EFEFEFEFEFEFEFEFH
JOHN WILLIAMS
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ Μετάϕραση
Μαρία ᾽Αγγελίδου Εἰσαγωγή
John McGahern Μετάϕραση Εἰσαγωγῆς
Τόνια Κοβαλένκο
GutenberG || ALDInA - 10
EFEFEFEFEFEFEFEFH
EFEFEFEFEFH
HEFEFEFEFEF
Ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα ἱστορικὰ μυθιστορήματα. Ὅπως ἡ Yourcenar στὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ Ἀδριανοῦ καὶ ὁ Robert Graves στὸ Ἐγώ, ὁ Κλαύδιος, ὁ Williams ζωντανεύει τὸ παρελθὸν χωρὶς νὰ τὸ ἀναδημιουργεῖ. THE NEW YORK REVIEW OF BOOKS
Μιὰ πολὺ συγκινητικὴ περιγραφὴ τῆς καταδικασμένης, ἀλλὰ ἀξιοθαύμαστης, προσπάθειας τοῦ στωικοῦ αὐτοκράτορα νὰ διατηρήσει ἀξιοπρεπὴ ἰδιωτικὴ ζωή. THE GUARDIAN
Ἕνα συναρπαστικὸ καὶ ὑπέροχα γραμμένο μυθιστόρημα ποὺ ζωντανεύει πλῆθος ἱστορικὰ πρόσωπα μέσα ἀπὸ ἐπιστολές, ἀπομνημονεύματα, περιγραφές. GOOD READS
Μὲ καταπληκτικὴ δεξιότητα καὶ λεπτότητα, ὁ Williams ὄχι μόνο ζωντανεύει τὴν ἀρχαία Ρώμη ἀλλὰ καὶ δείχνει πῶς αὐτὸς ὁ μακρινὸς κόσμος μπορεῖ νὰ φωτίσει τὴ ζωή μας σὴμερα. THE NEW STATESMAN
Μιὰ συναρπαστικὴ ἱστορία ποὺ διαδραματίζεται σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ἐπαναστατικότερες ἐποχές.
SÜDDEUTSCHE ZEITUNG
Μὲ τὸν Αὔγουστο ἀνακαλύπτουμε ἕναν πραγματικὰ μεγάλο συγγραφέα καὶ βλέπουμε πὼς μιὰ μακρινὴ ἐποχὴ δὲν εἶναι ποτὲ μόνο παρελθόν. STUTTGARTER ZEITUNG
Συνωμοσίες καὶ μάχες γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἐξουσίας· πολιτικὲς ἀντιδικίες· οἰκογενειακὲς διενέξεις· λογοτεχνικὲς ἀναζητήσεις· γάμοι ποὺ γίνονται καὶ διαλύονται γιὰ πολιτικοὺς λόγους· μυστικὲς τελετές, θεοποιήσεις· τὰ ἔθιμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καὶ οἱ ἐρωτικὲς περιπέτειες τῶν ἐπιφανέστερων κατοίκων: Ὁ συγγραφέας τοῦ διάσημου Στόουνερ φτιάχνει τὸ ἐντυπωσιακὸ πανόραμα μιᾶς ἐποχῆς ποὺ πολλοὶ χαρακτηρίζουν ἐπαναστατικὴ μὲ ἐπίκεντρο τὸν πρῶτο αὐτοκράτορα τῆς Ρώμης. Παρουσιάζει τὰ πολλὰ πρόσωπα τοῦ Αὐγούστου ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ εἶναι ἁπλῶς ὁ ἀγαπημένος ἀνιψιὸς τοῦ Καίσαρα, ὁ ᾽Ὀκτάβιος, μέχρι τὰ γεράματά του μέσα ἀπὸ τὶς διαφορετικὲς ματιὲς τοῦ Μάρκου Ἀντώνιου, τοῦ Μάρκου Ἀγρίππα, τοῦ Βιργίλιου, τοῦ Ὁράτιου, τοῦ Κικέρωνα, φίλων, ἐχθρῶν, συγγενῶν, γυναικῶν ποὺ συνδέθηκαν μαζί του.
Διαβάστε ἕνα ἀπόσπασμα!
1.
Ι. Τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Μάρκου ᾽Αγρίππα: ᾽Αποσπάσματα (13 π.Χ.) ... ηΜΟυν ΜαζΙ ΤΟυ στὸ ῎ ακτιο ὅταν τὰ ξίϕη συγκρούστηκαν, ὅταν τὸ σίδερο πῆρε ϕωτιὰ χτυπώντας σίδερο καὶ τὸ αἷμα τῶν στρατιωτῶν χυνόταν στὰ καταστρώματα καὶ ἔβαϕε τὸ γαλάζιο ᾽ Ιόνιο, ὅταν τὰ ἀκόντια ἔσκιζαν τὸν ἀέρα καὶ τὰ ϕλεγόμενα σκαριὰ σϕύριζαν πάνω στὸ νερό, ὅταν ἡ μέρα βάρυνε ἀπὸ τὰ οὐρλιαχτὰ τῶν ἀντρῶν, καθὼς οἱ σάρκες τους καίγονταν μέσα στοὺς θώρακες, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ βγάλουν· καὶ πιὸ πρὶν ἤμουν μαζί του στὴ Μουτίνη, ὅπου αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Μάρκος ᾽αντώνιος ὅρμησε στὸ στρατόπεδό μας καὶ τὸ σπαθὶ καρϕώθηκε στὸ ἄδειο κρεβάτι τοῦ Καίσαρα αὔγουστου· ὅπου ἀντέξαμε καὶ κατακτήσαμε τὴν πρώτη δύναμη, τὴ δύναμη ποὺ θὰ μᾶς ἔδινε ὅλο τὸν κόσμο· καὶ στοὺς Φιλίππους, ὅπου ταξίδεψε τόσο ἄρρωστος, ὥστε δὲν τὸν βαστοῦσαν τὰ πόδια του, κι ὅμως: πρόσταξε νὰ τὸν κουβαλᾶνε μὲ τὸ ϕορεῖο ἀνάμεσα στοὺς στρατιῶτες του· ὅπου κόντεψε νὰ πεθάνει ξανὰ ἀπὸ τὸν ϕονιὰ τοῦ πατέρα του· κι ὅπου πολέμησε, ὥσπου οἱ δολοϕόνοι τοῦ θνητοῦ ᾽ Ιούλιου, ποὺ ἔγινε θεός, καταστράϕηκαν ἀπὸ τὰ ἴδια τους τὰ χέρια.
