_Π ε ρ ιε χ ό μ ε να
Εισαγωγή..................................................................................................5
Σκέψεις, για μια πρώτη γνωριμία με τους ποιητές..................................7
1 _Από την περιβαλλοντική ψυχολογία στην ποιητική περιγραφή του χώρου.13 i. Μια σύντομη ανασκόπηση των συμπερασμάτων της περιβαλλοντικής ψυχολογίας ii. H ανάγκη χωρικού διαχωρισμού της προσωπικότητας, iii. H ποιητική ερμηνεία του «ασυνείδητου» χώρου, ερμηνεύοντας τον λαβύρινθο της ψυχής. 2_Κοινος βίος, κοινή ποήηση.................................................................................19 i. Τα πρώτα χρόνια του Καβάφη. ii. Η λογοτεχνική πορεία του. iii. Φερνάντο Πεσσόα: αντί για βιογραφία iv. Καβάφης - Πεσσόα, δυο φίλοι που δεν συναντήθηκαν ποτέ. v. Πως ο Πεσσόα και ο Καβάφης δημιούργησαν τις πρώτες λογοτεχνικές πόλεις. 3_Η σημασία της σχεσης με την πολη. ...........................................................27 i. «H πόλις» του Καβάφη, μια εξελισσόμενη παρειά αποδοχής. ii. H σημασία του ποιήματος η πόλη, Η πόλη ως μεταφορά. iii. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—, οι σκέψεις για φυγή και η πορεία μέχρι την τελική αποδοχή. iv. Μια συνάντηση με το παρελθόν, η πορεία προς την αποτυχία. v. Η ερωτική πόλη. 4_Τα τείχη γύρω απο τους ποιητές.........................................................................35 5_Οι κανόνες ως εργαλεία για την τέχνη................................................................39 i. Τα σύμβολα. ii. «να λες, να ξέρεις να λες», ο λογοτεχνικός ορισμός της σπείρας, και η σημασία της λογοτεχνίας για την περιγραφή του χώρου. iii. Οι πειραματισμοί του Καβάφη. 6_ Μεθοδολογία γραφής..........................................................................................43 i. Η λεπτή «τεχνική» των 154 ποιημάτων του Καβάφη, και ο ορμητικός χείμαρρος των 27.000 σελίδων του Πεσσόα . ii. Ο αλγόριθμος του Καβάφη, το «θεώρημα για την ποιητική τέχνη» 7_Δυο μοναχικοί ποιητές που συναντιούνται στους δρόμους της πόλης...........46 i. Περιπλάνηση στους δρόμους και παρατήρηση της σύγχρονης ζωής ii. H επιστροφή στο σπίτι και το ενδιάμεσο παράθυρο
8_ Λογοτεχνική σύνθεση χώρου.................................................................................51 i. «Χάρτης ερωτικών αναμνήσεων» ii. «το τραπέζι» iii. «η πεταλούδα» iv. «συναισθηματική φωτογραφία» v. « παράλληλη πόλη» vi.. Σκέψεις, για την τέχνη , την ψυχολογία, την αρχιτεκτονική. (αποσπάσματα) 9_ Το ζήτημα της απόλαυσης μέσα από το έργο του Κ. Καβάφη και Φ. Πεσσόα.59 Tο σύνταγμα της ηδονής Η απόλαυση σε έναν χώρο. 10_Καβάφης και Πεσσόα μιλούν για την κατοικία τους στο μέλλον.....................64 Για την διαχρονική αξία ενός έργου
Επίλογος..........................................................................................71
Επίμετρο..........................................................................................77
Βιβλιογραφία...................................................................................78
_Ε ι σ α γ ω γ ή Οι αόριστες εσωτερικές απορίες για το πώς τα χωρικά ερεθίσματα επηρεάζουν την ψυχολογία του ατόμου ήταν η αρχική κατευθυντήρια γραμμή για αναζήτηση. Αυτός ο ανεξερεύνητος τομέας για τον οποίο η σχολή αρχιτεκτόνων δεν εξασφάλισε απαντήσεις με οδήγησε σε μια περαιτέρω έρευνα στα τυφλά προσδοκώντας εξηγήσεις σε αυτά τα σχεδόν υπαρξιακά αφηρημένα ερωτήματα, όπως γιατί ο χώρος επηρεάζει την ψυχολογία του ανθρώπου, τι κινεί τα συναισθήματα μας σε έναν χώρο, από τί επηρεάζεται η σχέση μας με έναν χώρο, από πού προέρχεται το οικείο. Αυτή η αναζήτηση εγείρεται από προσωπικά ερεθίσματα στη σχέση μου με την πόλη, την ύπαρξη μου σε έναν χώρο προσωπικό ή δημόσιο. Η ανησυχία στην στάση μου απέναντι στην πόλη είναι διαρκής αφού με δυσκολία προσαρμόζομαι και δεν την αποδέχομαι παρά μόνο ως μια αναγκαστική πόλη σχεδόν αβίωτη. Επιπλέον, στη δυσκολία μου να συγκεντρωθώ θεωρώ συχνά υπεύθυνο τον περιβάλλον χώρο που βρίσκομαι. Η ανακάλυψη ότι ένα παλαιό ψηλοτάβανο διαμέρισμά1 με γαλλικά παράθυρα που για την αγορά θεωρείται ερείπιο προσφέρει καταφύγιο στην ηρεμία μου τρέφει τα ερωτήματά μου περί της σχέσης του χώρου με την αίσθηση οικείου. Πως σε ένα σπίτι που έχει χαρακτηριστεί κατεδαφιστέο με σπασμένα παράθυρα ένιωσα καλυτέρα από οποιοδήποτε άλλο μέρος που έχω μείνει και ας ήταν μοντέρνο καινούριο και «άνετο». Η πρώτη προσέγγιση σε αυτά τα ερωτήματα ήταν η έρευνα στον τομέα της ψυχολογίας και συγκεκριμένα του τομέα της περιβαλλοντικής ψυχολογίας που μελετά την ανθρώπινη συμπεριφορά σε σχέση με τον χώρο. Ψυχολόγοι ερευνητές όπως οι Edward hall, Robert Sommer, David Canter 2 έχουν ασχοληθεί με την σχέση της ανθρώπινης ψυχολογίας με τον περιβάλλον χώρο με αξιοσημείωτα συμπεράσματα και αναλύσεις. Προσεγγίσεις και θεωρίες που συγκεντρώνει η ερευνητική εργασία του Πανου Κοσμόπουλου για την αντίληψη του αστικού χώρου3. Η διερεύνηση του θέματος μέσω της περιβαλλοντικής ψυχολογίας ήταν ενδιαφέρουσα ως προς την επιστημονική διάσταση της χωρικής αντίληψης, ανοίγοντας νέους τομείς έρευνας και δημιουργώντας συνεχώς διακλαδώσεις στα πεδία αναζήτησης. Συνειδητοποίησα όμως ότι παρόλο που η ψυχολογία του χώρου εξηγεί λογικά και με επιστημονικό τρόπο την σχέση ανθρώπου περιβάλλοντος το ερώτημα που έθετα και η ανησυχία που προκαλούσε ήταν απαρχής έξω από το πεδίο της λογικής. Αρά ήταν λάθος η έκφραση μέσω λογικών ερωτημάτων της πηγής της συναισθηματικής ανησυχίας μου, συνεπώς ανώφελες και οι προσπάθειες εύρεσης απαντήσεων μέσω των προσεγγίσεων της περιβαλλοντικής ψυχολογίας. Η μείωση του ενδιαφέροντος για περαιτέρω έρευνα έφερε συνέχεις αναβολές στην διερεύνηση του θέματος και τελικά το αδιέξοδο. Συνειδητοποίησα όμως ότι αυτό που εξηγεί καλυτέρα, που περικλείει, ζωντανεύει, τρέφει τα ερωτήματα μου είναι οι παρόμοιες ανησυχίες άλλων ατόμων αποτυπωμένες σε χαρτί μέσω της τέχνης του λόγου. Το ερώτημα μου ήταν συναισθηματικό, στο πεδίο των αισθήσεων και όχι της λογικής. Καθώς η χωρική συμπεριφορά και οι αισθήσεις είναι στοιχεία του ασυνείδητου (unrealized) είναι δύσκολο να παρουσιαστούν ως χειροπιαστά συμπεράσματα μιας επιστημονικής έρευνας. Πραγματικό πεδίο μελέτης είναι η διερεύνηση της ποιητικής εικόνας, που οποιαδήποτε ερωτήματα της ψυχής, υπαρξιακά, φαντασιακά προϊόντα ονειροπολήσεων μετατρέπονται σε λόγο. Οι ποιητές παρόλο που δεν είχαν σχέση με την αρχιτεκτονική είναι οι πλέον ειδικοί στο να αισθάνονται και να μεταφέρουν αυτούσια το συναίσθημα σε χαρτί, όχι επειδή 1. Φιλικό σπίτι στην Θεσσαλονίκη. 2. Ονόματα που συνάντησα στην έρευνα μου. 3. Πάνος Κοσμόπουλος, Περιβαλλοντική αντίληψη του αστικού χώρου, Έρευνα για το κέντρο της Θεσσαλονίκης, University studio press (1994)
5
είναι η δουλειά τους ή επειδή εκπληρώνουν κάποια ματαιοδοξία αλλά επειδή αυτό είναι. Για τους ποιητές σαν τον Καβάφη και τον Πεσσόα ο χώρος ζωής τους, η πόλη, είναι η σκηνή για το θεατρικό τους, ο καμβάς για την ζωγραφιά τους. Η σχέση τους με αυτήν, με το σπίτι που ζουν, τα μέρη που συχνάζουν, οι σχέσεις με τους άλλους τυπικές, φιλικές οι ερωτικές, είναι τα συστατικά της ποίησης τους. Μέσα από την ανάγνωση και την διερεύνηση του έργου τους ανακαλύπτουμε την σημασία του χώρου που τους περιβάλει στο πεδίο τον αισθήσεων και της λογικής. Το γεγονός ότι η ποίηση τους εκτυλίσσεται σε δυο πόλεις μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα της προσαρμογής ενός ανθρώπου στον αστικό χώρο του 20ου αιώνα. Η σχέση τους με την πόλη και τους ανθρώπους της είναι πάντα μια σχέση δυναμική που αλλάζει όσο αλλάζουν και οι ίδιοι. Η πόλη αποκτά και μια μεταφορική σημασία, που αντανακλά τις περιπετειώδεις πνευματικές τους αναζητήσεις4. Παράλληλα, στις ποιητικές εικόνες που δημιουργούν, κοιτούν την πόλη τους όχι μόνο στην τωρινή της υπόσταση, αλλά και στην θέση της μέσα στον χρόνο. Της προσδίδουν δηλαδή μια αοριστία αφού υπήρξε και θα υπάρξει ανεξάρτητα από την δικιά τους βραχύχρονη παραμονή. Η πόλη αποτελεί γι’ αυτούς όχι μόνο μια βιωμένη πραγματικότητα αλλά και κάτι πιο αόριστο, το μέρος ενός μύθου μιας φανταστικής πολιτείας5. Το ονειρεμένο σπίτι στην εξοχή, η χωρική μνήμη που φτάνει μέχρι τα παιδικά τους χρόνια αλλά και το πια θα είναι η κατοικία τους στο μέλλον είναι ζητήματα που απασχολούν τους ιδίους και το έργο τους. Όπως επίσης και εσωτερικοί χώροι, μέρη που περνούν την ώρα τους και νιώθουν πιο οικεία. Οι ομοιότητες που συναντάμε στο έργο τους αλλά και το πώς εξετάζουν παρόμοια ζητήματα με διαφορετική σκοπιά δίνουν στοιχεία που συγκροτούν μια ολοκληρωμένη έρευνα στην σχέση ανθρώπου-πόλης. Δεν δίνουν απαραίτητα χειροπιαστές απαντήσεις για την συγκρότηση μιας θεωρίας ούτε αποτελούν εγχειρίδια ζωής μέσα στην πόλη, αφού κάθε τέτοια αλληλεπίδραση είναι μοναδική. Αλλά η κατανόηση της πολυπλοκότητας του κόσμου των δυο ποιητών που όλη τους την ζωή τέντωναν την σκέψη τους στα άκρα είναι πολύτιμη, ένα μάθημα του να αισθάνεσαι.
4. Κωνσταντίνος Καβάφης, Ιθάκη [1910-1911] 5. Κωνσταντίνος Καβάφης, Περιμένοντας τους βάρβαρους [1898-1904]
6
_ Σκέψεις, για μια πρώτη γνωριμία με τους ποιητές. i. Επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο. Αρχική αμφιβολία. Οι σχολιασμοί για τους ποιητές αποτελούν την έρευνα ενός αρχάριου στην τέχνη του λόγου. Ήταν αρχικά αυθόρμητες προσωπικές σκέψεις, σκόρπιες χωρίς κάποια αίτια και αναπαράγουν απλώς τον ενθουσιασμό που νιώθει κανείς όταν ανακαλύπτει έναν κόσμο που δεν ήξερε ότι υπήρχε. Είναι γνωστή η δυσκολία στο να αναμεταδώσεις μια ποιητική εικόνα. Αρχικά ο πειρασμός να ασχοληθώ με το θέμα πάλευε με την αμφιβολία ότι κάτι τέτοιο είναι ακατόρθωτο. «Η ίδια η λέξη ποιητής με φοβίζει- πιστεύω ότι δεν έχω την ικανότητά σχολιάσω ποίηση και φοβάμαι ότι η έρευνα πάνω στον Καβάφη και τον Πεσσόα δεν έχει νόημα, το πρώτο σκαλί του Καβάφη δεν το έχω ανέβει». Σε μια ακόμη επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο «πολιτεία» για να βρω βιβλιογραφία που ίσως βοηθήσει την ερευνά μου διαπίστωσα ότι στα ράφια του Καβάφη ήταν στοιβαγμένα δεκάδες βιβλία με αναλύσεις στο έργο του. Ο Καβάφης του Σεφέρη, ο φίλος μου ο Καβάφης, υπερασπίζοντας τον Καβάφη, το επίθετο στον Καβάφη, ο Καβάφης και η δεύτερη σοφιστική, Καβάφης ο έγκλειστος, ο ελληνισμός και η θεολογία στον Καβάφη, ο πολίτικος Καβάφης, ο Καβάφης και το ελληνικό πάνθεον, καβαφικές φωτοθυμίες, Καβάφης: η νεότερη αιγυπτιακή σφίγγα, ο Καβάφης ήταν χριστιανός; , Καβάφης, ταξίδι στο πάθος, σαν κι εμενα καμωμένοι: ο ομοφυλόφιλος Καβάφης και η ποιητική της σεξουαλικότητας, συναντήθηκαν κατ’ ουσίαν... 1
Διαβάζοντας όλους αυτούς τους τίτλους πήρα θάρρος, σκεπτόμενος ότι απλά θα προσθέσω μια ακόμη ‘’κουτσουλιά’’ πίσω από το όνομα του Καβάφη. Δεν έχει νόημα και δεν θα έπρεπε να με νοιάζει το τι έχει γίνει, το ότι έχουν γραφτεί όλες αυτές οι αναλύσεις για τους ποιητές, αφού η ταύτιση με αυτούς είναι προσωπική και αυθεντική για τον καθένα. Επίσης, διαπίστωσα ότι η αρχική αμφιβολία μου πήγαζε από το γεγονός ότι η λέξη ποίηση σήμερα θεωρείται «ταμπού» και αντιμετωπίζεται ειρωνικά ή με καχυποψία από τους γύρω μου, γεγονός που θα έπρεπε να με αφήνει αδιάφορο και όχι αίτια αποφυγής της ενασχόλησης μου με το θέμα. Άλλωστε, ο Καβάφης οριοθέτησε την ποίηση του επιλέγοντας μόλις 154 ποιήματα τα οποία ο ίδιος έστελνε σε φίλους και γνωστούς2. Η μεγάλη αξία του πρωτ›οτυπου έργου του, το μυστήριο γύρω από κάθε ποίημα δημιούργησε την ανάγκη σε πολλούς ερευνητές να μελετήσουν τον Καβάφη. Ο κάθε αναλυτής ανάλογα με τον αντίκτυπο που είχε σε αυτόν ο Καβάφης εξηγεί και παρουσιάζει το έργο του με διαφορετικό τρόπο, και κάθε τέτοια ανάλυση έχει νόημα για τον ίδιο και τους υπολοίπους καβαφικούς. Μια από αυτές τις αναλύσεις του συγγραφέα Edmund Keeley με τίτλο «Η καβαφική Αλεξάνδρεια, εξέλιξη ενός μύθου»3 με βοήθησε στην περαιτέρω κατανόηση του καβαφικού κόσμου. Στο βιβλίο αυτό γίνεται μια ερμηνεία στην εξέλιξη του ποιητή συναρτήσει της πόλης του της Αλεξάνδρειας. ii. Στην περίπτωση του Πεσσόα δεν χρειάστηκε να διαβάσω αναλύσεις από τρίτους και βιογραφίες όπως έγινε με τον Καβάφη (Υπολογίζοντας και ως πρόκληση την μη ύπαρξη αναλύσεων- τουλάχιστο μεταφρασμένες στα ελληνικά – για τον πορτογάλο ποιητή)· Αυτό συνέβη γιατί η φύση της ποίησης του Πεσσόα είναι αυτοβιογραφικήαυτοψυχαναλυτική, και περιγράφει αυτούσια τι αισθάνεται . 1. Τίτλοι αναλύσεων που αφορούν τον Κ. Π. Καβάφη: η αναφορά σε αυτούς είναι τυχαία και γίνεται για την κατανόηση του πλήθους και της ποικιλίας αναλυτικών προσεγγίσεων στο έργο του Καβάφη, χωρίς περαιτέρω ενδιαφέρον για αυτήν την εργασία. 2. σήμερα κυκλοφορούν τα αποκηρυγμένα, τα αποκρυμμένα και τα ατελή του ποιήματα καθώς και η πεζογραφία του 3. Edmund Keeley, Η καβαφική Αλεξάνδρεια
7
Θέλω να πω τι αισθάνομαι Χωρίς να σκέπτομαι αυτό που αισθάνομαι Θέλω να ακουμπήσω τις λέξεις στην ιδέα Δίχως να χρειάζομαι έναν διάδρομο Από την σκέψη ως τις λέξεις 4
Δεν έχει νόημα να ανατρέξουμε σε βιογραφίες και αναλύσεις αφού τα γραπτά του είναι μια προσπάθεια διερεύνησης κάθε πτυχής του εαυτού του . Κάθε φορά που γραφεί ανάλογα με το πώς νιώθει μετουσιώνεται σε έναν άλλο πρόσωπο που γράφει αντί γι’ αυτόν. Ο ίδιος εφηύρε 81 διαφορετικούς πεζογράφους και ποιητές με τον καθένα να έχει διαφορετική θεματολογία και ύφος. Οι «ετερώνυμοι» του, όπως τους αποκαλούσε, αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους. Ο ένας είναι δάσκαλος του άλλου, διαφωνούν και ανταλλάσσουν κριτικές. Ο Αλμπέρτο Καέιρο ένας απλός και φυσικός, ο Μπερνάρντο Σοάρες ανήσυχος και αιώνια απογοητευμένος. Ο Πεσσόα περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την ζωή του, τι αισθάνεται για την πόλη του την Λισαβώνα, τι αισθάνεται για τους άλλους, για την σύγχρονη του κοινωνία, για το διαμέρισμα του, το γραφείο του το αφεντικό του ή το παιδί για τα θελήματα. Για το παράθυρο του, τους ήχους και το φως που περνάει μέσα από αυτό, τον γείτονα του , τις μπανάνες στο μανάβικο, τον Τάγο ποταμό· για τις άλλες πολιτείες που δεν χρειάζεται να ταξιδέψει γιατί έχει ήδη πάει περπατώντας στους δρόμους τις Λισαβώνας. Αναφέρεται στην πόλη που έζησε παιδί, στην μητέρα του που δεν πρόλαβε να γνωρίσει, στον μοναδικό ερωτά που δεν ευδοκίμησε. Γράφει για τα μοναχικά δείπνα στο πατάρι ενός εστιατορίου, την διαύγεια που προσφέρει η νύχτα, έχοντας τον φυσικό εγωισμό του λουλουδιού που είναι απασχολημένο μόνο με το ν’αθίζει . Περιπλανώμενος σε μια συνοικία της Λισαβώνας που σύχναζε παλιά, βλέπει με θλίψη τον εαυτό του όπως ήταν πριν είκοσι χρόνια, είχε τόσες προσδοκίες για το μέλλον και τόση άγνοια για την μελλοντική του αποτυχία. Ο Καβάφης από την άλλη διαθέτει ανάλογο μεγαλείο εκφρασμένο με διαφορετικό τρόπο. Την εποχή της ωριμότητας του που άργησε να έρθει (μετά τα 50) γράφει ποιήματα του τα οποία δεν δέχονται διορθώσεις, και δεν περιλαμβάνουν φλυαρίες και αδύναμα σημεία αλλά μόνο μπορεί να θαυμαστούν και να φωτογραφηθούν σαν ένα τέλειο γλυπτό. Την ίδια περίοδο διορθώνει και παλιά του ποιήματα και τα αρχειοθετεί. Ο ίδιος αποτέλεσε αυστηρός κριτής του έργου του· όσα ποιήματα δεν του αρέσουν τα διαγράφει και όσα δεν είναι αρκετά καλά δεν είναι στην λίστα. Δείγμα του πως αντιμετώπιζε τα ποιήματα που έγραψε νέος είναι η ακόλουθη σημείωση στα αγγλικα που βρέθηκε ανάμεσα στα χαρτιά του το 1906: By postponing and re-postponing to publish, what gain I have had! Think of…trash (written) at the age of 25,26,27,28 of byzantine poems. And many others which would discrete me now. What wrenched trash!5
iii. Στην πορεία αυτής τις εργασίας δεν διστάζω να χρησιμοποιήσω λόγια του Πεσσόα η του Καβάφη, ή να μιμηθώ την έκφραση τους· προσπάθησα, αλλά θεωρώ ανώφελο να αλλάζω σκόπιμα τις φράσεις τους· δεν κλέβω αυτό που λένε , αλλά και δεν μπορώ να βρω άλλον καλύτερο τρόπο να περιγράψω τα λόγια τους. Θα είναι μια εργασία που θα μιμηθεί αυτούς τους ποιητές, μια συνάντηση τους που έτσι και αλλιώς υπάρχει στο 4. Fernando Pessoa, Τα ποιήματα του Αλμπέρτο Καέιρο , Gutenberg, σ.96 , Gutenberg (2014), μτφ. Μαρία Παπαδήμα 5. Σημείωση που βρέθηκε αναμεσά στα χαρτιά του Καβάφη με χρονολογία 1906 (πηγή: σημείωση 13 σ.224, η καβαφική Αλεξάνδρεια). σε μετάφραση: Με το αναβάλλω συνεχώς την έκδοση των ποιημάτων μου, ωφελήθηκα ιδιαίτερα. Σκεπτείτε τα… σκουπίδια που έγραφα στην ηλικία των 25,26,27,28 από βυζαντινά ποιήματα και πολλά αλλά που θα με ντρόπιαζαν τώρα, μα τι σκουπίδια!
8
αόριστο πεδίο των ιδεών. Ο διαχωρισμός της εργασίας σε κεφάλαια υπήρξε επίπονη διαδικασία, αφού κάτι που είναι εύκολο και κατηγοριοποιημένο στον Καβάφη είναι ακατόρθωτο στην ατίθαση ορμητική γραφή των πολλαπλών ετερωνύμων Πεσσόα. Ο ίδιος ο Πεσσόα καταριόταν τον εαυτό του που δεν μπορούσε να οργανώσει τα γραπτά του και φθονούσε αυτούς που μπορούσαν. Ήξερε αυτή την αδυναμία του, πάλευε με αυτήν αλλά είναι κάτι ειρωνικό και μάταιο να πιέζεις τον ίδιο σου τον εαυτό προς κάτι που δεν είσαι. Παρατηρώντας κάποιες φορές το πλούσιο λογοτεχνικό έργο. ή τουλάχιστον το εκτενές και ολοκληρωμένο έργο τόσων ανθρώπων που είτε τους γνωρίζω είτε άκουσα να μιλούν γι’ αυτούς, νιώθω μέσα μου έναν αόριστο φθόνο, έναν υποτιμητικό θαυμασμό, ένα ασυνάρτητο ανακάτεμα ανάκατων συναισθημάτων. Να κάνεις κάτι ολοκληρωμένο, ολόκληρο, είτε κακό είτε καλό […] μου προκαλεί ίσως περισσότερο φθόνο από οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα. Είναι σαν ένα παιδί: ατελές όπως κάθε ανθρώπινο πλάσμα, αλλά δικό μας, σαν παιδί μας. Κι εγώ, που το κριτικό μου πνεύμα δεν μου επιτρέπει τίποτε άλλο παρά να βλέπω τα ελαττώματα, τις ατέλειες, εγώ, που δεν τολμώ να γράψω τίποτε άλλο εκτός από αποσπάσματα, τμήματα, κεφάλαια του ανύπαρκτου, εγώ, στα λίγα που γράφω, είμαι επίσης ατελής. Προτιμότερο είναι λοιπόν ή το έργο ολόκληρο, παρότι κακό, γιατί εν πάση περιπτώσει είναι έργο, ή η απουσία κάθε λόγου, η απόλυτη σιωπή της ψυχής που αναγνωρίζει πως είναι ανίκανη για δράση.6 Οτιδήποτε κάνουμε, στην τέχνη η την ζωή, είναι το ατελές αντίγραφο αυτού που σκεπτόμαστε να κάνουμε.7
Ανήσυχος ανατρέχω στα βιβλία του Πεσσόα ψάχνοντας να συνδυάσω κείμενα να θυμηθώ που έγραψε τι. Βάζω σελιδοδείκτες αυτοκόλλητους με διαφορετικά χρώματα για να βγάλω άκρη, αλλά αυτό δεν γίνεται. Eίναι ένας λαβύρινθος που κακώς μπήκα γιατί ήξερα πως είναι λαβύρινθος, πρέπει λοιπόν να τον περιγράψω απ’ έξω όταν βγω, να πω ότι θυμάμαι εκείνη την στιγμή. Δεν είναι εύκολο να βάλεις σε κεφάλαια τον Πεσσόα. Γι’ αυτό και η εργασία θα έπρεπε να είναι σκόρπια και ατελής όταν μιλάει για τον Πεσσόα. Και οργανωμένη και αυστηρή όταν μιλάει για τον Καβάφη. Ή ίσως συνδυασμός αυτών των δύο. Και οι δυο ήταν τελειομανής, ο ένας κατάφερε να στείλει προσεγμένες λίστες με τα ποιήματα του σε διάφορους φίλους. Ο άλλος τα έβαζε όλα σε ένα μπαούλο, ένα έργο που δεν κατάφερε να συνδυάσει και ούτε ποτέ θα κατάφερνε γιατί τίποτα δεν θεωρούσε τελειωμένο. Ο Καβάφης ο ίδιος χωρίζει το έργο του σε τρεις κατηγορίες τα ερωτικά, ιστορικά και φιλοσοφικά ποιήματα, να κάτι που έκανε ο ίδιος για να ξεμπλέξει, να κάτι που βοηθάει τους αναγνώστες και τους αναλυτές του. Τα ποιήματα του έχουν υπογραφή και χρονολογία γι’ αυτό και η εργογραφία του μπορεί να μπει σε πίνακες. Με το να τακτοποιήσει και να κοινοποιήσει το έργο του κατάφερε να αναγνωριστεί στην εποχή του να πάρει ένα μικρό δείγμα από τον δύσκολο «έπαινο του δήμου και των σοφιστών»8 που τόσο ποθούσε. Από την άλλη ο Πεσσόα έγραφε πάνω σε φακέλους έσκιζε σελίδες, ήταν ικανός να γράψει ακόμα και πάνω στην σόλα του παπουτσιού του. Πώς να τα βάλει μέσα σε τάξη, η σκέψη του είναι συνειρμική, ένα θέμα που τον απασχολεί παρουσιάζεται εδώ και κει σε κάθε βιβλίο του. Αυτή είναι και η μαγεία του έργου του, αυτό είναι και ο λόγος που δεν εκδόθηκε ποτέ και επίσης αυτός είναι ο λόγος που οι αναλυτές του προσπαθούν ακόμα να αποκρυπτογραφήσουν τις 27.000 σελίδες από ποιήματα, 6. Fernando Pessoa, Μπερνάρντο Σοάρες: Το βιβλίο της ανησυχίας Ά τόμος, Εξάντας σ.133 7. ο.π., σ.233 8. Κωνσταντίνος Καβάφης, Η Σατραπεία
9
μεταφράσεις, πεζά, κριτικές, δόκιμα, διηγήματα και ποίκιλες σημειώσεις που βρήκαν στο περίφημο μπαούλο του. iv. Εσκεμμένα δεν θα χρησιμοποιήσω επιστημονικούς όρους, εμπεριστατωμένες έρευνες που υπάρχουν και γνώσεις που με ξεπερνούν, μόνο και μόνο για να χαρακτηριστεί αυτή η εργασία «επιστημονική». Δε θα στύψω τα ποιήματα εντάσσοντας τα σε κατηγοριοποιήσεις που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι που ασχολούνται με την λογοτεχνία ή την φιλοσοφία, παραδείγματος χάριν, ο Καβάφης είναι «μοντερνιστής», ο Πεσσόα είναι «μετα-ρομαντικός»· βεβαίως αυτοί οι χαρακτηρισμοί είναι σημαντικοί στην ιστορική και ιδεαλιστική κατάταξη τους, ώστε να είναι κατανοητή η τοποθέτηση τους στον κόσμο των ιδεών. Αλλά, αυτή η εργασία ας μην είναι άλλη μια φιλοσοφικά εκλεπτυσμένη έρευνα, μια λογοτεχνικά τεκμηριωμένη και συγκρίσιμη σε σχέση με άλλες διατριβές. Ξεκαθαρίζοντας το από την αρχή, θα είναι μια παρουσίαση των ιδεών των δυο ποιητών και των σχέσεων μεταξύ τους όπου τις εντόπισα στο έργο τους· καθώς και σχέσεων με έργα άλλων ανθρώπων που τυχαίνει να έχω έρθει σε επαφή, χωρίς να εξαιρείται ο εαυτός μου. Όπως προαναφέρθηκε κάθε ταύτιση με έναν ποιητή, λογοτέχνη ή και έναν άνθρωπο είναι προσωπική, η αναλυση αυτ›η λοιπον αφορά το τι είναι αυτό που βρήκα κοινό μεταξύ αυτών των δυο, τι ήταν αυτό που βρήκα στα κείμενα τους που απαντά στις προσωπικές μου ανησυχίες. Συνεπώς και οι πηγές που στηρίχτηκε η έρευνα δεν είναι άλλες από τα ίδια τα γραπτά των ποιητών. Μια προυπάρχουσα ανάλυση που αφορά των Καβάφη και τον Πεσσόα δεν θα μπορούσε να αποκαταστήσει, τις εικόνες που έρχονται στο μυαλό μου. Η τοποθέτηση τους σε ένα ιστορικό πλαίσιο και η περιγραφή αυτού είναι εξίσου σημαντική για την κατανόηση του έργου τους· πολλά ποιήματα τα κατανοούμε καλυτέρα όταν ξέρουμε τον τρόπο που ταυτιζόταν προσωπικά αυτός που τα έγραφε. Και δεν είναι άτοπο να πούμε ότι αυτά που γράφανε είχαν ως θεματολογία την δική τους ζωή, ήταν μια συνεχής προσπάθεια ερμηνείας του εαυτού τους και της κοινωνίας γύρο από αυτούς αλλά και την θέση τους σε όλο το μυστήριο της ύπαρξης σε όλους τους χρόνους όλων των εποχών . Γιατί άλλωστε γράφει ο Καβάφης για πόλεις του παρελθόντος, γιατί ο Πεσσόα επιμένει να ονειρεύεται μέσα στα γραπτά του. v. Η ερευνητική αυτή εργασία επιχειρεί να κινηθεί παράλληλα με τον ποιητικό κόσμο του Καβάφη και Πεσσόα, είναι μια προσπάθεια για την κατανόηση της ποιητικής του χώρου. Για να έχει βαθύτερο νόημα η ανάγνωση της πρέπει κανείς να μπει στον κόσμο της τέχνης του Πεσσόα και Καβάφη αφού εξοικειωθεί με την ποίηση τους· ειδάλλως η κατανόηση της θα έχει επιφανειακό χαρακτήρα. Για τον σκοπό αυτό θα παρουσιαστούν μερικά χαρακτηριστικά ποιήματα του Καβάφη και αποσπάσματα από τα γραπτά του Πεσσόα δηλαδή τα ποιήματα των βασικών ετερώνυμων του Αλμπέρτο Καέιρο και Άλβαρο ντε Κάμπος, το βιβλίο της ανησυχίας του ημιετερώνυμου Μπερνάρντο Σοάρες και του λιγότερο γνωστού Mπαράο ντε Τέιβε. Ο προσωπικός σχολιασμός θα εναλλάσσεται με ιστορικές γνώσεις γύρω από πρόσωπα και την εποχή τους. Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση των ποιητών αναμιγμένη με γνώμες από άλλους αναλυτές -ψυχολόγους, φαινομενολόγους, λογοτέχνες και ιστορικούς. Ο τίτλος «ποιητές της πόλης» δεν αφορά κάποιον θεσμοθετημένο λογοτεχνικό είδος. Αλλά την μεθοδολογία με την οποία βλέπουν οι ποιητές τα πράγματα. Πως κάτι το πραγματικό - ιστορικό και συγκεκριμένο, που εδώ είναι η πόλη, μετατρέπεται σε ποιητική εικόνα. Και το αντίστροφο, τι σχέση θα μπορούσε να έχει αυτή η ποιητική πόλη με όλες τις πραγματικές πόλεις. Στην ιδιόμορφη αυτή μορφή λογοτεχνίας εκτός του ότι διαδραματίζεται σε αστικό περιβάλλον, στοιχεία του χώρου όπως ο δρόμος, 10
τα παράθυρα και τα τείχη αποκτούν μια μεταφορική- αλληγορική σημασία που τα ζωντανεύει.
