Έντυπο με αποσπάσματα του Κόμη Μοντεχρίστου

Page 1

ALEXANDRE DUMAS

Ο ΚΟΜΗΣ ΜΟΝΤΕΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΩΡΙΩ Ν ΑΡΚΟΜ ΑΝΗΣ

GUT E NB E RG

ORBIS LITER°


Γελοιογραϕικὸ πορτρέτο (portrait-charge) τοῦ ᾽Αλέξανδρου Δουμᾶ ἀπὸ τὸν μεγάλο καρικατουρίστα Andrè Gill στὸ περιοδικό του ῾Η Σελήνη (La Lune) στὶς 2.12.1866. ᾽Απεικονίζει τὸν Δουμᾶ καὶ τὸν συνεργάτη του Αὔγουστο Μακέ (August Maquet). Τὸ σκίτσο συνοδεύεται ἀπὸ τήν –ἀπαραίτητη γιὰ τὴ λογοκρίσια– ἰδιόχειρη ἔγκριση τοῦ συγγραϕέα ποὺ λέει τὰ ἑξῆς: «’Εξουσιοδοτῶ τὴν ἐϕημερίδα La Lune νὰ δημοσιεύσει τὸ γελοιογραϕικὸ πορτρέτο μου, μιᾶς ποὺ οἱ γελοιογραϕίες εἶναι τὰ μόνα πορτρέτα ποὺ μοῦ ἔκαναν μέχρι σήμερα καὶ ποὺ μοῦ μοιάζουν». ᾽Επίσης τὸ πορτρέτο συνοδεύεται καὶ ἀπὸ ἕνα σύντομο σκιαγράϕημα τοῦ Δουμᾶ ἀπὸ τὸν μεγάλο ἀναρχικὸ δημοσιογράϕο καὶ συγγραϕέα Ζὺλ Βαλλές (Jules Vallès): « ῎Εχει στὸ ἐνεργητικό του μονομαχίες, ἐρωμένες, χρέη, ὑπῆρξε γλεντζές, συνεπής, ἀνθρώπινος, γενναῖος σὰν τὸν Δὸν Κιχώτη, ἄσεμνος σὰν τὸν Σάντσο ! ῏Ηταν πάντοτε μὲ τοὺς τολμηρούς, καμιὰ ϕορὰ μὲ τοὺς νικητές, – ἀλλὰ ποτὲ δὲν βρόμισε τοὺς ἠττημένους !»


Ο ΚΟΜΗΣ ΜΟΝΤΕΧΡΙΣΤΟΣ ALEXANDRE DUMAS ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΩΡΙΩΝ ΑΡΚΟΜΑΝΗΣ

EDITIO MINOR

GUTENBERG ORBIS LITER Æ


GUTENBERG O R B I S L I T E R° Δ Ι Ε Υ Θ Υ Ν Σ Η

Σ Ε Ι Ρ Α Σ

Α. Κ. Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Δ Ο Υ Λ Ο Υ

E D I T I O

M I N O R


ΜπΟΡΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ βΙβΛΙΟ ΝΑ γΡΑϕΤΗΚΕ πΡΙΝ ΑπΟ 170 ΧΡΟΝΙΑ πΕΡΙπΟΥ, ΑΛΛΑ ΝΟ ΜΙζΕΙΣ ΟΤΙ γΡΑϕΤΗΚΕ ΧΘΕΣ ΤΟ βΡΑΔΥ

προδοσία, πολιτικὲς διώξεις, ἀνάγκη γιὰ δικαιοσύνη, ἔρωτας χωρὶς ὅρους, ἐκδίκηση, ἀπληστία, ἐξουσία, δύ ναμη τοῦ χρήματος, δικαστές, στρατιωτικοί, νεόπλουτοι, ἀνατολίτικα παλάτια, σκοτεινὰ σπήλαια ποὺ κρύβουν κρα τούμενους, θη σαυροὺς ἢ ληστές


῾Η εἰκονογράϕηση εἶναι τῶν P. Gavarni, H. Daumier καὶ A. Gill.


ΑπΟΣπΑΣ Μ ΑΤΑ

1. «Δὲν θὰ καταϕέρω τίποτα μ᾽αὐτοὺς τοὺς δυὸ ἄχρηστους», μουρμούρισε. «Τί νὰ πετύχω μ᾽ἕναν μεθύστακα κι ἕναν θρασύδειλο; ᾽Αντὶ νὰ μεθάει μὲ χολή, ὁ ἕνας γίνεται τύϕλα ἀπὸ τὸ κρασί. ῾Ο ἄλλος ἠλίθιος, τοῦ παίρνουν τὴν ἐρωμένη κάτω ἀπὸ τὴ μύτη του, καὶ τὸ μόνο ποὺ κάνει εἶναι νὰ κλαψουρίζει σὰν παιδάκι καὶ νὰ λυπᾶται τὸν ἑαυτό του. Κι ὅμως, αὐτὸς ἔχει ϕλογερὰ μάτια σὰν τῶν Σπανιόλων, τῶν Σικελῶν ἢ τῶν Καλαβρέζων, ποὺ ξέρουν νὰ ἐκδικοῦνται τόσο γρήγορα καὶ τόσο ἄγρια ἂν τοὺς πειράξεις. ῎Εχει κάτι γροθιὲς ποὺ θά ᾽ριχναν κάτω ἕνα βόδι ὅπως τὸ ρίχνει κάτω μ᾽ ἕνα χτύπημα τῆς βαριᾶς ὁ χασάπης. Σίγουρα ἡ τύχη τοῦ ᾽Εδμόνδου δουλεύει. Θὰ παντρευτεῖ τὴν ὄμορϕη κοπέλα,

5


θὰ γίνει καπετάνιος καὶ θὰ μᾶς περιϕρονεῖ καὶ τοὺς τρεῖς. ᾽Εκτὸς ἄν... (ἕνα παγερὸ χαμόγελο ϕάνηκε στὸ στόμα τοῦ Νταγκλάρ), ἐκτὸς ἂν ἀνακατευτῶ ἐγώ, αὐτοπροσώπως!» πρόσθεσε. — ῎Ει! συνέχισε νὰ γκαρίζει ὁ μισομεθυσμένος Καντερούς, μισοόρθιος, ἀκουμπώντας τὶς γροθιές του στὸ τραπέζι. ῎Ει, ᾽Εδμόνδε! Δὲν βλέπεις τὰ ϕιλαράκια σου, ἢ δὲν μᾶς καταδέχεσαι πιά; — ῎Οχι, ὄχι, ἀγαπητέ μου Καντερούς, ἀπάντησε ὁ Νταντές. Δὲν ἔγινα ψωροπερήϕανος, ἁπλὰ εἶμαι πολὺ εὐτυχισμένος καὶ ξέρεις καλὰ πὼς ἡ εὐτυχία τυϕλώνει περισσότερο κι ἀπὸ τὴν περηϕάνια. —Σὲ καλό σου, ὡραία ἐξήγηση μοῦ ᾽δωσες, εἶπε ὁ Καντερούς. ῎Ω, καλημέρα σας, κυρία Νταντές! ῾Η Μερσέντες ἀνταπέδωσε τὸ χαιρετισμὸ συνοϕρυωμένη. — Δὲν μὲ λένε ἀκόμη ἔτσι, εἶπε. Στὴν πατρίδα μου θεωροῦν γρουσουζιὰ νὰ ϕωνάζουν μιὰ κοπέλα μὲ τ ᾽ὄνομα τοῦ μνηστήρα της πρὶν ὁ ἀρραβωνιαστικὸς γίνει ἐπίσημα σύζυγός της. γι᾽αὐτό, θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ μὲ ϕωνάζετε σκέτα Μερσέντες.