34
JOHN WILLIAMS
Εἶμαι ὁ Μάρκος ᾽αγρίππας, αὐτὸς ποὺ μερικὲς ϕορὲς ἀποκαλοῦν καὶ Βιπσάνιο, δήμαρχος τοῦ λαοῦ καὶ ὕπατος τῆς συγκλήτου, στρατιώτης καὶ στρατηγὸς τῆς αὐτοκρατορίας τῆς ρώμης, ϕίλος τοῦ Γάιου ᾽ Οκτάβιου Καίσαρα, αὔγουστου τώρα. Γράϕω τὰ ἀπομνημονεύματά μου αὐτὰ τὸν πεντηκοστὸ χρόνο τῆς ζωῆς μου, μαρτυρία γιὰ τὸν καιρὸ ποὺ ὁ ᾽ Οκτάβιος βρῆκε τὴ ρώμη νὰ αἱμορραγεῖ στὰ σαγόνια τοῦ ἐμϕύλιου, γιὰ τὸν καιρὸ ποὺ ὁ ᾽ Οκτάβιος Καίσαρας χτύπησε καὶ κατατρόπωσε τὸ θηρίο τοῦ ἀδελϕοκτόνου σπαραγμοῦ, γιὰ τὸν καιρὸ ποὺ ἅρπαξε μέσα ἀπὸ τὰ δόντια τοῦ κτήνους τὸ σχεδὸν ἄψυχο κορμὶ τῆς πατρίδας. Γιὰ τὸν καιρὸ ποὺ ὁ αὔγουστος γιάτρεψε τὶς πληγὲς τῆς ρώμης καὶ τῆς ἔδωσε ξανὰ τὴν ὑγεία καὶ τὴ δύναμή της, τὴν ἔκανε ξανὰ ἱκανὴ νὰ προχωρήσει νικηϕόρα ὣς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου. σ ᾽ αὐτὸν τὸ θρίαμβο συμμετεῖχα ὅσο μοῦ τὸ ἐπέτρεψαν οἱ ἱκανότητές μου. Καὶ τὴ συμμετοχή μου αὐτὴ θὰ καταγράψω στὰ ἀπομνημονεύματά μου, ἔτσι ὥστε οἱ ἱστορικοὶ τῶν ἐρχόμενων αἰώνων νὰ θαυμάσουν μὲ γνώση λόγου τὸν αὔγουστο καὶ τὴ ρώμη. ῾ υπὸ τὶς διαταγὲς τοῦ Καίσαρα αὔγουστου ἔκανα ἀρκετὰ γιὰ νὰ ξαναβρεῖ ἡ ρώμη τὴν παλιὰ δύναμη καὶ δόξα της. Γιὰ τὶς ὑπηρεσίες μου αὐτὲς ἡ ρώμη μὲ ἀντάμειψε – καὶ μὲ τὸ παραπάνω. ῎ Εγινα τρεῖς ϕορὲς ὕπατος, μία ϕορὰ ἀγορανόμος καὶ δήμαρχος, δύο ϕορὲς κυβερνήτης τῆς συρίας· δύο ϕορὲς παρέλαβα τὴ σϕίγγα, τὴ σϕραγίδα του, ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἴδιου τοῦ αὔγουστου, ὅταν ἦταν σοβαρὰ ἄρρωστος. ῾ Οδήγησα τὶς νικηϕόρες ρωμαϊκὲς λεγεῶνες ἐναντίον τοῦ Λούκιου ᾽αντώνιου στὴν Περούτζια, ἐναντίον τῶν ᾽ακουιτανῶν στὴ Γαλατία καὶ
αυ ΓΟυ σ Τ Ο σ
35
ἐναντίον τῶν γερμανικῶν ϕυλῶν στὸν ρῆνο, ἀρνούμενος τὸ θρίαμβο κατὰ τὴν ἐπιστροϕή μου στὴ ρώμη. στὴν ᾽ Ιβηρικὴ καὶ στὴν Παννονία, ἐπίσης, πολέμησα γιὰ τὴν καταστολὴ ἐξεγέρσεων καὶ στάσεων. ῾ Ο αὔγουστος μοῦ ἔδωσε τὸν τίτλο τοῦ ἀρχιναύαρχου καὶ σώσαμε τὰ πλοῖα μας ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τοῦ πειρατῆ σέξτου Πομπήιου κατασκευάζοντας τὸ λιμάνι δυτικὰ τοῦ κόλπου τῆς νάπολης – πλοῖα ποὺ ἀργότερα νίκησε καὶ κατέστρεψε ὁ Πομπήιος στὶς Μύλες καὶ στὴ ναύλοχο, στὶς ἀκτὲς τῆς σικελίας. Γι᾽ αὐτὸ τὸ ἔργο μου ἡ σύγκλητος μὲ ἔστεψε μὲ τὸ ναυτικὸ στέμμα. στὸ ῎ ακτιο νικήσαμε τὸν προδότη Μάρκο α ᾽ ντώνιο, δίνοντας ξανὰ ζωὴ στὸ σῶμα τῆς ρώμης. Τιμώντας τοὺς ἑορτασμοὺς γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ρώμης ἀπὸ τὴν αἰγυπτιακὴ Προδοσία, ἔχτισα τὸ ναὸ ποὺ τώρα ὀνομάζεται Πάνθεον καὶ ἄλλα δημόσια κτήρια. ῾ Ως ἀνώτατος διοικητὴς τῆς πόλης, ὑπὸ τὸν αὔγουστο καὶ τὴ σύγκλητο, ἐπισκεύασα τὰ παλαιὰ ὑδραγωγεῖα καὶ ἔϕτιαξα καινούργια, γιὰ νὰ μποροῦν οἱ πολίτες καὶ οἱ κάτοικοι τῆς ρώμης νὰ ἔχουν καθαρὸ νερὸ καὶ νὰ μὴν κινδυνεύουν ἀπὸ ἀσθένειες. Κι ὅταν ἡ ρώμη εἰρήνεψε, βοήθησα στὴν ἐπιθεώρηση καὶ τὴ χαρτογράϕηση τοῦ κόσμου, ποὺ ξεκίνησε τὰ χρόνια τῆς δικτατορίας τοῦ ᾽ Ιούλιου Καίσαρα καὶ ὁλοκληρώθηκε χάρη στὸν θετὸ γιό του. σ ᾽ αὐτὰ τὰ πράγματα θὰ ἀναϕερθῶ διὰ μακρῶν στὴν πορεία τῆς συγγραϕῆς τῶν ἀπομνημονευμάτων μου. ᾽αλλὰ τώρα θὰ μιλήσω γιὰ τότε – γιὰ τὸν καιρὸ ὅπου ἄρχισαν ὅλα αὐτά, γιὰ τὴ χρονιὰ μετὰ τὴ θριαμβευτικὴ ἐπιστροϕὴ τοῦ ᾽ Ιούλιου Καίσαρα ἀπὸ τὴν ᾽ Ιβηρική, ἐκστρατεία στὴν ὁποία εἴχαμε πάρει μέρος ὁ Γάιος ᾽ Οκτάβιος, ὁ σαλβιδιηνὸς ροῦϕος κι ἐγώ.
36
JOHN WILLIAMS
Γιατὶ ἤμουν μαζί του στὴν ᾽απολλωνία ὅταν ἔϕτασε ἡ εἴδηση γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Καίσαρα... ΙΙ. ᾽Επιστολή: ῾ο γάιος Κίλνιος Μαικήνας πρὸς τὸν Τίτο Λίβιο (13 π.Χ.) συγχώρεσέ με, ἀγαπητέ μου Λίβιε, ποὺ ἄργησα τόσο νὰ σοῦ ἀπαντήσω. Τὰ συνηθισμένα βάσανά μου: ἡ ἀποχώρησή μου ἀπὸ τὶς ὑποχρεώσεις τῆς δημόσιας ζωῆς δὲν βελτίωσε καθόλου τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας μου. Οἱ γιατροὶ κουνᾶνε μὲ σοϕία τὰ κεϕάλια τους, μουρμουρίζουν ἀκατάληπτα καὶ εἰσπράττουν τὶς ἀμοιβές τους. Τίποτα δὲν μὲ βοηθάει – οὔτε τὰ ἀηδιαστικὰ καταπότια ποὺ μὲ τὸ ζόρι μοῦ δίνουν οὔτε βέβαια ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὶς ἀπολαύσεις πού (ὅπως ξέρεις) κάποτε μοῦ ἄρεσαν. Οἱ πόνοι ἀπὸ τ ᾽ ἀρθριτικά μου δὲν μ᾽ ἄϕησαν νὰ πιάσω κοντύλι στὰ χέρια μου τὶς τελευταῖες μέρες, παρόλο ποὺ ξέρω μὲ πόση ἐπιμέλεια εἶσαι ἀϕοσιωμένος στὸ ἔργο σου καὶ πόσο χρειάζεσαι τὴ βοήθειά μου στὸ ζήτημα γιὰ τὸ ὁποῖο μοῦ ἔγραψες. Καὶ πέρα ἀπ ᾽ ὅλες τὶς ἄλλες ταλαιπωρίες μου ὑποϕέρω τὶς τελευταῖες ἑβδομάδες κι ἀπὸ ἀυπνία, ποὺ βαραίνει τὶς μέρες μου μὲ κούραση καὶ νωθρότητα. Οἱ ϕίλοι μου, ὅμως, δὲν μ᾽ ἐγκαταλείπουν· καὶ εἶμαι ἀκόμα στὴ ζωή. Γι᾽ αὐτὰ τὰ δύο ἀγαθὰ πρέπει νὰ εἶμαι καὶ εἶμαι εὐγνώμων. Μὲ ρωτᾶς γιὰ τὸν πρῶτο καιρὸ τῆς σχέσης μου μὲ τὸν αὐτοκράτορά μας. Πρέπει νὰ ξέρεις πὼς μόλις πρὶν ἀπὸ τρεῖς μέρες εἶχε τὴν καλοσύνη νὰ μὲ ἐπισκεϕθεῖ, νὰ ἐνδιαϕερθεῖ γιὰ τὴν ὑγεία μου. θεώρησα σωστὸ νὰ
αυ ΓΟυ σ Τ Ο σ
37
τὸν ἐνημερώσω γιὰ τὸ αἴτημά σου. Χαμογέλασε καὶ μὲ ρώτησε ἂν ἦταν κατὰ τὴ γνώμη μου πρέπον νὰ βοηθήσω ἕναν ἀδιόρθωτο δημοκράτη σὰν ἐσένα. Μετὰ πιάσαμε νὰ κουβεντιάζουμε γιὰ τὸν παλιὸ καιρό, ὅπως κάνουν συνήθως οἱ ἄντρες νιώθοντας τὰ γηρατειὰ νὰ τοὺς πλησιάζουν. θυμᾶται πράγματα –πράγματα μικρά– ἀκόμα πιὸ ζωντανὰ ἀπὸ μένα, ποὺ ἡ δουλειά μου εἶναι νὰ μὴν ξεχνάω τίποτα. Τελικὰ τὸν ρώτησα μήπως θὰ ἤθελε νὰ σοῦ στείλει τὸν δικό του ἀπολογισμὸ ἀπὸ ἐκείνη τὴν περίοδο. Γιὰ μιὰ στιγμὴ κάρϕωσε τὸ βλέμμα του πέρα μακριά, χαμογέλασε πάλι καὶ εἶπε: « ῎ Οχι... καλὸ εἶναι ν ᾽ ἀϕήνουν οἱ αὐτοκράτορες τὶς ἀναμνήσεις τους νὰ κοιμοῦνται, καὶ μάλιστα μὲ προθυμία μεγαλύτερη ἀπ ᾽ ὅση δείχνουν οἱ ποιητὲς ἢ οἱ ἱστορικοί». Μὲ παρακάλεσε νὰ σοῦ διαβιβάσω τοὺς θερμούς του χαιρετισμοὺς καὶ μοῦ ἔδωσε τὴν ἄδεια νὰ σοῦ γράψω ἐλεύθερα ὅ,τι καὶ ὅπως ἤθελα. ᾽αλλὰ τί καὶ πῶς νὰ σοῦ γράψω γιὰ ἐκεῖνες τὶς μέρες; ῎ ημασταν νέοι. Καὶ μόλο ποὺ ὁ Γάιος ᾽ Οκτάβιος, ὅπως τὸν ἔλεγαν τότε, ἤξερε πὼς ἦταν εὐνοημένος ἀπὸ τὴ μοίρα καὶ ὅτι ὁ ᾽ Ιούλιος Καίσαρας εἶχε σκοπὸ νὰ τὸν υἱοθετήσει, οὔτε ἐγὼ οὔτε ὁ Μάρκος ᾽αγρίππας οὔτε ὁ σαλβιδιηνὸς ροῦϕος, ποὺ ἤμασταν ϕίλοι του, μπορούσαμε στ ᾽ ἀλήθεια νὰ ϕανταστοῦμε ποῦ θὰ μᾶς ὁδηγοῦσε αὐτό. Δὲν ἔχω τὴν ἐλευθερία τοῦ ἱστορικοῦ, ϕίλε μου· ἐσὺ μπορεῖς νὰ μιλήσεις γιὰ τὶς κινήσεις ἀντρῶν καὶ στρατῶν, νὰ περιγράψεις τὶς μπερδεμένες ἐξελίξεις πολιτικῶν διαπλοκῶν, νὰ ἰσορροπήσεις νίκες καὶ ἧττες, ν ᾽ ἀϕηγηθεῖς γεννήσεις καὶ θανάτους – καὶ νὰ εἶσαι ἀκόμα ἐλεύθερος, μέσα στὴ σοϕὴ ἁπλότητα τῆς δουλειᾶς
38
JOHN WILLIAMS
σου· ἐλεύθερος ἀπὸ τὸ ϕριχτὸ βάρος ἑνὸς εἴδους γνώσης ποὺ δὲν μπορῶ νὰ ὀνομάσω, ἀλλὰ ϕοβᾶμαι ὁλοένα καὶ περισσότερο καθὼς τὰ χρόνια περνοῦν. Ξέρω τί θέλεις· καὶ δὲν ἀμϕιβάλλω πὼς χάνεις τὴν ὑπομονή σου μαζί μου, ἐπειδὴ δὲν στρώνομαι νὰ σοῦ στείλω τὰ γεγονότα ποὺ χρειάζεσαι. σοῦ θυμίζω, ὅμως, ὅτι παρὰ τὶς ὑπηρεσίες μου πρὸς τὸ κράτος εἶμαι ποιητής – κι ἑπομένως ἀνίκανος νὰ προσεγγίσω ὁτιδήποτε μὲ τρόπο ἄμεσο. θὰ ξαϕνιαστεῖς ἴσως μαθαίνοντας πὼς πρωτοεῖδα τὸν ᾽ Οκτάβιο στὸ Μπρίντιζι, ὅπου μὲ εἶχαν στείλει νὰ συναντήσω ἐκεῖνον καὶ τοὺς ϕίλους του γιὰ νὰ ϕύγουμε γιὰ τὴν ᾽απολλωνία. Οἱ λόγοι τῆς ἐκεῖ παρουσίας μου ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι σκοτεινοὶ γιὰ μένα· εἶμαι βέβαιος πὼς τὸ χρωστάω σὲ παρέμβαση τοῦ ᾽ Ιούλιου Καίσαρα. ῾ Ο πατέρας μου, ὁ Λούκιος, τὸν εἶχε ἐξυπηρετήσει κάποτε. Καὶ λίγα χρόνια νωρίτερα μᾶς εἶχε ἐπισκεϕθεῖ στὴν ἔπαυλή μας στὸ ᾽αρέτσο. συζήτησα μαζί του γιὰ κάποιο θέμα (ὑποστηρίζοντας, νομίζω, τὴν ἀνωτερότητα τῶν ποιημάτων τοῦ Καλλίμαχου ἔναντι ἐκείνων τοῦ Κάτουλλου) καὶ μίλησα μὲ ὑπεροψία, ἀγένεια καί (ὅπως πίστευα) πνεῦμα. ῎ ημουν πολὺ νέος. ῞ Οπως κι ἂν ἔχει, ϕάνηκε νὰ διασκεδάζει μαζί μου καὶ κουβεντιάσαμε κάμποσο. Δύο χρόνια ἀργότερα πρόσταξε τὸν πατέρα μου νὰ μὲ στείλει στὴν ᾽απολλωνία, μαζὶ μὲ τὸν ἀνιψιό του. Φίλε μου, πρέπει νὰ σοῦ ὁμολογήσω (ἂν καὶ δὲν θὰ ἤθελα μὲ κανέναν τρόπο νὰ τὸ χρησιμοποιήσεις) ὅτι καθόλου δὲν μὲ ἐντυπωσίασε ὁ ᾽ Οκτάβιος ἐκείνη τὴν πρώτη ϕορὰ ποὺ συναντηθήκαμε. Εἶχα μόλις κατέβει στὸ Μπρίντιζι ἀπὸ τὸ ᾽αρέτσο καὶ ὕστερα ἀπὸ δέκα μέρες ταξίδι ἤμουν κατακουρασμένος, βρόμικος ἀπὸ τὴ σκόνη
αυ ΓΟυ σ Τ Ο σ
39
τοῦ δρόμου, ἕτοιμος ν ᾽ ἁρπαχτῶ. Τοὺς συνάντησα στὸ μῶλο, ἀπ ᾽ ὅπου θὰ ϕεύγαμε. ῾ Ο ᾽αγρίππας καὶ ὁ σαλβιδιηνὸς μιλοῦσαν οἱ δυό τους κι ὁ ᾽ Οκτάβιος στεκόταν λίγο πιὸ πέρα, χαζεύοντας ἕνα μικρὸ σκαρὶ ποὺ ἦταν ἀγκυροβολημένο ἐκεῖ κοντά. Πλησίασα, ἀλλὰ κανένας δὲν ἔδειξε ν ᾽ ἀντιλαμβάνεται τὴν ἄϕιξή μου. Μὲ ϕωνὴ ἴσως λίγο πιὸ δυνατὴ ἀπ ᾽ ὅ,τι χρειαζόταν εἶπα: «Εἶμαι ὁ Μαικήνας, ἔρχομαι νὰ σᾶς συναντήσω ὅπως εἶναι κανονισμένο. ᾽απὸ σᾶς... ποιός εἶναι ποιός;». ῾ Ο ᾽αγρίππας καὶ ὁ σαλβιδιηνὸς μὲ κοίταξαν χαμογελαστοὶ καὶ συστήθηκαν. ῾ Ο ᾽ Οκτάβιος δὲν γύρισε. θεώρησα πὼς τὴ στάση του ὑπαγόρευε ἡ ὑπεροψία καὶ ἡ περιϕρόνηση. « ᾽ Εσύ, λοιπόν, πρέπει νὰ εἶσαι ὁ ἄλλος, αὐτὸν ποὺ τὸν λένε ᾽ Οκτάβιο», εἶπα. Τότε γύρισε καὶ ἀμέσως κατάλαβα πὼς εἶχα κάνει λάθος· γιατὶ στὸ πρόσωπό του διάβασα ἀπελπισμένη σχεδὸν ντροπαλότητα. «ναί, εἶμαι ὁ Γάιος ᾽ Οκτάβιος», εἶπε. «῾ Ο θεῖος μοῦ μίλησε γιὰ σένα». Μετὰ χαμογέλασε, ἅπλωσε τὸ χέρι του καὶ ὑψώνοντας τὸ βλέμμα του μὲ κοίταξε γιὰ πρώτη ϕορά. ῞ Οπως ξέρεις, πολλὰ ἔχουν εἰπωθεῖ γι᾽ αὐτὰ τὰ μάτια – τὰ περισσότερα σὲ κακοὺς στίχους ἢ σὲ πρόζα ἀκόμα χειρότερη. νομίζω ὅτι θά ᾽ χει πιὰ σιχαθεῖ ν ᾽ ἀκούει τὶς μεταϕορὲς καὶ τὶς παρομοιώσεις καὶ τὶς ἀτελείωτες περιγραϕές τους, ἂν καὶ ἴσως καμάρωνε κάποτε γι᾽ αὐτά. ᾽αλλὰ ἀκόμα καὶ τότε ἦταν ἐκπληκτικὰ καθαρὰ καὶ λαμπερὰ καὶ ἔντονα – πιὸ γαλάζια παρὰ γκρίζα, ἴσως, ἂν καὶ δὲν πρόσεχες τὸ χρῶμα ἀλλὰ τὸ ϕῶς τους... νά, βλέπεις; ῎ αρχισα κι ἐγὼ τὰ ἴδια. Διαβάζω, ϕαίνεται, πολλὰ ἀπὸ τὰ ποιήματα τῶν ϕίλων μου.
278
JOHN WILLIAMS
᾽αλλὰ οἱ κοινωνικὲς ἴντριγκες ἐκείνης τῆς βραδιᾶς ἦταν πολὺ πιὸ ἐνδιαϕέρουσες ἀπὸ τὶς λογοτεχνικὲς καὶ γι᾽ αὐτὲς θέλω νὰ σοῦ γράψω. ῎ Εχουμε ἀκουστὰ ὅλοι τὴν ὑπερβολικὴ ροπὴ τοῦ ᾽ Οκτάβιου, τὴν ἀδυναμία του στὶς γυναῖκες. Γιὰ νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια, μέχρι ἐκείνη τὴ βραδιὰ δὲν ἔδινα καὶ τόση πίστη στὶς ϕῆμες ποὺ κυκλοϕοροῦσαν – εἶναι τόσο ἀρρωστιάρης καὶ δὲν τὸν πιάνει τὸ μάτι σου· θά ᾽ λεγε κανεὶς πὼς ἕνα κύπελλο ἀνέρωτο κρασὶ καὶ μιὰ ϕλογερὴ ἀγκαλιὰ θὰ τὸν ἔστελναν νὰ συναντήσει τοὺς προγόνους του (ὅποιοι κι ἂν εἶναι) – τώρα, ὅμως, ἀρχίζω νὰ πιστεύω ὅτι κάποια ἀλήθεια κρύβουν τὰ κουτσομπολιὰ αὐτά. ῾ η σύζυγος τοῦ οἰκοδεσπότη μας ἦταν μιὰ κάποια Λιβία, ἀπὸ παλιὰ καὶ συντηρητικὴ οἰκογένεια τῆς δημοκρατικῆς παράταξης (ἔχω ἀκούσει ὅτι ὁ ἴδιος ὁ πατέρας της σκοτώθηκε πολεμώντας ἐναντίον τοῦ στρατοῦ τοῦ ᾽ Οκτάβιου στοὺς Φιλίππους). Πανέμορϕη γυναίκα, ἂν σ ᾽ ἀρέσει αὐτὸς ὁ τύπος – σεμνὴ καὶ καλοβαλμένη, ξανθὰ μαλλιὰ, ἀπολύτως κανονικὰ χαρακτηριστικά, μᾶλλον λεπτὰ χείλη, γλυκιὰ ϕωνή, καὶ λοιπά· ἡ «ἰδανικὴ πατρικία», ὅπως λένε. Εἶναι νέα –δεκαοχτὼ χρονῶν ἴσως–, ἀλλὰ ἔχει ἤδη χαρίσει στὸν ἄντρα της, ποὺ ἔχει σίγουρα τὰ τριπλά της χρόνια, ἕναν γιό· καὶ ἦταν πάλι ὁλοϕάνερα ἔγκυος. Πρέπει νὰ σοῦ πῶ ὅτι εἴχαμε ὅλοι πιεῖ πολύ· μὰ κι ἔτσι ἀκόμα ἡ συμπεριϕορὰ τοῦ ᾽ Οκτάβιου ἦταν ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια. σαλιάριζε μαζί της σὰν ἐρωτοχτυπημένος Κάτουλλος, τῆς χάιδευε τὸ χέρι, τῆς ψιθύριζε στ ᾽ ἀϕτί, γελοῦσε σὰν ἀμούστακο παλικαράκι (ἂν κι ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε δὲν εἶναι καὶ πολὺ μεγαλύτερος, ὅσο κι ἂν ἔχει κα-
αυ ΓΟυ σ Τ Ο σ
279
θίσει τὸν ἑαυτό του σὲ ψηλὸ θρόνο), κάθε λογῆς τέτοιες σαχλαμάρες· κι ὅλα αὐτὰ μπροστὰ στὰ μάτια τόσο τῆς δικῆς του γυναίκας (τὸ ὁποῖο, βέβαια, δὲν μετράει, ἂν καὶ εἶναι καὶ αὐτὴ ἔγκυος) ὅσο καὶ τοῦ συζύγου τῆς Λιβίας, ποὺ ἔδειχνε ἢ νὰ μὴν καταλαβαίνει τίποτα ἢ νὰ χαμογελάει καλοκάγαθα, μᾶλλον σὰν ϕιλόδοξος πατέρας παρὰ σὰν σύζυγος ποὺ ἔβλεπε τὴν τιμή του ν ᾽ ἀπειλεῖται. ᾽ Εν πάση περιπτώσει, τότε δὲν ἔδωσα μεγάλη σημασία στὸ ζήτημα· τὸ θεώρησα ἀπρέπεια καὶ χοντροκομμένη συμπεριϕορά, ἀλλὰ τί νὰ περιμένει κανείς (ἀναρωτήθηκα) ἀπὸ τὸν ἐγγονὸ ἑνὸς κοινοῦ ἐπαρχιώτη τοκογλύϕου. ῍ αν ἔχοντας ϕορτώσει τὸ κάρο του ἤθελε νὰ μπεῖ καὶ σ ᾽ ἕνα ἀκόμα, ποὺ ἦταν ἤδη ϕορτωμένο, δική του δουλειά. Τώρα, ὅμως, τέσσερις μῆνες μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ βράδυ, ἡ ρώμη βουίζει ἀπὸ τὸ σκάνδαλο – κι εἶμαι βέβαιος πὼς δὲν θὰ μὲ συγχωροῦσες ἂν παρέλειπα νὰ σοῦ γράψω τὰ καθέκαστα. Πρὶν ἀπὸ δύο ἑβδομάδες ἡ τέως γυναίκα του σκριβωνία γέννησε κορίτσι – ἂν καὶ θὰ περίμενε κανεὶς ἀπὸ ἕναν υἱοθετημένο ἔστω γιὸ θεοῦ ὅτι θὰ τὰ κατάϕερνε ν᾽ ἀποκτήσει γιό. Τὴν ἴδια μέρα ὁ ᾽ Οκτάβιος ἔστειλε στὴ σκριβωνία τὸ ἔγγραϕο τοῦ διαζυγίου – ἀναμενόμενο ἄλλωστε, ἀϕοῦ ἡ ὅλη ὑπόθεση ἦταν κανονισμένη ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὅπως λένε. ᾽αλλά –κι ἐδῶ εἶναι τὸ σκάνδαλο– τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα χώρισε καὶ ὁ Τιβέριος Κλαύδιος νέρωνας τὴ γυναίκα του Λιβία· καὶ τὴν ἄλλη μέρα τὴν πάντρεψε (ἂν κι ἔγκυο ἀκόμα) μὲ τὸν ᾽ Οκτάβιο, δίνοντάς της μάλιστα σημαντικὴ προίκα· ὁ γάμος ἐπικυρώθηκε ἀπὸ τὴ σύ-
280
JOHN WILLIAMS
γκλητο, οἱ ἱερεῖς τέλεσαν θυσίες, ὅλες αὐτὲς οἱ βλακεῖες ἔγιναν ὅπως ἔπρεπε. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ παίρνει κανεὶς ἕναν τέτοιον ἄντρα στὰ σοβαρά; Κι ὅμως· τὸ κάνουν. V. ῾Ημερολόγιο τῆς ᾽Ιουλίας,
Παντατερία (4 μ.Χ.) Τὰ σχετικὰ μὲ τὴ γέννησή μου τὰ ἤξερε ὅλος ὁ κόσμος πολὺ πρὶν τὰ μάθω ἐγώ· κι ὅταν ἔϕτασα ἐπιτέλους σὲ ἡλικία νὰ μπορῶ νὰ καταλάβω, ὁ πατέρας μου ἦταν κυβερνήτης τοῦ κόσμου – καὶ θεός· καὶ ὁ κόσμος εἶχε ἤδη καταλάβει πὼς ἡ συμπεριϕορὰ ἑνὸς θεοῦ, ὅσο παράξενη κι ἂν εἶναι στὰ μάτια τῶν θνητῶν, εἶναι γιὰ τὸν θεὸ τὸν ἴδιο ϕυσική· καὶ ϕτάνει στὸ τέλος νὰ θεωρεῖται ἀναπόϕευκτη ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὸν λατρεύουν. Δὲν μοῦ ϕαινόταν, λοιπόν, ἀϕύσικο ποὺ μητέρα μου εἶχα τὴ Λιβία, ἐνῶ ἡ σκριβωνία ἦταν μιὰ ἁπλὴ γνωστή, ἀραιὰ καὶ ποῦ ἐπισκέπτρια στὸ σπίτι μου – μακρινὴ ἀλλὰ ἀπαραίτητη συγγένισσα, ποὺ ὅλοι ὑπέμεναν ἀπὸ μιὰ σκοτεινὴ αἴσθηση ὑποχρέωσης. Οἱ ἀναμνήσεις μου ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν καιρὸ εἶναι θολὲς καὶ δὲν τὶς ἐμπιστεύομαι ἀπόλυτα· ἀλλὰ μοῦ ϕαίνεται πὼς ἡ ζωή μου τότε ἦταν εὔκολη κι εὐχάριστη. ῾ η Λιβία ἦταν σταθερή, μεγαλόπρεπη καὶ ψυχρὰ στοργική· αὐτὸ ἔμαθα νὰ περιμένω μεγαλώνοντας. σὲ ἀντίθεση πρὸς τοὺς περισσότερους ἄντρες τῆς τάξης του, ὁ πατέρας μου ἐπέμενε νὰ μεγαλώσω μὲ τὸν παραδοσιακὸ τρόπο, μέσα στὸ σπίτι του, μὲ τὴ ϕροντίδα
αυ ΓΟυ σ Τ Ο σ
281
τῆς Λιβίας καὶ ὄχι μιᾶς παραμάνας· νὰ ἐκπαιδευτῶ σύμϕωνα μὲ τὰ παλαιὰ ἤθη: νὰ μάθω δηλαδὴ νὰ ὑϕαίνω, νὰ ράβω καὶ νὰ μαγειρεύω· ἀλλὰ ταυτόχρονα νὰ μορϕωθῶ ὅπως θὰ ταίριαζε στὴν κόρη ἑνὸς αὐτοκράτορα. Τὰ πρῶτα χρόνια μου, λοιπόν, ὕϕαινα μαζὶ μὲ τὶς δοῦλες τοῦ σπιτιοῦ καὶ μάθαινα γραϕὴ κι ἀνάγνωση, λατινικὰ κι ἑλληνικά, μὲ τὸν δοῦλο τοῦ πατέρα μου, τὸν Φαῖδρο· ἀργότερα μελέτησα ϕιλοσοϕία μὲ τὸν παλιό του ϕίλο καὶ δάσκαλο ᾽αθηνόδωρο. Παρόλο ποὺ τότε δὲν τὸ ἤξερα, τὸ πιὸ σπουδαῖο ἀπ ᾽ ὅλα στὴ ζωή μου ἦταν τὸ γεγονὸς πὼς ὁ πατέρας μου δὲν εἶχε ἄλλα δικά του παιδιά. ῏ ηταν τὸ κρίμα τῆς ᾽ Ιουλίας γενεᾶς. Δὲν τὸν ἔβλεπα παρὰ σπάνια ἐκεῖνα τὰ χρόνια, ἡ παρουσία του ὡστόσο ἦταν ἡ πιὸ σημαντικὴ ἀπ ᾽ ὅλες γιὰ μένα· γεωγραϕία ἔμαθα ἀπὸ τὰ γράμματά του, ποὺ μοῦ τὰ διάβαζαν καθημερινά· τὰ ἔστελνε μὲ τοὺς ταχυδρομικοὺς σάκους ἀπ ᾽ ὅπου ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ βρίσκεται – ἀπὸ τὴ Γαλατία, τὴ σικελία ἢ τὴν ᾽ Ιβηρία· ἀπὸ τὴ Δαλματία, τὴν ῾ Ελλάδα, τὴν ᾽ασία ἢ τὴν αἴγυπτο. ῞ Οπως εἶπα, σπάνια τὸν ἔβλεπα· ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τώρα μοῦ ϕαίνεται πὼς ἦταν διαρκῶς κοντά μου. Κλείνω τὰ μάτια καὶ νιώθω τὰ χέρια του νὰ μὲ πετοῦν ψηλὰ στὸν ἀέρα, ἀκούω τὰ ἐκστατικὰ γέλια τοῦ παιδικοῦ μου τρόμου καὶ τῆς παιδικῆς μου σιγουριᾶς· νιώθω τὰ χέρια του νὰ μὲ ξαναπιάνουν ἀπὸ τὸ κενὸ ὅπου μὲ εἶχαν τινάξει. ᾽ακούω τὴ βαθιὰ ϕωνή, παρήγορη καὶ ζεστή· νιώθω τὸ χάδι στὸ κεϕάλι μου· θυμᾶμαι τὰ παιγνίδια μὲ τὸ τόπι καὶ τοὺς βώλους· νιώθω τὸ σϕίξιμο στὰ πόδια μου καθὼς ἀνεβαίναμε τὴν πλαγιὰ στὸν κῆπο πίσω ἀπὸ τὸ
282
JOHN WILLIAMS
σπίτι μας στὸν Παλατίνο, πρὸς ἕνα σημεῖο ἀπ ᾽ ὅπου βλέπαμε τὴν πόλη ν᾽ ἁπλώνεται στὰ πόδια μας σὰν γιγάντιο παιχνίδι. Μὰ δὲν μπορῶ νὰ θυμηθῶ τὸ πρόσωπο, τὸ πρόσωπό του τότε. Μὲ ϕώναζε ρώμη, «μικρή του ρώμη». ῾ η πρώτη μου καθαρὴ ὀπτικὴ ἀνάμνηση ἀπὸ τὸν πατέρα μου εἶναι ἀπ ᾽ ὅταν ἤμουν ἐννιὰ χρονῶν· στὴν πέμπτη του ὑπατεία καὶ ἐπ ᾽ εὐκαιρία τοῦ τριπλοῦ του θριάμβου γιὰ τὶς νίκες του στὴ Δαλματία, στὸ ῎ ακτιο καὶ στὴν αἴγυπτο. ᾽απὸ τότε δὲν ξανάγιναν τέτοιες γιορτὲς γιὰ στρατιωτικὰ κατορθώματα τῆς ρώμης· ἀργότερα ὁ πατέρας μου μοῦ ἐξήγησε ὅτι θεωροῦσε βαρβαρικὴ καὶ χυδαία ἀκόμα κι αὐτὴν στὴν ὁποία πῆρε ὁ ἴδιος μέρος, πλὴν ὅμως ἦταν πολιτικὰ ἀναγκαία τὶς μέρες ἐκεῖνες. Κι ἔτσι τώρα δὲν ξέρω ἂν τὸ μεγαλεῖο ποὺ εἶδα τότε ϕαντάζει ἀκόμα πιὸ λαμπερὸ στὴ μνήμη μου ἐξαιτίας τῆς μοναδικότητας καὶ τῆς κατοπινῆς ἀπουσίας του ἀπὸ ἀνάλογες περιστάσεις ἢ ἂν ἦταν στ ᾽ ἀλήθεια μιὰ γιορτὴ λαμπερὴ καὶ μεγαλειώδης ὅπως τὴ θυμᾶμαι. Εἶχα πάνω ἀπὸ χρόνο νὰ δῶ τὸν πατέρα μου καὶ δὲν ὑπῆρχε περίπτωση νὰ ἐπισκεϕθεῖ τὴ ρώμη πρὶν ἀπὸ τὴ θριαμβευτική του εἴσοδο στὴν πόλη. ῏ ηταν κανονισμένο: ἡ Λιβία κι ἐγὼ καὶ τ ᾽ ἄλλα παιδιὰ τοῦ σπιτιοῦ θὰ τὸν συναντούσαμε στὶς πύλες τῆς πόλης. Πήγαμε ὣς ἐκεῖ μὲ τὴ συνοδεία τῆς συγκλήτου καὶ καθίσαμε σὲ τιμητικὰ ἕδρανα περιμένοντας τὴν ἄϕιξή του. Γιὰ μένα ἦταν σὰν παιγνίδι· ἡ Λιβία μοῦ εἶχε πεῖ ὅτι θὰ παίρναμε μέρος σὲ μιὰ πομπὴ κι ὅτι ἔπρεπε νὰ εἶμαι ἤρεμη καὶ ϕρόνιμη. ᾽αλλὰ μοῦ ἦταν ἀδύνατον νὰ κρατηθῶ, συνέχεια σηκωνόμουν ἀπὸ τὸ κάθισμά μου καὶ ἔψαχνα μὲ τὸ βλέμμα
αυ ΓΟυ σ Τ Ο σ
283
στὸ βάθος τοῦ δρόμου νὰ δῶ τὸν πατέρα μου νὰ πλησιάζει. Κι ὅταν ἐπιτέλους τὸν εἶδα, γέλασα καὶ χτύπησα τὰ χέρια μου καὶ ἔκανα νὰ τρέξω πρὸς τὸ μέρος του· ἀλλὰ ἡ Λιβία μὲ κράτησε. Κι ὅταν πλησίασε ἀρκετὰ καὶ μᾶς εἶδε καὶ γνώρισε τὰ πρόσωπά μας, σπιρούνισε τὸ ἄλογό του ἀϕήνοντας πίσω τοὺς στρατιῶτες ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν, καὶ μὲ ἅρπαξε στὴν ἀγκαλιά του γελώντας, καὶ ὕστερα ἀγκάλιασε τὴ Λιβία· κι ἦταν ὁ πατέρας μου. αὐτὴ ἦταν ἴσως ἡ τελευταία ϕορὰ ποὺ τὸν σκέϕτηκα σὰν νά ᾽ ταν ἕνας πατέρας ἴδιος μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους. Γιατὶ πολὺ σύντομα τὸν πῆραν οἱ πραίτορες τῆς συγκλήτου, ποὺ τὸν ἔντυσαν μὲ τήβεννο περιπόρϕυρη καὶ χρυσὴ καὶ τὸν ἀνέβασαν στὸ ψηλὸ σκεπαστὸ ἅρμα κι ὁδήγησαν τὴ Λιβία κι ἐμένα νὰ σταθοῦμε πλάι του· καὶ ἡ ἀργὴ πομπὴ πρὸς τὸ Φόρουμ ξεκίνησε. θυμᾶμαι τὸ ϕόβο καὶ τὴν ἀπογοήτευσή μου· ὁ πατέρας μου δίπλα μου ἦταν ἕνας ξένος, παρόλο ποὺ μὲ στήριζε μαλακὰ μὲ τὸ χέρι του στὸν ὦμο μου. Τὰ βούκινα καὶ οἱ σάλπιγγες ἐπικεϕαλῆς τῆς πομπῆς ἔπαιζαν τὰ πολεμικά τους καλέσματα· οἱ ραβδοῦχοι καὶ οἱ πελεκυϕόροι μὲ τὰ ὅπλα τους στεϕανωμένα προχωροῦσαν ἀργὰ μπροστά· καὶ μπήκαμε στὴν πόλη. Τὸ πλῆθος στεκόταν σὲ δρόμους καὶ πλατεῖες, ἀπ ᾽ ὅπου περνούσαμε· καὶ οἱ ζητωκραυγὲς ἦταν τόσο δυνατὲς ποὺ ἔπνιγαν ἀκόμα καὶ τὰ βούκινα καὶ τὶς σάλπιγγες· καὶ τὸ Φόρουμ, ὅπου τελικὰ σταματήσαμε, ἦταν γεμάτο ρωμαίους, τόσο πολλοὺς ποὺ οὔτε μία πέτρα ἀπ ᾽ τὸ λιθόστρωτο δὲν ϕαινόταν. Τρεῖς μέρες κράτησαν οἱ γιορτές. Μιλοῦσα στὸν πατέρα μου ὅποτε μποροῦσα· καὶ μόλο ποὺ ἡ Λιβία κι ἐγὼ ἤμασταν δίπλα του σχεδὸν συνέχεια, κατὰ τὴ διάρκεια
284
JOHN WILLIAMS
τῶν λόγων του καὶ τῶν θυσιῶν καὶ τῶν ἐπιδείξεων, τὸν ἔνιωθα ν᾽ ἀπομακρύνεται καὶ νὰ ϕεύγει ἀπὸ μένα, σ ᾽ ἕναν κόσμο ποὺ γιὰ πρώτη ϕορὰ τότε ἄρχισα νὰ βλέπω. ῏ ηταν πάντως εὐγενικὸς καὶ στοργικὸς μαζί μου ὅλη τὴν ὥρα. Μοῦ ἀπαντοῦσε ὅταν τοῦ μιλοῦσα σὰν νά ᾽ μουν τὸ ἴδιο σημαντικὴ γι᾽ αὐτὸν ὅπως ἤμουν πάντα. θυμᾶμαι σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς πομπὲς τοῦ θριάμβου, σὲ μιὰ ἅμαξα ἀπὸ γυαλιστερὸ μπροῦτζο καὶ χρυσό, τὸ ἄγαλμα μιᾶς γυναίκας, πελώριο, πάνω σὲ ἀνάκλιντρο ϕιλντισένιο κι ἐβένινο, μὲ δύο παιδιὰ πλαγιασμένα δεξιὰ κι ἀριστερά της· τὰ μάτια τους ἦταν κλειστά, σὰν νὰ κοιμοῦνταν. ρώτησα τὸν πατέρα μου ποιά κυρία παρίστανε τὸ ἄγαλμα, κι ἐκεῖνος μὲ κοίταξε βαθιὰ στὰ μάτια πρὶν μοῦ ἀπαντήσει. «῾ η Κλεοπάτρα ἦταν», μοῦ εἶπε. «῏ ηταν βασίλισσα μιᾶς μεγάλης χώρας. Πολέμησε τὴ ρώμη. ᾽αλλὰ ἦταν γενναία γυναίκα καὶ ἀγαποῦσε τὴν πατρίδα της, ὅπως κι οἱ ρωμαῖοι ἀγαποῦν τὴ δική τους πατρίδα. ῎ Εβαλε τέλος στὴ ζωή της γιὰ νὰ μὴ δεῖ τὴ χώρα της νικημένη». ᾽ακόμα καὶ τώρα, ἔπειτα ἀπὸ τόσα χρόνια, θυμᾶμαι τὸ περίεργο συναίσθημα ποὺ μὲ κυρίευσε ἀκούγοντας ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ ὄνομα τῆς Κλεοπάτρας. Γιατὶ ἦταν, βέβαια, ἕνα ὄνομα ποὺ τὸ ἤξερα· τὸ εἶχα ἀκούσει πολλὲς ϕορές. σκέϕτηκα τότε τὴ θεία μου ᾽ Οκταβία, ποὺ στὴν πραγματικότητα διηύθυνε τὸ σπίτι μας μαζὶ μὲ τὴ Λιβία. ῎ ηξερα πὼς ἦταν κάποτε παντρεμένη μὲ τὸν σύζυγο αὐτῆς τῆς νεκρῆς βασίλισσας, τὸν Μάρκο ᾽αντώνιο, ποὺ ἦταν ἐπίσης πεθαμένος. σκέϕτηκα τὰ παιδιά, ποὺ ἀγαποῦσε ἡ ᾽ Οκταβία καὶ ϕρόντιζε· τὰ παιδιὰ μὲ τὰ ὁποῖα ἔπαιζα κάθε μέρα, καὶ δούλευα, καὶ μελετοῦσα:
αυ ΓΟυ σ Τ Ο σ
285
τὸν Μάρκελλο καὶ τὶς δύο ἀδερϕές του, τὰ παιδιὰ τοῦ πρώτου της γάμου· τὶς δύο ᾽αντωνίες, ποὺ ἦταν τὰ παιδιά της ἀπὸ τὸ γάμο της μὲ τὸν Μάρκο ᾽αντώνιο· τὸν ῎ Ιουλο, ποὺ ἦταν γιὸς τοῦ Μάρκου ᾽αντώνιου ἀπὸ προηγούμενο γάμο· καὶ τέλος, τὸ κοριτσάκι ποὺ ἦταν ἡ καινούργια μικρὴ συμπάθεια τοῦ σπιτιοῦ, τὴν Κλεοπάτρα, κόρη τοῦ Μάρκου ᾽αντώνιου καὶ τῆς Βασίλισσάς του. Δὲν ἦταν, ὅμως, ἡ παραδοξότητα αὐτῆς τῆς κατάστασης ποὺ ἔκανε τὴν καρδιά μου νὰ χτυπήσει δυνατὰ καὶ ψηλά, σχεδὸν στὸ λαρύγγι μου. ῞ Οσο κι ἂν δὲν ἤξερα τότε τὶς λέξεις γιὰ νὰ τὸ πῶ, νομίζω ὅτι γιὰ πρώτη ϕορὰ στὴ ζωή μου συναισθάνθηκα πὼς ἀκόμα καὶ μιὰ γυναίκα μπορεῖ νὰ μπλεχτεῖ στὸν μεγάλο κόσμο τῆς πολιτικῆς καὶ τῶν μαχῶν. Καὶ νὰ καταστραϕεῖ.
Αναζητήστε το εδώ
www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks