william shakespeare
Α Μ Λ ΕΤ Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΟΥ ΑΜΛΕΤ ΠΡΙΓΚΙΠΑ ΤΗΣ ΔΑΝΙΑΣ
Προλεγόμενα-Μετάϕραση
Διονύσης Καψάλης
GutenberG / ΘΕ ΑΤΡΟ ᾽Α θήνα 2015
74
ΑΜΛΕΤ
μεσάζοντες καὶ μεσιτεύουν ἄλλο ἀπὸ τὸ χρῶμα ποὺ ϕοροῦν καὶ δείχνουν· προξενητὲς ἀνίερων προτάσεων, γιὰ νὰ ἐκμαυλίσουν ψιθυρίζουν ὅρκους σὰν μαστροποὶ μὲ τὸ σταυρὸ στὸ χέρι. Μιὰ καὶ καλή, λοιπόν, μὲ λόγια ἁπλά: Δὲν θέλω εἰς τὸ ἑξῆς οὔτε στὸ τόσο νὰ δυσϕημήσεις ἔστω μιὰ στιγμή σου 160 160 βλέποντας ἢ μιλώντας μὲ τὸν ῎Αμλετ. Κοίτα νὰ κάνεις ὅ,τι λέω. Σύνελθε. ΟΦΗΛ. Θὰ ὑπακούσω. Βγαίνουν. Σ ΚΗΝΗ 4
Μπαίνουν ὁ ΑΜΛΕΤ, ὁ ΟΡΑΤΙΟΣ καὶ ὁ ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ. ΑΜΛ. Διαβολεμένο κρύο, σὲ τρυπάει. ΟΡ. Μέχρι τὸ κόκαλο. ΑΜΛ. Τί ὥρα νά ᾽ναι; ΟΡ. Κοντεύει δώδεκα. ΜΑΡ. Χτύπησε δώδεκα. ΟΡ. Ναί; Δὲν τὸ ἄκουσα. Τότε κοντεύει
κι ἡ ὥρα ποὺ ἐμϕανίζεται τὸ πνεῦμα. ᾽Ακούγονται σαλπίσματα καὶ κανονιοβολισμοί.
Τί εἶναι, τί συμβαίνει; ῾Ο βασιλιὰς ἔχει ξενύχτι ἀπόψε καὶ γλεντάει· πίνουν, χορεύουν, κορυβαντιοῦν καὶ κατεβάζουν κοῦπες τὸ κρασὶ
ΑΜΛ.
ΠΡΑ ΞΗ 1 ~ Σ ΚΗΝΗ 4
τοῦ Ρήνου, ἐνῶ ταμποῦρλα καὶ τρομπέτες 10 διατυμπανίζουν κάθε πρόποσή του. ΟΡ. Εἶν ᾽ ἔθιμο; ΑΜΛ. Ναί, εἶναι, δυστυχῶς. ῞ Ομως, ἂν κι εἶμαι γέννημα καὶ θρέμμα τοῦ τόπου καὶ τῶν τρόπων του, πιστεύω πὼς τέτοιο ἔθιμο εἶναι καλύτερα νὰ τὸ ἀγνοεῖς παρὰ νὰ τὸ τηρεῖς. Αὐτὴ ἡ ὁλονύκτια κραιπάλη μᾶς δυσϕημεῖ σ ᾽ ἀνατολὴ καὶ δύση, μᾶς ψέγουν τ ᾽ ἄλλα ἔθνη καὶ μᾶς λένε μεθύστακες, καὶ δίπλα στὸ Δανὸς 20 προσθέτουν τὸ κοσμητικὸ γουρούνι. Κι αὐτὸ πραγματικὰ κλέβει τὴν ψίχα ἀπ ᾽ τὸ κατόρθωμά μας, τὸ μεδούλι τῆς δόξας μας, ὅσο κι ἂν ὑψωθοῦμε. ῞ Οπως συχνὰ συμβαίνει στὸν καθένα: γιὰ κάποιο ἐλάττωμα τῆς ϕύσης, κάποιο στίγμα ἐκ γενετῆς, γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι ὑπεύθυνος (μιὰ καὶ ἡ ϕύση δὲν ἐπιλέγει πῶς θὰ γεννηθεῖ), ἢ κάτι μέσα του διογκώνεται καὶ ρίχνει 30 τὰ ϕράγματα καὶ τὰ ὀχυρὰ τοῦ λόγου, ἢ μιὰ συνήθεια παραμορϕώνει τὸ ἦθος του καὶ γίνεται ἀνάρμοστο – κι αὐτός, ποὺ ϕέρει μέσα του τὸ στίγμα, τὸν τύπο, ὅπως εἶπα, μιᾶς ἀτέλειας, τὸ ἄγγιγμα τῆς ϕύσης ἢ τῶν ἄστρων, ὅποιες κι ἂν εἶναι οἱ ἄλλες ἀρετές του,
75 10
20
30
76
ΑΜΛΕΤ
ἂς εἶναι ἁγνὲς ὅσο ἡ θεία χάρη κι ἀπέραντες ὅσο χωράει ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸς στὸ τέλος θὰ κριθεῖ ἐν ὅλω 40 καὶ θὰ κατακριθεῖ γιὰ αὐτὸ τὸ σϕάλμα, τὸ ἕνα καὶ ἰδιαίτερο. Μιὰ στάλα ἀπ ᾽ τὸ κακὸ ϕτάνει γιὰ νὰ στρεβλώσει τὴν πιὸ ἁγνὴ οὐσία – νὰ τὴν κάνει νὰ μοιάζει ἀχρεία κατ ᾽ εἰκόνα του.
40
Μπαίνει τὸ ΦΑΝΤΑΣΜΑ. ΟΡ. Κοιτάξτε, κύριέ μου, ἔρχεται. ΑΜΛ. ᾽ Αγγελικὲς δυνάμεις, βοηθᾶτε
μας! Πνεῦμα ἀγαθὸ εἶσαι ἢ δαίμονας τῆς κόλασης; ᾽Ανάσα τ ᾽ οὐρανοῦ ἢ χαλασμὸς ἀπὸ τὸν κάτω κόσμο; 50 ῏ Ηρθες νὰ ἐλεήσεις ἢ νὰ ϕέρεις τὸν ὄλεθρο; Τὸ σχῆμα πού ᾽ χεις πάρει μὲ προκαλεῖ. Πρέπει νὰ σοῦ μιλήσω. Θὰ σ ᾽ ὀνομάσω ῎ Αμλετ, Βασιλιά, πατέρα, ῾ Ηγεμόνα τῆς Δανίας. Μίλα μου. Μὴ μ᾽ ἀϕήνεις νὰ πνιγῶ στὴν ἄγνοια. Πές μου, τὰ κόκαλά σου, τὰ ἱερωμένα μὲς στὸ ϕέρετρό τους, πῶς ἔσκισαν τὰ ἱμάτια τοῦ θανάτου; κι ὁ τάϕος ὅπου σ ᾽ εἴδαμε νὰ μπαίνεις 60 καὶ πλάγιασες γαλήνια γιὰ πάντα, γιατί ἀνοίγει πάλι τὸ κλεισμένο πέτρινο στόμα του καὶ σὲ ξερνάει πίσω στὸν πάνω κόσμο; Τί ἔχει γίνει,
50
60
ΠΡΑ ΞΗ 1 ~ Σ ΚΗΝΗ 4
