Paul Guyer
Κάν τ Πρόλογος - ᾽ά πόδοση
Γιῶργος Μαραγκός
ΕΚΔΟΣ ΕΙΣ GUTENBERG
1. Το Εργο ως Βίος
Η ζωΗ πολλῶν ἀπὸ τοὺς μεγάλους ϕιλοσόϕους τοῦ 17ου καὶ τοῦ 18ου αἰώνα ὑπῆρξε δραματική. ῾ ο Καρτέσιος ἄρχισε τὴ σταδιοδρομία του ὡς μισθοϕόρος κατὰ τὸν Τριακονταετὴ πόλεμο, καὶ πέρασε μεγάλο μέρος ἀπὸ τὴ ζωή του νὰ κρύβεται στὶς Κάτω χῶρες ϕοβούμενος ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐργαστεῖ ἐλεύθερα στὴ γαλλία. Τὸν Spinoza ἡ ἰουδαϊκὴ κοινότητα τοῦ ῎ Αμστερνταμ τὸν κήρυξε ἀποσυνάγωγο καὶ τὸν ἐξόρισε, ἐπειδὴ οἱ ἀπόψεις του ἦταν ἀνορθόδοξες. ῾ ο Hobbes ἦταν τακτικὸς θαμώνας στὸν εὐγενὴ οἶκο τῶν Cavendish, καὶ πέρασε τὰ χρόνια τοῦ ἀγγλικοῦ ᾽ Εμϕυλίου πολέμου ὡς περιδεὴς ἐξόριστος στὴ γαλλία. ῾ ο Locke σπούδασε ἰατρική, καὶ ἀρχικὰ ὡς γιατρὸς κίνησε τὸ ἐνδιαϕέρον τοῦ ἰσχυροῦ Α΄κόμητος τοῦ Shaftesbury, τοῦ ὁποίου ἔγινε στενὸς πολιτικὸς συνεργάτης. ᾽ Αποτέλεσμα τῆς σχέσης αὐτῆς ἦταν νὰ ἀναγκαστεῖ ὁ Locke νὰ περάσει τὴν περίοδο τῆς διαμάχης γιὰ τὴ διαδοχὴ τοῦ Καρόλου τοῦ Β ΄καὶ τοῦ ᾽ ίακώβου τοῦ Β ΄–βασιλέων ἀπὸ τὸν οἶκο τῶν Stuart, τοῦ ὁποίου εἶχε γίνει παλινόρθωση– ζώντας λάθρα στὸ ῎ Αμστερνταμ μὲ ψευδώνυμο, προτοῦ γίνει σπουδαῖος δημόσιος λειτουργὸς κατὰ τὴ βασιλεία τοῦ γουλιέλμου καὶ τῆς Μαίρης. ῾ ο Leibniz πέρασε τὴ ζωή του ὡς αὐλικός, μὲ ποικίλα καθήκοντα, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἡ διπλωματία, ἡ μηχανικὴ καὶ ἡ ἱστοριογραϕία. ῾ ο Hume μετεῖχε σὲ βρετανικὲς διπλωματικὲς καὶ στρατιωτικὲς ἀποστολές, προτοῦ γίνει δημοσίως γνωστὸς ὡς ὁ συγγραϕέας ἑνὸς ἀμϕιλεγόμενου ἀλλὰ δημοϕιλοῦς ἔργου μὲ τίτλο ῾Ιστορία τῆς Α ᾽ γγλίας. ῾ ο Rousseau συνέθετε μουσικὴ καὶ ἔγραϕε μυθιστορήματα, ἐκτὸς ἀπὸ ϕιλοσοϕία, χωρὶς
48
1. Το Εργο ως Βίος
ποτέ του νὰ ἔχει σταθερὴ θέση ἐργασίας καὶ διάγοντας ἕναν ταραγμένο καὶ ἀκατάστο προσωπικὸ βίο, ποὺ προκάλεσε τὴν ἐξορία του ἀπὸ τὴ γενέθλια πόλη του καὶ πολλὰ ἄλλα βάσανα. ῾ ο Κὰντ ὅμως ἦταν ὁ πρῶτος ἀληθινὰ σημαντικὸς νεότερος ϕιλόσοϕος ποὺ σταδιοδρόμησε σχεδὸν ἀποκλειστικὰ ὡς πανεπιστημιακὸς δάσκαλος, καὶ μάλιστα διδάσκοντας σὲ ἕνα μόνο πανεπιστήμιο, αὐτὸ τῆς γενέθλιας πόλης του. ςτὴ ζωὴ τοῦ Κάντ, τὸ δράμα ἦταν διανοητικό, καὶ γι’ αὐτὸ ἡ ζωή του πρέπει νὰ ἐξιστορηθεῖ μέσω τοῦ ἔργου του.
῾Η Παιδικὴ ῾Ηλικία καὶ τὰ Χρόνια τῆς Μαθητείας
῾ ο Κὰντ γεννήθηκε στὴν Καινιξβέργη (Königsberg), στὶς 22 ᾽ Απριλίου 1724, καὶ πέθανε στὴν ἴδια πόλη σχεδὸν ὀγδόντα χρόνια μετά, στὶς 12 ϕεβρουαρίου 1804.1 ῾ Η Καινιξβέργη, στὸ ἀνατολικὸ ἄκρο τῆς Βαλτικῆς, ἔπεσε σὲ ρωσικὰ χέρια στὸ τέλος τοῦ Δευτέρου παγκοσμίου πολέμου καὶ ἔγινε ναυτικὴ βάση μὲ τὸ ὄνομα Καλίνινγκραντ, παραμένοντας ἀπαγορευμένη περιοχὴ γιὰ τοὺς μὴ-ςοβιετικοὺς ἐπὶ πενήντα χρόνια. ᾽ Αρχικὰ ὅμως ἦταν ἡ πρωτεύουσα τῆς ᾽ Ανατολικῆς πρωσίας, ἡ βάση τῆς πρωσικῆς ἐξουσίας πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπόκτηση τοῦ Βρανδεμβούργου καὶ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ Βερολίνου. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Κὰντ ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι τὸ διοικητικὸ κέντρο τῆς ᾽ Ανατολικῆς πρωσίας καὶ ἡγετικὴ χανσεατικὴ ἐμπορικὴ πόλη, ἡ πιὸ σημαντικὴ διέξοδος ἀνατολικὰ τοῦ Δάντσιχ γιὰ τὴν τεράστια πολωνικὴ καὶ λιθουανικὴ ἐνδοχώρα. ποτὲ δὲν ὑπῆρξε καλλιτεχνικὴ καὶ πολιτιστικὴ πρωτεύουσα· ὡστόσο, τὴν ἐποχὴ τοῦ Κὰντ ἦταν ἐπιχειρηματικό, δικαστικό, στρατιωτικὸ καὶ ἐκπαιδευτικὸ κέντρο, καὶ εἶχε διασυνδέσεις μὲ τὴν ὑπόλοιπη Εὐρώπη. Καί, παρότι δὲν ἦταν ἐκδοτικὸ κέντρο, ὅπως ἡ λειψία, ἡ ϕρανκϕούρτη ἢ ἡ ςτουτγάρδη, χάρη στὰ βιβλιοπωλεῖα καὶ τὰ τοπικά, ἀλλὰ καὶ τὰ εἰσαγόμενα ϕιλολογικὰ περιοδικά, ἡ Καινιξβέργη ἦταν στέρεα ἐνσωματωμένη στὴ διανοητικὴ ζωὴ τῆς ὑπόλοιπης Εὐρώπης. ῾ ο πατέρας τοῦ Κάντ, ὁ γιόχαν γκέοργκ Κάντ (1683-1746), ἦταν σαγματοποιός, καὶ ἡ μητέρα του, ἡ ῎ Αννα ρεγγίνα, τὸ γένος ρώυτερ 1. γιὰ ὅ,τι ἀκολουθεῖ βασίζομαι στὸν Manfred Kuehn, Kant: A Biography (Cambridge: Cambridge University Press, 2001).
50
1. Το Εργο ως Βίος
νιξβέργης, τὸ Albertina, τὸν ςεπτέμβριο τοῦ 1738, στὴν ἡλικία τῶν 16 ἐτῶν – πράγμα ποὺ ἀποτελοῦσε τότε τὸν μέσο ὅρο καὶ ὄχι ἔνδειξη πρωιμότητας. Τὸ πανεπιστήμιο Albertina, κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ 18ου αἰώνα δεχόταν 300 μὲ 500 ϕοιτητὲς ἐτησίως, ὡστόσο ἐγγράϕονταν σ’ αὐτὸ ποικίλης προελεύσεως ϕοιτητὲς ἀπὸ τὴν πρωσία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς βαλτικὲς περιοχές. Εἶναι σαϕὲς πὼς ὁ Schulz καὶ οἱ εὐσεβιστὲς προόριζαν τὸν Κὰντ γιὰ τὸ στάδιο τοῦ κληρικοῦ, στὸ πανεπιστήμιο ὅμως ὁ Κὰντ δὲν σπούδασε θεολογία (οὔτε νομικὰ οὔτε ἰατρικὴ ἄλλωστε), ἀλλὰ παρακολούθησε πλήρεις σπουδὲς στὴν κλασικὴ ϕιλολογία, στὴ ϕιλοσοϕία καὶ στὶς ϕυσικὲς ἐπιστῆμες. ῾ ο κυριότερες δάσκαλός του, ὁ Martin Knutzen (17131751), ἦταν ἐκλεκτικιστής, καὶ εἶχε δεχτεῖ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ Εὐσεβισμοῦ καὶ τοῦ ᾽ Εμπειρισμοῦ τοῦ John Locke, ἀλλὰ καὶ τοῦ Wolff. ῾ ο Knutzen, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἐπέκρινε τοὺς Leibniz καὶ Wolff ἐπειδὴ ἀπέρριπταν τὴν ἰδέα ὅτι ὑπάρχει ὄντως ἀλληλεπίδραση ἀνάμεσα στὰ σώματα καὶ ἀνάμεσα στὸν νοῦ καὶ τὸ σῶμα, καὶ δεχόταν τὴ θεωρία τῆς προκατεστημένης ἁρμονίας. ῾ ο Knutzen ἦταν ἐπιπλέον ἐνθουσιώδης ὀπαδὸς τῆς νευτώνειας ϕυσικῆς καὶ τῆς ἀστρονομίας τοῦ καιροῦ του.4 ῾ ο Κὰντ εἶχε, ἐπίσης, ἐκτεθεῖ καὶ σὲ ἄλλες ϕιλοσοϕικὲς καὶ ἐπιστημονικὲς ἐπιρροές – ἕνας καθηγητὴς ὑπεράσπιζε τὴν ἀριστοτελικὴ ἠθική, ἄλλος τὴν ἀριστοτελικὴ λογική, ἕνας τρίτος ὑπεράσπιζε τὴν προκατεστημένη ἁρμονία, ἐνῶ ὁ Knutzen τὴν ἀπέρριπτε· ἄλλος καθηγητὴς δίδασκε τὴν ἀγγλικὴ γραμματεία καὶ ϕιλοσοϕία, ἐνῶ ἄλλος μελετοῦσε τὸ ϕαινόμενο τοῦ ἠλεκτρισμοῦ ποὺ εἶχε προσϕάτως ἑλκύσει τὴν προσοχή.5 οἱ πανεπιστημιακοὶ δάσκαλοι τοῦ Κὰντ πρόσϕεραν λοιπὸν μιὰν εὐρεία εἰσαγωγὴ στὴ σύγχρονη εὐρωπαϊκὴ ϕιλοσοϕία καὶ ἐπιστήμη. Τὸν διανοητικὸ βίο τοῦ ἴδιου τοῦ Κὰντ θὰ τὸν χαρακτήριζε ἀπὸ ἀρχῆς μέχρι τέλους ἡ εὐρύτητα τῶν ἐνδιαϕερόντων καὶ τῆς πληροϕόρησης, καθὼς καὶ τὸ βάθος τῆς σκέψης του. ῾ ο Κὰντ ἀποχώρησε ἀπὸ τὸ πανεπιστήμιο τὸ 1746, χωρὶς νὰ λάβει τὸν συνήθη τίτλο τοῦ πανεπιστημιακοῦ Δασκάλου (Magister), 4. ςχετικὰ μὲ τὸν Knutzen βλ. Kuehn, ὅ.π., σσ. 78-84, καὶ Martin Schönfeld, The Philosophy of the Young Kant: The Precritical Project (Oxford: Oxford University Press, 2000), σ. 13. 5. Βλ. Kuehn, ὅ.π., σσ. 73-78.