2. — Μπά! Καὶ ποιός τὸν «καταχώρισε» ἔτσι; — ῾Ο βασιλιὰς αὐτοπροσώπως! — ῾Ο βασιλιάς! ᾽Εγὼ νόμιζα πὼς ἦταν ἀρκετὰ ϕιλόσοϕος γιὰ νὰ ξέρει ὅτι στὴν πολιτικὴ δὲν ὑπάρχει ϕόνος. Στὴν πολιτική, ὅπως ξέρεις, ἀγαπητέ μου, τόσο καλὰ ὅσο

6


κι ἐγώ, δὲν ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ὑπάρχουν μόνον ἰδέες. ῎Οχι αἰσθήματα, ἀλλὰ συμϕέροντα. Στὴν πολιτικὴ δὲν σκοτώνεις κάποιον ἄνθρωπο: ἁπλὰ παραμερίζεις ἕνα ἐμπόδιο, αὐτὸ εἶναι ὅλο κι ὅλο. Θέλεις νὰ μάθεις πῶς ἀκριβῶς ἔγιναν τὰ πράγματα; ῎Ε, λοιπόν, θὰ σ ᾽τὸ πῶ ἐγώ. Νομίζαμε ὅτι μποροῦμε νὰ ἐμπιστευτοῦμε τὸν στρατηγὸ Κεσνέλ. Μᾶς τὸν εἶχαν συστήσει ἀπὸ τὴν ῎Ελβα. Κάποιος ἀπὸ ἐμᾶς πάει στὸ σπίτι του καὶ τὸν προσκαλεῖ νὰ ἔρθει στὴν ὁδὸ ῾Αγίου

᾽Ιακώβου, ὅπου ἔχουμε Συνέλευση καὶ ὅπου θὰ συναντήσει καὶ παλιούς του ϕίλους. ῎Ερχεται ἐκεῖ, κι ἐμεῖς τοῦ περιγράϕουμε ὅλες τὶς μελλοντικές μας κινήσεις, τὴν ἀναχώρηση ἀπὸ τὴ νῆσο ῎Ελβα καὶ τὴν ἀπόβαση στὶς γαλλικὲς ἀκτές. Μετά, ἀϕοῦ τ ᾽ἄκουσε ὅλα, τὰ ἔμαθε ὅλα, καὶ δὲν ἔμεινε κρυϕὸ τίποτα ἀπὸ τὰ σχέδιά μας, μᾶς ξεϕουρνίζει πὼς ἔχει γίνει πιὰ βασιλόϕρονας. ᾽Αρχίσαμε καὶ ἀλληλοκοιταζόμαστε. Τὸν βάζουμε νὰ ὁρκιστεῖ, ὁρκίζεται, ἀλλὰ ἔβλεπες πὼς ὁρκιζότανε μὲ μισὴ καρδιά. Νὰ περιμένουμε μπὰς καὶ τὸν τιμωρήσει ὁ Θεός, ὅταν σίγουρα θὰ ἀθετοῦσε τὸν ὅρκο του; ῎Ε, λοιπόν, παρ᾽ὅλ᾽αὐτά, ἀϕήσαμε τὸν στρα-

7


τηγὸ νὰ ϕύγει ἄνετος, τελείως ἐλεύθερος. Δὲν ξαναγύρισε ποτὲ σπίτι του, τί τὰ θέλεις, ἀγαπητέ μου! ᾽Απὸ ἐμᾶς ἔϕυγε σῶος καὶ ἀβλαβής, καὶ μπορεῖ νὰ ἔχασε τὸ δρόμο του, αὐτὸ εἶν᾽ὅλο. ϕόνος! ᾽Αλήθεια, βιλϕόρ, μὲ ἐκπλήσσεις. Κοτζὰμ βασιλικὸς ἀντεισαγγελέας, νὰ χτίζεις μὲ τόσο ἀνεπαρκῆ στοιχεῖα ἕνα τέτοιο κατηγορητήριο. ῞Οταν ἐσύ, ἀσκώντας τὸ ἐπάγγελμά σου ὡς βασιλόϕρονας, στέλνεις ἕναν τύπο νὰ κόψει τὸ κεϕάλι κάποιου ϕίλου μου, ἦρθα νὰ σοῦ πῶ ποτέ, «γιέ μου, διέπραξες ϕόνο»; ῎Οχι. Τὸ μόνο ποὺ θὰ σοῦ ᾽λεγα θὰ ἦταν, «Εὖγε, κύριέ μου. ᾽Αγωνιστήκατε καὶ νικήσατε. Κάποια μέρα θὰ ἔρθει καὶ ἡ ἐκδίκηση». — ᾽Αλλὰ ϕυλάξου, πατέρα. Διότι ὅταν ἐμεῖς πάρουμε ἐκδίκηση, θὰ εἶναι τρομερή.

3. ῾Ο Νταντές, στὴ διάρκεια τοῦ ἐγκλεισμοῦ του, πέρασε ἀπ ᾽ ὅλα τὰ στάδια δυστυχίας ποὺ περνᾶνε κρατούμενοι ξεχασμένοι σὲ κάποια ϕυλακή. Ξεκίνησε μὲ ὑπερηϕάνια, ποὺ εἶναι συνέπεια τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς συναίσθησης γιὰ τὴν ἀθωότητα τοῦ ἔγκλειστου. ῎Επειτα μπῆκε στὸ στάδιο τῆς ἀμϕιβολίας γιὰ τὴν ἀθωότητά του, πράγμα ποὺ δικαιολογοῦσε ἀρκετὰ τὶς ἰδέες τοῦ διευθυντῆ γιὰ τὶς ρίζες τῆς τρέλας. Μετὰ ἡ περηϕάνια ἐξαϕανίστηκε στὴν ἄβυσσο κι ἄρχισε νὰ προσεύχεται, ὄχι ἀκόμη στὸν Θεό, ἀλλὰ στοὺς ἀνθρώπους. ῎Ετσι κι ἀλλιῶς, ὁ Θεὸς εἶναι τὸ τελευταῖο καταϕύγιο. ῞Ενας δυστυχισμένος, ἐνῶ θά ᾽πρεπε νὰ ξεκινάει ἀπὸ τὸν Μεγαλοδύναμο, δὲν ϕτάνει σ ᾽αὐτὸν παρὰ ἀϕοῦ πρῶτα ἔχει ἐξαντλήσει κάθε ἄλλη ἐλπίδα.

8


῾Ο Νταντὲς ἄρχισε νὰ παρακαλάει νὰ τοῦ ἀλλάξουν κελί, βάζοντάς τον σὲ κάποιο ἄλλο, κι ἂς ἦταν τὸ καινούργιο πιὸ σκοτεινὸ καὶ πιὸ βαθιὰ χωμένο στὰ ἔγκατα τῆς γῆς. ᾽Ακόμα καὶ μιὰ δυσμενέστερη ἀλλαγὴ θὰ ἦταν, ἔτσι κι ἀλλιῶς, κάποια ἀλλαγὴ ποὺ θὰ τοῦ ἀποσποῦσε τὴν προσοχὴ γιὰ λίγες μέρες. παρακαλοῦσε νὰ τοῦ παραχωρήσουν προαυλισμό, λίγο καθαρὸ ἀέρα, κανένα βιβλίο, ἐργαλεῖα. Δὲν τοῦ

ἔδωσαν τίποτε ἀπ ᾽αὐτά· ἀλλὰ δὲν τὸν ἔνοιαζε, αὐτὸς ἐξακολούθησε νὰ ὑποβάλλει αἰτήματα καὶ νὰ παρακαλεῖ. Συνήθισε νὰ μιλάει στὸν καινούργιο του δεσμοϕύλακα, παρόλο ποὺ αὐτός –ἂν εἶναι δυνατόν– ἦταν ἀκόμα πιὸ μουγγὸς ἀπ ᾽τὸν παλιό. ᾽Αλλὰ τὸ νὰ μιλάει σὲ ἄνθρωπο, ἀκόμα καὶ σὲ ἀμίλητο, παρέμενε μιὰ εὐχαρίστηση. ῾Ο Νταντὲς μιλοῦσε γιὰ ν ᾽ἀκούει τὸν ἦχο τῆς δικιᾶς του ϕωνῆς· γιατὶ ὅσες ϕορὲς δοκίμαζε νὰ μιλάει ὅταν ἦταν ὁλομόναχος στὸ κελί του, τρόμαζε.

9


4. πράγματι, τὸ ἴδιο κιόλας βράδυ οἱ δύο κρατούμενοι κατάρτισαν ἕνα πρόγραμμα μαθημάτων, ποὺ τό ᾽βαλαν σ ᾽ἐϕαρμογὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη μέρα. ῾Ο Νταντὲς διέθετε τεράστια ἱκανότητα μνήμης κι ἐξαιρετικὴ ἱκανότητα ἀντίληψης: ἡ μαθηματικὴ δομὴ τοῦ ἐγκεϕάλου του τὸν βοηθοῦσε νὰ καταλαβαίνει, βάσει ὑπολογισμῶν, τὰ πάντα. ᾽Απὸ τὴν ἄλλη, ἡ ἔμϕυτη ποίησή του ὡς ναυτικοῦ διόρθωνε ὁτιδήποτε ἔκανε πολὺ ὑλιστικὴ τὴν ἀπόδειξη στὰ προβλήματα. ᾽Απέϕευγε τὴν ξεραΐλα τῶν ἀριθμῶν ἢ τὴν ἀπόλυτη εὐθύτητα τῶν γεωμετρικῶν γραμμῶν. ῎Ετσι κι ἀλλιῶς, ἤξερε ἄπταιστα ἰταλικά, καθὼς καὶ λίγα νεοελληνικά, ποὺ τὰ εἶχε μάθει στὰ ταξίδια του στὴν ᾽Ανατολή. Μὲ τὴ βοήθεια καὶ τῶν γαλλικῶν, μαζὶ μὲ τὰ μαθήματα, κατάλαβε γρήγορα τὸν μηχανισμὸ ὅλων τῶν ἄλλων γλωσσῶν. ῎Ετσι, σὲ ἕξι μῆνες ἄρχισε νὰ μιλάει ἰσπανικὰ καὶ ἀρκετὰ καλὰ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ γερμανικά. ῞Οπως εἶχε βεβαιώσει τὸν ἀβὰ ϕαρία, εἴτε γιατὶ ἡ ὄρεξή του γιὰ μάθηση καὶ μελέτη ἀντικαθιστοῦσε τὸ ὄνειρο τῆς ἐλευθερίας εἴτε γιατὶ ὅπως ἔχουμε πεῖ ἦταν ἕνας ἄντρας ποὺ κρατοῦσε τὸ λόγο του, σταμάτησε κάθε κουβέντα γιὰ ἀπόδραση. Οἱ μέρες περνοῦσαν γρήγορα καὶ γεμάτες γνώσεις γι᾽αὐτόν. Σὲ ἕνα χρόνο, ἦταν ἤδη ἄλλος ἄνθρωπος.