κι ἐσύ, νεκρός, γυρίζεις σιδερόϕρακτος, στοῦ ϕεγγαριοῦ τὸ ϕέγγος κι ἀσχημίζεις τὴ νύχτα – κι ἐμᾶς, ἕρμαια τῆς ϕύσης, κάνεις νὰ τρέμει ὁ νοῦς μας ἀπ ᾽ τὴ ϕρίκη μὲ σκέψεις ποὺ ἡ ψυχὴ δὲν τὶς χωράει; Γιατί συμβαίνει αὐτό; Πές μας, τί θέλεις; 70 Τί πρέπει ἐμεῖς νὰ κάνουμε; ΟΡ. Σοῦ νεύει νὰ πᾶς ἐσὺ μαζί του, σὰν νὰ θέλει κάτι νὰ πεῖ σ ᾽ ἐσένα μόνο. ΜΑΡ. Κοίτα μὲ πόση εὐγένεια σοῦ κάνει νόημα νὰ βρεῖτε μέρος πιὸ ἀπόμερο. ᾽Αλλὰ μὴν πᾶς. ΟΡ. ῎ Οχι, ὄχι, μὴν πᾶς. ΑΜΛ. Δὲν θὰ μιλήσει ἀλλιῶς. Θ ᾽ ἀκολουθήσω. ΟΡ. ῎ Αχ, ὄχι, κύριε, μὴν πᾶς. ΑΜΛ. Γιατί; Τί ἔχω νὰ ϕοβηθῶ; Λίγο μὲ νοιάζει γιὰ τὴ ζωή μου. Τί ἀξία ἔχει; 80 Καὶ στὴν ψυχή μου τί μπορεῖ νὰ κάνει, ἂν εἶναι ἀθάνατη ὅπως αὐτό; Πάλι μοῦ νεύει. Θὰ τὸ ἀκολουθήσω. ΟΡ. Κι ἂν σὲ τραβήξει πρὸς τὴ θάλασσα ἢ στὸν γκρεμὸ πάνω ἀπ ᾽ τὸ ἄγριο κύμα καὶ πάρει ἐκεῖ κάποια ϕριχτὴ μορϕή, νὰ μὴν ὁρίζεις πιὰ τὰ λογικά σου, καὶ σ ᾽ ὁδηγήσει στὴν παράνοια; Καὶ μόνο νὰ σταθεῖς ἐκεῖ στὴν ἄκρη
77
70
80
78
ΑΜΛΕΤ
καὶ νὰ κοιτάξεις κάτω πρὸς τὸ χάος 90 ἀκούγοντας τὸ ρόγχο τῆς ἀβύσσου, σὲ πνίγει ἡ ἀπόγνωση, τρελαίνεσαι. ΑΜΛ. Μοῦ κάνει νόημα. Πήγαινε, θὰ ἔρθω. ΟΡ. Δὲν πρέπει, Κύριέ μου. ΑΜΛ. Μὴ μ᾽ ἀγγίζεις! ΟΡ. ῎Ηρεμα. Δὲν θὰ πᾶς. ΑΜΛ. Μοῦ νεύει ἡ μοίρα. Σκλήρυνε κάθε ἴνα τοῦ κορμιοῦ μου, σὰν νεῦρο στὸ λιοντάρι τῆς Νεμέας. ᾽Ακόμα μὲ καλεῖ! Κύριοι, ἀϕῆστε με! Μὰ τὸ Θεό, θὰ κάνω ϕάντασμα ὅποιον θὰ μ᾽ ἐμποδίσει. Πίσω, εἶπα. 100 – ᾽Εμπρός, ἀκολουθῶ.
90
100
Βγαίνουν τὸ Φάντασμα καὶ ὁ ῎Αμλετ.
Σαλεύει ὁ νοῦς του,
ΟΡ.
παραληρεῖ. Μὴν τὸν ἀϕήσουμε. Δὲν πρέπει νά ᾽ναι μόνος του.
ΜΑΡ.
Ναί, πᾶμε. Νὰ δῶ ποῦ θὰ μᾶς βγάλει, σὲ ποιό τέλος. ΜΑΡ. Κάτι εἶναι σάπιο μέσα στὴ Δανία. ΟΡ. Θὰ τὸ διευθετήσει ὁ Θεός. ΜΑΡ. ῎Οχι, ἂς τὸν ἀκολουθήσουμε. Βγαίνουν. ΟΡ.
ΠΡΑ ΞΗ 1 ~ Σ ΚΗΝΗ 5
79
Σ ΚΗΝΗ 5
Μπαίνουν τὸ ΦΑΝΤΑΣΜΑ καὶ ὁ ΑΜΛΕΤ. ΑΜΛ. Ποῦ μ᾽ ὁδηγεῖς; ΦΑΝΤ. ῎ Ακου. ΑΜΛ. ᾽Ακούω. ΦΑΝΤ.
Μίλα. Δὲν πάω πιὸ πέρα.
Πλησιάζει ἡ ὥρα ποὺ πρέπει νὰ παραδοθῶ στὸ θειάϕι καὶ στὴ ϕωτιὰ τοῦ μαρτυρίου μου. ΑΜΛ. Νιώθω τὸν πόνο σου. ΦΑΝΤ. Μὴ μὲ λυπᾶσαι. ῎ Ακουσε τί θὰ ϕανερώσω. ΑΜΛ. Λέγε. ᾽ Οϕείλω νὰ σ ᾽ ἀκούσω. ΦΑΝΤ. Καὶ νὰ πάρεις ἐκδίκηση ὅταν ἀκούσεις. ΑΜΛ. Τί; ΦΑΝΤ. Εἶμαι τὸ πνεῦμα τοῦ πατέρα σου, κι ἐκτίω τὴν ποινή μου στὸ σκοτάδι: 10 ὅλη τὴ νύχτα νὰ περιπλανιέμαι καὶ τὴν ἡμέρα νὰ μετανοῶ μέσα στὶς ϕλόγες γιὰ νὰ ἐξαγνιστοῦν οἱ ἁμαρτίες τῆς ϕθαρτῆς ζωῆς μου. ᾽Απαγορεύεται ν ᾽ ἀποκαλύψω τὰ μυστικὰ τῆς ϕυλακῆς μου, ἀλλιῶς θὰ εἶχα νὰ σοῦ πῶ μιὰ ἱστορία ποὺ θά ᾽ ϕτανε κι ἡ πιὸ ἁπλή της λέξη νὰ σϕάξει τὴν ψυχή σου, νὰ παγώσει
10
80
ΑΜΛΕΤ
τὸ αἷμα σου στὶς ϕλέβες, νὰ χυθοῦν 20 τὰ μάτια σου ἀπ ᾽ τὶς κόγχες τους σὰν ἄστρα ποὺ ξεριζώνονται ἀπ ᾽ τὸν οὐρανό, καὶ κάθε τρίχα ἀπ ᾽ τὰ ὄμορϕα μαλλιά σου νὰ γίνει, ἀγριεμένη ἀπὸ τὴ ϕρίκη, ὅπως τ ᾽ ἀγκάθια τοῦ σκαντζόχοιρου. ῞ Ομως αὐτὲς οἱ εἰκόνες τοῦ ἄλλου κόσμου δὲν κάνει νὰ ϕανερωθοῦν σ ᾽ ἐσᾶς ποὺ εἶστε ἀκόμα σάρκα κι αἷμα. ῎ Ακου, ἄκου, ὢ ἄκου, ἂν ποτὲ ἀγαποῦσες τὸν δύστυχο πατέρα σου — ΑΜΛ. Θεέ μου! 30 ΦΑΝΤ. Νὰ ἐκδικηθεῖς τὸ ϕόνο του. ΑΜΛ. Τὸ ϕόνο! ΦΑΝΤ. Τὸν μιαρὸ κι ἀϕύσικό του ϕόνο – πιὸ μιαρό, παράξενο κι ἀϕύσικο δὲν ἔχει. ΑΜΛ. Πές μου γρήγορα, νὰ μάθω, καὶ μὲ ϕτερὰ γοργὰ σὰν τὴν ἰδέα ἢ σὰν τὴ σκέψη τοῦ ἔρωτα θὰ ὁρμήσω νὰ πέσω πάνω στὴν ἐκδίκησή μου. ΦΑΝΤ. Τὸ βλέπω, εἶσαι πρόθυμος. ᾽ Α λλιῶς θά ᾽ σουν σὲ λήθαργο σὰν νά ᾽ χες πιεῖ τὸ ἀργὸ χορτάρι τῆς ᾽Αχερουσίας. ῎ Ακουσε, ῎ Αμλετ. Εἴπανε γιὰ μένα 40 πὼς πέθανα ἀπὸ δάγκωμα ὀχιᾶς ἐνῶ κοιμόμουνα στὸν κῆπο μου. Μ ᾽ αὐτὸ τὸ χαλκευμένο ψέμα σϕράγισαν τ ᾽ ἀϕτιὰ ὅλης τῆς Δανίας – ὅμως, γιέ μου,
20
30
40
ΠΡΑ ΞΗ 1 ~ Σ ΚΗΝΗ 5
ἐσὺ πρέπει νὰ ξέρεις πὼς τὸ ϕίδι ποὺ δάγκωσε τὸν πατέρα σου τώρα ϕοράει τὸ στέμμα του. ΑΜΛ. ῎ Α, τό ᾽ ξερα, τό ᾽ ξερα μέσα μου βαθιά. ῾ Ο θεῖος μου! ΦΑΝΤ. Αὐτὸς – ὁ ἔκϕυλος, ὁ αἱμομίκτης, μὲ νοῦ σατανικὸ γεμάτο δόλο 50 καὶ προδοσία –νοῦ ὅλο σκοτάδι, πού ᾽ χει τὴ δύναμη νὰ ἐκμαυλίσει!– ὑπόταξε στὰ λαγνικά του αἴσχη τὸν πόθο αὐτῆς ποὺ ἔμοιαζε νὰ εἶναι ἡ ἐνάρετη βασίλισσά μου. ῎ Αμλετ, ῎ Αμλετ, πῶς ξέπεσε ἔτσι! ᾽Απὸ μένα, ποὺ ἡ ἀγάπη μου ὅλη ἦταν πλασμένη ἀπ ᾽ τὸν ἁγνὸ ὅρκο τοῦ γάμου μας, νὰ πέσει καὶ νὰ κυλιστεῖ μ᾽ αὐτὸν τὸν ἄθλιο, ποὺ ἂν τὸν συγκρίνεις μ᾽ ὅλες 60 τὶς χάρες ποὺ εἶχα ἐγώ, εἶναι ζητιάνος. ῾ Η ἀρετὴ ποτὲ δὲν θὰ ἐνδώσει κι ἂς ἀσελγεῖ μπροστά της ὁ οὐρανός. ᾽ Ενῶ ἡ λαγνεία, ἀκόμα κι ἂν κρατήσει στὴν ἀγκαλιά της ἄγγελο ποὺ λάμπει, ἀϕοῦ χορτάσει τὴ θεσπέσια κλίνη θὰ πάει νὰ βρεῖ βορὰ μέσα στὴ βρόμα. Στάσου. Μύρισε ἡ αὔρα τῆς αὐγῆς. Θὰ ξημερώσει, πρέπει νὰ βιαστῶ. ῎ Ακου λοιπόν: τὴν ὥρα ποὺ κοιμόμουν 70 ἀμέριμνα τὸ ἀπόγευμα στὸν κῆπο, μπαίνει κρυϕὰ ὁ θεῖος σου κρατώντας
81
50
60
70
82
ΑΜΛΕΤ
καταραμένο ἐκχύλισμα μαγείας, ποὺ ἐχθρεύεται τὸ αἷμα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τὴ ϕριχτή του λέπρα χύνει ὅλη βαθιὰ μέσα στὴ σάλπιγγα τοῦ ἀϕτιοῦ μου. Κι αὐτό, γοργὸ σὰν τὸν ὑδράργυρο, περνάει παντοῦ στοὺς πόρους τοῦ κορμιοῦ βουίζοντας σὰν ἔκρηξη καὶ κάνει τὸ αἷμα ποὺ κυλάει λαγαρὸ 80 νὰ κόβει μὲς στὶς ϕλέβες, νὰ σβολιάζει, νὰ πήζει σὰν τὸ ξινισμένο γάλα. Κι ἀμέσως γέμισα παντοῦ ϕουσκάλες, μιὰ κρούστα σιχαμένη στὸ κορμί μου, μὲ λέπια ὅλο πύον, σὰν λεπρός. Κι ἔτσι, στὸν ὕπνο πάνω, ἀπὸ χέρι ἀδερϕικὸ στερήθηκα γιὰ πάντα ζωή, στέμμα, βασίλισσα. Κομμένος ἐπάνω στὸν ἀνθὸ τῆς ἁμαρτίας, ἔϕυγα ἀνεξαγόρευτος χωρὶς 90 μετάληψη, χωρὶς τὸ θεῖο μύρο, ἀνέτοιμος, νὰ πάω νὰ δώσω λόγο μ᾽ ὅλα τὰ κρίματα στὴν κεϕαλή μου. ῍ Ω ϕρίκη, ϕρίκη, ϕρίκη! ῍ Αν ἔχεις μέσα σου αἴσθημα ἀνθρώπου, μὴν τὸ ἀνεχτεῖς. ῎ Ω μὴν ἀϕήσεις τὸ βασιλικὸ κρεβάτι τῆς Δανίας νά ᾽ ναι κοίτη ἀκολασίας καὶ αἱμομιξίας. ῞ Ο,τι κι ἂν κάνεις ὅμως, τὸ μυαλό σου μὴν τὸ λερώνεις, στὴν ψυχή σου μέσα 100 μὴ στρέϕεσαι ἐνάντια στὴ μάνα σου.
80
90
100
ΠΡΑ ΞΗ 1 ~ Σ ΚΗΝΗ 5
83
῎ Ασε την στὸν Θεό, νὰ τὴν πληγώνουν τ ᾽ ἀγκάθια πού ᾽ χει μὲς στὰ σπλάχνα της. Πρέπει νὰ ϕύγω, τώρα. Οἱ λαμπυρίδες χλομιάζουν καὶ θὰ σβήσουν: ξημερώνει. Βγαίνει. ᾽Αντίο, ἀντίο, καὶ νὰ μὲ θυμᾶσαι. ΑΜΛ. ῍ Ω ἐπουράνια τάγματα, ὢ γῆ! Νὰ βάλω καὶ τὴν κόλαση; Τί ἄλλο; Θ ᾽ ἀντέξει ἡ καρδιά μου; Τὸ κορμί μου 100 θὰ μὲ κρατήσει ὄρθιο πρὶν γεράσω 110 ὁλόκληρος μεμιᾶς; Νὰ σὲ θυμᾶμαι; Καημένο πλάσμα, ὅσο ὑπάρχει μνήμη στὴ σαλεμένη σϕαίρα τοῦ μυαλοῦ μου. Νὰ σὲ θυμᾶμαι; Ναί, ἀπὸ τὶς πλάκες τῆς μνήμης μου θὰ σβήσω κάθε ἀνόητη καταγραϕή, κάθε κοινοτοπία, κάθε μορϕή, ἐντύπωση καὶ σχῆμα ποὺ τῆς ζωῆς ἡ πείρα καὶ τὰ χρόνια ἔχουν χαράξει. Μόνο ἡ ἐντολή σου θὰ ζήσει στὸ βιβλίο του μυαλοῦ μου, 120 120 μονάχα αὐτή, ἀνόθευτη ἀπὸ κάθε χυδαῖο πράγμα. Ναί, μά τὸ Θεό! ῍ Ω κάκιστη γυναίκα, ὢ κακοῦργε, καταραμένε, ἄθλιε κακοῦργε, ἐσύ, μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη. Γιά νὰ τὸ σημειώσω αὐτό: μπορεῖ νὰ εἶσαι συνεχῶς μὲ τὸ χαμόγελο, μὲ τὸ χαμόγελο καὶ νά ᾽ σαι ἀχρεῖος – γιὰ τὴ Δανία πάντως εἶμαι σίγουρος: [Γράϕει.] ἰσχύει. Λοιπόν, θεῖε, ἐδῶ σ ᾽ ἔχω. 130 130
84
ΑΜΛΕΤ
Τώρα στὸ λόγο μου – ἀπὸ δῶ καὶ πέρα: «᾽Αντίο, ἀντίο, καὶ νὰ μὲ θυμᾶσαι.» Τ ᾽ ὁρκίστηκα. Μπαίνουν ὁ ΟΡΑΤΙΟΣ καὶ ὁ ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ [ϕωνάζοντας]. ΟΡ. Κύριε, κύριέ μου. ΜΑΡ. Κύριε. ΟΡ. ῾ Ο ῞ Υψιστος νὰ τὸν ϕυλάει. ΑΜΛ. [Μόνος του] ᾽Αμήν. ΜΑΡ. ῎ Ε, κύριε, ἔ, ἔ. ΑΜΛ. ῎ Ε, ἔ, ἐδῶ,
ἔλα ἀγοράκι μου, ἐδῶ, ἐδῶ. ΜΑΡ. Πῶς εἶστε, κύριέ μου; ΟΡ. Τί ἔγινε; ΑΜΛ. ῞ Ολα θαυμάσια. ΟΡ. Πές μας, κύριέ μου. ΑΜΛ. Θὰ πᾶτε νὰ τὸ πεῖτε. ΟΡ. ᾽ Εγὼ ποτέ, 140 μά τὸ Θεό. ΜΑΡ. Οὔτε κι ἐγώ. ΑΜΛ. Λοιπόν, ποιός νὰ τὸ πεῖ – δὲν τὸ χωράει ὁ νοῦς οὔτε ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου – ὅμως ἐσεῖς κουβέντα, ἔτσι; ΟΡ. καὶ ΜΑΡ. ῎ Οχι. ῾ Ορκιζόμαστε. ΑΜΛ. Δὲν ὑπάρχει κακοῦργος στὴ Δανία – ποὺ νὰ μὴν εἶναι σκέτο κάθαρμα. ΟΡ. Αὐτὸ τὸ ξέραμε: δὲν χρειαζόταν
140
ΠΡΑ ΞΗ 1 ~ Σ ΚΗΝΗ 5
85
νὰ ἔρθει ϕάντασμα νὰ μᾶς τὸ πεῖ. ΑΜΛ. Ναί, ἔχεις δίκιο. Καὶ γι᾽ αὐτό, χωρὶς 150 πολλὰ πολλὰ ἂς δώσουμε τὰ χέρια 150 κι ἂς χωριστοῦμε. ᾽ Εσεῖς μὲ τὸ καλὸ νὰ πᾶτε ὅπου σᾶς καλεῖ ἡ δουλειά σας κι ἡ ἐπιθυμία σας – γιατὶ ὅλοι ἔχουν κάποια δουλειὰ καὶ κάποια ἐπιθυμία· ὅσο ἀϕορᾶ τὸν δύστυχο ἐμένα, ἐγὼ θὰ πάω νὰ προσευχηθῶ. ΟΡ. Αὐτὰ εἶναι τρέλες, παραλογισμοί. ΑΜΛ. Λυπᾶμαι εἰλικρινὰ ἂν σᾶς προσβάλλουν, εἰλικρινά. ΟΡ. Δὲν εἶναι προσβολή. ΑΜΛ. Ναί, μά τὸν ῞ Αγιο Πατρίκιο, 160 160 εἶναι καὶ παραεῖναι, ῾ Οράτιε, μεγάλη μάλιστα. ῞ Οσο γι᾽ αὐτὴν τὴν ὀπτασία ἐδῶ, ἕνα σᾶς λέω: τὸ ϕάντασμα εἶναι γνήσιο. ᾽Αρκεῖ. Τὸν πόθο σας νὰ μάθετε τί ἔγινε ἀνάμεσα σ ᾽ ἐμένα καὶ σ ᾽ ἐκεῖνο περιορίστε τον ὅπως μπορεῖτε. Καὶ τώρα, ϕίλοι μου, ἐσεῖς ποὺ εἶστε ϕίλοι, συμϕοιτητὲς καὶ στρατιῶτες, δεχτεῖτε τὴ ϕτωχὴ παράκλησή μου. 170 170 ΟΡ. ῞ Ο,τι ζητήσεις, Κύριέ μου. Πές μας. ΑΜΛ. Ποτὲ μὴν πεῖτε τί εἴδατε ἀπόψε. ΟΡ. καὶ ΜΑΡ. Δὲν θὰ τὸ ποῦμε. ΑΜΛ. ῎ Οχι. ῾ Ορκιστεῖτε. ΟΡ. Στὴν πίστη μου, ποτέ.
86
ΑΜΛΕΤ
ΜΑΡ.
Οὔτε κι ἐγώ,
στὴν πίστη μου. ΑΜΛ. ᾽ Εδῶ, στὸ ξίϕος μου. ΜΑΡ. Μά, Κύριέ μου, μόλις ὁρκιστήκαμε. ΑΜΛ. Ναί, ναί, στὸ ξίϕος μου εἶπα. ΦΑΝΤ. [ ᾽Απὸ κάτω] ῾ Ορκιστεῖτε. ΑΜΛ. ῎ Α, μπά, ἀγόρι μου, τὸ λὲς κι ἐσύ;
᾽ Εδῶ εἶσαι ἀκόμα, ἀγαθιάρη μου; ᾽ Ελᾶτε, τὸν ἀκούσατε τί λέει 180 ἀπ ᾽ τὸ ὑπόγειο. Δῶστε τὸν ὅρκο. ΟΡ. Τί νὰ ὁρκιστοῦμε, Κύριε; ΑΜΛ. Ποτὲ δὲν θὰ μιλήσετε γι᾽ αὐτὸ ποὺ εἴδατε. Στὸ ξίϕος μου, ὁρκιστεῖτε. ΦΑΝΤ. ῾ Ορκιστεῖτε.
180
[῾ορκίζονται.]
῾ Απανταχοῦ παρών; Πᾶμε πιὸ κεῖ. ᾽ Ελᾶτε, κύριοι, ἐδῶ, πάνω στὸ ξίϕος, βάλτε τὸ χέρι πάλι καὶ ὁρκιστεῖτε στὸ ξίϕος μου: δὲν θὰ μιλήσετε ποτὲ γι᾽ αὐτὸ ποὺ ἀκούσατε. ΦΑΝΤ. ῾ Ορκιστεῖτε. ΑΜΛ.
[῾ορκίζονται.]
Μπράβο σου, γέρο τυϕλοπόντικα. 190 Καὶ σκάβεις τόσο γρήγορα τὴ γῆ; Τί σκαπανέας! Πᾶμε πάλι, ϕίλοι μου, πιὸ κεῖ. Μά τὴν ἡμέρα καὶ τὴ νύχτα.
ΑΜΛ.
ΟΡ.
190
87
ΠΡΑ ΞΗ 1 ~ Σ ΚΗΝΗ 5
Παράξενο καὶ ξένο πού ᾽ ναι αὐτό. ΑΜΛ. Τότε ὑποδέξου το σὰν νά ᾽ ταν ξένος. ῾ Η γῆ κι ὁ οὐρανός, ῾ Οράτιε, βρίθει ἀπὸ πράγματα ποὺ δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ ὀνειρευτεῖ ἡ ϕιλοσοϕία μας. Μὰ ἐλᾶτε, ὅπως καὶ πρίν, ἐδῶ: ποτέ, ἂν θέλετε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, 200 ὅσο παράξενα κι ἂν ϕέρομαι (καθὼς μπορεῖ στὸ ἑξῆς νὰ υἱοθετήσω ὕϕος τρελοῦ κι ἀλλόκοτου ἀνθρώπου), ἂν τύχει καὶ μὲ δεῖτε τέτοιες ὧρες, ἐσεῖς δὲν θὰ σταυρώσετε τὰ χέρια, κουνώντας ὅλο νόημα τὸ κεϕάλι, οὔτε θὰ πεῖτε λόγια διϕορούμενα ὅπως, «κάτι ἔχω ἀκούσει ἐγὼ» ἢ «ἄσε, δὲν θέλω νὰ μιλήσω» ἢ «ἂν ἤθελα» ἢ «ξέρω κάποιους ποὺ τὰ ξέρουν ὅλα», 210 ἢ μ᾽ ἄλλα ὑπονοούμενα ἢ μισόλογα θ ᾽ ἀϕήσετε ποτὲ νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι γνωρίζετε κάτι γιὰ μένα. Αὐτὸ ὁρκιστεῖτε, κι εἴθε νά ᾽ χετε τὴν ὥρα τῆς μεγάλης σας ἀνάγκης βοηθὸ τή θεία χάρη. ΦΑΝΤ. ῾ Ορκιστεῖτε.
200
210
[῾ορκίζονται.]
῾ Ησύχασε, βασανισμένο πνεῦμα. Καὶ τώρα, κύριοι, εἶμαι δικός σας μ᾽ ὅλη μου τὴν καρδιά. Κι ὅ,τι μπορεῖ νὰ κάνει ἕνας ϕτωχὸς ὅπως ὁ ῎ Αμλετ, 220
ΑΜΛ.
220
88
ΑΜΛΕΤ
σὰν ἔκϕραση ἀγάπης καὶ ϕιλίας, ἂν θέλει ὁ Θεός, δὲν θὰ σᾶς λείψει. Πᾶμε μαζί, ἐλᾶτε, καὶ τὸ στόμα κλειστό. ῾ Ο κόσμος διασαλεύτηκε. Κατάρα ποὺ ἔπρεπε νὰ γεννηθῶ γιὰ νὰ τὸν στερεώσω τώρα ἐγώ. ῎ Οχι, μαζὶ θὰ πᾶμε, ἐλᾶτε.
Βγαίνουν.
Αναζητ'στε το εδ,
www.gutenbergbooks.gr /gutenbergbooks