1. Το Εργο ως Βίος
51
ἂν καὶ εἶχε συμπληρώσει τὸ κείμενο ποὺ ἔμελλε νὰ εἶναι τὸ πρῶτο βιβλίο του, καὶ δημοσιεύτηκε τὸ 1749, μὲ τίτλο Σκέψεις γιὰ τὴν ᾽Αληθὴ ᾽Εκτίμηση τῶν Ζωτικῶν Δυνάμεων. Κατὰ τὴν παραδεδεγμένη ἄποψη, ὁ Κὰντ δὲν συνέχισε τὶς σπουδές του λόγω οἰκονομικῆς στενότητας, ἐξαιτίας τοῦ θανάτου τοῦ πατέρα του τὸν Μάρτιο τοῦ 1749. πρόσϕατες ἔρευνες, ὅμως, ἀϕήνουν νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι, στὴν πραγματικότητα, ὁ ἴδιος ὁ καθηγητής του, ὁ Martin Knutzen, καὶ ἄλλοι εὐσεβιστὲς εἶχαν ἐμποδίσει τὴν ἀπονομὴ τοῦ τίτλου καὶ τὴ δυνατότητα νὰ συνεχίσει τὴ σταδιοδρομία του ὡς διδάσκων, ἐπειδὴ διέκειτο πολὺ εὐμενῶς ἀπέναντι στὸ ὅραμα τοῦ Leibniz περὶ ἁρμονικοῦ κόσμου6 – ἰδεῶδες ποὺ ὁ Κὰντ θὰ προσπαθοῦσε νὰ διατηρήσει στὴ ϕιλοσοϕία του, παρότι διαϕωνοῦσε μὲ τὸν Leibniz σὲ πολλὰ ἐπιμέρους ζητήματα. ῾ Η ᾽Αληθὴς ᾽Εκτίμηση ἦταν πρωτίστως ἐπιστημονικὸ ἔργο, καὶ προσπαθοῦσε νὰ διαιτητεύσει τὴ διάσταση ἀπόψεων ἀνάμεσα στὸν Καρτέσιο καὶ τὸν Leibniz ἀναϕορικὰ μὲ τὴ δύναμη, ἀποδίδοντας τὸ καρτεσιανὸ μέτρο τῆς δύναμης mv στὴ «νεκρὴ» ἢ ἀδρανειακὴ δύναμη καὶ τὸ κατὰ Leibniz μέτρο τῆς δύναμης mv 2 στὴ «ζώσα» ἢ «ἐνεργὸ» δύναμη. ( ῾ ύπῆρχαν ὅρια γιὰ τὴν πληροϕόρηση στὴν Καινιξβέργη: ὁ Κὰντ ἀγνοοῦσε ὅτι ὁ γάλλος J.-L. D’Alembert, ἀργότερα διάσημος ὡς συνεκδότης τῆς μεγάλης Ε ᾽ γκυκλοπαίδειας, εἶχε ἤδη δείξει ὅτι τὸ ὀρθὸ μέτρο τῶν δυνάμεων ἦταν mv 2.) Τὸ ἔργο αὐτὸ τοῦ Κὰντ δὲν ἦταν ἐπιστημονικὴ ἐπιτυχία, ἔδειχνε ὅμως καθαρὰ καὶ ἀπὸ νωρὶς τὴ ϕιλοσοϕικὴ τάση του νὰ ἀποδυναμώνει χρονίζουσες διαϕωνίες μὲ τὸ νὰ εἰσάγει διακρίσεις ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπῆρχαν πρωτύτερα καὶ νὰ διανοίγει ἔτσι ἐναλλακτικὲς δυνατότητες ποὺ δὲν εἶχαν ἕως τότε διερευνηθεῖ ἀπὸ ἄλλους. ῞ Ενα ἄλλο σημεῖο τοῦ ἔργου ὅπου προσπάθησε νὰ ἐπιλύσει μιὰ διαμάχη εἰσάγοντας μιὰ νέα διάκριση εἶναι τὸ μέρος ὅπου ἐξετάζει τὴ ϕιλοσοϕικὴ διένεξη ἀναϕορικὰ μὲ τὴν ἰδέα τοῦ Leibniz περὶ προκατεστημένης ἁρμονίας. ῾ ο Κὰντ δεχόταν τὴ «ϕυσικὴ εἰσροή», δηλαδὴ τὴν πραγματικὴ αἰτιότητα, τὸ ἀντίθετο τῆς προκατεστημένης ἁρμονίας, σύμϕωνα μὲ τὴν ὁποία κάθε ἀλλαγὴ εἶναι αὐτογενὴς καὶ ϕαινομενικὰ μόνο ἔχει ὡς αἴτιο ἀλλαγὴ σὲ ἄλλα ἀντικείμενα, ὅσον ἀϕορᾶ σὲ μερικὲς ἀλληλεπιδράσεις στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ὕλης, ἀλλὰ ὄχι ὅσον ἀϕορᾶ 6. Βλ. ὅ.π., σσ. 93-94, καθὼς καὶ στὸν M. Schönfeld, «Kant’s Intellectual Development»: Stanford Encyclopedia of Philosophy (στὸ Διαδίκτυο).
52
1. Το Εργο ως Βίος
σὲ ὅλες τὶς σχέσεις ἀνάμεσα στὸν νοῦ καὶ τὴν ὕλη. ᾽ Απομακρύνθηκε ἔτσι ἀπὸ τὴ θέση τοῦ Knutzen ποὺ ἀπέρριπτε ἐντελῶς τὴν προκατεστημένη ἁρμονία, καὶ αὐτὸ ἴσως δὲν ἄρεσε στὸν Knutzen.7
᾽Επιστροϕὴ στὸ Πανεπιστήμιο
῞ οποιος κι ἂν ἦταν ὁ λόγος, ὁ Κάντ, ἀϕοῦ πέρασε ἀκόμη δυὸ χρόνια στὴν Καινιξβέργη, ἀϕιερώνοντας πολὺ χρόνο γιὰ νὰ διευθετήσει τὶς ὑποθέσεις τοῦ πατέρα του ποὺ εἶχε πεθάνει, ἀναγκάστηκε νὰ καταϕύγει στὸν τρόπο βιοπορισμοῦ ποὺ συνηθιζόταν ἀνάμεσα στοὺς ϕτωχοὺς διανοούμενους τῆς ἐποχῆς, νὰ ἐργαστεῖ δηλαδὴ ὡς οἰκοδιδάσκαλος σὲ μιὰ πλούσια οἰκογένεια εὐγενῶν ἢ ἀστῶν. Κατὰ τὴν περίοδο λοιπὸν 1748-1754, ὁ Κὰντ χρημάτισε οἰκοδιδάσκαλος σὲ ἀρκετὲς οἰκογένειες στὰ περίχωρα τῆς Καινιξβέργης. ῾ οπωσδήποτε, τὰ καθήκοντά του δὲν ἀπορροϕοῦσαν ὁλόκληρο τὸ χρόνο του, ἀϕοῦ τὸ 1755 γύρισε στὴν πόλη καὶ μπόρεσε νὰ δημοσιεύσει σὲ σύντομο χρόνο τὴ μιὰ μετὰ τὴν ἄλλη τρεῖς πραγματεῖες στὴ λατινικὴ γλώσσα, χάρη στὶς ὁποῖες ἀπέκτησε τοὺς τίτλους τοῦ πανεπιστημιακοῦ Δασκάλου καὶ τοῦ Διδάκτορα, καὶ τὸ δικαίωμα νὰ διδάσκει στὸ πανεπιστήμιο ἀμισθὶ ὡς Privatdozent (ἔχοντας ὡς εἰσόδημα τὰ δίδακτρα ποὺ τοῦ κατέβαλλαν ἀπευθείας ὅσοι παρακολουθοῦσαν τὰ μαθήματά του). Δημοσίευσε ἐπίσης τότε μερικὰ ἄρθρα σχετικὰ μὲ τὴν περιστροϕὴ τῆς γῆς καὶ τοὺς σεισμούς (θέμα δημοϕιλὲς μετὰ ἀπὸ τὸν καταστροϕικὸ σεισμὸ τῆς λισαβόνας τὸ 1755), καὶ μιὰ πολυσέλιδη κοσμολογικὴ πραγματεία, μὲ τίτλο Γενικὴ Φυσικὴ ῾Ιστορία καὶ Θεωρία τοῦ Οὐρανοῦ, ὅπου ὁ Κὰντ προκατέλαβε κατὰ σαράντα χρόνια τὸ ἔργο τοῦ γάλλου ἀστρονόμου Pierre-Simon de Laplace· ἐδῶ, μὲ λιγότερα μαθηματικὰ ἀπὸ τὸν Laplace, ὑποστήριζε μιὰν ἀμιγῶς ϕυσικὴ ἐξήγηση σχετικὰ μὲ τὴ γένεση τοῦ ἡλιακοῦ συστήματος ἀπὸ ἕνα νεϕέλωμα κονιορτοῦ – εἰκασία γνωστὴ ὡς «ὑπόθεση Kant-Laplace». ᾽ Ατυχῶς γιὰ τὸν Κάντ, ὁ ἐκδότης τοῦ ἔργου αὐτοῦ 7. ςχετικὰ μὲ τὴν προκατεστημένη ἁρμονία καὶ τὴ ϕυσικὴ εἰσροὴ βλ. ἐπίσης Eric Watkins, Kant and the Metaphysics of Causality (Cambridge: Cambridge University Press, 2005), σσ. 23-100. ςυζήτηση σχετικὰ μὲ τὴν Α ᾽ ληθὴ Ε ᾽ κτίμηση βλ. στὸν M. Schönfeld, The Philosophy of the Young Kant, ὅ.π., σσ. 17-55.
1. Το Εργο ως Βίος
53
χρεωκόπησε, τὰ ἀποθέματά του ἀνακυκλώθηκαν, καὶ τὸ πρωτεῖο τοῦ Κὰντ ἔναντι τοῦ Laplace παρέμεινε ἄγνωστο ἕως τὸν δέκατο ἔνατο αἰώνα.8 ᾽ Απὸ τὶς τρεῖς πραγματεῖες στὴ λατινικὴ γλώσσα, ἡ πρώτη, Σύντομο Σχεδίασμα Στοχασμῶν περὶ τοῦ Πυρὸς (Meditationum Quarundam de Igne Succinta Delineatio, 1755), εἶναι ἐπιστημονικὸ ἔργο μικροῦ ἐνδιαϕέροντος σήμερα. ῾ Η δεύτερη ἐπιστημονικὴ πραγματεία, ἡ Συνδυασμένη Χρήση τῆς Μεταϕυσικῆς καὶ τῆς Γεωμετρίας στὴ Φυσικὴ Φιλοσοϕία, τῆς ῾Οποίας τὸ Πρῶτο Παράδειγμα περιέχει μιὰ Φυσικὴ Μοναδολογία (MetaphysicΨ cum Geometria IunctΨ Usus in Philosophia Naturalis, cuius Specimen I. continet Monadologiam Physicam, 1756), εἶναι πολὺ πιὸ ἐνδιαϕέρουσα, καθὼς σ’ αὐτὴν ὁ
Κὰντ ἀποπειρᾶται νὰ συμϕιλιώσει τὴ μαθηματικῶς ἄπειρη διαιρετότητα τοῦ χώρου μὲ τὴ θέση τοῦ Leibniz ὅτι ἡ ὑπόσταση πρέπει νὰ ἔχει ἁπλὰ ἔσχατα συστατικὰ μέρη, μὲ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι αὐτὰ τὰ ἁπλὰ μέρη δὲν εἶναι μὴ-χωρικοὶ ἀδιαίρετοι νόες ἢ «μονάδες», ἀλλὰ χωρικῶς ἐκτατὰ πλὴν ἀδιαίρετα δυναμικὰ πεδία, «ϕυσικὲς μονάδες». γιὰ λόγους ποὺ θὰ ἐξετάσουμε ἀργότερα, ὁ Κὰντ θὰ κατέληγε, ὡς γνωστόν, νὰ ἀρνηθεῖ ὅτι ὁ χῶρος καὶ ἡ ἔκταση ὑπάρχουν πραγματικά, ἀντίθετα ἀπ’ ὅ,τι δεχόταν στὸ ἐνλόγω ἔργο, ἐν μέρει ἐπειδὴ ὁ χῶρος καὶ ὁ χρόνος καὶ καθετὶ ἐν χώρω καὶ χρόνω εἶναι ἀπείρως διαιρετά, ἀλλὰ θὰ διατηροῦσε τὸ δυναμικὸ ὑπόδειγμα ἀναϕορικὰ μὲ τὴν ὑπόσταση ὡς ἀποτελούμενη ἀπὸ ἑλκτικὲς καὶ ἀπωστικὲς δυνάμεις, ὅπως εἶχε εἰσηγηθεῖ σ’ αὐτὸ τὸ πρώιμο σύγγραμμα ϕυσικῆς θεωρίας.9 ῾ ωστόσο, ἡ πιὸ ἀποκαλυπτικὴ ἀπὸ τὶς τρεῖς λατινικὲς πραγματεῖες τοῦ Κὰντ εἶναι τὸ πρῶτο ἐντελῶς ϕιλοσοϕικὸ ἔργο του, ἡ Νέα Διευκρίνιση τῶν Πρώτων Α ᾽ ρχῶν τῆς Μεταϕυσικῆς Γνώσης (Principiorum Primorum Cognitionis MetaphysicΨ Nova Dilucidatio), τοῦ 8. ςχετικὰ μὲ τὴ Γενικὴ Φυσικὴ ῾Ιστορία... βλ. M. Schönfeld, ὅ.π., σσ. 96-127. 9. γιὰ διεξοδικὴ συζήτηση σχετικὰ μὲ τὴ Φυσικὴ Μοναδολογία βλ. ὅ.π., σσ. 161-79· γιὰ μιὰ σύντομη ἀντιπαράθεση ἀνάμεσα στὴν ἀρχικὴ καὶ στὴ με-
ταγενέστερη ἐκδοχὴ τῆς δυναμικῆς θεωρίας τοῦ Κὰντ περὶ ὕλης βλ. τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ Michael Friedman στὴ μετάϕρασή του (στὴν ἀγγλική) τοῦ ἔργου τοῦ Κὰντ Μεταϕυσικὰ Θεμέλια τῆς Φυσικῆς ᾽Επιστήμης.
54
1. Το Εργο ως Βίος
1755. ςτὸ ἔργο αὐτὸ ὁ Κὰντ δὲν ἀποκόπτεται ἐντελῶς κατ’ οὐδένα
τρόπο ἀπὸ τὸ λογοκρατικὸ πλαίσιο ποὺ εἶχαν ἐπιβάλει στὴ ϕιλοσοϕία τῆς ἠπειρωτικῆς Εὐρώπης, πρῶτα ὁ Καρτέσιος, καὶ ἀκολούθως, στὴ γερμανία, ὁ Gottfried Wilhelm Leibniz καὶ ὁ Christian Wolff. ς’ αὐτὸ ὅμως τὸ ἔργο ὁ Κὰντ θέτει ὡς στόχο τῆς ἐπίθεσής του τὸ «ὀντολογικὸ» ἐπιχείρημα περὶ ὑπάρξεως Θεοῦ, ποὺ ὁ Καρτέσιος, ὁ Leibniz καὶ ὁ Wolff εἶχαν ἀναγάγει σὲ θεμέλιο, ὄχι μόνο τῆς ϕιλοσοϕικῆς θεολογίας, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρης τῆς ὀντολογίας, καί, στὴν περίπτωση τοῦ Καρτέσιου, τῆς γνωσιολογίας. Καὶ μάλιστα ὁ Κάντ, στὴ Νέα Διευκρίνιση, ἐπιτίθεται στὸ ὀντολογικὸ ἐπιχείρημα μὲ τρόπο ποὺ θὰ ὁδηγήσει τελικὰ σὲ μιὰν ἀπὸ τὶς κεντρικότερες ἰδέες ποὺ διατυπώνει στὸ μεταγενέστερο ἀριστούργημά του, τὴν Κριτικὴ τοῦ Καθαροῦ Λόγου, τὸ 1781. Τὸ ὀντολογικὸ ἐπιχείρημα ἐκκινεῖ ὁρίζοντας τὸν Θεὸ ὡς τὸ τελειότερο ὂν ἢ ὡς τὸ ὂν ποὺ κατέχει κάθε τελειότητα, ὑποθέτει ὅτι ἡ ὕπαρξη εἶναι τελειότητα –γιατὶ βεβαίως εἶναι πιὸ τέλειο γιὰ ἕνα πράγμα (ποὺ κατὰ τὰ ἄλλα εἶναι ἀγαθό) τὸ νὰ ὑπάρχει ἀπὸ τὸ νὰ μὴν ὑπάρχει– καὶ ἐξ αὐτῶν συνάγει ὅτι ὁ Θεὸς κατανάγκην ὑπάρχει, γιατὶ θὰ συνιστοῦσε ἀντίϕαση, καὶ ἄρα θὰ ἦταν κατανάγκην ψευδές, τὸ νὰ ἀρνηθοῦμε στὸν Θεὸ τὴν τελειότητα τῆς ὕπαρξης, ἀϕοῦ εἶναι τὸ τελειότατο ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα.10 ῾ ο Κὰντ ὑποστηρίζει πὼς ἡ ἀπόδειξη αὐτὴ εἶναι ἐσϕαλμένη, ἐπειδή, ὅποιες κι ἂν εἶναι οἱ πραγματικότητες ποὺ «νοοῦνται ὡς συνυπάρχουσες […], ἡ ὕπαρξη τοῦ ὄντος αὐτοῦ εἶναι […] μόνον ὕπαρξη ἐντὸς ἰδεῶν» (ΝΔ, πρόταση ί, 1:395). Μὲ ἄλλα λόγια, μπορεῖς νὰ περιλάβεις ὅ,τι θέλεις σὲ μιὰν ἔννοια, ἀλλὰ κάτι τέτοιο δὲν μπορεῖ ποτὲ 10. Βλ. Καρτέσιος, Στοχασμοὶ περὶ τῆς Πρώτης Φιλοσοϕίας [Meditationes de Prima Philosophia] (1641) [ἑλλ. μτϕρ. Εὐάγγελος Βανταράκης ( ᾽ Αθ.: ᾽ Εκκρεμές 〈 Εὐμενεῖς ῎ Ελεγχοι, 3 〉, 2003)], πέμπτος ςτοχασμός. ῾ ο Leibniz ἐπικρίνει
τὸν Καρτέσιο, ὑποστηρίζοντας ὅτι τοῦ ὀντολογικοῦ ἐπιχειρήματος θὰ πρέπει νὰ προηγεῖται ἀπόδειξη τοῦ ὅτι ὅσες ἰδιότητες ἀποδίδει στὸν Θεὸ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ τελειότατου ὄντος εἶναι ὅλες συμβατὲς μεταξύ τους (τὴ σχετικὴ ἔνσταση ἐγείρει σὲ ἐπιστολὲς πρὸς τὸν Henry Oldenburg τὸ 1675 καὶ πρὸς τὸν Arnold Eckhard τὸ 1677, καὶ τὴν πρωτοδημοσιεύει στὸ περίϕημο κείμενό του «ςτοχασμοὶ σχετικὰ μὲ τὴ γνώση, τὴν ᾽ Αλήθεια καὶ τὶς ᾽ ίδέες», στὸ Acta Eruditorum τὸ Νοέμβριο 1684, τὸ ὁποῖο ὁ Κὰντ μπορεῖ κάλλιστα νὰ γνώριζε)· τελικῶς ὅμως, ἀϕότου τὸ ἐλάττωμα θεραπεύτηκε, ὁ Leibniz ἀποδέχτηκε τὸ ὀντολογικὸ ἐπιχείρημα.
