ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΤΟΝ 20ό ΚΑΙ 21ο ΑΙΩΝΑ ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ Ε π ιμέ λ ε ι α
Ανδρέας Γιακουμακάτος
ΕΚΔΟΣΕΙ Σ GUTENBERG
ΟψΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ – ΟψΕΙΣ ΑΡΧΗΣ
Σωκράτης Γεωργιάδης
ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ που ακολουθεί παρατίθενται κάποιες γενικές, αν και εκ των πραγμάτων
αποσπασματικές, σκέψεις πάνω σε ζητήματα ιστοριογραφίας της αρχιτεκτονικής του 20ού και 21ου αιώνα, χωρίς όμως ιδιαίτερη αναφορά στην ελληνική περίπτωση. Θεωρήθηκε σκόπιμο στο δεδομένο πλαίσιο να διευρυνθεί το πεδίο παρατήρησης πέρα από τα εθνικά όρια, για τον λόγο ότι η πρόσβαση στην ελληνική κατάσταση, η πρόσληψη, η χαρτογράφηση και η κατανόησή της, ειδικά για την περί ης ο λόγος περίοδο, δεν είναι δυνατή χωρίς το ευρωπαϊκό ή το ευρύτερα δυτικό πλαίσιο αναφοράς.
Βρυξέλλες 1967 Το πολυκατάστημα À l’innovation επί της rue Neuve αριθμός 111 στις Βρυξέλλες εξέπεμψε το πρώτο σήμα κινδύνου στις 13:34 της 22ας Μαΐου του 1967, ακριβώς 47 χρόνια από σήμερα. Λίγες ώρες αργότερα οι φλόγες που είχαν περιζώσει το κτίριο το κατέστρεψαν ολοσχερώς. Ο απολογισμός της πύρινης λαίλαπας: πάνω από 300 νεκροί και δεκάδες τραυματίες. Αρχικά οι υπεύθυνοι της καταστροφής αναζητήθηκαν στις γραμμές αριστερίστικων οργανώσεων. Εκείνες τις μέρες το πολυκατάστημα είχε διοργανώσει μια «αμερικανική εβδομάδα», εβδομάδα προβολής αμερικανικών προϊόντων. Θεωρήθηκε λοιπόν ότι η πυρκαγιά ήταν αποτέλεσμα εμπρησμού σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον πόλεμο του Βιετνάμ με τον οποίο οι ΗΠΑ από «αθώον έθνος» [innocent nation] αναδεικνύονταν στον «υπ’ αριθμόν 1 εχθρό της ανθρωπότητας», τουλάχιστον σύμφωνα με την ιδιόλεκτο της εποχής. Καθώς η κατηγορία περί «τρομοκρατικής ενέργειας» αποδείχτηκε τελικά αποκύημα νοσηρής φαντασίας του δεξιόστροφου Τύπου, ως πιθανότερη εκδοχή για το ξέσπασμα της πυρκαγιάς θεωρήθηκε τελικά ηλεκτρικό βραχυκύκλωμα, και καθώς το κτίριο δεν διέθετε εγκατάσταση πυροπροστασίας (που ήδη από τότε ήταν απαραίτητη για τέτοιου είδους κατασκευές), η καταστροφή που πήρε ανεμπόδιστα τον μοιραίο δρόμο ήταν ολοκληρωτική. «Ο εξοπλισμός με σύστημα πυροπροστασίας θα κόστιζε περίπου μισό εκατομμύριο. Η ζημιά που προκλήθηκε από την πυρκαγιά ανέρχεται σε 165 εκατομμύρια», σχολίασε το περιοδικό «Der Spiegel».1 1. Der Spiegel, 1967, τχ. 23, σ. 128.