11
12
1_Από την περιβαλλοντική ψυχολογία στην ποιητική περιγραφή του χώρου. i. Μια σύντομη ανασκόπηση των συμπερασμάτων της περιβαλλοντικής ψυχολογίας Οι ψυχολόγοι ξεκινούν την ερευνά τους από την παραδοχή ότι ένα μεγάλο μέρος των πληροφοριών που δέχεται ο εγκέφαλος μας, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής, προέρχεται από τα ερεθίσματα που δέχεται από τον χώρο που τον περιβάλλει. Θα ήταν παράλογο λοιπόν, να ισχυριστούμε ότι ο χώρος γύρω μας δεν συνδέεται με την νοητική μας εξέλιξη και διαμόρφωση. Αντικείμενο πειραματισμού και εκτενής έρευνας υπήρξε λοιπόν η ανθρώπινη συμπεριφορά στον χώρο με συμπεράσματα που στο σύνολο τους καταλήγουν ότι το χωρικό περιβάλλον ακόμα και άψυχων αντικείμενων έχει άμεση επίδραση στις ανθρώπινες αισθήσεις. Έτσι, αναπτύχθηκε και ο κλάδος της περιβαλλοντικής ψυχολογίας που ερευνά αυτές τις σχέσεις του ανθρώπου με τον χώρο, και αποκαλύπτει ενδιαφέρουσες πτυχές της. Από το βιβλίο του David Canter, «ψυχολογία και αρχιτεκτονική», μαθαίνουμε ότι η αντίληψη είναι μια ενεργή αντίδραση στον κόσμο γύρω μας και όχι μια παθητική απάντηση. Δραστηριοποιούμαστε ενεργά, δημιουργούμε την δομή και δίνουμε μια έννοια στα ερεθίσματα που μας παρουσιάζονται. Επίσης, η αντίληψη που έχει ο καθένας μας για τον χώρο αναπτύσσεται από πολύ νωρίς στην ζωή μας. Απόδειξη αυτού είναι ότι μια εκκλησία θα γίνεται αντιληπτή σαν εκκλησία, ακόμα και ανά έχει μετατραπεί σε αποθήκη. Ο Edward Ηall εισάγει τον όρο proxemics για να περιγράψει την συμπεριφορά του ανθρώπου στον χώρο, η οποία είναι παράγοντας τριών παραμέτρων , «infaculture» που περιλαμβάνει το βιολογικό παρελθόν του ανθρώπου, «precultural» την συμπεριφορά που ανέπτυξε λόγο της διαφορετικής προέλευσης (κουλτούρας)του τους και «microcultural» που αφορά την διαμόρφωση του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά και τις χωρικές αντιλήψεις που παγιώνονται απο πολύ νωρίς στην ζωή του. Σε κάθε λαό υπάρχουν διαφορετικές παραδοχές για το πώς οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τον χώρο, η έννοια της ιδιοκτησίας, ο επιμέρους διαχωρισμός της οικίας, το πώς πρέπει να είναι ο δημόσιος χώρος, είναι σταθερές που έχουν επιβληθεί σε κάθε λαό. Για να γίνει κατανοητή η διαφορά ανάμεσα την χωρική αντίληψη ανάλογα με την κουλτούρα, παίρνουμε το παράδειγμα της κυκλοφορίας που για κάθε λαό οι παραδοχές μεταξύ των σχέσεων του τι επιτρέπεται και τι όχι, είναι διαφορετικές. Για παράδειγμα το ευρωπαϊκό σύστημα βασίζεται στον γραμμικό σύστημα διαχωρισμού των δρόμων, κάτι που στην Ιαπωνία είναι άγνωστο. Οι Ιάπωνες ονομάζουν τις διασταυρώσεις των δρόμων, και όχι τις ευθείες, από εκεί πηγάζει και η δυσκολία να εντάξουν το αυτοκίνητο στον πολιτισμό τους. Τα σπίτια δεν σχετίζονται μεταξύ τους γραμμικά αλλά χρονικά καθώς αριθμούνται ανάλογα με την χρονολογία που χτίστηκαν. Έτσι έχουμε έναν πολιτισμό που η ιεραρχία πηγάζει από το κέντρο. Αντίστοιχα, υπάρχουν διαφορές στην αντίληψη του εσωτερικού χώρου. Παραδοσιακά στα ιαπωνικά σπίτια δεν υπάρχει η ίδια έννοια του διαχωρισμού του σπιτιού με τοίχους, τα παράθυρα και τις πόρτες αντικαθιστούν τα μετακινούμενα ξύλινα πανέλα. Έτσι ένας Ιάπωνας δεν θα κατανοήσει ποτέ σε βάθος την έννοια του παραθύρου, ούτε και ένας ευρωπαίος την έννοια της ιαπωνικής οικίας. Oι αρχιτέκτονες οι ίδιοι είναι εκφραστές μιας εκάστοτε χωρικής αντίληψης που έχουν αποκτήσει ανάλογα με το περιβάλλον που ζούνε. Όμως για να αποκτήσουν την δυνατότητα να παράγουν χώρο που θα ικανοποιήσει τον ψυχικό κόσμο και άλλων ανθρώπων, θα πρέπει να μην τους διαφεύγει αυτή η γνώση ότι άλλοι άνθρωποι μπορεί να έχουν διαφορετικές ψυχικές ανάγκες, με δικούς τους εσωτερικισμούς προερχόμενους από το περιβάλλον που έχουν μεγαλώσει, τις σταθερές που τους επέβαλε η κουλτούρα τους ακόμη και απο τις τάσεις που τους επιβάλει η προσωπικότητα τους. Τέλος, σε διάφορες έρευνες ανεξάρτητες μεταξύ1 τους ψυχολόγοι καταλήγουν ότι 1. «το στρές λόγο συσσώρευσης ατόμων μπορεί να αποφευχθεί ή να ελαττωθεί διαμέσου της αύξησης του βαθμού ελέγχου που το άτομο πιστεύει ότι έχει πάνω στο περιβάλλον» υπόθεση: Altman 1975, Stokols 1976, Sundstorm
13
αυτό που αλλάζει και βελτιώνει τελικά την σχέση των ανθρώπων με τον χώρο, είναι ο βαθμός ελέγχου που έχουν ή πιστεύουν ότι έχουν στο περιβάλλον τους. Δίνοντας έτσι ένα υπαρξιακό νόημα σε αυτήν την σχέση ανθρώπου- περιβάλλοντος, τίποτα δεν ανήκει σε κανέναν και όλα ανήκουν σε όλους. Η πεποίθηση ότι ο δημόσιος χώρος τους επιβάλλεται, ότι το πώς θα είναι το σπίτι είναι προκαθορισμένο, ότι η συμπεριφορά τους στον χώρο ορίζεται και ελέγχεται από κανόνες συμπεριφοράς, δημιουργεί έναν ψυχολογικό εγκλεισμό, το άτομο έτσι δεν μπορεί να βρει καταφύγιο πουθενά. Η διερεύνηση της σχέσης του Καβάφη και Πεσσόα με τις πόλεις τους έχει ενδιαφέρον στο να κατανοήσουμε την ευαισθησία που μπορεί να έχει μια τέτοια αλληλεπίδραση. Γινόμαστε μάρτυρες του πως μια αρμονική τοποθέτηση σε μια πόλη, μπορεί να οδηγήσει το άτομο να ωριμάσει ψυχολογικά χρησιμοποιώντας τον χώρο ως εργαλείο για την ψυχική του εκτόνωση, ένα καταφύγιο για τις σκέψεις του. Από εδώ ξεκινάει η μετάβαση από την ερμηνευτική ψυχολογία στην ποιητική διάσταση που μπορεί να λάβει ο χώρος. ii. H ανάγκη χωρικού διαχωρισμού της προσωπικότητας. Όσοι αποτυγχάνουν να προσαρμοστούν σε αυτά τα πλαίσια που τους επιβάλλονται, να βάλουν την ζωή τους σε χωρική και χρονική τάξη με προκαθορισμένες σταθερές συνήθως ζουν σε ένα διαρκές «κομφούζιο». Για να αποφύγει αυτό το χωρικό «μπέρδεμα» ο άνθρωπος τείνει να διαχωρίσει την προσωπικότητα του ανάλογα με τον χώρο που τον περιβάλλει. Ένας άνθρωπος μπορεί να εκδηλώνει μια πτυχή της προσωπικότητας του στον χώρο δουλειάς και μια άλλη όταν γυρνάει σπίτι. Ο διαχωρισμός αυτός τον βοηθά να κρατάει τους δυο ασύμβατους εαυτούς του μακριά. Δικαιολογημένα λοιπόν έναν άνθρωπος έχει ανάγκη να διαχωρίσει τον χώρο εργασίας από τον χώρο κατοικίας, για να δώσει διέξοδο σε κάθε πτυχή της προσωπικότητας του. Έτσι βλέπουμε ότι πολλοί άνθρωποι βρίσκουν αδύνατο να συγχωνεύσουν αυτές τις δυο δραστηριότητες και επιμένουν να κρατάνε αυτές τις δυο προσωπικότητες μακριά κάνοντας έναν διαχωρισμό του ενός περιβάλλοντος με το άλλο. Αυτά τα συμπεράσματα μας επιτρέπουν να κάνουμε μια χωρική διαστρωμάτωση της ζωής των δυο ποιητών που εξετάζουμε. Η απόφαση της συγχώνευσης του εαυτού τους που δουλεύει σε ένα γραφείο και κάνει μια βαρετή δουλειά, με τον εαυτό που πηγαίνει στο σπίτι του και γράφει ποίηση, ήταν ακριβώς απαραίτητη για να μπορούν να αποδίδουν κάνοντας αυτές τις δυο αντιθετικές μεταξύ τους εγκεφαλικές λειτουργίες. Για τον Πεσσόα2, το σπίτι του στον 2ο όροφο, ο χώρος που δουλεύει ως βοηθός λογιστή, και η Ρούα ντος Ντοραδόρες, ο δρόμος που συνδέει αυτούς τους δυο χώρους, αντιπροσωπεύουν και από ένα κομμάτι προσωπικότητας του. Το γραφείο είναι γι’ αυτόν το «οχυρό ενάντια στην ζωή»3, «το μέρος που δεν αισθανόμαστε»4· ενώ το διαμέρισμα του αντιπροσωπεύει όλο του το μεγαλείο, την τέχνη, μοναδική ίσως αρετή που αναγνωρίζει στον εαυτό του. Ο ίδιος μπορεί να ερμηνεύει την ζωή του ως μια διαρκή παρουσία ανάμεσα σε αυτούς τους χώρους. Αυτή είναι και μια ποιητική ερμηνεία των συμπερασμάτων που κάνει ο E .hall, μια περίπτωση χωρικής ανάγωγης του ψυχικού κόσμου ενός ανθρώπου. Αν το γραφείο της Ρούα ντος Ντοραδόρες αντιπροσωπεύει για μένα τη ζωή, ο δεύτερος όροφος όπου κατοικώ, στην ίδια Ρούα ντος Ντοραδόρες, αντιπροσωπεύει για μένα την Τέχνη. Ναι, την Τέχνη που κατοικεί στον ίδιο δρόμο με τη Ζωή, ωστόσο σ’ ένα μέρος διαφορετικό, την Τέχνη που μας παρηγορεί για τη ζωή χωρίς να μας παρηγορεί για το ότι ζούμε, που είναι τόσο μονότονη όσο κι η 1977. απόδειξη: Sherold 1974. (περιβαλλοντική αντίληψη του αστικού χώρου, Πάνος Κοσμόπουλος σ. 30) -«η επιτυχία της οικιστικής ανάπτυξης εξαρτάται από το υπαρξιακό νόημα που οι κάτοικοι θα προσδώσουν σε αυτή», Buttimer, 1972 (Κοσμόπουλος σ. 117) 2. Εδώ υπογραφεί ο ημιετερώνυμος του, Μπερνάρντο Σοάρες 3. Fernando Pessoa, Μπερνάρντο Σοάρες: Το βιβλίο της ανησυχίας τόμος Α’ σ.37, Eξάντας 4. ο.π., σ.258
14
ίδια η ζωή, αλλά μόνο σε διαφορετικό μέρος. Ναι, αυτή η Ρούα ντος Ντοραδόρες περιέχει για μένα όλο το νόημα των πραγμάτων, τη λύση όλων των αινιγμάτων.5 […] Αντιμετωπίζω το ενδεχόμενο να κλείσω για πάντα τη ζωή μου σ’ αυτή τη Ρούα ντος Ντοραδόρες, σ’ αυτό το γραφείο, σ’ αυτή την ατμόσφαιρα αυτών των ανθρώπων. 6
Παρομοίως και στον Καβάφη τα όρια ανάμερα στην ζωή του στην εργασία, και την προσωπική στο σπίτι, είναι αυστηρώς καθορισμένα· και μάλιστα αναστατώνεται όταν στην εργασία του ένα κομμάτι του άλλου «ποιητικού» εαυτού του παρεμβάλλεται, γιατί δεν είναι σε θέση να το επεξεργαστεί και χάνεται. Πόσες φορές μες στην δουλειά μου μ’ έρχεται μια ωραία ιδέα, μια σπάνια εικόνα, σαν ετοιμοκαμωμένοι αιφνίδιοι στίχοι, και αναγκάζομαι να τα παραμελώ, διότι η υπηρεσία δεν αναβάλλεται. Έπειτα σαν γυρίσω σπίτι μου, σαν συνέλθω κομμάτι, γυρεύω να τ’ ανακαλέσω αλλά πάνε πια. Και δικαίως. Μοιάζει σαν η Τέχνη να με λέγη «Δεν είμαι δούλα εγώ· για να με διώχνης σαν έρχομαι, και νάρχομαι σαν θες».7
iii. H ποιητική ερμηνεία του «ασυνείδητου» χώρου, ερμηνεύοντας τον λαβύρινθο της ψυχής. Βέβαια εξίσου κοινή παραδοχή είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης συμπεριφοράς πηγάζει από το ασυνείδητο, που δεν μπορεί να αναλυθεί είτε να ερμηνευτεί λογικά. Ιστορικά έχουμε γίνει μάρτυρες τέτοιων θεωριών που προσπαθούν να εκλογικεύσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά και να αναπτύξουν και να επιβάλουν καθιερωμένες αλήθειες, εκφρασμένες με χωρικά όρια. Όλες αυτές οι προσπάθειες κατέληξαν στο άτοπο, και κάθε τέτοια λογική εξήγηση είτε γίνει στο παρόν είτε στο μέλλον πάντα θα πλησιάζει αλλά και πάντα θα καταρρέει. Μια μαθηματική εξήγηση αυτού του φαινομένου είναι η προσπάθεια τετραγωνισμού του κύκλου, η οποία καταλήγει πάντα στο √π έναν άρρητο αριθμό, «εκπρόσωπο» αυτού του άλυτου του προβλήματος. Στην προσπάθεια κατανόησης του ασυνείδητου με την λογική βρισκόμαστε μπροστά σε έναν λαβύρινθο και οποιαδήποτε κατεύθυνση και να διαλέξει κανείς, μοιραία καταλήγει σε ψυχικά και υπαρξιακά αδιέξοδα που δεν μπορεί να εξηγηθούν πάρα με μεταφυσικές προσεγγίσεις. Περνώντας στην αρχιτεκτονική που φιλοδοξεί να παράγει χωρικές σχέσεις προσαρμοσμένες στις ανθρώπινες ανάγκες, εμφανίζεται συνεχώς το ίδιο πρόβλημα. Στα όνειρα ενός αρχιτέκτονα που ψάχνει να βρει λύσεις, προβάλλεται πάντα η ιδιά εικόνα του λαβύρινθου, και κάθε μονοπάτι προς κάτι αυθεντικό κάτι αληθινό οδηγεί πάντα στον λαβύρινθο της ίδιας του της ψυχής. Ναι μεν μπορούν να σχεδιαστούν χώροι που προσαρμόζονται στις ανάγκες του ανθρώπου, έχοντας δεδομένες τις χωρικές διεργασίες και ανάγκες του εγκέφαλου που ερευνούν οι ψυχολόγοι, αλλά τι γίνεται με την ασυνείδητη πλευρά της χωρικής αντίληψης; Η τέχνη εκφρασμένη είτε με την μουσική, είτε με την ποίηση είναι αφοσιωμένη στο να κινείται μέσα με αυτόν τον λαβύρινθο. Κάπου εκεί μέσα μπορεί να συναντηθούν δυο άνθρωποι, οι οποίοι στα όνειρα τους μοιράζονται αυτόν τον χώρο. Αρχίζουν δειλά δειλά να περπατούν στην δική τους πόλη, όταν την αντιληφθούν ως ένα τέτοιο μέρος, τον δικό τους λαβύρινθο, το πεδίο μιας περιπέτειας της ζωής τους, που ξεκινά μόνο όταν αντιληφθούν τον υπαρκτό κόσμο, ως μια αντανάκλαση της φαντασίας τους, την κατοικία του υποσυνείδητου. Ο Καβάφης χρησιμοποιεί την Αλεξάνδρεια, όπως και Πεσσόα την Λισαβόνα, ως τέτοιες πίστες στις οποίες ζωντανεύει επιτέλους ο δικός τους ονειρικός κόσμος εκφρασμένος ποιητικά στο έργο τους. 5. ο.π., σ.40 6. ο.π., σ.46 7. Γ.Π. Σαββίδης, «Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής», Μικρά Καβαφικά, Β´, Ερμής, 1987
15
16
17
18
2_Κοινος βίος, κοινη ποίηση. i. O Καβάφης προερχόταν από πλούσια εμπορική οικογένεια τις ελληνικής αλεξανδρινής κοινότητας. Όμως δεν κληρονόμησε παρά μόνο την ανάμνηση της χαμένης δόξας της καθώς μια σειρά γεγονότων εξαφάνισε αυτήν την άλλοτε οικογενειακή επιφάνεια. Ο πατέρας του πέθανε όταν εκείνος ήταν εφτά χρονών, γεγονός που οδήγησε την οικογενειακή επιχείρηση σε πορεία διάλυσης. Την όχι και τόσο επαρκή κληρονομιά που άφησε εκμεταλλευτήκαν τα αδέρφια του διασκορπίζοντας την σε «ατυχείς κερδοσκοπικές επιχειρησεις»1 . Τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια ήταν ασταθή, ήρθε αντιμέτωπος με την φτώχεια και τις συνεχείς μετακινήσεις· εώς τα δεκαξι στην Αγγλία και ως τα εικοσιδύο στην Κωνσταντινούπολη για να γυρίσει τελικά πίσω στην Αλεξάνδρεια, πόλη που πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Τα νεανικά του χρόνια στην Αλεξάνδρεια ήταν δύσκολα και καταπιεστικά γι’ αυτόν καθώς οι προκαταλήψεις της ντόπιας κοινωνίας των ανάγκαζαν να κρατάει κρυφή την προσωπική του ζωή, καταφεύγοντας στην νύχτα για να νιώσει πιο ελεύθερος. Ο ίδιος ζούσε με τα δυο αδέρφια του και με την μητέρα του, Χαρίκλεια, ως το θάνατο της όταν εκείνος ήταν ήδη τριάντα έξι ετών. Μολονότι η οικογένεια του ήταν υποστηρικτική στις λογοτεχνικές του φιλοδοξίες, ο Καβάφης είχε ελάχιστη καθοδήγηση στα πρώτα στάδια της εξέλιξης του, γι’ αυτό και χρειάστηκε να αναπτύξει σχεδόν μόνος του την τέχνη του. Αυτή η αυτοδίδακτη πορεία ήταν μάλλον και η αιτία να γίνει τόσο αυθεντικός όταν τελικά βρήκε το προσωπικό του στιλ. Ο Καβάφης εργαζόταν σαν υπάλληλος στην υπηρεσία αρδεύσεων. Ήξερε άπταιστα αγγλικά και γαλλικά, που το βοήθησαν στην εργασία του δηλαδή να μεταφράζει να αντιγράφει εκθέσεις και να ελέγχει λογαριασμούς. Τον μισθό που έπαιρνε, συμπλήρωνε η ενασχόληση του με το αιγυπτιακό χρηματιστήριο και τα τυχερά παιχνίδια. Για τα οποία μάλιστα κρατούσε και τακτικές «σημειώσεις τζόγου», αυτοί οι πόροι του επέτρεπαν να ζει λιτά μεν αλλά αξιοπρεπώς. Ποτέ δεν βρέθηκε σε ανάγκη και η δουλειά του παρόλο που την θεωρούσε βαρετή, του άφηνε ελευθέρα τα απογεύματα, συνήθεις ώρες που έγραφε τα ποιήματα του. Είναι γνωστό τι ο Καβάφης σπανίως εγκατέλειπε την Αλεξάνδρεια, πάρα ελάχιστες φορές που ταξίδεψε στο Λονδίνο, το Παρίσι και την Αθήνα. ii. Η λογοτεχνική πορεία του. Ο Καβάφης στα νεανικά του χρόνια έκανε μια μετριοπαθή ζωή, δίχως κάτι το συνταρακτικό. Ζωή λίγο κοσμική, με κρυφές κάποιες πτυχές της και φτωχή σε γνωριμίες με λογοτέχνες ή διανοουμένους, αλλά κυρίως χωρίς ιδιαίτερες συναισθηματικές σχέσεις πέραν του οικογενειακού του κύκλου. Μια ζωή γενικά δίχως πνευματικές ή υλικές ανταμοιβές, καθώς εκτός από την λιτή καθημερινότητα το έργο του δεν είχε πλατιά δημόσια προβολή. Η απομόνωση από τους καλλιτεχνικούς κύκλους και η πενιχρή αναγνώριση δεν έβλαψαν την λογοτεχνική του πορεία, απεναντίας ,η γνώση ότι αυτά που γράφει είναι «για λίγους» διαφύλασσε την πνευματική του ανεξαρτησία και ακεραιότητα που τόσο επιθυμούσε. Σε ένα σχόλιο του εν έτη 1907, δημοσιευμένο από τον Γ. Π. Σαββίδη1, ο Καβάφης υπερασπίζεται την απόλυτη ελευθέρια και ανεξαρτησία που θα έπρεπε να έχει η τέχνη για να είναι αληθινή, ελευθερία που βάλλεται σε περίπτωση που ο καλλιτέχνης θεωρεί δεδομένη την πλατιά αποδοχή του έργου του. ’Αλλά κοντά στά πολλά δυσάρεστα καί βλαβερά πού έχει ή κατάστασης, τά οποία καθημερινώς γίνονται τόσον αισθητά, άς σημειώσω — γιά νάχουμε καί μιά παρηγοριά στον καυμό μας — κ’ ενα καλό της. Αυτό τό καλό είναι ή πνευματική ανεξαρτησία τήν όποιαν χαρίζει. 1. Γ.Π. Σαββίδης , «οι καβαφικές εκδόσεις», σ. 164-165
19
«Οταν ξέρει ό γράφων πού έτσι κ’ έτσι δέν θ’ άγορασθοϋν απο τήν έκδοσί τον παρά όλίγιστοι τόμοι. . . αποκτά μιά ελευθερία μεγάλη στήν δημιουργική του εργασία. Ό συγγραφεύς πού έχει υπ’ οψιν βεβαιότητα, ή καί πιθανότητα, νά πουλήσει ολόκληρη τήν έκδοσί του{..} έπηρρεάζεται ενίοτε άπ’ αυτήν τήν μέλλουσα πουλησι. «Οσο κι άν είναι ειλικρινής καί μέ πεποιθήσεις θά τύχουν — σχεδόν χωρίς νά τό θέλει, σχεδόν χωρίς νά τό νοιώθει — στιγμές πού, γνωρίζοντας πώς σκέπτεται καί τί αρέσει καί τί αγοράζει τό κοινόν, θά κάμει κάτι μικρές θυσίες — θά πει τούτο κομμάτι αλλέως, καί θά παραλείψει εκείνο. Καί δέν. υπάρχει πράγμα πιό ολέθριο γιά τήν Τέχνη (μόνο πού τό βάζει ο νους μου, καί φρίττω) παρά νά λέγεται τούτο κομμάτι αλλέως καί νά παραλείπεται εκείνο.
Με αυτήν την πεποίθηση μέσα του, έμεινε ένας ανεξάρτητος ποιητής σε όλη την διάρκεια της ζωή του. Δεν δημοσίευσε ποτέ τα ποιήματα του με την παραδοσιακή έννοια της δημοσίευσης σε βιβλίο, αρνούμενος μάλιστα δυο φορές σχετικές προτάσεις για την έκδοση προθημάτων του, Ακολούθησε μια μάλλον πρωτοφανή μέθοδο· Πέρα από τις δημοσιεύσεις σε εφημερίδες και περιοδικά, τύπωνε μονόφυλλα κατά παραγγελία, τα ταξινομούσε σε φακέλους, και στη συνέχεια τα μοίραζε σε φίλους και συγγενείς· αυτά περιείχαν λίγα ποιήματα τα οποία διάλεγε ο ίδιος από την συλλογή του. Η πρώτη του «έκδοση» την έκανε όταν ήταν ήδη σαράντα ενός ετών και ήταν ένα είδος «δείγμα δωρεάν» προς όλους τους ενδιαφερομένους. Τακτική που ακολουθήσε μέχρι το τέλος της ζωής του χωρίς να εκδώσει ποτέ μια ολοκληρωμένη συλλογή από το έργο του καθώς κάθε χρόνο άλλαζε τα ποιήματα που περιείχε η κάθε συλλογή κατά βούληση. Προτίμησε λοιπον αυτήν την μορφή καλλιτεχνικού ασκητισμού, γυρνώντας την πλάτη στην αγορά και τους εκδοτικούς οίκους, στάση που του παρείχε απόλυτη ανεξαρτησία και σημάδι πνευματικής ανωτερότητας. Οχι μόνο αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην τέχνη του αλλά δεν άφηνε κανένα να αγγίζει και να επεξεργάζεται τα κείμενα του, πειθαρχώντας τα ο ίδιος σε μια τάξη που του επέβαλε η φαντασία του. Η πίστη του στην αξία του έργου του και η υπεράσπιση αυτής τον δικαίωσε. Οι συλλογές που έστελνε αρχίσαν σιγά σιγά να τραβούν την προσοχή των ανθρώπων των γραμμάτων στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα. Δεν αργήσαν να τον πλησιάσουν οι αλεξανδρινοί διανοούμενοι, αναγνωρίζοντας τον και δημοσιεύοντας τα ποιήματα του στα δυο σημαντικότερα λογοτεχνικά περιοδικά της Αλεξάνδρειας «νέα ζωή» και «γράμματα». Ο Καβάφης επιδίωκε τον διαχωρισμό της προσωπικής από την καλλιτεχνική του ζωή. Καθώς από τότε που έγινε σχετικά γνωστός, η σκανδαλοθηρία και οι εικασίες γύρω από την ζωή του απειλούσαν την προσωπική του ανεξαρτησία, με κύρια αφορμή την τολμηρή ερωτική του ποίηση. Ετσι επεδίωκε να ζει προσεκτικά και απέφευγε να δίνει αφορμές στην τοπική κοινωνία αλλά και στο αθηναϊκό κατεστημένο. Είναι γνωστό ότι ο αθηναϊκός ποιητικός κύκλος της εποχής, τα ινία του οποίου κρατούσε ο Κωστής Παλαμάς, αντιμετώπιζε με καχυποψία και θεωρούσε τα ποιήματα του Καβάφη απειλή για την ακεραιότητα της ελληνικής ποίησης. Το ότι δεν τον αποδέχονταν στην Αθηνά, και δεν του έδιναν την θέση που του άρμοζε, δεν τον άφηνε αδιάφορο, μάλιστα ειρωνευόταν την πρωτοκαθεδρία του Παλαμά στα ελληνικά γράμματα· Λέγεται ότι ο Καβάφης ξεχώριζε το ουίσκι του σε καλό και σε «παλαμικό», και κερνούσε αναλόγως τους συγγράφεις και τους καλλιτέχνες που τον επισκέπτονταν2 Τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια της ζωής του έζησε μόνος του σε ένα διαμέρισμα μια κακόφημης συνοικίας της Αλεξάνδρειας στην οδο Lespius. Η λαϊκή αυτή συνοικία τον γοήτευε, και αυτήν την περίοδο ήταν που έγραψε και τα περισσότερα από τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στον καβαφικό κανόνα3· κάποτε ειχε πει προφητικά: 2. Robert Liddell, «Cavafy a critical biography», σ. 167 (η καβαφική Αλεξάνδρεια σ. 25) 3. Ο καθιερωμένος αυτός ορός , αναφέρεται στην συλλογή από τα 154 αναγνωρισμένα ποιήματα του, που πρώτοι
20
«Πού άλλου θά βρισκόμουν καλύτερα, παρά άνάμεσα στά τρία κέντρα τής ύπαρξης. Τά σπίτια τής άμαρτίας, τήν εκκλησία πού συγχωρεί καί τό νοσοκομείο πού πεθαίνεις...»
iii. Φερνάντο Πεσσόα: αντί για βιογραφία Πριν γράψω την βιογραφία του Πεσσόα , ή μάλλον αντιγράψω μεταφράζοντας κείμενα και συνδυάζοντας πηγές από αναλύσεις τρίτων, θυμήθηκα ότι ο ίδιος ο Πεσσόα είχε πει: Αν σαν πεθάνω, θελήσουν να γράψουν την βιογραφία μου, Τίποτα πιο απλό. Έχει μόνο δυο ημερομηνίες-της γέννησης και του θανάτου μου. Αναμεσά στη μια και στην άλλη όλες οι μέρες θα είναι δικές μου.
Η αυτοβιογραφική φύση των γραπτών του Πεσσόα είναι αυτούσια πηγή για μια αναλυτική «ζωντανή» βιογραφία. Γράφει αυτοψυχαναλυτικά και συνειρμικά στην προσπάθεια του να ερμηνεύσει κάθε γεγονός, κάθε αλλαγή σχεδόν οτιδήποτε συμβαίνει στην ζωή του και του κινεί το ενδιαφέρον να το αναλύσει. Συχνά καταφεύγει στην παιδική του ηλικία στην διαρκή προσπάθεια ερμηνείας του εαυτού του. αποσπάσματα που αναφέρονται στα παιδικά του χρονιά και κυρίως στην μητέρα του μας βοηθούν να καταλάβουμε στοιχεία του χαρακτήρα του. «Ό,τι διάσπαρτο και σκληρό υπάρχει στην ευαισθησία μου προέρχεται από την απουσία αυτής της θαλπωρής και από την ανώφελη νοσταλγία των φιλιών που δεν θυμάμαι. Είμαι ψεύτικος. Πάντα ξυπνούσα σε άλλες αγκαλιές, που με ζέσταιναν κατά λάθος. Ίσως η νοσταλγία για το ότι δεν έχω μητέρα εξηγεί μεγάλο μέρος της συναισθηματικής μου αδιαφορίας. […] Ο πατέρας μου, που ζούσε μακριά, σκοτώθηκε όταν ήμουν τριών χρονών και ποτέ δεν τον γνώρισα. Δεν ξέρω ακόμα γιατί ζούσε μακριά. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα να το μαθω. Θυμάμαι την αναγγελία του θανάτου του, ως τη σοβαροτητα που επικρατούσε στα πρώτα γεύματα που ακολούθησαν την είδηση. Είμαι όλα αυτά τα πράγματα, παρά τη θέληση μου, στο συγκεχυμένο βάθος της μοιραίας ευαισθησίας μου.»
Αυτά που έγραψε ο ίδιος στο έργο του και αποκαλύπτουν στοιχεία του εαυτού του· μια αυτοβιογραφία με λίγη υπαρξιακή αυτοψυχανάλυση απέναντι στον ίδιο όταν ήταν παιδί, στους άλλους, σε όλο το σύμπαν αλλά και απέναντι σε μια πετρά. Στα αποσπάσματα μιας βιογραφίας4 αναλύει την πορεία της ζωής του με βάση τις πνευματικές του ενασχολήσεις. Αρχικά είχε πολλαπλά αναγνώσματα αναζητώντας την αλήθεια και παρατηρούσε τον εξωτερικό κόσμο, αλλά η πολυπλοκότητα των πράγματων, το άπειρο σύνολο τον έφερε σε διαρκή σκεπτικισμό, αβεβαιότητα, την άρνηση του εαυτού του. Γνωρίζει ότι όλα αυτά είναι σημάδια μιας ψυχικής ασθένειας την οποία αποδέχεται ως φυσικό επακόλουθο της προδιάθεσης που είχε από παιδί. Αναζητούσε τρόπους αδράνειας, την αποφυγή κάθε προσπάθειας, τα εγκατέλειψε όλα και αφέθηκε στο όνειρο· έδιωξε σιγά σιγά ότι αγαπούσε στη ζωή, έμαθε να είναι αναίσθητος στο κάλεσμα των ενστίκτων και στις προκλήσεις της ζωής. Mείωσε στο ελάχιστο την επαφή του με τους άλλους και σταμάτησε να επιθυμεί την αναγνώριση απτό έργο του. Τοτε αρχιζει να διαβάζει συγγράματα μυστικιστών, χαμένος σε πνευματικές ενασχολήσεις βιαιότερες για την ψυχική του ισορροπία, παραδέχεται ότι σπατάλησε επιμελήθηκαν και δημοσίευσαν μετρά τον θάνατο του οι Αλέξανδρος και Ρίκα Σεγκοπουλου (Αλεξάνδρεια 1935) 4. Το βιβλίο της ανησυχίας , α΄ τόμος σ. 331
21
την ζωή του οδηγούμενος σε ένα αδιέξοδο σκέψεων, αισθήσεων.
μεταφυσικού πυρετού,
’Έκανα τον έαυτό μου αύτο πού δέν ήξερα. Καί ο,τι μπορούσα νά κάνω τον έαυτό μου δέν τό έκανα. Το κουστούμι πού φόρεσα δέν ήταν το σωστό. Μέ πέρασαν στή στιγμή γι’ αύτον πού δέν ήμουν, δέν το διέψευσα καί χάθηκα. Οταν θέλησα νά βγάλω τή μάσκα, ήταν κολλημένη στο πρόσωπό μου. Οταν τήν έβγαλα καί κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, είχα ήδη γεράσει. Ήμουν μεθυσμένος, καί πιά δέν ήξερα νά φορέσω το κουστούμι πού δέν είχα βγάλει. Πέταξα τή μάσκα καί κοιμήθηκα στήν γκαρνταρόμπα σάν το σκύλο πού τον ανέχεται ή διεύθυνση γιατί είναι άκίνδυνος καί θά γράψω αύτή τήν ιστορία γιά νά άποδείξω πώς είμαι υπέροχος.5
iv. Καβάφης - Πεσσόα, δυο φίλοι που δεν συναντήθηκαν ποτέ. Ο Πεσσόα και ο Καβάφης έγραφαν τα ποιήματα τους σχεδόν την ίδια χρονική περίοδο σε δυο διαφορετικές πόλεις και γλώσσες. Ανακαλύπτοντας τις ομοιότητες του βίου τους, κανείς εκπλήσσεται από τις συμπτώσεις που συναντά και σιγά σιγά όσο εμβαθύνει στο έργο τους, ανακύπτει όλο και περισσότερες. Από εδώ και πέρα μπορεί κάνεις να προχωρήσει σε μεταφυσικούς πλέον παραλληλισμούς. Αλλά, ο συσχετισμός μεταξύ τους σίγουρα δεν είναι βεβιασμένος καθώς με κανένα άλλον (ειδικά στον χώρο της τέχνης) δεν θα μπορούσαν να ταίριαζαν τόσο πολύ. Τον ίδιο ενθουσιασμό μοιράζονται και άλλοι. Σε ένα ντοκιμαντέρ του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου γινόμαστε μάρτυρες της «νύχτας που ο Φερνάντο Πεσσόα συνάντησε τον Καβάφη», ταξιδεύοντας σε ένα πλοίο που πήγαινε στην Αμερική. Γνωρίζουμε ότι και οι δυο είχαν το όνειρο να φύγουν για άλλους τόπους αλλά τελικά κανένας δεν το έκανε, γιατί η αγάπη τους για την Λισαβώνα και Αλεξάνδρεια αντίστοιχα ήταν τελικά αναντικατάστατη. Στο πλοίο λοιπόν μοιράζονται απόψεις για την ποίηση και απαγγέλουν διάφορα ποιήματα, και οι δυο θέλουν να πανε στην γη της ελπίδας, αλλά τελικά κατεβαίνουν από το πλοίο και επιστρέφουν στα μοναχικά τους διαμερίσματα. Ήξεραν ότι εκεί ανήκουν, στους γνώριμους δρόμους που σχεδιάζεται της τέχνης τους η περιοχή. Από το χρονολόγιο των δυο ποιητών6 προκύπτουν οι συγκλίσεις των κοινών σημείων στην ζωή τους. Οι ομοιότητες τους διαφαίνονται ακόμα και σε μια απλή σύγκλιση των βιογραφιών τους. Ο κοινός χώρος αρχίζει να διαμορφώνεται ήδη από την παιδική τους ηλικία, ο θάνατος του πατέρα τους σηματοδοτεί την αναγκαστική μετακόμιση σε μακρυνές χώρες του εξώτερου, εκεί που γνωρίζουν την πρώτη μοναξιά, και του υψηλού επιπέδου μόρφωση, συνάμα με την αγγλική παιδεία. Ως νεαροί ενήλικες επιστρέφουν στην γενέτειρα πόλη τους, πόλεις που βλέπουν τις ρίζες τους και μένουν εκεί για όλη τους τη ζωή. Εκεί αρχίζουν και πειραματίζονται με την τέχνη αλλά και με την ζωή, τα πρώτα τους βήματα και οι πειραματισμοί ήταν αυτά που διαμορφώσαν «της τέχνης τους την περιοχή». Επιλέγουν γρήγορα τον βιοπορισμό ως υπάλληλοι, για να έχουν όλο τον υπόλοιπο χρόνο αφιερωμένο στο όνειρο τους· εχουν ήδη καταλάβει ότι είναι άνθρωποι με ίσως διαφορετική αποστολή από τους υπόλοιπους μια δύσκολη, βαριά αποστολή. Oι πειραματισμοί τους αποδίδουν καρπούς περίπου την ίδια χρονολογική περίοδο γράφουν μερικά από τα καλυτέρα έργα του 20ου αιώνα και της λογοτεχνίας γενικότερα. Από τότε ζουν μόνοι τους σε ένα διαμέρισμα αφοσιωμένοι αποκλειστικά στο έργο 5. Fernando Pessoa, τα ποιήματα του Άλβαρο ντε Κάμπος, σ. 233, Gutenberg 6 σ. 16-17
22
τους, αλλά οι δρόμοι τους αλλάζουν, ο Καβάφης ακολουθήσε μια ανοδική εξελικτική πορεία ωρίμανσης, και αναγνωρίστικε από τον λογοτεχνικό κόσμο. Η κορύφωση του Πεσσόα δεν γνώρισε αντάξια αποδοχή και ο ίδιος βυθίστηκε στην απελπισία και την πλήξη αφού τελικώς δεν γνώρισε καμία ανταμοιβή ούτε στην προσωπική ζωή ούτε στο έργο του, βέβαια αυτή η πλήξη γέννησε την ποίηση της αποτυχίας του Άλβαρο ντε κάμπος και άλλων ετερωνύμων, και βεβαίως τα αποσπάσματα που συνθέτουν κατά πολλούς αριστούργημα το βιβλίο τη ανησυχίας. Το έργο του Καβάφη δημοσιεύτηκε σε σύνολο μετά τον θάνατο του ενώ του Πεσσόα , δεν έχει ακόμα αποκρυπτογραφηθεί πάρα ένα μικρό μέρος. Η καθημερινότητα τους χωριζόταν στις μοναχικές ώρες στο διαμέρισμα τους, στην βαρετή εργασία τους και στις περιπλανήσεις στην πόλη τους. Το φτωχικό τους δωμάτιο όπου πέρασαν τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής τους μοιάζει σαν να είναι το κοινό καταφύγιο της μοναξιάς τους, η μοίρα τους τους φέρνει μαζί μέχρι το κρεββάτι του νοσοκομείου και τον θάνατο, αλλά με την κοινή πεποίθηση ότι το έργο τους που δεν γνώρισε δόξες στο παρόν, θα καταξιωθεί στο μέλλον. Τα έπιπλα, το παράθυρο, το μπαλκόνι, ο καθρέπτης είναι όχι μόνο αντικείμενα αλλά εργαλεία για την ποιητική τους έκφραση. Το ίδιο και η πόλη, μόνιμο σκηνικό της ποίησης τους και πηγή έμπνευσης. Περιγράφουν την ζωή μέσα από τα καφενεία της Λισαβώνας, και της Αλεξάνδρειας , αλλά και τους ατέλειωτους μοναχικούς περίπατους στα σοκάκια της πόλης, εκεί που βλέπουν τα συντρίμμια της ζωής τους, αλλά και την αφετηρία της τέχνης τους. Κατανοώντας την τελειομανία που τους επέβαλε η συνειδητοποίηση της πνευματικής τους ανωτερότητας, και της τεράστιας απόστασης που τους χώριζε από τους περισσοτέρους ανθρώπους, αντιμετώπισαν και πολύ σοβαρό τρόπο το έργο τους καταφεύγοντας σε ιδιόρρυθμους τρόπους ανάδειξης του. Ο Καβάφης φτιάχνει φακέλους με ποιήματα και τους στέλνει σε επιλεγμένο κοινό. Ενώ ο Πεσσόα αναλύοντας την τεραστία αδυναμία του στο να ολοκληρώσει ένα έργο, αναρωτιέται αν πρέπει να εκδώσει αυτά που γράφει ως αποσπάσματα, τελικά γεμίζει εάν μπαούλο με χειρόγραφα, αφού τα λίγα που προσπάθησε να εκδώσει δεν βρίσκουν απήχηση σε εκδότες και κοινό. Σήμερα τα δωμάτια που έζησαν την μοναξιά τους έχουν γίνει μουσεία. Στους δρόμους της Λισαβώνας και η Αλεξάνδρειας, υπάρχει ακόμα η σκιά των δυο ποιητών που τις καταξίωσαν. Ο Πεσσόα και ο Καβάφης παρόλο που όσο ζούσαν είχαν μικρή απήχηση στον λογοτεχνικό κόσμο, θεωρούνται σήμερα από τους μεγαλύτερους ποιητές του 20ου αιώνα. Τα ποιήματα του Καβάφη ενθουσιάζουν τον κάθε αμύητο στην ποίηση, ενώ ερευνητές προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν ακόμα το έργο του μεγαλύτερου πορτογάλου ποιητή. Αμέτρητοι ακόλουθοι και αναλυτές μαγεύονται με τα έργα τους και πολλοί επηρεάζονται από αυτούς. v. Πως ο Πεσσόα και ο Καβάφης δημιούργησαν τις πρώτες λογοτεχνικές πόλεις. H μέθοδος γραφής τους μπορεί να μοιάζει διαφορετική αλλά οι δρόμοι των δυο ποιητών συναντιούνται στη βασική θεματολογία τους την πόλη. Είναι από τους πρώτους που ανέδειξαν την πόλη ως θέμα λογοτεχνικό, κάτι που μας δίνει το δικαίωμα να τους αποκαλούμε «ποιητές της πόλης». Δεν είναι τόσο η ερμηνεία της σύγχρονης πραγματικότητας της πόλης που βίωσαν αυτή που μέτρησε περισσότερο στον κόσμο των γραμμάτων. Το μυστήριο της Λισαβώνας και Αλεξάνδρειας δεν βρίσκεται σε αυτό που είναι η υπήρξαν τον 20ο αιώνα, αλλά στη δυνατότητα να εμπνέουν– όσο καμία άλλη- τη δημιουργία ποιητικών πόλεων στο φανταστικό κόσμο των ποιητών. Η πραγματική Αλεξάνδρεια εμφανίζεται στα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη όπου εραστές συναντώνται στους δρόμους και τα καφενεία, αυτή η σύγχρονη Αλεξάνδρεια είναι που του δίνει ερεθίσματα ώστε συνδυάζοντας τα με τις ιστορικές του γνώσεις, ζωντανεύει εικόνες πόλεων που έχουν χαθεί στα βάθη του χρόνου. Ακόμη και 23
αυτοδημιούργητες φανταστικές πολιτείες άγνωστες για την ιστορία7. Παρομοίως οι δρόμοι της σύγχρονης Λισαβώνας, ζωντανεύουν στα κείμενα του Πεσσόα, εκεί παρατηρεί τους περαστικούς, μιλάει για την καθημερινότητα, τους καταστηματάρχες, βλέπει τις εικόνες και ακούει τους ήχους όλης της πόλης, αλλά μερικές φορές όταν έρχεται η νύχτα, η πραγματική Λισαβώνα χάνεται και ο ίδιος βρίσκει τον εαυτό του να περπατάει σε έναν ονειρικό κόσμο που δεν υπάρχει χρόνος. Μπορεί να συναντήσει τον εαυτό του όταν ήταν νέος, μια υποθετική γυναίκα, έναν φίλο, να δει πως είναι όταν αυτός δεν υπάρχει πια. Να περηφανεύεται πάνω από όλες τις στέγες της Λισαβώνας, και στο τέλους να κουράζεται από αυτό το όνειρο και να επιστρέφει ηττημένος στην πραγματικότητα*. Στα όνειρα του ταξιδεύει, το «εγώ» του χάνεται αποπροσωποποιείται8, και αλλάζει, μετατρέπεται σε έναν εκκεντρικό ναυπηγό μηχανικό που μπαρκάρει σε καραβιά τον «Άλβαρο ντε Κάμπος», έναν στωικό κλασικιστή συνθέτη ωδών τον «Ρικάρντο Ρέις» ή έναν ερωτευμενο βοσκό που ζει στην εξοχή , τον δάσκαλο όλων, «Αλμπέρτο Καέιρο». Μέσω του λεργου του δίνει την δικιά του ερμηνεία όλων των πράγματων, ψάχνει την δική του αλήθεια μέσα σε όλο το σύμπαν -τι είναι ένα λουλούδι, μια πέτρα, τι είναι θεός.
7. Χαρακτηριστικές τέτοιες περιπτώσεις εμφανίζονται στα ποιήματα «περιμένοντας τους βάρβαρους», «Τρώες» 8. Αποπροσωποποίηση: «η μεταβολή στη συνηθισμένη αίσθηση πραγματικότητας του ατόμου όσον αφορά τον εαυτό του. Κάποιος που βιώνει αυτή την κατάσταση μπορεί να νιώθει ότι παρατηρεί τον εαυτό του «απ› έξω» (με την έννοια ότι νιώθει το σώμα ή τις σκέψεις του σαν κάτι ξένο), να έχει την αίσθηση ότι η πραγματικότητα είναι «σαν όνειρο» ή «σαν ταινία», ή ότι το σώμα του λειτουργεί και κινείται μηχανικά σαν ρομπότ, έχοντας ωστόσο πλήρη έλεγχο των κινήσεων του σώματός του» πηγή: Wikipedia.
24
*απόσπασμα 181 από το βιβλίο της ανησυχίας. Στις ακαθόριστες σκιές ενός φωτός που ετοιμάζεται να σβήσει πριν το απόγευμα γίνει νωρίς βράδυ, μου αρέσει να περιπλανιέμαι χωρίς να σκέφτομαι μέσα σ’ αυτό στο οποίο μεταμορφώνεται η πόλη, και προχωρώ σαν όλα να ήταν ανεπανόρθωτα. Απολαμβάνω, περισσότερο με τη φαντασία παρά με τις αισθήσεις, την αόριστη θλίψη που βρίσκεται μέσα μου. Περιπλανιέμαι και φυλλομετρώ μέσα μου, χωρίς να το διαβάζω, ένα βιβλίο που το κείμενό του είναι διάσπαρτο από εικόνες γρήγορες, από τις οποίες σχηματίζω νωχελικά μια ιδέα που δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Υπάρχουν κάποιοι που διαβάζουν με την ταχύτητα που κοιτάζουν, και βγάζουν συμπεράσματα χωρίς να τα έχουν δει όλα. Παρομοίως, δημιουργώ από το βιβλίο που ξεφυλλίζεται μέσα στην ψυχή μου, μια ακαθόριστη ιστορία για να τη διηγηθώ,{…} Διαφέρω λόγω της πλήξης και του ότι είμαι άλλος. Ακολουθώ ταυτόχρονα το δρόμο, το σούρουπο και την ανάγνωση που ονειρεύομαι, και στ’ αλήθεια τα έχω διατρέξει όλα αυτά. Ξενιτεύομαι και αναπαύομαι θαρρείς και βρίσκομαι σε κάποιο πλοίο που έχει ήδη ανοιχτεί στο πέλαγος. Ξαφνικά οι πεθαμένοι φανοστάτες κάνουν να συμπίπτουν τα φώτα τους {…}. Σαν δόνηση η θλίψη μου μεγαλώνει. Είναι γιατί το βιβλίο τελείωσε. Υπάρχει μόνο στην ιξώδη ατμόσφαιρα του αφηρημένου δρόμου, ένας εξωτερικός ιστός συναισθήματος, σαν τα σάλια του ηλίθιου Πεπρωμένου, που στάζουν πάνω στη συνείδηση της ψυχής μου. Άλλη ζωή, αυτή της πόλης που νυχτώνει. Άλλη ψυχή, αυτού που κοιτάζει τη νύχτα. Ακολουθώ αβέβαιος και αλληγορικoς, αισθανόμενος εξωπραγματικά. Είμαι σαν μια ιστορία που κάποιος διηγήθηκε, τόσο καλά, σε σημείο που πήρε σάρκα και οστά,{…} Τι σχέση έχω εγώ με τη ζωή;
25
26
3_Η σημασία της σχέσης με την πόλη. i. «H πόλις» του Καβάφη, μια εξελισσόμενη πορειά αποδοχής. Η πόλη ήταν για τον Καβάφη ο σκελετός της ποιητικής του έμπνευσης. Στα ποιήματα του εμφανίζεται η Αλεξάνδρεια αλλά και άλλες ιστορικές πόλεις κυρίως όμως τον ενδιαφέρει ο όρος «πόλη» ως έννοια. Ετοιμάζοντας την πρώτη του ποιητική συλλογή ποιημάτων του επέλεξε να ταξινομήσει πρώτο το ποίημα «η πόλις». Εκεί περπατάει κάποιος, μπορεί και ο ίδιος ο ποιητής, που κάνει τον απολογισμό της ζωής του σε μια πόλη χωρίς όνομα και ιστορία. Με αυτήν την επιλογή, αποφασίζει να προβάλει ως θέμα τη σχέση που μπορεί να έχει κανείς με την πόλη του εξωτερικεύοντας τα συσσωρευμένα αισθήματα που είχε για την Αλεξάνδρεια και τις άλλες πόλεις που έχει φαντασθεί. Είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα της μεθόδου που ακολουθεί ο Καβάφης όταν προσεγγίζει ένα θέμα, σε ένα κομβικό σημείο για την εξέλιξη του ως ποιητή. «Η πόλις» Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα. Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή. Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή· κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη. Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει. Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ, που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.» Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες. Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς· και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις. Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις— δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό. Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες. [1897, 1910]
Αποδομώντας το ποίημα «η πόλις», μαθαίνουμε ότι οι αλλαγές που έκανε από τότε που το πρωτοέγραψε μέχρι την τελική του μορφή δεκαέξι χρονιά μετά, χαρακτηρίζουν και μια στροφή στην καλλιτεχνική του πορεία. Οι αλλαγές που μπορεί να δείχνουν ασήμαντες αλλάζουν όλη την φιλοσοφία του ποιήματος, το απαλλάσσουν από την υπερβολή και το βεβιασμένο συναίσθημα που υποψιαζόταν ο Καβάφης στο αρχικό ποίημα. Η βελτίωση από αισθητική άποψη είναι φανερή, απαλύνεται το ποίημα από έντονες λέξεις «αηδίασε», «μισώ». Η σημαντικότερη αλλαγή όμως βρίσκεται στην δεύτερη στροφή*, το έκδηλο προσωπικό συναίσθημα υποχωρεί, δίνοντας χώρο στην πόλη να αναδειχθεί καθαρότερα ως κεντρικό μεταφορικό στοιχείο του ποιήματος. «η πόλις», 1897 «η πόλις», 1910 «’Αήδιασε τό μάτι μου άηδίασε τό αυτί»
→
«Μισώ τόν κόσμο εδώ καί μέ μισεί εδώ πού τήν ζωή μου τήν μισή / επέρασα» → *«Οσο μακρυά κι άν πας, τό πιό μακρυά → που έλπίζεις, πάλι στήν ιδια πόλι θά σέ δώ»
«Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·» «Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ» «Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις— δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.» 27
ii. H σημασία του ποιήματος η πόλη. Η πόλη ως μεταφορά. Οι αλλαγές που έκανε ο Καβάφης, φανερώνουν την καλλιτεχνική ωρίμανση του· που επετεύχθη όχι τόσο με την βελτίωση της τεχνικής, αλλά με την αλλαγή στην στάση του απέναντι στην πόλη. Τώρα καταλαβαίνει ό,τι του διέφευγε 16 χρόνια πριν, ώστε να βρει τις σωστές λέξεις που τελειοποιούν το ποίημα. Η αρχική αμφιβολία λύνεται με την προσθήκη νέων στίχων που αντικατοπτρίζουν την ανανεωμένη στάση του απέναντι στην πόλη. Παλαιοτέρα η πρόθεση του ήταν να προβάλει μια αίσθηση «ανίας», απελπισίας που ένιωθε ο ίδιος στην Αλεξάνδρεια. Το 1910 ξεφεύγει από το προσωπικό, η απελπισία του ιδίου γίνεται απελπισία όλων όσων απέτυχαν .Δεν υπάρχει γη της ελπίδας, για όσους είναι δέσμιοι της αποτυχίας τους, κανένα πλοίο δεν θα τους πάει εκεί που επιθυμούν. Ο Καβάφης βάζοντας αποφασιστικά το ποίημα η «πόλις» πρώτο στην πρώτη του ποιητική συλλογή, δείχνει ότι το έργο αυτό εκφράζει μια αποφασιστική στροφή στην πορεία του, μια πνευματική κορύφωση. Είναι γνωστό ότι ο Καβάφης μετά τα είκοσι του χρόνια(- και ως τα εβδομήντα) δεν μετακινήθηκε ποτέ από την Αλεξάνδρεια . Υπάρχουν ενδείξεις ότι αρχικά προβληματιζόταν με την επιλογή του αυτή και χρειάστηκε κάποια χρόνια στο να συμφιλιωθεί με την πόλη του. Tο αναθεωρημένο λοιπόν ποίημα «η πόλις», φανερώνει την αρχή μιας πιο ισορροπημένης σχέσης. Η φράση «Μισώ τόν κόσμο έδώ καί μέ μισεί/ έδώ πού τήν ζωή μου τήν μισή / έπέρασα...», που έγραψε στο αρχικό σχεδιάγραμμα του ποιήματος μετά από δέκα χρονιά διαμονής στην Αλεξάνδρεια, είναι σημάδι μιας προβληματικής σχέσης. Νιώθει άβολα στην Αλεξάνδρεια και μάλλον δεν την θεωρεί ιδανικό μέρος γι αυτόν. Ένα ανέκδοτο σημείωμα του Καβάφη χρονολογημένο το 1907 ενισχύει αυτόν τον ισχυρισμό: Τήν συνήθισα πιά τήν ’Αλεξάνδρεια, καί πιθανότατα καί πλούσιος αν ήμουν, εδώ νά έμνησκα. ’Αλλά μέ ολον τούτο, πώς μέ στενόχωρει. Τί δυσκολία, τί βάρος πού είναι ή μικρή πόλις — τί έλλειψις ελευθερίας. Θά εμνησκα εδώ (δέν είμαι πάλι βέβαιος ολως διόλου αν θά εμνησκα) γιατί είναι σάν πατρίς, γιατί σχετίζεται μέ τές αναμνήσεις τής ζωής μου. ’Αλλά πώς έχρειάζονταν σ’ έναν άνθρωπο σάν κ’ εμένα — τόσο διαφορετικό — ή μεγάλη πόλις. Ή Λόνδρα, νά ποΰμε, πώς τήν βάζω στον νου μου.1
Με αυτό το σημείωμα κατανοούμε ότι η Αλεξάνδρεια ήταν γι’ αυτόν ένας συμβιβασμός ένα βάρος μια συνήθεια, βάζει στο νου του άλλες πόλεις που θα είχε μια αντάξια σε αυτόν ζωή. Η αναγκαστική προσαρμογή σε αυτήν την πόλη σε μια υπαλληλική ζωή αντικατοπτρίζεται στα ποιήματα του σε μια αρνητική στάση απελπισίας (1984 στην ιδιά πόλη). iii. Για τα αλλού -μη ελπίζεις-, οι σκέψεις για φυγή και η πορεία μέχρι την τελική αποδοχή. Μεταξύ του 1907 του σημειώματος και του 1910, χρονιά που δημοσιεύτικε το αναθεωρημένο «η πόλις» καταλαβαίνουμε ότι κάτι άλλαξε στην σχέση του ποιητή με την Αλεξάνδρεια. Επιτέλους σταμάτησε να κατηγορεί την πόλη ως υπεύθυνη για τα δεινά του, ξεκαθαρίζοντας έτσι μια ψυχική κατάσταση που δεν τον ωφελούσε. Αυτή η εξέλιξη φαίνεται να συνοδεύτικε και με αλλαγές στην προσωπική του ζωή. Το 1910 μετακόμισε στο σπίτι στο οποίο πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του αφοσιωμένος απόλυτα στο έργο του. Σταματά να καταγράφει εξομολογήσεις στο ημερολόγιο του και αρχίζει πιο αποφασιστικά να κοινοποιεί το έργο του σε εκλεκτούς αποδέκτες. 1. «η καβαφική Αλεξάνδρεια» σ.37, σημείωση που βρέθηκε από τον Γιώργο Σαββίδη, μέσα στο αρχείο του Καβάφη
28
Την επόμενη χρονιά αποκλείει τα περισσότερα από τα ως τότε ποιήματα που είχε γράψει και επιλέγει ελάχιστα που θα συνεχίσουν να κυκλοφορούν. Ήταν το τέλος της περιόδου αναζήτησης ενός εν δυνάμει ποιητή που ψάχνει να βρει τον εαυτό του, και η αρχή της ανοδικής πορείας ενός καλλιτέχνη που έχει βρει πια την φωνή του και δουλεύει προσηλωμένος το ώριμο έργο του. Η αποδοχή της Αλεξάνδρειας συμβολίζει όχι απλώς έναν συμβιβασμό, αλλά μια συμφιλίωση του ανθρώπου με το περιβάλλον που ζει. Η επίτευξη της, αυτή η αναθεώρηση του τρόπου που βλέπουμε το περιβάλλον σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας σχέσης. Τώρα η Αλεξάνδρεια και οι μοναδικές ιδιαιτερότητές της γίνονται εργαλείο για την ποιητική του έκφραση, και μπορούμε να πούμε ότι είναι αυτή η σχέση που τον βοήθησε να εδραιωθεί ως καλλιτέχνης. Οι περιπέτειες του απρόσωπου πρωταγωνιστή που εμφανίζεται στα παραπάνω ποιήματα συνεχίζουν και σε αλλά έργα της ίδιας περιόδου. Η «persona» του ποιήματος συνεχίζει να υποφέρει μέσα σε σκοτεινές κάμαρες, που περνά μέρες βαριές ενώ τριγύρω κτίζονται τείχη, που τον κλείνουν από τον κόσμο. Ο Καβάφης όμως βλέπει τον εαυτό του να περιορίζεται όλο και πιο πολύ στη λογική ενός «εγώ». Πετυχαίνει μεν να αποδώσει την έννοια της ανίας και της απελπισίας, αλλά νιώθει την ανάγκη για διεύρυνση του πλαισίου αναφοράς των ποιημάτων του με πλατύτερες κοινωνικές και συμβολικές πτυχές πέρα από την ατομική λογική. Το άνοιγμα αυτό το καταφέρνει με το «περιμένοντας τους βαρβάρους». Περιμένοντας τους βαρβάρους
-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα. [..] - Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία κ’ η σύγχυσις.Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες, κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν. Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα, και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις. [1898,1904]
Το νέο στοιχείο του ποιήματος είναι ότι η ανία, η απελπισία περνάει από το ατομικό στο κοινωνικό επίπεδο. Δεν είναι πια το προσωπικό δράμα ενός αποκομμένου ανθρώπου που μας αφορά, αλλά το δράμα μιας ολόκληρης κοινωνίας που έχει χάσει τον δρόμο της, ένας πολιτισμός σε κρίση. Ο Καβάφης αντικαθιστά το «εγώ» που υποφέρει σε σκοτεινές κάμαρες με το «εμείς», μιας ολόκληρης κοινωνίας που βρίσκεται σε κρίση.
29
iv. Μια συνάντηση με το παρελθόν, η πορεία προς την αποτυχία. Περπατώντας σε μια συνοικία της Λισαβόνας ο Πεσσόα έχει μια ακόμη συνάντηση με το παρελθόν. Ο νεαρός εαυτός του και ο τωρινός συναντιόυνται αναπάντεχα. Πεδίο συνάντησης ένας ανηφορικός δρόμος. Πραγματικότητα Ναί, περνούσα έδώ συχνά, πάνε είκοσι χρόνια... Τίποτα δεν έχει άλλάξει σέ αυτή τή συνοικία τής πόλης... […] Πάνε είκοσι χρόνια, καί τα σπίτια δέν ξέρουν τίποτα... Είκοσι άνώφελα χρόνια […] Μιά μέρα ανέβηκα αύτό τό δρόμο σκεφτόμενος εύθυμα τό μέλλον,{..} Σήμερα, κατεβαίνοντας αύτό τό δρόμο ούτε κάν τό παρελθόν δέν σκέφτομαι εύθυμα... Ούτε κάν σκέφτομαι... Νομίζω πώς οί δυο μορφές δέν διασταυρώθηκαν στο δρόμο, ούτε τότε, ούτε τώρα, αλλά εδώ ακριβώς, χωρίς τό χρόνο νά ενοχλεί τή διασταύρωσή τους. Κοιτάξαμε αδιάφορα o ένας τόν άλλον. Κι έγώ ό παλιός άνέβηκα τό δρόμο καί φανταζόμουν ενα μέλλον ηλιοτρόπιο. Κι έγώ ό μοντέρνος κατέβηκα τό δρόμο καί δέν φανταζόμουν τίποτε. ’Ίσως αύτό πράγματι συνέβη... Στ’ άλήθεια συνέβη... , Ναί, ίσως..
