EFEFEFEFEFEFEFEFH
Τίτλος πρωτοτ ύ που: Djuna Barns, Nightwood Copyright © Djuna Barnes, 1936, 1950 Introduction © Jeanette Winterson, 2007 First published in 1936 By Faber & Faber Limited All rights reserved
Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ
G u t e n b e r G
EFEFEFEFEFEFEFEFH
EFEFEFEFEFH
HEFEFEFEFEF
EFEFEFEFEFEFEFEFH
DJUNA BARNES
ΝΥΧΤΟΔΑΣΟΣ Μετάϕραση
᾽Αργυρὼ Μαντόγλου
GutenberG || ALDInA - 26
EFEFEFEFEFEFEFEFH
EFEFEFEFEFH
HEFEFEFEFEF
Τὸ πόσο καλὸ εἶναι αὐτὸ τὸ μυθιστόρημα μόνο ὅσοι ἔχουν ἐντρυφήσει στὴν ποίηση καὶ ἔχουν ἐναρμονιστεῖ μὲ τὴν εὐαισθησία της μποροῦν νὰ τὸ ἀντιληφθοῦν πλήρως. Μοναδικὸ ὕφος, ὄμορφη διατύπωση, σπινθηροβόλο πνεῦμα, θυμίζει ἐλισαβετιανὸ δράμα.
T.S. ELIOT
Ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα βιβλία τοῦ 20οῦ αἰώνα. WILLIAM S. BURROUGHS
Ἕνα ἀπὸ τὰ τρία καλύτερα μυθιστορήματα ποὺ γράφτηκαν ποτὲ ἀπὸ γυναίκα. DYLAN THOMAS
Μιὰ συγγραφέας μὲ ἐκπληκτικὴ δύναμη· μιὰ πρόζα σὰν τρικυμισμένη θάλασσα. GRAHAM GREENE
Τὸ πάθος εἶναι ἐξαιρετικὸ θέμα. FORD MADOX FORD
Τὸ νὰ ζεῖς τὴν ἴδια ἐποχὴ μὲ τὴν Τζούνα Μπὰρνς εἶναι μεγάλη τύχη. LAWRENCE DURREL
Ἐλάχιστοι συγγραφεῖς ἀπέκτησαν τόση φήμη μὲ ἕνα μόνο μυθιστόρημα ὅση ἡ Τζούνα Μπάρνς, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε οὔτε τὸ Γκρίνουιτς Βίλατζ οὔτε τὸ Παρίσι τοῦ 1920. Τὸ Νυχτοδάσος ποὺ θαύμασε ὁ Τζόις εἶναι ἐξίσου σημαντικὸ γιὰ τὸν 20ὸ αἰώνα, ὅσο καὶ τὸ Finnegans Wake – καὶ πολὺ πιὸ διαβαστερό. THE NEW YORK TIMES
Ὁ Φόκνερ καὶ ἡ Μπάρνς. Αὐτοὶ ἦταν οἱ σημαντικότεροι μαθητὲς τοῦ Τζόις [...] Τὸ Νυχτοδάσος εἶναι σπουδαῖο καὶ γιὰ ὅσα λέει καὶ γιὰ ὅσα προκαλεῖ στὸν ἀναγνώστη. Γιὰ τὴ δύναμη ποὺ ἔχει, γιὰ τὸν ζοφερό, μανιασμένο μοντερνισμό του, γιὰ τὴν ἀπερίγραπτα ὄμορφη γλώσσα του. THE WASHINGTON POST
Μὲ φόντο τὸ λαμπερὸ Παρίσι τοῦ 1920, μιὰ ζοφερή, παράξενη, μοναδικὴ ἱστορία ἀγάπης ποὺ θὰ σᾶς μείνει ἀξέχαστη. Ἡ ἀνάγνωσή της εἶναι σὰν νὰ πίνετε καλὸ κρασὶ σ’ ἕνα ποτήρι ποὺ στὸν πάτο του ὑπάρχει ἕνα μαργαριτάρι. Μετά, αὐτὸ τὸ μαργαριτάρι θὰ βρίσκεται γιὰ πάντα μέσα σας. THE GUARDIAN
Χάρη στὸ Νυχτοδάσος ἡ Μπὰρνς μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἰσάξια πλάι στοὺς δύο θαυμαστές της, τὸν Τζόις καὶ τὸν Φόκνερ. DIE ZEIT
Πιὸ ἰδιόρρυθμη ἀπ’ ὅλους τοὺς ἰδιόρρυθμους Ἀμερικανοὺς καλλιτέχνες ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στὸ Παρίσι τὸν Μεσοπόλεμο, φίλη τοῦ Τζόις, τοῦ Ντυσάν, τοῦ Πάουντ, τοῦ Μπέκετ, τοῦ Τσάπλιν καὶ πολλῶν ἄλλων, ἡ Μπὰρνς βρέθηκε στὴν πρώτη γραμμὴ κάθε πρωτοπορίας. EL MUNDO
Ἡ Μπὰρνς εἶναι ἡ Ἀμερικανίδα Βιρτζίνια Γούλφ. THE SPECTATOR
Μεσοπόλεμος. Στὸ Παρίσι, στὴ Βιέννη, τὴ Νέα Ὑόρκη ἀριστοκράτες, μποὲμ διανοούμενοι, μερικὰ ἀπὸ τὰ πιὸ διάσημα ὀνόματα τῆς λογοτεχνίας (θυμηθεῖτε τὸ Μεσάνυχτα στὸ Παρίσι τοῦ Γούντι Ἄλλεν, ὅπου ἐμφανίζεται καὶ ἡ Τζούνα Μπάρνς) χορεύουν στὸν ρυθμὸ τοῦ τσάρλεστον. Τρεῖς ἀπὸ αὐτοὺς χορεύουν καὶ στὸν ρυθμὸ τῆς ὄμορφης καὶ παράξενης Ρόμπιν. Ὁ Φέλιξ τὴν παντρεύεται. Ἡ Νόρα καὶ ἡ Τζένη τὴν ἐρωτεύονται μὲ πάθος. Μὲ ἀφετηρία τὶς προσωπικὲς θυελλώδεις σχέσεις της μὲ ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἡ Τζούνα Μπὰρνς φωτίζει «σκοτεινοὺς» ἔρωτες καὶ μιὰ ὁλόκληρη ἐποχὴ καὶ κερδίζει τὸν θαυμασμὸ τοῦ Ἔλιοτ, τοῦ Τζόις, τοῦ Μπάροους. Γιατί ὅλοι αὐτοὶ οἱ «ὕμνοι» γιὰ τὸ Νυχτοδάσος; Δεῖτε:
3. νυΧΤΟΦυΛαΚη
ΤΟ ΠΙΟ ΕΚΚΕνΤρΙΚΟ «σαλόνι» στὴν ᾽αμερικὴ ἦταν τῆς νόρας. Τὸ σπίτι της ἦταν χωμένο μέσα σὲ μιὰ ζούγκλα ἀπὸ ἀκούρευτο γρασίδι καὶ ἀγριόχορτα. Πρὶν περάσει στὰ χέρια της, τὸ κτῆμα ἦταν ἰδιοκτησία τῆς ἴδιας οἰκογένειας γιὰ διακόσια χρόνια. Διέθετε τὸ δικό του κοιμητήριο κι ἕνα ἐρειπωμένο παρεκκλήσι, στὸ ὁποῖο στέκονταν δεκάδες μουχλιασμένα βιβλία μὲ ψαλμούς, ποὺ τὰ εἶχαν ἀϕήσει ἐκεῖ πρὶν ἀπὸ πενήντα χρόνια σὲ μιὰ δίνη συγχώρεσης καὶ ἄϕεσης ἁμαρτιῶν. ῏ ηταν τὸ σαλόνι τῶν «ἀπόρων», γιὰ ποιητές, ριζοσπάστες, ἐπαῖτες, καλλιτέχνες καὶ ἐρωτευμένους· Καθολικούς, Προτεστάντες, Βραχμάνους, ἀγύρτες τῆς μαύρης μαγείας καὶ τῆς ἰατρικῆς· ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἔβλεπες νὰ κάθονται γύρω ἀπὸ τὸ δρύινο τραπέζι της μπροστὰ ἀπὸ τὴν τεράστια ϕωτιὰ καὶ τὴ νόρα νὰ ἀκούει, μὲ τὸ χέρι της πάνω στὸ κυνηγόσκυλό της, οἱ ϕλόγες τῆς ϕωτιᾶς νὰ ρίχνουν τὴ σκιά τους ψηλὰ πάνω στὸν τοῖχο. ᾽απ ᾽ ὅλο αὐτὸ τὸ ἑτερόκλιτο, ϕασαριόζικο πλῆθος, μονάχα ἐκείνη ξεχώριζε. ῾ η ϕυσική της ἰσορροπία, ἄγρια καὶ ἐκλεπτυσμένη συγχρόνως, προσέδιδε στὴ χαλιναγωγημένη κλίση τοῦ κρανίου της μιὰ ἔκϕραση συμπόνιας. ῏ ηταν ψηλὴ καὶ μεγαλόσωμη καὶ παρότι τὸ δέρμα της ἦταν σὰν τοῦ μωροῦ, μποροῦσες νὰ διακρίνεις στὸ πρό-
98
DJUNA BARNES