30
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
Το À l’innovation ήταν έργο του αρχιτέκτονα Victor Horta. Οι οικοδομικές εργασίες ξεκίνησαν το 1897, τα εγκαίνια έγιναν στις 27 Απριλίου 1903 (Εικ. 1). Το κτίριο δηλαδή κατασκευάστηκε ακριβώς πάνω στη στροφή του αιώνα. Επρόκειτο για έναν κρίκο της αλυσίδας τέτοιου είδους καταστημάτων, που από τη δεκαετία του 1860 ξεφύτρωναν με αξιοσημείωτη συχνότητα σε όλες τις μεγαλουπόλεις της Ευρώπης: Το Belle Jardinière (1867), το Samaritaine (1867), το Au Bon Marché (1872-84), το Magasins du Printemps (1882-83) στο Παρίσι, το Selfridge’s (1908) στο Λονδίνο, το Hermann Tietz (1898) και το Wertheim (18961904) στο Βερολίνο και τόσα άλλα, τα οποία προανήγγελλαν αρχιτεκτονικά αυτό που η Γηραιά Ήπειρος, και όχι μόνο, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θα γνώριζε ως κοινωνία της κατανάλωσης. Στις περισσότερες από αυτές τις κατασκευές, πίσω από κατά κανόνα εκλεπτυσμένες προσόψεις γινόταν ευρεία χρήση της σιδηροκατασκευής, κάνοντάς τες έτσι προδρομικά κτίρια αυτού που ο Αuguste Choisy στις τελευταίες σελίδες του δίτομου έργου του Histoire de l’architecture,2 οραματιζόταν ως «un art nouveau». Ο Choisy, ξεκινώντας από την Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας του Henri Labrouste, οραματιζόταν έτσι μια νέα τέχνη για τη νέα κοινωνία, που το περίγραμμά της Εικ. 1. διαγραφόταν ήδη ευκρινώς στον κοντινό πλέον ορίζοντα του νέου αιώνα. Το À l’innovation ωστόσο –πέρα από το γεγονός ότι είχε κτιστεί σύμφωνα με τις επιταγές της τότε σύγχρονης τεχνολογίας, πέρα από το γεγονός ότι ήταν ενσάρκωση ενός νέου κτιριολογικού τύπου και πέρα από το γεγονός ότι ήταν αρχιτεκτόνημα που ανήκε σε αυτό που θα ονομαζόταν αρ νουβό ως στιλιστική πλέον κατεύθυνση– ήταν το μόνο από τα μεγάλα πολυκαταστήματα που έφερε το πρόγραμμα της νεωτερικότητας στον ίδιο του τον τίτλο: À l’innovation-Νεωτερισμός. Ακόμη και ο δρόμος όπου ήταν κτισμένο (rue Neuve, νέα οδός) έμοιαζε να περικλείει στο όνομά του το χαρμόσυνο μήνυμα του νέου αιώνα. Η καταστροφή του κτιρίου το 1967 μόνο ως τραγική ειρωνεία μπορεί λοιπόν να χαρακτηριστεί, αν σκεφτεί κανείς ότι αιτία της, κατά πάσα πιθανότητα, δεν ήταν παρά μια τεχνική βλάβη. Με άλλα λόγια η μοιραία αστοχία του À l’innovation αφορούσε ακριβώς αυτό που το ίδιο το κτίριο ευαγγελιζόταν επτά δεκαετίες νωρίτερα. Μήπως όμως η κατα2. Α. Choisy, Histoire de l’architecture, τ. 2, Éditions Vincent, Fréal & Cie, Παρίσι 1899, σ. 592 κ.ε.
ΟψΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ – ΟψΕΙΣ ΑΡΧΗΣ
31
στροφή του À l’innovation δεν ήταν απλώς μια τραγική ειρωνεία, και η παράξενη σύζευξη των λέξεων, των αριθμών και των πραγμάτων, στην οποία μοιάζει να μας κατευθύνει, σηματοδοτούσε κάτι άλλο, πολύ σημαντικότερο; Μήπως η αποτρόπαια εκείνη ημερομηνία, η 22α Μαΐου του 1967, ήταν σημαδιακή και –για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους– οι στάχτες και τα ερείπια του πολυκαταστήματος δεν συμβόλιζαν τίποτε άλλο παρά τα συντρίμμια της ίδιας της νεωτερικότητας;
1900 Πριν ασχοληθούμε με αυτό το ερώτημα, καλό θα ήταν να στρέψουμε αρχικά την προσοχή μας στην ιστορική στιγμή της ανέγερσης του κτιρίου, πάνω ακριβώς στη μετάβαση από τον 19ο στον 20ό αιώνα και να αναρωτηθούμε: Τι ακριβώς ήταν αυτό το 1900; Αν εξαιρέσει κανείς τον δεύτερο πόλεμο των Μπόερς στη Νότια Αφρική και το ξεσήκωμα των Μπόξερ στην Κίνα –έτσι γράφουν τα ιστορικά εγχειρίδια– τίποτε σημαντικό, κανένα γεγονός με παγκόσμια εμβέλεια ή ξεχωριστή ιστορική σημασία δεν συνέβη εκείνη τη χρονιά. Ειδικά για την Ευρώπη το 1900 ήταν έτος ρουτίνας. Κι όμως, η ημερομηνία αυτή, που συμβατικά σήμαινε το πέρασμα της ανθρωπότητας σ’ έναν νέο αιώνα, στο φαντασιακό των ανθρώπων που την έζησαν φαίνεται ότι ασκούσε μια ακαταμάχητη, μαγική σχεδόν γοητεία. Ο Ρόμπερτ Μούζιλ, στο μνημειώδες μυθιστόρημά του Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες, περιγράφει με εντυπωσιακό τρόπο την καταλυτική επίδρασή του 1900 στον ψυχισμό των ανθρώπων εκείνης της εποχής: «Από το λείο σαν το λάδι πνεύμα των δυο τελευταίων δεκαετιών αναδύθηκε ξαφνικά σ’ ολόκληρη την Ευρώπη ένας πυρετός που έδινε φτερά. Κανείς δεν γνώριζε τι ακριβώς γεννιόταν. Κανείς δεν μπορούσε να πει αν θα ήταν μια νέα τέχνη, ένας νέος άνθρωπος, μια νέα ηθική ή, ίσως, η αναδόμηση της κοινωνίας [...]. Παντού οι άνθρωποι εξεγείρονταν για να πολεμήσουν το παλιό [...]. Αναπτύσσονταν ταλέντα, που παλιότερα ή θα καταπνίγονταν ή δεν θα συμμετείχαν στη δημόσια ζωή. Ήταν μεταξύ τους στο έπακρο διαφορετικά. Θαυμαζόταν ο υπεράνθρωπος, θαυμαζόταν ο υπάνθρωπος. Λατρεύονταν η υγεία και ο ήλιος, λατρευόταν η τρυφερότητα των φυματικών κοριτσιών (Εικ. 2, 3, 4, 5). Ενθουσίαζε η δήλωση πίστης στους ήρωες, ενθουσίαζε η δήλωση πίστης στις κοινωνικές μάζες, μπορούσε κάποιος να είναι πιστός και σκεπτικιστής, φυσιολάτρης και μπλαζέ, υγιής και ασθενικός. Οι άνθρωποι ονειρεύονταν αλέες αρχαίων παλατιών, φθινοπωρινούς κήπους, γυάλινες λίμνες, πολύτιμους λίθους, χασίς, αρρώστιες και δαίμονες, αλλά και απέραντα λιβάδια, μακρινούς ορίζοντες, χυτήρια και χαλυβουργεία, γυμνούς αγωνιστές, εξεγέρσεις σκλάβων, ζευγάρια Πρωτοπλάστων και τη συντριβή της κοινωνίας. Όλα αυτά ήταν βέβαια αντιφατικά, αντικρουόμενες πολεμικές κραυγές, αλλά είχαν μια κοινή ανάσα. Αν ήθελε κάποιος να αναλύσει την εποχή εκείνη, αυτό που θα έβγαινε θα ήταν μια ανοησία, ένας κύκλος με γωνίες από ξύλινο σίδερο, ωστόσο όλα συγχωνεύονταν σε ένα αγλαΐζον νόημα. Αυτή η ψευδαίσθηση, που έβρισκε την ενσάρκωσή της στη μαγική ημερομηνία της στροφής του αιώνα, είχε τέτοια δύναμη, που άλλοι ορμούσαν με ενθουσιασμό πάνω στην παρθενική ακόμα νέα εκατονταετηρίδα ενώ άλλοι προσπαθούσαν όπως όπως να βολευτούν στον παλιό αιώνα σαν σε σπίτι από το οποίο πρέπει κάποιος έτσι κι αλλιώς να μετακομίσει, χωρίς ωστόσο οι δυο αυτές στάσεις να
32
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
Εικ. 2-5: Εξώφυλλα εκδόσεων της εποχής περί το 1900 με θέμα τη «Μεταρρύθμιση του βίου» [Lebensreform].
ΟψΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ – ΟψΕΙΣ ΑΡΧΗΣ
33
αφήνουν και πολύ διαφορετική αίσθηση. Μέσα απ’ αυτό το ανακάτεμα των πεποιθήσεων αναδυόταν κάτι που έμοιαζε με δέντρα που λυγίζουν στον άνεμο, η μακάρια βεβαιότητα μιας αρχής, ενός ξεκινήματος, μιας μικρής αναγέννησης και μεταρρύθμισης, κάτι που το γνωρίζουν οι καλύτερες εποχές [...]».3 Παρ’ όλα αυτά, το 1900 δεν αποτέλεσε αφετηρία μιας νέας εποχής. Αν πιστέψουμε μάλιστα τον Εric Hobsbawm, ο ίδιος ο αιώνας, από την άποψη της πολιτικής ιστορίας τουλάχιστον, άρχισε αρκετά χρόνια μετά τη συμβατική στροφή του 1900. Τοποθετεί την ιστορική καμπή που σηματοδοτεί την έναρξή του στο 1914, τη χρονιά που ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο πρώτος από τους δυο ευρωπαϊκούς εμφυλίους του 20ού αιώνα, το δε τέλος του αρκετά πριν την ημερολογιακή του λήξη, στα 1989-1990, δηλαδή στα χρόνια της κατάρρευσης του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη: αυτός είναι ο «σύντομος 20ός αιώνας» του Hobsbawm.4
Πόσες φορές άρχισε ο 20ός αιώνας; Από πλευράς ιστορίας της αρχιτεκτονικής, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Στις ιστορίες που γράφτηκαν μέχρι και τη δεκαετία του 1980 μεσουρανεί το παράδειγμα της αρχιτεκτονικής του μοντέρνου με τις διάφορες παραλλαγές του, αλλά με κυρίαρχη την αρχιτεκτονική του μοντέρνου κινήματος ως «βασιλικής οδού», για να θυμηθούμε τον Heinrich Klotz και την αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται άλλα παραδείγματα, όπως ο τραντισιοναλισμός ή ο νεο-ιστορικισμός των «επαναστάσεων και των δικτατοριών», σύμφωνα με τη διατύπωση του Γ. Λάββα, αντιμετωπίζονται ως περιθωριακά φαινόμενα και θεωρούνται κατά κανόνα παρεκκλίσεις από το ηγεμονικό παράδειγμα του μοντέρνου. Ακόμη και όταν ο Charles Jencks το 1977 ανακοίνωνε τον «θάνατο της μοντέρνας αρχιτεκτονικής», με συγκεκριμένη μάλιστα ημερομηνία «ληξιαρχικής πράξης» (15 Ιουλίου 1972, ώρα 15:32 – ήταν η στιγμή της ανατίναξης, μια εικοσαετία μόλις μετά την ανέγερσή του, τμήματος του οικισμού Pruitt-Igoe του Minoru Yamasaki στο St. Louis, Missouri),5 το νέο παράδειγμα, το «μετα-μοντέρνο» που ο ίδιος ευαγγελιζόταν, συνέχιζε να φέρει το μοντέρνο στον ίδιο τον τίτλο του. 20ός αιώνας και μοντέρνα αρχιτεκτονική ήταν λοιπόν έννοιες αδιαχώριστες, σχεδόν ταυτόσημες. Υπό αυτό το πρίσμα, στην αρχιτεκτονική το ερώτημα «Πότε άρχισε ο 20ός αιώνας;» ανάγεται στο ερώτημα «Πότε άρχισε το μοντέρνο;». Οι απαντήσεις ποικίλλουν από ιστοριογραφικής πλευράς.6 Για παράδειγμα, με βάση τα όσα έλεγε ο Manfredo Tafuri, η ιστορική αυτή στιγμή θα έπρεπε να αναζητηθεί 3. R. Musil, Der Mann ohne Eigenschaften (εκδ. Adolf Frisé), τ. 1, βιβλία 1 και 2, Rowohlt, Reinbek bei Hamburg 1978, σ. 55 (Μ.τ.Σ.). 4. Ε. Hobsbawm, Η εποχή των άκρων – Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914-1991, μτφρ. Βασίλης Καπετανγιάννης, Θεμέλιο, Αθήνα 2004 (1994). 5. C. Jencks, Die Sprache der postmodernen Architektur, DVA, Στουτγάρδη 1989 (1977). 6. Πβ. M. Tafuri, Theories and History of Architecture, Harper & Row, Νέα Υόρκη 1980 (1976)·