10


῾Ο ἀβὰς Φαρίας καὶ ὁ Νταντές.

11


5. πέρασε λίγη ὥρα ἀπόλυτης σιωπῆς, ὅπου τὸ βλέμμα τοῦ ἀβᾶ, καρϕωμένο στὸ ἀεικίνητο πρόσωπο τοῦ πανδοχέα, δὲν σταμάτησε οὔτε στιγμὴ νὰ ἐξερευνᾶ τὶς ἐκϕράσεις του. — ᾽Εσεῖς τὸ γνωρίσατε αὐτὸ τὸ καημένο τὸ παιδί; ρώτησε ὁ Καντερούς. — Μὲ ϕώναξαν στὸ νεκροκρέβατό του, ἴσα ἴσα γιὰ νὰ τοῦ παράσχω τὶς τελευταῖες παρηγοριὲς τῆς θρησκείας μας. — Καὶ ἀπὸ τί πέθανε; ρώτησε μὲ πνιχτὴ ϕωνὴ ὁ Καντερούς. — ᾽Απὸ τί πεθαίνει κανεὶς στὴ ϕυλακὴ ὅταν εἶναι μόλις τριάντα χρονῶν; ᾽Απὸ τὴν ἴδια τὴ ϕυλακή. ῾Ο Καντεροὺς σκούπισε πάλι τὸν ἱδρώτα ἀπ ᾽τὸ μέτωπό του. —Τὸ περίεργο σὲ ὅλ᾽αὐτά, συνέχισε ὁ ἀβάς, εἶναι πὼς ὁ Νταντὲς στὸ νεκροκρέβατό του ὁρκιζόταν, ϕιλώντας τὸ Σταυρὸ ποὺ τοῦ ἔτεινα, πὼς ἀγνοοῦσε ἀκόμη τὴν πραγματικὴ αἰτία τῆς ϕυλάκισής του. — ᾽Αλήθεια, ἀλήθεια εἶναι, μουρμούρισε ὁ Καντερούς. Δὲν μποροῦσε νὰ ξέρει τὴν αἰτία. ῎Οχι, πάτερ μου, δὲν ἔλεγε ψέματα ὁ ϕουκαρὰς ὁ μικρός. — Μὲ ἄλλα λόγια, μὲ ἐπιϕόρτισε νὰ διαλευκάνω τὰ αἴτια τῆς δυστυχίας του, ποὺ αὐτὸς δὲν μπόρεσε νὰ διαλευκάνει, νὰ ἀποκαταστήσω τὸ ὄνομα καὶ τὴν τιμή του, καὶ νὰ παραδώσω ἄσπιλη τὴ μνήμη του. Τὸ ὅλο καὶ πιὸ διαπεραστικὸ βλέμμα τοῦ ἀβᾶ κατάπιε τὴ σχεδὸν σκοτεινὴ ἔκϕραση ποὺ τύλιξε τὸ πρόσωπο τοῦ Καντερούς.

12


— ῞Ενας πάμπλουτος ῎Αγγλος, συνέχισε ὁ ἀβάς, ποὺ γιὰ καιρὸ ἦταν συγκρατούμενός του, ἀποϕυλακίστηκε τὴν ἐποχὴ τῆς δεύτερης παλινόρθωσης. Αὐτὸς εἶχε στὴν κατοχή του ἕνα διαμάντι πολὺ μεγάλης ἀξίας. Κάποτε ὁ ῎Αγγλος ἀρρώστησε πολὺ βαριά· ὁ Νταντὲς τὸν περιποιήθηκε σὰν νὰ ἦταν ἀδερϕός του καὶ τὸν γιάτρεψε. ῞Οταν ὁ ῎Αγγλος ἀπελευθερώθηκε, θέλησε νὰ δώσει στὸν ᾽Εδμόνδο ἕνα δῶρο σὲ ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης καὶ τοῦ χάρισε τὸ διαμάντι. ῾Ο Νταντές, ἀντὶ νὰ τὸ χρησιμοποιήσει γιὰ νὰ ἐξαγοράσει τοὺς ϕύλακες –ποὺ πιθανὸν νὰ ἔπαιρναν τὸ πετράδι καὶ νὰ τὸν πρόδιναν ἔπειτα–, τὸ ϕύλαξε προσεκτικά, γιὰ νὰ τὸ ἐξαργυρώσει ἂν ποτὲ τὸν ἄϕηναν ἐλεύθερο. γιατὶ, ἔτσι καὶ τὸν ἄϕηναν, ἡ περιουσία του θὰ ἦταν ἐγγυημένη μόνο καὶ μόνο πουλώντας αὐτὸ τὸ διαμάντι. — Δηλαδή, ὅπως λέτε, ρώτησε μὲ ϕλογισμένα μάτια ὁ Καντερούς, πρόκειται γιὰ κάποιο ἀμύθητης ἀξίας διαμάντι; — ῞Ολα εἶναι σχετικά, συνέχισε ὁ ἀβάς, ἀλλὰ γιὰ τὸν ᾽Εδμόνδο εἶχε μεγάλη ἀξία. Αὐτὸ τὸ διαμάντι εἶχε ἐκτιμηθεῖ γιὰ πενήντα χιλιάδες ϕράγκα. —πενήντα χιλιάδες ϕράγκα! τσίριξε ὁ Καντερούς. πρέπει νὰ ἦταν μεγάλο σὰν καρύδι; — Μπά, ὄχι τόσο μεγάλο, εἶπε ὁ ἀβάς, ἀλλὰ μπορεῖτε νὰ τὸ κρίνετε μόνος σας, γιατὶ τὸ κουβαλάω ἐπάνω μου. ῾Ο Καντεροὺς προσπάθησε νὰ μαντέψει ποῦ ἔκρυβε ὁ ἀβὰς στὰ ροῦχα του αὐτὸν τὸ θησαυρό. ᾽Εκεῖνος ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη του ἕνα κουτάκι ἀπὸ μαῦρο σαγκρέν, τὸ ἄνοιξε καὶ ἔδειξε στὰ ἔκθαμβα μάτια τοῦ Καντεροὺς ἕνα λαμπερὸ προϊὸν τῆς ϕύσης, δεμένο σὲ δαχτυλίδι μεγάλης τέχνης.

13


— Καὶ αὐτὸ κοστίζει πενήντα χιλιάδες ϕράγκα; —Χωρὶς τὸ δέσιμο καὶ τὸ δαχτυλίδι, ποὺ κοστίζουν πάρα πολλά, εἶπε ὁ ἀβάς.

῾Ο ἀβὰς Μπουζόνι στὸ πανδοχεῖο τοῦ Καντεροὺς καὶ τῆς Καρκόντ.

14


6. ῾Η διορία ποὺ ἔδωσε ὁ μαντατοϕόρος τοῦ οἴκου Τόμσον καὶ ϕρέντς, ὅταν ὁ Μορὲλ δὲν τὴν περίμενε καθόλου, ϕάνηκε στὸν ϕουκαρὰ τὸν ἐϕοπλιστὴ σὰν κάποιο ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ τυχερὰ γεγονότα ποὺ προμηνύουν σ ᾽ἕναν ἄνθρωπο πὼς ἡ τύχη κουράστηκε νὰ λυσσάει ἐναντίον του. Τὴν ἴδια μέρα διηγήθηκε στὴ γυναίκα, στὴν κόρη του καὶ στὸν ᾽Εμανιὲλ τί συνέβη. ῎Ετσι, στὸ σπίτι ξαναγύρισε λίγη ἐλπίδα, ἂν ὄχι ἠρεμία. Δυστυχῶς ὅμως, ὁ Μορὲλ δὲν εἶχε νὰ κάνει μόνο μὲ τὸν οἶκο Τόμσον καὶ ϕρέντς, ποὺ τοῦ ϕέρθηκε τόσο γενναιόδωρα. ῞Οπως εἶχε πεῖ, στὸ ἐμπόριο ἀνταγωνιστὲς ὑπάρχουν καὶ ὄχι ϕίλοι. ῞Οταν τὸ καλοσκέϕτηκε, δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει τὴ γενναιόδωρη συμπεριϕορὰ τοῦ ἀγγλικοῦ οἴκου πρὸς αὐτόν. Μᾶλλον θὰ ἐπρόκειτο γιὰ κάποια πολὺ ὑπολογιστικὴ συμπεριϕορὰ τοῦ οἴκου· καλύτερα νὰ βοηθήσεις κάποιον ποὺ σοῦ χρωστάει γύρω στὶς τριακόσιες χιλιάδες ϕράγκα, καὶ νὰ τὰ εἰσπράξεις σὲ τρεῖς μῆνες, παρὰ νὰ ἐπισπεύσεις τὴν καταστροϕή του καὶ νὰ πάρεις ἕξι ὣς ἑπτὰ τοῖς ἑκατὸ ἀπὸ τὸ χρέος του. Δυστυχῶς ὅμως, εἴτε ἀπὸ μίσος εἴτε ἀπὸ ἄγνοια, οἱ ἄλλοι πιστωτὲς τοῦ κυρίου Μορὲλ δὲν ἔκαναν παρόμοιες σκέψεις, τὸ ἀντίθετο· τὰ χρέη μὲ τὴν ὑπογραϕὴ τοῦ Μορὲλ ἐμϕανίστηκαν λοιπὸν στὰ ταμεῖα τῶν τραπεζῶν. Μὲ μιὰ εὐλαβικὴ σχολαστικότητα, καὶ χάρη στὴν παράταση ποὺ εἶχε παραχωρήσει ὁ ῎Αγγλος, πληρώθηκαν μέχρι δεκάρας ἀπὸ τὸν Κοκλέ, ὁ ὁποῖος διατήρησε μιὰ μοιρολατρικὴ ἠρεμία. Μόνο ὁ κύριος Μορὲλ σκεϕτόταν μὲ τρόμο τί θὰ εἶχε γίνει ἂν στὶς 15 τοῦ μηνὸς ἔπρεπε νὰ πληρώσει τὶς ἑκατὸ χιλιά-

15


δες ϕράγκα ποὺ ἦταν ἡ πρώτη δόση τοῦ χρέους πρὸς τὸν κύριο ντὲ Μποβίλ, καθὼς καὶ τὶς ἄλλες τριάντα δύο χιλιάδες πεντακόσια ϕράγκα ὀϕειλῶν πρὸς ἄλλους δανειστὲς στὶς 30 τοῦ μηνός. Τί θὰ εἶχε γίνει ἂν δὲν εἶχε πάρει αὐτὴ τὴν οὐρανοκατέβατη παράταση; πρὶν κὰν τελειώσει ὁ μήνας, θὰ ἦταν κατεστραμμένος!

῾Ο καραβοκύρης Μορέλ.

16


῾Η ἐμπορικὴ τάξη τῆς Μασσαλίας θεωροῦσε πὼς λόγω τῶν ἀπανωτῶν συμϕορῶν ὁ Μορὲλ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιβιώσει ἐμπορικά. ῎Ετσι, ὅλοι δοκίμασαν πολὺ μεγάλη ἔκπληξη ὅταν εἶδαν ὅτι στὸ τέλος τοῦ μήνα, μὲ τὴ συνηθισμένη του ἀκρίβεια, πλήρωσε ὅλες του τὶς ὑποχρεώσεις. παρ᾽ὅλα αὐτά, ἡ ἐπιστροϕὴ τῆς ἐμπιστοσύνης στὸ πρόσωπό του δὲν ἐπέστρεψε καὶ ὅλοι τους ὁμόϕωνα στοιχημάτιζαν πὼς ἁπλῶς πῆρε παράταση γιὰ τὴν τελειωτικὴ ἐπίσημη χρεοκοπία του στὸ τέλος τοῦ ἄλλου μήνα.

7. Τότε τοῦ ϕάνηκε πὼς τὰ τρία ἀγάλματα ἐπικέντρωσαν τὸν ἔρωτά τους σὲ ἕναν μόνον ἄντρα, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὸν ἴδιο· ὅτι πλησίαζαν στὸ κρεβάτι ὅπου ὀνειρευόταν, μὲ πόδια ποὺ χάνονταν σὲ ὁλόλευκους μακρεῖς χιτῶνες, μὲ γυμνὸ στῆθος, τὰ μαλλιὰ νὰ κατεβαίνουν σὰν κύματα, μὲ πόζες στὶς ὁποῖες θὰ ὑπέκυπταν καὶ οἱ θεοί καὶ ποὺ μόνον ἕνας ἅγιος ἴσως ἀντιστεκόταν· εἶχαν ϕλογερὸ καὶ σταθερὸ βλέμμα σὰν τοῦ ϕιδιοῦ ὅταν μαγνητίζει τὸ πουλάκι. ῎Ενιωθε πὼς ὑπέκυπτε σ ᾽αὐτὰ τὰ ἐπώδυνα βλέμματα λὲς κι ἦταν ἀγκαλιές, ἡδονικὲς σὰν τὰ ϕιλιά. Τοῦ ϕάνηκε πὼς ἔκλεινε τὰ μάτια, καὶ μὲ τὸ τελευταῖο βλέμμα του διέκρινε, καθὼς κοίταζε τριγύρω, τὸ ντροπαλὸ ἄγαλμα νὰ καλύπτεται ἐντελῶς μὲ τὸ πέπλο του. ῎Επειτα, τὰ μάτια του, ποὺ εἶχε κλείσει μπροστὰ στὸν ἀληθινὸ κόσμο, ἄνοιξαν μαζὶ μὲ τὶς αἰσθήσεις του σὲ ἀνείπωτες ἐμπειρίες. ᾽Ακολούθησε μιὰ ἡδονὴ χωρὶς ὅρια καὶ χωρὶς διάλειμμα, ἕνας ἔρωτας χωρὶς ἀνάπαυση, σὰν αὐτὸν ποὺ ὁ προ-

17


ϕήτης Μωάμεθ ὑποσχόταν στοὺς ἐκλεκτούς του. Τότε ζωντάνεψαν ὅλα αὐτὰ τὰ μαρμάρινα στόματα, ζεστάθηκαν ὅλα αὐτὰ τὰ στήθη, ἐνῶ ἔνιωσε τὴν ἐξουσία τοῦ χασὶς γιὰ πρώτη ϕορά· αὐτὸς ὁ ἔρωτας ἔϕτανε τὰ ὅρια τοῦ πόνου, ἡ ἡδονὴ τὰ ὅρια τοῦ βασανιστηρίου, ἔνιωθε νὰ ἐναλλάσσονται στὰ χείλη του τὰ χείλη τῶν ἀγαλμάτων, εὔκαμπτα καὶ ψυχρὰ ὅπως οἱ δακτύλιοι τοῦ ϕιδιοῦ, ἀλλὰ ὅσο τὰ χέρια του προσπαθοῦσαν νὰ ἀποκρούσουν αὐτὸν τὸν ἄγνωστο ἔρωτα, τόσο οἱ αἰσθήσεις του ὑπέκυπταν στὴ γοητεία τοῦ μυστηριακοῦ ὀνείρου, ἔτσι ὥστε ὕστερ᾽ἀπὸ μιὰ μάχη γιὰ τὴν ὁποία θά ᾽δινε τὴν ψυχή του γιὰ νὰ τὴν κερδίσει, παραδόθηκε τελείως, καὶ στὸ τέλος ἔπεσε λαχανιασμένος, πυρπολημένος ἀπὸ κούραση, ἐξαντλημένος ἀπὸ ἡδονή, γεμάτος ἀπὸ τὰ ϕιλιὰ ποὺ τοῦ ᾽διναν οἱ μαρμαρένιες ἐρωμένες του, μαγεμένος ἐντελῶς ἀπ ᾽αὐτὸ τὸ ἀπίστευτο ὄνειρο.

8. — Μά, ποῦ εἶναι λοιπὸν ὁ αἰχμάλωτος; Δὲν τὸν βλέπω πουθενά, εἶπε ὁ ϕρὰντς κοιτάζοντας ἀνήσυχα γύρω του. — Δὲν ϕαντάζομαι νὰ τοῦ συνέβη τίποτα; ρώτησε ὁ κόμης σμίγοντας τὰ ϕρύδια του. — ῾Ο αἰχμάλωτος εἶναι ἐδῶ, εἶπε ὁ βάμπα δείχνοντας πρὸς τὸ ἄνοιγμα μπροστὰ ἀπὸ τὸ ὁποῖο περιπολοῦσε ὁ σκοπός. Θὰ πάω ὁ ἴδιος νὰ τοῦ ἀναγγείλω προσωπικὰ πὼς εἶναι ἐλεύθερος. ῾Ο ἀρχηγὸς προχώρησε πρὸς τὸ μέρος ποὺ εἶχε δείξει ὁ ἴδιος σὰν ϕυλακὴ τοῦ ᾽Αλβέρτου, ἐνῶ ὁ ϕρὰντς καὶ ὁ κόμης τὸν ἀκολούθησαν.

18


—Τί κάνει ὁ αἰχμάλωτος; ρώτησε ὁ βάμπα τὸν σκοπό. —Μά τὴν πίστη μου, ἀρχηγέ, ἀπάντησε αὐτός, δὲν ἔχω ἰδέα. ᾽Εδῶ καὶ μία ὥρα δὲν τὸν ἔχω ἀκούσει νὰ σαλεύει. — ᾽Ελᾶτε, ᾽Εξοχότατε, εἶπε ὁ βάμπα. ῾Ο κόμης καὶ ὁ ϕρὰντς ἀνέβηκαν ἑϕτὰ-ὀχτὼ σκαλοπάτια ἔχοντας γιὰ ὁδηγὸ τὸν βάμπα, ποὺ τράβηξε ἕνα σύρτη καὶ ἄνοιξε τὴν πόρτα.

῾Ο ᾽Αλβέρτος στὴ σπηλιὰ τῶν ληστῶν.

19


Τότε, κάτω ἀπὸ τὸ ϕῶς μιᾶς λάμπας ἴδιας μ᾽ ἐκείνη ποὺ ϕώτιζε τὸ columbarium, εἶδαν τὸν ᾽Αλβέρτο τυλιγμένο μ᾽ἕνα μανδύα ποὺ τοῦ εἶχε δανείσει κάποιος ληστής, ξαπλωμένο σὲ μιὰ γωνιὰ νὰ κοιμᾶται βαθιά. — ῎Αντε! εἶπε ὁ κόμης μ᾽ἐκεῖνο τὸ ἰδιαίτερο χαμόγελό του· γιὰ κάποιον ποὺ θὰ τὸν ντουϕέκιζαν στὶς ἑϕτὰ τὸ πρωί, δὲν περνάει καὶ ἄσχημα! ῾Ο βάμπα κοίταζε μὲ κάποιο θαυμασμὸ τὸν ᾽Αλβέρτο ποὺ κοιμόταν· ἔβλεπες πὼς δὲν ἦταν ἀναίσθητος μπροστὰ σὲ μιὰ τέτοια ἐκδήλωση θάρρους καὶ γενναιότητας. — Δίκιο ἔχετε, κύριε κόμη, εἶπε, αὐτὸς ὁ ἄντρας σίγουρα πρέπει νὰ εἶναι ϕίλος σας.

9. ᾽Απὸ τὸ σαλόνι πέρασαν στὴν κρεβατοκάμαρα. Αὐτὴ ἀπέπνεε κομψότητα καὶ αὐστηρὸ γοῦστο. ᾽Εκεῖ ὑπῆρχε μόνο ἕνα πορτρέτο, ἀλλὰ ὑπογεγραμμένο ἀπὸ τὸν Λεοπόλδο Ρομπέρ, ποὺ ἄστραϕτε μέσα στὴν κορνίζα του ἀπὸ μὰτ χρυσό. Αὐτὸ τὸ πορτρέτο τράβηξε ἐξαρχῆς τὸ βλέμμα τοῦ κόμη Μοντεχρίστου, γιατὶ ἔκανε τρία γρήγορα βήματα μέσα στὸ δωμάτιο καὶ σταμάτησε ξαϕνικὰ μπροστά του. παρίστανε μιὰ νεαρὴ γυναίκα εἴκοσι πέντε μὲ εἴκοσι ἕξι χρονῶν, μελαχρινή, μὲ μάτια ὅλο ϕωτιὰ ποὺ τὰ σκίαζαν αἰσθαντικὲς βλεϕαρίδες· ϕοροῦσε τὰ γραϕικὰ ροῦχα Καταλανῆς ψαροῦς, μὲ τὸ μαῦρο καὶ κόκκινο ἐϕαρμοστὸ μπλουζάκι καὶ τὶς χρυσὲς ϕουρκέτες καρϕωμένες στὰ μαλλιά· ἀγνάντευε τὴ θάλασσα, καὶ ἡ κομψὴ σιλουέτα της διαγραϕόταν στὸ διπλὸ γαλάζιο τ ᾽οὐρανοῦ καὶ τῶν κυμάτων. Τὸ

20


δωμάτιο ἦταν σκοτεινὸ κι ἔτσι ὁ ᾽Αλβέρτος δὲν μπόρεσε νὰ δεῖ τὴ θανάσιμη χλομάδα ποὺ ἁπλώθηκε στὸ πρόσωπο τοῦ κόμη, οὔτε νὰ διακρίνει τὸ νευρικὸ τρέμουλο ποὺ πέρασε ἀπὸ τοὺς ὤμους καὶ τὸ στῆθος του. γιὰ λίγο ἐπικράτησε σιωπὴ στὸ δωμάτιο, ἐνῶ τὰ μάτια τοῦ Μοντεχρίστου ἔμεναν συνεχῶς καρϕωμένα μὲ πεῖσμα σ ᾽αὐτὴ τὴ ζωγραϕιά.

῾Η Μερσέντες στὰ Καταλάνικα.

21


10. ῞Οπως εἴχαμε πεῖ, ἡ νεαρὴ ῾Ελληνίδα ζοῦσε σ ᾽ἕνα διαμέρισμα τελείως χωριστὰ ἀπὸ τὸ διαμέρισμα τοῦ κόμη. ῞Ολο αὐτὸ τὸ διαμέρισμα ἦταν ἐπιπλωμένο καὶ διακοσμημένο ἐντελῶς μὲ τὸν ἀνατολίτικο τρόπο: δηλαδή, τὰ πατώματα ἦταν καλυμμένα μὲ παχιὰ τούρκικα χαλιά, βαριὰ μπροκὰρ ὑϕάσματα κάλυπταν τοὺς τοίχους, καὶ σὲ κάθε δωμάτιο, περιϕερειακά, δέσποζαν συνεχόμενα ϕαρδιὰ ντιβάνια μὲ σωροὺς ἀπὸ ὑπέροχα μαξιλάρια, ποὺ μετακινοῦνταν ἀνάλογα μὲ τὴ βούληση ὅσων κάθονταν ἐκεῖ. ῾Η Χάιδω εἶχε στὴν ὑπηρεσία της τρεῖς γαλλίδες καὶ μία ῾Ελληνίδα. Οἱ τρεῖς γαλλίδες παρέμεναν πάντοτε στὸ μπροστινὸ δωμάτιο, ἕτοιμες νὰ τρέξουν στὸν πρῶτο ἦχο ποὺ θὰ ἔκανε ἕνα χρυσὸ κουδουνάκι καὶ νὰ ὑπακούσουν στὶς διαταγὲς τῆς Ρωμιᾶς σκλάβας, ἡ ὁποία γνώριζε ἀρκετὰ γαλλικὰ ὥστε νὰ μεταδίδει τὴ θέληση τῆς κυρίας της στὶς τρεῖς καμαριέρες. ῾Ο Μοντεχρίστος αὐτοπροσώπως εἶχε συστήσει σ ᾽ αὐτὲς τὶς τρεῖς ὅτι ἔπρεπε νὰ ϕέρονται στὴ Χάιδω σὰν νὰ ἦταν βασίλισσα. ῾Η νέα ἦταν στὸ πιὸ ἀπομακρυσμένο δωμάτιο τοῦ διαμερίσματός της. Δηλαδή, σ ᾽ἕνα εἶδος κυκλικοῦ μπουντουάρ, ϕωτιζόμενου ἀπὸ τὴν ὀροϕή, ἀπ ᾽ὅπου τὸ ϕῶς ἔμπαινε μέσ ᾽ ἀπὸ ρὸζ τζάμια. ῏Ηταν ξαπλωμένη στὸ πάτωμα, πάνω σὲ μπλὲ μεταξωτές, κεντημένες μὲ ἀσημοκλωστὴ μαξιλάρες, μισογερμένη πρὸς τὰ πίσω στὸ ντιβάνι, στεϕανώνοντας νωχελικὰ τὸ κεϕάλι της μὲ τὸ δεξί της μπράτσο. Μὲ τὸ ἀριστερὸ κράταγε τὸ κοραλλένιο στόμιο στὸ ὁποῖο ἦταν στερεωμένη ἡ εὐλύγιστη καπνοσύριγγα ἑνὸς ναργιλέ, ποὺ δὲν

22


Κόμης Μοντεχρίστος καὶ Χάιδω.

23


ἄϕηνε τὸν καπνὸ νὰ ϕτάσει στὸ στόμα της παρὰ ἀϕοῦ περνοῦσε πρῶτα ἀπὸ τὴ ϕιάλη κι ἀρωματιζόταν μὲ νερὸ καὶ μοσχολίβανο. Τὴ στάση της, ϕυσικότατη γιὰ μιὰ γυναίκα τῆς ᾽Ανατολῆς, γιὰ νὰ τὴν πετύχει μιὰ γαλλίδα θὰ ἔκανε τόση προσπάθεια, ποὺ θὰ ϕαινόταν κάπως προσποιητὰ ϕιλάρεσκη. ῞Οσο γιὰ τὸ ντύσιμό της... ϕοροῦσε μιὰ πλούσια ἠπειρώτικη στολή· δηλαδή, ἕνα στενὸ παντελόνι ἀπὸ λευκὸ σατέν, διακοσμημένο μὲ ρὸζ λουλούδια, ποὺ ἄϕηνε γυμνὰ δύο ὑπέροχα, σχεδὸν παιδικὰ πόδια, ϕτιαγμένα λὲς ἀπὸ μάρμαρο τῆς πάρου, ποὺ ἔπαιζαν μὲ δύο πασούμια μὲ γυριστὲς πρὸς τὰ πάνω μύτες καὶ ἦταν στολισμένα μὲ χρυσὸ καὶ μαργαριτάρια· ἕνα σεγκούνι μὲ γαλάζιες καὶ λευκὲς ρίγες, μὲ ϕαρδιὰ μανίκια μὲ ἀνοίγματα γιὰ τὰ μπράτσα, μὲ μπουτονιέρες ἀπὸ ἀσήμι καὶ κουμπιὰ ἀπὸ μαργαριτάρια· τέλος, ἕνα εἶδος κορσὲ ποὺ ἄϕηνε καθὼς ἄνοιγε στὸ ντεκολτὲ νὰ ϕαίνονται ὁ λαιμὸς καὶ ἡ ἀρχὴ τοῦ στήθους, κι ἔκλεινε πιὸ κάτω μὲ τρία κουμπιὰ ἀπὸ μεγάλα διαμάντια. ῞Οσο γιὰ τὸ κάτω μέρος τοῦ κορσὲ καὶ τὸ πάνω μέρος τοῦ παντελονιοῦ, χάνονταν κάτω ἀπὸ ἕνα ἀπ ᾽αὐτὰ τὰ ϕαρδιὰ ζωνάρια μὲ τὰ ζωηρὰ χρώματα καὶ τὰ ἁπαλὰ κρόσσια ποὺ ἀποτελοῦν ἁμαρτωλὸ ὄνειρο γιὰ τὶς κομψές μας παριζιάνες. Τὸ κεϕάλι της ἦταν καλυμμένο στὴν κορυϕὴ μ᾽ἕνα ὁλόχρυσο σκουϕάκι κεντημένο μὲ πέρλες, γερμένο στὸ πλάι, καὶ στὴν πλευρὰ ποὺ ἔγερνε, ἕνα ϕυσικὸ κατακόκκινο τριαντάϕυλλο ξεπρόβαλλε μαζὶ μ᾽ἕναν καταρράχτη ἀπὸ τόσο μαῦρα μαλλιά, ποὺ νόμιζες πὼς εἶχαν μπλὲ ἀνταύγειες. ῞Οσο γιὰ τὴν ὀμορϕιὰ τοῦ προσώπου... ἦταν ἡ ἑλληνικὴ ὀμορϕιὰ σὲ ὅλη τὴν τελειότητα τοῦ τύπου της, μὲ τὰ κατάμαυρα βελούδινα μάτια, τὴν ἴσια μύτη, τὰ κοραλλένια χείλη καὶ

24


τὰ μαργαριταρένια δόντια. Τέλος, σ ᾽ αὐτὸ τὸ ἀπίστευτα ὄμορϕο σύνολο, τὸ ἄνθος τῆς νεότητας εἶχε σκορπίσει ὅλη τὴ λάμψη κι ὅλο του τὸ ἄρωμα. ῾Η Χάιδω ἦταν μόλις δεκαεννιὰ μὲ εἴκοσι χρονῶν.

11. — Κύριε, ξανάρχισε ἡ κόμισσα μετὰ ἀπὸ δέκα λεπτὰ ἀμίλητου περιπάτου, εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔχετε δεῖ πολλά, ἔχετε ταξιδέψει πολὺ κι ἔχετε ὑποϕέρει πολύ; —πράγματι, ἔχω ὑποϕέρει πολύ, πάρα πολύ, κυρία, ἀπάντησε ὁ Μοντεχρίστος. — Καὶ τώρα; Τώρα εἶστε εὐτυχισμένος; —Χωρὶς ἄλλο, κυρία, ἀπάντησε ὁ κόμης, γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ μ᾽ἔχει ἀκούσει νὰ παραπονιέμαι. — Καὶ ἡ τωρινή σας εὐτυχία μαλάκωσε καθόλου τὴν ψυχή σας; — ῾Η σημερινή μου εὐτυχία εἶναι ὅση ἦταν ἡ δυστυχία ποὺ πέρασα, εἶπε ὁ κόμης. —Εἴσαστε παντρεμένος; ρώτησε ἡ κόμισσα. — ᾽Εγώ, παντρεμένος; ἀπάντησε ἀνατριχιάζοντας ὁ Μοντεχρίστος. ποιός μπόρεσε νὰ σᾶς πεῖ κάτι τέτοιο; — Δὲν μοῦ τὸ εἶπε κανένας, ἀλλὰ σᾶς ἔχουν δεῖ πάμπολλες ϕορὲς στὴν ῎Οπερα νὰ συνοδεύετε μία πολὺ ὄμορϕη καὶ πολὺ νέα γυναίκα. —πρόκειται γιὰ κάποια σκλάβα ποὺ ἀγόρασα στὴν Κωνσταντινούπολη, κυρία, εἶναι κόρη ἑνὸς πρίγκιπα καὶ τὴν ἔχω σὰν κόρη μου, εἶναι ὁ μόνος ἄνθρωπος στὸν κόσμο γιὰ τὸν ὁποῖο αἰσθάνομαι στοργή.

25


Κόμης Μοντεχρίστος καὶ Μερσέντες.

26


— Δηλαδή, ζεῖτε μόνος σας; — ζῶ μόνος μου. — Δὲν ἔχετε ἀδερϕή... γιό... πατέρα; — Δὲν ἔχω κανέναν. — Καὶ πῶς μπορεῖτε νὰ ζεῖτε ἔτσι, χωρὶς τίποτα νὰ σᾶς κρατάει στὴ ζωή; — Δὲν εἶναι δικό μου τὸ λάθος, κυρία. Στὴ Μάλτα ἀγαποῦσα μιὰ κοπέλα ποὺ σκόπευα νὰ τὴν παντρευτῶ. Τότε ξέσπασε ὁ πόλεμος, ὁ ὁποῖος σὰν ἀνεμοστρόβιλος μὲ πῆρε μακριά της. Εἶχα πιστέψει ὅτι μ᾽ἀγαποῦσε ἀρκετὰ ὥστε νὰ μὲ περιμένει, ἢ νὰ μείνει πιστὴ ἔστω στὴ μνήμη μου. ῞Οταν ἐπέστρεψα, εἶχε παντρευτεῖ. Εἶναι μιὰ συνηθισμένη ἱστορία γιὰ πολλοὺς εἰκοσάρηδες. ᾽Εγὼ ἴσως εἶχα πιὸ ἀδύναμη καρδιὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους κι ἔτσι ὑπέϕερα πολὺ περισσότερο ἀπ ᾽ὅ,τι ἄλλοι στὴ θέση μου. Αὐτὸ εἶναι ὅλο. ῾Η κόμισσα κοντοστάθηκε γιὰ λίγο, σὰν νὰ τὸ ἔκανε γιὰ νὰ πάρει ἀνάσα. — Μάλιστα, εἶπε, καὶ κρατήσατε στὴν καρδιά σας αὐτὸν τὸν ἔρωτα... ᾽Αγαπᾶς μόνο μία ϕορά... Καί... αὐτὴ τὴ γυναίκα... τὴν ξαναείδατε; —ποτέ. —ποτέ; — Δὲν ξαναγύρισα ποτὲ στὸν τόπο ὅπου βρίσκεται αὐτή. —Στὴ Μάλτα; — Ναί, στὴ Μάλτα. — Δηλαδή, αὐτὴ εἶναι ἀκόμη στὴ Μάλτα; — ῎Ετσι μοῦ ϕαίνεται. — Καὶ τὴ συγχωρήσατε γι᾽αὐτὰ ποὺ σᾶς ἔκανε νὰ ὑποϕέρετε; — Αὐτήν; Ναί.