1. Το Εργο ως Βίος
55
ἀϕεαυτοῦ νὰ ἀποδείξει ὅτι ὄντως ὑπάρχει οἱοδήποτε ἀντικείμενο ἀντιστοιχεῖ στὴν ἑκάστοτε ἔννοια. ῾ ο Κὰντ ἀργότερα θὰ ἐκϕράσει τὴν κριτικὴ αὐτὴ λέγοντας ὅτι ἡ ὕπαρξη δὲν εἶναι πραγματικὸ κατηγόρημα ἀντικειμένου, ἀλλὰ προϋποτ ίθετα ι, ὅταν ἀληθεύει οἱαδήποτε ἀπόδοση κατηγορήματος σὲ ἕνα ἀντικείμενο. Τοῦτο μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ ἀπόρριψη τῆς λογοκρατίας στὴν ἀκραία ἐκδοχὴ τοῦ Leibniz, σύμϕωνα μὲ τὴν ὁποία ὅλες οἱ ἀληθεῖς προτάσεις εἶναι ἀληθεῖς ἐπειδὴ τὰ κατηγορήματά τους περιέχονται σὲ ὅσες ἔννοιες βρίσκονται στὴ θέση ὑποκειμένου, καὶ ὡς ἐκ τούτου εἶναι δυνατόν, τουλάχιστον καταρχήν, νὰ γίνουν πλήρως γνωστὲς μὲ βάση τὴ λογικὴ ἀνάλυση.11 ᾽ Αντ’ αὐτοῦ, ἡ ἀπόρριψη τοῦ ὀντολογικοῦ ἐπιχειρήματος μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴ ἄποψη τοῦ ἴδιου τοῦ Κὰντ ὅτι οἱ ὑπαρκτικὲς βεβαιώσεις εἶναι «συνθετικὲς» καὶ ὄχι «ἀναλυτικές», δηλαδὴ προσθέτουν πληροϕορία (τὸ γεγονὸς τῆς ὕπαρξης) στὴν ἔννοια τοῦ ἀντικειμένου καὶ δὲν τὴν ἀναλύουν ἁπλῶς. Αὐτὸ μὲ τὴ σειρά του θὰ ὁδηγοῦσε τὸν Κὰντ νὰ ἀναγνωρίσει ὅτι ἀκόμη καὶ οἱ πιὸ θεμελιώδεις προτάσεις τῆς μεταϕυσικῆς εἶναι συνθετικὲς μᾶλλον παρὰ ἀναλυτικές, καὶ ὅτι ἡ μεταϕυσικὴ θὰ ἔπρεπε νὰ βρεῖ μιὰ ἐντελῶς νέα μέθοδο, διαϕορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη τῆς λογικῆς μόνον ἀνάλυσης ποὺ ἕως τότε εἶχε δοκιμάσει νὰ χρησιμοποιεῖ. χρειάστηκε ὅμως νὰ περάσουν ἀκόμη εἴκοσι πέντε χρόνια ὡσότου ἀνακαλύψει ὁ Κὰντ αὐτὴ τὴ νέα μέθοδο. ςτὴ Νέα Διευκρίνιση, ὁ Κὰντ διόλου δὲν εἶναι ἕτοιμος νὰ ἀπορρίψει πλήρως τὴ λογοκρατία, καὶ στὴν πραγματικότητα μάλιστα παρουσιάζει ἐκεῖ ὅ,τι θεωρεῖ πὼς εἶναι μιὰ νέα ἀπόδειξη ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, βασισμένη στὴν προκείμενη ὅτι τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι δυνατὸν ἂν δὲν εἶναι ἐνεργεία (ΝΔ, πρόταση VII, 1:395-96), θέση στὴν ὁποία μένει προσκολλημένος γιὰ μερικὰ χρόνια. ῾ ο Κὰντ διατύπωσε νέα ἀπόδειξη τοῦ ὅτι ἡ «ἀρχὴ τοῦ ἀποχρῶντος λόγου» (ἡ ἀρχὴ πὼς ὅ,τι ὑπάρχει ἔχει αἰτία ἢ ἄλλο κατάλληλο θεμέλιο ἢ ἐξήγηση) εἶναι λογικῶς ἀναγκαία, ἀϕοῦ πρωτύτερα εἶχε κατακρίνει τὶς σχετικὲς ἀποδείξεις ποὺ εἶχαν εἰσηγηθεῖ ὁ Christian Wolff καὶ ὁ μαθητής του Alexander Gottlieb Baumgarten (1714-1762) – ὁ ὁποῖος, ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἦταν ὁ συγγραϕέας τῶν ἐγχειριδίων μεταϕυσικῆς καὶ ἠθικῆς ποὺ ὁ Κὰντ χρησιμοποιοῦσε ὅσο δίδασκε στὸ πανεπιστήμιο, ἦταν καὶ πρωτοπόρος στὸ νέο πεδίο τῆς αἰσθητικῆς, 11. Βλ., π.χ., τὸ περίϕημο ἄρθρο τοῦ Leibniz «πρῶτες ᾽ Αλήθειες», τοῦ 1686.
56
1. Το Εργο ως Βίος
τοῦ ὁποίου ἐπινόησε τὸ ὄνομα.12 ῾ ωστόσο –καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ δεύτερο κύριο στοιχεῖο ὅτι ἡ Νέα Διευκρίνιση δείχνει πρὸς τὴν κατεύθυνση τῶν μελλοντικῶν ἀπόψεων τοῦ Κάντ–, μὲ βάση τὴν ἀρχὴ τοῦ ἀποχρῶντος λόγου ὁ Κὰντ ἀπορρίπτει πλέον τὸ δόγμα τῆς προκατεστημένης ἁρμονίας, ποὺ ὁ Leibniz ἐπέμενε ὅτι χαρακτηρίζει ὅλες τὶς σχέσεις ἀνάμεσα σὲ ὑποστάσεις καὶ ὁ Wolff δεχόταν στὴν περίπτωση τῶν σχέσεων ἀνάμεσα στὸν νοῦ καὶ στὸ σῶμα. ῾ ο Κὰντ ὑποστηρίζει πώς, ἂν κάθε ἀλλαγὴ ἀπαιτεῖ ἐξήγηση, τότε μιὰ ὑπόσταση μπορεῖ νὰ ἀλλάζει τὴν κατάστασή της, ἀκόμη καὶ τὴν ἀναπαραστατικὴ κατάστασή της –ὅ,τι ἀντιλαμβάνεται καὶ ὅ,τι νοεῖ–, μόνον ὑπὸ τὴν ἐπίδραση μιᾶς ἄλλης ὑπόστασης. Κι αὐτὸ γιατὶ, ἂν ἡ αἰτία τῆς κατάστασής της ἦταν ἐντελῶς ἐσωτερικὴ στὴν ὑπόσταση, ἡ ὑπόσταση θὰ βρισκόταν στὴν ἑκάστοτε κατάσταση ἀνέκαθεν, καὶ δὲν θὰ εἶχε ὑποστεῖ οἱανδήποτε ἀλλαγή (ΝΔ, πρόταση χίί, 1:410). ςτὴν Κριτικὴ τοῦ Καθαροῦ Λόγου ὁ Κὰντ θὰ διατυπώσει τελικὰ ἕναν ριζικὰ διαϕορετικὸ ἀπολογισμὸ καὶ μιὰν ἀλλιώτικη ἀπόδειξη τῆς ἀρχῆς τοῦ ἀποχρῶντος λόγου, ὡς ἀρχῆς ποὺ ἀϕορᾶ στὴ «δυνατότητα τῆς ἐμπειρίας». ῾ ο ἀπολογισμός, ὡστόσο, ἀναϕορικὰ μὲ τὴν «ἀρχὴ τῆς ἀκολουθίας» στὴ Νέα Διευκρίνιση δείχνει πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς μεταγενέστερης ἔμϕασης ποὺ θὰ ἀποδώσει στὸ ὅτι γενικῶς ἡ αἰτιότητα εἶναι πραγματική, καὶ πρὸς τὴν ἐπιμέρους θέση του ὅτι ἡ καθορισμένη ἀκολουθία τῶν ἀναπαραστάσεων ἢ τῶν ἐμπειριῶν στὸν νοῦ μπορεῖ νὰ γίνει γνωστὴ μόνον ἂν ὁ νοῦς ἀλληλεπιδρᾶ μὲ τὰ ϕυσικὰ σώματα – τὴ θέση δηλαδὴ ποὺ ἀναπτύσσεται στὴν « ᾽ Ανασκευὴ τοῦ ᾽ ίδεαλισμοῦ».13 Τέλος, στὴ Νέα Διευκρίνιση ἐξετάζεται ἕνα ζήτημα ποὺ θὰ καταλάβει κεντρικὴ θέση στὴν ἠθικὴ ἀλλὰ καὶ στὴ θεωρητικὴ ϕιλοσοϕία τοῦ Κάντ. ῾ ο Κὰντ εἶχε ἐνστερνιστεῖ τὴν ἀρχὴ τοῦ ἀποχρῶντος λόγου ἤ, κατὰ τὸ δικό του λεκτικό, τὴν «ἀρχὴ τοῦ καθοριστι12. ῾ ο Baumgarten εἰσήγαγε τὸν ὅρο «αἰσθητικὴ» τὸ 1735 στὴ διατριβή του γιὰ τὸν τίτλο τοῦ Magister – ποὺ ἔχει ἀποδοθεῖ στὴν ἀγγλικὴ ὡς Reflections on Poetry, μτϕρ. Karl Aschenbrenner / William B. Holther (Berkeley, CA: University of California Press, 1954). 13. ςχετικὰ μὲ τὴ Νέα Διευκρίνιση βλ. Alison Laywine, Kant’s Early Metaphysics and the Origins of the Critical Philosophy (Atascadero, CA: Ridgeview Publishing Company, 1993), σσ. 25-42· M. Schönfeld, The Philosophy of the Young Kant, ὅ.π., σσ. 128-60· καὶ E. Watkins, ὅ.π., σσ. 112-60.
1. Το Εργο ως Βίος
57
κοῦ λόγου» – ἂν καὶ δὲν εἶχε ἀκόμη βρεῖ ὅ,τι ἀργότερα θὰ θεωροῦσε ὡς ἱκανοποιητικὴ ἀπόδειξή της. Αὐτὴ ἡ δέσμευση ὑπὲρ τῆς ἀρχῆς τοῦ ἀποχρῶντος λόγου ἀνάγκασε ἀναπόϕευκτα τὸν Κὰντ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴ σύγκρουση ἀνάμεσα στὴν αἰτιοκρατία καὶ στὴν ἐλεύθερη βούληση. ῞ οσοι ϕιλόσοϕοι ἀκολουθοῦσαν τὸν Leibniz θεωροῦσαν ὅτι ἡ ἀρχὴ τοῦ ἀποχρῶντος λόγου τοὺς δεσμεύει νὰ ἀποδεχτοῦν τὴν αἰτιοκρατία. Τὸν Wolff μάλιστα τὸν εἶχαν ἐξορίσει ἀπὸ τὴν πρωσία τὸ 1723 ἐπειδὴ ὁ βασιλιὰς εἶχε πεισθεῖ πὼς ἡ θέση τοῦ Wolff ὑπὲρ τῆς αἰτιοκρατίας εἶχε ὡς συνέπεια νὰ μὴ θεωροῦνται οἱ στρατιῶτες του ὑπεύθυνοι γιὰ τὶς πράξεις τους, ἀκόμη καὶ γιὰ τὴ λιποταξία. οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Leibniz εἶχαν προσπαθήσει νὰ διασώσουν τὴν πίστη στὴν ἐλευθερία τῆς βούλησης, θεωρώντας τὶς πράξεις ὡς ἐλεύθερες ὅταν τὸ αἴτιό τους εἶναι ἐσωτερικὸ καὶ ὄχι ἐξωτερικό, καὶ εἰδικότερα ὅταν τὸ αἴτιο εἶναι μιὰ ἀναπαράσταση ἀλληλουχίας πράξεων ὡς βέλτιστης γιὰ μᾶς. ῾ ο Christian August Crusius, εὐσεβιστὴς ϕιλόσοϕος καὶ ἐπικριτὴς τοῦ Wolff, εἶχε προβάλει τὴν ἔνσταση ὅτι αὐτὸ δὲν ἀρκεῖ, καὶ ὅτι μιὰ ἐπιλογὴ εἶναι ἐλεύθερη μόνον ἂν τὴ στιγμὴ τῆς δράσης τὸ δρῶν ὑποκείμενο δὲν κλίνει ἀνεπιστρεπτὶ πρὸς τὴ μιὰ πλευρὰ καὶ ὄχι πρὸς τὴν ἀντίθετή της, καὶ μπορεῖ νὰ ἐπιλέξει αὐθορμήτως τὴ μιὰ ἢ τὴν ἄλλη.14 ῾ ο Κὰντ συντάχθηκε ἐν προκειμένω μὲ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Leibniz, καὶ ἀπέρριψε τὴν κατὰ Crusius ἐκδοχὴ αὐτοῦ ποὺ συνήθως ὀνομάζεται «ἐλευθερία ἐξ ἀδιαϕορίας», γιατὶ σήμαινε πὼς ἕνα δρῶν ὑποκείμενο, ἀκόμη καὶ ἂν ἔχει πρωτύτερα «ἀποϕασίσει νὰ ἀκολουθήσει τὴν ὁδὸ τῆς ἀρετῆς», δὲν μπορεῖ νὰ λογαριάζει στὴν ἀπόϕαση αὐτὴ ὅταν ϕτάσει ἡ στιγμὴ τῆς ἐπιλογῆς (ΝΔ, πρόταση ίχ, 1:402).15 ᾽ Αργό14. ςχετικὰ μὲ τὸν Crusius βλ. L.W. Beck, ὅ.π., σσ. 394-402· ὅσον ἀϕορᾶ στὴ θέση τοῦ Crusius γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς βούλησης βλ. J.B. Schneewind, The Invention of Autonomy: A History of Modern Moral Philosophy (Cambridge: Cambridge University Press, 1998), σσ. 445-56. 15. Τὴν ἴδια σχεδὸν περίοδο, στὴν ἀπομακρυσμένη Νέα ᾽ Αγγλία, ὁ Jonathan Edwards διατύπωνε παρόμοια ἔνσταση κατὰ τῆς ἐλευθερίας ἐξ ἀδιαϕορίας· βλ. τὴν πραγματεία του ῾Η Ε ᾽ λευθερία τῆς Βούλησης [The Freedom of the Will ] (1754), ὅπου, πολὺ πιὸ διεξοδικὰ ἀπ’ ὅ,τι ἐπιτίθεται κατὰ τοῦ Crusius ὁ Κὰντ στὴ Νέα Διευκρίνιση, ἐπιτίθεται κατὰ τῆς ἐλευθερίας ἐξ ἀδιαϕορίας ἢ ἐξ αὐθορμησίας, στὴν ἐκδοχὴ ποὺ ὑποστήριζαν οἱ ἀρμινιανοί, μιὰ ὀλλανδικὴ μεταρρυθμιστικὴ ὁμάδα ποὺ δὲν διέϕερε πολὺ ἀπὸ τοὺς εὐσεβιστές.
58
1. Το Εργο ως Βίος
τερα ὅμως ὁ Κὰντ θὰ καταλήξει νὰ θεωρεῖ τὴν ἀντίληψη ποὺ πρόβαλλε ὁ Leibniz γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς βούλησης ὡς τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὴν «ἐλευθερία τῆς κουρδιστῆς σούβλας» (ΚΠΛ 5:97), καὶ θὰ κινηθεῖ πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ Crusius. ῾ ο Κὰντ πράγματι θὰ ἐπιδιώξει τελικῶς νὰ συμϕιλιώσει τὶς δυὸ ἀντιλήψεις γιὰ τὴν ἐλευθερία, κατὰ Leibniz καὶ κατὰ Crusius, μὲ τὸν ὑπερβατολογικὸ ἰδεαλισμό του, ποὺ ἐπιτρέπει τὴ γενικευμένη αἰτιοκρατία στὸ ἐπίπεδο τῶν ϕαινομένων, θέτοντας ἐκ παραλλήλου ὡς αἴτημα τὴν πλήρη αὐθορμησία τῆς δράσης στὸ ἐπίπεδο τῆς πραγματικότητας. Αὐτὸ ἐγείρει ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ στρυϕνὰ ζητήματα τῆς ὥριμης ϕιλοσοϕίας τοῦ Κάντ – ὁ ἴδιος ὁ Κὰντ θὰ πεῖ ὅτι, σύμϕωνα μὲ τὴ θεωρία του, ἡ πραγματικότητα τῆς ἐλευθερίας παραμένει ἀνεξήγητη ἢ ἀδιερεύνητη. γι’ αὐτὸ καὶ ἐπὶ τοῦ παρόντος θὰ μείνουμε στὴν ἀϕήγηση τῆς ἐξέλιξης τοῦ Κάντ.
Πρὸς τὴν Κριτικὴ Φιλοσοϕία
Μετὰ ἀπὸ τὴν ἔκρηξη δημοσιεύσεων στὸ διάστημα
1755-1756, ἡ
θέση τοῦ Κὰντ ὡς διδάσκοντος στὸ πανεπιστήμιο παγιώθηκε. ῏ Ηταν ὑποχρεωμένος νὰ παραδίδει ἀρκετὰ μαθήματα λογικῆς, μεταϕυσικῆς καὶ ἠθικῆς, καὶ πέρα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ϕιλοσοϕικὰ ἀντικείμενα νὰ διδάσκει μαθηματικά, ϕυσική, γεωμετρία, ἀκόμη καὶ ὀχυρωματική, ὥστε νὰ ἐνισχύει τὰ πενιχρὰ οἰκονομικά του. ᾽ Επὶ μιὰ ἑξαετία, οἱ διδακτικὲς ὑποχρεώσεις ἐμπόδισαν τὸν Κὰντ νὰ δημοσιεύσει κάτι περισσότερο ἀπὸ λίγα σύντομα κείμενα, συμπεριλαμβανομένου ἑνὸς κειμένου περὶ αἰσιοδοξίας (1759). (Κάποια στιγμὴ μάλιστα, γιὰ νὰ συμπληρώνει τὰ εἰσοδήματά του ἀπὸ δίδακτρα ποὺ εἰσέπραττε ἀπὸ τὴν πανεπιστημιακὴ θέση του, ὁ Κὰντ χρειάστηκε νὰ ἐργαστεῖ ἐπιπλέον καὶ ὡς ὑποβιβλιοθηκάριος στὸ πανεπιστήμιο καὶ στὰ ἀνάκτορα!) ῾ ωστόσο, στὴν περίοδο 1762-1766 ὁ Κὰντ δημοσίευσε ἕναν ἀκόμη χείμαρρο ἀπὸ μελέτες καὶ βιβλία, ὅπου, χωρὶς νὰ ἔχει ἀκόμη καταλήξει στὶς ὥριμες ϕιλοσοϕικὲς ἀπόψεις του, ἔκανε σημαντικὰ βήματα πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή. Τὸ 1762 ὁ Κὰντ δημοσίευει τὸ δοκίμιο « ῾ Η ψευδὴς ςοϕιστικότητα τῶν Τεσσάρων ςυλλογιστικῶν ςχημάτων»· τὸ 1763 τὸ δοκίμιο « ᾽ Απόπειρα γιὰ τὴν Εἰσαγωγὴ τῆς ῎ Εννοιας τῶν ᾽ Αρνητικῶν ποσοτήτων στὴ ϕιλοσο-
1. Το Εργο ως Βίος
59
ϕία» καὶ ἕνα βιβλίο ποὺ μὲ αὐτοπεποίθηση εἶχε τιτλοϕορήσει Τὸ Μόνο Δυνατὸ ῎Ερεισμα γιὰ τὴν Α ᾽ πόδειξη περὶ ῾Υπάρξεως τοῦ Θεοῦ· τὸ 1764 τὸ δημοϕιλὲς βιβλιαράκι Παρατηρήσεις περὶ τοῦ Αἰσθήματος τοῦ ῾Ωραίου καὶ τοῦ ῾Υψηλοῦ καὶ τὸ δοκίμιο ϕιλοσοϕικῆς μεθοδολογίας ῎Ερευνα σχετικὰ μὲ τὴ Διαϕορὰ τῶν Α ᾽ ρχῶν τῆς Φυσικῆς Θεολογίας καὶ τῆς Η ᾽ θικῆς. Τὸ δοκίμιο αὐτὸ ὁ Κὰντ τὸ ὑπέβαλε σὲ διαγωνισμὸ ποὺ εἶχε προκηρύξει τὸ 1762 ἡ ᾽ Ακαδημία ᾽ Επιστημῶν τοῦ Βερολίνου σχετικὰ μὲ τὸ ἐρώτημα κατὰ πόσον ἡ ϕιλοσοϕία μπορεῖ νὰ χρησιμοποιεῖ τὴ μαθηματικὴ μέθοδο.16 ςτὴν ᾽ Ακαδημία δέσποζαν οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Wolff καὶ τὸ πρῶτο βραβεῖο ἀπονεμήθηκε στὸν βολϕιανὸ Moses Mendelssohn, ἀλλὰ καὶ τὸ δοκίμιο τοῦ Κὰντ κρίθηκε ὡς ἀρκούντως ἀξιοσημείωτο, τόσο ὥστε δημοσιεύτηκε μαζὶ μὲ ἐκεῖνο τοῦ Mendelssohn (χωρὶς ὅμως νὰ λάβει ὁ Κὰντ μερίδιο ἀπὸ τὰ πενήντα χρυσὰ δουκάτα ποὺ εἰσέπραξε ὁ Mendelssohn). Τὸ δοκίμιο περὶ τῶν συλλογισμῶν δὲν προέλεγε πολλὰ ἀναϕορικὰ μὲ τὴ μελλοντικὴ ϕιλοσοϕία τοῦ Κάντ, τὰ ἄλλα τρία, ὅμως, ϕιλοσοϕικὰ δοκίμια εἶναι ὅλα τους σημαντικά. ςτὸ Μόνο Δυνατὸ ῎Ερεισμα, ὁ Κὰντ ἐπαναλαμβάνει τὴ θέση πὼς «ἡ ὕπαρξη δὲν εἶναι κατηγόρημα ἢ προσδιορισμὸς ἑνὸς πράγματος» (ΜΔΕ 2:72) καὶ ἀναπτύσσει περαιτέρω τὸ δικό του ἐπιχείρημα πὼς ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ ἀποδειχθεῖ ὡς ἀναγκαῖος ὅρος οἱασδήποτε δ υ ν α τ ό τ ητ α ς (2:79-80).17 Τὸ ἐπιχείρημα ἐκκινεῖ ἀπὸ τὴν προκείμενη πώς, ἂν κάτι εἶναι δυνατόν, τότε πρέπει νὰ ὑπάρχει κάτι ἐνεργεία, καὶ καταλήγει στὸ συμπέρασμα πὼς κάτι ἀναγκαῖο πρέπει νὰ ὑπάρχει. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ ϕαίνεται πὼς κατευθύνεται ἀπὸ μιὰ ὀλίσθηση ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὸ συμπέρασμα πὼς κάτι ἐνεργεία ὑπάρχει κατανάγκην στὸν ἰσχυρισμὸ πὼς κάτι ἀναγκαῖο ὑπάρχει κατανάγκην (2:83). Μπορεῖ κανεὶς νὰ ὑπερασπίσει τὸ ἐνλόγω ἐπιχείρημα, ὅμως ὁ Κὰντ δὲν θὰ τὸ ἐπιχειρήσει στὴν μεταγενέστερη κριτική του τῶν μεταϕυσικῶν ἐπι16. Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ βρισκόταν στὸ κέντρο τοῦ ἐνδιαϕέροντος γιὰ ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ 18ου αἰώνα· βλ. Ernst Cassirer, The Philosophy of the Enlightenment, μτϕρ. Fritz C.A. Koelln / James P. Pettegrove (Princeton, NJ: Princeton University Press, 1951), σσ. 7-15. 17. Τὴν κριτικὴ κατὰ τοῦ ὀντολογικοῦ ἐπιχειρήματος ποὺ διατύπωσε ὁ Κὰντ στὸ δοκίμιο Τὸ Μόνο Δυνατὸ ῎Ερεισμα τὴν ἐξετάζει ὁ Dieter Henrich στὸ ἔργο του Der ontologische Gottesbeweiss (Tübingen: J.C.B. Mohr, 21960), σσ. 178-88.
60
1. Το Εργο ως Βίος
χειρημάτων ὑπὲρ τῆς ὑπάρξεως Θεοῦ. Τὴν ἴδια στιγμή, τὸ ἔργο ὑπερασπίζει ἐπίσης διὰ μακρῶν μιὰ θέση «ἀποκαθαρμένης» (2:113) τελεολογίας, κατὰ τὴν ὁποία κάθε θεϊκὸς σκοπὸς ἀναϕορικὰ μὲ τὸν κόσμο θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπιτυγχάνεται ὄχι μὲ ἄμεση ἐπέμβαση στὴν πορεία τῆς ϕύσης, ἀλλὰ χάρη στὴ λειτουργία τῶν ϕυσικῶν νόμων ποὺ ἔχουν θεσπιστεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὸν κόσμο. πρόκειται δηλαδή, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε διαϕορετικά, γιὰ συμϕιλίωση τοῦ ποιητικοῦ μὲ τὸ τελικὸ αἴτιο (βλ. ΜΔΕ, στοχασμὸς IV, 2:108-15). γιὰ τὸν ὥριμο Κάντ, μιὰ ἀπὸ τὶς θεμελιώδεις θέσεις θὰ εἶναι πὼς ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ βεβαιώνεται, ὄχι ὡς «λογική», ἀλλὰ μόνον ὡς «ἠθικὴ βεβαιότητα» (ΚΚΛ Α829 / Β857 ~ ἑλλ. ἔκδ., [τ. 3], σ. 457), ὡς «αἴτημα τοῦ καθαροῦ πρακτικοῦ λόγου». Τὸ αἴτημα αὐτὸ τὸ πιστεύουμε γιὰ νὰ καταστήσουμε ἔλλογες τὶς προσπάθειές μας νὰ ἐκπληρώσουμε τῆς ἀπαιτήσεις τῆς ἠθικότητας. ςτὴν Κριτικὴ τῆς Κριτικῆς Δύναμης θὰ ὑποστηρίξει ἐπίσης πὼς αὐτὴ ἡ πρακτικὴ πίστη στὸν Θεὸ μπορεῖ νὰ συμϕιλιωθεῖ μὲ τὴ ϕυσικὴ ἐπιστήμη μόνο μέσω μιᾶς τέτοιας «ἀποκαθαρμένης» τελεολογίας.18 ᾽ Εγγύτεροι σταθμοὶ στὴν πορεία πρὸς τὴν ὥριμη θεωρητικὴ ϕιλοσοϕία τοῦ Κὰντ ἀνευρίσκονται στὰ δοκίμια σχετικὰ μὲ τὶς « ᾽ Αρνητικὲς ποσότητες» καὶ τὴ Διαϕορὰ τῶν Α ᾽ ρχῶν τῆς Φυσικῆς Θεολογίας καὶ τῆς ᾽Ηθικῆς. Τὸ πρῶτο δοκίμιο ἀρχίζει μὲ τὴν παρατήρηση ὅτι ἡ ἀντίθεση ἀνάμεσα στὶς θετικὲς καὶ στὶς ἀρνητικὲς ποσότητες δὲν εἶναι λογικὴ ἀντίθεση, ἀλλὰ πραγματική: τὸ νὰ βεβαιώνουμε ταυτοχρόνως ὅτι ἀληθεύουν μιὰ πρόταση p καὶ ἡ ἄρνησή της ὄχι-p συνιστᾶ πάντοτε μιὰν ἀντίϕαση στερημένη νοήματος. ᾽ Αντίθετα, τὸ νὰ ποῦμε, π.χ., ὅτι ὁ ἄνεμος ποὺ ἀσκεῖ δύναμη στὰ ἱστία ἑνὸς πλοίου ἔχει ταχύτητα 5 κόμβων καὶ διεύθυνση πρὸς ἀνατολάς, ἐνῶ τὸ ρεῦμα ἔχει ταχύτητα 5 κόμβων καὶ κατεύθυνση πρὸς δυσμάς, δὲν συνιστᾶ ἀντίϕαση, ἀλλὰ ὡς βεβαιωτικὴ κρίση ἔχει νόημα· μεταϕέρει πληροϕορία καὶ ἐξηγεῖ γιατί τὸ πλοῖο δὲν κινεῖται (ΜΔΕ 2:177). Αὐτὴ καθαυτήν, ἡ ἰδέα δὲν εἶναι τόσο ἐνδιαϕέρουσα, ἀλλὰ ὁδήγησε τὸν Κὰντ στὴ σημαντικὴ ἐνόραση πὼς ὑπάρχουν ἄλλες διαϕορὲς ἀνάμεσα στὶς «λογικὲς» καὶ στὶς «πραγματικὲς» σχέσεις, εἰδικότερα μάλιστα στὴν ἐνόραση πὼς οἱ α ἰ τ ι α κ ὲ ς σχέσεις 18. ςχετικὰ μὲ τὸ Μόνο Δυνατὸ ῎Ερεισμα βλ. M. Schönfeld, The Philosophy of the Young Kant, ὅ.π., σσ. 183-208.
1. Το Εργο ως Βίος
61
εἶναι πραγματικὲς σχέσεις ἀνάμεσα σὲ καταστάσεις ἀντικειμένων καὶ ὄχι λογικὲς σχέσεις συνεπαγωγῆς, ἀπὸ ἔννοιες σὲ κατηγορήματα ποὺ περιέχονται σ’ αὐτές. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ ἐρώτημα, γιατί «ἐπειδὴ ὑπάρχει κάτι, νὰ ὑπάρχει κάτι ἄλλο;» (2:202) δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπαντηθεῖ μόνο μὲ λογικὴ ἢ μὲ ἀνάλυση, καὶ ὅτι «κάτι ἐντελῶς διαϕορετικὸ» θὰ πρέπει νὰ βρεθεῖ ὅπου νὰ ἑδράζεται ἡ πίστη μας στὴν αἰτιότητα. Αὐτὸ σημαδεύει τὸ τέλος τῆς ἐρωτοτροπίας τοῦ Κὰντ μὲ τὶς λογοκρατικὲς συναγωγὲς ποὺ ἔχουν ὡς ἀϕετηρία τὴν ἀρχὴ τοῦ ἀποχρῶντος λόγου, καὶ θὰ τὸν ὁδηγήσει τελικὰ στὴν ἐντελῶς διαϕορετικὴ προσέγγιση στὴν ἀρχὴ αὐτὴ καὶ στὶς μεταϕυσικὲς ἀρχὲς ἐνγένει, τὴν ὁποία ὁ Κὰντ θὰ ἀναπτύξει στὴν Κριτικὴ τοῦ Καθαροῦ Λόγου. ςτὸ δοκίμιο γιὰ τὸ διαγωνισμὸ τῆς ᾽ Ακαδημίας τοῦ Βερολίνου, τὸ 1762, σχετικὰ μὲ τὴ ϕιλοσοϕικὴ μέθοδο, ὁ Κὰντ σθεναρὰ ἀπορρίπτει τὴν ἰδέα πὼς ἡ ϕιλοσοϕία μπορεῖ νὰ ϕτάσει τὴ βεβαιότητα μὲ τὴν ἴδια μέθοδο ποὺ ἀκολουθοῦν καὶ τὰ μαθηματικά, θέση ποὺ ἡ ᾽ Ακαδημία προϕανῶς ἤλπιζε ὅτι θὰ ὑποστήριζε – ὅπως πράγματι συνέβη μὲ τὸ δοκίμιο τοῦ Mendelssohn ποὺ ἔλαβε τὸ πρῶτο βραβεῖο. ῾ ο Mendelssohn ὑποστήριξε πὼς τὰ μαθηματικὰ καὶ ἡ ϕιλοσοϕία περιέχουν δυὸ στοιχεῖα: ἀϕενὸς μιὰ ἐννοιακὴ δομὴ ὅπου τὰ συμπεράσματα συνάγονται μὲ ἀϕετηρία τὶς προκείμενες μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα καὶ ἀναγκαιότητα, ἀϕετέρου μιὰν ἀδιαμϕισβήτητη ἐμπειρία χάρη στὴν ὁποία οἱ βασικὲς προκείμενες τῆς σχετικῆς δομῆς ἀγκυρώνονται στὴν πραγματικότητα. Κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, ὑποστήριζε ὁ Mendelssohn, ἡ κατ’ αἴσθηση ἐμπειρία μᾶς ἐπιβεβαιώνει πέρα ἀπὸ κάθε ἀμϕιβολία τὰ ἀξιώματα τῆς γεωμετρίας, ἐνῶ ἡ ἐμπειρία σχετικὰ μὲ τὴν ἴδια τὴ νόησή μας (τὸ περίϕημο cogito τοῦ Καρτέσιου) καὶ τὸ ὀντολογικὸ ἐπιχείρημα ὑπὲρ τῆς ὑπάρξεως Θεοῦ εἶναι τὰ ἀδιαμϕισβήτητα θεμέλια κάθε μεταϕυσικῆς.19 ῾ ο Κὰντ εἶχε 19. Μετάϕραση στὴν ἀγγλικὴ ἀπὸ τὴν ἐπίσημη, συντομευμένη ἀπὸ τὴν ᾽ Ακαδημία, γαλλόϕωνη ἐκδοχὴ τοῦ δοκιμίου τοῦ Mendelssohn ἔχει περιληϕθεῖ στὸν τόμο Immanuel Kant, Theoretical Philosophy, 1755-1770, ἐπιμ. David Walford, συνεργ. Ralf Meerbote (Cambridge: Cambridge University Press, 1992), σσ. 276-86· τὸ πλῆρες γερμανικὸ κείμενο βρίσκεται μεταϕρασμένο στὴν ἀγγλικὴ στὸν τόμο Moses Mendelssohn, Philosophical Writings, ἐπιμ. Daniel O. Dahlstrom (Cambridge: Cambridge University Press, 1997), σσ. 251-306.
