Μπέρτολτ Μπρεχτ - Η Βαβυλωνιακή Σύγχυση των Λέξεων

Page 1



bertolt brecht

Η ΒΑΒΥΛΩΝΙΑΚΗ ΣΥΓΧΥΣΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ καὶ αλλα 499 ποὶήματα

9 μετάϕραση

Γιῶργος Κεντρωτής

GutenberG ᾽Α θήνα 2014



ΤΟ ΦΛΕΓΟΜΕΝΟ ΔΕΝΤΡΟ

Μέσ’ ἀπ’ τοῦ βραδιοῦ τὴν κόκκινη καὶ ὅλο ἀτμοὺς ὁμίχλη τὶς ὄρθιες εἴδαμε κατακόκκινες ϕλόγες νά ’ν’ μὲς στὸν καπνὸ ϕλομωμένες καὶ τὸν μαῦρο συνέχεια νὰ βαρᾶνε οὐρανό. Σ’ ἕνα χωράϕι, καὶ ἐντὸς κλίματος γαλήνης πνιγηρᾶς, ἐτριζοκροτάλιζε ἀδιάλειπτ’-ἀκούραστα ἕνα δέντρο ποὺ ἐκαιγότανε. Πρὸς τὰ πάνω τανύζονταν μαῦρα τ’ ἄκαμπτα ἀπ’ τὸν τρόμο κλαριά του, καὶ μὲ τὴν κόκκινη βροχὴ ποὺ ϕτύναν οἱ σπίθες ἦταν σὰν νὰ χορεύονταν ἐκεῖ χοροὶ ἄγριοι, ἀνήμεροι καὶ δίχως διόλου βήματα. Στὸ σῶμα μέσα τῆς ὁμίχλης μονίμως τῆς ϕωτιᾶς κοπανιότανε ἡ πλημμύρα. Φρικιάζοντα ὀρχοῦνταν καὶ ἀνάκατα τὰ ξεραμένα ϕύλλα ἀλαλάζοντας, ἐλεύθερα, λὲς σὰν νὰ χλευάζανε τὸν γέρικο κορμὸ πού ’χε κιόλας καρβουνιάσει. Κι ὅμως γαλήνιο καὶ μεγάλο ϕωτισμένο μὲς στὴ νύχτα –σὰν ἀρχαῖος γίγαντας ξεθεωμένος, ἕως θανάτου κατάκοπος–, κι ἐν τούτοις βασιλικὸ μὲς στὰ δεινὰ ποὺ τράβαγε στεκόταν ἐκεῖ τὸ ϕλεγόμενο δέντρο.

15


Καὶ ξαϕνικὰ σαλέψανε τ’ ἄκαμπτα μαῦρα του κλαριὰ κατὰ ψηλὰ τινάξανε τὴν πορϕυρή τους ϕλόγα – κατάψηλα στὸν μαῦρον οὐρανὸ γιὰ μιὰ στιγμὴ μονάχα· κι ἔπειτα τσακίζεται ὁ κορμὸς στὰ δυὸ καὶ πέϕτει, καταρρέει, ἐνῶ τριγύρω του χοροπηδοῦσαν σπίθες. Der brennende Baum

16


ΡΟΜΑΝΤΙΣ ΜΟΣ

Μιὰν ἄνοιξη ἦρθε σ’ ἕνανε γιαλὸ νὰ δέσει σκαρὶ μπλέ, ξένο σὰν τῆς θάλασσας τὰ χάδια, μὲ μαζεμένα τὰ πανιά· καὶ πιάνει θέση πεντάρϕανο καὶ ϕορτωμένο, δίχως ἄδεια. ᾽ Εκεῖ λιαζόταν –μόνο...–, μήνα μὲ τὸ μήνα, καὶ τό ’βλεπε νὰ λιάζεται τὸ μέγα πλῆθος· κανένας ὅμως δὲν τοῦ ἐτράβαε τὴν καρίνα νὰ ξεκολλήσει ἀπ’ τὸ γλαυκὸ καὶ μέγα βύθος. Τὶς νύχτες, σύσσωμοι καὶ ἀρκούντως γητεμένοι, μιὰ μουσικὴ παράξενη καὶ δίχως βάρος στὰ ξάρτια ἀκούγαμε ν’ ἀνεβοκατεβαίνει· μὰ οὔτ’ ἕνας ἀπὸ μᾶς, ποὺ νὰ καταλαβαίνει, δὲν βρῆκε στὸ καράβι ν’ ἀνεβεῖ τὸ θάρρος. Μιὰ νύχτα ἀκολουθεῖ τὸ πλοῖο ἕνα μαῦρο ἀστέρι καί, δίχως νὰ τὸ ξέρει, πέϕτει σὲ μιὰ ξέρα· κι ἡ ἄνοιξη, σὰν μπῆκε, ϕάντασμα σὲ μέρη τὸ βρῆκε, πού ’ν’ πιὸ πέρα καὶ ἀπ’ τὸ πέρα. Romantik

17


ΤΡΑΓΟΥΔ ΑΚΙ

1

Πρωτόπιε του πιοτὸ ἀπ’ τὰ δεκαοχτώ, μὰ πῆγε καλλιά του –αὐτὸς κι ἡ ἀμυαλιά του!– τελείως ἀπὸ σπόντα, σὰν ἔγινε ὀγδόντα! 2

᾽Ακόμη ἦταν μωρό· τοῦ ϕέραν τὴ σορὸ πεσκέσι τοῦ χάρου στὴν πλάτη ἑνὸς κάρου. ᾽ Ερούϕαε τὸ γάλα, κι οὔτ’ ἤξερε ἀπ’ ἄλλα! 3

Γι’ αὐτό, λοιπόν, that’s all! ᾽Αθῶο εἶν’ τ’ ἀλκοόλ! Kleines Lied

18


Ο ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΒΙΓΙΟΝ

1

Φτωχῶν γονιῶν παιδὶ γεννήθη ὁ Φρανσουὰ Βιγιόν. Οἱ βοριάδες, παγεροί, τοῦ κούναγαν τὴν κρύα κούνια. ᾽ Απ’ τὰ μικράτα του ἄνεμοι τὸν ἔδερναν καὶ χιόνι. Τὸ κάλλος τοῦ τὸ κέντρισαν ἐξ οὐρανοῦ σπιρούνια. ῾ Ο Φρανσουὰ Βιγιόν, ποὺ δὲν ἐγνώρισε κουβέρτα, διδάχτηκε πὼς μόνον ἄνεμους θὲ νά ’χει ἀβέρτα. 2

Τὰ πόδια του ποὺ μάτωναν κι ὁ κῶλος ποὺ πονοῦσε τοῦ μάθαν πόσο μυτερότερα εἶναι τὰ λιθάρια ἀπὸ τοὺς βράχους. Νά γιατί κι ἐκεῖνος τὰ πετοῦσε! Τῶν ἄλλων νά γιατί ἔπαιζε τὸν γλυτωμὸ στὰ ζάρια! Μὰ σὰν συνεμορϕώθη ἐν τέλει πρὸς τὰς ὑποδείξεις, τοὺς ἄλλους εἶδε πῶς ἀλλιῶς μπορεῖς νὰ τούς-ε ρίξεις. 3

Στοῦ Θεοῦ νὰ ταϊστεῖ ποτὲ δὲν κόπιασε τὴν τάβλα, κι ὁ οὐρανὸς γι’ αὐτὸν οὐδέποτε ἔβρεξε εὐλογία. Μὲ τὸ σουγιὰ κονόμαγε τοῦ βίου του τὰ ναῦλα· στοὺς ὄχλους καὶ στὴν πλέμπα πουλιότανε γι’ ἁγία. Τοὺς ἔλεγε «Τὸν κῶλο ἐλᾶτε γλεῖϕτε μου – ἔχω χέσει!» σὰν τοῦ ’πεϕτε νὰ ντερλικώσει τὸ ϕαῒ ποὺ τοῦ ἀρέσει.

19


4

᾽ Εξ οὐρανοῦ –εἴπαμε...– μισθὸς γλυκὸς δὲν προβλεπόταν· οἱ χωροϕύλακες τοῦ τσάκιζαν τὰ ὀστά του ἀσμένως, κι ὡστόσο τέκνον τοῦ Θεοῦ καὶ λόγου του λογιόταν. ᾽ Απ’ τὴ βροχὴ κι ἀπὸ τὸν ἄνεμο κυνηγημένος στὸ τέλος στὸν σταυρὸ σὰν τὸν ληστὴ θὰ πληρωνόταν. 5

῾ Ο Φρανσουὰ Βιγιὸν ἀπόθανε, χωρὶς ἡ χάψη νὰ τόνε χάψει, διότι ξέϕυγε τὴ σύλληψή του, πανοῦργος ὄντας μὲ ψυχὴ θρασύτατη. ῎ Εχω γράψει στιχάκια ἀθάνατα γιὰ τὴν αἰώνια ὑπόληψή του. Γιὰ νὰ ψοϕήσει, τὰ κανιά του ζωηρὰ τεντώνει – ξέρει πὼς ἔτσι εἶναι καλύτερα ἀπ’ ὅ,τι στὴν ἀγχόνη. Vom François Villon

20


ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΑΝΝΟΥΛΑΣ ΠΟΥ ’ΧΕ ΣΥΓΝΕΦΕΝΙΑ ΤΗΝ ΟΨΗ

1

῾ Εϕτὰ περάσαν χρόνια. Μὲ πορτὸ καὶ τσέρι τὴν ὄψη της ξεπλένει αὐτὸς ἀπ’ τὸ μυαλό του· ἡ τρύπα στὸ κορμὶ μελάνιασε τοῦ ἀέρα, ὡς οἱ ρακές, ποὺ ἐξέρναε, τοῦ ’ϕτασαν στὸν ἀϕαλό του. 2

Μὲ τσέρι καὶ ταμπάκο, μὲ ὄργανα ἐκκλησιαστικὰ καὶ μὲ ὄργια: ἡ ὄψη της πῶς νά ’ταν, ποὺ ἀϕανίστη; Ναί, ἡ ὄψη της πῶς νά ’ταν, πού ’σβησε στὰ νέϕη; Αὐτὸς σὲ τοῦτο τὸ λευκὸ χαρτὶ ἐγκρεμίστη! 3

Καὶ ποῦ δὲν πῆγε ἐλόγου του!... Σὲ τί λιμάνια! (Δὲν τράβαγε στὰ κουτουρού – χαζὸς δὲν ἦταν!) Φωνὴ ἄσπρη τοῦ ’κραζε ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὰ κύματα – ϕωνὴ ὅμοια μὲ τὰ χείλη της σβησμένη ἐκεῖταν... 4

Καὶ μιὰ ϕορὰ τὴν εἶδε τὴν εἰδή της: ν έ ϕ ο ς! Χλομή... κατάχλομη... Δὲν ἄντεχε νὰ βλέπει. Καὶ μιὰ ϕορὰ ἄκουσε τὴ ϕωνή της: ν έ ϕ η τραβολόγαε ὁ ἀέρας πάνω στ’ οὐρανοῦ τὴ σκέπη.

21


5

Στὰ χρόνια ὁπού ’ρθανε μετὰ τοῦ μεῖναν σύννεϕα μονάχα κι ἄνεμοι, ποὺ τὴ ϕωνή τους ὅμως ἐπνίγαν μέσα τους... σωπαῖναν. Τί νὰ εἰποῦνε; ᾽ Αϕῆστε ποὺ κι αὐτῶν ϕ ε υ γ ι ὸ ἔδειχνε πιὰ ὁ δρόμος. 6

Βρεγμένος μέσα στ’ ἁρμυρὰ νερὰ ὣς τὸ κόκαλο κι ἀπ’ τῶν ἀνέμων τ’ ἄγριο χέρι τσακισμένος στὸν πάτο πάει, μὰ νιώθει κύκλους ἕνας γλάρος πὼς γράϕει ἀπάνω ἀπ’ τὰ πανιά του εὐτυχισμένος. 7

᾽ Απ’ τὶς χλωρὲς τὶς πίκρες, τοὺς ἀνέμους καὶ τὰ ἱπτάμενα τὰ οὐράνια, ἀπ’ τοῦ χιονιᾶ τὸ ἄτι, ἀπ’ τὸν ταμπάκο καὶ τὸ τσέρι καὶ τὶς μούζικες, τοῦ γλάρου, ἄχ, μένουν οἱ κρωγμοὶ καὶ τὸ ὑγρὸ τὸ ἁλάτι. 8

Στοὺς πέρα λόϕους, ὅμως, ποὺ μαραίνονται, ὅποτε οἱ λευκοὶ ἄνεμοι... οἱ χλομοί... ϕυσᾶνε τοῦ ἄγριου ᾽Απρίλη, σὰν ἄσπρα νέϕη πέταξαν οἱ πόθοι – πᾶνε. ᾽ Εκεῖ ἡ ὄψη χάνεται· σϕραγίζονται τὰ χείλη. Ballade vom Tode des Anna-Gewölke-Gesichts

22


ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΥΝΝΕΦΟΥ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

῎ Αχ, ἡ καρδιά μου εἶναι βαριὰ σὰν σύννεϕο τὴ νύχτα· πατρίδα δὲν γνωρίζει – ἄχ, ναί, γιὰ σένα. Τὰ σύννεϕα στὸν οὐρανὸ κοιτάζουν τὰ λιβάδια κι οὔτ’ ἔχουνε γι’ αὐτὸ λόγο κανένα· δικά τους τὰ διαστήματα τὰ ἄδεια. ῎ Αχ, ἡ καρδιά μου ἀντάριασε σὰν σύννεϕο τὴ νύχτα καὶ σϕύζει ἀπὸ τὸν πόθο – ἄχ, ναί, γιὰ σένα. Τὸ σύννεϕο ὀνειρεύεται σὰν οὐρανὸς νὰ γίνει· μὴν ἔχοντας γι’ αὐτὸ λόγο κανένα μονάχο μὲ τὸν ἄνεμο ἔχει μείνει. Das Lied von der Wolke der Nacht

23


Η ΑΝΝΑ ΜΙΛΑΕΙ ΑΣΧΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΠΙΝΤΙ

Τί μεγαλομανής, τί ξυπασμένος! Τεμπελχανάς, ϕτυστὸς μυρμηγκοϕάγος! Τ’ ἀρχίδια του ὅλο ξύνει ἀϕιονισμένος σὰ χάσκας, χασομέρης καὶ ἀδηϕάγος! Μ’ ἐϕημερίδες καὶ πουράκια ὡραῖα· μπιλιάρδα, τσίπουρα, χρυσὴ καδένα. Παλιάνθρωπος μὲ περικεϕαλαία· κι ἀνθρώπινο συναίσθημα κανένα. Μονίμως στὶς πουτάνες ξενυχτάει, καὶ πάει σὰν ἀργοκούνητο καράβι. Μουγκρίζει· τὸ ϕαΐ του δὲν μασάει, μὰ μ’ ἕνα δόντι πού ’χει ἐκεῖ, τὸ σκάβει. Καὶ ἂν δεῖς ἐπισταμένως καὶ προσέξεις, εἶν’ κάθηκας – κι αὐτὸ σὲ καταβάλλει καὶ σοῦ ’ρχεται (γιατὶ πῶς νὰν τ’ ἀντέξεις;) μὲ ἀξίνα νὰ τοῦ ἀνοίξεις τὸ κεϕάλι. Κρυϕὰ κινεῖται· καὶ ὕπουλος σὰ ϕίδι τρυπώνει ὁ ἄθλιος μὲς στὴν κάμαρή του. Καὶ θά ’ψαχνες νὰ τόνε βρεῖς, πλὴν ἤδη σ’ τὸν μαρτυράει ἀπὸ μακριὰ ἡ ὀσμή του. Anna redet schlecht von Bidi

24


Ο ΜΠΙΝΤΙ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Οἱ νύχτες τοῦ Σεπτέμβρη σὲ βολεύουν νὰ ϕουμάρεις. ᾽ Αστροϕεγγιὰ τὸ κάπνισμα ἀπαιτεῖ – μπὰ σὲ καλό σου! Βουτᾶς καὶ στὴ λιμνούλα γιὰ κολύμπι· καὶ θὰ πάρεις νὰ σκουπιστεῖς μετὰ ἕνα πρόχειρο πουκάμισό σου. Πάρα πολὺ νερὸ δὲν θές – δὲν θὲς δὰ νὰ ϕουντάρεις! Στὰ ξεροχόρταρα, ἅμα πᾶς, σὰν τὸν ἀσβὸ νὰ μένεις. Σεπτέμβρης: εἶναι ἡ πιὸ καλὴ ἐποχὴ γιὰ νὰ ϕουμάρεις. Μὰ τὸν ᾽ Οκτώβρη βρίσκεις καὶ ἀγκαλιὲς νὰ ξεθυμαίνεις. Γαμήσι ὀκτωβριανὸ ὅποιος θέλει νὰ τὸ βρεῖ, θὰ τό ’βρει – στὰ χόρτα ρίχνεις τὴ μικρή, καὶ ἡ ϕύση σὲ συντρέχει! Λιγάκι παραπάνω ὑγρασία τὴν ἔχει τὸν ᾽ Οκτώβρη. Μὰ σὰν τῆς πίπας τὴν ἀπόλαυση ἄλλη ὅμοια δὲν ἔχει. Bidi im Herbst

25


ΥΜΝΕΙΤΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ

1

Βαθιὰ στὰ σκοτεινὰ ϕαράγγια πῶς ψοϕᾶν οἱ λιμασμένοι! ᾽ Εσὺ ὅμως τὸ ψωμὶ τοὺς δείχνεις καὶ ἀϕήνεις νὰ πεθάνουν. Μὰ βέβαια, αἰώνιος καὶ ἀόρατος ἐσύ, θρονιάζεσαι καλά, ἀστραϕτερὸς καὶ ϕρικαλέος πάνω στὸ ἀπ’ αἰώνων σχέδιό σου. 2

Οἱ νέοι ἄϕησες νὰ πᾶν καλειά τους καὶ οἱ γλεντιστές – ἐκείνους ποὺ ποθοῦσαν νὰ πεθάνουν δὲν τοὺς ἄϕησες... Πολλοὶ ἀπὸ κείνους ποὺ ἔχουν τώρα πλέον σαπίσει σὲ πίστευαν, καὶ πέθαναν ἔχοντάς σου ἐμπιστοσύνη. 3

Τοὺς ϕουκαράδες ἄϕησες ϕτωχοὶ νὰ μείνουν χρόνια γιατὶ εἶχαν πόθους πιὸ καλοὺς ἀπὸ τὸν οὐρανό σου. Αὐτοὶ πεθάναν δυστυχῶς, πρὶν νὰ ἰδοῦν τὸ ϕῶς σου· μὰ πέθαναν μακάριοι, καὶ σάπισαν στὸ ἅψε-σβῆσε. 4

Πολλοὶ μᾶς λὲν πὼς δὲν ὑπάρχεις, ναί, καὶ τόσο τὸ καλύτερο. Μὰ πῶς μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχει ὅ,τ ι τόσο ἐξαπατᾶ; Κι ἀϕοῦ μιλιούνια ζοῦνε μὲ σένα, καὶ χωρὶς ἐσένα δὲν πεθαίνουν, γιά πές μου τί σημασία ἔχει ποὺ ἐσὺ δὲν ὑπάρχεις; Hymne an Gott

26


ΟΠΩΣ ΑΡΙΣΤΑ ΓΝΩΡΙΖΩ

῞ Οπως ἄριστα γνωρίζω στὴν κόλαση οἱ ἁμαρτωλοὶ πάντοτε ϕθάνουν ἀϕοῦ ἔχουν διασχίσει ὅλου τ’ οὐρανοῦ τὸ μῆκος. Τοὺς κουβαλᾶνε ἐκεῖ μὲ κάτι ἁμάξια διάϕανα καὶ τοὺς λένε: «Αὐτὸ ἐδῶ ἀπὸ κάτω σας εἶναι ὁ οὐρανός». Μὲ τὸ μυαλό μου λέω, μάλιστα, πὼς ξέρω γιὰ ποιό λόγο τοὺς τὸ λένε· διότι μεταξὺ τῶν ταξιδιωτῶν σίγουρα θὰ ὑπάρχουνε οὐκ ὀλίγοι ποὺ δὲν θὰ τὸν ἀναγνωρίζουν – πίστευαν, βλέπετε, πὼς εἶναι πολὺ λαμπερός, οὕτως εἰπεῖν ἀπαστράπτων... Wie ich genau weiss

27


Ω ΦΑΛΛΑ΄ ΝΤΑ, ΠΟΥ ΚΡΕΜΕΣΑΙ!

Κι ἂν μοῦ τρέμαν τὰ γόνατα, τὸ κάρο μου τό ’σερνα· σὰν ἔϕτασα στὴ Φραγκϕοῦρτερ ᾽Αλέε, ἔκατσα σκέϕτηκα: Ὢ ναί, ἂχ ναί, τὰ τρεμογόνατα! ῍ Αν κάνω ξανὰ πὼς ξεκινῶ, μπορεῖ καὶ νὰ κοπῶ στὴ μέση. Δὲν πέρασαν οὔτε κὰν δέκα λεπτὰ καὶ μόνο πιὰ τὰ κόκαλά μου εἴχανε μείνει στὸ δρόμο. Μόλις κι εἶχα κοπεῖ στὴ μέση (ὁ ἁμαξάς μου ἐπῆγε γιὰ τηλέϕωνο), καὶ τότε τρέξαν ἀπ’ ὅλα ἔξω τὰ σπίτια ἄνθρωποι πολλοί, γονατισμένοι ἀπὸ τὴν πείνα, μπὰς καὶ κονομήσουν ἀπὸ μένα καμιὰ λίμπρα κρέας· μοῦ ’κοψαν μὲ μαχαίρια τὶς σάρκες, μοῦ βγάλαν τὰ κόκαλα, κι ἐγὼ ποὺ δὲν ἐζοῦσα πιὰ ἤμουν στὰ πρόθυρα νὰ πεθάνω τελείως. Τοὺς ἤξερα ὅμως ἐγὼ ἀπὸ παλιὰ τοὺς ἀνθρώπους! Τσουβάλια μὲ ζάλωναν μὴ μὲ τσιμποῦν οἱ μύγες, κι ὅταν μπαγιάτικο ψωμὶ μὲ ταΐζανε, πάντα τὸν ἁμαξά μου γλυκὸς νά ’ναι μαζί μου ἐνουθετοῦσαν. ῎ Αχ, τότε τόσο ϕιλικοὶ καὶ σήμερα πόσο ἐχθροί μου! Πῶς ἔγινε κι ἀλλάξαν ὅλοι ξαϕνικά; Τί νὰ τοὺς συνέβη ἀλήθεια;

28


Κι ἐκεῖ ποὺ τοὺς ἔβλεπα, ἔλεγα: Τί κρύο ποὺ κάνει καὶ πού ’χει πιάσει πιὰ τοὺς ἀνθρώπους! Ποιός ἄραγε ἄνεμος τοὺς δέρνει τόσο πολὺ κι ἔχουν ὅλοι τους τόσο βαριὰ πουντιάσει;! Βοηθῆστε τους! Γρήγορα, παρακαλῶ, νὰ τοὺς βοηθήσετε, μὴ σᾶς συμβεῖ κι ἐσᾶς αὐτὸ ποὺ οὔτε κὰν ϕανταζόσαστε! O Falladah, die du hangest!

29


ΣΤΟ ΚΡΥΟ ΟΜΩΣ ΣΚΟΤΑΔΙ ΜΕΣΑ

Στὸ κρύο ὅμως σκοτάδι μέσα τώρα τὰ χλομὰ κορμιά τους τά ’σερνε ὁλοένα ὁ παγετὸς στὸν κάμπο μὲ τὶς σκλῆθρες καὶ μισοξύπνιοι ἀκοῦγαν μέσα στὴ μαυρίλα ἀντὶ γιὰ ἐρωτικὰ τραυλίσματα συνεχῶς πιὸ μόνοι καὶ συνεχῶς χλομότεροι τ’ ἀλυχτίσματα τῶν σκύλων ποὺ ὁμοίως ξεπαγιάζανε. ῎ Εβγαλε τὸ βράδυ ἐκείνη μιὰ τρίχα ἀπὸ τὸ μέτωπό του καὶ κόπο ἔβαλε περίσσιο θέλοντας νὰ τοῦ χαμογελάσει· βουβὸς ἐκεῖνος καὶ βαθιὰ ἀνασαίνοντας ἐγύρισε καὶ κοίταξε καταπάνω τὸν θολὸ ἀϕώτιστο οὐρανό. Μὲς στὴν πεσμένη ἑσπέρα βλέπανε κι οἱ δύο τους τὸ χῶμα, τὴν ὥρα ποὺ ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὴ γῆ σμάρια ἀτέλειωτα πουλιῶν μεγάλων ἔρχονταν πετώντας μὲ κρωγμοὺς ἀπ’ τὸ Νότο, κάτι ἄταχτα μπουλούκια. Καὶ μαύρη βροχὴ τοὺς ἐπότιζε. Aber in kalter Nacht

30


ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΣΕ ΕΙΧΑ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΑΓΑΠΗΣΕΙ

Ποτὲ δὲν σὲ εἶχα τόσο πολὺ ἀγαπήσει, καλή μου, ὅσο ὅταν σ’ ἄϕησα ἐκεῖνο τότε τ’ ἀπόβραδο. Μὲ κατάπιε τὸ δάσος, τὸ μπλάβο δάσος, καλή μου, – ἀπὸ πάνω κρέμονταν στὴ δύση κάτωχρα τ’ ἀστέρια. ῎ Οχι, δὲν ἐγέλασα καὶ λίγο, καλή μου, πού ’παιζα ἀντίπαλος τῆς ἄραχλης τύχης, κι ἐνῶ πίσω μου ἀργόσβηναν κιόλας οἱ ὄψεις μέσα στοῦ δάσους τὸ δειλινὸ γαλάζιο. Τί ὄμορϕα ἀλήθεια ποὺ ἦσαν ὅλα ἐτούτη τὴ μοναδικὴ βραδιά, καλή μου – τέτοια ὀμορϕιὰ δὲν εἶχαν πάλι, οὔτε πρὶν οὔτε μετά. ᾽ Εμένα –ἂς εἶναι– μοῦ ’χουνε μείνει τὰ μεγάλα πουλιὰ ποὺ πετοῦν πεινασμένα τὰ βράδυα σκίζοντας ϕέτες μακριὲς τὸν κατασκότεινο οὐρανό. Ich habe dich nie je so geliebt

31


Αναζητ'στε το εδ,

www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.