Η γυναίκα στη Λογοτεχνία

Page 1



Για να περιηγηθείτε στα αποσπάσματα, κάντε κλικ πάνω στα εξώφυλλα.

ΣΠΥΡΟΣ ΣΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ ΜΥΘΟΥ EMILY DICKINSON

ΕΠΕΙΔΗ ΔΕΝ ΑΝΤΕΞΑ ΝΑ ΖΗΣΩ ΦΩΝΑΧΤΑ

HENRY JAMES

ΟΙ ΒΟΣΤΟΝΕΖΕΣ

IDEA VILARIÑO

ΤΟ ΑΝΘΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΧΤΗΣ WIILKIE COLLINS

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡΑ





eMILY DICKInSOn

ΕΠΕΙΔΗ ΔΕΝ ΑΝΤΕΧ Α ΝΑ ΖΗΣΩ ΦΩΝΑ ΧΤΑ Ποιήματα καὶ ᾽Επιστολές Εἰσαγωγικὴ Μελέτη καὶ ᾽Επιμέλεια

Λιάνα Σακελλίου Μετάϕραση

Λιάνα Σακελλίου ῎Αρτεμις Γρίβα Φρόσω Μαντᾶ

gutenberg


Ποιήματα ποὺ τὰ διαβάζεις καὶ τὰ ξαναδιαβάζεις μιὰ ζωή. THE NEW YORK TIMES

Ἡ ποίησή της σὲ ἀγγίζει σὰν πεταλούδα. Στὴν ἀρχὴ δὲν τὴ νιώθεις, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο ὅλα μέσα σου ἔχουν ϕωτιστεῖ μὲ καινούργιο τρόπο. Κι ἐκείνη ἐξακολουθεῖ νὰ ϕτερουγίζει γύρω σου. DIE ZEIT

Μιὰ ϕωνὴ γλυκιά, ϕοβισμένη, ἀποκαλυπτική. LE MONDE

Ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια τὸ ἄστρο Ντίκινσον λάμπει ὅλο καὶ πιὸ ἔντονα. Μιὰ ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ποιήτριες, ὄχι μόνο τῆς Ἀμερικῆς ἀλλὰ τοῦ κόσμου ὅλου. EL PAIS

Ὁ ἔρωτας, ὁ πόνος, ὁ θάνατος, σὲ ἕνα μεῖγμα σοβαρότητας καὶ ἐλαϕρότητας. 

THE GUARDIAN

Τὸ κορίτσι μὲ τ’ ἄσπρα, ποὺ ἔζησε μιὰ ζωὴ κρυμμένη καὶ κλειδωμένη γράϕοντας στὴν κάμαρά της, ἔμελλε μὲ τὴν ποίησή της νὰ σημαδέψει τοὺς αἰῶνες ποὺ ἀκολούθησαν. ΦΡΆΚΤΑΛ


Ἐκκεντρικὴ καὶ περίεργη, τραγικὰ μοναχική, καταθλιπτική, δυστυχισμένη καὶ σημαδεμένη ἀπὸ τὸν θάνατο τῶν γύρω της, μιὰ ἐξαιρετικὴ καὶ σπάνια ποιητικὴ ἰδιοϕυΐα. 

LEFT.GR

Ἔμιλι Ντίκινσον: Ἡ στυλοβάτις τῆς ἀμερικανικῆς ποίησης. POPAGANDA

Μὲ ὁρισμούς, ἐσωτερικοὺς δραματικοὺς μονολόγους, στίχους ἐλλειπτικούς, συνθέτοντας τὸ δικό της τεράστιο — ποίημα— πλεκτὸ τῆς ζωῆς της, ἡ Ἔμιλι Ντίκινσον ἔχει ἀποδείξει ὅτι ἡ ἀληθινὴ Ποίηση εἶναι πέρα ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ τὴν κοινωνικὴ συναναστροϕή. ΔΙΆΣΤΙΧΟ

Ἔμιλι Ντίκινσον: Ἡ ζωντανὴ ἀπόδειξη τοῦ παράλληλου-ἄυλου σύμπαντος. Ἑνὸς ἄλλου κόσμου, ποὺ μόνο μέσα ἀπὸ τὴν ποίησή της βρῆκε μορϕὴ καὶ ὅρια. ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΌ


Εἶμαι ὁ Κανένας! Ποιός εἶσαι ἐσύ; Εἶσαι – ὁ Κανένας – κι ἐσύ; Τότε εἴμαστε δυό! Μὴ σοῦ ξεϕύγει! θὰ τὸ διαδώσουν – ξέρεις! Πόσο πληκτικὸ – νὰ εἶσαι – Κάποιος! Πόσο κοινότοπο – σὰν Βάτραχος – Νὰ κοάζεις τ’ ὄνομά σου – ὅλο τὸ θέρος – Σ’ ἕνα Βοῦρκο ποὺ ἐκϕράζει θαυμασμό! [Λ.Σ.]

147


῾Η Ψυχὴ διαλέγει τοὺς ῾Ομοίους της – Μετά – σϕαλνᾶ τὴ Θύρα – Στὴ θεϊκὴ Πλειοψηϕία της – ῎Αλλον νὰ εἰσβάλει δὲν ἀϕήνει – ᾽Ακλόνητη – μετρᾶ τοὺς ῾Ηνιόχους – ποὺ σταματοῦν – Στὴν ταπεινή της Πύλη – ᾽Ακλόνητη – ὁ Αὐτοκράτωρ τὸ γόνυ κλίνει ᾽Επάνω στὸ Χαλί της – Τὴν ξέρω – ἀπὸ μεγάλο ἔθνος – Διαλέγει ῞Εναν – Μετά – τὶς Βαλβίδες κλείνει τῆς προσοχῆς της – Σὰν Πέτρα – [Λ.Σ.]

177


νὰ τ’ ἀγοράσω δὲν μπορῶ – πρὸς πώληση δὲν εἶναι – ῎Αλλο δὲν βρίσκεται στὸν Κόσμο – Τὸ δικό μου ἦταν τὸ μοναδικό ῎Ημουν τόσο εὐτυχισμένη ποὺ ξέχασα νὰ κλείσω τὴν Πόρτα Κι ἔϕυγε Καὶ εἶμαι ὁλομόναχη – ῍Αν μποροῦσα Κάπου νὰ τὸ βρῶ Τὸ ταξίδι γιὰ ἐκεῖ δὲν θὰ μ’ ἔνοιαζε καθόλου Κι ἂς ἔπαιρνε ὅλο μου τὸ σϕρίγος Μονάχα νὰ τὸ κοίταζα στὰ Μάτια – «Τὸ ἤθελες;» «Δὲν τό ’θελες», νὰ πῶ, Καὶ ὕστερα ν’ ἀποστρέψω τὸ Πρόσωπό μου. [Λ.Σ.]

223


http://www.dardanosnet.gr/book_details.php?id=1989

www.gutenbergbooks.gr â—? facebook.com/gutenbergbooks





IDeA VILArI³O

ΤΟ ΑΝΘΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΧΤΗΣ Νυχτερινά, ᾽Ερωτικὰ καὶ ῎Αλλα Ποιήματα διγλωΣΣΗ εκδΟΣΗ

Πρόλογος

Ana Inés Larre Borges εἰσαγωγή, ᾽επιλογή Μετάϕραση ϗ` ᾽επίμετρο

῞Ελενα Σταγκουράκη ᾽επιμέλεια

Δημήτρης ᾽Αρμάος

GutenberG


Ἕνας μύθος τῆς ἰσπανόϕωνης λογοτεχνίας. Ποίηση ποὺ σὲ ταξιδεύει βαθιὰ μέσα σου. EL PAIS

Ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα ὀνόματα τῆς ποίησης τοῦ 20οῦ αἰώνα. EL MUNDO

«Μιὰ μελαγχολικὴ σκέψη ποὺ χορεύεται»: ἕνας ἀπὸ τοὺς γνωστότερους ὁρισμοὺς τοῦ τάνγκο. Ἕνα τέτοιο τάνγκο καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ποίηση τῆς Ἰδέα Βιλαρίνιο, μιᾶς ἀπὸ τὶς σημαντικότερες ποιήτριες τῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς. Χόρευε λέξεις ποὺ δὲν ἦταν παρὰ μελαγχολικὰ συναισθήματα, ἑνωμένα μὲ τὴν ἐπιθυμία της γιὰ ζωή. ABC ES

Ποιήτρια ἑνὸς λιτοῦ λυρισμοῦ, γυμνοῦ καὶ κοϕτεροῦ. Δὲν ποντάρουν σὲ ποικίλματα τὰ ποιήματά της. Δὲν ἐξωραΐζουν. Καὶ δὲν διστάζουν νὰ ποῦν, πάλι καὶ πάλι, ὅτι στὸ ζευγάρι τῶν δύο μόνων βεβαιοτήτων ποὺ ὑπάρχουν, τοῦ Ἔρωτα καὶ τοῦ Θανάτου, τὸ πάνω χέρι δὲν τὸ ἔχει ὁ Ἔρωτας. ΠΑΝΤΕΛΉΣ ΜΠΟΥΚΆΛΑΣ (ἀπὸ τὴν παρουσίαση τοῦ βιβλίου)


Ἰδέα Βιλαρίνιο: Ἡ δημιουργὸς παθιασμένων ἐρωτικῶν ποιημάτων ΦΡΈΑΡ

Μιὰ ἰδιαίτερη ποιήτρια, μὲ ἐμϕανὴ «γυναικεία γραϕή», εὐαισθησία ποὺ ξεχειλίζει σὰν ποταμὸς καὶ σὲ κατακλύζει, ἕνας ποιητικὸς χείμαρρος ποὺ στὸ διάβα του παρασέρνει κάθε ψυχὴ ποὺ ἀγωνιᾶ, πονᾶ, θλίβεται, προσμένει, συντρίβεται ἀπὸ τὸν ἔρωτα. VARELAKI BLOGSPOT

Μιὰ ποιήτρια-θρύλος στὴν Οὐρουγουάη. PRESSPUBLICA

Ἡ μετάϕραση ἔχει τὴν αἰσθαντικότητα μιᾶς ὁμοτέχνου τῆς Βιλαρίνιο. ΠΟΙΕῖΝ

«Ἡ ποίησή μου εἶμαι ἐγώ», ἔλεγε ἡ Ἰδέα Βιλαρίνιο. Ἡ μοναξιά της, οἱ ἔρωτές της, ἡ πολιτική της δραστηριοποίηση, τὸ ἦθος της ἐξύϕαναν ἕναν ἱστὸ ἀδιαχώριστο ἀπὸ τοὺς στίχους της. TIMELINK


Μία ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες ϕωνὲς τῆς ἰσπανικῆς ποίησης. DIAVASEME.GR

Ἀπὸ τὴν ἔκδοση τῆς πρώτης κιόλας ποιητικῆς συλλογῆς της τὸ 1945, ἡ Βιλαρίνιο εἶχε ἀναγνωριστεῖ ὡς μία ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες ϕωνὲς τῆς ἰσπανικῆς ποίησης καὶ ἦταν ζωντανὸς θρύλος στὴν πατρίδα της, τὴν Οὐρουγουάη. LIFO


ΟΧΙ ΠΙΑ

Πιὰ δὲν θὰ γίνει ὄχι πιὰ δὲν θὰ ζοῦμε μαζὶ δὲν θὰ θρέψω τὸ γιό σου δὲν θὰ ράβω τὰ ροῦχα δὲν θὰ σ ᾽ ἔχω τὶς νύχτες δὲν θὰ σὲ ϕιλῶ σὰν ϕεύγω δὲν θὰ μάθεις ποιά ὑπῆρξα γιατί ἄλλοι μὲ ἀγαπῆσαν. Ποτέ μου δὲν θὰ μάθω γιατί ἢ πῶς, ποτέ μου οὔτε ἂν ἦταν στ ᾽ ἀλήθεια αὐτὸ ποὺ εἶπες πὼς ἦταν οὔτε καὶ ποιός ὑπῆρξες οὔτε τί ἤμουν γιὰ σένα οὔτε καὶ πῶς θὰ ἦταν μαζὶ νὰ ζοῦμε καὶ νὰ μᾶς περιμένουμε καὶ νὰ εἴμαστε παρόντες, νὰ ἀγαπιόμαστε. Δὲν εἶμαι πιὰ παρὰ ἐγὼ γιὰ πάντα κι ἐσὺ δὲν θά ᾽ σαι πιὰ γιὰ μένα παρὰ ἐσύ. Στὸ μέλλον κάποια μέρα δὲν θὰ ὑπάρχεις πιὰ 199


ΑγΑΠΗ

᾽Αγάπη ἀγάπη ποτὲ δὲν θὰ σὲ βρῶ πῶς εἶσαι δὲν θὰ μάθω. Δὲν θά ᾽ χω ζήσει μέρα οὔτε καὶ νύχτα ἀγάπης ἢ κάποιο πρωινό. Δὲν γνώρισα ποτέ μου οὔτε καὶ εἶχα κανέναν κανεὶς νὰ μοῦ δοθεῖ οὔτε δικό μου κάτι ποὺ νὰ μὲ σβήσει ἀπ ᾽ τὸν κόσμο ἐτοῦτο. ῾ Υπῆρξε ὅμως πόνος τὸ μόνο ποὺ ὑπῆρξε καὶ μάλιστα πολὺς στὰ σίγουρα βεβαιωμένο μὰ ποῦ νά ἔχει μείνει καὶ ποῦ βρίσκεται τώρα. Τὸ μόνο πιὰ σημάδι ἕνα μαντίλι ποὺ κάποιος τὸ ϕυλάει ξεχασμένο μαντίλι μὲ αἷμα σπέρμα καὶ δάκρυα ποὺ ἔχει κιτρινίσει. Μονάχα αὐτό. ῾ Η ἀγάπη ποῦ ὑπῆρξε καὶ πῶς ἦταν γιατί σὲ τόσες νύχτες ποτὲ πιὰ δὲν ὑπῆρξε 267


34

Ποιά εἶμαι δὲν τὸ ξέρω. Τὸ ὄνομά μου ἄλλο καὶ τίποτε δὲν λέει. Τί κάνω δὲν τὸ ξέρω. Πιὰ τίποτε δὲν ἔχει μὲ κάτι ἄλλο σχέση. Οὔτε κι ἐγὼ πιὰ ἔχω μὲ κάτι ἄλλο σχέση. Καὶ λέω ἐγὼ γιὰ νά ᾽ χω τὸν τρόπο νὰ τὸ ἐκϕράσω. (8 ᾽Απριλίου 1962)

321


http://www.dardanosnet.gr/book_details.php?id=2212

www.gutenbergbooks.gr â—? facebook.com/gutenbergbooks




Σπύρος Συρόπουλος

Η γυνΑΙΚΑ ΤΟυ ΑλλΟυ μυθΟυ ❦

GUTENBERG


Ἑπτὰ μονόλογοι μυθικῶν γυναικῶν, ἑπτὰ ἀϕηγήματα ἀπὸ τὸν κλασικὸ ϕιλόλογο τοῦ Πανεπιστημίου Αἰγαίου Σπύρο Συρόπουλο, στὰ ὁποῖα γνωστὲς ἱστορίες τοῦ μύθου ἀνατρέπονται. Ἱστορίες πού, ἄν ἀλλάξουμε τὰ ὀνόματα τῶν πρωταγωνιστῶν, γίνονται διαχρονικὲς καὶ σύγχρονες. ΤΟ ΒΉΜΑ

Ἑπτά γυναῖκες ποὺ γνωρίσαμε ἀπὸ τὴ μυθολογία παίρνουν τὸ λόγο καὶ ἀπαντοῦν σὲ ἐρωτήματα ποὺ οἱ «δικοί» τους δὲν σκέϕτηκαν νὰ τοὺς θέσουν. Διηγοῦνται μόνες τους τὶς ἱστορίες τους: Λίγο διαϕορετικὲς ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ξέραμε, ἀλλὰ πιὸ οἰκεῖες. CULTURENOW

Αἰσθήματα, ἀνασϕάλειες, ἐπιθυμίες, ἐντάσεις, ρόλοι ποὺ ὁ καθένας ἢ ἡ καθεμία μπορεῖ νὰ κατανοήσει καὶ νὰ μεταϕράσει σὲ πρῶτο πρόσωπο. ΔΗΜΟΚΡΆΤΗΣ

Σὲ ἕνα μυθιστόρημα ποὺ δὲ θυμίζει τίποτα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔχετε διαβάσει τελευταῖα, ὁ Σπύρος Συρόπουλος δίνει στόμα καὶ ϕωνὴ στὶς μεγάλες ἡρωίδες τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς μυθολογίας. BEAUTE MAGAZINE


Ἀξίζει νὰ κοιτᾶμε καμιὰ ϕορὰ στὸ παρελθὸν γιὰ νὰ ἀνακαλύπτουμε νέα νοήματα. E-PTOLEMEOS

Ἕνα πεζὸ γεμάτο ρυθμὸ σὰν πεζοτράγουδο ποὺ κινεῖται ἀνάμεσα στὸ δοκίμιο, τὸ θεατρικό, τὴ μυθολογία ἀλλὰ κυρίως κινεῖται ἀνάμεσα στὴ γλώσσα καὶ στὶς αἰσθήσεις. Η ΡΟΔΙΑΚΉ

Γυναῖκες ἀνατρεπτικές, ἀντισυμβατικές, παθιασμένες, τολμηρές, μὲ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες ποὺ συνήθως σκόπιμα ἀποσιωποῦνται στὶς ἡρωικές προηγούμενες, πιὸ αὐστηρὲς ἐκδοχές τους. I.PORTA.GR

Ἡ αἰώνια Γυναίκα, σὲ διάϕορους ρόλους, μορϕὲς καὶ ἐκϕράσεις, ποὺ δὲν εἶναι ἀρχαῖες ἀλλὰ διαχρονικὲς καὶ τὶς ἀνακαλύπτουμε μέσα σὲ κάθε γυναίκα ἑνὸς ἄλλου μύθου. ΧΡΌΝΟΣ ΚΟΖΆΝΗΣ



ΚΑλυψώ ΤΟ νΗΣΙ ΔΕν ΤΑΞΙΔΕυΕΙ ΠΟΤΕ

ΧΙλΙΑΔΕΣ ΧΡΟνΙΑ μΟνΑΞΙΑΣ. Χιλιάδες κύματα που σκάνε

στην ακτή τούτου του νησιού χωρίς ποτέ να καταφέρουν να το πνίξουν. Ίσα που αγγίζουν τη διψασμένη αμμουδιά και πάλι τραβιούνται, πάλι φεύγουν και η άμμος μένει ξερή κι ανυπεράσπιστη μέχρι το επόμενο κύμα, την επόμενη ψεύτικη ελπίδα. Το νησί δεν ταξιδεύει ποτέ. Δυο λέξεις μίσησα στη ζωή μου. Το ποτέ και το πάντα. Ίσως γιατί και οι δύο σήμαιναν για ’μένα το ίδιο. Καταδικασμένη στην αιωνιότητα της ζωής και την απαγορευτική ομορφιά που τρόμαζε τους επίδοξους εραστές μου, πριν ακόμη τολμήσουν να εκφράσουν τον πόθο τους. Καταδικασμένη στην απόλυτη επίγνωση της ανωτερότητάς μου, σ’ αυτό που μ’ έκανε διαφορετική απ’ τις άλλες γυναίκες, αλλά το ίδιο ευάλωτη –ίσως και περισσότερο– στην απόγνωση της απομόνωσής μου. Η αθανασία μου σήμαινε για μένα την ερημιά μου. Τι κι αν ήμουν θεά; Κατώτερη σε γενιά απ’ τους θεούς του Ολύμπου, φυλακισμένη εκούσια σ’ αυτό το νησί, το ξεχασμένο, με μόνη συντροφιά τον πένθιμο χρόνο μου και την ανάμνηση του ανθρώπινου έρωτα που έσβησε τόσο γνήσια και άδοξα. Στα κιτρινισμένα ρολά των φλοιών του αιγυπτιακού φυτού, η πένα μου αδειάζει ό,τι βαραίνει την καρδιά


72

Η γυνΑΙΚΑ ΤΟυ ΑλλΟυ μυθΟυ

μου. Κάθε νύχτα αδειάζει τον πόνο μου και κάθε πρωί είναι γεμάτη, έτοιμη και πάλι να αιμορραγήσει. Παίρνω τον χτεσινό πάπυρο και διαβάζω... Στα φθαρμένα αγκαλιάσματα των λέξεων δεν βρίσκω χώρο να λυτρώσω την ανάγκη που με σπρώχνει να γράφω για ’σένα. Σαν το σμίξιμο παλιών, βαριεστημένων εραστών, συνδυασμοί τρυφεροί μα πληκτικά οικείοι, να θυμίζουν πως όλα έχουν ξαναγίνει χτες – σε κάποιο χτες– , όλα έχουν ξαναειπωθεί, με άλλα λόγια, για άλλα πρόσωπα, για τον ίδιο πόνο, γι’ αυτό, τελικά, και γίνονται ταυτόσημα. Στις μορφές που τριγυρίζουν γύρω μου, κλειδωμένες στη φυγόκεντρο του μυαλού μου, οι σχέσεις που μετουσιώθηκαν σε αναπόσπαστους αλλά μακρινούς δορυφόρους του συναισθηματικού μου πυρήνα γίνονται μία και μόνη σκληρή πραγματικότητα που δεν χωράει συναίσθημα χαράς. Και οι σκέψεις που υγραίνουν τις αναμνήσεις μου, που εντείνουν την έλλειψη, την αναζήτηση, αυτές οι σκέψεις φαντάζουν κλεμμένες από κάποιο άλλο, παλιότερο βίωμα, εξαρθρωμένο χωρίς συνείδηση και συναίσθηση της πράξης. Τότε, λοιπόν, τι ήταν αυτό που σε έκανε ξεχωριστό; Τι ήταν αυτό που με έκανε να νιώσω καινούργια δίπλα σου, τις μέρες που η ματιά μας έσμιγε πιο καυτή κι από το σμίξιμο της ανάσας μας; Τι ήταν όλα αυτά τα μικρά, τα τετριμμένα, τα ίδια τα χτεσινά, που ξαφνικά τα έκανες ένα υπέροχο χτες και ένα θλιμμένο σήμερα; Τώρα που καταλάγιασε ο πόνος και έγινε πίκρα, τώρα που στέγνωσαν τα μάτια και έμειναν σκληρά, τώρα που ξεσφίχτηκαν τα χέρια και έμειναν άδεια, τώρα ζητώ να προσδιορίσω αυτό που κάποτε απολάμβανα σαν ένα ανεξήγητο και ουρανοταξίδευτο παραλήρημα της ψυχής. Και τρέμω μην τυχόν και το xωρέσω σε λέξεις, μην τυχόν και το καταλάβω, και καταλάβω ότι ήταν αλήθεια σημαντικό αυτό που έχασα, ανεκτίμητο και αναντικατάστατο. Ίσως κι αυτή να είναι μια διαδικασία που επαναλαμβάνεται χωρίς να προσδοκεί ολοκλήρωση. Ίσως κι εσύ – άλλο ένα χτες που δεν θέλησε να νικήσει τον χρόνο, άλλη μια


ΚΑλυψώ

73

νότα στο πεντάγραμμο της καρδιάς που τραγουδάει για πράγματα σημαδεμένα από πόθο, προσμονή και την ελλιπή γνώση της ευτυχίας πάντα κυνηγώντας την, ακολουθώντας σημαδέματα και σημάδια– να κυλήσεις ήρεμα και σέρνοντας μαζί σου ένα κομμάτι του εαυτού μου να βυθιστείς στην άβυσσο του μυαλού μου· ένα απ’ αυτά είσαι κι εσύ, κι ας νόμιζα για λίγο ότι ήσουν το τέλος.

Διάλεξα τούτο το νησί για ν’ αποφύγω τον έρωτα. Ο έρωτας όμως δεν ήθελε να μ’ αφήσει να τον αποφύγω. Κατάρα που ’ναι αυτό το συναίσθημα. Κυριεύει όμοια θεούς κι ανθρώπους. μόνο που δεν έχει μάτια, ούτε μυαλό. Δεν έχει μέτρο να μετρά το σωστό και το λάθος. Τα πουλιά ερωτεύονται πουλιά, τα άλογα ερωτεύονται άλογα και τα ελάφια σμίγουν με ελάφια. Όλα ταιριασμένα. Εκτός από εμάς. θεούς κι ανθρώπους. μπερδεμένους σ’ ένα σύμπαν παράξενο και παράλογο. να κυνηγάμε όμοια την ευτυχία και να προσπαθούμε ν’ αποφύγουμε τη συμφορά. Κι η πιο μεγάλη συμφορά είναι θεά να ερωτευτεί θνητό. Όπως εγώ. Όπως εγώ που στους λίγους αθάνατους δεν βρήκα κανέναν άξιο να δοθώ και ν’ αγαπήσω. Όλοι τους είχαν την έπαρση της ανωτερότητας και της μοναδικότητάς τους. Όλοι τους έμοιαζαν σίγουροι για τον έρωτα των γυναικών, θνητών ή αθάνατων. Όλοι ήταν τόσο ανάξιοι να απαρνηθεί κανείς για χάρη τους τα πάντα. γιατί, έτσι είναι ο έρωτας αληθινός. μόνο όταν για χάρη του μετράς αυτά που απαρνιέσαι. Στους αιώνες της ζωής μου γνώρισα τη ματαιοδοξία των θεών και σιχάθηκα το γένος μας. Ο Δίας μου χάρισε αυτήν τη γωνιά της θάλασσας, να γεύομαι τη φύση και τη μοναξιά μου όσο θέλω – και το ήθελα πολύ. Συχνά περνούσαν καράβια και σταματούσαν για φρέσκο νερό και κυνήγι. Ήμουν όμορφη, το ήξερα. μα η ομορφιά κι η ερημιά μου έκαναν φανερό ότι ήμουν θεά, ή κάτι άλλο αφύσικο, σε τούτη την ερημιά. Οι άντρες προτιμούσαν να μου μιλούν από


74

Η γυνΑΙΚΑ ΤΟυ ΑλλΟυ μυθΟυ

απόσταση. Ήξεραν καλά ότι μία είναι η τιμωρία των θνητών που ερωτεύονται αθάνατες: ο θάνατος. Η μοίρα των ανθρώπων κι η δική μας τιμωρία. γνώρισα την αγάπη στα θλιμμένα μάτια των νεαρών ναύκληρων που έμειναν να γεμίσουν τη μοναξιά μου, πάντα ελπίζοντας στην ανταπόδοση του έρωτά τους, πάντα προσμένοντας και γερνώντας, γερνώντας ανελέητα, μέχρι που ο θάνατός τους να σβήσει τη φλόγα που τους έκαιγε μάταια για χατίρι μου. γνώρισα τον έρωτα, ναι – τον έρωτα του κορμιού, που μοιάζει με πόθο για κάτι ανώτερο, για κάτι πιο βαθύ. Στα ξαναμμένα χέρια των ναυτικών που αγνοούσαν ή ήθελαν να αγνοούν την πραγματική μου φύση. Στην ψευδαίσθηση του πάθους που θα έσβηνε γρήγορα και στην πιο ειλικρινή αιωνιότητα της μοναδικής στιγμής. Οι θνητοί μπορούν μέσα σε μια στιγμή να αγαπήσουν όσο κανένας θεός δεν μπορεί να αγαπήσει σε μια αιωνιότητα. Ίσως γιατί νιώθουν ότι δεν έχουν στη διάθεσή τους μια αιωνιότητα για ν’ αποδείξουν την αγάπη τους και να δείξουν τον πόθο τους. Ίσως γιατί μπορούν να περιμένουν για πάντα –το δικό τους εφήμερο πάντα– αυτό που ίσως ποτέ δεν θα αποκτήσουν. Οι θνητοί είναι ικανοί να σε κάνουν να νιώσεις πιο ζωντανός απ’ ό,τι μια αιώνια ζωή. Κι ένας απ’ αυτούς πήρε τη δική μου. Πόσα χρόνια να πέρασαν; Ούτε που τα μετράω πια. Ούτε έχει πια σημασία. Άλλωστε ο χρόνος γερνά πια, πιο γρήγορα και πιο ανώφελα απ’ ό,τι αντέχω να μετρώ. Ο Ποσειδώνας φαινόταν ιδιαίτερα θυμωμένος εκείνες τις μέρες. Έβραζε η θάλασσα ολονυχτίς και τα πρωινά η αμμουδιά μου ήταν σπαρμένη με παράξενα κοχύλια και νεκρά ψάρια. Ένα τέτοιο πρωινό περπατούσα με ξυπόλητα πόδια εκεί που έσκαγε το κύμα, όταν τον είδα. νόμισα ότι ήταν νεκρός. Κι αλήθεια, η ζωή κρεμόταν μέσα του πολύ αδύναμη, αν και πεισματάρα. γυμνός, με το πρόσωπο κρυμμένο ανάμεσα στα βράχια, το νερό να τον χτυπάει με μανία


ΚΑλυψώ

75

ακόμα, λες κι ήταν από αλλού ορμηνεμένο. Ένιωσα πόνο, λύπη. Πάντα ένιωθα λύπη στο χάσιμο της ζωής. Αλλά τότε είδα το χέρι του να τεντώνεται προς τον βράχο, σαν να ήθελε να κρατηθεί από εκεί. Έτρεξα και η άκρη του χιτώνα μου βάρυνε καθώς βράχηκε και κόλλησε πάνω μου σαν τρομαγμένο παιδί που αγκαλιάζει τη μητέρα του όταν η θάλασσα ορμά να το ρουφήξει. Το εφήμερο κορμί του ήταν βαρύ, σαν άψυχο, μα ένιωθα κάτι μέσα του να πάλλεται, να πολεμά. Ένιωθα. Σκέψεις και αισθήματα αναμόχλευαν τη ναρκωμένη μου ψυχή, σαν να ’ταν κάτι χειροπιαστό κι εύθραυστο μέσα στο στήθος μου. Η σπηλιά μου κάλυψε το κουρασμένο του κορμί και το προστάτεψε. Πανάρχαια μυστικά γίνηκαν υγρά και κύλησαν σε χρυσά ποτήρια κι από κει στα φρυγμένα του χείλη. Αθάνατα μάγια έσταξαν στο μέτωπό του πνοή ζωής, αν και τα δικά του μάγια, της θέλησης, ήταν πιο δυνατά. μέρες και μέρες ένιωθα το πνεύμα του να μάχεται ανάμεσα στου σώματος την ειρκτή και στου κάτω κόσμου το κάλεσμα το γαλήνιο. μα κάτι άλλο τον κρατούσε εδώ, τόσο ήξερα να πω. Κάτι ακόμα πιο μυστηριώδες από τα φίλτρα και τα ξόρκια μου. Κάτι που τον έκανε να υπάρχει και να αγωνίζεται γι’ αυτήν την πονεμένη του ύπαρξη με υπεράνθρωπη αντοχή. Τα μάτια του ξημέρωσαν στη σπηλιά μου μαζί με ένα χαδιάρικο πρωινό, μια ανοιξιάτικη ανατολή γεμάτη αρώματα θαλασσινά και λουλουδένια. Στων θνητών τα μάτια υπάρχει ένα φως που καμιά ματιά θεού δεν το κατέχει. Η αιωνιότητα παίρνει υπόσταση μόνο όταν την κοιτάξει αυτός που δεν θα την αποκτήσει ποτέ. Στα μάτια που δεν είναι φτιαγμένα να κοιτάζουν πάντα, ό,τι καθρεφτίζεται μέσα τους παίρνει τη λάμψη του μοναδικού, του πολύτιμου, του κερδισμένου. Είδα τον εαυτό μου μέσα στα μάτια του και τον αγάπησα. Και μέσα σ’ αυτήν την αγάπη ένιωσα όλη την ερημιά που τον είχα καταδικάσει.


76

Η γυνΑΙΚΑ ΤΟυ ΑλλΟυ μυθΟυ

«Πού είμαι;», ήρθε η φωνή του να μου επιβεβαιώσει τη στιγμή. «Είσαι εδώ. Κοντά μου».

Στο γένος των αθάνατων και των θνητών ένα πράγμα είναι κοινό. Ένα πράγμα μοιραζόμαστε, κι ας μην το γνωρίζουν όλοι: τα όνειρα. Ο Ύπνος και ο θάνατος, τα δίδυμα αδέλφια, αγαπούν το ίδιο ανθρώπους και θεούς. Κι οι δύο ξεκουράζουν τα κουρασμένα σώματα και τη σκέψη, ο ένας για λίγο, ο άλλος για πάντα. μονάχα –αφού το Πάντα δεν μετράει για τους θεούς– έρχεται ο Ύπνος και για λίγο μας πλανά από το Είναι, και με όνειρα παράξενα γεμίζει τα βράδια των θεών και των ανθρώπων όμοια. μόνο που όταν λείπει το τέλος του θανάτου, αυτά που σε αγγίζουν στο όνειρο και στην έλλειψή του μπλέκονται, κι είναι πολλές φορές που οι θεοί δεν ξέρουν σε ποιον κόσμο τριγυρνούν. Οι άνθρωποι είναι επιβεβαίωση της μιας διάστασης. μονάχα που όταν, άθελά τους, γλιστρούν και στην άλλη, μας κάνουν να χάνουμε την αλήθεια και την αλήθεια που θα θέλαμε να είναι έτσι. Η μόνη παρήγορη καταφυγή ο πάπυρος, που, ανυπεράσπιστος απέναντι σε θεούς κι ανθρώπους, βάζει σε τάξη τις σκέψεις και τα αισθήματα, ή τουλάχιστον έτσι θα ’θελα να είναι, όταν έγραφα αυτά... Ο ιδρώτας μούσκεψε τα σεντόνια που πάλευαν ν’ αποτινάξουν την ύπαρξη της θύμησης και την προσμονή της φαντασίας. Μέσα απ’ τους πόρους του δέρματός μου κύλησαν καίγοντας τα όνειρα που δεν μ’ άφησαν να τα ονειρευτώ ως το τέλος τους. Μέσα στο σκοτάδι οι ήχοι μοιάζουν θολοί και ανεξήγητοι. Η στιγμή που μετέωρος πλανιέσαι ανάμεσα στο ψεύτικο και το αληθινό. Να ’τανε αλήθεια η μορφή του; Υπήρξε άραγε έστω και μια στιγμή που ήταν αληθινή; Στον σκληρό κόσμο, τον ξυπνητό, τον ζωγραφιστό με φθαρτά χρώματα, υπήρξε άραγε η φλούδα ενός χρονικού μορίου που να κράτησε τα μάτια του, έστω, αληθοφανή, αν όχι αληθινά, έτσι όπως με κοίταξαν μέσα απ’ την


ΚΑλυψώ

77

αχλή των κοιμισμένων μου αισθήσεων; Κι αυτός θα πει: «Εγώ ήμουν πάντα αληθινός. Εσύ δεν είχες μάτια να κοιτάξεις την αλήθεια, μόνο αυτό που θα ’θελες να είναι αλήθεια». Κι αυτό το Εγώ του, το ολόκληρο, το ανασταλτικό, θα γεμίσει τον χώρο, χωρίς έλεος, που δεν έχω τη δύναμη να το εξορκίσω, χωρίς ντροπή που δεν είναι αληθινό, χωρίς τέλος, που δεν θα μπορούσα τέλος να βάλω, ούτως ή άλλως, μικρή κι εγώ και ψεύτικη στις αποφάσεις και την ενσύνειδη αναγνώριση της μικρότητάς του. Κι όμως, ήταν ένας χρόνος που το Εγώ και το Εσύ μας χύθηκαν στο καλούπι του γελαστού Εμείς. Και χωρούσε και τους δυο μας και ήταν χυτό στο σχήμα ενός Πήγασου με τα ρουθούνια ανοιχτά και τα φτερά απλωμένα. Έτοιμος να πάρει πνοή από τη σπίθα του Έρωτα – αν κι εσύ πίστευες στη λέξη. Έτσι όπως πίστευα κι εγώ κάποτε, κι ας τη φοβήθηκα. Κι ας τη λησμόνησα μέσα στην εφιαλτική ροή των ημερών που με σημάδεψαν και με έκαναν πέτρινη. Μέχρι που ήρθες εσύ σαν όνειρο μέσα στη νύχτα που με έκλεινε, σαν ψεύτικο όνειρο να με αγγίξεις, χωρίς να έχεις υπόσταση, χωρίς να είσαι αλήθεια. Και να φύγεις πάλι, καίγοντας, μέσα από τους πόρους του δέρματός μου, χωρίς να μ’ αφήσεις να σ’ ονειρευτώ ως το τέλος, μουσκεύοντας τα σεντόνια μου που ακόμα θυμούνται και σε περιμένουν...

Περίμενα πολύ για να του πω αυτά που ήθελα. να του πω πόσο πάλεψε και πόσο πάλεψα για να μείνει στη ζωή. Ο Ποσειδώνας κι ο Άδης τον ζητούσαν με μανία. Δεν ήξερα να του πω πόσον καιρό τραβιόταν ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, δεν ήξερα να μετρώ τον χρόνο ανθρώπινα. Δεν χρειάστηκε άλλοτε. Κι εκείνος άκουγε καθισμένος στα μυρωδάτα σκεπάσματα, άκουγε και σώπαινε και μιλούσαν τα μάτια του και το κορμί του και με φώναζαν κοντά του, με καλούσαν και δεν ήθελα ούτε και μπορούσα να μην τους απαντήσω. Πλησίασα το κρεβάτι του κι αυτός ρίγησε. φοβήθηκε.


78

Η γυνΑΙΚΑ ΤΟυ ΑλλΟυ μυθΟυ

«Συμπάθα με, θεά – γιατί τίποτα άλλο δεν μπορεί να είσαι, αν κρίνω από την ομορφιά κι απ’ τα θαυμαστά που βλέπω σε τούτη τη σπηλιά. θέλω να σε προσκυνήσω και να σ’ ευχαριστήσω, μα ντρέπομαι τη γύμνια μου, να μη σε προσβάλω. Η ζωή μου είναι στα χέρια σου». «Ξένε μου, έχεις τόση δύναμη για ζωή που η ύπαρξή σου εδώ δεν είναι προσβολή αλλά δώρο. μη με φοβάσαι που ’μαι θεά. Αν απλώσεις το χέρι σου και μ’ αγγίξεις θα είμαι μια γυναίκα που ζητά το χάδι σου. μέρες τώρα μάχεσαι τον θάνατο και τον ύπνο, κι εγώ έδιωχνα τον θάνατο και προσευχόμουν στον αδερφό του τον Ύπνο να σε ξεκουράσει. Και τώρα είσαι εδώ, δώρο απ’ τον Δία, να μου θυμίσεις πως ούτε κι οι θεές θέλουν να είναι μόνες σ’ αυτόν τον κόσμο». «Πώς να σ’ αγγίξω, όμορφη θεά; Τα χέρια μου είναι θνητά σαν κι εμένα. Ποιος άνθρωπος τολμά ν’ αγγίξει τον θεό; Και που σε κοιτάζω μου φαίνεται τρομαχτικό. Η μοίρα τιμωρεί αυτούς που ξεπερνούν τα μέτρα της φύσης τους». «Είμαι γυναίκα, Οδυσσέα. Στα χέρια σου θα γίνω αληθινή, γιατί ως τώρα ζούσα στο ψέμα της μοναξιάς και της αυτάρκειας. Τώρα αισθάνομαι την αλήθεια της ύπαρξής σου. Τη θέλω. Έλα κοντά μου».

Δεν μίλησε. με πλησίασε. Δειλά άπλωσε το χέρι και άγγιξε την άκρη των μαλλιών μου. Δεν κινήθηκα να μην τον τρομάξω. Τον κοίταξα μόνο στα μάτια γιατί ήταν αδύνατον να τους ξεφύγω κι εκεί παραδόθηκα. Στον φόβο του που έφευγε, στον πόθο του που λύτρωνε του κορμιού του τη στέρηση και τη δική μου ερημιά, στο γιόρτασμα της ζωής που του χαρίστηκε από ’μένα. Σ’ αυτά παραδόθηκα και σ’ αυτό το αγκάλιασμα, το ανώνυμο και το φλογερό έμεινα κρυμμένη για όσο μπορούσα, χωρίς ν’ αναζητώ τίποτα άλλο, παρά τη διάρκεια της αίσθησης κι όχι του χρόνου που γι’ αυτόν αμείλικτα περνούσε. Η νύχτα των θεών είναι το ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων. Τόσο κρατούν οι στιγμές μας. Ό,τι ορίζει καιρό και


ΚΑλυψώ

79

διάρκεια για μας είναι ανύπαρκτο. μια νύχτα ήταν για ’μένα τούτο το αγκάλιασμα και γι’ αυτόν ήταν χρόνια εφτά. Ό,τι μετρώ απ’ αυτόν είναι αυτή η αίσθηση. Τα κορμιά που ενώνονταν και στο άπλωμά του ανάβλυζε η θνητότητά του κι η πολύπειρη ψυχή του που ταλανίστηκε σε κύματα θαλάσσια και αίματα μαχών. Σαν παραμύθια με μάγευαν οι ιστορίες του, όταν αποσταμένοι απ’ το πάλεμα της σάρκας γέρναμε αγκαλιασμένοι κι αυτός μου μιλούσε κι εγώ έκλεινα τα μάτια κι έβλεπα μέσα από τα λόγια του. Ο Οδυσσέας μου χάρισε το όνομά του και την ιστορία του. μου μίλησε για τους Αχαιούς, για την Ελένη, που για χάρη της ομορφιάς της χιλιάδες ψυχές ανδρών αφήσαν πρόωρα τον υπαρκτό κόσμο, πολεμώντας για ένα πρόσωπο που πολλοί δεν είχαν δει ποτέ τους. μου είπε για τον Αχιλλέα, που λίγο έλειψε να γίνει η αιτία της καταστροφής των Αχαιών. για την ομορφιά του και τη δύναμή του. για τη δίψα του για ζωή και δόξα. για την επιλογή του, που μπορούσε να γίνει αθάνατος, όπως του ’ταξε η μάνα του, η θέτις, κι αυτός διάλεξε τον θάνατο για να ζήσει για πάντα στις μνήμες των ανθρώπων. μου είπε για τους ανθρώπους που μάχονταν χωρίς έλεος. για το αίμα που έτρεχε, για τις φωνές των σκοτωμένων, για τον τρόμο, για τις κραυγές των πληγωμένων. μου είπε για το καράβι του, που έσκιζε με δύναμη τα νερά, και την αλμύρα απ’ τις σταγόνες που πιτσίλιζαν το πρόσωπό του καθώς αυτός κρατώντας γερά το δοιάκι μέσα στα σκέλια οδηγούσε τους συντρόφους του πίσω στην πατρίδα. μου είπε για τα μέρη που είδε, τα άγνωστα, γεμάτα πλάσματα παράξενα –μήτε θεούς μήτε ανθρώπους τους έλεγες–, σειρήνες και τέρατα και Κύκλωπες και αθάνατους που μπλέκονταν στις τύχες των ανθρώπων και τις κυλούσαν όπως τα παιδιά κυλούν τα τσέρκια τους στον δρόμο.


80

Η γυνΑΙΚΑ ΤΟυ ΑλλΟυ μυθΟυ

μου είπε για το νησί του Ήλιου, για τα βόδια που οι σύντροφοί του ορέχτηκαν, και δεν άκουσαν τις συμβουλές του και τα παρακάλια του, και χάθηκαν όλοι απ’ του Ποσειδώνα τη μάνητα, που στόχο είχε τον Οδυσσέα, τον φονιά του Κύκλωπα, του Ποσειδώνα τον γιο. μιλούσε ο Οδυσσέας, ο πρόσκαιρος, κι εγώ η αιώνια άκουγα σαν να μην είχε υπάρξει κόσμος πριν απ’ αυτόν. Σαν να μην είχε υπάρξει τίποτα πριν αυτός μου το διηγηθεί. Ζωντάνευε τα ζωντανά και τ’ άψυχα, και όταν με έπαιρνε στα χέρια του ζωντάνευα κι εγώ και πέθαινα και ξαναγεννιόμουν. μιλούσε ο Οδυσσέας και μόνο για την Ιθάκη δεν μιλούσε. μόνο ένιωθα ότι ένας άλλος πόθος έκαιγε την καρδιά του και δεν ήξερα πώς να τον καταλάβω – ίσως και να μην ήθελα να τον καταλάβω. Είχα βγει νωρίς ένα πρωί να του μαζέψω κοχύλια απ’ την ακρογιαλιά για να του στολίσω το κρεβάτι. Εκεί, στην αμμουδιά που τον είχα βρει. Πλησίαζα εκείνον τον ίδιο βράχο που πίσω του κείτονταν μισοπεθαμένος κάποτε. Κι όμως ο βράχος δεν ήταν ίδιος. Κάποιος καθόταν επάνω του, κοιτάζοντας κατά τη θάλασσα. Κάτι μου έλεγε να φύγω. Κάτι μου έλεγε ότι αυτός που ήταν εκεί είχε έρθει να μου φέρει μαντάτα κακά. Ήξερα ποιος είναι προτού μου μιλήσει. Οι θεοί έχουν έναν τρόπο να καταλαβαίνουν τους άλλους θεούς, ακόμη κι αν δεν τους έχουν δει ποτέ άλλοτε. «μεγάλη τιμή κάνεις Ερμή στην ερημιά μου», του είπα καθώς πλησίασα.

Αυτός γύρισε αργά το κεφάλι. Και χαμογέλασε. «Καλή σου ώρα, Καλυψώ. φέρνω ένα μήνυμα από τον Δία. Τον πατέρα των θεών και των ανθρώπων».

Δεν μίλησα. Δεν ήθελα. Oύτε και ήταν ανάγκη να κατέχω τις μαντικές ικανότητες του Απόλλωνα για να ψυχανεμι-


ΚΑλυψώ

81

στώ ότι κανένα καλό μαντάτο δεν έφερνε ο Ερμής, σ’ εμένα την ξεχασμένη από θεούς κι ανθρώπους. «Χρόνια ανθρώπινα εφτά έχουν περάσει από τότε που ο Οδυσσέας ναυάγησε στο νησί σου. Ο Ποσειδώνας έπρεπε να τον είχε πνίξει από καιρό, αλλά η Αθηνά που τον προστατεύει τον λυπήθηκε. μεσίτευσε στον πατέρα μας Δία, κι αυτός προστάζει να τον αφήσεις να γυρίσει στην πατρίδα του, στην Ιθάκη».

θυμός ήταν το πρώτο που ένιωσα. Οργή. Ποιος ήταν αυτός ο Δίας; Ποτέ μου δεν τον είχα δει. μόνο όταν μου έπεμψε με τις νύμφες του ώκεανού ότι μου χαρίζει τούτο το νησί τον έμαθα. Τον ήξερα μόνο από τις ιστορίες που έλεγαν γι’ αυτόν θεοί και άνθρωποι. φοβισμένοι θεοί και φοβισμένοι άνθρωποι, κι ακόμη πιο φοβισμένες γυναίκες, θύματα του έρωτά του. με ποιο δικαίωμα αυτός κι η Αθηνά ανακατεύονταν στη ζωή τη δική μου και του Οδυσσέα; με ποιο δικαίωμα έρχονταν τώρα να ταράξουν τη γαλήνη μου, την ευτυχία μου; Τόσα χρόνια που ζω εδώ στην ώγυγία, στο νησί μου, κανένας θεός δεν ήρθε να με δει, να μου μιλήσει. Κι ούτε που το ζήτησα ποτέ. Ούτε κι απ’ τους ανθρώπους ζήτησα τίποτε. ναούς δεν έχτισα ποτέ μου. Ποτέ δεν ζήτησα να μου καίνε θυμιάματα και να μου προσφέρουν το αίμα των σφαγμένων ζώων. γιορτές δεν ζήτησα προς τιμή μου. Ποτέ δεν έβλαψα θνητό, ούτε κι είπα κακό λόγο για τους θεούς. μόνο που τώρα, το μόνο που βγαίνει από την καρδιά και το στόμα μου είναι πίκρα και θυμός. «Ερμή, ψυχοπομπέ των θνητών, σαν κάτι λάθος να μου λες εδώ. να αφήσω, λες, τον Οδυσσέα να φύγει. μα, δεν τον έχω σκλάβο μου, εδώ. Ούτε και γύρεψε ποτέ του να φύγει. Η Αθηνά, λες, μεσίτευσε γι’ αυτόν. Πού ήταν η Αθηνά όταν αυτός πάλευε με τα κύματα και έχανε τη μάχη; Πού ήταν η Αθηνά, όταν η ζωή του γοργόφευγε απ’ τα στήθια του κι εγώ


82

Η γυνΑΙΚΑ ΤΟυ ΑλλΟυ μυθΟυ

ολόκληρα μερόνυχτα στη σειρά έχυνα στο σώμα του βότανα ελπίδας; Πού ήταν η Αθηνά όταν τον βοηθούσα να ξαναβρεί τη δύναμή του, την ομορφιά του, κι ακόμη πιο πολλά να του δώσω, σ’ έναν θνητό που ποτέ δεν ζήτησε τίποτε από μένα κι εγώ όλα του τα έδωσα;» «Καλυψώ, μην τα βάζεις με το θέλημα του Δία, γιατί είναι καλός πατέρας αλλά και σκληρός μ’ αυτούς που δεν τον υπακούνε. Ο Οδυσσέας πρέπει να γυρίσει στην Ιθάκη, στο παλάτι, στον λαό του, στη γυναίκα του, στον γιο του...»

Τα τελευταία λόγια ακούστηκαν σαν να μην είχε ακουστεί τίποτε άλλο πριν από αυτά. Στη γυναίκα του, στον γιο του... Όχι, δεν είχα σκεφτεί ότι ο Οδυσσέας είχε οικογένεια. Δεν είχα αναρωτηθεί. Ούτε κι αυτός μου είχε αναφέρει ποτέ σύζυγο και παιδί. Δεν ήμουν η μόνη γυναίκα στη ζωή του, αυτό το είχα καταλάβει, ούτε υπήρξε ποτέ άντρας, θεός ή άνθρωπος που να γεύτηκε μια γυναίκα μόνο. Δεν μ’ ένοιαζε. Όμως, ο Οδυσσέας δεν είπε ποτέ τίποτα που να φανερώνει τον πόθο της επιστροφής του σε κάτι τόσο ανθρώπινο. Πέρασα γρήγορα απ’ το μυαλό μου τις στιγμές μου μαζί του, έτσι όπως χύνει κανείς νερό απ’ το λαγήνι στο κανάτι, περνώντας το από άσπρο λινό ύφασμα, μήπως και κάτι κρατηθεί εκεί και φανεί σαν σκουπιδάκι. Τίποτα δεν βρήκα που να μαυρίζει με την ενοχή της αμφιβολίας τις στιγμές μας. «Δεν μιλάς, Καλυψώ. Δεν ήξερες ότι ο Οδυσσέας είχε γυναίκα και παιδί που τον περιμένουν να επιστρέψει;» «Όχι, Ερμή. Δεν ήξερα. μα τώρα που το έμαθα, θα γίνει το θέλημα του Δία».

Χωρίς αποχαιρετισμό σηκώθηκε και η θάλασσα αναταράχτηκε καθώς τα φτερωτά του σαντάλια πέρασαν πάνω απ’ τα κύματα. λες κι ο Ποσειδώνας χαιρετούσε με χαρά τα όσα άκουσε και έγνεφε καλό κατευόδιο στον αγγελια-


ΚΑλυψώ

83

φόρο των κακών μαντάτων. Τα κύματα που αγκάλιασαν τα πόδια μου ήταν παγωμένα. Τραβήχτηκαν πάλι πίσω. Και πάλι ήρθαν. Και πάλι έφυγαν. Προχώρησα χωρίς σκοπό, χωρίς σκέψεις και ακολούθησα ένα άηχο κάλεσμα επιτακτικό. Τον βρήκα καθισμένο σ’ έναν λείο βράχο, να μουσκεύει με αρμύρα το σώμα του και για πρώτη φορά τα μάτια του ήταν γεμάτα θάλασσα και πόθο. Πάσχισα να βρω στο βλέμμα του τη γυναίκα και το παιδί του, όμως μόνο ταξίδια έβλεπα εκεί και κύματα. Δεν με άκουσε. Κανένας θνητός δεν ακούει ποτέ τα βήματα των θεών. Τον άγγιξα στον ώμο, αλλά δεν ξαφνιάστηκε. γιατί άλλωστε; Κανένας άλλος δεν υπήρχε σ’ αυτό το νησί. μόνο εγώ κι αυτός. Κι αυτή η επίγνωση μου φάνηκε, πια, βαριά και δύσκολη. μου μίλησε χωρίς να γυρίσει να με δει. «υπάρχουν ψάρια που έχουν δει όλες τις θάλασσες του κόσμου. Στις γερασμένες πλάτες τους σκουριάζουν καμάκια με σκαλίσματα που δεν μοιάζουν με τα σχέδια κανενός λαού που ξέρω. Πάνω τους φυτρώνουν αχιβάδες που δεν είναι απ’ αυτές τις θάλασσες και φυτά αλλόκοτα. φαντάσου, Καλυψώ... Τα στιλπνόπλατα δελφίνια να είναι πιο ελεύθερα από εμάς... Ένα ζώο να γυρίζει όλο τούτον τον κόσμο, κι ένας άνθρωπος να είναι κλεισμένος σε μια στεριά, ακόμη κι αν είναι πάνω σε καράβι». «Πόσος καιρός πάει από τότε που είδες τη γυναίκα σου, Οδυσσέα;»

Ξαφνιάστηκε. γύρισε και με είδε. Άνοιξε το στόμα να μιλήσει. Πάλι το έκλεισε. Κοίταξε κατά τη θάλασσα και τα βλέφαρα σχεδόν ενώθηκαν, σαν να έψαχνε κάτι να δει πέρα κατά τον ορίζοντα, αλλά δεν μπορούσε. Έστριψε πολύ αργά το κεφάλι και τα μάτια του όρμησαν στα δικά μου με αυθάδεια. «Η Πηνελόπη ήταν πάντα στην καρδιά μου μέσα, θεά. Όπου κι αν πήγα, όσο κι αν έλειψα, όποιον κι αν γνώρισα. Χρόνια


84

Η γυνΑΙΚΑ ΤΟυ ΑλλΟυ μυθΟυ

την κουβαλώ μέσα μου. Χαραγμένη πίσω απ’ τα βλέφαρά μου είναι η μορφή της. Κάθε φορά που κλείνω τα μάτια αυτήν βλέπω. Σ’ αυτήν ποθώ να γυρίσω μια μέρα». «γιατί δεν μου το είπες πριν;» «Δεν υπήρχε λόγος να σου το πω». «Κι εγώ τι είμαι, λοιπόν; Ένας από τους σταθμούς σου; Ένα λιμάνι που έμεινες να ξεκουραστείς προτού γυρίσεις στο σπίτι σου;» «φαντάζομαι κάπως έτσι φαίνεται, θεά. Αλλά δεν ξέρω να στο βάλω σε λόγια μέσα. Είσαι πολύτιμη για μένα, όσο πολύτιμο ήταν κι ό,τι πέρασε στη ζωή μου. Όμως ο άντρας πρέπει να ’χει κάτι που να τον σπρώχνει να προχωρά. για μένα είναι η Πηνελόπη». «Η Πηνελόπη. μια θνητή». «Κι εγώ θνητός είμαι, θεά». «μπορώ να σε κάνω αθάνατο. μπορείς να γίνεις σύζυγός μου και να ζήσεις κοντά μου όσο θα υπάρχει χρόνος». «Αν ήταν τόσο εύκολο, ο κόσμος θα ’χε γεμίσει αθάνατους από τους έρωτες των θεών. μα κι έτσι να ’ταν, δεν ξέρω αν θα το ’θελα». «Δεν θα ’θελες την αθανασία;» «Εσύ είσαι ευτυχισμένη, Καλυψώ, που είσαι αθάνατη;»

Ξαφνικά δεν ήξερα τι να του απαντήσω. Συνειδητοποίησα ότι η αιωνιότητα δεν είχε για μένα καμιά αξία, αφού δεν είχα κάποιον για να τη μοιραστώ πριν απ’ αυτόν. Τώρα, όμως, όλα είχαν αλλάξει. γιατί δεν το έβλεπε; γιατί δεν ήθελε να του δώσω την ευκαιρία να τη μοιραστεί κι αυτός μαζί μου; Ήμουν έτοιμη να τον ρωτήσω, αλλά ίσως και να μάντεψε τη σκέψη μου και συνέχισε να λέει: «Είμαι μέρος αυτού του κόσμου, Καλυψώ. θα σβήσω μαζί του έχοντας ζήσει ό,τι μου αναλογεί από τις μοίρες. Ακόμη κι αν μ’ έκανες θεό, θα το έκανες ελπίζοντας ότι θα είμαι δίπλα σου για πάντα. Ποιος, όμως, το ξέρει το Πάντα; Το ξέρουν οι θεοί; νομίζω πως ούτε κι οι θεοί το γνωρίζουν. θα ήμουν


ΚΑλυψώ

85

ένας ψεύτης αν σου έδινα υποσχέσεις για το Πάντα. Και μετά, γιατί να σου το κρύψω, το Πάντα με φοβίζει. Τι θα πει να ζεις για πάντα; Τι θα πει να είσαι εσύ παντοτινός και να πεθαίνουν γύρω σου όσοι γνωρίζεις, όσοι αγαπάς, όσοι σε νοιάζονται; γενιές και γενιές ξοδέματος καρδιάς, δοσμένες σε ανθρώπους και χρόνους που θα κυλούνε και εσύ θα μένεις πίσω να προσμένεις άλλους ανθρώπους κι άλλα χρόνια να έρθουν να ξεδιψάσουν μια δίψα που δεν θα σβήνει ποτέ. Είμαι εδώ και σε βλέπω και με τιμά η αγάπη που μου δείχνεις κι αυτή που μου ζητάς. Όμως η αγάπη αξίζει επειδή ξέρεις ότι δεν είναι παντοτινή, ακόμη κι αν αγαπάς για πάντα». «Πώς μπορείς να μιλάς γι’ αγάπη, εσύ που μ’ αγκάλιαζες μια νύχτα πριν και σήμερα ποθείς μια άλλη γυναίκα;» «Σ’ αγάπησα τη νύχτα εκείνη, Καλυψώ, κι έλαμψα σαν αστέρι. μα υπάρχουν χιλιάδες αστέρια και μόνο ένα φεγγάρι. Κι όλα κρέμονται στο άπειρο της νύχτας που μας περιβάλλει. Ο κόσμος όλος είναι η νύχτα, Καλυψώ, κι η Πηνελόπη είναι το φεγγάρι μου». «Είσαι καλός στα λόγια, Οδυσσέα. Έτσι με ψέματα γλυκά θα πολέμησες και στην Τροία». «Ποτέ δεν σου ’πα ψέματα, Καλυψώ. Ποτέ δεν με ρώτησες κάτι και δεν σου το απάντησα. Ποτέ δεν σου είπα κάτι που δεν ήταν αληθινό. Ακόμη και στα αγκαλιάσματά μας είχα τη συναίσθηση της διαφοράς μας και την ονόμαζα και τη φοβόμουν και στην έδειχνα. Πίστεψα πως με άκουγες και καταλάβαινες. Άλλωστε πώς να πιστέψω ότι θα ’θελες να μείνω μαζί σου για πάντα; γρήγορα θα γερνούσα στα μάτια σου κι εσύ θα έψαχνες άλλη παρηγοριά στη μοναξιά σου». «Αυθάδη, θνητέ. Τώρα τολμάς να μου καταλογίζεις μοναξιά;»

με κοίταξε τόσο βαθιά και πονεμένα, κι ήταν το βλέμμα του τρυφερό, γεμάτο αλήθεια και πόνο. Ο θυμός που λυσσομανούσε μέσα μου καταλάγιασε. Η φωνή μου βγήκε πιο πολύ σαν παράπονο που μ’ έκανε να ντρέπομαι.


86

Η γυνΑΙΚΑ ΤΟυ ΑλλΟυ μυθΟυ

«Έτσι, λοιπόν. θα φύγεις. να γυρίσεις σε κάποιαν που δεν ξέρεις καν αν σε περιμένει ακόμα». «Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι εγώ θέλω να την ξαναβρώ». «Και θα ’χεις να της λες ότι μέσα στους πολέμους σου κατέκτησες και μια θεά. Πόσο περήφανος θα πρέπει να είσαι!» «Η περηφάνια δεν είναι αυτό που νιώθω στην καρδιά μου. Στο μοίρασμα του κορμιού και του καιρού σε ζωγράφισα μέσα μου ανεξίτηλη και μέχρι να πεθάνω θα είσαι μέρος της ζωής μου. μόνο που θέλω αυτήν τη ζωή να την ορίζω με όποιο μέτρο θέλω εγώ». «Κι είναι η Πηνελόπη το μέτρο αυτό;» «Ίσως να ’ναι η Πηνελόπη. Ίσως κι όλα όσα σημαίνει η Πηνελόπη, όχι μόνο όσα είναι». «Το βλέπω ότι σε σπρώχνει να προχωράς, μα είναι μόνο μια αφορμή. Όταν τη φτάσεις, τότε τι θα σε σπρώχνει μπροστά; Πού θα ταξιδέψεις αφού τη βρεις;» «υπάρχουν και ταξίδια που δεν χρειάζονται θάλασσες. Ούτε δρόμους. μόνο ανθρώπους που πρέπει να τους κερδίζεις μέρα τη μέρα, να τους ανακαλύπτεις απ’ την αρχή και μαζί τους να πορεύεσαι στους ωκεανούς της ζωής». «Εγώ σου έδωσα ζωή, όταν η θάλασσα σε ξέβρασε σαν άψυχο πτώμα στην αμμουδιά μου. Σε γιάτρεψα, σε λάτρεψα, σε δίδαξα, σου παραδόθηκα, σε έκανα ανώτερο απ’ όλους τους ανθρώπους –θνητός εσύ, αφέντης μιας θεάς–, σε έκανα καλύτερο, κι ας μην σου άξιζε. Αυτή τι σου δίνει;» «Αυτή με κάνει να θέλω να γίνω καλύτερος, για να της αξίζω».

Τότε τον άφησα να φύγει. Ο τελευταίος πάπυρος κιτρινίζει γοργά. Πόσα χρόνια πέρασαν; Πόσα κύματα ήρθαν κι έφυγαν απ’ αυτήν την αμμουδιά; Ο αέρας φυσά προς το πέλαγο. Η άμμος σηκώνεται σε στρόβιλους και μου μαστιγώνει τα μάγουλα. Αφή-


ΚΑλυψώ

87

νω το ελαφρύ υλικό από το χέρι. Σαν ζωντανό πουλί φεύγει από τα δάχτυλά μου και υψώνεται. για λίγο στριφογυρίζει, χορεύει λες πάνω απ’ τα κύματα που απλώνουν ψηλά να το φτάσουν. Και τότε παραδίνεται. Και πέφτει. μέσα στη θάλασσα που κάποτε μου τον έφερε. Στη θάλασσα που πάλι μου τον πήρε. Είμαι πάλι μόνη μου. Αλλά κάτι έχει αλλάξει. Ας διαβάσουν τα κύματα την ευτυχία μου. Φέρνω στον νου μου εκείνες τις στιγμές που δεν χρειάστηκε να ψάξω για την αλήθεια. Τότε που δεν είχε σημασία τι ήταν αλήθεια και τι ήταν κύημα της φαντασίας, αφού η πραγματικότητα ήταν αφάνταστα φανταστική. Κι εσύ έχεις πάντα την κυρίαρχη θέση μέσα στα όνειρα που δεν έφτασαν ποτέ μέχρι το καθορισμένο τέλος τους, έτσι όπως τα ένιωσα κι εγώ μια νύχτα που σε σκέφτηκα και σε θέλησα, δίχως ελπίδα, δίχως ανάσα, δίχως φρούτα γλυκά για να ποτίσω τα χείλη σου που καίγαν από τον έρωτα που δεν χόρτασες. Και σου ζήτησα να μείνεις άλλη μια νύχτα μαζί μου. Άλλο ένα βράδυ ν’ ανοίξεις τα φλογισμένα σου μάτια για να χωθώ μέσα τους ολόκληρη και να λυτρωθώ από τις λογής ένοχες σκέψεις, τις λογής παρανοϊκές αναστολές μπροστά στο είδωλο των απαιτήσεών σου. Όλα όσα ήθελες, όλα όσα μπορούσα κι ακόμα περισσότερα. Χωρίς να σκέφτομαι το κόστος της υπέρβασης κι ανταλλάσσοντας την ψυχή μου μ’ ένα φευγαλέο χάδι απ’ το γέλιο σου. Όσες χιλιάδες, εκατομμύρια αναρίθμητα φορές και να σου έφερνα τον κόσμο δεν θα μπορούσα να χωρέσω μέσα του αν κρατούσα την καρδιά μου. Κι εσύ, μικρή μου θαλπωρή, εσύ, μικρή γυαλιστερή λεπίδα μου, έσκισες με τα νύχια σου τα όνειρά μου, πάντα χαμογελώντας μου κατάματα, προκαλώντας με να σου αντισταθώ, έστω προσποιητά, έστω απεγνωσμένα, ψεύτικα. Μα εγώ κοίταζα τα μάτια σου και ήξερα πως δεν υπάρχουν άλλα ψέματα να πει κανείς. Δεν υπάρχει νόημα, αφού η αλήθεια είναι τόσο πεζή και φτηνή που θα ’πρεπε να είναι ψέμα. Κι εσύ που τόλμησες να σαγηνεύσεις την πολύτιμη και αιματοκερδισμένη μου μοναξιά, θα κρατήσεις


88

Η γυνΑΙΚΑ ΤΟυ ΑλλΟυ μυθΟυ

σαν τρόπαιο την αιώνια άρνησή μου στις ειρκτές του εγωισμού, και το εγωιστικό μοίρασμα του εαυτού μου χωρίς φρούδες προσμονές. Θα ’σαι ο θριαμβευτικός νικητής. Μα εγώ θα ’μαι η αιώνια κατακτητής των μόνων λαφύρων που αξίζει να μετρά κανείς, όταν χωρίς οίκτο έχει κουρσέψει την καρδιά του.


http://www.dardanosnet.gr/book_details.php?id=2210

www.gutenbergbooks.gr â—? facebook.com/gutenbergbooks






Ὁ Χένρι Τζέιμς δὲν μᾶς μετέδωσε «ἰδέες», ἀλλὰ ἕναν ἄλλον κόσμο τῆς σκέψης καὶ τοῦ συναισθήματος. 

T.S. ΒΙΛELLIOT

Ἡ κριτική μας ἱκανότητα βρίσκεται σὲ ἀμηχανία μπροστὰ στὴ σπουδαιότητα ποὺ ἔχει τὸ ἔργο τοῦ κυρίου Χένρι Τζέιμς. JOSEPH CONRAD

Θέλησα νὰ γράψω μιὰ πολὺ ἀμερικανικὴ ἱστορία κι ἀναρωτήθηκα ποιό ἦταν τὸ πιὸ περίοπτο καὶ ἰδιάζον θέμα στὴν κοινωνική μας ζωή. Ἡ ἀπάντηση ἦταν: ἡ κατάσταση τῶν γυναικῶν, ἡ παρακμὴ τοῦ αἰσθήματος τοῦ ϕύλου, ὅλη ἡ ἀναστάτωση ποὺ ὑπάρχει γύρω ἀπ’ τὶς γυναῖκες.» 

HENRY JAMES

Ὁ Τζέιμς καταϕέρνει νὰ μιλᾶ μὲ τὸν μοναδικὸ τρόπο τοῦ Μπαλζὰκ καὶ τὸν ζῆλο τοῦ Ντίκενς γιὰ τὸν ἀμερικανικὸ τρόπο σκέψης. THE GUARDIAN

Ὁ τιτάνιος Τζέιμς ψυχογραϕεῖ διαχρονικοὺς ἥρωες. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΉ

Ἐρωτικὴ διελκυστίνδα ὑπὸ τὸ ϕῶς τοῦ ϕεμινισμοῦ. Η ΕΦΗΜΕΡΊΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΏΝ


Ἐρωτικὰ τρίγωνα καὶ ἰδεολογικὰ πάθη... Ὁ Τζέιμς ἀναδεικνύει τοὺς περίτεχνους μαιάνδρους ἑνὸς ἄρτιου μυθιστορήματος. LIFO

Χένρι Τζέιμς, ἕνας ἀνατόμος τῶν γυναικείων παθῶν. BOOKPRESS

Τὸ βιβλίο ποὺ ἀξίζει νὰ διαβαστεῖ ἀπὸ ὅσους ἀγαποῦν τὴν πεζογραϕία πρώτης γραμμῆς. ΤΟ ΒΉΜΑ

Στὶς Βοστονέζες ὑπάρχει ἡ ἀμϕισημία, ποὺ προσϕέρει στὸν ἀναγνώστη τὴν προοπτικὴ τῆς πραγματικῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων. Η ΑΥΓΉ

Ὁ Χένρι Τζέιμς, ἕνας πραγματικὸς στυλίστας τῆς γραϕῆς, ἀποδεικνύει καὶ σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο ποιά εἶναι τὰ κριτήρια τῆς ἀναγνωστικῆς ἀπόλαυσης. ΔΙΆΣΤΙΧΟ

Ἡ πιὸ σπουδαία μυθιστορηματικὴ στιγμὴ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους Ἀμερικανοὺς συγγραϕεῖς καὶ κορυϕαίου ἐκπροσώπου τοῦ ρεαλισμοῦ στὴ λογοτεχνία. ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΉ


Ὁ Χένρι Τζέιμς, ἰδιοϕυής, ἀνανεωτικός, ἀνακουϕιστικός, ἀπρόσμενα σαρκαστικὸς ἀπέναντι στὴν πολιτικὴ ὀρθότητα, καὶ καλὸς δάσκαλος γιὰ ἐπίδοξους συγγραϕεῖς καὶ κοινωνικοὺς μεταρρυθμιστές, μᾶς πείθει ὅτι ἡ λογοτεχνία «τακτοποιεῖ» αὐτὸ τὸν ἀπέραντο, χαοτικὸ κόσμο. ΤΑ ΝΈΑ

Λίγο μετὰ τὸν ἀμερικανικὸ ἐμϕύλιο μιὰ ϕανατικὴ ϕεμινίστρια καὶ ἕνας συντηρητικὸς Νότιος μάχονται γιὰ τὴν καρδιὰ μιᾶς χαρισματικῆς κοπέλας. Μὲ ποιόν θὰ ἀποϕασίσει τὸ κορίτσι νὰ περάσει τὴ ζωή του; Καὶ ποιοῦ οἱ ἰδέες θὰ χαράξουν τὸ μέλλον τῶν νέων, ἑνωμένων πιά, πολιτειῶν τῆς Ἀμερικῆς;
















http://www.dardanosnet.gr/book_details.php?id=2223

www.gutenbergbooks.gr â—? facebook.com/gutenbergbooks






Ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα ἔργα τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας. Χ.Λ. ΜΠΌΡΧΕΣ

Ἡ πρώτη ἐμϕάνιση τῆς Γυναίκας μὲ τὰ Ἄσπρα, μιὰ ἀπὸ τὶς δύο καλύτερες σκηνὲς τῆς λογοτεχνίας. Κ. ΝΤΙΚΕΝΣ

Στὸν Κόλινς πρέπει νὰ πιστωθεῖ ἡ εἰσαγωγὴ στὴ μυθιστοριογραϕία τῶν πλέον ἀπίστευτων μυστηρίων, αὐτῶν που καραδοκοῦν ἔξω ἀπὸ τὶς πόρτες μας. Χ. ΤΖΕΪΜΣ

Μιὰ ἀπόλαυση ποὺ διαρκεῖ 150 χρόνια. THE GUARDIAN

Ὁ Μπόρχες, ὁ Τ.Σ. Ἔλιοτ, ὁ Φιτζέραλντ: τρεῖς πολὺ διαϕορετικοὶ συγγραϕεῖς ποὺ ἀγάπησαν τὴ Γυναίκα μὲ τα Ἄσπρα. Αἰτία ὁ καταιγιστικὸς ρυθμός της, ὁ συνδυασμὸς ἀστυνομικοῦ μυστηρίου καὶ μελοδράματος, οἱ ἀξιοζήλευτοι καὶ διαχρονικοὶ χαρακτῆρες. EL PAÍS

Ἔρωτας, μυστήριο, ϕαντάσματα, ἀρρώστιες, ἐγκλήματα, μυστικὲς ἀδεϕλότητες, προδοσίες, ἠθογραϕία, συναρπαστικὴ πλοκὴ καὶ πρωτοποριακὸς τρόπος γραϕῆς. Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ


Ἡ ἀπόλαυση ποὺ ἀντλεῖ κανεὶς ἀπὸ τὸ ἀριστούργημα τοῦ Κόλινς εἶναι ἀπροσμέτρητη... Δὲν εἶναι καὶ λίγο νὰ κρατᾶς τὴν ἀνάσα σου γιὰ τὴν τύχη τῆς Γυναίκας μὲ τὰ Ἄσπρα. LIFO

Τὸ ἐντυπωσιακὸ σὲ ὄγκο καὶ ποιότητα ἔργο τοῦ Γουίλκι Κόλινς συνδυάζει τὸν ἔρωτα μὲ τὸ μυστήριο γιὰ νὰ παγιδέψει τὸν ἀναγνώστη μὲ τὴν καινοτόμο γιὰ τὴν ἐποχὴ πολυπρισματικότητά του. ΤΑ ΝΕΑ

Ἡ καταγιστικὴ πλοκὴ ϕέρνει τὸν ἀναγνώστη ἀπὸ ἔκπληξη σὲ ἔκπληξη. ΗΜΕΡΗΣΙΑ

Τὸ πρῶτο μυθιστόρημα τῆς αἰσθηματικῆς λογοτεχνίας μυστηρίου, ἕνα ἔργο ποὺ συνδυάζει τὶς συγκινήσεις τῆς μεσαιωνικῆς λογοτεχνίας μὲ τὸν ψυχολογικὸ ρεαλισμὸ μιᾶς σύγχρονης θεματογραϕίας. CURTURENOW

Ὁ θρίαμβος τῆς πλοκῆς. BOOKPRESS













http://www.dardanosnet.gr/book_details.php?id=2244

www.gutenbergbooks.gr â—? facebook.com/gutenbergbooks


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.