62
1. Το Εργο ως Βίος
ἤδη ἀπορρίψει τὸ ὀντολογικὸ ἐπιχείρημα, ἀλλὰ τώρα –χωρὶς νὰ ἔχει λάβει γνώση τοῦ δοκιμίου τοῦ Mendelssohn– ἀπέρριπτε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Mendelssohn συνδύαζε τὴ λογοκρατία καὶ τὸν ἐμπειρισμὸ γενικότερα. Κατὰ τὸν Κάντ (στὸ συγκεκριμένο σημεῖο τῆς σταδιοδρομίας του), τὰ μαθηματικὰ δὲν ἐϕαρμόζουν μιὰ ἀναλυτικὴ δομὴ στὴν ἐμπειρία, ἀλλὰ κατακτοῦν τὴ βεβαιότητα ἐπειδὴ μποροῦν, κατὰ κυριολεξία, νὰ κατασκευάζουν τὰ ἀντικείμενά τους, ἐκκινώντας ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς μαθηματικοὺς ὁρισμούς, καὶ καθορίζοντας ἀκολούθως τὶς περαιτέρω ἰδιότητες τῶν ἀντικειμένων αὐτῶν. ᾽ Αντίθετα, ἡ ϕιλοσοϕία δὲν μπορεῖ νὰ κατασκευάζει τὰ ἀντικείμενά της ἐκκινώντας ἀπὸ ϕιλοσοϕικοὺς ὁρισμούς, παρὰ καταλήγει μόνο βαθμιαῖα σὲ ὁρισμοὺς ὑποβάλλοντας σὲ ἀνάλυση κοινὲς ἔννοιες, ὅπως τὶς ἔννοιες τῆς «οὐσίας» καὶ τῆς «ὑποχρέωσης». ῾ Η χρήση τῆς μαθηματικῆς μεθόδου θὰ ἦταν στὴ ϕιλοσοϕία ἁπλῶς ὑπερβολικὴ ἀξίωση. Εὔλογα ἡ ᾽ Ακαδημία βράβευσε τὸ μορϕικὰ ἄρτιο δοκίμιο τοῦ Mendelssohn, γιατὶ τὸ πολὺ λιγότερο καλογραμμένο δοκίμιο τοῦ Κὰντ ἀποτελοῦσε ἕνα ἀχνὸ μόνον σχεδίασμα τῶν ἐπαναστατικῶν ἀπόψεων ποὺ ὁ συγγραϕέας του θὰ παρουσίαζε εἴκοσι χρόνια ἀργότερα. ῾ Η ἄποψη πὼς τὰ μαθηματικὰ μποροῦν νὰ κατασκευάζουν τὰ ἀντικείμενά τους, ἐνῶ ἡ ϕιλοσοϕία δὲν μπορεῖ, θὰ παραμείνει κεντρικὴ θέση τῆς ϕιλοσοϕίας τοῦ Κάντ· ὡστόσο, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν εἶχε διατυπώσει ἕναν ἀπολογισμὸ ἀναϕορικὰ μὲ τὴ σχέση ἀνάμεσα στὰ κατασκευασμένα ἀντικείμενα τῶν μαθηματικῶν καὶ στὰ πραγματικὰ ἀντικείμενα ποὺ μετρᾶμε μὲ τὰ μαθηματικὰ στὴν καθημερινὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐπιστήμη. ῾ ο ρόλος τῆς ἀμϕιλεγόμενης θεωρίας τοῦ ὑπερβατολογικοῦ ἰδεαλισμοῦ στὴν Κριτικὴ τοῦ Καθαροῦ Λόγου ἦταν νὰ παράσχει ἕναν ἀπολογισμὸ σὰν κι αὐτόν. ῾ Η συζήτηση τῆς μεταϕυσικῆς καὶ τῆς ἠθικότητας στὸ ἐνλόγω δοκίμιο τοῦ Κὰντ περιεῖχε μερικὲς ἐνδιαϕέρουσες ἐνοράσεις –τὸ δοκίμιο περιέχει τὴν πρώτη δημοσιευμένη ἔκθεση ἀναϕορικὰ μὲ τὴ διάκριση ἀνάμεσα στὴν ὑποθετικὴ καὶ στὴν κατηγορικὴ προσταγή, ποὺ θὰ ἀποτελέσει τὸ θεμέλιο τῆς ὥριμης ἠθικῆς ϕιλοσοϕίας τοῦ Κάντ (2:29899)–, στὴν πραγματικότητα, ἐντούτοις, ἦταν πολὺ ἀσαϕὲς τὸ ποιά ἀκριβῶς μέθοδο ϕιλοσοϕικῆς ἀνάλυσης εἶχε ὁ Κὰντ κατὰ νοῦν. Καὶ μάλιστα, ὁ Κὰντ θὰ ὑποστήριζε τελικὰ ἕνα διαϕορετικὸ ἀπολογισμὸ σχετικὰ μὲ τὴν ἀντίθεση ἀνάμεσα στὴ μαθηματικὴ καὶ στὴ ϕιλοσοϕικὴ μέθοδο ἀπὸ αὐτὸν ποὺ παρουσιάζει στὸ δοκίμιο. ςύμϕωνα
1. Το Εργο ως Βίος
63
μὲ τὴν ὥριμη ἄποψή του, ἡ ϕιλοσοϕία δὲν μπορεῖ νὰ κατασκευάζει τὰ ἀντικείμενά της, οὔτε ὅμως μπορεῖ νὰ εἶναι ἁπλῶς ἀνάλυση· ἡ ϕιλοσοϕία ἐντέλει δὲν περιέχει τὴν κατασκευὴ ἀντικειμένων, ἀλλὰ τοὺς κανόνες γιὰ τὴν κατασκευὴ τῆς ἐμπειρίας μας ἀναϕορικὰ μὲ τὰ ἀντικείμενα, καὶ οἱ κανόνες αὐτοὶ προκύπτουν ἀπὸ μιὰ διεργασία σύνθεσης μᾶλλον παρὰ ἀνάλυσης. ῞ ολα αὐτὰ ὅμως παρέμεναν πρὸς ἐξήγηση.20 Τὸ ἄλλο δημοσίευμα τοῦ Κὰντ τὸ 1764, τὸ σύντομο βιβλίο Παρατηρήσεις περὶ τοῦ Αἰσθήματος τοῦ ῾Ωραίου καὶ τοῦ ῾Υψηλοῦ, δὲν ἦταν θεωρητικὸ ἔργο αἰσθητικῆς, ὅπως θὰ ἄϕηνε ἴσως νὰ ἐννοηθεῖ ὁ τίτλος του,21 ἀλλὰ δοκίμιο σὲ ἕνα πεδίο ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ὀνομάσουμε ἀνθρωπολογία τοῦ κοινωνικοῦ ϕύλου, τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς ϕυλῆς. Τὸν Κὰντ τὸν ἐνδιέϕεραν πρωτίστως οἱ ὑποτιθέμενες διαϕορὲς ἀνάμεσα στὰ εἴδη τῆς αἰσθητικῆς καὶ κυρίως τῆς ἠθικῆς εὐαισθησίας –διαϕορὲς σχετικὰ μὲ τὴν αἴσθηση τοῦ ὡραίου καὶ τοῦ ὑψηλοῦ, ἀλλὰ καὶ σχετικὰ μὲ τὴ μάθηση, τὸ καθῆκον καὶ τὴν τιμή, κλπ.– ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες καὶ τοὺς ἄνδρες καί, δυστυχῶς, ἀνάμεσα σὲ διάϕορες ϕυλές.22 Τὸ ἔργο ἔγινε δημοϕιλὲς καὶ γνώρισε δεύτερη ἔκδοση τὸ 1771, ὁπότε καὶ χρησίμευσε γιὰ τὴν προβολὴ τῶν μαθημάτων ἀνθρωπολογίας ποὺ ὁ Κὰντ ἐπρόκειτο νὰ παραδώσει τὸ ἑπόμενο ἔτος, συνεχίζοντας ἕως τὴν ἀποχώρησή του τὸ 1797. 20. ςυγκρίνω διεξοδικὰ μεταξύ τους τὰ δοκίμια τοῦ Mendelssohn καὶ τοῦ Κὰντ στὴ μελέτη “ Mendelssohn and Kant: One Source of the Critical Philosophy”: Philosophical Topics 19 (1991), σσ. 119-52, ποὺ ἀναδημοσιεύεται στὸ βιβλίο μου Kant on Freedom, Law, and Happiness (Cambridge: Cambridge University Press, 2000), σσ. 17-59. γιὰ μιὰ σύντομη συζήτηση σχετικὰ μὲ τὸ δοκίμιο τοῦ Mendelssohn μόνο βλ. Alexander Altmann, Moses Mendelssohn: A Biographical Study (University, AL: University of Alabama Press, 1973), σσ. 112-30, ἐνῶ γιὰ μιὰ διεξοδικὴ συζήτηση βλ. ῎ ίδ., Moses Mendelssohns Frühschriften zur Metaphysik (Tübingen: J.C.B. Mohr, 1969), σσ. 252-391. 21. ῾ ο τίτλος τοῦ βιβλίου τοῦ Κὰντ θὰ θύμιζε στὸν ἀναγνώστη τῆς ἐποχῆς τὸ ἔργο τοῦ Edmund Burke Φιλοσοϕικὴ ῎Ερευνα γιὰ τὴν Καταγωγὴ τῶν Ι᾽δεῶν μας περὶ τοῦ ῾Υψηλοῦ καὶ τοῦ ῾Ωραίου [ A Philosophical Enquiry into the Origin of our Ideas of the Sublime and Beautiful ] (11757· ἐπαυξημένη ἔκδοση μὲ εἰσαγωγικὸ δοκίμιο περὶ καλαισθησίας, 21759), ποὺ ἦταν ἔργο αἰσθητικῆς. 22. γιὰ συζήτηση ἀναϕορικὰ μὲ τὸ ἐνλόγω ἔργο βλ. Susan Meld Shell, The Embodiment of Reason: Kant on Spirit, Generation, and Community (Chicago: University of Chicago Press, 1996), σσ. 81-105.
64
1. Το Εργο ως Βίος
ςτοὺς μῆνες μετὰ τὴν πρώτη κυκλοϕόρηση τοῦ βιβλίου, ὁ Κὰντ χρησιμοποίησε ἕνα προσωπικό του ἀντίτυπο γιὰ νὰ καταγράψει σειρὰ ἀπὸ σημειώσεις, μερικὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες ϕανερώνουν σημαντικὴ πρόοδο κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ πρὸς τὴν ὥριμη ἠθικὴ ϕιλοσοϕία του.23 Δύο χρόνια μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ δημοσιεύματα, ὁ Κὰντ ἐξέδωσε ἕνα πολὺ παράξενο βιβλίο, τὰ ῎Ονειρα ἑνὸς Πνευματιστῆ, ῾Ερμηνευμένα μὲ ῎Ονειρα τῆς Μεταϕυσικῆς (1766).24 Τὸ βιβλίο ἀρχίζει ὡς κριτικὴ τοῦ ςουηδοῦ μυστικιστῆ Emanuel Swedenborg (1688-1776). ῾ ο Swedenborg ὑπῆρξε κάποτε ἀξιοσέβαστος ἐπιστήμων, ἀλλά (μετὰ ἀπ’ ὅ,τι θὰ ὀνομάζαμε σήμερα κρίση τῆς μέσης ἡλικίας) ἰσχυριζόταν πὼς ἔχει ἀπευθείας πνευματικὴ ἐπικοινωνία μὲ τὰ πνεύματα τεθνεώτων καὶ μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. ῾ ο Κὰντ δὲν δυσκολεύτηκε νὰ ἀποδομήσει τὸν Swedenborg, ἀλλὰ χρησιμοποίησε ἐπ’ εὐκαιρία τὸ βιβλίο γιὰ νὰ ὑποβάλει ἐπιπλέον σὲ κριτικὸ ἔλεγχο τὶς ἀξιώσεις τῆς παραδοσιακῆς μεταϕυσικῆς, ἰδίως τὶς ἀνταγωνιστικὲς μεταξύ τους ἀξιώσεις ἀναϕορικὰ μὲ τὴν κατανόηση τῆς σχέσης νοῦ-σώματος: ἀπὸ θεωρητικὴ σκοπιά, οἱ ἀξιώσεις αὐτὲς δὲν ἦταν καλύτερες ἀπὸ τὶς πνευματιστικὲς ϕαντασιώσεις τοῦ Swedenborg. ῾ ωστόσο, ὁ Κὰντ δὲν ἀπέρριπτε τὴν ϕανταστικὴ ἰδέα ὅτι ἡ ἄμεση ἐπικοινωνία ἀνάμεσα σὲ πνεύματα μποροῦσε νὰ δώσει μιὰ εἰκόνα γιὰ τὴν «καθολικὴ ἀλληλεπίδραση» ἀνάμεσα σὲ βουλήσεις ἢ γιὰ τὴν «ἐξάρτηση τῆς ἀτομικῆς βούλησης ἀπὸ τὴ γενικὴ βούληση» (ΟΠ 2:335), ποὺ εἶναι ὁ γενικὸς στόχος τῆς ἠθικότητας –μὲ ἄλλα λόγια, μιὰ εἰκόνα αὐτοῦ ποὺ ὁ Κὰντ θὰ ὀνομάσει ἀργότερα «κράτος τῶν σκοπῶν»–, τόνιζε ὅμως πὼς ἡ δυνατότητα τῆς ἠθικότητας δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ οἱανδήποτε μεταϕυσικὴ γνώση, γιατὶ «ἡ ἀνθρώπινη καρδιὰ περιέχει ἄμεσες ἠθικὲς ἐπιταγές», καὶ «εἶναι πιὸ σύμϕωνο μὲ τὴν ἀνθρώπινη ϕύση καὶ τὴν ἠθικὴ καθαρότητα νὰ βασίζει τὴν προσδοκία ἑνὸς μέλλοντος κόσμου στὰ αἰσθήματα μιᾶς εὐγενοῦς ψυχῆς, παρὰ τὸ ἀντίθετο, νὰ βασίζει τὴν εὐγενὴ διαγωγὴ στὴν ἐλπίδα ἑνὸς μέλλοντος κόσμου» (ΟΠ 2:273). Τὰ ῎Ονειρα ἑνὸς Πνευματιστῆ θεωροῦνται 23. ᾽ Επιλογὴ ἀπὸ αὐτὲς τὶς σημαντικὲς σημειώσεις ἔχει περιληϕθεῖ στὸν τόμο I. Kant, Notes and Fragments, ἐπιμ. Paul Guyer, μτϕρ. Curtis Bowman / Paul Guyer / Frederick Rauscher (Cambridge: Cambridge University Press, 2005), σσ. 1-24. 24. Βλ. A. Laywine, ὅ.π., Κεϕ. I, IV καὶ V.
1. Το Εργο ως Βίος
65
ἐνίοτε ὡς τεκμήριο μιᾶς «ἐμπειριστικῆς» ϕάσης στὴν ἀνάπτυξη τοῦ Κάντ. Δὲν πρόκειται ὅμως περὶ αὐτοῦ, ἀϕοῦ, ἐνῶ τὸ βιβλίο ἐπιμένει πὼς ἡ κατ’ αἴσθηση ἐμπειρία εἶναι ἀ ν α γ κ α ῖ ο ς ὅρος γιὰ τὴ γνήσια γνώση, δὲν ἀϕήνει ποτὲ νὰ ἐννοηθεῖ πὼς ἡ κατ’ αἴσθηση ἐμπειρία εἶναι ἱ κ α ν ὸ ς ὅρος γιὰ τὴ γνώση χωρὶς ἐπιπρόσθετες λογοκρατικὲς ἀρχές. ῾ ωστόσο, τὸ βιβλίο ἀποτελεῖ σαϕὲς τεκμήριο τοῦ ὅτι ὁ Κὰντ ὁλόκληρη τὴ ζωή του πίστευε πὼς ἡ θεμελιώδης ἀρχὴ τῆς ἠθικότητας εἶναι εὔκολα προσιτὴ σὲ κάθε ἄνθρωπο χωρὶς εἰδικὴ ἐκμάθηση, καὶ ὅτι ἡ ἠθικότητα μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ ἔ ρ ε ι σ μ α γιὰ τὴν πίστη στὸν Θεό, ἀκόμη καὶ στὴν ἀθανασία, ἀλλὰ δὲν π ρ ο ϋπ ο θ έ τ ε ι τέτοιου εἴδους πίστεις. Αὐτὴ τὴ διδασκαλία ὁ Κὰντ θὰ τὴν ὀνομάσει ἀργότερα «αἰτήματα τοῦ καθαροῦ πρακτικοῦ λόγου» καὶ μ’ αὐτὴν θὰ τελειώσει καὶ τὶς τρεῖς Κριτικές. Μιὰ ἰδέα γιὰ τὸν Κὰντ ὡς πανεπιστημιακὸ δάσκαλο σ’ αὐτὴν τὴν παραγωγικὴ περίοδο τῆς ζωῆς του δίνει ἕνα πολὺ ἐνδιαϕέρον ἔγ γραϕο, ἡ «᾽ Αναγγελία γιὰ τὸ πρόγραμμα Μαθημάτων κατὰ τὸ χειμερινὸ ῾ Εξάμηνο 1765-1766».25 ῾ ως ἄμισθος ἀκόμη Privatdozent, ὁ Κὰντ παρέδωσε ἐκεῖνο τὸ ἑξάμηνο τέσσερα μαθήματα: λογική, μεταϕυσική, ἠθικὴ καὶ ϕυσικὴ γεωγραϕία. ςτὴν ἀρχὴ τῆς ἀναγγελίας πρὸς τοὺς ϕοιτητὲς ὁ Κὰντ καθιστοῦσε σαϕὴ τὸν ὕψιστο στόχο του ὡς διδάσκοντος: ῾ ο διδάσκων […] ἀναμένεται νὰ ἀναπτύξει στὸν ἀκροατή του πρῶτα τὸν ἄνθρωπο τὸν ἐϕοδιασμένο μὲ κ α τ α ν ό η σ η, μετὰ τὸν ἄνθρωπο τὸν ἐϕοδιασμένο μὲ λ ό γ ο καὶ τέλος τὸν ἄνθρωπο τὸν ἐϕοδιασμένο μὲ γ ν ώ σ η. Μιὰ τέτοια διεργασία ἔχει τὸ ἑξῆς πλεονέκτημα: ἀκόμη καὶ ἂν ὁ μαθητής, ὅπως συνήθως συμβαίνει, δὲν ϕτάσει τὸ τελικὸ στάδιο, θὰ ἔχει καὶ πάλι ὠϕεληθεῖ ἀπὸ τὴν ἐκπαίδευσή του. Θὰ ἔχει γίνει πιὸ ἔμπειρος καὶ θὰ ἔχει ἀποκτήσει περισσότερη ϕρόνηση, ἂν ὄχι γιὰ ὅ,τι ἀϕορᾶ στὸν ἀκαδημαϊκό, τουλάχιστον γιὰ ὅ,τι ἀϕορᾶ στὸν καθημερινὸ βίο. (2:306)26 25. ςτὴν ἔκδοση τῆς ᾽ Ακαδημίας τοῦ Βερολίνου 2:303-13· ἔχει μεταϕραστεῖ στὴν ἀγγλικὴ στὸν τόμο Theoretical Philosophy, 1755-1770, ὅ.π., σσ. 289-300. 26. ςτὸ χωρίο αὐτὸ ὁ Κὰντ χρησιμοποιεῖ τὸν ἔμϕυλο ὅρο Mann ἀντὶ τοῦ οὐδέτερου κατὰ τὸ γένος ὅρου Mensch («ἀνθρώπινο ὄν»). Δεδομένου ὅτι ἐκείνη τὴν ἱστορικὴ περίοδο μόνο νέοι ἄρρενες γίνονταν δεκτοὶ στὰ πανεπιστήμια τῆς γερμανίας, ὅπως καὶ ἀλλοῦ, ἡ χρήση τοῦ ἔμϕυλου ὅρου εἶναι ϕυσική.