σωπό της, πρόωρα, τὴν ὑϕὴ ποὺ θὰ ἀποκτοῦσε ἡ ἀνεμοδαρμένη ἐπιϕάνεια τοῦ ϕλοιοῦ της – τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου στὸ ξύλο· τὸ δέντρο ποὺ ξεϕύτρωνε ἀργά, σὰν ἀκαταχώρητο ἀρχεῖο. στὴ στιγμὴ ἀναγνώριζαν τὴν καταγωγή της ἀπὸ τὴ Δύση. Κοιτάζοντάς την, οἱ ξένοι ἀνακαλοῦσαν ἱστορίες ποὺ εἶχαν ἀκούσει γιὰ σκεπαστὲς ἅμαξες, γιὰ ζῶα ποὺ κατέβαιναν νὰ πιοῦν νερό, γιὰ παιδικὰ κεϕάλια μὲ τρομαγμένα μάτια ποὺ μέσ ᾽ ἀπὸ μικρὰ παράθυρα παραμόνευαν στὸ σκοτάδι ὅπου μιὰ ἄλλη ϕυλὴ εἶχε στήσει ἐνέδρα· γυναῖκες μὲ βαριοὺς ποδόγυρους ποὺ ὅλο καὶ ἁπλώνονταν ἰσιώνοντας τὸ χῶμα ἀπ ᾽ ὅπου περνοῦσαν· ὁ δὲ θεὸς ἦταν στὸ μυαλό τους τόσο βαρὺς καὶ ἀργοκίνητος ποὺ μὲ τὴ βοήθειά του θὰ μποροῦσαν σὲ ἑπτὰ ἡμέρες νὰ σβήσουν τὸν κόσμο. σὲ αὐτὲς τὶς καταπληκτικὲς συναντήσεις ἔνιωθε κανεὶς πὼς ἀναβίωνε ἡ πρώιμη ἀμερικανικὴ ἱστορία. ῾ Ο Μικρὸς Τυμπανιστής,31 τὸ Φὸρτ σάμπτερ,32 ὁ Λίνκολν, ὁ Μπούθ,33 ὅλα ἐπέστρεϕαν κατὰ κάποιον τρόπο στὴ σκέψη σου· οἱ Οὐὶγκς καὶ οἱ Τόρις34 ἦταν μέρος τῆς ἀτμόσϕαιρας· σημαιοστολισμοὶ καὶ κορδέλες καὶ ἀστερόεσ31. Δημοϕιλὲς χριστουγεννιάτικο τραγούδι, γραμμένο ἀπὸ τὴν ᾽αμερικανίδα συνθέτιδα Katharine K. Davis, πάνω σ ᾽ ἕνα παλιὸ τσέχικο τραγούδι. 32. Παραθαλάσσιο κάστρο στὴν νότια Καρολίνα, ποὺ ἔγινε γνωστὸ γιὰ δύο σημαντικὲς μάχες στὸν ᾽ Εμϕύλιο Πόλεμο. 33. ᾽αμερικανὸς ἠθοποιός· στὶς 14 ᾽απριλίου 1865 δολοϕόνησε τὸν Πρόεδρο ᾽αβραὰμ Λίνκολν στὸ θέατρο Φὸρντ στὴν Οὐάσιγκτον. 34. Τὰ δύο ἀντίπαλα πολιτικὰ κόμματα στὴν ᾽αγγλία κατὰ τὸν 18ο αἰώνα.
ν υ Χ ΤΟΔ ασ Οσ
99
σες, τὸ πλῆθος νὰ αὐξάνεται ἀργὰ καὶ σταθερὰ σὲ μιὰ γαλάζια κυψέλη· οἱ βοστονέζικες τραγωδίες τοῦ τσαγιοῦ,35 οἱ καραμπίνες καὶ μιὰ παιδικὴ κραυγή· πόδια Πουριτανῶν, ἐδῶ καὶ χρόνια στητὰ στοὺς τάϕους τους, χτυποῦσαν γιὰ ἄλλη μιὰ ϕορὰ τὸ χῶμα, ἔβγαιναν καὶ ἀπομακρύνονταν ἀπὸ τὰ παλιά τους λημέρια· ἡ ἐπανάληψη τῶν προσευχῶν τους ξέσχιζε τὴν καρδιά. Καὶ ἐν μέσω ὅλων αὐτῶν, ἡ νόρα... νὰ κάθεται ἀσάλευτη, τὸ χέρι της πάνω στὸν σκύλο της, ἡ ϕωτιὰ νὰ ρίχνει τὴ σκιά της πάνω στὸν τοῖχο, τὸ κεϕάλι ἀπὸ τὴ σκιά της νὰ σκύβει ὅταν ἔϕθανε στὸ ταβάνι, ἐνῶ τὸ δικό της παρέμενε ὀρθὸ καὶ ἀκίνητο. ῾ η ψυχοσύνθεση τῆς νόρας ἦταν αὐτὴ τῶν πρώτων Χριστιανῶν· πίστευε στὴ δύναμη τοῦ λόγου. ῾ υπάρχει ἕνα κενὸ στὸν «οἰκουμενικὸ πόνο», μέσ ᾽ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἡ ἀτομικότητα βρίσκεται σὲ ἀκατάπαυστη καὶ παντοτινὴ πτώση· ἕνα σῶμα ποὺ κατρακυλάει στὸν αἰσθητὸ χῶρο, στερημένο ἀπὸ τὸ δικαίωμα τῆς ἐξαϕάνισης· ὡς ἐὰν αὐτὸ τὸ δικαίωμα, ἀπομακρυνόμενο ἀκατάπαυστα ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ βαρύτητα, νὰ παρασύρει τὸ σῶμα σὲ μιὰ διαρκὴ κατηϕορικὴ κίνηση, ἀλλὰ πάντα στὸ ἴδιο μέρος καὶ πάντα ὁρατό. Μιὰ τέτοια ἀτομικότητα ἦταν καὶ ἡ νόρα. ῾ υπῆρχε μιὰ παραϕροσύνη στὴν ἰσορροπία της ἡ ὁποία τὴ διατηροῦσε ἀπρόσβλητη ἀπὸ τὴν ἴδια της τὴν πτώση. 35. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀντίδραση τῶν ᾽αμερικανῶν στὸν ϕόρο τοῦ τσαγιοῦ ποὺ εἶχε ἐπιβληθεῖ ἀπὸ τὴ Μ. Βρετανία. στὶς 16 Δεκεμβρίου 1773 πέταξαν μεγάλα ϕορτία τσαγιοῦ στὸ λιμάνι τῆς Βοστόνης. ῾ η πράξη ὁδήγησε στὴν κλιμάκωση τῶν κακῶν σχέσεων καὶ στὸ ξέσπασμα τῆς ἐπανάστασης.
100
DJUNA BARNES
῾ η νόρα εἶχε τὸ πρόσωπο τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀγαποῦν τοὺς ἀνθρώπους – ἕνα πρόσωπο ποὺ γινόταν δαιμονικὸ ὅταν ἀνακάλυπτε πὼς μὲ ἢ χωρὶς προσχήματα ἡ ἀγάπη της εἶχε προδοθεῖ. ῾ η νόρα λήστευε τὸν ἑαυτό της γιὰ τοὺς ἄλλους· ἀνίκανη νὰ τὸν προειδοποιήσει, κατέληγε νὰ γυρνᾶ καὶ νὰ τὸν βρίσκει λιγοστεμένο. ῎ ανθρωποι περιπλανώμενοι ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου τὴν ἔβρισκαν συμϕέρουσα, ἐπειδὴ μποροῦσαν νὰ τὴν ξεπουλήσουν ἀνὰ πᾶσα στιγμή, καθὼς ἡ ἴδια μέσα στὴν τσέπη της κρατοῦσε τὰ ἀργύρια τῆς προδοσίας. ῞ Οσοι ἀγαποῦν τὰ πάντα περιϕρονοῦνται ἀπὸ τὰ πάντα, ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ ἀγαποῦν κάποια πόλη, μὲ τὴ βαθύτερη ἔννοια, γίνονται τὸ ὄνειδος αὐτῆς τῆς πόλης, οἱ détraqués,36 οἱ ἐπαῖτες της· ἡ καλοσύνη τους δὲν γίνεται ἀντιληπτή, καταστρατηγεῖται, ὄντας τὸ ἀπομεινάρι μιᾶς ζωῆς ποὺ ἔχει ἀναπτυχθεῖ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ σ ᾽ ἕνα ἀνθρώπινο σῶμα ἐντοπίζονται τὰ ἴχνη ἀναγκῶν ποὺ ἔχουν πεθάνει. αὐτὴ ἡ κατάσταση εἶχε ϕωλιάσει καὶ στὸ σπιτικὸ τῆς νόρας· ἐκδηλωνόταν στοὺς ἐπισκέπτες της, στοὺς ἐγκαταλειμμένους κήπους της, ὅπου εἶχε δώσει τὸ σχῆμα της σὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ϕύσης. ῞ Οπου κι ἂν τὴν συναντοῦσες, στὴν ὄπερα, στὸ θέατρο, τὴν ἔβλεπες καθισμένη παράμερα, μόνη της, μὲ τὸ πρόγραμμα ἀνάποδα ἀκουμπισμένο στὰ γόνατά της· ἐντόπιζε κανεὶς στὰ μάτια της –μεγάλα, προεξέχοντα καὶ καθαρά– τὴ γυαλάδα τῶν στιλβωμένων μετάλλων στὰ ὁποῖα καθρεϕτίζεται ὄχι τόσο τὸ ἀντικείμενο ἀλλὰ ἡ κίνησή του. ῞ Οπως καὶ στὴν ἐπιϕάνεια τῆς κάννης ἑνὸς 36. Οἱ διαταραγμένοι, οἱ παλαβοί (γαλλικὰ στὸ κείμενο).
ν υ Χ ΤΟΔ ασ Οσ
101
ὅπλου καθρεϕτίζεται καὶ ἡ σκηνὴ ποὺ προοιωνίζεται μιὰ καταστροϕή, ἔτσι καὶ τὰ μάτια της συμπύκνωναν καὶ ἐνίσχυαν τὸ ἔργο ποὺ παρακολουθοῦσε, ἀνάλογα μὲ τὴ δική της ἀσυνείδητη διάθεση. ᾽απὸ τὴ στάση τοῦ κεϕαλιοῦ της μποροῦσε νὰ ἀντιληϕθεῖ κάποιος ἂν τὰ ἀϕτιά της κατέγραϕαν τὸν Βάγκνερ ἢ τὸν σκαρλάτι, τὸν σοπέν, τὸν Παλεστρίνα ἢ τὰ ἐλαϕρύτερα τραγούδια τῆς βιεννέζικης σχολῆς σὲ μιὰ μικρότερη ἀλλὰ δυνατότερη ἐνορχήστρωση. Καὶ ἦταν ἡ μοναδικὴ γυναίκα τοῦ προηγούμενου αἰώνα ποὺ μποροῦσε νὰ ἀνέβει ἕναν λόϕο μὲ τοὺς ᾽αντβεντιστὲς τῆς ῞ Εβδομης ῾ ημέρας37 καὶ νὰ δημιουργήσει σύγχυση γιὰ τὴν ἕβδομη ἡμέρα – ἡ καρδιά της ἦταν τόσο παθιασμένη ποὺ προκαλοῦσε τὴν ἔλευση τῆς ἡμέρας αὐτῆς. Οἱ ἄλλοι πιστοὶ πίστευαν σ ᾽ ἐκείνη τὴν ἡμέρα καὶ στὸ τέλος τοῦ κόσμου λόγω κάποιας ἀγιάτρευτης ἐμπλοκῆς μὲ τὶς ἕξι ἡμέρες ποὺ εἶχαν προηγηθεῖ· ἡ νόρα πίστευε ἀποκλειστικὰ στὴν ὀμορϕιὰ ἐκείνης τῆς ἡμέρας. Εἶχε τὴ μοίρα τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔρχονται στὸν κόσμο χωρὶς τὰ ἀπαραίτητα ἐϕόδια ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἐϕόδιο τοῦ ἑαυτοῦ τους. ῎ Ενιωθες πὼς τῆς ἔλειπε τὸ χιούμορ. Τὸ χαμόγελό της ἦταν γρήγορο καὶ εὐδιάκριτο ἀλλὰ ἀϕηρημένο. Κρυϕογελοῦσε πότε πότε μὲ κάποιο ἀστεῖο, ἀλλὰ ἦταν ὁ μορϕασμὸς ἑνὸς προσώπου ποὺ διασκεδάζει καθὼς σηκώνει τὸ βλέμμα γιὰ νὰ ἀνακαλύψει ὅτι κοιτάζει ἕνα πουλὶ νὰ κάνει τὴ ϕυσική του ἀνάγκη. 37. ῾ η ᾽ Εκκλησία τῶν ᾽αντβεντιστῶν τῆς ῞ Εβδομης ῾ ημέρας εἶναι μιὰ παγκόσμια Χριστιανικὴ ᾽ Εκκλησία ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν προτεσταντικὸ χῶρο.
102
DJUNA BARNES
῞ Οσον ἀϕορᾶ δὲ τὸν κυνισμό, τὸ γέλιο, τὸ δεύτερο κέλυϕος κάτω ἀπὸ τὸ ὁποῖο κρύβεται ὁ ἀπροστάτευτος ἄνθρωπος, ἐκείνη ἔμοιαζε νὰ γνωρίζει ἐλάχιστα ἢ τίποτα. ῾ η νόρα ἦταν μία ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς ἐξαιρέσεις τοῦ κανόνα ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐλπίζει πὼς μπορεῖ νὰ ἀναδομηθεῖ. Γιὰ ἐκείνη τὸ νὰ «ἐξομολογεῖται» ἦταν μιὰ πράξη πολὺ πιὸ μυστικὴ ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία ποὺ προσϕέρει ἕνας ἱερέας. Τίποτα δὲν ἦταν χυδαῖο· ἄκουγε χωρὶς νὰ μέμϕεται ἢ νὰ κατηγορεῖ ὄντας ἡ ἴδια ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε εἴδους μομϕὴ ἢ κατηγορία ἀπέναντι στὸν ἑαυτό της. αὐτὸ τραβοῦσε τοὺς ἀνθρώπους κοντά της ἀλλὰ ταυτόχρονα τοὺς ϕόβιζε· δὲν μποροῦσαν οὔτε νὰ τὴν προσβάλουν, οὔτε νὰ τῆς ἐναντιωθοῦν γιὰ ὁτιδήποτε, ἂν καὶ δυσανασχετοῦσαν, ὅταν ἔπρεπε νὰ ἀποσύρουν ὅλες τὶς ἀβάσιμες κατηγορίες ποὺ δὲν ἔβρισκαν ἔδαϕος νὰ στηριχτοῦν. ῾ Ως δικαστὴς θὰ ἦταν ἀπαράδεκτη· κανένας δὲν θὰ πήγαινε στὴν κρεμάλα, κανεὶς δὲν θὰ ἦταν ἄξιος ἐπίπληξης ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀθῶος, ἐπειδὴ κανεὶς δὲν θὰ βρισκόταν στὴ θέση τοῦ «κατηγορούμενου». ῾ Ο κόσμος καὶ ἡ ἱστορία του ἦταν γιὰ τὴ νόρα σὰν ἕνα πλοῖο μέσα σὲ μποτίλια· ἡ ἴδια παρέμενε ἔξω ἀπὸ αὐτή, ἀκαθόριστη, ἀέναα ἀπασχολημένη μὲ κάτι ποὺ συνεχιζόταν ἀπρόσκοπτα. ῞ υστερα συνάντησε τὴ ρόμπιν. Τὸ τσίρκο ντένκ μαν, μὲ τὸ ὁποῖο διατηροῦσε ἐπαϕὴ ἀκόμα κι ὅταν σταμάτησε νὰ ἐργάζεται ἐκεῖ (κάποιοι ἀπ ᾽ αὐτοὺς τὴν ἐπισκέπτονταν στὸ σπίτι της), πῆγε στὴν νέα ῾ υόρκη τὸ ϕθινόπωρο τοῦ 1923. ῾ η νόρα πῆγε μόνη της νὰ τοὺς δεῖ. Μπῆκε στὴν περιϕέρεια τῆς ἀρένας καὶ κάθισε στὴν μπροστινὴ σειρά.
