Μια εταίρα κατηγορεί την αδελφή της, επειδή της πήρε τον φίλο - Αρισταίνετος

Page 1

164

ΑρΙΣΤΑΙΝΕΤΟΥ ΕρΩΤῖΚΑῖ ΕΠῖΣΤοΛΑῖ

1.25. ῾Εταίρα μέμφεται τῇ ἀδελφῇ

ὑπελϑούσῃ αὐτῆς τὸν φίλον

ϕιλαινὶς Πετάλῃ.

5

10

15

20

25

Χθὲς ἐπὶ πότον ὑπὸ Παμφίλου κληθεῖσα Θελξινόην μετεπεμπόμην τὴν ἀδελφήν· ἐλάνθανον δὲ οὐ τὸ τυχὸν ἐμαυτῇ προξενοῦσα, ὡς ἔργῳ γέγονε δῆλον. πρῶτον μὲν ἦλθε περιεργότερον κοσμηθεῖσα καὶ στίλψασα τὰς παρειὰς ἐντρίμματι, καὶ πρὸς ἔσοπτρον ὡς εἰκὸς διαπλεξαμένη καὶ εὐθετίσασα τὰς κόμας ἀφῆκε τοῦ αὐχένος ὅρμους πολυτελεῖς, ἀγλαΐσματα δέρης, ἄλλην τε πολλὴν περιέκειτο φλυαρίαν ὑπομάζιόν τε καὶ ἀμφωλένια, καὶ οὐδὲ τῶν περικρανίων ἠμέλησε κόσμων. τὸ δὲ ταραντινίδιον, ἐξ οὗ διαφανῶς ἡ ὥρα διέλαμπεν. θαμὰ δὲ καὶ τὴν πτέρναν αὐτὴ πρὸς ἑαυτὴν ἐπιστρεφομένη διεσκοπεῖτο, πολλάκις δ᾽ ἅμα τε ἑαυτὴν ἐθεώρει καὶ εἴ τις αὐτὴν ἄλλος θεᾶται. ἔπειτα παρακαθέζεται μέση ἐμοῦ τε καὶ Παμφίλου, ἵνα χωρὶς ἡμᾶς διαλάβῃ, καὶ προσπαίζουσα τῷ μειρακίῳ εἰς ἑαυτὴν ἐκείνου μετάγει τὸ βλέμμα, καὶ τῶν ἐκπωμάτων πρὸς αὐτὸν ἀντίδοσιν ἐποιεῖτο. ὃ δὲ ῥᾳδίως ἠνείχετο, ἅτε νέος ἐρωτικός, καὶ οἴνου πολλοῦ διαθερμαίνοντος αὐτοῦ τὴν ψυχήν, καὶ τοῦτον δὴ τὸν τρόπον ὥσπερ ἐκ στομάτων ὑπεφίλουν ἀλλήλους καταπίνοντες τὰ φιλήματα, καὶ τὸν οἶνον τοῖς χείλεσι κεκραμένον μέχρι καὶ αὐτῆς παρέπεμπον τῆς καρδίας. Πάμφιλος δὲ μήλου μικρὸν ἀποδακὼν εὐστόχως ἠκόντισεν εἰς τὸν κόλπον ἐκείνης, ἣ δὲ φιλήσασα μεταξὺ τῶν μαστῶν ὑπὸ τῷ περιδέσμῳ, ὃν περιεστερνίσατο, παρέβυσε. τούτοις οὖν ἐδακνόμην. τί δὲ οὐκ ἤμελλον, ζήλην ἐμοὶ καθορῶσα τὴν ἐμὴν ἀδελφήν, ἣν ταῖς ἐμαῖς ἀνέτρεφον ἀγκάλαις; τοιαῦτά μοι παρ᾽ αὐτῆς τὰ τροφεῖα· οὕτω με νῦν ἀντιπελαργοῦσα δικαίαν ἀποδίδωσι χάριν. καίτοι πολλάκις ὧδε παρ᾽ ἕκαστον αὐτὴν ἐμεμφόμην «κατ᾽


β Ι β Λ Ι Ο Ν Α´

165

1.25. Μιὰ ἑταίρα κατηγορεῖ τὴν ἀδελφή της,

ἐπειδὴ τῆς πῆρε τὸν φίλο.

῾Η ϕιλαινίδα στὴν Πετάλη Χθές, καλεσμένη ἀπὸ τὸν Πάμϕιλο στὸ σπίτι του γιὰ συμπόσιο, ἔϕερα μαζὶ καὶ τὴ Θελξινόη, τὴν ἀδελϕή μου. Καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, ἐγὼ ἡ ἴδια ἔκανα μεγάλο κακὸ στὸν ἑαυτό μου, ὅπως ἔδειξε ἡ ἔκβαση τῶν πραγμάτων. Κατὰ πρῶτον ἦλθε ντυμένη πολὺ ἐξεζητημένα. ῎ Εβαψε τὰ μάγουλά της μὲ ϕτιασίδια καί, καθισμένη προϕανῶς μπροστὰ στὸν καθρέϕτη, ἔπλεξε καὶ χτένισε τὰ μαλλιά της. ῎ Εβαλε στὸν λαιμό της πολυτελῆ κοσμήματα, περιδέραια καὶ πολλὰ ἄλλα μπιχλιμπίδια, στηθόδεσμο καὶ βραχιόλια· ἀλλὰ καὶ τὸ κεϕάλι της δὲν τὸ ἄϕησε χωρὶς στολίδια. ᾽ Επίσης, ὁ χιτώνας της –ἀπὸ ὕϕασμα τοῦ Τάραντα– ἦταν διαϕανὴς καὶ διαπερνοῦσε ἀπὸ μέσα ἡ λάμψη τῆς ὀμορϕιᾶς της. Συχνὰ γυρνοῦσε τὴ ϕτέρνα της πρὸς τὸ μέρος της καὶ τὴν κοιτοῦσε προσεκτικά· πολλὲς ϕορὲς μάλιστα παρατηροῦσε ταυτοχρόνως καὶ τὸν ἑαυτό της καὶ μήπως τὴ βλέπει κάποιος ἄλλος. ῎ Επειτα κάθισε στὴ μέση, ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ τὸν Πάμϕιλο, γιὰ νὰ μᾶς χωρίσει, καὶ παίζοντας μὲ τὸν νεαρὸ τραβοῦσε πάνω της τὸ βλέμμα του. Κατόπιν ἀντάλλασσε καὶ τὰ κύπελλα, τὸ δικό της μὲ τὸ δικό του. Αὐτὸς πάλι τὴν ἄϕηνε εὐχαρίστως, γιατὶ εἶναι ϕιλήδονος νέος καί, ἐπιπλέον, τὸν εἶχε ἀνάψει τὸ πολὺ κρασί. Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, λοιπόν, ἦταν σὰν νὰ ϕιλοῦσε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, στόμα μὲ στόμα, πίνοντας τὰ ϕιλιά τους ἀπὸ τὸ κύπελλο· καὶ τὸ κρασὶ ποὺ εἶχε ἀναμειχθεῖ μὲ τὴ γεύση τῶν χειλιῶν τους τὸ ἄϕηναν νὰ πάει ὣς τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους. ῾ Ο Πάμϕιλος, ἐν συνεχεία, δάγκωσε λίγο ἕνα μῆλο καὶ τὸ πέταξε κατ ᾽ εὐθεῖαν στὸν κόρϕο της. ᾽ Εκείνη τὸ ϕίλησε καὶ τὸ ἔχωσε ἀνάμεσα στὰ βυζιά της κάτω ἀπὸ τὸν στηθόδεσμο. Αἰσθανόμουν προσβεβλημένη μὲ τὰ καμώματά τους. Καὶ πῶς ὄχι; ᾽Αϕοῦ ἔβλεπα νὰ γίνεται ἀντίζηλός μου ἡ δική μου ἀδελϕὴ ποὺ τὴ μεγάλωσα στὴν ἀγκαλιά μου. ᾽ Ιδοὺ ἡ ἀνταμοιβή μου γιὰ τὴν ἀνατροϕή της! ῎ Ετσι τώρα ἀνταποδίδοντας τὴν ἀγάπη ξεπληρώνει τὴν εὐγνωμοσύνη ποὺ μοῦ χρωστάει. Καὶ παρόλο ποὺ πολλὲς ϕορές, σὲ κάθε ἀϕορμή, τὴ μάλωνα μὲ τέτοια λόγια: «Στὴν ἀδελϕή σου τὰ κάνεις αὐτά, Θελξινόη; – ὄχι, Θελξινόη!». ᾽Αλλὰ γιατί μακρηγορῶ; Σηκώ-


166

30

ΑρΙΣΤΑΙΝΕΤΟΥ ΕρΩΤῖΚΑῖ ΕΠῖΣΤοΛΑῖ

ἀδελφῆς ταῦτα, Θελξινόη; μή, Θελξινόη.» ἀλλὰ τί μακρηγορῶ; ἀπῆλθεν ἡ βάσκανος οὕτως ἀνέδην σφετερισαμένη τὸν νέον. ἀδικεῖ με τοίνυν Θελξινόη. μαρτύρομαι τὴν ᾽Αφροδίτην καὶ σέ, ὦ Πετάλη, κοινὴν ὑπάρχουσαν φίλην, ὡς αὐτὴ πανταχοῦ τῶν κακῶν προκατάρχει. ἀδικῶμεν οὖν ἀλλήλας. εὑρήσω κἀγὼ τοιοῦτον πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα (καὶ τοῦτο δεδόχθω) <ἀλωπεκίζουσα> ἢ σίδηρος ἐλαυνέσθω σιδήρῳ· οὐ γὰρ ἀπορήσω τρεῖς ἀνθ᾽ ἑνὸς <τὴν> ἄπληστον ἀφελέσθαι.


β Ι β Λ Ι Ο Ν Α´

167

θηκε κι ἔϕυγε ἡ ϕθονερὴ χωρὶς καμιὰ ἠθικὴ ἀναστολή, ἀϕοῦ μοῦ πῆρε καὶ τὸν νεαρό. Μὲ ἀδικεῖ λοιπὸν ἡ Θελξινόη. ᾽ Επικαλοῦμαι ὡς μάρτυρες τὴν ᾽Αϕροδίτη καὶ σένα, Πετάλη, τὴν κοινή μας ϕίλη, ὅτι αὐτὴ σὲ κάθε περίπτωση εἶναι ἡ πρωταίτια τοῦ κακοῦ. ῾ ωραῖα, ἂς ἀδικοῦμε, λοιπόν, ἡ μία τὴν ἄλλη ! Θὰ ἀνταποδώσω κι ἐγὼ «σὰν ἀλεποὺ πρὸς ἄλλην ἀλεπού» – πάει καὶ τελείωσε! «Μάχαιρα ἔδωσε, μάχαιρα θὰ λάβει !» Δὲν θὰ δυσκολευτῶ νὰ κλέψω ἀπ ᾽ αὐτὴν τὴν ἄπληστη ὄχι ἕναν ἐραστὴ ἀλλὰ τρεῖς.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.