27


— Μόνον αὐτήν, δηλαδή. ᾽Εκείνους ποὺ σᾶς χώρισαν ἀπ ᾽αὐτὴν τοὺς μισεῖτε ἀκόμη; ῾Η κόμισσα, χωρὶς νὰ περιμένει ἀπάντηση, στάθηκε ἀπέναντι στὸν Μοντεχρίστο· κρατοῦσε ἀκόμη στὸ χέρι της ἕνα τσαμπὶ ἀπὸ τὸ μυρωδάτο σταϕύλι. —πάρτε το, εἶπε. — Κυρία μου, δὲν τρώω ποτὲ μοσχάτο, εἶπε αὐτὸς μ᾽ ἕναν τρόπο λὲς καὶ δὲν εἶχαν ξανασυζητήσει αὐτὸ τὸ θέμα. ῾Η κόμισσα πέταξε τὸ τσαμπάκι στὸν πιὸ κοντινὸ θάμνο μὲ μιὰν ἀπελπισμένη κίνηση. — Ξεροκέϕαλε, ἀδιόρθωτε! μουρμούρισε. ῾Ο Μοντεχρίστος ἔμεινε τόσο ἀπαθής, λὲς κι αὐτὴ ἡ μομϕὴ ἀπευθυνόταν σὲ κάποιον ἄλλο. ᾽Εκείνη τὴ στιγμὴ ἔϕτασε τρέχοντας ὁ ᾽Αλβέρτος.

12. ῾Ο βιλϕὸρ προχώρησε ἄλλο ἕνα βῆμα. Τὸ σῶμα τῆς γυναίκας του εἶχε πέσει μὲ τέτοιον τρόπο, ὥστε ἔκλεινε τὴν πόρτα τοῦ μπουντουὰρ ὅπου ὑποχρεωτικὰ θὰ βρισκόταν ὁ ᾽Εδουάρδος. Τὸ πτῶμα ἔμοιαζε νὰ ἀγρυπνᾶ στὸ κατώϕλι. Εἶχε τὰ μάτια ἀνοιχτὰ καὶ ἀκίνητα, ἐνῶ ἕνα μυστηριῶδες καὶ ϕρικαλέο χαμόγελο ὅλο εἰρωνεία εἶχε παγώσει στὰ χείλη του. πίσω ἀπὸ τὸ πτῶμα, ἡ μισάνοιχτη πόρτα ἄϕηνε νὰ δεῖς ἕνα μέρος τοῦ μπουντουάρ, ἕνα ὄρθιο πιάνο καὶ τὴν ἄκρη ἑνὸς ντιβανιοῦ σκεπασμένου μὲ μπλὲ σατέν. ῾Ο βιλϕὸρ ἔκανε τρία-τέσσερα βήματα πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ εἶδε τὸ παιδί του ξαπλωμένο στὸ ντιβάνι. Χωρὶς ἀμϕιβολία, τὸ παιδὶ κοιμόταν. ῾Ο δύστυχος εἶχε ἕνα ξέσπα-

28


῾Ο Βιλϕὸρ βρίσκει νεκροὺς τὴ σύζυγο καὶ τὸν γιό του.

29


σμα ἀνείπωτης χαρᾶς. Μέσα σ ᾽αὐτὴ τὴν κόλαση ποὺ ζοῦσε, ἔμοιαζε σὰν νὰ κατέβηκε μιὰ ἀκτίνα πεντακάθαρου ϕωτός. ῎Αρα, τὸ μόνο ποὺ τοῦ ἔμενε νὰ κάνει ἦταν νὰ περάσει πάνω ἀπὸ τὸ πτῶμα, νὰ μπεῖ στὸ μπουντουάρ, νὰ πάρει τὸ παιδὶ στὰ χέρια του κι ἔπειτα νὰ ϕύγει μαζί του μακριά, μακριά, πολὺ μακριά. ῾Ο βιλϕὸρ δὲν ἦταν πιὰ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἡ ὑπερβολικὴ διαϕθορά του τὸν κάνει νὰ ϕαίνεται σὰν τὸ ἀρχέτυπο τοῦ πολιτισμένου ἀνθρώπου. περισσότερο ἔμοιαζε μὲ μιὰ θανάσιμα πληγωμένη τίγρη, ποὺ στὸ τελευταῖο της δάγκωμα ἔχει ἀϕήσει τὰ δικά της σπασμένα δόντια. Τώρα πιὰ δὲν ϕοβόταν τὶς προκαταλήψεις, ἀλλὰ τὰ ϕαντάσματα. πῆρε ϕόρα καὶ πήδησε πάνω ἀπὸ τὸ πτῶμα, σὰν νὰ πήδαγε πάνω ἀπὸ μία καταστροϕικὴ πυρά. ῞Αρπαξε στὰ χέρια του τὸ παιδί, σϕίγγοντάς το, ταρακουνώντας το ἢ ϕωνάζοντάς του· τὸ παιδὶ δὲν ἀπαντοῦσε καθόλου. Κόλλησε τὰ στεγνά του χείλη στὰ μάγουλα τοῦ γιοῦ του, ποὺ ἦταν παγωμένα καὶ ὠχρά· ψαχούλεψε τὰ κοκαλωμένα μέλη του. ῎Εβαλε τὴν παλάμη στὴν καρδιὰ τοῦ παιδιοῦ, ἀλλὰ δὲν ἔνιωσε κανένα χτύπο. Τὸ παιδὶ ἦταν νεκρό.

13. Εὐθὺς ἀμέσως, ἕνα πελώριο ἀκτινοβόλο ϕῶς ἀπὸ ἕνα διπλανὸ δωμάτιο, ἢ καλύτερα ἀπὸ ἕνα ὑπέροχο ἀνάκτορο, πλημύρισε τὴν αἴθουσα ὅπου ὁ Μορὲλ εἶχε ἐγκαταλειϕθεῖ στὴ γλυκιά του ἀγωνία. Τότε διέκρινε στὸ κατώϕλι αὐτῆς τῆς αἴθουσας, στὸ ὅριο τῶν δύο δωματίων, μιὰ γυναίκα ἐκπληκτικῆς ὀμορϕιᾶς. Χλομὴ καὶ χαμογελώντας

30


γλυκά, ἔμοιαζε μὲ τὸν ἄγγελο τοῦ ᾽Ελέους ὁ ὁποῖος διώχνει τὸν ἄγγελο τῆς ᾽Εκδίκησης. «Μήπως ἄνοιξε ὁ οὐρανὸς γιὰ νὰ μὲ ὑποδεχθεῖ;» σκέϕτηκε ὁ ἑτοιμοθάνατος. «Αὐτὸς ὁ ἄγγελος μοιάζει μ’ αὐτὸν ποὺ ἔχασα». ῾Ο Μοντεχρίστος ἔδειξε στὴ νεαρὴ γυναίκα τὸ ντιβάνι ὅπου ἀναπαυόταν ὁ Μορέλ. Αὐτὴ τὸν πλησίασε, μὲ τὰ χέρια ἑνωμένα καὶ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη. «βαλεντίνη! βαλεντίνη!» ϕώναξε ὁ Μορὲλ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του. ῞Ομως ἀπὸ τὸ στόμα του δὲν βγῆκε οὔτε ἕνας ἦχος· καὶ σὰν νὰ εἶχαν ἑνωθεῖ ὅλες οἱ δυνάμεις του σ ᾽αὐτὴ τὴν ἐσωτερικὴ συγκίνηση, ἀναστέναξε κι ἔκλεισε τὰ μάτια. ῾Η βαλεντίνη ἔτρεξε κοντά του. Τὰ χείλη τοῦ Μορὲλ ἔκαναν μιὰ κίνηση ἀκόμη. —Σὲ ϕωνάζει, εἶπε ὁ κόμης. ᾽Απὸ τὰ βάθη τοῦ ὕπνου του, σὲ καλεῖ. Σ ᾽αὐτὸν εἶχες ἀϕιερώσει τὴ μοίρα σου, καὶ ὁ θάνατος ἤθελε νὰ σᾶς χωρίσει. Εὐτυχῶς ὅμως, ἤμουν παρὼν καὶ τὸν νίκησα! ᾽Απὸ δῶ καὶ πέρα, βαλεντίνη, σ ᾽ αὐτὴ τὴ γῆ, δὲν πρέπει νὰ ξαναχωρίσετε· διότι αὐτός, γιὰ νὰ σὲ ξαναβρεῖ, ὅρμησε νὰ μπεῖ στὸν τάϕο. Χωρὶς ἐμένα θὰ ἤσασταν νεκροὶ καὶ οἱ δύο. ᾽Εγὼ ἀποδίδω πάλι τὸν ἕναν στὸν ἄλλον. Μακάρι ὁ Θεὸς νὰ θυμηθεῖ ὅτι κάποτε ἔσωσα δύο ζωές! ῾Η βαλεντίνη ἅρπαξε τὸ χέρι τοῦ Μοντεχρίστου καὶ σ ᾽ ἕνα ξέσπασμα ἀκατανίκητης χαρᾶς τὸ ἔϕερε στὰ χείλη της. — Ναί, πές μου εὐχαριστῶ, εἶπε ὁ κόμης, ξαναπές το μου! Μὴν κουραστεῖς νὰ τὸ ἐπαναλαμβάνεις· ξαναπές μου ὅτι σ ᾽ἔκανα εὐτυχισμένη! Δὲν ξέρεις τί ἀνάγκη ἔχω ἀπὸ μιὰ τέτοια βεβαιότητα.

31


Μοντεχρίστος καὶ Χάιδω, Μορὲλ καὶ Βαλεντίνη.

32


ORBIS LITER° ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Σ ΕΙΡΑΣ:

Α.Κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

1.

Herman Melville, ΜΟΜπΙ-ΝΤΙΚ ἢ Η ϕΑΛΑΙΝΑ Μετάϕραση: ᾽Α.Κ. Χριστοδούλου

2.

Laurence Sterne, Η ζΩΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑπΟψΕΙΣ

ΤΡΙΣΤΡΑΜ ΣΑΝΤΙ, ΚΥΡΙΟΥ Μετάϕραση: ῎Εϕη Καλλιϕατίδη ΤΟΥ

ΑπΟ

ΣΟϊ

3.

Henry Fielding, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΟΜ ΤζΟΟΥΝΣ, ΕΝΟΣ Ε ΚΘΕΤΟΥ [2 τόμοι] Μετάϕραση: ῎Εϕη Καλλιϕατίδη

4.

Samuel Butler, Η ΚΟΙΝΗ ΑΝΘΡΩπΙΝΗ ΜΟΙΡΑ Μετάϕραση: ῎Εϕη Καλλιϕατίδη

5.

Nathaniel Hawthorne, ΤΟ ΣπΙΤΙ ΜΕ ΤΑ Ε ϕΤΑ

ΑΕΤΩΜΑΤΑ Μετάϕραση: ῎Εϕη Καλλιϕατίδη 6.

Alain-René Lesage, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ζΙΛ ΜπΛΑΣ ΝΤΕ-ΣΑΝΤΙΛΙΑΝ

Μετάϕραση: Κυριάκος ᾽Αθανασιάδης 7.

Giovanni Verga, ΜΑΣΤΡΟ-ΝΤΟΝ ΤζΕζΟΥΑΛΝΤΟ Μετάϕραση: ῎Εϕη Καλλιϕατίδη


ORBIS LITER° ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Σ ΕΙΡΑΣ:

8.

Α.Κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Herman Melville, γΟΥΑϊΤ-ΤζΑΚΕΤ [Ο ΑΣπΡΟϕΟΡΗΣ ἢ Ο ΚΟΣΜΟΣ Σ’ ΕΝΑ πΟΛΕΜΙΚΟ πΛΟΙΟ]

Μετάϕραση: ῎Εϕη Καλλιϕατίδη 9.

Thomas Malory, Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΘΟΥΡΟΥ [2 τόμοι] Μετάϕραση: ᾽Αλέξανδρος Κοσματόπουλος

10.

Hermann Broch, βΙΡγΙΛΙΟΥ ΘΑΝΑΤΟΣ Μετάϕραση: Γιῶργος Κεντρωτής

11.

Thomas Mann, Ο ΙΩΣΗϕ ΚΑΙ ΟΙ ΑΔΕΛϕΟΙ ΑΥΤΟΥ [4 τόμοι] Μετάϕραση: Λευτέρης ᾽Αναγνώστου

12.

Matthew Lewis, Ο ΚΑΛΟγΕΡΟΣ Μετάϕραση: ᾽Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, Κυριάκος ᾽Αθα νασιάδης

13.

Charles Dickens, Ο ζΟϕΕΡΟΣ ΟΙΚΟΣ Μετάϕραση: Κλαίρη Παπαμιχαήλ


ORBIS LITER° ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Σ ΕΙΡΑΣ:

14.

Α.Κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Charles Robert Maturin, ΜΕΛΜΟΘ

πΕΡΙπΛΑΝΩ ΜΕΝΟΣ Μετάϕραση: Χαρὰ Σύρου Ο

15.

Wilkie Collins, ΑΡΜΑΝΤΕϊΛ Μετάϕραση: Σάντυ Παπαϊωάννου

16.

Frank Norris, ΜΑΚΤΙγΚ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑπΟ ΤΟ ΣΑΝ-ϕΡΑΝΣΙΣΚΟ

Μετάϕραση: Μιχάλης Μακρόπουλος 17.

Nathaniel Hawthorne, Ο ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΣ

ϕΑΥΝΟΣ Μετάϕραση: Σάντυ Παπαϊωάννου 18.

Henry James, ΟΙ βΟΣΤΟΝΕζΕΣ Μετάϕραση: Μιχάλης Μακρόπουλος

19 .

Wilkie Collins, Η γΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΣπΡΑ Μετάϕραση: ᾽Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος

20 .

Machado de Assis, ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΤΡΙΛΟγΙΑ ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜπΡΑΣ ΚΟΥΜπΑΣ – ΚΙΝΚΑΣ ΜπΟΡΜπΑ – ΔΟΝ ΚΑΣΜΟΥΡΟ

Μετάϕραση: Μαρία Παπαδήμα


ORBIS LITER° ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Σ ΕΙΡΑΣ:

Α.Κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

21.

Hans Fallada, ΚΑΙ ΤΩΡΑ, ΑΝΘΡΩπΑΚΟ; Μετάϕραση: ᾽Ιωάννα ᾽Αβραμίδου

22.

Anthony Trollope, Ο ΕπΙΤΡΟπΟΣ Μετάϕραση: Σάντυ Παπαϊωάννου

23.

Anthony Trollope, ΟΙ πΥΡγΟΙ ΤΟΥ

ΜπΑΡΤΣΕΣΤΕΡ

Μετάϕραση: ᾽Ισμήμη Καπάνταη 24.

Theodore Dreiser, Η ΚΑΡΙ ΜΑΣ Μετάϕραση: ῞Ελλη Φιλοκύπρου

25.

Tsao Hsueh-Chin, ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΗΣ

ΚΑΜΑΡΑΣ Η῍ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ πΕΤΡΑΣ Μετάϕραση: ῞Ελλη Λαμπρίδη 26.

Tobias George Smollett, ΟΙ πΕΡΙπΕΤΕΙΕΣ

ΡΟΝΤΕΡΙΚ ΡΑΝΤΟΜ Μετάϕραση: Ρένα Χατχούτ

ΤΟΥ

27.

Thomas Hardy, Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ

ΚΑΣΤΕΡΜπΡΙΤζ Μετάϕραση: Τόνια Κοβαλένκο

ΤΟΥ


ORBIS LITER° E D I T I O Δ ΙΕ Υ ΘΥ Ν Σ Η

M I N O R Σ Ε ΙΡΑ Σ

Α. Κ. Χ Ρ Ι Σ Τ ΟΔ ΟΥΛΟΥ

Hans Fallada

ΚΑΙ ΤΩΡΑ, ΑΝΘΡΩπΑΚΟ; Μετάϕραση

᾽Ιωάννα ᾽Αβραμίδου Εἰσαγωγή

Κώστας Κουτσουρέλης

Anthony Trollope ΤΟΥ

ΟΙ πΥΡγΟΙ ΜπΑΡΤΣΕΣΤΕΡ Μετάϕραση

᾽Ισμήνη Καπάνταη Εἰσαγωγή John Sutherland


ORBIS LITER° E D I T I O Δ ΙΕ Υ ΘΥ Ν Σ Η

M I N O R Σ Ε ΙΡΑ Σ

Α. Κ. Χ Ρ Ι Σ Τ ΟΔ ΟΥΛΟΥ

Theodore Dreiser

Η ΚΑΡΙ

ΜΑΣ

Εἰσαγωγή-Μετάϕραση

῞Ελλη Φιλοκύπρου

Tsao Hsueh-Chin

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΗΣ ΚΑΜΑΡΑΣ Η῍ Η ΙΣΤΟΡΙΑ

ΤΗΣ

πΕΤΡΑΣ

Μετάϕραση

῞Ελλη Λαμπρίδη


ORBIS LITER° E D I T I O

M I N O R

Δ ΙΕ Υ ΘΥ Ν Σ Η

Σ Ε ΙΡΑ Σ

Α. Κ. Χ Ρ Ι Σ Τ ΟΔ ΟΥΛΟΥ

Tobias George Smollett

ΟΙ πΕΡΙπΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΡΟΝΤΕΡΙΚ ΡΑΝΤΟΜ Μετάϕραση

Ρένα Χατχούτ Εἰσαγωγή-Σημειώσεις

Paul-Gabriel Boucé

Thomas Hardy ΤΟΥ

Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΚΑΣΤΕΡΜπΡΙΤζ Μετάϕραση

Τόνια Κοβαλένκο




ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ

ΕΚ ΔΟΣ ΕιΣ GutenberG Διδότου 37, 106 80 ᾽Αθήνα • Τηλ.: 210 36.42.003 www.dardanosnet.gr • info@dardanosnet.gr e-shop: www.dardanosnet.gr


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.