Στο παρελθόν κοιτούσε με αισιοδοξία την ανηφόρα του δρόμου, ενώ στο παρόν του ανήκει μόνο ο κατήφορος, η αποτυχημένη του πορεία στο τίποτα. Τι κρύβεται όμως πίσω από αυτήν τη συνάντηση του νεαρού φιλόδοξου Πεσσόα που γέννησε εξαιρετική ποίηση, τη θαλασσινή ωδή την θριαμβική ωδή και αλλά κορυφαία ποιήματα του τωρινού Πεσσόα που λυπημένος, γραφεί το βιβλίο της ανησυχίας, με απελπισία και πλήξη για το έργο που δεν έκανε. Όταν ο Πεσσόα ήταν είκοσι χρονών, δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι θα γνώριζε την δόξα. Σε μια επιστολή προς τη μητέρα του με ημερομηνία 5 Ιουνίου 1914 της προαναγγέλλει ότι σε δέκα το πολύ, μπορεί και πέντε χρόνια θα αναγνωριστεί ως ένας «από τους μεγαλύτερους συγχρόνους ποιητές». Είναι η εποχή που δημιουργήθηκαν οι ετερώνυμοι του Καέιρο, Κάμπος και Ρέις. Αυτή ήταν η γνώμη του νεαρού Πεσσόα για τον μελλοντικό Πεσσόα και δικαιωματικά· Τα έργα του εκείνη την εποχή αποτυπώνουν μια χαώδη πρωτότυπη πολυμορφία, μια νέα πειραματική προσέγγιση της ποίησης. Είναι η ποίηση την βιασύνης και την ταραχής του 20ου αιώνα, ένας μεταρομαντικός προάγγελος του μοντερνισμού. Περνούσαν όμως τα χρόνια, ο Πεσσόα δημοσίευε τα ποιήματα του σε περιοδικά και συμμετείχε στο λογοτεχνικό ρεύμα της εποχής του. Αλλά η πραγματική δόξα εξακολουθούσε να του αντιστέκεται. Το 1930 δεν είχε εκδώσει ακόμα το βιβλίο για το οποίο μιλούσε στη μητέρα του το 1914. Ο Πεσσόα παύει να αισθάνεται νέος και επαναπροσδιορίζεται. Η πλήξη και η πικρία αρχίζουν να κάνουν την εμφάνιση τους. Σε μια επιστολή του δηλώνει ότι δίσταζε να δημοσιεύσει το έργο του Καέιρο και του Κάμπος με την αιτιολογία οτι «βιβλία αυτού του είδους και αυτής της κατηγορίας δεν θα πουλιούνται». Τελικώς δεν εκδόθηκε κανένα βιβλίο του και αρχίζει να φοβάται ότι θα πεθάνει χωρίς να γνωρίσει φήμη. Τότε ήταν που μετέτρεψε την έλλειψη φήμης «εν 30
ζωή» σε απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάκτηση της αθανασίας. Η επιθυμία του να γράψει το απόλυτο έργο ολοκληρωμένο, διακοπτόταν από τα νέα απρόβλεπτα στοιχεία που παρουσιάζονταν από εδώ και από κει, φέρνοντας του καλλιτεχνικό πυρετό. Οι νίκες στο όνειρο του μεγαλείου του, γινόντουσαν ήττες στην πραγματικότητα του σκεπτικισμού και της παραίτησης. Γράφω, λυπημένος, στο ήσυχο δωμάτιό μου, μόνος όπως υπήρξα πάντα, μόνος όπως θα υπάρχω πάντα. Κι αναρωτιέμαι αν η φωνή μου, φαινομενικά τόσο ασήμαντη, δεν ενσαρκώνει την ουσία χιλιάδων φωνών, τη δίψα να μιλήσουν χιλιάδων ζωών, την υπομονή εκατομμυρίων ψυχών υποταγμένων σαν τη δική μου στο καθημερινό πεπρωμένο, στο ανώφελο όνειρο, στην ελπίδα που δεν αφήνει ίχνη {…}. Ζω περισσότερο γιατί ζω πιο μεγάλα. Νιώθω στο άτομό μου μια θρησκευτική δύναμη, κάτι σαν προσευχή, σαν κραυγή. Αλλά η αντίδραση ενάντιά μου κατεβαίνει από το πνεύμα μου... Βλέπω τον εαυτό μου στον τέταρτο όροφο της Ρούα ντος Ντοραδόρες, Βρίσκομαι εδώ, να καλώ τη ζωή, να εκφράζω τι νιώθουν οι ψυχές, να κάνω πρόζα όπως οι μεγαλοφυίες και οι διασημότητες Ναι, εδώ βρίσκομαι!2
Η επιστολή του νεαρού Πεσσόα δείχνει ότι ήθελε να κατακτήσει την δόξα που αναλογεί σε έναν ιδιοφυή καλλιτέχνη. Το μεγάλο βιβλίο μέσω του οποίου θα το κατάφερνε δυσκολευόταν να το γράψει. Γιατί η ολοκλήρωση ενός τέτοιου έργου ήταν πέρα από τις δυνάμεις του, και με το να υποχρέωνε τον εαυτό του για κάτι τέτοιο έφερνε μάλλον τα αντίθετα αποτελέσματα. Οι ιδέες μεγαλείου όμως δεν σιωπούσαν και κάτι έπρεπε να κάνει, έτσι ο Πεσσόα χρησιμοποίησε το ταλέντο του στην υποκριτική μέσω της λογοτεχνίας γίνεται βοσκός χωρίς κοπάδι, σκωτσέζος ναυπηγός μηχανικός, ή ένας στωικός συνθέτης ωδών. Ακόμη και ο εαυτός του ήταν ένας ακόμη από τους πολλούς ρόλους που εφηύρε. Σε ένα γράμμα διηγείται πως γράφει πίσω από τα ονόματα των τριών βασικών του ετερωνύμων . Πώς γράφω έξ ονόματος αύτών των τριών. ‘Ως Καέιρο, λόγω καθαρής καί ανέλπιστης έμπνευσης, χωρίς νά γνωρίζω ούτε κάν νά φαντάζομαι τί θά γράψω. ‘Ως Ρικάρντο Ρέις, υστέρα άπό έναν άφηρημένο διαλογισμό πού ξαφνικά γίνεται ωδή. Ώς Κάμπος, όταν νιώθω μία αιφνίδια ώθηση γιά νά γράψω καί δέν ξέρω τί...3
Ενώ στο δοκίμιο «Hρόστρατος» εξηγεί ότι δημιούργησε τους ετερωνύμους με το σκεπτικό ότι η τέχνη δεν μπορεί να επαναλαμβάνεται. Η ποικιλία είναι μόνο δικαιολογία για υπερπαραγωγή. Κανείς δεν θα πρέπει να αφήνει πίσω του είκοσι βιβλία αν δεν μπορεί να γράψει όπως είκοσι διαφορετικοί άνθρωποι». Αν κάποιος μπορεί να το πράξει αυτό «τότε τα είκοσι βιβλία του είναι αποδεκτά».
Η δημιουργία των ετερωνύμων θα μπορούσε να εξηγηθεί και από ψυχαναλυτική σκοπιά. Ο Πεσσόα ήδη από την παιδική του ηλικία ήταν ένας μοναχικός ονειροπόλος που επινοούσε φίλους και φανταστικούς συγγενείς. Και μάλλον οι ετερώνυμοι του ήταν και παρέμειναν οι πραγματικοί του φίλοι όπως ο ίδιος παραδέχεται: Δεν έκανα τίποτα άλλο πάρα να ονειρεύομαι, αυτό ήταν το νόημα της ζωής μου. Ποτέ δεν θέλησα να είμαι τίποτα άλλο από ονειροπόλος. Από την ζωή τίποτα άλλο δεν ζήτησα πέρα από το να περάσει από μέσα μου χωρίς να την αισθανθώ. Η μανία μου να θέλω να δημιουργήσω ένα κόσμο ψεύτικο με συνοδεύει ακόμα.4
Σε άλλες επιστολές5 παραδέχεται ότι είναι νευρασθενής και ζει υπό το φόβο να μην 2. Fernando Pessoa, Το βιβλίο της ανησυχίας, α τόμος, σ. 35 3. Fernando Pessoa, Hρόστρατος, Επίμετρο, σ. 199, Gutenberg, γράμμα χρονολογημένο το 1935 4. Fernando Pessoa, το βιβλίο της ανησυχιας, α’ τόμος, σ.141, αποσπασμα. 92. 5. γράμμα στον Adolfo Casais Monteiro, 13 January 1935
31
τρελαθεί. Οι ψυχολόγοι θα μπορούσαν να πούνε με σιγουριά ότι ο Πεσσόα πάσχει από αποπροσωποποίηση, αλλά αυτή η διάγνωση δεν επιλύει το μυστήριο πίσω από τους ετερωνύμους του Πεσσόα. Ο Αλμπέρτο Καέιρο, ο Άλβαρο ντε Κάμπος ήταν κάτι παραπάνω από alter ego μιας διαταραγμένης προσωπικότητας. Είναι μάλλον το μέσω που βρήκε ο Πεσσόα για να ερμηνεύσει την ασταθή φύση της προσωπικότητας του συγχρόνου ανθρώπου, με τους ετερωνύμους ο Πεσσόα υπερβαίνει τους περιορισμούς μιας και μόνο φιλολογικής persona6, κάτι που είχε καταφέρει αντίστοιχα ο Καβάφης με ποιήματα – υπερβάσεις του «εγώ», όπως το «τρώες» ή το «περιμένoντας τους βαρβάρους.»
Τρώες
Είναι οι προσπάθειές μας, των συφοριασμένων· είναι οι προσπάθειές μας σαν των Τρώων. Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι παίρνουμ’ επάνω μας· κι αρχίζουμε νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες. Aλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει, η τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται· ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει· κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή. Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω, στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος. [1900. 1905]
v. Η ερωτική πόλη. Πέρα από τη ανάδειξη της πόλης ως έννοια με τα παραπάνω έργα ο Καβάφης αφήνει και την πραγματική Αλεξάνδρεια να φανερωθεί μέσα από την ποίηση του με την εισαγωγή ερωτικών ποιημάτων που συμβαίνουν στις γειτονιές της σύγχρονης του πόλης. Η ερωτική ποίηση του Καβάφη έχει ως στόχο να υπηρετήσει έναν ευρύτερο καλλιτεχνικό σκοπό, είναι εξομολογητική και περιπετειώδης· Περιλαμβάνει τις κρυφές ερωτικές σκέψεις που έχει ο καθένας, τις παρορμήσεις μέχρι την έξαρση της ηδονής τις οποίες ο Καβάφης έκανε ποίηση. Αρχικά δίσταζε να δημοσιεύσει τα ερωτικά του ποιήματα παρόλο που ήταν βασικό συστατικό της τέχνης του. Κάποια στιγμή είπε αρκετά στις οποίες φοβίες του για αντιδράσεις τις ντόπιας κοινωνίας και των επίσημων καλλιτεχνών, και άρχισε να προσθέτει στις συλλογές του ερωτικά ποιήματα τα οποία γινόντουσαν όλο και πιο αποκαλυπτικά αλλά δεν ήταν ποτέ σε πρώτο πρόσωπο. Ο Καβάφης επιχειρούσε τον παραλληλισμό του αρχαίου με το σύγχρονο σε εναλλάξ ποιήματα επιπλέον η εικόνα της πραγματικής πόλης βρίσκεται σε διαρκή αντιστοιχία 6. Ο ορός «Persona» θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει καλυτέρα αυτή την αφηρημένη έννοια των πρωταγωνιστών σε πρωτοπρόσωπα ποιήματα του Καβάφη. Η persona χαρακτηρίζει το προσωπείο που φοράει ο ποιητής σε κάθε ποίημα, έναν διαφορετικό χαρακτήρα που υποδύεται κάθε φορά. Προέρχεται από την λατινική λέξη persona, από το «per» που σημαίνει δια (μέσου) και από το ρήμα «sonare» που σημαίνει ηχώ, με αρχική προέλευση το ετρουσκικό phersu με το ίδιο νόημα. Αντίστοιχη λέξη στα Ελληνικά προσωπείο. Στο αρχαίο Ελληνικό θέατρο ήταν το πρωσοπειο δια μέσου του οποίου ένας ηθοποιός υποκρινόταν.
32
με την φανταστική που είδαμε στα προηγούμενα. Με την ερωτική ποίηση στα καφενεία τα δωμάτια και τους δρόμους της πόλης και από την άλλη το αλληγορικό, μεταφορικό πέπλο που δίνει στην πόλη, ο Καβάφης, κατάφερε να παρουσιάζει την Αλεξάνδρεια σε δυο επίπεδα. Η σύζευξη αυτή γίνεται με αδιάκοπη ροή και για την κατανόηση σε βάθος του καβαφικού κόσμου είναι απαραίτητο ο αναγνώστης, να κατανοήσει αυτήν την διπλή ιδιότητα της πόλης. «Οικίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας που βλέπω κι όπου περπατώ· χρόνια και χρόνια. Σε δημιούργησα μες σε χαρά και μες σε λύπες: με τόσα περιστατικά, με τόσα πράγματα. Κι αισθητοποιήθηκες ολόκληρο, για μένα.»1
Ο Καβάφης ομολογεί πως δημιούργησε μέσα από τις συνοικίες που περπατάει χρονιά με τα χρόνια, τη δικιά του πόλη, αποτελούμενη από αισθήματα και αναμνήσεις. Η καθημερινότητα και οι φτωχογειτονιές της αμαρτίας αναπλάθονται σε ένα πεδίο διαμορφωμένο από αισθησιακές εικόνες του παρελθόντος Σε ένα ποίημα με τίτλο «εν εσπέρα» αυτές οι ερωτικές αναμνήσεις απο το παρελθόν τον κάνουν να βγει στο μπαλκόνι για να βρει ανακούφιση βλέποντας την αληθινή Αλεξάνδρεια. Αναστενάζει γιατί οι εικόνες των ποιημάτων του, εκεί που αφιερώνει όλη του την προσπάθεια, δεν είναι απλά μια ευφάνταστη νοσταλγία του ανυπάρκτου, αλλά ερμηνεύουν την ζωντανή πραγματικότητα που βλέπει ο ίδιος και τόσοι άλλοι κάτω από το παράθυρο τους. Είναι μια πραγματικότητα πλασμένη από δρόμους, πλατείες, μαγαζιά και διασταυρώσες ανθρώπων, που ευτυχώς μπορεί ακόμα να τις βλέπει σε ένα διάλειμμα από το φανταστικό κόσμο της ποίησης του. «εν εσπέρα» στα χέρια μου ένα γράμμα ξαναπήρα, και διάβαζα πάλι και πάλι ως που έλειψε το φως. Και βγήκα στο μπαλκόνι μελαγχολικά — βγήκα ν’ αλλάξω σκέψεις βλέποντας τουλάχιστον ολίγη αγαπημένη πολιτεία, ολίγη κίνησι του δρόμου και των μαγαζιών. [1916, 1917]
«κατάστημα ψιλικών» Βγαίνω στο παράθυρο καί βλέπω τό δρόμο μέ μια άπόλυτη καθαρότητα. Βλέπω τα μαγαζιά, βλέπω τα πεζοδρόμια, βλέπω τα αύτοκίνητα πού περνούν, βλέπω τα ζωντανά όντα ντυμένα πού διασταυρώνονται, βλέπω τά σκυλιά πού κι αύτά υπάρχουν, κι ολα αύτά μέ βαραίνουν, και όλα αυτά είναι ξενα. Αλβάρο ντε Κάμπος, 1928 (απόσπασμα)
1. Κωνσταντίνος Καβάφης, «Στον ίδιο χώρο» 1929
33
34
4_Τα τείχη γυρω απο τους ποιητές. Ο Καβάφης και ο Πεσσόα δραστηριοποιήθηκαν στα τέλη του 19ου με τις αρχές του 20ου αιώνα. Γεννήθηκαν και έζησαν σε αστικοποιημένο περιβάλλον, και η τέχνη τους προσαρμόστηκε σε αυτήν την πραγματικότητα. Συχνά όμως προβληματίζονται για την ταυτότητα τους μέσα στη σύγχρονη πόλη που ζούνε, η δυσκολία να προσαρμοστούν ήταν πηγή για πολλά από τα έργα τους οπού έβρισκαν καταφύγιο οι προβληματισμοί τους. Διαβάζοντας τους αναγνωρίζουμε ότι αναγκάστηκαν να φορέσουν μια μάσκα για να μπορούν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις της βιασύνης της σύγχρονης ζωής, στα ποιήματα του Καβάφη που μελετήθηκαν προβάλλεται το προφίλ του μοναχικού ανθρώπου που ζει στην πόλη. Ενώ με κάθε εφεύρημα του ο Πεσσόα, γράφει από το διαμέρισμά του, για τη θέση του μέσα στην πόλη. Η απομόνωση, η στερημένη ζωή μιας βαριάς καθημερινότητας οπού με δυσκολία περνούν αδιάφορα οι μέρες, η κατάντια της σύγχρονης κοινωνίας «που ζει σαν τα σκυλιά»1, η δυσκολία εύρεσης μιας ειλικρινούς φίλιας η ενός έρωτα συνθέτουν όλα μαζί δυο ανθρώπους μοναχικούς, αποξενωμένους, στερημένους. Προς αναζήτηση μιας κάποιας ανακούφισης, μιας διεξόδου από την άγονη ζωή της πόλης, αξιοποιούν το μοτίβο του παραθύρου, ως σημείο διαφυγής του ονείρου, από εκεί που μπορούν να δουν τον αληθινό εαυτό τους να καθρεπτίζεται μέσα στις λέξεις που γράφει η μοναξιά τους. «Τείχη» Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη. Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ. Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη· διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον. A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω. Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω. [1879, 1903]
Το αίσθημα αυτό της απομόνωσης στο σύγχρονο κόσμο, είναι ένα άλυτο πρόβλημα που επιβάλει η ίδια η φύση του ανθρώπου, γιατί ο άνθρωπος δεν είχε φτιαχτεί γι’ αυτό, η μετάβασή από τον αγρό στην πυκνή πόλη ήταν αστραπιαία και η προσαρμογή ανέφικτη. Για το πώς βρέθηκε ο άνθρωπος από την εξοχή, φυλακισμένος αναμεσά σε τέσσερις τοίχους έχουν ασχοληθεί πολλοί και είναι μάλλον ξεπερασμένο. Ο Πεσσόα πάντως από το σπίτι του μπορεί να μετατραπεί ευκολά σε έναν βοσκό που ζει στην εξοχή και γράφει τους πρώτους στίχους του «εγώ ποτέ δεν φύλαξα κοπάδια, αλλά σαν να τα φύλαξα είναι, η ψυχή μου είναι ένας βοσκός». Για μια νύχτα γίνεται ο σοφός Καέιρο και θυμάται ό,τι θέλει να ξεχνάει ο σύγχρονος άνθρωπος της πόλης, του οποίου οι μικρότητες και οι έγνοιες ελάχιστα τον απασχολούν. VII CAEIRO Απ’ το χωριό μου βλέπω όσο σύμπαν φαίνεται απ’ τη γη γι’ αυτό το χωριό μου είναι μεγάλο όσο οποιαδήποτε άλλο μέρος, γιατί εγώ έχω το μέγεθος αυτού που βλέπω 1. Fernando Pessoa, Τα ποιήματα του Άλβαρο ντε Κάμπος, σ.63
35
και όχι το μέγεθος του αναστήματος μου στις πόλεις η ζωή είναι πιο μικρή απ’ ότι στο σπίτι μου στην κορυφή του λόφου. Στις πόλεις τα μεγάλα σπίτια κλειδαμπαρώνουν την θεά, Κόβουν τον ορίζοντα, σπρώχνουν την ματιά μας πέρα απ’ τον ουρανό, Μας κάνουν μικρούς γιατί μας παίρνουν ότι τα μάτια μας μπορούν να μας δώσουν, Και μας κάνουν φτωχούς γιατί ο μονός μας πλούτος είναι να βλέπουμε.
Ο Πεσσόα όμως γίνεται Καέιρο μόνο όταν ονειρεύεται, ξυπνά στο διαμέρισμα του και θυμάται το όνειρο που είδε, ξέρει ότι η Λισαβώνα είναι το σπίτι του και η πολυχρωμία της του αρκεί για να παρηγορήσει. «Διαβάτης σ’αυτούς τους δρόμους της κάτω πόλης, βλέπω τα φωτεινά υψώματα της να λάμπουν, τι ανθρώπινος, τι μεταλλικός ήχος των τραμ! Ω Λισαβώνα σπίτι μου!» 2
Στην μεγαλούπολη μπορείς να κινηθείς ελεύθερος, ρωτώντας πόσο κάνει; Στα προϊόντα, στις σχέσεις, στον ερωτά. Υπάρχει ο παραγωγός που μπορεί να είναι στην άλλη μεριά της γης , το προϊόν, και ο πελάτης που έχει «πάντα δίκιο». «Ο κόσμος μετατρέπεται σε αριθμητικό πρόβλημα» με την «αναγωγή ποιοτικών αξιών σε ποσοτικές3». Η ζωή στην πόλη ευνοεί την έλλειψη κάθε στοιχείου προσωπικότητας. Οι άνθρωποι της έχουν το ύφος του «μπλαζέ», του ατόμου που βρίσκει αδιάφορα τα πάντα, ο ψυχικός του κόσμος έχει «χτιστεί» από παιδί, από άφθονους παροχείς υλικών για έναν τέτοιο τοίχο. Άνθρωποι πολύ ευαίσθητοι σαν το Πεσσόα ή τον Καβάφη δυσκολεύονται αδυνατούν ή και αρνούνται να ενταχθούν σε αυτό το σύστημα, κάποια στιγμή όμως αναγκάζονται να αναπτύξουν έναν εξαιρετικά πολύπλοκο προσωπικό σύστημα αποφυγής σύγκρουσης με την πραγματικότητα της οικονομίας και της λογικής που έχουν παντρευτεί. Βέβαια για να υπάρχουν προφάσεις «παιδείας», «πνεύματος», «κουλτούρας» και οι άνθρωποι έχουν εφεύρει τα hobby για να νιώθουν καλά. Ο Πεσσόα δίνει τον δικό του ορισμό: Ή βραδύτητα τής ζωής μας είναι τέτοια πού δέν θεωρούμε τον έαυτό μας ήλικιωμένο στά σαράντα. Ή ταχύτητα των οχημάτων άφαίρεσε τήν ταχύτητα άπό τις ψυχές μας. Ζούμε ράθυμα καί γι’ αύτόν τον λόγο πλήττουμε τόσο εύκολα. Ή ζωή έχει καταντήσει θέρετρο γιά μάς. Δέν εργαζόμαστε άρκετά καί προφασιζόμαστε oτι έργαζόμαστε ύπερβολικά. Κινούμαστε μέ τρομακτική ταχύτητα άπό ένα σημείο oπου τίποτα δεν συμβαίνει προς ένα άλλο, οπού τίποτα δεν μπορεί να συμβεΐ, καί αύτο το άποκαλοΰμε «ό πυρετώδης ρυθμός τής σύγχρονης ζωής». […] Περνούν μελλοντικά ζευγάρια, περνούν μοδιστρούλες δυο- περνούν νεαροί στο κατόπι της ηδονής, καπνίζουν στο αιώνιο πεζοδρόμιό τους οι συνταξιούχοι των πάντων, εδώ κι εκεί μπροστά στην πόρτα τους παρατηρούν το καθετί οι ακίνητοι διαβάτες που λέγονται μαγαζάτορες. Αργοί, γεροδεμένοι, καχεκτικοί, οι νεοσύλλεκτοι υπνοβατούν σε παρέες ;{…}. Πότε-πότε εμφανίζεται και κανένας φυσιολογικός άνθρωπος. Όλα αυτά περνούν και τίποτε απ’ όλα αυτά δεν σημαίνει για μένα τίποτα, όλα είναι ξένα προς το πεπρωμένο μου, ξένα ακόμα και προς το ίδιο τους το πεπρωμένο— συλλογική σαλάτα της ζωής.
Τα μανιφέστα του Πεσσόα και τα ποιήματα του Καβάφη, ορίζουν τη λογοτεχνία του μέλλοντος. είναι η ποίηση μιας εποχής στην οποία το άτομο θα έπαυε να έχει 2. Fernando Pessoa, Μπερνάρντο Σοάρες, Το βιβλίο της ανησυχίας, σ. 119 3. Georg Simmel, the metropolis and mental life (1903)
36
οποιοδήποτε νόημα, η ύπαρξη του θα ήταν αδιάφορη μπροστά στις μηχανές και τα τείχη που υψώνονται γύρω του. Η δύναμη της ποίησης τους δείχνει την προσπάθεια που έκαναν για να ισσοροπούν. Σήμερα μπορούμε να νιώσουμε και να καταλάβουμε την ποίηση του μηδενισμού και της ακύρωσης του Άλβαρο ντε Κάμπος θέλουμε να γίνουμε βοσκοί σαν τον Καέιρο αλλά νιώθουμε την πλήξη του Μπερνάρντο σάρες που ζει σε ένα δωμάτιο σε μια πόλη. Και από το ίδιο δωμάτιο νιώθουμε τα οράματα και τις μνήμες από τους χαμένους έρωτες του Καβάφη μέσα στην πόλη που έγινε «γραφεία μεσιτών, κ’ εμπόρων, κ’ Εταιρείες.»
-Η μελέτη των δυο ποιητών μέσω του έργου τους, είναι ένα ισχυρό δείγμα για το πώς μεταχειρίστηκαν την τέχνη και ποια ήταν τα στάδια εξέλιξης τους ως προς αυτήν. Σε κρυφά αλλά και φανερά μέρη του έργου τους ο Καβάφης με τον Πεσσόα μιλούν για το τι είναι και τι δεν είναι τέχνη. Ο Καβάφης σταδιακά πετά ότι «καταστροφικό» ως προς αυτήν διακρίνει στο έργο του. Ενώ ο Πεσσόα γραφεί φιλοσοφικά δοκίμια που εξετάζει διαφορά ανεξερεύνητα ζητήματα. Αναμφίβολα μέσω της διαδικασίας της μελέτης για αυτήν την εργασία, έμαθα τουλάχιστον μερικά πράγματα για το τι είναι και τι δεν είναι τέχνη, η μάλλον πως δυο κορυφαίοι εκπρόσωποι της την εξασκούν, μιλούν γι’ αυτήν, ψάχνουν, συζητούν. Άρά λοιπόν ως μια παρέκκλιση της αρχικής θεματολογίας της εργασίας πολλά απο τα ζητήματα που εξετάζονται αφορούν μια σπουδή στο πως αντιμετώπισαν διάφορα ζητήματα που αφορούν την τέχνη οι δυο ποιητές. Ένα κοινό ζήτημα το εξετάζουν με παρόμοιους τρόπους από διαφορετική σκοπιά, άλλοτε συμφωνούν και άλλοτε μαλώνουν, σίγουρα ο Πεσσόα και ο Καβάφης θα γινόντουσαν δυο πολύ καλοί φίλοι .
37
5_Οι κανόνες ως εργαλεία για την τέχνη. Σύμβολα; Βαρέθηκα τα σύμβολα κάποιοι μου λεν πως όλα είναι σύμβολα. Όλοι τους μου λένε τίποτα1
Τι είναι τα σύμβολα για τον Πεσσόα. Τα σύμβολα είναι σαν τους κανόνες, είναι ότι κάτι αντιπροσωπεύει κάτι άλλο και μπορεί να ερμηνευτεί αλλιώς. Τα σύμβολα είναι οι κατηγορίες, είναι η προσπάθεια ερμηνείας όλων των πράγματων με την λογική. Αυτός κλαίει επειδή είναι ευαίσθητος, συμβολικά αντικείμενα είναι ο σταυρός ή μια σημαία. Ποια σύμβολα; όνειρα…
Πολλά πράγματα μπορεί να ερμηνευτούν με τα σύμβολα, να εξηγηθούν με την λογική, αλλά και ταυτόχρονα τίποτα δεν μπορεί να εξηγήσει η λογική για το συναίσθημα, τα βάζει όλα σε κατηγορίες -σύμβολα- χαρά, λύπη, μίσος, ηδονή. Πως θα καταλάβει κάποιος τον Πεσσόα όταν μιλάει για το «αιώνιο πεζοδρόμιο» τους «συνταξιούχους των πάντων» ή για την «κούραση του να σε αγαπούν». Πως θα γιορτάσει και θα μεθύσει κάποιος, και θα κατασκευάσει κάτι διασκεδαστικό αν δεν έχει νιώσει τον Διόνυσο, δεν θα μπορεί, θα φτάσει μέχρι ένα σημείο και θα τον διακόπτει κάτι, το ότι δεν ξέρει να αισθάνεται. Οτιδήποτε αληθινό σίγουρα δεν προέρχεται από τα σύμβολα. Κάποτε μας είχαν αναθέσει να σχεδιάσουμε μια βιβλιοθήκη. Και δεν την κάναμε σωστά γιατί δεν την αισθανθήκαμε. Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να σκεπτούμε είναι ότι δεν πρέπει να σκεφτούμε αλλά να νιώσουμε. Να νιώσουμε πως είναι να μπαίνεις σε μια βιβλιοθήκη. Από εκεί θα καταλάβουμε ποσό ύψος πρέπει να έχει το κτήριο και όχι αν σκεφτούμε έναν αριθμό. Εκεί θα χρησιμοποιήσουμε την λογική, θα πούμε ότι το τραπέζι πρέπει να είναι ξύλινο και όχι γυάλινο, από εκεί θα νιώσουμε ότι πρέπει να έχει παράθυρα και όχι τζαμαρίες. Η βιβλιοθήκη θα έρθει από μέσα μας και δεν θα μας επιβληθεί. Όλα τα λογικά στοιχεία, τεχνικά, κατασκευαστικά, λεπτομέριες θα ακολουθήσουν αρμονικά και θα είμαστε σίγουροι για το καθένα άμα ξέρουμε να την αισθανόμαστε. Στην αρχαία Έφεσο σχεδιάζανε δημόσια αποχωρητήρια που όλοι κάθονται σε σειρά και για να μιλήσουν, ναι η κοινωνικοποίηση η νόηση η σκέψη μπήκε μέσα στο λουτρό. Γιατί λοιπόν σήμερα όλοι πάνε να κρυφτούνε, να κλειδωθούνε· είναι μήπως πιο έξυπνοι από τους προγόνους τους; όχι, είναι μάλλον πιο πίσω. Πιο πίσω όχι στην διανοητικότητα, την τεχνολογία αλλά στο θάρρος του συναισθήματος. Είναι λιγότερο ελεύθεροι. Όταν πάμε να επαναλάβουμε κάτι χωρίς να το νιώσουμε,,διαπιστώνουμε ότι το κάνουμε μηχανικά, χωρίς το κάλεσμα του συναισθήματος δεν κάνουμε τίποτα άλλο πάρα να εξαναγκάζουμε τα νεύρα του χεριού να υπακούσουνε στις αυστηρές εντολές του εγκέφαλου. Όταν όμως πιάσουμε το μέσο, το όργανο την κιθάρα το τούβλο, το μολύβι ότι βρούμε μπροστά μας τότε το χέρι μας δεν υπακούει στον εγκέφαλο, αδιαφορεί για τη μαθηματική του ακρίβεια για τον λογισμό του για την ζυγαριά του. Κινείται από το συναίσθημα, το οποίο συντονίζει τη χορδή, τη ζωντανεύει. Για να βλέπεις δεν αρκεί να μην είσαι τυφλός Πρέπει να κατανοήσεις ότι δεν υπάρχουν μόνο οι ιδέες σου αλλά ότι υπάρχουν και δέντρα και πέτρες. Ό άνεμος φυσάει χωρίς νά ξέρει. Τό φυτό ζεΐ χωρίς νά ξέρει. Κι έγώ έπίσης ζώ χωρίς νά ξέρω2 1. Fernando Pessoa, Τα ποιήματα του Αλμπέρτο Καέιρο, σ.364 2. ο.π., σ.194-195
39
Δεν αρκεί να ανοίξεις το παράθυρο για να βλέπεις τα δέντρα και τα φυτά. πρέπει επίσης να μην έχεις φιλοσοφία καμία. λέω για την πέτρα, «είναι πέτρα» λέω για το φυτό, «είναι φυτό» λέω για μένα, «είμαι εγώ» δεν λέω τίποτε άλλο. τι άλλο πρέπει να πω. 3 (αποσπάσματα)
Οι παράξενες αυτές ιδέες του Καέιρο, οι φαινομενικά απλουστευτικές παρατηρήσεις κάποιου που δεν θυμίζει τον ανήσυχο Πεσσόα; Είναι μάλλον ένα γαλήνιο όνειρο κάποιου που λέει απλά τι αισθάνεται παρατηρώντας τη φύση. Τι να του πουν οι «καημένες ανθρώπινες ψυχές που βάζουν τα πάντα σε τάξη. Τι να του πει η μεταφυσική, για τα δέντρα, τι να του πει η φιλοσοφία των κρυφών νοημάτων. Είναι ένας ερμηνευτής της φύσης, χωρίς υπερβολές χωρίς εξάρσεις, χωρίς τεχνική, χωρίς τρικ. Αλλά αυτή η ποίηση δεν είναι απλοϊκή δεν μπορεί να σχολιαστεί να μπει σε κάποια κατηγορία. Είναι αποτέλεσμα, επίμονης μάθησης, ασκητικής επιμονής, μιας απόλυτα συνειδητής πορείας για να αποβληθεί το περιττό της παιδείας, το ένδυμα του πολιτισμού. Θέλω νά γδυθώ απ’ ο,τι έμαθα, θέλω νά ξεχάσω τον τρόπο πού μου έμαθαν νά θυμάμαι, νά ξύσω την μπογιά μέ τήν οποία μου έβαψαν τις αισθήσεις, Κι έτσι γράφω {..} , οχι σάν ένας άνθρωπος, άλλά σάν κάποιος πού αισθάνεται τή Φύση καί τίποτ’ άλλο. πότε πετυχαίνοντας τί θέλω νά πώ καί πότε σφάλλοντας, πέφτω έδώ καί σηκώνομαι εκει, προχωρώντας πάντα στο δρόμο μου σάν πεισμαστάρης τυφλός.
ii. «να λες, να ξέρεις να λες» ο λογοτεχνικός ορισμός της σπείρας, και η σημασία της λογοτεχνίας για την περιγραφή του χώρου. Η πλειονότητα των ανθρώπων αρρωσταίνει επειδή δεν ξέρει να πει τι βλέπει και τι σκέφτεται. Λένε πως δεν υπάρχει τίποτα δυσκολότερο από το να ορίσεις με λόγια μια σπείρα. Είναι απαραίτητο, λένε, να κάνεις στον αέρα, με το χέρι και χωρίς φιλολογίες, την κίνηση, που ανεβαίνει στριφογυρίζοντας με κανονικότητα, με την οποία η αφηρημένη μορφή των ελατηρίων ή ορισμένων κλιμακοστασίων αποκτά υπόσταση στο βλέμμα μας. Αλλά, αν θυμόμαστε πως λέω είναι ανανεώνω, θα ορίσουμε μια σπείρα χωρίς δυσκολία: είναι ένας εν δυνάμει κύκλος που ανεβαίνει χωρίς ποτέ να κατορθώνει, να ολοκληρωθεί.4
Ο Πεσσόα ορίζει μια σπείρα λογοτεχνικά για να δείξει ότι σημασία έχει «να λέμε ότι αισθανόμαστε, ακριβώς όπως το αισθανόμαστε {...} και να κατανοήσουμε ότι η γραμματική είναι εργαλείο και όχι κανόνας». Τα παιδιά λένε ότι αισθάνονται γιατί δεν έχουν προλάβει να εμπεδώσουν τους κανόνες. Δεν τον νοιάζει όταν κάποιος κανόνας παραβιάζεται, αλλά τον εξοργίζει όταν κάποιος δεν ξέρει να λέει αυτό που αισθάνεται λόγω των συμβόλων που του έχουν επιβληθεί. Να λες. Να ξέρεις να λες. Να ξέρεις να υπάρχεις μέσ’ από τη γραπτή φωνή και τη νοητική εικόνα! Η ζωή δεν αξίζει τίποτα παραπάνω: το παραπάνω είναι 3. ο.π., σ. 197 4. Fernando Pessoa, Μπερνάρντο Σοάρες: το βιβλίο της ανησυχίας, σ. 170, Α’ τόμος
40
άντρες και γυναίκες, υποθετικοί έρωτες και ματαιοδοξίες ψεύτικες, {..}άνθρωποι που κινούνται πάνω κάτω, σαν ζώα όταν ανασηκώνουμε μια πέτρα, κάτω από τον μεγάλο αφηρημένο βράχο του γαλάζιου χωρίς νόημα ουρανού.
iii. Οι πειραματισμοί του Καβάφη, το «θεώρημα για την ποιητική τέχνη» Τον δικό του τρόπο να υπερβεί τις λογοτεχνικές δεσμεύσεις βρήκε και ο Καβάφης. Στα πρώτα στάδια της εξέλιξης του πειραματίστηκε με την φόρμα που πρέπει να έχει ένα ποίημα. Τα πρώτα του ποιήματα ήταν ομοιοκατάληκτα και αφορούσαν έναν μιμητικό ρομαντισμό που σταδιακά απέρριψε, για να βρει τον εαυτό του με την επικράτηση των μη κανόνων στα ποιήματα ή μάλλον άφησε το συναίσθημα να κατευθύνει την μορφή που θα είχε το ποίημα. Πλέον χρησιμοποίει ελεύθερο στίχο και την ομοιοκαταληξία μόνο όταν χρειάζεται. Το κύριο μέλημα είναι η εντύπωση που δίνει το ποίημα και όχι το πως την δίνει. Οι κανόνες, δηλαδή τα «σύμβολα» όπως τους ονομάζει ο Πεσσόα δεν είναι εμπόδια αλλά εργαλεία για τη διαμόρφωση της ποιητικής εικόνας. Τα ποιήματα του είναι ένα παράδειγμα μαεστρίας της λογικής πάνω στο συναίσθημα. Και πλέον με αυτήν την απελευθέρωση από τα «πρέπει» μπορεί με αυθόρμητες τεχνικές να συμπεριλάβει πλήθος συναισθημάτων και νοημάτων σε λίγους μόνο στίχους. Ένα γράμμα που αναφέρεται στο πρώτο σχεδιάγραμμα του ποιήματος «η πόλις» δείχνει τους προβληματισμούς που είχε. Σχολιάζοντας το διερωτάται για τα λάθη που μπορεί να έχει κάνει και εμφανίζεται είτε κριτικός είτε επαινετικός. «Στην ’ίδια πάλι» είναι, από μίαν άποψη, τέλειο. Ή στιχουργία καί κυρίως οι ρίμες είναι Άπταιστες. {…}. ’Αλλά τό παράκαμα καί πεδίκλωσα στις απαιτήσεις τοϋ μέτρου, καί φοβούμαι οτι δεν έβαλα στή δεύτερη στροφή οτι χρειαζόταν νά μπή εκεί μέσα. δέν είμαι βέβαιος οτι έχάραξα μια τελείως ισχυρή εικόνα ανίας — οπως έσκόπευα. Θά μπορούσε, έν τούτοις, νά συμβή ώστε, κάνοντας μεγαλύτερη προσπάθεια, νά υπερβάλω τήν εντύπωση καί νά βιάσω τό συναίσθημα, πού καί τά δυό είναι καταστρεπτεικά γιά τήν τέχνη. {…}Σ’ έναν καλλιεργημένο άναγνώστη μέ συμπαθητική διαίσθηση, πού θά στοχασθή λίγο πάνω στό ποίημα, οι στίχοι μου, είμαι βέβαιος, θά υποβάλουν μιάν εικόνα τής βαθειας κι ατέλειωτης απελπισίας πού περιέχουν «αλλά δέν μπορούν ν’ άποκαλύψουν».5
Ο Πεσσόα σε μια μελέτη του6 έξέφραζε την ιδιά άποψη για το βεβιασμένο συναίσθημα. Λύνει τα χεριά του Καβάφη ανάγοντας σε «θεώρημα για την ποιητική τέχνη» τα είδη συναισθημάτων που είναι υπεύθυνα για την παραγωγή ποίησης. ‘Ένα ισχυρό συναίσθημα είναι υπερβολικά ίδιοτελές· άπορροφά ολο το αίμα του πνεύματος, καί ή υπεραιμία άφήνει τά χέρια τόσο κρύα πού δέν μπορούν νά γράψουν. Τρία είδη συναισθημάτων παράγουν μεγάλη ποίηση — τά δυνατά αλλά φευγαλέα συναισθήματα, που τα καταγράφεις αμέσως μόλις σβήσουν, άλλά οχι προτού σβήσουν· τά δυνατά καί βαθιά συναισθήματα οταν τά ανακαλείς χρόνια μετά- καί τά πλαστά συναισθήματα, δηλαδή τά συναισθήματα πού τά επεξεργάζεται κανείς διανοητικά.’Όχι ή άνειλικρίνεια, άλλά μία μεθερμηνευμένη ειλικρίνεια είναι ή βάση κάθε τέχνης.
Δίνοντας μάλιστα και ένα αντιπαράδειγμα για τη μη ωφελιμότητα του υπερβολικού συναισθήματος. ‘Οποιοσδήποτε ένας κατά κάποιον τρόπο ποιητής γνωρίζει πολύ καλά πόσο εύκολότερο είναι νά γράψει ένα καλό ποίημα {…} για μία γυναίκα ή οποία τον ενδιαφέρει πολύ παρά γιά μία γυναίκα μέ τήν οποία είναι βαθιά έρωτευμένος. Το καλύτερο είδος έρωτικου ποιήματος σέ γενικές γραμ5. Γράμμα του Καβάφη στον Περικλή Αναστασιάδη, Μετάφραση Μιχ. Περίδη, Ό Βίος καί το Έργο τοϋ Κ. Καβάφη, ’Επίμετρο. 6. «Ηρόστρατος», «Η αναζήτηση της αθανασίας», Gutenberg, μτφ. Χάρης Βαλιανάτος
41
μές γράφεται γιά μία ιδεατή γυναίκα.7
Αυτό που συνειδητοποίησαν μόνοι τους οι ποιητές είναι ότι το ισχυρό συναίσθημα η υπερβολική εντύπωση δεν είναι μάλλον αυτό που κάνει την τέχνη. Τα καλυτέρα ποιήματα γράφονται όχι με την έξαρση του συναισθήματος, όχι με βαριές λέξεις, όχι με μίσος. Οι λέξεις «αγαπώ» και «μισώ» δεν βρίσκουν πλέον τόπο στα ποιήματα του Καβάφη, γι’ αυτό και αποκήρυσσε τα ποιήματα που έχει η είχε γράψει και κρίνει ότι δεν είναι αληθινά, αλλά μάλλον υπερβολικά. Εύκολα βγάζει αυτό το συμπέρασμα κανείς διαβάζοντας τα αποκηρυγμένα ή αποκρυμμένα ποιήματα του Καβάφη και συγκρίνοντας τα με αυτά που είχε ως δικά του. Βέβαια ο τρόπος που ξέφυγαν από την πεπατημένη προς κάτι αυθεντικό δικό τους, είναι διαφορετικός. Η τεχνική τους διαφέρει ολότελα, είναι η επιβεβαίωση ότι δεν υπάρχει κάποια κατεύθυνση, αν δεν είναι η δική τους κατεύθυνση. Η μέθοδος απόρριψης των «συμβόλων» είναι διαφορετική.
7. ο.π., σ.102-103
42
6_Μεθοδολογία γραφής. Ο Slavoj Žižek, Σλοβένος φιλόσοφος και συγγραφέας, εκμυστηρεύεται σε μια σχεδόν αυτοβιογραφική ταινία τον τρόπο που έχει καταφέρει να γράψει τόσα μακροσκελή βιβλία. Ο ίδιος είναι ανήσυχος παρορμητικός ατίθασος σαν αγρίμι, και το γεγονός ότι αυτός ο άνθρωπος είναι φιλόσοφος προκαλεί ξάφνιασμα σε όποιον το πρώτοανακαλύπτει. Ο ίδιος λέει ότι το να κάτσει να γράψει ενώ έχει προετοιμαστεί εγκεφαλικά για να το κάνει είναι κάτι αδύνατο κάτι βεβιασμένο. Γι’ αυτό ξεγελά τον εγκέφαλο του. Απλά πληκτρολογεί ιδέες που του έρχονται χωρίς να έχει επίγνωση ότι τώρα δουλεύει και κάποια στιγμή τις επεξεργάζεται εντάσσοντας τις στο κείμενο. I put down notes, I edit it, and writing disappears.1
i. Η λεπτή «τεχνική» των 154 ποιημάτων του Καβάφη και ο ορμητικός χείμαρρος των 27.000 σελίδων του Πεσσόα. Ο Πεσσόα και ο Καβάφης ανέπτυξαν διαφορετικό τρόπο να εκφράσουν τους εσωτερισμούς τους. Ο καθένας προσπαθεί να διευκολύνει την έκφραση του συναισθήματος βρίσκοντας διεξόδους και αναπτύσσοντας τεχνικές προσαρμοσμένες στο περιβάλλον, στις γνώσεις και τα ερεθίσματα που τον ενδιέφεραν. Τον Πεσσόα δεν τον απασχολούσε ο τρόπος που έγραφε· το έκανε μάλλον ασυναίσθητα, ήθελε να πει τι αισθάνεται χωρίς να σκέπτεται τι αισθάνεται, χωρίς να τον δεσμεύει το μέσο για το σκοπό αυτό δεν είχε πρόβλημα να παραβιάζει τους κανόνες της γραμματικής και της σύνταξης. Μάλιστα ειρωνευόμενος τους «κανόνες» τις κατηγορίες λογοτεχνίας που διατίθενται, διασκέδαζε βάζοντας τους ετερωνύμους σε συνεχή διαμάχη περί του θέματος. Ο Μπερνάρντο Σοάρες ξεκινά λέγοντας «Προτιμώ την πρόζα από το στίχο, ως μορφή τέχνης, είναι ότι δεν έχω επιλογή, καθότι είμαι ανίκανος να γράψω σε στίχο, ο στίχος είναι κάτι το ενδιάμεσο που με περιορίζει, στην πρόζα μιλάμε παντελώς ελεύθεροι {...} εκεί περιχέεται όλη η τέχνη». Ο βοσκός Καέιρο του απαντά «Δεν μιλάμε με πρόζα. Μιλάμε με στίχο. Σημασία δεν δίνω στις ρίμες γιατί σπανίως υπάρχουν δυο δέντρα ίδια το ένα πλάι στο άλλο», ενώ ο Άλβαρο ντε κάμπος το πάει παραπέρα και ανακρίνοντας τον εαυτό του ως «αισθησιαστή ποιητή, απεσταλμένο της τύχης»2 παρουσιάζει υπερήφανα την ποίηση του. Ποίηση τής ορμής και τής περιστροφής, του ιλίγγου και τής έκρηξης, ποίηση δυναμική, αισθησιαρχική, πού άναβρύζει άπ’ τη φαντασία μου σέ χείμαρρους φωτιάς, μεγάλους πύρινους ποταμούς, μεγάλα ήφαίστεια λάμψης.3
Και όλα αυτά προέρχονται από την πεποίθηση του Πεσσόα ότι η ποικιλία είναι η μόνο δικαιολογία για υπερπαραγωγή. Έτσι αντί να γράψει ένα οκτάστιχο ποίημα, γράφει 27.000 σελίδες από ότι μπορεί να φανταστεί. Αυτή την αλλόκοτη μέθοδο βρήκε ο Πεσσόα για να χτίσει την τέχνη του. Ο καθένας είχε διαφορετικό τρόπο να εκφράζει το συναίσθημα. Ο Καβάφης μελετά, ζυγίζει διορθώνει το συναίσθημα με συναίσθημα, μέχρι να φτάσει στο αποτέλεσμα που ικανοποιεί ένα άλλο συναίσθημα. Γι’ αυτήν την επιδίωξη μεταχειρίζεται τα εργαλεία του, άνια, πόλη, ανάμνηση, δωμάτιο αντικείμενα, μνήμη, ομοιοκαταληξία, ιστορία, πρόσωπα, το βλέμμα, το πεζοδρόμιο, τον χώρο και τον χρόνο. Tο είναι του Καβάφη ολοκληρώνεται με τη βαθιά ιστορική ιδεατή αναζήτηση, πιασμένη από την ερωτική πραγματικότητα της πόλης· ένας σύνθετος κόσμος, αλλά ο δικός του κόσμος. 1. Slavoj Žižek, The Pervert’s Guide to Ideology, 2012 British documentary film directed by Sophie Fiennes 2. Fernando Pessoa,Τα ποιήματα του Άλβαρο ντε Κάμπος,σ.125, Gutemberg 2014, μτφ. Mαρία Παπαδήμα, 3. ο.π., σ. 164
43
Τα 154 ποιήματα του καβαφικού «κανόνα» δεν είναι όλα αποτέλεσμα πηγαίας και αυθόρμητης γραφής. Μπορεί να φαίνεται απορίας άξιο το γεγονός ότι ο Καβάφης ξοδεύει ακόμη και 30 χρόνια για ένα ποίημα, σβήνοντας προσθέτοντας, ψάχνοντας λέξεις, συζητώντας με γράμματα. Όμως ένα ποίημα είναι μια ευαίσθητη κατασκευή, και αν δεν έχει πάρει την έγκριση του αυστηρού δημιουργού, που θέλει η κατασκευή του να αντέξει σε κάθε σεισμό, η ολοκλήρωση της δεν προχωράει. Όταν ένα ποίημα δεν είναι καλό μπορεί να το καταλάβει ο Καβάφης, υποσυνείδητα, αλλά δεν είναι σε θέση εκείνη τη στιγμή να το βελτιώσει, πρέπει να μελετήσει, να εξακριβώσει ιστορικές πληροφορίες, να πειραματιστεί δημιουργικά μέχρι να έρθει η στιγμή που θα πει ότι, ναι, αυτό το έργο είναι τελειωμένο. Έτσι περνάμε μέρες ή και χρόνια, έτσι έγινε και με το «η πόλις». Αυτές οι λεπτές εναλλαγές λέξεων, είναι για τον αρχιτέκτονα, η στιγμή που βλέπει ότι κάτι δεν πάει καλά με το όλον, και γυρνάει πίσω στην αρχική χάραξη για να κουνήσει μια γραμμή. Ο Πεσσόα επιστρέφει με έναν ετερώνυμο του και «τσιγκλάει» τον Καβάφη Υπάρχουν ποιητές που είναι καλλιτέχνες Και δουλεύουν τους στίχους τους Όπως ο ξυλουργός τα σανίδια του!... Τι θλιβερό να μην ξέρεις να ανθίζεις! Να πρέπει να βάζεις στίχο πάνω στον στίχο, Σαν κάποιος που φτιάχνει έναν τοίχο, Και κοιτάζει αν είναι κάλος Και τον ρίχνει σαν δεν είναι!...
Καταλαβαίνουμε ότι η μέθοδος τους ήταν τελείως διαφορετική. Αλλά αυτό δεν είναι βέβαια παρά ένα παιχνίδι των δυο φίλων. Φυσικά και ο Πεσσόα θα ενθουσιαζόταν με τον Καβάφη, απ’ ό,τι ξέρουμε βέβαια μεταξύ Λισαβώνας και Αλεξάνδρειας υπήρχε μεγάλη απόσταση και κανείς δεν φρόντισε να τους συστήσει. ii. Ο αλγόριθμος του Καβάφη Ο Καβάφης χρησιμοποιεί συγκεκριμένες τεχνικές για να δημιουργήσει το χωρικό και χρονικό πλαίσιο του ποιήματος και ύστερα να εντάξει τους χαρακτήρες και σε πολλά ποιήματα συναντάμε αυτήν την μέθοδο. Ο ίδιος είναι σε κάθε ποίημα ο αρχιτέκτονας ενός αλγορίθμου4 που κατασκευάζει με λέξεις συνθέτοντας στίχους και δημιουργώντας ένα ποίημα. Η πίστα είναι ο χώρος, η διάρκεια είναι ο χρόνος και οι ήρωες είναι κυρίως υποψήφιοι εραστές. Οι αναγνώστες είναι αυτοί που κάθε φορά θα τρέξουν αυτόν τον προκαθορισμένο αλγόριθμο με τις αισθήσεις τους. Ευρισκόμενος στο παρόν τη στιγμή που γράφει μονός του στην κάμαρα του με το αίσθημα της μοναξιάς να ξεχειλίζει, αναπολεί μακρινούς έρωτες σε αλλά δωμάτια που είχε υπάρξει στο παρελθόν. Ανακαλεί μνήμες σχεδόν σβησμένες στο διάβα του χρόνου, οι χαμένες αισθήσεις του ηδονικού ερωτά και της χαρούμενης μέθης αναδύονται και έρχονται να εκπληρώσουν το κενό που τώρα νιώθει μέσα στο μοναχικό του σπίτι. Η ανάμνηση της ηδονής, τα γεμάτα με ζωή καφενεία του παρελθόντος. Τα φτωχικά δωμάτια που κάποτε έζησε τον έρωτα, οι δρόμοι που περπατούσε είναι αντικείμενα των ποιημάτων του. Όχι όμως τότε που τα ζούσε στο ευτυχισμένο παρελθόν, αλλά τώρα που νωχελικά κοιτάει πίσω και η λογοτεχνία έρχεται να γεμίσει τα άδεια δωμάτια της ψυχής του. Περιφέρομαι, μέχρι να πέσει η νύχτα, μια αίσθηση ζωής ίδια με αυτήν των δρόμων. Τη μέρα είναι γεμάτοι φασαρία που δεν σημαίνει τίποτα. Τη νύχτα είναι γεμάτοι από μια έλλειψη φασαρίας που πάλι δεν σημαίνει τίποτα. Εγώ τη μέρα είμαι μηδαμινός, αλλά την νύχτα είμαι εγώ5 4. Ποιήματα με παρόμοιο αλγόριθμο: «από τις εννιά, μακριά, μια νύχτα επέστρεφε, ζωγραφισμένα, πολυέλαιος, θάλασσα του ορεινού ,η προθήκη του καπνοπωλείου , ίαση τάφος ένα θεός των, πέρασμα» 5. Fernando Pessoa , Μπερνάρντο Σοάρες, το βιβλίο της ανησυχίας, α’ τόμος, σ. 31 Εξάντας 2004, μτφ. Μαρία Παπαδημα,
44
Συχνά ο Πεσσόα οδηγείται από τη μοναχική παρατήρηση της πόλης στη διαπίστωση της προσωπικής του αποτυχίας. Άλλες φορές περπατά και ισοπεδώνει μηδενίζει κάθε έννοια που μπορεί να στηρίζεται η κοινωνία που βλέπει. Στρίβει σε όλες τις γωνίες όλων των δρόμων και κάθε φορά που σκέπτεται κάτι τελικά προκύπτει κάτι άλλο. Η φαντασία τον ταξιδεύει, εμπνέεται και ηδονίζεται και μετά κουράζεται και απελπίζεται. Η βαρύτητα του είναι του φέρνει μια γενικευμένη πλήξη. Άλλοτε πνευματικές αναλαμπές, ευφορικές αισθήσεις καταλήγουν σε αισθήματα απελπισίας, κενού και ματαιότητας της ύπαρξης. Υποθέσεις για μια καλύτερη ζωή συντροφιάς, αποδοχής και ηρεμίας γίνονται αντικείμενα ειρωνείας από τον ίδιο. Διαπιστώνει ότι το πλοίο της ζωής του έχει πια ναυαγήσει και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αποτυπώσει τις αισθήσεις του και να καταγράψει τις ασυγκράτητες σκέψεις του με την δύναμη του μυαλού και την αναισθησία της ψυχής που είχε ως όπλο και δεν το χρησιμοποίησε κάνοντας τη φιλοσοφία της μη δράσης εγχειρίδιο της ζωής του.
45
7_Δυο μοναχικοί ποιητές που συναντιούνται στους δρόμους της πόλης. O Καβάφης και ο Πεσσόα ήταν άνθρωποι ενεργοί στην ζωή της πόλης. Tους άρεσε να περπατούν στους δρόμους, να παρατηρούν την κίνηση, να περνούν την ώρα τους σε καφενεία αντλώντας έτσι υλικό και ερεθίσματα για να χτίσουν αργότερα το έργο τους. Την ιδιά ανάγκη είχαν όμως και όταν γυρνούσαν σπίτι να είναι μονοί τους, η μοναξιά που ένιωθαν και η μοναχικότητα που επέλεξαν να ζουν ήταν προϋπόθεση για να εξελίξουν το πνεύμα τους. Δεν παρασύρονται από την «καθημερινή ανοησία με τις πολλές κινήσεις και ομιλίες»1 ούτε παραμένουν πολλές ώρες στα καφενεία αναμεσά σε ανθρώπους που θεωρούσαν τους εαυτούς τους «ειδήμονες στη στρατηγική του Ναπολέοντα» και «καθηγητές στην ανάλυση του Σαίξπηρ» αλλά επιστρέφουν στην τέχνη τους που πάντα ακολουθούν. Ο Καβάφης ανάβει μια λάμπα και γραφεί για ανεκπλήρωτες ματαιωμένες επιθυμίες από το παρελθόν και ο Πεσσόα ήδη έχει φύγει από την πραγματικότητα αναλύοντας την θέση του στον κόσμο με βάση το τι είδε σε εάν ψιλικατζίδικο που μόλις επισκέφτηκε. Αυτή η αντίφαση του ανθρώπου που θέλει από μία την βοή της πόλης αλλά και όταν γυρνάει σπίτι να είναι απόλυτα μόνος , μας οδηγούν αυτόματα σε δυο διαφορετικούς χώρους που ζωντανεύει η ποίηση τους. Τον δημόσιο χώρο της πόλης που περιλαμβάνει δρόμους και μαγαζιά, και τον προσωπικό χώρο της οικίας τους . i. Περιπλάνηση στους δρόμους και παρατήρηση της σύγχρονης ζωής H περιγραφή της ζωής στην πόλη διατρέχει το έργο του Πεσσόα (κυρίως ως Kάμπος και Σοάρες) προσπίπτει στον γνωστό χαρακτηρισμό flaneur 2 του μοναχικού ανθρώπου του 20ου αιώνα που είναι διαρκώς περιπλανώμενος στην πόλη του παρατηρώντας τις διαστάσεις της πολύπλοκης ζωής των ανθρώπων σε καταστήματα, καφενεία, συνοικίες, λιμάνια. Σε αυτό το περιβάλλον κινούνται και οι ήρωες του Καβάφη συνήθως φτωχοί νέοι, υπάλληλοι τεχνίτες και ύποπτες φιγούρες αναζητώντας τις απολαύσεις του έρωτα, από επιθυμία η ακόμα και από ανάγκη για λίγα χρήματα. Ήταν και ο Καβάφης ενεργός στην κρυφή ζωή της Αλεξάνδρειας, άνθρωπος του πλήθους την μέρα και την νύχτα αναζητώντας τα χνάρια του έρωτα. Η αστική αυτή περιπέτεια ήταν και συνεχής πηγή υλικού, για τα ποιήματα του. Βασική θεματολογία για κάθε ποίημα είτε στην Αλεξάνδρεια του σήμερα είτε σε πόλεις που έπλαθε με την φαντασία του σε ψευδοιστορικά ποιήματα, μίξεις ιστορικών γνώσεων, εμπειριών και συναισθημάτων του ποιητή. « Κάτω απ΄το σπίτι» Χθες περπατώντας σε μια συνοικία απόκεντρη, πέρασα κάτω από το σπίτι που έμπαινα σαν ήμουν νέος πολύ. Εκεί το σώμα μου είχε λάβει ο Έρως με την εξαίσια του ισχύν. Και χθές σαν πέρασ’ απ’ τον δρόμο τον παληό, αμέσως ωραΐσθηκαν απ’ την γοητεία του έρωτος τα μαγαζιά, τα πεζοδρόμια, οιπέτρες, και τοίχοι, και μπαλκόνια, και παράθυρα· τίποτε άσχημο δεν έμεινεν εκεί. [1917, 1919] 1. Κωνσταντίνος Kαβαφης, «Όσο μπορείς», (1905. 1913) 2. Όρος που ανάλυσε ο Walter Benjamin
46
«Ένας θεός των» {..}περνούσεν απ’ της Σελευκείας την αγορά, περί την ώρα που βραδυάζει, {..}υψηλός και τέλεια ωραίος έφηβος, με την χαρά της αφθαρσίας μες στα μάτια, με τ’ αρωματισμένα μαύρα του μαλλιά, [..] εχάνετο κάτω απ’ τες στοές, μες στες σκιές και μες στα φώτα της βραδυάς, πηαίνοντας προς την συνοικία που την νύχτα μονάχα ζει, με όργια και κραιπάλη, και κάθε είδους μέθη και λαγνεία, [..] [1899, 1917]
Η ζωή στην πόλη, τα μαγαζιά οι άνθρωποι, τα φωτά, οι βιτρίνες, οι ναοί. Ο Πεσσόα παραδίδεται σε ένα παραλληλισμό αισθήσεων οτιδήποτε βλέπει ακούει αντιλαμβάνεται θυμάται από την ζωή γίνεται εργαλείο για την ποίηση του. Όταν γίνεται ο Άλβαρο ντε Kάμπος, δεν υπάρχει κανένα όριο στις αισθήσεις που περιγράφει. Ειρωνεύεται τον κόσμο, ειρωνεύεται τον εαυτό του, η σκέψη του διαπερνά καθετί γνωστό και άγνωστο κάθε έννοιας κάθε ύπαρξης. Εκφράζει την πεποίθηση ότι η πραγματικότητα δεν αφήνει κάποιον να αισθάνεται για να μπορεί να απολαύσει ακόμα και το πέταγμα μιας μύγας. Το παραμικρό τίποτα γι’ αυτόν μπορεί να γίνει διασκέδαση . «Μπορώ να φαντασθώ ότι είμαι τα πάντα, γιατί δεν είμαι τίποτα»· Μια βόλτα στους δρόμους της Λισαβώνας του δίνει όσες πληροφορίες χρειάζεται για να φτιάξει τον δικό του κόσμο. Έχει την ψυχή του ξύπνια ώστε με οποιαδήποτε αφορμή να ξεσπά με όλα τα στριμωγμένα και ανήσυχα αισθήματα που συσσωρεύονται μέσα του από την ελλιπή προσαρμογή του στην πραγματικότητα, και την σύγχρονη του κοινωνία που τους χωρίζουν τόσα πολλά. Ω υφάσματα στις βιτρίνες, κούκλες, τελευταία φιγουρίνια Ω άχρηστα άντικείμενα πού ολος κόσμος θέλει να τ’άγορασει Γειά σας, μεγάλα καταστήματα μέ τμήματα πολλά! Γειά σας, διαφημίσεις ήλεκτρικές πού άναβοσβήνετε κι εξαφανίζεστε! Γειά σας, τά πάντα πού μ’ εσάς κατασκευάζονται τα πράγματα σήμερα, πού μ’ εσάς είναι σήμερα διαφορετικά άπό χτές! Έ, μπετόν αρμέ, τσιμέντο, καινούριες τεχνικές! Πρόοδος των έξοπλισμών ! Πανοπλίες, κανόνια, πολυβόλα, ύποβρύχια, άεροπλάνα! Ω φάμπρικες, έργαστήρια, music-hall, λούνα-πάρκ, ώ θωρηκτά, γέφυρες, πλωτές δεξαμενές Έι προσόψεις των μεγάλων καταστημάτων! Έι ανελκυστήρες των μεγάλων κτιρίων! Έι κυβερνητικοί άνασχηματισμοί! Κοινοβούλια, πολιτικές, εισηγητές των προϋπολογισμών, ’Ώ, τράμ, τελεφερίκ, μετρό τριφτείτε πάνω μου ως τον τελικό σπασμό! 47
Ω πλήθη καθημερινά μήτε εύθυμα μήτε θλιμμένα των δρόμων, ’Ά, οί χυδαίοι καί βρώμικοι άνθρωποι πού μοιάζουν πάντα οί ίδιοι, πού χρησιμοποιούν βρισιές σάν νά ’ταν λέξεις καθημερινές, θαυμαστή άνθρωπότητα πού ζει σαν τα σκυλιά, πού είναι πιο χαμηλά απ’ ολα τά ηθικά συστήματα, πού γι’ αύτήν δέν έπινοήθηκε καμιά θρησκεία, δέν δημιουργήθηκε καμιά τέχνη, δέν έγινε γι’ αύτήν καμιά πολιτική! Πόσο σάς άγαπώ ολους σας, γιατί είστε έτσι, μήτε άνήθικοι τόσο χαμερπείς πού είστε, μήτε καλοί μήτε κακοί, άνέγγιχτοι άπ’ όλες τις προόδους, πανίδα θαυμαστή τού πυθμένα του ώκεανοΰ τής ζωής… (αποσπάσματα από τη θριαμβική ωδή)
ii. H επιστροφή στο σπίτι και το ενδιάμεσο παράθυρο. Κλείνω, κουρασμένος, τα παντζούρια των παραθύρων μου, αποκλείω τον κόσμο και για ένα λεπτό έχω την ελευθερία μου. Αύριο θα ξαναγίνω σκλάβος. Αλλά αυτή τη στιγμή, μόνος, και χωρίς να έχω την ανάγκη κανενός, φοβούμενος μόνο μην κάποια φωνή ή παρουσία έρθει να με διακόψει, έχω τη μικρή μου ελευθερία, τις στιγμές μεγαλείου μου. Στην καρέκλα όπου γέρνω, ξεχνάω τη ζωή που με καταπιέζει. Δεν με πονάει πια, αλλά μ’ έχει πονέσει.3
Μετά από όλα αυτά θέλουν να επιστρέψουν στο διαμέρισμα τους. Είναι το μέρος που μπορούν να επιστρέφουν, οικείο και μοναδικό γι’ αυτούς, εκεί που τίποτα δεν μπορεί να τους διαταράξει την ηρεμία. Είναι αυτό που τους οχυρώνει από τα εξωτερικά γεγονότα. Είναι το δωμάτιο του εκεί που βρίσκουν καταφύγιο οι σκέψεις του. Διαβάζουμε τον Πεσσόα μέσα από το δωμάτιο του, στο κρεβάτι μπορεί και ονειρεύεται στο τραπέζι μπορεί και γράφει, στην καρέκλα κάθεται για να σκεπτεί ενώ ένα ξύλινο μπαούλο και ένα βαθύ συρτάρι είναι το μέρος που αποθήκευσε ότι κατέγραψε η ψυχή του.4 Εκτός από τις διαστάσεις του μέσα και του έξω οι ποιητές μιλούν κυρίως για το «ανάμεσα» το οποίο συμβολικά αποκαλούν παράθυρο. Πραγματικός σοφός είναι αυτός που τα κανονίζει έτσι ώστε τα εξωτερικά γεγονότα να τον επηρεάζουν ελάχιστα. Για τον σκοπό αυτό πρέπει να οχυρώνεται περιβαλλόμενος με πραγματικότητες που του είναι πιο οικίες απ’ ό,τι τα γεγονότα, και μέσω τον οποίων τα γεγονότα, αλλοιωμένα ώστε να είναι σε αρμονία μαζί τους, φτάνουν εκείνον.5
Μέσα από το παράθυρο του βλέπει προστατευμένος το σκηνικό της σύγχρονης Λισαβώνας, τον δρόμο και τα υπόλοιπα σπίτια καθώς και τους ανθρώπους της να περνάνε. Είναι αυτό μέσω του οποίου φτάνουν τα γεγονότα σε αυτό το δωμάτιο, που τα φιλτράρει ώστε να είναι σε αρμονία μαζί τους. Η παρατήρηση της ζωής μέσα από το παράθυρο, η συνεχής ροή περαστικών, ήχων, βροχής ή λιακάδας τον αφήνουν να σκέπτεται ελεύθερα και αφηρημένα και να γράφει για τον κόσμο αλλά και για τον 3. Fernando Pessoa, Μπερνάρντο Σοάρες :το βιβλίο της ανησυχίας ,σ. 29 β΄ τόμος 4. Θυμίζω ότι οι 27.000 σελίδες με τα γραπτά του(συμπεριλαμβανομένου και του βιβλίου της ανησυχίας) βρέθηκαν σε ένα μπαούλο μετρά τον θάνατο του, ενώ σε ένα συρτάρι τοποθέτησε το βιβλίο «Η αγωγή του στωικού» που υπογραφεί ως βαρόνος ντε Τέιβε. 5. Fernando Pessoa , Tο βιβλίο της ανησυχίας, ά τόμος, σ 150. αποσπ. 97
48
ίδιο. Το παράθυρο γίνεται κάτοπτρο του εαυτού του των δεκάδων ετερωνύμων του που εμπνέονται από αυτό. Μέσα από την παρατήρηση βλέπει την ανωφελή πορεία της ζωής του. Βγαίνω στο παράθυρο και βλέπω τον δρόμο με μια απόλυτη καθαρότητα Βλέπω τα μαγαζιά, βλέπω τα πεζοδρόμια, βλέπω τα αυτοκίνητα να περνούν, Βλέπω τα ζωντανά όντα ντυμένα να διασταυρώνονται, Βλέπω και τα σκυλιά που κι αυτά υπάρχουν.6 […] Παράθυρα της κάμαρης μου, Της κάμαρης μου μια από τις χιλιάδες του κόσμου Που κάνεις δεν γνωρίζει ποια είναι Βλέπετε στο μυστήριο ενός δρόμου οπού περνούν Ασταμάτητα άνθρωποι, Σένα δρόμο απρόσιτο σε όλες τις σκέψεις, Με το μυστήριο των πράγματων κάτω από τις πέτρες και τα όντα, Με τον θάνατο να προσθέτει υγρασία στους τοίχους και άσπρα μαλλιά στους ανθρώπους, Με το πεπρωμένο να οδηγεί την άμαξα του παντός στην οδό του τίποτα.7
Μερικές φορές από το παράθυρο του δεν βλέπει καθαρά αυτό που υπάρχει μπροστά του αλλά μια άλλη φανταστική, αιώνια πόλη που ονειρεύεται, το «συμπάν ολόκληρο»8. Ταξιδεύει σε μακρινούς ωκεανούς, σε χώρες άγνωστες, μέχρι τα αστέρια. Βρίσκεται εκεί στον τέταρτο όροφο κοιτώντας από το παράθυρο, και αναρωτιέται, μήπως η ζωή του ήταν μια διαρκής παρουσία σε αυτό το παράθυρο. Αφήνω την πένα μου χωρίς να με αφήνει9, και παρατηρώ από το ανοιχτό παράθυρο που βλέπει στην εξοχή, τη φεγγαράδα, με το φεγγάρι ολόγιομο, ψηλά, να επιδεικνύει στον ουρανό μια νέα όψη της όρασης. Πολυ συχνά ένα τέτοιο θέαμα με συνοδεύει μέσα την ροή ατέλειωτων σκέψεων, άσκοπων ονείρων , σε νύχτες αγρυπνίας δίχως δουλειά ή λογία.
Το παράθυρο του εμφανίζεται συνεχώς στα γραπτά του, είναι το παράθυρο στην φύση που δεν βλέπει , στην πόλη της καθημερινότητας, την πραγματικότητα που βλέπει αλλιώς όταν ονειρεύεται. Κάποιες φορές το παράθυρο καθρεπτίζει και βλέπει το είδωλο του, και τότε γράφει γι’ αυτόν. Μέσα από το παράθυρο ομιλεί με τους ετερωνύμους του, με τους φίλους που δεν αποδέχτηκε να εχει, γιατί έμπαιναν αναμεσά σε αυτόν και το παράθυρο. Όλη του την ζωή θυμάται αυτά που δεν έκανε. Ανάπτυξε μια φιλοσοφία γύρω από αυτά, έναν κόσμο, έναν δικό του κανόνα. Ένα μπαούλο που περιείχε θησαυρό και που έδωσε στην Λισαβώνα τον ποιητή που τις αξίζει, τον μεγαλύτερο πορτογάλο ποιητή. Ο Καβάφης είχε αποκηρύξει τον ρομαντισμό και ό,τι ποίημα του αφορούσε τους πειραματισμούς του όταν ήταν νέος (1884-1994) τα ποιήματα αυτά ήταν κατωτέρα γιατί δεν ήταν αληθινά.
6. Fernando Pessoa, Τα ποιήματα του Άλβαρο ντε Κάμπος σ. 232 7. ο.π., σ. 226 8. ο.π., σ. 347 9. Λογοπαίγνιο ( σ.34 η αγωγή του στωικού, ροές, μτφ. Βασίλης Πουλάκος) στα πορτογαλικά pena σημαίνει πένα, αλλά και πόνος θλίψη (σημείωση 4. σ.99)
49
Πλησίον παραθύρου ανοικτού Aνοίγει το παράθυρόν μου κόσμον άγνωστον. Aναμνήσεων ευόσμων, αρρήτων μοι προσφέρεται πηγή. Επί του παραθύρου μου πτερά κτυπώσι — φθινοπωρινά πνεύματα δροσερά εισέρχονται και με περικυκλούσι κ’ εν τη αγνή των γλώσση μοι λαλούσι. […] [1891. 1896] από τα αποκηρυγμένα
Προτίμησε να μην ονειροπολεί με λουλούδια. Δεν γελιέται πλέον με ρομαντισμούς για μια φύση που δεν υπάρχει. Το παράθυρο δεν βρίσκεται, και καλυτέρα... «Τα παράθυρα» Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ για νάβρω τα παράθυρα.— Όταν ανοίξει ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.— Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω. Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία. Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει. [1897,1903] από τα αναγνωρισμένα
50
8_Λογοτεχνική σύνθεση χώρου. i. Χάρτης ερωτικών αναμνήσεων Οι λεπτομέριες του χώρου δίνουν φυγή στην ποιητική εικόνα. H τοποθέτηση του αναγνώστη σε έναν χώρο συμβάλει στην προσαρμογή του στην εικόνα του συναισθήματος που θα ακολουθήσει. Αν το παρατηρήσουμε αυτή η αρχή διέπει το σύνολο του έργου του Πεσσόα και του Καβάφη. Σε κάθε ποίημα ή πρόζα γιά να μεταδώσουν ένα συναίσθημα ουσιαστικά έπλαθαν έναν χώρο και το μέσο τους ήταν ο λόγος. Αυτή μπορούμε να πούμε ότι είναι η «λογοτεχνική σύνθεση ενός χώρου». Το πώς οι ποιητές δημιουργούν αυτές τις συνθέσεις είναι αντικείμενο προς διερεύνηση. Ακολουθούν διαφορετικές μεθόδους αλλά η αρχή είναι ίδια. Η μελέτη του τρόπου που το πετυχαίνουν έχει ενδιαφέρον. Ο Καβάφης είχε αναγνωρίσει την αρετή του να ορίζεις την αίσθηση του χώρου και δούλεψε σταδιακά προς αυτήν την κατεύθυνση. Η ωρίμανση του ως καλλιτέχνης του προήλθε όταν συνειδητοποίησε ότι αυτό που δημιουργεί καλύτερα τις ποιητικές εικόνες και τις φέρνει στο φως πιο καθαρά είναι η εστίαση σε συγκεκριμένες λεπτομέρειες του χώρου. Αυτές χρησιμοποιεί για να αναδυθεί το συναίσθημα του ποιήματος. Κατανόησε ότι η ειδίκευση σε συγκεκριμένες λεπτομέρειες βοηθάει στον έλεγχο του συναισθήματος. Τα αντικείμενα και οι λεπτομέρειες βοηθούν στο να φτιαχτεί η ποιητική εικόνα και χωρίς αυτές τα συναισθήματα και οι συγκινήσεις που επιδίωκε να εξωτερικεύσει θα ήταν μετέωρες, μια απλή νοσταλγική αισθηματολογία. Η ανάλυση ενός ποιήματος του Καβάφη είναι αποκαλυπτική για την μεθοδολογία γραφής του. Σε κάθε ποίημα τοποθετούμαστε σε ένα μέρος, με τις αναφορές σε αντικείμενα και αισθήσεις για τον περιβάλλον χώρο. Ο χρόνος είναι πολυδιάστατος κάτι που συμβαίνει στο παρόν μπορεί να σχετίζεται με μια θύμηση από το παρελθόν που επανέρχεται εκείνη την ώρα και τον βάζει σε σκέψεις που οδηγούν στο άπειρο (ο ήλιος του απογέυματος). Αφού λοιπόν έχει ορισθεί ο χωρός και ο χρόνος τοποθετούνται οι ήρωες και η ιστορία του ποιήματος είναι έτοιμη να αρχίσει. «Μια νύχτα» Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη, κρυμμένη επάνω από την ύποπτη ταβέρνα. Aπ’ το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι, το ακάθαρτο και το στενό. Aπό κάτω ήρχονταν η φωνές κάτι εργατών που έπαιζαν χαρτιά και που γλεντούσαν. Κ’ εκεί στο λαϊκό, το ταπεινό κρεββάτι είχα το σώμα του έρωτος, είχα τα χείλη τα ηδονικά και ρόδινα της μέθης — τα ρόδινα μιας τέτοιας μέθης, που και τώρα που γράφω, έπειτ’ από τόσα χρόνια!, μες στο μονήρες σπίτι μου, μεθώ ξανά. [1907, 1916]
Βλέπουμε ότι στην δεύτερη στροφή αλλάζει ο χρόνος και μας φέρνει στο παρόν, ακριβώς την στιγμή που γράφεται το ποίημα, όλη αυτή ήταν μια προσπάθεια να μας εξηγήσει ο Καβάφης τι νιώθει θυμούμενος αυτήν την ερωτική ανάμνηση που μόλις περιέγραψε με τόση ζωντάνια, τώρα που η μέθη και η μοναξιά ξυπνήσαν με γλαφυρότητα αυτήν την ανάμνηση. Στα ερωτικά του ποιήματα δεν μιλά μόνο για τα πρόσωπα και έννοιεις, κυρίως 51
αναπλάθει τον χώρο που βρισκόταν, το κρεββάτι το δωμάτιο. Αυτή είναι και μια απόδειξη ότι η χωρική μνήμη συνοδεύει κάθε ανάμνηση, και συμβαδίζει, ίσως υπερνικά την χρονική. Δεν αναφέρεται στα πρόσωπα αλλά παρόλα αυτά μπορεί να θυμηθεί ακριβώς που βρισκόταν εκείνη την στιγμή, φτιάχνοντας έναν «χάρτη ερωτικών αναμνήσεων». Σε αλλά ποιήματα του Καβάφη συναντάμε εικόνες από εσωτερικούς χώρους δωμάτια, καφενεία· ένας πολυέλαιος μπορεί να είναι αφορμή για να γράψει. Φροντίζει πάντα με χωρικές εικόνες να τοποθετεί τον αναγνώστη μέσα στο μέρος που εκτυλίσσεται το ποίημα. Σκηνοθετεί την γωνιά λήψης και ρυθμίζει τον φωτισμό, και στην συνέχεια απευθύνεται στην χωρική αντίληψη και μνήμη του αναγνώστη ο οποίος επικαλούμενος έναν παρόμοιο χώρο που έχει βρεθεί πλάθει με την φαντασία του την εικόνα του χώρου που κατασκεύασε ο Καβάφης. Σε μια γωνιά του καπηλειού· πίσω απ’ το ξύλινο το χώρισμα. Εκτός ημών των δυο το μαγαζί όλος διόλου άδειο. Μια λάμπα πετρελαίου μόλις το φώτιζε. Κοιμούνταν, στην πόρτα, ο αγρυπνισμένος υπηρέτης.1
Με μερικούς στίχους έχουμε βρεθεί ήδη στο καπηλειό στο οποίο αναφέρεται ο Καβάφης. Είμαστε πίσω από το ξύλινο χώρισμα και το μαγαζί είναι άδειο, μια λάμπα πετρελαίου σιγοκαίει, και ά! ο υπηρέτης κοιμάται πάνω στην πόρτα. Η χωρική αυτή εικόνα είναι απαραίτητα για να ξεκινήσει η ερωτική ιστορία του ποιήματος που ακολουθεί. Να πως με μερικές απλές λέξεις, υπάρχει η δυνατότητα δημιουργίας ενός φανταστικού χώρου, έναν για καθένα που διαβάζει αυτό το ποίημα. Αυτή είναι και η πλεονεκτική ιδιότητα του λόγου απέναντι στην εικόνα, γιατί ο λόγος προβάλλεται στην φαντασία κάθε ανθρώπου, χρησιμοποιεί όλους τους χώρους που έχει βρεθεί όλες τις μνήμες και γνώσεις που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. ii. Οι σχέσεις αυτές με τα αντικέιμενα που δείξαμε στον Καβάφη, υπάρχουν παρομοίως και στα κείμενα του Πεσσόα. Ο Πεσσόα προσπαθεί να δώσει μια εξήγηση για αυτήν την τάση αυτήν του ανθρώπου να συνδέεται με τον χώρο. Θεωρεί ότι κάθε πράγμα έχει την δική του έκφραση, και αυτή η έκφραση έρχεται έξωθεν, του δίνεται. Όλα τα πράγματα μπορεί να πούμε ότι έχουν ψυχή γιατί το κάθε πράγμα είναι μοναδικό, και επηρεάζεται διαφορετικά από το περιβάλλον του. Κάθε πράγμα είναι η διατομή τριών αξόνων, κι αυτοί οι τρεις άξονες είναι που συνθέτουν το πράγμα: μια ποσότητα ύλης, ο τρόπος που το ερμηνεύουμε, και το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται. Αυτό το τραπέζι, στο οποίο γράφω, είναι ένα κομμάτι ξύλο, είναι ένα τραπέζι, και είναι ένα έπιπλο μεταξύ άλλων σ’ αυτό το δωμάτιο. Η εντύπωση που μου δημιουργεί αυτό το τραπέζι, αν θελήσω να τη μεταφράσω, είναι πως αποτελείται από τις έννοιες ότι είναι από ξύλο, ότι εγώ το αποκαλώ τραπέζι και του αποδίδω ορισμένες χρήσεις και σκοπούς, πανω σ’ αυτό εντάσσονται και το μετατρέπουν, τα αντικείμενα που με την εγγύτητά τους του δίνουν εξωτερική ψυχή. Επίσης το χρώμα που του δόθηκε, το ξέφτισμα αυτού του χρώματος, οι ρόζοι και τα γρατσουνίσματα που έχει {..} είναι αυτά που, περισσότερο και από αυτή καθ’ εαυτή τη φύση του ξύλου, του δίνουν ψυχή. Και η ιδιαιτερότητα αυτής της ψυχής, δηλαδή να το ονομάζουμε τραπέζι, του δόθηκε κι αυτή έξωθεν και είναι η προσωπικότητά του.2 1. Κωνσταντίνος Καβάφης, Απόσπασμα από το ποίημα «να μείνει», (1918-1919), από τα αναγνωρισμένα 2. Fernando Pessoa, Μπερνάρντο Σοάρες: Το βιβλίο της ανησυχίας. σ. 97
52
Δεν θεωρεί λοιπόν ότι είναι ανθρώπινο σφάλμα η βεβιασμένο λογοτεχνικά, το να λέγεται ότι τα πράγματα έχουν προσωπικότητα. Γιατί για να ορίσουμε ένα πράγμα σημαίνει ότι του αποδίδουμε μια ιδιότητα. Όσο εσφαλμένο είναι να λέμε ότι το ποτάμι «τρέχει» ότι η θάλασσα είναι «ήρεμη», εξίσου εσφαλμένο είναι να αποδίδουμε ομορφιά σε κάτι. Εξίσου εσφαλμένο είναι να του αποδίδουμε χρώμα, μορφή και ίσως ύπαρξη. Ορίζει ένα τραπέζι όχι ως ένα οποιοδήποτε τραπέζι, αλλά το τραπέζι στο οποίο γραφεί εκείνη την στιγμή. Η μεταφυσική ερμηνεία των υλικών αντικειμένων μεταφράζεται ερμηνεία της ανθρώπινης ψυχής. Βεβαίως ξέρει ότι αυτή δεν είναι πάρα μια προσωπική- ποιητική ερμηνεία, και πίσω από όλα αυτά ίσως υπάρχει μια φιλοσοφική εξήγηση, την οποία ο ίδιος παραδέχεται ότι δεν έχει την δύναμη να αναλύσει. Οι αόριστες σκέψεις λογικών δυνατοτήτων που πηγάζουν από μέσα του, αποσυντίθενται άξαφνα στην θεά μιας συναισθηματικής εικόνας και με αυτόν τον τρόπο ορίζει και τον εαυτό του. iii. Ο Πεσσόα όταν σταματά να σκέπτεται και θέλει μόνο να βλέπει να έχει τις αισθήσεις του χωρίς παρεμβολές, παίρνει την ιδιότητα του βοσκού Αλμπέρο Καέιρο και διερευνά τον φυσικό κόσμο γύρω του μέσω των αισθήσεων, που βαθιά εμπιστεύεται. Ό,τι οπτικό ερέθισμα έχει τον χαροποιεί, και δεν ψάχνει να βρει το γιατί, γιατί πολύ απλά ότι γράφει είναι η προσπάθεια αποδόμησης του γιατί. Στην φύση δεν υπάρχει εξήγηση, και κανένα άλλο ον δεν την ψάχνει εκτός από τον άνθρωπο, ο οποίος συνεχώς σκαλίζει για να βρει κάτι που δεν υπάρχει ακούγοντας μια ψευδαίσθηση. Και ο Καέιρο γελάει με αυτόν και θλίβεται. Από την κορυφή ενός λόφου που ζει, σε ένα σπίτι ασβεστωμένο και μόνο του γράφει για να τον διαβάσουν όσοι έχουν την ψυχή τους ντυμένη. Το μότο του είναι «το μοναδικό κρυφό νόημα των πραγμάτων είναι να μην έχουν κάνα κρυφό νόημα», «το πιο παράδοξο από όλα τα παράδοξα. Tα πράγματα να είναι πραγματικά, αυτό που φαίνονται και να μην χρειάζεται να καταλάβεις τίποτα.» Με αυτόν τον τρόπο εξανεμίζει οποιαδήποτε προσπάθεια ερμηνείας των πραγμάτων τους συμβολισμούς τα κρυφά νοήματα τις φιλοσοφίες. Περνάει, μπροστά μου μια πεταλούδα καί για πρώτη φορά στο σύμπαν προσέχω πώς οί πεταλούδες δέν έχουν χρώμα μήτε κίνηση, οπως τά λουλούδια δέν έχουν άρωμα μήτε χρώμα. Τό χρώμα είναι πού έχει χρώμα στά φτερά τής πεταλούδας, στήν κίνηση τής πεταλούδας είναι ή κίνηση πού κινείται, τό άρωμα είναι πού έχει άρωμα στο άρωμα τού λουλουδιού. ‘Η πεταλούδα είναι άπλώς πεταλούδα καί τό λουλούδι άπλώς λουλούδι.
Το ποίημα αυτό μας επιτρέπει να κατανοήσουμε το χρώμα ως κάτι διαφορετικό. Πλέον δεν λέμε η πεταλούδα είναι κόκκινη αλλά κάτι κόκκινο είναι πεταλούδα. Έτσι κατανοούμε την έννοια του χρώματος που απαντά στις αισθήσεις και όχι στην λογική. Στην πόλη υπάρχων άπειροι συνδυασμοί υλικών σχημάτων χρωμάτων που κάθε ένας δημιουργεί μια σύνθεση· κάθε πλακάκι κάθε ρωγμή, κάθε υπόλειμμά αφίσας συνθέτει συμπληρώνει ένα άπειρο παζλ, όλα αυτά τα επιμέρους στοιχεία διαμορφώνουν τον αστικό χώρο. Όλα αυτά περνούν απαρατήρητα γιατί δεν έχουν απολύτως κανένα ενδιαφέρον για τον περαστικό που έχει συγκεκριμενοποιήσει εκ των προτέρων το που θα διαθέσει την προσοχή του, αλλά και μια ρίζα από ένα χορτάρι μπορεί να δημιουργήσει και αυτό μια σύνθεση στην πόλη. Ο Πεσσόα προσπαθεί με το μέσο που διαθέτει να συμμετέχει σε αυτές τις συνθέσεις, και κάποιοι από αυτούς τους άπειρους συνδυασμούς του τραβούν την προσοχή. 53
54
iv. Aν μπορέσουμε να πούμε πως αισθανόμαστε σε έναν χώρο τότε έχουμε καταγράψει μια «συναισθηματική φωτογραφία» του μέρους που βρισκόμαστε με εργαλεία όλες τις αισθήσεις. Ένας χώρος λοιπόν ναι μεν μπορεί να γίνει αντιληπτός μέσω μιας χωρικής αναπαράστασης, αλλά μια ποιητική εικόνα που προηγήθηκε μπορεί να τον ζωντανεύσει. «ο ήλιος του απογεύματος» Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω. Τώρα νοικιάζονται κι αυτή κ’ η πλαγινή για εμπορικά γραφεία. Όλο το σπίτι έγινε γραφεία μεσιτών, κ’ εμπόρων, κ’ Εταιρείες. A η κάμαρη αυτή, τι γνώριμη που είναι. Κοντά στην πόρτα εδώ ήταν ο καναπές, κ’ εμπρός του ένα τουρκικό χαλί· σιμά το ράφι με δυο βάζα κίτρινα. Δεξιά· όχι, αντίκρυ, ένα ντολάπι με καθρέπτη. Στη μέση το τραπέζι όπου έγραφε· κ’ η τρεις μεγάλες ψάθινες καρέγλες. Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι που αγαπηθήκαμε τόσες φορές. Θα βρίσκονται ακόμη τα καϋμένα πουθενά.… Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεβάτι, ο ήλιος του απογεύματος το φθάνε ως τα μισά […] [1918, 1919]
Mια άδεια κάμαρα ξυπνά μνήμες από το παρελθόν στο ποίημα του Καβάφη, η παρούσα κατάσταση θέλει την κάμαρα αυτή (αλλά άλλες σαν και αυτή) να αλλάξει χρήση τον λυπεί, την θυμάται ως μια ζεστή οικία που έζησε στο παρελθόν. Βλέποντας την άδεια θυμάται με ακρίβεια που βρισκόντουσαν τα έπιπλα και ετσι ζωντανεύουν οι μνήμες από το πρόσωπο που ερωτεύτηκε. Μέσα στην κάμαρη αυτή και πάνω στα έπιπλα της ζούσανε ακόμα τα περασμένα αισθήματα. Η νέα κατάσταση ότι η κάμαρα θα γίνει γραφεία μια εταιρίας και τα έπιπλα θα βρίσκονται διασκορπισμένα κάπου αλλού είναι ένα βαθύ πλήγμα για το Καβάφη και ο αναστεναγμός του καταγράφεται σε αυτό το ποίημα. Ενώ η εικόνα του Ήλιου που έβρισκε το κρεβάτι ως τα μισά, είναι ακριβώς αυτό που έψαχνε ο Καβάφης για να το κάνει δικό του. Αυτή η συγκίνηση μπορεί να αγγίξει τον κάθε έναν που αφήνει έναν χώρο, όχι τόσο γιατί λυπάται που τον χάνει αλλά επειδή βλέπει της μνήμες που έχει αποθηκεύσει αυτός ο χώρος να πεθαίνουν, να χάνονται στην άβυσσο του χρόνου. Η άδεια κάμαρα είναι άδεια γι’ αυτόν που άφησε κάτι από τον εαυτό του μέσα της. Είναι η αντίστροφη θεώρηση της φωτογραφίας, ή μάλλον μια άδεια φωτογραφία. 55
v. «παράλληλη πόλη» Οι ποιητές της πόλης για να συνθέσουν μια ποιητική εικόνα πηγαίνουν από έναν πραγματικό χώρο σε έναν φανταστικό κόσμο συναισθημάτων και αναμνήσεων. Η λογική πραγματικότητα μιας αίσθησης συναντά τον φαντασιακό κόσμο του ασυνείδητου. Δημιούργησαν ένα παράλληλο κόσμο με στοιχεία που παίρνουν από την δική τους πραγματικότητά. Μια «παράλληλη πόλη». Για τον Καβάφη η πραγματική Αλεξάνδρεια παρουσιάζεται στα ερωτικά του ποιήματα. Ενώ για τον Πεσσόα κάθε στοιχείο του πραγματικού χώρου είναι αφορμή για το ταξίδι σε έναν ονειρικό κόσμο. Η εικόνα της πόλης τους έδινε ανακούφηση. Η κίνηση του δρόμου, η φασαρία, οι φωνές είναι ένα σημάδι ότι υπάρχει ο κόσμος και θα συνεχίζει να υπάρχει και χωρίς αυτούς, δεν έχουν τόσο σημασία τα άσχημα συναισθήματα του αφού, το να βγεις στο μπαλκόνι να κοιτάξεις από το παράθυρο τον κόσμο είναι η υπενθύμιση ότι υπάρχει ζωή υπάρχουν και άλλες ψυχές σαν την δική σου, είναι μια ανακούφιση, το ρολόι γυρίζει, τίποτα δεν μένει στάσιμο, δεν έχεις πάρα να βγεις έξω στην πόλη να αφουγκραστείς την κίνηση. Αυτό έκαναν και οι ποιητές της πόλης όποτε η μοναξιά τους, η βαρετή καθημερινότητα επικρατούσε. Έβγαιναν στο μπαλκόνι έβγαιναν έξω στους δρόμους στα καφενεία να δουν «ολίγη κίνηση» και αυτό τους παρηγορούσε από την μοναξιά.Το να είναι μόνοι μέσα στο πλήθος διαμόρφωνε εξίσου τον χαρακτήρα και την ποίηση τους. Είναι οι δυο πτυχές του εαυτού τους που πρέπει να συνδυάσουν και να έρθουν σε ισορροπία, και οι δυο τους διαμόρφωσαν. vi. Σκέψεις, για την τέχνη , την ψυχολογία, την αρχιτεκτονική. (αποσπάσματα) Τα στοιχεία του χώρου λειτουργούν ως αποθήκες αισθημάτων, συνδέονται συναισθηματικά με το κάθε ον, και η οικειοποίηση τους αποτελεί μυστήριο για την κάθε ύπαρξη. Κάποιος που δεν αισθάνεται αλλά σκέπτεται υλικά και λογικά δίνει λιγότερη συναισθηματική αξία στο καθετί, αφού όλα τελικώς ανάγονται στο χρήμα. Το χρήμα και η λογική νικάει το συναίσθημα ολόκληρες οι πόλεις δεν είναι τίποτα άλλο πάρα οικονομία, δύναμη εμπόριο και τα συναισθήματα είναι δύσκολο να ευδοκιμήσουν. Τα χωρικά στοιχεία προσωπικής και συλλογικής μνήμης εξαλείφονται ή μένουν όσα μπορεί να φέρουν κέρδος η κύρος στους πονηρούς της υπόθεσης. Τα αρχαία μνημεία έχουν πουληθεί από καιρό ακόμα και αν βρίσκονται εκεί. Η αξία τους βρίσκεται στο παγκόσμιο χρηματιστήριο. Η κάμαρα αποθήκη, μνήμης για τον Καβάφη γκρεμίζεται’ και γίνεται γραφεία, ολόκληρη η πόλη γκρεμίζεται και γίνεται «γραφεία μεσιτών, κι εμπόρων και εταιρίες» Όταν κοιτάμε ένα αντικείμενο μπορεί να έχουμε επίγνωση των διαστάσεων του του υλικού που είναι φτιαγμένο του χρώματος του της υφής που μπορεί να έχει, αλλά μόνο και μόνο αυτά δεν μας κάνουν καθόλου να καταλάβουμε τι πραγματικά είναι αυτό το αντικείμενο. Όταν δούμε κάποια συναισθηματική σχέση με αυτό, μια ψυχική διασύνδεση τότε είναι που το έχουμε καταλάβει πλήρως. Γνωρίζουμε τι είναι κάρβουνο, τι είναι μόλυβδος αλλά μόνο αν ακούσουμε τον ήχο που κάνει όταν το πιέζουμε στο χαρτί, όταν λερώνεται το χέρι μας και δεν βλέπουμε τι κάνουμε αλλά κάτι μας καθοδηγεί να το κάνουμε, τότε μόνο μπορούμε να ζωγραφίσουμε αληθινά. Συμπεραίνουμε οτι η χωρική αντίληψη έχει δυο πεδία που είναι απαραίτητα για να τον ορίσουν. Από τη μια τα υλικά χαρακτηριστικά του, πως κατανέμονται τα μόρια ύλης σχηματίζοντας χώρο, και απ’ την άλλη η συναισθηματική ερμηνεία που δίνει το υποκείμενο που βρίσκεται σε αυτόν τον χώρο. Πολλές φορές λέμε εδώ είναι ωραία, εδώ νιώθω ωραία, χωρίς αυτό να ερμηνεύεται από την λογική ερμηνεία του ωραίου και του καλαίσθητου. Απλά βρήκαμε ασυνείδητα ένα μέσο να επικοινωνήσουμε με τον χώρο και τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν. Κάθε αρχιτεκτονική μόδα έχει την ίδια αφετηρία, η αναβίωση του νεοκλασικού 56
ταιριάζει σε αυτούς που τους λείπει κάτι ρομαντικό από την ζωή τους, φέρνει στον κόσμο την αίσθηση μιας οικειότητας που χάσανε. Η εμφανής δομή αν και δεν τους αρέσει τόσο πολύ κερδίζει τουλάχιστον βραβεία. Το να φυτεύεις σε μια ταράτσα κάνει το πενταόροφο κτήριο ένα πενταόροφο δέντρο. Οι παραδοσιακές καρέκλες μας κάνουν να επικοινωνούμε με το χαμένο ιστορικό παρελθόν, με τους ρεμπέτες, με το παλιό παραδοσιακό καφενείο, η μαρμάρινη βρύση ίσως τελικά να μην χρειάζεται πέταμα γιατί βρήκαμε σε αυτήν μια συναισθηματική ιδιότητα που καμία άλλη δεν θα μας χαρίσει. Γι’ αυτό και ο ψηφιακός κόσμος δεν θα καταφέρει ποτέ να αντικαταστήσει τον αναλογικό. Μάλλον στον μέλλον θα συμβεί το αντίστροφο. Αυτό το κτήριο μου θυμίζει κάτι είναι σαν κάτι που θυμάμαι αλλά δεν ξέρω τι. Αυτό που βλέπω παρόλο που είναι καινούριο και πρωτοσέλιδο σε όλα τα περιοδικά δεν με αγγίζει. Δεν μου αρέσει, δεν θα εμένα εκεί. Και ας το εκθειάζει ο κόσμος. Με απλές εικόνες περιγράφουν οι ποιητές, τα μέρη που έχουν ζήσει, αντικείμενα που έχουν συνδεθεί με αυτά. Κατανοούμε έτσι την αξία που έχει για τον άνθρωπο ο χώρος που κατέχει. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη τέτοιους χώρους, τους υπερασπίζεται γιατί εκεί καταφεύγει για να προστατευτεί όταν βάλλεται ο ψυχικός του κόσμος. Γι’ αυτό και ο Καβάφης και ο Πεσσόα δίνουν τόσο μεγάλη αξία σε αυτούς τους βιωμένους χώρους, στο σπίτι τους, στην πόλη τους σε αντικείμενα που μοιράζονται τις στιγμές τους. Εκτός από τους αγαπημένους οικείους χώρους υπάρχουν και οι εχθρικοί χώροι οι χώροι που μισούν. Αυτοί δεν καταλαμβάνουν χώρο στο έργο τους, γιατί ο εγκέφαλος έχει την τάση να τους διαγραφεί. Ποιός άλλωστε δεν μπορεί να επικαλεσθεί έναν μισητό χώρου που του φέρνει κακές αναμνήσεις. Τι συμβαίνει όμως αν μισητός χώρος είναι και η πόλη που ζεις, ή ακόμη πιο δυσάρεστο, το σπίτι που ζεις, το κρεββάτι σου. Τι συμβαίνει αν δεν νιώθεις οικεία στην μοναδική φωλιά σου σε αυτόν τον κόσμο. Είτε η ψυχή σου δεν βρίσκεται σε αρμονία και καταφεύγει αλλού για να προστατευτεί, είτε προσπαθεί να βελτιώσει την φωλιά της με χωρικές παρεμβάσεις. Γι’ αυτό τον λόγο ο άνθρωπος θέλει να παρεμβαίνει στον χώρο, γι’ αυτό και οι πόλεις μεταβάλλονται και συνεπώς αυτή είναι η αίτια που ο αρχιτέκτονας δεν μπορεί να είναι αυτός που θα επιβάλει μια χωρική συμπεριφορά, αλλά να δημιουργήσει δυνατότητες για καλύτερη οικειοποίηση του χώρου. Όσοι ιστορικά προσπάθησαν να επιβάλλουν τρόπους ζωής μέσα από τον χώρο ως ιδανικό τρόπο ζωής, αρχιτέκτονες παντογνώστες, είτε απέτυχαν είτε ξεπεράστηκαν. Και ποτέ καμία απόλυτη τέτοια θεωρία δεν πρόκειται να ευδοκιμήσει, γιατί πάντα ο κάτοικος θα είναι αυτός που θα προσπαθεί να ανοίξει παράθυρα για την ψυχή του σε ένα κέλυφος που του επιβλήθηκε. Το πράσινο που λείπει από την Αθήνα υπάρχει πια στις γλάστρες των μπαλκονιών, που ασυνείδητα οι ηλικιωμένοι ποτίζουν με μεράκι· γιατί έχουν ανάγκη την εικόνα του χωριού που στερήθηκαν. Τι κρίμα που (εν αγνοία;) τους επιβλήθηκε μια πόλη τόσο ξένη.
57
58
9_Το ζήτημα της απόλαυσης μέσα από το έργο του Κ.Καβάφη και Φ. Πεσσόα. O Πεσσόα και ο Καβάφης προβληματίστηκαν στην ιδέα περί απόλαυσης, στο πως θα αντιμετωπίζουν το κάλεσμα της ηδονής, η φαινομενική διαφωνία τους προέρχεται μάλλον στο ότι ο ένας υπήρξε πιο τολμηρός στην πράξη ενώ ο άλλος ήταν θαρραλέος μόνο στο χαρτί. Αναλύοντας, μαθαίνουμε τι οδήγησε τον καθένα να διαμορφώσει τις απόψεις του και τον αντίκτυπο που έχουν αυτές στην διαμόρφωση της ζωής τους και του έργου τους και την περιοχή της τέχνης τους. i. Ο Πεσσόα έχει αυστηρή άποψη για την ερωτική ποίηση. Θεωρεί ότι δεν πρέπει να ασχοληθεί με «κατωτέρου τύπου δυστυχίες- γιατί είναι πράγματι κατώτερες όπως και να χρησιμοποιηθούν στην ποίηση»1 . Αυτά τα πράγματα {..} ανήκουν στην προσωπική ζωή του καθενός, και συνεπώς δεν πρέπει να μεταφέρονται στο εν γένει λογοτεχνικό έργο, αφού ούτε η στέρηση των σεξουαλικών σχέσεων ούτε η έλλειψη ικανοποίησης που προκύπτει από αυτές που έχουμε αντιπροσωπεύουν κάτι τυπικό ή ευρέως διαδεδομένο στην εμπειρία της ανθρωπότητας.
Κάτι τέτοιο όμως δεν τον εμποδίζει να αναδείξει σε κύριο θέμα ενασχόλησης των ετερωνύμων του την στάση που κρατά κάνείς απέναντι στον έρωτα και κατ΄ επέκταση το δικαίωμα στην απόλαυση. Ο ίδιος αναπολεί τις στιγμές που ήταν ερωτευμένος που είχε την δυνατότητα να παντρευτεί μια απλή κοπέλα2 και ίσως να ζήσει ευτυχισμένος. Τελικά αναλογιζόμενος το ανέφικτο της αγάπης, τις αντιδράσεις των άλλων, την κούραση που θα ένιωθε, αποφάσισε να παραιτηθεί από τον έρωτα, «όπως παραιτείται κανείς από ένα πρόβλημα που δεν επιδέχεται λύση» 3. Αυτή όμως ήταν όπως το λέει ο ίδιος η απαρχή της αυτοκτονίας του4. Το έργο του ύστερα από αυτό το γεγονός της παραίτησης από τότε είναι γεμάτο ίχνη και πικρία από αυτήν την απόφαση . Ήταν5, τόσο ξανθιά, τόσο νέα, τόσο καλή ήθελε να μέ παντρευτεί... Τί κρίμα πού δεν τήν παντρεύτηκα... Θά ’μουν εύτυχής, άλλα πώς ξέρω αν θά ’μουν εύτυχής; Πώς ξέρω κάτι γι’ αύτό πού θά ’μουν, {…}, αφού ποτέ δεν υπήρξε; Σήμερα μετανιώνω πού δέν τήν παντρεύτηκα, σέ σημείο πού σκέφτομαι τήν υπόθεση ότι θά μπορούσα να μετανιώνω πού τήν παντρεύτηκα.6
Στην πορεία της ζωής του ήταν επιφυλακτικώς με τις γυναίκες, η ιδέα του να τις προσεγγίσει δεν έβρισκε έδαφος στον λαβύρινθο της σκέψης του. Οι λόγοι που δεν το έκανε παρουσιάζονται στο απόσπασμα με τίτλο.
«Λόγοι για τους οποίους ο βαρόνος δεν αποπλάνησε άλλες κοπέλες»7
1. Fernando Pessoa , Η αγωγή του στωικού , σ.75 2. «Κάποτε είχα τη δυνατότητα να παντρευτώ μια απλή κοπέλα, και -ποιος ξέρει;- να ζήσω ευτυχισμένος μαζί της» (εδώ αναφέρεται στην Οφέλια Κεϊρός, την μοναδική ίσως ερωτική σχέση του Πεσσόα) 3. «..σκεπτόμενος όλα αυτά τα πλέγματα, αποφάσισα να παραιτηθώ από τον έρωτα, όπως παραιτείται κανείς από ένα πρόβλημα που δεν επιδέχεται λύση..» H αγωγή του στωικού,σελ.25 4. «εκείνη η γλυκιά και θλιβερή στιγμή ήταν η απαρχή της αυτοκτονίας μου», Η αγωγή του στωικού, σελ.26 5. «Η αγγλιδούλα» 6. Fernando Pessoa, Τα ποιήματα του Άλβαρο ντε κάμπος, σ.280 7. Fernando Pessoa , Η αγωγή του στωικού, σελ. 54
59
Δεν υπήρχε στο σπίτι ούτε μία υπηρέτρια που δεν θα μπορούσα να αποπλανήσω. Όμως κάποιες ήταν πολύ μεγαλόσωμες, ή, αν δεν ήταν, μου φαινόταν πως ήταν εξαιτίας της πληθωρικής τους ζωτικότητας, και μπροστά τους ένιωθα εκ των προτέρων μια συστολή που κατά κάποιον τρόπο μ’ έκανε ν’ αδρανώ [;]: Ακόμα και στα όνειρά μου δεν μπορούσα να με φανταστώ να τις αποπλανώ. Άλλες ήταν μικροκαμωμένες, εύθραυστες, κι αυτό μου έφερνε θλίψη. Άλλες πάλι ήταν άσχημες. Κι έτσι αστόχησα σε ό,τι αφορά τον έρωτα ειδικά, σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που αστόχησα σε ό,τι αφορά τη ζωή γενικά. Ο φόβος μήπως κάνω κακό στους άλλους, η συναίσθηση των επιπτώσεων, η έντονη συνειδητοποίηση της πραγματικής ύπαρξης άλλων ψυχών, όλα αυτά τα πράγματα στάθηκαν τροχοπέδη στη ζωή μου, και σήμερα αναρωτιέμαι σε τι άραγε ωφέλησαν τόσο τους άλλους όσο και εμένα τον ίδιο. Οι κοπέλες που δεν αποπλάνησα αποπλανήθηκαν από άλλους, αφού έτσι κι αλλιώς αυτό θα γινόταν αργά ή γρήγορα από κάποιον άντρα. Εκεί που εγώ είχα ενδοιασμούς, οι άλλοι δεν είχαν ποτέ. Είδα αυτό που είχα κάνει {…} κι αναρωτήθηκα: άξιζε τον κόπο να σκέφτομαι τόσο πολύ αν αυτό μου έκανε τόσο κακό;8
Ο Πεσσόα δεν παραδόθηκε ποτέ στην ηδονή, και πάντα έβρισκε αιτίες της λογικής για να μην το κάνει. Διαπίστωσε ότι αυτό ήταν και το λάθος του, αυτά που δεν έκανε είδε να τα κάνουν άλλοι και ο ίδιος δεν κατάφερε ποτέ τίποτα πάρα να μην ζει στην πραγματικότητα αλλά σε μια διαρκή ονειροπόληση επί χάρτου. Όλες αυτές οι σκέψεις δεν του έφεραν καμία ανταμοιβή πάρα να θυμάται το τι δεν έκανε και γιατί δεν το έκανε. Εξηγεί ότι η απομόνωση του ίσως να μην ήταν μια συνειδητή επιθυμία αλλά η συνέπεια μιας αβεβαιότητας-άρνησης ως προς την ίδια του την ύπαρξη που, δεδομένου ότι κάθε ενέργεια του θα ήταν μια πληγή για κάποιον άλλο, κάτι που θα του ήταν δυσβάσταχτο. Δεν ήταν ποτέ βέβαιος για κάτι, ήξερε ότι ήταν ικανός να γνωρίσει όλα τα μεγαλεία αλλά ταυτόχρονα και τόσο ευαίσθητος για να το πράξει. Ο δισταγμός σκοτώνει τη δράση. Αν νοιάζεσαι για την ευαισθησία του άλλου είναι βέβαιο ότι θα απέχεις από τη δράση. Δεν υπάρχει δράση, όσο ασήμαντη κι αν είναι […] που δεν θα πληγώσει μιαν άλλη ψυχή, που δεν θα προκαλέσει πόνο σε κάποιον άλλο, και που δεν περικλείει στοιχεία για τα οποία, αν έχουμε καρδιά, δεν θα αναγκαστούμε να μετανιώσουμε. Πολλές φορές σκέφτηκα πως η αληθινή φιλοσοφία του ερημίτη συνίσταται περισσότερο στην αποφυγή κάθε εχθρικής πράξης, αρχής γενομένης από την ίδια την ύπαρξή του, παρά στην πραγματοποίηση μιας συνειδητής επιθυμίας για απομόνωση.
Η αποστασιοποίηση από τον κόσμο, η στάση παραίτησης απέναντι στο θέμα της απόλαυσης της ηδονής, τον οδηγεί στο ν ’αναπτύξει την δική του θεωρία. Μια θεωρία απόλυτης πλήξης, μια διαστρέβλωση της ανάγκης του ανθρώπου για απόλαυση, κάνοντας τον να σηκώνει τεράστιο ψυχικό βάρος, εμπόδιο για μια ισορροπημένη ζωή. Τα όνειρα μου: όταν ονειρεύομαι δημιουργώ φίλους, συναναστρέφομαι με αυτούς. {…} Να είσαι αγνός, όχι για να είσαι ευγενής ή για να είσαι δυνατός, αλλά για να είσαι εσύ ο ίδιος. Όποιος δίνει αγάπη χάνει αγάπη. Να παραιτείσαι από τη ζωή για να μην παραιτείσαι από τον εαυτό σου. Η γυναίκα - μια καλή πηγή ονείρων. Ποτέ μην την αγγίζεις. Μάθε να αποσυνδέεις την ιδέα της ηδονής από αυτήν της απόλαυσης. Μάθε να απολαμβάνεις τα πάντα, όχι αυτό που είναι, αλλά τις ιδέες και τα όνειρα που προκαλούν.{…} Γι’ αυτό δεν πρέπει ν’ αγγίζεις τίποτα. Αν το αγγίξεις, το όνειρό σου θα πεθάνει, το αντικείμενο που άγγιξες θα καταλάβει ολόκληρη την αίσθησή σου. Βλέπω και ακούω είναι τα μόνα ευγενή πράγματα που περιλαμβάνει η ζωή. Οι 8. Fernando Pessoa, Η αγωγή του στωικού, Ροές, σελ. 54
60
άλλες αισθήσεις είναι πληβείες και σαρκικές. Η μοναδική αριστοκρατία είναι να μην αγγίζεις ποτέ. Να μην πλησιάζεις - αυτός είναι ο αριστοκράτης.9
ii. Κάνοντας μια ψυχαναλυτική απόπειρα για τον Πεσσόα μπορούμε να πούμε το ανεκπλήρωτο του ερωτά, ότι δεν υπήρξε θαρραλέος όταν τον βρήκε, ότι απέφευγε να προσεγγίσει τον κόσμο είτε στην αναζήτηση μιας αληθινής φιλίας ή αγάπης οδήγησε στο να κτισθούν μεγάλα και υψηλά τριγύρω του τείχη10. Οι ετερώνυμοι του ήταν οι φίλοι που δημιούργησε για να συναναστρέφεται μαζί τους, σε αυτούς έδωσε όλη την αγάπη του που δεν επεδίωξε να αποκτήσει από άλλους. Είχε το περιθώριο μέσα στην απόλυτη μοναξιά του να δει αρκετές φορές το είδωλο του στο παράθυρο του δωματίου του, από όπου παρατηρούσε τον κόσμο να ζει τις κανονικές ζωές του. Όταν έβρισκε κάποιον που πιθανώς να ήταν ένας νέος φίλος, ή μια νέα αγάπη, παραιτούταν από την προσπάθεια να τον προσεγγίσει ήδη από την σκέψη του. Υστέρα μελετούσε αυτό το φαινόμενο μέσα του προσπαθώντας να το δικαιολογήσει, να αποβάλλει την πλήξη του σε ένα χαρτί, δημιουργώντας κιόλας την δική του φιλοσοφική θεωρία. Άλλωστε αυτό ήταν η πηγή της γραφής του, η έλλειψη, η απουσία, που τον οδήγησε σε απόγνωση, μια «θλιμμένη μονοτονία, πλήξη χωρίς νάρκωση». Ο πλούτος που άφησε ήταν η αγάπη που δεν βρήκε ποτέ, η ώθηση στην ανάγκη να γράφει ήταν συνεχής μάταιη προσπάθεια να συμπληρώσει το κενό το οποίο ένιωθε. Μέσα στα γραπτά του εξηγεί πως οδηγήθηκε σε αυτό μέσα από τα παιδικά του χρόνια, πως αυτοκαταδικάστηκε στην μη δράση, αναπτύσσοντας την σταδιακά σε φιλοσοφία που υποτάχθηκε. iii. Ο αλεξανδρινός ποιητής έχει άλλη άποψη. Από τα ποιήματα του μαθαίνουμε ότι θεωρεί πνευματική δειλία το να μην ενδίδει κάποιος στις επιθυμίες του, και είναι λάθος να μην το κάνει, γιατί μόνο έτσι θα κρατά μια ισορροπία στην ζωή του. Εκτός από τα ερωτικά ποιήματα που έχει γράψει δεν είναι λίγες οι φορές που αναφέρεται στο θέμα του ανθρώπου που αποφασίζει να αφεθεί στην απόλαυση . Κάθε ποίημα που γραφεί είναι μια υπενθύμιση στον εαυτό του να τηρεί τον κανόνα που έχει θέσει· Μια απάντηση στην φωνή της λογικής που δημιουργεί κάθε φορά ενοχικές αμφιβολίες και τον δεσμεύει. Το πεζό ποίημα «το σύνταγμα της ηδονής»11 ήταν μια χαρακτηριστική τέτοια υπενθύμιση. Το σύνταγμα της ηδονής Mη ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε περί ευθύνης. Όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας· όταν ριγούν και τρέμουν αι αισθήσεις, άφρων και ασεβής είναι όστις μένει μακράν, όστις δεν ορμά εις την καλήν εκστρατείαν, την βαίνουσαν επί την κατάκτησιν των απολαύσεων και των παθών. Όλοι οι νόμοι της ηθικής - κακώς νοημένοι, κακώς εφαρμοζόμενοι - είναι μηδέν και δεν ημπορούν να σταθούν ουδέ στιγμήν, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας. Mη αφήσης καμίαν σκιεράν αρετήν να σε βαστάξη. Mη πιστεύης ότι καμία υποχρέωσις σε δένει. Tο χρέος σου είναι να ενδίδης, να ενδίδης πάντοτε εις τας Eπιθυμίας, που είναι τα τελειότατα πλάσματα των τέλειων θεών. Tο χρέος σου είναι να καταταχθής πιστός στρατιώτης, με απλότητα καρδίας, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας. Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου και πλανάσαι με θεωρίας δικαιοσύνης, με τας 9. Fernando Pessoa, αποσπ.427,το βιβλίο της ανησυχίας σ.184, β’ τομος 10. «Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.» Καβάφης, Τείχη(1896-97) 11. Πεζό ποίημα, φυλαγμένο στο αρχείο (1894-1897)
61
περί αμοιβής προλήψεις της κακώς καμωμένης κοινωνίας. Mη λέγης, Tόσον αξίζει ο κόπος μου και τόσον οφείλω να απολαύσω. Όπως η ζωή είναι κληρονομία και δεν έκαμες τίποτε δια να την κερδίσης ως αμοιβήν, ούτω κληρονομία πρέπει να είναι και η Hδονή. Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου· αλλά κράτει τα παράθυρα ανοικτά, ολοάνοικτα, {..} H υπηρεσία της ηδονής είναι χαρά διαρκής. Σε εξαντλεί, αλλά σε εξαντλεί με θεσπεσίας μέθας. [..]
Ο ηδονισμός του Καβάφη αποτυπώνεται στα περισσότερα από τα ποιήματα του· Και όταν συγκρούεται με κάποια άλλη σκέψη, η επιθυμία της απόλαυσης επικρατεί αναπόφευκτα, δυνατότερη από κάθε άλλη παρόρμηση. Στο ποίημα «τα επικίνδυνα» μας παρουσιάζει τον Μυρτία, Σύρο σπουδαστή στην Αλεξάνδρεια. Ο Μυρτίας περηφανεύεται ότι καμία προκατάληψη δεν πρόκειται να τον εμποδίσει να παραδοθεί στην ηδονή. Γιατί μόνο έτσι θα ξαναβρίσκει το ασκητικό του πνεύμα όταν θέλει και όχι φοβούμενος τα πάθη του. Το ίδιο θέμα έχει και το ποίημα «επήγα» οπού μιλάει για τα κρασιά που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής, ενώ στο ποίημα «νόησης» παραδέχεται ότι μέσω του εκλύτου του βίου σχεδιαζόταν της τέχνης του η περιοχή. Τα επικίνδινα Είπε ο Μυρτίας (Σύρος σπουδαστής στην Aλεξάνδρεια·){..} «Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη, εγώ τα πάθη μου δεν θα φοβούμαι σα δειλός. Το σώμα μου στες ηδονές θα δώσω, στες απολαύσεις τες ονειρεμένες, στες τολμηρότερες ερωτικές επιθυμίες, στες λάγνες του αίματός μου ορμές, χωρίς κανέναν φόβο, γιατί όταν θέλω {..} στες κρίσιμες στιγμές θα ξαναβρίσκω το πνεύμα μου, σαν πριν, ασκητικό.» [1911]
Επήγα Δεν εδεσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκα κ’ επήγα. Στες απολαύσεις, που μισό πραγματικές, μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν, επήγα μες στην φωτισμένη νύχτα. Κ’ ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής. [1905,1913]
Νόησης Τα χρόνια της νεότητός μου, ο ηδονικός μου βίος – πώς βλέπω τώρα καθαρά το νόημά των. Τί μεταμέλειες περιττές, τί μάταιες.... Αλλά δεν έβλεπα το νόημα τότε. Μέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο μορφώνονταν βουλές της ποιήσεώς μου, σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή. Γι’ αυτό κ’ η μεταμέλειες σταθερές ποτέ δεν ήσαν. Κ’ η αποφάσεις μου να κρατηθώ, ν’ αλλάξω διαρκούσαν δύο εβδομάδες το πολύ. [1918] 62
iv. Η απόλαυση σε έναν χώρο. Η μελέτη για την ερωτική ποίηση, οι πιο βαθιές σκέψεις που κάνει κανείς εξετάζοντας το θέμα του έρωτα και της ηδονής, είναι αποκαλυπτικό στοιχείο για να αντιληφθούμε την σημασία της απόλαυσης στην αρχιτεκτονική· Να απαλλαχθούμε από το κατάλοιπο ότι από την λειτουργία πηγάζει το αισθητικό αφού και ένα κτήριο καθαρά λειτουργικό με φανερά τα δομικά του στοιχεία, τους σωλήνες τα καλώδια και τις λάμπες, γυμνό για το μάτι, είναι και αυτό μια ηδονιστική έμπνευση του αρχιτέκτονα. Αυτό που το κάνει ελκυστικό δεν είναι η ειλικρίνια της κατασκευής, αλλά η απόλαυση του να βλέπεις κάτι απογυμνωμένο όπως πραγματικά είναι. Το πώς αντιμετωπίζει ο καθένας την απόλαυση , τα όρια που της βάζει φαίνονται στον τρόπο που αντιμετωπίζει τον χώρο. Τα όρια είναι απαραίτητα για να μπορεί να σηκώσουν μια κατασκευή και να την κάνουν πραγματική , αλλά αυτό που κάνει ένα αρχιτεκτόνημα ελκυστικό είναι η απόλαυση που έμεινε στο κτήριο. Απόλαυση σε έναν ναό είναι η πνευματικότητα που εμπνέει το εσωτερικό του. Στο κλασικό κτήριο απόλαυση έβρισκαν στην ιδέα της ομοιομορφίας, της μεγαλοπρέπειας, της δύναμης του κέντρου. Στην μοντέρνα αρχιτεκτονική τα νέα υλικά, σίδερο και μπετόν έδωσαν περαιτέρω ελευθερία σε αυτό, με την σημερινή εξέλιξη της τεχνολογίας διευρύνονται ακόμη οι δυνατότητες. Σε μερικές περιπτώσεις όμως τεντώνονται τα όρια στα άκρα χωρίς απαραίτητα να είναι αυτό στοιχείο απόλαυσης αλλά περισσότερο μιας πλασματικής ηδονής. Συχνά το ηδονιστικό στοιχείο στην αρχιτεκτονική, γίνεται εύκολα αντικείμενο κριτικής. Οι κοινωνικά συνειδητοποιημένοι, είναι συχνά καχύποπτοι σε κάτι που αντιβαίνει τους «κανόνες» αισθητικής προς μια εμπειρία του ασυνείδητου. Παρακολουθούμε την μάχη μεταξύ του ορθολογισμού με τον αισθησιασμό στην ιστορία της τέχνης. Που δεν είναι άλλη από την λογική του Απόλλωνα απέναντι στον αισθησιασμό του Διονύσου. Η απόλαυση του χώρου, η εμπειρία ενός ανθρώπου μέσα σε ένα κτήριο δεν είναι εύκολο να ειπωθεί με λόγια. Λεπτές σχέσεις μεταξύ των ερεθισμάτων του χώρου και των αισθήσεων του ατόμου, το μυστήριο του εγκέφαλου, η μνήμη είναι παράγοντες που είναι δύσκολο να αναλυθούν. Η απόλαυση του χώρου είναι άδηλη, τείνει προς την ποιητική του ασυνείδητου γι’ αυτό και η κατανόηση της ποιητικής του χώρου ενσωματώνει τον αρχιτέκτονα σε ένα κόσμο που υπάρχει πέρα από την λογική, υπεύθυνος κάθε ουσιαστικής χωρικής παρέμβασης. Η επαφή της τέχνης με το υποκείμενο είναι και αυτή ένα μυστήριο, η αναζήτηση προς μια φιλική ψυχή είναι ανάγκη κάθε ανθρώπου, και όταν την βρίσκει μπορεί να μάθει κάτι από αυτήν, είναι ένας βοηθός στην προσπάθεια να λύσει την άλυτη εξίσωση του εαυτού της.
63
10_Καβάφης και Πεσσόα μιλούν για την κατοικία τους στο μέλλον. Στο σύνολο του έργου του ο Πεσσόα αναφέρεται στο ζήτημα την φήμης. Φαίνεται ότι υπέφερε γιατί όλα έδειχναν ότι δεν θα γνωρίσει τον έπαινο του δήμου και των σοφιστών. Αλλά δεν ενέδιδε, έγραψε ένα ολόκληρο βιβλίο που εξετάζει το ζήτημα της φήμης και με την μορφή κάθε ετερώνυμου του έκανε αναφορές το θέμα. Βέβαια όλα αυτά έγιναν στην προσπάθεια να καταλάβει πράγματα για εκείνον. Μιλάει για το μεγάλο έργο που δεν έγραψε ποτέ και για την ιδέα της τελειότητας που βάδιζε εναντίον του, επικεφαλής όλων των λεγεώνων του κόσμου. Η απογοήτευση του αυξανόταν. Ο Άλβαρο ντε κάμπος σταματά να γράφει θριαμβικές ωδές και ξεκινάει να αναλύει την αποτυχία του, ο Μπερνάρντο Σοάρες γράφει τα αποσπάσματα μιας μεγαλοφυΐας που πεθαίνει. ο Μπάραο ντε Τέίβε καίει όλα τα χειρόγραφα του. Στο βιβλίο της ανησυχίας ο Πεσσόα εκφράζει την πεποίθηση ότι κάποια στιγμή στο μέλλον, που πια δεν θα του ανήκει, θα βρει επιτέλους πνευματική λύτρωση. «θα με καταλάβουν», «αυτές οι φράσεις που γράφω θα γνωρίσουν επαίνους» αναφωνεί. Η τεράστια αποστασιοποίηση από τον σύγχρονο λογοτεχνικό κόσμο τον έκαναν να στραφεί στο όνειρο του, να γράφει για τις αδελφές ψυχές του στο μέλλον, ελπίζοντας ότι θα βρουν το μπουκάλι που είχε αφήσει στον ωκεανό. Είχε ήδη εγκαταλείψει την ελπίδα ότι θα κάνει μια ζωή ευτυχισμένη· δεν διεκδικούσε πια τον έρωτα ή την αληθινή φιλία, και αυτοκαταδικάστηκε στην μοναξιά του. Μέσα από αλλεπάλληλες απογοητεύσεις σταμάτησε επίσης να ελπίζει ότι θα τύχει αναγνώρισης από τον λογοτεχνικό κόσμο. Συνειδητά λοιπόν πήρε τον ρόλο του ποιητή της αποτυχίας, έβαλε όλα τα γραπτά του σε ένα μπαούλο με ελπίδα ότι κάποτε στο απώτερο μέλλον θα αναγνωριστεί. Είναι μια ομολογία αυτοθυσίας, ανακαλύπτοντας πόση πλήξη μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος που το έργο ζωής του δεν θα το διαβάσει κανείς. Σκέφτεται με «θλιμμένη απόλαυση» ότι κάποια στιγμή θα βρει την «αληθινή οικογένεια του». Μια μέρα ίσως θα καταλάβουν ότι επιτέλεσα όσο κανείς άλλος το εγγενές καθήκον μου να γίνω ο ερμηνευτής ενός μεγάλου μέρους του αιώνα μας. Κι όταν θα το καταλάβουν, θα πρέπει να γράψουν ότι στην εποχή μου δεν με κατάλαβαν, ότι δυστυχώς έζησα ανάμεσα στην αδιαφορία και την ψυχρότητα, κι ότι ήταν πολύ κρίμα που μου έλαχε αυτό. Κι αυτός που θα το γράψει αυτό θα είναι, την εποχή που θα το γράψει, αυτός που δεν θα καταλαβαίνει, όπως αυτοί που με περιβάλλουν σήμερα, τον αντίστοιχό μου εκείνη τη μελλοντική εποχή, γιατί οι άνθρωποι μαθαίνουν μόνο για να χρησιμεύσει η γνώση στους προπάππους τους που ήδη έχουν πεθάνει.1
Σκεπτόμενος την αξία της ποίησης του, την αιτία για την οποία γράφει και το τι νόημα μπορεί να έχουν τα ποιήματα του1 στο πέρασμα του χρόνου, ένας άλλος «Πεσσόα» μετουσιωμένος στον «φύλακα τον κοπαδιών» Αλμπέρτο Καέιρο αναφέρεται στο ίδιο ζήτημα αλλά το αισθάνεται αλλιώς και το εκφράζει αλλιώς. Ο Καέιρο είναι ένας βοσκός που ζει στον αγρό, είναι απαλλαγμένος από την προσωρινότητα της οποίας κοινωνίας του είναι σύγχρονη αφού έχει καταφέρει να «γδυθεί από ότι του έμαθαν». Και σε αυτούς που έχουν την ανάγκη να βάζουν τα πράγματα σε κατηγορίες, ονομάζοντας των υλιστή ποιητή, ο ίδιος απαντά: «εγώ δεν είμαι καν ποιητής, βλέπω.» Όταν θα ξαναδώ την άνοιξη Μπορεί πια να μην βρίσκομαι σε αυτόν τον κόσμο.[…] Μήτε τα άνθη ξανάρχονται, μήτε τα πράσινα φύλλα. Καινούρια είναι τα άνθη, καινούρια τα πράσινα φύλλα. {..}Τίποτα δεν επιστρέφει τίποτα δεν επαναλαμβάνεται, Γιατί όλα είναι πραγματικά.
Ο Καέιρο αναλογίζεται την ζωή του στο πέρασμα του χρόνου. Τα άνθη και τα φύλλα 1. Fernando Pessoa, Μπερνάρντο Σοάρες: Το βιβλίο της ανησυχίας, σ.258
64
που είναι ο ίδιος θα πέσουν και καινούρια θα έρθουν· άρα ότι υπήρξε ο ίδιος δεν θα πάψει να υπάρχει αλλά θα εμφανίζεται χωρίς αυτόν· και αυτό θα επαναλαμβάνεται αιωνία γιατί «τα λουλούδια το ίδιο θα ανθίζουν και τα δέντρα το ίδιο πράσινα θα ναι με την περασμένη άνοιξη». Με αυτόν τον τρόπο επαναδιατυπώνει την έννοια του αιώνια επαναλαμβανόμενου χρόνου, της αιώνιας επιστροφής όπως την είχε χαρακτηρίσει ο Νίτσε (θεωρία που έχει εκφραστεί και επιστημονικά με το «θεώρημα της επανάληψης» του γάλλου μαθηματικού Poincare) με την διαφορά ότι για τον Νίτσε η αιώνια επιστροφή ήταν μια ιδέα παρανοϊκή, το πιο βαρύ βάρος της ύπαρξης που τον κατατρόπωσε: «Αυτή τη ζωή, όπως την έζησες και την ζεις ως τα τώρα, πρέπει να την ξαναρχίσεις από την αρχή, και να την ξαναρχίζεις αδιάκοπα˙ χωρίς τίποτα το καινούργιο˙ αντίθετα, μάλιστα! {..}Η αιώνια κλεψύδρα της … θα ξαναγυρίζει ακατάπαυστα, κι εσύ μαζί της, απειροελάχιστη σκόνη των σκονών!»2
Για τον Αλμπέρτο Καέιρο όμως, έναν βοσκό που ζει γαλήνια στην εξοχή, η αιωνία επανάληψη είναι κάτι που τον παρηγορεί ακόμα και αν δεν γνώρισε ανταμοιβές, μια ιδιότητα του χρόνου, μια αρχή της φύσης αναγκαία για να είναι τα πράγματα όπως πρέπει να είναι. Αισθάνομαι χαρά απέραντη Σαν σκέπτομαι πως ο θάνατος μου δεν έχει σημασία καμία. Αν ήξερα πως αύριο θα πεθάνω Και η άνοιξη θα ερχόταν μεθαύριο Θα πέθαινα ευτυχής, γιατί θ’ αρχόταν μεθαύριο Αν τότε είναι η ώρα της, ποτέ θ’ άπρεπε ν’ άρθει αν όχι στην ώρα της; (Χαίρομαι που όλα είναι πραγματικά και όπως πρέπει Και χαίρομαι γιατί έτσι θα ήταν, ακόμα και αν δεν χαιρόμουν Γι’ αυτό αν πεθάνω τώρα, θα πεθάνω ευχαριστημένος, Γιατί όλα είναι πραγματικά και όπως πρέπει.)
Με το ίδιο σκεπτικό αναφέρεται στην μελλοντική αξία της ποίησης του: Αν πεθάνω νέος χωρίς να εκδώσω κανένα βιβλίο Χωρίς να δω πως είναι οι στίχοι μου με γράμματα τυπογραφείου, Ζητώ αν θελήσουν να λυπηθούν εξαιτίας μου να μην λυπηθούν Αν έτσι έγινε καλώς καμωμένο Ακόμη κι αν οι στίχοι μου δεν τυπωθούν ποτέ, Άρκουν και έτσι την ομορφιά τους αν είναι ωραίοι Αλλά δεν μπορεί να είναι ωραίοι και να μην τυπωθούν, Γιατί οι ρίζες μπορεί να είναι κάτω από την γη Αλλά τα λουλούδια ανθίζουν ελεύθερα στον αέρα για Να τα βλέπουν. Έτσι είναι υποχρεωτικά. Τίποτα δεν μπορεί να το εμποδίσει3
Και πράγματι πόσο μέσα πέφτει με αυτά τα λογία. Παρόλο που πέθανε σε ηλικία 47 2. Friedrich Nietzsche, αφορισμός 341 «το πιο βαρύ βάρος», The gay science, (πηγή: http://physicsgg.me/) 3. Fernando Pessoa, Τα ποιήματα του Αλμπέρτο Καέιρο,
65
ετών εκδίδοντας μόλις ενα βιβλίο στα πορτογαλικά, σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του 20ου αιώνα. Το σπίτι του έχει γίνει μουσείο και οι μελετητές του θα χρειαστούν ακόμη πολλά χρονιά για να επεξεργαστούν το έργο του. Ακόμη και αν δεν χαιρόταν στην ζωή του, που πέρασε μόνος μέσα στο δωμάτιο του, περιπλανώμενος στα δρομάκια τις Λισαβώνας και υπάλληλος σε μια βαρετή δουλειά, ο Πεσσόα, ήταν ευτυχής γιατί ήταν σίγουρος για την αξία του έργου του (το μεγαλείο της ποίησης του), ήξερε πως αύριο θα πεθάνει αλλά η άνοιξη θα έρθει μεθαύριο. Γι’ αυτό και ζητά, να μην λυπηθούνε γι αυτόν γιατί «αν έτσι έγινε , καλώς έγινε» και να μην προσπαθήσουνε να βρούμε κάποια εξήγηση γιατί «η λέξη εξήγηση δεν έχει κανένα νόημα»’. Απεναντίας τους παροτρύνει να χορέψουν γύρο από το φέρετρο του. Αν τους αρέσει, να χορέψουν και να τραγουδήσουν ολόγυρα του. Δεν έχω προτιμήσεις για όταν πια δεν μπορώ να έχω προτιμήσεις. Ό,τι γίνει, όταν θα γίνει, θα είναι αυτό που είναι. αν ερχόντουσαν να με ρωτήσουν τι έκανα, Θα έλεγα: κοίταζα τα πράγματα και τίποτε άλλο. Γι αυτό έχω εδώ μέγα στην τσέπη μου το συμπάν. Κι αν ο θεός με ρωτήσει; Τι είδες εσύ στα πράγματα; Θα απαντήσω: μόνο τα πράγματα Και αν ο θεός έχει την ιδιά γνώμη, θα με κάνει ένα νέο είδος αγίου.
Ο Πεσσόα αντέχει την πλήξη του, έχοντας γνώση της αξίας αυτών που γράφει παρόλο που δεν ξέρει αν θα διαβαστούν ποτέ. Απολαμβάνει την μελλοντική φήμη που θα αποκτήσει, και ισχυρίζεται ότι ποτέ δεν κατάφερε να ζηλέψει κάποιον που έχει καταφέρει «όλα όσα μπορεί κανείς να φτάσει , αν απλώσει το χέρι του». Μεγαλύτερη αρετή γι’ αυτόν την κατέχει ο ανώτερος άνθρωπος, ο υπεράνθρωπος αυτόν που πετυχαίνει ό,τι δεν μπορεί να φτάσει, αυτός που υπερνικάνε την ίδια την πραγματικότητα του κόσμου, μένοντας πιο ζωντανός μετά τον θάνατο του. Η πεποίθηση του για τον ανώτερο άνθρωπο κινείται παράλληλα με την θεωρία του υπεράνθρωπου που διατυπώνει ο Nietzsche στον Ζαρατούστρα. Και οι δυο όπως και ο Καβάφης έβλεπαν αυτήν την πτυχή στον εαυτό τους, σήκωναν το βάρος του υπεράνθρωπου. Οι φημισμένοι σοφοί , το σκυλολόι, η δωρίζουσα αρετή4 για τα οποία μιλάει ο Nietzsche ξεπροβάλουν μέσα από τα κείμενα του Πεσσόα και τα ποιήματα του Καβάφη. Όσο πιο ψηλά είναι ένας άνθρωπος, τόσο πιο πολλά πράγματα πρέπει να στερηθεί. Στην κορυφή υπάρχει θέση μόνο για το μοναχικό ανθρωπο. Όσο πιο τέλειος, πιο πλήρης. Κι όσο πιο πλήρης, λιγότερο άλλος. […] Εγώ ωστόσο, που σ’ αυτή την εφήμερη ζωή δεν είμαι τίποτά, μπορώ να απολαμβάνω το όραμα του μέλλοντος σαν θα διαβάζω αυτή τη σελίδα, γιατί όντως τη γράφω. Μπορώ να καμαρώνω, σαν να ήταν παιδί μου, για τη φήμη που θ’ αποκτήσω, γιατί τουλάχιστον έχω με τι να την αποκτήσω. Και καθώς τα σκέφτομαι όλα αυτά σηκώνομαι απ’ το τραπέζι, και με μια μυστική μεγαλοπρέπεια το αόρατο παράστημά μου σηκώνεται κι αυτό πάνω από το Ντιτρόιτ, το Μίσιγκαν και όλη την πλατεία της Λισαβόνας. […] 4. Friedrich Nietzsche, Έτσι μίλησεν ο Ζαρατούστρα, αποσπάσματα, Δωδώνη (2005), μτφ. Άρης Δικταίος
66
Με αυτού του είδους τις μεταφυσικές ψυχολογίες παρηγορουνται οι ταπεινοί σαν κι εμένα.5
Οι μεταφυσικές αυτές προσεγγίσεις είναι συχνές στο κείμενο του πορτογάλου, ο ίδιος έχοντας ανεπτυγμένη συνείδηση της ειρωνείας φτάνει πολλές φορές να αμφιβάλει για την αμφιβολία του. Το «Δεν οίδα ότι ουδέν οίδα» του Σωκράτη πάει παραπέρα και γίνεται, δεν ξέρω τίποτα, ούτε αν ξέρω ότι δεν ξέρω τίποτα . ii. Τα κρυμμένα Ο Καβάφης φαινόταν σίγουρος όχι μόνο πως η ποίηση του θα επιβίωνε στην δοκιμασία του χρόνου, όσο δυσμενές και αν ήταν το λογοτεχνικό κλίμα της εποχής του, αλλά και πως κάποια μέρα θα έφτανε να καθιερωθεί στα ελληνικά γράμματα. Η φήμη του σήμερα φαίνεται να ξεπερνά ακόμα και τις πιο φιλόδοξες προσδοκίες του. Σε ένα αδημοσίευτο ποίημα του με τίτλο «Κρυμμένα»6 αφήνει και αυτός ένα σημείωμα για τους μελλοντικούς αναγνώστες του· Προβλέπει ότι θα χωρίζονται μάλλον σε αυτούς που θα τον «νιώσουν» ανακαλύπτοντας τον μέσα από τις γωνιές των ποιημάτων του και σε αυτούς που θα «ζητήσουν να βρουν ποιός ήμουν» δηλαδή τους επίδοξους σχολιαστές της προσωπικής τους ζωής. Κρυμμένα Aπ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα να μη ζητήσουνε να βρουν ποιος ήμουν. Εμπόδιο στέκονταν και μεταμόρφωνε τες πράξεις και τον τρόπο της ζωής μου. Εμπόδιο στέκονταν και σταματούσε με πολλές φορές που πήγαινα να πω. Οι πιο απαρατήρητές μου πράξεις και τα γραψίματά μου τα πιο σκεπασμένα — από εκεί μονάχα θα με νιώσουν. Aλλά ίσως δεν αξίζει να καταβληθεί τόση φροντίς και τόσος κόπος να με μάθουν. Κατόπι — στην τελειοτέρα κοινωνία — κανένας άλλος καμωμένος σαν εμένα βέβαια θα φανεί κ’ ελεύθερα θα κάμει. [1908]
Στο πρώτο κομμάτι του ποιήματος αναφέρεται στα εμπόδια που συναντά ζώντας σε μια κοινωνία που δεν τον αφήνει να είναι ελεύθερος. Και τον ανάγκαζαν να ζει σε μια σχεδόν κρυφή ζωή. Εμπόδια7 και προκαταλήψεις που τον έκαναν αρχικα να αποφεύγει να περάσει το ερωτικό στοιχείο στα ποιήματα του. Προτιμά να μην «ζητήσουν να βρουν ποιος ήμουν», να μην σκορπάνε επιφανειακά λογία και αναλύσεις γύρω από την ζωή του8, συνήθειο που έχουν όσοι δεν καταλαβαίνουν το νόημα της τέχνης και εγείρονται από φευγαλέες ανούσιες κριτικές για τη δήθεν αποκάλυψη του Καβάφη. Μα ο ίδιος τους απαντά όσοι θέλουν να καταλάβουν ποιος ηταν, θα το μάθουν μέσω της τέχνης του. 5. Fernando Pessoa ,Το βιβλίο της ανησυχίας, σ.203-204 6. Γραμμένο το 1908 7. Εμπόδια που αργότερα θέλησε να παραμερίσει τολμώντας να δημοσιεύει ειλικρινή ερωτικά ποιήματα με ολοένα και μεγαλύτερη –αλλά ποτέ απόλυτη- ευθύτητα.(Keeley σελ. 70) 8. Πράγματι συζητήσεις και αναλύσεις (κουτσομπολιά) για την προσωπική ζωή του Καβάφη δεν έχουν ακόμα κορεσθεί 100 χρονιά μετά από την γραφή των ποιημάτων του.
67
Στο δεύτερο μέρος εκμυστηρεύεται ότι από «τα γραψίματα μου τα πιο σκεπασμένα» θα τον νιώσουν. Και εκφράζει την πίστη σε μια «τελειότερα κοινωνία» εκεί που κάποιος άλλος που θα φανεί πλασμένος σαν και αυτόν θα είναι ελεύθερος να κινηθεί χωρίς εμπόδια. Ο Καβάφης φέρνει τον μελλοντικό χρόνο μέσα στο ποίημα. Τον καιρό που ζούσε η κοινωνία δεν είναι έτοιμη για να τον αποδεχθεί και του στέκεται εμπόδιο, όμως σε μια «τελειότερη» μελλοντική κοινωνία θα μπορούσε κάποιος άλλος «σαν» και αυτόν να είναι ελεύθερος. Η πίστη του στον μύθο της ιδανικής μελλοντικής κοινωνίας και σε έναν «Καβάφη» που θα επαναληφθεί αποτελεί ένα χρονικό παράδοξο. Τον παρηγορεί που ένας σαν και αυτόν θα είναι τελικά ελεύθερος, αλλά αυτός ποτέ δεν θα υπάρξει, γιατί τα ποιήματα του Καβάφη είναι συνάντηση της Αλεξάνδρειας που έζησε. Η πραγματικότητα που ζει, τα εμπόδια που θέτει η κοινωνία της πόλης του καιρού του οι δυσκολείες είναι η πηγή και η ουσία της ποίησης του. Ένας Καβάφης του μέλλοντος για να είναι καμωμένος σαν και αυτόν θα πρέπει να έρθει και ο ίδιος αντιμέτωπος με την αντίστοιχη έστω «μελλοντική» κοινωνία. Αυτήν την διαπίστωση του Καβάφη ανέλυσε παραπέρα ο Πεσσόα, στο δοκίμιο «Ηρόστρατος» υπογεγραμμένο από τον ίδιο αυτήν την φορά, εξετάζει το ζήτημα της φήμης. Αναλύει το γιατί μια ιδιοφυΐα δεν αναγνωρίζεται από την εποχή της. Αλλά βρίσκει το κοινό της στις επόμενες γενεές. Ό λόγος είναι απλός. Κάθε εποχή εκπορεύεται άπο την κριτική σκέψη τής προγενέστερης εποχής, άπο την αμφισβήτηση τών αρχών πάνω στις όποιες είχε υποδομηθεί ή πολιτισμική της ζωή. Ερχόμενος σέ άντίθεση μέ τήν έποχή του, ο ιδιοφυής άνθρωπος έμμεσα τήν κρίνει, καί κατά συνέπεια άνήκει έμμεσα σέ κάποιο άπο τά ρεύματα τής κριτικής σκέψης τής έποχής πού άκολουθεί. {..}Όσο περισσότερο διαχρονικός είναι ό ιδιοφυής άνθρωπος, τόσο πιο εύκολα θά κατακτήσει τήν εποχή πού έρχεται, 9
Και καθώς γνωρίζουμε ότι ο ίδιος ήταν μια ιδιοφυΐα που δεν αναγνωρίστηκε πλήρως γιατί ξεπερνούσε την εποχή του, καταλαβαίνουμε ότι ο Πεσσόα εξηγούσε ταυτόχρονα γιατί και ο ίδιος δεν επρόκειτο να γίνει γνωστός στην εποχή του. iii. Για την διαχρονική αξία ενός έργου Οι ποιητές μετράνε την αξία τους ανάλογα με την φήμη που αποκτούν ή θα αποκτήσουν τα λόγια τους, αν όχι την περίοδο που ζούνε, αλλά και μετά θανάτον. Είναι ένα θέμα που τους απασχολεί και τους ακολουθεί σε όλη την πορεία τους. οι μεγάλοι ποιητές όταν επανεκτιμούν συνεχώς το έργο τους, και πολλές φορές γράφουν ξέροντας ότι δεν πρόκειται να τους κατανοήσουν όσο είναι εν ζωή. Γράφουν για το μέλλον, εναποθέτουν τα έργα τους στην αιώνια βιβλιοθήκη του κόσμου των ιδεών που δεν γνωρίζει χρονικούς περιορισμούς. Όλο το έργο του ο Πεσσόα το έγραφε γ’ αυτούς που θα τον καταλάβουν κάποτε γι’ αυτό και δεν το κατέστρεψε. Παρομοίως ο Καβάφης, παρόλο που αναγνωρίστηκε, ήξερε ότι μια άλλη εποχή θα τον καταλάβουν. Η τέχνη της ποίησης είναι κατεξοχήν διαχρονική τέχνη, μοναχική τέχνη. Είναι μια τέχνη ματαιοδοξίας «άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει». Αυτή η ιδιότητα της επίγνωσης της διαχρονικής αξίας ενός έργου αφορά ακόμη περισσότερο όσους επιδιώκουν να παρέμβουν στον υλικό κόσμο. Η ευθύνη είναι διπλή στον αρχιτέκτονα που ξέρει ότι ένα κατασκεύασμα δεν παρεμβάλλεται στον χώρο για μια στιγμή, αλλά πιθανόν και για αιώνες. Έχει αποδέκτη την φύση, τους ανθρώπους 9. Fernando Pessoa, Ηρόστρατος ,απόσπασμα 59
68
που θα το χρησιμοποιούν και θα το βλέπουν, ακόμα και μετά τον θάνατο του.
69
70
_Επίλογος Μέσω της μελέτης των ποιημάτων του Καβάφη και Πεσσόα προκύπτουν κοινές θεματολογίες. Τι είναι ο χώρος, ποια είναι η σχέση μας με την πόλη, με το σπίτι, μήπως δεν κοιτάμε από το παράθυρο μήπως δεν βγαίνουμε συχνά στο μπαλκόνι. Μήπως δεν απολαμβάνουμε την μοναξιά που μας προσφέρει η νύχτα. Μήπως δεν ζούμε την περιπέτεια της πόλης, της περιπλάνησης μέσα στους δρόμους και τα μαγαζιά, εκεί που επικοινωνούμε και ανταλλάζουμε βλέμματα. Μήπως έχουμε χαμηλωμένο το βλέμμα όταν περπατάμε, μήπως σκεπτόμαστε ακόμα και το περπάτημα μας. Μήπως μας αρέσει η φυλακή μας, που δεν καταλάβαμε πότε χτίστηκε, αν την χτίσαμε εμείς ή μας την φέραν έτοιμη. Μήπως τελικά κάθε προσωπική φυλακή είχε πάντα ανοιχτή μια εγκοπή, ένα παράθυρο μια πόρτα, λίγο φως από μια ρωγμή. Μήπως αγνοούμε ότι έχουν δεδομένο τα πουλιά. Γιατί κάνουμε ότι κάνουμε, γιατί πηγαίνουμε όπου πηγαίνουμε, άραγε το να γκρεμίσεις είναι το ίδιο σημαντικό με το να χτίζεις; Η μάλλον για να χτίσεις κάτι γερό, πρέπει να έχεις γκρεμίσει ότι ξένο υπήρξε μέσα σου. Όλα αυτά είναι ζητήματα που γεννιούνται μέσα από την ερμηνεία της ποίησης. Όλα αυτά τα ζητήματα απασχολήσαν τον Καβάφη και τον Πεσσόα. Στην ερμηνεία αφιέρωσαν την ζωή τους και την τέχνη τους, είναι εφευρέτες πρωτοπόροι, μιας άνοιξης ενός ρεύματος συναισθηματικής αλήθειας, όσης αλήθειας κάνει ένα λουλούδι να ανθίσει, κάτι που έχουμε σταματήσει να βλέπουμε κάτι που μας αφήνει αδιάφορους, στην χτισμένη εγκεφαλοκρατούμενη πραγματικότητά μας. Λίγοι καταλαβαίνουν έναν άνθρωπο που συγκινείται, ε λοιπόν ο Καβάφης και ο Πεσσόα συγκινήθηκαν και σκέφτηκαν, το ίδιο πολύπλοκα με έναν φυσικό που μιλά για την θεωρία της σχετικότητας, μίλησαν για τον υπεράνθρωπο, την αιωνία επιστροφή, τα σύμβολα και τους κανόνες που επιβάλουν, την αυτοϋποτιμημένη αδιάφορη βαρετή ανθρωπότητά, τον έρωτα και την ηδονή την μέθη αλλά και την απομόνωση την απελπισία την πλήξη την αποτυχία. O Πεσσόα αναφωνεί ότι απέτυχε, Κάποτε ήταν νέος γεμάτος αισιοδοξία, έτοιμος να χτίσει την ζωή του, τώρα όμως βλέπει τον εαυτό του από μακριά και δεν νιώθει τίποτα, γιατί δεν κατάφερε τίποτα. Το ότι δεν ολοκλήρωσε το έργο του ήταν αυτό που τον πονούσε , η απειθαρχία συνδυασμένη με την τελειομανία τον έκαναν να το σχεδιάζει μια ζωή. Δεν ήξερε όμως ότι αυτό που κάνει σήμερα το έργο του μοναδικό είναι η ασυνέχεια του ότι είναι αλλοπρόσαλλο απρόβλεπτο. Από τα αποσπάσματα που άφησε στο μπαούλο καταλαβαίνουμε γιατί ο Πεσσόα ένιωθε ότι έχει το σύμπαν στη τσέπη του. Στην ζωή του ήταν ένα τίποτα αλλά είχε ήδη χτίσει το δικό του λογοτεχνικό κόσμο στα πλαίσια ενός ονείρου, γραμμένου. Ο Καβάφης γεύτηκε το απαγορευμένο φρούτο, τα δύσκολα εύγε. Ανέβηκε πολλά επίπεδα ως ποιητής, και χάραξε μόνος την πορεία του. Δεν χρειάζονται συστάσεις για τον Καβάφη παρά μόνο η ανάγνωση μερικών στίχων «σαν βγείς στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος». Για να πέτυχει την αναγνώριση δεν έκανε καμία έκπτωση, επιλέγοντας να είναι ο ίδιος ο εκδότης, διορθωτής, ερμηνευτής και να έχει τον απόλυτο έλεγχο του έργου του. Ο Πεσσόα θα μπορούσε να ζήλευε τον Καβάφη που ήταν άνθρωπος της δράσης, και λόγο αυτού μπορούσε να ολοκληρώνει και να προπαγανδίζει το έργο του· Και οι δυο όμως ξέρανε ότι αν πεθάνουν αύριο, η αληθινή άνοιξη θα έρθει μεθαύριο στο μέλλον, εκεί που θα έβρισκαν την αληθινή οικογένεια τους. Αυτή η εργασία ήταν μια προσπάθεια χαρτογράφησης της πολυπλοκότητας του συναισθηματικού και διανοητικού κόσμου των δυο ποιητών. Το υλικό που άφησαν είναι μια αστείρευτη πηγή συναισθηματικών σχέσεων με τον χώρο, ένας λαβύρινθος του εγκέφαλου οπού γνώσεις, αισθήσεις, εμπειρίες, μνήμες συνδέονται σε ενα κείμενο. 71
Όλη η βαρύτητα της ύπαρξης τους πέφτει πάνω στα έργο τους καθώς και οι δυο το είχαν σαν απόλυτο και μοναδικό σκοπό. Η μελέτη των κείμενων τους, η εμβάθυνση στις έννοιες που παρουσιάζουν, συναισθηματικές και μεταφυσικές, μας κάνει να κατανοήσουμε την άβυσσο του ψυχικού κόσμου δυο ανθρώπων, μονίμως χαμένων στην σκέψη τους. Διαβάζοντας και συνδέοντας τους δυο ποιητές, κατανοούμε πως επηρεάζει ο χώρος την ψυχολογία ενός ανθρώπου. Ο εγκέφαλος συνδέει τα συναισθήματα με υλικά αντικείμενα, δρόμους και εικόνες. Η ζωή στην πόλη πολλαπλασιάζει αυτά τα ερεθίσματα κάνοντας δύσκολο την αποφυγή συγκρούσεων και πλήξης σε αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον. Ο σύγχρονος άνθρωπος απεγνωσμένα ψάχνει οικείους χώρους για να μπορεί να αφεθεί στην ψυχική γαλήνη, κάθε ψυχή θεωρεί κάτι διαφορετικό ως οικείο ως σπίτι. Για κάποιον σπίτι είναι το διαμέρισμα του για άλλον το γραφείο για άλλον ο δρόμος. Τι γίνεται όμως με αυτούς που δεν έχουν βρει το σπίτι τους, είναι αναγκασμένοι να ψάχνουν μέχρι να το βρουν. Η απόφαση αποδοχής της Αλεξάνδρειας ως το σπίτι του Καβάφη έδωσε τέλος στην αναζήτηση του εαυτού του, ήταν η αρχή για να γράψει το μοναδικό έργο του. Η κατανόηση της πολυπλοκότητας του κόσμου των δυο ποιητών, που όλη τους την ζωή τέντωναν την σκέψη τους στα άκρα είναι πολύτιμη, ένα μάθημα του να αισθάνεσαι.
72
73
Απολείπειν ο θεός Aντώνιον
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί αόρατος θίασος να περνά με μουσικές εξαίσιες, με φωνές— την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει. Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου• μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι, πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο, κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα, ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου, κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις. [1910, 1911]
Κοντεύουν μεσάνυχτα κι άκούγεται ήσυχία, από παντού άπ’ τα σπίτια πού ’ναι τό ’να πάνω στ’ άλλο, άπ’ τούς διαφορετικούς ορόφους οπου συσσωρεύεται ή ζωή... Σταμάτησαν το πιάνο στον τρίτο όροφο... Δεν ακούω πια βήματα στον δεύτερο... Στο ισόγειο τό ράδιο σιώπησε... «Ολα θά κοιμηθούν σέ λίγο... Μένω μονάχος μέ τό σόμπαν ολόκληρο. Δέν θέλω να πάω στο παράθυρο: αν κοιτάξω, πόσα άστέρια! Πόσες μεγάλες σιωπές μείζονες έχει εκεί ψηλά! Τί ούρανός άντι-αστικός!... ’Αντί γι’ αύτό, φυλακισμένος σ’ έναν πόθο τού να μην είμαι φυλακισμένος, ακούω μέ άγωνία τούς θορύβους τής νύχτας... «Ενα αύτοκίνητο — μέ υπερβολική ταχύτητα!— τα βήματα των δυο πού συζητούν μού μιλούν... Ο ήχος άπό μια εξώπορτα πού κλείνει απότομα μέ πονάει... Όλα θα κοιμηθούν σε λιγο... Μόνο εγω αγρυπνώ, ακούγοντας κοιμησμένος... Περιμένοντας κάτι πρίν κοιμηθώ... Κάτι... 9/ 8 /1934 (ένα από τα τελευταία ποιήματα του Πεσσόα απο την ενότητα ο απόμαχος μηχανικός )
76
_Επίμετρο
Τι καταλαβαίνουμε από την λογοτεχνία για την αρχιτεκτονική
Το νόημα της ποιητικής τέχνης, ποτέ δεν είναι η περιγραφή μιας πραγματικής εικόνας αλλά πάντα η δημιουργία μια αίσθησης, ενός ερεθίσματος. Στον Καβάφη και Πεσσόα πόλη δεν είναι η Αλεξάνδρεια και η Λισαβώνα, αλλά μια λογοτεχνική πόλη μια άλλη πόλη που εμπνεύστηκαν από αυτές. Η λογοτεχνία δημιουργεί έναν υποκειμενικό κόσμο που εντοπίζεται στο περιβάλλον μιας πόλης η ενός σπιτιού, δεν αναπαράγει δεν χτίζει κάτι πραγματικό. Αυτή είναι και η διαφορά της από την αρχιτεκτονική. Αν Η αρχιτεκτονική αφηγείται τον χώρο μέσα από έναν πραγματικό υπαρκτό χώρο, η λογοτεχνία θα μπορούσε να είναι η καταγραφή της συναισθηματικής πορείας μέσα σε αυτόν. Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να συνδεθούν αυτές οι δυο τέχνες. Και οι δυο χρησιμοποιούν διαφορετικά εργαλεία με κοινό σημείο αναφοράς την φαντασία Η δύναμη της αφήγησης πηγάζει από την αμεσότητα που το πρόσωπο αποτυπώνει τα συναισθήματα του ακατέργαστα πριν προλάβει να τα εκλογικεύσει ο νους. Τα αισθήματα που προκαλεί ο χώρος καταγράφονται από τους αφηγητές, αφού ο χώρος είναι η σκηνή που διαδραματίζεται το έργο τους. Η μελέτη για τον χώρο και πιο ειδικά για την πόλη, την κατοικία, το δωμάτιο ή την φύση μέσω της λογοτεχνίας και της ποίησης είναι βοηθητικές για έναν αρχιτέκτονα στο να συνειδητοποιήσει τον αντίκτυπο της τέχνης του στους αποδέκτες του παρόντος ή του μέλλοντος. Ένα κτίσμα επιβάλλεται στον χώρο και μαζί με αλλά δημιουργούν μια πόλη. Η άγνοια για τις ψυχικές ανάγκες των υποκειμένων οδηγεί σε δυσβάσταχτα αποτελέσματα. Μια κατοικία θα μπορούσε να μπαίνει σε περιοδικά και να εκπληρώνει αισθητικά καλέσματα, αλλά ποτέ να μην γίνει υποσυνείδητα αποδεκτή απο τον κάτοικο ως σπίτι. Ο νούς χαρτογραφεί όλους τους χώρους που έχει βρεθεί και βιώσει. Μπορούμε στην φαντασία μας να περπατήσουμε σε μια πόλη που έχουμε βρεθεί στο παρελθόν, μπορούμε να κινηθούμε στο σπίτι μας με κλειστά τα ματιά, μπορούμε να φέρουμε φωτογραφίες του παιδικού μας σπιτιού στον νου μας. Πολλές φορές η άγνοια για τις αισθητικές, ψυχολογικές ανάγκες ενός η πολλών υποκειμένων παράγει κτήρια με σαφή κτιριολογικό πρόγραμμα αλλά με λάθος χωρικές εννοιολογικές σχέσεις. Για το πραγματικό βίωμα ενός αρχιτεκτονικού έργου ενός κτηρίου ο αρχιτέκτονας πρέπει να φαντασθεί, να χρησιμοποιήσει της αισθήσεις του. Γιατί η υλοποίηση της φαντασίωσης του- ένας παραγμένος χώρος- θα είναι πεδίο βιώματος άλλων ανθρώπων· και για να είναι ειλικρινής στην τέχνη του πρέπει να αισθανθεί τον άλλον, να αισθανθεί όπως αισθάνονται αυτοί που θα έρχονται σε απόλυτη επαφή με αυτόν. Το αίσθημα για τα αισθήματα των άλλων είναι διάχυτο στο έργο του ποιητή Πεσσόα και Καβάφη. Ο καθένας με τον τρόπο του κάνει επίκληση σε συναισθήματα που μπορεί να νιώσει κάθε ψυχή, συνδυάζοντας λέξεις. Επίκληση που πρέπει να κάνει και ο αρχιτέκτονας στην προσπάθεια του να αντιληφθεί χωρικές έννοεις.
77
_Βιβλιογραφία Λογοτεχνία Fernando Pessoa: -Μπερνάρντο Σοάρες, το βιβλίο της ανησυχίας α’ τόμος, Εξάντας (2004), μτφ. Μαρία Παπαδήμα -Μπερνάρντο Σοάρες, το βιβλίο της ανησυχίας β’ τόμος, Εξάντας (2004), μτφ. Μαρία Παπαδήμα -Τα ποιήματα του Άλβαρο ντε Κάμπος, Gutemberg (2014), μτφ. Mαρία Παπαδήμα -Τα ποιήματα του Αλμπέρτο Καέιρο, Gutenberg (2014), μτφ. Μαρία Παπαδήμα -Η αγωγή του στωικού, Ροές 2009, μτφ. Βασίλης Πουλάκος -Ηρόστρατος, η αναζήτηση της αθανασίας, Gutenberg (2014), μτφ. Χάρης Βλαβιανός -Αλβάρο ντε Κάμπος, Θαλασσινή ωδή, Νεφέλη (2012), μτφ. Μαρία Παπαδήμα Κωνσταντίνος Καβάφης: -Άπαντα τα ποιήματα, Νάρκισσος (2006), επιμ. Σονια Ιλινσκαγια -Ατελή ποιήματα, Ίκαρος (2006), επιμ. Renata Lavagnini Samuel Beckett, Πρόζες 1945-1980, Πατάκη (2013), μτφ. Εριφύλη Μαρωνίτη Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ποιήματα, Διαγωνίου (1998) Friedrich Nietzsche, Έτσι μίλησεν ο Ζαρατούστρα, Δωδωνη (2005), μτφ. Άρης Δικταίος
_Βιβλία ανάλυσης και δοκίμια Edmund Keeley, Η καβαφική Αλεξάνδρεια, Ίκαρος, μτφ. Τζενη Μαστοράκη Richard Zenith, Αναζητώντας τον μελλοντικό χρόνο, Gutenberg, επίμετρο του βιβλιου «Ηρόστρατος», μτφ. Μαρία Παπαδήμα Xάρης Bαλιανάτος, εισαγωγή στο «Hροστρατος» του Pessoa, Gutenberg (2004) Gaston Bachelard, Η ποιητική του χώρου, Xατζηνικολη, μτφ. Ελένη Βέλτσου-Ιωάννα Χατζηνικολή Georg Simmel, The metropolis and mental life (1903) (Πόλη και Ψυχή), 78
Bernard Tscumi, The pleasure of architecture, μτφ. Γιάννης Αίσωπος. Δημητρης Δασκαλόπουλος, «οδός Λέψιους και Άργας, γωνία», O πλαστικός-δομικός και εικαστικός χώρος στην νεοελληνική λογοτεχνία, ομιλία (πρακτικά συνεδρίου ε.μ.π. 1992) Λίζη Τσιριμώκου, Γραμματολογία της πόλης- Λογοτεχνία της πόλης- Πόλεις της λογοτεχνίας, Λωτός F.La Celca, Ενάντια στην αρχιτεκτονική Karsten Harries, Nietzsches labyrinths, Dialogues between philosophy and architecture Umberto Eco, Πως γίνεται μια διπλωματική εργασία, μτφ. Μαριάννα Κονδύλη
_Μελέτη για την περιβαλλοντική ψυχολογία A. E. Parr, In search of a theory, από: Εnviromental psychology: man and his psysical setting, κεφ. 1, εκδ. Holt, Rinehart and Winston, επιμ. H.Proshansky, W. ittelson, L. Rivlin Edward hall, The anthropology of space: an organizing model, από: Εnviromental psychology: man and his psysical setting, κεφ. 2, εκδ. Holt, Rinehart and Winston, επιμ. H.Proshansky, W. ittelson, L. Rivlin Rene dubos, the social environment, από: Εnviromental psychology: man and his psysical setting, κεφ. 19, εκδ. Holt, Rinehart and Winston, επιμ. H.Proshansky, W. ittelson, L. Rivlin Robert Sommer, The ecology of privacy, από: Εnviromental psychology: man and his psysical setting, κεφ. 26, εκδ. Holt, Rinehart and Winston, επιμ. H.Proshansky, W. ittelson, L. Rivlin
Πάνος Κοσμόπουλος, Περιβαλλοντική αντίληψη του αστικού χώρου, Έρευνα για το κέντρο της Θεσσαλονίκης, University studio press (1994) David Canter, Ψυχολογία και αρχιτεκτονική, University Studio Press
_Ντοκιμαντέρ Στέλιος Χαραλαμπόπουλος, Την νύχτα που ο Φερνάντο Πεσσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη (2008), έγχρωμο, 90’ Sophie Fiennes, Slavoj Žižek: The Pervert›s Guide to Ideology (2012)
_Ηλεκτρονικές πηγές www.kavafis.gr,«Ο επίσημος διαδικτυακός τοπος του αρχείου Καβάφη» 79
Mανόλης Σαββίδης, βιογραφια Καβαφη (http://cavafy.gr/kavafology/bio.asp) http://casafernandopessoa.cm-lisboa.pt/, «Ο επίσημος διαδικτυακός τόπος του αρχείου Πεσσόα» http://www.poetryinternationalweb.net/pi/site/poem/item/14822/auto/THEFEELING-OF-A-WESTERNER, Cesário Verde, THE FEELING OF A WESTERNER, (Ο Βέρδε υπηρξε βασικη επιρροή του Πεσσόα και αναφερεται σε αυτόν σε πολλά από τα έργα του, το αποσπασμα ΙΙΙ. απο τα ποιηματα του Αλμπέρτο Καέιρο είναι αφιερομενο σε αυτόν). http://www.nthposition.com/themagicalworldof.php, Gary Lachman, The magical world of Fernando Pessoa, NTHPOSITION online magazine, http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=644758, Ο Πεσόα και το σύμπαν των ετερωνύμων, Βιστωνίτης Αναστάσης. http://physicsgg.me/2011/06/05/, Ο «αιώνιος γυρισμός» του Νίτσε και το «θεώρημα επανάληψης», http://en.wikipedia.org/wiki/Persona http://en.wikipedia.org/wiki/Depersonalization
_Σκίτσα και σχέδια: Χάρης Μπασκόζος
80
ευχαριστώ τους, Νίκο Βίκυ Μιχάλη