194
ΑρΙΣΤΑΙΝΕΤΟΥ ΕρΩΤῖΚΑῖ ΕΠῖΣΤοΛΑῖ
2.7. Περὶ δούλης φιλούσης
τὸν προσφϑειρόμενον τῇ κεκτημένῃ
Τερψίων Πολυκλεῖ.
5
10
15
20
25
Θεράπαινά τις παρθένος τοῦ μοιχοῦ τῆς δεσποίνης ἠράσθη· διακονουμένη γὰρ ἀμφοῖν τὰ δοκοῦντα ταύτην ἔλαχε τοῦ ἔρωτος ἀφορμήν. πολλάκις οὖν αὐτῶν ἐρωτικῶς ὁμιλούντων ἀλλήλοις ἠκροᾶτο, πλησίον ὡς φύλαξ παρισταμένη καὶ προορῶσα μή τις ἐξαίφνης ἀναφανείη κατάσκοπος. καί που καὶ συμπλεχθέντας αὐτοὺς εἶδεν ἡ κόρη, καὶ δι᾽ ἀκοῆς τε καὶ θέας ὤλισθεν ῎ Ερως ἐπὶ τὴν ἐκείνης ψυχὴν αὐτῇ λαμπάδι καὶ τόξοις. καὶ πρὸς τὴν τύχην ἐσχετλίαζεν ἡ παιδίσκη, ὅτι δὴ καὶ αὐτὸς δεδούλωται τῆς δουλείας ὁ ἔρως· οὐ γὰρ εἶχε παρρησίαν τῶν αὐτῶν μετασχεῖν τῇ δεσποίνῃ, ἀλλὰ μόνου τοῦ ἔρωτος ἐκοινώνει τῇ κεκτημένῃ. τί οὖν ἡ κόρη ; οὐ γὰρ ἀμήχανον αὐτὴν ἀφῆκεν ὁ ῎ Ερως. ἀποσταλεῖσα προσκαλέσασθαι τὸν μοιχὸν ἔφη πρὸς ἐκεῖνον ἁπλῶς, μηδὲν ποικίλλουσα· «εἰ βούλει, φίλτατε, ἐμὲ συμπράττειν καὶ διακονεῖσθαί σοι πάλιν προθύμως – ἀλλὰ τί σοι λέξω ; τὸν ἐμὸν ὡς ἐρωτικὸς ἤδη νενόηκας πόθον. ἆρα δοκῶ σοι καλὴ καὶ μετὰ τὴν σὴν εὐμορφίαν ἀρέσκω σοι ; τί φής; ποιήσεις ἤδη ; ποιήσεις, οἶδα ἐγώ.» ὁ δ᾽ οὖν νέος (καλὴ γὰρ ἦν καὶ παρθένος) ἅμα ἔπος ἅμα ἔργον ἄσμενος αὐτίκα μάλα τὴν αἴτησιν τῆς κόρης ἐπλήρου, περικρατῶν ὀμφάκια τοῦ στέρνου τὰ μῆλα καὶ φιλημάτων ἀπολαύων ἅμα γνησίων· φιλήματα γὰρ ἕωλα μὲν τὰ τῶν γυναικῶν, ἄπιστα δὲ τὰ τῶν ἑταιρῶν, ἀψευδῆ δὲ τὰ τῶν παρθένων, ἐοικότα τοῖς σφετέροις ἤθεσι. μέμικται δὲ ἁπαλῷ μὲν ἱδρῶτι, θερμῷ δὲ καὶ πολλῷ τῷ τοῦ πνεύματος ῥεύματι {τὸ δὲ ἆσθμα πυκνόν}. ἐγγὺς μὲν <γὰρ> τοῦ στόματος ἡ καρδία, ἡ δὲ ψυχὴ τῶν θυρῶν· εἰ δὲ τὴν χεῖρα τῷ στέρνῳ προσαγάγῃς, ὄψει τὸ πήδημα.
βΙβΛΙΟΝ β´
195
2.7. Γιὰ μιὰ ὑπηρέτρια ποὺ ἐρωτεύτηκε
τὸν ἐραστὴ τῆς κυρίας της.
῾ο Τερψίων στὸν Πολυκλῆ Μιὰ ὑπηρέτρια, παρθένα κόρη, κυριεύθηκε ἀπὸ ἔρωτα γιὰ τὸν ἐραστὴ τῆς κυρίας της. ᾽ Εξυπηρετώντας τὸ ζευγάρι σὲ ὅ,τι ἤθελε, τῆς δόθηκε ἡ ἀϕορμὴ τοῦ ἔρωτα. Πολλὲς ϕορὲς τοὺς ἄκουγε νὰ ἀνταλλάσσουν ἐρωτόλογα, ἐνῶ αὐτὴ στεκόταν δίπλα ὡς ϕύλακας προσέχοντας μήπως παρουσιαστεῖ ξαϕνικὰ κάποιος καὶ τοὺς δεῖ. Καὶ πολὺ πιθανὸ ἡ κοπέλα νὰ τοὺς εἶδε καὶ ἀγκαλιασμένους. Μὲ ὅσα ἄκουγε καὶ μὲ ὅσα ἔβλεπε, ὁ ῎ Ερωτας γλίστρησε στὴν ψυχή της μὲ τὸν πυρσὸ καὶ μὲ τὰ τόξα του. Τὸ κορίτσι ἔκλαιγε τὴ μοίρα του, διότι βέβαια καὶ ὁ ἔρωτας, ὅταν εἶσαι δοῦλος, εἶναι καὶ ὁ ἴδιος ὑποδουλωμένος· δὲν εἶχε τὴν ἐλευθερία νὰ συμμετέχει στὶς ἴδιες ἡδονές, ὅπως ἡ οἰκοδέσποινα, ἀλλὰ τὸ μόνο κοινὸ σημεῖο ποὺ μοιραζόταν μὲ τὴν κυρία της ἦταν ὁ πόθος. Τί νὰ κάνει λοιπὸν ἡ κοπέλα; ῾ Ο ῎ Ερωτας δὲν τὴν ἄϕησε ἀβοήθητη. ῞ Οταν κάποτε τὴν ἔστειλε ἡ κυρία της νὰ προσκαλέσει τὸν ἐραστή, ἐκείνη τοῦ λέει ἁπλὰ καὶ χωρὶς περιστροϕές: « ῍ Αν θέλεις, ἀγαπημένε μου, νὰ σὲ βοηθῶ καὶ νὰ σὲ ὑπηρετῶ πάντα πρόθυμα – ἀλλὰ τί νὰ σοῦ λέω; ᾽ Εσύ, σὰν εἰδικὸς ποὺ εἶσαι στὰ ἐρωτικά, ἔχεις ἤδη καταλάβει τὸν πόθο μου γιὰ σένα. Μὲ βρίσκεις ἄραγε ὡραία; Παρ᾽ ὅτι ἡ ὀμορϕιά σου δὲν συγκρίνεται μὲ τὴ δική μου, σοῦ ἀρέσω κι ἐγώ; Τί λές; Θὲς νὰ τὸ κάνεις κιόλας; Θὰ τὸ κάνεις, τὸ ξέρω!». Πραγματικὰ ὁ νέος προχώρησε ἅμ᾽ ἔπος ἅμ᾽ ἔργον – γιατὶ ἡ κοπέλα ἦταν ὡραία καὶ παρθένα. Μετὰ χαρᾶς ἐκπλήρωσε ἀμέσως τὴν ἐπιθυμία της: ἔπιανε τὰ ἄγουρα μηλαράκια τοῦ στήθους της καὶ συνάμα ἀπολάμβανε ϕιλιὰ γνήσια. Γιατὶ τὰ ϕιλιὰ ποὺ δίνουν οἱ γυναῖκες εἶναι ξεθυμασμένα, αὐτὰ ποὺ δίνουν οἱ ἑταῖρες ψεύτικα, ἐνῶ τῶν παρθένων εἶναι ἀληθινά, ὅπως ἡ ψυχή τους. Γίνονται ἕνα μεῖγμα μὲ τὴν τρυϕερὴ ὑγρασία τοῦ ἱδρώτα, μὲ τὴ ζεστὴ καὶ δυνατὴ ἀνάσα· καὶ ἡ ἀναπνοή τους γίνεται ὅλο καὶ πιὸ γρήγορη. ῾ Η καρδιά τους πλησιάζει στὸ στόμα καὶ ἡ ψυχὴ στὰ χείλη τους. ᾽ Εὰν βάλεις τὸ χέρι στὸ στῆθος τους, θὰ αἰσθανθεῖς τὸ σκίρτημα.
196
30
35
40
45
ΑρΙΣΤΑΙΝΕΤΟΥ ΕρΩΤῖΚΑῖ ΕΠῖΣΤοΛΑῖ
ταῦτα μὲν οὖν ἐκεῖνοι· ἡ δὲ κεκτημένη πανούργως ἐπέστη τοῖς τελουμένοις, ἠρέμα βαδίζουσα καὶ κτύπου χωρίς, καὶ ζηλοτυποῦσα τὴν παιδίσκην τῆς κόμης ἐξεῖλκεν. ἣ δὲ στένουσά φησιν· «μὴ γὰρ ἡ τύχη σὺν τῷ σώματι κατεδούλωσε τὴν ψυχήν. ἐπιτεθύμηκα· ἔξεστι γάρ. παῦσαι πρὸς θεῶν. ὡς ἐρῶσαν δίκαιόν σε μᾶλλον ὑπεραλγῆσαι ποθούσης. μὴ τοίνυν ἀτιμάσῃς, ὦ δέσποινα, τὸν ἐμόν τε καὶ σὸν δεσπότην ῎ Ερωτα, ἵνα μὴ ταῖς σαῖς ἐπιθυμίαις ὀνειδίζουσα λάθοις. καὶ σὺ γὰρ ἐκείνῳ δουλεύεις, κἀγώ τε καὶ σὺ τὸν αὐτὸν ἕλκομεν ζυγόν.» ταῦτα μὲν ἡ παῖς, ἡ δὲ κεκτημένη πρὸς τὸν νέον λάθρᾳ φησί, τῆς δεξιᾶς αὐτοῦ λαβομένη, «Σικελὸς ὀμφακίζει, ᾽Εμπεδόκλεις, παρατρυγῶν παιδισκάριον <ἄωρον> καὶ τοῦ φιλήματος ἀμαθές. παρθένος γάρ, ἅτε τῆς ᾽Αφροδίτης ἀμύητος ἔτι, τὴν συνουσίαν ἀτερπής ἐστι καὶ δύσκοιτος, ἀγνοοῦσα τὴν ἐπὶ τῆς εὐνῆς κολακείαν. γυνὴ δέ, οἵαπερ ἐγώ, τῶν ἀφροδισίων ἱκανὴν ἔχουσα πεῖραν, ὁμοίως ἑαυτήν τε καὶ τὸν ποθοῦντα λίαν εὐφραίνει, καὶ γυνὴ μὲν καταφιλεῖ, παρθένος δὲ καταφιλεῖται. καὶ τοῦτο μὲν ἔγνως· εἰ δὲ τὰ νῦν ἐπιλέλησαι, δεῦρο, φίλτατε, κἀγώ σε ἥδιστα δίς τε καὶ τρὶς τῶν ἐμῶν ἀναμνήσω.»
βΙβΛΙΟΝ β´
197
Αὐτὰ λοιπὸν ἔκαναν οἱ δυό τους. ῾ Η οἰκοδέσποινα ὅμως κατέϕθασε αἰϕνιδιαστικὰ τὴν ὥρα τῶν περιπτύξεων, βαδίζοντας ἀργὰ καὶ ἀθόρυβα. Καί, σὲ μιὰ ἔξαρση ζηλοτυπίας, τραβοῦσε τὰ μαλλιὰ τῆς κοπέλας. ᾽ Εκείνη κλαίγοντας τῆς λέει: « ῎ Οχι! ῾ Η μοίρα μου δὲν ὑποδούλωσε καὶ τὴν ψυχή μου μαζὶ μὲ τὸ σῶμα. ᾽ Ερωτεύτηκα! Δὲν ἀπαγορεύεται! Σταμάτα, μά τοὺς θεούς! ᾽Αϕοῦ κι ἐσὺ ἀγαπᾶς, εἶναι πιὸ σωστὸ νὰ μὲ συμπονέσεις στὸν ἔρωτά μου. Μὴν περιϕρονήσεις, κυρία, τὸν ῎ Ερωτα, τὸν δικό μου καὶ δικό σου ἀϕέντη, ἂν θέλεις νὰ μὴν ἐπικρίνεις –χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνεις– καὶ τὶς δικές σου ἐπιθυμίες. Γιατὶ κι ἐσὺ εἶσαι σκλάβα ἐκείνου· κι ἐγὼ κι ἐσὺ τραβᾶμε τὸν ἴδιο ζυγό». Αὐτὰ εἶπε τὸ κορίτσι. ῾ Η κυρία ὅμως λέει κρυϕὰ στὸν νεαρὸ πιάνοντάς τον ἀπὸ τὸ δεξὶ χέρι: “ ῞ Ενας Σικελὸς κλέβει ἄγουρα σταϕύλια”, ᾽ Εμπεδοκλῆ, τρυγώντας μιὰ ἄβγαλτη παιδούλα ποὺ δὲν ξέρει ἀπὸ ϕιλιά. Μιὰ παρθένα, ἐπειδὴ εἶναι ἀκόμη ἀμύητη στὰ μυστικὰ τῆς ᾽Αϕροδίτης, δὲν προσϕέρει καμιὰ ἡδονὴ στὸ σὲξ καὶ κανένα θέλγητρο γιὰ νὰ κοιμᾶσαι μαζί της, γιατὶ δὲν ξέρει τὴ γλύκα τοῦ κρεβατιοῦ. Μιὰ γυναίκα ὅμως, ὅπως ἐγώ, ποὺ ἔχει μεγάλη ἐμπειρία στὰ ἐρωτικὰ παιχνίδια, μπορεῖ νὰ προκαλέσει ἐξαιρετικὴ ἡδονὴ τόσο στὸν ἑαυτό της ὅσο καὶ στὸν ἐραστή της. Κι ἐπιπλέον, μιὰ γυναίκα ξέρει νὰ δίνει ϕιλιά, ἐνῶ μιὰ παρθένα μόνο νὰ δέχεται. Αὐτὸ τὸ γνωρίζεις βέβαια! ῍ Αν ὅμως τώρα τὸ ἔχεις ξεχάσει, ἔλα ἐδῶ, ἀγάπη μου, κι ἐγὼ μὲ μεγάλη μου εὐχαρίστηση θὰ σοῦ θυμίσω δυὸ καὶ τρεῖς ϕορὲς αὐτὰ ποὺ μπορῶ νὰ κάνω γιὰ σένα».