Η μετάβαση ως χώρος

Page 1







ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ (ΜΕΤΑ)ΚΙΝΗΣΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΝΟΜΑΔΙΣΜΟΣ ΧΩΡΟΣ & ΧΡΟΝΟΣ ΝΟΜΑΔΟΛΟΓΙΑ ΣΚΗΝΗ ΔΟΜΗ ΣΩΜΑ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΥΠΟΜΟΝΗ ΕΔΑΦΟΣ ΒΙΩΜΑ ΙΧΝΗ “ΑΠΟΛΥΤΗ ΚΙΝΗΣΗ” ΠΑΤΡΙΔΑ ΔΙΚΤΥΑ ΣΤΑΣΗ ΟΡΙΟ

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ (ΦΙΛΤΡΑ) ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΕΙΚΟΝΩΝ

9 11

13 15 19 21 23 25 27 31 33 37 39 41 43 45 47 49 51 55 59

Η ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΤΑΣΗΣ ΝΕΟΝΟΜΑΔΙΣΜΟΣ ΥΠΟΔΟΜΗ ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΙ ΥΠΟΓΕΙΟ ΑΤΟΜΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ ΜΝΗΜΗ ΣΥΜΠΥΚΝΩΣΗ ΕΝΑΕΡΙΟ

63

65 67 71 75 79 83 85 89 93 95 97 101

111 129 132

107

7


8


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το θέμα της παρούσας ερευνητικής εργασίας αναφέρεται στη σχέση της ανθρώπινης κίνησης και της ακινησίας με τον ίδιο το χώρο, αστικό και μη, και τις μορφές που αυτός λαμβάνει ανάλογα με το είδος της μετάβασης. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τις κινήσεις μας στον σύγχρονο κόσμο είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τις υποδομές που μεσολαβούν για την πραγματοποίηση τους. Το ενδιαφέρον της υποδομής έγκειται στο ότι ενώ φαίνεται συνώνυμη της ακινησίας περιέχει στη δομή της και την κίνηση που προσδίδει νόημα στη χρήση της. Η έννοια της κίνησης μέσα από την υποδομή παρουσιάζει μια αντίφαση στον συσχετισμό της σταθερότητας με τις ροές κίνησης. Ωστόσο αυτή γίνεται ευκολότερα κατανοητή με μια αναδρομή στις ελάχιστες υποδομές που φιλτράρουν τις κινήσεις, καθώς σε μεγάλο μέρος του πλανήτη μας οι ανθρώπινες μεταβάσεις διεξάγονται εκτός του πλαισίου του δομημένου χώρου. Μέσα από τον νομαδικό κόσμο, όπου η μετακίνηση δεν περιορίζεται σε ρόλο διεκπεραιωτικής ανάγκης αλλά ανάγεται σε τρόπο ζωής, γίνεται πιο ολοκληρωμένα κατανοητή η αρχική φύση της κίνησης στον αδόμητο χώρο. Ο νομαδισμός συνιστά ουσιαστικά μια διαφορετική οπτική της σχέσης ανάμεσα στην στάση-υποδομή και την μετάβαση-κίνηση. Η εξέλιξη ωστόσο των μέσων μεταφοράς και η αλλαγή των αναγκών μετακίνησης μέχρι σήμερα τροποποίησαν σημαντικά τον χαρακτήρα της μετάβασης και υπαγορεύουν τη δημιουργία των οικείων μας μεταφορικών υποδομών. Ο ρόλος που διαδραματίζουν οι υποδομές όπως το μετρό και τα αεροδρόμια στον σύγχρονο νομαδισμό που διαμορφώνεται αποβαίνει καθοριστικός για την ταυτότητα των μεταβάσεων μας. Ο πολυπρογραμματικός χαρακτήρας των υποδομών αυτών ενσωματώνει αφ’ενός χαρακτηριστικά της έντονης καθημερινότητας της πόλης και αφ’ετέρου προσδίδει μια νέα δυναμική στην αντίληψη για το ταξίδι και το χώρο γενικότερα ως ακίνητο υποδοχέα κινήσεων. Η προσέγγιση του θέματος μεθοδολογικά βασίζεται καταρχάς στην μετάβαση από τη σύγχρονη αντίληψη περί των μεταφορικών υποδομών στο παρελθόν της ανθρώπινης μετακίνησης σε παγκόσμιο επίπεδο σε σχέση με τον χώρο και έπειτα στην επιστροφή στο παρόν των μεταβάσεων και κυρίως την αναπόσπαστη σύνδεση τους με τις αντίστοιχες υποδομές. Η μελέτη του θεματικού πεδίου αντιμετωπίζεται συνολικά μέσα από τα επιστημονικά πεδία της φιλοσοφίας, της κοινωνιολογίας, της ανθρωπολογίας και της αρχιτεκτονικής, πλαίσια στα οποία υπάγεται η σχέση μεταξύ του ανθρώπου και της κίνησης του στον χώρο. Εστιάζοντας στα κυριότερα αίτια που καθορίζουν τις μετακινήσεις διαχρονικά, την αντιμετώπιση του χώρου από τον άνθρωπο που μετακινείται τακτικά, τη σχέση του χώρου με τον χρόνο και τις αλληλεπιδράσεις των παραπάνω στη διαμόρφωση των κοινωνικών δομών και των αστικών προγραμμάτων διαχρονικά, επιχειρείται να αποδοθεί πληρέστερα ο συσχετισμός της κινητικότητας με την σταθερή εγκατάσταση και κατά συνέπεια με τις μεταφορικές υποδομές.

Η δομή του θέματος στηρίζεται επίσης σε αναφορές μεταξύ άλλων σε κείμενα των Gilles Deleuze, Félix Guattari και Marc Augé σχετικά με το φιλοσοφικό υπόβαθρο των μετακινήσεων και την ελάχιστη οικειοποίηση του χώρου, Gregory Cowan, Labelle Prussin και Paul Oliver για τον νομαδισμό και τις πρώτες, ελάχιστες υποδομές από ανθρωπολογική, εθνολογική και κοινωνιολογική σκοπιά, Jean Paul Rodrigue και Patrick Joyce για τα σύγχρονα μεταφορικά συστήματα και τις αστικές υποδομές που διαδραματίζουν εξέχοντα ρόλο στις μετακινήσεις Marc Augé και Alain de Botton στις αντιλήψεις των ταξιδιωτών για τις μεταφορικές υποδομές και τα βιώματα τους σε αυτές που αποδίδουν τη μετάβαση μέσα από το σύγχρονο πρίσμα της, την τέχνη του ταξιδιού.

9




12


(ΜΕΤΑ)ΚΙΝΗΣΗ

Η καθημερινή εμπειρία του ανθρώπου συγκροτείται από πλήθος παραστάσεων, οπτικών και ακουστικών, που εισπράττει από τη βίωση του χώρου στον οποίο βρίσκεται μέσα από την κίνηση. Το αστικό-δομημένο περιβάλλον διέπεται από συνεχείς και επαναλαμβανόμενες κινήσεις στο σύνολο του πλαισίου του. Μέσω αυτών, πριν ή και μετά από αυτές επιτελούνται πράξεις και διαδικασίες συνυφασμένες με τη ζωή σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο. Η μετάβαση από ένα σημείο του χώρου σε ένα άλλο εκλαμβάνεται συνήθως ως μια ενδιάμεση κατάσταση που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε διεργασίες που διεξάγονται βάσει συγκεκριμένων αναγκών και χρονοδιαγραμμάτων. Η ύπαρξη αξόνων κίνησης και διαδρομών στο χώρο όμως δεν συνιστά απλώς το κενό μεταξύ δομημένων σημείων ούτε σύστημα με αποκλειστικά διεκπεραιωτικό χαρακτήρα. Μέσα από τις μετακινήσεις διοχετεύονται και διανέμονται άνθρωποι στο χώρο που μέσα από τον σκοπό, την αρχή και τον προορισμό κάθε διαδρομής προσδίδουν ιδιαίτερη ταυτότητα στις κινήσεις τους. Οι μετακινητικές ροές παρουσιάζουν εξαιρετική πολυμορφία. Ανάλογα με τον προορισμό, το μέσο, τον τρόπο και τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται αποκτούν διαφορετικές πυκνότητες, συχνότητες και ταχύτητες. Αποτυπώνονται στον αδόμητο χώρο και παρεμβάλλονται στο δομημένο διαμορφώνοντας μέσα από την πολυμορφία τους όχι μόνο τη συγκρότηση του αλλά και τη χρήση του. Είτε κυκλοφορώντας με τα πόδια για την κάλυψη μικρών αποστάσεων, είτε χρησιμοποιώντας κάποιο μέσο όπως το αυτοκίνητο ή το αεροπλάνο για την διάνυση μεσαίων και μεγάλων αποστάσεων, οι διαδρομές διαμορφώνονται παράλληλα και σε πλήρη αλληλεπίδραση με τα προγράμματα των αστικών περιοχών. Ακόμη και όταν η κίνηση δεν διεξάγεται στον φυσικό χώρο αλλά στον εικονικό μέσω εξελιγμένων μέσων επικοινωνίας και του διαδικτύου, τα δίκτυα ροής της κίνησης και της πληροφορίας εξαπλώνονται σε παγκόσμιο επίπεδο για να υποστηρίξουν την μετάδοση τους. Σε κάθε περίπτωση όμως οι μετακινήσεις οδηγούν κάπου και οδηγούνται από κάποιον ώστε να αποπερατωθεί ένας στόχος διαφορετικός από αυτές. Το άτομο συνδέεται με τη διαδρομή που εκτελεί και κατ’επέκταση τη μετακίνηση με τον ίδιο τρόπο που έχει για αυτό σημασία ο προορισμός και ο λόγος της μετάβασης. Η αιτιολογία της διαδρομής ανάγει την μετάβαση σε στοιχείο καθοριστικό για τον άνθρωπο και το χώρο χωριστά αλλά και συνδέοντας τους μεταξύ τους. Μέσα από τη λογική της, η (μετα)κίνηση φέρει σε επαφή το άτομο με όλα τα στοιχεία του χώρου (έδαφος, θάλασσα, αέρα), ίσως με τον πλέον πρωτογενή τρόπο σύνδεσης του ανθρώπου με το περιβάλλον του.

Διάγραμμα 1: Απλή μετακίνηση από ένα σημείο του χώρου σε ένα άλλο

13


14


ΔΙΑΔΡΟΜΗ

Η μετάβαση, οποιασδήποτε μορφής κι αν είναι και με οποιοδήποτε μέσο κι αν εκτελείται, αποδίδει στον αντίστοιχο χώρο συγκεκριμένο χαρακτήρα. Πολύ περισσότερο όμως τονίζεται από τα σημεία τα οποία συνδέει ή περιλαμβάνει. Αν με βάση τη γεωμετρία ληφθεί υπόψην ότι από δύο σημεία διέρχεται μόνο μια ευθεία, κάθε διαδρομή ενώνει δύο θέσεις. Επομένως περισσότερα διακεκριμένα σημεία του χώρου συνδέονται με δίκτυα διαδρομών στα οποία εκτελούνται μετακινήσεις. Τα σημεία αυτά ορίζουν την σημασία και τη μορφή των μεταβάσεων και ταυτόχρονα αλληλεπιδρούν με αυτές. Σημείο και γραμμή, στάση και διαδρομή συνιστούν ένα φαινομενικά αντιθετικό αλλά ουσιαστικά συμπληρωματικό δίπολο. Χωρίς την ύπαρξη τους η διαδρομή παύει να υφίσταται και η μετακίνηση στερείται του νοήματος της. Ακόμη και στην περίπτωση όμως που η στάση δεν αποτελεί δομημένο χώρο οπότε ο προορισμός υπάρχει χωρίς όμως να εμφανίζεται στο χώρο, αυτός νοηματοδοτεί επαρκώς την εκάστοτε μετακίνηση ώστε να μην θεωρηθεί αυτοσκοπός. Στον σύγχρονο αστικό χώρο οι μετακινήσεις συνυπάρχουν με τις στάσεις τις οποίες εξυπηρετούν. Οι σταθμοί αυτοί αποτελούν σημεία επιτέλεσης εργασιών που συνήθως έχουν συλλογικό χαρακτήρα. Η συγκρότηση χώρων για την παραγωγή έργου που είτε αποσκοπεί στην οικονομική ανάπτυξη είτε στην εξυπηρέτηση βασικών βιοτικών αναγκών αποδίδει την έννοια της υποδομής.1 Χωρίς να συνιστά άμεσο παραγωγικό μέσο, η υποδομή αποτελεί τη βάση για τη δημιουργία έργου. Κάθε πρόγραμμα στο δομημένο χώρο και κυρίως στον αστικό εκφράζεται και υλοποιείται μέσα από την δημιουργία υποδομών όπως κυβερνητικά κτήρια, νοσοκομεία, βιομηχανικές μονάδες, εμπορικά κέντρα και διαμετακομιστικοί σταθμοί. Η ύπαρξη αυτών των δομών με ιδιαίτερο χαρακτήρα αναβαθμίζει αυτομάτως και τις μεταξύ τους συνδέσεις. Τα δύο αυτά στοιχεία συναποτελούν τον πυρήνα κάθε αστικού προγράμματος και είναι αλληλένδετα μεταξύ τους. Η παράλληλη λειτουργία τους αφ’ενός είναι απαραίτητη για την εύρυθμη λειτουργία των υποδομών και αφ’ετέρου αναβαθμίζει τον ρόλο των μεταβάσεων και συνεπώς των μεταφορών στον σύγχρονο κόσμο αφού η σύνδεση κατοικίας και εργασίας παύει να βρίσκεται στο επίκεντρο των μετακινήσεων. Οι υποδομές ωστόσο δεν λαμβάνουν θέσεις ως σημεία μόνο στην αρχή και στην απόληξη κάθε μετάβασης. Διαχρονικά αλλά πολύ περισσότερο στην εποχή μας, μεταξύ των σημείων που ορίζουν κάθε διαδρομή υπάρχουν και άλλες θέσεις από τις οποίες διέρχεται. Η διαφορά μεταξύ τους έγκειται στο ότι τα πρώτα αποτελούν προορισμούς διαδρομών και ορίζουν το πλαίσιο της εκάστοτε μετακίνησης ενώ τα δεύτερα λειτουργούν ως ενδιάμεσες στάσεις, απαραίτητες για την διεξαγωγή της μετάβασης. Πρόκειται για σημεία που προσελκύουν κινήσεις, τις συγκεντρώνουν, τις φιλτράρουν, τις ταξινομούν και τις αναδιανέμουν εκ νέου στον χώρο. Η λειτουργία τους είναι άμεσα συνδεδεμένη με την κίνηση και κατά παράδοση εξαντλείται σχεδόν αποκλειστικά σε αυτή.

1

(Μπαμπινιώτης, 2008)

15


16


Οι στάσεις αυτές αποτελούν μεταφορικές υποδομές, επιφορτισμένες με τη διευκόλυνση των μετακινήσεων ανάλογα με το μέσο με το οποίο πραγματοποιούνται. Σε αυτές συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων υποδομές πιο απλές στη λειτουργία τους και κατά συνέπεια και στη δομή τους, όπως αυτοκινητόδρομοι, αλλά και πιο σύνθετες, όπως λιμάνια, αεροδρόμια και σιδηροδρομικοί σταθμοί. Ειδικότερα οι τελευταίες εισάγουν τη διάσταση της υποδομής ως περίκλειστου χώρου, δηλαδή ως απόλυτα δομημένου χώρου με δεδομένη τη διαφορετική φύση και κλίμακα των μεταφορικών μέσων που εξυπηρετούν. Ως υποδομές δεν συμβάλλουν στην άμεση αναγωγή της μετάβασης σε έργο με έντονα παραγωγικό χαρακτήρα. Ο δρόμος οποιασδήποτε μορφής όμως αποδίδει μια διάσταση της υποδομής περισσότερο λιτή και οριακή, επιτελώντας τον ρόλο του στον απολύτως απαραίτητο βαθμό. Η λειτουργία του εξυπηρετεί μετακινήσεις περισσότερο παροδικές και στιγμιαίες ως προς τον χώρο που καταλαμβάνει δίνοντας την εντύπωση μιας υποδομής απαραίτητης μεν αλλά και λιγότερο διακριτής σε σχέση με την ίδια την κίνηση. Η ακινησία της υποδομής ως χώρου γίνεται ένα με την ανθρώπινη κινητικότητα. Με αυτό το δεδομένο ο δρόμος και η μετακίνηση σχεδόν ταυτίζονται. Η σταδιακή απομείωση της βαρύτητας της υποδομής μεταφοράς τείνει ορισμένες φορές να την εξαφανίζει στην ανθρώπινη αντίληψη. Διαφορετικές σκέψεις πραγματοποιούν ο επιβάτης στο αεροδρόμιο και ο χρήστης του δρόμου για τον αντίστοιχο χώρο και σε καμία περίπτωση άσχετες με το μεταφορικό μέσο που πρόκειται να χρησιμοποιήσουν. Η τάση παράλειψης διανοητικά του δρόμου, της βασικότερης μεταφορικής υποδομής που ουσιαστικά υπαγορεύει με τη γραμμικότητα της κάθε είδος κίνησης, συχνά τον απεξαρτά από την μετακίνηση. Παρότι στο σύγχρονο δομημένο περιβάλλον με την πληθώρα μεταφορικών υποδομών αυτή η προσέγγιση φαίνεται άστοχη, σε διαφορετικά χωρικά πλαίσια η διαδρομή δεν αποτυπώνεται με υλικό τρόπο στο χώρο αλλά απλά υπονοείται από την ίδια την κίνηση. Σε χώρους ελάχιστα επηρεασμένους από τον τεχνικό πολιτισμό και την οικοδομική ανάπτυξη όπως η έρημος, οι μετακινήσεις δεν γίνονται αντιληπτές παρά μόνο κατά την εκτέλεση τους, χωρίς να σημαδεύουν το τοπίο. Ακόμη και όταν η μοναδική υποδομή για μετακίνηση είναι το έδαφος, η κίνηση προσδίδει στην υλικότητα του χώρου μια άυλη αλλά απόλυτα ζωντανή κατάσταση.

Διάγραμμα 2: Μετάβαση από ένα σημείο σε ένα άλλο μέσω μιας ενδιάμεσης στάσης

17


18


ΥΠΟΒΑΘΡΟ

Σε μεγάλες εκτάσεις του πλανήτη, ο χώρος παραμένει αξιοσημείωτα ανεπηρέαστος από την ενεργή τεχνική παρέμβαση. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες πραγματοποιούνται ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε υποδομές εφόσον περιορίζονται στην εξυπηρέτηση στοιχειωδών αναγκών. Αντίστοιχα και οι μετακινήσεις διεξάγονται χωρίς την μεσολάβηση μεταφορικών υποδομών καθώς πραγματοποιούνται με απλούστερα μεταφορικά μέσα, κυρίως ζώα. Η σχεδόν απόλυτη έλλειψη υποδομών καθιστά την κίνηση πλήρως ανεξάρτητη. Το έδαφος καθίσταται απλώς μια επιφάνεια τόσο επαρκής όσο απαιτείται για την εκτέλεση της μετακίνησης. Η μετάβαση αξιοποιεί ουσιαστικά ως υποδομή τον ίδιο τον χώρο που την φιλοξενεί. Με τον τρόπο αυτό το τοπίο, παρά την υλικότητα του, γίνεται αντιληπτό ως ένα στοιχείο αυτονόητο από μόνο του και αποστασιοποιημένο από τις κινήσεις του ανθρώπου σε αυτό, με αποτέλεσμα να μην αποτελεί υποδομή με την κλασική έννοια του όρου. Αντιθέτως αποκτά έναν χαρακτήρα διανοητικής, θεωρητικής υποδομής που παρέχει το απαραίτητο πεδίο για τις διαρκείς μετακινήσεις των ανθρώπων. Σε αυτή την αντίληψη βρίσκεται ενδεχομένως ο πυρήνας της ιδέας της υποδομής που σταδιακά συμπυκνώθηκε στο δομημένο χώρο και απέκτησε πιο συγκεκριμένο χαρακτήρα κατά περίπτωση. Παρά το γεγονός ωστόσο ότι αναφέρεται στην υποδομή ως συνοδευτικό και ενδεχομένως συμπληρωματικό στοιχείο της κίνησης, δεν εστιάζει στην ελάχιστη και συνεπώς περιορισμένη χωρικά υποδομή, που συνήθως αντιπροσωπεύει την κατοίκηση, αλλά στο γενικότερο χωρικό πλαίσιο των μεταβάσεων.

Διάγραμμα 3: Το έδαφος ως υπόβαθρο μετακίνησης

19


20


ΝΟΜΑΔΙΣΜΟΣ

Η επιφάνεια του εδάφους αποτελεί στην περίπτωση αυτή το πεδίο για τη επιτέλεση μετακινήσεων με ιδιαίτερα αυξημένη χωρική πυκνότητα και χρονική συχνότητα. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά υποδηλώνουν ότι η κίνηση αποτελεί δραστηριότητα τόσο ουσιώδη που ανάγεται τελικά σε τρόπο ζωής. Η προσέγγιση αυτή, σε συνδυασμό με την σχεδόν ολοκληρωτική έλλειψη οποιουδήποτε τύπου υποδομών σχηματοποιεί τον άνθρωπο εκείνο που ζει μετακινούμενος συνεχώς στον χώρο, αλλάζοντας τακτικά θέσεις, δηλαδή τον νομά. Ο νομάς σε ατομικό επίπεδο μπορεί να περιγραφεί ως αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, αλλά μετακινείται από τόπο σε τόπο, χωρίς να εγκαθίσταται πουθενά μόνιμα. Αντίστοιχα όμως ως νομάς μπορεί να συμπεριφέρεται κι ένας ολόκληρος πληθυσμός ή και λαός, όντας εκείνος που δεν είναι εγκατεστημένος κάπου μόνιμα, αλλά περιπλανάται από τόπο σε τόπο και κυρίως για να βρει βοσκοτόπια, δηλαδή νομή, για τα κοπάδια που εκτρέφει.2 Ο τρόπος με τον οποίο οι νομάδες αντιμετωπίζουν την καθημερινότητα τους ως ένα πλέγμα κινήσεων και τον χώρο ως την ελάχιστη υποδομή για την επιβίωση τους γέννησε στο παρελθόν το φαινόμενο του νομαδισμού. Παρότι η κίνηση αποτελεί θεμελιώδη διαδικασία της νομαδικής ζωής δίνοντας την εντύπωση του αυτοσκοπού, ο νομαδισμός εξ ορισμού αιτιολογεί αυτή την πρακτική. Η αναφορά στη σημασία των αναγκαίων που εντοπίζονται στο χώρο μέσω της κίνησης αποτελεί την βασικότερη αιτία των νομαδικών μεταβάσεων, συμπληρωμένη από σειρά φυσικών χαρακτηριστικών του χώρου που θέτουν ουσιαστικούς περιορισμούς στη διαδικασία αυτή. Η διαρκής μετακίνηση λειτουργεί για τους νομάδες ως κανόνας επιβίωσης ή ως βέλτιστος τρόπος εξασφάλισης των αναγκαίων για την επιβίωση ανάλογα με τον χώρο στον οποίο βρίσκονται και ο οποίος, στην περίπτωση τους, υπόκειται σε γεωφυσικούς και κλιματολογικούς παράγοντες που τον καθιστούν ένα αφιλόξενο περιβάλλον.3 Οι περισσότεροι νομαδικοί λαοί, πολλοί από τους οποίους απαντώνται μέχρι και τις μέρες μας, διαβιούν σε θερμότερα και γενικά ξηρά κλίματα, αναδεικνύοντας ουσιαστικά και τις πλέον διαδεδομένες φυσικές προκλήσεις του νομαδικού χώρου. Σε ένα τόσο δυσμενές περιβάλλον, οι άνθρωποι των περιοχών αυτών αναγκάζονται να ζουν ως νομάδες των οποίων οι μετακινήσεις καθορίζονται από την συχνότητα των βροχών, την αποδοτικότητα των βοσκότοπων και την τοποθεσία πηγών νερού απαραίτητων για τους ίδιους και τα κοπάδια τους. Η ιστορία των νομάδων όπως την κατέχουμε μέχρι σήμερα έχει γραφθεί και συντηρηθεί σχεδόν αποκλειστικά από μόνιμα εγκατεστημένους πληθυσμούς. Η ευθυγράμμιση της ‘εγκατάστασης’ και κατά συνέπεια της υποδομής με τον ‘πολιτισμό’ έχει εξελιχθεί ιστορικά με τρόπο τέτοιο που η μονιμότητα της εγκατάστασης να θεωρείται περισσότερο προηγμένη σε σύγκριση με την νομαδική ζωή. Η γενική απουσία υποδομών στον νομαδικό κόσμο, δηλαδή απτών, υλικών σημείων αναφοράς στον χώρο οδήγησε στην αντίληψη ότι οι νομάδες δεν θεωρείται ότι έχουν ιστορία αλλά γεωγραφική μνήμη4 στην οποία εγγράφονται γεγονότα, παραδόσεις και συνήθειες που γραμμικά περνούν από γενιά σε γενιά.

Διάγραμμα 4: Νομαδική ζωή και κίνηση (Μπαμπινιώτης, 2008) (Gluckman, 1965, σ. 118) 4 (Deleuze Gilles, Guattari Félix, 2010, σ. 62) 2 3

21


22


ΧΩΡΟΣ & ΧΡΟΝΟΣ

Σε όλες τις περιπτώσεις οι νομάδες διακρίνονται όχι μόνο από τις ίδιες τις μετακινήσεις τους στον χώρο αλλά και τα χαρακτηριστικά και τις παραμέτρους που τις διέπουν. Εκτός από τη σκοπιμότητα της νομαδικής κινητικότητας που βασίζεται καταρχήν στην ανάγκη5 και σε διαχρονικό επίπεδο αποκτά και χαρακτήρα ουσιώδους συνήθειας, ο χώρος και ο χρόνος διαδραματίζουν καθοριστικά ρόλο στις μεταβάσεις των νομάδων. Δεδομένων των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν σε ιδιαίτερα δύσκολα περιβάλλοντα, οι νομάδες πραγματοποιούν τμηματικά μετακινήσεις περιορισμένης έκτασης στον χώρο, καλύπτοντας διαδοχικά συγκεκριμένες αποστάσεις σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα. Ο χωρικός περιορισμός των μεταβάσεων στον νομαδικό χώρο συνεπάγεται αυτομάτως ότι κάθε νομαδικός πληθυσμός διαβιεί εντός συγκεκριμένης έκτασης χώρου και διεξάγει τις μετακινήσεις του εντός αυτής. Λαμβάνοντας υπόψην σταθερά στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος ως οδηγούς και σημεία αναφοράς, οι νομάδες γνωρίζουν χονδρικά το εύρος της περιοχής που μπορούν να καλύψουν μετακινούμενοι χωρίς να παρεκκλίνουν των διαδρομών που εμπειρικά ακολουθούν. Οι παροδικές εστίες παραμονής τους αντιπροσωπεύουν πυρήνες κίνησης για τον περιβάλλοντα τους χώρο οπότε οι αντίστοιχες μεταβάσεις εκτείνονται σε αποστάσεις που επιτρέπουν αφενός την σύντομη επιστροφή στη βάση και αφετέρου την μετακίνηση σε νέα εντός ενός ορισμένου χώρου. Η νομαδική κίνηση δεν είναι ανεξάρτητη της στάσης αλλά αντιθέτως καθορίζεται και διαμορφώνεται από αυτή. Στον χωρικό καθορισμό των νομαδικών μεταβάσεων προστίθεται και ο παράγοντας του χρόνου, ιδιαίτερα όσον αφορά την πλειοψηφία των νομάδων που ασχολούνται με την εκτροφή ζώων. Οι νομάδες κτηνοτρόφοι για παράδειγμα δεν αλλάζουν θέσεις τυχαία λόγω των φυσικών πιέσεων αλλά ακολουθούν συγκεκριμένες χωρικές ροές. Η μετακίνηση τους είναι συνήθως εποχική, άρα περιοδική και καθορισμένη χρονικά. Παράλληλα προσδιορίζεται και χωρικά αφού ακολουθούν συγκεκριμένες διαδρομές, που τείνουν να λαμβάνουν την μορφή τροχιών που συγκεντρώνουν και απελευθερώνουν επιμέρους ροές κίνησης. Οι νομάδες ουσιαστικά ακολουθούν τις τροχιές αυτές προκειμένου μετά από ένα χρονικό διάστημα να επιστρέψουν σε σημεία οικεία σε αυτούς. Η πρακτική αυτή επωφελείται της φυσικής αναδόμησης του περιβάλλοντος, όπως αναγέννηση της βλάστησης των βοσκότοπων, το οποίο μπορούν εκ νέου οι νομάδες να αξιοποιήσουν. Οι φυσικοί, χωρικοί και χρονικοί περιορισμοί διαμορφώνουν τη φύση των μεταβάσεων των νομάδων με τρόπο τέτοιο που επηρεάζουν οργανωτικά τους τρόπους μετάβασης. Οι κλιματολογικές συνθήκες για παράδειγμα αποτελούν την μεγαλύτερη πρόκληση για τους κτηνοτρόφους νομάδες, κυρίως την χειμερινή περίοδο για όσους ζουν στις στέπες και την καλοκαιρινή περίοδο για όσους ζουν στην έρημο. Ο χώρος ως πεδίο εφαρμογής των μετακινήσεων και ο χρόνος ως παράγοντας μεταβολών στον χώρο προσαρμόζουν τις ανθρώπινες μετακινήσεις στις ανάγκες που παρουσιάζονται και στις δυσκολίες του περιβάλλοντος λειτουργώντας περιοριστικά και τελικά εναρμονίζουν πλήρως τις κινήσεις με τον χώρο. Παράμετροι όπως η περιοδικότητα και η συχνότητα των κινήσεων από χρονικής άποψης και η πυκνότητα τους από χωρικής άποψης συμβάλλουν στην καλύτερη διάταξη των κινήσεων στον χώρο και την οργάνωση των μεταβάσεων όσο και της καθημερινότητας των νομάδων που είναι άμεσα συνδεδεμένη με αυτές. Παρά το γεγονός ότι εκ πρώτης όψεως μοναδική υποδομή αποτελεί ο ίδιος ο ελεύθερος χώρος που φιλοξενεί νομάδες, η φαινομενική αοριστία του εύρους του, που μπορεί κατά προσέγγιση να περιοριστεί βιωματικά από τους ίδιους νομάδες μέσα από τις μετακινήσεις τους, δεν καθιστά αόριστες και τις κινήσεις αλλά προσδιορίζει με σχετική ακρίβεια διαδρομές ζωτικής σημασίας για τους ανθρώπους που ζουν από την κίνηση.

Διάγραμμα 5: Εναλλακτικές διαχειρίσεις κινήσεων και στάσεων σε σχέση με το χρόνο 5

(Deleuze Gilles, Guattari Félix, 2010, σ. 43)

23


24


ΝΟΜΑΔΟΛΟΓΙΑ

Η οριακή ζωή των νομάδων, που μετακινούμενοι διαρκώς προσπαθούν να επιβληθούν στον ελεύθερο χώρο, συνιστά μια κατάσταση ξένη για τους μονίμως εγκατεστημένους πληθυσμούς. Οι μεταβάσεις τους σε αφιλόξενες περιοχές του κόσμου, σε φυσικά περιβάλλοντα ανεπηρέαστα από ανθρώπινες παρεμβάσεις και συνεπώς απαλλαγμένα από ανθρωπογενή στοιχεία, τους καθιστά παρουσίες ενός εξωτερικού, ασυνήθιστου χώρου. Η εξωτερικότητα του νομαδισμού δεν έχει μόνο υλική υπόσταση στην καθημερινότητα των νομάδων αλλά επηρεάζει κατ’αναλογία και την ανθρώπινη σκέψη. Ο όρος νομαδολογία (nomadology) εμφανίζεται καταρχάς στην μετάφραση του γαλλικού όρου που εισήγαγε ο Gilles Deleuze, nomadologie. Η τοποθέτηση αυτή προάγει την αντιμετώπιση του νομαδισμού όχι μόνο ως ανθρώπινη πρακτική αλλά πολύ περισσότερο μέσω μιας φιλοσοφικής οπτικής. Ο Deleuze, χρησιμοποιώντας τον όρο ‘νομαδική σκέψη’ περιγράφει τον τρόπο σκέψης εκτός κι απέναντι από τα θεσμικά ή ευρέως θεσμοθετημένα όρια. Συγκεκριμένα ο Deleuze ερμηνεύει τη σκέψη αυτή ως μηχανή πολέμου, πολιορκητικό κριό και τελικά νομαδική δύναμη που διαρριγνύει τα όρια της συμβατικής σκέψης.6 Οτιδήποτε ξένο σε συμβατικές καταστάσεις και αντιλήψεις μπορεί επομένως να θεωρηθεί εξωτερικό σε σχέση με αυτές και συνεπώς “νομαδικό”. Κατ’αναλογία και οι ίδιοι νομάδες θεωρούνται ‘ξένοι’ ή ‘άλλοι’, εξωτερικοί παράγοντες που παραμένουν αμύητοι και ανοίκειοι. Σε έναν χώρο όπως ο νομαδικός όπου απουσιάζουν τα σταθερά ανθρωπογενή σημεία αναφοράς και συνεπώς και οι υποδομές, οι νομάδες κινούνται με μεγαλύτερη ελευθερία στον χώρο πέρα από τους όποιους περιορισμούς και συνεπώς αντιμετωπίζουν διαφορετικά το περιβάλλον τους. Γίνεται με τον τρόπο αυτό αντιληπτή η διαφορετική αντιμετώπιση του χώρου από διαφορετικές ομάδες ανθρώπων. Ο ανοιχτός χώρος οργανώνεται με την διαρκή μετακίνηση, χωρίς υλική αρχή και τέλος ή προφανή στόχο.7 Αγνοώντας την ύπαρξη ουσιαστικών υλικών ορίων και με διευρυμένη κυριολεκτικά και μεταφορικά οπτική του ορίζοντα απελευθερώνεται το διανοητικό υπόβαθρο των νομάδων. Η ίδια η έμφυτη τάση τους στη μετακίνηση και τη μετάβαση από ένα σημείο σε ένα άλλο δεν επωφελείται μόνο από το χώρο αλλά και από το χρόνο. Η διαρκής κίνηση εξαιτίας αλλά και πέρα από τις μεταβολές στο χώρο λόγω της ροής του χρόνου αποτελεί και μια προσπάθεια αντίστασης στη φυσική φθορά. Αποφεύγοντας τους φυσικούς κινδύνους και καλύπτοντας τις ανάγκες τους χωρίς να διατηρούν μακροπρόθεσμα σταθερές θέσεις, οι νομάδες επιχειρούν να επιβιώσουν και μέσα στο χρόνο όσο το δυνατόν λιγότερο επηρεασμένοι από αυτόν. Οι μετακινητικές ροές των νομάδων δεν υπόκεινται σε σαφείς χωροχρονικούς περιορισμούς ούτε σε μια απόλυτα τακτική επαναληψιμότητα. Η επανάληψη δεδομένων διαδρομών ανά τακτά χρονικά διαστήματα και η επιστροφή σε θέσεις στις οποίες έχουν βρεθεί και στο παρελθόν καταργεί κατά κάποιον τρόπο τη ροή του χρόνου επαναφέροντας προϋπάρχουσες καταστάσεις. Ακόμη και η ίδια η νομαδική ζωή, επιβιώνοντας ανά τους αιώνες μέχρι τις μέρες μας έχοντας επηρεαστεί ελάχιστα από τον τεχνικό πολιτισμό, διατηρεί σχεδόν ακέραια χαρακτηριστικά και αξίες που τη διέπουν διαχρονικά παραμένοντας εξωτερικό στοιχείο του δομημένου χώρου.

Διάγραμμα 6: Αδόμητο και δομημένο περιβάλλον αλληλοπαρεμβάλλονται

6 7

(Cowan, 2002, σσ. 10-11)

(Deleuze Gilles, Guattari Félix, 2010, σσ. 3-5)

25


26


ΣΚΗΝΗ

Σε έναν χώρο πανταχόθεν ελεύθερο όπως για παράδειγμα η έρημος, η έννοια της υποδομής φαντάζει εκ πρώτης όψεως ασύμβατη. Ζώντας μέσα από τη συνεχή κίνηση και αναπτύσσοντας τις δραστηριότητες τους συναρτήσει διαρκώς μεταβαλλόμενων καταστάσεων, οι νομάδες αντιμετωπίζουν ως κύρια υποδομή τους το ίδιο το έδαφος. Οι ενδιάμεσες των μεταβάσεων τους στάσεις δεν είναι συνυφασμένες για τους ίδιους με τις υποδομές. Η προσαρμοστικότητα ωστόσο του νομαδισμού στη μεταβλητότητα του περιβάλλοντος δεν μπορεί να περιοριστεί απλώς στην κίνηση και κατά συνέπεια δεν είναι απόλυτη. Οι φυσικοί παράγοντες που καθορίζουν την νομαδική ζωή, με κυριότερους τις καιρικές μεταβολές, παρακάμπτονται σε μεγάλο βαθμό από τις μετακινήσεις αλλά δεν παύουν να την επηρεάζουν σημαντικά. Παρά το γεγονός ότι οι περιοχές που κατοικούνται από νομάδες ανά τον κόσμο παραμένουν φυσικές και σχεδόν ανεπηρέαστες από τον άνθρωπο, η επιβίωση του ανθρώπου συνεπάγεται την προστασία του από ακραίες κλιματολογικές συνθήκες και άγρια ζώα. Η αναγκαιότητα της εύρεσης τροφής και των απολύτως απαραίτητων αγαθών για την επιβίωση που υπαγορεύει την μετακίνηση συναντά την αναγκαιότητα της προστασίας του ανθρώπου από το δυσμενές περιβάλλον του. Κατά συνέπεια οι νομάδες δεν εξασφαλίζουν μόνο μέσα στο χώρο στον οποίο περιδιαβαίνουν τη διαβίωση τους αλλά έχουν ανάγκη κι από χώρο εντός αυτού του χώρου προκειμένου να ζήσουν. Η κατασκευή χώρου από τον νομά δεν συνιστά κατάργηση της κινητικότητας του αλλά απλώς ένα απαραίτητο συμπλήρωμα της. Ο ίδιος ο νομαδισμός συνιστά ιδιαίτερη περίπτωση μετακινητικής πρακτικής σε σχέση με τις υποδομές καθώς διαθέτει την απόλυτη χωρική λιτότητα αλλά φιλοξενεί παράλληλα στο χώρο του και την ελάχιστη μορφή υποδομής που αποκτά ταυτότητα λόγω της κινητικότητας. Η παρουσία του είναι απαραίτητη διότι λειτουργώντας ως στάση προσφέρει τόσο ένα προσωρινό κατάλυμα όσο και ένα ελάχιστο σημείο αναφοράς για την επόμενη μετάβαση του. Ο άμεσος συσχετισμός της κίνησης με το χώρο-στάση-κατάλυμα αποδεικνύει την εισαγωγή της νομαδολογίας και επακόλουθα της νομαδικής σκέψης στην υποτυπώδους κλίμακας αρχιτεκτονική των νομάδων. Χωρίς να καταφεύγουν σε καμία περίπτωση στην κατασκευή έστω και των απλούστερων συμβατικών υποδομών, η κινητικότητα τους εισάγει στην αρχιτεκτονική την χωρική έννοια της οριζοντιότητας και την χρονική έννοια της εφημερότητας. Η εφημερότητα αποτελεί ίσως το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του νομαδισμού και αποτέλεσμα της διαρκούς κινητικότητας. Ο αόριστος χαρακτήρας που αποκτά ο χρόνος συνάδει πλήρως με τον ασαφώς καθορισμένο χώρο. Η δε οριζοντιότητα συνδέεται στενά με την φύση ενώ η καθετότητα σχετίζεται με την ανέγερση του τεχνητού. Σε αντίθεση με την συμβατική αρχιτεκτονική που στηρίζεται σε μια κάθετη ιεραρχία στοιχείων που εκτείνεται από τα θεμέλια μέχρι την οροφή για να δημιουργήσει δομές με μόνιμο και στατικό χαρακτήρα, η νομαδική αρχιτεκτονική καταργεί κάθε είδους ιεραρχία σε έναν οριζόντιο χώρο όπου η βαρύτητα αποκτά καθαρά συμβολικό χαρακτήρα.8 Στην περίπτωση των νομάδων η οριζοντιότητα τονίζει περισσότερο την συμβίωση και την συνύπαρξη του ανθρώπου με τη φύση.

8

(Cowan, 2002, σσ. 23-24)

27


28


Η οριζοντιότητα και η εφημερότητα αποτελούν τις βάσεις για τη δημιουργία χώρου συμβατού με τη φύση του νομαδισμού και τις ανάγκες των ανθρώπων. Οι μετακινούμενες φυλές χρησιμοποιούν και συντηρούν τη σκηνή ως το μόνο είδος υποδομής που φέρουν μαζί τους. Η σκηνή αντιπροσωπεύει επιπλέον όχι απλώς τη μόνη αλλά και την ελάχιστη σε κλίμακα υποδομή που μεταφέρουν οι νομάδες, εξυπηρετώντας ως μοναδική λειτουργία την προσωρινή κατοίκηση. Χωρίς να συμβάλλει με τον ίδιο τρόπο που οι μεταφορικές υποδομές υποστηρίζουν τις σύγχρονες ανθρώπινες μετακινήσεις, η σκηνή παραμένει εξαιρετικά ουσιώδης για τις νομαδικές μεταβάσεις γιατί αποτελεί το φίλτρο τους. Εφόσον κάθε θέση στην οποία τοποθετείται η σκηνή συνιστά μια νέα αφετηρία μετακίνησης, η σκηνή εξυπηρετεί ταυτοχρόνως την ζωή των νομάδων και την κίνηση ως το βασικότερο στοιχείο της. Επιπλέον συνιστά τον ιδανικό συμβιβασμό μεταξύ της απαραίτητης ελευθερίας κίνησης και της κατ’επέκταση της απαραίτητης φορητότητας της κατασκευής. Η επιζητούμενη ευκολία στη μετακίνηση όχι μόνο των ανθρώπων αλλά και της δομής που τους συνοδεύει καταδεικνύει τόσο την λιτότητα της νομαδικής ζωής όσο και την ουσιαστικότητα των μεταβάσεων. Αλλά και ο ίδιος ο χαρακτήρας των νομάδων ενσωματώνεται στη σκηνή. Η αυξημένη αντοχή της σε φυσικές δυσκολίες όπως οι ανεμοπιέσεις και οι βροχές είναι χαρακτηριστικά που διαθέτουν με παρεμφερή τρόπο και οι άνθρωποι που τη χρησιμοποιούν. Οι νομάδες ενσωματώνονται στο περιβάλλον τους και συναποτελούν με αυτό μια ενιαία οντότητα στη δική τους αντίληψη αλλά και στη συλλογική ανθρώπινη μνήμη. Κατ’αντιστοιχία, η σκηνή αποτελεί αδιάσπαστη ενότητα με τους ανθρώπους και το χώρο στον οποίο βρίσκεται. Η ιδέα αυτή εντείνεται απο την οριζοντιότητα και την εφημερότητα της δομής της που καθιστά διακριτική και ήπια την παρουσία της στην έρημο, τη στέπα ή οποιοδήποτε άλλο νομαδικό χώρο. Η χωρικότητα που αποκτά η σκηνή ως οριακά επαρκές προστατευτικό του ανθρώπου από τις απειλές του φυσικού περιβάλλοντος και συνεπώς ως ελάχιστο διαχωριστικό ενός ανθρωπογενούς εσωτερικού χώρου από τον φυσικό εξωτερικό χώρο δεν αλλοιώνει τον χαρακτήρα της ανθρώπινης μετακίνησης. Η οριακότητα της σκηνής ως δομής τονίζει εκ νέου τη σημασία του ίδιου του εδάφους ως μετακινητικής υποδομής. Εκτός αυτού η σκηνή εισάγει με στατικό τρόπο χαρακτηριστικά του χώρου που γίνονται αντιληπτά κατά τη διάρκεια της κυκλοφορίας στο τοπίο. Στην πραγματικότητα το χωρικό πλαίσιο της κίνησης επαναλαμβάνεται στο εσωτερικό, επιτείνοντας την εντύπωση του χώρου μέσα σε έναν χώρο και συντηρώντας τη γεωγραφική μνήμη του ανθρώπου. Με τον τρόπο αυτό η μετακίνηση συνοδεύει τους νομάδες σε κάθε έκφανση της καθημερινότητας τους, ακόμα και στα χρονικά διαστήματα που σταθμεύουν προσωρινά στις σκηνές τους.

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΙΑ

ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ

ΒΟΡΕΙΑ ΑΦΡΙΚΗ

Διάγραμμα 7: Βασικές τυπολογίες νομαδικών σκηνών ανά τον κόσμο

29


30


ΔΟΜΗ

H εμφανής νοηματική σύνδεση της μετάβασης με τη σκηνή καθιστά την τελευταία κατά κάποιον τρόπο μέρος της κίνησης. Όντας μια ελαφριά κατασκευή που ταυτόχρονα διαφυλάσσει την ζωή του ανθρώπου και τον συνοδεύει όταν μετακινείται, αποτελεί έναν εύκολα μεταφερόμενο χώρο που ουσιαστικά γίνεται ένα με εκείνους που την μεταφέρουν, μια μονάδα ενός μετακινούμενου συνόλου. Από τη μια πλευρά η σκηνή (μετα)φέρει τα ελάχιστα απαραίτητα είδη διαβίωσης των νομάδων, όπως τρόφιμα, είδη ρουχισμού και εργαλεία αλλά και την αντίληψη τους για το εκάστοτε τοπίο που τους περιβάλλει και τον κόσμο. Από την άλλη πλευρά (μετα)φέρεται από τους νομάδες ως απαραίτητη δομή για να στηθεί σε όποια θέση εκείνοι κρίνουν απαραίτητη βάσει των καιρικών συνθηκών, της χλωρίδας και της πανίδας κάθε περιοχής από την οποία διαβαίνουν. Με τον τρόπο αυτό, η σκηνή φέρει και φέρεται εξαιτίας των αναγκών που δημιουργεί το περιβάλλον και συνεπώς οι κινήσεις που αυτό επιβάλλει. Παρότι ο φυσικός χώρος καθορίζει τις μεταβάσεις, η μετακίνηση με τη σειρά της καθορίζει τη μορφή και τη χρήση της σκηνής ως στάσης-καταλύματος, δηλαδή η κίνηση υπερισχύει του τεχνητού χώρου και ενσωματώνεται σε αυτόν. Ουσιαστικά η κινητικότητα εγκαθιδρύει μια μοναδική σχέση με τον χώρο, τόσο τον φυσικό όσο και τον τεχνητό. Μέσω αυτής, ο τεχνητός χώρος που την φιλτράρει προκύπτει από τον φυσικό και αμφότεροι σχηματοποιούν ο ένας τον άλλο. H φορητότητα της σκηνής γίνεται εμφανής από την ίδια τη δομή της. Ως η πλέον συνδεδεμένη με την παροδική διαμονή αλλά και ως αρχαιότερη υποδομή κατοίκησης γενικότερα, η σκηνή έχει αναχθεί σε ένα διαχρονικά αρχετυπικό μοντέλο κατοίκησης, τουλάχιστον για τους ανθρώπους της ερήμου. Δεν αναπαριστά απλώς την κατοίκηση, που εκ των πραγμάτων έχει δευτερεύουσα σημασία στη νομαδική ζωή, αλλά ένα στοιχείο που περιλαμβάνει ένα ολοκληρωμένο σύστημα ζωής που αναπτύσσεται οριζόντια στον χώρο και παράλληλα αποτελεί μια από τις αρχαιότερες και διαχρονικότερες αρχιτεκτονικές τυπολογίες όλων των εποχών. Οι σκηνές και τα καταφύγια των νομάδων μπορεί να φαίνονται απολύτως στοιχειώδη και λιτά αλλά είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά όσον αφορά το κλίμα. Η καταλληλότητα τους σχετίζεται με την παροδικότητα τους καθώς κάθε εγκατάσταση τους σε οποιονδήποτε χώρο δοκιμάζει στο μέγιστο τις αντοχές τους.

Διάγραμμα 8: Διαδικασία ανέγερσης νομαδικής σκηνής

31


32


ΣΩΜΑ

Το χρονικό διάστημα που οι νομάδες περνούν μέσα στις σκηνές τους μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο από αυτό κατά το οποίο μετακινούνται ανάλογα με τη συγκυρία και τη σφοδρότητα των φυσικών μεταβολών. Είναι όμως υπεραρκετό για να προσδώσει στη σκηνή χαρακτήρα που σχετίζεται έμμεσα με την κίνηση μέσω μιας προσωρινής ακινησίας και τη σχέση του σώματος με τον χώρο. Η αντίληψη των σχέσεων αυτών εισάγεται στην ίδια τη διαρρύθμιση της σκηνής και τους συμβολισμούς της και συνήθως αποτυπώνεται στον εσωτερικό χώρο με όρους προσανατολισμού και κίνησης. Οι πρακτικές αυτές διαφέρουν ανάλογα με τη φυλή και τη γειτνίαση της περιοχής με άλλες ευνοημένες ή μη κλιματικά περιοχές. Ο εσωτερικός χώρος διακρίνεται σε 2 βασικά τμήματα, ένα ανδρικό και ένα γυναικείο, που συμπαρασύρουν και τις αντίστοιχες καθημερινές διεργασίες κάθε φύλου. Συνήθως ο ανδρικός τομέας τοποθετείται στην πλευρά της σκηνής που θεωρείται περισσότερο επίφοβη σχετικά με οποιουδήποτε είδους εξωτερικούς κινδύνους, αντίληψη που στους λαούς της στέπας παραπέμπει στον δυτικό προσανατολισμό ενώ στους λαούς της ερήμου περισσότερο συχνά στο βόρειο. Αντίστοιχα ο γυναικείος τομέας λαμβάνει τις αντίθετες πλευρές, ανατολική και νότια κατά περίπτωση. Στον κάθε τομέα το αντίστοιχο φύλο αποθηκεύει τα προσωπικά του αντικείμενα, τα σκεύη και τα σύνεργα των καθημερινών εργασιών του ενώ στο όριο ή την ενδιάμεση ζώνη που σχηματίζεται βρίσκεται ο χώρος του ύπνου. Η χωροθέτηση αυτή επηρεάζεται άμεσα από τα σημεία του ορίζοντα και την κίνηση του ήλιου, βασικές παραμέτρους των μεταβάσεων όχι μόνο για τους νομάδες αλλά για κάθε απλοποιημένη μετακίνηση του ανθρώπου. Περισσότερο όμως υποδεικνύει μια σαφή σωματοποίηση του χώρου που αντικατοπτρίζεται σε κάθε στοιχείο και σημείο της σκηνής. Η παραπομπή αυτή αφορά καταρχήν τον σκελετό της κατασκευής, αφού τα δομικά στοιχεία της σκηνής και η είσοδος της παρομοιάζονται κατ’αντιστοιχία με την σπονδυλική στήλη και το ανθρώπινο κεφάλι. Επιπροσθέτως το σχήμα της σκηνής αντιπροσωπεύει τον εξωτερικό χώρο, όχι μόνο ως μια επανάληψη του αλλά ως μια συμπυκνωμένη μικρογραφία του όπου κυριαρχεί η ανθρώπινη άποψη του κόσμου. Η νομαδική κοσμοθεωρία σχετικά με τη σημασία της σκηνής στην απεραντοσύνη του κόσμου κορυφώνεται με την αντίληψη ότι ο εξωτερικός χώρος αντιπροσωπεύει τον κίνδυνο ενώ ο εσωτερικός χώρος της σκηνής προστατεύει και προσφέρει ασφάλεια στον ένοικο του. Αυτή η αντίθεση όμως ανάμεσα στις δύο εκφάνσεις του χώρου σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί τη σημασία της μετακίνησης στο χώρο. Οι εν μέρει συγγενικές αναγκαιότητες της εύρεσης πόρων και αγαθών και της προστασίας από τις εξωτερικές απειλές συγκλίνουν στην ανάγκη της επιβίωσης. Ταυτόχρονα όμως μεταφράζονται αντίστοιχα στις μετακινήσεις στον εξωτερικό, ελεύθερο χώρο και τις κινήσεις μέσα και γύρω από τον εσωτερικό, προστατευτικό χώρο. Η συνύπαρξη του φυσικού χώρου και του ανθρωπογενούς που εμπεριέχεται σε αυτόν δημιουργεί μια οριακή ισορροπία ικανή να υποστηρίξει με απόλυτη επάρκεια το πλαίσιο των αέναων μετακινήσεων των νομάδων. Η σκηνή αποτελεί κατά συνέπεια και μια σημαντική συμβολική κατασκευή, καθώς πέρα από το ότι εκφράζει την κατοίκηση ως έναν τρόπο ζωής περισσότερο στενά συνδεδεμένο με την φύση, αναφέρεται και στο ιδανικό της ελευθερίας. Ο άνθρωπος μπορεί να κινείται και να ρυθμίζει την ζωή του στον χώρο, έστω και εν μέρει κατά βούληση, αφού οι περιορισμοί

33


34


που προκύπτουν προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από το φυσικό περιβάλλον κι όχι από τον ανθρώπινο παράγοντα. Ουσιαστικά αντιπροσωπεύει την ιδανική δημοκρατική μορφή του ανθρώπου που είναι αυτόνομος και ανεξάρτητος.9 Μέσα από την μετακίνηση της στον χώρο καθίσταται φορέας κοινωνικών αξιών και νοοτροπιών, οι οποίες ακριβώς λόγω της έλλειψης σταθερής θέσης διαβίωσης είναι συνυφασμένες στην αντίληψη των νομάδων με την σκηνή προκειμένου αυτές να διατηρηθούν αναλλοίωτες στον χρόνο. Ο χώρος της σκηνής εξοικιώνει τον άνθρωπο με το περιβάλλον του και παράλληλα υπενθυμίζει την θέση του ανθρώπου μέσα στο φυσικό περιβάλλον.

Διάγραμμα 9: Ο συσχετισμός του σώματος με τα σημεία του ορίζοντα επιδρά στη διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου της σκηνής

9

(Cowan, 2002)

35


36


ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ

Η σκηνή επομένως δεν αποτελεί απλώς μια χωρική δομή με απόλυτα συγκεκριμένο λειτουργικό προσανατολισμό. Αποτελώντας μια μονάδα δεν διαθέτει μόνο μετακινητική κατεύθυνση αλλά δημιουργεί και περιγράφει πλέγματα ανθρώπινων σχέσεων στο χώρο, αποκτά δηλαδή και άμεσα κοινωνική διάσταση. Οι νομαδικοί πληθυσμοί, μετακινούμενοι σε ομάδες, μικρές αλλά επαρκείς αριθμητικά για την επιβίωση τους, βασίζονται αυτομάτως σε ένα μοντέλο συλλογικής αλληλεγγύης. Οι κοινές ανάγκες τους αποτελούν ένα ισχυρό συγκολλητικό στοιχείο που κρατά ενωμένους τους νομάδες. Η κοινωνική εγγύτητα συνεπάγεται και χωρική εγγύτητα, γεγονός που γίνεται εμφανές ήδη από τη συγκροτημένη ομαδική μετακίνηση τους σε εκτεταμένες περιοχές του πλανήτη. Αποτυπώνεται στο χώρο όμως και στην σχετική τοποθέτηση των σκηνών κάθε οικογένειας μεταξύ τους. Ιδιαίτερη σημασία έχει η συγκέντρωση των καταλυμάτων σε μικρές ενδιάμεσες αποστάσεις αλλά και η διάταξη τους. Σε μετακινούμενες κοινωνίες, όπως αυτές των Βεδουίνων και των Μογγόλων, το επίκεντρο ως κοινωνική μονάδα είναι η ομάδα κι όχι το άτομο. Η ομάδα παραμένει ενωμένη λόγω της ανάγκης για άμυνα απέναντι στους κινδύνους και τις δυσκολίες της ζωής.

Διάγραμμα 10: Η συλλογικότητα ως συγκολλητικό στοιχείο της νομαδικής ζωής και μετακίνησης

37


38


ΥΠΟΜΟΝΗ

Η ευαλωτότητα της απομόνωσης στο δύσκολο νομαδικό περιβάλλον αποτελεί, χάρη στην προσαρμοστικότητα του ανθρώπου, μια κινητήριο δύναμη της νομαδικής ζωής. Τόσο από κυριολεκτική όσο και από μεταφορική άποψη, η αποφυγή των κινδύνων και η προστασία από αυτούς είναι το κυριότερα μέλημα των νομάδων που υπερνικούν την φυσική τους απομόνωση μέσω των συνεχών τους μεταβάσεων. Επιπλέον η αναζήτηση της προστασίας σε ομάδες αποτελεί την πιο χαρακτηριστική αναγνώριση της αναγκαιότητας της συλλογικής ζωής. Η επιβίωση σε αφιλόξενες περιοχές της γης επιβάλλει εκ των πραγμάτων τη συλλογικότητα έναντι της ατομικότητας που κυριαρχεί στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον. Η επαγρύπνηση και η ετοιμότητα, σε συνδυασμό με τις κατάλληλες στρατηγικές προσαρμογής και άμυνας απέναντι σε κάθε είδος εξωτερικής απειλής καθιστά τον νομά ένα είδος κινούμενου στόχου που χάρη στην μετακίνηση του εξασφαλίζει την προστασία του. Συνεπώς η ίδια η κοινωνική δομή των νομάδων αποτελεί μια διανοητική ασπίδα που προσαρμόζεται στις μεταβολές του φυσικού χώρου και ακολουθεί μονίμως τις νομαδικές μεταβάσεις. Η παροιμιώδης υπομονή των νομάδων που τροφοδοτεί την ανθεκτικότητα τους δίνει ώθηση και στην ισχυρή επιμονή τους για επιβίωση με τη σοφή διαχείριση του ζεύγους ροής και στάσης. Σε αντίθεση με το δομημένο αστικό χώρο όπου οι κοινωνικές δομές και οι συσχετισμοί δυνάμεων εκφράζονται παραδοσιακά μέσω υλικών στοιχείων, ο νομαδισμός εξασφαλίζει τη συνεκτικότητα των υποκειμένων του με ευέλικτες διαδικασίες και διανοητικά σχήματα.

39


40


ΕΔΑΦΟΣ

Η ηπιότητα με την οποία αντιμετωπίζουν οι νομάδες το έδαφος συνιστά παράγοντα καθοριστικό για τη ζωή τους. Μέσα από την κοινωνική τους δομή, τις σκηνές τους και την οπτική τους για το έδαφος και τον κόσμο φαίνεται ο σεβασμός τους αλλά και η επιφυλακτικότητα για τον χώρο που τους φιλοξενεί. Η σχέση που αναπτύσσουν με το έδαφος είναι αξιοσημείωτη και ιδιόρρυθμη. Παρότι δεν προβαίνουν σε μια επιθετικής μορφής ενασχόληση με αυτό, όπως η καλλιέργεια της γης, αξιοποιούν στο έπακρο τις όποιες ευκαιρίες τους προσφέρει. Το έδαφος αποτελεί κατ’αυτόν τον τρόπο αντικείμενο εκμετάλλευσης προκειμένου να στηθεί σε αυτό ένα ολόκληρο σύστημα ζωής με κυριότερο χαρακτηριστικό την κίνηση. Η γη και κατ’επέκταση ο εκάστοτε χώρος παρουσιάζουν μια φαινομενική ουδετερότητα σε σχέση με τον άνθρωπο. Ο χώρος όμως ενεργοποιείται και νοηματοδοτείται ανάλογα με το ειδικό βάρος και τη σημασία των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και ιδιαίτερα της πλέον καθοριστικής στη νομαδική ζωή, της (μετα)κίνησης. Μέσω των μεταβάσεων από ένα σημείο σε ένα άλλο, ο χώρος ως έδαφος με τα φυσικά εμπόδια που θέτει και σε συνδυασμό με το κλίμα επιβάλλει διαθέσιμους χώρους για μετακινήσεις στον άνθρωπο, ορίζοντας και καθορίζοντας τις κινήσεις. Παράλληλα όμως και οι ίδιες οι μεταβάσεις των νομάδων ορίζουν τον χώρο, τμηματοποιώντας άτυπα το τοπίο σε μικρότερες χωρικές μονάδες. Οι εκατέρωθεν ορισμοί μαρτυρούν έναν δυναμικό συσχετισμό μεταξύ κίνησης και εδάφους, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο. Πρόκειται για μια μετακινητική κατάσταση μοναδική στο είδος της. Σε αντίθεση με τη θάλασσα και τον αέρα, όπου εκτυλίσσεται σημαντικό μέρος των σύγχρονων μεταβάσεων, στο έδαφος η χωρική διαμερισματοποίηση αποκτά υπόσταση στην περίπτωση του νομαδισμού ακόμα και σε νοητικό επίπεδο γιατί οι μετακινήσεις που την προκαλούν αποκτούν σταθερά φυσικά σημεία αναφοράς βασισμένα στις εδαφικές ανομοιομορφίες.

41


42


ΒΙΩΜΑ

Η τακτική μετακίνηση επομένως στον ελεύθερο αλλά σε μεγάλο βαθμό εμπειρικά αναγνώσιμο χώρο αποκτά μια ιδιαίτερη επαναληψιμότητα. Η συχνότητα της για την εξυπηρέτηση αναγκών διαβίωσης μέσα σε γνώριμα περιβάλλοντα αποκτά χαρακτήρα σχεδόν τελετουργικό. Οι μεταβάσεις από σημείο σε σημείο με τέτοιου είδους χαρακτήρα συγκροτούν μια ιδιόμορφη αρχιτεκτονική10 της κίνησης που βασίζεται στην βιωματική εμπειρία του χώρου. Το αρχέγονο φαντασιακό υπόβαθρο των νομαδικών λαών εμπλουτίζεται από τη συστηματικότητα των μετακινήσεων και διατηρεί μια σταθερή σύνδεση με τον περιβάλλοντα χώρο. Το υπόβαθρο αυτό παρουσιάζει τη σταθερότητα του χώρου στο χρόνο και ο άνθρωπος αρκεί απλώς να κατανοήσει τη θέση του στον χώρο αυτό. Ο χωρικός αυτός διακανονισμός αρχικά είναι ατομικός, αποκτώντας στη συνέχεια συλλογικό χαρακτήρα. Διαμορφώνεται με τον τρόπο αυτό μια ταυτότητα του τόπου, που μέσω της επαναληπτικότητας των μεταβάσεων παραμένει αναλλοίωτη από εσωτερικές επιδράσεις.11 Διατηρώντας στην εκ των πραγμάτων γεωγραφική τους μνήμη αυτή τη χωρική ταυτότητα, οι νομάδες βρίσκουν τη θέση τους στον κόσμο και ακολούθως στο χρόνο. Το έδαφος που γίνεται το αντικείμενο της μετάβασης, παρά τις επιδράσεις του φυσικού περιβάλλοντος, παγιώνεται στο χρόνο συμπληρώνοντας την ταυτότητα του με έναν έντονα διαχρονικό χαρακτήρα. Αφού η μνήμη δεν αποτυπώνεται με σαφείς τρόπους στο νομαδικό χώρο όπως συμβαίνει με εικονοποιήσεις στα αστικά περιβάλλοντα, η ανανέωση της εικόνας και του βιώματος του τόπου μέσω της μετακίνησης εξασφαλίζει τη διατήρηση της ταυτότητας του και συνεπώς και της ίδιας της ομάδας που σχετίζεται με αυτόν. Η παράλληλη διαμόρφωση της ταυτότητας του χώρου και της ταυτότητας της ομάδας και συνεπώς του νομαδισμού ως μετακινητικής πρακτικής ασκεί στο έδαφος ένα είδος ελέγχου του χώρου μέσω της κίνησης. Με την επανάληψη των διαδρομών σε συγκεκριμένους χώρους και την ανέγερση και καθαίρεση προσωρινών καταλυμάτων σε διάφορες θέσεις συγκεκριμένων περιοχών δεν τονίζεται μόνο η ιδιόμορφη ταυτότητα του χώρου αλλά ανανεώνεται διαρκώς και η γνώση του. Με την εμπειρική γνώση του χώρου μέσω της μετάβασης και τον καταμερισμό των καθημερινών εργασιών που βασίζεται σε αυτή, οι νομάδες επιτυγχάνουν να ελέγξουν σε σημαντικό βαθμό την περιοχή εντός της οποίας μετακινούνται. Τα φυσικά χαρακτηριστικά του χώρου που αποτελούν τον πυρήνα της ταυτότητας του εξυπηρετούν και τον έλεγχο του ως αποτέλεσμα της γνώσης του ανθρώπου για αυτόν. Με τον τρόπο αυτό, παρότι πρακτικά αόριστος, ο νομαδικός χώρος αποκτά συχνά όρια στη συνείδηση των νομάδων. Ο χαρακτήρας της κίνησης τους όχι μόνο ως μηχανισμού επιβίωσης αλλά και ελέγχου του χώρου επικυρώνεται από τον μερικό καθορισμό του χώρου, όχι ως σαφώς οριοθετημένης περιοχής αλλά ως του απεριόριστου χώρου σαν τοπόσημο που εξυπηρετεί ανάγκες διαβίωσης για μικρό χρονικό διάστημα. Η επανάληψη της μετακίνησης που συμπληρώνει το γνωσιακό υπόβαθρο του νομά σε σχέση με το έδαφος οδηγεί σε ένα βαθμό σε μια προσπάθεια εξοικείωσης με τον χώρο. Αυτή η οικειοποίηση αποτελεί μια μορφή αποτελεσματικού ελέγχου του χώρου που συμβαδίζει πλήρως με την νομαδική προσαρμοστικότητα. Ο τρόπος όμως με τον οποίο εξοικειώνονται οι νομάδες με το τοπίο μέσω της συχνής μετακίνησης επιφέρει μια εντελώς διαφορετική αντίληψη συγκριτικά με αυτή που δημιουργείται στο δομημένο περιβάλλον. Για το λόγο αυτό και το αποτέλεσμα αυτής της εξοικείωσης είναι αντίστοιχα διαφορετικό. Αντιμετωπίζοντας ένα εκ πρώτης όψεως εχθρικό τοπίο χωρίς ανθρωπογενή αρχιτεκτονική με υπομονή και επιμονή, η ιδέα που αναπτύσσει ο νομαδισμός για το χώρο δεν αντιπροσωπεύει μια συμβατική οικειοποίηση αλλά μια μορφή αποοικειοποίησης του χώρου. Καθώς περιοχές του κόσμου όπως οι έρημοι δεν μπορούν στην πραγματικότητα ποτέ να θεωρηθούν δεδομένες ως προς τα χαρακτηριστικά τους, η αποοικειοποίηση τους λειτουργεί ως αντιστάθμισμα στις δυσχέρειες που διαθέτουν. Απέναντι σε αφιλόξενα τοπία, οι νομάδες εκφράζουν μια εικόνα του χώρου που έχει μετατραπεί ολόκληρος σε ένα διευρυμένο κατάλυμα της καθημερινότητας τους, με τη μετάβαση να αποτελεί το αντίβαρο που συντηρεί αυτή την εύθραστη ισορροπία. 10 11

(Cowan, 2002, σσ. 42-44) (Augé, Non-Places: Introduction to an anthropology of supermodernity, 1995, σσ. 44-46, 51)

43


44


ΙΧΝΗ

Η νομαδική πρακτική δεν αφήνει σημάδια στο χώρο. Τα κλασικά τοπόσημα οποιασδήποτε μορφής που αντέχουν στο χρόνο μέσω της σταθερότητας τους στο χώρο δεν έχουν θέση στο νομαδισμό. Ακόμα και οι μεταβάσεις δεν συνδέονται με μεταφορικές υποδομές όπως στις πόλεις και το δομημένο περιβάλλον γενικότερα. Ωστόσο η μετακίνηση με οποιοδήποτε μέσο αφήνει, έστω και προσωρινά, ίχνη στο έδαφος. Επομένως οι επαναλαμβανόμενες και συστηματικές μετακινήσεις των νομάδων δημιουργούν, εκτός από διαδρομές που δεν έχουν υλική υπόσταση, παροδικά ίχνη στη γη με σαφή υλικό χαρακτήρα, καθώς οι καιρικές μεταβολές καθυστερούν να τα απαλείψουν. Η επανάληψη των μονοπατιών μετακίνησης συνιστά και μια επανάληψη της χάραξης των αντίστοιχων σημαδιών. Η δημιουργία υλικών ιχνών στο έδαφος καθιστά την κίνηση την πιο υλική έκφανση του νομαδισμού. Δεδομένου ότι η υλικότητα είναι γενικά συνυφασμένη με την κτήση, αυτή η χάραξη τροχιών μετακίνησης στο χώρο που συγκροτεί άτυπα δίκτυα μετακινήσεων θα μπορούσε να υποδηλώνει κάποιας μορφής ιδιοκτησία επί του εδάφους. Η ίδια η φύση του νομαδισμού ωστόσο αναιρεί αυτή την προσέγγιση. Το γεγονός ότι οι νομάδες εκλαμβάνουν το έδαφος απλώς ως επιφανειακό υπόβαθρο, αντίληψη που διέπει κάθε παράμετρο της ζωής τους, οδηγεί στο να μην υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ιδιοκτησίας ή αντίστοιχων διακανονισμών. Οι ίδιες οι νομαδικές βιοποριστικές δραστηριότητες, όπως η κτηνοτροφία, δεν διαθέτουν τόσο παρεμβατικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ανάγκη εγκαθίδρυσης και καθορισμού θεσμών ιδιοκτησίας. Επομένως τα ίχνη στη γη μπορεί από τη μια πλευρά να καθορίζουν σχετικά αόριστα ροές κίνησης. Δεν ορίζουν με σαφήνεια τον χώρο αλλά συμπληρώνουν μαζί με τα φυσικά εμπόδια του χώρου τοπικά πλαίσια μετακίνησης. Πολύ περισσότερο δεν εισάγουν σχέσεις ιδιοκτησίας με το έδαφος.

Διάγραμμα 11: Η μετακίνηση αφήνει παροδικά ίχνη στο έδαφος ορίζοντας διαδρομές

45


46


“ΑΠΟΛΥΤΗ ΚΙΝΗΣΗ”

Η έλλειψη κτητικότητας απέναντι στο χώρο ως αποτέλεσμα της συνεχούς κινητικότητας τονίζει το γεγονός ότι οι νομάδες δεν κατέχουν σημεία, μονοπάτια ή γη. Η επιφάνεια του εδάφους, αδιακρίτως ως σύνολο, γίνεται το προνομιακό πεδίο μεταβάσεων που στηρίζονται στη γνώση και τον όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικό έλεγχο της περιοχής. Οι ανάγκες που καθορίζουν το χρόνο διεξαγωγής κάθε μετακίνησης ρυθμίζουν ακολούθως και τις στάσεις που πραγματοποιούνται πριν, μετά ή και κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Η κινητικότητα και η στασιμότητα που συνθέτουν τις διαδρομές διακρίνουν τις επιμέρους έννοιες της ταχύτητας και της κίνησης. Η κίνηση μπορεί από μόνη της να είναι γρήγορη χωρίς όμως να έχει απαραίτητα και ταχύτητα. Παράλληλα η ταχύτητα μπορεί να είναι αργή χωρίς όμως να παύει να είναι ταχύτητα. Η κίνηση είναι εκτατική προς το χώρο τον οποίο διεξάγεται, επωφελούμενη μεγάλων εκτάσεων για την εκτέλεση της. Η ταχύτητα με τη σειρά της είναι εντατική καθώς περιέχεται στην κίνηση και εκφράζεται μόνο μέσω αυτής. Η κίνηση καθορίζει τον σχετικό χαρακτήρα του σώματος ως μονάδα που μεταβαίνει ως μονάδα από ένα σημείο σε ένα άλλο. Αντιθέτως η ταχύτητα αποτελεί τον απόλυτο χαρακτήρα ενός σώματος που γεμίζει τον καθαρό χώρο.12 Οι νομάδες αποτελούν ουσιαστικά την μόνη ομάδα ανθρώπων που διαθέτει την απόλυτη κίνηση, δηλαδή κίνηση με ταχύτητα. Ως μονάδες κινούνται διαρκώς για να επιβληθούν στο πλαίσιο των δυνατοτήτων τους σε έναν χώρο τον οποίο δεν ορίζουν και ούτε τους ανήκει. Όμως οι μετακινητικές ροές τους και οι τροχιές που προκύπτουν στο έδαφος υποδηλώνουν ότι κατέχουν μέσω του νομαδικού τρόπου ζωής τον ευρύτερο χώρο στον οποίο κατοικούν. Η κυριαρχία της κίνησης στο νομαδικό αδόμητο κόσμο εξακολουθεί να υφίσταται και στο δομημένο χώρο των υποδομών, παρά την αντιφατικότητα της με την έννοια της στάσης. Με τον τρόπο αυτό το έδαφος και η συμβατική υποδομή ανάγονται σε δύο απλώς διαφορετικές εκδοχές της στάσης, στις οποίες η απόλυτη κινητικότητα είναι ο κοινός παρονομαστής. Αυτή η ιδιόμορφη κατοχή της γης, που δεν αντιπροσωπεύεται από την παρουσία συμβατικών υποδομών οποιασδήποτε μορφής και πολύπλοκων κοινωνικών σχημάτων, καθιστά τη νομαδική ζωή αυτό που ο Deleuze αποκαλεί τοπικό απόλυτο. Πρόκειται για μια συγκέντρωση δραστηριότητας σε τοπική κλίμακα με λειτουργίες διαφόρων προσανατολισμών, όπως στην έρημο.13 Αντίστοιχα και ο ίδιος ο νομαδικός χώρος, όντας λείος και φέροντας μόνο παροδικά τα ίχνη των μετακινήσεων και κατ’επέκταση τα πλέγματα και τις ροές κίνησης, μπορεί να χαρακτηριστεί αφηρημένος χώρος.14 Ο συνεχής και ενιαίος προς όλες τις κατευθύνσεις χώρος είναι ανεξάρτητος από το χρόνο και ακόμα περισσότερο από την ύλη και την κίνηση. Η κατοχή της γης μέσω της μετακινητικής ζωής που δεν φαίνεται με γυμνό μάτι αλλά που οι ίδιοι οι νομάδες γνωρίζουν αποδεικνύει τη στενή σχέση που αναπτύσσουν με το χώρο.

Διάγραμμα 12: Κίνηση και ταχύτητα συνθέτουν ένα συμπληρωματικό δίπολο

(Deleuze Gilles, Guattari Félix, 2010, σ. 45) (Deleuze Gilles, Guattari Félix, 2010, σ. 46) 14 (Joyce, 2010, σ. 71) 12 13

47


48


ΠΑΤΡΙΔΑ Παρά τις μεγάλες τους εκτάσεις, οι περιοχές του κόσμου που κατοικούνται από νομάδες είναι εδαφικά ενιαίες με βάση τη γεωφυσική τους μορφολογία. Οι νομάδες επομένως μπορεί μεν να κινούνται σε διαρκή βάση εντός αυτών των χωρικών πλαισίων όμως δεν εξέρχονται από αυτά. Συνεπώς αυτοί δεν αναχωρούν από την περιοχή τους για κάποια άλλη που τους είναι άγνωστη αλλά μετακινούμενοι μέσα σε αυτήν προσκολλώνται στο χώρο. Χωρίς να παραμένουν γενικά σταθεροί ως προς τα σημεία από τα οποία διέρχονται τακτικά, η συνεχής τους παρουσία στον ίδιο χώρο με την ευρύτερη έννοια πλησιάζει μια ιδιόμορφη, κινητική σταθερότητα. Πρόκειται λοιπόν για ένα ζήτημα χωρικής κλίμακας που έρχεται σε αντίθεση με τις σύγχρονες συμβατικές μετακινήσεις ανά τον κόσμο που εκτυλίσσονται μεταξύ ριζικά διαφορετικών χωρικών ενοτήτων. Η σωματική σχέση του ανθρώπου με το χώρο δεν φαίνεται να είναι αλλού περισσότερο ισχυρή αλλά και περισσότερο διακριτική από ότι στο νομαδισμό. Η Αριστοτέλεια ρήση ότι “κάθε σώμα καταλαμβάνει τον χώρο του” ενισχύει με τη σειρά της την αντίληψη ότι ο τόπος γέννησης αποτελεί τη βάση της ατομικής ταυτότητας.15 Οι εκάστοτε νομάδες περνούν το σύνολο της ζωής τους στον ίδιο χώρο, όσο μεγάλη έκταση και αν έχει αυτός και όσο συχνές ή και μακρινές είναι οι μεταβάσεις τους. Παρά το ότι διατηρούν μια απόλυτα ήπια σχέση με το τοπίο, οι νομαδικοί πληθυσμοί ριζώνουν στο χώρο τους με ασυνήθιστο τρόπο. Η συνεχής τριβή, κυριολεκτική και μεταφορική, με την επιφάνεια του εδάφους που συντηρεί τη ζωή τους οδηγεί σε σύγκλιση τις ταυτότητες του χώρου, της ομάδας και του ατόμου. Παρά το ότι η γέννηση σε έναν τόπο από μόνη της δεν σηματοδοτεί απαραιτήτως σημαντικό γεγονός σε σχέση με το χώρο, η συνεχής παρουσία σε αυτόν καλλιεργεί μια ολοκληρωμένη αίσθηση ενός χώρου που διαρκώς βιώνεται, κατέχεται και (ανα)καταλαμβάνεται. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι ακόμα και στο νομαδισμό, όπου κυριαρχεί η αδιάκοπη μετάβαση από ένα σημείο σε ένα άλλο, περιλαμβάνεται σε έναν βαθμό η έννοια της πατρίδας. Διαχρονικά οι άνθρωποι θεωρούν πατρίδα τη γη στην οποία γεννήθηκαν ή και εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους. Επίσης συνδέονται με αυτήν σε πολλά επίπεδα, οπτικά, ακουστικά και κυρίως μνημονικά και υλικά. Στην περίπτωση ωστόσο του νομαδισμού οι συνθήκες είναι αρκετά διαφορετικές. Η έλλειψη ανθρωπογενών ορίων, κτηρίων και υποδομών γενικότερα αλλά και το γεγονός ότι η ιστορία απλώς συγκρατείται στη μνήμη επηρεάζουν καθοριστικά τη σκέψη του νομά. Υπερβαίνοντας τα εμπόδια του χώρου αυτού και προσαρμόζοντας την καθημερινότητα τους στον έλεγχο του φθάνουν σε μια κατοχή του τοπίου που δεν επιβεβαιώνεται από εξωτερικές πηγές αλλά μόνο από τους ίδιους. Η παρουσία τους και μόνο αρκεί για να πιστοποιήσει μια αποκλειστικότητα στις στέπες ή την έρημο που δεν μπορεί να θεωρηθεί ιδιοκτησία αλλά υπαγορεύει μια πρωτοφανή κατάκτηση του χώρου. Η ίδια η υπέρβαση δυσχερειών που άλλοι πληθυσμοί θα αδυνατούσαν να φέρουν εις πέρας τους διακρίνει από αυτούς και ταυτόχρονα και τη γη τους από εδάφη που θα τους φαίνονταν ξένα και ανοίκεια. Η γνώση και η μνήμη της παρουσίας των προγόνων σε σημεία εντός του ίδιου χώρου δημιουργεί την αντίληψη ότι ανήκουν με κάποιο τρόπο σε εκείνη τη γη. Η συσσώρευση εικόνων και βιωμάτων από το περιβάλλον τοπίο συνθέτουν όχι απλώς μια νομαδική συλλογική μνήμη αλλά και μια διανοητική εικόνα για ένα ιδιαίτερο είδος πατρίδας. Ο νομαδικός χώρος, δυσπρόσιτος και απομονωμένος, σπανίως παραβιάζεται από εξωτερικούς εισβολείς και διαθέτει μια φυσική αυτάρκεια που επαρκεί για το νομαδισμό και δεν χρειάζεται υποστηρικτικές υποδομές. Η έλλειψη της ανάγκης υπεράσπισης του χώρου, περίπτωση σπάνια για τον υπόλοιπο κόσμο, απομακρύνει ήδη αισθητά τη συμβατική έννοια της πατρίδας. Όμως η ελευθερία που απορρέει από αυτό το χαρακτηριστικό είναι ίσως και ο πλέον καθοριστικός παράγοντας που συντηρεί διαχρονικά το φαινόμενο του νομαδισμού. Η μετακίνηση, όσο διαμορφωμένη και αν είναι από διαφόρων ειδών περιορισμούς, δεν παύει να είναι μια διεργασία απόδειξης της ανθρώπινης ελευθερίας. Αποτελώντας το κατεξοχήν πρότυπο του ελεύθερου ανθρώπου, ο νομάς έχοντας τιθασεύσει τις απειλές της φύσης και έχοντας επιβληθεί στο τοπίο εναρμονίζεται με αυτό και βλέπει στο χώρο μια “πατρίδα” μοναδική στο είδος της, αμετάβλητη και σταθερή στο χρόνο αλλά ελάχιστα δεδομένη και προβλέψιμη. 15

(Augé, Non-Places: Introduction to an anthropology of supermodernity, 1995, σ. 51)

49


50


ΔΙΚΤΥΑ

Η καθαρότητα του νομαδικού αφηρημένου χώρου κατά παράδοση παραμορφώνεται μόνο προσωρινά από τις διαδρομές που χαράσσουν μετακινούμενοι οι νομάδες. Κατά τον Augé, o ανθρωπολογικός χώρος, δηλαδή αυτός που περιγράφεται από τους τρόπους με τους οποίους βιώνεται από τους αυτόχθονες κατοίκους του16, βρίσκει την πλέον αρχετυπική του εκδοχή στο χώρο των νομάδων και διαθέτει εξ’ορισμού γεωμετρικά χαρακτηριστικά. Αν και η προσέγγιση αυτή έρχεται σε πρώτη ανάγνωση σε αντίθεση με την ασάφεια τοπίων όπως η έρημος, όπου είναι δύσκολο να ανιχνευθεί η αρχή και το τέλος τους, οι διαδρομές εισάγουν έστω και προσωρινά γεωμετρικά μοτίβα και σχηματισμούς στο έδαφος. Η επανάληψη των μετακινήσεων μπορεί να μην αφήνει μόνιμα σημάδια αλλά παγιώνει στη λογική των μεταβάσεων συγκεκριμένες πορείες. Έτσι και ο ανθρωπολογικός χώρος του νομαδισμού παρουσιάζει μορφολογικά χαρακτηριστικά που διαθέτει κάθε κοινωνικός χώρος, όπως η γραμμή, τα σημεία τομής και οι διασταυρώσεις των γραμμών.17 Οι άξονες κίνησης και τα μονοπάτια που προκύπτουν συνδέοντας διαφορετικά σημεία μεταξύ τους οδηγούν σε ανοικτούς χώρους, που συνήθως συναντώνται και συναθροίζονται οι άνθρωποι. Αυτές οι γραμμικές μορφολογίες έχουν εξαιρετική σημασία, όχι μόνο διότι εξυπηρετούν τις μετακινήσεις γενικότερα αλλά επειδή συνδέονται ειδικότερα με τη δραστηριότητα του εμπορίου. Το εμπόριο έχει σαφή χωρική λογική με όρους προέλευσης και προορισμού.18 Όλοι οι τύποι νομάδων εξασκούν, αναλόγως σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, το εμπόριο για να εξασφαλίσουν πηγές και αγαθά που δεν συναντούν στις περιοχές τους. Η επικοινωνία μεταξύ φυλών σε διαφορετικά σημεία του χώρου, μεταξύ των οποίων μεσολαβούν ενδεχομένως σημαντικές αποστάσεις καθιέρωσε ισχυρούς εμπορικούς δεσμούς αλλά και καθορίστηκε από αυτούς. Επιπλέον, το εμπόριο προσέδωσε μια νέα διάσταση στο πλαίσιο των μεταβάσεων και μάλιστα με ιδιαίτερη βαρύτητα. Περιορισμοί που προϋπήρχαν στις μετακινήσεις κάμφθηκαν ή παρακάμφθηκαν χάρη στη νομαδική μετακινητική εμπειρία και με τον τρόπο αυτό για πρώτη φορά εδραιώνονται συγκεκριμένες εμπορικές διαδρομές, οργανωμένες με βάση σαφή χωρικά και χρονικά δεδομένα. Οι σε μεγάλο βαθμό αόριστες ροές μετακίνησης που γίνονταν υπό αυξημένη φυσική πίεση και σπανίως συνέπιπταν με ακρίβεια με τις προηγούμενες επαναλήψεις τους στο χώρο μεταλλάσσονται σε πολλές περιπτώσεις σε μονοπάτια που τηρούν μια χωρική ακρίβεια. Η σταδιακή συσσώρευση διαδρομών που συνέδεαν σημεία μεταξύ τους οδήγησε στη σύσταση δικτύων μεταβάσεων με απώτερο στόχο την επικοινωνία και τις ανταλλαγές αγαθών. Ο όρος δίκτυο αναφέρεται στο πλαίσιο των διαδρομών εντός ενός συστήματος τοποθεσιών, που προσδιορίζονται ως κόμβοι. Διαδρομή είναι μια απλή σύνδεση ανάμεσα σε δύο κόμβους που αποτελούν τμήμα ενός μεγαλύτερου δικτύου. Σε επίπεδο συμβατικών μεταφορών μπορεί να αναφέρεται σε περισσότερο απτές, όπως οι αυτοκινητόδρομοι και οι σιδηροδρομικές γραμμές, ή λιγότερο απτές διαδρομές, όπως οι εναέριοι και οι θαλάσσιοι διάδρομοι.19 Η διαδικασία του εμπορίου, βασισμένη σε δίκτυα διαδρομών, λιγότερο ή περισσότερο καθορισμένα, είναι συνυφασμένη με την ύπαρξη στάσεων ανάλογων αυτών (Augé, Non-Places: Introduction to an anthropology of supermodernity, 1995, σ. 42) (Augé, Non-Places: Introduction to an anthropology of supermodernity, 1995, σσ. 56-58) 18 (Rodrigue, 2006, σ. 17) 19 (Rodrigue, 2006, p. 24) 16

17

51


52


που πραγματοποιούν οι νομάδες για τη διαμονή τους και σε πολλές περιπτώσεις συμπίπτουν με αυτές. Σε περιοχές του κόσμου που κατά κανόνα κατοικούνται από νομάδες, αναπτύσσονται σε σημεία όπου τυχαίνει να υπάρχουν πηγές νερού, υπαίθριες θέσεις αγοραπωλησιών, όπου συγκεντρώνονται νομάδες έμποροι για να πωλήσουν και να προμηθευτούν προϊόντα. Ωστόσο η λειτουργία που διεξάγεται εκεί, δεδομένης της μαζικότητας, του χρόνου πραγματοποίησης των διαδρομών από και προς αυτή αλλά και της ιδιαίτερης ανάγκης, κατ’εξαίρεση στο νομαδικό κόσμο, για αποθήκευση αγαθών παρουσιάζει αυξημένες απαιτήσεις στο χώρο.

Διάγραμμα 13: Οι νομαδικές στάσεις ως σημεία αναφοράς για τη σύσταση ζωνών και διόδων εμπορίου

53


54


ΣΤΑΣΗ

Παρά το γεγονός ότι η υποδομή, εκτός της σκηνής που λειτουργεί ως στάση, είναι μια έννοια ανοίκεια για το νομαδισμό, στην περίπτωση του εμπορίου, η ύπαρξη πλεονεκτικών σημείων στο χώρο για την εγκαθίδρυση αγορών οδήγησε σταδιακά στη συγκρότηση σχετικά μικρής κλίμακας υποδομών όπως οι οάσεις και αργότερα τα χάνια. Πρόκειται για τις μοναδικές περιπτώσεις υποδομών που βρίσκουν θέση στη νομαδική συνείδηση και για το λόγο αυτό παρουσιάζονται εξαιρετικά σπάνια στο νομαδικό χώρο. Συνεπώς η χωροθέτηση τους στις αντίστοιχες θέσεις είναι εξαιρετικής σημασίας για την αποτελεσματικότητα των εμπορικών διαδρομών και κατ’ επέκταση των αντίστοιχων συναλλαγών. Παρέχοντας τις απολύτως απαραίτητες υπηρεσίες, όπως προσωρινό κατάλυμα για τους εμπόρους και τροφή για τα ζώα που χρησιμοποιούν για τις μετακινήσεις τους, οι οάσεις και τα χάνια διατηρούν τον κεντρικό ελεύθερο χώρο που προϋπήρχε στους νομαδικούς καταυλισμούς, περιλαμβάνοντας γύρω από αυτόν σταθερά καταλύματα και χώρους για την παροχή των διαφόρων υπηρεσιών.20 Η σαφής αντίθεση ανάμεσα στην ανθρωπογενή δομή και τον κενό νομαδικό χώρο τονίζει αφ’ ενός τη σημασία του σημείου του χώρου που αμβλύνει τοπικά τους περιορισμούς του περιβάλλοντος, καθιστώντας ουσιαστική τη δημιουργία σταθερής δομής και αφ’ ετέρου την ιδιαίτερη έμφαση που δίδεται στο εμπόριο ως λειτουργία και την αγορά ως χώρο. Η συγκέντρωση χρήσεων και η προσέλκυση ροών αποτελεί μια πρώτη απόπειρα συστηματοποίησης των μετακινήσεων αλλά και των θέσεων του χώρου που αποτελούν χωρικές σταθερές για τη σύσταση των δικτύων μεταβάσεων. Αυτή η πρώτη αλλά και μοναδική ουσιαστική επαφή του νομαδισμού με τις υποδομές αποτελεί μια καθοριστική για τις μετακινήσεις εξέλιξη. Η προσθήκη στάσεων σε σημεία που συγκέντρωναν γεωγραφικά, γεωφυσικά και κλιματολογικά προτερήματα οδήγησε στην ανάδειξη των σημείων εκείνων του τοπίου που αποκτούν σημασία εξαιτίας της κίνησης. Η ίδια πρακτική που διαπνέει τη νομαδική ζωή, η αντίσταση στη φθορά του χρόνου, λαμβάνει στην περίπτωση αυτή διαφορετική μορφή. Δεν βασίζεται στη μετακίνηση αλλά στη στάση, την προσωρινή παύση της κίνησης. Για πρώτη ίσως φορά η στάση έχει σαφώς δομικό και επομένως υλικό χαρακτήρα, εγκιβωτισμένη σε μια πρώιμης μορφής υποδομή που εξυπηρετεί μεταβάσεις προς άλλες στάσεις. Με τον τρόπο αυτό γίνεται αντιληπτό ότι η μετακίνηση δεν αποτελεί απλώς ένα πέρασμα πάνω στον χώρο αλλά δυνητικά μπορεί να αποτελέσει και μια διέλευση μέσα από αυτόν. Μέσα από το παράδειγμα των οάσεων αποδεικνύεται ότι ο χώρος όχι μόνο συνοδεύει την κίνηση αποτελώντας τη βάση της αλλά την περικλείει συμβάλλοντας στην εξειδίκευση και τη συστηματοποίηση της. Οι αγορές είναι μεταιχμιακά μέρη, χώροι μετάβασης, κατέχουν θέση επί ενός συνόρου, αλλά ταυτόχρονα συμμετέχουν και στις δύο πλευρές του. Είναι κυριολεκτικά μεσολαβητικές, λόγω του ότι είναι χώροι συναλλαγών και εξαιρετικά ευαίσθητοι δείκτες ορίων και διακρίσεων. Με αφορμή το εμπόριο, την πλέον ουσιαστική πρακτικά κοινωνική διάδραση, ο συσχετισμός χώρου με την κίνηση μέσω της υποδομής εισάγει την έννοια της ύπαρξης όχι απλώς σημείων αναφοράς αλλά κέντρων με κομβική σημασία. Παράλληλα τονίζεται ένας ιδιαίτερος συσχετισμός του σώματος με τον χώρο. Από τη στιγμή που ο χώρος αποκτά νόημα και ταυτότητα σε σχέση με το ανθρώπινο υποκείμενο, το σώμα αντιστοιχείται με τον χώρο ως ένα τμήμα του με όρια, ζωτικά κέντρα, άμυνες απέναντι σε απειλές και ελαττώματα. Το σώμα έχει μορφή σύνθετη και ιεραρχημένη και είναι ευάλωτο σε εξωτερικές εισβολές, όπως ακριβώς και 20

(Augé, Non-Places: Introduction to an anthropology of supermodernity, 1995, σ. 42)

55


56


το έδαφος ως επικράτεια.21Επειδή ακριβώς όμως το σώμα παρουσιάζει συγκεκριμένη δομή, οι συσχετισμοί του με τον χώρο αποκτούν στη μόνιμη εγκατάσταση διαχρονικά μεγαλύτερη κλίμακα πιο άμεσο και απτό χαρακτήρα σε σύγκριση με την καθαρά νοητική έκφραση του στον νομαδικό χώρο. Η σωματοποίηση του χώρου δεν έχει μόνο σταθερή ή μόνο μετακινούμενη λογική αλλά σε κάθε περίπτωση διαθέτει κέντρα βάρους, η απομάκρυνση από τα οποία εγκυμονεί κινδύνους. Η διαβάθμιση των επιμέρους κέντρων είναι όμως ένα γεγονός που σε αξιοσημείωτο βαθμό υπάρχει και στο νομαδικό εμπόριο, ανάγοντας τα εμπορικά δίκτυα που συνοδεύονται από υποδομές σε συστήματα κυκλοφορίας εξίσου σημαντικά τα ζωτικά κυκλοφοριακά συστήματα του ανθρώπινου σώματος. Η ακινησία στην κίνηση, που υποδεικνύεται μέσω των παροδικών στάσεων στο νομαδισμό και οδηγείται σε μια οριακή κατάσταση στα πλέον εκτεταμένα νομαδικά δίκτυα επικοινωνίας, αποτελεί τη μια σημαντική συνιστώσα των μεταβάσεων δίνοντας έμφαση στην παύση, παράγοντα που διαχειρίζεται τη λήξη μιας κίνησης αλλά και την έναρξη μιας νέας. Ως στάση, που με την κίνηση συνθέτει αναπόσπαστο τμήμα του μετακινητικού διπόλου, η υποδομή παρεμβάλλεται μεταξύ κινήσεων. Σε αντίθεση ωστόσο με τη νομαδική σκηνή που απλώς εντίθεται μεταξύ κινήσεων χωρίς να αποτελεί ενεργά μέρος τους, η μετακινητική υποδομή αποτελεί μια στάση με άκρως κινητικά χαρακτηριστικά. Περικλείοντας πλέγματα κινήσεων που στην πραγματικότητα συνδέουν άμεσα αυτές που προηγούνται και αυτές που έπονται αυτής, η υποδομή περιορίζεται ουσιαστικά σε ένα κέλυφος που πλαισιώνει τις μεταβάσεις χωρίς να τις καταργεί και λειτουργεί συνεπώς μια ακόμη εκδοχή της κίνησης. Μέσω της υποδομής εξετάζεται η αντίστροφη εκδοχή της κίνησης, όπως αυτή μορφοποιείται από τους νομάδες. Στον παραδοσιακό νομαδισμό, η κίνηση είναι μέρος του ελεύθερου χώρου και οι όποιες στάσεις είναι οι ελάχιστες δυνατές παύσεις που τμηματοποιούν τις κινήσεις. Αντιθέτως στο νεονομαδισμό η σημασία της στάσης διευρύνεται και αντίστοιχα αυξάνεται το μέγεθος της και η συμβολή της στη διεξαγωγή της μετάβασης. Η στάση εμπεριέχει κινητικότητα που αντιτίθεται μεν στη στατικότητα που περιέχει η νομαδική κίνηση αλλά αποτελεί διαφορετική οπτική της ίδιας κατάστασης. Η υποδομή συνιστά επομένως το καταλληλότερο μέσο για να περιγραφεί η στάση ως μέρος της κίνησης.

Διάγραμμα 14: Η στάση συγκεντρώνει και αναδιανέμει την κίνηση

20

(Augé, Non-Places: Introduction to an anthropology of supermodernity, 1995, σ. 42)

57


58


ΟΡΙΟ

Η σαφής εισαγωγή υποδομών στο χώρο, ακόμα και στην απλούστερη μορφή τους όπως οι υπαίθριες αγορές, θέτει ένα ζήτημα διάκρισης ανάμεσα στο νομαδισμό ως κινητική ζωή πέρα από τις υποδομές και την καθημερινότητα στο δομημένο χώρο. Οι οάσεις και τα χάνια αποτελούν τα οριακά εκείνα στοιχεία που διαχωρίζουν τις δύο καταστάσεις, καθώς πέραν αυτών οποιαδήποτε άλλη υποδομή καταργεί την έννοια του νομαδισμού. Η αστική ανάπτυξη διαχρονικά βασίστηκε εξ’ ολοκλήρου στο σχεδιασμό και την ανέγερση υποδομών. Η χωρική αοριστία του νομαδικού χώρου περιορίζεται σημαντικά με τη γειτνίαση του με τον αστικό χώρο και ταυτόχρονα τίθεται το τέλος μιας κατάστασης και η αρχή μιας άλλης. Σε μια μετακινητική ζωή της οποίας τα δύο αυτά στοιχεία είναι από δυσδιάκριτα έως ανύπαρκτα, η υποδομή επιφέρει μια διαφορετική προσέγγιση του χώρου. Ωστόσο η συστηματικότητα των μετακινήσεων δεν χάνεται σε καμία περίπτωση. Η ύπαρξη τεχνητού χώρου δεν αποτελεί εμπόδιο για τη μετακίνηση αλλά τροποποιεί αντίστοιχα και τη δική της προσέγγιση, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ανάλογα με την περίπτωση. Στον αστικό χώρο οι καθημερινές κινήσεις δεν καταργούνται με την παρεμβολή υποδομών αλλά προσαρμόζονται σε αυτές με το να τις διαπερνούν ή ακόμα και να τις παρακάμπτουν. Παρά το γεγονός ότι δεν σημειώνεται ουσιαστική ομοιότητα ανάμεσα στην κατάσταση αυτή και στο νομαδισμό, οι μεταβάσεις από ένα σημείο σε ένα άλλο στο δομημένο χώρο, με αποκορύφωμα τη σύγχρονη πόλη, διατηρούν στον πυρήνα τους τη διάσταση της διαρκούς κινητικότητας. Η μετακίνηση στην πόλη δεν διαθέτει σε καμία περίπτωση την ίδια ελευθερία της νομαδικής μετακίνησης. Ο αστικός χώρος εμφανίζει εξαιρετικά υψηλή πυκνότητα δόμησης σε αντίθεση με την κενότητα του νομαδικού χώρου, με αποτέλεσμα οι κινήσεις να ενσωματώνονται σε πολύ συγκεκριμένα πλαίσια. Στην περίπτωση αυτή όμως εντοπίζεται μια ακόμη αντίθεση συγκριτικά με τη νομαδική ζωή. Ενώ οι νομάδες έχουν εξαιρετικά λίγες επιλογές όσον αφορά τις κινήσεις τους, πάντα υπαγορευόμενες από τις εκάστοτε συνθήκες, οι κάτοικοι των σύγχρονων πόλεων διαθέτουν μεγάλη ποικιλία εναλλακτικών αναφορικά με τον προορισμό, το μέσο και τον χρόνο των μετακινήσεων τους. Επιπλέον ο ίδιος ο παράγοντας της επιλογής παρουσιάζει διαφορετικές εκφάνσεις στις δύο περιπτώσεις. Ο νομάς αναγκάζεται να μετακινηθεί επειδή η μετάβαση αποτελεί για εκείνον ζήτημα επιβίωσης. Αντίθετα, ο κάτοικος της πόλης συνήθως επιλέγει, με εξαίρεση ίσως την εργασία, να μετακινείται, δηλαδή η ζωή του δεν εξαρτάται άμεσα από τη συνεχή μετακίνηση. Η μετάβαση ωστόσο στο δομημένο χώρο παρουσιάζει στο σύγχρονο κόσμο

Διάγραμμα 15: Η διαφοροποίηση των κινήσεων στο δομημένο και στον αδόμητο χώρο

59


60


μια ιδιαίτερη φιλοσοφία, που παρά τις αντιθέσεις της με τον παραδοσιακό νομαδισμό περιλαμβάνει βασικά χαρακτηριστικά του. Η σύγχρονη πόλη επιβάλλει με έναν ιδιόμορφο τρόπο συγκεκριμένα μετακινητικά πλαίσια αλλά πολύ περισσότερο εντείνει σε μόνιμη βάση τη συχνότητα και την πυκνότητα των μετακινήσεων. Από άποψη χρόνου, οι μετακινήσεις καταλαμβάνουν σημαντικό τμήμα της σύγχρονης καθημερινότητας σε σημείο που παρουσιάζουν ομοιότητα με τις αντίστοιχες νομαδικές. Αλλά και οι ίδιες οι αστικές υποδομές είναι διαμορφωμένες με τρόπο τέτοιο ούτως ώστε να ενθαρρύνουν, να υποστηρίζουν και να συντηρούν αυξημένης χωρικής και χρονικής πυκνότητας μετακινήσεις. Είναι επομένως λογικό να θεωρηθεί ότι ο νομαδισμός ως φιλοσοφία ζωής μέσω της κίνησης επιβιώνει στον ανθρωπογενή χώρο προσαρμοσμένος σε ένα αρκετά διαφορετικό πλαίσιο, οδηγώντας στο φαινόμενο του νεονομαδισμού.

61




64


ΝΕΟΝΟΜΑΔΙΣΜΟΣ

Παρότι δεν ορίζεται με σαφήνεια, ο νεονομαδισμός αποτελεί μια κατάσταση που στην εποχή μας εντείνεται διαρκώς. Ο χώρος εξακολουθεί να αποτελεί βάση μετακίνησης, με τη διαφορά ότι εμφανίζει αυξημένη πολυμορφία. Μπορεί να αποτελεί αστικό, απτό χώρο στο πλέον συμβατικό του πλαίσιο ή ακόμα και να αναφέρεται στον εικονικό χώρο των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας και πληροφόρησης όπως των φορητών υπολογιστών και του διαδικτύου. Σε όλες τις περιπτώσεις ο νεονομάς μετακινείται σχεδόν συνέχεια σε σημείο που η καθημερινότητα του διαμορφώνεται από την πρακτική αυτή. Το ουσιαστικότερο και πιο θεμελιώδες εντούτοις στοιχείο διάκρισης του νεονομαδισμού από την προγενέστερη του νομαδική κατάσταση εντοπίζεται στο λόγο για τον οποίο εφαρμόζεται. Η έλλειψη επιλογής στις νομαδικές μετακινήσεις εξαρτάται από ζωτικής σημασίας χωρικούς και περιβαλλοντικούς περιορισμούς. Η ύπαρξη επιλογής μετακίνησης στο νεονομαδισμό αντικατοπτρίζεται σε επιθυμίες και λιγότερο ανάγκες του σύγχρονου ατόμου. Στα χαρακτηριστικά αυτά μπορεί επίσης να συνυπολογιστεί το γεγονός ότι οι νεονομάδες πραγματοποιούν τις μετακινήσεις τους σε παγκόσμιο επίπεδο και κατά συνέπεια σε διαφορετικά και διαρκώς μεταβαλλόμενα χωρικά πλαίσια. Ο αφηρημένος μεν αλλά ενιαίος νομαδικός χώρος αντικαθίσταται από ένα σύνολο διαφορετικών χώρων που συνθέτουν ένα αντίστοιχο σύνολο διαφορετικών μεταξύ τους εικόνων, ένα σύστημα διαρκών χωρικών μεταβολών.

Διάγραμμα 16: Η διαρκής μετακίνηση αποτελεί σημείο αναφοράς του νομαδισμού διαχρονικά και συνολικά στο χώρο

65


66


ΥΠΟΔΟΜΗ

Μέσω των κινήσεων του νεονομαδισμού διαμορφώνεται μια νέα τοπογραφία και αρχιτεκτονική του αστικού χώρου. Στις μετακινήσεις αυτές συγκαταλέγονται οι λεγόμενες εκκρεμείς μετακινήσεις, δηλαδή οι υποχρεωτικές μετακινήσεις μεταξύ κατοικίας και εργασίας που είναι προβλέψιμες , τακτικές χρονικά και κυκλικές χωρικά, οι επαγγελματικές μετακινήσεις, που συνδέονται με τον χώρο εργασίας και τον χρόνο που αφιερώνεται σε αυτόν, οι προσωπικές μετακινήσεις, που συνήθως σχετίζονται με την αναψυχή και τις αγορές, οι τουριστικές μετακινήσεις, που αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για πόλεις με ιστορικό πλούτο γιατί περιλαμβάνουν διαδράσεις με χωρικά ορόσημα και διάφορες παρεχόμενες υπηρεσίες όπως η εστίαση και οι κινήσεις διανομής, που αφορούν τη διανομή φορτίων για την ικανοποίηση της κατανάλωσης.22 Οι κοινωνίες είναι όλο και περισσότερο εξαρτώμενες από τα συστήματα μεταφορών που εξυπηρετούν μεγάλο εύρος δραστηριοτήτων όπως οι ανταλλαγές και η προμήθεια αγαθών και ενέργειας.23 Όλο αυτό το σύστημα των αστικών μετακινήσεων δομεί αντίστοιχα συγκεκριμένα δίκτυα μετακινήσεων που υπερβαίνουν σε ακρίβεια αλλά και κλίμακα εκείνα των εμπορικών νομαδικών μετακινήσεων. Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για εκτεταμένα και πλήρως συστηματοποιημένα μεταφορικά δίκτυα τα οποία δέχονται και αναδιανέμουν ροές μεταβάσεων αξιοποιώντας εξειδικευμένες υποδομές. Οι ροές σε παγκόσμιο επίπεδο αντιμετωπίζονται μέσω πυλών (gateways) και τερματικών σταθμών (hubs). Πύλη είναι μια θέση που προσφέρει πρόσβαση σε ένα εκτεταμένο σύστημα κυκλοφορίας επιβατών και φορτίων, διατηρώντας το πλεονέκτημα της επωφελούς γεωγραφικής θέσης στην οποία βρίσκονται και συσσωρεύοντας μεταφορικές υποδομές. Τερματικός σταθμός μπορεί να θεωρηθεί κάθε εγκατάσταση όπου επιβάτες και φορτία συγκεντρώνονται ή διασκορπίζονται. Οι μεταφορικοί τερματικοί σταθμοί είναι συνεπώς κεντρικές και μεσολαβητικές θέσεις στις μετακινήσεις επιβατών και φορτίων.24 Οι μεταφορές ως σύστημα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της δομής και της οργάνωσης του χώρου. Οι μεταφορικές υποδομές, δηλαδή οι τερματικοί σταθμοί, ο εξοπλισμός τους και τα δίκτυα καταλαμβάνουν σημαντική θέση στον χώρο και αποτελούν την βάση για τη σύσταση πολύπλοκων χωρικών συστημάτων. Τα μεταφορικά συστήματα αποτελούνται από μεταφορικούς κόμβους, δηλαδή σημεία πρόσβασης σε συστήματα διανομής και μεταφόρτωσης και μεταφορικά δίκτυα, δηλαδή την οργάνωση και τις χωρικές συνδέσεις των μεταφορικών υποδομών. Η ανάπτυξη των μεταφορικών συστημάτων και των υποδομών που τα συνοδεύουν υπόκειται σε χωρικούς περιορισμούς που αφορούν κυρίως τομείς όπως η τοπογραφία και οι κλιματολογικές συνθήκες. Γεωφυσικά χαρακτηριστικά όπως ορεινοί όγκοι επηρεάζουν τη δομή, το κόστος και την εφικτότητα των μεταφορών. Οι βασικές μεταφορικές υποδομές δομούνται συνεπώς σε θέσεις όπου συναντώνται οι λιγότεροι γεωφυσικοί περιορισμοί. Η τοπογραφία συμβάλλει επομένως στην φυσική σύγκλιση των διαδρομών, αφού οι φυσικοί περιορισμοί λειτουργούν ως λιγότερο ή περισσότερο σχετικά φράγματα στη διεξαγωγή των κινήσεων.25 Η γεωγραφία των μεταφορών λαμβάνει συνεπώς υπόψην της τρεις γεωγραφικέςτοπογραφικές παραμέτρους, την τοποθεσία, που καθορίζει την φύση, την προέλευση, τον (Rodrigue, 2006, σ. 208) (Rodrigue, 2006, σ. 1) 24 (Rodrigue, 2006, σ. 67) 25 (Rodrigue, 2006, σ. 9) 22 23

67


68


προορισμό, την απόσταση καθώς και την δυνατότητα πραγματοποίησης της κίνησης, την συμπληρωματικότητα μεταξύ των συνδεόμενων θέσεων προέλευσης και προορισμού και την κλίμακα των μετακινήσεων, ανάλογα με την φύση της εκάστοτε δραστηριότητας.26 Τα πλέον θεμελιώδη στοιχεία της συνολικής δομής των δικτύων μετακινήσεων και μεταφορών είναι η γεωμετρία τους επί της επιφάνειας της γης και το επίπεδο συνδεσιμότητας. Ο αριθμός των κόμβων και των άκρων κάθε συστήματος αποδίδει την πολυπλοκότητα της εκάστοτε δομής. Εφόσον τα δίκτυα και κατ’επέκταση οι υποδομές θεωρούνται υποστηρικτικά μέσα για την πραγματοποίηση των μετακινήσεων, οι άκρες τους μπορούν να ληφθούν υπόψην αφαιρετικά ως διαδρομές ενώ οι κόμβοι ως τερματικοί σταθμοί. Ο φυσικός χώρος που καταλαμβάνουν τα μεταφορικά δίκτυα αντιπροσωπεύει διαφορετικές μορφές οικειοποίησης, όντας κατά περίπτωση είτε σαφώς καθορισμένος και οριοθετημένος, προορισμένος για αποκλειστική χρήση της αντίστοιχης υποδομής, είτε αόριστα καθορισμένος και ασαφώς οριοθετημένος, δηλαδή χώρος που χρησιμοποιείται παράλληλα για άλλα είδη μετακινήσεων, είτε χωρίς οριοθέτηση, δηλαδή χώρος χωρίς απτή σημασία εκτός από την έννοια της απόστασης την οποία εισάγει, όπως στην περίπτωση των δικτύων επικοινωνίας. Οι σχέσεις που εγκαθιδρύουν τα δίκτυα μετακινήσεων και μεταφορών με τον χώρο σχετίζονται με τη συνέχεια τους, τον χώρο που από τοπογραφικής άποψης καταλαμβάνουν και την χωρική τους συνοχή εντός αυτού του χώρου. Η χωρική επικράτεια τους είναι ένας τοπογραφικός χώρος δύο ή τριών διαστάσεων ανάλογα με το μεταφορικό μέσο που εξυπηρετείται και την αντίστοιχη υποδομή που φιλοξενούν.27

Διάγραμμα 17: Οι μεταφορικές υποδομές σχηματοποιούν τις σύγχρονες μετακινήσεις παρουσιάζοντας σημαντική πολυμορφία

26 27

(Rodrigue, 2006, σσ. 2-4, 6-8) (Rodrigue, 2006, σσ. 24-27)

69


70


ΕΛΕΓΧΟΣ

Το διαμορφωμένο χωρικό πλαίσιο των σύγχρονων μετακινήσεων, ιδίως σε έντονα αστικοποιημένα περιβάλλοντα, συγκροτεί μέσα από γεωγραφικούς κυρίως περιορισμούς ένα χώρο που είναι πλήρως προσαρμοσμένος στο νεονομαδισμό. Μέσα σε ένα παγκόσμιο δίκτυο αποτελούμενο από αναρίθμητους κόμβους και συνδέσεις, στοιχεία καθένα από τα οποία διαθέτει διαφορετική βαρύτητα και εξυπηρετεί μεγάλη ποικιλία μεταβάσεων, οι σύγχρονοι νομάδες υλοποιούν στο χώρο αυτό ένα σύστημα κοινωνικών διαδράσεων πέρα από το αντίστοιχο σύστημα μετακινήσεων. Η μαζικότητα των μετακινήσεων μέσω των υποδομών, σε αντίθεση με τον παραδοσιακό νομαδισμό, έχει ως αποτέλεσμα τον συγχρωτισμό μεγάλου αριθμού ανθρώπων και κατά συνέπεια παρουσιάζει σημαντικότερες απαιτήσεις όσον αφορά τη διευθέτηση των μετακινήσεων και των κοινωνικών διαδράσεων. Ο Marcel Mauss αναφέρθηκε, σε σχέση με τις ανθρώπινες συναναστροφές και τους συσχετισμούς τους, στο λεγόμενο απόλυτο κοινωνικό γεγονός (‘total social fact’). Το κοινωνικό αυτό φαινόμενο αφορά το σύνολο της κοινωνίας και τους θεσμούς της, συμπεριλαμβανομένων των ανταλλαγών και των αντιθέσεων. Σε υποδομές όπως οι μεταφορικές που συγκεντρώνουν μεγάλες μάζες ανθρώπων και η λειτουργία τους είναι σχεδόν εξ’ολοκλήρου αυτοματοποιημένη, το απόλυτο κοινωνικό γεγονός συνδέεται με τον μόνιμο και επίσημο χαρακτήρα των εδαφικών και θαλάσσιων μεταφορικών μέσων και το σύστημα συμβάσεων που εξασφαλίζει την ασφάλεια των μελών τους. Οι θεσμοί που διέπουν τις μεταφορές είναι πιο ευδιάκριτοι όταν βρίσκονται σε λειτουργία οι αντίστοιχες υποδομές.28 Η αναφορά σε θεσμούς και η αναλογία της κοινωνίας με τα σύνολα ατόμων που χρησιμοποιούν τις υποδομές για τις μετακινήσεις τους εισάγει μια εξαιρετικής σημασίας παράμετρο των μετακινήσεων, που αφορά στον έλεγχο τους. Με τον ίδιο τρόπο που το πλαίσιο των μετακινήσεων λειτουργεί βάσει χωρικών περιορισμών ισχύουν αντίστοιχα και θεσμικοί περιορισμοί, οι οποίοι διέπουν τόσο τις ανθρώπινες διαδράσεις όσο και τη λειτουργία των μεταφορικών υποδομών γενικότερα. Υπάρχει ωστόσο μια σημαντική διαφοροποίηση από το νομαδικό έλεγχο της γης, των κινήσεων και της ομάδας. Ενώ οι νομάδες μέσω των συνεχών τους μετακινήσεων ασκούν έλεγχο στην περιοχή στην οποία κινούνται, οι μετακινήσεις στο δομημένο περιβάλλον εναρμονίζονται σε ένα προϋπάρχον σύστημα διαδρομών σχεδιασμένο να τις φιλοξενήσει, υπόκεινται δηλαδή σε έναν έλεγχο από τις υποδομές με τις οποίες σχετίζονται. Ο νομαδισμός έχει στο επίκεντρο του τον έλεγχο του χώρου μέσω της κίνησης των νομάδων. Αντιθέτως, ο νεονομαδισμός του σύγχρονου αστικού χώρου χαρακτηρίζεται από τον έλεγχο της κίνησης μέσω του χώρου, εν προκειμένω των κάθε είδους υποδομών που αφορούν τις μεταφορές και τις μεταβάσεις. Η διαφορά αυτή είναι θεμελιώδης ως προς τη μεταβολή των τρόπων και των μέσων μετακίνησης, των οποίων φυσικά προηγήθηκε η μεταβολή του χωρικού περιβάλλοντος. Η έννοια του ελέγχου των μετακινήσεων είναι άμεσα συσχετισμένη με το κράτος, παράγοντα πλήρως αντίθετο προς το νομαδισμό. Η κατάσταση που διαμορφώνεται στον χώρο με την δημιουργία μέσων επικοινωνίας καθιστά ζωτικής σημασίας μέριμνα του κράτους να καθιερώσει ζώνες ελέγχου στον ευρύτερο χώρο των μετακινήσεων, που συνήθως συμπίπτουν με τις ίδιες τις υποδομές. Μέσω αυτών έχει τη δυνατότητα να ελέγχει τις ροές στον χώρο δημιουργώντας μονοπάτια καθορισμένων διευθύνσεων που ρυθμίζουν την ταχύτητα,

28

(Augé, In the metro, 2002, σσ. 39-40, 43)

71


72


την κυκλοφορία και την κίνηση.29 Ο τυπικός περιορισμός των μετακινητικών ροών μέσω της παρέμβασης του κράτους ως ισχύος επί του εδάφους αλλάζει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η κίνηση. Οι μετακινήσεις χάνουν εμφανώς πλέον τον χαρακτήρα της κίνησης μέσα σε έναν ανοιχτό και ελεύθερο χώρο αλλά αποκτούν χαρακτήρα αυστηρά ελεγχόμενης κίνησης από σημείο σε σημείο μέσα σε ένα δίκτυο ακτινικών συνδέσεων. Αυτή η εσωτερίκευση της κίνησης στον εξωτερικό χώρο δεσμεύει τις μετακινήσεις που απαλλάσσονται από τα περισσότερα νομαδικά χαρακτηριστικά τους, όπως η απόλυτη ελευθερία μετάβασης από μια περιοχή σε μια άλλη μέσα σε ένα πλαίσιο πλήρους ανωνυμίας όπως στον παραδοσιακό νομαδισμό. Το ζήτημα του ελέγχου της κίνησης όπως και οι αντίστοιχες κοινωνικές διαδράσεις παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις ανάλογα με το μεταφορικό μέσο και επομένως και με την αντίστοιχη υποδομή.

Διάγραμμα 18: Ο έλεγχος μέσω της κίνησης δεσμεύει τις μετακινήσεις συνολικά και τελικά τον ίδιο τον χώρο

29

(Deleuze Gilles, Guattari Félix, 2010)

73


74


ΔΙΑΣΠΟΡΑ

Με βάση την επιφάνεια στην οποία ταξιδεύουν, τα μεταφορικά μέσα ταξινομούνται σε επίγεια, θαλάσσια και εναέρια. Η οδική μετακίνηση και οι υποδομές της καταλαμβάνουν μεγάλες εκτάσεις χώρου με τους λιγότερους φυσικούς περιορισμούς συγκριτικά με τα υπόλοιπα μεταφορικά συστήματα. Ο γραμμικός της χαρακτήρας καταδεικνύει το γεγονός ότι αποτελεί την πρωταρχικότερη μορφή κινητικής υποδομής, δεδομένου ότι οι υποδομές της δεν διαθέτουν κτηριακό χαρακτήρα. Για το λόγο αυτό συντηρεί σε μεγάλο βαθμό τη νομαδική κίνηση καθώς η πιο ουσιαστική διαφορά έγκειται περισσότερο στο μέσο και όχι στη φιλοσοφία της μετακίνησης. Με παρόμοιο τρόπο λειτουργεί η πιο συγγενική μετεξέλιξη του δρόμου, ο σιδηρόδρομος, ο οποίος στην απλούστερη μορφή του αποτελείται από ένα χαραγμένο μονοπάτι στο οποίο προσδένονται και κινούνται οχήματα. Η σχέση του με το έδαφος έχει εξαιρετική σημασία καθώς υπόκειται, περισσότερο από κάθε άλλο μεταφορικό μέσο, σε φυσιογραφικούς περιορισμούς.30 Όπως και στην περίπτωση των οδικών μετακινήσεων, ο γεωφυσικός παράγοντας διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της υποδομής, δηλαδή προκύπτει μια οριακή σχέση ανάμεσα στο έδαφος και τη μετακίνηση ως χώρο. Αντίστοιχη λογική αλλά σε εντελώς διαφορετικό φυσικό περιβάλλον παρουσιάζουν οι θαλάσσιες μεταφορές, οι οποίες λειτουργούν σε τμήμα του χώρου, τη θάλασσα και τους ποταμούς, του όποιου έχουν την αποκλειστικότητα στη χρήση και ο οποίος είναι ταυτοχρόνως γεωγραφικός λόγω των φυσικών του γνωρισμάτων, στρατηγικής σημασίας λόγω του ελέγχου που του ασκείται και εμπορικός βάσει της χρήσης του.31 Παρότι το περιβάλλον εξακολουθεί να επιβάλλει τους δικούς του κανόνες στις μεταβάσεις, στην περίπτωση των υδάτινων μεταβάσεων αμφισβητείται για πρώτη φορά η πρωτοκαθεδρία του φυσικού περιβάλλοντος και συνεπώς του χώρου έναντι της κίνησης. Η εξέλιξη των τεχνολογικών μέσων όσον αφορά τόσο τα μεταφορικά μέσα όσο και τις υποδομές που τα συνοδεύουν ανέτρεψε σε μεγάλο βαθμό τους συσχετισμούς μεταξύ μετακίνησης και χώρου, προσαρμόζοντας τον τελευταίο στα χαρακτηριστικά των σύγχρονων μεταβάσεων. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί ο κλάδος των αερομεταφορών που αξιοποιεί την επιφάνεια του εδάφους για την πραγματοποίηση μετακινήσεων στον εναέριο χώρο. Οι αερομεταφορές υπόκεινται φυσικά σε περιορισμούς που είναι πολυδιάστατοι και περιλαμβάνουν την τοποθεσία της υποδομής και τις κλιματολογικές συνθήκες. Ωστόσο οι αεροπορικές διαδρομές είναι πρακτικά σχεδόν απολύτως απεριόριστες ενώ το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των αερομεταφορών έναντι των άλλων μεταφορικών μέσων και ειδών μετακίνησης είναι η ταχύτητα. Οι αεροπορικές υπηρεσίες είναι προγραμματισμένες με ακρίβεια μήνες πριν την εκτέλεση τους, εντός του δικτύου δραστηριότητας κάθε αερομεταφορέα. Σχετίζονται κυρίως με δραστηριότητες του τριτογενούς τομέα παραγωγής, όπως ο τουρισμός και το εμπόριο, που βασίζονται στην κινητικότητα των ανθρώπων σε μεγάλες αποστάσεις. Οι αερομεταφορές αξιοποιούν τον εναέριο χώρο, ο οποίος θεωρητικά τους παρέχει απόλυτη ελευθερία επιλογής διαδρομών.32

(Rodrigue, 2006, σσ. 90-94) (Rodrigue, 2006, σ. 96) 32 (Rodrigue, 2006, σσ. 101-103) 30 31

75


76


Ο έλεγχος στον τομέα των μετακινήσεων δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα καθώς πρακτικά δεν είναι μονοσήμαντος. Οι υποδομές υπονοούν αυτομάτως με την παρουσία τους έναν ισχυρό έλεγχο του χώρου μέσω των μετακινήσεων, ο οποίος δεν περιορίζεται αποκλειστικά στη δημιουργία δομικών στοιχείων στο τοπίο αλλά έχει και σαφή οργανωτικό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα όμως οι χωρικές παράμετροι που περιορίζουν ως ένα βαθμό τις μεταβάσεις εξακολουθούν να υφίστανται αν και ελαχιστοποιημένες. Με κάθε τρόπο η μετακίνηση παραμένει μονίμως σε πλήρη αλληλεξάρτηση με το χώρο, συνθέτοντας ένα δίπολο με αντιθετικό χαρακτήρα, ανάμεσα σε παροδικές ροές και σταθερά στοιχεία, που όμως λειτουργεί απόλυτα συμπληρωματικά. Οι παρεμβαλλόμενες υποδομές απλώς επιβραδύνουν για λίγο τη μετακίνηση, λειτουργώντας ως το απόλυτο υλικό συνώνυμο της στάσης.

Διάγραμμα 19: Τα μεταφορικά μέσα σχηματοποιούν τις σύγχρονες μετακινήσεις και υποδομές παρουσιάζοντας σημαντική πολυμορφία

77


78


ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ

Η ανθρωπογενής παρέμβαση στο χώρο κατά τις μεταβάσεις δεν αρκείται στην έννοια της υποδομής ως διαμεσολαβητικού στοιχείου της κίνησης. Οι νομάδες πραγματοποιούν επαναλαμβανόμενες κινήσεις στο τοπίο αλλά οι στάσεις τους, αν και σχετικά σύντομες ως παύσεις , διαπνέονται από μια ιδιαίτερη σταθερότητα, μια κατάσταση διακριτή από τη συνεχή τους κινητικότητα. Αντίθετα ο νεονομαδισμός αλλά κι η κινητικότητα γενικότερα στις πόλεις του σύγχρονου κόσμου συνδυάζει μέσα στις μεταφορικές υποδομές τη στατικότητα της κτηριακής δομής και την έννοια της παύσης με την κινητικότητα των ανθρώπων την ίδια στιγμή. Οι μεταφορικές υποδομές όπως οι σιδηρόδρομοι και τα αεροδρόμια είναι χώροι τόσο συνεχών περασμάτων ανθρώπων που σαρώνουν τις επιφάνειες τους όσο και μέρη παροδικής ή και στιγμιαίας παραμονής επιβατών. Η αλληλουχία κίνησης και στάσης, μεταβλητότητας και σταθερότητας είναι εξαιρετικά συχνή και γρήγορη, σε σημείο μάλιστα που οι δύο καταστάσεις να γίνονται πολύ δύσκολα διακριτές. Ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας τους αρχίζει από την υψηλή πυκνότητα της ανθρώπινης παρουσίας, τη συσσώρευση και τη διοχέτευση των μεταβάσεων της. Στη συλλογική συνείδηση ταυτοποιεί τις μετακινήσεις και κατ’επέκταση τις μεταφορές ως μια δύναμη διασποράς που ευνοεί την εξάπλωση των δραστηριοτήτων στο χώρο. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις λειτουργούν επίσης ως δύναμη συγκέντρωσης και δημιουργίας συμπλεγμάτων δραστηριοτήτων. Οι μετακινήσεις, ακόμη και στην πιο απλοποιημένη μορφή μεταφορικής υποδομής, λειτουργούν τόσο διασπορικά όσο και συγκεντρωτικά, σχηματίζοντας συγκεντρώσεις δραστηριοτήτων σε συγκεκριμένα μέρη και σε μεγάλους όγκους. Μια από τις πλέον βασικές σχέσεις αναφορικά με τις μετακινήσεις είναι η έκταση του χώρου που μπορεί να υπερκαλυφθεί εντός μιας δεδομένης χρονικής διάρκειας. Όσο ταχύτερο είναι το μέσο τόσο μεγαλύτερη απόσταση μπορεί να διανυθεί σε συγκεκριμένο χρόνο. Η εξέλιξη των μεταφορικών μέσων επηρεάζει σημαντικά τη σχέση χώρου και χρόνου.33 Η εξασφάλιση επομένως ευκολότερης και ταχύτερης πρόσβασης μεταξύ διαφορετικών τοποθεσιών έχει ως αποτέλεσμα ο χώρος και ο χρόνος να συγκλίνουν. Ως χώροι σύγκλισης στοιχείων, οι μεταφορικές υποδομές συγκεντρώνουν παράλληλα με τις μετακινήσεις και δραστηριότητες, λιγότερο ή περισσότερο σχετικές με αυτές. Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά τους είναι η σύγκλιση των λειτουργιών. Αποτελούν υποχρεωτικά σημεία διέλευσης ανάλογα με τη γεωγραφική τους θέση που είναι μεσολαβητική για κάθε είδους μετακινητικές ροές. Ο βασικός χωροθετικός παράγοντας ενός τερματικού σταθμού είναι η δυνατότητα να εξυπηρετεί όσο το δυνατόν υψηλότερες πληθυσμιακές συγκεντρώσεις και οικονομικές δραστηριότητες. Επιπλέον η εξασφάλιση εύκολης προσβασιμότητας σε άλλους τερματικούς σταθμούς, η ικανότητα διευκόλυνσης της υπάρχουσας κίνησης και η πρόνοια για μελλοντικές μεταβολές στις τεχνολογικές τάσεις αποκτούν ιδιαίτερη σημασία. Οι βασικές λειτουργίες που εξυπηρετούν οι τερματικοί σταθμοί σε σχέση με τα μεταφορικά συστήματα αφορούν την αποτελεσματική συνδεσιμότητα με τα δίκτυα που εξυπηρετούν, εφόσον αποτελούν τα μόνο σημεία εισόδου και εξόδου από αυτά, και τη λειτουργία τους ως σημεία ανταλλαγής επιβατών και φορτίων και ως ρυθμιστές των διαφορετικών χωρητικοτήτων και συχνοτήτων των μεταφορικών μέσων.34 Οι επιβατικοί σταθμοί απαιτούν σχετικά λίγο εξειδικευμένο εξοπλισμό για τη λειτουργία 33 34

(Rodrigue, 2006, σσ. 13-15) (Rodrigue, 2006, σ. 127)

79


80


τους λόγω της ατομικής κινητικότητας των επιβατών για την πρόσβαση τους στα μεταφορικά μέσα. Συμπεριλαμβάνονται βέβαια σε αυτούς υπηρεσίες όπως γραφεία πληροφόρησης, καταλύματα, εστίαση και ασφάλεια αλλά οι δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα εντός τους παραμένουν σχετικά απλές. Η αυξημένη κίνηση επιβατών μπορεί να ελεγχθεί αποτελεσματικά μέσω ενός καλού σχεδιασμού των αποβαθρών και των σημείων πρόσβασης και του κατάλληλου προγραμματισμού των αφίξεων και των αναχωρήσεων. Ο χρόνος που περνούν οι επιβάτες στους σταθμούς συνήθως είναι σύντομος με αποτέλεσμα χώροι όπως σταθμοί λεωφορείων και μετρό να περιλαμβάνουν λίγους επιμέρους χώρους, όπως εκδοτήρια εισητηρίων και χώρους αναμονής.35

Διάγραμμα 20: Η σύγκλιση του χώρου και του χρόνου επιφέρει αντίστοιχη σύγκλιση και στις μετακινήσεις

35

(Rodrigue, 2006, σ. 128)

81


82


ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΙ

Σε τέτοιους, συνωστισμένους από κόσμο χώρους, χιλιάδες διαφορετικές πορείες συγκλίνουν για ελάχιστο χρόνο χωρίς οποιαδήποτε διαδρομή να έχει επίγνωση οποιασδήποτε άλλης. Εκεί δίνεται η ευκαιρία να παρευρεθεί κανείς σε μέρη όπου το αίσθημα της φυγής απορρέει από την πιθανότητα της συνεχούς περιπέτειας, το συναίσθημα της περιέργειας να δει κανείς τι συμβαίνει.36 Η συγκρότηση χώρων όπου ατομικότητες συσσωρεύονται προσχηματικά για να συγκροτήσουν τελικά συλλογικότητες αποτελεί εξάλλου συχνή πρακτική. Η ανάγκη αυτή μεγιστοποιείται όταν συγκεράζεται με μια ακόμη ανάγκη, αυτή της κίνησης. Ο ιδανικός χώρος του σύγχρονου ανθρώπου είναι ο κινητός χώρος και μάλιστα αυτός που μπορεί να τον μεταφέρει οπουδήποτε37, μέσα δηλαδή όπως το αυτοκίνητο και το αεροπλάνο. Οι υποδομές που εξυπηρετούν μετακινήσεις παρουσιάζουν επομένως μεγάλο ενδιαφέρον σε σχέση με τον κοινωνικό τους αντίκτυπο αλλά και τον τρόπο με τον οποίο η μαζική μετακίνηση ανθρώπων επηρεάζει τον κοινωνικό ιστό και τις καθημερινές σχέσεις. Η διασταύρωση κινούμενων υποκειμένων που δεν αποδίδει απαραίτητα μια ομοιογενή και ευκρινή αντικειμενικότητα συγκροτεί την καθημερινή πραγματικότητα κάθε υποδομής. Οι μεταβάσεις προσελκύουν σε κοινόχρηστους χώρους άτομα που υπό διαφορετικές συνθήκες μπορεί να μην συναντώνταν ποτέ, παρέχοντας τις κατάλληλες συνθήκες για τη διαμόρφωση μιας συνολικής εικόνας των μετακινήσεων μέσω υποδομών με σαφή κοινωνικά και ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά σε χώρους με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική προσέγγιση. Ιδιαίτερα στις πιο πολυσύχναστες μεταφορικές υποδομές όπως οι υπόγειοι σιδηρόδρομοι (μετρό) και τα αεροδρόμια, περιπτώσεις όπου οι κατασκευαστικές παρεμβάσεις υπερβαίνουν φυσική μορφολογία του χώρου και το περιβάλλον, τα πολλαπλά πλέγματα των ανθρώπινων διαδράσεων αναπτύσσονται και εξελίσσονται διαρκώς μέσα σε απόλυτα στατικές δομές.

Διάγραμμα 21: Οι ατομικές διαδρομές υπάγονται σε μοναδικούς συσχετισμούς στον χωροχρόνο που συγκροτούν κοινωνικές διαδράσεις

36 37

(Augé, Non-Places: Introduction to an anthropology of supermodernity, 1995, σ. 3) (Augé, Non-Places: Introduction to an anthropology of supermodernity, 1995, σ. 4)

83


84


ΥΠΟΓΕΙΟ

Η μεταφορική δυνατότητα που παρέχει ο σιδηρόδρομος απαιτεί σχεδιασμένες υποδομές όπου οι επιβάτες επιβιβάζονται και αποβιβάζονται και φορτία μπορούν επίσης να μεταφερθούν. Η περιορισμένη έκταση των σιδηροδρομικών σταθμών συνεπάγεται αυτομάτως λιγότερους χωρικούς περιορισμούς. Παράλληλα η γραμμικότητα της μετακίνησης που εξυπηρετεί ο σιδηρόδρομος προσδίδει στους σιδηροδρομικούς σταθμούς ορθογωνικής διάταξης εγκαταστάσεις. Όπως και τα αεροδρόμια αλλά σε μικρότερο βαθμό, προσελκύουν δραστηριότητες όπως το λιανικό εμπόριο, εστιατόρια και ξενοδοχεία για τους επιβάτες. Το μέγεθος και η πολυπλοκότητα τους να εξαρτώνται από τον αριθμό των επιβατών που εξυπηρετούν. Η ιεραρχία της σημασίας των σιδηροδρομικών σταθμών απεικονίζεται στη δομή του σιδηροδρομικού δικτύου που περιλαμβάνει απλές στάσεις με μια μόνο αποβάθρα και κεντρικούς σταθμούς με περίκλειστες αποβάθρες και πολυάριθμες ανέσεις.38 Οι βασικές σχεδιαστικές αρχές διάρθρωσης των σιδηροδρομικών σταθμών στο χώρο δεν αφορούν μόνο στις υπέργειες σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις αλλά και στις υπόγειες, οι οποίες στην εποχή μας εξυπηρετούν το μεγαλύτερο μέρος των καθημερινών μετακινήσεων εντός των αστικών κέντρων. Με την μεταφορά ενός σημαντικού μέρους των μετακινητικών ροών κάτω από την επιφάνεια του εδάφους μετατοπίστηκε παράλληλα και σημαντικό τμήμα της κοινωνικής ζωής της σύγχρονης πόλης. Εγκλωβισμένοι σε περίκλειστους χώρους όπου η μετάβαση από ένα συγκεκριμένο σημείο σε ένα άλλο είναι μονόδρομος, οι κοινωνικοί συσχετισμοί προσαρμόζονται σε αυτό το περιβάλλον το οποίο είναι σχεδιασμένο με βάση λειτουργικά αλλά και αισθητικά κριτήρια. Ο υπόγειος σιδηρόδρομος συμπίπτει χωρικά και χρονικά με τον κοινωνικό χαρακτήρα του χαρακτήρα ως υποδομή. Στα τέλη του 19ου αιώνα οι υπέργειοι σιδηρόδρομοι αποτελούσαν πηγή συστηματικής μόλυνσης, με αποτέλεσμα η ιδέα των υπογείων σιδηροδρόμων με συρμούς τρένων που θα λειτουργούν με ηλεκτρισμό να αποτελεί ιδανική λύση. Οι πολεοδόμοι και οι χωροτάκτες της περιόδου αποσκοπούσαν στη δημιουργία ενός αστικού περιβάλλοντος όπου θα υπήρχε ένα δίκτυο γραμμών και σταθμών-”ναών” που θα προσέλκυαν κοινωνική δραστηριότητα, τόσο επί του εδάφους όσο και κάτω από αυτό.39 Ένας σταθμός ως σημείο μεταφοράς αποτελεί μια συστηματική δομή που περιλαμβάνει σιδηροδρομικές γραμμές σε διαφορετικά επίπεδα κάτω από το έδαφος, συνδέσεις με διαδρόμους μονής και διπλής κατεύθυνσης που συνδέουν τις επιμέρους πλατφόρμες των συρμών και καθορίζουν τις θέσεις των εξόδων του σταθμού και εκδοτήρια εισητηρίων. Ο σχεδιασμός αυτής της υποδομής λαμβάνει υπόψην και αξιολογεί την δυσκολία πρόσβασης στα διαφορετικά σημεία αναχώρησης, τα μήκη των διαδρόμων και των κλιμακοστασίων και την άνεση των κυλιόμενων κλιμακοστασίων,40 δίνοντας ιδιαίτερη δηλαδή έμφαση στο πλέγμα των κινήσεων όχι μόνο από και προς το σταθμό αλλά και στο εσωτερικό του. Βασικές επιδιώξεις του σχεδιασμού κάθε μεταφορικής υποδομής είναι να καταστήσει την μετάβαση όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματική και λιγότερο κοστοβόρα. Η εξασφάλιση της ομαλής και αποδοτικής κυκλοφορίας ανθρώπων στον πυρήνα της πόλης, σε συνδυασμό με την αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που κατοικούν μακριά από την εργασία τους και χρειάζεται να μετακινούνται από και προς στο κέντρο και την περιφέρεια της πόλης καθιστά αναγκαία την ύπαρξη μεγάλου αριθμού γραμμών βάσει ενός κεντρικού σχεδίου κυκλοφορίας.41 Αυτή η συστηματική δομή παρουσιάζει, βάσει και του σχεδιασμού της, έντονα κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά συνδυάζοντας διαφορετικά επίπεδα εξοικείωσης, δυσκολίας στην πρόσβαση και προσανατολισμού ανάλογα με τις ανάγκες του εκάστοτε επιβάτη και ρυθμίζοντας την συχνότητα διέλευσης κάθε συρμού. Η δομική διάρθρωση των υπογείων σιδηροδρόμων σε διαφορετικά επίπεδα μέσα στο έδαφος έχει τόσο αρχιτεκτονικό αντίκτυπο όσο και έντονα κοινωνικοχωρική διάσταση. Οι (Rodrigue, 2006, σ. 143) (Rodrigue, 2006, σ. 99) 40 (Rodrigue, 2006, σ. 60) 41 (Rodrigue, 2006, σ. 81) 38 39

85


86


αλλεπάλληλες στάθμες των σταθμών του μετρό, που αυξάνονται όταν ο κόμβος εξυπηρετεί περισσότερες από μια συνδέσεις, έχουν ανάγκη διευρυμένων κατακόρυφων συνδέσεων και χώρων για την παροχή υπηρεσιών με τις κατάλληλες πρόνοιες για τον ιδανικό φωτισμό και αερισμό των χώρων. Παράλληλα όμως αποκτούν μυητικό χαρακτήρα για τον επιβάτη. Με την πραγματοποίηση μεταβάσεων από την επιφάνεια της γης στην αποβάθρα και αντίστροφα, πριν ή μετά τη μετάβαση σε άλλο σταθμό αντιστοίχως, το μετρό εισάγει τον επιβάτη σε ένα σύστημα πολλαπλών και διαφορετικής μορφής μετακινήσεων από άποψης κλίμακας, απόστασης, κατεύθυνσης και ταχύτητας. Το πέρασμα από διαδοχικές στάθμες, που αφ’ενός παρουσιάζουν μια κλιμάκωση των λειτουργιών, από την έκδοση εισητηρίων μέχρι την αποβάθρα επιβίβασης και αποβίβασης, και αφ’ετέρου αντιπροσωπεύουν μια διαφορετική κατηγοριοποίηση των επιμέρους μετακινήσεων ανά επίπεδο, καλλιεργούν συλλογικής μορφής καταστάσεις που διέπονται σχεδόν αποκλειστικά από την διαφορετική ανάγκη μετακίνησης κάθε επιβάτη. Αλλά και η διαχείρηση της εσωτερικής κίνησης επιδέχεται ιδιαίτερης μεταχείρισης. Κάθε γραμμή μετακίνησης με τους συρμούς που διαθέτει δική της αρχή και τέλος και διασταυρώνεται σε συγκεκριμένα σημεία με τις υπόλοιπες και λαμβάνει διαφορετική χρωματική απεικόνιση στους χάρτες εσωτερικών μετακινήσεων του μετρό. Η ποικιλομορφία των χρωμάτων των γραμμών ομογενοποιεί κατά κάποιον τρόπο τον χώρο στον οποίο συναντώνται διαφορετικές τάξεις και ομάδες της κοινωνίας, ανεξαρτήτως καταγωγής, φύλου, ηλικίας και προσωπικών συνηθειών.42 Η συσσώρευση διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων στον ίδιο χώρο, με τον ίδιο αντικειμενικό σκοπό της μετακίνησης αλλά διαφορετικές πεποιθήσεις και καθημερινές επιδιώξεις συνιστά ένα κοινωνικό φαινόμενο που γίνεται περισσότερο ενδιαφέρον αν αναλογιστεί κανείς ότι η σύνθεση του κοινωνικού συνόλου εντός του μετρό αλλάζει εξαιρετικά συχνά και ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Η σύνθεση αυτή αποδεικνύει σε μικρότερη κλίμακα από αυτή της πόλης την ετερογένεια του συνόλου που όμως δέχεται κατευθυντήριες γραμμές από τις εικονοποιημένες υποδείξεις του μετρό. Οι χάρτες, τα σύμβολα και οι χρωματισμοί στο εσωτερικό του μετρό που επιχειρούν να τονίσουν και να διευθύνουν τις μεταβάσεις. Με τον τρόπο αυτό το αντικειμενικό συνεκτικό στοιχείο που αντιπροσωπεύουν προσαρμόζεται τόσο στο γεγονός ότι οι άνθρωποι που συγκεντρώνονται στο χώρο αυτό προέρχονται από διαφορετικά κοινωνικά υπόβαθρα όσο και στο ότι παρά τη διαφορετικότητα τους υπάρχουν σημεία ομοιότητας και σύγκλισης. Μέσα σε αυτό το πλέγμα αντιθετικών ροών που όμως συγκλίνουν και τέμνονται σε συγκεκριμένες θέσεις, συμβιώνει ο ομογενοποιητικός χαρακτήρας των μεταφορικών υποδομών με την πολυπλοκότητα της δομής τους που είναι απόρροια της ποικιλομορφίας των καθημερινών μετακινήσεων. Η σχεδιαστική δομή του μετρό αποδίδεται από την ακριβή συνύφανση γραμμών που σχηματίζουν στις μεταξύ τους συνδέσεις κόμβους, όπως διαδρόμους και κλιμακοστάσια. Σε ένα καθεστώς διαρκούς επαναληπτικότητας, οι κόμβοι αυτοί διασχίζονται από άτομα που λόγω συνήθειας γνωρίζουν που μεταβαίνουν και συνεπώς με ποια άλλη γραμμή ανταποκρίνεται η δική τους.43

Διάγραμμα 22: Το μετρό εισάγει κάτω από την πόλη μια νέα διάσταση του χώρου 42 43

(Rodrigue, 2006, σ. 85) (Augé, In the metro, 2002, σ. 54)

87


88


ΑΤΟΜΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ

Το σημείο μεταφοράς στον σταθμό, το σταυροδρόμι, μετατρέπεται σε σημείο όπου διασταυρώνονται η ατομική και η συλλογική διάσταση της κοινωνίας. Οι ατομικές διαδρομές μπορεί να συνυπάρχουν συμπτωματικά μεταξύ τους σε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή. Η μετάβαση αναμιγνύει ατομικές και συλλογικές φαντασίες και αντιλήψεις. Το ίδιο το μετρό είναι ένας κοινωνικός χώρος όπου καθορίζονται οι τύχες και η μοίρα των ζωών των ατόμων.44 Η συλλογικότητα που συναντάμε στο νομαδικό κόσμο, συγκολλητικό στοιχείο της ομάδας και απαραίτητα προϋπόθεση επιβίωσης, παύει να υφίσταται στις σύγχρονες μετακινήσεις. Στο νεονομαδισμό, η συλλογικότητα συνιστά απλώς μια άτυπη σύμβαση μεταξύ ανθρώπων που είναι πολύ πιθανό να μην ξαναβρεθούν στο ίδιο μέρος την ίδια χρονική στιγμή, αποκτώντας διάσταση απλοποιημένης και καθ ‘όλα τυχαίας συνύπαρξης για σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτή η μοναδική μορφή συλλογικότητας, στην οποία οι επιμέρους ατομικότητες ελάχιστα συνδέονται ή και συμπίπτουν μεταξύ τους, παρουσιάζει μια οριακή κοινωνική κατάσταση όπου οι σχέσεις των ανθρώπων είναι τόσο ανεξάρτητες μεταξύ τους όσο και οι αντίστοιχες διαδρομές τους. Το μετρό συνιστά επομένως έναν κατεξοχήν χώρο κοινωνικής πρακτικής όπως κάθε μεταφορική υποδομή που εμπερικλείει τον απαραίτητο χρόνο για τη μετάβαση από ένα σημείο σε ένα άλλο και από μια δραστηριότητα σε μια άλλη. Αυτό φαίνεται καλύτερα από τη μετάβαση μέσω του συρμού από την επαγγελματική στην ιδιωτική ζωή και αντίστροφα κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η αντίθεση ωστόσο ανάμεσα στην ιδιωτική και την επαγγελματική ζωή δεν αντιπροσωπεύει κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής καθώς αυτή εμφανίζει και ενδιάμεσες καταστάσεις. Η χρήση υποδομών όπως τα εστιατόρια, οι κινηματογράφοι και τα θέατρα ή τα εμπορικά κέντρα μαρτυρούν ξεκάθαρα τις ανταποκρίσεις της καθημερινότητας ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο μέσω μιας μεταφορικής υποδομής.45 Συνεπώς η μετάβαση από σημείο σε σημείο μέσα στην πόλη αποτελεί παράλληλα και μετάβαση από ένα σύστημα σε ένα άλλο, με διαβαθμισμένη κάθε φορά σχέση με τον ιδιωτικό ή το δημόσιο βίο. Η αλληλεπικάλυψη διαφορετικών συστημάτων που περικλείουν συγκεκριμένες λειτουργικές πτυχές της καθημερινότητας τονίζει περισσότερο τη σημασία του μετρό ως συνδετικού κρίκου τόσο από χωρικής όσο και από κοινωνικής άποψης. Οι σήραγγες του μετρό αντιπροσωπεύουν ακριβώς τη στιγμή της μετάβασης συνηθισμένων πολιτών από ένα σύστημα σε ένα άλλο και την είσοδο ή έξοδο τους από συστήματα με τα οποία όμως συνδέονται αντίστοιχα με τις αναμνήσεις τους και τις προσδοκίες τους από αυτά. Ταυτόχρονα όμως οι σήραγγες λειτουργούν ως χωρικά διαχωριστικά μεταξύ διαφορετικών συστημάτων.46 Κατ’αντιστοιχία με τις ίδιες τις διαδρομές, η σήραγγα όπως και ο δρόμος στην αυτοκίνηση εκφράζουν με απόλυτα υλικό τρόπο την ουσία της μετακίνησης αλλά ακόμα περισσότερο της συνδετικής κίνησης που βρίσκει πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη της πάνω αλλά και κάτω από τη γη. Το ιδιαίτερο στοιχείο που εισάγει το μετρό ως υπόγεια μεταφορική υποδομή είναι η μεταφορά σημαντικού τμήματος των μετακινητικών

(Augé, In the metro, 2002, σσ. 77-78) (Augé, In the metro, 2002, σσ. 54-56) 46 (Augé, In the metro, 2002, σσ. 58-60) 44 45

89


90


ροών και διαδρομών κάτω από το επίπεδο της αστικής ανάπτυξης, συμπαρασύροντας χαρακτηριστικά του δομημένου χώρου που υπό διαφορετικές συνθήκες δεν θα συναντώνταν αλλού, στη στάθμη αυτή.

Διάγραμμα 23: Φαινομενικά τυχαίες συμπτώσεις ατομικών διαδρομών συνθέτουν ιδιόμορφες συλλογικότητες

91


92


ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ Ο σταθμός του μετρό ως υποδομή παρουσιάζει διαφορές αλλά και ομοιότητες με τον επιφανειακό αστικό χώρο. Αντιστοίχως το ανώτερο επίπεδο του σταθμού που επικοινωνεί άμεσα με το εξωτερικό του αποτελεί σημείο διέλευσης ανθρώπων που πιθανότατα δεν θα χρειαστεί να κατέβουν στα κατώτερα επίπεδα. Οι διαδρομές των περαστικών εκεί διασταυρώνονται αλλά δεν συναντώνται.47 Το φαινόμενο αυτό, που εντοπίζεται ιδιαίτερα συχνά στα σύγχρονα αστικά κέντρα αλλά και στο υπόγειο τμήμα του μετρό, βρίσκει στις εισόδους των σταθμών του μετρό την επιτομή του. Σε ένα πλέγμα πρακτικά απεριόριστων επιλογών, του οποίου τα όρια είναι συνήθως ανύπαρκτα, οι διελεύσεις των ανθρώπων πολύ συχνά αντιμετωπίζουν το μετρό απλώς ως ένα χώρο που παρεμβάλλεται μεταξύ άλλων, προορισμένο να εξυπηρετεί αποκλειστικά μετακινητικές ανάγκες. Αυτή ωστόσο η οπτική δεν ανταποκρίνεται πάντα στην πραγματικότητα, ιδιαίτερα όσον αφορά τα κέντρα των μητροπολιτικών περιοχών. Ως θέσεις του χώρου με ειδικό βάρος στην κοινωνική καθημερινότητα, οι σταθμοί του υπόγειου σιδηροδρόμου προσελκύουν γύρω αλλά και στο εσωτερικό τους μεγάλη ποικιλία χρήσεων και λειτουργιών, προσαρμοσμένοι στον πολυπρογραμματικό χαρακτήρα της σύγχρονης πόλης. Με δεδομένο αυτό οι μεγαλύτεροι και κεντρικότεροι σε σχέση με την πόλη σταθμοί του μετρό φιλοξενούν στα ανώτερα επίπεδα τους χρήσεις πρωτογενώς άσχετες με τη λειτουργία του μετρό όπως καφετέριες και εστιατόρια. Πολλές επιχειρήσεις ανοίγουν καταστήματα κοντά σε αυτές τις διασταυρώσεις που προκύπτουν από τις αντίστοιχες ανταποκρίσεις των διαδρομών του μετρό διαμορφώνοντας χώρους όπου συγκεντρώνονται όλα τα συστατικά στοιχεία του σύγχρονου κόσμου. Η χωρική σημασία των ανταποκρίσεων επιβεβαιώνεται λοιπόν από την κοινωνική και οικονομική αναβάθμιση τους που τις καθιστά χώρους κοινωνικά εξιδανικευμένους και άτυπα λατρευτικούς όπως σε αρχαιότερους πολιτισμούς.48 Λειτουργώντας ως πόλοι έλξης της παρουσίας ή έστω της προσοχής του διερχόμενου, μαγνητίζουν κάθε είδους κίνησης των ανθρώπων των αστικών κέντρων. Ο νεονομαδισμός συναντά τα πλέον χαρακτηριστικά του παραδείγματα σε τέτοιου είδους περιστάσεις, όπου η συχνή μετακίνηση σε συνδυασμό με ισχυρές οπτικές εμπειρίες του περιβάλλοντος χώρου συγκροτεί πυκνώσεις στο αστικό πεδίο, προκαλούμενη από ισχυρά οπτικά ερεθίσματα. Η ίδια η υποδομή του μετρό παρέχει πρόσφορο έδαφος για την προσέλκυση της προσοχής του περαστικού με αφίσες που κολλούνται στις πλατφόρμες επιβίβασης και τους διαδρόμους του. Κάθε αφίσα, ανάλογα με το περιεχόμενο και το σκοπό της παρουσιάζει συγκεκριμένη συχνότητα εμφάνισης στους σταθμούς και ακολουθεί κατά συνέπεια το δικό της ρυθμό. Η θεματολογία των εικόνων και των διαφημίσεων που αφισοκολλούνται ή πιο πρόσφατα βιντεοπροβάλλονται στις στάσεις των μετρό δεν βασίζονται στον υπόγειο χαρακτήρα της υποδομής αλλά εισάγουν σε αυτή στοιχεία του εξωτερικού της χώρου. Η ελκυστικότητα των εικόνων που εμφανίζονται σε μεταφορικές υποδομές, και κυρίως στο μετρό που έχει τον πιο παροδικό και γρήγορο χαρακτήρα, αποτυπώνει μια συνολική εικόνα του κόσμου και ακολούθως της ζωής και του ατόμου. Απομονώντας προσωρινά τον επιβάτη αρχικά στις πλατφόρμες και στη συνέχεια στις σήραγγες και στους συρμούς του μετρό, οι εικόνες τον συνοδεύουν στη μετάβαση του από μια κατάσταση κοινωνικότητας σε μια άλλη. Το παιχνίδι των εικόνων ορίζει το περιβάλλον που συχνάζουμε και μοιραζόμαστε επιβεβαιώνοντας την πραγματικότητα και τελικά την ίδια την εικόνα.49

Διάγραμμα 24: Οι εικόνες συσσωρεύονται από την μετακίνηση συγκροτώντας ένα ενιαίο σύνολο που συνοδεύει τις μεταβάσεις (Augé, In the metro, 2002, σ. 65) (Augé, In the metro, 2002, σσ. 65-66) 49 (Augé, In the metro, 2002, σσ. 61-64) 47 48

93


94


ΜΝΗΜΗ Η σχετικότητα της αντίληψης του χρόνου ανάλογα με την ταυτότητα κάθε χώρου και την ιδιοσυγκρασία κάθε ανθρώπου σε αυτόν είναι συνδεδεμένη με την ιδέα της προόδου. Ο σύγχρονος άνθρωπος αναζητά σε πρώτο βαθμό σημεία αναφοράς στην καθημερινότητα του, εικόνες, αρχεία, ορατά ή ευδιάκριτα γενικά σημεία που μπορούν να αποδώσουν ιστορία. Πιο γενικευμένα η ιστορία γίνεται αντιληπτή από ανθρωπολογικά στοιχεία, από την οικογένεια μέχρι τις λεγόμενες ‘θέσεις μνήμης’50, που συνήθως μεταφράζονται κυριολεκτικά σε μνημεία κυρίως ιστορικά. Στην περίπτωση του μετρό, οι εικονοποιήσεις, εκτός από παράγοντα συνοχής των κατά τα άλλα διακριτών κινήσεων, αντικαθιστούν κατά κάποιον τρόπο τα ιστορικής σημασίας στοιχεία του αστικού χώρου. Η σύνθεση εικόνων συνιστά με τον τρόπο αυτό ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο μηχανισμό μνήμης με σταθερή εννοιολογική βάση. Ο χάρτης και ακολούθως η δομή του υπογείου σιδηροδρόμου λειτουργούν για τον επιβάτη ως υπενθύμιση, ως μηχανή μνήμης και περισσότερο ίσως ως καθρέφτης στον οποίο αντανακλώνται στιγμιαία εικόνες του παρελθόντος. Οι σταθμοί που απεικονίζονται στις διαδρομές διαδραματίζουν σημαντικούς ρόλους σχετικά με παράγοντες όπως η εργασία, η κατοίκηση, η ηλικία και συνεπώς και η ιστορία. Όμως ο αντικατοπτρισμός της πραγματικότητας στο μετρό δεν περιορίζεται στα γεγονότα αλλά επεκτείνεται και στους ανθρώπους51. Η χρήση του υπόγειου σιδηροδρόμου πραγματοποιεί ένα ταξίδι μέσα στο χρόνο και στο παρελθόν των προηγούμενων γενεών με αυξημένη ταχύτητα. Βασισμένες σε συγκεκριμένα σημεία αναφοράς, οι διαδρομές του μετρό παρέχουν στον επιβάτη σταθερά σημεία αναφοράς στον χώρο σε συνάρτηση με ημερολογιακά προγραμματισμένα αθλητικά ή άλλα γεγονότα, δηλαδή τακτικά χρονικά πλαίσια52. Ο ταξιδιώτης του μετρό υπόκειται δηλαδή κατά τις μετακινήσεις του σε ένα αρκετά σαφές πρόγραμμα στο χωροχρόνο. Η σημασία της συλλογικής μνήμης που εύκολα συναντάται στη σύγχρονη πόλη βρίσκει εφαρμογή και στους υπόγειους σιδηροδρόμους. Σε αυτό σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η σχεδιαστική πρόνοια για τα δίκτυα υπογείων σιδηροδρόμων ώστε οι σταθμοί όπου διασταυρώνονται γραμμές μετακίνησης να βρίσκονται κοντά σε βαρύνουσας ιστορικής σημασίας σημεία της πόλης. Η ιστορική συνείδηση που διαφαίνεται σε μεγάλη έκταση του αστικού χώρου υπερισχύει και κάτω από την επιφάνεια του εδάφους με την ονοματοδότηση των στάσεων ώστε να ανταποκρίνονται στο ένδοξο παρελθόν. Όπως στον αδόμητο ή μερικώς δομημένο χώρο, έτσι και στον αστικό η μορφή του συγκροτείται πάνω σε μια παράδοση ονομάτων, συγγένειας και κοινωνικών και ιστορικών γενεαλογιών. Τα σημαντικότερα τοπωνύμια και συνολικά ο χάρτης του αντίστοιχου αστικού χώρου αναπτύσσεται στο εσωτερικό του μετρό σε ένα δίχτυ που συγκρατεί και διαμορφώνει την ιστορική συνάφεια του χώρου. Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται περισσότερο κοντά στον πυρήνα της μετακίνησης και βαθμιαία αποδυναμώνεται καθώς οι διαδρομές του μετρό απομακρύνονται από το κέντρο της πόλης. Καθώς σταδιακά χάνεται ο ιστορικός χαρακτήρας του αστικού περιβάλλοντος αναδύονται κυρίως γεωγραφικά τοπωνύμια σχετικά με τον ευρύτερο μητροπολιτικό χώρο που υπενθυμίζουν έννοιες όπως τα όρια και οι αναχωρήσεις. Παράλληλα η μεγάλη έκταση που έχουν συνήθως τα δίκτυα των υπογείων σιδηροδρόμων σε συνδυασμό με τις πολυάριθμες και πυκνές χωρικά ιστορικές αναφορές αποδίδουν στην υποδομή μια αυτονομία έναντι της πόλης53. Μπορεί η αντίληψη της παρουσιαζόμενης ιστορίας να μην είναι πάντα συλλογική αφού ο συγχρονισμός των κινήσεων στον υπόγειο σιδηρόδρομο δεν συνενώνει απαραιτήτως και τα προγράμματα των επιβατών, όμως η κοινή μνήμη κερδίζει έδαφος στις επιμέρους προσωπικές μνήμες. Ο σταθμός μεταμορφώνεται σε ένα μουσείο εν κινήσει, σε μηχανισμό ενσωμάτωσης της ιστορίας στην κίνηση της καθημερινότητας. Παρότι παρελθοντική, η ιστορία αναγεννάται διαρκώς στη μνήμη του ταξιδιώτη και τον συνοδεύει καθ’όλη την διάρκεια της παρουσίας του στο μετρό. Η εκτεταμένη παρουσία της ιστορίας και κατ’επέκταση και της τέχνης σε όλες της τις εκφάνσεις περισσότερο στο μετρό αλλά και σε άλλες μεταφορικές υποδομές ισοδυναμεί με μια συμπύκνωση τους στο χώρο και το χρόνο του σύγχρονου κόσμου. (Augé, Non-Places: Introduction to an anthropology 52 (Augé, In the metro, 2002, σσ. 17-19) of supermodernity, 1995, σ. 28) 53 51 (Augé, In the metro, 2002, σσ. 4-5) (Augé, In the metro, 2002, σσ. 4-5) 50

95


96


ΣΥΜΠΥΚΝΩΣΗ Το πέρασμα του χρόνου ωστόσο δεν είναι μονοσήμαντο, αφού στην πρόοδο του καθοριστικό ρόλο έχει η ταχύτητα του και πολύ περισσότερο η επιτάχυνση συνολικά της ιστορίας. Στον σύγχρονο κόσμο το φαινόμενο αυτό εντείνεται περισσότερο δεδομένου του πολλαπλασιασμού των γεγονότων, από τα οποία ελάχιστα μπορούν να προβλεφθούν. Η υπερβολή του χρόνου που προκύπτει, ορίζει κατά τον Augé μια κατάσταση υπερμοντερνισμού (supermodernity), με την οποία συνοψίζει ότι η δυσκολία της σκέψης σχετικά με τον χρόνο πηγάζει από την υπερπληθώρα γεγονότων που λαμβάνουν χώρα στον σύγχρονο κόσμο54.Ο σύγχρονος νομάς παγιδεύεται ουσιαστικά στην επιτάχυνση του χρόνου και αναγκάζεται να προσαρμόζεται διαρκώς και ταχύτατα στα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται με λογική ανάλογη με αυτή των νομάδων του παρελθόντος. Η κατάσταση υπερβολής του σύγχρονου κόσμου δεν αφήνει ανεπηρέαστη και τη διάσταση του χώρου. Ο υπερμοντερνισμός εκφράζεται και σε μια ιδιότυπη υπερβολή του χώρου λόγω της μεταφορικής συστολής του πλανήτη. Σε μια εποχή όπου κυριαρχούν οι αλλαγές κλίμακας με τη χρήση νέων μέσων επικοινωνίας, όπως ο υπολογιστής, και μεταφοράς όπως το τρένο ή το αεροπλάνο, οι αποστάσεις σμικρύνονται σημαντικά. Η σηματοδότηση του χώρου αποτελεί σημείο αναφοράς που, προσπαθώντας να αντιληφθεί την ανθρώπινη δραστηριότητα σε τόπους, σχηματίζει εννοιολογικά σύμπαντα που συμπυκνώνουν μέσα τους τον χώρο55. Η ταυτόχρονη υπερβολή χρόνου και χώρου, η οποία συνάδει πλήρως με τη σύγκλιση τους εντός των μεταφορικών υποδομών και είναι ουσιαστικό φυσικό επόμενο αυτής, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κίνηση καθιστά την υποδομή σχεδόν αυτόματα πυκνωτή χώρου και χρόνου, ένα πλαίσιο όπου κάθε χώρος είναι προσβάσιμος κάθε χρονική στιγμή. Ταυτόχρονα όμως η συγκέντρωση πληθώρας χωρικών και χρονικών ταυτοτήτων σε ένα σημείο του χωροχρόνου στερεί σε σημαντικό βαθμό από το ίδιο την ίδια του την ταυτότητα, καθιστώντας το απλό φορέα κινητικών καταστάσεων. Η μετακίνηση, με τις εικονικές πορείες και τις μνήμες που συμπαρασύρει, καθιστά μέρη ή και σύνολα υποδομών μεταβάσεων τόσο εφήμερα και δύσκολα αντιληπτά στις υψηλές ταχύτητες της σύγχρονης καθημερινότητας που διαφέρουν από τη συμβατική έννοια του τόπου. Ο Michel de Certeau διακρίνει τον τόπο (place) από τον χώρο (space), ορίζοντας τον τελευταίο ως πολυσύχναστο χώρο στον οποίο διασταυρώνονται κινούμενα σώματα. Η επισήμανση της κίνησης αποκτά καθοριστικό χαρακτήρα διότι αντιπροσωπεύει την διπλή ανάγκη της δράσης στον χώρο και της θέασης αυτού56. Επομένως ο χώρος λειτουργεί ως μια αναπαράσταση των επιμέρους τόπων που περιλαμβάνει μέσω της κίνησης σε αυτούς, με τρόπο παρόμοιο με τον οποίο ο εναέριος χώρος κάθε κράτους υπάρχει για τον έλεγχο της εναέριας κυκλοφορίας. Αν ένας χώρος μπορεί να συνδέεται με την ταυτότητα μπορεί να χαρακτηριστεί σχεσιακός και ιστορικός, όπως ο ανθρωπολογικός χώρος, τότε ο αντίστροφος τόπος αποκαλείται από τον Augé non-place (μη τόπος). Ο μη-τόπος, ως ένας διφορούμενος και ασαφής στη συλλογική συνείδηση χώρος, καλλιεργεί στο άτομο την εμπειρία δύο αντιφατικών στοιχείων, της ευχαρίστησης και ταυτόχρονα της ανησυχίας και της συστολής μπροστά στην παρουσία μεγάλων ανθρώπινων μαζών. Χώροι όπως η αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου μετά τον έλεγχο ασφαλείας που διαιωνίζει την προσδοκία της εισόδου στο αεροπλάνο και την αναχώρηση υπενθυμίζοντας ταυτοχρόνως στον επιβάτη ότι ανήκει σε ένα ανθρώπινο κοπάδι ανταποκρίνονται στα προηγούμενα χαρακτηριστικά57. Υποδομές που συναντούμε στα σύγχρονα αστικά προγράμματα, όπως κλινικές και νοσοκομεία από τα οποία διέρχονται ανθρώπινες ζωές, σημεία διέλευσης και εγκαταστάσεις προσωρινής κατοίκησης από προσφυγικούς καταυλισμούς μέχρι ξενοδοχεία, και δίκτυα μεταφορών που συνοδεύονται από αυτόματους πωλητές μέχρι σουπερμάρκετ αποτελούν χαρακτηριστικές (Augé, Non-Places: Introduction to an anthropology of supermodernity, 1995, σσ. 28-30) (Augé, Non-Places: Introduction to an anthropology of supermodernity, 1995, σ. 33) 56 (Augé, Non-Places: Introduction to an anthropology of supermodernity, 1995, σσ. 80-83) 57 (Augé, In the metro, 2002, σ. 109) 54 55

97


98


περιπτώσεις ‘μη-τόπων’. Ο πρόσκαιρος χαρακτήρας που διαθέτουν τους στερεί την χωρική ταυτότητα, όμως ακόμα και οι μη-τόποι δεν συναντώνται ποτέ σε καθαρή μορφή. Ο Augé διακρίνει ωστόσο κάποια αντιθετικά σημεία, ανάμεσα στη διαμετακόμιση και την κατοικία, τον κόμβο και τη διασταύρωση, τον ταξιδευτή που καθορίζεται από την διαδρομή του και τον επιβάτη που καθορίζεται από τον προορισμό του, την έμμεση, οπτική επικοινωνία και την άμεση γλώσσα. Ο χώρος και ο μη-τόπος δεν συνιστούν απαραιτήτως αντιτιθέμενους πόλους αλλά αλληλεπιδρούν συνεχώς και αλληλεξαρτούν την ύπαρξη τους. Αναμφίβολα όμως οι μη-τόποι, αθροίζοντας όλα τα μέσα και δίκτυα μεταφορών, επικοινωνίας, αναψυχής και προσωρινής διαμονής αποτελούν το βασικότερο ίσως σημείο αναφοράς του σύγχρονου κόσμου. Σε χώρους όπως οι μη-τόποι, η ταυτότητα, οι σχέσεις και κυρίως η ιστορία χάνουν το νόημα τους και τα άτομα μπορούν μόνο μέσω φευγαλέων εικόνων που συναντούν εκεί μπορούν να υποψιαστούν την ύπαρξη του παρελθόντος και την πιθανότητα του μέλλοντος58. Η υποθετική σχεδόν αντίληψη του παρελθόντος συνιστά μια συρρίκνωση ή της ιστορίας, καταρχάς στο χώρο και έπειτα στο χρόνο του ταξιδιώτη. Επιπλέον η υποκειμενικότητα της ερμηνείας της από κάθε διαφορετικό περιπλανόμενο επιτείνει την ατομικότητα του στο πλαίσιο της συλλογικής διασταύρωσης σωμάτων που ουσιαστικά δεν αναπτύσσουν σχέσεις μεταξύ τους. Ο μη-τόπος λαμβάνεται υπόψην με όρους χρόνου αφού προορίζεται να διαπεραστεί, ένας χώρος όπου κυριαρχεί το εφήμερο και το προσωρινό. Οι διεργασίες μέσα σε αυτόν μαρτυρούν την παγίδευση του χώρου σε περιορισμένο χρόνο, αυτόν της αναμονής, της αγοράς, του ταξιδιού. Ο χώρος του ταξιδιώτη μπορεί λοιπόν να αποτελεί το απόλυτο αρχέτυπο του μη-τόπου. Μέσα από τον μη-τόπο, η κίνηση ισοδυναμεί με το ταξίδι κι ο νομάς του παρελθόντος με τον σύγχρονο ταξιδιώτη. Το ταξίδι, σύγχρονη απόδοση του νομαδισμού, έχει αρχή και τέλος μέσα στο χώρο και το χρόνο και με την ολοκλήρωση του κάθε ταξιδιώτης καταργεί τον τόπο από τον οποίο διήλθε μέχρι να τον επισκεφθεί ξανά ο ίδιος ή ο επόμενος ταξιδιώτης. Οι αλλεπάλληλες διαδρομές που εκτελούνται και ολοκληρώνονται με αυτή τη μορφή παραπέμπουν σε ιεροτελεστίες μετάβασης που προϋπήρξαν κυρίως σε αρχαίους πολιτισμούς. Στον σύγχρονο υπερμοντερνισμό όμως οι ιεροτελεστίες αυτές προσεγγίζουν περισσότερο την ατομικότητα παρά την συλλογικότητα59. Ο μη-τόπος διαθέτει συνεπώς δύο καταστάσεις, αφ’ενός χώρους που εξυπηρετούν συγκεκριμένες ανάγκες όπως το εμπόριο, η αναψυχή και οι μεταφορές και αφ’ετέρου τις σχέσεις που τα άτομα αναπτύσσουν με αυτούς. Οι δύο αυτές εκφάνσεις αλληλεπικαλύπτονται μεν αλλά δεν συγχέονται, δεδομένου ότι οι σχέσεις μεταξύ των ατόμων στους μη-τόπους παραμένουν έμμεσες και καθαρά διεκπεραιωτικού χαρακτήρα. Με την έμμεση θεσμοθέτηση κανονισμών λειτουργίας, ο ταξιδιώτης και στην προκειμένη περίπτωση, επιβάτης, εισάγεται σε ένα σύστημα γενικής ανωνυμίας, εκτός από τη στιγμή της επίδειξης της ταυτότητας του, δηλαδή χρειάζεται να αποδεικνύει τακτικά την αθωότητα του. Ο σύγχρονος χώρος του μη-τόπου λειτουργεί ομογενοποιητικά, σε ένα πλαίσιο όπου συνυπάρχει η σχετική ανωνυμία και η εξομοίωση των ατόμων μεταξύ τους με το τεκμήριο της αθωότητας, χωρίς να ενθαρρύνονται οι άμεσες σχέσεις ή διακριτή ατομική ταυτότητα.

Διάγραμμα 25: Η διαρκής κινητικότητα συμπυκνώνει το χώρο και το χρόνο κίνησης 58 59

(Augé, Non-Places: Introduction to an anthropology of supermodernity, 1995, σσ. 86-87) (Augé, Non-Places: Introduction to an anthropology of supermodernity, 1995, σσ. 88-95)

99


100


ΕΝΑΕΡΙΟ Η πλέον αντιπροσωπευτική υποδομή της εποχής μας, όχι μόνο στον τομέα των μεταφορών αλλά επί του συνόλου των καθημερινών κοινωνικών δραστηριοτήτων, είναι το αεροδρόμιο. Πρόκειται για μια στάση στο παγκόσμιο δίκτυο των μεταβάσεων όπου η έννοια του μη-τόπου είναι εμφανής σε κάθε έκφανση του πεδίου της. Σε αντίθεση ωστόσο με τον υπόγειο σιδηρόδρομο, το αεροδρόμιο εκπέμπει μια αίσθηση άνεσης και κυρίως φωτεινότητας λόγω των διαφορετικών του ρυθμών και της θέσης του πάνω στην επιφάνεια της γης. Η αντιπροσωπευτικότητα του χώρου αυτού έγκειται στο ότι συνοψίζει με τον πλέον εμφανή τρόπο τις περισσότερες οπτικές του πολιτισμού μας, από τη συνεχή εξέλιξη της τεχνολογίας μέχρι τις διασυνδέσεις και την αγάπη για τα ταξίδια60. Η ταχεία επέκταση των μετακινητικών ροών επιβατών και αγαθών μέσω του αεροπλάνου έχει οδηγήσει στη δημιουργία αεροδρομίων μεγαλύτερων σε όγκο, την προσέλευση επιβατών που καλούνται να διαχειριστούν, τα μεγέθη και τις αποστάσεις που τα χωρίζουν από τις πόλεις που εξυπηρετούν. Η σημασία του αεροδρομίου έγκειται όπως σε όλες τις μεταφορικές υποδομές στην κεντρικότητα και την ενδιαμεσότητα του χωρικά και ποιοτικά. Η διεύρυνση των παραγωγικών διασυνδέσεων σε παγκόσμιο επίπεδο έχει εντείνει την σημασία κυρίως της ενδιαμεσότητας των αεροδρομίων. Η παρουσία τους σε υψηλές πυκνότητες σε συγκεκριμένα τμήματα του ανεπτυγμένου κόσμου ανταποκρίνεται στην ύπαρξη παρακείμενων αστικών κέντρων με οικονομικό βάρος παγκόσμιας κλίμακας. Οι μεγάλοι τερματικοί σταθμοί των αεροδρομίων συγκεντρώνουν δραστηριότητες λιγότερο ή περισσότερο σχετικές με τη λειτουργία τους όπως κέντρα διανομής, συγκροτήματα γραφείων, ξενοδοχεία και κέντρα συνεδριάσεων61. Ως υποδομή, το αεροδρόμιο συνήθως συνοδεύεται από άλλες, συμπληρωματικές της λειτουργίας του υποδομές, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγονται παρακείμενοι αυτοκινητόδρομοι με αρκετές λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, σιδηροδρομικοί σταθμοί, μετρό και ξενοδοχεία. Πολύ συχνά μάλιστα το αεροδρόμιο και το ξενοδοχείο που το συνοδεύει εκφράζονται δομικά και αισθητικά με την ίδια αρχιτεκτονική γλώσσα, σαν ένα μητρικό σκάφος που ακολουθείται από ένα μικρότερο. Συνήθως αυτή αποδίδεται μέσω στεγασμένων διαβάσεων πεζών στις συνδέσεις τους και μεγάλων γυάλινων επιφανειών στις προσόψεις τους. Ειδικότερα τα ξενοδοχεία συνήθως παρουσιάζουν σχεδιαστική ομοιότητα με τις καμπίνες της διακεκριμένης θέσης των αεροσκαφών62. Παράλληλα όμως εισάγουν στη λειτουργία και την εντύπωση που δίνουν ότι η διαμονή σε αυτά έχει κατ’εξοχήν μοναχικό χαρακτήρα πέρα από την παροδικότητα της. Οι ήχοι και οι κινήσεις εντός τους συνθέτουν μια μηχανή εν υπνώσει σε κατάσταση αναμονής. Από την άλλη πλευρά το αεροδρόμιο συνιστά μια μηχανή σε πλήρη εγρήγορση και συνεχή συνήθως λειτουργία. Διαθέτοντας στον πυρήνα της λειτουργικότητας του διαδικαστικό και επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα, η επαναληπτικότητα της δομής του γίνεται καταρχάς εμφανής από την σειριακή διάταξη των αεροσκαφών στις θέσεις στάθμευσης τους κατά τον ανεφοδιασμό και την αποφόρτωση τους, την επιβίβαση και την αποβίβαση των επιβατών. Αλλά και οι διαδικασίες που διεξάγονται σε σχέση με την διεκπεραίωση των μετακινήσεων λαμβάνουν επαναλαμβανόμενο και σχεδόν τελετουργικό χαρακτήρα. Η τακτική σύνδεση και αποσύνδεση της φυσούνας του εναέριου διαδρόμου από το αεροσκάφος μαρτυρά αφίξεις ή αναχωρήσεις επιβατών στο αεροδρόμιο πιστοποιούν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της υποδομής63. Η είσοδος στην αίθουσα αναχωρήσεων οποιουδήποτε μεταφορικού κόμβου του σύγχρονου κόσμου αλλά κυρίως του αεροδρομίου καθιστά το άτομο μέρος ενός συνόλου ετεροτήτων, υποκείμενο σε οπτικές και ακουστικές διηγήσεις του χώρου. Ο μεγάλος όγκος του χώρου που υποδέχεται ταξιδιώτες με διαφορετικές καταβολές προσωποποιεί ουσιαστικά την απεραντοσύνη και την ποικιλομορφία της ανθρωπότητας. Η γοητεία του αεροδρομίου ως μεταφορικής υποδομής συγκεντρώνεται στο μεγαλύτερο βαθμό στις οθόνες ανακοίνωσης (de Botton, A Week at the Airport: a Heathrow Diary, 2009, σσ. 12-13) (Rodrigue, 2006, σσ. 146-147) 62 (de Botton, A Week at the Airport: a Heathrow Diary, 2009, σσ. 16-17) 63 (de Botton, A Week at the Airport: a Heathrow Diary, 2009, σσ. 24-25) 60 61

101


102


αναχωρήσεων και τις ηχητικές ανακοινώσεις που προσφέρουν την εντύπωση της άμεσης και διαρκούς δυνατότητας του ταξιδιού64. Η συγκέντρωση ανθρώπων άγνωστων μεταξύ τους σε έναν χώρο που, δεδομένων των μαζών που εισρέουν συνολικά, φαντάζει στην πραγματικότητα περιορισμένος συγκεντρώνει αυτομάτως και μια μεγάλη πυκνότητα προσωπικών ιστοριών. Μπορεί η ιστορία των ταξιδιών που διεξάγονται με τα αεροσκάφη να καταγράφεται στα καθημερινά πρακτικά και τις βάσεις δεδομένων των αεροδρομίων, οι ιστορίες όμως των ταξιδιωτών που τα πραγματοποιούν ξεχνιόνται χωρίς να αφήνουν ίχνη στο χώρο. Είναι ωστόσο αρκετές για να επιμηκύνουν τον χρόνο που αφιερώνουν σε αυτή την υποδομή και να δώσουν πραγματικό νόημα στη λειτουργία και την χρησιμότητα της. Η τεχνολογική εξέλιξη επηρεάζει τις μεταφορές και τις υποδομές τους επιφέροντας μια αξιοσημείωτη μετάβαση από την εκτέλεση διεργασιών από τους ανθρώπους στην πραγματοποίηση τους από μηχανικά συστήματα. Συνέπεια αυτού είναι η μείωση των ανθρώπινων επαφών και η αύξηση των διαδράσεων με μηχανές στους χώρους των αεροδρομίων. Διαδικασίες όπως η επιβεβαίωση των εισητηρίων και των θέσεων διεξάγονται πλέον κυρίως μέσω υπολογιστικών συστημάτων ενώ και ο έλεγχος εγγράφων ταυτοπροσωπίας όπως τα διαβατήρια γίνεται από υπαλλήλους με παράλληλη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, περιορίζοντας στο ελάχιστο τις πιθανότητες λάθους. Παρουσιάζονται ωστόσο και προβληματικοί περιορισμοί που βασίζονται σε λόγους διαχείρισης και διοίκησης της υποδομής. Περιστατικά όπως η αργοπορημένη εμφάνιση επιβατών στην πύλη επιβίβασης που αυτομάτως χάνουν την δυνατότητα να ταξιδέψουν προκαλούν συναισθήματα δυσφορίας τόσο στους ταξιδιώτες όσο και στους εργαζομένους. Η παρουσία του αεροσκάφους σε συνδυασμό με την απροσιτότητα του οδηγούν σε μια αλληλουχία ακυρώσεων και αναβολών προγραμματισμένων δραστηριοτήτων που ανατρέπει ατομικά και σπανιότερα συλλογικά πρόγραμμα στο χώρο και τον χρόνο65. Η ζώνη ελέγχου ασφαλείας του αεροδρομίου εισάγει τον επιβάτη σε μια πραγματικότητα όπου η προσωπική ανασφάλεια προσαυξάνεται προς όφελος του κοινής ασφάλειας. Για τον ταξιδιώτη που περνά μέσα από αυτή τη ολιγόλεπτη διαδικασία αφήνοντας στην άκρη τα προσωπικά του αντικείμενα η συνοδεία αυτού του αισθήματος ενοχής που προσωρινά τον αποξενώνει από την ιδέα του ταξιδιού του. Παρά το γεγονός ότι αποτελεί ίσως την πλέον άμεση ανθρώπινη διάδραση στους χώρους των αεροδρομίων θεωρείται και η πλέον ιδιόρρυθμη66. Η συλλογική υποχρέωση στη συμμετοχή στη συγκεκριμένη διαδικασία που επιφέρει μια νέα διάσταση ανασφάλειας και αποστασιοποίησης στις διαπροσωπικές σχέσεις. Η παράμετρος του ελέγχου της μετακίνησης παρουσιάζεται στο αεροδρόμιο περισσότερο ενισχυμένη από οπουδήποτε αλλού, υπενθυμίζοντας την οριακή θέση του χώρου αυτού στο πλέγμα των μετακινήσεων και της πληθώρας των πιθανών προορισμών. Εκτός από μεσολαβητικό χαρακτήρα στην κίνηση, ο χώρος του αεροδρομίου διαθέτει εντονότερα ενδεχομένως οριακό και διαχωριστικό χαρακτήρα. Ως μια χωρική σύνθεση αλλεπάλληλων μη-τόπων, τονίζει τη διαφορετικότητα των προορισμών που θα επακολουθήσουν του ίδιου σε ένα πλαίσιο όπου αυτή η προετοιμασία δύσκολα γίνεται αντιληπτή από τον επιβάτη. Μετά το πέρασμα από την αίθουσα ελέγχου ασφαλείας βρίσκονται στα περισσότερα αεροδρόμια καταστήματα λιανικής πώλησης. Η πληθώρα και η πυκνότητα τους σε μια μεταφορική υποδομή γίνεται συχνά αντιληπτή ως μια σημαντική αλλοίωση της αεροναυτικής ταυτότητας της υποδομής υπέρ ενός εμπορικού κέντρου μέσα σε αυτό. Παρατεταγμένα σειριακά, αποσκοπούν στην προσέλκυση της προσοχής του ταξιδιώτη που επιθυμεί να προμηθευτεί προϊόντα όπως ποτά ή βιβλία πριν την αναχώρηση του. Καταστήματα όπως βιβλιοπωλεία που πωλούν μυθιστορήματα και ταξιδιωτικούς οδηγούς κυριαρχούν στο αεροδρόμιο. Η παρουσία τους συνοδεύεται από ανταλλακτήρια συναλλάγματος, απαραίτητα για την τόνωση της κίνησης και της αγοράς στο αεροδρόμιο67. Συνιστούν, εκτός της βασικής τους λειτουργίας, κι έναν μηχανισμό μετάβασης από ένα σύστημα σε ένα άλλο και όχι μόνο από νομισματικής άποψης. Κατ’αναλογία με τις σήραγγες του μετρό που μέσω των συρμών που τις διατρέχουν εξυπηρετούν τις μεταβάσεις μεταξύ διαφορετικών συστημάτων, (de Botton, A Week at the Airport: a Heathrow Diary, 2009, σσ. 27-28) (de Botton, A Week at the Airport: a Heathrow Diary, 2009, σσ. 28-29) 66 (de Botton, A Week at the Airport: a Heathrow Diary, 2009, σσ. 52-56) 67 (de Botton, A Week at the Airport: a Heathrow Diary, 2009, σσ. 57-60) 64 65

103


104


τα ανταλλακτήρια εξυπηρετούν τη μετάβαση σε ένα σύστημα εκτεταμένων αγοραστικών δυνατοτήτων που εντείνουν το ενδιαφέρον της εκάστοτε μετακινητικής εμπειρίας. Η συνύπαρξη της μετακίνησης και του καταναλωτισμού στο αεροδρόμιο αντιμετωπίζεται συνήθως ως μια σχέση δυσαρμονίας. Ανάμεσα στις συμπληρωματικές εγκαταστάσεις που προσαρτώνται στα αεροδρόμια συγκαταλέγονται εστιατόρια και μπαρ, καταδεικνύοντας τον πολυπρογραμματικό χαρακτήρα της πλέον βαρυσήμαντης μεταφορικής υποδομής. Παρότι πρόκειται συνήθως για χώρους σχεδιασμένους με κριτήρια υψηλής αισθητικής και φαινομενικά προορισμένους για συγκεκριμένες ομάδες επιβατών με βάση οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια, η μεγάλη πλειοψηφία έχει ανεμπόδιστη πρόσβαση σε αυτούς. Αλλά και στην περίπτωση ταξιδιωτών με αυξημένες οικονομικές δυνατότητες και εξέχουσα κοινωνική θέση, η εικόνα τους δεν απέχει από αυτή των υπολοίπων επιβατών. Σε τέτοιου είδους δημόσιους χώρους εύκολα αποδίδεται η δομή της σύγχρονης κοινωνίας68. Το σύνολο σχεδόν του κοινωνικού φάσματος αντιπροσωπεύεται στις λειτουργίες που στεγάζει το αεροδρόμιο, καταδεικνύοντας την έντονα δημόσια ποιότητα του χώρου που είναι ανοιχτός σε οποιονδήποτε επιθυμεί όχι απλά να μετακινηθεί αλλά να ταξιδέψει και να περιπλανηθεί σε διαφορετικούς κόσμους μέσα στο σύγχρονο κόσμο. Οι παράλληλες αυτές διαστάσεις δεν είναι απαραίτητα χωρικές, όπως στην εκδοχή των αγορών, όμως δεν παύουν να αποτελούν διαφορετικές αισθητηριακές εμπειρίες που ταυτοποιούν σε εύλογο βαθμό το ταξίδι με τη μοντέρνα του αντίληψη. Η αίθουσα άφιξης, αντίθετα από την αίθουσα αναμονής των αναχωρήσεων, έχει χαρακτηριστικά χώρου πιο απελευθερωμένου και ανοικτού προς τους επιβάτες, χωρίς διαχωριστικά και θαλάμους. Η ισχύς είναι πανταχού παρούσα στο αεροδρόμιο αλλά στον χώρο αυτό παραμένει σχεδόν αόρατη, όντας αυταπόδεικτη69. Η διέλευση από τον χώρο αυτό αμέσως μετά την άφιξη από έναν αρχικό προορισμό είναι διερευνητική τόσο για τον ταξιδιώτη όσο και για τις υπηρεσίες που αντιπροσωπεύουν το αεροδρόμιο. Η φαινομενικά αυτονόητη υποχρέωση να ακολουθηθεί συγκεκριμένη πορεία μέχρι την αίθουσα παραλαβής αποσκευών θυμίζει τον ταυτόχρονα μεταβατικό και διαχωριστικό χαρακτήρα του ελέγχου ασφαλείας πριν την αναχώρηση. Η παράθεση διαδοχικών αλλά όχι σαφώς εμφανών στάσεων μεταξύ των κινήσεων που συνθέτουν τη σύγχρονη μετάβαση δημιουργεί διαβαθμισμένες κοινωνικές καταστάσεις που προκαλούν με τη σειρά τους διαφοροποιημένες εμπειρίες στον εκάστοτε νεονομά. Οι αίθουσες παραλαβής αποσκευών και εξόδου ολοκληρώνουν την κοινωνική και συναισθηματική κλιμάκωση της ταξιδιωτικής εμπειρίας. Εισάγουν μια εμφανή αντίθεση ανάμεσα στην ίδια και στο αεροσκάφος που συνίσταται σε αντιθέσεις ύλης και πνεύματος, βαρύτητας και ελαφρότητας, σώματος και ψυχής70. Η επιτάχυνση του εκ των πραγμάτων συμπιεσμένου χρόνου πριν την αναχώρηση αντισταθμίζεται με την επιβράδυνση των διαδικασιών της άφιξης που διεξάγονται σε χώρους που διαμορφώνουν μια εικόνα ήπιων μεταβάσεων από τον ένα στον άλλο. Κατά τη διάρκεια κάθε μετακίνησης της εποχής μας η διαδοχικότητα, η αντιπαραβολή ή και η αντιμετάθεση των στάσεων που διαμεσολαβούν τις κινήσεις προσδίδουν διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά στις μετακινήσεις που ακολουθούν.

Διάγραμμα 26: Η εναέρια μετακίνηση γεφυρώνει διαφορετικούς χώρους και συστήματα παρεμβάλλοντας ενδιάμεσες καταστάσεις

(de Botton, A Week at the Airport: a Heathrow Diary, 2009, σσ. 65-68) (de Botton, A Week at the Airport: a Heathrow Diary, 2009, σ. 95) 70 (de Botton, A Week at the Airport: a Heathrow Diary, 2009, σ. 97) 68 69

105


106


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΦΙΛΤΡΑ

Η κινητικότητα είναι η παράμετρος που δίνει υπόσταση στις υποδομές και γενικότερο στο χώρο μεταμορφώνοντας τα σημεία εκείνα που μαγνητίζουν τις μετακινήσεις σε φίλτρα των μεταβάσεων, πόλους μετακινητικών διεργασιών που δεν διακόπτουν την κίνηση αλλά την τροποποιούν ανάλογα με το εκάστοτε μετακινητικό πλαίσιο. Οι αυτοκινητόδρομοι, οι σιδηροδρομικοί σταθμοί και οι γραμμές του μετρό, τα λιμάνια και τα αεροδρόμια όπως και οι υποδομές των μέσων μαζικής μεταφοράς στις πόλεις προσδίδουν σε κάθε μετακίνηση διαφορετικά χαρακτηριστικά με την εναλλαγή ταχυτήτων και κατευθύνσεων σε συνάρτηση με το χώρο και το χρόνο. Η βραδύτητα και η ταχύτητα συνιστούν βασικά ποιοτικά στοιχεία της κίνησης και κατά συνέπεια και των χώρων που την ακολουθούν και την περικλείουν. Μέσα στην ίδια στάση συνυπάρχουν διαβαθμίσεις των κινήσεων που συμπαρασύρουν και τους αντίστοιχους επιμέρους χώρους, συνθέτοντας πολυμορφικές χωρικές δομές που ενεργοποιούνται και λειτουργούν με όρους κίνησης και ταχύτητας. Σαν κινητήρας με καύσιμο τις μετακινητικές ροές των ανθρώπων, ο χώρος του πρόσκαιρου και του εφήμερου καθιστά εξίσου πολυμορφική και την ίδια τη μετάβαση. Μέσα από αυτή τη μεταμορφωτική διεργασία των κινήσεων επιβιώνουν χαρακτηριστικά στοιχεία του νομαδισμού στην πλέον πρωταρχική του μορφή. Ο ίδιος ο νεονομαδισμός δεν είναι ένας τρόπος ζωής που μετεξελίχθηκε από το νομαδισμό για να καταστεί τελικά ξένος προς αυτόν αλλά για να συγκρατήσει τα στοιχεία εκείνα που τον διακρίνουν ως ζωή μέσα από την κίνηση. Η υποδομή διατηρεί ακόμα και στις στιγμές της μεγαλύτερης της αραίωσης και ύπνωσης την ουσία της κινητικής σταθερότητας. Κατά τις βραδινές ώρες η κίνηση στα περισσότερα αεροδρόμια μειώνεται αισθητά, διακόπτεται δε πλήρως σε όσα, λόγω χωροθέτησης τους εντός αστικών περιοχών, κλείνουν συγκεκριμένες ώρες τη νύχτα. Η μοναχικότητα των χώρων αναμονής σε εκείνα τα νεκρά χρονικά διαστήματα καθιστούν δυνατές νέες προσβάσεις και συνδέσεις εντός τους που σπανίως συναντώνται σε πολυσύχναστους αστικούς χώρους. Τα αεροδρόμια τη νύχτα γίνονται καταφύγια νομαδικών πνευμάτων που δεν αφιερώνονται σε ένα τόπο και αισθάνονται περισσότερο άνετα σε ενδιάμεσους, μεταβατικούς χώρους του σύγχρονου κόσμου. Η ατμόσφαιρα αυτή παραπέμπει στους παραδοσιακούς νομάδες που διατηρούν την νοητική τους παράδοση μακριά από σταθερά σημεία αναφοράς και παραμένουν καχύποπτοι απέναντι στις εγκατεστημένες κοινότητες71. Η ουσία της μετακινητικής ζωής μέσα από τη διαρκή αντιπαραβολή κίνησης και ακινησίας που τελικά συναποτελούν την πεμπτουσία της κινητικότητας, ταυτίζεται με το χώρο, χωρίς να υπάρχει πλέον διάκριση στάσεων και μη στάσεων. Τα μέλη του ανθρώπινου γένους που ζούσαν διαρκώς σε κατάσταση ανησυχίας αναφορικά με το τι έμελλε να συμβεί είχαν προικιστεί με κάποιο ζωτικό εξελικτικό πλεονέκτημα. Οι προπάτορες εκείνοι δεν είχαν καταφέρει να απολαύσουν στο έπακρο τα βιώματα τους, όμως είχαν επιζήσει και το γεγονός αυτό είχε μορφοποιήσει μέχρις ενός σημείου το χαρακτήρα των απογόνων τους72. Παρά το εμφανώς προσωρινό και στιγμιαίο της πρακτικής τους, οι νομάδες κρατούν διαχρονικά μια ολιστική και διορατική αντιμετώπιση απέναντι στο χώρο και την πραγματικότητα με προοπτική διαρκείας στο πέρασμα του χρόνου. Εκτός όμως από την προσαρμοστικότητα και την αναγκαιότητα επιβίωσης που χαρακτηρίζουν τη νομαδική 71 72

(de Botton, A Week at the Airport: a Heathrow Diary, 2009, σσ. 82-83) (de Botton, Η τέχνη του ταξιδιού, 2005, σ. 37)

107


108


κινητικότητα, κίνητρο για μετακίνηση των νομάδων του παρελθόντος ήταν και η περιέργεια. Μπορεί να μην αποτελούσε τη βασική αιτιολογία μεταβάσεων, ωστόσο κάθε μετακίνηση στο νομαδικό χώρο εμπεριείχε την επιθυμία γνώσης του αγνώστου και του καινούριου, του ασταθούς και του μεταβλητού. Στο σύγχρονο νομαδισμό ωστόσο η περιέργεια έχει αναχθεί στον πυρήνα του ιδεολογικού υποβάθρου της κινητικότητας, από τη στιγμή που τα δίκτυα μετακινήσεων έχουν εξαπλωθεί σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Πρόκειται για την ειδοποιό εκείνη διαφορά που διακρίνει το ταξίδι ως ξεχωριστή πτυχή του κατά τα άλλα ομοιογενούς ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά συνόλου των μετακινήσεων. Η περιέργεια του ανθρώπου θα μπορούσε να απεικονιστεί ως αλυσίδα με μικρούς κρίκους, η οποία εκτείνεται σε μεγάλο μήκος και περικλείει ίσως τεράστιες εκτάσεις, αν και ξεκινά από ένα βασικό πυρήνα, που απαρτίζεται από κάποια μεγάλα, απερίφραστα ερωτήματα73. Σε παράλληλη διαδρομή με την κίνηση, η περιέργεια ενσωματώνεται στην κινητικότητα και προσδίδει πρόσθετο νόημα σε αυτήν. Ταυτόχρονα όμως η αλυσίδα της περιέργειας βρίσκει το αντίστοιχο της στην αλυσίδα της κίνησης και της στάσης, της εναλλασσόμενης κινητικότητας και στατικότητας, στοιχείων που συνυπάρχουν, συνδέονται και συχνά συγχωνεύονται στο χώρο. Οι αλυσίδες της κίνησης, μέσα από την κινητικότητα της στάσης και τη στατικότητα της κίνησης, δεν δεσμεύουν αλλά ούτε και περιορίζουν τον παγκόσμιο χώρο. Αντιθέτως, τον απελευθερώνουν και τον καθιστούν είτε έμμεσα είτε άμεσα προσβάσιμο στις αισθήσεις και κυρίως στη σκέψη του ανθρώπου. Ο ταξιδιώτης-νομάς αισθάνεται περισσότερο οικείος με το χώρο ακριβώς επειδή επιμένει να κινείται μέσα και γύρω από αυτόν. Η ικανοποίηση της περιέργειας του είναι το επιστέγασμα μιας νοοτροπίας που διέπει συνολικά την καθημερινότητα της ζωής. Ανεξάρτητα από τους λόγους για τους οποίους μετακινούμαστε, ο χώρος ως πλαίσιο του ανθρώπου, της ζωής και επομένως και της κίνησης ταυτοποιεί το νόημα της μετάβασης. Το σύνολο των εικόνων, των υφών, του χαρακτήρα του τοπίου ενεργοποιούνται μέσω της κίνησης και φυλάσσονται στη στάση της σκέψης και την αποθήκη της μνήμης, για να γεννήσουν με τη σειρά τους εικόνες και σχέδια διαδρομών και ροών για νέες μετακινήσεις.

Διάγραμμα 27: Η στατική κινητικότητα των υποδομών μεταβάλλει διαρκώς τις κινήσεις στο χώρο

73

(de Botton, Η τέχνη του ταξιδιού, 2005, σ. 151)

109




1

2

3

4

Χάρτες επάνω 2: Περιοχές της Γης όπου διαβιούν νομάδες κυνηγοί 1: Οι νομαδικοί πληθυσμοί σε παγκόσμια κλίμακα 3: Περιοχές της Γης όπου διαβιούν νομάδες κτηνοτρόφοι 4: Περιοχές της Γης όπου διαβιούν νομάδες ταξιδιώτες

112


ΝΟΜΑΔΙΣΜΟΣ ΤΟ ΧΩΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΝΟΜΑΔΙΣΜΟΥ Η νομαδική πρακτική έχει λάβει διαχρονικά παγκόσμια χωρική εμβέλεια και συναντάται σε περιοχές του κόσμου όπου η ανθρώπινη ζωή και επιβίωση συχνά αντιμετωπίζουν τα όρια τους, όπως οι έρημοι και οι ημιερημικές περιοχές, οι στέπες και οι τούνδρες του αρκτικού κύκλου. Αχανείς εκτάσεις κατοικούνται εξαιρετικά αραιά, μεταξύ των οποίων, μεγάλα τμήματα του Καναδά, της Αλάσκας, της Ρωσίας, της Σιβηρίας, της Μογγολίας, όπως επίσης η Γροιλανδία, η Αραβία, η Βόρεια Αφρική και το μεγαλύτερο μέρος της Μέσης Ανατολής και της Αυστραλίας.74 Οι θερμοκρασίες κατά την διάρκεια της ημέρας συνήθως υπερβαίνουν τους 40 °C ενώ κατά την διάρκεια της νύχτας πέφτουν δραματικά. Οι βροχοπτώσεις είναι ελάχιστες και υπάρχουν περιοχές όπου αυτές απουσιάζουν για χρόνια. Παράλληλα όμως και η χλωρίδα και η πανίδα έχουν προσαρμοστεί πλήρως στις δυσχέρειες του φυσικού περιβάλλοντος. Τόσο τα φυτά όσο και τα ζώα δεσμεύουν και συγκρατούν μεγαλύτερες ποσότητες νερού σε περιοχές όπου βρέχει σποραδικά. Η προσαρμοστικότητα της άγριας ζωής έχει δημιουργήσει πολλαπλά πλεονεκτήματα για τον άνθρωπο τόσο όσον αφορά το κυνήγι και την συλλογή τροφής όσο και την εξημέρωση και εκτροφή των ειδών.75 Οι νομαδικοί πληθυσμοί βρίσκονται σχεδόν συνέχεια εν κινήσει, με αποτέλεσμα να συγκροτούν μικρές και ευέλικτες ομάδες ώστε να μειώνεται κατά το δυνατόν περισσότερο ο χρόνος της μετακίνησης και να περιορίζονται οι όποιοι φυσικοί κίνδυνοι λόγω των δυσμενών συνθηκών. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι νομάδες μάχονται καθημερινά για την επιβίωση τους σε περιοχές εξαιρετικά αφιλόξενες, σπανίως μπορούν να συντηρηθούν μεγάλοι πληθυσμοί ανθρώπων διότι κάτι τέτοιο αφενός θα οδηγούσε σε ταχύτερη εξάντληση των ήδη περιορισμένων πηγών επιβίωσης και αφετέρου θα δυσκόλευε σημαντικά τις απαραίτητες για την ομάδα μετακινήσεις.76 ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΝΟΜΑΔΩΝ Η επιρροή της διαρκούς κινητικότητας έχει εμποτίσει βαθιά τη σκέψη των νομαδικών πληθυσμών ακόμα και στον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στους ίδιους και τους μη νομαδικούς πληθυσμούς και παράλληλα διαχωρίζονται από αυτούς. Ένας από τους πλέον ευρέως γνωστούς νομαδικούς λαούς, οι Βεδουίνοι, διαχωρίζουν, κατά τον αυστριακό οριενταλιστή Alois Musil, το ανθρώπινο γένος σε δύο κατηγορίες: τους Hazar, δηλαδή αυτούς που κατοικούν σε σπίτια και τους Arab, που ζουν σε σκηνές. Οι Hazar διακρίνονται στους Qarawne, που είναι εγκατεστημένοι και τους Ra’w, που μετακινούνται εποχικά με τα κοπάδια τους. Ετυμολογικά η λέξη ‘Arab’ (Άραβας) συνδέεται με τους ανθρώπους που είναι γνωστοί ως οι ‘άνθρωποι της ερήμου’, με σαφή δηλαδή αναφορά στον χώρο των μετακινήσεων τους, και διακρίνονται στους Swaya, που εκτρέφουν αιγοπρόβατα και τους Bedouin (Βεδουίνοι), που βοσκούν καμήλες.77 Ο όρος “Βεδουίνος” προέρχεται από την αραβική λέξη badawī που κυριολεκτικά σημαίνει νομάς η περιπλανώμενος, η οποία με τη σειρά της προκύπτει από την λέξη bādiyah, που σημαίνει έρημος. Η ορολογία αυτή αντανακλά την διαφορά ανάμεσα στους νομάδες και τις εγκατεστημένες κοινότητες, ορίζοντας ουσιαστικά αυτούς που κατοικούν εκτός των πόλεων. Ωστόσο η λέξη ‘Βεδουίνος’ δεν συσχετίζεται αποκλειστικά με τον κτηνοτροφικό νομαδισμό αλλά συνδέεται περισσότερο με τη ζωή στη σκηνή και την ίδια την περιπλάνηση μέσα στην έρημο.78 Οι τρόποι αυτοπροσδιορισμού των νομάδων καταδεικνύουν με πολύ ξεκάθαρο τρόπο τόσο τη σχέση τους με τον χώρο στον οποίο ζουν, που περιορίζεται σε ήπιες διεργασίες, όσο και με την παρουσία της κινητικότητας στη ζωή τους. Παράλληλα όμως (Cowan, 2002, σ. 30) (Dehau, 2007, σσ. 6-7) 76 (Gluckman, 1965, σ. 118) 77 (Cowan, 2002, σ. 78) 78 (Dehau, 2007, σ. 9) 74 75

113


περιλαμβάνουν και παρεμφερείς αλλά διαφορετικές προσεγγίσεις της ζωής υπό καθεστώς τακτικών μεταβάσεων. Ανάλογα με τον χώρο στον οποίο κυκλοφορούν και τα φυσικά του χαρακτηριστικά αναπτύσσουν διαφορετικές δραστηριότητες για την επιβίωση τους, άμεσα συσχετισμένες με τις μετακινήσεις. Οι νομάδες διακρίνονται με βάση την κυριότερη ενασχόληση σε τρεις επιμέρους ομάδες, τους κυνηγούς -τροφοσυλλέκτες, τους νομάδεςκτηνοτρόφους και τους εργαζόμενοι-ταξιδιώτες.79 Οι νομάδες τροφοσυλλέκτες αποτελούν ίσως την αρχαιότερη μορφή μετακινούμενων πληθυσμών και την πλέον στενά συνδεδεμένη με την έννοια της ανάγκης. Οι μετακινήσεις τους στο χώρο αρχικά περιορίζονταν στις απόλυτα απαραίτητες για την εύρεση και τη συλλογή τροφής, γεγονός που οδήγησε στη μετέπειτα ασχολία του κυνηγιού. Με τη σειρά τους οι κτηνοτρόφοι νομάδες αποτελούν μια μετεξέλιξη των προηγούμενων που στρέφονται σε περισσότερο παραγωγικές διαδικασίες κατά τις μετακινήσεις τους στον χώρο. Ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με την εκτροφή ζώων όπως αγελάδες, άλογα και καμήλες και μετακινούνται ανάλογα με την αντίστοιχη εποχή του χρόνου για αναζήτηση νέων βοσκότοπων παράγοντας παράλληλα τα απαραίτητα για τη ζωή τους όπως γαλακτοκομικά προϊόντα και κρέας. Επιπλέον διακρίνονται σε αυτούς που βρίσκονται σε διαρκή περιοδική κίνηση για την εξασφάλιση των καλύτερων διαθέσιμων βοσκότοπων για τα κοπάδια τους και αυτούς που περιορίζονται σε εποχικές μετακινήσεις, διατηρώντας το υπόλοιπο χρονικό διάστημα σταθερές εγκαταστάσεις κατοίκησης. Οι εργαζόμενοι-ταξιδιώτες συνιστούν την πλέον πρόσφατη χρονικά μορφή νομαδισμού καθώς η ενασχόληση τους εστιάζει στις μεταβάσεις για την διεξαγωγή ανταλλαγών και εμπορικών συναλλαγών και είναι δύσκολο να κατανεμηθούν χωρικά σε παγκόσμια κλίμακα. ΝΟΜΑΔΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ Η κοινωνία των νομάδων διαχρονικά ήταν άμεσα συσχετισμένη με τον τρόπο ζωής τους. Στη βάση της βρίσκεται η πυρηνική οικογένεια από την οποία προκύπτει μια εσωτερική ιεραρχία αφοσίωσης που στηρίζεται στη συγγένεια. Η εγγύτητα της συγγένειας αυτής βασίζεται με τη σειρά της στην γραμμική καταγωγή, περιλαμβάνει δηλαδή έμμεσες αναφορές σε όρους κινητικής γραμμικότητας. Οι γραμμικοί συσχετισμοί μεταξύ των μελών της φυλής είναι εξίσου ισχυροί αλλά και πρακτικά αόρατοι όπως οι μετακινήσεις των νομάδων στην έρημο. Ρυθμίζουν το σύνολο της νομαδικής ζωής, από τον καταμερισμό των καθημερινών κτηνοτροφικών ή άλλων εργασιών ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες μέχρι τη διασπορά μελών της φυλής στο χώρο για τη συγκρότηση νέων πληθυσμών επιμέρους φυλών. Με τον ίδιο τρόπο που η οικογένεια ως πρωτογενής και βασική κοινωνική μονάδα ήταν και εξακολουθεί να είναι άμεσα συνυφασμένη με το εσωτερικό της σκηνής, εξωτερικά αυτής διαμορφώνεται η κοινωνική ιεραρχία βασισμένη στην αλληλεπίδραση των επιμέρους σκηνών μεταξύ τους. Κάθε σκηνή, αντιπροσωπεύοντας την εκάστοτε οικογένεια που την κατοικεί, λαμβάνει την θέση της στον χώρο σε σχέση με τις θέσεις των υπολοίπων σκηνών της φυλής. Από την σχετική θέση των σκηνών στους νομαδικούς καταυλισμούς ωστόσο δεν εντοπίζεται η έννοια της αυστηρής και διαβαθμισμένης ιεραρχίας. Η χαλαρή αλλά ομοιόμορφη διασπορά των σκηνών στην επίπεδη έρημο δεν παρουσιάζει μια εύκολα διακριτή ιεραρχία μεταξύ των μελών της φυλής. Η υποτυπώδης κοινωνική οργάνωση των νομαδικών πληθυσμών είναι σε γενικές γραμμές χαλαρή αλλά σε κάθε περίπτωση επαρκής. Με τον τρόπο αυτό η σκηνή ως τύπος αντιτίθεται στις συμβατικές στατικές υποδομές που κυριαρχούνται από την καθετότητα, διαμορφώνοντας ένα ζεύγος αντίθετων διανοητικών εικόνων. Η μεταξύ τους αντίθεση αντιπαραθέτει ακολούθως και δύο διαφορετικές μορφές ιεραρχίας. Ενώ στην περίπτωση της πυραμιδοειδούς δομής, η εξουσία ασκείται από ένα διαβαθμισμένο σύστημα στο οποίο οι επιμέρους ρόλοι ταξινομούνται σε μια αρκετά αυστηρά ιεραρχική δομή, στην εκδοχή της μη-πυραμιδοειδούς δομής η εξουσία προέρχεται από μια απόλυτα φυσική πηγή δύναμης, όπου ένα πρόσωπο ή μια πολύ μικρή ομάδα ατόμων έχει 79

(Cowan, 2002, σ. 30)

114


ελαφρώς ανώτερη θέση επί των υπολοίπων. Η διαφοροποίηση ωστόσο ανάμεσα στο σύνολο και τους επικεφαλής της φυλής είναι μικρή και αφορά περισσότερο την ευθύνη της διαχείρισης των δυσκολιών του φυσικού περιβάλλοντος, την οργάνωση των μετακινητικών ροών και την διευθέτηση εσωτερικών διαφορών που ενδεχομένως προκύπτουν μεταξύ των μελών της ομάδας. Δεδομένης της έλλειψης σημαντικών πόρων στις περιοχές τις οποίες οι νομάδες κατοικούν, η καθημερινότητα τους είναι σχεδόν συνώνυμη της ολιγάρκειας και οι πολυτέλειες ανύπαρκτες. Τα βασικά αγαθά που εξασφαλίζουν περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα για τη φυλή. Ο διαμοιρασμός των διαθέσιμων αγαθών εντός της φυλής αποτελεί μέχρι και σήμερα πάγια τακτική των νομάδων που μέσω αυτού εξασφαλίζουν την εύνοια της ομάδας τους.80 Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της εσωτερικής αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας επιλύονται οι διαμάχες και διατηρούνται η τάξη και ο νόμος. Η πλέον κλασική μορφή θεσμού δικαίου συνίσταται σε μια επιτροπή δημογερόντων της φυλής που εκδικάζει υποθέσεις και καταλήγει σε συνήθως ομόφωνες αποφάσεις εφόσον αυτές υπαγορεύονται από το αντίστοιχο πλαίσιο ηθικών κανόνων81. Ο ρόλος των ανωτέρων προϋποθέτει ένα ισχυρό αίσθημα κοινωνικής ευθύνης απέναντι στα μέλη της φυλής, λειτουργώντας ως ίσοι μεταξύ ίσων. ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ “Η κατοικία δεν είναι ένα αντικείμενο, μια “μηχανή στην οποία ζεις”▪ είναι το σύμπαν που ο άνθρωπος κατασκευάζει για την εαυτό του μιμούμενος την παραδειγματική δημιουργία των θεών, την κοσμογονία. Εφόσον η κατοίκηση αποτελεί μια εικόνα του κόσμου τοποθετείται συμβολικά στο Κέντρο του Κόσμου.” Mircea Eliade, ‘The Sacred and the Profane’ (1957)

Η χωροθέτηση και η συγκρότηση της σκηνής, σύμφωνα με τον Jean Cusenier, διέπεται από 4 βασικές χωρικές αρχές που σχετίζονται με την νομαδική αντίληψη του χώρου. Το πρώτο και κυριότερο όλων είναι ο προσανατολισμός, δηλαδή ο προσδιορισμός μιας συγκεκριμένης θέσης σε σχέση με το περιβάλλοντα χώρο της καθώς και η οπτική του χώρου από τη θέση αυτή. Με βάση τον προσανατολισμό η σκηνή εγγράφεται στην συνολική κοσμική τάξη βάσει συγκεκριμένων σημείων αναφοράς που σχετίζονται μεταξύ τους. Η μετωπικότητα διαδραματίζει επίσης σημαντικό ρόλο στη χωροθέτηση της σκηνής επισημαίνοντας τον συσχετισμό ανάμεσα στο μπροστά και το πίσω. Η διαφορετική αξία που έχουν το μπροστινό και το οπίσθιο τμήμα του δομημένου χώρου δείχνει στην περίπτωση των νομάδων να σχετίζεται άμεσα και κυρίως συμβολικά με την κίνηση. Τα δύο τμήματα μπορούν να αντιστοιχιθούν με την αρχή και το τέλος μιας μετακινητικής ροής αλλά και με τα όρια του χώρου της στάσης κάθε διαδρομής. Επακόλουθη της μετωπικότητας είναι η πλευρικότητα του εσωτερικού της σκηνής, δηλαδή η διάρθρωση του εσωτερικού. Ο δομημένος χώρος που εισάγεται στο νομαδικό χώρο αναπτύσσεται βάσει μιας κύριας διεύθυνσης και κατανέμεται ανάμεσα στις κατευθύνσεις που υποδηλώνονται από τα σημεία του ορίζοντα. Τα χαλαρά όρια της σκηνής συγκροτούν με υλικό τρόπο αυτή την πλευρικότητα διαχωρίζοντας εξίσου οριακά και διακριτικά το εσωτερικό από το εξωτερικό της σκηνής. Ενόσω η σκηνή ως σταθμός του νομά καθορίζεται ως προς τον χώρο με δεδομένα άλλα σημεία αναφοράς επιχειρεί να αποτελέσει επίσης η ίδια ένα σημείο αναφοράς. Η επίτευξη της κεντρικότητας, δηλαδή της δημιουργίας ενός κέντρου ως σημείου έλξης των μεταβάσεων λειτουργεί συγκεντρωτικά για την κίνηση. Καθορίζει επίσης τη διανοητική αντίληψη του ανθρώπου ταξιδιώτη για τον κόσμο από συγκεκριμένη κάθε φορά οπτική γωνία. Η συνολική τάση της σκηνής προς την οριζοντιότητα με το σχετικό χαμηλό της ύψος συμβάλλει στην εξασφάλιση της σταθερότητας της ως προς την επιφάνεια του εδάφους. Οι κάθετες επιφάνειες που ορίζουν όχι μόνο το όριο μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού χώρου αλλά μπορεί να εισάγουν και εσωτερικούς διαχωρισμούς αποτελούν τη βάση για τη διάρθρωση του εσωτερικού της σκηνής σε χώρο διημέρευσης, που συνήθως είναι παράλληλα και χώρος ανάπαυσης, και χώρο αποθήκευσης των βασικών για την επιβίωση. (Gluckman, 1965, σσ. 41-42) (Βοσπορίτης, 1899)

80 81

115


Το ουσιαστικότερο όμως χαρακτηριστικό της δομής της σκηνής βρίσκεται στις διαδικασίες ανέγερσης και καθαίρεσης της, λειτουργίες συμπληρωματικές της νομαδικής κινητικότητας. Οι σκηνές μετακινούνται εποχικά συχνά ανάλογα με τις δραστηριότητες των φυλών. Για τη μεταφορά τους χρησιμοποιούνται τα εκτρεφόμενα ζώα, ιδιαίτερα οι καμήλες λόγω του μεγάλου μεγέθους τους, στα οποία φορτώνονται τα δομικά επιμέρους στοιχεία της σκηνής. Η σύνθεση, το φυσικό βάρος και το επίπεδο της ευκινησίας σχετίζονται συνεπώς με την ικανότητα και τον αριθμό των υποζυγίων αλλά και των ανθρώπων της φυλής. Η τοποθέτηση τους κάτω από δέντρα προσφέρει πρόσθετη σκιά και αξιοποιεί με τον πλέον αποδοτικό τρόπο τον άνεμο ενώ η υπήνεμη πλευρά ενός λόφου τα προστατεύει από τις σφοδρότερες ανεμοπιέσεις.82 Κάθε νομαδικός πληθυσμός ή λαός αντιλαμβάνεται διαφορετικά τη μορφή και εν μέρει και το ρόλο του καταφυγίου της σκηνής. Κάθε επιμέρους φυλή, ανάλογα και με την περιοχή εντός της οποίας μετακινείται και ζει, οδηγείται σε διαφορετικές τυπολογίες σκηνών, κυρίως όσον αφορά τη στατική δομή και επάρκεια και την ανθεκτικότητα83. Στην έρημο η νομαδική σκηνή παρουσιάζει κατά τόπους διαφοροποιήσεις αφού το συγκεκριμένο περιβάλλον παρουσιάζει σημαντική ποικιλομορφία σε παγκόσμιο επίπεδο. Αλλά και οι ελαφριές και εύκολα συναρμολογούμενες και αποσυναρμολογούμενες κατασκευές της ερήμου γίνονται περισσότερο δύσκαμπτες και σαφείς σχηματικά στις στέπες. Σημαντικό ρόλο στην κατεύθυνση αυτή διαδραματίζουν οι πιο ήπιες κλιματολογικές συνθήκες σε σχέση με την έρημο και αυξημένη βλάστηση.

ΝΟΜΑΔΙΚΟΙ ΛΑΟΙ ΜΟΓΓΟΛΟΙ Ίσως ο περισσότερο φημισμένος νομαδικός λαός της ιστορίας, που μεγάλο μέρος του πληθυσμού του εξακολουθεί να διατηρεί μέχρι και σήμερα τον νομαδικό τρόπο ζωής είναι οι Μογγόλοι. Εντάσσονται εθνολογικά και γλωσσολογικά στους Ουραλοαλταϊκούς λαούς της κεντρικής Ασίας και η περιοχή την οποία κατοικούν ξεπερνάει τα όρια του σύγχρονου κράτους της Μογγολίας. Οι πρώτες γραπτές αναφορές για τον λαό αυτό γίνονται σε κινέζικα ιστορικά κείμενα της αρχαιότητας που χρονολογούνται από το 1500 π.Χ. περίπου και μετά. Ήδη από εκείνη την εποχή οι Μογγόλοι εξασκούσαν τον νομαδισμό ενώ οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις ταλαντεύονταν ανάμεσα στον βουδισμό και μια μορφή σαμανισμού, τον τενγκριανισμό (από τον θεό Τένγκρι). Κατά την διάρκεια του 13ου αιώνα οι μογγολικές ορδές δημιούργησαν σταδιακά μέσα από συνεχείς κατακτήσεις την μεγαλύτερη σε έκταση και συμπαγή γεωγραφικά αυτοκρατορία της ιστορίας, που εκτεινόταν από την Ιαπωνία μέχρι την Ευρώπη και την Μέση Ανατολή. Γεωγραφική περιοχή Η ευρύτερη γεωγραφική περιοχή που κατοικείται από τους Μογγόλους χαρακτηρίζεται από συνεχείς ορεινές αλυσίδες που περιβάλλουν μια εκτεταμμένη ημιερημική περιοχή. Συγκεκριμένα ορίζεται στα δυτικά από τα Αλτάια (Altai) Όρη, στα βόρεια από την οροσειρά Χανγκάι (Hangai) και στα ανατολικά τα όρη Σαγιάν (Sayan). Οι αχανείς στέπες αποτελούν το κυριότερο χαρακτηριστικό της μογγολικής γης. Η βόρεια έρημος Γκόμπι καλύπτει το νότιο τμήμα της σύγχρονης Μογγολίας. Ένα ακόμη βασικό φυσικό χαρακτηριστικό είναι το μεγάλο υψόμετρο που κυμαίνεται από 600 μέχρι 1500 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Το υψόμετρο αυτό σε συνδυασμό με τα περιβάλλοντα ορεινά συστήματα και την γεωγραφική απομόνωση από την θάλασσα εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τις ακραίες κλιματολογικές συνθήκες της Μογγολίας.84 (Oliver, 2003, σ. 133) (Prussin, σ. 102) 84 (Volkov) 82 83

116


Οικογενειακή και φυλετική οργάνωση Διατηρώντας σε μεγάλο βαθμό τις νομαδικές τους παραδόσεις, οι Μογγόλοι συνεχίζουν να συντηρούν μορφές κοινωνικής οργάνωσης που διέθεταν και στο παρελθόν. Κατά βάση η παραδοσιακή μογγολική οικογένεια ήταν, και εξακολουθεί σε πολλές περιπτώσεις, να είναι πατριαρχική σε όλες της τις εκφάνσεις, από την εσωτερική ιεραρχία μέχρι την γενεαλογία. Με βάση δεδομένα ιεραρχίας και θεσμοθετημένους κανόνες, όπως η επονομαζόμενη Γιάσα (Yassa), γινόταν και η κληρονομική μεταβίβαση της ιδιοκτησίας από τους γονείς στα παιδιά. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλιζόταν, έστω και λίγες μόνο γενιές, η στενή συνεργασία των μελών της οικογένειας.85 Παρά την χαλαρή και συχνά δυσδιάκριτη κοινωνική οργάνωση που συνήθως παρουσιάζουν οι νομαδικοί λαοί, οι Μογγόλοι στήριζαν την ιεραρχία της κοινωνικής τους οργάνωσης όχι μόνο στην οικογένεια αλλά και σε ευρύτερες κοινωνικές μονάδες. Τα μεγαλύτερα κοινωνικά τμήματα, μετά την οικογένεια, ήταν η φυλή και οι υποδιαιρέσεις της, κάθε μια από τις οποίες βάσιζε την ισχύ της στην καταγωγή από έναν κοινό διακεκριμένο πρόγονο. Στην Κεντρική Ασία η γενεαλογική δομή στηριζόταν σε τρεις παράγοντες, την γενεαλογική απόσταση καθενός από τον διακεκριμένο πρόγονο, την σειρά των γενεών σε σχέση με έναν κοινό πρόγονο και την σειρά γέννησης των αδερφών, στη μεταξύ τους ιεραρχία. Η μογγολική γενεαλογία γενικότερα, λαμβάνοντας υπόψην την ηλικία, την καταγωγή ή και το φύλο, απέδιδε στον καθένα έναν συγκεκριμένο τίτλο, καθώς στις στέπες η κοινωνική θέση προκύπτει ανέκαθεν από την σχετική θέση του ατόμου στην νομαδική κοινωνία. Από τον 19ο αιώνα και μετά ωστόσο αυτή η κοινωνική οργάνωση έπαψε σταδιακά να διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα ή ακόμα και την καθημερινότητα των Μογγόλων. Η θέση των φύλων Οι Μογγόλοι κατά παράδοση αντιμετωπίζουν πιο ελαστικά την συμμετοχή των γυναικών σε κατεξοχήν ανδρικές εργασίες, ακόμα κι όταν πρόκειται για τα τρία βασικά ανδρικά αθλήματα, την τοξοβολία, την ιππασία και την πάλη. Η σχετική ελευθερία των γυναικών οφείλεται στο γεγονός ότι η μογγολική παράδοση εκτιμούσε περισσότερο τη γονιμότητα έναντι της αγνότητας, ωστόσο η θέση της γυναίκας παραμένει ακόμα και σήμερα περιορισμένη στην οικιακή σφαίρα. Ο διαχωρισμός των φύλων γίνεται εμφανής και στον καταμερισμό των καθημερινών εργασιών. Η φροντίδα των προβάτων αποτελεί κατά κύριο λόγο αρμοδιότητα των γυναικών ενώ η φροντίδα των αλόγων, που αποτελούν περισσότερο ένδειξη κοινωνικής καταξίωσης λόγω της ιστορίας και συνεισφέρουν περισσότερο στον στην αθλητική εκγύμναση, είναι προπύργιο των ανδρών. Οι παραδοσιακές θρησκευτικές τελετουργίες Παρότι η βουδιστική εκκλησία διήλθε μια περίοδο καταπίεσης από το 1930 μέχρι την δεκαετία του ‘80, οι θρησκευτικοί εορτασμοί επανέρχονται στο προσκήνιο ως ένα αναπόσπαστο κομμάτι της μογγολικής νομαδικής καθημερινότητας. Οι δύο βασικότερες γιορτές είναι το Τσάγκααν Σαρ (Tsagaan Sar, ο Λευκός Μήνας), που σηματοδοτεί την έναρξη του νέου έτους και εορτάζεται με βάση το κινεζικό σεληνιακό ημερολόγιο και κυρίως το Νάανταμ (Naadam) που λαμβάνει χώρα το καλοκαίρι. Πυρήνας της γιορτής αυτής είναι τα αθλήματα, όπως η τοξοβολία, η πάλη και κυρίως η ιππασία και διεξάγονται κατά κανόνα σε νομαδικούς καταυλισμούς στις στέππες . Αποτελεί μια από τις λίγες αφορμές συγκέντρωσης των διασκορπισμένων κτηνοτρόφων όπου αναζωογονούνται οι κοινωνικοί δεσμοί και αναβιώνουν οι παραδόσεις, όπως για παράδειγμα η παραδοσιακή ενδυμασία των συμμετεχόντων στα αγωνίσματα. Περιορισμοί στην κτηνοτροφία Οι κλιματολογικές συνθήκες αποτελούν την μεγαλύτερη πρόκληση για τους κτηνοτρόφους νομάδες, κυρίως την χειμερινή περίοδο. Καταστροφικές καταιγίδες που λαμβάνουν χώρα τόσο στα μέσα του χειμώνα όσο και περισσότερο περιστασιακά την 85

http://en.wikipedia.org/wiki/Mongolians

117


άνοιξη μπορούν ακόμα και να αφανίσουν ολόκληρες αγέλες ζώων. Συνεπώς οι κτηνοτρόφοι κινούνται τον χειμώνα σε ειδικά, πιο ασφαλή βοσκοτόπια, τα οποία επιλέγονται λόγω της ύπαρξης σε αυτά πηγών νερού και εφόσον φυσάει αρκετά ώστε να απομακρύνεται το χιόνι. Σε γενικές γραμμές καταναλώνουν περισσότερο γαλακτοκομικά προϊόντα παρά κρέας και οι μόνες ουσιαστικές περιπτώσεις στις οποίες σφάζουν ζώα των κοπαδιών τους είναι οι θρησκευτικές γιορτές ή για υποδοχή επισκεπτών.86 Η αρχιτεκτονική των gers Διασκορπισμένοι σε μια εξαιρετικά μεγάλη έκταση με μήκος πάνω από 4000 χλμ. από την Κασπία θάλασσα μέχρι την κεντρική Μογγολία κατοικούν, εκτός των Μογγόλων, κι άλλοι νομαδικοί λαοί, όπως Τουρκμένιοι, Καζάχοι, Ουζμπέκοι και Κιργίζιοι, οι οποίοι αποτελούν συνολικά τους λαούς που κατοικούν στις λεγόμενες γιουρτ (yurt). Η λέξη αυτή είναι τουρκικής προέλευσης και σημαίνει ‘κατοικία’, ενώ οι Μογγόλοι την αποκαλούν γκερ (ger). Οι βασικές δομικές αρχές των γκερ συνίστανται στο κυκλικό σχήμα της κατοικίας, με τοίχους κατασκευασμένους από ένα χαλαρό πλέγμα από ράβδους ιτιάς που μπορούν να επεκταθούν για την συναρμολόγηση της σκηνής και να συσταλούν όταν αυτή αποσυναρμολογείται. Οι διασταυρώσεις των ξύλινων ράβδων δένονται με δέρμα ενώ κάθε τμήμα του πλεγμάτινου σκελετού αποτελείται από 33 επιμέρους ράβδους. Για την κατασκευή ενός γκερ διαμέτρου 5 μ. χρειάζονται 6 τέτοια πλέγματα (khana). Τα κοντάρια που σχηματίζουν την οροφή δένονται στο πλεγμάτινο πλαίσιο του σκελετού και σταθεροποιούνται πλήρως με την τοποθέτηση στην κορυφή τους ενός ξύλινου δαχτυλιδιού. Οι πόρτες διαθέτουν ξύλινο πλαίσιο από άρκευθο και μπορεί να είναι φτιαγμένες αποκλειστικά από τσόχα ώστα να ανασηκώνονται εύκολα ή και να είναι ξύλινες καλυμμένες με τσόχα.87 Το χρώμα των γκερ εξαρτάται από το χρώμα του μαλλιού που έχει χρησιμοποιηθεί και πολλές φορές κοσμούνται από παραδοσιακά μοτίβα σε έντονα χρώματα. Όταν η σκηνωτή κατασκευή αποσυναρμολογηθεί, ο σκελετός της φορτώνεται σε κάρα που σύρονται από άλογα. Πολλές δεισιδαιμονίες συνοδεύουν την ζωή στα γκερ. Το εσωτερικό χωρίζεται σε τεταρτημόρια. Κατά κανόνα η είσοδος στο γκερ είναι τοποθετημένη προς το νότο, “βλέποντας” δηλαδή προς τον ήλιο. Η εστία συμβολίζει την σύνδεση με τους προγόνους και κάθε βεβήλωση της θεωρείται αμαρτία. Η διάκριση των χώρων και οι καθημερινές μέθοδοι είναι πολύ συγκεκριμένες. Το βόρειο πέτασμα θεωρείται ένα ιερό σημείο όπως ο βωμός, όπου συνήθως τοποθετούνται οικογενειακές φωτογραφίες. Σημαντική είναι επίσης, όπως σε όλους τους νομαδικούς λαούς που κατοικούν σε σκηνές, η φυλετική διάκριση και ο τρόπος με τον οποίο αυτή γίνεται αντιληπτή και εφαρμόζεται στο εσωτερικό της σκηνής. Η δυτική πλευρά ταυτοποιείται ως ανδρική, αφού σε αυτή οι άνδρες τοποθετούν μεταξύ άλλων τις σέλες των αλόγων του και τα σύνεργα για την ιππασία, το κυνήγι και την φροντίδα των ζώων, πιστεύοντας ότι σε αυτήν εξασφαλίζουν προστασία από τον παράδεισο. Αντίθετα, οι γυναίκες τοποθετούν τα σκεύη τους στην ανατολική πλευρά του εσωτερικού καθώς με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζουν βάσει της παράδοσης την προστασία του ήλιου.88 Ακόμη και η μετάβαση από το εξωτερικό στο εσωτερικό της σκηνωτής κατασκευής έχει ιδιαίτερη σημασία. Στο πλαίσιο αυτών των προλήψεων , οι Μογγόλοι τηρούν ένα εθιμοτυπικό το οποίο υπαγορεύει κάποιες καθημερινές πρακτικές που αφορούν κυρίως του επισκέπτες των γκερ. Μεταξύ άλλων, καλό είναι να αποφεύγει ο επισκέπτης να αγγίζει το πλαίσιο και το κατώφλι της εισόδου καθώς μπαίνει, όπως επίσης και το να ακουμπάει στις κολώνες υποστήριξης της σκηνής. Επίσης, σημαντικό είναι ο επισκέπτης, ως ένδειξη σεβασμού στους προγόνους των οικοδεσποτών και την ιερότητα του χώρου,αφού εισέλθει στη σκηνή να προχωρήσει προς το βόρειο πέτασμα κινούμενος με την φορά του ρολογιού και σε καμία περίπτωση να μην γυρίσει την πλάτη του προς τα θρησκευτικά αντικείμενα του βωμού. Στο κέντρο του κυκλικού γκερ βρίσκεται η φωτιά την οποία πολλοί Μογγόλοι θεωρούν προστατευτική θεότητα. Η τετράγωνη εστία που την φιλοξενεί ακολουθεί τον βουδιστικό http://countrystudies.us/mongolia/39.htm (Oliver, 2003) 88 (Oliver, 2003) 86 87

118


συμβολισμό, όπου το τετράγωνο και ο κύκλος αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα το αρσενικό και το θηλυκό. Διάφορα σκεύη όπως, το γήινο δάπεδο και η χύτρα του νερού συμβολίζουν τα πέντε βουδιστικά φυσικά στοιχεία, τη Γη, το Ξύλο, το Μέταλλο, το Νερό και την Φωτιά. Η στέγη του γκερ με τη σειρά της συμβολίζει τον ουρανό, με το άνοιγμα για τον καπνό της φωτιάς στην κορυφή της να εκλαμβάνεται από τους νομάδες ως το ‘Μάτι του Παραδείσου’.89 Γίνεται λοιπόν εμφανές ότι το γκερ ενσωματώνει ανώτερες φυσικές αλλά και πνευματικές αξίες που αντικατοπτρίζονται πλήρως σε κάθε λεπτομέρεια της δομής του. Όπως στους περισσότερους νομαδικούς λαούς ανά τον κόσμο, η μογγολική κατοικία αποτελεί για τους ανθρώπους μια μικρογραφία τόσο του ορατού υλικού κόσμου όσο και του αόρατου και άυλου. Τα άλογα στην μογγολική νοοτροπία Το άλογο κατέχει μια εξέχουσα θέση στην ιστορία και την κουλτούρα του μογγολικού λαού, λαμβάνοντας υπόψην ότι τα παιδιά των νομάδων μαθαίνουν να ιππεύουν μόλις αρχίσουν να περπατούν. Η ίδια η γλώσσα των Μογγόλων είναι εμποτισμένη από την παρουσία του αλόγου. Χαρακτηριστικές είναι εκφράσεις καλωσορίσματος και υποδοχής σχετίζονται με την ιππασία και το άλογο, όπως επίσης και η λέξη “φτωχός” που αποδίδεται ως αυτός που κινείται με τα πόδια. Οι Μογγόλοι διακρίνουν τα άλογα τους μόνο από το χρώμα τους, όσα κι αν διαθέτουν στις αγέλες τους και για το λόγο αυτό δεν συνηθίζουν να τους δίνουν ονόματα, σε αντίθεση με τον δυτικό κόσμο.90 ΤΟΥΑΡΕΓΚ Οι Τουαρέγκ, γνωστοί και ως ο Λαός του Πέπλου, είναι από τους πιο οικείους στον δυτικό κόσμο νομαδικούς λαούς της Αφρικής . Πρόκειται για μια Βερβερική φυλή της οποίας ο τρόπος ζωής βασίζεται στη νομαδική κτηνοτροφία και στις μέρες μας ο πληθυσμός τους υπερβαίνει το 1 εκατομμύριο. Κατοικούν μια περιοχή που περιλαμβάνει την δυτική και κεντρική Σαχάρα και το βόρειο τμήμα του Σάχελ. Λόγω των συνεχών μετακινήσεων τους και της διέλευσης συνόρων συναντώνται κυρίως στην Αλγερία, στην Λιβύη, στο Μάλι και στον Νίγηρα. Στην γλώσσα τους αυτοαποκαλόυνται Ιμουχάχ (Imuhagh) ενώ αντιλαμβάνονται την Σαχάρα ως ένα σύνολο επιμέρους ερήμων (Tinariwen). Σύμφωνα με τις βερβερικές παραδόσεις, οι Τουαρέγκ επεκτέθηκαν στη δυτική Σαχάρα και το Σάχελ με αφετηρία την οροσειρά του Άτλαντα κατά τον 4ο περίπου αιώνα μ.Χ.91 Η διασπορά τους στον χώρο επέτρεψε την διάδραση με άλλες φυλές , παρότι ο εξισλαμισμός και ο εξαραβισμός τους παρέμεινε περιορισμένος. Διαχρονικά τα εμπορικά καραβάνια βασίζονταν στην προστασία τους για να διασχίσουν με επιτυχία την έρημο και σταδιακά πέτυχαν να αποκτήσουν τον έλεγχο μιας μεγάλης σε έκταση περιοχής. Η ίδρυση ακόμα και πόλεων όπως οι Αγκαντές (Agades) και Τιμπουκτού (Timbuktu) αποδίδεται σε αυτούς.92 Κατά τον 19ο αιώνα σχηματίστηκαν επιμέρους συνομοσπονδίες ανάμεσα στους νομάδες με αρχηγούς και επιτροπές δημογερόντων οι οποίες τελικά καταλύθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα εξαιτίας των επεκτατικών βλέψεων της Γαλλικής αποικιοκρατίας. Κοινωνική οργάνωση Παρότι κατεξοχήν νομαδικός λαός, η οργάνωση τους στηρίζεται σε μια ευδιάκριτη κοινωνική ιεραρχία με τάξεις ευγενών και υποτελών. Η ίδια η εργασία της κτηνοτροφίας καταμερίζεται και εξειδικεύεται ανάλογα με την κοινωνική τάξη. Οι φυλές των Τουαρέγκ διοικούνται από μια τάξη πολεμιστών-αριστοκρατών που μεταξύ άλλων οργανώνουν την άμυνα σε περίπτωση εξωτερικής επίθεσης, τις επιδρομές σε κοπάδια γειτονικών φυλών και το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων. Ακολουθούν στην ιεραρχία τάξεις διαχωρισμένες βάσει της επαγγελματικής του ενασχόλησης, όπως οι κτηνοτρόφοι-πολεμιστές και οι έμποροι ενώ μεγάλης εκτίμησης στην κοινωνία χαίρει η τάξη των κληρικών (marabu) που προέκυψε μετά τον εξισλαμισμό τους. Η άνθηση της τελετουργικής και ρομαντικής ποίησης και της μουσικής (Oliver, 2003) MONGOLIA TOURS: Nomadic Culture 91 http://en.wikipedia.org/wiki/Tuareg_people 89 90 92

(Prussin)

119


οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ύπαρξη χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων δουλοπάροικων, ανάμεσα στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι σιδηρουργοί. Εξέχουσα είναι θέση της γυναίκας στην κοινωνική ζωή των Τουαρέγκ αφού η ίδια καθημερινότητα τους μπορεί να χαρακτηριστεί μητριαρχική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού είναι το ότι παραδοσιακά οι γυναίκες δεν φορούν πέπλο στο κεφάλι, σε αντίθεση με τους άνδρες. Η αφαίρεση του πέπλου από τους άνδρες είναι στενά συνδεδεμένη ως αντίληψη με τη μετάβαση από την εφηβεία στην ενηλικίωση.93 Οι γυναίκες Τουαρέγκ είναι φημίζονται επίσης για την μαχητική τους ικανότητα και πολλές φορές μάλιστα φέρουν μαζί τους και μαχαίρια για την προσωπική τους ασφάλεια.94 Οικονομικές δραστηριότητες-Πολιτισμικά στοιχεία Στην γλώσσα τους οι Τουαρέγκ αυτοπροσδιορίζονται ως οι ελεύθεροι άνθρωποι. Όντας νομάδες, η οικονομία τους βασίζεται στην κτηνοτροφία, το εμπόριο και λιγότερο στην γεωργία. Το εμπόριο μέσω των καραβανιών αποτελεί προϊστορική πρακτική των Τουαρέγκ και κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκαν για την διεξαγωγή του, βόδια, άλογα και καμήλες. Ανάλογα με το εμπόρευμα διακρίνεται σε: •εμπόριο τροφίμων, όπως χουρμάδες, κεχρί, αποξηραμένο κρέας γαλακτοκομικά προϊόντα κ.ά. •εμπόριο ενδυμάτων, όπως τα παραδοσιακά μπλε τουρμπάνια •εμπόριο αλατιού •εμπόριο καμηλών και συναλλαγές μεταξύ των εμπόρων Ανάμεσα στις επαγγελματικές δραστηριότητες των Τουαρέγκ συγκαταλέγονται η αργυροχρυσοχοία, η υφαντουργία και η κατασκευή σελών. Ειδικότερα η τάξη των σιδηρουργών ασχολείται και με την κατασκευή παραδοσιακών χειροτεχνημάτων και όπλων. Η μουσική αποτελεί σε συνδυασμό με την ποίηση την κυριότερη καλλιτεχνική ενασχόληση των Τουαρέγκ. Τα δύο κύρια συστατικά της είναι το μονόχορδο βιολί και το ταμπούρλο ενώ σε εορτασμούς συνοδεύεται κι από διάφορους παραδοσιακούς χορούς.95 Ο γάμος και η σκηνή Η άμεση σχέση της γαμήλιας τελετής αλλά της συζυγικής ζωής με την σκηνή διαμονής αποτελεί κοινό τόπο για τους απανταχού Τουαρέγκ. Παρά τις όποιες τελετουργικές ή αρχιτεκτονικές διακρίσεις, ο όρος για τον γάμο (éhen) είναι συνώνυμος αυτού της σκηνής. Η ορολογία αυτή είναι επίσης συνδεδεμένη με πολλές εκφράσεις σχετικές με τον γάμο, αφού η ίδια η γαμήλια τελετή ισοδυναμεί νοηματικά ως έννοια με την συναρμολόγηση της σκηνής και η γυναίκα ως λέξη πολλές φορές είναι συνώνυμη της σκηνής.96 Οι εκφράσεις αυτές αποκαλύπτουν την ύψιστη σημασία που αποδίδουν οι Τουαρέγκ στη σκηνή η οποία συμβολίζει τον θεσμό της οικογένειας και το μέγεθος της σκηνής συνήθως προδίδει και την ισχύ της. Η μητριαρχική παράδοση των Τουαρέγκ ενυπάρχει και στον θεσμό της σκηνής, δεδομένου ότι αυτή αποτελεί ιδιοκτησία της γυναίκας και μεταβιβάζεται από την μητέρα στην κόρη κατά τον γάμο. Σύμφωνα με τον Nicolaisen, συνέπεια αυτού είναι οι γυναίκες να αναλαμβάνουν σχεδόν εξ’ολοκλήρου την κατασκευή των επιμέρους στοιχείων της σκηνής. Με τον τρόπο αυτό πιστοποιείται η αξία της γυναίκας στην κοινωνία των Τουαρέγκ ως σχεδιαστών και φορέων του νοήματος που συνθέτουν την αρχιτεκτονική εικόνα της σκηνής.97 Κατά παράδοση η γαμήλια τελετή λαμβάνει χώρα στον καταυλισμό της οικογένειας της νύφης και διαχωρίζεται σε συγκεκριμένα στάδια. Το πρώτο απόγευμα διεξάγεται το γαμήλιο γλέντι στο οποίο ο γαμπρός και η νύφη παραμένουν προσωρινά χωριστά. Παράλληλα προετοιμάζεται η πρώτη συνάντηση των νεονύμφων με τη δημιουργία ενός μικρού λοφίσκου πάνω στον οποίο στήνεται ατελώς η πρωταρχική σκηνή πάνω σε δύο μόνο κοντάρια. Ο γαμπρός και στη συνέχεια η νύφη, με αντίστοιχες συνοδείες νεαρών ανδρών και γυναικών περιφέρονται με τελετουργικό τρόπο εξωτερικά της σκηνής και έπειτα οι δύο νεόνυμφοι http://en.wikipedia.org/wiki/Tuareg_people (Cowan, 2002) 95 http://en.wikipedia.org/wiki/Tuareg_people 96 (Oliver, 2003) 97 (Prussin) 93 94

120


μπαίνουν ο ένας μετά τον άλλο στην σκηνή όπου και παραμένουν μέχρι το ξημέρωμα. Την επόμενη μέρα η πρώτη αυτή σκηνή αποσυναρμολογείται και σε μικρή απόσταση στήνεται η ολοκληρωμένη σκηνή, το ύφασμα της οποίας προσδένεται σε δώδεκα κοντάρια γύρω από την κατασκευή. Το μεσημέρι ο γαμπρός με τη συνοδεία του επισκέπτεται την νέα σκηνή και μπαίνει σε αυτή περιμένοντας την νύφη. Μετά την δύση του ήλιου γίνεται η είσοδος της νύφης και καθ’ όλη την διάρκεια της νύχτας οι καλεσμένοι τραγουδούν και χορεύουν μπροστά από την σκηνή. Ανάλογα με τις παραδόσεις κάθε φυλής ακολουθούν δύο εκδοχές. Στην πρώτη το ζευγάρι των νεονύμφων παραμένει στη σκηνή για επτά μέρες, περίοδο στην οποία δικαιούνται να βγουν από αυτήν μόνο το βράδυ. Στη συνέχεια καθένας τους διαμένει στον καταυλισμό της οικογένειας τους για ένα ακόμη χρόνο πριν συγκατοικήσουν οριστικά. Αντιθέτως στην δεύτερη περίπτωση, για επτά μέρες η σκηνή παραμένει κενή κατά την διάρκεια της ημέρας αφού οι νεόνυμφοι επιστρέφουν στους καταυλισμούς τους και επιστρέφουν σε αυτή μόνο κατά την διάρκεια της νύχτας. Έπειτα η σκηνή αποσυναρμολογείται και μεταφέροντας την μαζί τους επιστρέφουν στον καταυλισμό στου συζύγου όπου και διαμένουν τελικά. Μέσα από το γαμήλιο τελετουργικό γίνεται αντιληπτός ο τρόπος με τον οποίο η γυναίκα ισοδυναμεί στην αντίληψη των Τουαρέγκ με την σκηνή ενώ ο άνδρας αποτελεί τον επισκέπτη της. Η αντίληψη αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι η γυναίκα είναι επιφορτισμένη με τις οικιακές εργασίες ενώ ο άνδρας με τις εξωτερικές ενασχολήσεις, καθώς κι από το καθεστώς κληρονόμησης της σκηνής.98

Οι σκηνές των Τουαρέγκ Υπάρχουν πολυάριθμές εκδοχές σκηνών των Τουαρέγκ ανάλογα με τις παραδόσεις της κάθε φυλής. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα μεταξύ αυτών αποτελούν οι σκηνές των φυλών Kel Ahaggar, Kel Dennek και Kel Ferwan. Η σκηνή της φυλής Kel Ahaggar Οι σκηνές της φυλής των Kel Ahaggar περιλαμβάνουν ένα κεντρικό κάθετο πάσσαλο που καλύπτεται στην κορυφή του από ένα ξύλινο πώμα πάνω στο οποία στηρίζεται ακολούθως η δερμάτινη μεμβράνη. Ο πάσσαλος αυτός είναι και ο μοναδικός που βρίσκεται κάτω από το ύφασμα αφού οι υπόλοιποι δώδεκα τοποθετούνται εξωτερικά της μεμβράνης σε μικρή απόσταση από την περιφέρεια της και μπήγονται στο έδαφος. Οι εξωτερικοί πάσσαλοι συνδέονται με το κάλυμμα με σχοινιά που εξασφαλίζουν την ένταση του δέρματος και την σταθερότητα του σκηνής. Το δερμάτινο κάλυμμα της σκηνής κατασκευάζεται από δέρματα κατσίκας και προβάτου που είναι πιο ανθεκτικά στην βροχή. Παρότι έχει ορθογώνιο σχήμα οι τάσεις που δημιουργεί στο ύφασμα ο κεντρικός πάσσαλος τείνουν να έχουν κυκλικό σχήμα οπότε το κάλυμμα φαίνεται τελικά οβάλ. Ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζει ο προσανατολισμός της σκηνής με τον κύριο άξονα της να ακολουθεί αυτόν της ανατολής με την δύση ενώ και τα ονόματα των πασσάλων διαφοροποιούνται ανάλογα με το σημείο του ορίζοντα προς το οποίο τοποθετούνται. Στην περίπτωση αυτή η είσοδος της σκηνής εντοπίζεται στη νότια πλευρά της και απόντος ενός πλαισίου, ανοίγει και κλείνει με την απλή μετακίνηση του πασσάλου που την σηματοδοτεί, αποκτώντας μια διάσταση ταυτοχρόνως εισόδου και εγκλεισμού.99 Η διαδικασία συναρμολόγησης της σκηνής αποτελεί για τους Τουαρέγκ μια εξαιρετικά σημαντική συλλογική δράση καθώς σε αυτήν συμμετέχουν γυναίκες ανεξαρτήτως ηλικίας, ακόμα και από γειτονικούς καταυλισμούς. Ο ρόλος των ανδρών περιορίζεται στην προσφορά του φαγητού για τους επισκέπτες κατά την διάρκεια της διαδικασίας. Όλες οι σκηνές συνδέονται μεταξύ τους με μια λωρίδα από δέρμα ως ένδειξη της συλλογικής πρόσκλησης και η συναρμολόγηση συνοδεύεται από μουσική. Η σκηνή της φυλής Kel Dennek 98 99

(Prussin) (Prussin)

121


Σε αντίθεση με την παραπάνω εκδοχή, οι σκηνές των Kel Dennek έχουν ορθογώνιο σχήμα. Οι Τουαρέγκ της φυλής αυτής τοποθετούν 5 πασσάλους στο εσωτερικό, έναν κεντρικό και δύο ζεύγη συμπληρωματικών που τον πλαισιώνουν και συνδέονται με αυτόν με σχοινιά, γέρνοντας ελαφρώς προς το εξωτερικό. Η δερμάτινη μεμβράνη τεντώνεται πάνω σε αυτό το στατικό σύστημα και στην συνέχεια τοποθετούνται οι εξωτερικοί πάσσαλοι πάνω στους οποίους συνδέεται το κάλυμμα. Η σημασία του κεντρικού πασσάλου (tamankayt) έγκειται εκτός της στατικής του συνεισφοράς και στην πνευματική του διάσταση. Οι γυναίκες παραδοσιακά σκαλίζουν πάνω σε αυτόν σύμβολα βασισμένα σε γεωμετρικές μορφές με σκοπό να τονώσουν τον ρόλο του ως πνευματικού φύλακα της οικίας. Το εσωτερικό της σκηνής περιβάλλεται από ένα τοιχείο συνολικού μήκους 5-6 μέτρων και ύψους 1 μέτρου που αφενός προστατεύει από τον άνεμο και αφετέρου λειτουργεί ως διαχωριστικό εξασφαλίζοντας ιδιωτικότητα. Όντας εύκαμπτο και φορητό μπορεί να χρησιμοποιηθεί κι ως διαχωριστικό εντός της σκηνής, σε πολλές περιπτώσεις περιβάλλοντας το κρεβάτι. Ο ρόλος του τοιχείου ορίζει εκτός των άλλων ένα εσωτερικό πλούσιο σε χρώματα, υφές και μνήμες που τον διαποτίζουν. Ο εσωτερικός χώρος διακρίνεται σε δύο επιμέρους τμήματα, την πλευρά του άνδρα προς την ανατολή και την πλευρά της γυναίκας προς την δύση, όπου καθένας αποθηκεύει τα προσωπκά του αντικείμενα. Η δομή της σκηνής των Kel Dennek αποτελεί τον αρχιτεκτονικό σύνδεσμο ανάμεσα σε αυτή των Kel Ahaggar και σε αυτή των Kel Ferwan. Η σκηνή της φυλής Kel Ferwan Η μορφολογία και η μέθοδος κατασκευής των σκηνών της φυλής Kel Ferwan προσομοιάζει περισσότερο σε ημιμόνιμη κατοικία και υιοθετεί αρχές που παραπέμπουν σε δομές μεγαλύτερης κλίμακας. Η ψάθινη υφασμάτινη επένδυση είναι φτιαγμένη από φύλλα φοίνικα, τα οποία πωλούνται κομμένα από γυναίκες σκλάβων ενώ η ταξινόμηση τους και ο σχηματισμός της επένδυσης γίνονται από γυναίκες κάθε κοινωνικού επιπέδου και απαιτεί χρόνο. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες εκδοχές όπου κυριαρχούν στη δομή τα κάθετα στοιχεία, η στατική επάρκεια της σκηνής εξασφαλίζεται με τοξοειδείς πασσάλους από ακακία. Αρχικά αφαιρείται η εξωτερική τους επίστρωση με θέρμανση σε υψηλή θερμοκρασία και αφού λυγιστούν στην κατάλληλη μορφή τοποθετούνται στην άμμο για μέρες μέχρι ότου αυτή να μονιμοποιηθεί. Μια συνήθης σκηνή τοποθετείται με τους εγκάρσιους καμπυλωμένους πασσάλους παράλληλα με τον άξονα βορρά-νότου. Πρώτα οι πλάγιες ξύλινες δοκίδες τοποθετούνται στο έδαφος παράλληλα με τις θέσεις που θα λάβουν στη συνέχεια. Με τον τρόπο αυτό ορίζεται και ο προαναφερθείς προσανατολισμός της σκηνής. Έπειτα μπήγονται στο έδαφος ξεκινώντας από τα δυτικά οι τρεις αψίδες και ακολουθούν οι καμπυλωμένοι πάσσαλοι οι οποίοι πρώτα προσδένονται στις πλευρικές δοκίδες και μετά στις αψίδες. Η ψάθινη επένδυση τοποθετείται πάνα από το σκελετό, παράλληλα με τις ξύλινες αψίδες και τελικά δύο επιμήκεις ορθογωνικές ψάθες με πυκνή πλέξη περιβάλλουν την σκηνή. Η είσοδος γενικά βρίσκεται στην δυτική πλευρά της εφόσον ο επικρατέστερος προσανατολισμός της επιμήκους πλευράς είναι στον άξονα βορρά νότου. Εξαίρεση αποτελεί η γαμήλια σκηνή που ακολουθεί τον άξονα ανατολής -δύσης με την είσοδο στον νότο. Φαίνεται ότι οι Τουαρέγκ με την πάροδο των αιώνων δανείστηκαν τυπολογίες σκηνών και δομικές τεχνικές από άλλους νομάδες με τους οποίους συναστρέφονταν για να τις προσαρμόσουν στις δικές τους ανάγκες. Στη νότια Σαχάρα πολλές τυπολογίες αλληλεπικαλύπτονται ώστε σε πολλούς καταυλισμούς συναντώνται περισσότεροι από ένας τύποι σκηνών. Οι βροχοπτώσεις δεν αποτέλεσαν ποτέ σοβαρό πρόβλημα για τους νομάδες καθώς η σημαντική έλλειψη νερού έχει επηρεάσει βαθιά την κουλτούρα των Τουαρέγκ που σε πολλές περιπτώσεις έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τον νομαδικό τρόπο ζωής για να εγκατασταθούν σε πόλεις. Στην εποχή μας ο αριθμός των νομάδων που έχουν στραφεί στη μόνιμη εγκατάσταση σταδιακά αυξάνεται. Σημαντικοί πληθυσμοί πρώην νομάδων μετατράπηκαν σε ημινομάδες περιορίζοντας τις μετακινήσεις τους και κατά συνέπεια τις 100

(Oliver, 2003)

122


παραδοσιακές εργασίες τους.100 Παράλληλα ισχυρές παραμένουν οι δεισιδαιμονίες των Τουαρέγκ σχετικά με τα την επιρροή των πνευμάτων στην καθημερινότητα τους και τον ρόλο που διαδραματίζει ο προσανατολισμός. Πιστεύουν ότι τα επικίνδυνα πνεύματα προσβάλλουν τη βόρεια πλευρά της σκηνής, κυρίως κατά την διάρκεια της νύχτας και για το λόγο αυτό η παραμονή στο τμήμα εκείνο της σκηνής γενικά αποφεύγεται. Αντιθέτως η νότια πλευρά είναι συνυφασμένη με την θεϊκή ευμένεια. Για το λόγο αυτό το κρεβάτι προσανατολίζεται στον άξονα ανατολής-δύσης με τον άνδρα να κοιμάται προς τον βορρά και την γυναίκα προς τον νότο, με το προσκέφαλο στραμμένο στην ανατολή. Θεωρείται ότι με τον τρόπο αυτό ο άνδρας προστατεύει την γυναίκα από τα πονηρά πνεύματα. Επιπροσθέτως, η βόρεια και η νότια πλευρά της σκηνής αποδίδουν μια γενικότερη αντίθεση ανάμεσα στον δυσοίωνο βορρά που συνδέεται με την έρημο και την πείνα και τον ευοίωνο και εύφορο νότο που προσφέρει την απαραίτητη τροφή.101 Σε επίπεδο γεωγραφίας, η άποψη αυτή αντικατοπτρίζει την οπτική του χώρου στον οποίο κατοικούν οι Τουαρέγκ, βόρεια του οποίου βρίσκεται η Σαχάρα, αχανής και αφιλόξενη ενώ νότια του εκτείνεται η ζώνη τους Σάχελ με πλούσιο υδροφόρο ορίζοντα. Στο πάνθεον των πνευματικών αντιλήψεων και της διανόησης των Τουαρέγκ, η σκηνή δεν αποτελεί απλώς τον χώρο κατοίκησης αλλά μια μικρογραφία αντιπροσωπευτική του κόσμου. Το κατά προσέγγιση κυκλικό σχήμα της οροφής της σκηνής μοιάζει με το σφαιρικό σχήμα που κυριαρχεί στο σύμπαν και η καμπύλη της υπενθυμίζει τον θόλο του παραδείσου. Κατά αναλογία και οι τέσσερεις κάθετοι πάσσαλοι που πλαισιώνουν την σκηνή αντιστοιχούν στους τέσσερις πυλώνες του παραδείσου. Σε έναν περαιτέρω συμβολισμό, οι πυλώνες αυτοί αποδίδονται με συγκεκριμένους αστερισμούς του νυχτερινού ουρανού, από τους οποίους οι Τουαρέγκ πιστεύουν ότι οι πρόγονοι τους έμαθαν να κατασκευάζουν τις σκηνές τους. ΒΕΔΟΥΙΝΟΙ Ο όρος “Βεδουίνοι” αποδίδεται σε μια αραβική εθνοτική ομάδα που ιστορικά εντοπίζεται σε μια περιοχή που εκτείνεται από την Μαυριτανία στη δυτική Αφρική μέχρι το Ιράν στη Μέση Ανατολή και από την Συρία μέχρι το Σουδάν. Η ιστορία τους παραμένει καλυμμένη από ένα πέπλο ασάφειας. Ωστόσο είναι ευρέως γνωστό ότι η Αραβική χερσόνησος αποτελεί την αυθεντική γενέτειρα των Βεδουίνων από που διασκορπίστηκαν στις περιβάλλουσες ερήμους λόγω της έλλειψης τροφής και νερού. O πρώτος που ερμήνευσε την αραβική ιστορία στο σύνολο της, κοινωνικά και πολιτισμικά με όρους αντίθεσης ανάμεσα στο νομαδισμό και την μονιμότητα ήταν ο Ibn Khaldun. Παρουσιάζοντας τόσο τα πλεονεκτήματα όσο και τα μειονεκτήματα της νομαδικής ζωής, μελέτησε την προδιάθεση των Αράβων γενικότερα και των Βεδουίνων ειδικότερα στην εναλλαγή ανάμεσα στις δύο αυτές καταστάσεις ανάλογα με τις εκάστοτε κλιματολογικές ή οικονομικές συνθήκες. Προσθέτει επίσης ότι, ως κάτοικοι της ερήμου, οι Βεδουίνοι περιορίζουν τον τρόπο ζωής τους και την καθημερινότητα τους στα απολύτως απαραίτητα όσον αφορά την τροφή, την ένδυση και τη μορφή της κατοικίας102. Παραδοσιακά ασχολούνται με τη νομαδική κτηνοτροφία, και σπανιότερα με την γεωργία και την αλιεία ανάλογα με την περιοχή στην οποία κατοικούν. Επιπλέον σημαντικό μέρος του εισοδήματος τους προέρχεται το εμπόριο αγαθών και την μεταφορά ανθρώπων διαμέσου της ερήμου. Η μεγάλη πλειοψηφία των Βεδουίνων διαβιεί στην Εγγύς Ανατολή σε χώρες όπως η Συρία, η Ιορδανία, το Ισραήλ, η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία103. Φιλοξενία Φημισμένη είναι μεταξύ άλλων χαρακτηριστικών των Βεδουίνων και η φιλοξενία τους. Μάλιστα οι ίδιοι θεωρούν ύβρη από πλευράς του επισκέπτη να μην δεχθεί να φάει κατά την παραμονή του. Από την πλευρά του οικοδεσπότη η λεπτή συμπεριφορά θεωρείται απαραίτητο συστατικό μιας καλής φιλοξενίας. Το σύνηθες τυπικό υποδοχής ξένων αρχίζει με τον ασπασμό και χαιρετισμούς μεταξύ οικοδεσπότη και επισκεπτών και στη συνέχεια όλοι (Prussin) (Cowan, 2002) 103 http://en.wikipedia.org/wiki/Bedouin 101 102

123


κάθονται οκλαδόν γύρω από την φωτιά. Κοντά στην εστία βρίσκεται ένα χαμηλό κυκλικό τραπέζι στο οποίο θα τοποθετηθούν τα εδέσματα. Οι φιλοξενούμενοι πλένουν τα χέρια τους, νίβονται και προσεύχονται και εν συνεχεία τους σερβίρεται αρχικά καφές. Η συζήτηση που λαμβάνει χώρα πριν το γεύμα γίνεται με προσφορά ναργιλέδων στους επισκέπτες που καπνίζουν μαζί με τον οικοδεσπότη. Έπειτα τους σερβίρονται σε ορειχάλκινους δίσκους κρέας , ζωμός κρεμμυδιού και μεγάλη ποσότητα ρυζιού, όλα αρωματισμένα με αραβικά καρυκεύματα. Επίσης περιλαμβάνονται στο γεύμα διάφοροι τοπικοί καρποί ως ορεκτικά, όπως πεπόνια και σύκα. Αντί κρασιού ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών καταναλώνεται ζωμός από ρόδια τα οποία ευδοκιμούν στην έρημο. Οι συμμετέχοντες στο γεύμα συνηθίζεται να τρώνε με τα χέρια. Στο τέλος του γεύματος, ο οικοδεσπότης σηκώνεται τελευταίος κι αφού όλοι οι παριστάμενοι εκφράσουν τις ευχαριστίες τους στον Θεό πλένουν εκ νέου τα χέρια τους104. Οάσεις Πολλές φορές η χωροθέτηση των σκηνών ήταν τέτοια που δημιουργούταν μεταξύ τους ελεύθερος χώρος που έμοιαζε με πλατεία και ο οποίος συνήθως μετατρεπόταν σε αγορά. Μετά την προσευχή συγκροτούνταν όμιλοι και συγκεντρώνονταν έμποροι από διάφορες φυλές για να πραγματοποιήσουν διάφορες εμπορικές συναλλαγές, όπως αγοραπωλησίες βοδιών και αγελάδων, δάνεια δημητριακών σε είδος, ανταλλαγές όπλων, συνάψεις, συμφωνητικών και συνεταιρισμοί για τις επερχόμενες συγκομιδές105. Το εμπόριο κατέστη από τις αρχές της ιστορίας των νομαδικών λαών η κυριότερη ίσως οικονομική και κατά συνέπεια βιοποριστική δραστηριότητα. Ειδικότερα στην περίπτωση των Αράβων Βεδουίνων, οι προκλήσεις του φυσικού περιβάλλοντος αλλά και η αυξημένη προσαρμοστικότητα ζώων όπως η καμήλα σε αυτό συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση εμπορικών αποστολών ευρύτερα γνωστών ως καραβάνια και τη χάραξη εμπορικών διόδων διαμέσου της ερήμου. Από τις διασταυρώσεις τέτοιων διαδρόμων προέκυψαν αργότερα σταθμοί εμπορικών συναλλαγών και προσωρινής διαμονής όπως οι οάσεις και περισσότερο τα χάνια. Οι επικοινωνίες τόσο εντός όσο και διαμέσου της Αραβικής χερσονήσου καθορίζονταν από τη γεωγραφική διαμόρφωση της και διεξάγονταν βάσει συγκεκριμένων διαδρομών. Οι κυριότερες από αυτές εντοπίζονταν κατά μήκος των ακτών της Ερυθράς θάλασσας, στην περιοχή της Χετζάζης (Hejaz), καθώς και στην Παλαιστίνη και την Υπεριορδανία106. Κυνήγι Το κυνήγι διαδραμάτισε στο παρελθόν πρωταγωνιστικό ρόλο στη νομαδική ζωή. Το γεράκι κατέστη χαρακτηριστικό στοιχείο της αραβικής κουλτούρας, παρότι η προέλευση του βρίσκεται στην Κεντρική Ασία. Αντίστοιχα το άλογο εισήχθη σταδιακά από τις ασιατικές στέπες πριν από περίπου 3000 χρόνια και συνδέθηκε στενά με τις αξίες των κουλτούρας των Βεδουίνων. Μια σχέση οικειότητας αναπτύχθηκε ανάμεσα στο άλογο και τον κύριο του που για πρώτη ίσως φορά στον κόσμο τον νομάδων ενσωματώνει το πνεύμα της φυλετικής αλληλεγγύης και της τιμής των κατόχων τους107. Οι Βεδουίνοι αποδίδουν στο άλογο ιδιαίτερη αξία όχι μόνο ως μέσο μεταφοράς και κτηνοτροφικής παραγωγής αλλά και ως αντικείμενο ιδιοκτησίας με μεγάλη συμβολική αξία. Τα καθαρόαιμα άλογα συνήθως ανήκουν σε περισσότερα από ένα άτομα λόγω της μεγάλης τους αξίας. Για τους Βεδουίνους θεωρείται εύνοια της τύχης να αποκτούν αρσενικά παιδιά και τα άλογα τους θηλυκά πουλάρια108. Η συνεισφορά των αλόγων στο κυνήγι και στην εξουδετέρωση άγριων ζώων που μπορεί να απειλήσουν καταυλισμούς εκτιμάται ιδιαίτερα από τους νομάδες. Οι Βεδουίνοι ως παραδοσιακά νομαδική φυλή συνεχίζουν σε μεγάλο βαθμό μέχρι σήμερα να κυνηγούν με πιο πρωτόγονες μεθόδους και πιο συγκεκριμένα με την βοήθεια ζώων όπως το άλογο, ο σκύλος και το γεράκι. Το τελευταίο μάλιστα προτιμάται λόγω της (Βοσπορίτης, 1899) (Βοσπορίτης, 1899) 106 (Lewis, 1958) 107 (Dehau, 2007) 108 (Βοσπορίτης, 1899) 104 105

124


αυξημένης δύναμης χτυπήματος του στην επίθεση και της αυξημένης ορατότητας που διαθέτει στον ορίζοντα. Παλαιότερα οι νομάδες χρησιμοποιούσαν διάφορες τεχνικές παγίδευσης των γερακιών με θήραμα ένα περιστέρι. Αφού έπιαναν το γεράκι ακολουθούσε μια περίοδος προσαρμογής και εξημέρωσης, πρώτο βήμα της οποίας ήταν το ράψιμο των βλεφάρων του με μια ατραυματική τεχνική ώστε να εξοικειωθεί με το σκοτάδι και να ημερέψει. Ανάλογα με το είδος του θηράματος επιλεγόταν και το κατάλληλο είδος γερακιού για το κυνήγι με κριτήρια το μέγεθος, την ταχύτητα και την ορατότητα του. Συνηθέστερο θήραμα τους είναι το ζαρκάδι και καταλληλότερη περίοδος η άνοιξη λόγω των καλών και σχετικά ήπιων καιρικών συνθηκών. Οι έφιπποι κυνηγοί φορούν γάντι στο χέρι στο οποίο κάθεται το γεράκι με ένα προσωπείο που καλύπτει τα μάτια του. Όταν εντοπίζουν αγέλες ζαρκαδιών από τα βήματα τους στην άμμο, οι κυνηγοί πραγματοποιούν με τα άλογα τους κυκλωτική κίνηση γνωρίζοντας ότι τα ζώα αυτά κατευθύνονται όταν τρέπονται σε φυγή προς τον προσανατολισμό προέλευσης του αέρα. Μόλις βρεθούν σε πλήρως πλεονεκτική θέση, οι νομάδες δίνουν εντολή στα σκυλιά να ανακόψουν την πορεία της αγέλης και παράλληλα απελευθερώνουν τα γεράκια αφαιρώντας τους τα προσωπεία. Η καταδίωξη από το γεράκι συχνά διαρκεί αρκετή ώρα και το πτηνό καταφεύγει σε ελιγμούς για να συγχύσει τα θηράματα και εκμεταλλευόμενο την λάμψη του ήλιου για να τα θαμπώσει. Σε ταυτόχρονη προέλαση, οι έφιπποι κυνηγοί και τα σκυλιά εγκλωβίζουν μέρος της αγέλης και το γεράκι αρχικά επιτίθεται στο ζώο που ηγείται. Εάν η απόπειρα αποτύχει το γεράκι δοκιμάζει άλλο θήραμα μέχρις ότου το καταβάλει με χτυπήματα του ράμφους και των ποδιών του στα πλευρά και το κεφάλι του ζαρκαδιού. Εφόσον το θήραμα εγκαταλείψει την αντίσταση του το γεράκι συνήθως δίνει το τελειωτικό χτύπημα με το ράμφος του στο μάτι του ζώου και αφού φτάσουν οι κυνηγοί ένας από αυτούς σκοτώνει το ζώο109. Η καμήλα αποτελεί μια περίπτωση εξαιρετικής προσαρμογής στο αφιλόξενο περιβάλλον της ερήμου και η εξημέρωση της προσφέρει στους Βεδουίνους ζωτικούς για την επιβίωση τους πόρους όπως γάλα, κρέας, ύφασμα και μαλλί. Τόπος προέλευσης της θεωρείται η ίδια η Αραβική χερσόνησος και η εξημέρωση της δεν οδήγησε σε φυσικές αλλαγές στον σωματότυπο της σε αντίθεση με την αγελάδα και το πρόβατο. Ως ένα “πλοίο της ερήμου”, οι Βεδουίνοι την χρησιμοποιούν ως υποζύγιο ικανό να ταξιδέψει μεγάλες αποστάσεις σε καραβάνια110.

Ο ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ-ΝΟΜΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΜΕΤΑΒΑΣΕΙΣ Ο δρόμος, ως ο κυριότερος αστικός χώρος για μια σημαντική διάσταση της φαινομενολογικής, ενσώματης πόλης, δηλαδή για την κίνηση μέσα στην πόλη ιδίως με τη μορφή του περπατήματος, λειτουργεί ως σημείο εστίασης111. Ο χάρτης έχει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των “χώρων της νεωτερικότητας”, χώρων που σχετίζονται με την διακυβέρνηση αλλά και την ελεύθερη κυκλοφορία ανθρώπων και οχημάτων. Στην περίπτωση αυτή τα κτήρια ήταν απλώς αυτό που υπήρχε ανάμεσα στους δρόμους. Η πόλη ήταν χαρτογραφημένη στο επίπεδο του εδάφους, χωρίς κατακόρυφο άξονα, σχηματίζοντας μια σύνθεση διαδρομών και περασμάτων, έναν χώρο προς διάσχιση και χειρισμό προκειμένου να ανακαλυφθεί ο συντομότερος δρόμος προς κάποιο προορισμό. Πρόκειται για ένα μέρος που μπορεί κανείς να το γνωρίσει ενώ κινείται, διατηρώντας την αυτονομία του ως ιδιωτικός εαυτός που διασχίζει την πόλη. Ωστόσο, ο οδηγός δίνει επίσης τη δυνατότητα να κάνει κανείς τα σχέδια του εκ των προτέρων. Προηγείται η θεώρηση της πόλης ως τόπου κυκλοφορίας αγαθών και ανθρώπων. Η δημιουργία, ωστόσο, μεθόδων ώστε να γνωρίζει και να κινείται κανείς στην πόλη, τις οποίες προάγει ο χάρτης αποσκοπεί στην ενίσχυση μορφών υποκειμενικότητας και οπτικών αναγνώσεων της πόλης. Αφορούν την συγκρότηση ενός αυτόνομου, αρκετά υπολογιστικού και άγρυπνου ιδιωτικού εαυτού, ο http://www.ethnos.gr/entheta.asp?catid=23386&subid=2&pubid=14278954 (Dehau, 2007) 111 (Joyce, 2010, σ. 226) 109 110

125


οποίος υλοποιείται στη σκόπιμη και άνετη μετακίνηση μέσα στην πόλη που γίνεται αντιληπτή ως χώρος κυκλοφορίας και ανεμπόδιστης επικοινωνίας112. Η βάση για τον flâneur του 19ου αιώνα όπως τον έβλεπε ο Μπωντλαίρ, γίνεται φανερή στην κατασκευή μιας μορφής υποκειμενικότητας που ήταν διαρκώς ανήσυχη και αναζητούσε περισπασμούς. Τα διάφορα “αξιοθέατα” της πόλης ήταν τοποθετημένα σε ένα πλαίσιο, παρουσιάζοντας στον αναγνώστη την ελευθερία της πόλης ως δημόσιου χώρου, ανοιχτού σε κάθε είδους περιπλάνηση και στο βλέμμα του πεζοπόρου. Αυτή η ελευθερία υλοποιείται αναφορικά με τον δημόσιο δρόμο ως τόπο ορισμένων αξιόλογων και πολιτισμένων ταυτοτήτων. Ο δημόσιος χώρος διδάσκει ιδιωτικές αρετές, οι οποίες μπορούσαν να υλοποιηθούν μόνο σε τέτοιους δημόσιους χώρους, στη σφαίρα της κοινωνικής αλληλεπίδρασης113. Στην εποχή μας οι ταχείς ρυθμοί της καθημερινότητας επιταχύνουν περισσότερο την περιπλάνηση του ατόμου και μάλιστα τείνουν να την καταστήσουν μαζική καθώς οι απαιτήσεις της αστικής ζωής είναι πολυδιάστατες. Το τρίπτυχο métro, boulot, dodo (μετακίνηση, εργασία, ύπνος) όπως συνηθίζεται να αποκαλείται στη Γαλλία η συμβατική καθημερινότητα του μέσου πολίτη διέπει την σύγχρονο αστικό τρόπο ζωής. Κάθε ανεπτυγμένη κοινωνία διαθέτει τις δικές τις υποδομές μετακίνησης και συνεπώς επιβάλλει στις ατομικές διαδρομές κάθε προσώπου ένα συγκεκριμένο πλαίσιο σχέσεων με τους υπολοίπους. Για τον Louis Althusser το μετρό, όπως και άλλες μη μεταφορικές υποδομές όπως το σχολείο ή η γραμμή παραγωγής του εργοστασίου συμβολίζει την νάρκωση της καθημερινότητας που εκτυλίσσεται στα πλαίσιο του παραπάνω τρίπτυχου114. Η αντιστροφή του προηγούμενου τριπτύχου (όχι άλλη μετακίνηση, όχι άλλη εργασία, όχι άλλος ύπνος) παραδόξως αποδίδει με μεγαλύτερη πιστότητα και ακρίβεια τις δυσκολίες της σύγχρονης καθημερινότητας, καθιστώντας το πλεόνασμα ελεύθερου χρόνου και την αϋπνία συνέπειες της ανεργίας και ρίζες της μη παραγωγικότητας115. Η σύμπτυξη στοιχείων της καθημερινότητας και της συλλογικής ιστορικής μνήμης στο μετρό ως μεταφορική υποδομή προκαλεί μια κατάσταση όπου παρατίθενται ταυτοχρόνως η καθημερινή ζωή, ο χάρτης ως ένδειξη του χώρου και επίσημες χρονικές αναφορές ως ενδείξεις του χρόνου. Η ίδια η κοινωνική ζωή εντάσσεται πλήρως στο χαρτογραφικό πλάνο της υποδομής116. Η χρήση του μετρό, πέραν της καθημερινής μετάβασης στην εργασία ή αλλού που έχει σχεδόν υποχρεωτικό χαρακτήρα, προσφέρει στον επιβάτη του ένα αίσθημα ικανοποίησης. Χωρίς να ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως για τους λόγους που τον οδηγούν στον υπόγειο σιδηρόδρομο, ο επιβάτης εκτιμά τον λίγο χρόνο που διαθέτει εκεί σε βάθος, πέρα από το διαδικαστικό χαρακτήρα της μετάβασης του. Οι διαδρομές που εκτελούν οι χρήστες του μετρό μετατρέπονται συχνά για τους ίδιους σε τοπία που οι ίδιοι καθορίζουν μέσα στην υποδομή. ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΩΝ Η μετακίνηση με το μετρό έχει χαρακτήρα άτυπου συμβολαίου ανάμεσα στην υποδομή και τον χρήστη της, καταρχάς σε ατομική κλίμακα. Μπορεί επίσης να ποικίλλει ως προς το είδος του συμβολαίου, όπως για παράδειγμα η κατηγορία και η τιμή του εισητηρίου και να εμφανίζει σε ορισμένες περιπτώσεις μορφές περισσότερο ευέλικτες ή φιλελεύθερες, όπως εισητήρια μηνιαίας ή ετήσιας ισχύος. Βασικό χαρακτηριστικό όμως αυτής της συμβατικής σχέσης υποδομής και χρήστη είναι ότι μέσω του απολύτως απαραίτητου για την είσοδο στο συρμό εισητηρίου, ο χρήστης καταβάλλοντας το αντίστοιχο αντίτιμο αποκτά παράλληλα και μια ατομική ελευθερία στο χώρο. Ο συμβατικός χώρος του μετρό, στο πλαίσιο των συμβολαίων που συνάπτει ανά πάσα στιγμή με τον κάθε επιβάτη του συρμού, επιτρέπει τη συμβίωση διαφορετικών ατόμων και απόψεων που δεν συμπίπτουν απαραιτήτως117. (Joyce, 2010, σσ. 230-232) (Joyce, 2010, σ. 241) 114 (Augé, In the metro, 2002, σ. 81) 115 (Augé, In the metro, 2002, σσ. 69-70) 116 (Augé, In the metro, 2002, σσ. 82-83) 117 (Augé, In the metro, 2002, σ. 44) 112 113

126


H άτυπη θεσμοθέτηση κανόνων και περιορισμών όμως δεν σημαίνει ότι τηρούνται πάντα από τους χρήστες του υπόγειου σιδηροδρόμου. Ο χώρος των μητροπολιτικών ταχέων μεταφορών ερμηνεύεται καταρχήν με όρους οικονομίας, διαθέτοντας παράλληλα αισθητικά, νομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Παραμένοντας ένα χώρος με την παραδοσιακή του έννοια στη συνείδηση των επιβατών, φαινόμενα όπως η κλοπή και η απάτη εμφανίζονται με εξαιρετικά υψηλή συχνότητα στο μετρό. Και στις δύο περιπτώσεις αντανακλάται μια αδιαφορία για τον συμβατικό χαρακτήρα των υπόγειων συγκοινωνιών που εκδηλώνεται με την απουσία νομιμοφροσύνης εκ μέρους του πολίτη για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Ωστόσο οι δύο καταστάσεις διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τη σχέση τους με το σύστημα στο οποίο εμφανίζονται. Η κλοπή εξασκείται στα όρια του συστήματος γιατί παραβιάζει εμφανώς τις συμβάσεις του. Αντιθέτως με την εξαπάτηση η σύμβαση διαρρηγνύεται και για το λόγο αυτό η απάτη αποκτά νόημα μόνο σε σχέση με την ουσία της σύμβασης. Μέσα από τέτοιου είδους καταστάσεις αναγνωρίζονται τα όρια της συλλογικής μας ταυτότητας και κυρίως της κοινωνικής δομής, αφού ακόμα και μέσω της άρνησης αποσαφηνίζεται η κοινωνική τάξη στο σύνολο της. Το ατομικό υποκείμενο αναγνωρίζεται και στο χώρο του μετρό μέσω του κοινωνικού γεγονότος που προσδιορίζει το ρόλο του. Όπως μάλιστα χαρακτηριστικά αναφέρει ο Lévi-Strauss αυτό επιτυγχάνεται μέσα από “την απεριόριστη διαδικασία αντικειμενικοποίησης του υποκειμένου”, σαν τη συγκρότηση ενός μοναδικού σε κάθε περίπτωση αντικειμένου ως άθροισμα ατομικών συναισθημάτων, υπολογισμών και ενδιαφερόντων118. ΤΟ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ΩΣ ΥΠΟΔΟΜΗ Τα αεροδρόμια παρουσιάζουν αυξημένες απαιτήσεις χώρου καθώς χρειάζονται σημαντικές εκτάσεις για αεροδιαδρόμους, κτήρια τερματικών σταθμών, υπόστεγα συντήρησης αεροσκαφών και χώρους στάθμευσης για αεροσκάφη αλλά και αυτοκίνητα. Με τη συνήθη τους κατασκευαστική μορφή να αποτελεί μια δομή από μέταλλο και γυαλί με ύψος περίπου 40 μέτρων και μήκος χονδρικά 400 μέτρων, τα αεροδρόμια αποτελούν ίσως τις μεγαλύτερες σε έκταση υποδομές επί του εδάφους, με έκταση που συχνά υπερβαίνει αυτή τεσσάρων ποδοσφαιρικών γηπέδων119. Παρά τις κατά τόπους διαφοροποίησεις στην κλίμακα των αεροδρομίων, η ελάχιστη απαίτηση έκτασης αντιπροσωπεύει τεράστιες εκτάσεις αστικής γης, συνήθως τουλάχιστον 500 εκτάρια. Για τον λόγο αυτό τα αεροδρόμια χωροθετούνται περιφερειακά των αστικών περιοχών, παρά το γεγονός ότι η εντατική προαστικοποίηση των τελευταίων δεκαετιών δημιουργεί αξιόλογους περιορισμούς στον σχεδιασμό τους120. Η συνηθέστερη απόδοση της δομής ενός αεροδρομίου περιλαμβάνει μια μεταλλική οροφή βάρους δεκάδων χιλιάδων τόνων που στηρίζεται σε λεπτές μεταλλικές κολώνες που σπανίως μαρτυρούν τα αυξημένα φορτία που παραλαμβάνουν. Η λεπτότητα και η καλαισθησία των κολωνών αφ’ενός αποκρύπτει τις στατικές δυσκολίες που παρουσιάζονται στην πραγματικότητα και αφ’ετέρου ελαφραίνει την ατμόσφαιρα του εσωτερικού χώρου καθιστώντας τον περισσότερο οικείο και φιλικό στους επισκέπτες του121. Αν και στο παρελθόν τα αεροδρόμια σπανίως αντιπροσώπευαν μια αρχιτεκτονική αντάξια ενός τόπου που επαινεί την άφιξη, τις τελευταίες δεκαετίες γίνονται εκφραστές της ιστορικής κοινωνικοπολιτικής πορείας της εκάστοτε χώρας σε τομείς όπως η τεχνολογία και οι δημοκρατικοί θεσμοί. Η ταυτότητα που ακολουθεί τις υποδομές αερομεταφορών επιχειρεί να κεντρίσει το ενδιαφέρον των επιβατών κατά τη διάρκεια των κινήσεων τους στους χώρους τους122. Η εικόνα, όπως και στον υπόγειο σιδηρόδρομο, είναι συνυφασμένη με διάφορους τρόπους με τη μετακινητική εμπειρία. Ο ρόλος που διατηρεί αντιπροσωπεύεται σε διαφορετικές κλίμακες, από τις διαφημίσεις τουριστικού ενδιαφέροντος μέχρι την ίδια την αρχιτεκτονική του αεροδρομίου.

(Augé, In the metro, 2002, σσ. 48-50) (de Botton, A Week at the Airport: a Heathrow Diary, 2009, σσ. 12-13) 120 (Rodrigue, 2006, σ. 148) 121 (de Botton, A Week at the Airport: a Heathrow Diary, 2009, σ. 28) 122 (de Botton, A Week at the Airport: a Heathrow Diary, 2009, σσ. 93-94) 118 119

127




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ -Augé, Marc (1995). “Non-Places: Introduction to an anthropology of supermodernity”. London, New York: Verso. -Augé, Marc (2002). “In the metro”. Minneapolis: University of Minnesota. -de Botton, Alain (2005). “Η τέχνη του ταξιδιού”. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη. -de Botton, Alain (2009). “A Week at the Airport: a Heathrow Diary”. London: Profile Books Ltd. -Dehau, Etienne (2007). “Bedouin and Nomads: Peoples of the Arabian Desert”. London: Thames and Hudson. -Deleuze Gilles, Guattari Félix. (2010). “Nomadology: The War Machine”. Seattle, WA: Wormwood Distribution. -Gluckman, Max (1965). “Politics, Law and Ritual in Tribal Society”. New York: Mentor Books. -Joyce, Patrick (2010). “Σύγχρονη πόλη: Η Διακυβέρνηση της Ελευθερίας”. Αθήνα: Εκδόσεις Πλέθρον. -Lewis, Bernard (1958). “Οι Άραβες στην ιστορία”. Αθήνα: Εκδόσεις Γκοβόστη. -Oliver, Paul (2003). “Dwellings”. London: PHAIDON. -Prussin, Labelle (n.d.). “African Nomadic Architecture: Space, Place and Gender”. Washington & London: Smithsonian Institution Press. -Rodrigue, Jean Paul (2006). “The Geography of Transport Systems”. New York: Routledge. -Simmons, Alan H. (2007). “The Neolithic Revolution in the Near East: Transforming the Human Landscape”. Tuscon, USA: The University of Arizona Press. -Volkov, Vitali V. (n.d.). “Early Nomads of Mongolia”. -Βοσπορίτης, Κωνσταντίνος Μεταξάς (1899). “Σκηναί της ερήμου”. Αθήνα: Νεφέλη. -Μπαμπινιώτης, Γιώργος (2008). “Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας”. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ -Cowan, Gregory (2002). “Nomadology in Architecture: Ephemerality, Movement and Collaboration”. Adelaide: University of Adelaide. -Γερακίου Καλλιόπη, Νοτοπούλου Εύα. (2006). “Αρχιτεκτονική και φορητή κατοικία”. Αθήνα: ΕΜΠ.

130


Βεδουίνοι

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

-https://antirisis.wordpress.com/2011/12/19/%CE%BF%CE%B9-%CE%B2%CE%B5%C E%B4%CE%BF%CF%85%CE%90%CE%BD%CE%BF%CE%B9-%CF%84%CE%B7%CF%82%CF%86%CF%85%CE%BB%CE%AE%CF%82-%CE%B3%CE%BA%CE%B5%CE%BC%CF%80%CE %B5%CE%BB%CE%AF%CE%B1/ -http://www.dinfo.gr/%CE%B2%CE%B5%CE%B4%CE%BF%CF%85%CF%8A%CE%BD%CE%BF% CE%B9-%CE%BF%CE%B9-%CE%BC%CF%85%CF%83%CF%84%CE%B7%CF%81%CE%B9%CF%8 E%CE%B4%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%AC%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE %BF%CE%B9-%CF%84/ -http://www.sinaimonastery.com/index.php?lid=20 -http://www.everyculture.com/Africa-Middle-East/Bedouin-Religion-and-Expressive-Culture.html -http://www.bedawi.com/Bedouin_Culture_EN.html -http://www.dakhlabedouins.com/by_bedouin_life.html

Μογγόλοι -http://www.mongolia-travel-guide.com/mongolian-nomads.html -http://www.globalonenessproject.org/library/photo-essays/mongolias-nomads -http://www.mongolian-yurt.com/yurts-and-nomads.html -http://en.wikipedia.org/wiki/Culture_of_Mongolia -http://ignca.nic.in/ls_03011.htm

Τουαρέγκ -http://ignca.nic.in/ls_03011.htm -http://www.fowler.ucla.edu/exhibitions/art-of-being-tuareg -http://www.academia.edu/237598/Modern_Nomads_Vagabonds_or_Cosmopolitans_Reflections_on_Contemporary_Tuareg_Society -http://www.globalpost.com/dispatch/news/regions/africa/111028/tuaregs-5-things-youneed-know -http://travel.cnn.com/surviving-sahara-468896 -http://www.saharanarts.com/THE LIFE OF A TUAREG ARTISAN Extract from a work in progress by Andy Morgan (c) -http://thetuaregpeopleofthesahara.weebly.com/food--shelter.html -http://www.everyculture.com/wc/Mauritania-to-Nigeria/Tuareg.html

131


ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΕΙΚΟΝΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ -Εικ.1 Αποβάθρα σταθμού μετρό στο Μόναχο, Γερμανία http://commons.wikimedia.org/wiki/File:Munich_U1_Georg-Brauchle-Ring.jpg

Η ΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ

(ΜΕΤΑ)ΚΙΝΗΣΗ -Εικ.2 Νυχτερινή δορυφορική φωτογραφία της πόλης του Ντουμπάι, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα http://en.wikipedia.org/wiki/Dubai#mediaviewer/File:City_of_Dubai_at_Night,_United_ Arab_Emirates.jpg ΔΙΑΔΡΟΜΗ -Εικ.3 Επιβάτες σε συρμό του μετρό της Νέας Υόρκης, Η.Π.Α. http://en.wikipedia.org/wiki/File:Dc_metro_car_interior.jpg -Εικ.4 Ταξιδιώτες σε πεζοπορία http://www.telegraph.co.uk/travel/travelnews/9520431/Foreign-Office-launches-gapyear-guide.html ΥΠΟΒΑΘΡΟ -Εικ.5 Στέπα στο Καζακστάν http://en.wikipedia.org/wiki/File:Steppe_of_western_Kazakhstan_in_the_early_spring.jpg ΝΟΜΑΔΙΣΜΟΣ -Εικ.6 Οικογένεια νομάδων Τουαρέγκ εν κινήσει http://en.wikipedia.org/wiki/File:Nomad-Tuaregs.jpg ΧΩΡΟΣ & ΧΡΟΝΟΣ -Εικ.7 Νομάδες Τουαρέγκ στον Νίγηρα http://ngm.nationalgeographic.com/2011/09/sahara-tuareg/stirton-photography#/06nomadic-tuareg-tents-670.jpg ΝΟΜΑΔΟΛΟΓΙΑ -Εικ.8 Μικρός Μογγόλος ιππεύει κατά τον εορτασμό του Νάανταμ http://en.wikipedia.org/wiki/File:Naadam_rider_2.jpg ΣΚΗΝΗ -Εικ.9 Σκηνή Μογγόλων νομάδων στη στέπα http://en.wikipedia.org/wiki/File:Nomads_near_Namtso.jpg -Εικ.10 Βερβερικός καταυλισμός στη Βόρεια Σαχάρα http://en.wikipedia.org/wiki/File:BerberTentZagora.jpg ΔΟΜΗ -Εικ.11 Επικάλυψη σκηνής γκερ με δερμάτινη επένδυση Paul Oliver, “Dwellings” (σελ.171)

ΣΩΜΑ -Εικ.12 Σκηνή γκερ στο Κιργιστάν http://photography.nationalgeographic.com/photography/photo-of-the-day/kyrgyz-yurtpaley/ -Εικ.13 Σκηνή φυλής Τουαρέγκ Paul Oliver, “Dwellings” (σελ.32)

132


ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ -Εικ.14 Καταυλισμός νομάδων στο Ιράν Paul Oliver, “Dwellings” (σελ.30) ΥΠΟΜΟΝΗ -Εικ.15 Βεδουίνος στην έρημο του Σινά Etienne Dehau “Bedouin and Nomads: Peoples of the Arabian desert”(σελ.41) ΕΔΑΦΟΣ -Εικ.16 Έρημος Ρουμπ Αλ Χάλι, Σαουδική Αραβία http://en.wikipedia.org/wiki/File:Rub_al_Khali_002.JPG ΒΙΩΜΑ -Εικ.17 Τουαρέγκ στην αλγερινή Σαχάρα http://ngm.nationalgeographic.com/2011/09/sahara-tuareg/stirton-photography ΙΧΝΗ -Εικ.18 Κοπάδι καμηλών στη Σαχάρα http://animals.nationalgeographic.com/animals/mammals/dromedary-camel/ “ΑΠΟΛΥΤΗ ΚΙΝΗΣΗ” -Εικ.19 Έφιππος νομάς στη μογγολική στέπα http://en.wikipedia.org/wiki/Nomad#mediaviewer/File:Rider_in_Mongolia,_2012.jpg ΠΑΤΡΙΔΑ -Εικ.20 Λιβυκή Σαχάρα http://en.wikipedia.org/wiki/File:Libya_4985_Tadrart_Acacus_Luca_Galuzzi_2007.jpg ΔΙΚΤΥΑ -Εικ.21 Νομάδες στα Αλτάια Όρη, Κίνα http://www.theatlantic.com/infocus/2012/06/scenes-from-21st-century-china/100322/ -Εικ.22 Νομάδες στο Κιργιστάν http://ngm.nationalgeographic.com/2013/02/wakhan-corridor/finkel-text ΣΤΑΣΗ -Εικ.23 Όαση στη λιβυκή Σαχάρα http://en.wikipedia.org/wiki/File:Oasis_in_Libya.jpg -Εικ.24 To Μεγάλο Χάνι (Büyük Han) στην παλαιά πόλη της Λευκωσίας, Κύπρος http://en.wikipedia.org/wiki/File:Nicosia_Buyuk_Han_02.jpg ΟΡΙΟ -Εικ.25 Το αεροδρόμιο της Incheon, Νότια Κορέα http://en.wikipedia.org/wiki/File:Incheon_International_Airport.jpg -Εικ.26 Εναέρια άποψη της πόλης του Ντουμπάι, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα http://en.wikipedia.org/wiki/Dubai_Marina#mediaviewer/File:View_from_the_Torch__64th_floor.jpg

Η ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΤΑΣΗΣ ΝΕΟΝΟΜΑΔΙΣΜΟΣ -Εικ.27 Πολυκοσμία στους δρόμους της Νέας Υόρκης http://www.gettyimages.co.uk/detail/photo/new-york-city-time-square-people-walkinghigh-res-stock-photography/127810433

133


ΥΠΟΔΟΜΗ -Εικ.28 Το αεροδρόμιο Gardemoen στο Όσλο, Νορβηγία http://en.wikipedia.org/wiki/File:Gardemoen_airport.jpg -Εικ.29 Είσοδος σταθμού στου μετρό στο Παρίσι, Γαλλία http://en.wikipedia.org/wiki/File:GuimardMon.JPG ΕΛΕΓΧΟΣ -Εικ.30 Ο τερματικός σταθμός 3 στο διεθνές αεροδρόμιο του Ντουμπάι, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα http://en.wikipedia.org/wiki/File:EK_tERMINAL_3_Trip_2009_242.jpg -Εικ.31 Επιβάτες σε αναμονή για επικύρωση εισητηρίων https://www.flickr.com/photos/51282757@N05/4943229245/ ΔΙΑΣΠΟΡΑ -Εικ.32 Επιβατηγό οχηματαγωγό πλοίο στο Στάτεν Άιλαντ της Νέας Υόρκης, Η.Π.Α. http://en.wikipedia.org/wiki/File:Spirit_of_America_-_Staten_Island_Ferry.jpg -Εικ.33 Αεροσκάφος εν πτήσει http://en.wikipedia.org/wiki/File:Air_Berlin_B737-700_Dreamliner_D-ABBN.jpg ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ -Εικ.34 Εσωτερική άποψη του κεντρικού σταθμού μετρό του Ρόττερνταμ, Ολλανδία http://www.archello.com/en/project/rotterdam-central-station-1 -Εικ.35 Συρμός του μετρό στο αεροδρόμιο της Μαδρίτης, Ισπανία http://en.wikipedia.org/wiki/File:APM_Madrid_airport.JPG ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΙ -Εικ.36 Εσωτερική άποψη του σταθμού μετρό του Συντάγματος στην Αθήνα http://en.wikipedia.org/wiki/File:Athens_Metro_Syntagma_Station_3.jpg ΥΠΟΓΕΙΟ -Εικ.37 Είσοδος σταθμού μετρό στο Σάο Πάολο, Βραζιλία http://en.wikipedia.org/wiki/File:SP_METRO_Outside.JPG -Εικ.38 Αποβάθρα στο σταθμό μετρό του Λάνκαστερ, Ηνωμένο Βασίλειο http://en.wikipedia.org/wiki/File:Lancaster_Gate_tube.jpg ΑΤΟΜΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ -Εικ.39 Κεντρική αποβάθρα στο σταθμό μετρό της Ομόνοιας στην Αθήνα http://commons.wikimedia.org/wiki/File:Omonia_station_athens_metro.JPG -Εικ.41 Σταθμός μετρό στο Χετάφε της Μαδρίτης, Ισπανία http://en.wikipedia.org/wiki/File:Getafe_Central_interior.JPG ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ -Εικ.42 Σήμανση στο μετρό του Λονδίνου, Ηνωμένο Βασίλειο http://en.wikipedia.org/wiki/File:Bethnal_Green_stn_roundel.JPG -Εικ.43 Χάρτης διαδρομών σε συρμό του μετρό της Σιγκαπούρης http://en.wikipedia.org/wiki/File:Singapore_MRT_route_info_panel.jpg ΜΝΗΜΗ -Εικ.44 Κυλιόμενες σκάλες στο μετρό της Κοπεγχάγης, Δανία http://en.wikipedia.org/wiki/File:Copenhagen_Metro_escalators.jpg ΣΥΜΠΥΚΝΩΣΗ -Εικ.45 Κλιμακοστάσιο στο μετρό του Άρνεμ, Ολλανδία http://www.archello.com/en/project/arnhem-central/577820

134


ΕΝΑΕΡΙΟ -Εικ.46 Το αεροδρόμιο Dulles της Ουάσιγκτον, Η.Π.Α. http://en.wikipedia.org/wiki/File:Washington_Dulles_International_Airport_at_Dusk.jpg -Εικ.47 Εσωτερική άποψη του τερματικού σταθμού 4 του αεροδρομίου Barajas στη Μαδρίτη, Ισπανία http://en.wikipedia.org/wiki/File:Terminal_4_del_aeropuerto_de_Madrid-Barajas,_ Espa%C3%B1a,_2013-01-09,_DD_05.jpg -Εικ.48 Αίθουσα παραλαβής αποσκευών στο διεθνή αερολιμένα Λάρνακας, Κύπρος http://en.wikipedia.org/wiki/File:Baggage_claim_area_of_Larnaca_International_Airport_ in_Republic_of_Cyprus.jpg ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΦΙΛΤΡΑ -Εικ.49 Εσωτερική άποψη του αεροδρομίου της Φρανκφούρτης, Γερμανία http://www.archello.com/en/project/frankfurt-airport# -Εικ.50 Απογείωση αεροσκάφους http://en.wikipedia.org/wiki/Obelisco_de_Buenos_Aires

135



Ευχαριστώ θερμά την επιβλέπουσα καθηγήτρια μου Έβελυν Γαβρήλου για την καθοριστική της συμβολή στην εκπόνηση του παρόντος ερευνητικού θέματος, όπως επίσης την οικογένειά μου και τους φίλους μου για την υποστήριξη και το ενδιαφέρον τους.





Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.