E. Kaufmann, Von Ledoux bis Le Corbusier – Ursprung und Entwicklung der Autonomen Architektur, Dr. Rolf Prasser, Βιέννη και Λειψία 1933· J. Rykwert, The First Moderns – The Architects of the Eighteenth Century, The MIT Press, Κέιμπριτζ, Μασσ. και Λονδίνο 1987 (1980)· N. Pevsner, Pioneers of Modern Design (Pioneers of the Modern Movement) – From William Morris to Walter Gropius, Penguin Books, Harmondsworth 1982 (1936)· S. Giedion, Bauen in Frankreich, Eisen, Eisenbeton, Klinkhardt & Biermann, Λειψία
34
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
στον ιταλικό 15ο αιώνα. Κατά τον Tafuri, ο Filippo Brunelleschi ήταν ο αρχιτέκτονας που στήριξε την πρακτική του σε μια υπερ-ιστορική σύγκριση της δικής του εποχής με το μεγάλο πρότυπο της αρχαιότητας, διακόπτοντας έτσι την ιστορική συνέχεια της αρχιτεκτονικής εμπειρίας. Η τομή αυτή (που ο Tafuri χαρακτήρισε έκλειψη της ιστορίας) ισοδυναμούσε με την απαρχή μιας νέας ιστορίας σε μια κατά βάση αυτόνομη αρχιτεκτονική. Στην αντίληψή του περί αυτονομίας ο Tafuri έμοιαζε να συμφωνεί με τον ιστορικό Emil Kaufmann, που ήδη το 1933 συνέκρινε την αρχιτεκτονική του Le Corbusier με εκείνη του Claude-Nicolas Ledoux, ανακαλύπτοντας όχι μόνο θεματολογικές και μορφολογικές συγγένειες και συνέχειες ανάμεσά τους αλλά και μια κοινή ροπή προς τον ιδεαλισμό – μόνο που στον Emil Kaufmann ο χρονικός ορίζοντας της αυτονομίας έφτανε σε βάθος μόλις μέχρι το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Από την άλλη, ο Άγγλος ιστορικός Joseph Rykwert, στο βιβλίο του The First Moderns. The Architects of the Eighteenth Century (1980), τοποθετούσε τις απαρχές του μοντέρνου στην καταγγελία εκ μέρους του γιατρού και αρχιτέκτονα Claude Perrault (τέλη 17ου αι.) των κανόνων των αρχιτεκτονικών αναλογιών –που μέχρι τότε κυριαρχούσαν στον αρχιτεκτονικό λόγο– ως στοιχείων ενός «αυθαίρετου κάλλους», αναζητώντας τις «θετικές» αξίες της αρχιτεκτονικής πρακτικής σε ζητήματα όπως η χρηστικότητα και η τεχνολογία. Αν στραφούμε τώρα στους κύριους απολογητές του μοντέρνου κινήματος, θα βρούμε αρχικά τον Nikolaus Pevsner στην κλασική μελέτη του Pioneers of the Modern Movement (1936) να συνδέει με όρους συνέχειας, πάνω στη βάση ενός ενιαίου σχεδιαστικού ήθους στηριγμένου στην αυξημένη κοινωνική ευαισθησία των συντελεστών του, το αγγλικό κίνημα μεταρρύθμισης των τεχνών των μέσων του 19ου αιώνα με τη μοντέρνα αρχιτεκτονική της δεκαετίας του 1920. Από την άλλη, στα 1928 ο Sigfried Giedion θεωρούσε την επικράτηση της βιομηχανικής παραγωγής περί το 1830 αφετηριακό σημείο της νέας αρχιτεκτονικής. Γράφοντας όμως, δέκα χρόνια αργότερα, προσέθετε έναν επιπλέον παράγοντα: την ηθική εναντίωση προς τον αρχιτεκτονικό εκλεκτικισμό του 19ου αιώνα. Όμως, στο επίκεντρο των ανατροπών που κατά τη γνώμη του επέφερε το μοντέρνο στην αρχιτεκτονική, τοποθετούσε τώρα την «οπτική επανάσταση» και μια νέα αντίληψη του χώρου που πήγαζε από τις κατακτήσεις της μοντέρνας ζωγραφικής της πρώτης δεκαετίας του αιώνα, ιδιαίτερα του κυβισμού, οι οποίες στη συνέχεια μεταφυτεύτηκαν στην αρχιτεκτονική. Ο Reyner Banham, μαθητής του Pevsner, στο βιβλίο του Theory and Design in the First Machine Age (1960) έμοιαζε καταρχάς να αποδέχεται το αγγλικό κίνημα Arts and Crafts και τη γαλλική ρασιοναλιστική τεχνολογική παράδοση στην αρχιτεκτονική ως τις δύο βασικές πηγές του μοντέρνου. Ωστόσο πρόσθετε και μια τρίτη, αρκετά ιδιόρρυθμη συνιστώσα, λαμβανομένου υπόψη του αντι-ιστορισμού της μοντέρνας πρωτοπορίας: τη διδασκαλία των αρχιτεκτονικών συνθέσεων του Julien Guadet, καθηγητή της παρισινής École des Beaux-Arts. Είκοσι χρόνια αργότερα ο Kenneth Frampton έθετε ως αφετηρία της «κριτικής ιστορίας» του της μοντέρνας αρχιτεκτονικής το 1836, έτος δημοσίευσης του έργου του A. W. N. Pugin, Contrasts, στο οποίο ο ένας εκ των δύο αρχιτεκτόνων του Βρεκαι Βερολίνο 1928· S. Giedion, Space, Time and Architecture – The Growth of a New Tradition, Harvard University Press, Κέιμπριτζ, Μασσ. 1941· R. Banham, Theory and Design in the First Machine Age, The MIT
Press, Κέιμπριτζ, Μασσ. 1980 (1960)· K. Frampton, Modern Architecture – A Critical History, Thames & Hudson, Λονδίνο 1980.
ΟψΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ – ΟψΕΙΣ ΑΡΧΗΣ
35
τανικού Κοινοβουλίου πρέσβευε την επιστροφή του ευρωπαϊκού πολιτισμού στις πνευματικές αξίες του Μεσαίωνα και της αρχιτεκτονικής στις γοτθικές μορφές (Εικ. 6, 7, 8, 9). Αυτή η σύντομη και οπωσδήποτε εντελώς ελλειπτική ανασκόπηση μας βοηθά να αντιληφθούμε ένα πράγμα: ότι το ερώτημα «Πότε άρχισε ο 20ός αιώνας;», και στη δική μας περίπτωση «Πότε άρχισε το μοντέρνο;», δεν έχει αντικειμενική απάντηση. Ή, για να το πούμε διαφορετικά, οι απαντήσεις που κάθε φορά δίνονται, τα χρονικά όρια που τίθενται, τα αντικείμενα που επιλέγονται προς διερεύνηση, οι ομαδοποιήσεις, κατηγοριοποιήσεις και κωδικοποιήσεις που κατασκευάζονται δεν είναι παρά συνάρτηση των λόγων που αναπτύσσονται για την προσέγγιση και κατανόηση των εκάστοτε φαινομένων, οι οποίοι, αν και το ιστορικό υλικό παραμένει λίγο πολύ σταθερό, διαφέρουν ανάλογα με τις προϋποθέσεις και τους στόχους του εκάστοτε ιστορικού ή της εκάστοτε ιστοριογραφικής σχολής που τα πραγματεύεται. Αυτό βέβαια –το ότι δηλαδή η ιστορία είναι μια λογοθετική πρακτική– δεν ισχύει μόνο για την ιστορία του 20ού αιώνα αλλά για κάθε ιστορία, και δεν ισχύει μόνο για την αρχή αλλά και για το τέλος του.
Εικ. 6: Alexander Brodsky και Iljya Utkin. Wandering Turtle in a Map of a Big City – A Style for the Year 2001.
36
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
Εικ. 7.
Εικ. 8.
Εικ. 9.
Εικ. 10.
ΟψΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ – ΟψΕΙΣ ΑΡΧΗΣ
37
2000 Απ’ όσο μπορούμε να κρίνουμε μέχρι στιγμής, τα γεγονότα που συνόδευσαν το έτος 2000, την είσοδο της ανθρωπότητας στον 21ο αιώνα και στην 3η χιλιετηρίδα (με βάση τη χριστιανική χρονολόγηση), από κοσμοϊστορικής απόψεως δεν διέφεραν και πολύ από εκείνα του 1900. Ήταν και οι δύο χρονιές δίχως ιδιαίτερες εξάρσεις. Όμως η στροφή προς τον 21ο αιώνα, αντίθετα με ό,τι είχε συμβεί εκατό χρόνια νωρίτερα, αυτή τη φορά άφησε τα πλήθη μάλλον ασυγκίνητα. Τίποτε δεν θύμιζε τις περιγραφές του Musil για το 1900 (Εικ. 10). Το 2000 σηματοδοτούσε βέβαια και το πέρασμα σε μια νέα χιλιετία. Αν λοιπόν γυρίσουμε όχι εκατό αλλά χίλια χρόνια πίσω και συγκρίνουμε το 2000 με το έτος 1000, το έτος εισόδου στην προηγούμενη χιλιετία, το αποτέλεσμα είναι ακόμη πιο αποκαρδιωτικό. Ο Georges Duby εξιστορεί γλαφυρά την απίστευτη επίδραση αυτής της στρογγυλής ημερομηνίας στο θυμικό και στη ζωή των ανθρώπων εκείνης της εποχής ανά την Ευρώπη, μιας ημερομηνίας που, υπό την επιρροή των εκπροσώπων της Εκκλησίας, ταυτιζόταν με την έλευση του χιλιοστού έτους της Αποκάλυψης του Ιωάννη, με την πραγματοποίηση δηλαδή του εσχατολογικού οράματός του για το τέλος του κόσμου, στην επίκαιρη τουλάχιστον έκφανσή του. Φυσικά, το 2000 κάποιες γιορτές ανά την υφήλιο έγιναν, και το έργο των πυροτεχνουργών έδωσε σε πολλά σημεία του πλανήτη ορισμένα πολύ θεαματικά αποτελέσματα. Κατά τα άλλα, όμως, οι ρουτίνες της καθημερινότητας έμειναν αδιατάρακτες. Και για όσους αγαπούν τους συμβολισμούς: Το κτίριο-σύμβολο της νέας χιλιετίας, το Ο2, πρώην Millennium Dome, του Richard Rogers στο Λονδίνο, το μεγαλύτερο κτίριο όλων των εποχών στο Ηνωμένο Βασίλειο, αποδείχτηκε πολύ σύντομα επενδυτικό φιάσκο. Τι είχε γίνει; Μας είχε «σωθεί» ο νέος αιώνας πριν την ώρα του ή μήπως ο παλιός δεν είχε τελειώσει ακόμη; Ή μήπως, λόγω ξιπασιάς, κορεσμού, χαύνωσης ή αδιαφορίας, εν μέσω μιας «κουλτούρας του θεάματος», που θα έλεγε ο Guy Debord, μιας κουλτούρας της υπερφόρτισης της νόησης και των αισθήσεων ή μιας «κουλτούρας δίχως κέντρο», σύμφωνα με τα λόγια του Richard Rorty, δεν μπορούσε να μας συγκινήσει πλέον τίποτε; Το πιθανότερο είναι να ισχύουν και τα τρία αυτά ενδεχόμενα.
Μιλάνο 1968 Η πυρκαγιά στο πολυκατάστημα À l’innovation στις Βρυξέλλες το 1967, στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως, ήταν ωστόσο, παρά την τραγικότητά του, γεγονός ήσσονος ιστορικής σημασίας, που όμως δίνει αφορμή για περαιτέρω σκέψεις. Συνέπιπτε χρονικά με την απαρχή μιας σειράς αμφισβητήσεων και ρήξεων στην κοινωνία, στην πολιτική, στον πολιτισμό και, βέβαια, στην αρχιτεκτονική. Έναν μόλις χρόνο νωρίτερα, το 1966, έκαναν την εμφάνισή τους δύο σημαντικά έργα θεωρητικής κατεύθυνσης τα οποία έμελλε να παίξουν καταλυτικό ρόλο στην πορεία της αρχιτεκτονικής για είκοσι τουλάχιστον χρόνια: Το Complexity and Contradiction in Architecture του Robert Venturi και το Architettura della città του Aldo Rossi. Αφετηριακό σημείο και των δύο ήταν η ριζοσπαστική κριτική στο μοντέρνο.
Αναζητ'στε το εδ,
www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks