μη ειδικό μηχανισμό άμυνας. Επιπλέον, η ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος γίνεται κατά κύριο λόγο μέσω του δέρματος με τα πολλά αιμοφόρα αγγεία και την εξάτμιση του ιδρώτα.

[πηγή: wikipedia] 4 Η Λερναία Ύδρα είναι μυθικό όν με επτά ή εννέα κεφάλια, το οποίο σκότωσε ο Ηρακλής στον δεύτερο από τους δώδεκα άθλους του. Καρπός της Έχιδνας και του Τυφώνα, η Λερναία Ύδρα ήταν αθάνατη. Δρούσε στην περιοχή Λέρνη - βαλτότοπος που βρίσκεται νότια του Άργους - απ’ όπου πήρε και το όνομά της. Το άντρο της βρισκόταν στους πρόποδες του όρους Ποντίνου, κοντά στην Πηγή της Αμυμώνης. Σύμφωνα με τον μύθο, όταν ο Ηρακλής έκοβε ένα κεφάλι, έβγαιναν δύο. Μόνο καίγοντάς το με φωτιά κατάφερε να σταματήσει τον πολλαπλασιασμό [με την βοήθεια του ανιψιού του Ιολάου]. Το τελευταίο κεφάλι, που ήταν και το κεντρικό κι αθάνατο, το έκοψε και το έθαψε στη γη για να μην ξαναζωντανέψει. Από το αίμα της ο Ηρακλής έκανε τα βέλη του δηλητηριώδη. Από το δηλητήριο αυτό δεν γλύτωσε ούτε ο ίδιος, ούτε και ο Κένταυρος Χείρωνας.

[πηγή: wikipedia]

ΠΙΣΤΑ: ΛΙΜΝΗ #08

Πλάσμα με αμέτρητα κεφάλια, χέρια και πόδια. Και είναι σαν να το είδα μπροστά μου. Τι δύο, τι είκοσι δύο, τι διακόσια δύο. Πάντα είναι παραφύση [contro natura]. Όταν έπαψε να κοιτά το είδωλό του, κοίταξε για μία στιγμή τι άφησε πίσω του. Του άρεσε αυτό που είδε. Είδε το παρελθόν. Το πριν λίγο αποτυπωμένο στο τώρα. Και στο σε λίγο. Εγώ αυτό έβλεπα στα βήματά του και, για κάποιο λόγο, ήμουν σίγουρη πως βλέπαμε ακριβώς το ίδιο. Ανασηκώθηκε. Είχε λερωθεί μόνο από τη μία του πλευρά. Είχε πέσει με τη μία του πλευρά. Το μισό Πλάσμα έτσι και το άλλο μισό κάπως αλλιώς. Αυτή είναι η ιστορία των ειδώλων. Αλλάζουν, ναι. Αλλά πρέπει πάντα να θυμούνται πώς ήταν, από πού ξεκίνησαν. Μήπως το Πλάσμα δεν είναι το Πλάσμα, αλλά είναι δυο Πλάσματα; Και, μαζί με την αντανάκλασή του, μας κάνουν τέσσερα; Θα μπορούσε, αν το Πλάσμα ορίζεται ως το μισό σύμφωνα με τον κάθετο άξονα συμμετρίας που περνά από το κέντρο του κεφαλιού του και καταλήγει στη γη. Άρα, δεχόμενοι τούτη τη λογική, το μισό Πλάσμα μπορεί να καθιστά το είδωλο του άλλου μισού. Άσχετα αν αυτά κινούνται ανεξάρτητα. Δεν υπακούν όλα τα είδωλα στα αυθεντικά τους. Τουλάχιστον, το -υπό αυτήν την έννοια- είδωλο του Πλάσματος σίγουρα δεν θα υπάκουε. Άρχισε να περπατά προς τα πιο στέρεα κομμάτια εδάφους, εκεί δηλαδή, που βρισκόμουν εγώ. Εκεί, που η λάσπη θα γινόταν χώμα – σαν να λέμε, λάσπη αφυδατωμένη, αφού η μίξη χώματος και νερού συνιστά τη λάσπη. Κάνοντας τα ίδια, σταθερά βήματα βγήκε και πάτησε εκεί που πατούσα εγώ και όλα τα υπόλοιπα ζωντανά, που φαίνονται με γυμνό μάτι. Η πορεία του προς τη μέση της λίμνης και από εκεί προς τα έξω ήταν ακόμα αποτυπωμένη με λάσπη, επάνω από το ανώτερο στρώμα νερού. Για το Πλάσμα, η λάσπη έγινε γραφική ύλη. ΊΧΝΗ ΑΝΑΚΑΤΕΜΈΝΑ ΜΕ ΣΎΝΝΕΦΑ. Δυο νοητές γραμμές, από και προς. Σκέφτομαι, προς και από. Κάναμε μαζί μερικά βήματα στο χωματόδρομο, απομακρυνόμασταν λίγο λίγο. Κοιτούσα με επιμονή τα πόδια του Πλάσματος, από το γόνατο και κάτω. Ήταν ζωντανές αποδείξεις για το καθετί που συνέβη πριν λίγο. Το πριν λίγο στο τώρα. Ήταν λερωμένα. Αλλά όχι, αυτό είναι σκέτη συκοφαντία. Γιατί δεν υπάρχει βρωμιά στην έννοια της λάσπης. Και το Πλάσμα το ξέρει αυτό καλά. Το Πλάσμα γνωρίζει από στερεότυπα, ακόμα κι αν αποφεύγει να μιλήσει γι’ αυτό. Άρα, θα πω πως έφεραν απλά ένα έξτρα υλικό, ένα φυσικό μίγμα. Όσο είχαμε ακόμα δυνατότητα να δούμε τη λίμνη σε καλή οπτική ανάλυση, στρέψαμε μαζί τον κορμό μας προς τα πίσω και την είδαμε για τελευταία φορά. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα, κι όμως τα ίχνη είχαν σχεδόν χαθεί. Έτσι είναι. Αλήθεια, το Πλάσμα πέρασε όντως από εδώ; ◊

144




Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΠΛΑΣΜΑ: Έρπω. Το σώμα μου σε επαφή με το έδαφος1. Το έδαφος υπό κλίση. Αμμόλοφος. Πλαγιά του αμμόλοφου. Ξαπλώνω στην πλαγιά. ΠΛΑΓΙΆΖΩ. Είμαι ένα τετράποδο σπονδυλωτό που έρπει. ΕΡΠΕΤΌ2. Το δέρμα μου έχει γίνει αδιάβροχο και η θερμοκρασία του σώματός μου σταματά να είναι κυμαινόμενη, όπως στα υπόλοιπα ερπετά. Είμαι το Πλάσμα. Έχω πλαγιάσει στο ψηλότερο σημείο του αμμόλοφου, έχοντας διανύσει έρποντας όλη την αμμολοφοσειρά. Στα νότια υπάρχει ένα κανάλι με νερό. Κάτω μου μία μικρή, πετρώδης ακτή. Κλείνω τα μάτια. Μπροστά μου εμφανίζονται εικόνες της διαδρομής. Χόρτα πράσινα, χόρτα ξερά, ανηφόρες, κατηφόρες. Αυξάνονται οι χτύποι της καρδιάς. Η αναπνοή γίνεται πιο γρήγορη. Το ψηλότερο σημείο πάντα βρίσκεται λίγο μακρύτερα από όσο περίμενα. Μένει ακόμα ένας αμμόλοφος3· αμμονησίδα· θίνη άμμου. Πως δημιουργήθηκαν αυτά τα υψώματα; Είναι δυναμικά, επιρρεπή στα έντονα καιρικά φαινόμενα. Αρκετά σταθερά όμως για να έρπομαι πάνω τους. Ή βλάστησή τους τα βοηθά. ΝΙΏΘΩ ΠΩΣ ΒΡΊΣΚΟΜΑΙ ΠΆΝΩ ΣΕ ΈΝΑ ΦΥΣΙΚΌ ΦΡΆΓΜΑ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΎ ΑΛΜΥΡΏΝ ΚΑΙ ΓΛΥΚΏΝ ΥΔΆΤΩΝ. Ή ένα φράγμα προς το αλμυρό νερό γενικότερα, ίσως ένα φράγμα για τα συχνά μπουρίνια της περιοχής. Από αυτό το ύψωμα οραματίζομαι τα ψηλά κύματα της δικής μου παραλίας να θέλουν να κατασπαράξουν την ακτή και τους αμμόλοφους να αντιστέκονται. Έφτασα. >

Το ίδιο έκανα και όταν η σαβάνα το δάσος το έλος ήταν ένα πλέγμα από αρώματα κι εμείς τρέχαμε με σκυφτό το κεφάλι χωρίς να χάνουμε την επαφή με το έδαφος, προσπαθώντας με τα χέρια και τη μύτη να βρούμε το δρόμο, και ό,τι έπρεπε να καταλάβουμε το καταλαβαίναμε περισσότερο με τη μύτη παρά με τα μάτια, το μαμούθ ο σκατζοχοιρος το κρεμμύδι η ξηρασία η βροχή είναι πρώτα απ’ όλα μυρωδιές που ξεχωρίζουν από τις άλλες μυρωδιές, η τροφή, η μη-τροφή ο δικός μας ο εχθρός η σπηλιά ο κίνδυνος, όλα αυτά τα καταλαβαίνεις πρώτα με τη μύτη, ο κόσμος είναι μία μύτη, εμείς στην αγέλη είναι με τη μύτη που ξεχωρίζουμε ποιος ανήκει στην αγέλη, τα θηλυκά της αγέλης έχουν μία μυρωδιά που είναι η μυρωδιά της αγέλης, κι ύστερα το κάθε θηλυκό έχει μία μυρωδιά που το κάνει να ξεχωρίζει από τα άλλα θηλυκά. 1

Το σώμα μου έλκεται από την πέτρα της ακτής. Μία ακτή πετρώδη, σκούρη, αντιθετική τονικά ως προς το υπόλοιπο τοπίο. Ένα ξηρό γκρι. Ο αμμόλοφος είναι ψηλός. Κατρακυλώ. Παρασέρνω την άμμο σε μία μικρή κατολίσθηση. Ταχεία διάβρωση. Σπρώχνοντας με τα πόδια ΠΕΡΠΑΤΏ ΑΝΆΣΚΕΛΑ ΣΤΟ ΕΠΙΚΛΙΝΈΣ ΤΟΠΊΟ. Έφτασα και πάλι. Όρθια. Πατάω με τα δύο μου άκρα επάνω στις πέτρες. Τις χαζεύω. Γλιστράνε και προσπαθώ να μη χάσω την ισορροπία μου. Κοιτάω προς τους αμμόλοφους. ΈΝΑ ΦΥΣΙΚΌ ΎΨΩΜΑ, ΈΝΑ ΜΑΚΡΎ ΕΡΠΕΤΌ ΤΟΥ ΥΠΕΔΆΦΟΥΣ ΠΟΥ ΕΠΙΘΥΜΏΝΤΑΣ ΝΑ ΒΓΕΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΦΆΝΕΙΑ ΈΧΕΙ ΑΝΥΨΏΣΕΙ ΤΟ ΑΜΜΏΔΕΣ ΈΔΑΦΟΣ. Τι να υπάρχει συσσωρευμένο κάτω από όλη αυτή την άμμο; Σα μία τεράστια αποθήκη, ορυκτών, φυτών, ουσιών και εδαφικού νερού. ◊

ΠΙΣΤΑ: ΘΙΝΕΣ ΑΜΜΟΥ #09

2 ερπετό: ζώο της ομοταξίας των τετράποδων σπονδυλωτών τα οποία κινούνται έρποντας, διότι τα μέλη τους έχουν ατροφήσει ή λείπουν, έχουν κυμαινόμενη θερμοκρασία σώματος, πνευμονική αναπνοή και δέρμα που καλύπτεται από λέπια.

[πηγή: wikipedia]

Συνεχίσαμε για λίγο, συνταιριάζοντας το βήμα. Δεν είχαμε καν περάσει εκείνο το λόφο, κι εγώ, λησμονώντας τα προηγούμενα λοξοδρομήματά μου, ξαναπήρα το δρόμο προς τα κάτω, και πάλι βρέθηκα να διασχίζω ρεματιές: αναζητούσα έναν δρόμο λιγότερο κακοτράχαλο, μα έπεφτα σε μεγαλύτερες δυσκολίες. Ήθελα ν’ αποφύγω την κούραση της ανάβασης, όμως η φύση δεν ανέχεται την ανθρώπινη πονηριά, κι ένα υλικό σώμα ποτέ δεν μπόρεσε να ανέβει κατεβαίνοντας. 3

ΠΕΤΡΑΡΧΗΣ, Η ΑΝΑΒΑΣΗ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΒΕΝΤΟΥ, σελ. 32

ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΑΓΟΥΑΡΟ ΗΛΙΟ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ, ΑΘΗΝΑ 1994, σελ. 30

147



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ: Οι θίνες άμμου1 [αλλιώς αμμοθίνες ή, κατά κόσμον, αμμόλοφοι] μας είχαν κεντρίσει την προσοχή από την πρώτη στιγμή. Ενώ το πιο ασφαλές συμπέρασμα είναι ότι είναι φυσικές κατασκευές, μοιάζουν να αφέθηκαν εκεί από κάποιο χέρι. Είναι ένα φράγμα. Χωρίζουν τη θάλασσα από όλα τα υπόλοιπα, σχεδόν σε όλο το μήκος της παραλίας. Βρίσκονται επάνω στη ΣΤΕΝΉ ΛΩΡΊΔΑ ΓΗΣ. Ουσιαστικά, η λωρίδα γης ξεκινά μετά τη θάλασσα, διογκώνεται με τις θίνες άμμου και ξεφουσκώνει πάλι ομαλά στο επίπεδο του δρόμου, δίπλα στο νερό [στη λιμνοθάλασσα]. Συσσωρευμένος όγκος άμμου, ίσως φυτρωμένος εδώ κι εκεί στο ανώτερο επίπεδό του. Ξέραμε από την αρχή ότι δεν ήταν κάτι δύσκολο να φτάσουμε στην κορυφή τους. Δεν ήταν οργανικά δύσκολο να φτάσουμε σε οποιαδήποτε κορυφή έπιανε το μάτι μας στο συγκεκριμένο μέρος, απλά γιατί [όπως στο μεγαλύτερο κομμάτι του νομού Ροδόπης] όλη η έκταση ήταν σχεδόν επίπεδη. Η’ έστω, εμφανίζει τόσο μικρές υψομετρικές διαφορές που, με ένα είδος στρογγυλοποίησης, μπορεί να καταταχθεί ως επίπεδη. Δεν επιθυμούσαμε να κατακτήσουμε τις κορυφές με κίνητρο το βαθμό δυσκολίας, αλλά με μόνο όνειρο την ολοκλήρωση. Μας έκαιγε να έχουμε πατήσει παντού. Μας βασάνιζε να έχουμε αγναντέψει από όλα τα σημεία θέας. Με αυτή τη σκέψη, μια μέρα το Πλάσμα κινήθηκε προς τα εκεί κι εγώ το ακολούθησα. Όπως έκανα κάθε φορά. >

1 Οι αμμοθίνες ή θίνες, είναι μικροί λόφοι από άμμο που συνήθως βρίσκονται στις παράκτιες περιοχές. Αποτελούν σημαντικό οικότοπο στη μεταβατική ζώνη θάλασσας και ξηράς και δημιουργήθηκαν από τις διεργασίες της διάβρωσης και της απόθεσης της άμμου στην παράκτια ζώνη. Έτσι, η άμμος της ακτής που παρασύρεται από τον άνεμο αντικαθίσταται φυσιολογικά από την άμμο που κύματα και ρεύματα φέρνουν στην παραλία. Η άμμος αυτή προέρχεται και μεταφέρεται από τη λεκάνη απορροής των ποταμών ή και από ιζήματα διαβρωμένων βράχων ή και υποθαλάσσιων συσσωρεύσεων άμμου. Οι θίνες, εξαιτίας της αμμώδους σύστασής τους, αποτελούν ασταθή, αλλά δυναμική γεωμορφολογική και όχι μόνο ενότητα, της παράκτιας συνήθως ζώνης. Η γένεση και η διατήρησή τους εξαρτάται από τους επικρατούντες ισχυρούς ανέμους της περιοχής, τη δράση του κυματισμού στην παράκτια ζώνη και τη προσφορά-διαλογή των υλικών της διάβρωσης, αλλά και από την προσφορά υλικών διάβρωσης που γειτονικοί χείμαρροι και ποτάμια γέρνουν στον παράκτιο χώρο. Απορροφούν την ενέργεια των κυμάτων, αποτρέποντας με αυτό τον τρόπο τη διάβρωση της παράκτιας ζώνης.

ΠΙΣΤΑ: ΘΙΝΕΣ ΑΜΜΟΥ #09

Δεν ήθελε να προχωρήσει με τα δύο του άκρα, αλλά με τα τέσσερα. Εγώ ακολουθούσα, σκυμμένη φυσικά. Όφειλα να κινούμαι σε παρόμοια κατάσταση. Πού και πού το χέρι του έπεφτε σε λάκκο. Ίσως φωλιά κάποιου ζώου. Αυτό υπέθεσε και το Πλάσμα λογικά. Του άρεσαν αυτού του είδους οι εκπλήξεις. Μάλλον, του άρεσε κάθε είδους αναπάντεχο. Αφού σκαρφάλωσε, κινήθηκε αποκλειστικά στην κορυφογραμμή, αν και αυτή ήταν πολύ στενή και μετά βίας το χωρούσε. Ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Για κάποιο διάστημα σύρθηκε κιόλας. Μύρισε τα χόρτα από πολύ κοντά, σαν να ήταν μια ακόμα μέλισσα. Χώθηκε στους λάκκους. Κοιτούσε προς όλες τις κατευθύνσεις. Με τάξη, με σειρά. Νομίζω πως εκείνη την ώρα τραβούσε νοητές φωτογραφίες. Εγώ από την άλλη, που τραβούσα ψηφιακές, έχασα πολλά κομμάτια της διαδρομής. Σερνόμασταν για ώρα. Διανύσαμε όλη τη δυνατή απόσταση δίχως να παραπατήσουμε, να γλιστρήσουμε, να δεχτούμε επίθεση από κάποιο ζώο, του οποίου την οικία ενδεχομένως άθελά μας να παραβιάσαμε. Φτάσαμε στο τέρμα. Αγναντέψαμε μαζί για λίγο. Μετά εγώ γύρισα από τον ίδιο δρόμο και κατέβηκα πάλι στο επίπεδο του νερού [0,0]. Το Πλάσμα μου το ζήτησε να πάω και να σταθώ απέναντί του. Εκείνο επάνω, εγώ κάτω. Ήθελε να κατέβει με το δικό του τρόπο, να βρει μονοπάτι εκεί που δεν υπάρχει εκ του φυσικού, να κατασκευάσει μία ακόμα εμπειρία. Επέλεξε το ψηλότερο σημείο, ξάπλωσε με τα πόδια προς την Ανατολή. Άνοιξε διάπλατα τα χέρια. Μου έριξε ένα βλέμμα, υποθέτω για να ελέγξει αν όντως βρισκόμουν στην κατάλληλη θέση. Επέστρεψε να κοιτά τον ουρανό. Και μετά απλά έπεσε. Δε μπορώ ακριβώς να υπολογίσω το ύψος, δεν ήμουν ποτέ αρκετά καλή σε αυτό. Ίσως ήταν γύρω στα δέκα μέτρα. Το σώμα του δεν έχασε καθόλου επαφή με την άμμο. Ο λόφος ήταν αρκετά επικλινής από κατασκευής. Έπεφτε για ώρα. ΟΙ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΈΝΕΣ ΜΑΣ ΣΤΟΝ ΨΨ’ ΠΛΗΣΊΑΖΑΝ ΣΙΓΆ ΣΙΓΆ. Η πτώση ήταν εντελώς ελεγχόμενη. Παρέσυρε και μεγάλα κομμάτια άμμου μαζί του, καθώς κατέβαινε. Φαινόντουσαν να είναι σκληρά, συμπαγή. Μάλλον κανείς δεν τα είχε αγγίξει για >

149



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ κάποιο χρονικό διάστημα – το νερό σίγουρα όχι, μπορεί ούτε ο άνεμος. Όσο καιρό κινούμασταν στην περιοχή δεν έπιασε κανένα μπουρίνι2. Κάτι θυμάμαι από τα μπουρίνια της Ροδόπης, τα καλοκαιρινά όμως. Όταν ήμουν παιδί, τα είχα χορτάσει. ΤΑ ΜΎΡΙΖΑ ΣΤΟΝ ΑΈΡΑ, ΤΑ ΈΒΛΕΠΑ ΣΤΟ ΧΡΏΜΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΎ ΝΑ ΈΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΌ ΜΑΚΡΙΆ. Το Πλάσμα κυριολεκτικά χάραξε πορεία. Έβλεπα καθαρά τη φρέσκια, υγρή άμμο να βγαίνει στην επιφάνεια αμέσως μόλις το Πλάσμα περνούσε από τα σειριακά σημεία. ΉΤΑΝ ΜΙΑ ΓΡΑΜΜΉ. Μάλιστα, ήταν και αρκετά ευθεία. Ίσως το Πλάσμα να είχε βάλει ένα συγκεκριμένο σημείο ως στόχο στο [0,0]. Η κατάβαση τελείωσε. Το Πλάσμα ακούμπησε με τα πόδια του την άμμο του εδάφους και περπάτησε ως το σημείο που βρισκόμουν εγώ. Μαζί χαζεύαμε το κάθετο ίχνος του για κάποιο χρονικό διάστημα. Συνάμα σκεφτόμουν την αλλαγή της θέας της θάλασσας στα μάτια του Πλάσματος κατά τη διάρκεια της κατάβασης. Σίγουρα τα κύματα άλλαξαν ελαφρώς σχήμα. Παραμορφώθηκαν γρήγορα. Ενδεχομένως το Πλάσμα να μη το συγκράτησε καλά καλά. Μέσα μου όμως, πιστεύω πως το ένοιαζε πολύ να το αποτυπώσει σαν animation3. Δε ξέρω τι άλλο, σημαντικότερο λόγο μπορεί να είχε όλο αυτό. Αυτοί οι όγκοι από άμμο, πέτρα και λίγο πράσινο στέκονται εκεί πάντα. Όλα στέκονται εκεί πάντα. Με απασχολεί. Ίσως να ήθελα να σκάψω ένα τούνελ, ίσως και όχι. Ίσως να ήθελα να μάθω περισσότερες λεπτομέρειες για τη σύσταση μιας θίνης άμμου, ίσως όμως και να μου αρκεί αυτό που βλέπω. ◊

ΠΙΣΤΑ: ΘΙΝΕΣ ΑΜΜΟΥ #09

2 Μπουρίνι [< buriana (μπουρίνι, καταιγίδα, μπόρα) < βεν. borin < μτγν. λατ. borinus < αρχ. ελλ. βορεινός < βορέας, βορράς] κατά την κοινή ναυτική γλώσσα και όχι μόνο, χαρακτηρίζεται γενικά η απότομη μεταβολή του καιρού, σχετικά μικρής διάρκειας, με αύξηση της έντασης του ανέμου, που συνοδεύεται όμως με καταιγίζουσα βροχόπτωση αστραπές, βροντές και κεραυνούς. Το ”μπουρίνι” είναι ταυτόσημος όρος με τον επίσημο ”λαίλαψ” ή ”λαίλαπα” και με τον αρχαίο Αριστοτελικό όρο ”εκνεφίας”. Το μπουρίνι είναι το συνηθέστερο μετεωρολογικό φαινόμενο, σημείο προγνωστικό ιδιαίτερα στους ναυτικούς, της μετάπτωσης του νοτίου ανέμου σε σφοδρό βόρειο. Σε πολλά νησιά ονομάζεται ”προβέντζα”. Πολλές φορές το μπουρίνι μπορεί να ξεσπάσει χωρίς να υπάρχουν νέφη ή υετός.

[πηγή: wikipedia]

Animation είναι η ταχεία προβολή μιας σειράς από εικόνες [δισδιάστατης ή τρισδιάστατης μακέτας ή θέσεων ενός μοντέλου], έτσι ώστε να δημιουργείται η ψευδαίσθηση της κίνησης. Είναι μια οπτική οφθαλμαπάτη της κίνησης και αυτό συμβαίνει εξ αιτίας του φαινομένου διατήρησης της εικόνας στο μάτι επί 1 /12 του δευτερολέπτου [μεταίσθημα ή μετείκασμα*]. Οι πρώτες προσπάθειες σύλληψης του φαινομένου του κινουμένου σχεδίου ανήκουν στα παλαιολιθικά χρόνια. Μέσα σε σπηλιές βρέθηκαν χαραγμένα σχέδια, όπου τα ζώα απεικονίζονταν με πολλά πόδια, σε υπερτεθειμένες θέσεις, προφανώς για να δοθεί η αίσθηση της κίνησης. Το φενακιστοσκόπιο**, το πραξινοσκόπιο*** και το γνωστό ξεφύλλισμα ενός βιβλίου ήταν οι πιο δημοφιλείς μηχανισμοί που εφευρέθηκαν γύρω στο 1800, ενώ το 180 μ.Χ. είχε ήδη εφευρεθεί μια άλλη κινέζικη συσκευή. Αυτά τα μηχανήματα παρήγαν κίνηση από διαδοχικά σχέδια μέσω τεχνολογικών μέσων, όμως το animation δεν είχε αναπτυχθεί ουσιαστικά μέχρι την έλευση της Κινηματογραφίας, η οποία συνέβη πολύ αργότερα. 2

[πηγή: wikipedia]

* Μετείκασµα – µεταίσθηµα είναι η εικόνα που παραμένει στο αισθητήριο της όρασης μετά τον εξωτερικό ερεθισμό, ένα οπτικό αίσθηµα που διαρκεί για µικρό χρονικό διάστηµα το οποίο εµφανίζεται µετά την παύση της διεγερτικής αιτίας, της αρχικής εικόνας. Δηµιουργείται µετά την παρουσίαση ενός φωτεινού ερεθίσµατος και κάτω από ορισµένες συνθήκες διαρκεί για µερικά πρώτα λεπτά. Οφείλεται στη διατήρηση της φωτοχηµικής ενέργειας που προκάλεσε το αρχικό ερέθισµα. [πηγή: wikipedia]

** Φενακιστοσκόπιο, το [ουσιαστικό] [<φενακίζειν = εξαπατώ, phenakistoscope]. Εφευρέθηκε το 1831. Αποτελείται από ένα δίσκο με μια σειρά εικόνων, ομοιόμορφα κατανεμημένες γύρω από το κέντρο του δίσκου. Όταν γυρνάει ο δίσκος δίνει την αίσθηση της κίνησης. [πηγή: wikipedia]

*** Πραξινοσκόπιο, το [ουσιαστικό] [ <πραξινο (πράξις*) σκοπ (σκοπώ*) -ιο, κατά τη γαλλ. λ. praxinoscope] κινηματογραφική μηχανή στην οποία οι εικόνες αντανακλούνταν σε πρίσματα που αποτελούνταν από καθρέφτες. [πηγή: wikipedia]

151




Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΠΛΑΣΜΑ: Περίμενα πως και πως. Σαν ένα σκυλί που το απελευθερώνουν από την αλυσίδα του όταν έχει βγει για βόλτα. Η διάθεσή μου να περπατήσω παρόχθια της λιμνοθάλασσας σε λεπτές λωρίδες γης, διακοπτόμενες από το υγρό στοιχείο ξεπερνούσε κάθε κόπωση στο σώμα μου. Το γνώριζα αυτό το σημείο, την αρχή της πίστας. Μία ιχθυοπαγίδα, μία γέφυρα στο κανάλι του νερού, ένα αβέβαιο τσιμέντο όλο ρωγμές, κατεδαφισμένο σε σημεία. Περνάω απέναντι. Ένα τοπίο ξηρό και υγρό ταυτόχρονα. Κιτρινιασμένα χόρτα, ρωγμές ξηρασίας σε σημεία του φλοιού της γης, σε άλλα έχουν δημιουργηθεί μεγάλες λακούβες νερού, σαν αποθήκες που τείνουν να γίνουν λίμνες. Βρίσκω μία αποικία μπλε καβουριών1, μόνο που είναι πλέον όλα νεκρά, ξεραμένα από τον ήλιο, πτώματα αφημένα, σα να είχε προηγηθεί μία μάχη με τη θερμοκρασία. Η φυσική τους σκληρή πανοπλία δε κατάφερε να τα προστατεύσει. Η ΣΤΟΛΉ ΑΥΤΉ ΕΊΝΑΙ ΠΑΛΑΙΌΤΕΡΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΊΑΣ ΠΆΩ ΝΑ ΣΚΕΦΤΏ. Όμως δε το κάνω· σέβομαι τη φύση τους. Γνωρίζω όμως για τον ξαφνικό υπερπληθυσμό τους, οπότε η εικόνα των πτωμάτων τους δε μου προκαλεί συναισθήματα. Ήδη προτού φτάσω στην όχθη βρίσκω κοχύλια ανάμεσα στα χόρτα. Όμως αυτό που συμβαίνει εκεί τελικά, δε μπορούσα να το φανταστώ. Ένα χαλί λευκών κοχυλιών απλώνεται κάτω από τα πόδια μου, δε μπορώ παρά να τα πατάω, να τα ακούω να θρυμματίζονται από το βάρος μου. ΠΆΝΩ ΣΤΗ ΛΕΥΚΌΤΗΤΆ ΤΟΥΣ ΕΓΏ ΦΑΝΤΆΖΩ ΊΣΩΣ ΈΝΑ ΚΟΜΜΆΤΙ ΤΗΣ ΓΗΣ, ΈΝΑ ΤΜΉΜΑ ΧΛΩΡΊΔΑΣ ΠΟΥ ΤΑ ΚΑΒΆΛΗΣΕ. Η χλωρίδα αυτή έχει δύναμη πάνω τους. Τεντώνω και λυγίζω το σώμα μου με έναν δικό μου εσωτερικό ρυθμό. Παράγω ενέργεια και την αποθέτω μέσω των άκρων μου στα κοχύλια. ΠΕΤΆΓΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΑΈΡΑ ΜΙΚΡΆ ΣΜΉΝΗ, ΟΜΆΔΕΣ ΚΟΧΥΛΙΏΝ ΠΟΥ ΒΡΈΘΗΚΑΝ >

Το μπλε καβούρι [Callinectes sapidus, που σημαίνει νόστιμος κολυμβητής] είναι ένα είδος καβουριού που έχει εισαχθεί από τον δυτικό Ατλαντικό Ωκεανό και έχει εγκατασταθεί και στις ελληνικές θάλασσες. 1

ΣΤΟ ΣΗΜΕΊΟ ΠΟΥ ΧΤΎΠΗΣΑ, ΑΙΩΡΟΎΝΤΑΙ ΓΙΑ ΚΆΠΟΙΑ ΔΕΥΤΕΡΌΛΕΠΤΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΜΈΝΑ ΣΤΗ ΒΑΡΎΤΗΤΑ, ΚΑΙ, ΈΧΟΝΤΑΣ ΠΛΈΟΝ ΕΞΑΝΤΛΉΣΕΙ ΤΗΝ ΕΝΈΡΓΕΙΑ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΔΆΝΕΙΣΑ, ΕΠΙΣΤΡΈΦΟΥΝ ΣΕ ΜΊΑ ΆΛΛΗ ΓΕΙΤΟΝΙΆ ΚΟΧΥΛΙΏΝ. Η παρατήρηση των κοχυλιών με οδηγεί στο πρώτο δείγμα αυτού που αναζητώ. Ένας πλαστικός σωλήνας, μαύρος, ξεβρασμένος στην όχθη. Ανεβαίνω πάνω του και κοιτάζω προς τη κατεύθυνση που έχω πάρει. Μπορώ να διακρίνω το σημείο αναφοράς μου, τη Βυθοκόρο2. Είναι ότι πιο βιομηχανικό μπορώ να βρω εδώ και με ανατροφοδοτεί. Παραδίνομαι σε ένα ακόμα γρήγορο περπάτημα σε μικρούς λοφίσκους έχοντας στα δεξιά μου τη λιμνοθάλασσα, αφήνοντας όμως την όχθη και περνώντας σε ένα πλέγμα ψηλών χόρτων, τρυπών στο έδαφος, σωληνώσεων που με ανυψώνουν στιγμιαία. Εγκαταλείπω την προσπάθεια να παρατηρήσω το ευρύτερο τοπίο· Η ΤΑΧΎΤΗΤΆ ΜΟΥ ΚΑΙ Η ΕΓΓΎΤΗΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΕΧΌΜΕΝΩΝ ΕΜΠΟΔΊΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΊΑ ΜΟΥ ΕΠΙΖΗΤΟΎΝ ΤΗ ΠΡΟΣΟΧΉ ΜΟΥ ΣΤΡΑΜΜΈΝΗ ΣΕ ΚΆΘΕ ΜΟΥ ΒΉΜΑ, Ο ΝΟΥΣ ΜΟΥ ΒΡΊΣΚΕΤΑΙ ΣΤΑ ΠΈΛΜΑΤΑ, ΑΝΑΖΗΤΏΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΤΆΛΛΗΛΗ ΘΈΣΗ, ΤΟ ΣΤΑΘΕΡΌΤΕΡΟ ΥΠΌΒΑΘΡΟ. Με έχει συνεπάρει αυτή η διαδρομή, γνωρίζω πως έχω απομακρυνθεί πολύ από το χωματόδρομο, από τον άνθρωπο γενικότερα. Είμαι κάπου στη φύση. Ανάμεσα σε λεπτά καλάμια, διακρίνω μία συστάδα σωλήνων που, σα γιγάντια σκουλήκια, ξεκινούν από την στεριά και καταλήγουν στην όχθη, λίγο πριν εισέλθουν, πριν βουτήξουν στο νερό. Ανεβαίνω πάνω στο σωλήνα. Είναι ένα τερατόμορφο πλάσμα και εγώ το έχω καβαλικέψει. Σέρνομαι, μεταφέρομαι στο μήκος του. Η τριβή μου με αυτό το υλικό δυσχεραίνει πολύ την κίνησή μου. Υπάρχουν σημεία που τα πόδια μου εγκλωβίζονται μέσα στα αυλάκια μεταξύ αυτών των γιγάντιων τριχών, που η κάθε μία καμπυλώνει σε διαφορετικό σημείο, με >

ΠΙΣΤΑ: ΒΥΘΟΚΟΡΟΣ #10

2 Η Βυθοκόρος [βυθός + κορέω =καθαρίζω], κοινώς “φαγάνα”, βορβοροφάγος, “δραγάνα” ή “ντράγκα” εκ του αγγλικού όρου “dredger”, είναι ιδιαίτερος τύπος πλοίου, συνηθέστερα πλωτό ναυπήγημα χωρίς δική του πρόωση. Χρησιμοποιείται για εκβαθύνσεις, διανοίξεις, διαπλατύνσεις και γενικά για τον καθαρισμό των βυθών, την αξιοποίηση διαμόρφωση ακτών για κατασκευή λιμενικών, τουριστικών κλπ. έργων. Η συγκεκριμένη πρόκειται για αναρροφητική, διαθέτοντας ένα μακρύ πρόβολο, που λαμβάνει διάφορες κλίσεις, όπου φέρεται απορροφητικός σωλήνας και η άκρη του οποίου καταλήγει σε μεγάλη πολυφτερωτή έλικα. Συνήθως αυτό το είδος χρησιμοποιείται σε ποταμούς, ιδίως στις εκβολές για την απομάκρυνση φερόμενης λάσπης.

[πηγή: wikipedia]

154



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ άλλα μέγιστα και ελάχιστα για κάθε καμπύλη. Σε ένα σημείο όμως, ΑΦΟΎ ΈΧΩ ΔΙΑΝΎΣΕΙ ΌΧΙ ΑΡΚΕΤΉ ΑΠΌΣΤΑΣΗ ΑΛΛΆ ΑΡΚΕΤΌ ΧΡΌΝΟ, συνεργάζονται για να σχηματίσουν ένα κύμα, αυξάνοντας το βαθμό δυσκολίας. Περνώντας το κύμα με φαντάζομαι να κυλάω αργά στο κούφιο εσωτερικό τους, όπου όλα είναι σκοτεινά και, ξαφνικά, να βλέπω λίγο φως, μέσα από μία στρογγυλή διατομή. Δοκιμάζω και το σώμα μου χωράει. Σα να άλλαξε η στολή μου, ΤΑ ΠΌΔΙΑ ΜΟΥ ΈΓΙΝΑΝ ΣΩΛΉΝΕΣ ΕΝΏ Ο ΚΟΡΜΌΣ ΠΑΡΈΜΕΙΝΕ ΠΛΆΣΜΑ, ελεύθερος να γλιστρήσει στο έδαφος να δει ανάποδα τα νερά της λίμνης, ή ορθωμένος όσο πιο ψηλά γίνεται, να αγκαλιάζει το νέο του άκρο και να ηρεμεί εκεί. Υπό το φόβο της χάσης του ηλίου, επιστρέφω στην αρχή των σωληνώσεων και κινούμαι προς τη Βυθοκόρο. Γνωρίζω ότι είναι από καιρό αφημένη, ένα σπάνιο είδος ερειπίου που δύναμαι να εξερευνήσω. Αναρριχώμαι πάνω της σαν να είναι κομμάτι του τοπίου, προέκταση του εδάφους. Η προσοχή μου είναι στραμμένη στο πιλοτήριό της και κινώ προς τα κει. ΑΝΕΒΑΊΝΩ ΊΣΩΣ ΤΑ ΠΡΏΤΑ ΜΟΥ ΣΚΑΛΟΠΆΤΙΑ ΣΤΟ ΚΟΎΡΣΟΥΜΛΟΥ. Μέσα από τα σκονισμένα τζάμια παρατηρώ ό,τι μπορώ να διακρίνω από το τοπίο. Ένα πλήθος κουμπιών και μοχλών μπερδεύει τους υπολογισμούς μου για την κίνηση αυτού του άλλου πλάσματος. Προσπαθώ μα δε μπορώ να κινήσω ή να πιέσω τίποτα. ΣΕ ΑΥΤΌ ΤΟ ΚΑΤΑΣΚΕΎΑΣΜΑ ΈΧΕΙ ΕΠΈΛΘΕΙ Η ΚΌΠΩΣΗ ΤΩΝ ΧΡΌΝΩΝ ΑΠΡΑΞΊΑΣ, ΟΙ ΣΎΝΔΕΣΜΟΊ ΤΟΥ ΈΧΟΥΝ ΑΔΡΑΝΟΠΟΙΗΘΕΊ, Ο ΕΓΚΈΦΑΛΌΣ ΤΟΥ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΣΕ ΘΈΣΗ ΟΎΤΕ ΝΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΉΣΕΙ, ΟΎΤΕ ΝΑ ΘΈΣΕΙ ΚΆΠΟΙΟ ΆΛΛΟ ΜΈΛΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΉΣ ΣΕ ΛΕΙΤΟΥΡΓΊΑ. ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΣΕ ΘΈΣΗ ΟΎΤΕ ΝΑ ΤΕΡΜΑΤΊΣΕΙ ΑΥΤΉ ΤΗΝ ΆΣΚΟΠΗ ΎΠΑΡΞΗ, ΑΥΤΌ ΤΟ ΜΝΗΜΕΊΟ ΤΗΣ ΠΑΡΕΛΘΟΎΣΑΣ ΧΡΉΣΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΊΑΣ. Είναι όμως το μόνο πλωτό που συνάντησα όσο βρίσκομαι εδώ- εκτός των βαρκών. ΑΓΚΥΡΟΒΟΛΗΜΈΝΟ ΠΛΩΤΌ ΤΗΣ ΛΙΜΝΟΘΆΛΑΣΣΑΣ ΤΗΣ ΟΠΟΊΑΣ ΑΠΟΜΆΚΡΥΝΕ ΓΙΑ ΧΡΌΝΙΑ ΤΗ ΛΆΣΠΗ. ◊

ΠΙΣΤΑ: ΒΥΘΟΚΟΡΟΣ #10

ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ: Λίγες ήταν οι πίστες που εκτείνονταν και πέρα από τη στενή λωρίδα γης, στην οποία είχαμε αναπόφευκτα εστιάσει το μεγαλύτερο κομμάτι του ενδιαφέροντός μας, λόγω της πυκνότητας των πραγμάτων που έπρεπε να εξετάσουμε. Μία από αυτές –ίσως η μεγαλύτερη σε έκταση– ήταν η Βυθοκόρος. Τοποθετείται στις παρυφές της λιμνοθάλασσας Έλος. Για να την προσεγγίσουμε, έπρεπε να περάσουμε επάνω από τις ιχθυοπαγίδες του καναλιού. Το γεφυράκι, που υπάρχει γι’ αυτό το σκοπό, χρονιά με τη χρονιά καταρρέει. Σύντομα δε θα υπάρχει προσπελασιμότητα, ίσως με το επόμενο μπουρίνι ή με τον επόμενο χειμώνα. Μετά, έπρεπε να διασχίσουμε μία μεγάλη έκταση με ψηλά καλάμια. Πατούσαμε χώμα ανάμεικτο με κοχύλια και σκάγια [όλα αυτά λαμβάνουν χώρα σε χρονική περίοδο που το κυνήγι επιτρέπεται, αλλά κι έτσι να μην ήταν, τα σκάγια έχουν πια συσσωρευτεί από περασμένες περιόδους]. Τα καλάμια ήταν πιο ψηλά από εμένα, κάπου ίσα με το Πλάσμα. Τα έκανα πέρα προτάσσοντας τα χέρια μου και απλά προχωρούσα εμπρός. Απόλαυσα το γεγονός πως για λίγο η όραση δεν ήταν η κυρίαρχη αίσθηση. Δεν υπήρχε κάτι για να δω στην ευθεία, απλά ένιωθα τα φυτά επάνω στα χέρια μου. Ίσως να είχα και κλειστά μάτια. Δε θυμάμαι. Βγήκαμε στην ακτή της λιμνοθάλασσας. Εκεί είναι που είδαμε πολλά, πολλά περισσότερα κοχύλια από ότι σε οποιαδήποτε άλλη ακτή. Θρυμματισμένα ναι, αλλά κοχύλια. Το μηχάνημα που κυνηγούσαμε να βρούμε ευθύνεται γι’ αυτό. Σε αυτή την πίστα υπάρχουν εξαρτήματα και αποτελέσματα – πολύ πριν την έλευση του Πλάσματος. Οι μεγάλοι, μαύροι σωλήνες που βλέπαμε από μακριά εφαρμόζουν επάνω στο μηχάνημα, στη Βυθοκόρο. Μια πλωτή μηχανή1. Εκείνη τους σέρνει μέσα στη λιμνοθάλασσα και ρουφάει λάσπη και κοχύλια. Στο τέλος τα ξερνάει όλα στην ακτή. Στη στεριά. Εκεί που βρισκόμασταν αυτή τη στιγμή. Αυτός ήταν ο σκοπός δημιουργίας της: να καταβροχθίζει και να ξερνάει. ΒΟΥΛΙΜΙΚΉ ΒΥΘΟΚΌΡΟΣ. Αλλιώς, μπορεί να το λέγαμε με δυο λέξεις ‘μεταφορά ύλης’, αλλά και πάλι έχει βουλιμικό χαρακτήρα. Περπατήσαμε όσο γινόταν κατά μήκος της ακτής. Το Πλάσμα θέλησε να θρυμματίσει λίγο ακόμα τα κοχύλια. Να τα κάνει σκόνη. Ίσως και να τα ξαναστείλει μέσα στο νερό – γιατί όχι; > 1 [Καθώς ήταν Σάββατο,] πολλές μηχανές δε λειτουργούσαν, και αυτό τις έκανε να μοιάζουν με προϊστορικά πλάσματα παγιδευμένα στη λάσπη, ή, καλύτερα, εξαφανισμένες μηχανές- μηχανικοί δεινόσαυροι στερημένοι από το δέρμα τους.

Robert Smithson, A Tour of the Monuments of Passaic, New Jersey

156



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ Μου γύρισε πλάτη, κοίταξε τη λιμνοθάλασσα, έσκυψε και άρχισε να χτυπάει τα κοχύλια εναλλάξ με τις προεκτάσεις των χεριών του. Το φως του ήλιου έπεφτε πολύ όμορφα επάνω στο μουντό πράσινο του Πλάσματος. Τίποτα δεν είναι πια μουντό, όταν ο ήλιος αποφασίζει να κάνει την εμφάνισή του. Παρατηρούσα σε πρώτο πλάνο τη σπονδυλική του στήλη2 να κυματίζει, ενώ σε δεύτερο πλάνο είχα τον ελαφρύ, κυριολεκτικό κυματισμό της υγρής επιφάνειας. Έστειλε πολλά όστρακα πίσω, από εκεί που ήρθαν. Κάποτε σταμάτησε και με προέτρεψε να ανέβω πάλι στο λοφίσκο. Λίγα μέτρα μας χώριζαν μόνο από τους μαύρους σωλήνες και αυτό ενέτεινε την αγωνία μας. Ήμασταν κοντά. Ως τότε, είχαμε εξοικειωθεί μόνο με την εικόνα τους από μακριά, από το δρόμο. Κατάλοιπα βιομηχανικού τύπου. Όχι απορρίμματα, όχι περισσεύματα. ΚΑΤΆΛΟΙΠΑ. Αυτό και μόνο τα καθιστούσε υψίστης σημασίας για τη μελέτη μας. Τότε είναι που σκέφτηκα πως φυσικό κατάλοιπο μάλλον δεν υπάρχει. Η ΦΎΣΗ ΞΈΡΕΙ ΝΑ ΑΠΟΡΡΟΦΆ Ό,ΤΙ ΠΑΡΆΠΛΕΥΡΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΊ Η ΊΔΙΑ. Πλησιάσαμε. Φτάσαμε. > 2 Σπονδυλική στήλη, κοινώς ραχοκοκαλιά, ονομάζεται το συνολικό ανάπτυγμα των σπονδύλων, που αρθρώνονται εν σειρά μεταξύ τους, και από την ύπαρξη της οποίας χαρακτηρίζονται τα σπονδυλωτά. Η εν λόγω σειρά των σπονδύλων περιβάλει τον νωτιαίο μυελό. Καθένας σπόνδυλος αποτελείται από ένα κέντρο το οποίο και αντικαθιστά την εμβρυϊκή νωτιαία χορδή, ένα νευρικό τόξο που καλύπτει τον νωτιαίο μυελό, καθώς επίσης σε αρκετές περιπτώσεις, και ένα αιμικό τόξο το οποίο περικλείει αιμοφόρα αγγεία. Επίσης οι σπόνδυλοι φέρουν εγκάρσιες αποφύσεις στις οποίες αρθρώνονται οι πλευρές. Η άρθρωση της σπονδυλικής στήλης με το κρανίο γίνεται με ειδικό σπόνδυλο που λέγεται ”άτλας”, ενώ με τις πλευρές γίνεται με τους θωρακικούς σπονδύλους. Τέλος η σπονδυλική στήλη αρθρώνεται με την πυελική ζώνη στο ιερό οστό όπου και καταλήγει. Η σπονδυλική στήλη στον ανθρώπινο σκελετό αποτελείται από 33 [ή 34] συναρθρωμένους σε σειρά σπονδύλους. Κάθε σπόνδυλος περιλαμβάνει ένα ημικυλινδρικό σώμα μεγέθους αναλόγου με το τμήμα στο οποίο ανήκει. Στα πλάγια φέρει δύο εγκάρσιες αποφύσεις και πίσω μια ακανθώδη απόφυση, που χρησιμεύουν για την πρόσφυση μυών και συνδέσμων. Στο κυλινδρικό σώμα επίσης απολήγουν τα σπονδυλικά τόξα που, ενωμένα, σχηματίζουν ένα δακτύλιο. Οι επάλληλοι αυτοί δακτύλιοι δημιουργούν ένα ενιαίο σωλήνα, τον σπονδυλικό σωλήνα, εντός του οποίου φέρεται ο νωτιαίος μυελός. Κάθε σπόνδυλος αρθρώνεται με τον υπερκείμενο και υποκείμενο σπόνδυλο μέσω των αρθρικών αποφύσεων. Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η θέση των σπονδύλων στη σπονδυλική διάταξη. Οι σπόνδυλοι διακρίνονται επιμέρους ανάλογα της θέσης τους στη σπονδυλική στήλη από άνω προς τα κάτω σε: 1. επτά αυχενικούς, οι εγκάρσιες αποφύσεις των οποίων παρουσιάζουν οπή [εγκάρσιο τρήμα] από την οποία και διέρχονται τα αγγεία των σπονδύλων. 2. δώδεκα θωρακικούς, στους οποίους αρθρώνονται οι αντίστοιχες πλευρές. 3. πέντε οσφυϊκούς, που το σώμα τους είναι μεγαλύτερο όλων των προηγουμένων σπονδύλων. 4. πέντε ιερούς, που το μέγεθός τους ελαττώνεται προς τα κάτω και που στην μεν παιδική ηλικία φέρονται ανεξάρτητοι στους δε ενήλικους συνοστεώνονονται δημιουργώντας το ιερόν οστό, και 5. τέσσερις με πέντε κοκκυγικούς. Οι τελευταίοι αυτοί φέρονται επίσης συνοστεωμένοι αποτελώντας τον κόκκυγα. Ειδικότερα ο πρώτος άνω σπόνδυλος που συνδέει το κρανίο με τη σπονδυλική στήλη ονομάζεται άτλας και ο αμέσως επόμενος [ο δεύτερος] αναβολέας. Οι δύο αυτοί σπόνδυλοι διαφέρουν των άλλων και χρησιμεύουν για την κίνηση της κεφαλής. Συγκεκριμένα ο άτλας δεν φέρει σώμα πλην όμως περικλείει στον δακτύλιό του την οδοντοειδή απόφυση του αναβολέα που λέγεται και ”δόντι του αναβολέα”. Επίσης και ο έβδομος αυχενικός σπόνδυλος παρουσιάζει χαρακτηριστική απόφυση που σχηματίζει προεξοχή ιδιαίτερα αντιληπτή σε αδύνατα άτομα, εξ ου και ονομάζεται προέχων σπόνδυλος.

[πηγή: wikipedia]

ΠΙΣΤΑ: ΒΥΘΟΚΟΡΟΣ #10

Έχω την αίσθηση πως, όταν το Πλάσμα βρέθηκε επιτέλους κοντά στους σωλήνες και στη Βυθοκόρο, ένιωσε πως βρήκε παρέα. Μετριάστηκε κάπως η μοναξιά του. Ήθελε να ενωθεί, το καταλάβαινα. Εγώ ήμουν η μοναδική παρέα του Πλάσματος όλο αυτό το διάστημα. Όχι ότι δε περνούσαμε καλά μαζί, αλλά υπήρχε απόσταση. Είμαι ένας απλός άνθρωπος, σαν όλους τους άλλους που έρχονται εδώ. Καμιά φορά, το Πλάσμα χρειαζόταν άλλα Πλάσματα, να επικοινωνήσουν στη γλώσσα τους, να πούνε τα δικά τους. Αμέσως πήδηξε επάνω στους σωλήνες, τους αγκάλιασε, τους φίλησε – με το δικό του τρόπο, πάντα. Τους επεξεργαζόταν για ώρα. Κι εγώ παρατηρούσα πόσο βαθύ μαύρο είναι το φυσικό τους χρώμα, το μήκος τους και τον τρόπο που τους κοιτούσε το Πλάσμα. Τους ακουμπούσε σπιθαμή προς σπιθαμή. Νομίζω προσπαθούσε να απομνημονεύσει την καμπυλότητά τους. Ήταν το αντικείμενο του πόθου. Άρχισε να ρολάρει επάνω τους. Εγώ από την άλλη, επεδίωξα η θέση μου να σχετίζεται τόσο με το Πλάσμα, όσο και με το τοπίο πίσω [νερό και ουρανός], με σκοπό να κάνω άμεσους οπτικούς συσχετισμούς. Έτσι, όπως περιστρεφόταν το κορμί του Πλάσματος επάνω στις καμπύλες παρατηρούσα τα κατώτατα σημεία. Αποφάσισε να ερευνήσει κατά πόσο μπορεί να πληγώσει αυτό το υλικό, με τα λιγοστά μέσα που διέθετε εκ του φυσικού του. Το γρατζούνισε με τα νύχια, το μαστίγωσε με τα πλοκάμια, το χτύπησε με τις γροθιές, το κλώτσησε με τα πόδια. Συνολικά και καθολικά άφθαρτο. Συνθετικό. Πλαστικό. Το Πλάσμα κουράστηκε, γιατί προσπάθησε ήδη πολύ ως τώρα. Για να ξεκουραστεί λίγο, πήγε και ξάπλωσε μέσα σε έναν από τους σωλήνες. Ίσα ίσα χωρούσαν να περάσουν οι ώμοι. Ανάσκελα. Το κεφάλι έξω. ΤΟ ΠΛΆΣΜΑ ΉΘΕΛΕ ΝΑ ΚΟΙΤΆ ΟΥΡΑΝΌ ΌΠΟΥ ΚΙ ΑΝ ΞΆΠΛΩΝΕ. ΑΥΤΌ ΉΤΑΝ ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΊΟ ΠΟΥ ΈΝΩΝΕ ΌΛΕΣ ΤΙΣ ΟΡΙΖΌΝΤΙΕΣ ΣΤΙΓΜΈΣ ΤΟΥ. Έκανε διάφορες δοκιμές, τα χέρια μέσα ή έξω. Το κεφάλι αφημένο επάνω στους ώμους, το έσερνε η βαρύτητα προς το κέντρο της γης. Αγαπημένη στάση. Κοιτούσε τη λίμνη ανάποδα. Τον ουρανό ανάποδα. Μπέρδεψε τα μπλε. Εμένα ανάποδα. Του κατέβηκε πολύ αίμα στο κεφάλι. Κοκκίνισε και οι φλέβες του πρήστηκαν. Αυτή ήταν μία από τις λιγοστές στιγμές που συνειδητοποίησα πως το Πλάσμα έχει ανθρώπινη βάση. Κάπου ίσως συγγενεύουμε σαν είδη. Το Πλάσμα έμοιαζε πιο αγριεμένο έτσι. Δε του πήγα κόντρα σε τίποτα. Προσποιούμουν πως δεν ήμουν καν εκεί, παρούσα. Μούγκριζε λίγο. Μπορεί να καλούσε κάποια πτηνά, σκέφτηκα. Ή μπορεί μέσα στο σωλήνα να ήταν τόσο στενά, όσο εγώ δε δύναμαι να φανταστώ και να πονούσε. Βγήκε και σύρθηκε επάνω τους με κατεύθυνση προς τη Βυθοκόρο. Τότε ακούστηκαν μερικοί πυροβολισμοί. Πιστεύω δηλαδή, πως και νωρίτερα ακούστηκαν, απλά δεν είχα ολόκληρη την προσοχή μου διαθέσιμη, ώστε να το >

158



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ παρατηρήσω. Το Πλάσμα δε φοβήθηκε, ξαφνιάστηκε όμως. Το ίδιο κι εγώ. Κάθε φορά που σκέφτομαι την ύπαρξη του κυνηγιού σαν πασατέμπο, ξαφνιάζομαι ιδεολογικά. Μόνο που αυτή τη φορά, θα μπορούσε το θήραμα να είναι το Πλάσμα. Πήραμε τα ρίσκα μας, όσο κοντά κι αν ακουγόταν τα σκάγια. Στέκεται μπροστά από τη Βυθοκόρο. Εκείνη είναι οριακά μέσα στο νερό. Το Πλάσμα ανεβαίνει τα σκαλοπάτια της και ρίχνει μια ματιά αρχικά, στους εξωτερικούς της χώρους. Ανεβαίνει στο ψηλότερο σημείο και κοιτά κάτω. Κοιτά πέρα, εκεί όπου φαντάζομαι πως τελειώνει η λιμνοθάλασσα και ίσως αρχίζει το πέλαγος. Κουνάει τα χέρια του σαν να γνέφει σε κάποιον που είναι προς εκείνη την κατεύθυνση. Τίποτα, κανείς. Απογοητεύεται για μια στιγμή, τα κατεβάζει. Κινείται προς το χειριστήριο. Ή μήπως, καλύτερα πιλοτήριο; Εκεί ήθελε να καταλήξει από την αρχή. Με εκείνο, το συγκεκριμένο δωματιάκι είναι που αισθάνεται ταύτιση το Πλάσμα. ΕΊΝΑΙ Ο ΧΏΡΟΣ ΤΩΝ ΖΩΤΙΚΏΝ ΟΡΓΆΝΩΝ. Αντικρίζω κι εγώ το πιλοτήριο και συνειδητοποιώ κάτι που ως τότε αγνοούσα: η Βυθοκόρος είναι άχρηστη πια. Δε μπορεί να προσφέρει το παραμικρό, να κάνει το παραμικρό ταξίδι. Είναι ξεκοιλιασμένη. Της λείπουν πράγματα. Έχει χάσει πολύ αίμα. Και σίγουρα έχει υποστεί βαριά εγκεφαλική βλάβη. Δεν είναι όλα απλά σκονισμένα. Είναι αποσυναρμολογημένα, βομβαρδισμένα. Δεν έχει μείνει τίποτα στο Πλάσμα να χαλάσει. Στενοχωρήθηκε. Δε ξέρω για τι πιο πολύ, επειδή δε του δόθηκε η ευκαιρία να παλέψει με τη Βυθοκόρο ή ΕΠΕΙΔΉ ΑΥΤΉ ΕΊΝΑΙ ΣΕ ΚΏΜΑ3; Καθισμένο στη θέση του οδηγού κοιτούσε μέσα από τα σκονισμένα τζάμια, να πάρει ό,τι μπορεί και από αυτή την πλευρά του τοπίου. Άλλο ένα φίλτρο στα μάτια του. Και στα δικά μου. Έκανε στα ψέματα πως την οδηγάει. Το ένιωθε, το έβλεπα καθαρά. Έστριβε, όσο γινόταν με εκείνο το τιμόνι. Πρέπει να μας τοποθέτησε κάπου στη μέση της λίμνης. Φαντασιακά. Προσποιητά, δεν είχαμε τρόπο να φύγουμε. Αν πατούσαμε μέσα της, μάλλον θα βαλτώναμε. Μείναμε εκεί, αποκλεισμένοι για κάποια ώρα. Το Πλάσμα έβγαζε κάποιους ήχους που δε μπόρεσα να ταυτοποιήσω, ούτε καν να κατανοήσω. Μας γύρισε πίσω, ώστε να μπορέσουμε να πάρουμε το δρόμο του γυρισμού σώοι και ασφαλείς. >

ΠΙΣΤΑ: ΒΥΘΟΚΟΡΟΣ #10

Έτσι κι έγινε. Αφήσαμε αυτή τη μηχανή όπως ακριβώς τη βρήκαμε και ξεκινήσαμε με γρήγορο βηματισμό, γιατί είχαμε απόσταση να διανύσουμε. Με το τελευταίο φως του ήλιου ήμασταν πια πίσω, κουβαλώντας στις πλάτες μας λίγη ακόμα [βαριά, αλλά λυτρωτική] κόπωση. ◊

Κώμα, το [coma]: Κατάσταση απώλειας της συνειδήσεως από την οποία κάποιος δεν μπορεί να επανέλθει. Είναι η πιο σοβαρή μεταβολή της αίσθησης. Διαφέρει από τον ύπνο διότι ασθενείς σε κώμα δεν ξυπνούν μετά από ερέθισμα, διαφέρει από λήθαργο, νύστα ή νάρκωση [καταστάσεις στις οποίες οι ασθενείς ανταποκρίνονται αργά] στο ότι οι ασθενείς σε κώμα δεν ανταποκρίνονται απολύτως. Τέλος, διαφέρει από παραλήρημα, παραζάλη ή παραισθήσεις [καταστάσεις στις οποίες η αίσθηση της πραγματικότητας είναι στρεβλωμένη και οι αντιδράσεις εκκεντρικές] στο ότι οι ασθενείς δεν μπορούν καθόλου να εκφραστούν. 3

[πηγή: http://www.iatronet.gr/iatriko-lexiko/kwma.html]

160




Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΠΛΑΣΜΑ: ΑΥΤΌ ΤΟ ΔΈΝΤΡΟ ΔΊΠΛΑ ΣΤΟ ΚΎΜΑ ΉΤΑΝ ΤΟ ΣΗΜΕΊΟ. Δε καθόμουν σε κανένα άλλο σημείο αυτής της μικρής παραλίας. Το υδρόφιλο1 δέντρο και το υδρόφιλο Πλάσμα. Μία κρυφή παραλία που τη θέση της, πίσω από χωράφια με βαμβάκια, την υποδήλωνε αυτή η μοναδική συκιά2, το χειμώνα με τα γκριζωπά λεπτά κλαδιά της, το καλοκαίρι με το πλατύ της φύλλωμα και τους καρπούς της να αναδύουν τη μυρωδιά της σήψης στην άμμο από κάτω της. Είναι το μοναδικό σκίαστρο και έτσι είχαμε πρωτογνωριστεί με αυτή τη μυρωδιά που δέχονταν τα ρουθούνια μου, την οποία έβρισκα ιδιαίτερα έντονη και προσφιλή. Τώρα δεν υπήρχε κανένα ίχνος σύκου. Ούτε φύλλου. Μόνο αυτά τα πυκνά κλαδιά που με φιλοξενούσαν από κάτω τους. Είχα ξαπλώσει σε ανάμνηση των καλοκαιρινών στιγμών, της θερμής άμμου και των γυμνών μελών. Κοιτούσα τον ουρανό μέσα από τα κλαδιά. Ένιωθα κρύο. Η στολή μου πια είχε λίγα τμήματα. Χρειαζόμουν μία κίνηση για να ζεσταθώ. Σηκώθηκα. Τα μεγάλα μου χέρια ήταν ακατάλληλα για αυτήν την διαδικασία, όμως θα προσπαθούσα. Είχα μαζί μου, σαν απόδειξη της ταυτότητάς μου, σαν απόδειξη του ότι γνώριζα το μέρος αυτό, αποξηραμένα σύκα. Πιάνοντάς τα απαλά, βυθίζω τη σάρκα τους στις μύτες των κλαδιών, εξαναγκάζοντας το δέντρο σε καρποφορία. Θέλω να επέμβω στην εικόνα του. Στο χρόνο του. Στην ίδια την εποχή. Θέλω να με λούσει ο ήλιος. Η προσφορά μου αυτή στη συκιά δε γίνεται δεκτή. Ο ώριμος και συνάμα πρόωρος καρπός δεν αποδίδει. Δεν υπάρχει καμία μεταβολή. Κάποια σύκα δεν αντέχουν το ίδιο τους το βάρος και πέφτουν στην άμμο. Τα βρέχει το κύμα. Τα αλμυρά αποξηραμένα σύκα του Κούρσουμλου. >

το υλικό που απορροφά το νερό 1

2 Η συκιά [Ficus carica] είναι δικοτυλήδονο φυτό [το φυτό του οποίου ο σπόρος ή το έμβρυο έχει δύο εμβρυακά φύλλα ή κοτυληδόνες] που ανήκει στο γένος Συκή και στην οικογένεια Μορεοειδή. Είναι ένα δέντρο πολύ κοινό στην Ασία, στη Μέση Ανατολή και στις Μεσογειακές χώρες. Η καλλιέργειά της εισήχθη και στην Αμερική τον 18ο-19ο αιώνα. Είναι η συκέη ή συκή των αρχαίων [Η συκή, στην αρχαία Ελλάδα σύμβολο της γονιμότητας και του Διονύσου, ένα προσωνύμιο του οποίου ήταν Συκίτης]. Οι καρποί της τρώγονται νωποί ή ξεροί.

[πηγή: wikipedia]

Στέκομαι μέσα στα κλαδιά της. Υψώνω τα χέρια μου μαζί τους, προς τον ουρανό. Πιάνομαι από αυτά, αφήνω το βάρος μου να ταλαντώσει το σώμα μου. Θυμήθηκα το σύκο που έπεσε από το βάρος του. Είναι σα να κάνω κούνια, μία καλοκαιρινή ανεμελιά με κατακλύζει, μου δίνει ρυθμό και χαρά, με κάνει να θέλω να γίνω κομμάτι αυτού του δέντρου, ένας καρπός, ένα κλαδί, να με κινεί ο άνεμος αλλά πάντα μόλις παύσει να επιστρέφω στο σημείο ισορροπίας μου. Έχοντας πάρει αυτό το δώρο της συκιάς, απομακρύνομαι προς τα χωράφια. Η μέρα τελειώνει. Το κρύο πια είναι ενοχλητικό. Αποφασίζω να τρέξω, να κινήσω πιο έντονα τα γυμνά μου σημεία, για να τα θερμάνω, όχι όμως χωρίς κόστος. Το χωράφι είναι γεμάτο άγρια ξερά χόρτα που γρατζουνούν το δέρμα, εμποδίζουν τη στολή μου να προχωρήσει με τον ρυθμό που επιθυμώ. Ακούω την αναπνοή μου να γίνεται ταχύτερη, τους χτύπους της καρδιάς μου επίσης. Είναι, αυτή τη στιγμή, η μοναδική μουσική αυτού του τόπου, ο μοναδικός ήχος πέρα από τη σιωπή του. Οι παλμοί έχουν ένα ρυθμό, σα συλλαβές3. Η αναπνοή το ίδιο. Πότε συντονίζονται, πότε όχι. Θα μπορούσαν να μου λένε το όνομα του τόπου, ή να με προστάζουν να σταματήσω, όμως τελικά συντονίζονται με το ρυθμό του τρεξίματος, ίσως μου δίνουν και το ρυθμό αυτό, που ήταν η αιτία τους. Όλες αυτές τις ημέρες με ακολουθεί. Ακόμα και τώρα που τρέχω με ακολουθεί. Θέλω να βεβαιωθώ πως για μία στιγμή έχω τον έλεγχο. Στο τέλος της διαδρομής υπάρχει ένα σχοινί. Δένω, τραβάω, μαζεύω. Ο κόμπος μου παραμένει σε σταθερό σημείο, εγώ μετακινούμαι, ασκώ δύναμη, χωρίς να τον μετατοπίζω κατά το ελάχιστο. ◊

ΠΙΣΤΑ: ΣΥΚΙΑ #11

3 Αυτό το ρολόι μετρούσε το χρόνο αργά και με μεγαλοπρέπεια, και σύντομα άρχισα να πιστεύω πως κανένα άλλο ρολόι δεν άξιζε να το παίρνει κανείς στα σοβαρά. Τα ρολόγια τέσπης των ανθρώπων εμένα μου φαίνονταν ανόητα βρέφη μπροστά στο δικό μας. Τα δευτερόλεπτα στα ρολόγια των άλλων ήταν σαν έντομα που’ τρεχαν σε κούρσα, όμως τα δευτερόλεπτα σ’ αυτό του Μπρέκεκοτ ήταν σαν αγελάδες και προχωρούσαν πάντα όσο πιο αργά γινόταν χωρίς να σταματούν. […] Αναρωτιέμαι πως μου γεννήθηκε στο μυαλό η ιδέα ότι μέσα σε τούτο το ρολόι ζούσε ένα παράξενο πλάσμα, η αιωνιότητα. Κάπως μου φάνηκε μία μέρα ότι η λέξη που έλεγε όταν έκανε τικ-τακ, μία λέξη με έμφαση, ανά δύο συλλαβές στη δεύτερη, ήταν αι-Ω-νι-Ο-τη-ΤΑ. Γνώριζα τότε αυτή τη λέξη; Ήταν περίεργο που την ανακάλυψα έτσι, πολύ προτού μάθω τι ήταν η αιωνιότητα και προτού ακούσω την άποψη πως όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί, ναι, ενώ ο ίδιος ζούσα όντως στην αιωνιότητα. Ήταν σαν ένα ψάρι να ανακάλυπτε ξαφνικά το νερό που μέσα του κολυμπούσε.

ΧΑΛΝΤΟΠ ΛΑΞΝΕΣ, ΚΑΙ ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ, σελ. 11

163



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ: Η ΣΥΚΙΆ ΕΊΝΑΙ ΠΡΟΦΑΝΏΣ ΔΈΝΤΡΟ, ΑΛΛΆ ΣΤΟ ΚΟΎΡΣΟΥΜΛΟΥ ΕΊΝΑΙ ΠΡΏΤΑ ΠΑΡΑΛΊΑ ΚΑΙ ΜΕΤΆ ΔΈΝΤΡΟ. Παραλία που πήρε το όνομά της από το δέντρο που την ορίζει. Ένας μικρός ορμίσκος, του οποίου τη μισή περίπου έκταση καταλαμβάνει μία γριά συκιά, όμως ακόμα, πολύ ενεργή. Το καλοκαιράκι που μας πέρασε είχαμε βρεθεί εκεί εγώ και το Πλάσμα [πριν γίνει Πλάσμα], αναζητώντας μία παχιά σκιά και λίγη δροσιά. Σε αυτή τη μικρή παραλία είχαμε απολαύσει μαζί ένα μπάνιο, έναν ύπνο και μία κουβέντα. Μετά το Πλάσμα έγινε Πλάσμα και δε μιλούσαμε πια, τόσο πολύ. Ή, καλύτερα, μιλούσαμε δίχως πολλές προτάσεις με υποκείμενο, ρήμα και αντικείμενο. Βρέθηκα λοιπόν, εκεί με το Πλάσμα ετούτο το χειμώνα, μιας και είχε οριστεί ως πίστα. Το δέντρο ήταν αγνώριστο. Δίχως φύλλα και καρπούς. Ούτε καν στην αμμουδιά δεν είχε μείνει μια μυρωδιά σάπιου σύκου, ανακατεμένη με αλμύρα. Το κύμα τα σήκωσε όλα και δεν άφησε τίποτα για εμάς, τους απρόσμενους αλλά διόλου ενοχλητικούς επισκέπτες. Η συκιά χάρηκε που μας είδε. Μας αναγνώρισε. Μας χαιρέτησε, κουνώντας τα κλαδιά της. Εντάξει, την βοήθησε λίγο το αεράκι, γιατί είχε βάλει τα βαριά χειμωνιάτικά της και είναι δύσκολο να κινηθεί από μόνη της. Πλησιάσαμε. > 1 Η μήτρα αποτελεί μέρος του θηλυκού αναπαραγωγικού συστήματος, και είναι ένα από τα εσωτερικά γεννητικά όργανα. Στην εγκυμοσύνη, φιλοξενεί το γονιμοποιημένο ωάριο και στη συνέχεια το έμβρυο κατά τη διάρκεια της κύησης. Είναι ένα όργανο σε σχήμα αχλαδιού, που βρίσκεται στην κορυφή του κόλπου. Αποτελείται από το σώμα της μήτρας, πάνω από το στένωμα της κοιλότητας της μήτρας [το έσω στόμιο] και ένα κατώτερο κυλινδρικό τμήμα, τον τράχηλο, κάτω από το στόμιο αυτό. Το κυρτό άνω τμήμα του σώματος της μήτρας ονομάζεται πυθμένας. Το τοίχωμα της μήτρας είναι σχετικά παχύ και σχηματίζεται από τρεις στιβάδες: ανάλογα με την περιοχή της μήτρας, υπάρχει είτε ένας εξωτερικός ορογόνος χιτώνας [συνδετικός ιστός και μεσοθήλιο] είτε ο έξω χιτώνας [συνδετικός ιστός]. Οι άλλες στιβάδες της μήτρας είναι το μυομήτριο, μια παχειά στιβάδα λείου μυός και το ενδομήτριο, δηλαδή ο βλεννογόνος της μήτρας.

[πηγή: wikipedia]

Με τον όρο “όριο” στα Μαθηματικά, νοείται η διαρκής προσέγγιση ενός σημείου ή, διαφορετικά, η διαρκής μείωση μιας απόστασης, χωρίς όμως ποτέ αυτή να μηδενίζεται. Συνήθως, η έννοια του ορίου χρησιμοποιείται για να περιγραφεί η συμπεριφορά μιας συνάρτησης καθώς το όρισμά της πλησιάζει κάποιο σημείο ή καθώς μεγαλώνει [αντίστοιχα μικραίνει] απεριόριστα. Η έννοια του ορίου συνάρτησης περιλαμβάνει και την έννοια του ορίου ακολουθίας όπου εκεί η έννοια του ορίου χρησιμοποιείται για να περιγράψουμε τη συμπεριφορά της ακολουθίας καθώς ο δείκτης της αυξάνεται απεριόριστα. 2

[πηγή: wikipedia]

ΠΙΣΤΑ: ΣΥΚΙΑ #11

Το Πλάσμα ήρθε εφοδιασμένο με σύκα από άλλο τόπο. Σύκα από άλλη μήτρα1. Υπέβοσκε ο κίνδυνος η συκιά να το εκλάβει αυτό ως ύβρη. Και το Πλάσμα το γνώριζε αυτό. Πιστεύω πως ήθελε να την προκαλέσει, να τη φέρει σε ένα όριο2. Κι αυτό γιατί -πολύ απλά- η γριά αυτή συκιά εξιτάρει το Πλάσμα. Το Πλάσμα στέκεται μπροστά της και την κοιτά. Τα πόδια του βρέχονται από το κύμα, καθώς τα κλαδιά της φτάνουν ως την ακροθαλασσιά. Όλα έχουνε ποτίσει αλμύρα –κι εμείς, πια. Την προετοιμάζει νοητικά για αυτά που θα ακολουθήσουν. Ξεκινά να μπήγει τα παιδιά στην ξένη μάνα, στις άκρες των δακτύλων3 της. Αυτά κάνουν το χατίρι στο Πλάσμα και στέκονται, αλλά για λίγο. Είναι ήδη πολύ ώριμα και το φυσικό τους είναι να κείτονται στη γη, όχι να αιωρούνται και να δροσίζονται από τον αέρα με τη φιλοδοξία να μεγαλώσουν. Είναι κάτι που έχει ήδη γίνει. Δε μπορείς να επέμβεις στη ροή του χρόνου. Ίσως μόνο για λίγο να τον εξαναγκάσεις, αλλά θα είναι για λίγο. Αυτό είναι κάτι γνωστό και, θέλοντας ή μη, δεκτό. Όμως, δε γνώρισα ποτέ καμία πιο εγωιστική ύπαρξη από το Πλάσμα. Διέθετε έναν εγωισμό πέρα από κάθε ανθρώπινο μέτρο. Το θαυμάζω [και] γι’ αυτό. Ήταν, σα να του είχε ανατεθεί να καταφέρει τα πάντα. Μάλλον έτσι λειτουργούσε, το ίδιο το Πλάσμα είχε αναθέσει στον εαυτό του να καταφέρει τα πάντα. Έπρεπε να καταφέρει. Δεν υπήρχε άλλη εκδοχή, μόνο μία – το Πλάσμα να παίρνει αυτό που θέλει. Σαρωτικό. Το Πλάσμα δεν ήξερε τι σημαίνει σεβασμός. Ή μέτρο. Τέλος > 3

Δάχτυλο το [δáxtilo] & δάκτυλο το [δáktilo] Ο42 : 1α. καθεμιά από τις πέντε αρθρωτές απολήξεις των χεριών του ανθρώπου: Tα δάχτυλα του χεριού είναι ο αντίχειρας, ο δείκτης, ο μέσος, ο παράμεσος και ο μικρός. Είχε ωραία μακριά δάχτυλα με περιποιημένα νύχια. Tον άγγιξε με τις άκρες των δαχτύλων. Έκοψα το δάχτυλό μου. Mη βάζεις το ~ στη μύτη σου. Mου κούνησε απειλητικά το ~. Mετρώ με τα δάχτυλα. [έκφρ.] μετριούνται/ είναι μετρημένοι στα δάχτυλα [του ενός χεριού]. είναι να γλείφεις τα δάχτυλά σου. β. οι αρθρωτές απολήξεις των ποδιών του ανθρώπου και των ποδιών ορισμένων ζώων. [έκφρ.] περπατώ στα δάχτυλα, πολύ προσεχτικά για να μην κάνω θόρυβο. 2. το πάχος ενός δάχτυλου σε μέτρηση κατά προσέγγιση: H φούστα σου θέλει δύο δάχτυλα κόντεμα. | [για ποσότητα]: Bάλε μου ένα ~ κρασί, λίγο. [πηγή: http://www.greek-language.gr] 4 Ο όρος βυθός ή πάτος χαρακτηρίζει την γήινη στερεή επιφάνεια στο κατώτερο μέρος - πυθμένα - της θάλασσας, λίμνης ή ποταμού. Συνηθέστερα αναφέρεται για την θάλασσα [sea bottom]. Ανάλογα με την μορφή του διακρίνεται σε ”αμμώδη” [sand bottom] ή ”βραχώδη” [rocky bottom]. Γεωλογικά μπορεί να διακριθεί σε ”ανώτερο βυθό” και ”κατώτερο βυθό”. Άλλες διακρίσεις του βυθού είναι: 1. Κατά την ποιότητά του [σύνθεση] σε: ”τραχύ” [βραχώδης], ”στερεό” [συμπαγής] και ”μαλακό” [άμμος και λάσπη], 2. Κατά την δυνατότητα παρατήρησή του σε ”εμφανή” ή ”φανερό” και σε ”αφανή”, 3. Κατά την διαμόρφωσή του σε ”ομαλό” [επίπεδο], ”ίσιο” [οριζόντιο και ομαλό], ”επικλινή” , ”κρεμαστό” [απότομης αύξησης, π.χ. κρεμαστά νερά], καθώς και

>

165



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ πάντων, δεν ήξερε τι σημαίνει καμία περιοριστική λέξη. Γι’ αυτό λοιπόν, έκανε πως δεν ήξερε ότι δε γίνεται να ξεγελάσει το χρόνο. Όλα είναι δυνατά, ακόμα κι αυτό. Το Πλάσμα είναι υπέρ όλων [über alles]. Ναι, δε διαφωνώ σθεναρά. Μπορεί και να είναι όντως, υπέρ όλων. Καρφώνει τα σύκα. Πέφτουν τα σύκα. Καρφώνει κι άλλα σύκα. Πέφτουν κι άλλα σύκα. Τελειώνει το σακουλάκι του κι όμως, τίποτα δε χάθηκε. Είναι όλα στη γη. Εκεί που έπρεπε να είναι. Ίσως ένα ζώο τα βρει και τραφεί πριν προλάβουν να βρεθούν στο βυθό4. Κι εκεί όμως, θα χρησιμεύσουν στους εντόπιους. Έτσι είναι ο κύκλος της ζωής, τίποτα δεν πάει χαμένο. Κάποτε και το Πλάσμα και εγώ θα γίνουμε τροφή. Κάποτε όλα γίνονται ξανά τροφή από την αρχή. Πιάνει τα κλαδιά και ταλαντώνεται πέρα δώθε κοιτώντας τη θάλασσα. Εμένα δηλαδή [αναγκαστικά] και τη θάλασσα. Εκνευρίζεται λίγο. Κάπως έτσι βγαίνω από το οπτικό του πεδίο, υποχωρώ λίγο προς τα δεξιά. Κάνει κούνια, απλά χωρίς το κάθισμα. Γίνεται και το Πλάσμα ένα ακόμα κλαδί. Ένα μεγάλο κλαδί. Γίνεται ένα με τη συκιά. Αγαπήθηκαν, για λίγο. Και ύστερα χώρισαν. Το Πλάσμα αφήνει τα κλαδιά και οι δεσμοί κόβονται. Φεύγουμε από τον όρμο χωρίς να κοιτάξουμε πίσω. Δε χαιρετίσαμε το δέντρο. Μάλλον γιατί κάποτε θα επιστρέψουμε για νέες περιπέτειες. Ίσως όταν η συκιά βγάλει και πάλι φύλλα. Φτάσαμε γρήγορα στα χωράφια. Εγώ ήμουν ντυμένη καλά, όμως το Πλάσμα ήταν αρκετά ακάλυπτο. Ο χρόνος για ακόμα μία φορά μας πίεζε με τον τρόπο του. Νύχτωνε. Νομίζω πως πρώτη φορά είδα το Πλάσμα να >

ΠΙΣΤΑ: ΣΥΚΙΑ #11

κρυώνει. Άρχισε να τρέχει. Ο ήλιος είχε χαθεί. Ίσως επειδή κρύωνε και θέλησε να φτάσει μία ώρα αρχύτερα στον προορισμό, ίσως και όχι. Δεν είχα δει ποτέ το Πλάσμα να τρέχει. Συνήθως βέβαια, δε του το επέτρεπαν και οι στολές του, που περισσότερο έτειναν στην έννοια της πανοπλίας παρά της απλής στολής. Αυτή τη φορά έτρεξε γρήγορα. Με αιφνιδίασε σχεδόν. Το ακολούθησα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Χανόταν η λευκή φιγούρα μέσα στα ψηλά χόρτα μπροστά μου. Ο ήλιος είχε προ πολλού χαθεί. Κι εγώ τώρα έχανα το Πλάσμα κάπου μέσα στους φυσικούς τόνους. Πάντα παρέμενε πιο ψηλό από κάθε σπαρτό [και άσπαρτο], όμως οι ελιγμοί του ήταν έντονοι κι εγώ μπερδεύτηκα. Σταματήσαμε λαχανιασμένοι. Το φιλτράρισμα του αέρα μέσα από το εξέχον στόμα του Πλάσματος έκανε το λαχάνιασμα ακόμα πιο ανυπόφορο. Δυσκολευόταν πολύ, όμως αυτή ήταν η σύσταση του Πλάσματος. Μετά από λίγο μας πέρασε. Η ημέρα είχε τελειώσει. ◊

4. Από τα αποθέματα που τον καλύπτουν που χαρακτηρίζονται σε ”παράκτια”, ”χερσογενή” και ”πελασγικά” και είναι σε ”αμμώδη” [άμμος], ”φυκώδη” [φύκια και τραγάνες], ”βορβορώδη” [βουρκάδα], ”πυλώδη” [λάσπη], ”ψηφώδη” [βοτσαλωτός], ”πετρώδη”, ”χαλικώδη” [τρόχαλα], ”σπογγοβριθή” [σφουγγαρότοπος], ”κοραλλιώδη” και ”αργιλλώδη”. 5. Επίσης άλλες επίσημες ονομασίες διάκρισης βυθού και που σπάνια όμως χρησιμοποιούνται είναι σε: ”ρικνώδη” [στέρεος κν. πατητός] ”απόξυρο” [υφίσταται ο όρος χωρίς να έχει επεξηγηθεί ακόμη, πιθανολογείται ο βυθός που παρουσιάζει εξογκώσεις πλακών], καθώς και εκ του είδους του υπεδάφους του σε: ”υπόπηλο”, ”υπόψηφο”, ”ύφαμμο” και ”υπόπετρο”. 6. Στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό χρησιμοποιούνται ειδικότερα οι όροι, για την αγκυροβολία των πλοίων,: ”επίβολο” [όταν οι άγκυρες δεν ξεσέρνουν], ”δυσεπίβολο” [όταν οι άγκυρες ξεσέρνουν δεν ξεσέρνουν] και ”ανεπίβολο” [όταν η αγκυροβολία είναι τελείως επισφαλής, οι άγκυρες δεν πιάνουν, πιθανώς λόγω ύπαρξης πλακών]. • Η εξέταση του είδους του βυθού ονομάζεται βυθοσκόπηση που πραγματοποιείται με ειδικά όργανα, τους δειγματολήπτες βυθού. • Η μέτρηση του βυθού - βάθους ονομάζεται βυθομέτρηση που γίνεται με ειδικά όργανα, τα καλούμενα βυθόμετρα, ή βαθύμετρα. [πηγή: wikipedia]

167




Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΠΛΑΣΜΑ: Η ΤΣΙΜΕΝΤΈΝΙΑ ΠΡΟΒΛΉΤΑ ΌΡΙΖΕ ΑΥΤΉ ΤΗΝ ΕΊΣΟΔΟ ΚΑΙ ΈΞΟΔΟ ΝΕΡΏΝ. Δεν την επηρέαζε, αλλά τη δήλωνε. Ήταν σα μία προέκταση του εδάφους, σαν ένα προσθετικό1, ανθρωπογενές μέλος του. Ένα τσιμεντένιο ερπετό που σερνόταν προς τη θάλασσα και τελικά βυθιζόταν σε αυτή, παρουσιάζοντας διαφορετικές κλίσεις στα μέλη του, έτσι που για να τη διανύσω κατά μήκος, πρέπει το σώμα μου να συνεργαστεί με τη κατανομή του βάρους του πολύ καλά. Η κυρίαρχη κλίση είναι προς το νερό, και εγώ δε διστάζω να τη δεχτώ και στο σώμα μου που το ξαπλώνω με οδηγό τις μοίρες της προβλήτας. Το κεφάλι προς το νερό, τα πόδια ψηλότερα, με κάνουν να αμφισβητώ τη σταθερότητά μου, όμως αυτή δεν αλλάζει. Τα χέρια μου, ελεύθερα πλέον, βουτούν στη θάλασσα για να βρέξουν την προβλήτα και μαζί της, εμένα. Σαν ένα πλάσμα του νερού που έχει ανάγκη την υγρασία του νερού, προσπαθώντας να επιβιώσει έξω από αυτό. Το νερό, ως υλικό του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο εγγράφεται η ζωή, είναι ένα υλικό υπαρκτό για εμάς. Το νιώθεις, το ψηλαφίζεις· από την άλλη εμείς εξαρτόμαστε από αόρατες χημικές ενώσεις. >

Προσθετική είναι η επιστήμη που ασχολείται με την τεχνητή αντικατάσταση εξωτερικών μελών του ανθρώπινου σώματος, σε περιπτώσεις ακρωτηριασμών ή εκ γενετής ανεπάρκεια άκρων. Ανήκει στον τομέα της Εμβιομηχανικής, η οποία περιλαμβάνει την έρευνα και την ανάλυση του ανθρώπινου συστήματος [μύες, σκελετός και νευρικά συστήματα] με σκοπό να συνεισφέρει στον κλάδο της βιοιατρικής. Πρόθεση είναι το μέσο που χρησιμοποιείται χαρακτηριστικά για να αντικαταστήσει όσο τη δυνατόν περισσότερο, το αντίστοιχο μέρος του σώματος. 1

[πηγή; http://www.chronopoulos. gr/products/genikes-arkhes-metegkheiretikes-odegies]

ΠΙΣΤΑ: ΠΡΟΒΛΗΤΑ #12

ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ: Εκείνη την προβλήτα από τσιμέντο την είχαμε ξεχωρίσει εγώ και το Πλάσμα από πολύ παλιά. Αδιαμφισβήτητα, είναι μια προβλήτα και δημιουργήθηκε για λόγους πρακτικούς. Κι όμως, πιο πολύ μοιάζει με γλυπτό. Ειδικά τώρα που έχει κάπως καταρρεύσει και κατακερματιστεί. Τα μέρη της έχουν διαφορετική κλίση το καθένα και μια μικρή απόσταση. Όσο ένα μικρό πηδηματάκι για έναν άνθρωπο και όσο ένα φαράγγι για ένα μυρμήγκι1. Διεισδύει αυτή η κατασκευή μέσα στη θάλασσα, σαν ένα ανάποδο κύμα. Σαν μια ταριχευμένη παλίρροια2. > 1 Τα μυρμήγκια είναι κοινωνικά έντομα της οικογένειας Formicidae και μαζί με τις σφήκες και τις μέλισσες, αποτελούν την τάξη Υμενόπτερα. Τα μυρμήγκια εξελίχθηκαν από τους σφηκοειδείς προγόνους τους στα μέσα της Κρητιδικής περιόδου 110 έως 130 χρόνια πριν και διαχωρίστηκαν από αυτούς μετά την εποχή των ανθοφόρων φυτών. Υπολογίζεται ότι υπάρχουν 22.000 είδη από τα οποία έχουν ταξινομηθεί περισσότερα από 12.500. Διακρίνονται εύκολα από τις αρθρωτές κεραίες τους και τη χαρακτηριστική δομή του σώματός τους καθώς τα τμήματά του ενώνονται με μικρές αρθρώσεις ενώ η μέση τους είναι ιδιαίτερα λεπτή. Τα μυρμήγκια σχηματίζουν αποικίες με μέγεθος που ποικίλει από μερικές δεκάδες θηρευτές που ζουν σε μικρές φυσικές κοιλότητες έως κοινωνίες με υψηλή οργάνωση που καλύπτουν μεγάλες περιοχές και αποτελούνται από εκατομμύρια μέλη. Οι μεγαλύτερες αποικίες αποτελούνται κυρίως από στείρα άπτερα θηλυκά που σχηματίζουν τάξεις ”εργατών”, ”στρατιωτών”, ή άλλες εξειδικευμένες ομάδες. Σχεδόν όλες οι αποικίες μυρμηγκιών έχουν κάποια γόνιμα αρσενικά που αποκαλούνται κηφήνες και ένα ή περισσότερα γόνιμα θηλυκά που αποκαλούνται βασίλισσες. Οι αποικίες περιγράφονται κάποιες φορές ως υπεροργανισμοί επειδή τα μυρμήγκια μοιάζουν να συμπεριφέρονται σαν μια ενιαία ύπαρξη, καθώς εργάζονται συλλογικά για να υποστηρίξουν την αποικία. Τα μυρμήγκια έχουν αποικίσει σχεδόν κάθε ηπειρωτική περιοχή της Γης. Τα μόνα μέρη στα οποία δεν υπάρχουν αυτόχθονες πληθυσμοί μυρμηγκιών είναι η Ανταρκτική και κάποια απομακρυσμένα ή αφιλόξενα νησιά. Τα μυρμήγκια ευημερούν σχεδόν σε όλα τα οικοσυστήματα, και αποτελούν ίσως και το 15-25% της βιομάζας των ζώων της ξηράς. Η επιτυχία τους σε τόσα πολλά περιβάλλοντα έχει αποδοθεί στην κοινωνική τους οργάνωση και την ικανότητά τους να τροποποιούν οικοτόπους, να αξιοποιούν πόρους και να αμύνονται. Η μακροχρόνια παράλληλη εξελικτική πορεία τους με άλλα είδη δημιούργησε μιμητικές, συμβιωτικές, παρασιτικές σχέσεις και σχέσεις αμοιβαιότητας.

[πηγή: wikipedia]

Παλίρροια [αγγλ. Tide], και στην κοινή [φραγκολεβαντίνικη] ναυτική γλώσσα μαρέα, ονομάζεται το φυσικό φαινόμενο της περιοδικής ανόδου και καθόδου της στάθμης του νερού μίας μεγάλης λίμνης και κυρίως των θαλασσών. Η άνοδος της στάθμης ονομάζεται πλημμυρίδα [flood tide], ενώ η κάθοδος ονομάζεται άμπωτη [ebb ή low tide]. Από κοινού, πλημμυρίδα και άμπωτη αποτελούν το φαινόμενο της παλίρροιας. Το φαινόμενο αυτό που επαναλαμβάνεται δύο φορές το 24ώρο [ακριβέστερα 24ώρες 50’ και 30”] οφείλεται στη βαρυτική έλξη της Σελήνης αλλά και του Ήλιου πάνω στη Γη, καθώς και στην περιστροφή των ουρανίων σωμάτων αυτών. 2

>

170



Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ Οι κλίσεις με βοηθούν πολύ να το δω σαν κύμα εν εξελίξει. Μπορώ να διακρίνω το άμεσο παρελθόν του, το παρόν του και το μέλλον του. Διεισδύει, αλλά με μία ηρεμία χαρακτηριστική. Δεν είναι μία παλίρροια επιθετική, δε θα κάνει κακό. Δεν υπάρχει κακό. Τέλος πάντων, δεν είναι σίγουρα η παλίρροια των ριζικών αλλαγών. Η ηλιακή ακτινοβολία αντανακλάται διαφορετικά σε κάθε μέρος της. Επόμενο είναι, αφού προσπίπτει με άλλη γωνία στο καθένα. Αυτό το γεγονός χαρίζει στο υλικό κάποιους χρωματικούς τόνους. Τσιμέντο σε τόνους. Το χρώμα του μπετόν άλλωστε, δεν είναι ένα χρώμα αφύσικο. Το αντίθετο, υπάρχει στη φύση. Μάλιστα, η προβλήτα και το θαλασσινό νερό συγγενεύουν άμεσα χρωματικά, τις ημέρες που έχει συννεφιά. Τότε σχεδόν το περνάς για ένα κύμα που ξέφυγε και βγήκε λίγο πιο έξω, από όσο θα έπρεπε. Πριν σπάσει, ήταν απλά μία τσιμεντένια προβλήτα. Τώρα είναι πολλά παραπάνω. >

24 ώρες και 50,5 λεπτά μεσολαβούν και μεταξύ δύο ”διαβάσεων” της Σελήνης πάνω από ένα τόπο, δηλαδή δύο ”άνω μεσουρανήσεων” όπως ονομάζονται. Έτσι η μία πλημμυρίδα συμβαίνει στην άνω μεσουράνηση της Σελήνης σ΄ ένα τόπο και η άλλη στην κάτω μεσουράνηση κάτω από τον ίδιο τόπο συμπληρώνοντας 12 ώρες και 25 λεπτά από την πρώτη. Εξάλλου και οι δύο άμπωτεις συμβαίνουν όταν η Σελήνη βρίσκεται στην ανατολή και έπειτα [μετά από 12ώρες και 25 λεπτά] στη δύση. Εξ αυτού προκύπτει και η σχέση της Σελήνης και του φαινομένου. Επειδή επιπλέον το ύψος της στάθμης εξαρτάται όχι μόνο από την απόσταση Γης - Σελήνης αλλά και Γης - Ηλίου προκύπτει ότι και ο Ήλιος έχει σχέση με την παλίρροια. Επίσης διαπιστώνεται ότι το ύψος των υδάτων εξαρτάται από τις φάσεις της Σελήνης, δηλαδή από τη θέση της ως προς τον Ήλιο. Και αυτό διότι κατά τις συζυγίες, δηλαδή κατά τη σύνοδο [νέα σελήνη] και κατά την αντίθεση [πανσέληνος] παρατηρείται η υψηλότερη στάθμη. Οι μετρήσεις του εύρους και τουχρόνου των φαινομένων της παλίρροιας γίνονται με ειδικά όργανα τα παλιρροιόμετρα και παλιρροιογράφους. Η φάση της παλίρροιας όπου τα νερά παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ”ημερήσιο” ύψος λέγεται πλήμμη [high water] [h/w]. Το αντίθετο, η φάση όπου τα νερά παρουσιάζουν το μικρότερο ”ημερήσιο” ύψος λέγεται ρηχία [low water] [l/w]. Η υψομετρική διαφορά μεταξύ πλήμμης και ρηχίας ονομάζεται εύρος παλίρροιας [range of tide]. Αυτό μπορεί να μεταβάλλεται κατά τόπους μέχρι και 10 μ. Τα χαρακτηριστικά στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για κάθε παλίρροια είναι πέντε: 1. Ο χρόνος παρατήρησης [ώρα και πρώτα λεπτά της ώρας] 2. Το ύψος πλήμμης και διάρκεια από μέσο ύψος [ύψος σε μέτρα ή πόδια, χρόνος] 3. Το ύψος ρηχίας και διάρκεια από μέσο ύψος [ύψος σε μέτρα ή πόδια, χρόνος] 4. Το ύψος της μέσης στάθμης, [σε μέτρα ή πόδια] και 5. Το εύρος της παλίρροιας.

ΠΙΣΤΑ: ΠΡΟΒΛΗΤΑ #12

Το Πλάσμα ξεκίνησε να τη διαβαίνει με μέτρια ταχύτητα, όχι όμως κάθετα – όπως συνήθως περπατάμε εμείς [οι άνθρωποι] κι εκείνο. Προσπάθησε να εναρμονίσει το σώμα του με τις κλίσεις των τσιμεντένιων κομματιών. Εξάλλου, η καθετότητα και η παραλληλία ορίζονται πάντα σύμφωνα με ένα σημείο σχετικότητας. Δεν είναι έννοιες απόλυτες. Με αυτόν τον τρόπο προχώρησε αρκετά προς το εσωτερικό της θάλασσας. Αριστερά και δεξιά νερό και στη μέση το Πλάσμα. Ξαπλωμένο. Με το κεφάλι στο χαμηλότερο σημείο και τα πόδια στο ψηλότερο. ΤΟ ΑΊΜΑ ΜΈΣΑ ΣΤΟ ΠΛΆΣΜΑ ΘΑ ΈΡΕΕ ΤΏΡΑ ΌΠΩΣ ΤΟ ΝΕΡΌ ΤΟΥ ΘΑΛΆΣΣΙΟΥ ΚΎΜΑΤΟΣ. ΈΝΑ ΚΎΜΑ ΜΈΣΑ ΣΤΟ ΠΛΆΣΜΑ. Ακροθαλασσιά ο εγκέφαλός του. Συσσώρευση κόκκινου υγρού. Είναι από αυτά που δε βλέπω, όμως ξέρω πως υπάρχουν. Νομίζω πως και το Πλάσμα το ίδιο είχε στο μυαλό του, το κόκκινο κύμα. Κι αυτό γιατί έτσι απλά, όπως το όρισα, δεν ήταν κύμα. Για να είχε τέτοια υπόσταση, έπρεπε το αίμα να φεύγει εκ νέου με δύναμη από το κεφάλι προς τα ψηλά και πάλι το ίδιο, και πάλι το ίδιο. Η ΕΠΑΝΑΛΗΨΙΜΌΤΗΤΑ, ΌΧΙ ΜΊΑ ΜΌΝΟ ΕΝΈΡΓΕΙΑ. Αυτό ακριβώς αποπειράθηκε το αγαπημένο μου Πλάσμα με μία απότομη κίνηση των χεριών του. Τέντωσε τα χέρια του ψηλότερα από το κεφάλι του και προς τα πίσω. Ίσα ίσα τα πλοκάμια του δροσίστηκαν λίγο από το θαλασσινό νερό. Με φόρα τα έφερε πάλι δίπλα στον κορμό του. Εντυπωσιάστηκα. Περισσότερο από το τράνταγμα του κορμού του, μιας και τα έβλεπα όλα μετωπικά. Υπήρχε ένα δευτερόλεπτο σε κάθε επανάληψη που η πλάτη του ξεκολλούσε από το τσιμέντο. Ένα μαγικό δευτερόλεπτο που το Πλάσμα ήταν η γέφυρα κι εγώ από κάτω του έβλεπα τη θέα στο πέλαγο. Το κόκκινο κύμα μέσα του τώρα είχε υπόσταση και οι μικρές, θαλασσινές σταγόνες, που η βαρύτητα έφερνε επάνω του, είχαν σκοπό να διευκολύνουν λίγο την προσπάθειά του. Ίσως και να του θυμίζουν αδιάκοπα τον τόπο, στον οποίο βρίσκεται. Στο Κούρσουμλου, σε μία μετάβαση. Στέρεα, αλλά υγρά. Σε ποια κατάσταση από τις δύο ανήκει το Πλάσμα; Ανήκει σε μία και μοναδική; Δεν το πιστεύω. Το Πλάσμα γεννήθηκε μέσα σε ένα διφορούμενο, νοητό δωμάτιο μετάβασης. Κατάλευκο. Μπορεί και διάφανο. Η ύπαρξη του Πλάσματος έδωσε χρώμα στους τοίχους και, όταν το Πλάσμα αλλάζει, αλλάζουν κι αυτοί. Χρώμα. Καμιά φορά και σχήμα. Και διάθεση. Το Πλάσμα σύρθηκε πίσω, ως την ακτή. Έπεσε στην αμμουδιά. Το κόκκινο κύμα δεν είχε κοπάσει ακόμα. Σηκώθηκε και περπάτησε μακριά. Είχε έρθει η στιγμή ανάκτησης της οργανικής ηρεμίας. >

172




Δ’ ΜΕΡΟΣ: ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ #01: ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2013 […] Είχα ξαπλώσει σε ένα κολπίσκο που βρήκαμε και απολάμβανα τον τρόπο που το σώμα μου ακολουθούσε την κλίση της πατημένης άμμου, ενώ κοιτούσα σταθερά τις μεταβολές του ουρανού από πάνω μου. Εκείνες τις στιγμές τα σύννεφα φαίνονται πολύ πιο κοντά από ότι όντως είναι. […] Τώρα σκέφτομαι πως έτσι όπως είμαστε καθισμένες, ο αέρας βρίσκει πρώτα εμένα και έπειτα την Αγγελίνα. Η ροή του σκάει πρώτα πάνω μου και έπειτα διχοτριχο-πολύ-τομείεται σε λεπτότερες ροές, μάζες αέρα που περνούν από πάνω μου, από πίσω μου και από μπροστά μου και συνεχίζουν… ροές όπως αυτές που σχηματίζουν ‘κύματα’ πάνω στην άμμο, μικρές διαβαθμίσεις, λωρίδες που γεννά συνεχώς αυτό το τοπίο. Στην παραλία –και σε πολλά άλλα σημεία βέβαια- εντοπίζω είδη φυσικής οριοθέτησης, μέσα από το όριο της φυσικής γραμμής. Έτσι ορίζω τη γραμμή που δεν είναι καθαρή και απόλυτη, σχεδιασμένη έτσι ώστε να ικανοποιεί επιστήμες και σχεδιαστικές προτάσεις, αλλά τη γραμμή με μεταβαλλόμενο πάχος και διεύθυνση, το οποίο πάχος της δεν είναι άλλο παρά ύλη. Πάνω στην ύλη αυτή έχουν λόγω δυνάμεις που αλλάζουν τη διεύθυνσή της. Όταν αυτές οι δυνάμεις είναι της τάξης ενός απαλού ανέμου, δημιουργούνται αυτές οι λωρίδες που τείνουν προς την ευθεία. Όμως δε πρόκειται για μία ευθεία που δημιουργείται από σημεία. Η ευθεία αποτελείται από έναν άπειρο αριθμό σημείων• το επίπεδο από έναν άπειρο αριθμό ευθειών• ο όγκος από έναν άπειρο αριθμό επιπέδων• ο υπερόγκος από έναν άπειρο αριθμό όγκων… Όχι, αναντίρρητα, αυτός δεν είναι –more geometrico- ο καλύτερος τρόπος να αρχίσω την ιστορία μου. ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ, ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ

Η δική μου φυσική γραμμή, ή καλύτερα η γραμμή του Κούρσουμλου, μπορεί να αποτελείται από έναν άπειρο αριθμό φυκιών. Μπορεί όμως και να είναι η γραμμή ενός μικρού κύματος στη θάλασσα, ή αν το ακολουθήσω θα δω τη γραμμή, το αποτύπωμά του στην άμμο. Μπορώ να δω μέχρι που κατάφερε να φτάσει αυτό το κύμα. Πάνω όμως από τη δική του γραμμή θα βρω άλλες, άλλων κυμάτων που είχα υψηλότερες επιδόσεις. Έτσι ως ένας κριτής ενός αρκετά αυθαίρετου αγώνα, ή ως ένας άλλος ιστορικός παρατηρώ μία πολύ πρόσφατη στρωματογραφία, καθώς οι γραμμές αυτές

χωρίζουν την άμμο σε ζώνες που μου θυμίζουν εικόνες της τομής του εδάφους. Η παρατήρησή μου αυτή είναι για περιορισμένο χρόνο, το νιώθω. Ένα κύμα πιο μεγάλο εμφανίζεται σιγά σιγά και όπως σκάει ξεπερνά τα προηγούμενα και σβήνει τα ίχνη του αγώνα που με ενδιαφέρον παρακολουθούσα, σβήνει τον πίνακα και τον αφήνει κενό, για τα επόμενα κύματα, επιβάλλοντας τη δική του γραμμή. Όλο αυτό το σύστημα των γραμμών γιγαντώνεται σε λωρίδες με μεγαλύτερα πάχη, οδηγούμαι σε μία θεώρηση της περιοχής από ψηλά, από ένα φανταστικό σημείο θέας όπου υψώνομαι και τις παρατηρώ να απλώνουν τα μήκη τους. Συνειδητοποιώ από αυτό το υψόμετρο ότι εγώ η ίδια περπατούσα σε μία στενή λωρίδα γης, ότι όλο το τοπίο είναι στενές λωρίδες γης και νερού που μπλέκονται μεταξύ τους, χωρίς να είναι ξεκάθαρο αν οι λίμνες εξαπλώθηκαν προς τη θάλασσα, αν η θάλασσα θέλησε κάποια στιγμή να καταλάβει τη γη απλώνοντας τα πλοκάμια της, ή αν η γη γέννησε ρίζες που κινήθηκαν προς το νερό, περικυκλώνοντάς το. Φαντάζομαι την εποχή που μπορεί να συνέβη αυτή η διεκδίκηση ή η μάχη. Μάζες μετακινούνται, άλλες βυθίζονται και άλλες εξέρχονται, προσπαθώντας να ισορροπήσουν σε αυτό το νέο ανάγλυφο συνύπαρξης. Στα σημεία τομής κάθε στοιχείο δανείστηκε χαρακτηριστικά από τα άλλα. Το έδαφος απέκτησε αλμυρά πεδία, η θάλασσα μικρές βραχονησίδες, οι λίμνες θαλασσινούς κατοίκους. […] Όσο περιπλανιέμαι μπροστά από τις παράγκες νιώθω τόσο μόνη που μπαίνω στον πειρασμό να τις πλησιάσω, να κρυφοκοιτάξω στο εσωτερικό τους, να εισβάλλω σε όσες είναι εύκολο να παραβιαστούν. Είναι το απόλυτο ανθρώπινο δημιούργημα του Κούρσουμλου, όχι απλά επειδή κατασκευάστηκαν προσθετικά από τον άνθρωπο, ούτε επειδή αποτελούν ένα συνονθύλευμα πολλών τεχνητών υλικών. Είναι αυτός ο χώρος που δημιουργούν, γεμάτος από μικρές και μεγάλες κινήσεις ενσωμάτωσης μίας καθημερινότητας και μίας μνήμης. Είναι σα να σταμάτησε ο χρόνος και εγώ, μπορώ να παρατηρήσω την κούπα του καφέ αφημένη σε ένα νεροχύτη, μία γλάστρα σε ένα πλαστικό τραπεζάκι έξω από την παράγκα, αντικείμενα αφημένα, σα κατοικίδια που περιμένουν τον ιδιοκτήτη τους όπως ακριβώς τα άφησε. Αλλά ο ιδιοκτήτης αδιαφορεί για το αν κάποιος θα τα κλέψει, ή για ένα πιθανό μπουρίνι που θα αλλάξει τη διάταξη των πραγμάτων. Χαμένη σε αυτές της σκέψεις, οργανώνω σενάρια για τους χώρους εστίασης, παιχνιδιού, σχεδόν ακούω φωνές και γέλια πίσω από μία παράγκα όταν βλέπω έναν άνθρωπο να μπαίνει στην παράγκα που γλυκοκοιτούσα. Προχωρώντας ανακάλυψα ότι τα άτομα ήταν πιο πολλά. Συνεχίσαμε

175




Δ’ ΜΕΡΟΣ: ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

την περιπλάνηση παρατηρώντας τις αλλαγές που έχουν συμβεί. Μετά την παράγκα υπό κλίση, μεγάλες σαμπρέλες έχουν σκορπιστεί και ημιβυθιστεί στην άμμο και στο νερό, μεταβάλλοντας εντελώς το τοπίο της παραλίας. Προχωρήσαμε προς τη παράγκα που κάηκε την προηγούμενη φορά που είμασταν εδώ, καταμετρώντας τις ζημιές που έγιναν στον ενδιάμεσο χρόνο. Βρήκα αντικείμενα που είχα φωτογραφίσει τότε, είναι αλλαγμένα αλλά είναι εκεί. Ένα βάζο με κανέλα, το ανοίγω και μυρίζω αυτή τη ξενόφερτη για μένα μυρωδιά σε αυτόν τον τόπο. […] Ξανθά χόρτα, λεπτά και ξερά, χτενισμένα με τέτοιο τρόπο από τον άνεμο ώστε να αγκαλιάζουν τους λόφους αυτούς. […] Έχουμε έρθει στην αφετηρία μας, το ορμητήριό μας, το λόφο με το εκκλησάκι. Παρατηρώ ένα λευκό βανάκι να απομακρύνεται αλλά πολύ γρήγορα η προσοχή μου αποσπάται από τα πολλά κουνούπια της περιοχής που δεν ενοχλούνται ακόμα από το κρύο. Ορμούν στα λίγα ακάλυπτα σημεία μου, ότι βρίσκεται εκτός της ‘στολής’ που σχηματίζουν αυτά τα υπερπροστατευτικά ρούχα. Τα χέρια μου δουλεύουν ως υαλοκαθαριστήρες γύρω από το πρόσωπό μου. Είναι εκπληκτικό το πόσο γρήγορα οι σκέψεις μου μεταπήδησαν από το τοπίο σε αυτά τα ενοχλητικά πλασματάκια. Εδώ δεν είναι όπως στο δωμάτιό μου που ξενυχτούσα σκοτώνοντάς τα με γυμνές παλάμες, γεμίζοντας με μικρές κηλίδες αίματος τους τοίχους. Ήταν μάχη σώμα με σώμα. Και δύσκολη και για τις δύο πλευρές. Εδώ όμως δεν υπάρχουν τοίχοι, αλλά και να υπήρχαν, ο αριθμός τους υπερτερεί τόσο που θαρρείς πως και να σκότωνες όσα βλέπεις μπροστά σου από στιγμή σε στιγμή θα ακολουθήσουν άλλα, σαν ένα μεγάλο σύννεφο πάνω από το λόφο που κινείται σβήνοντας κάθε κενό στη δομή του. Ένας φαντασιακός θόλος από κουνούπια, ένα αραχνοΰφαντο σύννεφο. […]

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ #01: ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ

ΑΣΤΡΟΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ 12/08/13, 21:00-22:15 Θα απλώσουμε μία ψάθα με μία πετσέτα στην άμμο, μπροστά από τη παράγκα του Μηνά. Το κύμα σκάει μπροστά μας και εμείς μόνο το ακούμε και βλέπουμε το λευκό του αφρού του. Το κεφάλι στρέφεται προς τον ουρανό. Αναζητούμε τα πρώτα φωτεινά σημεία. Έπειτα τα επόμενα. Προσπαθούμε να διακρίνουμε τα σχήματα που αυτές τις μέρες μελετούσαμε σε μία οθόνη. Σαφώς πιο δύσκολο, όμως σιγά σιγά εντοπίζουμε τις Άρκτους και τον Ηνίοχο, τον Πήγασο με την Ανδρομέδα, και μάλλον το Τρίγωνο· ίσως και τον Αετό. Αναζητούμε κυρίως τις ανήσυχες Περσείδες. Θα δούμε 2 φλεγόμενες καθόδους. Ικανοποιούμαστε. Τώρα που τα φώτα έπαψαν και οι κάποτε αγριεμένοι σκύλοι περνούν από μπροστά μας αγνοώντας μας πλήρως, νιώθω κομμάτι αυτής της παραλίας, ένας σωρός άμμου, ένας κόκκος που μάταια προσπαθεί να παρατηρήσει τα μακρινά σημεία του ουρανού.

178


Δ’ ΜΕΡΟΣ: ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

1. Φτάσαμε στο λόφο με το αυτοκίνητο. Εκεί το αφήσαμε. Κατηφορίσαμε με τα πόδια εκτός δρόμου στο ανατολικό άκρο του λόφου, ώσπου συναντήσαμε τη θάλασσα. Εκεί κινηθήκαμε παράλληλα με αυτήν [την ακτή]. Τα όρια νερού και στεριάς ήταν ασαφή. Χώμα φαινόταν να αιωρείται εντός θαλάσσης [με τα αυστηρά όρια], στην ακροθαλασσιά. Πάτησα λίγο, και μετά λίγο πιο μέσα με σκοπό να μπορέσω να διαλευκάνω σε ποιο ακριβώς σημείο ξεκινά η οφθαλμαπάτη. Στο διάβα βρίσκαμε διάφορα αντικείμενα, τα οποία συλλέγαμε. Σκουπίδια, κοινώς. Πολλά αντικείμενα βρίσκονται παρατημένα εδώ και εκεί, που ο κόσμος τα λέει σκουπίδια. Στην παραλία με τις παράγκες [κάτω] αυτά είναι υπολείμματα της κατοίκησης [είτε αυτή εξακολουθεί ακόμα και τώρα είτε όχι]. Άλλα πάλι, υποθέτω πως είναι φερτές ύλες που ταξίδεψαν ως εδώ. Αυτά έχουν συγκεκριμένη γκάμα. Τα συνάντησα ένα προς ένα, αργότερα την ίδια μέρα, όταν διανύαμε το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής [παραλιακά, στη μεγάλη παραλία, πιο κάτω από τις παράγκες, βόρεια]. Αυτά λοιπόν, ορίζονται κυρίως από πλαστικά μπουκάλια [δοχεία] σε διάφορα μεγέθη. Μικρά και μεγάλα μπουκάλια νερού, αναψυκτικών, καθώς και αυτά που ο κόσμος αποκαλεί ’’μπιτόνια’’. Δοχεία δηλαδή, για βενζίνη, λάδι ή άλλα υγρά αγαθά. Γυάλινα μπουκάλια. Αναψυκτικά και αλκοολούχα, όσο και διαφόρων ειδών φάρμακα. Παπούτσια -ολόκληρα ή μέρη αυτών- γυναικεία, αντρικά, παιδικά αλλά ποτέ σε ζευγάρια. Μόνα και ταλαιπωρημένα. Ξεσκισμένα. Σκέτες σόλες. Χειμωνιάτικα ή καλοκαιρινά. Διάφορα κομμάτια γυαλιά. Κάποια σκόρπια υλικά. Καρφιά, κομμάτια ξύλα. Επάνω στο λόφο νωρίτερα, βρήκαμε ένα απόρριμμα άλλου τύπου - παντζούρια. Πολλά και σε χρώματα. Εκεί λοιπόν, που προχωρούσαμε παράλληλα με τη θάλασσα, ξύπνησε μέσα μας η μανία της συλλογής. Όστρακα, μύδια, αχινοί, καβούρια, γυαλιά, σφουγγάρια, πέτρες. Όλη η σύσταση της περιοχής απλωνόταν μπροστά στα μάτια μας. Αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε ’’σύγχρονη αρχαιολογία΄΄. Όλα είναι μια ΄΄σύγχρονη αρχαιολογία΄΄, ακριβώς γιατί είναι σύγχρονη. Συγχρονική μαζί μας. Δική μας. Ό,τι βλέπω είναι κομμάτι της - και το πιο μικρό και ασήμαντο, είναι κι αυτό εύρημα. Όμως, ακόμα και στην κλασική αρχαιολογία, όλα τα ευρήματα δεν είναι χρήσιμα. Χρήσιμα. Εκθέσιμα. Πολλά είναι ασήμαντα, και μάλιστα είναι και σε αφθονία. Αυτά είναι τα ευρήματα που καταχωνιάζονται στις αποθήκες και μάλλον ποτέ τους πια δεν αντικρίζουν φως. Σε ένα ασήμαντο μέρος [ελάσσων] υπάρχουν και ελάσσονα ευρήματα;

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ #01: ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ

2. Όσο καιρό λείπαμε, πληροφορηθήκαμε πως έκανε κρύο [χαμηλές θερμοκρασίες, λογικές για χειμώνα] αλλά καμία παγωνιά. Η φύση άλλαξε. Αλλά ο ήλιος που επίμονα μας λούζει, δεν αφήνει αυτή την αλλαγή να γίνει ακριβώς και καθ’ όλα αισθητή. Πιο πολύ μοιάζει σαν κάτι να μην πηγαίνει καλά. Ή το τοπίο ή ο καιρός. Υπάρχουν ακόμα πράσινα μέρη. Το καφέ λιγάκι σκούρυνε. Η άμμος στρώθηκε από τον αέρα και έκανε το γνωστό ’’δοντάκι’’, απάτητη στο μεγαλύτερό της μέρος, αν και υπάρχουν πολλές διαφορετικές πατημασιές στο ευρύτερο γεωδάπεδο, ως επί το πλείστον ανθρώπινες και αυτό καθιστά την παρουσία του ανθρώπου στο συγκεκριμένο μέρος ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό κεφάλαιο. 3. Είναι σχετικά περασμένες τρεις το απόγευμα και συνειδητοποιώ πως ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τη διπλανή παράγκα. Οι σκιές των καταλυμάτων απλώθηκαν στην παραλία. Η σκιά μειώνει λίγο τη θερμοκρασία, παρότι ο καιρός και σήμερα εξακολουθεί να είναι αίθριος και η θάλασσα γυαλί. Τώρα τον αντικρίζω πίσω από διπλό φίλτρο [2 σίτες, την μπροστινή και την πλάγια -ανατολική και νότια] και έχει μειωθεί τόσο η έντασή του, που με έκανε να βγάλω τα γυαλιά ηλίου μου. Βέβαια, αυτά ίσως δεν έπρεπε να τα είχα καν φορέσει εξαρχής, με σκοπό να αντιμετωπίσω τα πράγματα ακριβώς έτσι όπως είναι. Κι αν ακόμα το ’’είναι’’ είναι μεγάλη κουβέντα, έτσι όπως φαίνονται να είναι. Είμαι ακόμα ένα ζωντανό κομμάτι του συστήματος και ως τέτοιο έχω έρθει εδώ.

179


Δ’ ΜΕΡΟΣ: ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ ΑΦΟΔΕΥΟΝΤΑΣ Ή ΤΟ ΞΕΛΑΦΡΩΜΑ Όταν ήμουν παιδί, αλλά και λίγο αργότερα, υπήρξα τρομερά και ανυπόφορα δυσκοίλια. Ο παππούς μου, με τον οποίο παραθερίζαμε μαζί συνήθως τα καλοκαίρια σε τούτο το μέρος, θέλησε κάποια στιγμή να με βοηθήσει. Το κύριο πρόβλημα δεν ήταν η ώρα που περνούσε περιμένοντας, αλλά το πόσο πιάνονταν τα πόδια μου και τα γόνατα ακριβώς περιμένοντας τόση πολλή ώρα σε αυτή τη στάση [ενδεχομένως μερικές φορές να μου έπαιρνε και πάνω από μισάωρο]. Πήρε μια καρέκλα με μεταλλικό σκελετό και μονομερές, πλαστικό, πορτοκαλί κάθισμα και αφαίρεσε κομμάτι του καθίσματος - φτιάχνοντάς το στην ουσία στα μέτρα μου και με πλάτη, για ξεκούραση. Αυτή η καρέκλα τοποθετήθηκε σε μια από τις πλάγιες όψεις του καταλύματος. Η θέση της ήταν εκεί, δεν άλλαζε. Όποτε ήθελα, έπρεπε εκεί. Προφανώς, είχα θέα και... με είχαν θέα. Τότε το Κούρσουμλου σε σχέση με τώρα έσφυζε από ζωή. Η διπλανή μας παράγκα τουλάχιστον είχε πάντα κόσμο, μάλιστα φιλοξενούσε τότε δύο οικογένειες. Το αν εγώ έπαιζα με τα παιδιά εκείνων των οικογενειών, ανήκει σε άλλη παράγραφο, σχετική ίσως με την κοινωνικότητά μου στο Κούρσουμλου. Τι κι αν με βλέπανε; Η ανάγκη μου να ξελαφρώσω ήταν τόσο μεγαλύτερη, που αυτό περνούσε στα πολύ ψιλά γράμματα. Μάλιστα, τότε, σαν παιδί, δεν είχα ακριβώς συνειδητοποιήσει ότι όντως καταλάβαιναν τι είδους τελετουργία εξυπηρετούσε εκείνη η καρέκλα. Τα περιττώματα, όπως και να έχει, ήταν μικρά, για να είναι ευδιάκριτα από τέτοιες αποστάσεις. Κι όμως, όταν μεγάλωσα και τα ξανασκέφτηκα, ναι, το είχαν καταλάβει. Στην τελική, τούτη η πατέντα όντως έκανε δουλειά, φέρνοντας τα επιθυμητά αποτελέσματα από την πρώτη κιόλας φορά, ως και την τελευταία. Άλλωστε, ήμουν ήδη συνηθισμένη, καθώς η άλλη μου γιαγιά, στο χωριό, είχε υιοθετήσει για χάρη μου την ίδια ακριβώς πατέντα, στη μέση της κεντρικής αυλής [πολύ πιο πολυσύχναστο μέρος]. Ευγνωμονούσα τότε τον παππού μου για την ευαισθησία που επέδειξε στο πρόβλημα μου. Τι κι αν έπιανε ήλιος και ίδρωνα, τι κι αν πάλι πιανόμουν - ήταν πολύ πιο σκληρά από τη συνηθισμένη λεκάνη τουαλέτας-, τι κι αν με έβλεπαν, τίποτα δεν ήταν αρκετό για να με εμποδίσει να επισκεφθώ το αντικείμενο του πόθου μου, προφανώς, κουβαλώντας και τα απαραίτητα εφόδια [χαρτί υγείας και, ενίοτε, ένα βιβλίο].

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ #02: ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ Πρέπει να αναφέρω πως όλες εκείνες τις ώρες [αθροιστικά, είναι πολλές] αγνάντεψα ίσως όσο ποτέ στη ζωή μου ό,τι βρισκόταν απέναντι. Μελέτησα τον ουρανό και τα σύννεφα, όσο μπορούσα να τα δω, τα υλικά των απέναντι καταλυμάτων, τους κόκκους της άμμου - με την άμμο έφτιαχνα και σχήματα στα μπούτια μου. Αναγκάστηκα να αγναντέψω πραγματικά. Αν και διατηρούσα ένα και μοναδικό φόβο: μη και μέσα από την άμμο ξεπροβάλλει ένα από εκείνα τα μεγάλα μαύρα πλάσματα με τα πολλά πόδια, που δεν είναι κατσαρίδες, αλλά ίσως θα μπορούσαμε να τα συγκαταλέγουμε στα κατσαριδοειδή, και αναγκαστώ να μετακινηθώ [είτε θα το σκότωνα, είτε θα πήγαινα πιο πέρα] και έτσι, έχανα πάλι τη στάση! Και φτου και από την αρχή το αγνάντι. Δεν ήταν και κανείς άλλος κοντά, όχι ότι ντρεπόμουν, αλλά όλοι βαριόντουσαν να με περιμένουν. Μόλις έφτανε η διαδικασία στο τέλος της, πήγαινα μέσα, έβρισκα τον παππού και τον ενημέρωνα επί του θέματος κι εκείνος αναλάμβανε δράση. Μάζευε τα προϊόντα με το φτυάρι και τα παράχωνε κάπου πιο πέρα, αρκετά πιο πίσω από την παράγκα, εκεί που το υπόστρωμα είναι ανάμειξη άμμου και διαφόρων πράσινων και κίτρινων φυτών. Όχι πάντα στο ίδιο σημείο, αλλά στην ίδια περιοχή, εκείνη την περιοχή που κανείς δεν υπολόγιζε. Κάπως έτσι ξεκινάνε οι ’χωματερές’. [Αλήθεια, τι σχέση έχει το σύγχρονο Κούρσουμλου με τη διαχρονική χωματερή;] Ένα παραπάνω πρόβλημα ήταν το βράδυ. Όταν ήμουν εκεί με τον παππού και τη γιαγιά ήταν πολύ δύσκολο, σχεδόν απαγορευμένο το χέσιμο. Γιατί είχε μεγάλη διαδικασία. Έπρεπε να τους σηκώσω και να ανάψουμε κεριά. Να βγούμε έξω. Και τότε, όπου βρεις, αμολάς. Αλλά μόνο για το κατούρημα. Δε θα έπαιρνα την ευθύνη να πω θα χέσω, και να τους κρατήσω όλους ξύπνιους για ένα μισάωρο, όχι... Θα το έκανα το πρωί. Οπότε, τα πράγματα ήταν πολύ πιο εύκολα: μέναμε στα κεριά και σε μια λεκάνη [άλλο απαραίτητο αξεσουάρ τέλεσης των αναγκών]. Μας έβαζε η γιαγιά να τα κάνουμε εντός λεκάνης - και εντός σπιτιού - και μετά αυτή άνοιγε την εξώπορτα [τραβούσε το σύρτη] με το ένα χέρι και με μια δυνατή κίνηση του άλλου της χεριού δρόσιζε την άμμο. Το πρωί δεν υπήρχε τίποτα.

180


Δ’ ΜΕΡΟΣ: ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ ΦΟΥΦΟΥ Ήμασταν όλοι μαζί ένα βράδυ του καλοκαιριού, καμία εικοσαριά άτομα. Οικογένεια και φίλοι. Και γείτονες από τριγύρω. Είχαν κάνει μια αυτοσχέδια ψησταριά, από μισό θερμοσίφωνα με βάση τα πόδια ενός θρανίου και από πάνω οι σχάρες. Την ονομάζαμε μεταξύ μας φουφού. Είχαμε βάλει επάνω το κεφάλι μιας συναγρίδας κομμένο στα δυο και διάφορα άλλα ψάρια που είχαν ψαρέψει από νωρίς με τη βάρκα. Είχαν βγει τσαπαρί. Τα είχαν καθαρίσει εκεί που σκάει το κύμα σε ένα ταψάκι, αφρόψαρα, σαφρίδια, κολιοί. Με θαλασσινό νερό ξέπλυμα. Ένας φίλος έφερε και καλαμπόκια. Ο Γιωργάκης [ο μικρός μου αδερφός] ήταν δεν ήταν δυο χρονών. Όλοι τριγυρίζαμε την ψησταριά, πήγε και ο Γιωργάκης εκεί. Επειδή όμως το υπόστρωμα ήταν άμμος και δεν ήταν και ό,τι πιο σταθερό για ένα παιδί, γλίστρησε. Και κρατήθηκε από το καυτό σίδερο να μην κατρακυλήσει στην παραλία. Ίσα ίσα που το έπιασε και αμέσως έκανε φουσκάλες και εγκαύματα κυρίως στα δάχτυλα. Σε δευτερόλεπτα τον τραβήξαμε. Έκλαιγε πολύ δυνατά από τον ακαριαίο πόνο. Η πρώτη κίνηση ήταν να τον βάλουμε σε ένα μπουγέλο με γλυκό νερό -το χρησιμοποιούσαμε για να καθαρίζουμε τα πόδια μας από τη θάλασσα. Αυτό ήταν έξω από το σπίτι, πριν μπεις στη βεράντα. Όμως οι φουσκάλες είχαν ήδη δημιουργηθεί και τα χέρια του ήταν πολύ κόκκινα.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ #02: ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ Η μητέρα μου είχε πανικοβληθεί, δε μπορούσε να ηρεμήσει. Με το μπαμπά πήρανε τα κλειδιά και τον πήγαν κατευθείαν στο νοσοκομείο της Κομοτηνής. Οι υπόλοιποι μείναμε όλοι πίσω. Μέχρι να γυρίσουν, είχαμε μεγάλη αγωνία. Τότε δεν υπήρχαν και τα κινητά. Οπότε απλά φάγαμε τα ψάρια και περιμέναμε. Εκείνος συνέχεια έκλαιγε [όχι μόνο από τον πόνο, αλλά και από το φόβο του] και η μαμά για να τον ηρεμήσει, του φυσούσε αδιάκοπα τις παλάμες. Στη μέση της διαδρομής όμως άρχισε να πονάει στο στήθος. Νόμιζε ότι έπαθε καρδιά και ότι θα λιποθυμούσε. Ο μπαμπάς ευτυχώς ήταν πιο ψύχραιμος. Τη διαδρομή την έκαναν υπερβολικά πολύ γρήγορα. Στις πρώτες βοήθειες ήταν η γυναίκα του πρώτου ξαδέλφου του θείου μου, του Κυριάκου. Εκείνη καθησύχασε τη μαμά. Της είπε ότι δε θα μείνει σημάδι και να μη στενοχωριέται. Του τύλιξαν όσο περισσότερο γινόταν τα χεράκια με γάζες και ο μικρός σταμάτησε να κλαίει. Προφανώς τον ανακούφισε η αλοιφή. Του έδωσαν και ένα γάντι, να παίζει. Γύρισαν πίσω πολύ πιο χαλαροί, εφόσον και το παιδί δεν πονούσε τόσο πια. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι δεν έπρεπε επουδενί να τα βρέξει. Την επομένη, ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα και ο Γιώργος ήταν σαν το τοτέμ, με τα χέρια κοκαλωμένα, μόνιμα ψηλά. Όταν ήρθε η ώρα να κάνει μπάνιο, τον βάλαμε σε ένα σωσίβιο με καθισματάκι και τον προσέχαμε να μην τα βρέξει. Τα χεράκια του τα είχε παράλληλα με τον κορμό του και όλοι μαζί προσέχαμε να μην τα βρέξει. Εξάλλου κι αυτός δεν κρατιόταν, παιδί ήταν, οι γάζες συνεχώς του φεύγανε. Έπρεπε συχνά να κατεβαίνουμε στο νοσοκομείο για αλλαγή. Έτσι πέρασε όλο εκείνο το καλοκαίρι. Το φθινόπωρο πια, όντως δεν είχε κανένα σημάδι.

181


Δ’ ΜΕΡΟΣ: ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ ΑΧΙΝΟΣ Μία και μοναδική φορά έχω πατήσει αχινό στη ζωή μου και αυτό ήταν στο Κούρσουμλου. Σχετικά μακριά από την παράγκα μας. Ήμουν γύρω στα δέκα, αλλά το θυμάμαι πολύ καθαρά. Από τότε προσέχω πολύ να μη μου τύχει πάλι. Είχε έρθει η μαμά να μας επισκεφθεί και αποφάσισε το απόγευμα να πάει για ελληνικό καφέ σε μία φίλη της. Εκείνη είχε την παράγκα της στο τέρμα της παραλίας. Πήρε και τον μικρό μαζί της. Με ρώτησε αν θα ήθελα να πάω κι εγώ και της είπα όχι. Καθόμουν στη βεράντα και τους παρακολουθούσα να περπατάνε κατά μήκος της ακτής. Όταν είχαν σχεδόν φτάσει όμως, το μετάνιωσα. Τελικά ήθελα να πάω κι εγώ. Οπότε έπρεπε να τρέξω, να τους προλάβω. Αφήνω τον παππού και τη γιαγιά, κατεβαίνω στην παραλία και απλά τρέχω. Παράλληλα, τους φωνάζω να με περιμένουν. Δεν άκουσαν. Δεν κοιτούσα καθόλου κάτω. Όταν πια, είχα φτάσει αρκετά κοντά τους συνέβη. Τον πάτησα με όλη μου τη δύναμη. Τρέχοντας, έριξα σε εκείνο το πόδι όλο μου το βάρος και, για κακή μου τύχη, το νεκρό ζωάκι βρισκόταν ακριβώς από κάτω. Τα αγκάθια είχαν μπει πολύ βαθιά μέσα στη φτέρνα μου. Εννοείται ότι δεν τους έφτασα ποτέ. Εκείνοι άκουσαν την κραυγή που έβγαλα από τον πόνο και γύρισαν πίσω. Ο ελληνικός πήρε αναβολή. Με τα χίλια ζόρια γύρισα πίσω. Η μαμά με μάλωνε λίγο που ήμουν απρόσεκτη. Όχι πολύ, γιατί πονούσα κιόλας. Με έβαλαν να κάτσω και ξεκίνησαν να μου τραβάνε τα αγκάθια έξω. Νομίζω πως αυτό ήταν το πιο επίπονο στάδιο. Με θυμάμαι να κλαίω. Τα έβγαλαν όλα. Είχε σχεδόν νυχτώσει. Δε μπορούσα να συνηθίσω την αίσθηση του πατώματος, ούτε και τη νέα υφή του ποδιού μου. Έκανα υπομονή να περάσει. Και πέρασε όντως, αν και πήρε αρκετές μέρες. Θυμάμαι ακόμη, πόσο πολύ με είχε εκνευρίσει το δάπεδο του διαδρόμου μπετόν ήταν κι αυτό [όπως όλο το σπίτι] αλλά βοτσαλωτό. Ειδικά εκεί, είχαν ρίξει χαλικάκι μέσα. Και με ενοχλούσε αφάνταστα. Έπρεπε να πηγαινοέρχομαι στο διάδρομο πολλές φορές τη μέρα. Υιοθέτησα διάφορους τύπους περπατήματος, δε γινόταν αλλιώς. Συγκεκριμένα εκεί λοιπόν, πήγαινα μόνο κουτσό από ένα σημείο και μετά. Με επίγνωση μεν ότι ανάρρωνα, αλλά η υπομονή μου είχε εξαντληθεί. Αυτό που δε ξέρω είναι αν θυμάμαι τον πόνο τόσο αβάσταχτο και έντονο επειδή ήμουν παιδί και δεν είχα μέτρα σύγκρισης ή επειδή είναι αλήθεια πως ο πόνος, αν πατήσεις αχινό, είναι τέτοιος. Προσωπικά, δε θέλω κιόλας να το διαπιστώσω.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ #02: ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΠΙΤΑΚΙΑ ΓΙΑΓΙΑΣ Το φαγητό στο Κούρσουμλου ήταν πολύ συγκεκριμένο. Αν και είχαμε βρει τρόπο να κρατάμε τα φαγητά σε ψύξη για κάποιο χρονικό διάστημα, αυτοπεριοριζόμασταν σε πολλά φρούτα, λαχανικά και, φυσικά, ψάρια. Με κάποιες λίγες εξαιρέσεις αυτό συνέβαινε για σχεδόν όλο το καλοκαίρι. Γι’ αυτό το λόγο θυμάμαι πολύ έντονα τα πιτάκια της γιαγιάς. Ξυπνούσα το πρωί κατά τις δέκα, από μόνη μου. Σε ειδικές περιπτώσεις, το πρωινό μου ξύπνημα συνοδευόταν από μία ευωδία που κατέκλυζε όλο το σπίτι. Η γιαγιά είχε φτιάξει ζύμη και τηγάνιζε τα πιτάκια που μόνο εκείνη ήξερε. Για πρωινό. Πιο πολύ λοιπόν, η αλήθεια είναι πως μύριζε λάδι στο τηγάνι. Αλλά εγώ ήδη είχα τη γεύση τους στο στόμα μου, με το που άνοιγα τα μάτια. Σηκωνόμουν, φορούσα μαγιώ. Μια γρήγορη βουτιά. Υπό άλλες συνθήκες, θα καθόμουν κι άλλο στο νερό αλλά, στη σκέψη αυτού του πρωινού, τα έκανα όλα πέρα. Όταν επέστρεφα με τον αδερφό μου, το τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο με την πολυπόθητη πιατέλα. Μέλι ή μερέντα για γαρνιτούρα. Τα τιμούσα και τα δύο εξίσου. Νομίζω πως έτρωγα τόσα, που εκείνες τις μέρες δε μπορούσα καλά καλά να φάω για μεσημέρι. Ευτυχώς που η γιαγιά δε τα έφτιαχνε και τόσο συχνά. Όλες τις άλλες μέρες το πρωινό ήταν συμβατικό. Λίγο γάλα με δημητριακά. Ή μονάχα λίγο γάλα. Κι έτσι, καθόμουν πολύ περισσότερο στη θάλασσα και έπαιζα με τον Γιωργάκη. Καμιά φορά και τώρα ακόμα, όταν τα φτιάχνει και με προσκαλεί για φαγητό, μέσω της γεύσης έχω εικόνες από όλα εκείνα τα καλοκαίρια. Βλέπω εκείνα τα ζεστά πρωινά να περνάνε μπροστά από τα μάτια μου. Χαμογελώ.

182



Δ’ ΜΕΡΟΣ: ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ ΠΛΑΤΑΝΙΑΣ - Η ΑΛΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ Η παραλία συνόρευε με μία έκταση από αλμυρίκια σε σχετικά πυκνή βλάστηση. Εκεί χανόμασταν για ώρες με τη Στέλλα, αναζητώντας οτιδήποτε υλικό θα μας έδινε τροφή για νέες ιστορίες και περιπέτειες. Συνήθως βρίσκαμε καλοσχηματισμένα ξύλα. Σκουπίδια πλαστικά ή ρούχα. Η υπέρβαση έγινε όταν μέσα σε σωρούς, ανακαλύψαμε μία τράπουλα με πορνοστάρ. Μεγάλος θησαυρός. Τη μελετήσαμε και αποφασίσαμε να την κρύψουμε εκεί όπου κρατούσαμε τα ”λάφυρα”. Νιώθαμε μεγάλη ενοχή που είχαμε πλέον αυτό το υλικό στα χέρια μας, όμως δε θέλαμε να το αποχωριστούμε. Το κρατήσαμε. Ανάμεσα στα αλμυρίκια αυτά είχε δημιουργηθεί ένα ξέφωτο. Δε θυμάμαι πως και γιατί, αλλά εκεί αποφασίσαμε να έχουμε την έδρα μας, το δικό μας σπίτι. Εμείς τα ξαδέρφια. Θυμάμαι το τραπέζι που ήταν ένα λάστιχο με σανίδες στη μέση για την πλήρωση του κενού. Κάποια επιπλάκια τριγύρω, κάποιες σανίδες ως ράφια στο δέντρο. Ένα τύπου παραβάν από καλάμια για απομόνωση. Εκεί φέρναμε με πάθος ότι νέο βρίσκαμε για να συμπληρώσει το νέο μας σπίτι.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ #02: ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΠΛΑΤΑΝΙΑΣ - ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ Στο διάλειμμα από το παιχνίδι με τα μεγάλα κύματα, ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τις φορές που δε τολμούσαμε πια να μπούμε στη θάλασσα, επιδιδόμασταν σε παιχνίδια στην παραλία. Πέρα από τις γνωστές κατασκευές από άμμο, συνηθίζαμε να κατευθυνόμαστε στην πάνω μεριά της παραλίας, στο ύψος της ντουζιέρας, εκεί που η άμμος γινόταν πια καυτή. Καθαρή από φύκια και πετρούλες, ήταν το κατάλληλο υπόστρωμα για το ”δικό μας” παιχνίδι. ένα είδος κρυμμένου θησαυρού, κατά τη διάρκεια του οποίου συλλέγαμε μανιωδώς τα ”μαργαριτάρια” [πολύ μικρά σαν πλαστικά, στρογγυλά πραγματάκια που μάλλον προέρχονται από ένα θαλάσσιο φυτό, ή τουλάχιστον έτσι υποθέταμε] σε ότι χρώμα τα βρίσκαμε [συνήθως λευκά, ώχρα, πορτοκαλοκόκκινα, καστανά] και νικούσε όποιος έβρισκε τα περισσότερα. Ήταν εύκολο παιχνίδι δεδομένου του πλήθους τους, αλλά τελικά νικούσε ο πιο εξασκημένος στην παρατήρηση. Πρόσφατα μάζεψα ξανά αυτά τα όμορφα ΑΤΙΑ* και παρατηρούσα αυτήν την διαμπερότητα που έχουν στο φως. όχι διαφάνεια, μόνο διαμπερότητα. πιστεύω αυτό μας μάγευε σαν παιδιά. και εμένα ακόμα.

* Ο όρος Άγνωστης Ταυτότητας Ιπτάμενα Αντικείμενα [ΑΤΙΑ] ή UFΟ [Unidentified Flying Objects] αναφέρεται σε αντικείμενα τα οποία εμφανίζονται στον ουράνιο θόλο ή μερικές φορές και στο διάστημα και δεν μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε γνωστά ανθρώπινα κατασκευάσματα ή σε αντίστοιχες δημιουργίες της φύσης. Τα ΑΤΙΑ έχουν συνδεθεί εδώ και χρόνια με την ύπαρξη ευφυών όντων από άλλους πλανήτες και τις μοναδικές επισκέψεις τους στον πλανήτη μας. Κατά τη θεωρία αυτή, τα ΑΤΙΑ είναι τα μεταφορικά σκάφη [διαστημόπλοια] των εξωγήινων αυτών όντων από τον πλανήτη τους στο δικό μας ή και αλλού.

184


Δ’ ΜΕΡΟΣ: ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ #03: Η ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟΥ ΠΛΑΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΥΟΝΤΟΣ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟΥ

Η ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟΥ ΠΛΑΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΥΟΝΤΟΣ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟΥ Μία προσωπική διαδικασία που όρισε τον αποχαιρετισμό μας με το τοπίο αποτέλεσε η συλλογή δειγμάτων του τόπου, των υλικών που τον απαρτίζουν. Η συλλογή αυτή αποτελείται από τους φορείς της ταυτότητας του Κουρσουμλου, τα υλικά που ενυπήρχαν σε όλη τη διάρκεια των δράσεων του Πλάσματος. Στις x ιδιωτικές στιγμές Πλάσματος και Πρωτεύοντος Θηλαστικού, εντοπίζονται και συλλέγονται τα υλικά του τόπου, φυσικά και τεχνητά, χωρίς διακρίσεις. Υλικά του υπόβαθρου, υλικά επένδυσης, διάτρητα, καλλωπιστικά, προστατευτικά, υγρά στερεά, τελετουργικά, δομικά, υλικά της μετάβασης, υλικά στις διάφορες μορφές τους, φρέσκα, ώριμα και ξερά, σκουριασμένα, χρησιμοποιημένα ή κατεστραμμένα. Διαχωρίζονται και τοποθετούνται σε μικρά πλαστικά δοχεία [που συνήθως χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά σάλτσας φαγητού ή μυρωδικών] στα οποία ενσωματώνεται μία κίτρινη ετικέτα με τα στοιχεία του υλικού, το σημείο συλλογής, την ημερομηνία συλλογής, καθώς και, σε ορισμένες περιπτώσεις, κάποιες επιπλέον παρατηρήσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα δύο τελευταία ”υλικά”, το θαλασσινο νερό και το νερό της λίμνης, λόγω της μεταφοράς τους από το τοπίο στην υγρή τους μορφή, όπως και οι διάφορες εκδοχές των υλικών, για παράδειγμα τα φρέσκα και τα ξερα φυκια, η βρεγμένη και η στεγνή άμμος. Τέτοια ζεύγη έχουν νόημα μόνο για τη στιγμή της συλλογής. Με το χρόνο το νωπό θα γίνει στεγνό ή ξερό. Όμως θα διατηρηρθεί η γραφή που δηλώνει την κατάσταση την ημέρα της συλλογής, και με αυτήν την κατάσταση της ύλης είναι που ήρθαν σε επαφή το Πλάσμα και το Πρωτεύον Θηλαστικό.

185













ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΩΝ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ

Δύο ήρωες εξερευνούν μαζί τα όρια του Πεδίου Δοκιμών που έχουν διαλέξει. Νοιάζονται να εντοπίσουν, να παρατηρήσουν, να σημειώσουν, να απαθανατίσουν, να αλληλεπιδράσουν με ό,τι πιο ελάσσων. Ό,τι πιο ασήμαντο. Ίσως ό,τι πιο αόρατο, με την έννοια του δεδομένου. Τους ενδιαφέρουν πολύ τα υλικά [φυσικά και ανθρωπογενή], καθώς και η επιφάνεια της γης. Ό,τι έχει υπόσταση είναι μέρος του πειράματος. Προσπαθούν να δώσουν απάντηση στο κατά πόσο οι αλληλεπιδράσεις αυτές μπορούν να τροφοδοτήσουν νέους συνειρμούς, αλλά και να τροποποιήσουν στοιχειωδώς το περιβάλλον, προκειμένου δυνητικά, να έρθουν νέοι εξερευνητές με σκοπό να αφήσουν ίχνη επάνω στα ίχνη. Με αυτόν τον τρόπο, το γεωδάπεδο και ό,τι αυτό φέρει στον κάθετο άξονα μετατρέπεται σε ένα συνεχή καμβά παρεμβάσεων, είτε αυτόματων είτε βασισμένων σε όποιου τύπου συλλογισμούς. Είναι φανερή η πεποίθησή τους: τίποτα εκ του μηδενός δεν είναι πλέον απαραίτητο. Τα ήδη δημιουργημένα είναι αρκετά για σκέψεις, πειραματισμούς και τροποποιήσεις. Ακόμα και για την κάλυψη κάθε ζωτικής ανάγκης, σε ένα πεδίο με ελάχιστη δόμηση [με την χαλαρή έννοια] και με ελάχιστες παροχές. Αυτή η πεποίθηση δε μπορεί παρά να αποκτά και ισχυρή αρχιτεκτονική ενσάρκωση. Η δράση, και στην περίπτωσή μας, η δράση του Πλάσματος, αποτελεί ένα χωρικό γεγονός σε αυτό το Πεδίο Δοκιμών, που υπό αυτό το πρίσμα θα μπορούσε να θεωρηθεί αρχιτεκτονικό συμβάν. Μία αναθεώρηση των χρήσεων του εδάφους, του βασικού υλικού ενός τόπου. Οι ιδιαίτεροι σχηματισμοί του ορίζουν τις νέες αυτές στοχαστικές ή ενεργητικές παρεμβάσεις, μία άλλη πλευρά της αρχιτεκτονικής, που απασχολείται με το υπάρχον απόθεμα. Οι δύο ήρωες μας αποτελούν ένα δίπολο που δε γίνεται να σπάσει – ο ένας επικεντρώνεται στη δράση και ο άλλος στη δημοσιοποίηση αυτής. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο το έργο τους έχει χαρακτήρα αδιαμφισβήτητα επιτελεστικό [performative]. Η δημοσιοποίηση είναι τόσο σημαντική, όσο και η ίδια η δράση διότι μόνο μέσω αυτής θα επιτευχθεί ο στόχος που τέθηκε παραπάνω – η γέννηση της σπίθας νέων συνειρμών. Άρα και η συνέχεια του έργου και μετά την ολοκλήρωσή του. Οι δυο τους μέσα στο Πεδίο Δοκιμών βρίσκονται σε έκσταση* [εκ-στάση], προβάλλονται δηλαδή, εκτός εαυτού [Χρόνος και αχρονικότητα, Πέτρος Χαρτοκόλλης]. Αποσυνδέουν τον εαυτό τους από την αίσθηση του χρόνου, για να επιτρέψουν την επιλογή της σύνδεσης του εαυτού με μία από τις τρεις διαστάσεις του χρόνου: το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αυτή η αποσύνδεση από τον εαυτό, και η αναγωγή των δράσεων στα βασικά ζωώδη/ πλασματικά ένστικτα, προσφέρει μια νέα δημιουργικότητα. ”Aν κάθε σύστημα χρειάζεται ανά διαστήματα επανεκκίνηση, τότε εμείς είμαστε αυτοί που θα πρέπει να πατήσουμε το κουμπί. Επιστρατεύοντας το ανεδαφικό του οράματος και την αγωνία της υπόθεσης, ας διαβάσουμε την αρχιτεκτονική σαν ένα κείμενο χωρίς σημεία στίξης, ανοιχτό σε μετατροπές και διαφορετικά νοήματα. Αντικείμενα, κτίρια, υποδομές, τοπία –όλα ερείπια, [...]– θα αναγνωρίζονται ως πεδία σημείων πολλαπλής έκβασης. [...] ” [Rimenidis, Yorgos, HERSTORY FOR THE FUTURE] Το Πεδίο Δοκιμών Κούρσουμλου, κατά τα πλασματικά συμβάντα, δέχεται μία αλλαγή στο ρυθμό του, που επηρεάζει την ιδιο-ρρυθμία του [το δικό του εσωτερικό ρυθμό], την αρχιτεκτονική του.

*έκσταση η [ékstasi] : 1.[φιλοσ.] η κατάσταση κατά την οποία το πνεύμα αποχωρίζεται πλήρως από τον κόσμο των αισθήσεων και έτσι επικοινωνεί άμεσα και ταυτίζεται με το Θεό 2. η παθητική κατάσταση στην οποία περιέρχεται το πνεύμα, όταν απορροφάται πλήρως από μια μόνο ισχυρή εντύπωση [θαυμασμού, κατάπληξης κτλ.] ή μια μόνο σκέψη: Πέφτω σε ~. Θρησκευτική ~.Bυθίστηκε σε μια μελαγχολική ~. [λόγ. < ελνστ. εκστα(σις) -ση, αρχ. σημ.: `ταραχή της σκέψης΄ & σημδ. γαλλ. extase < υστλατ. extasis < ελνστ. εκστασις]

197



ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΩΝ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Αλεξιάς, Γεώργιος, Κοινωνιολογία του σώματος, Από τον ”άνθρωπο του Νεάτερνταλ” στον ”εξολοθρευτή”, επιμέλεια σειράς: Φώτιος Αναγνωστόπουλος, Γιώργος Αλεξιάς, εκδόσεις Πεδίο, 2011 2. Αυγητίδου Αγγελική/ Στυλίδης Ιορδάνης, Μεταφορά Αναμνήσεων, cannot not design publications, Θεσσαλονίκη 2009 3. Κοτιώνης, Ζήσης, Μορφοποιητική : σωματικά ενεργήματα στο τοπίο, Αθήνα - Βόλος : Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας, 2007 4. Κουτσερής, Ευστάθιος, Περιοχές προστασίας και κοινωνικής συναίνεσης στην ελλάδα: το παράδειγμα της θεσσαλίας, εκδόσεις Ερωδιός, Αθήνα 2006 5. Χαρτοκόλλης, Πέτρος, Χρόνος και αχρονικότητα, Παραλλαγές της χρονικής εμπειρίας: Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2006

ΞΕΝΌΓΛΩΣΣΑ /// ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΈΝΑ 1. Borges, Jorge Luis [Χόρχε Λουίς Μπόρχες], Το βιβλίο της άμμου, μτφ: Σπύρος Τσακνιάς, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1982 2. Borges, Jorge Luis [Χόρχε Λουίς Μπόρχες], Το βιβλίο των φανταστικών όντων, μτφ: Σπύρος Τσακνιάς, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1982 3. Butler, Cornelia/ Tsai, Eugenie, [επιμέλεια], Robert Smithson, The Museum of Contemporary Art, Los Angeles, University of California Press, 2004 4. Calvino, Italo [Ίταλο Καλβίνο], Κάτω απ’ τον ιαγουάρο ήλιο, μτφ: Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1994

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 9. Handke, Peter, Περί κοπώσεως, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1994 10. Kundera, Milan [Μίλαν Κούντερα], Η βραδύτητα, μτφ: Σεραφείμ Βελέντζας, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2007 11. Haraway, Donna J., Simians, Cyborgs, and Women: The Reinvention of Nature, Routledge/ New York, 1991 12. Haraway, Donna J., When Species Meet, Posthumanities, Volume 3, University of Minnesota Press, Minneapolis, London 13. Jeffrey, Kastner [επιμέλεια], Land and environmental art, London : Phaidon, c1998 14. Kundera, Milan [Μίλαν Κούντερα], Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, μτφ: Κατερίνα Δασκαλάκη, εκδόσεις Εστία , Αθήνα 2004 15. Laxness, Halldór Kiljan [Χάλντορ Λάξνες], Και τα ψάρια τραγουδούν, μτφ: Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2013 16. Levi-Strauss, Claude, Άγρια σκέψη, μτφ: Καλπουρτζή Εύα, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1977 17. Lovecraft, Howard Phillips, Η ανώνυμη πόλη και άλλες ιστορίες, μτφ: Γιώργος Μπαλάνος, εκδόσεις: Locus 7 - Άλλωστε, Αθήνα 2006 18. Norberg-Schulz, Christian, Genius Loci, Το Πνεύμα του Τόπου, Για μία Φαινομενολογία της Αρχιτεκτονικής, μτφ: Μίλτος Φραγκόπουλος, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε. Μ. Π. , Αθήνα 2009 19. Urbain, jean-didier [ζαν-ντιντιέ ουρμπάιν], Στην ακροθαλασσιά, μτφ: Τίνα Πλύτα, εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα 2000 20. Simmel Georg, Ritter Joachim, Gombrich E. H. Ernst Hans , Το τοπίο, μτφ: Γιώργος Σαγκριώτης, Λευτέρης Αναγνώστου, Νίκος Δασκαλοθανάσης, εκδόσεις Ποταμός , Αθήνα 2004

5. De Botton, Alain [Αλαίν ντε Μποττόν], Η τέχνη του ταξιδιού, μτφ: Γιάννης Ανδρέου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2006

21. Smithson, Robert, A Tour of the Monuments of Passaic, New Jersey, 1967

6. Deleuze, Gilles/ Guattari, Felix, Καπιταλισμός και σχιζοφρένεια : ο αντι-Οιδίπους, μτφ: Καίτη Χατζηδήμου, Ιουλιέτα Ράλλη,[Αθήνα] : Ράππα , 1977

22. Smithson, Robert, The Collected Writings, Jack Flam [επιμέλεια], University of California Press, 1996

7. Deleuze, Gilles/ Guattari, Felix, Κάφκα. Για μια ελάσσονα λογοτεχνία, μτφ: Κωστής Παπαγιώργης, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1998

23. Stoner, Jill, Toward a minor architecture, The MIT Press, USA, 2012

8. Foucault, Michel, The order of things, An Archaeology of the Human Sciences, μτφ: Les Mots et les choses, εκδόσεις Vintage Books, A Division of Random House, Inc., New York

24. Turpin, Etienne [επιμέλεια], Anthropocene, Encounters Among Design, Deep Time, Science and Philosophy, OPEN HUMANITIES PRESS, An imprint of Michigan Publishing University of Michigan Library, Ann Arbor, 2013 25. Πετράρχης, Η ανάβαση στο όρος Βεντού, μτφ: Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, εκδόσεις Άγρα, 2008

199


ΠΕΔΙΟ ΔΟΚΙΜΩΝ ΚΟΥΡΣΟΥΜΛΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΕΡΓΑ Μανωλίδης, Κώστας/ Καναρέλης, Θεοκλής [επιμέλεια], Η διεκδίκηση της υπαίθρου, Φύση και κοινωνικές πρακτικές στη σύγχρονη Ελλάδα, Αιμιλία Αθανασίου, Βασίλης Βαμβακάς, Γιώργος Βλάχος, Γεωργία Γεμενετζή, Κωνστάντιος Δασκαλάκης, Δέσποινα Ζαβράκα, Θεοκλής Καναρέλης, Κλεοπάτρα Καραλέτσου - Πασιά, Ελένη Κοβάνη, Ζήσης Κοτιώνης, Γιώργος Κουτούπης, Ορέστης Κωνσταντάς, Ανδρέας Λαμπρόπουλος, Λεωνίδας Λουλούδης, Κώστας Μανωλίδης, Κωστής Μασούρας, Ελένη Παναγούλη, Λόης Παπαδόπουλος, Ζάχος Ε. Παπαζαχαρίου, Αρετή Σακελλαρίδου, Πασχάλης Σαμαρίνης, Νίκος Σκουτέλης, Γιάννης Σταθάτος, Γιάννης Σχίζας, Φώτης Τερζάκης, Όλγα Τουλούμη, Γιώργος Τριανταφυλλίδης, Πάρις Τσάρτας, Ευαγγελία Χατζηκωνσταντίνου, Δήμητρα Χατζησάββα, εκδόσεις Ίνδικτος, 2009

ΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ 1. Μιχαλάκου Στέλλα , Τοπιογραφία : τα νοήματα της ζωγραφικής του ”φυσικού χώρου” ...... ως τη land art, επόπτριες καθηγήτριες Γυιόκα Λία, Βασιλάκη Μαρία, Πτυχιακή εργασία -- Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος 2003. 2. Νουκάκης Γιώργης, Κραυσίδωνας - Ζώνη Επαφής, επιβλέποντες καθηγητές: Γιαννίση Φ., Τζιρτζιλάκης Γ., Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας 2. Ντουρουντάκη Ναταλί , Κατασκευή αντικειμένου στον Σύλλογο Χειμερινών Κολυμβητών ”Νηρέα” : ανάλυση-καταγραφή-τεκμηρίωση της περιοχής χειμερινών κολυμβητών, επιβλέποντες καθηγητές Ζ. Κοτιώνης, Μ. Παπαδημητρίου, Πτυχιακή εργασία -- Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος 2012

ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΑΝΘΡΩΠΟΚΑΙΝΟΣ http://www.anthropocene.info/en/home http://globaia.org/portfolio/cartography-of-the-anthropocene/ http://www.hkw.de/anthropocene http://openhumanitiespress.org/architecture-in-the-anthropocene.html http://www.tovima.gr/world/article/?aid=324175#ixzz0kOmk1xVD http://www.tovima.gr/science/technology-planet/article/?aid=488010 http://www.tovima.gr/science/article/?aid=299449 http://ngm.nationalgeographic.com/2011/03/age-of-man/kolbert-text/1

LAND ART http://www.robertsmithson.com/index_.htm http://www.richardlong.org/

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ http://time-culture.net/with-john-berger-in-the-field/ http://www.localhistories.org/toilets.html http://www.iatronet.gr/iatriko-lexiko/kwma.html http://www.chronopoulos.gr/products/genikes-arkhes-metegkheiretikes-odegies

VIDEOGAMES https://www.wizards.com/DnD/Default.aspx

ΒΙΟΤΟΠΟΣ http://www.epamath.gr/

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ Ντομάνσκα, Εύα, Ξεπερνώντας τον ανθρωποκεντρισμό στις ιστορικές σπουδές, μτφ: Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Ελευθεροτυπία - 31/10/2008 ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ, Ο Υπερρεαλισμός από σημερινή σκοπιά, Πρωτοδημοσιεύθηκε σε συντομευμένη μορφή στο Δέντρο, τχ. 165-166 (φθινόπ. 2008) 13-18 & σε αναπτυγμένη μορφή στο περιοδ. Φιλόλογος, τχ. 138 (Οκτ.-Δεκ. 2009) 1209-1222, σελ. 1-2 http://users.sch.gr/afroath/downloads/YPERREALISMOS.pd

PAPERS 1. Παυλίδης, Σπυρίδων, Ο Γεωλογικός Χρόνος, Αλλαγές στη Γη και τους Ζωικούς Οργανισμούς. 2. Ogden, Jane, Psychosocial Theory and the creation of the Risky Self, Department of General Practice UMDS, London University, 80 Kennington Road, London SEI l 6SP, England 3. Rimenidis, Yorgos, HERSTORY FOR THE FUTURE, α’ δημοσίευση στο Pieterjan Grandry (ed.), What is the future of architecture? (Berlin: Crap Is Good, 2012), 206-213.

ΣΥΝΕΔΡΙΑ/ BOOKLETS 1. Τhe anthropocene or the work is going well, part 1, 1882 woodbine street 2. Τhe anthropocene project: An opening, HKW [Haus der Kulturen der Welt], January 10-13, 2013 Αλιευτική Διαχείριση Λιμνοθαλασσών στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας & Θράκης, Δρ. Μάνος Κουτράκης & Δρ. Αργύρης Καλλιανιώτης, Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας, Ινστιτούτο Αλιευτικής Έρευνας [ΙΝΑΛΕ], Νέα Πέραμος, Καβάλα

ΑΡΧΑΙΑ ΣΤΡΥΜΗ

Εκλαϊκευμένος Οδηγός Αναγνώρισης Ειδών Λίμνης Ισμαρίδας και Λιμνοθαλασσών Ροδόπης, επιμέλεια Γιώργος Εμφιετζής, ΦΟΡΕΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΔΕΛΤΑ ΝΕΣΤΟΥ ΒΙΣΤΩΝΙΔΑΣ-ΙΣΜΑΡΙΔΑΣ

http://rodopinews.gr/5448 http://hellas.teipir.gr/Thesis/Pol_Thrace/greek/ionian/stryme.htm ---

Γνωρίζοντας τους Υγρότοπους, Εθνικό Πάρκο Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, λίμες Βιστωνίδα-Ισμαρίδα, Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων.

200



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.