ν υ Χ ΤΟΔ ασ Οσ
103
Κλόουν, ντυμένοι στὰ κόκκινα, στὰ λευκὰ καὶ στὰ κίτρινα, μὲ τὰ μουτζουρωμένα πρόσωπά τους, κυλιόντουσαν πάνω στὸ πριονίδι, σὰν νὰ βρίσκονταν μέσα στὴν κοιλιὰ μιᾶς μεγάλης μητέρας ὅπου ἀκόμη ὑπῆρχε χῶρος γιὰ παιχνίδι. ῞ Ενα μαῦρο ἄλογο ποὺ στεκόταν πάνω στὰ τρεμάμενα πίσω πόδια του, ποὺ τινάζονταν ἀνήσυχα στὴ θέα τῶν ἀνασηκωμένων μπροστινῶν του ὁπλῶν, μὲ τὸ ὄμορϕα στολισμένο κεϕάλι του νὰ κοιτάζει χαμηλὰ τὸ μαστίγιο τοῦ ἐκπαιδευτῆ, προχωροῦσε ἀργὰ μὲ τὶς μπροστινές του κνῆμες νὰ τινάζονται στὸν ρυθμὸ τοῦ μαστίγιου. Μικρόσωμα σκυλιὰ ἔτρεχαν τριγύρω πασχίζοντας νὰ μοιάσουν μὲ τὰ ἄλογα, καὶ ἔπειτα οἱ ἐλέϕαντες ἔκαναν τὴν εἴσοδό τους. ῞ Ενα κορίτσι δίπλα στὴ νόρα ἔβγαλε ἕνα τσιγάρο καὶ τὸ ἄναψε· τὰ χέρια της ἔτρεμαν καὶ ἡ νόρα στράϕηκε νὰ τὴν κοιτάξει· τὴν κοίταξε ἀπότομα, γιατὶ ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὰ ζῶα, καθὼς ἔτρεχαν γύρω γύρω στὴν ἀρένα, παραλίγο νὰ ὁρμήσουν καὶ νὰ βγοῦν ἔξω. Δὲν ϕάνηκαν νὰ βλέπουν τὸ κορίτσι, ἀλλά, καθὼς τὰ σκονισμένα μάτια τους τὴν προσπερνοῦσαν, ἡ λάμψη τῆς τροχιᾶς τους ϕάνηκε νὰ πέϕτει πάνω της. ῾ η νόρα στράϕηκε ἐκείνη τὴ συγκεκριμένη στιγμή. Τὸ μεγάλο πλέγμα γιὰ τὰ λιοντάρια εἶχε στηθεῖ κι ἐκεῖνα ἄρχισαν νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὰ μικρὰ ἀλλὰ δυνατὰ κλουβιά τους καὶ νὰ μπαίνουν στὴν ἀρένα. ῞ Ορμησαν μεγαλοπρεπῆ καὶ δασύτριχα, ἐνῶ οἱ οὐρές τους σέρνονταν στὸ πάτωμα ἀργὰ καὶ βαριὰ δημιουργώντας μιὰ ἀτμόσϕαιρα συγκρατημένης ἔντασης. ῎ Επειτα, κάποια ἀπὸ τὶς δυνατὲς λιονταρίνες πρόβαλε στὴ γωνία τοῦ κιγκλιδώματος, ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὸ κορίτσι, ἔστριψε τὸ
104
DJUNA BARNES
ἄγριο τεράστιο κεϕάλι της μὲ τὰ κίτρινα ϕλεγόμενα μάτια καὶ χαμήλωσε· οἱ ὁπλές της γαντζώθηκαν στὶς μπάρες καί, καθὼς κοίταζε τὸ κορίτσι σὰν ποτάμι ποὺ κυλοῦσε πίσω ἀπὸ μιὰ ἀδιαπέραστη λάβα, τὰ μάτια της πλημύρισαν μὲ δάκρυα ποὺ ποτὲ δὲν ἀναδύθηκαν στὴν ἐπιϕάνεια. ᾽ Εκείνη τὴ στιγμὴ ἡ κοπέλα πετάχτηκε ὄρθια. ῾ η νόρα ἅρπαξε τὸ χέρι της. «Πᾶμε νὰ ϕύγουμε ἀπὸ δῶ!» εἶπε, καὶ συνεχίζοντας νὰ κρατάει τὸ χέρι της τὴν τράβηξε ἔξω. στὸ ϕουαγιὲ ἡ νόρα εἶπε, «Τὸ ὄνομά μου εἶναι νόρα Φλάντ». ῎ Επειτα ἀπὸ μιὰ παύση τὸ κορίτσι εἶπε, « ᾽ Εγὼ εἶμαι ἡ ρόμπιν Βόουτ». Κοίταξε γύρω ἀϕηρημένα. «Δὲν μοῦ ἀρέσει ἐδῶ». Καὶ αὐτὸ ἦταν τὸ μόνο ποὺ εἶπε· δὲν ἐξήγησε ποῦ θὰ ἤθελε νὰ βρίσκεται. ῎ Εμεινε μὲ τὴ νόρα μέχρι τὰ μέσα τοῦ χειμώνα. Δύο πνεύματα ὑπῆρχαν μέσα της σὲ ἐγρήγορση, ὁ ἔρωτας καὶ ἡ ἀνωνυμία. ῞ Ομως ἦταν τόσο «στοιχειωμένα» τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο ποὺ ἦταν ἀδύνατον νὰ διαχωριστοῦν. ῾ η νόρα ἔκλεισε τὸ σπίτι της. Ταξίδεψαν μαζὶ ἀπὸ τὸ Μόναχο στὴ Βιέννη καὶ ἀπὸ τὴ Βουδαπέστη στὸ Παρίσι. ῾ η ρόμπιν ἀποκάλυψε ἐλάχιστα γιὰ τὴ ζωή της, ἀλλὰ συνέχισε νὰ ἐπαναλαμβάνει μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλον τρόπο τὴν ἐπιθυμία της γιὰ ἕνα σπιτικό, σὰν νὰ ϕοβόταν πὼς θὰ χαθεῖ ξανά, σὰν νὰ τὸ ἤξερε, ἂν καὶ ὄχι συνειδητά, πὼς ἀνῆκε στὴ νόρα καί, ἂν ἡ νόρα δὲν ἔβαζε τὰ δυνατά της νὰ σταθεροποιήσει τὴν κατάσταση, ἡ ἴδια θὰ τὸ ξεχνοῦσε. ῾ η νόρα ἀγόρασε ἕνα διαμέρισμα στὴν ὁδὸ ντὶ σὲρςΜιντί. Τὸ διάλεξε ἡ ρόμπιν. Κοιτάζοντας ἔξω ἀπὸ τὰ
ν υ Χ ΤΟΔ ασ Οσ
105
μακρόστενα παράθυρα ἔβλεπες τὸ ἄγαλμα μιᾶς κρήνης, μιὰ ψηλὴ γρανιτένια γυναίκα ποὺ ἔσκυβε πρὸς τὰ μπρὸς μὲ τὸ κεϕάλι ἀνασηκωμένο, μὲ τὸ ἕνα χέρι ἀκουμπισμένο στὴν καμπύλη τῆς λεκάνης σὰν νὰ προειδοποιοῦσε κάποιο παιδὶ ποὺ προχωροῦσε ἀπρόσεκτα. στὴν πορεία τῆς κοινῆς ζωῆς τους κάθε ἀντικείμενο τοῦ κήπου, κάθε ἀντικείμενο τοῦ σπιτιοῦ, κάθε λέξη ποὺ εἰπώθηκε μαρτυροῦσαν τὴν ἀμοιβαία ἀγάπη τους, τὸν συγχρονισμὸ τῆς διάθεσής τους. Καρέκλες τοῦ τσίρκου, ξύλινα ἀλογάκια ἀγορασμένα ἀπὸ ἕνα παλιὸ λούνα πάρκ, βενετσιάνικοι πολυέλαιοι ἀπὸ ὑπαίθριες ἀγορές, σκηνικὰ ἀπὸ ἕνα θέατρο τοῦ Μονάχου, χερουβὶμ ἀπὸ τὴ Βιέννη, ἐκκλησιαστικὰ παραπετάσματα ἀπὸ τὴ ρώμη, ἕνα σπινέτο38 ἀπὸ τὴν ᾽αγγλία καὶ μιὰ συλλογὴ ἀπὸ ἑτερόκλιτα μουσικὰ κουτιὰ ἀπὸ διάϕορες χῶρες – αὐτὸ ἦταν τὸ μουσεῖο τῆς σχέσης τους, ὅπως τὸ θρυλικὸ σπίτι τοῦ Φέλιξ ἦταν ἡ μαρτυρία τῆς ἐποχῆς ποὺ ὁ πατέρας του εἶχε ζήσει μὲ τὴ μητέρα του. ῞ Οταν ἔϕτασε ἡ στιγμὴ ποὺ ἡ νόρα ἔμενε μόνη τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς νύχτας καὶ τῆς ἡμέρας, τότε ἄρχισε νὰ ὑποϕέρει ἀπὸ τὴν ἀτμόσϕαιρα τοῦ σπιτιοῦ – αὐτὴ εἶναι ἡ τιμωρία ἐκείνων ποὺ συγκεντρώνουν τὴ ζωή τους γύρω ἀπὸ τὸ ἄτομό τους. ᾽ασυνείδητα στὴν ἀρχή, περιϕερόταν χωρὶς νὰ ἀλλάζει θέση σὲ τίποτα· ἔπειτα κατάλαβε πὼς οἱ ἁπαλὲς καὶ προσεκτικὲς κινήσεις της ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα ἑνὸς ἀδικαιολόγητου ϕόβου –ἂν ἄλ38. Μουσικὸ ὄργανο μὲ πλῆκτρα, στὸ ὁποῖο οἱ χορδὲς κρούονται μὲ ἀκροϕτέρουγα ποὺ κινοῦνται μὲ μοχλούς.
106
DJUNA BARNES
λαζε θέση σὲ κάτι, ἡ ρόμπιν μπορεῖ νὰ μπερδευόταν– μπορεῖ νὰ ἔχανε τὰ κατατόπια τοῦ σπιτιοῦ. ῾ η ἀγάπη γίνεται ὁ χῶρος ὅπου ϕυλάσσεται ἡ καρδιά, ἀνάλογος, ἀπὸ κάθε ἄποψη, μὲ τὰ «εὑρήματα» ἑνὸς τάϕου. ῞ Οπως σὲ ἕναν τάϕο χαρτογραϕεῖται τὸ σημεῖο ποὺ καταλαμβάνουν τὸ σῶμα, τὰ ροῦχα, τὰ χρειώδη σκεύη γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, ἔτσι καὶ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀγαπημένου θὰ χαρτογραϕηθεῖ ἡ ἀνεξίτηλη σκιὰ ἐκείνου ποὺ ἀγαπᾶ. στὴν καρδιὰ τῆς νόρας ὑπῆρχε τὸ ἀπολίθωμα τῆς ρόμπιν, ἡ σϕραγίδα τῆς ταυτότητάς της καὶ γύρω της, γιὰ νὰ συντηρηθεῖ, ἔρρεε τὸ αἷμα τῆς νόρας. συνεπῶς, τὸ σῶμα τῆς ρόμπιν δὲν θὰ ξέμενε ποτὲ ἀπὸ ἀγάπη, ποτὲ δὲν θὰ ϕθειρόταν οὔτε θὰ παραμεριζόταν. ῾ η ρόμπιν τώρα βρισκόταν πέρα ἀπὸ τὶς μεταβολὲς ποὺ ἐπιϕέρει ὁ χρόνος, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς μεταβολὲς τοῦ αἵματος ποὺ τῆς ἔδινε ζωή. Μὲ τὴ σκέψη πὼς ἐκεῖνο τὸ αἷμα θὰ μποροῦσε νὰ χυθεῖ, ἡ νόρα ἐναγωνίως σταθεροποιοῦσε τὴ ρευστὴ εἰκόνα τῆς ρόμπιν στὸ μυαλό της – ἡ ρόμπιν μόνη της νὰ διασχίζει τοὺς δρόμους, νὰ κινδυνεύει. Τῆς ἔγινε ἔμμονη ἰδέα καὶ ὁ ϕόβος της ἔκανε τὴ ρόμπιν νὰ ϕαντάζει γιγάντια, νὰ γίνεται δύο πόλοι ποὺ ἕλκυαν ὅλες τὶς καταστροϕές, μαγνήτιζαν ὅλες τὶς δυσκολίες· ἡ νόρα ξυπνοῦσε ἀπὸ τὸν ὕπνο οὐρλιάζοντας, ἀνακαλώντας τὴ δίνη τῶν ἐϕιαλτῶν ποὺ ἡ ἀνησυχία της τὴν εἶχε βυθίσει, συμπαρασύροντας καὶ τὸ σῶμα τῆς ρόμπιν ἐκεῖ κάτω, ὅπως τὰ ἐπίγεια πλάσματα παρασύρουν ἕνα πτῶμα κάτω ἀπὸ τὸ χῶμα, ἐνῶ αὐτὸ προβάλλει ἐλάχιστη ἀντίσταση, ἀϕήνοντας πάνω στὸ χορτάρι σχήματα, λὲς καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς κατάβασής τους ταυτόχρονα κεντοῦν.
ν υ Χ ΤΟΔ ασ Οσ
107
῾ Ωστόσο τώρα, ὅταν ἦταν μόνες καὶ εὐτυχισμένες, κατανοώντας τὸν κόσμο ἀλλὰ καὶ κρατώντας τὶς ἀποστάσεις τους, μιὰ ἄλλη συντροϕιὰ εἰσέβαλλε ἀπροειδοποίητα μαζὶ μὲ τὴ ρόμπιν. Μερικὲς ϕορὲς ἀκουγόταν ξεκάθαρα στὰ τραγούδια ποὺ τραγουδοῦσε, κάποιες ϕορὲς ἰταλικά, ἄλλες ϕορὲς γαλλικὰ ἢ γερμανικά, τραγούδια λαϊκά, ταπεινὰ καὶ βασανιστικά, τραγούδια ποὺ ἡ νόρα δὲν εἶχε ξανακούσει ἢ ποὺ δὲν εἶχε ἀκούσει μαζὶ μὲ τὴ ρόμπιν. ῞ Οταν ἄλλαζε ὁ ρυθμός, ὅταν ἐπαναλαμβανόταν σὲ μιὰ χαμηλότερη κλίμακα, καταλάβαινε πὼς ἡ ρόμπιν τραγουδοῦσε γιὰ κάποια ζωὴ στὴν ὁποία ἡ ἴδια δὲν εἶχε καμία συμμετοχή· μελωδικὰ ἀποσπάσματα τόσο ἀποκαλυπτικὰ ὅσο οἱ ἀποσκευὲς ἑνὸς ταξιδιώτη ἀπὸ ξένη χώρα· τραγούδια σὰν τὰ τραγούδια τῆς ἐκπαιδευμένης πόρνης ποὺ δὲν ἀπορρίπτει κανέναν ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἀγαπᾶ. ᾽ Ενίοτε ἡ νόρα ἐπαναλάμβανε τὰ λόγια μετὰ τὴ ρόμπιν μὲ τὴ συστολὴ τοῦ ξένου ποὺ ἐπαναλαμβάνει τὶς λέξεις κάποιας ἄγνωστης γλώσσας, ἀβέβαιος γιὰ τὸ νόημά τους. ῎ αλλες ϕορές, ἀνίκανη νὰ ἀντέξει τὴ μελωδία ποὺ ἀποκάλυπτε τόσο πολλὰ ἀλλὰ καὶ τόσο ἐλάχιστα, διέκοπτε τὴ ρόμπιν μὲ κάποια ἐρώτηση. ᾽αλλὰ ἀκόμα πιὸ τυραννικὴ ἦταν ἡ στιγμὴ ὅπου, μετὰ ἀπὸ μιὰ παύση, ξανάρχιζε τὸ τραγούδι ἀπὸ κάποιο ἐσωτερικὸ δωμάτιο, ὅπου ἡ ρόμπιν, χωρὶς νὰ τὴ βλέπει, τῆς ἀντιγύριζε μιὰ ἠχὼ ἀπὸ τὴν ἄγνωστη ζωή της, μιὰ ἠχὼ ἐνδεικτικὴ τῆς καταγωγῆς της. συχνὰ τὸ τραγούδι σταματοῦσε ἐντελῶς, μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ρόμπιν, λίγο πρὶν ϕύγει ἀπὸ τὸ σπίτι, ἀσυναίσθητα τὸ ξανάρχιζε καὶ ἦταν σὰν κάποιο προαίσθημα νὰ ἄλλαζε τὴ μελωδία καὶ ἀπὸ ἀναπόληση νὰ μεταλλασσόταν σὲ προσδοκία.
108
DJUNA BARNES
῾ Ωστόσο, μερικὲς ϕορές, ὅταν διασταυρώνονταν μέσα στὸν χῶρο τοῦ σπιτιοῦ, ἔπεϕταν ἐναγωνίως ἡ μία στὴν ἀγκαλιὰ τῆς ἄλλης, κοίταζαν ἡ μία τὸ πρόσωπο τῆς ἄλλης, τὰ δυὸ κεϕάλια τους μέσα στὰ τέσσερα χέρια τους, τόσο σϕιχτὰ ἀγκαλιασμένες, ὥστε ἡ ἀπόσταση ποὺ τὶς χώριζε ἔμοιαζε ταυτόχρονα νὰ τὶς ἀπομακρύνει. ᾽ Εκεῖνες τὶς στιγμὲς τῆς ἀπέραντης θλίψης, ἡ ρόμπιν ἔκανε κάποια κίνηση, χρησιμοποιοῦσε κάποια περίεργη ϕράση ποὺ δὲν συνήθιζε νὰ λέει, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνεται πὼς αὐτὴ τὴν πρόδιδε καὶ πὼς ἡ νόρα καταλάβαινε ὅτι ἡ ρόμπιν εἶχε ἔρθει ἀπὸ ἕναν κόσμο στὸν ὁποῖο κάποτε θὰ ἐπέστρεϕε. Γιὰ νὰ τὴν κρατήσει (στὴ ρόμπιν ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ τραγικὴ ἐπιθυμία νὰ τὴν κρατήσουν, καθὼς γνώριζε πὼς ἦταν μιὰ περιπλανώμενη), ἡ νόρα ἤξερε πὼς δὲν ὑπῆρχε ἄλλος τρόπος ἐκτὸς ἀπὸ τὸν θάνατο. στὸν θάνατο ἡ ρόμπιν θὰ ἦταν δική της. ῾ Ο θάνατος τὶς συνόδευε, εἴτε ἦταν μαζὶ εἴτε χώρια· μὲ τὸ μαρτύριο καὶ τὴν καταστροϕὴ ὑπῆρχαν καὶ οἱ σκέψεις γιὰ ἀνάσταση καὶ δεύτερη εὐκαιρία. Κοιτάζοντας τὸν ἥλιο ποὺ ἔδυε στὸν χειμωνιάτικο οὐρανό, ἀπέναντι ἀπὸ τὸν πυργίσκο ποὺ ὑψωνόταν ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο τῆς κρεβατοκάμαρας, ἡ νόρα ταξινομοῦσε μὲ ἀκρίβεια τοὺς ἤχους τῆς προετοιμασίας τῆς ρόμπιν, τὴν ἐξέλιξη τῆς τουαλέτας της· ἦχοι ἀπὸ μπουκάλια μὲ καλλυντικὰ καὶ βαζάκια μὲ κρέμες· τὸ ἀνεπαίσθητο ἄρωμα τῶν μαλλιῶν ποὺ ἔχουν θερμανθεῖ κάτω ἀπὸ τὰ ἠλεκτρικὰ μπικουτί· βλέποντας μὲ τὰ μάτια τῆς ϕαντασίας της τὴν ἀντίρροπη κατεύθυνση ποὺ ἔπαιρναν οἱ μποῦκλες στὸ μέτωπο τῆς ρόμπιν, τραβηγμένες πίσω ἀπὸ τὸ χαμηλὸ μέτωπο γιὰ νὰ πέσουν στὸν αὐχέ-
ν υ Χ ΤΟΔ ασ Οσ
109
να, ἔβλεπε ἐπίσης τὸ ἴσιο πίσω μέρος τοῦ κεϕαλιοῦ ποὺ μαρτυροῦσε μιὰ τρομερὴ σιωπή. Μισοκοιμισμένη ἀπὸ τοὺς ἤχους καὶ τὴν ἐπίγνωση πὼς αὐτοὶ οἱ ἦχοι σήμαιναν τὴν προετοιμασία της γιὰ ἀναχώρηση, ἡ νόρα ἔλεγε μέσα της, «στὴ Δεύτερη Παρουσία, ὅταν θὰ ἐπιστρέψουμε καὶ θὰ βλέπουμε τὸν ἄλλον ἀπὸ πίσω, ἐγὼ θὰ σὲ ἀναγνωρίσω ἀπ ᾽ ὅλα αὐτὰ ποὺ σὲ κάνουν νὰ ξεχωρίζεις. Τὰ ἀϕτιά μου θὰ χωθοῦν μέσα στὶς ἐσοχὲς τοῦ κρανίου μου, οἱ βολβοὶ τῶν ματιῶν μου θὰ χαλαρώσουν, μέσα στὴ δίνη αὐτῆς τῆς παράστασης, τὰ πόδια μου θὰ παραμείνουν κολλημένα στὸ ἀποτύπωμα τοῦ τάϕου σου». ῾ η ρόμπιν στεκόταν στὴν πόρτα, «Μὴ μὲ περιμένεις», εἶπε. στὰ χρόνια ποὺ ἔζησαν μαζί, οἱ ϕυγὲς τῆς ρόμπιν ἀπέκτησαν ἕναν ἀργὸ ἀλλὰ συνεχῶς αὐξανόμενο ρυθμό. στὴν ἀρχὴ ἡ νόρα ἔβγαινε μὲ τὴ ρόμπιν· ἀλλὰ ὅσο περνοῦσε ὁ καιρὸς καὶ ὅσο διαπίστωνε πὼς τὴ διακατεῖχε μιὰ συνεχῶς αὐξανόμενη ὑπερένταση, ἀνίκανη νὰ ἀντέξει τὴν ἰδέα πὼς ἦταν ἐμπόδιο στὸν δρόμο της ἢ πὼς τὴν εἶχε ξεχάσει, βλέποντας τὴ ρόμπιν νὰ πηγαίνει ἀπὸ τραπέζι σὲ τραπέζι, ἀπὸ ποτὸ σὲ ποτό, ἀπὸ τὸ ἕνα πρόσωπο στὸ ἑπόμενο, διαπιστώνοντας πώς, ἂν ἡ ἴδια δὲν ἦταν ἐκεῖ, ἡ ρόμπιν μπορεῖ νὰ ξαναγυρνοῦσε, ἐπειδὴ μέσα στὴν ταραχὴ τῆς νύχτας ἦταν ἡ μόνη ποὺ δὲν τὴν εἶχε χορτάσει, ἡ νόρα παρέμενε στὸ σπίτι, πότε νὰ ξαγρυπνᾶ καὶ πότε νὰ λαγοκοιμᾶται. ῾ η ἀπουσία τῆς ρόμπιν, καθὼς ἡ νύχτα προχωροῦσε, γινόταν μαρτυρική, σὰν νὰ εἶχε ἀποσπαστεῖ ἕνα μέλος τοῦ σώματός της. ῞ Οπως δὲν μπορεῖς νὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ ἕνα ἀκρωτηριασμένο χέρι, γιατὶ αὐτὸ βιώνει τὸ δικό του μέλλον, καὶ τὸ θύμα εἶναι ὁ πρόγονός του, ἔτσι καὶ ἡ ρόμπιν ἦταν
110
DJUNA BARNES
ἕνας ἀκρωτηριασμὸς ποὺ ἡ νόρα δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ ἀποκηρύξει. ῞ Οπως λαχταρᾶ ὁ καρπὸς τοῦ χεριοῦ, ἔτσι λαχταροῦσε ἡ καρδιά της, καὶ τὴ νύχτα ντυνόταν, ἔβγαινε ἔξω, παρότι ἦταν «ἐκτὸς ἑαυτοῦ» καὶ περνοῦσε στὴ σειρὰ τὰ καϕὲ ὅπου ἴσως θὰ κατάϕερνε νὰ ἁρπάξει μιὰ εἰκόνα τῆς ρόμπιν. Μόλις ἔβγαινε ἔξω στὸν καθαρὸ ἀέρα, ἡ ρόμπιν περπατοῦσε βυθισμένη στοὺς ἄμορϕους στοχασμούς της, μὲ τὰ χέρια της χωμένα στὰ μανίκια τοῦ παλτοῦ της, κατευθύνοντας τὰ βήματά της πρὸς τὸ μέρος τῆς νυχτερινῆς ζωῆς ποὺ ἦταν τὸ γνώριμο ὅριο ἀνάμεσα στὴ νόρα καὶ στὰ καϕέ. Οἱ στοχασμοί της κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῶν τῶν διαδρομῶν ἦταν μέρος ἀπὸ τὴν ἀπόλαυση ποὺ περίμενε νὰ βρεῖ στὸ τέλος τῆς διαδρομῆς. Κι αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ διαδρομὴ ἐμπόδιζε τὶς δυὸ πλευρὲς τῆς ζωῆς της –τὴ νόρα καὶ τὰ καϕέ– νὰ γίνουν ἕνα δικέϕαλο τέρας. Οἱ σκέψεις της ἦταν ἀπὸ μόνες τους μιὰ μορϕὴ κινητήριας δύναμης. Περπατοῦσε μὲ τὸ κεϕάλι ψηλά, ἔμοιαζε νὰ προσέχει τοὺς περαστικούς, ἀλλὰ τὸ βλέμμα της ἦταν παγιδευμένο στὴν προσδοκία καὶ στὴ θλίψη. Μιὰ θυμωμένη ἔκϕραση, ἔντονη καὶ ἀνυπόμονη, σκίαζε τὸ πρόσωπό της καθὼς πλησίαζε τὶς παρέες της· ὅμως, καθὼς τὰ μάτια της διέτρεχαν τὶς προσόψεις τῶν κτηρίων ἀναζητώντας τὸ γλυπτὸ κεϕάλι ποὺ ἐκείνη καὶ ἡ νόρα λάτρευαν (ἕνα ἑλληνικὸ κεϕάλι μὲ τρομαγμένους, προεξέχοντες βολβοὺς τῶν ματιῶν, μὲ ἕνα στόμα τραγικὸ ἀπ ᾽ τὸ ὁποῖο ἔμοιαζε νὰ ξεχύνονται δάκρυα), μιὰ ἤρεμη χαρὰ πήγαζε ἀπὸ τὰ μάτια της· αὐτὸ τὸ κεϕάλι ἦταν ἕνα ἐνθύμιο τῆς νόρας καὶ τοῦ ἔρωτά της, καθιστώντας τὴν προσδοκία γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐπρόκειτο
ν υ Χ ΤΟΔ ασ Οσ
111
νὰ συναντήσει βαρετὴ καὶ μελαγχολική. Κι ἔτσι, χωρὶς νὰ τὸ ἔχει σχεδιάσει, ἔστριβε στὸ σημεῖο ποὺ τὴν ὁδηγοῦσε σ ᾽ ἐκεῖνον τὸν συγκεκριμένο δρόμο. ῍ αν ἀναγκαζόταν νὰ παραμερίσει στὸν δρόμο, κάτι ποὺ συνέβαινε τακτικά, ἀπὸ τὴν παρεμβολὴ μιᾶς παρέας στρατιωτῶν, ἑνὸς γάμου ἢ μιᾶς κηδείας, ἡ ἀναστάτωσή της ἔκανε τοὺς ἀνθρώπους νὰ πιστεύουν πὼς ἦταν κι ἐκείνη μέλος τῆς συνάθροισης ποὺ ἔτυχε νὰ βρεθεῖ στὸν δρόμο της· ὅπως ἡ νυχτοπεταλούδα, μετὰ τὴν ἐπαϕή της μὲ τὴ ϕωτιὰ ποὺ θὰ τὴν κάψει κάποια στιγμή, ἀποκτᾶ μιὰ σχέση μὲ τὴ ϕλόγα καὶ γίνεται ἕνα θεμελιῶδες συστατικὸ τῆς λειτουργίας της. ῏ ηταν αὐτὸ τὸ χαρακτηριστικὸ ποὺ τὴν ἀπάλλασσε ἀπὸ τὶς αὐστηρὲς ἐρωτήσεις γιὰ τὸ «ποῦ» πήγαινε· οἱ πεζοὶ ποὺ εἶχαν τὴν ἐρώτηση στὴν ἄκρη τῆς γλώσσας τους, βλέποντάς την ἀλλοπαρμένη καὶ μπερδεμένη, γύριζαν τὸ κεϕάλι καὶ κοίταζαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. ῾ Ο γιατρός, βλέποντας τὴ νόρα νὰ περπατάει ἔξω μονάχη, τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ψηλὴ ϕιγούρα μὲ τὸ μαῦρο καπέλο τὸν προσπερνοῦσε κάτω ἀπὸ τὸν ϕανοστάτη, εἶπε μέσα του, «Περνάει ἡ διαλυμένη – ὁ ῎ Ερωτας κατέρρευσε ἀπὸ τὸ βάθρο. Μιὰ γυναίκα θρησκευόμενη», συλλογίστηκε, «χωρὶς τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀπόλαυση τῆς καθολικῆς πίστης, ἡ ὁποία στὴν ἀνάγκη καλύπτει τὰ σημάδια τοῦ τοίχου, ὅταν ἀρχίζουν τὰ οἰκογενειακὰ πορτρέτα νὰ κατρακυλοῦν· ἂν ἀϕαιρέσεις αὐτὴ τὴν ἀσϕάλεια ἀπὸ μιὰ γυναίκα», εἶπε μέσα του, ἐπιταχύνοντας τὸ βῆμα γιὰ νὰ τὴν ἀκολουθήσει, «ἡ ἀγάπη ἀποδεσμεύεται καὶ ϕθάνει μέχρι τὸ ταβάνι. Τὴ βλέπει παντοῦ», πρόσθεσε, κοιτάζοντας τὴ νόρα καθὼς χανόταν μέσα στὸ σκοτάδι. «Βγῆκε ἔξω ψάχνοντας αὐτὰ ποὺ ϕοβᾶται νὰ βρεῖ
112
DJUNA BARNES
– τὴ ρόμπιν. νά την, λοιπόν, ἡ βασανισμένη μητέρα, τριγυρίζει προσπαθώντας νὰ πείσει τὸν κόσμο νὰ γυρίσει σπίτι». Παρατηρώντας τὰ ζευγάρια ποὺ περνοῦσαν μέσα σὲ ἅμαξες καὶ αὐτοκίνητα, τὰ ψηλὰ παράθυρα τῶν σπιτιῶν μὲ τὰ ἀναμμένα ϕῶτα, πασχίζοντας πλέον νὰ ἐντοπίσει ὄχι τὴ ρόμπιν, ἀλλὰ ἴχνη τῆς ρόμπιν, ἐπιρροὲς στὴ ζωή της (καὶ αὐτοὺς ποὺ στὸ μέλλον θὰ πρόδιδε), ἡ νόρα παρακολουθοῦσε κάθε ϕιγούρα ποὺ ἄλλαζε θέση, γιὰ νὰ διακρίνει κάποια χειρονομία ἡ ὁποία θὰ μποροῦσε νὰ ἀποδειχθεῖ ἐντέλει πὼς ἦταν τῆς ρόμπιν, ἀποϕεύγοντας τὴν περιοχὴ ὅπου ἤξερε πὼς ἐκείνη σύχναζε, ὅπου ἀπὸ τὶς κινήσεις της καὶ μόνο οἱ σερβιτόροι, οἱ ἄνθρωποι στὰ ὑπαίθρια καϕὲ μπορεῖ νὰ ἀναγνώριζαν ὅτι εἶχε μιὰ θέση στὴ ζωὴ τῆς ρόμπιν. ῞ Οταν ἐπέστρεϕε στὸ σπίτι, ἄρχιζε ἡ ἀτέρμονη νύχτα. Καθὼς ἀϕουγκραζόταν τοὺς ἀνεπαίσθητους ἤχους τοῦ δρόμου, κάθε ψίθυρο ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὸν κῆπο, κάποιο σταθερὸ καὶ ἀδύναμο βουητὸ τὸ ὁποῖο ὑπαινισσόταν μιὰ προοδευτικὴ αὔξηση τοῦ θορύβου ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ ρόμπιν ποὺ ἐπέστρεϕε στὸ σπίτι, ἡ νόρα παρέμενε ξαπλωμένη καὶ χτυποῦσε τὸ μαξιλάρι της χωρὶς δύναμη, ἀνίκανη νὰ κλάψει, μὲ τὰ πόδια της μαζεμένα ψηλά. Κάποιες ϕορὲς σηκωνόταν καὶ περπατοῦσε γιὰ νὰ δώσει ἕνα γρηγορότερο τέλος σ ᾽ αὐτὸ ποὺ συνέβαινε στὴ ζωή της· νὰ ϕέρει τὴ ρόμπιν πίσω μόνο καὶ μόνο μὲ τὴν ταχύτητα τῆς καρδιᾶς της. Καὶ περιϕερόμενη μάταια, καθόταν ξαϕνικὰ πάνω στὶς καρέκλες τοῦ τσίρκου, στημένες μπροστὰ ἀπὸ τὸ μακρὺ παράθυρο ποὺ ἔβλεπε στὸν κῆπο, ἔσκυβε μπροστὰ καὶ χώνοντας τὰ
ν υ Χ ΤΟΔ ασ Οσ
113
χέρια της μέσα στὰ πόδια της ἄρχιζε νὰ ϕωνάζει, «῍ αχ θεέ μου! ῍ αχ θεέ μου! ῍ αχ θεέ μου!», λέξεις ποὺ τὶς ἐπαναλάμβανε τόσο συχνά, ποὺ στὸ τέλος εἶχαν κι αὐτὲς τὴν ἐπίδραση ὅλων τῶν ἄλλων λέξεων ποὺ μάταια ἐκστόμιζε. ῎ Εγερνε τὸ κεϕάλι της μπροστά, ξυπνοῦσε ξανὰ καὶ ἄρχιζε νὰ κλαίει, πρὶν ἀκόμη ἀνοίξει τὰ μάτια της, γυρνοῦσε στὸ κρεβάτι καὶ βυθιζόταν σ ᾽ ἕνα ἐπαναλαμβανόμενο ὄνειρο· ἀλλὰ τώρα ποὺ τὸ ἔβλεπε στὴν τελική του ἐκδοχή, ἀντιλαμβανόταν πὼς αὐτὸ τὸ ὄνειρο δὲν ἦταν «πλῆρες» στὸ παρελθόν. Τὰ σημεῖα ὅπου τὸ ὄνειρο ἦταν ἀπροσδιόριστο εἶχαν τώρα μὲ τὴν εἴσοδο τῆς ρόμπιν συμπληρωθεῖ. ῾ η νόρα ὀνειρευόταν πὼς στεκόταν στὴν κορυϕὴ ἑνὸς σπιτιοῦ, δηλαδή, στὸν τελευταῖο ὄροϕο ἀλλά –ἐκεῖ ἦταν τὸ δωμάτιο τῆς γιαγιᾶς της– ὑπῆρχε ἕνας ἀπέραντος μεγαλοπρεπὴς χῶρος σὲ διάλυση· ὅμως, κατὰ κάποιον τρόπο, παρότι ἦταν ἐξοπλισμένος μὲ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα τῆς γιαγιᾶς της, ἦταν συγχρόνως τόσο ἀπογυμνωμένος, ὅσο ἡ ϕωλιὰ ἑνὸς πουλιοῦ ποὺ δὲν πρόκειται νὰ ἐπιστρέψει. Πορτρέτα τοῦ θείου Λουέλιν, τοῦ ἀδερϕοῦ τῆς γιαγιᾶς της ποὺ πέθανε στὸν ᾽ Εμϕύλιο Πόλεμο, ϕθαρμένα κιτρινισμένα χαλιά, κουρτίνες ποὺ ἔμοιαζαν μὲ κολόνες λόγω τῆς χρόνιας ἀκινησίας τους, ἕνας κονδυλοϕόρος μὲ τὴν ξεραμένη μελάνη πάνω του· ὄρθια ἡ νόρα κοίταξε κάτω τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ σπιτιοῦ, σὰν νὰ βρισκόταν πάνω σὲ σκαλωσιά, καὶ ἔβλεπε τὸ σημεῖο ὅπου τώρα ἡ ρόμπιν εἰσέβαλλε στὸ ὄνειρο, ξαπλωμένη ἐκεῖ χάμω, ἀνάμεσα σὲ μιὰ συντροϕιά. ῾ η νόρα εἶπε μέσα της, «Δὲν θὰ ὀνειρευτῶ ξανὰ αὐτὸ τὸ ὄνειρο». ῞ Ενας ϕωτεινὸς δίσκος, ποὺ ἔμοιαζε νὰ προέρχεται ἀπὸ κά-
114
DJUNA BARNES
ποιον ἢ κάτι ποὺ στεκόταν πίσω της καὶ παρέμενε στὴ σκιά, ἔριξε μιὰ ἀμυδρὰ ϕωσϕορίζουσα λάμψη πάνω στὸ ἀνεστραμμένο, ἀσάλευτο πρόσωπο τῆς ρόμπιν ποὺ εἶχε τὸ χαμόγελο τοῦ «μοναδικοῦ ἐπιζῶντος», ἕνα χαμόγελο ποὺ ὁ ϕόβος τὸ εἶχε παγώσει. Γύρω της ἄκουγε μιὰ ἀγωνιώδη ϕωνή, ἴδια ἡ ϕωνὴ τῆς νόρας, νὰ λέει, « ῎ Ελα πάνω, αὐτὸ εἶναι τὸ δωμάτιο τῆς γιαγιᾶς», ἂν καὶ γνώριζε πὼς αὐτὸ ἦταν ἀδύνατον, ἐπειδὴ στὸ δωμάτιο δὲν ἐπιτρεπόταν ἡ εἴσοδος. ῞ Οσο δυνατότερα ϕώναζε, τόσο μακρύτερα γλιστροῦσε ἀπὸ κάτω της τὸ πάτωμα, ὡς ἐὰν ἡ ρόμπιν κι ἐκείνη, μέσα στὴν ἐκκεντρικότητά τους, ἦταν ἕνα ζευγάρι κιάλια τῆς ὄπερας, ἀνεστραμμένα ποὺ ὅλο καὶ μίκραιναν λόγω τῆς ἐπώδυνης ἀγάπης τους· ἕνα ρεῦμα παρέσυρε τοὺς δύο τοίχους τοῦ κτηρίου καὶ σὰν νὰ ἔκοψε τὸ σῶμα της στὰ δύο. αὐτὸ τὸ ὄνειρο, ποὺ ὅλα του τὰ μέρη εἶχαν πιὰ συμπληρωθεῖ, διατηροῦσε ἀκόμη τὸ χαρακτηριστικὸ ὅτι στὴν πραγματικότητα δὲν ἦταν ποτὲ τὸ δωμάτιο τῆς γιαγιᾶς της. ῾ η ἴδια ἡ νόρα δὲν ἔμοιαζε νὰ βρίσκεται ἐκεῖ οὔτε καὶ ἦταν σὲ θέση νὰ προσκαλέσει ἄλλους. Εἶχε θελήσει νὰ ἀκουμπήσει τὰ χέρια της πάνω σὲ κάτι μέσα σ ᾽ ἐκεῖνο τὸ δωμάτιο γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ· ἀλλὰ τὸ ὄνειρο δὲν τῆς τὸ εἶχε ἐπιτρέψει. Τὸ δωμάτιο αὐτό, ποὺ δὲν ὑπῆρξε δωμάτιο τῆς γιαγιᾶς της, ἀντιθέτως, ἦταν ἐντελῶς διαϕορετικὸ ἀπὸ ὅλα τὰ δωμάτια ποὺ εἶχε ποτὲ ἡ γιαγιά της περάσει ἢ κατοικήσει, ἦταν, κατὰ κάποιον τρόπο, διαποτισμένο ἀπὸ τὴν ἀπουσία τῆς γιαγιᾶς της, σὲ μιὰ μόνιμη διαδικασία ἐγκατάλειψης. ῾ Ο ἀρχιτέκτονας τοῦ ὀνείρου τὴν εἶχε ἀναπλάσει ἄϕθαρτη καὶ αἰώ-
ν υ Χ ΤΟΔ ασ Οσ
115
νια, νὰ γλιστράει μὲ τὴ μακριά της ρόμπα μὲ τὶς ἁπαλὲς πτυχές, τὶς δαντέλες στὸν λαιμὸ καὶ τὴν κολλαριστὴ οὐρὰ ποὺ ἀνηϕόριζε μέχρι τὴν πλάτη καὶ τοὺς γοϕούς της, ἀκολουθώντας τὴ σκυϕτὴ καμπύλη ποὺ προκαλοῦν, ὄχι μονάχα τὰ γηρατειὰ ἀλλὰ καὶ ὁ ϕόβος τῶν γηρατειῶν. Μὲ αὐτὴ τὴν εἰκόνα τῆς γιαγιᾶς της, ποὺ δὲν ἦταν ἀκριβῶς ἡ γιαγιά της ὅπως τὴ θυμόταν ἀπὸ τὴν παιδική της ἡλικία, ὅταν εἶχε πέσει πάνω της σὲ μιὰ γωνία τοῦ σπιτιοῦ –ἡ γιαγιά, ἡ ὁποία, γιὰ κάποιον ἄγνωστο λόγο, ἦταν ντυμένη μὲ ἀντρικὰ ροῦχα, μὲ ἡμίψηλο καπέλο καὶ ἕνα τσιγκελωτὸ μουστάκι, γελοία καὶ ἀϕράτη μέσα στὰ στενὰ παντελόνια καὶ στὸ κόκκινο γιλέκο, μὲ τὰ χέρια της διάπλατα ἀνοιχτὰ ἀκούστηκε νὰ λέει τρυϕερά, «Γλυκιά μου ἀγάπη!»– ἡ γιαγιά της «μακιγιαρισμένη» μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐπιζωγραϕίζουν τὰ προϊστορικὰ εὑρήματα, συμβολίζοντας τὴ ζωή της ἔξω ἀπὸ τὴ ζωή της, καὶ ποὺ τώρα θύμιζε στὴ νόρα αὐτὸ ποὺ εἶχε συμβεῖ καὶ στὴ ρόμπιν, μιὰ ρόμπιν παραμορϕωμένη καὶ ἀπαθανατισμένη μὲ τὰ ἱερογλυϕικὰ τοῦ ὕπνου καὶ τοῦ πόνου. Ξύπνησε κι ἄρχισε πάλι νὰ βαδίζει πάνω κάτω καὶ κοιτάζοντας ἔξω στὸν κῆπο διέκρινε στὸ ἀσθενικὸ ϕῶς μιὰ διπλὴ σκιὰ νὰ γλιστράει ἀπὸ τὸ ἄγαλμα σὰν νὰ πολλαπλασιαζόταν καὶ νομίζοντας πὼς ἴσως ἦταν ἡ ρόμπιν ἐκεῖ ϕώναξε, ἀλλὰ δὲν τῆς ἀπάντησε κανείς. στάθηκε ἀκίνητη καταπονώντας τὰ μάτια της καὶ εἶδε νὰ ἀναδύεται ἀπὸ τὸ σκοτάδι τὸ ϕῶς τῶν ματιῶν τῆς ρόμπιν, ὁ ϕόβος μέσα τους νὰ ἐντείνει τὴ λάμψη τους μέχρι πού, λόγω τῆς ἔντασης τοῦ ἀμοιβαίου βλέμματός τους, τὰ μάτια τῆς ρόμπιν συναντήθηκαν μὲ τὰ δικά της. Κι ἔτσι
116
DJUNA BARNES
κοίταξαν ἡ μία τὴν ἄλλη. Καὶ σὰν αὐτὸ τὸ ϕῶς νὰ εἶχε τὴ δύναμη νὰ βγάλει στὴν ἐπιϕάνεια αὐτὸ ποὺ ἔτρεμαν στὴ ζώνη τῆς καταστροϕῆς, ἡ νόρα εἶδε τὸ σῶμα μιᾶς ἄλλης γυναίκας νὰ ἀναδύεται μέσ ᾽ ἀπὸ τὴ σκιὰ τοῦ ἀγάλματος, μὲ τὸ κεϕάλι σκυϕτό, ὥστε νὰ ἐμποδίσει τὸ ϕῶς νὰ ἐνισχυθεῖ περισσότερο ἀπὸ ἕνα καινούργιο ζευγάρι μάτια· τὰ χέρια της ἦταν γύρω ἀπὸ τὸν λαιμὸ τῆς ρόμπιν, τὸ σῶμα της κολλημένο στὸ σῶμα τῆς ρόμπιν, τὰ πόδια της χαλαρὰ στὸ ἀγκάλιασμα. ᾽ανίκανη νὰ ἀποστρέψει τὸ βλέμμα, ἀνίκανη νὰ μιλήσει, βιώνοντας μιὰ αἴσθηση διαβολική, ἀπόλυτη καὶ διαλυτική, ἡ νόρα γονάτισε, ἔτσι ὥστε τὰ μάτια της νὰ παραμείνουν προσηλωμένα, ἀλλά, καθὼς ἔσκυβε, τὸ σῶμα της ἔχασε τὴν ἰσορροπία του. Γονάτισε μὲ τὸ πιγούνι της στὸ πρεβάζι καὶ σκέϕτηκε, «Τώρα θὰ σταματήσουν νὰ ἀγκαλιάζονται», νιώθοντας πώς, ἂν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔκανε ἡ ρόμπιν, τὸ ἔργο θὰ διαλυόταν καὶ θὰ ἔπαιρνε ξανὰ τὴ μορϕὴ τῆς ρόμπιν, μόνη της αὐτὴ τὴ ϕορά. ῎ Εκλεισε τὰ μάτια της κι ἐκείνη τὴ στιγμὴ βίωσε μιὰ τρομακτικὴ εὐτυχία. ῾ η ρόμπιν, σὰν πλάσμα ναρκωμένο, ἦταν ἀσϕαλής, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου περνώντας μέσ ᾽ ἀπὸ διαδοχικὲς γυναικεῖες ἀγκαλιές· ἀλλά, καθὼς ἔκλεινε τὰ μάτια της, ἡ νόρα ἔβγαλε ἕνα « ῎ αχ!» μὲ τὴν ἀβάσταχτη εὐκολία τοῦ τελευταίου «ἄχ!» ποὺ βγαίνει ἀπὸ ἕνα σῶμα, ὅταν τὸ χτυποῦν τὴν ὥρα τῆς στερνῆς του ἀνάσας.
Αναζητ'στε το εδ,
www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks