EFEFEFEFEFEFEFEFH
© Copyright 2016
᾽Εκδόσεις Gutenberg καὶ Βασίλης Βασιλικός
Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ
G u t e n b e r G
EFEFEFEFEFEFEFEFH
EFEFEFEFEFH
HEFEFEFEFEF
EFEFEFEFEFEFEFEFH
ΒασΙΛησ ΒασΙΛΙΚΟσ
Ζ
Φανταστικὸ ντοκιμαντὲρ ἑνὸς ἐγκλήματος ᾽Επίμετρο
Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη
GutenberG || ALDInA - 3
EFEFEFEFEFEFEFEFH
EFEFEFEFEFH
HEFEFEFEFEF
1.
Ο σΤραΤηγΟσ κοίταξε τὴν ὥρα, τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ κύριος ὁμιλητὴς τῆς βραδιᾶς, ὁ ῾ υϕυπουργὸς γεωργίας, τελείωνε κάπως ἔτσι τὸ λόγο του γιὰ τὰ μέτρα καταπολέμησης τοῦ περονόσπορου: — ᾽ Εν κατακλεῖδι, ἀνακεϕαλαιώνω: ἡ ἐμϕάνισις τοῦ περονοσπόρου προλαμβάνεται διὰ ψεκασμῶν τῶν ἀμπέλων διὰ διαλύσεως ἁλάτων τοῦ χαλκοῦ, καὶ δὴ θειικοῦ χαλκοῦ. αἱ κλασσικαὶ σκευασίαι εἶναι ὁ βορδιγάλλειος καὶ ὁ βουργούνδειος πολτός. Καλεῖται δὲ βουργούνδειος, διότι τὸ πρῶτον παρεσκευάσθη εἰς τὴν γαλλικὴν Βουργουνδίαν, ἀπὸ ὅπου κατάγονται καὶ τὰ ὁμώνυμα καὶ ὄντως ὑπέροχα κρασιά. ῾ Ο πρῶτος, ὁ βορδιγάλλειος, ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕνα ἕως δύο τοῖς ἑκατὸ διάλυσιν θειικοῦ χαλκοῦ ἐν ὕδατι, ἐξουδετερωμένης τῆς ὀξύτητος διὰ προσθήκης ἀσβέστου· ὁ δὲ δεύτερος διαϕέρει τοῦ πρώτου κατὰ τὸ ὅτι ἀντὶ ἀσβέστου χρησιμοποιεῖται σόδα solvay. αἱ ἄνω κλασσικαὶ σκευασίαι τροποποιοῦνται διὰ προσθήκης ἰδία κολλητικῶν οὐσιῶν, ἵνα μὴ ὁ πολτὸς ἀποπλύνεται εὐκόλως ὑπὸ τῶν βροχῶν... ῾ Ο στρατηγὸς ἄλλαξε πόδι, βάζοντας τώρα τὸ δεξὶ πάνω ἀπ ᾽ τὸ ἀριστερό, ἀνυπομονώντας γιὰ τὸ μακρινάρι τῆς κατακλείδας τοῦ κυρίου ῾ υϕυπουργοῦ. — ᾽ Επίσης (συνέχισε ἐκεῖνος καὶ ἤπιε μιὰ γουλιὰ νερὸ ἀπ ᾽ τὸ θολὸ ποτήρι ποὺ ὁ κύριος γενικὸς εἶχε διατάξει τὸν κλητήρα νὰ τοῦ ϕέρει, γιατὶ ἦταν 22 τοῦ Μάη
14
Βασ ΙΛησ Βασ ΙΛΙΚΟσ, Ζ
196... κι ἡ ζέστη εἶχε στρώσει γιὰ καλὰ ἐδῶ καὶ μιὰ
βδομάδα, ἔτσι ποὺ στεγνώνοντας ἡ γλώσσα τοῦ ῾ υϕυπουργοῦ ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ κολλήσουν καὶ τὰ λόγια του) ἐπίσης, χρησιμοποιοῦνται καὶ κόνεις μὲ βάσιν τὰ ἅλατα τοῦ χαλκοῦ, ὡς εὐκολότερον χρησιμοποιουμένου. Κατ ᾽ ἔτος ἐϕαρμόζονται τρεῖς ψεκασμοὶ δι᾽ εἰδικῶν ὀργάνων, καλουμένων ψεκαστήρων. ῾ Ο πρῶτος, ὅταν οἱ βλαστοὶ ἀποκτήσουν μῆκος 12-15 ἑκατοστά. ῾ Ο δεύτερος, ὀλίγον πρὸ ἢ ὀλίγον μετὰ τὴν ἄνθησιν καὶ ὁ τρίτος ἕνα μήνα κατόπιν. ῞ Οταν ὅμως τὸ ἔτος εἶναι ὑγρόν, καὶ εἰς τὰς ὑγρὰς τοποθεσίας πρέπει νὰ γίνονται περισσότεροι ψεκασμοί. Οἱ ἄλλοι, νομάρχες καὶ Διοικητὲς τῆς Χωροϕυλακῆς, εἶχαν ἀρχίσει νὰ νυστάζουν. Καλὸς ὁ ῾ υϕυπουργός, ἀλλὰ μιλοῦσε σὰν νὰ δοκίμαζε γιὰ πρώτη ϕορὰ τὴ δικανική του ἱκανότητα. Τά ᾽ λεγε πολὺ ἐπιστημονικά, κι ἐξάλλου τί τοὺς ἔνοιαζε αὐτοὺς ὁ περονόσπορος! ῾ Ο ῾ υϕυπουργός, ἀπὸ ἄλλο παραμύθι, δὲν ἤξερε ὅτι στὴ Μακεδονία, καὶ προπαντὸς στὴν Οὐδετερούπολη, ὅπου μιλοῦσε τώρα, τὰ ἀμπέλια δὲν παίζουν ρόλο σημαντικὸ ὅσο στὴν πατρίδα του, στὴν Πελοπόννησο, στὴν ἐκλογική του περιϕέρεια. ᾽ Εδῶ εἶχαν τὰ καπνὰ καὶ γι᾽ αὐτὰ κουβέντα δὲν εἶπε τόση ὥρα. ῞ Οσο γιὰ κείνους, τά ᾽ χαν καταϕέρει καλά: χωρὶς νὰ ξέρουν τίποτα γιὰ τὸν περονόσπορο, εἶχαν διαδώσει, στὰ χωριὰ ποὺ ἀνῆκαν στὶς περιϕέρειες καὶ στὶς νομαρχίες τους, ὅτι ὁ περονόσπορος εἶναι ἀρρώστια ποὺ ἔρχεται κατευθεῖαν ἀπ ᾽ τὶς ἀνατολικὲς χῶρες, ἔτσι ποὺ γιγάντωσαν τὴν ἐπιτυχία τοῦ ἀντικομμουνιστικοῦ ἀγώνα στὴν ὕπαιθρο, γιατὶ βρέθηκαν πολλοὶ χωρικοὶ ποὺ τοὺς πίστεψαν. Δυστυχῶς, ὄχι ὅλοι. ᾽αλλὰ τὸ ἀκαταμάχητο ἐπιχείρημα ἦταν ὅτι ὁ περονόσπορος ποὺ δυναστεύει τὰ χωράϕια τους, μαραίνοντας
7.30 Μ.Μ. - 10.30 Μ.Μ. Ενα ΒραΔυ ΤΟυ Μαη
15
τὰ καπνά τους, πρωτοπαρουσιάστηκε μὲ τὸν κομμουνισμό. ῎ Εχουν τὴν ἴδια ἡλικία. Καὶ στὰ ϕυλλάδια ποὺ ἔριξαν μὲ τ ᾽ ἀεροπλάνα –τὰ ἴδια αὐτὰ ἀεροπλάνα ποὺ ἔπρεπε ἀντ ᾽ αὐτοῦ νὰ ψεκάζουν τὰ καπνοτόπια τους– ἔγραψαν μὲ μεγάλα κόκκινα γράμματα ὅτι ὁ περονόσπορος εἶναι ἡ ἀσθένεια τοῦ κομμουνισμοῦ. Μόνο οἱ διευθυντὲς τῶν γεωργικῶν ὑπηρεσιῶν Βορείου ῾ Ελλάδος ἄκουγαν μὲ προσήλωση καὶ σχεδὸν μὲ κατάνυξη τὴν ἄπταιστη ἐπιστημονικὴ ἀνάλυση τοῦ κυρίου ῾ υϕυπουργοῦ τους. Κι αὐτὸς συνέχισε: —Κατὰ τοὺς ψεκασμοὺς πρέπει νὰ καλύπτεται ὁλόκληρον τὸ ϕύλλωμα τῆς ἀμπέλου καλῶς. ῾ η ἐπίδρασις τῶν ψεκασμῶν εἶναι μόνον προληπτική, διὰ τοῦτο δὲ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ παραμελῆται. ῞ Ετερον εἶδος τοῦ γένους τοῦ περονοσπόρου εἶναι ἡ πλασμοσπόρα νιβέα, προκαλοῦσα τὸν περονόσπορον τῶν σκιαδανθῶν. Προλαμβάνεται ἐπίσης διὰ ψεκασμοῦ ἐλαϕροῦ βορδιγαλλείου πολτοῦ. Περαίνων τὴν παροῦσαν μου ἀνάλυσιν διὰ τοὺς τρόπους καταπολεμήσεως τοῦ περονοσπόρου, σᾶς εὐχαριστῶ θερμῶς διὰ τὴν προσοχὴν τὴν ὁποίαν ἐπεδείξατε κατὰ τὴν διάρκειαν αὐτῆς τῆς ὁμιλίας. ᾽ακούστηκαν μερικὰ δειλὰ χειροκροτήματα κι ὁ κύριος ῾ υϕυπουργὸς κατέβηκε ἀπ ᾽ τὸ βῆμα. Τότε σηκώθηκε ὁ στρατηγός. Περίμενε ὥσπου νὰ περάσει ὁ ῾ υϕυπουργὸς στὸ χῶρο τοῦ ἀκροατηρίου κι ἔπειτα, γυρνώντας τὴν πλάτη του πρὸς τὸ βῆμα, ἀντιμέτωπος μὲ τοὺς μεσήλικες, μᾶλλον χοντροὺς καὶ ϕαλακροὺς νομάρχες καὶ κατωτέρους του στὴν ἱεραρχία ἀξιωματικοὺς τῆς Χωροϕυλακῆς, ἀδιαϕορώντας ἴσως μόνο γιὰ τοὺς διευθυντὲς γεωργικῶν ὑπηρεσιῶν, εἶπε: —Δράττομαι κι ἐγὼ τῆς εὐκαιρίας γιὰ νὰ πῶ με-
16
Βασ ΙΛησ Βασ ΙΛΙΚΟσ, Ζ
ρικὰ συμπληρωματικὰ εἰς τὰ ὅσα ὁ κύριος ῾ υϕυπουργὸς τόσον γλαϕυρῶς σᾶς ἐξέθεσε. Φυσικὰ ἐγὼ πρόκειται νὰ μιλήσω γιὰ τὸν δικόν μας περονόσπορον, τὸν κομμουνισμόν. Καὶ εἶναι σπάνια ἡ εὐκαιρία δι᾽ ἐμέ, τὸν ἐπιϕορτισμένον μὲ τὴν ἀνωτάτην διοίκησιν Χωροϕυλακῆς Βορείου ῾ Ελλάδος, καθ ᾽ ἣν στιγμὴν ἀνώτατα ἐκτελεστικὰ ὄργανα τοῦ κράτους εὑρίσκονται ἐνώπιόν μου, νὰ πῶ ὀλίγα τινὰ διὰ τὸν ἰδεολογικὸν περονόσπορον, ποὺ μαστίζει αὐτὴν τὴν στιγμὴν τὴν χώραν μας. »Προσωπικῶς δὲν ἔχω τίποτε ἐναντίον τῶν κομμουνιστῶν. ᾽απὸ ἀνέκαθεν, ἀπὸ ἀνάρχου ἀρχῆς, μόνον τὸν οἶκτόν μοι προεκάλουν. Τοὺς θεωροῦσα σὰν παραστρατημένα πρόβατα ἀπὸ τὴν ὀρθὴν ὁδὸν τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ μας πολιτισμοῦ. Καὶ ἤμουν πάντα πρόθυμος νὰ τοὺς βοηθήσω, νὰ τοὺς ποδηγετήσω, νὰ τοὺς ἐπαναϕέρω εἰς τὴν εὐθεῖαν ὁδὸν τῆς ἐθνικοϕροσύνης. Διότι, ὅπως ὅλοι καλῶς γνωρίζομεν, ῾ Ελλὰς καὶ κομμουνισμὸς εἶναι δύο ἔννοιαι ἀσυμβίβαστοι ὡς ἐκ τῆς ϕύσεώς των. »Πλὴν ὅμως, ὡς ὁ περονόσπορος οὕτω καὶ ὁ κομμουνισμός, ἔχουν ἀνάγκην προληπτικῆς τουλάχιστον καταπολεμήσεως. ῾ Ως ὁ περονόσπορος οὕτω καὶ ὁ κομμουνισμὸς εἶναι νοσηραὶ καταστάσεις ὀϕειλόμεναι εἰς διαϕόρους παρασιτικοὺς μύκητας. Καὶ ὅπως ὁ ψεκασμὸς τῆς ἀμπέλου εἰς τὰ τρία αὐτῆς στάδια δυνατὸν νὰ προλάβη τὴν προσβολήν της ἐκ τοῦ περονοσπόρου, οὕτω καὶ ὁ ψεκασμὸς τῶν ἀνθρώπων, μὲ τοὺς ἀντιστοίχους διὰ τὴν περίστασιν πολτούς, καθίσταται ἀπαραίτητος. Τὰ σχολεῖα εἶναι τὸ πρῶτον στάδιον ἑνὸς τοιούτου ψεκασμοῦ. ᾽ακόμα οἱ βλαστοί, διὰ νὰ χρησιμοποιήσω τὴν ὁρολογίαν τοῦ κυρίου ῾ υϕυπουργοῦ, δὲν ἔχουν ἀποκτήσει μῆκος πέραν τῶν 12-15 ἑκατοστῶν. ῾ Ο δεύτερος ψεκασμός –καὶ
7.30 Μ.Μ. - 10.30 Μ.Μ. Ενα ΒραΔυ ΤΟυ Μαη
17
ἡ πολυετὴς πείρα μου εἰς τὴν κορυϕὴν τοῦ σώματος σᾶς βεβαιώνει ὅτι εἶναι καὶ ὁ δυσκολότερος– γίνεται πρὶν ἢ ὀλίγον ἔπειτα ποὺ ἀνθίσουν οἱ καρποί. ᾽ Εδῶ ϕυσικὰ πρόκειται γιὰ τὰ πανεπιστήμια, τοὺς ἐργάτες, τοὺς νέους μὲ προβλήματα. ῍ αν ὁ ψεκασμὸς αὐτὸς εἶναι ἐπιτυχής, εἶναι πολὺ δύσκολον, διὰ νὰ μὴν εἴπω ἀδύνατον, νὰ ἐξαπλωθῆ ἡ ἀσθένεια τοῦ κομμουνοσπόρου καὶ μαράνη, ὡς ἐκ τῆς διαβρωτικῆς της ἐπιδράσεως, τὸ ἱερὸν δένδρον τῆς ἑλληνικῆς ἐλευθερίας. ῾ Ο τρίτος ψεκασμὸς πρέπει νὰ γίνεται ἕνα μήνα κατόπιν, τόνισε ὁ ἀξιότιμος κ. ῾ υϕυπουργός. Τοποθετῆστε τὸν μήνα αὐτὸν εἰς μίαν πενταετίαν καὶ θὰ ἰδῆτε ὅτι τὸ ἴδιον ἰσχύει κακεῖσε. »συμπέρασμα: διὰ τοῦ τρόπου τούτου τὰ καρπερὰ χωράϕια τῆς ἑλληνικῆς γῆς θὰ τρέϕουν μόνον καλοὺς καρποὺς καὶ αἱ ἀσθένειαι τῆς ἐποχῆς, κομμουνισμὸς καὶ περονόσπορος, θὰ ἐκλείψουν ὁριστικῶς καὶ τελεσιδίκως. αὐτὰ εἶχα νὰ εἴπω διὰ νὰ σᾶς ἐνθαρρύνω ὅλους ὑμᾶς εἰς τὸ δυσχερὲς ἔργον τῆς καταπολεμήσεως τόσον τοῦ περονοσπόρου ὅσον καὶ τοῦ κομμουνισμοῦ. θυελλώδη χειροκροτήματα κάλυψαν τὸ ϕινάλε τῆς ὁμιλίας του. ῾ η συναγωγὴ εἶχε τελειώσει. νομάρχες, διοικητὲς καὶ διευθυντὲς σηκώθηκαν, ἄναψαν τσιγάρο, τεντώθηκαν κι ἀκολουθώντας τοὺς προϊσταμένους τους ἑτοιμάστηκαν νὰ ϕύγουν. στὴν ἔξοδο ὁ κύριος γενικὸς πλησίασε τὸν στρατηγὸ καὶ μὲ τὴν ἀσπόνδυλη ράχη του ἔσκυψε καὶ τοῦ ἔσϕιξε τὸ χέρι. —Καὶ τώρα γιὰ ποῦ; τὸν ρώτησε. —γιὰ τὰ μπαλέτα Μπολσόι, στὸ θέατρο, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ στρατηγός. ῎ Εχω μιὰ πρόσκληση καὶ πρέπει νὰ πάω. θὰ περάσω ὅμως νὰ πάρω καὶ τὸν Διευθυντή, πού...
18
Βασ ΙΛησ Βασ ΙΛΙΚΟσ, Ζ
— ᾽ Εμένα δὲν μοῦ ἔστειλαν πρόσκληση, εἶπε ξαϕνικὰ ὁ κύριος γενικὸς καὶ σταμάτησε στὴ μέση τοῦ μακρόστενου διαδρόμου ποὺ ὁδηγοῦσε στὰ πλατιά, μαρμάρινα σκαλοπάτια, τὰ στρωμένα μὲ κόκκινο περσικὸ χαλί. —Τέτοια παράλειψη! τόνισε ὁ στρατηγός, ποὺ λίγο τὸν ἐνδιέϕερε ὁ κύριος γενικός. Οἱ κύριοι γενικοί, ἀνάλογα μὲ τὶς κυβερνήσεις, ἔρχονταν καὶ ϕεῦγαν. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μακραίωνης καριέρας του εἶχε γνωρίσει δεκάδες ἀπὸ δαύτους. —Μὰ τί μπορεῖ νὰ ἔχει ἕνας Κρατικὸς ᾽ Οργανισμὸς θεάτρου μὲ τὴν γενικὴν Διοίκησιν; ἀναϕώνησε κατεβαίνοντας τὶς σκάλες ὁ κύριος γενικός. — ῾ Οπωσδήποτε θὰ ὀϕείλεται εἰς ἀμέλειαν ἢ εἰς παραδρομὴν τοῦ προσωπάρχου, εἶπε ὁ στρατηγός. Πάντως θὰ αἰσθανόμουν πολὺ εὐχαριστημένος ἂν σᾶς παραχωροῦσα τὴ δική μου πρόσκληση. —Μὰ σᾶς παρακαλῶ, στρατηγέ μου! — ῎ Οχι. σᾶς τὸ προτείνω αὐτὸ διότι ἐγὼ δὲν πρόκειται νὰ πάω. Τὸ εἶπα πρὶν μόνο ἔτσι, γιατὶ νομίζω ὅτι μᾶς ἄκουγε ἐκεῖνος ὁ πρώην κομμουνιστὴς διευθυντὴς τῆς ὀρυζοκαλλιέργειας στὸν κάμπο τῆς Οὐδετερουπόλεως. —Μᾶς ἄκουγε; ῾ Ο πρώην; — ῾ Ο τέως ἀριστερός. ῎ Εχω τὴν δήλωσίν του ποὺ ἀποκηρύσσει τὸν κομμουνισμὸν καὶ τὰς παραϕυάδας του. —Καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, εἶπε ὁ κύριος γενικός, ποὺ συνόδευε τὸν στρατηγὸ ὣς τὴν ἔξοδο τοῦ ῾ υπουργείου. Δὲν μπορεῖτε νὰ ἀνεχθεῖτε οὔτε κατ ᾽ ὄψιν, οὔτε κὰν ὑπὸ μορϕὴν μπαλέτου, πράγματα καὶ πρόσωπα προερχόμενα ἀπὸ τὴ χώρα τοῦ κόκκινου ϕασισμοῦ.
7.30 Μ.Μ. - 10.30 Μ.Μ. Ενα ΒραΔυ ΤΟυ Μαη
19
—Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ λόγος. Εἰς τὴν διαδρομὴν τοῦ βίου μου ἐδιδάχθην νὰ ξεχωρίζω τὰς τέχνας ἀπὸ τὴν ζωήν. Εἶναι κάτι ἄλλο. Χαμήλωσε τὸν τόνο τῆς ϕωνῆς, ἐνῶ τοὺς χαιρετοῦσε στρατιωτικὰ ὁ σκοπὸς τῆς πόρτας. — ᾽απόψε, εἶπε μὲ ὕϕος συνωμοτικό, κάποιοι αὐτόκλητοι «Φίλοι τῆς Εἰρήνης» ἑτοιμάζουν μίαν συγκέντρωσιν. Πάω νὰ παρακολουθήσω σὰν ἁπλὸς θεατὴς τὰ λεγόμενά τους, νὰ σπουδάσω τὰ νέα συνθήματα. Διότι, μὴ λησμονεῖτε, κύριε γενικέ, ὅτι ἐμεῖς, ποὺ ἡ πολιτεία μᾶς ἐνεπιστεύθη τὸ ὕψιστον ἔργον τῆς διαϕυλάξεώς της ἀπὸ τοὺς μολυσμένους μύκητας, χρέος ἔχομεν νὰ εἴμεθα πανταχοῦ παρόντες. γι᾽ αὐτὸ σᾶς δίνω εὐχαρίστως τὴν πρόσκλησή μου γιὰ τὰ μπαλέτα Μπολσόι. —Μὴν ἐπιμένετε, στρατηγέ μου! Μοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ τὴν δεχθῶ ἀπὸ σᾶς. Εἰλικρινῶς ἀδύνατον! θὰ διαβιβάσω ὑπηρεσιακῶς τὰ παράπονά μου εἰς τὸν διευθυντὴν τοῦ θεάτρου. ῾ Ο στρατηγὸς εἶχε ξεκλειδώσει στὸ μεταξὺ τὴν πόρτα τοῦ αὐτοκινήτου του. σύμϕωνα μὲ τὸν κανονισμὸ μποροῦσε νὰ ἔχει σοϕέρ, ἀλλὰ ὁ ἴδιος λάτρευε τὸ ὁδήγημα. ῎ Εκανε νὰ μπεῖ μέσα, ὅταν ἀπ ᾽ τὰ σκαλιὰ τοῦ Διοικητηρίου, ὅπου τώρα στεγαζόταν τὸ ῾ υπουργεῖο Βορείου ῾ Ελλάδος, ϕάνηκε νὰ κατεβαίνει βιαστικὸς ὁ κύριος ῾ υϕυπουργὸς μὲ τὴ συνοδεία του. συναντήθηκε μὲ τὸν στρατηγὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ τελευταῖος γύριζε τὸ διακόπτη γιὰ νὰ βάλει μπρός. —Μπορῶ νὰ σᾶς πάω; τὸν ρώτησε κατεβάζοντας τὸ τζάμι. —Τρέχω γιὰ τὸ ἀεροδρόμιο, τοῦ εἶπε ὁ ῾ υϕυπουργός.
20
Βασ ΙΛησ Βασ ΙΛΙΚΟσ, Ζ
—Εἶναι ἡ διαδρομὴ ποὺ μ᾽ ἀρέσει περισσότερο, εἶπε ὁ στρατηγός. Περάστε! Ποιός θὰ τολμοῦσε ν ᾽ ἀρνηθεῖ μιὰ τόσο κολακευτικὴ πρόταση τοῦ στρατηγοῦ; Οἱ στρατηγοί, καὶ μάλιστα τῆς Χωροϕυλακῆς, χρειάζονται πάντα. Κι ἔτσι κίνησαν γιὰ τὸ ἀεροδρόμιο. Περνώντας μέσα ἀπ ᾽ τὴν πόλη, ὁ στρατηγὸς πρόσεξε ὅτι τὰ βραδινὰ ϕῶτα μόλις ἔπαιρναν δειλὰ-δειλὰ ν ᾽ ἀνάβουν. Οἱ ϕωτεινὲς ρεκλάμες δὲν ξεχώριζαν πολὺ μὲς στὸ ἄπηχτο ἀκόμα σκοτάδι. ῾ η νύχτα, μιὰ ὄμορϕη ζεστὴ νύχτα τοῦ Μάη, κατέβαινε ἀπ ᾽ τὸν οὐρανὸ ἕτοιμη νὰ τυλίξει ὅλα τὰ μυστικὰ καὶ τὰ ἀπόρρητα ποὺ ἔμελλε νὰ γίνουν ἀπόψε. ῾ Ο στρατηγὸς αἰσθανόταν πηγαία χαρὰ ποὺ τὸ σχέδιο εἶχε καταστρωθεῖ στὴν ἐντέλεια καὶ ποὺ ὁ ἴδιος δημιουργοῦσε τώρα γιὰ τὸν ἑαυτό του ἕνα ἄλλοθι. Καὶ μιλώντας μὲ τὸν ῾ υϕυπουργὸ γιὰ πράγματα ἄσχετα, τὸν πῆγε στὸ ἀεροδρόμιο τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ πρῶτος ἕλικας τοῦ ἀεροπλάνου, ἑνὸς D.C. ντακότα, ἔπαιρνε στροϕὴ μὲ τὸ σκάϕος ἀκίνητο. ῞ Ολοι οἱ ἐπιβάτες εἶχαν ἐπιβιβαστεῖ κι ἔμενε μόνο νὰ κλείσουν τὴν πόρτα. Τὴν εἴσοδο τοῦ ῾ υϕυπουργοῦ καὶ τῆς συνοδείας του στὸ ἀεροσκάϕος τὴν παρακολούθησε ὁ στρατηγὸς ἀπὸ τὸ ἁμάξι του. ῞ υστερα τράβηξαν τὴ σκάλα. ῎ Εβαλε μπρὸς κι ὁ ἄλλος ἕλικας καὶ τὸ ἀεροπλάνο μπῆκε στὸ διάδρομο ἀπογείωσης. ῾ Ο στρατηγὸς γύρισε πίσω στὴν πόλη πάνω στὴν ὥρα ποὺ ἄρχιζαν τὰ γεγονότα.
2.
αΠΟ Τη ΔΙΧΩσ ΠΟρΤΕσ θέση του, πάνω στὸ τρίκυκλο μὲ τὴν ξέσκεπη καρότσα, ὁ γιάγκος εἶδε τὴ σεμνή, ὀστεωμένη μορϕὴ τοῦ στρατηγοῦ κι ἀναθάρρησε. Εἶχε ἀρχίσει νὰ τοῦ λείπει τὸ κουράγιο. ῞ Οσο πλησίαζε ἡ ὥρα καὶ τριγύρω του ἀγρίευαν τὰ πράγματα, τόσο μιὰ ϕωνὴ τοῦ ἔλεγε: «γιάγκο, μὴν τὸ κάνεις». Κι ἦταν ἡ πρώτη ϕορὰ ποὺ ἄκουγε μέσα του παρόμοια ϕωνή, ἀξεδιάλυτα μπλεγμένη μὲ τὴν ἐξάτμιση τῆς μηχανῆς του, ποὺ ἀκόμα –ποῦ νά ᾽ βρει τὰ λεϕτά;– ἦταν χωρὶς ἀποσιωπητῆρες. ναί, γιατὶ τοῦ ἄρεσε νὰ δέρνει τοὺς κόκκινους. Τὸ ϕχαριστιόταν ὣς τὰ μύχια τῆς ψυχῆς του. ῾ η τελευταία ϕορὰ ἦταν πρὶν ἀπὸ τρεῖς βδομάδες, στὴν ἐργατικὴ Πρωτομαγιά. Μπῆκε ἀνάμεσά τους μὲ τὰ ἄλλα παιδιὰ τῆς ὀργάνωσης καὶ τοὺς ἔδωσε ἕνα μαθηματάκι. Προπάντων ἐκείνου τοῦ ψηλοῦ μὲ τὰ γυαλιά, ποὺ δὲν ἤξερε ἀπὸ ποῦ τοῦ ἐρχόταν κι ὅλο ρωτοῦσε: «γιατί δέρνεις;» «γιατὶ ἔτσι μοῦ γουστάρει, γυαλάκια», τοῦ ἀποκρινόταν ὁ γιάγκος καὶ δῶσ ᾽ του τοῦ ἔριχνε κι ἄλλη κεϕαλιά. αὐτὸ μάλιστα, ἦταν ξύλο: μὲ τὸ κλὸμπ συνέχεια τοῦ χεριοῦ, μὲ τὰ χέρια συνέχεια τῆς ψυχῆς, μὲ τὴν ψυχὴ συνέχεια τῆς διδασκαλίας τοῦ ᾽αρχηγόσαυρου, μὲ τὸν ᾽αρχηγόσαυρο συνέχεια τοῦ Χίτλερ, τοῦ μόνου ἀνθρώπου, ὅπως ἔλεγε ὁ ᾽αρχηγός, ποὺ πάσχισε νὰ λυτρώσει τὸν κόσμο ἀπ ᾽ τὶς κομμοῦνες.
22
Βασ ΙΛησ Βασ ΙΛΙΚΟσ, Ζ
Μονάχα ἀπόψε, πάνω στὴ μηχανή του, αἰσθανόταν παράξενα, σὰν καβαλάρης ποὺ ἐξαρτιέται ἀπ ᾽ τὸ ἄλογό του. Τὴν ἤξερε τὴν «Μπενβέρ» του, τὴ λάτρευε. Κάθε μικρὴ βαλβίδα της, κάθε σωληνάκι. ᾽απ ᾽ τὴ μανιβέλα μέχρι τὸ κοντὲρ γνώριζε τὰ χούγια της. Καὶ τὸ μοτὲρ «Φολκσβάγκεν» ποὺ τῆς ἔβαλε βγῆκε παλικάρι. Δὲν ἦταν ποὺ ϕοβόταν μὴν κοπεῖ τὸ ἡμιαξόνιο ἢ πάθει ἐμπλοκὴ τὸ πιστόνι. Δὲν ἦταν καθόλου ποὺ δὲν τὴν ἐμπιστευόταν. ῏ ηταν ποὺ δὲν θά ᾽ δερνε, ποὺ δὲν θὰ χρησιμοποιοῦσε τὰ χέρια. Κι ἐξάλλου γιὰ τί ἄλλο θὰ τό ᾽ κανε παρὰ γι᾽ αὐτὸ τὸ ἔρμο τρίκυκλο, τὸ μόνο βιός του, συντρόϕι του πιστὸ στὸν καθημερινὸ ἀγώνα νὰ βγάλει τὸ λιγοστὸ ψωμὶ καὶ νὰ θρέψει τὰ πέντε στόματα –πέντε μὲ τὸ δικό του– ποὺ τοῦ ᾽ λαχαν σὲ τούτη τὴ μαύρη ζήση; ῎ ηθελε ἀκόμα δέκα χιλιάρικα γιὰ νὰ ξοϕλήσει τὸν ᾽αριστείδη, τὸν συνέταιρό του. Μαζὶ τὴν ἀγόρασαν, ἀλλὰ αὐτὸς τὴ δούλευε καὶ τοῦ ᾽ δινε τὸ μερτικό του. σιγὰσιγά, ὅμως, καταλάβαινε τὸ ἄδικο. γιατὶ ὁ ᾽αρίστος, καλὸ παιδί, ἀλλὰ γιατί νὰ παίρνει τσάμπα χρῆμα; Ποιός κινδύνευε κάθε στιγμὴ μέσα στὰ ϕορτηγά, στὰ λεωϕορεῖα, στὰ στρατιωτικὰ αὐτοκίνητα, αὐτὲς τὶς σκοτῶστρες, ποιός ζοῦσε πάντα στὴν κόψη τοῦ ξυραϕιοῦ; ῾ Ο γιάγκος, μόνος. ῾ Ο ᾽αριστείδης δὲν ἔκανε τίποτα. Τσέπωνε ὅμως τὸ παραδάκι. γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ ἀποϕάσισε νὰ τὸν ξοϕλήσει μὲ γραμμάτια καὶ νά ᾽ χει πιὰ μόνο γιὰ πάρτη του τὸ τρίκυκλο καὶ τὰ κέρδη. ῎ Ελα, ὅμως, ποῦ νὰ τὶς βρεῖ αὐτὲς τὶς καταραμένες δέκα χιλιάδες ποὺ χρειαζόταν; Δέκα μαζεμένες χῆνες, κοπάδι ὁλόκληρο. Τὴν τελευταία ϕορὰ ποὺ εἶχε δεῖ χήνα πήγαινε πάνω ἀπὸ τρίμηνο. Τότε ποὺ εἶχε καταχερίσει τὴ γυναίκα του, ἐπειδὴ κέρασε καϕὲ σ ᾽ ἐκεῖνον
7.30 Μ.Μ. - 10.30 Μ.Μ. Ενα ΒραΔυ ΤΟυ Μαη
23
τὸν παλιοκομμουνιστὴ ποὺ περνοῦσε ἕνα σωλήνα ἔξω ἀπ ᾽ τὸ σπίτι του. ῾ Ο ἴδιος δὲν ἦταν ἐκεῖ. Τό ᾽ μαθε ὅταν γύρισε. Εἶχε πάει γιὰ μεταϕορὰ μὲ κάτι νεκρόκασες. Τοῦ ἦρθε κι ἄσχημα νὰ τὸν ϕωνάξει ὁ νικήτας, ὁ λουστραδόρος, νὰ κουβαλήσει νεκρόκασες σὲ ἕνα γραϕεῖο κηδειῶν. Τοῦ τὶς εἶχαν στείλει, τοῦ νικήτα, γιὰ λουστράρισμα. « ῎ ακου, δηλαδή, λουστράρισμα σὲ κάσες!» Κι ἐκεῖνος, ὅταν τὶς τέλειωσε, ἔστειλε τὸν κουϕὸ παραγιό του νὰ τὸν ϕωνάξει ἀπ ᾽ τὴ Βασιλέως ῾ ηρακλείου, ἐκεῖ ὅπου ἦταν ἡ πιάτσα του, γιὰ νὰ τὶς πάει πίσω. Τότε τοῦ ἔδωσε κι ἕνα χιλιάρικο γιὰ νὰ τὸ χαλάσει, ἐπειδὴ δὲν εἶχε ψιλά. Τὸ χάλασε στὸν ἐργολάβο καὶ μετὰ γύρισε καὶ τοῦ ᾽ δωσε τὰ ρέστα. αὐτὸς κράτησε μόνο τριάντα δραχμές, ὅσα εἶχαν συμϕωνήσει γιὰ τὸ ἀγώγι. Τὸ μεσημέρι γύρισε σπίτι του. ῏ ηταν συννεϕιασμένος. Τὰ γραϕεῖα κηδειῶν τὸν χτίκιαζαν. ῾ η γυναίκα του εἶχε μπουγάδα. Τὰ μυξιάρικα παῖζαν στὸ δρόμο, ἐκεῖ-μέσα στὰ γούπατα ποὺ σκάβαν οἱ ἐργάτες. Τότε τοῦ εἶπε, πάνω ποὺ ρουϕοῦσε τὴν καυτὴ ϕασουλάδα του, ὅτι κέρασε καϕὲ τὸν «κουκουέ». «Δούλευε», τοῦ εἶπε, «ἔξω ἀπ ᾽ τὸ σπίτι καὶ γνωστός μας εἶναι –δὲν εἶναι, γιάγκο;– τοῦ εἶπα, ὅταν σταμάτησε κι ἄναψε τσιγάρο, νὰ περάσει νὰ τοῦ ψήσω ἕναν καϕέ». «Καὶ ποιά νομίζεις ὅτι εἶσαι, μωρὴ σκρόϕα;» τὴν ἀποπῆρε. « ῎ Ετσι μπαίνουν μὲς στὸ σπίτι μου αὐτοὶ ποὺ δὲν θέλουν τὸ βασιλιά μας; Μοῦ βρόμισες τὸ σπιτικό, παλιοπουτάνα, ποὺ σὲ θρέϕω καὶ σὲ συντηρῶ τόσα χρόνια, γιὰ νὰ μοῦ ψήνεις ἐσὺ καϕέδες στούς...» Καὶ νά ἕνα σκαμπίλι. Κι ἄλλο. Τὴν ἅρπαξε ἀπ ᾽ τὰ μαλλιά. ᾽ Εκείνη πάτησε τὶς ϕωνές. Τρέξαν τὰ παιδιὰ ἀπ ᾽ ἔξω. Τὰ ἅρπαξε κι αὐτὰ ἡ μπόρα. Μὲ τὴ ρόμπα της, τὴν ξεθωριασμένη, ὅπως ἦταν βρεμένη ἀκόμα ἀπ ᾽ τὴν μπου-
24
Βασ ΙΛησ Βασ ΙΛΙΚΟσ, Ζ
γάδα, ἔτρεξε στὸν ἐνωμοτάρχη κλαίγοντας, τσιρίζοντας ὑστερικὰ ὅτι τὸ κτῆνος τὴν ἔδειρε πάλι, πὼς θέλει διαζύγιο κι ἄλλα τέτοια. ῞ Ενα αἴσθημα περηϕάνιας ϕουσκώνει τὰ στήθια του κάθε ϕορὰ ποὺ ἀναθυμᾶται τὴ σκηνή. αἴσθημα ἀνάλογο μ᾽ αὐτὸ ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγα λεπτὰ δοκίμασε καθὼς ὁ στρατηγὸς τὸν χαιρέτησε μ᾽ ἕνα νεῦμα, σὰν γιὰ νὰ τοῦ πεῖ « ῞ Ολα ἐντάξει». Λοιπόν, τὸν καλεῖ ὁ ἐνωμοτάρχης καὶ σὲ τόνο αὐστηρό, μπροστὰ στὴ γυναίκα του, τοῦ λέει πὼς τέτοια πράγματα δὲν πρέπει νὰ τὰ κάνει, γιατὶ ἐμπίπτουν στὶς διατάξεις τοῦ κώδικα κι αὐτός, ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ νόμου, εἶναι ἀναγκασμένος νὰ τὸν τιμωρήσει. Τώρα, ποιά ποινή, αὐτὸ θὰ τὸ ποῦν οἱ δυό τους, μόλις ϕύγει ἡ γυναίκα του. ῎ Εϕυγε ἡ Μαριγὼ σκουπίζοντας μὲ τὴ βρεμένη ρόμπα της τὰ βρεμένα μάτια της κι ἀπόμειναν οἱ δυό τους. Τότε ὁ ντίμης, ἔτσι τὸν ἔλεγαν τὸν ἐνωμοτάρχη, σηκώθηκε καὶ τοῦ ᾽ δωσε μιὰ ϕιλικὴ μπουνιὰ στὴν πλάτη. « ῎ Ετσι, γιάγκο μου», τοῦ εἶπε. «αὐτὸ θὰ πεῖ ἐθνικοϕροσύνη. Οὔτε νὰ μπαίνουν τὰ παράσιτα τῆς κοινωνίας μέσα στὸ σπίτι σου. Καλὰ τῆς ἔκανες τῆς Μαριγῶς. νὰ μάθει ἄλλη ϕορὰ σὲ ποιόν νὰ ψήνει καϕὲ καὶ σὲ ποιόν ὄχι. αὐτὲς οἱ γυναῖκες, ὅλες οἱ γυναῖκες, γιάγκο μου, ἔχουν τὰ μυαλά τους μέσα στὰ σκέλια τους. Πῆραν ψῆϕο κι ἀνατράπηκε ἡ ἰσορροπία τῆς χώρας. Οἱ κόκκινοι πλήθυναν. θὰ πιεῖς καϕέ;» ᾽απὸ τότε γίναν πρῶτοι ϕίλοι μὲ τὸν ντίμη. Κι ὅταν τὰ βράδια βγαῖναν τσάρκα στοὺς δρόμους τῆς ϕτωχογειτονιᾶς –μιὰ γειτονιὰ πού, ἂν καὶ στὸ κέντρο τῆς πόλης, κρατοῦσε τὴ μιζέρια καὶ τὴ βρόμα παραμεθόριου χωριοῦ– ὁ ντίμης τὸν ἔπιανε ἀγκαζέ. Μάλιστα, ἀλαμπρατσέτα. ῾ Ο γιάγκος εἶχε τὰ τρία γαλόνια ποὺ ἀκου-
7.30 Μ.Μ. - 10.30 Μ.Μ. Ενα ΒραΔυ ΤΟυ Μαη
25
μποῦσαν στὸ μπράτσο του καὶ γέμιζε γαλόνια ἡ ψυχή του. Οὔτε τὸ πιὸ τρυϕερὸ γυναικεῖο χέρι δὲν τοῦ εἶχε δώσει ποτὲ τὴν ἴδια ἀγαλλίαση. Περπατοῦσαν μαζὶ κι οἱ γείτονες τὸν χαιρετοῦσαν μὲ σεβασμό, οἱ ἴδιοι γείτονες ποὺ πρὶν τί δὲν τοῦ σοῦρναν. Τί κάθαρμα τὸν ἔλεγαν, τί ρέμπελο, ρεμπεσκέ, ἀλήτη, τραμποῦκο! Τώρα οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι, βλέποντάς τον παρέα μὲ τὸν χωροϕύλακα, σκύβαν στὸ πέρασμά του τὸ κεϕάλι. Κι αὐτὸ τοῦ ἔδινε ἄϕατη χαρά. Τότε ἦταν ποὺ γνώρισε τὸν ᾽αρχηγόσαυρο. Κι ὁ ᾽αρχηγόσαυρος τοῦ ἄρχισε τὶς διδασκαλίες. σήμερα τὸ πρωὶ ποὺ ἦρθε νὰ τὸν δεῖ, τοῦ ὑποσχέθηκε πὼς καὶ τὸ χρέος γιὰ τὴ ϕυλάκισή του θὰ πληρώσει καὶ τὰ δέκα χιλιάρικα θὰ βρεῖ γιὰ νὰ ξοϕλήσει αὐτὸς τὸν ᾽αριστείδη, τὸ συνέταιρό του, καὶ νά ᾽ χει στὸ ἑξῆς τὸ «καμικάζι» –ἔτσι λέγανε χαϊδευτικὰ τὸ τρίκυκλο, γιατὶ ἦταν ἰαπωνικῆς κατασκευῆς– στὴν ἀπόλυτη ἐξουσία του, ϕτάνει νὰ δεχόταν νὰ κάνει τὴ «μετακόμιση». Δηλαδή, τὸν πίεσε πολύ. ῎ αλλο ξύλο κι ἄλλο «τροχαῖον ἀτύχημα», ὅπως τό ᾽ πε. ῞ Ολα τὰ ἔκανε, δὲν εἶχε ϕραγμούς, ὡστόσο ἐδῶ κόμπιασε. Μιὰ ϕωνὴ μέσα του τοῦ εἶπε: «γιάγκο, μὴν τὸ κάνεις». ᾽αλλὰ δαίμονας κι αὐτὸς ὁ ᾽αρχηγόσαυρος, ϕίδι σωστό, τὸν πῆρε μὲς στὸ καϕενεδάκι τῆς στοᾶς καὶ τοῦ ξηγήθηκε στὰ ἴσια: — ῎ ακουσε ᾽ δῶ, γιάγκο, τοῦ εἶπε. ᾽ Εγὼ δὲν θὰ σοῦ ζητοῦσα ποτὲ νὰ κάνεις κάτι ἄν, ἐκ τῶν προτέρων, δὲν ἤξερα ὅτι δὲν πρόκειται νὰ πάθεις τίποτα. ῾ η «μετακόμιση» πρέπει νὰ γίνει. αὐτὸ τὸ Πρόσωπο ποὺ ἔρχεται ἀπόψε νὰ μιλήσει εἶναι ἕνα πρόσωπο ποὺ πρέπει νὰ λείψει γιὰ λίγο καιρὸ ἀπ ᾽ τὴν ἐπιϕάνεια. γιατὶ πολὺ μᾶς μπῆκε στὸ ρουθούνι. στὸ Λονδίνο ἔκανε τὰ γνωστὰ ἐπει-
26
Βασ ΙΛησ Βασ ΙΛΙΚΟσ, Ζ
σόδια εἰς βάρος τῆς Βασίλισσας. στὸ Μαραθώνα ἔκανε μιὰ πορεία εἰρήνης μόνος του. Μὲς στὴ Βουλὴ βάρεσε γροθιὰ στὸ μάτι τοῦ βουλευτῆ μας. Καὶ σήμερα ἔρχεται ἐδῶ νὰ μᾶς κάνει τὸν παλικαρά. Πρέπει νὰ τοῦ δώσουμε ἕνα μαθηματάκι ἐμεῖς οἱ Μακεδόνες. νὰ καταλάβει τὸ Πρόσωπο τί θὰ πεῖ Μακεδονία. —Τί δουλειὰ κάνει τὸ Πρόσωπο; —Βουλευτής. —Κομμουνιστής; —ναί, γιάγκο. Φρέσκο ϕροῦτο. Τώρα μόλις πρωτοβγῆκε στὸ κλαρί. Καὶ πῆρε πολὺ ἀέρα. Πρέπει νὰ τοῦ τσακίσουμε λιγάκι τὶς ϕτεροῦγες. ᾽αλλιῶς θὰ πετάξει πολὺ ψηλὰ κι ἂν ἔρθουν αὐτοὶ στὰ πράγματα, θὰ μᾶς σϕάξουν, ἐσένα κι ἐμένα πρώτους καὶ καλύτερους, μὲ τὸ κονσερβοκούτι. —Μὲ τὸ καμικάζι, λοιπόν; —Μὲ τὸ καμικάζι. —Πότε ϕτάνει τὸ Πρόσωπο; —σήμερα τὸ μεσημέρι, μὲ τὸ ἀεροπλάνο. ᾽απ ᾽ τὴν πρωτεύουσα. —Τὸ πράμα σηκώνει σκέψη, εἶπε ὁ γιάγκος καὶ ρούϕηξε τὸ καϕεδάκι του μέχρι πάτο. —Τὸ πράγμα δὲν σηκώνει ἀναβολή. Πρέπει νὰ μοῦ πεῖς, ἀμέσως τώρα, ἕνα ναὶ ἢ ἕνα ὄχι. στὸ κάτω-κάτω δὲν ἀνήκεις στὸ τάγμα θανάτου τῆς ᾽ Οργάνωσης; Τί παλικάρι εἶσαι; Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ᾽αρχηγόσαυρου ἔθιξαν πολὺ βαθιὰ τὸν γιάγκο. Κοιτοῦσε ἀϕηρημένος τὰ κατακάθια τοῦ καϕέ, σὰν γιὰ νὰ διαβάσει ἐκεῖ-μέσα τὴν τύχη του, ὕστερα πῆρε μιὰ βαθιὰ ἀνάσα καὶ εἶπε: —γιὰ τὴ «μετακόμιση» αὐτή, βουλευτὴς εἶναι, δὲν
7.30 Μ.Μ. - 10.30 Μ.Μ. Ενα ΒραΔυ ΤΟυ Μαη
27
εἶναι κοινὸ ἀνθρωπάκι, ζητῶ νὰ μοῦ ξοϕλήσουν τὸ τρίκυκλο καὶ νὰ μοῦ πληρώσουν τὴ ϕυλακή. — ῎ Εγινε, εἶπε ὁ α ᾽ ρχηγόσαυρος καὶ σηκώθηκε. Πᾶμε καλύτερα, γιατὶ ἀπ ᾽ ἔξω οἱ συνάδελϕοί σου μᾶς κοιτάζουν. Δὲν πρέπει νὰ δίνουμε ὑποψίες. ᾽απόψε θὰ συμβοῦν τὰ μέγιστα. Πλήρωσε τοὺς καϕέδες καὶ βγῆκαν ἀπ ᾽ τὴ στοά. ῎ Εξω ψιλόβρεχε. Μιὰ ξαϕνικὴ ἀνοιξιάτικη ψιχάλα, ποὺ ράντιζε τὰ σταματημένα τρίκυκλα. —Μιὰ ἐρώτηση μόνο, πρὶν χωρίσουμε, τοῦ εἶπε ὁ γιάγκος. Τετάρτη σήμερα. Τ ᾽ ἀπόγεμα τὰ μαγαζιὰ εἶναι κλειστά. Πῶς θὰ δικαιολογήσω τὸ τρίκυκλο στὴν πιάτσα; —γι᾽ αὐτὸ μὴ σὲ νοιάζει. θὰ πάρεις ἀπ ᾽ ἀλλοῦ πιὸ συγκεκριμένες ὁδηγίες. Κι ἔϕυγε ἀϕήνοντάς τον μὲς στὰ συντρόϕια. ῏ ηταν συναγμένοι κάτω ἀπ ᾽ τὸ ὑπόστεγο τοῦ σινεμὰ γιὰ νὰ μὴ βρέχονται. Τοὺς εἶπε ὅτι πάει νὰ πιεῖ μιὰ ρετσίνα στὴν ταβέρνα ποὺ εἶναι στὸν ἴδιο δρόμο. ῾ Ο μαστρο-Κώστας εἶπε πὼς διψοῦσε κι αὐτός. Μὰ καθὼς περπατοῦσαν γιὰ τὴν ταβέρνα, ὁ μαστρο-Κώστας ἀκούμπησε τυχαῖα πάνω του καὶ τότε ἄγγιξε τὸ κλὸμπ ποὺ εἶχε κρυμμένο. —Τί εἶναι αὐτό; τὸν ρώτησε. —Κλόμπ, τοῦ εἶπε ὁ γιάγκος. —Καὶ τί τὸ χρειάζεσαι; τὸν ρώτησε ὁ μαστρο-Κώστας. —Τὸ ἔχω γιὰ κάποια δουλειὰ τὸ βράδυ. —Βρὲ γιάγκο, ἔχεις παιδιὰ καὶ οἰκογένεια, κάτσε ἥσυχα στ ᾽ ἀβγά σου. —Κάποιον σήμερα ποὺ ἔρχεται, πρέπει νὰ τοῦ δώσουμε ἕνα μαθηματάκι ἐμεῖς οἱ Μακεδόνες.
Αναζητ'στε το εδ,
www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks